Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

256
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ 1955-1990 του Λάμπρου Τσελίκα Το άρθρο αυτό συνεχίζει και συμπληρώνει το πρώτο μέρος μιας εργασίας που στοχεύει, δίνοντας στοιχεία της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, να συμβάλει στην ερμηνεία της πορείας του συσχετισμού των πολιτικο-οικονομικών δυνάμεων, κατά τον 20ό αιώνα. Πιστεύουμε ότι αυτό θα είναι χρήσιμο για την παραπέρα έρευνα και μελέτη των αιτιών των ανατροπών που επήλθαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τις επιπτώσεις τους στις σημερινές εξελίξεις. Η σημασία της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο τεράστιος ρόλος της στην πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας περιγράφηκαν στο προηγούμενο μέρος αυτής της εργασίας. Σε προηγούμενο άρθρο τεκμηριώθηκαν, επίσης, η ανωτερότητα του κοινωνικού συστήματος και η υπεροχή της οικονομικής αποτελεσματικότητας των σοσιαλιστικών πολιτικών επιλογών που εφαρμόστηκαν, σύμφωνα με τη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού, από το 1917 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη Σοβιετική Ενωση. Με βάση τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, οι περισσότεροι συγγραφείς διαχωρίζουν μια πρώτη περίοδο της σοβιετικής οικονομίας ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν, σταδιακά, άρχισε η εφαρμογή διαφόρων «μεταρρυθμίσεων». Η παρούσα εργασία θα ασχοληθεί με την επισκόπηση της πορείας της σοβιετικής οικονομίας στη διάρκεια της περιόδου 1955-1990, δίνοντας, ελπίζουμε, χρήσιμο υλικό για την ανίχνευση των αιτιών των ανατροπών που επήλθαν. Παρουσιάζοντας την ιστορική επισκόπηση της οικονομίας της ΕΣΣΔ στη δεύτερη και τελευταία περίοδο της εξέλιξης της, θα προσπαθήσουμε σε αυτό το άρθρο να καταγραφεί η επιρροή που άσκησαν, κατά καιρούς, οι διάφορες «μεταρρυθμίσεις» στην πορεία της σοβιετικής οικονομίας, με τις επιπτώσεις που προξένησαν και τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν. Θα ανιχνεύσουμε, επίσης, τους διάφορους εσωτερικούς παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτήν την κατεύθυνση. Τέλος, στην ανάλυση που ακολουθεί, μαζί με την τεκμηρίωση των δεδομένων, θα παρουσιάσουμε μια συγκριτική εικόνα της πορείας των οικονομιών της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. Η παρούσα εργασία θα τερματισθεί με μια γενική συμπερασματική προσπάθεια.

Transcript of Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Page 1: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣΤΗΣ ΕΣΣΔ 1955-1990

του Λάμπρου Τσελίκα

Το άρθρο αυτό συνεχίζει και συμπληρώνει το πρώτο μέρος μιας εργασίας που στοχεύει, δίνοντας στοιχεία της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, να συμβάλει στην ερμηνεία της πορείας του συσχετισμού των πολιτικο-οικονομικών δυνάμεων, κατά τον 20ό αιώνα. Πιστεύουμε ότι αυτό θα είναι χρήσιμο για την παραπέρα έρευνα και μελέτη των αιτιών των ανατροπών που επήλθαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τις επιπτώσεις τους στις σημερινές εξελίξεις.

Η σημασία της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο τεράστιος ρόλος της στην πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας περιγράφηκαν στο προηγούμενο μέρος αυτής της εργασίας. Σε προηγούμενο άρθρο τεκμηριώθηκαν, επίσης, η ανωτερότητα του κοινωνικού συστήματος και η υπεροχή της οικονομικής αποτελεσματικότητας των σοσιαλιστικών πολιτικών επιλογών που εφαρμόστηκαν, σύμφωνα με τη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού, από το 1917 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη Σοβιετική Ενωση.

Με βάση τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, οι περισσότεροι συγγραφείς διαχωρίζουν μια πρώτη περίοδο της σοβιετικής οικονομίας ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν, σταδιακά, άρχισε η εφαρμογή διαφόρων «μεταρρυθμίσεων».

Η παρούσα εργασία θα ασχοληθεί με την επισκόπηση της πορείας της σοβιετικής οικονομίας στη διάρκεια της περιόδου 1955-1990, δίνοντας, ελπίζουμε, χρήσιμο υλικό για την ανίχνευση των αιτιών των ανατροπών που επήλθαν.

Παρουσιάζοντας την ιστορική επισκόπηση της οικονομίας της ΕΣΣΔ στη δεύτερη και τελευταία περίοδο της εξέλιξης της, θα προσπαθήσουμε σε αυτό το άρθρο να καταγραφεί η επιρροή που άσκησαν, κατά καιρούς, οι διάφορες «μεταρρυθμίσεις» στην πορεία της σοβιετικής οικονομίας, με τις επιπτώσεις που προξένησαν και τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν. Θα ανιχνεύσουμε, επίσης, τους διάφορους εσωτερικούς παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτήν την κατεύθυνση. Τέλος, στην ανάλυση που ακολουθεί, μαζί με την τεκμηρίωση των δεδομένων, θα παρουσιάσουμε μια συγκριτική εικόνα της πορείας των οικονομιών της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ.

Η παρούσα εργασία θα τερματισθεί με μια γενική συμπερασματική προσπάθεια.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Στις 28.9.1952 ολοκληρώθηκε η δημοσίευση του έργου του Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Το έργο αυτό περιείχε τις παρατηρήσεις του σχετικά με τον πλατύ διάλογο που αναπτύχθηκε στα αντίστοιχα ιδρύματα και θεσμικά όργανα της χώρας, καθώς και τις απαντήσεις του στις διάφορες θέσεις που διατυπώθηκαν στη διάρκεια της πανσοβιετικής συζήτησης που έγινε το Νοέμβρη του 1951. Στο έργο αυτό διατυπώνονταν, επίσης, οι προοπτικές για τη διερεύνηση των οικονομικών νομοτελειών στην περίοδο του σοσιαλισμού και το ρόλο της επαναστατικής θεωρίας στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής από τα αρμόδια όργανα του επαναστατικού εργατικού κράτους.

Στις 13.1.1953, ανακαλύπτεται η συνομωσία των «Ασπρων Μπλουζών», σε πλήρη εξέλιξη της διαδικασίας ανασχηματισμού της διοίκησης του ΚΚΣΕ.

Στις 5.3.1953, πεθαίνει ο Ι. Β. Στάλιν. Τη διαδοχή του στη διοίκηση του Κόμματος και της χώρας αναλαμβάνουν ο Ν. Χρουστσιόφ, ο Ν. Μπουλγκάνιν και ο Γ. Μάλενκοφ. Στις 28.3.1953, ένα διάταγμα του

Page 2: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Μάλενκοφ (που ήταν τότε πρωθυπουργός) δίνει αμνηστία στους 9 γιατρούς της συνομωσίας της 13ης του Γενάρη, οι οποίοι επανέρχονται στις θέσεις που κατείχαν.

Στις 16.7.1953 συλλαμβάνεται ο Μπέρια. Στις 20.8.1953, ανακοινώνεται η επιτυχία πειραματισμού της υδρογονοβόμβας. Στις 3.9.1953, ο Χρουστσιόφ (Α΄ Γραμματέας του ΚΚΣΕ) κριτικάρει την αγροτική πολιτική του Στάλιν.

Στις 17.8.1954, βγαίνει το διάταγμα για την εκχέρσωση μεγάλων παρθένων εκτάσεων στο Καζακστάν και τη Δυτική Σιβηρία. Στις 2.8.1955, ο τότε πρωθυπουργός Γ. Μάλενκοφ καθαιρείται, ενώ βρισκόταν σε επίσημο ταξίδι στο Λονδίνο. Πρωθυπουργός γίνεται ο Ν. Μπουλγκάνιν.

Το Φλεβάρη του 1956 γίνεται το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στις 29.6.1957 η ΚΕ του ΚΚΣΕ καθαιρεί τους Μολότοφ, Μάλενκοφ και Καγκάνοβιτς. Στις 4.10.1957 τίθεται σε τροχιά το Σπούτνικ και στις 27.10.1957 καθαιρείται από υπουργός Αμυνας και μέλος της ΚΕ του ΚΚΣΕ ο στρατάρχης Ζούκοφ.

Στις 3.1.1958 ο Χρουστσιόφ αντικαθιστά τον Ν. Μπουλγκάνιν στην προεδρία της κυβέρνησης και αποφασίζονται νέες αλλαγές στην οικονομική οργάνωση της χώρας (κατάργηση των υποχρεωτικών παραδόσεων της συγκομιδής στο κράτος, πώληση των αγροτικών μηχανημάτων των (κρατικών) Γεωργικών Σταθμών στα κολχόζ, ίδρυση περιφερειακών οικονομικών συμβουλίων, δημιουργία 17 ανεξάρτητων περιφερειών κ.ά.). Το έκτο πεντάχρονο πλάνο γίνεται επτάχρονο (λόγω καθυστερήσεων) με διάφορες δικαιολογίες.

Ετσι, στις 12.4.1961 πραγματοποιείται το πρώτο ανθρώπινο διαστημικό ταξίδι με τον Γιούρι Γκαγκάριν. Στις 3.6.1961 έχουμε τη συνάντηση Χρουστσιόφ - Κέννεντυ στη Βιέννη και στις 17.10.1961 γίνεται το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπου η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου αντικαταστάθηκε από αυτήν του «παλλαϊκού κράτους». Ερχεται στη συνέχεια η ρήξη με τη Λ.Δ της Κίνας. Τον Οκτώβρη-Νοέμβρη 1962 ξεσπάει η κρίση των πυραύλων στην Κούβα που λύνεται με την απόσυρσή τους και την παράλληλη απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία. Ακολουθεί η συμφωνία με τον Τίτο και στις 5.8.1963 υπογράφεται στη Μόσχα η συμφωνία απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών (πλην των υπογείων) με τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Η Γαλλία και η Κίνα αρνούνται να την υπογράψουν.

Στις 14.10.1964 ανατρέπεται ο Χρουστσιόφ και τη θέση του παίρνει ο Μπρέζνιεφ. Ο Α. Κοσύγκιν γίνεται πρωθυπουργός και το 1965 κάνει τις περίφημες «μεταρρυθμίσεις» με τις οποίες καθορίστηκαν τα λεγόμενα «οικονομικά ερεθίσματα»: α) η χρηματιστική αυτονομία των επιχειρήσεων, β) η αύξηση των δικαιοδοσιών των διαχειριστών, γ) η καθιέρωση του κέρδους ως κριτηρίου οικονομικής αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα με αρκετούς μαρξιστές οικονομολόγους, οι μεταρρυθμίσεις αυτές άνοιξαν, νομοθετικά πια, το δρόμο για την ανάπτυξη της «σκιώδους οικονομίας».

Στην περίοδο αυτή οι εξελίξεις ήταν ακόμη φαινομενικά αμφίρροπες. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές επίπεδο έγιναν προσπάθειες αναχαίτισης της καπιταλιστικής πίεσης. Οι διαμαρτυρίες στο εσωτερικό της χώρας πλήθαιναν σε τέτιο βαθμό, ώστε ο επίσημος τύπος να καταδικάζει επί αρκετούς μήνες τη «μαύρη αγορά».

Στο διεθνές επίπεδο ενεργοποιήθηκε πιο έντονα, η αντίσταση στις καπιταλιστικές επεμβάσεις (Βιετνάμ, Πράγα, Αγκόλα, Αιθιοπία κλπ.). Ομως η διάβρωση στο διοικητικό μηχανισμό κέρδιζε συνεχώς έδαφος ενώ, ταυτόχρονα, αναπτυσσόταν έντονα η παραοικονομία και, μαζί της, μια κατηγορία παράνομων - ακόμη - αλλά δυναμικών στελεχών.

Το Μάρτιο του 1965, το 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ εγκρίνει τις «Μεταρρυθμίσεις» Κοσύγκιν και ανακηρύσσει τον Λ. Μπρέζνιεφ Γενικό Γραμματέα του ΚΚΣΕ. Τον Ιούνιο του 1967 ο Κοσύγκιν συναντά τον Τζόνσον στο Γκλάσμπορο. Το Μάη του 1972 έρχεται ο Νίξον στη Μόσχα και υπογράφεται η συμφωνία

Page 3: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μερικού περιορισμού των ατομικών όπλων. Το εμπόριο μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ αυξάνεται από 200 εκατομμύρια δολάρια σε 2 δισ. Από το 1973 άρχισε η προμήθεια φυσικού αερίου και άλλων ορυκτών υδρογονανθράκων από την ΕΣΣΔ σε διάφορες καπιταλιστικές χώρες.

Η ΦΙΑΤ, η ΡΕΝΩ, η ΜΑΝΕΣΜΑΝ, η ΠΕΠΣΙ-ΚΟΛΑ και άλλα διεθνικά μονοπώλια εγκαθίστανται στην ΕΣΣΔ και, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, δικτυώνονται με παράγοντες της «παραοικονομίας».

Στο εξωτερικό ο ευρωκομμουνισμός στη Δυτική Ευρώπη και η ρήξη με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διέσπασαν το διεθνές εργατικό κίνημα. Στο 25ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Μάρτης 1976) ο Λ. Μπρέζνιεφ στιγματίζει τα κομμουνιστικά κόμματα που κάνουν υποχωρήσεις στον οπορτουνισμό.

Η διαμάχη στα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού συνεχίζεται. Το 1979 η ΕΣΣΔ αποφασίζει να στηρίξει τη δημοκρατική κυβέρνηση του Αφγανιστάν που αντιμετωπίζει τις καπιταλιστικές επιθέσεις των ΗΠΑ μέσω του Πακιστάν. Το 1980 οι ΗΠΑ σαμποτάρουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς παραιτείται ο Κοσύγκιν και γίνεται πρωθυπουργός ο Ν. Τίχονοφ. Το Γενάρη του 1982 πεθαίνει ο Μ. Σουσλόφ και τον Ιούνη ο Λ. Μπρέζνιεφ. Τον διαδέχεται ο Κουζνετσόφ (προσωρινά) και ύστερα εκλέγεται ο Γιούρι Αντρόποφ, ο οποίος πεθαίνει έξη μήνες αργότερα (από τις 5.5.1983 ως τις 9.2.1984). Κατόπιν αναλαμβάνει ο Τσερνιένκο και στο τέλος του 1986, με πρόταση του Αντρέι Γκρομύκο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος υπέγραψε - το 1991- τη διάλυση του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ.

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με το Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο χώρο της γεωργίας όφειλε να πραγματοποιήσει δυο κύρια καθήκοντα: α) να παράγει άφθονα τρόφιμα υψηλής ποιότητας, β) να εξασφαλίσει το βαθμιαίο πέρασμα της αγροτικής οικονομίας σε κομμουνιστικές σχέσεις.

Η εφαρμογή αυτού του προγράμματος στη διάρκεια της πρώτης περιόδου της πορείας της σοβιετικής οικονομίας (1917-1955) ολοκλήρωσε τη δημιουργία γερής και γόνιμης βάσης για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής της ΕΣΣΔ.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν ήταν πολλά και πολλών ειδών. Πρώτα-πρώτα οι γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες που διέπουν στην ΕΣΣΔ τις αγροτικές δραστηριότητες και περιορίζουν αυστηρά την χρονική περίοδο που είναι αναγκαία στο βιολογικό κύκλο πολλών καλλιεργειών. Τα δεδομένα αυτά δυσκόλευαν πολύ την αναζήτηση δυνατοτήτων επέκτασης της καλλιεργήσιμης επιφάνειας. Αλλού υπήρχε έλλειμμα βροχοπτώσεων και χρειάζονταν σημαντικά αρδευτικά έργα. Αλλού υπήρχε ανάγκη πραγματοποίησης αποξηραντικών έργων για την αξιοποίηση βαλτωδών εκτάσεων. Τέλος, έπρεπε η βιολογική έρευνα και η τεχνολογία μηχανοποίησης να λύσουν πολλά προβλήματα (σμίκρυνσης του κύκλου βλάστησης, ανθεκτικότητα στο κρύο, επιτάχυνση εργασιών καλλιέργειας κλπ.), ώστε να καλλιεργηθούν αποδοτικά καινούργιες εκτάσεις σε περιθωριακές αγροτικές περιοχές.

Τεχνικά, το σοσιαλιστικό αγροτικό σύστημα ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις αυτές και, μάλιστα, με γοργό ρυθμό. Η συγκρότηση νέων δομών (συνεταιριστικών - κολχόζ και κρατικών-σοβχόζ) σε μεγάλες γεωργικές εκτάσεις επέτρεψε την καλύτερη μηχανοποίηση των εργασιών καλλιέργειας και συγκομιδής, πράγμα που έκανε την εκτέλεσή τους πιο σύντομη και περισσότερο αποτελεσματική. Διευκόλυνε, επίσης, την πραγματοποίηση εναλλασσόμενων καλλιεργειών που δίνουν τη δυνατότητα εντατικότερης χρησιμοποίησης της γης και καλύτερης διαφύλαξης του παραγωγικού δυναμικού.

Οι νέες δομές, με τις αυξανόμενες προμήθειες γεωργικών μηχανών και εργαλείων από την αντίστοιχη βιομηχανία, έκαναν -επιπλέον- δυνατή τη γοργή επέκταση καλλιεργήσιμης γης σε καινούργιες περιοχές.

Page 4: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Χάρη στην επίμονη επιστημονική και τεχνική εργασία των πεδολόγων, των δασολόγων και των ειδικών για τα υδραυλικά έργα, μετατράπηκαν 115 εκατομμύρια στρέμματα βαλτικών εκτάσεων σε εύφορα καλλιεργημένα χωράφια. Επιπλέον, σε αυτήν την κατεύθυνση αξιοποίησης μεγάλο ρόλο έπαιξε η περίφημη πρακτική των δασικών φραγμάτων. Περιορίζοντας τις βλαβερές επιπτώσεις των ανέμων που αποξηραίνουν τις στέπες και δημιουργώντας μια πρόσθετη συμπύκνωση υγρασίας της ατμόσφαιρας, η πρακτική των δασικών φραγμάτων κατέγραψε μια μεγάλη επιτυχία, καθιστώντας εύφορες και παραγωγικές μεγάλες εκτάσεις στεπών στις νότιες ευρωπαϊκές περιοχές της ΕΣΣΔ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η επιτυχημένη πρακτική δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση εκχέρσωσης μεγάλων παρθένων εκτάσεων που έγινε στο Καζακστάν και στη Δυτική Σιβηρία (1954-1958) και παρουσίασε, σε λίγα χρόνια, αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.

Οι θεαματικές αυτές απόπειρες έγιναν στα πλαίσια των πολιτικών επιλογών που εφαρμόστηκαν στη δεύτερη περίοδο εξέλιξης της σοβιετικής οικονομίας. Πράγματι, η κινητοποίηση γι’ αυτές τις εκχερσώσεις έγινε με χρηματικά ερεθίσματα (πριμ) χωρίς μακροπρόθεσμη οικονομική προοπτική και, φυσικά, πολλές σπατάλες.

Ο πίνακας που ακολουθεί, παρουσιάζει την εξέλιξη της σοβιετικής αγροτικής έκτασης.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ

Σε εκατομμύρια Ηα (1)

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 1913 (2)

1928 1940 1950 1960 1965 1970 1975 1980

Σύνολο χρήσιμης Αγροτικής Επιφάνειας - - - - 608,9 609,7 608,1 607,8 606,3

Οργώσιμες Επιφάνειες- - - - 220,8 224,9 224,3 225,5 227,1

Σπαρμένες Επιφάνειες118,2 113 150,6 146,3 203,0 209,1 296,7 217,7 217,3

Επιφάνειες Σιτηρών104,6 92,2 110,7 102,9 115,6 128,0 119,3 127,9 126,6

Σημειώσεις: (1) Ενα Ηα = 10 στρέμματα. (2) Στα μεταπολεμικά διαμορφωμένα σοβιετικά σύνορα.

ΠΗΓΗ: «L' Economie de URSS» de Pierre Carriere, Editions MASSON, Paris 1984, page 119.

Οπως προκύπτει, η αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, σε πενήντα περίπου χρόνια, ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο στρέμματα (217 εκατ. Ηα μείον 113 εκατ. Ηα το 1928). Η αύξηση ήταν πολύ πιο ραγδαία στα 12 πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικοποίησης της γεωργίας. Τέλος, ο πίνακας δείχνει ανάγλυφα τις καταστροφικές επιπτώσεις των πολέμων (εμφύλιος 1918-1920 και παγκόσμιος - χιτλερική εισβολή 1941-1945).

Page 5: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Με στόχο την αύξηση παραγωγής στο εθνικό επίπεδο, τα κολχόζ και τα σοβχόζ διέθεταν, από το 1935, στους συνεταιρισμένους αγρότες και τους εργάτες γεωργούς για ιδιωτική εκμετάλλευση, αγροτεμάχια καλλιεργήσιμης γης, επιφάνειας περίπου 10 στρεμμάτων (1Ηα). Το μέτρο αυτό επέτρεπε στις γεωργικές οικογένειες να αυξήσουν τα έσοδά τους με την πρόσθετη εργασία τους. Φυσικά, το μέτρο αυτό αντανακλούσε τότε μια ευέλικτη προσωρινή πολιτικο-κοινωνική υποχώρηση, που δεν επηρέαζε όμως τη γενική σοσιαλιστική πορεία της ΕΣΣΔ. Η παραγωγικότητα, όμως, των αγροτεμαχίων αυτών (που είχαν επιλεχθεί από τις καλύτερες εκτάσεις γης) παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με τη συλλογική παραγωγή. Στη συνέχεια, με το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου πολλοί αγρότες εγκατέλειψαν την εκμετάλλευσή τους. Εξάλλου, η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών, βλέποντας την πρόοδο στην ύπαιθρο, στήριζε συνεχώς ένθερμα τις σοσιαλιστικές δομές της γεωργικής παραγωγής.

Οι πίνακες ΙΙ και ΙΙΙ που ακολουθούν, παρουσιάζουν την εξέλιξη των κυρίων δεδομένων για τις δύο βασικές δομές της σοβιετικής γεωργίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΚΥΡΙΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΟΛΧΟΖ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 1940 1953 1960 1965 1970 1975 1980

Αριθμός των κολχόζ Χ 103 235,5 91,2 44,0 36,3 33,0 28,6 25,9

Αριθμός οικογενειών κολχόζ Χ 106 18,7 19,7 17,1 15,4 14,4 13,5 12,8

Αριθμός εργαζομένων Χ 106 29,0 25,8 21,7 18,6 16,7 15,4 13,3

Παραγωγή (ρούβλια 1973 Χ 109) - - 27,8 35,5 42,3 42,0 41,8

Σπαρμένη επιφάνεια (στρέμματα Χ 106)

1117 1320 1230 1051 991 982 952

Αριθμός Βοειδών Χ 106 20,1 27,8 36,3 38,3 41,7 47,6 47,9

Τρακτέρ (αριθμός Χ 103) 4* 2* 621 772 942 1104 1057

* Εως την εποχή εκείνη ο μηχανικός εξοπλισμός ανήκε στους Μηχανοτρακτερικούς Σταθμούς.

ΠΗΓΗ: «L’ Economie de l’ URSS», de Pierre Carriere, Editions Masson, Paris 1984, page 128.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙΚΥΡΙΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΣΟΒΧΟΖ

Page 6: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 1940 1953 1960 1965 1970 1975 1980

Αριθμός των σοβχόζ 4159 4857 7375 11681 14994 18064 21057

Αριθμός εργαζομένων Χ 103 1373 1844 5800 8230 8888 10300 11640

Τελική Παραγωγή (ρούβλια 1973 Χ 109)

- - 14,1 20,6 29,5 35,3 44,5

Σπαρμένη επιφάνεια (στρέμματα Χ 106)

115,6 115,5 672,1 890,6 917,5 1073 1118

Αριθμός Βοειδών Χ 103 2462 3404 14437 24501 29073 35600 40100

Τρακτέρ (αριθμός Χ 103) 74 90 403 681 803 1038 1190

ΠΗΓΗ: ό.π, σελ. 131.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια οι διάφορες γεωργικές παραγωγές γνώρισαν μια σταθερή άνοδο. Από το 1928 η παραγωγή των σιτηρών πολλαπλασιάστηκε επί 2,8, των ζαχαρότευτλων επί 8,8 και του μπαμπακιού επί 12,7.

Η τεχνολογική πρόοδος που επέφερε η σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας στον αγροτικό τομέα παραγωγής της ΕΣΣΔ είχε αποφασιστική επίδραση στην αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και στην καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των αγροτών.

Η μηχανοποίηση πολλών κλάδων εργασίας, οι χωροταξικές διαμορφώσεις, η οικοδόμηση ειδικά σχεδιασμένων δομών για κάθε αγροτική παραγωγή (βουστάσια, χοιροτροφεία, ορνιθοτροφεία, σιλό και άλλες παραγωγικές εγκαταστάσεις), καθώς και η χρησιμοποίηση των επιλεγμένων ποικιλιών, λιπασμάτων, φαρμακευτικών ειδών και σύνθετων ολοκληρωμένων ζωοτροφών, αποτέλεσαν το αντικείμενο επίμονων προσπαθειών που εκτιμήθηκαν παντού, και πρώτα-πρώτα από τους αγρότες της ΕΣΣΔ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ταυτόχρονα με τα πρωτόγνωρα αυτά αποτελέσματα (επέκταση της καλλιεργήσιμης επιφάνειας, αύξηση της παραγωγικότητας και των γεωργικών παραγωγών), πραγματοποιήθηκε ο εξηλεκτρισμός της υπαίθρου και η οικοδόμηση σύγχρονων γεωργικών κατοικιών και διαφόρων κοινωνικο-πολιτιστικών δομών (βιβλιοθήκες, θέατρα, παιδικοί σταθμοί, στάδια κλπ.) πέρα από τα εκπαιδευτικά κτίρια, τις συγκοινωνιακές και άλλες δομές βιωσιμότητας.

Ετσι η εφαρμογή σχεδιασμού και κανόνων της σοσιαλιστικής οικονομίας στον τομέα της αγροτικής παραγωγής αναδείχτηκε ικανή να τον αναπτύξει ραγδαία και στη Σοβιετική Ενωση. Το σύνολο των ως τώρα αναφερθέντων παραγωγικών δεδομένων στους διάφορους στατιστικούς πίνακες δείχνει τη σταθερή ανοδική πορεία, εξηγώντας παράλληλα την εξέχουσα θέση που είχε καταλάβει η ΕΣΣΔ μεταξύ των μεγάλων αγροτικών δυνάμεων.

Page 7: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Είναι, επίσης, αποδεδειγμένο ότι η σοσιαλιστική οικονομία προώθησε σ’ αυτόν τον τομέα της με κάθε τρόπο τις τεχνολογικές καινοτομίες και τις εφάρμοσε, σε κάθε περίπτωση, άμεσα, χωρίς κανενός είδους αναστολή.

ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ευθύς εξ αρχής, η σοσιαλιστική οικονομία της ΕΣΣΔ στηρίχθηκε στις παραγωγικές δυνάμεις που απελευθέρωσε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Αντιμετωπίζοντάς τες επιστημονικά, αναζήτησε έντονα σε όλες, τις επιπτώσεις τις τεχνολογικές καινοτομίες και τις εφάρμοσε κάθε φορά που ήταν δυνατόν, σε κάθε τομέα παραγωγής και σε κάθε σταθμό της εξέλιξής της.

Στην κατεύθυνση αυτή, η σοβιετική οικονομία δεν εμποδίστηκε από κανέναν οργανικό ή θεσμικό περιορισμό. Αντίθετα, στοχεύοντας στη συνεχή ανάπτυξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων που αποτελούσαν ουσιαστικά την έκφραση της δικής της ανάπτυξης, η σοβιετική οικονομία ανέδειξε την αντικειμενική επίδραση των τεχνολογικών καινοτομιών στην ανατροπή των σχέσεων και του ρόλου των εργαζομένων ως πυρήνα των παραγωγικών δυνάμεων. Ετσι, με γνώμονα τη μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση και εφαρμόζοντας τις ενδείξεις της τεχνολογίας, η σοβιετική οικονομία συνέχισε την ανοδική της πορεία προς το σοσιαλισμό, όσο χρονικό διάστημα της επέτρεψε ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στην ΕΣΣΔ.

Ο βιομηχανικός τομέας συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών του σοβιετικού λαού και αποτέλεσε το κύριο μέτωπο, που κερδήθηκε η μάχη της ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας και, στην τελευταία ανάλυση, της επιβίωσης της ΕΣΣΔ απέναντι στις καπιταλιστικές επιθετικές επιδιώξεις.

Ο πρώτος όρος της επιτυχίας ήταν η δημιουργία μιας βιομηχανίας παραγωγής μέσων παραγωγής, ικανής να συγκριθεί με αυτές των καπιταλιστικών δυνάμεων. Ο δεύτερος όρος ήταν η δημιουργία μαζικών εργαλείων παραγωγής, ώστε να αντικαταστήσουν τα ατομικά εργαλεία παραγωγής στο γεωργικό τομέα, όπως, επίσης και στον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων. Αυτοί οι δύο όροι τηρήθηκαν από το ξεκίνημα της εκβιομηχάνισης της χώρας που ήταν, ουσιαστικά, μια περίοδος βιομηχανικών εξοπλισμών. Οι αρχικές αυτές βιομηχανικές επενδύσεις αποτέλεσαν το εφαλτήριο της βιομηχανικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ που εγκαινιάστηκε με τα πρώτα πεντάχρονα πλάνα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αναπτύχθηκε με πρωτόγνωρους ρυθμούς, τη στιγμή ακριβώς που οι βιομηχανίες των χωρών του καπιταλιστικού κόσμου γνώριζαν σοβαρότατες κρίσεις. Η διαφορά των δυο αυτών καταστάσεων έγκειται στο γεγονός, ότι στη σοσιαλιστική οικονομία οι βιομηχανικές δημιουργίες καθορίζονται από την ικανοποίηση των συλλογικών (κοινωνικών και ατομικών) αναγκών, οι οποίες αυξάνουν συνεχώς. Στο σοσιαλιστικό οικονομικό πλαίσιο, λοιπόν, το ανώτατο όριο της βιομηχανοποίησης μετατίθεται συνεχώς, γιατί αντιστοιχεί στις λαϊκές ανάγκες.

Ο ρυθμός της βιομηχανικής παραγωγής καθοριζόταν από αυτόν των προμηθειών σε εργαλεία και σε πρώτες ύλες. Αλλά η βιομηχανική παραγωγή στην ΕΣΣΔ δε νοείται σαν ένας μηχανισμός στο σύνολο του οποίου ο άνθρωπος θα αποτελεί ένα γρανάζι. Αντί να φυλακίζεται μέσα σε πειθαρχικά πλαίσια, όπως στο σύστημα των Ταίυλορ και Φορντ, ο εργαζόμενος καλείται να συμμετάσχει με τη συνειδητή δράση του, στην πρόοδο της «δικής» του βιομηχανίας, στον καλύτερο εξοπλισμό της και άρα, ταυτόχρονα, στην προσωπική του ευμάρεια. Με αυτά τα δεδομένα η σοβιετική βιομηχανία αναπτύχθηκε θεαματικά. Μέσα σε 10 χρόνια, το 1938, πριν ακόμα τελειώσει το 3ο Πεντάχρονο πλάνο, αντιπροσώπευε περίπου τα 2/3 της παραγωγικής δύναμης της βιομηχανίας των ΗΠΑ. Πριν ακόμα τερματιστεί το 2ο Πεντάχρονο πλάνο, η ΕΣΣΔ απελευθερώθηκε ήδη από τις εισαγωγές τεχνικής, γιατί η σοβιετική μεταλλουργία εξασφάλιζε τους αναγκαίους εξοπλισμούς για τη βιομηχανία, τη γεωργία, τον ηλεκτρικό τομέα και τον τομέα μεταφορών.

Με τη συσσώρευση εμπειρίας, στη συνέχεια, η ανάπτυξη της σοβιετικής μεταλλουργίας χαρακτηριζόταν από σωρεία τεχνολογικών καινοτομιών. Οι τεχνολογικές καινοτομίες χαρακτήρισαν, επίσης, την ανάπτυξη πολλών άλλων κλάδων της σοβιετικής βιομηχανίας. Είναι παγκόσμια γνωστά τα τεχνολογικά επιτεύγματα στους τομείς των ναυπηγείων (τα με πυρηνική ενέργεια κινούμενα παγοθραυστικά τύπου «Λένιν»), της

Page 8: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αεροναυτικής βιομηχανίας (με πρωτοποριακά υπερηχητικά αεροσκάφη πολιτικής και στρατιωτικής αεροπορίας), της διερεύνησης του διαστήματος (με ό,τι βιομηχανικές χρησιμότητες συνεπάγεται αυτή), του τομέα της διερεύνησης και εξόρυξης των ορυκτών πόρων, του τομέα της οικοδόμησης (κατοικιών, φραγμάτων, λιμένων κλπ.), του τομέα της οργανικής χημείας, φαρμακευτικών προϊόντων, υφαντουργίας, λιπασμάτων, ρομποτικής, πληροφορικής και άλλων τομέων.

Η αφθονία και η ποικιλία φυσικών πόρων που υπάρχουν στις απέραντες εκτάσεις της Σοβιετικής Ενωσης είναι γνωστές. Στην αρχή, η πρόσβαση για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου ήταν δυσκολότερη στις δυτικές περιοχές (Ντουμπάς) απ’ ό,τι στα ορυχεία των άλλων βιομηχανικών χωρών. Αλλά με την πείρα και τη σοσιαλιστική οργάνωση παραγωγής, η δυσκολία αυτή ξεπεράστηκε. Εξάλλου ανακαλύφθηκαν κατόπιν πολλοί νέοι χώροι εκμετάλλευσης άφθονων αποθεμάτων.

Ωστόσο, πέρα από τις φυσικές αυτές δυσκολίες, το μεγαλύτερο μειονέκτημα στον τομέα της παραγωγής προερχόταν από το γεγονός ότι η χώρα ήταν, στην περίοδο που ξεκίνησε η σοσιαλιστική πορεία, πολύ καθυστερημένη σε πολλούς παραγωγικούς τομείς.

Το πρόβλημα τεχνικής κατάρτισης του ενεργού πληθυσμού ήταν πολύ οξυμένο. Χρειάστηκε, λοιπόν, να λυθεί ταυτόχρονα το θέμα της οργάνωσης και των δομών αναπαραγωγής των παραγωγικών δυνάμεων (παιδεία, κλπ.).

Ενα άλλο, πολύ μεγάλο επίσης, μειονέκτημα για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας της ΕΣΣΔ, προήλθε από τις τρομερές καταστροφές που πλάκωσαν τη χώρα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και των ξένων επεμβάσεων (1918-1920). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η ίδια δυσμενής δοκιμασία τεραστίων πολεμικών καταστροφών επαναλήφθηκε 20 χρόνια αργότερα, με τη φασιστική εισβολή, στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Τέλος, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η πορεία της σοσιαλιστικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε κάτω από εχθρικές διεθνείς συνθήκες εμπορικού και οικονομικού αποκλεισμού που, για πολλά χρόνια, ήταν εντελώς ολοκληρωτικός.

Παρ’ όλα αυτά η προτεραιότητα που δίνει η σοσιαλιστική οικονομία στην παραγωγή και που συνεπάγεται την ενδογενή ανάπτυξή της, της επέτρεψε να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις δυσκολίες και να φθάσει σε υψηλά επίπεδα αποτελεσματικότητας με πρωτόγνωρους ρυθμούς.

Οι πίνακες που ακολουθούν καταγράφουν το χρονικό της εξέλιξης της παραγωγής και διάφορους οικονομικούς δείκτες με στατιστικές για κάθε τομέα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙVΔΕΙΚΤΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ (1953 = 100)

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ

1938 1948 1953 1954 1955 1956 1957 1958 1959 1960

Γενικός Δείκτης1 30 47 100 113 127 140 155 171 190 206

Παραγωγικά αγαθά - 43 100 114 130 145 161 179 201 224

Page 9: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Καταναλωτικά αγαθά - 56 100 113 123 134 145 156 172 186

Τρόφιμα-Ποτά-Τσιγάρα2 - - 100 111 117 128 139 150 164 173

Χημικά Προϊόντα3 - - 100 110 124 136 146 160 176 196

Μεταλλουργία Σιδήρου4 - - 100 117 136 162 183 207 227 253

Μη σιδηρούχα Μέταλλα5 - - 100 114 128 138 148 164 177 -

Μεταλλικά προϊόντα6 - - 100 116 138 157 178 202 232 266

ΠΗΓΗ: Ετήσια Εκδοση Στατιστικών των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) Ετος 1961, σελ. 80.

1. Συμπεριλαμβανομένων των δασών, της Αλιείας, ατμού θέρμανσης κινητικής δύναμης, ψυκτικές αποθήκες. 2. Με τις ψυκτικές αποθήκες. 3. Με το λάστιχο, τα μέταλλα για τη χημεία. 4. Μαζί με την

εξόρυξη. 5. Μαζί με την εξόρυξη. 6. Συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων ακριβείας.

ΠΙΝΑΚΑΣ VΕΤΗΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ ΚΑΙ ΕΛΑΦΡΑΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΜΗΧΑΝΩΝ

1913 1928 1940 1950 1960 1970 1975 1980

Απλές κατασκευαστικές μηχανές 1800 2000 58400 70600 156000 202000 232000 216000

Πιεστικές μηχανές μετάλλων - - 4668 7694 29933 41268 50500 57200

Τουρμπίνες (στρόφυγγες) σε KW X 1000

- - 1200 2700 9200 16200 19100 19600

Ηλεκτρικοί κινητήρες σε KW X 1000 - 204 1800 6700 17800 33300 45600 47600

Θεριστικές - αλωνιστικές μηχανές - - 12800 46300 59000 99200 97500 117000

Page 10: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Τρακτέρ- 1300 31600 117000 239000 459000 550000 555000

Προγραμματισμένης Λειτουργίας μηχανές - - - - 200 1600 8900 20900

Αυτόματες συνεχόμενης σειράς μηχανές - - - 10 174 579 715 814

Αριθμητικά χειριζόμενες μηχανές - - - - 16 1588 5532 8865

Βιομηχανικά ρομπότ- - - - - - 120 1579

ΠΗΓΗ: In Genese et Economie de URSS A. Gauthier et A. Reynand, Editions Breal 1989, page 156 et 200.

ΠΙΝΑΚΑΣ VΙΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΣΣΔ

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΜΟΝΑΔΕΣ 1937 1950 1955 1960 1965 1970 1972 1973 1975

ΣΙΤΗΡΑ103 Χ Τ. - - 100858 - 114453 175788 157948 209009 134797

ΣΙΤΑΡΙ103 Χ Τ. 3809 31100 47300 64207 59686 99734 85950 109700 66224

ΚΡΕΑΣ103 Χ Τ. - 1556 2554 - 9956 10900 - - 15060

ΓΑΛΑ103 Χ Τ. - - 43009 64714 72563 82950 83200 - 90700

ΠΑΤΑΤΕΣ103 Χ Τ. - - 71751 - 88676 96783 78329 94000 88703

ΨΑΡΙΑ -ΟΣΤΡΑΚΑ 103 Χ Τ. 1560 1755 2495 - 5100 7252 7756,9 - 10025

ΓΑΙΑΝΘΡΑΚΑΣ103 Χ Τ. 132000 102000 276638 374900 427900 432715 481600 492000 537700

ΑΤΣΑΛΙ (ακατέργαστο) 103 Χ Τ. 16700 27300 45271 65294 91021 115889 125589 131000 141328

Page 11: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ (ακατέργαστο) 103 Χ Τ. 28500 19400 70800 147859 242888 353039 460000 472000 491000

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΥΣΙΜΗ

(Ισοδυναμία άνθρακα)

106 - - - 677,4 966,6 1248,7 - - 1650,5

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ103 Χ Αρ 130 362,9 507,7 523,6 807 1159,1 1380,7 1602,0 1901,2

Εκ των οποίων Φορτηγά 103 Χ Αρ 123,7 294,4 399,9 362,0 606 814,9 650,7 685,2

ΤΡΑΚΤΕΡ (15 CV) 103 Χ Αρ 66,3 - 321,8 - - 459 478 500

ΤΣΙΜΕΝΤΟ103 Χ Τ. - - 22484 - 72388 95248 104299 102000 122057

ΠΗΓΗ: Ετήσια Εκδοση Στατιστικών των Ηνωμένων Εθνών, έτη 1976, 1987 - ΄98, σελ. 154 και «Images Economiques du Monde» 1974, (Εκδοση S.E.D.E.S - Paris) par J. Beaujeu - Garnier, A. Gamblinet A. Delobe, page, 247.

ΠΙΝΑΚΑΣ VΙΙΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΕΤΗΣΙΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΕΡΓΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

(Σε χιλιάδες άτομα)

 1940 1950 1960 1965 1970 1975

Σύνολο κλάδων 13079 15317 22620 27447 31593 34054

Κλάδος Μηχανικών κατασκευών

3519 4307 7206 9905 12017 13816

Ελαφράς Βιομηχανίας 2853 2653 3860 4308 5019 5109

Βιομηχανίας Τροφίμων 1568 1683 2164 2819 2592 2901

Page 12: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Βιομηχανίας Ξύλου και Χάρτου 1990 2208 2698 2819 2848 2795

Βιομηχανίας Ενέργειας 972 1427 1965 2119 2175 2120

Πρωτογενούς Μεταλλουργίας 526 743 1047 1236 1359 1369

Χημικών Βιομηχανιών 414 469 792 1251 1568 1753

ΠΗΓΗ: L’ Economie de l’ URSS, Pierre Carriere, Editions MASSON, Paris 1984, page 163.

ΠΙΝΑΚΑΣ VΙΙΙΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

(Μέσοι ετήσιοι αριθμοί σε εκατομμύρια)

ΕΤΗ Σφαίρα κοινωνικής παραγωγής Βοηθητική (ιδιωτική) οικονομία

 Γεωργία Δάση Βιομ/νια Οικ/μές Υπ/σίες Σύνολο Γεωργία Βιοτ/νία Σύνολο

1940 28,1 0,3 13,1 2,0 19,0 62,5 - - -

1950 27,9 0,4 15,3 3,3 20,9 67,8 7,8 1,6 9,4

1955 27,9 0,4 18,9 4,0 23,6 74,8 7,8 0,3 8,1

1960 26,1 0,4 22,3 6,3 29,2 84,3 7,6 0,3 7,9

1965 25,6 0,4 27,1 7,3 35,4 95,8 5,8 0,1 5,9

1970 24,4 0,4 31,6 9,0 42,4 107,8 5,2 0,0 5,2

1975 25,4 0,5 34,1 10,6 46,6 117,2 4,5 0,0 4,5

Page 13: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

1979 23,9 0,5 36,5 11,2 52,6 124,7 4,0 0,0 4,0

1980 24,7 0,5 36,9 11,2 52,3 125,6 4,1 0,0 4,1

1981 24,7 0,5 37,2 11,3 53,2 126,9 4,3 0,0 4,3

ΠΗΓΗ: L' Economie de l' URSS, Pierre Carriere, Editions MASSON, Paris 1984, page 109.

ΠΙΝΑΚΑΣ IΧΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΠΡΟΪΟΝΤΑ 1913 1928 1940 1950 1960 1970 1980

Αλεύρι (τόννοι Χ 106) 1,3 1,3 29 22 35 42 38

Ζυμαρικά (τόννοι Χ 103) 30 47 324 440 1007 1187 1554

Ζάχαρη (τόννοι Χ 103) 1300 1300 2165 2523 6363 10221 12164

Φυτικά Ελαια (τόννοι Χ 103) 471 448 798 819 1586 2784 2650

Παρασκευασμένο κρέας (τόννοι Χ 103)

1000 700 1501 1556 4406 7144 9283

Κονσέρβες (αριθμός Χ 106) 95 125 1113 1535 4864 10676 15876

ΠΗΓΗ: ό.π., σελ. 208.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΕΣΣΔ: ΡΥΘΜΟΙ ΑΥΞΗΣΗΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΛΑΔΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΚΛΑΔΟΙ 1940 1950 1970 1980 1986

ΣΥΝΟΛΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ 100 520 1200 2100 2600

Page 14: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΧΗΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ 100 770 2700 5800 7900

ΒΑΡΕΙΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ 100 480 930 1300 1800

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ

100 900 2800 7200 10100

ΕΛΑΦΡΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ 100 280 470 700 770

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ 100 240 470 650 810

ΠΗΓΗ: In Genese et Economie de l' URSS. A. Gauthier et A. Reynand Edition Breal Paris 1989, page 159.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ 1955-1990*

Του Λάμπρου Τσελίκα

ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Ο τομέας παραγωγής ενέργειας κατείχε, από την αρχή, την πρώτη θέση στις προτεραιότητες του νεογέννητου σοβιετικού κράτους. Με προσωπική παρακολούθηση του Λένιν, το πλάνο GOERLO κινητοποίησε όλο το τότε ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και όλες τις υλικο-τεχνικές δυνατότητες της χώρας.

Ετσι και αλλιώς, στο ξεκίνημα υπήρχε μια φανερή τεχνολογική καθυστέρηση, που αποτελούσε τον κυριότερο περιοριστικό παράγοντα στον τομέα αυτό. Οι προσπάθειες όμως αναπτύσσονταν προγραμματισμένα, πράγμα που επέτρεψε την εντατική και αποτελεσματική χρησιμοποίηση του υπάρχοντος παραγωγικού δυναμικού.

Η πρώτη προσπάθεια κατευθύνθηκε στην αξιοποίηση των ορυκτών πόρων της χώρας, γνωστών και ήδη εκμεταλλεύσιμων και, ταυτόχρονα, στην ανακάλυψη υπαρχόντων δυνητικών.

Τα γνωστά ανθρακωρυχεία του Ντουμπάς αξιοποιήθηκαν με την εφαρμογή των τότε τεχνολογικών καινοτομιών και την ορθολογική οργάνωση της διαδικασίας παραγωγής, βασισμένης στη σοσιαλιστική άμιλλα. Στο μεταξύ ανακαλύφθηκε η ανθρακοφόρος λεκάνη του Κουλμπάς που υπερδιπλασίασε τις δυνατότητες παραγωγής της ΕΣΣΔ και, στη συνέχεια, τα διάφορα άλλα τεράστια αποθέματα άνθρακα της σοβιετικής Ασίας.

Στο μέτρο της ανάπτυξης της παραγωγής άνθρακα δημιουργούνταν διάφοροι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί που προμήθευαν τις βιομηχανικές περιοχές με ηλεκτρική ενέργεια. Στη συνέχεια, κατασκευάστηκαν και άλλοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί που λειτουργούσαν με πετρέλαιο ή με φυσικό αέριο.

Ορυκτοί πόροι από υγρά και αερώδη καύσιμα υπάρχουν σε ανυπολόγιστες ποσότητες στο υπέδαφος της ΕΣΣΔ.

Page 15: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Υστερα από την αξιοποίηση του τρόπου εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του Μπακού στην Κασπία Θάλασσα, ανακαλύφθηκε το τεράστιο κοίτασμα μεταξύ του ποταμού Βόλγα και των Ουραλίων που ονομάστηκε το «Δεύτερο Μπακού». Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της περιόδου αυτής άρχισε αμέσως μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σοβιετική τεχνολογία χρησιμοποίησε τις πιο προχωρημένες τεχνικές μεθόδους εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αυτών. Στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν τα αμύθητα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Σιβηρίας, της Μέσης Ασίας και του Καζακστάν.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΙΕΘΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

Σε εκατομμύρια τόνους (Ισοδυναμία Ανθρακα με 7.000 χιλιοθερμίδες)

ΕΤΟΣ ΣΥΝΟΛΟ Πετρέλαιο Αέριο Κάρβουνο Τύρφη Σχίστες Ξύλα

1913 48,2 14,7 - 23,1 0,7 - 9,1

1940 237,7 44,5 4,4 140,5 13,6 0,6 34,1

1950 311,2 54,4 373,1 20,4 4,8 28,7 -

1960 692,8 211,4 54,4 373,1 20,4 4,8 28,7

1970 1248,6 504,2 235,6 451,2 21,4 8,5 27,7

1975 1571,3 701,9 342,9 471,8 18,5 10,8 25,4

1980 1895,6 862,6 514,2 476,9 7,3 11,8 22,8

1981 1938,2 870,6 549,9 470,5 12,6 11,7 22,9

1982 1990,2 876,0 591,9 479,5 8,3 11,2 23,3

ΠΗΓΗ: L’ Economie de l’ URSS, Pierre Carriere, Editions MASSON, Paris 1984, σελ. 164.

O παραπάνω στατιστικός πίνακας, όπως και οι προηγούμενοι, παρουσιάζει την εξέλιξη της παραγωγής ορυκτών πόρων ενέργειας στην ΕΣΣΔ, εκτός των ραδιενεργών μεταλλευμάτων. Για τους πόρους αυτής της κατηγορίας υπάρχουν, όμως, γενικές ενδείξεις για την άφθονη παρουσία τους στο υπέδαφος της ΕΣΣΔ. Αρκεί να σημειωθεί ότι πέρα από τις τότε πρωτεύουσες υποχρεώσεις κάλυψης των στρατιωτικών αναγκών, η παραγωγή των πυρηνικών σταθμών ηλεκτρισμού (220 δισεκατομμύρια KWH) παρουσιάζει μια συνεχώς

Page 16: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ανοδική πορεία, από την 27.7.1954 που λειτούργησε ο πρώτος πυρηνικός ηλεκτρικός σταθμός του κόσμου στο Ομπνίνσκ.

Τέλος, στον τομέα των ενεργειακών πόρων του υπεδάφους πρέπει να αναφερθεί η πρωτοπορία της σοβιετικής τεχνολογίας (1966) στη χρησιμοποίηση της γεωθερμίας για την παραγωγή ηλεκτρισμού ή και άμεσα για τη θέρμανση κατοικιών, δημοσίων κτιρίων κλπ. με ζεστό νερό του υπεδάφους.

Οσον αφορά τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, η παραγωγή τους έφτανε το 15% του παραγόμενου ηλεκτρισμού της χώρας (250 δισεκατομμύρια KWH). Η προτεραιότητα για τη δημιουργία των σταθμών αυτών δόθηκε σε τοποθεσίες, όπου η κατασκευή τους συνέβαλε, παράλληλα, στην καλυτέρευση των συνθηκών της ναυσιπλοΐας στους επιλεγμένους ποταμούς καθώς και στη δημιουργία αποθεμάτων νερού για τις γύρω ποτιστικές καλλιέργειες.

Στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος του υδροηλεκτρικού δυναμικού της ΕΣΣΔ οικοδομήθηκε στους ποταμούς της Ασίας, όπου δημιουργήθηκαν οι μεγαλύτεροι υδροηλεκτρικοί σταθμοί του κόσμου.

Τέλος, στις βόρειες επαρχίες της Σοβιετικής Ενωσης χρησιμοποιήθηκε η ενέργεια των παλιρρoιών για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Η προσπάθεια αυτή που άρχισε με την κατασκευή ενός σταθμού ισχύος 5.000 KW στη χερσόνησο της Κόλα, αναδείχθηκε πολύ ενδιαφέρουσα για τις περιοχές του μεγάλου βορρά, όπου η μεταφορά ηλεκτρισμού ή και άλλων ενεργειακών πόρων συνάντησε μεγάλες δυσκολίες. Ετσι, προγραμματίστηκαν δύο άλλοι σταθμοί (Λούμποφκα - δύναμης 350.000 KW και Μέλεν - 1,3 εκ. KW).

Πράγματι, η τοποθέτηση των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος έθεσε, από καιρό και μάλιστα σε γενικό επίπεδο, το πρόβλημα της μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας στις περιοχές χρησιμοποίησής της. Η λύση του προβλήματος αυτού (που υπήρχε, ήδη, από τα πρώτα πεντάχρονα πλάνα, στη δεκαετία του 1930, όταν κατασκευάστηκαν οι πρώτοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί και τα πρώτα φράγματα) βρέθηκε, με καινοτομίες που εισήγαγε η σοβιετική τεχνολογία, η οποία κατείχε - για πολλές δεκαετίες - την πρωτοπορία στον τομέα αυτόν.

Εξίσου γοργή πρόοδο παρουσίασαν και τα έργα για τη μεταφορά του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στις περιοχές χρησιμοποίησής τους. Από 4.100 χιλιόμετρα το 1940, το δίκτυο πετρελαιαγωγών αυξήθηκε σταθερά στα 5.400 χιλιόμετρα το 1950 και στα 17.300 χιλιόμετρα το 1960. Το σύνολό του φθάνει τα 70.900 χιλιόμετρα και αυτό των αγωγών φυσικού αερίου τα 144.000 χιλιόμετρα.

Ωστόσο, στο σημείο αυτό υπέχει να υπογραμμιστεί ότι η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής των ορυκτών καυσίμων που καταγράφεται από τη δεκαετία του 1970 και των εξαγωγών δε σημαίνει ότι το εξωτερικό εμπόριο της ΕΣΣΔ αναπτυσσόταν πάντα προς όφελος της ενίσχυσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

Οι υπεύθυνοι των τότε ηγεσιών της ΕΣΣΔ μιλούσαν για ανάπτυξη του εμπορίου με τα καπιταλιστικά κράτη σε βάση «αμοιβαίου οφέλους», όμως φαίνεται ότι επρόκειτο περισσότερο για μια εξορυκτική πολιτική για να γεμίζουν τα ταμεία και λιγότερο για εισαγωγή «νέων τεχνολογιών», τις οποίες «πλήρωναν» στα διεθνικά μονοπώλια με πετρέλαιο και φυσικό αέριο, όπως επίσημα υποστηριζόταν. Συνήφθησαν συμβάσεις λεόντειας μορφής και καταπιεστικού περιεχομένου, που εισήγαγαν υπόγεια τις διάφορες πολυεθνικές εταιρίες στο χώρο της σοβιετικής οικονομίας. Ολα αυτά, φυσικά, με το αζημίωτο για ορισμένα διευθυντικά στελέχη σοβιετικών επιχειρήσεων και οργανισμών.

Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ

Ο τομέας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης αποτελεί το βάθρο της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας κι αντανακλά το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων. Καταγράφει, επίσης, τη δυνατότητα

Page 17: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

συνέχισης και επιτάχυνσης της ποιοτικής και ποσοτικής ανόδου της εθνικής παραγωγής. Αντιπροσωπεύει, τέλος, το κατ’ εξοχήν κριτήριο της οικονομικο-κοινωνικής προόδου για κάθε χώρα.

Η εκπαίδευση και γενικά οι θεσμοί που πλαισιώνουν τη διάδοση και την ανάπτυξη της μόρφωσης και της γνώσης αποτελούν τον κύριο κορμό του τομέα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στον οποίο και θα σταθούμε στο παρόν άρθρο πολύ περιορισμένα βέβαια, στο ζήτημα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η οργάνωση της ουσιαστικής και ταχύτατης ανάπτυξης του συστήματος εκπαίδευσης ήταν ζωτικής σημασίας για την πορεία του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση το 75% του πληθυσμού στην επικράτεια της τσαρικής αυτοκρατορίας δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει.

Είναι βέβαια γνωστό, ότι η εκπαίδευση των ευγενών και των αστών δημιούργησε στην προεπαναστατική Ρωσία συγγραφείς παγκόσμιας ολκής, όπως ο Τολστόι, ο Τσέχωφ, ο Ντοστογιέφσκι και άλλοι. Ανέδειξε, επίσης, επιφανείς επιστήμονες όπως ο Μεντελέγιεφ, ο Λομονόσοφ, ο Παυλώφ... Αλλά οι ανώτεροι εκπαιδευτικοί υπάλληλοι του Τσάρου εκτιμούσαν ότι η υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση δε θα μπορούσε να λειτουργήσει πριν το 2.000!

Η εξουσία των Σοβιέτ έλυσε αυτό το ζήτημα σε 15 χρόνια. Το 1919, ο Λένιν, υπέγραψε το Διάταγμα για την οργάνωση γενικής δημόσιας εκμάθησης γραφής και ανάγνωσης, στη μητρική γλώσσα ή στα ρώσικα, σύμφωνα με τη θέληση των πολιτών.

Τα μαθήματα αυτά οργανώθηκαν σε χιλιάδες πόλεις και χωριά με τη συμμετοχή των εγγράμματων νέων, των διανοουμένων, των κοινωνικών οργανώσεων, των συνδικάτων κλπ.

Παράλληλα με αυτήν την πρωτοβουλία άμεσης δράσης, σε παλλαϊκή κλίμακα, για την εκμάθηση, ξεκίνησε μια βαθιά προπαρασκευαστική εργασία, σε όλα τα επίπεδα (κυβερνητικό, περιφερειακό και τοπικό), για την εισαγωγή και την προώθηση της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς, επίσης και για την ανάπτυξη της ειδικευμένης μέσης εκπαίδευσης, όπως και της τριτοβάθμιας.

Οσο προχωρούσαν οι προσπάθειες αυτές, τόσο το κράτος διέθετε περισσότερα μέσα για την οικοδόμηση σχολείων, τεχνικών κολεγίων, ινστιτούτων και ιδρυμάτων διαμόρφωσης δασκάλων και καθηγητών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η πρωτοβάθμια υποχρεωτική εκπαίδευση είχε ολότελα κατακτηθεί και, γύρω στο 1935, η ελάχιστη υποχρεωτική εκπαίδευση έγινε 7χρονης διάρκειας.

Στην αρχή της δεκαετίας του 1940, η Σοβιετική Ενωση ήταν ήδη έτοιμη για τη γενίκευση της μέσης εκπαίδευσης. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος εμπόδισε την πραγματοποίησή της. Το 1949, άρχισε πάλι να ισχύει η 7χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και το 1958 έγινε 8χρονη και στη συνέχεια έγινε 10χρονη.

Σύμφωνα με την απογραφή που έγινε το 1959, το 98,5% των πολιτών γνώριζαν να διαβάζουν και να γράφουν. Το 1913, το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 26,3%. Για τις γυναίκες το 1959, 97,8% γνώριζαν ανάγνωση και γραφή και μόνο 13,7% πριν την επανάσταση. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ο συνολικός αριθμός μαθητών των σχολείων γενικής εκπαίδευσης πέρασε από 9,6 εκατομμύρια στα 36,2 εκατομμύρια. Εξάλλου, ο αριθμός των μαθητών των σχολών πέραν από την 7η χρονιά, αυξήθηκε από 152.000 στα 4.285.000, όπως επίσης, και ο αριθμός των δασκάλων από 280.000 στο 1.952.000.

Στην ΕΣΣΔ, το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος οργανώθηκε με βάση τις αρχές που διακήρυξε η σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη 1917 και που κατοχύρωσε το Σύνταγμά της, καταγράφοντας παράλληλα τις συνθήκες πραγματοποίησής τους.

Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισοτιμία των φύλων στην ΕΣΣΔ εξασφάλιζε επίσης την ισότητα των πολιτών σε όλα τα επίπεδα δραστηριότητας και σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Το κράτος

Page 18: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

πρόσφερε στις γυναίκες πολλές δυνατότητες για να συμβιβάσουν τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις με την κοινωνική δραστηριότητα.

Στην ΕΣΣΔ υπήρχαν, επίσης, διάφορες μορφές εκπαίδευσης που εξασφάλιζαν δωρεάν τη μετεκπαίδευση ή τη συνεχή κατάρτιση του ενήλικου πληθυσμού με χρηματοδότηση του κράτους από τα διάφορα υπουργεία ή υπηρεσίες.

«Το ιδιαίτερο και το πιο τυπικό χαρακτηριστικό του σοβιετικού συστήματος εκπαίδευσης είναι το ότι τείνει ν’ απαλείψει εντελώς τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της χειρονακτικής και της διανοητικής εργασίας. Η εκπαίδευση και η παιδεία έχουν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση. Το σοβιετικό σύστημα εκπαίδευσης δίνει μεγάλη σημασία στη συναρμογή (συνδυασμό) της εκπαίδευσης με την παραγωγή και στον εμπλουτισμό της χειρονακτικής εργασίας με ένα διανοητικό περιεχόμενο».

Η δυναμική της τάσης αυτής συνέχιζε να επηρεάζει το εκπαιδευτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ, ακόμη και μετά τις πρώτες οικονομικο-πολιτικές «μεταρρυθμίσεις» ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Τα αποτελέσματα του σοβιετικού συστήματος εκπαίδευσης, τόσο στον τομέα της ανάπτυξης της οικονομίας όσο και σε αυτόν της μόρφωσης και του πολιτισμού, προκάλεσαν τον γενικό θαυμασμό. Οι επιτυχίες του αποτέλεσαν τη βάση για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και συνέβαλαν στην εδραίωση του σοσιαλισμού, πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.Οταν ο πρώτος κοσμοναύτης του κόσμου Γιούρι Γκαγκάριν γύρισε στη γη, είχε δίκαιο δηλώνοντας ότι τη βάση της εκτόξευσής του αποτελούσε ο σοσιαλισμός.

Ο πίνακας που ακολουθεί συνοψίζει τα στατιστικά δεδομένα της εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ, από τις παραμονές της Σοσιαλιστικής Επανάστασης του Οκτώβρη 1917 και ύστερα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΙΙΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 1913 1930 1940 1960 1975 1980

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ (Αριθμός Χ 106)

ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ (Αριθμός Χ106)

159,2

109,4

162

12,6

194,1

3,9

214,3

2,2

254,4

0,8

267,7

0,7

ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (3 έτη)

           

Αριθμός Μαθητών Χ106

Αριθμός Δασκάλων Χ106

-

-

-

-

-

-

4,7

-

8,4

0,73

10,2

1,1

1ος ΚΥΚΛΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

           

Αριθμός Μαθητών Χ 106 (3 έτη) 9,6 - - 26,1 30,0 21,0

Page 19: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Αριθμός Δασκάλων Χ106 0,28 - - 1,95 2,4 2,3

2ος ΚΥΚΛΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

           

Αριθμός Μαθητών Χ106 α) 3-4 έτη

(3 κατευθύνσεις) β) 3-5 έτη

0,15

0,05

-

-

8,2

1,6

10,1

4,3

12,2

10,7

20,7

11,7

ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ           

Αριθμός Αν. Ιδρυμάτων

Αριθμός Φοιτητών Χ106

Αριθμός Ξένων Φοιτητών Χ 106

-

0,13

-

-

-

-

-

1,2

-

-

2,4

0,02

-

4,85

0,05

890

5,24

0,06

Σημείωση: Ο παραπάνω πίνακας παρουσιάζει μια σύνθεση των δεδομένων των εξής πηγών:

1. «Histoire Parallele» tome IV, Editions Presses de la Cite, Paris 1962, Entretiens I. Kairov et Aragon, σελίδες 265, 266, 267, 275.

2. Annuaire Statistique del’ UNESCO, 1982, σελίδες 324 και 325 3. Εκδοση Στατιστικών Ενωμένων Εθνών, 1982, σελ. 154. 4. Quid 1982, Editions R.T.L. - Robert Laffon, σελίδες 1308-1310 και Anne 1991, σελ. 1243. 5. «L’ Enseignement, Zoia Malkova, A.P. Novosti, 1985, σελίδες 55, 56, 57.

Ο πίνακας XΙΙΙ παρουσιάζει την εξέλιξη του οικονομικά ενεργού επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού στην ΕΣΣΔ, σε σύγκριση με αυτή των ΗΠΑ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧIΙΙΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 

ΗΠΑ   

ΕΣΣΔ 

 1970 1978 1980 1970 1978 1980

Σύνολο επιστημόνων & μηχανικών

1.694.300 2.530.000 2.720.000 6.042.000 10.377.000 12.073.000

Εκ των οποίων γυναίκες - - 311.000 - - 6.410.000

Page 20: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Σύνολο τεχνικών 911.700 - - 8.914.000 14.418.000 16.539.000

Εκ των οποίων γυναίκες - - - - - 10.546.000

Επιστήμονες ασχολούμενοι στην

έρευνα

549.500 594.300 643.500 927.700 1.314.000 1.373.300

Εκ των οποίων γυναίκες - - - 359.902 - 548.100

Πηγές: UNESCO Statistiques relatives aux scinces et a la Technologie, Dec. 1982, σελίδες 28, 29, 36, 37, 129 & 133.Annuaire Statistique de l’ UNESCO, σελίδες 145 & 325.Annuare Statistique des Nations Unies (ONU) 1982. Science et Technologie, σελίδες 781 & 782.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΠΑ

Η σύγκριση της οικονομικής πορείας της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ επιτρέπει μια καλύτερη προσέγγιση του βαθμού επίδρασης των διάφορων ιστορικών γεγονότων στην πορεία των δυο χωρών. Παράλληλα, όμως, προσφέρει πολλαπλά στοιχεία για την αντικειμενική εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της σοσιαλιστικής οικονομίας, που η οικοδόμησή της επιχειρήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς, επίσης, και για την αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού.

Η παράλληλη αυτή σύγκριση θα αναφέρεται στην καταγραφή των αποτελεσμάτων στον οικονομικό χώρο, αλλά και στις γενικές συνέπειες που προέκυψαν. Θα χρειαστεί, λοιπόν, ένας σύντομος γενικός απολογισμός των επιπτώσεων που προκάλεσαν τα ιστορικά γεγονότα σε κάθε περίπτωση, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου σύγκρισης που αρχίζει από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τελειώνει με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το 1991.

Πρέπει, επίσης, να παρθεί υπόψη το οικονομικό επίπεδο της κάθε χώρας στην αρχή της περιόδου σύγκρισης των δυο οικονομικών συστημάτων, δηλαδή η δυνατότητα για το καθένα διάθεσης και χρησιμοποίησης παραγόντων ανάπτυξης της παραγωγής. Ετσι, θα ενισχυθεί η προσπάθεια σύγκρισης και συμπερασματικής εκτίμησης της οικονομικής αποτελεσματικότητας των δυο αντίθετων αυτών συστημάτων.

Τέλος, τα σχόλια και η συζήτηση των στατιστικών δεδομένων θα διευκολύνουν την κατανόηση των εξελίξεων, τόσο στο οικονομικό όσο και στο ιστορικό επίπεδο.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝΕΣΣΔ

Η πρώτη γενική διαπίστωση σχετικά με την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας (συγκεκριμένα στοιχεία περιλαμβάνονται εκτενώς σε προηγούμενα κεφάλαια) είναι ότι αυτή άρχισε να χτίζεται κυριολεκτικά πάνω σε ερείπια. Μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, ήρθαν αυτές του ανελέητου, δίχρονου εμφυλίου πολέμου που προκάλεσαν και τροφοδότησαν οι ιμπεριαλιστικές

Page 21: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

επεμβάσεις των δυνάμεων της Αντάντ. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, το 1921 ανέκυψε μια καταστροφική σοδειά που είχε σαν αποτέλεσμα μια πολύ θανατηφόρα πείνα.

Με επικεφαλής τον Λένιν, η τότε Σοβιετική ηγεσία αναμετρώντας με ακρίβεια τις αγωνιστικές δυνατότητες του λαού (σταθερό στήριγμα της Επανάστασης και της πορείας της) έκανε μερικούς ελιγμούς στην εσωτερική οικονομική της πολιτική (ΝΕΠ). Οπως στο στρατιωτικο-πολιτικό τομέα με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, έτσι και στον τομέα της οικονομίας έπρεπε να σταθεροποιηθεί η επαναστατική εξουσία, που ήταν περικυκλωμένη από ένα εχθρικό περιβάλλον και τα χρονικά περιθώριά της στένευαν όλο και περισσότερο.

Η δεύτερη γενική διαπίστωση σχετικά με την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι ότι ο εχθρικός καπιταλιστικός αυτός περίγυρος αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά από την τότε Σοβιετική ηγεσία. Εχοντας επίγνωση των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και στηριγμένη στη διεθνιστική προλεταριακή αλληλεγγύη, κατόρθωσε να κερδίσει λίγα απαραίτητα χρόνια (μια δεκαετία μόνο) για να βάλει τις βάσεις της εκβιομηχάνισης της μεγάλης αυτής, αλλά οικονομικά καθυστερημένης χώρας.

Τέλος, η τρίτη γενική διαπίστωση, αλλά όχι και μικρότερης σημασίας, είναι ότι στο ξεκίνημά της η σοσιαλιστική οικονομία μπολιάστηκε σε μια καθυστερημένη οικονομικά και τεχνολογικά χώρα. Επρεπε, λοιπόν, πέρα από τις δομές, να αλλάξουν ριζικά οι νοοτροπίες και οι στάσεις (υποκειμενικός παράγοντας) των τεχνικών στελεχών που απόμειναν και να δημιουργηθούν νέα στελέχη τεχνικά, ικανά και πολιτικά καταρτισμένα, στρατευμένα στο μεγάλο έργο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, απαραίτητος όρος για την οριστική επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, στην ΕΣΣΔ η σοσιαλιστική οικονομία κατέγραψε μια ραγδαία και επιταχυνόμενη πρόοδο. Η μάχη της ανοικοδόμησης της ΕΣΣΔ μέσα σε 8 χρόνια είχε την ίδια καθοριστική σημασία, όπως και η επιτυχία της εκτέλεσης των τριών πρώτων πεντάχρονων πλάνων στη δεκαετία του 1930. Τα αποτελέσματα των 4ου και 5ου πεντάχρονων πλάνων ήταν τέτια, που στερέωσαν τη σοσιαλιστική υφή της σοβιετικής οικονομίας, γεγονός που σημάδεψε για τέσσερις ακόμη δεκαετίες σχεδόν την εξέλιξή της, παρ’ όλες τις πολιτικές αποκλίσεις και ολισθήματα που επακολούθησαν.

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, παράλληλα με αυτή την εξέλιξη, η σοβιετική οικονομία ήταν φορτωμένη με ένα βαρύ πρόγραμμα εξοπλισμών, εξαιτίας της επιλογής ενός διαρκούς αγώνα δρόμου εξοπλισμών, που, από ένα σημείο και ύστερα, ίσως δεν είχε έννοια, εφόσον τα διαθέσιμα όπλα ήταν, ήδη, υπεραρκετά για να καταστρέψουν -πολλές φορές- τον πιθανό αντίπαλο. Και, κυρίως, εφόσον εξέλειπε η θέληση αντίστασης στα γνωστά ιμπεριαλιστικά σχέδια αφανισμού της ΕΣΣΔ. Οι εξοπλισμοί αυτοί αποσπούσαν ένα μεγάλο μέρος της συσσώρευσης που πραγματοποιούσε σε όλους τους τομείς η σοβιετική οικονομία, πράγμα που επιδρούσε αρνητικά στις δυνατότητες ανάπτυξής της, ιδιαίτερα στο χώρο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

ΗΠΑ

Η καπιταλιστική οικονομία των ΗΠΑ επωφελήθηκε σχεδόν απεριόριστα από τρία γεωγραφικά-ιστορικά δεδομένα: α) Την άμεση δυνατότητα απρόσκοπτης εκμετάλλευσης τεράστιων φυσικών πόρων, β) Την, κατά βούληση, συνεχή διαθεσιμότητα έμπειρης εργατικής δύναμης των εκατομμυρίων μεταναστών και γ) Την προστασία (άσυλο) που της παρείχε η απόσταση που την χώριζε από τις υπόλοιπες ανταγωνιστικές της χώρες (Ατλαντικός Ωκεανός και Ειρηνικός Ωκεανός) και φυσικά από τις πολύνεκρες και καταστροφικές των Α΄ και Β΄ παγκοσμίων πολέμων.

Με την προετοιμασία και διεξαγωγή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), οι ΗΠΑ ανέρχονται σε ένα ανώτερο οικονομικό επίπεδο και καταλαμβάνουν την πρώτη θέση μεταξύ των άλλων βιομηχανικά αναπτυγμένων κρατών.

Page 22: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ κατάφεραν όχι μόνο να αξιοποιήσουν εμπορικά όλα τα βιομηχανικά και γεωργικά απούλητα αποθέματά τους, αλλά και να αναπτύξουν έντονα το παραγωγικό τους δυναμικό, κατακτώντας έτσι την κυριαρχία σε όλα τα επίπεδα (χρηματιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό κλπ.) των διεθνών οικονομικών σχέσεων.

Οντως, από το 1909 ως το 1919, με τη συνδρομή της εργατικής δύναμης επτά (7) περίπου εκατομμυρίων μεταναστών, που έφθασαν έτοιμοι για δουλιά στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αξία της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ υπερτριπλασιάστηκε, όπως ακριβώς και η προστιθέμενη αξία από τη βιομηχανική κατεργασία (βλέπε πίνακα XIV).

Μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εξακολουθούν να κυριαρχούν στον κόσμο. Αλλά, παρ’ όλο το πρόσφατο ξαναμοίρασμα των ζωνών επιρροής με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), οι μεταξύ τους αντιθέσεις οξύνονται. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει ήδη μπει στο στάδιο βαθιάς κρίσης και το σάπισμά του σηματοδοτείται με την εμφάνιση και την επέκταση του καθεστώτος του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΚ).

Η διαδικασία αυτή έδωσε στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό τη δυνατότητα και την ευκαιρία να πάρει το προβάδισμα, σε βάρος των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι ένα μόλις χρόνο μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που έβαζε τέλος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, ξέσπασε στις ΗΠΑ η μικρής μεν διάρκειας αλλά πολύ σοβαρή κρίση του 1920. Η κρίση αυτή έδειξε χειροπιαστά την εγγενή αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να πετύχει και να στηρίξει μια, όποια συνεχή, οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και σε μια προνομιούχα χώρα (από όλες τις απόψεις) όπως οι ΗΠΑ.

Η περίφημη «περίοδος ευημερίας», που ακολούθησε ως την «μαύρη Πέμπτη» του Οκτώβρη 1929, εμπεριείχε τα ίδια χαρακτηριστικά ανισόμετρης ανάπτυξης της αμερικανικής κοινωνίας, χωρίς, όμως, να παρουσιάζει φαινόμενα φανερής κρίσης. Το κεφαλαιοκρατικό επιτελείο που είχε στον έλεγχό του τα διάφορα μονοπώλια επαγρυπνούσε και μεθόδευε, όσο μπορούσε, τις διορθωτικές κινήσεις (στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό), αναγκαίες και ικανές να διατηρήσουν τη λειτουργία του συστήματος.

Η κρίση που ξέσπασε το 1929, αρχίζοντας από τις ΗΠΑ, αποτέλεσε καμπή στην κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, στο σύνολό του. Η εκτίμηση αυτή δεν υπονοεί ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν χάσει την κυρίαρχη θέση τους στον παγκόσμιο στίβο ή και ότι δε διέθεταν σοβαρές στρατηγικές εφεδρείες σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων. Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν και τότε κατά πολύ περισσότερο ευνοϊκός γι’ αυτές. Οι οξυνόμενες ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, όμως, επέτρεψαν (χάρη στην έντονη αυτή κρίση) στην εργατική τάξη να οργανωθεί καλύτερα σε παγκόσμιο επίπεδο και έδωσαν το χρόνο και τη δυνατότητα στην τότε σοβιετική ηγεσία να αναπτύξει τη βιομηχανία και γενικά την οικονομία της ΕΣΣΔ και να αυξήσει το αμυντικό της δυναμικό.

Στις ΗΠΑ, η μεγάλη κρίση του 1929 διήρκησε όλη τη δεκαετία του 1930 και ξεπεράστηκε μόνο με την προετοιμασία του Β΄ παγκοσμίου πολέμου (1939-1945). Είναι γνωστές οι τεράστιες καταστροφικές επιπτώσεις που είχε στην αμερικανική οικονομία. Αρκεί να σημειωθεί ότι, πέρα από τη μακρόχρονη ανεργία εκατομμυρίων εργατών και υπαλλήλων, η παραγωγή των κυριοτέρων βιομηχανικών τομέων ξαναβρήκε (χάρη στις πολεμικές παραγγελίες και στο Σχέδιο Μάρσαλ) τα επίπεδα παραγωγής του 1928, μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος έδωσε μια δυνατή ώθηση στην ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Χωρίς να φθάσει τα επίπεδα του 1928, η παραγωγή διπλασιάστηκε από το 1939 ως το 1944, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 50% στο ίδιο χρονικό διάστημα και η ανεργία περιορίστηκε στο 2% του ενεργού πληθυσμού.

Page 23: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ο πόλεμος αυτός έδωσε επιπλέον την ευκαιρία στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να εδραιώσει την ηγεμονική του θέση στο καπιταλιστικό σύστημα, να δυναμώσει τη στρατιωτική του ισχύ και να ενεργοποιήσει, σχεδόν απερίσπαστα, την ανασύνταξη των καπιταλιστικών δυνάμεων για την προσεχή αναμέτρηση με το σοσιαλιστικό σύστημα. Φυσικά, η ανασύσταση αυτή συνεπαγόταν την άκρατη ενδυνάμωση της κυριαρχίας των ΗΠΑ, πράγμα που πέτυχαν και κατοχύρωσαν με τις γνωστές λεόντειες συνθήκες και συμμαχίες τόσο στον οικονομικο-χρηματιστικό τομέα (Συμφωνία Μπρέττον Γουντς), όσο και στο στρατιωτικό (ΝΑΤΟ 1949, ΣΕΑΤΟ 1954, ΣΕΝΤΟ 1955).

Ετσι για δεύτερη φορά σε διάστημα 25 μόλις ετών, ένας άλλος παγκόσμιος πόλεμος στήριξε την οικονομία των ΗΠΑ και επέτρεψε την ανάπτυξή της στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος χωρίς πολλές δυσκολίες. Οι τεράστιες απώλειες και οι τρομερές καταστροφές έπληξαν και πάλι τις άλλες χώρες.

Στη συνέχεια, οι πόλεμοι της Κορέας, του Βιετνάμ και οι διάφορες κατά καιρούς στρατιωτικές επεμβάσεις βοήθησαν, αργοπορώντας το ξέσπασμα της υποβόσκουσας κρίσης που εκδηλώθηκε, όμως, το 1974.

Η βαθύτατη αυτή κρίση πήρε διεθνείς διαστάσεις επιτεινόμενες από την «παγκοσμιότητα» που έδωσαν στις δομές τους τα μεγάλα μονοπωλιακά τραστ και τη δυνατότητα απρόσκοπτης μετακίνησης που απέκτησε το συσσωρευμένο χρηματιστικό κεφάλαιο. Σηματοδοτεί το πέρασμα των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων σε φάση όπου η διευρυμένη αναπαραγωγή του συνολικού κεφαλαίου συναντά αυξανόμενες δυσκολίες, γεγονός που φαίνεται καθαρά στους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ από τη δεκαετία ’70 και μετά (βλ. Πίνακα ΧΙV). Στη βάση αυτή οι καπιταλιστικές εξουσίες, σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες, υιοθετούν και προωθούν την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του συστήματος.

Το ξέσπασμα της τελευταίας αυτής μεγάλης κρίσης, του 1974, και η μετέπειτα πορεία δεν έγινε δυνατό να αποφευχθεί ούτε με το ξέφρενο κυνηγητό των εξοπλισμών που μεθόδευσαν οι διάφορες κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι το κυνηγητό εξοπλισμών συνέβαλε πολύ στη διατήρηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ, και στη συνέχιση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Επίσης μαζί με την πολιτική «γενικού αφανισμού» που εγκαινίασε ο Ρήγκαν συνετέλεσε αρκετά στην πρόσφατη αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Συνοψίζοντας όλη αυτή την πορεία, φαίνεται καθαρά ότι το οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ στηρίχθηκε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της χώρας αυτής σε επιθετικούς πολέμους και πολεμικές απειλές που, κάθε φορά, ενίσχυαν τη συνέχιση της λειτουργίας του σε βάρος των άλλων χωρών.

Το διάγραμμα ανεργίας και οι πίνακες που ακολουθούν καταγράφουν μερικά χαρακτηριστικά δεδομένα της ιστορικής πορείας της οικονομίας των ΗΠΑ.

Πηγές: Κοινωνία των Εθνών, ΟΗΕ, ΟΑΣΑ.(«Dune crise a L' Autre» 1929-1993 de Daniel Lefebvre et Michel Maegaireg. La Documentation Francaise, Documentation Photografhique No 7026 - Dec. 1994).

ΠΙΝΑΚΑΣ XIV

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΠΑ 1849 - 1957

Αριθμοί σε χιλιάδες δολάρια - τρέχουσας τιμής

Ετος Αριθμός Αριθμός Σύνολο Αριθμός Μισθοί

Εργατών Αξία Προστιθέμενη

αξία από την

Page 24: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

βιομ/νιών απασχ/νων μισθών και

ημερ/θίων

Εργατών παραγωγής

Παραγωγής

$ Χ 1000

Προϊόντων

$ Χ 1000

κατεργασία

$ Χ 1000

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΩΝ

1849 123.025   

957.059 236.755 1.019.107 463.983

1859 140.433   

1.311.246 378.879 1.885.862 854.257

1869 252.148   

2.053.995 620.464 3.385.860 1.395.119

1879 253.852   

2.732.595 947.954 5.369.579 1.972.756

1889 353.864 4.586.494 2.209.058 4.129.355 1.820.854 9.372.379 4.102.301

1899 509.490 5.478.301 2.595.566 5.097.562 2.206.547 13.000.149 5.474.892

 

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΩΝ

1899 204.754 4.850.019 2.258.654 4.501.919 1.892.574 11.032.951 4.646.981

1909 264.810 7.012.066 4.105.470 6.261.736 3.205.213 19.945.219* 8.160.075*

1919 270.231 9.836.801 12.426.902 8.464.916 9.664.009 59.964.027* 23.841.624*

1929 206.663 9.659.742 14.284.282 8.369.705 10.884.919 67.994.041 30.591.435

1939 173.802 9.527.306 12.706.102 7.708.205 8.997.515 56.843.025 24.487.304

1947 240.881 14.294.304 39.689.527 11.916.188 30.242.343 

74.425.825

Page 25: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

1950 

14.369.747 46.599.011 11.766.056 34.565.698 

89.675.779

1957 

17.015.000 79.354.000 12.842.000 52.583.000 

144.348.000

ΠΗΓΗ: Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια των Εθνών - ΗΠΑ, Εκδ. «20ος ΑΙΩΝΑΣ», 1960, σελ. 369.

Ν. Β.: Το αναφερόμενο σύγγραμμα σημειώνει ότι ο πίνακας αυτός παρουσιάζει μερικές ατέλειες και ότι μερικά δεδομένα προκύπτουν από εκτιμήσεις. Ο αστερίσκος σημειώνει τα στατιστικά δεδομένα που αναφέρονται στη σελ. 21.

ΠΙΝΑΚΑΣ XV

ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΥΞΗΣΗΣ ΣΕ ΕΤΗΣΙΟ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΤΟΥ ΑΕΠ ΣΕ ΟΓΚΟ

ΧΩΡΕΣ 1820-1870

1870-1913

1913-1950

1950-1973

1973-1989

1820-1989

ΓΑΛΛΙΑ 1,2 2,5 1,1 5,0 2,3 1,9

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1,6 2,8 1,3 5,9 2,1 2,5

ΙΤΑΛΙΑ 1,2 1,9 1,5 5,6 2,9 2,2

ΗΝΩΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ

2,0 1,9 1,3 3,0 2,0 2,0

ΗΠΑ 4,5 3,9 2,8 3,6 2,7 3,7

ΙΑΠΩΝΙΑ 0,3 2,3 2,2 9,3 3,9 2,8

ΠΗΓΗ: Angens Madisson, «Dynamic Forces in Capitalisme Development», Oxford U.P. 1991.In: «D’ une crise a l' autre 1929-1973» Par Daniel Lefebvre, Michel Margaireg «La Documentation Francaise» Documentation Photographique No 7026, 1994.

Σημείωση: Η ανάγνωση του πίνακα XV δείχνει ότι η αύξηση του ετήσιου μέσου όρου του ποσοστού του ΑΕΠ αντιστοιχεί, στην περίπτωση των ΗΠΑ, στις διάφορες περιόδους εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος. Στην πεντηκονταετία 1820-1870 ήταν σημαντικό και αντανακλούσε το ανοδικό ακόμη στάδιο του συστήματος αυτού. Για την όλη, 170χρονη περίοδο, το ποσοστό αυτό παρουσιάζει τις ΗΠΑ να

Page 26: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

προηγούνται όλων των άλλων. Αυτό προέρχεται από το μακρόχρονο προβάδισμά τους στο 19ο αιώνα και την ηγετική θέση που κατέκτησαν με τους δυο παγκοσμίους πολέμους. Το γενικό αυτό ποσοστό (3,7) δείχνει, επίσης, το επίπεδο συσσώρευσης των ΗΠΑ και τη διαθεσιμότητα εφεδρικών δυνάμεων που έχουν.

Οσον αφορά τον τομέα της αναπαραγωγής των παραγωγικών δυνάμεων, το πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν προσφέρει τις δυνατότητες μιας εκτεταμένης αναφοράς για την ως τώρα πορεία του εκπαιδευτικού συστήματος στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό, θ’ αναδειχτούν μόνο τα κύρια χαρακτηριστικά, παρουσιάζοντας τα διάφορα δεδομένα σχετικά με τα αποτελέσματά του.

Το σχολείο είναι παράγωγο της κοινωνίας μέσα στην οποία γεννιέται και λειτουργεί. Οι συνθήκες που το κάνουν αναγκαίο και διαμορφώνουν τη σύστασή του και την εξέλιξή του είναι αυτές που δημιουργούν οι οικονομικο-κοινωνικές νομοτέλειες, οι οποίες διέπουν το κοινωνικό σύστημα που ισχύει σε μια χώρα στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ετσι, ενώ στις προηγούμενες ιστορικές περιόδους η εκπαίδευση στις ΗΠΑ επηρεαζόταν από τα συστήματα των άλλων ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, με την είσοδο του 20ού αιώνα διατυπώθηκαν και επικράτησαν οι απόψεις του Τζων Ντίουι (John Dewey).

Οι απόψεις αυτές για την εκπαίδευση ξεκινούσαν με βάση μια νατουραλιστική (φυσιοδιφική) και πραγματιστική φιλοσοφία που ταίριαζε με την άρχουσα ιδεολογία και παράδοση των αυτοκυβερνόμενων πολιτειών και έπαιρνε, επίσης, υπόψη την επιστημονική πρόοδο. Η κατεύθυνση αυτή που αντιτάχθηκε στις θρησκευτικές απόψεις είχε βαθιά επίδραση στις ΗΠΑ, ώθησε στη δημιουργία της «Προοδευτικής Εκπαιδευτική Ενωσης» (1919) και έδωσε μια άλλη προοπτική στα δημόσια σχολεία. Ετσι, την εποχή εκείνη, οι θεωρίες του Τζων Ντίουι αποτέλεσαν την πρώτη σημαντική προσφορά των ΗΠΑ στο χώρο της εκπαίδευσης. Συμβάδιζαν, πάντως, με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ετσι, στη συνέχεια, η μεγάλη ποικιλία δομών, με τις διακυμάνσεις πόρων - άρα και προγραμμάτων - που συνεπάγονται, έκαναν την αμερικανική εκπαίδευση να επηρεάζεται άμεσα από τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, ακόμα και από την καθημερινότητα των γεγονότων και αναγκών. Η έλλειψη, εξάλλου, οποιουδήποτε Ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για την εκπαίδευση κάνει ώστε να μην υπάρχει καμιά μακρόχρονη προοπτική ούτε δυνατότητα ελέγχου σπουδών.

Οι εμπειρίες που προέκυψαν από την κρίση και το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο που την ακολούθησε φανέρωσαν τις ελλείψεις του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Σε αυτό συνέβαλαν, επίσης, οι πολλαπλές ανάγκες που προήλθαν από τον ηγεμονικό ρόλο που κατέλαβαν οι ΗΠΑ στο διεθνές επίπεδο μετά το 1945.

Η εξέλιξη αυτή στο χώρο της αμερικανικής εκπαίδευσης αντανακλούσε το βάθεμα της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και τις φθίνουσες (και ήδη πολύ ισχνές) δυνατότητές της για κάθε κοινωνική προοπτική.

Η επιτάχυνση της πορείας αυτής εκδηλώθηκε με τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930. Το 1933 οι πόλεις απασχολούσαν 18.000 λιγότερους δασκάλους από το 1930. Εκλεισαν 2.500 σχολεία και πολλά λειτουργούσαν μόνο τρεις μήνες το χρόνο.

Για την αντιμετώπιση όλων αυτών, πάρθηκαν διάφορα μέτρα που παρέμειναν, όμως, στο πλαίσιο του «σχολείου-επιχείρηση» και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, γεγονός που περιόριζε τις δυνατότητες απρόσκοπτης ανάπτυξης της εκμάθησης και της κατάκτησης ενός κάποιου πολιτιστικού επιπέδου, γενικά. Αντίθετα, δόθηκε μια ιδιαίτερη σημασία στην επιστημονική εξειδίκευση των φοιτητών γιατί αντιστοιχούσε στις άμεσες επενδυτικές ανάγκες του κεφαλαίου. Σε αυτήν την κατεύθυνση πάρθηκαν οι κατάλληλες διατάξεις που έκαναν δυνατή τη μαζική μετανάστευση επιστημόνων, καθηγητών και εξειδικευμένων τεχνικών διαφόρων κλάδων, από πολλές χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα από τη Γερμανία, πριν τον πόλεμο και ως τη δεκαετία του 1950. Από τότε, η επιλογή είναι πολύ πιο αυστηρή και μεθοδευμένη, αλλά συνεχίζεται και σήμερα.

Page 27: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ολες αυτές οι ενέργειες αποτελούν βραχυπρόθεσμες λύσεις. Καλύπτουν μεν, ίσως, τις άμεσες ανάγκες λειτουργίας της οικονομίας της χώρας, αλλά είναι αναρμόνιστες με τις ουσιαστικές ανάγκες ανάπτυξης της αμερικανικής εκπαίδευσης που, έτσι και αλλιώς, χρεώνεται την αναπαραγωγή (απλή και ευρεία) των παραγωγικών δυνάμεων των ΗΠΑ και, μέσα από αυτές, τις προοπτικές της οικονομίας τους. Ο πίνακας που ακολουθεί συνοψίζει τα στατιστικά δεδομένα της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ από το 1890.

ΠΙΝΑΚΑΣ XVIΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

1890 1910 1930 1950 1970 1975 1980

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ (αριθμόςχ106) 62 92 123 151 203 212 227

ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ (αριθμός χ106)

(Ανω των 15 ετών)7,4 6,5 3,7 2,8 4,2 4,6 5,2

ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Αριθμός χ 106

- - - - - 5,14 5,16

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Αριθμός μαθητών χ 106

12,0 14,4 18,2 19,0 - 26,8 27,44

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Αριθμός μαθητών χ 106

0,35 3,4 10,3 11,0 - 20,5 14,56

ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Αριθμός φοιτητών χ 106

Αριθμός Ξένων φοιτητών χ 106

0,05

-

0,2

-

0,5

-

6,0

-

9,17

-

11,18

0,18

11,57

0,26

Σημείωση: Ο παραπάνω πίνακας παρουσιάζει μια σύνθεση των δεδομένων των εξής πηγών:

1. «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια των Εθνών»,ΗΠΑ, εκδόσεις 20ός αιώνας, Αθήνα 1960, σελίδες 44, 47, 50, 51 και 562.

2. Annuaire Statistique de l’ UNESCO, 1982, σελίδες 144 et 145. 3. Εκδοση Στατιστικών Ενωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), 1980, σελίδα 145. 4. Quid 1982 Editions RTL - Robert Laffont, σελ. 1310, et Quid Annee 1991, σελ. 1243.

Page 28: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΡΟΧΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Εξετάζοντας τις τροχιές ανάπτυξης παραγωγής στις δύο χώρες στη διάρκεια της περιόδου σύγκρισης, που αρχίζει με τη δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, παρατηρούνται τα εξής χαρακτηριστικά.

Για τις ΗΠΑ η πορεία των δεικτών παρουσιάζει την εικόνα ανώμαλης οδοντοστοιχίας πριονιού. Οι διακυμάνσεις αυτές αντανακλούν τις επιδράσεις των οικονομικών κρίσεων που γεννιούνται με την πορεία του καπιταλιστικού συστήματος. Αντανακλούν, επίσης, τις επιπτώσεις που προκαλούν οι διάφορες πολιτικές αποφάσεις διεξαγωγής πολεμικών συρράξεων που, παγκοσμίας ή περιορισμένης μορφής, διεξάγονται και με στόχο το ξεπέρασμα ή την πρόληψη διαφόρων κρίσεων. Πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί ότι τόσο οι κρίσεις όσο και οι διάφοροι πόλεμοι επιφέρουν τεράστιες καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγής, πράγμα που επηρεάζει μακρόχρονα την πορεία παραγωγής.

Αναφορικά με την πορεία των δεικτών παραγωγής της ΕΣΣΔ εκείνο που τη χαρακτηρίζει είναι οι σταθερά ανοδικοί ρυθμοί ανάπτυξής τους. Πράγματι, εκτός από το δίχρονο εμφύλιο πόλεμο στο ξεκίνημά της και τον τετράχρονο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, που επεβλήθησαν από τα έξω και προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στον παραγωγικό ιστό της χώρας, η ΕΣΣΔ χρειάστηκε μόνο μια οκτάχρονη περίοδο προσαρμογής και δύο ειρηνικές δεκαετίες για να εκφράσει και ν' αναπτύξει σε όλη της την έκταση τη δυναμική της σοσιαλιστικής οικονομίας.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΡΥΘΜΩΝ ΕΞΕΛΙΞΗΣΒΑΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Οι πίνακες που ακολουθούν συνοψίζουν τα διάφορα στατιστικά στοιχεία, σχετικά με την εξέλιξη των βασικών παραγωγών της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. Παρουσιάζουν, επίσης, τις τάσεις που παρατηρούνται στη διεθνή και εσωτερική αγορά των ΗΠΑ.

ΠΙΝΑΚΑΣ XVIΙΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ

ΧΩΡΕΣ ΑΝΘΡΑΚΑΣ (106 Χ Τ.)

 1880/90 1913 1928/29 1938 1955 1960 1970 1975 1980 1987

ΗΠΑ65 513 552,3 358 442,4 391,5 550,4 568,1 640,4 710,0

ΕΣΣΔ

*Ρωσία4* 36* 35,5 151 391,3 509,6 624,1 701,3 716,4 755,0

ΧΩΡΕΣ ΑΤΣΑΛΙ (106 Χ Τ.)

ΗΠΑ1,9 31,8 57,3 28,8 106,1 90,0 119,3 105,8 100,8 82,1

Page 29: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΕΣΣΔ

*Ρωσία0,5* 4,0* 4,3 18,0 45,3 65,3 116,0 141,3 148 162

ΧΩΡΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ (106 Χ Τ.)

ΗΠΑ6,1 33,1 138,1 138,1 335,7 347,9 475,3 413,1 430,4 460,7

ΕΣΣΔ

*Ρωσία3,9* 8,6* 11,6 30,1 70,8 147,9 353,0 490,8 603,2 624,2

ΠΗΓΗ: Σύνθεση στατιστικών δεδομένων αναφερθέντων ήδη εργασιών.

ΠΙΝΑΚΑΣ XVIIIΕΞΕΛΙΞΗ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ, ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ, ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ ΚΑΙ

ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ

ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ 1928 1938 1955 1970 1987

 ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ

ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ 109 Χ KWH 82 5 124 40 567,3 170,2 1639 740,9 2775 1665

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 109 Χ Μ3 66,7 0,3 117,6 2,8 266,3 9,0 620,7 198,0 462,6 727,0

ΤΣΙΜΕΝΤΟ 106 Χ Τ. 29 2,0 18,3 5,7 52,9 22,5 67,4 95,2 65,0 145,0

ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ 106 Χ Τ.

(Βάρος χρήσιμης ουσίας)

- 0,3 - 0,75 2,7 3,3 15,5 18,1 20,0 36,3

ΠΗΓΗ: Σύνθεση στατιστικών δεδομένων αναφερθέντων ήδη εργασιών.

ΠΙΝΑΚΑΣ XIXΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΤΕΡΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

(106 Χ Τόννους)

Page 30: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΕΤΟΣ ΣΙΤΗΡΑ ΣΙΤΑΡΙΠΡΩΤΕΪΝΟΥΧΑ

Σόγια ή Ηλιόσποροι

ΜΠΑΜΠΑΚΙ ΚΡΕΑΣ ΓΑΛΑ

 ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ ΗΠΑ ΕΣΣΔ

1913 68 60* 18 26* - 0,7* 2,8 0,7* - - - -

1929 67 73 22 31 0,2 2,1 3,5 0,8 7,0 - 45,0 39,3

1938 73,5 76 19,5 38,1 1,2 2,6 2,8 2,4 7,3 4,7 47,6 33,6

1955 115,8 53,6 25,4 47,3 10,2 3,8 3,2 3,5 12,2 2,6 55,8 43,0

1965 124,2 84,7 35,8 64,2 29,4 5,4 - 6,2 18,2 10,0 56,3 72,6

1976 132,5 129,0 46,8 104,8 30,7 6,1 2,8 8,9 19,4 16,0 60,0 92,9

ΠΗΓΗ: Σύνθεση Στατιστικών δεδομένων αναφερθέντων ήδη εργασιών.* ΡΩΣΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ XXΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 1928 1933 1938 1940 1945 1955 1965 1975

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΝΕΡΓΩΝ

ΗΠΑ: 106 Χ Αριθμ. 1,8 13 11,2 8,2 1,2 4,6 3,8 7,5

ΕΣΣΔ: 106 Χ Αριθμ. 2,0 0 0 0 0 0 0 0

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Page 31: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΗΠΑ 42,2 38,1 44,8 48,2 61,9 68,4 78,8 80,7

ΕΣΣΔ 42,6 - 59,2 62,5 - 82,9 101,7 121,7

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ - Τομέα Ι

ΗΠΑ - Ποσοστό του ΑΕΠ - - - - - 7% 4% 2,8%

ΕΣΣΔ - 106 Χ Αριθμ. - - - 28,4 - 36,1 31,8 30,4

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ - Τομέα ΙΙ

ΗΠΑ - Ποσοστό του ΑΕΠ - - - - - 39% 37,7% 34,7%

ΕΣΣΔ - 106 Χ Αριθμ. - - - 15,1 - 23,2 34,5 44,7

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ - Τομέα ΙΙΙ

ΗΠΑ - Ποσοστό του ΑΕΠ - - - - - 54% 58,3% 62,5%

ΕΣΣΔ - 106 Χ Αριθμ. - - - 19,0 - 23,6 35,4 46,6

ΠΗΓΗ: Σύνθεση στατιστικών αναφερθέντων, ήδη, εργασιών.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXIΕΞΕΛΙΞΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ 1900 1929 1962 1968 1972 1976 1980 1982 1986 1988 1990 1992

Αριθμός Χ 106 5,5 10,7 17,5 20,9 19,9 20,3 21,9 20,2 20,9 21,8 21,2 19,9

% στο σύνολο της απασχόλησης

20 22,5 26,2 27,5 24,3 22,8 22 20,4 19,1 18,5 18 17

Page 32: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΠΗΓΗ: «Les Etats unis», de Jaques MAUDUY, Cours de Preparation, Edition Armand Colin, Paris 1996, σελ. 115.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXIIΣΥΜΜΕΤΟΧΗ (%) ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ, ΤΡΙΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ ΣΤΟ

ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Τομείς 1800 1900 1929 1950 1959 1965 1970 1975 1980 1986 1990 1992

Ι 81 40 24 15,5 9 6 5 4 3,6 3,1 2,9 2,1

ΙΙ 8 26 33 32,5 35,9 35,5 34 30,6 30,4 27 26,2 24,9

ΙΙΙ 11 34 43 52 55,1 58,5 61 65,4 66 69,9 70,9 73

Πηγή: «Les Etats Unis» de Jacques MAYDUY, Cours de Preparation HEC DEUG, et Concours Administratifs Edition Armand Colin, Paris 1996, σελίδες 66 & 67 (A).

Σημειώσεις: α) Το βάρος της ανεργίας στην οικονομία των ΗΠΑ στην περίοδο 60 ετών (1928-1988) υπολογίζεται συνολικά σε πάνω από 300 εκατομμύρια χρόνια-εργαζόμενου. β) Μετά το 1960, το ποσοστό των εργαζομένων στον τομέα υπηρεσιών αυξάνει γοργά και στις δύο χώρες. Για τις ΗΠΑ, ένας παράγοντας είναι και ο αυξανόμενος ρόλος του χρηματιστικού κεφαλαίου.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXIIIΜΕΡΙΔΙΟ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΗΠΑ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ Μερίδιο αγοράς σε % Αριθμός θέσεων (εκατ.)

 1979 1989 1979 1989

Βιομηχανία Τροφίμων, Ποτών 96 95 1,132 1,107

Βιομηχανία Επίπλων 95 87 0,268 0,245

Βιομηχανία Οικιακών Συσκευών 92 81 0,126 0,098

Βιομηχανία Εγχρωμων 92 74 0,279 0,308

Page 33: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Τηλεοράσεων

Βιομηχανία Ενδυμάτων 88 74 1,129 0,919

Βιομηχανία υφαντών 96 93 0,731 0,583

Σιδερικά (βίδες, καρφιά) 87 80 0,052 0,041

Ρουλεμάν 88 83 0,041 0,031

Τσιμεντοβιομηχανία 89 82 0,024 0,014

Βιομηχανία Ελαστικών 88 79 1,081 0,053

Βιομηχανία Χάρτου 89 86 0,159 0,143

Βιομηχανικές Μηχανές 95 83 0,305 0,186

Βιομηχανία Σιδήρου (Ατσάλι) 85 82 0,451 0,211

Αυτοκινητοβιομηχανία 79 74 0,327 0,257

Κατασκευαστικές μηχανές 77 54 0,068 0,047

Ημιαγωγοί 90 67 0,094 0,098

Τηλεφωνικά Υλικά 95 81 0,100 0,054

Φαρμακοβιομηχανία 95 89 0,084 0,082

Κομπιούτερς 94 66 0,122 0,096

Αεροναυτική Βιομηχανία 95 88 0,365 0,403

Page 34: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Βιομηχανία Χημικών Προϊόντων 95 91 0,633 0,613

Πηγή: «Les Etats Unis» de Jacques Manduy, Cairs de Preparation HEC, Editions A. Colin 1996, σελ. 117.Σημείωση: Ολες οι κατηγορίες βιομηχανιών παρουσιάζουν μείωση των θέσεων εργασίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXIVΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

(ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ 1960 ΩΣ ΤΟ 1985)

Δείκτης 1960=100

ΧΩΡΕΣ 1960 1970 1980 1985

ΗΠΑ 100 130 163 196

ΓΑΛΛΙΑ 100 191 308 385

ΙΑΠΩΝΙΑ 100 279 529 689

ΕΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ

100 144 188 241

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 100 177 269 327

ΙΤΑΛΙΑ 100 199 320 381

ΚΑΝΑΔΑΣ 100 153 203 229

ΠΗΓΗ: «Les Etats Unis», de Jacques Manduy, Cours de Preparation HEC, Editions A. Colin 1996, σελ. 118.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXVΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΖΗΜΙΩΜΕΝΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΓΟΡΑ

Εξέλιξη ποσοστού εξαγωγών των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΗΠΑ 1960 1970 1980

Page 35: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Αυτοκίνητα 22% 17% 13%

Αεροπλάνα 71% 66% 58%

Οργανική Χημεία 21% 25% 15%

Συσκευές Τηλεπικοινωνίας

29% 15% 14,5%

Πλαστικές Υλες 28% 17% 13%

Μηχανές 28% 24% 19%

Φαρμακευτικά Προϊόντα 28% 24% 20%

Κατασκευαστικές μηχανές

33% 17% 22%

Αγροτικές μηχανές 40% 23% 23%

Υφαντουργικά Εργαλεία 16% 10% 7%

Σιδηροδρομικά Οχήματα 35% 18% 12%

Αθλητικός Εξοπλισμός 23% 12% 8%

ΠΗΓΗ: ό.π., σελ. 118.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXVIΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 1930 1940 1950 1960 1970 1980 1990 1994

ΑΓΡΟΚΤΗΜΑΤΑ (Αρ. Χ 106) 6,5 6,3 5,4 3,9 2,9 2,4 2,05 1,9

Page 36: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΑΓΡΟΤΕΣ (Αρ. Χ 106) - - - - - - 0,820 0,790

ΕΝΕΡΓΟΙ (Αρ. Χ 106) 12,8 11 8 5,7 4,5 2,6 2,4 2,1

ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΤΟΝ ΕΝΕΡΓΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ

23% 17% 15,5% 8% 5,5% 3,6% 2,9% 1,9%

ΜΕΣΗ ΕΚΤΑΣΗ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑΤΩΝ (Ηα)*

62 70 86 119 153 170 201 219

*1 Ηα = 10 ΣτρέμματαΠηγή: ό.π. σελ. 100.

Σημείωση: «Το 49% των αγροκτημάτων είναι περιθωριακά και ο τζίρος τους ισοδυναμεί με το 4% του όλου αγροτικού τζίρου. Τα μεσαία αγροκτήματα (1000 στρέμματα) αντιπροσωπεύουν το 27% και ο τζίρος τους αποτελεί το 62% του όλου τζίρου. Τέλος οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις (οικογενειακές ή ολοκληρωμένες καπιταλιστικές) αντιστοιχούν στο 24% και ο τζίρος τους φθάνει το 34% του γενικού. Βέβαια, ο αγροτικός κόσμος είναι φτωχός και υπερχρεωμένος (τα χρέη του ανέρχονται σε 200 δισεκατομμύρια δολάρια). Αλλά οι βιομήχανοι των τροφίμων και του καπνού προπλάθουν (ρυθμίζουν) το σημερινό πολιτισμό, όπως το έκαναν στον καιρό τους οι βιομήχανοι του πετρελαίου και των αυτοκινήτων. Οι αγρότες εγκαταλείπουν την ύπαιθρο. Ετσι, σήμερα, πρέπει να διατηρούνται ερημωμένα μέρη και να προφυλάσσονται από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες».

In: «Les Etats Unis» de Jacques MAUDUY, Cours de Preparation HEC. Edition A. Colin, Paris 1996, σελ. 100.

Η παρούσα σύντομη και σε πολύ γενικές γραμμές σύνθεση των στατιστικών δεδομένων, που αφορούν στην εξέλιξη της δυναμικής, των οικονομιών και των παραγωγικών δυνάμεων των δύο χωρών, επιτρέπει τη διατύπωση μερικών πρώτων συμπερασμάτων που πηγάζουν από την ιστορική προσέγγιση του θέματος της παρούσας εργασίας, σε σχέση με την οικονομική αποτελεσματικότητα των δύο συστημάτων.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ

Ο πίνακας και το διάγραμμα που ακολουθούν καταγράφουν την εξέλιξη των αποτελεσμάτων για τα δύο εκπαιδευτικά συστήματα και την σχετική απόδοσή τους στην παγκόσμια κλίμακα.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXVΙIΑΡΙΘΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ - ΑΝΑΠΤΥΞΗ

 

Page 37: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΕΤΗΠΑΓΚΟΣΜΙΟ

ΣΥΝΟΛΟ ΑριθμόςΧ103

Αφρική

Χ 103

Νότιος

Αμερική

Χ 103

Βόρειος

Αμερική

Χ 103

Ασία

Χ 103

Αραβικές

χώρες

Χ 103

Ωκεανία

Χ 103

Ευρώπη

Χ 103

Ε.Σ.Σ.Δ.

Χ 103

19702608,1

(100%)

6,75

(0,3%)

30,00

(1,2%)

578,24

(22,2%)

454,73

(17,4%)

15,13

(0,6%)

22,42

(0,9%)

573,08

(22,0%)

927,70

(35,6%)

19712753,8

(100%)

8,92

(0,3%)

32,58

(1,2%)

567,79

(20,6%)

491,42

(17,8%)

16,13

(0,6%)

24,12

(0,9%)

609,88

(22,2%)

1002,93

(36,6%)

19722864,3

(100%)

10,06

(0,4%)

35,33

(1,2%)

554,61

(19,4%)

508,57

(17,8%)

17,91

(0,6%)

25,72

(0,9%)

656,07

(22,9%)

1056,02

(36,9%)

19732985,7

(100%)

10,35

(0,4%)

38,52

(1,3%)

556,80

(18,6%)

547,58

(18,3%)

19,61

(0,7%)

28,04

(0,9%)

676,39

(22,6%)

1108,47

(37,1%)

19743111,8

(100%)

10,97

(0,4%)

41,54

(1,3%)

560,73

(18,0%)

570,78

(18,3%)

21,34

(0,7%)

27,68

(0,9%)

709,07

(22,8%)

1169,70

(37,6%)

19753236,9

(100%)

11,62

(0,4%)

44,65

(1,4%)

572,97

(17,7%)

602,62

(18,6%)

23,18

(0,7%)

27,33

(0,8%)

731,14

(22,6%)

1223,40

(37,8%)

19763324,7

(100%)

12,47

(0,4%)

48,44

(1,5%)

587,21

(17,7%)

616,77

(18,6%)

24,81

(0,7%)

27,04

(0,8%)

754,42

(22,7%)

1253,50

(37,7%)

19773427,8

(100%)

13,41

(10,4%)

52,40

(1,5%)

615,59

(18,0%)

636,37

(18,5%)

27,03

(0,8%)

28,90

(0,8%)

774,55

(22,6%)

1279,60

(37,3%)

19783536,0

(100%)

14,45

(0,4%)

57,23

(1,6%)

644,98

(18,2%)

652,71

(18,5%)

29,30

(0,8%)

30,83

(0,9%)

792,54

(22,4%)

1314,00

(37,2%)

19793653,7

(100%)

15,37

(0,4%)

62,97

(1,7%)

675,53

(18,5%)

674,55

(18,5%)

31,54

(0,9%)

32,35

(0,9%)

820,80

(22,5%)

1340,60

(36,7%)

19803756,1

(100%)

16,39

(0,4%)

69,28

(1,8%)

696,39

(18,5%)

693,66

(18,5%)

33,69

(0,9%)

33,89

(0,9%)

839,47

(22,4%)

1373,30

(36,6%)

Page 38: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΠΗΓΗ: UNESCO, Estimations des ressources mondiales consacrees a la recherche etan developpement experimental 1970-1980, σελ. 10.

Σημείωση: Στους αριθμούς της Βόρειας Αμερικής περιλαμβάνονται ο Καναδάς, το Μεξικό και τα υπόλοιπα βορειοαμερικανικά κράτη, μαζί με τις ΗΠΑ.Στους αριθμούς της Ευρώπης περιλαμβάνονται και οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ευρώπης.Στους αριθμούς της Ασίας και της Αφρικής δεν περιλαμβάνονται οι Αραβικές χώρες.Οι αριθμοί της ΕΣΣΔ αφορούν μόνον αυτήν.Εντός παρενθέσεων οι αριθμοί αντιστοιχούν στα ποσοστά σε παγκόσμια κλίμακα.

ΠΙΝΑΚΑΣ XXVΙΙIΑΡΙΘΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ - ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ

ΑΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Η. Π. Α. Ε.Σ.Σ.Δ.

 1970 1975 1978 1980 1970 1975 1978 1980

1. Επιστήμονες & Μηχανικοί

(Οικονομικά Ενεργοί)

8.346 10.797 11.501 11.949 24.864 37.253 40.697 45.466

2. Τεχνικοί

(Οικονομικά Ενεργοί)4.491

 

4.379- - 36.683 52.357 56.544 62.284

3. Επιστήμονες & Μηχανικοί

(Εργαζόμενοι-Ερευνα-Ανάπτυξη)

2.708 2.494 2.685 2.800 3.818 4.810 5.024 5.172

ΠΗΓΕΣ: UNESCO. Annuaire Statistique 1982, σελίδες 145 και 325.UNESCO Statistiquesrelatives aux Sciences et a la technologie, Dec. 1982, σελίδες 28,29, 36, 37.O.N.U, Annuaire statistique des Nations Unies 1982, Science et Technologie, σελίδες 781 και 782.

Τα παραπάνω στατιστικά δεδομένα δείχνουν την υπεροχή και την αποτελεσματικότητα του σοβιετικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Είναι επίσης φανερό ότι το σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα επέτρεψε την αναγέννηση πολιτιστικών παραδόσεων, εμπειριών και διανόησης πολλών καταπιεσμένων λαών των πρώην αποικιών της Τσαρικής αυτοκρατορίας, ανοίγοντας διάπλατα τους δρόμους της μόρφωσης και της γνώσης. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που επακολούθησε σε αυτές τις χώρες ήταν χωρίς προηγούμενο.

Page 39: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Παραμένοντας στο πλαίσιο της οικονομικής και πολιτιστικής χειραφέτησης, τα παραπάνω στατιστικά δεδομένα δείχνουν τη σημασία του ρόλου που έπαιξε το σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα για την ενεργοποίηση της γυναίκας στην παραγωγή και τη δραστηριοποίησή της στην κοινωνική ζωή της χώρας.

Είναι βέβαια φανερό ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε μια τέτια σύγκριση. Με υπέρτατο στόχο την αναζήτηση του κέρδους, κάνει ό,τι μπορεί για τη διατήρηση των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων. Κατά συνέπεια, η λειτουργία και η ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος των ΗΠΑ υποτάσσεται στις επιδιώξεις του καπιταλιστικού κατεστημένου της χώρας και όχι στις μορφωτικές ανάγκες των λαϊκών δυνάμεων και για τούτο καταγράφονται διαχρονικά μεγάλα ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος αφθονούν και στον τομέα της εκπαίδευσης των ΗΠΑ, ιδιαίτερα της τριτοβάθμιας. Η κατάσταση αυτή, φυσικά, δε συνάδει με την ανάπτυξη της μάθησης και την κατάκτηση της γνώσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣΗΠΑ

α) Το καπιταλιστικό σύστημα ξεκίνησε και αναπτύχθηκε, σχεδόν απρόσκοπτα, κάτω από τις καλύτερες ιστορικές και φυσικο-γεωγραφικές συνθήκες που επηρέασαν καθοριστικά την πορεία του σε αυτή τη χώρα. Είχε, επίσης, τη δυνατότητα να ζήσει μια μακρόχρονη ιστορική περίοδο, κατέχοντας την πρώτη θέση σε πολλούς δείκτες της τεχνικής προόδου, καθώς και των τεχνολογικών μεταλλαγών της σε κάθε τους καμπή (ατμομηχανή, μηχανή εσωτερικής καύσης, ηλεκτρισμός, κλπ.).

β) Με τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη των μονοπωλίων, δηλαδή με το πέρασμα στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, άρχισε η περίοδος παρακμής του συστήματος που, ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους, τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930 και τις μετέπειτα διαδοχικά συνεχιζόμενες κρίσεις, βρίσκεται σε κατάσταση σήψης.

γ) Είναι κοινή διαπίστωση ότι ο βιομηχανικός εξοπλισμός των ΗΠΑ παρουσιάζει, ήδη από την πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο εποχή, ένα δυναμικό παραγωγής κατά πολύ ανώτερο των αναγκών της εσωτερικής αγοράς της χώρας. Χρειάστηκε, λοιπόν, από τότε ν' αναζητηθούν εκτός της χώρας δυνατότητες πώλησης της αμερικανικής παραγωγής. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, σε όλη του τη διάρκεια. Μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τα προβλήματα επανεμφανίστηκαν έντονα. Κορυφώθηκαν με την κρίση της δεκαετίας του 1930, οπότε και πάλι η διέξοδος βρέθηκε με ένα Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο απολογισμός των καταστροφών των δύο παγκοσμίων πολέμων ξεπερνά τα όρια της παρούσης εργασίας. Υπέχει, όμως, να παρθούν υπόψη όταν συγκρίνεται η γενική αποτελεσματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας των ΗΠΑ.

δ) Με τη συγκυρία της ώθησης που έδωσε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος στην οικονομία των ΗΠΑ, ο εξοπλισμός (Βιομηχανία και Γεωργία) ανανεώθηκε τεχνολογικά, ακολουθώντας και εφαρμόζοντας τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις (ατομική ενέργεια, πληροφορική, γενετική κλπ.). Εκείνο, όμως, που έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην όλη εξέλιξη της οικονομίας των ΗΠΑ (και των άλλων καπιταλιστικών χωρών) ήταν η επέκταση σε παγκόσμιο επίπεδο των μονοπωλιακών δομών του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων με τη δημιουργία των περίφημων «πολυεθνικών» (ή μάλλον «διεθνικών») συγκροτημάτων. Οι καινούργιες αυτές μονοπωλιακές δομές, παγκόσμιας εμβέλειας, επιτρέπουν μια πιο ευέλικτη προσαρμογή στις πραγματικότητες και στις δυνατότητες εκμετάλλευσης της κάθε χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας προέλευσής τους. Αυτές οι δομές λειτουργούν, φυσικά, μέσα στα πλαίσια του Κρατικού Μονοπωλιακού Καπιταλισμού (ΚΜΚ) που αποτελεί το τελευταίο στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος.

Page 40: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ε) Η ηγεμονική θέση που κατέκτησαν οι ΗΠΑ μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο επέτρεψε στην οικονομία τους -κυριαρχώντας στον παγκόσμιο στίβο- να ελιχθεί ευκολότερα και καλύτερα από τους ανταγωνιστές τους. Αλλά οι εγγενείς περιοριστικοί παράγοντες του καπιταλιστικού συστήματος δεν έπαψαν να επιδρούν στην οικονομική πορεία της χώρας αυτής και να επιφέρουν τη στασιμότητα ή, ακόμα, τη συρρίκνωση διαφόρων τομέων παραγωγής, καθώς και μεγάλες σπατάλες πόρων και παραγωγικών δυνάμεων (ανεργία, κλπ.).

στ) Και σήμερα ακόμα, μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, τη στιγμή που μεσουρανεί η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, η γενική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος εντείνεται κάτω από την πίεση των εγγενών νομοτελειών του και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Ετσι, αναζητείται ξανά πάλι διέξοδος σε νέες συγκρούσεις για την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος.

ΕΣΣΔ

Η πορεία της σοσιαλιστικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ άρχισε κάτω από δύσκολες και δυσοίωνες συνθήκες (ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις, εμφύλιος πόλεμος, φυσικές καταστροφές). Η επαναστατική ορμή και ο ενθουσιασμός είχαν, όμως, τόση ένταση που απελευθέρωσαν δυνάμεις απέραντης έκτασης, αδιανόητες ως τότε.

Ετσι, παρ' όλες τις δυσκολίες και την δριμύτητα (σκληρότητα) της πάλης των τάξεων, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ραγδαία και μαζική. Ουσιαστικό ρόλο γι' αυτό έπαιξε η, με συγκροτημένο προγραμματισμό και πειθαρχία, ενεργοποίηση του Κόμματος των μπολσεβίκων και οι ξεκάθαρες κατευθύνσεις της καθοδήγησής του.

Φυσικά, τακτικά λάθη έγιναν, γιατί ο δρόμος ήταν πρωτόγνωρος. Αλλά έγινε, επίσης, μεγάλη σε βάθος δουλιά, προβλέποντας μακρόχρονα τόσο στο επίπεδο της εκπαίδευσης, όσο και σε αυτό της οργάνωσης, της διερεύνησης φυσικών πόρων και του προγραμματισμού της αξιοποίησής τους.

α) Στην περίοδο προσαρμογής (δεκαετία του 1920) οι μεγάλες δυσκολίες της κατάστασης αντιμετωπίστηκαν με διάφορους ελιγμούς (ΝΕΠ κλπ.) ενώ στους κυριότερους βιομηχανικούς τομείς, που λειτουργούσαν στο πλαίσιο και με κανόνες της σοσιαλιστικής οικονομίας, η παραγωγή παρουσίαζε ήδη ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης.

β) Στην αρχή της περιόδου των πεντάχρονων πλάνων η ταξική πάλη οξύνθηκε ιδιαίτερα στην ύπαιθρο όπου παρατηρήθηκαν και κρούσματα σαμποτάζ. Οι κουλάκοι, που κατείχαν το μέγιστο μέρος του ζωικού κεφαλαίου, έκαναν μαζικές σφαγές και εμπορευματοποίησαν σφάζοντας ακόμη και ζώα αναπαραγωγής (αγελάδες π.χ.). Ομως πολύ σύντομα, με την ορθολογική διάταξη καλλιεργειών, τη γρήγορη μηχανοποίηση των εργασιών και την τεχνικο-οικονομική στήριξη του κρατικού μηχανισμού (Ινστιτούτα Ερευνας, μηχανουργεία, βιομηχανία λιπασμάτων κλπ.), η ανοδική πορεία όλων των γεωργικών παραγωγών εδραιώθηκε σταθερά, πράγμα που επέτρεψε την κανονική προμήθεια των πόλεων και τη δημιουργία πόρων για επενδύσεις στη βιομηχανία.

γ) Η αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας αποδείχτηκε, επίσης, στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, όταν σε συνθήκες κεραυνοβόλας επίθεσης και μερικής κατοχής από την ισχυρότερη και καλύτερα οπλισμένη στρατιά του κόσμου, κατάφερε όχι μόνο να φανεί ευέλικτη και να περισώσει το μεγαλύτερο μέρος του παραγωγικού της δυναμικού, αλλά και να οργανώσει χωρίς αργοπορία στα μετόπισθεν ένα στέρεο παραγωγικό βάθρο που στήριξε με καινούργια ποιοτικά ανώτερα όπλα και εφόδια σε μεγάλες ποσότητες τη νικηφόρα αντεπίθεση ως την συντριβή του φασισμού στο Βερολίνο και στη Μαντζουρία, το 1945.

Page 41: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

δ) Τα επιτεύγματα της ταχύτατης ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο περιοχών της ΕΣΣΔ καταμαρτυρούν τις τεράστιες δυνατότητες του σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος. Με την πραγματοποίηση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946-1950), η σοβιετική οικονομία δεν έλυσε μόνο δύσκολα προβλήματα, όπως η μετατροπή σε διάστημα 2-3 ετών της πολεμικής βιομηχανίας σε ειρηνική, αλλά κατόρθωσε ώστε όλοι οι δείκτες παραγωγής να ξεπεράσουν το προπολεμικό τους επίπεδο (1940). Οσο για το 5ο πεντάχρονο πλάνο (1951-1955) η πραγματοποίησή του έβαλε τις βάσεις για μια γενική δυναμική ώθηση της σοβιετικής οικονομίας και άνοιξε τεράστιες προοπτικές σημαδεύοντας βαθιά την εξέλιξή της.

ε) Με τις βήμα προς βήμα μεταρρυθμίσεις και ιδιαίτερα μετά τις ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις του 1965 (Κοσίγκιν), φαίνεται πως η διάβρωση της σοσιαλιστικής υφής της σοβιετικής οικονομίας προχώρησε αρκετά ώστε να υπερπηδούνται οι έντονες αντιστάσεις που εκδηλώνονταν στους διάφορους τομείς παραγωγής και πιο πολύ στο χώρο της έρευνας. Οι αντιστάσεις αυτές συνεχίζονταν με όλο και λιγότερη επιτυχία, γιατί τα χτυπήματα που δεχόταν ήταν πολιτικής φύσης.

Με την αποδυνάμωση της κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού αναπτύχθηκαν αντισοσιαλιστικές δυνάμεις και ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων χειροτέρευε σε βάρος της σοσιαλιστικής υφής της σοβιετικής οικονομίας. Στο μεταξύ οι ρυθμοί ανόδου των δεικτών παραγωγής άρχισαν να ελαττώνονται σημαντικά. Στη συνέχεια, δρομολογήθηκαν νομοθετικές διατάξεις και ακολούθησαν δομικές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική παρέμβαση στα ανώτερα κλιμάκια του ΚΚΣΕ κατέληξε στην καπιταλιστική παλινόρθωση.

στ) Το τι επακολούθησε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ (Φθινόπωρο 1991) αποτελεί αντικείμενο άλλης διερεύνησης. Ομως, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από τότε αποδεικνύουν, ακόμη πιο πλατιά και έμπρακτα, τα οικονομικά πλεονεκτήματα της σοσιαλιστικής οικονομίας. Η σύγκριση της εξέλιξης των οικονομιών των δύο χωρών δείχνει την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος σε όλους τους τομείς οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η παρούσα ανάλυση ολοκληρώνεται με συνοπτική συμπερασματική προσπάθεια των διαδικασιών που εξελίχθηκαν στη διάρκεια της δεύτερης αυτής περιόδου της ιστορίας της.

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οσο υπάρχουν οι κοινωνικές τάξεις, η πάλη των τάξεων συνεχίζεται. Αποτελεί δε τον κινητήρα της ιστορίας.

Ο 20ός αιώνας που πέρασε είναι ανεξίτηλα σημαδεμένος από την υπέροχη - από κάθε άποψη - προσπάθεια της σοσιαλιστικής κοινωνίας, που άρχισε με την Οχτωβριανή Επανάσταση το 1917 και εξαπλώθηκε, χάρη στον προλεταριακό διεθνισμό, σε διάφορες άλλες χώρες, με στήριγμα την ΕΣΣΔ.

Εξετάζοντας την πορεία του σοβιετικού συστήματος, διαπιστώθηκε ο άμεσα πρωταρχικός ρόλος της πολιτικής στην έκβαση των εξελίξεων.

Οπως έδειξε η ανάλυση, οι πολιτικές επιλογές που επιβλήθηκαν σταδιακά με τις διάφορες «μεταρρυθμίσεις» στην οικονομία της ΕΣΣΔ εξοστράκισαν την ταξική ανάλυση με συνθήματα του τύπου «παλλαϊκό κράτος» και αδυνάτισαν τη δυναμική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Μολονότι η σήψη του καπιταλιστικού συστήματος δεν έπαψε να επεκτείνεται και να βαθαίνει, από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα, ο συσχετισμός δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο παρέμεινε, ως τώρα, πιο ευνοϊκός για το σύστημα αυτό. Υπήρχαν, φυσικά, δυνατότητες σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες να αντιστραφεί ο συσχετισμός αυτός υπέρ του σοσιαλισμού, αλλά ήταν ζήτημα και του λεγόμενου «υποκειμενικού παράγοντα» του ΔΚΚ, των επιλογών και της δράσης του σε κάθε χώρα. Τεράστιο ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο συλλογικά από τις επαναστατικές δυνάμεις, ως κριτική προσέγγιση στο παρελθόν αλλά και θεωρητική γενίκευση και επεξεργασία πολιτικής για το μέλλον.

Page 42: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, η απαιτούμενη πολιτική επιλογή δεν επικράτησε στη δεδομένη ιστορική συγκυρία. Πέρα από τις όποιες συνωμοσίες και διαβρωτικές ιμπεριαλιστικές ενέργειες, η έλλειψη εφεδρειών απέναντι στην ιμπεριαλιστική απειλή συνέβαλε, κατά πολύ, στην εγκατάλειψη πολιτικών αρχών. Αρκετοί αξιωματούχοι κυβερνητικών διοικητικών κλιμακίων επηρεάστηκαν από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων και συνέβαλαν ώστε να αδυνατίσει και να παραμεριστεί η σοσιαλιστική επιλογή. Δεν εναντιώθηκαν στη διαδικασία διάβρωσης ακόμα και όταν αυτή πήρε αργότερα τη μορφή ταξικής διαπάλης.

Είναι φανερό ότι οι σταδιακές ανατροπές στην ΕΣΣΔ ήταν αποτέλεσμα πολιτικής διαμάχης στα ανώτερα κλιμάκια. Αυτοί που επεκράτησαν, χρησιμοποίησαν στο έπακρο τους διοικητικούς μηχανισμούς και καταχράστηκαν τους τυπικούς κανόνες, απομακρύνοντας όλο και περισσότερο το λαό από τις αποφάσεις.

Προέκυψε, λοιπόν, μια στρατηγική ήττα των σοσιαλιστικών δυνάμεων στη χώρα αυτή και γενικότερα στον κόσμο. Αυτή, όμως, είναι προφανώς προσωρινή. Οπως πάντα χρειάζεται ένα κάποιο χρονικό διάστημα για να αφομοιωθεί το χτύπημα.

Σε κάθε χώρα την Επανάσταση την πραγματοποιεί ο λαός και είναι εκείνος που συσπειρωμένος την αποκαθιστά όταν χτυπιέται.

Σήμερα, μετά τη στρατηγική ήττα τους, οι ανά τον κόσμο σοσιαλιστικές δυνάμεις βρίσκονται σε περίοδο ανασύνταξης. Ο Κ. Μαρξ δεν είπε ποτέ ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό θα είναι σταθερά ανοδική. Η Παρισινή Κομμούνα κράτησε δυόμισι μήνες. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση με την ανοδική και καθοδική φάση της κράτησε περίπου επτά (7) δεκαετίες στην ΕΣΣΔ. Στο μεταξύ οι σοσιαλιστικές δυνάμεις επεκτάθηκαν και εδραιώθηκαν σε άλλες χώρες και ηπείρους.

Ο συσχετισμός δυνάμεων εξακολουθεί να είναι αρνητικός για τις σοσιαλιστικές δυνάμεις αλλά, από την άλλη μεριά, οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο. Δέκα χρόνια μετά τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τα προβλήματα αυξάνονται (ανεργία, οικονομικές κρίσεις, κλπ.) και η διαμάχη για την επέκταση των ζωνών επιρροής παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις... ο καπιταλισμός συνεχίζει να σαπίζει. Ποτέ, όπως σήμερα, 155 χρόνια από τη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ενγκελς, δεν επαληθεύτηκαν τόσο περίτρανα οι προβλέψεις των κλασικών της εργατικής τάξης.

«Ο καπιταλισμός σκάβει τον τάφο του» μεν, αλλά πρέπει να τον σπρώξουν οι λαοί για να πέσει μέσα. Γι’ αυτό χρειάζονται η ιδεολογική κατάρτιση και η εμπειρία. Γι’ αυτό χρειάζονται τα Κομμουνιστικά Κόμματα, ο λεγόμενος «υποκειμενικός παράγοντας» που σε κάθε χώρα, οργανώνοντας την καθημερινή διεκδικητική δράση των εργαζομένων, θα την αναπτύξει ποιοτικά διευρύνοντας το περιεχόμενό της σε πολιτικό επίπεδο.

Ετσι, από τα συγκεκριμένα προβλήματα κάθε χώρας, η δράση του αντίστοιχου εργατικού κινήματος (με τις αναγκαίες πλατιές συμμαχίες και την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος) δημιουργεί συγκεκριμένες καταστάσεις που, με τη σειρά τους, επηρεάζουν τα εργατικά (και προοδευτικά, γενικά) κινήματα των άλλων χωρών. Αυτή είναι, συνοπτικά, η διαλεκτική διαδικασία της πορείας του Διεθνούς Εργατικού Κινήματος προς το Σοσιαλισμό. Η ιστορία του 20ού αιώνα το απέδειξε σε πολλές περιπτώσεις.

Στην πολυδιαφημισμένη «Παγκοσμιοποίηση» που προβάλλει σαν σανίδα σωτηρίας το καπιταλιστικό σύστημα, το Διεθνές Εργατικό Κίνημα απαντάει με την αλληλεγγύη του και αντιτάσσει τον προλεταριακό διεθνισμό. Οταν οι λαοί παίρνουν στα χέρια τους τα συμφέροντά τους, τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει.

Φυσικά, είναι δύσκολος και μακρύς, στο πλαίσιο μιας ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος αυτός. Στο επίπεδο, όμως, της ανθρώπινης ιστορίας είναι νομοτελειακός.

Page 43: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ(ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ’20 - ’30)

της Τ. Ι. Γιαμπρόβα

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’30 διεξαγόταν συζήτηση για την πολιτική οικονομία, στην οποία επικεντρώθηκε η προσοχή σημαντικών επιστημονικών κύκλων, στη χώρα και στο κόμμα.

Ποια ήταν η έννοια της διεξαγόμενης συζήτησης, ποια η ουσία εκείνων των διαφωνιών, οι οποίες απέκτησαν αρκετά οξυμένο χαρακτήρα; Αναμφίβολα οι συζητήσεις στην πολιτική οικονομία μπορούν να εξεταστούν σαν μια ιδιόρρυθμη λογική ανάπτυξη της μακράς διαμάχης μεταξύ των φορέων της μηχανιστικής αντίληψης και των διαλεκτικών, που διεξαγόταν στη φιλοσοφία, σαν πάλη των οικονομολόγων-διαλεκτικών ενάντια στις μηχανιστικές τάσεις στην πολιτική οικονομία. Η συζήτηση που ξεδιπλώθηκε στην πολιτική οικονομία περιλαμβάνει τόσο μεγάλο κύκλο ζητημάτων, που καθιστά αρκετά δύσκολη την άθροιση όλων των διαφωνιών, οι οποίες προκάλεσαν τη συζήτηση αλλά και εμφανίζονταν στην πορεία της (σ.μ.: συζήτησης). Η διαμάχη διεξαγόταν πρώτ’ απ’ όλα στα πλέον θεμελιώδη μεθοδολογικά προβλήματα της πολιτικής οικονομίας. Αυτό έχει να κάνει και με την αναγκαιότητα υπεράσπισης της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και μεθοδολογίας από τις διαστρεβλώσεις και τις επιθέσεις από την πλευρά της αστικής πολιτικής οικονομίας και, ούτε λίγο ούτε πολύ, από την αναγκαιότητα αφομοίωσης της δημιουργικής χρήσης και ανάπτυξης της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογικής κληρονομιάς στις νέες ιστορικές συνθήκες μετά τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, στις ιδιαίτερες συνθήκες της ταξικής πάλης στη δικτατορία του προλεταριάτου.

Η βαθύτερη έννοια της θεωρητικής πάλης γίνεται ξεκάθαρη και ολοφάνερη μόνο υπό το φως των πρακτικών καθηκόντων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τέτια, από πρώτη ματιά, καθαρά αφαιρετικά προβλήματα, όπως ποιότητα και ποσότητα, μορφή και περιεχόμενο, νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων κ.ά. απέκτησαν στη συγκεκριμένη περίοδο εξαιρετικό πολιτικό και επίκαιρο ενδιαφέρον. Για ποια οικοδόμηση του σοσιαλισμού μπορεί να μιλήσει ο φορέας της μηχανιστικής αντίληψης εάν γι’ αυτό κάθε ποιότητα είναι μόνο ποσοτική επανομαδοποίηση παλαιών στοιχείων, όταν ταυτίζει κάθε άνοδο της υλικής παραγωγής ταυτίζει με την άνοδο του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από το σε ποια ποιοτικά κοινωνικο-ταξική μορφή ξεδιπλώνεται η παραγωγή. Η σωστή τοποθέτηση και λύση των μεθοδολογικών προβλημάτων έπαιζε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση ξεπεράσματος των δεξιών και αριστερίστικων παρεκκλίσεων στην κατανόηση της οικονομικής ανάπτυξης, των αντιφάσεων, των νομοτελειών και των προοπτικών στην ΕΣΣΔ. Εγινε αποδεκτό να θεωρείται ως επίσημο τέλος του «Μπογκντανοφισμού», της μηχανιστικής αντίληψης στη θεωρητική οικονομία, η συζήτηση στην Κομμουνιστική Ακαδημία που πραγματοποιήθηκε το 1925 για το ζήτημα του αντικειμένου και της μεθόδου της πολιτικής οικονομίας. Ομως η πάλη με αυτήν την τάση στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν τέλειωσε αλλά πήρε ακόμα πιο οξυμένες μορφές στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’20, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 όταν στις συνθήκες της διευρυμένης επίθεσης του σοσιαλισμού σε όλα τα μέτωπα εμφανίστηκε η οξυμένη αντίσταση των τάξεων και των δυνάμεων που επιβίωναν, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να μην βρει την έκφραση του σε μια τέτια μορφή της ταξικής πάλης όπως είναι η θεωρητική πάλη.

Η διεξαγόμενη συζήτηση περιλάμβανε τέτιο κύκλο προβλημάτων, όπως:

για την ουσία της μεταβατικής περιόδου, της ΝΕΠ, του κρατικού καπιταλισμούγια τους ρυθμιστές της λαϊκής οικονομίας

Page 44: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

για το χαρακτήρα της εργασίαςγια τη σοσιαλιστική ιδιοκτησίαγια το αντικείμενο και τη μέθοδο, τα ιστορικά σύνορα της πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμηςγια τους ρυθμούς και τις πηγές της οικονομικής ανόδουγια τις αναλογίες της λαϊκής οικονομίαςγια την αποδοχή των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό, για τη σχέση σχεδίου και

αγοράς κ.ά.

Ολα αυτά τα προβλήματα απαιτούσαν την τοποθέτηση και τη λύση πρώτ’ απ’ όλα του ζητήματος για το αντικείμενο και τη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, για το κατά πόσο είναι νόμιμη η ύπαρξη τέτιας επιστήμης.

Πρώτον όρο για την έρευνα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού αποτελεί ο ορισμός του αντικειμένου της και το ξεκαθάρισμα του επιπέδου ανάπτυξης αυτού του αντικειμένου - οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και η αλληλεπίδρασή τους με τις παραγωγικές δυνάμεις. Η δυσκολία αυτή έχει σχέση με το ότι ο σοσιαλισμός αντιπροσωπεύει έναν ανώριμο οργανισμό και το πρώιμο, ανώριμο επίπεδο ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η ίδια η εσωτερική δομή του σοσιαλισμού έχει ανάμικτο και αντιφατικό χαρακτήρα: Αυτή από τη μια πλευρά εμπεριέχει φύτρα της νέας κοινωνίας και επομένως την τάση μεταμόρφωσης των παλιών σχέσεων παραγωγής και τη μετάβαση σε νέου τύπου κοινωνική ανάπτυξη (στην κομμουνιστική). Από την άλλη πλευρά, στην εσωτερική δομή του σοσιαλισμού εμπεριέχονται σχέσεις κληρονομημένες από προηγούμενα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης (κατά πρώτο λόγο από τον καπιταλισμό) και επομένως διατηρείται η δυνατότητα επιστροφής στην παλιά κοινωνία. Η σοσιαλιστική κοινωνία αναπτύσσεται σε ανοδική γραμμή όταν τον ηγετικό, κυρίαρχο ρόλο παίζει η πρώτη τάση. Η μετατροπή της δεύτερης τάσης σε κυρίαρχη οδηγεί στην κατεδάφιση της ουσίας της νέας κοινωνίας και στην παλινδρόμηση της παλαιάς, των πεπερασμένων ιστορικά κοινωνικών μορφών. Οσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων τόσο περισσότερη είναι η πιθανότητα της κυριαρχίας της δεύτερης τάσης και αντιστρόφως. Η οριστική εξάλειψη της δεύτερης τάσης προϋποθέτει τη δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης, που αντιστοιχεί στις νέες σχέσεις παραγωγής, δηλαδή στην ουσία τη μετάβαση από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό.

Σύμφωνα με τη μαρξιστική μεθοδολογία, το αντικείμενο ορίζει και τη μέθοδο διερεύνησής του. Σε σχέση με αυτό πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η μέθοδος της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού διαφέρει από τη μέθοδο που χρησιμοποίησε ο Κ. Μαρξ για τη διερεύνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Κ. Μαρξ εξετάζει τον καπιταλιστικό σχηματισμό, που αναπτύσσεται στη δική του βάση, γι’ αυτό στο «Κεφάλαιο» κυριαρχεί ο λογικός τρόπος αντανάκλασης (απεικόνισης) των κατηγοριών, δηλαδή η ανάλυσή τους σε αυτή την ακολουθία η οποία ορίζεται ήδη από το αναπτυγμένο ώριμο αντικείμενο. Η διερεύνηση του ώριμου αντικειμένου δίνει τη δυνατότητα κατανόησης του πρώιμου αντικειμένου, την αποκάλυψη της διαδικασίας εγκαθίδρυσής του. «Η ανατομία του ανθρώπου -έγραφε ο Κ. Μαρξ- είναι το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου». Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, τα προηγούμενα επίπεδα ανάπτυξης του αντικειμένου δεν οδηγούν στην προετοιμασία του ώριμου αντικειμένου, αλλά το καθένα από αυτά διατηρεί την αυτοτέλειά του. Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα εγκαθίδρυσης του αντικειμένου αντιπροσωπεύει ειδικό καθήκον, για την επίλυση του οποίου απαιτείται η χρήση της ιστορικής μεθόδου.

Η υποδειχθείσα ιδιαιτερότητα της μαρξιστικής μεθόδου έχει μεγάλη σημασία για την έρευνα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Η ανωριμότητα του αντικειμένου της έρευνας γεννά την αναγκαιότητα χρησιμοποίησης κατ’ εξοχήν της ιστορικής μεθόδου για τη μελέτη του. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ιστορική μέθοδος έρευνας του αντικειμένου όταν η ουσία ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί σε αρκετό βαθμό, δε συμπίπτει με την ιστορική μέθοδο έρευνας, η οποία στηρίζεται στη γνώση του ώριμου αντικειμένου. Η αντίληψη για τη δομή του αντικειμένου (και την ιστορία του), όταν ακόμα αυτή βρίσκεται στη διαδικασία εγκαθίδρυσης έχει μόνο προκαταρκτικό (σ.μ.: πρωτόλειο) χαρακτήρα.

Page 45: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Παρά την πανθομολογούμενη σπουδαιότητα των γενικών μεθοδολογικών προβλημάτων της πολιτικής οικονομίας είναι αναγκαίο να ενθυμούμαστε την επίλυση των κυρίαρχων ζητημάτων που επέβαλε η ζωή. Σε πείσμα αυτών των απαιτήσεων η πολυετής συζήτηση για τα προβλήματα του αντικειμένου και της μεθόδου της πολιτικής οικονομίας εμφάνισε την τάση να περιοριστεί στα πλαίσια της αφηρημένης θεωρίας και της γενικής μεθοδολογίας, χωρίς να υπεισέρχεται σε βάθος στα άκρως σύνθετα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εκείνου του καιρού. Βεβαίως, αυτή η συζήτηση επέτρεψε να εμβαθύνουμε στην τοποθέτηση και στην κατανόηση μιας σειράς σπουδαίων ζητημάτων και να αποκαλυφτεί η μηχανιστική και ιδεαλιστική τάση στην πολιτική οικονομία. Απέσπασε (σ.μ.: η συζήτηση) μεγάλο αριθμό κομματικών δυνάμεων από τα ζωτικά προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η οξεία πάλη των ταξικών συμφερόντων κάνει τη θεωρητική έρευνα ιδιαίτερα δύσκολη και πολιτικά υπεύθυνη. Μαζί με αυτά, σε ορισμένο αριθμό οικονομολόγων παρατηρείται μια ευθέως περιφρονητική στάση προς τα προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας σαν προς (σ.μ.: προβλήματα) «χαμηλού» εμπειρισμού, σαν ζητήματα στενού πρακτικισμού. Δεν είχαν στο οπτικό τους πεδίο ότι ακριβώς εδώ ανοίγεται ευρύ πεδίο για τη δημιουργία στον τομέα της θεωρίας.

Μόνο στη βάση εργασιών στον κύκλο των επίκαιρων προβλημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μπορεί να εμπλουτιστεί και να αναπτυχθεί παραπέρα η μέθοδος του διαλεκτικού υλισμού και η απόσπαση από την πραγματικότητα, τη ζωντανή πρακτική, μετατρέπει τους συλλογισμούς για τη μέθοδο σε κούφια λόγια, γίνεται άκαρπη, οδηγεί στη κατάπτωση και το σχολαστικισμό. Αυτή η μέθοδος παύει να αποτελεί έκφραση της πραγματικότητας, των αντικειμενικών νομοτελειών της ανάπτυξης. Στις σύνθετες συνθήκες της νεογέννητης κοινωνίας τα λάθη στη μέθοδο γρήγορα μετατρέπονται σε εσφαλμένες οδηγίες, που οδηγούν σε παντός είδους οπορτουνιστικές διαστρεβλώσεις της πολιτικής γραμμής του κόμματος. Αποφασιστικά παλεύοντας με την αναθεώρηση της μαρξιστικο-λενινιστικής διδαχής, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου οι επιθέσεις ενάντια στο μαρξισμό ενδύονται τη μορφή της «νέας κατανόησης» στην ερμηνεία του μαρξισμού. Ο ανοικτός αναθεωρητισμός και οι συνενωμένοι στην αστική επιστήμη με το στυλ του Μπερνστάιν και Σία είναι ανεπιτυχείς, η κυριαρχία του μαρξισμού στις κοινωνικές επιστήμες αναγκάζει τους αναθεωρητές να στολιστούν με τα ρούχα των ορθοδόξων. Η αστική και μικροαστική, ιδιαίτερα η σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία, εμφανίστηκε σε εμάς και εισχώρησε από τη Δύση με το περίβλημα των «μαρξιστικών» φράσεων. Είναι απαραίτητο να μη μας διαφεύγει ότι χωρίς αδιάλλακτη πάλη με τις αστικές θεωρίες στη βάση της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας -τόνιζε ο Ι. Β. Στάλιν- είναι αδύνατο να επιτύχουμε πλήρη νίκη ενάντια στους ταξικούς μας εχθρούς. Η αφανιζόμενη τάξη, τα καπιταλιστικά στοιχεία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη χώρα μας αντιστάθηκαν παντοιοτρόπως, πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά.

Στον τομέα της οικονομικής θεωρίας αυτό εκφραζόταν συγκεκριμένα στο ότι οι νεο-λαϊκές, αστικές, μενσεβίκικες αντιλήψεις για τους νόμους της οικονομικής ανάπτυξης σε συγκαλυμμένη μορφή, μεταμφιεσμένες με μαρξιστική φρασεολογία, μεταφέρονται στις συνθήκες της οικονομίας της μεταβατικής περιόδου και τίθενται σαν τεκμηρίωση ορισμένων προγραμμάτων πρακτικών μέτρων (όπως για παράδειγμα των Κοντράτιεφ, Γκρόμαν, Μπαζάροφ και άλλων), γίνονται το ιδεολογικό προκάλυμμα των καπιταλιστικών στοιχείων.

Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αρχές του 20ού αιώνα η αστική επιστήμη, επιτεθέμενη στο μαρξισμό, εμφάνιζε τη μέθοδο του Μαρξ σαν επαμφοτερίζουσα - συνένωση τάχα της «φυσιοκρατικής» και της «κοινωνιολογικής» τάσης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της αστικής κριτικής αποτελεί η ταύτιση του υλικού με το εμπράγματο, του κοινωνικού με το ιδεατό (Στρούβε, Πέτρι, Φιν-Ενοταγιέφσκι). Σε αυτή τη βάση αντιλαμβάνονταν την κοινωνική ζωή σαν βασίλειο της ελεύθερης βούλησης και της τελολογίας. Η μη κατανόηση του διαλεκτικού υλισμού συνδεόταν με την υποτίμηση ή την άρνηση του ρόλου της επαναστατικής θεωρίας σαν καθοδήγηση για την πράξη για την εργατική τάξη.

Σε αυτή τη βάση φυτρώνουν διττής φύσης αναθεωρητικές τάσεις: άλλοι από αυτούς ακολούθησαν τη γραμμή της μετατροπής του μαρξισμού σε φυσιοκρατικό σύστημα, άλλοι μετατρέπουν τη διδασκαλία του

Page 46: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Μαρξ σε άκακο κοινωνιολογικό παιχνίδι εννοιών. Και τα δυο είδη διαστρέβλωσης του διαλεκτικού υλισμού μπλέχτηκαν σε κάποια σημεία, εκπροσωπήθηκαν και στην πολιτική οικονομία. Οι ρίζες τους βρίσκονται στο φιλοσοφικό αγνωστικισμό (από τους Χιουμ, Καντ) και στην κοινωνιολογική μετατροπή της μεθόδου του Μαρξ, η οποία είχε αρχίσει προ πολλού από την αυστρο-μαρξιστική σχολή, Γκίλφερντινγκ και άλλοι. Η φυσιολογική (άλλη ονομασία - μηχανιστική) κατεύθυνση στην πολιτική οικονομία εκπροσωπήθηκε στην ΕΣΣΔ από τις απόψεις του Α. Α. Μπογκντάνοφ. Μια από τις βάσεις της Μπογκντανοφικής πολιτικής οικονομίας αποτελούσε η μηχανιστική αναγωγή των κοινωνικών νόμων στους νόμους της φύσης. Προσπαθούσε να εξάγει τις κοινωνικές αντιφάσεις και την πάλη των τάξεων από τη διατάραξη των ισορροπιών μεταξύ κοινωνίας και περιβάλλοντος («ενεργητική ισορροπία» του Μπογκντάνοφ). Εγινε αποδεκτή εξ ολοκλήρου από τον Μπουχάριν στη θεωρία του για τον ιστορικό υλισμό και έτσι η θεωρία της «ενεργητικής ισορροπίας» διαδόθηκε στην πολιτική οικονομία.

Ευθεία συνέχεια αυτής της μηχανιστικής αντίληψης αποτελεί η αντικατάσταση των νόμων δεδομένου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού με γενικούς υπεράνω της ιστορικότητας νόμους. Η θεωρία της υπεριστορικότητας των οικονομικών κατηγοριών, εν μέρει η διάδοση της κατηγορίας της αφηρημένης εργασίας σε όλους του κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς, βρισκόταν στη βάση του «νόμου των εργασιακών δαπανών» των Μπογκντάνοφ-Μπουχάριν. Με αφετηρία αυτήν, ο Μπουχάριν και οι πολυάριθμοι οπαδοί έβγαζαν το συμπέρασμα, ότι με την εκδίωξη του «κουστουμιού» της εμπορευματικής οικονομίας οι νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης θα εμφανιστούν σε «γυμνή» μορφή. Στη σοσιαλιστική κοινωνία, ο «σύμφωνα με τον Μπουχάριν» αδιαφοροποίητος «νόμος των εργασιακών δαπανών», απελευθερωμένος από τη μορφή του νόμου της αξίας, θα ρυθμίζει άμεσα την κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων.

Οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις, σε πείσμα του Μαρξ, πολύ συχνά ταυτίζονταν με την τεχνική και γενικώς ερμηνεύονταν εκτός ιδιαίτερης κοινωνικής μορφής, οι σχέσεις παραγωγής γίνονταν αντιληπτές σαν καθαρά τεχνικός δεσμός. Το ανακάτεμα των τεχνικών σχέσεων με το κοινωνικό καθεστώς της παραγωγής αναπόφευκτα οδηγούσε τους οπαδούς της μηχανιστικής αντίληψης στη μεταφορά αστικών οικονομικών κατηγοριών και επιρροών στην οικονομία της μεταβατικής περιόδου και της σοσιαλιστικής κοινωνίας και επομένως σε αντιδραστικά συμπεράσματα για την …αιωνιότητα του καπιταλισμού.

Στη δεκαετία του ’20, διάφορες μη μαρξιστικές αντιλήψεις στη σχεδιοποίηση είχαν ορισμένη επίδραση στην ανάπτυξη της θεωρίας και της πρακτικής της σχεδιοποίησης στην ΕΣΣΔ. Αυτό φρενάριζε την επεξεργασία των σχεδίων της λαϊκής οικονομίας και κατευθύνονταν στη ριζική μεταμόρφωση των οικονομικών δομών της ΕΣΣΔ. Για να φέρουν όλη τη δουλιά του σχεδίου σε αντιστοιχία με τις αντικειμενικές απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ήταν αναγκαίο να ξεπεραστεί η επιρροή αυτών των αστικών και μικροαστικών θεωριών. Αυτό το καθήκον, κατά βάση, είχε πραγματοποιηθεί στη δεκαετία του ’20.

Μια από τις βαθιά εσφαλμένες θεωρητικά και βλαβερές σε πολιτικό επίπεδο θεωρίες, με την οποία έπρεπε να παλέψουν αυτή την περίοδο, ήταν η «γενετική» αντίληψη της προοπτικής σχεδιοποίησης. Οι ιδρυτές της -Ν. Ντ. Κοντράτιεφ, Β. Γκ. Γκρόμαν, Β. Α. Μπαζάροφ και άλλοι- υποτιμούσαν τις από θέσεις αρχής νέες δυνατότητες οικονομικής ανόδου στις συνθήκες κατά τις οποίες οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής κατείχαν τον ηγετικό, καθοριστικό ρόλο στο σύστημα της σοβιετικής οικονομίας, όταν ανέβηκε απίστευτα ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους, του κόμματος, η ενεργητικότητα της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων μαζών στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης στο σύνολό της.

Η περισσότερο πλάγια άποψη των ακραίων υποστηρικτών του «γενετικού» χαρακτηριστικού της σχεδιοποίησης εμφανίστηκε στα έργα του Ν. Ντ. Κοντράντιεφ, που είδαν το φως το 1927.

Ο Κοντράτιεφ προσπαθούσε να αποδείξει το περιορισμένο της σχεδιοποιημένης πρόβλεψης σαν τέτιο. Θεωρούσε ότι ως προς το περιεχόμενό του το σχέδιο αποτελεί πρόβλεψη για το επερχόμενο στην οικονομική ανάπτυξη, όμως αυτό μπορεί να αρκεστεί μόνο σε κάποιο στενό τομέα. Γι’ αυτό τα Οργανα Σχεδίου θα

Page 47: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

πρέπει να περιοριστούν στην κατάρτιση των γενικών προγνώσεων οικονομικής ανάπτυξης. Και αυτές οι προγνώσεις δεν μπορούν να πάνε παραπέρα από τα προσχεδιασμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης και, επομένως, δεν μπορούν να έχουν απαιτήσεις για αριθμητική έκφραση των κυρίων τάσεων. Με σκεπτικισμό αντιμετώπιζε τέτιους δείκτες στη σχεδιοποίηση όπως όγκος παραγωγής, εξαγωγές, επίπεδο τιμών. Οι απόψεις του είναι πολύ κοντά προς τους αστούς οικονομολόγους που θεωρούσαν τη σχεδιοποίηση ανορθολογική, πρακτικά αδύνατη. Ο Κοντράτιεφ δεν φτάνει στην ανοικτή άρνηση της σχεδιοποίησης στα συμπεράσματά του, όμως στην πραγματικότητα καταδίκαζε σε αδράνεια τα Οργανα σχεδίου στις συνθήκες λειτουργίας των αυθόρμητων οικονομικών νόμων. Διαπίστωνε ότι εάν κάποιες θέσεις που καθορίζονταν από το σχέδιο δεν εκπληρώνονταν, αυτό αποτελούσε μαρτυρία για το εσφαλμένο της καταρτισθείσας πρόγνωσης στο σύνολό της. Σε αυτή την αντίληψη του Κοντράντιεφ ασκούσαν πολεμική οι Σ. Γκ. Στρουμίλιν, Α. Λεόντιεφ και άλλοι σοβιετικοί οικονομολόγοι. «Εκεί όπου δεν υπάρχει σκοπός, εκεί δεν μπορεί να γίνει λόγος για σχέδιο». Ο Στρουμίλιν τόνιζε ότι εάν το καθήκον του σχεδίου ήταν μόνο η επιστημονική πρόβλεψη, τότε κάθε αναγκαιότητα στη σχεδιοποίηση θα εξαφανιζόταν εξ ολοκλήρου». Τόνιζε πως τη ρεαλιστικότητα του σχεδίου πρέπει να την κατανοούμε όχι απολύτως έτσι όπως διαπίστωνε ο Κοντράτιεφ. Το κράτος δεν μπορεί να απαρνηθεί τον καθορισμό οικονομικών σκοπών (στόχων) μόνο και μόνο επειδή εκ των προτέρων δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί σε όλες της τις λεπτομέρειες η συγκεκριμένη διαδικασία υλοποίησης αυτών των στόχων. Τα σχέδια πρέπει να επιστρατεύουν τις προσπάθειες της εργατικής τάξης, όλων των εργαζομένων στην υλοποίησή τους και κατ’ αυτόν τον τρόπο να γίνουν πραγματικός παράγοντας επιτυχούς υλοποίησης των καθορισμένων στόχων. Σε αυτό το άρθρο του ο Στρουμίλιν τονίζει την αναγκαιότητα διερεύνησης των υπαρκτών πρώτων υλών και των τάσεων στη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αυτό θα πρέπει να αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της σχεδιοποίησης, όμως δεν καθορίζει το ίδιο το περιεχόμενο του σχεδίου, καθώς στηριζόμενοι στις ίδιες πρώτες ύλες, μπορεί να δομηθεί το σχέδιο εκβιομηχάνισης και ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής σε εξάρτηση από τους καθορισμένους στόχους. Ο Β. Γκ. Γκρόμαν εν πολλοίς επανέλαβε τις θέσεις του Κοντράτιεφ στα ζητήματα της σχεδιοποίησης, εξέταζε την εγκαθίδρυση της σοβιετικής οικονομίας σαν αποκλειστικά αυθόρμητη διαδικασία. Ο σκεπτικισμός οικονομολόγων του τύπου Κοντράτιεφ-Γκρόμαν σε σχέση με την ανάπτυξη της σχεδιοποίησης ενισχυόταν από το ότι τα πραγματικά αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης απείχαν από τους ετήσιους αριθμούς ελέγχου (για παράδειγμα, 1925-1926). Πραγματικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’20 το σχέδιο της λαϊκής οικονομίας σε πολλές περιπτώσεις επικύρωνε μόνο τη διαμορφωθείσα κατάσταση, επειδή η πρόβλεψη βρισκόταν αντιμέτωπη με τις τεράστιες δυσκολίες εκείνων των χρόνων, σχεδόν απουσίαζε η στατιστική και η λογιστική, δεν ήταν δουλεμένη η εμπειρία σχεδιοποίησης. Ομως θα ήταν λάθος αρχής να υποτιμηθεί η συνεχώς αναδυόμενη σημασία της σχεδιοποίησης. Χωρίς ενιαίο κρατικό σχέδιο θα ήταν αδύνατο ακόμη και να αντιληφθούμε τη γρήγορη και επιτυχή προετοιμασία και εισαγωγή της χρηματικής μεταρρύθμισης του 1922-1924. Ο Σαραμπιάνοφ ασκώντας κριτική προς τους συγγραφείς οι οποίοι απεδείκνυαν το αδύνατο ποιοτικής σχεδιοποίησης λόγω της ύπαρξης λαθών, της διατάραξης των καθηκόντων του σχεδίου, ισχυριζόταν ότι αυτό με κανένα τρόπο δε σήμαινε ότι είναι αδύνατη κατ’ αρχάς η λεπτομερής σχεδιοποίηση. Οι Κοντράτιεφ, Γκρόμοφ ανήγαγαν το σχέδιο σε μακρινές ανολοκλήρωτες προγνώσεις, με επακόλουθη αποδοχή ως απόδειξη των αποτελεσμάτων της αυθόρμητης οικονομικής ανάπτυξης. Ο Σαραμπιάνοφ αντιθέτως υποστήριζε ότι οι επιτυχίες στην αναστήλωση της λαϊκής οικονομίας εξαρτώνται από το βαθμό κατά τον οποίο το σχέδιο εμφανίζεται ικανό να ξεπεράσει τις αυθόρμητες τάσεις ανάπτυξης.

Στη συζήτηση για τα ζητήματα της μεθοδολογίας της σχεδιοποίησης βρίσκονταν στην ουσία αντιπαρατιθέμενες πολιτικο-οικονομικές αντιλήψεις.

Στις αποφάσεις του 14ου και 15ου Συνεδρίου του ΠΚΚ (μπ) η ριζική αναδόμηση της σοβιετικής οικονομίας εξεταζόταν σαν βασικότατο καθήκον της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που απαιτούσε από τους σοβιετικούς οικονομολόγους να επικεντρώσουν τις προσπάθειες τους στη θεωρητικο-μεθοδολογική σχεδιοποίηση. Οι υπερασπιστές της «γενετικής αρχής» υποστήριζαν μόνο τη σταδιακή αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών δομών της χώρας, προσπαθούσαν να αποδείξουν το ανέφικτο της εντατικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό και διακήρυξαν την αναγκαιότητα της υπερταξικής προσέγγισης στην ανάλυση του προβλήματος των

Page 48: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ρυθμών. «Αυτοί -έγραφε ο Ο. Ε. Βάισμπεργκ- τάχατες αποτελούν κήρυκες της υπεράνω των τάξεων αλήθειας, κάτοχοι της οποίας ... είναι αυτοί, δυνάμει των δικών τους ειδικών, μη προσεγγίσιμων για τους κομμουνιστές, γνώσεων».

Εχθρική προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση αντίληψη μπορούμε να δούμε και στα έργα του Β. Α. Μπαζάροφ. Στο πρώτο άρθρο του για την προοπτική σχεδιοποίηση, απεδείκνυε ότι μόνο στη βαριά βιομηχανία που ελέγχεται άμεσα εξ ολοκλήρου από το κράτος μπορούμε «τελολογικά» να δομήσουμε σχέδιο. Οσο αφορά την αγροτική οικονομία, το κράτος μπορεί μόνο με πλάγιους τρόπους να επιδράσει στην ανάπτυξή της, πριμοδοτώντας αυτή ή την άλλη αυθόρμητη τάση.

«Ηδη από αυτό και μόνο η με στόχους σύνταξη (σ.μ.: του σχεδίου) θα στερούταν στη δοσμένη περίπτωση κάθε πρακτικής σημασίας, η προοπτική της ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας μπορεί να δομηθεί μόνο «γενετικά». Και καθώς η αγροτική παραγωγή, σύμφωνα με τον Μπαζάροφ, αποτελεί τον κυρίαρχο κλάδο της σοβιετικής λαϊκής οικονομίας, τότε το «θεολογικά» καταρτισμένο σχέδιο της βιομηχανίας θα πρέπει να προσαρμοστεί στο σχέδιο της παραγωγής της αγροτικής οικονομίας, το οποίο μπορεί να διαμορφωθεί σε συμφωνία με τις «γενετικές αρχές»». Σε αυτή την περίπτωση η κρατική βιομηχανία αποδεικνύεται γρανάζι της αγροτικής οικονομίας και η ανάπτυξή της θα εξαρτιόταν από το «γενετικά» διαμορφωμένο προοπτικό σχέδιο, που είναι προσανατολισμένο στη αυθόρμητη λειτουργία του νόμου της αξίας. Εχοντας αφετηρία αυτές τις αντιλήψεις για τη μεθοδολογία της σχεδιοποίησης ο Β. Ν. Μπαζάροφ το 1928 διατύπωσε τις βασικές αρχές δόμησης του σχεδίου κατ’ αυτόν τον τρόπο: «Πρώτα θα πρέπει να ανακατασκευαστούν οι κλάδοι που παράγουν αντικείμενα πλατιάς κατανάλωσης και εκείνα τα είδη μέσων παραγωγής, για το οποία τώρα η απαίτηση έχει αποκτήσει αρκετά μαζικό χαρακτήρα. Σε όλους τους άλλους κλάδους, εφ’ όσον δεν έχουν αποκτήσει πλατιά βάση στο εσωτερικό της χώρας, για την αγορά των απαραιτήτων προϊόντων θα πρέπει να προτιμήσουμε το εξωτερικό ή παραχωρώντας προνόμια στους ξένους καπιταλιστές». Μάλιστα, ήδη από το 1928, ο Μπαζάροφ αναγνώρισε ότι το σοσιαλιστικό κράτος θα μπορέσει να ασκήσει ορισμένη επίδραση στη μη οργανωμένη αγροτική οικονομία, όμως σε πολύ στενά πλαίσια (μέσω της ζήτησης σε προϊόντα της αγροτικής οικονομίας και -εμμέσως- μέσω των κονδυλίων των μισθών των εργατών, που έχουν ζήτηση για προϊόντα της αγροτικής οικονομίας και άλλα). Κατά βάση η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας καθορίζεται από τις νομοτέλειες της εσωτερικής και της παγκόσμιας αγοράς. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Μπαζάροφ απέφευγε το γεγονός ότι το σοβιετικό κράτος μπορεί να επιδράσει ευθέως στη μικρή εμπορευματική αγροτική οικονομία στις ράγες της σοσιαλιστικής μεταμόρφωσης των σχέσεων παραγωγής στην αγροτική οικονομία, με τη χρησιμοποίηση συμφωνιών, πίστης, δίνοντας άμεση παραγωγική βοήθεια στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς κλπ. Ο Μπαζάροφ και οι άλλοι εκπρόσωποι της «γενετικής αντίληψης» βεβαίως ήταν καλοί γνώστες του σχεδίου συνεταιριστικοποίησης του Β. Ι. Λένιν, των υποδείξεών του για τους δρόμους και τις μεθόδους μεταφοράς του χωριού στις ράγες του σοσιαλισμού. Ομως αυτοί απέρριψαν αυτές τις υποδείξεις κατά την επεξεργασία των βασικών αρχών και της μεθοδολογίας του γενικού σχεδίου. Σε τέτια συμπεράσματα, στην ουσία, κατέληξε και ο Τρότσκι -έβλεπε ως καθήκον του σχεδίου την αλληλοσύνδεση των σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών τάσεων ανάπτυξης, με την ανακάλυψη της «ίσης επίδρασης» αυτής της ανάπτυξης- ουδετεροποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην πράξη, την επίδραση του σχεδίου σε σχέση με το αυθόρμητο

 

Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

Ν. Β. Γιάκουσεβ

Μεταξύ των αριστερών ομάδων που υπάρχουν στη σημερινή Ρωσία διαδίδεται ενεργητικά η «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Μερικοί εκπρόσωποι του αριστερού κινήματος θεωρούν ότι αυτό το ζήτημα είναι τόσο ξεκάθαρο, που πλέον δεν υπάρχει αντικείμενο συζήτησης. Αυτό μοιάζει αρκετά περίεργο,

Page 49: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

επειδή δεν έχει γίνει καμιά κανονική συζήτηση για το θέμα αυτό. Οι ίδιοι οι οπαδοί της δοσμένης θεωρίας συνήθως δεν επιχειρηματολογούν για τη θέση τους, αλλά απλά τη διακηρύσσουν.

Τυπικό παράδειγμα μιας τέτιας διακήρυξης είναι το υλικό του Ολέγκ Σένιν «Προς το Πρόγραμμα του εργατικού κόμματος», που δημοσιεύτηκε σε ένα φύλλο της εφημερίδας «Εργατικό Κίνημα» το 1999. Χωρίς να κάνει τον κόπο να επιχειρηματολογήσει, ο Ο. Σένιν ανακοινώνει: «Η γραφειοκρατία υπέταξε γρήγορα όλη τη διοίκηση. Οι εργάτες παρέμεναν μισθωτοί εργαζόμενοι. Επιβεβαιώθηκε η μαρξιστική θέση σύμφωνα με την οποία, όσο η εξουσία στη χώρα δεν ανήκει στους εργάτες, η όποια κρατικοποίηση δε θα είναι κατάργηση της εκμετάλλευσης, αλλά μόνο αλλαγή της μορφής της. Στη θέση του σοσιαλισμού εγκαθιδρύθηκε στη χώρα ο κρατικός καπιταλισμός». Εδώ διατυπώθηκε και ολόκληρος ο ισχυρισμός. Κυριολεκτικά λίγες γραμμές πιο κάτω ο σ. Σένιν γράφει: «Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 η ποσότητα των προβλημάτων μετατράπηκε σε ποιότητα. Το νέο κύμα της κομματικής νομενκλατούρας του ΚΚΣΕ, αφού ενώθηκε με τη σκοτεινή επιχειρηματική δραστηριότητα, κατέλαβε την οικονομία και τη μετέτρεψε σε δική της ιδιωτική ιδιοκτησία». Επιτρέψτε μου, αλλά εάν, όπως γράφει ο Σένιν, οι εργάτες ήταν δικοί της, της νομενκλατούρας, μισθωτοί εργαζόμενοι, αυτό σημαίνει, ότι ήδη κατείχε ιδιοκτησία. Γιατί να καταλάβει ακόμα κάτι (το οτιδήποτε); Ο σύντροφος Σένιν είναι φανερό ότι πέφτει σε αντίφαση.

Οταν υπέδειξα την αντίφαση σε έναν «κρατικοκαπιταλιστή» (σ.μ.: οπαδό της θεωρίας), μου απάντησε, ότι η νομενκλατούρα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν κατέλαβε την ιδιοκτησία, επειδή την κατείχε νωρίτερα, αλλά απλά διατύπωσε νομικά το δικαίωμά της σε αυτήν. Το θέμα άραγε ήταν μόνο να «φραχτεί ο κήπος»; Αφού στο σοβιετικό Σύνταγμα ο «ηγετικός και κατευθυντήριος» ρόλος του ΚΚΣΕ αναφερόταν απολύτως συγκεκριμένα. Ποια ακόμα νομική διατύπωση χρειάστηκε;

Η «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ είναι μια προσπάθεια απλούστατης εξήγησης των ανεπαρκειών και των αντιθέσεων, που υπήρχαν στη σοβιετική κοινωνία. Η ζωτικότητα αυτής της «θεωρίας» έγκειται στην απλότητά της. Πραγματικά στο ερώτημα: «Γιατί κάτι δεν ήταν έτσι, όπως θα έπρεπε να είναι»; το ευκολότερο από όλα είναι να απαντήσεις: «Επειδή στην ΕΣΣΔ δεν υπήρξε κανένας σοσιαλισμός, υπήρξε κρατικός καπιταλισμός». Τέρμα - φτάνει. Με μια φράση αίρονται όλα τα ζητήματα. Απλά και βολικά. Σχεδίασαν μια απλούτσικη εικόνα, όπου το κράτος είναι ο συνολικός καπιταλιστής, στον οποίο οι εργάτες πουλάνε την εργατική τους δύναμη και όλη η δουλιά για την ανάλυση και την εξήγηση της σοβιετικής περιόδου έγινε. Κατόπιν μπορούν να κυκλοφορούν με ύφος μεγάλων θεωρητικών και να κρυφοκοιτούν υπεροπτικά τους «χαζούληδες», που προσπαθούν να μελετήσουν σοβαρά τη σοβιετική κοινωνία.

Οι οπαδοί της «θεωρίας» του κρατικού καπιταλισμού φαντάζονται το σοσιαλισμό σαν κάποια ιδανική κοινωνία, σαν μια βασιλεία του θεού στη γη, όπου τρέχουν ποτάμια με γάλα και το σαλάμι πηδάει μόνο του μέσα στο στόμα. Και εάν τα ποτάμια του γάλακτος δεν τρέχουν και σε μερικά μέρη δεν έχει καθόλου σαλάμι και αναγκάζεσαι για να το βρεις να ταξιδέψεις στην πρωτεύουσα, τότε αυτό με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να είναι σοσιαλισμός. Και αφού δεν είναι σοσιαλισμός, τότε τι είναι; Το να συγκαταλεχθεί η σοβιετική κοινωνία στον καπιταλισμό είναι δύσκολο, διαφέρει πολύ από τις συνηθισμένες καπιταλιστικές χώρες. Και να στα πιο «προχωρημένα» κεφάλια γεννιέται η «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού, που υποστηρίζει ότι αυτή, στην ουσία, είναι ένας νέος, πρωτοφανέρωτος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Τι είναι αυτός ο νέος σχηματισμός θα πούμε πιο κάτω. Εδώ όμως, για κάποιους εραστές του κρατικού καπιταλισμού και του σαλαμιού, θα σημειώσουμε ότι στον καπιταλισμό, συμπεριλαμβανομένου και του κρατικομονοπωλιακού, η ενεργός ζήτηση για σαλάμι θα ικανοποιούνταν οπωσδήποτε. Το «αόρατο χέρι της αγοράς» θα εφοδίαζε τους φλογερούς κατόχους τριζάτων χαρτιών με το τόσο απαραίτητο γι’ αυτούς σαλάμι, οπουδήποτε και αν βρίσκονταν. Θα υπήρχαν τα χρήματα.

Απορρίπτοντας τη «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού, είναι πρώτα απ’ όλα απαραίτητο να απαντήσουμε στην ερώτηση, τι είδους κοινωνία είχαμε στην ΕΣΣΔ; Κατά την άποψή μας η Σοβιετική Ενωση κινούνταν στο δρόμο της ενίσχυσης των βάσεων του σοσιαλισμού και προχώρησε αρκετά στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το κτίριο δεν το ολοκληρώσαμε, όμως από αυτά που έγιναν μπορεί κανείς να κρίνει σχετικά

Page 50: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

με το πώς είναι η κοινωνία του μέλλοντος, τι δυσκολίες περιμένουν εκείνους που θα τη δημιουργήσουν, τι αντιφάσεις περιέχει.

Φυσικά, η πλήρης εξάλειψη των τάξεων, η εξάλειψη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων είναι αδύνατες σε μια χώρα. Με αυτή την έννοια ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ως παγκόσμιο σύστημα.

Από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο μέχρι την οικοδόμηση του σοσιαλισμού υπάρχει ορισμένη απόσταση. Είναι αδύνατο να υποδειχτεί η ημερομηνία, κατά την οποία συγκεκριμένα έρχεται ο σοσιαλισμός. Ομως, είναι γνωστό ότι στο δρόμο προς το σοσιαλισμό πρέπει να εξαλειφθεί η ιδιωτική (σ.μ.: ατομική) ιδιοκτησία, να οργανωθεί η σχεδιοποιημένη παραγωγή και κατανάλωση στο εύρος όλης της κοινωνίας. Στην ΕΣΣΔ αυτά τα καθήκοντα εκπληρώθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Ηδη σε αυτήν τη βάση μπορούμε να μιλάμε για σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ. «Εφόσον τα μέσα παραγωγής γίνονται κοινή ιδιοκτησία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εδώ η λέξη «κομμουνισμός», φτάνει να μην ξεχνάμε πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο κομμουνισμό». Για μια μεταβατική κοινωνία πρέπει να είναι χαρακτηριστική μια ευκίνητη σχέση μεταξύ της εμπορευματικότητας και της μη εμπορευματικότητας. Το να εξηγηθεί αυτή η κοινωνία από τις θέσεις της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού είναι πια αδύνατο, όμως και μέχρι το σοσιαλισμό, όπως ιδανικά εννοείται από το μαρξισμό, είναι ακόμα μακριά. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη σοβιετική κοινωνία στην κίνησή της από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Πώς άλλαζαν οι κατευθύνσεις αυτής της κίνησης, με ποιους νόμους και μηχανισμούς έμπαιναν σε κίνηση οι παραγωγικές δυνάμεις.

Μπορούμε να ονομάσουμε τη σοβιετική κοινωνία μεταβατική - μπορούμε σοσιαλιστική. Γι’ αυτό το θέμα δεν αξίζει να χολοσκάμε. Ομως αυτό που είναι απολύτως απαράδεκτο είναι το κρέμασμα στην ΕΣΣΔ της ταμπέλας του κρατικού καπιταλισμού.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ;

Το 1918 στην εργασία «Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό» ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Για να ξεκαθαρίσουμε περισσότερο το ζήτημα, ας φέρουμε πρώτα-πρώτα ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικού καπιταλισμού. Ολοι ξέρετε ποιο είναι αυτό το παράδειγμα: η Γερμανία. Εδώ έχουμε την «τελευταία λέξη» της σύγχρονης μεγάλης καπιταλιστικής τεχνικής και της σχεδιομετρικής οργάνωσης, που είναι υποταγμένη στον ιμπεριαλισμό των τσιφλικάδων και των αστών. Βγάλτε τις υπογραμμισμένες λέξεις, βάλτε αντί τη λέξη κράτος στρατιωτικό, τσιφλικάδικο, αστικό, ιμπεριαλιστικό, πάλι τη λέξη κράτος, αλλά κράτος άλλου κοινωνικού τύπου, άλλου ταξικού περιεχομένου, κράτος σοβιετικό, δηλαδή προλεταριακό, και θα έχετε όλο το σύνολο των όρων, που μας δίνουν το σοσιαλισμό». Δηλαδή κρατικός καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός στο ανώτερο στάδιο της ανάπτυξής του, όταν το κράτος συγχωνεύεται με τα μονοπώλια, όταν στην οικονομία κυριαρχούν οι μεγαλύτερες διεθνείς επιχειρηματικές ενώσεις, που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό και υποτάσσουν όλες τις σφαίρες της ζωτικής δραστηριότητας του ανθρώπου και της κοινωνίας. Το ίδιο το κράτος γίνεται ένας πολύ μεγάλος καπιταλιστής. Σε ένα τέτιο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού «ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από το κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο». Με αυτήν την έννοια η σημερινή Ρωσία είναι ένα κρατικοκαπιταλιστικό μόρφωμα.

Συνάμα, κανένας κρατικός καπιταλισμός δεν μπορεί να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και επομένως την απομόνωση των ξεχωριστών εμπορευματοπαραγωγών, την εμπορευματική παραγωγή, τον ανταγωνισμό, την αναρχία, τις κρίσεις, την ανεργία και όλα τα υπόλοιπα θαύματα του καπιταλισμού. «Το μονοπώλιο αυτό είναι καπιταλιστικό, δηλαδή αναπτύχθηκε μέσα από τον καπιταλισμό και βρίσκεται μέσα στις γενικές συνθήκες του καπιταλισμού, της εμπορευματικής παραγωγής, του συναγωνισμού, σε μόνιμη και αδιέξοδη αντίθεση με αυτές τις γενικές συνθήκες». Εάν στην ΕΣΣΔ υπήρχε κρατικός καπιταλισμός, θα έπρεπε να απολαμβάνουμε όλα τα θαύματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, που ενυπάρχουν σε κάθε αστική κοινωνία σε κάθε στάδιο ανάπτυξής της.

Page 51: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Αντί για αυτό η ΕΣΣΔ κατάργησε την ανεργία, δημιούργησε τα καλύτερα στον κόσμο συστήματα ιατρικής εξυπηρέτησης και εκπαίδευσης, που αγκάλιαζαν όλη την κοινωνία κ.ο.κ. Κανένας κρατικός καπιταλισμός δεν πέτυχε τέτια αποτελέσματα. Το να εξηγήσεις αυτό το γεγονός μόνο με τη συγκεντροποίηση, όπως προσπαθεί να κάνει ο σύντροφος Σένιν, είναι αδύνατο. Η ιστορία γνωρίζει πολλά παραδείγματα συγκέντρωσης, συγκεντροποίησης, παρέμβασης του κράτους στην οικονομική ζωή, όμως πουθενά δεν επιτεύχθηκε τίποτα παρόμοιο.

Το να συμφωνήσουμε με το ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε κρατικός καπιταλισμός σημαίνει να συμφωνήσουμε με τη δυνατότητα ύπαρξης ενός καπιταλισμού χωρίς ανταγωνισμό, ανεργία, πείνα, αθλιότητα. Και αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει να φύγουμε από τις κομμουνιστικές θέσεις σε θέσεις ιδεαλιστικές, θέσεις του αστικού ρεφορμισμού. Οπως και να το δει κανείς έτσι καταλήγει. Τώρα πια δεν προκαλεί εντύπωση, από πού ξεπηδάει στο πρόγραμμα του Σένιν η διατήρηση «του μικρού ατομικού εμπορίου για απροσδιόριστο διάστημα». Και αυτό με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων! Από εδώ απέχει μόνο ένα βήμα μέχρι από την «πολυμορφία των μορφών ιδιοκτησίας» στο σοσιαλισμό, αυτήν την αγαπημένη διατύπωση των Ζιουγκανοφικών.

Και τι καταλαβαίνουν σαν κρατικό καπιταλισμό οι σύγχρονοι οπαδοί αυτής της «θεωρίας»; Στην εργασία «Η προδομένη επανάσταση» ο Λ. Τρότσκι έγραφε: «Το αίνιγμα του σοβιετικού καθεστώτος προσπαθούσαν να το λύσουν με το όνομα του κρατικού καπιταλισμού. Αυτός ο όρος παρουσιάζει εκείνη την ευκολία, ότι κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι πραγματικά σημαίνει». Αθελά σου θα συμφωνήσεις με τον Τρότσκι, ακούγοντας τους μπερδεμένους, επιφανειακούς και αντιφατικούς συλλογισμούς των «κρατικοκαπιταλιστών» μας. Αυτοί οι ίδιοι ακριβώς δεν καταλαβαίνουν μέχρι τέλους τι αποδίδουν σε αυτόν τον ορισμό.

Για παράδειγμα, το επιφανές μέλος του ΟΦΤ, υποψήφιος διδάκτωρ των οικονομικών επιστημών Σ. Γκουμπάνωφ γράφει: «Ο κρατικός καπιταλισμός διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο στάδιο του καπιταλισμού κατά το ότι οικονομικά, με το οικονομικό του σύστημα αρνείται το κέρδος. Ο κρατικός καπιταλισμός είναι καπιταλισμός χωρίς κέρδος, όμως με υπεραξία. Να η διαλεκτική, η ζωντανή διαλεκτική του πραγματικού (σ.μ.: υπαρκτού) καπιταλισμού. Και πού υπάρχει ο καπιταλισμός; Τώρα πουθενά, σε καμία χώρα, όμως η ΕΣΣΔ της περιόδου ’30-’50 ήταν πολύ κοντά του (σ.μ.: στον κρατικό καπιταλισμό)». Ο κάθε μαθητής που έχει διαβάσει ευσυνείδητα το σχολικό βιβλίο της κοινωνικής επιστήμης (σ.μ.: το αντίστοιχο της αγωγής του πολίτη) θα γελούσε με την καρδιά του με τον «επιστήμονα» Γκουμπάνωφ και την εφεύρεσή του τον «καπιταλισμό χωρίς κέρδος, αλλά με υπεραξία». Για το λόγο ότι ο μαθητής γνωρίζει ότι το κέρδος είναι αδύνατο να αποκοπεί από την υπεραξία. «Ο άμεσος στόχος της καπιταλιστικής παραγωγής -έγραφε ο Μαρξ- δεν είναι η παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά υπεραξίας ή κέρδους στην ανεπτυγμένη μορφή του». Εάν είναι εφικτός ο «καπιταλισμός χωρίς κέρδος», τότε τι είναι ο σοσιαλισμός;

Υποστηρίζοντας τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ είναι δυνατόν να κάνεις πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις. Ετσι, ο Σ. Γκουμπάνωφ συμπέρανε, ότι «η τάξη των καπιταλιστών και η εργατική τάξη είναι γνώρισμα όλου του καπιταλιστικού σχηματισμού και όχι ξεχωριστών σταδίων του, δεν είναι κατάλληλο για την ταυτοποίηση του κρατικού καπιταλισμού». Κατά τον Γκουμπάνωφ, η διαίρεση σε τάξεις είναι παρούσα σε όλο τον καπιταλιστικό σχηματισμό, αλλά όχι στα ξεχωριστά του στάδια. Ο «επιστήμονας» Γκουμπάνωφ ούτε που ντρέπεται να αντιφάσκει με τον εαυτό του σε μια (σ.μ.: μόνο) πρόταση. Και μετά, προκύπτει, είναι δυνατός ο καπιταλισμός χωρίς τάξεις. Για μια τέτια ανακάλυψη είναι καιρός να στηθεί μνημείο. Κάπου δίπλα στο Μαρξ ή καλύτερα στη θέση του Μαρξ.

Παραπέρα, ακόμα ένα ενδιαφέρον θεωρητικό συμπέρασμα του Σ. Γκουμπάνωφ: «Το πέρασμα στο σοσιαλισμό δεν είναι δυνατό (σ.μ.: να γίνει) από τον κάθε καπιταλισμό, αλλά μόνο από τον ανώτερο καπιταλισμό, ακριβώς από τον κρατικό καπιταλισμό». Ομως, σύμφωνα και πάλι με τον Γκουμπάνωφ, κρατικός καπιταλισμός δεν υπάρχει «σήμερα πουθενά, σε καμιά από τις χώρες του κόσμου». Και τώρα τι να κάνουμε; Πιθανά πρέπει να διαγραφούμε από τους κομμουνιστές και να εγγραφούμε στους κρατικούς

Page 52: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

καπιταλιστές για την προετοιμασία της κρατικοκαπιταλιστικής επανάστασης. Αλλιώς, βλέπεις, δε θα περάσουμε στο σοσιαλισμό!

Ο καθένας που συνεχίζει να θεωρεί τον εαυτό του οπαδό της «θεωρίας» του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει το άρθρο του Γκουμπάνωφ. Πρέπει να μελετήσει τις δικές του (σ.μ.: του οπαδού) απόψεις.

Ο Γκουμπάνωφ, μάλλον, είναι ο μόνος, που προσπάθησε όχι μόνο να διακηρύξει, αλλά και να επιχειρηματολογήσει για τη «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού. Προέκυψε, όπως και έπρεπε να περιμένουμε, μια μεγάλη βλακεία. Και τίποτε άλλο δε θα μπορούσε να προκύψει.

Ο κρατικός καπιταλισμός σε εκείνη τη μορφή, όπως τον περιγράφουν ο Γκουμπάνωφ, ο Σένιν και οι οπαδοί τους, είναι ουτοπία. Μια τέτια κοινωνία απλά δεν μπορεί να υπάρξει. Εάν ο καπιταλισμός μπορούσε να αναπτυχθεί μέχρι το μοναδικό μονοπώλιο, τότε με αυτόν τον τρόπο θα καταργούσε ο ίδιος τον εαυτό του, επειδή σε αυτήν την περίπτωση η εμπορευματική παραγωγή θα αποδεικνυόταν αδύνατη. Οι υπάρχουσες σήμερα παραγωγικές δυνάμεις ξεπέρασαν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Αυτές οι σχέσεις είναι τροχοπέδη στο δρόμο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Από εδώ εμφανίζονται οι κρίσεις. Εν τω μεταξύ, ο Σένιν και ο Γκουμπάνωφ φαντάζονται τον καπιταλισμό σαν κάποια λαστιχένια κοινωνία, που μπορεί κανείς να τραβάει εσαεί, μέχρι το μοναδικό μονοπώλιο, που κατακτά τα πάντα.

Για να πειστούμε ότι ο Σένιν δεν απομακρύνθηκε πολύ από τον Γκουμπάνωφ, αρκεί να ανοίξουμε το «Φύλλο Συζήτησης» Νο 1, που έχει εκδώσει ο ίδιος, όπου μπορούμε να διαβάσουμε τα ακόλουθα: «Ο κρατικός καπιταλισμός είναι σύστημα που βασίζεται στη βιομηχανική κρατικοποίηση της παραγωγής με συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια ενός στρώματος επαγγελματιών «διευθυνόντων» γραφειοκρατών. Ο κρατικός καπιταλισμός μπορεί να είναι τόσο στάδιο ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλισμού, του οποίου το καθήκον συνίσταται στο ξεπέρασμα της κρίσης (μεταρρυθμίσεις του Ρούζβελτ, του Χίτλερ, του Φράνκο), όσο και ανώτερο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ο κρατικός καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ έγινε ακριβώς το ανώτερο μονοπωλιακό στάδιο της ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό το πέρασμα από αυτόν στην ιδιωτικοποιημένη οικονομία δεν είχε αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής, αλλά την εκφύλιση και κατάρρευσή της».

Πρακτικά ο Σένιν εδώ επαναλαμβάνει την «ανακάλυψη» του Γκουμπάνωφ για το «ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού», το οποίο δεν υπάρχει «τώρα πουθενά, σε καμιά από τις χώρες του κόσμου». Ο προσεκτικός Σένιν δεν πάει παραπέρα, για να μην αραδιάσει εντελώς φανερές βλακείες. Πραγματικά, αρκεί ένας Γκουμπάνωφ.

Αλλωστε και αυτά που έχει πει ο Σένιν αρκούν, για να φωτιστεί όλο το αβάσιμο της «θεωρίας» του κρατικού καπιταλισμού. Ετσι θα ήθελα να ρωτήσω τον Σένιν, τι σημαίνει το πέρασμα από «το ανώτερο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλισμού» στην «ιδιωτικοποιημένη οικονομία»; Τι είναι αυτές οι επαναστάσεις στο εσωτερικό του σχηματισμού; Εξηγήστε, παρακαλώ, σύντροφε Σένιν!

Φυσικά, στις καπιταλιστικές χώρες περιοδικά γίνεται, τη μια εθνικοποίηση, την άλλη ιδιωτικοποίηση ολόκληρων κλάδων. Ομως αυτό ποτέ δεν οδηγεί στην οπισθοδρόμηση από το «ανώτερο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλισμού» σε κάποια «ιδιωτικοποιημένη οικονομία». Για παράδειγμα, σε όποιον και αν ανήκουν στη σύγχρονη Ευρώπη (στο κράτος ή σε ιδιώτες) οι σιδηρόδρομοι, τα ορυχεία κλπ., η οικονομία αυτών των χωρών παραμένει μονοπωλημένη. Ο καπιταλισμός, φτάνοντας στο μονοπωλιακό στάδιο της ανάπτυξής του, δεν μπορεί καθόλου να επιστρέψει στο επίπεδο του καπιταλισμού των μέσων του προηγούμενου (19ου) αιώνα, δηλαδή στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό. Από εδώ μπορεί να κινηθεί μόνο προς τα εμπρός, μόνο προς το σοσιαλισμό. Ομως στον Σένιν προκύπτει, ότι από το μονοπωλιακό καπιταλισμό μπορεί να επιστρέψει στον προμονοπωλιακό.

Page 53: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Εκτός από αυτό είναι απολύτως λάθος να μπαίνει το σύμβολο της ισότητας μεταξύ της Αμερικής του Ρούζβελτ, της Ισπανίας του Φράνκο, της Γερμανίας του Χίτλερ και της ΕΣΣΔ. Εκεί είχαν θέση ισχυρά αστικά κράτη που περιφρουρούσαν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ στην ΕΣΣΔ οι καπιταλιστές και τα κεφάλαιά τους τσακίστηκαν, εδώ υπήρχε μια εντελώς διαφορετική κοινωνία. Και ύστερα, να μπαίνει το σύμβολο της ισότητας μεταξύ της ΕΣΣΔ και της φασιστικής Γερμανίας... Τότε γιατί πολεμήσαμε; Εάν η οικονομία της ΕΣΣΔ είναι ταυτόσημη με την οικονομία της φασιστικής Γερμανίας αυτό σημαίνει: Η Σοβιετική Ενωση ήταν μεγάλος ιμπεριαλιστικός άρπαγας, σημαίνει ότι από την πλευρά της και αυτή διεξήγε ιμπεριαλιστικό κατακτητικό πόλεμο, σημαίνει ότι ο Στάλιν εξισώνεται με τον Χίτλερ, σημαίνει ότι οι σοβιετικοί εργάτες δεν έπρεπε να πεθαίνουν στον αιματηρό πόλεμο, που εξαπολύθηκε και από το «σοβιετικό ιμπεριαλισμό», αλλά να εύχονται την ήττα στο δικό τους «ιμπεριαλισμό» και να μετατρέψουν τον πόλεμο σε εμφύλιο, σημαίνει ότι οι Μπαντεροφικοί (σ.μ.: αντιδραστικοί αποσχιστές συμμορίτες στη δυτική Ουκρανία) και τα «αδέλφια του δάσους» (σ.μ.: εννοεί τα στρατεύματα του Βλάσοφ), που σκότωναν σοβιετικούς στρατιωτικούς και καμιά φορά πυροβολούσαν τους χιτλερικούς, είναι οι πραγματικοί ήρωες του πολέμου; Ολα αυτά προκύπτουν λογικά από τη «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού.

Για καιρό προσπαθούσα να βρω μια ακριβή και συνεπή εξήγηση της «θεωρίας» του κρατικού καπιταλισμού, όμως δε βρήκα. Μάλλον, είναι πολύ δύσκολο να θεμελιώσεις αυτό που δεν μπορεί να υπάρχει. Σαν αποτέλεσμα έφτασα στο συμπέρασμα ότι, απλά, καμιά «θεωρία» κρατικού καπιταλισμού δεν υπάρχει. Είναι μόνο ένα μπερδεμένο ψέλλισμα χαμένων ανάμεσα σε δυο πεύκα, όμως πολύ φιλόδοξων συντρόφων…

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ

Η σοβιετική κοινωνία στις διάφορες εποχές ήταν διαφορετική. Αποτιμώντας τις διαδικασίες που έλαβαν χώρα στη σοβιετική οικονομία, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία στάδια ανάπτυξής της. Το πρώτο - μέχρι το 1939, το δεύτερο - από το ’39 μέχρι το ’65 και το τρίτο - από το ’65 μέχρι το ’89. Συνάμα, μιλώντας για αυτά τα στάδια, πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι τα καθορισμένα χρονικά όρια είναι αρκετά συμβατικά. Αυτά (σ.μ.: τα όρια) περίπου μόνο ξεχωρίζουν τις διαφορετικές τάσεις που έδρασαν στη σοβιετική οικονομία. Θα εξετάσουμε το κάθε στάδιο ξεχωριστά.

Το πρώτο στάδιο - μέχρι το ’39. Η επίθεση ιππικού ενάντια στον καπιταλισμό που επιχειρήθηκε μετά την Οκτωβριανή επανάσταση απέτυχε, επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις στη Ρωσία δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμα μέχρι τις σοσιαλιστικές σχέσεις. Το να οργανωθεί σχεδιοποιημένη, μη εμπορευματική οικονομία σε μια χώρα, όπου βασικοί παραγωγοί ήταν τα εκατομμύρια αγροτικά νοικοκυριά, αποδείχτηκε αδύνατο. Σαν αποτέλεσμα το 1921 έγινε αναγκαστική η εφαρμογή της ΝΕΠ, πράγμα που ήταν, μιλώντας με τα λόγια του Λένιν, «παλινόρθωση του καπιταλισμού σε σημαντικό βαθμό».

Αυτή την περίοδο και οι κρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις δούλευαν σε εμπορευματική βάση. Τον Απρίλη του 1923 εκδόθηκε το διάταγμα της ΠΚΕΕ (Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής) και του ΣΛΕ (Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων) «Για τις κρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, που λειτουργούν με τις αρχές του εμπορικού οφέλους (τραστ)». Σε αυτό αναφερόταν ότι τα τραστ είναι οργανωμένα με σκοπό την απόκτηση του μεγαλύτερου κέρδους και το κρατικό ταμείο δεν καλύπτει τα χρέη τους. Στις επιχειρήσεις παραχωρήθηκε πλατιά οικονομική αυτονομία: είχαν το δικαίωμα να καθορίζουν μόνες τους την τιμή των προϊόντων τους και να εμφανίζονται ελεύθερα στην αγορά ως αυτοτελείς ανταλλακτικές μονάδες. Εάν σταματούσαμε σε αυτό, τότε πραγματικά δε θα μπορούσε να γίνεται λόγος για σοσιαλιστική επανάσταση.

Η υποχώρηση σταμάτησε το 1929. Τότε ήταν που διακηρύχθηκε «η επίθεση του σοσιαλισμού σε όλο το μέτωπο». Να πώς θυμάται αυτή τη στιγμή ο τότε πρόεδρος της Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού Γ. Μ. Κρζιζανόβσκι. Σε ένα γράμμα προς τη σύζυγό του γράφει: «Οι καιροί που ζούμε είναι μεγάλοι… Ξύπνησε η δύναμη των κάτω! Η αποφασιστική ιστορική δύναμη είναι παρούσα. Η πένα μου δεν μπορεί να περιγράψει εκείνη την ανήσυχη χαρά που με καταλαμβάνει, όταν το βλέπω αυτό. Τότε πραγματικά γίνομαι ποιητής. Και

Page 54: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

οι ακροατές αυτό το ένοιωσαν… Η αίσθηση είναι τέτια, ότι μετά το αναγκαστικό μούδιασμα στο βόλεμα της ΝΕΠ το κόμμα ξεσήκωσε και πάλι όλους στη μάχη που πολύ περιμέναμε, στην επίθεση στον εχθρό».

Το ίδιο, το 1929 πάρθηκε η απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) «Για την αναδιοργάνωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας», σύμφωνα με την οποία βασικός δείκτης της δουλιάς των επιχειρήσεων καθοριζόταν η διαφορά μεταξύ του τεθέντος και του πραγματικού κόστους, με αδιάκοπη τήρηση των απαιτήσεων που προβάλλονταν σχετικά με την ποιότητα της παραγωγής. Ως αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων το κέρδος έχασε τις λειτουργίες που είχε στον καθορισμό των τιμών και ως κίνητρο και διατήρησε μόνο τη λογιστική (σ.μ.: λειτουργία). Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1965.

Το δεύτερο στάδιο - από το 1939 μέχρι το 1965. Ως αποτέλεσμα της «επίθεσης του σοσιαλισμού σε όλο το μέτωπο» το 1939 δημιουργήθηκε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση σε σύγκριση με το 1921, οπότε υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν τη ΝΕΠ. Είχε γίνει η κολεκτιβοποίηση και η εκβιομηχάνιση. Ο κουλάκος έπαψε να υπάρχει ως τάξη, σε αντικατάσταση του μικρού ήρθαν τα κολχόζ, εμφανίστηκε η μεγάλη βιομηχανία. Η ιδιωτική παραγωγή εξαφανίστηκε εντελώς. Οι κρατικές επιχειρήσεις, και τα κολχόζ επίσης, δρούσαν σύμφωνα με το ενιαίο κρατικό σχέδιο. Εφαρμοζόταν συνειδητή πολιτική για την αντικατάσταση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων από σχεδιοποιημένες. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι κάπου σε αυτό το στάδιο έπαψε πρακτικά να λειτουργεί ο νόμος της αξίας. Από τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις έμεινε μόνο η εξωτερική τους μορφή (αναλυτικότερα γι’ αυτό θα γίνει λόγος πιο κάτω).

«Υπάρχουν δύο τύποι παραγωγής: ο καπιταλιστικός τύπος, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κρατικοκαπιταλιστικός, όπου υπάρχουν δύο τάξεις, όπου η παραγωγή δουλεύει για το κέρδος του καπιταλιστή, και υπάρχει και άλλος, ο σοσιαλιστικός τύπος παραγωγής, όπου δεν υπάρχει εκμετάλλευση, όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν στους εργάτες και όπου οι επιχειρήσεις δε δουλεύουν για το κέρδος μιας ξένης τάξης, αλλά για τη διεύρυνση της βιομηχανίας για τους εργάτες συνολικά». Η δουλιά «όχι για το κέρδος», «αλλά για τη διεύρυνση της βιομηχανίας για τους εργάτες συνολικά» έγινε η πραγματικότητα εκείνου του καιρού.

Ακριβώς σε αυτό το στάδιο πραγματοποιούνταν η πιο συνεπής κίνηση προς το σοσιαλισμό, η οποία διακόπηκε από τη μεταρρύθμιση του 1965.

Το τρίτο στάδιο - από το 1965 μέχρι το 1989. Η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 έδωσε προτεραιότητα στους αξιακούς δείκτες επί των φυσικών και ενίσχυσε το ρόλο του κέρδους. Η μεταρρύθμιση πρόσθεσε στη λογιστική λειτουργία του κέρδους τη λειτουργία της διαμόρφωσης των τιμών και του κινήτρου. Ως αποτέλεσμα εμφανίστηκε στις επιχειρήσεις ίδιον συμφέρον, που δεν εναρμονιζόταν πάντα με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Πολύ συχνά εμφανιζόταν η κατάσταση από τις θέσεις του κρατικού σχεδίου να πρέπει να γίνει το ένα, ενώ από τις θέσεις των συμφερόντων ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων το άλλο. Οι οικονομικοί μοχλοί λειτουργούσαν ενάντια στα καθήκοντα του σχεδίου.

Μετά τη μεταρρύθμιση του 1965 ο νόμος της αξίας άρχισε με επιμονή να ανοίγει το δρόμο του. Δεν είναι σωστό να πούμε, ότι η μεταρρύθμιση του 1965 παλινόρθωσε τον καπιταλισμό, όμως η κίνηση στράφηκε ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Παρέμενε ακόμα το σχέδιο, εκφρασμένο σε φυσικούς δείκτες, το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, απουσίαζε η ελεύθερη διαμόρφωση τιμών, όμως όλα αυτά σιγά-σιγά υποσκάπτονταν. Ετσι, τη δεκαετία του ’70 η Κρατική Επιτροπή Τιμών απέρριψε σαν ατεκμηρίωτες το 30% των αιτήσεων των επιχειρήσεων για αύξηση των τιμών της παραγωγής τους. Αρχιζε να ξετυλίγεται το κυνήγι του κέρδους. Τελειωτικά το αυθόρμητο της αγοράς απελευθερώθηκε από την περεστρόικα.

Το 1989 ψηφίστηκε ο νόμος «Για την επιχείρηση», που μετέτρεψε την επιχείρηση σε απομονωμένο παραγωγό. Επειτα ακολούθησε η απελευθέρωση των τιμών, η ιδιωτικοποίηση. Εμφανίστηκε η ατομική ιδιοκτησία και μαζί της τα αφεντικά και οι μισθωτοί εργαζόμενοι. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού ολοκληρώθηκε.

Page 55: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ;

Οι «κρατικοκαπιταλιστές» ισχυρίζονται, ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχαν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, ότι η εργατική δύναμη ήταν εμπόρευμα κ.ο.κ. Θα αποταθούμε στο ίδιο το άρθρο του Φόμιν «Μαρξιστική ανατομία του Οκτώβρη και επικαιρότητα», στο οποίο σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι συγκεντρωμένη όλη η κρατικοκαπιταλιστική σκέψη. Γράφει ο Φόμιν: «Ο χαρακτήρας της εργασίας των εργατών παρέμενε μισθωτός… Διατηρούνταν η εμπορευματική ανταλλαγή μεταξύ των κρατικών και κολχόζνικων - συνεταιριστικών τομέων της παραγωγής, το λιανικό εμπόριο και οι άλλες κατηγορίες της εμπορευματοχρηματικής οικονομίας».

Το ερώτημα, σχετικά με το τι είδους είναι ο χαρακτήρας (εμπορευματικός ή μη εμπορευματικός) της λαϊκής οικονομίας της ΕΣΣΔ, δεν είναι νέο. Συζητιόταν δραστήρια από τους σοβιετικούς οικονομολόγους καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης της ΕΣΣΔ. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αυτή η συζήτηση έγινε ιδιαίτερα οξεία. Οι οικονομολόγοι χωρίστηκαν σε δυο ομάδες: τους «εμπορευματικούς» και τους «αντιεμπορευματικούς». Οι πρώτοι ισχυρίζονταν, ότι η σοβιετική οικονομία έχει εμπορευματικό χαρακτήρα και όλα τα αρνητικά της οφείλονται στο ότι δεν δίνεται η δέουσα προσοχή στην αξιοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Αυτοί πρότειναν να αυξηθεί ουσιαστικά ο ρόλος των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Εθεωρείτο, ότι αυτό θα ενδυναμώσει πολύ το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για τα αποτελέσματα της εργασίας τους.

Οι «αντιεμπορευματικοί», απεναντίας, θεωρούσαν, ότι η μεγέθυνση του ρόλου των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων είναι κάτι το απαράδεκτο, επειδή θα οδηγήσει στην εμφάνιση του εγωισμού των ξεχωριστών επιχειρήσεων, πράγμα που θα υπονομεύει τη σχεδιοποιημένη οικονομία. Μερικοί «αντιεμπορευματικοί» θεωρούσαν ότι η σοβιετική οικονομία ξεπέρασε τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, ότι αυτές δε λειτουργούν πια πραγματικά και από αυτές έμεινε μόνο η εξωτερική μορφή. Οι «αντιεμπορευματικοί» προειδοποιούσαν ότι η προσπάθεια να αναστηθούν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις θα οδηγήσει σε σοβαρές στρεβλώσεις στη λαϊκή οικονομία και, σε τελικό αποτέλεσμα, στην παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ.

Τότε νίκησαν οι «εμπορευματικοί», συνέπεια του οποίου ήταν η μεταρρύθμιση του ’65. Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταρρύθμισης είχαμε την οικονομία του παραλόγου, που βλέπαμε τα τελευταία 20 χρόνια της ύπαρξης της ΕΣΣΔ. Η μεταρρύθμιση αποδείχτηκε μισή, ανεπαρκής για να εκτοξεύσει τους μηχανισμούς της αγοράς, όμως υπέσκαψε σοβαρά τη σχεδιοποιημένη οικονομία. Την αγοραία μεταρρύθμιση την ολοκλήρωσαν τα χρόνια της περεστρόικα. Οπως και προέβλεπαν οι «αντιεμπορευματικοί», ο αγοραίος σοσιαλισμός μεταμορφώθηκε σε «συνηθισμένο» καπιταλισμό.

Είναι γνωστό, ότι ο Λένιν αγαπούσε να συγκρίνει το σοσιαλισμό με ένα μεγάλο εργοστάσιο. Ηταν η ΕΣΣΔ ένα τέτιο εργοστάσιο; Το ’39 ο Στάλιν έκανε λόγο για την πλήρη εξάλειψη της ιδιωτικής βιομηχανίας. Την ίδια περίοδο τα κολχόζ αγκάλιασαν το 93,5% των αγροτικών νοικοκυριών. Ολη αυτή η οικονομία λειτουργούσε σύμφωνα με ενιαίο σχέδιο. Οπως στις κρατικές επιχειρήσεις, έτσι και στα κολχόζ κατέβαινε πλάνο και για την ποσότητα και για τη βασική ονοματολογία της παραγωγής. Μεγάλο μέρος της παραγωγής των κολχόζ παραδινόταν στο κράτος. Την τεχνική, τα λιπάσματα και τα άλλα απαραίτητα προϊόντα της βιομηχανίας τα κολχόζ τα έπαιρναν επίσης σύμφωνα με το συγκεντροποιημένο πλάνο. Συνάμα «η ικανότητα αποπληρωμής» του κολχόζ δεν επηρέαζε την παράδοση της απαραίτητης σε αυτό παραγωγής της βιομηχανίας. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 δεν ταιριάζει να μιλάμε για «εμπορευματική ανταλλαγή μεταξύ του κρατικού και του κολχόζνικου - συνεταιριστικού τομέα της παραγωγής» σε καθαρή μορφή. Το κολχόζ σύμφωνα με την τάξη του πλάνου παρέδιδε τη παραγωγή και με την ίδια τάξη του πλάνου ελάμβανε τεχνικά μέσα, λιπάσματα κ.ο.κ.

Στο κύριο έργο του, το «Κεφάλαιο», ο Μαρξ έγραφε ότι: «τα αντικείμενα κατανάλωσης γίνονται γενικά εμπορεύματα μόνο επειδή είναι προϊόντα ανεξάρτητων, η μια από την άλλη, ιδιωτικών εργασιών». Προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καμιά ιδιωτική εργασία και κανένας πλήρως

Page 56: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μεμονωμένος παραγωγός. Η ΕΣΣΔ έγινε πραγματικά ένα ενιαίο εργοστάσιο. Και εάν είναι έτσι, τότε δε θα μπορούσε να υπάρχει ούτε αγορά ούτε εμπορευματοχρηματικές σχέσεις.

Να μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του γνωστού σοβιετικού οικονομολόγου Ι. Σ. Μάλισεβ που, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στατιστικής Διεύθυνσης της ΕΣΣΔ: «Θα δοκιμάσουμε τώρα να φανταστούμε στις πιο γενικές γραμμές την εικόνα της διαδικασίας της αναπαραγωγής στη λαϊκή οικονομία της ΕΣΣΔ.

Για κάθε επόμενο έτος στο κρατικό πλάνο ορίζεται ο συνολικός όγκος της υλικής παραγωγής, που παράγεται σε όλους τους κλάδους της λαϊκής οικονομίας της ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, η παραγωγή που παράγεται από τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το πλάνο εξίσου με την παραγωγή των κρατικών παλλαϊκών επιχειρήσεων. Η παραγωγή των κολχόζ συμπεριλαμβάνεται στο γενικό πλάνο της λαϊκής οικονομίας, σύμφωνα με τα πλάνα των ίδιων των κολχόζ, που γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας στη βάση των κρατικών καθηκόντων για παραγωγή προϊόντων για το κράτος. Τα πλάνα των κολχόζ εξετάζονται από τα τοπικά όργανα του κράτους (τις περιφερειακές εκτελεστικές επιτροπές), τα οποία πρέπει να επαληθεύσουν εάν αυτά εγγυώνται την εκτέλεση του καθήκοντος για πώληση προϊόντων στο κράτος.

Σε αντιστοιχία με το πλάνο της παραγωγής πραγματοποιείται η κατανομή των κοινωνικών αποθεμάτων εργασίας και μέσων παραγωγής στους κλάδους της οικονομίας με τέτιο τρόπο, ώστε αυτή η κατανομή να εγγυάται την εκτέλεση του παραγωγικού πλάνου.

Ολο το παραγμένο προϊόν των κρατικών επιχειρήσεων είναι ιδιοκτησία της κοινωνίας, ανεξάρτητα από το αν αποτελείται από μέσα παραγωγής ή αντικείμενα κατανάλωσης.

Από όλο το παραγμένο προϊόν (το συνολικό κοινωνικό προϊόν) το μέρος που πρέπει κατευθύνεται στην αποκατάσταση των ξοδευμένων μέσων παραγωγής. Το μέγεθος αυτού του μέρους καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες της παραγωγής και υπολογίζεται από πριν στο πλάνο της λαϊκής οικονομίας.

Το μέρος της παραγωγής που απομένει (το εθνικό εισόδημα στο εμπράγματο περιεχόμενό του) κατανέμεται σύμφωνα με το πλάνο για τη διεύρυνση της παραγωγής, την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και την ατομική κατανάλωση των εργαζομένων της σοσιαλιστικής κοινωνίας».

Το παράδειγμα που αναφέρθηκε δείχνει καλά πώς λειτουργούσε πραγματικά η σοβιετική οικονομία. Εμπόριο δεν υπήρχε όχι μόνο μεταξύ των επιχειρήσεων, αλλά και μεταξύ του κράτους και των κολχόζ. Τα κολχόζ στην ουσία μετατρέπονταν σε μέρος του ενιαίου λαϊκού οικονομικού συμπλέγματος. Το κράτος δεν τους πουλούσε τίποτα, αλλά το κατένειμε σε αντιστοιχία με το γενικό πλάνο. Υπήρχαν τρεις φορές «ζημιογόνα» κολχόζ, όμως και αυτά ελάμβαναν τα απαραίτητα προϊόντα της κρατικής βιομηχανίας. Το «ζημιογόνο» τους ήταν συμβατικό και οφειλόταν, κατά κανόνα, στο ότι το κολχόζ σύμφωνα με το κρατικό σχέδιο δεν καλλιεργούσε την πιο «συμφέρουσα» καλλιέργεια.

Θα συγκρίνουμε το απόσπασμα από τον Μάλισεβ με το πώς έβλεπαν το νέο κοινωνικό σχηματισμό οι κλασικοί. Στην εργασία «Οι αρχές του κομμουνισμού» ο Φ. Ενγκελς γράφει: «Πρώτα από όλα, η διεύθυνση της βιομηχανίας και όλων των κλάδων παραγωγής γενικά θα αφαιρεθεί από τα χέρια των ξεχωριστών, ανταγωνιζομένων μεταξύ τους ατόμων. Αντ’ αυτού όλοι οι κλάδοι της παραγωγής θα βρίσκονται υπό τη διεύθυνση όλης της κοινωνίας, δηλαδή θα διευθύνονται σύμφωνα με τα κοινωνικά συμφέροντα, σύμφωνα με το κοινωνικό πλάνο και με τη συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο αυτός ο νέος κοινωνικός σχηματισμός θα καταργήσει τον ανταγωνισμό και θα βάλει στη θέση του το συνεταιρισμό».

Στην ΕΣΣΔ τα μέτρα που υποδείχτηκαν από τον Ενγκελς υλοποιήθηκαν. Στην εξουσία των «ξεχωριστών ατόμων» έμεναν μόνο τα βοηθητικά νοικοκυριά (σ.μ.: 0,4 του εκταρίου που δινόταν στους αγρότες και εργάτες γης για καλλιέργεια συνήθως κηπευτικών για ατομική κατανάλωση και εμπορευματική παραγωγή).

Page 57: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Γι’ αυτό ήταν δυνατό να παρατηρηθεί κάποια ομοιότητα με τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μόνο στην αγορά των κολχόζ. Ομως αυτός ο κλάδος παραγωγής κατείχε μια τόσο ασήμαντη θέση, που μπορεί γενναία να βγει από τα εισαγωγικά.

Ο Ενγκελς έγραφε, ότι αξία μπορεί να είναι μόνο το προϊόν, «που έχει παραχθεί από ιδιώτη για ιδιωτικό όφελος». Στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καμιά ιδιωτική παραγωγή για ιδιωτικό όφελος. Η σοβιετική λαϊκή οικονομία λειτουργούσε με ενιαίο πλάνο. Τα πλάνα διαμορφώνονταν σε φυσικούς δείκτες, ξεκινώντας από τις ανάγκες της κοινωνίας και την υπάρχουσα παραγωγική ισχύ. Μιλώντας χοντρικά, υπολογιζόταν πόσα παπούτσια χρειάζεται να παραχθούν, ώστε κανείς να μην κυκλοφορεί ξυπόλητος. Συνάμα, από το πλάνο προβλεπόταν και η λεγόμενη υπηρεσιακή οικοδόμηση. Ολα αυτά τα πολυάριθμα εργοστασιακά σπίτια, τα σπίτια ανάπαυσης, οι λέσχες, τα θεραπευτικά αναπαυτήρια, οι κατασκηνώσεις των πιονιέρων ανεγείρονταν επίσης σύμφωνα με το ενιαίο κρατικό πλάνο.

Μάλλον θα πουν ότι και στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα το σύγχρονο μονοπωλιακό, υπάρχει σχεδιοποίηση. Ομως στον καπιταλισμό, κατά κανόνα, η σχεδιοποίηση δε βγαίνει έξω από τα όρια της επιχείρησης. Αλλά και ακόμα εάν βγαίνει, τότε στόχος μιας τέτιας σχεδιοποίησης είναι η προσαρμογή της παραγωγής με την προϋποτιθέμενη ενεργό ζήτηση. Αυτή είναι μια σχεδιοποίηση που δεν είναι προσανατολισμένη στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, αλλά στην εξαγωγή κέρδους. Αυτή η σχεδιοποίηση είναι προσπάθεια εξασφάλισης από τις αναπόφευκτες κρίσεις.

Στον καπιταλισμό το προϊόν που έχει παραχθεί είναι ατομική ιδιοκτησία του εμπορευματοπαραγωγού. Στην ΕΣΣΔ καμιά επιχείρηση δεν κατείχε την παραγωγή της, δεν αποφάσιζε πόσο θα παράγει, σε ποιον και πώς θα πουλάει. Ολο το προϊόν κατανεμόταν σύμφωνα με το κρατικό πλάνο και πρακτικά ήταν άμεσα κοινωνικό. Το κράτος, ακόμα και αν ήθελε, δεν μπορούσε να πουλήσει τίποτα στο εσωτερικό της χώρας, επειδή εδώ δεν υπήρχε κανείς στον οποίο να πουλήσει. Ολα ανήκαν στο κράτος, όλοι οι πολίτες ήταν εργαζόμενοι του κράτους (Γι’ αυτό τη λέξη κράτος στη δεδομένη περίπτωση μπορούμε εντελώς να την αλλάξουμε με τη λέξη «κοινωνία»).

«Πρώτον, τα μέσα παραγωγής δεν «πωλούνται» στον κάθε αγοραστή, δεν «πωλούνται» ούτε στα κολχόζ, μόνο κατανέμονται από το κράτος ανάμεσα στις επιχειρήσεις του. Δεύτερον, ο κάτοχος των μέσων παραγωγής - το κράτος κατά τη μεταβίβασή τους στη μια ή την άλλη επιχείρηση σε κανένα βαθμό δε χάνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά αντίθετα το διατηρεί πλήρως. Τρίτον, οι διευθυντές των επιχειρήσεων όχι μόνο δε γίνονται ιδιοκτήτες τους, αλλά αντίθετα, καθιερώνονται ως πληρεξούσιοι του σοβιετικού κράτους για την αξιοποίηση των μέσων παραγωγής, σύμφωνα με τα πλάνα που έχουν δοθεί από το κράτος».

Φυσικά, το γεγονός ότι όλα τα μέσα παραγωγής βρίσκονται στην ιδιοκτησία του κράτους, από μόνο του δεν εξαλείφει ακόμα τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ομως σε μια τέτια κοινωνία οι κρατικές επιχειρήσεις πρέπει να παραμένουν αυτοτελή οικονομικά υποκείμενα, που λειτουργούν για την εξαγωγή κέρδους. Και σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει ανεργία, επειδή για το κράτος δεν έχει νόημα να υποστηρίζει μη κερδοφόρες επιχειρήσεις. Παράδειγμα μιας τέτιας οικονομίας μπορεί να γίνει η πρώην Γιουγκοσλαβία. Στο βιβλίο που εκδόθηκε το 1960 «Δοκίμια για τα ζητήματα του ισοζυγίου της λαϊκής οικονομίας» ένας από τους καθοδηγητές της Κεντρικής Στατιστικής Διεύθυνσης της ΕΣΣΔ ο Β. Α. Σόμπολ έγραφε: «Εάν αναγνωρίσουμε την οικονομία μας ως εμπορευματική, τότε πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας, όπου μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων υπάρχουν σχέσεις ανταγωνισμού και οι τιμές διαμορφώνονται στην αγορά. Η αρχή του σχεδιασμού εκεί έχει ονομαστικό χαρακτήρα (σ.μ.: υπάρχει κατ’ επίφασιν). Και αλλιώς δεν μπορεί να είναι, γιατί εάν ήταν δυνατόν να σχεδιοποιηθεί η εμπορευματική οικονομία, τότε θα γινόταν δυνατή η σχεδιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία».

Στην ΕΣΣΔ όμως υπήρχε μια εντελώς διαφορετική περίπτωση «κρατικοποίησης». Σε μας υπήρχε ένα τεράστιο εργοστάσιο που δεν μπορούσε να λειτουργεί καπιταλιστικά, δηλαδή για την εξαγωγή κέρδους.

Page 58: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Στο μη εμπορευματικό χαρακτήρα της οικονομίας της ΕΣΣΔ έστρεφαν την προσοχή τους όλοι, όσοι λίγο-πολύ ευσυνείδητα μελετούσαν τη σοβιετική κοινωνία.

«Επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω ότι για τις επιχειρήσεις στην κομμουνιστική κοινωνία (σ.μ.: εννοείται η ΕΣΣΔ) δεν υπάρχει αναγκαιότητα να είναι προσοδοφόρες οικονομικά, αρκεί να είναι κοινωνικά δικαιωμένες. Πρέπει να ικανοποιούν σε πρώτη σειρά εξωοικονομικές απαιτήσεις. Η μοίρα τους εξαρτάται από τις αποφάσεις των διευθυντικών (σ.μ.: διαχειριστικών) οργάνων. Από μια καθαρά οικονομική σκοπιά, όλες, το 100% των κομμουνιστικών επιχειρήσεων, είναι μη κερδοφόρες. Και παρ’ όλα αυτά υπάρχουν. Το ποιες από αυτές θα θεωρούνται οικονομικά μη κερδοφόρες, το αποφασίζουν τα διευθυντικά όργανα και όχι οι αρχές της επιβίωσης όπως εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν οι επιχειρήσεις στην καπιταλιστική κοινωνία».

Και να τι έγραφε στο ακραία αντιφατικό βιβλίο του «Ο κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία» ο θεμελιωτής αυτής της θεωρίας Τόνυ Κλιφ: «Στην πρώτη ματιά οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων επιχειρήσεων στη Ρωσία φαντάζουν οι ίδιες, όπως οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων επιχειρήσεων στις χώρες του κλασικού καπιταλισμού. Ομως είναι τέτιες μόνο στη μορφή… Οπως οι ξεχωριστές επιχειρήσεις, έτσι και όλη η οικονομία είναι συνολικά υποταγμένη στη σχεδιοποιημένη ρύθμιση της παραγωγής. Η διαφορά μεταξύ του καταμερισμού εργασίας, ας πούμε, μέσα σε ένα εργοστάσιο κατασκευής τρακτέρ και του καταμερισμού εργασίας μεταξύ αυτού του εργοστασίου και του χαλυβουργείου που το τροφοδοτεί είναι διαφορά μόνο βαθμού (σ.μ.: ως προς το βαθμό). Ο καταμερισμός της εργασίας μέσα στη ρωσική κοινωνία είναι, στην ουσία, μια από τις παραλλαγές του καταμερισμού εργασίας μέσα στην ξεχωριστή επιχείρηση.

Τυπικά τα προϊόντα κατανέμονται μεταξύ των διάφορων κλάδων της οικονομίας μέσω της ανταλλαγής, όμως λόγω του ότι ιδιοκτήτης όλων των επιχειρήσεων είναι μια οργάνωση -το κράτος- πραγματική ανταλλαγή εμπορευμάτων δε γίνεται. «Μόνο τα προϊόντα αυτοτελών, ανεξάρτητων της μιας από την άλλη εργασιών αντιπαρατίθενται το ένα στο άλλο σαν εμπορεύματα».

Στην κοινωνία των ατομικών παραγωγών που συνδέονται ο ένας με τον άλλο μέσω της ανταλλαγής, το μέσο που ρυθμίζει τον καταμερισμό εργασίας μέσα στην κοινωνία συνολικά είναι η χρηματική έκφραση της ανταλλακτικής αξίας - η τιμή. Στη Ρωσία υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ των επιχειρήσεων μέσω του κράτους, το οποίο ελέγχει την παραγωγή σχεδόν στην κάθε μια από αυτές, και γι’ αυτό η τιμή χάνει την εξαιρετική σημασία της ως εκφραστής του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας ή ρυθμιστής της παραγωγής».

Σωστά γράφει ο κύριος - σύντροφος Κλιφ. Ενα δεν είναι κατανοητό - τι δουλιά έχει εδώ ο κρατικός καπιταλισμός;

Στη συλλογή που ετοιμάστηκε από το Ινστιτούτο Ρωσικής Ιστορίας της ΡΑΕ (Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών) «Κοινωνία και εξουσία τη δεκαετία του ’30» η λειτουργία του μηχανισμού της λαϊκής οικονομίας της ΕΣΣΔ περιγράφεται ως εξής: «Σε αντιστοιχία με το πέρασμα στο διοικητικό συγκεντρωτικό σχεδιασμό αναδομήθηκε όλο το σύστημα διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας, στην οποία στην αρχή ήταν εύκολο να παρατηρηθούν χαρακτηριστικά κληρονομημένα από τον πολεμικό κομμουνισμό. Στη βάση των κρατικών συνδικάτων τα οποία πρακτικά μονοπώλησαν τη διανομή και την αγορά, δημιουργούνται παραγωγικές ενώσεις που μοιάζουν πολύ στις διευθύνσεις των υπουργείων των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων και που ξεκίνησαν την οικοδόμηση της «υπηρεσιακής οικονομίας». Η παραγωγή έπρεπε να οικοδομείται μέσω ενός ευθέως συγκεντρωτικού κανονισμού από τα πάνω για όλους και για όλα μέχρι και τα όρια αμοιβής της εργασίας των εργατών. Οι επιχειρήσεις έπρεπε στην ουσία δωρεάν να παίρνουν τα αναλογούντα κονδύλια για πρώτες ύλες με το σύστημα των δελτίων… Χιλιάδες προμηθευτές σκόρπισαν στη χώρα, ξετινάζοντας κονδύλια, όρια κ.ο.κ.».

Το συμπέρασμα για το μη εμπορευματικό χαρακτήρα της σοβιετικής οικονομίας μπορεί να εξαχθεί και από τις εργασίες του γνωστού Αμερικανού οικονομολόγου Τ. Γκάλμπρεϊθ. «Μεγάλο μέρος της σχεδιοποιημένης

Page 59: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

εργασίας, που κάνει μια αμερικάνικη ή δυτικοευρωπαϊκή εταιρεία, στην οικονομία σοβιετικού τύπου την κάνει το κράτος. Μια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία καθορίζει τις ελάχιστες τιμές, οργανώνει τη ζήτηση για την παραγωγή της, καθορίζει ή συμφωνεί τις τιμές για τις πρώτες και τις ενδιάμεσες ύλες και κάνει βήματα για την εξασφάλιση της τροφοδοσίας. Επίσης καθορίζει ή συμφωνεί τις αμοιβές των ειδικών με διαφορετική προϋπηρεσία και ειδικότητα, των εργατών, όπως και κάνει βήματα για την εξασφάλιση εργατικής δύναμης. Στην ΕΣΣΔ όλες αυτές οι λειτουργίες εκτελούνται λίγο - πολύ με επιτυχία από τον κρατικό μηχανισμό σχεδιοποίησης… Στη δυτική οικονομία βασικό όργανο σχεδιοποίησης είναι η εταιρεία. Στο σοβιετικό σύστημα τέτοιο όργανο παραμένει το κράτος».

Εάν στην οικονομία όλα καθορίζονται από το κράτος, εάν όλοι οι πολίτες είναι εργαζόμενοι του κράτους, τότε πού βρίσκεται θέση για εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μεμονωμένων, ανεξάρτητων παραγωγών;

Στην οικονομία της αγοράς οι τιμές διαμορφώνονται αυθόρμητα, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Κανένα μονοπώλιο δεν είναι σε θέση να εξαλείψει εντελώς τον ανταγωνισμό και την αναρχία της παραγωγής. Ετσι, η «Γκαζπρόμ» είναι ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή μονοπώλια, όμως και αυτό δεν μπορεί να συγκρατήσει τις τιμές στο αέριο, πράγμα για το οποίο κλαίγεται συνέχεια δημοσίως ο κύριος Βιάχιρεφ. Σύμφωνα με την εκτίμηση του τέως υπουργού εμπορίου της Ρώσικης Ομοσπονδίας Γ. Γκαμπούνια , το 1998 η πτώση της τιμής του αερίου ήταν της τάξης του 18%. Τα μεγαλύτερα διεθνή μονοπώλια αλλάζουν και πέντε φορές την ημέρα τις τιμές ανάλογα με τα δελτία των χρηματιστηρίων. Η πετρελαϊκή αγορά είναι υπερμονοπωλημένη, όμως παρ’ όλα αυτά κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια ποιες θα είναι οι τιμές του πετρελαίου μετά από ένα μήνα, πόσο μάλλον μετά από ένα χρόνο.

Στην ΕΣΣΔ, όμως, δεν υπήρχε ούτε ανταγωνισμός ούτε αναρχία - αυτοί οι αναπόφευκτοι συνοδοί της εμπορευματικής παραγωγής. Ολες οι τιμές καθορίζονταν από τα όργανα σχεδιασμού. «Οι τιμές, που βασίζονται στις εμπορευματικές σχέσεις, καθορίζονται στην αυθόρμητη αγοραία πάλη των ιδιωτικών επιχειρήσεων και αυτές τις τιμές δεν μπορεί να τις καθορίσει το τμήμα τιμών της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού. Αυτό είναι αλφαβήτα του μαρξισμού. Το Τμήμα Τιμών της Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού δεν καθορίζει εμπορευματικές, αλλά τιποτένιες «λογιστικές τιμές», όπως και προβλέπεται, στη βάση κάποιου λογαριασμού και όχι στη βάση καταστάσεων του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων που εκφράζουν το αυθόρμητο παιχνίδι των εμπορευματικών - αγοραίων σχέσεων».

Στην κοινωνία με οικονομία της αγοράς η κατανομή της κοινωνικής εργασίας γίνεται αυθόρμητα, σε αντιστοιχία με το νόμο της αξίας. Οι πηγές ρέουν προς τα εκεί, όπου τη δεδομένη στιγμή η τιμή είναι υψηλότερη από την αξία, εκρέουν από εκεί, όπου η τιμή είναι χαμηλότερη από την αξία. Στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο. Για δεκαετίες υπήρχαν θαυμάσια οι λεγόμενες «σύμφωνα με το πλάνο μη κερδοφόρες» επιχειρήσεις και ακόμα ολόκληροι τέτοιοι κλάδοι. Να τι γράφει για αυτό ο Β. Α. Σόμπολ, παρεμπιπτόντως, ασκώντας πολεμική σε έναν οικονομολόγο, που θεωρούσε τη σοβιετική οικονομία εμπορευματική: «Στην εμπορευματική οικονομία οι τιμές υπό την επίδραση μεγάλης ζήτησης και ανεπαρκούς προσφοράς ξεπερνούν την αξία των εμπορευμάτων, ενώ στην περίπτωση που η προσφορά ξεπερνά τη ζήτηση οι τιμές πέφτουν κάτω από την αξία. Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε πώς εξηγείται ότι στη χώρα μας για δεκαετίες η ζήτηση των κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών για οικοδομικά υλικά (τούβλα, τσιμέντο, ασβέστη κ.λ.π.) ήταν μεγαλύτερη της προσφοράς και οι τιμές αυτών των προϊόντων ήταν ταυτόχρονα ελλειμματικές». Στην ΕΣΣΔ η κατανομή της κοινωνικής εργασίας πραγματοποιούταν με ευθείες εντολές, με αφετηρία τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι με την απόκλιση των τιμών από την αξία, όπως αυτό γίνεται σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία.

Την όψη εμπορευματικότητας της σοβιετικής οικονομίας την προσέδιδαν το υπάρχον σύστημα χρηματικών λογαριασμών μεταξύ των επιχειρήσεων και το σχετιζόμενο με αυτό σύστημα των αξιακών δεικτών (κέρδος, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε ρούβλια, ισοζύγιο, επενδύσεις κεφαλαίου, φόροι, αξία, κόστος παραγωγής, χρήμα, εμπόρευμα κ.λ.π.). Να τι γράφει για αυτό στο βιβλίο «Στους λαβύρινθους της παλινόρθωσης του

Page 60: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

καπιταλισμού» ο διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, κατά τη σοβιετική εποχή επικεφαλής επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ Α. Γεριόμιν: «Είχαμε μόνο μια απομίμηση της εμπορευματικής ανταλλαγής μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων. Η απομίμηση συγκάλυπτε την πραγματική οικονομική διαδικασία και, μιλώντας με την ευκαιρία, δημιουργούσε εσφαλμένους προσανατολισμούς στα μυαλά των επικεφαλής, παροτρύνοντάς τους στην τεχνητή μεγέθυνση των δαπανών με στόχο να εξαναγκαστούν τα όργανα καθορισμού των τιμών να ορίσουν υψηλότερη τιμή για την παραγωγή τους. Ομως πραγματικά τα ρούβλια στις σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων δεν έπαιζαν το ρόλο χρημάτων, αλλά υπολογιστικών μονάδων («λογιστικό χρήμα»), που μεσολαβούσαν στην ανταλλαγή δραστηριοτήτων και στον υπολογισμό των δαπανών».

Με ποιο τρόπο οι αξιακοί δείκτες δημιουργούσαν εσφαλμένους προσανατολισμούς, το δείχνει καλά το παράδειγμα με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Οι αξιακοί δείκτες μαρτυρούν την αποτελεσματικότητα του προσωπικού των ελεγκτών και των εισπρακτόρων, επειδή αυτοί βελτιώνουν τη συλλογή των πληρωμών για τις μεταφορές. Από τη σκοπιά της οικονομίας της κοινωνικής εργασίας, η διατήρηση ελεγκτών και γενικά η είσπραξη πληρωμής για τις μεταφορές είναι μια άχρηστη δαπάνη κοινωνικής εργασίας. Η είσπραξη πληρωμής από τους επιβάτες στις αστικές συγκοινωνίες απαιτεί δαπάνη εργασίας για το τύπωμα των εισιτηρίων, την παραγωγή ακυρωτικών μηχανημάτων, κάνει απαραίτητη μια στρατιά ελεγκτών και εισπρακτόρων, όλα αυτά οδηγούν σε μια σημαντική αύξηση των εργασιακών δαπανών για τη μεταφορά του ίδιου αριθμού επιβατών. Η αντίφαση είναι φανερή: οι αξιακοί δείκτες κάνουν λόγο για αποτελεσματικότητα, ενώ ταυτόχρονα οι φυσικοί δείκτες δείχνουν αύξηση των δαπανών.

Στην οικονομία της αγοράς, όπου η επιχείρηση είναι μεμονωμένη και για τη φυσιολογική της λειτουργία χρειάζεται το κέρδος, η είσπραξη πληρωμής για τη μεταφορά είναι μια ανάγκη. Ενώ στη σχεδιοποιημένη οικονομία, όπου η ίδια επιχείρηση είναι μικρό μέρος της ενιαίας λαϊκής οικονομίας, η είσπραξη πληρωμής για τη μεταφορά οδηγεί μόνο σε σπατάλες εργασίας στην έκταση (σ.μ.: κλίμακα) της ενιαίας λαϊκής οικονομίας.

Το παράδειγμα που αναφέρθηκε δεν αποδεικνύει την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ, επειδή η παρουσία ή η απουσία κέρδους δεν είχε αποφασιστική σημασία, αλλά την αναγκαιότητα επεξεργασίας ενός νέου, μη αξιακού (φυσικού) συστήματος δεικτών για τη σχεδιοποιημένη οικονομία.

Ο μηχανισμός δαπανών εντάχτηκε πλήρως στη σοβιετική οικονομία μετά τη μεταρρύθμιση του ’65, όταν άρχισαν να αξιολογούν τις επιχειρήσεις όχι μόνο με την εκτέλεση των καθηκόντων του πλάνου, εκφρασμένων σε φυσικούς δείκτες, αλλά και με το κέρδος. Ως αποτέλεσμα, η επιχείρηση άρχισε να ενδιαφέρεται για τα έξοδα παραγωγής, επειδή σε αυτήν την περίπτωση (σ.μ.: αυξημένων εξόδων παραγωγής) τα όργανα σχεδιοποίησης καθόριζαν υψηλότερη τιμή για την παραγωγή της. Μέχρι τη μεταρρύθμιση του ’65 η επιχείρηση ενθαρρυνόταν για τη μείωση του κόστους παραγωγής, δηλαδή για τη μείωση των δαπανών εργασίας. Στο ότι ταυτόχρονα υπέφερε συχνά ο δείκτης του κέρδους (μερικές φορές ακόμα και μια πρωτοπόρα επιχείρηση γινόταν «ελλειμματική»), τότε δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή, στο βαθμό που ο δείκτης του κέρδους ήταν συμβατικός.

Το ερώτημα είναι νόμιμο: εάν οι αμοιβαίοι λογαριασμοί μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων ήταν μόνο μια απομίμηση της εμπορευματικής ανταλλαγής, τότε γιατί υπήρχαν; Το θέμα είναι ότι κατά τη διάρκεια μιας αρκετά σημαντικής περιόδου της σοβιετικής ιστορίας οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις διαμεσολαβούσαν πραγματικές διαδικασίες που λάμβαναν χώρα στην οικονομία. Ομως όσο περισσότερο η κοινωνία εγκαθιστούσε έλεγχο στα μέσα παραγωγής, τόσο έμενε λιγότερος χώρος στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο ένα σημαντικό μέρος της λαϊκής οικονομίας της ΕΣΣΔ λειτουργούσε ήδη όχι σε εμπορευματική βάση, αλλά σύμφωνα με το ενιαίο πλάνο. Οι επιχειρήσεις δεν αντιπαρετίθεντο πια σαν ανταλλακτικές μονάδες, όμως παρέμενε ακόμα η εξωτερική μορφή των εμπορευματικών σχέσεων. Πρέπει να ειπωθεί, ότι ο Ι. Στάλιν, σε διάκριση από πολλούς επαγγελματίες οικονομολόγους και πολιτειολόγους καταλάβαινε αυτήν την κατάσταση. «Εάν προσεγγίσουμε την υπόθεση

Page 61: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

από φορμαλιστική σκοπιά, από τη σκοπιά των διαδικασιών που εκτυλίσσονται στην επιφάνεια των φαινομένων, μπορούμε να φτάσουμε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρούν δήθεν την ισχύ τους στην οικονομία μας. Εάν όμως προσεγγίσουμε την υπόθεση με τη μαρξιστική ανάλυση, που κάνει αυστηρή διάκριση μεταξύ του περιεχομένου της οικονομικής διαδικασίας και της μορφής της, μεταξύ των βαθιών διαδικασιών της ανάπτυξης και των επιφανειακών φαινομένων, τότε μπορούμε να φτάσουμε στο μοναδικά σωστό συμπέρασμα, ότι από τις παλιές κατηγορίες του καπιταλισμού, παρέμεινε σε εμάς κυρίως η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση, ενώ στην ουσία, εδώ, αυτές άλλαξαν ριζικά σύμφωνα με τις απαιτήσεις ανάπτυξης της σοσιαλιστικής λαϊκής οικονομίας».

Για να απαλλαγούμε από την παλιά εμπορευματική μορφή υπολογισμού, ήταν απαραίτητο να δημιουργήσουμε ένα νέο σύστημα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της λαϊκής οικονομίας, που να βασίζεται σε φυσικούς δείκτες. Ο Στάλιν έφτασε πολύ κοντά στην κατανόηση της ανάγκης και της επικαιρότητας δημιουργίας ενός νέου συστήματος κατηγοριών που θα εκαλείτο να εξυπηρετήσει τις κοινωνικές σχέσεις που είχαν αλλάξει. Στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» υπεδείκνυε ευθέως: «Πιστεύω, ότι οι οικονομολόγοι μας πρέπει να τελειώνουν με αυτήν την αναντιστοιχία μεταξύ των παλιών εννοιών και της νέας κατάστασης πραγμάτων στη σοσιαλιστική μας χώρα, αλλάζοντας τις παλιές έννοιες με νέες, που αντιστοιχούν στη νέα κατάσταση.

Μπορούσαμε να ανεχθούμε αυτήν την αναντιστοιχία μέχρι έναν ορισμένο χρόνο, όμως τώρα ήρθε ο καιρός που πρέπει, επιτέλους, να εξαλείψουμε αυτήν την αναντιστοιχία».

Για το αδύνατο του να γίνεται έλεγχος της ενιαίας παλλαϊκής οικονομίας με τη βοήθεια της εμπορευματικής μορφής προειδοποιούσε ευθέως ο Μαρξ: «…δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα πιο εσφαλμένο και ανόητο, από το να θεωρείται έλεγχος των ενωμένων ατόμων στη συνολική τους παραγωγή στη βάση της ανταλλακτικής αξίας και των χρημάτων…».

Δυστυχώς, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι δεν πρόσεξαν αυτή την προειδοποίηση του Μαρξ. Να πώς τεκμηριώνει την ανάγκη διατήρησης των εμπορευματικών μορφών ο Β. Α. Σόμπολ: «Σε φυσική έκφραση δεν πρέπει να συγκρίνονται τα έξοδα παραγωγής με τα αποτελέσματά της… Ετσι, για παράδειγμα, ξοδέψαμε κάρβουνο και εξοπλισμό και πήραμε ηλεκτρενέργεια. Σε φυσική έκφραση δεν μπορούμε να πούμε εάν παράγαμε περισσότερο ή όχι προϊόν, από όσο υπήρχε πριν την αρχή της παραγωγής. Και χωρίς απάντηση σε αυτήν την ερώτηση δεν γίνεται να διευθύνεται ορθολογικά η οικονομία».

Πραγματικά, το να συγκριθεί το ξοδεμένο κάρβουνο με τον ηλεκτρισμό που παράχθηκε είναι δυνατό, μόνο αφού μετατραπούν και το ένα και το άλλο σε αξία. Το ερώτημα έγκειται στο γιατί εν γένει να συγκρίνεται το κάρβουνο και ο ηλεκτρισμός. Μια τέτια σύγκριση είναι απαραίτητη στην εμπορευματική παραγωγή, όπου η κάθε επιχείρηση κάνει το δικό της ξεχωριστό λογαριασμό, γι’ αυτό εκεί τα προϊόντα μετατρέπονται σε αξίες με φυσικό τρόπο. Στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι αναγκαίο να υπολογίζεται, τι χρειάζεται η κοινωνία και πώς θα επιτευχθεί με τις μικρότερες δαπάνες εργασίας. Ξεκινώντας από το ότι η κοινωνία πρέπει να παράγει περισσότερο από όσο καταναλώνει, νόημα έχει μόνο η σύγκριση του κάρβουνου που έχει παραχθεί με το κάρβουνο που έχει καταναλωθεί, της ηλεκτρενέργειας που έχει παραχθεί με αυτήν που καταναλώθηκε κ.ο.κ. Φυσικά αυτή η σύγκριση πρέπει να γίνεται στην κλίμακα όλης της κοινωνίας. Γι’ αυτή τη σύγκριση δεν υπάρχει ανάγκη να αποδίδεται στο προϊόν συμβατική αξία, όπως έκαναν στην ΕΣΣΔ. Και η αξιολόγηση της ξεχωριστής επιχείρησης πρέπει, πρώτα από όλα, να γίνεται για τη μείωση των δαπανών εργασίας, δηλαδή με τη μείωση του χρόνου εργασίας, που είναι απαραίτητος για την παραγωγή τη μονάδας του προϊόντος.

Η προσπάθεια να εφαρμοστούν για τον υπολογισμό και τον έλεγχο της κοινωνικοποιημένης οικονομίας αξιακοί δείκτες μπέρδευε μόνο την κοινωνία και δυσκόλευε τη σχεδιοποίηση. Είναι ενδιαφέρον το πώς γινόταν η διαδικασία της σχεδιοποίησης στην ΕΣΣΔ. Στην αρχή το πλάνο καταστρωνόταν σε φυσικούς δείκτες. Μετά το λεγόμενο «συνοπτικό» τμήμα της Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού τα ξαναϋπολόγιζε όλα σε «χρήματα». Υπολογιζόταν πόσα «μέσα» (σ.μ.: χρήματα) έπρεπε να έχει η κάθε επιχείρηση, ώστε να κάνει

Page 62: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

τις απαραίτητες «αγορές», που προβλέπονταν από το πλάνο σε φυσικούς δείκτες. Να πώς περιγράφεται αυτός ο μηχανισμός στον ίδιο τον Σόμπολ: «Η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται μόνο τα χρηματικά μέσα, που εκφράζουν την αξία των ξοδευμένων μέσων παραγωγής, να κατευθύνονται στην απόκτηση μέσων παραγωγής που έχουν παραχθεί, και, από την άλλη πλευρά, να έχουν παραχθεί στις κατάλληλες ποσότητες μέσα παραγωγής, απαραίτητα για την αντικατάσταση των χρησιμοποιημένων, αλλά αυτή μπορεί με το πλάνο να εξασφαλίσει αυτή τη σύμπτωση. Από αυτό έπεται ότι στη διαδικασία αντικατάστασης των χρησιμοποιημένων μέσων παραγωγής δεν μπορούν να εμφανιστούν ανεπίλυτες δυσαναλογίες μεταξύ της παραγωγής και των κοινωνικών αναγκών. Η ενεργός ζήτηση που διαμορφώνεται σε αυτήν τη διαδικασία, έχει σχεδιοποιημένο χαρακτήρα και ικανοποιείται στα πλαίσια του πλάνου».

«Στη σοσιαλιστική κοινωνία η κίνηση του προϊόντος από τον παραγωγό στον καταναλωτή είναι προκαθορισμένη από το πλάνο. Από το πλάνο έχουν προκαθοριστεί οι «πωλητές» και οι «αγοραστές» των προϊόντων, και επίσης οι τιμές των προϊόντων. Με αυτόν τον τρόπο από το πλάνο είναι προκαθορισμένες όλες οι βασικές στιγμές της αναπαραγωγής του κοινωνικού προϊόντος».

Στην πράξη, αρχικά με το πλάνο οργανωνόταν η κίνηση των προϊόντων και, αργότερα, παράλληλα οργανωνόταν η κίνηση κάποιων «λογιστικών χρημάτων», τα οποία δήθεν έπρεπε να βοηθάνε εκεί κάτι να υπολογίζεται, αλλά στην πραγματικότητα τα μπέρδευαν όλα. Οι επιχειρήσεις άρχισαν να κυνηγούν την «ενεργό ζήτηση» με πρόφαση το πλάνο, που ήταν εκφρασμένο σε φυσικούς δείκτες. Από τη σοβιετική λαϊκή οικονομία ήταν δυνατόν απολύτως ήσυχα να «τραβηχτούν» «λογιστικά χρήματα», δηλαδή τα χρήματα με τη βοήθεια των οποίων οι επιχειρήσεις λογαριάζονταν μεταξύ τους, πράγμα που θα λειτουργούσε αποτελεσματικότερα, επειδή δε θα το αποσπούσαν ψεύτικες κατευθύνσεις.

Δεν είναι περίεργο ότι και τον προϋπολογισμό για το τρέχον έτος τον εισηγούταν ο πρόεδρος της Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού. Το βασικό οικονομικό ντοκουμέντο στην ΕΣΣΔ δεν ήταν ο προϋπολογισμός, αλλά το πλάνο. Δεν καταρτιζόταν το πλάνο από τον προϋπολογισμό, αλλά ο προϋπολογισμός καταρτιζόταν με αφετηρία το πλάνο. Γενικά, η φύση του σοβιετικού προϋπολογισμού είχε λίγα κοινά με έναν προϋπολογισμό αστικού κράτους. Εθεωρείτο ότι ο προϋπολογισμός απεικονίζει την παραχθείσα παραγωγή. Ετσι, οι δαπάνες για την ιατρική, την άμυνα, την παιδεία δεν εξαρτιόνταν από το εάν θα μαζέψει το κράτος φόρους, αν θα πάρει δάνειο κλπ. Τι ποσότητα από γάζες, φάρμακα, εξοπλισμό θα πάρει η ιατρική εξαρτιόταν μόνο από το υπάρχον παραγωγικό δυναμικό και υπολογιζόταν σε φυσικούς δείκτες. Μετά τη σχεδιασμένη για την ιατρική παραγωγή την ξαναϋπολόγιζαν σε «χρήματα». Εξωτερικά προέκυπτε να μοιάζει πολύ στο μηχανισμό, που υπάρχει σε κάθε αστικό κράτος, όμως το περιεχόμενο ήταν ήδη εντελώς διαφορετικό. Κάπως έτσι είχε η υπόθεση και των λεγόμενων επενδύσεων κεφαλαίου. Ηταν και αυτός ένας εκ νέου υπολογισμός σε «χρήμα» των παραχωρημένων από το πλάνο φυσικών αποθεμάτων.

Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις δεν καταργούνται σε μια μέρα, με διάταγμα. Για να εξαλειφθούν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις δεν αρκεί η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και η ανακήρυξη των μέσων παραγωγής ως κοινωνικών. Η εξάλειψη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων είναι διαδικασία. Οσο περισσότερο η κοινωνία παίρνει στα χέρια της την παραγωγή, τόσο περισσότερο αυτή η παραγωγή λειτουργεί με ενιαίο πλάνο, τόσο λιγότερο μένει χώρος για τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Βαθμιαία δε μένει καθόλου χώρος γι’ αυτές και μαζί με αυτές για την παραγωγή χάριν του κέρδους. Ομως από τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις παραμένει ακόμα η εξωτερική μορφή. Και η απαλλαγή από αυτήν τη μορφή δεν είναι τόσο εύκολη, επειδή οι άνθρωποι για αιώνες συνήθισαν να μετρούν τα πάντα με χρήματα.

Μπροστά στην επιστήμη στέκει το καθήκον να δημιουργήσει ένα νέο, μη αξιακό σύστημα δεικτών για το σύνολο της λαϊκής οικονομίας και τη μεμονωμένη επιχείρηση. Αυτό το σύστημα πρέπει να προβλέπει και το μηχανισμό, μέσω του οποίου θα υλοποιείται η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των μελών της κοινωνίας.

Page 63: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ετσι υπήρχαν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις στην ΕΣΣΔ; Το να πούμε, ότι δεν υπήρχαν εντελώς, ότι δεν εμφανίζονταν με κανένα τρόπο, θα ήταν, φυσικά, λάθος. Ασφαλώς, εάν υπάρχει θέληση, μπορεί να βρεθούν παραδείγματα που η μεμονωμένη επιχείρηση σε ξεχωριστές περιπτώσεις εμφανιζόταν σαν ανταλλακτικό νοικοκυριό (σ.μ.: μονάδα). Παρόμοιες υποτροπές της εμπορευματικότητας είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της μεταβατικής περιόδου. Ομως αυτές ήταν μάλλον εξαιρέσεις παρά κανόνας. Η λαϊκή οικονομία της ΕΣΣΔ ήταν συνολικά μη εμπορευματική. Καθοριστικός στη σοβιετική κοινωνία δεν ήταν ο νόμος της αξίας, αλλά ο νόμος της σχεδιοποιημένης ανάπτυξης. Σε πρώτη προτεραιότητα δεν έμπαινε το κυνήγι του κέρδους, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.

Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ*

Ν. Β. Γιάκουσεβ

ΗΤΑΝ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ;

Οι οπαδοί της «θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού» ισχυρίζονται ότι το κράτος ήταν ενιαίος καπιταλιστής και η εργατική δύναμη εμπόρευμα. Την εργατική δύναμη την αγοράζουν με ένα στόχο - να εξάγουν από αυτήν υπεραξία. Ομως πώς είναι δυνατόν να εξαχθεί υπεραξία, εάν μοναδικός αγοραστής για το κράτος είναι οι ίδιοι οι εργάτες και υπάλληλοί του; Φανταστείτε ότι ο καπιταλιστής πουλάει την παραγωγή του μόνο στους εργαζόμενους της επιχείρησής του. Θα πάρει πολλά από αυτούς; Μόνο αυτά που ο ίδιος τους πλήρωσε. Φανταστείτε ότι το σοβιετικό κράτος πλήρωσε μισθούς σε όλους τους εργάτες και υπαλλήλους του, μέχρι και τον Γενικό Γραμματέα, ας πούμε 100 ρούβλια. Και μετά το κράτος προσπαθεί να πουλήσει στους ίδιους εργάτες και υπάλληλους αντικείμενα κατανάλωσης. Λοιπόν θα βγάλει πολλά το κράτος με αυτόν τον τρόπο; Ούτε τα 100 ρούβλια δε θα πάρει.

Για να γίνει κατανοητό το τι συνέβαινε εδώ στην πραγματικότητα, είναι ενδιαφέρον να δούμε από πού παιρνόταν γενικά ο μισθός στη σοβιετική κοινωνία. Το κονδύλι μισθοδοσίας διαμορφωνόταν συγκεντρωτικά από τα όργανα σχεδιοποίησης, με αφετηρία τη συνολική τιμή των προϊόντων που προορίζονταν για ατομική κατανάλωση. Μετά κατέβαζαν το ντοκουμέντο για τους μισθούς στα κλαδικά υπουργεία, εκείνα με τη σειρά τους στις επιχειρήσεις και έτσι μέχρι την παραγωγική ομάδα και τον ξεχωριστό εργάτη. Η «κερδοφορία» ή «μη κερδοφορία» της επιχείρησης δεν επηρέαζε με κανέναν τρόπο το μισθό. Τα «λογιστικά χρήματα» που υπήρχαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων δεν επιτρεπόταν να μεταφερθούν στο κονδύλι μισθοδοσίας. Υπήρχε ένα σύστημα άμεσα κοινωνικής κατανομής των προϊόντων. Οπου τα χρήματα ήδη δεν ήταν χρήματα, αλλά εργασιακές αποδείξεις του δικαιώματος απολαβής ενός μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Στη δεδομένη περίπτωση ο μισθός είναι μια μορφή κατανομής σύμφωνα με την εργασία και δεν έχει τίποτα κοινό με το μισθό ως χρηματική μορφή της αξίας της εργατικής δύναμης. Δυστυχώς, αυτές οι αποδείξεις ήταν πολλών χρήσεων, πράγμα που σε ορισμένες πράξεις, τέτιες όπως η συσσώρευση, η αγορά συναλλάγματος στη μαύρη αγορά, μπορούσε να τις μετατρέψει σε χρήμα. Στην εποχή μας θα άξιζε να τις αλλάξουμε με πλαστικές κάρτες, στις οποίες θα αναγραφόταν το δικαίωμα απολαβής μέρους του κοινωνικού προϊόντος.

«Τα χρηματικά έσοδα του πληθυσμού, όπως αυτό φαίνεται από τις πηγές δημιουργίας τους που απαριθμήθηκαν, στο συντριπτικό τους μέρος δημιουργούνται ως αποτέλεσμα σχεδιοποιημένων ενεργειών της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τα όργανα σχεδιοποίησης καθορίζουν το γενικό κονδύλι μισθοδοσίας, που πληρώνεται στους εργάτες και υπαλλήλους στους παραγωγικούς και μη παραγωγικούς οργανισμούς. Με τη σχεδιοποίηση των αποθεμάτων αγροτικών προϊόντων και των τιμών τους προκαθορίζεται το ύψος των εσόδων των κολχόζνικων, που καταβάλλονται από τα κολχόζ… Η σοσιαλιστική κοινωνία παίρνει μέτρα στην κατεύθυνση, ώστε η δημιουργία και η πραγματοποίηση των εσόδων του πληθυσμού να μην προκαλέσουν γενική εξύψωση της ενεργού ζήτησης πάνω από την προσφορά».

Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει το σύστημα κατανομής στην ΕΣΣΔ και ο Α. Ζηνόβιεφ:

Page 64: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

«Εστω ότι υπάρχει κάποια κατηγορία αντικειμένων κατανάλωσης, που μπορεί να θεωρείται βασική (ψωμί, γάλα, βούτυρο, αλάτι, σαπούνι, σχολικά τετράδια κλπ.). Εστω ότι ο μηνιαίος μισθός της βασικής κατηγορίας των πολιτών ανέρχεται στα 200 ρούβλια (ο «μέσος» μισθός). Οι τιμές στα προϊόντα που αναφέρθηκαν καθορίζονται από το κράτος ανεξάρτητα από τον ανταγωνισμό (ο οποίος δεν υπάρχει) των εταιριών παραγωγής και από τη γενική κατάσταση στην «αγορά», η οποία επίσης δεν υπάρχει, αλλά σε εξάρτηση από τη δυνατότητα των πολιτών να τα αποκτούν στα πλαίσια του μισθού που αναφέρθηκε… Ως αποτέλεσμα είναι πιθανή και στην πραγματικότητα έχει θέση μια τέτια κατάσταση πραγμάτων, που για την παραγωγή αυτών των αντικειμένων κατανάλωσης ξοδεύονται περισσότερα μέσα, από όσα εισπράττονται ως αποτέλεσμα της πώλησής τους».

Τα όργανα σχεδιοποίησης έλεγχαν την ποσότητα των «χρημάτων», που βρισκόταν στα χέρια του πληθυσμού και, ξεκινώντας από αυτό, καθόριζαν τις τιμές. Στόχος ήταν να εξισορροπηθεί το προϊόν και η απόδειξη για την απόκτησή του, ώστε στην κοινωνία να μην υπάρχουν αποδείξεις που δεν καλύπτονται από προϊόν. Ενα τέτιο σύστημα κατ’ αρχήν απέκλειε τις κρίσεις υπερπαραγωγής και εγγυόταν την κατανάλωση όλου του προϊόντος που είχε παραχθεί. Η τιμή εδώ δεν ήταν χρηματική έκφραση της αξίας, αλλά ήταν το όργανο με τη βοήθεια του οποίου κατένεμαν το κοινωνικό προϊόν.

«Στη Ρωσία, το συνολικό ποσό του πραγματικού μισθού και των αποδοχών καθοριζόταν ενωρίτερα αντίστοιχα με την ποσότητα των καταναλωτικών εμπορευμάτων, που είχε σχεδιαστεί να παραχθούν». Προσέξτε ότι ο μισθός του εργάτη δεν εξαρτιόταν από την κατάσταση της αγοράς ή από το αποτέλεσμα της δουλιάς της επιχείρησης, όπως αυτό συμβαίνει σε κάθε καπιταλισμό, αλλά από «την ποσότητα των καταναλωτικών εμπορευμάτων που είχε σχεδιαστεί να παραχθούν». (Τη λέξη «εμπορευμάτων» στη δεδομένη περίπτωση θα άξιζε να την βάλουμε σε εισαγωγικά, επειδή τα εμπορεύματα δεν κατανέμονται με τέτιον τρόπο). Τι είναι αυτό, εάν όχι μια προσπάθεια άμεσα κοινωνικής κατανομής των προϊόντων; Μέσω του κονδυλίου μισθοδοσίας κατένεμαν το συνολικό κοινωνικό προϊόν.

Στη σοβιετική οικονομία υπήρχαν δυο παραλλαγές «χρημάτων», τα μετρητά και τα «λογιστικά». Τα πρώτα προωθούνταν στον πληθυσμό για την απόκτηση προϊόντων ατομικής κατανάλωσης, με τη βοήθεια των δεύτερων οι επιχειρήσεις έκαναν τον τυπικό λογαριασμό μεταξύ τους. Αυτές οι δυο παραλλαγές «χρημάτων» δεν αναμιγνύονταν (μέχρι έναν ορισμένο χρόνο, τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να επιτρέπουν να μεταφέρεται μέρος των χρημάτων από το λογαριασμό της επιχείρησης στο κονδύλι ενθάρρυνσης, κινήτρων, πριμοδότησης των εργαζομένων, πράγμα που αμέσως σε συνθήκες ελέγχου των τιμών άρχισε να οδηγεί σε ακάλυπτη ζήτηση) και με κανέναν τρόπο δεν επηρέαζαν η μια την άλλη. Και η μια, και η άλλη δεν ήταν πια χρήματα. Το «οικονομικό» αποτέλεσμα της δουλιάς της επιχείρησης, δηλαδή η ύπαρξη σε αυτήν κέρδους («λογιστικού χρήματος»), όπως ειπώθηκε ήδη, δεν επηρέαζε με κανέναν τρόπο στην πληρωμή μετρητού «χρήματος» στους εργάτες αυτής της επιχείρησης. Το μετρητό «χρήμα» για τους εργάτες και τους υπαλλήλους δεν προερχόταν από την επιχείρηση, αλλά από τα κρατικά όργανα σχεδιοποίησης, μέσω του ενιαίου για όλη τη χώρα κονδυλίου μισθοδοσίας, που ήταν συνδεδεμένο με τη συνολική ποσότητα των προϊόντων, που προορίζονταν για ατομική κατανάλωση. Τα «λογιστικά χρήματα», που βρίσκονταν στο λογαριασμό της επιχείρησης, εξυπηρετούσαν μόνο τον τυπικό λογαριασμό μεταξύ των επιχειρήσεων και δεν είχαν καμία σχέση με το μισθό των εργατών. Πρακτικά υπήρχαν δύο ανεξάρτητα «χρηματικά» συστήματα: τα «λογιστικά χρήματα» και τα μετρητά.

Η σοβιετική επιχείρηση δεν μπορούσε να διαθέτει τα «λογιστικά χρήματα», όπως διαθέτει τα χρήματά της μια κανονική καπιταλιστική επιχείρηση. Με αυτά τα «χρήματα» δεν μπορούσε ούτε να αγοράζει ούτε να πουλάει ούτε να πληρώνει μισθούς: μπορούσε μόνο να τα μεταβιβάζει σύμφωνα με το κρατικό πλάνο. Η κίνηση αυτών των «χρημάτων» ελεγχόταν αυστηρά από την κρατική τράπεζα.

Σε ό,τι αφορά τα μετρητά «χρήματα», αυτά μπορούσαν να αντικατασταθούν πλήρως από αποδείξεις μιας χρήσης του δικαιώματος λήψης προϊόντος. Αυτά, κυριολεκτικά, και έπαιζαν το ρόλο τέτοιων αποδείξεων. Εκλαμβάνοντας τα μετρητά, που κυκλοφορούσαν στον πληθυσμό, για πραγματικά χρήματα, οι

Page 65: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

«κρατικοκαπιταλιστές» επαναλαμβάνουν το λάθος του κυρίου Ντύρινγκ με μια λίγο παραλλαγμένη μορφή. Ο κ. Ντύρινγκ θεωρούσε ότι στην «κομμούνα» διατηρούνται τα χρήματα, μη αντιλαμβανόμενος, ότι από αυτά παραμένει μόνο η εξωτερική εμφάνιση, ότι στην πραγματικότητα, μιλώντας με τα λόγια του Ενγκελς, «λειτουργούν όχι ως χρήματα, αλλά ως παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα». Οι «κρατικοκαπιταλιστές» επίσης δε δυσκολεύτηκαν να παρατηρήσουν πίσω από την εξωτερική εμφάνιση των χρημάτων, ότι τα τελευταία πρακτικά μετατράπηκαν σε «παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα». Ομως, σε διάκριση από τον Ντύρινγκ που θεώρησε ότι τα χρήματα παραμένουν και στην «κομμούνα», οι «κρατικοκαπιταλιστές» έφτασαν στο συμπέρασμα, ότι αφού υπήρχαν χρήματα, τότε καμιά «κομμούνα» δεν υπήρξε. Και οι «κρατικοκαπιταλιστές» και ο Ντύρινγκ δεν πρόσεξαν ότι τα χρήματα μπορούν, διατηρώντας την εξωτερική τους όψη, να εκπληρώνουν ήδη εντελώς διαφορετικές λειτουργίες, μπορούν να μετατραπούν σε «παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα». Ακριβώς τέτια «παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα» ήταν τα σοβιετικά μετρητά «χρήματα» τα οποία, θα θυμίσουμε ακόμα μια φορά, δεν είχαν καμία σχέση με τα χρήματα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις επιχειρήσεις.

Το ότι τα «χρήματα» στην ΕΣΣΔ εκτελούσαν άλλη λειτουργία από ό,τι τα χρήματα στην καπιταλιστική οικονομία, το ανέφερε και ο Α. Ζηνόβιεφ: «Εδώ η βασική λειτουργία των χρημάτων είναι να αποτελούν μέτρο υπολογισμού της εργασίας, μέτρο επιβράβευσης για την εργασία, μέσο κατανομής των αγαθών, μέσο υπολογισμού και σχεδιοποίησης της δραστηριότητας των ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων. Σε αυτήν τη λειτουργία τα χρήματα είναι σήματα (σ.μ.: σύμβολα), που δεν προϋποθέτουν καμιά εξασφάλιση σε χρυσό, όπως αυτό ισχύει περίπου για το χρήμα στις λειτουργίες του, του μέτρου και του εκφραστή της αξίας. Ταυτόχρονα τα χρήματα σε σημαντικό βαθμό μπορούν να παραμείνουν κάτι το συμβολικό (για παράδειγμα στην περίπτωση των λογαριασμών, που γίνονται χωρίς μετρητά)».

Στους «κρατικοκαπιταλιστές» αρέσει να συγκρίνουν τους σοβιετικούς εργάτες με τους εργάτες των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων (σ.μ.: ομίλων). Και απευθύνουν για αυτό το θέμα διάφορες πολύπλοκες, όπως τους φαίνεται, ερωτήσεις. Για παράδειγμα: «Τι είναι οι εργάτες των ομίλων επιχειρήσεων - ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής ή μισθωτοί εργαζόμενοι;». Εννοείται, ότι εάν στη σοβιετική επιχείρηση οι εργάτες δεν ήταν μισθωτοί εργαζόμενοι, τότε, μπορεί να τους πούμε, ότι και στην καπιταλιστική επιχείρηση το θέμα έχει επίσης έτσι. Να εδώ μας έπιασαν. Δε θα προλάβετε (σ.μ.: να το δείτε αυτό)!

Στην καπιταλιστική επιχείρηση ο εργάτης είναι μισθωτός εργαζόμενος, επειδή η εργατική του δύναμη ενώνεται με τα μέσα παραγωγής μέσω της αγοράς, όπου λειτουργούν άλλες επιχειρήσεις, φίρμες, εταιρίες κλπ. Ο εργάτης, πουλώντας την εργατική του δύναμη, εισέρχεται στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Το προϊόν, που καταναλώνει για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης ο εργάτης της καπιταλιστικής επιχείρησης, είναι εμπόρευμα, επειδή το αγοράζει στην αγορά, όπου δρουν διάφοροι μεμονωμένοι παραγωγοί. Το προϊόν, που έχει παραχθεί από τον εργάτη, αποτελεί ιδιοκτησία της επιχείρησης, η οποία σύμφωνα με την προϋπόθεση ύπαρξής της πρέπει να το πουλάει στην αγορά. Εδώ συνεχώς λαμβάνει χώρα η διαδικασία αποξένωσης του προϊόντος, δηλαδή το πέρασμα από τον ένα ιδιοκτήτη στον άλλο.

Η ΕΣΣΔ όμως ήταν, στη ουσία, μια μεγάλη «φυσική οικονομία», όπου υπήρχε ένα συγκεντρωτικό σύστημα κατανομής των προϊόντων. Στην ΕΣΣΔ το προϊόν δεν αλλοτριωνόταν, επειδή δεν άλλαζε ιδιοκτήτη, δε μετέβαινε σε δεδομένη μορφή ιδιοκτησίας, μιλώντας χοντρικά, όλοι δούλευαν για το ένα μεγάλο καλάθι. «… Με τη μετατροπή της δραστηριότητας των ατόμων σε άμεσα καθολική ή κοινωνική, από τις εμπράγματες στιγμές της παραγωγής αίρεται αυτή η μορφή αποξένωσης». Η κάθε εργασία στην ΕΣΣΔ ήταν άμεσα κοινωνική εργασία, επειδή το κάθε προϊόν που είχε παραχθεί ήταν ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας. Κανείς υπάλληλος, διευθυντής ή άλλος εκπρόσωπος της σοβιετικής κομματικοοοικονομικής ελίτ δεν μπορούσε να ανακηρύξει τα προϊόντα που παράγονταν ή τα μέσα παραγωγής ιδιοκτησία του. Αυτοί μπορούσαν μόνο να εγγυηθούν κάποιο πλεονέκτημα κατά την κατανομή των αντικειμένων ατομικής κατανάλωσης.

Και ακόμα μια κάποια θεία Λιούσια από κάποιο μαγαζί τροφίμων, κρύβοντας παράνομα κάποιο σπάνιο προϊόν, ως προς το επίπεδο κατανάλωσης μπορούσε να ξεπεράσει και το μεγάλο κομματικό προϊστάμενο και

Page 66: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

το διευθυντή. Η ευημερία της θείας Λιούσιας στηριζόταν στο ότι μπορούσε να παρασιτεί με επιτυχία στο κοινωνικό σύστημα κατανομής. Σε κανέναν καπιταλισμό δε θα μπορούσε να εμφανιστεί μια παρόμοια θεία Λιούσια από το μαγαζί των τροφίμων, ακριβώς όπως και δε θα μπορούσαν να εμφανιστούν ελλείψεις που θα έβαζαν τη θεία Λιούσια σε προνομιακή θέση. Η θεία Λιούσια είναι αρρώστια της μεταβατικής περιόδου, όταν το σύστημα της άμεσα κοινωνικής κατανομής δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί, όταν (σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ) τεράστια ποσότητα εργασίας δαπανάται στην άμυνα, στα κοινωνικά κονδύλια κατανάλωσης, πράγμα που στο συνολικό κοινωνικό προϊόν μειώνει το ποσοστό που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση.

Ακόμα και αν η «σχιζοφρένεια» στο ΚΚΣΕ έφτανε εκείνο το επίπεδο, που δίπλα στον «καθοδηγητικό και κατευθυντήριο ρόλο» του κόμματος γραφόταν ότι όλα τα μέσα παραγωγής αποτελούν ιδιοκτησία των αποσπασμένων (σ.μ.: από την παραγωγή) κομματικών υπαλλήλων, τότε και αυτό δε θα άλλαζε τίποτα. Τα μέσα παραγωγής εξίσου θα παρέμεναν στη άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία, επειδή κατά την απουσία της αγοράς στόχος της λειτουργίας τους μπορούσε να είναι μόνο η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Η συνένωση της εργατικής δύναμης με τα μέσα παραγωγής θα παρέμενε ευθεία (σ.μ.: άμεση), η κατανομή των προϊόντων θα μπορούσε επίσης να έχει μόνο άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα. Η παραγωγή χάριν του κέρδους είναι δυνατή μόνο κατά την παρουσία πλήθους ιδιοκτητών, που συναλλάσσονται ο ένας με τον άλλο στην αγορά.

Τα εισαγόμενα προϊόντα που καταναλώνονταν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, επίσης δε μετατρέπονταν σε εμπορεύματα, μια και περνούσαν μέσα από το συγκεντροποιημένο σύστημα κατανομής. Το κράτος δεν μπορούσε να πουλήσει στο εσωτερικό της χώρας τα αγορασμένα στο εξωτερικό εμπορεύματα, μπορούσε μόνο να τα κατανείμει. Γιατί; Επειδή στο εσωτερικό της χώρας δεν υπήρχε πραγματικό χρήμα. Σημειώσαμε, ήδη, ότι το χρήμα στην πραγματικότητα μετατράπηκε σε εργασιακές αποδείξεις. Το κράτος αγόραζε εμπόρευμα στο εξωτερικό με πλήρες χρήμα - δολάρια ή άλλο συνάλλαγμα. Ενώ στο εσωτερικό το προϊόν κατανεμόταν με τα συνηθισμένα ρούβλια, τα οποία κανείς και πουθενά στο εξωτερικό δε θα δεχόταν για πληρωμή. Το κλασικό σχήμα Χ - Ε - Χ δε λειτουργούσε. Προέκυπτε Χ - Ε … Ηταν αδύνατον να μετατραπούν τα ρούβλια σε δολάρια, επειδή δεν ήταν χρήμα, αλλά ήταν εργασιακές αποδείξεις. Με αυτά τα ρούβλια δεν ήταν δυνατόν να αγοραστεί ούτε γη ούτε ένα αεροπλάνο ούτε ένα εργοστάσιο. Δεν υπήρχε ούτε αγορά συναλλάγματος ούτε χρηματιστήριο, όπου το ρούβλι θα μπορούσε να ανταλλαγεί με άλλο συνάλλαγμα. Στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν υπήρχε χρήμα. Και οι «κρατικοκαπιταλιστές» όλο οραματίζονται εμπορευματοχρηματικές σχέσεις.

Το ίδιο αφορά και το εξωτερικό εμπόριο. Ούτε εδώ ήταν δυνατό να ληφθεί υπεραξία. Επειδή στο εξωτερικό πουλιόταν άμεσα κοινωνικό προϊόν, που δεν είχε παραχθεί από μισθωτό εργαζόμενο, αλλά από όλη την κοινωνία. Από το σχήμα Χ - Ε - Χ αυτή τη φορά χανόταν το πρώτο Χ. Προέκυπτε … - Ε - Χ. Για την παραγωγή προϊόντος στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν χρησιμοποιούνταν αξίες, γι’ αυτό και το προϊόν της σοβιετικής κοινωνίας δεν αποτελούσε αξία. Η ΕΣΣΔ μπορούσε να δίνει εντελώς δωρεάν το μη καταναλωμένο στο εσωτερικό προϊόν, πράγμα που και έκανε συχνά. Σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ, αυτό πια δεν ήταν ανταλλαγή ανταλλακτικών αξιών, αλλά ανταλλαγή δραστηριοτήτων. Ομως αυτό μόνο σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ. Το εξαγόμενο από την ΕΣΣΔ προϊόν εμφανιζόταν ως εμπόρευμα μόνο σχετικά με την εξωτερική αγορά. Σχετικά με την ΕΣΣΔ δεν ήταν εμπόρευμα, αλλά εμφανιζόταν ως δραστηριότητα μεταβιβασμένη στο εξωτερικό.

Θα φέρουμε ένα κάπως ασυνήθιστο παράδειγμα. Θα φανταστούμε ότι στον πλανήτη γη νίκησε ο πλήρης κομμουνισμός. Ομως υπάρχει διαπλανητική αγορά, καπιταλιστικοί πλανήτες, γαλαξιακός χρυσός κλπ. Εάν οι γήινοι ασχοληθούν με την ανταλλαγή σε αυτήν την αγορά, αυτό δε σημαίνει ότι στη γη η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα. Για μας αυτή θα είναι ανταλλαγή δραστηριοτήτων, αν και σε σχέση με τη γαλαξιακή αγορά το προϊόν μας θα εμφανίζεται σαν εμπόρευμα.

Ακόμα στους «κρατικοκαπιταλιστές» αρέσει να μιλούν για τον καταμερισμό εργασίας στην ΕΣΣΔ, εξάγοντας από αυτό την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Συνάμα συγχέουν τον κοινωνικό

Page 67: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

καταμερισμό της εργασίας με τον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας. Ο πρώτος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της εμπορευματικής παραγωγής. Ο δεύτερος είναι φυσική κατάσταση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δεν οδηγεί στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κάθε καταμερισμός εργασίας, αλλά μόνο ο καταμερισμός εργασίας που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία. Στην «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» ο Μαρξ γράφει: «Ομως εάν δούλευαν σαν συλλογικοί ιδιοκτήτες, τότε δε θα είχε θέση η ανταλλαγή, αλλά η συλλογική κατανάλωση. Γι’ αυτό οι δαπάνες ανταλλαγής θα εξαλείφονταν. Θα εξαφανιζόταν όχι ο καταμερισμός εργασίας (γενικά), αλλά ο καταμερισμός εργασίας, που βασίζεται στην ανταλλαγή. Γι’ αυτό δεν είναι σωστή η θεώρηση του Τ. Σ. Μιλλ των εξόδων κυκλοφορίας σαν της απαραίτητης τιμής του καταμερισμού της εργασίας. Αυτά είναι έξοδα μόνο του αυθόρμητου καταμερισμού εργασίας, που δε βασίζεται στην κοινότητα της ιδιοκτησίας, αλλά στην ατομική ιδιοκτησία». Κατά τη σχεδιοποιημένη διαχείριση της οικονομίας (της παραγωγής και της κατανομής) η κάθε εργασία, συμπεριλαμβανομένου και του σκαψίματος χαντακιών, μετατρέπεται σε άμεσα κοινωνική, επειδή γίνεται σύμφωνα με το κοινωνικό πλάνο και για το κοινωνικό όφελος.

Το να εξαλειφθεί πλήρως ο καταμερισμός της εργασίας, ιδιαίτερα της πνευματικής και της χειρωνακτικής, είναι δυνατό μόνο στην πιο πλήρη ανάπτυξη του κομμουνισμού.

«Η οικονομική βάση για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους είναι μια τόσο υψηλή ανάπτυξη του κομμουνισμού, που εξαφανίζει την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία και συνεπώς εξαφανίζει μια από τις σπουδαιότερες πηγές της σύγχρονης κοινωνικής ανισότητας, και μάλιστα μια τέτια πηγή, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξαλειφθεί μεμιάς, με μόνο το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία, με μόνη την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών».

Μιλώντας για το ρόλο των ειδικών στην εργασία, στο έργο: «Για το ρόλο και τα καθήκοντα των συνδικάτων», ο Λένιν σημείωνε ότι οι ειδικοί θα παραμείνουν ιδιαίτερο στρώμα «στο μέλλον μέχρι την επίτευξη του υψηλότερου σταδίου ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας». Η ΕΣΣΔ εκινείτο στην κατεύθυνση της κατάργησης του καταμερισμού εργασίας. Εκστρατείες στις βάσεις (σ.μ.: παραγωγής) λαχανικών και ταξίδια «για την πατάτα» για τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους εργαζόμενους της επιστήμης. Ποιοτική και ίση για όλα τα στρώματα της κοινωνίας σχολική εκπαίδευση. Προσπελασιμότητα των ΑΕΙ. Αναπτυγμένο σύστημα κινηματογράφων, θεάτρων, λεσχών κλπ. Η ΕΣΣΔ ήταν η χώρα που διάβαζε περισσότερο. Θυμηθείτε, το γραμματοκιβώτιο του κάθε εργάτη ξεχείλιζε από τα περιοδικά, στα οποία ήταν συνδρομητής.

Στην ΕΣΣΔ οι άνθρωποι απολάμβαναν ίσες προϋποθέσεις ανάπτυξης. Και αυτό είναι εκείνη η βάση, στην οποία στο μέλλον θα γίνει δυνατή η εξάλειψη της διαφοράς μεταξύ της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΛΧΟΖ

Θα εξετάσουμε λεπτομερέστερα πώς εκτυλίσσονταν οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και των κολχόζ. Πιο πάνω δείχτηκε, ήδη, ότι τα κολχόζ λειτουργούσαν σύμφωνα με το κρατικό πλάνο. Πόσο και τι θα σπείρουν, με τι τιμή θα δώσουν την παραγωγή, το καθόριζε το κράτος.

Αλλωστε για μεγάλο διάστημα δε γινόταν καθόλου συζήτηση για τις τιμές αγοράς (σ.μ.: από το κράτος). Μεταξύ του κράτους και των κολχόζ πρακτικά απουσίαζαν οι «χρηματικές» σχέσεις (ακόμα και εκείνες οι τυπικές, που υπήρχαν μεταξύ των επιχειρήσεων της βιομηχανίας). Το κράτος μέσω των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών του (ΜΤΣ) παρείχε υπηρεσία στα κολχόζ, δηλαδή έσπερνε, όργωνε, μάζευε τη σοδειά. Για αυτά το κράτος έπαιρνε σημαντικό μέρος της παραγωγής. Αυτό ονομαζόταν φυσική πληρωμή. Ο,τι έμενε μετά τη φυσική πληρωμή μοιραζόταν στους κολχόζνικους σύμφωνα με τις εργατοημέρες. Τότε δεν πλήρωναν μισθό στους κολχόζνικους. Είναι γνωστό το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο στα κολχόζ ούτε που μετριόταν το

Page 68: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

κόστος παραγωγής. Το καθήκον ήταν μόνο να γίνει έγκαιρα η σπορά, η συλλογή και να παραδοθεί στο κράτος η προβλεπόμενη από το πλάνο παραγωγή.

Ουσιαστικά, στην αγορά μπορούσε να κατευθυνθεί μόνο ό,τι έμεινε στο κολχόζ και τους κολχόζνικους μετά τη φυσική πληρωμή. Αυτό ονομαζόταν περισσεύματα. Ακριβώς με την παρουσία αυτών των περισσευμάτων ο Ι. Στάλιν εξηγούσε την ύπαρξη στην ΕΣΣΔ «εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ιδιαίτερου είδους». «Για να εξυψώσουμε τη κολχόζνικη ιδιοκτησία μέχρι το επίπεδο της παλλαϊκής ιδιοκτησίας, πρέπει να αποσυνδέσουμε τα περισσεύματα της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και να τα εντάξουμε στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ της κρατικής βιομηχανίας και των κολχόζ. Εδώ βρίσκεται η ουσία».

Η αγορά αυτών των περισσευμάτων ήταν πολύ μικρή. Τα κολχόζ μπορούσαν να πάρουν κάτι το ένα από το άλλο, ας πούμε, για τη συμπλήρωση του αποθέματος των σπόρων ή να πουλήσουν προϊόντα σε ιδιώτες. Δεν υπήρχαν άλλοι στους οποίους να πουλήσουν τα «περισσεύματα», λόγω του ότι η μεταποιητική βιομηχανία, τα καταστήματα έπαιρναν την αγροτική παραγωγή μέσω του κρατικού συστήματος κατανομής. Η αγορά (με λιανικό εμπόριο, ανταγωνισμό) αγροτικών προϊόντων στην ΕΣΣΔ απουσίαζε, σωστότερα, ήταν περιορισμένη στις αγορές των κολχόζ (σ.μ. λαϊκές αγορές, παζάρια) που ο τζίρος τους τις καλύτερες εποχές δεν ξεπερνούσε το 6% της αγροτικής παραγωγής. Το βασικό προϊόν της κολχόζνικης παραγωγής γινόταν παλλαϊκή ιδιοκτησία και κατανεμόταν συγκεντροποιημένα από τα όργανα σχεδιασμού.

Πρακτικά την αγροτική οικονομία την ασκούσε το κράτος. Οι κρατικοί ΜΤΣ έσπερναν, όργωναν, μάζευαν. Οι κρατικές επιχειρήσεις μεταποιούσαν. Το κράτος ασχολιόταν με την κατανομή του βασικού όγκου της αγροτικής παραγωγής. Το κράτος ακόμα διεύθυνε άμεσα τα κολχόζ. «Τα προβλήματα αύξησης της αγροτικής παραγωγής και η μεγέθυνση των καθηκόντων του πλάνου απαιτούσαν ώστε οι αγρότες να εργάζονται όσο το δυνατόν περισσότερο στα χωράφια των κολχόζ… Το Μάη του 1939 ψηφίστηκε απόφαση για την υποχρεωτική εκτέλεση ενός ελάχιστου εργατοημερών στα κολχόζ».

Είναι γνωστό ότι η κολεκτιβοποίηση που τρόμαξε τους αγρότες οδήγησε στην πείνα των ετών 1932-1933. Ομως ήδη μέχρι το 1936 το μη εμπορευματικό σύστημα κατανομής των αγροτικών προϊόντων που δημιουργήθηκε έδειξε τη δυνατότητά του, ακόμα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, να τρέφει όλον τον πληθυσμό της χώρας. «Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι το 1936, λόγω των κλιματικών συνθηκών, τη χώρα την έπληξε κακή σοδειά… Η σοδειά δημητριακών που μαζεύτηκε (56 εκ. τόνοι) ήταν κατά μια τάξη μεγέθους μικρότερη ακόμα και από το «πεινασμένο» 1932 (67 εκ. τόνοι)… Ομως στη χώρα δεν υπήρξε μαζική πείνα. Η επίσημη προπαγάνδα το εξηγούσε με τη «θαυμάσια δουλειά των δουλευτών των κολχόζνικων χωραφιών, που προκάλεσε τη φύση». Ομως εδώ μπορούμε μάλλον να διακρίνουμε μια κάποια υπεροχή της σχεδιοποιημένης - κατανεμητικής οικονομίας που είχε δημιουργηθεί, που επέτρεψε να δημιουργηθούν αποθέματα σιτηρών, να κατανεμηθούν πιο συγκεντρωτικά και ισομερώς».

Το 1958 οι ΜΤΣ παραδόθηκαν στα κολχόζ. Ομως και αυτό το εξαιρετικά αμφίβολο μέτρο δε μετέτρεψε τα κολχόζ σε ανταλλακτικά νοικοκυριά. Παρέμεναν, όπως και πριν, κρίκοι του ενιαίου συμπλέγματος της λαϊκής οικονομίας.

Η προσπάθεια σύγκρισης του σοβιετικού κολχόζ με ένα νοικοκυριό, που λειτουργεί σε συνθήκες καπιταλισμού, δεν αντέχει καμιά κριτική. Εκεί - ανταγωνισμός, αναρχία, κρίσεις υπερπαραγωγής, ανάγκη λήψης κέρδους, απειλή καταστροφής. Στην ΕΣΣΔ - αυστηρή σχεδιοποίηση, εγγύηση της «πώλησης» της παραγωγής και λήψης της απαραίτητης τεχνικής για την παραγωγή, αδύνατο των κρίσεων και της καταστροφής. Στην έκδοση «Ο αγροτικός τομέας των ΗΠΑ στο τέλος του 20ού αιώνα», που ετοιμάστηκε από το Ινστιτούτο ΗΠΑ και Καναδά, αναφέρονται οι εξής αριθμοί: στις ΗΠΑ από το 1950 έως το 1995 ο αριθμός των φαρμών μειώθηκε από 5.648 χιλιάδες στις 2.073 χιλιάδες. Στην ΕΣΣΔ από το 1929 έως το 1991 δε διαλύθηκε σύμφωνα με την αρχή της «μη κερδοφορίας» κανένα κολχόζ, όπως και δεν έκλεισε καμιά βιομηχανική επιχείρηση. Στην ΕΣΣΔ ακόμα δεν υπήρχε ο αναπόφευκτος κατά τον καπιταλιστικό τρόπο

Page 69: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

παραγωγής νόμος για τη χρεοκοπία, επειδή εθεωρείτο απολύτως τεκμηριωμένα ότι στην κοινωνική οικονομία δεν μπορούν να υπάρχουν χρεοκοπίες.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

... Ομως το να οργανωθεί σχεδιοποιημένη παραγωγή και κατανομή δεν είναι ακόμα αρκετό. Είναι απαραίτητο να γίνει έτσι, ώστε όλη αυτή η οικονομία να λειτουργεί αποτελεσματικά, ώστε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρο για δουλιά. Η σχεδιοποιημένη οικονομία είναι ένα σύνθετο ιεραρχικό παραγωγικό σύστημα. Τα λάθη κατά την οικοδόμηση αυτού του συστήματος μπορεί να στοιχίσουν ακριβά στην κοινωνία. Για να μην ξαναπέσουμε στην ίδια παγίδα δεύτερη φορά, είναι σημαντικό να μελετήσουμε τη σοβιετική εμπειρία οικοδόμησης της ενιαίας σχεδιοποιημένης οικονομίας.

Ενα από τα σημαντικά ζητήματα για τη μελλοντική κοινωνία θα γίνει το ζήτημα των κινήτρων για την εργασία (επειδή οι άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι να εργάζονται στην υλική παραγωγή για πολύ καιρό ακόμα). Αυτό το πρόβλημα απασχολούσε ακόμα τους πρώτους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Στην «Ουτοπία» του ο Τόμας Μορ γράφει: «Με ποιο τρόπο μπορεί να προκύψει πληθώρα προϊόντων, εάν ο καθένας αποφεύγει τη δουλιά, επειδή δεν τον σπρώχνει σε αυτήν ο υπολογισμός του ατομικού κέρδους, και, από την άλλη πλευρά, η ελπίδα για την ξένη εργασία δίνει τη δυνατότητα να τεμπελιάζει;»

Το ίδιο βασανίζει και τον Εμίλ Ζολά. Με τα χείλη του νέου σοσιαλιστή στο διήγημα «Το χρήμα» ρωτάει: «Φυσικά, ο υπάρχων κοινωνικός σχηματισμός οφείλει την επί κέρδος, αλλά και η πείνα, η ανεργία, ο φόβος να βρεθείς στη θέση του αποδιωγμένου. Τι κίνητρα θα έχουν οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία; Στην ΕΣΣΔ το ζήτημα της παρότρυνσης στην εργασία παρέμεινε άλυτο. Η χαρούμενη παροιμία - όπου να ‘ναι δουλεύουμε, φτάνει να μη δουλεύουμε - μπορούσε να εμφανιστεί μόνο στη χώρα μας της περιόδου της προσπάθειας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε κατάλληλο έδαφος για παρόμοια αστεία. Να τι γράφει για τη σχέση με την εργασία στην ΕΣΣΔ στο βιβλίο «Ο κομμουνισμός ως πραγματικότητα» ο Α. Ζινόβιεφ: «Η κομμουνιστική κοινωνία, επαναλαμβάνω, είναι η κοινωνία των κακά εργαζομένων ανθρώπων. Αυτό δεν είναι εθνικό ρώσικο χαρακτηριστικό. Η εμπειρία των άλλων κομμουνιστικών χωρών επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό». Σχετικά με την ΕΣΣΔ η παρατήρηση του Ζηνόβιεφ μπορεί να γίνει αποδεκτή ως πλήρως θεμελιωμένη.

Η απουσία κινήτρων για την εργασία συμβάλλει στην εμφάνιση νέας μορφής εκμετάλλευσης. Η καταστροφή των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, δηλαδή του καπιταλισμού, δεν εγγυάται ακόμα την εξάλειψη κάθε εκμετάλλευσης. Εάν δεν μάθουμε να κατανέμουμε σωστά το συνολικό κοινωνικό προϊόν, τότε μπορεί να μας προκύψει εκμετάλλευση μόνο σε αλλαγμένη μορφή.

Φανταστείτε μια κοινωνία όπου έχουν εξαλειφτεί οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κάθε είδους. Φυσικά, δεν υπάρχει κανενός είδους χρήμα. Στη θέση τους δίνουν στους ανθρώπους αποδείξεις για το δικαίωμά τους στη λήψη ενός μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Το μέρος αυτό καθορίζεται μόνο από την ποσότητα του εργάσιμου χρόνου που έχει παραδοθεί στην κοινωνία όπως, στην ουσία, αυτό και προϋπέθεταν ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Σαν αποτέλεσμα και ο δουλευταράς και ο τεμπέλης θα πάρουν τα ίδια. Σε ένα τέτιο σύστημα γεννιέται αναπόφευκτα ένας ολόκληρος στρατός τεμπέληδων, ατζαμήδων, χαραμοφάηδων, επαγγελματιών αρρώστων και άλλου παρόμοιου κοινού. Θα βρεθούν πολλοί άνθρωποι, που θα προσαρμοστούν να παίρνουν από την κοινωνία πολύ περισσότερο από όσο της δίνουν, δηλαδή θα ζουν με ξένο λογαριασμό (σ.μ.: σε βάρος άλλων) - θα γίνουν εκμεταλλευτές. Τους ενθουσιώδεις, που θα καλούν τους άλλους στη συνειδητότητα και την τίμια δουλιά, θα τους βλέπουν σαν χαζούληδες. «Εσύ τι θες, σου χρειάζονται περισσότερα από όλους;» - θα ακούει ο κάθε τέτιος ενθουσιώδης σε κάθε βήμα. «Οποιος δε δουλεύει, αυτός τρώει» - αυτό το σύνθημα του μαύρου τεμπέλη από την ταινία «Επιχείρηση «Υ» και άλλες περιπέτειες του Σούρικ» θα γίνει το σύνθημα πάρα πολλών. Μόνο που να τους αναγκάσεις να δουλέψουν, όπως έκανε ο Σούρικ, δε γίνεται. Είναι δυνατό κανείς να δουλέψει οκτώ ώρες και μπορεί απλά να την κοπανήσει. Και γιατί να δουλέψει, εάν και για τη δουλιά, και για την κοπάνα θα πάρει τα ίδια. Οι συζητήσεις

Page 70: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

σχετικά με το ότι οι άνθρωποι θα δουλεύουν για το κοινό καλό είναι πολύ αφηρημένες. Ενώ το ότι τεμπελιάζοντας μπορείς να πάρεις όσα και δουλεύοντας - αυτό είναι ήδη συγκεκριμένο. Ο βολεψάκιας θα μπορέσει να προσαρμοστεί να ζει με ξένο λογαριασμό σε βάρος άλλων. Ταυτόχρονα, δε θα υπάρχουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κανενός είδους, κανενός είδους καπιταλισμός. Θα εμφανιστεί ένας νέος τύπος εκμεταλλευτών. Σε εκμεταλλευτές δε θα τους μετατρέψει ούτε το κεφάλαιο, ούτε η ατομική ιδιοκτησία, αλλά οι αδυναμίες στο σύστημα κατανομής του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Παραδείγματα παρόμοιας εκμετάλλευσης στην ΕΣΣΔ υπήρχαν με περίσσευμα.

Την εμφάνιση παρόμοιων εκμεταλλευτών παρατηρούσαν την αυγή ακόμα της Σοβιετικής εξουσίας. Να ένα απόσπασμα από γράμμα κολχόζνικου, γραμμένο το 1935: «Στο Σύνταγμα πρέπει να μπει ιδιαίτερη παράγραφος για το ότι οι ικανοί για εργασία άνδρες και γυναίκες, που όμως δε δουλεύουν καθόλου ή δεν ασχολούνται με κάποια χρήσιμη δουλιά για την κοινωνία, στερούνται τα πολιτικά δικαιώματα. Αλλιώς γεννιέται μια νέα σοβιετική αστική τάξη - οι τεμπέληδες χαραμοφάηδες».

Και πού βρίσκεται η διέξοδος; Η διέξοδος, κατά την άποψή μας, βρίσκεται στη σωστή οργάνωση της άμιλλας. Στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε πραγματική άμιλλα. Ο εργαζόμενος, κατά κανόνα, αναλάμβανε κάποιες υποχρεώσεις για την εκπλήρωση του πλάνου πριν από την προθεσμία και αυτό ονομαζόταν άμιλλα. Ποιος με ποιον αμιλλάται δεν είναι κατανοητό. Εκτός αυτού, μια τέτοια «άμιλλα» παρακινούσε τους εργαζόμενους και ολόκληρες επιχειρήσεις στη μείωση του πλάνου. Το πενταετές πλάνο σε δυο χρόνια. Αυτό μπορεί να σημάνει μόνο ότι το πλάνο ήταν μειωμένο. Ως αποτέλεσμα μιας τέτιας «σοσιαλιστικής άμιλλας» ο ατζαμής γινόταν ηγέτης και αυτός που δούλευε πραγματικά γινόταν καθυστερημένος.

Ο Λένιν επίσης καταλάβαινε την αναγκαιότητα οργάνωσης της άμιλλας. Στην εργασία «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής εξουσίας» απαιτούσε να επιτευχθεί «ώστε η σύγκριση των αποτελεσμάτων της οικονομικής δουλιάς του νοικοκυριού των ξεχωριστών κομμουνών να γίνει αντικείμενο κοινού ενδιαφέροντος και μελέτης, ώστε οι πρωτοπόρες κομμούνες να επιβραβεύονται γρήγορα (με μείωση για ορισμένη περίοδο της εργάσιμης ημέρας, με αύξηση του μισθού, με την παροχή μεγαλύτερης ποσότητας πολιτιστικών ή αισθητικών αγαθών και αξιών κλπ.)». Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η «σύγκριση». Χωρίς σύγκριση των αποτελεσμάτων της εργασίας δεν μπορεί να υπάρξει άμιλλα.

Η επιστήμη στην ΕΣΣΔ δεν έστεκε αμετακίνητη. Με στόχο την αύξηση του ενδιαφέροντος για την εργασία έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας διάφορα συστήματα οργάνωσης της άμιλλας. Ενα από αυτά τα συστήματα είναι το «Πουλσάρ» (σ.μ.: «προωθητής»). Σε τι συνίσταται η ουσία αυτού του συστήματος;

Οπως είναι γνωστό το συνολικό κοινωνικό προϊόν χωρίζεται σε δυο μέρη: το ένα πηγαίνει για τη διεύρυνση της παραγωγής και τη συσσώρευση, το άλλο στην ατομική κατανάλωση των μελών της κοινωνίας. Αυτό το δεύτερο μέρος, με τη σειρά του, πρέπει να διαιρεθεί και πάλι στα δυο. Από αυτό παρέχεται στο κάθε μέλος της κοινωνίας το ελάχιστο απαραίτητο, για μια πλήρη ανάπτυξη, επίπεδο κατανάλωσης και δημιουργείται το κονδύλι επιβράβευσης το οποίο κατανέμεται μέσω της άμιλλας. Η ίδια η άμιλλα οργανώνεται με τον εξής τρόπο: «Να αλλαχτεί η αρχή, βάσει της οποίας αξιολογείται η δραστηριότητα του εργαζόμενου και της κολεκτίβας, ο εργαζόμενος και η κολεκτίβα να μην κρίνονται στη βάση του εάν αυτός εκτελεί τις νόρμες, τα πλάνα ή όχι, επειδή αυτό δημιουργεί το συμφέρον της μείωσης των τελευταίων, αλλά στη βάση του ελέγχου του μέτρου της εργασίας, δηλαδή του ελέγχου ποιος κάνει καλύτερα και περισσότερα - ανεξάρτητα από την τυπική εκπλήρωση της νόρμας και του πλάνου. Στη βάση ενός τέτιου ελέγχου να καθορίζονται οι καλύτεροι και οι εργαζόμενοι που καθυστερούν. Εκείνοι που, από τα ετήσια αποτελέσματα της δουλιάς, μπήκαν στο 10% των καλύτερων να αμείβονται με προαγωγή ή αύξηση του μισθού, ενώ εκείνοι που έμειναν στο 10% των καθυστερούντων να υποβιβάζονται ή να μειώνεται ο μισθός τους».

Κατά την άποψή μας, με την οργάνωση άμιλλας, που να βασίζεται στη σύγκριση, είναι δυνατόν να λυθεί το ζήτημα της παρότρυνσης στην εργασία. Βασικό κριτήριο της άμιλλας θα έπρεπε να γίνει η μείωση των δαπανών εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, με αναγκαία εκπλήρωση του πλάνου. Στην ουσία το πλάνο γενικά

Page 71: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

δεν μπορεί να είναι αντικείμενο άμιλλας. Απλά πρέπει να εκτελείται υποχρεωτικά απαρέγκλιτα σε πλήρη όγκο.

Οι αντιρρήσεις εναντίον της οργάνωσης πραγματικής άμιλλας είναι γνωστές. Θα αναγεννήσει, δήθεν, τον ανταγωνισμό, θα οδηγήσει στην εμφάνιση του εμπορικού απορρήτου και τα παρόμοια. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σύντομα σε αυτές τις αντιρρήσεις.

Τι ξεχωρίζει τον ανταγωνισμό από την άμιλλα; Στόχος του ανταγωνισμού είναι το κέρδος, στόχος της άμιλλας - το προϊόν. Εάν μια επιχείρηση παράγει περισσότερα, καλύτερα και με λιγότερες δαπάνες, τότε κερδίζει όλη η κοινωνία, επειδή όλο το προϊόν της επιχείρησης είναι κοινωνικό.

Επίσης, ούτε μπορεί να γίνει λόγος για κανένα «εμπορικό» απόρρητο. Η γνωστοποίηση στην κοινωνία, με στόχο τη γενική εφαρμογή, όλων των πρωτοπόρων επεξεργασιών πρέπει να είναι απαραίτητη προϋπόθεση της άμιλλας. Οι κολεκτίβες πρέπει να επιβραβεύονται για τους νεωτερισμούς που διευκολύνουν τη διαδικασία παραγωγής. Αυτοί οι νεωτερισμοί πρέπει να είναι ένας από τους δείκτες που καθορίζουν τη θέση της κολεκτίβας στην άμιλλα.

Η οργάνωση καθολικής άμιλλας είναι ο συντομότατος (και, μπορεί, ο μόνος) δρόμος εξόδου του ανθρώπου από τη διαδικασία της υλικής παραγωγής. Η άμιλλα μετατρέπει σε δημιουργική την κάθε εργασία. Υποχρεώνει τον ίδιο τον άνθρωπο, όχι κάτω από τη μαγκούρα, να εργάζεται περισσότερο εντατικά, να ψάχνει συνέχεια κάτι καινούργιο. Η έξοδος του ανθρώπου από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής γίνεται με την πληρέστερη βύθισή του σε αυτήν τη σφαίρα. Η υλική παραγωγή πρέπει να μετατραπεί σε άμιλλα, σε αντικείμενο μόνιμου ενδιαφέροντος και φροντίδας των ανθρώπων. Η οργάνωση άμιλλας για τη μείωση των δαπανών εργασίας θα εξαναγκάζει τις επιχειρήσεις να αναζητούν δυνατότητες μείωσης της χειρωνακτικής εργασίας, στο βαθμό που, όπου υπάρχει περισσότερη χειρωνακτική εργασία, υπάρχουν περισσότερες δαπάνες εργασίας, και σημαίνει, η επιχείρηση θα καταλαμβάνει χαμηλή θέση στην άμιλλα και οι εργαζόμενοί της θα απολαμβάνουν λιγότερα προϊόντα από την κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, η άμιλλα πρέπει να γίνει εκείνη η ατμομηχανή, που θα αποκόψει τον άνθρωπο από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής και θα του αφήσει μόνο τη λειτουργία της διεύθυνσης των διαδικασιών.

Αλλο κίνητρο για παραγωγική εργασία εκτός από την άμιλλα, που βασίζεται στην υλική παρότρυνση, στο δικαίωμα απολαβής μεγαλύτερου μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος, από τον ηττημένο, απλά δεν υπάρχει.

Και εάν γυρίσουμε τις πλάτες στην πείρα της μοναδικής στην ιστορία της ανθρωπότητας προσπάθειας οικοδόμησης του σοσιαλισμού ή εάν υποκαταστήσουμε την ανάλυσή της με το μύθο περί κρατικού καπιταλισμού, αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο μέλλον στην επανάληψη λαθών, τα οποία θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Εάν δεν καταλάβουμε το παρελθόν, θα προχωρήσουμε με κλειστά τα μάτια. Και τα κλειστά μάτια στους κομμουνιστές είναι, πρώτα από όλα, προς συμφέρον των καπιταλιστών.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ

(1920 – 1991)

του Β. Ν. Βολόβιτς

Μετά την ολοκλήρωση της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, τα πιο σημαντικά προβλήματα στην οικονομική ζωή της νέας κοινωνίας ήταν τα προβλήματα της αγοράς και του

Page 72: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

σχεδίου (σ.μ.: πλάνου). Αυτό εξηγείται με το ότι τα βασικά μέσα παραγωγής από αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ως αποτέλεσμα της εθνικοποίησης) μετατράπηκαν σε αντικείμενα κοινωνικής-κρατικής ιδιοκτησίας, πράγμα που απαιτούσε ενιαία συγκεντροποιημένη διεύθυνση της οικονομίας και, επομένως, τη σχεδιοποίησή της. Από την άλλη πλευρά και μέσα στα όρια της κρατικής ιδιοκτησίας (για να μην αναφέρουμε τους ιδιωτικοκαπιταλιστικούς τομείς που είχαν διατηρηθεί) συνέχιζαν να λειτουργούν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, πράγμα που υπεδείκνυε την ανάγκη κατά τη μεταβατική περίοδο του σοσιαλισμού να υπολογίζεται και ο ρόλος των σχέσεων της αγοράς. Απολύτως φυσικά, και για το ζήτημα της αγοράς, και για το ζήτημα του σχεδίου, τόσο στη θεωρία, όσο και στην πρακτική, ξέσπασαν οξείες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, που δεν κόπασαν στη διάρκεια όλης της ιστορίας της σοβιετικής εξουσίας, δηλαδή χρονολογικά το διάστημα 1917-1991. Ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι στην πραγματική οικονομική ζωή τέτια οικονομικά φαινόμενα όπως η αγορά και το σχέδιο είναι στενά αλληλοσυνδεόμενα και το ένα προϋποθέτει το άλλο, από τη σκοπιά της θεωρητικής τους αποσαφήνισης και ανάλυσης, πρέπει, όπως νομίζουμε, η συζήτηση για τα δεδομένα προβλήματα να εξετάζεται ξεχωριστά, σε συνάρτηση με τις φάσεις ανάπτυξης της σοβιετικής σοσιαλιστικής οικονομίας, δηλαδή ξεκινώντας από την εποχή του λεγόμενου πολεμικού κομμουνισμού και καταλήγοντας με την εποχή του λεγόμενου αναπτυγμένου σοσιαλισμού.

Είναι γνωστό ότι οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού, υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα απονέκρωσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στον κομμουνισμό, δεν αρνούνταν παρ’ όλα αυτά την αναγκαιότητα διατήρησης και αξιοποίησής τους την περίοδο περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ετσι, στην εργασία του «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» ο Β. Ι. Λένιν υπεδείκνυε ευθέως ότι «Κατά το πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία στη σοσιαλιστική, είναι απολύτως αδύνατο να κάνουμε χωρίς νόμισμα είτε να το αντικαταστήσουμε με νέο σε σύντομο χρονικό διάστημα». Ομως οι προαναφερθείσες θεωρητικές αντιλήψεις ανατράπηκαν από την πραγματική οικονομική ζωή ακόμα από τα πρώτα χρόνια του σοβιετικού κράτους - την περίοδο της πολιτικής του πολεμικού κομμουνισμού (την περίοδο της κατανομής των προϊόντων), όταν ως βασική μορφή οικονομικών δεσμών εμφανίζονταν οι φυσικές σχέσεις, που χαρακτηρίζονταν από την ευθεία ανταλλαγή προϊόντων. Η εποχή του πολεμικού κομμουνισμού καταλάμβανε την περίοδο από το Γενάρη του 1919 έως το Μάρτη του 1921. Εκείνη την περίοδο τέθηκε στην ουσία το καθήκον της βεβιασμένης χρονικά κατάργησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη νέα κοινωνία, του περάσματος, σύμφωνα με τα λόγια του Β. Ι. Λένιν στο άμεσο πέρασμα στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή. Αναπτύσσοντας τη δεδομένη ιδέα γνωστοί σοβιετικοί οικονομολόγοι, όπως ο Σ. Γ. Στρουμίλιν, ο Ε. Σ. Βάργκα, θεωρούσαν ότι ο υπολογισμός των κοινωνικά αναγκαίων δαπανών εργασίας ήδη μπορεί να γίνεται όχι σε χρηματική (αξιακή) μορφή, αλλά σε μονάδες εργάσιμου χρόνου ως φυσικού μέτρου μέτρησης των εργασιακών λειτουργιών της εργατικής δύναμης. Οι δεδομένες ιδέες βρήκαν ακριβώς την αντανάκλασή τους στη «φυσικοποίηση» της οικονομικής ζωής εκείνου του καιρού, πράγμα που επαληθεύεται και από μερικά στατιστικά δεδομένα. Ετσι, εάν το 1917 για την πληρωμή σε φυσική μορφή αντιστοιχούσε το 5% του μισθού, το 1918 το 48%, το 1919 το 80% και το 1920 το 93%.

Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η οικονομία της σοβιετικής Ρωσίας βρέθηκε σε εξαιρετική κακή κατάσταση. Για να ενεργοποιηθεί η οικονομική ζωή της χώρας έπρεπε να γίνει ένα πέρασμα από τις καθαρά διοικητικές μεθόδους διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας σε οικονομικές μεθόδους και από τη σκοπιά των οικονομικών μεθόδων να γίνει πέρασμα από τις φυσικές σχέσεις στις αξιακές - εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ολα αυτά βρήκαν την ενσάρκωσή τους στη λεγόμενη νέα οικονομική πολιτική (τη φημισμένη ΝΕΠ). Αφετηρία της ΝΕΠ θεωρείται το 1921. Συγκεκριμένα η νέα οικονομική πολιτική εμφανίστηκε σε αντικατάσταση της κατανομής προϊόντων (που ήταν χαρακτηριστική για την εποχή του πολεμικού κομμουνισμού) με το φόρο σε είδος - φόρο σε στάρι.

Στο πολιτικό επίπεδο η ιδέα της νέας οικονομικής πολιτικής επικυρώθηκε στα ντοκουμέντα του 10ου Συνεδρίου του ΡΚΚ(μπ), που έγινε την 15 Μάρτη του 1921. Να τι έγραφε για αυτό ο Β. Ι. Λένιν: «Η κρίση άρχισε, μου φαίνεται, το Φλεβάρη του 1921. Ηδη την άνοιξη του ίδιου χρόνου αποφασίσαμε ομόφωνα - δεν είδα να έχουμε μεγάλες διαφωνίες σ’ αυτό το ζήτημα - αποφασίσαμε να περάσουμε στη νέα οικονομική πολιτική».

Page 73: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Το πέρασμα στη ΝΕΠ, η αναβίωση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων μαζί με το ξεπέρασμα κρισιακών οικονομικών φαινομένων σήμαινε και ενός είδους ενεργοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πράγμα το οποίο ευθέως υπεδείκνυε και ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν. Ετσι, στην εργασία του «Για το φόρο σε είδος» έγραφε: «Η ανταλλαγή είναι ελευθερία του εμπορίου, είναι καπιταλισμός. Μας είναι ωφέλιμη εφόσον θα μας βοηθήσει να πολεμήσουμε τη διασπορά του μικροπαραγωγού και, σε ορισμένο βαθμό, τη γραφειοκρατία. Το μέτρο θα το καθορίσει η πράξη, η πείρα».

Η ενεργοποίηση και διεύρυνση των ορίων των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη Σοβιετική Ρωσία και μετέπειτα και στην ΕΣΣΔ προχωρούσε όχι μόνο από το γνωστό κλασικό δρόμο της ενεργοποίησης της σφαίρας του εμπορίου, αλλά και από το δρόμο της εισαγωγής νέων μορφών διαχείρισης, ιδιαίτερα από το δρόμο της εισαγωγής στις παραγωγικές επιχειρήσεις (τραστ) της ιδιοσυντήρησης, πράγμα στο οποίο έδινε μεγάλη προσοχή ο Β. Ι. Λένιν. Αυτός είναι που αποκάλυψε την ουσία και έδωσε την κοινωνικοοικονομική εκτίμηση της σοσιαλιστικής μορφής του συνεταιρισμού, αναγνωρίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, στην οικονομική δομή του σοσιαλισμού δυο τομείς της οικονομίας: τον κρατικό και τον συνεταιριστικό και, επομένως, και δυο μορφές ιδιοκτησίας: την κρατική και τη συνεταιριστική. Αντικειμενικά, ο οικονομικός δεσμός μεταξύ των μορφών ιδιοκτησίας που αναφέρθηκαν μπορούσε να πραγματοποιείται μόνο στα όρια εμπορευματικών σχέσεων αγοράς.

Παίρνοντας υπόψη το σοσιαλιστικό προσανατολισμό της ανάπτυξης της οικονομίας και στις συνθήκες της ΝΕΠ, το σοβιετικό κράτος έδινε μεγάλη σημασία εκείνη την περίοδο στη ρύθμιση των σχέσεων της αγοράς, και ακόμα στη διατήρηση στα χέρια του κράτους της μεγάλης βιομηχανίας και των μεταφορών, πράγμα που σε τελική ανάλυση επαληθεύτηκε πλήρως. Ανεξάρτητα από την κραιπάλη των εμπορευματοχρηματικών (αγοραίων) σχέσεων στις συνθήκες της ΝΕΠ, το σοβιετικό κράτος παρ’ όλα αυτά παρέμενε σοσιαλιστικό και ως προς το οικονομικό και ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο.

Η ανάπτυξη των σχέσεων της αγοράς την περίοδο της ΝΕΠ συνδεόταν άμεσα και με το πρόβλημα της εκτίμησης του ρόλου του χρήματος, με το πρόβλημα της αποκατάστασης του πιστωτικού συστήματος, που, κατά την περίοδο του λεγόμενου πολεμικού κομμουνισμού, είχε ουσιαστικά παραλύσει. Η επίλυση του καθήκοντος που είχε προκύψει, δυσκολευόταν ακόμα και από το ότι κατά τα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ είχε θέση τόσο μια εν μέρει, όσο και μια πλήρης άρνηση του ρόλου του χρυσού ως γενικού ισοδυνάμου και ως μέτρου της αξίας. Και για αυτό το ζήτημα είπε το βαρύνοντα λόγο του ο Β. Ι. Λένιν, πρώτα από όλα στο έργο του (1921) με την ονομασία «Για τη σημασία του χρυσού τώρα και μετά την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού», όπου υποστήριζε, ότι και στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου (αφού και εδώ λειτουργούν εμπορευματικές σχέσεις) ο χρυσός επιτελεί το ρόλο του χρήματος. Ομως για το δεδομένο πρόβλημα υπήρχαν και άλλες απόψεις. Ετσι, ο ήδη γνωστός εκείνη την εποχή επιστήμονας - οικονομολόγος Σ. Γ. Στρουμίλιν πρότεινε να δημιουργηθεί ένα ελεύθερο από το χρυσό «εμπορικό συνάλλαγμα», θεωρώντας, ότι τη λειτουργία του μέτρου της αξίας μπορεί να την επιτελεί με επιτυχία το χάρτινο χρήμα. Ο Ε. Πρεομπραζένσκι, προπαγανδίζοντας τη λεγόμενη «Θεωρία των απομνημονευμάτων», θεωρούσε ότι το ρόλο του χρήματος δεν τον επιτελεί ο πραγματικός, αλλά ο ιδεατός (αφηρημένος) χρυσός. Ενώ οι εκπρόσωποι της παλιάς αστικής σχολής (Σ. Κισελιώφ, Ν. Ντερεβένκο, Λ. Βόλιν, Σ. Περβούσιν) αντίθετα υπεδείκνυαν την άμεση σχέση, την περίοδο της ΝΕΠ, μεταξύ του χάρτινου χρήματος και του χρυσού, ταυτίζοντας στην ουσία τη μεταβατική οικονομία του σοσιαλισμού με την καπιταλιστική οικονομία, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τις οικονομικές πραγματικότητες.

Σοβιετικοί οικονομολόγοι όπως ο Α. Λεόντιεφ, ο Β. Ε. Μότιλεφ, ο Ι. Α. Τράχτενμπεργκ και άλλοι θεωρούσαν απολύτως ορθά, ότι βάση του σοβιετικού χρήματος πρέπει να είναι ο χρυσός. Ολα αυτά πάρθηκαν υπόψη στη νομισματική μεταρρύθμιση του 1922-1924. Εκείνη ακριβώς την περίοδο εισήχθη από το σοβιετικό κράτος στην κυκλοφορία μια σταθερή νομισματική μονάδα - το τσερβόνετς (σ.μ.: χαρτονόμισμα των 10 ρουβλιών), που στηριζόταν κατά το 1/4 σε πολύτιμα μέταλλα, σε σταθερό ξένο συνάλλαγμα σύμφωνα με τη χρυσή ισοτιμία και επίσης σε εμπορεύματα που ήταν εύκολο να πουληθούν. Η

Page 74: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

εισαγωγή και η κυκλοφορία του τσερβόνετς ήταν μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στη σφαίρα της χρηματικής κυκλοφορίας, αλλά και από τη σκοπιά της ανάπτυξης όλης της μεταβατικής οικονομίας του σοσιαλισμού.

Αρχίζοντας από τη δεκαετία του ’20 και μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ στην οικονομική βιβλιογραφία δεν σταματούσε η συζήτηση για το ρόλο του νόμου της αξίας, ως ρυθμιστή των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Και όλα άρχισαν από το πρόβλημα της συσχέτισης του «αντικειμενικού» και του «υποκειμενικού» στη σοσιαλιστική οικονομία. Για πολλούς σοβιετικούς οικονομολόγους ο νόμος της αξίας παρέμενε αυθόρμητος ρυθμιστής των σχέσεων της αγοράς. Το δεδομένο πρόβλημα, από τη μια μεριά, ήταν συνδεδεμένο με τη λεγόμενη αντικειμενικότητα των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού, από την άλλη με το πρόβλημα της συνειδητής τους αξιοποίησης με τη βοήθεια, κυρίως, της σχεδιοποίησης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Μια ορισμένη σαφήνεια για τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του νόμου της αξίας, προέκυψε μετά από συζητήσεις όπως η εισήγηση του Ι. Ι. Στεπάνωφ - Σκβορτσώφ «Τι είναι πολιτική οικονομία» το 1925, και επίσης η εισήγηση του εκπροσώπου της τροτσκιστικής αντιπολίτευσης Ε. Πρεομπραζένσκι «Ο νόμος της πολυτιμότητας* στη σοβιετική οικονομία» το 1926, η συζήτηση που οργανώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΣΕ το Νοέμβρη του 1951 για το νέο σχέδιο του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα των συζητήσεων που προαναφέρθηκαν, πολλοί σοβιετικοί οικονομολόγοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι στο σοσιαλισμό η δράση των οικονομικών νόμων έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, πράγμα που δεν έρχεται σε αντίθεση με τον υποκειμενικό παράγοντα, τη στοχοθετημένη αξιοποίησή τους με τη βοήθεια της συγκεντροποιημένης διεύθυνσης και σχεδιοποίησης της σοσιαλιστικής οικονομίας.

Οι συζητήσεις για τη σχεδιοποίηση τη σοσιαλιστικής παραγωγής, όπως και για τις εμπορευματοχρηματικές (αγοραίες) σχέσεις, άρχισαν αμέσως μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Σε αυτό συντέλεσαν η εθνικοποίηση από τη σοβιετική εξουσία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η εισαγωγή του λεγόμενου εργατικού ελέγχου. Αρνούμενοι το ίδιο το γεγονός της εθνικοποίησης και της εισαγωγής του εργατικού ελέγχου, οι αστοί οικονομολόγοι (Α. Ν. Ντολγκώφ, Σ. Ν. Προκόποβιτς, Β. Ι. Γκρινεβέτσκι, Λ. Μ. Κάφενγκαουζ) αρνούνταν κατηγορηματικά τη σχεδιοποίηση ως κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο, θεωρώντας, ότι η σοβιετική οικονομία πρέπει να αναπτυχθεί στα όρια της αυθόρμητης ιδιωτικοκαπιταλιστικής οικονομίας.

Σε διάκριση από τους αστούς οικονομολόγους οι εκπρόσωποι του κόμματος των μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Β. Ι. Λένιν αναγνώρισαν αμέσως την αναγκαιότητα σχεδιοποίησης της εθνικοποιημένης οικονομίας, πράγμα για το οποίο μαρτυρεί το οικονομικό πρόγραμμα του 1ου Συνεδρίου του Συμβουλίου Λαϊκής Οικονομίας, που συνήλθε το Μάη του 1918.

Παρά τους αστούς οικονομολόγους την ιδέα της σχεδιοποίησης της σοβιετικής οικονομίας υποστήριξαν σθεναρά οικονομολόγοι όπως ο Σ. Γκούσεφ, ο Ι. Σκβορτσώφ - Στεπάνωφ, ο Β. Μιλιούτιν. Μεγάλη σημασία σε αυτή την κατεύθυνση είχε η εργασία του Σ. Γκούσεφ «Αμεσα ζητήματα της οικονομικής οικοδόμησης». Αυτή ακριβώς η εργασία και τέθηκε στη βάση της απόφασης για το ενιαίο οικονομικό πλάνο, που πάρθηκε στο 9ο Συνέδριο του ΡΚΚ(μπ). Μάλιστα, τόσο ο Β. Ι. Λένιν, όσο και οι οικονομολόγοι που αναφέρθηκαν θεωρούσαν, ότι τα πλάνα της λαϊκής οικονομίας πρέπει να βασίζονται σε νέα τεχνική βάση, πράγμα που βρήκε την αντανάκλασή του στο λεγόμενο πλάνο ΓΚΟΕΛΡΟ (σ.μ.: σχέδιο εξηλεκτρισμού) - το πρώτο ενιαίο πλάνο της λαϊκής οικονομίας του σοβιετικού κράτους.

Εξέχοντα ρόλο στην επεξεργασία της αντίληψης της σχεδιοποίησης της λαϊκής οικονομίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας έπαιξε ο Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι. Σε αυτήν την ιδέα ο Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι έμεινε πιστός και την εποχή της ΝΕΠ, την εποχή της αναβίωσης των αυθόρμητων αγοραίων σχέσεων. Σε αυτόν ακριβώς ανέθεσε ο Β. Ι. Λένιν να κάνει συμπληρώσεις στον απολογισμό της επιτροπής σχεδιασμού προς το 9ο πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ σχετικά με το ότι «η νέα οικονομική πολιτική δεν αλλάζει το ενιαίο κρατικό οικονομικό σχέδιο και δεν βγαίνει έξω από τα πλαίσιά του, αλλά αλλάζει τον τρόπο της πραγματοποίησής του».

Page 75: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Υποστηρικτές της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης τη δεκαετία του ’20 ήταν οι γνωστοί κομματικοί και κρατικοί παράγοντες: Φ. Ε. Ντζερζίνσκι, Λ. Μ. Κράσιν, Β. Β. Κούιμπισεφ, Γ. Κ. Ορζονικίτζε, Α. Ν. Τσιουρούπα, Β. Γ. Τσούμπαρ και άλλοι.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι το πρόβλημα του άριστου συνδυασμού του πλάνου και της αγοράς εμφανίστηκε από τη δεκαετία του ’20 του περασμένου αιώνα. Αυτό το πρόβλημα παρέμενε επίκαιρο σε όλα τα στάδια ύπαρξης της σοβιετικής εξουσίας. Οσο συνέβαινε αυτό, μερικοί οικονομολόγοι αντιπαρέθεταν το πλάνο στην αγορά, ενώ άλλοι θεωρούσαν απολύτως αποδεκτή τη συνύπαρξή τους στα όρια της σοσιαλιστικής οικονομίας. Το σύνθημα «όχι πλάνο», αλλά «αγορά» το υποστήριζαν ανοιχτά, πρώτα από όλα, αστοί οικονομολόγοι. Και αντίθετα, οι καθοδηγητές του κόμματος και του κράτους, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι απολύτως λογικά έβλεπαν το πλάνο της λαϊκής οικονομίας ως εργαλείο, με τη βοήθεια του οποίου είναι δυνατό να ξεπεραστεί το αυθόρμητο των εμπορευματοχρηματικών (αγοραίων) σχέσεων. Μια τέτοια θέση υποστήριζαν ενεργητικά οι Γ. Α. Αλεξάντρωφ, Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι, Β. Β. Κούιμπισεφ, Λ. Μ. Κράσιν, Σ. Γ. Στρουμίλιν. Σε σχέση με αυτό είναι ενδεικτική η θέση του Σ. Γ. Στρουμίλιν, κατά τη γνώμη του οποίου είναι απαραίτητο να περιορίζονται οι αυθόρμητες καπιταλιστικές (εμπορευματοχρηματικές) σχέσεις και τις σοσιαλιστικές εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, που υπόκεινται σε σχεδιοποιημένη ανάπτυξη. Ομως και ανάμεσα στους σοβιετικούς οικονομολόγους υπήρχαν οικονομολόγοι που θεωρούσαν, ότι σε κάθε περίπτωση οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μπορούν να εμφανίζονται μόνο με αυθόρμητη μορφή. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη τους, στο σοσιαλισμό μπορούν να υπάρχουν μόνο μη εμπορευματικοί δεσμοί (σχέσεις).

Κάνοντας λόγο για την ανάπτυξη της διαδικασίας σχεδιοποίησης στην ΕΣΣΔ, μας φαίνεται απολύτως τεκμηριωμένη η προσέγγιση του Β. Ι. Μεζλάουκ, που ξεχώριζε δυο φάσεις στη σοβιετική σχεδιοποίηση: μέχρι το 1928, όταν ετοιμάζονταν ετήσια πλάνα της λαϊκής οικονομίας και μετά το 1928, όταν άρχισαν να επεξεργάζονται και να υλοποιούν στη ζωή τα πεντάχρονα πλάνα ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας.

Τη δεκαετία του ’30, η συζήτηση για τις προϋποθέσεις και τις ιδιαιτερότητες της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης οξύνθηκε και σε σχέση με την εμφάνιση στη Δύση της θεωρίας του «σχεδιοποιούμενου καπιταλισμού». Και εδώ ένα ορισμένο ξεκαθάρισμα έκανε ο Β. Β. Κούιμπισεφ, κατά τη γνώμη του οποίου αντικειμενικά η σχεδιοποίηση μπορεί να εμφανιστεί μόνο στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και με την ύπαρξη της δικτατορίας του προλεταριάτου. Γι’ αυτό, σχεδιοποίηση στον καπιταλισμό δεν μπορεί αντικειμενικά να υπάρξει.

Η επιτυχής εκπλήρωση των πρώτων δυο πεντάχρονων πλάνων έφερε στην ημερήσια διάταξη το θέμα σχετικά με τα πλεονεκτήματα της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης, για το οποίο έγραψαν κρατικοί παράγοντες (Κ. Ε. Βοροσίλωφ, Σ. Μ. Κίρωφ, Γ. Κ. Ορζονικίτζε) και σοβιετικοί οικονομολόγοι (Ι. Α. Γκλαντκώφ, Α. Λεόντιεφ, Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι).

Οπως ήδη ειπώθηκε, συζητήσεις για τα προβλήματα της αγοράς και του πλάνου, τις διασυνδέσεις και τις σχέσεις τους εμφανίζονταν σε όλα τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας. Τα πιο σημαντικά, με αυτήν την έννοια, στάδια ήταν: Η νίκη του σοσιαλισμού στη χώρα μας ως αποτέλεσμα της επιτυχούς εκτέλεσης του δεύτερου πεντάχρονου πλάνου το 1938 η εισδοχή της ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα στην περίοδο του αναπτυγμένου σοσιαλισμού. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ γίνονταν δραστήριες συζητήσεις για τον νόμο της σχεδιοποιημένης ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, για τη σχέση τέτιων εννοιών όπως σχεδιοποίηση και αναλογικότητα, για τη θέση και το ρόλο της πρόγνωσης, των ισολογισμών της λαϊκής οικονομίας στο σύστημα της σχεδιοποίησης. Σε σχέση με αυτό είναι ενδιαφέρουσα η άποψη για το ρόλο του προϋπολογισμού της λαϊκής οικονομίας του γνωστού κρατικού παράγοντα και όχι λιγότερο γνωστού επιστήμονα οικονομολόγου Ν. Α. Βοζνεσένσκι, κατά τη γνώμη του οποίου «Ο προϋπολογισμός της λαϊκής οικονομίας ως έκφραση της διαδικασίας της διευρυμένης σοσιαλιστικής αναπαραγωγής εμπεριέχει: πρώτον, την παραγωγή και την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, δεύτερον, την παραγωγή και την κατανομή των βασικών κονδυλίων (σ.μ.: αυτό που σε παλιότερες ελληνικές εκδόσεις αποδιδόταν ως «φόντα» σε αντίθεση

Page 76: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

με το «κεφάλαια»), τρίτον το ισοζύγιο και την κατανομή της εργατικής δύναμης, τέταρτον, την παραγωγή και την κατανομή του λαϊκού εισοδήματος, πέμπτον, το ισοζύγιο των χρηματικών εσόδων και εξόδων του πληθυσμού, έκτον, το ισοζύγιο και την κατανομή των υλικών πόρων».

Η μελέτη της ιστορίας των συζητήσεων στην ΕΣΣΔ για το πρόβλημα της αγοράς και του σχεδίου (1920 - 1991) έδειξε, ότι και τα δυο αυτά προβλήματα κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου ύπαρξης της ΕΣΣΔ βρίσκονταν στο κέντρο της προσοχής τόσο της θεωρίας, όσο και της πρακτικής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δυστυχώς, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ νίκησε στη Ρωσία η άποψη ότι για τις εμπορευματοχρηματικές (αγοραίες) σχέσεις είναι χαρακτηριστική μόνο η αυθόρμητη (καπιταλιστική) μορφή ανάπτυξης. Το λεγόμενο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας, που επιβλήθηκε στη σημερινή Ρωσία στηρίζεται πλήρως στην αυθόρμητη αντίληψη της ανάπτυξης των σχέσεων της αγοράς. Παράλληλα, αγνοείται η θετική εμπειρία ανάπτυξης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων τόσο στην πρώην ΕΣΣΔ, όσο και στη σημερινή Κίνα και το Βιετνάμ. Ακριβώς η ανάπτυξη της οικονομίας στις χώρες που αναφέρθηκαν επιβεβαίωσε το γεγονός, ότι οι σχέσεις της αγοράς μπορούν να ρυθμίζονται αποτελεσματικά από το κράτος. Και με αυτήν την έννοια το πλάνο και η αγορά όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται οργανικά.

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

του Β. Γ. Ελμέεφ

Με πρωτοβουλία επιστημόνων την πανεπιστημίων της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, πρώτα από όλα των καθηγητών Γ. Μ. Οσιπωφ και Β. Τ. Πουλιάεφ ξεκίνησε στη χώρα η δεύτερη (μετά το 1951) μεγάλη οικονομική συζήτηση. Αυτή τη φορά στο κέντρο της προσοχής βρέθηκαν οι θεωρητικές βάσεις της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, ζητήματα της σχέσης της κλασικής οικονομικής θεωρίας και της Οικονομικής (Economics), αναζητήσεις ενός νέου παραδείγματος, που θα επιτρέπει να ξεπεραστεί η κρίση στην οικονομική θεωρία και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Το Δεκέμβρη του 1995 (στις 7 και 8 του μήνα) έγινε η πρώτη επιστημονική συνδιάσκεψη «Θεωρητικές βάσεις και δρόμοι ανάπτυξης της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας» (στη συζήτηση πήραν μέρος σημαντικοί ντόπιοι και ξένοι επιστήμονες). Επειτα από έναν χρόνο έγινε μια συνδιάσκεψη στα πανεπιστήμια της Αγίας Πετρούπολης (17 Δεκέμβρη 1996) και της Μόσχας (19 Δεκέμβρη 1996), όπου συνεχίστηκε η συζήτηση των προβλημάτων που είχαν τεθεί νωρίτερα. Τον Οκτώβρη του 1997 μπήκε στη συζήτηση το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, όπου την 23 Οκτώβρη 1997 έγινε συνδιάσκεψη με θέμα: «Η οικονομική επιστήμη στο μεταίχμιο των αιώνων». Αναμένεται η πραγματοποίηση παρόμοιων συζητήσεων στο Ροστόφ του Ντον, το Βορόνιεζ και άλλες πόλεις της Ρωσίας.

Στη διαδικασία της συζήτησης τη μεγαλύτερη προσοχή συγκέντρωσε το ζήτημα της αλλαγής του υπάρχοντος κλασικού παραδείγματος στην οικονομική θεωρία και της ανάδειξης ενός νέου παραδείγματος, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το παλιό και να συμβάλει στο ξεπέρασμα της κρίσης και των αντιφάσεων στη σύγχρονη οικονομική επιστήμη.

Η κατάσταση των πραγμάτων στη Ρωσία δείχνει, ότι την εποχή μας το πέρασμα μιας κοινωνικοποιημένης σε υψηλό βαθμό βιομηχανικά αναπτυγμένης οικονομίας στη βάση της εμπορευματικής - αγοραίας οικονομίας οδηγεί αναπόφευκτα σε κρίση και καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι, ότι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν θα καταφέρουν να τραβήξουν τη Ρωσία από το οικονομικό πηγάδι και να επιδείξουν στο παράδειγμά της «νέες» δυνατότητες του καπιταλιστικού αγοραίου μοντέλου ανάπτυξης. Η διεθνής κοινότητα στο πρόσωπο της συνδιάσκεψης του ΟΗΕ (Ρίο ντε Τζανέιρο, 1992) έθεσε υπό αμφισβήτηση το μοντέλο ανάπτυξης, που ακολουθούν οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες και δεν το συνέστησε για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, που μπαίνουν στο ΧΧΙ αιώνα.

Page 77: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Εκτός από την κρισιακή κατάσταση που εμφανίστηκε αντικειμενικά στην οικονομική ζωή της σύγχρονης κοινωνίας, πράγμα που σε συμπυκνωμένη μορφή παρατηρήθηκε στη Ρωσία λόγω του περάσματός της στην τροχιά της μονεταριστικής εμπορευματικής οικονομίας, η ανάγκη για ένα νέο παράδειγμα υπαγορεύεται από την κατάσταση της ίδιας της οικονομικής επιστήμης, τις αντιφάσεις και την κρίση που εμφανίστηκαν στην ίδια, που δεν επιτρέπουν να λύσει πολλά θεωρητικά προβλήματα, ιδιαίτερα το ζήτημα σχετικά με ποια θεωρία μπορούμε να προχωρήσουμε στην τρίτη χιλιετία - την αξιακή ή αυτήν της χρησιμότητας. Γιατί εφόσον γίνεται λόγος για ένα νέο παράδειγμα, τότε πρέπει να ξεπεραστεί το παλιό - το αξιακό, στο οποίο στηρίζεται η κλασική πολιτική οικονομία, και ακόμα να καθοριστεί σε ποιο μέτρο πέτυχε να το κάνει αυτό ο μαρζιναλισμός και η Οικονομική, ή τα τελευταία (σ.μ.: αυτές οι θεωρίες) δεν κατόρθωσαν να υλοποιήσουν το δεδομένο καθήκον και τα ίδια πρέπει να ξεπεραστούν.

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Για να προταθεί αυτή ή η άλλη λύση αυτών των προβλημάτων, είναι απαραίτητο ως προϋπόθεση να αναγνωριστεί ή να απορριφθεί η ύπαρξη κρίσης στην ίδια την οικονομική επιστήμη.

Η πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στη συζήτηση αναγνωρίζει την κρισιακή κατάσταση της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Κατά τη γνώμη του Γ. Μ. Οσιπωφ η ίδια η κλασική οικονομική επιστήμη βρίσκεται σε κρίση παραδείγματος. Της αντιπαρατίθεται η Οικονομική, η οποία προσπαθεί να την αντικαταστήσει. (σ.μ.: Η κλασική θεωρία) αν και αμύνεται, παρ’ όλα αυτά ηττάται πρώτα από όλα σχετικά με το βασικό της παράδειγμα - τη θεωρία της αξίας, ιδιαίτερα την εργασιακή του βάση. Αλλοι οικονομολόγοι (για παράδειγμα ο Μ. Λ. Βορκούγιεφ) συνδέουν την κρίση με την εμφάνιση στην οικονομική επιστήμη της Οικονομικής και εκείνης της κατάστασης, η οποία, ξεκινώντας από τη θέση του Σμελιώφ «η αγορά έχει πάντα δίκιο» και καταλήγοντας με την απαίτηση του Φρίντμαν για απόλυτη ιδιωτικοποίηση, προσωποποιεί την κρίση όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πρακτική της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας μας. Υποδεικνύονται και άλλες εκφάνσεις της επελθούσας κρίσης: την απόσπαση της οικονομικής θεωρίας από την πρακτική (Β. Α. Πεσεχόνωφ), τη δογματοποίηση τόσο της κλασικής, όσο και της μη κλασικής οικονομικής θεωρίας (Α. Β. Μπουζγκάλιν), τη θεώρηση της οικονομίας έξω από την κοινωνική σφαίρα, έξω από τον προσανατολισμό της στον άνθρωπο και την ανάπτυξή του (Β. Τ. Πουλιάεφ) κ.ά.

Ορισμένοι οικονομολόγοι ταυτίζουν την κρίση με την κρίση του μαρξισμού, των θεμελιακών του αρχών για την πρωταρχικότητα του κοινωνικού Είναι και το παράγωγο της κοινωνικής συνείδησης, της διδασκαλίας του για τους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, της αντικειμενικής αιτιότητας κ.ά. (Λ. Ι. Αμπάλκιν). Θεωρούν, ότι «η κατάρρευση του πρακτικού σοσιαλισμού προξένησε κρίση και των θεωρητικών του βάσεων» (Β. Α. Μεντβέντιεφ).

Οι προσπάθειες εμφάνισης των αιτίων της κρίσης ως αποτέλεσμα της εργασιακής θεωρίας της αξίας, της ουσιώδους βάσης της, και ακόμα της απόδοσης ευθυνών στη μαρξιστική κατεύθυνση στην κοινωνική επιστήμη, προκάλεσαν μιαν αντίθετη απαντητική αντίδραση: πολλοί δεν συμφώνησαν με το ότι ο μαρξισμός οδηγεί στην κρίση (Β. Α. Πεσεχόνωφ), χαρακτήρισαν την κλασική θεωρία υγιή κατεύθυνση, που αντιτίθεται σταθερά στη μη κλασική Οικονομική που οδηγεί στην κρίση, ή ανήγαγαν το πρόβλημα στις συνήθεις διαφωνίες μεταξύ των διαφόρων κατευθύνσεων στην οικονομική επιστήμη, στην πάλη με το δογματισμό, στην ιδεολογική παρέμβαση και ακόμα στην τακτική απογραφή των μεθοδολογικών «αποσκευών» της επιστήμης στο κατώφλι του νέου αιώνα (Α. Α. Ντιόμιν), θεωρώντας ότι ούτε η κλασική οικονομία, ούτε η Οικονομική υφίστανται καμία κρίση (Κ. Α. Χουμπίεφ).

Με αυτό, φυσικά, δεν πρέπει να συμφωνήσουμε. Εάν στην οικονομία ξέσπασε κρίση, τότε και η θεωρία, στην οποία στηρίζεται η διεύθυνση της οικονομίας, αποδεικνύεται ακατάλληλη για την περαιτέρω φυσιολογική ανάπτυξή της. Σε σχέση με αυτό στις εργασίες των κλασικών του μαρξισμού συχνά λεγόταν, ότι η θεωρία της αξίας και της εμπορευματικής παραγωγής δεν είναι κατάλληλη, ώστε σύμφωνα με αυτήν να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Να μερικές από τις τοποθετήσεις τους σχετικά.

Page 78: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

1. Κ. Μαρξ: «… Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα το πιο εσφαλμένο και ανόητο, από το να υποθέτουμε τον έλεγχο των ενωμένων ατόμων πάνω στη συνολική τους παραγωγή στη βάση της ανταλλακτικής αξίας και του χρήματος». Η πραγματικότητα έδειξε, ότι μόλις τα μέσα παραγωγής άρχισαν να πουλιόνται και να αγοράζονται, ξέφυγαν από τον έλεγχο των ενωμένων ατόμων και του σχεδίου.

2. Κ. Μαρξ: «Η ευχή, για παράδειγμα, ώστε η ανταλλακτική αξία από τη μορφή εμπορεύματος και χρήματος να μην αναπτυχθεί στη μορφή του κεφαλαίου ή η εργασία, που παράγει ανταλλακτική αξία, να μην αναπτυχθεί σε μισθωτή εργασία, είναι τόσο καλοπροαίρετη, όσο και χαζή».

Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι ο σοσιαλισμός της αγοράς οδήγησε αναπόφευκτα στη δημιουργία αρχικά του σκοτεινού (σ.μ.: κρυφού) κεφαλαίου και τώρα πια του ανοιχτού (σ.μ.: φανερού) κεφαλαίου, που στέκεται απέναντι στην εργασία. Προέκυψε η αναγνώριση και της αναγκαιότητας και ακόμα της «ευεργετικότητας» της μισθωτής εργασίας (Σ. Σατάλιν).

3. Φ. Ενγκελς: «Από τη στιγμή που η κοινωνία θα πάρει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής, παραμερίζεται η εμπορευματική παραγωγή και συνεπώς η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς».

Η εμπορευματική παραγωγή, όπως αποδείχτηκε, όχι μόνο δεν παραμερίστηκε, αλλά αντίθετα, ξεκινώντας από το 1965 διευρυνόταν όλο και περισσότερο και τον καιρό της περεστρόικα μετατράπηκε σε βάση της οικονομικής στρατηγικής της χώρας. Ομως και νωρίτερα θεωρούσαν, ότι η εμπορευματική μας παραγωγή «με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να εξελιχθεί σε καπιταλιστική παραγωγή και που έχει προορισμό να εξυπηρετεί σε συνδυασμό με τη «χρηματική της οικονομία» την υπόθεση της ανάπτυξης και της ενίσχυσης της σοσιαλιστικής παραγωγής».

4. Β. Ι. Λένιν: Στη σοσιαλιστική κοινωνία το προϊόν της παραγωγής «δεν είναι εμπόρευμα με την πολιτικοοικονομική έννοια, πάντως δεν είναι μόνο εμπόρευμα, δεν είναι πια εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα» το προϊόν μετατρέπεται «σε προϊόν που πηγαίνει στην κοινωνική κατανάλωση όχι μέσω της αγοράς».

Ο Λένιν τη δεδομένη περίπτωση δεν είχε υπόψη του τη μεταβατική περίοδο, αλλά την περίοδο που η Ρωσία της ΝΕΠ θα γίνει Ρωσία σοσιαλιστική. Εάν κατά τη μεταβατική περίοδο με διατήρηση της εξουσίας στα χέρια των εργαζομένων η εμπορευματική παραγωγή μπορούσε να αξιοποιείται (ΝΕΠ), ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να βασίζεται σε αυτήν.

Από την κλασική κληρονομιά που αναφέρθηκε μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα, ότι σε κρίση βρέθηκε όχι η θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού αλλά η θεωρία του «σοσιαλισμού της αγοράς», της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής», η «σοσιαλιστική θεωρία της αξίας».

Ταυτόχρονα η εμπειρία της καταστροφής των βάσεων του σοσιαλισμού στη Ρωσία και άλλες χώρες μέσω της εισαγωγής σύγχρονων αγοραίο - αξιακών μηχανισμών, χαρακτηριστικών για τις ΗΠΑ και τη Δύση, μαρτυρά, ότι αυτοί οι μηχανισμοί συνοδεύονται από την καταστροφή όχι μόνο τοπικών, αλλά και παγκόσμιων παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό μας λέει, ότι το αξιακό παράδειγμα είναι ακατάλληλο και για τη θεμελίωση της δυνατότητας περαιτέρω ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΄Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ;

Η τοποθέτηση του ζητήματος για την κρίση στην οικονομική επιστήμη απαίτησε τον προσδιορισμό όχι μόνο της θεωρίας, που βρίσκεται σε κρισιακή κατάσταση, αλλά και της θεωρίας, που διεκδικεί πρωτοπόρα θέση, το αν είναι ικανή να βγάλει την επιστήμη από την κρίση, να δημιουργήσει ένα νέο παράδειγμα. Στη διαδικασία της συζήτησης παρατηρήθηκε, ότι αυτόν τον ρόλο τον διεκδικεί τόσο η κλασική οικονομική

Page 79: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

θεωρία όσο και η Οικονομική, αντίστοιχα τόσο η θεωρία της αξίας όσο και η θεωρία της οριακής χρησιμότητας.

Υπέρ της Οικονομικής στα λόγια και κατηγορηματικά εκφράζονται λίγοι (Ι. Ε. Ρουντακόβα, Ν. Ι. Σέχετ). Θεωρούν, ότι η Οικονομική τώρα είναι όλη η οικονομική επιστήμη, αποτελεί τη σύνθεση όλων των κατευθύνσεων και θεωριών της, που προορίζονται για πρακτική αξιοποίηση (Ι. Ε. Ρουντακόβα). Το καθήκον συνίσταται στον εμπλουτισμό της Οικονομικής, στην αποδοχή του θετικισμού ως φιλοσοφικής της βάσης, στην αναγνώριση της Οικονομικής τουλάχιστον ως μέρους της υπάρχουσας οικονομικής επιστήμης και στην αξιοποίηση των εργαλείων της στην μεταβατική προς τον καπιταλισμό οικονομία που χτίζεται βιαστικά.

Η πλειοψηφία όμως των συμμετεχόντων στη συζήτηση προτείνουν την επίλυση των προβλημάτων που έχουν εμφανιστεί στη βάση της κλασικής οικονομικής θεωρίας - της θεωρίας της αξίας, εισάγοντας σε αυτήν τις αντίστοιχες αλλαγές. Σε μερικούς συγγραφείς αυτές οι αλλαγές φτάνουν μέχρι την απόρριψη της εργασίας ως ουσιώδους βάσης της αξίας, μέχρι την υποβάθμιση της ίδιας αξίας σε κρίσεις περί χρησιμότητας (σ.μ.: πολυτιμότητας - συμβατική μετάφραση της ρώσικης λέξης «αξία» που αφορά κυρίως την υποκειμενική σχέση με το αντικείμενο). Αυτή η ακραία θέση δεν βρήκε την απαραίτητη υποστήριξη: χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση, που οδήγησε στο ξεπούλημα του λαϊκού πλούτου εξ αιτίας της αγνόησης του εργασιακού κριτηρίου αποτίμησής του (Α. Ζ. Σελεζνιώφ).

Ενα σημαντικό μέρος των οικονομολόγων προτείνει το πρόβλημα «κλασική θεωρία ή Οικονομική» να λυθεί με τη σύνθεσή τους. Κατά τη γνώμη μερικών αυτές οι δυο αντιλήψεις δεν αντιπαρατίθενται, είναι απόλυτα συμβιβάσιμες, πράγμα που επέδειξαν ο Α. Μάρσαλ και ο Π. Σάμουελσον (Β. Β. Ραντάεφ, Ν. Β. Βοροτίλωφ κ.ά.). Η πόλωση δα δεν χρειάζεται, χρειάζεται ενιαία επιστήμη, αλλά με πλουραλιστική βάση (Α. Β. Σίντοροβιτς, Ν. Β. Κλίμιν). Η θεωρία της εργασιακής αξίας και η θεωρία της χρησιμότητας είναι μονόπλευρες ερμηνείες των πραγματικά υπαρχουσών οικονομικών σχέσεων. Χρειάζεται η σύνθεσή τους, όπως απαιτούσε ο Τουγκάν - Μπαρανόφσκι και η Οικονομική τις συνθέτει (Ν. Β. Ράσκωφ). Προτείνουν να συντεθεί η εργασιακή θεωρία του Κ. Μαρξ και η θεωρία της χρησιμότητας.

Θεωρούμε, ότι αυτή είναι η χειρότερη εκδοχή επίλυσης του προβλήματος «κλασική θεωρία ή Οικονομική», όπως και πολλών παρόμοιων ζητημάτων, που έχουν να κάνουν με τις αντιθέσεις. Η θεωρία της οριακής χρησιμότητας εμφανίστηκε ως αντίθεση προς την εργασιακή θεωρία της αξίας και με αυτήν την έννοια δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για σύνθεσή τους. Ούτε ο Κ. Μαρξ με τον Φ. Ενγκελς σκέφτονταν να προχωρήσουν σε «σύνθεση» με τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας, ούτε ο Μπεμ - Μπαβέρκ ήθελε να ενώσει την άποψή του με την εργασιακή θεωρία της αξίας του Κ. Μαρξ.

Στις προσπάθειες σύνθεσης της θεωρίας της αξίας και της θεωρίας της χρησιμότητας, ιδιαίτερα της θεωρίας της αξίας χρήσης και της θεωρίας της αξίας, είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή η ίδια γραμμή, που ακολουθούσαν οι «μάστορες» της περεστρόικα, προτείνοντας την ένωση του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό, της οικονομίας της αγοράς με τη σχεδιοποιημένη διεύθυνση της οικονομίας, της εξουσίας της αστικής τάξης με την εξουσία του λαού κ.ο.κ. Σύνθεση αυτών των αντίθετων ουσιών δεν επήλθε και δεν μπορεί να επέλθει κατ’ αρχήν, δηλαδή σύμφωνα με τον ορισμό των αλληλεπιδρώντων αντιθέσεων και της αντίφασης μεταξύ τους.

Από αυτή τη σκοπιά δεν πρέπει να γίνει αποδεκτός ο συλλογισμός σχετικά με το ότι η γενική γραμμή ανάπτυξης της οικονομικής σκέψης στη Ρωσία, που σαν να ξεκινά μόλις από τον Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, αποτελεί μια κίνηση προς τη σύνθεση της εργασιακής θεωρίας της αξίας και της θεωρίας της χρησιμότητας, ότι η θεωρία της χρησιμότητας συμπληρώνει και αναπτύσσει την εργασιακή θεωρία της αξίας, ότι η οργανική τους σύνθεση είναι η μεθοδολογική βάση ενός νέου, αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης της οικονομίας.

Page 80: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η απόδοση τόσο μεγάλης μεθοδολογικής σημασίας σε αυτήν τη θέση προκαλεί την ανάγκη αποσαφήνισης του ζητήματος σχετικά με τη μεθοδολογία επίλυσης των αντιφάσεων μεταξύ παραδειγμάτων ως πόλων της αντίφασης: α) ως μεταξύ δυο αντίθετων ουσιών, β) ως αντιφατικών πλευρών μιας και της αυτής ουσίας. Οι αντιφάσεις του πρώτου τύπου προϋποθέτουν, ότι από τις δυο αντίθετες ουσίες πραγματική για τη δεδομένη κατάσταση της κοινωνίας είναι μια από αυτές: είτε κυριαρχούν οι σχέσεις της αξίας, είτε, αντίθετα, οι σχέσεις της αξίας χρήσης. Αυτή η συνθήκη συνδέεται με το αβάσιμο του δυϊσμού κατά τον προσδιορισμό της ουσίας εκείνου ή του άλλου φαινομένου. Αντίστοιχα, ως προς την ουσία η θεωρία μπορεί να είναι είτε αξιακή είτε μη αξιακή και η οικονομική πρακτική αγοραία είτε μη αγοραία. Δυϊσμός της μιας και της αυτής ουσίας δεν υφίσταται, και οι δυο αποδεκτές αντίθετες ουσίες δεν μπορούν να είναι εξίσου πραγματικές, στην πρακτική νικά και κυριαρχεί η μια από αυτές. Θεωρούν, για παράδειγμα, ότι η αξία και η χρησιμότητα είναι οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ομως δεν λένε τι νόμισμα είναι αυτό, ποια είναι η ουσία του: είναι εμπόρευμα ή δεν είναι εμπόρευμα (είναι μόνο αξία χρήσης). Εάν είναι εμπόρευμα, τότε η ουσία είναι αξιακή, εάν όχι, τότε το αντίθετο.

Είναι άλλο πράγμα, όταν γίνεται λόγος για τις αντιφατικές πλευρές μιας ίδιας και της αυτής ουσίας, οι οποίες δεν δομούνται σε αυτοτελείς ουσίες και χαρακτηρίζουν από διάφορες, αντίθετες πλευρές την ίδια και την αυτή ουσία. Σε αυτήν την περίπτωση προϋποτίθεται η ύπαρξή τους σε κάποια ενιαία αρχή, που δημιουργεί τη βάση για τις διάφορες αντιφατικές πλευρές, μάλιστα η μια από αυτές τις πλευρές (αντιφάσεις) μετατρέπεται σε αυτήν τη βάση, ως η υψηλότερη βαθμίδα ανάπτυξης του φαινομένου. Εάν, για παράδειγμα, η αξία αποτελεί τη βάση, τότε η αξία χρήσης είναι μόνο ο φορέας, η προϋπόθεση της αξίας, και το αντίστροφο.

Ο διαχωρισμός της αντίθεσης δυο ουσιών και της αντίθεσης μιας και της αυτής ουσίας είναι απαραίτητος για να καθοριστεί ο τρόπος επίλυσης των διάφορων τύπων αντιφάσεων. Οι πρώτες από αυτές επιλύονται με την επεξήγηση του προβλήματος στη βάση της αναγνώρισης της μιας από τις ουσίες ως της πραγματικής βάσης και με την εξάλειψη του δυϊσμού, και πόσο μάλλον του πλουραλισμού στην επιλογή του βάθρου της θεωρίας.

Η επίλυση του δεύτερου τύπου αντιφάσεων δεν απαιτεί την εξάλειψη μιας από τις πλευρές της αντίφασης. Εδώ αρκεί να καταδειχτεί ποια από τις πλευρές της αντίφασης διαμεσολαβεί τις άλλες πλευρές και την ίδια την αντίφαση, και γίνεται η βάση τόσο για την ανάπτυξή της, όσο και της αντίθεσής της. Αυτό, που απορρέει από αυτήν την διαμεσολαβούσα αρχή, δημιουργεί την απαραίτητη ενότητα, που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της επίλυσης της δεδομένης αντίφασης. Αυτός ο νέος μονισμός είναι μια πιο υψηλή και αυτοτελώς υπάρχουσα αρχή της οικονομικής θεωρίας.

Στη μαρξιστική οικονομική επιστήμη ως τέτια ενιαία ουσιώδης αρχή εμφανίζεται η εργασία, και ακριβώς γι’ αυτό ονομάζεται πολιτική οικονομία της εργασίας. Η επίλυση της αντίφασης μεταξύ της εργασίας ως πηγής της αξίας και της εργασίας ως δημιουργού της αξίας χρήσης εδώ πραγματοποιείται στα όρια μιας και της αυτής ουσίας - της εργασίας: με την ανάπτυξη της κοινωνίας λαμβάνει χώρα η άρνηση της κυριαρχίας της πλευράς που αφορά τη δαπάνη της άμεσης εργασίας (της αξίας) και η μετατροπή της πλευράς που αφορά το αποτέλεσμα (της αξίας χρήσης) σε κυριαρχούσα αρχή, που κάνει το οικονομικό σύστημα ολοκληρωμένο και τη θεωρία μονιστική. Η οριακή χρησιμότητα αποδείχτηκε μη πραγματοποιούμενη αξία και το οριακό κόστος απλά δαπάνη κοινωνικά αναγκαίας εργασίας.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Από τη σύνθεση δυο αντιφατικών παραδειγμάτων (της αξίας και της χρησιμότητας) δεν μπορεί να προκύψει ένα νέο παράδειγμα, εάν δεν ξεπεραστεί το ένα από αυτά και δεν γίνει το άλλο βάση της νέας θεωρίας. Ο μαρζιναλισμός δεν κατάφερε να ξεπεράσει την εργασιακή θεωρία της αξίας και αναγκάστηκε στο πρόσωπο της Οικονομικής να συμβιβαστεί με την αξία και μάλιστα να την αποδεχτεί ως βάση.

Page 81: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Πραγματικά καινούργιο θα μπορεί να είναι μόνο ένα τέτοιο παράδειγμα, που θα αποτελεί διαλεκτική άρνηση της αξιακής θεωρίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση αξίζουν προσοχής σκέψεις συγγραφέων, που συνδέουν το νέο παράδειγμα με την ανάδειξη στο κέντρο της οικονομίας της ανάπτυξης τον άνθρωπο (Β. Τ. Πουλιάεφ κ.ά.), με την εκτόπιση του αγοραίου τύπου οικονομίας και την άφιξη στη θέση του μιας παραγωγής, που βασίζεται στη δημιουργία πληροφορίας, γνώσεων. Θεωρούν, ότι σε διάκριση από το υλικό προϊόν το πληροφοριακό προϊόν λόγω της μοναδικότητας και της καθολικότητάς του δεν έχει ανάγκη την αξιακή ισότιμη ανταλλαγή (Α. Β. Μπουζγκάλιν). Αντίστοιχα, θεωρούν τη σύγχρονη εποχή, εποχή βαθμιαίου μετασχηματισμού και περάσματος της κοινωνίας από το παραδοσιακό σύστημα της αγοράς σε μια νέα υψηλής οργάνωσης μορφή μεταβιομηχανικής κοινωνίας με μια οικονομία κυρίως πληροφοριακού τύπου. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης το νέο παράδειγμα το ονομάζουν πληροφοριακό (Σ. Α. Ντιατλώφ).

Στο μέτρο που στο μέλλον η παραγωγή παύει να βασίζεται στη μάζα της άμεσης ζωντανής εργασίας, η ανταλλακτική αξία χάνει την ισχύ της. Ομως αυτό δε σημαίνει ότι η κοινωνία και οι άνθρωποι δε θα έχουν ανάγκη το υλικό προϊόν (αξίες χρήσης) και θα αρχίσουν να «τρέφονται» με πληροφορίες. Σύμφωνα με τη λογική των πραγμάτων την εργασιακή θεωρία της αξίας θα πρέπει να την αντικαταστήσει η αντίθεσή της - η θεωρία της αξίας χρήσης (Β. Ν. Τσερκοβέτς).

Εάν η λύση του προβλήματος προσεγγιστεί από αυτήν την πλευρά, τότε το νέο παράδειγμα πρέπει να ξεκινά από την εργασία, όχι όμως ως πηγή αξίας, αλλά ως δημιουργό αξίας χρήσης. Από αυτό, όμως, δεν έπεται ότι εδώ γίνεται λόγος για τη δικαίωση της θεωρίας της χρησιμότητας. Η εργασιακή θεωρία της αξίας χρήσης απορρίπτει όχι μόνο τη θεωρία της ανταλλακτικής αξίας, αλλά και τη θεωρία της χρησιμότητας, επειδή η τελευταία δεν αναγνωρίζει την εργασία ως βάση της.

Εναντίον της αναγνώρισης στην εργασιακή θεωρία της αξίας χρήσης σημασίας παραδείγματος, που αντικαθιστά τη θεωρία της αξίας, συνήθως προβάλλουν δυο επιχειρήματα: α) η αξία χρήσης ταυτίζεται δήθεν με τη φυσικότητα (σ.μ.: τον υλικό φορέα) και δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει την προσδιοριστία κοινωνικοοικονομικής μορφής, β) πίσω της σήμερα δεν υπάρχει αντίστοιχο αντικείμενο.

Εν τω μεταξύ η αξία χρήσης δεν είναι λιγότερο κοινωνική από την αξία. Προϋποθέτει την ανταλλαγή και την εκτίμηση και με αυτήν την έννοια πραγματοποιείται στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αποτελεί κοινωνική σχέση. Στην παραγωγή αξίας χρήσης βασίζεται η αναπαραγωγή του ανθρώπου και της ανθρώπινης ζωής, πράγμα που σε τελική ανάλυση προκαθορίζει και την αναπαραγωγή της αξίας. Αναγνωρίζεται ότι η «εκτόξευση» του αξιακού μηχανισμού γίνεται στη βάση του φυσικού, μέσω του φυσικού μηχανισμού, διαμέσου φυσικών σχέσεων, όμως, παρ’ όλα αυτά, αυτός ο μηχανισμός και αυτές οι σχέσεις στερούνται κοινωνικότητας. Φοβούνται ότι πίσω από αυτήν τη φυσικότητα μπορεί να κρύβεται η εργασία και η δαπάνη της (η ουσία της αξίας), η αξία χρήσης και τα καταναλωτικά αγαθά, που διαμορφώνουν την υλική βάση της οικονομίας (Γ. Μ. Οσιπωφ).

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο επιχείρημα - την απουσία αντικειμένου της αξίας χρήσης - σε αυτήν την περίπτωση ξεχνιέται για κάποιο λόγο ότι η ανθρωπότητα για δεκάδες αιώνων μέχρι την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της αγοραίας οικονομίας αναπτυσσόταν στη βάση της παραγωγής αξίας χρήσης.

Σε αυτήν τη βάση στη χώρα μας στο πρόσφατο παρελθόν λειτουργούσαν πολλές οικονομικές διαδικασίες: η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, η επιστημονικοτεχνική πρόοδος, η σχεδιοποιημένη ρύθμιση με τη βοήθεια φυσικών δεικτών και ορίων απόδοσης κ.ο.κ.

Ο μη αγοραίος χαρακτήρας της ροής αυτών των διαδικασιών, η υποταγή τους στους νόμους κίνησης της αξίας χρήσης ήταν οι βασικές προϋποθέσεις απόκτησης από την κοινωνία μας πλεονεκτημάτων στην οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτόν τον τομέα η κοινωνία στην πράξη αποκοβόταν από τους δρόμους της εμπορευματικότητας, πράγμα που έδινε σε όλους τα γνωστά εξαιρετικά αποτελέσματα (Α. Μ. Γεριόμιν).

Page 82: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Μέσω της εκβιομηχάνισης, της εξοικονόμησης εργασίας και της μείωσης του κόστους πραγματοποιούταν μια μόνιμη μείωση των τιμών, οι οποίες στην ΕΣΣΔ ήταν οι πιο χαμηλές στον κόσμο. Εάν στο μισθό που δινόταν εκείνη την εποχή προστεθούν τα έσοδα του πληθυσμού από τα κοινωνικά κονδύλια κατανάλωσης (δωρεάν παιδεία, ιατρική περίθαλψη, χαμηλό ενοίκιο, οικιστικές, μεταφορικές και άλλες πολλές υπηρεσίες), τότε συνολικά το επίπεδο της αμοιβής της εργασίας υπολειπόταν λίγο από το επίπεδο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, που ζούσαν σε σημαντικό βαθμό στηριζόμενες στην ανισότιμη ανταλλαγή με τις χώρες του δεύτερου και του τρίτου κόσμου.

Η θέση των κρατικών επιχειρήσεων ως συστατικών μερών μιας οικονομικής «φίρμας», που δεν γνώριζαν το εμπόριο μεταξύ τους, και η χωρίς μετρητά κυκλοφορία της παραγωγής τους επέτρεπαν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς την τεράστια μάζα κάθε είδους μεσαζόντων (ντίλερ, χρηματιστές, μεσίτες, τραπεζίτες και τραπεζιτικούς υπαλλήλους κλπ.), πράγμα που έδινε τη δυνατότητα να αποφεύγουν τις λεγόμενες μεταβιβαστικές πληρωμές, οι οποίες στις χώρες με αγοραία οικονομία συχνά εξυψώνουν το κόστος της ίδιας της παραγωγής. Στο βαθμό που ξεπερνιόταν η αξιακή ανταλλαγή, γινόταν κατορθωτό η οικονομία να διευθύνεται επιστημονικά - να σχεδιάζεται η ανάπτυξή της, να οργανώνεται η αναλογική, βασισμένη σε σύστημα ισολογισμών τροφοδοσία των κλάδων της λαϊκής οικονομίας, να αποφεύγονται οι κάθε είδους καθυστερήσεις πληρωμών, χρέη κλπ.

Σε σχέση με αυτό είναι κατάλληλο να ειπωθεί ότι η έννοια «οικονομία», που έδωσε όνομα στην οικονομική επιστήμη, δεν εμφανίστηκε για το χαρακτηρισμό των σχέσεων της αξίας και της αξιακής ανταλλαγής. Η πραγματική, ουσιαστική έννοιά της από την αρχή μέχρι τις μέρες μας ανάγεται σε τελική ανάλυση στην αρχή της αξίας χρήσης - η οικονομία να διευθύνεται έτσι ώστε τα αποτελέσματα να υπερέχουν των δαπανών, τα έσοδα να ξεπερνούν τα έξοδα.

Αυτή η αρχή δεν συμβιβάζεται με την αξιακή ανταλλαγή, που λειτουργεί σε αντισταθμιστική - ισότιμη βάση: την ισότητα των δαπανών και των αποτελεσμάτων. Η υπεραξία ως αξία (και όλα της τα παράγωγα - το κέρδος, η πρόσοδος, ο τόκος) επίσης δεν είναι αύξηση των αποτελεσμάτων ως προς τις δαπάνες, επειδή πίσω της βρίσκονται ίσες με αυτήν δαπάνες πρόσθετης εργασίας. Εάν όμως θέλουν να την εξάγουν από τις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας (την παραγωγικότητα της εργασίας), τότε αναπόφευκτα θα πρέπει να περάσουν από την αξιακή βάση στη βάση της αξίας χρήσης.

Η οικονομία εμφανίζεται από την αξία χρήσης της εργατικής δύναμης και των μέσων που χρησιμοποιεί, υλοποιούμενη στη ζωντανή εργασία των ανθρώπων και στην κατανάλωση. Πολλές και μάλιστα ουσιαστικές οικονομικές διαδικασίες μπορούν να γίνουν ορθολογικά αντιληπτές μόνο στη βάση των αρχών της αξίας χρήσης. Αρκεί να ειπωθεί, ότι η οικονομική άνοδος και πόσο μάλλον η ανάπτυξη δεν εξηγούνται από τις θέσεις των νόμων της αξίας, της αρχής της ισοτιμίας (ισότητας) των δαπανών και των αποτελεσμάτων, εφ’ όσον εδώ γίνεται λόγος για την οικονομία στην στατική της κατάσταση. Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο που όλοι οι γνωστοί συγγραφείς, που επεξεργάζονται τη θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης, για παράδειγμα ο Σουμπέτερ, στρέφονται στα κριτήρια της αξίας χρήσης: την παραγωγικότητα της εργασίας, το ακαθάριστο ή το καθαρό προϊόν στην πραγματική του (και όχι τη χρηματική) έκφραση, την εξοικονόμηση εργασίας κ.ο.κ. Μπορεί να υποτεθεί, ότι η αρχή της αξίας χρήσης της υπεροχής των αποτελεσμάτων επί των δαπανών (και όχι η αξιακή τους ισότητα) θα γίνει ο βασικός τρόπος επεξήγησης και θεμελίωσης τόσο της οικονομικής, όσο και της κοινωνικής ανάπτυξης της κοινωνίας.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΧΡΗΣΗΣ

Τη θέση για την εργασιακή θεωρία της αξίας χρήσης ως νέο παράδειγμα της οικονομικής επιστήμης, που διαμορφώθηκε στην προτελευταία έκδοση των υλικών της συζήτησης «η οικονομική θεωρία στο κατώφλι του ΧΧΙ αιώνα» (σ. 211 - 220), την υποστηρίζει μια σειρά γνωστών επιστημόνων μας. «Ηρθε ο καιρός, γράφει ο Ρ. Ι. Κοσολάπωφ, που η κοινωνία πρέπει με γενναιότητα να απορρίψει την «πολιτική οικονομία της αξίας» και να περάσει στην «πολιτική οικονομία της αξίας χρήσης», τοποθετώντας την τελευταία στο κέντρο

Page 83: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

όλης της οικονομικής θεωρίας και πρακτικής». Σύμφωνα με τη λογική των πραγμάτων, υποστηρίζει ο Β. Ν. Τσερκοβέτς, «την εργασιακή θεωρία της αξίας πρέπει να αντικαταστήσει η θεωρία της αξίας χρήσης (κοινωνικής, άμεσα κοινωνικής), η οποία θα καλείται να εργάζεται και να χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους προσδιορισμού της χρησιμότητας (κοινωνικής, άμεσα κοινωνικής) των δημιουργούμενων υλικών και μη υλικών αγαθών όχι μέσω των αυθόρμητων αγοραίων τιμών…».

Την επεξεργασία και πολύ περισσότερο την εφαρμογή της εργασιακής θεωρίας της αξίας χρήσης, δυστυχώς, την σχετίζουν με το μακρινό και μάλιστα το απροσδιόριστο μέλλον. Για κάποιους αυτό (σ.μ.: το μέλλον) είναι η «μεταβιομηχανική» κοινωνία, για άλλους η «τεχνοτρονική». Σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη του Β. Ν. Τσερκοβέτς, σήμερα δεν υπάρχει ακόμα αντικείμενο για μια τέτια θεωρία.

Στις σύγχρονες συνθήκες μας, που επικρατεί το αγοραίο αυθόρμητο που, δυστυχώς, όχι μόνο το ανθρώπινο σώμα, αλλά και η ηθική, η τιμή, η συνείδηση και πολλές άλλες πνευματικές αξίες μετατράπηκαν σε αντικείμενο αγοραπωλησίας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επικράτηση της αξίας χρήσης. Και παρ’ όλα αυτά προϋπόθεση της αξίας ήταν και παραμένει η αξία χρήσης. Χωρίς να υπολογίζεται η τελευταία καμιά παραγωγή δεν μπορεί να επιτύχει. Στη βάση των αρχών της αξίας χρήσης λύθηκαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα: ο μηχανισμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η επιστημονικοτεχνική πρόοδος, η δυναμική της παραγωγικότητας της εργασίας, η κίνηση του κοινωνικού προϊόντος, η δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής, η σχεδιοποίηση κλπ., κ.ο.κ. Πρακτικά, ό,τι το σοσιαλιστικό υπήρξε στη χώρα, υλοποιήθηκε στη βάση της λειτουργίας των παραγόντων της οικονομίας που έχουν σχέση με την αξία χρήσης. Ολα αυτά δεν μπορεί να μην αποτελούν στοιχεία του «πλούτου» της θεωρίας της αξίας χρήσης.

Το θέμα δεν είναι ότι για αυτήν τη θεωρία δεν υπάρχει πραγματικό αντικείμενο. Οι άνθρωποι ζουν με τις αξίες χρήσης των προϊόντων (η αξία δεν τρώγεται), στη δουλειά χρησιμοποιούν τις ιδιότητες της αξίας χρήσης των μέσων και αντικειμένων εργασίας, επιτυγχάνουν «πρόσθετα» αποτελέσματα χάριν της αξίας χρήσης της δικής τους εργατικής δύναμης, δηλαδή της εργασίας, η οποία δεν έχει αξία.

Ομως αυτές οι διαδικασίες της πραγματικής ζωής δεν γενικεύτηκαν στη μορφή μιας θεωρίας, ισότιμης με τη θεωρία της αξίας. Δεν έγιναν αντιληπτές από θέσεις ενός οικονομικού παραδείγματος διαφορετικού από την αξία. Ολοι μας νομίζαμε ότι στην αξιακή βάση είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί όχι μόνο το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αλλά και η οικοδόμησή του. Γράφαμε πολλά για το «άμεσα κοινωνικό προϊόν», την «άμεσα κοινωνική εργασία», την «άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία», όμως μας ξέφευγε, ότι αυτά μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτήν τη μορφή μόνο στη βάση της αξίας χρήσης και όχι της αξίας.

Παράλληλα δεν αντιλαμβανόμασταν το γεγονός, ότι κάθε τι το αρνητικό, που είχε θέση στη ζωή των εργαζομένων, οικονομικά ξεπηδά από τις σχέσεις της αξίας. Για να ζουν και να πλουτίζουν μερικοί άνθρωποι εις βάρος άλλων, να κυριαρχούν πάνω σε άλλους και να το κάνουν αυτό με τη μορφή της ισότιμης ανταλλαγής από θέσεις ισότητας (και, φυσικά, ελευθερίας), η αξία χρήσης δεν χρειάζεται. Εδώ χρειάζεται η αξία και η στηριγμένη σε αυτήν αποξένωση της εργασίας και η εκμετάλλευσή της. Το προϊόν της εργασίας αποκτώντας τη μορφή αξίας, με αυτήν την ίδια την πράξη κάνει σε τελική ανάλυση μισθωτή την ίδια την εργασία.

Οι άνθρωποί μας δεν κατάφεραν να μαντέψουν στην πράξη το μυστικό αυτού του κοινωνικού ιερογλυφικού, δηλαδή της αξίας. Σε αυτήν δεν έβλεπαν την αφηρημένη και καθολική κοινωνική μορφή του αστικού τρόπου παραγωγής, αλλά μάλλον μια γενική ιδιότητα των πραγμάτων. Ακόμα οι οικονομολόγοι τις περισσότερες περιπτώσεις έλεγαν, σύμφωνα με τη φράση του Κ. Μαρξ «με τη γλώσσα των εμπορευμάτων»: «η αξία χρήσης μας μπορεί να ενδιαφέρει τους ανθρώπους. Εμάς, ως πράγματα, δεν μας αφορά. Αλλά σε ό,τι αφορά την εμπράγματη φύση μας, αυτή είναι αξία». Και στη δική μας εποχή δεν είναι τόσο εύκολο να πείσεις τους ανθρώπους, ότι στις ιδιότητες του χρυσού ή του διαμαντιού ως τέτιων δεν υπάρχει ούτε ένα άτομο αξίας.

Page 84: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ταυτόχρονα δεν καταλάβαμε την κοινωνική μορφή του προϊόντος της εργασίας ως αξία χρήσης, δηλαδή τη μορφή του, που υπάρχει έξω από την αγοραία ανταλλαγή. Η σηματοδότησή της ως αξίας για τους άλλους (ως κοινωνικής αξίας χρήσης) δεν έδινε για αυτό τίποτα το ουσιαστικό, επειδή μια τέτια «κοινωνικότητα» προέκυπτε και πάλι από την αξιακή ανταλλαγή. Για την ανταλλαγή προϊόντων που στεκόταν πίσω της, τους νόμους της, μέχρι τώρα ουσιαστικά δεν ξέρουμε τίποτα. Και στη διαδικασία παραγωγής αξίας χρήσης επίσης δεν δινόταν σημασία προσδιοριστίας οικονομικής μορφής. Σε αυτήν έβλεπαν μόνο αφηρημένα γενικά στοιχεία, που είναι παρόντα σε κάθε παραγωγή ανεξάρτητα από την κοινωνική της μορφή. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τον Κ. Μαρξ σχετικά με το ότι είναι απαραίτητο να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας παραγωγής ως τέτιας και της διαδικασίας δημιουργίας αξίας, η οποία σε σχέση με την πρώτη αποκτά την προσδιοριστία οικονομικής μορφής. Αλλιώς η παραγωγή της αξίας του κεφαλαίου μπορεί να ταυτιστεί με την παραγωγή αξιών χρήσης.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η διαδικασία παραγωγής αξίας χρήσης εκτός από τα καθολικά της γνωρίσματα, που είναι παρόντα στην παραγωγή της κάθε κοινωνίας, δεν αποκτά κάθε φορά συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική χρηστική μορφή, δηλαδή η προσδιοριστία της οικονομικής μορφής δεν τελειώνει με την αξιακή μορφή. Σε ορισμένες συνθήκες ως προσδιοριστία της οικονομικής μορφής της παραγωγής αξίας χρήσης εμφανίζεται η ίδια της η φυσικότητα (σ.μ.: της παραγωγής), σε άλλες - η σχέση μεταξύ της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης (της εργασίας) και του κεφαλαίου, σε άλλες - «η οικονομία για τον άνθρωπο». Εάν όμως γίνεται λόγος για μια παραγωγή, της οποίας στόχος δεν είναι η αξία, αλλά η αξία χρήσης, δηλαδή για την παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου, τότε σε αυτήν του την ποιότητα η ίδια η παραγωγή αξίας χρήσης φαντάζει ως η προσδιοριστία μιας ιδιαίτερης κοινωνικοοικονομικής μορφής. Εδώ επίσης πρέπει να διακρίνεται η ιδιαιτερότητα αυτής της μορφής από τα αφηρημένα γενικά (σ.μ.: κοινά) στοιχεία της διαδικασίας παραγωγής αξίας χρήσης, που βρίσκονται στη βάση της κάθε ιδιαίτερης κοινωνικής μορφής του. Τότε ο γενικός ορισμός της διαδικασίας της εργασίας στα απλά και αφηρημένα στοιχεία της θα συμπίπτει με τον ορισμό του ως διαδικασίας δημιουργίας αξίας χρήσης και, συνεπώς, ως ανταλλαγής ύλης μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης, αυτής της αιώνιας προϋπόθεσης της ανθρώπινης ζωής. Η διαδικασία παραγωγής αξίας χρήσης, με τη σειρά της, θα είναι το κοινό θεμέλιο τόσο των δικών της ιδιαίτερων μορφών, όσο και της αντίθετής τους ανταλλακτικής αξίας. Η εργασία, επομένως, διατηρεί το διττό της χαρακτήρα (το αφηρημένο και το ιδιαίτερο) και ως δημιουργός αξίας χρήσης και όχι μόνο έξω από τα όρια κατά την αντιπαραβολή της με την ανταλλακτική αξία, όπως αυτό γίνεται στο «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ (Η διαίρεση της εργασίας σε συγκεκριμένη και αφηρημένη, η αποκάλυψη του διττού της χαρακτήρα αποτελούν, αναμφίβολα, σημαντικές κατακτήσεις του Κ. Μαρξ. Παράλληλα, αυτή η διαίρεση δεν εξαντλείται με το ότι η αφηρημένη εργασία έχει σχέση με την αξία και μόνο με αυτήν, ενώ η συγκεκριμένη μόνο με την αξία χρήσης. Η εργασία που παράγει αξία χρήσης έχει και αυτή την αφηρημένη, την κοινωνική της πλευρά και τη συγκεκριμένη της πλευρά).

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΧΡΗΣΗΣ

Το πρώτο που θα έπρεπε να γίνει, είναι να διατυπωθεί ο νόμος της αξίας χρήσης στην απλή του μορφή, που θα αντανακλούσε τη σχέση (δεσμό) μεταξύ της εργασίας και του αποτελέσματός της (το προϊόν), αλλά θα ήταν αντίθετος με τον νόμο της αξίας (ο τελευταίος είναι επίσης νόμος αλληλεπίδρασης της εργασίας με το αποτέλεσμά της).

Πώς όμως παρουσιάζεται ο νόμος της αξίας χρήσης;

1. Εάν με τον νόμο της αξίας εκφράζεται ο δεσμός που ξεκινά από τη ζωντανή εργασία, εκλαμβανόμενη ως κοινωνικά αναγκαία δαπάνη, προς το αποτέλεσμά της που πραγματοποιείται στην αξία, τότε ο νόμος της αξίας χρήσης, αντίστροφα, καθιερώνει την εξάρτηση των δαπανών ζωντανής εργασίας από την κοινωνική αξία χρήσης του προϊόντος, από την ανάγκη για αυτό. Στον πρώτο νόμο η αξία του αποτελέσματος καθορίζεται από την κοινωνικά αναγκαία για την παραγωγή του εργασία, δηλαδή ξεκινάμε από τη δαπάνη της εργασίας. Με τον δεύτερο νόμο, δηλαδή τον νόμο της αξίας χρήσης, εκφράζεται η αντίστροφη σχέση -

Page 85: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ξεκινάμε από την αξία χρήσης του προϊόντος και προχωράμε στην αντίθετη κατεύθυνση - προς την εργασία που τη δημιουργεί, ώστε να ορίσουμε πόση εργασία πρέπει να δαπανηθεί, για να έχουμε τη συγκεκριμένη αξία χρήσης και να ικανοποιήσουμε τις δεδομένες απαιτήσεις για αυτήν. Σύμφωνα με τον νόμο της αξίας αυτό δεν μπορεί να γίνει, επειδή σε αυτόν με την εργασία καθορίζεται μόνο η αξία του προϊόντος, ενώ η ίδια η «αξία» της εργασίας, η ποσότητά της μένουν ανεξήγητες. Στα όρια του νόμου της αξίας η εργασία, η δαπάνη της δεν αποκτούν τον αιτιακό τους προσδιορισμό από την πλευρά του προϊόντος τους και γι’ αυτό στερούμαστε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε την ποσότητα της εργασίας, πράγμα, που αναμφισβήτητα μαρτυρά τα όρια της κλασικής αξιακής θεωρίας και της πρακτικής που της αντιστοιχεί. Από την κριτική τους αναπτύχθηκε ο κεϋνσιανισμός με την θεωρία του καθορισμού του όγκου της απασχόλησης.

Στο νόμο της αξίας χρήσης ξεπερνιόνται αυτά τα όρια, είναι ένας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία καθορίζει πόσο είναι απαραίτητο να εργάζεται, να αφιερώνει χρόνο στην υλική παραγωγή, ώστε να ικανοποιεί τις ζωτικές της ανάγκες.

Το να εισαχθεί αυτός ο νόμος στην οικονομική επιστήμη, ακόμα και σε αυτήν την αρχική γενική μορφή, δεν είναι τόσο εύκολο. Φαίνεται σαν κάτι το αυτονόητο το να οριστεί η δράση του νόμου της αξίας χρήσης μέσω της σχέσης της χρησιμότητας του προϊόντος προς την υλοποιημένη σε αυτό εργασία. Ομως από τη στιγμή που η διατύπωση αυτού του νόμου μεταφέρεται σε αυτό το επίπεδο, μπαίνουμε αναπόφευκτα στο δρόμο, που οδηγεί στο νόμο της αξίας. Η αιώνια κυριαρχία της αξίας σε κάθε αλληλεπίδραση της εργασίας και του αποτελέσματός της, ακόμα και όταν το αποτέλεσμα εκλαμβάνεται ως αξία χρήσης, υποχρεώνει να του (σ.μ.: στον νόμο της αξίας χρήσης) δίνεται αξιακός χαρακτήρας, να εξετάζεται στα όρια της θεωρίας της αξίας και των νόμων της. Φυσικά η παραγωγή αξίας χρήσης (ως αξίας) απαιτεί ορισμένη και μάλιστα αναγκαία για την ικανοποίηση της δεδομένης ανάγκης ποσότητα δαπάνης εργασίας. Ομως εάν την αξία χρήσης (τη χρησιμότητα) του αποτελέσματος θέλουν να την ορίσουν μέσω αυτών των αναγκαίων (οριακών, βέλτιστων, διαφορικών κλπ.) δαπανών, και όχι το αντίστροφο, τότε οι νόμοι της κίνησης της αξίας χρήσης αποδεικνύονται μεμονωμένη περίπτωση (ή συμπλήρωμα) των νόμων της αξίας.

Αυτό, δυστυχώς, δεν το απέφυγε και ο Β. Β. Νοβοζίλωφ κατά την ανάλυση των δαπανών και των αποτελεσμάτων της εργασίας. Θεωρούσε, ότι οι κοινωνικές δαπάνες εργασίας και χρόνου και οι αντίστοιχες σκέψεις του Κ. Μαρξ για αυτήν τη νέα έννοια του κοινωνικά αναγκαίου εργάσιμου χρόνου, μαρτυρούν μόνο μια περισσότερο αναπτυγμένη έκφραση του νόμου της αξίας, που υπολογίζει όχι μόνο τις συνθήκες παραγωγής της, αλλά και τις συνθήκες πραγματοποίησής της στην κατανάλωση, δηλαδή εάν το εμπόρευμα δεν αγοράζεται, τότε η δαπανημένη σε αυτό εργασία παύει να είναι αναγκαία. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του Α. Α. Νοβοζίλωφ, η αντιστοιχία της παραγωγής στις ανάγκες και ακόμα της εργασίας, που είναι αναγκαία σύμφωνα με τις συνθήκες της κατανάλωσης (της πραγματοποίησης της αξίας) με την εργασία που είναι αναγκαία σύμφωνα με τις συνθήκες της παραγωγής αξίας, πραγματοποιείται στη βάση της δαπανημένης εργασίας. Ολες οι καταναλωτικές εκτιμήσεις τόσο των μέσων παραγωγής, όσο και των αντικειμένων κατανάλωσης πρέπει να εκφράζονται με την ίδια μονάδα, με την οποία μετρώνται οι δαπάνες κοινωνικής εργασίας.

Σε αυτήν την περίπτωση η μέτρηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τον νόμο της αξίας και λόγος γίνεται μόνο για την ανάγκη να παρθεί υπόψη η εξάρτηση της ανταλλακτικής αξίας από την αξία χρήσης, δηλαδή το γεγονός, ότι η αξία χρήσης είναι προϋπόθεση της ανταλλακτικής αξίας, χωρίς την πρώτη δεν υπάρχει και η δεύτερη. Για αυτόν τον λόγο αναγκαζόμαστε να απευθυνόμαστε στις υπηρεσίες της αξίας χρήσης ως προϋπόθεσης της ανταλλακτικής αξίας και στη βάση αυτή να θεωρούμε αναγκαίες μόνο εκείνες τις δαπάνες για την παραγωγή των εμπορευμάτων, που αγοράζονται, καταναλώνονται. Οι δαπάνες εδώ τίθενται σε εξάρτηση από την ενεργό ζήτηση, από τους καταναλωτές εμπορευμάτων, πράγμα που δεν βγαίνει από τα όρια της αξιακής σχέσης.

Στα όρια όμως του νόμου της αξίας χρήσης η αναγκαία εργασία και ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος αποκτούν μια εντελώς διαφορετική, αντίθετη έννοια: γίνονται αναγκαίοι σύμφωνα με τις απαιτήσεις ικανοποίησης των

Page 86: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αναγκών σε δεδομένες αξίες χρήσης. Η αναγκαία εργασία, παρμένη με αυτήν την έννοια, δεν έχει σχέση με την ανταλλακτική αξία, δεν είναι το ισοδύναμό της. Στο νόμο της αξίας χρήσης ως προϋπόθεση στην κίνηση της τελευταίας δεν εμφανίζονται οι δαπάνες εργασίας για τη δημιουργία της, ούτε η εξάρτησή της από αυτές τις δαπάνες, αλλά, αντίστροφα, η εξάρτηση των δαπανών εργασίας από την αξία χρήσης του προϊόντος και τις ανάγκες της κοινωνίας που στέκονται πίσω της.

Το μέγεθος και τα όρια των δαπανών εργασίας σε αυτήν την περίπτωση εξαρτώνται από τις ανάγκες, ενώ ο χρόνος εργασίας, παραμένοντας πόλος της δεδομένης οικονομικής σχέσης, αποκτά εντελώς νέα σημασία. Οταν γίνεται λόγος για τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο της κοινωνίας με την έννοια εκείνου του χρόνου, που είναι απαραίτητο να δαπανήσει η κοινωνία για την ικανοποίηση δεδομένων αναγκών, τότε αυτός ο χρόνος δεν εμφανίζεται ως μέτρο αξίας του προϊόντος. Αυτού του είδους η αναγκαία εργασία έχει σχέση με την αξία χρήσης και όχι με την ανταλλακτική αξία. Εδώ δεν εννοείται εκείνος ο εργάσιμος χρόνος, που είναι αναγκαίος για να δημιουργηθεί αυτή ή η άλλη αξία, συμπεριλαμβανομένης της αξίας του συνόλου των αγαθών, που είναι απαραίτητα στον εργάτη για την ύπαρξή του και για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Λόγος γίνεται για τη σχετική αναγκαιότητα των αναγκών, που ικανοποιούνται με προϊόντα εκείνων ή των άλλων ειδών εργασίας, για παράδειγμα, για την ικανοποίηση των αναγκών σε διατροφή μέσω της γεωργικής εργασίας, η οποία σε σχέση με αυτό είναι η πιο αναγκαία.

Σε γενική μορφή ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος αυτού του είδους καθορίζεται και από πολλές άλλες συνθήκες, που συνδέονται με την αξία χρήσης, την κατανάλωσή της και τις ανάγκες των ανθρώπων. Πρέπει πρώτα από όλα να υποδειχθεί, ότι ακριβώς η αξία χρήσης των ζωτικών μέσων του εργαζόμενου υπαγορεύει πόση εργασία πρέπει να δαπανηθεί και τον χρόνο για την παραγωγή τους. (Εάν αυτές τις δαπάνες τις ορίσουμε με την αξία των ζωτικών μέσων, τότε βρισκόμαστε σε φαύλο κύκλο: με την εργασία ορίζεται η αξία τους, με την αξία τους η εργασία). Ο εργάσιμος χρόνος και η ποσότητα της παραγωγικής εργασίας, που είναι απαραίτητη για τη ζωή της κοινωνίας, εξαρτώνται από το πλήθος των ανθρώπων που έχουν ανάγκη τα μέσα επιβίωσης, δηλαδή από το γενικό πλήθος των καταναλωτών και των «καλαθιών της νοικοκυράς», από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Η τελευταία εν πολλοίς προκαθορίζει τον αριθμό των απασχολουμένων σε παραγωγική εργασία και, επομένως, τον γενικό όγκο του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου της δεδομένης κοινωνίας.

Η εξάρτηση των δαπανών εργασίας και του εργάσιμου χρόνου από τις ανάγκες της κοινωνίας και τις απαραίτητες για αυτήν αξίες χρήσης, που υπάρχουν στη μορφή μέσων για τη ζωή και μέσων εργασίας, είναι οφθαλμοφανής. Εμφανίζεται, όμως, το ερώτημα: αυτές οι δαπάνες, παρμένες σε σχέση με (σ.μ.: ως προς) την αξία χρήσης, δεν θα είναι το μέτρο της, δηλαδή δεν πρέπει να μετριέται η αξία χρήσης με την ίδια τη δαπανημένη εργασία (όπως και η αξία), αλλά με εκείνη μόνο τη διαφορά, ότι δαπανήθηκε σύμφωνα με τους όρους της κατανάλωσης και όχι της παραγωγής. Εάν χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του Κ. Μαρξ σχετικά με το ότι ο Ροβινσώνας στο νησί του κατένειμε τον εργάσιμο χρόνο του και τις εργασιακές του λειτουργίες σύμφωνα με τα ωφέλιμα αποτελέσματα των αντικειμένων κατανάλωσης, τότε δεν μπορούμε άραγε μια τέτια κατανομή του εργάσιμου χρόνου (σε εξάρτηση από την αξία χρήσης του προϊόντος) να τη θεωρούμε μια σχέση στην οποία «περιέχονται ήδη όλοι οι ουσιαστικοί ορισμοί της αξίας».

Ενας τέτιος ισχυρισμός θα ήταν εσφαλμένος, οδηγεί την αξία χρήσης στην αξία και επιστρέφει στο νόμο της αξίας. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι δύο νόμοι δεν τέμνονται πουθενά, ότι ο νόμος της αξίας χρήσης στην αφηρημένη του μορφή δεν εμπεριέχει την υποκείμενη σε άρνηση αξιακή σχέση του προϊόντος προς την εργασία που το δημιουργεί και, αντίστροφα, η απαίτηση της αξίας χρήσης να αγγίζει την αναγκαία εργασία μόνο για τους σκοπούς της κατανάλωσης (το περίσσιο, ό,τι δεν έχει καταναλωθεί χάνεται), δεν υπολογίζεται στο νόμο της αξίας. Ως προς αυτό ακόμα οι δυο νόμοι έχουν κοινή βάση - την εργασία.

2. Εφ’ όσον η αξία χρήσης του προϊόντος έχει ανάγκη για την παραγωγή της τον αναγκαίο για αυτήν εργάσιμο χρόνο, τότε μεταξύ αυτής και της εργασίας δημιουργείται μια ορισμένη οικονομική σχέση, που έχει τις δικές της ιδιαίτερες ποιότητες και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Πρώτα από όλα αφορούν τη σχέση

Page 87: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αντιστοιχίας ή αναντιστοιχίας (αναλογικότητας ή δυσαναλογίας) μεταξύ της αξίας χρήσης και της εργασίας, της ισότητας ή ανισότητάς τους [συμπεριλαμβανομένου (σ.μ.: του ζητήματος) εάν ισούται η εργασία με όρους δημιουργίας αξίας χρήσης με την εργασία με όρους δημιουργίας ανταλλακτικής αξίας]. Θέτοντας το ερώτημα με αυτόν τον τρόπο και επιλύνοντάς το, περνάμε ταυτόχρονα σε έναν νέο χαρακτηρισμό της κίνησης της αξίας χρήσης: στην ήδη συζητημένη πιο πάνω πλευρά του, που εκφράζει τον προσανατολισμό της σχέσης μεταξύ της αξίας χρήσης και της εργασίας, τώρα προσθέτουμε έναν χαρακτηρισμό της αλληλεπίδρασής τους στο επίπεδο της αναλογικότητάς τους, της αντιστοιχίας της μιας προς την άλλη.

Στο σύνολό του αυτός ο δεύτερος ορισμός του νόμου ή ο δεύτερος νόμος της αξίας χρήσης αφορά τα κοινά όρια της συσχέτισης της παραγωγής και της κατανάλωσης και τις καθοριζόμενες από αυτές ιδιαίτερες μορφές αλληλεπίδρασής τους, για παράδειγμα, της ζήτησης και της προσφοράς, παρμένων στο επίπεδο της παραγωγής και ανταλλαγής αξιών χρήσης και όχι ανταλλακτικών αξιών. Εφ’ όσον η παραγωγή και η κατανάλωση από αυτή τη σκοπιά πρέπει σε τελική ανάλυση να συμπίπτουν (να αντιστοιχού

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

του Μ. Β. Ποπώφ

Στο κέντρο των συζητήσεων της περιόδου 1951-1991, μετά την έκδοση της εργασίας του Ι. Β. Στάλιν «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» βρίσκονταν τρία μεγάλα αλληλένδετα προβλήματα: το πρόβλημα του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, το πρόβλημα της εμπορευματικότητας στο σοσιαλισμό και το πρόβλημα της επίλυσης της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας.

Ο ΑΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Σε τι, πρώτα από όλα, εκφράζεται η κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού; Ο Β. Ι. Λένιν έλεγε: «Η λατινική λέξη κομμούνις σημαίνει κοινός. Κομμουνιστική κοινωνία σημαίνει ότι όλα είναι κοινά: η γη, οι φάμπρικες, η κοινή εργασία. Να τι είναι ο κομμουνισμός». Η κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού εκφράζεται, επομένως, πρώτα από όλα, στο ότι τόσο τα μέσα παραγωγής, όσο και η χρησιμοποίησή τους είναι κοινωνικά ή, με άλλα λόγια, τα βασικά μέσα παραγωγής αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία.

Συγκεκριμενοποιώντας τον μαρξιστικό ορισμό της ιδιοκτησίας, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι έδειξαν ότι κοινωνική ιδιοκτησία είναι η σχέση της κοινωνίας με τις αντικειμενικές συνθήκες παραγωγής ως δικές της, ως τέτιες συνθήκες στις οποίες μπορεί να κυριαρχεί, υποτάσσοντας την αξιοποίησή τους στα συμφέροντά της. Αυτή η σχέση πραγματοποιείται μέσω της παραγωγής. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ιδιοκτησία βρίσκει το πραγματικό της είναι σε μια τέτια παραγωγή, η οποία υποτάσσεται στην κοινωνία, δηλαδή καθοδηγείται σύμφωνα με τα κοινωνικά οικονομικά συμφέροντα.

Η παραγωγή μιας κοινωνίας, που έχει βγει από τον καπιταλισμό, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της επίλυσης της αντίφασης μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικοκαπιταλιστικής μορφής ιδιοποίησης. Οντας κοινωνική, η καπιταλιστική «παραγωγή δεν είναι άμεσα κοινωνική, δεν αποτελεί προϊόν συνεταιρισμού, που κατανέμει την εργασία μεταξύ των μελών του. Τα άτομα είναι υποταγμένα στην κοινωνική παραγωγή, που υπάρχει έξω από αυτά όπως η μοίρα, δεν είναι η κοινωνική παραγωγή υποταγμένη στα άτομα, τα οποία θα τη διεύθυναν σαν μια κοινή τους ιδιοκτησία».

Page 88: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η σοσιαλιστική παραγωγή υποτάσσεται άμεσα στα συνεταιρισμένα άτομα, στα κοινωνικά τους συμφέροντα και γι’ αυτό είναι άμεσα κοινωνική. Εφ’ όσον είναι κοινωνική, δηλαδή εφ’ όσον όλες οι παραγωγικές διαδικασίες συνενώθηκαν σε μια κοινωνική παραγωγική διαδικασία, έγιναν μέρη, στοιχεία αυτής της ενιαίας διαδικασίας, η υποταγή αυτής της παραγωγής στα κοινωνικά συμφέροντα απαιτεί το συνειδητό συντονισμό των δραστηριοτήτων αυτών που συμμετέχουν στην ενιαία διαδικασία και γι’ αυτό μπορεί να είναι μόνο σχεδιοποιημένη. Ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής εκφράζεται, επομένως, στη σχεδιοποιημένη υποταγή της παραγωγής στα κοινωνικά συμφέροντα. Από αυτό ξεκινούσε ο Ι. Β. Στάλιν στην εργασία «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» που εκδόθηκε το 1951. Σε αυτό επέμενε η λεγόμενη σχολή οικονομολόγων της Μόσχας με επικεφαλής τον υπεύθυνο της έδρας πολιτικής οικονομίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας Ν. Α. Τσαγκόλωφ, και ακόμα τέτιοι οικονομολόγοι όπως ο Ν. Β. Χέσσιν, ο Α. Μ. Γεριόμιν, ο Α.Α. Σεργκέγιεφ, ο Ν. Α. Μοϊσέγιενκο, ο Ρ. Ι. Κοσολάπωφ, ο Β. Γ. Ντολγκώφ, ο Α. Κ. Ποκριτάν και άλλοι. Χάριν της πάλης αυτών των οικονομολόγων αυτή η θέση έγινε κυρίαρχη στη θεωρία.

Ο Κ. Μαρξ έγραφε: «Η μορφή της εργασίας όπου πολλά άτομα εργάζονται σχεδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο και το ένα μαζί με το άλλο στο ίδιο προτσές παραγωγής ή σε διάφορα συναφή όμως προτσές παραγωγής, ονομάζεται συνεργασία». Γι’ αυτό, η σοσιαλιστική κοινωνία αποτελεί έναν ενιαίο συνεταιρισμό. «Ο συνεταιρισμός - υπογράμμιζε ο Λένιν - όταν αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία, όπου έχει κοινωνικοποιηθεί η γη και έχουν εθνικοποιηθεί οι φάμπρικες και τα εργοστάσια, είναι σοσιαλισμός». Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ήταν πέρασμα «στον ενιαίο παλλαϊκό συνεταιρισμό».

Ετσι, αφετηριακό σημείο της σοσιαλιστικής (κομμουνιστικής) παραγωγής είναι ο παλλαϊκός συνεταιρισμός - ο συνεταιρισμός στο πλαίσιο ολόκληρης της κοινωνίας. Η ύπαρξη των δυο μορφών σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας δεν αλλάζει την υπόθεση στην ουσία, επειδή πρόκειται για δυο μορφές της μιας, κοινωνικής, ιδιοκτησίας, δυο μορφές υποταγής της παραγωγής στα ενιαία, κοινωνικά, συμφέροντα ή, μπορεί να ειπωθεί, πρόκειται για μια, κοινωνική, ιδιοκτησία σε όλα τα μέσα παραγωγής, που όμως εμφανίζεται σε δυο διαφορετικές μορφές.

Με τη νίκη του σοσιαλισμού, επομένως, άλλαξαν ριζικά οι οικονομικές σχέσεις. Παλαιότερα αυτές δεν ήταν σχέσεις παλλαϊκού συνεταιρισμού, αλλά σχέσεις παραγωγής για την ανταλλαγή. Ο συνεταιρισμός, υπογραμμίζει ο Μαρξ, είναι «πρώτα από όλα, άμεση, μη διαμεσολαβημένη από την ανταλλαγή, αλληλεπίδραση πολλών εργατών για την επίτευξη ενός και του αυτού αποτελέσματος…». Ενώ η ανταλλαγή είναι μια αμοιβαία αποξένωση προϊόντων εργασίας και άλλων αντικειμένων ιδιοκτησίας στη βάση μιας ελεύθερης σύμβασης ή συμφωνίας. «Η ανταλλαγή, που διαμεσολαβείται από την ανταλλακτική αξία και τα χρήματα, προϋποθέτει, αλήθεια, την ολόπλευρη εξάρτηση των παραγωγών του ενός από τον άλλο, όμως ακόμα προϋποθέτει και την πλήρη απομόνωση των ιδιωτικών τους συμφερόντων και έναν τέτιο καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας, κατά τον οποίο η ενότητα των διάφορων μορφών εργασίας και η αμοιβαία συμπληρωματικότητα υπάρχουν έξω από τα άτομα και ανεξάρτητα από αυτά…».

Σε διάκριση με αυτό σε μια κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών, που δαπανούν τις εργατικές τους δυνάμεις σχεδιοποιημένα ως μια συνολική εργατική δύναμη, κατά την μεταβίβαση ενός προϊόντος από ένα εργοστάσιο ή φάμπρικα σε ένα άλλο εργοστάσιο ή φάμπρικα δεν συμβαίνει αποξένωση, στο βαθμό που η κίνηση των προϊόντων ολοκληρώνεται στα όρια μιας και της αυτής ιδιοκτησίας. Στο ερώτημα σχετικά με το αν μπορεί να γίνεται λόγος για ανταλλαγή με την ακριβή πολιτικοοικονομική έννοια αυτής της λέξης στο σοσιαλισμό, στον Κ. Μαρξ βρίσκουμε την εξής απάντηση: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοχτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας». Το αδύνατο ύπαρξης εμπορευματικής ανταλλαγής στην άμεσα κοινωνική οικονομία καταδείκνυε και ο Ενγκελς: «Η άμεση κοινωνική παραγωγή καθώς και η άμεση κατανομή

Page 89: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αποκλείουν κάθε ανταλλαγή προϊόντων, επομένως και τη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα…». Εδώ είναι ένα από τα κριτήρια οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Μια και παραμένουν οι ανταλλαγές, είναι γελοίο και το να μιλά κανείς για σοσιαλισμό». Με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού η ανταλλαγή εκτοπίζεται από το συνεταιρισμό, πράγμα με το οποίο συνδέεται και η απονέκρωση της αγοράς με το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Στην απόφαση του 12ου συνεδρίου του ΡΚΚ(μπ) «για τη βιομηχανία» υπογραμμιζόταν, ότι «στην τελική τους ανάπτυξη οι μέθοδοι σχεδιασμού μπορούν και πρέπει να υποτάξουν την αγορά και με αυτόν τον τρόπο να την καταργήσουν». Σε αντίθεση με την εμπορευματική, στην άμεσα κοινωνική παραγωγή η εργασία εμφανίζεται ως κοινωνική εργασία άμεσα και όχι μέσω της ανταλλαγής. «Μόλις η κοινωνία γίνει κάτοχος των μέσων παραγωγής και αρχίσει να τα χρησιμοποιεί για την παραγωγή κοινωνικοποιώντας τα άμεσα, η εργασία κάθε ατόμου τότε όσο διαφορετική και αν είναι η ειδική χρησιμότητα του χαρακτήρα της, μεταβάλλεται ευθύς εξαρχής και αμέσως σε κοινωνική εργασία».

Είναι φυσικό, ότι το προϊόν που δημιουργείται από άμεσα κοινωνική εργασία είναι άμεσα κοινωνικό προϊόν και όχι προϊόν που έχει παραχθεί για ανταλλαγή. Να γιατί με την πολιτικοοικονομική έννοια δεν πρέπει να θεωρείται εμπόρευμα. Ο Κ. Μαρξ σημείωνε: «Μονάχα τα προϊόντα αυτοτελών και ανεξάρτητων της μιας από την άλλη ατομικών εργασιών αντιπαραθέτονται το ένα στο άλλο σαν εμπορεύματα». Σύμφωνα με τη μαρξιστικο-λενινιστική αντίληψη η σοσιαλιστική επανάσταση παρουσιάζεται ως «η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η μετατροπή τους σε κοινωνική ιδιοκτησία και η αντικατάσταση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εμπορευμάτων από τη σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής προϊόντων προς όφελος όλης της κοινωνίας για την εξασφάλιση πλέριας ευημερίας και ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της». Οπως υποδείκνυε ο Λένιν, τη μεταβατική περίοδο «το κρατικό προϊόν - το προϊόν του σοσιαλιστικού εργοστασίου, που ανταλλάσσεται με αγροτικά είδη διατροφής, δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι πια εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα…». Στις παρατηρήσεις για το βιβλίο του Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου» ο Β. Ι. Λένιν έγραψε και υπογράμμισε τις εξής λέξεις από το κείμενο του βιβλίου: «…στο βαθμό που στη θέση του αυθόρμητου εμφανίζεται ένας κοινωνικός ρυθμιστής, το εμπόρευμα μετατρέπεται σε προϊόν και χάνει τον εμπορευματικό του χαρακτήρα». Και εδώ σχετικά με τις λέξεις «το εμπόρευμα μετατρέπεται σε προϊόν» υποδεικνύεται, ότι αυτό «δεν είναι ακριβές: δεν μετατρέπεται σε «προϊόν», αλλά κάπως αλλιώς. Μόλις: σε προϊόν, που προορίζεται για κοινωνική κατανάλωση όχι μέσω της αγοράς». Με την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου ολοκληρώνεται και η διαδικασία μετατροπής του εμπορεύματος σε άμεσα κοινωνικό προϊόν, πράγμα που είναι μόνο μια πιο συγκεκριμένη έκφραση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας οικοδόμησης του σοσιαλισμού ως πρώτης φάσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, που από το χαρακτήρα του είναι άμεσα κοινωνικός.

Εφ’ όσον στη σοσιαλιστική παραγωγή πραγματοποιείται άμεσα κοινωνική εργασία για την παραγωγή προϊόντος στην αντίστοιχη (άμεσα κοινωνική) μορφή, ο Κ. Μαρξ νομοτελειακά την χαρακτήριζε ως «μια μορφή παραγωγής διαμετρικά αντίθετη με την εμπορευματική παραγωγή». Ο Φ. Ενγκελς υπογράμμιζε, ότι «από τη στιγμή που η κοινωνία θα πάρει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής, παραμερίζεται η εμπορευματική παραγωγή…». Ο Β. Ι. Λένιν δεν εκφραζόταν λιγότερο κατηγορηματικά. Εγραφε: «…για την οργάνωση μιας μεγάλης παραγωγής χωρίς επιχειρηματίες είναι απαραίτητο, πρώτο, να εξαλειφθεί η εμπορευματική οργάνωση της οικονομίας της κοινωνίας και να αντικατασταθεί με την κοινοτική, την κομμουνιστική οργάνωση, οπότε ρυθμιστής της παραγωγής δε θα είναι η αγορά, όπως σήμερα, μα οι ίδιοι οι παραγωγοί, η ίδια η κοινότητα των εργατών…». Στο προλεταριάτο τέθηκε το καθήκον της αντικατάστασης «της εμπορευματικής παραγωγής με τη σοσιαλιστική…». Κατά τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ο Β. Ι. Λένιν σημείωνε: «Σε μας διεξάγεται πάλη του πρώτου σταδίου περάσματος στον κομμουνισμό με τις αγροτικές και καπιταλιστικές προσπάθειες να υπερασπίσουν (ή να αναγεννήσουν) την εμπορευματική παραγωγή». Ξεκινώντας από αυτή την πρόταση, ότι διεξάγεται «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, που είναι ακατόρθωτος χωρίς την εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής», ο Β. Ι. Λένιν υπογράμμιζε: «… η εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού θα κάνει δυνατό να οργανωθεί η άμιλλα όχι με τις θηριώδεις, αλλά με τις ανθρώπινες μορφές της». Ολες αυτές οι θεμελιώδεις θέσεις των κλασικών του μαρξισμού λενινισμού συνενώνονται σε μια - η σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή είναι από το χαρακτήρα της άρνηση της καπιταλιστικής

Page 90: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

εμπορευματικής παραγωγής. Υπογραμμίζοντας στην εργασία του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισισμού στην ΕΣΣΔ», ότι τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, ο Ι. Β. Στάλιν στηριζόταν σε αυτές τις θεμελιώδεις θέσεις. Στη συνέχεια οι σοβιετικοί οικονομολόγοι έδειξαν ότι και τα αντικείμενα κατανάλωσης στο σοσιαλισμό δεν είναι εμπορεύματα.

Είναι γνωστό ότι η υπονόμευση της εμπορευματικής παραγωγής γίνεται ήδη στον ιμπεριαλισμό. Η εμπορευματική ανταλλαγή εξαλείφεται, ουσιαστικά, στα όρια των μεγάλων μονοπωλίων, ενώ η εμπορευματική παραγωγή στην κοινωνία συνολικά βασιλεύει. Στην πορεία της σοσιαλιστικής εθνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής από τη σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής εξάγεται η βασική μάζα προϊόντων. Κατά την μεταβατική περίοδο η εμπορευματική παραγωγή αξιοποιείται από το προλεταριακό κράτος για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων παραγωγικών δυνάμεων και αυτό, όπως υποδείκνυε ο Β. Ι. Λένιν, δεν είναι μόνο σκόπιμο, αλλά και αναγκαίο. Στο βαθμό υλοποίησης των πλάνων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης η σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται σταθερά. Με τη νίκη του σοσιαλισμού που σημαίνει τη μετατροπή όλης της οικονομίας σε ενιαίο συνεταιρισμό, σε ενιαίο μονοπώλιο, που όμως προσανατολίζεται στο όφελος όλου του λαού, στην άμεσα κοινωνική σχεδιοποιημένα οργανωμένη κοινωνία, η εμπορευματική οργάνωση της παραγωγής ως τέτια καταργείται.

Ο καπιταλισμός, όντας εμπορευματική οικονομία σε εκείνο το στάδιο ανάπτυξής της που και η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα, οικοδομείται «στη βάση του νόμου της αξίας, ο οποίος γι’ αυτό είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής». Ο Φ. Ενγκελς εξηγούσε στο «Αντι - Ντύρινγκ», ότι «ο νόμος της αξίας είναι ακριβώς ο βασικός νόμος της εμπορευματικής παραγωγής, και κατά συνέπεια της ανώτατης μορφής της, της καπιταλιστικής δηλαδή παραγωγής». Στον Ι. Κ. Σμυρνώφ ανήκει η επεξήγηση του ότι ο εννοούμενος ως νόμος της εμπορευματικής παραγωγής, νόμος της αξίας δεν μπορεί να είναι νόμος της κοινωνικής οικονομίας, που είναι ευθέως αντίθετη στην εμπορευματική παραγωγή. Με την πολιτικοοικονομική έννοια η άμεσα κοινωνική εργασία που ξοδεύεται στην παραγωγή προϊόντων δεν εμφανίζεται ως αξία αυτών των προϊόντων και, εάν δεν υπάρχει φαινόμενο, τότε δεν υπάρχει και ο νόμος του. Και όταν μιλάνε για νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό, τότε κατά κανόνα έχουν υπόψη ότι «ύστερα από την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρούμενης όμως της κοινωνικής παραγωγής, παραμένει κυρίαρχος ο καθορισμός της αξίας με την έννοια, ότι γίνεται ουσιαστικότερη από κάθε άλλη φορά η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παραγωγής, τέλος η λογιστική για όλα αυτά». Μόνο έτσι είναι δυνατό να κατανοηθεί σωστά η ρήση του Στάλιν για το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό. Επομένως, δεν γίνεται λόγος για την πραγματική αξία με όλο τον πλούτο των ορισμών της, που έχει μόνο στην εμπορευματική παραγωγή, αλλά για τον καθορισμό της αξίας με τον εργάσιμο χρόνο, για το ότι η σχεδιοποιημένη ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου στην άμεσα κοινωνική οικονομία όχι μόνο δε χάνεται, αλλά είναι κυρίαρχη και ο νόμος της οικονομίας του εργάσιμου χρόνου αποκτά την αντίστοιχη μορφή έκφρασής του και πλήρες πεδίο για την ανάπτυξή του.

Ολα αυτά τα συμπεράσματα δεν εξάγονται από την ιδιαιτερότητα του σοσιαλισμού ως πρώτης, κατώτερης, φάσης του κομμουνισμού, αλλά από το ότι στην κατώτερή του φάση ο κομμουνισμός είναι κομμουνισμός, ότι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν αποτελούν δυο διαφορετικούς τρόπους παραγωγής, και η κομμουνιστική παραγωγή, εμφανιζόμενη ως άρνηση της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, αποτελεί παραγωγή άμεσα κοινωνική.

Συνεπώς, εάν βασιστούμε στην κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού, αυτός πρέπει να χαρακτηριστεί άμεσα κοινωνική οικονομία. Αυτή είναι μια κατανόηση της σοσιαλιστικής παραγωγής ως όλου, που εκφράζει την κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού. Ομως ακριβώς γι’ αυτό είναι απλά σωστή, αξιόπιστη, αλλά και μονόπλευρη, επομένως, ακόμα όχι πλήρως πραγματική κατανόηση της σοσιαλιστικής παραγωγής. Πρέπει να υπολογιστεί, να παρθεί υπόψη και η αρνητική της πλευρά.

Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Page 91: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Οπως προκύπτει από την προηγούμενη παράγραφο, η κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού εκφράζεται στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής. Και στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ (νέα έκδοση), που ψηφίστηκε από το 27ο συνέδριο υπογραμμιζόταν: «Στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού σχηματισμού θα επιβεβαιωθεί απόλυτα ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας και της παραγωγής». Παράλληλα, ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής αποσιωπείτο, πράγμα, που άνοιγε το δρόμο στο ρεβιζιονισμό. Τη στιγμή που ο σοσιαλισμός είναι ατελής κομμουνισμός, είναι κομμουνισμός με την αυτοάρνησή του, που συνδέεται με την έξοδό του από το παλιό οικοδόμημα. Η σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή, που αποτελεί άρνηση της εμπορευματικής παραγωγής, δεν μπορεί να μη φέρει τη σφραγίδα της εξόδου του από αυτήν την παραγωγή. Κατά τη μεταβατική περίοδο, η οποία είναι η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, η άμεσα κοινωνική παραγωγή γίνεται παριστάμενο Είναι, και «το παριστάμενο Είναι είναι γενικά από τη δημιουργία του Είναι με μερικό μη Είναι, επειδή αυτό το μη Είναι παίρνεται σε απλή ενότητα με το Είναι. Το μη Είναι, παρμένο ως Είναι με τέτιο τρόπο, που το συγκεκριμένο όλον έχει τη μορφή του Είναι, της αμεσότητας, αποτελεί το συγκεκριμένο σαν τέτιο». Εχοντας βγει από την εμπορευματική οικονομία, η άμεσα κοινωνική παραγωγή εμπεριέχει την αυτοάρνησή της, η οποία, όντας μη Είναι της άμεσα κοινωνικής παραγωγής στον εαυτό της, γι’ αυτόν το λόγο μπορεί να ονομαστεί εμπορευματικότητα, που αποτελεί το συγκεκριμένο της άμεσα κοινωνικής παραγωγής στο σοσιαλιστικό στάδιο της ανάπτυξής της. Η εμπορευματικότητα είναι η άρνηση της άμεσα κοινωνικής παραγωγής στον εαυτό της ως στιγμή, που συνδέεται με την έξοδο από την εμπορευματική οικονομία.

Η άρνηση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που εκφράζεται στη σχεδιοποιημένη υποταγή της στα κοινωνικά συμφέροντα, συνίσταται στην άρνηση αυτής της σχεδιοποιημένης υποταγής. Επομένως, εμπορευματικότητα είναι η στιγμή (σ.μ: με την έννοια της όψης, του στοιχείου) της υποταγής της παραγωγής σε κάποια άλλα, όχι τα κοινωνικά συμφέροντα, όταν η ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων δεν εμφανίζεται ως σκοπός, αλλά μόνο ως μέσον για την ικανοποίηση κάποιων άλλων συμφερόντων. Η εμπορευματικότητα είναι στιγμή της παραγωγής για την ανταλλαγή στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, που βρίσκεται με αυτήν σε ενότητα.

Η δράση, για την οποία η ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων είναι απλά μέσο για την ικανοποίηση κάποιων άλλων συμφερόντων, είναι αντίθετη της δράσης που κατευθύνεται άμεσα στην πραγματοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων. Επομένως, από την διαφορά στα οικονομικά συμφέροντα, που έχει θέση στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, προκύπτει η αντίθεση στις δραστηριότητες που αντιστοιχούν στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μια πλευρά και την εμπορευματικότητα από την άλλη. Σε αυτή ακριβώς τη βάση εμφανίζεται και η αντίθεση των θεωρητικών θέσεων, που εκφράζουν αντίθετες πλευρές της σοσιαλιστικής παραγωγής. Ο Κ. Μαρξ υπεδείκνυε: «Μόνο σε εκείνη την περίπτωση, που στη θέση των αντιτιθέμενων μεταξύ τους δογμάτων εξετάσουμε τα αντιτιθέμενα μεταξύ τους γεγονότα και τις πραγματικές αντιθέσεις, που είναι οι κρυμμένη πραγματική αιτία αυτών των δογμάτων, μόνο σε αυτήν την περίπτωση θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε την πολιτική οικονομία σε θετική επιστήμη».

Συγγραφείς, που υποστηρίζουν την εμπορευματική κατανόηση του σοσιαλισμού (οι εμπορευματικοί), όπως ο Γ. Α. Κόνροντ, ο Ε. Γ. Λίμπερμαν, ο Γ. Γ. Λίμπερμαν, ο Ν. Γ. Πετρακόφ, ο Μ. Β. Ρακίτσκι, ο Ν. Α. Σμόλντιρεφ και άλλοι, συχνά υποστήριζαν ότι για την αποδοχή της θεώρησής τους αρκεί απλά να κοιτάξουμε τα γεγονότα της πραγματικότητας. Με αυτό έκαναν δυο σοβαρά λάθη. Το πρώτο συνίσταται στην ταύτιση των εμφανιζομένων μορφών, που συχνά έχουν υποστεί μετατροπή, με την ουσία των φαινομένων, η γνώση της οποίας αποτελεί το πραγματικό καθήκον της επιστήμης. Δεύτερο λάθος η παράλειψη του ότι τα ίδια τα γεγονότα της πραγματικότητας αντιφάσκουν το ένα με το άλλο. Ο Γ. Β. Πλεχάνωφ έγραφε: «Οταν ο μεταφυσικός ακούει ότι ο κοινωνικός παράγοντας πρέπει να βασίζεται στην πραγματικότητα, καταλαβαίνει ότι τον συμβουλεύουν να συμφιλιωθεί με αυτήν. Δεν ξέρει ότι σε κάθε οικονομική πραγματικότητα υπάρχουν αντίθετα στοιχεία και ότι το να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα θα σήμαινε να συμφιλιωθεί (σ.μ.: αποδεχτεί) μόνο με ένα από τα στοιχεία της». Και το μαρξιστικό κριτήριο της πρακτικής σημαίνει τη στήριξη όχι στην κάθε πρακτική, αλλά συγκεκριμένα στην επαναστατική πρακτική, που εγγυάται την προοδευτική ανάπτυξη.

Page 92: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Εάν η παραγωγή συνολικά χαρακτηριζόταν ως διαμεσολαβημένα κοινωνική, ως παραγωγή για την ανταλλαγή, θα έπρεπε να ονομαστεί εμπορευματική παραγωγή. Ομως στο σοσιαλισμό έχουμε να κάνουμε με την εμπορευματικότητα όχι ως όλον, όχι ως κάποιο τομέα και ακόμα όχι ως στοιχείο της εμπορευματικής παραγωγής (εάν γίνεται λόγος για την κοινωνική παραγωγή, που ολοκληρώνεται στα όρια της κοινωνικής ιδιοκτησίας), αλλά μόνο ως άρνηση της άμεσα κοινωνικής παραγωγής στον εαυτό της. Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται λόγος όχι για εμπορευματική παραγωγή, αλλά μόνο για εμπορευματικότητα ως στιγμή της ίδιας της άμεσα κοινωνικής παραγωγής, που αρνείται αυτήν την παραγωγή στον εαυτό της.

Η παραγωγή εμπορευμάτων είναι απόλυτα νόμιμο να συνδέεται με τον οικονομικό διαχωρισμό των παραγωγών. Ο εμπορευματοπαραγωγός «είναι απομονωμένος, εξατομικευμένος παραγωγός». Ο καταμερισμός της εργασίας δημιουργεί διαχωρισμένους παραγωγούς ακριβώς «στην κατάσταση της εμπορευματικής οικονομίας», για αυτό ειδικά έκανε μνεία ο Β. Ι. Λένιν. Ομως εάν αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει πια, εάν η κατάσταση της εμπορευματικής παραγωγής έχει εξαλειφθεί, τότε και οι παραγωγοί δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται διαχωρισμένοι. Οι σοσιαλιστικοί παραγωγοί δεν πρέπει να θεωρούνται ούτε σχετικά διαχωρισμένοι. Τέτιοι είναι οι παραγωγοί στον καπιταλισμό, οι οποίοι λόγω του κοινωνικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι διαχωρισμένοι μεταξύ τους απόλυτα.

Σε διάκριση από τη λειτουργική - οικονομική αυτοτέλεια, «ο οικονομικός διαχωρισμός σημαίνει σχέσεις μεταξύ διαφορετικών ιδιοκτητών». Εφ’ όσον η κοινωνία πήρε στην ιδιοκτησία της τα μέσα παραγωγής, τώρα πια δεν είναι κοινωνία διαχωρισμένων, αλλά κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών, και εάν χρησιμοποιηθεί το ποσοτικό μέτρο, τότε πρέπει να γίνεται λόγος όχι για τον ένα ή τον άλλο βαθμό διαχωρισμού, αλλά για εκείνον ή τον άλλο βαθμό συνεταιριστικοποίησης, ενότητας των σοσιαλιστικών παραγωγών. Οι έννοιες «σχετικά συνεταιρισμένοι παραγωγοί» και «σχετικά διαχωρισμένοι παραγωγοί» είναι αντίθετες.

Εάν η εμπορευματική παραγωγή σημαίνει το διαχωρισμό των παραγωγών, τότε η εμπορευματικότητα σημαίνει μόνο στιγμή διαχωρισμού των συνεταιρισμένων παραγωγών. Το να απολυτοποιείται αυτή η στιγμή, το να μετατρέπεται από στιγμή σε όλον, θα σήμαινε να μοιραστεί η κοινωνική ιδιοκτησία στις κολεκτίβες, ανακηρύσσοντάς τες σε ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, και να μην αναγνωρίζεται στην πράξη η αλήθεια ότι η σοσιαλιστική παραγωγή είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή.

Η απομάκρυνση από αυτήν τη θεμελιώδη θέση σε ολόκληρη σειρά θεωρητικών εργασιών δεν μπορούσε να μην έχει αρνητική επιρροή στην οικονομική πρακτική. Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Β. Α. Πεσεχόνωφ στο ότι σε σημαντικό βαθμό «η εμπορευματικότητα «έρχεται» στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις «από τα πάνω», ως αποτέλεσμα συνειδητά κατευθυνόμενων ενεργειών». Ο Α. Μ. Γεριόμιν, για παράδειγμα, σημείωνε: «Η εμπορευματική (ή «μισοεμπορευματική») ερμηνεία της σοσιαλιστικής παραγωγής υποβοήθησε φανερά τις ασάφειες στις συγκεκριμένες οικονομικές επεξεργασίες και στις κατευθύνσεις για την πρακτική».

Εφ’ όσον η σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή αποτελεί άρνηση της καπιταλιστικής εμπορευματικής οικονομίας και εφ’ όσον «στη διαλεκτική το να αρνείσαι δεν σημαίνει να λες απλά «όχι», αλλά ακόμα και να κρατάς, να διατηρείς αυτό που μπορεί να εξυπηρετήσει την έκφραση της νέας ουσίας, η νέα ουσία, φυσικά, εμφανίζεται όχι μόνο στη νέα, άμεσα κοινωνική, αλλά και στην παλιά, εμπορευματοχρηματική, μορφή. Αυτή η νέα ουσία, παρμένη σε ενότητα με τη μορφή, σηματοδοτεί το νέο περιεχόμενο, το οποίο «μπορεί και πρέπει να εμφανίζεται με κάθε μορφή, και νέα και παλιά, μπορεί και πρέπει να μεταμορφώνει, να νικά, να υποτάσσει στον εαυτό του όλες τις μορφές, όχι μόνο τις νέες, αλλά και τις παλιές, όχι για να συμφιλιωθεί με το παλιό, αλλά για να μπορεί όλα και με κάθε τρόπο, τις νέες και τις παλιές μορφές να τις κάνει εργαλεία της πλήρους και τελειωτικής, της αποφασιστικής και ανεπίστρεπτης νίκης του κομμουνισμού»

Με αφορμή την αξιοποίηση των μορφών που είχαν εμφανιστεί στους κόλπους της εμπορευματικής οικονομίας ο Β. Ι. Λένιν, τόσο προεπαναστατικά όσο και μετά την επανάσταση, εκφράστηκε πολλές φορές,

Page 93: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

βασιζόμενος στις σχετικές υποδείξεις του Κ. Μαρξ. Αυτές οι λενινιστικές θέσεις αντανακλάστηκαν στη συνέχεια στο Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που ψηφίστηκε στο 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1928. Εκεί λεγόταν: «Οι συνδεόμενες με τις σχέσεις αγοράς, εξωτερικά καπιταλιστικές μορφές και μέθοδοι οικονομικής δραστηριότητας (υπολογισμός τιμών, χρηματική πληρωμή της εργασίας, αγορά - πώληση, πίστη και τράπεζες κλπ.) παίζουν το ρόλο μοχλών της σοσιαλιστικής ανατροπής, εφ’ όσον αυτοί οι μοχλοί εξυπηρετούν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τις επιχειρήσεις συνεπούς σοσιαλιστικού τύπου, δηλαδή το σοσιαλιστικό τομέα της οικονομίας».

Καθοδηγούμενο από αυτές τις θέσεις, το κόμμα διαχωριζόταν από τις διαθέσεις σε όφελος (σ.μ.: που ήταν υπέρ) της αλλαγής κατεύθυνσης του εμπορίου και της τυπικής κατάργησης του χρήματος με τη νίκη του σοσιαλισμού. Στην Εισήγηση «Συμπεράσματα του πρώτου πεντάχρονου» στην Ενιαία Σύνοδο της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΠΚΚ(μπ) τον Γενάρη του 1933, την οποία διάβασε ο Ι. Β. Στάλιν, λεγόταν: «... το σοβιετικό εμπόριο δεν πρέπει να το βάζουμε στην ίδια μοίρα με το εμπόριο του πρώτου σταδίου της ΝΕΠ, έστω κι αν ρυθμιζόταν από το κράτος, ενώ το εμπόριο του πρώτου σταδίου της ΝΕΠ επέτρεπε την αναζωογόνηση του καπιταλισμού και τη λειτουργία του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα στην κυκλοφορία του εμπορεύματος, το σοβιετικό εμπόριο ξεκινά από την άρνηση, την ανυπαρξία τόσο του ενός όσο και του άλλου». Στον απολογισμό προς το 17ο Συνέδριο του ΠΚΚ(μπ) σχετικά με το ζήτημα για τη φύση και τις λειτουργίες του χρήματος στην οικονομία του σοσιαλισμού ειπώθηκε, ότι «αποτελούν ένα όργανο της αστικής οικονομίας, το οποίο πήρε στα χέρια της η σοβιετική εξουσία και το προσάρμοσε στα συμφέροντα του σοσιαλισμού». Το κόμμα έφτανε στην κατανόηση του ότι «στις σοσιαλιστικές μας συνθήκες η οικονομική ανάπτυξη γίνεται όχι μέσω μιας σειράς επαναστατικών ανατροπών, αλλά μιας σειράς βαθμιαίων αλλαγών, όπου το παλιό δεν καταργείται απλώς πέρα για πέρα, αλλά αλλάζει τη φύση του σύμφωνα με το καινούργιο, διατηρώντας μονάχα τη μορφή του, και το καινούργιο δεν καταργεί απλώς το παλιό, αλλά διεισδύει μέσα στο παλιό, αλλάζει τη φύση του, τις λειτουργίες του, όχι καταστρέφοντας τη μορφή του, αλλά χρησιμοποιώντας την για την ανάπτυξη του καινούργιου. Ετσι έχουν τα πράγματα όχι μονάχα με τα εμπορεύματα, αλλά και με τα χρήματα μέσα στην οικονομική μας κυκλοφορία, όπως, επίσης, και με τις τράπεζες που χάνοντας τις παλιές τους λειτουργίες και αποκτώντας καινούργιες, διατηρούν την παλιά τους μορφή, η οποία χρησιμοποιείται από το σοσιαλιστικό καθεστώς».

Φανερά εκφρασμένη εμπορευματοχρηματική μορφή έχουν, για παράδειγμα, οι σχέσεις κατανομής σύμφωνα με την εργασία, όμως, όπως σωστά σημείωσαν οι Ε. Αντρες και Λ. Γκάλκιν, «με την πολιτικοοικονομική σημασία οι σχέσεις μεταξύ της κοινωνίας και των εργαζομένων των κρατικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων είναι σε σημαντικό και μάλλον όχι σε μικρότερο βαθμό, σε σύγκριση με οποιεσδήποτε άλλες σχέσεις, εμπορευματικές μόνο ως προς τη μορφή, αλλά όχι ως προς την ουσία». Επίσης, οι σχέσεις μεταξύ κράτους και κολχόζ δεν είναι στο σύνολό τους εμπορευματικές. Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυο μορφές της αυτής κοινωνικής ιδιοκτησίας, στα όρια της οποίας οι σχέσεις από την ίδια τους την εσωτερική φύση, ακριβώς όπως και οι σχέσεις μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων, δεν είναι σχέσεις ανταλλαγής, αλλά συνεταιρισμού. Στην επιφάνεια όμως εμφανίζονται σαν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ομως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ότι «το χρήμα, που κυκλοφορεί στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι χρήμα με την πολιτικοοικονομική έννοια». Είναι το γενικό ισοδύναμο των άμεσα κοινωνικών προϊόντων, έκφραση της υλοποιημένης σε αυτά άμεσα κοινωνικής εργασίας.

Ετσι, οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, αν και εμπεριέχουν την εμπορευματικότητα ως στιγμή τους, δεν πρέπει να θεωρούνται συνολικά εμπορευματικές σχέσεις, που υπάρχουν συμπληρωματικά στις άμεσα κοινωνικές. Είναι μια ξεχωριστή ιδιομορφία των άμεσα κοινωνικών σχέσεων, άμεσα κοινωνικές σχέσεις, που εμφανίζονται σε εμπορευματοχρηματικές μορφές. Για αυτού του είδους τις σχέσεις, τις άμεσα κοινωνικές στο περιεχόμενο και εμπορευματικές στην εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιήθηκε ο όρος «εμπορευματοχρηματικές σχέσεις». Στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ (νέα έκδοση) υπογραμμιζόταν η ανάγκη «να αξιοποιούνται πληρέστερα οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε αντιστοιχία με το νέο τους περιεχόμενο που έχουν στο σοσιαλισμό». Οταν αξιοποιούνται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, το νέο τους άμεσα κοινωνικό περιεχόμενο ενισχύεται, ενώ η εμπορευματικότητα ως η αρνητική τους στιγμή εξασθενεί. Συνεχώς

Page 94: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μετασχηματίζεται και η παλιά μορφή, που παραμένει παλιά περισσότερο λόγω της ιστορικής καταγωγής της, παρά στην ουσία, και μόνο η παρουσία της εμπορευματικότητας ως στιγμής του περιεχομένου των δοσμένων σχέσεων επιτρέπει να θεωρούνται μορφή της παλιάς σε ένα ορισμένο βαθμό και στην ουσία.

Το να θεωρούνται οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις εμπορευματικές, πράγμα που ήταν χαρακτηριστικό για τους λεγόμενους οικονομολόγους - εμπορευματικούς, θα σήμαινε να αντιλαμβανόμαστε την οικονομία του σοσιαλισμού ως αποτελούμενη από δυο τομείς, στον ένα από τους οποίους θα έπρεπε να λειτουργούν οι άμεσα κοινωνικές σχέσεις, που κατευθύνονται από το σχέδιο και στον άλλον οι εμπορευματικές, που ρυθμίζονται από την αγορά, από τον νόμο της αξίας. Μια τέτια δυαδική κατανόηση της σοσιαλιστικής οικονομίας βρήκε την πιο λαμπρή της ενσάρκωση στο σχήμα των θεωρητικών «του σοσιαλισμού της αγοράς», που προσπάθησαν να συνδυάσουν το σχέδιο και την αγορά και δεν αναλογίστηκαν, ότι το «μέλλον» του σοσιαλισμού που υποδείκνυαν ήταν αντιγραμμένο από το παρελθόν, από τη μεταβατική περίοδο, στην οποία κυριαρχούσε το αυθόρμητο της αγοράς και οι μέθοδοι σχεδιασμού δεν είχαν ακόμα υποτάξει την αγορά και έτσι δεν την είχαν καταργήσει. Η αποστασιοποίηση από τη ρεβιζιονιστική αντίληψη «του σοσιαλισμού της αγοράς» είναι δυνατή μόνο υπό την προϋπόθεση, ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κατανοούνται ως άμεσα κοινωνικές σχέσεις, που εμφανίζονται με εμπορευματοχρηματικές μορφές.

Ταυτόχρονα η τέτια κατανόηση επιτρέπει «να αγνοούνται και οι προειδοποιήσεις σχετικά με τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις…». Το όλο θέμα συνίσταται σε μια τέτια αξιοποίηση των δοσμένων σχέσεων, με την οποία θα ενισχυόταν το νέο, το άμεσα κοινωνικό τους περιεχόμενο και θα εξασθενούσε η εμπορευματικότητα ως αρνητική στιγμή, παρέχοντας «υγιή λειτουργία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων σε σοσιαλιστική βάση…», στην πραγματική αξιοποίησή τους για τα συμφέροντα της ενίσχυσης και ανάπτυξης του σοσιαλισμού.

Για να κατανοηθεί η ουσία του ερωτήματος για την αξιοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, πρέπει να απομακρυνθούμε από τις επιφανειακές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες στις παλιές εμπορευματοχρηματικές μορφές εμφανίζεται μόνο το νέο, το άμεσα κοινωνικό περιεχόμενο και το παλιό, το εμπορευματικό, έχει εξαλειφθεί πλήρως. Δεν πρέπει να μην βλέπουμε αυτές τις μορφές και την εμπορευματικότητα σαν περιεκτικό στοιχείο, χαρακτηριστικό για τις άμεσα κοινωνικές σχέσεις στο στάδιο του σοσιαλισμού. Ομως δεν θα ήταν ορθό να θεωρούμε, ότι το παλιό περιεχόμενο εμφανίζεται μόνο στην παλιά μορφή, ότι τη σφραγίδα της εμπορευματικότητας τη φέρουν μόνο κάποιες σχέσεις του σοσιαλισμού, ενώ άλλες σχέσεις του, όντας σοσιαλιστικές, είναι απόλυτα ελεύθερες από όλα τα ίχνη της εμπορευματικότητας. Από τα ίχνη της εμπορευματικότητας δεν είναι ελεύθερο και το σοσιαλιστικό άμεσα κοινωνικό προϊόν. Και παρά το ότι αυτά τα ίχνη του παλιού περιεχομένου δεν ορίζουν το όλον, δεν μπορούν να μην εμφανίζονται σε κάθε μορφή, τόσο στην παλιά, όσο και στην καινούργια.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η εμπορευματικότητα στην οικονομία μας δεν εμφανίστηκε μόνο στο κυνηγητό των επιχειρήσεων για αύξηση των αξιακών δεικτών, αλλά και στον προσανατολισμό τους στον «όγκο» σε φυσικούς δείκτες χωρίς να υπολογίζονται οι συγκεκριμένες απαιτήσεις των κοινωνικών συμφερόντων ως προς τη δομή και την ποιότητα της παραγωγής. Η παραγωγή της κονσερβοποιίας καρπών και λαχανικών, για παράδειγμα, αυξήθηκε, την περίοδο 1965 - 1980, πάνω από δυο φορές. Ομως αυξήθηκε μόνο ο λεγόμενος όγκος, δηλαδή η γενική παραγωγή της κονσερβοποιίας καρπών και λαχανικών σε εκατομμύρια συμβατικές κονσέρβες. Σε ότι αφορά όμως μια σειρά (ακριβώς των πιο σπάνιων) ειδών της, η επεξεργασία τους μειωνόταν συστηματικά. Ειδικά, στη Μολδαβία ενώ αυξανόταν ορμητικά η παραγωγή τοματοπελτέ και πουρέ μήλου, χρόνο με το χρόνο μειώνονταν οι όγκοι επεξεργασίας κερασιών, βύσσινου, βερίκοκου και ροδακίνων. «Η πλειοψηφία των νοικοκυριών, που παλιότερα είχαν σημαντικές εκτάσεις τέτιων καλλιεργειών, σταδιακά τις ξερίζωσαν, μετατρέποντάς τες σε κήπους με μηλιές. Χάθηκαν σχεδόν τελείως τα φραγκοστάφυλα, τα βατόμουρα και οι φράουλες».

Εφ’ όσον ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής εκφράζεται στη σχεδιοποιημένη υποταγή της παραγωγής στα κοινωνικά οικονομικά συμφέροντα, η αντίθεση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού

Page 95: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας εμφανίζεται και ως αντίθεση μεταξύ της σχεδιοποίησης και της εμπορευματικότητας. Αυτή η αντίθεση είναι παρούσα τόσο στην παλιά, την εμπορευματοχρηματική, όσο και στην καινούργια, την άμεσα κοινωνική μορφή. Και κανένας δείκτης, ούτε φυσικός, ούτε, πολύ περισσότερο, αξιακός δεν μπορεί από μόνος του να αποκλείσει εντελώς την εμφάνιση της εμπορευματικότητας: εάν (σ.μ.: οι δείκτες) από μέσα πραγματοποίησης των κοινωνικών συμφερόντων μετατραπούν σε αυτοσκοπό, οι πράξεις των παραγωγών, που προσανατολίζονται στην επίτευξή τους, έρχονται σε αντίθεση με τον κοινό στόχο της σοσιαλιστικής παραγωγής.

Η διαφορά εδώ δεν συνίσταται στο ότι στην παλιά μορφή είναι παρούσα η εμπορευματικότητα, ενώ στη νέα απουσιάζει εντελώς, αλλά στο ότι η παλιά μορφή αντιστοιχεί περισσότερο σε εκείνη την αρνητική στιγμή της σοσιαλιστικής παραγωγής και σε αυτήν (σ.μ.: τη μορφή) εμφανίζεται ισχυρότερη. Οταν στο πρώτο σχέδιο για την αξιολόγηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων μετά τη μεταρρύθμιση του 1965 εντάχτηκαν αξιακοί δείκτες, πράγμα για το οποίο επέμεναν οι «εμπορευματικοί», η εμπορευματικότητα ενισχύθηκε, πράγμα που οδήγησε στην ενίσχυση της δράσης των αρνητικών τάσεων στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη.

Το καλοκαίρι του 1965 στη Πράβντα βγήκε ένα άρθρο του αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ Λ. Α. Λεόντιεφ, που προπαγάνδιζε τον προσανατολισμό των επιχειρήσεων στο κέρδος, μετέπειτα, σαν εκπρόσωπος των ανθρώπων της πρακτικής, υποστήριξε αυτήν την ιδέα ο Γ. Α. Κουλάγκιν, διευθυντής του εργοστάσιου μηχανοκατασκευών Σβέρντλοφ του Λενινγκράντ, έπειτα δημοσιεύτηκε από την Πράβντα ένα φανερά παραγγελθέν άρθρο του οικονομολόγου από το Χάρκοβο, προστατευόμενου του Χρουστσόφ Ε. Γ. Λίμπερμαν, που λάβρος έκανε αγκιτάτσια υπέρ του προσανατολισμού στο κέρδος και, με αυτόν τον τρόπο, έγινε δήθεν «συζήτηση» για την υποστήριξη της χαραγμένης οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965, που άνοιξε το δρόμο στην καταστροφή της σοσιαλιστικής οικονομίας.

Από όσα έχουν ειπωθεί, ωστόσο, δεν πρέπει να συνάγεται το συμπέρασμα, ότι η εμπορευματικότητα, όντας αρνητική στιγμή της σοσιαλιστικής άμεσα κοινωνικής παραγωγής, γεννά μόνο αρνητικά αποτελέσματα. Μια που η στιγμή αυτή βρίσκεται σε ενότητα με την ουσία της σοσιαλιστικής παραγωγής, μπορεί ακόμα και να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού και, επομένως, για την αποδυνάμωσή της (σ.μ.: της εμπορευματικότητας). Για την ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων πρέπει να αξιοποιείται και η τάση ικανοποίησης μέσω της πραγματοποίησής τους (σ.μ.: των κοινωνικών συμφερόντων) κάποιων ιδιαίτερων συμφερόντων, πράγμα που θέτει το καθήκον της οργάνωσης παροχής υλικών κινήτρων. Ομως αυτό πρέπει να είναι πραγματικά αξιοποίηση της εμπορευματικότητας για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού, και όχι αξιοποίηση του σοσιαλισμού για την ανάπτυξη της εμπορευματικότητας και τον πλουτισμό ξεχωριστών προσώπων ή κολεκτίβων. Εχοντας αυτό υπόψη πρέπει να λύνεται και το ζήτημα της χρησιμοποίησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, στις οποίες δίπλα στο νέο άμεσα κοινωνικό περιεχόμενο εμφανίζεται έντονα η εμπορευματικότητα.

Ακόμα και ο Μ. Σ. Γκορμπατσόφ πριν την ανακήρυξη της αντισοβιετικής του περεστρόικα σημείωνε: «Στη χώρα μας μιλάνε αρκετά και τεκμηριωμένα για την ανάγκη της πληρέστερης υλοποίησης των δυνατοτήτων και της υπεροχής του σοσιαλιστικού συστήματος οικονομίας στις σύγχρονες συνθήκες. Ομως, συμβαίνει και αυτό, να θέτουν την προοπτική ανόδου των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας και της ανόδου της αποτελεσματικότητάς της μόνο σε εξάρτηση από την ανάπτυξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Τι μπορούμε να πούμε σχετικά με αυτό; Ναι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις είναι παρούσες στο σοσιαλισμό. Τα εργαλεία τους χρησιμοποιούνται πλατιά στη σοσιαλιστική οικονομία. Και είναι σημαντικό να μάθουμε ακόμα καλλίτερα να χρησιμοποιούμε αυτά τα εργαλεία, μη ξεχνώντας, εννοείται, ότι στο σοσιαλισμό αλλάζει η φύση και η σημασία τους. Για αυτό απαιτούνται σοβαρές επιστημονικές συστάσεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση στις σημερινές συνθήκες τέτιων μοχλών, όπως η τιμή, το κόστος, το κέρδος, η πίστη και μερικών άλλων. Παράλληλα, ο περιορισμός του καθήκοντος της πληρέστερης αξιοποίησης των δυνατοτήτων του σοσιαλιστικού συστήματος οικονομίας μόνο σε αυτό θα σήμαινε την έκπτωση τέτιων

Page 96: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ριζικών αρχών και προτερημάτων του σοσιαλισμού, όπως ο σχεδιοποιημένος χαρακτήρας της οικονομίας μας, η προτεραιότητα των κοινωνικών στόχων της οικονομικής ανάπτυξης, η δυνατότητα της συνειδητής βελτιστοποίησής της για την πραγματοποίηση βαθιών ποιοτικών αλλαγών στην παραγωγή και τα συμφέροντα της κοινωνίας».

Η άμεσα κοινωνική παραγωγή και η εμπορευματικότητα βρίσκονται σε ενότητα, στο βαθμό που η εμπορευματικότητα δεν βρίσκεται έξω από τη σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή, αλλά αποτελεί στιγμή αυτής της ίδιας. Αλλά εφόσον είναι η αρνητική στιγμή της άμεσα κοινωνικής παραγωγής, η άμεσα κοινωνική παραγωγή και η εμπορευματικότητα είναι αντίθετες. Εχουμε να κάνουμε με ενότητα αντίθετων πλευρών, η καθεμιά από τις οποίες εμπεριέχει την άλλη πλευρά, ως άρνησή της στον ίδιο της τον εαυτό, ως δική της στιγμή. Εξ αιτίας αυτής της αλληλοδιείσδυσης η κάθε πλευρά της εξεταζόμενης αντίθεσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της εμπορευματικότητας η ίδια αποτελεί αντίθεση. Εχουμε, επομένως ενότητα αντιθέσεων - αντίφαση.

Η αντίφαση της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού και της εμπορευματικότητας δεν θα ήταν σωστό να κατανοείται ως αντίφαση δυο ομάδων σχέσεων, η μια από τις οποίες θα ταυτιζόταν με τις άμεσα κοινωνικές σχέσεις και η άλλη με τις εμπορευματικές. Στη σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή όλες οι σχέσεις είναι άμεσα κοινωνικές και όλες εμπεριέχουν την άρνησή τους, την εμπορευματικότητα. Η αντίφαση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας εμφανίζεται σε κάθε σχέση παραγωγής.

Δεν αντανακλά την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων και η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η σοσιαλιστική παραγωγή είναι διστρωματική: το χαμηλότερο, βαθύτερο στρώμα είναι άμεσα κοινωνικό, ενώ το ανώτερο εμπορευματικό. Με μια τέτια κατανόηση της άμεσα κοινωνικής ουσίας της παραγωγής αυτή (σ.μ.: η ουσία) βρίσκεται ξεκομμένη από τα επιφανειακά φαινόμενα, εμφανίζεται σαν πραγματική ουσία η εμπορευματική, και ακόμα δεν γίνεται διχασμός της ουσίας. Στην πραγματικότητα όμως η άμεσα κοινωνική ουσία της παραγωγής υφίσταται, ενώ η εμπορευματικότητα όχι μόνο υφίσταται, αλλά ενυπάρχει στην ουσία. Η υλιστική διαλεκτική διδάσκει ότι δεν μπορεί να μην υπάρχει στην ουσία, αυτό που υπάρχει στο φαινόμενο, επειδή ό,τι υπάρχει στο φαινόμενο, αυτό υπάρχει και στην ουσία. Η εμπορευματικότητα είναι αντίθετη προς την ουσία της άμεσα κοινωνικής σοσιαλιστικής παραγωγής σε αυτήν την ίδια. Για τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την εμπορευματικότητα μπορεί να ειπωθεί, ότι είναι «οι αντίθετοι ορισμοί της ίδιας ουσίας», της άμεσα κοινωνικής ουσίας του σοσιαλισμού. Για την ορθή έκφραση της δοσμένης ουσίας χρειάζεται ακριβώς η διαλεκτική, η οποία, σύμφωνα με τη φράση του Β. Ι. Λένιν, «είναι η μελέτη της αντίφασης στην ίδια την ουσία των αντικειμένων…». Η ανεπαρκής μελέτη της διαλεκτικής από τους σοβιετικούς οικονομολόγους αποδυνάμωσε τις θέσεις τους στην πάλη με τους ρεβιζιονιστές εμπορευματικούς.

Στο βαθμό που ο «νόμος» και η «ουσία» είναι κατηγορίες της ίδιας τάξης, η ύπαρξη της στιγμής της εμπορευματικότητας στην ουσία της άμεσα κοινωνικής παραγωγής στο πρώτο στάδιο της εξέλιξής της δεν μπορεί να μην αφήνει τη σφραγίδα της και στη δράση των νόμων αυτής της παραγωγής.

Η αντίφαση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας εμφανίζεται στο ότι αν και ο στόχος της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι η εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, ως ένα από τα κίνητρα της δραστηριότητας των επιχειρήσεων εμφανίζεται η άνοδος της ποσότητας εκείνων των δεικτών της δουλιάς τους, με την αύξηση των οποίων συνδέεται και η αύξηση της οικονομικής ενθάρρυνσης.

Αυτή η αντίφαση αντανακλάται και στον χαρακτήρα της εργασίας στο σοσιαλισμό. Η άμεσα κοινωνική γενικά εργασία στο σοσιαλισμό δεν είναι εργασία μόνο για το κοινό καλό, χωρίς κανέναν άλλο καθορισμό. Εμπεριέχει και μια άλλη, αντίθετη προς τον κοινό προσανατολισμό της σοσιαλιστικής άμεσα κοινωνικής εργασίας στιγμή, τη στιγμή της εργασίας με στόχο την επιβράβευση.

Page 97: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Αποτελώντας αντίφαση της αντικειμενικής οικονομικής πραγματικότητας, η αντίφαση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας αντανακλάστηκε και στη σοβιετική οικονομική επιστήμη. Μάλιστα κατά την επίλυση του ζητήματος του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής συνήθως συγκρουόμαστε με μονόπλευρες απόψεις δυο ειδών.

Η πρώτη από αυτές αποτελεί μια υπογράμμιση της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού χωρίς υπόδειξη στην ύπαρξη της αντίθετης στιγμής. Στην ουσία αυτή η μονόπλευρη προσέγγιση δεν είναι εσφαλμένη, εάν, αποτελώντας άμεση έκφραση του καθορισμού της σοσιαλιστικής παραγωγής ως όλου, είναι ένα λογικά αναγκαίο βήμα στη συνειδητοποίηση της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της εμπορευματικότητας.

Η δεύτερη μονόπλευρη προσέγγιση συνίσταται στην τάση να αναγορεύεται η εμπορευματικότητα, που είναι στιγμή της σοσιαλιστικής παραγωγής, αντίθετη στην ουσία του στην ίδια αυτή την ουσία, να εξυψώνεται σε όλον, ανακηρύσσοντας τη σοσιαλιστική παραγωγή τύπο της εμπορευματικής παραγωγής ή, πράγμα που είναι το ίδιο, παραγωγή που έχει εμπορευματικό χαρακτήρα. Αυτή η μονόπλευρη προσέγγιση ζωγραφίζει έναν πίνακα ευθέως αντίθετο της πραγματικότητας και είναι, γι’ αυτό, χονδροειδέστατο λάθος. Ομως αυτή η άποψη δεν αποτελεί μόνο μια σύγχυση. Εστω και αντεστραμμένα, αντανακλά μια πραγματική στιγμή της σοσιαλιστικής πραγματικότητας, υπογραμμίζοντας αυτό, που συχνά δεν έπαιρναν υπόψη μερικοί οικονομολόγοι, που απολύτως ορθά υπεδείκνυαν των άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής.

Την πραγματική εικόνα θα την πάρουμε μόνο στην περίπτωση που θα αντανακλάσουμε στη θεωρία όχι μόνο τις αντίθετες πλευρές της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας, αλλά όλη την αντίφαση συνολικά, αφού την εξετάσουμε ως ενότητα αντιθέτων. Τότε οι πλευρές της, παρμένες στην πάλη τους η μια με την άλλη, θα έχουν τεθεί σε εσωτερική ενότητα.

Η αντίφαση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας συγκεκριμενοποιεί την αντίφαση μεταξύ της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού και της άρνησής της στον εαυτό του. Η επίλυση της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας είναι γι’ αυτό ταυτόχρονα και η επίλυση της καθολικής αντίφασης της ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως πρώτης φάσης του κομμουνισμού ως αντίφασης μεταξύ της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού και της άρνησής του, που συνδέεται με το ότι βγαίνει από τον καπιταλισμό.

Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΑΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η θέση, σύμφωνα με την οποία στην αντίφαση η ενότητα των πλευρών της είναι σχετική ενώ η πάλη των αντιθέσεων απόλυτη, είναι καθολική και γι’ αυτό ορθή και εφαρμόσιμη στην αντίφαση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας. «Στην οικονομική βιβλιογραφία, έγραφε ο Α. Ι. Κάστσενκο, μερικές φορές υπερτιμάται η σημασία της ενότητας των αντίθετων πλευρών της πραγματικότητας, πράγμα που οδηγεί στη μετατροπή των αντίθετων πλευρών των φαινομένων στην άμεσή τους ταύτιση. Συχνά τον τύπο της υλιστικής διαλεκτικής για την ενότητα και πάλη των αντιθέτων τον αντικαθιστούν με τη θέση για την «οργανική τους ενότητα». Στην πρακτική αυτό οδηγεί στον αποπροσανατολισμό των οικονομικών καθοδηγητών, που συνηθίζουν στο «λουστράρισμα» της πραγματικότητας, με συνέπεια να μην μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις αντιφάσεις της ζωής. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το ότι, λόγω της αυξανόμενης κοινότητας στη σοσιαλιστική κοινωνία το στοιχείο της ενότητας των αντιθέτων αποκτά απόλυτη ισχύ. Ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες η ενότητα των αντιθέτων των διαφόρων πλευρών του κοινωνικού προϊόντος παραμένει προσωρινή, περαστική, σχετική, ενώ η πάλη τους είναι απόλυτη, στο βαθμό που είναι απόλυτη η κίνηση και η ανάπτυξη».

Page 98: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Από την πάλη της άμεσα κοινωνικής σοσιαλιστικής παραγωγής με την εμπορευματικότητα απορρέει η θετική τάση ενίσχυσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και αποδυνάμωσης της εμπορευματικότητας. Από την πάλη της εμπορευματικότητας με τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής απορρέει μια τάση, αντίθετη στην πρώτη, δηλαδή, η τάση αποδυνάμωσης της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού και ενίσχυσης της εμπορευματικότητας.

Οι αναφερόμενες τάσεις δεν είναι ισοδύναμες εξαιτίας του μη ισάξιου των πλευρών της αντίφασης, με την οποία συνδέονται. Εφ’ όσον η σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή είναι αναπτυσσόμενο υπό την επίδραση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων όλον, ενώ η εμπορευματικότητα αποτελεί απλά στιγμή της, και μάλιστα αρνητική, γενική τάση είναι η τάση αποδυνάμωσης της εμπορευματικότητας και ενίσχυσης της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού. Αυτή η τάση έχει βάση της την απρόσκοπτη ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής. Με αυτήν συνδέονται η ανάπτυξη του σοσιαλισμού και η μετατροπή του σε πλήρη κομμουνισμό,

Από την ύπαρξη δυο αντίθετων τάσεων παράλληλα έπεται, ότι η πραγματική ιστορική κίνηση της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι έκφραση μόνο μιας κάποιας τάσης, αλλά αποτέλεσμα της πάλης δυο αντίθετων τάσεων, η συνισταμένη των δυνάμεων, που τις υποστηρίζουν. Στις ενέργειες, που απορρέουν από τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και προσανατολίζονται στην ενίσχυσή του, αντιτίθενται ενέργειες που προσανατολίζονται στην ενίσχυση της εμπορευματικότητας και αντικειμενικά επιβραδύνουν τη διαδικασία ανάπτυξης της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού.

Εφ’ όσον η άμεσα κοινωνική παραγωγή συνίσταται στη σχεδιοποιημένη υποταγή της στα κοινωνικά συμφέροντα, η ενίσχυση της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού εκφράζεται στην όλο και πληρέστερη και συνεπή πραγματοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων στη ζωή. Η αντίθετη τάση εκφράζεται στην αποδυνάμωση ή τη ρήξη αυτής της σχεδιοποιημένης υποταγής, στην άνοδο του αριθμού των παραβιάσεων των κοινωνικών συμφερόντων και των υποχωρήσεων από αυτά.

Ακριβώς με την τάση ενίσχυσης της εμπορευματικότητας, που με το υπάρχον επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εκφραζόταν ακόμα αντικειμενικά, και την ενεργητικότητα των φορέων της στην οικονομική επιστήμη και την οικονομική πρακτική εξηγείται ολόκληρη σειρά των οικονομικών μας δυσκολιών. Γίνεται λόγος, κυρίως, για εκείνα τα φαινόμενα, που ενώ στους χρηματικούς υπολογισμούς φαινόταν σημαντική άνοδος, δεν συνέβαινε η αντίστοιχη άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγής. Μάλιστα αυτό είχε σχέση και με κλάδους που καθόριζαν την τεχνική ανάπτυξη της παραγωγής. Οπως σημείωνε ο Π. Ιγκνάτοβσκι, η δυνατότητα αύξησης των αξιακών μεγεθών χωρίς την τελειοποίηση της τεχνικής και της τεχνολογίας της παραγωγής δεν συγκρατεί μόνο την τεχνική πρόοδο, αλλά και αδυνατίζει με οξύ τρόπο το κάθε κίνητρό της, συμπεριλαμβανομένης της εγερτικής λειτουργίας του σχεδίου. «Πρώτα από όλα γι’ αυτόν τον λόγο οι πρόοδοι στην τεχνολογική βελτίωση της παραγωγής δεν έγιναν ακόμα γενικές, ουσιαστικές για τη λαϊκή οικονομία συνολικά και τους ξεχωριστούς κλάδους, δεν επιτεύχθηκε μεγάλη μεταστροφή στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, στην εξοικονόμηση υλικών πόρων, στην βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας της κοινωνικής εργασίας». Αυτό ακόμα μια φορά επιβεβαιώνει την ορθότητα του συμπεράσματος που είχε συνάγει ενωρίτερα ο Π. Ιγκνάτοβσκι: «… λύνοντας ζητήματα σχετικά με την εξυγίανση της πολιτικής κατάστασης στους χαμηλούς κρίκους της λαϊκής οικονομίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ότι, όσο στις επιχειρήσεις δεν ξεπερνιέται το σπρώξιμο της οικονομίας προνομιακά σε αξιακά αποτελέσματα και εκτιμήσεις, η πολιτική στην οικονομική διαχείριση, είτε το θέλουμε είτε όχι, υποχωρεί μπροστά στην πίεση της χρηματικής κυκλοφορίας, του χρηματικού συμφέροντος…».

Η υπόθεση εδώ, όμως, δεν βρίσκεται στους χρηματικούς δείκτες ως τέτιους, αλλά στην προβολή τους σε πρώτο πλάνο, στη μετατροπή τους σε αυτοσκοπό, τη στιγμή που η γόνιμη αξιοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, που αναπτύσσει τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και αποδυναμώνει την εμπορευματικότητα, προϋποθέτει, ότι οι χρηματικοί δείκτες πρέπει να υπηρετούν απλά ως

Page 99: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μέσο υλοποίησης των κοινωνικών συμφερόντων. Η υπόθεση συνίσταται στις προσπάθειες ξεχωριστών ατόμων ή κολεκτίβων να θέσουν ψηλότερα από τα συμφέροντα της κοινωνίας τα συμφέροντα αύξησης του εισοδήματός τους (με όποιους δείκτες και αν συνδεόταν αυτό), δηλαδή να καθιερώσουν την προτεραιότητα όχι των καθολικών, κοινωνικών, αλλά κάποιων ιδιαίτερων συμφερόντων. Τέτιες προσπάθειες γεννούν την τάση ενίσχυσης της εμπορευματικότητας και αποδυνάμωσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, ως τάση αντίθετη στην εξέλιξη του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό. Η γενική τάση ενίσχυσης της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού και αποδυνάμωσης της εμπορευματικότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο χάριν του γεγονότος, ότι σε εκείνες τις περιπτώσεις, που ενέργειες που απορρέουν από τα κοινωνικά ή άλλα συμφέροντα, έρχονται σε αντίθεση, αυτή η αντίθεση επιλύεται όχι με το να πληγούν τα κοινωνικά συμφέροντα, αλλά διαμέσου της προνομιακής υλοποίησής τους.

Το ερώτημα σχετικά με το ποια τάση θα γίνει κυρίαρχη είναι, επομένως, ερώτημα σχετικά με το ποιων συμφερόντων, των κοινωνικών ή κάποιων άλλων, θα πραγματοποιείται η προτεραιότητα. Θα ενισχύεται στη βάση της προτεραιότητας των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων η διαλεκτική ενότητα των κοινωνικών, ομαδικών και ατομικών συμφερόντων ή θα αρχίσει να αποδυναμώνεται, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών εγκαθίδρυσης της προτεραιότητας όχι των κοινωνικών, αλλά κάποιων άλλων συμφερόντων.

Η πάλη για την επίλυση της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας στη γραμμή της ενίσχυσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και αποδυνάμωσης της εμπορευματικότητας συνίσταται, επομένως, στην υλοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων σε όλη την οικονομική ζωή. Σε αυτό, πρώτα από όλα, εκφράζεται πιο συγκεκριμένα η πάλη για την εξέλιξη του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό.

Η εξασφάλιση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων ως εκείνων που εκφράζουν το βασικό περιεχόμενο των ατομικών συμφερόντων όλων των μελών της κοινωνίας είναι ταυτόσημο με την εξασφάλιση πραγματικής λειτουργίας της κοινωνικής ιδιοκτησίας και της περαιτέρω ανάπτυξής της. Η προτεραιότητα άλλων συμφερόντων θα σήμαινε την αποδυνάμωση και την υπονόμευση της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Στην Πολιτική Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο 27ο Συνέδριο του κόμματος σημειωνόταν «το επίκαιρο πρόβλημα ρύθμισης των σχέσεων της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, ως εξασφάλιση της προτεραιότητας των παλλαϊκών συμφερόντων επί των συμφερόντων των περιφερειών και των περιοχών».

Το θέμα της προτεραιότητας των συμφερόντων, εννοείται, ότι μπορεί να τίθεται μόνο επειδή, στο πλαίσιο της ενότητας που υπάρχει στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, διατηρούνται ακόμα και διαφορές στα συμφέροντα. Εξ αιτίας αυτού «εκεί, όπου ιδιωτικές βλέψεις, ακόμα και οι νόμιμες και δίκαιες, αρχίζουν να πιέζουν τα κοινωνικά συμφέροντα, εκεί εμφανίζεται απειλή για την ενότητα των ενεργειών, για την κοινωνική συνοχή». Για παράδειγμα, «όταν οι σχέσεις της οικονομικής αυτοτέλειας παίρνουν χαρακτήρα αυτάρκειας, τα συμφέροντα όλης της κοινωνικής παραγωγής μετακινούνται στο πίσω πλάνο, πράγμα που πρακτικά έχει την ίδια σημασία με τη μετατροπή των ξεχωριστών επιχειρήσεων σε συλλογικούς ιδιοκτήτες».

Η ανισομετρία, η μη ισοδυναμία των δυο αντιθέτων τάσεων (της μιας προς την αποδυνάμωση, της άλλης προς την ενίσχυση της εμπορευματικότητας), ο καθοριστικός ρόλος της τάσης για ενίσχυση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν πρέπει να εννοούνται υπό την έννοια, ότι η προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων υλοποιείται αυτόματα, από μόνη της, χωρίς πάλη. Το θέμα δεν πρέπει να κατανοείται και με την έννοια ότι η πάλη για την προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων, που εκφράζουν τα ριζικά συμφέροντα της κάθε σοσιαλιστικής προσωπικότητας, είναι σε όλες τις συνθήκες και πάντα νικηφόρα. Αυτό θα ήταν απλούστευση. Ομως αντικειμενικά οι δυνάμεις των αντιθέτων δεν είναι ίσες. Γι’ αυτό εάν η πάλη για την ενίσχυση της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού, για την προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων ξεδιπλώνεται με πλήρη δύναμη και με την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων και προτερημάτων, που είναι δεδομένα για το σοσιαλιστικό οικοδόμημα, η τάση ενίσχυσης της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού και αποδυνάμωσης της εμπορευματικότητας

Page 100: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

απαραίτητα υπερισχύει. Και μόνο με αυτήν την προϋπόθεση «οι προσπάθειες ξεχωριστών προσώπων ή ομάδων να εκφράσουν τα συμφέροντά τους προς βλάβην των κοινωνικών δεν έχουν ελπίδα και είναι ιστορικά καταδικασμένες τελικά θα ξεριζωθούν και θα καταπιεστούν αναπόφευκτα ως ξένες προς τη βαθιά ουσία των σοσιαλιστικών σχέσεων».

Η γεμάτη αυταπάρνηση δουλιά των σοβιετικών ανθρώπων ήταν άμεσο αποτέλεσμα και έκφραση της άμεσα κοινωνικής φύσης του σοσιαλισμού. Η καλλιεργημένη σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συνήθεια να βάζουν τα κοινωνικά συμφέροντα πάνω από τα ατομικά δεν μοιάζει καθόλου με το εφεύρημα μερικών θεωρητικών για μια «τάση των ανθρώπων στη βασική τους μάζα προς το ατομικό τους βόλεμα». Εάν ήταν έτσι, όπως γράφει ο Α. Σ. Τσιπκό, τότε η οικοδόμηση του πλήρους κομμουνισμού θα ήταν απολύτως αδύνατη. Στη θέση της ενέργειας της κομμουνιστικής δημιουργίας θα ερχόταν η πλήρης αδιαφορία για τις υποθέσεις της κοινωνίας. Η διαμεσολάβηση της ικανοποίησης των προσωπικών συμφερόντων από την ικανοποίηση των κοινωνικών, που εκφράζουν το πρωτοπόρο στα προσωπικά συμφέροντα, κάνει του εργαζόμενους να ενδιαφέρονται υλικά καθ’ όλη τη διάρκεια της κομμουνιστικής οικοδόμησης. Να γιατί από το κόμμα μπήκε σωστά σαν σημαντικότατο και άμεσο το καθήκον «της εξασφάλισης της προτεραιότητας των γενικών κρατικών συμφερόντων…».

Αυτό το καθήκον πρέπει να κατανοείται παίρνοντας υπόψη ότι τα κοινωνικά συμφέροντα δεν είναι κάποια συμφέροντα πάνω από το άτομο. Είναι και αυτά προσωπικά, όμως τέτια προσωπικά, η εξυπηρέτηση των οποίων εξασφαλίζει την υψηλότερη κοινωνική πρόοδο, το κοινό καλό όλων των μελών της κοινωνίας, κάθε σοσιαλιστικής προσωπικότητας. Εάν εξασφαλίζεται η πραγματοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων, θα δημιουργούνται οι συνθήκες και για την ελεύθερη ανάπτυξη της κάθε ατομικότητας, της κάθε προσωπικότητας. Το αντίστροφο δεν είναι ορθό και ο Ι. Β. Στάλιν τον καιρό του το απέδειξε πλήρως στην πολεμική με τους αναρχικούς, που διακήρυσσαν ότι «η προσωπικότητα είναι πάνω από όλα» και ότι, έχοντας απελευθερώσει την προσωπικότητα, κάπως θα απελευθερώσουμε και τη μάζα. Νίκησε η μαρξιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία «η μάζα είναι πάνω από όλα» και έχοντας απελευθερώσει τη μάζα, θα κάνουμε ελεύθερη και την κάθε προσωπικότητα.

Η αποδυνάμωση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων προκαλεί την ενίσχυση της εμπορευματικότητας, την τάση να εξετάζεται η ανάπτυξη της προσωπικότητας του εργαζόμενου σαν μέσον για την αύξηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Η πραγματική, όμως, φροντίδα για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε μέλους της κοινωνίας χωρίς εξαίρεση προϋποθέτει την προτεραιότητα των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων ως οικονομικής προϋπόθεσης πραγματοποίησης αυτού του καθήκοντος.

Μερικές φορές, μιλώντας απόλυτα δίκαια για την ανάγκη σύνθεσης των κοινωνικών, ομαδικών και ατομικών συμφερόντων, προσπαθούν, παρ’ όλα αυτά, να θέσουν υπό αμφισβήτηση την προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων. Ομως, στο σοσιαλισμό, όπως ήδη ειπώθηκε, υπάρχουν μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνικών και των ομαδικών, των κοινωνικών και των ατομικών συμφερόντων και δεν μπορούν να μην εμφανίζονται. Λόγω της ύπαρξης αυτών των αντιθέσεων το θέμα τίθεται μόνο έτσι: είτε προτεραιότητα των ατομικών (ομαδικών), είτε προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων. Για εκείνα τα ζητήματα ανάπτυξης της οικονομίας, τα οποία ως αποτέλεσμα της ενότητας των συμφερόντων λύνονται με τον ίδιο τρόπο, όποιο συμφέρον από όσα απαριθμήθηκαν και να τεθεί επικεφαλής, πρόβλημα προτεραιότητας, εννοείται, δεν εμφανίζεται. Εμφανίζεται μόνο τότε, όταν οι διεκδικήσεις που απορρέουν από τα κοινωνικά, τα ομαδικά και τα ατομικά συμφέροντα, δεν συμπίπτουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει αναπόφευκτα να λυθεί το ζήτημα σχετικά με το σε ποια συμφέροντα θα δοθεί προτίμηση, πρωτεία, προτεραιότητα. Ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής καθορίζει την προτεραιότητα των συμφερόντων - επικεφαλής σε συνθήκες κοινωνικής ιδιοκτησίας τίθενται τα κοινωνικά συμφέροντα. Στα λόγια και ο Γκορμπατσόφ αναγνώριζε ότι το σύστημα των συμφερόντων είναι σοσιαλιστικό, όταν «πραγματοποιείται ο συντονισμός τους και η ιεράρχησή τους στη βάση των ριζικών συμφερόντων του λαού».

Page 101: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Με άλλα λόγια δεν αρκεί να μιλάμε για σύνθεση συμφερόντων ή για τη σωστή τους σύνθεση. Πρέπει να υπολογίζουμε ποια σύνθεσή τους είναι σωστή, δηλαδή αντιστοιχεί στη φύση του σοσιαλισμού και στο καθήκον της ενίσχυσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής. Η ενεργοποίηση, η επίτευξη αρμονίας, η βελτιστοποίηση, η συμφιλίωση των ιδιαίτερων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων, των κολεκτίβων, των προσωπικοτήτων πραγματοποιείται στη βάση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων.

Αυτό που εξυπηρετεί την κοινωνία, εξυπηρετεί την κάθε κολεκτίβα, τον κάθε εργαζόμενο και σε αυτό βρίσκεται η βάση της ενότητας των συμφερόντων στο σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα, δεν εξυπηρετούν την κοινωνία όλα όσα εξυπηρετούν κάποιο μέλος της κοινωνίας ή κάποια δοσμένη κολεκτίβα. Συμβαίνει συχνά ο μισθός των εργαζομένων, τα πριμ στις κολεκτίβες να αυξάνουν και η κοινωνία να υφίσταται πλήγμα. Ετσι συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν το πριμ εξαρτάται από το κέρδος, και οι επιχειρήσεις με στόχο την αύξηση του κέρδους αντί για τα απαραίτητα στον πληθυσμό φθηνά προϊόντα παράγουν ακριβά, ενώ πετυχαίνουν μείωση των πλάνων ή, αντίθετα, αύξηση των τιμών, κάνουν υποσημειώσεις κλπ.

Η ευημερία, η ικανοποίηση των αναγκών και των συμφερόντων των εργαζομένων θα είναι τόσο υψηλότερα, όσο πιο ενεργά θα γίνεται πάλη με τις προσπάθειες αλλαγής της αρχής της προτεραιότητας των κοινωνικών αναγκών με την αρχή της μέγιστης ατομικής ή στενά ομαδικής εξυπηρέτησης. Η πάλη αυτή δεν είναι εύκολη, επειδή «οι φορείς των ιδιοτελών συμφερόντων είναι ικανοί να προσαρμόζονται και να μασκαρεύονται σε όλες τις συνθήκες και ακόμα να βρίσκουν δικαιολογίες για τις πράξεις τους».

Μερικές φορές στη βιβλιογραφία το καθήκον υλοποίησης της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων σε σχέση με τα ομαδικά και τα ατομικά αντικατασταινόταν με το καθήκον που έμοιαζε εξωτερικά «της συμφιλίωσης, του πλησιάσματος αυτών των συμφερόντων, της εξεύρεσης της συνισταμένης τους, που προσανατολίζεται στην επίτευξη του οικονομικού βέλτιστου σημείου των συμφερόντων». Ομως, η αναζήτηση της συνισταμένης των συμφερόντων διαστρεβλώνει την πραγματική τοποθέτηση του ζητήματος. Η αναζήτηση της «συνισταμένης» των συμφερόντων σημαίνει υποχώρηση από τα κοινωνικά συμφέροντα, που εκφράζουν τα ριζικά συμφέροντα όλων των μελών της κοινωνίας, προσπάθεια αποφυγής της προτεραιότητάς τους, που σε συνθήκες σοσιαλισμού σημαίνει το πραγματικό βέλτιστο των συμφερόντων στη λαϊκή οικονομία. Σπάνια, όμως συναντήθηκαν και τέτιες περιπτώσεις, που στους οικονομικούς παράγοντες εξ ονόματος της οικονομικής επιστήμης επιβλήθηκε η προτεραιότητα τοπικών καθηκόντων. Ο Π. Γ. Ολντάκ, για παράδειγμα, έγραφε: «Η κάθε περιοχή (περιφέρεια, παραγωγική ένωση, επιχείρηση) προσπαθεί να εξασφαλίσει την προτεραιότητα επίλυσης των δικών της τοπικών προβλημάτων, πράγμα που αναπόφευκτα γεννά την ανάγκη καθορισμού της προτεραιότητας των τοπικών καθηκόντων». Τραγικά εσφαλμένος ήταν ο ισχυρισμός του Α. Ι. Λέβικοφ: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από τον επίπεδο ισχυρισμό, που συναντάται μερικές φορές, σχετικά με το ότι πρέπει να υποτάσσονται τα ομαδικά και ατομικά συμφέροντα στα συμφέροντα της κοινωνίας».

Η σχεδιοποιημένη πραγματοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων δεν γίνεται χωρίς πάλη με τις προσπάθειες επιβολής κάποιων άλλων συμφερόντων, συμβαίνει μάλιστα να χρειάζεται να γίνεται πάλη όχι μόνο με τις υποχωρήσεις από τα κοινωνικά συμφέροντα στην πρακτική, αλλά και με προσπάθειες θεωρητικής δικαίωσης αυτών των υποχωρήσεων, μετατροπής τους σε κανόνα. Επιβεβαιώνεται έτσι, ότι η τάση ενίσχυσης της εμπορευματικότητας και αποδυνάμωσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής έχει όχι μόνο τους φορείς της, αλλά και θεωρητικούς εκφραστές, που είναι ικανοί να προσδώσουν στην πάλη για την ενίσχυση της εμπορευματικότητας εσκεμμένο χαρακτήρα. Από εδώ συνάγεται, ότι για το ξεπέρασμα αυτής της τάσης και την υλοποίηση της τάσης ενίσχυσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής η πάλη για την προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων πρέπει να είναι περισσότερο συνειδητή, περισσότερο ενεργητική, περισσότερο επιθετική. Μόνο με αυτήν την προϋπόθεση η αντίφαση μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας θα επιλύεται στη γραμμή της εξέλιξης του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό, και όχι στη γραμμή παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Εάν η πάλη για τη σχεδιοποιημένη

Page 102: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

πραγματοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων ξεδιπλωθεί πλήρως, τότε η τάση ενίσχυσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και αποδυνάμωσης της εμπορευματικότητας γίνεται άμεση.

Η πάλη για τη σχεδιοποιημένη πραγματοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων, με τη σειρά της, πρέπει επίσης να συγκεκριμενοποιηθεί. Για αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί, ότι βρίσκεται στη βάση της ενότητας των συμφερόντων των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, πράγμα με το οποίο συνδέονται οι διαφορές και αντιθέσεις στα συμφέροντα, ποια συμφέροντα και γιατί εμφανίζονται ως κοινωνικά. Τότε η πάλη για τη σχεδιοποιημένη πραγματοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων θα κατανοείται περισσότερο περιεκτικά.

Οι οικονομολόγοι, που υπερασπίστηκαν στις συζητήσεις τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, στη θεωρία νίκησαν τους εμπορευματικούς. Προς τιμήν της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερε να πετύχει ώστε έστω και ένα οικονομικό συνέδριο να υποστηρίξει την αντιδραστική κίνηση προς την αγορά, για την οποία επέμενε ο Γκορμπατσόφ, βασιζόμενος σε τέτιους αποστάτες και εξωμότες, όπως ο Λ. Α. Αμπάλκιν και ο Ν. Γ. Πετρακόφ, που εξελίχτηκαν σε συμβούλους και βοηθούς του Γκορμπατσόφ. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ έγινε όχι χάριν, αλλά ενάντια στις απόψεις των σοβιετικών οικονομολόγων, που θεωρητικά κατατρόπωσαν τους εμπορευματικούς, που ήταν φορείς αντιδραστικών τάσεων παλινόρθωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΣΗ ΑΠΟΝΕΚΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ

της Ελένης Μπέλλου

Αισθάνομαι βαρύ το καθήκον μιας τοποθέτησης, έστω και με το χαρακτηριστικό ότι αυτή έχει αρκετά προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν εκφράζει τη συλλογικά αποκτημένη κομματική άποψη ούτε τη δεσμεύει.

Ως Κόμμα δεν έχουμε ακόμα αναπτύξει σε έκταση και σε βάθος τη μελετητική μας δουλιά, ατομικά και συλλογικά, στο συζητούμενο θέμα, θέμα θεωρητικό, με βαθιές ιδεολογικές πτυχές, με κρίσιμες συνέπειες στην επιλογή και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Θα ήθελα να διευκρινίσω, ιδιαίτερα προς τους συντρόφους προσκαλεσμένους, ότι η ενασχόληση των θεωρητικών και ιδεολογικών τομέων του Κόμματός μας, του ΚΜΕ και της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ, με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού - κομμουνισμού, γίνεται σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, από την άποψη των προϋποθέσεων που απαιτούνται. Ο καταμερισμός για την ανάπτυξη της θεωρητικής και ιδεολογικής δουλιάς εμπλέκεται με τα τρέχοντα πολιτικά καθήκοντα. Δεν υπάρχει δυνατότητα πανεπιστημιακού επιπέδου μελέτης της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Δεν είναι μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα το σύνολο των έργων Μαρξ - Ενγκελς, οι εργασίες της Οικονομικής Επιστήμης του Σοσιαλισμού, που έγιναν κατά την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ή κατά τη δεκαετία του 1990.

Η ερευνητική δουλιά για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στερείται υποδομής, πηγών, αρχείων.

Ωστόσο, θεωρούμε αναγκαίο να μελετήσουμε την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αυτοτελώς και σε συνεργασία με τους κομμουνιστές επιστήμονες που την έζησαν, γιατί δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά του Κόμματός μας, η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική του ενότητα αν δεν εξαχθούν τα επιστημονικά συμπεράσματα από τη διαδικασία ανάσχεσης και ανατροπής της διαδικασίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα.

Page 103: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Σε αυτή την διημερίδα εργασίας του ΚΜΕ επικεντρώνουμε τη συζήτηση στους νόμους που δρουν κατά το μακρόχρονο πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή κατά τη διάρκεια οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας ως κατώτερης βαθμίδας του νέου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, του κομμουνισμού.

Προσδιορίζοντας περισσότερο το πεδίο διαλόγου, θα έθετα τα εξής ερωτήματα εργασίας:

α) Πώς εκδηλώνονται οι νόμοι του νέου κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, σε ποια έκταση και βάθος αναπτύσσονται, θεμελιώνονται, διαπερνούν τη σφαίρα παραγωγής, κατανομής κατά τη διαδικασία του μεταβατικού περάσματος.

β) Ποιο είναι το εύρος των προσοσιαλιστικών οικονομικών επιβιώσεων (επομένως και των νομοτελειών τους) κατά το μεταβατικό πέρασμα. Ποιες οι αντιφάσεις και τα προβλήματα που αντανακλώνται σε κοινωνικό επίπεδο.

γ) Ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα κατά το μεταβατικό πέρασμα, επικεντρώνοντας στη σχέση μεταξύ της ανάπτυξης της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού και της διαμόρφωσης, άσκησης της Οικονομικής Πολιτικής.

δ) Η αντιπαράθεση που αναπτύχθηκε, θεωρητική και πολιτική, κυρίως κατά τη μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο περίοδο.

Από την κατεύθυνση του ερευνητικού πεδίου γίνεται αντιληπτό ότι το Κόμμα μας έχει επιλέξει να κινείται με τις κατευθυντήριες ιδέες της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού - κομμουνισμού και με την επιδίωξη να χρησιμοποιεί στην έρευνα την επιστημονική διαλεκτικο-υλιστική μεθοδολογία. Ως αποτέλεσμα μιας ορισμένης χρήσης της σε συλλογικό κομματικό επίπεδο προέκυψαν τα Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης στις 15-16 Ιούλη 1995, που διοργάνωσε η ΚΕ.

Στην Εισήγηση της ΚΕ προς τη Συνδιάσκεψη επιβεβαιώνεται η μη αμφισβήτηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, ως εκκίνησης διαδικασίας περάσματος στο σοσιαλισμό παρά την ύπαρξη ισχυρών στοιχείων προκαπιταλιστικής καθυστέρησης που συνυπήρχαν με την καπιταλιστική ανάπτυξη της Ρωσίας. Επιβεβαιώνεται η εκτίμηση για τη μεγάλη ανάπτυξη που έφερε στις παραγωγικές δυνάμεις, στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, με επίδραση και σε εκείνα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, η προσφορά στην πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Επικεντρώναμε την προσοχή μας στην αναγκαιότητα διερεύνησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών αιτιών της καπιταλιστικής παλινδρόμησης στη βάση της θεώρησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ως επαναστατικού μεταβατικού περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Εκτιμούσαμε ότι υπήρξαν και προβλήματα υποκειμενικού χαρακτήρα στον τομέα της οικονομίας που αφορούσαν θέματα διεύθυνσης, διαχείρισης, σχεδιασμού. Εκτιμούσαμε ότι σε όλη την πορεία της οικοδόμησης αναπτύχθηκαν διαφορετικές απόψεις στις γραμμές των κομμουνιστικών κομμάτων για ζητήματα οικονομίας, ότι έγιναν διαφορετικές επιλογές σε ορισμένες χώρες. Διαπιστώναμε ότι λόγω της συνθετότητας των προβλημάτων και της έλλειψης ικανοποιητικών στοιχείων, δεν μπορούσαμε να έχουμε ολοκληρωμένη γνώμη, έστω και σε μια πρώτη μορφή, και ότι θα συνεχίζαμε τη διερεύνηση σε συνεργασία με άλλα κόμματα και μαρξιστές επιστήμονες.

Εκτοτε, είχαμε μια ορισμένη πρόοδο στη διερεύνηση που καταγράφηκε κυρίως με δημοσιεύσεις στο θεωρητικό περιοδικό της ΚΕ, με παρεμβάσεις σε ημερίδες, συμπόσια που διοργάνωσαν άλλα κόμματα ή Ερευνητικά Κέντρα (και στη Ρωσία), με την ελληνική έκδοση ορισμένης αρθρογραφίας και βιβλιογραφίας μαρξιστών επιστημόνων, την έκδοση του έργου του Β. Ι. Λένιν «Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Μπουχάριν, Η Οικονομία της μεταβατικής περιόδου», καθώς και την επανέκδοση του έργου του Ι. Β. Στάλιν «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», 1952.

Page 104: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Φιλοδοξούμε ότι μέσω των εργασιών αυτής της διημερίδας θα συγκεντρωθεί υλικό για μια νέα ώθηση διερεύνησης που μπορεί να καταγραφεί μελλοντικά σε θεωρητικά και πολιτικά συμπεράσματα για το Κόμμα μας.

Μπαίνοντας στο θέμα, διευκρινίζω ότι η προσέγγιση μου είναι περισσότερο ιστορική παρά θεωρητική, για την οποία άλλωστε δεν είμαι έτοιμη. Επικεντρώνομαι κυρίως στην μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο περίοδο, περίπου από την εκπλήρωση του τέταρτου πεντάχρονου πλάνου στην ΕΣΣΔ και αρκετά πριν την περίοδο της «περεστρόικα». Η επιλογή αυτής της περιόδου γίνεται για τους εξής λόγους:

α) Οι επιτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην προηγούμενη περίοδο, από την άποψη της εμφανούς επίδρασής τους τόσο στην ταχύτατη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όσο και στο επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας, δεν αποτέλεσαν γενικά αντικείμενο αμφισβήτησης. Η μεταπολεμική ανόρθωση υπήρξε ταχύτατη, και χωρίς εξωτερική βοήθεια, παρά τις τεράστιες καταστροφές.

β) Κατά την προηγούμενη περίοδο, οι κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής ήταν σε γενική γραμμή περισσότερο εναρμονισμένες με την αρχή κοινωνικοποίησης των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και διεύθυνσης της βασικής παραγωγής - κατανομής μέσω του κεντρικού σχεδιασμού (ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1930), αναγνωρίζοντάς την ως θεμελιακή σχέση της σοσιαλιστικής παραγωγής.

Βεβαίως οι φάσεις και η διαπάλη κατά την πορεία της συνεταιριστικοποίησης της αγροτικής παραγωγής μπορούν να προκαλέσουν το ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο θεωρώ ότι εντάσσονται στη διερεύνηση του θέματος του εύρους των προσοσιαλιστικών οικονομικών επιβιώσεων και των επιπτώσεων που επιφέρουν στην έκταση και το βάθος της διαμόρφωσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.

γ) Ετσι και αλλιώς ορισμένες πολιτικές επιλογές κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, όπως το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, οι μεταρρυθμίσεις επί πρωθυπουργίας Κοσύγκιν, η περεστρόικα έχουν χαρακτηρισθεί ως στροφές, ανεξαρτήτως του ιδεολογικού πρόσημου που τους προσέδιδε όχι μόνο η ιδεολογική διαπάλη μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα αλλά και η οικονομική και πολιτική καπιταλιστική προσέγγιση.

δ) Κατά την περίοδο αυτή εκφράζεται πιο γενικευμένα τόσο η θεωρητική συζήτηση για τις νομοτέλειες που διέπουν τη σοσιαλιστική παραγωγή - κατανομή (συζήτηση που ξεκίνησε πριν από τον πόλεμο) όσο και η αντανάκλαση αυτής της συζήτησης σε πολιτικό επίπεδο, στις αρχές και κατευθύνσεις για τη διαμόρφωση του Κεντρικού Σχεδιασμού και του Συστήματος Διεύθυνσης της σοσιαλιστικής παραγωγής - κατανομής.

Ειδικότερα η διαπάλη επικεντρώνεται στο θέμα της ύπαρξης ή όχι του νόμου της αξίας και του ρόλου του σε σχέση με τη σοσιαλιστική παραγωγή - κατανομή.

Από το τέλος της δεκαετίας του 1930, και με αφορμή τη συγγραφή Εγχειριδίου της Πολιτικής Οικονομίας στην ΕΣΣΔ, στη θεωρητική σκέψη αρχίζει να κυριαρχεί η άποψη για τη συμβατότητα του νόμου της αξίας με τους νόμους της σοσιαλιστικής παραγωγής και ότι αυτή η λειτουργία πρέπει συνειδητά να αξιοποιείται στην εκτίμηση του αποτελέσματος της σοσιαλιστικής επιχείρησης και στο σχεδιασμό.

Σε θεωρητικό επίπεδο η συζήτηση γενικεύεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με την πραγματοποίηση της θεωρητικής συζήτησης το Νοέμβρη του 1951. Η κυριαρχούσα θεωρητική προσέγγιση καταγράφεται στο έργο του Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».

Αυτή η προσέγγιση, σε ελεύθερη απόδοση, υποστηρίζει ότι:

Η σοσιαλιστική παραγωγή (αυτή που στηρίζεται στην κοινωνική - κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) δεν είναι εμπορευματική. Ο νόμος της αξίας δεν παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική παραγωγή, αφού τόσο η εργατική δύναμη όσο και τα μέσα παραγωγής δεν εισέρχονται πλέον ως

Page 105: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

εμπορεύματα στην παραγωγική διαδικασία. Ο εμπορευματικός - χρηματικός χαρακτήρας διατηρείται στην αγροτική παραγωγή και ανταλλαγή της με την παραγωγή της κοινωνικοποιημένης (κρατικής) βιομηχανικής παραγωγής μέσω του κοινωνικού (κρατικού) ιδιοκτήτη της (βιομηχανικής παραγωγής). Διατηρείται επίσης στο εξωτερικό εμπόριο (με κρατικό μονοπώλιο). Διατηρείται και για ένα μέρος της κατανομής, αυτό που αφορά το τμήμα της ατομικής κατανάλωσης που δεν στηρίζεται στο σύστημα διανομής αλλά στις εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις. Απ’ αυτήν την άποψη, ο νόμος της αξίας υφίσταται και για τη σοσιαλιστική παραγωγή. Γι’ αυτό χαρακτηρίζει την τέτια ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής ως «ειδικής φύσης», με την έννοια ότι δεν παίρνει καπιταλιστικό χαρακτήρα, εφ’ όσον δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η εργασία δεν είναι εμπόρευμα.

Για τις αντιθέσεις, εφ’ όσον η ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής καθυστερεί και θα καθυστερεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σύγκρουση εφ’ όσον υπάρχει σωστή Οικονομική Πολιτική.

Η άποψη που συμπυκνώνεται στο έργο του Στάλιν κάνει πολεμική προς δυο κατευθύνσεις: α) Προς τους οικονομολόγους που υποστηρίζουν ότι η σοσιαλιστική οικονομία είναι καθαρά εμπορευματική, και ότι ο νόμος της αξίας υφίσταται και στην -όπως τη χαρακτήριζαν- δεύτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και ρυθμίζει τις αναλογίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής και την αντίστοιχη κατανομή της εργασίας ανάμεσα σ’ αυτούς. β) Στους οικονομολόγους που αρνούνται την ύπαρξη του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική παραγωγή. Μια κατηγορία εξ αυτών στήριζαν την άρνησή τους, προβάλλοντας κυρίως τον κεντρικό σχεδιασμό ως νόμο της σοσιαλιστικής παραγωγής - κατανομής. Αλλη κατηγορία αρνιόταν κυρίως την ύπαρξη νόμων στη σοσιαλιστική οικονομία, την αναγκαιότητα ανάπτυξης οικονομικής θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Γενικότερα η θεωρητική και πολιτική προσέγγιση του Στάλιν με σαφήνεια τάσσεται υπέρ της ανάγκης ενίσχυσης του κοινωνικού (κρατικού) χαρακτήρα της ιδιοκτησίας με προοδευτική αναγωγή σ’ αυτόν του κολχόζνικου-συνεταιριστικού και επομένως να βγουν τα πλεονάσματα της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και να συμπεριληφθούν στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και στα κολχόζ. Τάσσεται υπέρ του προοδευτικού περιορισμού της εμπορευματο-χρηματικής μορφής στην κυκλοφορία αγαθών ατομικής κατανάλωσης, που θα πραγματοποιείτο με μείωση των τιμών και ενίσχυση του κοινωνικού διανεμητικού χαρακτήρα. Τάσσεται υπέρ της αναλογικής προπόρευσης της Ομάδας I (μέσων παραγωγής) σε σχέση με την Ομάδα ΙΙ (μέσων κατανάλωσης) και της διαρκούς ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ωστόσο, υποστηρίζει ότι ο νόμος της αξίας έχει ορισμένη επίδραση και στη σοσιαλιστική παραγωγή, την οποία πρέπει να υπολογίζουν στη διεύθυνση της παραγωγής. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι: «Ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δεν περιορίζεται στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Επεκτείνεται επίσης στην παραγωγή. Είναι αλήθεια ότι ο νόμος της αξίας δεν παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική μας παραγωγή, παρόλα αυτά επιδρά πάνω στην παραγωγή κι αυτό δεν μπορεί να μην το πάρει κανείς υπόψή του στη διεύθυνση της παραγωγής. Το γεγονός είναι ότι τα καταναλωτικά προϊόντα που είναι απαραίτητα για να αναπληρώσουν την εργατική δύναμη που ξοδεύεται στη διάρκεια της παραγωγής, παράγονται στη χώρα μας και πραγματοποιούνται σαν εμπορεύματα, που υπόκεινται στην ενέργεια του νόμου της αξίας. Κι εδώ ακριβώς γίνεται φανερή η επίδραση του νόμου της αξίας πάνω στην παραγωγή. Σε σχέση μ’ αυτό στις επιχειρήσεις έχουν πρακτική σημασία ζητήματα τέτοια, όπως είναι το ζήτημα του οικονομικού προϋπολογισμού και της αποδοτικότητας, το ζήτημα του κόστους της παραγωγής, το ζήτημα των τιμών κτλ. Για το λόγο αυτό οι επιχειρήσεις μας δεν μπορούν να ενεργούν και δεν πρέπει να ενεργούν δίχως να παίρνουν υπ’ όψη τους το νόμο της αξίας».

Και ειδικότερα για την αποδοτικότητα αναφέρει:

Page 106: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

«Μερικοί σύντροφοι βγάζουν από αυτό το συμπέρασμα ότι νόμος της ισόμετρης ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας και η σχεδιοποίηση της λαϊκής οικονομίας εκμηδενίζουν την αρχή της αποδοτικότητας της παραγωγής. Αυτό είναι εντελώς λάθος. Τα πράγματα συμβαίνουν ακριβώς αντίθετα. Αν πάρουμε την αποδοτικότητα όχι από την άποψη των μεμονωμένων επιχειρήσεων είτε κλάδων της παραγωγής και όχι στην περίοδο μιας χρονιάς, αλλά από την άποψη ολόκληρης της λαϊκής οικονομίας και σε περίοδο, ας πούμε, 10-15 χρόνων, που θα ήταν η μοναδικά σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος, τότε η προσωρινή και ασταθής αποδοτικότητα των μεμονωμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγκριθεί με εκείνη την ανώτερη μορφή σταθερής και μόνιμης αποδοτικότητας, που μας δίνουν οι ενέργειες του νόμου της ισόμετρης ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας και η σχεδιοποίηση της λαϊκής οικονομίας, που μας εξασφαλίζουν αδιάκοπη άνοδο της λαϊκής οικονομίας με γρήγορους ρυθμούς, ενώ μας απαλλάσσουν από τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις που καταστρέφουν τη λαϊκή οικονομία και προκαλούν στην κοινωνία κολοσσιαίες υλικές ζημιές.

Με δυο λόγια: δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι στις τωρινές σοσιαλιστικές μας συνθήκες παραγωγής ο νόμος της αξίας δεν μπορεί να είναι «ρυθμιστής αναλογιών» στην κατανομή εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής».

Ο Ι. Βιαζμίν στο άρθρο του «Ο Ι. Β. Στάλιν για την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό», άρθρο στήριξης του προαναφερθέντος έργου του Στάλιν, αναπτύσσοντας τις διαφορές μεταξύ της καπιταλιστικής εμπορευματικής και της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό αναφέρει:

«Στο σοσιαλισμό η εμπορευματική παραγωγή έχει να κάνει με εμπορεύματα που παράγονται στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις. Στον τόπο μας δεν υπάρχουν καπιταλιστές ούτε στη σφαίρα της παραγωγής, ούτε στη σφαίρα της κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Και το ειδικό βάρος του μικρού ατομικού νοικοκυριού των αγροτών και των βιοτεχνών είναι ασήμαντο. Στη σοσιαλιστική κοινωνία το εμπόρευμα εκφράζει άλλες παραγωγικές σχέσεις, απ’ ό,τι στις προηγούμενες κοινωνίες, όταν η εμπορευματική παραγωγή στηριζόταν στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Και στο σοσιαλισμό το εμπόρευμα, όπως και κάθε εμπόρευμα, έχει διπλό χαρακτήρα, έχει αξία χρήσης. Αλλά στη σοσιαλιστική οικονομία δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις, συνεπώς και το εμπόρευμα στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν περιέχει μέσα του ανταγωνιστικές θέσεις» ... «Η δράση του νόμου της σχεδιασμένης ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας οδηγεί στο γεγονός ότι στον τόπο μας δεν υπάρχει το «ελεύθερο» παιχνίδι των τιμών, μια και η παραγωγή και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε μας ρυθμίζεται, οι τιμές στα εμπορεύματα της οργανωμένης αγοράς καθιερώνονται από το κράτος. Η στοιχειακή παρέκκλιση των τιμών των εμπορευμάτων από την αξία τους, η στοιχειακή διακύμανση των τιμών έχει ως ένα βαθμό σχέση με τα εμπορεύματα της ανοργάνωτης αγοράς. Αλλά στο σοσιαλισμό και οι τιμές των εμπορευμάτων στην ανοργάνωτη αγορά, βρίσκονται κάτω από τη ρυθμιστική επίδραση του κράτους.

Το σοβιετικό κράτος καθορίζει με σχέδιο τις τιμές στα εμπορεύματα, υπολογίζοντας τις απαιτήσεις του νόμου της αξίας. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή ενός τόννου ψημένου ψωμιού πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την τιμή ενός τόννου σιταριού, λόγω των συμπληρωματικών εξόδων για το άλεσμα και το ψήσιμο».

Ακόμη, αναφέρεται σε απόσπασμα από το έργο του Στάλιν:

«Τα προϊόντα κατανάλωσης, που είναι απαραίτητα για την κάλυψη της δαπάνης της εργατικής δύναμης στο προτσές της παραγωγής, παράγονται στη χώρα μας και πραγματοποιούνται σαν εμπορεύματα, που υπόκεινται στη δράση του νόμου της αξίας στην παραγωγή. Σε σχέση μ’ αυτό, έχουν επίκαιρη σημασία στις επιχειρήσεις μας προβλήματα, όπως η αρχή της οικονομικής αυτοσυντήρησης των επιχειρήσεων και προσοδοφορίας τους, το ζήτημα του κόστους παραγωγής, το ζήτημα των τιμών κλπ. Γι’ αυτό οι επιχειρήσεις μας δεν μπορούν και δεν πρέπει να μην παίρνουν υπόψη τους το νόμο της αξίας».

Page 107: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Οπως αναδεικνύει σχετική βιβλιογραφική αναφορά του Α. Εριόμιν, η θεωρητική προσέγγιση του Στάλιν είναι προϊόν της ιστορικής εποχής του, όταν μόλις ετίθεντο τα πρακτικά προβλήματα της οικονομικής πολιτικής και τα ερωτήματα για την ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης του σοσιαλισμού. Η διαμόρφωσή της ήταν προϊόν έντονης θεωρητικής εσωκομματικής αντιπαράθεσης (πλέον της δεκαετίας), στην οποία πήραν μέρος και μη μαρξιστές οικονομολόγοι, η οποία απασχόλησε προσωπικά τον Στάλιν.

Η διαπάλη οξύνθηκε μετά τον θάνατο του Στάλιν. Το θεωρητικό ρεύμα που υποστήριζε το γενικευμένο ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της αξίας στο σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής κερδίζει σταθερά έδαφος και επιρροή στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής.

Στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής κατά την εκτίμηση της υλοποίησης του 4ου πεντάχρονου πλάνου (αφορούσε την περίοδο 1946-1950 και εκπληρώθηκε ένα χρόνο νωρίτερα) διαπιστώνεται η εκδήλωση ορισμένων δυσαναλογιών στην παραγωγή και προβλήματα στο σύστημα διεύθυνσης.

Παρά τις επιτυχίες της μεταπολεμικής ανόρθωσης, τις επιτυχίες στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου οι καθυστερήσεις (κυρίως του όγκου της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής η οποία ξεπέρασε κατά 73% το προπολεμικό επίπεδο, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 37% συγκριτικά με εκείνη του 1940) η ηγεσία του ΚΚΣΕ επισημαίνει τους αργούς ρυθμούς στην εισαγωγή νέων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας σε σειρά κλάδων της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, την ύπαρξη εργοστασίων με πεπαλαιωμένο τεχνολογικό εξοπλισμό και χαμηλή παραγωγικότητα, την παραγωγή εργαλειομηχανών και μηχανημάτων ξεπερασμένης τεχνολογίας. Επισημαίνονται φαινόμενα επανάπαυσης, ρουτίνας, αδράνειας στη διεύθυνση επιχειρήσεων, που αδιαφορεί για το καθήκον της πάλης για τεχνική πρόοδο, ως διαρκούς κίνησης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η καθυστέρηση στην ανόρθωση της αγροτικής παραγωγής, η χαμηλή στρεμματική απόδοση των καλλιεργειών σιτηρών, η χαμηλή παραγωγικότητα της κτηνοτροφικής παραγωγής, η συνολική παραγωγή της οποίας δεν είχε φθάσει στο προπολεμικό επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα την αισθητή έλλειψη κρέατος, γάλακτος, βουτύρου, λαχανικών και φρούτων, που επηρεάζουν το γενικό στόχο για άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής ευημερίας.

Σε αυτό το έδαφος των προβλημάτων διογκώνονται μετά το 20ό Συνέδριο θεωρητικές και πολιτικές προσεγγίσεις για την αποκατάσταση των οικονομικών δυσαναλογιών και τη διόρθωση των αδυναμιών στη διαμόρφωση και υλοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού και του συστήματος διεύθυνσης των επιχειρήσεων στη βάση του νόμου της αξίας. Σταδιακά υιοθετούνται όλο και περισσότερο πολιτικές ενίσχυσης του κινήτρου της κερδοφορίας σε επίπεδο επιχείρησης, απομάκρυνσης της διεύθυνσης της σοσιαλιστικής επιχείρησης από τα κεντρικά όργανα σχεδιασμού, ενισχύονται τα ατομικά κίνητρα προς τη διεύθυνση της επιχείρησης, οι δυνατότητες οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων.

Η κίνηση αυτή εξελίσσεται σταδιακά. Αν συγκρίνουμε επίσημες εκτιμήσεις για τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής πριν το 19ο Συνέδριο (1952) και μετά από αυτό, μετά την εκλογή νέου ΓΓ στο ΚΚΣΕ(1953, και Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου 1958), διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές κατεύθυνσης:

Στην απόφαση της κυβέρνησης και της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) «Για τα μέτρα σχετικά με την εξάλειψη των παραβιάσεων του Καταστατικού του γεωργικού συνεταιρισμού στα κολχόζ» του φθινοπώρου 1946 και στις αποφάσεις της Ολομέλειας της ΚΕ του Κόμματος το Φλεβάρη 1947 γίνεται κριτική σε φαινόμενα που αναπτύσσονταν στη ζωή των κολχόζ, που μπορούμε σήμερα να τα χαρακτηρίσουμε καταχρηστική ιδιοποίηση της κοινής χρήσης γης και των κολχόζνικων αγαθών και πάρθηκαν ορισμένα μέτρα να επιστραφούν και να περιορισθεί ο διοικητικός μηχανισμός στα κολχόζ.

Υπήρχε επίσης η εκτίμηση ότι υπήρχαν στις αρχές του 1950 πολλά μικρά κολχόζ με 10-30 νοικοκυριά, με μικρές εκτάσεις γης, όπου δεν χρησιμοποιούνταν καλά τα τεχνικά μέσα και τα διοικητικά-διαχειριστικά

Page 108: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

έξοδα ήταν πολύ μεγάλα. Δόθηκε κατεύθυνση να διαμορφωθεί, με την πρωτοβουλία των κομμουνιστών, ένα πλατύ κίνημα των κολχόζνικων για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα.

Προς το τέλος του 1947 αντικαταστάθηκε η διανομή προϊόντων κατά μερίδες με το πλατύ κρατικό και συνεταιριστικό εμπόριο. Εγινε νομισματική μεταρρύθμιση και μεταξύ 1947-1950 μειώθηκαν τρεις φορές οι τιμές των εμπορευμάτων πλατιάς κατανάλωσης και αυξήθηκαν τα έσοδα εργατών, υπαλλήλων και αγροτών.

Το Σεπτέμβριο του 1953 η Ολομέλεια του ΚΚΣΕ εξετάζοντας την πορεία της αγροτικής παραγωγής διαπιστώνει σημαντικές καθυστερήσεις, τις αιτίες των οποίων αποδίδει στις αδυναμίες της καθοδήγησης. Θεώρησε ότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη προσοχή στο υλικό ενδιαφέρον των κολχόζ και των κολχόζνικων για την αύξηση της παραγωγής. Οι τιμές συγκέντρωσης και αγοράς πολλών αγροτικών προϊόντων κρίθηκαν χαμηλές, ώστε δεν λειτουργούσαν ως κίνητρο παραγωγής τους. Η Ολομέλεια με τις αποφάσεις της αύξησε τις τιμές και ελάττωσε τις ποσότητες της υποχρεωτικής παράδοσης σειράς βασικών γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων.

Τα μέτρα της κινούνται στην κατεύθυνση ενίσχυσης του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής - κατανομής.

Μετά το 20ο Συνέδριο, το 1957, η διαπάλη οξύνεται εσωκομματικά, κυρίως στο επίπεδο του Προεδρείου της ΚΕ, με αποτέλεσμα καθαιρέσεις και αλλαγές τον Ιούνιο. Μετά τη σταθεροποίηση της κατάστασης σε επίπεδο ηγεσίας του κόμματος γίνονται ορισμένες σημαντικές αλλαγές στην Οικονομική πολιτική. Καταργούνται τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την ΕΣΣΔ και κατά δημοκρατία και διαμορφώνονται τα Οργανα Περιφερειακής Διοίκησης «Σοβναρχόζ». Το Φλεβάρη του 1958, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφάσισε την πώληση των τεχνικών μέσων των ΜΤΣ (Μηχανοτρακτερικοί Σταθμοί) στα κολχόζ, πολιτική η οποία δίνει ιδιοκτησία μηχανικών μέσων παραγωγής στα κολχόζ. Ταυτόχρονα αλλάζει και το σύστημα συγκέντρωσης, δίνοντας δυνατότητα διαφοροποίησης των τιμών μεταξύ των ζωνών της χώρας. Γενικότερα, ορισμένοι στόχοι του 6ου Κεντρικού Σχεδίου τίθενται υπό αναθεώρηση και διαμορφώνεται το 7ο Σχέδιο (1959-1965).

Οπως και αν αιτιολογήθηκε η λήψη των παραπάνω αλλαγών στην κατεύθυνση κατακερματισμού της κοινωνικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και ενίσχυσης του εμπορευματικού, ατομικού ή κολχόζνικου, χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής δεν συμβιβάζεται με την εκτίμηση του Εκτακτου 21ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1959) ότι: Ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ νίκησε ολοκληρωτικά, οριστικά, η Σοβιετική Ενωση με τη δημιουργική δουλιά του λαού και ύστερα από τους βαθιούς μετασχηματισμούς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής μπήκε στην περίοδο της πλατιάς οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Σχολιάζοντας θα έλεγα ότι η αποδυνάμωση σχεδίου σοσιαλιστικής σύνδεσης συνεταιρισμού (κολχόζ) - κράτους, σε κατεύθυνση ενίσχυσης των στοιχείων της εμπορευματικής παραγωγής τελικά δεν συνέβαλε στην άμβλυνση των προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής. Αντιθέτως οξύνθηκαν ή αναδείχθηκαν νέα προβλήματα, όπως η έλλειψη ζωοτροφών, η υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.

Τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας (Ολομέλεια της ΚΕ το Μάρτη του 1965, με εισήγηση του Λ. Μπρέζνιεφ στο θέμα: «Τα επείγοντα μέτρα για την παραπέρα ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της ΕΣΣΔ»).

Στις μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνονταν η μείωση της ποσότητας παράδοσης από τα κολχόζ στο κράτος, η δυνατότητα πώλησης ποσότητας υπεράνω της υποχρεωτικής ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, καταργήθηκαν οι περιορισμοί στις συναλλαγές των νοικοκυριών των κολχόζνικων, ο φόρος για ατομική κατοχή ζώων.

Page 109: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Κρατικής Τράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων.

Η διόρθωση της πολιτικής κινήθηκε σε κατεύθυνση περαιτέρω τόνωσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, στη βάση προσαρμογής της οικονομικής πολιτικής, του κεντρικού σχεδιασμού στη θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί αντικειμενικά στο σοσιαλισμό και πρέπει να υπολογίζεται η κατανομή με βάση αυτόν.

Ανάλογη πολιτική ακολουθείται και στη βιομηχανία, διαπιστώνοντας επιβράδυνση και της βιομηχανικής παραγωγής (μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής, κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960 και μετά τις αλλαγές στο συγκεντρωτικό σύστημα καθοδήγησης των κλάδων της βιομηχανίας). Πρόκειται για τις γνωστές ως μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν (Ολομέλεια Σεπτέμβρη 1965 με θέμα: «Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας, την τελειοποίηση του σχεδιασμού και της δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής»).

Βασικό στοιχείο των μεταρρυθμίσεων είναι η υιοθέτηση του κέρδους της επιχείρησης ως βασικό κίνητρο για την εισαγωγή νέας τεχνολογίας, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του πραγματικού όγκου παραγωγής, για την ανάπτυξη της ευθύνης της διεύθυνσης. Η αναμόρφωση του συστήματος διεύθυνσης στην κατεύθυνση της λεγόμενης αρχής της ιδιοσυντήρησης, η οποία προωθείται και στη διεύθυνση των κρατικών σοβχόζ.

Στη βιομηχανία άρχισε «πειραματικά» το 1962 με τη λειτουργία δυο επιχειρήσεων παραγωγής ενδυμάτων, σύμφωνα με το προτεινόμενο από τον καθηγητή Λήμπερμαν σύστημα διεύθυνσης (γνωστό ως Σύστημα Χαρκόβου). Οι μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν στο χρονικό διάστημα μεταξύ 23ου και 24ου Συνεδρίου.

Στο 24ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1971), στις κατευθύνσεις για τη διαμόρφωση του 9ου πεντάχρονου Σχεδίου (1971-1975) δίνεται αναλογική προτεραιότητα ανάπτυξης στην Ομάδα ΙΙ έναντι της Ομάδας Ι.

Και μετά το 24ο Συνέδριο με πολιτικές αποφάσεις ενισχύεται η αποσύνδεση των επιχειρήσεων από τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Π.χ. η ιδιοσυντήρηση παίρνει τη μορφή της εργολαβίας στις οικοδομές (1973).

Οι οικονομολόγοι υποστηρικτές του συστήματος ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων θεωρούσαν ως βασικά μειονεκτήματα του συγκεντρωτικού συστήματος, ιδιαίτερα για τις σύγχρονες συνθήκες, την έλλειψη ευελιξίας, τα ανεπαρκή κίνητρα για την τεχνική πρόοδο, την επέκταση της γραφειοκρατίας, την υπερβολική χρησιμοποίηση των οικονομικών πόρων.

Ως αιτία ανέδειξαν τη «σχηματική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, την υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, την υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας».

Υποστήριξαν ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιορίζεται η ποιότητα, η απορρόφηση, η τεχνολογία, οι τιμές ΟΛΩΝ των εμπορευμάτων από τα κεντρικά όργανα, αλλά χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας.

Ο Λήμπερμαν υποστηρίζει ότι ο υπολογισμός των προσθέτων αμοιβών (πριμ) των διευθυντών ανάλογα με την υπερκάλυψη του πλάνου, εισήγαγε μια αντίφαση ανάμεσα στα συμφέροντα των διευθυντών και τα συμφέροντα της συνολικής σοβιετικής κοινωνίας.

Και αυτό γιατί οι διευθυντές απέκρυπταν την αληθινή παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων, δημιουργούσαν αποθέματα πρώτων υλών και προϊόντων, αδιαφορούσαν για τη διακοπή της παραγωγής «αχρήστων προϊόντων», εμπόδιζαν την εφαρμογή νέας τεχνολογίας για να μη μεταβληθούν οι «νόρμες», τα

Page 110: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

κοινωνικά όρια της παραγωγής, με βάση τα οποία μετριόταν η κάλυψη του πλάνου. Ετσι π.χ. κατασκεύαζαν χονδρό χαρτί αντί για λεπτό, γιατί οι νόρμες μετριόνταν με το βάρος.

Σύμφωνα με το Νέο Σύστημα οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών εξαρτιόνταν από την εκτέλεση του σχεδίου (από τις πωλήσεις), και θα ήταν συνάρτηση κερδών.

Το Κεντρικό Σχέδιο θα καθόριζε το συνολικό ύψος της συνολικής παραγωγής και των επενδύσεων.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο θα καθορίζονταν: η τιμή κόστους, η παραγωγικότητα του απασχολούμενου προσωπικού, ο καταμερισμός των επενδύσεων, οι συμφωνίες με τις καταναλωτικές μονάδες και τις εμπορικές οργανώσεις, δηλαδή θα υπολογιζόταν ο νόμος της αξίας, η ζήτηση θα έκρινε την ποσότητα.

Τουλάχιστον επί τρεις δεκαετίες (τέλος της δεκαετίας του ’30 - τέλος της δεκαετίας του ’60) διεξάγεται έντονη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη στο ΚΚΣΕ για τις αιτίες των προβλημάτων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τις αιτίες των αντιθέσεων, των σχετικών καθυστερήσεων ή φαινομένων στην οικονομία της ΕΣΣΔ. Η συζήτηση τροφοδοτείται και από προβλήματα κρατών της Ευρώπης που εντάχθηκαν στο σοσιαλιστικό σύστημα, με ιδιαίτερο το λεγόμενο φαινόμενο «φράγμα των πρώτων υλών» (υπερκαλύπτονταν τα πλάνα στις μεταποιητικές βιομηχανίες ενώ δεν καλύπτονταν στις βιομηχανίες πρώτων υλών, με αποτέλεσμα σοβαρές επιπτώσεις στο εξωτερικό εμπόριο).

Από ρώσους οικονομολόγους (Liberman, Nemtchinow, Trapeznikow) προβάλλεται η άποψη ότι ο κεντρικός σχεδιασμός δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εντατικής ανάπτυξης, γι’ αυτό χρειάζεται τη βοήθεια παράπλευρων βοηθητικών μηχανισμών. Υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα προσαρμογής του όγκου της παραγωγής στις ανάγκες της κατανάλωσης μπορούν να αντιμετωπιστούν με κριτήρια τη ζήτηση και τις τιμές που διαμορφώνονται στη βάση της ζήτησης.

Θεωρήθηκε ως πρόβλημα ο τρόπος προσαρμογής της παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων -υλικών και ανθρωπίνων- που στο παρελθόν προκάλεσε δυσαρμονίες, που αποδόθηκαν στην έλλειψη ανταπόκρισης του παραγωγικού σχεδίου στις ανάγκες.

Η αναζήτηση της λύσης των οικονομικών προβλημάτων κατευθύνθηκε προς την ενίσχυση της λειτουργίας της αγοράς (μηχανισμού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), που θα επέτρεπε και ένα είδος άμιλλας (ανταγωνισμού) μεταξύ των επιχειρήσεων, και θα είχε θετικό αντίκτυπο στη βελτίωση του τεχνικού επιπέδου και του κόστους παραγωγής.

Θεωρήθηκε ότι η ρύθμιση ορισμένων μεγεθών της οικονομίας, π.χ. των μισθών, της ποσότητας χρήματος, με τη βοήθεια και ενός μηχανισμού της αγοράς δεν αποτελεί μερική εγκατάλειψη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Σταδιακά κερδίζει έδαφος το θεωρητικό σχήμα της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής» ή «σοσιαλισμός με αγορά», η θεωρητική άποψη ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και κατά την αναπτυγμένη σοσιαλιστική οικοδόμηση, συμβατός με τη διαμόρφωση υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον κομμουνισμό.

Στην οικονομική πολιτική κερδίζει έδαφος η σταδιακή υποχώρηση του κεντρικού σχεδιασμού, η αποδυνάμωση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Η «αυτονόμηση» της επιχείρησης σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ιδιοποίησης μέρους του παραγομένου προϊόντος (κέρδος) μέσω οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, τόσο στη βιομηχανία όσο και στην αγροτική παραγωγή, η ενίσχυση της αυτοτέλειας των διευθυντών στη λήψη των αποφάσεων και η ενίσχυση των ατομικών τους αποδοχών, αποτελούν το έδαφος για την ενίσχυση κοινωνικού στρώματος (δυνάμει τάξης) με δυνατότητα ατομικής ιδιοποίησης αποτελεσμάτων της

Page 111: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ξένης εργασίας και διεκδίκησης της νομιμότητας των σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής αποδυναμώνονται, ενισχύονται οι εμπορευματικές. Κατά τη δεκαετία του 1980, με το 27ο Συνέδριο (1986) και την ψήφιση νόμου το 1987, αντανακλάται σε πολιτικό επίπεδο (μέσα από το ίδιο το ΚΚΣΕ) η καθεστωτική νομιμοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων (κατ’ ευφημισμόν πολυμορφία των σχέσεων ιδιοκτησίας).

Διευκρινίζοντας τον προσωπικό χαρακτήρα της παραπάνω προσέγγισης, και συνοψίζοντας ως προς τις μεταρρυθμίσεις του ‘65, σημειώνω ότι:

1. Οι μεταρρυθμίσεις χαρακτηρίστηκαν από την αστική οικονομική σκέψη ως επιστροφή στον καπιταλισμό (δημοσιεύματα Economist, Financial Times).

2. Είχαν τη στήριξη των δυτικών αστών οικονομολόγων της κεϋνσιανής σχολής και της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες χαρακτήρισαν τις «μεταρρυθμίσεις» ως βελτίωση του σχεδιασμού με καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.

3. Τα μέτρα της οικονομικής πολιτικής που επικράτησε ήταν μέτρα ενίσχυσης των σχέσεων των προσοσιαλιστικών οικονομικών επιβιώσεων σε βάρος των προς θεμελίωση σοσιαλιστικών σχέσεων.

Το «επιχειρηματικό» κέρδος δεν είναι ούτε δείκτης αφηρημένης κοινωνικής αποδοτικότητας ούτε αυτόματο εργαλείο ή μέσο για την εξισορρόπηση των αναλογιών της παραγωγής, γι’ αυτό και οι αυξομειώσεις του μέσου ποσοστού κέρδους στην καπιταλιστική παραγωγή έρχονται ως νομοτελειακό αποτέλεσμα και συνδέονται με τις φάσεις του κύκλου της κρίσης. Είναι κατηγορία της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι μιας «αγοράς» που μπορεί να προσδιορίζεται καπιταλιστική ή σοσιαλιστική ανάλογα με τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησία - παραγωγής.

Η κίνηση της παραγωγής στον καπιταλισμό, επομένως και η προσέλκυση ζωντανής και ξοδεμένης εργατικής δύναμης, γίνεται με κίνητρο το μεγαλύτερο δυνατό (μεγιστοποίηση) κέρδος. Ο νόμος της αξίας και προκειμένου για την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης ο νόμος της υπεραξίας είναι θεμελιώδεις για την καπιταλιστική παραγωγή. Η ίδια εργατική δύναμη καθώς και όλες οι άλλες εισροές (πρώτες ύλες, ενδιάμεσα προϊόντα, μηχανήματα κλπ.) έχουν εμπορευματικό χαρακτήρα. Οι επιβιώσεις της απλής εμπορευματικής παραγωγής υποτάσσονται στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.

Ο σοσιαλισμός είναι οργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με το γενικό συμφέρον και επομένως το κέρδος δεν μπορεί να είναι κίνητρο της σοσιαλιστικής παραγωγής.

Η ιστορική πείρα επιβεβαίωσε ότι απέναντι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ορθώνεται ο νέος κομμουνιστικός μέσα από μακρόχρονη διαδικασία που μόλις ξεκινά με την επαναστατική εργατική εξουσία.

Ενόσω οι αναζητήσεις μας επικεντρώνονται στο μεταβατικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή πριν να υπάρχει πλήρης ανάπτυξη του νέου κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά με κυρίαρχες τις σοσιαλιστικές σχέσεις, επισημαίνω ότι:

Πρώτον: Η κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και η κεντρικά σχεδιασμένη συνεύρεσή τους με την εργατική δύναμη στην κοινωνικά οργανωμένη παραγωγική διαδικασία είναι προϋπόθεση για τη θεμελίωση του νέου σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Η κατανομή εργατικής δύναμης, πρώτων υλών, μηχανημάτων, χρηματικών πόρων κλπ. γίνεται με βάση τον Κεντρικό Σχεδιασμό, οπότε καταργείται ο εμπορευματικός χαρακτήρας τους. Διέπονται από τις σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας - κατανομής.

Page 112: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η δυνατότητα κυριαρχίας του νέου τρόπου παραγωγής μπαίνει σε κίνηση πραγματοποίησης με επαναστατική πολιτική πράξη. Αυτό δεν σημαίνει εξ αρχής αυτόματη και πλήρη εξάλειψη προγενέστερων οικονομικών επιβιώσεων (απλής εμπορευματικής ή και μικρής καπιταλιστικής). Δεν πρόκειται όμως για «ισότιμη» συνύπαρξη τους. Γι’ αυτό και δεν συμπίπτει η σοσιαλιστική οικοδόμηση με την οικονομία (καπιταλιστική) συνύπαρξης μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και παραγωγής μαζί με κρατική (καπιταλιστική) ιδιοκτησία και παραγωγή (στη βάση της οποίας ασκήθηκε η κεϋνσιανή αστική οικονομική πολιτική στο οικονομικό έδαφος του καπιταλισμού).

Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της γης -με την κρατική μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας- είναι που κατοχυρώνει και την κατάργηση της εργατικής δύναμης ως εμπόρευμα.

Στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού κατανέμεται και η εργατική δύναμη και επομένως υλοποιείται το δικαίωμα του καθενός στην εργασία, επομένως και το προσωπικό όφελος από την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.

Η ύπαρξη περιορισμένης έκτασης εμπορευματικής παραγωγής στηρίζεται στην ύπαρξη περιορισμένης ατομικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και χρήσης γης, η οποία, παραμένει συγκριτικά χαμηλότερης παραγωγικότητας. Κατά τη γνώμη μου, η επιβίωσή της τείνει προς την τάση ιδιοποίησης του αποτελέσματος ξένης εργασίας ή προς τη συνεταιριστική (ή και πλήρως κοινωνικοποιημένη) συγκέντρωσή της.

Ως προς το χαρακτήρα των σχέσεων ανταλλαγής της συνεταιριστικής αγροτικής παραγωγής με τη σοσιαλιστική βιομηχανική, νομίζω ότι δεν μπορούμε να τον προσεγγίζουμε κυρίως ως απλή εμπορευματική παραγωγή - ανταλλαγή, αφού υπεισέρχεται η χρήση κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, ηλεκτρικής ενέργειας κλπ., μέσω της κεντρικά κατευθυνόμενης κατανομής τους.

Θα σημείωνα δε, ότι τις σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ προϊόντων της αγροτικής παραγωγής και της βιομηχανίας, ούτε ο καπιταλισμός τις «άφησε» στην αυθόρμητη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Γι’ αυτό και υπάρχουν ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες πολύπλοκα συστήματα κεντρικά καθορισμένων τιμών, ποσοστώσεων και επιδοτήσεων.

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είχε αναδείξει την κατεύθυνση επίλυσης: Τη συνένωση των αγροτών - παραγωγών στη μεγάλης έκτασης κοινή χρήση γης, για την παραγωγή κοινωνικού (όχι μόνο συνεταιριστικού) προϊόντος, με κοινωνικοποιημένη σύγχρονη μηχανοποίηση και άλλα μέσα της επιστημονικοτεχνικής προόδου για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, τη μεγαλύτερη διαφύλαξη του προϊόντος από τις απρόβλεπτες καιρικές μεταβολές, την κάθετη συνένωση της αγροτικής πρώτης ύλης με τη βιομηχανική επεξεργασία.

Δεύτερον: Στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, και με βάση τη σοβιετική εμπειρία, το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας της εργατικής δύναμης για να γίνει ικανή για κοινωνική εργασία το αναλαμβάνει το κράτος, θεωρώντας το «ανάγκη» όλων των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Αντιθέτως, στην καπιταλιστική οικονομία, η προετοιμασία της εργατικής δύναμης είναι ευθύνη ατομική, η απόκτησή της μπαίνει στην εμπορευματική διαδικασία (π.χ. αγοράζεται η εκπαιδευτική διαδικασία, ο βασικός πυρήνας της ή αναγκαία συμπληρώματά του).

Το ίδιο συμβαίνει και με το μεγαλύτερο μέρος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Γι’ αυτό όχι μόνο υπήρχε καθολικό δημόσιο δωρεάν σύστημα εκπαίδευσης και υγείας, αλλά και άλλες πολλαπλές λειτουργίες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με πολιτικές απομάκρυνσης από το «ο καθένας ανάλογα με την εργασία του» και τείνοντας στη βάση του νόμου «ο καθένας ανάλογα με τις

Page 113: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ανάγκες του». (Τέτια παραδείγματα είναι η πολιτική «τιμών» μέσων μαζικής μεταφοράς, καταναλωτικών προϊόντων παιδικής χρήσης, βιβλίου, κατανάλωσης οικιακής ενέργειας, λαϊκής στέγης και άλλα).

Ωστόσο, χαρακτηριστικό του μεταβατικού περάσματος είναι η σχετική ανεπάρκεια προϊόντων ατομικής κατανάλωσης, με αποτέλεσμα ένα μέρος της να κατανέμεται σύμφωνα με την εργασία του καθένα. Αυτό όμως συνεπάγεται ορισμένη διαφοροποίηση στην καταναλωτική δυνατότητα των εργαζομένων.

Στην οικονομική θεωρία του σοσιαλισμού τέθηκε το ερώτημα εργασίας: Ποιος είναι ο χαρακτήρας των σχέσεων κατανομής με χρηματική μορφή σε ένα σημαντικό τμήμα της ατομικής κατανάλωσης και βεβαίως και σε ένα τμήμα της αμοιβής εργασίας. Από ποιο νόμο διέπεται;

Από ένα ορισμένο ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής συμπεριλαμβανομένου και του Στάλιν, χαρακτηρίσθηκαν ως εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε αυτή τη σφαίρα κυκλοφορίας που διέπεται από τη λειτουργία του νόμου της αξίας, χωρίς να γίνονται καθοριστικές, ρυθμιστικές της σοσιαλιστικής παραγωγής - κατανομής.

Προσωπικά, στην ανάλυση και γενίκευση αυτής της θεωρητικής προσέγγισης βλέπω κενά και αντιφάσεις. Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της αναγνωρίζουν ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας δεν εναρμονίζεται με τους θεμελιακούς νόμους λειτουργίας της σοσιαλιστικής παραγωγής, γι’ αυτό μιλάνε για αντίθεση (αλλά μη ανταγωνιστική) στο εμπόρευμα. Δέχονται ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι εμπορευματική, αλλά επιχειρούν να εξηγήσουν ορισμένα από τα φαινόμενα των δυσαναλογιών (αντιθέσεων) με τη θεωρία της παραβίασης του νόμου της αξίας σε επιχειρησιακό επίπεδο. Νομίζω ότι εκείνο που κυρίως ήθελαν να αναδείξουν ήταν η αναγκαιότητα συνεχούς ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας, η αναγκαιότητα να υπερέχουν τα αποτελέσματα της από τις συνολικές δαπάνες.

Στο θέμα αυτό, νομίζω ότι ο καθηγητής Ελμέεφ αναπτύσσει την άξια προσοχής θεωρητική προσέγγιση για το νόμο της αξίας χρήσης ως σχέση μεταξύ της εργασίας και του αποτελέσματός της (προϊόν) κατά το μεταβατικό πέρασμα όπου η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι εμπορευματική. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση μέτρο της αξίας χρήσης είναι ο απελευθερωμένος χρόνος και όχι ο δαπανημένος, και αποτελεί το ρυθμιστικό παράγοντα για τις ενδοπαραγωγικές και τις αναλογίες μεταξύ διευρυμένης αναπαραγωγής και κατανάλωσης.

Ο Εριόμιν αναφέρει ότι «η απαραίτητη εργασία για μια διερμήνευση σε βάθος των χρηματικών μορφών σαν «μεταμορφωμένες ή ανορθολογικές» (δηλαδή μη σχετιζόμενες με το νόμο της αξίας) δεν ακούμπησε σχεδόν καθόλου την επίσημη πολιτική οικονομία, ακόμα και 40 χρόνια μετά το Στάλιν».

Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο σ. Ποπώφ, αναφέροντας ότι μόνο στη μορφή εμφανίζονται ως εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, ενώ στην ουσία είναι άμεσα κοινωνικές.

Αν το καταλαβαίνω σωστά, στην ουσία δεν αντικρίζονται μεμονωμένοι παραγωγοί μέσω του εμπορεύματος στην αγορά.

Ομως, από την αντίληψη και πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μένει ακόμη αναπάντητο το εξής θεωρητικό ερώτημα εργασίας:

Ποια είναι η σχέση (νόμος) με την οποία αντικρίζεται η εργασία της σοσιαλιστικής παραγωγής με το κοινωνικό προϊόν;

Από την απάντηση αυτού του ερωτήματος προκύπτουν τα μέσα για την εναρμόνιση της πολιτικής μισθών (στον καθένα ανάλογα με την εργασία του) και τιμών για τα καταναλωτικά προϊόντα. Επίσης προκύπτουν τα μέσα για την αντικειμενική αποτίμηση των κατανεμημένων δαπανών και των

Page 114: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αποτελεσμάτων της παραγωγής, υπολογισμός απαραίτητος για την κεντρική κατανομή εργασίας, υλών, μηχανημάτων, έρευνας κλπ.

Πως υπολογίζεται η συνεισφορά της κάθε σοσιαλιστικά οργανωμένης επιχείρησης στο κοινωνικό προϊόν.

Τα υπαρκτά οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν ως αντιθέσεις στη βάση της ταχύτερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με τις σχέσεις παραγωγής - κατανομής, κατά τη γνώμη μου, πολιτικά αντιμετωπίσθηκαν λαθεμένα.

Η πορεία της ανάπτυξης του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής είναι πορεία επέκτασης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής με εξάλειψη των προσοσιαλιστικών οικονομικών επιβιώσεων, με την ανάπτυξη του όγκου και της παραγωγικότητας της σχεδιασμένης παραγωγής, της σοσιαλιστικής συνείδησης για την εργασία και την ουσιαστική συμμετοχή της στην από τα κάτω προς τα πάνω πληροφόρηση, διόρθωση και υλοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού, στην ολοένα διευρυνόμενη κατανομή «σύμφωνα με τις ανάγκες».

Επομένως η πορεία της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης είναι διαδικασία εξάλειψης των παραγόντων που γεννούν τη λειτουργία του νόμου της αξίας και επομένως των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.

Προσωπικά συμμερίζομαι την άποψη ότι είναι πρωτίστως γνωσιολογική η ρίζα του προβλήματος της αρχικής θεωρητικής διολίσθησης.

Ωστόσο, δεν θεωρώ νομοτελειακή την ταχύτατη ανάπτυξη και επικράτηση αυτών των ιδεολογικών και πολιτικών απόψεων, την πλήρη υιοθέτηση κατηγοριών της καπιταλιστικής οικονομίας για τη λύση αντιθέσεων στο έδαφος του μακρόχρονου περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Νομίζω ότι χρειάζεται να αναζητήσουμε το σύνολο των παραγόντων, που συνέβαλλαν σ’ αυτήν την εξέλιξη. Θεωρώ ότι σ’ αυτούς περιλαμβάνονται:

Η υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης των ηγετών κομμουνιστών λόγω και των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης νέας ποσοτικής αύξησης των κομμουνιστών είχε ως αποτέλεσμα την μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού.

Η σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην ΕΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό με δεσμούς ανάπτυξης και επιρροής από τον πολιτισμό της καπιταλιστικής Δύσης.

Η ιστορική κληρονομιά της ΕΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.

Οι θυσίες στο επίπεδο κατανάλωσης που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των ΗΠΑ για εξαγωγή κεφαλαίων.

Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Κεντρ. Ευρώπης. Σε ορισμένες απ’ αυτές έπαιζαν ρόλο και οι ιστορικές διακρατικές σχέσεις, π.χ. Ρουμανία ήταν στο γερμανικό άξονα, «πλήρωσε» τις πολεμικές αποζημιώσεις μέσω της παραγωγής ρουμανοσοβιετικών επιχειρήσεων,

Page 115: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ο φόβος ενός νέου πολέμου, εξ αιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Κορέα, κλπ., του «ψυχρού πολέμου», του δόγματος Hellstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Αν. Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως «ζώνη σοβιετικής κατοχής»).

Η διαφοροποιημένη πολιτική παρέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με πιο ευέλικτες εμπορικές συναλλαγές με κράτη της Κεντρ. και Αν. Ευρώπης.

Ζητήματα στρατηγικής και της διάσπασης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Στο μεταπολεμικό πεδίο της Ευρώπης και διεθνώς η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού έχει στοιχεία αμφίδρομης επιρροής στις επιλογές της οικονομικής πολιτικής.

Στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική διαχείριση μεταπολεμικά κέρδισε έδαφος η κεϋνσιανή διαχείριση (σε πολλές περιπτώσεις με βασικό φορέα τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας), η οποία άσκησε οπορτουνιστική πίεση στο σοσιαλιστικό κόσμο.

Η κεϋνσιανή διαχείριση ανέδειξε τον καπιταλιστικό κρατικό προγραμματισμό, ως μέσο αντικατάστασης του ασυντόνιστου και συμπτωματικού παρεμβατισμού του κράτους για τον έλεγχο των συνεπειών της κρίσης.

Το καπιταλιστικό σύστημα «δανείζεται» από τη σοσιαλιστική αναγκαιότητα ένα προγραμματισμό προσαρμοσμένο στις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Δανείζεται επίσης και μια ορισμένη κοινωνική πολιτική (ένα από τα πιο προωθημένα είναι το μεταπολεμικό Σύστημα Εθνικής Υγείας στην Αγγλία).

Σε αυτές τις συνθήκες προσαρμόζεται η ιδεολογική επίθεση ενός τμήματος των αστών οικονομολόγων απέναντι στον «κρατικό χαρακτήρα» της οικονομίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι νέες συνθήκες στις οποίες διεξάγεται η θεωρητική και πολιτική πάλη ανάμεσα στα δυο συστήματα μακροπρόθεσμα εξελίσσεται σε βάρος του σοσιαλισμού.

Ο ανταγωνισμός των δυο συστημάτων εξωθεί το σοσιαλιστικό σύστημα ίσως σε ένα ορισμένο υποκειμενισμό στις δυνατότητες και τους στόχους της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Η στρατηγική επιλογή στήριξης ορισμένων πρώην αποικιών στο μη καπιταλιστικό δρόμο οικονομικής ανάπτυξης νομίζω ότι λειτουργεί και ως παράγων που επιτείνει την εκτατική (σε βάρος της εντατικής) αντίληψη ανάπτυξης στον κεντρικό σχεδιασμό.

Σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες, η εξουσία υιοθετεί πολιτικές με ενσωματωμένα στοιχεία ενίσχυσης της καπιταλιστικής οικονομίας (αγοράς) και τουλάχιστον σε ορισμένη περίοδο θεωρώντας τα ως στοιχεία στερέωσης του σοσιαλισμού. Ως διαδικασία είναι διαβρωτική του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας και του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.

Τις αδυναμίες τεχνοοικονομικού επιπέδου (σε σχέση με την εφαρμογή μαθηματικών, πληροφορικής) στον κεντρικό σχεδιασμό (με την έννοια της ακριβούς γνώσης δεδομένων, συλλογής πληροφοριών, ορθής εκτίμησης δυνατοτήτων, κατά κλάδους, περιφέρειες κλπ.), δεν θα τις θεωρούσα καθοριστικές με δεδομένη την εμπειρία και τις επιτυχίες σε πολύ μεγάλες επιστημονικο-τεχνικές κατακτήσεις και εφαρμογές.

Στα προβλήματα σχεδιασμού, τη διεύρυνση της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων και κυρίως την ποιοτική τους εξέλιξη δεν θα τη θεωρούσα ως αποτέλεσμα εκτατικής ανάπτυξης των αντίστοιχων κλάδων της βιομηχανίας, αλλά κυρίως ως ανάπτυξη της παραγωγικότητάς τους, ως ανάγκη εισαγωγής νέας τεχνολογίας στην παραγωγή τους (αναμόρφωση του σχεδίου με κριτήρια την τεχνολογική πρόοδο, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ.). Είναι γνωστά ορισμένα προβλήματα π.χ. στον κλάδο

Page 116: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

κατασκευής υποδημάτων. Από κάθε άποψη η μαζική παραγωγή των νέας τεχνολογίας μηχανημάτων προηγείται και καταγράφεται ως αποτέλεσμα στην κατανάλωση.

Ως προς τα προβλήματα που εμφάνισε το σύστημα διεύθυνσης, αν και δεν έχουμε σημαντικές πηγές των προτάσεων σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής από τους σοβιετικούς οικονομολόγους που αντιπάλεψαν τις μεταρρυθμίσεις, από εκείνο το μέρος της θεωρητικής συζήτησης που έχω υπόψη μου, οδηγούμαι στη σκέψη ότι δεν ήταν κυρίως πρόβλημα τεχνικό - διοικητικό ή και ηθικό το κίνητρο και η απόδοσή του. Ο στόχος και η εκτίμηση του παραγομένου αποτελέσματος είχε να κάνει με τη θεωρητική αναγνώριση της ανάγκης για αυξανόμενα αποτελέσματα (προϊόντα, αξίες χρήσης) σε σχέση με τις δαπάνες (εισροές εργασίας, μηχανημάτων, υλών, χρηματικών κονδυλίων κλπ.). Επιπροσθέτως θεωρώ σημαντική την αξιολόγηση της χρήσης τεχνολογίας σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας και με δείκτες ποιότητας παραγωγής με βάση το μακροπρόθεσμο κοινωνικό όφελος, όπως: ισορροπία του περιβάλλοντος, υγεία.

Ορισμένοι προβληματισμοί για την άσκηση οικονομικής πολιτικής:

Στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, τα υλικά κίνητρα να μην αποκόπτουν την παραγωγική μονάδα από το σύνολο και να μην αποκόπτουν το ατομικό από το συλλογικό όφελος.

Να εκδηλώνονται στην αρχή «ο καθένας ανάλογα με την εργασία του» ανά παραγωγική κολλεκτίβα περισσότερο παρά ανά άτομο (στην κατανάλωση νέων προϊόντων, σε ταξίδια εσωτερικού-εξωτερικού, βελτίωση των συνθηκών στέγασης κλπ.).

Ανά άτομο εκφράζεται στην προσαύξηση της ατομικής αμοιβής, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη δυνατότητα κατανάλωσης εμπορευμάτων.

Ανά παραγωγική κολλεκτίβα είναι πιο πρόσφορο, χωρίς να ενισχύει την χρηματική κυκλοφορία.

Μέρος της προσαυξημένης ατομικής αμοιβής να κατευθύνεται σε νέες ευκαιρίες πρόσβασης σε ανώτερη επαγγελματική ειδίκευση και εκπαίδευση. Τέτια εμπειρία έχουν τόσο στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όσο και τα ΚΚ στις σοσιαλιστικές χώρες.

Το διευθυντικό - διοικητικό δυναμικό, σε όλη την κλίμακα, να μην έχει ξεχωριστά υλικά προνόμια σε σχέση με τους άμεσους παραγωγούς.

Τα ηθικά κίνητρα να έχουν κέντρο την καλλιέργεια κομμουνιστικής συνείδησης για την αναγκαιότητα της εργασίας, της εργασίας ως τρόπο ζωής. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό η διαμόρφωση συνθηκών συμμετοχής στις αποφάσεις, στον έλεγχο της πορείας τους, στον έλεγχο της διεύθυνσης. Η έκτακτη εθελοντική μη αμειβόμενη εργασία (τα γνωστά σε μας «κόκκινα μεροκάματα») να μην παγιώνεται με τρόπο ώστε να λειτουργεί σε αντίθεση με την τάση ανάπτυξης του μη εργάσιμου χρόνου και της πολύπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Θέμα ιδιαίτερης έρευνας και εξαγωγής συμπερασμάτων πρέπει να είναι η συγκριτική μελέτη των μορφών οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, σε διάφορες περιόδους της Σοβιετικής Εξουσίας. Να εξετασθούν συγκριτικά μεταξύ των εργατικών επιτροπών επί Λένιν, του Σταχανοφικού κινήματος και των «Αυτοδιαχειριστικών Συμβουλίων» επί Γκορμπατσόφ (να αναζητηθούν αναλόγως επί Μπρέζνιεφ) σε σχέση με τον Κεντρικό Σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η ήττα του πρώτου εγχειρήματος περάσματος από τον καπιταλισμό στο κομμουνισμό κατά τον 20ο αιώνα πιστεύω ότι αποτελεί θεμελιακό παράγοντα της βαθιάς κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος παγκοσμίως.

Page 117: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Εχει κλονίσει την πίστη και τις αντοχές μεγάλου μέρους κομμουνιστών σε κάθε χώρα και στη δική μας. Εχει θολώσει το σοσιαλιστικό όραμα έστω και για κάποια πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης.

Η μακρόχρονη σχετικά «ειρηνική» περίοδος και καθεστωτική ανοχή απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, η μεγαλύτερη εμβέλεια της αστικής ιδεολογικής επιρροής καθιστούν πολύ δύσκολη την προσέγγιση της μαρξιστικής γνώσης και επομένως την ερμηνεία της ήττας.

Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι:

Η ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ είναι η ιστορία της πάλης για την οικοδόμηση του νέου τρόπου παραγωγής σε κοινωνικο-οικονομικό έδαφος ισχυρών προκαπιταλιστικών επιβιώσεων, και επομένως μακροχρόνιας συγκριτικής καθυστέρησης στον όγκο παραγωγής και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Σε μεγάλο τμήμα της Σοβιετικής Ενωσης, όπως και της Κίνας, η εκβιομηχάνιση έγινε σε συνθήκες μη κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων.

Η πρώτη ιστορικά σοσιαλιστική οικοδόμηση έδωσε τη μάχη με τη φτώχεια και την προκαπιταλιστική καθυστέρηση με τρόπο διαφορετικό από τον καπιταλισμό. Η συσσώρευση γινόταν εξασφαλίζοντας τουλάχιστον ένα ελάχιστο επίπεδο ισότιμης πρόσβασης στην εργασία, στη στέγαση, στη σίτιση, στην παιδεία, υγεία, πρόνοια κλπ. στη βάση της σχεδιασμένης οικονομίας που λειτουργεί με κίνητρο το γενικό κοινωνικό όφελος. Η εκβιομηχάνιση και η μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση στον καπιταλισμό ήταν αποτέλεσμα της μέχρι και καταστροφής αλλοτρίωση. Στις ΗΠΑ, βασικό κέντρο του καπιταλισμού που αντιπαρατάχθηκε στο βασικό κέντρο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μεταπολεμικά, η καπιταλιστική ανάπτυξη ήρθε σε ευνοϊκότερες ιστορικές, γεωγραφικές κλιματολογικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να εισρεύσει εκεί κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό από τρεις ηπείρους. Καπιταλιστικές κοινωνίες με πολύ βαθιά ανισομετρία στην καπιταλιστική τους ανάπτυξη (π.χ. Ινδία) δεν έχουν ακόμη λύσει το πρόβλημα της πείνας. Ακόμη εντονότερο είναι το πρόβλημα για τις κοινωνίες της Αφρικής. Αποτελεί ιστορική ιδιαιτερότητα η επίδραση των δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών για την παραγωγικότητα της εργασίας και την εργασία και μάλιστα σε ιστορική εποχή του καπιταλισμού που δεν είχαν πλήρως αναπτυχθεί οι τεχνολογίες που αντισταθμίζουν τις αντιξοότητες της φύσης. Στη σοσιαλιστική οικοδόμηση ενσωματώθηκε η ισχυρή παράδοση του αγροτικού κοινοτισμού, του οποίου στοιχεία επιβίωναν και ενσωματώνονταν στα προσοσιαλιστικά συστήματα. Η επιβίωση έχει τα αίτια της, είναι αποτέλεσμα των σκληρών φυσικών κλιματολογικών συνθηκών, που καθιστούν την «ατομική» επιβίωση και παραγωγικότητα πολύ χαμηλή. Αυτή η κληρονομιά της μικρής εμπορευματικής αγροτικής παραγωγής ήταν παράγων καθυστέρησης της σοσιαλιστικής ανάπτυξης.

Τα ιστορικά βήματα της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, ακόμη και στην Κίνα, δεν μπορούν να αποτιμηθούν με τα κριτήρια της μελλοντικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης που θα ξεκινήσει από πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.

Η μελέτη των αντιθέσεων, των υποκειμενικών λαθών της όλης ιστορικής κίνησης είναι διαδικασία ανάπτυξης της θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, από την οποία θα προκύψει ιδεολογική και πολιτική αναζωογόνηση του κομμουνιστικού κινήματος για νέα έφοδο.

ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ του Ούλριχ Χούαρ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Page 118: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Το ζήτημα της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό συζητιέται σε κλίμα αντιπαραθέσεων σε συνάρτηση με αναλύσεις της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, καθώς και της επεξεργασίας των αντιλήψεων σχετικά με το σοσιαλισμό. Η συζήτηση αυτή διεξάγεται ήδη από τη δεκαετία του ’20 στη Σοβιετική Ενωση ανάμεσα σε σοβιετικούς οικονομολόγους και άλλους επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών. Από τότε που δημιουργήθηκαν σοσιαλιστικά κράτη στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη συζητιέται και από οικονομολόγους εκείνων των κρατών. Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση -από τη δεκαετία του ’20- επικαλούνταν και εξακολουθούν να επικαλούνται στην επιχειρηματολογία τους το Μαρξ και τον Ενγκελς, εν μέρει και το Λένιν. Το ζήτημα αυτό παρέμεινε επίκαιρο στη διάρκεια των δεκαετιών σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, καθώς και στα σοσιαλιστικά κράτη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, (1) μέχρι την καταστροφή τους.

Κάτι εκ των προτέρων: Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση είναι στην πλειοψηφία τους επιστήμονες και δημοσιογράφοι του οικονομικού τομέα, που είναι γνώστες του αντικειμένου και μπορεί κανείς να τους πάρει στα σοβαρά. Παρ’ όλα αυτά, κατέληξαν σε εκτιμήσεις της κατάστασης που δεν είναι μόνο διαφορετικές, αλλά και αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες.

Δύο χρόνια μετά την καταστροφή του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ και την προσάρτησή της από την ΟΔΓ, ο Ρόμπερτ Κουρτς (Robert Kurz) στο βιβλίο του «Η επιστροφή του Ποτέμκιν» παρέπεμψε «στην αναγκαιότητα μιας ρήξης με το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα καθεαυτό...». `(2)Ο Κούρτς δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή εμπορευμάτων στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό. «Η οικονομική «αξία» και το εμπόρευμα, η τιμή και το κέρδος είναι οι βασικές κατηγορίες αυτού του συστήματος, που χαρακτηρίζουν στον ίδιο βαθμό τις γραφειοκρατικές σχεδιασμένες, αλλά και τις Δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς». (σελ. 24).

Ετσι, σύμφωνα με τη γνώμη του, η κατάρρευση του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ το 1989 δεν ήταν μόνο ήττα, αλλά και «ρήξη εποχών», η οποία περιλαμβάνει επίσης την καπιταλιστική Δύση (σελ. 24). Ο «κρατικός σοσιαλισμός δεν ήταν παρά μια παραλλαγή στην ιστορία της επιβολής του σύγχρονου συστήματος της οικονομίας της αγοράς», που το «τέλος του ανακοινώνει ίσως την κρίση των κοινών θεμελίων όλων των σύγχρονων εμπορευματοπαραγωγών κοινωνιών» (σελ. 221, οι υπογραμμίσεις είναι του Κουρτς).Η Σοβιετική Ενωση, όπως και ο Τρίτος Κόσμος είναι ««αργοπορημένες κοινωνίες» ενός αναπληρωματικού εκσυγχρονισμού» (σελ. 28). Δηλαδή και η ΛΔΓ και η CSSR (Λ.Δ.Τσ.) ανήκαν στις «αργοπορημένες κοινωνίες»;

Το γεγονός ότι και η άλλη πλευρά κατανοεί την Οκτωβριανή Επανάσταση σαν επανάσταση του Τρίτου Κόσμου, δεν κάνει ακόμα σωστή την εξίσωση της Σοβιετικής Ενωσης με τον Τρίτο Κόσμο. Στο μεταξύ η θέση σχετικά με τον αναπληρωματικό «εκσυγχρονισμό» στη Σοβιετική Ενωση έχει ηλικία πάνω από 30 χρόνων και έχει ήδη αρχίσει να παλαιώνει* και έπειτα την εφάρμοσαν στις συνθήκες της ΟΔΓ καθοριστικά οι Γκελέν (Gehlen), Φράγιερ (Freyer), Κόντσε (Conze), Σίντερ (Schieder) και Ερτμαν (Erdmann). Ετσι, μπήκαν τελικά στη δυτικογερμανική ιστοριογραφία.

Ο Κουρτς, για να αποφύγει την από το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα προγραμματισμένη καταστροφή, μας προσανατολίζει «στη βήμα με βήμα, πραγματική αποδέσμευση -στη διαμορφωμένη παγκόσμια κοινωνία- της αναπαραγωγής από τη μορφή των εμπορευμάτων και το χρήμα... Πρέπει να τεθεί το ερώτημα, πώς εν όψει της ιστορικής κρίσης του συστήματος μπορεί να διοργανωθεί μια κοινωνική ζωή πέρα από τα ανώνυμα τυφλά φετίχ της αγοράς και της κρατικής μηχανής...» (σελ. 223).Ο Κουρτ βλέπει μια δυνατότητα γι’ αυτή την «αποδέσμευση» στις εταιρίες - ανταλλαγής στη βάση του είδους, όπως τις παρατηρήσαμε σαν μεμονωμένα φαινόμενα στην εξωτερική οικονομία στην ΚΑΚ, καθώς και ανάμεσα στα ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη, μετά από την κατάρρευση του σοσιαλισμού λόγω της έλλειψης συναλλάγματος (σελ. 63. κ.ο.κ.). Ο Κουρτς θέλει με αυτό τον τρόπο να κάνει την ανάγκη αρετή. Αυτή η «αποδέσμευση» θα ήταν «χωρίς αμφιβολία μια δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία...» (σελ. 225).

Page 119: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Αλλά γιατί «να μην αξιοποιήσουμε με άλλο και νέο τρόπο αυτή την ανάγκη; Αν τις φυσικές σχέσεις, που γεννιούνται από το γεγονός ότι μια κανονική αγορά δεν μπορεί να κρατηθεί, τις πάρουμε στα σοβαρά, τις θεωρήσουμε οικείες προοπτικές και τις αναπτύξουμε παραπέρα, σαν συστημικό κύκλο αναπαραγωγής με δικό του τρόπο, τότε θα μπορούσαν να παράγουν στοιχεία ενός νέου μετασχηματισμού του συστήματος της αγοράς...».Θα μπορούσε να ήταν «ένα σύστημα, το οποίο μέσα στα πλαίσια των δικών του κύκλων δε λειτουργεί καθόλου πια σε κατηγορίες χρήματος σύμφωνα με τα κριτήρια ισοδυναμίας της ανταλλαγής εμπορευμάτων, αλλά που λειτουργεί σε φυσικά μεγέθη σύμφωνα με σωστά κριτήρια της ανάγκης και της οικολογικής ανεκτικότητας. Αν, ούτως ή άλλως, οι φυσικές μορφές αναφοράς είναι το σημείο εκκίνησης, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή να ταξινομηθεί μεταφορά των πόρων -που συμπεριλαμβάνονται σε αυτές- επίσης με τρόπο φυσικό και σύμφωνα με οικολογικά κριτήρια» (σελ. 234).

Πέρα από τις αφηρημένες - ουτοπικές αντιλήψεις του, ο Κουρτς δεν αναρωτιέται ούτε για το υποκείμενο που θα πρέπει να πραγματοποιήσει αυτή την «αποδέσμευση». Αυτός ο «κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να είναι «μη-ιδεολογικός, πραγματιστικός, περιπτωσιακός, διαφοροποιημένος στο χρόνο και το χώρο» (σελ. 234).Ο Κουρτς σωστά βλέπει την κρίση του «συστήματος της οικονομίας της αγοράς», αλλά διαχωρίζει την «οικονομία της αγοράς» από τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, καταχωρώντας το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό στην ίδια φόρμουλα της «εμπορευματοπαραγωγικής κοινωνίας».Απορρίπτει το να σκέπτεται κανείς σε όρους «υπολειμμάτων της ιδεολογίας του εργατικού κινήματος» (σελ. 71). Η «λεγόμενη ταξική πάλη» έχει γίνει «αντίκα» ακόμα και αν προκύψουν κοινωνικοί αγώνες και αναταραχές (σελ. 221). Αλλά, τότε, ποιοι είναι οι αυτουργοί των «κοινωνικών αγώνων»; Ο Κουρτς θέλει να διεξάγει έναν «συνειδητά μη-ιδεολογικό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα» (σελ. 229).

Η νέα βαρβαρότητα, όπως εκφράζεται στο δεξιό ριζοσπαστισμό, ναι μεν «παράγεται συστημικά από την αντικειμενικότητα της κρίσης», αλλά δε βγαίνει «από τους υποκειμενικούς στρατηγικούς υπολογισμούς της τάξης των καπιταλιστών». Πρόκειται για μια «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο», η οποία παράγει «μια τέτια βαρβαρική παρακμή της συνείδησης» (σελ. 230).

Αν ακολουθήσουμε αυτή την επιχειρηματολογία του Κουρτς, τότε θα ’πρεπε να εξηγούμε το φασισμό από την «αντικειμενικότητα» της «κρίσης του συστήματος». Αν ο Κούρτς καταλαβαίνει την «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο» σαν αυθόρμητη λειτουργία αντικειμενικών οικονομικών νόμων που υπάρχουν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και με αυτόν τον τρόπο και ανεξάρτητα από τη συνείδηση της τάξης των καπιταλιστών μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε. Ομως, αφήνει έξω από το συλλογισμό του το ότι οι αντικειμενικοί ιστορικοί νόμοι είναι η συναρτημένη δράση ανθρώπων, στη δική μας περίπτωση καπιταλιστών και μισθωτών εργατών, καθώς και άλλων από το μισθό εξαρτημένων ατόμων, στο βαθμό που δεν είναι ανεξάρτητοι από ένα υποκείμενο. Η κρίση που καθορίζεται από την αυθόρμητη δράση αντικειμενικών οικονομικών νόμων, είναι κρίση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και γι’ αυτό έχει ταξικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αρθεί χωρίς την επαναστατική ταξική πάλη.

Ο Κουρτς, για άλλη μια φορά, αποδείχνει ότι χωρίς το ταξικό ζήτημα δεν εξηγούνται ούτε το ιστορικό προτσές και τελικά ούτε οι επιδράσεις των κατηγοριών αξίας. Ο Μάνφρεντ Ζάμαϊτατ αντικρούει τον τρόπο λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό ... «δεν ήταν νόμος, αλλά αξίωμα και στο βαθμό που ήταν νόμος, δεν ήταν σοσιαλιστικός». (3)Ο Ζάμαϊτατ αντικρούει γενικά, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί κοινωνικοί νόμοι: «...οι δήθεν οικονομικοί νόμοι, όπως για παράδειγμα ο νόμος της αξίας ή η αρχή της αποδοτικότητας, δεν είναι -τουλάχιστον δεν ήταν στον έως τώρα υπαρκτό σοσιαλισμό- αντικειμενικοί νόμοι, αλλά αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να οργανωθεί η οικονομική ζωή. Εκ τούτου είναι μάλλον νομικοί νόμοι. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μορφές κοινωνικοποίησης της παραγωγής, που τις εφαρμόζει συνειδητά η κοινωνία».

Page 120: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

«Η ανατροπή των σχέσεων παραγωγής από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό πραγματοποιείται ... ακριβώς για να αντιπαραταχθεί στο νόμο της αξίας, που λειτουργεί τυφλά ... η συνειδητή δράση των εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός μόνο τότε είναι σοσιαλισμός, εφόσον υποτάσσεται στους νόμους «της φύσης». Πράγματι μόνο στη σχέση του προς τη φύση και όχι εφόσον πρόκειται για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πρέπει να δημιουργήσει μόνος του τους οικονομικούς νόμους (καλύτερα: κανόνες). Οι παραγωγοί στο καπιταλιστικό προτσές εργασίας, μπορούν να ιδιοποιηθούν και να εσωτερικεύσουν αυτούς τους κανόνες, μόλις αποκτήσουν «ισχύ», όπως και τους νομικούς νόμους και κανόνες, αλλά ωστόσο δε γίνονται με αυτό αντικειμενικοί νόμοι. Παραμένουν (με πολιτικές αποφάσεις) μέτρα συμπεριφοράς, στα οποία υποτάσσονται οι παραγωγοί, επειδή είναι συνετοί. Αντιστοιχούν στους κανόνες της κυκλοφορίας. Είναι οι κανόνες της οικονομικής κίνησης των ανθρώπων μεταξύ τους».

Ακολουθώντας τον Ζάμαϊτατ, δεν υπάρχει ούτε οικονομική θεωρία του σοσιαλισμού, διότι μια οικονομική θεωρία διερευνά αντικειμενικούς νόμους και νομοτέλειες. Με αυτόν τον τρόπο όμως παραιτείται από την επεξεργασία μιας «θεωρίας του σοσιαλισμού» η οποία απαιτείται στον τίτλο, καθώς και στο κείμενο.Και να που έχουμε το πρώτο πρόβλημα: Στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί νόμοι ή όχι;Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ήδη, διεξαγόταν μια σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους σοβιετικούς οικονομολόγους για το αν στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι -ανάμεσα σε αυτούς ο νόμος της αξίας- ή όχι. Ακόμα αμφισβητήθηκε η ύπαρξη μιας πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμη για τη σοσιαλιστική κοινωνία. Οι αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι δρουν αυθόρμητα, πίσω από την πλάτη των ανθρώπων. Αυτό ισχύει για τον καπιταλισμό. Η πολιτική οικονομία, όπως την επεξεργάστηκε ο Μαρξ, είχε σαν αντικείμενο τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Ετσι, η πολιτική οικονομία σαν επιστήμη για το σοσιαλισμό, δεν έχει αντικείμενο. Το σοσιαλιστικό κράτος καθοδηγεί συνειδητά την οικονομία. Ο ρυθμιστής της οικονομίας είναι η θέληση του προλεταριακού κράτους, του κομμουνιστικού κόμματος, που επιβάλλεται μέσω του σχεδιασμού.Στην ακραία του μορφή η δικτατορία του προλεταριάτου χαρακτηρίστηκε σαν βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, υπήρχαν μόνο νομικοί νόμοι, με βάση τους οποίους καθοδηγιόταν η οικονομία. (4) Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Σ. Πάρτιγκουλ (Partigul) νόμιζε, ότι «η βάση για την καθιέρωση των τιμών ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο δεν είναι η αφηρημένη ισοδυναμία, δεν είναι η ισότητα των δαπανών εργασίας, αλλά η πολιτική του προλεταριακού κράτους. Η οικονομική πολιτική του κράτους πρέπει να εγγυηθεί τη συνοχή της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και γεωργίας, καθώς και ένα αντίστοιχο επίπεδο συσσώρευσης για τη σοσιαλιστική βιομηχανία (...). Βάση των τιμών μας δεν είναι ο νόμος της αξίας».(5)

Σύμφωνα με τον Μπουχάριν «δε χωράει μια επιστήμη, που μελετάει τους «τυφλούς νόμους» της αγοράς, διότι η ίδια η αγορά λείπει. Με αυτό τον τρόπο το τέλος της κοινωνίας που στηρίζεται στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή σημαίνει και το τέλος της πολιτικής οικονομίας». Ο Λένιν σημείωσε στο περιθώριο, σχετικά με αυτό: «Ανακριβές. Ακόμα και στον καθαρό κομμουνισμό τουλάχιστον η σχέση Ι v + m προς ΙΙ c ; Και η συσσώρευση;». (6)Οι σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν υιοθετήσει την αντίληψη, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι, ανάμεσα στους οποίους και ο νόμος της αξίας, που τους εκμεταλλεύεται συνειδητά το κράτος και που βρήκαν την απήχησή τους στο σχεδιασμό, σαν ρυθμιστής της οικονομίας. Αυτή η περίοδος επιστημονικών οικονομικών ερευνών στη Σοβιετική Ενωση έκλεισε με τη σημαντική αναγνώριση του γεγονότος ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στους αντικειμενικούς νόμους και τον τρόπο αυθόρμητης λειτουργίας τους στον καπιταλισμό. Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Ναντιέσντιν (Nadeshdin) νόμιζε ότι: «Ο νόμος της αξίας, σε μερικές περιπτώσεις, δε θα παρουσιαστεί σαν εχθρική προς το σοσιαλισμό δύναμη, αλλά σαν μια υποταγμένη δύναμη η οποία, σε τελευταία ανάλυση, υπηρετεί την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής...». (7)

Ο Κρίμαν, παρομοίως, είχε τη γνώμη ότι «στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας διατηρούνται ακόμα κάποια υπολείμματα εμπορευματικών σχέσεων».

Page 121: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Σαν ένθετο έχει ένα απόσπασμα από την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας. Οι λέξεις «έσοδο της εργασίας», που και σήμερα είναι απορριπτέες εξαιτίας της διφορούμενης έννοιάς τους, χάνουν έτσι κάθε νόημα.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχτεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, επομένως, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε. Επομένως ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός - ύστερα από τις κρατήσεις - παίρνει πίσω ακριβώς ό,τι δίνει. Αυτό που της έδοσε είναι η ατομική του ποσότητα εργασίας. Για παράδειγμα, η κοινωνική εργάσιμη μέρα αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας. Ο ατομικός εργάσιμος χρόνος του μεμονωμένου παραγωγού είναι το τμήμα της κοινωνικής εργάσιμης μέρας που πρόσφερε ο ίδιος, είναι το μερτικό του σε αυτή. Παίρνει απ’ την κοινωνία μια απόδειξη ότι πρόσφερε τόση εργασία (ύστερα από αφαίρεση της εργασίας του για τα κοινά αποθέματα) και μ’ αυτή την απόδειξη παίρνει από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα, όσα αντιστοιχούν στη δουλιά που ξόδεψε. Την ίδια ποσότητα εργασίας, που έδοσε στην κοινωνία με μια μορφή, την παίρνει πίσω με άλλη μορφή.

Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή άλλαξαν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο εκτός από την εργασία του και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν μπορεί να περάσει στην ιδιοκτησία των μεμονωμένων προσώπων, εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης. Ομως, σε ό,τι αφορά στη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους μεμονωμένους παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων (Warenaquivalenten), ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή με ίση εργασία σε άλλη μορφή». (8)

Το χρωστάμε στον Μποριλίν (Borilin), ότι ο νόμος αξίας διαχωρίστηκε από την αυθόρμητη μορφή εμφάνισής του. Ο αγώνας ενάντια στον αυθορμητισμό στην οικονομία είναι κάτι άλλο από τον αγώνα ενάντια στην ισοδύναμη ανταλλαγή. (9) Ο Ζάμαϊτατ επαναλαμβάνει δηλαδή το ίδιο θεωρητικό μεθοδολογικό λάθος, την ταύτιση του νόμου της αξίας με τον αυθόρμητο τρόπο εμφάνισής του στον καπιταλισμό; Αν οι οικονομικοί νόμοι περιοριστούν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό τους, τότε μπορούν να επιφέρουν μεγάλη ζημιά στο σοσιαλισμό, ακόμα να οδηγήσουν στην καταστροφή του, αν δε ρυθμιστούν και αξιοποιηθούν από το κράτος, δηλαδή αν δεν περιοριστεί ο αυθορμητισμός τους (δε θα μπορέσει να παραμεριστεί τελείως). Η συνέπεια της διάψευσης της λειτουργίας αντικειμενικών οικονομικών νόμων θα ήταν αναγκαστικά μια απολυτοποίηση του ρόλου του σοσιαλιστικού κράτους, της σοσιαλιστικής συνείδησης, της «βούλησης» που «όλα τα μπορεί». Με την αντίληψη αυτή δεν αντιπαρατάσσεται μηχανιστικά ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους και της συνείδησης στους αντικειμενικά λειτουργούντες νόμους; Δε βγαίνει από αυτό ο κίνδυνος της βουλησιαρχίας στην οικονομική πολιτική; Υπήρξαν βουλησιαρχικές αποφάσεις στην οικονομική πολιτική και εδώ βλέπω μια από τις βασικότερες αιτίες της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού.

Κομματικές ηγεσίες, όπως με τον Χρουστσιόφ, τον Γκορμπατσόφ και στις δεκαετίες ’70 και ’80 το ΕΣΚΓ με τους Χόνεκερ - Μίταγκ, πήραν βουλησιαρχικά οικονομικές πολιτικές αποφάσεις, για την υλοποίηση των οποίων έλειπαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή, δε λήφθηκαν υπόψη οι αντικειμενικά λειτουργούντες οικονομικοί νόμοι, ιδίως ο νόμος της αξίας. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Ετσι, η αντίληψη του Ζάμαϊτατ βρήκε αντικρούσεις. «Ακριβώς το αντίστροφο» της γνώμης του Ζάμαϊτατ αντιπροσωπεύει ο Χανς Καλτ τονίζοντας ότι ο σοσιαλιστικός κοινωνικός σχηματισμός στην πρώτη του

Page 122: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

φάση, «δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, από ένα σύστημα αναπαραγωγής, που ρυθμίζεται από την εμπορευματική ανταλλαγή». (10) Ο Καλτ βλέπει στις «συνέπειες της άγνοιας του νόμου της αξίας από τα μέσα» σαν κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. (11) Ο Καλτ, το 1993, ήδη στα βιβλία του «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ» (’93) και «Η μακριά σκιά του Στάλιν» (’94), είχε παρουσιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, σχετικά με τη σοβιετική πολιτική και θεωρία της οικονομίας (μόνο σύντομα αναφέρει την οικονομία των άλλων σοσιαλιστικών χωρών). Παρέπεμψε στο «σε πολλά σημεία» αντιφατικό χωρίο του Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», το οποίο ερμηνεύεται από τους διαψευστές της λειτουργίας των κατηγοριών της αξίας στο σοσιαλισμό μέχρι σήμερα ως εξής: Ηδη στο σοσιαλισμό σαν πρώτη, κατώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν υπάρχει πια εμπορευματική παραγωγή. Ο Καλτ ερμηνεύει αντίστροφα το ίδιο απόφθεγμα του Μαρξ: «Οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα αγαθά τους (αφού δεν είναι ατομική ιδιοκτησία) ούτε εμφανίζεται η εργασία που ενσωματώθηκε σε αυτά, σαν αξία αυτών των προϊόντων, αλλά, όμως, σύμφωνα με την εδώ γνώμη του Μαρξ, σε αυτή τη φάση της νέας κοινωνίας, «που πάνω της έχει ακόμα τα σημάδια των παλαιών κοινωνιών», επικρατεί για τα καταναλωτικά αγαθά «η ίδια αρχή, που ρυθμίζει την εμπορευματική ανταλλαγή». Αυτή η αρχή, όμως, είναι ο νόμος της αξίας». (12)

Ο Καλτ επίσης προειδοποιεί εμφατικά για τις επικίνδυνες επιδράσεις των ουτοπιών σχετικά με την αντικατάσταση της εμπορευματικής παραγωγής από την εφαρμογή της ανταλλαγής προϊόντων με την προοπτική μιας «οποιασδήποτε μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας» και κριτικάρει την προαναφερόμενη αντίληψη του Ρόμπερτ Κουρτς. (13) Η παράβλεψη των κατηγοριών του νόμου της αξίας οδήγησε, κατά τον Καλτ, στην ανάπτυξη του γραφειοκρατισμού και στο ότι «όλο και περισσότερες αποφάσεις πήραν υποκειμενικό, βουλησιαρχικό χαρακτήρα». (14) «Αυτό το σύστημα δεν κατάρρευσε επειδή είχαν άδικο ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Δεν μπορούσε παρά να καταρρεύσει ακριβώς γιατί και σε αυτό το σύστημα λειτουργούσαν οι αντικειμενικοί νόμοι της κίνησης της ιστορίας, που είχαν ανακαλυφθεί από τους Μαρξ-Ενγκελς».(15)

Η κύρια αιτία της κατωτερότητας του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου «ήταν η επί δεκαετίες αγνόηση των οικονομικών νόμων, που ενεργούν αυθόρμητα και στο σοσιαλισμό». Αυτοί οι «αντικειμενικά λειτουργούντες νόμοι της κοινωνίας» θα μπορούσαν «να είχαν ρυθμιστεί και ελεγχθεί ακόμα και με την έννοια των ανθρωπιστικών σοσιαλιστικών αντιλήψεων περί αξιών...». (16)Ωστόσο, ο Καλτ δε συσχετίζει την κριτική του της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας αδιαφοροποίητα με τη συνολική ιστορία της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Παραπέμπει ιδιαίτερα στις παραλείψεις της «τελευταίας φάσης», ιδίως της δεκαετίας του ‘80. (17) Για τον Καλτ είναι φανερό, ότι η σοσιαλιστική κοινωνία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη βρισκόταν ακόμα στο αρχικό της στάδιο.

«Οσο οι κομμουνιστικές αντιλήψεις σχετικά με την αξία, η αλληλεγγύη, η ανάγκη από εργασία που έχει νόημα και είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας, δεν έχουν φτάσει στο να ηγεμονεύουν φανερά στην κοινωνία, καμιά γραφειοκρατία -ούτε η πιο πολυάριθμη - και κανένας μηχανισμός εξουσίας δεν μπορεί να εμποδίσει την επενέργεια του νόμου της αξίας». (18) Οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία του νόμου της αξίας μπορούν να νεκρώσουν μόλις στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Αλλά μέχρι τότε πρέπει να διανυθεί ένας πολύ μακρύς, γεμάτος από πέτρες δρόμος.

Ο Βίλι Γκερνς, στην κριτική του της άποψης του Ζάμαϊτατ σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό, επισημαίνει ότι η πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν πρέπει να βλέπεται σαν κάτι το στατικό, αλλά στη διαδικασία της ανάπτυξής της. Αυτό, λέει, ισχύει και για «τις μορφές της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την έκταση και τους τομείς στους οποίους εξακολουθεί να υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και μαζί με αυτή και η επενέργεια του νόμου της αξίας». (19) Ο Γκερνς στηριζόμενος στις εμπειρίες του έως τώρα σοσιαλισμού, θεωρεί λάθος, «την ιδέα, ότι ήδη στο σοσιαλισμό θα μπορούσε να υπάρχει σε γενικές γραμμές μια γενική κοινοκτημοσύνη και να ξεπεραστεί η εμπορευματική παραγωγή. Αν, π.χ. η ΛΔΓ, παρακάμπτοντας τις συνεταιριστικές μορφές ιδιοκτησίας στην αγροτική οικονομία, θα είχε

Page 123: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

περάσει γενικά στην παλλαϊκή κρατική ιδιοκτησία (κι αυτό θα σήμαινε απαλλοτρίωση των αγροτών), τότε η αντεπανάσταση πιθανά θα είχε νικήσει πολύ νωρίτερα». (20)

Ο Γκερνς γνωρίζει ότι στη ΛΔΓ ο νόμος της αξίας λαμβάνονταν υπόψη στις βασικές γραμμές του. Κάτω από τους συγκεκριμένους όρους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπου «υπάρχουν διάφορες συλλογικές ιδιοκτησίες και ακόμα και μικροί ατομικοί ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργατική δύναμη, καθώς και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν αποφεύγεται, ωστόσο, ούτε η ανταλλαγή ανάμεσα στους παραγωγούς εμπορευμάτων και μαζί με αυτά και οι επενέργειες του νόμου της αξίας (συμπεριλαμβανομένων των αντιφάσεων, που συνδέονται με αυτά). Στην εμβέλεια της επίδρασης του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό μπορούν να τεθούν «όλο και πιο στενά όρια». Η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας μπορούν να εξαφανιστούν μόνο στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, όταν πια υπάρχουν οι υλικές και συνειδησιακές προϋποθέσεις γι’ αυτό. (21)

Ο Ζάμαϊτατ, όμως, επισημαίνει και ένα άλλο πρόβλημα ακόμα: «Η διαμόρφωση της θεωρίας σχετικά με τις δικές του οικονομικές βάσεις έμεινε, στο βαθμό που μπορούμε να το κρίνουμε σήμερα, στενοκέφαλη και τυφλή». (22) Ο Καλτ συμφωνεί «πλήρως» με την αντίληψη αυτή. (23) Ο Καλτ, βεβαίως, περιορίζει την κριτική του της διαμόρφωσης θεωρίας στην «τελευταία φάση» -ακολουθώντας τα συμφραζόμενα του άρθρου του- και μάλιστα στη δεκαετία του ’80 έχοντας υπόψη του προπαντός τη σοβιετική εξέλιξη.

Κατά το Ζάμαϊτατ «οι σκέψεις σχετικά με την αποτυχία των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού... πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν σημείο εκκίνησης την κριτική της πολιτικής οικονομίας τους, αν θέλουν να κάνουν πραγματικές ιστορικές - υλιστικές αναλύσεις. Είναι ευκολότερο να το πεις αυτό παρά να το κάνεις. Διότι είναι αυτονόητο, ότι οι πολιτικοοικονομικές θεωρίες των κυρίαρχων σε αυτές τις χώρες κομμάτων σχετικά με τις ίδιες τις δικές τους κοινωνίες είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς για να διεισδύσουμε στην καρδιά της υπόθεσης». Ο Ζάμαϊτατ νομίζει ότι η «θεωρία αυτή αποδείχθηκε ακατάλληλη για τη δράση». Η πολιτική οικονομία δεν είχε «σκοπό... να ασκήσει βασική κριτική» των υπαρκτών σχέσεων, αλλά να «χρησιμεύσει σαν υπόδειξη για δράση». Επειδή οι θεωρίες αυτές είχαν αποδειχθεί τελικά σαν «όχι κατάλληλες» για δράση, δεν ήταν ούτε κατάλληλες «για την ανάλυση της αποτυχίας». (24) Αν ο Ζάμαϊτατ εννοεί τη δεκαετία του ’80, τότε μπορούμε να συμφωνήσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, με την κριτική του. Ομως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θεωρητική του ανάπτυξη του συνολικού χρονικού διαστήματος της ύπαρξης των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κρατών. Αυτό δε σημαίνει, ότι δεν υπήρχαν πλάνες στη θεωρητική ανάπτυξη πριν από τη δεκαετία του ’80.

Ποια ανάπτυξη θεωρίας, άλλωστε, ήταν ποτέ της απαλλαγμένη από πλάνες; Εδώ τίθεται αμέσως το ερώτημα, σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να κριθεί η θεωρητική ανάπτυξη στις σοσιαλιστικές χώρες. Σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις; Αυτές προχώρησαν ήδη -σε ορισμένους συγγραφείς (!)- οκτώ χρόνια μετά από την ήττα και δεν μπορούσαν καν να υπάρχουν πριν, δηλαδή την εποχή της πρακτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάτω από τις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, που διεξήγαγαν τα ιμπεριαλιστικά ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη, και τη θεωρητική ανάπτυξη που ήταν η συνέπειά του.

Από την άλλη όμως: Πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανάλυση της ήττας ή από το ερώτημα, πώς ήταν δυνατόν ότι ο σοσιαλισμός μπόρεσε να υπάρξει επτά δεκαετίες στη Σοβιετική Ενωση και τέσσερις δεκαετίες στη ΛΔΓ, ότι μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα του στον 20ό αιώνα, ότι η Σοβιετική Ενωση μπόρεσε σε ένα εξαιρετικά μικρό ιστορικό διάστημα να μετατρέψει ένα καθυστερημένο αγροτικό κράτος με έναν, ως επί το πλείστον αγροτικό πληθυσμό και 85% αναλφάβητους, περίπου, σε ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος, σε μια παγκόσμια δύναμη, που πέτυχε σε επί μέρους τομείς της Επιστημονικής Τεχνικής Επανάστασης κορυφαίες αποδόσεις και καθόριζε την κατάσταση στον κόσμο; Ολα αυτά έγιναν με μια «τυφλή και στενοκέφαλη οικονομική θεωρία;»

Page 124: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Οι αναμφισβήτητες επιτυχίες της Σοβιετικής Ενωσης δεν μπορούν να εξηγηθούν και μόνο από το μέγεθος της χώρας, από τον πλούτο των υλικών πόρων και την εκτατικά διευρυμένη αναπαραγωγή, που ευνοείται από αυτές. Σίγουρα, αυτά τα δεδομένα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Για τη ΛΔΓ, ούτως ή άλλως, οι όροι αυτοί για την αναπαραγωγή δεν ισχύουν. Πώς τότε, όμως, εξηγούνται οι επιτυχίες της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής) στη δεκαετία του ’60, τις οποίες μάλλον δεν αμφισβητεί πια κανένας σοβαρός οικονομολόγος;

Ετσι, φτάσαμε στο δεύτερο πρόβλημα - ερώτημα: Σύμφωνα με ποια κριτήρια ασκείται η κριτική της έως τώρα θεωρητικής ανάπτυξης;Ο Ζάμαϊτατ έχει δίκιο σε ένα σημείο: Πρέπει να πάρουμε σαν σημείο εκκίνησης για την ανάλυση, την κριτική της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και αυτό «είναι ευκολότερο να το πεις παρά να το κάνεις», ακόμα περισσότερο, εφόσον, πάντα πρέπει να λαμβάνεις υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνταν η ανάπτυξη της θεωρίας. Θα έπρεπε να επεξεργαστεί κανείς το τι έχει απαντηθεί θεωρητικά και τι όχι, ποια γνωσιακή πρόοδο έκανε και ποιες παραλείψεις, ποια λάθη διέπραξε.

Το να αξιολογήσει κανείς, μια και καλή, την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν «τυφλή και στενοκέφαλη» είναι εξίσου λάθος από ό,τι μια άκριτη εξήγηση. Παρεμπιπτόντως: Ο Καλτ δε μιλάει για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, αλλά για μια μαρξιστική πολιτική οικονομία σε διάκριση από την αστική πολιτική οικονομία. Αν υπάρχει μια «πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού», δηλαδή η υποδιαίρεση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας σε μια πολιτική οικονομία του καπιταλισμού και σε μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν σχετικά αυτοτελείς ξεχωριστές επιστήμες, ήταν το θέμα αντιπαραθέσεων στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομίας στο Βερολίνο, τις δεκαετίες ’60 και ’70.

Στο βαθμό που η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία, καθώς και η διαλεκτική υλιστική μέθοδος, εφαρμόζεται στη διερεύνηση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, συμπεριλαμβανομένης της μεταβατικής περιόδου, το θεωρώ δικαιολογημένο να μιλάμε για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, σαν μια σχετικά αυτοτελή, ξεχωριστή επιστήμη. Ακολουθώντας την αντίληψη του Καλτ στα προαναφερόμενα βιβλία και άρθρα του αντίστοιχα, τότε βλέπουμε ότι η κριτική του, της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης, αφορά σαφώς τη δεκαετία του ’80. Σε σχέση με τα λάθη της γκορμπατσοφικής οικονομικής πολιτικής παρατηρεί: «Ρόλο-κλειδί παίζει η μιζέρια, στην οποία κατέληξε η επιστήμη «μαρξιστική» πολιτική οικονομία σοβιετικού τύπου». (25) Κύρια αδυναμία της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας χαρακτηρίζεται «η μη κατανόηση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο προτσές της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής». (26)

Στο νόμο της αξίας αποδόθηκε σημασία μόνο με τη στενή έννοια της επενέργειάς του στη διαμόρφωση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών που παράγονται σαν εμπορεύματα. Ομως, με το πέρασμα στο χονδρεμπόριο μετατράπηκαν και οι πηγές της παραγωγής σε εμπορεύματα και, με αυτόν τον τρόπο, υποτάχθηκαν στο νόμο της αξίας. Αυτό, όμως, δεν το κατάλαβαν. «Ούτε κατανοήθηκε» το «ότι ο νόμος της αξίας λειτουργούσε επίσης, όταν σε ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των τιμών, που επιτεύχθηκαν, δεν αντιστοιχούσε στην κοινωνική αξία».(27)

Ο Καλτ ρωτάει επίσης, για ποιο λόγο τόσο πολλοί «έξυπνοι άνθρωποι» πτοήθηκαν μπροστά στην αναγνώριση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στη μεταβατική κοινωνία. Πιστεύει ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί, «μόνο από μια επιπόλαια κατανόηση της αντίληψης του Μαρξ σχετικά με τη λειτουργία αυτού του νόμου της αξίας». Η αλυσίδα των επιπτώσεων λόγω της λειτουργίας του νόμου της αξίας θα ήταν γι’ αυτούς τους ανθρώπους «αδιάρρηκτες και αμετάβλητες». Νόμος της αξίας σημαίνει και λειτουργία του νόμου της υπεραξίας και αυτός μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω της επίτευξης καπιταλιστικού κέρδους. Αυτό σημαίνει, όμως, αναπόφευκτα εκμετάλλευση εκείνων που δημιουργούν όλες τις αξίες... Επειδή κανείς δεν μπόρεσε να «καταργήσει» τη λειτουργία αυτών των αντικειμενικών οικονομικών νόμων, η διάψευσή τους το έκανε δυσκολότερο και τελικά και αδύνατο, να ελέγχουν και να επηρεάζουν τις συνέπειες». (28) Συνεπώς, σύμφωνα με τον Καλτ ο νόμος της υπεραξίας λειτουργεί και στη σοσιαλιστική κοινωνία σαν μεταβατική κοινωνία. Ωστόσο η κριτική του Καλτ δεν ισχύει για όλους τους σοβιετικούς οικονομολόγους. Υπήρχαν

Page 125: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στα μέσα παραγωγής. Αλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο μπόρεσαν οι γνώσεις αυτές να επιβληθούν στην οικονομική πολιτική. Ο όρος, που χρησιμοποιεί ο Καλτ για μια «επίσημη» σοβιετική οικονομική θεωρία είναι αμφισβητήσιμος.

Με αυτό μπορούν να εννοούνται το πολύ οι οικονομικο-πολιτικές αποφάσεις και οι «θεωρητικές» αιτιολογήσεις τους εκ μέρους κομματικών ηγεσιών. Ομως, δε σημαίνει ότι όλες οι θεωρητικές αιτιολογήσεις των κομματικών ηγεσιών ήταν εκ των προτέρων εσφαλμένες. Ο Ούλμπριχτ είχε αναγνωρίσει εντελώς τις επενέργειες του νόμου της αξίας, καθώς και του νόμου της υπεραξίας και επίσης ο Κοσίγκιν είχε καταλάβει τη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τις οικονομικές τους στρατηγικές. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Στη θεωρία δεν υπάρχουν «επίσημες» απόψεις. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι υπήρξαν κομματικοί αξιωματούχοι που αξίωναν την επισημότητα για τις αντιλήψεις τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση των πραγμάτων.

Ετσι, ο Καλτ παραπέμπει στις κατακτήσεις του μαρξιστικού πολιτικο-οικονομικού στοχασμού στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα στην αρχική περίοδο. «Για το επίπεδο της νεαρής σοβιετικής πολιτικής οικονομίας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στον κόσμο, σοβιετικοί οικονομολόγοι επεξεργάστηκαν έναν απολογισμό, για τα έτη 1923-1924, του καταμερισμού του συνολικού κοινωνικού προϊόντος ανάμεσα στους ξεχωριστούς κλάδους της οικονομίας». (29) Κατονομάζει μερικούς σημαντικούς σοβιετικούς οικονομολόγους της δεκαετίας του ’20, που δεν είναι και πολύ γνωστοί σήμερα, (30) επισημαίνει επίσης τις καταπιέσεις του Στάλιν, θύματα των οποίων έπεσαν οικονομολόγοι, όπως ο Νικολάι Βοσνεσσένσκι (1950). Λεπτομέρειες των περιστάσεων, στις οποίες έγιναν αυτά τα τραγικά γεγονότα δεν έχουν αποσαφηνιστεί μέχρι σήμερα.

Ηταν οπωσδήποτε πολύ περισσότεροι σοβιετικοί οικονομολόγοι που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και όχι μόνο αυτό: Που την ίδρυσαν κιόλας, αλλά δεν αναφέρονται από τον Καλτ και αυτό δεν το καταλαβαίνω. Για παράδειγμα: Οι Σκβόρζοφ - Στεπάνοφ, Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, Βορίλιν και άλλοι. Οι Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, και Βορίλιν μάλιστα, κατάφεραν σημαντικά πράγματα ακριβώς σε ό,τι αφορά τις γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη μεταβατική περίοδο. Πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη τη συνολική κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης, στην οποία πραγματοποιούνταν, τις δεκαετίες ’20 και ’30, η ανάπτυξη της θεωρίας. (31)

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας στη ΛΔΓ έγινε σε στενή συνεργασία με σοβιετικούς οικονομολόγους - επιστήμονες. Αλλά εκ των προτέρων θα πούμε το εξής: Η επιστήμη της ΛΔΓ δεν ήταν καθόλου κακή απομίμηση της σοβιετικής θεωρητικής ανάπτυξης. Η πολιτική εξάρτηση της ΛΔΓ από τη Σοβιετική Ενωση - που προσωρινά άφησε σημαντικό περιθώριο στην αυτοτελή εξέλιξη της ΛΔΓ - δεν μπορεί απλώς να μεταφερθεί στον τομέα της επιστημονικής ανάπτυξης. Η επίδραση αυτή ήταν όλο και περισσότερο αμοιβαία. Δεν ήταν λίγοι οι οικονομολόγοι της ΛΔΓ που έλαβαν την εκπαίδευσή τους σε σοβιετικές Ανώτατες Σχολές, αλλά ούτε λίγοι ήταν οι νέοι σοβιετικοί πολίτες στις Ανώτατες Σχολές της ΛΔΓ.

Γι’ αυτό υπήρχαν στενές σχέσεις ανάμεσα σε επιστήμονες και επιστημονικά Ιστιτούτα της ΕΣΣΔ και της ΛΔΓ, καθώς και μια συνεχής ανταλλαγή εμπειριών, συζητήσεις για επίμαχα προβλήματα, στις οποίες έλαβα μέρος κι εγώ, μέσω των δραστηριοτήτων μου στην Ανώτατη Σχολή Οικονομίας «Μπρούνο Λόισνερ». Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η επίδραση της οικονομίας της ΛΔΓ στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση ήταν ισχυρότερη παρά το αντίστροφο. Επίσης, υπήρχαν τέτιες σχέσεις με επιστήμονες και Ανώτατες Σχολές στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ανώτατη Σχολή για την Οικονομία στο Βερολίνο - Κάρλσχορστ είχε σχέσεις με τις Ανώτατες Σχολές για την Οικονομία στην Μπρατισλάβα, στην Κρακοβία, το Πανεπιστήμιο Καρλς στην Πράγα και άλλα. Οταν παρακάτω παραπέμπω στη θεωρητική συζήτηση για το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό στη ΛΔΓ, πρέπει να περιληφθεί αυτή η διεθνής ανταλλαγή εμπειριών σαν μια από τις πηγές, παρ’ όλο που δε θα σταθούμε σε αυτές για λόγους χώρου.

Page 126: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση άσκησε επίδραση στην οικονομικό-επιστημονική συζήτηση στη ΛΔΓ, σε σχέση με το σχέδιο ενός νέου εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Επειδή αυτό αφορούσε ιδιαίτερα την εργασία του Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», στην οποία παραπέμπουν και σήμερα ακόμα μέσα στις εργασίες της ιστορίας της οικονομικής θεωρίας, σκιαγραφούμε εδώ σύντομα τις αντιλήψεις του Στάλιν σχετικά με το νόμο της αξίας.Οπως έχει επισημανθεί ήδη συχνά και από άλλες πλευρές, ο Στάλιν απλοποίησε τις επιπτώσεις του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό και τις περιόρισε στην κυκλοφορία των καταναλωτικών εμπορευμάτων. Σωστό αυτό. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτού του ζητήματος από το Στάλιν είναι αντιφατική. Σωστά ξεκινάει από τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων - συμπεριλαμβανομένου του νόμου της αξίας - που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση, αλλά που μπορούν να τους εκμεταλλευτούν και που η εμβέλεια της λειτουργίας τους μπορεί να περιοριστεί, χωρίς όμως, να μπορούν να αρθούν οι ίδιοι. (32)

Η εμπορευματική παραγωγή δεν είναι ταυτόσημη με την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, λέει. Η εμπορευματική παραγωγή μπορεί να είναι χρήσιμη για μια ορισμένη περίοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας χωρίς να οδηγήσει στον καπιταλισμό. Στη Σοβιετική Ενωση υπήρχε μια εμπορευματική παραγωγή, «ειδικής φύσης», δηλαδή χωρίς καπιταλιστές. (33) Ταυτόχρονα, όμως, ο Στάλιν στράφηκε ενάντια σε «κείνους τους συντρόφους» που «είχαν τελείως άδικο», επειδή ήθελαν να αποκαταστήσουν τις οικονομικές κατηγορίες του καπιταλισμού, όπως την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, την υπεραξία, το κεφάλαιο, το κέρδος κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους κλπ. (34) Πρέπει να αφήσω ανοιχτό το τι έχουν πει πράγματι οι σύντροφοι που τους έγινε κριτική και αν ο Στάλιν τους είχε καταλάβει και τους είχε παραθέσει σωστά. Γίνεται, όμως, φανερό ότι οι σύντροφοι που τους ασκήθηκε κριτική, αντιλαμβάνονταν την εμβέλεια επενέργειας του νόμου της αξίας ευρύτερα απ’ ό,τι ο Στάλιν. Αν λειτουργεί ο νόμος της αξίας, τότε λειτουργούν και οι κατηγορίες του νόμου της αξίας. Το ζήτημα που έπρεπε να διερευνηθεί δεν ήταν αν στην σοσιαλιστική φάση σαν μεταβατική περίοδο παραγόταν υπεραξία στην παραγωγή, αλλά ποιος την ιδιοποιούταν και πώς και για ποιο σκοπό επενδυόταν, ποιο μέρος της υπεραξίας, αντιστοίχως, μπορούσε να ρεύσει στο κοινωνικό ταμείο κατανάλωσης.

«Δεύτερο, ύστερα από την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρουμένης όμως της κοινωνικής παραγωγής, παραμένει κυρίαρχος ο καθορισμός της αξίας με την έννοια, ότι γίνεται ουσιαστικότερη από κάθε άλλη φορά η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παραγωγής, τέλος η λογιστική για όλα αυτά».(35)Κατά το Στάλιν, η εμβέλεια επενέργειας εκτεινόταν «προπαντός» στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, στην ανταλλαγή «κυρίως» εμπορευμάτων προσωπικής ανάγκης. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιδράσεις του νόμου της αξίας δεν περιορίζονταν στην κυκλοφορία εμπορευμάτων. Ο νόμος της αξίας μπορεί να μην είχε ρυθμιστική επίδραση, αλλά ωστόσο επηρέαζε την παραγωγή.

«Αν αναγάγει βέβαια κανείς το μισθό εργασίας στη γενική του βάση, δηλαδή στο μέρος του προϊόντος της δικής του δουλιάς, που μπαίνει στην ατομική κατανάλωση του εργάτη - αν το μέρος αυτό το απαλλάξει κανείς από τον κεφαλαιοκρατικό φραγμό και το διευρύνει ως την έκταση της κατανάλωσης που, από τη μια μεριά, επιτρέπει η υπάρχουσα παραγωγική δύναμη της κοινωνίας (δηλαδή η κοινωνική παραγωγική δύναμη της δικής του εργασίας, σαν εργασίας πραγματικά κοινωνικής) και που από την άλλη μεριά, απαιτεί η πλήρης ανάπτυξη του ατόμου - αν παραπέρα αναγάγει κανείς την υπερεργασία και το υπερπροϊόν στο μέτρο που απαιτείται κάτω από τους δοσμένους όρους παραγωγής της κοινωνίας, από τη μια μεριά, για τη δημιουργία ενός κεφαλαίου (Fonds) ασφάλειας και εφεδρείας, και, από την άλλη μεριά, για τη συνεχή διεύρυνση της αναπαραγωγής στο βαθμό που καθορίζεται από την κοινωνική ανάγκη - αν τέλος συμπεριλάβει κανείς στη στήλη υπ’ αριθμ. 1 της αναγκαίας εργασίας και στην υπ’ αριθμ. 2 στήλη της υπερεργασίας την ποσότητα της εργασίας που τα ικανά για εργασία μέλη της κοινωνίας είναι υποχρεωμένα να συνεισφέρουν για τα μέλη εκείνα της κοινωνίας, που δεν είναι ακόμα ή που δεν είναι πια ικανά για εργασία, δηλαδή αν αφαιρέσει κανείς και από τον μισθό εργασίας και από την υπεραξία, από την αναγκαία εργασία και από την υπερεργασία τον ειδικό κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα, τότε μένουν όχι ακριβώς οι

Page 127: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μορφές εκείνες, αλλά μόνο οι βάσεις τους, που είναι κοινές σε όλους τους κοινωνικούς τρόπους παραγωγής». (36)

Αυτές τις σκέψεις, όμως, τις παίρνει αμέσως πίσω με τον ισχυρισμό ότι τα καταναλωτικά αγαθά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της εργατικής δύναμης στη διαδικασία παραγωγής, παράγονται και υλοποιούνται σαν εμπορεύματα τα οποία υποτάσσονται στη λειτουργία του νόμου της αξίας. «Εδώ ακριβώς φαίνεται η επίδραση του νόμου της αξίας στην παραγωγή». Σε αυτά τα πλαίσια, ζητήματα όπως η οικονομική λογιστική, η αποδοτικότητα, το ίδιο κόστος, οι τιμές και τα παρόμοια, θα είχαν επίκαιρη σημασία για τις επιχειρήσεις. (37)Μέχρι σήμερα αριστεροί συγγραφείς και αρθρογράφοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή, τη σχέση του σχεδιασμού και του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή της οικονομίας. Η σχέση σχεδιασμού και νόμου της αξίας, σχεδιασμού και αγοράς στο σοσιαλισμό, ως μεταβατική κοινωνία, ήταν το τρίτο πρόβλημα-ερώτημα σαν διαλεκτικά αντιφατική σχέση.

Μερικοί σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν στη συζήτηση για το σχέδιο - εγχειριδίου φανερά τη γνώμη, ότι ο νόμος της αξίας στη δεύτερη, ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα έχει χάσει τη δύναμή του ως ρυθμιστής των σχέσεων ανταλλαγής, αλλά θα εξακολουθήσει να λειτουργεί σαν ρυθμιστής των σχέσεων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Κατά τρόπο συνεπή είχαν και τη γνώμη ότι ο νόμος της αξίας ρυθμίζει στην πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού τις αναλογίες του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Μπορούσαν να στηριχθούν γι’ αυτό σε μερικά αποφθέγματα του Μαρξ.

Ομως, ο Στάλιν, θεώρησε αυτές τις αντιλήψεις εσφαλμένες. Σαν επιχείρημα έλεγε ότι το σοσιαλιστικό κράτος προς το συμφέρον της διατήρησης αναγκαίων επιχειρήσεων για τη λαϊκή οικονομία, θα διέθετε επίσης στις καθόλου αποδοτικές επιχειρήσεις εργατική δύναμη και αντίστοιχους πόρους, εφόσον ο νόμος της αξίας δεν μπορούσε να ήταν ρυθμιστής. (38) Αυτό, όμως, είναι άλλο ζήτημα. Και το καπιταλιστικό κράτος κρατάει στη ζωή με τις αντίστοιχες επιδοτήσεις, συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την απόκτηση του καπιταλιστικού κέρδους. Και δε μιλάμε καν για την κρατική ρύθμιση σε καιρούς πολέμου. Ο νόμος της αξίας περιορίζεται με αυτόν τον τρόπο στη λειτουργία του, αλλά δεν τίθεται καθόλου εκτός ισχύος. Ο Στάλιν, σε μια πολεμική ενάντια στο σοβιετικό οικονομολόγο Α. Ι. Νότκιν, έβγαλε εμφατικά μέσα παραγωγής, προπαντός εργαλεία παραγωγής, από την κυκλοφορία εμπορευμάτων και, με αυτόν τον τρόπο από την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου του αξίας. (39) Ο Στάλιν αναγνώριζε εντελώς «ότι τα μαρξιστικά σχήματα της αναπαραγωγής με κανέναν τρόπο δεν εξαντλούνται με την αντανάκλαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ότι περιέχουν μαζί μ’ αυτό ολόκληρη σειρά βασικών θέσεων της αναπαραγωγής, που ισχύουν για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, και ανάμεσά τους ειδικά και για το σοσιαλιστικό κοινωνικό σχηματισμό». (40) Δεν μπόρεσε όμως, να συσχετίσει τις λειτουργίες των κατηγοριών αξίας στη σοσιαλιστική οικονομία με την περιπλοκότητα που τη χαρακτηρίζει. Η ανάπτυξη του Στάλιν, καθώς και η πολεμική του ενάντια στους σοβιετικούς οικονομολόγους σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό καθιστούν σαφές ότι οι οικονομολόγοι που τους ασκείται η κριτική, ιδίως ο Νότκιν, καθώς και ο Σανίνα και ο Βένσερ, που πουλάνε τη γεωργική τεχνική στις συλλογικές οικονομικές εκμεταλλεύσεις, φόρτωσαν στις ίδιες τις εκμεταλλεύσεις τις επενδύσεις για την αγορά και τη συντήρηση της τεχνικής και ήθελαν να απαλλάξουν τον κρατικό προϋπολογισμό από επενδύσεις δισεκατομμυρίων προς όφελος άλλων επιχειρήσεων. (41) Ετσι, αντιλαμβάνονταν τη θεωρία της αξίας του Μαρξ, καθώς και την εφαρμογή της στη σοσιαλιστική κοινωνία, σαν μεταβατική κοινωνία, πολύ ευρύτερα από το Στάλιν. Δεν μπορούσαν να επιβληθούν. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ο Στάλιν που έβλεπε έτσι περιορισμένα την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου της αξίας. Εκείνη την εποχή ήταν η άποψη πολλών σοβιετικών οικονομολόγων. (Η πλειοψηφία; «Επίσημη άποψη;»). Ταυτόχρονα ο Στάλιν απόρριψε αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες θα ακολουθούσε ένα γρήγορο πέρασμα στην ανταλλαγή προϊόντων. Το τελευταίο έλεγαν, είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο βαθμιαία με το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δεν ήταν ακόμα γνωστά όλα τα έργα του Μαρξ και του Ενγκελς και δεν είχαν μεταφραστεί όλα

Page 128: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ακόμα στα Ρώσικα. Σε αυτά ανήκε και ένα μέρος της αλληλογραφίας που περιλάμβανε 13 τόμους. Από τις «θεωρίες για την υπεραξία» κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος στα ρώσικα μόλις το 1954, ο δεύτερος το ’57 και το ’61, μετά από το θάνατο του Στάλιν δηλαδή.

Είναι δικαιολογημένη, καθώς φαίνεται, η ερώτηση, κατά πόσο ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου», στον οποίο λέγονται ουσιώδη πράγματα για το νόμο της αξίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ήταν γνωστός στο Στάλιν αλλά και σε άλλους οικονομολόγους. Στη διάρκεια του πολέμου η οικονομικο-επιστημονική έρευνα έφυγε από το προσκήνιο, αν δεν σταμάτησε και τελείως. Φυσικά, αυτές οι συνθήκες που αποτέλεσαν τροχοπέδη για τη θεωρητική ανάπτυξη, δεν ίσχυαν για το Στάλιν. Σε αυτό το βαθμό η «μακρινή σκιά» δεν περιορίζεται μονάχα στο Στάλιν, το αυταρχικό καθοδηγητικό στιλ του οποίου έχει, φυσικά, συμβάλλει στο ότι εσφαλμένες απόψεις -δίπλα σε εντελώς σωστές γνώσεις- αποδείχτηκαν ανθεκτικές και μακρόβιες. Στη ΛΔΓ αμφισβητήθηκαν ήδη τη δεκαετία του ’50, στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση. Τη δεκαετία του ’60 ξεπεράστηκαν με την επεξεργασία της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής).

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αναδημοσίευση τμήματος άρθρου που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Βάισσενζεερ Μπλέττερ», τεύχος 1/’98, 2/’98, 3/’98.1. Δεν μπορώ να σταθώ στη συζήτηση που γίνεται στην Κίνα, το Βιετνάμ, τη Βόρεια Κορέα, την Κούβα, καθώς και σε Αφρικανικά κράτη με σοσιαλιστικό προσανατολισμό, επειδή δεν είναι επαρκές το υλικό που διαθέτω.2. Ρόμπερτ Κουρτς: «Η επιστροφή του Ποτέμκιν. Ο ψευδο-καπιταλισμός και ο πόλεμος της κατανομής στη Γερμανία». Εκδόσεις TIAMAT, Βερολίνο, 1993, σελ. 23. Ολοι οι αριθμοί σελίδων σε παρένθεση αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο. * Πρόκειται για μια παραλλαγή, που εισήχθη από τις ΗΠΑ, κατά το τέλος της δεκαετίας του ’50, αρχές δεκαετίας του ’60, της «αντίληψης σχετικά με τη βιομηχανική κοινωνία» και της «θεωρίας της σύγκλισης» (που χαρακτηρίζεται στα πλαίσια αυτά σαν «αναπληρωματική εκβιομηχάνιση»), που την είχαν επεξεργαστεί ο Ρόστοφ (Rostow), Γκαλμπρέιθ (Galbraith) και Φούλμπραϊτ (Fulbright).3. Μάνφρεντ Ζάμαϊτατ: «Χρειάζεται μια θεωρία του σοσιαλισμού». Στο: «Μαρξιστικά Φύλλα», 2/’97.4. Γι’ αυτό το θέμα θα δείτε του Ούλριχ Χούαρ: «Η ανακάλυψη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Για την οικονομική συζήτηση στις δεκαετίες ’20 και ’30». Στο περιοδικό: «Τόπος», 9/’97.5. Παράθεση από το Σιροκοράντ (Schirokorad): «Η πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Μεθοδολογικά προβλήματα». Βερολίνο 1977, σελ. 150.6. Ν. Μπουχάριν: «Β. Ι. Λένιν: Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν. Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου». Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1999, σελ. 15.7. Τσιτάτο από το Σιροκοράντ.8. Καρλ Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», σελ 21-22. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1994.9. Σιροκοράντ.10. Χανς Καλτ: «Τί γίνεται με την εμπορευματική παραγωγή;» Στο: «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 84.11. Χανς Καλτ: «Τί γίνεται με την εμπορευματική παραγωγή;» Στο: «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 85.12. Χανς Καλτ: «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ. Η πολιτική οικονομία και η αλλαγή του κόσμου». Κολωνία 1993, σελ. 129.13. Χανς Καλτ: «Η μακρινή σκιά του Στάλιν. Η αποτυχία του σοβιετικού μοντέλου». Κολωνία, 1994, σελ. 128.14. Χανς Καλτ: «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ», σελ. 142.15. Χανς Καλτ: «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ», σελ. 167.16. Χανς Καλτ: «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ», σελ. 175. «Στον Καλτ εκτενώς για το ίδιο θέμα: Η

Page 129: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μακρινή σκιά του Στάλιν», σελ. 87-95.17. Χανς Καλτ: «...Εμπορευματική παραγωγή...», «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 84-85.18. Χανς Καλτ: «...Εμπορευματική παραγωγή...», «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 84-85.19. Βίλι Γκερνς: «Να βλέπουμε το σοσιαλισμό στην εξέλιξή του», «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 89.20. Βίλι Γκερνς: «Να βλέπουμε το σοσιαλισμό στην εξέλιξή του», «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 89.21. Βίλι Γκερνς: «Να βλέπουμε το σοσιαλισμό στην εξέλιξή του», «Μαρξιστικά Φύλλα», 4/’97, σελ. 89.22. Ζάμαϊτατ, σελ. 80.23. Καλτ, «...εμπορευματική παραγωγή», σελ. 86.24. Ζάμαϊτατ, σελ. 80.25. Καλτ: «Η μακρινή σκιά του Στάλιν», σελ. 186.26. Καλτ: «Η μακρινή σκιά του Στάλιν», σελ. 190.27. Καλτ: «Η μακρινή σκιά του Στάλιν», σελ. 193.28. Καλτ: «Η μακρινή σκιά του Στάλιν», εκτενέστερα στο 14ο κεφάλαιο: «Η πολιτική οικονομία της περεστρόικα», σελ. 188-200.29. Καλτ: «Η μακρινή σκιά του Στάλιν», σελ. 47 και 90.30. Λεόντιεφ, Ποπόφ, Λιτοσένκο, Πετρόφ, Περβούχιν, Μοσκβίν, Μοροσόβα.31.Βλ. Ούλριχ Χούαρ, σελ. 26-32.32. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 35-49. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.33. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 42. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.34. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 42. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.35. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τομ. ΙΙΙ, σελ. 1046. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1978.36. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τομ. ΙΙΙ, σελ. 1075-1076. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1978.37. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 45-46. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998.38. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 48-49. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.39. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 76-78. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.40. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 104. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.41. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 76-78. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 1998.

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥΚΑΙ Η ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

των Ι. Μ. Γκεράσιμοφ, Μ. Β. Ποπόφ

«Εχουμε πάρα πολλούς που θέλουν τις κάθε λογής αναδιοργανώσεις και όλες αυτές οι αναδιοργανώσεις αποτελούν μια μάστιγα που μεγαλύτερη δεν γνώρισα ποτέ στη ζωή μου».

Β. Ι. Λένιν

Εάν μιλήσουμε για τις αιτίες των σοβαρών λαθών των υποστηρικτών του σοσιαλισμού, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι μια από αυτές είναι η χρησιμοποίηση στην κοινωνική διεύθυνση εσφαλμένης μεθοδολογικής βάσης, η περιφρόνηση βασικών θέσεων της υλιστικής διαλεκτικής. Από μόνος του ο όρος «περεστρόικα» (σ.μ.: αναδιοργάνωση, αναδόμηση) εκφράζει μια χυδαία, μια μηχανιστική κατανόηση της

Page 130: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

κίνησης της κοινωνίας και των συντελουμένων σε αυτήν αντιφατικών κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών. Από εδώ και η αντίστοιχη ορολογία των «εργολάβων» της περεστρόικα, που άλλαξαν χρώμα στη συνέχεια σαν απολογητές των μεταρρυθμίσεων: «απορρύθμιση του συστήματος», «συντριβή του μηχανισμού φρεναρίσματος», «αλλαγή στην κίνηση», «απεμπλοκή των αντιθέσεων», «διευθέτηση και εκτόξευση του μηχανισμού», «εξισορρόπηση των δυνάμεων», «περιστροφή του στροφάλου», «οικονομικά κίνητρα», «μεταρρύθμιση», «πολιτική μεταρρυθμίσεων» κ.ά. Μιλώντας απλά, οι έννοιες της περεστρόικα και των μεταρρυθμίσεων δεν είναι ικανές να αποκαλύψουν την κίνηση σαν ανάπτυξη από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο ανώτερο, που πραγματοποιείται μέσω της ενότητας και της πάλης αντιπάλων δυνάμεων και τάσεων, επειδή είναι πολύ φτωχότερες από την έννοια «ανάπτυξη», δεν αποκαλύπτουν ούτε τους στόχους ούτε τα μέσα ούτε τους δρόμους που οδηγούν σε αυτούς τους σκοπούς. Η εισαγωγή αυτών των εννοιών στην πλατιά πολιτική και επιστημονική κυκλοφορία, η απόδοση σε αυτές (σ.μ.: τις έννοιες) κάποιου ιδιαίτερου νοήματος σηματοδότησε το θρίαμβο στην ουσία χυδαίων, μηχανιστικών απόψεων για την κοινωνία.

Δεν είναι εντυπωσιακό, ότι και η επίσημη αντίληψη για την κίνηση της κοινωνίας αποδείχτηκε μη διαλεκτική, που να αντανακλά τις αντικειμενικές διαδικασίες και την αλληλεπίδραση ακραίων (σ.μ.: πολικών) τάσεων, αλλά απλοποιημένη, μηχανιστική και επιφανειακή, σύμφωνα με την οποία όλα στην κοινωνία κινούνται σύμφωνα με την αρχή «περισσότερο - λιγότερο», «καλύτερο - χειρότερο». Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης η ανάπτυξη του σοσιαλισμού σαν κοινωνικού καθεστώτος οδηγείτο σε κοινότυπες αντιλήψεις και επιθυμίες του τύπου: «περισσότερος σοσιαλισμός», «περισσότερος δυναμισμός», «περισσότερη δημιουργικότητα», «περισσότερη οργανωτικότητα», «περισσότερη νομιμότητα και τάξη», «περισσότερη επιστημονικότητα», «περισσότερη αποτελεσματικότητα στη διεύθυνση», «περισσότερος δημοκρατισμός και διαφάνεια», «περισσότερη συλλογικότητα στην κοινή ζωή», «περισσότερη κουλτούρα», «περισσότερος ανθρωπισμός στις παραγωγικές, κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις», «περισσότερος πατριωτισμός» κλπ. Στη συνέχεια στην πορεία των αναδιοργανώσεων και των μεταρρυθμίσεων υποτίθεται ότι θα πετύχαιναν «περισσότερα δικαιώματα», «περισσότερη ελευθερία», «περισσότερη φιλία». Αντίθετα για τα ανεπιθύμητα φαινόμενα και τις διαδικασίες χρησιμοποιούσαν ένα δικό τους ιδιαίτερο μέτρο: «λιγότερη εγκληματικότητα», λιγότερη γραφειοκρατία» κ.ά.

Το παρόν άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», τεύχος Νο 1-2 (18-19), 2001.

Β. Ι. Λένιν: «Το ΙΧ Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ». Απαντα, 5η έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», τ. 44, σελ. 326.

Βλέπε: Μ. Σ. Γκορμπατσόφ: «Η Περεστρόικα και η νέα σκέψη για τη χώρα μας και για όλο τον κόσμο». Μόσχα, 1987, σελ. 31-34.

Ομως, στην πραγματική ζωή όλα συνέβησαν αντίθετα. Η κοινωνία απολαμβάνει τελείως διαφορετικά αγαθά από αυτά που ανέμενε. Μαίνονται η εγκληματικότητα, ο εθνικισμός, η διαφθορά, αποσαρθρώνεται και καταστρέφεται η κοινωνική παραγωγή, με έντονα χρώματα ανθίζει ο ατομισμός και ο αποσχιστισμός, η υπαλληλίστικη αυθαιρεσία. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο, καθόσον η αντιλαϊκή αντίληψη κοινωνικής διεύθυνσης καλυπτόταν από βροντώδεις φράσεις για μεταρρύθμιση και για πολιτική των μεταρρυθμίσεων, ενώ το αντιδραστικό περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων που γίνονταν έμενε στη σκιά.

Ο Β. Ι. Λένιν στο έργο του «Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής» σημείωνε ότι υπάρχουν (παρατηρούνται στην ιστορία) δύο βασικές αντιλήψεις της ανάπτυξης. Στη μία η ανάπτυξη εκλαμβάνεται σαν μείωση ή αύξηση, σαν επανάληψη. Στην άλλη (σ.μ.: αντίληψη) η ανάπτυξη είναι ενότητα των αντιθέτων, πράγμα που σημαίνει τη διχοτόμηση του ενιαίου σε αλληλοαποκλειόμενα αντίθετα και την αμοιβαία σχέση τους. «Στην πρώτη αντίληψη της κίνησης - έλεγε ο Λένιν - μένει στη σκιά η αυτοκίνηση, η κινητήρια δύναμή της, η πηγή της, η αιτία της (αυτή η πηγή μεταφέρεται έξω -θεός, υποκείμενο etc.). Στη δεύτερη αντίληψη η κύρια προσοχή προσηλώνεται ακριβώς στη γνώση της πηγής της «αυτο» κίνησης». Ο μεγάλος διαλεκτικός και εδώ δικαιώθηκε - και σήμερα, όπως βλέπουμε, όλες οι αντιλήψεις (θεωρίες) ανάπτυξης οδηγούνται στις υποδειχθείσες δύο και αντίστοιχα υλοποιούνται σε αυτές ή τις άλλες πολιτικές.

Page 131: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η απαξιωτική σχέση προς τη θεωρία, προς τη διαλεκτική, μερικές φορές απλά και η ασέβεια οδήγησαν στο να βρεθούν οι οπαδοί «της υγιούς σκέψης» ηθελημένα-άθελα στην εξουσία του δόγματος, το οποίο, σύμφωνα με τα λόγια του Β. Ι. Λένιν είναι «νεκρό, φτωχό, ξερό». Αποτέλεσμα αυτού ήταν να πάρουν κεφάλι οι ιδέες της καταστροφής, γινόταν λόγος για το μηχανισμό φρεναρίσματος ή για το διοικητικό σύστημα, τον οικονομικό μηχανισμό κ.ά. Μάλιστα, προϋπέθεταν να σπάσουν και να καταστρέψουν τίποτα λιγότερο από τις θεμελιώδεις δομές.

Για ανάλογους λόγους ευθύς εξ αρχής αποδείχτηκαν άκαρπες οι προσπάθειες να βελτιώσουν την κατάσταση στη χώρα στη βάση μέτρων στα πλαίσια της αντίληψης «περισσότερο - λιγότερο», στην οποία, και αυτό ειδικά το υποδείκνυε ο Λένιν, η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, η πηγή της, η αιτία της δεν είναι ορατή και οι έρευνες της πηγής της κίνησης συνήθως πραγματοποιούνται στο εξωτερικό (σ.μ.: του φαινομένου) - θεός, υποκείμενο κλπ. Δεν είναι γι’ αυτό άραγε που δεν φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα τα προτεινόμενα μέσα και μέτρα, που αυτά βασικά δεν στρέφονται στα θεμελιώδη συμφέροντα του λαού, των εργαζομένων, αλλά οδηγούνται σε τελευταία ανάλυση, όπως επανειλημμένα γινόταν στην ιστορία της Ρωσίας, σε ένα πράγμα: Στο να αποδίδονται όλο και περισσότερες δικαιοδοσίες στο υποκείμενο. Με αυτό τον τρόπο διαδίδεται η άποψη ότι ένας άνθρωπος - στην προκειμένη περίπτωση το πρώτο πρόσωπο του κράτους - είναι ικανός να επιλύσει όλες τις αντιφάσεις, να αφαιρέσει όλα τα προβλήματα, να εξαφανίσει όλες τις δυσκολίες. Με αυτά, όπως είναι φανερό, εξηγείται η σειρά περίεργων, μη τεκμηριωμένων αναδιοργανώσεων: Εισήχθη η θέση του προέδρου της ΕΣΣΔ, στη συνέχεια του αποδόθηκαν ιδιαίτερες δικαιοδοσίες, πράγμα που δεν έσωσε την ΕΣΣΔ από την καταστροφή. Στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά τον κανονιοβολισμό του Ανώτατου Σοβιέτ ψηφίστηκε το Σύνταγμα, που έδινε στον πρόεδρο πρακτικά μοναρχικές δικαιοδοσίες και το αποτέλεσμα το έχουμε μπροστά μας.

Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 29, σελ. 317.

Από επιστημονική άποψη η ματαιότητα αυτών των ανορθολογικών μέτρων εξηγείται πολύ απλά: δεν ακουμπούν την ουσία των αιτιών. Και η επικινδυνότητά τους έγκειται, στο ότι είναι βασικά τα κύρια μέσα στο οπλοστάσιο των πολυπληθών οπαδών της αντίληψης της «υγιούς σκέψης».

Για να κατανοηθούν οι αιτίες της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από τις αντιφάσεις ανάπτυξης του σοσιαλισμού, που η πάλη των πλευρών τους αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξής του.

Είναι η αντίφαση μεταξύ της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού και της άρνησής του, που σχετίζεται με την προέλευσή του από τον καπιταλισμό, που αποκαλύπτεται από τις προερχόμενες από αυτόν (σ.μ.: τον καπιταλισμό) παρακάτω αντιφάσεις:

Η αντίφαση ανάμεσα στον άμεσο κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και την εμπορευματικότητα.Η αντίφαση μεταξύ της αταξικής φύσης του κομμουνισμού και της ύπαρξης τάξεων στην πρώτη φάση του.Η αντίφαση ανάμεσα στο σχεδιοποιημένο χαρακτήρα της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής και στοιχείων αυθορμητισμού στην οργάνωσή της.Η αντίφαση ανάμεσα στο σοσιαλιστικό χαρακτήρα του συστήματος κρατικής σχεδιοποιημένης συγκεντρωτικής διεύθυνσης και στοιχείων καριερισμού και γραφειοκρατίας, υπαλληλίστικης νοοτροπίας και τοπικισμού.

Οπως είναι γνωστό, κάθε νέο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, εξερχόμενο από το προηγούμενο του, για κάποιο διάστημα φέρει τα σημάδια του προηγούμενου συστήματος. Για παράδειγμα, στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού παραμένει ακόμα πλήθος προκαπιταλιστικών, φεουδαρχικών σχέσεων. Η εγκαθίδρυση της

Page 132: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

κομμουνιστικής κοινωνίας μόλις και ξεκινά μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, καθώς οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να εμφανιστούν στο εσωτερικό του καπιταλισμού και να υπάρχουν κατά τη διάρκειά του. Ο κομμουνισμός, μπορούμε να πούμε, εγκαθιδρύεται δυο φορές. Κατ’ αρχήν βγαίνει από τον καπιταλισμό, αποτέλεσμα του οποίου είναι η πρώτη φάση του - ο σοσιαλισμός. Στη συνέχεια ο κομμουνισμός αναπτύσσεται από μόνος του, δηλαδή στη δική του βάση και ως αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης, απελευθερωνόμενος από τις κληρονομιές του καπιταλισμού, περνά στην ανώτερη του φάση - τον πλήρη κομμουνισμό.

Γι’ αυτό είναι φυσικό, ότι ο κομμουνισμός στην πρώτη φάση της ανάπτυξής του φέρει και το στοιχείο της ίδιας του της άρνησης, που καθορίζεται από την προέλευση του από το προηγούμενο σύστημα ή, σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση του Κ. Μαρξ, «είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας».

Βλ. Μ. Β. Ποπόφ: «Σχεδιοποιημένη εξομάλυνση των αντιφάσεων του σοσιαλισμού ως πρώτης φάσης του κομμουνισμού». Λένινγκραντ, εκδ. Κρατικό Πανεπιστήμιο Λένινγκραντ, 1986.

Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 21.

Η δημιουργική, θετική τάση προέρχεται από την πάλη του κομμουνισμού με την άρνηση στο εσωτερικό του. Είναι η τάση ενίσχυσης της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού, αποδυνάμωσης και ξεπεράσματος των αποτυπωμάτων προέλευσης του κομμουνισμού από τον καπιταλισμό. Οσο ο κομμουνισμός είναι ένα αναπτυσσόμενο όλον και η άρνηση στο εσωτερικό του είναι μόνο ένα στοιχείο, και μάλιστα αρνητικό στοιχείο αυτού του όλου, τόσο η τάση της άρνησης αυτής της άρνησης, για την εξάλειψη των αποτυπωμάτων προέλευσης του κομμουνισμού από τον καπιταλισμό, είναι κύρια, ηγετική και καθοριστική. Με άλλα λόγια, η γενική τάση είναι η τάση της μετατροπής του καπιταλισμού σε πλήρη κομμουνισμό.

Ομως η υποδειχθείσα τάση δεν είναι η μοναδική στην πρώτη φάση του κομμουνισμού. Από την άποψη του υλιστικής διαλεκτικής θα ήταν εσφαλμένο να αντιλαμβανόμαστε έτσι την υπόθεση, ότι τάχα η μια πλευρά της αντίφασης παλεύει με την άλλη και αυτή η άλλη αποτελεί μόνο το παθητικό αντικείμενο της πάλης. Αντιθέτως το στοιχείο του όλου που βρίσκεται σε ενότητα και πάλη με το όλον, που εμπεριέχει την άρνηση του ίδιου του του εαυτού, τείνει να μετατραπεί σε όλον, να το υποτάξει (σ.μ.: το όλον) σε αυτό και να το κάνει δικό του στοιχείο. Από την πάλη της άρνησης του κομμουνισμού, ως στοιχείο του όλου με το όλον, το οποίο είναι ο κομμουνισμός, προέρχεται επομένως, η αρνητική τάση ενίσχυσης των αποτυπωμάτων του παλιού συστήματος και αποδυνάμωσης του κομμουνισμού.

Κάθε τάση, τόσο η δημιουργική όσο και η αρνητική, όντας κοινωνική, διαμορφώνεται από τις ενέργειες των μελών της κοινωνίας. Η αντιφατικότητα της οικονομικής βάσης της πρώτης φάσης του κομμουνισμού, που εμπεριέχει την ίδια του την άρνηση, που συνδέεται με την προέλευσή του από τον καπιταλισμό, αποτελεί τη βάση της αντιφατικότητας των κοινωνικών ενεργειών. Και όσο η αντίφαση είναι ενότητα αντιθέτων, τόσο υπάρχει η οικονομική βάση για την ύπαρξη σε κάθε μέλος της κοινωνίας αντίθετων ενεργειών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στο σοσιαλισμό υπάρχει το αντικειμενικό έδαφος για ξένες προς το σοσιαλιστικό σύστημα εκδηλώσεις, οι οποίες έχουν ακόμα και οικονομικές ρίζες.

Η αντίφαση ανάμεσα στην κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού και της άρνησης στο εσωτερικό του, που καθορίζεται από την προέλευσή του από τον καπιταλισμό, στην οικονομική σφαίρα εκδηλώνεται ως αντίφαση ανάμεσα στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και την εμπορευματικότητα.

Είναι γνωστό, ότι η υπόσκαψη της εμπορευματικής παραγωγής γίνεται ήδη κατά τον ιμπεριαλισμό. Η εμπορευματική ανταλλαγή εξαλείφεται, στην ουσία, στα όρια των μεγάλων μονοπωλίων, όμως η εμπορευματική παραγωγή στην κοινωνία συνολικά ακόμα βασιλεύει. Στην πορεία της σοσιαλιστικής εθνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, από τη σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής αφαιρείται η βασική μάζα των προϊόντων. Στη μεταβατική περίοδο η εμπορευματική παραγωγή χρησιμοποιείται από το

Page 133: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

προλεταριάτο και το προλεταριακό κράτος για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων παραγωγικών δυνάμεων και αυτό - όπως αρκετές φορές υπεδείκνυε ο Β. Ι. Λένιν - είναι όχι απλά σκόπιμο αλλά και αναγκαίο. Στο βαθμό εκπλήρωσης των πλάνων σοσιαλιστικής οικοδόμησης η εμπορευματική παραγωγή σταθερά συρρικνώνεται. Με τη νίκη του σοσιαλισμού, που σημαίνει τη μετατροπή όλης της οικονομίας σε ενιαίο συνεταιρισμό, σε ενιαίο μονοπώλιο, που όμως λειτουργεί σε όφελος όλου του λαού, σε μια άμεσα κοινωνική σχεδιοποιημένα οργανωμένη οικονομία, η εμπορευματική οργάνωση της παραγωγής σαν τέτια εξαφανίζεται.

Η άρνηση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που εκφράζεται στη σχεδιοποιημένη υποταγή της στα κοινωνικά συμφέροντα, συνίσταται στην άρνηση αυτής της σχεδιοποιημένης υποταγής. Συνεπώς, η εμπορευματικότητα είναι στοιχείο της υποταγής της παραγωγής σε κάποια άλλα, πέραν των κοινωνικών, συμφέροντα, όταν η ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων εμφανίζεται όχι ως σκοπός, αλλά μόνο σαν μέσο για την ικανοποίηση κάποιων άλλων συμφερόντων. Η εμπορευματικότητα είναι στοιχείο της παραγωγής για ανταλλαγή στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, που βρίσκεται σε ενότητα με αυτήν. Ομως η ενότητα αυτών των αντιθέτων είναι σχετική, ενώ η πάλη είναι απόλυτη.

Ομως, οι σχέσεις μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων, που αποτελούν στην ουσία σχέσεις συνεταιρισμού, στην επιφάνεια εμφανίζονται σαν εμπορευματο-χρηματικές. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι τα χρήματα που κυκλοφορούν στη σοσιαλιστική κοινωνία, δεν αποτελούν χρήματα με την αυστηρά πολιτικο-οικονομική έννοια. Εχουν το ρόλο του γενικού ισοδύναμου των άμεσα κοινωνικών προϊόντων, είναι έκφραση της εμπεριεχόμενης σε αυτά άμεσα κοινωνικής εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις, αν και εμπεριέχουν την εμπορευματικότητα σαν στοιχείο τους, δε συνεπάγεται ότι συνολικά θα πρέπει να τις θεωρούμε εμπορευματικές σχέσεις.

Το να θεωρούμε τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις εμπορευματικές θα σήμαινε ότι αντιλαμβανόμαστε την οικονομία του σοσιαλισμού να αποτελείται από δύο τομείς, στον έναν εκ των οποίων θα έπρεπε να λειτουργούν άμεσα κοινωνικές σχέσεις διευθυνόμενες από το πλάνο και στον άλλο εμπορευματικές, ρυθμιζόμενες από την αγορά, από το νόμο της αξίας. Μια ανάλογη δυαδική κατανόηση της σοσιαλιστικής οικονομίας βρήκε την πληρέστερη ενσάρκωσή της στο σχήμα των θεωρητικών «του σοσιαλισμού της αγοράς», οι οποίοι προσπάθησαν να συνδυάσουν το σχέδιο και την αγορά και δεν αναλογίστηκαν ότι το σχεδιαζόμενο από αυτούς «μέλλον» του σοσιαλισμού είναι αντιγραμμένο από το παρελθόν, από τη μεταβατική περίοδο, στην οποία κυριαρχούσε ο αυθορμητισμός της αγοράς και οι σχεδιασμένες μορφές ακόμα δεν είχαν υποτάξει την αγορά σε αυτές και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν την είχαν καταργήσει. Ο διαχωρισμός από την αντίληψη του σοσιαλισμού της αγοράς είναι εφικτός μόνο υπό τον όρο, ότι οι εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις γίνονται κατανοητές όχι διαφορετικά από άμεσα κοινωνικές σχέσεις, που εμφανίζονται με εμπορευματο-χρηματικές μορφές.

Θα ήταν όμως λάθος να υποστηρίζουμε, ότι στις εμπορευματο-χρηματικές μορφές εμφανίζεται μόνο το νέο, άμεσα κοινωνικό περιεχόμενό τους και το παλιό, το εμπορευματικό έχει πλήρως εξαφανιστεί. Η εμπορευματικότητα της σοβιετικής οικονομίας εμφανίστηκε όχι μόνο στο κυνήγι των επιχειρήσεων για άνοδο των αξιακών δεικτών, αλλά και στον προσανατολισμό τους στο «ακαθάριστο»* χωρίς υπολογισμό των συγκεκριμένων απαιτήσεων των κοινωνικών συμφερόντων προς τη δομή και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων. Ομως όταν σε πρώτο πλάνο στην εκτίμηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων προωθούνται οι αξιακοί δείκτες, ενισχύεται η εμπορευματικότητα, πράγμα που οδηγεί στην ενίσχυση της δράσης των αρνητικών τάσεων στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη.

Ακριβώς με την τάση ενίσχυσης της εμπορευματικότητας, της ενεργητικότητας των φορέων της μπορεί σε ορισμένο βαθμό να εξηγηθεί μια σειρά σοβαρών οικονομικών δυσκολιών του τέλους της δεκαετίας του ’80. Ετσι, η σχεδιοποιημένη διαμόρφωση των τιμών καλείται να εκφράσει την αντικειμενικά παρούσα στην άμεσα κοινωνική σοσιαλιστική παραγωγή τάση για άνοδο της παραγωγικότητας και μείωση των δαπανών

Page 134: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

εργασίας ανά μονάδα αξίας χρήσης. Οι υποχωρήσεις που έγιναν από αυτή την αρχή κατά τον καθορισμό τόσο των χονδρικών όσο και των λιανικών τιμών οδήγησαν στο σημείο οι αξιακοί δείκτες μερικές φορές να αποδεικνύονται πλασματικοί. Για παράδειγμα, κατά τη χρηματική αποτίμηση σημειωνόταν σημαντική άνοδος της παραγωγής, όμως αντίστοιχη άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγής σε φυσικούς δείκτες δεν υπήρχε. Στη λιανική εμπορευματική κυκλοφορία παρατηρήθηκε μια εκδίωξη προϊόντων φθηνής παραγωγής από τους καταλόγους και η αντικατάστασή τους με ακριβά.

Ανάλογες αρνητικές τάσεις είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, όταν εμφανίζονται σε κλάδους που καθορίζουν την τεχνολογική πρόοδο. Η δυνατότητα να αυξάνονται οι αξιακοί δείκτες χωρίς την τελειοποίηση της τεχνικής και τεχνολογίας όχι μόνο φρενάρει την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά και απότομα αδυνατίζει τα όποια κίνητρά της, συμπεριλαμβανόμενου και του κινητήριου ρόλου του σχεδίου. Εννοείται, ότι το θέμα εδώ δεν είναι μόνο οι χρηματικοί δείκτες σαν τέτιοι, αλλά η προώθηση τους σε πρώτο πλάνο, η μετατροπή τους σε αυτοσκοπό.

Η αντίφαση ανάμεσα στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και την εμπορευματικότητα εμφανίζεται στο ότι, αν και ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι η εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, ως ένα από τα κίνητρα δραστηριότητας των επιχειρήσεων εμφανίζεται η αύξηση του μεγέθους εκείνων των δεικτών της δουλιάς τους, με την άνοδο των οποίων σχετίζεται και η άνοδος των υλικών κινήτρων.

Αυτή η αντίφαση αντανακλάται και στο χαρακτήρα της εργασίας στο σοσιαλισμό. Αμεσα κοινωνική καθ’ ολοκληρία εργασία στο σοσιαλισμό δεν είναι μόνο η εργασία για το γενικό καλό, χωρίς οποιοδήποτε άλλο προσδιορισμό. Εμπεριέχει και ένα άλλο στοιχείο, αντίθετο της γενικής κατεύθυνσης της εργασίας στο σοσιαλισμό, είναι το στοιχείο της εργασίας με σκοπό την ανταμοιβή.

Αυτό που είναι επωφελές για την κοινωνία, είναι επωφελές για κάθε κολλεκτίβα, για κάθε εργαζόμενο και σε αυτό βρίσκεται η βάση της ενότητας των συμφερόντων στο σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα δεν είναι όλα, όσα είναι επωφελή για κάποιο μέλος της κοινωνίας ή για κάποια κολλεκτίβα, επωφελή και για την κοινωνία. Συχνά συνέβαινε οι μισθοί εργαζομένων και τα πριμ των κολλεκτίβων να αυξάνονται, ενώ η κοινωνία είχε ζημιά. Αυτό συνέβαινε, για παράδειγμα, όταν το πριμ εξαρτιόνταν από το κέρδος και οι επιχειρήσεις, με στόχο την αύξηση του κέρδους, αντί για τα απαραίτητα για τον πληθυσμό φθηνά προϊόντα βγάζανε ακριβά, όταν πετύχαιναν τη μείωση των πλάνων ή, αντιθέτως, υψηλές τιμές, εμφανίζοντας ψεύτικες επιτυχίες και άλλα.

Η επίλυση της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας (η οποία, όπως θυμόμαστε, συγκεκριμενοποιεί την πλέον γενική αντίφαση ανάμεσα στην κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού και την εμπεριεχόμενη άρνησή της, που σχετίζεται με τα υπολείμματα από τον καπιταλισμό) βρίσκεται στο δρόμο της σχεδιοποιημένης υλοποίησης της προτεραιότητας των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων, που αποτελεί τον απαραίτητο όρο, αναπόσπαστο μέρος της πάλης για τη μετατροπή του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό.

Ομως η πάλη για την υλοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων απαιτεί ξεκαθάρισμα της φύσης τους, των κοινωνικο-ταξικών βάσεων της ενότητας, των διαφορών και αντιφάσεων στα συμφέροντα των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας και παραπέρα συγκεκριμενοποίηση της εξεταζόμενης αντίφασης.

Οντας η πρώτη φάση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να εξετάζεται σαν ταξική κοινωνία. Η μετάβαση από την ταξική στην αταξική κοινωνία δε γίνεται στο δρόμο από τον μη πλήρη προς στον πλήρη κομμουνισμό, αλλά κατά τη διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι στα ντοκουμέντα του Κόμματος, ακόμα από τη δεκαετία του ’30, γινόταν λόγος για την αταξική σοσιαλιστική κοινωνία.

Page 135: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ομως είναι μια τέτια αταξική κοινωνία η οποία εξέρχεται από ταξική κοινωνία και δεν μπορεί γι’ αυτό παρά να φέρει το ίχνος της ταξικότητας. Ανταγωνιστικές τάξεις πια δεν υπάρχουν, όμως οι τάξεις δεν έχουν πλήρως εξαλειφθεί.

Για την πλήρη εξάλειψη των τάξεων είναι αναγκαία η εξάλειψη της διαίρεσης μεταξύ των ανθρώπων όχι μόνο ως προς τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής, αλλά και ως προς όλα τα άλλα χαρακτηριστικά διαμόρφωσης των τάξεων. Είναι αναγκαίο να επιτευχθεί μια τέτια ανάπτυξη της κοινωνίας, που δεν θα υπάρχουν πλέον ομάδες ανθρώπων που θα διαφέρουν ακόμη «από τη θέση τους μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής ... από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας». Να γιατί «για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει να εξαλειφθεί», τόνιζε ο Β. Ι. Λένιν «... τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας».

Β. Ι. Λένιν: «Η μεγάλη πρωτοβουλία». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 15.Β. Ι. Λένιν: «Η μεγάλη πρωτοβουλία». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 15.

Για την εξάλειψη όλων αυτών των διαφορών είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί μια ολόκληρη σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης του ειδικού βάρους της χειρωνακτικής εργασίας, της εξασφάλισης φυσιολογικής έντασης της εργασίας, της ρυθμικότητας εργασίας, της μείωσης της εργάσιμης ημέρας και άλλα.

Αλλά για την πλήρη κατάργηση των τάξεων είναι απαραίτητο να καταργηθεί αυτό το οποίο βρίσκεται στη βάση της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Λόγος γίνεται, εννοείται, όχι για το ότι θα εξαφανιστεί ο τεχνολογικός καταμερισμός της εργασίας. Ομως από εδώ δε συνεπάγεται καθόλου ότι, μέσω της αλλαγής των συνθηκών εργασίας και ιδιαίτερα μέσω της μείωσης της διάρκειάς της, είναι αδύνατο να επιτευχθεί το να μην είναι ο εργαζόμενος καρφωμένος όλη του τη ζωή σε ένα είδος δραστηριότητας χωρίς να είναι ικανός να εκτελεί διαφορετικά είδη εργασιών, να αναπτύσσει τις άλλες ικανότητές του. Είναι αναγκαίο να επιτευχθεί, ώστε το είδος της δραστηριότητας με την οποία ασχολείται ο εργαζόμενος, με βάση τον επαγγελματικό καταμερισμό της εργασίας, να μην καθορίζει εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα και τον τρόπο ανάπτυξης του εργαζομένου. Το καθήκον είναι ότι στη βάση της παραπέρα ανάπτυξης του τεχνολογικού καταμερισμού της εργασίας πρέπει να εξαλειφθεί ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Γι’ αυτό, ιδιαίτερα, είναι απαραίτητο να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος, ως χρόνος για την ελεύθερη ανάπτυξη, ώστε να ξεπερνά το χρόνο εργασίας, να αναπτυχθεί η πρωτοβουλία και η συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση, να συνενωθεί στη δραστηριότητα του καθενός η διευθυντική και η εκτελεστική εργασία.

Η τάξη που δημιουργεί την κομμουνιστική κοινωνία είναι κατά πρώτον η εργατική τάξη. Στο βαθμό που κατά τη μετάβαση από τον μη πλήρη στον πλήρη κομμουνισμό αλλάζουν στο μεγαλύτερο βαθμό σημαντικότατοι ζωτικοί όροι για τους ανθρώπους της χειρωνακτικής εργασίας, οι όροι της εργασίας (και μαζί με αυτούς η οικονομική θέση συνολικά), στον ίδιο βαθμό η εργατική τάξη και η κολχόλζνικη αγροτιά είναι αυτοί που ενδιαφέρονται στον υψηλότερο βαθμό για την οικοδόμηση του πλήρους κομμουνισμού. Ομως τα θεμελιώδη τους συμφέροντα διαφέρουν από τα θεμελιώδη συμφέροντα της διανόησης μόνο ως προς το βαθμό ενδιαφέροντος και όχι ως προς την κατεύθυνση. Την ίδια ώρα σε σύγκριση με την κολχόζνικη αγροτιά η εργατική τάξη, που είναι συνδεδεμένη με την ανώτερη μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας, έχει λιγότερα συμφέροντα που έρχονται σε αντίφαση με τα θεμελιώδη της συμφέροντα, μάλιστα σε αντίφαση λιγότερο ισχυρή. Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη περισσότερο ολοκληρωμένα και συνεπέστερα ενδιαφέρεται για την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Τα θεμελιώδη της συμφέροντα για αυτό είναι τα συμφέροντα της υψηλότερης κοινωνικής ανάπτυξης, είναι κοινωνικά συμφέροντα. Επίσης δεν είναι στενά ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί να βελτιώσει την οικονομική

Page 136: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

της θέση, χωρίς να βελτιώσει τη θέση της κολχόζνικης αγροτιάς και της διανόησης, γι’ αυτό και είναι (σ.μ.: η εργατική τάξη) εκφραστής των θεμελιωδών συμφερόντων τους.

Ομως μαζί με τη γενική τάση κατάργησης των τάξεων στο σοσιαλισμό υπάρχει και η αντίθετη τάση προς την εδραίωση και ενίσχυση της κοινωνικής ανισότητας, η οποία είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών όχι και μικρού αριθμού μελών της κοινωνίας να θέσουν στην κορυφή της δραστηριότητάς τους όχι τα κοινωνικά αλλά κάποια άλλα οικονομικά συμφέροντα, πρώτα απ’ όλα τα συμφέροντα του προσωπικού πλουτισμού και αυτές οι ενέργειες που συνθέτουν αυτή την τάση έχουν στην ουσία μικροαστικό χαρακτήρα.

Μικροαστισμός στο σοσιαλισμό, όταν η τάξη των μικροαστών, δηλαδή η τάξη των μικροϊδιοκτητών που εργάζονται για την αγορά, για την ανταλλαγή έχει γίνει ήδη παρελθόν, μπορεί να θεωρηθεί μια ορισμένη γραμμή οικονομικής συμπεριφοράς εκείνων των μελών της κοινωνίας, τα οποία αν και δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργασία, δεν κάνουν μαύρη αγορά και δεν κλέβουν, όμως στην κορυφή δε θέτουν το κοινό καλό όλων των εργαζομένων, αλλά τη μεγέθυνση της προσωπικής τους ιδιοκτησίας. Καθόσον η εργασία από αυτούς αντιμετωπίζεται μόνο σαν μέσο για να πάρουν από την κοινωνία όσο το δυνατό περισσότερα υλικά αγαθά και εργάζονται σα να πρόκειται για ανταλλαγή, αυτή η σχέση προς την εργασία στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι καταναλωτική, στενόμυαλη, μικροαστική.

Ο βαθμός της εχθρικότητας των μικροαστικών εκδηλώσεων στο σοσιαλισμό είναι διάφορος, όμως, όπως διδάσκει η ιστορική εμπειρία (συμπεριλαμβανόμενης και της πικρής εμπειρίας των τελευταίων ετών) η πάλη με το μικροαστισμό με όλες του τις εκδηλώσεις πρέπει να είναι αναπόσπαστο, συστατικό τμήμα της πάλης για τον κομμουνισμό. Η πάλη αυτή στο σοσιαλισμό διεξάγεται όχι ενάντια σε κάποια τάξη ή στρώμα, αλλά για την απελευθέρωση όλων των στρωμάτων και τάξεων, όλων των εργαζομένων από τα υπολείμματα του μικροαστισμού, τα οποία από μόνα τους δεν απονεκρώνονται, μιας και έχουν τους διαύλους τους, τους εκφραστές τους και ενεργητικούς φορείς τους. Η πάλη αυτή είναι, σε τελευταία ανάλυση, πάλη πολιτική, ταξική και γι’ αυτό ο καθοδηγητικός ρόλος σε αυτή πρέπει να ανήκει στο κόμμα της εργατικής τάξης. Η απώλεια από το κυβερνών κόμμα στο σοσιαλισμό του χαρακτήρα του σαν κόμματος της εργατικής τάξης εγκυμονεί την αντεπανάσταση. Εφθασε - οι φορείς των μικροαστικών και αστικών τάσεων να έρθουν στην εξουσία - και, όπως σημείωνε στην ομιλία του στη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ο λαϊκός βουλευτής της ΡΣΟΣΔ Γ. Μ. Σλομπότκιν, η ιδεολογία του αντικομμουνισμού προβιβάστηκε σε κρατική πολιτική.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αντίφαση ανάμεσα στην αταξική φύση του κομμουνισμού και στην ύπαρξη τάξεων στην πρώτη του φάση επιλύνεται στη γραμμή της πλήρους κατάργησης των τάξεων - όμως μόνο υπό τον όρο της συνεχούς ασυμβίβαστης πάλης των εργαζομένων, υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και του κόμματός της, για τη σχεδιοποιημένη υλοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων, ενάντια στην τάση για την εδραίωση και ενίσχυση της κοινωνικής ανισότητας.

Ο σχεδιοποιημένος χαρακτήρας της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής αποτελεί έκφραση της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού. Η εργατική τάξη ως υποκείμενο της σοσιαλιστικής διεύθυνσης, οργανώνοντας υπό την καθοδήγηση του κόμματος την πάλη των εργαζομένων για τα κοινωνικά συμφέροντα, πρέπει να εξασφαλίσει την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού σε σχέσεις πλήρους κομμουνισμού. Η υλοποίηση αυτής της ανάπτυξης είναι δυνατή μόνο σχεδιοποιημένα, σε επιστημονική βάση. Ο Β. Ι. Λένιν συχνά (για παράδειγμα στην εργασία «Για το ενιαίο οικονομικό σχέδιο») υπογράμμιζε την αναγκαιότητα «να μάθουμε να εκτιμούμε την επιστήμη, να αποκρούομε την «κομμουνιστική» έπαρση των ερασιτεχνών και γραφειοκρατών».

Η παραπέρα άνοδος του επιστημονικού επιπέδου της σχεδιοποίησης ανακηρύχθηκε «καθήκον πρωταρχικής σημασίας» και στο 24ο Συνέδριο του Κόμματος. Ομως στην πρακτική, ήδη τη δεκαετία του ’70, στη σχεδιοποίηση έγιναν σοβαρά λάθη, είχε θέση η ανισορροπία, η υπεράσπιση συμφερόντων των ιδρυμάτων σε ζημιά των κοινωνικών, ο ετσιθελισμός (βολουνταρισμός) και άλλα αρνητικά φαινόμενα. Σε συμπλήρωμα

Page 137: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

προς αυτά «ανεπίτρεπτα χαλάρωσε η πειθαρχία και η τάξη. Μειώθηκε η απαιτητικότητα και η υπευθυνότητα. Μαζική μορφή πήρε η επιβλαβής πρακτική αναπροσαρμογής των σχεδίων. Αυτά τα χρόνια υπήρξε υποχώρηση από την απαράβατη αρχή της σοσιαλιστικής οικονομίας, για την οποία η υλοποίηση του σχεδίου είναι νόμος και όρος της οικονομικής ζωής».

Εφημερίδα «Ναρόντναγια Πράβντα», 1992, Νο 29, σελ. 3.Β. Ι. Λένιν: «Για ενιαίο οικονομικό σχέδιο». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 42, σελ. 344.«Υλικά 24ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ». Μόσχα, 1971, σελ. 67.«Υλικά 27ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ». Μόσχα, 1986, σελ. 224.

Κεντρικό καθήκον της μακρόχρονης σχεδιοποίησης αποτελεί η υποστήριξη υψηλών ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και σε αυτή τη βάση υψηλών ρυθμών κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης συνολικά. Είναι πλατιά γνωστή η ρήση του Β. Ι. Λένιν: «Η παραγωγικότητα της εργασίας, είναι, σε τελευταία ανάλυση, το πλέον αξιόπιστο, το πλέον σημαντικό για την νίκη του νέου κοινωνικού συστήματος. Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια παραγωγικότητα της εργασίας, πρωτοφανή για το φεουδαρχισμό. Ο καπιταλισμός μπορεί οριστικά να νικηθεί και θα νικηθεί οριστικά από το ότι ο σοσιαλισμός δημιουργεί μια νέα, πολύ πιο υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας». Για την πορεία του ανταγωνισμού των δύο οικονομικών συστημάτων στα μεταπολεμικά χρόνια, για την οξύτητα αυτού του ανταγωνισμού και για τη συνθετότητα των καθηκόντων για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, τα οποία έπρεπε να τεθούν κατά τη μακρόχρονη σχεδιοποίηση, καταμαρτυρούν τα στοιχεία του πίνακα 1.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ,της Γαλλίας, της ΟΔΓ, της Ιαπωνίας και της Μεγάλης Βρετανίας (ΗΠΑ=100)

 1950 1960 1970 1975 1980 1988

ΗΠΑ 100 (1) 100 (1) 100 (1) 100 (1) 100 (1) 100 (1)

Γαλλία 47,7 (2) 57,0 (2) 75,7 (2) 75,5 (2) 93,3 (2) 85 (2)

Μ. Βρετανία 38,5 (3) 38,7 (5) 37,6 (6) 37,7 (6) 42,1 (6) 65,3 (5)

ΟΔΓ 30,9 (4) 41,4 (4) 52,6 (4) 55,9 (3) 65,9 (3) 80,8 (3)

ΕΣΣΔ < 30 (5) 44 (3) 53 (3) 55 (4) 55 (5) 55 (6)

Ιαπωνία 13,1 (6) 22,0 (6) 46,6 (5) 46,1 (5) 61,2 (4) 69,2 (4)

Σε παρενθέσεις υποδεικνύεται η θέση που καταλαμβάνει η δοσμένη χώρα μεταξύ των εξεταζομένων χωρών στο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας.

Page 138: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Εάν υπολογίσουμε, ότι από το 1951 ως το 1960 οι ρυθμοί ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ ήταν κατά μέσο όρο 7,3% το χρόνο, από το 1961 ως το 1970 ήταν 5,6% και από το 1971 ως το 1975 6%, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι ακόμα και για τη διατήρηση της επιτευχθείσας στον ανταγωνισμό θέσης δεν ήταν αρκετό και ένα 6% ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας το χρόνο.

Οι προσπάθειες, που έγιναν το 1983 από το κόμμα και το λαό επέτρεψαν για σύντομο χρονικό διάστημα να ξεπερασθεί η αρνητική τάση μείωσης των ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας. Όμως, ήδη, από το 1988 οι ρυθμοί της οικονομικής ανόδου σημείωσαν και πάλι απότομη πτώση και στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ’90 άρχισε η συνεχώς επιταχυνόμενη πτώση του όγκου της παραγωγής. Η κατάρρευση της οικονομίας μας σηματοδότησε όχι μόνο την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, αλλά και μια τέτια αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο, που δυσκόλευε την εξασφάλιση της ασφάλειάς μας.

Οι υπολογισμοί αποδεικνύουν, ότι για να εκπληρωθούν τα κοινωνικά προγράμματα που καθορίστηκαν από το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και να επιτευχθεί το επίπεδο των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης στο τέλος του αιώνα, θα ήταν αρκετό η Σοβιετική Ενωση να επιτύγχανε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας 7-10%. Στο ερώτημα αν είναι δυνατή μια ανάπτυξη των ρυθμών παραγωγικότητας της εργασίας της τάξης του 10%, αναμφίβολα η απάντηση είναι θετική. Μια άλλη απάντηση θα σήμαινε απόρριψη της αναγνώρισης ότι ο σοσιαλισμός έχει ριζικά πλεονεκτήματα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Εάν στην καπιταλιστική Ιαπωνία ετησίως η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει κατά 7-9%, τότε θα ήταν ολοφάνερη αγνόηση των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης να θεωρούμε ότι τάχα για μια σοσιαλιστική χώρα δεν είναι επιτεύξιμοι περισσότερο υψηλοί ρυθμοί ανόδου. Αυτό επιβεβαιώνεται από την εμπειρία των πρωτοπόρων επιχειρήσεων. Ετσι, στο αεροναυπηγικό εργοστάσιο της Τιφλίδας, που φέρει το όνομα του Δημητρόφ, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας για 3 χρόνια του 11ου πεντάχρονου ήταν πάνω από 20% το χρόνο. Στη βιομηχανία της περιοχής Σεστρορέτσκ του Λένινγκραντ το 1983, ανέβηκε κατά 10,1%. Στην ένωση «Σβετλάνα» εξασφαλίστηκε άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 13,1% όταν το πλάνο ήταν 12,1%. Μερικές μπριγάδες του 16ου τμήματος του εργοστασίου «Κουλόν» της ένωσης «Ποζιτρόν» το 1984 επέτυχαν ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας περίπου 50% το χρόνο. Στο τραστ «Μοσομπλσελστρόι» Νο 18 το 1985 αυτή η άνοδος ήταν 25%.

Η χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 βρισκόταν σε πρωτοπόρες επιστημονικο-τεχνικές θέσεις. Είναι αρκετό να πούμε, ότι ως προς το αριθμό των ετήσια καταχωρουμένων εφευρέσεων η ΕΣΣΔ από το 1974 κατείχε την πρώτη θέση στον κόσμο. Ομως, δυστυχώς, όπως σημειωνόταν στην εφημερίδα «Πράβντα», μόνο το ένα τρίτο των καταχωρημένων εφευρέσεων υπηρετούσε τη λαϊκή οικονομία και ακόμη από τους νεωτερισμούς που έπαιρναν διεθνή πατέντα η βιομηχανία μας αφομοίωνε περίπου το μισό, για την ακρίβεια αφομοίωνε χθες ... Σήμερα;

Σήμερα στη χώρα μας με ιδιαίτερη δύναμη διαδίδεται ο μύθος ότι η πλατιά εισαγωγή των τεχνολογικών νεωτερισμών είναι δυνατή μόνο στις συνθήκες της εμπορευματικής, της οικονομίας της αγοράς. Μεταξύ άλλων αυτές οι διαδόσεις απορρίπτουν τόσο τη δική μας όσο και τη διεθνή εμπειρία εισαγωγής των επιτευγμάτων της επιστημονικο-τεχνικής προόδου. Ακριβώς η επιτυχής επίλυση αυτού του καθήκοντος με τη βοήθεια του συστήματος κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης εξασφάλισε τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας μας κατά την περίοδο της δεκαετίας του ’30 ως τη δεκαετία του ’60. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον ανταγωνισμό των νεότατων τεχνολογιών ακριβώς η Ιαπωνία, όπου δίδεται όλο και μεγαλύτερη σημασία στη συγκεντρωτική ρύθμιση της οικονομίας, αρχίζει σήμερα να ξεπερνά τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι, όπως λέμε, «από τις πλέον αγοραίες οικονομίες» από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Στη χώρα μας στο βαθμό αποδυνάμωσης του προσανατολισμού στις αξίες χρήσης και της ενίσχυσης του προσανατολισμού των επιχειρήσεων στη λήψη του μέγιστου κέρδους, και στη συνέχεια στην «είσοδο στην αγορά», τα προβλήματα της εξασφάλισης επιστημονικο-τεχνικής προόδου όλο και περισσότερο περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Υστερα, η λεγόμενη «μετατροπή» των αμυντικών επιχειρήσεων, όπου - δεν

Page 139: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

είναι μυστικό - ήταν συγκεντρωμένο το ισχυρότερο επιστημονικό δυναμικό. Τέλος, η πλήρης διάλυση του συστήματος σχεδιασμένης διεύθυνσης της οικονομίας - και σαν αποτέλεσμα έχουμε ... αυτό που έχουμε.

Το σχέδιο είναι το πρότυπο του βέλτιστου - από την άποψη της υλοποίησης των κοινωνικών συμφερόντων - δρόμου οικονομικής ανάπτυξης. Ομως, όπως κάθε πρότυπο της πραγματικότητας βασίζεται στη γνώση της η οποία πάντα είναι σχετική, μη πλήρης. Ηδη γι’ αυτό στα πλαίσια της σχεδιοποίησης έχουν θέση ενέργειες, που δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά συμφέροντα, είναι αντίθετες στο σύστημα ενεργειών, που κατευθύνονται σχεδιοποιημένα στην υλοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων και, ταυτόχρονα, τυπικά, περιλαμβάνονται σε αυτό το σύστημα ως στοιχεία του. Αυτά τα στοιχεία θα παρουσιάζονται και στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού, εμφανιζόμενα σαν στοιχεία αυθορμητισμού στη σχεδιοποιημένα οργανωμένη οικονομία.

Στην πρώτη φάση του κομμουνισμού όμως, τα στοιχεία του αυθορμητισμού δεν είναι συνδεδεμένα μόνο με την ελλιπή γνώση της πραγματικότητας. Οι διατηρούμενες στα πλαίσια του ενιαίου διαφορές στα συμφέροντα μπορούν να ενισχύσουν την αντιθετικότητα στις ενέργειες. Οι προξενούμενες από την πάλη για τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους προσπάθειες μεμονωμένων προσώπων και κολλεκτίβων να θέσουν στην κορυφή όχι τα κοινωνικά αλλά αυτά τα ειδικά συμφέροντα είναι αντίθετες προς τη σοσιαλιστική σχεδιοποίηση. Αποτελούν την άρνησή της και τυπικά, εισερχόμενες στο σύστημα ενεργειών που σχεδιοποιημένα υλοποιούν τα κοινωνικά συμφέροντα. Εμφανίζονται επίσης σαν στοιχείο αυθορμητισμού στη σχεδιοποιημένα οργανωμένη οικονομία.

Ενέργειες που παραβιάζουν τη σοσιαλιστική σχεδιοποίηση μπορούν να εμφανιστούν: Πρώτον, στο έδαφος των διαφορών στα συμφέροντα των τάξεων και στρωμάτων (στο βαθμό που τα κοινωνικά συμφέροντα ως προς την ταξική τους φύση είναι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, οι προσπάθειες να τεθούν σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα μιας άλλης τάξης ή στρώματος αρνούνται την εδραιωμένη από το σχέδιο προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων). Δεύτερον, στο έδαφος των αντιφάσεων μεταξύ των θεμελιωδών συμφερόντων κάθε εργαζομένου, που βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση με τα κοινωνικά και δευτερευόντων συμφερόντων της στιγμής, εάν αυτά τεθούν στην κορυφή.

Ιδιόμορφη μορφή παραβίασης της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης αποτελεί, για παράδειγμα, η εκπλήρωση των καθηκόντων για την παραγωγή προϊόντων με υπερωριακή εργασία ή αφαίρεση από τις κολλεκτίβες των εργαζομένων των ημερών ανάπαυσης, η έλλειψη προσοχής στις συνθήκες εργασίας των εργατών, πράγμα που επέτρεπαν πολλά οικονομικά στελέχη. Τη φροντίδα τους για τη λήψη πριμ, την κακή οργάνωση της παραγωγής, αυτά τα οικονομικά στελέχη την κάλυπταν με την προσποιητή φροντίδα τους για το σχέδιο. Ομως το σχέδιο, πρώτον, είναι σύμπλεγμα αλληλοσυνδεδεμένων καθηκόντων και σε αυτό τα καθήκοντα για τη δαπάνη εργάσιμου χρόνου δεν είναι λιγότερο κατευθυντήρια, από τα καθήκοντα για την παραγωγή προϊόντων. Δεύτερον, το σχέδιο είναι η κατευθυντήρια έκφραση των κοινωνικών συμφερόντων, η οποία τίποτε το κοινό δεν έχει με τη μείωση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων ή με τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας τους. Αντίθετα, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων και η καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας όλων των μελών της κοινωνίας μπαίνει άμεσα στο περιεχόμενο των κοινωνικών συμφερόντων, έτσι που και στη συγκεκριμένη περίπτωση της δήθεν πάλης «για το σχέδιο» είχαν θέση στοιχεία αυθορμητισμού, που είναι αντίθετα της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης.

Ο σοσιαλισμός αναπτύσσεται σε πλήρη κομμουνισμό μέσα στην πάλη δύο αντιθέτων τάσεων - της ενίσχυσης της σχεδιοποίησης και της εξάπλωσης των στοιχείων του αυθορμητισμού, της αποδυνάμωσης της αρχής του συγκεντρωτικού σχεδιασμού. Οσο ο σοσιαλισμός σαν αναπτυσσόμενο όλον είναι σχεδιοποιημένη οικονομία και τα στοιχεία αυθορμητισμού είναι η εμπεριεχόμενη άρνησή του, που συνδέεται με την προέλευσή του από την αυθόρμητη καπιταλιστική οικονομία, τόσο αποτελεί γενική τάση σε αυτή την περίπτωση η τάση ενίσχυσης της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης. Από το βαθμό ανάπτυξης της σχεδιοποίησης μπορούμε, επομένως, να κρίνουμε για την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού.

Page 140: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Οι εξεταζόμενες αντιφάσεις κατ’ αυτόν το τρόπο επιλύονται στη γραμμή της επίθεσης στον αυθορμητισμό και ενίσχυσης της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης χάρη στην πάλη των εργαζομένων, υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και του κόμματός της, για τη σχεδιοποημένη υλοποίηση της προτεραιότητας των κρατικών συμφερόντων και την ολόπλευρη αξιοποίηση σε αυτή την πάλη του συστήματος κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης. Καταλήγοντας, θα στρέψουμε την προσοχή μας στις αντιφάσεις στο εσωτερικό του ίδιου του συστήματος, στην αντίφαση μεταξύ του σοσιαλιστικού χαρακτήρα του συστήματος κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης και των στοιχείων του καριερισμού και της γραφειοκρατίας, της υπηρεσιακής στενότητας και του τοπικισμού.

Ο σοσιαλισμός έδοσε στις εργαζόμενες μάζες δημοκρατία, η οποία δεν είναι δυνατή στην πιο «ελεύθερη» αστική κοινωνία. Οπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν στο έργο «Κράτος και επανάσταση»: « ... εκφράζεται με τον πιο χτυπητό τρόπο η στροφή από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία, από τη δημοκρατία των καταπιεστών στη δημοκρατία των καταπιεζομένων τάξεων, από το κράτος σαν «ιδιαίτερη δύναμη» καταπίεσης μια ορισμένης τάξης, στην καταστολή των καταπιεστών με τη γενική δύναμη της πλειοψηφίας του λαού, των εργατών και αγροτών».

Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 33, σελ. 43.

Ομως με την κατάργηση των εκμεταλλευτριών τάξεων η ιστορική αποστολή της δικτατορίας του προλεταριάτου ως ανώτερης μορφής δημοκρατίας δεν ολοκληρώνεται, αν και «μέγιστο ιστορικό καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου αποτελεί, βεβαίως, η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας». Ενα από τα καθήκοντα του σοσιαλιστικού κράτους αποτελεί η πάλη με τις αντισοσιαλιστικές εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των υποτροπών του μικροαστισμού. Κρατική μορφή λαμβάνει και το σύστημα σχεδιοποιημένης συγκεντρωτικής διεύθυνσης της οικονομίας, που υλοποιεί την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ... Οπως δείχνει η εμπειρία των χωρών του σοσιαλισμού (συμπεριλαμβανόμενης και της όχι εύκολης εμπειρίας των τελευταίων χρόνων), δεν υπάρχει άλλη επιλογή από αυτή την αρχή, ενώ, σε ό,τι αφορά τις μορφές και τις μεθόδους διεύθυνσης της οικονομίας, αυτές μπορούν να είναι διάφορες. Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας (ΛΔΟ), για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 λόγω της ενίσχυσης των έμμεσων μεθόδων ρύθμισης η σφαίρα της διοικητικής σχεδιοποίησης μειώθηκε απότομα, ενώ στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) χρησιμοποιούνταν περισσότερο ενεργητικά τα πλεονεκτήματα της σχεδιοποιημένης διεύθυνσης. Σε σχέση με αυτό είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε μια σειρά από δείκτες ανάπτυξης αυτών των χωρών για τα έτη 1981-1985:

 ΛΔΟ ΛΔΓ

Ανοδος του εθνικού εισοδήματος 7% 24%

Ανοδος της βιομηχανικής παραγωγής 12% 22%

Ανοδος της παραγωγικότητας της εργασίας 10% 23%

Ανοδος των πραγματικών εισοδημάτων κατά κεφαλή 7-8% 22%

Page 141: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 στη Γιουγκοσλαβία και τη δεκαετία του ’80 σε μερικές χώρες του ΣΟΑ, οι οποίες τότε ακόμη ήταν σοσιαλιστικές, είχε πλατιά διάδοση η πρακτική της μεταβίβασης μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία των εργατικών κολλεκτίβων. Στη χώρα σήμερα φορείς παρόμοιων ιδεών είναι τα λεγόμενα «ροζ» κόμματα και συνδικάτα, που θεωρούν τον εαυτό τους οπαδό του σοσιαλισμού. Μεταξύ άλλων ο Β. Ι. Λένιν ακόμη από το 1918 εφιστούσε την προσοχή στο ότι «αποτελεί μέγιστη διαστρέβλωση των βασικών αρχών της Σοβιετικής εξουσίας και ολοκληρωτική απάρνηση του σοσιαλισμού οποιαδήποτε, άμεση είτε έμμεση, νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας των εργατών μιας ξεχωριστής φάμπρικας ή ενός ξεχωριστού επαγγέλματος πάνω στην ιδιαίτερη παραγωγή τους, είτε του δικαιώματός τους να αδυνατίζουν ή να φρενάρουν τις διαταγές της γενικής κρατικής εξουσίας ...». Ταυτόχρονα η ίδια η κρατική εξουσία θα πρέπει να δομείται κατά τέτιο τρόπο, ώστε ο βασικός της πυρήνας και η βασική εκλογική μονάδα της να είναι το εργοστάσιο, η φάμπρικα όπως τονιζόταν στο λενινιστικό Πρόγραμμα του ΡΚΚ (μπ.).

Βασίλιεβα Τ.: «Εργατική τάξη, σοσιαλισμός, ρεβιζιονισμός». Μόσχα, 1977, σελ. 188-189.Β. Ι. Λένιν: «Για το δημοκρατικό και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της Σοβιετικής Εξουσίας». Απαντα, 5η

έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 36, σελ. 481.

Την ορθότητα των λενινιστικών σκέψεων για μια ακόμη φορά επιβεβαίωσαν τα παρατεταμένα κρισιακά φαινόμενα στη γιουγκοσλαβική (τώρα πια όχι μόνο γιουγκοσλαβική) οικονομία, όπου αντί της συνένωσης των εργατικών κολλεκτίβων σε μια ενιαία κρατική γροθιά, η κρατική εξουσία διασπάρθηκε σε αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες. Και ακόμη η εμπειρία της ΣΟΔΓ «πειστικά απέδειξε ότι η υπερτροφία των λειτουργιών των επιχειρήσεων στη σφαίρα των επενδύσεων μπορεί πραγματικά να διαλύσει τη συγκεντρωτική διεύθυνση της οικονομίας, να παραλύσει τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικής διαρθρωτικής πολιτικής». Σε αυτό το συμπέρασμα, ακόμα από το 1989, έφθασαν οι γνωστοί οπαδοί της ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων Σ. Σατάλιν και Γ. Γκαϊντάρ. Φαίνεται ότι από ανάλογη εμπειρία καθοδηγούνταν στη δραστηριότητά τους.

Οπως ήδη σημειώθηκε, στο σοσιαλισμό αντικειμενικά υπάρχουν διαφορές στα συμφέροντα, αν και δεν είναι ριζικές. Στο έδαφος των διαφορών των συμφερόντων μπορούν να εμφανισθούν και εμφανίζονται προσπάθειες να τεθούν στην κορυφή κάποια ιδιαίτερα συμφέροντα σε βάρος των κοινωνικών. Αν αυτές οι προσπάθειες γίνονται από εργαζόμενους στο σύστημα κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης, τότε συναντάμε φαινόμενα μικροαστισμού στη σφαίρα της διεύθυνσης, που είναι αντίθετα με το σοσιαλιστικό χαρακτήρα αυτού του συστήματος. Σε αυτά τα φαινόμενα συμπεριλαμβάνονται ο καριερισμός, η γραφειοκρατία, η υπηρεσιακή στενότητα, ο τοπικισμός, ο προστατευτισμός κ.ά.

Μεταξύ των εργαζομένων του μηχανισμού κρατικής διεύθυνσης υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι ήταν πιστοί στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Ομως, όπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν, «ήταν τελείως αναπόφευκτο να κολλήσουν στο κυβερνητικό κόμμα τυχοδιώκτες και άλλα πολύ επιζήμια στοιχεία. Δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς να παρουσιαστεί αυτό το φαινόμενο. Ολο το ζήτημα είναι, το κόμμα που κυβερνά να στηρίζεται στην υγιή και πρωτοπόρα τάξη και να έχει την ικανότητα να ξεκαθαρίζει τις γραμμές του».

Ταυτόχρονα, ο κάθε (ακόμα και ο πιστός) εργαζόμενος έχει τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα, τα οποία, ενώ βρίσκονται σε ενότητα με το κύριο και βασικό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαφέρουν από τα θεμελιακά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ομως δεν επιλύουν όλοι αυτή την αντίφαση υπέρ των κρατικών συμφερόντων. Ούτε η εργατο-αγροτική καταγωγή ούτε η ιδεολογική υπομονετική διαπαιδαγώγηση μπορούν απόλυτα να αποτρέψουν το γλίστρημα μεμονωμένων προσώπων του μηχανισμού διεύθυνσης από τις θέσεις της πρωτοπόρας τάξης.

Ευνοϊκό περιβάλλον για όσους εκφυλίστηκαν δημιούργησε η ατμόσφαιρα γενικής ατιμωρησίας. Οπως έγραφε στο περιοδικό «Κομμουνίστ» ο Γκ. Β. Κόλμπιν «ήδη σε διάφορες κομματικές οργανώσεις ανακοινώθηκαν παρά πολλές «υπηρεσιακές», τρόπος του λέγειν, προσχεδιασμένες ποινές, οι οποίες, στην

Page 142: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ουσία, διαχώριζαν τον υπεύθυνο κομμουνιστή από την πραγματική υπευθυνότητα, από την αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσε στην κοινωνία, από τις υλικές και ηθικές απώλειες. Τώρα θέτουμε το ερώτημα στους παραβάτες των κανόνων της ηθικής μας, των νόμων μας έτσι: κατ’ αρχάς επίστρεψε στο κράτος όλα όσα παράνομα πήρες ... και μετά άκουσε τη δίκαιη κομματική εκτίμηση για ό,τι έγινε. Και τα επιστρέφουν, και ακούνε». Ομως, η απαίτηση για τη διπλή ευθύνη του κομμουνιστή -έναντι του κόμματος και έναντι του κράτους- εισήχθηκε στο Καταστατικό του ΚΚΣΕ μόνο μετά το 27ο Συνέδριο του κόμματος. Ομως αυτό το καθυστερημένο βήμα δεν μπόρεσε να σταματήσει την αποσύνθεση κομματικής κορυφής που σάπιζε.

Οσον αφορά την υπηρεσιακή στενότητα, τα στοιχεία της ενισχύονταν στο βαθμό ενίσχυσης του προσανατολισμού προνομιακά στους αξιακούς δείκτες. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός στο κέρδος σαν βασικό κριτήριο εκτίμησης της εργασίας της συγκεκριμένης επιχείρησης, ένωσης ή κλάδου, αργά ή γρήγορα, σπρώχνει το μηχανισμό να «αποδιώχνει» από τον εαυτό του και την υπηρεσία του τα μέτρα που είναι ικανά έστω και προσωρινά να μειώσουν την οικονομική αποδοτικότητα. Ακρως αρνητικά επηρέαζε και επηρεάζει την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης και ο τοπικισμός, η θυσία των κρατικών συμφερόντων χάριν των στενά εννοουμένων συμφερόντων της μιας ή της άλλης περιοχής, των συμφερόντων ανάδειξης στην υπηρεσία καθοδηγητών της δοσμένης περιοχής.

Γκαϊντάρ Γ.-Σατάλιν Σ.: «Οικονομική μεταρρύθμιση: αιτίες, κατευθύνσεις, προβλήματα». Μόσχα, 1989, σελ. 83.

Β. Ι. Λένιν: «Η μεγάλη πρωτοβουλία». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 27.Περιοδικό «Κόμμουνιστ», Νο 9, 1986, σελ. 57.

Πώς μπορούμε και πρέπει να παλέψουμε με αυτά τα αρνητικά φαινόμενα; Με τη γενική και σε όλη την έκταση συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση με την αξιοποίηση όλων εκείνων των δυνατοτήτων, τις οποίες παρέχει γι’ αυτό το σκοπό η σοσιαλιστική δημοκρατία. Να τι έγραφε με αυτή την αφορμή ο Β. Ι. Λένιν, το 1921, στο έργο του «Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης»: «Οι σοβιετικοί νόμοι είναι πολύ καλοί, γιατί δίνουν σε όλους τη δυνατότητα να καταπολεμήσουν τη γραφειοκρατία και την κωλυσιεργία, δυνατότητα που κανένα καπιταλιστικό κράτος δεν δίνει στον εργάτη και στον αγρότη. Μα χρησιμοποιεί κανείς αυτή τη δυνατότητα; Σχεδόν κανείς! Και όχι μόνο ο αγρότης, μα και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κομμουνιστών δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τους σοβιετικούς νόμους στην πάλη ενάντια στην κωλυσιεργία, στη γραφειοκρατία, ή ενάντια σ’ ένα καθαρά ρωσικό φαινόμενο, όπως είναι η δωροδοκία. Τι εμποδίζει την πάλη ενάντια σ’ αυτό το φαινόμενο; Οι νόμοι μας; Η προπαγάνδα μας; Αντίθετα! Νόμους έχουμε όσους θέλετε! Γιατί λοιπόν δε σημειώνουμε προόδους σ’ αυτή την πάλη; Διότι δεν είναι δυνατό η πάλη αυτή να γίνεται μόνο με την προπαγάνδα, μπορεί όμως να ολοκληρωθεί μόνο με τη βοήθεια της ίδιας της λαϊκής μάζας».

Η εξεταζόμενη αντίφαση μπορεί να επιλυθεί μόνο τότε, όταν «όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή, μόνοι τους θα καταγράφουν και θα ελέγχουν τους χαραμοφάηδες, τα αρχοντόπουλα, τους απατεώνες και τους παρόμοιους «θεματοφύλακες των παραδόσεων του καπιταλισμού» ... τότε θα ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες για το πέρασμα από την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της ...».

Ο σοσιαλισμός για την ίδια του την ύπαρξη και ανάπτυξη απαιτεί συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση. Αυτή η συμμετοχή δεν είναι μόνο αγαθό που παραχωρεί η σοβιετική αρχή διαμόρφωσης της εξουσίας μέσω των εργατικών κολλεκτίβων, αλλά και αντικειμενική αναγκαιότητα, νομοτέλεια ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Ο βαθμός συμμετοχής των μαζών στη διεύθυνση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια ανάπτυξης του σοσιαλισμού και της μετατροπής του σε πλήρη κομμουνισμό. Η απελευθέρωση χρόνου για συμμετοχή στη διεύθυνση -στη βάση της επιστημονικο-τεχνικής προόδου- είναι η λεωφόρος από την οποία εκτράπηκε η κοινωνία μας και γι’ αυτό έπαψε να είναι σοσιαλιστική.

Page 143: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ο υποκειμενισμός στην πρακτική, στις εκτιμήσεις των αληθινών αιτιών της κρίσης εν πολλοίς προσδιορίστηκε από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη σοβιετική κοινωνική επιστήμη. Στα έργα πολλών θεωρητικών της εποχής της στασιμότητας αλλά και της περεστρόικα, απέναντι στις αντικειμενικές εξελίξεις και τους νόμους ανάπτυξης της κοινωνίας τέθηκε η υποκειμενική, συνειδητή δραστηριότητα και κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσιδιάζουσα στο μαρξισμό-λενινισμό υλιστική κατανόηση της ιστορίας ως φυσικής ιστορικής διαδικασίας διαστρεβλώθηκε από τις πρακτικίστικες, υποκειμενικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με αυτές, ο κοινωνικός κόσμος τεχνητά διαιρέθηκε στον κόσμο τον αντικειμενικό, που αποτελείτο από τις απρόσωπες παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής, και στον κόσμο τον υποκειμενικό, που είναι ο τομέας της ανθρώπινης συνειδητής δραστηριότητας και των φορέων της- των ανθρώπων.

Η επιστημονική προσέγγιση στην ιστορία προϋποθέτει την αναγνώριση ότι οι αντικειμενικοί νόμοι που διευθύνουν τις ενέργειες και τις σχέσεις των ανθρώπων είναι «οι νόμοι των ίδιων τους των κοινωνικών ενεργειών», ότι γίνεται λόγος όχι για την ανεξάρτητη ύπαρξη αυτών των - άγνωστο από που εμφανίστηκαν - νόμων από τους ανθρώπους και τη δραστηριότητά τους, αλλά για την ανεξαρτησία αυτών των νόμων μόνο από την κοινωνική συνείδηση, τη θέληση και τα συναισθήματα των ανθρώπων.

Από θέση αρχής είναι εσφαλμένο να αντιπαραθέτουμε, να διαχωρίζουμε σε διάφορους πόλους, την αντικειμενική κοινωνική νομοτέλεια και τη συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων, υποθέτοντας ότι οι νόμοι είναι ο αντικειμενικός κόσμος και η πρακτική, η δραστηριότητα είναι ο κόσμος των υποκειμενικών φαινομένων. Οι αντικειμενικοί νόμοι της κοινωνίας δεν είναι κάτι το εξωτερικό για τους ανθρώπους. Αυτοί είναι νόμοι ακριβώς και μόνο της δραστηριότητας και των σχέσεων των ανθρώπων που διαθέτουν συνείδηση. Μάλιστα, στη πρακτική δραστηριότητά τους οι άνθρωποι υποτάσσονται στους κοινωνικούς νόμους μαζί με τη συνείδησή τους, σαν συνειδητές υπάρξεις. Γι’ αυτό και είναι εσφαλμένο να θεωρούμε ότι η πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων ανάγεται στην επενέργεια των ανθρώπων στους αντικειμενικούς νόμους. Οι άνθρωποι, η δραστηριότητά τους αποτελούν το απαραίτητο συστατικό της αντικειμενικής νομοτέλειας σκοπού των γεγονότων.

Γι’ αυτόν που τα βλέπει υποκειμενικά φαίνεται ότι όλα γίνονται σύμφωνα με τη θέληση των καθοδηγητών, των καθοδηγητικών οργάνων, του κοινοβουλίου κλπ. Στην πραγματικότητα οι αντικειμενικοί νόμοι της ιστορικής ανάπτυξης είναι νόμοι σύμφωνα με τους οποίους υλοποιείται η ενεργητική δραστηριότητα κομμάτων, τάξεων, λαϊκών μαζών. Από εδώ συνάγεται το συμπέρασμα: η έξοδος της χώρας από την κρίση είναι δυνατή όχι απλά κατανοώντας τους αντικειμενικούς νόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά χρησιμοποιώντας τους για την οργάνωση της νικηφόρας ταξικής πάλης των εργαζομένων για εκείνο το κοινωνικό σύστημα που ανταποκρίνεται στα θεμελιώδη συμφέροντά τους και θα τους εξασφαλίσει πλήρη ευημερία και ελεύθερη πολύπλευρη ανάπτυξη - για τον κομμουνισμό

 

Β. Ι. Λένιν: «Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 44, σελ. 171.

Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», τ. 33, σελ. 102.Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ». «Διαλεχτά Εργα», ρωσική έκδοση, τ. 20, σελ. 294-295.

40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ 1965 ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

Ηταν η «κερκόπορτα»;

Page 144: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Από τις 27 έως τις 29 Σεπτέμβρη 1965 στη Μόσχα συγκλήθηκε η Ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) για να εξετάσει την κατάσταση στη βιομηχανία της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας στον κόσμο. Η Απόφαση της ΚΕ, που δημοσιεύτηκε την 1η

Οκτώβρη 1965 στην «Πράβντα», με τον τίτλο «Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας, την τελειοποίηση του σχεδιασμού και τo δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής», χαρακτηρίζεται ως «στροφή» στην οικονομική πολιτική που ακολουθούσαν ως εκείνη τη στιγμή οι Σοβιετικοί κομμουνιστές. Στην ιστορία έμεινε σαν η «μεταρρύθμιση του Κοσίγκιν», μια και την εισήγηση στην ΚΕ του ΚΚΣΕ έκανε ο τότε πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ.

Σήμερα, 40 χρόνια μετά, μελετώντας την εμπειρία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, το ΚΚΕ επιχειρεί να εμβαθύνει στα οικονομικά ζητήματα του σοσιαλισμού, σε επίπεδο θεωρίας αλλά και πολιτικής. Πρώτ' απ' όλα επιδιώκουμε να αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις, για τον προβληματισμό και τη διαπάλη που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ. Το σημερινό άρθρο δίνει προσαρμοσμένα στις δυνατότητες χώρου της εφημερίδας βασικά σημεία της μεταρρύθμισης Κοσίγκιν και τη διαπάλη γύρω απ' αυτήν με βασική πηγή τη σχετική αρθρογραφία της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης».

Η προϊστορία της Απόφασης

Η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ δεν ήταν σίγουρα ένας «κεραυνός εν αιθρία». Για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ΕΣΣΔ διεξάγονταν συζητήσεις, ακόμη κι έντονη πολεμική, ανάμεσα σε επιστήμονες, οικονομολόγους, κομματικά και κρατικά στελέχη. Αλλωστε, ο δρόμος από τον οποίο έπρεπε να βαδίσει η σοσιαλιστική οικονομία ήταν εντελώς πρωτόγνωρος και βέβαια δε θα μπορούσε να έχει καταγραφεί αναλυτικά από τους κλασικούς του μαρξισμού - λενινισμού.

Οπως είναι γνωστό, το έργο του Ι. Β. Στάλιν, με τον τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952), αναφέρεται στις θεωρητικές συζητήσεις για τα αντίστοιχα προβλήματα, που διεξάγονταν εκείνη την περίοδο κι έδωσε σημαντικές απαντήσεις, χρήσιμες ως τα σήμερα. Χωρίς να είναι δυνατό σε δύο αράδες να συμπυκνώσουμε όλον τον προβληματισμό,

Ο Αλεξέι Κοσίγκιν βαδίζει μέσα στα χιόνια, ακολουθούμενος από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ

Ο Αλεξέι Κοσίγκιν με το Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους

Page 145: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αξίζει να πούμε πως εκεί ο Στάλιν υποστηρίζει πως «η σοσιαλιστική παραγωγή (αυτή που στηρίζεται στην κοινωνική - κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) δεν είναι εμπορευματική. Ο νόμος της αξίας δεν παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική παραγωγή, αφού τόσο η εργατική δύναμη όσο και τα μέσα παραγωγής δεν εισέρχονται πλέον ως εμπορεύματα στην παραγωγική διαδικασία. Ο εμπορευματικός - χρηματικός χαρακτήρας διατηρείται στην αγροτική παραγωγή και ανταλλαγή της με την παραγωγή της κοινωνικοποιημένης (κρατικής) βιομηχανικής παραγωγής μέσω του κοινωνικού (κρατικού) ιδιοκτήτη της (βιομηχανικής παραγωγής). Διατηρείται επίσης στο εξωτερικό εμπόριο (με κρατικό μονοπώλιο). Διατηρείται και για ένα μέρος της κατανομής, αυτό που αφορά το τμήμα της ατομικής κατανάλωσης που δε στηρίζεται στο σύστημα διανομής, αλλά στις εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις. Απ' αυτήν την άποψη, ο νόμος της αξίας υφίσταται και για τη σοσιαλιστική παραγωγή. Γι' αυτό χαρακτηρίζει την τέτοια ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής ως "ειδικής φύσης", με την έννοια ότι δεν παίρνει καπιταλιστικό χαρακτήρα, εφόσον δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η εργασία δεν είναι εμπόρευμα»1.

Μετά το θάνατο του Στάλιν, οξύνθηκε η διαπάλη για τα ζητήματα της οικονομίας του σοσιαλισμού. Το θεωρητικό ρεύμα που υποστήριζε το γενικευμένο ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της αξίας στο σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής κερδίζει σταθερά έδαφος και επιρροή στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής. Ετσι π.χ. το Φλεβάρη του 1958, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφάσισε την πώληση των τεχνικών μέσων των ΜΤΣ (Μηχανοτρακτερικών Σταθμών) στα κολχόζ, πολιτική η οποία δίνει ιδιοκτησία μηχανικών μέσων παραγωγής στα κολχόζ. Ταυτόχρονα αλλάζει και το σύστημα συγκέντρωσης, δίνοντας δυνατότητα διαφοροποίησης των τιμών μεταξύ των ζωνών της χώρας. Το Μάρτη του 1965, με εισήγηση του Λ. Μπρέζνιεφ, η ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφασίζει μεταρρυθμίσεις στον αγροτικό τομέα. Σ' αυτές περιλαμβάνονταν η μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος, η δυνατότητα πώλησης ποσότητας υπεράνω της υποχρεωτικής ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, καταργήθηκαν οι περιορισμοί στις συναλλαγές των νοικοκυριών των κολχόζνικων, ο φόρος για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Κρατικής Τράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Ακολούθησε λίγους μόνο μήνες μετά η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν στη βιομηχανία.

Μπορεί κανείς να συμπεράνει πως οι κινήσεις που έγιναν από τη σοβιετική ηγεσία εκείνη την περίοδο κινήθηκαν «σε κατεύθυνση περαιτέρω τόνωσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, στη βάση προσαρμογής της οικονομικής πολιτικής, του κεντρικού σχεδιασμού στη θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί αντικειμενικά στο σοσιαλισμό και πρέπει να υπολογίζεται η κατανομή με βάση αυτόν»2.

Ποια φαινόμενα επιδίωκε να λύσει

Χρόνια τώρα σοσιαλδημοκράτες, δεξιοί κι οπορτουνιστές, σε μια «συγκινητική» προσπάθεια, προσπαθούν να πείσουν όχι μόνο για τη δήθεν «αντιδημοκρατικότητα» του σοσιαλισμού, αλλά και για την οικονομική χρεοκοπία του. Το έργο τους είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αν πάρει κανείς υπόψη του τα στοιχεία που δείχνουν πως οι μπολσεβίκοι «ανέλαβαν» από τον τσαρισμό μια χώρα βιομηχανικά κι αγροτικά καθυστερημένη, με έντονα τα μισοφεουδαρχικά στοιχεία σε τεράστιες περιοχές, και μέσα σε λίγες δεκαετίες κατάφεραν να τη μετατρέψουν σε μια βιομηχανική υπερδύναμη. Ο εξηλεκτρισμός, η εκβιομηχάνιση και η κολεκτιβοποίηση στην αχανή αυτή χώρα έκανε αρκετές φορές τους αστούς οικονομολόγους να «τρίβουν τα μάτια τους», μην μπορώντας να πιστέψουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας των Σοβιέτ3. Αλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που η ΕΣΣΔ κατάφερε να κατατροπώσει την πολεμική μηχανή του Χίτλερ, σηκώνοντας το κύριο βάρος στην Αντιφασιστική Νίκη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και να επιτύχει λίγο αργότερα την ανασυγκρότηση μιας κατεστραμμένης χώρας, την απόκτηση του πυρηνικού όπλου, που έπαιξε αναντικατάστατο ρόλο για την «εξισορρόπηση» των διεθνών υποθέσεων και την αποτροπή ενός ακόμη Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο ήταν έτοιμοι να καταφύγουν οι ιμπεριαλιστές.

Page 146: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Την ίδια ώρα όμως, όπως είναι αναμενόμενο, υπήρχαν και προβλήματα στη σοβιετική οικονομία, που απαιτούσαν λύσεις. Ετσι π.χ. τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60 παρατηρήθηκε μείωση των ρυθμών με τους οποίους αυξανόταν η ετήσια παραγωγικότητα της εργασίας και η ετήσια παραγωγή. Μια καθυστέρηση στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Επίσης υπήρχαν δυσαναλογίες στην παραγωγή. Μπροστά σ' αυτά τα προβλήματα επικράτησε η άποψη πως αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν αν υιοθετηθεί το κέρδος της επιχείρησης (με ταυτόχρονη μείωση του κεντρικού σχεδιασμού) ως βασικό κίνητρο για την εισαγωγή νέας τεχνολογίας, για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του πραγματικού όγκου παραγωγής, για την ανάπτυξη της ευθύνης της διεύθυνσης. Ετσι προχώρησε η αναμόρφωση του συστήματος διεύθυνσης στην κατεύθυνση της λεγόμενης αρχής της ιδιοσυντήρησης, η οποία προωθείται και στη διεύθυνση των κρατικών σοβχόζ. Ουσιαστικά, η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν στηριζόταν στις απόψεις που είχε προτείνει ο καθηγητής Ε. Λίμπερμαν κι άλλοι ομοϊδεάτες του.

Πού οδήγησε;

Οπως γράφει ο Β. Γιάκουσεφ: «Η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 έδωσε προτεραιότητα στους αξιακούς δείκτες επί των φυσικών και ενίσχυσε το ρόλο του κέρδους. Η μεταρρύθμιση πρόσθεσε στη λογιστική λειτουργία του κέρδους τη λειτουργία της διαμόρφωσης των τιμών και του κινήτρου. Ως αποτέλεσμα εμφανίστηκε στις επιχειρήσεις ίδιον συμφέρον, που δεν εναρμονιζόταν πάντα με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Πολύ συχνά εμφανιζόταν η κατάσταση από τις θέσεις του κρατικού σχεδίου να πρέπει να γίνει το ένα, ενώ από τις θέσεις των συμφερόντων ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων το άλλο. Οι οικονομικοί μοχλοί λειτουργούσαν ενάντια στα καθήκοντα του σχεδίου.(...)

Ο μηχανισμός δαπανών εντάχτηκε πλήρως στη σοβιετική οικονομία μετά τη μεταρρύθμιση του '65, όταν άρχισαν να αξιολογούν τις επιχειρήσεις όχι μόνο με την εκτέλεση των καθηκόντων του πλάνου, εκφρασμένων σε φυσικούς δείκτες, αλλά και με το κέρδος. Ως αποτέλεσμα, η επιχείρηση άρχισε να ενδιαφέρεται για τα έξοδα παραγωγής, επειδή σε αυτήν την περίπτωση (σ.μ.: αυξημένων εξόδων παραγωγής) τα όργανα σχεδιοποίησης καθόριζαν υψηλότερη τιμή για την παραγωγή της. Μέχρι τη μεταρρύθμιση του '65 η επιχείρηση ενθαρρυνόταν για τη μείωση του κόστους παραγωγής, δηλαδή για τη μείωση των δαπανών εργασίας. Στο ότι ταυτόχρονα υπέφερε συχνά ο δείκτης του κέρδους (μερικές φορές ακόμα και μια πρωτοπόρα επιχείρηση γινόταν «ελλειμματική»), τότε δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή, στο βαθμό που ο δείκτης του κέρδους ήταν συμβατικός»4.

Ενας συνδυασμός μεταξύ του κινήτρου του κέρδους και της τροποποίησης της πολιτικής τιμών οδήγησε στη σπατάλη ενέργειας και υλικών από τις επιχειρήσεις, ενώ τους βόλευε η παραγωγή λιγότερων, αλλά ακριβότερων προϊόντων. Ετσι σ' ένα διάστημα 3 δεκαετιών οι κατευθύνσεις αυτές έκαναν αισθητή την έλλειψη προϊόντων. Σύμφωνα με άρθρο στην εφημερίδα «Σοβιετική Ρωσία», η κατάσταση όχι μόνο δεν καλυτέρευσε, αλλά χειροτέρευσε. Ετσι «στην περίοδο 1955-1985 οι ρυθμοί αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής έπεσαν σχεδόν κατά 5 φορές»5.

Και βέβαια αυτή η κατάσταση επηρέαζε και άλλους τομείς, που είχαν σχέση με τη βιομηχανία, όπως την αγροτική παραγωγή. Γράφει ο Μ. Ποπόφ: «Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εμπορευματικότητα στην οικονομία μας δεν εμφανίστηκε μόνο στο κυνηγητό των επιχειρήσεων για αύξηση των αξιακών δεικτών, αλλά και στον προσανατολισμό τους στον "όγκο" σε φυσικούς δείκτες χωρίς να υπολογίζονται οι συγκεκριμένες απαιτήσεις των κοινωνικών συμφερόντων ως προς τη δομή και την ποιότητα της παραγωγής. Η παραγωγή της κονσερβοποιίας καρπών και λαχανικών, για παράδειγμα, αυξήθηκε, την περίοδο 1965 - 1980, πάνω από δυο φορές. Ομως αυξήθηκε μόνο ο λεγόμενος όγκος, δηλαδή η γενική παραγωγή της κονσερβοποιίας καρπών και λαχανικών σε εκατομμύρια συμβατικές κονσέρβες. Σε ό,τι αφορά όμως μια σειρά (ακριβώς των πιο σπάνιων) ειδών της, η επεξεργασία τους μειωνόταν συστηματικά. Ειδικά, στη Μολδαβία ενώ αυξανόταν ορμητικά η παραγωγή τοματοπελτέ και πουρέ μήλου, χρόνο με το χρόνο μειώνονταν οι όγκοι επεξεργασίας κερασιών, βύσσινου, βερίκοκου και ροδάκινων. Η πλειοψηφία των νοικοκυριών, που παλιότερα είχαν σημαντικές εκτάσεις τέτοιων καλλιεργειών, σταδιακά τις ξερίζωσαν,

Page 147: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

μετατρέποντάς τες σε κήπους με μηλιές. Χάθηκαν σχεδόν τελείως τα φραγκοστάφυλα, τα βατόμουρα και οι φράουλες»6.

Φυσικά, αυτές οι εξελίξεις στην οικονομία είχαν κι αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής του λαού, αφού οι ελλείψεις στα προϊόντα δε συμβάδιζαν με τις διακηρύξεις της κομματικής και κρατικής ηγεσίας περί οριστικής νίκης του σοσιαλισμού και μάλιστα περί σταδίου «ανεπτυγμένου σοσιαλισμού». Ο ενθουσιασμός για τις επιτυχίες που είχε πετύχει έως τότε η χώρα άρχισε σταδιακά να εξανεμίζεται, όλο και περισσότερο κυριαρχούσε η εγωπάθεια, ατομική και συλλογική.

Γιατί δεν ανατράπηκε η μεταρρύθμιση;

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, αν η μεταρρύθμιση του 1965 ήταν η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναφέραμε. Κι αν δεν ήταν, γιατί η κομματική και κρατική ηγεσία της ΕΣΣΔ, που έβλεπε πώς πάει η κατάσταση, δεν πήρε κάποια άλλα μέτρα για την αλλαγή αυτής της κατάστασης;

Κατ' αρχήν είναι πλέον γνωστό πως η συγκεκριμένη κατεύθυνση, που ακολουθήθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1965, δεν ήταν η μοναδική επιλογή. Υπήρχαν θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού, για την ισχυροποίηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ακόμη και της αγροτικής παραγωγής με στόχο τη διεύρυνση της παραγωγής7,8.

Η έλλειψη προϊόντων οδήγησε στην κερδοσκοπία και σε μια κατηγορία ανθρώπων που είχε συμφέρον από τη διατήρηση αυτής της κατάστασης (διευθυντές επιχειρήσεων, κρατικά στελέχη, τμήμα της κομματικής ηγεσίας κ.ά.). Να τι έγραψε η ρωσόφωνη σελίδα του BBC σχετικά με αυτήν την 40χρονη επέτειο: «Εμφανίστηκαν (σημ. μετά το 1965) νοικοκυραίοι με πρωτοβουλία, που μηχανεύονταν την ανάπτυξη την παραγωγή, παραβλέποντας τις οδηγίες από τα πάνω, χωρίς να ξεχνούν βέβαια και τον εαυτό τους. Οι κομματικές δυνάμεις, ανάλογα την περίσταση, είτε τους ανακήρυσσαν "φάρους" ή τους έστελναν στο δικαστήριο. Οι διευθυντές βρήκαν δυνατότητα να παζαρεύουν με τα παραπάνω όργανα για τις τιμές των προϊόντων τους και τη μείωση των πλάνων, με τρόπο που να μη χάνουν και τα παραπανίσια χρήματα από το κέρδος»9.

Η μεταρρύθμιση παλινόρθωσε τον καπιταλισμό;

Μπορούμε να πούμε ότι η μεταρρύθμιση του 1965 άνοιξε το δρόμο για τον καπιταλισμό;

Ο Ν. Γιάκουσεφ γράφει σχετικά: «Μετά τη μεταρρύθμιση του 1965 ο νόμος της αξίας άρχισε με επιμονή να ανοίγει το δρόμο του. Δεν είναι σωστό να πούμε ότι η μεταρρύθμιση του 1965 παλινόρθωσε τον καπιταλισμό, όμως η κίνηση στράφηκε ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Παρέμενε ακόμα το σχέδιο, εκφρασμένο σε φυσικούς δείκτες, το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, απουσίαζε η ελεύθερη διαμόρφωση τιμών, όμως όλα αυτά σιγά -σιγά υποσκάπτονταν. Ετσι, τη δεκαετία του '70 η Κρατική Επιτροπή Τιμών απέρριψε σαν ατεκμηρίωτες το 30% των αιτήσεων των επιχειρήσεων για αύξηση των τιμών της παραγωγής τους. Αρχιζε να ξετυλίγεται το κυνήγι του κέρδους. Τελειωτικά το αυθόρμητο της αγοράς απελευθερώθηκε από την περεστρόικα»10.

Στο Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΚΕΚΡ-ΚΚΡ) σημειώνεται σχετικά: «Η ενίσχυση των ατομικο-ιδιοκτησιακών τάσεων προετοίμασε την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, που είχε καταστροφικό χαρακτήρα για τη λαϊκή οικονομία. Προσανατολίζοντας τις επιχειρήσεις στο σύνολο του ποσού των ρουβλίων από την πώληση και στο κέρδος, έδωσε κίνητρο για τον ομαδικό εγωισμό, το υλικό ενδιαφέρον των παραγωγών να παράγουν όσο το δυνατόν λιγότερα προϊόντα και όσο το δυνατόν ακριβότερα, γεννώντας τις ελλείψεις προϊόντων και τον πληθωρισμό, ενισχύοντας την ανισοτιμία των σχέσεων πόλης και χωριού, αυξάνοντας απότομα το μέσο όρο των προϊόντων πολυτελείας και των

Page 148: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

κοινωνικο-επικίνδυνων προϊόντων στην προσωπική κατανάλωση του πληθυσμού. Σ' αυτές τις συνθήκες της άνθησης της σκιώδους οικονομίας γινόταν η αστική μετάλλαξη της ηγεσίας του κόμματος και του κράτους, με την κάλυψη των υποκριτικών φράσεων πίστης προς τον κομμουνισμό.

Οι ανώτατοι διοικητικοί, οικονομικοί και κομματικοί καθοδηγητές έμεναν χωρίς έλεγχο, σταδιακά βρίσκονταν πάνω από το νόμο, δημιουργούσαν για τον εαυτό τους διάφορα προνόμια, μετατρέπονταν σε αυτοτελές κοινωνικό στρώμα, αποσπασμένο από τους εργαζομένους. Στην κατάσταση που διαμορφώθηκε, της διασπατάλησης και του άνευ ελέγχου, διογκωνόταν η διαφθορά. Η ανεκτικότητα στις ατομικο-ιδιοκτησιακές τάσεις οδήγησε στη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Η οικονομία της χώρας μεταφέρθηκε στο δρόμο της δημιουργίας της αγοράς κεφαλαίων και της αγοράς της εργατικής δύναμης, που ουσιαστικά αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού. Η χώρα όλο και περισσότερο ζούσε χάρη στις εξαγωγές πρώτων υλών στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η παραίτηση, που επιβλήθηκε στο κόμμα, από τον αγώνα για τη συνέχιση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, σε θεωρητικό πλάνο καλύφθηκε και πολιτικά διατυπώθηκε στο επινοημένο στάδιο του "ανεπτυγμένου καπιταλισμού"» 11.

Οπως φαίνεται και από τα παραπάνω, λόγος γίνεται για ένα σύνολο παραγόντων, μεταξύ αυτών και η «στροφή» του 1965, που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλισμού. Οχι λοιπόν τυχαία η «μεταρρύθμιση» του Κοσίγκιν είχε στην εποχή της κερδίσει τα θετικά σχόλια της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε τυχαίο είναι ότι πρόσφατα οι αρχές της Μόσχας, της καπιταλιστικής αυτής μεγαλούπολης, αποφάσισαν να στήσουν προτομή στον Κοσίγκιν, στην ομώνυμη οδό, που δε μετονομάστηκε, όπως έτυχε με πολλές άλλες.

Στα υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, που διοργάνωσε το ΚΚΕ με θέμα «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού» (1995), σημειώνεται μεταξύ των άλλων πως: «Οι συνθήκες, οι μέθοδοι και οι τρόποι που πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση υποχρεώνουν να μελετηθεί το πρόβλημα με αφετηρία τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το κόμμα και το κρατικό σοσιαλιστικό σύστημα, καθώς και το σύνολο των εσωτερικών κυρίως αντιθέσεων που αναφέρονται στην περιοχή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων»12.

Πηγές:

1. «Ιστορική προσέγγιση της αντιπαράθεσης για την τάση απονέκρωσης του νόμου της αξίας κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση», της Ελένης Μπέλλου, ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2003.

2. Στο ίδιο.

3. Βλέπε σχετικά «Ιστορική επισκόπηση της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ 1955-1990», του Λάμπρου Τσελίκα, ΚΟΜΕΠ, τ.6/2002.

4. Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ, του Ν. Β. Γιάκουσεφ.

5. Εφημερίδα «Σοβιετική Ρωσία», Γ. Ζιτορτσούκ, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού, που καθόρισαν τη διάλυσή του» 6/11/2002.

6. «Η συζήτηση για το ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό», του Μ. Β. Ποπόφ. ΚΟΜΕΠ, τ.3/2003.

7. «Εναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965 χωρίς αποδέκτες», του Β. Ντ. Πιχόροβιτς, ΚΟΜΕΠ, τ.3/2005.

Page 149: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

8. «Υποθήκες για όσους μένουν», του Βίκτορ Μιχάιλοβιτς Γκλουσκόφ, ΚΟΜΕΠ, τ.1/2005.

9. BBC. «Πώς ο Κοσίγκιν μεταρρύθμισε τη σοσιαλιστική οικονομία», 26/9/2005.

10. «Η "θεωρία" περί ύπαρξης κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ», Ν. Β. Γιάκουσεβ, ΚΟΜΕΠ, τ.6/2002.

11. Πρόγραμμα ΚΕΚΡ-ΚΚΡ.

12. «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού», σελ. 47.

</STORY

ΤουΕλισαίου ΒΑΓΕΝΑ*

*Ο Ελισαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Κόμματος

«Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη»

του Γιώργου Πολυμερίδη

Έγιναν λάθη στη στρατηγική και τακτική του σοσιαλισμού στην αντιπαράθεσή του με τον ιμπεριαλισμό.

Από την πλευρά του ιμπεριαλισμού, η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο συστήματα δεν ήταν μια απλή ιδεολογική διαπάλη, αλλά μια μορφή ανατρεπτικής δραστηριότητας σε βάρος του σοσιαλισμού.

Η γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο και κυρίως στο 20ό Συνέδριο, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να παραιτηθεί από τον πόλεμο και τα στρατιωτικά μέσα, να δεχτεί μια νέα παγκόσμια τάξη, που θα στηρίζεται στις αρχές του αμοιβαίου οφέλους και της ισότιμης συνεργασίας. Οτι είναι δυνατόν να δεχτεί την ειρηνική οικονομία και την αξιοποίηση των πόρων από τον αφοπλισμό για τις χώρες με προβλήματα ανάπτυξης...

Στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, δεν έγινε αντιληπτό ότι οι ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους συμμάχους προσπαθούσαν να ενισχύσουν τους εξασθενημένους κρίκους του καπιταλισμού, να τους διατηρήσουν μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα με ανοιχτές ή συγκαλυμμένες επεμβάσεις στο εσωτερικό των χωρών με πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα και με κύριο όπλο τη συνεχή απειλή για χρήση ατομικών και στη συνέχεια πυρηνικών όπλων.

Είναι διαφορετικό να παλεύεις για την αποτροπή του πολέμου και μάλιστα του θερμοπυρηνικού και διαφορετικό να προβάλλεται η αντίληψη - στις συγκεκριμένες συνθήκες - ότι είναι δυνατό να εξαλειφθεί ο πόλεμος γενικά. (Από το ντοκουμέντο της ΚΕ του ΚΚΕ, «Προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», Μάρτης 1995)

Ο «Ρ» δημοσιεύει σήμερα το πρώτο μέρος από το άρθρο του Γιώργου Πολυμερίδη για την υπονομευτική ανατρεπτική δράση του ιμπεριαλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό.

Page 150: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη

Η αστική τάξη ποτέ δε σταμάτησε να οργανώνει νέες στρατιωτικές συμφωνίες και συμμαχίες, συνωμοσίες και μηχανορραφίες ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Εμπρακτη απόδειξη γι' αυτό είναι η οργάνωση της επέμβασης των 14 ιμπεριαλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία το 1918, ο Β΄

Παγκόσμιος Πόλεμος, η κήρυξη του «ψυχρού πολέμου», η ίδρυση του NATO, οι διάφορες υπονομευτικές ενέργειες των ιμπεριαλιστικών κύκλων κατά του σοσιαλισμού.(φωτ.: Από την ίδρυση του

ΝΑΤΟ)Ο ιμπεριαλισμός γενικά και ο αμερικάνικος ιδιαίτερα είναι οπωσδήποτε ένας από τους βασικότερους παράγοντες, που ποτέ δεν παραιτήθηκε από την επιδίωξη ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και επέδρασε τα μέγιστα στην ανατροπή του 1989 - 1991.

Θεωρητικά, πολιτικά και πρακτικά η συμπεριφορά του ιμπεριαλισμού εκδηλωνόταν συμπυκνωμένα με τη θέση του: «Αντίδραση σ' όλη τη γραμμή» (η υπογρ. δική μου Γ.Π.)1

Κατ' αρχήν, η ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, αν και δεν ήταν αναπόφευκτη, επιβεβαίωσε τη γενική επίθεση του καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό.

Αυτή η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να μηδενίσει τον τεράστιο ρόλο και τη μεγάλη προσφορά στην ανθρωπότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός δεν απέτυχε, ούτε ανατράπηκε από μόνος του. Τον ανέτρεψαν. Είναι αλήθεια ότι έχασε μια μάχη, αλλά όχι και τον πόλεμο.

1. Ο οικονομικός πόλεμος του ιμπεριαλισμού ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό

Ο καπιταλισμός σαν κοινωνικό σύστημα, που η καταδίκη του από καιρό έχει εκδοθεί από την ιστορία, κατ' αρχήν επιδρούσε αρνητικά στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Η αρνητική αυτή επίδραση του ιμπεριαλισμού εκφραζόταν με το κυνηγητό των εξοπλισμών, το θερμοπυρηνικό πόλεμο και τον «πόλεμο των άστρων» που ετοίμαζε εντατικά.

Page 151: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Στις 5 Μάρτη 1946 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ επισκέπτεται τις ΗΠΑ και εκφωνεί τον περιβόητο λόγο του, στον οποίο έθεσε το ζήτημα για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ. Εγκαινίασε έτσι την έναρξη

του «ψυχρού πολέμου», με τη χρησιμοποίηση του όρου «σιδηρούν παραπέτασμα». (φωτ.:Ουίνστον Τσόρτσιλ)

Η κούρσα των εξοπλισμών υποχρέωνε την κάθε μια σοσιαλιστική χώρα και όλες μαζί να διατηρούν στο αντίστοιχο επίπεδο την αμυντική τους ικανότητα, που συνεχώς έπρεπε να ενισχύεται.

Η πιο ισχυρή δύναμη, που μπορούσε ν' αντιταχθεί στα επιθετικά σχέδια του ιμπεριαλισμού, ήταν οι σοσιαλιστικές χώρες και πριν απ' όλα οι χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας με επικεφαλής τη Σοβιετική Ενωση.

Για το σκοπό αυτό όμως οι χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας ήταν υποχρεωμένες να διαθέτουν τεράστια ποσά για την εξασφάλιση της άμυνας και των σοσιαλιστικών κατακτήσεών τους από τις επιβουλές του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το γεγονός αυτό κόστισε πάρα πολύ στους λαούς των σοσιαλιστικών χωρών. Η μισή παραγωγική δύναμη της ΕΣΣΔ δούλευε για τις ανάγκες του στρατού και δαπανούσε το 20% του κρατικού προϋπολογισμού.2 Αυτό ισοδυναμούσε με έναν οικονομικό πόλεμο, που είχε κηρύξει ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια κατά του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο διεθνής ιμπεριαλισμός.

Οι δαπάνες για την άμυνα στο σοσιαλισμό αποτελούσαν ένα πρόσθετο βάρος, το οποίο εμπόδιζε να αντιμετωπίζονται έγκαιρα, άλλα απαραίτητα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και ανάγκες.

Η αστική τάξη ποτέ δε σταμάτησε να οργανώνει νέες στρατιωτικές συμφωνίες και συμμαχίες, συνωμοσίες και μηχανορραφίες ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Εμπρακτη απόδειξη γι' αυτό είναι η οργάνωση της επέμβασης των 14 ιμπεριαλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία το 1918, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η κήρυξη του «ψυχρού πολέμου», η ίδρυση του NATO, οι διάφορες υπονομευτικές ενέργειες των ιμπεριαλιστικών κύκλων κατά του σοσιαλισμού.

Ολα αυτά ανάγκαζαν τις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην ενίσχυση της άμυνάς τους. Οι λαοί των σοσιαλιστικών χωρών δεν ήθελαν την αύξηση των εξοπλισμών αλλά τη μείωσή τους και από τις δύο πλευρές. Γιατί το κυνηγητό των στρατιωτικών εξοπλισμών απαιτεί από όλους τους λαούς ένταση των δυνάμεων και τεράστια οικονομικά μέσα. Μόνο οι αμυντικές δαπάνες της Σοβιετικής Ενωσης στην περίοδο 1950 μέχρι 1985 ξεπέρασαν το ποσό των 500 δισ. δολαρίων.3

Page 152: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Με τη νίκη της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης τον Οχτώβρη του 1917 στη Ρωσία, ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο αντίθετα κοινωνικοοικονομικά

συστήματα - το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό.(φωτ.:Λόχος της Κόκκινης Φρουράς Πετρούπολης το 1917)

Το γεγονός αυτό αφορούσε πρώτα απ' όλα τη Σοβιετική Ενωση, που ήταν η αποφασιστική δύναμη στην παγκόσμια κοινότητα για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και έφερνε το κύριο βάρος στον τομέα της εξασφάλισης της στρατιωτικής ισορροπίας με τον ιμπεριαλισμό.

Σε κάθε ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης της ανθρωπότητας πολλά και διάφορα προτσές και γεγονότα στον κόσμο επιβεβαιώνουν την ορθότητα της θέσης του Β.Ι. Λένιν ότι η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική των κρατών, σε τελευταία ανάλυση, προσδιορίζονται, καθορίζονται από τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων.

Το εμπόριο ως μέσο πίεσης

Με τη νίκη της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης τον Οχτώβρη του 1917 στη Ρωσία, ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο αντίθετα κοινωνικοοικονομικά συστήματα - το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό.

Η μέχρι τότε ενιαία παγκόσμια καπιταλιστική αγορά διασπάστηκε σε καπιταλιστική και σοσιαλιστική αγορά. Παρά και ανεξάρτητα από τις όποιες προσπάθειες των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, οι σχέσεις μεταξύ των δύο αγορών δε διακόπηκαν εντελώς. Στάθηκε αδύνατο το στήσιμο ενός «σινικού τείχους» στις σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών και των σοσιαλιστικών χωρών.

Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των κρατών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα είναι μια αντικειμενική αναγκαιότητα, η οποία μόνη της ανοίγει το δρόμο, ανεξάρτητα από την αντίσταση και τα όποια εμπόδια των αντιδραστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Γι' αυτό ο Β.Ι. Λένιν τόνιζε ότι πρέπει:

«Να ξέρουμε πως η οικονομική κατάσταση των χωρών που μας επιβάλλουν τον αποκλεισμό είναι τρωτή. Υπάρχει μια δύναμη ανώτερη από τις επιθυμίες, τη θέληση και την απόφαση κάθε κυβέρνησης ή τάξης, η δύναμη αυτή είναι οι παγκόσμιες κοινές οικονομικές σχέσεις, που αναγκάζουν τις χώρες αυτές να οδηγούνται και στην αποκατάσταση των σχέσεων μαζί μας».4

Μέσα στα πλαίσια της δράσης των οικονομικών νόμων και του παγκόσμιου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, μεταξύ της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής αγοράς, αν και με πολλά εμπόδια και δυσκολίες που πρόβαλλε ο ιμπεριαλισμός, έστω και περιορισμένα, πραγματοποιούνταν διάφορες συναλλαγές.

Σε όλη τη διάρκεια της αντιπαράθεσης και της ταξικής πάλης μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χρηματιστικής ολιγαρχίας και πρώτα απ' όλα της χρηματιστικής ολιγαρχίας των ΗΠΑ, κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το εξωτερικό εμπόριο με τις σοσιαλιστικές χώρες όλο και πιο συχνά χρησιμοποιούνταν σαν προπομπός και διαμέσου του «ψυχολογικού πολέμου» ως μέσο πίεσης και ως μέσο «τιμωρίας» τους.

Σε όλο το διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου οι σοσιαλιστικές χώρες ήταν συνεχώς αντικείμενο μεγάλων

Page 153: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ή μικρών εμπορικών πολέμων, κυρώσεων, αποκλεισμών και εμπάργκο. Αυτά τα μέτρα έγιναν ιδιαίτερα δραστικά στη διάρκεια της θητείας του Προέδρου των ΗΠΑ, Ρ. Ρίγκαν και κυρίως στις συνθήκες της «Γκλάσνοστ» και της «Περεστρόικα». Στην εισήγηση του Διεθνούς Συμβουλίου για τα ζητήματα ασφαλείας των ΗΠΑ το 1988, αναφέρεται: «Η "γκλάσνοστ" και η "περεστρόικα" πρέπει να εξετάζονται ως μια σπάνια και ευνοϊκή στρατηγική δυνατότητα, την οποία ο ελεύθερος κόσμος μπορεί να αξιοποιήσει» («Ο μαρξισμός και η σύγχρονη εποχή» Νο 1 - 2 (31 - 32), 2005, σελ. 202)

Από τη θεωρητική και την πολιτική σκοπιά η πολιτική αυτή του ιμπεριαλισμού με επικεφαλής τις ΗΠΑ, βρήκε τη συγκεντρωμένη έκφρασή της στη «στρατηγική του οικονομικού αποκλεισμού» των σοσιαλιστικών χωρών, με την οποία επιδιώκονταν:

α) Ο πλήρης οικονομικός αποκλεισμός.

β) Ο ελεγχόμενος περιορισμός στην προώθηση των οικονομικών συναλλαγών.

γ) Η εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Ο καθηγητής Σ.Π. Καϊντλμπέργκερ γενικεύει τα μεγάλα οφέλη του ιμπεριαλισμού από τον οικονομικό αποκλεισμό των σοσιαλιστικών χωρών, ως εξής:

1. Απόλυτη ή σχετική μείωση του στρατιωτικού δυναμικού του αντιπάλου (δηλαδή των σοσιαλιστικών χωρών).

2. Απόλυτη ή σχετική μείωση τoυ βιοτικού επιπέδου ή της οικονομικής ανάπτυξης του δυνητικού αντίπαλου.5

Από καθαρά οικονομική σκοπιά, η πολιτική της «στρατηγικής του οικονομικού αποκλεισμού» πρόβλεπε την επίτευξη:

1. Της υποβάθμισης της οικονομικής ανόδου των σοσιαλιστικών χωρών.

2. Της στέρησης των σοσιαλιστικών χωρών από τη δυνατότητα αξιοποίησης των επιτευγμάτων της τεχνικής και των τεχνολογιών καθορισμένων κλάδων.

3. Της στέρησης των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού από τα οφέλη του διεθνούς εμπορίου.

4. Το αποτέλεσμα όλων αυτών έπρεπε να είναι η μείωση του βιοτικού επιπέδου των λαών, ή στο κάτω - κάτω της γραφής, η επιβράδυνση και των ρυθμών βελτίωσής του.

5. Της σχετικής σταθεροποίησης των οικονομικών θέσεων του καπιταλισμού έναντι του σοσιαλισμού.

Η οικονομική επίθεση εναντίον του σοσιαλισμού βρήκε την έκφρασή της και στη δημιουργία δεκάδων διεθνών οργανώσεων, που εξασφάλιζαν στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, τη σημαντική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη των άλλων καπιταλιστικών χωρών, όπως και στις σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης. Μέσω της Παγκόσμιας Τράπεζας (ΠΤ), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και με άλλες μορφές, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να επιβάλουν τα δικά τους συμφέροντα και απαγόρευαν τις κάθε είδους πιστώσεις προς τη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, όπως ήταν ο αποκλεισμός των σοσιαλιστικών χωρών από τα επιτεύγματα της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης των ΗΠΑ και των άλλων καπιταλιστικών κρατών. Παρά το ότι ο ιμπεριαλισμός και κυρίως ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός με την πολιτική του αυτή παραβίαζε τις αρχές των διεθνών οικονομικών σχέσεων, περιλαμβανομένου και αυτού του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του οποίου αναφέρεται ότι ο σκοπός του ΟΗΕ είναι να: «Πραγματοποιεί διεθνή συνεργασία, προκειμένου να επιλυθούν διεθνή προβλήματα οικονομικού, κοινωνικού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα».

Ωστόσο, οι ιθύνοντες κύκλοι των ΗΠΑ είχαν διαφορετική άποψη, θεωρούσαν ότι «Η γραμμή αυτή είναι στρατηγική για τον περιορισμό των εξαγωγών μέσω άσκησης ελέγχου στις εξαγωγές των λεγόμενων στρατηγικών υλικών, στρατηγική επιλογής, όπως σε σχέση με τα εμπορεύματα έτσι και σε σχέση με τα κράτη που προορίζονται αυτά, είναι ευέλικτη στρατηγική, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως με τη θετική έννοια, έτσι και με την αρνητική. Είναι στρατηγική του "κνούτου και των κουραμπιέδων"».6

Συγκεκριμένα η πολιτική αυτή σήμαινε αυστηρό έλεγχο στην εξαγωγή όπλων, στρατιωτικών εξοπλισμών,

Page 154: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

υλικών πυρηνικής ενέργειας, μηχανολογικών εξοπλισμών για την εξορυκτική βιομηχανία πετρελαίου, μέσων μεταφοράς στρατηγικού χαρακτήρα, υλικών παραγωγής όπλων, πυρομαχικών και άλλων.

Η ΚΟΚΟΜ

Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, ιδρύεται το 1949 η Επιτροπή Συντονισμού Εξαγωγών Ελέγχου (ΚΟΚΟΜ).

Οι πρώτες χώρες που έγιναν μέλη της ήταν: ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο. Το 1950 μπαίνουν η Νορβηγία, η Δανία, ο Καναδάς και η ΟΔΓ, το 1952 η Πορτογαλία, το 1953 η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το 1989 η Αυστραλία.

Στις αρχές της δεκαετίας του '50, οι ΗΠΑ κατάφεραν να περιλάβουν στον κατάλογο των απαγορευμένων για εξαγωγές στις σοσιαλιστικές χώρες πάνω από 2.000 εμπορικά προϊόντα. Το 1982 οι ΗΠΑ υποχρέωσαν τους συμμάχους τους, μέλη του NATO και την Ιαπωνία, να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον εκσυγχρονισμό της περιβόητης ΚΟΚΟΜ. Και πάλι κάτω από την πίεση των ΗΠΑ αργότερα η οργάνωση αυτή έφτιαξε καταλόγους που περιλάμβαναν 300.000 περίπου προϊόντα, τα οποία απαγορεύονταν να πουληθούν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Μεταξύ των προϊόντων που απαγορευόταν η εξαγωγή τους περιλαμβάνονταν: Εξοπλισμός, εγκαταστάσεις και τεχνολογίες που συνδέονταν με την αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας, βιομηχανικά προϊόντα «διπλού» - στρατιωτικού και πολιτικού - προορισμού. Η τήρηση των εξαγωγικών περιορισμών της ΚΟΚΟΜ ήταν υποχρεωτική για όλα τα κράτη που συμμετέχουν σε αυτήν.

Για το πώς χρησιμοποιήθηκε η ΚΟΚΟΜ για τους σκοπούς του ιμπεριαλισμού και κυρίως των ΗΠΑ, είναι πολύ εντυπωσιακό και χαρακτηριστικό το περιστατικό με τη Σοβιετική Ενωση, η οποία επιθυμούσε να κατασκευάσει έναν αγωγό φυσικού αερίου μήκους 3.600 μιλίων, από τις πετρελαιοφόρες πηγές του Ορενγκόι στη Βόρεια Σιβηρία έως τα σύνορα της Τσεχίας. Εκεί θα πραγματοποιούνταν η σύνδεση με ένα ευρωπαϊκό δίκτυο, που θα μπορούσε να διανέμει 1,27 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου το χρόνο σε ένα κονσόρτσιουμ της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, ο αγωγός θα εξασφάλιζε στη Σοβιετική Ενωση περίπου 32 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.

Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες παρείχαν τεχνολογικό εξοπλισμό, με αντάλλαγμα τη μελλοντική παράδοση του φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση Ρίγκαν, που επιθυμούσε να μειώσει όσο γινόταν περισσότερο τα έσοδα της Σοβιετικής Ενωσης σε σκληρό νόμισμα, αλλά και να εξαλείψει την παροχή υψηλής τεχνολογίας στην ΕΣΣΔ, ξεκίνησε μια μακρά εκστρατεία μυστικών επαφών με τους Ευρωπαίους συμμάχους, προκειμένου να τους πείσει να ακολουθήσουν τη γραμμή της.

Αρχικά, ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες της Συντονιστικής Επιτροπής Πολυμερών Εξαγωγικών Ελέγχων και κάθε χρόνο όλο και περισσότερα μηχανήματα και λοιπά τεχνολογικά προϊόντα απαγορευόταν να πουληθούν στη Σοβιετική Ενωση, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση Ρίγκαν έκανε ό,τι μπορούσε, προκειμένου να μειωθεί η τιμή του πετρελαίου (η ΕΣΣΔ ήταν, βέβαια, μεγάλος εξαγωγέας πετρελαίου), προσδοκώντας σε μια κρίση της σοβιετικής οικονομίας.

«Το 1975 από όλα τα βιομηχανικά προϊόντα που πωλούνταν στην ΕΣΣΔ από τις ΗΠΑ, το 32,7% ήταν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Η αξία των πωλήσεων ανερχόταν σε 219 εκατομμύρια δολάρια. Το 1983 οι πωλήσεις αυτές είχαν μειωθεί σε 5,4% και η αξία τους στα 39 εκατομμύρια δολάρια». Οι ΗΠΑ επίσης άσκησαν μεγάλες πιέσεις στους Δυτικοευρωπαίους, προκειμένου να εγκαταλείψουν την τακτική του δανεισμού της Σοβιετικής Ενωσης με επιτόκια χαμηλότερα από εκείνα της αγοράς.

Οι ΗΠΑ έβαλαν τελικά ως στόχο η Ευρώπη να μην εξαρτηθεί από την ΕΣΣΔ σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% των αναγκών της σε αέριο, πράγμα που σήμαινε ότι δε θα κατασκευαζόταν ο δεύτερος κλάδος του αγωγού της Σιβηρίας και δε θα κλείνονταν νέα συμβόλαια. Στόχος, που, με την κατάλληλη μυστική και φανερή διπλωματία επιτεύχθηκε, αφού Αμερικανοί αξιωματούχοι επέβαλαν συμφωνία το 1983 στο Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, που όριζε μια οροφή στις ευρωπαϊκές εισαγωγές σοβιετικού φυσικού αερίου. Το κόστος για τη σοβιετική οικονομία από την καθυστέρηση της κατασκευής του αγωγού, αλλά και από τη μη κατασκευή του δεύτερου κλάδου ήταν τεράστιο.7

Page 155: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η «ισχύς και η διπλωματία»

Σε όλη την περίοδο της ύπαρξής του ο σοσιαλισμός, ακόμα από την πρώτη μέρα της εμφάνισης του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, συνδέεται με την αδιάλειπτη αλυσίδα ενεργειών εναντίον του, από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με επικεφαλής τις ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, ο ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, για να εξοντώσει το σοσιαλισμό, αρχίζοντας με το σύνθημα της «κατάπνιξης της ρωσικής επανάστασης στη γέννησή της». Σε αυτή την αντισοσιαλιστική εκστρατεία η «ισχύς και η διπλωματία» συμβάδιζαν και συμβαδίζουν χέρι - χέρι.

Σήμερα είναι πασίγνωστο ότι ο ιμπεριαλισμός με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ακόμα από το 1917, αντιμετώπισε τη νίκη της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης με μίσος, κακία, με αποκλεισμό και με τη μη αναγνώριση για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα της νεαράς Σοβιετικής εξουσίας. Οι ΗΠΑ είναι μια από τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που έστειλαν τα στρατεύματά τους στη Σοβιετική Ρωσία για να συμμετέχουν στον εμφύλιο πόλεμο (1918 - 1921) με έναν και μοναδικό σκοπό, την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας.8 Μετά την εκδίωξή τους από τη Ρωσία, οι ιμπεριαλιστές με επικεφαλής τις ΗΠΑ, συνέχισαν την πολιτική της μη αναγνώρισης και του αποκλεισμού της Σοβιετικής Δημοκρατίας και τη συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στο πρώτο σοσιαλιστικό κράτος των εργατών και αγροτών στον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η διπλωματική αναγνώριση της Σοβιετικής Ενωσης έγινε ύστερα από 16 χρόνια, κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του Αμερικανού Προέδρου Φ. Ρούσβελτ.

Παρά και ανεξάρτητα από τη διπλωματική αναγνώριση της ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ μαζί με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες - Αγγλία και Γαλλία - και με την οικονομική τους ισχύ άρχισαν να προετοιμάζουν ενεργά τη χιτλερική Γερμανία για την επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, καθοδηγούμενες από το «διαίρει και βασίλευε».

Οι περισσότερες ιμπεριαλιστικές χώρες και πρώτα απ' όλα η Αγγλία και η Γαλλία, μπροστά στο φασιστικό κίνδυνο, παραιτήθηκαν από την πολιτική της συλλογικής απόκρουσης των επιτιθέμενων κρατών (χιτλερική Γερμανία, φασιστική Ιταλία και τη μιλιταριστική Ιαπωνία) και πέρασαν στη θέση της πολιτικής της μη επέμβασης και της «ουδετερότητας».

Τελικά, η πολιτική της μη επέμβασης και της «ουδετερότητας» δεν εξελίχθηκε όπως τη σχεδιάζανε οι ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία. Απεναντίας. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και παρά τις όποιες επιφυλάξεις τους, τελικά αναγκάστηκαν όχι μόνο να συμμετέχουν στον πόλεμο, αλλά και να συμμαχήσουν με τον ταξικό τους αντίπαλο - την ΕΣΣΔ - και από κοινού να πολεμήσουν τις χώρες του φασιστικού άξονα: «Ρώμη - Βερολίνο - Τόκιο».

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, που ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της Σοβιετικής Ρωσίας, στην ομιλία του στη Βουλή των λόρδων (28.12.1959), μεταξύ των άλλων, είπε για τον Ι.Β. Στάλιν: «Ηταν ο άνθρωπος ο οποίος εκμηδένισε τον εχθρό του με τη βοήθεια του ίδιου του εχθρού του. Μάλιστα, ανάγκασε κι εμάς, που μας ονόμαζε ιμπεριαλιστές, να πολεμήσουμε ενάντια στους ιμπεριαλιστές».

2. Η υπόσχεση, που ποτέ δεν εκπληρώθηκε

Για την ιστορική αλήθεια πρέπει να τονιστεί ότι ο Πρόεδρος Φ. Ρούσβελτ, ακόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συνδιάσκεψη της Τεχεράνης (1943), εξέφρασε την ετοιμότητά του να παράσχει βοήθεια στην ΕΣΣΔ για την αντιμετώπιση των συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Να, τι γράφει για τη βοήθεια αυτή ο Β. Μ. Μπερεζκόφ, που ήταν διερμηνέας του Ι.Β. Στάλιν στη Συνδιάσκεψη της Τεχεράνης:

«Ο Ρούσβελτ μιλούσε ότι μετά τον πόλεμο θα εξευρεθούν μεγάλες δυνατότητες για την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Σοβιετικής Ενωσης. Φυσικά - συνέχισε ο Πρόεδρος - ο πόλεμος προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στη Ρωσία. Εσάς Στρατάρχα Στάλιν σάς περιμένει πολλή δουλιά για την ανόρθωση της χώρας. Σε σχέση με αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα παράσχουν ουσιαστική βοήθεια στη χώρα σας με το οικονομικό τους δυναμικό. Νομίζω, ότι θα μπορούσαμε, μετά την κοινή μας νίκη κατά των κρατών του άξονα, να παράσχουμε στη Σοβιετική Ενωση πίστωση από κάμποσα δισεκατομμύρια δολάρια. Εννοείται τώρα στις πιο γενικές γραμμές την προσδιορίζουμε. Ολα αυτά πρέπει να συζητηθούν στον αντίστοιχο χώρο, όμως, γενικά, μια παρόμοια

Page 156: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

προοπτική φαίνεται απολύτως ρεαλιστική.

Σας είμαι πολύ ευγνώμων, κύριε Πρόεδρε, γι' αυτήν την πρόταση - είπε ο Στάλιν. Ο λαός μας υφίσταται μεγάλες στερήσεις. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τις καταστροφές στα εδάφη όπου ήταν ο εχθρός. Ο πόλεμος μας προκάλεσε τεράστιες απώλειες, και, βεβαίως, θα δεχτούμε με καλή καρδιά, τη βοήθεια από μια τέτοια πλούσια χώρα, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Φτάνει, φυσικά να είναι με αποδεχτούς όρους. Είμαι βέβαιος ότι θα συνεννοηθούμε.

Σε κάθε περίπτωση, προσωπικά, θα έχω τη φροντίδα γι' αυτό - απάντησε ο Ρούσβελτ».9

Ο Στάλιν γνωρίζοντας πολύ καλά τη φύση και το χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, υπενθύμισε στον Ρούσβελτ ότι η βοήθεια αυτή θα δοθεί χωρίς κανενός είδους όρους. Οπως είναι γνωστό, ο Στάλιν δικαιώθηκε. Οταν λίγους μήνες αργότερα ο Ρούσβελτ πέθανε, μαζί του χάθηκε και η προσωπική φροντίδα για την παροχή βοήθειας στην ΕΣΣΔ μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βέβαια, και με τον Ρούσβελτ και χωρίς τον Ρούσβελτ, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με επικεφαλής τις ΗΠΑ, έτσι και αλλιώς, θα περνούσαν στη γενική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών.

Σε ό,τι αφορά την οικονομική βοήθεια, ο Ρούσβελτ πρόβλεπε να δοθούν πιστώσεις κάμποσων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανόρθωση της ΕΣΣΔ, ενώ οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ μετά το θάνατο του Προέδρου Ρούσβελτ, ξόδεψαν πάνω από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 1.000 φορές παραπάνω, για τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και της Σοσιαλιστικής Κοινότητας.

3. Η πολιτική του «ψυχρού πολέμου»

Ποια ήταν, πράγματι, η αντίδραση των ιμπεριαλιστικών κρατών και πρώτα απ' όλα των ΗΠΑ, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες;

Η νέα κυβέρνηση του Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ανοιχτά υιοθέτησε την αντισοβιετική και αντικομμουνιστική εκστρατεία και επέβαλε στον κόσμο τον «ψυχρό πόλεμο». Μάλιστα, αυτό έγινε σε μια στιγμή όταν στη Νυρεμβέργη, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, διεξαγόταν ακόμα η δίκη ενάντια στους εμπρηστές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου - τους ναζί. Την ίδια περίοδο ο Ουίνστον Τσόρτσιλ επισκέπτεται τις ΗΠΑ και εκφωνεί στις 5 Μάρτη 1946 στην πόλη Φούλτον της Πολιτείας Μισούρι, τον περιβόητο λόγο του, στον οποίο έθεσε το ζήτημα για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ, και εγκαινίασε έτσι, την έναρξη του «ψυχρού πολέμου», με τη χρησιμοποίηση του όρου «σιδηρούν παραπέτασμα».

Ο Τσόρτσιλ στην ομιλία του αυτή, μεταξύ των άλλων είπε: «Από το Στετίνο στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα (η υπογράμμιση είναι δική μου - Γ.Π.) έχει απλωθεί κατά μήκος της Ηπείρου (...). Η απειλή μιας νίκης της τυραννίας βαραίνει πάνω στη στέγη κάθε σπιτιού, πάνω στο κεφάλι κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Η πείρα μου από τον πόλεμο μου έδειξε ότι οι Ρώσοι δε σέβονται παρά μόνο τη βία (...). Η στενή συμμαχία αγγλόφωνων λαών, η οργανωμένη αεροπορική και ναυτική συνεργασία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούν τη μόνη οδό των ελευθεριών μας (...). Μαζί, αδελφικά, ενωμένοι θα είμαστε οι κύριοι του μέλλοντος».10

Το πρωτότυπο από το οποίο ο Τσόρτσιλ αντέγραψε τον παραπάνω όρο, συντάχτηκε από έναν από τους κύριους εγκληματίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Γιόζεφ Γκαίμπελς. Στο περιοδικό «Ντας Ράιχ» (25.2.1945) δημοσιεύτηκε άρθρο του, στο οποίο προειδοποιούσε το δυτικό κόσμο ότι σε περίπτωση νίκης της Σοβιετικής Ενωσης, κάτω από την εξουσία του μπολσεβικισμού, θα βρεθεί η Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Πάνω σ' αυτό το τεράστιο, αν παρθεί υπόψη και η ΕΣΣΔ, έδαφος θα «κατέβει» το «σιδηρούν παραπέτασμα».11 Η νέα γενική επίθεση του ιμπεριαλισμού με επικεφαλής τις ΗΠΑ ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες προετοιμαζόταν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά άρχισε να πραγματοποιείται αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Θα νικήσουμε με άλλα μέσα

Το 1947 οι ΗΠΑ δημιουργούν την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ). Η σύνθεσή της τότε

Page 157: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

αποτελούνταν από 5.000 άτομα, ενώ ο προϋπολογισμός της ανερχόταν στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια. Με ένα μέρος αυτών των χρημάτων εξαγοράστηκαν οι πράκτορες και οι αντιφρονούντες, οι αποτελούντες τη λεγόμενη Πέμπτη Φάλαγγα: συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, αθλητές και άλλοι αποστάτες και προδότες.

Το 1949, οι κύριες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης με επικεφαλής τις ΗΠΑ ίδρυσαν το NATO, αυτήν την ένοπλη δύναμη κρούσης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού στην αντιπαράθεσή του με την ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Η επίθεση του ιμπεριαλισμού εντάθηκε ακόμα πιο πολύ μετά το θάνατο του Στάλιν. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζον Κένεντι επιβεβαίωνε την εκπλήρωση του σχεδίου Αλαν Ουέλς Ντάλες, με τα λόγια: «Εμείς δεν μπορούμε να νικήσουμε την ΕΣΣΔ με συνηθισμένο πόλεμο. Μπορούμε να νικήσουμε την ΕΣΣΔ με άλλα μέσα: ιδεολογικά, ψυχολογικά, με την προπαγάνδα, με την οικονομία».12

Το «πιστεύω» του ιμπεριαλισμού γενικά και του αμερικανικού ειδικότερα, πάντα ήταν και είναι: «Να επεμβαίνουν όπου θέλουν, όπως θέλουν και όποτε θέλουν».

Τη φιλοσοφία και τη λογική αυτή του ιμπεριαλισμού την εξέφρασε με τον πιο κυνικό τρόπο το 1895 ο βασιλιάς του χρηματιστικού κεφαλαίου Σέσιλ Ροντς, τονίζοντας ότι «...πείσθηκα περισσότερο από πριν για τη σπουδαιότητα του ιμπεριαλισμού... Η αγαπημένη μου σκέψη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και συγκεκριμένα: για να σωθούν τα σαράντα εκατομμύρια κάτοικοι του Ενωμένου Βασιλείου από το φονικό πόλεμο πρέπει εμείς, οι πολιτικοί της αποικιοκρατίας, να κατακτήσουμε νέα εδάφη για να εγκαταστήσουμε τον περίσσιο πληθυσμό, για ν' αποκτήσουμε καινούργιες περιοχές πώλησης των εμπορευμάτων που παράγουν τα εργοστάσια και τα μεταλλεία. Πάντα έλεγα ότι η αυτοκρατορία είναι ζήτημα στομαχιού. Αν δε θέλετε εμφύλιο πόλεμο, πρέπει να γίνετε ιμπεριαλιστές».13

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η εξομολόγηση του γνωστού Αμερικανού πολιτικού παράγοντα Φούλμπραϊτ, ο οποίος γράφει: «Εμείς δημιουργήσαμε μια κοινωνία, το κύριο επάγγελμα της οποίας είναι η βία. Ο σοβαρότερος κίνδυνος για το κράτος μας δεν είναι κάποια εξωτερική δύναμη, αλλά ο εσωτερικός μας μιλιταρισμός. Δημιουργείται η καταπιεστική εντύπωση ότι εμείς στην Αμερική σαφώς έχουμε συνηθίσει στους πολέμους. Στη διάρκεια πολλών χρόνων εμείς ή πολεμούμε ή άμεσα είμαστε έτοιμοι ν' αρχίσουμε πόλεμο σε κάθε περιοχή του κόσμου. Ο πόλεμος και οι στρατιωτικοί έγιναν αχώριστο μέρος του βίου μας».14

Αδιάψευστος μάρτυρας γι' αυτό είναι η ίδια η Ιστορία. Ακόμα και η επίσημη αμερικανική ιστοριογραφία αναγκάστηκε ν' αναγνωρίσει το γεγονός ότι μόνο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ συμμετείχαν σχεδόν σε 120 ληστρικούς πολέμους και διεξήγαγαν πάνω από 8.600 ένοπλες πολεμικές συγκρούσεις.15

Οι πολεμικές επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών

Από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δώθε ο ιμπεριαλισμός με επικεφαλής τις ΗΠΑ ή με την υποστήριξή τους είναι υπεύθυνος για 100 πολέμους και ένοπλες πολεμικές συγκρούσεις.16

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η ανθρωπότητα μπήκε στον 21ο αιώνα με πάνω από 40 πολέμους και πολεμικές διενέξεις σε όλες τις ηπείρους, τους οποίους διεξάγει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ επεκτείνει την ακτίνα δράσης του προς Ανατολάς και οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ έχουν φτάσει σε αστρονομικούς αριθμούς.

Στις σύγχρονες συνθήκες, οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε χώρα μιας τερατωδώς στρατιωτικοποιημένης οικονομίας. Ιδιαίτερα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη του 2001, οι ΗΠΑ βρήκαν ό,τι τους έλειπε: το νομιμοποιητικό πλαίσιο για την περαιτέρω επέκταση και ανανέωση του στρατιωτικού τους οπλοστασίου.

Η κυβέρνηση Μπους προχώρησε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στην αύξηση των αμυντικών δαπανών των ΗΠΑ. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι σήμερα ο «αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ να αντιστοιχεί σε ποσοστό 45% περίπου των αμυντικών δαπανών του συνόλου των 189 κρατών του πλανήτη και να επιτρέπει στην υπερδύναμη να δαπανά διπλάσια από ό,τι όλοι οι άλλοι εταίροι της στο NATO μαζί»17. Χάριν της ποιοτικής διαφοράς των εξοπλισμών: «Τα 24.000 δολάρια ανά στρατιώτη που δαπανούν οι ΗΠΑ, μόνο για την

Page 158: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

ανάπτυξη νέων συμβατικών οπλικών συστημάτων, είναι ποσό εξαπλάσιο του μέσου όρου των ευρωπαϊκών χωρών»18.

Οι στρατιωτικές δαπάνες των χωρών - μελών του NATO ακολουθούν μια ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα να έχουν φτάσει σήμερα σε αστρονομικά μεγέθη:

1953: 64 δισ. δολάρια.

1980: 255 δισ. δολάρια.

1985: 327 δισ. δολάρια.

1990: 503 δισ. δολάρια.

1992: 509 δισ. δολάρια19

Σήμερα διανύουμε την περίοδο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», «που, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, περιλαμβάνει μια δραματική αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών και δραστηριοτήτων, ανανέωση του στρατιωτικού οπλοστασίου, μεταπολεμικά συστήματα ανάλογα των νέων στρατηγικών αναγκών, πολιτική πίεση προς τους εταίρους του NATO για την αύξηση των σχετικών τους προϋπολογισμών και βέβαια, αλλαγή του στρατιωτικού δόγματος των ΗΠΑ».20

Ο επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, Λόρενς Λίντσεϊ δήλωσε ότι το πακέτο των εξόδων του πολέμου μπορεί να φτάσει στο 2% του σημερινού ΑΕΠ των ΗΠΑ (περίπου 200 δισ. δολάρια).21

Ο πρώτος πόλεμος κατά του Ιράκ με την επωνυμία «Καταιγίδα της Ερήμου», στοίχισε 61,1 δισ. δολάρια. Από αυτά πλήρωσαν οι ΗΠΑ μόνο 7,4 δισ., τα υπόλοιπα τα μοιράστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, η Ιαπωνία και η Γερμανία (η οποία πλήρωσε 18 δισ. μάρκα).22

Σχετικά με τις πιέσεις των Αμερικανών για γενναία αύξηση των προϋπολογισμών στις χώρες - μέλη του NATO, ο κος Παπαντωνίου είπε: «Η Ελλάδα ακόμα και με το 4% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες θα ξοδεύει υπερδιπλάσια σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες. Οι δαπάνες μας είχαν φτάσει σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα. Τώρα, απλώς θα είμαστε σε υψηλά επίπεδα, θα φύγει δηλαδή το "πάρα πολύ υψηλά"».23

Μέσα σε αυτή τη λογική εκπονήθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη και το Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισμού (ΕΜΠΑΕ) των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για την πενταετία 1996 - 2000, το συνολικό ύψος του οποίου ανέρχεται στα 11,7 δισ. ευρώ, το οποίο στην πλήρη υλοποίησή του αναμένεται ότι θα αγγίξει τα 20,5 δισ. ευρώ24.

(Συνεχίζεται)

1. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Απαντα, τόμος 27, σελ. 415.

2. «Το βήμα», 24/1/1993.

3. «Παγκόσμια οικονομία και Διεθνείς σχέσεις», τεύχος 11/1987, σελ. 147.

4. Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Δημοκρατίας μας» Απαντα, τόμ. 44, σελ. 304 - 305.

5. «Υπονομευτικές ενέργειες κατά του σοσιαλισμού. Αβάνα, Βουδαπέστη, Βαρσοβία, Μόσχα, Πράγα, Σόφια», 1987, σελ. 179.

6. «Υπονομευτικές ενέργειες κατά του σοσιαλισμού. Αβάνα, Βουδαπέστη, Βαρσοβία, Μόσχα, Πράγα, Σόφια», 1987, σελ. 181.

7. «Ριζοσπάστης», 21.12.2003.

8. Στην επέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού κατά της νεαρής Σοβιετικής Δημοκρατίας το 1919 συμμετείχαν οι στρατιωτικές δυνάμεις των καπιταλιστικών κρατών: Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιαπωνία, Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Τσεχοσλοβακία, Σερβία, Κίνα, Φινλανδία, Ελλάδα, Πολωνία, Ρουμανία και η Τουρκία.

Page 159: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

9. Β. Μ. Μπερεζκόφ: «Σελίδες από τη διπλωματική ιστορία». Παρτιζντάτ. Σόφια 1988, σελ. 324, ή Μιχαήλ Κίλεφ: «Ο Χρουστσόφ και η διάλυση της ΕΣΣΔ». Σόφια 1999, σελ. 189 - 190.

10. «Μια ιστορία ιμπεριαλιστικής φρίκης που μπορεί να ανατραπεί». «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», 4.4.2004.

11. «Κρατική τρομοκρατία σε δράση...» Πρακτορείο «Σόφια Πρες». Σόφια 1986, σελ. 134.

12. Μιχαήλ Κίλεφ: «Ο Χρουστσόφ και η διάλυση της ΕΣΣΔ». Εκδοτικός Οίκος «Χρίστο Μπότεφ». Σόφια 1999, σελ. 87.

13. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» Απαντα, τόμος 27, σελ. 382.

14. Μιχαήλ Κίλεφ: «Ο Χρουστσόφ και η διάλυση της ΕΣΣΔ». Σόφια 1999, σελ. 149.

15. Μιχαήλ Κίλεφ: «Ο Χρουστσόφ και η διάλυση της ΕΣΣΔ». Εκδοτικός Οίκος «Χρίστο Μπότεφ». Σόφια 1999, σελ. 149.

16. Λεονίντ Γιερεμιέφ: «Η Σοβιετική Ενωση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 1941 - 1945». Εκδοτ. Οίκος «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος» Α.Ε., Αθήνα 1997, σελ. 141.

17. «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 8.9.2002.

18. Στο ίδιο.

19. «Ο μαρξισμός και η σύγχρονη εποχή», τ. 1 - 2/22 - 23, 2002, σελ. 133 και 134.

20. Νικόλαος Μ. Λιούσης: «Αλήθεια και ψέματα για τις αμυντικές δαπάνες». Επιθεώρηση της «Ημερησίας», για τη γεωστρατηγική και άμυνα. Οκτώβρης 2002, σελ. 77.

21. «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», 22.9.2002.

22. «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», 22.9.2002.

23. Γιάννος Παπαντωνίου: Συνέντευξη στην Επιθεώρηση της «Ημερησίας» για τη γεωστρατηγική και την άμυνα. Οκτώβρης 2002, σελ. 9.

24. Επιθεώρηση της «Ημερησίας» για τη γεωστρατηγική και την άμυνα. Οκτώβρης 2002, σελ. 121.

Τα σχέδια πυρηνικής επίθεσης ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό

Ο «Ρ» συνεχίζει σήμερα τη δημοσίευση του 2ου μέρους του άρθρου του Γιώργου Πολυμερίδη «Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη»

Διαμαρτυρία κατοίκων της Μόσχας κατά της ανάπτυξης ΝΑΤΟικών πυρηνικών πυραύλων Ο ιμπεριαλισμός, διατηρώντας το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας, στο πρόσωπο των ΗΠΑ, στα τέλη του Β΄

Page 160: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Παγκόσμιου Πολέμου προσπάθησε να το χρησιμοποιήσει σαν μέσο πίεσης κατά της ΕΣΣΔ. Στη λογική αυτή οι στρατιωτικοί εγκέφαλοι του αμερικανικού Πενταγώνου άρχισαν να καταρτίζουν τα πρώτα σχέδια πυρηνικής επίθεσης ενάντια στο σοσιαλιστικό σύστημα.

Για το πότε και πώς οι στρατιωτικοί εγκέφαλοι του ιμπεριαλισμού, και πρώτα απ' όλα των ΗΠΑ, άρχισαν να καταρτίζουν τα πρώτα σχέδια για την πυρηνική επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, νομίζουμε ότι αξίζει να παραθέσουμε μερικά εκτενή αποσπάσματα από την εργασία με τον τίτλο: «Υπονομευτικές ενέργειες κατά του σοσιαλισμού». Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται ότι:

Το πρώτο σχέδιο πυρηνικής επίθεσης των ΗΠΑ ενάντια στην ΕΣΣΔ περιεχόταν στη μελέτη της Ενωμένης Επιτροπής Κατασκοπίας αρ. 329 της 3ης Νοέμβρη 1945 που ονομάστηκε «Το στρατηγικό τρωτό σημείο της Ρωσίας για την περιορισμένη αεροπορική επίθεση».

Στη μελέτη προγραμματιζόταν πυρηνικό πλήγμα ενάντια σε 20 μεγάλες πόλεις της Σοβιετικής Ενωσης, αναφερόταν κατάλογος αυτών των πόλεων και προγνωστικά για την πιθανή ζημιά. Προτεινόταν να ριχτούν ενάντια στη Σοβιετική Ενωση 196 ατομικές βόμβες.

Τον Ιούνη 1946 η επιτροπή των αρχηγών επιτελείων ολοκλήρωσε την επεξεργασία του πρώτου γενικού σχεδίου πολέμου με τη Σοβιετική Ενωση, με την κωδική ονομασία «ΠΙΝΤΣΕΡ». Το σχέδιο ξεκινούσε από το ότι ο πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ θα αρχίσει το καλοκαίρι του 1946 ή του 1947. Στα ντοκουμέντα που συνδέονταν με το σχέδιο περιεχόταν προσχέδιο για την καταστροφή 20 σοβιετικών πόλεων με πυρηνικά πλήγματα.

Τον Αύγουστο 1947 η επιτροπή αρχηγών των επιτελείων αναθεώρησε το σχέδιο «ΠΙΝΤΣΕΡ» και κατέστρωσε το νέο σχέδιο «ΜΠΡΟΪΛΕΡ», το οποίο ξεκινούσε από τη δυνατότητα «απελευθέρωσης» της Ανατολικής Ευρώπης και τη συνθηκολόγηση της ΕΣΣΔ.

Το Γενάρη του 1948 στη Φλόριντα (Κη-Ουέστ) πραγματοποιήθηκε σύσκεψη των αρχηγών επιτελείων όλων των όπλων των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ.

Η σύσκεψη επεξεργάστηκε και ενέκρινε το έκτακτο σχέδιο βραχυπρόθεσμου πολέμου με την ΕΣΣΔ με την κωδική ονομασία «ΓΚΡΑΜΠΕΡ». Αυτό που διέκρινε το σχέδιο από τα άλλα ήταν ότι ξεκινούσε από τη δυνατότητα έναρξης πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ, οποιαδήποτε στιγμή και όταν υπάρχει ο παράγοντας αιφνιδιασμού.

Στο δεύτερο εξάμηνο του 1948 η επιτροπή των αρχηγών επιτελείων άρχισε την επεξεργασία νέου έκτακτου σχεδίου πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ με την κωδική ονομασία «ΦΛΙΓΟΥΝΤ». Στο σχέδιο αναγνωριζόταν η αποφασιστική σημασία του αιφνιδιαστικού πυρηνικού πλήγματος ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και προβλεπόταν η καταστροφή πόλεων σαν αποτέλεσμα συγκεντρωτικού πλήγματος 133 ατομικών βομβών.

Απαντώντας στις δοκιμές πυρηνικών όπλων στη Σοβιετική Ενωση το συμβούλιο εθνικής ασφάλειας εξέδωσε την οδηγία SNB-68 (Σεπτέμβρης 1950), η οποία απαιτούσε την εφαρμογή τέτοιας πολιτικής και τέτοιες ενέργειες που «πρέπει να προκαλέσουν ριζικές αλλαγές στο χαρακτήρα του σοβιετικού συστήματος...».

Τρεις στόχοι

Οι ανώτατοι στρατιωτικοί κύκλοι εξέτασαν το ζήτημα ενός προληπτικού πυρηνικού πλήγματος ενάντια στην ΕΣΣΔ. Η στρατηγική αεροπορική διοίκηση επεξεργάστηκε ένα σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΤΡΟΓΙΑΝ», το οποίο προέβλεπε τους πρώτους τρεις μήνες του πολέμου να ριχτούν ενάντια σε εγκαταστάσεις σε 100 σοβιετικές πόλεις 300 πυρηνικές βόμβες. Σε λίγο όμως αποσύρθηκε το ζήτημα του προληπτικού πλήγματος, διότι διευκρινίστηκε ότι οι ΗΠΑ δε διαθέτουν αρκετές δυνάμεις για να νικήσουν πλήρως τη Σοβιετική Ενωση. Αποφασίστηκε η προετοιμασία συνασπισμού χωρών για επιδρομή ενάντια στην ΕΣΣΔ. Το σχέδιο ενός πολέμου συνασπισμού ενάντια στη Σοβιετική Ενωση καταρτίστηκε στην επιτροπή των αρχηγών επιτελείων από το 1949 με την κωδική ονομασία «ΝΤΡΟΠΣΟΤ». Σχεδιαζόταν ν' αρχίσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στην ΕΣΣΔ το 1957, να ριχτούν ενάντια σε στόχους στη Σοβιετική Ενωση πάνω από 300 ατομικές και 250 χιλ. τόνοι συνηθισμένων βομβών, να προσελκυστούν στον πόλεμο 164 μεραρχίες (οι 69 από αυτές αμερικανικές) και να καταληφθεί τμήμα του εδάφους της ΕΣΣΔ.

Page 161: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Παράλληλα με τα αναφερόμενα σχέδια οι διοικήσεις των διαφόρων ειδών όπλων στις ΗΠΑ επεξεργάστηκαν την περίοδο 1945-1949 ολόκληρη σειρά «ειδικευμένων» προσχεδίων για πυρηνική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ. Σ' αυτά συγκαταλέγονται τα πλάνα με την κωδική ονομασία «Τοτάλιτι» (1945), «Κόγκβιλ», «Φάμπλσταρ», «ABC-101», «Τσεριότιρ» (1948), «Οφτεκαλ» (1949).

Ο σχεδιασμός πυρηνικής επίθεσης ενάντια στη Σοβιετική Ενωση συνεχίστηκε στις ΗΠΑ και τη δεκαετία '50. Οι σκοποί και οι προθέσεις αυτών των σχεδίων παρέμεναν οι προηγούμενοι. Ετσι, το σχέδιο του 1954-1955 προνοούσε την εκπλήρωση τριών βασικών στόχων: «Μπράβο» - την εξουδετέρωση της σοβιετικής ικανότητας για απαντητικό πλήγμα ενάντια στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. «Δέλτα» - την καταστροφή των ζωτικών στοιχείων της σοβιετικής ικανότητας για διεξαγωγή πολέμου. «Ρομέο» - την εξουδετέρωση της ικανότητας της Σοβιετικής Ενωσης να αμύνεται στα ευρωασιατικά θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων.

Στο σχέδιο υπήρχε εντολή, να ριχτούν την πρώτη μισή ώρα της επίθεσης ενάντια σε στόχους της Σοβιετικής Ενωσης 400 ατομικές βόμβες και στη συνέχεια 600-750. Ο διοικητής της στρατηγικής αεροπορικής διοίκησης των ΗΠΑ στρατηγός Λέμεϊ υπολόγιζε να κατατροπώσει την ΕΣΣΔ σε διάστημα περίπου 30 ημερών.

Τον Αύγουστο του 1960 η στρατηγική αεροπορική διοίκηση ανέλαβε την αρμοδιότητα να σχεδιάσει πυρηνική επιδρομή ενάντια στη Σοβιετική Ενωση.

Τον ίδιο χρόνο το επιτελείο κατάρτισε το πρώτο «Ενιαίο επιχειρησιακό σχέδιο - ΣΙΟΠ 1», ενώ το Δεκέμβρη 1961, τη νέα παραλλαγή «ΣΙΟΠ 2». Το καθορισμένο σχέδιο περιλαμβάνει πέντε βασικές παραλλαγές για τη χρησιμοποίηση των στρατηγικών δυνάμεων:

-- Πυρηνικό πλήγμα στις σοβιετικές στρατηγικές δυνάμεις,

-- Πυρηνική επίθεση ενάντια στα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας, με σκοπό την κάλυψη των πτήσεων των αμερικανικών βομβαρδιστικών και την προέλαση των στρατευμάτων γενικού προορισμού,

-- Πυρηνικό πλήγμα ενάντια στα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας πόλεων,

-- Πυρηνική επίθεση ενάντια στην οργάνωση της διοίκησης και διεύθυνσης των σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων,

-- Ολοκληρωτική εξόντωση του πληθυσμού και των βιομηχανικών κέντρων.

Το σχέδιο «ΣΙΟΠ 2» είχε επισημάνει σαν στρατηγικούς στόχους σχεδόν 6 χιλιάδες χώρους κι εγκαταστάσεις.

Με βάση το σχέδιο «ΣΙΟΠ 3» αργότερα και το σχέδιο «ΣΙΟΠ 4» (επικυρωμένο το Φλεβάρη του 1967) ο αριθμός των στόχων διευρύνεται μέχρι 10 χιλιάδες, και το 1971, μέχρι 16 χιλιάδες.

Το Δεκέμβρη του 1975 εγκρίθηκε το ακόλουθο επιχειρησιακό σχέδιο «ΣΙΟΠ 5», που προέβλεπε 4 είδη βασικών επιχειρήσεων των στρατηγικών δυνάμεων.

-- Παραλλαγές μεγάλων επιθέσεων (σε βιομηχανικές μονάδες),

-- Παραλλαγές επιλεγμένων επιθέσεων (σε στρατιωτικούς στόχους),

-- Παραλλαγές περιφερειακών επιθέσεων (σε ξεχωριστές περιοχές).

Ο αριθμός των στόχων ανέρχεται σε 25 περίπου χιλιάδες.

Στο επιχειρησιακό σχέδιο «ΣΙΟΠ 5 Δ», που επικυρώθηκε το 1978, ο αριθμός των στόχων διευρύνθηκε φτάνοντας τις 40 χιλιάδες.

Στρατηγικές δυνάμεις

Με την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ, στα σχέδιά της για πόλεμο ενάντια στην ΕΣΣΔ έριξε το κύριο βάρος στην αύξηση των στρατηγικών επιθετικών δυνάμεων.

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 οι ΗΠΑ διέθεταν περίπου 1.900 πυραυλοφορείς πυρηνικών όπλων με πάνω από 4.700 πυρηνικές κεφαλές.

Page 162: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Το 1967 τελείωσε η δημιουργία της στρατηγικής τριάδας που περιλάμβανε στη σύνθεσή της ακόμα τότε 1.054 εκτοξευτές πυραύλων «Μινιτμάν 1», «Μινιτμάν 2» και «Τιτάν 2», 656 εκτοξευτές για βαλλιστικούς πυραύλους υποβρυχίων «Πολάρις Α-2» και «Πολάρις Α-3», καθώς και 615 στρατηγικά βομβαρδιστικά τύπου Β-52 και Β-58.

Στα μέσα της δεκαετίας του '60 οι ΗΠΑ άρχισαν την πραγματοποίηση του στρατιωτικού προγράμματος για την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων με ατομικό χειρισμό σκόπευσης. Τη δεκαετία του '70 εισήχθησαν στον πυρηνικό εξοπλισμό 550 πύραυλοι «Μινιτμάν 3» διαθέτοντας ο καθένας από τρεις μαχητικές κεφαλές, 31 ατομικά υποβρύχια εξοπλίστηκαν με 496 βαλλιστικούς πυραύλους «Ποσειδώνας C-3», από τους οποίους ο καθένας ήταν εφοδιασμένος με 10-14 μαχητικές κεφαλές. Η στρατηγική αεροπορία βομβαρδιστικών εξοπλίστηκε με τα ισχυρότερα μαχητικά πυραυλικά συστήματα ΣΡΕΜ. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα τη δεκαετία του '70, χωρίς ν' αυξάνεται η ποσότητα των πυραυλοφορέων, οι δυνατότητες των στρατηγικών επιθετικών δυνάμεων των ΗΠΑ να επιφέρουν πυρηνικό πλήγμα με μια εκτόξευση ή πτήση στον καθορισμένο στόχο διπλασιάστηκαν. Αισθητά αυξήθηκαν οι μαχητικές τους δυνατότητες να πλήττουν ισχυρής οχύρωσης στόχους.

Την ίδια περίοδο συνεχίστηκε η κατασκευή νέων συστημάτων όπλων: Στρατηγικοί ιπτάμενοι πύραυλοι θαλάσσιας, εναέριας και χερσαίας στήριξης, διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι «MX», βαλλιστικοί πύραυλοι μέσου βεληνεκούς «Πέρσινγκ-2», στρατηγικό βομβαρδιστικό «Β-1», νέες μαχητικές κεφαλές για βαλλιστικούς πυραύλους, άρχισε η κατασκευή νέων ατομικών υποβρυχίων και η παραγωγή βαλλιστικών πυραύλων «Τράινταντ-1» για τα συστήματά τους.

Τον Οκτώβρη 1981 ο Πρόεδρος Ρίγκαν ανακοίνωσε το «στρατηγικό πρόγραμμα» για τη δεκαετία του '80 που εμπεριέχει στοιχεία για την παραπέρα αύξηση του στρατηγικού πυρηνικού δυναμικού. Στο πρόγραμμα αυτό ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην ανάπτυξη των πυραύλων «MX» και «Μιτζιτμάν», στην κατασκευή και εγκατάσταση του βαλλιστικού πυραύλου «Τράινταντ-2», στα στρατηγικά βομβαρδιστικά, φορείς ιπτάμενων πυραύλων μεγάλης ακτίνας δράσης.

Σε σύγκριση με τα τέλη της δεκαετίας του '40 και αρχές της δεκαετίας του '50, στα αμερικανικά σχέδια για πυρηνική επιδρομή εναντίον της ΕΣΣΔ έγιναν ριζικές αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές εκφράζονται με το τεράστιο άλμα σε σχέση με τον αριθμό των στόχων, που είναι ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας για τους σκοπούς του Πενταγώνου (από 70 στόχους το 1949, αυξήθηκαν σε 40 χιλιάδες περίπου μετά από 30 χρόνια), καθώς και με το ότι οι στόχοι των αμερικανικών πυραύλων τώρα δε βρίσκονται μόνο στο κέντρο της ΕΣΣΔ, αλλά και στις απόμακρες περιοχές, περιφέρειες και νομούς.

Συνεχίζεται

Η στρατιωτικο-στρατηγική ισορροπία

Το 3ο μέρος του άρθρου του Γιώργου Πολυμερίδη «Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη»

Με τον ερχομό στην εξουσία της κυβέρνησης του Ρίγκαν, η χρήση της βίας στις διεθνείς σχέσεις από μέρους της Ουάσινγκτον σημαντικά μεγάλωσε. Το διακηρυχθέν τη δεκαετία του '80 δόγμα για «ανοιχτή αναμέτρηση» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ στοχεύει την επίτευξη «πλήρους και αναμφισβήτητης υπεροπλίας των ΗΠΑ», την «καθιέρωση του ηγετικού ρόλου της Αμερικής στον κόσμο», την «ενεργό αντενέργεια ενάντια στη Σοβιετική Ενωση σ' όλες τις περιοχές του κόσμου»1.

Page 163: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με την απώλεια του μονοπωλίου της ατομικής βόμβας. Γι' αυτό και σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου ακολουθούσε την πολιτική του «ψυχρού πολέμου» και του κυνηγητού των εξοπλισμών. Με την πολιτική αυτή προσπαθούσε να διατηρήσει τη «στρατιωτική του υπεροχή» απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση η Σοβιετική Ενωση υποχρεώθηκε, παρά τη θέλησή της, να ακολουθήσει το κυνήγι των εξοπλισμών που της επέβαλε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και να πετύχει τη στρατιωτικο-στρατηγική ισορροπία με τις ΗΠΑ και κατ' επέκταση και ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Η πορεία αυτή φαίνεται πολύ καλά από το σχετικό πίνακα, στον οποίο αντικατοπτρίζεται η δυναμική του κυνηγητού των εξοπλισμών μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.

18γ (ΠΙΝΑΚΑΣ)

Είναι ιστορική αλήθεια πως η ΕΣΣΔ, σε διάκριση από τις ΗΠΑ, ποτέ δεν απείλησε την ανθρωπότητα με πυρηνική καταστροφή. Το πυραυλο-πυρηνικό της οπλοστάσιο η Σοβιετική Ενωση το είχε για την άμυνά της και την άμυνα των συμμάχων της από την απειλή του ιμπεριαλισμού, όπως για το σταμάτημα του κυνηγητού των πολεμικών εξοπλισμών και για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Τα τελευταία χρόνια η πυρηνική ισορροπία μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας είναι η παρακάτω:

Πυρηνική ισορροπία2

Σημερινές πυρηνικές δυνάμεις - Διηπειρωτικοί Βαλλιστικοί Πύραυλοι

-- ΗΠΑ: 600 εκτοξευτές (500 πύραυλοι Μίνιουτμαν ΙΙ και 50 Πισκίπερ) επί αμερικανικού εδάφους. Σύνολο κεφαλών: 2.151

-- Ρωσία: 750 εκτοξευτές: 174 SS-18 Σατάν και 150 SS-19 Στιλέτο (σε βάσεις πυραύλων), 36 SS-24 Σκάλπελ (επί σιδηροδρομικών αμαξοστοιχιών), 360 SS-25 Σικλ (κινητοί), 6 SS-18 και 24 SS-27 Τοπόλ (σε σιλό εκτόξευσης). Σύνολο κεφαλών: 3.444

Βαλλιστικοί Πύραυλοι με βάση στη θάλασσα

-- ΗΠΑ: 448 συστήματα εκτόξευσης: 432 πύραυλοι Τράιντεντ σε 18 υποβρύχια κατηγορίας Οχάιο και 16 συστήματα εκτόξευσης πυραύλων Ποσειδών σε παροπλισμένο υποβρύχιο. Σύνολο κεφαλών: 3.616

-- Ρωσία: 280 πύραυλοι σε 17 υποβρύχια εν ενεργεία, καθώς και 156 πύραυλοι σε παροπλισμένα υποβρύχια. Σύνολο κεφαλών: 2.024

Στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη

-- ΗΠΑ: 295 αεροσκάφη. Σύνολο κεφαλών: 1.528

-- Ρωσία: 80 αεροσκάφη. Σύνολο κεφαλών: 626

Συμφωνίες μείωσης οπλοστασίου μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας

-- Αντιβαλλιστική συνθήκη ΑΒΜ 1972

Page 164: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η πρώτη προσπάθεια για ανάσχεση της παγκόσμιας εξοπλιστικής κούρσας. Η συμφωνία απαγόρευε την παγκόσμια ανάπτυξη συστημάτων άμυνας εναντίον πυρηνικής επίθεσης. Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι υπαναχωρούν από τη συνθήκη για την ανάπτυξη αντιπυραυλικής ασπίδας.

-- Συνθήκη για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Οπλων ΣΤΑΡΤ Ι Ιούλης 1991

Η πρώτη μεταψυχροπολεμική συνθήκη τέτοιου είδους έθεσε ανώτατο όριο ανάπτυξης πυρηνικών συστημάτων στα 1.600 και πυρηνικών κεφαλών τις 6.000, ενώ συμπεριέλαβε και όρια για τις τιμές ώθησης των πυραύλων.

-- ΣΤΑΡΤ ΙΙ Γενάρης 1993

Η συμφωνία ζητούσε και από τις δύο πλευρές να μειώσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο στις 3.000 με 3.500 κεφαλές έως το 2008 και να αποσυναρμολογήσουν τις πολλαπλές κεφαλές έως το 2004. Ο Πρόεδρος Μπους ανακοίνωσε πέρυσι ότι οι ΗΠΑ δε θα επικυρώσουν τη συμφωνία. Σύνολο κεφαλών: ΗΠΑ: 7.295, Ρωσία: 6.094

Η επίτευξη όμως της στρατιωτικο-στρατηγικής ισορροπίας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μεταξύ του NATO και του Συμφώνου Βαρσοβίας χάλασε τα σχέδιά τους, και ανάγκασε τη στρατιωτικο-πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ να αναθεωρήσει μερικές πλευρές της πυρηνικής της πολιτικής απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Την επίτευξη αυτή, της κατά προσέγγιση ισορροπίας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μεταξύ NATO - Συμφώνου Βαρσοβίας υποχρεώθηκε να την αναγνωρίσει και η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με τη δήλωση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ, Ρ. Νίξον: «Εγώ θα ήθελα να υπενθυμίσω στους εκπροσώπους του Τύπου ότι την περίοδο εκείνη (έχει υπόψη του τις αρχές της δεκαετίας του 1960 - Γ. Π.), όλοι οι ειδικοί ήταν ομόφωνοι ότι η υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Σοβιετικής Ενωσης ανερχόταν σε αναλογία με το συνολικό πυρηνικό δυναμικό το λιγότερο κατά 4:1, ίσως και 5:1. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά: Η διαφορά έχει εκλείψει. Αυτή ουδέποτε δε θα υπάρξει»3.

Το κόστος

Η επίτευξη της στρατιωτικο-στρατηγικής ισορροπίας ανάμεσα στο NATO και το Σύμφωνο Βαρσοβίας είχε ένα μεγάλο κόστος για τις σοσιαλιστικές χώρες. Το κυνήγι των εξοπλισμών ήταν ουσιαστικά μια οικονομική αιμορραγία, την οποία επιδίωκε από την αρχή με όλα τα μέσα ο ιμπεριαλισμός.

Ως επιβεβαίωση της οικονομικής αιμορραγίας αναφέρουμε ενδεικτικά στοιχεία από τη διάρθρωση του κρατικού προϋπολογισμού της ΕΣΣΔ κατά την περίοδο 1940-1980.

(ΠΙΝΑΚΑΣ)

Από τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα φαίνεται ότι σε απόλυτους αριθμούς οι στρατιωτικές δαπάνες της πρώην ΕΣΣΔ τριπλασιάστηκαν, ενώ ποσοστιαία μειώθηκαν από το 32% μέχρι 6%.

Οπωσδήποτε, το 6% του κρατικού προϋπολογισμού για τις στρατιωτικές δαπάνες δεν είναι καθόλου ένα ευκαταφρόνητο ποσό. Ωστόσο, το ποσό αυτό ήταν επιβεβλημένο από τη διεθνή κατάσταση, από την κούρσα των εξοπλισμών και από την αύξηση των ενόπλων δυνάμεων του NATO. Γι' αυτό το λόγο, και παρά το γεγονός ότι υπήρχαν άλυτα προβλήματα στη λαϊκή οικονομία, η Σοβιετική Ενωση ήταν αναγκασμένη να δαπανά ένα σημαντικό ποσό από τον προϋπολογισμό για την άμυνά της.

Ο σοσιαλισμός από τη φύση του είναι κατά του πολέμου και υπέρ της ειρήνης. Ακόμα από το 19ο αιώνα, στην αυγή της εμφάνισης και διάδοσης του επιστημονικού σοσιαλισμού, οι ιδρυτές του, οι Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, απέδειξαν ότι το ιδανικό του σοσιαλισμού είναι η ειρήνη και η δημιουργική εργασία. Η ενότητα της εργατικής τάξης όλων των χωρών του κόσμου είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ένα πιο φωτεινό μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, η συμμαχία των εργατών όλων των χωρών θα ξεριζώσει τελικά τον πόλεμο και «αποδείχνει ότι αντίθετα απ' την παλιά κοινωνία με την οικονομική αθλιότητα και με την πολιτική της παραφροσύνης, ξεπηδάει μια νέα κοινωνία που διεθνής της κανόνας θα είναι η ειρήνη, γιατί σ' όλα τα έθνη θα κυριαρχεί η ίδια αρχή - η εργασία»4.

Page 165: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Σημειώσεις

1. «Υπονομευτικές ενέργειες κατά του σοσιαλισμού». Κοινή έκδοση του ΑΠΝ-ΕΣΣΔ, Βουδαπρές -ΛΔΟ, ΙΝΤΕΡΠΡΕΣ-ΛΔΠ, ΟΡΜΠΙΣ-ΣΔ Τσ., ΠΡΕΝΣΑ ΛΑΤΙΝΑ-Κούβα, Σόφια-ΠΡΕΣ-ΛΔΒ, 1987, σελ. 27-32

2. Πηγή: «Η Καθημερινή» (15/5/2002)

3. «New York Times», 19 Ιούλη 1962 ή «Υπονομευτικές ενέργειες κατά του σοσιαλισμού», 1987, σελ. 82.

4. Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ενγκελς: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία». «Διαλεχτά Εργα», τόμος 1, σελ. 583-584.

Η πολιτική υπονόμευσης του σοσιαλισμού από τα μέσα

Σήμερα το 4ο μέρος του άρθρου του Γιώργου Πολυμερίδη «Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη»

Οταν ξεκινούσε η επιχείρηση «Αλληλεγγύη» στα Ναυπηγεία του Γκντανσκ... Ο Λεχ Βαλέσα αναγγέλλει την ιδιωτικοποίησή τους

Η ύπαρξη του αντίπαλου δέους και η στρατιωτικο-στρατηγική ισορροπία μεταξύ του NATO και του Συμφώνου της Βαρσοβίας υποχρέωσαν τον ιμπεριαλισμό να προσέλθει και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον περιορισμό και τη μείωση των πολεμικών εξοπλισμών γενικά και των πυρηνικών ειδικότερα.

Παρ' όλα αυτά έμεινε αμετάβλητη η επιδίωξη της πυρηνικής υπεροχής σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών. Ο ιμπεριαλισμός ποτέ δε συμβιβάστηκε με την ήττα που υπέστη το 1917, με τη νίκη της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Γι' αυτό και συνέχιζε επίμονα και μεθοδευμένα την υπονομευτική του δραστηριότατα κατά του σοσιαλισμού για την ανατροπή του.

Το φρούριο από μέσα παίρνεται

Το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 1951 ενέκρινε 100 εκατομμύρια δολάρια για τους σκοπούς της «Εθνικής τους Ασφαλείας». Ενα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων προοριζόταν για τη δημιουργία τρομοκρατικών και στρατιωτικών σχηματισμών από ανθρώπους «ανατολικο-ευρωπαϊκής προέλευσης» και για τη χρηματοδότηση παράνομων οργανώσεων μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες1.

Η αιχμή του δόρατος του αμερικανικού στρατιωτικού δόγματος του διευθυντή της CIA Αλαν Ουέλς Ντάλες ακόμα από το 1945 ήταν στραμμένη ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σ' αυτό υποδείχνονταν το πώς θα έπρεπε να γίνεται η κατασκοπία και η υπονόμευση από τα μέσα των σοσιαλιστικών χωρών.

«Ο πόλεμος θα τελειώσει. Ολα κάπως θα καταλαγιάσουν, θα κατασταλάξουν και θα τακτοποιηθούν. Και εμείς θα ρίξουμε όλες τις δυνάμεις, όλο το χρυσό, όλη την υλική δύναμη για την εξαπάτηση και την αποβλάκωση των ανθρώπων. Το ανθρώπινο μυαλό, η συνείδηση είναι επιδεκτικά στην αλλαγή. Σπέρνοντας

Page 166: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

εκεί το χάος, θα αντικαταστήσουμε τις ανθρώπινες αξίες με διαστρεβλωμένες, στις οποίες να πιστεύουν. Πώς θα γίνει αυτό; Θα βρούμε δικούς μας ομοϊδεάτες... δικούς μας συμμάχους και αρωγούς στην ίδια τη Ρωσία.

Επεισόδιο το επεισόδιο, θα διαδραματίζεται μια τεράστιας κλίμακας τραγωδία για τον αφανισμό της αυτοσυνείδησης του πιο ανυπότακτου λαού της Γης. Από τη φιλολογία και την τέχνη βαθμιαία θα αφαιρέσουμε την κοινωνική τους ουσία, θα ξεμάθουμε τους ζωγράφους, θα τους αφαιρέσουμε την επιθυμία να ασχολούνται με την απεικόνιση και την έρευνα αυτών των προτσές που συντελούνται στα βάθη της καρδιάς των λαϊκών μαζών. Η λογοτεχνία, τα θέατρα, ο κινηματογράφος θα απεικονίζουν και θα εξυμνούν τα πιο χαμηλά, τα πιο χαμερπή αισθήματα των ανθρώπων.

Εμείς με κάθε τρόπο θα υποστηρίζουμε και θα προβάλλουμε τους λεγόμενους ζωγράφους, που θα καλλιεργούν και θα μπάζουν στην ανθρώπινη συνείδηση τη λατρεία του σεξ, της βίας, του σαδισμού, της προδοσίας - κοντολογίς - ό,τι είναι ανήθικο.

Στη διεύθυνση του κράτους θα δημιουργήσουμε το χάος και την αταξία. Οπωσδήποτε, αλλά ενεργά και σταθερά, θα συνεργαστούμε στην απειθαρχία των υπαλλήλων, στους ρουσφετολόγους, να κάνουν ό,τι τους κατέβει. Η γραφειοκρατία και η ασυνείδητη εργασία θα αναδειχτούν σε αρετές... Η τιμιότητα και ο σεβασμός θα γελοιοποιούνται και θα αχρηστευτούν, θα μετατραπούν σε υπολείμματα του παρελθόντος. Τη βλακεία και την αυθάδεια, το ψέμα και την απάτη, το μεθύσι, τη ναρκομανία, τα κτηνώδη πάθη ενός εναντίον του άλλου, την αναίδεια, την προδοσία, τον εθνικισμό και την εχθρότητα ανάμεσα στους λαούς, ακόμα περισσότερο την εχθρότητα και το μίσος προς το ρωσικό λαό, όλα αυτά θα τα καλλιεργήσουμε.

Μόνο λίγοι, πολύ λίγοι άνθρωποι θα το αισθανθούν ή μάλλον θα καταλάβουν το τι γίνεται... Ομως, αυτούς τους ανθρώπους θα τους απογοητεύσουμε, θα τους γελοιοποιήσουμε, θα βρούμε τρόπο να τους συκοφαντήσουμε και να τους κάνουμε σκουπίδι της κοινωνίας. Θα αφαιρέσουμε τις πνευματικές ρίζες του μπολσεβικισμού, θα καταστρέφουμε και θα χαλάμε τις βάσεις της ηθικής. Με τον τρόπο αυτό θα κλονίζουμε από γενιά σε γενιά, θα προκαλούμε τη διάβρωση και θα απομακρύνουμε το λενινιστικό φανατισμό. Με τους ανθρώπους θα καταπιαστούμε ακόμα από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια. Το κύριο στοίχημα θα είναι η νεολαία, θα τη διαφθείρουμε, θα την εκφυλίσουμε..., θα της στερήσουμε την τιμιότητα.

Από τη νεολαία θα κάνουμε κυνικούς και χυδαίους ανθρώπους, βλάκες και κοσμοπολίτες. Να, έτσι θα το κάνουμε»2.

Υστερα από 11 χρόνια από την εκπόνηση του σχεδίου υπονομευτικής δράσης ενάντια στο σοσιαλιστικό σύστημα, από τον Αλαν Ουέλς Ντάλες, ο Ν. Χρουστσόφ δήλωνε στη μυστική Συνεδρίαση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, ότι η ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ θα ατονήσει και θα εξαφανιστεί. Οταν, την ίδια περίοδο εντείνονταν οι αντισοσιαλιστικές ενέργειες του ιμπεριαλισμού.

Επίσης, πολύ σημαντικό και αποκαλυπτικό είναι το κείμενο που είδε το φως της δημοσιότητας στο «Ριζοσπάστη» (Δεκέμβρης 2003). Και από το κείμενο αυτό φαίνεται το πώς είχε οργανωθεί η μυστική εκστρατεία των ιμπεριαλιστών για την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες και με ποιο τρόπο ενεργούσαν πίσω από τις πλάτες της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η συμπεριφορά αυτή του ιμπεριαλισμού επιβεβαιώνει την ορθότητα του λαϊκού ρητού: «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του».

Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε μια εκτενή περίληψη από το κείμενο αυτό:

Για όσους υποστηρίζουν ότι ο σοσιαλισμός ανατράπηκε μόνο από μόνος του ή για όσους αμφισβητούν την ικανότητα και τη θέληση των ΗΠΑ να δρουν και να κατευθύνουν τις εξελίξεις, πίσω από τις «γραμμές του εχθρού», το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου Peter Schweizer «Η Νίκη. Η μυστική στρατηγική της αμερικανικής κυβέρνησης που προκάλεσε την ανατροπή της Σοβιετικής Ενωσης», προσφέρει άκρως αποκαλυπτικές και σημαντικές πληροφορίες...

...Από τις πρώτες μέρες της Προεδρίας Ρίγκαν άρχισε να καταστρώνεται η μυστική στρατηγική εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Θεσμικά τον πιο ευδιάκριτο ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της στρατηγικής έπαιζε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Γουίλιαμ Κλαρκ ανέλαβε την επίβλεψη

Page 167: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

του σχεδιασμού ορισμένων από τα πιο σημαντικά σημεία της στρατηγικής. Στελέχη του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως ο Τζον Ποϊντέξτερ, ο Ρόμπερτ Μακ Φαρλάν, ο Ρόμπερτ Ρόμπινσον, ο Ρίτσαρντ Πάιπς και ο Βίνσεντ Κανιστράρο, κατείχαν καίριες θέσεις στη διαμόρφωση της στρατηγικής. Κυρίαρχο ρόλο, κυρίως στην πραγματοποίηση μυστικών επιχειρήσεων και επαφών στο εξωτερικό, είχε ο πιο ισχυρός διευθυντής (κατά το συγγραφέα) που είχε ποτέ η CIA, Γουίλιαμ Κλαρκ.

Οι σκοποί και τα μέσα της επίθεσης αυτής σκιαγραφούνται σε μια σειρά άκρως απόρρητων οδηγιών για τις αποφάσεις εθνικής ασφάλειας NSDD (από τα αρχικά: National Security Decision Directives) που υπογράφηκαν από τον Πρόεδρο Ρίγκαν το 1982 και 1983. Η NSDD-32 (Μάρτης του 1982) δήλωνε ότι οι ΗΠΑ θα επιδίωκαν να αδρανοποιήσουν τη σοβιετική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και ενέκρινε τις συγκαλυμμένες ενέργειες και άλλα μέσα για να υποστηριχτούν οι αντισοβιετικές επιχειρήσεις. Η NSDD-66 δήλωνε ότι η πολιτική των ΗΠΑ ήταν η πρόκληση αναστατώσεων στη σοβιετική οικονομία με την επίθεση σε κρίσιμους πόρους. Η NSDD-75 (Γενάρης 1983) καλούσε τις ΗΠΑ να μη συνεχίσουν να συνυπάρχουν με τη Σοβιετική Ενωση, αλλά να τη μεταβάλουν ουσιωδώς.

Τι περιλάμβανε η στρατηγική των ΗΠΑ

-- Συγκαλυμμένη υποστήριξη με τη διάθεση κεφαλαίων, την παροχή πληροφοριών και τη διοικητική μέριμνα του κινήματος της «Αλληλεγγύης» στην Πολωνία, εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή του.

-- Ουσιαστική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη στην αφγανική «αντίσταση», διαθέτοντας επίσης στους μουτζαχεντίν προσωπικό έτσι ώστε να μπορούν να μεταφέρουν τον πόλεμο ακόμα και μέσα στην ΕΣΣΔ.

-- Μια πολύπλευρη παγκόσμια εκστρατεία, συμπεριλαμβανομένης και της μυστικής διπλωματίας, με σκοπό το δραστικό περιορισμό των προσβάσεων της ΕΣΣΔ στη δυτική τεχνολογία.

-- Μια επιθετική ενίσχυση της άμυνας με έμφαση στην υψηλή τεχνολογία (πόλεμος των άστρων) που ασκούσε πιέσεις στη σοβιετική οικονομία.

Υπό τον Πρόεδρο Κάρτερ οι ΗΠΑ είχαν θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα υποστήριξης του παράνομου πολωνικού εργατικού συνδικάτου της «Αλληλεγγύης» μέσω χρηματοδότησης έντυπου και άλλου υλικού (όπως πιεστήρια). Η κυβέρνηση Ρίγκαν αποφάσισε να μεταφέρει τις επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Πολωνίας.

Μετά από αλλεπάλληλες συνεννοήσεις με την ηγεσία της ισραηλινής μυστικής υπηρεσίας Μοσάντ (που διέθετε πληροφοριοδότες σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) και με εξόριστους Πολωνούς (αλλά και με εκπροσώπους του Βατικανού), ο Ουίλιαμ Κέισι κατάφερε στις αρχές της δεκαετίας του '80 να αποκτήσει πολύτιμες επαφές με μέλη της «Αλληλεγγύης». Παράλληλα, κατάφερε να στρατολογήσει και πράκτορες στο εσωτερικό της Πολωνίας, που είτε μετέδιδαν πληροφορίες είτε αποτελούσαν το συνδετικό κρίκο με μέλη της «Αλληλεγγύης». Πιο τρανταχτή ήταν η περίπτωση του συνταγματάρχη Κουκλίνσκι, μέλους του πολωνικού Γενικού Επιτελείου (στρατολογημένου επί Προεδρίας Κάρτερ) που μετέδιδε στους Αμερικανούς με κωδικοποιημένα μηνύματα τα σχέδια της κυβέρνησης της Πολωνίας. Τελικά ο Κουκλίνσκι εντοπίστηκε και οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να τον βγάλουν από την Πολωνία το 1982.

Η Πολωνία ήταν επίσης οικονομικά ασταθής, το 1981 αναγκάστηκε να δανειστεί 12 δισεκατομμύρια δολάρια. Με συντονισμένες κινήσεις και επαφές με αμερικανικές τράπεζες, οι ΗΠΑ έσφιξαν τα λουριά γύρω από την Πολωνία. Η Μόσχα έτσι αναγκάστηκε να δίνει στην Πολωνία 3 με 4 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο εξαιτίας των κυρώσεων των ΗΠΑ.

Στα μέσα του Φλεβάρη του 1982 η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβαλε και τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιο για τη συγκαλυμμένη χρηματοδότηση της «Αλληλεγγύης». Το σχέδιο είχε 5 βασικά σημεία:

-- Την προσφορά χρημάτων για την επιβίωση του κινήματος.

-- Τον εφοδιασμό με προηγμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό με σκοπό την οργάνωση ενός αποτελεσματικού δικτύου C31 για την «αντίσταση».

-- Την εκπαίδευση ορισμένων ατόμων για τη χρήση του προηγμένου επικοινωνιακού υλικού.

Page 168: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

-- Τη χρήση των μέσων της CIA που θα λειτουργούσαν σαν τα μάτια της «Αλληλεγγύης» και θα μοίραζαν κρίσιμες πληροφορίες.

-- Τη χρησιμοποίηση της «Φωνής της Αμερικής» και του «Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη» για τη μετάδοση πληροφοριών μέσω συνθηματικών λέξεων. Η βάση των συγκαλυμμένων επιχειρήσεων ήταν ο σταθμός της CIA στη Φρανκφούρτη.

-- Το 1982 οι ΗΠΑ περνούσαν τα παράνομα υλικά μέσω του λιμανιού του Γκντανσκ, αφού ο διευθυντής του ναυπηγείου ανήκε στο πρόγραμμα της Μοσάντ. Το 1983 «μερικά εκατομμύρια δολάρια κατέληγαν στα χέρια των παράνομων μέσω λαθραίων χαρτοφυλάκων γεμάτων με χρήμα..., αλλά ο πρόεδρος ήθελε να ανέβει σε υψηλότερα επίπεδα η υποστήριξη:

Ηταν μια επιχείρηση μεταφοράς υλικού ανάλογη με αυτή του Αφγανιστάν... Η αμερικανική κυβέρνηση ήθελε οι παράνομες οργανώσεις να εξοπλιστούν με φαξ, με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, με εκτυπωτές και άλλες συσκευές».

Και συμβολή της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας

Παράλληλα, από το 1981 ο Σουηδός πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε είχε συμφωνήσει να συμμετάσχει η χώρα του στην επιχείρηση υποστήριξης της «Αλληλεγγύης» έπειτα από το αίτημα που του είχε θέσει ο Ουίλιαμ Κέισι.

«Οτι οι ΗΠΑ ήθελαν να στέλνουν βοήθεια στο Γκντανσκ, αλλά για να έχει επιτυχία η επιχείρηση είχε ανάγκη πρόσβασης σε ένα ουδέτερο λιμάνι και της συνεργασίας κυβερνητικών στελεχών της Σουηδίας... Μέσα σε λίγες βδομάδες έγιναν οι κατάλληλες υποδομές... Υπάλληλοι των εξαγωγών και των τελωνείων έβαλαν εσκεμμένα παραπλανητικές ετικέτες σε κάποια κιβώτια με προορισμό το Γκντανσκ. Από εκεί και μετά ο ρόλος της Σουηδίας ήταν καθοριστικός. Για παράδειγμα, το 1986 οι πολωνικές αρχές κατάσχεσαν στις αποβάθρες του πορθμείου Σφινιουέσκι ένα φορτηγό 40 τόνων που περιείχε εξοπλισμό αξίας 200.000 δολαρίων (σε φαξ, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, συστήματα επικοινωνίας, εκτυπωτές). Η χρηματοδότηση και οι ενέργειες συνεχίστηκαν για χρόνια μετά»3.

Το πρόγραμμα υποστήριξης των μουτζαχεντίν εγκαινιάστηκε από την κυβέρνηση Κάρτερ το 1979. Η CIA αγόραζε όπλα από τους Αιγυπτίους και τα μετέφερε μέσω του Πακιστάν με τη συνεργασία της πακιστανικής υπηρεσίας πληροφοριών ISI (που είχε και την ευθύνη για το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων των μουτζαχεντίν).

Αρχικά αποφασίστηκε ότι τα όπλα που πήγαιναν στους μαχητές έπρεπε να είναι καλύτερης ποιότητας και έγιναν οι κατάλληλες συστάσεις προς τους Αιγυπτίους. Το επόμενο βήμα ήταν να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του βασιλικού οίκου της Σαουδικής Αραβίας. Ο Ουίλιαμ Κέισι σε μια σειρά μυστικών συναντήσεων με Σαουδάραβες αξιωματούχους κατάφερε να τους «πείσει» να συνεισφέρουν όσα λεφτά ξόδευαν και οι ίδιες οι ΗΠΑ για την αγορά των όπλων. Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1981, η Γερουσία ενέκρινε την πώληση κατασκοπευτικών AWACS στη Σαουδική Αραβία.

Η Κίνα για το Αφγανιστάν

Το ίδιο φθινόπωρο ο Κέισι συναντήθηκε με Κινέζους αξιωματούχους. Ο διευθυντής της CIA πρότεινε στους Κινέζους να αγοράζουν από αυτούς περισσότερα σοβιετικού σχεδιασμού όπλα που ήθελε να στέλνει στο Αφγανιστάν. Οι Κινέζοι δέχτηκαν. Στις συζητήσεις αυτές ο Αμερικανός αξιωματούχος ανέφερε επίσης και την προοπτική ανακίνησης θρησκευτικών και εθνικών συγκρούσεων στη Σοβιετική κεντρική Ασία (μέσω μηνυμάτων ραδιοφωνικών σταθμών, διακίνηση φυλλαδίων για τις «βαρβαρότητες των Σοβιετικών» και του Κορανίου). Ο Γουάνκ Ζεν, επικεφαλής της κινέζικης μυστικής υπηρεσίας, συμφώνησε να συνεργαστεί και σε αυτό...

Το 1985, 65.000 τόνοι όπλων και πυρομαχικών μεταφέρονταν με πακιστανικά τρένα στο έδαφος του Αφγανιστάν και οι επιχειρήσεις συνέχισαν να αναπτύσσονται με όλο και βαρύτερα και εξελιγμένα τεχνολογικά όπλα (που περιλάμβαναν πυραύλους εδάφους αέρος για να εκμηδενιστεί η αεροπορική υπεροχή των Σοβιετικών), αλλά και στη χρησιμοποίηση των κατασκοπευτικών δορυφόρων των ΗΠΑ για τον εντοπισμό στόχων. Αυτές οι πληροφορίες μεταδίδονταν στην πακιστανική ISI.

Page 169: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

Η ISI σχεδίαζε ακόμη να μεταφέρει τον πόλεμο στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ενωσης και να διατηρήσει την «αντίσταση» στον αφγανικό Βορρά, όπου βρίσκονταν οι βάσεις ανεφοδιασμού των σοβιετικών στρατευμάτων.

Στις 24 Γενάρη του 1984, μάλιστα, μια ομάδα Αφγανών ανταρτών εξαπέλυσε επίθεση μέσα στο έδαφος της ΕΣΣΔ. Σε αυτή την προοπτική ο επικεφαλής της πακιστανικής υπηρεσίας Αχτάρ ζήτησε από τον Αμερικανό ομόλογό του να εκπαιδεύσει η CIA 6.000 μουτζαχεντίν. Ο Κέισι φυσικά συμφώνησε. Επίσης, με βάση αυτά τα σχέδια στρατολογήθηκαν μερικοί πράκτορες που μετέφεραν υλικό και συνέλεγαν πληροφορίες από το εσωτερικό της Σοβιετικής Ενωσης.

Στα τέλη του Γενάρη του 1985, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να αναπροσδιορίσει τη στρατηγική της στο Αφγανιστάν. Σύμφωνα με την οδηγία NSDD-166, σκοπός πλέον δεν ήταν η παρενόχληση και η πρόκληση ζημιών στους Σοβιετικούς, αλλά η «νίκη». Ο όγκος της μυστικής βοήθειας θα διπλασιαζόταν. Οι μουτζαχεντίν θα έπαιρναν στα χέρια τους ακόμα περισσότερα προηγμένα όπλα (συστήματα νυχτερινής όρασης, τηλεκατευθυνόμενα βλήματα, κ.ά.). «Εως τα μέσα του 1985 στελέχη του Πενταγώνου και της CIA ανέλυαν φωτογραφίες και έκαναν εκτιμήσεις για λογαριασμό στελεχών του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν σχετικά με τις κινήσεις και την τακτική του σοβιετικού στρατού... Η CIA θα εφοδίαζε την ISI και τους μουτζαχεντίν με προηγμένα μέσα ασφαλών τηλεπικοινωνιών, ώστε ο σοβιετικός στρατός να αδυνατεί ουσιαστικά να υποκλέψει τις επικοινωνίες».

Το 1986, ο Πρόεδρος Ρίγκαν αποφάσισε να προμηθεύσει τους μουτζαχεντίν και με τους πυραύλους εδάφους αέρος «Stinger», το καλύτερο σύστημα της εποχής. Ο πόλεμος άλλαξε μορφή, ενώ τα επόμενα χρόνια μικρές στρατιωτικές επιχειρήσεις έγιναν και στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ.

Παραπομπές

1. «Ο μαρξισμός και η σύγχρονη εποχή», τεύχος Νο 1-2 (31-32), 2005, σελ. 201.

2. Πέταρ Κάμενοφ: «Μαρξισμός, λενινισμός, σταλινισμός, κομμουνισμός». Εκδοτικό «Ζεράβα», Σόφια, 2003, σελ. 4-5.

3. «Ριζοσπάστης», «Μυστική εκστρατεία ανατροπής της Σοβιετικής Ενωσης», 21.12.2003.

Ωτα μη ακουόντων

Το τελευταίο μέρος του άρθρου του Γιώργου Πολυμερίδη «Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη»

Στα τέλη της δεκαετίας του '70 και της δεκαετίας του '80 ο ιμπεριαλισμός αναπροσαρμόζεται. Με το πρόσχημα της δήθεν αλλαγής στη στρατιωτικο-στρατηγική ισορροπία προς όφελος του σοσιαλισμού, αλλάζει την τακτική του. Περνάει σε μια νέα φάση της συστηματικής ρεβανσιστικής προσπάθειας. Με επικεφαλής τις ΗΠΑ εγκαινίασε ένα νέο κυνηγητό των εξοπλισμών. Και αυτό όχι μόνο στη Γη, αλλά και στο διάστημα με το λεγόμενο «πόλεμο των άστρων».

Γι' αυτές τις αλλαγές στην τακτική του ιμπεριαλισμού υπήρξαν διάφορες πληροφορίες και προειδοποιήσεις προς τις κομματικές και κρατικές ηγεσίες των σοσιαλιστικών χωρών για τους κινδύνους που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν.

Σήμερα έγινε σαφές περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι όλες αυτές οι φωνές ανησυχίας για τις τύχες του σοσιαλισμού απευθύνονταν σε «ώτα μη ακουόντων», σε εσκεμμένα βουλωμένα αυτιά με βουλοκέρι. Γι' αυτό και έμειναν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Δεν εισακούστηκαν από κανέναν. Παραδείγματος χάρη:

1) Δύο δεκαετίες περίπου μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1977 ο Γιούρι Αντρόποφ σε σχετική αναφορά του προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ, έγραφε:

«Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της ΚΑ - ΓΚΕ - ΜΠΕ, τον τελευταίο καιρό η ΚΥΠ των ΗΠΑ στη βάση των αναλύσεων και των προβλέψεων των ειδικών της για την παραπέρα ανάπτυξη της ΕΣΣΔ, επεξεργάζεται σχέδια για την ενεργοποίηση της εχθρικής δραστηριότητας, που αποβλέπει στη διάλυση της σοβιετικής κοινωνίας και την αποδιοργάνωση της οικονομίας. Για το σκοπό αυτό η αμερικανική κατασκοπία έβαλε για

Page 170: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

σκοπό της τη στρατολόγηση πρακτόρων για την επίδραση των σοβιετικών πολιτών, να τους εκπαιδεύσει και να τους προωθήσει στη σφαίρα της διεύθυνσης της πολιτικής, στην οικονομία, και στην επιστήμη της ΕΣΣΔ. Η ΚΥΠ επεξεργάστηκε πρόγραμμα ατομικής προετοιμασίας των πρακτόρων, με σκοπό την απόκτηση συνηθειών για κατασκοπευτική δράση, όπως και τη συμπυκνωμένη πολιτική και ιδεολογική τους καλλιέργεια. Εκτός αυτού, μια από τις σπουδαιότερες πλευρές στην προετοιμασία αυτής της πρακτορικής οργάνωσης είναι η διδασκαλία της μεθοδολογίας για τη διεύθυνση τομέων της λαϊκής οικονομίας. Η ηγεσία της αμερικανικής κατασκοπίας σχεδιάζει στοχοπροσηλωμένα και επίμονα, χωρίς να λογαριάζει τις απώλειες, να αναζητεί άτομα ικανά με τα προσωπικά τους προσόντα, προοπτικά να καταλάβουν διοικητικές θέσεις στο μηχανισμό διεύθυνσης και να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που διατυπώνει ο αντίπαλος. Βέβαια, η ΚΥΠ θεωρεί ότι η δράση των ξεχωριστών, ανεξάρτητων μεταξύ τους πρακτόρων, που εφαρμόζουν στη ζωή την πολιτική των σαμποτάζ στη λαϊκή οικονομία, και την παραβίαση των υποδείξεων της ηγεσίας, θα συντονίζονται και θα καθοδηγούνται από ένα κέντρο μέσα στα πλαίσια της αμερικανικής κατασκοπίας.

Σύμφωνα με το σχέδιο της ΚΥΠ, η στοχοπροσηλωμένη δράση θα συντελεί στη δημιουργία συγκεκριμένων δυσκολιών εσωτερικού πολιτικού χαρακτήρα, στη Σοβιετική Ενωση, θα συγκρατήσει την ανάπτυξη της οικονομίας μας. Θα κατευθύνει τις επιστημονικές έρευνες σε αδιέξοδες κατευθύνσεις. Κατά την επεξεργασία των παραπάνω προγραμμάτων, η αμερικανική κατασκοπία ξεκινούσε από το γεγονός ότι οι αυξανόμενες επαφές της ΕΣΣΔ με τη Δύση, δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την υλοποίησή τους στις σύγχρονες συνθήκες. Οπως δηλώνουν οι Αμερικανοί πράκτορες, που προορίζονται άμεσα για τη δράση αυτής της πρακτορικής οργάνωσης, το πραγματοποιούμενο προς το παρόν πρόγραμμα των αμερικανικών ειδικών υπηρεσιών, θα συμβάλει στην ποιοτική αλλαγή στις διάφορες σφαίρες της ζωής στην κοινωνία μας, και πρώτα απ' όλα, στην οικονομία που, σε τελευταία ανάλυση, θα οδηγήσει στην αποδοχή από την ΕΣΣΔ πολλών δυτικών ιδανικών. Η ΚΑ - ΓΚΕ - ΜΠΕ αναλύει τις πληροφορίες αυτές για τη λήψη μέτρων ανακάλυψης και ματαίωσης των σχεδίων της αμερικανικής κατασκοπίας. Υπογραφή - Πρόεδρος της ΚΑ - ΓΚΕ - ΜΠΕ - Γιούρι Αντρόποφ».1

Σχετικά με αυτά πρέπει να θυμίσουμε τη συνάντηση του Γκορμπατσόφ με τον Μπους (τον πατέρα) στη Μάλτα στις αρχές Δεκέμβρη 1989. Σε αυτή τη συνάντηση διευκρινίστηκε το τελικό σχέδιο της προδοσίας του Γκορμπατσόφ. Αυτό αποδείχνεται από τις προκαταβολικά καλά σχεδιασμένες και προετοιμασμένες αυθόρμητες τάχα ταραχές και γεγονότα στο τέλος του 1989, σε όλες τις ανατολικο-ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες.

Μετά τη συνάντηση στη Μάλτα το Δεκέμβρη 1989, ο Τζορτζ Μπους προειδοποίησε: «Στις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες θα εξελιχθούν γεγονότα στα οποία η ΕΣΣΔ δεν πρέπει να αναμειχθεί»2.

Διείσδυση λόγω λειψής επαγρύπνησης

2) Ο ηγέτης του ΚΚΡΟ Γκ. Ζιουγκάνοφ, στην ομιλία του ενώπιον του ρωσικού Συνταγματικού δικαστηρίου το 1992, είπε:

«Θέλω να υπενθυμίσω ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εκπονήθηκε ένα πρόγραμμα. Αυτό δεν ονομαζόταν περεστρόικα, ούτε ριζοσπαστική μεταρρύθμιση. Αυτό ήταν πρόγραμμα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, το οποίο εγκρίθηκε μετά την καραϊβική κρίση. Αυτό ήταν πρόγραμμα για την υπονόμευση του συνταγματικού καθεστώτος και για την καταστροφή της ΕΣΣΔ, σαν ενιαίου μεγάλου κράτους. Το σημείο - κλειδί αυτού του προγράμματος έλεγε:

"Χωρίς την καταστροφή του ΚΚΣΕ είναι αδύνατο να εκραγεί η ΕΣΣΔ από μέσα. Η καταστροφή, όμως, του ΚΚΣΕ μπορεί να γίνει διεισδύοντας στα κέντρα καθοδήγησης του κόμματος".

Σεβαστό δικαστήριο, ακούστε, τα πέντε σύντομα σημεία αυτού του προγράμματος:

1) Να παρουσιαστεί, εφιστώ την προσοχή σας στο ρήμα "να παρουσιαστεί", η ΕΣΣΔ σαν η τελευταία και η πιο ολέθρια αυτοκρατορία της Γης και να γίνουν προσπάθειες καταστροφής με όλους τους τρόπους.

2) Να αποδειχτεί ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν ο αρχιτέκτονας της νίκης αλλά κακούργα σαν τους φασίστες, ότι αυτή δεν είναι άξια σεβασμού.

3) Μέσω του ασταμάτητου ανταγωνισμού των εξοπλισμών να εξαρθρωθεί ολοκληρωτικά η εξασθενισμένη

Page 171: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

από τον πόλεμο οικονομία, να μην επιτραπεί η πραγματοποίηση των συνταγματικών προνομίων, ειδικά στον τομέα του κοινωνικού προγράμματος.

4) Να αναφλεχτεί ο εθνικισμός στη βάση του εθνικο-θρησκευτικού εξτρεμισμού, να εκραγεί η χώρα από μέσα.

5) Μέσω των πρακτόρων επιρροής να κατευθυνθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Να καταργηθεί ο συλλογικός τρόπος ζωής, να αποκοπεί το παρελθόν από το παρόν και έτσι να στερηθεί η χώρα το μέλλον της»3.

Στα μέσα του Ιούνη 1991 στη μυστική συνεδρίαση του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικής Ασφαλείας (ΚΑ - ΓΚΕ - ΜΠΕ) Βλαντιμίρ Κριουτσκόφ δήλωσε:

«Η πατρίδα μας βρίσκεται στα όρια της καταστροφής. Οι ΗΠΑ και κάποιες άλλες δυτικές χώρες θεωρούν ότι η διάλυση της ΕΣΣΔ είναι τέτοια, που χωρίς ενέργειες εξαιρετικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Το να αδρανούμε - αυτό σημαίνει να αναλάβουμε μια βαριά ευθύνη για τις τραγικές συνέπειες, που πραγματικά είναι απρόβλεπτες. Από τη σοφία και την αποφασιστικότητά μας εξαρτάται το αν θα υπάρχει ή δε θα υπάρχει μεγάλο κράτος»4.

Αξιοσημείωτο είναι και το παρακάτω γεγονός: «Ο πρόεδρος της ΚΑ - ΓΚΕ - ΜΠΕ Βλ. Κριουτσκόφ, ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ και Πρόεδρο της ΕΣΣΔ Μ. Γκορμπατσόφ, ότι υπάρχουν πληροφορίες για το μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ Αλεξ. Γιάκοβλεφ, ότι ο ίδιος έχει σχέσεις με την ΚΥΠ και ότι επιβάλλεται να ερευνηθεί η υπόθεσή του. Ο Γκορμπατσόφ απαγόρευσε στην ΚΑ - ΓΚΕ - ΜΠΕ να ασχολείται με το ζήτημα αυτό»5.

Οι περιπτώσεις αυτές, αλλά και άλλες που μπορεί να υπάρχουν, δείχνουν ότι υπήρξαν και τίμιες φωνές ανθρώπων και, μάλιστα, υψηλά ιστάμενων στην κομματική και κρατική ιεραρχία της Σοβιετικής Ενωσης, που κρούανε τον κώδωνα του κινδύνου.

Οπως γνωρίζει σήμερα όλος ο κόσμος, τα γεγονότα που επακολούθησαν τον Αύγουστο και το Δεκέμβρη του 1991 έβαλαν τέλος στην ύπαρξη του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ. Οι κύριοι «ήρωες» της πέμπτης φάλαγγας αυτών των πράξεων ήταν ο Γκορμπατσόφ και ο Γιέλτσιν, και οι δυο τους με κομματικό βιβλιάριο No 1, οι γονείς και των δυο είχαν διωχτεί για αντισοβιετική δράση.

Ετσι, πέντε δεκαετίες μετά την εκπόνηση του σχεδίου του Αλαν Ουέλς Ντάλες, ο Τζ. Μπέικερ - πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ - με ασυνήθιστη υπερηφάνεια και ικανοποίηση δήλωνε: «Εμείς ξοδέψαμε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες τρισεκατομμύρια δολάρια για να νικήσουμε στον ψυχρό πόλεμο».6

Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του ΓΓ του ΚΚ ΗΠΑ Γκας Χολ: «Η Αμερική ξόδεψε πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια στον ψυχρό πόλεμο»7.

Και ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον συμπληρώνει: «Αφού μπορέσαμε να δαπανήσουμε τρισεκατομμύρια δολάρια για να εξασφαλίσουμε τη νίκη κατά του κομμουνισμού στον "ψυχρό πόλεμο", τώρα θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να καταβάλουμε ένα ελάχιστο μέρος αυτού του ποσού για να βοηθήσουμε στην επιτυχία της δημοκρατίας».8

Ανακεφαλαιώνοντας

Αυτά είναι τα πραγματικά γεγονότα και η αντικειμενική αλήθεια για το μακρόχρονο προτσές της υπονόμευσης, που συντέλεσε στην ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Ανακεφαλαιώνοντας πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ήταν απαραίτητο να δείξουμε ακριβώς το πώς σχεδίαζε τη νέα εκστρατεία του και το πώς ενεργούσε ο ιμπεριαλισμός ενάντια στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Στην προκειμένη περίπτωση οι κομμουνιστές και η εργατική τάξη της σοσιαλιστικής κοινότητας δεν έκαναν πράξη αυτά που τους δίδαξαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς: «Το καθήκον να διεισδύει στα μυστικά της διεθνούς πολιτικής, να επιτηρεί τις διπλωματικές πράξεις των αντίστοιχων κυβερνήσεών της, αν παρουσιαστεί ανάγκη να αντιδρά σ' αυτές, με κάθε δυνατό μέσο...» (Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά έργα», τόμ. 1, σελ. 450 -

Page 172: Ζητήματα Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης

451).

Δυστυχώς, οι ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων και δεν προσανατολίστηκαν σωστά στην καινούργια διεθνή κατάσταση. Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τις βασικές τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης μέσα στα πλαίσια της ταξικής πάλης ανάμεσα στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα, όπως και της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης.

Παρ' όλα αυτά, οι αντίπαλοι του σοσιαλισμού όποιες και όσες θεωρίες και αν επινοήσουν τίποτα δεν μπορεί να σώσει τον καπιταλισμό. Παρά και ανεξάρτητα από τα όποια πισωγυρίσματα και ζιγκ-ζαγκ η καταδίκη της Ιστορίας είναι αμετάκλητη και τελεσίδικη: Ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί οπωσδήποτε επαναστατικά από το σοσιαλισμό - κομμουνισμό.

«Οποιες και αν είναι οι δυσκολίες της επανάστασης και οι πιθανές προσωρινές αποτυχίες της ή τα κύματα της αντεπανάστασης, η τελική νίκη του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη»9.

Ο σοσιαλισμός, αν και υπέστη μια ήττα, έστω και προσωρινή, είναι παρών, θα επανέλθει οπωσδήποτε στο προσκήνιο, απαλλαγμένος από τις όποιες ελλείψεις, αδυναμίες και λάθη του, ανανεωμένος, δριμύτερος και αυτή τη φορά για τα καλά και για πάντα. Ηδη, ακούω τα βήματά του και, να, ξανακτυπά την πόρτα της Ιστορίας αναφωνώντας: «Περίμενε με, θα γυρίσω». (Κωνσταντίν Σίμονοφ).

1. Μιχαήλ Κίλεφ: «Ο Χρουστσόφ και η καταστροφή της ΕΣΣΔ». Εκδοτικός Οίκος «Χρίστο Μπότεφ». Σόφια 1999, σελ. 88 - 89.

2. Στο ίδιο, σελ. 90.

3. Στο ίδιο σελ. 87 - 88.

4. Στο ίδιο σελ. 91.

5. Στο ίδιο σελ. 91.

6. Στο ίδιο σελ. 91.

7. Στο ίδιο.

8. Στο ίδιο.

9. Β. Ι. Λένιν: «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος». Απαντα, τόμος 32, σελ. 140.