Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

18

description

"H σύγχρονη οργανωμένη επέμβαση στον ελεύθερο χώρο της μεσαιωνικής τάφρου στην πόλη της Ρόδου, που πρόσφατα χαρακτηρίστηκε «αρχαιολογικός χώρος», ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990,". Κατερίνα Μανούσου-Ντέλλα

Transcript of Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

Page 1: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 2: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 3: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου ανάμεσα στο φυσικό τοπίο και τη ζωή της σύγχρονης πόλης της Ρόδου*

Κ Α Τ Ε Ρ Ι Ν Α Μ Α Ν Ο Υ Σ Ο Υ - Ν Τ Ε Λ Λ A

σύγχρονη οργανωμένη επέμβαση στον ελεύθερο χώρο της μεσαιωνικής τάφρου στην πόλη της Ρόδου, που πρόσφατα χα­ρακτηρίστηκε «αρχαιολογικός χώρος»1,

ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε με πρόταση του εφόρου βυζαντινών αρχαιοτήτων κ. Ηλία Κάλλια εντάχθηκε από το Υπουργείο Πολιτι­σμού στα έργα του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης2.

Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με νέες χρηματοδοτή­σεις μέχρι σήμερα, με φορέα υλοποίησης το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολο­γικών Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού (Μανού-σου-Ντέλλα 2001) πάντα με την ενεργή στήριξη του επίτιμου εφόρου των αρχαιοτήτων κ. Ηλία Κόλλια, που από το 1998 είναι πρόεδρος της επιστημονικής «Επιτροπής παρακολούθησης έργων στα μνημεία της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου»3.

Πρέπει να τονιστεί ότι το έργο που θα παρουσιαστεί είναι αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας και συνερ­γασίας μιας διεπιστημονικής ομάδας4 που λειτουργεί στο χώρο της τάφρου και της οποίας η συνεχής πα­ρουσία είναι καθοριστική για τη διαχείριση και απο­κατάσταση του μνημειακού συνόλου.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η συμβολή μιας συ­νεχώς εμπλουτιζόμενης ομάδας ροδίων εργατοτεχνι-τών5 που έδωσαν και δίνουν την ψυχή τους και το τα­λέντο τους στις εξειδικευμένες τεχνικές εργασίες που αναλαμβάνουν, μαζί με την αγάπη τους, πηγή ζωής για τα μνημεία και τον αρχαιολογικό χώρο.

Α. Η πόλη της Ρόδου μπορεί να θεωρηθεί τυπικό

παράδειγμα διαχρονικής μεσογειακής πόλης, προ­σαρμοσμένης στο ευρωπαϊκό μοντέλο, που χαρα­κτήρισε τη δημιουργία των πόλεων από τον 11ο έως τον 14ο αι. (Benevolo 1997,63-133). Ενταγμένη σε έναν, από τους πιο χαρακτηριστικούς χώρους της Μεσο­γείου, ως σταυροδρόμι πανάρχαιων θαλάσσιων δρό­μων, δέχτηκε μια διαδοχή πολιτισμικών επιδράσεων (Braudel2000).

Η ιπποτική πόλη προέκυψε από το ριζικό μετασχη­ματισμό της προϋπάρχουσας τειχισμένης βυζαντι­νής πόλης με «φρούριο» του 7ου αι. και «χώρα» του 11ου αι., μετά την εγκατάσταση της έδρας του Τάγ­ματος των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ιερουσαλήμ το 1309 και για δύο περίπου αιώνες στη Ρόδο (Κόλλιας 1994). Η πόλη των αρχών του Μου αι. κάλυψε έναν περιορισμένο και προκαθορισμένου μεγέθους χώ­ρο στη θέση του μνημειακού κέντρου της μεγάλης ελληνιστικής - « Ι π π ο δ ά μ ε ι α ς » - πόλης (Μανούσου-Ντέλλα 2000,27-42) (εικ. 1).

Η Ρόδος θεωρείτο προμαχώνας του Χριστιανισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, αντίκρυ σε μία στεριά εχθρική, όλο και περισσότερο επικίνδυνη στη διάρ­κεια του 15ου αι., γι αυτό και γύρω από το αστικό το­πίο της γρήγορα αναπτύχθηκε ένα πολύπλοκο σύ­στημα οχυρωματικών έργων που συνεχώς επεκτει­νόταν και ενισχυόταν (Gabriel 1923) (εικ. 2).

Είναι προφανές λοιπόν ότι η κυρίαρχη στρατιωτι­κή κατεύθυνση της οργάνωσης της πόλης καθόρισε τις αρχές της διάρθρωσης του αστικού χώρου αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος αυτήν χώρου (Fara 1993,32-40).

Page 4: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 5: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

Η διαδικασία κατασκευής των οχυρωματικών έρ­γων υπήρξε μία δυναμική ενέργεια επιβολής εξου­σίας στο χώρο που διατηρούσε σημαντικά υπολείμ­ματα του πολεοδομικού ιστού της ελληνιστικής πε­ριόδου, αλλά και στοιχεία οργάνωσης του τοπίου που περιέβαλε τη βυζαντινή πόλη, εκφράζοντας της επιλογές της ηγεσίας του Τάγματος των Ιπποτών. Εί­χε στόχο να καθυποτάξει το τοπίο και τη μέχρι τότε μορφή του, εντάσσοντας τις ογκώδεις επιχωματωμέ­νες κατασκευές ως κυρίαρχα στοιχεία γύρω από την πόλη και διαχωρίζοντας σαφώς το χώρο που ορίζει ο άνθρωπος από τον ανεξέλεγκτο φυσικό χώρο (Brau-

del - Aumard - Coarelli 1990). Αποτέλεσμα της σημαντικής αυτής δράσης υπήρ­

ξε, όπως είναι φυσικό, η πλήρης εξαφάνιση των υπολειμμάτων μνημειακών συγκροτημάτων της αρχαιότητας, που ήταν κατασκευασμένα από πω­ρόλιθο και κατά μεγάλο ποσοστό ενσωματωμένα στο φυσικό πωρόβραχο (Κωνσταντινόπουλος 1986), αποτελώντας στην πραγματικότητα προέκταση του τοπίου (Δουκέλλης 2005). Ψηλά τείχη ορθώθη­καν ανάμεσα στα αρχαία λιμάνια αλλοιώνοντας την αρχική σχέση της ελληνιστικής πόλης με τη θά­λασσα, π.χ περιοχή αρχαίων νεωρίων - οπλοστασί­ου σε σχέση με τη θέση διαύλου κ.λπ. (εικ. 3).

Η δημιουργία της τάφρου, ειδικότερα, ως οχυρωμα­τικού «χαντακιού» γύρω από την οχύρωση, οδήγησε στην πλήρη αλλοίωση του φυσικού ανάγλυφου του εδάφους που διαβαθμίζεται με ομαλά κατωφερικά βραχώδη πλατώματα από το ύψωμα της ακρόπολης προς τα ανατολικά και νότια μέχρι τη θάλασσα, απο­τελώντας μια πλατειά και βαθιά τομή στο κεντρικό τμήμα της ελληνιστικής πόλης.

Β. Η τάφρος στην αρχική της μορφή υπήρξε χώρος αδιαμόρφωτος και χώρος λατόμευσης - άντλησης υλικού για την κατασκευή των τειχών, όπου δεν προ­βλεπόταν η παρουσία του ανθρώπου και κυριαρχού­σε το φυσικό πέτρωμα, η άγρια βλάστηση, αλλά και τα σκουπίδια ιδιαίτερα σε περιόδους ειρήνης. Σε πε-

Page 6: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

ριόδους πολιορκίας, οι υπερασπιστές της πόλης φρό­ντιζαν για την αποψίλωση και την καθαριότητα του χώρου, ώστε να διατηρεί τα χαρακτηριστικά για τα οποία κατασκευάστηκε, ως χώρος διαχωρισμού της οχύρωσης από την γύρω ύπαιθρο χώρα, στον οποίο ο εχθρός βρισκόταν εντελώς ακάλυπτος απέναντι στα πυρά των πολιορκούμενων (εικ. 4).

Η ανθρώπινη κλίμακα ανιχνεύεται μόνο στις εξω­τερικές όψεις των τειχών, των πύργων και των προ­μαχώνων (κανονιέρες, επάλξεις κ.λπ.) εκφράζοντας με τον πιο εύγλωττο τρόπο την έννοια του «κακού, του πολέμου και του χάους» με την οποία ταυτίζεται το «εκτός» του χώρου της πόλης, από την προϊστορι­κή περίοδο (Heers, 103-120).

Στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν τη μακρόχρονη πολιορκία και την τελική άλωση της ιπποτικής πόλης από τους Οθωμανούς το 1522, ο μεν

χώρος του περιμετρικού οχυρωματικού πρανούς (gla­cis) χρησιμοποιήθηκε ως εκτεταμένο μουσουλμανικό και εβραϊκό νεκροταφείο, ο δε χώρος της τάφρου πε­ριήλθε σε κατάσταση χαρακτηριστικής αστάθειας, ως όριο ανάμεσα στη ζώνη της αστικής επικράτει­ας και στα καλλιεργημένα χωράφια και κήπους έξω από την πόλη.

Μετά τη δυναμική ιταλική παρέμβαση απομά­κρυνσης των νεκροταφείων και τη συστηματική δια­μόρφωση περιμετρικού χώρου πάρκου, επήλθε ισορ­ροπία, αφού αναπτύχθηκε μία μικρή παρυφή δάσους στην καρδιά της σύγχρονης Ρόδου, ως ζώνη προστα­σίας της τειχισμένης πόλης (εικ. 5).

Αντίθετα, στην τάφρο οι συνεχείς μεταλλαγές εκ­μετάλλευσης και η απουσία ανθρώπινης χρήσης υποβάθμισαν τους μνημειακούς χώρους και τους κατέστησαν σταδιακά χώρους δράσης περιθωρια­κών στοιχείων ή άλλων μη συμβατών χρήσεων (π.χ στάθμευση οχημάτων).

Είναι σαφές ότι η φύση έχει την τάση να ξανακερ­δίζει γρήγορα το χώρο από τον οποίον εκδιώχθηκε εξ αιτίας της δράσης του ανθρώπου. Αυτό είναι προφα­νές στην τάφρο όπου το μικροκλίμα ευνοεί κάθε εί­δους βλάστηση, τόσο στους χώρους του πυθμένα, τα προτειχίσματα και τα επιχωματωμένα τμήματα, όσο και πάνω στις ίδιες τις τοιχοποιίες των οχυρωμάτων. Ιδιαίτερα στα σημεία που το μνημείο αστοχεί με εκ­δήλωση κατάρρευσης, όπως στα τμήματα του αντι-κρήμνου της τάφρου (contrascarpa), η φύση εισβάλ­λει καλύπτοντας τα ερείπια με πυκνή βλάστηση και δέντρα, που στερεώνουν τα νέα αυτά «πρανή».

Σήμερα ο ελεύθερος χώρος της τάφρου, ως οργανι­κό τμήμα μιας πόλης της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μας παραδίδεται φορτισμένος με ιστο­ρικές μνήμες σε μία κατάσταση εξαιρετικά εύθραυ­στης οικολογικής ισορροπίας.

Η τάφρος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς τόπους της Ρόδου -«το πεδίο μάχης των υπερασπιστών της πόλης εναντίον των Οθωμανών Κατακτητών». Ένα «πολιτιστικό τοπίο», στο πλαίσιο του οποίου συνδυάζονται με τρόπο μοναδικό η έν­νοια του σημαντικού για τη διαχρονική εξέλιξη της πόλης της Ρόδου αρχαιολογικού χώρου με το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον-μνημείο με την ιδιαίτε­ρη βαρύτητα που το χαρακτηρίζει (εικ. 6).

Το σημερινό επίπεδο του πυθμένα της τάφρου είναι κατά 2-5 μέτρα χαμηλότερο από τη στάθμη των οδών της αρχαίας πόλης, έτσι ώστε κατά μήκος των παρει­ών του χώρου να διατηρούνται σημαντικά αρχαία λείψανα, όπως τμήματα αγωγών του αρχαίου απο­χετευτικού δικτύου, υδρευτικές στοές και δεξαμενές

Page 7: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 8: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

λαξευμένες στο φυσικό πωρόβραχο, πλήθος πηγαδι­ών, λαξεύματα και υπολείμματα προγενέστερων της οχύρωσης διευθετήσεων της πόλης.

Ταυτόχρονα στο χώρο της τάφρου αναδεικνύεται θαυμάσια η σχέση του φυσικού με το δομημένο περι­βάλλον και διατηρούνται ορατά αρκετά γεωλογικά στοιχεία σχετικά με το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα.

Η εμφάνιση των δύο σχηματισμών του φυσικού ψαμμίτη, στον οποίο εδράζονται οι κατασκευές (Ρό­δου και Ασγούρου), και κυρίως η ύπαρξη χώρων συ­στηματικής λατόμευσης του βράχου, απ όπου προ­ήλθε το υλικό κατασκευής των οχυρωματικών έρ­γων, αναδεικνύουν το ανάγλυφο του τοπίου και δί­νουν αισθητικό αποτέλεσμα μοναδικό.

Page 9: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

Γ. Στο πλαίσιο της σύγχρονης επέμβασης που βρί­σκεται σε εξέλιξη, σε εφαρμογή του εγκεκριμένου από το Υπουργείο Πολιτισμού «Σχεδίου προστασίας - διαμόρφωσης - ανάδειξης», συντελείται μία θεμελι­ακή αλλαγή του χαρακτήρα του χώρου, επιδιώκεται να επιτευχθεί μία νέα ισορροπία και προδιαγράφε­ται το μέλλον της συνολικής αναβάθμισης του του­λάχιστον για μία εικοσαετία. Το νέο στοιχείο στην ανάπλαση του χώρου της τάφρου, που θεωρείται ως ο άξονας ανάδειξης του χερσαίου τμήματος των οχυ­ρώσεων, είναι η επανένταξη της κλίμακας του αν­θρώπου και της χρήσης των χώρων όχι πλέον στα πλαίσια του πολέμου, αλλά στα πλαίσια της ειρήνης και των πολιτιστικών ανταλλαγών ιδιαίτερα μεταξύ των λαών της Μεσογείου (εικ. 7).

Στόχος δεν είναι να μετατραπεί ο μνημειακός αυτός χώρος σε ένα ακόμη πολυσύχναστο τμήμα μιας από τις πιο τουριστικές μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης. Η περιήγηση της τάφρου πρέπει να είναι συνειδητή επιλογή του επισκέπτη που επιθυμεί να βρεθεί σε ένα χώρο περισυλλογής και αναψυχής, απολαμβά­νοντας τη μοναδική θέα των επιβλητικών οχυρώσε­ων που θα τον μεταφέρουν σε άλλη εποχή πλουτί-

ζοντάς τον συναισθηματικά. Οι γενικές αρχές που εφαρμόζονται κατά τη διαμόρφωση του χώρου είναι οι ακόλουθες (εικ. 8):

1. Η διατήρηση της αυτοτέλειας του χώρου και του σαφούς διαχωρισμού του από τη νεότερη πόλη με δύο μόνο κύριες εισόδους, στο Μανδράκι και την Ακαντιά και με ελεύθερη απόδοση του προς τους πολίτες και τους πολυάριθμους επισκέπτες της Ρόδου, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ενεργού προστα­σίας και επανένταξης των μνημείων στη ζωή της σύγχρονης πόλης.

2. Η καλή επικοινωνία του με ενδιάμεσες εισόδους - εξόδους στο ύψος των κύριων πυλών της οχύρωσης, που λειτουργούν ως κόμβοι σύνδεσης τόσο με την τει-χισμένη όσο και με τη νέα πόλη και η διευκόλυνση της πρόσβασης προς το εσωτερικό της τειχισμένης πόλης, της οποίας αποτελεί οργανικό τμήμα.

3. Ο περίπατος αναπτύσσεται γραμμικά κατά μή­κος της τάφρου, όπως και κατά μήκος των οχυρωμα­τικών κατασκευών στα προτειχίσματα, τον περίδρο-μο και το περιμετρικό πάρκο.

4. Για λόγους τόσο αισθητικούς όσο και ενίσχυσης των θεμελιώσεων των κατασκευών, αλλά και καλύ-

Page 10: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

τερης φυσικής απορροής των ομβρίων υδάτων προς τον κεντρικό υπόγειο αγωγό, επιλέγεται η μορφή του στενού δρομίσκου πλάτους 5-6 μ., που συνήθως διατάσσεται κεντρικά στο χώρο με πρανές από φυσι­κό έδαφος προς τη βάση των τειχών. Αλλωστε αυτή ήταν η μορφή του τοπίου πριν τις πρόσφατες αποχω-ματώσεις, όπως τεκμηριώνεται από πλήθος παλαιό­τερες φωτογραφίες του Αρχείου της Υπηρεσίας.

5. Όπου αυτό είναι δυνατόν, με επιφανειακό κα­θαρισμό αποκαλύπτεται ο φυσικός βράχος που παραμένει ορατός στη διαμόρφωση του χώρου, ενώ επιδιώκεται τονισμός όλων των ιχνών, λαξευμάτων, πηγαδιών κ.λπ. (εικ. 9).

6. Στις επιφάνειες, όπου κατά τον επιφανειακό κα­θαρισμό δεν εντοπίστηκε το φυσικό πέτρωμα, γιατί η λατόμευση έχει προχωρήσει βαθύτερα, εφαρμόζεται, ως «υλικό πλήρωσης» αλλά και επίστρωσης των επι­σκέψιμων χώρων, το πρανές φυσικού εδάφους με επι­φανειακή φύτευση γρασιδιού. Από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή φυτεμένου πρανούς παρατηρήθηκε ότι:

α. Αισθητικά εντάσσεται ομαλά στο ιδιαίτερα φορ­τισμένο περιβάλλον και προσφέρει την απαραίτητη ποικιλία και ξεκούραση ως υλικό συνοδείας της δι­αμόρφωσης (εικ. 10). Εξάλλου αυτοφυής αγρωστώ-δης βλάστηση υπάρχει σε αδιατάρακτα τμήματα του πυθμένα της τάφρου, στον περίδρομο και τα επιχω-μένα τμήματα των οχυρώσεων.

β. Ως υλικό επίστρωσης ευνοεί την καθαριότητα του χώρου, ενώ είναι προσιτό στους επισκέπτες ως επιφάνεια καθιστικού, παιχνιδιού και λοιπών δρα­στηριοτήτων.

γ. Σημαντικό στοιχείο επίσης είναι η αποφυγή του επιπέδου στον πυθμένα της τάφρου και η δημιουρ­γία ενός «ανάγλυφου» που ζωντανεύει το χώρο και οδηγεί το μάτι προς τα σημαντικά από άποψη θέας σημεία του χώρου.

Η έντονη παρουσία της φύσης στο εσωτερικό του αρχαιολογικού χώρου αποτελεί ευχάριστη έκπλη­ξη για τον επισκέπτη - περιπατητή και ποικίλλει το ιστορικό τοπίο. Ο χώρος της τάφρου είναι ένα χα­ρακτηριστικό οικοσύστημα του Αιγαίου με έδαφος φτωχό και ευαίσθητο. Στη μορφή που μας παραδό­θηκε περιλαμβάνει αρκετά μεγάλα δέντρα, τα οποία αναπτύχθηκαν εκεί μετά την Τουρκοκρατία, είτε ως αυτοφυή είτε ως κατάλοιπα παλαιότερων διαμορ­φώσεων. Αυτοφυή πρέπει να είναι πολλά κυπαρίσ­σια, οιγραμμιθιές, η μελικουκιά και πιθανόν κάποιες χουρμαδιές. Τα δέντρα αυτά, μεταξύ των οποίων και μία σπάνια βελανιδιά, θεωρούνται διατηρητέα στοι­χεία του μνημειακού περιβάλλοντος, πολύτιμα για

τη νέα διαμόρφωση του πυθμένα της τάφρου (εικ. 6). Βέβαια δεν συνιστάται η αύξηση τους, ιδιαίτερα προς την πλευρά των τειχών.

Λόγω των εκτεταμένων χωματουργικών εργασιών των τελευταίων χρόνων, δεν έχουν απομείνει παρά ελάχιστοι θάμνοι, αρκετές αυτοφυείς λυγαριές και πικροδάφνες που έχουν φυτευτεί στη βάση του αντι-κρήμνου.

Η βλάστηση, που καλύπτει τα σημεία που δεν έχουν διαταραχθεί πρόσφατα, αποτελείται κυρίως από ετήσια αγρωστώδη, ετήσια και πολυετή αγρι­ολούλουδα και λίγα φρύγανα και είναι υποβαθμι­σμένη λόγω της συνεχούς βόσκησης ζώων μέχρι το 19986.

Κατά τη νέα διαμόρφωση της τάφρου, ως ανάδειξη πολιτιστικού τοπίου, επιδιώκεται ο τονισμός των χα­ρακτηριστικών κάθε χώρου, χωρίς να δημιουργείται πάρκο καλλωπιστικών φυτών7 (εικ. 11).

Οι χώροι φυσικού γρασιδιού εμπλουτίζονται με σπορά ή φύτευση ντόπιων ειδών, εδαφοκλιματι-κά προσαρμοσμένων, που να μην έχουν μεγάλες απαιτήσεις ποτίσματος, να μην χρειάζονται ιδιαίτε­ρη φροντίδα για συντήρηση, να είναι ανθεκτικά σε ασθένειες και πλούσια σε μυθολογικές και ιστορικές αναφορές.

Ήδη έχουν δοκιμαστεί τα παρακάτω είδη: α) Φυτά της μυθολογίας: μυρτιά, ασφόδελος, λυγα­

ριά, ελιά κ.λπ. β) Αρωματικά φυτά: ρίγανη, μέντα, λεβάντα κ.λπ. γ) Θάμνοι των μεσογειακών θαμνότοπων: σχίνος,

αλισφακιά, λαδανιά, θυμάρι, σπάρτο, ασπάλαθος, πουρνάρι κ.λπ.

Στόχος είναι στο μέλλον να δημιουργηθεί ένα φυ­σικό τοπίο ανάλογο με αυτό που θα υπήρχε από μόνο του, αν ο χώρος είχε μείνει αδιατάρακτος για αρκετό χρονικό διάστημα.

Η φυσική βλάστηση του χώρου, εποχιακού χαρα­κτήρα, διατηρείται σε όλη την έκταση της τάφρου ως το κοινό στοιχείο σύνδεσης των επί μέρους διαμορ­φώσεων, ακόμη και στα τμήματα που επιδιώκεται να διατηρούνται χέρσα με ειδικούς ψεκασμούς για την καταπολέμηση της ανεπιθύμητης βλάστησης (εικ. 12). Οι χώροι των «φυσικών λιβαδιών» πρέπει να κα­θαρίζονται συστηματικά μετά το τέλος της ανθοφο­ρίας καινά οργώνονται ώστε να διατηρούν μια περι­ποιημένη χωμάτινη όψη, εκεί όπου δεν προβλέπεται χρήση τους κατά την καλοκαιρινή περίοδο (εικ. 9). Έτσι το έδαφος θα διατηρεί τους σπόρους μέχρι την εκ νέου ανάπτυξη των φυτών την επομένη χειμερινή περίοδο. Είναι φανερό, εξάλλου ότι, εφόσον ο συγκε­κριμένος χώρος εντάσσεται στο μεσογειακό περίγυρο

Page 11: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

του με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ένωσης της θάλασσας με τον ήλιο, του ανάγλυφου με τη βλάστη­ση, μιας φύσης γενναιόδωρης και ενός παράξενου κλίματος εχθρικού προς τη ζωή των φυτών, η επίτευ­ξη κάποιας ισορροπίας θα πρέπει να βασιστεί στην εξασφάλιση συνεχούς προσοχής και φροντίδας8. Μό­λις ο άνθρωπος χαλαρώσει, ο χώρος της τάφρου έχει την τάση να κυριεύεται από σκουπίδια και αγριόχορ-τα και να ξαναγίνεται βάλτος. Η εύθραυστη ισορρο-

πια του τοπίου, που χαρακτηρίζεται από τέτοιες αντι­θέσεις, δημιουργεί ιδιαίτερες απαιτήσεις διαχείρισης του μετά την ολοκλήρωση της διαμόρφωσης.

Δ. Στην πορεία του αρχαιολογικού περιπάτου επι­διώκεται μία ιστορική αναδρομή, με στόχο την κατα­νόηση των βασικών χαρακτηριστικών του χώρου και της σχέσης του με την υποδομή της μεγάλης ελληνι­στικής πόλης που προϋπήρξε.

Μια αλληλοδιαδοχή εικόνων με έντονο τον εκπαι­δευτικό χαρακτήρα παραπέμπει στις μορφές που είχε ο χώρος στη διάρκεια της ιστορικής του εξέλιξης, σε εναλλαγή με χώρους «φιλικούς» προς τους επισκέ­πτες με πολλαπλές δυνατότητες δραστηριοτήτων, στα πλαίσιο της περιήγησης, ενημέρωσης και ανα­ψυχής τους.

Μία άλλη διάσταση του χώρου είναι η παρουσί­αση της έννοιας της παλαιότητας και της φθοράς που υφίσταται με το πέρασμα του χρόνου. Σήμερα και τουλάχιστον για την επόμενη εικοσαετία διατάσ­σονται κατά μήκος του περιπάτου μεγάλα οργανω­μένα εργοτάξια για τη συντήρηση-αποκατάσταση των ογκωδών οχυρωματικών κατασκευών (εικ. 13). Οι εργοταξιακοί αυτοί χώροι παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της αντίληψης για το μνη­μείο, εισάγοντας την έννοια της ανάγκης συνεχούς συντήρησης και προστασίας του «προς όφελος της Ανθρωπότητας»9, πρέπει να είναι χώροι τακτοποιημέ­νοι και ελκυστικοί στο κοινό, με έντονο εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Λόγω της κλίμακας των έργων και της μεγάλης χρονικής διάρκειας των εργασιών, πρέπει να είναι περιοδικά επισκέψιμα από το κοινό10.

Η ένταξη χρήσεων στους στεγασμένους χώρους των πύργων-προμαχώνων που έχουν πρόσβαση από την τάφρο, γίνεται μετά από ειδική μελέτη διαμόρ­φωσης των επί μέρους χώρων και περιορίζεται αυ­στηρά σε πολιτισακές-μουσειακές και εκπαιδευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες, που απευθύνονται σε όλες τις κατηγορίες πολιτών11. Η χρήση οπτικοακου­στικών ή άλλων μέσων θεωρείται επιβεβλημένη για την κατανόηση της δομής και της σημασίας του οχυ­ρωματικού συγκροτήματος1 2 (εικ. 14).

Επιδιώκεται επίσης η οργάνωση υπαίθριων αρχαιο­λογικών και εκθεσιακών χώρων στο περιβάλλον ση­μαντικών οχυρωματικών μνημείων, όπως στην πλα­τεία προ της κεντρικής θαλασσινής πύλης του μεγά­λου λιμένα, στις υδρευτικές και αποχετευτικές στοές της ελληνιστικής πόλης στον τομέα της «γλώσσας» της Γερμανίας, όπου τον Οκτώβριο του 2000 έγιναν εκδηλώσεις με θέμα το «Αθάνατο Νερό»1 3 και στον αρχαιολογικό χώρο του Μόλου των Μύλων, όπου τον

Page 12: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 13: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

Ιούνιο του 2002 παρουσιάστηκε εκπαιδευτική έκθεση με θέμα «Η ιστορία μιας ανασκαφής: από τον αρχικό σχεδιασμό στην τελική παρουσίαση»1 4.

Σημαντική εξάλλου είναι και η ανάπτυξη ποικίλων δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του αρχαιολογικού χώρου της τάφρου με την ευρηματική πρωτοβουλία των χρηστών του και η οργανωμένη λειτουργία του υπαίθριου θεάτρου που εγκαταστάθηκε το 1983 στον τομέα της «γλώσσας» της Προβηγκίας15.

Η θεατρική λειτουργία θεωρείται απολύτως συμ­βατή με το χαρακτήρα ανάδειξης του χώρου της τά­φρου. Θεατρικά δρώμενα ή και θέατρο δρόμου είναι δυνατόν να προσαρμόζονται στα διάφορα τμήματα και διαπλατύνσεις του γραμμικώς εξελισσόμενου περιπάτου, με την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιού­νται κινητά στοιχεία εξοπλισμού16.

Το γνωστό από το 1994 ως «Θέατρο Μελίνα Μερ­κούρη», υπήρξε μία πρώιμη προσπάθεια κοινωνικο­ποίησης του μνημειακού χώρου και λειτούργησε επί μία εικοσαετία μέχρι το 2002 καταξιώνοντας την τά­φρο στη συνείδηση των πολιτών ως χώρου μνημει­ακού και χώρου πολιτισμού, όπου μπορεί κανείς να

βιώσει σημαντικές καλλιτεχνικές εμπειρίες σε ένα μοναδικό φυσικό και ιστορικό περιβάλλον. Τα προ­βλήματα που δημιούργησε η αντιαισθητική εφήμερη κατασκευή του, που, ιδιαίτερα σε πολυάριθμες εκ­δηλώσεις, ήταν πλέον ανασφαλής, οδήγησαν στην αποξήλωσή της τον Οκτώβριο του 200217 (εικ. 15α).

Το Υπουργείο Πολιτισμού, αναγνωρίζοντας ότι η λειτουργία ενός μόνιμου υπαίθριου θεάτρου υψηλής ποιότητας ως προς το σχεδιασμό και την κατασκευή είναι ανάγκη κοινωνική και πολιτιστική για την πό­λη της Ρόδου18, προχώρησε άμεσα στην εγκατάσταση του νέου θεάτρου «Μελίνα Μερκούρη» που λειτούρ­γησε τον Ιούλιο του 2003 στην ίδια θέση, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης επέμβασης με υποδειγματικό χαρακτήρα στους τομείς των «γλωσσών» της Ιταλίας και της Προβηγκίας.

Η ένταξη του νέου θεάτρου «Μελίνα Μερκούρη» απετέλεσε την ολοκλήρωση της διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου της τάφρου, για την οποία εί­χαν τεθεί από την αρχή προδιαγραφές υψηλής ποιό­τητας ως προς το σχεδιασμό και την κατασκευή.

Ο έντονος προβληματισμός που διατυπώθηκε στις

Page 14: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

συνεδριάσεις της Επιστημονικής «Επιτροπής παρα­κολούθησης έργων στα μνημεία της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου»19 αντικατοπτρίζει τη δυσκολία ενός θέματος δυσεπίλυτου τόσο σε πανελλήνιο όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Κατά τη νέα διαμόρφωση τέθηκε ως στόχος να αναπαραχθεί, όσο είναι δυνατόν, το αρχικό ανάγλυ­φο του πυθμένα του αρχαιολογικού χώρου, πριν τη διατάραξη που υπέστη κατά τη θεμελίωση της με­ταλλικής κατασκευής του θεάτρου το 1983. Η κατα­σκευή είναι χαμηλότερη, ενσωματωμένη σε πρανές εδάφους, ώστε να επιτρέπει τις οπτικές φυγές που εί­χε πάντα ο χώρος και προς τις δύο πλευρές της συνέ­χειας της πορείας της τάφρου (εικ. 15β).

Η ένταξη της νέας θεατρικής εγκατάστασης εναρ­μονίζεται με την ευρύτερη λειτουργία του αρχαιολο­γικού περιπάτου, με την παράλληλη εξασφάλιση της δυνατότητας κυκλοφορίας στον περιβάλλοντα χώρο απελευθερώνοντας την κίνηση στην πίσω πλευρά του, ώστε ο διερχόμενος θεατής ή απλώς περιπατη­τής να μην παρεμποδίζει την παράσταση (εικ. 16).

Ο χώρος θέασης διαχέεται στο φυσικό τοπίο, ενώ η συμμετρία της ακτινωτής του διάταξης και η κανόνι-

κότητά του επιδιώκουν την αντίθεση με τη σύνθετη πολυγωνική χάραξη των οχυρωματικών έργων, που στην περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη ανη­συχία, δημιουργώντας ένα ευρύχωρο πλάτωμα στο σημείο ένταξης του θεάτρου (εικ. 17).

Η διαμόρφωση βασίζεται στη σύγχρονη τεχνική κατασκευής οπλισμένου αναχώματος με χρήση ειδι­κών γεωσυνθετικών υλικών, στο οποίο εγκιβωτίστη-κε ειδική μεταλλική κατασκευή που περιλαμβάνει σταθερά τοποθετημένες βάσεις με αναμονές όπου τοποθετούνται μεταλλικοί στυλίσκοι κυκλικής δι­ατομής που φέρουν τα ξύλινα έδρανα του θεάτρου20

(εικ. 18). Τα ξύλινα έδρανα, απλά γραμμικά στοιχεία που επιτρέπουν την άμεση οπτική επαφή με τη φυ­σική φυτεμένη βάση του πρανούς, μπορούν να αφαι­ρεθούν και οι βάσεις να παραμείνουν κάτω από την επιφάνεια του γρασιδιού.

Ως υλικό επίστρωσης των επιφανειών κυκλοφορίας στον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου και του ακτι­νωτού συστήματος των έξι ομόκεντρων διαδρόμων αμφίδρομης κίνησης, διά των οποίων διέρχονται και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις21, επιλέγε­ται το χυτό δάπεδο χωμάτινης υφής σε συνδυασμό με

Page 15: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

πλαίσιο ειδικής εμποτισμένης ξυλείας (εικ. 19). Χώροι υγιεινής καλής ποιότητας εντάσσονται στο

πρανές υπογείως στα δυτικά του θεάτρου22 και ειδι­κά ηχοαντανακλαστικά πετάσματα από διαφανές plexiglass τοποθετούνται κατά περίπτωση στις πα­ρειές του χώρου για τη βελτίωση της ηχητικής απόδο­σης του θεάτρου23 (εικ. 16).

Τέλος η αξονική ένταξη σκηνής2 4 μεγάλου πλάτους και καμπύλης διαμόρφωσης του μετώπου στη στάθ­μη της θεμελίωσης του προτειχίσματος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κέντρο χάραξης αλλά και την κα­μπύλη θέασης που προκύπτει από την κατασκευα­στική τομή του θεάτρου (εικ. 17).

Η επέμβαση στις οχυρώσεις της Ρόδου είναι το πρώτο συνολικό πρόγραμμα αποκατάστασης ενός τόσο εκτεταμένου μνημειακού συνόλου που προχω­ρεί προς ολοκλήρωση στην περίοδο της Ελληνικής Διοίκησης, από την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου μέχρι σήμερα, και ίσως το μεγαλύτερο αναστηλωτι­κό εργοτάξιο 2 5 σε ανάλογης κλίμακας μεσαιωνικό μνημείο στην Ελλάδα.

Πρόκειται για μία σημαντική επένδυση του ελ­ληνικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πολιτισμό και εκπαίδευση του κοινωνικού συνόλου. Η προοπτική του μετασχηματισμού του μνημειακού χώρου σε περιοχές μέσα στις οποίες οι πολίτες έχουν την ευκαιρία να ζουν, να κινούνται, να διασκεδά­ζουν καινά εκπαιδεύονται (εικ. 18) είναι καθοριστι­κή για το μέλλον του εξαιρετικού δείγματος της Πα­γκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς που αντιπρο­σωπεύει η μεσαιωνική τάφρος της Ρόδου2 6.

Page 16: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 17: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου
Page 18: Η ανάδειξη ενός διαχρονικού μνημειακού χώρου

Enhancement of a diachronic monumental space and its incorporation into the natural environment and the life of the contemporary city of Rhodes

Κ. M A N O U S S O U - D E L L A

The open space of the Medieval moat is primarily an anthropogenic' environment, which preserves its orig­

inal form as a fortification 'trench', although the very conditions that originally determined its construction ceased a long time ago. This area, having been desig­nated as an 'archaeological site' is handed to us loaded with historical memories of all eras, in a condition of extremely fragile ecological balance.

The moat is a 'cultural landscape' that combines in a unique way the sense of a diachronic monumental site and the natural environment. Incorporated within the city frame of Rhodes, one of the most prominent areas of the Mediterranean, as a sea crossroads, it embraced a succession of civilizations that left their imprint on its historical environment.

The contemporary interventions aim at a fundamen­tal change of the moat's character and the achievement of a new equilibrium. This must aim at the balancing of all dominating characteristics of the site, so the visi­tor can both enjoy a walk in a unique natural environ­ment and a wandering in time and the different his­torical eras of the city of Rhodes, with the period of the Knights predominant.

The fragile balance of the landscape, characterized by the contradictions of its Mediterranean surround­ings, generates particular administrative demands and is based on the provision of constant attendance and human maintenance.

Since 1990, within the frame of the administration of the moat, areas for cultural and educational activities were incorporated within its grounds. This enterprise was in accordance with the modern concept of a func­tional incorporation of archaeological sites within the contemporary city.

The reconstruction of the temporary open theatre, which first opened in 1983 at the section of the 'tongue' of Province, aimed at the diffusion of the organized space for cultural events and quality theatrical performances, in the natural and historical environment without inter­rupting the linear access route to the interior of the moat and the visual continuity of the monumental site.

The new element in the revival of the moat, among the natural landscape and the contemporary city life, is the incorporation of the human scale not within the framework of war, but that of peace and cultural ex­change between people of the Mediterranean.