Μια στιγμή πριν

57
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΡΙΝ ΣΕΡΤΖΙ ΜΠΕΛΜΠΕΛ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Σεναριογράφος Γυναίκα Ηρωινομανής Αδελφή Μητέρα Κόρη Άρρωστος Νοσοκόμα Κυρία Αστυνομικός (Άντρας) Αστυνομικός (Γυναίκα) Μοτοσικλετιστής Δολοφόνος Θύμα ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Σκηνή 1η (Εσωτερικός χώρος, πολυθρόνες. Ένας σεναριογράφος και η γυναίκα του) ΓΥΝΑΙΚΑ: Απόψε ξύπνησες μες στα άγρια χαράματα. ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δύο το πρωί ήταν. ΓΥΝΑΙΚΑ: Το ίδιο κάνει. Κοιμόμουνα, άναψες το φως, σε άκουσα να παραμιλάς, σηκώθηκες, και άφησες και το φως αναμμένο.

Transcript of Μια στιγμή πριν

Page 1: Μια στιγμή πριν

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΡΙΝΣΕΡΤΖΙ ΜΠΕΛΜΠΕΛ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Σεναριογράφος

Γυναίκα

Ηρωινομανής

Αδελφή

Μητέρα

Κόρη

Άρρωστος

Νοσοκόμα

Κυρία

Αστυνομικός (Άντρας)

Αστυνομικός (Γυναίκα)

Μοτοσικλετιστής

Δολοφόνος

Θύμα

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Σκηνή 1η (Εσωτερικός χώρος, πολυθρόνες. Ένας σεναριογράφος και η γυναίκα του)

ΓΥΝΑΙΚΑ: Απόψε ξύπνησες μες στα άγρια χαράματα.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δύο το πρωί ήταν.ΓΥΝΑΙΚΑ: Το ίδιο κάνει. Κοιμόμουνα, άναψες το φως, σε άκουσα να παραμιλάς, σηκώθηκες, και άφησες και το φως αναμμένο.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν παραμιλούσα.ΓΥΝΑΙΚΑ: Παραμιλούσες.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όχι.ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ψιθύριζα, απλώς σκεφτόμουν χαμηλόφωνα.ΓΥΝΑΙΚΑ: Στην προκειμένη περίπτωση είναι το ίδιο.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κάθισα και δούλεψα.

Page 2: Μια στιγμή πριν

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ορίστε;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό που άκουσες.ΓΥΝΑΙΚΑ: Α… πολύ χαίρομαι.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ώστε χαίρεσαι.ΓΥΝΑΙΚΑ: Και βέβαια! Κάθισες και δούλεψες!ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κάθισα και δούλεψα από τις πέντε μέχρι τις εφτά το πρωί.ΓΥΝΑΙΚΑ: Μέχρι τις επτά! Δε σε πήρα είδηση όταν γύρισες στο κρεβάτι.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το ξέρω. Ροχάλιζες!ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι έκανες;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σαν άντρας ροχάλιζες!ΓΥΝΑΙΚΑ: Επιτέλους! Πέρασε ένας χρόνος χωρίς ν’ ασχοληθείς!ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ένας ολόκληρος χρόνος;ΓΥΝΑΙΚΑ: Μπορεί και περισσότερο. Σωστά; Δε σου «κατέβαινε» καμία ιδέα. Τίποτε δεν έκανες.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τίποτε απολύτως;ΓΥΝΑΙΚΑ: Απολύτως. Εμπρός, πες μου.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν ξέρω τι να πω.ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μία ιδέα είναι μόνο.ΓΥΝΑΙΚΑ: Ωραία, θα το λάβω υπόψη μου. Μία ιδέα μόνο. Μόνο η ιδέα. Αλλά η ιδέα είναι το παν. Αν έχεις την ιδέα, όλα τ’ άλλα είναι απλώς… για τη χώνεψη.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποια χώνεψη;ΓΥΝΑΙΚΑ: Ξέρω κι εγώ; Είναι μία ατάκα που κάπου την άκουσα, «όλα τα άλλα είναι απλώς για τη χώνεψη», μπορεί να τη διάβασα και σε κάνα βιβλίο. Μου φαίνεται αστεία ως έκφραση. Τη χρησιμοποιώ πάντα με τους ασθενείς μου, όταν έχουν καταφέρει να περάσουν το πρώτο στάδιο του συνδρόμου, που είναι και το πιο δύσκολο, «όλα τα άλλα είναι απλώς για τη χώνεψη», τους λέω, εννοώντας ότι αφού ξεπέρασαν την πρώτη φάση, τα πράγματα, από δω και πέρα, γίνονται μόνα τους, σχεδόν χωρίς καμία βοήθεια. Όπως συμβαίνει και με τη χώνεψη: τα έντερα κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να τα εμποδίζουν ούτε η ψυχολογική σου κατάσταση ούτε οι σκέψεις σου ούτε οι επιθυμίες σου. Αν συνέλαβες χθες την ιδέα, από σήμερα όλα μπορούν να αλλάξουν, η ιδέα είναι το πιο σημαντικό, εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αφήσεις να ωριμάσει και να την κάνεις λέξεις και εικόνες! Δηλαδή, ό, τι έκανες πάντα. Μέχρι πέρσι τουλάχιστον. Λοιπόν, σου ήρθε η ιδέα. Από δω και πέρα, σου μένει η βρώμικη δουλειά, που είναι και η πιο απλή, το μηχανικό μέρος. Η χώνεψη. Γι’ αυτό, τέρμα πια τα νεύρα, οι κακοκεφιές, οι αϋπνίες, οι αγωνίες, τα χάπια και οι επισκέψεις στον ψυχίατρο, και πήγαινε αμέσως να τηλεφωνήσεις στον παραγωγό που σου άφησε μήνυμα προχθές και πες του ότι έχεις γράψει ένα καταπληκτικό σενάριο και κάνε κάτι να το βουλώσω επιτέλους, γιατί μιλάω συνέχεια και θέλω να μου πεις για το σενάριο.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν έχω κανένα σενάριο έτοιμο.ΓΥΝΑΙΚΑ: Θες να μου σπάσεις τα νεύρα;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εξάλλου δεν πιστεύω ότι θα σου αρέσει.ΓΥΝΑΙΚΑ: Είμαι σίγουρη ότι θα μου αρέσει.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν είναι κωμωδία.ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλύτερα! Αρκετά με τις ηλίθιες κωμωδίες που κοροϊδεύουν όλο τον κόσμο. Όλο τα ίδια και τα ίδια αστεία. Το ‘χουμε πει εκατό φορές.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μπορεί και να θεωρηθεί αντιδραστική ιστορία.ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι πάει να πει αυτό;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αλλά κατά βάθος δεν είναι.ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλύτερα. Για να σου πω την αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει «αντιδραστική ιστορία», δεν πιστεύω ότι υπάρχουν αντιδραστικές ιστορίες, αντιδραστικοί άνθρωποι ναι, αντιδραστικά κόμματα ναι, ιδεολογίες μάλιστα, αλλά ιστορίες; Δεν ξέρω τι να πω.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εννοώ ηθικοπλαστική.

Page 3: Μια στιγμή πριν

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ε και; Υπάρχουν ιστορίες ηθικοπλαστικές, και πολύ συγκινητικές μάλιστα. Τις ζω κάθε μέρα στο κέντρο. Και τώρα που το σκέφτομαι, μου κάνει εντύπωση που δε σε εμπνέουν καθόλου αυτές οι ιστορίες. Είναι αυθεντικές και όχι φτηνιάρικα μελό σαν κι αυτά που γυρίζουν στην τηλεόραση και στο σινεμά. Είναι ανατριχιαστικό, σήμερα κιόλας μου είπαν για ένα νεαρό, ένα καταπληκτικό και πανέξυπνο παιδί που τα τίναξε μετά την ένεση…ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θέλεις να σου πω ή όχι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Και βέβαια.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εντάξει.ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είναι η ιστορία ενός δεκαεξάχρονου αγοριού που μία μέρα… Όχι, ένα σαββατιάτικο απόγευμα, όχι, όχι, ένα Σάββατο βράδυ. Φαντάσου… Τρεις ξημερώματα Σαββάτου…ΓΥΝΑΙΚΑ: Κυριακής.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κυ… Ναι, σωστά. Ένας δρόμος γεμάτος μπαράκια. Βγαίνει λοιπόν, από ένα μπαράκι ένας νεαρός μισομεθυσμένος. Είναι και κάποιοι φίλοι μαζί του. Το πρωί της ίδιας μέρας τα έχει χαλάσει με το κορίτσι του. Βγήκε λοιπόν να διασκεδάσει, και να κάνει καμάκι. Βασικά, να κάνει καμάκι. Στην πραγματικότητα περνάει τη ζωή του κάνοντας διανομές πίτσας και τα σαββατόβραδα κοιτάει να πηδήξει κοριτσάκια. Μικρά και νόστιμα, κυρίως. Οι σχέσεις του με την οικογένειά του…ΓΥΝΑΙΚΑ: Έχει κορίτσι, αλλά ψάχνει και για κοριτσάκια…ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όχι. Ναι. Δεν ξέρω. Μπορώ να συνεχίσω;ΓΥΝΑΙΚΑ: Φυσικά, φυσικά…ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Οι σχέσεις με την οικογένειά του… Είναι… Πώς να το πω. Ναι… Φρικτές. Όμως δεν έχει χρήματα για να φύγει απ’ το σπίτι και τον βολεύει μια χαρά η μάνα του που του κάνει όλες τις…ΓΥΝΑΙΚΑ: Έτσι κι αλλιώς, δεν θα μπορούσε…ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι πράγμα;ΓΥΝΑΙΚΑ: Να φύγει απ’ το σπίτι. Και λεφτά να έβγαζε, είναι μόνο δεκαέξι χρονών. Αλλά συνέχισε, συνέχισε…ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λοιπόν… Ναι… Η βραδιά έχει τελειώσει. Βγαίνουν απ’ το μπαρ. Οι φίλοι του θέλουν να γυρίσουν σπίτι. Αυτός θέλει να συνεχίσει. Ήθελε να κάνει καμάκι και δεν του ‘κατσε! Τους προτείνει να πάνε σ’ ένα μπαρ με ζωντανή μουσική. Παίρνουν τις μοτοσυκλέτες τους. Ο νεαρός βάζει μπροστά τη μηχανή, πετάει ένα «Ακολουθήστε με!» και φεύγει με χίλια. Για να κάνει μαγκιά, περνάει ένα φανάρι με κόκκινο και την ίδια στιγμή απ’ την αντίθετη κατεύθυνση έρχεται και ένα αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Δε φοράει κράνος. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Όμως, μία στιγμή πριν ξεψυχήσει, όλα παγώνουν. Τίποτα δεν κινείται. Κάποιος, που δεν είναι άγιος, ούτε άγγελος, ούτε Θεός, απλώς «κάποιος», παγώνει το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν τον αναπόφευκτο θάνατο. Μες στο μυαλό του μία φωνή του λέει να καθίσει στο πεζοδρόμιο. Τίποτα δεν κινείται. Η εικόνα της μηχανής έχει παγώσει, ακίνητη στον αέρα. Ο οδηγός αυτοκινήτου, κοκαλωμένος, έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό, γιατί λίγα δέκατα του δευτερολέπτου πριν αντιλαμβανόμενος τι επρόκειτο να συμβεί, πήγε να φωνάξει. Ο νεαρός καθισμένος στο πεζοδρόμιο χαζεύει την εικόνα κατάπληκτος. Όλα μοιάζουν με φωτογραφία. Βλέπει τους φίλους του, λίγα μέτρα πιο πέρα, σταματημένους στο φανάρι. Όλα ακίνητα, μία μικρή, ανεπαίσθητη κίνηση. Κοιτά τον ουρανό. Αρχίζει να υποψιάζεται πως η φωνή που τον διέταξε να κατέβει απ’ τη μηχανή…ΓΥΝΑΙΚΑ: Τον διέταξε;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: … που τον προέτρεψε να κατέβει απ’ τη μηχανή είναι ο Θεός για τον οποίο του έλεγαν συνέχεια οι γονείς του. Αλλά ακούει τη φωνή να του λέει «Δεν είμαι ο Θεός. Είμαι, αν μου επιτρέπεις την έκφραση, το μέλλον σου. Μη σηκώσεις το βλέμμα. Δεν μπορείς να με δεις, δε βρίσκομαι πουθενά. Βρίσκομαι απλώς μαζί σου». Το αγόρι τον ρωτάει, ίσως δειλά ίσως με αφέλεια ίσως και αδιαφορία, τι θα έπρεπε να κάνει εκείνη τη στιγμή. Η φωνή σταθερή, ουδέτερη, του ζητάει να ηρεμήσει και να αφεθεί σ’ ένα μακρινό ταξίδι. Ο νεαρός τρομάζει γιατί σκέφτεται πως η φωνή είναι ο «Θάνατος». Σηκώνεται απότομα επάνω και κάνει να φύγει. «ΜΗ» του φωνάζει η φωνή. «Μη σηκώνεσαι. Είναι λάθος…»ΓΥΝΑΙΚΑ: Φρανκ Κάπρα! Το ‘χω δει!

Page 4: Μια στιγμή πριν

ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα μ’ αφήσεις να μιλήσω;ΓΥΝΑΙΚΑ: Για καλό το είπα.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Άστο για μετά, όταν θα σου ζητήσω τη γνώμη σου.ΓΥΝΑΙΚΑ: Συγγνώμη.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μ’ έκοψες τώρα.ΓΥΝΑΙΚΑ: «Μηηη!... Μη σηκώνεσαι. Είναι λάθος…», έλεγε η φωνή.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Α, ναι.ΓΥΝΑΙΚΑ: Και μετά;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: «Είναι λάθος…» μμμ … «Δεν είμαι ο Θάνατος». Και το αγόρι ρωτάει: «Τότε τι είσαι;» Η φωνή του αποκρίνεται πως είναι η λογική, η λογική του.ΓΥΝΑΙΚΑ: Μια μεταφορά θανάτου.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όχι, τίποτα δεν κατάλαβες. Η φωνή του ‘πε ν’ αφεθεί σ’ ένα μακρινό ταξίδι. Ο μικρός θα ταξιδέψει στο μέλλον του.ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν καταλαβαίνω χριστό.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό που πρέπει να κάνει το αγόρι… Κάτσε, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό που είπα για τη λογική πρέπει να το αλλάξω λίγο. Θα σου εξηγήσω… Το ταξίδι που θα κάνει ο νεαρός, θα το κάνει αποσπασματικά, θα είναι σαν να κάνει σύντομες επισκέψεις στο μέλλον του. ΓΥΝΑΙΚΑ: Ντίκενς. Χριστουγεννιάτικη Ιστορία.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λέγε ό, τι θες. Λοιπόν… Εν τέλει το μέλλον του, που ούτως ή άλλως είναι κάτι που έχει επινοηθεί στην όλη ιστορία, του προτείνει, να …ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιος; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι «ποιος»;ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιος προτείνει;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η φωνή.ΓΥΝΑΙΚΑ: Α…ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η φωνή προτείνει στο νεαρό, πριν αρχίσει το ταξίδι στο χρόνο, να σχεδιάσει… Να σκηνοθετήσει, τρόπον τινά, τη ζωή του στο μέλλον. Κι έτσι η φωνή τον ρωτά: «Αν ζήσεις, τι δουλειά θα ήθελες να κάνεις;». Το αγόρι στην αρχή διστάζει και τελικά θ’ απαντήσει: «Στέλεχος σε μεγάλη επιχείρηση». Θα ρωτήσει αν μπορεί ν’ αλλάξει γνώμη κι αμέσως μετά θα πει: «Όχι, ηθοποιός του σινεμά, και μάλιστα διάσημος». Μετά πάλι θ’ αλλάξει γνώμη και θα πει: «Όχι, όχι, δισεκατομμυριούχος να ‘χω υπαλλήλους να δουλεύουν και εγώ να κάθομαι αραχτός». Στη συνέχεια η φωνή θα τον ρωτήσει με ποιόν θέλει να ζήσει, αν θέλει να έχει μία σύντροφο και πως θα ήθελε να είναι αυτή η σύντροφος. Ο νεαρός θα πει πως θέλει μία γυναίκα νέα, υπερβολικά ελκυστική, ξανθιά, με πάθος, με καμπύλες και πάρα πολύ σέξι. Θ’ αλλάξει αμέσως πάλι γνώμη και θα πει… πως δε θέλει μόνο μία γυναίκα, αλλά θέλει να αλλάζει γυναίκα κάθε δύο-τρεις βδομάδες, και πως προτιμάει, όταν τις βαριέται, να τον εγκαταλείπουν αυτές παρά να παίρνει ο ίδιος την πρωτοβουλία και να κουράζεται. Κι επίσης ότι θα ήθελες όταν θα βαριέται τη μία, να υπάρχουν δύο-τρεις μέρες ανάπαυσης, μέχρι να έρθει η επόμενη. Μετά, η φωνή θα του ζητήσει, να περιγράψει το ιδανικό μέρος και το σπίτι ή τα σπίτια όπου θέλει να ζήσει. Ο νεαρός θα πει: «Ένα πολυτελές διαμέρισμα στην πόλη, ένα σαλέ στις Άλπεις με ιδιωτική πίστα του σκι και μία βίλλα σε ένα τροπικό νησί». Θέλεις παιδιά; Ναι. Ένα. Αγόρι! Αλλά αργότερα μετά τα τριάντα. Άλλες επιθυμίες; Όχι, καμία άλλη για την ώρα. Κι έτσι αρχίζει το ταξίδι. Κι εδώ ξεκινάει η ταινία. ΓΥΝΑΙΚΑ: Ωραία ήτανε!ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μα δεν καταλαβαίνεις πως αυτά που διηγήθηκα δεν κρατούν παρά μόνο τρία-τέσσερα λεπτά;ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλά, συγγνώμη. Συγγνώμη.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με το ταξίδι, λοιπόν, ξεκινάει η ταινία. Εντάξει; Ένα ταξίδι στο μέλλον, όπως το θέλει αυτός. Και θα κορυφωθεί όταν κληθεί να κάνει μία επιλογή. Θα σου εξηγήσω. Όταν τελειώσει το ταξίδι, θα τεθεί στο νεαρό ένα θέμα πολύ σοβαρό. Θα πρέπει αν πάρει μία απόφαση. Γιατί το σενάριο όπως θα το έχει γράψει ο ίδιος θα του αποκαλύψει την αφέλειά του. Τη βαθιά του ανωριμότητα. Ζει στιγμές τη μία μετά την άλλη. Κάνει ασταμάτητα έρωτα με διαφορετική γυναίκα κάθε φορά, όλο και πιο όμορφη αλλά όλο και πιο χαζή και ανυπόφορη, ζει μες στη χλιδή, το τηλέφωνο χτυπάει συνέχεια, τον

Page 5: Μια στιγμή πριν

ακολουθούν παντού σωματοφύλακες και άνθρωποι που τον «γλύφουν» διαρκώς. Όμως, αυτά τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Το σενάριο της ζωής που έχει φτιάξει του αφήνει πολύ χρόνο για να σκεφτεί. Θα εξηγήσω τι θέλω να πω. Τον περισσότερο καιρό δεν κάνει τίποτα. Και καθώς έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του σκέφτεται… Και αυτά που σκέφτεται είναι: «Τι φρίκη! Έχω τα πάντα όμως νιώθω πως δεν έχω τίποτα! Είμαι μόνος και βαριέμαι απελπιστικά!». Και συνεχίζονται οι ανιαρές στιγμές – αν και τώρα που το λέω, θα πρέπει να βάλω και κάποιες διασκεδαστικές.ΓΥΝΑΙΚΑ: Ε, ναι.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: … Μέχρι που φτάνουμε στην τελευταία σκηνή. Στην τελευταία σκηνή του ταξιδιού, εννοώ, όχι στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Εκτυλίσσεται σ’ ένα κρεβάτι. Ο νεαρός έχει φτάσει 93 χρονών. Είναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες. Και πεθαίνει. Κλείνει τα μάτια του και δεν ξανα ξυπνάει. Από τα δεκαέξι του μέχρι τα 93: φαινομενικά 77 χρόνια ευημερίας. Κι αφού δει τον εαυτό του να πεθαίνει, επιστρέφουμε αμέσως στη σκηνή του ατυχήματος. Εκείνη τη στιγμή, η φωνή του θέτει το δίλλημα και αυτός πρέπει να πάρει μία απόφαση. Το ατύχημα είναι θανατηφόρο. Η μηχανή θα συγκρουστεί μετωπικά με το αυτοκίνητο, ο ίδιος θα εκσφενδονιστεί και θα σκάσει με το κεφάλι στην άσφαλτο. Το κρανίο του θα κοπεί στη μέση. Τα μυαλά του θα χυθούν και ο θάνατός του θα επέλθει ακαριαία, βίαια, τραγικά, επαναστατικά, ποιητικά. Γιατί είναι επαναστατικός και ποιητικός ο θάνατος ενός δεκαεξάχρονου. Αλλά η φωνή το πάει πιο μακριά. Του προσφέρει την εναλλακτική να αποφύγει ένα τέτοιο τέλος, την πιθανότητα δηλαδή να αποτραπεί το τρακάρισμα από μία απότομη κίνηση του άλλου οδηγού την τελευταία στιγμή. Κι έτσι ο νεαρός θα τη γλιτώσει χωρίς την παραμικρή γρατζουνιά. Μια πιθανότητα που του δίνει την ευκαιρία να ζήσει, αλλά η ευκαιρία του δίνεται με έναν όρο. Ο όρος είναι υποχρεωτικός: πρέπει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ακριβώς έτσι όπως το έχει σχεδιάσει: Πολυτέλεια, λαγνεία, μακροβιότητα, χλιδή, υπεραφθονία και… κενό. Απέραντο κενό. Η επιλογή στο πιάτο: Ένας θάνατος επαναστατικός (θα γίνει ήρωας για τους ριψοκίνδυνους) ή ένας θάνατος βαρετός, ανούσιος, αδιάφορος, μετά από 77 χρόνια αδιάφορης, βαρετής και ανούσιας ζωής; Κι εκείνη τη στιγμή το αγόρι, θυμωμένο, θα φωνάξει: «Δε θέλω να διαλέξω!» Η φωνή, όμως, ήρεμη και αδιάλλακτη θα του αφήσει τα περιθώρια ενός μόνο λεπτού. Γι’ αυτό και ο τίτλος της ταινίας θα είναι «Ένα λεπτό πριν το θάνατο». Στη διάρκεια αυτού του λεπτού, θα περάσουν μπροστά απ’ τα μάτια του αγοριού όλες οι σκηνές από το παρελθόν – θα δει την οικογένειά του που την είχε απαρνηθεί και τη μισεί και θα καταλάβει πως ούτε τη μισούσε, ούτε ήθελε να την απαρνηθεί – όλες οι σκηνές από το μέλλον – που το γνωρίζει πια, μια γλυκιά ζωή που μοιάζει με αργό θάνατο, και, τέλος το ασυνήθιστο παρόν του – μία μάχη, ένα δίλλημα, να ζήσει ή να μη ζήσει. Η ώρα της ύστατης κρίσης. Και τότε διαλέγει…ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι διαλέγει;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να σου πω…ΓΥΝΑΙΚΑ: Λέγε.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εδώ και λίγη ώρα…ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: … Έχει μουδιάσει το χέρι μου.ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιο χέρι;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό.ΓΥΝΑΙΚΑ: Πόσο έχει μουδιάσει;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν ξέρω. Πολύ… Χρειάζομαι… Ίσως… Λίγο νερό… Το χέρι μου…ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι έπαθες;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δε… μπορώ να… αναπνεύσω…ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι να σου φέρω;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δε… δεν ξε… νε… νερό… Άκου… Α…ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι; Πες μου! Τι;ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δε… Δε… μπορώ… το… στήθος μου…. Σκοτείνιασαν όλα!ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάω να φωνάξω γιατρό.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μη, μη φευγ…ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάω.ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μη… Μη…

Page 6: Μια στιγμή πριν

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ανάσανε σε παρακαλώ! Ανάσανε!(Ο σεναριογράφος προσπαθεί να σηκωθεί, φέρνει τα δύο του χέρια στο στέρνο, δεν μπορεί να πάρει αναπνοή, νιώθει ένα δυνατό σφίξιμο στο στήθος. Η γυναίκα προσπαθεί να τον βοηθήσει, αλλά βλέποντας την έκφρασή του μένει έντρομη και ακίνητη. Αυτός, έχοντας πάθει καρδιακή προσβολή, σωριάζεται και πεθαίνει)

Σκηνή 2η

(Δωμάτιο ενός μικρού κεντρικού διαμερίσματος. Καθρέφτης, κομό, τραπεζάκι τηλεφώνου. Στο βάθος, μία πόρτα που βλέπει προς τα έξω, στο πλατύσκαλο μίας σκάλας, όπου είναι μισοσκότεινα. Ένας ηρωινομανής με την αδελφή του)

ΦΩΝΗ ΑΔΕΛΦΗΣ: (πίσω από την πόρτα) Αν δεν ανοίξεις, θα φωνάξω την αστυνομία. (Παύση) Άκουσες; (Παύση) Το ξέρω ότι είσαι μέσα και δε με σταματάει τίποτα! Θα πάω τώρα αμέσως και θα σε καρφώσω στην αστυνομία! Τα πράγματα έχουν αγριέψει και το ξέρεις! Σε χώνουνε μέσα ακόμα κι αν σε πιάσουνε με λίγα γραμμάρια! Μ’ ακούς; (Παύση) Δε με σταματάει τίποτα! Μ’ ακούς; Δεν πα’ να ‘σαι αδελφός μου! Άνοιξέ μου!(Ο ηρωινομανής, που ήταν κρυμμένος σε μία γωνία σκεπάζοντας τα αυτιά του με τα χέρια του, σηκώνεται απότομα και ανοίγει την πόρτα. Η αδελφή μπαίνει, τον σπρώχνει και κλείνει βίαια την πόρτα. Χωρίς να αρθρώσουν λέξη αρχίζουν να τσακώνονται με μπουνιές, κλωτσιές, δαγκωματιές, χαστούκια και σπρωξίματα. Ο ηρωινομανής προσπαθεί να ρίξει κάτω την αδελφή, αλλά εκείνη αντιστέκεται και τον αναχαιτίζει. Τελικά, χωρίζουν)ΑΔΕΛΦΗ: Δε φεύγω από ‘δω μέσα αν δε μ’ ακούσεις.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Με πόνεσες, μαλακισμένη! Πουτάνα, πουτάνα, πουτάνα!ΑΔΕΛΦΗ: (Τον χαστουκίζει, τον αρπάζει απ’ το μπράτσο και τον σέρνει σε μία γωνία του δωματίου) Δε γίνεται να περιμένουμε άλλο. Μας φλόμωσες στο ψέμα! Μας καταλήστεψες. Κατάφερες να καταστρέψεις τα πάντα. Τα πάντα, ακούς; Και δε μιλάω μόνο για τις σχέσεις μας, αυτό είναι το λιγότερο… αν ζούσε ο πατέρας… θα σε είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Είσαι αδελφή μου τώρα εσύ; Όχι πες μου… Είσαι αδελφή;ΑΔΕΛΦΗ: Βούλω σ’ το!ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Δεν είσαι.ΑΔΕΛΦΗ: Βούλωσ’ το! (Τον χαστουκίζει ξανά. Αυτός την κοιτάει. Είναι κάθιδρος) Άκουσέ με καλά.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Σήκω φύγε.ΑΔΕΛΦΗ: Όχι, εσύ μου άνοιξες. Δεν μπορεί, κάτι θα σημαίνω ακόμα για σένα. Αυτή τη φορά οι απειλές μου θα πιάσουν τόπο. Αποφασίσαμε να πληρώσουμε για να πας σε ένα ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης!ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ποιανού ιδέα ήταν; Δική σου ή της αλληνής της πουτάνας;ΑΔΕΛΦΗ: Αν ξαναμιλήσεις έτσι, σου ορκίζομαι πως αντί να ξοδέψω τα λεφτά μου για σένα, αντί να ξοδέψουμε όλοι τα λεφτά μας για σένα, για να σε σώσουμε, ηλίθιε, θα σου σπάσω και τα δυο πόδια για να μην μπορείς να κουνηθείς και θα πάω κατευθείαν στην αστυνομία. Ξέρεις τι θα πει «πουτάνα»; Πώς τολμάς και το λες; Οι πουτάνες δε δίνουν τα λεφτά τους για τους άλλους. Γίνομαι θυσία για σένα και συ τολμάς να με λες «πουτάνα»; Και λες «πουτάνα» τη μεγαλύτερη αδελφή σου, που μας μεγάλωσε σα μάνα; Τολμάς και βρίζεις εμένα, αλλά κυρίως εκείνη, που έχει γίνει σμπαράλια το νευρικό της σύστημα εξαιτίας σου, ενώ εσύ, αχάριστε, δεν κάνεις την παραμικρή προσπάθεια να τη στηρίξεις, να της φερθείς λίγο τρυφερά, να της πεις έναν καλό λόγο! Γι’ αυτό σε στείλαμε να σπουδάσεις φιλοσοφία τόσα χρόνια, ηλίθιε; Κανένας δε σου δίδαξε τι σημαίνει πόνος και εγκατάλειψη; Ποτέ σου δεν έμαθες τι σημαίνει συμπόνια και στοργή; Δε βλέπεις πως είναι τελείως διαλυμένη κι έχει από πάνω να βλέπει κι εσένα να καταστρέφεσαι; Γι’ αυτό πήγες στο πανεπιστήμιο; Για να μάθεις πώς να καταστραφείς, ηλίθιε;ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τράβα στην αστυνομία. Δεν έχω τίποτα. Ας με ψάξουν. Δε θα βρουν τίποτα. Εδώ και καιρό, δεν έχω τίποτα.ΑΔΕΛΦΗ: Σε ποιον τα λες αυτά; Έχεις κοιταχτεί στον καθρέφτη; Έχεις δει τη μούρη σου στον καθρέφτη; Για έλα, σήκω να τη δεις καλά!

Page 7: Μια στιγμή πριν

ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Όχι.ΑΔΕΛΦΗ: Σήκω σου λέω! Κοίτα, αν έχεις τα κότσια! Κοίτα!! (Τον έχει σύρει με βία, πιάνοντάς τον απ’ τα μαλλιά, και τον έχει υποχρεώσει να κοιτάει στον καθρέφτη)ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Με πονάς.ΑΔΕΛΦΗ: Πες μου τι βλέπεις…ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τίποτα.ΑΔΕΛΦΗ: Τι βλέπεις;ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Εμένα. Εσένα. Τίποτα.ΑΔΕΛΦΗ: Κοίτα τη φάτσα σου. Είναι η φάτσα σου αυτή; Είναι η ίδια φάτσα που είχες πριν από τρία χρόνια; Αν τη θυμάσαι, βέβαια… Όχι. Δεν είσαι εσύ αυτός.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Εγώ είμαι. Ξέρω πολύ καλά πως είμαι εγώ. ΑΔΕΛΦΗ: Είσαι ένα μηδενικό. Ένα ζωντανό πτώμα!ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Κάνεις λάθος. Είναι η δική μου φάτσα. Εσείς οι δύο είστε που μοιάζετε με μούμιες. Χα, χαΑΔΕΛΦΗ: (Τον πιάνει από τα μαλλιά και τον σπρώχνει στο πάτωμα) Δε θα το ξαναπώ. Είμαστε πρόθυμες να πληρώσουμε για να πας στο καλύτερο κέντρο αποτοξίνωσης. Θα σε βάζαμε με το ζόρι, αλλά δεν το δέχονται. Δυστυχώς, ο ασθενής πρέπει να θέλει από μόνος του…ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ασθενής; Ποιος ασθενής;ΑΔΕΛΦΗ: Μη μ’ αναγκάζεις να φέρομαι μελοδραματικά! Το ξέρεις ότι μισώ τα δράματα! Αλλά δε θέλουμε κι άλλους θανάτους στην οικογένεια, ιδίως άμα μπορούμε να τους αποφύγουμε. Έχουμε πληγωθεί αρκετά και δε μας περισσεύουν λεφτά για άλλους ψυχιάτρους.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ε, κόψτε τον ψυχίατρο.ΑΔΕΛΦΗ: Να σε βοηθήσουμε θέλουμε μόνο. Πρέπει να δεχτείς. Πρέπει να πεις το ναι. Θα το πεις;ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Διψάω. Εσύ δε διψάς;ΑΔΕΛΦΗ: Θα το πεις;ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Θες ένα ουίσκι, αλκοολικιά; (Παύση) Εγώ, ναι! Θέλω.ΑΔΕΛΦΗ: Τι θέλεις;ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ένα ουίσκι. Αλλά πού στο διάβολο;… Μήπως το βλέπεις εσύ πουθενά; Μία γουλίτσα θέλω μόνο. Ξέρεις ότι το ουίσκι γιατρεύει καλύτερα απ’ τον ψυχίατρο; Να το πεις στην αδελφούλα –που-σε-ανάθρεψε-σαν-να-ήτανε-μανούλα (κι-εμέεεενα-το-θυμάαααμαι)- πες της, λοιπόν, να μην πετάει τα λεφτά της για να την ακούνε κάτι τύποι με άσπρες ρόμπες, κι ότι μία μπουκάλα ουίσκι θα την κάνει να ξεχάσει μία χαρά όλα τα σκατά, αρκεί να το πάρει με τη σειρά: για την αληθινή μανούλα που πέθανε τόσο νέα, μία γουλίτσα. Για το ρόλο της μανούλας που έπαιξε τόσο καλά, άλλη μία γουλίτσα. Για το πήδημα που της έριξε ένας μαλάκας, άλλη γουλίτσα. Για τότε που ο μαλάκας τη γκάστρωσε και μέσα σε τρείς μέρες έφυγε με την γκόμενα, άλλη γουλίτσα. Για την απογοήτευση που πήρε από τον αδελφούλη της, όταν εκείνος, αντί να γίνει γιατρός ή δικηγόρος, πήγε να σπουδάσει φιλοσοφία και έγινε ένας άχρηστος, άλλη γουλίτσα. Και κόβω το κεφάλι μου πως μετά από τόσες γουλίτσες, θα τα έχει ξεχάσει όλα. Θα δώσει μία κλωτσιά στον ψυχίατρο, θα στείλει εσένα στο διάολο και θα έρθει μαζί μου να το γλεντήσουμε! Και θα της προτείνω να δοκιμάσει το καλύτερο… Μπα, όχι! Κατά βάθος, πρέπει να την αγαπάω λίγο, γιατί δεν ξέρω αν θα της έλεγα να το κάνει… Αχ, κοίτα… τι κρίμα.. Η μπουκάλα είναι άδεια. Δεν έχω ουίσκι. Δεν έχω λεφτά. Δώσ’ μου λεφτά. Μου τελείωσε το ουίσκι. Δώσε μου λεφτά και φύγε. Νιώθω πολύ καλά, στ’ ορκίζομαι, αδελφούλα! Δεν έχεις; Φύγε τότε, σε παρακαλώ, νιώθω λίγο ταραγμένος.ΑΔΕΛΦΗ: Όχι, δεν φεύγω αν δε μου πεις το «ναι»ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι «όχι»; Τι «ναι»; Τι να πω; Μη με μπερδεύεις αδελφούλα!ΑΔΕΛΦΗ: Σταμάτα να με λες αδελφούλα…ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι «όχι»; Τι «ναι»; Τι;ΑΔΕΛΦΗ: (Του δίνει κι άλλο χαστούκι, τόσο δυνατό, που πέφτει κάτω) Δεν ξέρεις ούτε τι λες ούτε τι κάνεις.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ξέρεις τι έμαθα στη φιλοσοφία; Ότι εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε τους κανόνες, κι εμένα τώρα ο δικός μου κανόνας μου λέει πως, μετά από τόσο ξύλο που έχω φάει, ήρθε η στιγμή να σηκώσω

Page 8: Μια στιγμή πριν

και εγώ χέρι. Αυτός είναι ο δικός μου ο κανόνας. Με άλλα λόγια, δίνε του!!. Δίνε του από δω, πριν ο αγαπημένος σου αδελφούλης, αρπάξει κάνα μαχαίρι ή σπάσει κανένα μπουκάλι και στο καρφώσει στο λαιμό! Κατάλαβες ; ΑΔΕΛΦΗ: Σε λυπάμαι.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Θέλεις το κακό μου.ΑΔΕΛΦΗ: Θα περιμένω να πάρεις τηλέφωνοΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Γιατί? ΑΔΕΛΦΗ: Για να μου πεις πως δέχεσαι… Αύριο κιόλας. Αλλιώς, αστυνομία. (Φεύγει. Ο ηρωινομανής φτύνει προς την πόρτα. Παθαίνει υστερική κρίση. Αρχίζει να ουρλιάζει κλωτσώντας αντικείμενα) ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Μούμιες, πουτάνες, καριόλες! Θέλετε το κακό μου! Μούμιες, ηλίθιες, μαλακισμένες! Το κακό μου θέλετε! Το κακό μου! Το κακό μου!(Κουλουριάζεται απ’ τον πόνο. Πάει προς το κομό. Ανοίγει ένα συρτάρι, ανακατεύει το εσωτερικό και πετάει το περιεχόμενο στο πάτωμα. Ανασηκώνει βιαστικά το διπλό πάτο του συρταριού και βγάζει ένα, δύο, τρία, τέσσερα χαρτάκια με ηρωίνη και ένα φακελάκι με κόκα. Ανοίγει το φακελάκι και μοιράζει την κόκα σε δύο γραμμές. Σνιφάρει. Από το άλλο συρτάρι βγάζει τα σύνεργα για την ηρωίνη [σύριγγα, κουτάλι, αναπτήρα, λάστιχο, κτλ]. Με μεγάλη νευρικότητα, αρπάζει ένα μπουκάλι οποιουδήποτε αλκοολούχου και προσπαθεί να το ανοίξει. Δεν τα καταφέρνει. Σπάει το λαιμό του μπουκαλιού στο έπιπλο. Κόβει το χέρι του χωρίς να το αντιληφθεί. Φέρνει το μπουκάλι στα χείλη του και πίνει λαίμαργα. Κόβει το κάτω χείλος του. Χαμογελάει. Σκουπίζει με το χέρι του τα χείλη. Η όψη του αίματος τον κάνει να γελάσει. Γεμίζει το κουτάλι. Διαλύει στο ποτό ένα χαρτάκι με ηρωίνη. Το γέλιο του τώρα προδίδει άγχος. Είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στην προετοιμασία της δόσης. Ακουμπάει προσεκτικά το κουτάλι με το περιεχόμενο του πάνω σε κάποιο αντικείμενο και δένει στο αριστερό του χέρι το λάστιχο. Τραβάει τη μία άκρη του λάστιχου με τα δόντια. Κάνει να πιάσει τη σύριγγα. Ξαφνικά, αρχίζει πάλι να γελά. Αφήνει τη σύριγγα και το λάστιχο, παίρνει το κουτάλι και αδειάζει το περιεχόμενό από τα άλλα δύο χαρτάκια. Ζεσταίνει το κουτάλι με τον αναπτήρα. Αφήνει προσεκτικά το κουτάλι, παίρνει τη σύριγγα και τη γεμίζει με υγρό. Ξαναβάζει το λάστιχο στο μπράτσο του και το σφίγγει με τα δόντια. Αναζητά, με δυσκολία, μία φλέβα και κάνει την ένεση. Ηρεμεί. Κάνει λίγα βήματα άσκοπα. Αναπνέει ασθμαίνοντας. Θέλει να καθίσει. Τραυλίζει, μουρμουρίζει ακατάληπτες λέξεις. Παθαίνει έναν ελαφρύ σπασμό. Αναπνέει με δυσκολία. Προσπαθεί να κάνει μερικά βήματα. Προσπαθεί, αλλά πέφτει γονατιστός στο πάτωμα. Κάνει προσπάθεια να ανασηκωθεί. Η αναπνοή του ακούγεται όλο και πιο αργή και πιο ασθενική. Κλείνουν τα βλέφαρά του. Το σώμα του δεν τον υπακούει. Ακολουθεί κι άλλος σπασμός, πιο δυνατός. Προσπαθεί να ανασηκωθεί, ξαναπέφτει. Επιχειρεί να συρθεί. Σηκώνει το κεφάλι, προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια. Προσπαθεί να πιάσει με το χέρι του το τηλέφωνο. Χάνει τις αισθήσεις του. Πεθαίνει)

Σκηνή 3η(Τραπεζαρία διαμερίσματος. Τραπέζι, καρέκλες, έπιπλο και τηλέφωνο. Εξώπορτα και ένα παράθυρο που βλέπει σε ακάλυπτο. Μάνα και κόρη κατά τη διάρκεια του βραδινού)

ΚΟΡΗ: Τι είναι αυτό;ΜΑΝΑ: Κοτόπουλο.ΚΟΡΗ: Α…ΜΑΝΑ: Τι «Α…»;ΚΟΡΗ: Τίποτα.ΜΑΝΑ: Τρώγε.ΚΟΡΗ: Δεν πεινάω.ΜΑΝΑ: Είναι εννιά η ώρα. Ώρα φαγητού. Τρώγε!ΚΟΡΗ: Δεν πεινάω.ΜΑΝΑ: Μη μου σπας τα νεύρα. Και κάθισε καλύτερα, κάνε μου τη χάρη. Με άκουσες; Κάθισε καλύτερα, είπα. Δεν κάθονται έτσι οι άνθρωποι στο τραπέζι. Σ’ το έχω πει χίλιες φορές. Μαζεύουμε τα χέρια, οι αγκώνες δεν πετάνε, ο ποπός δεν προεξέχει απ’ την καρέκλα, κρατάμε την πλάτη ίσια! Δεν

Page 9: Μια στιγμή πριν

καταλαβαίνεις όταν σου μιλάω; Τα χέρια πρέπει να είναι παράλληλα. Παράλληλα! Τι είναι αυτό; Κάτω το πόδι! Είπα να κατεβάσεις το πόδι σου! Τα πόδια όπως τα χέρια, παράλληλα! Πού το ‘χεις δει να σταυρώνουμε τα πόδια κάτω απ’ το τραπέζι; Είναι άκομψο να σταυρώνουμε τα πόδια κάτω απ’ το τραπέζι, χίλιες φορές σ’ το ‘χω πει, είναι αγένεια παιδί μου, μεγάλη αγένεια. Έχουμε και λέμε: πλάτη ίσια. Είναι ίσια αυτή η πλάτη που έχεις τώρα; Αν κάθεσαι στραβά, κάνεις καμπούρα, κάτω οι ώμοι, έχουμε πει, οι ώμοι κάτω. Μα τίποτε δε σας μαθαίνουν πια σ’ αυτό το σχολείο;ΚΟΡΗ: Όχι.ΜΑΝΑ: Ωχ, Θεέ μου!ΚΟΡΗ: Μπορώ να πω κάτι;ΜΑΝΑ: Τι;ΚΟΡΗ: Δε βολεύομαι.ΜΑΝΑ: Δεν είναι τίποτα, θα το συνηθίσεις. Και μόλις το συνηθίσεις, θα δεις, θα σε βολεύει καλύτερα. Μα, δε σας μαθαίνουν στο σχολείο πώς να κάθεστε στο τραπέζι;ΚΟΡΗ: Όχι. Μας μαθαίνουν άλλα πράγματα.ΜΑΝΑ: Αυτό είναι το κακό. Όλα όσα σας διδάσκουν είναι άχρηστα. Θα αλλάξεις σχολείο, και δε θέλω αντιρρήσεις.ΚΟΡΗ: Μα, μαμά…ΜΑΝΑ: Μπορείς να φας το φαΐ σου και να πάψεις να μιλάς; Άλλο κακό ελάττωμα που έχεις: κάνεις συνέχεια ερωτήσεις, μονίμως φλυαρίες, λες και το κάνεις επίτηδες, μόλις σου βάλω το πιάτο μπροστά σου, αντί να σου έρθει όρεξη να φας, σου κατεβαίνουν ένα σωρό ερωτήσεις, και στο τραπέζι, παιδί μου, δε μιλάμε. Τι κρίμα που γεννήθηκες χωρίς να γνωρίσεις τους παππούδες σου, κυρίως τον παππού σου, δηλαδή, γιατί η γιαγιά σου παρασυρόταν απ’ τον παππούς σου και ούτως ή άλλως, μας άφησε πριν κλείσει τα πενήντα, αλλά ο παππούς… Αυτός ήταν πραγματικά καθώς πρέπει άνθρωπος και μας έμαθε να ζούμε σωστά κι όχι να κάνουμε συνέχεια ερωτήσεις, αλλά να συμπεριφερόμαστε κόσμια και να αντιμετωπίζουμε με κομψότητα και αξιοπρέπεια τις μικρές και ασήμαντες πλευρές της ζωής, που όμως είναι αυτές που μας δίνουν ευχαρίστηση και που τελικά αυτές μας ενδιαφέρουν και μας καθιστούν ανθρώπους και όχι οι βαρβαρότητες που σας μαθαίνουν σήμερα στα σχολεία, και που το μόνο που καταφέρνουν είναι να σας κάνουν να γίνετε ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων και επιφανείς επαγγελματίες, αλλά χωρίς σεβασμό και χωρίς μόρφωση, χωρίς την παραμικρή σταγόνα ανθρωπιάς, ναι, αυτές ήταν οι διδαχές του παππού σου: να ξέρουμε πώς να καθόμαστε σωστά στο τραπέζι, πώς να χαιρετάμε και πώς να λέμε τη σωστή λέξη τη στιγμή που πρέπει. Αχ, παλιά τα πράγματα για τη ζωή τα μαθαίναμε έτσι, «εξ αίματος», και τώρα βλέπω πόσο καλό μας έκανε, κι όταν λέω εξ αίματος, δεν εννοώ το αίμα, φυσικά, αλλά το αίμα της κληρονομικότητας. Καταλαβαίνεις για ποιο πράγμα σου μιλάω, παιδί μου; Για την κληρονομικότητα. Και στο σπίτι, όταν ήμασταν πιτσιρίκια, αυτό μας κληροδότησαν: την αυστηρή και άτεγκτη εκπαίδευση, κι όχι όπως τώρα, που είμαι αναγκασμένη να σου λέω χίλιες φορές πώς να κάνεις ένα πράγμα, ναι, χίλιες φορές, χίλιες, και πρέπει να σου πω, παιδί μου, πως οι χίλιες φορές μου φαίνονται πάρα πολλές φορές, καταλαβαίνεις; Εδώ και τρία χρόνια σου λέω κάθε μέρα το ίδιο πράγμα, δε νομίζεις πως είναι υπερβολή; Ακόμα δεν άρχισες να τρως; ΚΟΡΗ: Όχι.ΜΑΝΑ: Γιατί;ΚΟΡΗ: Γιατί ακούω εσένα.ΜΑΝΑ: Μπορείς να τρως και ταυτόχρονα να ακούς. Δεν σου το απαγόρεψε κανείς. ΚΟΡΗ: Μου είπες πως δεν πρέπει να μιλάμε στο τραπέζι.ΜΑΝΑ: Όταν τρώμε, δε μιλάμε.ΚΟΡΗ: Οπότε, εσύ δε θα φας.ΜΑΝΑ: Εγώ; Όχι. Εγώ κάνω δίαιτα. Ξέρεις πολύ καλά πως θα φάω το μήλο μου, όταν εσύ θα τρως το γλυκό σου. ΚΟΡΗ: Θέλω και εγώ να κάνω δίαιτα.ΜΑΝΑ: Μη με κοροϊδεύεις εμένα! Σήμερα η μέρα στο γραφείο ήταν πολύ δύσκολη, καλύτερα να προσέχεις, λοιπόν, γιατί μπορεί να μου ανεβεί το αίμα στο κεφάλι και να μην ξέρω ούτε τι λέω ούτε τι κάνω. Συνεννοηθήκαμε; Μα, γλυκιά μου δε βλέπεις πόσο ωραίο είναι το κοτόπουλο;

Page 10: Μια στιγμή πριν

ΚΟΡΗ: Ναι.ΜΑΝΑ: Μιάμιση ώρα μου ‘φαγε. Μιάμιση ώρα για να σου φτιάξω τη σαλτσούλα, γιατί ξέρω πόσο σ’ αρέσει η σαλτσούλα! Και να ξέρεις πως δεν είχα καθόλου κέφι, αλλά την έφτιαξα για χάρη σου! Αυτό είναι το ευχαριστώ; Και ξέρεις και κάτι άλλο; Όταν ήμουν εγώ μικρή, το κοτόπουλο ήταν λιχουδιά πολυτελείας και το φτιάχναμε μόνο με δυο σκελίδες σκόρδο! Και ήταν και το γεύμα της Κυριακής. Και θυμάμαι τον παππού να μας λέει πως το κοτόπουλο το πιάνουμε με το χέρι. Αλλά διακριτικά. Μόνο το μπούτι! Και ποτέ δε γλύφουμε τα κόκαλα. Στο ξαναδείχνω. Πιάνουμε το μπούτι με το δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού χεριού, το πλησιάζουμε στο στόμα και με το δείκτη του αριστερού χεριού το πιάνουμε απ’ το άλλο άκρο.ΚΟΡΗ: Μα αυτό δεν είναι μπούτι!ΜΑΝΑ: Το ξέρω κοριτσάκι μου, είναι στήθος. Και σ’ το ‘κοψα έτσι για να το φας πιο εύκολα. Κι εξάλλου, ξέρω ότι προτιμάς το στήθος από το μπούτι.ΚΟΡΗ: Και είναι στήθος αυτό; ΜΑΝΑ: Ναι παιδί μου, δεν το βλέπεις;ΚΟΡΗ: Όχι. Θα πρέπει να είναι κάτω απ’ αυτό τον εμετό που εσύ το λες «σαλτσούλα».ΜΑΝΑ: Τι είπες;ΚΟΡΗ: Τίποτα.ΜΑΝΑ: Όταν κάποιος από εμάς έλεγε κάτι που δεν έπρεπε, και κυρίως την ώρα του φαγητού, ξέρεις τι έκανε ο παππούς; ΚΟΡΗ: Όχι, τι;ΜΑΝΑ: Μας βούταγε, μας πήγαινε στην κουζίνα, και μας έδινε μια στο στόμα με το χέρι ή με την πετσέτα. ΚΟΡΗ: Λεπτή χειρονομία.ΜΑΝΑ: Τον κοροϊδεύεις;ΚΟΡΗ: Όχι.ΜΑΝΑ: Κοροϊδεύεις τους νεκρούς; Την ίδια σου την οικογένεια;ΚΟΡΗ: Όχι. Μπορώ να σου κάνω μία ερώτηση;ΜΑΝΑ: Όχι. Ναι. Δεν ξέρω.ΚΟΡΗ: Οι θείοι αγαπούσαν τον παππού όσο τον αγαπούσες και εσύ;ΜΑΝΑ: Ααα… Φάε παιδί μου, επιτέλους!ΚΟΡΗ: Ε;ΜΑΝΑ: Τι;ΚΟΡΗ: Ο θείος και η θείαΜΑΝΑ: Τι;ΚΟΡΗ: Μιλάνε κι αυτοί συνέχεια γι’ αυτόν;ΜΑΝΑ: Μα, παιδί μου, όλος ο κόσμος μιλάει συνέχεια για τους γονείς του, άμα πεθάνουν. Σταμάτα πια, εντάξει; Έχει πάει εννιά και τέταρτο και όλα τα φυσιολογικά παιδιά έχουν φάει και ετοιμάζονται να πάνε για ύπνο. Γιατί με κοιτάς έτσι;ΚΟΡΗ: Δηλαδή, όταν θα πεθάνεις, θα μιλάω συνέχεια για σένα;ΜΑΝΑ: Δεν ξέρω, παιδί μου, φαντάζομαι πως ναι. Αλλά μπορείς να μου πεις γιατί σκέφτεσαι τέτοια πράγματα;ΚΟΡΗ: Δεν ξέρω… Μαμά!ΜΑΝΑ: Τι;ΚΟΡΗ: Αν μου αλλάξεις σχολείο, δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ.ΜΑΝΑ: Πώς σου ήρθε αυτό τώρα; Δεν πρόκειται να σου αλλάξω σχολείο, αφού σου αρέσει τόσο πολύ… Αν και για να σ’ αρέσει τόσο πολύ, κάτι δεν πάει καλά. Σε κανένα παιδί δεν αρέσει το σχολείο, και για να σ’ αρέσει εσένα, σημαίνει πως δέχεσαι πολύ κακές επιρροές. Παιδί μου, είναι το χειρότερο απ’ όλα, κοριτσάκι μου, κι όταν είναι κανείς μικρός δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις κακές επιρροές και αφήνεται να παρασυρθεί – το κοτόπουλό σου, παιδί μου! – και μετά, χωρίς να το θέλει, όσο καλός άνθρωπος και να ‘ναι, γίνεται ασυνεπής και ανεπιθύμητος, ένα ρεμάλι, ένας διεστραμμένος, και τότε κάνει την ανοησία, κι όταν αργότερα το καταλάβει, είναι πάντα… Μα πάντα αργά! Μα γιατί τα λέω όλα

Page 11: Μια στιγμή πριν

αυτά; Αφού δε θέλω να μιλάω γι’ αυτά. Να κοίτα. Άρχισα να τρέμω και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να σου συμβεί κάτι κακό, άρχισα να τρέμω.ΚΟΡΗ: Σαν κι αυτό που συμβαίνει στο θείο; ΜΑΝΑ: Στο θείο; Μα, τι λες, παιδί μου; Τι λες; Ποιος μίλησε για το θείο; Τι εννοείς; Ποιος σου μίλησε για το θείο;ΚΟΡΗ: Η θεία.ΜΑΝΑ: Θα τη σκοτώσω.ΚΟΡΗ: Τι είπες;ΜΑΝΑ: Θα φας μια καταραμένη μπουκιά, επιτέλους; Έτσι και δε φας, αύριο κιόλας σου αλλάζω σχολείο. Και βγάλε τους αγκώνες σου απ’ το τραπέζι!!! Άντε, άνοιξε το στόμα σου.ΚΟΡΗ: Για ποιο λόγο;ΜΑΝΑ: Μπορείς να μου κάνεις τη χάρη να ανοίξεις το στόμα σου;ΚΟΡΗ: Για ποιο λόγο;ΜΑΝΑ: Είπα: Άνοιξε το στόμα σου!ΚΟΡΗ: Δεν το ανοίγω! Δεν το ανοίγω!ΜΑΝΑ: Άνοιξέ το!!!ΚΟΡΗ: Δεν το ανοίγω. Θέλεις να μου χώσεις μία μπουκιά στο στόμα κι εγώ δε θέλω. Δεν πεινάω, θα το φάω όταν πεινάσω. ΜΑΝΑ: Τι έχεις στο στόμα σου; Ρώτησα: τι έχεις στο στόμα σου; Άνοιξε να δω. Δε θέλω να σε χτυπήσω, γιατί εμένα ο πατέρας μου δε με χτυπούσε κι εγώ φέρομαι σαν κι αυτόν και ποτέ δε σε…ΚΟΡΗ: Ποιος πατέρας; (Παύση) Ποιος πατέρας;ΜΑΝΑ: Τι «ποιος πατέρας»; Ο δικός μου, παιδί μου, ο παππούς σου, ποιος άλλος; Γιατί ρωτάς;ΚΟΡΗ: Γιατί κάθε φορά που μιλάς γι’ αυτό λες πάντα «ο παππούς»…ΜΑΝΑ: Και λοιπόν; Πατέρας μου δεν ήτανε; ΚΟΡΗ: Πού να ξέρω ‘γω; Υποθέτω πως ναι. ΜΑΝΑ: Α… Φτάνει πια.ΚΟΡΗ: Μου φάνηκε περίεργο που τον είπες «πατέρα». Αυτό είναι όλο.ΜΑΝΑ: Αρκετά… ΚΟΡΗ: Γιατί θες να ανοίξω το στόμα μου;ΜΑΝΑ: Γιατί είμαι σίγουρη πως μασάς μία από αυτές τις αηδίες, που σου κόβουν την όρεξη, τις τσίχλες. ΚΟΡΗ: Τσίχλες; Όχι, να κοίτα. Και θες να σ πω και κάτι;ΜΑΝΑ: Δεν ξέρω. Όχι. ΚΟΡΗ: Οι τσίχλες δεν κόβουν την όρεξη, γιατί χθες όλη τη μέρα μασούσα τσίχλες και πείναγα σα βόδι.ΜΑΝΑ: Και σήμερα τι έπαθες;ΚΟΡΗ: Τίποτα. Θέλω απλώς να κάνω δίαιτα. Μου είπε μία φίλη μου, πως η παχυσαρκία είναι κληρονομική. (Η μάνα είναι έτοιμη να την χαστουκίσει) Δεν το είπα για σένα… Για τη θεία το είπα.ΜΑΝΑ: Φτάνει πια, φτάνει. Πώς κατάντησε, Θεέ μου, αυτός ο κόσμος; Πώς κατάντησε; Τρώγε!!!ΚΟΡΗ: Όχι.ΜΑΝΑ: Ναι.ΚΟΡΗ: Όχι.ΜΑΝΑ: Τα μικρά παιδιά δεν κάνουν δίαιτα.ΚΟΡΗ: Γιατί;ΜΑΝΑ: Γιατί το σώμα σου δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα, γιατί δεν είσαι ακόμη γυναίκα, γιατί είσαι ένα μικρό κοριτσάκι και όχι ενήλικη, γιατί, γιατί, γιατί πρέπει να αλλάξει κι άλλοοοοο ο μεταβολισμός σου, κι επιπλέον εσύ δεν έχεις πρόβλημα βάρους, σαν οδοντογλυφίδα είσαι, κι ούτε κι εγώ είμαι χοντρή. Σου φαίνομαι εγώ χοντρή; Πες την αλήθεια! Δεν έχεις δει τι λεπτή μέση που έχω εγώ;ΚΟΡΗ: Και γιατί κάνεις δίαιτα, αφού είσαι τόσο λεπτή;ΜΑΝΑ: Για λόγους υγείας, κόρη μου. Για λόγους υγείας. Γιατί δε θέλω να με σκοτώσει η χοληστερίνη, όπως τη μητέρα μου, τη γιαγιά σου, θέλω να πω, ο γιατρός μου είπε να προσέχω… ΚΟΡΗ: Είδες που είναι κληρονομικό;

Page 12: Μια στιγμή πριν

ΜΑΝΑ: Θες να με κάνεις να κλάψω ε;ΚΟΡΗ: Όχι.ΜΑΝΑ: Όχι;ΚΟΡΗ: Νομίζω πως όχι.ΜΑΝΑ: Εγώ νομίζω πως ναι.ΚΟΡΗ: Να σε ρωτήσω κάτι; (Παύση) Τι είναι χοληστερίνη; ΜΑΝΑ: Αχ, βρε παιδάκι, άσε με ήσυχη, επιτέλους! Και τι σε νοιάζει εσένα; Τα μικρά κοριτσάκια δεν έχουν χοληστερίνη, τα μικρά κοριτσάκια πρέπει να τρώνε τα πάντα για να μεγαλώσουν και να γίνουν γυναίκες, τα κοριτσάκια σαν και σένα πρέπει να διατρέφονται σωστά, πρέπει να παίρνουν βιταμίνες, μέταλλα, λίπη, ιχνοστοιχεία, υδατάνθρακες, αμινοξέα, πρωτεΐνες, απ’ όλα. Κοίτα, κοριτσάκι μου, κοίτα τι κοτόπουλο! Δες νοστιμιά. Πάω στοίχημα πως καμία απ’ τις φιλενάδες σου δεν έχει μάνα σαν και μένα, που σκοτώνεται να μαγειρέψει, όπως σκοτώνομαι εγώ για σένα, που σου ετοιμάζω σαλτσούλες και λιχουδιές, που περνάω ώρες ολόκληρες μέσα στην κουζίνα για να σε κάνω ευτυχισμένη, που προσέχω τόσο πολύ την υγεία σου. Δεν υπάρχει άλλη μάνα σαν και μένα, που να φροντίζει το παιδί της όπως σε φροντίζω εγώ, και ποιο είναι το «ευχαριστώ»; Δεν είσαι παρά μια κακομαθημένη, μία αγενής που έχει το θράσος να με κοροϊδεύει μπροστά στα μάτια μου. Και μένα και όλο τον κόσμο, μέχρι και τους πεθαμένους. Δε γέννησα παιδί εγώ. Ένα τέρας γέννησα. Ένα τέρας. Γιατί Θεέ μου, γιατί; Τι σου ‘φταιξα;ΚΟΡΗ: Μαμά...ΜΑΝΑ: Τι;ΚΟΡΗ: Αν φάω θα το βουλώσεις;ΜΑΝΑ: Ναι.ΚΟΡΗ: Ορκίσου το.ΜΑΝΑ: Μα γιατί φωνάζεις έτσι;ΚΟΡΗ: Ορκίσου το.ΜΑΝΑ: Στο σπίτι αυτό ούτε ορκιζόμαστε, ούτε ψευδορκούμε. Ποτέ. Το να ορκίζεται κανείς δεν είναι καθόλου σωστό, καθόλου κόσμιο. ΚΟΡΗ: Σκάσε, σκάσε, σκάσε! Ορκίσου πως αν φάω θα το βουλώσεις!ΜΑΝΑ: Δεν υπάρχει σεβασμός. ΚΟΡΗ: Μαμά!ΜΑΝΑ: Στο… υπόσχομαι. (Παύση)ΚΟΡΗ: (Ξαφνικά παίρνει τρία-τέσσερα κομμάτια κοτόπουλου και τα χώνει στο στόμα. Η μάνα κάνει μία έκφραση αηδίας, σηκώνεται απ’ το τραπέζι. Η κόρη μασάει γρήγορα, ακούγεται το τραγάνισμα των κοκάλων στο στόμα της)ΜΑΝΑ: Έλα τώρα σε παρακαλώ.ΚΟΡΗ: (Με το στόμα γεμάτο) Είμαι τέρας, μαμά;ΜΑΝΑ: Και βέβαια όχι, παιδί μου.ΚΟΡΗ: (Με το στόμα γεμάτο) Μου φέρνεις υστερία, μαμά.ΜΑΝΑ: Για τ’ όνομα του Θεού, πήγαινε στο μπάνιο και φτύσ’ το.ΚΟΡΗ: Όχι, όχι. Θα το φάω, θα το φάω!!!ΜΑΝΑ: (Αρχίζει να γελάει. Η κόρη χωρίς να το θέλει στραβοκαταπίνει και της κάθεται στο λαιμό. Η μάνα την κοιτάει και γελάει ακόμα πιο δυνατά. Η κόρη προσπαθεί να βήξει αλλά δεν τα καταφέρνει) Ηθοποιό πρέπει να σε κάνουμε! (Η κόρη βγάζει ένα γόγγισμα, αναπνέει με δυσκολία, και χτυπάει το στήθος της, της απλώνει το χέρι, ζητώντας βοήθεια. Η μάνα σταματάει να γελάει) Σταμάτα. Φτάνουν τα αστεία. ΚΟΡΗ: (Προσπαθεί να πάρει ανάσες, προσπαθεί να βήξει. Βάζει δύο δάχτυλα στο στόμα, προσπαθεί να βγάλει τα κοκαλάκια που έχει στραβοκαταπιεί)ΜΑΝΑ: Μα τι κάνεις; Θέλεις να κάνεις εμετό εδώ; Στη μέση του σαλονιού; Μου ‘ρχεται αηδία. Θα σταματήσεις τέλος πάντων τις βλακείες σου;ΚΟΡΗ: (Πιάνεται στις δύο αντικρινές πλευρές του τραπεζιού και προσπαθεί να βήξει. Στη συνέχεια, ανεβαίνει με δυσκολία στο τραπέζι)ΜΑΝΑ: (Αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται γι’ αστείο, πάει κοντά στην κόρη της, η οποία κείτεται στο πάτωμα και έχει αρχίσει να χάνει την αναπνοή της) Αγάπη μου, κοριτσάκι μου, παιδί μου! Μη

Page 13: Μια στιγμή πριν

μου πεις πως πνίγηκες στ’ αλήθεια! Τι θα κάνω τώρα; Άνοιξε το στόμα σου! Τι πρέπει να κάνω τώρα εγώ; (Κοκαλώνει όρθια κοιτώντας την κόρη. Προσπαθεί να βάλει τα δάχτυλά της στο στόμα της κόρης, αλλά οι σπασμοί την αποτρέπουν. Προσπαθεί να την πιάσει από τα μπράτσα αλλά δεν τα καταφέρνει. Κλαίει, γίνεται ολοένα και πιο νευρική. Η κόρη πέφτει κάτω και χάνει τις δυνάμεις της) Παιδί μου, παιδί μου! Τι θες να κάνω; Θες να φωνάξω ένα γιατρό; Γιατί δεν προσπαθείς να βήξεις λίγο; Έλα, βήξε, βήξε! Αχ μικρή μου, χλόμιασες! Μα τι να κάνω; Να φωνάξω το γείτονα; Αχ, δεν ξέρω. Βάλε τα δυνατά σου μικρή μου, βάλε τα δυνατά σου! (Απομακρύνεται απ’ το τραπέζι και κατευθύνεται προς το παράθυρο. Η κόρη χάνει τις αισθήσεις της και πέφτει στο πάτωμα, έχει ένα σπασμό. Ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει) Βοήθεια!!! Μ’ ακούει κανείς; Το κοριτσάκι μου… Μ’ ακούτε; Το κοριτσάκι μου κατάπιε… Σας παρακαλώ! Δεν υπάρχει κανείς; Βοηθείστε με! (Πάει προς το τραπέζι, βλέπει την κόρη της στο πάτωμα) Λείπει ο γείτονας. Απάντησε μου, παιδί μου! (Προσπαθεί να σηκώσει την κόρη αλλά είναι αδύνατον) Δεν μπορώ, δεν έχω δυνάμεις, Παιδί μου, κοριτσάκι μου! Εγώ… Ο γείτονας… Θέλεις να…; Ανάπνευσε… Αχ, μικρό μου, μελάνιασες… (Η κόρη σταματάει ν’ αναπνέει, ξαφνικά συσπάται το στήθος της και το σώμα της διπλώνει. Η μάνα κοιτάζει έντρομη, ανίκανη ν’ αντιδράσει. Το κορμί της κόρης, μετά από μία έντονη σύσπαση, χαλαρώνει απότομα. Πεθαίνει)

Σκηνή 4η

(Δωμάτιο νοσοκομείου. Τηλεόραση. Κομοδίνα. δυο κρεβάτια. Το ένα κενό. Στο άλλο, ξαπλωμένος ο άρρωστος, με το ένα χέρι και το ένα πόδι στο γύψο. Είναι ακινητοποιημένος. Το πόδι συγκρατούν ψηλά δυο αλυσίδες. Δίπλα από το ελεύθερο χέρι υπάρχει μια συσκευή με ένα κόκκινο κουμπί για να ειδοποιεί την νοσοκόμα. Μπαίνει η νοσοκόμα κρατώντας ένα δίσκο με φαρμάκια)

ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καλησπέρα.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: γεια.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αυτά τα δυο.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: απόψε θα πάρετε μόνο δυο.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Ενεσούλα;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Όχι. Πονάτε;;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Χμ..ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Και τα χάπια παυσίπονα είναι!ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Α…..ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Πάρτε τα.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μπορείτε να μου ξύσετε λίγο την πλάτη; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ορίστε;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Με τρώει.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καινούργιο αστείο;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αφού με τρώει..ΝΟΣΟΚΟΜΑ: (Πλησιάζει και χωρίς να το θέλει ρίχνει κάτω την συσκευή με το κόκκινο κουμπί, κανείς από τους δυο δεν το προσέχει) Νομίζω πως σας αρέσουν τα παιχνίδια.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Εγώ νομίζω πως πρέπει να φέρετε κάποιον στο διπλανό κρεβάτι. Είμαι πέντε μέρες εδώ, μόνος, χωρίς έναν άνθρωπο να πω μια κουβέντα.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Κανείς δεν έρχεται να σας δει;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Κανείς..ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Πού σας τρώει;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Κεντρικά….ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Εδώ?ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Όχι. Ναι. Όχι. Όχι. Πιο πάνω. Δεξιά. όχι αριστερά. Πιο κάτω λίγο πιο κάτω. Εκεί, εκεί. Δεξιά. Αριστερά αριστερά. Πιο κάτω, λίγο πιο κάτω. Αχχ…ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Τι;

Page 14: Μια στιγμή πριν

ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Εκεί εκεί εκεί εκεί εκεί..!!ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Να σας πω….. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι; Αχ!!! Κι άλλο! Κι άλλο!!!ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Νομίζω πως φτάνει.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν μπορείτε να μου αφιερώσετε λίγη ώρα;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: ΌχιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Γιατί δεν μου φέρνετε κάποιον στο διπλανό κρεβάτι; Θα γλιτώνατε και το ξύσιμοΝΟΣΟΚΟΜΑ: Θα σηκωνόταν ο διπλανός να σας ξύσει;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Φυσικά!ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Περίεργος είστε. Όλοι προτιμούν να είναι μόνοι τους. Και εσείς τώρα.. θέλετε παρέαΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μην το λέτε. Πριν σακατευτώ μου άρεσε πολύ και έμενα να είμαι μόνος μου. Με ενοχλεί ο κόσμος. Με ενοχλούσε, τουλάχιστο. Οι γείτονες. Σχεδόν ανυπόφοροι – να μην πω για τις γειτόνισσες. Οι συνάδελφοι στην δουλειά. Οι άνθρωποι που σπρώχνονται στο δρόμο, στο μετρό, στα μαγαζιά, που τσαλαπαταει ο ένας τον άλλον για να διασχίσουν πρώτοι, να μπουν πρώτοι, να αγοράσουν πρώτοι, να αναπνεύσουν. Πριν τρία χρόνια, είχα πλευρίτιδα και με βαλανε σε ένα δωμάτιο με άλλους δυο τους μίσησα θανάσιμα, και αυτούς και τις οικογένειες τους. Αλλά τώρα, θα ‘θελα να έχω κάποιον στο διπλανό κρεβάτι. Μα τι κάνετε; Φεύγετε; Μια στιγμή. Δεν θα μου βάλετε θερμόμετρο;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: ΌχιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Νομίζω πως έχω πυρετό.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αν είχατε πυρετό δεν θα μιλούσατε τόσο.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Πού το ξέρετε;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Τα χάπια σας.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Όπως διατάξατε. (Παίρνει τα χάπια) Με τρώει και ο γύψος και έχει πρηστεί και το πόδι μου. Με πονάει.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Είναι φυσικό.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Είστε σίγουρη; Αν μου βάζατε θερμόμετρο, θα αισθανόμουν καλύτερα.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Είστε λίγο….ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: ...Φορτικός (Μετράει το σφυγμό του κοιτώντας το ρολόι της)ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Κάνετε λάθος. Όλες αυτές τις μέρες είχα πολύ χρόνο στην διάθεση μου για να σκεφτώ. Πιστεύω ότι η πτώση από τις σκάλες ήταν ένα είδος αποκάλυψης… όχι ακριβώς…. Εννοώ… αναγκαιότητας… να… , το βλέπετε ότι έχω πυρετό; Χάνω τα λόγια μου… έχετε σκεφτεί ποτέ ότι, καμιά φορά, μας συμβαίνει κάτι, γιατί πρέπει αναγκαστικά να μας συμβεί, γιατί είναι αναγκαίο να κάνουμε μια αλλαγή; Μια αλλαγή στη ζωή μας εννοώ. Ποτέ; Η αλήθεια είναι πως ούτε και εγώ το είχα σκεφτεί πριν. Αλλά εκείνη την ημέρα…. Παραπαπαμ! Και καθώς κατρακυλούσα στις σκάλες… ξέρετε τι μου πέρναγε από το μυαλό; Πως όταν φτάσω στο τελευταίο σκαλί θα έχω σκοτωθεί. και ξέρετε ότι άκουγα και τους γύρω να γελανε; Οι μαθητές μου είχαν κατουρηθεί στα γέλια εγώ, όμως, αισθανόμουν τα χέρια και τα πόδια να φεύγουν από το σώμα και άκουγα όλους εκείνους τους νεαρούς να πεθαίνουν στα γέλια βλέποντας με να πέφτω.. σπρώχνοντας με πιο βαθειά… σ… σ... σ’ αυτό που πίστευα πως θα ήταν ο θανατ…. Μπα! Όλα τα παιδιά κοροϊδεύουν τους καθηγητές τους. Έτσι δεν είναι;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: ΌχιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Είμαι σίγουρος πως και οι νοσοκόμες κοροϊδεύουν τους ασθενείς τους.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Όχι. Μπορείτε, σας παρακαλώ, να σταματήσετε να μιλάτε για ένα λεπτό; έχω χάσει τον σφυγμός σας τρεις φορές ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αυτό δείχνει ότι με προσέχετε.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Θα σταματήσετε ή όχι;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν θα ήταν πιο εύκολο, αν απλώς μου βάζατε θερμόμετρο;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Σωπάστε..ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν μοιάζετε καθόλου με τις νοσοκόμες στις ταινίεςΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ποιες ταινίες;

Page 15: Μια στιγμή πριν

ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Πού ξέρω; Σε όλες τις ταινίες υπάρχει μια νοσοκόμα… σωστά; Τρόπος του λέγειν δηλαδή… Εννοώ μια όμορφη κοπέλα που, χωρίς να το θέλει ή και εσκεμμένα, προκαλεί…. Προκαλεί… καταλαβαίνετε τι θέλω να πω..ΝΟΣΟΚΟΜΑ: ΌχιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν καταλαβαίνετε; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Δεν έχετε πυρετό.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Απατάσθε.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καληνύχτα σας.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Περιμένετε.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Μπορεί εγώ να μην μοιάζω με τις νοσοκόμες στις ταινίες, αλλά σας διαβεβαιώ πως εσείς μοιάζετε με τους ασθενείς στις ταινίες.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Σοβαρά; Πολύ χαίρομαι. Κι… αυτό…. Τι σημαίνει αυτό; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καληνύχτα σαςΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μπορείτε να μου κάνετε μια ένεση;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: ΌχιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Σας ικετεύω! Νιώθω χάλιαΝΟΣΟΚΟΜΑ: Θα σας βοηθήσουν τα χάπια. Περιμένετε λίγο και θα δείτε πόσο καλύτερα θα αισθανθείτε.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Και αν δεν βοηθήσουν;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Χτυπήστε το κουδούνιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν βλέπεις πως είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Σίγουρα όχι από τον πυρετό.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν είμαι ασθενής σε ταινία! Έχω σπασμένο χέρι και σπασμένο πόδι. Έχω ιστορικό πλευρίτιδας. Είμαι ένας άντρας μοναχικός και καλλιεργημένος, που καταλαβαίνει ακόμα και όταν του μιλούν επιστημονικά. Σήμερα το πρωί, ο γιατρός έλεγε σε ένα συνάδελφο του, για πιθανές πνευμονικές επιπλοκές. Το άκουσα χωρίς να θέλω. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Προς το παρόν έχετε επιπλοκές στον εγκέφαλο.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μη με κοροϊδεύετε σας παρακαλώ. Με φοβάστε;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Θέλετε κάτι από εμένα;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Όχι. Είστε πολύ άσχημη. Γιατί να θέλω κάτι από εσάς;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αν δεν είχα υπηρεσία...ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καληνύχτα.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τρεις φορές το έχετε πει και ακόμη εδώ είστε.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Μπορεί να είμαι άσχημη, αλλά δεν είμαι αγενής. Δεν θέλω να εγκαταλείπω τους ανθρώπους πριν τελειώσουν αυτά που θέλουν να πουν. Είναι θέμα αρχής.ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Πιστεύετε ότι είμαι τρελός. Κι όμως όχι! Ήμουν σχεδόν όπως εσείς. Θέλω να πω, αντιπαθητικός, στεγνός, σοβαρός, συγκρατημένος. Η σκάλα τα έκανε όλα. Το πέσιμο. Κι τα γέλια. Τώρα έγινα άλλος άνθρωπος. Μη φύγετε σας ικετεύω. Μείνετε λίγο. Μήπως σας προσέβαλα; Όχι, όχι απλώς σας περιέγραψα. Μη φεύγετε. Πιστεύετε πως είμαι θρασύς, ε; Θα ήθελα πολύ να ‘χατε εσείς ένα χέρι και ένα πόδι σπασμένο και δώδεκα καρφιά σιδερένια ή ατσαλένια ή ότι διάολο είναι, εκεί, στο μηριαίο οστό! Δεν είμαι θρασύς. Το πέσιμο φταίει. Κάτω. Στην άβυσσο. Κι αυτό το άδειο κρεβάτι. Κάθε μέρα. Όλα άδεια. Μην φεύγετε. Είστε πράγματι πολύ άσχημη, από τις ασχημότερες γυναίκες που έχω δει στην ζωή μου αλλά δεν έχετε λόγο να θυμώσετε. Ξέρετε κάτι; Πριν, δεν θα τολμούσα να πω κάτι τέτοιο. Δίσταζα να πω τα πράγματα με το όνομα τους. Ήμουν ντροπαλός, ή δειλός καλυτέρα. Τώρα όμως έπαψα να είμαι. Μην φεύγετε, σας παρακαλώ. Νιώθω πως σας χρειάζομαι.ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Χτυπήστε το κουδούνιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αν χρειαστείτε κάτι, χτυπήστε το κουδούνιΑΡΡΩΣΤΟΣ: Θα το κάνω αμέσως μόλις φύγετεΝΟΣΟΚΟΜΑ: Δεν είναι σίγουρο ότι θα έρθω εγώ.

Page 16: Μια στιγμή πριν

ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Θα ξαναχτυπήσω μέχρι να έρθετε εσείςΝΟΣΟΚΟΜΑ: Οι συνάδελφοι μου θα σας περιποιηθούν καλύτερα από ‘μεναΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν θέλω τις συναδέλφους σαςΝΟΣΟΚΟΜΑ: ΚαληνύχταΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν ακούσατε τι είπα;ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ορίστε;ΑΡΡΩΣΤΟΣ: ΤίποταΝΟΣΟΚΟΜΑ: Φοβάστε τα νοσοκομείαΑΡΡΩΣΤΟΣ: Όχι τον πυρετό φοβάμαιΝΟΣΟΚΟΜΑ: Δεν έχετε. (Η νοσοκόμα φεύγει. Ο άρρωστος κοιτάζει στο διπλανό κρεβάτι. Το βλέμμα του χάνεται. Πιάνει το τηλεκοντρόλ και κάνει ζάπινγκ. Διάφορες διαφημίσεις. Τροπικοί παράδεισοι, γυναικεία κορμιά, ήλιος θάλασσα ποτά, ζέστη. Μια εκπομπή με κόσμο που χαμογελάει ασταμάτητα. Παταει στο τηλεκοντρόλ και σβήνει τον ήχο, χασμουριέται. Ανεβάζει ξανά την ένταση. Κι άλλα γέλια. Χειροκροτήματα, κοιτάζει στο διπλανό κρεβάτι και κάνει μια χειρονομία αποδοκιμασίας. Ξαφνικά, νιώθει ότι του λείπει αέρας. Τρομάζει και του πέφτει το τηλεκοντρόλ από το χέρι. Παραμένει στην τηλεόραση ο αδιάκοπος ήχος των γέλιων. Αρχίζει να έχει αναπνευστικά προβλήματα. Βήχει βραχνά. Κάνει εμετό. Έντρομος, ψάχνει την συσκευή για να ειδοποιήσει τη νοσοκόμα, αλλά δεν την βρίσκει. Την βλέπει να είναι στο πάτωμα. Προσπαθεί απεγνωσμένα να βγάλει την αλυσίδα απ όπου κρέμεται το πόδι το του. Του λείπει αέρας τεντώνει το χέρι του αλλά δεν φτάνει να την πιάσει. Θέλει να φωνάξει αλλά πνίγεται. Προσπαθεί να κατέβει από το κρεβάτι. Ξανακάνει εμετό. Τον πιάνει ένας ισχυρός πόνος στο θώρακα. Έχει ένα θρόμβο αίματος στους πνεύμονες. Ανοίγει το στόμα να φωνάξει αλλά δεν τα καταφέρνει. Παθαίνει σπασμούς. Δεν αναπνέει. Μένει με το στόμα και τα μάτια ανοιχτα. Πεθαίνει)

Σκηνή 5η(Σαλονοτραπεζαρια φτωχικού και παλιού διαμερίσματος. Τραπεζάκι. Μπουφές με ποτά. Τηλέφωνο. Η κυρία σηκώνει το ακουστικό και σχηματίζει ένα νούμερο)

ΚΥΡΙΑ: Με συγχωρείς, δεν ήξερα ποιον να πάρω τηλέφωνο. Όχι. Δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω. Θα με περνάς για τρελή, αυτό δε σκάφτεσαι; Πες το. Ναι, σίγουρα αυτό σκέφτεσαι σίγουρα ότι είμαι τρελή. Σου τηλεφωνώ, γιατί σήμερα το πρωί μου εμφανίστηκε η μητέρα σου. Ναι, ναι. Μη μου το κλείσεις, όσο και αν το θέλεις. Να τα βλέπεις; το ξερα ότι δεν έπρεπε να στο πω. Τι; Ορίστε, πιστεύεις ότι είμαι τρελή. Όχι , δεν ήταν όνειρο. Όχι σου λέω! Σηκώθηκα από το κρεβάτι, γιατί άκουσα ένα θόρυβο και την είδα να στέκεται εκεί, στην πόρτα της κουζίνας με πρόσωπο σταχτί, γεμάτο φουσκάλες, εξανθήματα και κρεατοελιές. Το πρόσωπο που είχε όταν πέθανε. Αλλά φαινόταν…. Πώς να το πω…. Κάπως φρέσκια. Το ίδιο κάνει, ναι, θυμάμαι και λοιπόν; Σταχτί, με φουσκάλες, εξανθήματα και κρεατοελιές. Έμοιαζε με εσένα... (Η συνομιλήτρια κλείνει. Η κυρία ξεσπάει σε κλάματα. Ξαφνικά ηρεμεί κι αφήνει έναν αναστεναγμό. Πλησιάζει σε ένα έπιπλο, το ανοίγει και βγάζει δυο μπουκαλάκια με χάπια) Ένα μπλε και δυο κόκκινα (ανοίγει και τα δυο μπουκαλάκια από το πρώτο βγάζει 3 μπλε και από το δεύτερο 5 κόκκινα) Ένα μικρό μπλε (βάζει 3 μπλε στο στόμα της) Και δυο μικρά κόκκινα (βάζει στο στόμα της 5 κόκκινα, με το στόμα γεμάτο) Και τώρα μια μικρή, πολύ μικρή γουλίτσα μεταλλικό νερό, χωρίς ανθρακικό, χωρίς ανθρακικό χωρίς καθόλου ανθρακικό καθόλου ανθρακικό, γιατί το ανθρακικό μου το έχει απαγορεύσει ο γιατρός. (Παίρνει ένα μπουκάλι κονιάκ μισογεμάτο, το ανοίγει και πίνει μια τεράστια γουλιά κατεβάζοντας στο μισό από ότι ήταν. Καταπίνει τα χάπια σκουπίζει το στόμα της με το μανίκι. Πιάνει το τηλέφωνο και σχηματίζει τον ίδιο αριθμό. Όταν της απαντούν, μετά από 5 χτυπήματα, η κυρία αρχίζει ξαφνικά να κλαίει)Μη μου το ξανακάνεις… μηηηηη, μη μου το ξανακλείσεις το τηλέφωνο. Δεν καταλαβαίνεις ότι μιλαω σοβαρά; Μην το κλείσεις. Όσο και αν το θέλεις. Ναι. Όχι. Καμία οπτασία. Αυτή ήταν. Αυτή με σάρκα και οστά. Μ’ ένα λευκό φορεματάκι. Γκρίζο. Κουρελιασμένο. Στην αρχή πήγα να πεθάνω από το ν φόβο μου… αλλά μετά… μου χαμογέλασε… χαμογέλασε σε εμένα. Και εγώ την ρώτησα “εσύ είσαι θεία” και ακούστηκε μια φωνή που είπε “ναι” και τότε σκέφτηκα ότι αν μου μιλούσε θα φάντασμα, θα ακουγόταν

Page 17: Μια στιγμή πριν

η φωνή σα να έβγαινε μέσα από τον τάφο, έτσι δεν είναι; Κι όμως αυτή μίλησε κανονικά, φυσικά, “ναι” μου είπε και στεκόταν εκεί τόσο... ζωντανή και με κοιτούσε χωρίς να πει τίποτ’ άλλο κι εγώ νομίζω δεν αντέδρασα και μου φάνηκε πως είπα: “τι κάνεις εδώ ψυχή μου;” το ‘κλεισες; έτσι μου φάνηκε, αφού δεν λες κουβέντα… ναι και βεβαία μου απάντησε… βέεεβαια, μου είπε: “δεν ξέρω μάτια μου”, με εκείνη την όψη μούμιας, αλλά με μια φωνή πολύ φυσική, μια φωνή σαν την δική σου… μη.. μη θυμώνεις… γιατί έμοιαζε και με την δική μου!! Ήταν σχεδόν η δική μου φωνή και τότε τρόμαξα πραγματικά, γιατί την κοίταξα πιο προσεκτικά μου φάνηκε πως ήταν καρφωμένη πάνω μου, ναι και τότε, θυμήθηκα πως από μικρή μου έλεγαν ότι μοιάζω πιο πολύ σε εκείνη παρά στην μαμά, ναι μέχρι και εσύ μου το έλεγες. Δεν μου το έλεγες; Ναι ναι… καλά, δεν το έλεγες εσύ, το έλεγε κάποιος άλλος. Κι όταν είπε “δεν ξέρω μάτια μου” με εκείνη την φωνή που έμοιαζε περισσότερο με την δική μου απ’ όσο με την δική σου και την δική της, άρχισα να κάνω βήματα προς τα πίσω, φοβισμένη, κάνω να φύγω και τότε αχχχχ!!.. Τότε γυρίζω και ποιον βλέπω στην εξώπορτα; Παναγία και χριστούλη μου… βόηθα με…: το μπαμπά. ΜΗΝ ΤΟ ΚΛΕΙΣΕΙΣ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΝ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ! Έμοιαζε και αυτό με μούμια, χωρίς μάτια, δυο μαύρες τρύπες στην θέση των ματιών, και εγώ βάζω μια στριγκλιά: “Μπαμπάαααααααα”, και εκείνος απλώνει το χέρι του και κάνει να με αγγίξει, και εγώ αντί για το χέρι του βλέπω ένα φίδι και… Τι ; ναι, ναι, βέβαια… ε… δεν ξέρω.. α….. δώδεκα.. ε, και λοιπόν.. τι; Μα δεν βλέπεις πόσο άσχημα είμαι; Όχι κανένα.. μόνο εσένα έχω! Ναι, από τότε που έφυγε το μωρό μου… Γιατί δεν είναι το μωρό μου; Εγώ τον λέω και θα τον λέω πάντα “μωρό μου”, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Όχι, δυο όχι, τρείς. Σου φαίνεται λίγο τρεις μήνες; ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ! Όχι, δεν τον έχω δει ακόμα. Όχι μην το κλείνεις, δεν θα ξαναφωνάξω, στο υπόσχομαι. Έτσι που λες… και αφού το μωρό μου δε με… πώς; Τον ειδές; Εσύ; Φάγατε μαζί; Ποτέ; Ωχ, ωχ, ωχ. Θα ερχόταν σήμερα να με βρει; Το βρομωπαιδο! Όχι δεν ήρθε. Το ξέρω εγώ, πες το μου, πες το μου.. αγαπήσει πιο πολύ από εμένα. Ναι, ναι όπως το λέω!! ΜΙΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΗΜΕΝΗ ΓΡΙΑ, ΑΥΤΟ ΕΙΜΑΙ!! Με έχετε εγκαταλείψει όλοι, ακόμα και το ίδιο μου το παιδί. Ποτέ δεν έρχεται να με δει, μόνο τα φαντάσματα έρχονται, δεν έχω κανένα και εσύ μου κλείνεις το τηλέφωνο, και τι με νοιάζει εμένα που είναι δώδεκα η ώρα, μαλακισμενη, και που αύριο το πρωί δεν ξέρω τι διάολο θέλεις να κάνεις, συγγνώμη, συγγνώμη. Άκου, ναι, και βέβαια τα πήρα. Τι εννοείς με τι; Με μεταλλικό νερό, ξαδερφούλα μου, με μεταλλικό νερό, χωρίς ανθρακικό, χωρίς καθόλου ανθρακικό, καθόλου ανθρακικό, γιατί το ανθρακικό μου το έχει απαγορεύσει ο γιατρός. Γιατί είσαι τόσο κακόβουλη; Γιατί είσαι τόσο κακιά, βλαμμένη και καριολα; Είσαι πιο άσχημη κι απ’ το πτώμα της μάνας σου… ωχ… ωχ μην το κλείσεις, συγγνώμη… Ήθελα να σου πω… ξέρεις τι σκέφτηκα, όταν είδα τον μπαμπά μου και την μαμά σου πεθαμένους στο σπίτι μου; Ότι όταν ζούσαν... καταλαβαινόντουσαν. (η συνομιλήτρια κλείνει το τηλέφωνο)Το έκλεισες; (Πριν βάλει το ακουστικό στην θέση του, η κυρία παίρνει το μπουκάλι με το κονιάκ και κατεβάζει μια μεγάλη γουλιά. Σχηματίζει ένα αριθμό. Από την ένταση παταει περισσότερα νούμερα από ότι πρέπει) Ο μπαμπάς μου και η μάνα σου το κάνανε, όταν εμείς οι δυο παίζαμε στο σαλόνι, ναιαιαι!! Πώς; Τι θες να πεις “ποια είμαι εγώ”; Κι εσύ ποια είσαι; Με κοροϊδεύεις γουρούνα; Γουρούνα; Εγώ; Έτσι φέρονται σε μια δυστυχισμένη άρρωστη; …… α, την ηλίθια. (Κλείνει.. πιάνει το μπουκαλάκι με τα χάπια. Παίρνει τρία κόκκινα και τέσσερα μπλε. Πίνει μια γουλιά κονιάκ, ανοίγει την ατζέντα και ψάχνει νούμερο) Ελπίζω να μην κάνω λάθος…. Για να δούμε… (Σχηματίζει τον αριθμό, αργά τσεκάροντας την ατζέντα)Συγγνώμη, πηρά λάθος πριν και… θα έρθεις να με βρεις; Ποιος; Αχ όχι για τον θεό, όχι, όχι, όχι ο άντρας σου, τον φοβάμαι, είναι αγριάνθρωπος… ωχ.. γιατί είσαι τόσο κακιά μαζί μου, ξαδελφούλα; Ωχ ωχ ωχ… Όχι, όχι αυτόν, όσο και αν το θέλεις. Δεν μπορείς να μου το λες εμένα αυτό. Με προσβάλεις.. Πώς γίνεται να πιστεύεις πως εγώ… Υλίστρια; Εγώ; Εκβιασμός; Δε σε καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.. Πάνε τρεις μήνες που έφυγε το μωρό μου από το σπίτι.. Πώς; Η σύνταξη μου; Φυσικά και όχι… γιατί μου μιλάς για όλα αυτά, τώρα που είμαι χάλια; Θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, εντάξει και βέβαια τα χρειάζομαι. Είμαι άρρωστη. Δεν το περίμενα αυτό από εσένα, είμαι άρρωστη, τα χρειάζομαι για την αρρώστια μου. Δικαιολογίες; Σου ορκίζομαι ξαδέλφη μου, δεν φτάνει η σύνταξη! Πριν με βοηθούσε το μωρό μου… Ωχ με σκοτώνεις.. Εκμεταλλεύομαι εγώ; Εγώ ποτέ… τι να σου επιστρέψω; Δεν μπορώ… Φάρμακα και για να τρώω το ελάχιστο και για να ζω αξιοπρεπώς… ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ!! Είσαι κακιά, είσαι μια στρίγγλα βουτηγμένη στα πλούτη, είσαι πλούσια και ο άντρα σου κολυμπά στα εκατομμύρια. Δεν ξέρω, νομίζεις; Γιατί λες πως έρχεται το μωρό μου και σε

Page 18: Μια στιγμή πριν

βλέπει πιο συχνά από εμένα, μαλακισμενη; Δεν μπορεί να έχουμε το ίδιο αίμα. ΟΧΙ ΜΗΝ ΤΟ ΚΛΕΙΝΕΙΣ. Εγώ σε κλέβω; Ξέρεις γιατί σε πήρα τηλέφωνο, σκύλα; Όχι για να μου πεις όλα αυτά. Όχι. Για να σου πω τι μου είπε το πτώμα της μάνας σήμερα το πρωί: ότι εσύ δεν είσαι δικό της παιδί, ότι εγώ είμαι η κόρη της. Στο διάολο!!! (Η συνομιλήτρια κλείνει. Η κυρία πίνει ξανά και ξανά τηλεφωνεί. Με δυσκολία) Ξαδερφούλα συγχωράμε. Όχι, όχι, ναι, ναι παραίσθηση ήταν σίγουρα. Ναι ναι… το αναγνωρίζω. Δεν έχω πιει σταγόνα σου το ορκίζομαι. Για τα φάρμακα μου μόνο. Εκατό πενήντα ευρώ. (Η συνομιλήτρια κλείνει το τηλέφωνο. Παίρνει ακόμα τρία χάπια. Πιάνει το ακουστικό, χωρίς να σχηματίσει νούμερο, μιλεί) Είναι ο μπαμπάς εκεί; Και η μανούλα; Γιατί έχεις ένα φίδι στο χέρι μπαμπά; Τα φοβάμαι τα φίδια. Γιατί είμαι μια τρελή γριά μανούλα; Ναι , μια σαύρα είμαι. Αλλά γιατί πιστεύεις ότι είμαι σαυρα; Δεν μ’ ακούει κανείς; (Το κλείνει. Γελάσει κτυπάει το τηλέφωνο)Μανούλα; Μπαμπάκα; Ε; ε; πως αστυνομία; Για μένα; Και ποιος σας έδωσε το τηλέφωνο; Αυτή η σκύλα, η ξαδέλφη μου. Αδύνατον. Έχω τρεις μήνες να τη δω. Να της πείτε να πάει να… Δεν σας καταλαβαίνω κύριε. Είμαι ξέρετε, λίγο τρελή, κουφή ήθελα να πω. Σοβαρό; Τι εννοείτε “θέμα σοβαρό” άκου να σου πω, νεαρέ… Με ποιον να μιλήσω; Μη αφήνεις.. άκου… άκου!! Δεν ακούει κάνεις; Πάλι τα ίδια; Ορίστε… α γεια σας!! Με ποιον μιλαω τώρα; Ανώτερος; Ανώτερος από ποιον; Α βέβαια χαίρω πολύ!! Μα είναι ώρα αυτή να τηλεφωνείτε σε καθώς πρέπει σπίτια, κύριε ανώτερε μου; Πολύ σοβαρό; Ακούστε δεν ξέρω τι στο διάολο θέλετε να μου πείτε, αλλά εγώ δεν είμαι καμιά κλέφτρα. Δεν ξέρω τι ανοησίες μπορεί να σας είπαν για εμένα, αλλά να ξέρετε πως είμαι μια έντιμη γυναίκα. Φτωχή ειν’ η αλήθεια αλλά έντιμη. Καμιά φορά βέβαια, μου φαίνεται πως είμαι σαύρα, αλλά αυτό μόνο καμιά φορά πως; ΜΑ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΑΣ, ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ; Μη με παρεξηγείτε, ε; Έτοιμη; Για ποιο πράγμα; Ναι μόνη.. πολύ μόνη κύριε ανώτερε μου, τόσο μόνη, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι είμαι απελπισμένη από όλη αυτή την μοναξιά και την εγκατάλειψη, και να ξέρετε πως δεν το αξίζω, και είμαι και άρρωστη από πάνω, με νιώθετε τώρα; Και για ποιο λόγο να έρθουν σπίτι μου; Να μου κάνουν παρέα; Τι καλοί που είστε; Και τι να μου πουν; Ναι, ναι, ποιος σας έδωσε το τηλέφωνο μου; Στο κατάλογο; Ναι, ναι ο γιος μου είναι!! Ο μονάκριβος! Ναι, σας ακούω.. τι; τι; τι; Πότε; Πως έγινε; Ατύχημα; Πείτε του να μου μιλήσει.. να μου μιλήσει αμέσως τώρα. Δεν με νοιάζει.. Θέλω να μου μιλήσει.. ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ, ΓΑΜΩΤΟ!!! Πρέπει να μου μιλήσει πρέπει να του πω…. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ ΚΥΡ ΑΣΤΥΝΟΜΕ ΜΟΥ, ΕΙΜΑΙ ΒΡΩΜΙΚΗ, ΚΟΥΦΗ, ΦΤΩΧΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΡΕΛΗ. Γιατί θέλουν να έρθουν σπίτι μου; Θα φοβηθούν άμα με δουν. Πού βρίσκεται το μωρό μου; Δεν καταλαβαίνω, Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Ναι, κάθομαι. Πώς είπατε; Ξαναπείτε το. Όχι... (Παύση) Δεν είναι της φαντασίας μου όλα αυτά; Μήπως είμαι τρελή; (Παύση. Μένει κοκαλωμένη με το ακουστικό στο χέρι. Η έκφραση της, είναι παγωμένη, ουδέτερη) Μάλιστα.. όχι. Όχι..μην ενοχλείστε..οικογένεια; Ναι.. κάποιον. Μικρή, πολύ μικρή. σχεδόν κανένα. Σε ποιο νοσοκομείο; Α όχι; Δεν είναι απαραίτητο; Κατευθείαν στο νεκροτ…. Επί τόπου; Μάλιστα όχι, όχι μην ενοχλείστε. Μια ξαδέρφη, ναι θα της τηλεφωνήσω. Θα έρθει αμέσως να με βοηθήσει, με αγαπάει πολύ αυτή, θα μου συμπαρασταθεί. Σας ευχαριστώ πολύ. Όχι δεν θέλω να έρθω… ίσως αύριο. Δεν μου αρέσουν τα νεκροτομεία. Όχι. Μου επιτρέπετε να σας κάνω μια ερώτηση, κυρ αστυνόμε μου; Εσείς πιστεύετε στα φαντάσματα; (Η κυρία κλείνει παίρνει την μπουκάλα. Την αδειάζει μονορούφι. Οι κινήσεις τις γίνονται ολοένα και πιο αργές, ολοένα και πιο κουρασμένες. Τα μάτια της είναι μισόκλειστα. Ανοίγει τα μπουκάλια με τα χάπια και τα αδειάζει όλα πάνω στο τραπέζι. Τα καταπίνει ένα ένα μηχανικά. Μένει ακίνητη με το βλέμμα απλανές. Σηκώνει το ακουστικό, και χωρίς να σχηματίσει κανένα νούμερο, μιλάει με σβησμένη φωνή, σχεδόν ψιθυριστά) Λεφτά. Λεφτά όχι για μένα δεν τα χρειάζομαι εγώ, θα σου τα επιστρέψω μόλις μπορέσω, δεν είναι για μένα, είναι για το μωρό μου, που τόσο σε αγαπάει και τα χρειάζεται για μία κάσα τουλάχιστον μια κάσα αξιοπρεπή, την πιο φτηνή αλλά να είναι αξιοπρεπή μ’ ένα σταυρό στο καπάκι. για το μωρό μου όχι για μένα σου τ’ ορκίζομαι μπαμπά μαμά θεία είμαι τόσο κουρασμένη, η σαυρα νυστάζει χρειάζομαι…(Τα μάτια της κλείνουν. Το ακουστικό της πέφτει στο πάτωμα. Σφίγγει ,με τα χέρια το στομάχι της. Θέλει να κάνει εμετό βγαίνουν αφροί από το στόμα της. Το κορμί της παραλύει. Προσπαθεί να κουνηθεί. Δεν μπορεί να συγκρατήσει το κεφάλι της. Πέφτει. Κυλιέται στο πάτωμα κρατώντας την κοίλα της. Η αναπνοή της αργοσβήνει. Αφροί από το στόμα και την μύτη. Μένει ακίνητη στην ίδια θέση. Πεθαίνει)

Page 19: Μια στιγμή πριν

Σκηνή 6η (Περιπολικό. Νύχτα στο τιμόνι η γυναίκα αστυνομικός. Δίπλα της, άντρας αστυνομικός ακούγονται σφυρίγματα, θόρυβοι και φωνές από το κέντρο μέσω ασυρμάτου)

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μου καθαρίζεις λίγο τα γυαλιά; (ο αστυνομικός της βγάζει προσεκτικά τα γυαλιά και τα καθαρίζει με ένα μαντήλι) Χασμουριέσαι συνεχεία, δεν κοιμήθηκες; ΑΝΤΡΑΣ: Όχι. (Ο αστυνομικός της δίνει πίσω τα γυαλιά της. Αυτή τα φοράει)ΓΥΝΑΙΚΑ: Δείχνεις σα να βαριέσαιΑΝΤΡΑΣ: ΌχιΓΥΝΑΙΚΑ: Λυπημένος;ΑΝΤΡΑΣ: ΌχιΓΥΝΑΙΚΑ: Σε πειράζει που σου μιλαω; ΑΝΤΡΑΣ: Όχι. Το αντίθετο μάλιστα. Νυστάζεις;ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι;ΑΝΤΡΑΣ: Αν.. νυστάζειςΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί φαίνομαι να νυστάζω;ΑΝΤΡΑΣ: Όχι απλώς… όταν κάποιος οδηγεί και θέλει να του μιλαει ή να του μιλάνε…ΓΥΝΑΙΚΑ: Σημαίνει ότι νυστάζει;ΑΝΤΡΑΣ: ΝαιΓΥΝΑΙΚΑ: Εγώ δεν νυστάζω.ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, εντάξει. (παύση) Δεν νομίζεις πως πάμε πολύ αργά;ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι βιάζεσαι; Εσύ, δηλαδή θα πήγαινες πιο γρήγορα;ΑΝΤΡΑΣ: Μπορεί.ΓΥΝΑΙΚΑ: Αν δεν απατώμαι κάνουμε περιπολία, έτσι δεν είναι;ΑΝΤΡΑΣ: ΝαιΓΥΝΑΙΚΑ: Με τριάντα πηγαίνω. Στην περιπολία δεν πρέπει να ξεπερνάμε τα τριάντα. Δεν στο έμαθαν αυτό όταν μπήκες στο σώμα;ΑΝΤΡΑΣ: Όχι. Μπορεί. Δεν θυμάμαιΓΥΝΑΙΚΑ: Καιρός να κάνεις καμιά επανάληψη. Καλό θα σου κάνει. ΑΝΤΡΑΣ: Ίσως.ΓΥΝΑΙΚΑ: Σίγουρα. Τι είναι αυτό εκεί;ΑΝΤΡΑΣ: Ποιο;ΓΥΝΑΙΚΑ: Εκείνη... Η σκιάΑΝΤΡΑΣ: Πού;ΓΥΝΑΙΚΑ: Έκεί..ΑΝΤΡΑΣ: Δεν βλέπω τίποτα.ΓΥΝΑΙΚΑ: Ένας ύποπτοςΑΝΤΡΑΣ: Πού;ΓΥΝΑΙΚΑ: Ντίλερ;ΑΝΤΡΑΣ: Τι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Ντίλερ;ΑΝΤΡΑΣ: Ποιος;ΓΥΝΑΙΚΑ: Εκείνος εκείΑΝΤΡΑΣ: Το γραμματοκιβώτιο εννοείς; Από ότι φαίνεται τα γυαλιά σου θέλουν καθάρισμαΓΥΝΑΙΚΑ: Πολύ αστείο! Εκείνος εκεί, εννοώ στην εξώπορταΑΝΤΡΑΣ: Ποια απ όλες;ΓΥΝΑΙΚΑ: Στη γωνίαΑΝΤΡΑΣ: Και που θες να ξέρω εγώ; Εσύ καταλαβαίνεις τους ντίλερ από την φάτσα; ΓΥΝΑΙΚΑ: Βέβαια ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;ΓΥΝΑΙΚΑ: Απ' το βλέμμα.

Page 20: Μια στιγμή πριν

ΑΝΤΡΑΣ: Δεν νομίζω πως μπορούμε να δούμε το βλέμμα του από εδώ. Αν θες, σταματάμε, κατεβαίνουμε από το αμάξι, το παρακαλούμε να μας κοιτάξει, κι ανάλογα με το βλέμμα που θα έχει, ζητάμε τα στοιχεία τουΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν χρειάζεται… δεν είναι ντίλερ.ΑΝΤΡΑΣ: Πού το ξέρεις?ΓΥΝΑΙΚΑ: Απ’ τα ρούχα..ΑΝΤΡΑΣ: Ώστε ντύνονται και με συγκεκριμένο τρόπο...ΓΥΝΑΙΚΑ: Φυσικά.. έχουν συγκεκριμένο στυλΑΝΤΡΑΣ: Νόμιζα πως ήθελαν να περνούν απαρατήρητοιΓΥΝΑΙΚΑ: Ένας ντίλερ δεν μπορεί ποτέ να περάσει απαρατήρητος. Δεν τον ενδιαφέρει. Κοινή λογική. Θέλει να το αναγνωρίζουνΑΝΤΡΑΣ: Μάλιστα (Παύση. Η γυναίκα πιάνει τον ασύρματο)ΓΥΝΑΙΚΑ: Περίπολος 106 προς κέντρο.. ΑΝΤΡΑΣ: Θυμίζει ταινία όλο αυτό…..ΓΥΝΑΙΚΑ: Επαναλαμβάνω.. περίπολος 106 προς κέντρο.ΦΩΝΗ: Κέντρο εδώ, σας ακούμε 106 ΓΥΝΑΙΚΑ: Τίποτε νεότερο; ΦΩΝΗ: Τι εννοείς “τίποτε νεότερο”;ΓΥΝΑΙΚΑ: Εννοώ… δεν υπάρχει τίποτε νεότερο; Κανένα σήμα κινδύνου; Τίποτα έκτακτο;ΦΩΝΗ: Έκτακτο; τι θες να πεις; ΑΝΤΡΑΣ: ΚλείσεΓΥΝΑΙΚΑ: Συνεχίζουμε την αποστολή; ΦΩΝΗ: Την αποστολή; Από πότε την λέμε έτσι; Σας συμβαίνει κάτι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι είμαστε στην υψηλή ζώνη.. θέλαμε απλώς να μάθουμε αν….ΦΩΝΗ: Ηρεμήστε. Σύμφωνοι 106; Αν συμβεί κάτι, θα σας το πούμε την κατάλληλη στιγμή, όπως πάντα. Εντάξει;ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι βέβαια. Ευχαριστούμε πολύ. (αφήνει τον ασύρματο. παύση)ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι σωστό αυτό..ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιο;ΑΝΤΡΑΣ: Να ενοχλούμε το κέντροΓΥΝΑΙΚΑ: Εγώ δεν ενοχλώ κανένα. Εκτελώ απλώς την περι…. Σου αρέσει η δουλειά που κάνεις;ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω.. ναι.. φυσικά γιατί ρωτάς;ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί δεν το δείχνεις (παύση)ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις να σταματήσουμε; ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι γιατί;ΑΝΤΡΑΣ: Φαίνεσαι νευρικήΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είμαι.ΑΝΤΡΑΣ: Είσαι λίγο. Μπορούμε να σταματήσουμε και να πιούμε κάνα…ΓΥΝΑΙΚΑ: Φοβερή νέκρα. Πρόσεξε τα πάντα είναι νεκρά.ΑΝΤΡΑΣ: Τι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Σε όλο τον κόσμο αρέσει αυτή η γωνιά της πόλης. Πολύ ήσυχη γιατί τα πάντα είναι νεκρά. Εμένα δεν μου αρέσει. Δεν είμαι νευρική. Είμαι τσαντισμένη. Εμείς εδώ…… ο κόσμος όλος….ΑΝΤΡΑΣ: Τι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Πρόσεξε.. λες και όλα έχουν…. πεθάνειΑΝΤΡΑΣ: Μα πως σου ήρθε αυτό τώρα; Καλύτερα να σταματήσουμε.ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντα τέτοια σκέπτομαι όταν οδηγώ. Όταν οδηγώ μόνη. Άμα μείνουμε σιωπηλοί, θα νιώθω πως οδηγώ μόνη. Σίγουρα δεν σε πειράζει να μιλάμε; Όταν οδηγώ μόνη, την νύχτα, αρχίζω να σκέπτομαι περίεργα πράγματα. Ότι υπάρχουμε μόνο το αυτοκίνητο και εγώ, κι ότι όλα τα άλλα….. όπως γίνεται στις ταινίες όλα έχουν υπάρξει κάποτε αλλά τίποτα δεν υπάρχει εκείνη την στιγμή. Για αυτό, ότι βλέπω στην οθόνη δεν υπάρχει, αλλά σίγουρα υπήρξε κάποτε. Τίποτα δεν υφίσταται ή μάλλον έχει παψει να

Page 21: Μια στιγμή πριν

υφίσταται. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Δεν εκφράζομαι καλά. Νομίζω πως δεν μπορείς να με καταλάβεις.ΑΝΤΡΑΣ: Μάλλον όχι…. Θες να οδηγήσω εγώ; ΓΥΝΑΙΚΑ: Είδες που δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Τι είναι εκείνο;ΑΝΤΡΑΣ: Ποιο πάλι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Εκεί κάτωΑΝΤΡΑΣ: Τίποτα. Ένας άντρας. Τίποτα ένας τρελός και μεθυσμένοςΓΥΝΑΙΚΑ:ΣταματάμεΑΝΤΡΑΣ: Δεν χρειάζεται.. ας τον καημένο στην ησυχία τουΓΥΝΑΙΚΑ: Ολιγωρία, ε; την ξέρεις την λέξη;ΑΝΤΡΑΣ: Δεν μου λες… Πόσο χρονών είσαι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Προτιμώ να μην απαντήσω, όχι από γυναικεία φιλαρέσκεια βέβαια.. για να μην σε πληγώσω.ΑΝΤΡΑΣ: Είσαι σίγουρη; (παύση) γιατί δεν σταμάτησες; ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μου αρέσουν οι καβγάδες… μας μένουν ακόμη τρεις ώρες.ΑΝΤΡΑΣ: Τρεις;ΓΥΝΑΙΚΑ: ΝαιΑΝΤΡΑΣ: Θα το αντέξουμε (παύση)ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτά, που λες…ΑΝΤΡΑΣ: Ποια;ΓΥΝΑΙΚΑ: Τίποτα (παύση) δεν επικοινωνούμε…ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί το λες; (παύση) μπορείς να συνεχίσεις να μιλάς, αν θέλειςΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν έχει νόημα. Ήθελα να κάνω διάλογο, όχι να μιλαω μόνη μου.ΑΝΤΡΑΣ: Ευχαριστώ πολύ (παύση) Αν νομίζεις ότι με εκνευρίζεις, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Νομίζω πως είσαι φοβερή τύπισσα. Μ’ακους;ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή το να οδηγείς γίνεται μηχανικά, δεν μπορώ να αποφύγω να μου έρχονται όλες αυτές οι περίεργες σκέψεις. Κι είχα ανέκαθεν την αίσθηση ότι το ίδιο συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Φταίει βέβαια και η νύχτα. Το σκοτάδι. Φταίει αυτό το φως που δεν είναι φως. Συνδέω το σκοτάδι με το θάνατο, αναπόφευκτο. Και είναι κάτι που γίνεται από μόνο του. Τα ακίνητα αντικείμενα.. οι σκιές. Η πόλη. Δεν μου αρέσει η πόλη τη νύχτα. Αυτή η ησυχία.. με τρομάζει. Παρ’ όλα αυτά προτιμώ την νυχτερινή βάρδια. Δεν ξέρω γιατί. Πιθανόν να με έλκει το ότι με φοβίζει, όπως τα παιδιά. Δεν είναι περίεργο που μια αστυνομικός ομολογεί ότι φοβάται; ΑΝΤΡΑΣ: ΚαθόλουΓΥΝΑΙΚΑ: Αν το καλοσκεφτείς μόνο το σκοτάδι φοβάμαι. Ούτε ο κίνδυνος ούτε το ρίσκο ούτε η περιπέτεια με φοβίζουν. Αρκεί να υπάρχει άπλετο φως. Μόνο το σκοτάδι.. η ακινησία. Εσύ;ΑΝΤΡΑΣ: Όχι ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ δεν φοβάσαι τίποτα;ΦΩΝΗ: Προσοχή 106 και 112. Επείγουσα ανακοίνωση! 106, 112 … Επείγουσα κλήση!! ΓΥΝΑΙΚΑ: 106.. σας ακούμεΑΛΛΗ ΦΩΝΗ: εδώ 112ΦΩΝΗ : Ύποπτες κινήσεις στα βόρεια προάστια. Χριστόφορου Κολόμβου 707. Πιθανών πρόκειται για ανθρωποκτονία. Δεχτήκαμε τηλεφώνημα από το 709 της ίδιας οδού. Τους φάνηκε ότι ακούστηκε πυροβολισμός και είδαν κάποιον να βγαίνει από ένα σπίτι πριν από λίγα λεπτά, επείγον περιστατικό, ανιχνεύστε την περιοχή, ελέγξτε πιθανές ύποπτες κινήσεις οχημάτων και περαστικών. Αν η πληροφορία είναι έγκυρη, ο δολοφόνος θα πρέπει να εγκατέλειψε το σπίτι πριν από λίγα λεπτάΓΥΝΑΙΚΑ: Δική μας υπόθεση (στην συσκευή) εδώ 106, μήνυμα ελήφθη, είμαστε πολύ κοντά. Κατευθυνόμαστε πάραυτα. (στον άντρα) Σειρήνα. (αναπτύσσει ταχύτητα. Ο άντρας συνδέει την σειρήνα. Ανάβει το χαρακτηριστικό φάρο. Αλλά δεν ακούγεται ήχος) Σειρήνα είπα!! ΑΝΤΡΑΣ: Την έβαλαΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ακούγεται τίποταΑΝΤΡΑΣ: Μα την έβαλα..

Page 22: Μια στιγμή πριν

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα δεν ακούγεταιΑΝΤΡΑΣ: Οχι… θα χάλασεΓΥΝΑΙΚΑ: Τι μαλακιές λες τώρα; Οι σειρήνες δεν χαλανε. Δεν γίνεται να χαλάσουν. Δεν χαλανε ποτέΑΝΤΡΑΣ: Αυτή χαλάει… μόλις χάλασε…ΓΥΝΑΙΚΑ: Ας το σε μένα. Εκτός από απαθής είσαι και αδέξιος (προσπαθεί να συνδέσει την σειρήνα. Κτυπάει δυνατά με το χέρι της το μηχανισμό. Ο άντρας νευριάζει. Η γυναίκα συνεχίζει να πατάει διάφορα κουμπιά του μηχανισμού. Οδηγεί με το ένα χέρι και αυξάνει συνεχώς ταχύτητα)ΑΝΤΡΑΣ: Κόψε! Τι κάνεις; Κόψε!ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι;ΑΝΤΡΑΣ: Δεν δουλεύει η σειρήνα, κόψεΓΥΝΑΙΚΑ: Δουλεύει ο φάρος, το ίδιο κάνειΑΝΤΡΑΣ: Μα τι κάνεις;ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν άκουσες το σήμα;ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, και λοιπόν;ΓΥΝΑΙΚΑ: Έχε το νου σου για καμιά ύποπτη κίνηση, πλησιάζουμεΑΝΤΡΑΣ: Μα, τι στο διάολο θέλεις να δω με τέτοια ταχύτητα; Έξαλλου έχουμε κανένα χιλιόμετρο ακόμα ΓΥΝΑΙΚΑ: Τιιιι;; (επιταχύνει)ΑΝΤΡΑΣ: Έι.. θα πατήσεις κανένα… Πάτα φρένο!! Κόψε ταχύτητα! Περνάς το φανάρι με κόκκινο!!ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είδα κανένα κόκκινοΑΝΤΡΑΣ: Άμα δεις, μην το ξαναπεράσειςΓΥΝΑΙΚΑ: Πρέπει να φτάσουμε έγκαιρα. Δεν άκουσες; Πρέπει να τον τσακώσουμε το μαλακα. Τι θέλεις δηλαδή; Να μας προλάβει και να φτάσει πρώτο το 112;ΑΝΤΡΑΣ: Μα, ποιον μαλακα; Τι λες; Δεν έχουν επιβεβαιώσει τίποτε ακόμαΓΥΝΑΙΚΑ: Φυσικά και έχουν.ΑΝΤΡΑΣ: Έχεις τρελαθεί.. θες να περάσουμε πειθαρχικό;ΓΥΝΑΙΚΑ: Πειθαρχικό; Ωραίος είσαι! Θες να ανοίξω το στόμα μου και να αρχίσω να μιλαω για την ολιγωρία σου;ΑΝΤΡΑΣ: Είσαι άρρωστη.ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα φτάσουμε μην φοβάσαι!! Κανείς δεν θα μάθει για την σειρήνα, θα την φτιάξουμε, αύριο κιόλας, πρωί πρωί, κι ούτε γάτα ούτε ζημία. Λοιπόν, θα φτάσουμε, κι ενώ εσύ θα είσαι μέσα στο σπίτι εγώ θα χτενίζω τους δρόμους και θα τον πιάσω τον μαλακα, θα τον σκυλοβρίσω, θα τον αρπάξω από το μαλλί θα τον χώσω με μια κλοτσιά μέσα στο αυτοκίνητο και θα τον πάω με τα ίδια μου τα χέρια στο τμήμα… και μετά θα είναι όλα εντάξει, γιατί είμαι αστυνομικός εγώ!! ΑΝΤΡΑΣ: Και εγώ αλλά δεν βλέπω τόσες ταινίες… ! ΚΟΚΚΙΝΟ!!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Έχε μου εμπιστοσύνηΑΝΤΡΑΣ: Πρόσεχε !!ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα το βουλώσεις; Φτάνουμε!! ΑΝΤΡΑΣ: Κόψε… κόψε, πας με εκατόν τριάντα!!!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Φτάνουμε!! ΑΝΤΡΑΣ: ΚΟΚΚΙΝΟ! ΓΥΝΑΙΚΑ: Φοβάσαι.. ε; ώστε αυτό είναι… φοβάσαι λοιπόν !! (Το περιπολικό περνά με κόκκινο και συγκρούεται βιαία με έναν μοτοσικλετιστή. Ο οδηγός τινάζεται στον αέρα η μηχανή σέρνεται στην άσφαλτο, κάνει στροφές γύρω από τον άξονα της και βγάζει σπίθες. Η γυναίκα κτυπάει στο τιμόνι και παταει απότομα φρένο.. οι τροχοί τρίζουν στην άσφαλτο. Το αυτοκίνητο κάνει μια στροφή 180 μοιρών και κοκαλώνει. Σπασμένα τζάμια ο αστυνομικός βγαίνει από το αυτοκίνητο και πλησιάζει στον οδηγό που κείτεται στην ασφαλτο. στην συνέχεια κατευθύνεται προς την πόρτα του οδηγού και την ανοίγει απότομα, η αστυνομικός βγαίνει έντρομη με τα χέρια στο κεφάλι)ΑΝΤΡΑΣ: Έλα… έλα να δεις τι έκανες!! Γρήγορα ασθενοφόρο!!! Κάλεσε ασθενοφόρο!! Κάλεσε ασθενοφόρο!ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη μου φωνάζεις εμένα! Έχω πονοκέφαλο! Παρατάμε!! Τι έγινε δηλαδή; Τι έγινε;

Page 23: Μια στιγμή πριν

ΑΝΤΡΑΣ: Να τι έγινε… κοιτά στον δρόμο, ηλίθια!ΓΥΝΑΙΚΑ: Πού;ΑΝΤΡΑΣ: Εκεί!ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάω να δωΑΝΤΡΑΣ: Ασθενοφόρο πρώτα!ΓΥΝΑΙΚΑ: Άσε με! να πάω να τον βοηθήσωΑΝΤΡΑΣ: Μην τον αγγίξειςΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί; αφού κινείται..ΑΝΤΡΑΣ: Μην το αγγίξεις είπα…. ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν έχει πάθει τίποτα, να κοιτά, κινείται, τίποτα σοβαρό! Εγώ χτύπησα μου καρφώθηκε το τιμόνι στο στέρνο! ΑΝΤΡΑΣ: Πήγαινες με εκατόν τριάντα! Πώς είναι δυνατόν να μην έπαθε τίποτα; Θα πρέπει να έχει χτυπήσει εσωτερικά. Κόκαλα και κρέας θα έχουν γίνει έναΓΥΝΑΙΚΑ: Κοφ’ το με αηδιάζεις! (Ο μοτοσικλετιστής σηκώνεται στα γόνατα, η γυναίκα θέλει να πάει προς το μέρος του αλλά την συγκρατεί ο άντρας. Μιλάνε πολύ έντονα, με φρενήρη ρυθμό)ΑΝΤΡΑΣ: (στο μοτοσικλετιστή) Μην κινείσαι, μην κινείσαι (στην γυναίκα) ασθενοφόρο, κάλεσε ασθενοφόρο ΓΥΝΑΙΚΑ: Κάλεσε εσύ, εγώ θα μείνω μαζί του.ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: (μετά βίας βγαίνει η φωνή του) Τα αυτιά μου… Τα αυτιά μου… Δεν ακούω τίποτα.. πονάω.. δεν ακούω τίποτα… με πονανε….. ΑΝΤΡΑΣ: Κάλεσε επιτέλους ασθενοφόρο, μαλακισμένη!ΓΥΝΑΙΚΑ: Σκάσε… Μιλάει ο άνθρωποςΑΝΤΡΑΣ: Έλα εδώΓΥΝΑΙΚΑ: Άσε με, με πονάς.ΑΝΤΡΑΣ: Σου είπα μην το αγγίζεις είναι επικίνδυνο!ΓΥΝΑΙΚΑ: Και τι στο διάολο θέλεις να κάνω? ΑΝΤΡΑΣ: Να καλέσεις ασθενοφόρο! (την αρπάζει βιαία από το μπράτσο και την πηγαίνει στο περιπολικό. Περνά το χέρι του μέσα από το παράθυρο, πιάνει τον ασύρματο και τον δίνει στην γυναίκα, η οποία δεν το πιάνει εν τω μεταξύ ο μοτοσικλετιστής προσπαθεί να βγάλει το κράνος με αδύναμες και αργές κινήσεις)ΓΥΝΑΙΚΑ: Με πονάςΑΝΤΡΑΣ: Πάρε, μιλά εσύ! Τι; ντρέπεσαι; αυτό είναι, ε; Ντρέπεσαι, μαλακισμένη υστέρω!ΓΥΝΑΙΚΑ: ΌχιΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Κανείς… δε… μ’ ακούει; … να … με βοηθήσει.. να … το βγάλω… κάτι έχει… μπει… στα αυτιά μου... Και… πρέπει να… το…. Βγάλω...αλλά τα πόδια μου… Δεν… Τα… Νιώθω… ποιος.. είναι.. εδώ; ΓΥΝΑΙΚΑ: Ξαναμίλησε ΑΝΤΡΑΣ: Και λοιπόν;ΓΥΝΑΙΚΑ: Άκου….ΑΝΤΡΑΣ: Ας τον ήσυχο! Αλτ μην κινείσαι! Μην φοβάσαι, έρχεται βοήθεια! Μην κάνεις τίποτα εσύ. Ηρέμησε, μην σηκωθείς!!ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί να μην σηκωθεί; Αφού μπορεί ο άνθρωπος..ΑΝΤΡΑΣ: Θα το βουλώσεις; Θες να τον σκοτώσεις;ΓΥΝΑΙΚΑ: Να τον βοηθήσω θέλω. Δεν βλέπεις ότι δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Πρέπει να βγάλω… Αυτό.. με πονάει… ποναω πολύ… θέλω να… ωχ (καταφέρνει να σηκωθεί. Δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα, χάνει την ισορροπία του. Η γυναίκα θέλει να πάει δίπλα του αλλά την εμποδίζει ο άντρας)ΑΝΤΡΑΣ: Δεν καταλαβαίνεις; Άστο σου λέω!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρός; ΑΝΤΡΑΣ: Σκληρός εγώ; Θα με πιάσει και υστερία με εσένα την ηλίθια που έχω μπλέξει! (η γυναίκα τον χαστουκίζει. Ο μοτοσικλετιστής βγάζει το κράνος χωρίς να το αντιληφθούν οι αστυνομικοί τρέχει αίμα στην

Page 24: Μια στιγμή πριν

μύτη του και από τα αυτιά του. Τα μαλλιά του έχουν κολλήσει. Σκαλίζει το αυτί του με το δάχτυλο και ξεπηδά άφθονο αίμα. Ξύνει το κεφάλι του)ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό θα μου το πληρώσεις ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη με απειλείς, εμένα!!ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: έι… λίγο νερό… διψάω.. μπάτσοι είστε;… νομίζω πως με... ορίστε τα στοιχεία μου… με λένε….ΑΝΤΡΑΣ: Μηηηηη! Γιατί έβγαλες το κράνος; Το ασθενοφόρο γρήγορα!!ΓΥΝΑΙΚΑ: Να το καλέσεις εσύ!ΑΝΤΡΑΣ: (στον ασύρματο) Κέντρο. Εδώ 106, απαντήστε. Προσοχή, επείγον, εδώ 106!ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: νομίζω.. πως…. Πονάω πολύ… δεν ακούω τίποτα… τι;… και… Έχει ξεραθεί... το στόμα μου…ΓΥΝΑΙΚΑ: Κέντρο: Προσοχή !! Χρειαζόμαστε επειγόντως ασθενοφόρο!! ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Να… το πορτοφόλι μου… μέσα είναι… (με τα γόνατα στο έδαφος)ΑΝΤΡΑΣ: Τι διάολο! Δεν δουλεύει! Μα πως τον αφήσαμε να βγάλει το κράνος; Ξέρεις τι μπορούμε να πάθουμε ηλίθια;ΓΥΝΑΙΚΑ: Λες να πεθάνει;ΑΝΤΡΑΣ: Άντε να βρεις ένα τηλέφωνο, φώναξε, τρεξε, ξυπνα κάποιον. Και δεν έχω άλλη επιλογή να το ξέρεις, δεν γίνεται αλλιώς.. είμαι αναγκασμένος να το κάνω!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι να κάνεις δηλαδή;ΑΝΤΡΑΣ: Να πω την αλήθεια… ξέρεις τι μπορούμε να πάθουμε;ΓΥΝΑΙΚΑ: ΌχιΑΝΤΡΑΣ: Δεν φαντάζεσαι ;ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι.ΑΝΤΡΑΣ: Κοίτα!ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι κάνει;ΑΝΤΡΑΣ: Πεθαίνει! (ο μοτοσικλετιστής πέφτει μπρούμυτα στο έδαφος μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αστυνομικών)

Σκηνή 7η

(Σαλόνι πολυτελούς σπιτιού. Έπιπλα ,τηλέφωνο. Σκοτάδι. Μπαίνει το θύμα και ανάβει το φως. Βλέπουμε καθισμένο το δολοφόνο, μ' ένα μπουκάλι στο χέρι)

ΘΥΜΑ: Μα…μα… Ποιος είστε; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Αργήσατε. ΘΥΜΑ: Ορίστε; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Έχω δυο ώρες που σας περιμένω. ΘΥΜΑ: Μπορείτε… μπορείτε να μου πείτε πως μπήκατε στο σπίτι μου; Ποιος είστε; Φύγετε αμέσως!ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Όχι. ΘΥΜΑ: Θα καλέσω την αστυνομία ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Σκασμός! (Ο δολοφόνος βγάζει πιστόλι) ΘΥΜΑ: Τι…τι….είναι αυτό; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Δεν βλέπεις τι είναι, ηλίθιε. Πιστόλι. ΘΥΜΑ: Θέλεις να με σκοτώσεις; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Αν θέλω να σε σκοτώσω; Εγώ; Δεν ξέρω. Φαντάζομαι πως όχι. Αλλά πρέπει να το κάνω εγώ .Γι αυτό… ΘΥΜΑ: Γι’αστειο πρόκειται, ε; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Δεν κάνω ποτέ αστεία. Μην κινείσαι! ΘΥΜΑ: Ποιος είστε; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τις σημασία έχει; Κανείς δεν είμαι. Με πληρώνουν για να κάνω τη δουλειά μου. ΘΥΜΑ: Ποιος;

Page 25: Μια στιγμή πριν

ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ξέρεις πολύ καλά. Τέρμα οι ερωτήσεις. ΘΥΜΑ: Δεν θα τολμήσεις να … ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Φυσικά και θα τολμήσω. ΘΥΜΑ: Θα σε ακούσουν. Θα σε πιάσουν. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Σιγαστήρας. Φοβασαι,ε; Τελευταίο μοντέλο. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Έξω ερημία. Ποιος θα σε ακούσει; Κάνεις. Πολύ εύκολη δουλειά. Δεν νομίζεις; Αλλά κάθισε. Κάθισε (Παύση) Μην ταράζεσαι. Δε θα σε πονέσω. Ούτε που θα το καταλάβεις. Δεν αστοχώ ποτέ. Ένα δευτερόλεπτο θα πάρει. Ήσυχος θάνατος, σε σύγκριση με άλλους. Με συγχωρείς. Δεν συνηθίζω να πιάνω κουβέντα με αυτούς που πρόκειται να… Δεν μιλαω καθόλου. Δες τους δίνω χρόνο. Απλώς τώρα μ’ εσένα… Σε περίμενα πάνω από δυο ώρες. Έσπασαν τα νεύρα μου. Μου πέρασε από το μυαλό ότι έκανα λάθος σπίτι. Αλλά είδα μια φωτογραφία σου στο δωμάτιο. Πολύ όμορφη φωτογραφία με τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, πανέμορφη. Τελικά έσβησα το φως και κάθισα εδώ να σε περιμένω. Έσπασαν ,όμως τα νεύρα μου. Σου είπα να καθίσεις! Και μην κοιτάς γύρω σου, να βρεις τίποτα να μου πετάξεις στο κεφάλι η να μου αρπάξεις το πιστολι. Έτσι και κάνεις την παραμικρή κίνηση, την έβαψες: θα σου τρυπήσω το κρανίο. Αν και τελικά, αυτό έχω σκοπό να σου κάνω. Δεν ξέρω γιατί στα λέω όλα αυτά. Δεν είμαι σαδιστής. Αλήθεια σου λέω, δεν είμαι. Αλλά πρέπει να αποζημιωθώ γι’ αυτές τις ώρες που περίμενα. Δεν αρέσει η φάτσα σου. Μην με κοιτάς έτσι. Γιατί με κοιτάς έτσι; (Παύση) Είναι βέβαιο πως θα σε σκοτώσω. (Παύση. Ο δολοφόνος σηκώνει το όπλο και σημαδεύει το κεφάλι του θύματος. Το θύμα καλύπτει ενστικτωδώς το κεφάλι με τα χέρια του. Ο δολοφόνος βλέποντας την κίνηση του θύματος, γελάσει και κατεβάζει το όπλο) ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τι τεμπέλης! (Παύση) ΘΥΜΑ: Μην το κάνεις! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ορίστε; ΘΥΜΑ: Μην το κάνεις! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Δεν άκουσα; ΘΥΜΑ: Μην το κάνεις, για το Θεό! (Παύση) ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τι είπες; ΘΥΜΑ: Μην το κάνεις! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν είπες μόνο αυτό. Μου φάνηκε πως άκουσα και κάτι άλλο, ειπες «μην το κάνεις ,για… για… για...» Για… ποιον; ΘΥΜΑ: Για το… Θεό. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Για ποιον; (Παύση) ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Για το Θεό… Είπες «για το Θεό»; ΘΥΜΑ: Δεν θα σε αφήσει ο Θεός να το κάνεις. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Σοβαρά; ΘΥΜΑ: Ναι. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Αυτό θα το δούμε. ΘΥΜΑ: Κι αν το κάνεις, θα σε τιμωρήσει. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Πώς είπες; ΘΥΜΑ: Θα σε τιμωρήσει. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Μην με κάνεις να γελαω. (Παύση) Ήσυχα! Έχω πιει λίγο. (Παύση) Θα με τιμωρήσει… Δεν θα αφήσει να το κάνω… Μπρρρ… Άκου να δεις… εγώ είμαι υποχρεωμένος να σε σκοτώσω. Με πλήρωσαν και θα το κάνω. Ξέρεις ποιος. Και ξέρεις πως είναι αυτές οι δουλειές… αν δεν σκοτώσω δεν παίρνω μια, η ίσως και χειρότερο, ποιος ξέρει. Αλλά απόψε έχω πιει λίγο και θα σου προτεινω… ένα παιχνίδι!ΘΥΜΑ: Θα σου δώσω όσα θες. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Βουλωσ’το. Είπες πριν «μην με σκοτώσεις… μη με σκοτώσεις… για το… Θεό» έτσι δεν είπες; Αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση. Επικαλέστηκες το Θεό για να σε σώσει. Έτσι δεν είναι; Άρα, πιστεύεις στο Θεό. ΘΥΜΑ: Όπως κι εσύ. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Εγώ; Δεν νομίζω. Άκου λοιπόν… Αν έρθει σε πέντε λεπτά και σε σώσει, θα πιστέψω σ’ αυτόν Σίγουρα. Εμπρός ,αρχίζουμε.

Page 26: Μια στιγμή πριν

ΘΥΜΑ: Τι; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Πέντε λεπτά. ΘΥΜΑ: Τι; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Σου δίνω πέντε λεπτά. Φτάνουν πέντε λεπτά; ΘΥΜΑ: Για ποιο πράγμα; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τι ηλίθιος! Για να καλέσεις το Θεό. Για να εμφανιστεί και να σε σώσει. Για να με τιμωρήσει. Για να μην μ’ αφήσει να σε σκοτώσω. Τότε θα πιστέψω κι εγώ σ’ αυτόν. Πέντε λεπτά. Να δούμε ποιος θα νικήσει. Αν υπάρχει, θα έρθει. Αν έρθει, νίκησες. Δε θα σε σκοτώσω. Αν δεν έρθει, θα σε σκοτώσω, κι έτσι νικαω εγώ. Και θα σε σκοτώσω. Πέντε λεπτά. ΘΥΜΑ: Μη. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τι «μη»; ΘΥΜΑ: Σε παρακαλώ… σε παρακαλώ… ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τρία, δυο, ένα… Πάμε… Ο χρόνος μετράει… (Παύση) Εμπρός, κάλεσε τον.(Παύση) Δε θα τον καλέσεις; (Παύση) Γιατί δε λες κάτι; Χάνεις χρόνο! (Παύση) Κάλεσε τον!!! ΘΥΜΑ: Θεέ μου!!!Θεέ μου!!! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Επιτέλους! Τέσσερα λεπτά. (Παύση) Τίποτα ακόμα. Τίποτα. Ίσως να μη σε άκουσε. Για ξαναφώναξε. Κάλεσε τον πάλι. ΘΥΜΑ: Αααααααχχχ! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Έτσι τον καλείς; Εσύ ξεφωνίζεις μοναχά. ΘΥΜΑ: Σε παρακαλώ. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τρία λεπτά ,πενήντα δεύτερα. ΘΥΜΑ: Άκουσε με…, άκουσε με…, εγώ θα μπορούσα… μπορώ… ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Μη χάνεις το χρόνο σου μιλώντας σ’ εμένα. Συγκεντρώσου. Μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου και κάλεσε το Θεό. Δεν έχει νόημα να απευθύνεσαι σ’ εμένα. Δε θα καταφέρεις τίποτα. Μόνον Αυτός μπορεί να με σταματήσει… Τρία λεπτά, σαράντα δεύτερα. ΘΥΜΑ: Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοις… ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Έτσι μπράβο, προσευχήσου. Καλό για αρχή. Όταν ήμουν μικρός, προσευχόμουν συνέχεια, αλλά δεν κατάφερα να τον δω ούτε μια φορά. Αλλά ας μη σε απογοητεύω. Σου μένουν τρία λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα. ΘΥΜΑ: Αγιασθητω… το… όνομα σου. ελθετω … η… βασιλεία σου… (Παύση) ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τι φρίκη. Χεστηκες πάνω σου; (Το θύμα κλαίει) Τι αηδία! Τα κάνε πάνω του. Δυο λεπτά, σαράντα δεύτερα. Ακόμη να εμφανιστεί! Έχεις, όμως, χρόνο. Αν έρθει βέβαια, και σε βρει χασμένο από την κορυφή μέχρι τα νύχια… τι θα σκεφτεί για σένα; ΘΥΜΑ: Μηηηηηη!!! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Έτσι φωνάζεις το Θεό; Αντί για επίκληση, ακούγεται σαν την κραυγή ενός αδύναμου. Δυο λεπτά, τριάντα δεύτερα. Σταματαω, όμως ,να μιλαω. Σταματω. (Παύση) ΘΥΜΑ: Άκου… άκου… έχω οικογένεια. ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Δυο λεπτά, δέκα δεύτερα. ΘΥΜΑ: Άκουσε με! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Όχι σ’ εμένα! Στο Θεό! Μίλα στο Θεό. Στο Θεό, στο Θεό. ΘΥΜΑ: Σκέψου μια στιγμή την οικογένεια μου. Τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, το σκύλο μου, το σπίτι μου, τους γείτονες μου. Μ' αγαπανε και θέλουν να με βλέπουν κάθε μέρα. Δε γίνεται να με σκοτώσεις και να γυρίσεις ήρεμος σπίτι σου, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Φαντάσου τα παιδιά μου, όταν θα με δουν νεκρό και θα ξέρουν ότι με σκότωσε το χέρι ενός δολοφόνου, ενός βασανιστή που σκότωσε έναν αθώο για μερικές ψωροδεκαρες. Φαντάσου το πρόσωπο της μικρής μου κόρης ,όταν όλοι θα την δείχνουν στο δρόμο και θα λένε: «Να, η κόρη αυτού που δολοφόνησαν, αυτού του τίμιου οικογενειάρχη που βρήκε άδικο θάνατο». Σκοτώνοντας εμένα, σκοτώνεις και τα παιδιά μου, τους καταστρέφεις τη ζωή. Μπορείς να το φανταστείς…, για μένα δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο, μόνο τα παιδιά μου. Είναι μικρά και έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους. Και να ξέρεις πως και τη γυναίκα μου την αγάπα. Είναι τρυφερή, ερωτική, γλυκιά, και με ξέρει πολύ καλά, αν και αγνοεί τα μικροπροβλήματα που έχω με… αυτούς που σε πληρώνουν για να με σκοτώσεις. Και μοιράζεται το κρεβάτι της μ ‘έναν άντρα που τον θεώρει

Page 27: Μια στιγμή πριν

ευαίσθητο, πράο, αξιαγάπητο. Σκέψου τα πρόσωπα των παιδιών μου που με λατρεύουν. Φαντάσου την οργή και τον πόνο που θα νιώσουν, όταν μάθουν την αλήθεια και θα πρέπει να κουβαλάμε αυτό το βάρος στις ψυχές τους ,μέχρι να πεθάνουν. Θα αναγκαστούν να αλλάξουν σπίτι, να αλλάξουν γειτονιά, να αλλάξουν πόλη, για να ξεχάσουν ,για να με ξεχάσουν, για να μην τους θυμίζει τίποτα εμένα. Φαντάσου τα πρόσωπα τους μπροστά στο φέρετρο μου, μέσα στην εκκλησία. Θα κρατιούνται απ’το χέρι και θα και θα προσπαθούν να συγκρατήσουν το λυγμό, την αηδία και τον εμετό, επειδή θα γνωρίζουν την φρικαλεότητα που κάποιος διέπραξε στον ίδιο τους τον πάτερα, για μερικές ψωροδεκαρες. Μπορείς να δεις το βαθύ μίσος και την αποστροφή που θα νιώθει όλη η οικογένεια μου για το δολοφόνο του πάτερα τους; Θα σε καταργιόνται, κι ας μη σε γνωρίζουν. Κι εμένα θα με κλάψουν και θα με νοσταλγήσουν και θα ξεσκονίζουν όλα τα αντικείμενα που έχω αγγίξει και θα παίρνουν στα χέρια τους όλα τα παιχνίδια που τους έχω χαρίσει και θα κρατήσουν τις πιο τρυφερές αναμνήσεις από μένα. Δεν θα πάψου ποτέ να με αγαπούν και πάντα θα τους λείπω. Άκουσε με, με προσοχή. Δεν μπορώ να σε κοιταω στα μάτια, μην με σκοτώσεις, μου μένει ακόμη χρόνος; Άκουσε με, ίσως, ίσως να μην είμαι εγώ αυτός που σου μιλαει. Δεν γίνεται να με σκοτώσεις, μετά απ’ όλα αυτά που σου’ πα. Δεν μπορώ να σε κοιταω στα μάτια, αλλά μπορώ να σου μιλαω, ίσως, ίσως, ίσως, να μην είμαι εγώ αυτός που σου μιλαει. Ένας άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση δε θα μπορούσε να μιλήσει έτσι όπως μιλαω εγώ, καταλαβαίνεις; Δεν βλέπεις ότι μπορεί αυτήν τη στιγμή να μην είμαι εγώ αυτός που σου μιλαει, αλλά Εκείνος, που μιλαει μέσω εμού; Δεν βλέπεις ότι τώρα δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος κι ότι ο Θεός είναι εγώ η ότι εγώ είμαι ο Θεός, κι ότι υπάρχει μέσα σε όλους μας, και τώρα μιλαει μέσω εμού για να σε προειδοποιήσει; Είναι ο Θεός που σου μιλαει, μέσω του στόματος μου. Γιατί δεν κοιτάς το ρολόι; Δέκα δευτερόλεπτα δεν έχουν απομείνει; έτσι δεν είναι; (Ο δολοφόνος τον πυροβολεί στο κεφάλι) ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ψεύτη!(το θύμα κάνει ένα βήμα πίσω με μια τρύπα στο μέτωπο και το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Σπάει το τζαμί της μπαλκονόπορτας ο δολοφόνος τρομάζει από τον θόρυβο και το βάζει στα πόδια. Το σώμα του θύματος αρχίζει να κάνει σπασμούς το αίμα αναβλύζει και δημιουργείται μια λίμνη από αίμα στο πάτωμα. Το θύμα χάνεις τις δυνάμεις του μέχρι που μένει ακίνητο)

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Σκηνή 1η

(στο ίδιο σαλόνι του σπιτιού του θύματος, ο δολοφόνος σημαδεύει το άντρα με το πιστόλι)

ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: δύο λεπτά τριάντα δεύτερα. Σταματάω όμως να μιλαω, σταματαω. (παύση το θύμα συνειδητοποιεί ότι η απειλή του δολοφόνου είναι αληθινή. Για μερικά λεπτά τον βλέπουμε ξαπλωμένο στο πάτωμα με μια σφαίρα στο μέτωπο. Ξαφνικά, αντιδράει και κοιτάει κατάματα τον δολοφόνο παίρνει βαθιά ανάσα) ΘΥΜΑ: άκου.. έχεις….. εσύ έχεις οικογένεια ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: δυο λεπτά και δέκα δεύτερα…..ΘΥΜΑ: άκουσε με! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: όχι σε εμένα! Στο θεό! Μίλα στο θεό! Στο θεό! ΘΥΜΑ: πρέπει να με ακούσεις. Έχεις οικογένεια. Σίγουρα έχεις οικογένεια!ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: μένουν δυο λεπτά! Μόνο δύο !ΘΥΜΑ: σκέψου, αν έχεις οικογένεια, σκέψου μόνο για λίγο την οικογένεια σου. Είμαι βέβαιος πως δεν θα έχουν ιδέα ποιος είσαι. Είναι σίγουρο πως τα παιδιά σου, η γυναίκα σου, ο σκύλος σου, το σπίτι σου, οι γείτονες σου δεν ξέρουν ποιος είσαι. Δεν γίνεται να με σκοτώσεις και μετά να γυρίσεις ήρεμος στο σπίτι σου σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Είναι αδύνατον. Φαντάσου να μιλήσω στα παιδιά σου και να τους αποκαλύψω ποιος είσαι: ένας δολοφόνος, ένας βασανιστής που σκοτώνει αθώους για μερικές ψωροδεκαρες. Φαντάσου το πρόσωπο της μικρής σου κόρης όταν όλοι θα την δείχνουν στο δρόμο και θα λένε: “να, κοιτάξτε την κόρη του δολοφόνου, του κτήνους του σαδιστή, του φονιά”. Σκοτώνοντας εμένα σκοτώνεις και την κόρη σου, σκοτώνεις όλα σου τα παιδιά. Τους καταστρέφεις την ζωή. Είμαι βέβαιος

Page 28: Μια στιγμή πριν

πως το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή σου είναι τα παιδιά σου. Θα ναι μικρά και θα έχουν ολόκληρη την ζωή μπροστά τους. Και ξέρω ότι αγαπάς την γυναίκα σου. Είναι σίγουρα τρυφερή, ερωτική, γλυκιά και αγνοεί το κτήνος που κρύβεις μέσα σου και μοιράζεται το κρεβάτι της με έναν άντρα που τον θεωρεί ευαίσθητο, πράο, αξιαγάπητο. Σκέψου τα πρόσωπα των παιδιών σου, όταν θα σε συλλάβουν. Φαντάσου την οργή και το μίσος που θα νιώσουν, όταν ανακαλύψουν την αλήθεια και θα πρέπει να κουβαλάνε αυτό το βάρος στις ψυχές τους μέχρι να πεθάνουν. Θα κρύβουν το πρόσωπο τους από ντροπή και θα αναγκαστούν να αλλάξουν σπίτι, γειτονιά, πόλη για να ξεχάσουν, για να σε ξεχάσουν, για να μην τους θυμίζει τίποτα εσένα. Φαντάσου τα πρόσωπα τους στο δικαστήριο, όταν εσύ θα κάθεσαι στο ειδώλιο του κατηγορημένου, επειδή θα έχεις σκοτώσει εμένα, και ποιος ξέρει πόσους άλλους; Θα κρατιούνται από το χέρι και θα προσπαθούν να κρατήσουν το λυγμό, την αηδία και το εμετό, όταν θα ακούνε τις φρικαλεότητες που έχεις διαπράξει. Την δολοφονία μου και όλες τις υπόλοιπες που έχεις διαπράξει εν ψυχρώ για μερικές ψωροδεκάρες. Μπορείς να φανταστείς τα πρόσωπα τους; Μπορείς να δεις το βαθύ μίσος και την αποστροφή της πολυαγαπημένης σου οικογένειας που θα σε απαρνηθεί και θα σκίσει όλες σου τις φωτογραφίες και θα πετάξει όλα τα αντικείμενα που έχεις αγγίξει, και τα παιδιά σου, θα πετάξουν όλα τα παιχνίδια που τους έχεις χαρίσει και θα σβήσουν όλες τις τρυφερές αναμνήσεις που έχουν από εσένα… γιατί από εδώ και πέρα, όχι μόνο θα σε μισήσουν, αλλά θα αναγκαστούν και να σε ξεχάσουν. Άκουσε με προσεκτικά, κοιτά με στα μάτια δεν θα πεθάνω, τελειώνει ο χρόνος, άκουσε με. Δεν το βλέπεις. Δεν είμαι εγώ αυτός που σου μιλάει, ένας άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση δεν θα μπορούσε να μιλήσει όπως μιλαω εγώ. Δεν το βλέπεις πως είναι εκείνος που σου μιλάει μέσω εμού; Δεν το βλέπεις πως δεν είμαι αυτός που ήμουν…. Ξέρεις ποιος είμαι …..τώρα.. ναι, ξέρεις πολύ καλά. Είμαι ο θεός. Έφτασα έγκαιρα για να σε προειδοποιήσω. Κοίταξε το ρολόι. Μένουν ακόμα δέκα δευτερόλεπτα, κι όμως ήρθα είμαι εδώ!(ο δολοφόνος τον έχει πιάσει υπνηλία από την πολυλογία του θύματος. Το χέρι με το οποίο σημάδευε το θύμα έχει χαλαρώσει και την στιγμή που το θύμα λέει εγώ “είμαι ο θεός” το πιστόλι πέφτει στο πάτωμα. Το θύμα το αρπάζει αμέσως και σημαδεύει το δολοφόνο. Ο δολοφόνος χαμηλώνει το κεφάλι, σκουπίζει με το χέρι του τον ιδρώτα από το μέτωπο του και δαγκώνει δυνατά τα χείλη του σαν να υποφέρει από δυνατό πόνο. Μια γραμμή αίματος στάζει από τα χείλη του. Σηκώνει το κεφάλι. Το βλέμμα του είναι απλανές. Το θύμα χωρίς να πέψη να τον σημαδεύει πιάνει το τηλέφωνο και καλεί ένα νούμερο)

Σκηνή 2η

(το ίδιο περιπολικό. Οι ίδιοι αστυνομικοί)

ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ δεν φοβάσαι τίποτα;ΦΩΝΗ: Προσοχή, 106 και 112.ΓΥΝΑΙΚΑ: Εδώ 106.ΑΛΛΗ ΦΩΝΗ: Εδώ 112ΦΩΝΗ: Μόλις δεχτήκαμε ένα περίεργο τηλεφώνημα από έναν άντρα ο οποίος μα διαβεβαίωσε ότι έχει συλλάβει ένα δολοφόνο στο σπίτι του, Χριστοφόρου Κολόμβου 707. Ίσως είναι φάρσα. Ο τύπος μας είπε ότι κατάφερε να το ξεγελάσει το δολοφόνο, του άρπαξε το πιστόλι και τώρα τον σημαδεύει. Ακουγόταν πολύ νευρικός. Μας παρακαλεί να πάμε το συντομότερο, για βοήθεια. Ο δολοφόνος είναι λέει σαδιστής και πολύ επικίνδυνος, και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Εν πάση περιπτώσει, πλησιάστε με προσοχή. Μπορεί να χρειαστεί να συλλάβετε αυτόν που μας τηλεφώνησε, ίσως πρόκειται για παγίδα ή για μεθυσμένο ή για φαρσέρΓΥΝΑΙΚΑ: Πάλι τρελός μα έπεσε. Δεν μπορεί να μας τύχει κάτι της προκοπής (στον ασύρματο) εδώ 106. Μήνυμα ελήφθη. Είμαστε πολύ κοντά, κατευθυνόμαστε πάραυτα!ΦΩΝΗ: Δεν χρειάζεται να μπείτε στο σπίτι. Πλησιάστε και ερευνήστεΓΥΝΑΙΚΑ: ΕυχαριστούμεΑΛΛΗ ΦΩΝΗ: Να πλησιάσουμε και εμείς;ΓΥΝΑΙΚΑ: Μην μπαίνετε στον κόπο 112, αν χρειαστεί βοήθεια θα σας ενημερώσουμε (στον άντρα) Σειρήνα!

Page 29: Μια στιγμή πριν

ΑΝΤΡΑΣ: Το βρίσκεις απαραίτητο;ΓΥΝΑΙΚΑ: ΦυσικάΑΝΤΡΑΣ: Θα σηκώσουμε όλη την γειτονιά στο πόδι εξ’ αιτίας κάποιου φαρσέρ; ΓΥΝΑΙΚΑ: Λάβαμε ειδοποίηση. Όταν λαμβάνουμε ειδοποίηση βάζουμε την σειρήναΑΝΤΡΑΣ: Το λέει το εγχειρίδιο;ΓΥΝΑΙΚΑ: ΝαιΑΝΤΡΑΣ: Αύριο θα μου δείξεις την σελίδα που το λέειΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό που θα κάνω αύριο είναι να ζητήσω να μου αλλάξουν συνάδελφο. Βάλε την σειρήνα!(ο άντρας βάζει την σειρήνα)ΓΥΝΑΙΚΑ: Τη σειρήνα.. είπα!!ΑΝΤΡΑΣ: Την έβαλα.ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ακούγεται..ΑΝΤΡΑΣ: Θα χάλασε!ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι μαλακίες λες τώρα; Οι σειρήνες δεν χαλάνε, δεν γίνεται να χαλάσουν. Δεν χαλάνε ποτέ.ΑΝΤΡΑΣ: Αυτή χαλάει… μόλις χάλασε….ΓΥΝΑΙΚΑ: Ας το σε μένα. Εκτός από απαθής είσαι και αδέξιος (προσπαθεί να συνδέσει την σειρήνα. Κτυπάει δυνατά με το χέρι της το μηχανισμό. Ο άντρας νευριάζει. Η γυναίκα συνεχίζει να πατάει διάφορα κουμπιά του μηχανισμού. Οδηγεί με το ένα χέρι και αυξάνει συνεχώς ταχύτητα) Και τώρα;ΑΝΤΡΑΣ: Πρόσεχε πως οδηγείς!ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι μαλακία!ΑΝΤΡΑΣ: Μην τρέχειςΓΥΝΑΙΚΑ: Τι μαλακία!ΑΝΤΡΑΣ: Πρόσεχε!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Κοντεύουμε;ΑΝΤΡΑΣ: Σε κάνα δυο χιλιόμετραΓΥΝΑΙΚΑ: Τιιιιιιι;ΑΝΤΡΑΣ: Κόψε... μα τι κάνεις; Κόψε!ΓΥΝΑΙΚΑ: Κρίμα που δεν είναι κάτι επείγον! Τρελαίνομαι να περναω με κόκκινο, όταν κάποιος μας χρειάζεται. Δεν σε πιάνει ντροπή, όταν ακούς, να βρίζουν το σώμα επειδή φτάνουμε πάντα αργά; ΑΝΤΡΑΣ: Σίγουρα, δεν είναι αυτή η περίπτωσηΓΥΝΑΙΚΑ: Το ίδιο μου κάνει. Μ’ αρέσει να μας χρειάζονταιΑΝΤΡΑΣ: Είναι πάνω από τις δυνάμεις σου. Φαίνεται πως τελικά κυλάει μες στο αίμα σου! ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιο;ΑΝΤΡΑΣ: ΤίποταΓΥΝΑΙΚΑ: Φτάνουμε στην λεωφόροΑΝΤΡΑΣ: Νούμερο….. σιγά σιγά…… 601. πλησιάζουμεΓΥΝΑΙΚΑ: Τι κυλάει μες στο αίμα μου;ΑΝΤΡΑΣ: Η… υπερένταση! (η γυναίκα επιταχύνει) Έι θες να πατήσεις κανένα; Κόψε λίγο, μας είπαν να μην βιαζόμαστε. Πρόσεχε το κόκκινο!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν βλέπω κανένα κόκκινοΑΝΤΡΑΣ: Επειδή δε κοιτάςΓΥΝΑΙΚΑ: Μη φοβάσαι.ΑΝΤΡΑΣ: Πάτα φρένοΓΥΝΑΙΚΑ: Πριν μου έλεγες πως πάμε πηγαίναμε υπερβολικά αργά… και τώρα…ΑΝΤΡΑΣ: Πως πηγαίνουμε υπερβολικά γρήγορα, ακριβώς! ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί δεν το βουλώνεις λίγο;ΑΝΤΡΑΣ: Μην ξεπεράσεις τα εβδομήντα. πρόσεχεΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν τα ξεπαρναω. Ακόμη να φτάσουμε;ΑΝΤΡΑΣ: Κόκκινο !!ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη φοβάσαι!! (περναει με κόκκινο, αλλά βλέποντας να έρχεται ένα μηχανάκι, πατάει απότομα φρένο. Ελαφρύ τρακάρισμα. Ο μοτοσικλετιστής πέφτει στο έδαφος χωρίς να εκσφενδονιστεί. Βγαίνει από το

Page 30: Μια στιγμή πριν

περιπολικό ο άντρας και πλησιάζει το μοτοσικλετιστή που είναι ξαπλωμένος στο δρόμο και πάει να ανασηκωθεί. Στην συνέχεια πηγαίνει και ανοίγει απότομα της γυναίκας)ΑΝΤΡΑΣ: Έλα.. έλα να δεις τι έκανες!! ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη μου φωνάζεις εμέναΑΝΤΡΑΣ: Γρήγορα ασθενοφόροΓΥΝΑΙΚΑ: Χτύπησε;ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μα καλά είστε τελείως μαλακες; ΑΝΤΡΑΣ: Μη βγάλεις το κράνοςΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΗΣΤΗΣ: (με έμφαση) Γιατί; Μα, καλά δεν μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο; Πονάω, πεθαίνω από τον πόνο. Σκατα, σκατα, σκατα!! ΑΝΤΡΑΣ: ΜΗΝ βγάλεις το κράνος!ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν άκουσες; Μην βγάλεις το κράνοςΑΝΤΡΑΣ: Εσύ σκάσε και κάλεσε το κέντρο να στείλουν ασθενοφόροΓΥΝΑΙΚΑ: Ασθενοφόρο; Ούτε γρατζουνιά δεν έπαθε. (ο μοτοσικλετιστής βγάζει το κράνος και κοιτάζει τους αστυνομικούς)ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Έχετε σαλτάρει τελείως; Ωραία αστυνομία έχουμε! Δε ντρέπεστε λίγο; Δε φτάνει που μου γαμήσατε το βράδυ, με κάνατε και σκότα! Μα τι μαλακες που είστε! Και εγώ τι να το κάνω τώρα το μηχανάκι που έγινε σαν φυσαρμόνικα; Θα μου πάρετε καινούριο… πώς γίνετε να περνάτε εσείς ελεύθερα με κόκκινο, επειδή γουστάρετε, κι εμάς μας παίρνετε την άδεια. Ε; Μπορώ εγώ τώρα να σας κόψω κλήση; Πείτε μου παλιομαλάκεςΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρόκειται να καλέσω ασθενοφόρο για αυτό τον τρελάραΑΝΤΡΑΣ: Θα σκάσεις;ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ναι μην τυχών και κουνηθείτε! Αφήστε με εδώ να σέρνομαι.. μαλάκεςΓΥΝΑΙΚΑ: Αν συνεχίσεις να βρίζεις θα σε πάμε στο τμήμαΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ναι.. για τολμά!! Θέλω και εγώ να πω δυο λογάκια στον ανώτερο σου! Να του πω ότι μια μαλακισμένη μπατσίνα πέρασε με κόκκινο και μου σακάτεψε τα πόδιαΓΥΝΑΙΚΑ: Υπερβολές!ΑΝΤΡΑΣ: Ηρέμισε νεαρέ, και σήκω πάνω!ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μη με αγγίζεις… το πόδι μου! Γαμώ το, το πόδι μου! Και ο σβέρκος μου! Πονάω γαμώ...ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα, τι πας να κάνεις;ΑΝΤΡΑΣ: Να τον βοηθήσω. Τι άλλο να κάνω; Κοντεύει να λιποθυμήσει.ΓΥΝΑΙΚΑ: Άκουσε…ΑΝΤΡΑΣ: Τι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι αν...ΑΝΤΡΑΣ: “κι αν” τι;ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι θα μου κάνουν αν μάθουν ότι...; ΑΝΤΡΑΣ: Μη φοβάσαι, αποκλείεται να σε βασανίσουν, ούτε να σου σπάσουν τα πόδια. Στο κάτω κάτω, δεκάρα δεν δίνω για το τι θα σου κάνουν. (η γυναίκα αρχίζει να παθαίνει νευρική κρίση. Βάζει τα κλάματα. Ο μοτοσικλετιστής είναι μισολιπόθυμος τον υποβαστάζει ο άντρας)ΓΥΝΑΙΚΑ: Θεούλη μου!!... Σκατά.. Σκατά!ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΗΣΤΗΣ: Διψαω.. λίγο νερό.. διψάω… Έχω μαζί μου... εδώ… τα στοιχεία μου.. δεν νιώθω καλά… πονάει το πόδι μου.. και ο σβέρκος μου...ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ τι κάθεσαι; Άσε τις υστερίες και βοήθα με. Κάλεσε ασθενοφόρο: γρήγοραΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορώ, δεν μπορώ. Δεν θα το αντέξω να με περάσουν πειθαρχικό.ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ορίστε… Τα στοιχεία μου… Θα… θα βρείτε.. διεύθυνση, τηλέφωνο, όλα.. τηλεφωνήστε στη…. Στη μα, μα….. γιατί πονάω τόσο; (αρθρώνει με δυσκολία συνεχίζει να υποβαστάζεται από τον άντρα. Τους ειδοποιούν ξανά από τον ασύρματο)ΦΩΝΗ: Προσοχή 106, προσοχή. Μεταβείτε αμέσως στο αμέσως στην προηγούμενη διεύθυνση. Το 112 έχει ήδη φτάσει, και βρήκαν τον άντρα που έκανε το τηλεφώνημα. Από ότι φαίνεται είχε δίκιο. Χρειάζονται ενισχύσεις. Ο άντρας είναι οπλισμένος κι έχει υποστεί νευρικό κλονισμό. Ευτυχώς ο παρ'

Page 31: Μια στιγμή πριν

ολίγον δολοφόνος έχει συλληφθεί. Προσοχή 106. 106 !!! Πού είστε; 106!! 106! (η γυναίκα ηρεμεί πάει προς το περιπολικό και πιάνει τον ασύρματο, ο άντρας την κοιτάει επίμονα, ενώ κρατάει το μοτοσικλετιστή που έχει λιποθυμήσει στα χέρια του) ΓΥΝΑΙΚΑ: Εδώ 106. Δεν έχουμε φτάσει γιατί ένα μηχανάκι παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη και μας χτύπησε. Χρειαζόμαστε ασθενοφόρο. Τίποτα το σοβαρό όμως..ΑΝΤΡΑΣ: Μη χαίρεσαι! Θα πω την αλήθεια, ηλίθια!

Σκηνή 3η

(Το ίδιο σαλονάκι του παραμελημένου διαμερίσματος. Η Κυρία στο τηλέφωνο)

ΚΥΡΙΑ: Εκατόν πενήντα ευρώ! (Η συνομιλήτρια κλείνει. Η κυρία παίρνει ακόμη δυο τρία χαπάκια. Σηκώνει το ακουστικό και χωρίς να καλέσει νούμερο, μιλάει) Είναι ο μπαμπάς εκεί; Κι η μανούλα; Γιατί, έχεις ένα φίδι στο χέρι μπαμπά; Τα φοβάμαι τα φίδια. Γιατί είμαι μια τρελή γριά, μανούλα; Ναι, μια σαύρα είμαι. Αλλά γιατί πιστεύεις ότι είμαι μια σαύρα; Δεν μ΄ ακούει κανείς; (Το κλείνει. Γελάει. Χτυπάει αμέσως το τηλέφωνο)Μανούλα; Ξαδερφούλα; Ε; Ε; Ε! Πώς είπατε; Αστυνομία; Για μένα; Και ποιος σας έδωσε το τηλέφωνο μου; Αυτή σκύλα, η ξαδέρφη μου; Αδύνατον… Έχω τρεις μήνες να τη δω. Να της πείτε να πάει να… Ε; Δεν σας καταλαβαίνω, κύριε αστυνόμε μου, είμαι, ξέρετε, λίγο τρελή, κουφή, θέλω να πω. Α, δεν είναι σοβαρό; Ποιος; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μα είναι ώρα αυτή να τηλεφωνείτε σε καθωσπρέπει σπίτια, κυρ αστυνόμε μου; Δεν ξέρω τι στο διάολο θέλετε να μου πείτε, αλλά εγώ δεν είμαι καμιά κλέφτρα. Πώς; Βιάζεστε; Μα τι θέλετε να μου πείτε; Ναι, γιος μου είναι, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί σας έδωσε το τηλέφ… Τιιι; Ατύχημα; Πότε; Πώς; Είναι μαζί σας; Δώστε τον να του μιλήσω. Δεν είμαι, ξέρετε, πολύ καλά. Πώς είπατε; Σε ποιο νοσοκομείο; Αχ θεούλη μου. Του το ΄λεγα εγώ: “Κάποια μέρα θα χτυπήσεις με το μηχανάκι”, δεν ακούει, όμως, κανέναν. Ξέρετε, κύριε αστυνόμε μου, πως έχει τρεις μήνες να έρθει να δει τη μανούλα του; Πώς είπατε; Ναι, ναι βέβαια ...Να έρθετε; Όχι δεν είναι απαραίτητο. Ευχαριστώ, κυρ αστυνόμε μου… (Κλείνει το τηλέφωνο. Είναι χλωμή. Μουρμουρίζει. Ξαφνικά, βάζει τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού στον οισοφάγο. Βήχει. Ρεύεται. Βάζει τα δάχτυλα της πιο βαθιά. Κάνει εμετό. Φτύνει, βήχει. Πάει στο τηλέφωνο. Τα ρούχα της είναι λερωμένα από τον εμετό. Ανοίγει τον τηλεφωνικό κατάλογο και σχηματίζει με δυσκολία, έναν τριψήφιο αριθμό)Αστυνομία εκεί; Είμαι η κυρία που καλέσατε πριν από λίγο. Πού να ξέρω αν ήσασταν ο ίδιος; Πριν από ένα λεπτό. Πείτε σ’αυτόν που μου τηλεφώνησε να έρθει στο ακουστικό. Ε! Ρωτήστε, λοιπόν. Κι εσείς αστυνομικός δεν είστε; Ακούστε αντιπαθητικέ μου κύριε, είμαι σε πολύ κακή κατάσταση κι ο γιος μου βρίσκεται στο νοσοκομείο. Χτύπησε με το μηχανάκι, κι εγώ είμαι μόνη και τρελή και βρόμικη, κι έχω κάνει και εμετό, και δε ξέρω τι να κάνω, κι όλοι με έχουν εγκαταλείψει, κι έχουν μπει φαντάσματα στο σπίτι, και ήμουν έτοιμη να αυτοκτονήσω δεν μάθαινα πως ο γιος μου βρίσκεται τώρα στο νοσοκομείο χτυπημένος κι ότι με χρειάζεται εγώ είναι ανάγκη να πάω τώρα στο νοσοκομείο να δω το παιδάκι μου και κανείς δε μου δίνει σημασία, κι ένας συνάδελφός σας πολύ συμπαθητικός, σίγουρα δεν ήσασταν εσείς, μου είπε πως θα μπορούσε να έρθει να μου κρατήσει συντροφιά και μετά να με πάει ο ίδιος στο νοσοκομείο, και το σίγουρο είναι πως θα με κρατήσουν κι εμένα στο νοσοκομείο, κι αν δεν με πάτε εσείς στο νοσοκομείο, δε ξέρω με τι τρόπο θα μπορέσω να πάω, κυρ αστυνόμε μου, γιατί εγώ δεν έχω λεφτά ούτε για το ταξί… (Παύση)

Σκηνή 4η (Στο ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου .Ο άρρωστος στο ίδιο κρεβάτι. Στο διπλανό κρεβάτι ο μοτοσικλετιστής με το πόδι μπανταρισμένο και με κολάρο. Στο πλευρό του μοτοσικλετιστή, καθισμένη σε καρέκλα η κυρία. Έχει ακουμπήσει το κεφάλι της στο προσκεφάλι του και κοιμάται βαθιά. Μπαίνει η νοσοκόμα)ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καλησπέρα! ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Γεια ΝΟΣΟΚΟΜΑ: (στο μοτοσικλετιστή) Ενεσουλα!

Page 32: Μια στιγμή πριν

ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τυχερακια! ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Τι; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τίποτα (Η νοσοκόμα κάνει την ένεση στο μοτοσικλετιστή) Εγώ, ενεσούλα; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Εσείς, μόνο δυο χάπια ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Αχ!!! ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αυτό ήταν. Μια παυσίπονη για να καλμάρουν οι πόνοι. (Η νοσοκόμα τελειώνει την ένεση) ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Θέλω και εγώ ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ο γιατρός είπε “όχι”. Και τα χάπια παυσίπονα είναι. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Α… ΝΟΣΟΚΟΜΑ: (στο μοτοσικλετιστή) Η γιαγιά σας; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Όχι, η μητέρα μου ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Κοιμήθηκε, η καημενούλα. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Θα έπρεπε να ΄ναι στο σπίτι. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Θέλετε να την ξυπνήσω; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Όχι. Δε θέλει να φύγει. Νομίζει πως είμαι πέντε χρονών. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μην παραπονιέσαι. Τουλάχιστον έχεις κάποιον να σου ξύνει την πλάτη. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Έμενα η μάνα μου δεν μου έξυσε ποτέ την πλάτη. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Σοβαρά; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: (στον άρρωστο) Τα χάπια. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Με τρώει η πλάτη μου. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Στα κέφια σας είστε σήμερα. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Έτσι λέτε; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ναι. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Έμενα με τρώει το πόδι μου. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Το πόδι; Αυτό δεν είναι τίποτα. Μετά από πέντε μέρες δεν θα σε τρώει πια. Θα αρχίσει να σε καίει. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Σ’ ευχαριστώ. Μου ‘φτιαξες το κέφι. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Παρακαλώ. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Λοιπόν…. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: : Τι «λοιπόν»; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Δεν μπορώ να μείνω εδώ όλη τη νύχτα. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι εννοείται; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Τα χάπια. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν θα μου φτάσουν. Νομίζω πως έχω πυρετό. Αισθάνομαι άσχημα. Σήμερα άκουσα τους γιατρούς να λένε για κάτι πνευμονικές επιπλοκές, και για κάτι…., ξέρω κι εγώ… εσείς να μου πείτε! ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Τι να σας πω; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Εσείς τι γνώμη έχετε; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Για ποιο πράγμα; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Για όλο αυτό το… χάος. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ποιο χάος; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Πέρασα τόσες μέρες μόνος μου και…. Και είχα αρχίσει να το συνηθίζω…. Και τώρα… με καταλαβαίνετε… τι θέλω να πω… ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Μη γίνεστε αντιπαθητικός. Σε όλο τον κόσμο αρέσει να έχει παρέα. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Για μένα μιλάτε; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Όχι. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Περίπου. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Λοιπόν, τα χάπια. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Θέλω ένεση. Με τρώει η πλάτη μου. Κι έχω πυρετό! ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αν είχατε πυρετό, δε θα μιλούσατε τόσο. (Ακούγεται το ροχαλητό της κύριας) ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αυτό πάλι… τι σας λέει;

Page 33: Μια στιγμή πριν

ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Θα σταματήσετε να μιλάτε; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μαμά…. ΚΥΡΙΑ: Ε; (ανοίγει τα μάτια, δεν αναγνωρίζει το περιβάλλον, κοιτάζει τον μοτοσικλετιστή, χαμογελαει ηλιθιωδώς και πέφτει και ξανακοιμάται στην ίδια θέση) ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Συγγνώμη. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: (Στον άρρωστο) Πάρτε τα. (πλησιάζει στο κρεβάτι του αρρώστου και ήθελα της ρίχνει κάτω τη συσκευή με το κόκκινο κουμπί. Δεν το αντιλαμβάνεται κανείς. Ο Άρρωστος παίρνει τα χάπια) ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Θερμόμετρο. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Είστε λίγο… ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: …βάσανο. (Ο μοτοσικλετιστής γελαει. Η νοσοκόμα πιάνει το σφυγμό του αρρώστου και κοιτάζει το ρολόι της) ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μ’ εμένα γελάς; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Όχι. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Συγγνώμη, αν σ’ ενοχλώ. Έχω λίγο τα νεύρα μου. Εδώ μέσα, αν δε γκρινιάζεις, δε σου δίνει κανείς σημασία. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Πώς το ‘παθες; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Σκόνταψα. Έπεσα απ’ τις σκάλες με τον πιο γελοίο τρόπο! Ρεζίλι έγινα. Εσύ; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ατύχημα. Με χτύπησε ένα περιπολικό. Αυτοί φταίγαμε! ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τουλάχιστον εσύ δεν ντρέπεσαι γι’ αυτό. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Τι εννοείς; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Πως δεν αισθάνθηκες ντροπή. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Όχι. Οργή. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αυτό θα πει τύχη. Η οργή είναι πιο υγιές αίσθημα απ’ την ντροπή. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Σωστό.(Χτυπούν την πόρτα. Η νοσοκόμα αφήνει το σφυγμό του αρρώστου και πλησιάζει προς την πόρτα. Μπαίνει, διστακτικά, η γυναίκα αστυνομικός, ντυμένη με πολιτικά)ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλησπέρα. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καλησπέρα. ΓΥΝΑΙΚΑ: Επιτρέπεται; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Ναι. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Κατά φωνή! (Παύση. Αμηχανία. Η νοσοκόμα κοιτάζει το μοτοσικλετιστή, πάει προς τον άρρωστο και του ξαναπαίρνει το σφυγμό) ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μήπως ήρθατε να ζητήσετε συγγνώμη; ΓΥΝΑΙΚΑ: Πως πήγε η εγχείρηση; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ας τα λέμε καλά. Βέβαια, θα ‘μουν καλύτερα, αν δεν χρειαζόταν να κάνω εγχείρηση, κι ακόμη καλύτερα, αν δε μας συνέβαινε το ατύχημα. ΓΥΝΑΙΚΑ: Μάλιστα. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Λοιπόν; ΓΥΝΑΙΚΑ: Νιώθετε καλύτερα; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ναι. ΓΥΝΑΙΚΑ: Χαίρομαι. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Λουλούδια μου φέρατε; ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Γλυκά; ΓΥΝΑΙΚΑ: Ούτε. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Και με τι θα με δωροδοκήσετε για να μην σας καταγγείλω; ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ήρθα να σας δωροδοκήσω. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μάλιστα ΓΥΝΑΙΚΑ: Μιλαω σοβαρά.

Page 34: Μια στιγμή πριν

ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μαμά ,μαμά ξύπνα! Είναι εδώ αυτή που μου ‘σπασε το λαιμό και το πόδι και που παραλίγο να με στείλει στον τάφο.(Ο άρρωστος γελάει, η νοσοκόμα κοιτάζει την αστυνομικό, η οποία αισθάνεται πολύ αμήχανα. Η μητέρα ανοίγει τα μάτια, χαμογελαει στην αστυνομικό με ηλίθιο χαμόγελο και ξανακοιμάται στην ίδια θέση)ΝΟΣΟΚΟΜΑ: (Χαμηλόφωνα στον άρρωστο) Μη γελάτε, χάνω το σφυγμό. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: (Χαμογελώντας) Είδατε τι πλακά έχουμε; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Σσσουτ. (Παύση. Ένταση) ΓΥΝΑΙΚΑ: Εγώ… Περαστική ήμουν. Και σκέφτηκα …Ήθελα απλώς να σας δω. Για να μάθω πως πήγε η εγχείρηση. Τίποτα’ άλλο. (Παύση) ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Με ρωτήσατε και πριν. ΓΥΝΑΙΚΑ: Και είστε καλά; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Έχει σημασία για σας να απαντήσω «ναι»; ΓΥΝΑΙΚΑ: Ακριβώς. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Πάνω απ’ όλα ,για τη νομική πλευρά του θέματος. Σωστά; ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι, όχι, δεν είναι γι’ αυτό… ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Λοιπόν ,είμαι μια χαρά. Εσείς; ΓΥΝΑΙΚΑ: Εγώ; Καλά. Καλά. Λοιπόν, να πηγαίνω. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Βιάζεστε κιόλας! ΓΥΝΑΙΚΑ: Λίγο, ναι. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Καλά… Θα τα ξαναπούμε. ΓΥΝΑΙΚΑ: Το τηλέφωνο μου… Τηλεφωνήστε μου, όταν βγείτε από δω. Σας χρωστώ… Καλά. Ίσως περάσω κι αύριο. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μην ξεχάσουμε τα γλυκά. ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Αντίο. Με συγχωρείτε. Καληνύχτα. Με συγχωρείτε. Ευχαριστώ. (Η αστυνομικός φεύγει)ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ηλίθια! ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αστυνομικός είναι; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ναι. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν της φαίνεται. Πολύ ευγενική… ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: : Ευγενική; Θα’ έπρεπε να την έβλεπες όταν είχε βάρδια… ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Δεν έχετε πυρετό. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Κι εσείς που το ξέρετε; Πιο πολύ σας ένοιαζαν αυτά που λεγανε, παρά ο σφυγμός μου. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Τον έχασα τρεις φορές, αλλά εξαιτίας σας. Κουνούσατε συνεχώς το χέρι. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν θα ήταν πιο εύκολο, αν μου είχατε βάλει θερμόμετρο; ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Καλή σας νύχτα και καλή ξεκούραση. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Καληνύχτα. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Η… μητέρα σας… ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μην την ξυπνήσετε. Θα μείνει εδώ. Αν της πω να πάει σπίτι, θα κάνει σαματά, όπως έκανε χθες βράδυ. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Αν χρειαστείτε κάτι, πατήστε το κουμπί. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Περιμένετε. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Τι; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Έχω την εντύπωση πως ήθελα να σας πω κάτι, αλλά δεν θυμάμαι τι… Α, ναι… τίποτα, τίποτα… μια ανοησία… Μήπως έχουμε ξανασυναντηθεί εμείς οι δυο; Θέλω να πω… πριν μπω στο νοσοκομείο. Έξω από εδώ. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Όχι. Αντίο. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Γιατί είστε τόσο…. Ψυχρή; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Πως και…. ΝΟΣΟΚΟΜΑ: Όταν βγείτε από το νοσοκομείο, τηλεφωνήστε μου, και θα σας εξηγήσω. (Η νοσοκόμα φεύγει)

Page 35: Μια στιγμή πριν

ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Ήθελα να την πω «άσχημη», και μου βγήκε «ψυχρή». (Ο Μοτοσικλετιστής γελαει) ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Πρόσεξες ότι όλες οι γυναίκες μας κλείνουν για βγούμε από δω; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Επιμένει πως δεν έχω πυρετό, κι εγώ έχω, κι έχει πρηστεί και το πόδι μου και με ποναει και με καίει κι ο επίδεσμος, κι αισθάνομαι χειρότερα από ποτέ, και δεν μπορώ να αναπνεύσω.. και με τρώει και η πλάτη μου. ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: : Δεν σου αρέσουν τα νοσοκομεία, ε; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Γιατί; Εσένα σ’ αρέσουν; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Δεν είναι κι άσχημα. Σου τα κάνουν όλα. Μ’ αρέσει να μου τα κάνουν όλα. Αν δεν ήταν κι αυτά τα καρφιά… ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Σε ενοχλούν; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Λίγο. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Που να σου βγάλουν και τα ράμματα… ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Ναι. (Παύση) Άκου….. αν θέλεις, μπορώ να ζητήσω να μου αλλάξουν το δωμάτιο. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Γιατί; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Δεν έλεγες κάτι στη νοσοκόμα πριν; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι; ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Τίποτα. (Παύση) Καληνύχτα. (Παύση) Άμα θέλεις, βαλε τηλεόραση. Δεν με πειράζει. (Παύση) Καληνύχτα. (Ο μοτοσικλετιστής κλείνει τα μάτια… ο άρρωστος ανάβει την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ. Η κυρία ξύπνιοι από το θόρυβο, κοιτάζει το γιο της που κοιμάται, και χαζογελάει. Στη συνέχεια, κοιτάζει τον άρρωστο)ΑΡΡΩΣΤΟΣ: (Στην κυρία, για την τηλεόραση) Σας ενοχλεί; (Η κυρία κουναει το κεφάλι της, χαμογελάει και ξανακοιμάται στην ίδια πολυθρόνα. Ο άρρωστος κάνει ζάπινγκ. Ξαφνικά, αισθάνεται ένα ρίγος. Νιώθει να ασφυκτιά. Τρομάζει και του πέφτει το τηλεκοντρόλ. Αρχίζει να βήχει και να έχει σπασμούς. Ξυπνάει ο μοτοσικλετιστής και κοιτάζει την κυρία, πιστεύοντας πως αυτή κάνει το θόρυβο. Γυρίζει προς τον άρρωστο και τον βλέπει να έχει σπασμούς. Ο μοτοσικλετιστής ψάχνει τη συσκευή για να ειδοποιήσει. Δεν τη βρίσκει)ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ: Μα…. Μα…. Τι έπαθες; Ε…. Ε… τι στο διάολο… (Ο άρρωστος αναπνέει όλο και με μεγαλύτερη δυσκολία. Ο μοτοσικλετιστής συνεχίζει με το βλέμμα να ψάχνει τη συσκευή. Δεν τη βρίσκει) Μα, τι στο διάολο θέλει αυτό το πράγμα στο πάτωμα. Σκατά! Μα, τι έπαθες; Μαμααααα!! (Ο άρρωστος δεν απαντά. Πνίγεται. Κοιτάζει το μοτοσικλετιστή. Το σώμα του έχει αρχίσει να συσπάται. Ο μοτοσικλετιστής ελευθερώνει το πόδι του από τις αλυσίδες και προσπαθεί να πιάσει από το πάτωμα τη συσκευή. Δεν τη φτάνει. Κοιτάζει τη μητέρα του που ροχαλίζει. Ο άρρωστος χειροτερεύει. Ο μοτοσικλετιστής, μέσα στην απόγνωση του, πέφτει ολόκληρος από το κρεβάτι. Ουρλιαχτό πόνου. Η κύρια ξυπναει πάλι. Βλέπει την τηλεόραση και νομίζει πως το ουρλιαχτό προήλθε από εκεί. Ο μοτοσικλετιστής, με το χέρι τεντωμένο περισσότερο, γιατί ποναει πολύ. Η κυρία βλέπει ότι το κρεβάτι του γιου της είναι άδειο, αλλά δεν καταλαβαίνει τίποτα) Μαμά, μαμά, εδώ είναι! Το κουμπί, το κουμπί, το κουμπί, πάτα το κουμπί!(Η κυρία σηκώνεται και πάει να βοηθήσει το γιο της. Εκείνος της δείχνει τη συσκευή και την υποχρεώνει να πέσει στα τέσσερα στο πάτωμα. Η ίδια δε καταλαβαίνει τίποτε και βγάζει ένα γελάκι. Ακλουθώντας τις εμφατικές χειρονομίες του μοτοσικλετιστή, φτάνει στη συσκευή και παταει το κουμπί. Ο μοτοσικλετιστής αναστενάζει) Επιτέλους! (Παύση)

Σκηνή 5η (Στην ίδια τραπεζαρία, μητέρα και κόρη. Η κόρη έχει στραβοκαταπιεί και προσπαθεί να φωνάξει. Έχει πετάξει τα πάντα κάτω από το τραπέζι. Η μητέρα τα έχει χαμένα. Η κόρη είναι χλομή. Η μητέρα πλησιάζει στο παράθυρο. Η κόρη πέφτει στο πάτωμα και έχει σπασμούς. Η μητέρα ανοίγει το παράθυρο και ζητεί βοήθεια)

ΜΗΤΕΡΑ: Βοήθεια!! Μ΄ ακούει κανένας; Βοήθεια!! Το κοριτσάκι μου, το κοριτσάκι μου, πνίγεται… Μ’ ακούει κανένας; Βοήθεια! Μ' ακούει κανένας; Βοήθεια! ΦΩΝΗ ΑΡΡΩΣΤΟΥ: Τι συμβαίνει; ΜΗΤΕΡΑ: Κατεβείτε, σας παρακαλώ ,βοηθήστε με, σας ικετεύω. Η μικρή, η μικρή… Σας παρακαλώ!!!

Page 36: Μια στιγμή πριν

ΦΩΝΗ ΑΡΡΩΣΤΟΥ: Περιμένετε, έρχομαι, έρχομαι. (Η μητέρα πάει και ανοίγει την πόρτα. Η κόρη στο πάτωμα, κοντεύει να λιποθυμήσει. Μπαίνει ο άρρωστος με πιτζάμες, και μπανταρισμένο πόδι)ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Τι έπαθε; Ασθενοφόρο καλέσατε; ΜΗΤΕΡΑ: Όχι. Νομίζω πως… Πως απλώς… Πνίγηκε με το φαγητό… ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μα, κυρία μου… Εσείς τι κάνατε; ΜΗΤΕΡΑ: Μα, τι να κάνω εγώ καημένη; Τι έπρεπε να κάνω; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Θα σας δείξω αμέσως!(Ο άρρωστος πιάνει την κόρη και την ξαπλώνει στο πάτωμα. Με τη γροθιά της καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα στο στέρνο. Την γυρναει μπρούμυτα και τη χτύπα στην πλάτη. Η κόρη βήχει. Της δίνει και άλλο χτύπημα, δυνατότερο. Δεν αντιδρά. Της ανοίγει το στόμα και χώνει τα δάχτυλα του. Δε φέρνει αποτέλεσμα. Στο τέλος, γονατίζει την πιάνει από τις μασχάλες και τυλίγει τα χέρια του γύρω από το στήθος της. Την ταρακουνά δυνατά. Η κόρη φτύνει τα κοκαλάκια και αρχίζει να αναπνέει γρήγορα. Δείχνει να συνέρχεται. Η μητέρα τα έχει παρακολουθήσει όλα από απόσταση. Ο άρρωστος, καταπονημένος, ζηταει τη βοήθεια της μητέρας για να σηκωθεί. Πονάει το πόδι του)ΜΗΤΕΡΑ: Σας ευχαριστώ. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Καμιά φορά, για να βοηθήσεις έναν άνθρωπο πρέπει να βουτηχτείς μες στα σκότα. ΜΗΤΕΡΑ: Ναι ,ναι… Εισαι καλά τώρα, κοριτσάκι μου; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μη! Μη! Αφήστε την! Μην την σηκώνετε. (Η κόρη βήχει. Συνέρχεται σιγά σιγά. Φέρνει τα χέρια της στο στήθος) ΚΟΡΗ: Πονάω λίγο εδώ. ΜΗΤΕΡΑ: Πες «ευχαριστώ» στον κύριο. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αφήστε την να ηρεμήσει. Εγώ ανεβαίνω. ΜΗΤΕΡΑ: Να καλέσουμε… Ασθενοφόρο; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Μπα! Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο. ΜΗΤΕΡΑ: Σας χρωστάμε μεγάλη χάρη, νεαρέ μου. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δε μου χρωστάτε τίποτα. Και ευχαριστώ πολύ για το «νεαρέ». ΜΗΤΕΡΑ: Δε θέλετε να μείνετε λίγο μαζί μας; Να δειπνήσουμε παρέα; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Αχ, όχι, όχι. Έχω πολλή δουλειά. Πρέπει να ξενυχτήσω! Έχω πολλά διαγωνίσματα να διορθώσω! ΜΗΤΕΡΑ: Πόνεϊ το πόδι σας; Θέλετε να καθίσετε; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Όχι, όχι. Καλά είμαι. ΜΗΤΕΡΑ: Καιρό είχαμε να σας δούμε, νομίζαμε πως είχατε μετακομίσει. Ήταν μεγάλη τύχη που ήσασταν σήμερα εδώ. Μεγάλη τύχη! ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Εγώ δεν πιστεύω στην τύχη. Είναι ανοησία. (Η κόρη κοιτάζει τον άρρωστο και του χαμογελαει τρυφερά. Στη συνέχεια, αρχίζει να κοιτάζει στο κενό και μένει σκεπτική για αρκετή ώρα)ΜΗΤΕΡΑ: Καθίστε. Νιώθω ένοχες, που ταλαιπωρηθήκατε τόσο… εξαιτίας… της μικρής. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν πειράζει. Τώρα είμαι στην ανάρρωση. Πήρα εξιτήριο πριν από δυο μέρες, και έτσι δεν έχω δικαιολογία. ΜΗΤΕΡΑ: Εξιτήριο; Ήσασταν άρρωστος; Για πείτε μου… ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Στο νοσοκομείο ήμουν. Έσπασε το μηριαίων οστού. Παρουσιαστήκαν, όμως, κάποιες επιπλοκές και με κράτησαν λίγο παραπάνω… ΜΗΤΕΡΑ: Α, σοβαρά; Για ποιο λόγο; ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν ξέρω πως έγινε, αλλά κατέληξα με μια θρόμβωση στον αριστερό πνεύμονα… ΜΗΤΕΡΑ: Πω πω..., και σας ταλαιπωρήσαμε κι εμείς! ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Λοιπόν, σας αφήνω. Κι όσο για την κορούλα σας… ΜΗΤΕΡΑ: Τι; (Ο άρρωστος πλησιάζει την κόρη και την χαϊδεύει τρυφερά. Η κόρη τον κοιτάζει στα μάτια. Ο άρρωστος απομακρύνεται και κοιτάζει την μητέρα) ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Να τη φροντίζετε. ΜΗΤΕΡΑ: Δεν κάνω και τίποτε άλλο όλη μέρα! Καληνύχτα, νεαρέ μου. ΑΡΡΩΣΤΟΣ: Δεν είμαι και τόσο νεαρός. (Φεύγει. Η μητέρα πλησιάζει στη κόρη) ΜΗΤΕΡΑ: Κοριτσάκι μου.

Page 37: Μια στιγμή πριν

ΚΟΡΗ: Τι; (Η μητέρα της δίνει ένα χαστούκι) ΜΗΤΕΡΑ: Μην το ξανά κανείς αυτό ποτέ! Μ’ ακούς; Ποτέ! Τι ντροπή, Θεέ μου! Τι ντροπή! Έχεις καταλάβει τι έκανες; Μόνο ένα καθυστερημένο θα αντιδρούσε έτσι! Μην το ξανακάνεις! Πήγα να πάθω έμφραγμα με τις βλακείες σου! ΚΟΡΗ: Με πόνεσες! Δεν μου φτάνει αυτό που έπαθα, με χτυπάς και από πάνω! Γιατί με χτύπησες; Και αν… κι αν είχα πεθάνει; Ε; τότε τι θα ‘κανες, μαμά; ΜΗΤΕΡΑ: Μην λες ανοησίες! Άκου, να πεθάνεις!...Τι χαζομάρες είναι αυτές; Κανείς δεν πεθαίνει από ένα κοκαλάκι. Ώρες ώρες, μου φαίνεσαι τελείως ηλίθια… Είσαι καλύτερα; ΚΟΡΗ: Όχι. (Χτυπαει το τηλέφωνο) ΜΗΤΕΡΑ: Εμπρός, εμπρός, στο κρεβάτι σου, τώρα. Θα τα μαζέψω εγώ. (Η μητέρα φιλάει την κόρη στο μέτωπο και παίρνει το τηλέφωνο) Λέγετε;… Γεια σου, αγάπη μου. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μου έκανε η μικρή. Μου 'κόψε τη χολή… Α, ναι;… Αλήθεια; Καλά του τα πες! Α… Και τι θα κάνουμε τώρα μ’ αυτόν; (Παύση)

Σκηνή 6η(Το ίδιο δωμάτιο του ηρωινομανή. Πίσω από την πόρτα της εισόδου, διακρίνεται το κεφαλόσκαλο τη σκάλας όπου βρίσκονται η ξαδέρφη και η κόρη, πιασμένες από το χέρι. Σε μια γωνιά του δωματίου βλέπουμε τον ηρωινομανή καθισμένο ανακούρκουδα. Έχει κλείσει με τα χέρια του τα αυτιά του. Η ξαδέρφη χτύπα πολλές φορές την πόρτα)

ΑΔΕΛΦΗ: Αν δεν ανοίξεις, θα φωνάξω την αστυνομία. ΚΟΡΗ: Μήπως δεν είναι μέσα; ΑΔΕΛΦΗ: (Στην κόρη, χαμηλόφωνα) Είναι. Έχει φως. (Φωνάζοντας) Μ’ ακούς; (Στην κόρη χαμηλόφωνα) Όταν ανοίξει, εσύ μην τρομάξεις, θα ‘χει σίγουρα… τα χάλια του, αλλά εσύ μην τρομάξεις. (Φωνάζοντας) Το ξέρω ότι είσαι μέσα, και δεν με σταματαει τίποτα. Θα πάω τώρα αμέσως και θα σε καρφώσω στην αστυνομία. Τα πράγματα έχουν αγριέψει και το ξέρεις! Σε χώνουν μέσα ακόμη και αν σε πιάσουν με λίγα γραμμάρια.ΚΟΡΗ: Μα, σοβαρά, θες να τον βάλουν φυλακή, θεία; ΑΔΕΛΦΗ: Όχι, αγάπη μου, το λέω μόνο και μόνο για να τον κάνω να αντιδράσει. Τίποτα απ’ όσα λέω δεν τα λέω σοβαρά. Μην ανησυχείς. (Φωνάζοντας) Μ ‘ακούς; (Στην κόρη) Άκουσε με καλά: όταν μπούμε, εγώ θα προσπαθήσω να τον παραπλανήσω. Εσύ θα κάνεις ότι έχουμε πει. Εντάξει; ΚΟΡΗ: Εντάξει. ΑΔΕΛΦΗ: (Φωνάζοντας)Δεν με σταματήσει τίποτα. Μ’ ακούς; ΚΟΡΗ: Και να δεν μ’ αφήσει να κάνω τίποτα; Αν με χτυπήσει; ΑΔΕΛΦΗ: Ησύχασε. Θα δεις ότι όλα πάνε καλά. Θα τον μπερδέψω. (Φωνάζοντας) Τίποτα, μ’ ακούς; Δεν πα’ να ‘σαι αδελφός μου! Άνοιξε μου! (Ο ηρωινομανής ανοίγει. Η αδελφή σπρώχνει την κόρη, να μπει μέσα μπαίνει, αρπάζει βίαια τον ηρωινομανή από τους ώμους και τον ταρακουνά. Παλεύουν, όχι πολύ βίαια. Εκείνος αισθάνεται άβολα από την παρουσία της ανιψιάς του)ΑΔΕΛΦΗ: Δεν φεύγουμε από δω μέσα, αν δεν μας ακούσεις. ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι θες; Γιατί έφερες τη μικρή; ΑΔΕΛΦΗ: Έχει δικαίωμα να γνωρίζει την αλήθεια. Ντρέπεσαι, που σε βλέπει σ’ αυτή την κατάσταση; Ηρωινομανής: Ο… όχι. Γεια σου, κούκλα μου. ΚΟΡΗ: Γεια σου, θειε.(Η αδελφή αρπάζει από το μπράτσο τον ηρωινομανή και τον πηγαίνει σε μια γωνιά του δωματίου, απέναντι από το μέρος όπου βρίσκεται η κόρη. Η αδελφή ρίχνει μια συνωμοτική ματιά στην κόρη, χωρίς να την πάρει είδηση ο ηρωινομανής. Από αυτή τη στιγμή, η αδελφή και ο ηρωινομανής θα αρχίσουν να τσακώνονται και να συζητανε έντονα κι έτσι η κόρη θα έχει την ευκαιρία να ψάξει όλα τα έπιπλα, συρτάρι και λοιπές γωνίες του δωματίου, χωρίς να το αντιλήφθη ο ηρωινομανής. Όταν αρχίζει η αδελφή να μιλαει, η κόρη αρχίζει στα κρυφά το ψάξιμο. Κάποιες στιγμές βλέπουμε την αδελφή να παρατηρεί τις κινήσεις της κόρης με την άκρη του ματιού της)

Page 38: Μια στιγμή πριν

ΑΔΕΛΦΗ: Δεν γίνεται να περιμένουμε άλλο. Μας φλόμωσες στο ψέμα, μας καταλήστεψες. Κατάφερες να καταστρέψεις τα πάντα, τα πάντα. Μ' ακούς; Και δεν μιλαω μόνο για τις σχέσεις μας, αυτό είναι το λιγότερο.ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Φύγετε από δω. (Η αδελφή κοιτάζει την κόρη, που της κάνει νόημα πως δεν βρίσκει τίποτα)ΑΔΕΛΦΗ: Δεν πάμε πουθενά! Μας άνοιξες την πόρτα. Δεν μπορεί, κάτι θα σημαίνουμε ακόμη για σένα. Αυτή τη φορά, οι απειλές μου θα πιάσουν τόπο. Αποφασίσαμε να πληρώσουμε για να πας σε ένα ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. Πρέπει, όμως, να δώσεις τη συγκατάθεση σου. ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ποιανού ιδέα ήταν; Δικια σου ή της άλλης…. αδελφούλας; ΑΔΕΛΦΗ: Τι έχεις αποφασίσει; ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τραβάτε στην αστυνομία. Δεν έχω τίποτα. Ας με ψάξουν. Δεν θα βρουν τίποτα. Εδώ και καιρό, δεν έχω τίποτα.(Η κόρη κάνει νοήματα στην αδελφή, σαν να θέλει να της πει πως όντως δεν υπάρχει τίποτα. Η αδελφή κάνει νοήματα στην κόρη να συνεχίσει το ψάξιμο. Αυτός γυρίζει και κοιτάζει την κόρη. Τότε η αδελφή τον αρπάζει βιαία και τον οδηγεί στον καθρέφτη)ΑΔΕΛΦΗ: Μη με κάνεις να γελαω. Έχεις κοιταχτεί στον καθρέφτη; Έχεις δει τη φάτσα σου; Κοίτα, αν έχεις τα κότσια! Κοίτα! Κοίτα! ( Η αδελφή κάνει νόημα στην κόρη να ψάξει στα συρτάρια) ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Με πονάς. ΑΔΕΛΦΗ: Πες μου τι βλέπεις… ΚΟΡΗ: Τίποτα. ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι λέει η μικρή; ΑΔΕΛΦΗ: Απάντησε μου! ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι σκότα θες να σου απαντήσω; ΑΔΕΛΦΗ: Τι είναι αυτό που βλέπεις; Είναι φάτσα αυτή που ‘χεις; Για να ‘χεις τέτοια φάτσα σπούδασες; Είσαι ένας άχρηστος! ΑΔΕΛΦΗ: Απάντησε μου! ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι δουλειά έχει η φάτσα μου με τις σπουδές; Είσαι τελείως πειραγμένη. Το ίδιο και η άλλη. Και οι δυο. Τελείως πειραγμένες. Ελπίζω η μικρή να έμοιασε στον πάτερα της. Παρ’ όλο που δεν τον ξέρουμε, σίγουρα θα είναι καλύτερος από σας.(Η κόρη ενοχλείται και σταματήσει το ψάξιμο. Είναι έτοιμη να κλάψει. Η αδελφή δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Δίνει μια μπουνιά στον ηρωινομανή και κάνει νόημα στην κόρη να συνεχίσει το ψάξιμο. Η κόρη υπακούει και, κατά τη διάρκεια της επόμενης συνομιλίας, βρίσκει τυχαία στο διπλό πάτο ενός συρταριού χαρτάκια με κοκαΐνη, ηρωίνη, χάπια κλπ. Τα βάζει όλα στη τσέπη της. Η αδελφή τη βλέπει)ΑΔΕΛΦΗ: Δεν θα σ ‘το ξαναπώ. Είμαστε πρόθυμες να πληρώσουμε για να πας στο καλύτερο κέντρο αποτοξίνωσης. Μη μ’ αναγκάζεις να φέρομαι μελοδραματικά, ξέρεις ότι μισώ τα δράματα. Ξέρεις πως θέλουμε να σε βοηθήσουμε. Το ξέρεις ότι σε αγαπάμε και θέλουμε το καλό σου. Είχαμε εναποθέσει όλες τις ελπίδες μας σ ‘εσένα, τον διανοούμενο της οικογένειας…. ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Κοψ' τις μαλακιες, γαμω το μου! Δεν διψάς; ΑΔΕΛΦΗ: Τι; ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Δεν διψάς. Εγώ διψαω. Θες ένα ουισκακι, αδερφούλα; (Γυρίζει και πηγαίνει προς το έπιπλο που η κόρη ψαχουλεύει. Η κόρη μόλις έχει βάλει το τελευταίο χαρτάκι στην τσέπη της. Με το που γυρίζει αυτός, κλείνει γρήγορα το συρτάρι. Ένταση. Η κόρη, έντρομη, κοιτάζει την αδελφή. Δεν ξέρει αν την έχει δει ή όχι. Παύση)ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: (στην κόρη) Γιατί με κοιτάς έτσι κούκλα μου; (παύση) Έλα εδώ. ΚΟΡΗ: Όχι ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Κι εσύ με φοβάσαι; ΚΟΡΗ: Όχι (Ο ηρωινομανής πλησιάζει την κόρη. Η αδελφή είναι ταραγμένη στη σκέψη ότι μπορεί να την έχει δει. Ο ηρωινομανής γονατίζει μπροστά στη μικρή και την κοιτάζει στα μάτια. Ένταση. Τη χαϊδεύει) ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Ότι κι αν σου λένε η μάνα σου και η θεια σου, μην πιστέψεις ποτέ ότι είμαι τέρας. ΚΟΡΗ: Δεν πιστεύω ότι είσαι τέρας, θειε. ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Μπράβο. Έξαλλου, πρέπει να μάθεις πως δεν υπάρχουν τέρατα.

Page 39: Μια στιγμή πριν

ΑΔΕΛΦΗ: : Λοιπόν… ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι; ΑΔΕΛΦΗ: Ναι η όχι; ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Τι «ναι» ή «όχι»; (Η αδελφή πάει γρήγορα προς το μέρος τους, πιάνει την κόρη από το μπράτσο) ΑΔΕΛΦΗ: Δεν ξέρεις ούτε τι λες ούτε τι κάνεις. Περιμένω να με πάρεις τηλέφωνο. Σήμερα το βράδυ. ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Για ποιο λόγο; ΑΔΕΛΦΗ: Για να πεις το «ναι». Για να συμφωνήσεις. Για αύριο κιόλας. Αλλιώς ,αστυνομία. (Η αδελφή φεύγει βιαστικά σπρώχνοντας την κόρη. Ο ηρωινομανής δείχνει σαν να μην καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα γίνονται. Στο κεφαλόσκαλο, η κόρη βγάζει τα χαρτάκια από την τσέπη της και τα δείχνει στην αδελφή. Η αδελφή της δίνει ένα φιλί και κατεβαίνουν και οι δυο τις σκάλες τρέχοντας. Στο δωμάτιο ηρωινομανής είναι πολύ νευρικός και περιπατάει πάνω κάτω. Μουρμουρίζει κάτι ακαταληπτες λέξεις. Πάει προς το έπιπλο και ανοίγει το συρτάρι. Δεν βρίσκει τίποτα. Απελπίζεται. Ξαναψάχνει. Αντιλαμβάνεται ότι του έχουν πάρει το εμπόρευμα, γίνεται έξαλλος. Πάει στην πόρτα, βγαίνει, και στέκεται στο κεφαλόσκαλο φωνάζοντας)ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Πους είστε; Γυρίστε πίσω! Έλατε αμέσως πίσω! Γαμώ το! Πως πιάστηκα τόσο μαλάκας;(Συνειδητοποιεί ότι έχουν φύγει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Έχει ιδρώσει, μπαίνει στο διαμέρισμα και κλείνει βίαια την πόρτα. Αρχίζει να κλοτσά τα έπιπλα. Παίρνει ένα μπουκάλι με ποτό. Πίνει. Του τελειώνει. Παίρνει άλλο. Δε μπορεί να το ανοίξει. Σπάει το λαιμό του μπουκαλιού στο τραπέζι. Κόβει το χέρι του. Πίνει, κόβει το χείλος του. Βλέπει το αίμα και ταράζεται περισσότερο. Σύνδρομο στέρησης: ο εκνευρισμός του εντείνεται, πονανε οι αρθρώσεις του, οι μύες του, όλο το σώμα του. Αρχίζει να πεταει αντικείμενα στο πάτωμα. Φωνάζει. Θέλει να φύγει. Ψάχνει απελπισμένα κάτι λεφτά)ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: Κι επιπλέον, δεν έχω δεκάρα! Δεκάρα τσακιστή, δεκάρα τσακιστή αδερφούλες!(Ανοίγει την πόρτα. Δε ξέρει τι να κάνει. Ποναει πολύ. Κλείνει την πόρτα. Πέφτει στο πάτωμα. ξανά σηκώνεται. Κοιτάζει τα ματωμένα χέρια του. Βήχει. Του έρχεται ναυτία. Πάει να ανάψει τσιγάρο. Τρέμει ,δεν τα καταφέρνει. Πίνει. Θέλει να καρφώσει το λαιμό του μπουκαλιού στο μπράτσο του..κρατεί τα χέρια με την κοιλιά του και σφαδάζει από τους πόνους. Κατουριέται πάνω του. Γονατίζει. Σέρνεται μέχρι το τηλέφωνο. Ασθμαίνει. Ανασηκώνεται. Καλεί με δυσκολία ένα νούμερο)ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗΣ: (Στο τηλέφωνο) Πουτανα! Η κόρη σου … Ήρθαν κι οι δυο εδώ. Τι σκότα θέλετε από μένα; Ποναει όλο μου το κορμί… Ποναωωω! Ξέρεις τι σημαίνει πόνος; Εντάξει, δέχομαι, ναι, ναι, ναι ναιαιαιαιαιαιια !!! πάρε το κέντρο και πες τους ότι δέχομαι να έρθουν να με πάρουν. Αλλά αμέσως τώρα. Τώρα! Τώρα τώρα!(κλείνει το τηλέφωνο, πέφτει στα γόνατα κλαίει)

Σκηνή 7η (στον ίδιο εσωτερικό χώρο ο σεναριογράφος και η γυναίκα του)

ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Kαι τότε ο νεκρός διαλέγει… ΓΥΝΑΙΚA: Mη! ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Tι «μη»; ΓΥΝΑΙΚΑ: Mη, σου λέω! ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μα, τι «μη»; ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη συνεχίσεις. ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θες να μαντέψεις μόνη σου; ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν θέλω να το ξέρω. ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γιατί; ΓΥΝΑΙΚΑ: Λυπάμαι που θα σ’ το πω, αλλά είναι η αλήθεια. ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δηλαδή; ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι αίσχος.

Page 40: Μια στιγμή πριν

ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιο πράγμα; ΓΥΝΑΙΚΑ: Το σενάριο σου. ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Mα…, τι λες; ΓΥΝΑΙΚΑ: Στενοχωριέμαι που σ’ το λέω, αλλά είναι απαίσιο. ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μα, γιατί; ΓΥΝΑΙΚΑ: Πώς είναι δυνατόν να παίζεις έτσι με τη ζωή και το θάνατο; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι εννοείς; Mα, δεν παίζω με τίποτα. ΓΥΝΑΙΚΑ: Φυσικά και παίζεις. Και λυπάμαι πραγματικά. Με έχεις… απογοητεύσει πλήρως. Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις έτσι ελαφρά ένα θέμα τόσο σοβαρό όσο ο θάνατος. Ξέρω πολύ καλά τι σου λέω. Είχες κατάθλιψη έναν ολόκληρο χρόνο, ήσουν χάλια, ήσουν σε κατάσταση φυτού, και τώρα καταλαβαίνω πως είσαι ακόμη χειρότερα. Πίστευα πως όταν θα έβγαινες απ’ αυτή την κατάσταση, θα ‘σουν πιο ώριμος, πιο έξυπνος, πιο ευαίσθητος. Περίμενα υπομονετικά μέχρι το τέλος της ιστορίας και σκεφτόμουνα: «Θα φτιάξει, θα φτιάξει», αλλά, τελικά, τίποτα. Γινόταν ολοένα και χειρότερη. Είναι μια ιστορία μέτρια, ψεύτικη, κοινότυπη και, το χειρότερο, εντελώς αδιάφορη. Σου μιλώ έτσι, γιατί ξέρεις πως σ’ αγαπαω κι είμαι σίγουρη πως μπορείς να κάνεις πολύ ωραία πράγματα, καλύτερα από πολλούς άλλους. Δεν είναι σωστό να παίζεις έτσι με τους ανθρώπους. Πως μπορείς να αντιμετωπίζεις το θάνατο τόσο επιπόλαια; Όσο το σκέπτομαι, τόσο πιο φρικτό το βρίσκω. Γιατί δεν έρχεσαι μια μέρα στο Κέντρο, να δεις πως δουλεύω με τους ασθενείς μου; Eκει θα δεις τι σημαίνει θάνατος και τι σημαίνει πόνος αληθινός! Σήμερα το πρωί, μου έρεπαν έναν εικοσιπεντάχρονο νεαρό, στα μαύρα του τα χάλια. Ένα πανέξυπνο και ευαίσθητο παΐδι, που παράτησε το πανεπιστήμιο, έκανε τα πάντα για να καταστρέψει τη ζωή του κι έφτασε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Μου λες τι πρέπει να γίνει μ’ αυτό το παΐδι; Εσύ προτείνεις να του μιλήσουμε με μικρόφωνα από το υπερπέραν και να το αφήσουμε να διαλέξει αν θέλει να συνεχίσει να ζει ή να γίνει ήρωας της γειτονιάς του κι άλλες τέτοιες μπούρδες! Αν είναι δυνατόν! Πρόκειται για έναν άνθρωπο! Μη με κοιτάς έτσι, ξέρω ότι σου γκρινιάζω, αλλά το κάνω για το καλό σου. Αν κάτσεις και το καλοσκεφτείς, είμαι βέβαιη ότι θα σκίσεις επί τόπου το σενάριο, και θα γράψεις κάτι καλό. Γράψε ένα σενάριο για την πραγματική ζωή, για τις πραγματικές ανάγκες, για τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων. Γράψε για τις φιλοδοξίες τους, για τις απογοητεύσεις τους, για τις συγκρούσεις τους, για την ανεπάρκεια τους. Παράτα τις επιπολαιότητες και τα ταξίδια στο πουθενά, και την επιφανειακή κριτική για τους νέους και την κοινωνία. Γράψε ένα σενάριο που να δίνει γροθιά στο στομάχι. Κάτι που να έχει να κάνει με την πραγματική ζωή. Δεν ξέρω, για παράδειγμα… φαντάσου… Ποιος ξέρει αν αυτό το παΐδι που μου έφεραν σήμερα δεν είναι τόσο κακό όσο δείχνει, κι αν δεν έχει σώσει κάποιον από βέβαιο θάνατο…. μια εξαδέλφη του, ας πούμε, ή την αδελφή του. Και ποιος ξέρει αν αυτή η αδελφή του δεν βοήθησε κάποια στιγμή ένα γείτονα που πήγαινε να πέσει από τις σκάλες, και που, τελικά, αυτός έσπασε μοναχά ένα πόδι, ενώ θα μπορούσε να σπάσει τη σπονδυλική του στήλη, γιατί εκείνη τον βοήθησε την κατάλληλη στιγμή, και που ξέρουμε αν αυτός ο γείτονας, λίγο πριν πάει να πέσει από τις σκάλες, δεν είχε σώσει τη ζωή ενός μοτοσικλετιστή, με το να μπει σφήνα ανάμεσα στη μηχανή και στο αυτοκίνητο, που πήγαινε καταπάνω στον νεαρό και θα του είχε λιώσει το κεφάλι; Και που ξέρουμε αν αυτός ο νεαρός, μια εβδομάδα πριν το ατύχημα, δεν είχε σώσει την ιδία του τη μάνα πηγαίνοντας την έγκαιρα στο γιατρό, και πληρώνοντας με δικά του λεφτά για να τη βγάλει από το τέλμα της κατάθλιψης, πριν να είναι πολύ αργά; Και ποιος ξέρει αν αυτή η ιδία γυναίκα, έναν μήνα πριν την πάει ο γιος της στο γιατρό, οπλισμένη με θάρρος και κουράγιο και παρ’ όλη την κατάσταση της, δεν κατάφερε να εμποδίσει, βάζοντας τις φωνές απ’ το μπαλκόνι της, ένα δολοφόνο να καρφώσει το μαχαίρι του ή να πυροβολήσει έναν περαστικό για να τον ληστέψει… Ποιος ξέρει; Οι άνθρωποι… ξέρεις… βοηθανε ο ένας τον άλλον, για να επιζήσουν. Και το να αμφισβητείς κάτι τέτοιο ή να κάνεις παιχνίδι μ’ αυτό, είναι… πρόστυχο. Είναι φτηνό. Είναι ευτελές. Οι άνθρωποι οφείλουν να επιζούν. Να ένα σενάριο, λοιπόν, για ταινία. Θα μπορούσε να έχει για τίτλο: Ζωή, ή, καλύτερα: Θάνατος: Αυτό που κανείς δεν επιθυμεί, αυτό που δεν ζητά κανείς, αυτό που κανείς ποτέ δεν πρέπει να ζητά. Πως σου φαίνεται; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εδώ και λίγη ώρα.. μη νομίζεις πως σ’ το λέω επειδή μου είπες όλα αυτά, αλλά.. Θα ‘θελα… ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι πράγμα; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λίγο νερό. Με πονάει….

Page 41: Μια στιγμή πριν

ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το χέρι μου….. το στήθος μου…. ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι σου συμβαίνει; ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σκοτείνιασαν όλα!(Ο σεναριογράφος υπέφερε σιωπηλά, ενόσω μιλούσε η γυναίκα του, τα συμπτώματα ενός εμφράγματος. Ακουμπαει σφιχτά πάνω στο στήθος του το αριστερό του χέρι. Σταματαει η αναπνοή του. Πέφτει απότομα στο πάτωμα. Η γυναίκα του τον κοιτάζει…. έντρομη;….. Έκπληκτη;… Ανέκφραστη;…)

ΤΕΛΟΣ