Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

22

description

Ένας άνθρωπος της νύχτας, όπως μόνο ο καθρέφτης της ψυχής του μπορεί να τον δει. Ωμός ρεαλισμός. Αυτόματη γραφή στο σύνολο του διηγήματος

Transcript of Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

Page 1: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ
Page 2: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

Έξι το πρωί κι ανεβαίνω αργά τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας. Το ασανσέρ έχει χαλάσει πάλι. Αυτός ο διαχειριστής κάτι έχει σκαρώσει, δεν είναι δυνατόν κάθε μήνα να πληρώνουμε συντηρητές. Η πόρτα μου θέλει βάψιμο. Σαν μουχλιασμένη μου μοιάζει. Ίσως φταίνε τα ποτά που όλα τα βλέπω χάλια. Και το καθιστικό, μα πως ζω πια εδώ πέρα; Πετάω τα ρούχα μου στην πολυθρόνα, έχει ιστορία πάνω της, μα και αλλαξιές μιας εβδομάδας. Και το φως κιτρινωπό, έτσι όπως το θέλω, με νυστάζει. Πώς μεγάλωσαν όλα εδώ πέρα, παρέα ρυτιδιάσαμε. Ώρα για ύπνο πατέρα, μη σηκώνεσαι. Έμεινες μόνος κι εσύ και χάζεψες. Τι θέλεις να σου πω; Tα ίδια, όπως τα ξέρεις. Κόσμος πολύς, μουσική στη διαπασών και κανα δυο μεθυσμένοι τραμπούκοι. Όχι δεν χτύπησα κανένα. Πάνε αυτές οι εποχές. Έχουν δυο νεαρούς γι’ αυτή τη δουλειά. Εγώ μόνο τις φάτσες τους τσεκάρω. Θα φέρω καμιά κοπέλα να χαρείς, μην ανησυχείς, στην ετοιμάζω την έκπληξη. Α, για σένα την θες; Α ρε πατέρα, όσο είχες τη μάνα ήσουν μια χαρά. Τώρα μόνο με χάπια σε αντέχω. Κάτσε να ξεντυθώ και θα σε σκεπάσω. Μισό λεπτό. Μισό λεπτό γαμώτο! Γέμισαν σίδερα οι τσέπες, πάν οι εποχές που με τα χέρια βγάζαμε μεροκάματο. Ας τ’ αφήσω κι αυτά εδώ πάνω στ’ άλλα κι αύριο με το καλό θα τα πάω στο πλυντήριο. Για να πιω και λίγο γάλα, τα κόκκαλα μου με πεθαίνουν. Τώρα μωρέ, τώρα! Πρέπει να του πάρω μια νταντά, μια να τον υπομένει. Η τελευταία θα του κοβε τη γλώσσα και τα χέρια αν έμενε μια βδομάδα ακόμα. Έλα, εντάξει τώρα; Άντε κλείσε τα

Page 3: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

μάτια σου και ονειρέψου κάτι καλό ε; Μην αρχίσεις να φωνάζεις πάλι, θα σου φορέσω φίμωτρο, στο λέω. Να βουρτσίσω και τα δόντια κι είμαστε έτοιμοι για νανάκια. Κατάλευκα είναι τα άτιμα ακόμη. Μόνο τα μάτια μου μαυρίσανε πριν χρόνια κι από τότε πάντα έτσι. Σαν γκάνγκστερ μοιάζω. Πορτιέρης δουλεύω απ’ τα 18 μέχρι τα τώρα και δεν ντρέπομαι. Μόνο βαρέθηκα να μαι σοβαρός. Δε λέω έχει και τα καλά του. Αλλά αν φτάσεις στο σημείο να θεωρείς καλύτερο σημείο της ημέρας την ώρα που πέφτεις στο κρεβάτι και χουχουλιάζεις στις κουβέρτες τότε βράστα. Μόνο οι σκύλοι κοιμούνται το πρωί έλεγε η μάνα μου, καλά να ναι εκεί ψηλά, κι εγώ είμαι ένας χοντρός, τεμπέλης σκύλος, αν είναι έτσι. Να, όπως τώρα, τι καλά που ξαποσταίνω. Ν’ ανάψω και το φωτάκι για τη νύχτα και να κάνει το μπιπ ο συναγερμός. Τι να σκεφτούμε απόψε για μας πάρει ο ύπνος; Όσες φορές κι αν σκέφτηκα γυναίκες, τσοντόνειρο δεν μπόρεσα να δω. Ας γίνω ποδοσφαιριστής που θα κάνει τις καλύτερες ντρίπλες, ή καλύτερα τραγουδιστής πάνω στην πίστα. Δεν έχει σημασία τι θα κάνω, μόνο να ζητωκραυγάζουν στη θέα μου από κάτω. Αυτό με νανουρίζει, κι άσε τους άλλους να μετράνε προβατάκια, τα πρόβατα. Ουφ, τι ώρα είναι; Πάντα τέτοια ώρα να σηκώνομαι για τουαλέτα, δεν με καταλαβαίνω. Μπας κι έχει ξεχάσει καμιά κανένα ξυπνητήρι εκεί κάτω; Δεν εξηγείται αλλιώς. Άντε σήκω, ξεσκεπάσου, μες στο κρύο. Τι να κάνουμε; Θα σηκωθώ. Ξημέρωσε έξω, βαβούρα όπως πάντα. Αυτά τα στόρια θέλουν άλλαγμα, όλο και κάποιες αχτίδες τους ξεφεύγουν. Αν μου ξέφευγε εμένα κακοντυμένος

Page 4: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

στο μαγαζί θα με ξαπόστελναν. Εσάς ρημάδια πατζούρια πότε θα σας ξαποστείλω; Αν δεν μάζευα τα λεφτά μου τώρα θα χα βάλει αλουμινένια ασφαλείας. Αλλά έχε χάρη. Α ρε πατέρα όλα κίτρινα τα χεις κάνει εδώ μέσα. Που να φέρω άνθρωπο, θα θέλει να πάει τουαλέτα και θα χρειαστεί να ντυθεί σαν αστροναύτης. Θα τα καθαρίσω, άλλη μέρα. Άντε ξανά στο κρεβατάκι μας. Στάθηκα πάλι χθες σε μια βιτρίνα μ’ έπιπλα και είδα ένα τόσο μα τόσο μεγάλο. Να χωράει ένα χαρέμι από ξανθιές. Αλλά οι ξανθιές δεν μας προτιμούν πια, οπότε καλό είναι και το σιδερένιο μου τετράποδο. Αυτό το μαξιλάρι μυρίζει, πολύ τ’ αμέλησα όλα τελευταία. Θα κοιμηθώ στα πλάγια, μπας και τ’ αποφύγω. Κόσμος από κάτω κι εγώ να τραγουδώ. Όλοι με θαυμάζουν και με βγάζουνε φωτό. Δεν είμαι ένας απ’ όλους είμαι ο Ηλίας ο Τσινάς και στους τοίχους όλους φτιάχνουν με τη μάπα μου κολάζ. Την έκανα τη ρίμα μου πάλι. Ώρα για ύπνο. Ωχ, ώρα για δουλειά. Κυριακάτικα τα’ ανοίγουνε το κωλομάγαζο. Λες και δεν τους φτάνουν τα φράγκα απ’ όλη τη βδομάδα. Κι ο κόσμος ; Δευτέρα δε δουλεύουνε; Τόση ανάγκη πια για χορό ; Αν όλοι αυτοί πήγαιναν σε μπαλέτα ποια Ρωσία μου λες και ποια Ουκρανία ; Κάθε χωριό και μια πίστα για τη Λίμνη Των Κύκνων θα είχε. Και όχι όπως τώρα. Γύρω απ’ το αεροδρόμιο ο βούρκος του φτηνιάρικου. Και στα Σφαγεία, σας περιμένουμε για ένα αξέχαστο πάρτυ, μισή τιμή για φοιτητές που τώρα ζούνε τη ζωή τους και μετά θα την εψάχνουνε στα ίδια μέρη, αλλά σαν σερβιτόροι. Τι να φάω απόψε; Πατέρα, να παραγγείλουμε; Τι βλέπεις πάλι εκεί ; Aαα, η

Page 5: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

αγαπημένη σου σειρά. Καλά δεν κάνω φασαρία . Θα έχουμε καμιά δραματική εξέλιξη σήμερα; Θα μάθουμε με ποιον τον κεράτωσε ; Τι μου λες; Α, την άτιμη ! Και το παιδί ποιανού είναι τελικά ; Σιώπα ρε, τι γίνεται στον κόσμο. Όλες ίδιες είναι πατέρα, μόνο η μάνα ήταν αγία γυναίκα. Και η νύφη που θα φέρω, μα φυσικά. Ότι δίνεις παίρνεις πατέρα, νόμος είναι. Εγώ τι να της δώσω ο έρμος ; Λεφτά ; Εγώ τα λεφτά μου δεν τα χω για φάγωμα, θα τα επενδύσω όταν μου ρθει κι εμένα η ευκαιρία. Να τα δώσω σ’ εσένα; Χα χα, τι να τα κάνεις κι εσύ, θα στα φάνε οι τρελογιατροί με τα χαπάκια τους. Ένα για να κοιμάσαι, ένα για να ξυπνάς με χαμόγελο, ένα για να ξυπνάς με ορεξούλες, ένα για να τρως το μεσημέρι χωρίς να φουσκώνεις, ένα για να βλέπεις τηλεόραση και να μην κάνεις εμετό κι ένα για να μην ταρακουνιέσαι ολόκληρος στις κρίσεις που παθαίνεις, να μένουν σταθερά χέρια, πόδια και να κουνιέται μόνο το κεφάλι. Πες μου τώρα, τι θα φάμε; Να παραγγείλω. Ναι, γεια, έξι πίτες σουβλάκι μ’ απ’ όλα. Βάλε και μια σαλάτα. Μαρούλι, κάνει καλό. Με μαγιονέζα, ναι. Ε, που σαι, και δυο κόκα κόλες. Χωρίς ζάχαρη. Ηλίας Τσινάς, Ανδρέα Παπανδρέου 11, στον τρίτο. Και γρήγορα, βιάζομαι. Κάτσε εκεί φάδερ να σε φέρω μια ταινία να δεις. Την κατέβασα χθες και πρέπει να ναι πολύ καλή. Όχι, δεν μου το πε κανένας, είδα εικόνες. Όπλα, γυναίκες, αμάξια, αίματα, χαμός σου λέω. Ο Σταλόνε; Όχι δεν ξέρω αν κάνει ακόμα ταινίες αυτός. Σαν κι εμένα έγινε, ξεφούσκωσαν όλα κι αφράτεψαν. Να κάνω κανένα βαράκι μιας και το θυμήθηκα. Κρεατίνη ; Δεν παίρνω πια. Ότι ήταν να κάνει το κανε. Στα χέρια μου δεν φαίνεται, πράγματι,

Page 6: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

το συκωτάκι μου, όμως, το έχει μάθει το μάθημα του. Ουφ, ουφ, λαχάνιασα πάλι. Γαμημένα τσιγάρα. Θα το κόψω. Άμα ανοίξω τη δικιά μου δουλειά θα το κόψω. Τι ποια δουλειά ρε πατέρα ; Εβδομήντα φορές στα χω πει. Ούτε με ποιον να μοιραστείς τα όνειρα σου δεν έχεις άμα περάσουνε τα χρόνια. Θυμάμαι παλιά, μετά το σεξ τα λεγα όλα στα κοριτσάκια και με κοιτούσαν αποχαυνωμένα, λέγανε κι εγώ θα μαι μαζί σου, για πάντα μαζί αγάπη μου. Κι όταν τελειώσαν τις σπουδές θέλανε άλλα μεγαλεία. Δεν επικοινωνούμε, μου λέγανε. Είσαι πολύ ωραίος, κάνεις καλό κρεβάτι, αλλά βαρέθηκα τις φοβίες σου. Φοβίες εγώ. Ποιος; Εγώ. Που έκρυβα με τη σκιά μου μέχρι και το τζιπ του αφεντικού. Δεν είσαι τρυφερός, δεν γελάς όταν είμαστε έξω, είναι σαν να μαι με δυο ανθρώπους. Τέτοιες παπαριές έλεγαν. Απλά τα φράγκα έψαχναν και μου το παιζαν ευαίσθητες. Δεν πειράζει είμαι καλός εγώ και τις συγχωρώ. Κι επειδή πεινάω πάω ν’ ανοίξω στο ντελιβερά που έχει τρελάνει τον κόσμο με τα κουδούνια που πατάει. Ναι, τρίτος όροφος, η μουχλιασμένη πόρτα στα δεξιά σου. Πόσα θες ; Δεκατρία… και… σαράντα. Ακριβώς. Γεια. Άιντε πατέρα, έλα στο τραπέζι. Πω πω, λαχταριστά φαίνονται τα άτιμα έ; Πάρε και τα’ αναψυκτικό σου τώρα που κάνει φυσαλίδες. Έτσι δε σ’ αρέσει; Κοίτα τον χαρά που το χει. Για να βρίσκεις τη χαρά παντού, ή παιδί πρέπει να σαι ή να σου σαλέψει. Πώς το παθες ρε πατέρα, να το κάνω κι εγώ; Ούτε ξέρεις έ; Είχε δυνατές συγκινήσεις η γενιά σου. Η δικιά μου απ’ τα πολλά τα πορνό, χρειάζεται την γκόμενα του Πλέιμποι, φρέσκια φρέσκια απ’ το χειρουργείο του

Page 7: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

πλαστικού, να του κάνει ναζάκια για ν’ ανάψει στ’ αλήθεια. Και οι γυναίκες αντί για φουσκωμένο παντελόνι, θέλουν ξεφούσκωτο αερόστατο για να κατέβουν απ’ εκεί ψηλά που έφτασε ο πήχης των απαιτήσεων τους. Βλέπεις τώρα δε σ’ έχουν και πολύ ανάγκη. Άντε τρώγε, μισός έχεις μείνει. Λοιπόν, όπως είπαμε, τώρα που θα φύγω δεν σηκώνουμε τηλέφωνα, δεν ανοίγουμε εξώπορτα και δεν κάνουμε την ανάγκη μας εκτός τουαλέτας. Θα ρθω αργά, μη με περιμένεις . Όλο καλά λες, αλλά κάθε πρωί σε βλέπω πως κρυφοκοιτάς όταν ανοίγω την πόρτα. Έλα να σε φιλήσω άνθρωπε μου, έλα. Σ’ αγαπάω ρε γέρο, να το ξέρεις. Άντε γεια. Ακόμα τα καταφέρνω μια χαρά πάντως. Τις σκάλες τις κατεβαίνω τσακ μπαμ. Στο ανέβασμα ζορίζομαι λιγάκι αλλά σαν σαρανταρίσεις είναι λογικό, δεν είναι; Που πάρκαρα το αμάξι, δεν το βρίσκω. Μ’ αυτή την αναθεματισμένη την κίνηση κάθε πρωί σ’ άλλο στενό τ’ αφήνω. Α να το το καμάρι μου. Γερμανικό, με τούρμπο επάνω, και έξτρα εξάτμιση. Όχι παίζουμε. Κάθε φορά, πατάω από μακριά το κουμπί του ξεκλειδώματος, κι όλοι τριγύρω απορούν ποιανού είναι αυτό το εργαλείο. Δικό μου είναι, κύριοι μου. Είμαι επιτυχημένος άνθρωπος της νύχτας και μου φαίνεται, κύριοι και κυρίες. Και μη μου κορνάρεις εσύ από πίσω να κάνω στην άκρη γιατί δεν θα ήθελες να κατέβω αυτή τη στιγμή. Δεν θα το ήθελες. Τι συμβαίνει φιλαράκο; Βιάζεσαι; Α, όχι. Μήπως βιαζόσουν προηγουμένως που ξεκούφαινες τη γειτονιά με τον ηχητικό σου σάκο του μποξ; Σταμάτησα την κίνηση. Ε, ναι την σταμάτησα γιατί έπρεπε να βγω κι εγώ στο δρόμο. Δεν άναψα φλας.

Page 8: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

Όχι δεν άναψα κι έπρεπε να το μαντέψεις πιτσιρικά. Οκ; Βιάζομαι, το αφεντικό θα μου την πει πάλι. Πρέπει να κάνω γρήγορα. Την συγκράτησα τη φάτσα του πιτσιρικά, την επόμενη φορά που θα θέλει μπουζούκια θα με αντικρύσει στην είσοδο να του βγάζω φλας. Με κατεύθυνση την έξοδο. Γαμώ τα φανάρια μου! Μα πόσο γκαντέμης είμαι πια; Ευτυχώς απ’ τη διάβαση αυτή περνάνε ενδιαφέροντα μωράκια. Ψιτ! Κουκλίτσα μου θες να σε πάω εγώ στ’ αστέρια; Γίνομαι σαχλός καμιά φορά, το ξέρω. Δεν φταίω εγώ. Αυτά γουστάρουν, το ξέρω. Τους αρέσουν οι βρώμικοι οι άντρες. Κι εγώ είμαι πολύ βρώμικος. Πλάκα πλάκα δεν ξυρίστηκα σήμερα, το ξέχασα. Δεν πειράζει, το γενάκι είναι της μόδας. Όλα τα διάσημα αλάνια με γενάκι κυκλοφορούν πια. Η τηλεόραση φέτος διέταξε πως το στήθος του αντρός πρέπει να είναι ξυρισμένο και το πρόσωπο αξύριστο. Για το κάτω μέρος δεν ανέφερε κάτι αλλά φαντάζομαι πως θα ήταν αισχρό, αδιάντροπο και άξιο προστίμου το ν’ αναφερθούν σε περιποίηση ανδρικών γεννητικών οργάνων. Πράσινο, φύγαμε. Τι καλά που ακούγεται το γκάζι όταν πηγαίνεις στη δουλειά. Βγάζεις το άχτι σου με λίγη ταχύτητα παραπάνω. Ετοιμάζεσαι σωματικά και ψυχολογικά για υψηλή παραγωγικότητα. Αυτός ο τυπάς με το γιαπωνέζικο σαράβαλο μου κουνιέται, ή μου φαίνεται; Με ποιον πάει να τα βάλει ; Eίμαι πιο γρήγορος, πιο μάγκας, πιο ριψοκίνδυνος, πιο άντρας ρε! Τον πέρασα αλλά εδώ στρίβουμε δεξιά. Στρίβει κι αυτός. Δεν θέλω φασαρίες τώρα πριν πιάσω δουλειά. Φοράω το τελευταίο μου καθαρό κοστούμι. Για να παρκάρουμε εδώ. Σταματάει στο πλάι γαμώτο. Όχι,

Page 9: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

δεν θα δώσω σημασία, εδώ δίπλα είναι το «Ωπα Ώπα» και δεν θέλω φασαρίες εδώ. Όπως ο γιατρός δεν θα σε θεραπεύσει ακριβώς έξω από το ιατρείο του, αλλά μέσα σ’ αυτό, έτσι κι εγώ δεν θα σε πλακώσω έξω από το μαγαζί, αλλά μέσα σ’ αυτό. Τον άφησα να με κοιτάει λοξά από το τζάμι του κίτρινου σπορ αυτοκινήτου και μπήκα στα μπουζούκια, όπου βγάζω το ψωμί μου, και κάτι παραπάνω. Γεια σας μάγκες. Όλα καλά. Λίγα λόγια, είναι η αρχή μου. Χαίρεται αφεντικό. Όλα εντάξει. Ένα ουίσκι σκέτο Μαρία. Ευχαριστώ. Σε λίγο έρχεται κόσμος και πρέπει να στηθώ στην πόρτα. Ρουφάω το ποτό μου αργά και παρατηρώ τις νέες τραγουδίστριες. Δύο ξανθιές, μια μελαχρινή. Αρκετά κοντές για μένα, αλλά με το κατάλληλο παπούτσι ανεβαίνουν επίπεδα. Σέξι φατσούλες, περπάτημα καραβίσιο. Αμφιβάλλω αν ναυτάκι ταλαντώνεται έτσι πέρα δώθε σε μέρα μεγάλης φουρτούνας. Με κοιτάνε, αλλά μαζί τους ασχολείται το αφεντικό, οπότε εγώ πάω πάσο. Ώρα να λάβω θέση στο πόστο μου. Έχετε κάνει κράτηση; Περάστε παρακαλώ. Έχετε κάνει κράτηση; Eίμαστε γεμάτοι περάστε αργότερα αν θέλετε. Ωωω, ο κύριος Μεγαλοτραπεζίτης! Περάστε παρακαλώ, μα φυσικά στο πρώτο τραπέζι θα τους πας ρε Πετράκη. Δεν περνάτε παιδιά, είμαστε φουλ. Τι συμβαίνει φιλαράκο; Ακολούθησε με έξω σε παρακαλώ. Άντε στο διάολο και μην ξαναπατήσεις γιατί θα πάθεις μια από τα ίδια. Όχι αφεντικό, δεν φαινόταν πως θα προκαλούσε φασαρίες. Απλά ήπιε τον άμπακο και ξέφυγε η κατάσταση. Μ’ αυτές τις μπόμπες που πουλάς εδώ μέσα παλιομαλάκα τι περιμένεις; Μου στησες δυο

Page 10: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

κακόφωνες τσούλες πάνω σε δυο σκαλοπάτια, πήρες και καμιά εικοσαριά ανασφάλιστους αλλοδαπούς για προσωπικό, λάδωσες τους μπάτσους και προσέλαβες δυο ακόμα ηλίθιους σαν εμένα για μπράβους στην είσοδο και τα κονομάς. Και μας το παίζεις νταής κι αφεντικό. Τ’ αφεντικά πεθάναν όμως, ζήτω η λευτεριά του ελεύθερου εργαζόμενου. Θα στα πω κάποια στιγμή αλλά πότε θα ναι δεν ξέρω. Καλησπέρα κύριε ταξίαρχε, περάστε παρακαλώ. Όχι αγοράκι μου, σου είπα και πριν αν δεν έχεις κράτηση δε μπαίνεις. Τι είναι αυτό ρε; Κρύψτο ρε μη μας δει κανείς. Τόσο ανάγκη το χεις να μπεις; E; Δε σ’ άκουσα. Καλά φέρε το εικοσάρικο και μπες. Α, ρε πιτσιρικά. Από μικρός στα μπλεξίματα, σαν κι εμένα. Ποιος πουλάει την κόκα εδώ μέσα δεν μ’ άφησαν να μάθω. Όλα τα μεγάλα κεφάλια παίρνουν, αφεντικό, οι μικροφωνάτοι, ακόμη και ο ντράμερ ο Μητσάρας. Αλλά ποιος το μοιράζει στους πελάτες δεν το ξέρω. Τι με νοιάζει… Ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Έχετε κάνει κράτηση; Όχι είμαστε γεμάτοι. Αν άλλαζες παντελόνι φίλε μου ίσως και να περνούσες. Άλλαξε κι έλα ξανά αν θες. Καλησπέρα κορίτσια. Θα το λικνίσουμε απόψε; Κοριτσάρα μου εσύ. Ξέρουν πώς να προκαλούν οι άτιμες. Ακόμη και μπάζο μπορεί να σε κολάσει με το κατάλληλο σκηνικό πάνω της. Καλησπέρα μάγκες. Κράτηση; Όχι δεν γίνεται. Δεν μπορώ να σας βάλω. Σας είπα όχι. Αν θέλετε περιμένετε, θα δούμε, αν αδειάσει κάτι. Τι είπες ρε Αλβανέ; Τσακιστείτε από δω ρε, σας κάναμε ανθρώπους και θα μας την βγείτε κι από πάνω, τσογλάνια. Αν κάτι σιχαίνομαι είναι οι ξένοι. Μυρίζουν, ενοχλούν τον κόσμο, είναι κακοντυμένοι. Τίποτε το

Page 11: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

ελληνικό πάνω τους. Δεύτερης γενιάς, τρίτης γενιάς και μπούρδες. Εμένα ο προπάππος μου πολέμησε τους αντάρτες τα κομμούνια στα βουνά. Αυτό θα πει Έλληνας. Ο παππούς μου στη χούντα ήταν ταγματασφαλίτης. Κι ας τους να λένε την επανάσταση πραξικόμημα. Τους δρόμους που χετε ποιος τους έφτιαξε θαρρείτε; Kι ο πατέρας μου, α ρε πατέρα θα κοιμήθηκες ή πάλι σα μωρό θα κάνεις τώρα, απ’ τους βασικούς συνδικαλιστές ήτανε μες στη Νέα Δημοκρατία. Ιδεολόγος, όχι αργυροκυνηγός. Κι εγώ ; Εγώ δεν είχα το χρόνο, αλλά αν τον είχα πρώτος θα καιγα τους κομμουνιστές που τα σπάνε κάθε λίγο στο κέντρο. Ο προπάππους τους κυνηγούσε στα βουνά, εγώ θα τους λαχταρούσα μες στην πόλη. Αφεντικό δεν έχει πολύ δουλειά σήμερα. Ξέρω, ξέρω. Αυτό το σκυλάδικο πιο κάτω μας έχει φάει πολύ πελατεία. Έχεις πάει καμιά φορά; Εγώ; Όχι, φυσικά. Που βγαίνω ; Τελευταία δεν προλαβαίνω και πολύ αφεντικό για διασκεδάσεις, έχω τον πατέρα σπίτι άρρωστο. Ευχαριστώ. Καλησπέρα σεβάσμιε, στο πριβέ Πέτρο. Καλή σας διασκέδαση παναγιότατε. Να σας φιλήσω το χέρι. Ωραίο άρωμα φοράει πάντως. Θέλουν να ξεσκάσουν κι αυτοί μωρέ λίγο, μπορεί να τους έστειλε ο Θεός αλλά άνθρωποι είναι κι αυτοί. Τους φροντίζουμε ιδιαιτέρως κάθε Κυριακή. Σπέσιαλ μπουκάλια, κρύα πιάτα, φρούτα, και μια χορεύτρια ειδικά για πάρτη τους. Φυσικά δεν έρχονται με τα ράσα, αν ήταν έτσι πρώτος εγώ θα τους γιουχάριζα. Σαν άνθρωποι, μια χαρά. Ξανθούλα από εδώ μπαίνεις μέσα. Παρακαλώ. Πέτρο, τι ώρα θα έρθουν αυτοί της τηλεόρασης; Α, οκ. Αυτή την παρουσιάστρια λιώνω να

Page 12: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

τη δω από κοντά. Με τα ματάκια της με σαγηνεύει κάθε φορά που δακρύζει τόσο γλυκά. Κοτζάμ άντρας κι έκλαιγα μπροστά στο μαγνητικό κουτί μου. Μιλούσε με μια τραγουδιάρα που της έλεγε τον πόνο της. Η μικροφωνού μυξόκλαιγε και μάλλον τα παράλεγε, αλλά η δικιά μου ήταν τόσο κατανοητική, που δεν άντεξε και σπάραξε στο κλάμα μπρος στις κάμερες. Βοηθάει ανθρώπους εδώ και χρόνια, ίσως αν με προσέξει να καταλάβει τον πόνο μου και να με σώσει κι εμένα. Ωχ, έρχονται. Έφερε και τον άντρα της γαμώτο. Καλησπέρα σας κυρία μου, μεγάλη μας τιμή. Παρακαλώ περάστε. Πέτρο, ξέρεις. Ούτε καν με κοίταξε. Διόρθωνε την καρφίτσα που χε στολίσει στο σημείο της καρδιάς της. Μια χρυσή καρδιά πρέπει να ‘ταν η καρφίτσα. Μου την έσπασε. Δηλαδή από ευγένεια και μόνο, πες ένα γεια. Δεν περνάτε παιδιά. Είμαστε φουλ γι απόψε. Ποιον ξέρετε ; Συγνώμη δεν σας αναγνώρισα. Είστε καλά; Από εδώ παρακαλώ. Γαμώτο, τώρα τι κάνουμε; Με φωνάζει το αφεντικό; Και ποιον ν’ αφήσω στην πόρτα; Καλά. Ρε ψηλέ κάτσε λίγο εσύ απ’ έξω με θέλει ο μάστερ. Καλά τι με θέλει στο τραπέζι με τους διάσημους; Είμαι σίγουρος πως με κατάλαβε τελικά η παρουσιάστρια μου, και του ζήτησε να μας συστήσει. Με κοιτάει, ναι αυτό είναι. Το αφεντικό σα να μέθυσε λιγάκι όμως. Φαίνεται ήπιε απ’ τα μπουκάλια των πελατών ο αχμάκης. Να και τα παιδιά του. Πώς με κοιτάνε έτσι τα τσουτσέκια ; Ίδια φάτσα με το μαφιόζο τον πατέρα τους έχουνε, που να τα βαζα μέσα χωρίς να ξέρω ; Ναι αφεντικό. Ναι εγώ ήμουν. Ορίστε ; Μα δεν τα ήξερα. Κοιτάξτε να δείτε, δεν μπορώ να θυμάμαι τα πάντα. Πλάκα μου κάνεις

Page 13: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

τώρα; Γεια. Αυτό ήταν. Με απέλυσε επειδή δεν αναγνώρισα τα τσουτσέκια με τη μαφιόζικη μούρη. Και η παρέα του τριγύρω χασκογελούσε αλαζονικά. Α, ρε αν μου στριβε και έβγαζα το όπλο. Δεν ξαναβάζω το κανάλι 5 το μεσημέρι. Δεν θέλω να την ξαναδώ. Αντί για συμπονετικό και φιλεύσπλαχνο δάκρυ, είδα ένα σαρκαστικό γέλιο κάτω από το πονηρό της βλέμμα. Γεια παιδιά, μ’ απέλυσε. Γιατί; Γιατί τ’ αφεντικά δεν πεθάναν τελικά. Τι λέω; Να θυμάστε τις φάτσες και τα ονόματα που πρέπει γιατί αλλιώς τη γαμήσατε, αυτό λέω. Καλή συνέχεια, καληνύχτα φιλάρες. Γυρνάω το κλειδί. Πατάω γκάζι ξανά. Σκατά . Είναι ακόμη 2. Κάπου θα πάω να πιω. Ας σταματήσω εδώ κάπου τα’ αμάξι να πάρω κανένα κολλητό να ρθει παρέα. Εδώ καλά είναι. Αλάρμ. Ποιον να πάρω; Ψάχνω στη λίστα του κινητού. Ποιόν να ενοχλήσω τέτοια ώρα; Όλα τα παλιά φιλαράκια σοβαρεύτηκαν, τώρα θα ξυπνάνε απ’ τα κλάματα των παιδιών τους. Και όσοι δεν το έκαναν δουλεύουν τέτοια ώρα. Κανα δυο πεθάνανε στην πρέζα. Ωραίους φίλους έχω. Μόνο το τσιγάρο μου χει μείνει. Ακόμη κι αν σβήσει, κι αν νιώσω την κάψα της γόπας στο λαιμό, θα ρθει το επόμενο, χαρούμενο, ζωηρό να μου προσφέρει τα ταξίδια του. Να πάω σε κανα στριπτιζάδικο να πιάσω ανατολικό κορμάκι; Μπα, βαριέμαι. Και άρχισα να τις λυπάμαι τις πουτάνες. Ποια ιστορία θα κάτσουνε να σκεφτούν και σήμερα στα πόδια ενός άπλυτου γέρου για να του τσεπώσουν τέσσερα πεντάευρα; Ποιο χάδι θα σκαρφιστούν και σε ποιο σημείο θα τον αγγίξουν αηδιαστικά προσποιούμενες; Δεν φταίνε αυτές. Ο καταραμένος ο κομμουνισμός φταίει. Κι εμείς οι

Page 14: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

ανθρωπιστές που τις εισάγουμε, θαρρείς κι είναι κονσέρβες απ’ την Κίνα. Κρατάνε καιρό, θα σε χορτάσουνε σε ώρες πείνας, μα κανένα θρεπτικό συστατικό δεν θα χει πάει στο κορμί σου. Σβήνω τ’ αλάρμ. Βάζω μπρος. Θα πάω εκεί που θα με βγάλει. Στο πρώτο μπαρ που θα δω εκεί θα σταματήσω. Και δεν θέλω κανένα γνωστό να μου τα πρήξει. Πώς τα πας Ηλία; Παντρεύτηκες; Άντε καιρός είναι. Μεγαλώσαμε Ηλία. Θυμάσαι τότε ; Θυμάσαι εκείνη; Όχι ρε, δε θυμάμαι τίποτα, γι αυτό θα πιώ, θα πιω στη λησμονιά ρε. Όσο θυμάσαι τόσο μένεις πίσω. Ξέχνα για ν’ αλλάξεις. Εδώ είμαστε. Ο Μαύρος Γάτος. Παλιό μπαράκι, ποιοτικό πιοτό απ’ ότι έχω ακούσει. Μαζεύει κάτι κουλτουριάρηδες απένταρους που ζούνε απ’ τη μεγαλοστομία, αλλά δεν με νοιάζει. Παρκάρω. Ο αγέρας μου γρατζουνάει τ’ αυτιά. Και η σκόνη που σηκώνεται φέρνει την έρημο στα μάτια μου. Δάκρυσα. Μα να η όαση. Ένα ξύλινο μπαρ, απ’ τα παλιά καλά, κι ελάχιστοι μουσάτοι γύρω από το μεσόκοπο μπάρμαν. Εδώ είμαστε. Ροκ μουσική, απαλή, δεν είναι το γούστο μου αλλά δε με χαλάει κιόλας. Την κάναν επίσημη μουσική τους οι αριστεροί, έχουν κατοχυρωμένα τα πνευματικά δικαιώματα της επανάστασης λένε, λες και η μόνη επανάσταση είναι αυτή των εργατών. Λες κι αυτοί είναι της γης οι αδικημένοι. Τι να πουν τα δέντρα τότε ρε; Αχ Θεέ δώσε στη Γη λαλιά να μας ξεκουφάνει με κραυγές της. Ένα ουίσκι σκέτο. Και ένα ποτηράκι νερό. Φίλε.. και ξηρούς καρπούς αν δε σου κάνει κόπο. Δε με ξέρει κανείς εδώ. Πρέπει να σκεφτώ και θέλω ησυχία. Τι θα κάνω αύριο; Θα πάρει άραγες το αφεντικό

Page 15: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

μετανιωμένο και θα με ζητήσει πίσω; Μπα, όσους έδιωξε δεν τους ανέφερε ποτέ ξανά, ακόμη και τον ανιψιό του. Να πάρω τηλέφωνο σε άλλα αφεντικά μπας και περισσεύει μια γωνιά στην είσοδο; Άντε μάθε ξανά φάτσες, θαμώνες, φασαριόζους, ντίλερς και κορόιδα. Άντε παίξτο πάλι αγριεμένος, κάνε το θεριό. Βαρέθηκα. Μά τον άγγελο που με φυλά, αν δεν ήταν ο γέρος μου θα πουλούσα το τριάρι και θα έφευγα στην Κρήτη, απάνω στα βουνά, μαζί με τους λεβέντες. Δεν έχω πάει ποτέ, αλλά έτσι πρέπει να ναι. Να τρέφω τα ζώα μου, να ποτίζω μπανανιές και ν’ αράζω σε μια παραλία αγκαλιά. Κι αν ήταν τυχερό να βρω κι εκείνη, ακόμα καλύτερα. Μια να μ΄ ανέχεται, είμαι ιδιότροπος το ξέρω. Να με ξυπνά με το χαμόγελο ζωγραφισμένο σ’ ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ και να την κοιμίζω, αφού έχω κάνει γλυπτική με τα δόντια μου στο καλοσμιλεμένο μας κορμί. Γιατί εγώ αν αγαπώ, δεν νιώθω ξένο. Φίλε μου, ένα ουίσκι ακόμα. Και ένα νερό. Διψάω. Και το αλκοόλ δεν υγραίνει τα σπλάχνα μου. Ούτε το νερό. Διψώ. Να χύσω μέσα μου μια θάλασσα να ταξιδέψω πέρα απ’ το εκεί. Τι είπα; Μα δεν μίλησα! Συγνώμη, μάλλον σκεφτόμουν φωναχτά. Ταξίδεψες πολύ; Και σαν που πήγες; Α, ναι. Ωραία, ε; Μμ… Δεν γίνεται να σ’ ακούσω. Αφού όλο τα ίδια και τα ίδια λέτε εσείς οι καπεταναίοι του λόγου. Τι ωραία λόγια εκεί. Πόσο πιο οργανωμένα αλλού. Ω, τι ποίηση αυτός ο ποταμός κι η ξενιτιά βαπόρι που τον διασχίζει. Τι ωραία και στην Αίγυπτο, όλοι σε λαβύρινθους χαθήκατε κι όλοι εδώ ζωντανοί μας τα διηγείστε. Φτάνει πια ρε συ! Όχι δεν έχω νεύρα, το στυλάκι μου είναι αυτό. Ας πάω τουαλέτα. Θέλω λίγο

Page 16: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

νερό να γεμίσει τις ρυτίδες μου στο πρόσωπο. Λίγο χαρτί να σκουπίσω τα υγρά μου μάτια. Δεν κλαίω ποτέ. Και δεν μεθάω ποτέ. Είμαι σκληρός. Κοίτα αυτές οι άσπρες τρίχες πως πύκνωσαν. Είναι πόλεμος φθοράς και αφθαρσίας στο τριχωτό της κεφαλής μου. Οι καστανές σγουρές κι ολοζώντανες μαχήτριες πέφτουν ηρωικά καθώς οι άσπρες, ίσιες κι αδύναμες έχουν από πίσω αρχηγό το θάνατο. Και τρομάζουν οι έρμες οι χρωματιστές με την τρομακτική του όψη. Μόνο η καρδιά δεν φοβάται. Όμως χτυπά πιο δυνατά, ένα ταμπούρλο που δίνει το ρυθμό σ’ ένα ερωτικό χορό. Άμα πίνω δυο, τρία ποτηράκια όλο τέτοιες σκέψεις με κατακλύζουν. Στο επόμενο όμως έρχομαι και στρώνω. Ένα ακόμη ουίσκι. Βάλε και για τον καπετάνιο εδώ δίπλα, αρκεί να μη μιλήσει. Αυτό το τραγουδάκι μ’ αρέσει. Τι λέει; Άντε γαμήσου εργατιά αφού είναι επιλογή σου να ζεις μες στα σκατά. Αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ρθει ανάποδα ο ντουνιάς μα εσύ έμαθες να προσκυνάς και είσαι άξιος κλοτσιάς. Ποιος το λέει αυτό; Μεθυσμένα ξωτικά ε; Άσπρο πάτο. Όχι Ηλία δεν ζαλίστηκες, απλά έκανες κέφι. Έκανες κέφι και γουστάρεις να πας στο κλαμπάκι απέναντι. Ναι Ηλία αυτό θέλεις. Άντε σήκω απ’ το σκαμπό σου, γιατί αν κάτσεις κι άλλο εδώ μετά δε θα σηκώνεσαι με τίποτα. Ωπ, σηκώθηκα. Τι χρωστάω; Εικοσιένα… και αυτό δικό σου. Καληνύχτα. Φυσάει πολύ δυνατά τώρα. Μου χαλάει και τα μαλλιά, όχι τίποτ’ άλλο. Το δερμάτινο τζάκετ μου με προστατεύει καλά απ’ το κρύο. Και το εσωθερμικό από μέσα βέβαια. Και οι διπλές κάλτσες επίσης. Κλαμπ Μπόρα Μπόρα. Για να δούμε τι παίζει κι εδώ. Πρώτη φορά το βλέπω αυτό το

Page 17: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

μαγαζί. Στην πόρτα ένας γνωστός από παλιά. Γεια σου ρε Τάκη, όλα καλά; Έχω ρεπό σήμερα, δεν έχει και πολύ δουλειά. Εδώ πως πάτε; Χαίρομαι, λοιπόν, τα λέμε. Θα έκανα πως δεν τον θυμόμουν αν δεν ήθελα να μάθω πως πάει το μαγαζί. Που ξέρεις μπορεί αυτό το ποτό εδώ να μας βρει και δουλειά. Πώς στριμώχνονται όλοι έτσι εδώ μέσα; Α ρε, τι καλά θα ήταν τότε. Αν απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις άνω των δύο, τώρα θα είχαμε μια χαρά την άπλα μας. Και θα έπαιζε και ελληνικά τραγούδια. Αυτά τα ντάπα ντούπα χωρίς λόγια δεν τα μπορώ. Μέχρι να φτάσω στο μπαρ να πάρω το ποτό μου πρέπει να σπρώξω εκατό σαρδέλες που στριμώχτηκαν γύρω μου. Ένα αυτόγραφο, ένα αυτόγραφο. Το πλήθος ζητωκραυγάζει. Ένας ντιτζέι απ’ τα ξένα προκάλεσε αυτό το χαμό εδώ μέσα; Ένα ουίσκι σκέτο. Κι ένα νερό. Τι δεν προλαβαίνεις; Νερό σου ζήτησα, όχι μοχίτο. Καλά, περιμένω. Που να σταθείς εδώ μέσα. Συνήθισαν το στρίμωγμα οι νέοι και δεν τους νοιάζει πια. Στριμώχνονται μ’ ένα βιογραφικό στα χέρια, σπρώχνονται για μια δουλειά, μοιράζουν αγκωνιές για μια θέση στο δημόσιο. Τους νιώθω. Κι εγώ στα νιάτα μου, στριμωχνόμουν για μια τζούρα παραπάνω, για μια θέση πάνω στα κάγκελα στο γήπεδο, για μια ιερόδουλη ελληνίδα. Επ, φίλε μη σπρώχνεις. Κανείς τους δε χορεύει. Μόνο τα χέρια τους σηκώνουνε ψηλά. Διασκεδάζουν με τα χέρια στον αέρα. Νιώθουν πως γίνονται λεύτερα πουλιά. Πάντα τα ζηλεύαμε τα πετούμενα και ψάχνουμε τρόπο να ζήσουμε τη φύση τους. Όλα να τα βλέπουμε από ψηλά, αποστασιοποιημένοι και απρόσβλητοι. Και να, το λέει

Page 18: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

και ο τύπος στο μικρόφωνο. Όλοι τα χέρια ψηλά. Διακόσια φτερά ανοίγουν μες στο κλουβί αυτό του αλκοόλ και του γλεντιού. Όλοι μαζί να βάλουμε πλώρη για ψηλά. Την άκουσα, λέει ο νεαρός με τα αχτένιστα μαλλιά μπροστά μου. Να σ’ αρπάξω απ’ τ’ αυτί να δούμε τι θ’ ακούσεις. Μια τριανταπεντάρα χυμένη πάνω στο μπαρ με κοιτά πονηρά και μου κλείνει το θολωμένο της ματάκι. Ένα υγρό στρώμα έχει καλύψει την κόρη της, γι αυτό γυαλίζει έτσι. Γεια σου, Ηλίας. Μόνος, ναι. Πίνω ήδη, ευχαριστώ. Βόλτα; Έχω χορτάσει βόλτες μανάρι μου. Πάμε σε ξενοδοχείο; Που να κουνηθείς εσύ, και τι να σε κάνω. Καλύτερα ν’ αγοράσω πλαστική γυναίκα από ένα σεξ σοπ. Χωρίς συναίσθημα, απλά ν’ αφήσω τις ορμές μου μέσα της, κι έπειτα να γείρω απ’ την άλλη ιδρωμένος. Το κάνανε μόδα πια. Και οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα του ελεύθερου σεξ. Μιας βραδιάς. Στιγμιαίος καφές, στιγμιαίο γεύμα, στιγμιαία ψώνια, να τώρα και ο στιγμιαίος έρωτας. Γέμισε η ζωή μας με στιγμές μοναδικές. Κι αν εγώ γουστάρω ν’ απολαύσω το χρόνο μου τι γίνεται; Ούτε τα λεφτά στο δίνουν αυτό, μήτε η δουλειά, μήτε η αγάπη. Μόνο ο θάνατος στο δίνει. Κείτεσαι εκεί βαθιά και περιμένεις αργά και απολαυστικά να γίνεις χώμα και αέρας. Και μετά να γίνεις δέντρο και φωτιά. Δεν έχει έλεος ο χρόνος. Αραίωσε το μαγαζί. Πιάσε ένα ουίσκι. Κι ένα μπουκάλι νερό. Μόνο εμφιαλωμένο δίνουν. Της βρύσης πότισε ανθρωπιά. Να κι ένας στην ηλικία μου, που τα πίνει εκεί στο βάθος. Κοιτάζει μελαγχολικά τα φώτα που γυρνάνε πέρα δώθε περαστικά. Πόσες αποκρουστικές φάτσες θα βλέπουνε κι αυτά. Γι αυτό δε μένουν ποτέ

Page 19: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

προσηλωμένες σ’ ένα μέρος, παρα μόνο για στιγμές. Μοιράζει χαμόγελα στα φώτα, θα χάζεψε κι αυτός. Τελευταία γουλιά, φύγαμε. Καλη συνέχεια Δημητράκη. Θα πάρω τηλέφωνο για καφέ καμιά μέρα, δεν χανόμαστε. Πάντα έτσι λέω ε; Πάντα έτσι είναι. Θέλω να επικοινωνήσω με τόσους ανθρώπους αλλά ποτέ δεν έχω χρόνο. Ούτε διάθεση. Θέλω ή πρέπει; Βάζω μπρος. Παγωνιά. Οι δρόμοι σχεδόν έρημοι. Ένα λόγο να βρω για να γυρίσω σπίτι. Νύστα. Κλείνουν τα μαγαζιά. Ο πατέρας μάλλον θα περιμένει με μισάνοιχτα τα μάτια. Θα πάω αύριο στην τράπεζα να πάρω τα λεφτά μου. Τα θέλω σπίτι. Ίσως νου ρθει η ευκαιρία και δεν την προλάβω, μ’ αυτές τις ουρές που έχουνε οι τράπεζες. Δεν δανείζομαι ποτέ. Ότι είναι δικό σου είναι δικό σου. Ότι είναι ξένο είναι βάρος στην τσέπη σου που πρέπει να το ξαποστείλεις. Μοιράζουν δανεικές ζωές σε άμυαλους ανθρώπους. Θες αυτό το φόρεμα που το έραψε με τα ίδια του τα χέρια ο Ντόλτσε Βίτα; Πριν από λίγο μ’ αυτά έπιανε το όργανο του συντρόφου του, αλλά δεν έχει σημασία. Θα σε κοιτάνε όλοι και θα λένε. Και η πιστωτική θα λέει. Πιστώσου όσο μπορείς γιατί μια μέρα φεύγεις. Και άστους να ψάχνουν επιστροφές και τόκους κι υποθήκες. Όχι. Εγώ τα θέλω όλα τακτοποιημένα. Αρκετούς μπελάδες έχω στο μυαλό μου. Αύριο θα καθαρίσω και το σπίτι, θα πάω και τα ρούχα στο πλυντήριο, θα βγάλω μια βόλτα και το γέρο που ψάχνει απ’ τις τρύπες στα στόρια να δει ζωή, θα ψάξω για δουλειά, θα βρω κοπέλα, θα πάω για καφέ μ’ ένα φίλο και θα πετάξω τα ηλίθια κοστούμια. Χρώμα ρε, θα βάλω χρώμα. Σαν γεροξεκούτης που νομίζει ότι

Page 20: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

σαλπάρει για Χαβάη. Αυτό το γαμημένο φανάρι. Πάλι. Κι αυτός ο μαλάκας μπροστά τι σταματάει; Λες και θα περάσει κανένας απ’ το δρόμο. Να παρκάρω. Βρήκα εύκολα σήμερα. Η τύχη ήδη άρχισε να μου χαμογελά. Όλα θ’ αλλάξουν από αύριο. Σκοτάδι ακόμα, οι λάμπες μου δείχνουνε το δρόμο. Ψιχαλίζει κιόλας, δεν το χα πάρει χαμπάρι. Για να δω ξανά που τ’ άφησα τ’ αμάξι, μην το ψάχνω πάλι αύριο. Στη θέση για ανάπηρους. Δε πειράζει, έχουν το καροτσάκι τους, θέλουν και αμάξι; Άμα ζούσανε στη Σπάρτη τότε, τώρα θα ήταν όλοι μαζί βαθιά μες στη χαράδρα. Και ο Χίτλερ συμφωνούσε. Γιατί να διαφωνήσω εγώ; Περπατάω .Να το σπίτι. Το κλειδί. Είναι η τελευταία μέρα της μουχλιασμένης πόρτας. Αύριο θα την αλλάξω. Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα. Σσσς… θα κοιμήθηκε ο γέρος, έχει ησυχία. Μόνο η τηλεόραση τιτιβίζει, έχασε τα κανάλια πάλι με τα παιχνίδια του στο τηλεκοντρόλ. Ησυχία. Να βγάλω τα ρούχα σιωπηλά, να μη ξυπνήσει. Όλα μυρίζουν κάπνα πάνω μου. Ας τα βάλω πάνω στ’ άλλα κι αύριο αρχινάνε όλα. Γυμνός, μόνο με εσώρουχα κοιμάμαι. Δίχως στολή παραδίδομαι στο έλεος των ονείρων. Για να γίνω εκεί, ότι με διατάξουν. Πατέρα ούτε καν σκεπάστηκες. Σε πήρε ο ύπνος άμοιρε. Κουράστηκες να παίζεις με την τρέλα. Όλο τέτοια κάνεις και μ’ αναγκάζεις να πληρώνω γεροντοκόρες νοσοκόμες να σου βάζουνε κομπρέσες. Με τα μάτια μισάνοιχτα κοιμήθηκε. Κοιτάζοντας στην πόρτα. Να του τα κλείσω. Δε σαλεύει. Ρε πατέρα, για θεατράκι έχεις κέφια τέτοια ώρα; Καμιά ζημιά θα σκάρωσες, για να το παίζεις γιος του Άδη. Εε πατέρα! Το τηλεκοντρόλ δεν ξεκολλάει απ’

Page 21: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

τα χέρια. Σα να γαντζώθηκε μην πέσει στο γκρεμνό. Το ρολόι χτυπάει 6. Κυκλικά γυρίζουν όλα. Κυκλικά κυλάει ο χρόνος, κυκλικά και η ζωή. Aφετηρία το μηδέν, και τέρμα πάλι το ίδιο. Σαράντα χρόνια μετ’ επιστροφής. Δεν έχει σφυγμό. Να τον ταρακουνήσω μπας και συνέλθει. Η γλώσσα του στη θέση της. Να πάρω το ασθενοφόρο. Ποιος είναι ο αριθμός; Γέμισε νούμερα ο νους μου. 166. Ναι, ο πατέρας μου… Περιμένω… Ναι, ελάτε, ο πατέρας μου… Περιμένω, άντε… Ναι, ο πατέρας μου ξεψυχάει… Ναι, Ανδρέα Παπανδρέου 11, στον τρίτο. Γρήγορα. Θεσσαλονίκη, ναι… Γρήγορα σας ικετεύω. Γρήγορα! Γιατί δε με κοιτάς ρε Μαστρο-Κώστα; Εσύ δε μου τα ‘μαθες αυτά; Να κοιτάμε τον άλλο μες τα μάτια. Κι αν μας αγαπά θα μεγαλώσει η κόρη του ματιού, και θα γίνει μια σταλιά αν μας σιχαίνεται η ψυχή του, έτσι δε μου πες; Που ‘ναι η κόρη του ματιού σου τώρα ρε πατέρα; Που να βολοδέρνει; Σα να μικρύναν τα πνευμόνια μου κι η ανάσα λιγοστεύει. Και γίνεται γοργή. Σήκω ρε πατέρα, σήκω κι όλες οι τρέλες του κόσμου θα ‘ναι δικές σου στο εξής. Θα σου φέρω και νύφη, φτάνει μόνο να σκιρτήσεις. Την καλύτερη νοικοκυρά που φάνηκε στην πλάση. Και θα σου χαρίσω και αγγόνι. Κώστα θα τον λεν κι αυτόν, θα καταλαβαίνεστε τα δυο σας. Μόνο σήκω, να χαρείς. Δεν έχω άλλο από ‘σένα. Σήκω, είμαι μόνος πατέρα. Που ‘ναι κι αυτοί οι γιατροί; Γαμώ τα νοσοκομεία τους κι όλα. Αν εφευρίσκαν φακελάκι τηλεφωνικό όλα θα τα ‘δινα να ‘ρθουν στην ώρα. Πατέρα, μ’ ακούς; Που πήγε ρε η φωνή σου; Πάγωσε ο έρμος, χλόμιασε. Δεν έχει χαΐρι πια. Ταξιδεύει. Πατέρα, στάσου… Μόνος μ’ ένα κουπί δε θα την πας

Page 22: Ο ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ

μακριά τη βάρκα. Στάσου να πιάσω τ’ άλλο. Όνειρα μονάχος δε θα δω. Το πιστόλι μου. Είναι γεμάτο. Οι σειρήνες. Το ασθενοφόρο. Θα γεμίσει σε λίγο κι αυτό. Πατέρα, βάστα ένα στερνό λεπτό τα κύματα, έρχομαι να τα δαμάσω. Ένα χαρτί. Ένα στυλό. Όλα μου τα υπάρχοντα στο Μαύρο Γάτο. Να μην τον κάνουν μια μπουκιά τα πολυεθνικά σκυλιά. Στον κρόταφο. Όχι. Στο στόμα από κάτω προς τα πάνω. Τίποτ’ από ‘μένα εδώ να μην αφήσω. Γέρο, μόνος δεν κάνεις όνειρα, ούτε τ’ αύριο προσμένεις. Οι δυο μας τώρα, ας σαλπάρουμε μαζί. Βάζουμε πλώρη για την Κρήτη.

Κι αν τα λόγια μου σκιά που όνειρα σκεπάζει

ψάξε πέρα απο χαρτιά η ζωή δες σου φωνάζει

είναι χρώματα και φως απ' τα κάγκελα πιο πέρα

μον' ο φόβος σου έχθρός μες σε χείλη αμπαρωμένα

[email protected]