ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

114
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ Αθανασία Συκιώτου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ποινική δίκη: σύγκρουση συμφερόντων υψίστης σημασίας = κοινωνικού συνόλου + κατηγορουμένου Κρίση του δικαστή προϋποθέτει ότι θα αναγνωρισθεί η αλήθεια. Ενέργειες προς διάγνωση της αλήθειας, καθώς και επιτυχία ή όχι της έκβασης = απόδειξη. Κρίση του δικαστή θα στηριχθεί στην αλήθεια που αποκαλύπτεται μέσα από την απόδειξη. Απόδειξη προϋποθέτει: έρευνα, συλλογή, ερμηνεία και αξιολόγηση όλων των στοιχείων που είναι ικανά να την στηρίξουν, δηλ. ανάκριση. Ανάκριση: σειρά πράξεων που κατευθύνονται στη συγκέντρωση στοιχείων στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η απόδειξη. Αναγκαίος όρος της απόδειξης χωρίς την οποία δεν μπορεί να σχηματιστεί η δικαστική κρίση (=συνείδηση του δικαστή). Δυσχέρειες στην απόδειξη της ποινικής δίκης: δεν υπάρχει πάντα η ευχέρεια της από πριν απόδειξης των κρισίμων περιστατικών (έγγραφα, μάρτυρες, κλπ) ή χρήσης μέσων που επιτρέπονται σε άλλες δίκες (όρκος κατηγορουμένου). Τήρηση συγκεκριμένου τύπου προς διασφάλιση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (εκθέσεις, επιδόσεις, προθεσμίες, κλπ). Αντίθετα από την πολιτική δίκη όπου επιβάλλεται «καθήκον αληθείας», στη ποινική δίκη αναγνωρίζεται «δικαίωμα ψέματος». Ανισότητα αντιπάλων (κοινωνίας, ατόμου/κατηγορουμένου) μειώνεται με το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου = δεν χρειάζεται να αποδείξει ο κατηγορούμενος την αθωότητά του (actore non probante, reus

Transcript of ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Page 1: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ Αθανασία Συκιώτου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ποινική δίκη: σύγκρουση συμφερόντων υψίστης σημασίας =

κοινωνικού συνόλου + κατηγορουμένου

Κρίση του δικαστή προϋποθέτει ότι θα αναγνωρισθεί η αλήθεια.

Ενέργειες προς διάγνωση της αλήθειας, καθώς και επιτυχία ή όχι της έκβασης = απόδειξη.

Κρίση του δικαστή θα στηριχθεί στην αλήθεια που αποκαλύπτεται μέσα από την απόδειξη.

Απόδειξη προϋποθέτει: έρευνα, συλλογή, ερμηνεία και αξιολόγηση όλων των στοιχείων που είναι ικανά να την στηρίξουν, δηλ. ανάκριση.

Ανάκριση: σειρά πράξεων που κατευθύνονται στη συγκέντρωση στοιχείων στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η απόδειξη. Αναγκαίος όρος της απόδειξης χωρίς την οποία  δεν μπορεί να σχηματιστεί η δικαστική κρίση (=συνείδηση του δικαστή).

Δυσχέρειες στην απόδειξη της ποινικής δίκης: δεν υπάρχει πάντα η ευχέρεια της από πριν απόδειξης των κρισίμων περιστατικών (έγγραφα, μάρτυρες, κλπ) ή χρήσης μέσων που επιτρέπονται σε άλλες δίκες (όρκος κατηγορουμένου). Τήρηση συγκεκριμένου τύπου προς διασφάλιση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (εκθέσεις, επιδόσεις, προθεσμίες, κλπ). Αντίθετα από την πολιτική δίκη όπου επιβάλλεται «καθήκον αληθείας», στη ποινική δίκη αναγνωρίζεται «δικαίωμα ψέματος». Ανισότητα αντιπάλων (κοινωνίας, ατόμου/κατηγορουμένου) μειώνεται με το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου = δεν χρειάζεται να αποδείξει ο κατηγορούμενος την αθωότητά του (actore non probante, reus absolvitur), αλλά δικαιούται και να μη απαντήσει, να μην αποκαλύψει την ενοχή του (nemo tenetur se ipsum accusare).

Ποινική δίκη λόγω σειράς δικονομικών πράξεων που προϋποθέτει χωρίζεται σε δύο φάσεις: προδικασία (προπαρασκευαστικός χαρακτήρας συλλογής στοιχείων ικανών για απόδειξη - εδώ εντάσσεται η ανάκριση) και κύρια διαδικασία (απόδειξη προς σχηματισμό τελικής κρίσης –επανάληψη σε ορισμένη έκταση και της ανάκρισης, ούτως ώστε ο δικαστής ν’αποκτά δική του γνώση και να αξιολογεί τα στοιχεία = αρχή προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που διασφαλίζει παράλληλα και την αρχή της άμεσης λήψης των αποδείξεων).

Page 2: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ανακριτική: ο κλάδος της Εγκληματολογίας που έχει αντικείμενο την έρευνα, συλλογή, έλεγχο και ερμηνεία του αποδεικτικού υλικού σχετικά με τη διάπραξη εγκλήματος και αποκάλυψη της ταυτότητος του δράστη. Σκοπός: η διατύπωση κανόνων και αρχών τέτοιων, ούτως ώστε τα στοιχεία που θα συλλέγονται να είναι ικανά να στηρίξουν ένα κατά το δυνατόν πλήρες ιστορικό επί του οποίου θα βασίζεται ο σχηματισμός της δικανικής πεποίθησης.

Κατά Γαρδίκα : Ανακριτική= το σύνολο των προς ανεύρεση των δραστών εγκλημάτων επιστημονικών μεθόδων ως προς την γνώση του τρόπου της εργασίας των εγκληματιών των διαφόρων κατηγοριών.

Ανακριτική και άλλοι κλάδοι της εγκληματολογικής επιστήμης

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης συναντώνται μαζί με την ανακριτική και άλλοι κλάδοι όπως: ποινικό δικονομικό δίκαιο, δικαστική ψυχολογία και αστυνομική.

Ποινικό δικονομικό δίκαιο: κλάδος της δογματικής ποινικής επιστήμης που αναφέρεται και  στην ανάκριση, στα όργανα που πρέπει να τη διεξάγουν, τα μέσα προσφυγής και όρια δράσης οργάνων. Καθορισμός αυστηρών διαδικαστικών τύπων και πρόβλεψη δικαιωμάτων κατηγορουμένου η παραβίαση των οποίων οδηγεί σε ακύρωση (απόλυτη ή σχετική –άρθ.170, 171ΚΠΔ) στην ακύρωση του αποδεικτικού υλικού που συλλέχτηκε μ’αυτόν τον τρόπο. Η ανακριτική περιορίζεται από το πδδ, αλλά ερευνά και μεθοδεύει τους καταλληλότερους τρόπους χρησιμοποίησης μέσων απόδειξης και εισηγείται στο πδδ.

Δικαστική ψυχολογία : θέματα κοινά με ανακριτική για τις μεθόδους που εφαρμόζει η πρακτική ψυχολογία. Διαφορά το πρίσμα έρευνας. Δικ. Ψυχολογία μελέτη της ψυχολογίας των παραγόντων της ανάκρισης (εάν, πότε, γιατί οι παράγοντες δρουν κατά τρόπο όχι ορθό).

Αστυνομική: αντικείμενο η μελέτη των ιχνών εγκλήματος, δακτυλοσκοπική, φωτογραφία και συναφή τεχνικά για την εξακρίβωση του εγκλήματος και της ταυτότητας του δράστη.

Αντικείμενο της ανακριτικής

Η Ανακριτική στρέφεται προς 3 κατευθύνσεις η καθεμιά με ακόλουθο αντικείμενο:

Α) το στοιχείο του εγκλήματος όπως αυτό αναφέρεται στην κατηγορία, συμπεριλαμβανομένου του τόπου της τέλεσης του εγκλήματος, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε και τα ίχνη  και ταυτότητα.

Page 3: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Β) ταυτότητα και διερεύνηση του δράστη και των τρίτων (μαρτύρων, πραγματογνωμόνων,  κλπ.)

Γ) προσωπικά στοιχεία του οργάνου ή οργάνων που διενεργεί την ανάκριση αφού από τη δράση τους εξαρτάται αν θα ευοδωθεί ο σκοπός που επιδιώκεται.

Σκοποί:

1) η ανάκριση με την δικονομική έννοια -άρθ.239ΚΠΔ + γενικά συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων  για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη  και ν’ αποφασιστεί αν πρέπει να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος. Το ανακριτικό όργανο πρέπει να γνωρίζει τι λαμβάνει υπόψη του το άρθ.79ΠΚ δηλ.

α) την βαρύτητα της πράξης και β) την προσωπικότητα του εγκληματία. («Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο αξιολογεί την εγκληματική διάθεση που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη», δηλ. την επικινδυνότητα του εγκληματία).

Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης πρέπει να διερευνηθούν:

α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προέκυψε, β) η φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος καθώς και περιστάσεις του χρόνου, τόπου, μέσου  και τρόπου που έγινε η προπαρασκευή η τελέστηκε το έγκλημα, γ) η ένταση του δόλου ή ο βαθμός αμέλειας.

Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του δράστη προς διερεύνηση της εγκληματικής του διάθεσης το δικαστήριο εξετάζει (άρθρ.79 παρ.3):

         Τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση της πράξης, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε,

         Τον χαρακτήρα του και τον βαθμό ανάπτυξης         Τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την

προηγουμένη ζωή του          Τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια και μετά την πράξη, ιδίως

την μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του (η μετάνοια ισχύει για ορισμένα μόνο εγκλήματα πχ. κλοπή).

2)  έρευνα, συλλογή και έλεγχος αποδεικτικού υλικού, αλλά στο πλαίσιο όμως της ποινικής δίκης + όχι για άσχετη υπόθεση ή από άσχετο πρόσωπο.

3) Επίσης, στόχος η καλύτερη καταπολέμηση του εγκλήματος μέσω της ποινικής δίωξης και βελτίωση του δικονομικού συστήματος με προσαρμογή στις εξελίξεις της τεχνικής + κατακτήσεις της ανακριτικής.

Page 4: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Μέθοδοι έρευνας:Η ανακριτική χρησιμοποιεί μεθόδους κοινές με όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Οι πιο συχνές μέθοδοι είναι:

         Πειράματα (για ίχνη, πειστήρια, alcotest)         Μετρήσεις (υποδεκάμετρο και μετροταινία για τόπο εγκλήματος,

τροχαία, κλπ) και μαθηματικά που καθιερώθηκαν ως μέθοδος ανακριτικής έρευνας, αφού σ’αυτά στηρίζεται και η στατιστική

         Μελέτη  + ανάλυση ατομικών περιπτώσεων (case study) που οδηγεί στο αξίωμα κανένα έγκλημα χωρίς ίχνη (keine Tat ohne Spur)

         Μελέτη δικαστικών πλανών (οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα, όπως Dreyfus, Boussinière: λανθασμένες γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες-  Beck: εσφαλμένη αναγνώριση του υπόπτου από τους μάρτυρες)

         Βιογραφίες αστυνομικών + μελέτες οργάνωσης/λειτουργίας αστυνομιών.

         Στατιστική (κατάταξη εγκλημάτων στο αρχείο modus operandi, συχνότητα του κάθε τύπου δακτυλικών αποτυπωμάτων σε συγκεκριμένο πληθυσμό)

Ανακριτική ως κλάδος της εγκληματολογικής επιστήμης

1)   Εντάσσεται στους θετικούς  εγκληματολογικούς κλάδους επειδή τα αντικείμενά της είναι πραγματικές καταστάσεις και μέθοδοι της  οι μέθοδοι των θετικών επιστημών (παρατήρηση, υπόθεση, πείραμα, μέτρηση και ταξινόμηση). Μερικοί την κατατάσσουν στην Κλινική Εγκληματολογία (Μergen, Mannheim) σχετικά με τη διάγνωση του εγκληματία. Άλλοι θεωρούν ότι δεν ανήκει στην Εγκληματολογία (Vouin, Léauté) επειδή θεωρείται ότι η ανακριτική διευκολύνει  την εφαρμογή του ποινικού δικαίου μέσω της ποινικής δικαιοσύνης.

2)   Έχει αυτοτέλεια, επειδή:         Κανείς από τους άλλους κλάδους δεν ερευνά το κοινό τους

αντικείμενο από την ίδια σκοπιά         Έχει στενό κύκλο ειδημόνων από τους οποίους και προάγεται          Αναπτύσσεται σε ειδικές συστηματικές συγγραφές +έχει τα

ειδικά περιοδικά της         Επιστέγασμα +απόδειξη της αυτοτέλειάς της η αυτόνομη

διδασκαλία της στις σχολές3)   είναι τεχνικός και όχι καθαρά θεωρητικός επιστημονικός κλάδος =

σύνθεση επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων ώστε μόνο όταν αντιμετωπίζονται από κοινού δίνουν την ουσία της ανακριτικής.

4)   Έχει παγκοσμιότητα5)   Έμμεση συνέπεια του παραπάνω είναι ότι στον τομέα της έχει

καταστεί δυνατή η διεθνής συνεργασία, που υλοποιήθηκε εκτός των άλλων με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας, της Ευρωπαϊκής μονάδας δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος

Page 5: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

(Eurojust) και της Διεθνούς Αστυνομίας (Interpol), αλλά και οι συμφωνίες Schengen, η ομάδα TREVI, κα.

6)   Έχει ιστορική συνέχεια δεδομένου ότι οι κατακτήσεις του παρελθόντος δεν χάνουν την αξία τους γιατί αποτελούν αναγκαίο υπόβαθρο για την περαιτέρω εξέλιξή της.

Η εξέλιξη της ανακριτικής

Οι τρόποι διαπίστωσης της τέλεσης του εγκλήματος απασχολούσαν από παλιά τα όργανα που είχαν για έργο τους την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Οι τρόποι αυτοί ήταν συνυφασμένοι  με την υφιστάμενη δικονομική μορφή  της δίκης. Παρακολουθώντας τα στάδια εξέλιξης της απόδειξης ο Ferri διέκρινε 4 φάσεις:Α) Θρησκευτική φάση: απόδειξη με συνδρομή του Θείου. Σώρευση εμπειρίας έδωσε μεθόδους ίσως απλοϊκές για την ανάκριση (π.χ. οι γερανοί του Ιβύκου).Β) Σύστημα καθιέρωσης νομικών αποδείξεων ενάντια στην αυθαιρεσία του δεσπότη-δικαστή (συγκεκριμένες αποδείξεις και συγκεκριμένη αποδεικτική αξία: εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς) οδήγησαν στην καθιέρωση των βασάνων (ακόμη και βαυαρικός και αυστριακός κώδικες1751 και 1768 αντίστοιχα τα προέβλεπαν ως νόμιμη απόδειξη). Αντίδραση από ευρωπαϊκό διαφωτισμό.Γ) Σύστημα καθιέρωσης ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (Beccaria/ γαλλικός διαφωτισμός). Ρίζες στο ρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο.Δ) Από 18ο αι. και μετά η ανακριτική εισήλθε στην επιστημονική της φάση («συναισθηματική» κατά Ferri). Ανάπτυξη ανθρωπομετρίας, δακτυλοσκοπικής (Bertillon,  Quetelet)

         Επιστημονικές ανακαλύψεις καλλιεργούν την εικόνα του ερευνητού (Sherlock Holms)

         Θεωρητικό πλαίσιο στην ανακριτική πρόσφερε η Ιταλική Θετική Σχολή (Garofalo, Ferri).

         Hans Gross = θεωρείται θεμελιωτής της Aνακριτικής, του Archiv fur Kriminal-Anthropologie und Kriminalistik και του α’ Ινστιτούτου Ανακριτικής στον κόσμο (στο Graz της Αυστρίας).

Διαμόρφωση, ΟνομασίαΗ ονομασία Kriminalistik οφείλεται στον Gross. Από τον Γιώτη αποδόθηκε με τον όρο  Ανακριτική. Η διόγκωση των επιστημονικών γνώσεων στα θέματα της ανακριτικής και ο αυξανόμενος ρόλος του εργαστηρίου στην ανάκριση του εγκλήματος είχαν ως συνέπεια η πρακτική της άσκηση να περιέλθει σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια ερευνητών με ιδιότητα αστυνομικών οργάνων. Δόθηκαν ονομασίες που τόνιζαν το στοιχείο αυτό (police science, police technique). Ορολογική σύγχυση που βάζει σε τάξη ο Franssen που διατηρεί τον όρο και θεωρεί ως ουσιώδεις κλάδους της : α) την τεχνική αστυνομία (υπάγονται η τεχνική και η τακτική της ανακριτικής έρευνας) και β) η επιστημονική αστυνομία (police scientifique) (επεξεργασία στοιχείων που συγκεντρώνει η τεχνική

Page 6: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

αστυνομία. Ο Γαρδίκας υιοθετεί τον όρο Αστυνομική (: Β’ τόμος Εγκληματολογίας).Στη διαμόρφωση της Ανακριτικής σε αυτοτελή επιστημονικό κλάδο βοήθησε σημαντικά η ίδρυση και οργάνωση ειδικών Ινστιτούτων Ανακριτικής.Δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης θεωρητική κατάρτιση ούτε σωστή πρακτική άσκηση χωρίς ικανοποιητική γνώση της θεωρητικής εγκληματολογίας. Το γεγονός ότι αντικείμενο της ανακριτικής είναι η εξακρίβωση της ταυτότητας του εγκληματία (που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την αξιολόγηση των κινήτρων, γνώση της αντίδρασής του σε εξωτερικά ερεθίσματα που οδηγεί στο έγκλημα, τη σωστή εκτίμηση του τρόπου δράσης), καθιστά αναγκαία τη γνώση της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας.Απαραίτητη η γνώση και άλλων κλάδων όπως δικαστική ιατρική, μηχανική, γραφολογία, παλαμοδακτυλοσκοπία.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της ανάκρισης

Η Ανακριτική δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί παρά σε δημοκρατικό πολίτευμα – σε ολοκληρωτικό καθεστώς μεταβάλλεται σε επιστήμη της βίας + αυθαιρεσίας.

Σύμφωνα με τη Νέα Κοινωνική Άμυνα (: Marc Ancel) η ατομική πρόληψη και κοινωνική επανένταξη του εγκληματία δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την επίδραση ενός ανθρωπιστικού πνεύματος που διαπνέει το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο επιδιώκοντας να διαφυλάξει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και οι ουσιώδεις εγγυήσεις που απορρέουν από τις αρχές της νομιμότητας και κανονικότητας της ποινικής δίκης. Η Κοινωνική Άμυνα ξεκινά από την προστασία του ατόμου και ταυτόχρονα την ύψιστη αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η κοινωνία δεν υπάρχει παρά μόνο από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο + δεν βρίσκει τη δικαίωση παρά μόνο όταν εξασφαλίζει την πλήρη άνθιση του ανθρωπίνου όντος. Συνεπώς δεν αναγνωρίζει στο Κράτος απόλυτες εξουσίες – στηρίζεται στον «κοινωνικό ατομικισμό». Η αναγνώριση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεσπόζει στο σύστημα αυτό. Με το πνεύμα αυτό η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την διάρκεια της Ανάκρισης διακρίνεται σε 3 επίπεδα: στο ευρύτερο επίπεδο (που καλύπτεται από κείμενα των Ηνωμένων Εθνών), στο ευρωπαϊκό επίπεδο (κείμενα Συμβουλίου Ευρώπης και Ευρωπαϊκής Ένωσης) και στο εθνικό επίπεδο.

Page 7: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

        Διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου

Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων  του Ανθρώπου (1948) [ωστόσο δεν περιλαμβάνει μηχανισμό προστασίας κατά των παραβιάσεων της]

        Προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στον ευρωπαϊκό χώρο

Συμβούλιο της Ευρώπης 1949 [άρθ.3 Καταστατικού: κάθε άτομο που βρίσκεται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου να απολαμβάνει δικαιώματα του ανθρώπου και θεμελιώδεις ελευθερίες]

ΕΣΔΑ: άρθ.3 απαγόρευση βασανιστηρίων, άρθ.5 δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, άρθ.6 δίκαιη δίκη, τεκμήριο αθωότητας κλπ. και Πρόσθετα Πρωτόκολλα (αριθμ.4 σχετικά με ελεύθερη κίνηση και αριθμ.7 δικαίωμα σε άσκηση ένδικων μέσων + ne bis in idem. Η Ελλάδα είχε διατυπώσει επιφύλαξη ότι δεν θίγεται το άρθ.489ΚΠΔ, το οποίο θέτοντας υψηλά όρια ποινών αποκλείει την άσκηση έφεσης από τον κατηγορούμενο στην πλειονότητα των περιπτώσεων).

ΔΕΚ (ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση του κοινοτικού στο χώρο του ποινικού δικαίου) νομολογία για προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Διακήρυξη θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 1989.

Χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ένωσης (Διακήρυξη της Νίκαιας 2000).

        Προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα

Μεταξύ των βασικών αρχών: in dubio pro libertate ή in dubio pro reo

Nemo judex sine actore

Nulla poena sine processu

Ne bis in idem

Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου προστατεύονται από:

1) Σύνταγμα 1975/1986/2001 (διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας άρθ.87-100), αλλά και άρθ.5 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικής ζωής + προστασία ζωής, τιμής, ελευθερίας), άρθ.5 Α (πληροφόρηση), άρθ.6 (σύλληψη/φυλάκιση

Page 8: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

μόνο μετά από αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα), άρθ.7παρ.1 (νομιμότητα ποινών), άρθ.7 παρ.2 (απαγόρευση βασανιστηρίων), άρθ.8 (φυσικός δικαστής), άρθ.9 (άσυλο κατοικίας), άρθ.9 Α (προσωπικά δεδομένα). Άρθ.19 παρ.1 (απόρρητο επικοινωνίας), άρθ.19 παρ.3 (απαγόρευση χρήσης αποδεικτικών μέσων κατά παράβαση του άρθρου αυτού και άρθ.9 και 9 Α), άρθ.20 (παροχή έννομης προστασίας), άρθ.25 παρ.1 (δικαιώματα του ανθρώπου υπό την εγγύηση του Κράτους), άρθ.25 παρ.3 (απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος).

2) Διεθνή κείμενα: Βάσει άρθ.28 παρ.1 Συντ. όλες οι διατάξεις των διεθνών κειμένων από την κύρωσή τους με αυξημένη τυπική ισχύ.

3) ΚΠΔ: ιδιαίτερο κεφάλαιο για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθ.96-108): διορισμός και επικοινωνία συνηγόρου,  δικαίωμα κατηγορουμένου σε ερωτήσεις και παρατηρήσεις (99), να λαμβάνει γνώση ή αντίγραφα εγγράφων ανάκρισης (101), δικαίωμα σιγής (273 παρ.2), δικαίωμα να αξιοποιήσει την ανάλυση DNA προς υπεράσπισή του (200 A), κλπ.

Αν ο κατηγορούμενος ζητήσει να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται ρητά από τον νόμο και το δικαστήριο αρνηθεί να απαντήσει στο αίτημα του => σχετική ακυρότητα (άρθ.170ΚΠΔ). Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση, υπεράσπιση και άσκηση δικαιωμάτων που του παρέχονται από τον νόμο =>  απόλυτη ακυρότητα (άρθ.171ΚΠΔ) και αποτελεί λόγο αναίρεσης της απόφασης (άρθ.510),  βλ. και άρθ.19 παρ.3 Συντ. (2001).

TO ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ (άρθ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ)

Το τεκμήριο αθωότητος προσδιορίζει τον χαρακτήρα της ανάκρισης και συνδέεται με το βάρος της απόδειξης. Η κατηγορούσα αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου. Συχνά το τεκμήριο παραβιάζεται από τα δικαστήρια προς χάρη της εύκολης απόδειξης της ενοχής, ή της ταχύτητας της ποινικής δίκης.

Το τεκμήριο της αθωότητας καθιερώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 9 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Μέχρι πριν τη Γαλλική Επανάσταση, η εξέλιξη του εξεταστικού συστήματος συνοδεύεται από  παράλληλη εξέλιξη των βασανιστηρίων και καθιέρωση της ποινής υπόνοιας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του τεκμηρίου αθωότητας, αφού σε περίπτωση αμφιβολιών για την τέλεση εγκλήματος οδηγεί στην επιβολή ποινής. Σήμερα το τεκμήριο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που ορίζει: 

Page 9: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

«Κάθε πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο μέχρι της νόμιμης απόδειξης της ενοχής του».

Πέρα από τη διάταξη αυτή δεν υπάρχει ούτε στο Σύνταγμα αλλά ούτε και στον ΚΠοινΔικ ρητή αναφορά στο τεκμήριο της αθωότητας. Πρόκειται για θεμελιώδη εγγύηση που ανάγεται σε δικαίωμα (στο άρθ.6 παρ.2 της ΕΣΔΑ και στο Άρθ.48 παρ.1 ΧΘΔ δεν γίνεται λόγος για δικαίωμα, όπως αντίθετα στο άρθ.11 Παγκ. Διακ. Δικ. Ανθρ. Και 14 παρ.2 του ΔΣΑΠΔ- για τους ανηλίκους το τεκμήριο κατοχυρώνεται από το άρθ.40 Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού). Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) ήταν το μόνο συνταγματικό κείμενο που κατοχύρωσε ρητά υπέρ του κατηγορουμένου (άρ.15) παρόμοιο τεκμήριο (αντίθετα από συνταγματικά κείμενα άλλων χωρών. Διεθνώς μόνο 70 περίπου χώρες περιλαμβάνουν το τεκμήριο ως δικαίωμα στο Σύνταγμά τους).

Ως προς τη νομική του φύση επικράτησε η άποψη ότι δεν πρόκειται για δικαίωμα με συγκεκριμένο αυστηρά περιεχόμενο, αλλά για μια γενικότερη ρήτρα προστασίας των ατομικών και υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 6 παρ. 1 και 3 της ΕΣΔΑ, στο Σύνταγμα και στον ΚΠοινΔικ. Πρόκειται συνεπώς για μια δικονομική εγγύηση υπέρ του ατόμου εναντίον κάθε είδους προσβολής των εννόμων αγαθών του που τυχόν θίγονται με την έκδοση και την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης, για μια γενικότερη ρήτρα προστασίας των ατομικών και υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη.

Κατά Αλεξιάδη: δικαίωμα και όχι γενική αρχή του δικαίου (κίνδυνος παραβίασης χωρίς συνέπειες - μόνο κατ’εξαίρεση).

Νομολογία του ΕΔΔΑ για το τεκμήριο αθωότητος = στοιχείο της γενικής έννοιας της δίκαιης δίκης (: κατοχυρώνεται στο άρθ.6 παρ.1 ΕΣΔΑ). Μόνο ως τεκμήριο αθωότητος μπορεί να λειτουργήσει και όχι ως τεκμήριο ενοχής (Minelli κατά Ελβετίας, 25-3-1983/ Salabiaku κατά Γαλλίας, 7-1-1988). Η νομολογιακή πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων  έχει επιδείξει μία διστακτικότητα στην πρακτική ενσωμάτωσης της προστασίας σοβαρών  θεμελιωδών δικαιωμάτων  μεταξύ των οποίων και της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας με αποτέλεσμα να καταδικάζεται η χώρα μας με ανησυχητική συχνότητα από το   Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. μεταξύ πολλών άλλων τις αποφάσεις Perlala κατά Ελλάδος 22.2.07, Παραπονιάρης κατά Ελλάδος 25.9.08, Καραβελατζής κατά Ελλάδος 16.4.09, Τσότσος κατά Ελλάδος 30.4.09, Elyasin κατά Ελλάδος 28.5.09, Popovitsi κατά Ελλάδος 14.1.10, Συγγελίδης κατά Ελλάδος 28.6.2010).

Κατά το διάστημα των ετών 1959-2008, μεταξύ των Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης (που αριθμεί ως μέλη μέχρι σήμερα 47 χώρες), η χώρα μας φαίνεται να είναι 8η σε αριθμό

Page 10: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

καταδικαστικών αποφάσεων από το ΕΔΔΑ, 3η χώρα σε παραβιάσεις του εύλογου χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων, 7η σε παραβιάσεις του θεμελιώδους δικαιώματος της δίκαιης δίκης, 1η σε παραβιάσεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας) και 9η σε παραβιάσεις του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης). Από δε τις υποθέσεις που εκδικάζονται στην ουσία από το Δικαστήριο του Στρασβούργου μόνο το 2,3% είναι απαλλακτικές (βλ. ΝοΒ, τομ. 57 (2009), σελ. 2025επ.).

Με την προσθήκη (από το νομοσχέδιο του 2010 για την επιτάχυνση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης) στις απόλυτες ακυρότητες και της παραβίασης των προστατευομένων δικαιωμάτων από τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποκαθίσταται πλήρως η εμβέλεια τους και στην δικαστηριακή πρακτική, η οποία είναι απαραίτητη για την ουσιαστική και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Επιπλέον η χώρα μας με τη ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται στο προσφάτως επικυρωθέν από όλα τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης 14ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που προωθεί ακόμα περισσότερο την αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα και οι ελευθερίες  που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση πρέπει να προστατεύονται αποτελεσματικά και ουσιαστικά πρωτίστως σε εθνικό επίπεδο.Το τεκμήριο αθωότητος αποτελεί προϋπόθεση όλων των εγγυήσεων που απαρτίζουν την έννοια της δίκαιης δίκης, όπως:

        το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (+ σε β’ βαθμό: Μπουλουγούρας κατά Ελλάδος, 27-5-2004)

         το δικαίωμα αυτοπρόσωπης ακρόασης (Elyasin κατά Ελλάδος 28.5.09)

        το δικαίωμα υπεράσπισης (+ πρόσβαση + προθεσμία + το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων) βλ. ΕΔΔΑ Natunen κατά Νορβηγίας,31-3-2009/ Sadak κατά Τουρκίας, 10-7-2001[1])

        το δικαίωμα (έγκαιρης) γνώσης της κατηγορίας και εγγράφων της δικογραφίας

         το δικαίωμα σε διερμηνέα        το δικαίωμα παραπομπής σε δίκη χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και

το δικαίωμα σε έκδοση της απόφασης σε εύλογη προθεσμία        το δικαίωμα σε ένδικα μέσα

Έκφανση του τεκμηρίου αποτελεί η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης (: nemo tenetur se ipsum accusare) που περιλαμβάνει: το δικαίωμα σιγής του κατηγορουμένου (βλ. ΕΔΔΑ, Krumpholtz κατά Αυστρίας, 18-3-2010) και το δικαίωμα να μην ενοχοποιεί τον εαυτό του (άρνηση της κατηγορίας και δικαίωμα ψεύδους). Η πρώτη φορά που το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ρητά και με σαφήνεια το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης και της σιωπής του κατηγορουμένου ήταν στην υπόθεση Funke κατά Γαλλίας (της 25-02-93).Το δικαίωμα σιγής δεν περιλαμβάνεται στα υποχρεωτικώς γνωστοποιούμενα στον κατηγορούμενο κατά το άρθ.103 ΚΠΔ (π.χ. διορισμός συνηγόρου, γνώση των εγγράφων, προθεσμία για απολογία). Η σιωπή του κατηγορουμένου και η άρνησή του

Page 11: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

ν’απαντήσει στις κατηγορίες δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως τεκμήριο ενοχής. Ο εξαναγκασμός του κατηγορουμένου σε κατάθεση και η συνεισφορά του σε πιθανή καταδίκη του θα εναντιωνόταν στην ενστικτώδη ανθρώπινη τάση για αυτοσυντήρηση και έτσι θα προσέκρουε τόσο στο δικαίωμα σε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθ. 5 παρ. 1 Συντ.) όσο και στην υποχρέωση σεβασμού της αξιοπρέπειας του ατόμου (άρθ. 2 παρ. 1 Συντ).Ως προς τον σεβασμό ή όχι του δικαιώματος σε μη αυτοενοχοποίηση συνδέονται  και οι περιπτώσεις της συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης. Το  ΕΔΔΑ στην υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου (5-2-2003)[2], έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκε πληροφοριοδότης της αστυνομίας που τοποθετήθηκε στο ίδιο κελί με τον κατηγορούμενο και του έκανε επίμονες ερωτήσεις σχετικά με την πράξη, ηχογραφήθηκαν δε οι εν λόγω συνομιλίες. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ουσιαστικά, κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε σε λειτουργικό ισοδύναμο ανάκρισης, χωρίς τις εγγυήσεις μιας ανάκρισης. Οι αρχές δηλαδή, χρησιμοποίησαν παραπλανητικά μέσα για να αποσπάσουν από αυτόν ομολογίες ή άλλες δηλώσεις ενοχοποιητικής φύσης, ώστε να τις χρησιμοποιήσουν στη δίκη ως αποδείξεις για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας ενώ ο ύποπτος έχει επιλέξει να παραμείνει σιωπηλός. Αν και δεν υπήρξε άμεσος εξαναγκασμός, εντούτοις, οι ψυχολογικές πιέσεις σε βάρος του προσφεύγοντα με τις συχνές και επίμονες ερωτήσεις εκ μέρους του πληροφοριοδότη, φαλκίδευσαν το εκούσιο των σχετικών αυτοεπιβαρυντικών δηλώσεών του και επομένως τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν παρά τη θέληση του κατηγορουμένου.

Το τεκμήριο μπορεί να μην περιλαμβάνεται ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ωστόσο πάρα πολλές είναι οι διατάξεις που διαπνέονται από την παραπάνω εγγύηση, οι περισσότερες δε μάλιστα αφορούν υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:Άρθ. 14-15 (λόγοι αποκλεισμού και εξαίρεσης δικαστικών προσώπων έτσι ώστε να μειώνονται οι πιθανότητες αμεροληψίας σε βάρος του κατηγορουμένου), Άρθ. 31 παρ. 2 (δικαιώματα υπόπτου στην προκαταρκτική εξέταση και απαγόρευση αξιοποίησης προηγούμενης κατάθεσής του κατηγορουμένου που είχε δοθεί υπό το καθεστώς μάρτυρα), Άρθ. 97 (δικαίωμα αντιπροσώπευσης ή παράστασης με δικηγόρο για αποτελεσματικότερη υπεράσπιση), Άρθ. 97 (δικαίωμα παράστασης σε κάθε ανακριτική πράξη), Άρθ.100 (δικαίωμα παράστασης με συνήγορο στην απολογία, κλήση προ 24 ωρών με σκοπό την ανεύρεση συνηγόρου, δικαίωμα αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου, δικαίωμα επικοινωνίας με το συνήγορο),

Page 12: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Άρθ. 101 (δικαίωμα γνώσης του κατηγορητηρίου και λήψης αντιγράφων της δικογραφίας), Άρθ. 102 (δικαίωμα λήψης 48ωρης προθεσμίας για απολογία για να προετοιμάσει ο κατηγορούμενος την υπεράσπισή του), Άρθ. 103 (δικαίωμα να του εξηγήσει ο ανακριτής τα δικαιώματά του), Άρθ. 104 (καθιέρωση των ίδιων ως άνω δικαιωμάτων και στην προανάκριση), Άρθ. 139 (υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των αποφάσεων προκειμένου να εξασφαλιστεί το νόμιμο της διαδικασίας και η έλλογη και σύμφωνα με την αποδεικτική διαδικασία κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού), Άρθ. 171 παρ. 1δ (απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας σε περίπτωση παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου), Άρθ. 177 (αρχή της ηθικής απόδειξης και απαγόρευση χρησιμοποίησης νομικών κανόνων αποδείξεων καθότι προσβάλλουν το τεκμήριο της αθωότητας), Άρθ. 200Α (Εξέταση DNA μόνο όταν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις της διάταξης, όταν έχει επέλθει σημαντική απομείωση της ισχύος του τεκμηρίου λόγω της σοβαρότητας της επέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου), Άρθ. 204επ (Δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου – συνηγόρου για να παρακολουθεί τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης), Άρθ. 211 (Μη εξεταζόμενοι μάρτυρες στο ακροατήριο λόγω υπονοιών αμεροληψίας), Άρθ. 221Α (απαγόρευση αξιοποίησης της μαρτυρίας συγκατηγορουμένου ως μοναδικού αποδεικτικού μέσου για την καταδίκη –κι όχι για την αθώωση- του κατηγορουμένου), Άρθ. 239 παρ. 2 (Εξέταση και βεβαίωση όχι μόνο της ενοχής αλλά και της αθωότητας του κατηγορουμένου, Άρθ. 248 παρ. 4 (υποχρέωση περάτωση της κύριας ανάκρισης εντός ενός έτους έτσι ώστε να μη διαιωνίζεται η τρώση του τεκμηρίου της αθωότητας), Άρθ. 270 (απαγόρευση περάτωσης ανάκρισης χωρίς να απολογηθεί ο κατηγορούμενος), Άρθ. 271παρ. 2 (κλήση του κατηγορουμένου προ 24 ωρών για να ανευρεί συνήγορο που θα προετοιμάσει την απολογία του), Άρθ. 273 παρ. 2 (δικαίωμα γνώσης της κατηγορίας και των δικαιωμάτων, δικαίωμα υπόδειξης των μέσων υπεράσπισης, δικαίωμα σιωπής και υποβολής γραπτού απολογητικού υπομνήματος), Άρθ. 274 (υποχρέωση έρευνας κάθε υπερασπιστικού ισχυρισμού ή αποδεικτικού μέσου που επικαλείται ο κατηγορούμενος), Άρθ. 282 (επιβολή περιοριστικών όρων και προσωρινής κράτησης μόνο εάν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής και μόνο αν συντρέχουν οι λοιποί όροι του άρθρου έτσι ώστε να δικαιολογείται η προσβολή των εννόμων αγαθών του κατηγορουμένου πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του),

Page 13: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Άρθ. 283 (υποχρέωση αιτιολογίας του εντάλματος προσωρινής κράτησης για να εξετάζεται η συνδρομή των αναγκαίων όρων), Άρθ.285 (δικαίωμα προσφυγής κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης), Άρθ. 287 (υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας του βουλεύματος που διατάσσει εξακολούθηση ή παράταση προσωρινής κράτησης), Άρθ. 296 (σκοπός των περιοριστικών όρων η εξασφάλιση της παράστασης στην ανάκριση ή στο δικαστήριο κι όχι η τιμώρηση του κατηγορουμένου πριν να αποδειχθεί η ενοχή του), Άρθ. 309 παρ. 2 (δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου και ανάπτυξης προφορικά των υπερασπιστικών ισχυρισμών), Άρθ. 326 (υποχρέωση γνωστοποίησης των μαρτύρων κατηγορίας για να καταστρωθεί η αντίκρουση των ισχυρισμών τους και της αξιοπιστίας τους), Άρθ. 333 παρ. 3 (δικαίωμα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του να μιλήσουν τελευταίοι για να αντικρούσουν κάθε επιβαρυντικό ισχυρισμό ή αποδεικτικό μέσο), Άρθ. 357 παρ. 3 (δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας), Άρθ. 366 (απολογία του κατηγορουμένου), Άρθ. 369 παρ. 2 (δικαίωμα δευτερολογίας του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του) κλπ.Επιπλέον, τόσο η ίδια η καθιέρωση του θεσμού των ενδίκων μέσων όσο και ειδικότερες διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκησή τους συνδέονται στενά με την καθιέρωση του τεκμηρίου της αθωότητας.Tα ένδικα μέσα άλλωστε παρέχουν τη δυνατότητα ελέγχου κάθε – κατά κανόνα – δικαστικής κρίσης από άλλον ή άλλους δικαστές και μάλιστα κυρίως από ανώτερους που – κατά τεκμήριο – διαθέτουν πληρέστερη κατάρτιση και μεγαλύτερη εμπειρία. Συνεπώς, δίνεται το δικαίωμα στον πρωτοδίκως καταδικασθέντα να αμφισβητήσει την ορθότητα της καταδίκης του και συνεπώς παρά τη σημαντική τρώση που έχει υποστεί το τεκμήριο της αθωότητας, να τεκμαίρεται αθώος έως (και εφόσον) η καταδίκη του καταστεί αμετάκλητη. Το ότι το τεκμήριο της αθωότητας εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα καταδεικνύεται κυρίως από την καθιέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων (ά. 471, 497 ΚΠΔ) ή της αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας, εφόσον ασκηθεί ένδικο μέσο.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ

Αποτελούν 3 ενότητες:

α) Προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την αναγνώρισή του δηλ. ύπαρξη προσώπου που κατηγορείται για  διάπραξη αδικήματος:

Page 14: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

1.    Κάθε πρόσωπο (ημεδαπό, αλλοδαπό, φυσικό, νομικό – ελληνική επιφύλαξη για ποινική ευθύνη νομικών προσώπων στη Σύσταση R (88) 18 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης).

2.    Κατηγορία για διάπραξη αδικήματος: η επίσημη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή ότι το άτομο τέλεσε ποινικό αδίκημα (σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ: Deweer κατά Βελγίου 27-2-1980/ Minelli κατά Ελβετίας 25-3-1983). Το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μίας ποινικής δίκης, αλλά εκτείνεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε κατασταλτικής διαδικασίας, όπου ο προσφεύγων ζητά την απαλλαγή του, επομένως και διοικητικής, βλ. ενδεικτικώς ΕΔΔΑ: öztürk κατά Γερμανίας  21-2-1984/ Lutz κατά Γαλλίας 25-8-1987/ Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος 27-9-2007. Στην απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδος[3] το ΕΔΔΑ αφού απαρίθμησε τρία κριτήρια για το διαχωρισμό ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, τα οποία είναι: «…καταρχήν η ταξινόμηση της παράβασης ως προς το εθνικό δίκαιο, κατόπιν η φύση της παράβασης και, τέλος, η φύση και ο βαθμός σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος», απεφάνθη ότι δεδομένης της σοβαρής φύσης της παράβασης του λαθρεμπορίου, του αποτρεπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα της επιβληθείσας κύρωσης καθώς και του πολύ υψηλού ποσού του προστίμου, τύχαινε εφαρμογής το άρθ. 6 της ΕΣΔΑ και συνεπώς και η εγγυητική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας.

3.    Η ιδιότητα του υποκειμένου ως κατηγορουμένου. Σύμφωνα με το άρθ.72 ΚΠΔ κατηγορούμενος είναι το άτομο κατά του οποίου ο Εισαγγελέας έχει ασκήσει ρητά ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης του αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.Το πεδίο εφαρμογής του τεκμήριο ωστόσο εκτείνεται και σε άτομα που δεν έχουν κατηγορηθεί τυπικά ακόμη. Δηλαδή, το τεκμήριο εφαρμόζεται και από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης δηλ. από τη στιγμή που η Αστυνομία συλλαμβάνει τον ύποπτο και εκτείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης ή απαλλακτικού βουλεύματος (άρθ.73ΚΠΔ). Ο «ύποπτος» διάπραξης σύμφωνα με ΕΔΔΑ δεν καλύπτεται αν πρόκειται για απλή εξέταση εφόσον αυτή δεν στοχεύει στην θεμελίωση εναντίον του ποινικής κατηγορίας.  Χαρακτηρισμός ως κατηγορουμένου μπορεί να είναι στιγματιστικός, ωστόσο από δικονομική άποψη παίρνει τη μορφή εγγύησης υπέρ του κατηγορουμένου. ΕΔΔΑ: Engel και άλλοι κατά Ολλανδίας 8-6-1976: το τεκμήριο δεν εκτείνεται μέχρι τον προσδιορισμό της φύσης ποινής και του ύψους αυτής (στις πειθαρχικές ποινές).

Page 15: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Στην απόφαση Διαμαντίδης κατά Ελλάδος[4] το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, κατά την πάγια νομολογία του[5], δεν είναι υποχρεωτικό ο προσφεύγων να έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας δυναμένης να θίξει το τεκμήριο αθωότητάς του. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων ήταν ιατρός ειδικευμένος στην ομοιοπαθητική και είχε κατηγορηθεί από τους ανταγωνιστές του για απάτη. Σε βάρος του ξεκίνησαν ποινικές διώξεις, άλλες από τις οποίες είχαν καταλήξει σε απαλλακτικές- αθωωτικές κρίσεις ενώ άλλες ήταν ακόμη εκκρεμείς. Ο προσφεύγων με την σειρά του μήνυσε τους ανταγωνιστές του για συκοφαντική δυσφήμιση, το δε Συμβούλιο Εφετών που επιλήφθηκε της υπόθεσης όχι μόνο δεν ανέβαλε την διαδικασία εωσότου τελειώσει αμετάκλητα η ποινική διαδικασία σε βάρος του προσφεύγοντος, αλλά στο βούλευμα του κατέληξε ότι «οι δηλώσεις των κατηγορουμένων στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής, ανταποκρίνονταν προς την πραγματικότητα, σκοπό δε είχαν να προστατεύσουν τη ζωή των συγγενών τους και όχι να θίξουν την τιμή του προσφεύγοντος». Το ΕΔΔΑ επί της ενστάσεως της Ελληνικής Κυβέρνησης περί μη εφαρμογής του 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, αφού ο προσφεύγων στη δίκη της δυσφήμισης δεν είχε την ιδιότητα του κατηγορουμένου, κατέληξε ότι η εγγύηση του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ επεκτείνεται και στη διαδικασία που προηγείται της παραπομπής του κατηγορουμένου σε δίκη και πολύ περισσότερο εφαρμόζεται και στις περί ενοχής διαπιστώσεις, οι οποίες εκφράζονται κατά τη διάρκεια δικαστικής διαδικασίας, η οποία εξελίσσεται παράλληλα και σε σχέση με ποινική διαδικασία κατά την οποία ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Το στοιχείο δηλαδή της στενής σύνδεσης των δύο ποινικών δικών (για απάτη και για δυσφήμιση) και το ενδεχόμενο η περί ενοχής κρίση του Συμβουλίου Εφετών στη δίκη της δυσφήμισης να επηρεάσει τη δίκη σε βάρος του προσφεύγοντος για απάτη, βάρυνε στην κρίση του ΕΔΔΑ έτσι ώστε να επεκτείνει την εφαρμογή του τεκμηρίου και σε δίκη όπου ο προσφεύγων δεν ήταν κατηγορούμενος.

β) Έκταση ισχύος τεκμηρίου: φαίνεται να φθάνει μέχρι τη νόμιμη απόδειξη (άρθ.177ΚΠΔ) και καλύπτει κάθε θέμα που ανάγεται στην ενοχή.

Μέχρι πού φθάνει η ενέργεια του τεκμηρίου και τι είδους απόδειξη χρειάζεται για την κάμψη ή την ανατροπή του; Μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Διαφορά προδικασίας (όπου απαιτούνται ενδείξεις) από κύρια διαδικασία (πλήρη απόδειξη). βλ. +άρθ.546 παρ.1 ΚΠΔ περί εκτελεστότητας της απόφασης + έφεση χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εναλλαγή τεκμηρίου αθωότητος και ενοχής.

Από συνδυασμό 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ και άρθ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ προκύπτει ότι το τεκμήριο εκτείνεται όσο διαρκεί η

Page 16: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

προθεσμία άσκησης  ενδίκων μέσων  και μετά από αυτή, μέχρι την έκδοση  της απόφασης του ανώτερου δικαστηρίου.

Η απόδειξη της ενοχής πρέπει να γίνεται : α) με διαδικαστικούς κανόνες που ήδη προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο και β) με (νόμιμα) μέσα που επιτρέπονται από το εθνικό δίκαιο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως το ζήτημα της «νόμιμης απόδειξης» της ενοχής συνδέεται στενά με την αρχή της ηθικής απόδειξης και την προβληματική των αποδεικτικών απαγορεύσεων. Ως αποδεικτικές απαγορεύσεις ορίζονται οι περιορισμοί της εν ευρεία έννοια αποδεικτικής διαδικασίας που αφορούν είτε α) στην απόκτηση είτε β) στην αξιοποίηση ορισμένου αποδεικτικού μέσου. Ο λόγος θέσπισης των αποδεικτικών απαγορεύσεων έγκειται στη νομοθετική αναγνώριση της υπεροχής ορισμένων αξιών έναντι της αξίας της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων απαγορεύσεων είναι ενδεικτικά: α) η απαγόρευση λήψης υπόψη προηγούμενης έγγραφης κατάθεσης του υπόπτου, ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας στο στάδιο της προδικασίας χωρίς δηλαδή να απολαμβάνει τα δικαιώματα που του παρέχει ο Νόμος ως υπόπτου (ά. 31 παρ. 2 εδ. ζ ΚΠΔ), β) οι διατάξεις για τους εξαιρετέους μάρτυρες (ά. 211 επ ΚΠΔ) και για τα κωλύματα διορισμού ως πραγματογνώμονα (ά. 188ΚΠΔ), γ) απαγόρευση των βασανιστηρίων ως μέσων για την απόσπαση ομολογίας, κατάθεσης ή πληροφοριών (ά. 7 παρ. 2 Συντ, 137Α και 137Β ΠΚ), δ) απαγόρευση παρακολούθησης ή αποτύπωσης τηλεφωνικής συνδιάλεξης (ά. 19 Συντ., 370Α ΠΚ) κλπ.

-Απαγόρευση βασανιστηρίων:Η απαγόρευση χρήσης βασανιστηρίων εντάσσεται στις αποδεικτικές απαγορεύσεις και μάλιστα αποτελεί μία απόλυτα απαγόρευση λόγω της σαφούς καθιέρωσης της τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Με τον όρο «βασανιστήρια» δηλώνεται η επιβολή σωματικού ή και ψυχικού πόνου με πράξη ή παράλειψη των αρχών αποσκοπώντας στην απόσπαση ομολογίας, κατάθεσης ή πληροφοριών ή απλά στον εξευτελισμό του θύματος. Ως πόνος θεωρείται κάθε έντονο ή δυσάρεστο συναίσθημα και διακρίνεται σε ψυχικό ή σωματικό. Ο σωματικός πόνος σε αντίθεση με τον ψυχικό αποτελεί πάντοτε βασανιστήριο. Για τον ψυχικό απαιτούνται δύο επιπρόσθετα στοιχεία: η επιδίωξη υποταγής της θέλησης ή ο εξευτελισμός του βασανιζομένου.Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι υπάρχει προσβολή του τεκμηρίου γιατί με τη χρήση βασανιστηρίων το βασανιζόμενο άτομο δεν αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος, πολλώ δε μάλλον ως αθώος. Η νομολογία του ΕΔΔΑ στο ζήτημα των βασανισμών είναι ιδιαίτερα πλούσια παρόλο που δεν το συνδέει πάντοτε με τη δίκαιη δίκη ή με το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά απευθείας κάνει λόγο για

Page 17: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

παραβίαση του άρθ. 3 της ΕΣΔΑ. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός καταδικών από πλευράς ΕΔΔΑ αφορούν την Τουρκία και τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν τα διωκτικά της όργανα στους Τούρκους πολίτες κουρδικής καταγωγής. Έτσι, στην απόφαση Aydin κατά Τουρκίας (22-09-97) το ΕΔΔΑ καταρχήν επανέλαβε τη θέση του ότι το άρθ. 3 της Σύμβασης αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές μια δημοκρατικής κοινωνίας και ως τέτοια απαγορεύει κατά τρόπο απόλυτο τα βασανιστήρια και κάθε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ακόμη και σε περίπτωση επιτακτικού κινδύνου για τη ζωή ή το έθνος ή οποιασδήποτε υπόνοιας για συμμετοχή προσώπου σε τρομοκρατικές ή άλλες εγκληματικές δραστηριότητες. Προκειμένου μάλιστα, το ΕΔΔΑ να διαφοροποιήσει την έννοια των βασανιστηρίων από αυτής της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς, τονίζει ότι ο όρος βασανιστήριο αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις εσκεμμένης απάνθρωπης μεταχείρισης που προκαλούν σοβαρό και βασανιστικό πόνο. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το μαστίγωμα της προσφεύγουσας από κρατικό όργανο συνιστούσε βασανιστήριο καθώς αποτελεί έναν αποτροπιαστικό τρόπο κακομεταχείρησης που δίνει την ευκαιρία στον βασανιστή να εκμεταλλευτεί την αδυναμία αντίστασης και την ευπάθεια του θύματος και αφήνει στο θύμα βαθιά ψυχολογικά τραύματα.

Σε εθνικό επίπεδο η απαγόρευση των βασανιστηρίων καθιερώνεται στο άρθ. 7 παρ. 2 του Συντ που αναφέρει ότι:  «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει».  Στον Ποινικό Κώδικα μάλιστα η χρήση βασανιστηρίων καθιερώνεται ως έγκλημα στα άρθ. 137Α όπου προβλέπεται ειδικότερα στις παρ. 2 και 3 ότι βασανιστήρια  συνιστούν κάθε  μεθοδευμένη  πρόκληση  έντονου  σωματικού  πόνου  ή  σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου  ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών,  ναρκωτικών  ή  άλλων  φυσικών  ή  τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος ενώ ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας  β)  η παρατεταμένη  απομόνωση  γ)  η  σοβαρή  προσβολή  της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Εν συνεχεία στην διάταξη του άρθ. 137Β ΠΚ προβλέπονται ως διακεκριμένες περιπτώσεις: α)  αν χρησιμοποιούνται μέσα ή τρόποι συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα  του  θύματος  (φάλαγγα)  ή  ηλεκτροσόκ  ή εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες, β) αν έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος,

Page 18: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

γ) αν   ο   δράστης   τελεί   τις   πράξεις   κατά  συνήθεια ή κρίνεται από  τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος, δ) αν ο υπαίτιος ως προϊστάμενος έδωσε την εντολή τέλεσης  της πράξης. 

Σε διεθνές επίπεδο πρέπει να αναφερθούν η διάταξη του άρθ. 3 της ΕΣΔΑ που προβλέπει ότι: «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική», το άρθ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που αναφέρει ρητά ότι: «Κανείς δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχειρίσεις σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές», καθώς και η Ευρωπαϊκή σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας του 1987 που κυρώθηκε με το Ν. 1949/1991 και η Σύμβαση Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπής και ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας του 1984.Το ΕΔΔΑ είχε την ευκαιρία να αποφανθεί σε πολλές υποθέσεις  για τη χρήση βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης κατά την ανάκριση.Στην υπόθεση Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδος της 13-12-05[6] οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι υπέστησαν σοβαρές σωματικές βλάβες στα χέρια της αστυνομίας προκειμένου να ομολογήσουν και δώσουν πληροφορίες για το ποιος διακινεί τα ναρκωτικά στην περιοχή και επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθ. 3 της ΕΣΔΑ για την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι: «Ακόμα και υπό τις πιο δύσκολες περιστάσεις, όπως ο αγώνας κατά τη τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η Σύμβαση απαγορεύει απερίφραστα τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, το Δικαστήριο γενικά εφαρμόζει τον κανόνα της. Ωστόσο, η απόδειξη αυτή μπορεί να προκύπτει και από το συνδυασμό επαρκώς ισχυρών, σαφών και συνεπών συμπερασμάτων ή παρόμοιων αμάχητων τεκμηρίων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά. Όταν μόνον οι αρχές έχουν, συνολικά ή εν μέρει, γνώση των επίμαχων περιστατικών, όπως στην περίπτωση προσώπων που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους καθώς τελούν υπό κράτηση, προκύπτουν ισχυρά τεκμήρια για τα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της κράτησης. Μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί ότι το βάρος της αποδείξεως ανήκει στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να παράσχουν ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις». (Δεδομένου δε ότι τέτοιου είδους εξηγήσεις δεν παρασχέθηκαν από τις αρχές στην προκειμένη περίπτωση το ΕΔΔΑ κατάληξε ότι υπήρξε παραβίαση του ά. 3 της ΕΣΔΑ).

Page 19: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

γ) Προσδιορισμός προσώπων τα οποία δεσμεύει:

Δικαστές, δικαστικά πρόσωπα, κρατικά όργανα ή οποιουσδήποτε λειτουργούς (δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους, κοινωνικούς λειτουργούς) που παίρνουν μέρος στη διαδικασία με οποιαδήποτε ιδιότητα. Απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση προσβολής του τεκμηρίου (αν δεν αποκατασταθεί η προσβολή).

Η αρχή δεσμεύει και τα ΜΜΕ. Κατά το άρθ. 3 παρ. 1 στοιχ. α του Ν. 2328/1995 σε συνδυασμό με το ά. 3 παρ. 3 του ν. 1730/1987 οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, για γεγονότα που σχετίζονται με αξιόποινες πράξεις πρέπει: α) να μην περιέχουν κρίσεις για πρόσωπα που φέρονται ως ενεχόμενα ή ύποπτα για τις πράξεις αυτές, β) να σέβονται την αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του, γ) να μην μεταδίδουν εικόνες προσώπων και πειστηρίων, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για τη διαλεύκανση του εγκλήματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 4 του Ν. 2172/1993: «Απαγορεύεται η μετάδοση από την τηλεόραση ή η  κινηματογράφηση ή  βιντεοσκόπηση[7] ή φωτογράφηση των προσώπων που προσάγονται ενώπιον των  δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών,  εφόσον  αυτά δεν συναινούν ρητά.»

Ωστόσο, είναι πλέον μια καθ’ όλα συνηθισμένη η εικόνα των τηλεοπτικών συνεργείων να συνοδεύουν μαζί με τα αστυνομικά όργανα τους κατηγορουμένους κατά τη μεταφορά τους στο ακροατήριο για να δικαστούν, να κυκλώνουν ασφυκτικά τους κατηγορουμένους ή υπόπτους έξω από το γραφείο του ανακριτή για να επιτύχουν μια δεύτερη «κατάθεση» σχετικοποιώντας την αρχή της μυστικότητας της ανάκρισης, αλλά και να παρακολουθούν τις κινήσεις ατόμων στα οποία δεν έχει αποδοθεί ακόμη καμιά κατηγορία. Αλλά και μετά την οριστική καταδίκη σε πρώτο βαθμό και ενώ ο καταδικασθείς έχει ακόμα δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων και ανατροπής της σχετικής απόφασης τα ΜΜΕ δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βαρύτατους χαρακτηρισμούς ή υποτιμητικά σχόλια ποδοπατώντας έτσι το τεκμήριο της αθωότητας που φτάνει έως το αμετάκλητο της καταδίκης. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που ο δημόσιος διασυρμός που υφίσταται ο δράστης υπερβαίνει σε βαρύτητα την ποινή που τελικά του επιβάλλεται από το δικαστήριο. Στην υπόθεση της δολοφονίας του μικρού Νίκου Δουρή, που είχε συνταράξει την κοινή γνώμη της Ελλάδας το Δεκέμβριο του 1993, ο πατέρας του θύματος στο στάδιο της ανάκρισης είχε ομολογήσει την ενοχή του για τις πράξεις του βιασμού και της ανθρωποκτονίας, γεγονός  που έγινε πρώτο θέμα σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και εφημερίδες με δριμύτατους χαρακτηρισμούς όπως «τέρας» κλπ. Αποτέλεσμα ήταν η κοινή γνώμη να τρομοκρατηθεί και να γίνεται λόγος ακόμη και για επιστροφή της θανατικής ποινής. Ο πατέρας στο Δικαστήριο αναίρεσε την ομολογία του και ζήτησε την αθώωση του, ωστόσο παρά την έλλειψη ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης και ενώ παράλληλα υπήρχαν δείγματα DNA που απάλλασσαν τον κατηγορούμενο, τελικά υπό το βάρος της κοινής γνώμης καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η έφεση του δεν επρόκειτο να

Page 20: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

εκδικαστεί καθώς τελικά ο ίδιος έδωσε τέρμα στη ζωή του μέσα στη φυλακή, αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την αθωότητά του και την ενδεχόμενη επιρροή που άσκησαν τα ΜΜΕ στην καταδίκη του.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ

α) Πρώτη συνέπεια της αναγνώρισης εφαρμογής του τεκμηρίου της αθωότητας είναι ότι ουδεμία κρίση περί ενοχής μπορεί να διατυπωθεί σε βάρος προσώπου αλλά και ουδεμία καταδίκη μπορεί να υπάρξει χωρίς να αποδειχθεί πρώτα η ενοχή του με βάση την διαδικασία και τους όρους που προβλέπει ο νόμος. Αποτελεί συνεπώς παραβίαση του τεκμηρίου κάθε πρόωρη αναφορά σε ενοχή του κατηγορουμένου είτε αυτή αφορά την πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος είτε την υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, καθώς το τεκμήριο της αθωότητας καλύπτει τόσο τα αντικειμενικά όσο και τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος. Ο κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν να μην είχε διαπράξει κανένα αδίκημα, έως ότου το Δικαστήριο συγκεντρώσει επαρκείς αποδείξεις βάσει των οποίων σχηματίζει την πλήρη δικανική πεποίθηση ότι είναι ένοχος. Το τεκμήριο αθωότητας απαιτεί δηλαδή τα μέλη του δικαστηρίου να μην είναι προκατειλημμένα ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται.

Το ΕΔΔΑ έκρινε στην υπόθεση Nerattini κατά Ελλάδος (18-12-2008)[8] πως η αναφορά του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ότι στην οικία του προσφεύγοντος και κατηγορούμενου για ναρκωτικά, εντοπίστηκε σημαντικός αριθμός αρχαιοτήτων που «αποδεικνύει τη διάθεση του δράστη να διαπράξει νέα αδικήματα σχετικά με αρχαιότητες» παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας καθώς ανεπιφύλακτα θεωρεί αποδεδειγμένο ότι  ο προσφεύγων είχε ήδη διαπράξει και άλλο αδίκημα από αυτό για το οποίο κατηγορούνταν εν προκειμένω και συγκεκριμένα κλοπές αρχαιοτήτων και ήταν πιθανό να ξαναδιαπράξει παρόμοια αδικήματα στο μέλλον. Ομοίως, στην Yasar Kemal Gokceli κατά Τουρκίας(4-3-2003) το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσωρινή δικαστική απόφαση που διέταζε την κατάσχεση ενός συγγραφικού έργου όπου δημοσιεύονταν άρθρα του προσφεύγοντος παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας καθώς πριν την τυχόν νόμιμη καταδίκη του περιέλαβε την αιτιολογία ότι «το αίτημα της κατάσχεσης είναι σύμφωνο με το νόμο, λαμβάνοντας υπόψη ότι το έγκλημα τελέστηκε από τα επίδικα (υπό κατάσχεση) άρθρα». Μάλιστα, το ΕΔΔΑ προχώρησε σε μια σημαντική διάκριση, την οποία είχε επαναλάβει και στο παρελθόν[9], σύμφωνα με την οποία υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις αποφάσεις εκείνες που αποδίδουν τη γνώμη ότι το εμπλεκόμενο πρόσωπο είναι ένοχο και σε εκείνες που περιορίζονται στην περιγραφή της ύπαρξης μιας κατάστασης υπονοιών. Οι πρώτες παραβιάζουν το τεκμήριο της

Page 21: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

αθωότητας ενώ οι δεύτερες είναι συμβατές κατά την κρίση του Δικαστηρίου με το πνεύμα του 6 παρ. 2 της Σύμβασης.

β) Δεύτερη σημαντική συνέπεια που απορρέει από το τεκμήριο της αθωότητας είναι ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αθωότητα του. Το ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει το βάρος απόδειξης της ενοχής του δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι το βάρος απόδειξης το φέρει στην ποινική δίκη ο Εισαγγελέας, καθώς ο τελευταίος δεν είναι ένας μονόπλευρος υποστηρικτής της κατηγορίας, αλλά απεναντίας οφείλει να ερευνά και να εξετάζει αμερόληπτα την υπόθεση γιατί στόχος του πρέπει να είναι ο ίδιος κύριος στόχος της ποινικής δίκης: η αναζήτηση της αλήθειας και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης[10]. Ούτε βέβαια ο πολιτικώς ενάγων φέρει το βάρος απόδειξης στην ποινική δίκη, αφού περιορίζεται απλώς στο να εισφέρει την υπόθεση προς έρευνα των αρμοδίων κρατικών αρχών και να υποστηρίζει την αξίωση της Πολιτείας εναντίον του κατηγορουμένου. Έχει υποστηριχτεί συνεπώς, ότι δεν μπορούμε στην ποινική δίκη να κάνουμε λόγο για βάρος απόδειξης και για κατανομή αυτού.Ο Άρειος Πάγος με βάση την ως άνω αρχή ότι ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει την αθωότητά του κατέληξε[11] στην άποψη ότι όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας ως λόγο αναίρεσης δεν είναι αναγκαίο ο αναιρεσείων να προσδιορίζει συγκεκριμένα σε τι συνίσταται το ελλιπές της αιτιολογίας ούτε να αμφισβητεί ειδικά και να  αντικρούει με συγκεκριμένα επιχειρήματα και ισχυρισμούς την ορθότητα των σκέψεων των γενομένων παραδοχών. Ενόψει δηλαδή του τεκμηρίου της αθωότητας το Ανώτατο Ακυρωτικό έκρινε ότι αυτό οφείλει να ερευνήσει αν υπάρχουν ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ή του βουλεύματος. Κατέληξε λοιπόν στο ότι ο κατηγορούμενος αρκεί να προβάλει ισχυρισμούς για την αποδυνάμωση της κατηγορίας και ότι η απόδειξη της ενοχής είναι έργο ανατεθειμένο στην κατηγορούσα Αρχή.Ωστόσο, στην πράξη το Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εμβαθύνει κυρίως στην πλήρωση ή μη των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης και δεν είναι δυνατό να εξετάζει τη συνδρομή ή όχι όλων των λόγων άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού και όλων των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να φέρει de facto το βάρος της δημιουργίας αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη ενός τέτοιου λόγου και επίκλησης των περιστατικών που τον θεμελιώνουν.

ΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΟΣ

Α) Προβλεπόμενες από την ΕΣΔΑ (άρθ. 5+Αρθ.6)+ Συντ (άρθ.6):

Page 22: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Η σύλληψη στα επ’αυτοφόρω εγκλήματα πριν κινηθεί η διαδικασία (κατηγορία που αποδίδεται στο άτομο), σύλληψη στην προδικασία και προσωρινή κράτηση αποτελούν μερικές από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η αδράνεια του τεκμηρίου.

Η εκτεταμένη και αυθαίρετη χρήση της προσωρινής κράτησης αποτελεί κάμψη του τεκμηρίου, διότι εμποδίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου με την έννοια ότι δεν του επιτρέπει από τη φυλακή την ανάπτυξη στρατηγικής υπεράσπισης και πρόσβαση του κατηγορουμένου σε μάρτυρες και άλλα αποδεικτικά μέσα (έτσι έχει κρίνει το Δι-Αμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Suarez κατά Costa Rica της 12-11-1997). Στην πράξη η προσωρινή κράτηση αποτελεί τεκμήριο ενοχής (Βλ. ΕΔΔΑ στην υπόθεση Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 8-2-1996).

Παρ’όλο που ο νόμος ορίζει (άρθ.282 παρ.3 ΚΠΔ) ότι μόνο η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για να οδηγήσει σε προσωρινή κράτηση, η εθνική νομολογία αναφέρεται σχεδόν πάντα στη βαρύτητα της πράξης.

Κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η προσωρινή κράτηση και οι λόγοι που την στηρίζουν κατά το άρθ.5 παρ.1, γ, δεν συνιστούν παράβαση του τεκμηρίου. Το άρθ.5 παρ.1 της ΕΣΔΑ επιτρέπει κατ’εξαίρεση την στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου αν πρόκειται για: α) νόμιμη κράτηση ατόμου μετά από καταδίκη από αρμόδιο δικαστήριο, β) νόμιμη σύλληψη και κράτηση ατόμου για ανυποταγή του σε νόμιμη διαταγή του δικαστηρίου και προς εγγύηση εκτέλεσης υποχρέωσης οριζόμενης από τον νόμο, γ) νόμιμη σύλληψη και κράτηση ατόμου για να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες διάπραξης αδικήματος ή αν εύλογα θεωρείται αναγκαία για να τον αποτρέψει από τέλεση νέου αδικήματος ή για να μη διαφύγει μετά από διάπραξη αδικήματος, δ) αν πρόκειται για νόμιμη κράτηση ανηλίκου για την επιτήρηση της ανατροφής του, ή την νόμιμη κράτησή του με σκοπό να παραπεμφθεί ενώπιον αρμόδιας αρχής, ε) νόμιμη κράτηση ατόμων για την πρόληψη διάδοσης μεταδοτικής ασθένειας, φρενοβλαβών, αλκοολικών, τοξικομανών και αλητών και στ) νόμιμη σύλληψη ή κράτηση ατόμου για πρόληψη παράνομης εισόδου του στη χώρα ή ατόμου κατά του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης.

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης όπως ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη, μετά την τελευταία τροποποίηση του ΚΠοινΔ (άρθ. 282 παρ. 3) από τον  Ν. 3811/2009, είναι οι εξής:

1.   Συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου.2.   Δίωξη του κατηγορουμένου για κακούργημα ή το

πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις.

Page 23: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

3.   Συνδρομή κινδύνου φυγής ή κινδύνου διάπραξης νέων εγκλημάτων.Στο σημείο αυτό εντοπίζονται και οι πιο εκτεταμένες τροποποιήσεις, που επέφερε ο Ν. 3811/2009. Σύμφωνα και με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου, το αντικειμενικό μοντέλο διάγνωσης του κινδύνου φυγής διατηρείται και εξορθολογίζεται, αφού η ανάγκη διαπίστωσης των συγκεκριμένων προϋποθέσεων συνδέεται πλέον ρητά με τη συναφή ανάγκη διαπίστωσης και μάλιστα αιτιολογημένα σκοπού φυγής του κατηγορουμένου. Από την άλλη ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων πιθανολογείται πλέον με έναν πιο αντικειμενικό τρόπο: α) Αν κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα και β) Αν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.[12]

4. Συνδρομή της αρχής της αναγκαιότητας. Η προστατευτική λειτουργία της αρχής της αναγκαιότητας, που απορρέει απ’ την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου αλλά και από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, επιτάσσει αφενός την επιβολή προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων, μόνο όταν τα μέτρα αυτά είναι «απολύτως αναγκαία», και αφετέρου την προτίμηση του λιγότερου επαχθούς μέτρου και την επιλογή του επαχθέστερου μέτρου μόνο όταν εκτιμάται ότι το πρώτο (λιγότερο επαχθές μέτρο) δεν είναι πρόσφορο στη συγκεκριμένη περίπτωση για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού.[13] Άλλωστε, τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που επιβάλλονται στην ποινική προδικασία θα πρέπει να μπορούν να δικαιολογηθούν εκ των υστέρων είτε καταδικασθεί είτε αθωωθεί ο κατηγορούμενος.Σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του άρθρου 282 § 3 ΚΠΔ, «προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους – εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν». Θα πρέπει, δηλαδή, να αιτιολογείται γιατί εμφανίζεται η προσωρινή κράτηση ως η μόνη λύση για να αποτραπεί ο κίνδυνος και δεν αρκεί λ.χ. η εγγυοδοσία ή οποιοσδήποτε άλλος περιοριστικός όρος. Με άλλα λόγια, η επιβολή της προσωρινής κράτησης βρίσκεται σε μια σχέση επικουρικότητας με την επιβολή περιοριστικών όρων.

5. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του εντάλματος προσωρινής κράτησης. Η υποχρέωση αιτιολόγησης, που συνάγεται όχι μόνο από τη λογική ερμηνεία άρθρου 282 ΚΠΔ αλλά

Page 24: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

και προκύπτει άμεσα από τα άρθρα 6 § 1 εδ. α και 93 § 2 εδ. α Συντάγματος και από το άρθρο 139 ΚΠΔ, αποτελεί εγγύηση για την αποτροπή αυθαιρεσιών. Η γενική αναφορά στα «στοιχεία της δικογραφίας» ή η τυπική παράθεση (αντιγραφή) των προϋποθέσεων του νόμου – χωρίς κανένα στοιχείο, που να θεμελιώνει αυτές τις προϋποθέσεις – δεν μπορεί να θεωρηθεί φυσικά ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Σε κάθε περίπτωση πάντως η συνδρομή των παραπάνω όρων για την επιβολή της προσωρινής κράτησης θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά που τίθεται θέμα για την άρση της ή την αντικατάσταση της με περιοριστικούς όρους είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου είτε γιατί διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες, καθώς και όταν εξετάζεται η εξακολούθηση ή η παράταση της προσωρινής κράτησης, αφού για όσο περισσότερο βρίσκεται ο κατηγορούμενος σε καθεστώς προσωρινής κράτησης τόσο μεγαλύτερο είναι το πλήγμα που υφίσταται το τεκμήριο της αθωότητας.Υπέρτερης τυπικής ισχύος από τις διατάξεις του ΚΠΔ είναι η διάταξη του ά. 5 παρ. 1 στοιχ. γ της ΕΣΔΑ που προβλέπει ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς   επιτρέπεται  να  στερηθή  εις  ελευθερίας  του  ειμή ….. (γ) εάν  συνελήφθη  και  κρατήται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την  περίπτωσιν  ευλόγου  υπονοίας  ότι  διέπραξεν αδίκημα,  ή  υπάρχουν  λογικά  δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να  διαπράξη  αδίκημα  ή  δραπετεύση  μετα  την διάπραξιν τούτου».

Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι στις ακόλουθες περιπτώσεις δεν θίγεται το τεκμήριο:     -εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με χειροπέδες για λόγους ασφαλείας     -εξέταση αίματος προς διαπίστωση μέθης     -ανάγνωση στο ακροατήριο ποινικού μητρώου (ανακοίνωση προηγούμενων καταδικών) του κατηγορουμένου προ της κρίσεως της ενοχής     -κατάσχεση χρηματικού ποσού που αποδίδεται μετά αθώωση και -καταδίκη σε αόριστη κάθειρξη για τους ακαταλόγιστους (π.χ. παραπομπή σε ψυχιατρικό ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς) στηριζόμενη στην κρίση για επικινδυνότητα και όχι στην ενοχή.

Β) Κάμψη του τεκμηρίου από την ανάγκη διευκόλυνσης της διεξαγωγής της ποινικής δίκης.

α) Η κάμψη του τεκμηρίου εμφανίζεται κυρίως με την μη έκδοση της απόφασης σε εύλογο χρόνο (π.χ. ΕΔΔΑ Perlala κατά Ελλάδος 22.2.07/ McFarlane κατά Ιρλανδίας, 10-9-2010). O εύλογος χρόνος αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που ανακοινώνεται σ’ένα άτομο από τις αρχές (και τις αστυνομικές) ότι κατηγορείται για τη διάπραξη ενός αδικήματος (δηλ. ακόμη κι αν έχει μόνο την ιδιότητα του υπόπτου). Αν η δίκη έχει υπερβολική διάρκεια οι αρχές είναι

Page 25: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

υποχρεωμένες να απελευθερώσουν τον κρατούμενο (ΕΔΔΑ Eckle κατά Γερμανίας, 15-7-1982).Πρόκειται για μια από τις βασικότερες αιτίες καταδικών της χώρας μας από το ΕΔΔΑ[14], καθώς συνιστά παραβίαση του άρθ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο εκτός των άλλων ορίζει ότι “παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή … εντός λογικής προθεσμίας υπό … δικαστηρίου …” . Η σύνδεση της εύλογης διάρκειας της δίκης με το τεκμήριο της αθωότητας είναι απλή. Μια δίκη για παράδειγμα για κακούργημα που διαρκεί δέκα χρόνια πλήττει βάναυσα την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος υφίσταται τεράστια ψυχική ταλαιπωρία και υλική ζημία και αδυνατεί αν αποτινάξει από πάνω του το στίγμα του «ενόχου» που του άφησε η μακρόχρονη και ατέρμονη εμπλοκή του στην ποινική διαδικασία. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι η μη έγκαιρη απονομή του δικαίου ισοδυναμεί σε αρκετές περιπτώσεις με τη μη απονομή δικαίου, καθώς ο χρόνος που έχει παρέλθει από τη δημιουργία της επίδικης διαφοράς μέχρι την επίλυσή της, απονοηματοδοτεί την τελευταία, όντας από μόνος του πολύ πιο ισχυρός.Η εκάστοτε ωστόσο κρίση του ΕΔΔΑ ως προς το εύλογο ή μη της διάρκειας της ποινικής δίκης σχηματίζεται ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και με βάση τα κριτήρια που έχει καθιερώσει το ΕΔΔΑ με τη νομολογία του και τα οποία είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης (π.χ. δυσκολία στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, εμπλοκή περισσοτέρων ατόμων), η συμπεριφορά του κατηγορουμένου (π.χ. συνεχείς αιτήσεις αναβολών, παρέλκυση της διαδικασίας) και η συμπεριφορά των αρμόδιων διωκτικών και δικαστικών αρχών (π.χ. αδράνεια κατά το στάδιο της προδικασίας, καθυστέρηση στον προσδιορισμό δικασίμου κλπ.).Όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο αφικνείται το ΕΔΔΑ για να αξιολογήσει εάν η διάρκεια μιας δίκης ήταν ή όχι εύλογη, στην υπόθεση Χορομίδης κατά Ελλάδας (27-4-2006) το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι: “προκειμένου περί ποινικών υποθέσεων, η «εύλογη προθεσμία» του άρθρου 6 § 1 αρχίζει μόλις ένα πρόσωπο «κατηγορηθεί». Είναι δυνατόν να πρόκειται για ημερομηνία η οποία να προηγείται της ημερομηνίας κατά την οποία επιλαμβάνεται της υποθέσεως το δικαστήριο της κρίσεως, όπως, ειδικότερα, η ημερομηνία της συλλήψεως, της απαγγελίας κατηγορίας και της ενάρξεως των προκαταρκτικών ερευνών. Με τον όρο «κατηγορία», κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1, είναι δυνατόν να νοείται «η επίσημη κοινοποίηση, εκ μέρους της αρμοδίας αρχής, της αποδόσεως διαπραχθέντος αδικήματος ποινικής φύσεως», αντίληψη η οποία αντιστοιχεί επίσης στην έννοια των «σημαντικών συνεπειών για την κατάσταση» του υπόπτου”.Το ΕΔΔΑ μάλιστα επισημαίνει και την ύπαρξη υποχρέωσης των συμβαλλομένων κρατών να οργανώνουν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης ώστε τα δικαστήρια τους να εκπληρώνουν την απαίτηση του ά. 6 παρ. 1 της Σύμβασης για δίκαιη δίκη μεταξύ των οποίων και την ανάγκη να αποφαίνονται επί των υποθέσεων που άγονται ενώπιον τους σε εύλογο διάστημα[15]. Δύο από τις λύσεις πάντως που προτείνει το ΕΔΔΑ ώστε να αρθούν ή να αμβλυνθούν οι συνέπειες που έχει για τον κατηγορούμενο η διεξαγωγή μιας δίκης με υπερβολική διάρκεια είναι:  η οριστική παύση της ποινικής δίωξης και η μείωση της ποινής.

Page 26: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

β) Το άρθ.253Α ΚΠΔ εισάγει ειδικές ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων (για εγκλήματα άρθ.187 και 187Α ΠΚ) που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενδείξεων ενοχής για τέλεση κακουργήματος, αλλά ωστόσο καθιστούν το τεκμήριο αδρανές. Η διάταξη αυτή ήταν συνέπεια της αποδεικτικής δυσχέρειας που παρουσιάζουν οι υποθέσεις τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος. Με το άρθ. 6 του Ν. 2928/2001 προστέθηκε στο κεφάλαιο «Έρευνες» του Κ.Π.Δ. το άρθρο 253Α, το οποίο εισήγαγε ορισμένες ειδικές ανακριτικές πράξεις (ανακριτική διείσδυση, ελεγχόμενες μεταφορές, άρση του απορρήτου, καταγραφή δραστηριότητας και συσχέτιση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα), οι οποίες προσφέρονταν για την  εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων. Με τις παρ. 1 & 2 του άρθ. 42 του Ν. 3251/2004 τροποποιήθηκε ο Ν. 2928/2001 εισάγοντας στο πλαίσιο εφαρμογής των ειδικών ανακριτικών πράξεων και τις τρομοκρατικές πράξεις του 187 Α του Π.Κ.

- Αστυνομική διείσδυση/παγίδευση ( agents provocateurs ): Με το θεσμό της ανακριτικής διείσδυσης, γεννάται ζήτημα προσβολής του τεκμηρίου της αθωότητας όταν η ανακριτική αυτή πράξη συγχέεται με την πρακτική των «agents provocateurs». Κατά τον ελληνικό ΚΠοινΔικ οι προϋποθέσεις προκειμένου να εκτελεστεί με νόμιμο τρόπο αυτή η ανακριτική πράξη είναι οι εξής:

         Να πρόκειται για εγκληματική οργάνωση σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 187 παρ. 1 και 2 ΠΚ και για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 187Α ΠΚ.

         Η ανακριτική διείσδυση να περιορίζεται στις απολύτως αναγκαίες πράξεις για τη διακρίβωση εγκλημάτων την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν αποφασίσει σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειάς της.

         Να έχει δοθεί σχετική εντολή από τον επικεφαλή της Υπηρεσίας ο οποίος οφείλει σε κάθε περίπτωση να έχει ειδοποιήσει προηγουμένως τον αρμόδιο εισαγγελέα.

         Να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τελέστηκε κάποια από τις πράξεις του α. 187 παρ. 1 και 2 ΠΚ και του α.187Α ΠΚ

         Η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Α ΠΚ να είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής.

         Η έκδοση ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένου βουλεύματος από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών μετά από πρόταση του Εισαγγελέα, από το οποίο πρέπει να προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια το είδος της ανακριτικής πράξης που θα λάβει χώρα, τα πρόσωπα στα οποία θα επιβληθεί και το (απολύτως αναγκαίο) χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Μόνον κατ’ εξαίρεση, δύναται ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής να διατάξει την έρευνα αλλά είναι υποχρεωμένος να εισάγει το ζήτημα εντός τριών ημερών στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαφορετικά η ισχύς της σχετικής διάταξης παύει αυτοδικαίως.

Page 27: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Από τις ανωτέρω προϋποθέσεις του νόμου προκύπτει, ότι δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η συγκεκριμένη πράξη να λαμβάνει επιθετικό χαρακτήρα που εξωθεί τον πολίτη στην εγκληματική δράση και δημιουργεί το πρώτον την εγκληματική διάθεση. Προκειμένου μάλιστα να περιχαρακωθεί η κεκαλυμμένη δράση των ανακριτικών οργάνων έχει καθιερωθεί πλέον η άποψη ότι πρέπει να γίνεται πλήρης και λεπτομερής καταγραφή των πράξεων των ανακριτικών οργάνων, έτσι ώστε αφενός να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της δράσης τους και αφετέρου να μη δυσχεραίνεται το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της πραγματικής ευθύνης του κατηγορουμένου.Επιπλέον, ο Νομοθέτης καθιέρωσε ως όρο την ύπαρξη «σοβαρών εγγυήσεων ενοχής», που σημαίνει ότι το τεκμήριο της αθωότητας πρέπει να έχει υποστεί ένα αρκετά δυνατό πλήγμα υπό το βάρος της σοβαρής πιθανολόγησης της τέλεσης της πράξης. Τέλος, καταδεικνύεται ότι οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο προκύψει κατά τη διενέργεια της πράξης της ανακριτικής διείσδυσης, χωρίς η τελευταία να βρίσκει έρεισμα σε βούλευμα ή σε χρονικό σημείο εκτός των ορίων που τέθηκαν από το βούλευμα, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις δικαστικές αρχές αφού αποτελεί παράνομο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς απαγορεύεται η αξιοποίησή του. Σε περίπτωση που ληφθεί υπόψη αποδεικτικό υλικό που αποκτήθηκε με τον ως άνω παράνομο τρόπο, θεμελιώνεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη (αρθ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και αρθ. 171 παρ. 1 εδαφ. δ΄ ΚΠΔ και α. 510 παρ. 1 Α΄ ΚΠΔ) και υπέρβαση εξουσίας (αρθ.510  παρ. 1 Α΄ ΚΠΔ), ενώ παραβιάζεται και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς τη συνδρομή ή μη των όρων που θέτει ο Νόμος για τη διενέργεια της πράξης, επιβάλλει να μην αξιοποιηθεί σε βάρος του τεκμαιρόμενου ως αθώου οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε από μία αμφίβολης νομιμότητας διαδικασία.Το ΕΔΔΑ με σειρά αποφάσεών του[16] επιδιώκει να χαράξει τα όρια της επιτρεπτής και κατ’ επέκταση μη αντιβαίνουσας στην αρχή της δίκαιης δίκης αστυνομικής διείσδυσης. Έτσι, καθιερώνει ως βασικά κριτήρια το αν η Αστυνομική επιχείρηση ήταν διατεταγμένη και εποπτευόταν από δικαστικό λειτουργό ή από μόνη την Αστυνομία και το αν ο συλληφθείς είχε την προδιάθεση να τελέσει την αξιόποινη πράξη.Στην υπόθεση Πυργιωτάκης κατά Ελλάδος (21-2-2008) ο προσφεύγων καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών και σε πρόστιμο 15.000 ευρώ για την εμπλοκή του σε υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε ότι λειτούργησε ως μεσάζων μεταξύ ενός αστυνομικού που παρίστανε τον αγοραστή και ενός εμπόρου, του Π., ο οποίος επίσης οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι ο Π. εμπλεκόταν σε εμπορία ναρκωτικών και γι’αυτό ο αστυνομικός εμφανίσθηκε ενώπιόν του ως υποτιθέμενος αγοραστής. Δεν γνώριζε τον προσφεύγοντα εκ των προτέρων και δεν είχε ακούσει να μιλούν για εκείνον πριν την επιχείρηση. Κατά το δικαστήριο, ο

Page 28: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

προσφεύγων είχε υποδείξει τηλεφωνικά στον εν λόγω αστυνομικό να τον περιμένει σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Όταν έφθασε εκεί, ο αστυνομικός συνάντησε τον προσφεύγοντα και τον Π. μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Τους ακολούθησε μέχρι τον τόπο συναλλαγής. Εκεί, ο προσφεύγων αντάλλαξε κάποιες λέξεις με τον Π. και έφυγε. Ο προσφεύγων, ο οποίος καθ’όλη τη διάρκεια της δίκης υποστήριζε ότι αγνοούσε τη φύση της συναλλαγής και ότι ήθελε μόνο να εξυπηρετήσει τον Τ., έναν γνωστό του που του είχε ζητήσει να φέρει σε επαφή τον υποτιθέμενο αγοραστή με τον Π., ισχυρισμοί τους οποίους επιβεβαίωσε ο Τ. ενώπιον του δικαστηρίου, άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής. Το Εφετείο Κρήτης επικύρωσε, για τους ίδιους λόγους, την ενοχή του προσφεύγοντος και την ποινή κάθειρξης που του είχε επιβληθεί σε πρώτο βαθμό, αλλά μείωσε το πρόστιμο σε 7.000 ευρώ.  Ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης. Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, παραπονέθηκε μεταξύ άλλων για παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης. Κατά την άποψή του, η καταδίκη του οφειλόταν αποκλειστικά στη συμπεριφορά ενός εκ των αστυνομικών που εμπλέκονταν στην υπόθεση, ο οποίος είχε ενεργήσει ως «agent provocateur». Αν ο εν λόγω αστυνομικός δεν είχε ζητήσει να έρθει σε επαφή με τον Π., η παράβαση για την οποία κατηγορήθηκε ουδέποτε θα είχε διαπραχθεί. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης. Έκρινε ότι η προσβληθείσα απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη και ότι το επιχείρημα, βάσει του οποίου ο αστυνομικός είχε ενεργήσει ως «agent provocateur», ερχόταν σε αντίφαση με τα πραγματικά περιστατικά που είχε στοιχειοθετήσει το εφετείο. Το ανώτατο δικαστήριο πρόσθεσε ότι, ακόμα κι αν ο εν λόγω αστυνομικός είχε ενεργήσει ως «agent provocateur», οι πράξεις του δεν είχαν υπερβεί εκείνες ενός μυστικού αστυνομικού (απόφαση αριθ. 2496/2005). Το ΕΔΔΑ έκρινε παραβίαση του άρθ.6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.

-      Προληπτικοί έλεγχοι με επέμβαση στην ιδιωτική ζωή (πριν την διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος) προβλέπονται από ειδικούς ποινικούς νόμους όπως π.χ. με τον Ν.3691/2008 που ενσωμάτωσε την Τρίτη Οδηγία της ΕΕ για το ξέπλυμα. [Βλ. επίσης, τη σχετική συμφωνία που σύναψε το 2004 το Συμβούλιο της  Ε.Ε. μεταξύ Κοινότητας και ΗΠΑ για τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων επιβατών αεροπορικών μεταφορών από τους ευρωπαίους μεταφορείς προς την υπηρεσία τελωνείων και προστασίας συνόρων του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (Bureau of Customs and Border Protection) με σκοπό κυρίως την αποτροπή και καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η συμφωνία έχει ενδιαφέρον από την άποψη της ηλεκτρονικής διασύνδεσης αρχείων βάσει του εγκληματικού προφίλ που δημιούργησε ένα ειδικό πρόγραμμα (Computer Assisted Pre-Screening Program: CAPPS II). To πρόγραμμα αυτό προβαίνει σε αξιολόγηση όλων των επιβατών, πριν από την επιβίβασή τους σε αεροπλάνο, δημιουργώντας ένα προφίλ με βάση τα στοιχεία που διαθέτει και καταλήγει στο ενδεχόμενο αυτοί να είναι ή όχι τρομοκράτες].

Page 29: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-      Τέλος, μια άλλη κάμψη του τεκμηρίου εισάγεται στο δίκαιο ανηλίκων δραστών με την επιβολή αναμορφωτικών μέτρων χωρίς απόφαση επί της υπαιτιότητας (υποτίθεται ότι είναι αθωωτικές αποφάσεις).

[1] Στην υπόθεση αυτή οι προσφεύγοντες Κουρδικής καταγωγής παραπονέθηκαν ότι έγινε αλλαγή του κατηγορητηρίου στην τελευταία συνεδρίαση της δίκης και δεν μπόρεσαν να προετοιμάσουν εγκαίρως την υπεράσπισή τους. Αρχικά είχαν κατηγορηθεί για αποσχιστική δραστηριότητα και προσβολή του πολιτεύματος, ενώ την ημέρα που θα έβγαινε η απόφαση προστέθηκε και συμμετοχή σε παράνομη ένοπλη οργάνωση. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθ.6 παρ.3 β της ΕΣΔΑ.[2] Allan κατά Ην. Βασιλείου (05-02-03), http :// cmiskp . echr . coe . int [3] Μαμιδάκης κατά Ελλάδος (11-01-07), ΠοινΔικ 2007, σελ. 855, με παρατηρήσεις Σ. Τρεκλή[4] Διαμαντίδης κατά Ελλάδος (19-02-05), ΕΕυρΔ 2006, σελ. 572.[5] Minelli κατά της Ελβετίας (25-03-83), Daktaras κατά της Λιθουανίας (17-01-01), Υ.Β. κ.λ.π. κατά της Τουρκίας (28-10-2004), http://cmiskp.echr.coe.int[6] Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδος (13-12-05), www.nsk.gr [7] Εννοεί «μαγνητοσκόπηση». [8] Nerattini κατά Ελλάδος (18-12-08), www.nsk.gr[9] Englert κατά Γερμανίας (25-08-87), ΕΕΕυρΔ 1990, σ. 445[10] Το ΕΔΔΑ βέβαια αναφερεται στο βάρος απόδειξης που φέρει ο Εισαγγελέας επηρεασμένο όμως από άλλες έννομες τάξεις και όχι την ελληνική (Βλ. Βarberà, Μessegué and Jabardo v. Spain (06-12-88), http://cmiskp.echr.coe.int).[11] ΑΠ (Συμβ) 1018/2000, ΠΧ ΝΑ/2001, σελ. 248 με παρατηρήσεις Θ. Σαμίου και ΠοινΔικ 2000 σελ. 1204 με παρατηρήσεις Δ. Ζημιανίτη. Την ίδια άποψη περί μη αναγκαιότητας του ειδικότερου καθορισμού της έλλειψης αιτιολογίας  διατύπωσε ο ΑΠ και στην 87/2001, ΠοινΛογ 2001, σελ. 112[12] Η διατύπωση του άρθρου σχετικά με τον κίνδυνο τέλεσης νέων εγκλημάτων πριν την τελευταία νομοθετική μεταβολή (που αφορούσε όλα τα κακουργήματα) είχε ως εξής: «ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».[13] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3811/2009, όπου τονίζονται – πλην της αρχής της αναγκαιότητας – και οι ακόλουθες τρεις αρχές, υπό το φως των οποίων έγιναν οι τροποποιήσεις του άρθρου 282 ΚΠΔ: α) η αρχή της απαγόρευσης του υπέρμετρου, β) η αρχή της αναγκαίας αναλογίας και γ) η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων.[14] Μαγγαφίνης κατά Ελλάδας (22-04-10), Στεφάνου κατά Ελλάδας (22-04-2010), Σαραντίδης κατά Ελλάδας (22-04-2010), Τρίτσης κατά Ελλάδας (10-06-2010), Φίλης ΙΙ κατά Ελλάδας (27-06-97), Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας (22-10-97), Πασχαλίδης κλπ κατά Ελλάδας (19-03-97), Σταμουλακάτος ΙΙ κατά Ελλάδας (26-11-97), Κοσμόπολις Α.Ε. κατά Ελλάδας (29-03-01), Portington κατά Ελλάδας (23-09-98), Ζαρμακούπης και Σακελλαρόπουλος κατά Ελλάδας (19-10-00), Αρβελάκης κατά Ελλάδας (12-04-01), Οικονομίτσιος κατά Ελλάδας (19-10-00), Καραγιάννης κατά Ελλάδας (16-01-03), κ.ά.

[15] Αρβελάκης κατά Ελλάδος (12-04-01),  ΠΧ 2001, σελ. 462[16] Texeira de Castro κατά Πορτογαλίας, (09-06-98, Vanyan κατά Ρωσίας, (15-12-05), V. κατά Φινλανδίας (24-04-07), http :// cmiskp . echr . coe . int , Πυργιωτάκης κατά Ελλάδας, (21-02-08), www.nsk.gr 

Page 30: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

H ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

Ανάκριση = κορμός της ποινικής δίκης αφού αρχίζει με την πρώτη πληροφορία για τέλεση του εγκλήματος και συνεχίζει μέχρι την έκδοση της απόφασης. Ενόψει του δικαστικού της χαρακτήρα ήταν εύλογο να ρυθμιστεί με κανόνες ποινικού δικονομικού δικαίου που καθορίζουν την μορφή της, τα όργανα που είναι αρμόδια για διεξαγωγή της και μέσα που επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν.

Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

Η μορφή της ανάκρισης  εξετάζεται αναφορικά με τα όργανα στα οποία έχει ανατεθεί: εισαγγελέας, ανακριτής, αστυνομία.

Αναγκαιότητα της ανάκρισης και η θέση της στην ποινική δίκη

Για την προστασία του κύρους της δικαιοσύνης απαιτείται η διεξαγωγή της δίκης να γίνεται μόνο όταν προηγουμένως έχει εξασφαλιστεί ένας βαθμός πιθανότητας ότι το έγκλημα τελέστηκε και ότι το καταγγελλόμενο άτομο μπορεί να είναι ο δράστης. Αλλά και από την πλευρά του αθώου κατηγορουμένου υπάρχει συμφέρον να ξεκαθαριστεί η υπόθεση από την προδικασία για να μην στιγματιστεί από τη δημόσια δίκη.

Έτσι πολύ νωρίς κρίθηκε αναγκαίος ο χωρισμός της ανάκρισης του εγκλήματος  από την κατ’ουσία εκδίκασή του και η τοποθέτησή της μαζί με την φάση τα κρίσης τρων πορισμάτων στην προδικασία (ανάκριση + κρίση πορισμάτων = προδικασία). Επειδή όμως κρίθηκε ότι θα προέκυπταν πολλά προβλήματα εάν στηριζόταν η ουσιαστική κρίση του δικαστή στα πορίσματα του οργάνου που διεξήγε την ανάκριση, καθιερώθηκε η αρχή της άμεσης λήψης

Page 31: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

των αποδείξεων = ο δικαστής της ουσίας επανεξετάζει ο ίδιος τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στην προδικασία κατά τρόπο ώστε η ουσιαστική ανάκριση του εγκλήματος επαναλαμβάνεται στο ακροατήριο.

Κύρια χαρακτηριστικά της ανάκρισης: έγγραφη διεξαγωγή και μυστικότητα.

Κατηγορητικό σύστημα: ανάκριση = προφορική + δημόσια

Εξεταστικό σύστημα: ανάκριση = έγγραφη + μυστική (αλλά απέναντι και στον κατηγορούμενο)

Μεικτό σύστημα (:Ελλάδα) : Ανάκριση στην προδικασία = έγγραφη + μυστική/ στο Ακροατήριο =  δημόσια + προφορική κατά τους κανόνες που ρυθμίζουν την κύρια διαδικασία.

Βελτιωμένο μεικτό σύστημα (Ελλάδα) = μυστικότητα της ανάκρισης υποχωρεί αφού κατηγορούμενος δικαιούται να παρίσταται κατά την ενέργεια των ανακριτικών πράξεων  (εκτός από την εξέταση των μαρτύρων αλλά και πάλι δύναται εάν η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι δυνατή 219 παρ.2 ΚΠΔ), να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης πριν απολογηθεί (άρθ.97, 101,104ΚΠΔ). Η περιορισμένη μυστικότητα έχει επικριθεί ως άνιση μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού ο Εισαγγελέας έχει δικαίωμα να παρίσταται σε κάθε ανακριτική πράξη και να λαμβάνει γνώση των εγγράφων οποτεδήποτε θελήσει. Με τον Ν.2928/2001 το άρθρ.253Α ΚΠΔ προβλέπει ειδικές ανακριτικές μεθόδους που διακρίνονται από μυστικότητα και έναντι του κατηγορουμένου.

         Ουσιώδες στοιχείο της ανάκρισης : ο χρόνος

Αν αφαιρεθεί η έννοια του χρόνου τότε θα πρόκειται για ένα σύνολο πράξεων που θα απέχει από το είδος της δίκης που κατοχυρώνεται στα γνωστά συντάγματα και διεθνή κείμενα. Με αυτό το πνεύμα πρέπει να αντιμετωπίζεται η ύπαρξη αλλεπάλληλων προθεσμιών, χρονικών ορίων και τύπων (εκθέσεις κοινοποιήσεις, κλπ) η τήρηση των οποίων απαιτεί χρόνο. Αν παρακαμφθεί κάποια προθεσμία ή τύπος κατά 171 ΚΠΔ επέρχεται απόλυτη ακυρότητα.

Συγκεκριμένες αναφορές στον χρόνο ως στοιχείο της διενέργειας  ή της διάρκειας των διαδικαστικών πράξεων γίνονται σε αυξημένης ισχύος δικονομικούς κανόνες οι οποίοι κατοχυρώνοντας  ατομικά δικαιώματα προσδιορίζουν ταυτόχρονα την ουσία της ποινικής διαδικασίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι:

-Η προσαγωγή του ατόμου ενώπιον δικαστή/ανακριτή και η πληροφόρησή του σε εξαιρετικά σύντομα χρονικά περιθώρια (άρθ.6 παρ.1 και 2 Συντ., άρθ.5 παρ.2 και 3, άρθ.6 παρ.2α ΕΣΔΑ) «εντός 24 ωρών»

Page 32: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-Eάν ο δικαστής ενώπιον του οποίου προσάγεται  το άτομο αποφασίσει την προφυλάκιση του, το άτομο έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 5 ημερών (άρθ.285ΚΠΔ) ενώπιον δικαστηρίου που πρέπει να αποφασίσει «εντός βραχείας προθεσμίας» (άρθ.5 παρ.4 ΕΣΔΑ). Ο σύντομος χαρακτήρας των προθεσμιών συντάσσεται με το επαχθές  του μέτρου.

Τα είδη της ανάκρισης: προανάκριση, κυρία ανάκριση, αστυνομική ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.

Η οικονομία της δίκης απαιτεί η ανάκριση να διεξάγεται μόνο όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο. Κριτήριο για την διενέργεια τακτικής ανάκρισης : Τυπικό (κατά τον Έλληνα νομοθέτη) σύμφωνα με την βαρύτητα των υποθέσεων (πάνω από 3 μήνες ποινή φυλάκισης δηλ. «μερικής» αρμοδιότητος μονομελούς -αρθ.114 ΚΠΔ): 1) Όλα τα κακουργήματα και πλημμελήματα για τα οποία μπορούν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι (τιμωρούμενα με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών) –άρθ.282ΚΠΔ και 2) πλημμελήματα στα οποία η προανάκριση που ήδη έγινε χρειάζεται συμπλήρωση (άρθ.246 παρ.3 ΚΠΔ).

Στις περιπτώσεις που προβλέπεται υποχρεωτική κύρια ανάκριση ανατίθεται σε τακτικό ανακριτή (δικαστή πρωτοδίκη) (άρθ.246 παρ.3 ΚΠΔ) και μόνο αυτός είναι αρμόδιος για έκδοση εντάλματος σύλληψης, προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων. Στις λιγότερο σημαντικές υποθέσεις μπορεί να γίνει προανάκριση χωρίς να αποκλείεται να γίνει  και κυρία ανάκριση αν απαιτείται να συμπληρωθεί (άρθ.246 παρ.3 β ΚΠΔ).

Δύο είδη ανάκρισης που προϋποθέτουν την άσκηση ποινικής δίωξης:

         Προεισαγωγική ανάκριση (προανάκριση) [που είναι σύντομη] άρθ.245ΚΠΔ:

Σύμφωνα με την τροποποίηση του άρθ.244 ΚΠΔ από τον Ν.3904/2010:

«Παραγγελία για προανάκριση σύμφωνα με το άρ.43ΚΠΔ δίδεται μόνο για πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή έχουν τελεστεί από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, όταν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι στην παραγγελία του εισαγγελέα εξαιρετικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη διεξαγωγή  συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων».

Τελειώνει αφού κληθεί ο κατηγορούμενος να απολογηθεί προ τουλάχιστον 48 ωρών με : (αρθ.245 ΚΠΔ)

-Απ’ευθείας κλήση στο ακροατήριο

Page 33: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-Παραγγελία του Εισαγγελέα για τακτική ανάκριση αν προκύπτει τέλεση κακουργήματος ή

-Πρόταση του Εισαγγελέα στο δικαστικό Συμβούλιο αν δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή (βλ. αναλυτικά άρθρο 245ΚΠΔ)

-Επίσης, αρχειοθέτηση αν δεν προκύψει η ταυτότητα του δράστη (άρθ.245 παρ.3).

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη διενέργεια της προανάκρισης μέχρι την περάτωσή της δεν μπορεί να υπερβεί τους 3 μήνες (άρθ.243 παρ.4, τροπ.3904/2010). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως 3 το πολύ μήνες, εκτός εάν η φύση της υπόθεσης ή η διενέργεια της πράξης το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του Εισαγγελέα Εφετών.

         Τακτική ή κυρία ανάκριση: Διενεργείται πάντοτε στα κακουργήματα.

Πάντα από ανακριτές δικαστές (άρθ.246ΚΠΔ).

Περάτωση της κύριας ανάκρισης (άρθ.308ΚΠΔ) με βούλευμα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών (βλ. τροποποίηση του άρθρου 308 από Ν.3904/2010 και προσθήκη άρθρ.308 Α για την κατ’εξαίρεση περάτωση της κύριας ανάκρισης σε ορισμένα κακουργήματα και 308 Β για πρόβλεψη ποινικής συνδιαλλαγής).

Μετά το τέλος της ανάκρισης τα έγγραφα (άρθ.309ΚΠΔ) διαβιβάζονται στον Εισαγγελέα ο οποίος υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο για:

         παύση (οριστικά ή προσωρινά) της δίωξης,

         για μη απαγγελία της κατηγορίας (αν δεν υπάρχουν ενδείξεις ή οι υπάρχουσες δεν είναι αποχρώσες ή όταν το γεγονός δεν συνιστά αδίκημα ή υπάρχει λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό – άρθ.310ΚΠΔ) ή

         για περαιτέρω ανάκριση

         παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.

---------------------------

Προ της ασκήσεως ποινικής διώξεως:

         Αστυνομική ανάκριση: αποτελεί αστυνομικές προανακριτικές πράξεις και όχι ανάκριση με τη στενή έννοια. Διενεργείται προ ασκήσεως της ποινικής διώξεως για να βεβαιωθεί η πράξη και να εξακριβωθούν τα στοιχεία του δράστη και χωρίς παραγγελία του αρμόδιου Εισαγγελέα (άρθ.243 παρ.2), [από τους

Page 34: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

υπαλλήλους του άρθ.33 ΚΠΔ] προς αποφυγή διαφυγής του δράστη ή εξάλειψης των αποδεικτικών στοιχείων. Σχεδόν πάντα η έρευνα ολοκληρώνεται στην αστυνομική εξέταση πριν δηλ. ασκηθεί ποινική δίωξη. Αν –όπως και στην προανάκριση- δεν προκύψει η ταυτότητα του δράστη η υπόθεση τίθεται στο αρχείο (άρθ.245 παρ.3).

         Προκαταρκτική εξέταση (άρθ.31 ΚΠΔ) = Ανατίθεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (μπορεί να διεξαχθεί και από τους γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους –αρθ.33) και αποτελεί προεισαγωγική διερεύνηση  προς διαπίστωση του αν οι υπόνοιες είναι βάσιμες ώστε να κινηθεί η ποινική δίωξη. Η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται κατά τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται και η ανάκριση (άρθ.240 – 241). Αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, επιβάλλεται να διαταχθεί προανάκριση ή κύρια ανάκριση (αναλόγως) και ακολουθεί νέα εξέταση των μαρτύρων. Αν μεταξύ των μαρτύρων εξετάστηκε στην προκαταρκτική εξέταση και ο ύποπτος (που κατόπιν έγινε κατηγορούμενος), η έγγραφη (+ ένορκη) κατάθεσή του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πρέπει να τεθεί στο αρχείο της Εισαγγελίας, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εξεταστεί ενόρκως, αφού έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει (άρθ.273 παρ.2).

ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

Ανακριτής, Εισαγγελέας και Αστυνομία

1)    Ανακριτής: Από το επιτυχημένο έργο του εξαρτάται η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Αποτυχία στο έργο του σημαίνει ενδεχόμενη διαφυγή δραστών και έκθεση αθώων σε κίνδυνο άδικης καταδίκης τους. Τακτικός ανακριτής = παντοδύναμος, αφού δύναται: σωματικές έρευνες, συλλήψεις, έρευνα κατοικίας, προσωρινή κράτηση.

Προσόντα: α) ειδίκευση (πρόβλημα μη διαχωρισμού ποινικών και πολιτικούς δικαστές) και β) πνευματικά, «ηθικά και άλλα χαρίσματα».  Η ειδίκευση δύσκολο να αποκτηθεί, γιατί μια υπόθεση μπορεί να απαιτεί ειδικές γνώσεις: από μαθηματικά, μέχρι τηλεπικοινωνίες… Κατά τον Hans Gross (θεμελιωτή της Ανακριτικής) οι γνώσεις δεν είναι το παν. Χρειάζονται και άλλα προσόντα όπως:

1.ενεργητικότητα και πρωτοβουλία,

2. υπομονή και επιμονή

3. ακρίβεια στις λεπτομέρειες και σαφήνεια στην απόδοσή τους

4. εξυπνάδα και προσεκτικότητα

5. διακριτικότητα και θάρρος

6. εμπειρία

7. τιμιότητα και αφοσίωση στο λειτούργημά του

Page 35: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

8. αποστασιοποίηση από προσωπικά προβλήματα

9. να μη κάνει δυσμενείς διακρίσεις (φύλου, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων, κλπ)

10. να μην επηρεάζεται από τον τύπο και την κοινή γνώμη

11. να μην επηρεάζεται από κοινωνικά ή άλλα προφανή στοιχεία που μπορεί να προκαλέσουν συμπάθεια ή αντιπάθεια (να είναι ανεπηρέαστος)

12. να μην επιζητά τη δόξα /προβολή μέσω της υπόθεσης.

Γενικά δεν πρέπει να σχηματίζει κάποια γνώμη για την υπόθεση πριν το πέρας της ανάκρισης ή να έχει κάποια θεωρία και να προσκολλάται σ’αυτήν. Αναγκαίο σε υποθέσεις με πολλές μαρτυρικές καταθέσεις η σύνταξη ενός συγκριτικού πίνακα.

2)    Εισαγγελέας: Λειτουργικά αρμόδιο όργανο για κίνηση ποινικής δίωξης (άρθ.43ΚΠΔ). Η κίνηση της ποινικής δίωξης δεν αποτελεί αυτοτελή τυπική πράξη, αλλά υλοποιείται με την παραγγελία του Εισαγγελέα για διεξαγωγή ανάκρισης ή προανάκρισης ή με απευθείας κλήση στο ακροατήριο.

Αρχή νομιμότητας ή σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης; Κατά το ελληνικό δίκαιο, αρχή νομιμότητας με στοιχεία σκοπιμότητας δηλ. πρέπει να υπάρχει ελάχιστος βαθμός πιθανολόγησης της καταγγελίας που υποβάλλεται (ότι δεν είναι προφανώς ουσία αβάσιμη ή ψευδής). Γι’αυτό αρμοδιότητα προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης (αν η μήνυση/έγκληση υποβληθεί κατευθείαν στην Εισαγγελία δίδουν αμέσως κατάθεση στον Εισαγγελέα βεβαιώνοντας στην ουσία  το περιεχόμενο αυτής, χωρίς να χρειάζεται να κληθούν και δεύτερη φορά (βλ. απόφαση 26 που υιοθέτησε στο 8ο Συνέδριο του ΟΗΕ στην Αβάνα ένα σύνολο «Κατευθυντήριων γραμμών για τον ρόλο των Εισαγγελέων» τονίζοντας την ανάθεση ανακριτικών καθηκόντων).

3)    Αστυνομία:

1. Τυπική έννοια: Δημόσια υπηρεσία στην οποία είναι ανατεθειμένη η άσκηση της πολιτειακής ενέργειας της αστυνομίας.

2. Ουσιαστική έννοια: Πολιτειακή ενέργεια  που αποβλέπει στην αποτροπή παντός κινδύνου και διαταράξεως της δημόσιας τάξεως.

2.α. διοικητική: έχει ως σκοπό την τήρηση της δημοσίας τάξης (κυρίως προληπτικός χαρακτήρας)

2.β.δικαστική (ή «Αστυνομία καταδίωξης» κατά Γαρδίκα): με κατασταλτικό χαρακτήρα. Το έργο της συνίσταται σε  ανίχνευση και διακρίβωση  των εγκλημάτων και της ταυτότητας των εγκληματιών, στην συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και γενικά στην υποβοήθηση του ανακριτικού έργου.

Page 36: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Στην Ελλάδα διαχωρισμό μεταξύ της διοικητική και δικαστικής αστυνομίας είχαμε με το β.δ. 31-12-1836 περί δημοτικής αστυνομίας, αλλά γρήγορα η λύση της δικαστικής αστυνομίας εγκαταλείφθηκε ως άστοχη, γιατί η αστυνομία είναι οργανισμός ενιαίος. Κίνηση υπέρ του διαχωρισμού παρατηρήθηκε ξανά από τη δεκαετία του 1990 (Διάσκεψη Μαδρίτης 1990 εκπροσώπων Κρατών μελών ΕΕ με θέμα τη δικαστική αστυνομία. Επίσης, το 1987 υποβλήθηκε υπόμνημα στο Υπ. Δικαιοσύνης που υπογράμμιζε την αδυναμία δράσης των δικαστικών λειτουργών προς εξιχνίαση σοβαρών εγκλημάτων λόγω παραγγελιών σε υπηρεσίες που υπάγονται στην εκτελεστική εξουσία. Λίγα χρόνια αργότερα η Εταιρεία Δικαστικών Μελετών πρότεινε τη δημιουργία στις μεγάλες πόλεις δικαστικής αστυνομίας στελεχωμένης από αστυνομικούς ειδικευμένους στη δίωξη του εγκλήματος). Νομοσχέδιο περί σύστασης δικαστικής αστυνομίας κατετέθη το 2010. Η προτεινόμενη νέα αστυνομία θα υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και σε καμία περίπτωση δεν θα λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την ΕΛ.ΑΣ. Κύριο μέλημά της προβλέπεται να είναι η συμπλήρωση της προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης, η υποβοήθηση δηλ. του Εισαγγελέα στη διενέργεια των καθηκόντων του από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, όπως επίσης και η ασφαλής μεταγωγή των κρατουμένων. Στην αρχή της λειτουργίας της Δικαστικής Αστυνομίας προβλέπεται η απόσπαση του αναγκαίου εκείνου αριθμού αστυνομικών από τη Διοικητική Αστυνομία, εφόσον υπάρχει ιεραρχικό κενό στο νέο Σώμα. Συν τω χρόνω, οι θέσεις θα καλυφθούν από το νέο Σώμα καθεαυτό. Η σύσταση και η λειτουργία της Δικαστικής Αστυνομίας προβλέπεται ότι θα προσφέρουν αποτελεσματικότητα και υπηρεσιακή επάρκεια στην εισαγγελική Αρχή.

Μέχρι σήμερα οποιοδήποτε αστυνομικό όργανο, από ορισμένο βαθμό και πάνω μπορούσε να αναλάβει ανακριτικά καθήκοντα. Αυτό, θα πάψει να υπάρχει από τη σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας, η οποία θα βρίσκεται σε παράλληλη δραστηριότητα με τη Διοικητική Αστυνομία, γεγονός που θα επιφέρει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, πολλά οργανωτικά πλεονεκτήματα, κυρίως δε το πνεύμα άμιλλας μεταξύ των δύο αστυνομικών Σωμάτων.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Η Εγκληματολογική Αστυνομία ιδρύθηκε στην Ελλάδα το 1900 μετά την εγκατάλειψη της δικαστικής αστυνομίας ως ξεχωριστού σώματος.

1914: Η ιταλική οργανωτική αποστολή για την οργάνωση της Χωροφυλακής ιδρύει στη Θεσσαλονίκη γραφείο δακτυλοσκοπικής σήμανσης.

1918: Η αγγλική οργανωτική αποστολή για την Αστυνομία πόλεων ιδρύει στην Αθήνα κεντρικό γραφείο εγκληματολογικής σήμανσης (στη δικαιοδοσία της Χωροφυλακής μέχρι το 1921 και μετά στην

Page 37: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Αστυνομία πόλεων, όπου ονομάζεται: Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων). Στο Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων προβλέφθηκε ίδρυση Εγκληματολογικών Εργαστηρίων και Συνεργείων Σήμανσης. Το 1929 ιδρύεται η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών (με διευθυντή τον Κων. Γαρδίκα από το 1929-1969) και το 1972 γίνεται συγχώνευση σε ενιαία υπηρεσία της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Υπηρεσιών, Χωροφυλακής και Αστυνομίας πόλεων στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών (όπου διευθυντής ορίζεται Εισαγγελέας από βαθμό Αντεισαγγελέα Εφετών και πάνω για να προσδώσει δικαστικό χαρακτήρα. Ας σημειωθεί ότι κανένας νεότερος νόμος δεν ξαναπροέβλεψε διεύθυνση από Καθηγητή Εγκληματολογίας ή δικαστικό λειτουργό). Με τον Ν.1481/1984 οι αρμοδιότητες της ΔΕΥ ανατίθενται στον Κλάδο Δημόσιας Ασφάλειας της ΕΛΑΣ και με το π.δ.582/1984 ιδρύονται οι κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μεταξύ των οποίων και Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών.

Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει αυτοτελής και ανεξάρτητη από το λοιπό αστυνομικό σώμα δικαστική αστυνομία.  Υπάρχει ένα ενδιάμεσο σύστημα. (βλ. αναδιάρθρωση Αστυνομίας με: Ν.2800/2000, Ν. 2838/2000, Π.Δ. 14/01, Ν.2910/2001, 20/02, Π.Δ. 110/02, Π.Δ.261/02, Π.Δ.262/02, Π.Δ. 339/02, Π.Δ. 52/03, Ν. 3169/03, Π.Δ. 229/03, Π.Δ. 205/2004, Ν.3585/2007, Ν. 3686/2008).

1.                   Καθήκοντα ανακριτικών υπαλλήλων ανατίθενται σε ορισμένα όργανα της αστυνομίας (αστυνομικό προσωπικό του άρθ.33ΚΠΔ), δηλ. με χαρακτήρα δικαστικού προσώπου.

2.                   Δημιουργία Κλάδου Αστυνομίας ασφάλειας με τον Ν.2800/2000 -ΦΕΚ- 41/29.02.2000 «ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Υ.Δ.Τ. ΣΥΣΤΑΣΗ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ»-  ως περιφερειακή υπηρεσία της ΕΛΑΣ, όπου υπάγεται η Διεύθυνση Δημόσιας Ασφαλείας, στην οποία ανατίθεται η πρόληψη και καταστολή του κοινού εγκλήματος, με χρησιμοποίηση επιστημονικών μεθόδων διαλεύκανσης των εγκλημάτων κλπ. Σήμερα στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης υπάγονται 8 διευθύνσεις μεταξύ των οποίων η Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας (οι υπόλοιπες είναι: Γενικής αστυνόμευσης, Τροχαίας, κρατικής ασφάλειας, αλλοδαπών, διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας, διαβατηρίων και χειρισμού κρίσεων). [βλ. ιστοσελίδα του Αρχηγείου ΕΛΑΣ: http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=45&Itemid=35&lang=). Στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας υπάγονται 4 τμήματα:

- αντιμετώπισης του εγκλήματος- οικονομικών εγκλημάτων- ναρκωτικών και παραβατικότητας ανηλίκων και- ανάλυσης εγκληματικότητας

Page 38: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Στη Διεύθυνση κρατικής ασφάλειας υπάγονται επίσης 4 τμήματα:

-       Κοινωνικών & πολιτιστικών ζητημάτων-       Προστασίας του πολιτεύματος-       Όπλων & εκρηκτικών και-       Ταυτοτήτων & αρχείων.

Επίσης εκτός Κλάδου Ασφαλείας & Τάξης (υπάγονται απ’ευθείας στον Αρχηγό ΕΛΑΣ) λειτουργούν οι Διευθύνσεις:

1.    Αντιμετώπισης ειδικών εγκλημάτων βίας (:Αντιτρομοκρατική, που ιδρύθηκε με το Π.Δ. 14/2001).

     Περιλαμβάνει τα ακόλουθα τμήματα:

         Τμήμα Αντιμετώπισης Εσωτερικής Τρομοκρατίας

         Τμήμα Αντιμετώπισης Διεθνούς Τρομοκρατίας 

         Τμήμα Αντιμετώπισης Λοιπών Εγκλημάτων Βίας

         Τμήμα Επιχειρήσεων και Ειδικών Ελέγχων

         Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης

         Τμήμα Τεχνικής Υποστήριξης 

2.    Εσωτερικών υποθέσεων και

3.    Εγκληματολογικών Ερευνών. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών διαρθρώνεται στα εξής τμήματα:

         Τμήμα Δακτυλοσκοπίας          Τμήμα Εξερευνήσεων

         Τμήμα Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων

         Τμήμα Εργαστηρίων Δικαστικής Γραφολογίας και Πλαστότητας εντύπων - αξιών

         Τμήμα Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων

         Τμήμα Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών

         Τμήμα Μεθοδικοτήτων - Φωτογραφικό

         Τμήμα Καταδιωκτικών - Στατιστικής

         Τμήμα Αρχείων

         Τμήμα Εσωτερικών Λειτουργιών.

4.    Στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής υπήχθησαν:

α) Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφαλείας και

Page 39: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

β) Υποδιεύθυνση Εγκλημάτων κατά ζωής με 4 τμήματα (εγκλημάτων κατά ζωής, εγκλημάτων κατά ιδιοκτησίας, εκβιαστών και Αναζητήσεων)γ) Υποδ/νση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, Αρχαιοκαπηλίας & Ηθών με 5 τμήματα (Οικονομικών εγκλημάτων, Αρχαιοκαπηλίας, Ηθών,Παιγνίων και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος)δ) Υποδ/νση Δίωξης Ναρκωτικών

ε) Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής

Αρχές Δεκεμβρίου 2010 υπεγράφη σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη που προβλέπει τη «σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος – Τροποποίηση Διατάξεων», το οποίο προωθείται για υπογραφή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.Η νέα Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος υπάγεται στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και εποπτεύεται και ελέγχεται από τον Αρχηγό. Θα έχει πανελλαδική εμβέλεια για την καταπολέμηση, τόσο του οικονομικού όσο και του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Οι αξιωματικοί που θα υπηρετούν στις συγκεκριμένες υπηρεσίες θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα αρχεία των αστυνομικών υπηρεσιών, άλλων υπηρεσιών, οργανισμών και φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων χωρών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες.

Στο στόχαστρο της νέας υπηρεσίας είναι:• Η παράνομη νομιμοποίηση εσόδων• Οι παράνομες συναλλαγές στο πλαίσιο των πιστωτικών και χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων• Η παράνομη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων ή χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων από το κράτος• Η παράνομη μεταφορά κεφαλαίων και διακίνηση χρήματος• Η απόκρυψη φορολογικών στοιχείων• Το λαθρεμπόριο• Η κατάχρηση δημόσιας περιουσίας• Οι παραβάσεις που αφορούν στα Πρακτορεία , σε τυχερά παιχνίδια και καζίνο.• Η μη καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών από φυσικά και νομικά πρόσωπα• Οι υπερτιμολογήσεις φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού.• Η μη έκδοση αποδείξεων από ιατρούς, όπως και σε περιπτώσεις παροχής νοσηλευτικών υπηρεσιών• Οι παράνομες συνταγογραφήσεις και η έκδοση αναληθών γνωματεύσεων ιατρών σε βάρος των ασφαλιστικών φορέων.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΩΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Page 40: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Απαιτείται συνεχής μετεκπαίδευση και επιμόρφωση πέραν της βασικής. Προβλέπεται από Ν.2226/1994, π.δ.190/1996 για τον Οργανισμό Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της ΕΛΑΣ. Με το π.δ.45/2000 ιδρύθηκε στη Θεσ/κη Παράρτημα Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της ΕΛΑΣ.

Ως αυτοτελής κεντρική υπηρεσία λειτουργεί η Αστυνομική Ακαδημία στην οποία υπάγονται οι Σχολές Αστυφυλάκων, Αξιωματικών, Εθνικής Ασφάλειας και Μετεκπαίδευσης & Επιμόρφωσης.

Με απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20-9-2005 (Απόφαση 2005/681/ΔΕΥ), ιδρύθηκε και Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία (European Police College – CEPOL. βλ. http://www.cepol.europa.eu) της οποίας η Γραμματεία εδρεύει στο Bramshill του Η.Β., με σκοπό την εκπαίδευση των ανώτερων αστυνομικών υπαλλήλων (οργάνωση υπό μορφή δικτύου αποτελούμενο από εθνικά ιδρύματα εκπαίδευσης).

Σημαντικά νομοθετήματα που οφείλουν να γνωρίζουν τα αστυνομικά όργανα  αποτελούν:

         Το π.δ.254/2004 (ΦΕΚ-238/ 3.12.2004): Κώδικας δεοντολογίας του Αστυνομικού

         Ο Ν. 3169/2003 (ΦΕΚ-189/ 24.7.2003):  Οπλοφορία, χρήση όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά κ.ά., καθώς και

         Το π.δ.120/2008 (ΦΕΚ- 182/  2.9.2008): Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

Ν. 1916/1990 για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα, προέβλεψε διάταξη για την προστασία δικαστικών λειτουργών και μαρτύρων (ο νόμος όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.2145/1993, καταργήθηκε με τον Ν. 2172/1993). Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις επανέλαβε την παλαιότερη ρύθμιση. Τα προβλεπόμενα μέτρα είναι:

1.    Αστυνομικά μέτρα (φύλαξης -που δεν προσδιορίζονται ρητώς- μετά από διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών)

2.    Δικονομικά μέτρα (αφορούν τους δικάζοντες δικαστές και περιορίζονται στην τήρηση μυστικών των ονομάτων των μειοψηφούντων δικαστών τόσο στην προφορική απαγγελία στο ακροατήριο όσο και κατά την κατάρτιση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, χωρίς προστασία όταν η απόφαση είναι ομόφωνη)

3.    Διοικητικά μέτρα (αλλαγή ταυτότητας και μετάθεση αλλά μόνο για δημόσιους υπαλλήλους)

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Page 41: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

1.         Ανάγκη διεθνούς συνεργασία και προσπάθειες για πραγματοποίησή της

Η ανάγκη προέκυψε λόγω της εξάπλωσης του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος και των δυσκολιών τόσο στον τομέα της δίωξης, της εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων, της έκδοσης και άλλων περιπτώσεων δικαστικής συνδρομής. Αστυνομική συνδρομή δεν εκτείνεται σε εγκλήματα που έχουν χαρακτήρα πολιτικό, θρησκευτικό, στρατιωτικό ή φυλετικό. Οι προσπάθειες για διεθνή συνεργασία άρχισαν μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου με την ίδρυση της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας. Προσπάθεια Κοινωνίας των Εθνών, ΟΗΕ, Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων διεθνών οργανισμών για σύναψη διεθνών συμβάσεων για πρόβλεψη διεθνούς συνεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, όπως π.χ.:

Κύριοι φορείς της διεθνούς συνεργασίας στο χώρο της δίωξης και ανάκρισης των εγκλημάτων παραμένουν οι διεθνείς αστυνομίες: INTERPOL και στο χώρο της ΕΕ η  Europol και Eurojust.

2.         Ιδρυση της INTERPOL (http://www.interpol.int)

Μονακό, 1914: Α’ Συνέδριο διεθνούς δικαστικής αστυνομίας, συζητήθηκε η ίδρυση διεθνούς υπηρεσίας επισήμανσης των διεθνών εγκληματιών. Ναυάγησε λόγω πολέμου.

Βιέννη, 1923: Διεθνές αστυνομικό συνέδριο. Απόφαση ίδρυσης μόνιμης Επιτροπής Εγκληματολογικής Αστυνομίας. Με την β’ τροποποίηση του καταστατικού της το 1956 μετονομάστηκε σε Διεθνή Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας (International Criminal Police Organisation = InterPol). Απόφαση ίδρυσης Διεθνούς Εγκληματολογικού Γραφείου στη Βιέννη (από το 1987 η έδρα είναι στη Λυών) και υποχρέωση των κρατών μελών να ιδρύσουν Κεντρικά Εγκληματολογικά Γραφεία. Επίσημες γλώσσες της ΙNTERPOL είναι: Αγγλική, Γαλλική, Ισπανική και Αραβική.

Χαρακτηριστικά:

-    δεν στηρίζεται σε διεθνή σύμβαση,

-          δεν έχει χαρακτήρα διεθνούς οργάνωσης

-          δεν είναι κυβερνητική οργάνωση        

Παρ’όλα αυτά φέρει όλα τα χαρακτηριστικά διεθνούς οργάνωσης δεδομένου ότι:

-          σε όλες τις χώρες η πράξη προσχώρησης στηρίζεται σε κυβερνητική απόφαση

-          δαπάνες συντήρησης + λειτουργίας καταβάλλονται από εισφορές κρατών μελών

Page 42: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          εκπρόσωποι κρατών μελών στις γενικές συνελεύσεις διορίζονται από κυβερνήσεις τους

-          αναγνωρίζεται από άλλους διεθνείς οργανισμούς

Γι’αυτούς τους λόγους => χαρακτηρίζεται ως μορφή διεθνούς δημόσιας υπηρεσίας διακρατικού οργανισμού de facto ή διεθνής οργανισμός sui generis (:Γαρδίκας).

Άλλα χαρακτηριστικά:

-   Δεν διατηρεί δική της αστυνομική δύναμη και υπαλλήλους,

-          Ο ΓΓ εκλέγεται από τη ΓΣ για 5 χρόνια (= αξιωματικός της αστυνομίας ενός των κρατών μελών),

-          Το  λοιπό προσωπικό της είναι υπάλληλοι της γαλλικής αστυνομίας (= δεν μισθοδοτούνται από την ΙNTERPOL, ούτε έχουν διπλωματική ασυλία).

-          Δεν επεμβαίνει η ίδια στην καταδίωξη των εγκλημάτων

-          Διατηρεί αρχείο σήμανσης (δακτυλοσκοπικό, φωτογραφικό, modus operandi), αρχείο εξαφανισθέντων ατόμων και αρχείο κλαπέντων αντικειμένων (αρχαιοκαπηλία)

INTERPOL = αποτελεί το όργανο συγκέντρωσης και διαβίβασης αστυνομικών ειδήσεων πληροφοριών προς τα κατά τόπους Κεντρικά Εγκληματολογικά Γραφεία των κρατών μελών, εναρμονίζοντας δράση + αμοιβαία βοήθεια των αστυνομικών μελών της. Από το 1946 εκδίδει δικό της περιοδικό: Revue Internationale de Police Criminelle.

Η Ελλάδα συνδέθηκε με την INTERPOL το 1956.

Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία) - http://www.europol.europa.eu

Συνθήκη του Μάαστριχτ 7-2-1992 θέτει στόχο την ανάπτυξη της στενής συνεργασίας στον τομέα της δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων. Ειδικότερα στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος της ΕΕ περιλαμβάνονται :

-          δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

-          τελωνειακή συνεργασία

-          αστυνομική συνεργασία για πρόληψη + καταπολέμηση τρομοκρατίας, λαθρεμπορίου ναρκωτικών + άλλων σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας, σε συνδυασμό με οργάνωση σε επίπεδο ΕΕ συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol). Θεμελίωση με πράξη του Συμβουλίου της ΕΕ του 1995 (Σύμβαση Europol, κύρωση Ν.2605/1998, σε λειτουργία την 1/7/1999).

Page 43: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Στόχος της Europol[1] είναι η ενίσχυση της συνεργασίας «μεταξύ των αρμοδίων αρχών συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών, τελωνειακών και άλλων ειδικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου των Κρατών μελών σε σχέση με τη πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση αξιόποινων πράξεων» (άρθρ.30 παρ.1 ΣυνθΕΕ) σε πολλούς τομείς μεταξύ των οποίων και το οργανωμένο έγκλημα. Από τη στιγμή που η Europol έχει σοβαρές ενδείξεις για την δράση οργανωμένου εγκλήματος σε ένα από τα Κράτη μέλη η Europol αναλαμβάνει τη συλλογή, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών και την «κοινή αξιολόγηση ιδιαίτερων τεχνικών έρευνας σε σχέση με την εξακρίβωση σοβαρών μορφών οργανωμένης εγκληματικότητας» (άρθρ.30 παρ.1 στοιχείο δ, ΣυνθΕΕ). Η εντολή της περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή εγκλημάτων, όπως του εμπορίου ναρκωτικών, της παράνομης μετανάστευσης, της εμπορίας ανθρώπων, της πορνογραφίας ανηλίκων, της παραχάραξης, της τρομοκρατίας, του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, του εμπορίου κλεμμένων αυτοκινήτων, κλπ. Μετά την τροποποίηση του Άμστερνταμ το 1996, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέπει και την από κοινού δράση στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας της Europol στο άρθρο 30. Το ίδιο άρθρο προβλέπει και την ανταλλαγή αξιωματικών-συνδέσμων όπως την απόσπαση υπαλλήλων για τον σκοπό αυτό[2].

3.         Ευρωπαϊκή Δικαστική Συνεργασία

Πρώτη συνεργασία: Δημιουργία της Ομάδας TREVI  το 1975 ενάντια στην τρομοκρατία, ριζοσπαστισμό, διεθνή βία (από τα αρχικά των γαλλικών λέξεων: Terrorisme, Radicalisme, Extremisme, Violence Internationale).

Η δικαστική συνεργασία ξεκίνησε κυρίως από το 1991 για την πάταξη των εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, (απάτες, φοροδιαφυγές, δασμοδιαφυγές), τρομοκρατίας και διακίνησης ναρκωτικών (στο αντικείμενο αυτό η συνεργασία υπήρχε ήδη από το 1971 με την ομάδα Πομπιντού) και επεκτάθηκε και στα θέματα ασύλου και μετανάστευσης μετά τα κύματα αλλοδαπών που εισέρευσαν στην ΕΕ. Συμφωνία Σένγκεν 1985 (Ελλάδα 1992) και περαιτέρω συμφωνίες Σένγκεν για κατάργηση ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα + ίδρυση κοινού συστήματος πληροφόρησης Σένγκεν (SIS, ήδη SIS III από το 2009) με σκοπό τη διαφύλαξη της ασφάλειας του κράτους με συγκέντρωση στοιχείων για άτομα + πράγματα (: προσωπικά στοιχεία για φυσικά χαρακτηριστικά, ενδείξεις για ύπαρξη βίας ή χρήση όπλου και επιβαλλόμενη αντιμετώπιση). Αρχικά είχε προβλεφθεί να οργανωθεί ως αστυνομική υπηρεσία ανταλλαγής πληροφοριών, όπως η INTERPOL, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Κίνδυνος για παραβιάσεις ατομικών ελευθεριών (οι αστυνομίες χρησιμοποιούν την διεθνοποίηση  της τήρησης της τάξης ως

Page 44: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

επιχείρημα για τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους ή απόκτηση νέων αρμοδιοτήτων οι οποίες δεν θα τους παρέχονταν από τα εθνικά κοινοβούλια + τάση νομιμοποίησης αστυνομικών πρακτικών. Οι μυστικές συνομιλίες Γαλλίας + Γερμανίας για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και ασφάλεια διεξήχθησαν υπό έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου = αποτελούν παραβίαση δημοκρατικών αρχών, πράγμα που έχει καταγγελθεί επανειλημμένα σε ψηφίσματα του Ευρ. Κοινοβουλίου).

Με τον Ν.3251/2004 ενσωματώθηκαν οι δύο Αποφάσεις-πλαίσια για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και καταπολέμησης της τρομοκρατίας καταργώντας ουσιαστικά τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής που ήταν χρονοβόρα.

Eurojust (: Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας) http://www.eurojust.europa.eu

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η συνεργασία για την καταπολέμηση σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας γινόταν με ακόλουθες συμβάσεις:

-          Ευρωπαϊκή Σύμβαση Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής του ΣτΕ, 1959

-          Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν, 1990-          Σύμβαση για Έκδοση μεταξύ των κρατών μελών ΕΕ, Δουβλίνο,

1996 (Ν.2718/1999)-          Σύμβαση για την Απλουστευμένη Διαδικασία Έκδοσης μεταξύ

των κρατών μελών ΕΕ, Βρυξέλλες 1995 (Ν. 2787/2000)-          Σύμβαση για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί Ποινικών

υποθέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, 2000.Ωστόσο στη Διάσκεψη κορυφής του Τάμπερε, Φινλανδία, 15-16/10/1999, διαπιστώθηκε η ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, γι’αυτό αποφασίστηκε η ίδρυση  μιας Μονάδας Ευρωπαϊκής Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust) που θα λειτουργεί παράλληλα με την Europol. Η Eurojust (με έδρα τη Χάγη) συγκροτήθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2002/187/ΔΕΥ της 28.2.2002 (ΕΕ L 63/1 της 6.3.2002) από εθνικούς εκπροσώπους δικαστές, εισαγγελείς, αξιωματικούς της αστυνομίας (βλ. Ν. 3663/2008 - ΦΕΚ 99/Α'/28.5.2008) με στόχο την πάταξη όλων των μορφών εγκληματικότητας που εμπίπτουν στο πεδίο της Europol, αλλά και:

-          εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής-          απάτη και δωροδοκία + άλλα οικονομικά εγκλήματα κατά των

συμφερόντων της ΕΕ-          ξέπλυμα προϊόντων  εγκλήματος-          εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος-          συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που αναπτύσσει εγκλημ.

δραστηριότητα σε έδαφος άλλου κράτους μέλους-          και συναφή με τα παραπάνω

Page 45: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          σε άλλες πέραν των αναφερομένων μπορεί να συνδράμει συμπληρωματικά σε ανακριτικές πράξεις κατόπιν αιτήσεως.

-Σύμβαση ΟΗΕ για τα ναρκωτικά (Βιέννη 1988, Ν.1990/1991) που αναφέρεται στις ακόλουθες μορφές διεθνούς συνεργασίας:

Α. Αμοιβαία δικαστική συνδρομή με αντικείμενο λήψη αποδεικτικών στοιχείων, καταθέσεων, κλπ.

Β.   Μεταβίβαση διαδικασιών της δίωξης συναφών εγκλημάτων αν προς  το συμφέρον της ορθής απονομής ποινικής δικαιοσύνης

Γ. Ευρύτερη συνεργασία σε τομείς όπως η διαρκής επικοινωνία μεταξύ διωκτικών αρχών, ανταλλαγή προσωπικού, κλπ.

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Η αναζήτηση + εξασφάλιση των αποδεικτικών μέσων = στόχος της ανάκρισης.

         Φυσικά/ νομικά χαρακτηριστικά από τα οποία εξαρτώνται η αποδοχή και αξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων:

-          Σοβαρότητα αποδεικτικού μέσου (π.χ. όχι καφετζού ή χαρτορίχτρα ως εμπειρογνώμων) που να μπορεί να εξηγηθεί με επιστημονικές γνώσεις της κάθε εποχής (το DΝΑ μέχρι να γίνει αποδεκτό ως σοβαρό αποδεικτικό μέσο ταλαιπώρησε αρκετά) και να είναι ικανό να αποδείξει το συγκεκριμένο γεγονός (π.χ. όχι τυφλός αυτόπτης μάρτυς) και κατάλληλο για την απόδειξη (π.χ. όχι ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για πατρότητα κυοφορούμενου).

-          Νομικά αποδεκτά αποδεικτικά μέσα είναι τα νόμιμα (π.χ. όχι ομολογία κατόπιν βασάνων) και διαταγή πραγματογνωμοσύνης μόνο αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης που δεν μπορεί να διαθέτει ο δικαστής.

-          Αξιοπιστία (με την έννοια της βαρύνουσας σημασίας) των αποδεικτικών μέσων ποικίλει ανάλογα  με την κατηγορία και είδος αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες + ομολογία = μικρή, έγγραφα = μεγαλύτερη). Για τον έλεγχο αξιοπιστίας πρέπει να εξετάζονται:

Page 46: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

1.    Η γνησιότητα των αποδεικτικών μέσων (ότι δεν έχει γίνει παραποίηση)

2.    Η ειλικρίνεια (αν πρόκειται για προσωπικά αποδεικτικά μέσα, δηλ. Καταθέσεις μαρτύρων

3.    Η αυθεντικότητα (αντίθετη από την «γνησιότητα» στο ότι παραπέμπει στην ύπαρξη ή μη παραποίησης) των μέσων (αν δηλ. αποδίδονται πραγματικά στο πρόσωπο)

4.    το επιστημονικό κύρος των μεθόδων (π.χ. Fry test: ανιχνευτής ψεύδους, όπου υπάρχει ρητή απαγόρευση στο άρθ.137Α ΠΚ). 

-          Κατά το άρθ.178ΚΠΔ ενδεικτικά αναφέρονται τα κάτωθι αποδεικτικά μέσα:

1.    Ενδείξεις2.    Ομολογία3.    Πραγματογνωμοσύνη4.    Αυτοψία5.    Μάρτυρες 6.    Εγγραφα

και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο που έχει τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν ή οποιαδήποτε διαδικασία παρ’όλο που ενδέχεται να μην απαριθμούνται στο άρθ.178ΚΠΔ πχ., η έρευνα (δεδομένου ότι συντάσσεται έκθεση που έχει αποδεικτική δύναμη). Κατά το άρθ.179ΚΠΔ στην ποινική δίκη επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου (αρκεί να είναι βέβαια νόμιμο). Ωστόσο ο ΚΠΔ δεν αφιερώνει ανάπτυξη παρά σε τρία μόνο από τα έξι αποδεικτικά μέσα που απαριθμεί (αντίστοιχα κεφάλαια για τους μάρτυρες, πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία, ενώ δεν αναφέρει ούτε λέξη για τα άλλα τρία, ούτε και κανόνες για παραδοχή αποδεικτικών μέσων ως νομίμων. Ωστόσο υπάρχουν αποδεικτικές απαγορεύσεις:

-          απαγόρευση χρήσης ανιχνευτή αλήθειας (άρθ.137 Α παρ.3αΠΚ)

-          απαγόρευση βασανιστηρίων (άρθ.7 παρ.2 Συντ., άρθ.3 ΕΣΔΑ)

-          απαγόρευση αξιοποίησης ορισμένου αποδεικτικού μέσου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (χρησιμοποίησης ένορκης εξέταση μάρτυρα που του αποδόθηκε κατηγορία κατά το άρθ.31 παρ.2 ΚΠΔ, κατάθεσης κατά παράβαση επαγγελματικού απορρήτου άρθ.212ΚΠΔ). Οι απαγορεύσεις είτε διατυπώνονται ρητά, είτε συνάγονται έμμεσα δια της ερμηνείας του.

-          απαγόρευση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αντισυνταγματικό τρόπο (Κατά ερμηνεία του άρθ.19 παρ.3 του Συντ.)

-          κατά το άρθ.177 παρ.2 ΚΠΔ (που προσέθεσε ο Ν.2408/1996, τροπ. με Ν.3674/2008)  δεν λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που

Page 47: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

λήφθηκαν με αξιόποινες πράξεις (όχι απλά παράνομες) για την κήρυξη ενοχής του κατηγορουμένου. Ωστόσο δεν σημαίνει πώς επιτρέπεται η χρήση των παρανόμων, αλλά όχι αξιόποινων (π.χ. οι συνταγματικές και δικονομικές απαγορεύσεις που δεν απειλούν με ποινικές κυρώσεις, όπως π.χ. του άρθ.9 και 9Α Συντ.).

Η ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ

Το πρόβλημα προσδιορισμού της ταυτότητας

Ερώτημα:  Αν συλληφθεί ως δράστης άτομο του οποίου δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε την ταυτότητα, παρ’όλο που υπάρχει βεβαιότητα ότι αυτός διέπραξε το αδίκημα μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη ;

Απάντηση: άρθ.75ΚΠΔ. (πρβλ.άρθ.77 + 79)

Ταυτότητα = σύνολο χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του ανθρώπου που προσδιορίζουν την προσωπικότητά του και του προσδίδουν ατομικότητα δηλ. τον διακρίνουν από τους άλλους ανθρώπους.

         Φυσική = προσδιορισμός με βάση ανθρωπολογικούς/ βιολογικούς χαρακτήρες

         Νομική = προσδιορισμός με βάση νομικές ιδιότητες / καταστάσεις (όνομα, κατοικία, ιθαγένεια, ποινική κατάσταση, κλπ). Προϋποθέτει την εξακρίβωση της φυσικής ταυτότητας.

Μετά τον Ν.2472/1997 για την προστασία του ατόμου από επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ότι η αναγραφή στην αστυνομική ταυτότητα ορισμένων στοιχείων όπως (θρήσκευμα, ιθαγένεια) αντίκειται στο ν.2472/1997 και έκτοτε οι νέες ταυτότητες δεν περιλαμβάνουν αυτά τα στοιχεία.

Πρόβλημα εξακρίβωσης κατά την ανάκριση μπορεί να παρουσιαστεί:

για ανθρώπους (ζωντανούς ή νεκρούς, είτε είναι εγκληματίες είτε θύματα),

για αντικείμενα (γραφής, όπλα, κλπ).

Page 48: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ίσης σημασίας είναι τόσο η εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων όσο και των αντικειμένων.

1.    Διαδικασία εξακρίβωσης ταυτότητας νεκρού: κατ’αρχάς ίδια με ζωντανού. Προστίθεται και η βοήθεια της ιατροδικαστικής με τη νεκροψία. Πρόβλημα όταν υπάρχουν αλλοιώσεις του πτώματος, λείπουν τμήματα, κλπ., οπότε  γεννάται θέμα προσδιορισμού τόσο της νομικής, όσο και της φυσικής ταυτότητας του ατόμου. Πολλές φορές η διακρίβωση της νομικής ταυτότητας (βλ. παρακάτω) είναι σχεδόν αδύνατη όταν υπάρχουν μόνο τμήματα του σκελετού.

2. Διαδικασία εξακρίβωσης ταυτότητας ζωντανού: Προβλήματα εξακρίβωσης διαφέρουν ανάλογα αν το άτομο είναι παρόν και δεν μπορεί ή δεν θέλει να αποκαλύψει την νομική του ταυτότητα ή απόν και αναζητείται. Ενδέχεται να είναι γνωστή η νομική του ταυτότητα (καταζητούμενος γνωστός εγκληματίας π.χ. πολέμου) ή άγνωστες τόσο η νομική όσο και η φυσική ταυτότητά του.

3. Εξακρίβωση ταυτότητας εγκληματιών: προβλήματα από προσπάθειες αποτροπής της εξακρίβωσης με μεταβολή νομικής ταυτότητας (όνομα, πλαστή Α.Τ.) ή φυσικής (μεταμφίεση, πλαστική χειρουργική επέμβαση). Οι έμπειροι εγκληματίες μεταμφιέζονται κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ώστε οι περιγραφές να βασίζονται σε λαθεμένες πληροφορίες για την πραγματική τους ταυτότητα.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΩΝ

Ιστορικά υιοθετήθηκαν οι εξής μέθοδοι:

         Στιγματισμός των εγκληματιών  (κοινωνικό κριτήριο)          Ανθρωπομετρική μέθοδος (κριτήριο: βιολογικό)         Δακτυλοσκοπική μέθοδος  (κριτήριο: βιολογικό)         Φωτογραφική μέθοδος (κριτήριο: καθαρά τεχνική μέθοδος)         Τρόπος δράσης εγκληματιών (modus operandi) κριτήριο:

ψυχολογικό         Ανάλυση DNA (βλ. παρακάτω)

1. Στιγματισμός των εγκληματιών:

Κατά το παρελθόν οι σωματικές ποινές χρησίμευαν και για την αναγνώριση της υποτροπής του εγκληματία όπως:  ρινότμητοι στο Βυζάντιο για σεξουαλικά εγκλήματα, κοπή μύτης για ληστεία στη Γερμανία, κλπ. Παράλληλα, ο στιγματισμός του υποκειμένου προσέδιδε σ’αυτό την μορφή της ατιμίας. Στιγματισμός όχι μόνο εγκληματία, αλλά και δραπετών, δούλων, αιχμαλώτων και αυτόμολων. O βιολογικός στιγματισμός του εγκληματία έδωσε μια πρόχειρη μέθοδο για εξακρίβωση της ταυτότητας του εγκληματία μέχρι να καταργηθεί τον 19ο αι.

Page 49: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

2. Φωτογραφική μέθοδος

Aρχισε να χρησιμοποιείται από την Αστυνομία των Παρισίων το 1841 και των Βρυξελλών το 1843.

Αποδίδεται στον Alphonse Bertillon: ανακάλυψη τρόπου σταθερής φωτογράφησης (πάντα από την ίδια απόσταση και ίδια στάση και ίδιο φωτισμό). Λήψη 3 φωτογραφιών: κατά μέτωπο (enface), κατά κατατομή (profil) και κατά τα 2/3. Ωστόσο, περιορισμένης πρακτικής αξίας λόγω προβλημάτων σε περιπτώσεις : α) ομοιότητας φυσιογνωμίας, β) φυσιολογικής μεταβολής χαρακτηριστικών λόγω παρόδου του χρόνου γ) σκόπιμης αλλαγής της εμφάνισης. Η σύγκριση φωτογραφιών πρέπει να στηρίζεται σε μετρήσεις κατά την περιγραφική μέθοδο, που απαιτεί η φωτογράφηση να έχει γίνει κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Το σύστημα Bertillon άρχισε να εφαρμόζεται εκτεταμένα από το 1893.

3. Ανθρωπομετρική μέθοδος (δικαστική ανθρωπομετρία)

Adolphe Quétélet - Alphonse Bertillon

Η πατρότητα της ανθρωπομετρίας ανήκει στον Βέλγο Adolphe Quétélet (1871) αλλά δεν σκέφθηκε να τη χρησιμοποιήσει για τη δίωξη εγκλημάτων. Η παρισινή αστυνομία πήρε τη  μέθοδο αυτή και την εφάρμοσε όπως την επινόησε ο Bertillon (bertillonage) και o ίδιος χαρακτηρίστηκε θεμελιωτής της επιστημονικής αστυνομίας.

Η ανθρωπομετρική μέθοδος στηρίζεται στις ακόλουθες παρδοχές:

1.    ορισμένα οστά του ανθρώπου κυρίως τα μακρά (άκρων, κρανίο) από το 20ο έτος –που διαμορφώνονται οριστικά- μέχρι το 60ο περίπου παραμένουν αμετάβλητα

2.    οι διαστάσεις των οστών διαφέρουν σε κάθε άτομο

3.    η μέτρηση είναι ευχερής

4.    οποιαδήποτε προσπάθεια μεταμφίεσης δεν μπορεί να μεταβάλει την οστική μάζα και τις διαστάσεις των οστών

Κατά το σύστημα Bertillon (: ανθρωπομετρική σήμανση) μετρούνται:

1.    ανάστημα

2.    ύψος κορμού

3.    μήκος βραχιόνων μέχρι την άκρη των μέσων δακτύλων

4.    μήκος αριστερού αντιβραχίου μέχρι την άκρη του αριστερού μέσου δακτύλου

5.    μήκος μέσου δακτύλου του αριστερού χεριού

Page 50: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

6.    μήκος μικρού δακτύλου αριστερού χεριού

7.    μήκος αριστερού ποδιού

8.    διάμετροι κρανίου

Η προτίμηση για την αριστερή πλευρά είναι γιατί θεωρούσαν ότι είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε εργατικά και άλλα ατυχήματα.

Βελτίωση της ανθρωπομετρικής μεθόδου με την περιγραφική = σήμανση της φυσιογνωμίας του ατόμου  βάσει των μορφικών του χαρακτηριστικών. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή όλων των φυσικών χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας του ατόμου (χρώμα ίριδος αριστερού οφθαλμού, χρώμα μαλλιών, σχήμα προσώπου, τρόπο βαδίσματος κλπ). Οι διάφοροι σχηματισμοί κατατάσσονται σε κατηγορίες + υποδηλώνονται με συντομεύσεις (π.χ. κατατομή μύτης ανάλογα με κυρτότητα ή καμπυλότητα) + συμπληρώνονται από τις στίξεις, σπίλους και αναπηρίες του σώματος στην κάρτα αρχείου ελαττωμάτων  (Album DKV). 

Η ανθρωπομετρική μέθοδος όπως διαμορφώθηκε στον ειδικό κλάδο της δικαστικής ανθρωπομετρίας περιλαμβάνει:

1.    την ανθρωπομετρική μέθοδο

2.    την περιγραφική μέθοδο

3.    την περιγραφή των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του ατόμου

4.    τη χρήση της φωτογραφίας

Πλεονεκτήματα

1. Αντικατέστησε τη βάρβαρη μέθοδο του

   στιγματισμού

2. Υπήρξε η 1η εφαρμογή καθαρά

    επιστημονικής μεθόδου

          Μειονεκτήματα

1.    Προϋποθέτει πλήρη σωματική ανάπτυξη του ατόμου=> όχι σε ανηλίκους

2. Προϋποθέτει υποτροπή=> όχι σε πρωτόπειρους εγκληματίες

3. Στηρίζεται σε τεχνικά μέσα των οποίων η βελτίωση αχρηστεύει τα παλιότερα

4. Απαιτεί σημαντικό αριθμό προσωπικού και απώλεια χρόνου

Page 51: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

  αντικαταστάθηκε από την Δακτυλοσκοπική μέθοδο (μερικά στοιχεία της ανθρωπομετρικής σήμανσης συνεχίζουν να εφαρμόζονται προς συμπλήρωση της δακτυλοσκοπικής).

4.Δακτυλοσκοπική μέθοδος

Θεωρείται ακόμη και σήμερα τέλεια +αλάνθαστη παρά την ανάπτυξη  της πληροφορικής + μοριακής βιολογίας που παρέχουν νέες δυνατότητες στην αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών λόγω των βασικών ιδιοτήτων των δακτυλικών ακρολοφιών (βάσει των  οποίων σχηματίζονται τα αποτυπώματα (βλ. κατωτέρω). Τα δακτυλικά αποτυπώματα ανήκουν στις πραγματικές ενδείξεις (βλ. κατωτέρω)

Στηρίζεται στις:

α) Παλαμοδακτυλοσκοπία = μελέτη της μορφολογίας των σχηματισμών που παρατηρούνται στο δέρμα των παλαμών, πελμάτων και δακτύλων και την ταξινόμησή τους με σκοπό την εξαγωγή φυλετικών συμπερασμάτων.

β) Δακτυλοσκοπία = μέθοδος βάσει της οποίας καθορίζεται η φυσική ταυτότητα ενός ατόμου βάσει των δακτυλικών ή παλαμικών αποτυπωμάτων.

Προς κατανόηση της δακτυλοσκοπικής μεθόδου είναι απαραίτητη η γνώση των ακόλουθων ανθρωπολογικών και ανατομικών στοιχείων:

-          Ανθρωπολογικά και ανατομικά στοιχεία

Α. Δέρμα = Από έξω προς τα μέσα αποτελείται από τις ακόλουθες στιβάδες :

επιδερμίδα, χόριο (θηλώδης στιβάδα και δικτυωτή στιβάδα) και βλαστική στιβάδα.

Β. Θηλώδης στιβάδα = χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη θηλών (θηλαίες ακρολοφίες) που εισέρχονται σε αντίστοιχες εισδοχές της επιδερμίδας και βρίσκονται αφθονότερα και υψηλότερα στο δέρμα της παλάμης, πέλματος + δακτύλων. Στην επιφάνεια της επιδερμίδας παρατηρούνται οι δερματικές ακρολοφίες που εμφανίζουν καμπυλοειδείς σχηματισμούς και διαγράμματα (σ’αυτές οφείλονται τα αποτυπώματα όταν ακουμπήσει το δάκτυλο σε κάποια λεία και σκληρή επιφάνεια).

Γ. Στα δάκτυλα και παλάμη (που συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον της ανακριτικής) παρατηρούνται πτυχές που οφείλονται στις κινήσεις των μυών και αρθρώσεων = κινητικές πτυχές ή αυλάκια = δακτυλικές γραμμές (δακτύλων) + κινητικές γραμμές παλάμης (: χειρομαντικές γραμμές).

Page 52: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ιδιότητες και χαρακτηριστικά των δακτυλικών ακρολοφιών:

Όταν το άτομο αγγίξει μια επιφάνεια οι δερματικές ακρολοφίες αφήνουν το αντίστοιχο αποτύπωμα αφού σ’αυτές καταλήγουν οι πόροι ιδρωτοποιών αδένων από τους οποίους βγαίνουν σε ελάχιστη ποσότητα σταγονίδια ιδρώτα (άλατα και λιπαρές ουσίες) που κολλούν στην επιφάνεια που αγγίζεται με αποτέλεσμα να διαγράφουν το σχέδιο των δερματικών ακρολοφιών.

1.    Αμετάβλητες:

Διαμορφώνονται στον 4ο μήνα της κύησης και παραμένουν μετά την τελική διαμόρφωσή τους (στον 5ο–6ο  μήνα) σταθερά + αμετάβλητα σε όλη τη ζωή του ατόμου.

2.    Αναλλοίωτες:

Εμφανίζονται σε σχηματισμούς που παραμένουν αναλλοίωτοι σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αλλά και μετά τον θάνατό του ατόμου (μέχρι να καταστραφεί το δέρμα). Ακόμη και σε περίπτωση καταστροφής τους αναπλάθονται ακριβώς όπως ήταν πριν. Μόνο σε έγκαυμα 3ου βαθμού καταστρέφονται αλλά και πάλι παραμένει χαρακτηριστικό σημάδι.

3.    Ανόμοιες:

                                   i.        Διαφέρουν ανάλογα με ηλικία, φύλο και φυλή

                                  ii.        Αν και η διαμόρφωση επηρεάζεται από γενετικούς παράγοντες δεν αποδείχθηκε ότι υπόκειται στους νόμους της κληρονομικότητας αφού δεν απαντώνται όμοιες ούτε στους μονοζυγωτικούς διδύμους.

                                 iii.        Μεγάλη ποικιλία σχηματισμών διαφορετική για κάθε άτομο. Για να υπάρξουν 2 όμοιοι σχηματισμοί κατά τον Ramos (Rio De Janeiro, 1905) υπολογίστηκε ότι πρέπει να περάσουν 4.660.337 αιώνες ή έστω για να βρεθούν δύο αποτυπώματα με 17 ομόλογα χαρακτηριστικά σημεία πρέπει να εξετασθούν 1.717.986.918 άτομα.

4.    Δυνατότητα αρχειοθέτησης: Παρά την μεγάλη τους ποικιλία οι σχηματισμοί των δερματικών ακρολοφιών μπορούν να ταξινομηθούν σε τύπους

Τύποι δερματικών ακρολοφιών δακτύλων:

1.    Τοξοειδής = ο πιο απλός

2.    Σκηνοειδής = παραλλαγή του προηγούμενου με περισσότερο βαθειά τόξα

3.    Κολποειδής = οι ακρολοφίες στον τύπο αυτό σχηματίζουν κόλπο ή θηλειά. Ανάλογα με την κατεύθυνση του ανοίγματος του κόλπου

Page 53: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

προς τα οστά της ωλένης ή κερκίδας = ωλενοτρεπή και κερκιδοτρεπή

4.    Κυκλοτερή = οι δακτυλικές ακρολοφίες εμφανίζονται σε ομόκεντρους κύκλους

5.    Σύνθετος = η μορφή του δεν είναι σταθερά όμοια, αλλά εμφανίζεται ως διπλό κολποειδές ή ως σπείρα και κατατάσσεται από ορισμένους στον κυκλοτερή τύπο.

Εκτός από τις δερματικές ακρολοφίες σημαντικά είναι και τα τριακτινωτά (ή τρίγωνα διατομής ή δέλτα του Galton) στα οποία απαντούν στα σημεία συνάντησης περισσότερων σχηματισμών τόσο στη παλάμη όσο και στα δάκτυλα. Ιδιαίτερη σημασία για τη διάκριση των αποτυπωμάτων που ανήκουν στον ίδιο τύπο (θηλοειδών γραμμών) έχει ο αριθμός των ακρολοφιών που συμβάλλουν στον σχηματισμό που είναι διαφορετικός σε κάθε άνθρωπο. Ο αριθμός που προκύπτει είναι κάθε φορά διαφορετικός, γεγονός που δεν οφείλεται μόνο στον σχηματισμό αλλά και σε παράγοντες ατομικούς στους οποίους εξαρτάται το πλάτος των ακρολοφιών π.χ. φύλο (οι άνδρες έχουν 20,7 ακρολοφίες ανά εκατοστό, ενώ οι γυναίκες 23,4), ή ηλικία (νεογνά: 0,18-0,22mm, παιδιά μέχρι 10 ετών: 0,25-0,30mm, στις γυναίκες: 0,40-0,50mm και στους άνδρες 0,50mm). Ακόμη, του δεξιού χεριού = πλατύτερες από του αριστερού,  του αντίχειρα > από δείκτη >μέσου> μικρού.

Η ΔΑΚΤΥΛΟΣΚΟΠΙΚΗ ΩΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Μητέρα της παλαμοδακτυλοσκοπίας είναι η χειρομαντεία! (Κατά τον Heindl η επιστήμη της παλαμοδακτυλοσκοπίας είναι αρχαιότερη από το γηραιότερο ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο. Πρώτη εφαρμογή αναφέρεται στην Κίνα κατά την δυναστεία των T’Ang (618-906 μ.Χ.) στα συμβόλαια διαζυγίων κοινή συναινέσει με εναπόθεση των δακτυλικών αποτυπωμάτων για πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού συζύγου. Ο Μωάμεθ βεβαίωνε τα φιρμάνια του με το αποτύπωμα της δεξιάς παλάμης αντί υπογραφής. Κατά τον Αριστοτέλη και Αναξαγόρα η καθαρότητα των γραμμών της παλάμης ήταν δείγμα καλής υγείας. Στο τέλος του 17ου αι. ο Malpighi με την μικροσκοπία εξέτασε με λεπτομέρεια τις θηλές του δέρματος (μαλπιγγειανή στιβάδα). 150 χρόνια αργότερα (1823) ο Τσέχος καθ. Παν/μιου Purkinje ασχολήθηκε με τη μορφολογία των δερματικών ακρολοφιών και έκανε κατάταξη σε 9 κατηγορίες.

Πρόοδος ιατρικής προκάλεσε σημασία ιδιοτήτων δερματικών ακρολοφιών με εξακρίβωση ταυτότητας. Πρώτοι οι Άγγλοι τα συνέδεσαν (:Herschel – 1858, κατόπιν Galton κατάρτισε ολόκληρο σύστημα προσδιορισμού της ταυτότητας των εγκληματιών από τα δακτυλικά αποτυπώματα). Ο Vucetich θεωρείται ο πατέρας της δακτυλοσκοπίας. Πρώτο τμήμα δακτυλοσκοπίας το 1902 στη

Page 54: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Scotland Yard από τον Edward Henry. Με γοργό ρυθμό καθιερώθηκε στις αστυνομικές υπηρεσίες. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το 1919 με την ίδρυση του κεντρικού γραφείου εγκληματολογικής σήμανσης.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ  ΚΑΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΚΤΥΛΙΚΩΝ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΩΝ

Τα αποτυπώματα αναζητούνται σε οποιοδήποτε αντικείμενο σταθερό (τοίχους, πόρτες, κλπ) ή κινητό (όπλο, σκεύη διάφορα) που θα μπορούσε να αγγίξει ο δράστης και μπορούν να είναι:

         Έκτυπα = ανάγλυφα όταν αφήνονται σε μαλακές ύλες (κερί, μαστίχα σαπούνι, τυρί)

         Ορατά = αν το δάκτυλο ή παλάμη ήταν χρωματισμένο (αίμα, μπογιά, μελάνι)

         Αόρατα ή λανθάνοντα = που δεν τα διακρίνει μάτι αλλά υπάρχουν. Είναι τα πιο χρήσιμα γιατί τα άλλα ή γίνονται εμφανή και σφουγγίζονται ή δεν είναι καθαρά. Διαπιστώνονται με πλάγιο φως ή σε σκοτεινό μέρος με φακό. Μετά εμφανίζονται με τη βοήθεια ατμών ιωδίου πάνω σε χαρτί, γραφίτη, σκόνη αιθάλης, κλπ. και φωτογραφίζονται ή αποκολλώνται με χρήση κυτταρινοειδούς (celluloid) δηλ. κολλητικής ζελατίνης. Τελευταία πιο σίγουρη μέθοδος = ακτίνες λέιζερ.

Δεν καταλείπονται αποτυπώματα σε:

         Ανθρώπινο δέρμα

         Υφάσματα ή άλλες πολύ πορώδεις επιφάνειες που δεν είναι λείες (εκτός αν είναι χρωματισμένο το δάκτυλο ή η παλάμη).

Λήψη αποτυπωμάτων κατά την ανάκριση αποτελεί ανακριτική πράξη για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση γιατί το άτομο πρέπει να γνωρίζει ότι του παίρνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα.

ΑΡΧΕΙΟ ΔΑΚΤΥΛΙΚΩΝ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΩΝ

-          Όσα άτομα καταδικάστηκαν στο παρελθόν έστω και μια φορά : πλήρη αποτυπώματα και των δύο χεριών (δεκαδακτυλικό σύστημα)

-          Τμήμα αποτυπωμάτων του δείκτη μόνο ή χωριστά δελτία για κάθε δάκτυλο (μονοδακτυλικό σύστημα) για τους καθ’έξη και κατ’επάγγελμα εγκληματιών.

-          Τμήμα αποτυπωμάτων παλάμης (παλαμοσκοπικό σύστημα) για ορισμένες κατηγορίες εγκληματιών (διαρρήκτες)

-          Αρχειοθήκη με αποτυπώματα που δεν εξακριβώθηκε η ταυτότητα του δράστη.

Στην Ελλάδα τηρείται δακτυλοσκοπικό δελτίο όπου στη μια όψη φέρει αποτυπώματα κάθε δακτύλου και όλων μαζί ενωμένων και

Page 55: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

στην άλλη δίνονται τα στοιχεία της νομικής ταυτότητας, σύντομη ανθρωπομετρική περιγραφή και παρατηρήσεις για τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά + προηγούμενες καταδίκες.

Η ταξινόμηση των αποτυπωμάτων γίνεται: με τον τύπο σχηματισμού δερματικών ακρολοφιών και με τον αριθμό των ακρολοφιών της εσωτερικής ζώνης του αποτυπώματος (= η περιοχή που περικλείεται μέσα στις κατευθυντήριες γραμμές = προεκτάσεις των δύο βασικών γραμμών του τριακτινωτού που αγκαλιάζουν το μέσο του σχηματισμού). Διάφορα συστήματα ταξινόμησης διαμόρφωσαν οι : Galton, Henry,  Vucetich, Gasti, Hoover, κ.ά. (στην Ελλάδα μεταξύ 1914-1918 εφαρμόστηκε η μέθοδος του Gasti, μέχρι το 1946 εφαρμοζόταν η μέθοδος Galton-Henry και από το 1946 ακολουθείται η μέθοδος Hoover).

Σύγκριση + πιστοποίηση της ταυτότητας δύο αποτυπωμάτων γίνεται με βάση τα χαρακτηριστικά σημεία =

-          γενέσεις γραμμών

-          δακτυλιοειδείς διχασμοί γραμμών

-          διχαλώσεις γραμμών

-          εμβόλιμα σημεία

Συστήματα αυτόματης ταξινόμησης πλέον μέσω η/υ.

Για την πιστοποίηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων πρέπει να λαμβάνονται υπ’όψη τα εξής:

1.   Δεν νοείται ταυτότης αποτυπωμάτων όταν αυτά διαφέρουν έστω και σε ένα σημείο

2.   Δύσκολη η σύγκριση όταν: υπάρχει τμήμα μόνο δακτ. αποτυπώματος για εξέταση ή δεν είναι καθαρό. Στη περίπτωση αυτή μετρούνται τα ομόλογα σημεία (=ίδια χαρακτηριστικά σημεία του τμήματος και του αποτυπώματος της καρτέλας αρχείου).

Βάσει των μαθηματικών υπολογισμών που έχουν γίνει θεωρείται ότι πρόκειται για το ίδιο αποτύπωμα αν:

o   αυτό είναι ευκρινές και έχει τουλάχιστον 13 ομόλογα χαρακτηριστικά σημεία (βεβαιότητα για την ταυτότητα αν βρεθούν 17 ομόλογα σημεία) για τον υπάρχοντα πληθυσμό της γης τα 13 κρίνονται ικανοποιητικά

o   Μεγάλη πιθανότητα να είναι το ίδιο αν από 8-12 ομόλογα σημεία, που μπορεί να γίνει βεβαιότητα αν εκτός από αυτά:

-το τμήμα που βρέθηκε είναι πολύ ευκρινές

-πρόκειται για το κέντρο του αποτυπώματος

Page 56: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-πρόκειται για σπάνιο είδος αποτυπώματος.

Για να βεβαιωθεί η ταυτότητα αποτυπωμάτων δεν αρκεί ο αριθμός ομολόγων σημείων, αλλά πρέπει να συμφωνούν και τα επιμέρους στοιχεία, όπως άνοιγμα γωνίας στα διχαλωτά σημεία, κατεύθυνση γραμμών, μήκος και θέση των εμβόλιμων σημείων, κλπ) + ενδεχόμενα σημάδια στο δέρμα.

Σύστημα Eurodac για την έκδοση βελτίωσε την αυτόματη ανίχνευση δακτυλικών αποτυπωμάτων.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΚΤΥΛΙΚΩΝ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΩΝ

Ανήκουν στις πραγματικές ενδείξεις (άρθ.178ΚΠΔ). Η προσαγωγή του μέσου αυτού γίνεται:

Με αυτοψία στον τόπο του εγκλήματος (άρθ.180)

Με έρευνα στον τόπο του εγκλήματος (άρθ.253 επ).

Αν πάνω σε ακίνητο αποκολλάται ή φωτογραφίζεται. Αν σε κινητό => κατάσχεται.

Για την εξακρίβωση της ταυτότητας του αποτυπώματος -> πραγματογνωμοσύνη (αρθ.183).

Το μέσο αυτό συνεκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή. Άλλωστε από το αποτύπωμα δεν μπορεί να συναχθεί  και ο ακριβής χρόνος της αποτύπωσής του, παρά μόνο αν αυτό είναι πρόσφατο ή παλιό. [από το έντονο της μορφής, την ανθεκτικότητα σε τριβή, αν είναι ανάγλυφο ή χρωματισμένο, από την εξέταση της υποκείμενης ουσίας πάνω στην οποία αποτυπώθηκε]

5. Modus operandi

Μέθοδος αποτελεσματική για την ανακάλυψη των άγνωστων δραστών.

Η επινόηση της μεθόδου δράσης των εγκληματιών αποδίδεται στον Άγγλο L. Atcherly, που οργάνωσε ειδικό τμήμα στη Scotland Yard το 1912. Η λειτουργία της στηρίζεται στην άποψη ότι το άτομο ανάλογα με τις ατομικές ικανότητές του είναι περισσότερο ή λιγώτερο επιδέξιο σε ορισμένους τρόπους ενέργειας. Δημιουργείται αρχείο στο οποίο τοποθετούνται εκτός των άλλων, ανθρωπολογικά στοιχεία, χαρακτηριστικά σημεία του σώματος και η μέθοδος δράσης του συγκεκριμένου άτομου.

Τα δελτία ταξινομούνται σε μεγάλες κατηγορίες: θύμα (φύλο, ηλικία, επάγγελμα), είδος εγκλήματος, όργανο εγκλήματος, τρόπος δράσης, χρόνος δράσης, τρόπο προσέγγισης του θύματος και διαφυγής από τον τόπο, συμμετοχή άλλων και χαρακτηριστικές ενέργειες του δράστη στον τόπο του εγκλήματος. Στη χώρα μας το αρχείο κατατάσσεται ως εξής: απατεώνες, διεθνείς λωποδύτες,

Page 57: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

πλαστογράφοι, εκβιαστές, λαθρέμποροι, κλπ. Οι κυριότερες από τις κατηγορίες αυτές χωρίζονται σε π.χ. απατεώνες που δρουν με συγκεκριμένο τρόπο.

Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Κατά το άρθ.16ΠΚ = τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη πράξη ή παράλειψη καθώς και τόπος που επήλθε, ή σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαίτιου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.

Ο τόπος έχει ιδιαίτερη σημασία κατά τον ποινικό νόμο για τα όρια ισχύος των ελληνικών νόμων (άρθ.5 ΠΚ), για την αυστηρότερη  αντιμετώπιση ορισμένων εγκληματιών (374ΠΚ), την στοιχειοθέτηση του αξιοποίνου (437, 438ΠΚ), κλπ.

Ο ΚΠΔ καθιστά τον τόπο τέλεσης του εγκλήματος πρωταρχικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της τοπικής αρμοδιότητας (122), αντικείμενο αυτοψίας, κλπ.

Η ανακριτική ενδιαφέρεται για τον τόπο του εγκλήματος από ευρύτερη άποψη: λαμβάνεται κάθε τόπος που θα μπορούσε να διευκολύνει την ανάκριση και στον οποίο θα μπορούσαν να βρεθούν ενδείξεις σχετικά με το έγκλημα.

Τόπος = όχι με εδαφική έννοια, αλλά οποιοσδήποτε χώρος μέσα στον οποίο μπορεί να βρεθούν ενδείξεις σχετικά με τέλεση εγκλήματος ή ταυτότητα του δράστη.

ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Αποτελεί ανακριτική πράξη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης έρευνα διεξάγεται μόνο όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή σύλληψη του δράστη κλπ. είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν (253ΚΠΔ).

Έρευνα τόπου = πρωταρχικής σημασίας για:

-          Συλλογή ενδείξεων

-          Κατανόηση τρόπου δράσης

-          Κατανόηση ιστορικού υπόθεσης

Μπορεί να δώσει απαντήσεις  στα 7 σημαντικά ερωτήματα της ανάκρισης:

-          Ποιος (ταυτότητα δράστη, αλλά και θύματος)-          Πού     (τόπος τέλεσης)

Page 58: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          Πότε   (χρόνος τέλεσης)-          Πώς    (τρόπος τέλεσης)-          Τι        (ακριβείς συνθήκες)-          με τι    (όπλο)-          γιατί     (κίνητρο)

ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

-          απόλυτη ηρεμία-          ιδιαίτερη προσοχή και μέθοδος για κάθε έρευνα-          μη μετακίνηση των αντικειμένων προ της λήψης φωτογραφιών +

λεπτομερούς περιγραφής σε έκθεση-          μέτρα προστασίας ανευρισκομένων ιχνών + μη δημιουργία νέων -          απομόνωση χώρου για διασφάλισή του

ΚΠΔ + Σύνταγμα καθορίζουν τους όρους διεξαγωγής έρευνας (άρθ.251,243παρ.2 ΚΠΔ, έρευνα σε κατοικία: άρθ.9 Συντ. + 254, 255, 256 ΚΠΔ, σωματική έρευνα: 257ΚΠΔ)

Ειδικές ανακριτικές πράξεις (η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το ξέπλυμα, Στρασβούργο, 1991, προέβλεπε την λήψη ειδικών ανακριτικών τεχνικών για διευκόλυνση αναγνώρισης και αναζήτησης του προϊόντος του εγκλήματος) που εισήχθησαν στο άρθ.253Α ΚΠΔ:

-          Ανακριτική διείσδυση (παγίδευση) (βλ. σχετική ανάπτυξη παραπάνω σε σχέση με το τεκμήριο αθωότητας)

-          Ελεγχόμενες  μεταφορές = όταν επιτρέπεται στα όργανα ελέγχου να μην κινήσουν αμέσως δίωξη αλλά να παρακολουθήσουν τις μεταφορές για να γίνει δυνατή η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης.

-          Άρση του απόρρητου των επικοινωνιών = υλοποίηση της εξαίρεσης του άρθ.19 παρ.1 περ.β Συντ. Το άρθ.253 Α παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ περιλαμβάνει την άρση του απορρήτου.

-          Καταγραφή της δραστηριότητας ατόμων ή γεγονότων που συμβαίνουν σε δημόσιο χώρο. Για πρώτη φορά προβλέφθηκαν από το άρθ.6 παρ.4 Ν.2713/1999 για τη διερεύνηση εγκλημάτων αστυνομικών που ήδη επεκτείνονται και στα εγκλήματα των παρ.1 +2 άρθ.187ΠΚ(= διακριτική παρακολούθηση αναφέρεται + στη Συμφωνία Σένγκεν). Το άρθ.370Α ΠΚ είχε ήδη εξαιρέσει τον άδικο χαρακτήρα της αθέμιτης παγίδευσης εάν η χρήση έγινε ενώπιον δικαστηρίου ή για προστασία δικαιολογημένου συμφέροντος ή υπεράσπιση κατηγορουμένου (προστασία τέτοιων δεδομένων πλέον και από το άρθ.9Α Συντ.). Βλ. και Ν.3674/2008 για την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών (τροποπ.άρθ.370Α που καθιστά κακούργημα την παρέμβαση σε τηλεφ. δίκτυο ή λογισμικό και χρήση πληροφορίας ή υλικού στο οποίο έχει αποτυπωθεί (βλ. υιοθέτηση μετά από το σκάνδαλο Ζαχόπουλου)

Page 59: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          Συσχέτιση ή συνδυασμός δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:  γενική και αόριστη αναφορά του άρθ.253Α παρ.1 εδ.ε ΚΠΔ που παραπέμπει για τις εγγυήσεις στον Ν. 2472/1997 για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χωρίς ν’αναφέρει σε τι συνίσταται αυτή η συσχέτιση.

Ουσιαστικές + δικονομικές προϋποθέσεις για διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων (βλ. σε συνδυασμό όσα έχουν αναφερθεί στη σχετική ενότητα του τεκμηρίου αθωότητας):

o   Ουσιαστικές  προϋποθέσεις (άρθ.253Α παρ.2 ΚΠΔ):[Πρέπει να συρρέουν σωρευτικώς και όχι διαζευκτικώς]

-Ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων περί τελέσεως της πράξης-          Ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ότι η πράξη έχει τελεσθεί από

εγκληματική οργάνωση του 187, 187Α ΠΚ,+ 25Β Ν.1729/87-          Δηλωμένη αδυναμία ή δυσχέρεια εξάρθρωσης της εγκληματικής

οργάνωσης με άλλα μέσα

o   Δικονομικές προϋποθέσεις (άρθ.253Α παρ.3 ΚΠΔ):-κίνηση ποινικής δίωξης με παραγγελία διενέργειας κύριας ανάκρισης (αίτημα ανακριτή προς αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο για να κριθεί η νομιμότητα της διενέργειας)

-          ύπαρξη κατηγορούμενου στο πρόσωπο του οποίου διαπιστώνεται η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων (αν δεν υπάρχει κατηγορούμενος με την αίτηση του ανακριτή οι ύποπτοι καθίστανται κατηγορούμενοι –άρθ.72ΚΠΔ)

-          ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου (άρθ.307 εδ.στ’ ΚΠΔ) στη σύνθεση του οποίου δεν μπορεί να μετάσχει ο ανακριτής. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής με την προϋπόθεση ότι μέσα σε τρεις μέρες θα πρέπει να την εισάγει προς έγκριση στο δικαστικό συμβούλιο διαφορετικά είναι άκυρη και η χρησιμοποίηση των στοιχείων συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθ.171 παρ.1 εδ.δ’ ΚΠΔ)

-          το άρθ.253A δεν προσδιορίζει το όργανο: είναι αναγκαστικά ο έχων τεχνικές γνώσεις για τη διενέργεια τέτοιων πράξεων δηλ. αστυνομικά  όργανα μετά από παραγγελία (ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου).

o   Περιοριστικοί όροι (άρθ.253Α παρ.1, 3, 4 ΚΠΔ):-          περιορισμός των ανακριτικών ενεργειών στις απολύτως

αναγκαίες για την διακρίβωση των εγκλημάτων (π.χ. με την πράξη της αστυνομικής διείσδυσης σε εγκληματική οργάνωση το αστυνομικό όργανο δεν επιτρέπεται να τοποθετεί βόμβες για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μελών της οργάνωσης)

-          καθορισμός χρονικού διαστήματος για την επιδίωξη του σκοπού-          αξιοποίηση των στοιχείων ή γνώσεων που αποκτήθηκαν

αποκλειστικά για τους λόγους που καθόρισε το δικαστικό συμβούλιο.

Page 60: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Σημείωση: Προβληματικό το άρθ.253Α γιατί:-          αν και αναφέρει διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων δεν τις

περιγράφει και δεν εξειδικεύει τις εγγυήσεις στις οποίες αόριστα αναφέρεται

-          δικονομικοποιεί διατάξεις που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα -διαφορετικά αξιόποινων- αστυνομικών ενεργειών

-           καμία από τις χαρακτηριζόμενες ως ανακριτικές πράξεις δεν συνιστά διενέργεια έρευνας => πρόκειται για μέσα αστυνομικής παρέμβασης που στοχεύουν στη κατασκευή αποδεικτικών μέσων

-          εκτός από την άμεση σύγκρουση ορισμένων μεθόδων με το Σύνταγμα προσβάλλονται + δικαιώματα τρίτων (συγγενών, φίλων, κλπ) που τίθενται υπό παρακολούθηση για λόγους άσχετους με δική τους εγκληματική δραστηριότητα.

-          Η μυστικότητα αποκλείει την αρχή της δημοσιότητας των μερών ή εσωτερικής δημοσιότητας που δίνει δυνατότητα ν’αναπτύξουν την υπεράσπισή τους => στέρηση τεκμηρίου αθωότητας.

-          Σιγή για την τύχη των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν μετά την αθώωση ή την καταδίκη (σε σχέση με τους τρίτους) => επικίνδυνη παράλειψη για το συνταγματικά οργανωμένο ποινικό σύστημα (αντίθετα, π.χ. για το γενετικό υλικό και DNA προβλέπεται άμεση καταστροφή τους – άρθ.200Α ΚΠΔ).

ΑΥΤΟΨΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Αυτοψία = μπορεί να διενεργηθεί σε τόπους, αντικείμενα και ανθρώπους προς βεβαίωση τελέσεως εγκλήματος και των περιστάσεων υπό των οποίων τελέστηκε (άρθ.180 ΚΠΔ).

Στάδιο διενέργειας αυτοψίας : μέχρι και διαδικασία στο ακροατήριο (363ΚΠΔ). Σ΄αυτή την περίπτωση, η δίκη διακόπτεται κει είτε το δικαστήριο μεταβαίνει στον τόπο αυτοψίας, είτε αναθέτει την αυτοψία σε μέλος του.Σύνταξη εκθέσεως μετά την αυτοψία (148ΚΠΔ): αναφέρει όλα τα ίχνη – συντάσσεται ακόμη και αν δεν βρέθηκαν στοιχεία. Το άρθ.181ΚΠΔ προτρέπει τον ανακριτή να συμπληρώνει την έκθεσή του με απεικονίσεις και πειράματα, όπως η ιχνογράφηση, τα προπλάσματα, η φωτογράφηση του τόπου του εγκλήματος και η αναπαράσταση επί τόπου του τρόπου τέλεσης. Οι τρόποι απεικόνισης αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά η αναπαράσταση είναι σχεδόν πάντα αναγκαία.Κατασκευή ιχνογραφημάτων και προπλασμάτων : γίνεται αφού τελειώσει η αυτοπρόσωπη σπουδή του τόπου που θα απεικονιστεί. Απαιτεί εξάσκηση και εμπειρία. Ιχνογράφηση κατόψεων με μέθοδο Kenyers για να ξεδιπλωθούν οι 6 έδρες του κύβου όταν πρόκειται για τοίχους. Πρέπει να σημειώνεται ο προσανατολισμός και η θέση που βρέθηκαν οι ενδείξεις, τα σημεία λήψεως φωτογραφιών, η πορεία του δράστη, κλπ. Συμπληρώνεται με την ειδική φωτογράφηση των ενδείξεων του τόπου του εγκλήματος.

Page 61: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Φωτογράφηση: Μειονέκτημα : Δεν μπορούν να καθοριστούν στη φωτογραφία οι διαστάσεις του χώρου και οι αποστάσεις των αντικειμένων μεταξύ τους. Πρόχειρη λύση αποτελεί η μετρική φωτογράφηση κατά Bertillon (στο δάπεδο ταινίες μήκους 1 μέτρου στις ποίες σημειώνονται οι υποδιαιρέσεις του μέτρου).Εικονική αναπαράσταση μέσω η/υ με μαγνητοσκόπηση.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΑΥΤΟΨΙΑΣ

ΕΡΕΥΝΑ (253, 253Α ΚΠΔ) ΑΥΤΟΨΙΑ (180 ΚΠΔ)Διεξαγωγή Μόνο προς βεβαίωση

εγκλήματος, αποκάλυψη ή σύλληψη του δράστη, βεβαίωση ή αποκατάσταση ζημίας και μόνο όταν τα παραπάνω μπορούν να πραγματοποιηθούν ή να διευκολυνθούν μόνο με αυτήν (253ΚΠΔ).

(Είναι μορφή έρευνας αλλά ανάγεται σε αποδεικτικό μέσο). Προς βεβαίωση τέλεσης και περιστάσεων του εγκλήματος. Μπορεί να διενεργηθεί και με πραγματογνωμοσύνη όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

Στάδιο δίκης Κατά την ανάκριση (για συλλογή ενδείξεων, κατά νόηση modus operandi, επιτήρηση του τόπου για πιθανή σύλληψη δράστη ή μη καταστροφή ιχνών)

Σε όλα (και στην κύρια διαδικασία)

Τρόπος -Σωματική

-Σε κατοικία

(στις έρευνες περιλαμβάνονται και η καταγραφή γεγονότων εκτός κατοικίας με ήχο ή εικόνα, η ανακριτική διείσδυση καθώς και η συσχέτιση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα)

-Σε ανθρώπους

-Αντικείμενα και

-Τόπους

Page 62: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ

Έννοια και διακρίσεις  των ενδείξεων

Ο ΚΠΔ παρ’όλο που συγκαταλέγει τις ενδείξεις ανάμεσα στα αποδεικτικά μέσα δεν αφιερώνει ειδικά άρθρα (μόνο επ’ευκαιρία άλλων αποδεικτικών μέσων) => η έννοια και οι διακρίσεις των ενδείξεων καθώς και η δικονομική αξιολόγησή τους αφέθηκαν στην επιστήμη +  νομολογία.

Ενδείξεις = γεγονότα, καταστάσεις ή αντικείμενα, τα οποία εξαιτίας των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβησαν, διαμορφώθηκαν ή βρέθηκαν αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την ανάκριση του εγκλήματος.

Κατατάσσονται συστηματικά στα πραγματικά αποδεικτικά μέσα γιατί αποκαλύπτονται από επισκόπηση πραγματικής κατάστασης.

Διακρίνονται σε:

Α. Προσωπικές ενδείξεις:  γεγονότα, πράξεις ή παραλείψεις ή ακόμη συναισθήματα, που αποκαλύπτονται στον ανακριτή μέσω άλλων προσωπικών αποδεικτικών μέσων, όπως η μαρτυρία ή απολογία κατηγορουμένου και αναφέρονται σε 3 θέματα:

-          ύπαρξη κινήτρου

-          συσχέτιση κατηγορουμένου προς την τέλεση του εγκλήματος (π.χ. τον είδαν τα απομακρύνεται από τόπο του εγκλήματος)

-          ανυπαρξία άλλοθι (αδυναμία να αποδείξει ότι ήταν αλλού κατά τον χρόνο τέλεσης) = ασθενής ένδειξη, που πρέπει να εκτιμάται με μεγάλη προσοχή, δεδομένου ότι ανατρέπει το βάρος απόδειξης και τεκμήριο αθωότητας.

Β. Πραγματικές ενδείξεις (περιλαμβάνονται και οι τεχνικές ενδείξεις, βλ. παρακάτω):  μπορούν να βρεθούν είτε πάνω στο θύμα, είτε πάνω στο δράστη, είτε στον τόπο του εγκλήματος, είτε αλλού. Διακρίνονται σε:

1.Ίχνη:  οποιασδήποτε φύσης σημάδια ή οι ύλες που προκλήθηκαν ή καταλήφθηκαν αντίστοιχα είτε από τον δράστη, είτε από θύμα πριν, κατά ή μετά την τέλεση του εγκλήματος (δακτυλικά αποτυπώματα, ιατροδικαστικά ευρήματα, αποτυπώματα τροχών, ποδών, κλπ). Ύλες που χρησιμεύουν ως ίχνη:  ζωικές (: τρίχες, κηλίδες αίματος, δέρμα, σπέρμα) ή φυσικές (: χρώμα, ίνες ξύλου, ύφασμα).

1.1.      Αποτυπώματα ποδών, τροχών, κ.ά.:

Όπως και τα αποτυπώματα των χεριών τα αποτυπώματα δακτύλων ποδών και πέλματος μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα για την ταυτότητα του δράστη. Επειδή όμως σπάνιο ο δράστης να ενήργησε με γυμνά πόδια, δεν τηρείται σχετικό

Page 63: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

αρχείο. Δυνατή βέβαια η παραβολή αν υπάρχει υποψία. Μπορεί ακόμη να διαγνωσθεί αν υπάρχει πάθηση (πλατυποδία, πολυδακτυλία), όπως και το ανάστημα του υποκειμένου από το μήκος του πέλματος. Επίσης, αν υπάρχουν ίχνη πέλματος σε βηματισμό, μπορούν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα:

1) Για τον βηματισμό: Μέσος όρος βήματος ατόμου μετρίου αναστήματος = 70εκ. (άνδρας), 40-50εκ. (γυναίκα)

>από 50-100 εκ. αν υπάρχει βιασύνη και

>100 εκ. = όταν το άτομο τρέχει

2) Για τη νηφαλιότητά του (νοητή ευθεία και στις δύο πλευρές)

3) Για την ηλικία του (με την ηλικία μειώνεται το μήκος βήματος)

4) Το βάρος του (από πίεση πέλματος σε μαλακό έδαφος)

Ανάλογη χρησιμότητα και τα αποτυπώματα στο έδαφος υποδημάτων, τροχών, κλπ. σε σκονισμένο ή βρεγμένο έδαφος.  Εξασφάλιση των αποτυπωμάτων με φωτογράφηση και κατασκευή εκμαγείου από γύψο ή παραφίνη αν το στοιχείο άνω στο οποίο έγινε το αποτύπωμα είναι ευπαθές (χιόνι, άμμος).

1.2.      Αποτυπώματα οδόντων

Συνήθως όταν έχει προηγηθεί πάλη ή έχει αφήσει ο δράστης πάνω σε φαγητά ή γλυκά που δοκίμασε.

Διαστάσεις, ιδιορρυθμίες και αποστάσεις των οδόντων => ταυτότητα του δράστη.

Ανάλογα από τη φύση του αντικειμένου πάνω στο οποίο αφέθηκαν το αποτύπωμα μπορεί να διατηρηθεί με φωτογράφηση ή εκμαγείο. Θα πρέπει να διαπιστωθεί αν πρόκειται για δόντια ανθρώπου ή ζώου (κυνόδοντες πιο μυτεροί).

1.3.      Τρίχες

Βρίσκονται συνήθως πάνω στο θύμα, όπλο ή άλλα αντικείμενα. Μεγάλη η σημασία τους (όση και τα δακτυλικά αποτυπώματα + υπερέχουν στη διατήρησή τους δεδομένου ότι έχουν μεγάλη ανθεκτικότητα στην αποσύνθεσή τους. Πέρα από τη δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων για την ταυτότητα του δράστη μέσω ανάλυσης DNA πολλά άλλα συμπεράσματα χρήσιμα για την ανάκριση μπορεί να δώσει η εξέταση των τριχών:

1)    Αν είναι ανθρώπου ή ζώου. Πάχος, σύσταση και χρώμα διαφορετικό στα ζώα.

2)    Από πιο μέρος του σώματος προέρχονται:

Page 64: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Μήκος, διάμετρος και μορφή στελέχους και κορυφής τρίχας διαφορετικά. Μόνο το χνούδι δεν παρουσιάζει διαφορές από οποιοδήποτε μέρος του σώματος.

3)    Αν είναι άνδρα ή γυναίκας; (φρύδια, βλέφαρα και τρίχες γεννητικών οργάνων διαφέρουν σε διάμετρο ανάλογα το φύλο)

4)    Ποια η ηλικία του υποκειμένου; (αυξάνουν με την ηλικία)

5)    Εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου. Για να εξακριβωθεί χρειάζεται δείγμα τριχών του ιδίου ατόμου (τουλάχιστον 12 τρίχες) για τη μικροσκοπική εξέταση, αλλά αρκεί και μια για ανάλυση του DNA. Η σύμπτωση των ευρημάτων δίνει μόνο πιθανότητα και όχι βεβαιότητα.

6)    Έχουν αποσπαστεί βίαια ή έπεσαν; Εξέταση αν διατηρείται η ρίζα: ο βολβός είναι σχισμένος και φέρει υπολείμματα του θύλακα, έχουν αποσπαστεί, αν δεν έχει αυτά τα σημάδια έπεσε μόνη της. Αν δεν διατηρείται η ρίζα: εξετάζεται η τομή (ανώμαλη = με κοφτερό όργανο, ανώμαλη με σχισμή = μετά από κτύπημα)

7)    Χρόνος επέλευσης θανάτου. Αν είναι γνωστό πότε ξυρίστηκε το θύμα (οι τρίχες και τα γένια αυξάνουν κατά 0,021χιλ. του χιλ./ώρα).

Εξέταση και ανατομικά γνωρίσματα τριχών:

Κάθε τρίχα αποτελείται από 2 τμήματα: α) στέλεχος (έξω από το δέρμα), β) ρίζα (μέσα στο χόριο -δέρμα).

Στέλεχος: αποτελείται από κύτταρα διατεταγμένα σε τρεις στιβάδες. Από έξω προς τα μέσα:  περιτρίχιο (επιδερμίδα), φλοιώδης ουσία και μυελώδης ουσία της τρίχας.  Η κατάληξη = κορυφή της τρίχας.

Ρίζα: καταλήγει στο βολβό. Μέσα στον βολβό εισέρχεται κωνικό έπαρμα του χορίου γεμάτο αγγεία, που αποκαλείται θηλή της τρίχας. Η κοιλότητα του δέρματος στην οποία βρίσκεται η τρίχα καλείται θύλακας.

1.4.      Το αίμα

O τύπος του αίματος καθορίζεται αποκλειστικά από τους κανόνες κληρονομικής μεταβίβασης των χαρακτήρων του Mendel. Δυνατότητα διαπίστωσης καταγωγής του τέκνου από ορισμένο γεννήτορα (αν αυτός δεν κατέχει τους γενετικούς χαρακτήρες που υποχρεωτικά κληροδοτούνται στο τέκνο, π.χ. μητέρα Ο = τέκνο Ο και όχι Α, Β, ΑΒ).360 ποικιλίες αίματος.

Η εξέταση κηλίδων αίματος μπορεί να δώσει στοιχεία για:

Page 65: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          Το αν πρόκειται για αίμα ή χρωστική ανιχνεύεται με ειδικές μεθόδους για αναζήτηση αιμοσφαιρίων (διενέργεια χρωματικής αντίδρασης, φασματοσκοπικής εξέτασης, κλπ).

-          Αν είναι ανθρώπου ή ζώου με βιολογική εξέταση,

-          από ποιο μέρος προέρχεται αν υπάρχουν π.χ. επιθήλια βλεννογόνου μύτης

-          παλαιότητα από το χρώμα (ζωηρό ή όχι)

-          σχήμα κηλίδων δείχνει το ύψος και τη γωνία απ’όπου έπεσαν (κυκλική: κατακόρυφα, μακρόστενη: από λοξή επιφάνεια, ελαφρά οδοντωτή: <από 1/5 μέτρο, ανώμαλη κηλίδα με διασκορπισμένες  γύρω της μικρότερες: >από 1/5 μέτρο). Η όψη των κηλίδων εξαρτάται από την επιφάνεια πάνω στην οποία πέφτουν (κηλίδα με πήγμα = σκληρή επιφάνεια, χωρίς πήγμα = μαλακή επιφάνεια).

-          Ροή δείχνει αν το υποκείμενο ήταν όρθιο ή ξαπλωμένο.

2. Διαγνωστικά σημεία: οποιεσδήποτε μεταβολές ή επενέργειες πάνω στη φυσική κατάσταση ή θέση των πραγμάτων στο χώρο, που δεν συνιστούν ίχνη, π.χ. παραβίαση πόρτας με διαρρηκτικά εργαλεία. Τα σημεία δεν βοηθούν όπως τα ίχνη στην εξακρίβωση της ταυτότητας του δράστη, αλλά δείχνουν τη σωστή κατεύθυνση που πρέπει ν’ακολουθήσει η ανάκριση και βοηθούν στον έλεγχο της αλήθειας των μαρτύρων, κλπ.

3. Πειστήρια:  όλα τα αντικείμενα τα οποία είτε απετέλεσαν το όπλο του εγκλήματος, είτε χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία για την διευκόλυνσή του (σκάλα, αντικλείδι, κλπ), είτε φέρουν πάνω τους άλλα ίχνη (ποτήρι + δακτυλικά αποτυπώματα), είτε αποτελούν προϊόντα ή το σώμα του εγκλήματος (κλοπιμαία, πλαστά χαρτονομίσματα). Τα πειστήρια αναφέρονται στον ΚΠΔ ως «αντικείμενα που καταλαμβάνονται κατά τη διενέργεια έρευνας (251), κατάσχονται (258,260,280), ή παραδίδονται στον ανακριτή (259), εφόσον σχετίζονται με το έγκλημα. Προσοχή! Τα έγγραφα ως πειστήρια διαφέρουν από τα   έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα = τα πειστήρια δεν αναγιγνώσκονται (ενδιαφέρει η πλαστότητα και όχι το περιεχόμενο).

Οι πραγματικές ενδείξεις υπερισχύουν έναντι των προσωπικών, γιατί μπορεί να ελεγχθεί η επιστημονική αλήθεια των πρώτων.

Από τις πραγματικές ενδείξεις οι σπουδαιότερες θεωρούνται τα δακτυλικά αποτυπώματα[1] (βλ. ενότητα για εξακρίβωση ταυτότητας του δράστη), αποτυπώματα τροχών, ποδών, κηλίδες αίματος, τρίχες, όπλα, έγγραφα ως πειστήρια, κλπ.

ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΠΕΙΣΤΗΡΙΑ: Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΑ

Page 66: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Μεταξύ πειστηρίων είναι και γραπτά κείμενα που ανάλογα με το είδος του εγκλήματος μπορεί να αποτελούν το σώμα του εγκλήματος (πλαστογραφία), μέσο με το οποίο τελέστηκε (εξυβριστική επιστολή), ή να είναι συμπτωματικά.

Ερωτήματα:

-          Αν επώνυμο: είναι γνήσιο ή πλαστό

-          Αν ανώνυμο ποιος το συνέταξε

-          Δευτερευόντως: παλαιότητα εγγράφου, συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε, κλπ.

Η απάντηση δίδεται με πραγματογνωμοσύνη αν απαιτούνται  ειδικές γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται σύμφωνα με κανόνες = δικαστική γραφολογία. Διαφέρει από την γραφολογία =  ειδικός κλάδος της ψυχολογίας (ή φυσιολογίας) που έχει ως αντικείμενο την μελέτη του χαρακτήρα (=χαρακτηρολογική γραφολογία) στηριζόμενη στην εξέταση της γραφής του ατόμου. Δικαστική γραφολογία χαρακτηρίζεται ως τεχνική γιατί καταφεύγει σε εργαστηριακές μεθόδους για την εξακρίβωση της γνησιότητας ενός εγγράφου, ενώ όταν έχει σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας του συντάκτη καταφεύγει στην γραφολογία.

Εγκληματολογική γραφολογία (Zbinden) υπάγονται όλα τα θέματα της δικαστικής γραφολογίας προς συνδρομή της ανακριτικής.

Πατέρας της γραφολογίας: Abbaye Jean Hippolyte Michon (1873) σειρά συστηματικών έργων.

Βασικές αρχές της γραφολογίας:

Γραφή = σπουδαιότερο μετά την ομιλία μέσο έκφρασης που διαμορφώνεται υπό την επήρεια σωματικών και ψυχικών παραγόντων. Είναι το μόνο επίκτητο από τα στοιχεία που προσδίδουν ατομικότητα στον άνθρωπο (τα υπόλοιπα είναι: δακτυλικά αποτυπώματα, DNA, φωνή, ίρις οφθαλμού).

Οι παράγοντες διακρίνονται σε :

-          σταθερούς = φυσιολογικοί ή εγγενείς (μήκος οστών, δύναμη νεύρων) ή επίκτητοι (εκπαίδευση, συνήθεια, τοποθέτηση χεριών)

-          μεταβλητούς = ψυχική κατάσταση του γράφοντος, θερμοκρασία σώματος, όργανα γραφής, κλπ.

Αρχές της γραφολογίας:

Η γραφή μαθαίνεται και εξελίσσεται με την ηλικία, παγιώνεται με την ωρίμανση, χωρίς να παύει να διαφοροποιείται. Ατομικότητα της

Page 67: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

γραφής. Μπορεί να παρατηρηθεί διαφορά γραμμάτων και υπογραφής του ίδιου ατόμου.

Δικαστική γραφολογία καλείται να επινοήσει τις κατάλληλες μεθόδους με τις οποίες η σύγκριση θα καταστεί δυνατή. Διαπιστώσεις:

Γραφή: πραγματοποιείται με σωματικές κινήσεις επηρεαζόμενες από ψυχολογικές λειτουργίες => πρόκειται για λειτουργία που εξαρτάται άμεσα από τον εγκέφαλο. Για χάραξη μιας και μόνης γραμμής συμβάλλουν 5 διαφορετικά νευρομυικά συστήματα:

-          πίεση: κινητικό σε βάθος

-          χάραξη : κινητικό σε επίπεδο

-          σταμάτημα: ανταγωνιστικό σύστημα

-          κατεύθυνση: κατευθυντήριο

-          ορθή χάραξη: ευπραξίας

Η γραφή διακρίνεται σε:

         Φυσιολογική = συνήθης υπό ομαλές φυσιοψυχικές συνθήκες:

α) ανάλογα με το   μέσο παραγωγής της: χειρόγραφη, δακτυλογραφική, πολυγραφική, τυπογραφική

β) ανάλογα με προσπάθεια υποκειμένου:

ελεύθερη, καλλιγραφική

γ) ανάλογα με κλίση των γραμμάτων:

συνήθως δεξιά, πολύ δεξιά, όρθια, συνήθως αριστερά

δ) ανάλογα με το μέγεθος των γραμμάτων:

υπερμεγέθη, μεγάλη, συνήθη, μικρή, μικροσκοπική.

ε) ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο αλφάβητο:

ελληνική, γοτθική, κυριλλική, αραβική, κλπ.[ είναι χαρακτηριστικό ότι η αλλαγή του αλφαβήτου δεν αλλάζει τους χαρακτήρες γραφής του ατόμου]

         μη φυσιολογική = τραυματισμοί, παθήσεις νεύρων, ψύχος, μούδιασμα, κλπ.

Γράμματα: διακρίνονται σε ->

-          κεφαλαία και μικρά

-          βραχέα (=όταν περιορίζονται σε 2 νοητές ευθείες της γραφής: α, ο, ε) μεσαία (= όταν η μια γραμμή προεξέχει -> πάνω μεσαία: λ,

Page 68: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

δ              ή κάτω μεσαία: ρ, φ) και μακρά (= όταν οι γραμμές προεξέχουν και πάνω και κάτω: ξ, ζ)

-          απλά (όταν αποτελούνται από μία γραμμή) και σύνθετα (όταν αποτελούνται από 2 ή περισσότερες γραμμές)

-          τόξα ή συνδέσεις γραμμάτων δεν αποτελούν στοιχεία των γραμμάτων αλλά επιπρόσθετες γραμμές όχι αναγκαίες που γράφονται  είτε χωρίς πρόθεση είτε για λόγους καλλιγραφίας.

Αντικείμενα γραφολογικής εξέτασης:

Αφ’ενός τη γραφή καθ’αυτή, ως αποτύπωση διανοημάτων και αφ’ετέρου τους παράγοντες με τους οποίους αυτή η αποτύπωση πραγματοποιείται, καθώς και τα αντικείμενα πάνω στα οποία πραγματοποιείται.

Μέθοδοι:

-          α) απλή παραβολική μέθοδος = εμπειρική μέθοδος που συνίσταται στην παραβολή (παρατήρηση) των μορφών των γραμμάτων των 2 εξεταζομένων κειμένων. Μειονεκτήματα: στερείται επιστημονικής βάσης, βασίζεται στην υποκειμενική κρίση του ερευνητή, δεν αποκλείει τον κίνδυνο από συμπτώσεις, είναι ανεφάρμοστη σε περίπτωση σκόπιμης παραποίησης ή απομίμησης της γραφής.

-          β) Γραφομετρική ανάλυση (Locard βασιζόμενος στον υπολογισμό αριθμητικών και γεωμετρικών υπολογισμών των Humbert και Langenbruch) = ανάλυση της γραφής  σε στοιχεία που μπορούν να μετρηθούν και σε παραβολή των αριθμών που θα προκύψουν από την μέτρηση αυτή. Ο Locard θεωρεί ότι είναι η πιο ικανή να δώσει τα πιο επιτυχή αποτελέσματα. Μετρούνται:

-          τα μήκη των γραμμών ή το πάχος τους και οι καμπύλες

-          οι διευθύνσεις των γραμμών που μετρούνται με τις γωνίες που σχηματίζουν ή με τη βάση του γράμματος

-          οι διακοπές (δηλ. απομάκρυνση γραφίδας από το χαρτί)

-          οι μορφές των γραφών  (δηλ. μορφές γραφής των σημείων στίξης, καταλήξεων, κλπ)

Με βάση τη μέτρηση των παραπάνω κατηγοριών γίνεται:

-          Σύγκριση της σχέσης μετάπτωσης των γραμμών των γραμμάτων = οι άνθρωποι έχουν την τάση να αυξομειώνουν τις γραμμές των γραμμάτων στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος των λέξεων.

-          Σύγκριση του καμπυλομετρικού δείκτη

-          Γραμμικός παραλληλισμός.

Page 69: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Η γραφομετρική μέθοδος επικρίθηκε λόγω της εξέλιξης της γραφής στη ζωή ενός ατόμου και του αστάθμητου ψυχολογικού παράγοντα (ψυχικής διάθεσης του γράφοντα).

-          γ) Αναλυτική συγκριτική μέθοδος (H. Schneickert) = κρατούσα σήμερα στην Ευρώπη = στηρίζεται στην ανάλυση και σύγκριση των γραφολογικών χαρακτήρων (ή γνωρισμάτων). Γραφολογικοί χαρακτήρες = παρεκκλίσεις από τα βασικά σχολικά πρότυπα που διαμορφώνονται από φυσικές συνήθειες, σχηματισμένες εξαιτίας φυσιοψυχικών και κοινωνικών παραγόντων και προσδίδουν στην γραφή την ατομικότητά της. Μετά την ωριμότητα του ατόμου η επίδραση της εξέλιξης πάνω τους είναι ασήμαντη. Σπουδαιότεροι γραφολογικοί χαρακτήρες θεωρούνται:

o   η διάταξη (π.χ. τακτική, ευανάγνωστη, ακανόνιστη) και διάσταση της γραφής (π.χ. στριμωγμένη, υπέρμετρη)

o   η μορφή (π.χ. προσποιητή, τυπογραφική, απλή) o   η πίεση o   η σύνδεση των γραμμάτων και τα διαστήματα μεταξύ των

γραμμάτων και των λέξεων o   η ταχύτητα (π.χ. βιαστική, νηφάλια, σφιγμένη)o   η κλίση των γραμμάτων (κατεύθυνση ανερχόμενη/ κατερχόμενη)o   η επιδεξιότητα γραφής και η ωριμότητά τηςo   το μέγεθος της γραφήςo   η ροπή της γραφής σε σχέση με πραγματική ή νοητή οριζόντια

γραμμήo   η ορθογραφία, κ.ά.

Η έρευνα των παραγόντων της γραφής

Ως παράγοντες της γραφής θεωρούνται όλα τα μέσα με τα οποία πραγματοποιείται η γραφική παράσταση  αλλά και κάθε αντικείμενο πάνω στο οποίο πραγματοποιείται (χαρτί, μελάνι, γραφίδες, μολύβια,, κλπ). Εξέταση σημαντική γιατί από τους παράγοντες αυτούς επηρεάζονται σημαντικά το είδος και η μορφή της γραφής. Η σημασία στις μέρες μας έχει ελαττωθεί σημαντικά λόγω της χρήσης τυποποιημένων προϊόντων γραφής.

Για την ορθότητα της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης απαιτείται ο ανακριτής να γνωρίζει με ποιο τρόπο θα πρέπει να συλλέξει το υλικό (κατάλληλο δείγμα, έγκαιρη λήψη προς αποφυγή αλλοιώσεως, κλπ). Πρέπει να εξασφαλίζονται παλαιά και σύγχρονα δείγματα γραφής, διαφορετικά η εξέταση περιορίζεται σε πρόσφατο δείγμα με υπαγόρευση κειμένων (πρέπει να υπάρχουν περισσότερα από ένα).

Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ έχει οργανώσει το εργαστήριο γραφολογίας σε 3 τομείς: α) τομέα εξέτασης εγγράφων και γραφής, β) τομέα εξέτασης ψηφιακών πειστηρίων και γ) τομέα εξέτασης φωνής και ήχου.

Page 70: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Για την πλαστογραφία οι γραφικές ανωμαλίες και ασυνέπειες στην πλαστή γραφή και υπογραφή διέπονται από τις εξής αρχές:

-          διάσπασης της προσοχής

-          δυσκολίας αναπαραγωγής ξένων στοιχείων

-          των γραφικών παρενεργειών (δηλ. ότι δεν ελέγχεται απόλυτα, ιδίως η επιχείρηση αναπαραγωγής υπογραφής)

Ενδείξεις πλαστότητας εμφανίζονται με:

-          διστακτική και ανακοπτόμενη ταχύτητα

-          μη φυσιολογικές αυξομειώσεις της έντασης της πίεσης και με γραφικό τρόμο (τρεμούλιασμα)

Ο γραφικός τρόμος μπορεί να αποδοθεί:

1.    Από αιτιολογικής απόψεως:

o   Περιστασιακός τρόμος (ασθένεια, θυμός, φόβος, ψύχος, φως, κακή τοποθέτηση χαρτιού)

o   Γραφικός τρόμος αγραμμάτων (παιδαριώδης γραφικός χαρακτήρας με συμπαγή πίεση)

o   Προσποιητός γραφικός τρόμος (επιχείρηση καλλιγραφίας)

2.    Από φυσιολογικής απόψεως μπορεί να οφείλεται:

o   Κόπωση, ασθένεια (π.χ. στον αλκοολισμό είναι κάθετος, ενώ στη Parkinson οριζόντιος)

o   Μηχανικός τρόμος (στιγμιαίο ερέθισμα)

o   Ουσιώδης τρόμος (ιδιοσυγκρασία)

3.    Στην πλαστογραφία:

o   Ζωγραφική απομίμηση (ελαφρύς τρόμος στα άκρα της γράμμωσης)

o   Δουλική απομίμηση (με καρμπόν αδρανής πορεία της κίνησης)

o   Ελεύθερη απομίμηση κατόπιν σπουδής της γραφής (δισταγμός στην έναρξη ή τέλος)

Στη χάραξη υπογραφής με κατευθυνόμενο χέρι η γραφή έχει χαλαρό και αραιό γραφικό τρόμο (κυματοειδής) και η σχεδίαση ακολουθεί τον γραφικό χαρακτήρα του κατευθύνοντος.

Page 71: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

        

[1] Εκτός από τη δακτυλοσκοπία ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ποροσκοπία που χρησιμοποιείται όταν το δείγμα δακτυλικού αποτυπώματος δεν είναι καθαρό. Η ποροσκοπική εξέταση του τμήματος του αποτυπώματος στηρίζεται στην ύπαρξη των πόρων (που επίσης διαφέρουν από άτομο σε άτομο), μέσω των οποίων διαχέεται ο ιδρώτας + οι οποίοι παραμένουν αμετάβλητοι ως προς θέση και σχήμα και αναλλοίωτοι σε τραυματισμούς και εγκαύματα μέχρι 2ου βαθμού. Η μέθοδος συνίσταται στη σύγκριση των πόρων που καταλήγουν στις δερματικές ακρολοφίες μόνο (όχι + στα μεταξύ τους αυλάκια). Απαιτείται μεγέθυνση του αποτυπώματος για την σωστή εξέταση. Βέβαια, ελάχιστη είναι η χρησιμότητα της ποροσκοπικής εξέτασης γιατί: σπάνια καταλείπεται τμήμα αποτυπώματος τόσο καθαρό ώστε να διακρίνονται οι πόροι (ακόμη και σε αποτύπωμα με μελάνι), δεν τηρείται καν αρχείο και είναι εφικτή μόνο σε ειδικό εργαστήριο.

ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος (εργαλεία, όπλα, κλπ) ανήκουν στα πειστήρια.

1. Έννοια, διακρίσεις και σημασία των μέσων τέλεσης

Μέσα τέλεσης = λαμβάνονται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής. Μεγάλη σημασία  για την ανάκριση γιατί η εξέταση τους μπορεί να δώσει στοιχεία για τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, την ταυτότητα του δράστη (άμεσα ή έμμεσα) και φέρουν ίχνη που μπορούν ν’αποδείξουν την τέλεση του εγκλήματος. Διακρίνονται:

-          όργανα ή εργαλεία

-          όπλα

2. Τα πυροβόλα όπλα

Α. ορισμοί, διακρίσεις + χαρακτηριστικά:  (βλ. και Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο του ΟΗΕ στη Σύμβαση για το διακρατικό οργανωμένο έγκλημα 2000 + Σύσταση R(84)23 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών αναφορικά με τα πυροβόλα όπλα). Ο ν.2168/1993 (τροπ.2452/1996) σχετικά με ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα και πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες κλπ. δίνει ορισμούς:

Όπλο = «κάθε μηχάνημα το οποίο με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα ή χημικές ουσίες ή ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να προκαλέσει κάκωση της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά και ιδίως κάθε πυροβόλο όπλο, χειροβομβίδα και νάρκη κάθε τύπου, όπως και κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα παραπάνω αποτελέσματα». Κάθε όπλο έχει

Page 72: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

χαρακτηριστικά γνωρίσματα που οφείλονται στο είδος του ή είναι ατομικά χαρακτηριστικά του.

Κυριότερα χαρακτηριστικά του είδους του όπλου:

-          διαμέτρημα κάνης,

-          ύπαρξη ραβδώσεων στη κάνη + αριθμός τους

-          βεληνεκές του όπλου (δραστικό, ωφέλιμο, μέγιστο)

-          ταχυβολία

Ατομικά χαρακτηριστικά (σχετίζονται με φθορά + προσδιορίζουν ποιο από το συγκεκριμένο είδος είναι το συγκεκριμένο όπλο μετά από μικροσκοπική εξέταση):

-          καλή ή όχι συντήρηση

-          συχνή ή όχι χρήση

Κυνηγετικά, αεροβόλα, εκρηκτικές ύλες και μηχανισμοί εκτόξευσης χημικών ουσιών ή εκκένωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μαχαίρια (πλην εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για λόγους οικιακής, επαγγελματικής ή εκπαιδευτικής χρήσης, τέχνης, θήρας, αλιείας ή άλλη συναφή χρήση). Τα πυροβόλα διακρίνονται σε αυτόματα, ημιαυτόματα, επαναληπτικά. Ως όπλα σκοποβολής θεωρούνται αυτά που καθορίζονται με απόφαση Υπουργού Πολιτισμού και Δημόσιας Τάξης.

-          Μακρύκαννα, βραχύκαννα

-          Ραβδωτά, μη ραβδωτά (ανάλογα αν στο εσωτερικό τους υπάρχουν ελικοειδείς ραβδώσεις όπως συμβαίνει στα πολεμικά όπλα ή είναι λείο όπως στα κυνηγετικά), τα ραβδωτά διακρίνονται σε δεξιόστροφα και αριστερόστροφα (ανάλογα με την κατεύθυνση των γραμμώσεων της κάννης τους).

 Β. Βλήματα και κάλυκες:

Βλήματα πολλών ειδών ανάλογα με το είδος και το σύστημα του όπλου για το οποίο προορίζονται και ανάλογα με το αποτέλεσμα που επιδιώκεται να επιτευχθεί με αυτά.

-          κανονικά βλήματα (βολίδες) = ομαλή επιφάνεια, σχήμα σφαιρικό ή κυλινδροκωνικό ή παραπλήσιο και δεν παθαίνουν μεταβολή του σχήματός τους μετά από την είσοδό τους στο ανθρώπινο σώμα. Προτιμάται το μολύβι στην κατασκευή τους για το μεγάλο ειδικό βάρος του + την μη μεγάλη φθορά της κάννης.

o Μεγάλα (σφαίρες) = στις περισσότερες περιπτώσεις φέρουν σε ολόκληρη ή μισή επιφάνειά τους περίβλημα από άλλο μέταλλο ή κράμα μετάλλων.

Page 73: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

o Μικρά = χρησιμοποιούνται συνήθως στο κυνήγι (σκάγια, ψήφοι και μονόβολα)

-          ακανόνιστα βλήματα = το αντίθετο από τα παραπάνω + όσα μεταβάλλονται (από κατασκευή ή μετά από επέμβαση) είτε κατά τον πυροβολισμό, είτε μετά την πρόσκρουση και είσοδό τους στο ανθρώπινο σώμα.

Κάλυκες: (Στην αρχή τα όπλα ήταν εμπροσθογεμή με πυρίτιδα –> μετά χάρτινα φυσίγγια -> κατόπιν φυσίγγια με μεταλλικούς κάλυκες, που επέτρεψαν την διάδοση οπισθογεμών και αυτόματων όπλων) = μικρή σωληνωτή θαλάμη που αποτελείται από μεταλλική βάση + κυλινδρικό σώμα μεταλλικό ή χάρτινο ή πλαστικό. Στη μεταλλική βάση υπάρχει καψύλλιο με το οποίο πυροδοτείται η εκρηκτική ύλη εντός του κυλινδρικού σώματος. Πάνω από την εκρηκτική ύλη τοποθετείται το βλήμα 1 ή περισσότερα, με ή χωρίς παρεμβολή βύσματος. Η εκρηκτική ύλη είναι μαύρη ή λευκή πυρίτιδα (άκαπνη) [μαύρη -> παλαιού τύπου εμπροσθογεμή + κυνηγετικά].

Τα τραύματα από πυροβόλα όπλα

-          τραύματα από έκρηξη της πυρίτιδας (συχνά στα εμπροσθογεμή με χρήση μαύρης πυρίτιδας τραυματισμός του ίδιου του χειριστή) = δημιουργούνται από υπερθέρμανση της κάννης ή σε υπολείμματα πυρίτιδας μέσα σ’αυτά.

-          τραύματα από το βύσμα = προκαλούνται από πυροβολισμούς με άσφαιρα φυσίγγια

-          τραύματα από θραύσμα καψυλλίου = συνηθισμένα στους κυνηγούς = επικίνδυνα όταν κοντά στο μάτι που βρίσκεται κοντά στην θαλάμη του όπλου.

-          τραύματα από διάρρηξη της κάννης του όπλου =συχνότερα στα κυνηγετικά που έχουν λεπτότερο τοίχωμα.

-          τραύματα από το βλήμα = ανάλογα το είδος βλήματος, απόσταση. Μέρος του σώματος, κλπ. Τραύματα από κανονικά βλήματα:

o   θλάσεις = κτύπημα σώματος μετά το ωφέλιμο βεληνεκές

o   εκδορές = ψηλαφίζει μόνο το δέρμα

o   αυλακοειδή τραύματα = το βλήμα διασχίζει μόνο το δέρμα λοξά χωρίς εισαγωγή στο σώμα

o   σωληνοειδή τραύματα = εισαγωγή στο ανθρώπινο σώμα ->τυφλά: όταν υπάρχει μόνο στόμιο + διαμπερή: όταν βγει δημιουργώντας και δεύτερη οπή.

Page 74: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Τα τραύματα από ακανόνιστα βλήματα διαφέρουν από τα παραπάνω στο ότι είναι τυφλά + με ακανόνιστο το στόμιο εισόδου.

Η εξέταση των τραυμάτων ανήκει στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.

4. Προβλήματα στη χρήση των πυροβόλων όπλων

Εξακρίβωση της ταυτότητας του όπλου, ο χρόνος, η απόσταση, η θέση από την οποία ρίχτηκε ο πυροβολισμός, η στάση του θύματος, η ύπαρξη περισσοτέρων δραστών, κλπ. Για τη λύση των παραπάνω, ο ανακριτής μπορεί να βασιστεί στα τραύματα, τα βλήματα, τους κάλυκες και το όπλο αν έχει εγκαταλειφθεί στον τόπο του εγκλήματος.

α) Η δυσκολία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του όπλου ελαττώνονται αν βρεθεί το βλήμα αναλλοίωτο, γιατί από αν είναι επενδυμένο, από το βάρος, πάχος, ύψος του + εντυπώματα των ογκωμάτων της κάννης. Μέθοδος Γεωργιάδη (καθ.ιατροδικαστικής) = ανάπτυγμα της επιφάνειας του βλήματος πάνω σε χαρτί με καρμπόν. Στα οργανωμένα εργαστήρια σήμερα αντιπαραβάλλουν τους κάλυκες και τα βλήματα με συγκριτικό μικροσκόπιο.

β) Ο προσδιορισμός της απόστασης από την οποία ρίχτηκε ο πυροβολισμός:

-          Κυνηγετικά = γίνεται με βάση την διασπορά της πυρίτιδας και κάπνας, μορφή τραύματος από τις βολίδες + βύσμα. Κάπνα =απλώνεται σε σχήμα κώνου που φτάνει στο δέρμα ως κυκλικό σημάδι και όσο μεγαλώνει η απόσταση τόσο ξεθωριάζει γιατί αραιώνει η πυκνότητά της. Κατά τον ίδιο τρόπο με πυρίτιδα και κάπνα και οι βολίδες. Όσο βραχύτερη η κάννη τόσο μεγαλύτερη η διασπορά + αντίστροφα. Από επαφή = σημάδια άκαυστης πυρίτιδας και κάπνας + ελαφρύ κάψιμο στο δέρμα ή ρούχα. Στον εξ επαφής πυροβολισμό σημάδι κυκλικό γιατί οι βολίδες φεύγουν από το στόμιο ως ένα βλήμα. Από το 1 μέτρο +> αρχίζει η διασπορά και εμφανίζεται με δαντελωτά χείλη. Το βύσμα που –για μικρή απόσταση- ακολουθεί την βολίδα είναι δυνατό στα εξ επαφής + λίγα εκατοστόμετρα να τρυπήσει το δέρμα + ν’ακολουθήσει τις βολίδες μέσα στο σώμα. Λόγω ελαχίστου βάρους και μεγάλης επιφάνειας ανακόπτουν την ορμή του.

-          Πολεμικά = πρέπει να γίνει διαχωρισμός στα βραχύκαννα και μακρύκαννα λόγω της διαφοράς δυναμικότητας του καθενός που εκδηλώνεται στη μορφή τραυμάτων που προκαλούνται. Στον πυροβολισμό εξ επαφής (ή σχεδόν) το στόμιο εισόδου του βλήματος είναι αρκετά μεγάλο με ανώμαλα χείλη σχισμένα αστεροειδώς. Όσο μεγαλώνει η απόσταση, τόσο το σχήμα του στομίου γίνεται περισσότερο στρογγυλό. Σε απόσταση >5 εκ. τα αέρια από ανάφλεξη + ο κόκκοι από άκαυστη από πυρίτιδα δεν εισέρχονται

Page 75: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

στο τραύμα σχηματίζουν όμως ακτινωτά ζώνες γύρω από αυτό: εσωτερική (από οποιαδήποτε απόσταση), μεσαία (από <15εκ.), εξωτερική ζώνη (από 15 μέχρι 50 εκ.). Όταν η απόσταση >10 εκ. το στόμιο του τραύματος = <από τη διάμετρο του βλήματος λόγω της ικανότητας του δέρματος να τεντώνει υποχωρώντας στην πίεση του βλήματος + να επανέρχεται μετά στην αρχική του θέση.

γ) Ο καθορισμός της διεύθυνσης βολής εξαρτάται από την κατεύθυνση του άξονα που περνά από τα στόμια εισόδου + εξόδου ή από τη φορά του πόρου του τραύματος (αν αυτό είναι τυφλό) και συνεκτιμάται με άλλα στοιχεία, όπως αν το βλήμα πέρασε μέσα από τζάμι (=> στόμιο εισόδου της οπής στο τζάμι < στόμιο εξόδου) + στάση του θύματος.

δ) Ο προσδιορισμός του στομίου εισόδου + εξόδου του βλήματος βοηθά στην απάντηση του καθορισμού κατεύθυνσης βολής, αν το θύμα κτυπήθηκε από εμπρός ή από πίσω, κλπ. Δυσχέρειες όσο μεγαλώνει η απόσταση. Στοιχείο που βοηθά = η ζώνη διάρρηξης (παρατηρείται όταν το θύμα κτυπήθηκε μέσα στο δραστικό βεληνεκές του όπλου) =  στόμιο εξόδου > στόμιο εισόδου.

ε) Προβλήματα όταν τα τραύματα είναι περισσότερα από 2: με πόσες βολές, ποια προηγήθηκε, με 1 ή περισσότερα όπλα, κλπ. Η απάντηση εξαρτάται από τη στάση του θύματος, το ύψος και τη θέση των τραυμάτων, κλπ.

στ) προβλήματα σε περίπτωση εποστρακισμού του βλήματος:

Απάντηση ενδεχομένως εξαρτάται από εύρεση ξένων σωμάτων με πιθανή πρόσκρουση αλλού πριν καταλήξει στο σώμα του θύματος.

Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ

Ανακριτικές ενέργειες ποτ μπορούν να φέρουν τις  ενδείξεις υπόψη του δικαστή είναι για τα ίχνη + τα διαγνωστικά σημεία:

Διενέργεια έρευνας (253επ. ΚΠΔ)

Διεξαγωγή αυτοψίας (180 επ.+363επ. ΚΠΔ)

Για τα πειστήρια:

Κατάσχεση 260επ., 280 ΚΠΔ)

Στις περιπτώσεις που η εκτίμηση προϋποθέτει ειδικές γνώσεις:

Διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης (183 επ., 362ΚΠΔ)

Κατόπιν η εκτίμηση γίνεται ελεύθερα από τον δικαστή σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (177ΚΠΔ).

Προσβολή η λήψη δείγματος αίματος, σπέρματος, τριχών, κλπ. από τον κατηγορούμενο για σύγκριση, δεδομένου ότι η λήψη αυτή αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και της ανθρώπινης

Page 76: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

αξιοπρέπειας. Παραβίαση επίσης του ασύλου της κατοικίας, ή του απορρήτου των επικοινωνιών αποτελεί η επιτρεπτή παρακολούθηση, μαγνητοφώνηση, κλπ. με συνέπεια να προσβάλλονται  αγαθά προστατευόμενα τόσο από το Σύνταγμα όσο και από Διεθνή κείμενα (προσωπικότητα, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ιδιωτική ζωή, κατοικία), προς χάριν άλλων, όπως της απονομής δικαιοσύνης (δικαίωμα στη δικαιοσύνη), της προστασίας της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, κλπ. του ατόμου θύματος του εγκλήματος. Κατά το άρθ.25 παρ.1 εδ.γ’ Συντ.(2001): «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού» (βλ. και άρθ.52.1 εδ.τελ. του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων Νίκαιας, 2000). Εξαιρέσεις πρέπει να επιτρέπονται μόνο όταν το συμφέρον είναι πολύ σημαντικό, ενώ η προσβολή είναι ασήμαντη, σύμφωνα με το Σύνταγμα (2001) που θέτει ως βασικό κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας στο παραπάνω άρθρο (άρθ.25 παρ.1 εδ.τελ.).

ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος (εργαλεία, όπλα, κλπ) ανήκουν στα πειστήρια.

1. Έννοια, διακρίσεις και σημασία των μέσων τέλεσης

Μέσα τέλεσης = λαμβάνονται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής. Μεγάλη σημασία  για την ανάκριση γιατί η εξέταση τους μπορεί να δώσει στοιχεία για τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, την ταυτότητα του δράστη (άμεσα ή έμμεσα) και φέρουν ίχνη που μπορούν ν’αποδείξουν την τέλεση του εγκλήματος. Διακρίνονται:

-          όργανα ή εργαλεία

-          όπλα

Page 77: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

2. Τα πυροβόλα όπλα

Α. ορισμοί, διακρίσεις + χαρακτηριστικά:  (βλ. και Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο του ΟΗΕ στη Σύμβαση για το διακρατικό οργανωμένο έγκλημα 2000 + Σύσταση R(84)23 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών αναφορικά με τα πυροβόλα όπλα). Ο ν.2168/1993 (τροπ.2452/1996) σχετικά με ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα και πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες κλπ. δίνει ορισμούς:

Όπλο = «κάθε μηχάνημα το οποίο με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα ή χημικές ουσίες ή ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να προκαλέσει κάκωση της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά και ιδίως κάθε πυροβόλο όπλο, χειροβομβίδα και νάρκη κάθε τύπου, όπως και κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα παραπάνω αποτελέσματα». Κάθε όπλο έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα που οφείλονται στο είδος του ή είναι ατομικά χαρακτηριστικά του.

Κυριότερα χαρακτηριστικά του είδους του όπλου:

-          διαμέτρημα κάνης,

-          ύπαρξη ραβδώσεων στη κάνη + αριθμός τους

-          βεληνεκές του όπλου (δραστικό, ωφέλιμο, μέγιστο)

-          ταχυβολία

Ατομικά χαρακτηριστικά (σχετίζονται με φθορά + προσδιορίζουν ποιο από το συγκεκριμένο είδος είναι το συγκεκριμένο όπλο μετά από μικροσκοπική εξέταση):

-          καλή ή όχι συντήρηση

-          συχνή ή όχι χρήση

Κυνηγετικά, αεροβόλα, εκρηκτικές ύλες και μηχανισμοί εκτόξευσης χημικών ουσιών ή εκκένωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μαχαίρια (πλην εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για λόγους οικιακής, επαγγελματικής ή εκπαιδευτικής χρήσης, τέχνης, θήρας, αλιείας ή άλλη συναφή χρήση). Τα πυροβόλα διακρίνονται σε αυτόματα, ημιαυτόματα, επαναληπτικά. Ως όπλα σκοποβολής θεωρούνται αυτά που καθορίζονται με απόφαση Υπουργού Πολιτισμού και Δημόσιας Τάξης.

-          Μακρύκαννα, βραχύκαννα

-          Ραβδωτά, μη ραβδωτά (ανάλογα αν στο εσωτερικό τους υπάρχουν ελικοειδείς ραβδώσεις όπως συμβαίνει στα πολεμικά όπλα ή είναι λείο όπως στα κυνηγετικά), τα ραβδωτά διακρίνονται

Page 78: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

σε δεξιόστροφα και αριστερόστροφα (ανάλογα με την κατεύθυνση των γραμμώσεων της κάννης τους).

 Β. Βλήματα και κάλυκες:

Βλήματα πολλών ειδών ανάλογα με το είδος και το σύστημα του όπλου για το οποίο προορίζονται και ανάλογα με το αποτέλεσμα που επιδιώκεται να επιτευχθεί με αυτά.

-          κανονικά βλήματα (βολίδες) = ομαλή επιφάνεια, σχήμα σφαιρικό ή κυλινδροκωνικό ή παραπλήσιο και δεν παθαίνουν μεταβολή του σχήματός τους μετά από την είσοδό τους στο ανθρώπινο σώμα. Προτιμάται το μολύβι στην κατασκευή τους για το μεγάλο ειδικό βάρος του + την μη μεγάλη φθορά της κάννης.

o Μεγάλα (σφαίρες) = στις περισσότερες περιπτώσεις φέρουν σε ολόκληρη ή μισή επιφάνειά τους περίβλημα από άλλο μέταλλο ή κράμα μετάλλων.

o Μικρά = χρησιμοποιούνται συνήθως στο κυνήγι (σκάγια, ψήφοι και μονόβολα)

-          ακανόνιστα βλήματα = το αντίθετο από τα παραπάνω + όσα μεταβάλλονται (από κατασκευή ή μετά από επέμβαση) είτε κατά τον πυροβολισμό, είτε μετά την πρόσκρουση και είσοδό τους στο ανθρώπινο σώμα.

Κάλυκες: (Στην αρχή τα όπλα ήταν εμπροσθογεμή με πυρίτιδα –> μετά χάρτινα φυσίγγια -> κατόπιν φυσίγγια με μεταλλικούς κάλυκες, που επέτρεψαν την διάδοση οπισθογεμών και αυτόματων όπλων) = μικρή σωληνωτή θαλάμη που αποτελείται από μεταλλική βάση + κυλινδρικό σώμα μεταλλικό ή χάρτινο ή πλαστικό. Στη μεταλλική βάση υπάρχει καψύλλιο με το οποίο πυροδοτείται η εκρηκτική ύλη εντός του κυλινδρικού σώματος. Πάνω από την εκρηκτική ύλη τοποθετείται το βλήμα 1 ή περισσότερα, με ή χωρίς παρεμβολή βύσματος. Η εκρηκτική ύλη είναι μαύρη ή λευκή πυρίτιδα (άκαπνη) [μαύρη -> παλαιού τύπου εμπροσθογεμή + κυνηγετικά].

Τα τραύματα από πυροβόλα όπλα

-          τραύματα από έκρηξη της πυρίτιδας (συχνά στα εμπροσθογεμή με χρήση μαύρης πυρίτιδας τραυματισμός του ίδιου του χειριστή) = δημιουργούνται από υπερθέρμανση της κάννης ή σε υπολείμματα πυρίτιδας μέσα σ’αυτά.

-          τραύματα από το βύσμα = προκαλούνται από πυροβολισμούς με άσφαιρα φυσίγγια

Page 79: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          τραύματα από θραύσμα καψυλλίου = συνηθισμένα στους κυνηγούς = επικίνδυνα όταν κοντά στο μάτι που βρίσκεται κοντά στην θαλάμη του όπλου.

-          τραύματα από διάρρηξη της κάννης του όπλου =συχνότερα στα κυνηγετικά που έχουν λεπτότερο τοίχωμα.

-          τραύματα από το βλήμα = ανάλογα το είδος βλήματος, απόσταση. Μέρος του σώματος, κλπ. Τραύματα από κανονικά βλήματα:

o   θλάσεις = κτύπημα σώματος μετά το ωφέλιμο βεληνεκές

o   εκδορές = ψηλαφίζει μόνο το δέρμα

o   αυλακοειδή τραύματα = το βλήμα διασχίζει μόνο το δέρμα λοξά χωρίς εισαγωγή στο σώμα

o   σωληνοειδή τραύματα = εισαγωγή στο ανθρώπινο σώμα ->τυφλά: όταν υπάρχει μόνο στόμιο + διαμπερή: όταν βγει δημιουργώντας και δεύτερη οπή.

Τα τραύματα από ακανόνιστα βλήματα διαφέρουν από τα παραπάνω στο ότι είναι τυφλά + με ακανόνιστο το στόμιο εισόδου.

Η εξέταση των τραυμάτων ανήκει στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.

4. Προβλήματα στη χρήση των πυροβόλων όπλων

Εξακρίβωση της ταυτότητας του όπλου, ο χρόνος, η απόσταση, η θέση από την οποία ρίχτηκε ο πυροβολισμός, η στάση του θύματος, η ύπαρξη περισσοτέρων δραστών, κλπ. Για τη λύση των παραπάνω, ο ανακριτής μπορεί να βασιστεί στα τραύματα, τα βλήματα, τους κάλυκες και το όπλο αν έχει εγκαταλειφθεί στον τόπο του εγκλήματος.

α) Η δυσκολία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του όπλου ελαττώνονται αν βρεθεί το βλήμα αναλλοίωτο, γιατί από αν είναι επενδυμένο, από το βάρος, πάχος, ύψος του + εντυπώματα των ογκωμάτων της κάννης. Μέθοδος Γεωργιάδη (καθ.ιατροδικαστικής) = ανάπτυγμα της επιφάνειας του βλήματος πάνω σε χαρτί με καρμπόν. Στα οργανωμένα εργαστήρια σήμερα αντιπαραβάλλουν τους κάλυκες και τα βλήματα με συγκριτικό μικροσκόπιο.

β) Ο προσδιορισμός της απόστασης από την οποία ρίχτηκε ο πυροβολισμός:

-          Κυνηγετικά = γίνεται με βάση την διασπορά της πυρίτιδας και κάπνας, μορφή τραύματος από τις βολίδες + βύσμα. Κάπνα =απλώνεται σε σχήμα κώνου που φτάνει στο δέρμα ως κυκλικό σημάδι και όσο μεγαλώνει η απόσταση τόσο ξεθωριάζει γιατί αραιώνει η πυκνότητά της. Κατά τον ίδιο τρόπο με πυρίτιδα και

Page 80: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

κάπνα και οι βολίδες. Όσο βραχύτερη η κάννη τόσο μεγαλύτερη η διασπορά + αντίστροφα. Από επαφή = σημάδια άκαυστης πυρίτιδας και κάπνας + ελαφρύ κάψιμο στο δέρμα ή ρούχα. Στον εξ επαφής πυροβολισμό σημάδι κυκλικό γιατί οι βολίδες φεύγουν από το στόμιο ως ένα βλήμα. Από το 1 μέτρο +> αρχίζει η διασπορά και εμφανίζεται με δαντελωτά χείλη. Το βύσμα που –για μικρή απόσταση- ακολουθεί την βολίδα είναι δυνατό στα εξ επαφής + λίγα εκατοστόμετρα να τρυπήσει το δέρμα + ν’ακολουθήσει τις βολίδες μέσα στο σώμα. Λόγω ελαχίστου βάρους και μεγάλης επιφάνειας ανακόπτουν την ορμή του.

-          Πολεμικά = πρέπει να γίνει διαχωρισμός στα βραχύκαννα και μακρύκαννα λόγω της διαφοράς δυναμικότητας του καθενός που εκδηλώνεται στη μορφή τραυμάτων που προκαλούνται. Στον πυροβολισμό εξ επαφής (ή σχεδόν) το στόμιο εισόδου του βλήματος είναι αρκετά μεγάλο με ανώμαλα χείλη σχισμένα αστεροειδώς. Όσο μεγαλώνει η απόσταση, τόσο το σχήμα του στομίου γίνεται περισσότερο στρογγυλό. Σε απόσταση >5 εκ. τα αέρια από ανάφλεξη + ο κόκκοι από άκαυστη από πυρίτιδα δεν εισέρχονται στο τραύμα σχηματίζουν όμως ακτινωτά ζώνες γύρω από αυτό: εσωτερική (από οποιαδήποτε απόσταση), μεσαία (από <15εκ.), εξωτερική ζώνη (από 15 μέχρι 50 εκ.). Όταν η απόσταση >10 εκ. το στόμιο του τραύματος = <από τη διάμετρο του βλήματος λόγω της ικανότητας του δέρματος να τεντώνει υποχωρώντας στην πίεση του βλήματος + να επανέρχεται μετά στην αρχική του θέση.

γ) Ο καθορισμός της διεύθυνσης βολής εξαρτάται από την κατεύθυνση του άξονα που περνά από τα στόμια εισόδου + εξόδου ή από τη φορά του πόρου του τραύματος (αν αυτό είναι τυφλό) και συνεκτιμάται με άλλα στοιχεία, όπως αν το βλήμα πέρασε μέσα από τζάμι (=> στόμιο εισόδου της οπής στο τζάμι < στόμιο εξόδου) + στάση του θύματος.

δ) Ο προσδιορισμός του στομίου εισόδου + εξόδου του βλήματος βοηθά στην απάντηση του καθορισμού κατεύθυνσης βολής, αν το θύμα κτυπήθηκε από εμπρός ή από πίσω, κλπ. Δυσχέρειες όσο μεγαλώνει η απόσταση. Στοιχείο που βοηθά = η ζώνη διάρρηξης (παρατηρείται όταν το θύμα κτυπήθηκε μέσα στο δραστικό βεληνεκές του όπλου) =  στόμιο εξόδου > στόμιο εισόδου.

ε) Προβλήματα όταν τα τραύματα είναι περισσότερα από 2: με πόσες βολές, ποια προηγήθηκε, με 1 ή περισσότερα όπλα, κλπ. Η απάντηση εξαρτάται από τη στάση του θύματος, το ύψος και τη θέση των τραυμάτων, κλπ.

στ) προβλήματα σε περίπτωση εποστρακισμού του βλήματος:

Απάντηση ενδεχομένως εξαρτάται από εύρεση ξένων σωμάτων με πιθανή πρόσκρουση αλλού πριν καταλήξει στο σώμα του θύματος.

Page 81: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ

Ανακριτικές ενέργειες ποτ μπορούν να φέρουν τις  ενδείξεις υπόψη του δικαστή είναι για τα ίχνη + τα διαγνωστικά σημεία:

Διενέργεια έρευνας (253επ. ΚΠΔ)

Διεξαγωγή αυτοψίας (180 επ.+363επ. ΚΠΔ)

Για τα πειστήρια:

Κατάσχεση 260επ., 280 ΚΠΔ)

Στις περιπτώσεις που η εκτίμηση προϋποθέτει ειδικές γνώσεις:

Διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης (183 επ., 362ΚΠΔ)

Κατόπιν η εκτίμηση γίνεται ελεύθερα από τον δικαστή σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (177ΚΠΔ).

Προσβολή η λήψη δείγματος αίματος, σπέρματος, τριχών, κλπ. από τον κατηγορούμενο για σύγκριση, δεδομένου ότι η λήψη αυτή αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Παραβίαση επίσης του ασύλου της κατοικίας, ή του απορρήτου των επικοινωνιών αποτελεί η επιτρεπτή παρακολούθηση, μαγνητοφώνηση, κλπ. με συνέπεια να προσβάλλονται  αγαθά προστατευόμενα τόσο από το Σύνταγμα όσο και από Διεθνή κείμενα (προσωπικότητα, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ιδιωτική ζωή, κατοικία), προς χάριν άλλων, όπως της απονομής δικαιοσύνης (δικαίωμα στη δικαιοσύνη), της προστασίας της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, κλπ. του ατόμου θύματος του εγκλήματος. Κατά το άρθ.25 παρ.1 εδ.γ’ Συντ.(2001): «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού» (βλ. και άρθ.52.1 εδ.τελ. του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων Νίκαιας, 2000). Εξαιρέσεις πρέπει να επιτρέπονται μόνο όταν το συμφέρον είναι πολύ σημαντικό, ενώ η προσβολή είναι ασήμαντη, σύμφωνα με το Σύνταγμα (2001) που θέτει ως βασικό κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας στο παραπάνω άρθρο (άρθ.25 παρ.1 εδ.τελ.).

Page 82: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

Αποτελεί αποδεικτικό μέσο μεταξύ των αναφερομένων στο άρθ.178 εδ.γ’ ΚΠΔ. Γεγονότα και καταστάσεις που μπορούν να αποδειχθούν με πραγματογνωμοσύνη δεν μπορούν να αποδειχθούν με κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα: γεγονότα και καταστάσεις που μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, μπορούν ν’αποδειχθούν και με άλλα μέσα => η πραγματογνωμοσύνη είναι μοναδικό αποδεικτικό μέσο.

Αποτελεί ιδιόρρυθμη διαδικασία γιατί δεν διενεργείται από δικαστικούς λειτουργούς ή ανακριτικά όργανα, αλλά από ιδιώτες (ή δημόσιους λειτουργούς άσχετους με την απονομή της δικαιοσύνης). Δεν αποτελεί ανακριτική πράξη αλλά αποδεικτικό μέσο. Κανονικά η πραγματογνωμοσύνη είναι γραπτή και αιτιολογημένη, αλλά μπορεί να διεξαχθεί και προφορικά κατά την κύρια διαδικασία με καταχώρηση στα πρακτικά των κύριων σημείων (αρθ.198ΚΠΔ).

Πραγματογνώμονας = άτομο με ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης που είναι αναγκαίες για να γίνει η ακριβής διάγνωση και κρίση. Δεν δίνεται πουθενά ο ορισμός στον ΚΠΔ, αλλά συνάγεται από το άρθ.183ΚΠΔ.

Διαφέρουν από τους μάρτυρες γιατί ενώ οι μάρτυρες καταθέτουν ό,τι αντιλήφθηκαν με τις αισθήσεις τους, οι πραγματογνώμονες καταθέτουν με τις ειδικές τους γνώσεις.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στη διαφορά τους από τους τεχνικούς συμβούλους:

Πραγματογνώμονες (άρθ.183-203ΚΠΔ)

Τεχνικοί σύμβουλοι (άρθ.204-209ΚΠΔ)

Ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης

-ορκίζονται

-διορίζονται με ειδική διαδικασία από ειδικό πίνακα με δαπάνες του δημοσίου-μπορούν να εξαιρεθούν όπως οι δικαστές

-έχουν υποχρέωση αποδοχής διορισμού + διενέργειας της

ίδια προσόντα

-δεν ορκίζονται

-διορίζονται ελεύθερα από τον κατηγορούμενο, πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο με δαπάνες των ανωτέρω

-αν θέλουν αποδέχονται 

-δεν έχουν υποχρέωση αληθείας ή αμεροληψίας αφού τονίζουν

Page 83: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

πραγματογνωμοσύνης

- ψευδορκία τιμωρείται από το άρθ.226ΠΚ

μόνο τα συμφέροντα εκείνου που τους προσέλαβε=> δεν τιμωρείται αν εν γνώσει του αποκρύψει την αλήθεια

Είδη πραγματογνωμοσύνης:

Το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης στην ανάκριση είναι ένα και ενιαίο και συνίσταται στην προσφορά ειδικών γνώσεων επιστήμης ή τέχνης. Στην πράξη όμως στις περισσότερες περιπτώσεις ανάλογα με το αντικείμενο δίδεται και το όνομα (βαλλιστική πραγματογνωμοσύνη, δακτυλοσκοπική, γραφολογική, κλπ.).

Ο ΚΠΔ αναφέρει συγκεκριμένα είδη:

         Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη (άρθ.200ΚΠΔ)

         Ανάλυση DNA (άρθ.200 Α ΚΠΔ):

Σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη (Watson – Crick, 1953) = το γενετικό υλικό κάθε ανθρώπου είναι μοναδικό και μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητά του. Οφείλεται σε συστατικό των χρωμοσωμάτων (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ), από την ανάλυση του οποίου (έστω ελάχιστη  ποσότητα αρκεί) μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα. Ωστόσο,  η εξέταση ενδέχεται να προσβάλει προσωπικά δεδομένα γι’αυτό διέπεται από ειδικούς κανόνες (άρθ.178 εδ.γ ΚΠΔ). Η εξέταση αποτελεί ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης.

Προϋποθέσεις για τη διενέργεια ανάλυσης (άρθ.200Α παρ.1 ΚΠΔ):

1.    Ουσιαστικές προϋποθέσεις:

-          Κακούργημα τελεσθέν με χρήση βίας ή

-          κακούργημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (και γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης ανηλίκων – άρθ.200Α παρ.5 όπως προστ. με Ν.3727/2008)

-          πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής στο άρθ.187 παρ.1 ή 187ΑΠΚ

-          να έχουν βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος ή πάνω στο θύμα ίχνη από ανθρώπινους ιστούς

-          να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης (δεν απαιτείται η συναίνεση του εξεταζομένου)

2.    Δικονομικές προϋποθέσεις:

Page 84: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Διατάσσεται από το δικαστικό συμβούλιο

-          εκκρεμής ποινική δίωξη για συγκεκριμένο έγκλημα

-          προσδιορισμός συγκεκριμένου προσώπου, ως κατηγορουμένου, σε βάρος του οποίου να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι είναι δράστης

-          αίτημα του ανακριτή ή του κατηγορουμένου

-          ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα  του δικαστικού συμβουλίου (πλημμελειοδικών)

-          περιορισμός αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για διαπίστωση του συγκεκριμένου εγκλήματος

-          διεξαγωγή από κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο

Καταστροφή: Σε περίπτωση αρνητικής ανάλυσης το γενετικό υλικό και αποτύπωμα καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση  το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, το δε αποτύπωμα παραμένει μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη δικογραφία (άρθ.200Α παρ.2).

Η καταστροφή διατάσσεται με βούλευμα του συμβουλίου που διέταξε την ανάλυση (άρθ.200Α παρ.3). Ειδικά την καταστροφή των αποτυπωμάτων που παρέμειναν στη δικογραφία διατάσσει το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμα μετά την αμετάκλητη  περάτωση της ποινικής δίκης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η καταστροφή του γενετικού υλικού ή των αποτυπωμάτων αναβάλλεται για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο αν το Συμβούλιο με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα κρίνει ότι η διατήρηση είναι αναγκαία για διαλεύκανση και άλλων εγκλημάτων (όπως προβλέπονται στο άρθ.200Α παρ.1). Η καταστροφή γίνεται με επιμέλεια του Εισαγγελέα αμέσως μετά την κοινοποίηση του βουλεύματος σ’αυτόν και πάντως στις 10 επόμενες εργάσιμες μέρες (άρθ.200Α παρ.4). Στην καταστροφή δικαιούται να παραστεί ο κατηγορούμενος με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο.

Τα στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του γενετικού υλικού και γενετικά χαρακτηριστικά των προσώπων που καταδικάζονται αμετάκλητα φυλάσσονται στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ (άρθ.200Α παρ.5).

Περιοριστικοί όροι: (ίδιοι με άρθ.253Α)

Ίδιες αντιρρήσεις για την έρευνα και προσβολή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

         Ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη (ονομάστηκε έτσι με την ίδρυση της ιατροδικαστικής υπηρεσίας το 1910).

Page 85: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

         Πραγματογνωμοσύνη σε γυναίκα (άρθ.199 ΚΠΔ) κυρίως σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.

Διαδικασία εγγραφής στον πίνακα πραγματογνωμόνων:

Σε κάθε περιφέρεια πρωτοδικείου, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών καταρτίζεται ο πίνακας πραγματογνωμόνων. Για την εγγραφή στον πίνακα προτιμώνται οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά δεν αποκλείονται και ελεύθεροι επαγγελματίες, κ.ά. Καταρτίζεται κάθε χρόνο το 3ο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και υποβάλλεται στον Εισαγγελέα Εφετών που τον υποβάλλει στο Συμβούλιο Εφετών προς έγκριση -> Νοέμβριο -> ανακοίνωση τον Δεκέμβριο.

Αν η ζητούμενη ειδικότητα δεν υπάρχει στον πίνακα διορίζεται πραγματογνώμων εκτός πίνακα. Το άρθ.188ΚΠΔ θέτει περιορισμούς => άκυρη η πραγματογνωμοσύνη αν υπάρχει νόμιμη απαγόρευση στο πρόσωπο του πραγματογνώμονα.

Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται αυτεπάγγελτα μετά από αίτηση του ενός των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Κατά την προδικασία αρμόδιος να τη διατάξει είναι το ανακριτικό όργανο και κατά την κύρια διαδικασία το δικαστήριο. Σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης κατά τη προδικασία διατάσσεται από το δικαστικό συμβούλιο (ανάλυση DNA). Εκείνος που τη διατάσσει καθορίζει και τα ζητήματα για τα οποία διατάσσεται (ερωτήματα προς διερεύνηση). Ο αριθμός των πραγματογνωμόνων δεν είναι ορισμένος (κανόνας αποτελεί ο διορισμός δύο – άρθ.184ΚΠΔ).

Ο δικαστής εκτιμά ελευθέρως:

-          αν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις για να διατάξει πραγματογνωμοσύνη (ενδέχεται να τις έχει και ο ίδιος)

-          αν μετά την διενέργεια θα αποδεχθεί ή όχι το πόρισμα (: σύστημα ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων)

Περιορισμοί στον δικαστή:

-          δεν δύναται να διατάξει αναστολή διαδικασίας για διατάραξη πνευματικών λειτουργιών (80ΚΠΔ) αν δεν έχει προηγηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη

-          υποχρεωτική σε περίπτωση ισχυρισμού κατηγορουμένου ότι είναι τοξικομανής

-          πρέπει να αιτιολογεί εμπεριστατωμένα την αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης περί πραγματογνωμοσύνης προς αποφυγή αυθαιρεσιών (άρθ.93 παρ.4 του Συντ.).

Έντονη κριτική για το σύστημα ελεύθερης εκτίμησης της πραγματογνωμοσύνης από τον δικαστή: εφόσον η

Page 86: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται για ζητήματα, η διάγνωση των οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης που εξ ορισμού δεν διαθέτει ο δικαστής, είναι αντιφατικό να δίνεται ελευθερία στον δικαστή  να αποδέχεται ή μη την πραγματογνωμοσύνη.

Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

Πολλές δικαστικές πλάνες προκλήθηκαν από αναληθείς μαρτυρικές καταθέσεις, όπως και από εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών ενδείξεων. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία δεν είναι το είδος και το περιεχόμενο του μέσου απόδειξης, αλλά ο τρόπος και η ικανότητα με την οποία αξιολογείται αυτό.

Μόνο όπλο του ανακριτή η καλή γνώση της ψυχολογίας των μαρτύρων (δεν αφορά την ανακριτική αλλά την δικαστική ψυχολογία).

Κατά κανόνα πρώτος μάρτυρας κάθε ποινικής υπόθεσης = το θύμα.

Μαρτυρική κατάθεση = >ταλαιπωρία και από το ίδιο το έγκλημα => ιδιαίτερη προστασία + κατ’έγκληση δίωξη ορισμένων εγκλημάτων. -> Διακήρυξη Βασικών Αρχών Δικαιοσύνης για τα Θύματα του Εγκλήματος και Κατάχρησης Εξουσίας (7ο Συνέδριο ΟΗΕ για την Πρόληψη του Εγκλήματος - 1985) + Σύσταση Συμβουλίου Ευρώπης Νο R(85) 11 «Η θέση του θύματος στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου και της ποινικής διαδικασίας».

Η απόδοση της αλήθειας από τον μάρτυρα εξαρτάται από υποκειμενικούς παράγοντες (καλή κατάσταση των αισθητηρίων οργάνων του και των ψυχολογικών του λειτουργιών, όπως της αντίληψης, μνήμης, φαντασίας, προσοχής, συγκέντρωσης, βαθμός υποβολιμότητας), καθώς και ορισμένους κοινωνικής φύσεως παράγοντες, όπως η μόρφωση, το επάγγελμά του, η κοινωνική του κατάσταση, κλπ., αλλά και από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως ο φωτισμός, η κίνηση του υποκειμένου, κλπ.

Οι μάρτυρες διακρίνονται σε :

Page 87: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Α) κατά κανόνα οι μάρτυρες καταθέτουν για όσα επέπεσαν στην αντίληψή τους μέσω των δικών τους αισθητηρίων οργάνων και διακρίνονται σε: αυτόπτες και  αυτήκοους 

Β) σ’αυτούς που καταθέτουν για πληροφορίες που απέκτησαν από τη διήγησή σε αυτούς από τρίτα άτομα : εξ ακοής (μάρτυρες από δεύτερο χέρι) = δικονομικά ανεκτή μαρτυρία, όταν δεν υπάρχει άλλη, υπό εγγυήσεις (άρθ.224 παρ.1 τελ.ΚΠΔ).

Πληροφοριοδότες = παλαιά τακτική της Αστυνομίας.

Συστηματικός πληροφοριοδότης =συνήθως επιδιώκει οικονομικά ανταλλάγματα (μισθωτοί της Αστυνομίας). Πρόκειται για άτομα που κινούνται στον υπόκοσμο, μικροεγκληματίες, περιθωριακούς, κλπ. Η αστυνομία δεν αποκαλύπτει τα ονόματα επικαλούμενη «απόρρητο της υπηρεσίας». Επειδή υπάρχει κάποιο κίνητρο που δεν είναι ανιδιοτελές, ενδέχεται οι πληροφορίες να μην είναι αληθείς.

Συμπτωματικός πληροφοριοδότης = μπορεί να γίνει κάποιος αν πέσει κάποιο έγκλημα στην αντίληψή του, αλλά δεν επιθυμεί για κάποιο λόγο να γίνει γνωστή η ταυτότητά του. Στην περίπτωση αυτή στη δίκη που θα ακολουθήσει η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύψει τις πηγές της [κανονικά υπάρχει υποχρέωση αποκάλυψης της πηγής των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθ.224 παρ.2 ΚΠΔ, διαφορετικά δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της αξιοπιστίας. Αν ληφθεί υπόψη τέτοια μαρτυρία ο ΚΠΔ δεν προβλέπει κυρώσεις, αλλά γίνεται δεκτό ότι αν μεν το περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι δυσμενές για τον κατηγορούμενο=> απόλυτη ακυρότητα της απόφασης που την έλαβε υπόψη. Αν ευνοϊκό=> δεν μπορεί να θεμελιωθεί πουθενά κύρωση].

Ο Lyman κατατάσσει τους πληροφοριοδότες ανάλογα με τα κίνητρά τους στις ακόλουθες κατηγορίες: από φόβο, από συμφέρον, από εγωισμό, από εκδίκηση, με διαφορετικά κίνητρα (να μάθουν τι στοιχεία έχει η Αστυνομία, να βγάλουν από τη μέση κάποιο αστυνομικό, κλπ), μετανοήσαντες (υπό το βάρος της ενοχής τους για δικής τους εγκληματική δραστηριότητα).

Έλεγχος της ικανότητας των μαρτύρων: ψυχιατρική & ψυχολογική εξέταση [αν ο μάρτυρας αρνείται να υποβληθεί σ’αυτήν δεν υπάρχει τρόπος εξαναγκασμού]. Ωστόσο δεν σημαίνει ότι ένα ισορροπημένο άτομο θα δώσει αντικειμενική μαρτυρία, αλλά και ούτε ότι ένα ανισόρροπο χάνει εντελώς την ικανότητά του (στη διακριτική ευχέρεια του ανακριτή, άρθ.210 ΚΠΔ).

Δικονομικοί κανόνες εξέτασης των μαρτύρων (223 + 350 επ.ΚΠΔ):

-    προφορικά ενώπιον του δικαστή (αρχή δημοσιότητας της δίκης, αρθ. 93 Συντ.)

Page 88: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

-          κάθε μάρτυρας χωριστά (εκτός αν κριθεί αναγκαία η κατ’αντιπαράσταση εξέταση)

-          απαγόρευση επικοινωνίας με εκείνους που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης και ν’ακούσουν όσα λέγονται στη διαδικασία

-          απαγόρευση διακοπής της αφήγησης του μάρτυρα

-          απαγόρευση παραπειστικών ερωτήσεων και προσωπικών κρίσεων

-          μη υποχρέωση κατάθεσης περιστατικών που τον ενοχοποιούν (223 εδ.4)

-          υποχρέωση εξήγησης πώς περιήλθαν σε γνώση του τα περιστατικά

-          δικαίωμα διαδίκων και εισαγγελέα σε αποκάλυψη γεγονότων που κλονίζουν αξιοπιστία του μάρτυρα (358)

-          δικαίωμα στην ανάκριση υπαγόρευσης της κατάθεσης από τον μάρτυρα

Κλήτευση απρόθυμων  μαρτύρων:

-          υποχρεωτική για τον εισαγγελέα η κλήτευση όλων των ουσιωδών μαρτύρων=> ο εισαγγελέας μπορεί να αποκλείσει κάποιους

-          δικαίωμα κατηγορούμενου κλήτευσης ακόμη ενός (σε πλημμέλημα) και δύο (σε κακούργημα) -327ΚΠΔ

-          αν γίνει διακοπή της δίκης το δικαστήριο οφείλει να κλητεύσει και τους μάρτυρες που δεν είχαν προταθεί από τον κατηγορούμενο και δεν είχαν κλητευθεί σύμφωνα με 327 (άρθ.355 ΚΠΔ).

Τρόπος υποβολής ερωτήσεων: - Πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις που οδηγούν αναγκαστικά σε αποδοχή δύο μόνο εκδοχών.

-Πρέπει να είναι καταληπτές

-Πρέπει να αποφεύγεται η ψυχολογική πίεση και υποβολή του μάρτυρα.

Ιδιαίτερες δυσκολίες στον υπολογισμό ορισμένων μεγεθών από τους μάρτυρες:

Ταχύτητα, χρόνος, αποστάσεις και αριθμοί.

Πρόβλημα και οι περιγραφές προσώπων: συνήθως δεν περιγράφονται  σωστά το σχήμα και το χρώμα μαλλιών, υπερεκτιμάται το ανάστημα (κατά 12 εκατοστά) και η ηλικία διαφέρει (περίπου κατά 8 χρόνια).

Page 89: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις (άρθ.203 ΚΠΔ) διαφέρουν από τους πραγματογνώμονες (183) και τους τεχνικούς συμβούλους (204 επ.), γιατί καλούνται να διαγνώσουν κατάσταση πραγμάτων που δεν υπάρχει πια αντίθετα από την πραγματογνωμοσύνη, για την διεξαγωγή της οποίας οφείλεται να διαφυλαχθούν τα πράγματα. Διορίζονται κατά κανόνα από τον πίνακα πραγματογνωμόνων.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

Διεθνείς τάσεις

Ξεκίνησε  για την προστασία από εγκληματικές οργανώσεις (Έκθεση Katzenbach, 1965, Επιτροπή Προέδρου για την Εφαρμογή του νόμου και τη Διαχείριση της δικαιοσύνης, που ασχολήθηκε με το οργανωμένο έγκλημα και τα ναρκωτικά διαπιστώνοντας την δυσκολία ανεύρεσης μαρτύρων λόγω φόβου αντεκδίκησης από εγκληματικές οργανώσεις και εισηγούμενη μέτρα προστασίας και νόμους για αυστηρότερες ποινές). Με βάση τον νόμο Organized Crime Control Act, 1970, για δίκες που αφορούσαν κατηγορούμενους μέλη εγκληματικών οργανώσεων οργανώθηκε στις ΗΠΑ το Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων (Witness Security Program – WITSEC, 1971): μετεγκατάσταση μαρτύρων, αλλαγή τόπου κατοικίας, αλλαγή ονόματος, εφοδιασμός με ταυτότητα κοινωνικής ασφάλισης, κλπ.

Με βάση το πρόγραμμα αυτό που αποδείχθηκε αποτελεσματικό διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ + το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησαν την φιλοσοφία του. Μετά από σειρά ετών ο ΟΗΕ υιοθέτησε Σύμβαση κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος (Παλέρμο, 2000), που προβλέπει μέτρα προστασίας μαρτύρων (άρθ.34).

Το Συμβούλιο της Ευρώπης ήδη από το 1985 με την Σύσταση Νο R(85) 11 (η θέση του θύματος στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου και της ποινικής διαδικασίας) περιέλαβε ειδικές διατάξεις για την προστασία του θύματος και των μελών της οικογένειάς του. Το 1997 προχώρησε στην υιοθέτηση της Σύστασης Νο R (97) 13 για τον «εκφοβισμό των μαρτύρων και τα δικαιώματα της υπεράσπισης».

Ελληνικό δίκαιο:

Ν. 1916/1990 προστασία κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα: (άρθ. 8) προστασία δικαστικών λειτουργών και μαρτύρων.

Καταργήθηκε με Ν. 2172/1993 (άρθ.35) χωρίς αντικατάσταση από άλλο νόμο.

Ν. 2713/1999 Υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων της ΕΛΑΣ: [αρθ.5 προβλέπει προστασία στους αστυνομικούς-ανακριτές, στους συμμετόχους αστυνομικούς ή πρόσωπα που δίνουν πληροφορίες και μάρτυρες, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποια μέτρα συνιστούν την

Page 90: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

αναγκαία προστασία, ούτε πόση μπορεί να είναι η διάρκεια της προστασίας].

Ν. 2928/2001 κατά του οργανωμένου εγκλήματος προβλέπει μέτρα προστασίας αστυνομικά (φύλαξη του μάρτυρα), διοικητικά (μεταβολή στοιχείων ταυτότητας) και δικονομικά (κατάθεση χωρίς φυσική παρουσία του μάρτυρα). Προϋποθέσεις για τη λήψη των μέτρων: η σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα + η συνεργασία του. Το άρθ.9 θέτει εγγυήσεις υπέρ μαρτύρων και κατηγορουμένου. Κριτήριο = το ελάχιστο κόστος=> δεν υπάρχει πρόβλεψη για αλλαγή κατοικίας ή μετεγκατάσταση παρά μόνο για δημόσιους υπαλλήλους. Τα δικονομικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν μόνο αν διεξάγονται αστυνομικές ανακριτικές πράξεις αφού διατάσσονται από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά το άρθ.243 παρ.2ΚΠΔ.

N. 2928/01 (άρθ.9 παρ.2) προβλέπει κατάθεση μάρτυρα χωρίς αποκάλυψη ταυτότητας, αλλά όχι μυστικότητα για τον πολίτη που καταγγέλλει (θύμα ή τρίτος) διάπραξη εγκλήματος από τα του άρθ.187ΠΚ.

Το άρθ.9 παρ.3 του Ν.2928/01 εξαρτά την κατάθεση του μάρτυρα με απόκρυψη των στοιχείων του από την διάθεση των διαδίκων που μπορεί να ζητήσουν την αποκάλύψη της ταυτότητας τους.

Ο Ν.2928/01 δεν προβλέπει πώς θα ασκήσει ο κατηγορούμενος τα δικαιώματα υπεράσπισης όταν ο μάρτυρας μετά την αλλαγή της ταυτότητάς του εξετάζεται π.χ. εκτός ακροατηρίου σε μυστικό τόπο από μέλος μόνο του δικαστηρίου. Κανονικά η μη άσκηση δικαιωμάτων υπεράσπισης επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το 171 παρ.1 ΚΠΔ.

Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

Η εξέτασή του κατηγορουμένου αποτελεί ένα από τα ουσιώδη μέρη της ανάκρισης.

Κατηγορούμενος = διάδικος στην ποινική δίκη. Προσδιορισμός του έχει σημασία για την αναγνώριση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, η παραβίαση των οποίων επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Ποιος την αποκτά την ιδιότητα αυτή και μέχρι πότε; (άρθ.72 ΚΠΔ) = εκείνος κατά του οποίου ο εισαγγελέας έχει ασκήσει ποινική δίωξη ή στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται αξιόποινη πράξη ή εκείνος που αναφέρεται στην μήνυση, έγκληση, αναφορά,

Page 91: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

έκθεση. Την ιδιότητα αυτή διατηρεί μέχρι την αμετάκλητη απόφαση για καταδίκη ή αθώωση ή απαλλακτικό βούλευμα και την αποκτά εκ νέου με τις διατυπώσεις του άρθ.57 παρ.2 ΚΠΔ (μπορεί να ασκηθεί δίωξη στις περιπτώσεις των άρθ.58, 81 παρ.2, 525, 526ΚΠΔ).

Η απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου συνιστά κατά το δικονομικό μας σύστημα προϋπόθεση όλων των εγγυήσεων προστασίας του ατόμου στην ποινική διαδικασία (βλ. δικαιώματα στην εισαγωγή).

Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την έννοια κάποιας διάταξης ερμηνεύεται υπέρ του κατηγορουμένου ή υπέρ της ευμενέστερης γι’αυτόν λύσης (in dubio pro mitiore).

Τα περισσότερα δικαιώματα του κατηγορουμένου αναφέρονται στα άρθ.96 επ. ΚΠΔ:

Διορισμός + αριθμός συνηγόρων των διαδίκων: μέχρι 2 στην προδικασία (όπου δεν παρίστανται στην εξέταση των μαρτύρων ή άλλων κατηγορουμένων- άρθ.97ΚΠΔ) και μέχρι 3 στο ακροατήριο. Αυτεπάγγελτος διορισμός αν δεν υπάρχει συνήγορος. Δικαίωμα ερωτήσεων + παρατηρήσεων στην προδικασία (99ΚΠΔ) και δικαίωμα να παίρνει τον λόγο τελευταίος ο κατηγορούμενος (369ΚΠΔ).

Παρουσία συνηγόρου στην απολογία και δεν επιτρέπεται να απαγορεύεται η επικοινωνία με συνήγορο (100ΚΠΔ).

Προθεσμία για απολογία μέχρι 48 ώρες ή και περισσότερο κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου (102ΚΠΔ). Απολογία= αναγκαία για να περατωθεί η κύρια ανάκριση (270ΚΠΔ).

Δικαίωμα σιγής του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνεται στα υποχρεωτικώς γνωστοποιούμενα στον κατηγορούμενο κατά το άρθ.103. Το άρθ. 366 παρ.3 αναφέρει ότι στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να μην απαντήσει αλλά αυτό αναγράφεται στα πρακτικά. Το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου κατοχυρωμένο στο άρθ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ (βλ. σε προηγούμενη ενότητα). Η σιωπή και άρνηση να απαντήσει δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ερμηνεύεται ως τεκμήριο ενοχής του κατηγορουμένου.

Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που του αναγνωρίζονται στα άρθ.96 επ. ΚΠΔ του αφαιρούνται σε ορισμένες περιπτώσεις  χάριν της ταχύτερης και ευχερέστερης απονομής της δικαιοσύνης. Πάντως δεδομένου ότι το άρθ.6 της ΕΣΔΑ έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του ΚΠΔ, χορηγεί στον κατηγορούμενο δικαιώματα χωρίς να επιτρέπει σε καμία περίπτωση την στέρησή τους => στέρηση δικαιώματος στον κατηγορούμενο =>απόλυτη ακυρότητα κατά το 171 παρ.1 εδ.δ’. Παραβίαση δικαιωμάτων και εγγυήσεων κατηγορουμένου => Κυρώσεις δικονομικές (170,171 +αναίρεση 484, 510) και  ουσιαστικές (239ΚΠΔ, 137Α Π.Κ.)

Page 92: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Ο ΚΠΔ δεν δίνει καν ορισμό της ομολογίας (το σχέδιο ΚΠΔ του 1934 έδιδε κάποιο ορισμό). ΤΟ 177 παρ.2 ΚΠΔ επιτρέπει την λήψη αποδεικτικού μέσου και με αξιόποινες πράξεις όταν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο απειλείται ισόβια κάθειρξη (με την προϋπόθεση έκδοσης ειδικά αιτιολογημένης απόφασης του δικαστηρίου).

Ομολογία = περισσότερο μέσο υπεράσπισης και όχι αποδεικτικό μέσο παρ’όλο που αναφέρεται στο 178ΚΠΔ. Δεν είναι αναγκαία για την πρόοδο της δίκης (άλλωστε οι περισσότεροι κατηγορούμενοι αρνούνται ενοχή) + γεννά αμφιβολίες  για τον τρόπο απόσπασης.

Το ζήτημα των αναληθών ομολογιών αποτελεί αντικείμενο της δικαστικής ψυχολογίας.

Πάντως οι χώροι που κρατούνται  προσωρινά μέχρι την προσαγωγή στον ανακριτή πρέπει να επιβλέπονται από την δικαστική αρχή σύμφωνα με τους «Κανόνες για την Πρόληψη των βιαιοτήτων» που υπέβαλε η Διεθνής Εταιρεία Ποινικού Δικαίου στην Κοινωνία των Εθνών.

Με συμπαράσταση συνηγόρου, προηγούμενη γνώση του φακέλλου, δικαίωμα να αρνείται να απαντά => η εξέταση του κατηγορουμένου οπλίζεται με όλα τα εχέγγυα της προστασίας της ατομικής ελευθερίας και αποκλεισμού των καταχρήσεων.

Περιπτώσεις απαράδεκτης τακτικής κατά την εξέταση του κατηγορουμένου από τον ανακριτή:

-          Εκφοβισμός (που μπορεί να εμπίπτει και στο πλαίσιο της ψυχολογικής βίας, βλ.137Α ΠΚ).

-          Επίδειξη προσποιητής εύνοιας

-          Παραπλανητική στάση του ανακριτή ότι π.χ. ήδη γνωρίζει την αλήθεια, ότι βρέθηκαν στοιχεία που τον ενοχοποιούν.

-          Εξαντλητική εξέταση  (: τότε ισχύει το άρθ.137Α ΠΚ)

-          Καθοδηγητικές ή παραπειστικές ερωτήσεις

-          Ελαττωματικές ερωτήσεις: οι σκοτεινές προς το νόημα που προκαλούν σύγχυση, οι σύνθετες που δεν επιδέχονται ενιαία απάντηση, οι αναφερόμενες σε μέρος μόνο των γεγονότων, οι παραπειστικές

Οι περισσότερες -αν δεν συνιστούν προσβολή ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθ.137 Α ΠΚ)-, εμπίπτουν στις προβλέψεις του άρθ.239 ΠΚ(κατάχρηση εξουσίας) ή είναι στα όρια. Σε κάθε περίπτωση αποτελούν παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν

Page 93: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

τα της υπεράσπισης και => απόλυτη ακυρότητα (άρθ.171 παρ.1 ΚΠΔ).

Απολογία κατηγορουμένου δίδεται χωρίς όρκο, με την έννοια ότι δεν έχει υποχρέωση αληθείας.

Κατά την ελληνική επιστήμη δεν μπορεί να υπάρχει ταυτότητα μάρτυρα και κατηγορούμενου. Επίσης είναι ανεπίτρεπτη η κατά την απολογία κατάθεση γεγονότων που ενοχοποιούν άλλα πρόσωπα. Αυτό για τους εξής λόγους:

Δικονομικοί λόγοι που δεν επιτρέπουν την σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο μάρτυρα + κατηγορούμενου:

-          ο κατηγορούμενος δικαιούται ν’αρνηθεί ν’απαντήσει

-          ο κατηγορούμενος δεν ορκίζεται

-          ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση ειλικρίνειας

Δικονομικοί λόγοι που δεν επιτρέπουν στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη στοιχεία που αναφέρονται στην απολογία του κατηγορουμένου και ενοχοποιούν συγκατηγορούμενο για το ίδιο έγκλημα =  αυτοί που εμποδίζουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του ενός έναντι του άλλου.

Ουσιαστικοί λόγοι: Κατά το άρθ.211Α ΚΠΔ μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορούμενου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορούμενου, γιατί όπως είναι εύλογο ο ένας θα ρίξει την ευθύνη στον άλλο.

Έρευνα της προσωπικότητας του κατηγορουμένου:

Η ανάγκη διερεύνησης της προσωπικότητας ανακύπτει μόλις διαπιστωθεί εάν είναι αυτός ο δράστης του εγκλήματος. Ερευνάται η προσωπικότητα για να διαπιστωθεί :

-          εάν δύναται να παρακολουθήσει τη δίκη για να μπορέσει να υπερασπίσει τον εαυτό του (άρθ.80ΚΠΔ)

-          για να κριθεί η ικανότητα για καταλογισμό (άρθ.34, 36 ΠΚ)

-          για να εκτιμηθεί η προσωπικότητά του για την δικαστική επιμέτρηση της ποινής (79ΠΚ).