Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός...

155
ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΥΤΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ “ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΑΚΡΟΜΥΚΗΤΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΚΛΕΙΤΟΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ” ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 2010

description

Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

Transcript of Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός...

Page 1: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΥΤΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

“ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ

ΜΑΚΡΟΜΥΚΗΤΩΝ ΣΤΟ ∆ΗΜΟ ΚΛΕΙΤΟΡΟΣ

ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡΚΑ∆ΙΑΣ”

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ∆ΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2010

Page 2: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

2

2

Page 3: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

3

3

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΥΤΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

“ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ

ΜΑΚΡΟΜΥΚΗΤΩΝ ΣΤΟ ∆ΗΜΟ ΚΛΕΙΤΟΡΟΣ

ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡΚΑ∆ΙΑΣ”

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ∆ΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2010

Page 4: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

4

4

ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗΣ - ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Επιβλέπων Καθηγητής:

ΕΠΑΜΕΙΝΩΝ∆ΑΣ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ Αναπληρωτής Καθηγητής ΓΠΑ

Μέλη:

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΡΒΑΚΗΣ Επίκουρος Καθηγητής ΓΠΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΖΑΜΟΣ Καθηγητής ΓΠΑ

Page 5: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

5

5

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αφορµή για την εκπόνηση της συγκεκριµένης µελέτης αποτέλεσε το ενδιαφέρον

µου, για την ιδιαίτερή µου πατρίδα (περιοχή µελέτης), η έλξη που µου ασκεί το

δασικό περιβάλλον και η διάθεσή µου να βρίσκοµαι εκεί. Τον κόσµο των µανιταριών

περισσότερο τον γνώρισα µέσα από την διαδικασία της πτυχιακής παρά ήξερα κάτι

από πριν. Ωστόσο τα µανιτάρια, µου κίνησαν το ενδιαφέρον ανεπιστρεπτί. ∆εν

υπάρχει περίπτωση πια να κάνω βόλτα στο δάσος και το µάτι µου να µην ψάχνει

ασυναίσθητα για µανιτάρια ή να µην τα συνδυάζω µε οποιαδήποτε πληροφορία

δέχοµαι. Όσα περισσότερα µαθαίνω για τις συνήθειες και τον τρόπο λειτουργίας τους,

τόσο µεγαλώνει η επιθυµία µου να κάνω την επαλήθευση στο πεδίο, ενώ η

πιθανότητα να ανακαλύψω είδη πέρα από αυτά που έχω ήδη συλλέξει, µε

ενθουσιάζει.

Κατά τη διάρκεια αυτής µου της προσπάθειας αλλά και της γενικότερης φοιτητικής

µου ζωής, η οποία δεν είναι και µικρή, γνώρισα και συνεργάστηκα µε διάφορους

ανθρώπους, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για την βοήθεια και την στήριξη

που µου παρείχαν. ∆ικαιωµατικά η αναφορά µου θα ξεκινήσει από τα µέλη του

εργαστηρίου της Γενικής και Γεωργικής Μικροβιολογίας του Γεωπονικού

Πανεπιστηµίου Αθηνών και αυτό όχι γιατί έκαναν απλώς την δουλειά τους στα

πλαίσια του ακαδηµαϊκού τους έργου αλλά γιατί είχαµε µια πολύ καλή επικοινωνία

και συνεργασία. Πρώτους απ’ όλους θα ήθελα να ευχαριστήσω τον δάσκαλό µου,

γεωπόνο-µυκητολόγο και συνταξιούχο πια, κ. ∆ηµήτρη ∆ήµου, τον υποψήφιο

διδάκτορα, γεωπόνο-µυκητολόγο Ηλία Πολέµη, την συµφοιτήτριά µου Κωνσταντίνα

Παπαδήµα και την πρώην συµφοιτήτριά µου και γεωπόνο πια Αθηνά Μπούµπαρη, οι

οποίοι και αποτελούσαν την οµάδα του εργαστηρίου όπου ασχολούταν µε τα

µανιτάρια. Ο κ. ∆ήµου, ο οποίος ήταν συνέχεια δίπλα µου σε ότι χρειαζόµουν, και ο

Ηλίας ο Πολέµης, µου µετέδωσαν απλόχερα τις γνώσεις και το πάθος τους για το

αντικείµενο και ουσιαστικά ήταν αυτοί που µε µύησαν στον κόσµο των µανιταριών

και της επιστηµονικής τους έρευνας. Ωστόσο περισσότερο από την επιστηµονική

τους βοήθεια, θα ήθελα να τους ευχαριστήσω για την απλότητα και την ευθύτητα που

έχουν σαν άνθρωποι και την αντιµετώπιση που µου έδειξαν. Η Κωνσταντίνα και η

Αθηνά διενεργούσαν παρόµοιες µελέτες µε την δικιά µου σε άλλες περιοχές και τις

βρήκα εκεί όταν πρωτοπήγα στο εργαστήριο. Εννοείται ότι τις ευχαριστώ γιατί

Page 6: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

6

6

περάσαµε το σύνολο της διαδικασίας µαζί και χωρίς να βοηθάει ο ένας τον άλλον θα

ήταν όλα πιο δύσκολα. Επίσης ευχαριστώ τον κύριο Ζερβάκη ο οποίος µε βοήθησε

κατά την διόρθωση και το τελικό στήσιµο της µελέτης, τον κύριο Παπλωµατά,

επιβλέποντα καθηγητή της µελέτης και τον κύριο Τζάµο. Ο κύριος Παπλωµατάς µαζί

µε τον κύριο Τζάµο µε ανέλαβαν στο τελικό στάδιο εκπόνησης της µελέτης και µε

βοήθησαν σε ένα διαδικαστικό πρόβληµα που προέκυψε τελευταία στιγµή. Ακόµα

ευχαριστώ και όλα τα µέλη του εργαστηρίου Μικροβιολογίας γιατί όποτε ζήτησα την

βοήθειά τους ήταν εκεί.

Ξεχωριστή θέση στην εκτίµησή µου έχουν επιστήµονες και φίλοι, οι οποίοι µε

βοήθησαν και µε στήριξαν σε κάθε µου προσπάθεια και ιδιαίτερα κατά την εκπόνηση

της πτυχιακής µου µελέτης. Από τους καθηγητές που συνεργάστηκα στη διάρκεια της

φοιτητικής µου ζωής θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Κώστα Σαϊτάνη, επίκουρο

καθηγητή στο εργαστήριο Οικολογίας και Προστασίας Περιβάλλοντος, ο οποίος ήταν

ο πρώτος άνθρωπος που µε έβαλε σε µία οικολογική και ερευνητική λογική και µε

αντιµετώπισε σαν µελλοντικό επιστήµονα. Από τους φίλους που µε βοήθησαν δεν

θέλω να ξεχωρίσω κανέναν για την στήριξή του, αλλά να αναφέρω συγκεκριµένους

για την επιστηµονική βοήθεια που µου παρείχαν ανάλογα µε το αντικείµενό τους.

Ευχαριστώ το φωτογράφο Βαγγέλη Καλογεράκη για την συµβολή του στις

φωτογραφήσεις των δειγµάτων. Τη φωτογράφο Γαβριέλα Γερολέµου για την

επιστηµονική επιµέλεια στο κοµµάτι της µελέτης που αναφέρεται στην φωτογραφία.

Τη γεωπόνο ∆ήµητρα Σεργιάννη για την βοήθειά της στο στήσιµο και την

παρουσίαση της πτυχιακής και τους γεωπόνους Γιώργο Ζαφειρόπουλο, Βασίλη

Λάζαρη, ∆ηµήτρη Κοσµόγλου και Θανάση Ντούµα για την πολύτιµή τους βοήθεια

κατά την συλλογή των δειγµάτων, όπως επίσης και την καλή µου φίλη Μαρία

Κουµιανάκη για τη βοήθειά της στην συνολική εκτίµηση της µελέτης. Ακόµα θα

ήθελα να ευχαριστήσω έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρω, τον Άγγελο Παπαδηµητρίου,

καθηγητή Αγγλικής και πρόεδρο του Συλλόγου µανιταρόφιλων Ξάνθης για την

καταπληκτική δουλειά που έχει κάνει ψηφιοποιώντας σχετικά συγγράµµατα. Η

δουλειά του, την οποία έχει παράσχει ανιδιοτελώς στον κ. ∆ήµου, µε βοήθησε πάρα

πολύ κατά το γράψιµο της µελέτης καθώς µπορούσα να έχω σχεδόν όποια

πληροφορία αναζητούσα, ανά πάσα στιγµή, στον υπολογιστή µου χωρίς να χρειάζεται

να βρίσκοµαι συνεχώς στο εργαστήριο. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την

οικογένειά µου και όλους τους κατοίκους του ∆ήµου Κλείτορος για την στήριξη και

τη βοήθεια που µου παρείχαν.

Page 7: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

7

7

Περίληψη

Η συγκεκριµένη εργασία ασχολείται µε την καταγραφή της βιοποικιλότητας των

µακροµυκήτων στο νοµό Αρκαδίας. Η έρευνα στο πεδίο εκτελέστηκε µέσα στα όρια

του ∆ήµου Κλείτορος και έγινε προσπάθεια να συλλεχθούν δείγµατα από όλους τους

διαφορετικούς βιότοπους της περιοχής, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικά τα

αποτελέσµατα. Η περιοχή είναι ορεινή µε υψόµετρα πάνω από 700 m, το κλίµα

ηπειρωτικό και καλύπτεται στο µεγαλύτερο κοµµάτι της από άγρια βλάστηση.

Εξετάστηκαν βιότοποι µε βλάστηση κωνοφόρων (έλατα), βλάστηση πλατύφυλλων

(κυρίως βελανιδιές, πουρνάρια, σφεντάµια κ.α.) και µε παραποτάµια βλάστηση

(Λάδωνας ποταµός). Η µελέτη διήρκησε περίπου 2,5 χρόνια (2007-2010) και

διενεργήθηκαν 12 εκδροµές σε όλες τις εποχές. Οι περισσότερες έγιναν φθινόπωρο

και ήταν αρκετά προσοδοφόρες, ενώ αυτές που έγιναν τις άλλες εποχές δεν είχαν την

ίδια αποτελεσµατικότητα. Την πρώτη χρονιά (2007-2008) το κλίµα ήταν αρκετά ξηρό

και ο µεγαλύτερος όγκος των δειγµάτων προέρχεται από τα τέλη του Νοέµβρη ενώ

συλλέχθηκε και µικρός αριθµός δειγµάτων το χειµώνα και την άνοιξη. Τη δεύτερη

χρονιά (2008-2009) οι βροχές είχαν αρχίσει από λίγο πιο νωρίς µε συνέπεια να

συλλεχθούν αρκετά δείγµατα µέσα στον Οκτώβρη. Την τρίτη χρονιά (2009) είχαν

πέσει πρώιµες βροχές στα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου, µε

αποτέλεσµα να συλλεχθούν αρκετά δείγµατα µέσα στον Σεπτέµβρη, εποχή που τα

ίδια µέρη τις προηγούµενες χρονιές εµφάνιζαν ξερή εικόνα χωρίς µανιτάρια.

Συλλέχτηκαν κοντά στα 200 δείγµατα, ωστόσο λόγω του όγκου της δουλειάς δεν

ταυτοποιήθηκαν όλα. Η µικροσκοπική έρευνα διενεργήθηκε στο Εργαστήριο Γενικής

και Γεωργικής Μικροβιολογίας. Εξετάστηκαν πάνω από 100 δείγµατα και

ταυτοποιήθηκαν 67 είδη, ενώ 20 περίπου δείγµατα δεν κατέστη δυνατόν να

ταυτοποιηθούν. Από τα µανιτάρια που ταυτοποιήθηκαν είναι κάποια που ξεχωρίζουν

για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Συγκεκριµένα είχαµε 11 πρώτες καταγραφές για

την Ελλάδα, 8 δεύτερες και 1 τρίτη, ενώ 3 µανιτάρια συγκαταλέγονται στη λίστα µε

τα 33 απειλούµενα είδη για την Ευρώπη, που έχει εκδώσει το ECCF (Dahlberg and

Croneborg, 2003).

Page 8: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

8

8

Πίνακας Περιεχοµένων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΤΩΝ ........................................................11

Γενικά στοιχεία ........................................................................................................11

Μορφολογικά χαρακτηριστικά και λειτουργία των µυκήτων..................................14

Αναπαραγωγή των µυκήτων ....................................................................................16

Αγενής αναπαραγωγή...........................................................................................16

Εγγενής αναπαραγωγή .........................................................................................17

Μορφολογικά χαρακτηριστικά καρποσωµάτων ......................................................20

Ανατοµικά χαρακτηριστικά καρποσωµάτων ...........................................................27

Οικολογία των µυκήτων...........................................................................................35

Η σηµασία των µυκήτων για τα διάφορα πεδία µελετών και η αξιοποίηση τους από

τον άνθρωπο .............................................................................................................38

Γαστρονοµία.........................................................................................................38

Φαρµακευτική χρήση και δηλητηριάσεις. ...........................................................39

Χρήση µυκήτων σε άλλα πεδία µελετών. ............................................................41

Συστηµατική ταξινόµηση και ονοµατολογία ...........................................................42

Ονοµατολογία ..........................................................................................................42

Οι διαιρέσεις του Βασιλείου των Μυκήτων και η ταξινόµησή τους ...................43

Βιοποικιλότητα των µακροµυκήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και απουσία νοµικού

πλαισίου στήριξης ....................................................................................................46

ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ .................................................................................................51

Γενικά στοιχεία ........................................................................................................51

Εδαφολογικό προφίλ ................................................................................................52

Κλιµατολογικό προφίλ. ............................................................................................53

Γεωµορφολογικό προφίλ..........................................................................................54

Βοτανολογικό προφίλ...............................................................................................55

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ .............................................................................................57

Ανάλυση περιοχών συλλογής ..................................................................................57

Περιοχή του ποταµού Λάδωνα (Π 1): ..................................................................58

Περιοχή Κερπινής (Π 2):......................................................................................58

Περιοχή παλιού νερόµυλου, Βαλτεσινίκο (Π 3): .................................................59

Ευρύτερη περιοχή των Καλυβίων (Π 4): .............................................................60

Περιγραφή της διαδικασίας στο πεδίο .....................................................................62

Περιγραφή της διαδικασίας στο εργαστήριο ...........................................................66

Χρήση µικροσκοπίου, χρωστικών και διενέργεια τοµών ....................................67

Επιστηµονικά βοηθήµατα ........................................................................................70

Κλείδες προσδιορισµού........................................................................................71

Επιστηµονικά εγχειρίδια και βάσεις δεδοµένων..................................................74

Σκοπός της εργασίας ................................................................................................74

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ ............................................................................75

Χρονικό εξορµήσεων ...............................................................................................75

Είδη µακροµυκήτων.................................................................................................77

Ασκοµύκητες............................................................................................................77

Helvella lacunosa Afzel. Οικ. Helvellaceae ......................................................77

Morchella deliciosa Fr. Οικ. Morchellaceae.......................................................78

Sarcosphaera coronaria (Jacq.) J. Schröt. Οικ. Pezizaceae ................................79

Βασιδιοµύκητες........................................................................................................80

Agaricus campestris var. campestris L. Οικ. Agaricaceae ................................80

Agrocybe arvalis (Fr.) Singer Οικ. Strophariaceae ...........................................81

Page 9: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

9

9

Armillaria mellea (Vahl) P. Kumm. Οικ. Physalacriaceae ................................82

Astraeus hygrometricus (Pers.) Morgan. Οικ. Diplocystidiaceae .....................83

Bolbitius titubans var. titubans (Bull.) Fr. Οικ. Bolbitiaceae ............................84

Boletopsis leucomelaena (Pers.) Fayod Οικ. Bankeraceae ...............................85

Bovista aestivalis (Bonord.) Demoulin. Οικ. Agaricaceae ..............................86

Bovista plumbea Pers. Οικ. Agaricaceae .........................................................87

Clitocybe odora (Bull.) P. Kumm. Οικ. Tricholomataceae ................................88

Clitocybe trulliformis (Fr.) P. Karst. Οικ. Tricholomataceae............................89

Cortinarius calochrous var. coniferarum (M.M. Moser) Nezdojm. Οικ. Cortinariaceae.......................................................................................................90

Cortinarius dibaphus Fr. Οικ. Cortinariaceae...................................................91

Cortinarius infractus Berk. Οικ. Cortinariaceae...............................................92

Crepidotus calolepis (Fr.) P. Karst. Οικ. Inocybaceae.......................................93

Crepidotus cesatii var. cesatii (Rabenh.) Sacc. Οικ. Inocybaceae.....................94

Cystodermella cinnabarina (Alb. and Schwein.) Harmaja. Οικ. Agaricaceae 95

Entoloma sericeoides (J.E. Lange) Noordel. Οικ. Entolomataceae .................96

Galerina laevis (Pers.) Singer. Οικ. Strophariaceae .........................................97

Galerina marginata (Batsch) Kühner. Οικ. Strophariaceae .............................98

Gamundia leycophylla (Kühner) Raithelh. Οικ. Tricholomataceae..................99

Geastrum triplex Jungh. Οικ. Geastraceae.......................................................100

Gomphus clavatus (Pers.) Gray. Οικ. Gomphaceae.........................................101

Gymnopus aquosus (Bull.) Antonín and Noordel. Οικ. Marasmiaceae ...........102

Gymnopus dryophilus (Bull.) Murrill. Οικ. Marasmiaceae ............................103

Gymnopus erythropus (Pers.) Antonín, Halling and Noordel. Οικ. Marasmiaceae.....................................................................................................104

Gymnopus nivalis Antonín and Noordel. Οικ. Marasmiaceae .........................105

Hebeloma collariatum Bruchet. Οικ. Strophariaceae .....................................106

Hebeloma crustuliniforme (Bull.) Quél. Οικ. Strophariaceae............................107

Hebeloma mesophaeum (Pers.) Quél. Οικ. Strophariaceae.............................108

Hebeloma sinapizans (Fr.) Sacc. Οικ. Strophariaceae ....................................109

Inocybe geophylla var. lilacina Gillet. Οικ. Inocybaceae ...............................110

Inocybe fuscomarginata Kühner. Οικ. Inocybaceae ......................................111

Inocybe nitidiuscula f. nitidiuscula (Britzelm.) Lapl. Οικ. Inocybaceae ..........112

Inocybe rimosa (Bull.) P. Kumm. Οικ. Inocybaceae ......................................113

Inocybe c.f. sindonia (Fr.) P. Karst. Οικ. Inocybaceae ...................................115

Inonotus levis P. Karst. Οικ. Hymenochaetaceae............................................116

Lactarius salmonicolor R. Heim and Leclair Οικ. Russulaceae .......................117

Lentinellus micheneri (Berk. and M.A. Curtis) Pegler. Οικ. Auriscalpiaceae .118

Lepiota clypeolaria (Bull.) P. Kumm. Οικ. Agaricaceae................................119

Lepiota forquignonii Quél. Οικ. Agaricaceae .................................................120

Lycoperdon pratense Pers. Οικ. Agaricaceae .................................................121

Lyophyllum favrei (R. Haller Aar. and R. Haller Suhr) R. Haller Aar. and R.

Haller Suhr. Οικ. Lyophyllaceae.......................................................................122

Lyophyllum semitale (Fr.) Kühner ex Kalamees. Οικ. Lyophyllaceae ............123

Macrolepiota excoriata (Schaeff.) Wasser. Οικ. Agaricaceae.......................124

Macrolepiota fuliginosa (Barla) Bon. Οικ. Agaricaceae ................................125

Macrolepiota procera var. procera (Scop.) Singer. Οικ. Agaricaceae..........126

Marasmius oreades (Bolton) Fr. Οικ. Marasmiaceae .....................................127

Melanoleuca grammopodia (Bull.) Murrill. Οικ. Tricholomataceae...............128

Mycena epipterygia (Scop.) Gray. Οικ. Mycenaceae .....................................129

Page 10: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

10

10

Mycena pura (Pers.) P. Kumm. Οικ. Mycenaceae..........................................130

Mycena rosea (Schumach.) Gramberg. Οικ. Mycenaceae.............................131

Mycena xantholeuca Kühner. Οικ. Mycenaceae..............................................132

Oudemansiella melanotricha (Dörfelt) M.M. Moser. Οικ. Physalacriaceae ..133

Panaeolus acuminatus var. rickenii (Hora) P. Roux, Guy Garcia and Charret

Οικ. Strophariaceae ...........................................................................................134

Pholiota lucifera (Lasch) Quél. Οικ. Strophariaceae .......................................135

Pleurotus eryngii (DC.) Quél. Οικ. Pleurotaceae............................................136

Psathyrella clivensis (Berk. and Broome) P.D. Orton. Οικ. Psathyrellaceae ....137

Psathyrella marcescibilis (Britzelm.) Singer. Οικ. Psathyrellaceae ................138

Schizophyllum commune Fr. Οικ. Schizophyllaceae.......................................139

Stropharia coronilla (Bull.) Quél. Οικ. Strophariaceae..................................140

Tricholoma atrosquamosum var. squarrulosum (Bres.) Mort. Chr. and Noordel.

Οικ. Tricholomataceae .......................................................................................141

Tricholoma aurantium (Schaeff.) Ricken. Οικ. Tricholomataceae................142

Tricholoma myomyces (Pers.) J.E. Lange. Οικ. Tricholomataceae..................143

Volvariella gloiocephala (Pers.) J.E. Lange. Οικ. Pluteaceae ........................144

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...................................................................................................145

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ........................................................................................................151

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία.....................................................................................151

Ελληνική Βιβλιογραφία .........................................................................................154

Internet – Ιστοσελίδες ............................................................................................154

Page 11: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

11

11

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΤΩΝ

Γενικά στοιχεία

Στη κλασική συστηµατική ταξινόµηση ως Βασίλειο (Regnum) ονοµάζεται η

υψηλότερη κατηγορία της ταξινόµησης. Στο παρελθόν όλα τα έµβια όντα διαιρούνταν

µόνο σε Πρώτιστα, Φυτά και Ζώα (E.H. Haekel, 1886) ωστόσο αργότερα και όσο

προχωρούσε η εξέλιξη της επιστήµης βελτιώθηκαν οι επιστηµονικές µέθοδοι (οπτικό

µικροσκόπιο, ηλεκτρονικό µικροσκόπιο κ.α.) και άρχισαν να αξιολογούνται διάφορα

φυσικά χαρακτηριστικά, τα οποία αφενός δεν επιδέχονταν αµφισβήτηση και

αφετέρου δεν ταίριαζαν µεταξύ τους, δηµιουργώντας έτσι την ανάγκη για πιο ακριβή

ταξινόµηση (δηλαδή αντιπροσωπευτική της πραγµατικής φυλογενετικής συγγένειας

και της εξελικτικής πορείας των οργανισµών).

Πίνακας 1. ∆ιάφορα ταξινοµικά συστήµατα που έχουν προταθεί ανά τα χρόνια

(∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

KINGDOMS

E.H Haekel (1886) Whittaker (1969) Cavalier-Smith (1998)

1. MONERA 1. ARCHAEA (=ARCHAEOBACTERIA)

2. BACTERIA

1. PROTISTA 2. PROTOCTISTA (PROTISTA)

3. PROTOZOA ACRASIOMYCOTA

(Protozoa, Algae, Fungi) MYXOMYCOTA

PLASMODIOPHOROMYCOTA

4. CHROMISTA HYPOCHYTRIDIOMYCOTA

LABYRINTHOMYCOTA

OOMYCOTA

3. FU?GI 5. FU?GI ASCOMYCOTA

BASIDIOMYCOTA

CHYTRIDIOMYCOTA

ZYGOMYCOTA

2. PLANTAE 4. PLANTAE 6. PLANTAE

3. ANIMALIA 5. ANIMALIA 7. ANIMALIA

Οι Μύκητες, χωρίστηκαν πρώτη φορά από τον Whittaker το 1969, µε την λατινική

ονοµασία Fungi, ως ένα από τα πέντε ξεχωριστά βασίλεια των έµβιων όντων µε

Page 12: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

12

12

κυτταρική δοµή. Τα άλλα τέσσερα ήταν τα Ζώα (Animalia), τα Φυτά (Plantae), τα

Πρώτιστα (Protista),και τα Μονήρη (Monera). Μετέπειτα σε κάποια φύλα που µέχρι

πρόσφατα άνηκαν στο βασίλειο των Μυκήτων (βλ. πίνακα 1) παρατηρήθηκαν

χαρακτηριστικά στο γενετικό τους υλικό που ταίριαζαν περισσότερο µε το βασίλειο

των Πρωτίστων, ενώ αργότερα ονοµατίστηκε και ένα καινούργιο βασίλειο, αυτό των

Χρωµίστων (Chromista), το οποίο επίσης περιελάµβανε παλαιότερα φύλα των

Μυκήτων. Σήµερα µε την πρόοδο των µοριακών τεχνικών, υπάρχει πλέον η

δυνατότητα να µελετηθεί η φυλογενετική οµοιότητα και η κατάσταση έχει αλλάξει

ξανά (Σχήµα 1). Τα φύλα τα οποία, µέσα στην εξελικτική διαδικασία, έχουν κρατήσει

διάφορα χαρακτηριστικά που προσοµοιάζουν στους µύκητες και για λόγους

επικοινωνίας τους αποκαλούµε µη πραγµατικούς µύκητες, ενώ όσα φύλα

κατατάσσονται στο βασίλειο των Μυκήτων τα αποκαλούµε πραγµατικούς µύκητες

(Eumycota).

Σχήµα 1. Κατάταξη του Βασιλείου των Μυκήτων σήµερα (ιστοσελίδα του “Tree of

Life”, βλ. βιβλιογραφία).

Οι Μύκητες, όπως και τα άλλα βασίλεια, αποτελούνται από ένα σύνολο

χαρακτήρων εκ των οποίων κάποιοι µπορεί να είναι κοινοί µεταξύ των βασιλείων ενώ

άλλοι µπορεί να µην απαντώνται αλλού ή να απαντώνται σπάνια και µε διαφορετική

λειτουργία. Βασικά χαρακτηριστικά των µυκήτων είναι: α) είναι ευκαρυωτικοί

οργανισµοί β) είναι ετερότροφοι γ) είναι ωσµότροφοι δ) είναι αερόβιοι (µερικοί είναι

προαιρετικά αναερόβιοι και λίγοι υποχρεωτικά αναερόβιοι ε) αλληλεπιδρούν µε το

περιβάλλον τους σαπροτροφικά, βιοτροφικά ή συµβιωτικά στ) αναπαράγονται µε

σπόρια κ.α. (ιστοσελίδα Εργαστηρίου Γενικής και Γεωργικής Μικροβιολογίας). Άλλα

Page 13: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

13

13

χαρακτηριστικά των µυκήτων είναι η ύπαρξη ειδικών χηµικών συστατικών, π.χ.

τρεχαλόζη και µαννιτόλη, τα οποία είναι σπάνια αλλού, η ποικιλότητα και η

πολυπλοκότητα του κύκλου ζωής τους (ακραία παραδείγµατα αποτελούν η πλήρης

απουσία διαφοροποίησης φύλου και το διάστηµα της διπλοειδούς φάσης), η θρέψη

µέσω αποµύζησης (η θρέψη στο φυτικό βασίλειο επιτυγχάνεται µε τη φωτοσύνθεση,

ενώ στο ζωικό µε την πέψη) και η δυνατότητα ανάπτυξης που βασίζεται

ολοκληρωτικά σε αγενή αναπαραγωγή (πράγµα πολύ σπάνιο αλλού). Έχουν

µικροσκοπικές δοµικές οµοιότητες µε το φυτικό βασίλειο, όπως π.χ. η παρουσία

κυτταρικών τοιχωµάτων και χυµοτοπίων, ωστόσο στερούνται χλωροφύλλης και

αδυνατούν να φωτοσυνθέσουν ή να συνθέσουν οργανικές ουσίες. Προσοµοιάζουν

στα ζώα ως προς το ότι είναι ετερότροφοι (δηλαδή χρειάζονται έτοιµες οργανικές

ενώσεις για να τραφούν) δεν διαθέτουν πλαστίδια στη µικροσκοπική τους δοµή κ.α.

(Courtecuisse and Duhem, 1995).

Οι οµοιότητες που παρουσιάζουν τα βασίλεια µεταξύ τους φανερώνουν ίσως την

κοινή προέλευση ή την κοινή τους διαδροµή µέσα στην εξελικτική διαδικασία.

Γενικά είναι αρκετά δύσκολο να εξακριβωθεί η προέλευση του βασιλείου των

µυκήτων. Αναµφίβολα πρόκειται για πανάρχαιους οργανισµούς, οι οποίοι, µη έχοντας

σκληρή δοµή, δεν αποτελούν κατάλληλο υλικό για απολίθωση κι έτσι ελάχιστα

αξιόλογα ίχνη των προγόνων τους υπάρχουν, ενώ οι περισσότεροι συνδετικοί κρίκοι

λείπουν. Το παλαιότερο εύρηµα ανακαλύφθηκε στη ∆οµινικανική ∆ηµοκρατία, όπου

ένας αγαρικοειδής µύκητας (Coprinites dominicanus) βρέθηκε σε απολιθωµένο

κεχριµπάρι και η ηλικία του υπολογίστηκε στα 40 εκατοµµύρια χρόνια (Poinar and

Singer, 1990).

Οι µύκητες περιλαµβάνονται στους µικροοργανισµούς, δηλ. στους οργανισµούς

που έχουν διαστάσεις µικρότερες από τη διακριτική ικανότητα του γυµνού

ανθρώπινου µατιού (0,1 mm). Ωστόσο κάποιοι µύκητες, σε κάποια φάση του

βιολογικού τους κύκλου σχηµατίζουν ευδιάκριτες -µε γυµνό µάτι- καρποφορίες, που

ανάλογα µε το είδος, µπορεί να είναι από µερικά δέκατα του χιλιοστού έως και πάνω

από µισό µέτρο. Αυτές οι µακροσκοπικές καρποφορίες προέρχονται από τη

διαδικασία εγγενούς αναπαραγωγής του µύκητα και καλούνται µανιτάρια, ενώ οι

µύκητες που τις σχηµατίζουν καλούνται µακροµύκητες. Στην πλειονότητα τους

προέρχονται από Βασιδιοµύκητες, δευτερευόντως από Ασκοµύκητες, ενώ

περιέχουν και 4 γένη των Ζυγοµυκήτων.

Page 14: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

14

14

Μορφολογικά χαρακτηριστικά και λειτουργία των µυκήτων

Το σώµα των µυκήτων ονοµάζεται θαλλός και αποτελείται από το µυκήλιο και τα

αναπαραγωγικά όργανα. Θαλλός ονοµαζόταν το σώµα των κατώτερων φυτών και

πιθανόν ο ορισµός προέρχεται από την εποχή που οι µύκητες κατατάσσονταν στα

Φυτά. Ωστόσο µε αυτόν τον ορισµό δεν καλύπτεται όλο το φάσµα των σωµάτων των

µυκήτων. Υπάρχουν µορφολογικές διαφοροποιήσεις µε βάση τις οποίες διακρίνονται

τρείς τύποι µυκητιακών σωµάτων. Στον πρώτο ανήκουν οι τύποι εκείνοι όπου το

σώµα του κάθε ατόµου αποτελείται µόνο από ένα κύτταρο, το οποίο δεν θεωρείται

υφή, ούτε και το συνολικό του µήκος θεωρείται ως µυκήλιο. Οι µύκητες αυτοί

ονοµάζονται µονοκύτταροι και δεν είναι άλλοι από τις γνωστές ζύµες. Στο δεύτερο

τύπο ανήκουν οι µυκηλιακοί µύκητες, οι οποίοι υποδιαιρούνται σε κοινοκύτταρους

και πολυκύτταρους µύκητες. Στους κοινοκύτταρους µύκητες το σώµα του κάθε

ατόµου αποτελείται από κύτταρα τα οποία είναι αδιαφραγµατικά, δεν υπάρχουν

δηλαδή διαχωριστικά τοιχώµατα (κοινοκυτταρική δοµή). Στους πολυκύτταρους

µύκητες το σώµα αποτελείται από λεπτότατα διακλαδιζόµενα νηµάτια µικροσκοπικής

διαµέτρου (συνήθως 2-10 µm), τα οποία ονοµάζονται υφές και χωρίζονται από

διαφράγµατα, έχουν δηλαδή πολυκυτταρική δοµή. Το σύνολο των υφών που

απαρτίζει το σώµα του µύκητα ονοµάζεται µυκήλιο και µπορεί να πάρει

µακροσκοπικές διαστάσεις αν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ανάπτυξης. Το

µυκήλιο κάποιων πολυκύτταρων µυκήτων και κάποιων µακροµυκήτων –

ζυγοµυκήτων, έχει την ικανότητα να σχηµατίζει ψευδοϊστούς. Οι ψευδοϊστοί δεν

θεωρούνται πραγµατικοί ιστοί καθώς δεν αποτελούνται από ένα σύνολο κυττάρων µε

διαφορετική λειτουργία από το υπόλοιπο σώµα του οργανισµού, απλώς

συµπεριφέρονται ανάλογα µε τις συνθήκες του περιβάλλοντος και έχουν την

δυνατότητα να δηµιουργούν εξειδικευµένες κατασκευές, οι οποίες βοηθούν τους

µύκητες στις διάφορες λειτουργίες τους. Οι κατασκευές αυτές έχουν διαφορετική

πυκνότητα από το υπόλοιπο σώµα και ονοµάζονται πλεκτέγχυµα. ∆ιακρίνουµε δύο

τύπους πλεκτεγχύµατος: Το προσέγχυµα που αποτελείται από υφές που είναι

χαλαρά συνυφασµένες µεταξύ τους και διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους και το

ψευδοπαρέγχυµα όπου οι υφές είναι πολύ στενά συνδεδεµένες µεταξύ τους, έχουν

αποκτήσει σχεδόν ενιαία δοµή και στο µικροσκόπιο µοιάζουν πλέον µε τα κύτταρα

του παρεγχύµατος των φυτών.

Page 15: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

15

15

Κάθε υφή µοιάζει µε σωλήνα περιβαλλόµενο από την πρωτοπλασµατική µεµβράνη

και το κυτταρικό τοίχωµα, µέσα στον οποίο υπάρχει το πρωτόπλασµα, τα κυτταρικά

οργανίδια και ο πυρήνας. Συνήθως έχει και πυρηνίσκο (κυρίως από RNA) που

ενίοτε εξαφανίζεται µε την πυρηνική διαίρεση. Ο πυρήνας των µυκήτων δεν είναι

ορατός στο οπτικό µικροσκόπιο και καθίσταται ορατός µόνο µετά από ειδική χρώση.

Οι βασιδιοµύκητες και οι ασκοµύκητες µόνο σε µια συγκεκριµένη φάση του

βιολογικού τους κύκλου, είναι οι µοναδικοί σε σύγκριση µε άλλους ευκαρυωτικούς

οργανισµούς που εµφανίζουν το φαινόµενο της ετεροκαρύωσης, να συνυπάρχουν

δηλαδή στο ίδιο κύτταρο, υφή ή µυκήλιο, πυρήνες διαφορετικής γονοτυπικής

σύστασης. Οι υφές αυξάνονται µόνο στο ακρότατο σηµείο τους. Η αύξηση της

πρωτοπλασµατικής µάζας µε επιµήκυνση και διακλάδωση των υφών συνοδεύεται από

µιτωτικό πολλαπλασιασµό των πυρήνων έτσι ώστε κάθε µυκηλιακό άτοµο να είναι

ένας πολυπύρηνος οργανισµός. Κάθε κοµµάτι µυκηλίου ή και ένα µόνο τµήµα υφής

µπορεί να αναπτυχθεί σε καινούργιο µυκήλιο (σωµατικός ή βλαστικός τρόπος

πολλαπλασιασµού)

Οι πολυκύτταρες υφές χωρίζονται από εγκάρσια διαφράγµατα ή αλλιώς σέπτα

(septa) µε τα οποία εξασφαλίζεται η µηχανική σταθερότητα των υφών. Τα

περισσότερα διαφράγµατα δεν είναι στην πραγµατικότητα πλήρη αλλά στο κέντρο

τους φέρουν πολύ µικρή οπή, η οποία επιτρέπει την διακίνηση πρωτοπλάσµατος ή

ακόµα και οργανιδίων ή πυρήνων. Πλήρη διαφράγµατα, τα οποία δεν έχουν οπή (ή

αλλιώς βοθρίο), σχηµατίζονται µόνο σε ειδικές περιπτώσεις: α) για να αποµονωθούν

τραυµατισµένα ή γερασµένα τµήµατα υφών, β) όταν σχηµατίζονται οποιασδήποτε

µορφής αναπαραγωγικά όργανα. Τα µη πλήρη διαφράγµατα είναι επίσης δυο τύπων

και υπάρχουν κατά πλειονότητα. Τα εγκάρσια διαφράγµατα µε κεντρικό άνοιγµα

τα οποία βρίσκονται στους Ασκοµύκητες, σε κάποια αθροίσµατα ατελών µορφών

µυκήτων που παλαιότερα ονοµάζονταν Αδηλοµύκητες και από τους Βασιδιοµύκητες

τα έχουν οι Ustilaginales και οι Uredinales και τα δολίπορα εγκάρσια διαφράγµατα

τα οποία βρίσκονται στους Βασιδιοµύκητες. Τα δολίπορα χωρίσµατα επιτρέπουν την

µετακίνηση πυρήνων µόνο σε συγκεκριµένες περιπτώσεις.

Βασικό χαρακτηριστικό των πολυκύτταρων υφών είναι η διαδικασία της

αναστόµωσης µέσω της οποίας τους δίνεται η δυνατότητα να δηµιουργούν

ψευδοϊστούς. Αυτό επιτυγχάνεται γιατί όταν έρχονται σε επαφή γειτονικές υφές,

διαλύονται στα σηµεία επαφής τα κυτταρικά τοιχώµατα και η πρωτοπλασµατική

µεµβράνη και ανασυντίθενται αλλού, αποκαθιστώντας έτσι ενότητα

Page 16: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

16

16

πρωτοπλάσµατος. Οι υφές αυτές υπό κατάλληλες συνθήκες αναπτύσσονται και

συνυφαίνονται µεταξύ τους δηµιουργώντας τις εξειδικευµένες κατασκευές του

πλεκτεγχύµατος (σκληρώτια, καρποφορίες, ριζόµορφα, µυκηλιακές πλάκες κ.α.).

Αναπαραγωγή των µυκήτων

Οι µύκητες αναπαράγονται µε αγενή ή εγγενή σπόρια και ανάλογα η αναπαραγωγή

διακρίνεται σε αγενή και εγγενή αναπαραγωγή. Σχηµατίζουν εξειδικευµένα όργανα

τα οποία ονοµάζονται καρποφορίες, που πάνω ή µέσα στα οποία δηµιουργούνται τα

σπόρια.

Αγενής αναπαραγωγή

Στην αγενή αναπαραγωγή αφού προηγηθεί µιτωτικός πολλαπλασιασµός πυρήνων

έχουµε κατάτµηση, σχάση και αποβλάστηση του µυκηλίου. Αυτό οδηγεί στο

σχηµατισµό µιτοσπορικών σπορίων από όπου κάθε σπόριο βλαστάνει για να

δηµιουργήσει ένα νέο µυκήλιο µε τον ίδιο, θεωρητικά, γονότυπο µε το µυκήλιο από

το οποίο προήλθε. Υπάρχουν διάφοροι τύποι καρποφοριών και σπορίων αγενής

αναπαραγωγής. Μπορεί να αναπτύσσονται σποριαγγειοσπόρια µέσα σε καρποφορίες

που ονοµάζονται σποριάγγεια, κονίδια πάνω ή µέσα σε καρποφορίες που

ονοµάζονται κονιδιοφόροι κ.α. Τα κονίδια παρουσιάζουν µια τεράστια ποικιλία ως

προς τον αριθµό των κυττάρων τους (µονό- έως πολύ-κύτταρα), το σχήµα, το

µέγεθος, το χρώµα, τον τρόπο γέννησης. Οι κονιδιοφόροι θεωρούνται απλές

καρποφορίες αγενούς αναπαραγωγής οι οποίες είτε σχηµατίζονται από τις υφές του

µυκηλίου, είτε σχηµατίζονται στο εσωτερικό ή την επιφάνεια σύνθετων

καρποφοριών αγενούς αναπαραγωγής που είναι κατασκευασµένες από ψευδοϊστό.

Τέτοιες καρποφορίες είναι τα πυκνίδια που είναι φιαλοειδείς καρποφορίες µε

κεντρικό άνοιγµα (οστιόλη) τα ακέρβουλα που είναι αβαθείς, κυπελλοειδείς

καρποφορίες, οι σωροί που είναι καρποφορίες που αναπτύσσονται κάτω από την

επιδερµίδα του ξενιστή και στη συνέχεια διαρρηγνύονται, τα σποριοδόχεια που είναι

επίπεδες καρποφορίες και το σύννηµα και το κορέµιο που είναι δέσµες

κονιδιοφόρων συνδεδεµένες µεταξύ τους.

Μερικοί µύκητες µπορεί να σχηµατίζουν κατά τη διάρκεια του βιολογικού τους

κύκλου περισσότερα του ενός είδους, σπόρια αγενούς αναπαραγωγής, ενώ αντίθετα

Page 17: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

17

17

µπορούν να σχηµατίζουν µόνο ένα είδος σπορίων και καρποφοριών εγγενούς

αναπαραγωγής.

Εγγενής αναπαραγωγή

Στην εγγενή αναπαραγωγή έχουµε ένωση απλοειδών πυρήνων-γαµετών (ν

χρωµοσώµατα), µε συνέπεια το σχηµατισµό ζυγωτών πυρήνων (2ν χρωµοσώµατα),

ανασυνδυασµό του γενετικού υλικού και δηµιουργία µυκηλίου µε νέο γονότυπο. Η

ένωση των πυρήνων-γαµετών λαµβάνει χώρα, µετά από µειωτική διαίρεση, σε

εξειδικευµένα αναπαραγωγικά όργανα που ονοµάζονται γαµετάγγεια. Σ’ όλο το

βασίλειο των (πραγµατικών) µυκήτων σχηµατίζονται τρία είδη σπορίων εγγενούς

αναπαραγωγής: τα ζυγοσπόρια, τα ασκοσπόρια και τα βασιδιοσπόρια.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα τυπικά στάδια του βιολογικού

κύκλου ασκοµυκήτων και βασιδιοµυκήτων που σχηµατίζουν µακροσκοπικά ορατές

καρποφορίες εγγενούς αναπαραγωγής (µανιτάρια):

Στους περισσότερους Ασκοµύκητες τα ασκοσπόρια σχηµατίζονται µέσα σε

σακοειδείς κατασκευές, τους ασκούς, οι οποίοι δηµιουργούνται µέσα ή πάνω σε

διάφορες καρποφορίες (κλειστοθήκια, περιθήκια, αποθήκια). Κάθε ασκοσπόριο,

όταν βλαστάνει δίνει γένεση σε ένα νέο µυκήλιο το οποίο διατηρεί το φύλο που είχε

ως σπόριο (+,- ή αρσενικό, θηλυκό). Τα µυκήλια κάποια στιγµή σχηµατίζουν σε

ορισµένα σηµεία τους τα γαµεταγγεία (Σχήµα 2). Τα “θηλυκά” ονοµάζονται

ασκογόνια και τα “αρσενικά” ονοµάζονται ανθηρίδια. Τα γαµετάγγεια έλκονται

µεταξύ τους και σχηµατίζεται µια προεκβολή, το τριχόγυνο, µέσω του οποίου

συνδέονται και γίνεται η πλασµογαµία. Έχουµε δηλαδή, ένωση πρωτοπλάσµατος

χωρίς σύζευξη πυρήνων και σχηµατίζονται δικαρυωτικές υφές. Μετέπειτα στη

κορυφαία δικαρυωτική υφή δηµιουργείται ένα άγκιστρο µέσα στο οποίο λαµβάνει

χώρα η καρυογαµία, δηλαδή η µειωτική διαίρεση των δυο διαφορετικών πυρήνων

και η συνένωση δυο εξ αυτών (απλοειδών) σε έναν καινούργιας γονοτυπικής

σύστασης (διπλοειδή). Στη συνέχεια ακολουθεί η επιµήκυνση της υφής και µετά από

διαδοχικές µειωτικές και µιτωτικές διαιρέσεις, σχηµατίζονται κατά κανόνα 8 πυρήνες

οι οποίοι θα αποτελέσουν και τα µελλοντικά ασκοσπόρια. Ταυτόχρονα µε όλη αυτή

τη διαδικασία από απλοειδείς υφές που αναπτύσσονται στη βάση του ασκογονίου

σχηµατίζεται ψευδοϊστός ο οποίος εξελίσσεται στο ασκοκάρπιο που φέρει ή

περιβάλλει τους ασκούς. Συχνά, µεταξύ των ασκών υπάρχουν και άγονα στοιχεία, οι

Page 18: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

18

18

παραφύσεις. Η στρώση των ασκών και των παραφύσεων η οποία επενδύει την

εσωτερική επιφάνεια των καρποφοριών ονοµάζεται υµένιο.

Σχήµα 2. Βιολογικός κύκλος ασκοµύκητα (ιστοσελίδα του Kent Simmons, από το

πανεπιστήµιο του Winnipeg).

Στους Βασιδιοµύκητες ο βιολογικός κύκλος παρουσιάζει πολλές παραλλαγές.

Σε έναν τυπικό βασιδιοµύκητα το βασιδιοσπόριο, το οποίο είναι µονοκύτταρο και

απλοειδές, βλασταίνοντας δίνει γένεση σε ένα επίσης απλοειδές και µονοκάρυο

µυκήλιο συγκεκριµένου φύλου (Σχήµα 3). Το µυκήλιο αυτό είναι άγονο στη φύση και

σύντοµα εκφυλίζεται και πεθαίνει, εκτός και αν έλθει σε επαφή µε ένα άλλο

µονοκάρυο µυκήλιο αντίθετου φύλου, του ίδιου µύκητα. Τότε αναστοµώνονται οι

υφές στα σηµεία επαφής και πραγµατοποιείται πλασµογαµία, δηλαδή οι απλοειδείς

πυρήνες αντίθετου φύλου πλησιάζουν µεταξύ τους αλλά δεν συγχωνεύονται,

σχηµατίζοντας έτσι τις δικάρυες υφές, οι οποίες µε τη σειρά τους διαιρούνται

συνεχώς µιτωτικά δίνοντας γένεση σε καινούργιες (συνήθως µέσω συνεχούς

σχηµατισµού κρίκων, οι οποίοι γεφυρώνουν τις µεταξύ τους υφές). Αυτή είναι µια

διαδικασία που µπορεί να επαναλαµβάνεται ες αεί µέχρι να βρεθούν οι κατάλληλες

για τον κάθε µύκητα συνθήκες. Αν βρεθούν το δικάρυο µυκήλιο αρχίζει σε κάποια

σηµεία του να σχηµατίζει από ψευδοϊστό τις καταβολές (αρχέγονα) του

βασιδιοκαρπίου, οι οποίες µεγαλώνουν σε µέγεθος και ταυτόχρονα διαφοροποιούνται

σχηµατίζοντας τα διάφορα τµήµατα του. Αφού ωριµάσει σχηµατίζει και αυτό µε τη

σειρά του βασίδια. Τα βασίδια αρχικά είναι δικαρυωτικά και µέσα τους λαµβάνει

Page 19: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

19

19

χώρα η καρυογαµία. Μετά ακολουθεί µειωτική πυρηνοτοµία και σχηµατισµός των

νέων πυρήνων που θα µεταναστέψουν στα στηρίγµατα, θα αποτελέσουν τα

µελλοντικά βασιδιοσπόρια και θα επαναληφθεί ο ίδιος βιολογικός κύκλος.

Σχήµα 3. Βιολογικός κύκλος βασιδιοµύκητα (ιστοσελίδα του Kent Simmons, από το

πανεπιστήµιο του Winnipeg).

Οι περισσότεροι από τους µύκητες αναπαράγονται και µε τους δύο τρόπους

αναπαραγωγής και µπορεί να βρίσκονται στη φύση και µε την αγενή και µε την

εγγενή τους µορφή. Η εγγενής µορφή είναι συνήθως το τελικό στάδιο του βιολογικού

κύκλου ενός µύκητα. Ωστόσο σε πολλούς µύκητες (ιδιαίτερα στους φυτοπαθογόνους)

η µορφή αυτή είναι σπάνια ή δεν έχει ακόµα βρεθεί στη φύση, κυρίως γιατί µπορεί να

απαιτεί πολύ συγκεκριµένες συνθήκες ανάπτυξης. Η ατελής µορφή αυτών των

µυκήτων κατατάσσεται στους Μιτωσπορικούς µύκητες (πρώην Αδηλοµύκητες ή

∆ευτεροµύκητες) και οι µύκητες αυτοί ονοµάζονται ατελείς. Οι τέλειες µορφές

κυρίως των βασιδιοµυκήτων, µερικών ασκοµυκήτων και κάποιων ειδών

ζυγοµυκήτων, οι οποίες είναι ορατές µε γυµνό µάτι, ονοµάζονται µανιτάρια.

Τέλος η διασπορά των σπορίων των µυκήτων στο χώρο γίνεται µε όλους τους

δυνατούς τρόπους. Ανάλογα µε την υφή και τη µορφολογία τους µπορούν να

προσκολληθούν και να µεταφερθούν από έντοµα, ζώα, πουλιά, τον άνθρωπο, τα µέσα

µετακίνησης, το νερό ή τον αέρα.

Page 20: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

20

20

Μορφολογικά χαρακτηριστικά καρποσωµάτων

Οι µακροµύκητες απαντώνται στη φύση µε µεγάλη µορφολογική ποικιλοµορφία

που είναι πρακτικά δύσκολο να περιγραφεί σε όλο της το εύρος. Στους

βασιδιοµύκητες η πιο κλασσική µορφή, που υπάρχει στο µυαλό όλων µας και

συµβολίζει το µανιτάρι, είναι ένα καρπόσωµα µε καπέλο σε σχήµα οµπρέλας που

στηρίζεται σε ένα ευθυτενές, κυλινδρικό πόδι, ενώ στους ασκοµύκητες είναι µάλλον

µια σαρκώδης, κυπελλοειδής κατασκευή. Στην πραγµατικότητα όµως αρκετοί

βασιδιοµύκητες και ασκοµύκητες έχουν τελείως διαφορετικό σχήµα. Εµφανίζονται µε

σχήµατα αστερόµορφα, κοραλλόµορφα, ροπαλοειδή, σφαιρικά, υπόγεια ή υπέργεια

κ.α. Ωστόσο υπάρχουν κάποια κοινά σηµεία και µορφολογικές κατηγορίες

καρποσωµάτων οι οποίες εµφανίζονται συνηθέστερα και παρατίθενται στο παρακάτω

σχήµα (Σχήµα 4).

Σχήµα 4. Μορφές καρποφοριών ασκοµυκήτων και βασιδιοµυκήτων (Courtecuisse

and Duhem, 1995, Τροποποιηµένο από ∆. ∆ήµου).

Page 21: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

21

21

1. Ένα τυπικό µανιτάρι λοιπόν που ανήκει στους βασιδιοµύκητες έχει τη µορφή

οµπρέλας. Αποτελείται από το ανώτερο τµήµα (µοιάζει µε καπέλο), που

ονοµάζεται πίλος, στην κάτω επιφάνεια του οποίου υπάρχει το γόνιµο στρώµα

(υµενοφόρος) µε την µορφή ελασµάτων και το κατώτερο τµήµα (ποδίσκος),

που ονοµάζεται στύπος. Τέτοιου τύπου καρποφορίες απαντώνται στις τάξεις

Αgaricales και Russulales (Βασιδιοµύκητες).

2. Παρόµοιος τύπος καρποσώµατος σε σχήµα οµπρέλας µόνο που ο υµενοφόρος

έχει την µορφή σωληνίσκων οι οποίοι καταλήγουν σε πόρους µε κυκλική,

ωοειδή, επιµήκη ή γωνιώδη οπή. Τέτοιου τύπου καρποφορίες απαντώνται στις

τάξεις Boletales και Polyporales (Βασιδιοµύκητες).

3. Επίσης καρπόσωµα σε σχήµα οµπρέλας µε τον υµενοφόρο να παίρνει µορφές

οδοντωτών προεξοχών. Τέτοιου τύπου καρποφορίες απαντώνται στα γένη

Hydnum, Sarcodon, Auriscalpium κ.α. (Βασιδιοµύκητες).

4. Καρποσώµατα µε πίλο σχήµατος κυψελοειδούς, εγκεφαλόµορφου ή µε την

µορφή σκούφου και µε σαρκώδη στύπο, λείο ή µε φλεβώδη υφή, τα οποία

απαντώνται σε Ασκοµύκητες, στις τάξεις Pezizales (π.χ. γένος Morchella) και

Helvellales (γένος Helvella).

5. Καρποσώµατα µε τη µορφή γείσου, ηµιατρακτοειδή, οπλής αλόγου κ.α.

Χωρίς ή µε υποανάπτυκτο στύπο. Εφαπτόµενα συχνά σε ξύλο, ξυλοποιηµένα,

σαρκώδη ή µαλακά. Ο υµενοφόρος αποτελείται από ελάσµατα, πόρους,

οδοντωτές προεξοχές ή λεία επιφάνεια. Απαντώνται σε βασιδιοµύκητες, π.χ.

γένος Gloeophyllum (ελάσµατα), στα Polyporales (πόρους), γένος Hericium

(οδοντωτές προεξοχές), γένος Stereum (λεία κάτω επιφάνεια) κ.α.

6. ∆ισκοειδείς ή κυπελλοειδείς καρποφορίες ασκοκαρπίων (αποθήκια), µε ή

χωρίς στύπο. Τις συναντάµε σε γένη ασκοµυκήτων π.χ. στα Pezizales (Peziza

spp., Otidea spp.).

7. Σφαιρικές ή κονδυλόµορφες καρποφορίες, συνήθως χωρίς ή µε υποτυπώδη

στύπο, υπόγεια, ηµιυπόγεια ή υπέργεια. Απαντώνται σε ασκοµύκητες (γένος

Tuber), βασιδιοµύκητες (γένος Lycoperdon), και σε κάποιους ζυγοµύκητες

(Εndogonales, Glomales).

8. Κοραλλόµορφα, ροπαλοειδή, νηµατόµορφα ή γλωσσοειδή καρποσώµατα.

Απαντώνται σε ασκοµύκητες (Xylaria, Geoglossum) sp. και σε

βασιδιοµύκητες (γένη Clavulina, Clavariadelphus, Ramaria) κ.ά.

Page 22: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

22

22

9. Καρποσώµατα έρποντα ή σαν στρώµα πάνω σε ξύλο και άλλα φυτικά

υπολείµµατα. Επιφάνεια λεία, ακιδωτή, πτυχωτή κ.α. Απαντώνται σε

βασιδιοµύκητες (Stereales, Polyporales κ.ά.) ή Ασκοµύκητες µε µυκηλιακό

στρώµα µέσα στο οποία είναι βυθισµένα περιθήκια (Diatrypales, Xylariales

κ.ά.).

10. Καρποφορίες µε ζελατινώδη υφή και ακανόνιστο σχήµα. Αναπτύσσονται

κυρίως πάνω σε ξύλο. Απαντώνται σε βασιδιοµύκητες από τις τάξεις

Auriculariales, Dacrymycetales και Tremellales και την υποκλάση

Tremellomycetidae.

Σχήµα 5. Μορφολογικά χαρακτηριστικά βασιδιοκαρπίου µε µορφή οµπρέλας

(Courtecuisse and Duhem, 1995, Τροποποιηµένο από ∆. ∆ήµου).

Page 23: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

23

23

Η κλασσική µορφή βασιδιοκαρπίων αποτελείται, όπως αναφέρθηκε, από τον πίλο,

τον στύπο και τον υµενοφόρο (Σχήµα 5). Ο πίλος παίρνει σχήµατα σφαιρικά,

ηµισφαιρικά, κυρτά, επίπεδα ή κοίλα, µε όλα τα ενδιάµεσα στάδια να εµφανίζονται

(Εικόνα 1). Η επιφάνεια του µπορεί να είναι επίπεδη, κυµατιστή ή ραβδωτή, εξ’

ολοκλήρου ή σε σηµεία και η υφή του είναι από λεία µέχρι τριχωτή ή λεπιδωτή,

γλοιώδης, στεγνή κ.α. ∆ιαιρείται σε τρία επιµέρους τµήµατα τα οποία συνήθως

εξετάζονται: Το κέντρο του πίλου, η περιφέρεια και το χείλος του. Το κέντρο είναι

το σηµείο που εφάπτεται από κάτω µε τον στύπο (όχι απαραίτητα το ‘γεωµετρικό του

κέντρο’) και αρκετές φορές έχει την µορφή θηλής ή κοιλότητας, µπορεί να είναι πιο

σκούρο από το υπόλοιπο καρπόσωµα να καλύπτεται εξ ολοκλήρου µε λέπια κ.α. Η

περιφέρεια µπορεί να έχει διαφορετική απόχρωση από τα υπόλοιπα τµήµατα,

διαφορετική υφή, διάφορες στρώσεις από υπολείµµατα πέπλου κλπ. Το χείλος, τέλος,

µπορεί να είναι ευθύ, συνεστραµµένο, ανεστραµµένο, οδοντωτό, ραβδωτό κ.α.

Εικόνα 1. ∆ιαφορετικά σχήµατα πίλου

Στην κάτω επιφάνεια του πίλου υπάρχει ο υµενοφόρος, το τµήµα στο οποίο

σχηµατίζεται το υµένιο και βρίσκονται τα αναπαραγωγικά όργανα των

(βασιδιο)µυκήτων. Τα καρποσώµατα στους βασιδιοµύκητες παρουσιάζουν θετικό

γεωτροπισµό, ο υµενοφόρος έχει δηλαδή κατεύθυνση προς τη γη ώστε να

διευκολύνεται η πτώση των σπορίων στο χώµα. Σηµαντικό, ταξινοµικά,

χαρακτηριστικό αποτελεί ο τρόπος µε τον οποίο είναι ή δεν είναι συνδεδεµένος ο

υµενοφόρος πάνω στον στύπο, κυρίως τα ελάσµατα (Σχήµα 6). Μπορεί να µην

ακουµπάνε στο στύπο και άρα να είναι ελεύθερα ή να ακουµπάνε σχηµατίζοντας µαζί

του οξεία, ορθή και αµβλεία γωνία, µικρό ή µεγάλο δόντι κ.α. Τέλος ή άκρη του

ελάσµατος µπορεί να έχει ευθεία µορφή µέχρι κυµατοειδή ή οδοντωτή.

Page 24: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

24

24

Σχήµα 6. Απεικονίσεις του χείλους των ελασµάτων και του τρόπου µε τον οποίο

προσφύονται στον στύπο (Breitenbach and Kranzlin, 1984-2005).

Ο υµενοφόρος µπορεί να έχει την µορφή ελασµάτων ή οδοντωτών προεξοχών, στα

οποία το υµένιο είναι κάθετα προσκολληµένο στην εξωτερική επιφάνεια, ή να έχει τη

µορφή κυλινδρικών ή πολυγωνικών σωληνίσκων, στα οποία το υµένιο είναι κάθετα

προσκολληµένο στην εσωτερική επιφάνεια (Εικόνα 2).

Εικόνα 2. ∆ιαφορετικά είδη υµενοφόρων (οδοντωτές προεξοχές, πόροι, ελάσµατα)

Ο στύπος αποτελεί το τµήµα εκείνο της καρποφορίας στο οποίο στηρίζεται ο πίλος.

Συνήθως είναι ευθυτενής και κατακόρυφος, µπορεί όµως ανάλογα µε τον

γεωτροπισµό να πάρει διαφορετικές κατευθύνσεις ώστε ή εξωτερική πλευρά του

πίλου να είναι προσανατολισµένη προς τον ουρανό και ο υµενοφόρος προς το

έδαφος. Η θέση του σε σχέση µε τον πίλο µπορεί να είναι κεντρική, έκκεντρη ή

Page 25: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

25

25

πλευρική. Παίρνει ποικίλα σχήµατα όπως κυλινδρικά, ατρακτοειδή, ροπαλοειδή,

κοντόχοντρα ή µακρόστενα κ.α. Χωρίζεται επίσης σε τρία τµήµατα που συνήθως

εξετάζονται. Την κορυφή του κοντά στον υµενοφόρο, το µεσαίο τµήµα του και την

βάση, το σηµείο δηλαδή που ενώνεται µε το υπόστρωµά του. Η υφή και η επιφάνεια

ποικίλουν και µπορεί να είναι λείες, χνοώδεις, τριχωτές κλπ. (Εικόνα 3). Στην κορυφή

και τη βάση µπορεί να παρατηρείται διόγκωση ή στένωση, στο κέντρο και τη βάση να

παρατηρούνται υπολείµµατα πέπλου (δαχτυλίδι, βόλβα, λέπια), στη βάση να

υπάρχουν νηµατοειδή ή χοντρότερα ριζίδια, να παρατηρούµε διαφορετικές

αποχρώσεις κ.α. (Σχήµα 7).

Σχήµα 7. Απεικονίσεις βάσεων στύπου (Bas C., Kuyper T.W., Noordeloos M.E. and

Vellinga E.C., 1988-2001).

Εικόνα 3. ∆ιαφορετικά είδη επιδερµίδας στύπου.

Πέρα από τα χαρακτηριστικά που βοηθούν στην περιγραφή των περισσότερων

µανιταριών διακρίνονται και κάποια που εµφανίζονται κατά περίπτωση, ωστόσο είναι

κοινά σε ολόκληρα γένη, οµάδες ή εµφανίζονται σε µεγάλη συχνότητα. Σε κάποια

οµπρελλοειδή µανιτάρια, το καρπόσωµα στο αρχικό στάδιο περιβάλλεται από δύο

µεµβράνες από ψευδοϊστό. Η µία καλύπτει εξωτερικά ολόκληρο το καρπόσωµα και

ονοµάζεται καθολικός πέπλος και η άλλη περιβάλλει µόνο τον πίλο και ονοµάζεται

µερικός πέπλος. Μπορεί να εµφανίζονται µόνες τους ή και οι δύο µαζί.

Page 26: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

26

26

Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι τα µανιτάρια του γένους Amanita. Όταν το

µανιτάρι εκπτυχθεί πλήρως αυτές οι δύο µεµβράνες σχίζονται και αφήνουν

υπολείµµατα. Ο καθολικός πέπλος µπορεί στη επιφάνεια του πίλου να αφήνει

υπολείµµατα σαν µπαλώµατα ή λέπια και στην περίµετρο σαν ξέφτια, ενώ στη βάση

µένει µεγαλύτερο κοµµάτι, σαν κύπελλο και ονοµάζεται βόλβα (volva) ή απλώς

αφήνει ξέφτια (Εικόνα 4). Ο µερικός πέπλος αφήνει ξέφτια στην περίµετρο του πίλου

και ένα δακτυλίδι γύρω από το στύπο. Το δακτυλίδι εµφανίζεται σε αρκετά είδη. Σε

κάποια είναι µεµβρανώδες και µπορεί και να εξαφανίζεται κατά την ωριµότητα ενώ

σε άλλα µπορεί να είναι συµπαγές, µονό ή διπλό, σταθερό ή κινητό κ.α. Επίσης σε

κάποια γένη (Cortinarius) εµφανίζεται µια ιδιαίτερη, πολύ αραιή µορφή µερικού

πέπλου, η οποία ονοµάζεται κορτίνα (cortina) επειδή όταν ενώνει την περίµετρο του

πίλου µε το στύπο µοιάζει µε αραχνοΰφαντη κουρτίνα. Τα µανιτάρια στα οποία ο

υµενοφόρος βρίσκεται κλεισµένος από πέπλο, έστω και σε αρχικό στάδιο

ονοµάζονται ψευδό- ή ηµιαγγειοκαρπικά. Τα µανιτάρια στα οποία δεν υπάρχει

πέπλος ή είναι εντελώς υποτυπώδης και συνεπώς ο υµενοφόρος είναι εξ αρχής

ελεύθερος στον αέρα, ονοµάζονται γυµνοκαρπικά, ενώ αγγειοκαρπικά ονοµάζονται

εκείνα τα µανιτάρια στα οποία τα βασίδια ή οι ασκοί σχηµατίζονται µέσα σε εντελώς

κλειστά καρποσώµατα.

Εικόνα 4. ∆ιάφορες µορφές υπολειµµάτων πέπλου. (κορτίνα, βόλβα, δαχτυλίδι).

Η ποικιλία των σχηµάτων και των µορφών που παίρνουν οι καρποφορίες των

µακροµυκήτων, είναι τεράστια. Κάποιοι βασιδιοµύκητες µπορεί να εµφανίζουν

τύπους υµενοφόρων µε φλεβοειδείς κατασκευές που µοιάζουν µε ατροφικά ελάσµατα

(γένη Cantharellus, Gompus), διπλά ελάσµατα (Schizophyllum commune) κ.α.

Page 27: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

27

27

Κάποιοι έχουν αστερόµορφα σχήµατα, κοραλλόµορφα, δικτυωτά και πολλές άλλες

ασυνήθιστες µορφές (όπως φαίνεται ενδεικτικά στην Εικόνα 5).

Εικόνα 5. Αστερόµορφα, κοραλλόµορφα καρποσώµατα κ.α.

Στα καρποσώµατα των ασκοµυκήτων παρατηρείται και εκεί αξιοσηµείωτη

ποικιλοµορφία. Εµφανίζονται µορφές µε πόδι και κυψελιδωτό καπέλο (γένος

Morchella), εγκεφαλόµορφο καπέλο (γένος Helvella), δισκόµορφα σχήµατα (γένος

Discina), κυπελλόµορφα σχήµατα (γένος Sarcoshaera) και πολλά άλλα (Εικόνα 6).

Εικόνα 6. Κυπελλοειδή, κυψελόµορφα και εγκεφαλόµορφα καρποσώµατα.

Ανατοµικά χαρακτηριστικά καρποσωµάτων

Όπως αναφέρθηκε και στο κεφάλαιο για την αναπαραγωγή των µυκήτων, στους

περισσότερους Ασκοµύκητες τα ασκοσπόρια σχηµατίζονται µέσα σε σακοειδείς

κατασκευές, τους ασκούς, οι οποίοι δηµιουργούνται µέσα ή πάνω σε διάφορες

Page 28: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

28

28

καρποφορίες. Οι ασκοί συνήθως είναι τοποθετηµένοι κάθετα στην επιφάνεια του

ασκοκαρπίου και παράλληλα µεταξύ τους, σχηµατίζοντας το υµένιο. Εξαίρεση

αποτελούν τα είδη της οικογένειας Tuberaceae (υπόγειοι δισκοµύκητες), όπου τα

ασκοκάρπια είναι υπόγεια και κλειστά και οι ασκοί σχηµατίζονται µέσα στη µάζα της

καρποφορίας χωρίς να υπάρχει υµένιο. Ανάµεσα στους ασκούς υπάρχουν στείρα,

διακλαδιζόµενα στοιχεία (παραφύσεις) τα οποία συχνά φέρουν εγκάρσια

διαφράγµατα και σαν κύριο ρόλο έχουν µάλλον να κρατούν τους ασκούς σε

απόσταση µεταξύ τους και να βοηθούν τους µηχανισµούς εκτίναξης των σπορίων

εκκρίνοντας ένα ιξώδες υλικό. Σηµασία κατά την διαδικασία της ταυτοποίησης

δίνεται στο µέγεθος, το σχήµα και την δοµή του υµενίου, των ασκών, των

ασκοσπορίων, των υπολοίπων χαρακτηριστικών (παραφύσεις, ψευδοϊστοί κ.α.), στη

γενικότερη δοµή του ασκοκαρπίου και στην δοµή, το µέγεθος και το σχήµα των

εξωτερικών τους χαρακτηριστικών (π.χ. τρίχες, επιδερµίδα κλπ.) (Σχήµα 8).

Σχήµα 8. Ανατοµία αποθηκίου (Alexopoulos , Mims and Blackwell, 1996).

Στους Βασιδιοµύκητες διακρίνουµε δύο κύριους µορφολογικούς τύπους µε βάση

τον τρόπο ανάπτυξης του βασιδιοκαρπίου, τους υµενοµύκητες και τους

γαστεροµύκητες.

Page 29: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

29

29

Στους Υµενοµύκητες ανάλογη µε την µορφολογική ποικιλία του πίλου, του στύπου

και του υµενοφόρου είναι και η ποικιλία των µικροσκοπικών τους χαρακτηριστικών.

Η επιδερµίδα του πίλου (pileipellis) αποτελείται από υφές διαφόρων µορφών,

µεγεθών και σχηµάτων, οι οποίες συνδυάζονται τόσο πολυποίκιλα που δηµιουργούν

διαφορετική δοµή σχεδόν σε κάθε µανιτάρι. Οι υφές µπορεί να είναι υαλώδεις ή µε

χρώµα, λείες ή µε διάκοσµο, λεπτότοιχες ή παχύτοιχες, λεπτές, παχιές, µακριές ή

κοντές (Σχήµα 9). Η δοµή χοντρικά µπορεί να είναι παράλληλη ή διακλαδιζόµενη, να

έχει οριζόντια ή κάθετη κατεύθυνση, να έχει ανασηκωµένα απιοειδή, σφαιρικά ή

επιµήκη ακραία στοιχεία, να έχει ζελατινώδη υφή κ.α. Αρκετές φορές η δοµή της

επιδερµίδας του πίλου δίνει βασικά ταξινοµικά στοιχεία, ενώ διάφορα γένη

παρουσιάζουν παρόµοια δοµή σχεδόν σε όλα τους τα είδη (Σχήµα 10).

Σχήµα 9. ∆ιάφορα είδη διάκοσµου υφών (Breitenbach and Kranzlin, 1984-2005).

Σχήµα 10. Απεικονίσεις δοµών επιδερµίδας πίλου (Bas C., Kuyper T.W., Noordeloos

M.E. and Vellinga E.C., 1988-2001).

Τα µικροσκοπικά χαρακτηριστικά του υµενοφόρου και των σπορίων αποτελούν

συνήθως τα κυριότερα µορφολογικά γνωρίσµατα βάση των οποίων γίνεται η

ταυτοποίηση. Ειδικά όσον αφορά στα ελάσµατα ο υµενοφόρος αποτελείται από το

ακραίο µέρος του, το χείλος, τα πλευρικά µέρη και το εσωτερικό, το τράµα (trama).

Το τράµα αποτελείται από αναπαραγωγικές υφές οι οποίες µπορεί να έχουν

Page 30: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

30

30

µπερδεµένη ή παράλληλη δοµή µε ανερχόµενη ή κατερχόµενη κατεύθυνση (Σχήµα

11).

Σχήµα 11. ∆οµές τράµα. Κατά σειρά: Κανονική-παράλληλη, Ακανόνιστη-

διακλαδιζόµενη, Ανερχόµενη, Κατερχόµενη. (Breitenbach and Kranzlin, 1984-2005).

Το υµένιο αποτελείται κυρίως από άγονες ροπαλοειδείς κατασκευές, τις

βασιδιόλες, από γόνιµες ροπαλοειδείς κατασκευές µε 1-4 στηρίγµατα και σπόρια, τα

βασίδια και από τα κυστίδια, τα οποία είναι πολύµορφές κατασκευές που ανάλογα

µε την θέση τους πάνω στο έλασµα χωρίζονται σε χειλο-κυστίδια και πλευρο-

κυστίδια (Σχήµα 12). Ο ρόλος των κυστιδίων δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως. Έχουν

διατυπωθεί διάφορες απόψεις όπως το ότι κρατούν τις αποστάσεις µεταξύ των

ελασµάτων, ότι εγκλωβίζουν τον αέρα για την δηµιουργία κατάλληλων συνθηκών

ανάπτυξης των σπορίων, ότι λειτουργούν ως απεκκριτικά όργανα κ.α. Κυστίδια,

µπορεί να υπάρχουν και στον πίλο, όπου και καλούνται πιλεοκυστίδια και στον

στύπο, όπου καλούνται καυλοκυστίδια. Ποικίλουν αρκετά σε σχήµα και µέγεθος και

αποτελούν βασικά στοιχεία ταυτοποίησης, σε συνδυασµό βέβαια µε όλα τα υπόλοιπα.

Επίσης µπορεί να υπάρχουν σκληρές τρίχες διαφόρων µεγεθών που ονοµάζονται

σέτες (seta).

Page 31: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

31

31

Σχήµα 12. ∆ιάφορες µορφές κυστιδίων (Breitenbach and Kranzlin, 1984-2005).

Στο στύπο, τα µικροσκοπικά χαρακτηριστικά ακολουθούν την ίδια ποικιλία µε το

καπέλο µε πιο απλή όµως, συγκριτικά, δοµή. Η επιδερµίδα του στύπου συνήθως

αποτελείται από παράλληλες υφές, ενώ κατά σηµεία µπορεί να υπάρχουν

ανασηκωµένες κατασκευές που αν θεωρούνται κυστίδια ονοµάζονται καυλοκυστίδια

ή εξερχόµενες κυστιδιόµορφες υφές που δεν τα θεωρούµε κυστίδια. Σε κάποια

αθροίσµατα, εκτός από το σχήµα και το µέγεθός τους σηµασία έχει, ταξινοµικά, και η

θέση τους πάνω στο στύπο.

Τον πιο σηµαντικό, ίσως, ρόλο για την ταυτοποίηση και ταξινόµηση ενός

µακροµύκητα τον έχουν τα σπόρια. Παρουσιάζουν και αυτά εντονότατη ποικιλία σε

όλα τους τα χαρακτηριστικά (Σχήµα 13). Συνήθως αποτελούνται από το κυρίως σώµα

του σπορίου και µία ακιδωτή προεξοχή στη µία άκρη (στο σηµείο που ενώνονταν µε

τα στηρίγµατα του βασιδίου), η οποία όµως σε µερικές περιπτώσεις είναι δυσδιάκριτη

ή δεν υπάρχει. Κάποιες φορές επίσης, υπάρχει µια µικρή οπή στην αντίθετη από την

προεξοχή άκρη που ονοµάζεται βλαστικός πόρος. Περιγράφονται µε βάση το

χρώµα, το σχήµα και το µέγεθος, την υφή της επιφάνειας και την αντίδραση τους

σε σχέση µε κάποια χηµικά αντιδραστήρια. Σχετικά µε το χρώµα, εκτός από την

απόχρωση στο οπτικό µικροσκόπιο αρκετές φορές έχει σηµασία και η απόχρωση του

αποτυπώµατος των σπορίων (‘ίχνος σπορίων’) σε λευκό χαρτί, αφού κάποια είδη

(π.χ. γένος Russula) είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτοποιηθούν χωρίς αυτό το

χαρακτηριστικό. Το σχήµα παρουσιάζει έντονη ποικιλοµορφία. Μπορεί να είναι από

σφαιρικό µέχρι επίµηκες, πολυγωνικό, φασεολόµορφο ή διάφορα άλλα και η

Page 32: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

32

32

επιφάνεια λεία, τραχιά, ακιδωτή, κοκκώδης κ.α. Η επιφάνεια µπορεί να είναι λεία,

στικτή, τραχιά ή ακιδωτή, να έχει γωνίες (γένος Entoloma), να έχει υπόλειµµα

στηρίγµατος (γένος Bovista) κ.α. Τέλος σε µερικά είδη υπάρχει κολληµένο περίβληµα

πάνω στην επιφάνεια (περισπόριο), που άλλοτε µένει και άλλοτε φεύγει.

Σχήµα 13. Σχηµατικές απεικονίσεις από διάφορα είδη σπορίων (Bas C., Kuyper

T.W., Noordeloos M.E. and Vellinga E.C., 1988-2001).

Στους Γαστεροµύκητες η ανάπτυξη είναι αγγειοκαρπική, δηλαδή τα βασίδια µε τα

σπόρια αναπτύσσονται µέσα σε εντελώς κλειστό καρπόσωµα. Το εσωτερικό γόνιµο

τµήµα τους, που περιέχει τα βασίδια και τα σπόρια, ονοµάζεται θρόµβος (gleba), ενώ

κάποιες φορές υπάρχει και εσωτερικό άγονο τµήµα που ονοµάζεται subgleba, τα

οποία σε κάποια είδη χωρίζονται από µια µεµβράνη που ονοµάζεται διάφραγµα ή σε

άλλα συνυπάρχουν χωρίς διαχωριστική µεµβράνη. Εσωτερικά υπάρχει επίσης και ένα

δίκτυο από άγονες σκελετικές υφές, οι οποίες ονοµάζονται capillitium αν είναι

παχύτοιχες και paracapillitium, αν είναι λεπτότοιχες. Οι υφές αυτές µπορεί να έχουν

σέπτα ή να είναι κοινοκύτταρες, να αποτελούνται από κεντρικό άξονα και

δευτερεύουσες διακλαδώσεις ή να µην έχουν κεντρικό άξονα, ενώ συχνά έχουν κατά

µήκος των τοιχωµάτων τους ένα πλήθος από µικροσκοπικές οπές. Το καρπόσωµα,

Page 33: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

33

33

εξωτερικά, περιβάλλεται από µία µεµβράνη το πηρίδιο, το οποίο διακρίνεται σε

ενδοπηρίδιο, µεσοπηρίδιο και εξωπηρίδιο (Εικόνα 7). Τέλος σε κάποια γένη (π.χ.

γένος Astreus) το εξωπηρίδιο ανοίγει, παίρνοντας αστερόµορφο σχήµα και σε κάποια

από τα είδη αυτά, το εσωπηρίδιο µε το εξωπηρίδιο ενώνονται µε ένα µικρό µίσχο που

ονοµάζεται columella.

Εικόνα 7. Φωτογραφίες πηριδίου και δενδρώδες capillitium.

Ποικιλία παρουσιάζεται και στις υφές των καρποσωµάτων καθώς διακρίνονται τρία

διαφορετικά είδη. Οι αναπαραγωγικές υφές, οι σκελετικές και οι συνδετικές. Οι

αναπαραγωγικές υφές είναι αυτές που παράγουν βασίδια και είναι συνήθως υαλώδεις,

διακλαδιζόµενες, λεπτότοιχες και µε εγκάρσια χωρίσµατα µε ή χωρίς κρίκους (Σχήµα

14). Όταν παρουσιάζεται µόνο αυτός ο τύπος υφών τα καρποσώµατα είναι γενικά

σαρκώδη και το σύστηµα των υφών καλείται µονοµιτικό.

Σχήµα 14. Αναπαραγωγικές υφές

Οι σκελετικές υφές είναι άγονες και έχουν ρόλο τη µηχανική στήριξη του

καρποσώµατος (Σχήµα 15). Είναι κατά κανόνα πιο µακριές από τις αναπαραγωγικές

και σκουρόχρωµες, δεν διακλαδίζονται, είναι παχύτοιχες και δεν έχουν εγκάρσια

Page 34: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

34

34

χωρίσµατα και κρίκους. Τα καρποσώµατα µε σκελετικές και αναπαραγωγικές υφές

έχουν συγκριτικά πιο συνεκτική και ελαστική δοµή, ενώ το συγκεκριµένο σύστηµα

υφών ονοµάζεται διµιτικό.

Σχήµα 15. Σκελετικές υφές.

Τέλος υπάρχει και το τριµιτικό σύστηµα υφών, το οποίο παρουσιάζει και τα τρία

είδη µαζί, µε τις αναπαραγωγικές υφές όµως να περιορίζονται σε µια λεπτή στρώση

κάτω από το υµένιο. Οι συνδετικές υφές είναι κι αυτές άγονες, παχύτοιχες και χωρίς

σέπτα και κρίκους, όπως οι σκελετικές αλλά είναι κατά κανόνα πιο κοντές και

διακλαδιζόµενες (Σχήµα 16). Ο ρόλος τους, ουσιαστικά, είναι να συνδέουν και να

στηρίζουν καλύτερα τις σκελετικές υφές, προσδίδοντας έτσι στα καρποσώµατα αυτά

πολύ σκληρή δοµή.

Σχήµα 16. Συνδετικές υφές.

Page 35: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

35

35

Οικολογία των µυκήτων

Ως οικοσύστηµα ορίζουµε το λειτουργικό σύστηµα του αβιοτικού περιβάλλοντος

(ανόργανα στοιχεία, ενώσεις, φυσικοί παράγοντες) και των βιοτικών στοιχείων που

το συνθέτουν. Ο τρόπος µε τον οποίο αλληλεπιδρούν οι συνιστώσες του συστήµατος

µεταξύ τους εξαρτάται, βασικά, από την ενέργεια. Ανάλογα µε τη θέση και τον ρόλο

των οργανισµών στις διάφορες οικολογικές διεργασίες, χωρίζονται σε παραγωγούς,

καταναλωτές και αποικοδοµητές ή αποσυνθέτες (Καρανδεινός, 1995).

Εικόνα 8. Απλοποιηµένη σχηµατική απεικόνιση των οικολογικών διεργασιών

(ιστοσελίδα Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης-ΚΠΕ- Καστοριάς).

Οι µύκητες είναι ετερότροφοι οργανισµοί και ανήκουν στους πρωτογενείς

καταναλωτές και στους αποικοδοµητές (Εικόνα 8). Οι αποικοδοµητές µέσω ενζύµων

που εκλύουν στους νεκρούς οργανισµούς αποσυνθέτουν και ανοργανοποιούν την

οργανική ουσία για να την απορροφούν και έτσι βασικά στοιχεία ελευθερώνονται

πάλι στο περιβάλλον για να τα χρησιµοποιήσουν ξανά οι παραγωγοί. Η διαδικασία

αυτή είναι βασική για την διαιώνιση των οικοσυστηµάτων (Καρανδεινός, 1995).

Page 36: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

36

36

Εικόνα 9. Ο κύκλος του άνθρακα (ιστοσελίδα ΚΠΕ Καστοριάς).

Οι µύκητες οι οποίοι συµπεριλαµβάνονται στους αποικοδοµητές, είναι µεταξύ των

λίγων οργανισµών που µπορούν να αποδοµήσουν δυο από τις πιο δύσκολα φυσικά

παραγόµενες και αποδοµήσιµες οργανικές ενώσεις του ξύλου, την κυτταρίνη και την

λιγνίνη, οι οποίες είναι εξαιρετικά πολύπλοκες και δύσκολες και στην αποδόµηση,

ιδιαίτερα η λιγνίνη (Εικόνα 9). Κάθε χρόνο δεσµεύεται στα δάση ως φυτική βιοµάζα

µέσω της φωτοσύνθεσης µεγάλο ποσοστό του διοξειδίου του άνθρακα της ατµόσφαιρας.

Αυτή η βιοµάζα περιέχει κυτταρίνη 15-45 % και λιγνίνη 15-35 %. Χάρη στη δράση των

µακροµυκήτων η βιοµάζα αυτή διασπάται και το διοξείδιο επιστρέφει στην ατµόσφαιρα

για να συνεχιστεί ο κύκλος του άνθρακα και της ζωής ενώ παράλληλα οι µεγαλοµοριακές

ενώσεις µετατρέπονται σε µορφές κατάλληλες προς απορρόφηση από τις ρίζες των

φυτών (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Με τον όρο οικολογικές διεργασίες συνοψίζονται οι σχέσεις αλληλεπίδρασης,

ενδοειδικές και διαειδικές, που αναπτύσσονται µεταξύ των ατόµων µιας

βιοκοινότητας, η συµµετοχή τους στους βιογεωχηµικούς κύκλους και οι ρυθµοί

πρωτογενούς παραγωγής, κατανάλωσης και αποικοδόµησης (ιστοσελίδα ΚΠΕ

Καστοριάς).

Ανάλογα µε το είδος των σχέσεων αλληλεπίδρασης που σχηµατίζονται µεταξύ των

µυκήτων και των υποστρωµάτων ανάπτυξής τους, χωρίζονται σε σαπροτροφικούς,

βιοτροφικούς και µυκορριζικούς ή συµβιωτικούς µύκητες.

Οι σαπροτροφικοί µύκητες, ανήκουν στους αποικοδοµητές. Προσλαµβάνουν τον

απαιτούµενο άνθρακα αποδοµώντας τις οργανικές ενώσεις των ήδη νεκρών

Page 37: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

37

37

οργανισµών και είναι είδη που ζουν συνήθως σε νεκρούς κορµούς, πεσµένα φύλλα

και φυτικά υπολείµµατα, κοπριά κλπ. Οι βιοτροφικοί µύκητες εκµεταλλεύονται

ζωντανούς οργανισµούς για να προσλάβουν τον απαραίτητο άνθρακα, βλάπτοντας

παράλληλα τον ξενιστή τους. Ο ξενιστής µπορεί να οδηγηθεί µέχρι και τον θάνατο.

Τέτοιοι µύκητες είναι οι περισσότεροι φυτοπαθογόνοι και αυτοί που προσβάλλουν

τον άνθρωπο και τα ζώα. Τέλος οι συµβιωτικοί µύκητες έχουν αναπτύξει παρασιτική

µεν σχέση µε τους ξενιστές τους, η οποία όµως είναι ωφέλιµη και για τις δυο πλευρές.

Οι µύκητες που έχουν συµβιωτικές σχέσεις µε το φυτικό βασίλειο ονοµάζονται και

µυκορριζικοί γιατί το µυκήλιο τους αναπτύσσεται µαζί µε ρίζες φυτών. Γενικά οι

µύκητες έχουν µεγαλύτερη ικανότητα πρόσληψης νερού και ανόργανων στοιχείων

από το έδαφος, απ’ ότι οι ρίζες των φυτών και ουσιαστικά αυτή την δυνατότητα την

προσδίδουν και στα φυτά µε τα οποία αναπτύσσονται µαζί. ∆ευτερευόντως

προσδίδουν στα φυτά µεγαλύτερη αντοχή σε παρασιτικούς µύκητες του εδάφους που

προσβάλλουν τις ρίζες τους, ενώ εκείνοι από την άλλη χρησιµοποιούν τα φυτά σαν

πηγή για διάφορα συστατικά, κυρίως υδατάνθρακες (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Σχετικά µε τη σύσταση του εδάφους, τις συνθήκες του περιβάλλοντος ή την

αντίδρασή τους µε άλλα ανόργανα στοιχεία, οι µύκητες παρουσιάζουν

διαφοροποιήσεις. Η θερµοκρασία και η υγρασία παίζουν αρκετά σηµαντικό ρόλο σε

διάφορες φάσεις του βιολογικού κύκλου της ζωής των µακροµυκήτων. Έχει

παρατηρηθεί ότι οι χαµηλές θερµοκρασίες κατά τη διάρκεια της νύκτας σταµατούν

την ανάπτυξη του µυκηλίου, ενώ οι πολύ υψηλές θερµοκρασίες επιταχύνουν την

εξάτµιση και στεγνώνουν τα καρποσώµατα. Θεωρητικά άριστες συνθήκες για την

ανάπτυξη των µυκήτων είναι υψηλά επίπεδα ατµοσφαιρικής και εδαφικής υγρασίας

σε συνδυασµό µε µικρές αποκλίσεις µεταξύ µέγιστης και ελάχιστης θερµοκρασίας

ηµέρας και νύχτας. Συνήθως σε βόρειες, ψυχρές ή ψηλές περιοχές η καλύτερη εποχή

για την ανάπτυξή των µανιταριών είναι καλοκαίρι µε φθινόπωρο ενώ σε θερµές και

πεδινές περιοχές είναι φθινόπωρο και χειµώνας. Γενικά το καλοκαίρι και το

φθινόπωρο υπάρχουν συγκριτικά περισσότερα φυτικά υπολείµµατα στο έδαφος ενώ

την άνοιξη κυριαρχεί η νέα βλάστηση.

Βέβαια αυτό δεν είναι κανόνας καθώς πέρα από την θερµοκρασία και την υγρασία

υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την εµφάνιση και την αφθονία των

µυκήτων σε κάποιο οικοσύστηµα. Οι περισσότεροι µύκητες στη διάρκεια της

εξελικτικής διαδικασίας, έχουν αποκτήσει προτιµήσεις για εξειδικευµένα

υποστρώµατα οπότε είναι αναγκαίο να υπάρχει σε µια περιοχή η κατάλληλη

Page 38: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

38

38

βλάστηση. Επίσης υπάρχουν είδη που εµφανίζονται µόνο συγκεκριµένες εποχές,

ανάλογα βέβαια και µε το οικοσύστηµα ή εµφανίζονται κάτω από συγκεκριµένες

συνθήκες περιβαλλοντικής πίεσης. Για παράδειγµα τα είδη του γένους Morchella, τα

οποία εµφανίζουν έξαρση παραγωγής καρποφοριών µετά από πυρκαγιές σε µία

προσπάθεια να ανταπεξέλθει το είδος σε συνθήκες ακραίου κινδύνου. Ενδείξεις

υπάρχουν και για επιρροή της ηλιοφάνειας στα χρώµατα των καρποσωµάτων,

χαρακτηριστικό αρκετά σηµαντικό για την ταυτοποίηση ενός µανιταριού.

Άλλοι αβιοτικοί παράγοντες που επηρεάζουν την οικολογία των µυκήτων είναι το

έδαφος, µέσα στο οποίο συµπεριλαµβάνονται η σύσταση, η δοµή και οι ιδιότητες του

αλλά και τα ανόργανα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, όπως επίσης και το

υψόµετρο, ο άνεµος κλπ.

Η σηµασία των µυκήτων για τα διάφορα πεδία µελετών και η

αξιοποίηση τους από τον άνθρωπο

Τα µανιτάρια και γενικότερα οι µύκητες έχουν άρρηκτα συνυφασµένη ιστορία µε

την ανθρώπινη καθώς από τα αρχαία χρόνια είχαν παρατηρηθεί οι γαστρονοµικές,

φαρµακευτικές, ψυχοτρόπες και φυτοπαθογόνες ιδιότητές τους. Στη σηµερινή εποχή

έχουν συνδυαστεί για αυτές τους τις ιδιότητες µε διάφορα πεδία µελετών τα οποία θα

προσπαθήσουµε να αναφέρουµε παρακάτω.

Γαστρονοµία.

Η εδωδιµότητα, δηλαδή το αν κάποιο είδος θεωρείται φαγώσιµο ή µη, αποτελεί

βασική ποιοτική αναζήτηση για οποιονδήποτε µελετητή του κόσµου των µανιταριών.

Αρκετά µανιτάρια τρώγονται είτε λόγω της ιδιαίτερης τους γεύσης είτε λόγω της

θρεπτικής τους αξίας η οποία όµως γενικά δεν θεωρείται εξαιρετική. Κάποια µάλιστα

συγκαταλέγονται στα πιο σπάνια και ακριβά γαστρονοµικά εδέσµατα, οπότε όπως

είναι φυσικό ο άνθρωπος, ειδικότερα σήµερα που οι ιδιότητες αυτές αποτελούν πεδίο

κερδοφορίας, τα αναζητά στους φυσικούς τους βιότοπους ή προσπαθεί να τα

καλλιεργήσει ώστε να κάνει πιο προσιτή και ευρεία την εκµετάλλευσή τους. Η

συλλογή άγριων µανιταριών είναι αναγκαία καθώς δεν έχει γίνει εφικτό να

Page 39: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

39

39

καλλιεργηθούν αρκετά εµπορικά είδη, ωστόσο η καλλιέργεια µανιταριών

παρουσιάζει αυξανόµενους ρυθµούς ανάπτυξης. Τα κυριότερα καλλιεργούµενα είδη

είναι τα Agaricus bisporus (µε παγκόσµια παραγωγή που προσεγγίζει το ένα

εκατοµµύριο τόνοι ετησίως), Pleurotus ostreatus και µερικά στενά συγγενικά είδη,

Lentinula edodes (Shiitake) Auricularia auricula-judae, Agrocybe aegerita,

Stropharia rugosoannulata, Coprinus comatus, Volvariella volvacea, Pholiota

nameko, Flammulina velutipes και Lepista nuda, τα οποία καλλιεργούνται σε ευρεία

κλίµακα (Courtecuisse and Duhem, 1995). Στην Ελλάδα η εµπορική καλλιέργεια έχει

αρχίσει από τη δεκαετία του ΄60 (Ζερβάκης, προσωπική επικοινωνία). Αξιοσηµείωτο

γεγονός ωστόσο για την χώρα, είναι ότι υπάρχει µεγάλη προκατάληψη στην κοινή

γνώµη και τα µανιτάρια σε πολλές περιοχές δεν συµπεριλαµβάνονται στο διαιτολόγιο

των κατοίκων. Σε αυτό έχει συµβάλλει κυρίως η ανεύθυνη συλλογή αυτοφυών ειδών

µε συνέπεια να παρατηρείται κάθε χρόνο ένας µικρός αριθµός δηλητηριάσεων ή

ακόµα και θανάτων και να διατηρείται η ανασφάλεια του κόσµου. Σηµαντικοί

παράγοντες αυτής της ανασφάλειας είναι η αποχή των ανθρώπων από το φυσικό τους

περιβάλλον αλλά και η γενικότερη καχυποψία του πληθυσµού για πράγµατα που δεν

γνωρίζει από ιδία εµπειρία. Εξαίρεση αποτελεί ο νοµός Γρεβενών (η πόλη των

Γρεβενών έχει χαρακτηριστεί ως η πόλη των µανιταριών), µερικά νησιά του Αιγαίου

όπου εποχιακά περιλαµβάνονται στο διαιτολόγιό τους κάποια είδη µανιταριών και

µεµονωµένες ορεινές κυρίως περιοχές της χώρας. Επίσης πέρα από τα µανιτάρια και

άλλα είδη µυκήτων έχουν γαστρονοµικό ενδιαφέρον, όπως π.χ. το Penicillium

roqueforti για την παρασκευή του τυριού ροκφόρ, το Saccharomyces cerevisiae

(µαγιά) για το ψωµί κ.α.

Φαρµακευτική χρήση και δηλητηριάσεις.

Τοιχογραφίες, ζωγραφιές σε αγγεία, γλυπτά και άλλες µορφές τέχνης µαρτυρούν ότι

οι ιδιότητες των δραστικών ουσιών των µυκήτων ήταν γνωστές από παλιά. Υπάρχουν

αναφορές στη χρήση θεραπευτικών ή ψυχοδιεγερτικών µανιταριών από πολύ παλιά.

Θρύλοι, έθιµα και παραδόσεις συνεχίζουν και συνδέουν την ιστορία µέχρι σήµερα

όπου πια υπάρχουν εξειδικευµένες έρευνες που µελετούν και αποσαφηνίζουν τον

τεράστιο πλούτο των χηµικών ουσιών των µυκήτων. Θρησκευτικές παραδόσεις από

όλο τον κόσµο µας φανερώνουν την άµεση σχέση θρησκευτικών-λατρευτικών

τελετών και ψυχοδιεγερτικών µανιταριών. Οι Αζτέκοι, οι Μάγιας και άλλοι λαοί της

Page 40: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

40

40

αµερικάνικης ηπείρου χρησιµοποιούσαν ψυχοτρόπα µανιτάρια για να περάσουν σε

ένα άλλο επίπεδο συνειδησιακής κατάστασης και να έρθουν πιο κοντά στις δικές τους

θεότητες. Βορειοευρωπαίοι σαµάνοι έκαναν το ίδιο µε την Amanita muscaria.

Θρύλοι, ανάγλυφα και αγγειογραφίες από την αρχαία Ελλάδα µαρτυρούν ότι τελετές

όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια και διονυσιακές γιορτές είχαν στενή σχέση µε

ελευθερία του νου και την κατάργηση των ηθικών κοινωνικών φραγµών που

προσφέρει η κατανάλωση συγκεκριµένων µανιταριών (Stamets,1996). Στις µέρες µας

η φαρµακευτική βιοµηχανία χρησιµοποιεί σε µεγάλο βαθµό χηµικές ουσίες τις οποίες

τις εξάγει σε πρώτο βαθµό από την φύση καθώς είναι ασύµφορο ή αδύνατο να

παραχθούν εργαστηριακά. Σε αρκετά είδη µανιταριών έχουν παρατηρηθεί

φαρµακευτικές ιδιότητες (http://healing-mushrooms.net), ενώ σε κάποιες περιοχές

του κόσµου τα χρησιµοποιούν παραδοσιακά για την αντιµετώπιση ιατρικών

προβληµάτων (Κινέζικη ιατρική) Το Lentinula edodes (ευρύτερα γνωστό ως

‘shiitake’), διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστηµα και γίνονται έρευνες για πιθανή

χρήση του κατά του AIDS (Courtecuisse and Duhem, 1995). Η ανακάλυψη των

αντιβιοτικών σε καλλιέργειες πενικιλλίου είναι πασίγνωστη. Γενικά υπάρχει πλήθος

των αναφορών για αρκετά πεδία ιατρικής έρευνας. Η σύντοµη ζωή και η τεράστια

βιοποικιλότητα των µυκήτων αναδεικνύει µεγάλο φαρµακολογικό δυναµικό αλλά και

αρκετά ευρεία περιθώρια για νέες ανακαλύψεις.

Πέρα όµως από τις ευεργετικές ιδιότητές τους οι µύκητες ευθύνονται για διάφορες

µορφές δερµατίτιδας, γαστρεντερικά ή πνευµονολογικά προβλήµατα και για διάφορα

είδη δηλητηριάσεων που συχνά-πυκνά εµφανίζονται λόγω απρόσεκτης

κατανάλωσης αυτοφυών µανιταριών. Η πιο επικίνδυνη δηλητηρίαση που προκαλείται

από µανιτάρια είναι η φαλλοειδική και προσβάλλει κυρίως το συκώτι. Προκαλείται

ως επί το πλείστον από είδη του γένους Amanita, µε κυριότερο θύτη το Amanita

phalloides, και είδη του γένους Lepiota. Ευθύνεται για το 95% των ετήσιων θανάτων

παγκοσµίως.. Η µουσκαρινική δηλητηρίαση προκαλείται από την τοξική ουσία

µουσκαρίνη και διεγείρει το παρασυµπαθητικό νευρικό σύστηµα. Περιέχεται σε

αρκετά είδη του γένους Inocybe και σε άλλα από τα γένη Clitocybe, Amanita, Mycena

κ.α. Η µυκοατροπινική δηλητηρίαση προκαλείται από κατανάλωση ειδών του

γένους Amanita, κυρίως του A. pantherina και δευτερευόντως των A. muscaria και A.

regalis, τα οποία περιέχουν µουσκιµόλη και ιβοτενικό οξύ. Υπάρχουν και αρκετά

άλλα είδη δηλητηριάσεων όπως η παραισθησιακή δηλητηρίαση από ψιλοσιβίνη, η

ορελανινική δηλητηρίαση από είδη του γένους Cortinarius η οποία µπορεί να

Page 41: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

41

41

προκαλέσει και θάνατο, η γυροµιτρική δηλητηρίαση, γαστρεντερικές

δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από είδη του γένους Paxillus, από εργότια του

Claviceps purpurea, από συνδυασµό κοπρίνης µε αλκοόλ κ.α. (Courtecuisse and

Duhem, 1995)

Πέρα από τις άµεσες δηλητηριάσεις λόγω της αυξηµένης ικανότητας των µυκήτων

στην απορρόφηση ανόργανων στοιχείων, τα µανιτάρια είναι δυνατό να εµφανίζουν

υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων µετάλλων και ραδιενεργών στοιχείων, οπότε θα

πρέπει να δίνεται προσοχή στην περιοχή συλλογής, να αποφεύγονται τόποι µε υψηλή

βιοµηχανική ρύπανση, άκρες δρόµων κ.α. (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Χρήση µυκήτων σε άλλα πεδία µελετών.

Χάρη στο πλούσιο ενζυµικό δυναµικό τους και την ικανότητά τους να αποδοµούν

πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, κάποια µανιτάρια αξιοποιούνται για τη βιολογική

επεξεργασία αποβλήτων (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία). Οι συµβιωτικές σχέσεις

που αναπτύσσουν µε τους ξενιστές τους και η εξειδίκευση των ειδών του κάθε

οικοσυστήµατος, σχετικά µε την αποδόµηση του και την καλύτερη αλληλεπίδραση

των στοιχείων µεταξύ τους, αποτελούν σηµαντικά στοιχεία για δασολογικές και

περιβαλλοντικές µελέτες αποκατάστασης επιβαρυµένων οικοσυστηµάτων. Η

επιτυχία ή η αποτυχία των εγχειρηµάτων µπορεί να οφείλεται σε απουσία ή παρουσία

µυκήτων (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία). Επίσης σηµαντικότατη είναι και η

γεωργική - φυτοπαθολογική σηµασία των µυκήτων. Αρκετοί µύκητες αποτελούν

παθογόνα γεωργικών καλλιεργειών και είναι υπεύθυνοι για σοβαρές οικονοµικές

επιπτώσεις κάθε χρόνο. Τέλος, µαζί και µε άλλες χρήσεις που ίσως δεν αναφέρθηκαν,

δεν πρέπει να παραλείπονται η χρήση µυκήτων στην αρωµατοποιία και την

βιοµηχανία καλλυντικών, η σηµασία τους στην λαογραφία, την τέχνη, τη λογοτεχνία

και γενικότερα σε αρκετά πεδία ενασχόλησης στα οποία έχουν παίξει ίσως

δυσδιάκριτο αλλά καταλυτικό ρόλο. Η φαντασία επηρέασε και θα συνεχίσει να

επηρεάζει δοµικά στοιχεία των ανθρώπινων πολιτισµών και τα µανιτάρια πάντα είχαν

περίοπτη θέση στον κόσµο της φαντασίας.

Page 42: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

42

42

Συστηµατική ταξινόµηση και ονοµατολογία

Η ταξινοµική οµάδα είναι µια αφηρηµένη έννοια, που ουσιαστικά αποτελεί µια

κωδικοποίηση, βάση της οποίας επικοινωνούν µεταξύ τους οι άνθρωποι. Μέσα σε

κάθε ταξινοµική οµάδα τοποθετούνται οντότητες που µοιάζουν αρκετά µεταξύ τους

ώστε να αναγνωρίζονται ως ταυτόσηµες αλλά και διαφορετικές από οντότητες που

τοποθετούνται σε άλλες οµάδες.

Η βασική µονάδα στην ιεραρχία είναι το είδος. Σαν «είδος 1», για παράδειγµα,

τοποθετούµε όλα εκείνα τα άτοµα, που µπορούµε να παρατηρήσουµε στη φύση και

τα οποία έχουν το σύνολο των χαρακτηριστικών που απαιτούνται για τη

συγκεκριµένη έννοια. Κατόπιν και εφόσον παρατηρείται ότι ένας ορισµένος αριθµός

ειδών που καθορίζονται µε τον τρόπο αυτό, έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά,

τοποθετούνται σε κοινό γένος. ∆ηλαδή σε µια κοινή ταξινοµική οµάδα, η οποία όµως

βρίσκεται σε υψηλότερη θέση στην ιεραρχία. Μετέπειτα και µε την ίδια λογική, µε

βάση κοινά δοµικά χαρακτηριστικά, που φθίνουν αριθµητικά όσο ανεβαίνουµε θέσεις

στην ιεραρχία, οι διάφοροι οργανισµοί τοποθετούνται σε κάποια Οικογένεια, Τάξη

κ.ο.κ. Ένας τυπικός κατάλογος των ταξινοµικών οµάδων και υπο-οµάδων, κατά

φθίνουσα σπουδαιότητα, θα µπορούσε να γραφεί ως εξής: Βασίλειο → Συνοµοταξία

→ Οµοταξία → Τάξη → Υπόταξη → Οικογένεια → (Υποοικογένεια) → Φυλή →

Γένος → (Υπογένος) → Τµήµα → Είδος → (Υποείδος) → Ποικιλία → Μορφή.

Μετέπειτα και εφόσον έχουν αναγνωριστεί τα κοινά χαρακτηριστικά των

ταξινοµικών οµάδων δηµιουργείται η ανάγκη να οριοθετηθούν οι διαφορές τους και

να ιεραρχηθούν συνολικά µε κάποιο τρόπο. Ο ρόλος της συστηµατικής είναι να

ορίσει καθαρά τις ιεραρχικές σχέσεις ανάµεσα σε όλες τις ταξινοµικές οµάδες,

σύµφωνα µε τα στάδια της σχέσης, τις φυλογενετικές υποθέσεις, κλπ. Μπορούµε να

πούµε χοντρικά, ότι η ταξινόµηση θέτει τα όρια των ταξινοµικών οµάδων, ενώ η

συστηµατική τα τακτοποιεί σε ένα ιεραρχικό µοντέλο.

Ονοµατολογία

Αφού αναγνωριστούν όλες αυτές οι ταξινοµικές οµάδες, σωστά ορισµένες ως προς

τις µεταξύ τους σχέσεις και τοποθετηµένες σε µια ιεραρχία, πρέπει να βρεθεί ένα

Page 43: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

43

43

όνοµα για κάθε µια τους. Αυτός είναι ο ρόλος της ονοµατολογίας. Τα προβλήµατα

της ονοµατοδοσίας είναι περίπλοκα. Συχνά υπάρχουν περισσότερα από ένα ονόµατα

για την ίδια ταξινοµική οµάδα, ωστόσο µόνο ένα είναι έγκυρο, σύµφωνα µε τους

κανόνες που έχουν καθοριστεί από τον ∆ιεθνή Κώδικα Βοτανικής Ονοµατολογίας

(ICBN). Ένα ταξινοµικό όνοµα αποτελείται από το λατινικό του όνοµα και τα

ονόµατα, συχνά σε συντοµογραφία, των µυκητολόγων που έπαιξαν κάποιο ρόλο στην

ονοµατολογική και ταξινοµική του ιστορία. Στην περίπτωση της βασικής µονάδας της

ταξινοµικής ιεραρχίας, του είδους, χρησιµοποιείται ένα λατινικό διώνυµο, µε πρώτο

το όνοµα του γένους µε το αρχικό του γράµµα κεφαλαίο, έπειτα το ειδικό επίθετο

γραµµένο µε πεζά γράµµατα, ακολουθούµενο από τις πιθανές ποικιλίες και τέλος από

τα ονόµατα των µυκητολόγων που τα δηµοσιεύσανε και τα ονόµασαν για πρώτη

φορά. Η αναφορά όλων αυτών των στοιχείων γίνεται σύµφωνα µε κανόνες που είναι

πολύ αυστηροί, περίπλοκοι και µερικές φορές δύσχρηστοι. Θα µπορούσαν να δοθούν

παραδείγµατα, ωστόσο για να καλυφθεί όλη η γκάµα των κανόνων χρειάζεται

εκτενής ανάλυση, οπότε δεν κρίνεται σκόπιµο.

Οι διαιρέσεις του Βασιλείου των Μυκήτων και η ταξινόµησή τους

Σήµερα µε την συνεχιζόµενη πρόοδο τεχνικών της µοριακής βιολογίας, έχουν

αλλάξει αρκετά, διάφορα δεδοµένα της Κλασσικής Συστηµατικής Ταξινόµησης, όπως

είχαν αλλάξει παλαιότερα και µε την χρήση του µικροσκοπίου. Η επιστηµονική

ταξινόµηση βρίσκεται σε ένα µεταβατικό στάδιο. Ταξινοµήσεις κάποτε έγκυρες για

πολύ καιρό είναι σήµερα ξεπερασµένες, µάλιστα ακόµη και λανθασµένες, υπό το φως

της νέας γνώσης. Κάποιοι από τους γενικούς κανόνες που ισχύουν ακόµα θα

παρατεθούν παρακάτω.

Η τυπική ορολογία είναι τέτοια ώστε, κοιτάζοντας την κατάληξη ενός ονόµατος,

µπορούµε να συµπεράνουµε τη θέση του στην ταξινοµική ιεραρχία. Οι βασικές

καταλήξεις, σε φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα

(2).

Page 44: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

44

44

Πίνακας 2. Βασικές καταλήξεις των ταξινοµικών διαβαθµίσεων του βασιλείου των

µυκήτων

Κατηγορία/Φύλο Κατάληξη –MYCOTA

Συνοµοταξία Κατάληξη -MYCOTINA

Οµοταξία Κατάληξη -MYCETES

Υποοµοταξία Κατάληξη -MYCETIDEAE

Τάξη Κατάληξη -ALES

Υπόταξη Κατάληξη -INEAE

Οικογένεια Κατάληξη -ACEAE

Υποοικογένεια Κατάληξη -OIDEAE

Φυλή Κατάληξη -EAE

Υποφυλή Κατάληξη -INAE

Σε τυπικές εργασίες και στη σηµερινή χρήση, δεν υπάρχει πάντα εναρµόνιση µε τις

καταλήξεις αυτές. Για να αναφέρουµε ένα µόνο παράδειγµα καταχρηστικής χρήσης

των όρων, οι ελασµατοφόροι µύκητες ονοµάζονται 'Agaricales', που είναι τάξη, αντί

για Agaricomycetideae, που είναι η υποοµοταξία στην οποία τοποθετούνται σήµερα.

4.2.3.1 Οι διαιρέσεις των Μακροµυκήτων.

Παρακάτω θα παρατεθούν οι διαιρέσεις των µυκήτων (πίνακας 3), οι οποίοι

σχηµατίζουν καρποφορίες που φαίνονται µε γυµνό µάτι (µανιτάρια) και οι οποίοι

ανήκουν κυρίως στους Ασκοµύκητες και τους Βασιδιοµύκητες, ενώ περιλαµβάνονται

και κάποιες τάξεις Ζυγοµυκήτων.

Πίνακας 3. Ταξινοµικός πίνακας Μακροµυκήτων (Σύµφωνα µε Dictionary of Fungi,

9th Edition, 2001).

KI?GDOM PHYLUM CLASS SUBCLASS ORDER

FU?GI ASCOMYCOTA ASCOMYCETES Arthoniomycetidae Arthoniales

Chaetothyriomycetidae Chaetothyriomycetales

Dothideomycetidae 3 Orders

Erysiphomycetidae Erysiphales

Eurotiomycetidae 3 Orders

Page 45: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

45

45

Laboulboniomycetidae 2 Orders

Lecanoromycetidae 7 Orders

Leotiomycetidae 30 Orders

Meliolomycetidae Meliolales

Pezizomycetidae

Sordariomycetidae 12 Orders

Spathulosporiomycetidae

NEOLECTOMYCETES

PNEUMOCYSTIDOMYCETES

SACCHAROMYCETES

SCHIZOSACCHAROMYCETES

TAPHRINOMYCETES

BASIDIOMYCOTA UREDINOMYCETES

USTILAGINOMYCETES

BASIDIOMYCETES Agaricomycetidae 1. Agaricales

2. Boletales

3. Cantharellales

4. Hymenochaetales

5. Phallales

6. Polyporales

7. Russulales

8. Thelephorales

Tremellomycetidae 9. Auriculariales

10. Ceratobasidiales

11. Christianseniales

12. Cystofilobasidiales

13. Dacrymycetales

14. Filobasidiales

15. Tremellales

16. Tulasnellales

ZYGOMYCOTA TRICHOMYCETES

ZYGOMYCETES 17. Endogonales

18. Glomales

Page 46: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

46

46

Βιοποικιλότητα των µακροµυκήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και

απουσία νοµικού πλαισίου στήριξης

Ως βιοποικιλότητα ορίζουµε το σύνολο των γονιδίων, των ειδών, των

οικοσυστηµάτων και των πολιτισµών που συνθέτουν το πάζλ του έµβιου κόσµου. Η

γνώση του κάθε συνόλου ξεχωριστά αλλά και των επιµέρους σχέσεων µεταξύ τους,

αποτελεί µονόδροµο για την κατανόηση του µυστηρίου της ζωής. Γενικά όσο

µεγαλύτερη βιοποικιλότητα ενυπάρχει σε ένα οικοσύστηµα, τόσο αυξάνει η

σταθερότητα και η διάρκειά του στο χρόνο, ωστόσο ο όγκος όλων των παραγόντων

που αποτελούν το οικοσύστηµα περιορίζει την µελέτη του σε συγκεκριµένα όρια, είτε

γεωγραφικά, είτε βιολογικά.

Η βιοποικιλότητα µιας περιοχής, µετριέται από διάφορους δείκτες. Κυριότερος

δείκτης είναι η αφθονία ή η πυκνότητα των ειδών στην εκάστοτε έκταση, ωστόσο από

µόνος του δεν δίνει σαφή αποτελέσµατα καθώς σηµαντικά στοιχεία δίνονται και από

την ισοµέρεια, δηλαδή το ποσοστό κατανοµής του κάθε είδους στο σύνολο των ειδών

και στο χώρο. Οι δείκτες λοιπόν της βιοποικιλότητας µιας περιοχής είναι τόσο

µεγαλύτεροι όσο η κατανοµή των ειδών τείνει να γίνει ισοµερής (Καρανδεινός,

1990).

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι δεν αρκεί η καταγραφή των ειδών µίας

περιοχής, ιδιαίτερα αν είναι αποκοµµένη από την διαρκή παρατήρηση της περιοχής

στον χρόνο, την κατανοµή των ειδών στο χώρο, τη σπανιότητά τους, τη διατήρηση

των ειδών και των εξειδικευµένων υποστρωµάτων τους κ.α.

Οι µύκητες αποτελούν πολυπληθές και ξεχωριστό βασίλειο του έµβιου κόσµου. Το

µικρό τους µέγεθος, η εφήµερη µακροσκοπική τους ζωή και οι ιδιαίτερες συνθήκες

διαβίωσης αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την µελέτη της βιοποικιλότητάς

τους. Μεγάλο κοµµάτι από τα είδη που υπολογίζεται ότι θα πρέπει να υπάρχουν,

παραµένει ακόµα άγνωστο. Σύµφωνα µε την 9η έκδοση του Λεξικού των Μυκήτων τα

καταγεγραµµένα είδη µυκήτων είναι περίπου 80.060 αλλά εκτιµάται ότι ο αριθµός

αυτός αντιπροσωπεύει µόλις το 5% των ειδών που πραγµατικά υπάρχουν στον

πλανήτη. Από τα καταγεγραµµένα είδη, αυτά που θα χαρακτηρίζαµε ως

µακροµύκητες ανέρχονται σε 10.000 περίπου (Kirk, Cannon, David and Stalpers,

2001)

Στις µέρες µας, βέβαια, όπου έχει κατανοηθεί σε µεγάλο βαθµό ο σηµαντικός ρόλος

των µυκήτων στον κύκλο της ζωής, αντιµετωπίζουµε ένα άλλο πρόβληµα. Την

Page 47: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

47

47

µείωση των πληθυσµών των ειδών, κυρίως λόγω της αλλαγής των χρήσεων της γης ή

της καταστροφής των φυσικών ενδιαιτηµάτων τους. Αυτό έχει οδηγήσει στην έκδοση

καταλόγων, από το ECCF (European Council for the Conservation of Fungi), που

περιλαµβάνουν διάφορα σπάνια είδη και τα οποία κινδυνεύουν λίγο ή πολύ µε

εξαφάνιση (Dahlberg and Croneborg, 2003). Οι λεγόµενοι κόκκινοι κατάλογοι ή

κόκκινα βιβλία (Red Lists), τα οποία υπάρχουν και για άλλα βασίλεια του έµβιου

κόσµου.

Βασικός στόχος αυτής της προσπάθειας είναι να αναγνωριστεί, σε ευρωπαϊκό

επίπεδο, η ανάγκη διατήρησης των µυκήτων και των οικοσυστηµάτων τους, µε

απώτερο σκοπό να καταφέρουν να ενταχθούν αυτές οι περιοχές στο δίκτυο Natura

2000 και να µπουν σε καθεστώς προστασίας. Συγκεκριµένα η πολιτική για την

βιοποικιλότητα των µυκήτων προσανατολίζεται στους εξής άξονες: Κατανόηση και

καταγραφή της βιοποικιλότητας των µυκήτων στην Ευρώπη, Προστασία των βιοτόπων

των µυκήτων, Χρησιµοποίηση της ποικιλότητας των µυκήτων σε διάφορα πεδία του

κοινωνικού και οικονοµικού ιστού, Προώθηση της εκπαίδευσης και της ενηµέρωσης

σχετικά µε την προστασία των µυκήτων και ∆ηµιουργία δοµών σχετικών µε την

προστασία των µυκήτων (Senn-Irlet, Heilmann-Clausen, Jenney and Dahlberg, 2007).

Η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και των δασικών οικοσυστηµάτων,

αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι της προστασίας της µυκοχλωρίδας, καθώς σε µεγάλο

βαθµό, τα δάση, αποτελούν τα φυσικά ενδιαιτήµατα των περισσότερων µυκήτων, ενώ

πολλά φυτά αποτελούν εξειδικευµένα υποστρώµατα. Στατιστικές από το σύνολο

απειλούµενων ειδών µυκήτων δείχνουν ότι ⅓ από αυτά ανήκουν στους

µυκορριζικούς µύκητες, ⅓ στους σαπροβιωτικούς και ⅓ σε ξυλοσηπτικούς-

παρασιτικούς, ενώ το 74% από τα απειλούµενα είδη απαντούνται σε δάση (Senn-Irlet,

Heilmann-Clausen, Jenney and Dahlberg, 2007). Επίσης το µυκήλιο των µυκήτων

µπορεί να καλύψει εκτάσεις µέχρι και τετραγωνικά χιλιόµετρα και να διατηρηθεί

πάνω από 1000 χρόνια. ∆ηλαδή η παρουσία ενός µακροµύκητα είναι µια διαδικασία

άρρηκτα συνδεδεµένη µε τον τόπο εµφάνισης. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό

ότι κύριος εχθρός της βιοποικιλότητας των µυκήτων είναι η καταστροφή και η

υπερεκµετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος.

Οι ενέργειες που προτείνονται, ώστε να σταµατήσει ο ρυθµός µείωσης των

πληθυσµών των µυκήτων είναι: η αύξηση του ποσοστού των νεκρών ξύλων που µένουν

για αποσύνθεση, η διατήρηση των δασών σε διαχειριζόµενες περιοχές, η διατήρηση των

Page 48: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

48

48

δέντρων µε µεγάλη ηλικία µε απαιτούµενο να αποσυντίθενται µέσα στο δάσος, η

διατήρηση της φυσιολογικής βόσκησης των εδαφών και η µείωση του εµπλουτισµού

των εδαφών ιδιαίτερα αυτών που είναι φυσιολογικά φτωχοί σε αζωτούχα, η προστασία

των κύριων οικοτόπων των µυκήτων και η δηµιουργία σχεδίων δράσης εξειδικευµένα

για απειλούµενα είδη (Senn-Irlet, Heilmann-Clausen, Jenney and Dahlberg, 2007).

Βασικό πρόβληµα της προσπάθειας του ECCF, είναι η ανοµοιοµορφία σε νοµικό

και επιστηµονικό επίπεδο των χωρών της Ευρώπης, καθώς και σε επίπεδο οργάνωσης

και κουλτούρας των κοινωνιών τους. Τον Αύγουστο του 2003 δηµοσιεύτηκε µια

λίστα µε 33 απειλούµενα είδη µακροµυκήτων της Ευρώπης, εκ των οποίων τα 5 είναι

ενδηµικά της ηπείρου. Στην ίδια δηµοσίευση αναφέρεται ότι ο αριθµός αυτός είναι

ελλιπής, καθώς υπολογίζεται ότι από τα 8000 περίπου καταγεγραµµένα είδη

µακροµυκήτων της Ευρώπης, απειλείται κοντά στο 20% (Dahlberg and Croneborg,

2003). Ο αριθµός των ειδών που είναι καταχωρηµένα σε Red Lists (όπου υπάρχουν)

ποικίλει από 9 στη Μολδαβία, µέχρι 1400 στην Γερµανία, ενώ υπάρχουν

πληροφορίες για πάνω από 5.500 είδη καταγεγραµµένα σε Red Lists, τουλάχιστον σε

µία από τις χώρες της Ευρώπης. Ο αριθµός δείχνει και είναι υπερβολικός, καθώς σε

αρκετές χώρες γίνεται προσπάθεια να συµπεριληφθούν όσα περισσότερα είδη είναι

δυνατόν (Senn-Irlet, Heilmann-Clausen, Jenney and Dahlberg, 2007). Από τα

παραπάνω φαίνεται ότι δεν υπάρχουν κοινά κριτήρια στις ευρωπαϊκές χώρες, για να

θεωρηθεί ένα είδος ως απειλούµενο, ενώ προφανώς υπάρχουν και διαφορετικές

κατευθύνσεις στις περιβαλλοντικές τους πολιτικές.

Σύµφωνα µε το πλάνο του ECCF, σκοπός είναι να καταρτιστούν κατάλογοι µε

απειλούµενα είδη, από εξειδικευµένους επιστήµονες, σε κάθε χώρα καθώς είναι

αρκετές αυτές οι χώρες που είτε δεν έχουν τέτοιους καταλόγους, είτε είναι ελλιπείς ή

ανεπίσηµοι. Η Ελλάδα δυστυχώς έχει πολύ άσχηµη θέση στην κατάταξη των χωρών

που δίνουν πληροφορίες (Senn-Irlet, Heilmann-Clausen, Jenney and Dahlberg, 2007),

παρόλο που θεωρείται µία από τις πλούσιες χώρες στην Ευρώπη σε βιοποικιλότητα

µυκήτων, καθώς συνδυάζει αρκετά διαφορετικά οικοσυστήµατα και µεγάλο αριθµό

ενδηµικών ειδών. Έχει υπολογισθεί ότι µεταξύ φυτών και µυκήτων υπάρχει µια

αναλογία 1:5 (Nannfeldt, 1959) έως 1:6 (Hawksworth, 1997). Με δεδοµένο ότι στην

Ελλάδα έχουν καταγραφεί περί τα 6.300 φυτά (Strid and Tan, 1991) προκύπτει, µε τη

συντηρητικότερη εκδοχή (1:5) ένα νούµερο αναµενόµενων ειδών µυκήτων για τη

χώρα µας 31.500.

Page 49: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

49

49

Από τα 33 είδη του καταλόγου του ECCF, καταγεγραµµένα είδη στην Ελλάδα

αναφέρονται µόνο από 1-5 (Dahlberg and Croneborg, 2003), ενώ είναι γνωστό πως ο

ακριβής αριθµός είναι πολύ υψηλότερος (∆ήµου, Πολέµης και Ζερβάκης, προσωπική

επικοινωνία). Ενδεικτικά αναφέρεται πως µόνο στην παρούσα µελέτη βρέθηκαν 3

από τα 33 απειλούµενα είδη του καταλόγου. Επίσης αξιοσηµείωτο για την χώρα µας

είναι ότι συγκαταλέγεται στις χώρες µε µικρό αριθµό επιστηµόνων µυκητολόγων,

όπως και ερασιτεχνών, κάτι που οδηγεί σε ελλιπή ποσοτικά αποτελέσµατα συγκριτικά

µε άλλες χώρες. Βέβαια, όπως φαίνεται, µέχρι και σήµερα ελλιπείς πληροφορίες

συνεχίζουν να δίνουν ίσως οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ενώ πολλές από

αυτές, ανάµεσά τους και η Ελλάδα, δεν καλύπτονται από κάποιο νοµικό πλαίσιο

σχετικά µε την προστασία των µυκήτων (Senn-Irlet, Heilmann-Clausen, Jenney and

Dahlberg, 2007).

Αρκετές περιοχές της Ευρώπης, όπως και το µεγαλύτερο τµήµα της Ελλάδας, είναι

µυκητολογικά ανεξερεύνητες. Επίσης η σύγχρονη κουλτούρα των ελλήνων κρατάει

απόσταση από τον µαγικό κόσµο των µανιταριών, γεγονός που οδηγεί περιορισµένο

αριθµό ανθρώπων να ασχοληθεί είτε επαγγελµατικά, είτε ερασιτεχνικά µε τη

µυκητολογία. Πιθανότατα αυτή η κατάσταση δεν θα αλλάξει δραµατικά στο άµεσο

µέλλον, καθώς οι κεντρικές πολιτικές που εφαρµόζονται δεν έχουν σαν κύριο µέληµα

την προστασία και την διαχείριση του περιβάλλοντος, τουλάχιστον όσο αυτές δεν

φέρνουν βραχυπρόθεσµο κέρδος σε όσους εµπλέκονται. Ωστόσο επειδή η φιλοσοφία

της αειφορίας δεν συνδυάζεται εύκολα µε τις στενόχωρες λογικές του κέρδους και

της υπερεκµετάλλευσης που κυριαρχούν στην σύγχρονη κουλτούρα και πολιτική,

είναι επίσης πιθανό, τα διάφορα περιβαλλοντικά προβλήµατα να γίνουν αρκετά απτά

και άµεσα, ώστε να αναγκασθούν να κινηθούν κεντρικές πολιτικές.

Τέλος, σηµαντική κίνηση για την Ελλάδα, σχετικά µε τα θέµατα της κατανόησης

και διατήρησης της µυκοχλωρίδας, είναι οι σύλλογοι µανιταρόφιλων ανά την Ελλάδα.

Με πρωτοπόρους τους συλλόγους της Βόρειας Ελλάδας, έχουν δηµιουργήσει µεταξύ

τους ένα δίκτυο συλλογής και επικοινωνίας πληροφοριών που είναι ανεκτίµητο. Όσο

περνά ο καιρός ενηµερώνονται και οι ίδιοι πιο σωστά, οργανώνοντας διάφορα

σεµινάρια ανά τη χώρα, αλλά το σηµαντικότερο είναι ότι µε τις διάφορες γιορτές και

εκδηλώσεις που διοργανώνουν, έχουν καταφέρει να εισάγουν ως ένα βαθµό την

κουλτούρα των µανιταριών στις τοπικές κοινωνίες. Η εισαγωγή του κόσµου των

µανιταριών στην νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας είναι το πρώτο βήµα για την

προστασία και τη διαχείρισή τους, καθώς δεν θα αποτελεί αντικείµενο µόνο κάποιων

Page 50: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

50

50

απόµακρων κοινωνικά, φυσιολατρών, αλλά θα ενδιαφέρει ευρύτερα κοµµάτια της

κοινωνίας. Ωστόσο όλη αυτή η προσπάθεια θα πρέπει παράλληλα να εναγκαλιστεί

από επιστήµονες, εξειδικευµένους µυκητολόγους, οι οποίοι θα δώσουν τις

απαραίτητες κατευθύνσεις και γνώσεις. Είναι επίσης πολύ σηµαντικό για την

επιστήµη της µυκητολογίας και τη διατήρηση της µυκοχλωρίδας να εκπαιδεύονται

σωστά όσοι ενδιαφέρονται να ασχοληθούν µε τα µανιτάρια, ώστε να µπορεί να

υπάρχει αξιοπιστία στα αποτελέσµατά τους.

Page 51: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

51

51

ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

Γενικά στοιχεία

Ο ∆ήµος Κλείτορος είναι ένας από τους 22 ∆ήµους του νοµού Αρκαδίας και

βρίσκεται στο βορειοδυτικό κοµµάτι του, στην επαρχία Γορτυνίας. Η έκταση του

υπολογίζεται περίπου σε 140.000 στρέµµατα και ο πληθυσµός του στα 2.584 άτοµα

(απογραφή 2001). Αποτελείται από τα παρακάτω εννέα (9) Τοπικά ∆ιαµερίσµατα :

Μυγδαλιά (έδρα ∆ήµου), Αγρίδι, Βαλτεσινίκο, ∆ρακοβούνι, Θεόκτιστο, Κερπινή,

Ξηροκαρίταινα, Πουρναριά και Πράσινο. Συνορεύει στο βόρειο τµήµα του µε τις

νότιες απολήξεις του νοµού Αχαΐας όπου και οριοθετείται µε φυσικό σύνορο τον

ποταµό Λάδωνα, ενώ περιλαµβάνει και ένα κοµµάτι βόρεια της λίµνης και την µισή

περίπου έκτασή της. Η λίµνη του Λάδωνα είναι τεχνητή, δηµιουργήθηκε από

υδροηλεκτρικό φράγµα της ∆ΕΗ το 1955. Αποτέλεσε την πρώτη επιτυχηµένη

παρόµοια απόπειρα στον ελλαδικό χώρο και πρόσφατα η ευρύτερη περιοχή γύρω από

την λίµνη ανακηρύχτηκε ως καταφύγιο άγριας ζωής. Όταν βρίσκεται στη µέγιστη

στάθµη λειτουργίας της (420 µέτρα υψόµετρο) έχει µήκος 15 χµ., µέγιστο πλάτος

1500 µ. ελάχιστο πλάτος 75 µ. και η χωρητικότητά της τότε είναι 49.000.000 µ3. Η

ελάχιστη στάθµη λειτουργίας της είναι 400 µέτρα. Τροφοδοτείται µε τα νερά του

ποταµού Λάδωνα, ο οποίος έχει τις πηγές του κοντά στη Λυκούρια και στο δρόµο του

συναντά τους παραποτάµους Τράγο (Παναγίτσα) και Αροάνειο (Πλανητέρο). Το

µεγαλύτερο κοµµάτι του ∆ήµου ανήκει στην οροσειρά του Μαινάλου, ενός από τα

µεγαλύτερα σε έκταση βουνά της Ελλάδας µε αρκετές κορυφές πάνω από τα 1000 m

και ψηλότερη την κορυφή της Οστρακίνας στα 1980 m. Τα νότια σύνορα του ∆ήµου

χάνονται µέσα στο Βαλτεσινιώτικο ελατόδασος, το οποίο και θεωρείται ξεχωριστό σε

σχέση µε το κυρίως ελατόδασος του Μαινάλου. Η οικονοµία του στηρίζεται κυρίως

στην κτηνοτροφία µε εκτροφή αιγοπροβάτων και στη γεωργία µε καλλιέργεια

προϊόντων όπως πατάτες, αµπέλια, σιτάρι και καλαµπόκι, ενώ συνεχίζεται και η

παλιά παράδοση της ξυλοτεχνίας. Ο επισκέπτης µπορεί να προµηθευτεί τοπικά

προϊόντα όπως καρύδια, µέλι ελάτης, φέτα και µυζήθρα, γλυκά κουταλιού, τραχανά

και ζυµαρικά, αρωµατικά βότανα, πατάτες, κρασί και παστό χοιρινό. Η περιοχή,

δεδοµένου ότι βρίσκεται κοντά στην καρδιά του Μαινάλου παράγει άριστης

ποιότητας ελατίσιο µέλι ποικιλίας «Βανίλια Μαινάλου», το µόνο µέλι

προστατευόµενης ονοµασίας προέλευσης στην Ελλάδα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα

Page 52: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

52

52

πια είναι αρκετά περιορισµένη και το περιβάλλον σχετικά αδιατάραχτο σε όλη την

περιφέρεια του ∆ήµου. Η περιοχή παραµένει ακόµη ιδανικός τόπος ηρεµίας και

ξεκούρασης (www.dimos-kleitoros.gr).

Εδαφολογικό προφίλ

Σύµφωνα µε στοιχεία του Χάρτη εδαφικών ενώσεων της Ελλάδας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε,

Φεβρουάριος 2004), η περιοχή του ∆ήµου Κλείτορος αποτελείται από δυο είδη

εδαφών (www.gnccd.com).

Α) Βραχώδη (Rock Outcrops) εδαφική σύσταση, η οποία έχει: ως κύρια τυπολογική

µονάδα Calcaric Leptosols, συνυπάρχουσες τυπολογικές µονάδες Calcaric, Eutric

και Dystric Leptosols, ως µητρικό υλικό διάφορα πετρώµατα (Various Rocks) και

θεωρείται ότι έχει χαµηλότατη ποιότητα, πολύ υψηλή ευαισθησία ερηµοποίησης,

ικανότητα για αειφόρες εδαφοπονικές χρήσεις µόνο για άγρια φύση και ασθενείς

περιορισµούς για µη εδαφοπονικές χρήσεις.

Β) Leptosols (LP) εδαφική σύσταση, η οποία έχει: ως κύρια τυπολογική µονάδα

Eutric Leptosols, συνυπάρχουσες τυπολογικές µονάδες Eutric Regosols και Lepto-

eutric Regosols, ως µητρικό υλικό Φλύσχη (Flysh) και θεωρείται ότι έχει χαµηλή

ποιότητα, πολύ υψηλή ευαισθησία ερηµοποίησης, ικανότητα για αειφόρες

εδαφοπονικές χρήσεις για δάσος και άγρια φύση και ισχυρούς περιορισµούς για µη

εδαφοπονικές χρήσεις.

Επεξήγηση εδαφολογικών όρων.

Leptosol: Ισχυρά διαβρωµένα, ρηχά ή εξαιρετικά χαλικώδη εδάφη µε περιορισµένη

ρίζωση, λιγότερο από 20% κ.ο. λεπτού εδάφους και εξαιρετικά ευαίσθητα ιδιαίτερα

σε ορεινές περιοχές. Regosol: Το µητρικό υλικό είναι µη ενοποιηµένο, λεπτό-

κοκκώδες υλικό, συχνά εµφανίζει αθροίσεις ανθρακικού ασβεστίου, ή γύψου.

Προέρχεται από διαδικασίες διάβρωσης και απαντάται σε όλες τις κλιµατικές ζώνες

δίχως µόνιµα παγωµένο έδαφος (‘permafrost’) και όλα τα υψόµετρα. Ιδιαίτερα κοινό

σε άγονες και σε ορεινές περιοχές. Dystric: το έδαφος που έχει µια βάση κορεσµού

µικρότερη του 50%, για τα Leptosols σε ένα στρώµα 5 cm ή πιο παχύ, ακριβώς επάνω

από τον ενοποιηµένο βράχο. Eutric: το έδαφος που έχει µια βάση κορεσµού

µεγαλύτερη του 50% αντίστοιχα. Calcaric: το έδαφος που έχει ασβεστολιθικό υλικό

µεταξύ 20 και 50 εκατοστά από την επιφάνεια του εδάφους ή µεταξύ 20 εκατοστά και

Page 53: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

53

53

ενοποιηµένο πέτρωµα -βράχο- ή σκληροποιηµένο στρώµα, οποιοδήποτε είναι πιο

ρηχό.

Κλιµατολογικό προφίλ.

Το κλίµα της ∆υτικής Αρκαδίας και της Γορτυνίας χαρακτηρίζεται ως ηπειρωτικό,

το οποίο επηρεάζεται από το βροχερό κλίµα της ∆υτικής Ελλάδας και από το

εκτεταµένο µεγάλο υψόµετρο της περιοχής. Τον χειµώνα επικρατούν χαµηλές

θερµοκρασίες µε σχετικά µέτριους προς ισχυρούς ανέµους, οι οποίοι έρχονται

συνήθως από τα δυτικά, συχνές βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις κυρίως τον

Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, ενώ το καλοκαίρι χαρακτηρίζεται δροσερό προς

θερµό µε λίγες, κυρίως µεσηµεριανές βροχές. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε στοιχεία

της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (www.hnms.gr), από τον Σταθµό της

Τρίπολης (650 m υψόµετρο, 70 km περίπου από τον ∆ήµο Κλείτορος) τα οποία

συγκεντρώθηκαν την περίοδο 1957-1997, από τον Νοέµβριο µέχρι τον Απρίλιο η

µέση µηνιαία θερµοκρασία κυµαίνεται από 5,1 oC µέχρι 11,7

oC, η ελάχιστη

µηνιαία θερµοκρασία από 0,9 oC έως 4,9

oC και η µέγιστη µηνιαία θερµοκρασία

από 9,6 oC έως 17,1

oC. Τους ευρύτερους καλοκαιρινούς µήνες, από τον Μάιο µέχρι

τον Οκτώβριο η µέση µηνιαία θερµοκρασία κυµαίνεται από 14,6 oC µέχρι 24,5

oC, η

ελάχιστη µηνιαία θερµοκρασία από 8,2 oC έως 14,5

oC και η µέγιστη µηνιαία

θερµοκρασία από 20,6 oC έως 30,1

oC. Το ύψος της βροχόπτωσης από τον Νοέµβριο

µέχρι Ιανουάριο κυµαίνεται από 109,8 mm έως 135,6 mm µε µέσο όρο ηµερών

βροχής από 11,8 µέχρι 15,8 ηµέρες τον µήνα. Τον Οκτώβριο και από τον

Φεβρουάριο µέχρι τον Απρίλιο το ύψος της βροχόπτωσης κυµαίνεται από 58,5 mm

έως 89,5 mm µε µέσο όρο ηµερών βροχής από 9 µέχρι 13,7 ηµέρες τον µήνα και τους

καλοκαιρινούς µήνες από Μάιο µέχρι Σεπτέµβριο το ύψος της βροχής φτάνει από τα

19,9 mm µέχρι τα 58,5 mm σε 3,6 µέχρι 9,1 µέρες βροχής ανά µήνα. Η µέση µηνιαία

ατµοσφαιρική υγρασία από τον Νοέµβριο µέχρι τον Φεβρουάριο κυµαίνεται από

73,8 % µέχρι 77,8 %, τον Οκτώβρη, τον Μάρτη και τον Απρίλη από 63,1 % έως 69,3

% και από τον Μάη µέχρι τον Σεπτέµβρη από 44,9 % µέχρι 57,7 %. Η µέση µηνιαία

ένταση των ανέµων κυµαίνεται από 3,8 km έως 5,6 km ανά ώρα, ενώ η µέση

µηνιαία διεύθυνση είναι Νοτιοδυτική (Ν∆) το Νοέµβριο, το ∆εκέµβριο και από τον

Φεβρουάριο µέχρι τον Ιούνιο, ενώ τον Ιανουάριο και από τον Ιούλιο µέχρι και τον

Οκτώβριο η µέση µηνιαία διεύθυνση είναι Βόρεια (Β). Η µέση ηµερήσια

Page 54: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

54

54

ηλιοφάνεια τον Ιούλιο φτάνει τις 12 ώρες/µέρα, τον Γενάρη πέφτει στις 4 ώρες/µέρα

ενώ τον Οκτώβρη και τον Απρίλη κυµαίνεται στις 7-8 ώρες/µέρα.

Γεωµορφολογικό προφίλ.

Το ανάγλυφο του εδάφους στο ∆ήµο Κλείτορος είναι χαρακτηριστικό της

ευρύτερης περιοχής της Γορτυνίας. Ορεινό, µε αρκετούς λόφους και κορυφές όπου

περικλείουν µικρά οροπέδια και µικρά ή µεγάλα φαράγγια και κοιλάδες που έχουν

χαραχτεί από τους δρόµους του νερού. Η περιοχή περικλείεται νοτιοανατολικά από

τον κυρίως όγκο του Μαινάλου, νότια και ελαφρώς νοτιοδυτικά από τα ευρύτερα

Γορτυνιακά βουνά, τα οποία θεωρούνται από πολλούς ως κοµµάτι του Μαινάλου,

βορειοδυτικά από τα βουνά της ∆ίβρης και τον Ερύµανθο, βορειοανατολικά από τον

Χελµό και τη Ζήρεια και ανατολικά από τα µικρότερα αρκαδικά βουνά τον Ολίγυρτο

και το Λύρκειο όρος. Μόνο δυτικά και σε ένα σηµείο, από το άνοιγµα που δηµιουργεί

ο Λάδωνας ποταµός, οι κορυφές χάνουν υψόµετρο βαθµιαία και η γη χαµηλώνει

µέχρι την ευρύτερη πεδιάδα της Ηλείας. Συγκεκριµένα το υψόµετρο κυµαίνεται από

τα 400 m περίπου στη στάθµη του νερού της λίµνης του Λάδωνα, στο όριο του

∆ήµου, µέχρι τα 1500 m περίπου πάνω από το χωριό Βαλτεσινίκο. Ουσιαστικά γύρω

από το ποτάµι η γη ανεβαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις και σταθεροποιείται σε

υψόµετρα από 700 m έως τα 1000 m περίπου, στο µεγαλύτερο τµήµα του ∆ήµου,

µέχρι την περιοχή του Βαλτεσινίκου στην οποία το υψόµετρο είναι σταθερά πάνω

από τα 1000 m. Το ανάγλυφο απέχει αρκετά από την οµαλότητα, καθώς επίπεδο είναι

µόνο παρόχθια στο ποτάµι σε πολύ στενή κλίµακα, µπροστά από το χωριό Κερπινή

σε περιορισµένη έκταση, σε ένα µικρό οροπέδιο µεταξύ Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιάς

και σε άλλα πολύ µικρά τµήµατα. Ολόκληρη η υπόλοιπη περιοχή αποτελείται από

πλαγιές, κορυφές και χαράδρες. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πολλά σηµεία οι

χωρικοί δηµιουργούσαν αναβαθµίδες για να καταφέρουν να καλλιεργήσουν τη γη.

Εκτός από τον Λάδωνα, που βρίσκεται στα όρια του ∆ήµου υπάρχει και το φαράγγι

του Ρεντεζέλα, ενός σχετικά µικρού χείµαρρου, ο οποίος ξεκινάει από τις κορυφές

του Βαλτεσινίκου και διατρέχει όλο τον ∆ήµο κάθετα, καταλήγοντας στον Λάδωνα.

Σε αρκετά σηµεία της διαδροµής οι πλαγιές δεξιά και αριστερά είναι σχεδόν

κατακόρυφες Παρόµοια κατακόρυφη κλίση έχουν ίσως οι περισσότερες πλαγιές της

περιοχής, δηµιουργώντας αρκετούς γκρεµούς και ένα γενικότερο επιβλητικό και

άγριο τοπίο.

Page 55: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

55

55

Βοτανολογικό προφίλ.

Η βλάστηση στο ∆ήµο Κλείτορος χωρίζεται σε τέσσερεις διαφορετικές κατηγορίες,

µε βάση προσωπικές παρατηρήσεις καθώς δεν υπάρχουν µελέτες για την

συγκεκριµένη περιοχή. Η πρώτη είναι το ελατόδασος του Βαλτεσινίκου, που

εκτείνεται στο νότιο τµήµα του ∆ήµου. Είναι ένα αρκετά πυκνό δάσος, αµιγές στο

µεγαλύτερο κοµµάτι και το οποίο καλύπτει περιοχές µε µεγάλη κλίση και υψόµετρο

πάνω από 1000 m. Σε διάφορα µικρά σηµεία είναι αναµεµειγµένο µε πλατύφυλλα. Τα

σηµεία αυτά είναι κυρίως στα χαµηλά όρια του δάσους, εκεί όπου υπήρχαν ή

υπάρχουν ακόµα χωράφια και στις κοιλάδες που σχηµατίζονται από το ανάγλυφο και

περνάει νερό. Η δεύτερη και πιο εκτεταµένη, αφορά όλο σχεδόν τον υπόλοιπο ∆ήµο,

καλύπτει περιοχές µε υψόµετρο από τα 1000 m µέχρι τα 500 m και αποτελείται

κυρίως από πλατύφυλλα, δασικά και οπωροφόρα δέντρα και θάµνους, µικρά χωράφια

µε αµπέλια, αγρωστώδη και καλλιεργούµενα φυτά, ενώ υπάρχουν και µικρές

συστάδες µε κυπαρίσσια (κωνοφόρα). Η επόµενη κατηγορία είναι η παραποτάµια

βλάστηση του Λάδωνα, στην περίµετρο του οποίου υπάρχουν λίγα χωράφια κυρίως

µε κτηνοτροφικές καλλιέργειες και καλύπτει όλο τον ρου του ποταµού µέχρι το

σηµείο που αρχίζει να γίνεται λίµνη. Τέλος υπάρχει και το οικοσύστηµα του

φαραγγιού του Ρεντεζέλα, το οποίο αν και δεν υπάρχουν επιστηµονικά στοιχεία είναι

ευδιάκριτο ότι αποτελεί βιότοπο µε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το χλωριδικό προφίλ

του ∆ήµου αποτελείται χοντρικά κυρίως από: έλατα (Abies cephalonica), πουρνάρια

(Quercus coccifera), διάφορα είδη από βελανιδιές (Quercus frainetto, Quercus

pubescens), σφεντάµια (Acer creticum), ασφάκες (Phlomis fruticosa), αγριόκεδρους

ή αρκεύθους (Juniperus spp.), αγριοκουµαριές (Arbutus andrachne), κυπαρίσσια

(Cupressus spp.), καρυδιές (Juglans regia), αµυγδαλιές (Amygdalus communis),

κερασιές (Prunus avium), µηλιές (Malus spp.), αχλαδιές (Pyrus communis),

πλατάνια (Platanus spp.), ιτιές (Salix spp.), λεύκες (Populus spp.), αµπέλια (Vitis

vinifera), λίγες καστανιές (Castanea sativa), ακακίες (Acacia spp.), κουτσουπιές

(Cercis siliquastrum), τριανταφυλλιές (Rosa spp.), πολύ λίγα πεύκα (Pinus spp.) από

παλιές σχολικές δενδροφυτεύσεις, λίγες καλλιεργούµενες ελιές και αγριελιές (Olea

spp.) σε χαµηλά σηµεία, διάφορα άλλα είδη της µακίας και της παραποτάµιας

διάπλασης, αρκετά αρωµατικά φυτά και λουλούδια, αγρωστώδη, ψυχανθή και

γενικά ένα πλήθος άλλων φυτών που είναι αδύνατο να παρατεθούν όλα.

Page 56: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

56

56

Page 57: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

57

57

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ

Ανάλυση περιοχών συλλογής

Εικόνες 10,11. Φωτογραφία από δορυφόρο της ευρύτερης περιοχής µελέτης.

Page 58: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

58

58

Περιοχή του ποταµού Λάδωνα (Π 1):

Το τµήµα της περιοχής το οποίο εξετάστηκε, οριοθετείται από ένα νοητό τρίγωνο.

Οι συντεταγµένες των κορυφών του είναι οι εξής Α) 37º 47ˊ 25˝ Ν, 22º 03ˊ 39˝ Ε

(428 m) B) 37º 47ˊ 40˝ Ν, 22º 04ˊ 28˝ Ε (495 m) Γ) 37º 47ˊ 41˝ Ν, 22º 04ˊ 04˝ Ε

(430 m). (Εικόνα 12).

Οι περιοχές που περιβάλλουν τις δυο όχθες του Λάδωνα βρίθουν από πλατάνια και

λεύκες εν ζωή ή σε σήψη, κάποια χωράφια µε καρυδιές και κτηνοτροφικές

καλλιέργειες και ένα πλήθος από βάτα, θάµνους, αναρριχώµενα φυτά κ.α. σε βαθµό

που πολύ λίγα σηµεία είναι προσβάσιµα έστω και για να υπάρξει οπτική επαφή µε το

ποτάµι. Εξορµήσεις εκτός από την ανατολική όχθη του ποταµού, έγιναν και στην

περιοχή γύρω από αυτήν. Η περιοχή κατά µήκος του δρόµου που οδηγεί στο ποτάµι

αποτελείται κυρίως από πουρνάρια που έχουν καλύψει τα τελευταία 20-30 χρόνια

παλιές αγροτικές ή κτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις της γης.

Εικόνα 12. Φωτογραφίες από την περιοχή του Λάδωνα

Περιοχή Κερπινής (Π 2):

Το τµήµα της περιοχής το οποίο εξετάστηκε οριοθετείται από ένα νοητό τρίγωνο.

Οι συντεταγµένες των κορυφών του είναι οι εξής Α) 37º 45ˊ 21˝ Ν, 22º 06ˊ 04˝ Ε

(900 m) B) 37º 44ˊ 44˝ Ν, 22º 05ˊ 50˝ Ε (925 m) Γ) 37º 44ˊ 51˝ Ν, 22º 06ˊ 24˝ Ε

(900 m). (Εικόνα 13).

Page 59: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

59

59

Το χωριό Κερπινή και οι γύρω του περιοχές βρίσκονται σε υψόµετρο 900-1000 m

και καλύπτονται από πλατύφυλλη βλάστηση (πουρνάρια, βελανιδιές, σφεντάµια,

καρυδιές, λεύκες, κυπαρίσσια, οπωροφόρα κ.α.) και από γεωργικές καλλιέργειες ως

επί το πλείστον εγκαταλειµµένες. Περιλαµβάνει και τα επιµέρους σηµεία συλλογής

Καζάνι, Ρουτό και Αγ. Θοδωρή. Το Ρουτό είναι ένας µεγάλος λόφος δίπλα και νότια

από το χωριό Κερπινή, του οποίου η ανατολική πλευρά κατεβαίνει απότοµα µέχρι τη

βάση του βουνού, όπου περνά το φαράγγι του Ρεντεζέλα, ενώ η δυτική πλευρά

σχηµατίζει ένα µικρό λόφο το Καζάνι. ∆υτικά από το Καζάνι, γύρω στα 500 m,

βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Θοδωρή, πάνω από το οποίο υπάρχουν δασωµένες

πλαγιές.

Εικόνα 13. Περιοχή Κερπινής

Περιοχή παλιού νερόµυλου, Βαλτεσινίκο (Π 3):

Το τµήµα της περιοχής το οποίο εξετάστηκε οριοθετείται από ένα νοητό τρίγωνο. Οι

συντεταγµένες των κορυφών του είναι οι εξής Α) 37º 42ˊ 33˝ Ν, 22º 05ˊ 15˝ Ε (980

m) B) 37º 42ˊ 18˝ Ν, 22º 05ˊ 23˝ Ε (1070 m) Γ) 37º 42ˊ 22˝ Ν, 22º 05ˊ 02˝ Ε (1010

m). (Εικόνα 14).

Η περιοχή του παλιού νερόµυλου είναι µια πανέµορφη τοποθεσία κοντά στις πηγές

του Ρεντεζέλα, ο οποίος περνά από εκεί στα αρχικά του στάδια και σχηµατίζει µια

Page 60: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

60

60

µακρόστενη κοιλάδα ανάµεσα στα έλατα µε κατεύθυνση από τον Νότο προς τον

Βορρά. ∆εξιά και αριστερά από την κοιλάδα ανυψώνονται πυκνές, δασωµένες

πλαγιές από πανύψηλα έλατα, αφήνοντας στον ήλιο πολύ µικρά περιθώρια για να

φανεί, κυρίως το µεσηµέρι. Η περιοχή αυτή είναι ένας πραγµατικός µανιταρότοπος

καθώς η γη παραµένει υγρή και σκιερή στο µεγαλύτερο κοµµάτι του έτους. Εκτός

από τα έλατα, κατά µήκος της µικρής κοιλάδας υπάρχουν και κάποια πλατύφυλλα,

κυρίως καρυδιές, µερικά καρποφόρα ακρόδρυα και πυρηνόκαρπα, λίγες ιτιές και

λεύκες και κάποια πουρνάρια και βελανιδιές.

Εικόνα 14. Βαλτεσινίκο, περιοχή παλιού νερόµυλου.

Ευρύτερη περιοχή των Καλυβίων (Π 4):

Η ευρύτερη περιοχή των Καλυβίων καλύπτει ουσιαστικά µια πολύ µεγάλη έκταση,

από τον Λάδωνα ποταµό µέχρι το χωριό Κερπινή. Περιλαµβάνει τις επιµέρους

περιοχές Κάτω Καλύβια, Άνω Καλύβια, Πέρα Καλύβια, όπως και την περιοχή της

Καστανιάς. Γενικά έχει παρόµοια βλάστηση µε αυτήν γύρω από το χωριό Κερπινή,

ωστόσο κυριαρχεί το πουρνάρι έναντι των άλλων πλατύφυλλων, είναι πιο έντονο το

στοιχείο της άγριας ζωής και είναι πιο αδιατάραχτο το περιβάλλον. Η περιοχή της

Καστανιάς αποτελεί ουσιαστικά την βορειοδυτική πλευρά του λόφου του Αη Λιά, η

οποία είναι άγρια και κατεβαίνει µε πολύ µεγάλη κλίση από τα 1000+ m της κορυφής,

στα 500 m περίπου της στάθµης του ποταµού, είναι πλήρως δασωµένη και

παρουσιάζει µεγαλύτερη ποικιλία ζωής από τις γειτονικές της περιοχές. (Εικόνα 15)

Page 61: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

61

61

Εικόνα 15. Ευρύτερη περιοχή Καλυβίων.

Στο συγκεκριµένο σηµείο της Καστανιάς αρχίζει να οµαλοποιείται λίγο το

ανάγλυφο και κρατάει νερό. Επίσης δεν το βλέπει πολύ ο ήλιος γιατί έχει

βορειοδυτική κατεύθυνση ενώ και απέναντι έχει λόφους. Πρόκειται για αρκετά καλό

σηµείο για µανιτάρια.

Στις περιοχές αυτές συλλέχθηκαν διάσπαρτα λίγα δείγµατα, κοντά στα 10, κυρίως

κατά µήκος του δρόµου που οδηγεί στο ποτάµι (Εικόνες 16-18). ∆εν δίνονται

συντεταγµένες καθώς δεν υπήρχαν συγκεκριµένα σηµεία συλλογής. Στις παρακάτω

φωτογραφίες φαίνεται ο δρόµος, ενώ διακρίνεται και λίγο καλύτερα το ανάγλυφο του

εδάφους.

Page 62: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

62

62

Εικόνες 16-18. Ευρύτερη περιοχή των Καλυβίων και ο δρόµος γύρω από τον οποίο

έγιναν οι εξορµήσεις.

Περιγραφή της διαδικασίας στο πεδίο

Η βάση για τις εξορµήσεις στο ∆ήµο Κλείτορος ήταν το χωριό Κερπινή, το οποίο

βρίσκεται περίπου στο κέντρο του ∆ήµου (Εικόνα 10,11). Υπήρχε σπίτι και υποδοµές

για να µπορούν να γίνουν εκδροµές διάρκειας πάνω από µια µέρα και να διατηρηθούν

τα δείγµατα σε πρώτο βαθµό, ενώ η ευρύτερη περιοχή ήταν γνώριµη πριν από την

υλοποίηση της εργασίας στο πεδίο. Οι εξορµήσεις συνήθως άρχιζαν πρωί ή µέχρι το

µεσηµέρι, ούτως ώστε ο ήλιος να βρίσκεται αρκετή ώρα σε θέση κατάλληλη για να

Page 63: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

63

63

φωτίζει µέσα στο δάσος, να υπάρχει επίσης επαρκής φωτισµός για να βγουν

αξιόπιστες ποιοτικά οι φωτογραφίες και να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος µετά την

συλλογή να περιγραφθούν τα δείγµατα µε το φως της ηµέρας.

Τα υλικά τα οποία χρησιµοποιήθηκαν για τις εξορµήσεις ήταν τα εξής: µικρές

χάρτινες σακούλες µέσα στις οποίες µαζεύονταν τα δείγµατα, ένα καλάθι για να

συγκεντρώνονται όλες οι µικρές σακούλες, µια φωτογραφική µηχανή (οι

περισσότερες λήψεις της συγκεκριµένης µελέτης έγιναν µε το µοντέλο της Canon,

Powershot A720 IS, το οποίο έχει ελάχιστη εστιακή απόσταση 1 cm και χειροκίνητη

επιλογή σχεδόν σε όλες τις δυνατότητές της, ενώ χρησιµοποιήθηκε και µικρό τρίποδο

της Cullmann), ένα µαχαίρι ώστε να µπορούν να αφαιρεθούν τα καρποσώµατα από το

υπόστρωµά τους ολόκληρα και ακεραία και ένα στυλό ή ένα µολύβι για να

σηµειώνονται οι απαραίτητες πληροφορίες σε πρώτο χρόνο.

Όταν βρισκόταν ένα καρπόσωµα για συλλογή φωτογραφιζόταν όσο το δυνατόν

καλύτερα, πριν εξαχθεί από το υπόστρωµά του, µε σκοπό στη φωτογραφία να

φαίνονται όλα τα µέρη του καρποσώµατος, τα χρώµατα και το γύρω του περιβάλλον

όπως ήταν στην πραγµατικότητα. Μετέπειτα εξαγόταν το καρπόσωµα από το

υπόστρωµα του ακέραιο, µε προσοχή να µην φθαρεί και φωτογραφιζόταν ξανά ώστε

να φανούν και τα χαρακτηριστικά που µπορεί να κρύβονταν αρχικά. Σε πολλές

περιπτώσεις (π.χ. σε ξυλοσηπτικούς, πολυετείς µύκητες) το καρπόσωµα εξαγόταν

µαζί µε ένα µικρό κοµµάτι από το υπόστρωµα γιατί το σηµείο ένωσης µπορεί να δίνει

πολύτιµες πληροφορίες. Επίσης αν τα δείγµατα ήταν πολλά µαζί εξάγονταν κάποια

και τοποθετούνταν µαζί µε αυτά που βρίσκονταν ακόµα στο υπόστρωµά τους, µε

τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται σε µία φωτογραφία όλα τα απαιτούµενα

χαρακτηριστικά. Τέλος αρκετά µανιτάρια πιεζόντουσαν ή κοβόντουσαν (τις

περισσότερες φορές σε κάθετο επίπεδο, χωριζόµενα σε δύο τµήµατα), καθώς έτσι

φαινόταν αν µεταχρωµατίζονται ή αν εκκρίνουν κάποιες ουσίες, ενώ επίσης φαινόταν

καλύτερα ο τρόπος µε τον οποίο ενώνεται ο υµενοφόρος µε τον στύπο και η

εσωτερική δοµή του καρποσώµατος. Αν κρινόταν σκόπιµο, µετά την κοπή, το δείγµα

φωτογραφιζόταν ξανά.

Από τη στιγµή που είχε φωτογραφηθεί το καρπόσωµα τοποθετούνταν στο

σακουλάκι και σηµειωνόταν η τοποθεσία που βρέθηκε, η βλάστηση που υπήρχε γύρω

και το υπόστρωµα. Οτιδήποτε δηλαδή ήταν πιθανό να ξεχαστεί µε τον όγκο των

δειγµάτων αλλά και το ελάχιστο δυνατό ώστε να µην είναι χρονοβόρα η καταγραφή

και να µείνει χρόνος για την συνέχιση της εξόρµησης. Αφού γινόντουσαν αυτές οι

Page 64: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

64

64

ενέργειες συνεχιζόταν το ψάξιµο, επαναλαµβάνοντας την ίδια διαδικασία για το κάθε

δείγµα.

Μετά το πέρας της εξόρµησης και την επιστροφή στη βάση, λάµβανε χώρα η

αναλυτική περιγραφή και καταγραφή των δειγµάτων όσο υπήρχε ακόµα το φώς της

ηµέρας. Αρχικά καταγράφονταν η ηµεροµηνία και το δείγµα µε τον αύξοντα αριθµό

του, σύµφωνα µε τα στοιχεία που κρατιόντουσαν για όλα συνολικά τα δείγµατα της

µελέτης, στις σηµειώσεις και στο σακουλάκι του δείγµατος. Μετά καταγράφονταν ο

αύξων αριθµός των φωτογραφιών του κάθε δείγµατος, ο οποίος εµφανίζεται στα

αναλυτικά στοιχεία που κρατάει η ψηφιακή φωτογραφική µηχανή, επίσης και στο

σακουλάκι και τις σηµειώσεις.

Ύστερα άρχιζε η περιγραφή του δείγµατος στις σηµειώσεις. Η περιγραφή

περιελάµβανε τα εξής: Μέτρηση των διαστάσεων του καρποσώµατος. Οι µετρήσεις

γίνονταν σε εκατοστά και περιελάµβαναν τη διάµετρο και το ύψος του πίλου (πάντα

στο πλατύτερο σηµείο), το µήκος και το πλάτος του στύπου στην κορυφή και τη βάση

και το συνολικό ύψος του καρποσώµατος. Χρώµα. Καταγράφονταν το χρώµα του

πίλου, των ελασµάτων και του στύπου και οι ενδεχόµενες αλλαγές της τονικότητας

των χρωµάτων κατά µήκος των τµηµάτων του καρποσώµατος. Επίσης, σηµειωνόταν

και σε τι κατάσταση βρισκόταν το καρπόσωµα, εάν, δηλαδή ήταν φρέσκο ή στεγνό,

νεαρό ή ώριµο και οι πιθανοί µεταχρωµατισµοί ή εκκρίσεις του εφόσον δεν είχαν

σηµειωθεί στο πεδίο. Χαρακτηριστικά πίλου. Εκτός από το µέγεθος και το χρώµα,

περιγράφονταν επίσης το σχήµα του (κωνικό, ηµισφαιρικό, επίπεδο κ.ά.), η υφή της

επιφάνειας και της περιφέρειάς του, η παρουσία ή απουσία υπολειµµάτων πέπλου,

πιθανά άλλα αξιοσηµείωτα στοιχεία και τέλος η υγροφάνεια (χαρακτηριστικό που

εµφανίζουν αρκετά είδη και το οποίο έχει σαν αποτέλεσµα να εµφανίζουν

διαφορετικής τονικότητας χρώµατα ανάλογα µε το ποσοστό υγρασίας του καπέλου).

Χαρακτηριστικά υµενοφόρου. Στα ελάσµατα σηµειώνονταν ο τρόπος που αυτά

εφάπτονται µε το στύπο, το πάχος και η απόσταση µεταξύ τους, το χρώµα και η

µορφή (κυµατοειδής, ευθεία, οδοντωτή κ.α.) στο χείλος τους. Στους πόρους

σηµειώνονταν η διάµετρος, το µήκος τους, αν ήταν κυκλικοί, γωνιώδεις ή

πολυγωνικοί και στις υπόλοιπες µορφές υµενοφόρων τα εκάστοτε στοιχεία που τους

χαρακτηρίζουν. Χαρακτηριστικά στύπου. Το µήκος, το πάχος και το χρώµα του

στύπου δεν αρκούν για την ταυτοποίηση ενός µανιταριού. Σηµειώνονταν επίσης ο

τρόπος µε τον οποίο ενώνεται ο στύπος µε το πίλο (κεντρικός, εκκεντρικός,

πλευρικός), ο τρόπος µε τον οποίο εφάπτεται στο υπόστρωµα, η παρουσία ή απουσία

Page 65: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

65

65

ριζοειδών, το σχήµα του (κυλινδρικός, πεπλατυσµένος κ.α.), η επιφάνειά του και εάν

παρατηρείται διαφορά στην υφή ανάµεσα σε κορυφή και βάση, το περιεχόµενο και το

χρώµα της σάρκας, τα χαρακτηριστικά του δαχτυλιδιού αν υπήρχε και τέλος η

παρουσία ή απουσία υπολειµµάτων πέπλου. Οσµή και γεύση. Σηµαντικά στοιχεία για

την ταυτοποίηση αρκετών ειδών ωστόσο η δοκιµή της γεύσης δεν γινόταν πάντα,

παρ’ όλο τον κίνδυνο µετέπειτα να µην µπορούν να ταυτοποιηθούν τα δείγµατα.

Αποτύπωµα σπορίων. Σε κάποια είδη (ιδιαίτερα στα γένη Russula, Lactarius),

σηµειωνόταν το αποτύπωµα που αφήνει το χρώµα των σπορίων τους πάνω σε λευκό

χαρτί. Η διαδικασία αυτή δεν έγινε σε όλα τα δείγµατα αυτών των γενών, κυρίως από

παράληψη. Η περιγραφή αυτή αφορά τους βασιδιοµύκητες µε την τυπική µορφή

µανιταριού. Στις άλλες µορφές µακροµυκήτων λάµβανε χώρα παρόµοια διαδικασία

ανάλογα µε τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά. Τέλος σηµειώνονταν και οτιδήποτε

άλλο κρινόταν αξιοσηµείωτο ως στοιχείο.

Μετά την καταγραφή όλων των χαρακτηριστικών τα δείγµατα έπρεπε να

διατηρηθούν όσο το δυνατόν καλύτερα µέχρι την µεταφορά τους στο εργαστήριο της

σχολής. Η διαδικασία που ακολουθούταν στο σπίτι, ήταν η ξήρανση των

καρποσωµάτων µε ηλεκτρικό αερόθερµο. Ακριβώς πάνω από το αερόθερµο, που

ήταν επιτόπιο σαν το σχήµα των καλοριφέρ, τοποθετούταν µια µεταλλική σίτα µε

πολύ µικρά κενά για να µην πέφτουν τα µικρά καρποσώµατα. Η σίτα στηριζόταν σε

δυο καρέκλες, 10 cm -20 cm περίπου πάνω από το αερόθερµο. Με αυτό τον τρόπο

επιτυγχάνονταν η αφαίρεση της υγρασίας των καρποσωµάτων οµαλά και

ολοκληρωµένα χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να καούν, όπως γίνεται στην περίπτωση

που χρησιµοποιείται φούρνος για παράδειγµα, ενώ δίνεται και η δυνατότητα στα

µικρά καρποσώµατα που ξεραίνονται πολύ γρηγορότερα να αφαιρούνται εύκολα από

την σίτα και στα ογκώδη να µένουν όσο χρειάζεται. Παράλληλα µε την ίδια διάταξη

που τοποθετούνται τα δείγµατα πάνω στη σίτα, τοποθετούνται και τα αντίστοιχα

σακουλάκια σε διπλανό σηµείο, καθώς µετά την ξήρανση, τα δείγµατα δεν ξεχώριζαν

µεταξύ τους και υπήρχε κίνδυνος να µπουν µανιτάρια σε άλλα σακουλάκια και να

µην µπορούν να ταυτοποιηθούν.

Τα δείγµατα µετά την ξήρανση, τοποθετούνταν στα σακουλάκια τους και µετά σε

µία χάρτινη κούτα για πιο ευχερή µεταφορά. Η διαδικασία µιας εξόρµησης

ολοκληρωνόταν όταν µεταφέρονταν τα δείγµατα στο εργαστήριο του Πανεπιστηµίου

και απολυµαίνονταν, ψηφιοποιούνταν οι φωτογραφίες από την φωτογραφική µηχανή

και αποθηκεύονταν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ώστε να συγκεντρωθούν τα στοιχεία.

Page 66: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

66

66

Η απολύµανση στο εργαστήριο περιλάµβανε την κατάψυξη των δειγµάτων στους -

80 oC για µία µέρα και την θέρµανση τους µετέπειτα σε φούρνο σε 50

oC, επίσης για

µία µέρα. Η διαδικασία αυτή αποσκοπούσε στην εξόντωση πιθανών παθογόνων που

ενυπάρχουν στα δείγµατα, για την διατήρησή τους αλλά και την ασφάλεια των

υπόλοιπων δειγµάτων του εργαστηρίου.

Περιγραφή της διαδικασίας στο εργαστήριο

Παράλληλα µε τις εξορµήσεις στο πεδίο είχε αρχίσει και η προσπάθεια

ταυτοποίησης των δειγµάτων που είχαν ήδη βρεθεί. Η διαδικασία αυτή αφορούσε

κυρίως την µικροσκοπική εξέταση των δειγµάτων και την προσπάθεια µέσω Κλειδών

να ταυτοποιηθούν µε είδη που περιγράφονται στα βιβλία αυτά.

Αρχικά γινόταν η επιλογή του προς εξέταση δείγµατος. Από τη φωτογραφία και

γενικότερα την όψη του καρποσώµατος πολλές φορές ήταν ευδιάκριτο σε ποιο γένος

ανήκει, ωστόσο αυτό δεν συνέβαινε πάντα και απαιτεί και εµπειρία του αντικειµένου.

Αρχικά επιχειρείτο, βάση των χαρακτηριστικών ενός δείγµατος, να προσδιοριστεί το

γένος του. Γινόταν εξέταση στο στερεοσκόπιο, όπου εκεί µπορούσαν να

παρατηρηθούν στοιχεία που είχαν παραληφθεί ίσως στις σηµειώσεις σε πρώτο χρόνο

ή γινόταν επαλήθευση των σηµειώσεων αυτών.

Το βασικότερο ταξινοµικό χαρακτηριστικό και το πρώτο που εξεταζόταν στο

µικροσκόπιο ήταν τα σπόρια του δείγµατος. Γινόταν τοµή του υµενοφόρου και

εξετάζονταν η δοµή του, το χρώµα, οι διαστάσεις και η υφή των σπορίων, η ύπαρξη ή

µη κυστιδίων και βασιδίων, η θέση τους, το σχήµα και οι διαστάσεις τους. Οι

διαστάσεις µετριόντουσαν σε µm, στο µακρύτερο και το πλατύτερο τµήµα των

σπορίου ή των άλλων οργανιδίων. Ο λόγος µήκος προς πλάτος αντιστοιχεί σε έναν

αριθµό Q, ο οποίος παίρνει τιµές από 1 και πάνω και αποτυπώνει ως ένα βαθµό το

σχήµα των σπορίων. Μετριόταν σε κάθε σπόριο ξεχωριστά και καταγράφονταν το

εύρος των τιµών που έπαιρνε.

Πολλές φορές αρκετά χαρακτηριστικά ήταν δυσδιάκριτα οπότε γινόταν χρώση µε

διάλυµα Congo Red, το οποίο έβαφε κόκκινο το έλασµα και βοηθούσε στην

παρατήρησή του. Αν υποπτευόµασταν ότι τα σπόρια (ιδιαίτερα αν είχαν διάκοσµο) ή

γενικότερα το έλασµα, θα µπορούσαν να είχαν δεξτρινώδη ή αµυλώδη αντίδραση,

γινόταν χρώση µε διάλυµα Melzer’s για να διαπιστωθεί, ενώ και µε τις δύο χρώσεις

Page 67: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

67

67

γινόταν πιο ευδιάκριτη και η υφή των σπορίων και των άλλων στοιχείων του

ελάσµατος. Αν τα χειλοκυστίδια ήταν δυσδιάκριτα αλλά και απαραίτητα για την

ταυτοποίηση, γινόταν επιµήκης τοµή µόνο στο χείλος του ελάσµατος, ώστε αφού

διαλυθεί να γίνει ενδελεχής παρατήρηση των στοιχείων που θα µπορούσαν να είναι

χειλοκυστίδια.

Παρόµοιες διαδικασίες γινόντουσαν και σε τµήµατα του στύπου και του πίλου.

Στον στύπο τις περισσότερες φορές εξεταζόταν η ύπαρξη ή µη καυλοκυστιδίων ή

άλλων παρόµοιων στοιχείων και η θέση τους πάνω στον στύπο, ενώ στον πίλο

συνήθως γινόταν παρατήρηση της συνολικότερης δοµής της επιδερµίδας, της υφής,

των διαστάσεων και της γενικότερης εικόνας. Επίσης όπου χρειαζόταν, γινόταν

µικροσκοπική παρατήρηση και των υπολειµµάτων του πέπλου, του δαχτυλιδιού, των

ριζοειδών και γενικότερα κάθε στοιχείου που ήταν ζητούµενο από την βιβλιογραφία,

ενώ στους µη τυπικούς βασιδιοµύκητες και τους ασκοµύκητες µελετιόντουσαν τα

εκάστοτε στοιχεία.

Αφού λοιπόν είχαν συγκεντρωθεί όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ή κατά την

διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, γινόταν η εξέτασή τους µέσα από Κλείδες και η

προσπάθεια να αποκλειστούν τα µη πιθανά ενδεχόµενα.

Τέλος όταν ολοκληρωνόταν η ταυτοποίηση ενός δείγµατος, όποιο και να ήταν το

αποτέλεσµα, αναγράφονταν στο σακουλάκι το αποτέλεσµά (όνοµα είδους, γένους

κλπ.) και τοποθετούνταν-φυλάσσονταν στο HERBARIUM (δηλ. στη συλλογή

αποξηραµένων δειγµάτων µακροµυκήτων) του Εργαστηρίου Γενικής και Γεωργικής

Μικροβιολογίας του ΓΠΑ.

Χρήση µικροσκοπίου, χρωστικών και διενέργεια τοµών

Όταν εξεταζόταν ένα δείγµα, αρχικά τοποθετούνταν αντικειµενικός φακός 10x,

ώστε να παρατηρηθεί όλο το παρασκεύασµα και αργότερα, όταν το ζητούµενο ήταν η

λεπτοµέρεια ή οι µετρήσεις, αυξανόταν η µεγέθυνση. Οι µετρήσεις

πραγµατοποιούνταν µε χρήση αντικειµενικού φακού 100x. Ο φακός 100x ονοµάζεται

και ελαιοκαταδυτικός και χρήση του γινόταν µε παράλληλη εφαρµογή κεδρελαίου

πάνω στην αντικειµενοφόρο πλάκα.

Ανάλογα µε το είδος του κάθε καρποσώµατος ή το τµήµα του προς µελέτη

δείγµατος, διαφοροποιούνταν και οι τεχνικές που χρησιµοποιόντουσαν για την

µικροσκοπική παρατήρηση. Τα περισσότερα παρασκευάσµατα εµβαπτίζονταν, κατά

Page 68: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

68

68

κανόνα, σε νερό ή διάλυµα KOH. Η εµβάπτιση αυτή, αποτελούσε και ρόλο µάρτυρα,

γιατί στο σύνολο της βιβλιογραφίας, τα χαρακτηριστικά τα οποία συγκρίνονται,

ιδιαίτερα το χρώµα, συγκρίνονται µε βάση την αντίδρασή τους στο απιονισµένο νερό

και το KOH. Το KOH δρα διασταλτικά στα συστατικά του µυκητιακού κυττάρου,

κάνοντας ευκρινέστερη την αποτύπωση του στο µάτι.

Αν ήταν ζητούµενο να φανούν η δοµή και όλα τα µέρη του ελάσµατος (χείλος,

πλευρές, τράµα) γινόταν πολύ λεπτή εγκάρσια τοµή του ελάσµατος. Στην περίπτωση

που εξεταζόντουσαν εξειδικευµένα τα χειλοκυστίδια ενός δείγµατος, γινόταν

επιµήκης τοµή ελάσµατος, αποκόπτοντας µόνο το χείλος του. Για να µελετηθεί η

δοµή της επιδερµίδας του πίλου γινόταν πολύ λεπτή τοµή, µε κάθετη κατεύθυνση

προς το κέντρο του πίλου. Αν η σάρκα των δειγµάτων ήταν πολύ σκληρή,

χρησιµοποιούταν νυστέρι για αυτή την δουλειά, ενώ πολλές φορές χρειαζόταν να

αποκοπεί ένα κοµµάτι από τον πίλο ή ολόκληρο το καρπόσωµα, αν ήταν

µικροσκοπικό και να εµβαπτιστεί σε απιονισµένο νερό για να µαλακώσει, πριν γίνει η

τοµή. Για να µελετηθεί η επιδερµίδα του στύπου γινόταν λεπτή τοµή σαν ξύσµα,

οριζόντια στο επίπεδο του στύπου. Στους υπόλοιπους τύπους υµενοφόρων, η

διαδικασία ήταν παρόµοια και άλλαζαν µόνο τα ζητούµενα, ανάλογα το δείγµα.

Επίσης, πολλές φορές, όταν δεν ήταν ζητούµενο να µελετηθεί η δοµή του

παρασκευάσµατος ή θέλαµε να µετρήσουµε διαστάσεις κυστιδίων, βασιδίων κλπ,

διαλυόταν το παρασκεύασµα, δηµιουργώντας µια ασαφή µάζα µέσα στην οποία όµως

ήταν πιο ευδιάκριτο όλο το µήκος των οργάνων.

Στις περιπτώσεις που τα όργανα των µυκήτων εµφανίζονταν υαλώδη και διάφανα,

δυσχεραίνοντας την διάκριση των λεπτοµερειών ή το ζητούµενο ήταν η αντίδραση

κάποιων ειδών σε συγκεκριµένα αντιδραστήρια, γινόταν χρήση αντιδραστηρίων ή

χρωστικών. Όσα χρησιµοποιήθηκαν θα παρατεθούν παρακάτω µε σειρά ανάλογη µε

την συχνότητα χρήσης.

Υδροξείδιο του καλίου(ΚΟΗ)

Παρασκευή: Εξαρτάται από την περιεκτικότητα που επιθυµείται. Γενικά x g

καυστικού καλίου διαλύονται σε (100- x) ml νερό. Στη συγκεκριµένη µελέτη

χρησιµοποιήθηκε διάλυµα ΚΟΗ 3-5%.

Χρήση: Αποτελεί το ιδανικότερο διάλυµα για την παρατήρηση των

παρασκευασµάτων όπως έχει ήδη αναφερθεί. Χρησιµοποιείται και για άλλες

µικροχηµικές αντιδράσεις. Για παράδειγµα, χρωµατίζει κίτρινο το περιεχόµενο των

Page 69: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

69

69

χρυσοκυστιδίων και τις διάφορες επιστρώσεις στην επιφάνεια των υφών, βάφει

γκρίζα τα τριχίδια στον πίλο ειδών του γένους Crinipellis και καστανοκόκκινες τις

υφές της επιδερµίδας του πίλου σε είδη του γένους Cystoderma.

Αντιδραστήριο Melzer’s

Παρασκευή: Προστίθενται 1.5g ιώδιο, 5g ιωδιούχο κάλιο και 100ml chloral hydrate

σε 100ml νερού και θερµαίνονται σε χαµηλή θερµοκρασία.

Χρήση: Το αντιδραστήριο δίνει δύο θετικές αντιδράσεις. Στην πρώτη περίπτωση το

παρασκεύασµα χρωµατίζεται ιώδες έως µαύρο και οι δοµές χαρακτηρίζονται

αµυλώδεις και στη δεύτερη η αντίδραση δίνει κόκκινο ή καστανοκόκκινο προϊόν και

οι δοµές χαρακτηρίζονται δεξτρινώδεις. Όταν παρατηρείται στο παρασκεύασµα µόνο

το χρώµα του διαλύµατος Melzer’s (κιτρινωπό) τότε δεν έχει λάβει χώρα αντίδραση

(ουδέτερη). Μερικές φορές τα αποτελέσµατα της θετικής αντίδρασης φαίνονται

αµέσως, ενώ άλλες φορές ο χρωµατισµός του υλικού εµφανίζεται µετά την παραµονή

του αρκετά λεπτά (20) στο διάλυµα. Εφαρµόζεται αυτόνοµα, µε την εµβάπτιση

προηγουµένως του παρασκευάσµατος µόνο σε νερό και τα αποτελέσµατα

χαρακτηρίζονται πολλές φορές ανάλογα µε την έντασή τους, ως πολύ ασθενής,

ασθενής, ισχυρή ή πολύ ισχυρή αντίδραση.

Congo Red

Παρασκευή: 1 (ή 2)g διαλύονται σε 99 (ή 98) ml νερού. Το διάλυµα φιλτράρεται για

αποµάκρυνση της περίσσειας χρώµατος.

Χρήση: Χρησιµοποιείται στις περιπτώσεις που θέλουµε να βάψουµε τα τοιχώµατα του

παρασκευάσµατος για να διευκολυνθεί η διάκριση των επιµέρους χαρακτηριστικών.

Χρωµατίζει κόκκινα τα τοιχώµατα των υφών και των σπορίων για πιο

αποτελεσµατική µελέτη. Εφαρµόζεται αρχικά µε την τοποθέτηση µιας σταγόνας

πάνω στο παρασκεύασµα και τοποθέτηση της καλυπτρίδας. Μετέπειτα, επειδή

διαλύεται σε αµµωνία, τοποθετούµε µια σταγόνα NH3 (3% συνήθως) στη µία άκρη

της καλυπτρίδας και το Congo Red αρχίζει να διαλύεται. Στην άλλη άκρη της

καλυπτρίδας τοποθετούµε ένα διηθητικό χαρτί, το οποίο σιγά-σιγά απορροφάει το

Congo Red και µένουν µονάχα οι τοµές, κόκκινα χρωµατισµένες.

Σιδηρόφιλη αντίδραση

Αντιδραστήρια: Περιλαµβάνει χλωριούχο σίδηρο (FeCl3) διάλυµα ακετοκαρµίνης και

Page 70: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

70

70

chloral hydrate (C2H3Cl3O2).

Χρήση: Στα βασίδια µερικών ειδών, όπως είδη του γένους Lyophyllum, εναποτίθενται

σωµατίδια, τα οποία καλούνται σιδηρόφιλοι κόκκοι. Με τη χρήση της σιδηρόφιλης

αντίδρασης µεταχρωµατίζονται µαύρα, µε αποτέλεσµα να γίνονται ορατά από τον

παρατηρητή. Η συγκεκριµένη αντίδραση καθίσταται απαραίτητη για την ταυτοποίηση

αυτών των ειδών. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: ένα κοµµάτι του

ελάσµατος εµποτίζεται µε χλωριούχο σίδηρο (FeCl3) για δύο λεπτά και στη συνέχεια

µε ακετοκαρµίνη. Το παρασκεύασµα τοποθετείται στη φωτιά έως ότου εξατµιστεί η

ακετοκαρµίνη, ενώ τέλος η παρατήρηση γίνεται σε chloral hydrate.

Cressyl Blue

Παρασκευή: 1 g Cressyl Blue διαλύεται σε 99 ml νερού και φιλτράρεται αφού πρώτα

σταθεροποιηθεί για 5 – 10 λεπτά.

Χρήση: Χρωµατίζει τις υφές και τα τοιχώµατα των σπορίων κόκκινα έως βιολετί ενώ

το χρώµα της χρωστικής είναι µπλε (αντίδραση µεταχρωµατισµού). Οι δοµές που

απορροφούν τη χρωστική καλούνται µεταχρωµατικές.

Υδροχλωρικό οξύ, HCl (πυκνό)

Χρήση: Χρησιµοποιείται για το διαχωρισµό των δοµών σε γένη όπως Coprinus και

Cortinarius, δίνοντας, σε θετική αντίδραση, πράσινο ή κόκκινο χρώµα. Το

υδροχλωρικό οξύ αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιµο εργαλείο στη µελέτη ειδών του

γένους Coprinus, για τη διάκριση µεταξύ των σφαιρικών κυττάρων του πέπλου και

των κρυσταλλικών τεµαχίων.

Επιστηµονικά βοηθήµατα

Όπως έχει αναλυθεί και παραπάνω, βασικό εργαλείο για να διενεργηθεί η

ταυτοποίηση ενός είδους είναι οι Κλείδες προσδιορισµού. Στα βιβλία αυτά,

συγκεντρώνονται οι περιγραφές διαφόρων ειδών µαζί µε έναν οδηγό, συνήθως στην

αρχή του κάθε βιβλίου, ο οποίος λειτουργεί διχοτοµικά. ∆ηλαδή παραθέτει διάφορα

κριτήρια, στα οποία ο χρήστης για να προχωρήσει πρέπει να επιλέξει, πάντα,

ανάµεσα σε δύο πιθανές περιπτώσεις (ναι\όχι, έχει\δεν έχει κλπ.). Η συνεχόµενες

ερωτήσεις µπορεί να καταλήξουν σε ένα είδος που ταιριάζει µε το δείγµα που

µελετάται ή να καταλήξουν σε αδιέξοδο, οπότε ο χρήστης γυρνάει πίσω και

Page 71: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

71

71

επαναλαµβάνει την ίδια διαδικασία ακολουθώντας άλλο δρόµο. Υπάρχουν γενικά δύο

ειδών Κλείδες προσδιορισµού για τα µανιτάρια. Αυτές που αναφέρονται

εξειδικευµένα σε ένα γένος ή µία οικογένεια κ.ο.κ. και αυτές που αναφέρονται γενικά

στους µακροµύκητες (Βασιδιοµύκητες και Ασκοµύκητες) αλλά συνήθως αφορούν

συγκεκριµένη περιοχή (π.χ. Ευρώπη, Σκανδιναβικές χώρες, Ολλανδία κ.α.).

Παράλληλα µε τις Κλείδες υπάρχει και ένας αριθµός άλλων επιστηµονικών βιβλίων ή

βάσεων δεδοµένων από το διαδίκτυο, τα οποία χρησιµοποιούνταν σε καθηµερινή

σχεδόν βάση και θα παρατεθούν παρακάτω κατά σειρά συχνότητας χρήσης και µε

προτεραιότητα αναφοράς στον τίτλο των συγγραµµάτων. .

Κλείδες προσδιορισµού

Fungi of Switzerland vol.1-6, J. Breitenbach and F. Kranzlin, Verlag Mykologia,

Lucerne, 1984-2005.

Από τα βιβλία που χρησιµοποιήθηκαν πιο συχνά. Αναφέρονται στη γενικότερη

βιοποικιλότητα των µακροµυκήτων της Ελβετίας, ενώ περιέχουν και γενικά στοιχεία

µυκητολογίας. Κάθε τόµος ασχολείται µε διαφορετικό τµήµα των µακροµυκήτων και

περιέχει ξεχωριστή κλείδα προσδιορισµού. Ο πρώτος τόµος αφορά στους

Ασκοµύκητες, ο δεύτερος στους µη ελασµατοφόρους βασιδιοµύκητες, ο τρίτος

ασχολείται µε τους Βωλίτες (τάξη Boletales) και κάποιους ελασµατοφόρους

βασιδιοµύκητες, ο τέταρτος και ο πέµπτος συνεχίζουν µε τους υπόλοιπους

ελασµατοφόρους βασιδιοµύκητες, ενώ ο έκτος τόµος αναφέρεται ξεχωριστά στα γένη

Russula και Lactarius.

Flora Agaricina eerlandica vol.1-5, A.A.Balkema Publishers, Rotterdam, 1988-

2001

Αναφέρονται σε συγκεκριµένες οικογένειες ή γένη, των µακροµυκήτων που

εµφανίζονται στην Ολλανδία, ενώ επίσης περιέχουν και γενικά στοιχεία

µυκητολογίας. Ο πρώτος τόµος αναφέρεται στα γένη Rhodocybe, Clitopilus και

Entoloma, ο δεύτερος ασχολείται µε γένη των οικογενειών Pleurotaceae, Pluteaceae

και Tricholomataceae, ο τρίτος ασχολείται µε γένη από τις φυλές Clitocybeae,

Laccarieae, Collybieae, Marasmieae, Myceneae, Panellae και Biannularieae, ο

τέταρτος αναφέρεται στα γένη Psilocybe και Pholiota και στις φυλές Xeruleae και

Page 72: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

72

72

Tricholomateae και ο πέµπτος τόµος ασχολείται µε γένη της οικογένειας

Agaricaceae.

ordic Macromycetes vol.1 Ascomycetes, Lise Hansen and Henning Knudsen

Nordsvamp, Copenhagen, Denmark, 2000

ordic Macromycetes vol.3 Heterobasidioid, Aphyllophoroid and Gasteromycetoid

Basidiomycetes, Lise Hansen and Henning Knudsen, Nordsvamp, Copenhagen,

Denmark, 1997

Βιβλία που αναφέρονται γενικά, σε µεγάλες οµάδες µακροµυκήτων της

Σκανδιναβίας. Ο πρώτος τόµος αφορά στους ασκοµύκητες και ο δεύτερος γενικά

στους Βασιδιοµύκητες, εκτός από την τάξη των Boletales.

Keys to Agarics and Boleti, Moser Meinhard, Phillips 15a Eccleston Sq. London,

1983

Βιβλίο που αναφέρεται γενικά σε όλα τα είδη των µακροµυκήτων, ενώ περιέχουν

και γενικά στοιχεία µυκητολογίας.

British Puffballs, Earthstars and Stinkhorns, Pegler David-Laessoe Thomas-

Spooner Brian, Royal Botanic Gardens, Kew, 1995

Βιβλίο που εξειδικεύεται στις τάξεις των Sclerodermatales, Tulostomatales,

]idulariales, Lycoperdales και Phallales της Βρετανίας. Χρησιµοποιήθηκε για την

ταυτοποίηση ειδών, των συγκεκριµένων τάξεων.

Persoonia vol.2 The Dutch, French and British species of Psathyrella, Kits Van

Waveren, Leiden, 1985

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Psathyrella της Ολλανδίας, της

Γαλλίας και της Βρετανίας. Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών του

συγκεκριµένου γένους.

Mycena d’ Europa, Robich Giovanni, Centro Studi Micologici, Trento, 2003

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Mycena, της Ευρώπης.

Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών του συγκεκριµένου γένους.

Fungi of orthern Europe, Volume 3: the Genus Hebeloma, Jan Vesterholt,

Page 73: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

73

73

Svampetryk, Copenhagen, 2005

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Hebeloma της Βόρειας Ευρώπης.

Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών του συγκεκριµένου γένους.

Fungi Europaei, Volume 3: Tricholoma, Alfredo Riva, Edizioni Candusso, Saronno,

2003

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Tricholoma της Ευρώπης.

Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών του συγκεκριµένου γένους.

A Monograph of Marasmius, Collybia and Related Genera: Part 2, V. Antonin and

M.E. Noordeloos, IHW-Verlag, Eching, 1997

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Marasmius, Collybia, Gymnopus κ.α.

Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών από τα συγκεκριµένα γένη.

Cortinarius, Flora Photographica, Volume 1-3, T.E. Brandrud, H. Lindström, H.

Marklund, J. Melot and S. Muskos, Cortinarius HB, Matfors, 1990-1998

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Cortinarius. Χρησιµοποιήθηκε για

την ταυτοποίηση ειδών του συγκεκριµένου γένους.

A Revsision of the genus Inocybe in Europe, I. Subgenus Inosperma and the

smooth-spored species of subgenus Inocybe, Kuyper W. Thomas, Persoonia

Supplement Volume 3, Leiden1986

Βιβλίο που εξειδικεύεται σε κάποια από τα είδη του γένους Inocybe στην Ευρώπη.

Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών του συγκεκριµένου γένους.

orth American Species of Clitocybe Part I-II, Bigelow E. Howard,J. Cramer, Vaduz,

1982-1985

Βιβλίο που εξειδικεύεται στα είδη του γένους Clitocybe στην Βόρεια Αµερική.

Χρησιµοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ειδών του συγκεκριµένου γένους.

Page 74: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

74

74

Επιστηµονικά εγχειρίδια και βάσεις δεδοµένων

Ainsworth and Bisby's Dictionary of Fungi, 9th

Edition, P.M. Kirk - P.F. Cannon -

J.C. David - J.A. Stalpers, CABI Publishing, Wallingford, 2001

Εξειδικευµένο λεξικό µυκητολογικών όρων. Χρησιµοποιήθηκε κατά κόρον σαν

βοήθηµα επεξήγησης καθ’ όλη τη διάρκεια της µελέτης.

Index Fungorum, CABI Bioscience databases (www.indexfungorum.org)

Ιστοσελίδα η οποία περιλαµβάνει βάσεις δεδοµένων της παγκόσµιας

µυκητολογικής ονοµατολογίας, συστηµατικής ταξινόµησης, βιβλιογραφίας και

µυκητολογικών όρων. Θεωρείται έγκριτο µέσο πληροφόρησης, ιδιαίτερα σχετικά µε

την εγκυρότητα της ονοµατολογίας. Ανανεώνεται συχνότατα και είναι ευρέως

προσιτό στους µελετητές. Όλα τα λατινικά ονόµατα των αποτελεσµάτων

επαληθεύτηκαν από τη συγκεκριµένη ιστοσελίδα καθώς όπως αναφέρθηκε, η

ονοµατολογία εξελίσσεται ραγδαία και αρκετά ονόµατα ειδών που αναφέρονται στις

Κλείδες ταξινόµησης δεν ισχύουν πια.

Σκοπός της εργασίας

Η συγκεκριµένη εργασία αποτελεί ένα κοµµάτι µιας γενικότερης προσπάθειας που

γίνεται από επιστήµονες µυκητολόγους σχετικά µε την καταγραφή της

βιοποικιλότητας των µακροµυκήτων στην Ελλάδα. Κύριος σκοπός της ήταν η

καταγραφή των µακροµυκήτων της επαρχίας της Γορτυνίας, περιοχή η οποία δεν είχε

µελετηθεί προηγουµένως. ∆ευτερεύων σκοπός της εργασίας ήταν τα είδη που

ταυτοποιήθηκαν να µελετηθούν αναφορικά µε προγενέστερες ή µη καταγραφές τους

στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.

Page 75: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

75

75

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Χρονικό εξορµήσεων

Η εκπόνηση του ερευνητικού κοµµατιού στο πεδίο διενεργήθηκε την περίοδο από

20-10-2007 έως 5-10-2009. ∆ιατελέστηκαν 12 εκδροµές µέσα σε αυτό το διάστηµα.

Αναλυτικά, η πρώτη εκδροµή (20,21-10-2007) απέφερε ένα δείγµα από την περιοχή

του ποταµού Λάδωνα καθώς δεν είχε ρίξει βροχές και οι περιοχές ψηλότερα ήταν

ξερές. Επίσης ήταν η πρώτη εξόρµηση και αναγνωριστική γιατί έλειπε η απαιτούµενη

εµπειρία στο πεδίο. Η δεύτερη εκδροµή (2,3-11-2007) ήταν πιο προσοδοφόρα,

απέφερε 15 δείγµατα. Ο καιρός ήταν πιο βροχερός, πραγµατοποιήθηκαν εξορµήσεις

σε περισσότερα µέρη, ενώ είχε αρχίσει να υπάρχει µεγαλύτερη εξοικείωση µε το

αντικείµενο. Συγκεκριµένα στο λόφο Καζάνι δίπλα στο χωριό Κερπινή µαζεύτηκαν

7 δείγµατα και 500 m περίπου δυτικότερα, στην πλαγιά του Αγ. Θοδωρή,

µαζεύτηκαν 8 δείγµατα. Η τρίτη εκδροµή (21 µε 23-10-2007) απέφερε 31 δείγµατα, ο

καιρός ήταν αισθητά πιο υγρός από τις προηγούµενες εκδροµές και η διαδικασία είχε

αρχίσει να συγκεκριµενοποιείται ακόµα περισσότερο. Πραγµατοποιήθηκαν

εξορµήσεις στην περιοχή των Κάτω Καλυβίων κατά µήκος του δρόµου που οδηγεί

στον Λάδωνα, η ανατολική όχθη του ποταµού στο σηµείο εκείνο και κάποια µέρη

µέσα στο χωριό Κερπινή. Η τέταρτη εκδροµή έγινε στην αρχή του νέου έτους (26 µε

28-1-2008) και µαζεύτηκαν 11 δείγµατα. Ο καιρός ήταν αρκετά βροχερός και

διερευνήθηκε η ευρύτερη περιοχή των Καλυβίων καθώς είναι πιο χαµηλά, πιο κοντά

στο ποτάµι, δεν πιάνει εύκολα πάγο και γενικότερα έχει θερµότερο συγκριτικά

µικροκλίµα. Η πέµπτη εκδροµή έγινε αρχές Άνοιξης (12-3-2008), στην περιοχή του

ποταµού Λάδωνα και απέφερε µόλις δυο δείγµατα γιατί µάλλον ήταν αρκετά νωρίς

και ιδιαίτερα για τη συγκεκριµένη περιοχή. Η έκτη εκδροµή έγινε τις µέρες του

Πάσχα (30-4 µε 2-5-2008) και ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός. Η πρώτη εξόρµηση,

στην περιοχή της Καστανιάς αποδείχτηκε σχεδόν άκαρπη καθώς µαζεύτηκε µόλις

ένα δείγµα. Το γρασίδι είχε µεγαλώσει αρκετά για να διακρίνονται µανιτάρια και η

θερµοκρασία είχε ανέβει. Τις επόµενες µέρες (1,2-5-2008) έγινε εξόρµηση για πρώτη

φορά στο Βαλτεσινιώτικο ελατόδασος, στην περιοχή του παλιού νερόµυλου και

µαζεύτηκαν 6 δείγµατα, όλα ανοιξιάτικα είδη. Η έβδοµη εκδροµή (30-5 µε 1-6-2008)

έγινε επίσης στην περιοχή του παλιού νερόµυλου αλλά είχε µπει σχεδόν το

Page 76: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

76

76

καλοκαίρι, απέφερε µόνο 5 δείγµατα τα οποία είχαν όλα ήδη µισοξεραθεί. Η όγδοη

εκδροµή έγινε στα µέσα του επόµενου Οκτώβρη (14-17-10-2008) και πάλι στον

παλιό νερόµυλο, σε αναµονή της φθινοπωρινής ‘έκρηξης’ καθώς φαινόταν ότι µε τις

κατάλληλες συνθήκες, ο τόπος θα ήταν γεµάτος µανιτάρια. Ωστόσο είχε καιρό να

βρέξει και η εξόρµηση απέφερε µόνο 10 δείγµατα. Η ένατη εκδροµή, στο ίδιο µέρος

µετά από 4 µέρες (21-23-10-2008), απέφερε 21 δείγµατα και στη δέκατη εκδροµή, 5

µέρες µετά (28 µε 30-10-2008), µαζεύτηκαν 44 δείγµατα. Τα 30 πρώτα συλλέχτηκαν

από τον παλιό νερόµυλο, ένα από την κορυφή του Αη Λιά, ένα µέσα από την Κερπινή

και 12 από την πλαγιά του Αγ. Θοδωρή. Ήταν η κατάλληλη εποχή για συλλογή, ο

καιρός ήταν υγρός και ακόµα δεν είχε αρχίσει το έντονο κρύο. Η ενδέκατη εκδροµή

πραγµατοποιήθηκε και αυτή στο Βαλτεσινιώτικο ελατόδασος, 15 µέρες µετά (12,13-

11-2008), και απέφερε 9 δείγµατα, περισσότερο γιατί το µέρος ήταν πια εξαντλητικά

ψαγµένο και λιγότερο γιατί άρχιζε ο χειµώνας. Η τελευταία, µέχρι στιγµής,

δωδέκατη εκδροµή, έγινε 1 χρόνο µετά (27-9 µε 5-10-2009), σε µια περίοδο που

υπήρχαν αρκετές γόνιµες βροχές στα τέλη του καλοκαιριού και τις αρχές του

φθινοπώρου, γεγονός που δεν συµβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Περπατήθηκαν

οι περιοχές Καζάνι και Ρουτό πιο ενδελεχώς, ενώ έγινε επίσκεψη και πάλι στη πλαγιά

του Αγ. Θοδωρή και στον παλιό νερόµυλο στο Βαλτεσινίκο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον

παρουσίασαν το Ρουτό και το Καζάνι, γιατί βρέθηκαν γένη µανιταριών (Amanita sp,

Xerocomus sp.) που δεν είχαν βρεθεί στις άλλες περιοχές. Γεγονός το οποίο είναι

πολύ πιθανό να είναι τυχαίο, γιατί η εµφάνιση ή µη ενός είδους ή γένους εξαρτάται

από πάρα πολλούς παράγοντες και είναι επισφαλή τα οποιαδήποτε συµπεράσµατα,

ωστόσο σε συνδυασµό µε την γεωµορφολογική ιδιαιτερότητα της περιοχής (πάνω

από φαράγγι), είναι αξιοσηµείωτο. Μαζεύτηκαν 29 συνολικά δείγµατα και από τις

τρείς περιοχές, 4 από τον Αγ. Θοδωρή, 11 από τον παλιό νερόµυλο και 14 από το

Ρουτό και το Καζάνι. Βέβαια και στον Αγ. Θοδωρή και στον παλιό νερόµυλο,

περιοχές που έχουν διερευνηθεί ιδιαίτερα για την συγκεκριµένη µελέτη, τα είδη που

βρέθηκαν ως επί το πλείστον δεν είχαν συλλεχθεί ξανά και ήταν αξιοπρόσεκτα. Η

διαφοροποίηση, του πεδίου και των ευρηµάτων που παρουσιάστηκε στην τελευταία

εκδροµή σε σχέση µε τις προηγούµενες, έστω και σαν εντύπωση, προκλήθηκε σε

µεγάλο βαθµό στις πρώιµες καλοκαιρινές και φθινοπωρινές βροχές σε µια περίοδο

που η µέρα ακόµα είναι µεγάλη και οι διαφορές µεταξύ µέγιστης και ελάχιστης

θερµοκρασίας µικρές. Συνθήκες αρκετά ευνοϊκές για την ανάπτυξη των µυκήτων.

Page 77: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

77

77

Είδη µακροµυκήτων

Ασκοµύκητες

Helvella lacunosa Afzel. Οικ. Helvellaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων. Στο χώµα. Αρχές

Μαΐου.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος εγκεφαλόµορφος, µε ακανόνιστες πτυχώσεις, βαθουλώµατα και 2-3 λοβοειδή

εξογκώµατα, µολυβί-µαύρο, λείο, διάµετρος 5 cm και ύψος 3 cm. Στύπος σχετικά

κυλινδρικός µε πολλές παράλληλες νευρώσεις, πτυχώσεις και αυλακώσεις, λευκός-

εκρού, λείος, κούφιος, 4 x 2,5 cm.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια άχρωµα, λεία, ευρέως ελλειπτικά, µε µεγάλη κεντρική σταγόνα ελαίου, 15-20

x 10-12 µm, Q: 1,5-1,8. Ασκοί κυλινδρικοί, οκτάσποροι, δεξτρινώδη αντίδραση σε

Melzer’s, 240-350 x 13-16 µm. Παραφύσεις κυλινδρικές, µε εγκάρσια χωρίσµατα,

υαλώδεις έως καφετιές, ροπαλοειδείς στις άκρες, 4-7 µm.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, άκρες

µονοπατιών, αµµώδη σηµεία κ.α. Ανοιξιάτικο είδος. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος, µε κύριο χαρακτηριστικό

διάκρισης άλλα είδη του ίδιου γένους το ευρέως φλεβόµορφο και πτυχωτό πόδι.

Page 78: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

78

78

Morchella deliciosa Fr. Οικ. Morchellaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων. Στο χώµα. Αρχές

Μαΐου.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός-κυλινδρικός, κυψελιδωτός, µε κυµατοειδείς οριζόντιες (σε σχέση µε

το πόδι), ακµές, που ενώνονται µεταξύ τους µε µικρές κάθετες ακµές, αποτελεί το ½

µε ⅔ όλου του καρποσώµατος, µε διάµετρο 2 cm και ύψος 2,7 cm. Χρώµα λαδί-καφέ

εσωτερικά, µαύρο στις άκρες. Στύπος σχετικά κυλινδρικός και ελαφρά ρυτιδωµένος,

σκούρο µελί µε ωχρο-µπεζ στίγµατα, κούφιος, 2,5 x 1 cm. Σάρκα ελαστική και

γεύση ευχάριστα απαλή.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια υαλώδη, λεία, ευρέως ελλειπτικά, µερικές φορές µε εµφανείς σταγόνες

ελαίου έξω από τα τοιχώµατα (στις άκρες), 18-22 x 10-14 µm, Q: 1,6-1,8. Ασκοί

κυλινδρικοί, οκτάσποροι, δεξτρινώδη αντίδραση σε Melzer’s, 300-350 x 20-13 µm.

Παραφύσεις κυλινδρικές, µε εγκάρσια χωρίσµατα, κάποιες διχαλώνουν στη βάση,

ροπαλοειδείς στις άκρες, 16-18 µm, µε καφετί περιεχόµενα.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων,

ορεινές και ηµιορεινές περιοχές. Ανοιξιάτικο είδος. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος, µε κύριο χαρακτηριστικό

διάκρισης µε το συγγενές M. vulgaris, τις ακανόνιστες κάθετες ακµές του καπέλου,

ενώ το M. vulgaris έχει ευθείες και παράλληλες.

Page 79: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

79

79

Sarcosphaera coronaria (Jacq.) J. Schröt. Οικ. Pezizaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων. Στο χώµα. Αρχές

Μαΐου.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα υπόγειο αρχικά, κλειστό, αργότερα ηµιυπόγειο-επίγειο, ανοίγει

αστερόµορφα, σχηµατίζοντας αποθήκιο, διάµετρος 3-6cm. Η εξωτερική επιφάνεια

ήταν λευκή προς το εκρού µε αρκετά υπολείµµατα από χώµα. Η εσωτερική επιφάνεια

ήταν λεία, µε χαρακτηριστικό απαλό µωβ υµένιο.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ευρέως ελλειπτικά µε σχεδόν παράλληλα τοιχώµατα, κυρτές άκρες και

εµφανή σταγόνα ελαίου, υαλώδη, λεία, 13,5-18 x 7-8,5 µm, Q: 1,8-2,1. Ασκοί

κυλινδρικοί, οκτάσποροι, αµυλώδη αντίδραση σε Melzer’s, 200-360 x 7-13 µm.

Παραφύσεις κυλινδρικές, µε εγκάρσια χωρίσµατα, κάποιες διχαλώνουν στη βάση,

ελαφρώς ροπαλοειδείς στις άκρες, 5-7 µm.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων.

Ανοιξιάτικο είδος, εµφανίζεται συχνά στα ίδια σηµεία κάθε χρόνο. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος, µε κύρια χαρακτηριστικά το

µωβ χρώµα του υµενίου και το κλειστό, υπόγειο αρχικά καρπόσωµα. Περιλαµβάνεται

στον κατάλογο των απειλούµενων ειδών της Ευρώπης (Dahlberg and Croneborg,

2003).

Page 80: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

80

80

Βασιδιοµύκητες

Agaricus campestris var. campestris L. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε παλιό χωράφι,

στο έδαφος. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός-κυρτός µε επίπεδο ή σχεδόν επίπεδο κέντρο, 6-7 cm. Το χείλος

ενώ αρχικά είναι συνεστραµµένο, αργότερα εξέρχεται αρκετά από τα ελάσµατα και

έχει κροσσωτή υφή. Επιφάνεια ινώδης, λευκή, γκριζόλευκη ή λευκοµπέζ. Συνήθως µε

ή χωρίς µικρά γκρι-µπεζ λέπια στο κέντρο, ωστόσο µπορεί να είναι εξ ολοκλήρου

λεπιδωτό. ∆εν µεταχρωµατίζεται µε την επαφή ή το κάνει ανεπαίσθητα. Ελάσµατα

πυκνά, ελεύθερα, από σκούρο γκρι µέχρι σκούρο καφέ µε ροζ-µωβ τόνους. Στύπος

κυλινδρικός µε στένωση στην κορυφή και τη βάση, 4-6 x 1,2-2 cm. Επιφάνεια

ινώδης, λευκή µε καφετιές αποχρώσεις κατά την ωριµότητα και µεµβρανώδες,

πρόσκαιρο δαχτυλίδι. Οσµή µανιταριού και γεύση φουντουκιού. Αποτύπωµα

σπορίων καφέ-µωβ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειπτικά, λεία, σχετικά παχύτοιχα, καφέ, 6,5-8 x 4-6 µm, Q: 1,2-1,6.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα, ίσως και κάποια δίσπορα. Χειλοκυστίδια και

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές, σχετικά παράλληλες υφές. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση, λιβάδια και βοσκότοπους, στο χώµα.

Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Αρκετά κοινό µανιτάρι, φαγώσιµο. ∆ιαθέτει

µεγάλη ποικιλοµορφία µακροσκοπικά, κάτι που έχει οδηγήσει στον ορισµό διαφόρων

ποικιλιών, όπως τα var. equestris, var. squamulosus, var. isabellinus και var.

radicatus, µε διαφορές κυρίως µακροσκοπικές.

Page 81: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

81

81

Agrocybe arvalis (Fr.) Singer Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός-επίπεδος µε αµβλύ ύβο, 3-3,5 cm. Επιφάνεια λεία, χαραγµένη (ξερό

δείγµα). Χρώµα µπεζ-δερµατί µε λίγο πιο σκούρο κέντρο. Ελάσµατα σχετικά πυκνά,

µπεζ, σκισµένα σε αρκετά κοµµάτια το καθένα (βλ. φωτό)., ακουµπάνε στο στύπο

σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός, 4,5-5 x 0,5 cm. Επιφάνεια λευκωπή,

χνοώδης στην κορυφή, λεία και ωχροµπέζ στο υπόλοιπο µέρος. Οσµή και γεύση

ήπια, µανιταρώδης. Αποτύπωµα σπορίων µπορντό-καστανό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, παχύτοιχα µε εµφανή βλαστικό πόρο, λεία, ωχροκίτρινα, 8-10 x

5-6,5 µm, Q: 1,5-1,8. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια χοντρά,

λαγηνόµορφα, υποκίτρινα, 50 x 17 µm. Πλευροκυστίδια χοντρά, λαγηνόµορφα,

αρκετά µε 1-6 δακτυλιοειδείς προεκβολές ή και µερικά ατρακτοειδή-κυλινδρικά, 50-

60 x 17-25 µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από ροπαλοειδείς,

ανασηκωµένες υφές µαζί µε λίγα, επίσης ανασηκωµένα πιλεοκυστίδια, ατρακτοειδή

µε µακρύ λαιµό (65 x 15 µm). Κρίκοι παρόντες.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε ανοιχτές περιοχές και γρασίδια, κυρίως

κοντά σε πλατύφυλλα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο µανιτάρι. Το µοναδικό του γένους

το οποίο σχηµατίζει σκληρώτιο (δεν παρατηρήθηκε κατά την συλλογή) και

πλευροκυστίδια µε δακτυλιοειδείς προεκβολές. Πρώτη καταγραφή για την Ελλάδα.

(∆ήµου, προσωπική επικοινωνία ).

Page 82: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

82

82

Armillaria mellea (Vahl) P. Kumm. Οικ. Physalacriaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, στο χώµα δίπλα σε κοµµένο κορµό έλατου. Τέλη

Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος µε σχήµα πολυποίκιλο. Πλατιά κωνικό νεαρό, µετέπειτα ηµισφαιρικό, κυρτό,

επίπεδο µε ευρέως συνεστραµµένη περιφέρεια ή επίπεδο µε πλατύ ύβο και

κυµατοειδή περιφέρεια, 5-8 cm. Επιφάνεια θαµπή, ελαφρώς τριχωτή ιδιαίτερα στο

κέντρο, όπου επίσης στα νεαρά καρποσώµατα σχηµατίζονται µικρά λέπια που

εξαφανίζονται στην ωριµότητα. Χρώµα συνήθως σκούρο καφέ στο κέντρο,

ωχροκαφετί-µελί στην περιφέρεια και κρεµ στο χείλος, µε την τονικότητα να ποικίλει.

Ελάσµατα πυκνά, λευκά µε καστανά σηµεία και περιοχές, ακουµπάνε στο στύπο

σχηµατίζοντας δόντι ή σχεδόν κατερχόµενα. Στύπος κυλινδρικός µε διπλό δαχτυλίδι,

8-15 x 1,4-1,7 cm. Επιφάνεια λεία ή ελαφρά τριχωτή, λευκωπή πάνω από το

δαχτυλίδι, ωχροκίτρινο-µπεζ από κάτω, πιο σκούρο στη βάση. ∆αχτυλίδι διπλό,

µεµβρανώδες προς αµυδρά κροσσωτό, λευκό µε κίτρινη περιφέρεια το πάνω, λευκό

το κάτω. Οσµή µούχλας και γεύση πικάντικη. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, λεία υαλώδη, 8-9,5 x 5,5-6 µm, Q: 1,2-1,5. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν,

ωστόσο µπορεί να υπάρχουν ακραίες ροπαλοειδείς υφές µε αρκετά δακτυλιοειδή,

ροζιασµένα εξογκώµατα. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από

παράλληλες προς ανασηκωµένες υφές µε καφέ διάκοσµο. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως πολλά µαζί συµφυή µεταξύ τους, σε δάση πλατύφυλλων αλλά

και κωνοφόρων, παρασιτικά σε ρίζες δέντρων. Ξυλοσηπτικό-βιοτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος, έντονα βιοτροφικό σε ρίζες

δέντρων, αποτελεί σηµαντικό τους παθογόνο. ∆ηµιουργεί χαρακτηριστικά µαύρα και

σχετικά χοντρά ριζόµορφα και προκαλεί λευκή σήψη, αιτία για αρκετούς θανάτους

δέντρων κάθε χρόνο. Επίσης θεωρείται φαγώσιµο αν µαγειρευτεί καλά, ωστόσο

θεωρείται υπεύθυνο για αρκετές περιπτώσεις τοξικότητας.

Page 83: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

83

83

Astraeus hygrometricus (Pers.) Morgan. Οικ. Diplocystidiaceae

(φωτογραφίες από το διαδίκτυο –όπου έχει φωτογραφίες από διαδίκτυο είναι διότι δεν

ήταν ευκρινείς οι δικές µου)

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Καζάνι. Ανοιχτό δάσος πλατύφυλλων. Στο χώµα. Αρχές

Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα ηµιυπόγειο αρχικά, κλειστοκαρπικό, αργότερα επίγειο µετά µε την

επιφάνεια πολλές φορές να έχει κολληµένα υπολείµµατα από το χώµα. Σχήµα

σφαιρικό ή ελλειπτικό µε λευκά ριζοειδή στη βάση, 2-3,5(-5) cm. Εξωπηρίδιο παχύ,

αποτελείται από δυο στρώσεις. Η εσωτερική είναι ισχυρά υγροσκοπική και όταν έχει

υγρασία η ατµόσφαιρα διογκώνεται σε αντίθεση µε την εξωτερική που µαζεύει

δίνοντας στο καρπόσωµα σχήµα αστεριού, ενώ όταν είναι ξηρή η ατµόσφαιρα

συστέλλεται και το καλύπτει. Χρώµα σκούρο καστανό-καφέ µε την εσωτερική

πλευρά να είναι λευκή, σπασµένη σε πολλά κοµµάτια από την διαστολή.

Ενδοπηρίδιο άµισχο, µολυβί-γκρι, λεπτό, σχίζεται στην κορυφή κατά την ωριµότητα

χωρίς να σχηµατίζει πόρο. Θρόµβος (Gleba) µε χρώµα λευκό αρχικά, σκούρο καφέ

στην ωριµότητα. Οσµή αµυδρή και γεύση ουδέτερη.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σφαιρικά, καφέ-µωβ, έντονα ακιδωτά (ακίδες 0,3-0,7 µm), χωρίς υπόλειµµα

στηρίγµατος, 9-12 µm. Βασίδια κοντά ροπαλοειδή µε πολύ κοντά στηρίγµατα.

Capillitium υαλώδες, παχύτοιχο ή µη, πλάτος 3-9 µm, διακλαδιζόµενο αλλά

ασυνεχές, µε κρίκους χωρίς σέπτα, µερικώς διακοσµηµένο.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε όλα τα είδη των εδαφών και περιοχών εκτός

των αλπικών, ωστόσο φαίνεται να προτιµά τα ξηρά µέρη. Συχνά σε δασικές εκτάσεις

αφού αναπτύσσει µυκοριζικές σχέσεις µε διάφορα δέντρα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος, γνωστό και ως το βαρόµετρο

της Γης αφού λόγω της υγροσκοπικής του αντίδρασης µπορούµε να εκτιµήσουµε την

υγρασία της ατµόσφαιρας. Επίσης υπάρχουν αναφορές για βιοδραστικές ουσίες του

καρποσώµατος µε αντικαρκινικές ιδιότητες (www.healing-mushrooms.net).

Page 84: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

84

84

Bolbitius titubans var. titubans (Bull.) Fr. Οικ. Bolbitiaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε πεσµένα φύλλα

στο έδαφος. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός-κυρτός µε ευδιάκριτο ύβο, 2,1 cm. Επιφάνεια υγροφανής, γλιτσερή

και γραµµωτή σε όλο το µήκος εκτός από το κέντρο. Χρώµα κίτρινο µε υγρό καιρό

και όταν είναι νεαρό και ανοιχτό µπεζ µε κίτρινο ύβο όταν είναι στεγνό και ώριµο.

Ελάσµατα όχι πολύ πυκνά, ωχροπορτοκαλί µε καστανά στίγµατα. Ακουµπάνε στο

στύπο σχηµατίζοντας οξεία γωνία. Στύπος κυλινδρικός, 5,5 x 0,15 cm, ηµιδιαφανής,

κιτρινοπράσινος µε λευκό χνούδι. Οσµή και γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα σπορίων

σκούρο καστανό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, λεία, παχύτοιχα µε εµφανή βλαστικό πόρο, ωχροκαστανά, 11-

14 x 7-8 µm, Q: 1,5-1,8. Βασίδια κοντόχοντρα απιοειδή, τετράσπορα.

Χειλοκυστίδια τεθλασµένα κυλινδρικά, λαγηνόµορφα ή χοντρά ατρακτοειδή, 20-38

x 6-15 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια παρόµοια µε τα

χειλοκυστίδια, στην κορυφή του στύπου. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από ροπαλοειδείς, ανασηκωµένες και ζελατινώδεις υφές. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του, κατά οµάδες ή συµφυές µε άλλα, σε ζωικά υπολείµµατα,

φυτικά υπολείµµατα που σαπίζουν στο έδαφος, χορτοτόπια ή σάπια ξυλώδη

υπολείµµατα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος µε µεγάλη ποικιλοµορφία στα

µακροσκοπικά χαρακτηριστικά ανάλογα µε το περιβάλλον ανάπτυξης, κάτι που είχε

οδηγήσει σε περιγραφές διαφόρων ποικιλιών. Ωστόσο δεν υπάρχουν σηµαντικές

διαφορές στα µικροσκοπικά χαρακτηριστικά και τώρα πια είναι αποδεκτές µόνο δύο

ποικιλίες, το B. titubans var. titubans και το B. titubans var. olivaceus, µε το δεύτερο

να έχει πιο λαδί χρώµατα.

Page 85: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

85

85

Boletopsis leucomelaena (Pers.) Fayod Οικ. Bankeraceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα, σε πέρασµα νερού. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε ευθύ χείλος, λείος, µαύρος-σκούρο γκρι µε κάποιους λαδί τόνους,

διάµετρο 7,5 cm. Σάρκα µαυρίζει λίγο κάτω από την επιδερµίδα, αν κοπεί. Πόροι

πολυγωνικοί, λευκοί, διαµέτρου 1-2 mm. Στύπος κυλινδρικός-ροπαλοειδής,

έκκεντρος, σκούρο γκρι-καφέ, σχετικά λείος, 4,5 x 2,5 cm. Οσµή µέτρια και γεύση

ελαφρά πικρή.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ακανόνιστα υποσφαιρικά προς πολυγωνικά, µε πολλά κυρτά εξογκώµατα, 4-

6 x 3,5-5 µm, Q: 1-1,2. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Σύστηµα υφών µονοµιτικό, υφές λεπτότοιχες

ή παχύτοιχες (πλάτος 2-15 mm), σέπτα µε κρίκους που δεν διακρίνονται πάντα

εύκολα. Κάποιες υφές περικλείονται από καφετί, άµορφο διάκοσµο.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε πλούσια δάση κυρίως ελάτης, στο χώµα,

συχνά σε ασβεστώδη εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο είδος, µοιάζει αρκετά µε το

συγγενές Boletopsis grisea,το οποίο συγκαταλέγεται στη λίστα µε τα 33 σπάνια είδη

της ECCF. Κύριες διαφορές τους είναι ότι το B. grisea είναι πιο µεγάλο,

ανοιχτόχρωµο, πικρό, έχει κεντρικό στύπο και απαντάται σε ξηρά δάση µε πεύκα,

ενώ το B. leucomelaena έχει σαφώς πιο σκούρα χρώµατα, έκκεντρο στύπο και

απαντάται σε πλούσια δάση ελάτης. Έχουν βρεθεί παλαιότερα και τα δύο στη χώρα

µας (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 86: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

86

86

Bovista aestivalis (Bonord.) Demoulin. Οικ. Agaricaceae

(φωτογραφίες από το διαδίκτυο)

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Καζάνι. Ανοιχτό δάσος πλατύφυλλων. Στο χώµα. Αρχές

Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα επίγειο, σφαιρικό προς απιοειδές, µε ριζοειδή και κορυφαία οπή 4-5

mm (περιστόµιο) 2,2-2,5 cm. Εξωπηρίδιο λείο, κοκκώδες ή αµυδρά λεπιοειδές,

λευκό, εφήµερο, ωχροκαφέ όταν στεγνώνει, πιθανά µε κόκκινους τόνους προς την

βάση. Ενδοπηρίδιο λεπτό, γκρι-καφέ. Θρόµβος (Gleba) λαδί προς µουντό καφέ.

Subgleba απουσιάζει (µπορεί να υπάρχει σε µικρά καρποσώµατα, συµπιεσµένο, µε

την κυτταρική του δοµή να είναι εµφανής µόνο µε µεγεθυντικό φακό). Οσµή και

γεύση ουδέτερη.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σφαιρικά, ακιδωτά αλλά όχι πολύ έντονα, µε σπασµένο στήριγµα πολύ κοντά

στη βάση ή χωρίς, 3-4,5 µm. Capillitium “ενδιάµεσου” τύπου, χωρίς κύριο άξονα, µε

τις κύριες διακλαδώσεις να φτάνουν τα 4,5-12 µm πλάτος. Οι διακλαδώσεις έχουν

άφθονες µικροσκοπικές οπές, είναι κυρίως παχύτοιχες µε κίτρινο-καφέ τοιχώµατα και

συνήθως καταλήγουν σε µυτερές άκρες. Επίσης έχουν σέπτα χωρίς κρίκους

(χαρακτηριστικό capillitium του γένους Bovista).

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε ασβεστώδη, αµµώδη εδάφη, ανοιχτά πάρκα,

ξέφωτα, λιβάδια. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολυµορφικό και δύσκολο ταξινοµικά

είδος µε κύρια ασυµφωνία στη βιβλιογραφία σε σχέση µε την ύπαρξη της subgleba.

Γενικά είναι αρκετά κοινό είδος σε Μεσογειακές χώρες. Σπάνιο στην Ελλάδα, καθώς

υπάρχει µόνο µια προηγούµενη αναφορά (∆ηµητριάδης, Γκόνου-Ζάγκου, και

Καψανάκη-Γκότση, 2004).

Page 87: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

87

87

Bovista plumbea Pers. Οικ. Agaricaceae

(φωτογραφίες από το διαδίκτυο)

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Καζάνι. Ανοιχτό δάσος πλατύφυλλων. Στο χώµα. Αρχές

Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα επίγειο, σφαιρικό προς ελλειπτικό όσο ωριµάζει και µακρόστενη οπή

(9-20 mm) στην κορυφή, 2-3 cm. Εξωπηρίδιο σχετικά λείο, λευκό-κρεµ, γκριζάρει

όταν στεγνώνει, απολεπίζεται και πέφτει σε µεγάλη ηλικία, όπως τα τσόφλια ενός

βραστού αυγού. Ενδοπηρίδιο λεπτό σαν χαρτί, γκρι-µολυβί θαµπό. Θρόµβος

(Gleba) µουντό λαδί. Subgleba δεν έχει.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια υποσφαιρικά-ωοειδή, ανοιχτό λαδί-καφέ, λεία προς τραχιά 6-7 x 5-6 µm, µε

µακρόστενο, κυλινδρικό υπόλειµµα στηρίγµατος (8-14 µm). Capillitium έντονα

διακλαδιζόµενο δηµιουργεί µια πανέµορφη δενδρώδη δοµή, κόκκινο-καφέ, παχύτοιχο

µε τους κύριους άξονες να φτάνουν τα 15(-35) mm πλάτος και τις διακλαδώσεις να

καταλήγουν σε µυτερές άκρες. Εκτείνεται ενιαία, δεν έχει σέπτα.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε όλα τα είδη εδαφών, ακόµα και βελτιωµένα.

Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ κοινό είδος αποτελεί και το τυπικό

είδος βάση του οποίου χαρακτηρίζεται το γένος Bovista. Χαρακτηριστικά του είναι το

µολυβί ενδοπηρίδιο, η απουσία subgleba, το µακρύ υπόλειµµα στηρίγµατος στα

σπόρια, το ωοειδές σχήµα των σπορίων και ο αµυδρός τους διάκοσµος.

Page 88: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

88

88

Clitocybe odora (Bull.) P. Kumm. Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Στο χώµα. Τέλη

Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος επίπεδος-κυρτός µε µικρό βαθούλωµα στο κέντρο και συνεστραµµένη

περιφέρεια, 3,8 cm. Επιφάνεια λεία. Καθόλου ή ανεπαίσθητα υγροφανές. Χρώµα

σταχτί µε γαλαζοπράσινους τόνους και λίγο καφέ στο κέντρο. Ελάσµατα οµόχρωµα

µε τον πίλο, σχετικά πυκνά, ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας µικρό δόντι.

Στύπος κυλινδρικός-ροπαλοειδής, επιφάνεια λεία, οµόχρωµος µε τον πίλο, 4 x 0,6

cm. Οσµή και γεύση γλυκάνισου. Αποτύπωµα σπορίων κρεµ µε πορτοκαλί τόνους.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια λεία, ελλειπτικά-ελλειψοειδή µε αµβλεία κορυφή, 6-7,5 x 4-5 µm, Q: 1,35-

1,75. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές παράλληλες

υφές, µε ισχνό διάκοσµο. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε πεσµένα φύλλα ή βελόνες, ιδιαίτερα σε

αζωτούχα εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος και αρκετά χαρακτηριστικό

λόγω του γαλαζοπράσινου χρώµατός του και της οσµής γλυκάνισου. Υπάρχουν

ωστόσο ποικιλίες µε διαφορετικά χρώµατα.

Page 89: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

89

89

Clitocybe trulliformis (Fr.) P. Karst. Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Μέσα Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος επίπεδος-κυρτός (αργότερα επίπεδος µε ανασηκωµένη περιφέρεια και

µετέπειτα κοίλος), 1,1 cm. Χρώµα σκούρο γκρι µε καφέ τόνους και επιφάνεια

βελούδινη. Ελάσµατα όχι πολύ πυκνά, εκρού, ακουµπάνε στο στύπο επεκτεινόµενα

προς τα κάτω. Στύπος κυλινδρικός, επιφάνεια λεία ή ελαφρώς χνοώδης, χρώµα όµοιο

µε τον πίλο, 2 x 0,4 cm. Οσµή και γεύση αλευρώδης. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή-επιµήκη, κάποια ελαφρώς φασεολόµορφα, λεία, υαλώδη, 6-8(-

10) x 3-4 µm, Q: 1,7-2,4. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια στην κορυφή του στύπου,

µέχρι 40 µm. Υµενοφόρο τράµα ακανόνιστο. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis)

αποτελείται από λεπτές υφές µε διάκοσµο στα ακραία σηµεία. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες κάτω από φυλλοβόλα δέντρα, σε αµµώδη

εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό µανιτάρι στα ηπειρωτικά των

µεσογειακών περιοχών. Μπορεί να µπερδευτεί µε το Clitocybe collina, το οποίο

ωστόσο έχει λίγο µικρότερα σπόρια και έχει καταγραφεί στην κεντρική Ευρώπη µέχρι

τώρα. Πρώτη καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 90: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

90

90

Cortinarius calochrous var. coniferarum (M.M. Moser) Nezdojm. Οικ. Cortinariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ακανόνιστος-κυρτός στην αρχή, αργότερα επίπεδος µε βαθουλώµατα και

κυµατιστή-κυρτή περιφέρεια, 5-8 cm. Επιφάνεια λεία µε υγρό καιρό, ελαφρώς

χνουδωτή όταν είναι στεγνό. Χρώµα ωχροκάστανο µε πορτοκαλί και κίτρινους

τόνους. Όταν είναι µικρό φαίνεται λευκή-καστανή κορτίνα που αφήνει υπολείµµατα

µετέπειτα στην περιφέρεια του πίλου και στον στύπο. Ελάσµατα πυκνά, µπεζ-µωβ,

ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος κοντόχοντρος,

κυλινδρικός µε διογκωµένη βάση, 9-12 x 3 cm. Λείος, ινώδης, λευκός µε καστανά

υπολείµµατα από την κορτίνα και τα σπόρια συνήθως από την ζώνη του δαχτυλιδιού

και πάνω. Οσµή και γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα σπορίων καστανό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή-λεµονόµορφα, στικτά προς τραχιά, ωχρό-πορτοκαλί, 10-12 x 6-7

µm, Q: 1,6-1,9. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές, ζελατινώδεις υφές, κίτρινες µε διάκοσµο σε κάποια σηµεία. Κάποια

σέπτα έχουν κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες σε δάση κωνοφόρων µε ξηρά, ασβεστώδη εδάφη.

Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Η ποικιλία var. haasii βρίσκεται και αυτή

σε δάση κωνοφόρων και ο διαχωρισµός της µε τις άλλες ποικιλίες του C. calochrous

είναι δύσκολος. Βασίζεται στο χρώµα του στύπου, του πίλου και των µυκηλιακών

ριζιδίων όπως επίσης και στην αντίδραση της σάρκας σε KOH. Ωστόσο πολλές φορές

οι διαφορές δεν είναι εύκολο να αξιολογηθούν. Κοινό σε ελατοδάση.

Page 91: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

91

91

Cortinarius dibaphus Fr. Οικ. Cortinariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Σεπτέµβρης – Οκτώβρης.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος σφαιρικός-ηµισφαιρικός στην αρχή, αργότερα κυρτός-επίπεδος µε

συνεστραµµένη περιφέρεια, 2,5-9 cm. Επιφάνεια λεία, συχνά γλιστερή όταν είναι

υγρό, χνοώδης όταν είναι στεγνό. Χρώµα ανοιχτό καστανό-µωβ µε χρυσές ανταύγειες

και καστανά υπολείµµατα κορτίνας στην περιφέρεια. Αν κοπεί η σάρκα µωβίζει.

Ελάσµατα πυκνά, γκρι ανοιχτό όταν είναι µικρά και γκρι σκούρο µε µωβ τόνους

όταν είναι ώριµο. Ακουµπάνε στο στύπο οριακά. Στύπος κυλινδρικός-ακανόνιστος

µε διόγκωση στην βάση, 3-7 x 1,5-2,5 cm. Επιφάνεια λεία, ινώδης. Χρώµα λευκό µε

µωβ και καστανούς τόνους. Συνήθως υπάρχει ζώνη δαχτυλιδιού από υπολείµµατα

κορτίνας καστανού χρώµατος. Οσµή ουδέτερη και γεύση σχετικά πικρή.

Αποτύπωµα σπορίων καστανό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή-λεµονόµορφα, ωχροκίτρινα, αµυδρώς στικτά, 8-10 x 5-6,5 µm,

Q: 1,45-1,8. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Όλο το παρασκεύασµα γίνεται

φούξια σε ΚΟΗ. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν, ωστόσο

υπάρχουν κάποιες ροπαλοειδείς-ακανόνιστες βασιδιόλες στο χείλος του ελάσµατος.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, ζελατινώδεις υφές, µε

εξωτερικούς και εσωτερικούς κόκκους που χρωµατίζονται φούξια από το KOH.

Κάποια σέπτα έχουν κρίκους.

Οικολογία: Μεσογειακό είδος, συνήθως κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων αλλά και

πλατύφυλλων µε ασβεστολιθικά εδάφη. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Όµορφο και χαρακτηριστικό είδος των

δασών µας λόγω των έντονων χρωµάτων του.

Page 92: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

92

92

Cortinarius infractus Berk. Οικ. Cortinariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος σφαιρικός-ηµισφαιρικός όταν είναι νεαρό, αργότερα κυρτός, 1,5-5 cm.

Επιφάνεια λεία και κολλώδης όταν είναι υγρό, χνοώδης όταν είναι στεγνό. Χρώµα

χρυσοκαφέ µε λαδί τόνους στο κέντρο και γκρι-λαδί στην περιφέρεια. Λευκή κορτίνα

που καστανίζει από το χρώµα των σπορίων. Ελάσµατα πυκνά, σκούρο γκρι-καφέ,

ακουµπάνε στο στύπο οριακά. Στύπος κυλινδρικός, ροπαλοειδής µε διόγκωση στη

βάση, 4-5 x 1-2,5 cm. Επιφάνεια ινώδης, βελούδινη. Χρώµα λευκό, καφετίζει µε την

επαφή. Καστανή ζώνη δαχτυλιδιού από τα σπόρια. Μερικές φορές η κορυφή του

στύπου µπλεδίζει. Αν κοπεί η σάρκα ή µε την προσθήκη KOH, µαυρίζει. Οσµή

ουδέτερη και γεύση πικρή. Αποτύπωµα σπορίων δεν έχει.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σταγονόµορφα, υποσφαιρικά-οβάλ, τραχιά επιφάνεια και ανοιχτό καφέ

χρώµα, 7,5-10 x 6-7,5 µm, Q: 1,1-1,5. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα.

Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) αποτελείται από λεπτές, ζελατινώδεις, ανοιχτό καφέ-λαδί υφές. Κάποια

σέπτα έχουν κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, ιδιαίτερα

µε ασβεστούχα εδάφη. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Το χρώµα του πίλου και των ελασµάτων, η

πικρή γεύση και κυάνισµα της κορυφής του στύπου είναι ασφαλή χαρακτηριστικά για

την ταυτοποίηση του C. infractus. Είναι αρκετά κοινό µανιτάρι στα δάση.

Page 93: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

93

93

Crepidotus calolepis (Fr.) P. Karst. Οικ. Inocybaceae

Α Β

Περιοχή-Εποχή: Λάδωνας, Κερπινή. Πάνω σε νεκρό ξύλο από πλατύφυλλο. Τέλη

Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος νεφροειδής, κυρτός χωρίς στύπο στο δείγµα Α και οστρακοειδής, ηµικυκλικός,

σχετικά επίπεδος και µε πλευρική προέκταση στο καπέλο που µοιάζει µε στύπο στο

δείγµα Β, 1-4,2(πλάτος) x 1,5-3(µήκος) cm. Χείλος ευθύ. Επιφάνεια κυρίως λεία,

χρώµατος µπεζ µε ωχροκαφετί τόνους, µε µικρά λέπια από καφέ τρίχες. Ελαφρά

χνουδωτό στην κορυφή, στο σηµείο ένωσης µε το υπόστρωµα και ελαφρά γραµµωτό

µόνο στην περιφέρεια. Ελάσµατα πυκνά, εκρού στο δείγµα Α και σχετικά αραιά,

µπεζ χρώµατος, µε κάποια να είναι ενωµένα µεταξύ τους στο δείγµα Β. Στύπος

συνήθως δεν υπάρχει. Όταν υπάρχει µοιάζει µε προέκταση του πίλου και

εξαφανίζεται γρήγορα. Αποτύπωµα σπορίων ωχροκαφετί.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ωχροκίτρινα, ελλειψοειδή, κυρίως λεπτότοιχα και λίγα παχύτοιχα, (8,5-)9,5-

11,5 x 5-6,5(-7) µm, Q: 1,4-1,9. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια

κυλινδρικά-λαγηνόµορφα, 30-80 x 5-20 µm. Αρκετά αντί να εκτείνονται ευθεία,

σχηµατίζουν γωνία. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) παράλληλες, µακρόστενες υφές (60-100 x 5-10 µm), χωρίς κρίκους. Σε

κάποια σηµεία µε ελαφρό διάκοσµο και υποκίτρινο χρώµα.

Οικολογία: Κοινό σε σχετικά θερµές, µεσογειακές περιοχές, πάνω σε νεκρό ξύλο.

Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Συγγενικό είδος µε το C. mollis. Κύρια

διαφορά είναι ότι το C. calolepis έχει µικρά λέπια. Κατά τ’ άλλα είναι παρόµοια.

Page 94: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

94

94

Crepidotus cesatii var. cesatii (Rabenh.) Sacc. Οικ. Inocybaceae

Περιοχή-Εποχή: Λάδωνας. Σε νεκρό ξύλο από πουρνάρι. Τέλη Νοέµβρη

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος οστρακοειδής-νεφροειδής, ηµικυκλικός, 1-2 cm. Χείλος πτυχωτό και ελαφρώς

συνεστραµµένο. Ενώνεται συνήθως πλευρικά µε το υπόστρωµα. Αν ενώνεται

κεντρικά τότε έχει κυκλικό σχήµα. Επιφάνεια λεία εκτός από το κοµµάτι κοντά στο

υπόστρωµα που έχει λευκό χνούδι. Ελάσµατα σχετικά αραιά, λευκά µε ρόδινους

τόνους σε σηµεία. Όσο ωριµάζει το καρπόσωµα µπορούν να πάρουν µέχρι

ωχροκάστανους χρωµατισµούς. Στύπος δεν υπάρχει. Αποτύπωµα σπορίων κεραµιδί.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ωοειδή-υποσφαιρικά, µέτρια ακανθώδη, ελαφρώς ωχροκίτρινα, 7-9(-10) x 7-

6(-5) µm, Q: 1-1,67 µ.ο. 1,33. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια

πολυµορφικά, κοραλλιόµορφα, διακλαδιζόµενα µε λοβοειδής προεξοχές, 15-40 x 5-

10 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) µε

διακλαδιζόµενες, λεπτές, υαλώδης υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, πάνω σε νεκρό σκληρό ξύλο, σε ορεινές κυρίως

περιοχές. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος και αρκετά συγγενές µε το

Crepidotus cesatii var. subsphaerosporus, µε το οποίο οι διαφορές εντοπίζονται

κυρίως στο σχήµα των σπορίων, όπου το var. subsphaerosporus έχει λίγο πιο

σφαιρικά σπόρια, ενώ το var. cesatii έχει πιο ελλειψοειδή.

Page 95: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

95

95

Cystodermella cinnabarina (Alb. and Schwein.) Harmaja. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός στην αρχή, αργότερα κυρτός, 2-2,5 cm. Επιφάνεια εξ’

ολοκλήρου κοκκώδης, πιθανά ραγισµένη σε κάποια σηµεία, χρώµα κεραµιδί,

πορτοκαλοκόκκινο µε χαλκόχρωµους τόνους. Το χείλος για αρκετό καιρό εξέχει

αισθητά των ελασµάτων και όταν είναι νεαρό υπάρχει λευκή κορτίνα που ενώνει τον

πίλο µε τον στύπο. Ελάσµατα αρκετά πυκνά, λευκά, σχεδόν ελεύθερα. Στύπος

κυλινδρικός, µε υποτυπώδη ζώνη δαχτυλιδιού, 3,5-4,5 x 0,6-0,7 cm. Επιφάνεια

λευκή, ινώδης, από την ζώνη δαχτυλιδιού και κάτω µε οµόχρωµες φολίδες µε το

καπέλο. Οσµή και γεύση µανιταρώδης. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, ελλειπτικά ή οβάλ, λεία, υαλώδη, 4,5-6 x 3-4 µm, Q: 1,2-1,9.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια χωρισµένα

µε σέπτα σε δύο µέρη. Το κάτω είναι ροπαλοειδές ή απιοειδές και το πάνω

βελονοειδές, µακρύ µε κωνική άκρη γεµάτη κρυστάλλους, 27-35 x 5-10 µm. Συνήθως

τα πλευροκυστίδια έχουν λιγότερους κρυστάλλους και σε µικρότερο ποσοστό τα δύο

µέρη είναι ενιαία χωρίς σέπτα. Καυλοκυστίδια παρόµοια αλλά σπάνια, στην κορυφή

του στύπου. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από ανακατεµένες,

στρογγυλές, παχύτοιχες υφές µαζί µε λίγα βελονοειδή πιλεοκυστίδια. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Κυρίως κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, ανάµεσα

σε πεσµένα φύλλα και βελόνες. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κύριο χαρακτηριστικό του είδους είναι τα

κεραµιδί χρώµατα και το ιδιαίτερο σχήµα των κυστιδίων. Μόνο ένα είδος έχει

αναφερθεί µε παρόµοια κυστίδια, το C. myriadocystis, το οποίο όµως δεν έχει

κόκκινους τόνους στο καρπόσωµα, έχει άφθονα καυλοκυστίδια και αισθητά

µακρύτερο βελονοειδές, ακραίο τµήµα στα κυστίδια. Κοινό είδος.

Page 96: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

96

96

Entoloma sericeoides (J.E. Lange) Noordel. Οικ. Entolomataceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Σε ξέφωτο, στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός αρχικά, µετέπειτα επίπεδος, µε κυρτή ή πτυχωτή περιφέρεια και

ελαφρώς κοίλος στο κέντρο, 2-4,6 cm. Επιφάνεια λεία, υγροφανής, σκούρο καφέ µε

υγρό καιρό και µπεζ-καφέ µε πιο σκούρο κέντρο και αµυδρή γράµµωση στο χείλος µε

ξηρό καιρό. Ελάσµατα πυκνά, κρεµ, µπεζ ή γκρι µε ροζ τόνους, ακουµπάνε στο

στύπο οριακά. Στύπος “διπλά” κυλινδρικός. Αρχίζει δηλαδή ένας κυλινδρικός στύπος

από την βάση και µετά για τα επόµενα ¾ του µήκους χωρίζει σε δύο ενωµένα αλλά

ευδιάκριτα, ισοπαχή, επίσης κυλινδρικά µέρη, 3-7 x 0,3-0,8 cm. Επιφάνεια οµόχρωµη

µε το καπέλο, ινώδης, µε λευκό χνούδι στην κορυφή και την βάση. Οσµή και γεύση

αλευρώδης. Αποτύπωµα σπορίων καστανό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια πολυγωνικά µε 5-6-7 πλευρές και γωνίες, 7,5-9,5 x 7-9 µm, Q: 1-1,2.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από µακρόστενες,

παράλληλες υφές, µε καφέ διάκοσµο στο ανώτερο µέρος. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, στο έδαφος σε ανοιχτά, ορεινά και ηλιόλουστα

µέρη, µε ασβεστούχα εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο µανιτάρι, µε κύριο χαρακτηριστικό

την απουσία κρίκων. Συγγενές είδος µε το E. sericeum µε βασικές διαφορές τον

ελαφρά κοίλο, σπάνια γραµµωτό και πιο ανοιχτό χρωµατικά πίλο και την απουσία

κρίκων. Επίσης µακροσκοπικά µπορεί να προσοµοιάζει µε αρκετά άλλα είδη και

γένη, οπότε χρειάζεται µικροσκοπική παρατήρηση για την ταυτοποίησή του. Πρώτη

καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 97: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

97

97

Galerina laevis (Pers.) Singer. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, στο χώµα, κάτω από κοροµηλιά. Τέλη Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός στην αρχή, αργότερα κυρτός, ανοιχτός καµπανοειδής ή σχετικά

επίπεδος µε µικρό ύβο, 0,7-1,6 cm. Υγροφανές, πορτοκαλί-µπεζ, λείο και ραβδωτό

στα ¾ µε ½ της επιφάνειας όταν είναι υγρό. Μπεζ χωρίς ραβδώσεις όταν είναι

στεγνό. Ελάσµατα αραιά, µπεζ-πορτοκαλί, ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας

οξεία γωνία. Στύπος κυλινδρικός, λείος, σπειροειδές γραµµωτός, µερικές φορές

χνοώδης στην κορυφή και στην βάση, 3-4 x 0,1-0,15 cm. Οσµή και γεύση ουδέτερη.

Αποτύπωµα σπορίων ωχροκαφέ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ανοιχτό κίτρινο-πορτοκαλί, αµυγδαλόµορφα, λεία ή ελαφρώς στικτά, 7,5-10

x 4-5,5 µm, Q: 1,5-2. Αρκετά σπόρια σπάνε και ξανακολλάνε µεταξύ τους. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια λεπτά µε διόγκωση κοντά στην βάση,

µακρύ λαιµό και ηµισφαιρική διόγκωση στην κορυφή, 25-35 x 3-6 µm.

Καυλοκυστίδια λεπτά, κυλινδρικά, µε ηµισφαιρική διόγκωση στην κορυφή,

απαντούνται στην κορυφή του στύπου. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές επιµήκεις υφές, περιστασιακά µε υποκίτρινο χρώµα και πιλεοκυστίδια σαν

τα καυλοκυστίδια. ∆εν έχει κρίκους πουθενά.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σπανιότερα µόνο του, ανάµεσα σε βρύα και

γρασίδια ή παλιές καµένες περιοχές. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Ανήκει στο υπογένος Tubariopsis που

διαφέρει από τα άλλα υπογένη από το ότι δεν έχει κρίκους. Χαρακτηριστικά που το

διακρίνουν είναι τα σχεδόν λεία σπόρια και τα λεπτά κυστίδια. Πρώτη καταγραφή

στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 98: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

98

98

Galerina marginata (Batsch) Kühner. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Ανάµεσα σε πεσµένα κλαδάκια, ελατοβελόνες. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός στην αρχή, αργότερα κυρτός και σχεδόν επίπεδος µε ή χωρίς

ύβο, 1-2,5 cm. Επιφάνεια λεία. Υγροφανές. Πορτοκαλί καφέ, µε γραµµωτή

περιφέρεια και λευκό χείλος όταν είναι υγρό. Ωχρο-µπεζ, µη γραµµωτό, επίσης µε

λευκό χείλος όταν είναι στεγνό. Ελάσµατα σχετικά αραιά, µπεζ-κανελί ή µπεζ-

πορτοκαλί. Ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας αµβλεία γωνία. Στύπος

κυλινδρικός, µε δαχτυλίδι, σάρκα ωχροκαφέ πάνω από το δαχτυλίδι και σκούρο καφέ

από κάτω, 3-4 x 0,2-0,4 cm. Υπάρχει λευκό χνούδι συνήθως σε όλο το µήκος. Το

δαχτυλίδι είναι πορτοκαλί από την πάνω επιφάνεια και λευκό από την κάτω. Οσµή

και γεύση µέτρια, αλευρώδης. Αποτύπωµα σπορίων καφέ-κανελί.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, πορτοκαλοκαφέ, ελαφρώς τραχιά, µε κωνική κορυφή και

περισπόριο που αποκολλάται, (8-)9-11(-13) x (5,5-)6-7 µm, Q: 1,4-1,9. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα, πιθανώς και κάποια δίσπορα. Χειλοκυστίδια ατρακτοειδή

µε µακρύ, λεπτό λαιµό, διόγκωση περίπου στη µέση και λεπτή βάση, 50-75(-95) x 8-

12 µm. Πλευροκυστίδια όµοια σε σχήµα και µέγεθος, ενώ υπάρχουν και κάποια

κυλινδρικά. Υµενοφόρο τράµα µε κοντόχοντρες υφές (µέχρι 12 µm). Επιδερµίδα

πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, επιµήκεις υφές, περιστασιακά υποκίτρινες

και ελαφρά ζελατινώδεις. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Κυρίως κατά οµάδες, σε πεσµένα ξύλα κωνοφόρων. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό µανιτάρι, πολύ τοξικό. Μπορεί να

µπερδευτεί µε το εδώδιµο Pholiota mutabilis το οποίο όµως βρίσκεται σε δάση

πλατύφυλλων, δεν έχει αλευρώδη οσµή, έχει καφέ τραχιά επιφάνεια κάτω από το

δαχτυλίδι, έχει λεία σπόρια και δυσδιάκριτα χειλοκυστίδια.

Page 99: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

99

99

Gamundia leycophylla (Kühner) Raithelh. Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα, ανάµεσα σε λειχήνες. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε βαθούλωµα στο κέντρο και κοίλος µε ανασηκωµένη περιφέρεια,

1,5-1,8 cm. Επιφάνεια υγροφανής, λεία, ελαφρά ιξώδης. Σκούρο καφέ και ευρέως

γραµµωτό όταν είναι υγρό, σκούρο γκρι-µπεζ, πιο σκούρο στο κέντρο, όταν είναι

στεγνό. Ελάσµατα, αραιά, λευκά-κρεµ, κατερχόµενα στο στύπο. Στύπος

κυλινδρικός, 3,5 x 0,2 cm. Επιφάνεια λεία, ελαφρά χνοώδης στην κορυφή. Χρώµα

σκούρο µπεζ-γκρι. Οσµή αλευρώδης και γεύση µέτρια.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, υποσφαιρικά, υαλώδη, ελαφρώς αγκαθωτά, αρνητική αντίδραση

σε Melzer’s, 6-7 x 4-5,5 µm, Q: 1,2-1,7. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα, σπανίως

δίσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια επιµήκη ατρακτοειδή, κορυνοειδή µε

µακρύ λαιµό, λεπτά ροπαλοειδή ή σχεδόν κυλινδρικά, 30-55 x 6-7 µm.

Καυλοκυστίδια παρόµοια, στην κορυφή του στύπου. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis)

αποτελείται από διακλαδιζόµενες υφές, σχετικά παράλληλες υφές, µε ελαφρύ

διάκοσµο. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων αλλά και πλατύφυλλων,

σε λειχήνες, πεσµένες βελόνες και φύλλα και γρασίδια. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Είδος αρκετά συγγενές µε το G. striatula,

το οποίο έχει λίγο πιο ανοιχτούς χρωµατισµούς (ανοιχτό καφέ, µελί κ.λ.π.) και λίγο

πιο τραχιά σπόρια και µε το G. xerophylla, το οποίο εµφανίζεται σε ξηροθερµικές

περιοχές (Hansen and Knudsen, 1997). Πρώτη καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου,

προσωπική επικοινωνία).

Page 100: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

100

100

Geastrum triplex Jungh. Οικ. Geastraceae

(φωτογραφία από διαδίκτυο)

Περιοχή-Εποχή: Λάδωνας ποταµός. Παραποτάµια βλάστηση. Στο χώµα. Αρχές

Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα επίγειο χωρίς κολληµένα υπολείµµατα από το χώµα, στην αρχή κλειστό

βολβοειδές µε θηλήµορφη κορυφή, 3-4 cm κλειστό και 9-10 cm ανοιχτό.

Εξωπηρίδιο παχύ (3 mm), ανοιχτό καφέ, µη υγροσκοπικό, σκίζεται στην ωριµότητα

σε (4-)5-7 κοµµάτια αστερόµορφου σχήµατος, µε κάθετη κατεύθυνση προς τη γη µε

συνέπεια να σηκώνει όλο το καρπόσωµα. Μεσοπηρίδιο σκίζεται από το εξωπηρίδιο

κατά το άνοιγµα, επίσης παχύ, πιο σκούρο καφέ, κυκλικού ή πολυγωνικού σχήµατος

µε οριζόντια κατεύθυνση σε σχέση µε τη γη, δηµιουργώντας έτσι ένα κολάρο µεταξύ

του αστερόµορφου εξωπηριδίου και του σφαιρικού ενδοπηριδίου. Ενδοπηρίδιο

σφαιρικό ή ελλειπτικό, άµισχο, ανοιχτή ώχρα ή γκρι-καφέ, λεπτό σαν χαρτί,

σχηµατίζει πόρο µε ινώδη περίγυρο και κυκλικό βαθούλωµα στη βάση του. Θρόµβος

(Gleba) σκούρο καφέ στην ωριµότητα. Columella λευκωπή, κοντή ροπαλοειδής.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σφαιρικά, σκούρο ωχρό-καφέ, 4,5-5,5 µm, πολύ έντονα ακιδωτά (ακίδες 0,3-

0,7 µm), χωρίς υπόλειµµα στηρίγµατος. Βασίδια ροπαλοειδή µε πολύ µακριά

στηρίγµατα. Capillitium υαλώδες προς υποκίτρινο, έντονα παχύτοιχο, πλάτος 3-7

µm, µη διακλαδιζόµενο, χωρίς σέπτα, ευδιάκριτα διακοσµηµένο.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, συνήθως σε δάση ή ανοιχτές περιοχές µε

ασβεστούχα εδάφη, πεσµένα φύλλα ή χούµο. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος µε κύριο χαρακτηριστικό το

τριπλό και χοντρό (3 mm), µη υγροσκοπικό πηρίδιο.

Page 101: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

101

101

Gomphus clavatus (Pers.) Gray. Οικ. Gomphaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα κωνικό-χωνοειδές µε βολβοειδή βάση, µε διαστάσεις 8-10 x 6,5-7 cm.

Η πάνω επιφάνεια είναι ωχροµουσταρδί-καφέ µε λιλά τόνους, µατ, λεία, µε ευρέως

κυµατοειδή περιφέρεια νεφροειδούς σχήµατος και βαθούλωµα στο κέντρο. Χείλος

ευθύ. Υµένιο µε διακλαδιζόµενες φλεβώδεις κατασκευές µε κέρινη υφή, µωβ, µωβ-

ροζ ή και µε ωχρούς τόνους, οι οποίες φτάνουν µέχρι το σηµείο που αρχίζει να

διογκώνεται η βάση. Βάση σφαιρική, διογκωµένη (2,5-3 cm), βολβοειδής, οµόχρωµη

µε το υµένιο, λεία, συνήθως βρίσκεται µέσα στο χώµα. Σάρκα λευκή. Οσµή και

γεύση ουδέτερη προς πικρή.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειπτικά-επιµήκη, κίτρινα, ελαφρώς τραχιά-κοκκώδη, παχύτοιχα, 12-15(-

17) x (5-)6-7(-8) µm, Q: 1,7-2,4. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Κυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Σύστηµά υφών µονοµιτικό, αποτελείται από διακλαδιζόµενες ή µη

υφές, πλάτους 2,5-10 µm. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του, κατά οµάδες ή συµφυές µε άλλα, σε δάση κυρίως κωνοφόρων

αλλά και πλατύφυλλων. Στο χώµα, σε ορεινές περιοχές. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ χαρακτηριστικό είδος, δύσκολα

µπερδεύεται, εκτός ίσως από κάποια είδη του γένους Cantharellus τα οποία έχουν κι

αυτά παρόµοια χρώµατα, όχι όµως τόσο έντονα σαν του G. clavatus. Περιλαµβάνεται

στον κατάλογο των απειλούµενων ειδών της Ευρώπης (Dahlberg A. and Croneborg

H., 2003).

Page 102: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

102

102

Gymnopus aquosus (Bull.) Antonín and Noordel. Οικ. Marasmiaceae

Περιοχή: Κερπινή, Καζάνι. Πάνω σε πεσµένο βελανίδι. Αρχές Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος επίπεδος µε ελαφρό βαθούλωµα στο κέντρο, χρώµατος καφέ-κεραµιδί, µε

ανεστραµµένο χείλος, ελαφρά γραµµωτό στην περιφέρεια, χρώµατος εκρού, 2,7 x 2,5

cm. Υγροφανές, µπορεί να πάρει χρώµατα από απαλό κίτρινο έως ωχρό, να είναι

διαφανές και γραµµωτό από την περιφέρεια µέχρι το κέντρο. Ξεθωριάζει µε την

αποξήρανση. Επιφάνεια λεία µε ελαφρώς λιπαρή στο άγγιγµα όταν έχει υγρασία.

Ελάσµατα πυκνά, λευκά έως κρεµ, συµφυή πάνω στο στύπο µε ελαφρώς κυµατιστό

χείλος. Στύπος κυλινδρικός, µε λευκό χνούδι στο ανώτερο µέρος, κανελί χρώµατος, 4

x 0,3 cm. Επιφάνεια λεία µε χαρακτηριστική την παρουσία ριζόµορφων χρώµατος

κρεµ στη βάση. Οσµή ευχάριστη, σπογγώδης και γεύση ήπια. Αποτύπωµα σπορίων

λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια λεία, ελλειψοειδή έως επιµήκη ή σταγονόµορφα, 7-8 x 3-5 µm, Q: 1,5-2.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα, µε κρίκους. Χειλοκυστίδια διαφόρων σχηµάτων,

κυρίως ροπαλόµορφα µε διόγκωση στο ακραίο σηµείο, σαν κεφάλι, κορυνοειδή και

σπανίως λοβοειδή. Λεπτότοιχα ή ελαφρώς παχύτοιχα, υαλώδη, 20-55 x 10-17 µm.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Υµενοφόρο τράµα µε σέπτα και κρίκους.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) επιµήκης υφές διακλαδιζόµενες προς όλες τις

κατευθύνσεις, ανώµαλα διογκωµένες µε κοραλλοειδή ή λοβώδη ακραία στοιχεία.

χαρακτηριστική dryophila-δοµή µε τοιχώµατα λεία ή µε διάκοσµο.

Οικολογία: Σαπροτροφικό, συχνά σε οµάδες, επίγειο, σε χούµο, σε γρασίδι, στις

άκρες δρόµων και σε ξύλο φυλλοβόλων, σπανίως κωνοφόρων δέντρων.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Το G. aquosus διαφέρει σε σχέση µε το G. dryophilus από το πιο ανοιχτό χρώµα του καρποσώµατος, τη χαρακτηριστική

διόγκωση στη βάση του στύπου και κυρίως από το σχήµα των χειλοκυστιδίων. Το

συγκεκριµένο δείγµα είχε πιο σκούρο χρώµα και ελαφρώς µεγαλύτερα σπόρια από το

µέσο όρο, χαρακτηριστικά που κρίθηκαν υπολειπόµενα σε σχέση µε το σχήµα των

χειλοκυστιδίων και τη γενικότερη εικόνα των καρποσωµάτων. ∆εύτερη καταγραφή

(Zervakis, Polemis and Dimou, 2002b).

Page 103: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

103

103

Gymnopus dryophilus (Bull.) Murrill. Οικ. Marasmiaceae

Περιοχή: Κερπινή, κοντά στον Αγ. ∆ηµήτρη. Κάτω από βελανιδιά. Αρκετά

καρποσώµατα κάποια από τα οποία εκφύονταν από το ίδιο σηµείο. Τέλη Νοέµβρη

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός και στη συνέχεια επίπεδος-οµαλός, µε χείλος κυρτό και αργότερα ευθύ,

ελαφρά γραµµωτό όταν είναι υγρό, 2,5-5 cm. Χρώµα ανοιχτό καφέ-πορτοκαλί µέχρι

τη µέση και λευκό στο υπόλοιπο κοµµάτι. Υγροφανές, µπορεί να εµφανιστεί

γραµµωτό τουλάχιστον πάνω από το µισό της ακτίνας του, ολόκληρος ο πίλος

πορτοκαλοκαφέ ή ωχροκάστανο µε την περιφέρεια κιτρινόχροα και γενικά µε πιο

απαλές αποχρώσεις. Ξεθωριάζει µε την αποξήρανση. Επιφάνεια λεία, απαλή,

ελαφρώς γλοιώδης σε υγρό καιρό. Ελάσµατα πυκνά, ακουµπάνε στο στύπο µε

αποκοµµένες τις ακµές, τεµνόµενα τµηµατικά, χοντρά, λευκά ή κρεµ ενώ καµιά φορά

στην ωρίµανση µπορεί να µετατρέπονται σε κιτρινωπά. Στύπος κυλινδρικός ή

συµπιεσµένος συχνά µε ελαφρά διογκωµένη τη βάση, 3-6 × 0.3 cm. Ανοιχτό καφέ-

πορτοκαλί σε όλο το µήκος, ελαφρά πιο σκούρο προς τη βάση. Επιφάνεια λεία.

Οσµή υπόξινη και γεύση ήπια. Αποτύπωµα σπορίων: λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια λεία, ελλειψοειδή έως επιµήκη, συχνά ελαφρώς σταγονόµορφα, 5-6 x 3 µm,

Q: 1.6-2. Βασίδια ροπαλόµορφα, τετράσπορα, µε κρίκο. Χειλοκυστίδια ακανόνιστα,

ροπαλόµορφα-κοραλλόµορφα, µε λοβοειδής προεξοχές, λεπτότοιχα, υαλώδη, 20-25 x

5-11 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Υµενοφόρο τράµα αποτελούµενο

από κυλινδρικές έως ελαφρώς διογκωµένες υφές, λεπτότοιχες. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) χαρακτηριστική dryophila δοµή, ακανόνιστη, µε διάκοσµο, κιτρινωπό

περιεχόµενο, µε λοβώδη έως κοραλλοειδή ακραία στοιχεία.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε περιοχές µε πλατύφυλλα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Το G. dryophilus χαρακτηρίζεται κυρίως

από το κοραλλιόµορφο σχήµα των χειλοκυστιδίων. Ανήκει σε ένα σύµπλεγµα

συγγενικών ειδών (G. ocior, G. aquosus), τα οποία µακροσκοπικά είναι παρόµοια

αλλά υπάρχουν διαφορές στο σχήµα των χειλοκυστιδίων, το µέγεθος και το σχήµα

των σπορίων.

Page 104: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

104

104

Gymnopus erythropus (Pers.) Antonín, Halling and Noordel. Οικ. Marasmiaceae

Περιοχή: Κερπινή, Καζάνι. Κάτω από βελανιδιά. Αρχές Νοέµβρη

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ελαφρώς κυρτός µε µικρό βαθούλωµα στο κέντρο και περιφέρεια αµυδρά

γραµµωτή, µετέπειτα γίνεται επίπεδο και ίσως µε ελαφρώς ανασηκωµένο, κυµατιστό

χείλος, 3-3,2 cm. Χρώµα πορτοκαλί-καφέ λίγο πιο σκούρο στο κέντρο και πιο

ανοιχτό στην άκρη του χείλους. Επιφάνεια λεία. Ελάσµατα ελεύθερα ή ακουµπούν

στη κορυφή του στύπου, αρκετά πυκνά, λευκά έως κρεµ. Στύπος κυλινδρικός ή

συµπιεσµένος, ανοιχτού πορτοκαλοκαφέ χρώµατος µε µικρή διόγκωση στην κορυφή

και πιο φωτεινό χρώµα, 3 x 0,3 µm. Επιφάνεια λεία. Οσµή και γεύση ουδέτερες.

Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή έως επιµήκη, λεία, 6-7 x 3-4(-5) µm, Q: 1,4-2. Βασίδια

ροπαλόµορφα, τετράσπορα.. Χειλοκυστίδια διαφόρων σχηµατισµών, σχετικά λεπτά,

ατρακτοειδή, ροπαλόµορφα ή έντονα κοραλλιόµορφα µε αρκετές λοβοειδής

απολήξεις, 20-50 x 5-12 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Υµενοφόρο

τράµα µε κρίκους. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αρκετά συµπαγής, χοντρές (9-15

µm), περιπλεγµένες υφές µε κοραλλιόµορφες ή λοβοειδής διογκώσεις.

Οικολογία: Θαµµένα ξύλα και φυτικά υπολείµµατα πλατύφυλλων. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Το G. erythropus ανήκει σε ένα σύµπλεγµα

συγγενικών ειδών τα οποία είναι παρόµοια τόσο σε µακροσκοπικά όσο και σε

µικροσκοπικά χαρακτηριστικά, κάτι που καθιστά δύσκολη την ταυτοποίηση τους. Το

συγκεκριµένο δείγµα ήταν και σχετικά ανώριµο. Βασικό χαρακτηριστικό που το

διαφοροποιεί είναι η ύπαρξη βασιδίων στο χείλος του ελάσµατος.

Page 105: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

105

105

Gymnopus nivalis Antonín and Noordel. Οικ. Marasmiaceae

Περιοχή: Κερπινή, Καζάνι. Κάτω από βελανιδιά. Αρχές Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός-ηµισφαιρικός (στη συνέχεια γίνεται επίπεδος), 2-2,7 cm. Στο χρώµα

του δέρµατος µε ελαφρό ρόδινο τόνο, πιο σκούρο στην κορυφή όπου σχηµατίζει

µικρό ύβο. Επιφάνεια λεία χωρίς ραβδώσεις. Είναι υγροφανές και µε υγρό καιρό

παίρνει καστανοκόκκινους χρωµατισµούς. Ελάσµατα παρόµοιου χρώµατος µε τον

πίλο, ακουµπάνε στον στύπο επεκτεινόµενα ελαφρώς προς τα κάτω. Σχετικά πυκνά

µε ελαφρώς ακανόνιστη έως κυµατοειδή περιφέρεια. Στύπος κυλινδρικός, επιφάνεια

ινώδης µε παράλληλες ραβδώσεις που σχηµατίζουν κλίση σε σχέση µε το επίπεδο

του στύπου, 2,6-3 x 0,3 cm. Χρώµα παρόµοιο µε τον πίλο, σκουραίνει από τη µέση

προς τη βάση. Βάση ελαφρώς διογκωµένη. Οσµή και γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα

σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια λεία, ελλειψοειδή έως επιµήκη, συχνά ελαφρώς σταγονόµορφα, (6-)7-8(-9) x

4(-5) µm, Q: (1,2-)1,75-2. Βασίδια ροπαλόµορφα, τετράσπορα, µε κρίκο.

Χειλοκυστίδια κυρίως ροπαλόµορφα σχηµατίζοντας δύο ή περισσότερες λοβοειδής

προεξοχές στο ακραίο µέρος, λεπτότοιχα, υαλώδη, 35-55 x 8-25 µm.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Υµενοφόρο τράµα µε σέπτα και κρίκους.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) σχετικά πυκνές, περιπλεγµένες υφές, µε λοβοειδή έως

κοραλλιόµορφα στοιχεία.

Οικολογία: Ορεινές περιοχές, σε θαµµένα ξύλα και φυτικά υπολείµµατα σε δάση

πλατύφυλλων. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κύριος λόγος ταυτοποίησης του δείγµατος

ως G. nivalis ήταν το ευθύ χείλος και η οµοιότητα των µικροσκοπικών

χαρακτηριστικών παρόλο που εµφανίζεται µε πιο σκούρα χρώµατα και κατά κύριο

λόγο χωρίς χειλοκυστίδια Ωστόσο είναι υγροφανές και αναφέρεται ότι όταν ξεραθεί

παίρνει παρόµοιους χρωµατισµούς µε το δείγµα, ενώ γενικά στο γένος Gymnopus

είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν χειλοκυστίδια (Antonín and Noordel. 1997). Πρώτη

καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 106: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

106

106

Hebeloma collariatum Bruchet. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Σε θαµµένο ξύλο, ίσως λεύκας, δίπλα σε ρυάκι. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός στην αρχή, αργότερα κυρτός και τελικά επίπεδος µε µικρό ύβο

και ελαφρώς ανεστραµµένο χείλος, 2,5-3,8 cm. Επιφάνεια λεία. Ίσως να υπάρχουν

υπολείµµατα πέπλου στην περιφέρεια όταν είναι πολύ νεαρό. Χρώµα καφέ

φουντουκιού στο κέντρο και εκρού από την µέση και κάτω ή µόνο στην περιφέρεια,

µε διακριτά όρια ανάµεσα στα δυο χρώµατα. Ελάσµατα πυκνά, ακουµπάνε στο

στύπο οριακά, µπεζ-ροζ µε καφέ κηλίδες από σταγόνες που έχουν στεγνώσει. Στύπος

ελαφρώς ροπαλοειδής, µε λίγο πιο στενή βάση, λευκός, ινώδης µε λίγες καφετιές

τρίχες, 3-4 x 0,3-0,5 cm. Οσµή ισχυρά ραπανοειδής και πικρή, στυφή γεύση.

Αποτύπωµα σπορίων καφέ-λαδί.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, υποκυλινδρικά, µε κωνική κορυφή, υποκίτρινα, αµυδρώς

στικτά, αρνητική αντίδραση σε Melzer’s, 11-13 x 5,5-6,5 µm, Q: 1,8-2,1. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα µε κρίκους, 30 x 8 µm. Χειλοκυστίδια άφθονα, κυλινδρικά

µε ελαφρώς διογκωµένη βάση ή µε µικρό εξόγκωµα από την µία πλευρά έτσι ώστε να

σχηµατίζει γωνία και να αλλάζει η κατεύθυνση του κυστιδίου, 30-45 x 6-11 µm.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια στην κορυφή του στύπου,

παρόµοια µε τα χειλοκυστίδια. Υµενοφόρο τράµα µε κοντόχοντρες υφές.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελούµενη από περικλινείς υφές, υαλώδεις ή

υποκίτρινες, ίσως µε διάκοσµο και ελαφρώς ζελατινώδεις.

Οικολογία: Κατά οµάδες σε υγρά δάση και περιοχές που κρατάνε νερό, συνήθως

κοντά σε ιτιές και λεύκες. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Μαζί µε το H. mesophaeum ανήκει στο

subsection Indusiata για τα υπολείµµατα πέπλου στα νεαρά καρποσώµατα, την

ραπανοειδή οσµή και τα ελλειψοειδή, µη δεξτρινώδη σπόρια. ∆ιαφέρει από το H. mesophaeum για τα µεγαλύτερα σπόρια και τα λεπτότερα χειλοκυστίδια. Πρώτη

καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 107: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

107

107

Hebeloma crustuliniforme (Bull.) Quél. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός ή καµπανοειδής στην αρχή, αργότερα κυρτό ή επίπεδο µε

συνεστραµµένη περιφέρεια και αµβλύ ύβο, 3-3,5 cm. Επιφάνεια λεία, αρκετά

γλοιώδης µε υγρό καιρό. Χρώµα καστανό κρεµ µπεζ µέχρι ανοιχτόχρωµο κιτρινωπό

ωχρό, ασπριδερό στο χείλος, που είναι λείο. Ελάσµατα πυκνά, µπεζ-κρεµ. Ελαφρώς

κυµατοειδές χείλος, ελεύθερα ή ακουµπάνε στο στύπο οριακά. Στύπος κυλινδρικός

µε µικρή άµβλυνση στη βάση, 4-5,5 x 1-1,5 cm. Επιφάνεια χνουδωτή, ινώδης. Χρώµα

κρεµ-µπεζ προς την κορυφή και σκούρο µπεζ από την µέση και κάτω. Οσµή έντονη

ραπανοειδής και γεύση πικρή. Αποτύπωµα σπορίων ωχροκαφέ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή λεµονόµορφα ή αµυγδαλόµορφα, µετρίως τραχιά, υποκίτρινα,

10-11 x 6,5-7 µm, Q: 1,4-1,7. Ασθενής δεξτρινώδη αντίδραση σε Melzer’s, όχι σε όλα

τα σπόρια. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια κυλινδρικά, λεπτά, µε

µικρή διόγκωση στην κορυφή, 30-42 x 8-10 µm. Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια παρόµοια µε τα χειλοκυστίδια, παρόντα σε όλο το

µήκος του στύπου. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, επιµήκεις

και ζελατινώδεις υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε κύκλους ή µόνο του, σε δάση κωνοφόρων και

πλατύφυλλων. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κύρια χαρακτηριστικά διάκρισης για το H. crustuliniforme είναι τα απαλά χρώµατα και το ισχυρά γλοιώδες καπέλο, ο χνοώδης

στύπος, η ύπαρξη καφέ σηµείων στα ελάσµατα από σταγόνες και το σχήµα των

χειλοκυστιδίων. Στο συγκεκριµένο δείγµα δεν παρατηρήθηκαν σταγόνες ή καφέ

σηµάδια στα ελάσµατα ωστόσο είναι χαρακτηριστικό που µπορεί να εκλείπει λόγω

βροχής. Επίσης το H. sinapizans που µοιάζει αρκετά µε το H. crustuliniforme έχει τον

χαρακτηριστικό κώνο στο εσωτερικό της κορυφής του στύπου και διόγκωση στην

βάση των χειλοκυστιδίων (βλέπε περιγραφή κάτω). Πολύ κοινό είδος.

Page 108: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

108

108

Hebeloma mesophaeum (Pers.) Quél. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός-κυρτός µε µικρό ύβο και ευρέως κατερχόµενη περιφέρεια, 2,6

cm. Επιφάνεια λεία µε καφετιά υπολείµµατα πέπλου στην περιφέρεια. Καφέ χρώµα,

διαφόρων αποχρώσεων, στο κέντρο και λευκό-εκρού από την µέση και κάτω, µε

διακριτά όρια ανάµεσα στα δυο χρώµατα. Ελάσµατα πυκνά, µπεζ-εκρού, ακουµπάνε

οριακά στο στύπο σχηµατίζοντας ίσως µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός ή αµυδρά

ροπαλοειδής, ινώδης, 5,5 x 0,5 cm. Επιφάνεια λεία µε λίγες λευκές τρίχες που

χρωµατίζονται καστανές από τα σπόρια και σχηµατίζουν ζώνη δαχτυλιδιού στο

σηµείο ένωσης µε το πέπλο. Οσµή ραπανοειδής και γεύση πικρή. Αποτύπωµα

σπορίων ωχρό-λαδί.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια υποκίτρινα-πορτοκαλοκαφέ, ελλειψοειδή, αµυδρώς στικτά, (8-)9-11,5 x 5-6,5

µm, Q: 1,65-2,1. Αρνητική αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή,

τετράσπορα. Χειλοκυστίδια άφθονα, κυρίως µε µακρύ κυλινδρικό, λεπτό λαιµό (4-5

µm) και διόγκωση στη βάση (8-10 µm), ανάµεσα τους υπάρχουν και κάποια

κοντόχοντρα µε απιοειδή σχήµα, 23-50 x 8-13 µm. Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια παρόµοια µε τα χειλοκυστίδια, στην κορυφή του

στύπου, 45-80 x 7-9 µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές,

ζελατινώδεις υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Κοινό µανιτάρι, εµφανίζεται κατά οµάδες ή σε δέσµες, σε δάση

κωνοφόρων κυρίως αλλά και πλατύφυλλων. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Είδος µε µεγάλη παραλλακτικότητα σε

µέγεθος και χρώµα, κάτι που είχε οδηγήσει στην περιγραφή διαφόρων ποικιλιών

παλαιότερα. Μπορεί εύκολα να µπερδευτεί µε το H. collariatum το οποίο έχει λίγο

µεγαλύτερα σπόρια και µικρότερη διόγκωση στη βάση των κυστιδίων και µε το H. candidipes το οποίο έχει όµως αµυγδαλόµορφα σπόρια. Σπάνιο, δεύτερη καταγραφή

(Maire and Politis, 1940).

Page 109: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

109

109

Hebeloma sinapizans (Fr.) Sacc. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε πεσµένα φύλλα

στο έδαφος. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε συνεστραµµένο χείλος, 5 cm. Όταν είναι πολύ νεαρό µπορεί να

φαίνονται λευκά υπολείµµατα πέπλου. Επιφάνεια λεία, απαλή, όταν έχει υγρασία

λιπαρή. Χρώµα µπεζ-ρόδινο προς το ανοιχτό καφέ, πιο σκούρο στο κέντρο και

βαθµιαία πιο ανοιχτό προς την περιφέρεια. Ελάσµατα πυκνά, γκρι-ρόδινα, µε

ελαφρώς κυµατιστή περιφέρεια. Ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας µικρό δόντι.

Στύπος κυλινδρικός, συµπαγής σε νεαρά καρποσώµατα, όταν ωριµάσει γίνεται

κούφιος µε χαρακτηριστική κωνική προεξοχή µέσα στο κενό, στο σηµείο ένωσης µε

τον πίλο, 6,5 x 0,8-0,9 cm. Λευκός, ινώδης, µε συσσωµατώµατα από λευκές τρίχες τα

οποία µε τον καιρό καφετίζουν. Οσµή ραπανοειδής και γεύση πικρή. Αποτύπωµα

σπορίων µουντό καφέ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ωχροκίτρινα, ελλειψοειδή-λεµονόµορφα, µε κωνική κορυφή, τραχιά,

φαίνεται αµυδρά ο βλαστικός πόρος και σπάνια σε κάποια φαίνεται το περισπόριο

που έχει ξεκολλήσει, (10-)11-12(-13) x 7-8 µm, Q: 1,4-1,7. ∆εξτρινώδη αντίδραση σε

Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια άφθονα, κυλινδρικά,

λεπτά µε ελάχιστα διογκωµένη την άκρη και µε ή χωρίς διόγκωση στη βάση, πολλές

φορές µόνο από τη µία πλευρά, 35-70 x 5-9 µm. Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια παρόµοιο σχήµα µε τα χειλοκυστίδια στην κορυφή

του στύπου αλλά πιο µακριά (130 x 15), πιο κοραλλόµορφα στην µέση. Επιδερµίδα

πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, ζελατινώδεις υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του, κατά οµάδες ή συµφυές µε άλλα, σε δάση κωνοφόρων και

πλατύφυλλων. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Μαζί µε το H. crustuliniforme είναι από τα

µεγαλύτερα και τα πιο κοινά Hebeloma. To H. crustuliniforme διαφέρει στο σχήµα

και το µέγεθος των σπορίων και των χειλοκυστιδίων, έχει πιο απαλά χρώµατα,

σταγόνες στα ελάσµατα και δεν έχει κώνο στο κενό του στύπου.

Page 110: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

110

110

Inocybe geophylla var. lilacina Gillet. Οικ. Inocybaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. Ελατοδάσος, στο έδαφος. Τέλη

Οκτώβρη

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος υποσφαιρικός ή ηµισφαιρικός-κωνικός (αργότερα γίνεται κυρτός-επίπεδος),

1,3-1,8 cm. Επιφάνεια ινώδης, βελούδινη ωστόσο λεία στην αφή. Χρώµα µεταξιού,

λευκό-ασηµί µε µωβ τόνους εκτός από τον ευδιάκριτο ύβο στην κορυφή όπου παίρνει

ωχροκίτρινους χρωµατισµούς. Ανάλογα µε τις συνθήκες και το στάδιο ανάπτυξης

µπορεί να πάρει µέχρι καθαρά βιολετί χρώµατα. Στα νεαρά καρποσώµατα υπάρχει

κορτίνα οµόχρωµη µε το καπέλο που όταν ανοίγει ο πίλος αφήνει εµφανή

υπολείµµατα στο χείλος του. Ελάσµατα επίσης οµόχρωµα, σχετικά πυκνά,

ακουµπάνε στο στύπο κοντά στην κορυφή του σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος

κυλινδρικός µε χρώµα όπως και το υπόλοιπο καρπόσωµα, 3-4 x 0,4-0,6 cm.

Επιφάνεια λεία, βελούδινη, µε µικρή πιθανότητα να υπάρχουν υπολείµµατα κορτίνας

στο σηµείο επαφής µε τον πίλο. Οσµή σπέρµατος και γεύση στυφή. Αποτύπωµα

σπορίων ξανθό-καφέ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειπτικά, σε σχήµα αµύγδαλου, λεία, παχύτοιχα µε ωχρό-πορτοκαλί

χρώµα, 8-10 x 5-6 µm, Q: 1,45-1,8. Καµιά αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα, µε κρίκους. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια άφθονα,

κυρίως ατρακτοειδή-κορυνόµορφα, µε σχετικά µακρύ λαιµό και βάση, έως

κυλινδρικά, 50-60 x 14-20 µm. Αρκετά εµφανίζονται ελαφρώς παχύτοιχα στον λαιµό,

µε κρυστάλλους στην κορυφή τους ή και τα δύο. Καυλοκυστίδια κυλινδρικά,

µακρόστενα, λεπτότοιχα, µόνο στην κορυφή του στύπου. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) παράλληλες υφές, κάποιες φορές ελαφρά ζελατινώδεις.

Οικολογία: Κοινό µανιτάρι σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, κυρίως σε

ασβεστολιθικά εδάφη. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ κοινό είδος, εύκολο στην

αναγνώριση. Χαρακτηριστικό το ασηµί-µωβ χρώµα µε τον ωχροκίτρινο ύβο.

Page 111: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

111

111

Inocybe fuscomarginata Kühner. Οικ. Inocybaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο. Ελατοδάσος, παρουσία πλατύφυλλων (ιτιά). Πολλά

µαζί, ανάµεσα σε πέτρες (πέρασµα νερού). Μέσα Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος σχεδόν επίπεδος µε κυρτή περιφέρεια, 1-2,5 cm. Σαρκώδες µανιτάρι, σκούρο

µπεζ νεαρό, αργότερα πορτοκαλί-καφέ µε µικρά συσσωµατώµατα από τρίχες, πιο

σκούρου χρώµατος, που ξεκινούν από το κέντρο και επεκτείνονται ακτινωτά προς την

περιφέρεια. Λείο στην αφή, δεν υπάρχουν υπολείµµατα από κορτίνα. Ελάσµατα στα

νεαρά καρποσώµατα θαµπό πορτοκαλί-καφέ µε µπεζ, ενώ στα πιο ώριµα το χρώµα

γίνεται όµοιο µε αυτό του πίλου. Σχετικά αραιά, εφάπτονται του στύπου

σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Χαρακτηριστικό των συγκεκριµένων καρποσωµάτων

είναι ότι αρκετά ελάσµατα διακλαδίζονται από τη µέση του µήκους τους και προς το

χείλος του καπέλου. Στύπος κυλινδρικός, ινώδης, 2,5-3,5 x 0,4-0,6 cm. Οµόχρωµος

µε το υπόλοιπο καρπόσωµα, µε µικρά συσσωµατώµατα από πιο σκούρες τρίχες.

Οσµή και γεύση ουδέτερη.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή έως επιµήκη µε σύσφιξη στη µέση, λεία, κυρίως λεπτότοιχα, (7-)

8-12(-14) x 5-7 µm, Q: 1,3-2,3. Καµιά αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια

ροπαλόµορφα, 30 x 10 µm, µε επιµήκη στηρίγµατα (6 µm) Επεκτείνονται και στο

χείλος του ελάσµατος. Κυρίως τετράσπορα. Υπάρχουν σε µικρό ποσοστό δίσπορα,

στα οποία οφείλεται και η παρουσία µεγαλύτερων σπορίων από το µέσο όρο.

Χειλοκυστίδια διαφόρων, ιδιαίτερων, σχηµάτων και µεγεθών, 28-70 x 13-16 µm.

Κυρίως ροπαλόµορφα προς ακανόνιστα ατρακτοειδή, µε συσφίξεις ή µικρές

λοβοειδής προεξοχές, µέχρι κοντόχοντρα απιοειδή σχήµατα. Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Έχει κρίκους. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) µε χοντρές (8-11 µm),

διακοσµηµένες υφές στο εξωτερικό µέρος και πιο λεπτές, υαλώδεις από κάτω.

Οικολογία Συνήθως κατά οµάδες, βρίσκεται σε ορεινές περιοχές, κυρίως µε

κωνοφόρα και σε άκρες µονοπατιών ή περασµάτων νερού. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Τα συγκεκριµένα καρποσώµατα αποτελούν

την πρώτη καταγραφή του I. fuscomarginata στη Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική

επικοινωνία). Το είδος χαρακτηρίζεται από τη δοµή της pileipellis, το σχήµα των

σπορίων, το σχήµα και το µέγεθός των χειλοκυστιδίων και τέλος στα ελάσµατα που

διχαλώνουν (Stangl, 1991).

Page 112: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

112

112

Inocybe nitidiuscula f. nitidiuscula (Britzelm.) Lapl. Οικ. Inocybaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο. Ελατοδάσος, στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός-κωνικός µε έντονο ύβο (αργότερα ανοίγει και γίνεται σχεδόν επίπεδο),

2,2 cm. Χρώµα µπεζ-καφέ που ασπρίζει από λευκά υπολείµµατα πέπλου στην

περιφέρεια, η οποία µπορεί να σκιστεί όσο προχωράει η ανάπτυξη. Υφή ινώδης.

Ελάσµατα µέτριας πυκνότητας, λευκά σε νεαρά καρποσώµατα, αργότερα υποκίτρινα

µε γκρι και καφέ τόνους. Ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας οξεία γωνία. Στύπος

κυλινδρικός, µπεζ-καφέ που ασπρίζει λίγο προς τη βάση, η οποία είναι ελαφρώς

αµβλυµµένη, 3,2 x 0,4 cm. Ελαφρά χνουδωτός και ινώδης. Οσµή και γεύση

σπερµατώδης.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ωχροκίτρινα, σχετικά παχύτοιχα, κυρίως ελλειψοειδή έως επιµήκη µε κωνική

κορυφή και ισχνό βλαστικό πόρο, 9-12 x 5-6 µm, Q: 1,6-2. Σε µερικά υπάρχει µικρή

κοιλότητα στη µία πλευρά, σαν το σχήµα του φασολιού. Καµία αντίδραση σε

Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια

παρόµοια, άφθονα, παχύτοιχα (1-3 µm) ελαφρώς κυλινδρικά, ατρακτοειδή µε µακρύ

λαιµό ή κορυνόµορφα, 40-60 x 10-15 µm. Κάποια µε κρυστάλλους στο ακραίο µέρος

και συχνά ανάµεσα στα χειλοκυστίδια παρεµβάλλονται κοντόχοντροι, διπλοί ή

τριπλοί απιόµορφοι σχηµατισµοί. Καυλοκυστίδια παρόµοια µε τα χειλοκυστίδια σε

σχήµα και µέγεθος. Εµφανίζονται µόνο στο άνω 1/3 του στύπου αναµεµιγµένα µε πιο

απλούς, κυλινδρικούς σχηµατισµούς, τα καυλοπαρακυστίδια, τα οποία συνεχίζουν

ίσως και µέχρι τη βάση του στύπου, έχουν κρίκους. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis)

αποτελείται από παράλληλες υφές, πλάτους 7-13 µm, µε κρίκους.

Οικολογία: Κάτω από κωνοφόρα ή πλατύφυλλα, σε ασβεστούχα εδάφη, ευρέως

διαδεδοµένο. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Το I. nitidiuscula µπορεί εύκολα να

µπερδευτεί µε το I. fuscidula. ∆ιαφέρουν κυρίως στο χρώµα, στο µέγεθος των

σπορίων και στο πάχος του τοιχώµατος των πλευροκυστιδίων. Ωστόσο αυτά είναι

χαρακτηριστικά µε µεγάλη παραλλακτικότητα και απόκλιση στις τιµές τους και η

ταυτοποίηση τους είναι δύσκολη.

Page 113: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

113

113

Inocybe rimosa (Bull.) P. Kumm. Οικ. Inocybaceae

A

B

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Σε γρασίδια, δίπλα σε ρυάκι. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός, µε µικρό ύβο ή χωρίς, οδοντωτό χείλος και ακανόνιστη περιφέρεια.

Παίρνει σχήµατα από καµπανοειδές- κωνικό µέχρι κυρτό ή σχεδόν επίπεδο, µε µικρό

ύβο ή καθόλου και µε συνεστραµµένο ή ανεστραµµένο χείλος, µε διάµετρο 3,3 cm το

Α και 3,5 cm το Β. Χρώµα µουσταρδί-καφέ µε λευκό χείλος το Α και γκρι-εκρού

επίσης µε λευκό χείλος το Β. Παρουσιάζεται µεγάλη ποικιλοµορφία στους

χρωµατισµούς, από αποχρώσεις του λευκού µέχρι καστανό ή ωχροκίτρινο. Επιφάνεια

ινώδης και έντονα γραµµωτή, µε υπολείµµατα πέπλου στην περιφέρεια και υφή

ελαφρά χνουδωτή στο Α. Το Β φαίνεται πιο σαρκώδες και λείο, ωστόσο είναι

γραµµωτό και έχει µικρά συσσωµατώµατα από τρίχες από τη µέση και κάτω. Επίσης

έχει υπολείµµατα πέπλου στο χείλος. Αναφέρεται ότι µπορεί να είναι λείο ή χνουδωτό

µε περιφέρεια από γραµµωτή µέχρι σχισµένη, ιδιαίτερα όσο προχωράει η ανάπτυξή

του. Ελάσµατα ακουµπούν στο στύπο ψηλά, σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Πυκνά και

µπεζ στο Α. Πολύ πυκνά και λευκά στο Β. Παίρνουν χρώµατα παρόµοια µε το

καπέλο. Στύπος κυλινδρικός, λείος, εκρού και λευκού χρώµατος, 5,5 x 0,5 cm το Α

και 6 x 0,8 cm το Β. Οσµή και γεύση σπερµατώδης, πιο έντονη στο Β. Αποτύπωµα

σπορίων καφέ-λαδί.

Page 114: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

114

114

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ωχροκίτρινα, λεία, σχετικά παχύτοιχα. Ελλειπτικά-ελλειψοειδή, (10-)12-16(-

18) x 6,5-9 µm, Q: 1,3-1,9(-2,3) στο Α. Ελλειψοειδή και λίγο προς το σχήµα του

φασολιού, 12-14 x 7-8(-9) µm Q: 1,45-2 στο Β. Βασίδια, ροπαλοειδή, τετράσπορα,

µε κρίκους, 30-35 x 12 µm. Στο Α υπάρχουν κάποια δίσπορα. Χειλοκυστίδια

άφθονα, λεπτότοιχα, χοντρά, λαγηνόµορφα-κορυνοειδή µέχρι ελαφρώς κυλινδρικά ή

ροπαλοειδή, 40-55 x 11-13 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα

πίλου (pileipellis) µε χοντρές, µη κυλινδρικές υφές. Σε αρκετά σηµεία µε διάκοσµο,

ωχροκαφετί χρώµατος.

Οικολογία: Ευρέως διαδεδοµένο µανιτάρι, σε δάση κωνοφόρων ή πλατύφυλλων,

ακόµα και σε υποαλπικές περιοχές. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Είδος µε πολύ µεγάλη παραλλακτικότητα,

κυρίως σε µακροσκοπικά χαρακτηριστικά, µε βάση τα οποία διαχωρίζονταν διάφορα

υποείδη µέχρι πρόσφατα. Συγκεκριµένα το δείγµα Α θα ταυτοποιούταν ως I. rimosa var. rimosa και το δείγµα Β ως I. rimosa var. obsoleta. Επίσης συγγενικό είδος είναι

και το I. arenicola µε τη διαφορά ότι δεν σκίζεται περιφερειακά µε την ανάπτυξη,

Χαρακτηριστικό, που όπως και τα χρώµατα, επηρεάζεται αρκετά από το περιβάλλον

και έτσι η ταυτοποίηση και ο διαχωρισµός µεταξύ των ειδών είναι δύσκολος.

Page 115: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

115

115

Inocybe c.f. sindonia (Fr.) P. Karst. Οικ. Inocybaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Σε γρασίδια, δίπλα σε ρυάκι. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός-κωνικός µε µικρό ύβο (αργότερα ανοίγει σε κυρτό-επίπεδο), 2,5 cm.

Χρώµα µπεζ µε τόνους ώχρας που γίνεται πιο ανοιχτό, σχεδόν λευκό στο χείλος.

Επιφάνεια γραµµωτή στην περιφέρεια και λεία στο υπόλοιπο κοµµάτι. Χείλος ελαφρά

οδοντωτό. Ελάσµατα µέτριας πυκνότητας, εκρού-µπεζ. Ακουµπάνε στο στύπο στο

ακραίο του σηµείο σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός, 4,5 x 0,4 cm.

Επιφάνεια λεία εκτός από την κορυφή που είναι ελαφρά χνοώδης. Σε νεαρά

καρποσώµατα µπορεί να υπάρχει κορτίνα. Οσµή και γεύση σπερµατώδης.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή κυρίως, κάποια µε µικρή στένωση στη µία πλευρά (σχήµα

φασολιού), ωχροκίτρινα, λεία, (12-)11-9 x 5-6,5 µm, Q: 1,55-2. Βασίδια τετράσπορα.

Χειλοκυστίδια άφθονα, κυρίως λαγηνόµορφα-κορυνοειδή, ελαφρώς παχύτοιχα, µε ή

χωρίς κρυστάλλους στο ακραίο σηµείο, 65-85 x 14-22 µm. Πλευροκυστίδια

παρόµοια σε µέγεθος και µορφή µε τα χειλοκυστίδια, ωστόσο µε µεγαλύτερη γκάµα

σχηµάτων. Εµφανίζονται από σχεδόν ατρακτοειδή µέχρι σχεδόν κυλινδρικά.

Λεπτότοιχα και όχι τόσο συχνά µε κρυστάλλους. Καυλοκυστίδια ± 70 x 20 µm,

παρόµοια µε τα πλευροκυστίδια. Παρόντα µέχρι τη µέση του στύπου αναµεµειγµένα

µε καυλοπαρακυστίδια.

Οικολογία: Σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, κυρίως σε υγρά εδάφη. Μάλλον

σπάνιο. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο µανιτάρι, δεύτερη καταγραφή για

την Ελλάδα (∆ιαµαντής, 1992). Υπάρχουν διαφορές µε την βιβλιογραφία, καθώς

αναφέρεται µέγεθος σπορίων µέχρι 11 x 5 µm (Hansen L. and Knudsen H., 1997),

ενώ ο µέσος όρος είναι γύρω στα 10 x 4,5 µm, όπως επίσης ότι έχει ινώδη επιδερµίδα

πίλου (Breitenbach and Kranzlin, 2000). Ωστόσο η γενικότερη εικόνα του

καρποσώµατος µας οδήγησε να το ταυτοποιήσουµε ως Inocybe c.f. sindonia.

Page 116: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

116

116

Inonotus levis P. Karst. Οικ. Hymenochaetaceae

Περιοχή-Εποχή: Λάδωνας ποταµός. Παραποτάµια βλάστηση πλατύφυλλων. Σε

πεσµένο κορµό λεύκας. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα ηµικυκλικό ή ηµί-πολυγωνικό σε 2 διαστάσεις και συµµετρικό ηµί-

ατρακτοειδές σε 3 διαστάσεις, 10-30 cm πλάτος, 6-20 cm µήκος και µέχρι 10cm

πάχος. Επιφάνεια κυµατοειδής κωνική µε πλατύ χείλος, σκούρα καστανή όταν είναι

νεαρό και φρέσκο, σκληρόπετσο µε σκασίµατα, σκούρο καφέ µε µαύρο κέντρο και

λεπτό, ευθύ χείλος όταν είναι υπερώριµο. Η κάτω επιφάνεια είναι πορώδης, 2-3

πόροι/mm, στρογγυλοί-γωνιώδεις µε µικρά ανοίγµατα κατά τόπους απ’ όπου

εξέρχονται σταγόνες. Χρώµα κίτρινο στην αρχή, µετά ωχροκαφέ. Η σάρκα είναι

µαλακή και σπογγώδης στην αρχή, κίτρινη, µεταχρωµατίζεται σε καφέ αν κοπεί.

Οσµή ευχάριστη, όξινη και γεύση µέτρια.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια οβάλ, λεία, παχύτοιχα, ωχροκαφέ, 8-10 x (5-)6-7 µm, Q: 1,2-1,6. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα. Κυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Σέτες (σκληρές τρίχες) δεν

παρατηρήθηκαν. Σύστηµα υφών µονοµιτικό µε υαλώδεις, αναπαραγωγικές υφές (2-4

µm) πάνω ακριβώς από το υµένιο και καφέ υφές (3-8 µm) µετά. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, συνήθως σε ζωντανούς κορµούς διαφόρων

πλατύφυλλων. Ξυλοσηπτικό-βιοτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος στην Ελλάδα, ιδιαίτερα πάνω

σε κορµούς από λεύκες. Συγγενές µε το I. hispidus µε κύρια χαρακτηριστικά

διάκρισης για το I. levis την απουσία σέτα και σκληριδίων και το ελλειψοειδές σχήµα

των σπορίων.

Page 117: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

117

117

Lactarius salmonicolor R. Heim and Leclair Οικ. Russulaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος επίπεδος-κοίλος έως χωνοειδής, σαρκώδης, µε ευθύ χείλος, διάµετρο 6-7 cm.

Επιφάνεια λεία, γλιστερή έως γλοιώδης όταν είναι υγρή, χρώµα σοµόν-πορτοκαλί µε

οµόκεντρες ζώνες στην περιφέρεια από διαφορετικές τονικότητες. Ελάσµατα πυκνά,

οµόχρωµα, ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός,

ελαφρά έκκεντρος, λείος µε µικρά βοθρία κατά τόπους, οµόχρωµος µε λευκή ζώνη

κάτω από το σηµείο πρόσφυσης των ελασµάτων, 6 x 1,7 cm. Γάλα πορτοκαλί, γίνεται

κρασοκαφέ µετά από 10 λεπτά, αλλά όχι πράσινο, κάπως πικρό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια υποσφαιρικά έως ελλειπτικά, µε µέτριο έως έντονο διάκοσµο, 8-10 x 7-9µm,

Q: 1-1,3. Αµυλώδη αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα.

Χειλοµακροκυστίδια ατρακτοειδή, 40-50 x 6-9 µm. Παρακυστίδια κυλινδρικά έως

ατρακτοειδή, 18-22 x 4-6 µm. Πλευροµακροκυστίδια κυλινδρικά, ατρακτοειδή, 30-

75 x 4-8 µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από ζελατινώδεις,

κυλινδρικές, εν µέρει ανερχόµενες υφές και υφικά θραύσµατα διαµέτρου 1-7 µm. ∆εν

έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες σε δάση ελάτης. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό είδος σε δάση ελάτης, µε κύρια

χαρακτηριστικά τον βιότοπο, τα χρώµατα, το ελαφρά βοθριώδες στύπο και το ζωνωτό

καπέλο στην περιφέρεια.

Page 118: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

118

118

Lentinellus micheneri (Berk. and M.A. Curtis) Pegler. Οικ. Auriscalpiaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Σε θαµµένο ξύλο. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος µε σχήµα αρκετά ποικιλόµορφο, γεισοειδές µε πλευρικό στύπο, κυρτό, επίπεδο

ή κοίλο µε βαθιά κοιλότητα στο κέντρο και έκκεντρο ή κεντρικό στύπο, 2-2,5 cm.

Επιφάνεια υγροφανής, λεία, µε ή χωρίς γραµµώσεις στην περιφέρεια. Χείλος ευθύ,

κυµατιστό. Χρώµα ροζ-καφέ όταν είναι υγρό και ροζ-µπεζ όταν είναι στεγνό.

Ελάσµατα αραιά, κατερχόµενα, λευκά όταν είναι νεαρό, γκρι-καφέ αργότερα, µε

οδοντωτό χείλος. Στύπος κυλινδρικός µε µικρή διόγκωση στην κορυφή, κωνικός ή

και διπλά κυλινδρικός, σαν να ξεκινούν δηλαδή από την ίδια βάση δύο

καρποσώµατα, πλήρως ενωµένα, 2 x 0,3-0,4 cm. Επιφάνεια λεία, οµόχρωµη µε το

καπέλο. Ριζόµορφα καφεκίτρινα. Οσµή µανιταρώδης και γεύση πολύ πικρή.

Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειπτικά, υποσφαιρικά, στικτά, υαλώδη, 5-6 x 3,5-4,5 µm, Q: 1,1-1,5.

Αµυλώδη αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια

και Πλευροκυστίδια λεπτά ατρακτοειδή, συχνά µε µυτερή κορυφή, 21-40 x 3,5-7

µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, επιµήκεις υφές µε µικρά

εξογκώµατα στα τοιχώµατα, πιο λεπτά και µε ελαφρύ διάκοσµο στο ακραίο µέρος.

Έχει κρίκους.

Οικολογία: Σε θαµµένο ξύλο και φυτικά υπολείµµατα κυρίως κάτω από πλατύφυλλα

δέντρα, σπανιότερα κωνοφόρα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύµορφο είδος. Παρουσιάζει διαφορές

στην µορφολογία του στύπου και του πίλου. Είναι αξιοσηµείωτο ότι το συγκεκριµένο

µανιτάρι βρέθηκε µε λίγα µέτρα διαφορά και µε πλευρικό και µε κεντρικό στύπο.

Page 119: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

119

119

Lepiota clypeolaria (Bull.) P. Kumm. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος σφαιρικός (αργότερα γίνεται καµπανοειδής, κωνικός και επίπεδος µε µικρό

ύβο), 2,5 cm. Επιφάνεια φολιδωτή από ρόδινα-µπεζ, ανασηκωµένα λέπια, ενωµένα

στο κέντρο και πυκνά διασκορπισµένα στην περιφέρεια, πάνω σε λευκή σάρκα. Το

χείλος του καπέλου είναι κροσσωτό και η υφή των λεπιών βελούδινη. Ελάσµατα

πυκνά, λευκά, ελεύθερα. Στύπος κυλινδρικός µε ελάχιστα διογκωµένη βάση, 6 x 0,7

cm. Επιφάνεια λεία, λευκή µέχρι τη ζώνη δαχτυλιδιού και µετά µέχρι την βάση είναι

λευκή, δασύτριχη, που σε σηµεία σχηµατίζει µπεζ-ροζ φολίδες παρόµοιες µε αυτές

του καπέλου. Οσµή αδύνατη και γεύση ήπια. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια επιµήκη-µακρόστενα και ελαφρώς ατρακτοειδή, λεία, υαλώδη, 14-16 x 5,5-

6,5 µm, Q: 2,1-2,7(-3,4). ∆εξτρινώδη αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή,

κυρίως τετράσπορα ωστόσο υπάρχουν και κάποια δίσπορα. Χειλοκυστίδια κυρίως

κοντά και ροπαλοειδή, δευτερευόντως υπάρχουν απιοειδή (µπορεί να υπάρχουν και

λαγηνόµορφα), 25-36 x 10-15 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από όρθιες, επιµήκεις, κυλινδρικές υφές

(80-170 x 7-12 µm). Έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κυρίως πλατύφυλλων αλλά και

κωνοφόρων, στο χώµα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σχετικά κοινό µανιτάρι. Μπορεί να

µπερδευτεί µε το L. ochraceosulfurescens, το οποίο όµως κιτρινίζει ξεκάθαρα µε την

επαφή και έχει λιγότερο ευδιάκριτη ζώνη δαχτυλιδιού.

Page 120: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

120

120

Lepiota forquignonii Quél. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Κάτω Καλύβια, ευρύτερη περιοχή Λάδωνα. ∆άσος πλατύφυλλων.

Στο χώµα. Μέσα Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός µε κυρτή περιφέρεια και κυρτός ή σχεδόν επίπεδος µε ύβο, 3,5-4 cm.

Επιφάνεια τραχιά από µικρά λέπια, ενωµένα στο κέντρο, χρώµατος σκούρο καφέ το

οποίο ανοίγει προς το µπεζ-ρόδινο µέχρι τη µέση περίπου. Μετέπειτα µέχρι τη

περιφέρεια η επιδερµίδα είναι λευκή ή κρεµ και στο χείλος σκίζεται ακτινωτά.

Ελάσµατα πυκνά, λευκά, ελεύθερα. Στύπος κυλινδρικός, 7 x 0,5 cm, επιφάνεια

ισχυρά χνουδωτή, λευκή σε µπεζ επιφάνεια, στο κάτω 1/3 υπάρχει πιθανότητα για

λέπια οµόχρωµα µε αυτά του καπέλου. Οσµή άσχηµη και γεύση άγνωστη.

Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή-οβάλ, υαλώδη, λεία, 7-9 x 5-5,5 µm, Q: 1,4-1,8. ∆εξτρινώδη

αντίδραση σε Melzer’s, δεν µεταχρωµατίζονται σε Cressyl Blue. Βασίδια

ροπαλοειδή, κυρίως τετράσπορα ωστόσο υπάρχουν και κάποια δίσπορα.

Χειλοκυστίδια άφθονα, ροπαλόµορφα, απιοειδή και ατρακτοειδή, 20-25 x 6-12 µm.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από όρθιες, επιµήκεις, λεπτές και κυλινδρικές υφές (60-300 x 7-14 µm). Έχει

κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε δάση κυρίως πλατύφυλλων, µε ασβεστούχα

εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο είδος µε παραλλακτικότητα στα

χρώµατα του καπέλου (εµφανίζεται και µε λαδί τόνους). Κύρια χαρακτηριστικά

διάκρισης η δοµή της pileipellis, το σχήµα των σπορίων και των χειλοκυστιδίων.

Πρώτη καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 121: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

121

121

Lycoperdon pratense Pers. Οικ. Agaricaceae

(φωτογραφία από διαδίκτιο)

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Καζάνι. Ανοιχτό δάσος πλατύφυλλων. Στο χώµα. Αρχές

Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Καρπόσωµα επίγειο, απιοειδές, 3,5-6 cm ύψος και 4,5-6 cm διάµετρο. Εξωπηρίδιο

ακιδωτό µε κοντά, παροδικά εξανθήµατα, έπειτα λείο. Λευκό, κρεµ ή σκούρο µπεζ.

Ενδοπηρίδιο λείο ή φθαρµένο από το εξωπηρίδιο, λευκό, στην ωριµότητα γκρι-καφέ.

Περιστόµιο δεν αναπτύσσεται, ωστόσο το καρπόσωµα σε κάποια φάση ανοίγει µε

ακανόνιστο τρόπο δηµιουργώντας µεγάλη οπή (µέχρι 4 cm) από την οποία βγαίνει ο

διαλυµένος σε σκόνη θρόµβος. Θρόµβος (Gleba) στην αρχή λευκός, µετά λαδί-καφέ

ή γκρι-καφέ, χωρίζεται από την subgleba µε ευδιάκριτο µεµβρανώδες διάφραγµα.

Subgleba ανεπτυγµένη, σπογγώδης-πορώδης, καλύπτει το ½ µε 1/3 της έκτασης του

καρποσώµατος. Οσµή και γεύση ουδέτερη.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σφαιρικά, ασθενώς ακιδωτά, µε πολύ µικρό υπόλειµµα στηρίγµατος, ανοιχτό

λαδί-καφέ, 2,5-4,5 µm. Capillitium τυπικό του γένους Lycoperdon, παρών µόνο

κοντά στα τοιχώµατα του ενδοπεριδίου, χωρίς πόρους, καφέ, 3-5 mm πλάτος, δεν έχει

σέπτα. Σε µεγαλύτερο ποσοστό υπάρχουν υαλώδης υφές µε σέπτα (Paracapillitium)

2-6 mm πλάτους. Μετρηµένες διακλαδώσεις και για τις δύο µορφές, χωρίς κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε όλα τα είδη των εδαφών,

συµπεριλαµβανόµενων και των βελτιωµένων, κάτι που µπορεί να το κατατάξει στα

αζωτόφιλα είδη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ κοινό είδος, απαντάται παντού.

Συνήθως βρίσκεται µαζί µε το Bovista plumbea, όπως έγινε και στο συγκεκριµένο

δείγµα. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι ή παρουσία διαφράγµατος το οποίο χωρίζει

εµφανώς την gleba από την subgleba, όπως επίσης και η έντονη παρουσία από υφές

του paracapillitium.

Page 122: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

122

122

Lyophyllum favrei (R. Haller Aar. and R. Haller Suhr) R. Haller Aar. and R. Haller

Suhr. Οικ. Lyophyllaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε συνεστραµµένο χείλος (κάποιες φορές µε µικρό ύβο), 1,8 cm.

Επιφάνεια βελούδινη, µωβ χρώµατος µε κάπως γκρι τόνους. Η σάρκα αν κοπεί

κοκκινίζει ή µπλεδίζει στην αρχή και µετά µαυρίζει. Ελάσµατα πυκνά, κίτρινα, µε

πριονωτό χείλος, κοκκινίζουν και µετά µαυρίζουν µε την επαφή, ακουµπάνε στο

στύπο σχηµατίζοντας αµβλεία γωνία. Στύπος κυλινδρικός µε στένωση στη βάση,

έκκεντρος, 2,5 x 0,5 cm. Επιφάνεια ελαφρώς ραβδωτή και χνοώδης. Χρώµα κρεµ-

µπεζ, µε σκούρο χνούδι, µωβ απόχρωση και ρόδινα και σκούρα σηµεία από την

επαφή. Η σάρκα του στύπου επίσης αν κοπεί αποκτά στιγµιαία ρόδινη απόχρωση και

µετά σκούρα. Οσµή και γεύση µανιταρώδης, ήπια. Αποτύπωµα σπορίων κρεµ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή , λεία, υαλώδη, 4-5,5 x 2,5-3,5(-4) µm, Q: 1,3-1,7. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα, θετικά στη σιδερόφιλη αντίδραση. Χειλοκυστίδια λεπτά,

κυλινδρικά, τριχοειδή ή ατρακτοειδή, συνήθως µε δακτυλιοειδείς απολήξεις, 22-40 x

2-5 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis)

αποτελείται από περιπλεγµένες υφές, µε λεπτότερο το ακραίο µέρος το οποίο είναι

ανασηκωµένο και έχει δακτυλιοειδές σχήµα. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, στο χώµα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο µανιτάρι, έχει βρεθεί µόνο µια φορά

προηγουµένως στην Οίτη (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία). Περιλαµβάνεται στον

κατάλογο των απειλούµενων ειδών της Ευρώπης (Dahlberg and Croneborg, 2003).

Αναγνωρίζεται εύκολα από τα χρώµατα του καρποσώµατος και από το κοκκίνισµα

και µετέπειτα το µαύρισµα της σάρκας. Το συγκεκριµένο δείγµα ήταν πολύ νεαρό και

οι διαστάσεις του ήταν µικρότερες από την βιβλιογραφία (Breitenbach and Kranzlin,

1991)

Page 123: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

123

123

Lyophyllum semitale (Fr.) Kühner ex Kalamees. Οικ. Lyophyllaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε συνεστραµµένη περιφέρεια, 2,5 cm. Επιφάνεια λεία. Υγροφανές,

καφέ-µπεζ όταν είναι υγρό, γκρι-µπεζ όταν είναι στεγνό. Ελάσµατα πυκνά, εκρού,

ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας αµβλεία γωνία. Μαυρίζουν αρκετή ώρα µετά

την επαφή. Στύπος κυλινδρικός, λευκός, χνοώδης µε µπεζ και µαύρα σηµεία που

εµφανίζονται µε την ωριµότητα, 6 x 0,5 cm. Οσµή και γεύση κάπως δυσάρεστη.

Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σχετικά αµυγδαλόµορφα ή ατρακτοειδή, µε κωνική κορυφή, λεία, υαλώδη, 7-

9 x 4-4,5 µm, Q: 1,7-2,3. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα, θετικά στη σιδερόφιλη

αντίδραση. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα

πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, κυλινδρικές, περιπλεγµένες υφές. Έχει

κρίκους.

Οικολογία: Σε δάση κωνοφόρων αλλά και πλατύφυλλων, ιδιαίτερα κοντά σε

σκλήθρα. Κυρίως ορεινές περιοχές. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: ∆ύσκολο µανιτάρι να το αναγνωρίσεις στη

φύση αφού το µαύρισµα των καρποσωµάτων γίνεται φανερό µε την ωριµότητα ή

µετά από ώρα. Ανήκει στην κατηγορία των Lyophyllum που δεν κοκκινίζουν-

µπλεδίζουν πριν µαυρίσουν. ∆ύο προηγούµενες καταγραφές σε Αρκαδία και

Φθιώτιδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 124: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

124

124

Macrolepiota excoriata (Schaeff.) Wasser. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ.Θοδωρής. ∆άσος πλατύφυλλων. Στο χώµα, κάτω από

αγριοκερασιά. Αρχές Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός-κυρτός µε αµβλύ ύβο, 7 cm. Επιφάνεια λεία στο κέντρο, ελαφρώς

λιπαρή µε υγρό καιρό. Λεπιδωτή και ξεφτισµένη στην περιφέρεια όπου σκάει η

επιδερµίδα, σχηµατίζοντας ακτινωτά λέπια και µετά µέχρι το χείλος υπάρχουν

σκισίµατα και λευκά ξέφτια. Χρώµα καφέ σκούρο στο κέντρο που βαθµιαία ανοίγει

προς το σκούρο µπεζ µέχρι το σκάσιµο στην περιφέρεια και λευκό στο χείλος.

Ελάσµατα πυκνά, λευκά έως εκρού, ελεύθερα µε ελαφρώς κυµατιστό χείλος. Στύπος

κυλινδρικός µε βαθµιαία όµως πλάτυνση προς τη βάση όπου υπάρχει διόγκωση, 11 x

0,2 cm. Επιφάνεια λεία, λευκή, παίρνει αµυδρούς καστανούς χρωµατισµούς µε την

επαφή. ∆αχτυλίδι λευκό, λεπτό και εύθραυστο, κινητό στην ωριµότητα. Οσµή και

γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή προς επιµήκη, υαλώδη, παχύτοιχα, µε βλαστικό πόρο και

υαλώδες κάλυµµα πάνω του, 12-15 x 7-9 µm, Q: 1,5-1,85. ∆εξτρινώδη αντίδραση σε

Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια ροπαλοειδή ή ελαφρώς

κυλινδρικά-ατρακτοειδή, 18-25 x 9-13 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από επιµήκεις, ανασηκωµένες υφές (± 70

x 10-12 µm). Έχει κρίκους στις βάσεις των βασιδίων.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε λιβάδια, ανοιχτές δασώδεις περιοχές και

δασικά βοσκοτόπια. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό µανιτάρι µε κύρια χαρακτηριστικά

τα απαλά χρώµατα του πίλου, το τεθλασµένο σκίσιµο της επιδερµίδας στην

περιφέρεια και το λείο πόδι. Ασάφεια επικρατούσε σε σχέση µε την ύπαρξη κρίκων

στα βασίδια. Αρκετά δείγµατα δεν είχαν και ήταν αυτά που ταυτοποιούνταν ως M. excoriata, και ως M. heimii ταυτοποιούνταν αυτά που είχαν κρίκους. Τώρα πια και τα

δυο θεωρούνται φαινότυποι της M. excoriata.

Page 125: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

125

125

Macrolepiota fuliginosa (Barla) Bon. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ.Θοδωρής. ∆άσος πλατύφυλλων. Στο χώµα, κάτω από

αγριοκερασιά. Αρχές Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ωοειδής στην αρχή, αργότερα κυρτός και επίπεδος, µε µικρό ύβο και

συνεστραµµένη περιφέρεια, 5-7 cm. Επιφάνεια τραχιά αρχικά, γκρι χρώµατος, που

όταν ανοίξει το καπέλο σπάει και δηµιουργούνται µεγάλα, ανασηκωµένα λέπια που

αποκολλούνται εύκολα, ενωµένα στο κέντρο και σποραδικά στην περιφέρεια. Από

κάτω υπάρχει σκούρα µπεζ επιδερµίδα, ινώδης, τριχωτή µε ραβδωτή υφή στο κυρίως

µέρος και µε ξέφτια στο χείλος. Ελάσµατα πυκνά, ελεύθερα, λευκά ή µπεζ µε

ρόδινους τόνους. Στύπος κυλινδρικός-ροπαλοειδής, πιο στενό στην κορυφή και µε

διόγκωση στη βάση (3 cm), 7-10 x 1,6-2 cm. Επιφάνεια λεία, γκρι-µπεζ πάνω από το

δαχτυλίδι, γκρι-µπεζ µε µικρά, λευκά, τεθλασµένα σκισίµατα από τη σάρκα που

φαίνεται, κάτω από το δαχτυλίδι. Κάποιες φορές αν κοπεί κοντά στη βάση κοκκινίζει.

∆αχτυλίδι διπλό, µη κινητό, µε την κάτω πλευρά να είναι γκρι. Οσµή και γεύση

ουδέτερη. Αποτύπωµα σπορίων κρεµ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή προς επιµήκη, υαλώδη, παχύτοιχα, µε σπερµατικό πόρο και

υαλώδες κάλυµµα πάνω του, 11-16(-18) x (8-)9-12 µm, Q: 1,2-1,6. ∆εξτρινώδη

αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα, µερικές φορές υπάρχουν

και δίσπορα. Χειλοκυστίδια ροπαλοειδή, ατρακτοειδή ή απιοειδή, τις περισσότερες

φορές µε εγκάρσια χωρίσµατα που τα χωρίζει σε 2-3 µέρη, 30-50 x 11-15 µm.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από ανασηκωµένες, επιµήκεις υφές µε διάκοσµο και καφέ χρώµα σε σηµεία. Έχει

κρίκους στις βάσεις των νεαρών βασιδίων.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε ανοιχτά δάση πλατύφυλλων κυρίως και

βοσκοτόπια, συνήθως σε όξινα εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Είδος µε µεγάλη παραλλακτικότητα σε

µέγεθος, στους κόκκινους µεταχρωµατισµούς και στο χρώµα που έχει το αποτύπωµα

των σπορίων. Κύρια χαρακτηριστικά θεωρούνται τα γκρι λέπια που αποκολλούνται

εύκολα και µπεζ τριχωτή και ραβδωτή επιφάνεια από κάτω. Μια προηγούµενη

αναφορά από την Εύβοια (Athanasiou and Theochari, 2001).

Page 126: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

126

126

Macrolepiota procera var. procera (Scop.) Singer. Οικ. Agaricaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ.Θοδωρής. ∆άσος πλατύφυλλων. Στο χώµα, κάτω από

βελανιδιές. Τέλη Σεπτέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ωοειδής στην αρχή (7 cm), µετέπειτα κωνικός και επίπεδος µε ευδιάκριτο ύβο

και συνεστραµµένη περιφέρεια, 16 cm. Επιφάνεια αρχικά και για πολύ µικρό χρονικό

διάστηµα είναι ενιαία και τραχιά, χρώµατος σκούρο καφέ. Αργότερα, όσο µεγαλώνει

και ανοίγει το καρπόσωµα, σπάει και δηµιουργούνται λέπια, ενωµένα στο κέντρο και

πολλά µικρά διάσπαρτα και ανασηκωµένα στην περιφέρεια. Από κάτω υπάρχει

βαµβακένια λευκή ή µπεζ επιδερµίδα. Ελάσµατα πυκνά, ελεύθερα, λευκωπά ή κρεµ-

µπεζ. Στύπος κυλινδρικός µε διόγκωση στη βάση, 20-24 x 1-2 cm (µέχρι 5 cm στην

βάση). ∆οµή κούφια, αν κοπεί δεν µεταχρωµατίζεται. Επιφάνεια καφέ, βελούδινη σε

µπεζ υπόστρωµα, η οποία σκίζεται σχηµατίζοντας τεθλασµένες γραµµές σε όλο το

πόδι. ∆αχτυλίδι διπλό, κροσσωτό, στο χρώµα του καρποσώµατος, κινείται ελεύθερα

πάνω στο στύπο. Οσµή και γεύση ψητού κρέατος. Αποτύπωµα σπορίων λευκό µε

ροζ τόνους.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή προς επιµήκη και αµυγδαλόµορφα, υαλώδη, παχύτοιχα, µε

βλαστικό πόρο και υαλώδες κάλυµµα πάνω του, 12,5-16,5 x 8-11 µm, Q: 1,4-1,9.

∆εξτρινώδη αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα.

Χειλοκυστίδια ροπαλοειδή, ατρακτοειδή ή απιοειδή, τις περισσότερες φορές µε

εγκάρσια χωρίσµατα που τα χωρίζει σε 2-3 µέρη, δηµιουργώντας εικόνα αλυσίδας,

17-62 x 9-18 µm. Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) αποτελείται από κυλινδρικές, ανασηκωµένες υφές, καφέ χρώµατος και µε

διάκοσµο, οι οποίες έχουν κατά µήκος 1-3 εγκάρσια χωρίσµατα. Έχει κρίκους στις

βάσεις των βασιδίων.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε ανοιχτά δάση πλατύφυλλων, παρυφές

δασών και βοσκοτόπια. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ γνωστό και κοινό µανιτάρι, φαγώσιµο

και εξαιρετικά νόστιµο. Κύρια χαρακτηριστικά, το µεγάλο µέγεθος, το κινητό

δαχτυλίδι, οι τεθλασµένες ζώνες στο πόδι, το λεπιδωτό καπέλο και ότι δεν κοκκινίζει

αν ξυθεί.

Page 127: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

127

127

Marasmius oreades (Bolton) Fr. Οικ. Marasmiaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε πεσµένα φύλλα

στο έδαφος. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός 2 cm (ηµισφαιρικός στην αρχή, αργότερα µπορεί και καµπανοειδής ή

επίπεδος µε πλατύ ύβο). Επιφάνεια υγροφανής, λεία. Χρώµα ωχροκαφέ µε καστανούς

τόνους και ίσως λίγο λιπαρό όταν είναι υγρό, κρεµ-δερµατί, πιο σκούρο στο κέντρο,

όταν είναι στεγνό. Χείλος ευθύ ή ελαφρώς οδοντωτό. Ελάσµατα σχετικά αραιά,

εκρού. Ακουµπάνε στο στύπο οριακά. Στύπος κυλινδρικός, 4 x 0,2 cm. Επιφάνεια

λεία ή αµυδρά στικτή, οµόχρωµή µε το καπέλο, πιο σκούρα προς τη βάση. Οσµή

αρωµατική και γεύση µανιταρώδης. Αποτύπωµα σπορίων εκρού.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή µε κωνική κορυφή, λεία, υαλώδη, 7,5-9 x 4-5,5 µm, Q: 1,3-1,7.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια ροπαλοειδή ή κυλινδρικά µε κοµποειδή

εξογκώµατα. Υµενοφόρο τράµα δεξτρινώδες. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis)

αποτελείται από υποσφαιρικές, απιοειδείς, ανασηκωµένες υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε κύκλους, σε ξέφωτα, γρασίδια, ανοιχτά µέρη,

µονοπάτια κ.α. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Αρκετά κοινό είδος µε κύριο

χαρακτηριστικό τον σκληρό και ευλύγιστο στύπο. Το Marasmius collinus

καταγράφεται στη βιβλιογραφία ως ένα είδος αρκετά όµοιο µε το M. oreades. Παρουσιάζονται στους ίδιους βιότοπους αλλά διαφέρει στο ότι έχει εντελώς λείο

στύπο, κούφιο, εύθραυστο και ελαφρώς πιο στενά σπόρια. Επίσης ενώ το M. oreades

θεωρείται εδώδιµο, το M. collinus θεωρείται τοξικό.

Page 128: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

128

128

Melanoleuca grammopodia (Bull.) Murrill. Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, χωράφια. Περιοχή µε πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη

Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κοίλος µε κυρτή περιφέρεια, 8-10 cm (αρχικά κυρτός-επίπεδος µε

συνεστραµµένο χείλος, µετέπειτα κοίλος µε ευρέως ανασηκωµένη περιφέρεια).

Επιφάνεια λεία, σαρκώδης. Χρώµα λευκό-µπεζ ή µπεζ-γκρι, πιο σκούρο στο κέντρο.

Ελάσµατα αρκετά πυκνά, λευκωπά µε µπεζ τόνους, ακουµπάνε στο στύπο. Στύπος

ροπαλοειδής µε διογκωµένη κορυφή, 3,5-5 x 1,5 cm. Επιφάνεια έντονα ινώδης-

γραµµωτή, µπεζ-κρεµ, µπεζ-καφέ ή σκούρο καφέ. Οσµή αδύνατη και γεύση άσχηµη.

Αποτύπωµα σπορίων κρεµ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, τραχιά-διάστικτα, (6,5-)7-9 x 4,5-6 µm, Q: 1,3-1,8, αµυλώδη

αντίδραση σε Melzer’s. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια κυρίως

ροπαλοειδή από τη βάση µέχρι τη µέση απ’ όπου ξεκινούν βελονοειδείς απολήξεις

παρόµοιου µήκους, χωρισµένες στο µεγαλύτερο ποσοστό µε σέπτα µε την

ροπαλοειδή τους βάση και κάποιες µε κρυστάλλους στο ακραίο σηµείο, 30-55 x 5-9

µm. ∆ευτερευόντως µπορεί να υπάρχουν λοβοειδείς ή δακτυλιοειδείς απολήξεις.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές, περιπλεγµένες υφές. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως µόνο του, στο χώµα, σε ανοιχτά δάση, ξέφωτα και άκρες

δρόµων. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Σπάνιο µανιτάρι για το οποίο παλαιότερα

είχαν περιγραφτεί δύο ποικιλίες, ή f. grammopodia και ή f. macrocarpa, οι οποίες

τώρα πια θεωρούνται φαινότυποι του ίδιου είδους. Βασική διαφορά τους ήταν ότι ή f. grammopodia είχε ισοµήκη στύπο και πίλο ενώ ή f. macrocarpa έχει κοντόχοντρο

στύπο, αισθητά µικρότερο σε µήκος από την διάµετρο του πίλου και λίγο πιο σκούρα

χρώµατα. Μια µόνο προηγούµενη αναφορά (Dimou, Zervakis and Polemis, 2008).

Page 129: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

129

129

Mycena epipterygia (Scop.) Gray. Οικ. Mycenaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, ελατοδάσος. Σε συσσωµατώµατα από φύλλα και

ελατοβελόνες. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κλειστός, ωοειδές στην αρχή, αργότερα καµπανοειδής-κωνικός και προς το

τέλος ανοίγει προς το επίπεδο, δηµιουργώντας πλατύ ύβο και κυρτή περιφέρεια, 0,7-2

cm. Υφή λεία, γλιτσερή µε εύκολα αποσπώµενη επιδερµίδα, επιφάνεια γραµµωτή είτε

µόνο στην περιφέρεια, είτε από τη µέση και πιο πάνω µέχρι το χείλος. Περιφέρεια

ελαφρώς οδοντωτή. Χρώµα από λευκό µε γκρι τόνους µέχρι σκούρο γκρι µε λαδί

τόνους. Το χείλος είναι λευκό. Γενικά ανοίγει χρωµατικά προς την περιφέρεια και

παίρνει διάφανες χροιές. Ελάσµατα όχι πολύ πυκνά, λευκά ή µπεζ, ακουµπάνε στο

στύπο σχηµατίζοντας δόντι. Κύριο χαρακτηριστικό τα επιζελατινωµένα χείλη,

ευδιάκριτα και µακροσκοπικά. Στύπος κυλινδρικός, λείος, 3-5 x 0,2 cm. Κούφιος,

ηµιδιαφανής, δίνει µία φωσφοριζέ χροιά στα χρώµατά του. Συνήθως κίτρινος ή

κιτρινοπράσινος στα νεαρά καρποσώµατα που όσο προχωράει η ανάπτυξη τα χάνει

σταδιακά και γίνεται διάφανος, υπόλευκος, µε πράσινους τόνους. Οσµή ταγγιά,

αµυλώδης και γεύση σχετικά στυφή. Αποτύπωµα σπορίων κρεµ απαλό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή προς επιµήκη, ελαφρώς στικτά, υαλώδη, 8-10 x (4-)5-6 µm, Q:

1,5-2,25. Βασίδια κυλινδρικά, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια λεπτές, κοραλλόµορφες

υφές µε αρκετές δακτυλιοειδές και λοβοειδείς απολήξεις, 15-20 x 2-4 µm. Το χείλος

αποτελεί διακριτό κοµµάτι του παρασκευάσµατος που αποκολλάται εύκολα.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές, αρκετά ζελατινώδεις, επιµήκεις και τεθλασµένες υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Απαντάται σε δασώδεις ή µη περιοχές, συνήθως σε υγρά µέρη µε φυτικά

υπολείµµατα ή σε θαµµένο ξύλο. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Αρκετά κοινό µανιτάρι, µε µεγάλη

παραλλακτικότητα σε µικροσκοπικά και µακροσκοπικά χαρακτηριστικά. ∆ιαιρούταν

σε ποικιλίες µε βάση τον αριθµό στηριγµάτων στα βασίδια, το σχήµα των σπορίων,

το σχήµα των χειλοκυστιδίων, τα χρώµατα και το υπόστρωµα. Τώρα πια θεωρούνται

όλα ένα είδος.

Page 130: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

130

130

Mycena pura (Pers.) P. Kumm. Οικ. Mycenaceae

Περιοχή-Εποχή: Λάδωνας, πλατύφυλλα. Στο έδαφος. Τέλη Νοέµβρη

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος καµπανοειδής-κωνικός όταν είναι νεαρό, αργότερα κυρτός-επίπεδος ή επίπεδος

µε ανερχόµενη περιφέρεια, 1-3 cm. Μπορεί επίσης να έχει µικρό ύβο και ελαφρό

βαθούλωµα γύρω του. Επιφάνεια λεία, γραµµωτό στην περιφέρεια. Ισχυρά

υγροφανές, διαφανίζει και παίρνει διάφορους χρωµατισµούς όπως υπόλευκο µε λιλά

ή ροζέ τόνους, σκούρο γκρι µε ιώδες τόνους, ροζ-µωβ, βιολετί-µελιτζανί ή

γαλαζοπράσινο. Πιο σκούρο στο κέντρο του πίλου και πιο ανοιχτό, συνήθως προς το

λευκό στην περιφέρεια. Ελάσµατα όχι πολύ πυκνά, ακουµπάνε στο στύπο

σχηµατίζοντας δόντι. Χρώµα λευκό-γκρι που τονίζονται ιώδη από το καπέλο. Στύπος

κυλινδρικός, γκρι-µωβ, λείος και συµπαγής αρχικά και τελικά βελούδινος και

κούφιος, 3-6 x 0,4-0,5 cm. Οσµή και γεύση σαν ραπανάκι. Αποτύπωµα σπορίων

λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειπτικά-κυλινδρικά, λεία, υαλώδη, µε σταγόνες, 5,9-7,8 x 3,7-4,2 µm Q:

1,5-2. Βασίδια κυλινδρικά-ροπαλόµορφα, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια-

Πλευροκυστίδια χοντρά, ατρακτοειδή µε µικρή στένωση στο λαιµό, 48-70 x 13-24

µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από σχετικά χοντρές (3-9 µm),

παράλληλες υφές, µε κρίκους και ελαφρά ζελατινώδη τοιχώµατα.

Οικολογία: Πολύ κοινό µανιτάρι σε δάση πλατύφυλλων ή κωνοφόρων, στο έδαφος.

Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Μεγάλη παραλλακτικότητα στην εµφάνιση,

µπορεί να µπερδευτεί µε το M. rosea αν έχει ροζ χρωµατισµούς και µε το M. pelianthina το οποίο όµως έχει σκούρα µελιτζανί ελάσµατα.

Page 131: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

131

131

Mycena rosea (Schumach.) Gramberg. Οικ. Mycenaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Στο έδαφος, σε

υπολείµµατα φύλλων. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός-κωνικός στην αρχή, αργότερα κυρτός µε ύβο, 1,5-2,7 cm.

Επιφάνεια λεία, ελαφρά γραµµωτό στην περιφέρεια και µερικές φορές µε σκίσιµο.

Υγροφανές. Ροζ, πιο ανοιχτό στην περιφέρεια και πιο σκούρο στο κέντρο. Μερικές

φορές ο ύβος παίρνει κίτρινους χρωµατισµούς. Ελάσµατα µέτριας πυκνότητας,

ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας δόντι. Πολύ απαλό ροζ. Στύπος κυλινδρικός,

λείος, ινώδης, 4,5-5,3 x 0,3-0,4 cm . Ροζ, σε απαλή χροιά. Στην αρχή συµπαγής,

αργότερα κούφιος. Οσµή σαν ραπανάκι και γεύση ήπια. Αποτύπωµα σπορίων

λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειπτικά, υαλώδη, λεία, ωστόσο έχουν τόσο πολλές σταγόνες που µπορεί

να δείχνουν σαν τραχιά, (6-)7-8 x 4-5 µm, Q: 1,4-2. Βασίδια κυλινδρικά-

ροπαλόµορφα, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια κυρίως

ατρακτοειδή, λιγότερα ροπαλόµορφα ή υποκυλινδρικά, 40-52 x 12-17 µm.

Καυλοκυστίδια στην κορυφή του στύπου, ροπαλοειδή. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) παράλληλες, λείες, υαλώδης υφές, µε κρίκους.

Οικολογία: Σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, στο έδαφος. Προτιµά

ασβεστώδη εδάφη. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό µανιτάρι. Μπορεί να µπερδευτεί µε

την M. pura όταν έχει ροζ χρωµατισµούς. ∆ιαφέρει στο σχήµα του πίλου, στο ότι δεν

έχει µικρό βαθούλωµα πλάι στον ύβο και στο βαθύτερο ροζ του καπέλου.

Page 132: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

132

132

Mycena xantholeuca Kühner. Οικ. Mycenaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων, σε θαµµένο ξύλο.

Τέλη Νοέµβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος καµπανοειδής µε ασθενή ύβο στην κορυφή, γραµµωτό από την µέση και κάτω

ή µόνο στην περιφέρεια, 1 cm ύψος, 1 cm πλάτος. Λευκό µε γκρι και µπεζ τόνους,

στην ωριµότητα γίνεται µπεζ-κίτρινο µε πιο σκούρο κέντρο και λευκό χείλος.

Ελάσµατα µέτριας πυκνότητας, ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας δόντι. Λευκά

µε γκρι και µπεζ χροιά. Στύπος κυλινδρικός, λείος, εύθραυστος, κούφιος, 6-7 x 0,1

cm. Γκρι-µπεζ µε υπόλευκη χροιά. Οσµή θυµίζει το ιώδιο σε ξερά καρποσώµατα και

γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια λεπτότοιχα, οβάλ-ελλειψοειδή µε ελαφρώς διογκωµένη άκρη, υαλώδη µε

σταγόνες, 7-9 x 5-6 µm Q: 1,3-1,8. Βασίδια κυλινδρικά-ροπαλόµορφα µε 4 ή σπάνια

και µε 2 στηρίγµατα. Χειλοκυστίδια απιοειδή και χοντρά ροπαλοειδή, µε κοντές

προεξοχές σαν αγκάθια στο πάνω µέρος, 20-35 x 6-18 µm. Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από παράλληλες υφές

µε κρίκους που στο ακραίο σηµείο λεπταίνουν και αποκτούν εξογκώµατα.

Οικολογία: Σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, σε θαµµένο ξύλο ή σε φυτικά

υπολείµµατα. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Ανήκει στο Sec. Filipedes που µαζί µε άλλα

µανιτάρια χαρακτηρίζονται από λευκά-κρεµ καρποσώµατα αλλά διαφέρουν µεταξύ

τους σε αρκετά χαρακτηριστικά. Η οσµή ιωδίου, η επιφάνεια των χειλοκυστιδίων και

η δοµή της pileipellis, διαφοροποιεί τη M. xantholeuca από τα άλλα είδη. Πρώτη

καταγραφή στην Ελλάδα (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

Page 133: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

133

133

Oudemansiella melanotricha (Dörfelt) M.M. Moser. Οικ. Physalacriaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Σε θαµµένο ξύλο. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε ρηχό κοίλωµα στο κέντρο και συνεστραµµένο χείλος (παραµένει για

µεγάλο χρονικό διάστηµα), 3 cm. Επιφάνεια εξ’ ολοκλήρου τριχωτή από σχετικά

ψηλές, ευθυτενείς, καφέ τρίχες, περισσότερες στην περιφέρεια, πάνω σε µατ

επιδερµίδα. Χρώµα σκούρο γκρι-καφέ µε µπαλώµατα διαφορετικής τονικότητας.

Ελάσµατα όχι πολύ πυκνά, λευκά, σχεδόν ελεύθερα ή ακουµπάνε στο στύπο οριακά.

Στύπος κυλινδρικός, µε µικρή διόγκωση στη κορυφή και µεγαλύτερη διόγκωση στη

βάση απ’ όπου ξεκινάει ξυλοειδής, πασσαλώδης ρίζα, (µέχρι 10 x 0,1 cm) ή οποία

φτάνει µέχρι τη ρίζα του ξενιστή, 4,5 x 0,5 cm. Επιφάνεια επίσης εξ’ ολοκλήρου

τριχωτή. Χρώµα χαλκοκάστανο, µαυρίζει προς τη βάση όπου πληθαίνουν και οι

τρίχες. Οσµή ουδέτερη και γεύση µέτρια. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια σφαιρικά-υποσφαιρικά, λεία, υαλώδη, 9-12 x 8-11 µm, Q: 1-1,2. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια πολύ χοντρά, υπο-

λαγηνόµορφα ή ατρακτοειδή, κάποια µε κρυστάλλους στην κορυφή, 84-116 x 35-40

µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από απιοειδείς ή κοντές ροπαλοειδείς

υφές, µε καφέ διάκοσµο αναµεµειγµένες µε καφέ, τεράστιες, βελονοειδείς τρίχες (80-

2400 x 8-24 µm) οι οποίες υπάρχουν και στην επιδερµίδα του στύπου. ∆εν έχει

κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων, πάνω σε θαµµένο ξύλο ή

ρίζες. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Εύκολο µανιτάρι στην αναγνώριση λόγω

των µακροσκοπικών του χαρακτηριστικών, Το παρόµοιο Xerula pudens διαφέρει στο

ότι βρίσκεται σε πλατύφυλλα και έχει κοντύτερες τρίχες (σπάνια πάνω από 1 mm).

Page 134: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

134

134

Panaeolus acuminatus var. rickenii (Hora) P. Roux, Guy Garcia and Charret Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ.Θοδωρής. ∆άσος πλατύφυλλων. Στο χώµα. Οκτώβρης

- Νοέµβρης.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος παραβολικός, κωνικός-καµπανοειδής µε µικρό ύβο, µε διάµετρο 2 cm και 1 cm

ύψος. Επιφάνεια υγροφανής, σκούρο καφέ-κόκκινο και αµυδρά γραµµωτό όταν είναι

υγρό, ωχροκάστανο µε πιο σκούρο κέντρο όταν είναι στεγνό. Χείλος µερικές φορές

πτυχωτό, χωρίς υπολείµµατα πέπλου. Ελάσµατα σχετικά πυκνά, σκούρο γρι ή µαύρο

γκρι, ακουµπάνε στο στύπο. Χείλη λευκωπά Στύπος κυλινδρικός, 8-8,4 x 0,15-0,2

cm. Επιφάνεια λεία, οµόχρωµη µε το καπέλο, σκούρο γρι µε µωβ τόνους, εξ

ολοκλήρου λευκή πασπαλιστή και αρκετές φορές µε σταγόνες. Οσµή και γεύση

µανιταρώδης. Αποτύπωµα σπορίων µαύρο.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια φακόµορφα-λεµονόµορφα σε µετωπική όψη, ελλειψοειδή-αµυγδαλόµορφα

σε πλευρική όψη, καφέ, παχύτοιχα µε βλαστικό πόρο, 11-13 x 8-10 x 6,5-7 µm, Q:

1,5-1,8. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια κυλινδρικά µε διόγκωση

στη βάση και σχετικά τεθλασµένα τοιχώµατα, 25-38 x 5-10 µm. Πλευροκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Καυλοκυστίδια παρόµοια, από την κορυφή του στύπου.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από κοντές, απιοειδείς και ανασηκωµένες

υφές, µαζί µε κυλινδρικά, λεπτά πιλεοκυστίδια, κάποια µε κρυστάλλους στην

κορυφή. Έχει κρίκους στις βάσεις των βασιδίων.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε λιβάδια, παλιά χωράφια, ανοιχτά µέρη,

πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Αρκετά κοινό είδος µε το P. acuminatus µε

διαφορές µόνο στα µακροσκοπικά χαρακτηριστικά. Το var. rickenii έχει πιο µακρύ

στύπο (4x της διαµέτρου του καπέλου) και πίλο µε παραβολικό σχήµα, ενώ το P. acuminatus έχει ηµισφαιρικό πίλο µε πλατύ ύβο και κοντύτερο στύπο. Η διάκριση

τους είναι πολύ δύσκολη γιατί στο πεδίο οι διαφορές αυτές είναι δυσδιάκριτες.

Page 135: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

135

135

Pholiota lucifera (Lasch) Quél. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµειγµένο µε

πλατύφυλλα. Πάνω σε πεσµένα κλαδιά, σε πέρασµα νερού. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός στην αρχή, µετέπειτα κυρτός µε ισχυρά συνεστραµµένη

περιφέρεια και τελικά επίπεδος µε πλατύ ύβο, 1,8-4,5 cm. Επιφάνεια έντονα

φολιδωτή από κανελί λέπια πάνω σε ωχρόλευκη, ωχροκίτρινη, κίτρινη και πορτοκαλί

επιδερµίδα. Ελάσµατα σχετικά πυκνά, ακουµπάνε στο στύπο. Κρεµ ή προς το κίτρινο

µε καστανά-πορτοκαλί σηµεία που τελικά καλύπτουν ολόκληρο το έλασµα. Χείλος

οδοντωτό. Στύπος κυλινδρικός, 2,5-4,5 x 0,3-0,7 cm, επιφάνεια λευκή, ινώδης πάνω

από το δαχτυλίδι, λευκή µε κίτρινο-πορτοκαλί αποχρώσεις και κανελί λέπια από

κάτω. ∆αχτυλίδι µεµβρανώδες, ανερχόµενο. Οσµή ουδέτερη και γεύση πικρή.

Αποτύπωµα σπορίων καστανό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή-φασεολόµορφα, ωχροκίτρινα, λεία, παχύτοιχα χωρίς βλαστικό

πόρο, (7-)8-10(-11) x (4-)5-6 µm, Q: 1,3-1-2. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα.

Χειλοκυστίδια ροπαλοειδή µε αρκετές στενώσεις και διογκώσεις, κάποια µε

δακτυλιοειδείς απολήξεις, 30-55 x 7-10 µm. Πλευροκυστίδια και χρυσοκυστίδια δεν

παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές,

ζελατινώδεις και ελαφρώς περιπλεγµένες υφές .Έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες ή συµφυή, πάνω σε θαµµένο ξύλο, κυρίως

πλατύφυλλων. Σε περάσµατα νερού. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Συγγενικό είδος µε το Pholiota tuberculosa µε το οποίο διαφέρει στο σχήµα των χειλοκυστιδίων και στην ζελατινώδη επιδερµίδα

του πίλου. Καθαρά, δηλαδή, µικροσκοπικά χαρακτηριστικά, οπότε και η

διαφοροποίηση τους στο πεδίο είναι δύσκολη.

Page 136: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

136

136

Pleurotus eryngii (DC.) Quél. Οικ. Pleurotaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα, ανάµεσα από γαϊδουράγκαθα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός αρχικά, αργότερα επίπεδος µε ευρέως συνεστραµµένη περιφέρεια ή σε

αυξηµένη ωριµότητα επίπεδος µε ευθύ χείλος, 4,5-5,5 cm. Επιφάνεια πτυχωτή,

πολλές φορές µε πλατύ ύβο. Λεία ή ελαφρά χνοώδης. Χρώµα στην αρχή καστανό-

καφέ κι αργότερα σκούρο καφέ µε διάφορα µπαλώµατα αποχρώσεων του καφέ.

Ελάσµατα σχετικά αραιά, κρεµ µε ροζ τόνους, κατερχόµενα στο στύπο. Στύπος

κυλινδρικός-ροπαλοειδής, συνήθως ενώνεται µε άλλα συµφυή καρποσώµατα στη

βάση, 3,5-4 x 1,1-1,3 cm. Σαρκώδης, λείος, λευκός, στην ωριµότητα παίρνει ωχρούς

τόνους. Οσµή ουδέτερη και γεύση στυφή. Αποτύπωµα σπορίων λευκό-κρεµ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια επιµήκη, υαλώδη µε κηλίδες ελαίου, 10-12(-17) x 4,5-5,5(-7) µm, Q: 1,9-2,7.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα ή δίσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια

δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από επιµήκεις,

περιπλεγµένες υφές. Έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως 2-3 καρποσώµατα συµφυή µεταξύ τους, κατά οµάδες.

Αναπτύσσει σχέσεις αλληλεπίδρασης µε είδη της οικογένειας Apiaceae (Eryngium sp.

γαϊδουράγκαθο). Σαπροτροφικό – Βιοτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Το σύµπλοκο είδος P. eryngii αναπτύσσεται ως σαπρότροφο σε νεκρά υπολείµµατα ριζών ή και υπόγειου τµήµατος

βλαστών, φυτών της οικογένειας Apiaceae, ενώ σπάνια αναπτύσσεται και ως ασθενές

βιότροφο (παράσιτο) πάνω στην ίδια κατηγορία φυτών. Το συγγενές είδος P. nebrodensis αναπτύσσεται σε φυτά Cachrys ferulacea (Zervakis et al. 2001, Ravash

et al. 2010).

Page 137: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

137

137

Psathyrella clivensis (Berk. and Broome) P.D. Orton. Οικ. Psathyrellaceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός στην αρχή, αργότερα κωνικός και κυρτός ή ελάχιστα καµπανοειδής,

2,3-3 cm. Επιφάνεια λεία, σπάνια αµυδρά γραµµωτό στην περιφέρεια. Χρώµα

σκούρο µπεζ προς ανοιχτό καφέ. Υγροφανές, πιο ανοιχτό το χρώµα µε την υγρασία,

συνήθως ωχροκαφέ κέντρο και ωχροδιάφανο στην περιφέρεια. Ελάσµατα σχετικά

πυκνά, µπεζ, µερικές φορές µε ένα µωβ τόνο. Ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας

µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός, 7 x 0,2 cm. Επιφάνεια λεία, µε λευκό χνούδι στην

κορυφή και στη βάση του. Χρώµα µπεζ. Οσµή και γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα

σπορίων σκούρο καφέ-βιολετί.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, λεία , ωχροκίτρινα, µε κηλίδα ελαίους, (8-)9-10,5(-13) x 5,5-6,5

µm, Q: 1,5-2. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα, σπάνια δίσπορα. Χειλοκυστίδια

κοντόχοντρα απιοειδή και υποσφαιρικά, 20-25 x 10-12 µm. Πλευροκυστίδια κυρίως

ατρακτοειδή και χοντρά λαγηνόµορφα, πιο µακριά από τα χειλοκυστίδια, 30-45 x 10-

15 µm. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από κοντόχοντρες απιοειδείς,

υποσφαιρικές και όρθιες ακραίες υφές. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή σε µικρές οµάδες, σε λιβάδια. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Είδος µάλλον µε µεγάλη

παραλλακτικότητα, το οποίο έχει µπερδέψει τους ερευνητές (Breitenbach and

Kranzlin, 1995). Κλειδί για την ταυτοποίησή του θεωρείται η παρουσία

πλευροκυστιδίων, τα σχετικά απιοειδή χειλοκυστίδια και τα ελαφρά ανοιχτά σπόρια

χωρίς ή µε ανεπαίσθητο βλαστικό πόρο. Νέα καταγραφή για την Ελλάδα (∆ήµου,

προσωπική επικοινωνία).

Page 138: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

138

138

Psathyrella marcescibilis (Britzelm.) Singer. Οικ. Psathyrellaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, σε γρασίδια. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυλινδρικός-κωνικός αρχικά, αργότερα κωνικός και καµπανοειδής, µε

ελαφρώς κυµατιστή περιφέρεια, λίγο γραµµωτή και µε µικρά υπολείµµατα πέπλου, 2-

3 cm. Επιφάνεια λεία. Χρώµα µπεζ, πιο ανοιχτό στο κέντρο. Υγροφανές, χωρίς

υγρασία πιο καφέ χρωµατισµούς. Ελάσµατα πυκνά, σκούρο γκρι µε µωβ τόνους.

Ακουµπάνε στο στύπο οριακά. Στύπος κυλινδρικός µε διογκωµένη βάση, 3-8 x 0,3-

0,4 cm. Επιφάνεια ελαφρώς τραχιά από µικρά εξογκώµατα και χνοώδης στην

κορυφή. Χρώµα λευκό-ασηµί. Οσµή και γεύση ουδέτερη. Αποτύπωµα σπορίων

σκούρο γκρι-µωβ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, σκούρο καφέ, λεία, µε διακριτό βλαστικό πόρο, (11-)12-14(-

15,5) x 6-7(-8) µm, Q: 1,7-2,1. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια

κορυνοειδή, λαγηνόµορφα και ατρακτοειδή, µε κρίκους, 25-35 x 8-11 µm.

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές επιµήκεις υφές στο ακραίο σηµείο και χοντρότερες όσο προχωράµε προς

τα κάτω. Χωρίς κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε όλα τα είδη εδαφών. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κύρια χαρακτηριστικά διάκρισης το σχήµα

του καπέλου, τα υπολείµµατα πέπλου στην περιφέρεια, η απουσία πλευροκυστιδίων

και τα µεγάλα σπόρια. Μία µόνο προηγούµενη αναφορά (∆ιαµαντής, 1992).

Page 139: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

139

139

Schizophyllum commune Fr. Οικ. Schizophyllaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε νεκρό κορµό,

πιθανώς αµυγδαλιάς. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος νεφροειδής-οστρακόµορφος, µε κοντή ή υποτυπώδη ένωση µε το υπόστρωµα,

1-4 cm . Επιφάνεια εξ’ ολοκλήρου τριχωτή, βελούδινη, σκληρότριχη, λευκό-γκρι µε

ροζ-καφέ τόνους και πιθανά πράσινους από άλγη που αναπτύσσονται κατά την

ωριµότητα. Η περιφέρεια είναι κυρτή και το χείλος συνεστραµµένο και πτυχωτό. Όλο

το καρπόσωµα είναι υγροσκοπικό, δηλαδή στεγνό, µαζεύει και γίνεται εύθραυστο και

υγρό, ανοίγει και γίνεται ελαστικό και σκληρό. Ελάσµατα αραιά, ανοιχτό γκρι µε ροζ

και καφέ τόνους. ∆ιπλά, όταν είναι στεγνά ανοίγουν και τα χείλη τους συστρέφονται

προς τα έξω και όταν είναι υγρά ενώνονται. Στύπος δεν υπάρχει. Οσµή και γεύση

ξινή. Αποτύπωµα σπορίων ωχροπορτοκαλί µε ροζ τόνους.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια κυλινδρικά, ελαφρώς τοξοειδή, λεία, υαλώδη µε κίτρινη απόχρωση, 4-6 x

2,5-4 µm, Q: 1,5-2. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές, επιµήκεις υφές, περιπλεγµένες και κατά τόπους ανασηκωµένες. Έχει

κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως πολλά καρποσώµατα µαζί, πάνω σε νεκρούς κορµούς

πλατύφυλλων, σπανιότερα κωνοφόρων, σε ανοιχτά, στεγνά µέρη. Ξυλοσηπτικό-

βιοτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ κοινό και χαρακτηριστικό είδος,

αδύνατο σχεδόν να µπερδευτεί µε κάποιο άλλο λόγω των διπλών του ελασµάτων.

Ωστόσο είναι αξιοσηµείωτο ότι τα αναφερόµενα ως ελάσµατα µάλλον είναι

ξεχωριστά καρποσώµατα, αντίθετα διατεταγµένα, ενωµένα µε το υµένιο, µε

εξειδικευµένη µορφή λόγω της θέσης τους.

Page 140: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

140

140

Stropharia coronilla (Bull.) Quél. Οικ. Strophariaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αγ. Θόδωρος. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε γρασίδια στο

έδαφος. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός µε ελαφρά συνεστραµµένο χείλος, 3,3 cm (αργότερα επίπεδος µε ευθύ

χείλος). Επιφάνεια λεία, λιπαρή ή ελαφρώς βελούδινη, µουσταρδί µε ωχροπορτοκαλί

τόνους, πιθανά µε λευκό χείλος και υπολείµµατα πέπλου. Όταν είναι στεγνό µπορεί

να εµφανίσει µικρά λέπια. Ελάσµατα πυκνά, γκρι-µωβ µε καστανούς και µαύρους

τόνους, ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός µε

µικρή ίσως στένωση στην βάση, 3,5-4 x 0,6 cm. Επιφάνεια ινώδης, λευκή µε ωχρούς

τόνους. ∆αχτυλίδι κεντρικό, µεµβρανώδες, στενό. Οσµή ουδέτερη και γεύση µέτρια.

Αποτύπωµα σπορίων µαύρο-µωβ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, λεία, µουσταρδί, σχετικά παχύτοιχα αρκετά µε υποψία

σπερµατικού πόρου, 8-9,5 x 5-6 µm, Q: 1,4-1,8. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα.

Χειλοκυστίδια ροπαλοειδή, 27-45 x 7-14 µm. Πλευροκυστίδια ατρακτοειδή-

ροπαλοειδή µε µυτερή δακτυλιοειδή άκρη και λίγο-πολύ στρογγυλά, µε χρυσίζοντα

σε KOH περιεχόµενα (χρυσοκυστίδια) 35-50 x 10-16 µm. Επιδερµίδα πίλου

(pileipellis) αποτελείται από περιπλεγµένες υφές, µε ωχροµουσταρδί διάκοσµο. Έχει

κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή σε µικρές οµάδες, στο χώµα σε ανοιχτά δάση, χαµηλή

τύρφη, λιβάδια, πάρκα.. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κύρια χαρακτηριστικά, θεωρούνται το

σχήµα των χρυσοκυστιδίων, το ωχρο-µουσταρδί χρώµα του καπέλου και το

γραµµωτό δαχτυλίδι.

Page 141: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

141

141

Tricholoma atrosquamosum var. squarrulosum (Bres.) Mort. Chr. and Noordel.

Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κυρτός-επίπεδος µε ευδιάκριτο πλατύ ύβο και κυρτή περιφέρεια, 5-5,5 cm.

Επιφάνεια φολιδωτή µε λεπτά σκούρα λέπια σε ακτινωτή διάταξη, ενωµένα στο

κέντρο και αραιά στην περιφέρεια, η οποία είναι πολλές φορές λευκή, ινώδης. Χρώµα

σκούρο γκρι από τα µαύρα και σκούρα καφέ λέπια πάνω σε ανοιχτόχρωµη σάρκα.

Ελάσµατα πυκνά, λευκά-εκρού, ελεύθερα ή ακουµπάνε στο στύπο οριακά. Στύπος

κυλινδρικός µε µικρή στένωση στη βάση, 6 x 1,2 cm. Επιφάνεια εξ ολοκλήρου

λεπιδωτή από σκούρες γκρι τρίχες πάνω σε λευκή-εκρού σάρκα. Η βάση του στύπου

είναι λευκή. Οσµή πιπεριού και γεύση απαλή. Αποτύπωµα σπορίων λευκό-κρεµ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια υποσφαιρικά-ελλειπτικά έως ελλειψοειδή, λεία και υαλώδη, (5-)6-7,5(-9) x

(3-)4-5 µm, Q: 1,2-1,7. Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και

Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται

από λεπτές, παράλληλες υφές µε διάκοσµο (3-5 µm) απ όπου ξεπηδούν χοντρές και

επιµήκεις, ανασηκωµένες υφές (25-40 x 6-15 µm) επίσης µε διάκοσµο, κάποιες καφέ

χρώµατος. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, κυρίως

σε ασβεστούχα εδάφη και σχετικά θερµές περιοχές. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Οι κύρια διαφορά του var. atrosquamosum

µε το var. squarrulosum, πέρα από µικρές αποκλίσεις στο µέγεθος των σπορίων που

ποικίλουν στην βιβλιογραφία, είναι ότι το var. squarrulosum έχει εξ ολοκλήρου

λεπιδωτό στύπο. Αναφέρονται επίσης διαφορές στο φυσικό περιβάλλον, µε το var.

squarrulosum να προτιµά θερµότερα εδάφη.

Page 142: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

142

142

Tricholoma aurantium (Schaeff.) Ricken. Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός-κυρτός στην αρχή, αργότερα κυρτός και επίπεδος µε αµβλύ ύβο και

συνεστραµµένη περιφέρεια, 5,5-6,5 cm. Επιφάνεια ελαφρά γλοιώδης και λεία όταν

είναι υγρό και ελαφρά βελούδινη όταν είναι στεγνό. Χρώµα φωτεινό πορτοκαλί µε

καφεκόκκινους και ωχροκάστανους τόνους. Ελάσµατα πυκνά, λευκά ή εκρού,

πολλές φορές µε κόκκινο-πορτοκαλί στίγµατα. ακουµπάνε στο στύπο σχηµατίζοντας

µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός µε στένωση στην βάση ή σχετικά ροπαλοειδής, 5-

5,5 x 1,4-1,9 cm. ∆ιακοσµείται µε πορτοκαλιές λωρίδες κάτω από µια καθαρά

διαγεγραµµένη δακτυλιοειδή ζώνη πάνω από την οποία η επιφάνεια είναι χνοώδης.

Οσµή αγγουριού και γεύση πικρή. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, υαλώδη, λεία, 5-6(-7) x 3,5-4 µm, Q: 1,5-1,7. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) αποτελείται από λεπτές, ανασηκωµένες υφές, καφέ

χρώµατος και µε διάκοσµο. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Μόνο του ή κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων κυρίως, κάτω από νεαρά

κωνοφόρα αλλά και σε πλατύφυλλα. Προτιµά ασβεστούχα εδάφη. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Κοινό µανιτάρι και εύκολα αναγνωρίσιµο

από τα πορτοκαλί χρώµατα του πίλου και του στύπου. Ανήκει σε µια οµάδα από

Tricholoma όπου ξεχωρίζουν διότι έχουν ευδιάκριτη λευκή ζώνη δαχτυλιδιού στην

κορυφή του στύπου.

Page 143: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

143

143

Tricholoma myomyces (Pers.) J.E. Lange. Οικ. Tricholomataceae

Περιοχή-Εποχή: Βαλτεσινίκο, παλιός µύλος. ∆άσος κωνοφόρων αναµεµιγµένο µε

πλατύφυλλα. Στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος ηµισφαιρικός ή κωνικός στην αρχή, κυρτός ή καµπανοειδής µετέπειτα και

τέλος κυρτός-επίπεδος µε αµβλύ ή οξύ ύβο, 4,5-5 cm. Επιφάνεια σχεδόν µαλλιαρή

από σκούρες γκρι τρίχες ή λεπιδωτή από µικρά, ανασηκωµένα, σκούρα λέπια. Χρώµα

από γκρι ανοιχτό µέχρι γκρι σκούρο µε διάφορους καφέ τόνους. Υπολείµµατα

πέπλου, αν εµφανίζονται, είναι λευκά και βρίσκονται στην περιφέρεια. Ελάσµατα

µετρίως πυκνά, λευκά-κρεµ, ελεύθερα ή ακουµπάνε στο στύπο οριακά,

σχηµατίζοντας µικρό δόντι. Στύπος κυλινδρικός, λευκός, ινώδης, 3-5 x 0,5-1,1 cm.

Μερικές φορές ελαφρά χνουδωτός από γκρι τρίχες ή µε υποτυπώδη ζώνη

δαχτυλιδιού. Οσµή αδύναµη και γεύση απαλή. Αποτύπωµα σπορίων λευκό.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, υαλώδη, λεία, (6-)7-8(-9) x 4-5 µm, Q: 1,3-1,8. Βασίδια

ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια και Πλευροκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν.

Επιδερµίδα πίλου (pileipellis) στο ακραίο σηµείο αποτελείται από επιµήκεις,

παράλληλες και ανασηκωµένες υφές, µε διάκοσµο, γκρι-καφέ ή υαλώδεις (πλάτος

µέχρι 15 µm). Κάτω από την επιδερµίδα, στο subcutis, βρίσκονται λίγο-πολύ

µεγαλύτερες, χοντρές, παραλληλόγραµµες υφές (πλάτος µέχρι 25 µm). ∆εν έχει

κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως κατά οµάδες, σε δάση κωνοφόρων, ιδιαίτερα σε ασβεστολιθικά

εδάφη, σε παρυφές δασών και δασικά βοσκοτόπια. Συµβιωτικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Πολύ κοινό είδος. Παλαιότερα συλλογές µε

παρόµοια χαρακτηριστικά, ταυτοποιόντουσαν σε τρία διαφορετικά είδη, που άνηκαν

στην οµάδα terreum τα: T. terreum, T. gausapatum και T. myomyces. Τώρα πια όλα

θεωρούνται φαινότυποι του T. myomyces.

Page 144: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

144

144

Volvariella gloiocephala (Pers.) J.E. Lange. Οικ. Pluteaceae

Περιοχή-Εποχή: Κερπινή, Αη-Λιάς. ∆άσος πλατύφυλλων. Σε ξέφωτο στην κορυφή

του βουνού, στο χώµα. Τέλη Οκτώβρη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Πίλος κωνικός-κυρτός µε ελαφρώς ανασηκωµένη περιφέρεια και πλατύ ύβο, 9 cm.

Επιφάνεια λεία και γυαλιστερή όταν είναι στεγνό, λίγο γλοιώδης και ινώδης όταν

είναι υγρό, µε περιορισµένη γράµµωση στο χείλος. Χρώµα κρεµ, γκρι, ή µπεζ-καφέ

µε µπορντό-ρόδινους τόνους, πιο σκούρο στο κέντρο και πιο ανοιχτό στην

περιφέρεια. Ελάσµατα πυκνά, ελεύθερα, γκρι ή σκούρο µπεζ µε ρόδινους τόνους.

Στύπος κυλινδρικός µε διόγκωση στη βάση, 12 x 1,5 cm. Βόλβα παχιά, εύθραυστη,

σχίζεται εύκολα, λευκή. Επιφάνεια χνοώδης όταν είναι νεαρό, λεία µετέπειτα. Χρώµα

από λευκό µέχρι γκρι-µπεζ µε ρόδινους τόνους. Οσµή και γεύση σαν ραπανάκι.

Αποτύπωµα σπορίων σκούρο καφερόδινο.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σπόρια ελλειψοειδή, υποκίτρινα, λεία, παχύτοιχα, 14-17,5 x 8-10 µm, Q: 1,5-1,9.

Βασίδια ροπαλοειδή, τετράσπορα. Χειλοκυστίδια ατρακτοειδή µε µυτερή, ελάχιστα

λοβοειδή ή µακρόστενη κορυφή, 50-60 x 17-20 µm. Πλευροκυστίδια παρόµοια µε

τα χειλοκυστίδια, κατά κανόνα µε πιο κοντό λαιµό. Επιδερµίδα πίλου (pileipellis)

αποτελείται από παράλληλες, ζελατινώδεις υφές. ∆εν έχει κρίκους.

Οικολογία: Συνήθως µόνο του, σε ξέφωτα, χωράφια, κοπρισµένο, πλούσιο σε

οργανικές ουσίες έδαφος. Σαπροτροφικό.

Συµπεράσµατα/Παρατηρήσεις/Σχόλια: Αρκετά κοινό και χαρακτηριστικό είδος,

ιδιαίτερα λόγω του µεγάλου µεγέθους του για Volvariella. Φαγώσιµο, ωστόσο επειδή

βρίσκεται σε πλούσια εδάφη κατηγορείται ότι µπορεί να δρα σαν συσσωρευτής

ρυπαντών οπότε να προκαλεί δευτερεύουσες επιπτώσεις στους καταναλωτές του.

Page 145: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

145

145

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην περιοχή της Πελοποννήσου οι πιο καλά µελετηµένες περιοχές ως προς την

βιοποικιλότητα µακροµυκήτων, είναι το όρος Ταΰγετος (Maire and Politis 1940,

Zervakis et al., 2002a), το όρος Μαίναλο (Diamantis and Minter, 1981, 1983,

Pantidou, 1980) και τα δρυοδάση της Αρκαδίας (Zervakis et al., 2002b). Επιπλέον

υπάρχουν και τρεις ανακοινώσεις σε επιστηµονικά συνέδρια, µια για το όρος Αροάνια

(∆εληβοριάς και Γκόνου-Ζάγκου, 2000) και δύο για το Λύκαιο όρος (Τριανταφύλλου

κ.ά., 2009α, Τριανταφύλλου κ.ά., 2009β). ∆ιάσπαρτες αναφορές από διάφορες άλλες

περιοχές έχουν γίνει από Petrak (1936), Moravec (1974), Maire and Politis (1940),

Pantidou and Watliing (1970), Kotlaba Klán (1994), Tsopelas and Korhonen (1996).

Για την επαρχία Γορτυνίας δεν υπάρχουν αναφορές από παλαιότερες εργασίες, ενώ

δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε για βοτανολογική καταγραφή της περιοχής.

Η έρευνα στο πεδίο εκτελέστηκε αυστηρά µέσα στα όρια του ∆ήµου Κλείτορος και

έγινε προσπάθεια να συλλεχθούν δείγµατα από όλους τους διαφορετικούς βιότοπους

της περιοχής, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικά τα αποτελέσµατα. ∆ιήρκησε περίπου

2,5 χρόνια (2007-2010) και διενεργήθηκαν 12 εκδροµές σε όλες τις εποχές. Οι

περισσότερες έγιναν φθινόπωρο και ήταν αρκετά προσοδοφόρες, ενώ αυτές που

έγιναν τις άλλες εποχές δεν είχαν την ίδια αποτελεσµατικότητα. Συλλέχτηκαν κοντά

στα 200 δείγµατα, ωστόσο λόγω του όγκου της δουλειάς δεν ταυτοποιήθηκαν όλα.

Εξετάστηκαν πάνω από 100 δείγµατα, ταυτοποιήθηκαν 67 είδη, ενώ 20 περίπου

δείγµατα δεν κατέστη δυνατόν να ταυτοποιηθούν στα πλαίσια της παρούσας µελέτης.

Το ανάγλυφο της Γορτυνίας εµφανίζει οµοιότητες στο µεγαλύτερο κοµµάτι του, µε

εκτεταµένες περιοχές πάνω από τα 700 m, αρκετές χαράδρες και ρέµατα και γενικά

πολλά φυσικά όρια. Το ανώµαλο ανάγλυφο, το οποίο σε εκτεταµένα πλέον κοµµάτια

έχει καλυφθεί από άγρια φύση, σε συνδυασµό µε την περιορισµένη ανθρώπινη

παρουσία αλλά και το ήπιο για ορεινή περιοχή κλίµα, έχει συµβάλλει στην

δηµιουργία ενός αδιατάραχτου περιβάλλοντος, κατάλληλου για την ανάπτυξη

µανιταριών. Θα µπορούσαµε λοιπόν να συµπεράνουµε ότι η ευρύτερη περιοχή είναι

πιθανό να παρουσιάζει ανάλογο ενδιαφέρον.

Στο ∆ήµο Κλείτορος εξετάστηκαν 3-4 διαφορετικοί βιότοποι και στον καθένα

συλλέχθηκαν διαφορετικά είδη. Αποτέλεσµα αναµενόµενο καθώς αναφερόµαστε σε

άλλα οικοσυστήµατα. Ωστόσο εξετάστηκαν, στο σύνολο των 2,5 ετών, οι ίδιες

Page 146: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

146

146

περιοχές σε διαδοχικές χρονιές και τα αποτελέσµατα ήταν θετικά, καθώς στο

µεγαλύτερο βαθµό συλλέχθηκαν διαφορετικά είδη.

Την πρώτη χρονιά (2007-2008) το κλίµα ήταν αρκετά ξηρό και ο µεγαλύτερος

όγκος των δειγµάτων προέρχεται από τα τέλη του Νοέµβρη ενώ συλλέχθηκε και

µικρός αριθµός δειγµάτων το χειµώνα και την άνοιξη. Τη δεύτερη χρονιά (2008-

2009) οι βροχές είχαν αρχίσει από λίγο πιο νωρίς µε συνέπεια να συλλεχθούν αρκετά

δείγµατα µέσα στον Οκτώβρη, ενώ την τρίτη χρονιά (2009) είχαν πέσει πρώιµες

βροχές στα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου, µε αποτέλεσµα να

συλλεχθούν αρκετά δείγµατα µέσα στον Σεπτέµβρη. Εποχή που τα ίδια µέρη τις

προηγούµενες χρονιές εµφάνιζαν ξερή εικόνα χωρίς µανιτάρια (αναλυτικά πιο πάνω,

στα αποτελέσµατα).

Τους µήνες της ευρύτερης καλοκαιρίας (Μάιο-Σεπτέµβριο) το ποσοστό της

βροχόπτωσης είναι σχετικά χαµηλό (19.9-38.6) mm, οι µέρες βροχής είναι 5-6

περίπου ανά µήνα, το ποσοστό υγρασίας είναι γύρω στο 50%, ενώ η µέση

θερµοκρασία κυµαίνεται από 17 µέχρι 24,5 βαθµούς Κελσίου. Η περίοδος αυτή

θεωρείται πολύ καλή για τα µανιτάρια, καθώς δεν έχουµε µεγάλες διακυµάνσεις

µεταξύ µέγιστης και ελάχιστης θερµοκρασίας ηµέρας και νύχτας και ευνοείται η

ανάπτυξή τους. Συγκριτικά λοιπόν µε περιοχές της βόρειας και δυτικής, ηπειρωτικής

Ελλάδας όπου την συγκεκριµένη εποχή έχουµε µεγαλύτερα ποσοστά υγρασίας και

βροχοπτώσεων, θα συµπεραίναµε ότι η περιοχή της Γορτυνίας µάλλον µειονεκτεί.

Από τα µανιτάρια που ταυτοποιήθηκαν είναι κάποια που ξεχωρίζουν για

διαφορετικούς λόγους το καθένα. Συγκεκριµένα είχαµε 11 πρώτες καταγραφές για

την Ελλάδα, 8 δεύτερες και 1 τρίτη, ενώ 3 µανιτάρια συγκαταλέγονται στα 33

απειλούµενα είδη του ECCF.

Στις πρώτες καταγραφές είχαµε τα είδη: Agrocybe arvalis, Clitocybe trulliformis,

Entoloma sericeoides, Galerina laevis, Gamundia leycophylla, Gymnopus nivalis,

Hebeloma collariatum, Inocybe fuscomarginata, Lepiota forquignonii, Mycena

xantholeuca και Psathyrella clivensis (∆ήµου, προσωπική επικοινωνία).

∆εύτερες καταγραφές για τον ελλαδικό χώρο αποτελούν τα: Bovista aestivalis,

Gymnopus aquosus, Hebeloma mesophaeum, Inocybe c.f. sindonia, Lyophyllum

favrei, Macrolepiota fuliginosa, Melanoleuca grammopodia, Psathyrella

marcescibilis (∆ηµητριάδης κ.α. 2004, Zervakis et al. 2002, Maire and Politis 1940,

∆ιαµαντής 1992, Athanasiou and Theochari 2001, Dimou 2008).

Page 147: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

147

147

Τα 3 µανιτάρια που συγκαταλέγονται στα Red Lists είναι τα: Lyophyllum favrei,

Gomphus clavatus και το Sarcosphaera coronaria (Dahlberg and Croneborg, 2003).

Τέλος, λόγω των πρώτων και δεύτερων πανελλαδικών καταγραφών ή των 3 ειδών

που συγκαταλέγονται στα 33 είδη της ECCF, αν εξετάσει κάποιος τα αποτελέσµατα

και δεν έχει προηγούµενη εικόνα από άλλες περιοχές της Ελλάδας ή άλλες παρόµοιες

εργασίες, µπορεί να συµπεράνει ότι η συγκεκριµένη µελέτη ήταν αρκετά αποδοτική

από πλευράς ευρηµάτων. Ωστόσο, χωρίς να µειώνεται η µυκητολογική αξία της

περιοχής, πρέπει να σηµειωθεί ακόµα µία φορά ότι το µεγαλύτερο κοµµάτι της χώρας

είναι µυκητολογικά ανεξερεύνητο. Οπότε είναι αρκετά πιθανό, σχεδόν σε

οποιαδήποτε περιοχή της χώρας να συλλεχθούν είδη που είτε δεν είχαν βρεθεί ξανά,

είτε θεωρούνται σπάνια.

Page 148: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

148

148

Πινάκας 4. Συγκεντρωτικά αποτελέσµατα Βασιδιοµυκήτων.

ΕΙ∆ΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Περιοχή

Συλλογής

Περίοδος

Συλλογής

Οικολογική Συµπεριφορά

Agaricus campestris var. campestris Agaricaceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Agrocybe arvalis (1η καταγραφή

) Strophariaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Armillaria mellea Physalacriaceae Π1 Οκτώβριος Ξυλοσηπτικό/Βιοτροφικό

Astraeus hygrometricus Diplocystidiaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Bolbitius titubans var. titubans Bolbitiaceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Boletopsis leucomelaena Bankeraceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Bovista aestivalis (2η καταγραφή

) Agaricaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Bovista plumbea Agaricaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Clitocybe odora Tricholomataceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Clitocybe trulliformis (1η καταγραφή

) Tricholomataceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Cortinarius calochrous var. coniferarum Cortinariaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Cortinarius dibaphus Cortinariaceae Π3 Σεπτ./Οκτ. Συµβιωτικό

Cortinarius infractus Cortinariaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Crepidotus calolepis Inocybaceae Π1,Π2 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Crepidotus cesatii var. cesatii Inocybaceae Π2 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Cystodermella cinnabarina Agaricaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Entoloma sericeoides (1η καταγραφή

) Entolomataceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Galerina laevis (1η καταγραφή

) Strophariaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Galerina marginata Strophariaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Gamundia leycophylla (1η καταγραφή

) Tricholomataceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Geastrum triplex Geastraceae Π2 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Gomphus clavatus* Gomphaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Gymnopus aquosus (2η καταγραφή

) Marasmiaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Gymnopus dryophilus Marasmiaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Gymnopus erythropus Marasmiaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Gymnopus nivalis (1η καταγραφή) Marasmiaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Hebeloma collariatum (1η καταγραφή

) Strophariaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Hebeloma crustuliniforme Strophariaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Hebeloma mesophaeum (2η καταγραφή

) Strophariaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Hebeloma sinapizans Strophariaceae Π1 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Inocybe geophylla var. lilacina Inocybaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Inocybe fuscomarginata (1η καταγραφή

) Inocybaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Inocybe nitidiuscula f. nitidiuscula Inocybaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Inocybe rimosa Inocybaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Inocybe c.f. sindonia (2η καταγραφή

) Inocybaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Inonotus levis Hymenochaetaceae Π2 Οκτώβριος Ξυλοσηπτικό/Βιοτροφικό

Lactarius salmonicolor Russulaceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Lentinellus micheneri Auriscalpiaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Lepiota clypeolaria Agaricaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Lepiota forquignonii (1η καταγραφή) Agaricaceae Π4 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Lycoperdon pratense Agaricaceae Π1, Π2 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Lyophyllum favrei * (2η καταγραφή

) Lyophyllaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Lyophyllum semitale Lyophyllaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Macrolepiota excoriata Agaricaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Macrolepiota fuliginosa (2η καταγραφή

) Agaricaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Page 149: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

149

149

Macrolepiota procera var. procera Agaricaceae Π1 Σεπτέµβριος Σαπροτροφικό

Marasmius oreades Marasmiaceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Melanoleuca grammopodia (2η καταγραφή

) Tricholomataceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Mycena epipterygia Mycenaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Mycena pura Mycenaceae Π2 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Mycena rosea Mycenaceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Mycena xantholeuca (1η καταγραφή

) Mycenaceae Π1 Νοέµβριος Σαπροτροφικό

Oudemansiella melanotricha Physalacriaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Panaeolus acuminatus var. rickenii Strophariaceae Π1 Οκτ. /Νοέ. Σαπροτροφικό

Pholiota lucifera Strophariaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Pleurotus eryngii Pleurotaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό/Βιοτροφικ

ό

Psathyrella clivensis (1η καταγραφή

) Psathyrellaceae Π3 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Psathyrella marcescibilis (2η καταγραφή

) Psathyrellaceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Schizophyllum commune Schizophyllaceae Π1 Οκτώβριος Ξυλοσηπτικό/Βιοτροφικό

Stropharia coronilla Strophariaceae Π1 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

Tricholoma atrosquamosum var. squarrulosum

Tricholomataceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Tricholoma aurantium Tricholomataceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Tricholoma myomyces Tricholomataceae Π3 Οκτώβριος Συµβιωτικό

Volvariella gloiocephala Pluteaceae Π4 Οκτώβριος Σαπροτροφικό

ΣΥΝΟΛΟ

64 Είδη 22 Οικογένειες 11 πρώτες καταγραφές

8 δεύτερες

Πίνακας 5. Συγκεντρωτικός πίνακας Ασκοµυκήτων.

ΕΙ∆ΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Περιοχή

Συλλογής

Περίοδος

Συλλογής

Οικολογική Συµπεριφορά

Helvella lacunosa Helvellaceae Π3 Μάιος Σαπροτροφικό

Morchella deliciosa Morchellaceae Π3 Μάιος Σαπροτροφικό

Sarcosphaera coronaria* Pezizaceae Π3 Μάιος Σαπροτροφικό

ΣΥΝΟΛΟ

3 Είδη 3 Οικογένειες

(Με αστερίσκο αναφέρονται τα είδη που συµπεριλαµβάνονται στους καταλόγους µε

τα σπάνια είδη του ECCF, ενώ σε παρένθεση αναφέρεται η συχνότητα καταγραφής

κάποιων ειδών σε πανελλήνιο επίπεδο)

Page 150: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

150

150

Page 151: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

151

151

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Alexopoulos J. C., Mims W. C. and Blackwell M.: “Introductory Mycology”, John

Wiley and Sons, Toronto (Canada), 1996.

Antonin V. and ?oordeloos M.E.: “A Monograph of Marasmius, Collybia and

Related Genera: Part 2”, IHW-Verlag, Eching (Germany), 1997.

Athanasiou Z. and Theochari I.: “Compléments à l’inventaire des Basidiomycètes

de Grèce”. Mycotaxon 79, 401-415., 2001.

Bas C., Kuyper T. W., ?oordeloos M. E. and Vellinga E. C.: “Flora Agaricina

Neerlandica vol.1-5”, A.A.Balkema Publishers, Rotterdam (Holland), 1988-2001.

Bigelow E. H.: “North American Species of Clitocybe Part I-II”, J. Cramer, Vaduz-

Berlin (Germany), 1982-1985.

Brandrud T. E., Lindström H., Marklund H., Melot J. and Muskos S.:

“Cortinarius, Flora Photographica Vol. 1-3”, Cortinarius HB, Matfors (Sweden),

1990-1998.

Breitenbach J. and Kranzlin F.: “Fungi of Switzerland vol.1-6”, Verlag Mykologia,

Lucerne (Switzerland), 1984-2005.

Courtecuisse R.: “Mushrooms of Britain and Europe”, Harper Collins Publishers 77-

85 Fulham Palace Road, London (UK), 1999.

Courtecuisse R. and Duhem B.: “Mushrooms and Toadstools of Britain and

Europe”, Harper Collins Publishers 77-85 Fulham Palace Road, London (UK), 1995.

Dahlberg A. and Croneborg H.: “33 threatened fungi in Europe, Complementary

and revised information on candidates for listing in Appendix I of the Bern

Convention”, Swedish Environmental Protection Agency and European Council for

Conservation of Fungi, Uppsala (Sweden), 2003.

Hansen L. and Knudsen H.: “Nordic Macromycetes vol.1, Ascomycetes”,

Nordsvamp, Copenhagen, Denmark, 2000.

Hansen L. and Knudsen H.: “Nordic Macromycetes vol.3 Heterobasidioid,

Aphyllophoroid and Gasteromycetoid Basidiomycetes”, Nordsvamp, Copenhagen,

Denmark, 1997.

Hawksworth D. L.: “The fascination of fungi: exploring fungal diversity”,

Mycologist 11(1): 18-22, 1997.

Kirk P. M., Cannon P. F., David J. C. and Stalpers J. A.: “Ainsworth and Bisby's

Dictionary of Fungi, 9th

Edition”, CABI Publishing, Wallingford (UK), 2001.

Page 152: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

152

152

Kits van Waveren E.: “The Dutch, French and British species of Psathyrella.

Persoonia” 2:1–300, 1985.

Kotlaba F. and Klán J.: “A handful of Aphyllophorales collected in Greece”. Česká Mykol. 47, 199-206., 1994.

Kuyper W. T.: A revision of the genus Inocybe in Europe. I. Subgenus Inosperma

and the smooth-spored species of subgenus Inocybe. Persoonia, Supplement 3: V–

247, 1986.

Maire, R. and Politis J.: “Fungi Helleniki”. Actes de l’ Institut Botanique de l’ Université d’ Athènes 1, 27-179., 1940.

Menser G. P.: “Hallucinogenic and Poisonous Mushroom Field Guide”, Ronin

Publishing Inc, Berkeley (USA), 1997.

Moravec J.: “Several operculate Discomycetes from Greece and remarks on the

genus Scutellinia (Cooke) Lamb”. emend. Le Gal. Česká Mykol. 28, 19-25., 1974.

Moser M.: “Keys to Agarics and Boleti”, Phillips 15a Eccleston Sq. London (UK),

1983.

?annfeld J. A.: “The mycofloristical exploration of Scandinavia, especially Sweden”,

Friesia 6(3): 167-213, 1959.

Pantidou M.: “Macrofungi in forests of Abies cephalonica in Greece”. ]ova Hedwigia 32, 709-723., 1980.

Pantidou M. and Watling R.: “A contribution to the study of the Boletaceae-

Suilloidae”. ]otes Roy. Bot. Garden Edinburgh 30, 207-237., 1970.

Pegler D., Laessoe T. and Spooner B.: “British Puffballs, Earthstars and

Stinkhorns”, Royal Botanic Gardens, Kew (UK), 1995.

Petrak F.: “Beiträge zur Pilzflora der Balkanhalbinsel, besonders Griechenlands”.

Annales Mycolologici 34, (3), 211-236., 1936.

Phillips R.: “Mushrooms and other fungi of Britain and Europe”, Macmillan

Publishers Ltd 25 Eccleston Place, London (UK), 1994.

Poinar G. O. and Singer R.: “Upper Eocene gilled mushroom from the Dominican

Republic”, Science 248, 1099-1101, 1990

Ravash R., Shiran B., Alavi A.-A., Bayat F., Rajaee S. and Zervakis G.I. “Genetic

variability and molecular phylogeny of Pleurotus eryngii species-complex isolates

from Iran, and notes on the systematics of Asiatic populations”. Mycological Progress

(in press), 2010.

Page 153: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

153

153

Riva A.: “Fungi Europaei, Volume 3: Tricholoma”, Edizioni Candusso, Saronno

(Italy), 2003.

Robich G.: “Mycena d’ Europa”, Associazone Micologica Bresadola, Trento (Italy),

2003.

Senn-Irlet B., Heilmann-Clausen J., Jenney D. and Dahlberg A.: “Guidance for

Conservation of Macrofungi in Europe”, European Council for Conservation of Fungi

(ECCF), Strasbourg (France), 2007.

Stamets P.: “Psilocybin Mushrooms of the World”, Ten Speed Press, Berkeley

(USA), 1996.

Stangl J.: “Guida alla determinazione del fungi, Vol. 3 Inocybe”, Saturnia, Trento

(Italy), 1991.

Strid A. And Tan K.: “Flora Hellenica” vol. 1, Koeltz Scientific Books, Königstein

(Germany), 1997.

Tsopelas P. and Korhonen K.: “Hosts and distribution of the intersterility groups of

Heterobasidion annosum in the highlands of Greece”. Eur. J. For. Path. 26, 4-11.,

1996.

Vesterholt J.: “Fungi of Northern Europe, Vol. 3: the Genus Hebeloma”,

Svampetryk, Tilst, Denmark, 2005.

Zervakis G. I., Dimou D. M. and Polemis E.: “Mycodiversity studies in selected

ecosystems of Greece: II. Macrofungi associated with conifers in the Taygetos

Mountain (Peloponnese)”. Mycotaxon 83, 97-126., 2002a.

Zervakis G. I., Polemis E. and Dimou D. M.: “Mycodiversity studies in selected

ecosystems of Greece: III. Macrofungi recorded in Quercus forests from southern

Peloponnese”. Mycotaxon, 84, 141-162., 2002b.

Dimou D. M., Zervakis G. I. and Polemis E.: “Mycodiversity studies in selected

ecosystems of Greece: 4. Macrofungi from Abies cephalonica forests and other

intermixed tree species (Oxya Mountain, central Greece)”. Mycotaxon 104, 39-42.,

2008.

Zervakis G., Venturella G. and Papadopoulou K. “Genetic polymorphism and

taxonomic relationships of the Pleurotus eryngii species-complex as resolved through

the analysis of random amplified DNA patterns, isozyme profiles and

ecomorphological characters”. Microbiology-SGM 147, 3183-3194, 2001.

Page 154: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

154

154

Ελληνική Βιβλιογραφία

∆εληβοριάς Π. και Γκόνου-Ζάγκου Ζ.: “Ταξινοµική µελέτη των µακροµυκήτων

από το όρος Αροάνια”. Πρακτικά του 8ου

Πανελλήνιου Επιστηµονικού Συνεδρίου της

Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, σελ. 139-142. Πάτρα, 2000.

∆ηµητριάδης Ι. Σ., Γκόνου-Ζάγκου Ζ., και Καψανάκη-Γκότση Ε.:

“Μακροµύκητες του Υµηττού”. Πρακτικά του 26ου

Συνεδρίου της Ελληνικής

Εταιρείας Βιολογικών Επιστηµών, σ. 74, Βόλος., 2004.

∆ιαµαντής Σ.: “Τα µανιτάρια της Ελλάδας”, Ίων, Αθήνα., 1992.

∆ιαµαντής Σ. και Minter D. W.: “Συνεισφορά στη µυκοχλωρίδα της

Κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica Loud.) Μέρος Ι. To ∆άσος”, 92, 46-60.,

1981.

∆ιαµαντής Σ. και Minter D. W. : “Συµβολή στη µυκοχλωρίδα της Κεφαλληνιακής

ελάτης (Abies cephalonica Loud.). Μέρος ΙΙ. ∆ασική Έρευνα” 2(4), 131-136., 1983.

Καραγκούνη-Κύρτσου ∆. Α.: “Μικροβιολογία”, Εκδόσεις Σταµούλη, Αθήνα, 1999.

Καρανδεινός Γ. Μ.: “Οικολογικές Μέθοδοι”, Εκδόσεις Γ.Π.Α., Αθήνα, 1990

Καρανδεινός Γ. Μ.: “Στοιχεία Οικολογίας”, Εκδόσεις Γ.Π.Α., Αθήνα, 1995

Μπαλής K. ∆.: “Μαθήµατα Γενικής Μικροβιολογίας”, Εκδόσεις Γ.Π.Α., Αθήνα,

1983.

Τζάµος Ε. Κ.: “Φυτοπαθολογία”, Εκδόσεις Σταµούλη, Αθήνα, 2004.

Τριανταφύλλου Μ., Γκόνου-Ζάγκου Ζ. και Καψανάκη-Γκότση Ε.: “Ποικιλότητα

βασιδιοµυκήτων σε δάσος Quercus στην Αρκαδία”. Πρακτικά του 11ου

Πανελλήνιου

Επιστηµονικού Συνεδρίου της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, σελ. 160 (περίληψη).

Αθήνα, 2009α.

Τριανταφύλλου Μ., ∆εληβοριάς Π., Γκόνου-Ζάγκου Ζ. και Καψανάκη-Γκότση

Ε.: “Προκαταρκτική µελέτη της ποικιλότητας των µακροµυκήτων στο Λύκαιον

όρος”. Πρακτικά του 2ου

∆ιεθνούς Συνεδρίου της Ελληνικής Εθνικής Πρωτοβουλίας

‘Μικροβιόκοσµος’, σελ. 48 (περίληψη). Αθήνα., 2009β.

Internet – Ιστοσελίδες

http://www.dimos-kleitoros.gr (ιστοσελίδα για το ∆ήµο Κλείτορος)

http://gbt.aua.gr/gbt/ergastiria/Emicrobiologias/genikiMicrobiologia.html

(ιστοσελίδα του Εργαστηρίου Γενικής και Γεωργικής Μικροβιολογίας)

http://www.gnccd.com (ιστοσελίδα της Εθνικής επιτροπής για την καταπολέµηση

της ερηµοποίησης)

Page 155: Βιοποικιλοτητα μανιταριων στον Δήμο Κλείτορος Νομός Αρκαδίας

155

155

http://healing-mushrooms.net (ιστοσελίδα για φαρµακευτικά µανιτάρια)

http://www.hnms.gr (ιστοσελίδα της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας)

http://www.indexfungorum.org (Index Fungorum CABI Bioscience databases)

http://kentsimmons.uwinnipeg.ca (ιστοσελίδα του Kent Simmons, από το

πανεπιστήµιο του Winnipeg).

http://kpe-kastor.kas.sch.gr/istoselida-biodiversity/contents.htm (ιστοσελίδα του

ΚΠΕ Καστοριάς)

http://tolweb.org (ιστοσελίδα του “Tree of Life”)