Νερούδα- ποιηματα

30
ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ Από τη συλλογή "20 Poemas de amor y una cancion deseperada" σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη στο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982 Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα στα ωκεάνια μάτια σου. Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός. Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου. Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου. Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα σ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνεια μάτια σου. Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ. Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινή σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς. ΜΟΝΑΧΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Από τη συλλογή "Residentia en la tierra" 2 σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη στο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982 Υπάρχουν ερημικά κοιμητήρια,

Transcript of Νερούδα- ποιηματα

Page 1: Νερούδα- ποιηματα

ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

Από τη συλλογή "20 Poemas de amor y una cancion deseperada"σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη

στο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμέναστα ωκεάνια μάτια σου.

Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιάη μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.

Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουνκαι κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.

Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μουκι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένασ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνεια μάτια σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέριαπου σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.

Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινήσκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς.

ΜΟΝΑΧΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Από τη συλλογή "Residentia en la tierra" 2σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτηστο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982

Υπάρχουν ερημικά κοιμητήρια,τάφοι γεμάτοι κόκκαλα δίχως ήχο,η καρδιά διασχίζοντας μιά σήραγγασκοτεινή, σκοτεινή, σκοτεινή,που στα ενδότερά της πεθαίνουμε, όπως σε ναυάγιο,σα να καταποντιζόμασταν μες την καρδιά,σα να κατρακυλούσαμε απ' το δέρμα στην ψυχή.

Υπάρχουν πτώματα, υπάρχουν πόδια από γλοιώδη ψυχρή άργιλλο,υπάρχει ο θάνατος μέσα στα κόκκαλα,

Page 2: Νερούδα- ποιηματα

σαν ήχος καθαρός,σαν υλακή δίχως σκυλί,που αναδύεται μεσ' από κάποιες καμπάνες, από κάποιους τάφους,αυξαίνοντας μέσα στην υγρασία όπως τα δάκρυα ή η βροχή.

Βλέπω, μονάχος, καμιά φορά,φέρετρα με ιστία,να σαλπάρουν μαζί με χλωμούς πεθαμένους, και με γυναίκες που έχουν πλεξούδες νεκρές,μαζί με ψωμάδες λευκούς σαν άγγελους,μαζί με κορίτσια στοχαστικά παντρεμένα με συμβολαιογράφους,φέρετρα ν' αναπλέουν το κάθετο ποτάμι των νεκρών,το μενεξεδένιο ποτάμι,προς τα εκεί ψηλά, με τα ιστία φουσκωμένα από τον ήχο του θανάτου,φουσκωμένα από το σιωπηλό ήχο του του θανάτου.

Στο ηχηρό ακρογιάλι φτάνει ο θάνατοςσαν ένα παπούτσι χωρίς πόδι, σαν ένα ένδυμα χωρίς άνθρωπο,έρχεται να κτυπήσει μ' ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα και χωρίς δάχτυλο,έρχεται να φωνάξει χωρίς στόμα, χωρίς γλώσσα, χωρίς λαρύγγι.

Τα βήματά μου ωστόσο αντηχούνκαι η ενδυμασία μου αντηχεί, σιωπηλή, σαν ένα δέντρο.

Δεν ξέρω, λίγα καταλαβαίνω, μόλις βλέπω,όμως θαρρώ πως το τραγούδι του έχει το χρώμα υγρής βιολέττας,βιολέττας που έχει συνηθίσει το χώμα, γιατί το πρόσωπο του θανάτου είναι πράσινο,και η ματιά του θανάτου είναι πράσινη,με τη διαπεραστική υγρασία ενός φύλλου βιολέττας,και το βαρύ του χρώμα ενός οργισμένου χειμώνα.

Ομως ο θάνατος προχωρεί ανάμεσα απ' τον κόσμο μεταμφιεσμένος σε σάρωθρο,γλύφει το έδαφος αναζητώντας πεθαμένους,ο θάνατος βρίσκεται μέσα στο σάρωθρο,είν' η βελόνα του θανάτου αναζητώντας την κλώστή.

Ο θάνατος βρίσκεται μέσα στα κρεββάτια,στα μαλακά τα στρώματα στις μαύρες κουβέρτεςζει ξαπλωμένος, και ξαφνικά φυσάει :φυσάει μ' έναν ήχο ζοφερό που φουσκώνει τα σεντόνια,και υπάρχουν κρεββάτια που ταξιδεύουν για ένα λιμάνιόπου ο θάνατος περιμένει,

Page 3: Νερούδα- ποιηματα

με στολή ναυάρχου.

ΧΑΜΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Διαβάζω όλα όσα γράφουν για μένα σαν να μη τα βλέπω φευγαλέα, λες και δεν απευ8ύνονται σε μένα οι σκληρές ή δίκαιες λέξεις. Όχι γιατί αρνούμαι να δεχτώ την καλόπιστη ή την κακόπιστη αλήθεια το μήλο που θέλουν να μου προσφέρουν τη δηλητηριασμένη κοπριά που μου ρίχνουν. Γι άλλο πρόκειται. Για το δέρμα μου, τα μαλλιά μου, τα δόντια μου, ό,τι πέρασα σε στιγμές δυστυχίας πρόκειται για το κορμί μου και τη σκιά μου. Γιατί -είναι η δική μου κι η δική τους ερώτηση- ο άλλος δίχως αγάπη και διάκριση ανοίγει τη χαραμάδα και με καρφί μπήγοντάς το εισέρχεται στον ιδρώτα ή το ξύλο, στην πέτρα ή την σκιά, πούσαν η ύπαρξή μου; Γιατί να θίγει εμένα π΄ απόμερα ζώ που δεν υπάρχω, που δεν βγαίνω, δεν ξανάρχομαι, γιατί τα πουλιά του αλφαβήτου απειλούν τα νύχια και τα μάτια μου; Οφείλω να ικανοποιώ τους άλλους ή να υφίσταμαι; Πού ανήκω λοιπόν; Πώς υποθηκεύτηκε η δύναμή μου τόσο που να τη χάσω; Γιατί πούλησα το αίμα μου; Ποιοι είναι οι κύριοι των αμφιβολιών μου, των χεριών μου, του πόνου, της κυριαρχίας μου; Κάποτε φοβούμαι να βαδίζω δίπλα στ' απόμακρο ποτάμι, φοβούμαι ν΄ αντικρίζω τα ηφαίστεια που γνώριζα και με γνώριζαν πάντοτε καμιά φορά επάνω ή κάτω, μ΄ εξετάζουν τώρα το ύδωρ, το πυρ σκέφτονται ότι κιόλας δεν λέω αλήθεια, πως είμαι ένας ξένος. Έτσι θλιμμένος, διαβάζω αυτό που κάποτε δεν ήταν θλίψη, μα θυμός ή προσχώρηση, ή μήνυμα του αθέατου.

Page 4: Νερούδα- ποιηματα

Για μένα αναμφίβολα, όλες αυτές οι λέξεις με χώρισαν από τη μοναξιά. Και πέρασα γρήγορα, δίχως να πληγωθώ ή ν΄ αρνηθώ τον εαυτό μου, σαν ν'άσαν γραμμένα γι άλλους ανθρώπους που μού μοιαζαν μα απόμακρα, γράμματα χαμένα.

Ψωμί μοιράζεις και γη

Ψωμί μοιράζεις και γηκι εγώ σ' ακολουθάωγια χάρη σου απαρνήθηκατα ουράνια τσίνορά της.

Φεύγω Ζαπάταμε την δροσιά των πρωινών καβαλαρέωνΦεύγω Ζαπάτασε μια ντουφεκιά από τους κάκτουςγια τα σπίτια με τους κόκκινους τους τοίχους

Μπορασίτα - Μπορασίταμεταξωτές κορδέλεςφέρνω για τα μαλλιά σουΓια τον Πάντσο μου μην κλαις

Η Θάλασσα

Εχω αναγκη τη θαλασσα γιατι με διδασκει: δεν ξερω αν μου δινει μουσικη η συνειδηση:Δεν γνωριζω αν ειναι κυμα μοναχα η πλασμα βαθυη μοναχα βραχνη φωνη η θαμβωτικη εικασιαιχθυων και καραβιων.Γεγονος ειναι ότι και κοιμισμενος ακομαμε καποιο μαγνητικο τροποκυκλοφορωστην παγκοσμιοτητα των κυματων.Δεν ειναι μοναχα τ άλλοιωμενα κοχυλια,σα ν άναγγελνε καποιο αργο θανατοτρεμουλιαρης πλανητης,οχι, με τη λεπτομερεια ανοικοδομω την ημερα,με μια ριπη αλατιου το σταλακτιτη,και με μια κουταλια τον απειρο θεο.Διατηρω ο,τι με διδαξε.

Page 5: Νερούδα- ποιηματα

Τον αγερα, τον αδιακοπο ανεμο, το νερο και την αμμο.Μοιαζει ελαχιστο για τον νέοπου� ρθε εδω να ζησει με τις πυρκαγιες του,αυτος ο παλμος ομως που κατερχοτανκι ανεβαινε στην αβυσσο του,το ψυχος του γαλαζιου που κροταλιζε καιγομενο,και η στειρωση του αστρου,το τρυφερο ξεκαθαρισμα του κυματοςπου σπαταλαει το χιονι με τον αφρο,η ειρηνικη κι ασαλευτη εξουσιασαν πετρινος θρονος στα βαθη,αντικαταστησανε τον περιβολοπου μεγαλωνε η πεισματαρικη θλιψη,συσσωρευοντας λησμονια,κι αλλαξε ξαφνου η υπαρξη μου:Προσχωρηση στην καθαρια κινηση.

Η Ποίηση

Κι ηταν σ' αυτην την ηλικια όταν ηρθε να με βρει η ποιηση.δεν ξερω,δεν ξερω από πού ξεπροβαλε,απ' τον χειμωνα ή από το ποταμι. Δεν γνωριζω ουτε πως,μητε ποτε, όχι,δεν ησαν φωνες,δεν ησαν λεξεις, ουτε η σιωπη: Μα με καλουσε από καποιο δρομο, απ'τα κλαδια της νυχτας, ξαφνου αναμεσσα στους αλλους αναμεσα σε βιαιες φωτιες, ή επιστρέφοντας μονάχος, στεκονταν εκει διχως προσωπο, με αγγιζε. Δεν ηξερα τι να πω,δεν ηξερε το στομα μου να ονομασει, τυφλοι ησαν οι οφθαλμοι μου, και κατι τι μπηγονταν στην ψυχη μου, πυρετος ή χαμενες πτερουγες, και σχηματιστηκα μοναχος, αποκρυπτογραφωντας αυτην την πληγη, κι εγραψα την πρωτη συγκεχυμενη γραμμη, αοριστη,ασωματη,καθαρη ανοησια, γνωση εκεινου που τιποτα δεν ξερει, κι ειδα ξαφνου τον ουρανο εκκοκισμενο

Page 6: Νερούδα- ποιηματα

κι ανοιχτο, πλανητες, παλλομενες φυτειες, διατρητη σκια, κοσκινισμενη από βελη,από φωτια και λουλουδια, η νυχτα που κυλαει και συντριβει, το συμπαν. Και 'γω, η εσχατη υπαρξη, μεθυσμενος απ΄το απεραντο εναστρο κενο κατ' εικονα κι ομοιωση του μυστηριου, ενιωσα καθαριο κομματι της αβυσσου, κυλουσα μαζι με τ' άστρα, διαλυθηκε η καρδια μου μεσα στον ανεμο.

ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕ Σ'ΑΓΑΠΩ

ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕ Σ'ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΠΩΣΣ'ΑΓΑΠΩ ΑΦΟΥ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΔΥΟ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΥΣ,Η ΛΕΞΗ ΕΙΝΑΙ ΦΤΕΡΟΥΓΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ,ΕΧΕΙ Η ΦΩΤΙΑ ΤΟ 'ΝΑ ΜΙΣΟ ΑΠΟ ΚΡΥΟ.

Σ'ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΝΑ Σ'ΑΓΑΠΗΣΩ ΠΑΛΙ,Τ'ΑΠΕΙΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΡΧΙΣΩΚΙ ΑΠ'ΤΟ ΝΑ Σ'ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΨΩ:ΓΙ'ΑΥΤΟ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕ Σ'ΑΓΑΠΩ ΑΚΟΜΑ.

Σ'ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΔΕ Σ'ΑΓΑΠΩ ΣΑΝ ΝΑ 'ΧΑΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣΚΙ ΕΝΑ ΔΥΣΤΥΧΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ.

ΔΥΟ ΖΩΕΣ ΝΑ Σ'ΑΓΑΠΩ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΕΧΕΙ.ΓΙ'ΑΥΤΟ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΟΤΑΝ Σ'ΑΓΑΠΑΩΜΑ Σ'ΑΓΑΠΑΩ ΚΙ ΟΤΑΝ ΔΕ Σ'ΑΓΑΠΑΩ.

Page 7: Νερούδα- ποιηματα

ΚΑΠΟΙΑ ΚΟΥΡΑΣΗ

Δεν μου αρέσει να κουράζομαι μόνο εγώ Θέλω μαζί μου και συ να κουράζεσαι Είναι να μη νοιώθει κανείς κουρασμένος Με κείνη τη στάχτη που πέφτει το φθινόπωρο στις πολιτείες με κάτι που δεν θέλει ν΄ ανάβει και που λίγο - λίγο μαζεύεται πάνω στα ρούχα μας και σιγά - σιγά πέφτει μέσα στις καρδιές και τις ξεθωριάζει. Νοιώθω κούραση απ΄ τις κακιές θάλασσες Κι απ' τη μυστήρια γη. Είμαι κουρασμένος με τις κότες: Ποτέ δεν μπορέσαμε να μάθουμε Τι σκέφτονται, Και μας κοιτάζουν μ' αδιάφορα μάτια Χωρίς καν να νοιάζονται για τους ανθρώπους. Για μια φορά σε καλώ Να κουραστούμε απ΄ τα τόσα αντικείμενα Απ' τα σκάρτα φαγητά Και την καλή ανατροφή. Ας κουραστούμε με το να μη πηγαίνουμε στη Γαλλία, Κι ας κουραστούμε δυο μέρες τη βδομάδα Που έχουν πάντα το ίδιο όνομα Και που μας ακουμπάνε σαν πιάτα στο τραπέζι Χωρίς λόγο Και μας ξεσηκώνουν άδοξα. Τελικά ας πούμε την αλήθεια, πως ποτέ δε συμφωνήσαμε με κείνες τις νύχτες, που μπορείς να τις συγκρίνεις με καμήλες ή με μύγες. Έτυχε να δω πολλά μνημεία Που έστησαν για τους μεγάλους Τους γαϊδάρους της ενεργητικότητας. Στο ίδιο σημείο βρίσκονται, ακίνητοι Με τα σπαθιά τους στα χέρια τους Πάνω στα θλιβερά τους άλογα. Κουράστηκα πια μ' αυτά τα αγάλματα Δεν την αντέχω τόση πέτρα. Αν συνεχίσουμε να γεμίζουμε τον κόσμο Με ακίνητους Πως θα ζήσουνε οι ζωντανοί; Κουράστηκα με τις αναμνήσεις. Θέλω, όταν γεννιέται ο άνθρωπος Να μυρίζει τα λουλούδια και το φρέσκο χώμα, Την άψογη φωτιά Κι όχι αυτό που όλοι ανάσαιναν. Αφήστε ήσυχους αυτούς που γεννιούνται!

Page 8: Νερούδα- ποιηματα

Μεριάστε να μεγαλώσουν. Μην τα 'χετε σκεφτεί όλα γι' αυτούς. Μην τους διαβάζετε το ίδιο βιβλίο. Αφήστε τους ν' ανακαλύψουν την αυγή Και να δώσουν όνομα στα φιλιά τους. Θέλω να κουραστείς μαζί μου Για κάθε τι ωραίο Για καθετί που μας γερνάει Για καθετί που το' χουν έτοιμο Για να κουράσουν τους άλλους. Ας κουραστούμε μ' αυτό που σκοτώνει Και μ΄ αυτό που δεν θέλει να πεθάνει.

Μεξικό, ξερό χωράφι αγαπημένο

Μεξικό, ξερό χωράφι αγαπημένογη μοιρασμένη στους ανώνυμουςμέσα από τις λόγχες των καλαποδιώνξεπρόβαλαν οι άνδρες του Ζαπάτα

Μεξικό, ξερό χωράφι αγαπημένοήρθα απ' το χιόνι του νοτιάγια να σε τραγουδήσω

Ασε με να καλπάσω στην μοίρα μουγεμάτος απ' αλεύρια και μπαρούτι

Μπορασίτα Μπορασίτααν πρέπει πικράστον χωρισμό να κλάψωαχ πες μου γιατίκοντα σου να γυρίσω

Page 9: Νερούδα- ποιηματα

Μοναξιά

Αυτό που δεν εγινε σταθηκε τοσο ξαφνικο που με καθηλωσε εδώ για παντα, διχως να ξερω χωρις να μαθουν την παρουσια μου, σαν ναμουν κρυμενος κατω από πολυθρονα η χαμενος μεσα στη νυχτα: Τετοιο υπηρξε αυτό που δεν υπηρξε κι ετσι με καθηλωσε για παντα. Ρωτησα αργοτερα τους αλλους, τις γυναικες,τους αντρες, τι εκαναν με τοση βεβαιοτητα και πως εβλεπαν τη ζωη: Ακομα περιμενω την απαντηση τους, συνεχισαν να ζουν,να χορευουν. Είναι αυτό που δεν συμβαινει ς'έναν που καθοριζει τη σιωπη, δεν θελω να συνεχισω να μιλω γιατι εμεινα εδώ περιμενοντας: Σ'αυτή την περιοχη, εκεινη την μερα, δεν ξερω τι μου συνεβη μα δεν ειμαι ο ιδιος.

ΜΟΝΑΧΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Από τη συλλογή "Residentia en la tierra" 2σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτηστο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982

Υπάρχουν ερημικά κοιμητήρια,τάφοι γεμάτοι κόκκαλα δίχως ήχο,η καρδιά διασχίζοντας μιά σήραγγασκοτεινή, σκοτεινή, σκοτεινή,που στα ενδότερά της πεθαίνουμε, όπως σε ναυάγιο,σα να καταποντιζόμασταν μες την καρδιά,σα να κατρακυλούσαμε απ' το δέρμα στην ψυχή.

Υπάρχουν πτώματα, υπάρχουν πόδια από γλοιώδη ψυχρή άργιλλο,υπάρχει ο θάνατος μέσα στα κόκκαλα,σαν ήχος καθαρός,σαν υλακή δίχως σκυλί,που αναδύεται μεσ' από κάποιες καμπάνες, από κάποιους τάφους,αυξαίνοντας μέσα στην υγρασία όπως τα δάκρυα ή η βροχή.

Βλέπω, μονάχος, καμιά φορά,φέρετρα με ιστία,να σαλπάρουν μαζί με χλωμούς πεθαμένους, και με γυναίκες που έχουν πλεξούδες νεκρές,μαζί με ψωμάδες λευκούς σαν άγγελους,

Page 10: Νερούδα- ποιηματα

μαζί με κορίτσια στοχαστικά παντρεμένα με συμβολαιογράφους,φέρετρα ν' αναπλέουν το κάθετο ποτάμι των νεκρών,το μενεξεδένιο ποτάμι,προς τα εκεί ψηλά, με τα ιστία φουσκωμένα από τον ήχο του θανάτου,φουσκωμένα από το σιωπηλό ήχο του του θανάτου.

Στο ηχηρό ακρογιάλι φτάνει ο θάνατοςσαν ένα παπούτσι χωρίς πόδι, σαν ένα ένδυμα χωρίς άνθρωπο,έρχεται να κτυπήσει μ' ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα και χωρίς δάχτυλο,έρχεται να φωνάξει χωρίς στόμα, χωρίς γλώσσα, χωρίς λαρύγγι.

Τα βήματά μου ωστόσο αντηχούνκαι η ενδυμασία μου αντηχεί, σιωπηλή, σαν ένα δέντρο.

Δεν ξέρω, λίγα καταλαβαίνω, μόλις βλέπω,όμως θαρρώ πως το τραγούδι του έχει το χρώμα υγρής βιολέττας,βιολέττας που έχει συνηθίσει το χώμα, γιατί το πρόσωπο του θανάτου είναι πράσινο,και η ματιά του θανάτου είναι πράσινη,με τη διαπεραστική υγρασία ενός φύλλου βιολέττας,και το βαρύ του χρώμα ενός οργισμένου χειμώνα.

Ομως ο θάνατος προχωρεί ανάμεσα απ' τον κόσμο μεταμφιεσμένος σε σάρωθρο,γλύφει το έδαφος αναζητώντας πεθαμένους,ο θάνατος βρίσκεται μέσα στο σάρωθρο,είν' η βελόνα του θανάτου αναζητώντας την κλώστή.

Ο θάνατος βρίσκεται μέσα στα κρεββάτια,στα μαλακά τα στρώματα στις μαύρες κουβέρτεςζει ξαπλωμένος, και ξαφνικά φυσάει :φυσάει μ' έναν ήχο ζοφερό που φουσκώνει τα σεντόνια,και υπάρχουν κρεββάτια που ταξιδεύουν για ένα λιμάνιόπου ο θάνατος περιμένει, με στολή ναυάρχου.

Ο άνεμος στο νησί

Ο άνεμος είν΄ένα άλογοάκου τον πως τρέχειγια την θάλασσα, για τον ουρανόθέλει να με σηκώσει

Ακου τον άνεμοπως τριγυρνάει τον κόσμογια να πετάξει μακρυά

Κρύψε με μες στα μπράτσα σουγι' αυτήν την νύχτα μόνογι' αυτήν την νύχτα που η βροχήκόντρα σε θάλασσα και γη

Page 11: Νερούδα- ποιηματα

; στρώμαθα της πάει

Ο άνεμος τρέχει καλπάζονταςάκου με φωνάζειθέλει ο άνεμος να με πάει μακρυά- δεν θέλω να με πάρει

Με το κεφάλι σου σιμά στο μέτωπό μουκαι με κομμένα τα κορμιά

Τον άνεμο να τρέξει άφησεμες στην θάλασσαμε στεφάνι αφρού

Ακου τον με φωνάζει

Τρέχει καλπάζονταςκαι στις σκιές με ψάχνειμέσα στα σκοτάδιαμε ζητά

Ο Ζαπάτα ήταν χώμα

Ο Ζαπάτα ήταν χώμαήταν γη και αυγήοι άνδρες του με όπλα και οργήσκοτείνιαζαν του ορίζοντα τον κύκλο

Στην έφοδοπάνω απ' τα νερά και τα σύνοραστην έφοδοπάνω από την σιδερένια της νίκης Γκοαχίλια*στην έφοδοπάνω από τις πέτρες της Σονόρα*στην έφοδοόλοι ακολουθάγαν την τρελή πορεία του.Είναι αγροτική θύελλα απ' αλογοπέταλα...

Μπορασίτα - Μπορασίταφεύγω για το Ράντσομα θά'θρω γρήγορα

Page 12: Νερούδα- ποιηματα

Όταν γέρνω τα βράδια

Όταν γέρνω στα βράδιαρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μουστα ωκεάνια μάτια σουΟταν γέρνω τα βράδυαβρίσκω τη μοναξιάνα καίει στην πιο ψηλή φωτιάΚαι σάμπως νά΄ναι ναυαγόςτα χέρια της χτυπά - τα χέρια της.

Πάνω από τα μάτια σου που χάνονταισου στέλνω κόκκινα σινιάλασινιάλα που χτυπούν όπως τα κύματαστην άκρη κάποιου φάρου

Μα εσύ είσαι τόσο μακρυνήτόσο δικιά μου είσαικορίτσι εσύ που μέσα σουμόνο σκοτάδια κρύβειςκι από το βλέμμα σου, στιγμέςπροβάλλει αχτίδα φως

Όταν γέρνω στα βράδιαρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μουστο κύμα που βογκάστα ωκεάνια μάτια σου

Τα νυχτοπούλια δακρύζουνκάτω από τα αστέριαπου λάμπουν - όπως η ψυχή μουνα σ΄αγαπάει

Η γη θα καλπάζει;φωτίζοντας τους τάφουςγάλάζια στάχυα

Όταν της γης επλήθυναν οι πόνοι

Οταν της γης επλήθυναν οι πόνοικι απόμειναν στην αγροτιά τα χερσοχώραφατότες εσηκώθεις - άπλωσες γενειάδεςτότες εσηκώθεις - ανέμισες μαστίγια

Page 13: Νερούδα- ποιηματα

και πήρες να καλπάζεις σαν άνθος σαν φωτιά

Μπορασίτα - Μπορασίταγια την Πρωτεύουσα τραβώγια να βρω τον αφέντηπού πε - να με φωνάξουν...

Τρέμει όλη η γη, απ΄τα μαχαίρια τρέμεικι ανοίγεται στου δειληνού το γοργοπέρασματρέμει όλη η γη και η πεζούρα πέφτειστην παράδοσή της στην μαύρη ερημιά

Πατρίδα ζητάμε

Πατρίδα ζητάμε για τους ταπεινωμένουςκι εσύ με το μαχαίρι σου Ζαπάτα Εμιλιάνοδίκαια μας μοιράζειςτων πατεράδων τις κληρονομιές

Πατρίδα ζητάμε κι οι ντουφεκιές τρομάζουνκαι τ΄άλογα τρομάζουν τα γένεια των δημίωνκι όλες τις φυλακές

Μην περιμένεις λασπωμένε χωρικέερείπιο τ΄ουρανού - γονατιστός αν μείνεις...Σήκω και τρέξε - τρέξε καβαλάρημαζί με τον Ζαπάτα - τον αρχηγό μαζί

Μπορασίτα Μπορασίταμαζί μου ήθελα νά΄ρθεις μα εσύ μου είπες όχι

ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

Από τη συλλογή "20 Poemas de amor y una cancion deseperada"σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτηστο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμέναστα ωκεάνεια μάτια σου.

Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιό ψηλή φωτιά

Page 14: Νερούδα- ποιηματα

η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.

Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουνκαι κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.

Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μουκι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένασ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνεια μάτια σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέριαπου σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.

Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινήσκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς.

Το φεγγάρι κοιμάται

Το φεγγάρι κοιμάταιπάνω από τις πόλειςο θάνατος κοιμάταιστα ίσα μοιρασμένος

Μαζί με τους στρατιώτες του Ζαπάτακάτω από την ασπίδα της νύχταςκρύβει ο ύπνος την μοίτα τουσαν πάνω στο θυμόγεμάτο συμφορές

Η φωτιά τον άγρυπνο αγέρα συμμαζεύειαγέρα που ευωδιάζειλίπος και μπαρούτιιδρώτα αρσενικού

Μπορασίτα Μπορασίταφεύγω από δωγια να σε λησμονήσω

και

ΑΠΟ ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ

Page 15: Νερούδα- ποιηματα

ΔΥΟ ΕΡΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥΝΤΑΙ

ΔΥΟ ΕΡΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΝΟΥΝ ΕΝΑ ΨΩΜΙ,ΜΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΧΟΡΤΑΡΙ,ΑΦΗΝΟΥΝ ΣΑ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΙΣΚΙΟΥΣ ΠΟΥ Σ'ΕΝΑΝ ΣΜΙΓΟΥΝ,ΑΦΗΝΟΥΝ ΜΟΝΟΝ ΕΝΑΝ ΗΛΙΟ ΑΔΕΙΟ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ.

ΑΠ'ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΔΙΑΛΕΞΑΝΕ ΤΗ ΜΕΡΑ:ΔΕ ΔΕΘΗΚΑΝ ΜΕ ΝΗΜΑΤΑ ΜΑ Μ'ΕΥΩΔΙΕΣ ΜΟΝΑΧΑ,ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΝΑΝ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ Η ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ.<>

Ωδή στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Αν μπορούσα να κλάψω από φόβο σ' ένα έρημο σπίτι,αν μπορούσα να ξεριζώσω τα μάτια μου και να τα φάω,θα το 'κανα, για τη φωνή σου από μαυροντυμένη πορτοκαλιάκαι για την ποίησή σου που αναδύεται ξεστομίζοντας κραυγές.

Για σένα βάφονται γαλάζια τα νοσοκομείακαι πληθαίνουν τα σχολεία κι οι συνοικίες των ναυτικών,και στολίζονται με φτερά οι πληγωμένοι άγγελοι,και σκεπάζονται με λέπια τα γαμήλια ψάρια,και πετούν στον ουρανό οι αχινοί:για σένα τα ραφτάδικα με τις μαύρες μεμβράνες τουςγεμίζουν κουτάλια κι αίμακαι σχισμένες καταπίνουν κορδέλες, και σκοτώνονται με φιλιά,και ντύνονται στ' άσπρα.

Όταν πετάς ντυμένος στο ροδάκινο,όταν γελάς μ' ένα γέλιο καταιγισμένου ρυζιού,όταν για να τραγουδήσεις δονείς αρτηρίες και δόντια,δάχτυλα και λαιμό,θα πέθαινα για τη γλύκα σου,θα πέθαινα για τις κόκκινες λίμνεςόπου ζεις στο μεσοφθινόπωρομ' ένα πεσμένο άτι κι έναν αιμόφυρτο θεό,θα πέθαινα για τα νεκροταφείαπου κυλούν σε σταχτιά ποτάμιαμε νερά και μνήματα,τη νύχτα, ανάμεσα σε πνιγμένες καμπάνες:

Page 16: Νερούδα- ποιηματα

κατάμεστα ποτάμια σαν κοιτώνεςμε άρρωστους οπλίτες, που ξάφνου ξεχειλίζουνπρος το θάνατο, με μαρμαρένιους αριθμούςσάπια στεφάνια και λάδια νεκρικά:θα πέθαινα για να σε δω νύχτανα κοιτάς τους πλημμυρισμένους σταυρούς που διαβαίνουν,ολόρθος και κλαίγοντας,γιατί κλαις στο ποτάμι μπροστά του θανάτου,ασταμάτητα, σπαραχτικά,κλαις κλαίγοντας, με τα μάτια γεμάταδάκρυα, δάκρυα, δάκρυα.

Αν μπορούσα τη νύχτα, μόνος, κατάμονος,να σωριάσω λησμονιά και καπνό και ίσκιοπάνω από τρένα και καράβια,μ' ένα μαύρο χουνί,δαγκώνοντας τις στάχτες,θα το έκανα, για το δέντρο που πάνω του μεγαλώνεις,για τις φωλιές των μαλαματένιων νερών που συνάζεις,και για την περικοκλάδα που σου σκεπάζει τα κόκαλαλέγοντάς σου το μυστικό της βραδιάς.

Πολιτείες με οσμή βρεγμένου κρεμμυδιούκαρτερούν να διαβείς τραγουδώντας βραχνά,και χελιδόνια πράσινα φωλιάζουν στα μαλλιά σου,και σιωπηλά σε κυνηγούν σπερματικά καράβια,κι ακόμα, σαλιγκάρια και βδομάδες,ξάρτια κουλουριασμένα και κεράσιακυκλοφορούν οριστικά όταν φανερώνεταιτο χλωμό κεφάλι σου με δεκαπέντε μάτιακαι το στόμα σου βουτηγμένο στο αίμα.

Αν μπορούσα να γεμίσω το δημαρχείο με καπνιάκαι, μ' αναφιλητά, να γκρεμίσω ρολόγια,θα το 'κανα, για να δω πότε στο σπίτι σουέρχεται το καλοκαίρι με τα ραγισμένα χείλη,έρχονται τόσοι άνθρωποι, μ' επιθανάτιο ένδυμα,έρχονται περιοχές θλιβερής μεγαλοπρέπειας,έρχονται άροτρα νεκρά και παπαρούνες,έρχονται καβαλάρηδες και νεκροθάφτες,έρχονται ματωμένοι χάρτες και πλανήτες,

Page 17: Νερούδα- ποιηματα

έρχονται βουτηχτές σκεπασμένοι με στάχτη,έρχονται προσωπιδοφόροι τραβώντας κοπέλεςτρυπημένες από μεγάλα μαχαίρια,έρχονται ρίζες, φλέβες, νοσοκομεία,βρυσοπηγές και μυρμήγκια,έρχεται η νύχτα μ' ένα κρεβάτι που πάνω τουξεψυχά ολομόναχος ένας ουσάρος μες στις αράχνες,έρχεται ένα ρόδο μίσους και βελονιών,έρχεται ένα πλοίο κιτρινωπό,έρχεται μια ανεμόδαρτη μέρα μ' ένα παιδί,έρχομαι εγώ με τον Ολιβέριο, το Νόραχ,το Βιθέντε Αλειχάντρε, την Ντέλια,τη Μαρούκα, τη Μάλβα Μαρίνα, τη Μαρία Λουίζα υ Λάρκο,το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Ουγκάρτε,το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Αλμπέρτι,τον Κάρλος, τον Μπέμπε, τον Μανόλο Αλτολαγκουίρε,το Μολινάρι,τη Ροζάλες, την Κόντσα Μέντεθ,κι άλλους που τους ξεχνώ.

Ζύγωσε να στεφανώσω, έφηβε της υγείαςκαι της πεταλούδας, έφηβε αγνέσα μαύρη αστραπή ελεύθερη παντοτινά,κι έτσι ως μιλούμε συναμεταξύ μας,τώρα, που κανένας δεν απόμεινε ανάμεσα στα βράχια,ας μιλήσουμε απλά, όπως είσαι κι όπως είμαι:τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη δροσιά;Τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη νύχτα εκείνηπου μας κεντρίζει με πικρό εγχειρίδιο, για τη μέρα εκείνη,για εκείνο το σούρουπο, για εκείνη τη σπασμένη γωνιάόπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου προετοιμάζεται γιαθάνατο;

Πάνω απ' όλα τη νύχτα,τη νύχτα έχει άστρα πολλά,όλα μέσα σ' ένα ποτάμι,σε μια κορδέλα σιμά στα παραθύριατων σπιτιών που είναι γεμάτα από φτωχούς.

Κάποιος απ' αυτούς έχει πεθάνει, ίσωςνα χάσαν τη δουλειά τους στα γραφεία,

Page 18: Νερούδα- ποιηματα

στα νοσοκομεία, στους ανελκυστήρεςστα ορυχεία,υποφέρουν οι άνθρωποι βαριά πληγωμένοικι υπάρχει σκοπός και θρήνος σ' όλα τα μέρη,καθώς τα' αστέρια ροβολούν μέσα σ' ένα ατελείωτο ποτάμιυπάρχει πολύς θρήνος στα παράθυρα,τα κατώφλια λιώσαν απ' το θρήνο,τα δωμάτια μούσκεψαν από το θρήνοπου έρχεται κυματιστά για να δαγκώσει τα χαλιά.

Φεδερίκο,βλέπεις τον κόσμο, τους δρόμους,το ξύδι,τους αποχαιρετισμούς στους σταθμούςόταν ο καπνός υψώνει τους αποφασιστικούς τροχούς τουπρος τα εκεί που δεν υπάρχει τίποτε άλλοαπό μερικά λιθάρια, σιδεροτροχιές και μισεμούς.

Είναι τόσο πολλοί οι άνθρωποι που ρωτούνσ' όλα τα μέρη.Είναι ο αιμόφυρτος τυφλός, κι ο μανιακός, κι ο αποθαρρημένος,κι ο άθλιος, το δέντρο με τα νύχια,ο ληστής με το φθόνο στους ώμους.

Έτσι είναι η ζωή , Φεδερίκο, έχεις όλαόσα μπορεί να σου χαρίσει η φιλία μουενός άντρα μελαγχολικού κι αρσενικού.Ξέρεις πια μόνος σου τόσα πράματακι άλλα θα μάθεις σιγά με τον καιρό.

Walking around

Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος. Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.

Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές. Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί, μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους, ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.

Page 19: Νερούδα- ποιηματα

Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου. Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.

Όμως θα ήταν νόστιμο να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού. Θα ‘ταν ωραίο να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.

Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές, αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο, προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης, απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.

Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες. Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο, από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς, κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.

Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή, κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη, και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.

Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια, σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο, σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι, σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.

Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ, υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα, υπάρχουνε καθρέφτες που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο, υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.

Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια, με μανία, με λησμονιά, περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,

Page 20: Νερούδα- ποιηματα

και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα: σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε αργά βρώμικα δάκρυα.

Μ'αρέσεις άμα σωπαίνεις

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσίακι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώνταςκι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ' απ' τα πράγματα,ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.Κι άμα κλαις μου αρέσεις,απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπήτη δικιά σουπου είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνωνκαι που λάμπει σαν αστραπή.Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.Απόμακρη και τοσηδά και απ' τα αστέρια φτιαγμένηείναι η δικιά σου σιωπή.

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

Page 21: Νερούδα- ποιηματα

Εδώ σ' αγαπώ

Εδώ σ'αγαπώ. Ο άνεμος ξεμπλέκεται στα σκοτεινά τα δέντρα. Και φωσφορίζει η σελήνη στα ρέμπελα νερά. Περνούν οι μέρες όμοιες η μια απ' την άλλη.

Διαλύεται η καταχνιά σε χορευτές φιγούρες. Ένα γλαράκι ασημί ξεκρέμεται απ'την δύση. Αριά και που κάποιο πανί. Ψηλά,ψηλά τ'αστέρια. Ή καραβιού μαύρος σταυρός. Μόνος. Καμιά φορά με βρίσκει η αυγή κι είναι υγρή ως και η ψυχή μου. Ηχεί,αντηχεί η θάλασσα η αλαργινή. Αυτό είναι λιμάνι. Εδώ σ'αγαπώ.

Εδώ σε αγαπάω και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας. Και σ'αγαπώ και ως μες τα πράγματα αυτά τα κρύα. Συχνά πηγαίνουν τα φιλιά μου σε αυτά τα πλοία τα βαριά. Πλοία που τρέχουν στο νερό για εκεί που δεν θα φτάσουν. Και νιώθω να έχω ξεχαστεί σε τούτες τις παλιάγκυρες. Κι οι μώλοι είναι πιο θλιβεροί όταν ποδίζει η νύχτα. Και φθείρεται ανώφελα πεινώντας η ζωή μου.

Ό,τι δεν έχω αγαπώ.... Κι είσαι τόσο μακρυά.

Στα αργόσυρτα η ανοία μου χτυπιέται δειλινά. Μα η νύχτα φτάνει και κι αρχίζει να μου τραγουδάει.

Με βλέπουν με τα μάτια σου τα πιο μεγάλα αστέρια. Κι έτσι που σ'αγαπώ εγώ,στον άνεμο τα πεύκα θέλουν με τις βελόνες τους να ψάλουν τ'όνομά σου.

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.

Page 22: Νερούδα- ποιηματα

Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο " ι " αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια , που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.

ODA A LA CASCADA

Ξαφνικά, μια μέρασηκώθηκα νωρίς και σου έδωσα έναν καταρράκτη.Από ό,τιυπάρχειπάνω στη γη,πέτρες,κτίρια,

Page 23: Νερούδα- ποιηματα

γαρύφαλα,από ό,τιπετάει στον αέρα,σύννεφα,πουλιά,από ό,τιυπάρχει κάτω από τη γη,ορυκτά,νεκροίτίποτα δεν είναι τόσο φευγαλέοτίποτα που να τραγουδάεισαν ένα καταρράκτης.

Και εκείβρυχάται σαν μια λευκή λέαινα,λάμπεισαν το λουλούδι που φωσφορίζειονειρεύεται με κάθε όνειρό σου,τραγουδάειστο τραγούδι μουδίνοντάς μου πρόσκαιρα ασημικά.Αλλά δουλεύεικαι κινάειτη ρόδαενός μύλουκαι όχι μόνοείναι πληγωμένο χρυσάνθεμο,αλλά δημιουργόςτου αλευριού,μάνα του ψωμιού που τρωςκάθε μέρα.

Ποτέδε θα σε βαρύνει ό,τι σου έδωσαγιατί πάνταυπήρξε δικό σουό,τι σου έδωσα, το λουλούδι ή το ξύλο,

Page 24: Νερούδα- ποιηματα

η λέξη ή ο τοίχοςπου στηρίζουν τον περιπλανώμενο έρωτα που αναπαύεταιπυρωμένος στα χέρια μας,σου έδωσα,σου δίνω,σου εμπιστεύομαι,θα είναι αυτή η μυστικήφωνήτου νερούεκείνη τη μέραθα πει στη γλώσσα σου όσαεσύ και εγώ αποσιωπήσαμε,θα διηγηθεί τα φιλιά μαςστη γηστο αλεύρι,θα συνεχίσεινα αλέθεισιτάρι,νύχτα,σιωπή,λέξεις,διηγήσεις,τραγούδι.

Ωδή στη ζωή (από τον Πάμπλο Νερούδα)

"...Αργά πεθαίνει εκείνος που γίνεται σκλάβος της συνήθειας

Εκείνος που επαναλαμβάνει το ίδιο ταξίδι κάθε μέρα

Εκείνος που δεν αλλάζει το βήμα του, που δεν ρισκάρει

και δεν αλλάζει τα χρώματα των ρούχων του, εκείνος που δεν μιλάει σε όσους δεν ξέρει

 

Αργά πεθαίνει εκείνος που την τηλεόραση κάνει γκουρού του

Αργά εκείνος που αποφεύγει το πάθος,

πεθαίνει αυτός που προτιμά το μαύρο από το λευκό, που δεν αντέχει τα συναισθήματα

Page 25: Νερούδα- ποιηματα

τα ίδια που κάνουν τα μάτια να λάμπουν

Εκείνα που κάνουν την καρδιά να χτυπούν

 

Αργά πεθαίνει αυτός που δεν ρισκάρει τη βεβαιότητα

για την αβεβαιότητα, που κρύβει το κυνήγι των ονείρων του

Εκείνος που δεν επιτρέπει στον εαυτό του, μια φορά έστω στη ζωή του

να πετάξει από πάνω του "φιλικές συμβουλές"

 

Αργά πεθαίνει εκείνος που καταστρέφει την ίδια του την αγάπη,

πεθαίνει εκείνος που δεν επιτρέπει στον εαυτό του να βοηθηθεί....

 

Αργά πεθαίνει όποιος εγκαταλείπει κάτι, πριν καν το αρχίσει

Εκείνος που δεν κάνει ερωτήσεις για όσα δεν ξέρει

Εκείνος που δεν απαντάει για όσα ξέρει

 

Ας αποφύγουμε αυτές τις μικρές δόσεις θανάτου

με το να θυμόμαστε πως το να ζεις απαιτεί πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από την απλή διαδικασία της αναπνοής......