Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

21
Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα 2008

description

Τα πιο γνωστά ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα. Περιγραφή και χαρακτηριστικά. Τα περισσότερα είναι αντιγραφή από το βιβλίο: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα, του Φοίβου Ανωγειανάκη.

Transcript of Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Page 1: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Ελληνικά λαϊκά

μουσικά όργανα 2008

Παραδοσιακά Όργανα

Ε λ λ η ν ι κ ά Λ α ϊ κ ά Μ ο υ σ ι κ ά Ό ρ γ α ν α

Μεμβρανόφωνα

Νταούλ ι Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους είναι το κατrsquo εξοχήν ρυθμικό όργανο της στε-

ριανής Ελλάδας με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις το δέσιμο των σχοινιών την επεξεργα-σία του δέρματος και την κατασκευή Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται κρεμασμένο στον αριστερό ώμο με δύο ν τ α ο υ λ ό ξ υ λ α έ ν α χ ο ν τ ρ ό κ α ι β α ρ ύ γ ι α τ ο δ ε ξ ί χ έ ρ ι ( κ ό π α ν ο ς ) κ ι έ ν α λ ε π τ ό γ ι α τ ο α ρ ι σ τ ε ρ ό ( β έ ρ γ α ή β ί τ σ α ) Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας κατάλληλο για ανοιχτούς χώ-ρους

Το νταούλι ndashένας ξύλινος κύλινδρος σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρ-μα τεντωμένο με σχοινίndash είναι ένα ρυθμικό κυρίως όργανο που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα ν τ α ο υ λ ό ξ υ λ α Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη η διάμετρος κάθε δερμάτι-νης επιφάνειας από 25 εκατοστά έως ένα περίπου μέτρο και ύψος (η απόσταση ανάμεσα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες) από 20 έως 60 περίπου εκατοστά Το μέγεθος του νταουλιού το καθορίζουν η παράδοση στις διάφορες περιοχές και ο ν τ α ο υ λ ι έ ρ η ς που laquoφτιάχνει το νταούλι στα μέτρα τουraquo

Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα ndashένα στο κάθε χέριndash τα ν τ α ο υ λ ό ξ υ λ α ή τ ο υ -μ π α ν ό ξ υ λ α ή ν τ α ο υ λ ό β ε ρ γ ε ς Το ξύλο του αριστερού χεριού η β έ ρ γ α ή β ί τ σ α είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ ενώ του δεξιού ο κόπανος είναι χοντρύτερο και βα-ρύτερο και φτιάχνεται σε διάφορα σχήματα και διαστάσεις Το μήκος του κοπάνου το βάρος και ο όγκος της άκρης που χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια εξαρτιόνται από το μέγεθος του νταουλιού και από τη σωματική διάπλαση του νταουλιέρη

Όταν φτιάχνουν ένα νταούλι ο νταουλιέρης που είναι συνήθως και ο κατασκευαστής του φροντίζει η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι 1-2 εκατοστά περίπου μεγαλύτερη και το δέρμα της να είναι χοντρύτερο σε σύγκριση με την απέναντι βάση Έτσι η μεγαλύτερη και με χοντρύτερο δέρμα επιφάνεια όπου ο κόπανος χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου δίνει βαρύτερο ήχο ενώ η απέναντι μικρότερη και με λεπτότερο δέρμα επιφάνεια πάνω στην οποία χτυπάει η βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου δίνει οξύτερο ήχο

Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος με το νταούλι του κρεμασμένο απrsquo τον αριστερό ώμο Όταν το κρεμάει προσέχει να έχει δεξιά του τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει το βαρύτερο ήχο Σrsquo αυτή την επιφάνεια χτυπάει με το χοντρό ξύλο τον κόπανο (δεξιό χέρι) τους ισχυρούς χρό-νους του μέτρου Στην άλλη με τον οξύτερο ήχο χτυπάει ελαφρά με τη λεπτή βέργα (αριστε-ρό χέρι) τους αδύνατους χρόνους του μέτρου η laquoκρατάει το ίσοraquo όπως συνηθίζουν να λένε ένα είδος ρυθμικού ισοκράτη

Στην συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι Όταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου όπως πχ όλες οι χορευτικές μελωδίες ο νταουλιέρης χτυπάει με τον κόπανο (δεξιό χέρι) τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και με τη βέργα (αριστερό χέρι) τους αδύνατους Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού από το δεξιό και τrsquo αριστερό

1

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του μrsquo ενδιάμεσα χτυπήματα ndashυποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνωνndash άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βέργα αντιστρέφει για λίγες στιγμές τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυ-ρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι) γυ-ρίζει το νταούλι ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον υψηλότε-ρο φθόγγο χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του οργάνου και τα λοιπά Ενώ παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη ε-πιφάνεια δυνατά ή σιγά κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά όπως και το μέρος στο ο-ποίο τη χτυπάει στο κέντρο προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου

Ρυθμικό όργανο όπως είναι το νταούλι δεν παίζεται μόνο του αλλά πάντα μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο Μαζί με το ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά το παραδοσιακό ορ-γανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας

Τουμπ ί Μικρό νταούλι που συνοδεύει τα μελωδικά όργανα της νησιωτικής Ελλάδας (τσαμπούνα

και λύρα) Παίζεται με τα χέρια ή με δύο μικρά τουμπόξυλα χτυπώντας μόνο τη μία δερμά-τινη επιφάνεια

Το τουμπί ή τουμπάκι ή τουμπανάκι είναι ένα μικρό νταούλι με ήχο ακαθόριστης τονικής οξύτητας που παίζεται συνήθως στα νησιά Στο τουμπί τεντώνουν τα δέρματα στις δύο κυ-κλικές βάσεις είτε με το γνωστό τρόπο δηλαδή με το σχοινί είτε καρφώνοντάς τα πάνω στον κυλινδρικό σκελετό Επίσης στις δύο δερμάτινες επιφάνειες τεντώνουν πάντα διαμετρικά απrsquo έξω ή από μέσα δυο εντέρινες χορδές

Το τουμπί παίζεται κρεμασμένο απrsquo τον αριστερό ώμο ή απrsquo το λαιμό Επίσης κρατημένο κάτω απrsquo τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό Ή ακόμα κρεμασμένο από μία μικρή θη-λιά στο αριστερό χέρι λίγο πάνω απrsquo τον καρπό Χτυπιέται πάντα στη μια δερμάτινη επι-φάνεια με τα χέρια (παλάμες και δάχτυλα) ή με δύο μικρά ξύλα τα τουμπόξυλα Ο τουμπα-κάρης με τη βοήθεια του τουμπόξυλου που στη μια του άκρη έχει συχνά μια τριγωνική ε-γκοπή τεζάρει το σχοινί του οργάνου ή laquoκουρντίζει το τουμπίraquo όπως λένε οι νεώτεροι Ρυθ-μικό όργανο όπως είναι το τουμπί παίζεται συνήθως μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όρ-γανο

Τουμπελέκ ι Το τουμπελέκι ή ταραμπούκα ή στάμνα συνοδεύει ρυθμικά διάφορα μελωδικά όργανα στη

Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία Θράκη) στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρασία Παίζεται με διάφορους τρόπους και τεχνικές και κτυπιέται μα τα δύο χέρια ή σπάνια με δύο μικρά ξύλα

Ο πήλινος σκελετός του έχει συνήθως το σχήμα στάμνας χωρίς λαβή και είναι ανοιχτός στο ένα άκρο και σκεπασμένος στο άλλο με τεντωμένο δέρμα που κολλούν ή δένουν ή και τα δύο μαζί πάνω στο ηχείο

Ένας καλός παίκτης δε συνοδεύει ποτέ ένα τραγουδιστή ή ένα χορό χτυπώντας απλά τους ισχυρούς και τους αδύνατους χρόνους του μέτρου αλλά ποικίλλει διαρκώς το παίξιμό του με διάφορους τρόπους πότε υποδιαιρεί τους ισχυρούς ή τους αδύνατους χρόνους με ενδιάμεσα χτυπήματα και πότε χρησιμοποιεί το ρυθμό της συγκοπής ή κάνει ένα είδος τρέμολο (μαλακό χτύπημα της μεμβράνης και απrsquo τα δύο χέρια με γρήγορη ισόρροπη εναλλακτική κίνηση) Άλλοτε πάλι χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους στη δερμάτινη επιφάνεια και τους αδύνατους στο άκρο του πήλινου ηχείου (εκεί όπου δένεται το δέρμα) ή το αντίθετο κι άλλοτε με το ένα

2

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι χτυπάει το ρυθμό και με το άλλο σταματάει αμέσως την παλμική κίνηση της μεμβράνης ακουμπώντας την με την παλάμη ή τον αγκώνα

Ο ικανός παίκτης πετυχαίνει στο παίξιμό του και ήχους διαφορετικής οξύτητας πιέζοντας τη μεμβράνη στο κατάλληλο μέρος Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το διαφορετικό ηχόχρωμα που προσθέτουν τα σφαιρικά κουδουνάκια στον ήχο που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια της ταραμπούκας Και ότι όταν τα κουδουνάκια αυτά έχουν διαφορετικά μεγέθη όπως συνήθως συμβαίνει τότε εύκολα διακρίνει κανείς και ήχους διαφορετικής οξύτητας όσο και αν η οξύ-τητα αυτή δε μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια Το τουμπελέκι παίζεται μαζί με ένα τουλά-χιστον μελωδικό όργανο συνήθως την γκάιντα

Ντέφι Το αρχαιοελληνικό τύμπανο γίνεται στο Βυζάντιο σείστρον ή πληθία ή νταχαρές (Μακε-

δονία Θράκη) Με ή χωρίς κύμβαλα (ζίλια) στον ξύλινο σκελετό του συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα

μελωδικά όργανα σrsquo όλες τις περιοχές

Αερόφωνα

Κλαρίνο ndashlaquoΚομπαν ίαraquo Το κλαρίνο αν και προέρχεται από τη ∆ύση ως λαϊκό μουσικό όργανο μπαίνει στην Ελ-

λάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα Από την Ήπειρο και τη ∆υτ Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το

β ι ο λ ί τ ο λ α γ ο ύ τ ο κ α ι τ ο ν τ έ φ ι ( κ ι α ρ γ ό τ ε ρ α κ α ι μ ε τ ο σ α ν τ ο ύ ρ ι ) α π ο τ ε λ ο ύ ν τ η ν κ ο μ π α ν ί α το κατrsquo εξοχήν λαϊκό συ-γκρότημα της στεριανής Ελλάδας που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζ υ γ ι ά ζ ο υ ρ ν ά ς ν τ α ο ύ λ ι Στα λαϊκό κλαρίνο περνούν τα laquoπιασίματαraquo της φλογέρας και του ζουρνά πετυχαίνοντας έτσι με μιαν ιδιότυπη τεχνική σrsquo ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα αναγνωρίζεται ως όρ-γανο laquoεθνικόraquo και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα λαμπερή περίοδο μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών

Φλογέρα- Σουραύλ ι- Μαντούρα Τα καrsquo εξοχήν ποιμενικά μουσικά όργανα στην Ελλάδα Και τα τρία με ποικίλες ονομασί-

ες κατά περιοχή διακοσμημένα ή όχι φτιάχνονται από τους ίδιους που τα παίζουν σε διά-φορα μεγέθη από διάφορα υλικά καλάμι κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού ∆ιαφέρουν κυρίως μεταξύ τους στην κατασκευή του μέρους του οργάνου που παράγει τον ήχο

Τρία είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα η φλογέρα το σουραύλι κι η μα-ντούρα Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά ένα κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδής και σπάνια τετράγωνες) ∆ιαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τον ήχο Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί οργανολογικά τα τρία ποιμενικά όργανα

3

Παραδοσιακά Όργανα

Φλογέρα Παίζεται κυρίως στη στεριανή Ελλάδα και είναι ένας σ ω λ ή ν α ς α ν ο ι κ τ ό ς

κ α ι σ τ α δ ύ ο ά κ ρ α Ανάλογα με το μήκος και τις τρύπες που έχουν οι φλογέρες διακρίνονται σε κοντές (έως περίπου 50 εκ) και μακριές (έως περίπου 85 εκ ndashτζαμάρες στην Ήπειρο και καβάλια στη Θράκη)

Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος ανοι-χτός και στα δύο του άκρα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως περί-που 85 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι ξύλο μπρούντζο ή σίδερο κόκαλο και στα μεταπολεμικά χρόνια από πλαστική ύλη

Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας Μετά αφού κλεί-σει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χε-ριών πάνω στη φλογέρα σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως με ένα πυρωμένο καρφί

Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνή-θως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης η πάνω από την πρώτη τρύπα)

Η μακριά φλογέρα ndashαπό 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστάndash που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και στη Θράκη καβάλι έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα η τζαμάρα έδει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της Η κοντή τζαμάρα αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκα-τοστά έχει 1 τρύπα Η κάπως μακρύτερη έχει 2 Και η μακριά τζαμάρα (75-85 περίπου εκα-τοστά) έχει 4 τρύπες 3 μπροστά και 1 πίσω Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα αλλά μένουν πάντα ανοιχτές επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν κλείσουν χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάρα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της

Η τζαμάρα εξαιτίας του μήκους της παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη Μrsquo αυτό τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη ndashαυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχουndash και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση Όταν δεν παίζεται χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα laquoΈ-τσι είναι γεμάτηraquo λένε laquoκαι δε σπάνει αν πέσει χάμωraquo Με την ίδια αυτή βέργα με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάρας Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει Στη Θράκη και τη Λέσβο η μακριά ξύλινη φλογέρα ndashτο καβάλιndash αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια το ένα προ-σαρμοσμένο μέσα στο άλλο

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά προς τα δεξιά έτσι ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο Κρατιέται προς τα δεξιά όταν ο παίκτης είναι δεξιός με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δεί-κτη μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα του αριστερού χεριού επάνω προς τη μεριά του στόματος Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός

Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας Όσο μακρύτερη είναι μια φλογέρα τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη και το αντίθετο Μια

4

Παραδοσιακά Όργανα

καλοφτιαγμένη φλογέρα έως περίπου 45 εκατοστά μήκος στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαί-χτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους δηλαδή δύο οκτάβες και μία Πέμπτη Η ποιό-τητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σrsquo όλη αυτή την έκταση των φθόγγων Οι χαμηλοί φθόγγοι αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί Αντί-θετα οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λί-γοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα

Οι κοντές φλογέρες έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6 μπροστά και 1 πί-σω δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο) Οι μα-κριές φλογέρες ndashοι τζαμάρες και τα καβάλιαndash από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστά με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω δίνουν τα διαστήματα ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός τόσο περισσότερο βρα-χνός όσο μακρύτερες είναι

Μακριά φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια ενώ παλιότερα παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο Γύρω στα 60 εκατοστά με μόνο 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και χωρίς βοηθητικές τρύπες όπως έχει η τζαμάρα δίνει διαστήματα ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια Η νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο όπως η τζαμάρα Και η σειρά των διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας ένας τόνος που ακολουθείται από ημιτόνια

Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της με-λωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια Τα στολίδια αυτά αποτζατούρες τρίλιες τρέμο-λα όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική έτσι και στη μονοφωνική μελωδία της φλογέρας χα-ρίζουν νεύρο και έκφραση

Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνη-δες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα σε γλέντια ή και πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός

Σουραύλ ι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα Το επιστόμιο του ndashλοξοκομμένο στα κοντά σου-

ραύλια και ίσιο στα μακριάndash κλείνεται με τάπα που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π rsquo ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ σ η μ α

Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου Το μέρος όμως από το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα είναι συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή Η τάπα λέγεται επίσης γλωσ-σίδι φελλός σούρος πείρος ή μπείρος και άλλα

Αμέσως μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σω-λήνα μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος ή σουραυλότρυ-πα χελιδόνι αυλάκι φονιάς και λοιπά

Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με τη φλογέρα σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι και ξύλο κυρίως και σπανιότε-ρα από κόκαλο και μπρούντζο Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά ndashδιαφορετικά laquoδε μολογάειraquondash χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα κομμάτια ξύλου που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο

Το σουραύλι έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον αντίχειρα Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες

5

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 2: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Ε λ λ η ν ι κ ά Λ α ϊ κ ά Μ ο υ σ ι κ ά Ό ρ γ α ν α

Μεμβρανόφωνα

Νταούλ ι Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους είναι το κατrsquo εξοχήν ρυθμικό όργανο της στε-

ριανής Ελλάδας με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις το δέσιμο των σχοινιών την επεξεργα-σία του δέρματος και την κατασκευή Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται κρεμασμένο στον αριστερό ώμο με δύο ν τ α ο υ λ ό ξ υ λ α έ ν α χ ο ν τ ρ ό κ α ι β α ρ ύ γ ι α τ ο δ ε ξ ί χ έ ρ ι ( κ ό π α ν ο ς ) κ ι έ ν α λ ε π τ ό γ ι α τ ο α ρ ι σ τ ε ρ ό ( β έ ρ γ α ή β ί τ σ α ) Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας κατάλληλο για ανοιχτούς χώ-ρους

Το νταούλι ndashένας ξύλινος κύλινδρος σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρ-μα τεντωμένο με σχοινίndash είναι ένα ρυθμικό κυρίως όργανο που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα ν τ α ο υ λ ό ξ υ λ α Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη η διάμετρος κάθε δερμάτι-νης επιφάνειας από 25 εκατοστά έως ένα περίπου μέτρο και ύψος (η απόσταση ανάμεσα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες) από 20 έως 60 περίπου εκατοστά Το μέγεθος του νταουλιού το καθορίζουν η παράδοση στις διάφορες περιοχές και ο ν τ α ο υ λ ι έ ρ η ς που laquoφτιάχνει το νταούλι στα μέτρα τουraquo

Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα ndashένα στο κάθε χέριndash τα ν τ α ο υ λ ό ξ υ λ α ή τ ο υ -μ π α ν ό ξ υ λ α ή ν τ α ο υ λ ό β ε ρ γ ε ς Το ξύλο του αριστερού χεριού η β έ ρ γ α ή β ί τ σ α είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ ενώ του δεξιού ο κόπανος είναι χοντρύτερο και βα-ρύτερο και φτιάχνεται σε διάφορα σχήματα και διαστάσεις Το μήκος του κοπάνου το βάρος και ο όγκος της άκρης που χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια εξαρτιόνται από το μέγεθος του νταουλιού και από τη σωματική διάπλαση του νταουλιέρη

Όταν φτιάχνουν ένα νταούλι ο νταουλιέρης που είναι συνήθως και ο κατασκευαστής του φροντίζει η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι 1-2 εκατοστά περίπου μεγαλύτερη και το δέρμα της να είναι χοντρύτερο σε σύγκριση με την απέναντι βάση Έτσι η μεγαλύτερη και με χοντρύτερο δέρμα επιφάνεια όπου ο κόπανος χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου δίνει βαρύτερο ήχο ενώ η απέναντι μικρότερη και με λεπτότερο δέρμα επιφάνεια πάνω στην οποία χτυπάει η βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου δίνει οξύτερο ήχο

Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος με το νταούλι του κρεμασμένο απrsquo τον αριστερό ώμο Όταν το κρεμάει προσέχει να έχει δεξιά του τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει το βαρύτερο ήχο Σrsquo αυτή την επιφάνεια χτυπάει με το χοντρό ξύλο τον κόπανο (δεξιό χέρι) τους ισχυρούς χρό-νους του μέτρου Στην άλλη με τον οξύτερο ήχο χτυπάει ελαφρά με τη λεπτή βέργα (αριστε-ρό χέρι) τους αδύνατους χρόνους του μέτρου η laquoκρατάει το ίσοraquo όπως συνηθίζουν να λένε ένα είδος ρυθμικού ισοκράτη

Στην συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι Όταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου όπως πχ όλες οι χορευτικές μελωδίες ο νταουλιέρης χτυπάει με τον κόπανο (δεξιό χέρι) τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και με τη βέργα (αριστερό χέρι) τους αδύνατους Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού από το δεξιό και τrsquo αριστερό

1

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του μrsquo ενδιάμεσα χτυπήματα ndashυποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνωνndash άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βέργα αντιστρέφει για λίγες στιγμές τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυ-ρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι) γυ-ρίζει το νταούλι ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον υψηλότε-ρο φθόγγο χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του οργάνου και τα λοιπά Ενώ παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη ε-πιφάνεια δυνατά ή σιγά κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά όπως και το μέρος στο ο-ποίο τη χτυπάει στο κέντρο προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου

Ρυθμικό όργανο όπως είναι το νταούλι δεν παίζεται μόνο του αλλά πάντα μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο Μαζί με το ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά το παραδοσιακό ορ-γανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας

Τουμπ ί Μικρό νταούλι που συνοδεύει τα μελωδικά όργανα της νησιωτικής Ελλάδας (τσαμπούνα

και λύρα) Παίζεται με τα χέρια ή με δύο μικρά τουμπόξυλα χτυπώντας μόνο τη μία δερμά-τινη επιφάνεια

Το τουμπί ή τουμπάκι ή τουμπανάκι είναι ένα μικρό νταούλι με ήχο ακαθόριστης τονικής οξύτητας που παίζεται συνήθως στα νησιά Στο τουμπί τεντώνουν τα δέρματα στις δύο κυ-κλικές βάσεις είτε με το γνωστό τρόπο δηλαδή με το σχοινί είτε καρφώνοντάς τα πάνω στον κυλινδρικό σκελετό Επίσης στις δύο δερμάτινες επιφάνειες τεντώνουν πάντα διαμετρικά απrsquo έξω ή από μέσα δυο εντέρινες χορδές

Το τουμπί παίζεται κρεμασμένο απrsquo τον αριστερό ώμο ή απrsquo το λαιμό Επίσης κρατημένο κάτω απrsquo τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό Ή ακόμα κρεμασμένο από μία μικρή θη-λιά στο αριστερό χέρι λίγο πάνω απrsquo τον καρπό Χτυπιέται πάντα στη μια δερμάτινη επι-φάνεια με τα χέρια (παλάμες και δάχτυλα) ή με δύο μικρά ξύλα τα τουμπόξυλα Ο τουμπα-κάρης με τη βοήθεια του τουμπόξυλου που στη μια του άκρη έχει συχνά μια τριγωνική ε-γκοπή τεζάρει το σχοινί του οργάνου ή laquoκουρντίζει το τουμπίraquo όπως λένε οι νεώτεροι Ρυθ-μικό όργανο όπως είναι το τουμπί παίζεται συνήθως μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όρ-γανο

Τουμπελέκ ι Το τουμπελέκι ή ταραμπούκα ή στάμνα συνοδεύει ρυθμικά διάφορα μελωδικά όργανα στη

Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία Θράκη) στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρασία Παίζεται με διάφορους τρόπους και τεχνικές και κτυπιέται μα τα δύο χέρια ή σπάνια με δύο μικρά ξύλα

Ο πήλινος σκελετός του έχει συνήθως το σχήμα στάμνας χωρίς λαβή και είναι ανοιχτός στο ένα άκρο και σκεπασμένος στο άλλο με τεντωμένο δέρμα που κολλούν ή δένουν ή και τα δύο μαζί πάνω στο ηχείο

Ένας καλός παίκτης δε συνοδεύει ποτέ ένα τραγουδιστή ή ένα χορό χτυπώντας απλά τους ισχυρούς και τους αδύνατους χρόνους του μέτρου αλλά ποικίλλει διαρκώς το παίξιμό του με διάφορους τρόπους πότε υποδιαιρεί τους ισχυρούς ή τους αδύνατους χρόνους με ενδιάμεσα χτυπήματα και πότε χρησιμοποιεί το ρυθμό της συγκοπής ή κάνει ένα είδος τρέμολο (μαλακό χτύπημα της μεμβράνης και απrsquo τα δύο χέρια με γρήγορη ισόρροπη εναλλακτική κίνηση) Άλλοτε πάλι χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους στη δερμάτινη επιφάνεια και τους αδύνατους στο άκρο του πήλινου ηχείου (εκεί όπου δένεται το δέρμα) ή το αντίθετο κι άλλοτε με το ένα

2

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι χτυπάει το ρυθμό και με το άλλο σταματάει αμέσως την παλμική κίνηση της μεμβράνης ακουμπώντας την με την παλάμη ή τον αγκώνα

Ο ικανός παίκτης πετυχαίνει στο παίξιμό του και ήχους διαφορετικής οξύτητας πιέζοντας τη μεμβράνη στο κατάλληλο μέρος Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το διαφορετικό ηχόχρωμα που προσθέτουν τα σφαιρικά κουδουνάκια στον ήχο που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια της ταραμπούκας Και ότι όταν τα κουδουνάκια αυτά έχουν διαφορετικά μεγέθη όπως συνήθως συμβαίνει τότε εύκολα διακρίνει κανείς και ήχους διαφορετικής οξύτητας όσο και αν η οξύ-τητα αυτή δε μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια Το τουμπελέκι παίζεται μαζί με ένα τουλά-χιστον μελωδικό όργανο συνήθως την γκάιντα

Ντέφι Το αρχαιοελληνικό τύμπανο γίνεται στο Βυζάντιο σείστρον ή πληθία ή νταχαρές (Μακε-

δονία Θράκη) Με ή χωρίς κύμβαλα (ζίλια) στον ξύλινο σκελετό του συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα

μελωδικά όργανα σrsquo όλες τις περιοχές

Αερόφωνα

Κλαρίνο ndashlaquoΚομπαν ίαraquo Το κλαρίνο αν και προέρχεται από τη ∆ύση ως λαϊκό μουσικό όργανο μπαίνει στην Ελ-

λάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα Από την Ήπειρο και τη ∆υτ Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το

β ι ο λ ί τ ο λ α γ ο ύ τ ο κ α ι τ ο ν τ έ φ ι ( κ ι α ρ γ ό τ ε ρ α κ α ι μ ε τ ο σ α ν τ ο ύ ρ ι ) α π ο τ ε λ ο ύ ν τ η ν κ ο μ π α ν ί α το κατrsquo εξοχήν λαϊκό συ-γκρότημα της στεριανής Ελλάδας που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζ υ γ ι ά ζ ο υ ρ ν ά ς ν τ α ο ύ λ ι Στα λαϊκό κλαρίνο περνούν τα laquoπιασίματαraquo της φλογέρας και του ζουρνά πετυχαίνοντας έτσι με μιαν ιδιότυπη τεχνική σrsquo ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα αναγνωρίζεται ως όρ-γανο laquoεθνικόraquo και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα λαμπερή περίοδο μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών

Φλογέρα- Σουραύλ ι- Μαντούρα Τα καrsquo εξοχήν ποιμενικά μουσικά όργανα στην Ελλάδα Και τα τρία με ποικίλες ονομασί-

ες κατά περιοχή διακοσμημένα ή όχι φτιάχνονται από τους ίδιους που τα παίζουν σε διά-φορα μεγέθη από διάφορα υλικά καλάμι κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού ∆ιαφέρουν κυρίως μεταξύ τους στην κατασκευή του μέρους του οργάνου που παράγει τον ήχο

Τρία είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα η φλογέρα το σουραύλι κι η μα-ντούρα Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά ένα κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδής και σπάνια τετράγωνες) ∆ιαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τον ήχο Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί οργανολογικά τα τρία ποιμενικά όργανα

3

Παραδοσιακά Όργανα

Φλογέρα Παίζεται κυρίως στη στεριανή Ελλάδα και είναι ένας σ ω λ ή ν α ς α ν ο ι κ τ ό ς

κ α ι σ τ α δ ύ ο ά κ ρ α Ανάλογα με το μήκος και τις τρύπες που έχουν οι φλογέρες διακρίνονται σε κοντές (έως περίπου 50 εκ) και μακριές (έως περίπου 85 εκ ndashτζαμάρες στην Ήπειρο και καβάλια στη Θράκη)

Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος ανοι-χτός και στα δύο του άκρα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως περί-που 85 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι ξύλο μπρούντζο ή σίδερο κόκαλο και στα μεταπολεμικά χρόνια από πλαστική ύλη

Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας Μετά αφού κλεί-σει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χε-ριών πάνω στη φλογέρα σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως με ένα πυρωμένο καρφί

Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνή-θως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης η πάνω από την πρώτη τρύπα)

Η μακριά φλογέρα ndashαπό 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστάndash που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και στη Θράκη καβάλι έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα η τζαμάρα έδει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της Η κοντή τζαμάρα αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκα-τοστά έχει 1 τρύπα Η κάπως μακρύτερη έχει 2 Και η μακριά τζαμάρα (75-85 περίπου εκα-τοστά) έχει 4 τρύπες 3 μπροστά και 1 πίσω Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα αλλά μένουν πάντα ανοιχτές επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν κλείσουν χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάρα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της

Η τζαμάρα εξαιτίας του μήκους της παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη Μrsquo αυτό τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη ndashαυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχουndash και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση Όταν δεν παίζεται χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα laquoΈ-τσι είναι γεμάτηraquo λένε laquoκαι δε σπάνει αν πέσει χάμωraquo Με την ίδια αυτή βέργα με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάρας Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει Στη Θράκη και τη Λέσβο η μακριά ξύλινη φλογέρα ndashτο καβάλιndash αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια το ένα προ-σαρμοσμένο μέσα στο άλλο

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά προς τα δεξιά έτσι ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο Κρατιέται προς τα δεξιά όταν ο παίκτης είναι δεξιός με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δεί-κτη μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα του αριστερού χεριού επάνω προς τη μεριά του στόματος Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός

Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας Όσο μακρύτερη είναι μια φλογέρα τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη και το αντίθετο Μια

4

Παραδοσιακά Όργανα

καλοφτιαγμένη φλογέρα έως περίπου 45 εκατοστά μήκος στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαί-χτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους δηλαδή δύο οκτάβες και μία Πέμπτη Η ποιό-τητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σrsquo όλη αυτή την έκταση των φθόγγων Οι χαμηλοί φθόγγοι αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί Αντί-θετα οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λί-γοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα

Οι κοντές φλογέρες έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6 μπροστά και 1 πί-σω δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο) Οι μα-κριές φλογέρες ndashοι τζαμάρες και τα καβάλιαndash από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστά με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω δίνουν τα διαστήματα ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός τόσο περισσότερο βρα-χνός όσο μακρύτερες είναι

Μακριά φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια ενώ παλιότερα παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο Γύρω στα 60 εκατοστά με μόνο 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και χωρίς βοηθητικές τρύπες όπως έχει η τζαμάρα δίνει διαστήματα ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια Η νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο όπως η τζαμάρα Και η σειρά των διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας ένας τόνος που ακολουθείται από ημιτόνια

Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της με-λωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια Τα στολίδια αυτά αποτζατούρες τρίλιες τρέμο-λα όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική έτσι και στη μονοφωνική μελωδία της φλογέρας χα-ρίζουν νεύρο και έκφραση

Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνη-δες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα σε γλέντια ή και πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός

Σουραύλ ι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα Το επιστόμιο του ndashλοξοκομμένο στα κοντά σου-

ραύλια και ίσιο στα μακριάndash κλείνεται με τάπα που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π rsquo ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ σ η μ α

Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου Το μέρος όμως από το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα είναι συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή Η τάπα λέγεται επίσης γλωσ-σίδι φελλός σούρος πείρος ή μπείρος και άλλα

Αμέσως μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σω-λήνα μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος ή σουραυλότρυ-πα χελιδόνι αυλάκι φονιάς και λοιπά

Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με τη φλογέρα σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι και ξύλο κυρίως και σπανιότε-ρα από κόκαλο και μπρούντζο Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά ndashδιαφορετικά laquoδε μολογάειraquondash χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα κομμάτια ξύλου που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο

Το σουραύλι έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον αντίχειρα Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες

5

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 3: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του μrsquo ενδιάμεσα χτυπήματα ndashυποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνωνndash άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βέργα αντιστρέφει για λίγες στιγμές τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυ-ρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι) γυ-ρίζει το νταούλι ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον υψηλότε-ρο φθόγγο χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του οργάνου και τα λοιπά Ενώ παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη ε-πιφάνεια δυνατά ή σιγά κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά όπως και το μέρος στο ο-ποίο τη χτυπάει στο κέντρο προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου

Ρυθμικό όργανο όπως είναι το νταούλι δεν παίζεται μόνο του αλλά πάντα μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο Μαζί με το ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά το παραδοσιακό ορ-γανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας

Τουμπ ί Μικρό νταούλι που συνοδεύει τα μελωδικά όργανα της νησιωτικής Ελλάδας (τσαμπούνα

και λύρα) Παίζεται με τα χέρια ή με δύο μικρά τουμπόξυλα χτυπώντας μόνο τη μία δερμά-τινη επιφάνεια

Το τουμπί ή τουμπάκι ή τουμπανάκι είναι ένα μικρό νταούλι με ήχο ακαθόριστης τονικής οξύτητας που παίζεται συνήθως στα νησιά Στο τουμπί τεντώνουν τα δέρματα στις δύο κυ-κλικές βάσεις είτε με το γνωστό τρόπο δηλαδή με το σχοινί είτε καρφώνοντάς τα πάνω στον κυλινδρικό σκελετό Επίσης στις δύο δερμάτινες επιφάνειες τεντώνουν πάντα διαμετρικά απrsquo έξω ή από μέσα δυο εντέρινες χορδές

Το τουμπί παίζεται κρεμασμένο απrsquo τον αριστερό ώμο ή απrsquo το λαιμό Επίσης κρατημένο κάτω απrsquo τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό Ή ακόμα κρεμασμένο από μία μικρή θη-λιά στο αριστερό χέρι λίγο πάνω απrsquo τον καρπό Χτυπιέται πάντα στη μια δερμάτινη επι-φάνεια με τα χέρια (παλάμες και δάχτυλα) ή με δύο μικρά ξύλα τα τουμπόξυλα Ο τουμπα-κάρης με τη βοήθεια του τουμπόξυλου που στη μια του άκρη έχει συχνά μια τριγωνική ε-γκοπή τεζάρει το σχοινί του οργάνου ή laquoκουρντίζει το τουμπίraquo όπως λένε οι νεώτεροι Ρυθ-μικό όργανο όπως είναι το τουμπί παίζεται συνήθως μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όρ-γανο

Τουμπελέκ ι Το τουμπελέκι ή ταραμπούκα ή στάμνα συνοδεύει ρυθμικά διάφορα μελωδικά όργανα στη

Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία Θράκη) στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρασία Παίζεται με διάφορους τρόπους και τεχνικές και κτυπιέται μα τα δύο χέρια ή σπάνια με δύο μικρά ξύλα

Ο πήλινος σκελετός του έχει συνήθως το σχήμα στάμνας χωρίς λαβή και είναι ανοιχτός στο ένα άκρο και σκεπασμένος στο άλλο με τεντωμένο δέρμα που κολλούν ή δένουν ή και τα δύο μαζί πάνω στο ηχείο

Ένας καλός παίκτης δε συνοδεύει ποτέ ένα τραγουδιστή ή ένα χορό χτυπώντας απλά τους ισχυρούς και τους αδύνατους χρόνους του μέτρου αλλά ποικίλλει διαρκώς το παίξιμό του με διάφορους τρόπους πότε υποδιαιρεί τους ισχυρούς ή τους αδύνατους χρόνους με ενδιάμεσα χτυπήματα και πότε χρησιμοποιεί το ρυθμό της συγκοπής ή κάνει ένα είδος τρέμολο (μαλακό χτύπημα της μεμβράνης και απrsquo τα δύο χέρια με γρήγορη ισόρροπη εναλλακτική κίνηση) Άλλοτε πάλι χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους στη δερμάτινη επιφάνεια και τους αδύνατους στο άκρο του πήλινου ηχείου (εκεί όπου δένεται το δέρμα) ή το αντίθετο κι άλλοτε με το ένα

2

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι χτυπάει το ρυθμό και με το άλλο σταματάει αμέσως την παλμική κίνηση της μεμβράνης ακουμπώντας την με την παλάμη ή τον αγκώνα

Ο ικανός παίκτης πετυχαίνει στο παίξιμό του και ήχους διαφορετικής οξύτητας πιέζοντας τη μεμβράνη στο κατάλληλο μέρος Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το διαφορετικό ηχόχρωμα που προσθέτουν τα σφαιρικά κουδουνάκια στον ήχο που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια της ταραμπούκας Και ότι όταν τα κουδουνάκια αυτά έχουν διαφορετικά μεγέθη όπως συνήθως συμβαίνει τότε εύκολα διακρίνει κανείς και ήχους διαφορετικής οξύτητας όσο και αν η οξύ-τητα αυτή δε μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια Το τουμπελέκι παίζεται μαζί με ένα τουλά-χιστον μελωδικό όργανο συνήθως την γκάιντα

Ντέφι Το αρχαιοελληνικό τύμπανο γίνεται στο Βυζάντιο σείστρον ή πληθία ή νταχαρές (Μακε-

δονία Θράκη) Με ή χωρίς κύμβαλα (ζίλια) στον ξύλινο σκελετό του συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα

μελωδικά όργανα σrsquo όλες τις περιοχές

Αερόφωνα

Κλαρίνο ndashlaquoΚομπαν ίαraquo Το κλαρίνο αν και προέρχεται από τη ∆ύση ως λαϊκό μουσικό όργανο μπαίνει στην Ελ-

λάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα Από την Ήπειρο και τη ∆υτ Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το

β ι ο λ ί τ ο λ α γ ο ύ τ ο κ α ι τ ο ν τ έ φ ι ( κ ι α ρ γ ό τ ε ρ α κ α ι μ ε τ ο σ α ν τ ο ύ ρ ι ) α π ο τ ε λ ο ύ ν τ η ν κ ο μ π α ν ί α το κατrsquo εξοχήν λαϊκό συ-γκρότημα της στεριανής Ελλάδας που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζ υ γ ι ά ζ ο υ ρ ν ά ς ν τ α ο ύ λ ι Στα λαϊκό κλαρίνο περνούν τα laquoπιασίματαraquo της φλογέρας και του ζουρνά πετυχαίνοντας έτσι με μιαν ιδιότυπη τεχνική σrsquo ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα αναγνωρίζεται ως όρ-γανο laquoεθνικόraquo και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα λαμπερή περίοδο μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών

Φλογέρα- Σουραύλ ι- Μαντούρα Τα καrsquo εξοχήν ποιμενικά μουσικά όργανα στην Ελλάδα Και τα τρία με ποικίλες ονομασί-

ες κατά περιοχή διακοσμημένα ή όχι φτιάχνονται από τους ίδιους που τα παίζουν σε διά-φορα μεγέθη από διάφορα υλικά καλάμι κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού ∆ιαφέρουν κυρίως μεταξύ τους στην κατασκευή του μέρους του οργάνου που παράγει τον ήχο

Τρία είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα η φλογέρα το σουραύλι κι η μα-ντούρα Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά ένα κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδής και σπάνια τετράγωνες) ∆ιαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τον ήχο Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί οργανολογικά τα τρία ποιμενικά όργανα

3

Παραδοσιακά Όργανα

Φλογέρα Παίζεται κυρίως στη στεριανή Ελλάδα και είναι ένας σ ω λ ή ν α ς α ν ο ι κ τ ό ς

κ α ι σ τ α δ ύ ο ά κ ρ α Ανάλογα με το μήκος και τις τρύπες που έχουν οι φλογέρες διακρίνονται σε κοντές (έως περίπου 50 εκ) και μακριές (έως περίπου 85 εκ ndashτζαμάρες στην Ήπειρο και καβάλια στη Θράκη)

Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος ανοι-χτός και στα δύο του άκρα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως περί-που 85 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι ξύλο μπρούντζο ή σίδερο κόκαλο και στα μεταπολεμικά χρόνια από πλαστική ύλη

Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας Μετά αφού κλεί-σει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χε-ριών πάνω στη φλογέρα σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως με ένα πυρωμένο καρφί

Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνή-θως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης η πάνω από την πρώτη τρύπα)

Η μακριά φλογέρα ndashαπό 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστάndash που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και στη Θράκη καβάλι έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα η τζαμάρα έδει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της Η κοντή τζαμάρα αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκα-τοστά έχει 1 τρύπα Η κάπως μακρύτερη έχει 2 Και η μακριά τζαμάρα (75-85 περίπου εκα-τοστά) έχει 4 τρύπες 3 μπροστά και 1 πίσω Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα αλλά μένουν πάντα ανοιχτές επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν κλείσουν χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάρα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της

Η τζαμάρα εξαιτίας του μήκους της παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη Μrsquo αυτό τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη ndashαυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχουndash και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση Όταν δεν παίζεται χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα laquoΈ-τσι είναι γεμάτηraquo λένε laquoκαι δε σπάνει αν πέσει χάμωraquo Με την ίδια αυτή βέργα με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάρας Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει Στη Θράκη και τη Λέσβο η μακριά ξύλινη φλογέρα ndashτο καβάλιndash αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια το ένα προ-σαρμοσμένο μέσα στο άλλο

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά προς τα δεξιά έτσι ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο Κρατιέται προς τα δεξιά όταν ο παίκτης είναι δεξιός με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δεί-κτη μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα του αριστερού χεριού επάνω προς τη μεριά του στόματος Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός

Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας Όσο μακρύτερη είναι μια φλογέρα τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη και το αντίθετο Μια

4

Παραδοσιακά Όργανα

καλοφτιαγμένη φλογέρα έως περίπου 45 εκατοστά μήκος στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαί-χτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους δηλαδή δύο οκτάβες και μία Πέμπτη Η ποιό-τητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σrsquo όλη αυτή την έκταση των φθόγγων Οι χαμηλοί φθόγγοι αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί Αντί-θετα οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λί-γοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα

Οι κοντές φλογέρες έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6 μπροστά και 1 πί-σω δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο) Οι μα-κριές φλογέρες ndashοι τζαμάρες και τα καβάλιαndash από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστά με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω δίνουν τα διαστήματα ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός τόσο περισσότερο βρα-χνός όσο μακρύτερες είναι

Μακριά φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια ενώ παλιότερα παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο Γύρω στα 60 εκατοστά με μόνο 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και χωρίς βοηθητικές τρύπες όπως έχει η τζαμάρα δίνει διαστήματα ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια Η νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο όπως η τζαμάρα Και η σειρά των διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας ένας τόνος που ακολουθείται από ημιτόνια

Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της με-λωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια Τα στολίδια αυτά αποτζατούρες τρίλιες τρέμο-λα όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική έτσι και στη μονοφωνική μελωδία της φλογέρας χα-ρίζουν νεύρο και έκφραση

Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνη-δες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα σε γλέντια ή και πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός

Σουραύλ ι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα Το επιστόμιο του ndashλοξοκομμένο στα κοντά σου-

ραύλια και ίσιο στα μακριάndash κλείνεται με τάπα που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π rsquo ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ σ η μ α

Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου Το μέρος όμως από το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα είναι συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή Η τάπα λέγεται επίσης γλωσ-σίδι φελλός σούρος πείρος ή μπείρος και άλλα

Αμέσως μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σω-λήνα μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος ή σουραυλότρυ-πα χελιδόνι αυλάκι φονιάς και λοιπά

Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με τη φλογέρα σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι και ξύλο κυρίως και σπανιότε-ρα από κόκαλο και μπρούντζο Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά ndashδιαφορετικά laquoδε μολογάειraquondash χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα κομμάτια ξύλου που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο

Το σουραύλι έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον αντίχειρα Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες

5

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 4: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

χέρι χτυπάει το ρυθμό και με το άλλο σταματάει αμέσως την παλμική κίνηση της μεμβράνης ακουμπώντας την με την παλάμη ή τον αγκώνα

Ο ικανός παίκτης πετυχαίνει στο παίξιμό του και ήχους διαφορετικής οξύτητας πιέζοντας τη μεμβράνη στο κατάλληλο μέρος Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το διαφορετικό ηχόχρωμα που προσθέτουν τα σφαιρικά κουδουνάκια στον ήχο που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια της ταραμπούκας Και ότι όταν τα κουδουνάκια αυτά έχουν διαφορετικά μεγέθη όπως συνήθως συμβαίνει τότε εύκολα διακρίνει κανείς και ήχους διαφορετικής οξύτητας όσο και αν η οξύ-τητα αυτή δε μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια Το τουμπελέκι παίζεται μαζί με ένα τουλά-χιστον μελωδικό όργανο συνήθως την γκάιντα

Ντέφι Το αρχαιοελληνικό τύμπανο γίνεται στο Βυζάντιο σείστρον ή πληθία ή νταχαρές (Μακε-

δονία Θράκη) Με ή χωρίς κύμβαλα (ζίλια) στον ξύλινο σκελετό του συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα

μελωδικά όργανα σrsquo όλες τις περιοχές

Αερόφωνα

Κλαρίνο ndashlaquoΚομπαν ίαraquo Το κλαρίνο αν και προέρχεται από τη ∆ύση ως λαϊκό μουσικό όργανο μπαίνει στην Ελ-

λάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα Από την Ήπειρο και τη ∆υτ Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το

β ι ο λ ί τ ο λ α γ ο ύ τ ο κ α ι τ ο ν τ έ φ ι ( κ ι α ρ γ ό τ ε ρ α κ α ι μ ε τ ο σ α ν τ ο ύ ρ ι ) α π ο τ ε λ ο ύ ν τ η ν κ ο μ π α ν ί α το κατrsquo εξοχήν λαϊκό συ-γκρότημα της στεριανής Ελλάδας που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζ υ γ ι ά ζ ο υ ρ ν ά ς ν τ α ο ύ λ ι Στα λαϊκό κλαρίνο περνούν τα laquoπιασίματαraquo της φλογέρας και του ζουρνά πετυχαίνοντας έτσι με μιαν ιδιότυπη τεχνική σrsquo ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα αναγνωρίζεται ως όρ-γανο laquoεθνικόraquo και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα λαμπερή περίοδο μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών

Φλογέρα- Σουραύλ ι- Μαντούρα Τα καrsquo εξοχήν ποιμενικά μουσικά όργανα στην Ελλάδα Και τα τρία με ποικίλες ονομασί-

ες κατά περιοχή διακοσμημένα ή όχι φτιάχνονται από τους ίδιους που τα παίζουν σε διά-φορα μεγέθη από διάφορα υλικά καλάμι κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού ∆ιαφέρουν κυρίως μεταξύ τους στην κατασκευή του μέρους του οργάνου που παράγει τον ήχο

Τρία είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα η φλογέρα το σουραύλι κι η μα-ντούρα Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά ένα κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδής και σπάνια τετράγωνες) ∆ιαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τον ήχο Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί οργανολογικά τα τρία ποιμενικά όργανα

3

Παραδοσιακά Όργανα

Φλογέρα Παίζεται κυρίως στη στεριανή Ελλάδα και είναι ένας σ ω λ ή ν α ς α ν ο ι κ τ ό ς

κ α ι σ τ α δ ύ ο ά κ ρ α Ανάλογα με το μήκος και τις τρύπες που έχουν οι φλογέρες διακρίνονται σε κοντές (έως περίπου 50 εκ) και μακριές (έως περίπου 85 εκ ndashτζαμάρες στην Ήπειρο και καβάλια στη Θράκη)

Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος ανοι-χτός και στα δύο του άκρα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως περί-που 85 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι ξύλο μπρούντζο ή σίδερο κόκαλο και στα μεταπολεμικά χρόνια από πλαστική ύλη

Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας Μετά αφού κλεί-σει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χε-ριών πάνω στη φλογέρα σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως με ένα πυρωμένο καρφί

Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνή-θως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης η πάνω από την πρώτη τρύπα)

Η μακριά φλογέρα ndashαπό 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστάndash που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και στη Θράκη καβάλι έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα η τζαμάρα έδει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της Η κοντή τζαμάρα αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκα-τοστά έχει 1 τρύπα Η κάπως μακρύτερη έχει 2 Και η μακριά τζαμάρα (75-85 περίπου εκα-τοστά) έχει 4 τρύπες 3 μπροστά και 1 πίσω Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα αλλά μένουν πάντα ανοιχτές επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν κλείσουν χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάρα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της

Η τζαμάρα εξαιτίας του μήκους της παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη Μrsquo αυτό τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη ndashαυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχουndash και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση Όταν δεν παίζεται χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα laquoΈ-τσι είναι γεμάτηraquo λένε laquoκαι δε σπάνει αν πέσει χάμωraquo Με την ίδια αυτή βέργα με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάρας Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει Στη Θράκη και τη Λέσβο η μακριά ξύλινη φλογέρα ndashτο καβάλιndash αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια το ένα προ-σαρμοσμένο μέσα στο άλλο

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά προς τα δεξιά έτσι ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο Κρατιέται προς τα δεξιά όταν ο παίκτης είναι δεξιός με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δεί-κτη μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα του αριστερού χεριού επάνω προς τη μεριά του στόματος Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός

Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας Όσο μακρύτερη είναι μια φλογέρα τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη και το αντίθετο Μια

4

Παραδοσιακά Όργανα

καλοφτιαγμένη φλογέρα έως περίπου 45 εκατοστά μήκος στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαί-χτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους δηλαδή δύο οκτάβες και μία Πέμπτη Η ποιό-τητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σrsquo όλη αυτή την έκταση των φθόγγων Οι χαμηλοί φθόγγοι αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί Αντί-θετα οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λί-γοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα

Οι κοντές φλογέρες έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6 μπροστά και 1 πί-σω δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο) Οι μα-κριές φλογέρες ndashοι τζαμάρες και τα καβάλιαndash από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστά με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω δίνουν τα διαστήματα ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός τόσο περισσότερο βρα-χνός όσο μακρύτερες είναι

Μακριά φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια ενώ παλιότερα παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο Γύρω στα 60 εκατοστά με μόνο 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και χωρίς βοηθητικές τρύπες όπως έχει η τζαμάρα δίνει διαστήματα ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια Η νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο όπως η τζαμάρα Και η σειρά των διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας ένας τόνος που ακολουθείται από ημιτόνια

Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της με-λωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια Τα στολίδια αυτά αποτζατούρες τρίλιες τρέμο-λα όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική έτσι και στη μονοφωνική μελωδία της φλογέρας χα-ρίζουν νεύρο και έκφραση

Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνη-δες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα σε γλέντια ή και πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός

Σουραύλ ι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα Το επιστόμιο του ndashλοξοκομμένο στα κοντά σου-

ραύλια και ίσιο στα μακριάndash κλείνεται με τάπα που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π rsquo ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ σ η μ α

Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου Το μέρος όμως από το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα είναι συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή Η τάπα λέγεται επίσης γλωσ-σίδι φελλός σούρος πείρος ή μπείρος και άλλα

Αμέσως μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σω-λήνα μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος ή σουραυλότρυ-πα χελιδόνι αυλάκι φονιάς και λοιπά

Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με τη φλογέρα σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι και ξύλο κυρίως και σπανιότε-ρα από κόκαλο και μπρούντζο Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά ndashδιαφορετικά laquoδε μολογάειraquondash χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα κομμάτια ξύλου που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο

Το σουραύλι έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον αντίχειρα Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες

5

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 5: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Φλογέρα Παίζεται κυρίως στη στεριανή Ελλάδα και είναι ένας σ ω λ ή ν α ς α ν ο ι κ τ ό ς

κ α ι σ τ α δ ύ ο ά κ ρ α Ανάλογα με το μήκος και τις τρύπες που έχουν οι φλογέρες διακρίνονται σε κοντές (έως περίπου 50 εκ) και μακριές (έως περίπου 85 εκ ndashτζαμάρες στην Ήπειρο και καβάλια στη Θράκη)

Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος ανοι-χτός και στα δύο του άκρα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως περί-που 85 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι ξύλο μπρούντζο ή σίδερο κόκαλο και στα μεταπολεμικά χρόνια από πλαστική ύλη

Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας Μετά αφού κλεί-σει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χε-ριών πάνω στη φλογέρα σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως με ένα πυρωμένο καρφί

Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνή-θως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης η πάνω από την πρώτη τρύπα)

Η μακριά φλογέρα ndashαπό 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστάndash που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και στη Θράκη καβάλι έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα η τζαμάρα έδει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της Η κοντή τζαμάρα αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκα-τοστά έχει 1 τρύπα Η κάπως μακρύτερη έχει 2 Και η μακριά τζαμάρα (75-85 περίπου εκα-τοστά) έχει 4 τρύπες 3 μπροστά και 1 πίσω Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα αλλά μένουν πάντα ανοιχτές επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν κλείσουν χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάρα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της

Η τζαμάρα εξαιτίας του μήκους της παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη Μrsquo αυτό τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη ndashαυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχουndash και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση Όταν δεν παίζεται χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα laquoΈ-τσι είναι γεμάτηraquo λένε laquoκαι δε σπάνει αν πέσει χάμωraquo Με την ίδια αυτή βέργα με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάρας Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει Στη Θράκη και τη Λέσβο η μακριά ξύλινη φλογέρα ndashτο καβάλιndash αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια το ένα προ-σαρμοσμένο μέσα στο άλλο

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά προς τα δεξιά έτσι ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο Κρατιέται προς τα δεξιά όταν ο παίκτης είναι δεξιός με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δεί-κτη μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα του αριστερού χεριού επάνω προς τη μεριά του στόματος Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός

Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας Όσο μακρύτερη είναι μια φλογέρα τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη και το αντίθετο Μια

4

Παραδοσιακά Όργανα

καλοφτιαγμένη φλογέρα έως περίπου 45 εκατοστά μήκος στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαί-χτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους δηλαδή δύο οκτάβες και μία Πέμπτη Η ποιό-τητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σrsquo όλη αυτή την έκταση των φθόγγων Οι χαμηλοί φθόγγοι αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί Αντί-θετα οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λί-γοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα

Οι κοντές φλογέρες έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6 μπροστά και 1 πί-σω δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο) Οι μα-κριές φλογέρες ndashοι τζαμάρες και τα καβάλιαndash από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστά με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω δίνουν τα διαστήματα ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός τόσο περισσότερο βρα-χνός όσο μακρύτερες είναι

Μακριά φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια ενώ παλιότερα παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο Γύρω στα 60 εκατοστά με μόνο 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και χωρίς βοηθητικές τρύπες όπως έχει η τζαμάρα δίνει διαστήματα ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια Η νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο όπως η τζαμάρα Και η σειρά των διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας ένας τόνος που ακολουθείται από ημιτόνια

Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της με-λωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια Τα στολίδια αυτά αποτζατούρες τρίλιες τρέμο-λα όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική έτσι και στη μονοφωνική μελωδία της φλογέρας χα-ρίζουν νεύρο και έκφραση

Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνη-δες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα σε γλέντια ή και πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός

Σουραύλ ι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα Το επιστόμιο του ndashλοξοκομμένο στα κοντά σου-

ραύλια και ίσιο στα μακριάndash κλείνεται με τάπα που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π rsquo ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ σ η μ α

Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου Το μέρος όμως από το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα είναι συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή Η τάπα λέγεται επίσης γλωσ-σίδι φελλός σούρος πείρος ή μπείρος και άλλα

Αμέσως μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σω-λήνα μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος ή σουραυλότρυ-πα χελιδόνι αυλάκι φονιάς και λοιπά

Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με τη φλογέρα σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι και ξύλο κυρίως και σπανιότε-ρα από κόκαλο και μπρούντζο Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά ndashδιαφορετικά laquoδε μολογάειraquondash χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα κομμάτια ξύλου που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο

Το σουραύλι έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον αντίχειρα Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες

5

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 6: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

καλοφτιαγμένη φλογέρα έως περίπου 45 εκατοστά μήκος στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαί-χτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους δηλαδή δύο οκτάβες και μία Πέμπτη Η ποιό-τητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σrsquo όλη αυτή την έκταση των φθόγγων Οι χαμηλοί φθόγγοι αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί Αντί-θετα οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λί-γοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα

Οι κοντές φλογέρες έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6 μπροστά και 1 πί-σω δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο) Οι μα-κριές φλογέρες ndashοι τζαμάρες και τα καβάλιαndash από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκατοστά με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω δίνουν τα διαστήματα ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός τόσο περισσότερο βρα-χνός όσο μακρύτερες είναι

Μακριά φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια ενώ παλιότερα παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο Γύρω στα 60 εκατοστά με μόνο 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και χωρίς βοηθητικές τρύπες όπως έχει η τζαμάρα δίνει διαστήματα ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια Η νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο όπως η τζαμάρα Και η σειρά των διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας ένας τόνος που ακολουθείται από ημιτόνια

Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της με-λωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια Τα στολίδια αυτά αποτζατούρες τρίλιες τρέμο-λα όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική έτσι και στη μονοφωνική μελωδία της φλογέρας χα-ρίζουν νεύρο και έκφραση

Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνη-δες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα σε γλέντια ή και πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός

Σουραύλ ι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα Το επιστόμιο του ndashλοξοκομμένο στα κοντά σου-

ραύλια και ίσιο στα μακριάndash κλείνεται με τάπα που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π rsquo ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ σ η μ α

Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου Το μέρος όμως από το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα είναι συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή Η τάπα λέγεται επίσης γλωσ-σίδι φελλός σούρος πείρος ή μπείρος και άλλα

Αμέσως μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σω-λήνα μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος ή σουραυλότρυ-πα χελιδόνι αυλάκι φονιάς και λοιπά

Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με τη φλογέρα σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και από διάφορα υλικά καλάμι και ξύλο κυρίως και σπανιότε-ρα από κόκαλο και μπρούντζο Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά ndashδιαφορετικά laquoδε μολογάειraquondash χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα κομμάτια ξύλου που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο

Το σουραύλι έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον αντίχειρα Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες

5

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 7: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

τρύπες ndashέτσι τα έφτιαχναν παλιότεραndash δηλαδή 5 ή 5+1 Και στα μεταπολεμικά χρόνια με 7 ή 7+1 τρύπες

Το σουραύλι κρατιέται ίσια δηλαδή κάθετα στο στόμα Το φύσημα του σουραυλιέρη περ-νάει απrsquo τη σχισμή που αφήνει η τάπα χτυπάει ndashlaquoσπάειraquo όπως λένεndash στην απέναντι οξεία κό-χη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο Όπως και στη φλογέρα με μαλακό φύσημα το σου-ραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυ-λισμούς δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί ενώ οι υψηλοί είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί Το σουραύλι έως γύρω στα 50 εκατοστά δίνει τα διαστήματα τη διατονικής κλίμακας Και το μακρύ σουραύλι τα διαστή-ματα 1 τόνο και 6 ημιτόνια

Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα υπάρχουν και σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια που συναντάμε στα νησιά Ενώ τα μακριά σουραύλια στη βόρεια Ελλάδα έχουν ίσιο επιστόμιο η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται στο πίσω μέρος του ορ-γάνου στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι τρύπες για τα δάχτυλα Αυ-τό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι και να μην κουράζεται Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη αλλά συχνά τις χωρίζουν αφήνοντας μια μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέ-ταρτη τρύπα Η φλογέρα και το σουραύλι παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργα-να όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες

Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι Το

επιστόμιο της κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού είναι τύπου κλαρινέτου μrsquo ένα λεπτό γλωσσίδι Το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο

Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα που παίζεται κυρίως στην Κρήτη ε ί ν α ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ ι -κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου Όταν παίζε-ται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά από πάνω προς τα κάτω με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού

Η μαντούρα φτιάχνεται από laquoλιανό καλάμιraquo σε διάφορα μεγέθη από 20 εκατοστά περί-που έως γύρω στα 30 εκατοστά και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες και σπάνια 6 Φτιάχνεται ό-μως και από χοντρύτερο καλάμι και σrsquo αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα Υπάρχει και η διπλομαντούρα δύο μαντούρες ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα Η διακόσμηση στη φλογέρα και το σου-ραύλι ndashκαι σπάνια στη μαντούραndash περιορίζεται συνήθως σε εγχάρακτα σχέδια άλλοτε γεω-μετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο

Τσαμπούνα-Γκά ιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μΧ και τον συναντά-

με σε δύο τύπους την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη)

6

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 8: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης ή γκαϊντατζής που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι ξύλο ή κόκαλο Οι δύο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου

bull Στην τσαμπούνα σ ε μ ι α ξ ύ λ ι ν η α υ λ α κ ω τ ή β ά -σ η π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι μ ε κ ε ρ ί δ ύ ο κ α λ α -μ έ ν ι ο ι α υ λ ο ί τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ (με μονό γλωσ-σίδι) Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλον κρατά το ίσο Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή αχλαδόσχημη λύρα

bull Στην γκάιντα ο ι δ ύ ο ξ ύ λ ι ν ο ι α υ λ ο ί ε ί ν α ι α -ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ι Ο ένας για τη μελωδία έχει 7 τρύπες (6+1) ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο) μακρύς σε τρία συνήθως κομμάτια laquoταιριά-ζεταιraquo με την τονική και είναι ο ισοκράτης Παίζεται μόνη της και μαζί με το τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ

Τσαμπούνα

Αποτελείται από το ασκί το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου Το ε-πιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι ndashπαλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλαndash που λειτουρ-γεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί Στις τσαμπούνες που δεν έ-χουν βαλβίδα ο τσαμπουνάρης όταν για να ξεκουραστεί σταματά να φυσάει κλείνει το ά-νοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί

Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 6 έως και 18 εκατοστά Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση μέσα στην οποία είναι τοπο-θετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου Η αυ-λακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη ndashανάλογα με την τοπική παράδοση αλλά και σύμφωνα με το γούστο του τσαμπουνάρη που τη φτιάχνειndash η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό Συ-χνά πρόσθετη ένα κέρατο ζώου στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί

Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά με χαμηλές τις δύο πλαϊνές πλευρές της για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο αυλούς Πίσω κλειστή ε-κτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και δημιουργούν τον ήχο

Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι Το ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα Και το άλλο πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες ή 3 τρύπες Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πά-ντα Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός

Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη Η πίεση του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του

Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα ndashδιαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδεςndash είναι δύο τόνοι ένα ημιτό-

7

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 9: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

νιο δύο τόνοι Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα Συνήθως κυ-μαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο κλειδί του σολ) Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται συνήθως όχι ο πρώτος χαμηλότερος φθόγγος αλλά ο α-μέσως επόμενος Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική χαρακτηριστικός φθόγ-γος όπως ξέρουμε στο laquoτροπικόraquo ύφος της ελληνικής δημοτικής μουσικής

Ότι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι η τσα-μπούνα για τα ελληνικά νησιά το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει ndashόπου ακόμα υπάρχειndash το χορό και το τραγούδι στο γάμο τα βαφτίσια και το πανηγύρι Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα

Γκάιντα Αποτελείται από το επιστόμιο το ασκί και δύο αυλούς Τα εξαρτήματα της γκάιντας το

επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται το κα-θένα στο κεφαλάρι μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο ασκί Το επι-στόμιο ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο κόκαλο ή και καλάμι απrsquo το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης έχει μήκος ndashμαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκίndash από 12 περίπου έως και 20 εκατοστά κάποτε Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης

Ο μακρύς αυλός σε τρία συνήθως κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο έχει μήκος 50 περίπου έως 70 κάποτε και παραπάνω εκατοστά Χωρίς τρύπες μrsquo ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί δίνει ένα μόνο φθόγγο Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σrsquo όλο το μήκος του Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο

Ο άλλος αυλός ο κοντός είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1 Είναι κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη άλλοτε πολύ μικρή και άλλο-τε μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού Στο επά-νω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου) Οι τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση σχετικά απόσταση η μία από την άλλη ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές Μικρές τρύπες μία ή δύο που δεν πατιούνται ποτέ από τα δά-χτυλα laquoείναι για τη φωνήraquo όπως αυτές στην τζαμάρα και το ζουρνά ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης απrsquo τα κάτω τρύπας στο πίσω μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα Την τρύπα αυτή τη χρησιμο-ποιεί ο γκαϊντέρης βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί για νrsquo αποκτήσει το σωστό τονικό του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη απrsquo τα κάτω τρύπα του αυλού Η πρώτη τέλος απrsquo τα πάνω τρύπα ndashη μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλεςndash έχει σφηνωμένο στο άνοιγμά της μέσα στο σωλήνα του αυλού ένα μικρό σωληνάκι συνήθως από φτερό κότας

Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απrsquo τη μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο Η τονική της κλίμακας είναι συνήθως η τέταρτη τρύπα απrsquo τα κάτω Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας Η γκάιντα παίζεται μόνη της Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα γκάιντα και τουμπελέκι

8

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 10: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι) Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά

Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε δηλαδή με διπλό γλωσσίδι

στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό του ήχο Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός το κατrsquo εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ) Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία

Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας κα-τάλληλο γι ανοιχτό χώρο

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε με διπλό γλωσσίδι Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη περίπου 22 έως 60 εκατοστά από διάφορα ξύλα

Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη τον κυρίως ζουρνά τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα Ο σωλήνας του ζουρνά ndashσυνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε και κυλινδρι-κόςndash καταλήγει σrsquo ένα χωνί περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό

Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα Στον κλέφτη προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπού-να Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα ένας δίσκος από κόκαλο μέταλλο ndashσυχνά ένα ασημένιο νόμισμαndash ή και ξύλο Τρυπημένη στο κέντρο την περνούν απrsquo το γλωσσίδι και την αφήνουν laquoνα καθίσει πάνω στον κλέφτηraquo Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό βοηθάει να φυσάει ευκολότερα Η φούρλα αν και διαφέρει μορφολογικά λειτουργεί όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού

Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα έχει 7 τρύπες μπροστά συνήθως στρογγυλές και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1 τρύπα πίσω για τον αντίχειρα (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα ο ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του Οι τρύπες αυτές δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές επιδρούν στην τονικό-τητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του Εάν τις κλείσουμε χαμηλώνει η τονικό-τητα της κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το χρώμα του ήχου Ο αριθμός τους ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το ζουρνά ποι-κίλλει από 1 έως 10 Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος του ζουρνά εν εί-ναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου

Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα Το ύψος της τονικής εξαρ-τάται όπως και στη φλογέρα από το μήκος του ζουρνά αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδιού Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα ο καλός ζουρ-νατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του ορ-γάνου και δίνει ndashόταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίαςndash τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας

Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής Στο μονοφωνικό αυτό όργανο ο ζουρνατζής

9

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 11: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια με το-νισμούς που πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα που κάνει όταν φουντώνει το κέφι περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απrsquo όλες τις τρύπες του οργά-νου Ο ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το πα-ραδοσιακό οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι

Χορδόφωνα

Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της οικογενείας

του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους

Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία πΧ (Μεσοποταμία Αίγυπτος) έχουν μικρό ηχείο μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα

Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς μπου-ζούκι μπαγλαμάς και άλλα

Είναι το κύριο όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του rsquo50

Την ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τον αριθμό των χορ-δών και το κούρντισμά τους Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά χα-ρακτηριστικά μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο μακρύ λεπτό και ίσιο έως το τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά) που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά από αυτό με κι-νητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά συνήθως σε σχήμα Τ απrsquo τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά στερεωμένα στο ηχείο αμέσως μετά το καπάκι Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και παλιότερα τα πιο μικρά με τα δάχτυλα

Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς τα όργανα αυτά συνήθως με το μέγεθος τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι μπουζούκι μπαγλαμάς γιογκάρι μπουλγκαρί κίτελι καβόντο τζιβούρι καραντουζένι και λοιπά Οι ονομασίες αυτές ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν στον ελλαδικό χώρο ένα συγκεκριμένο τύ-πο οργάνου με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις αριθμό χορδών και κούρντισμα

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο καθεαυτό ταμπουράς ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι π έ μ π τ ε ς Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες που εύκολα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής δίεση λείμμα ελάχιστο τόνο ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζο-νται είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή τέταρτη Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές και διπλές τις δύο

10

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 12: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι καθαρή τέταρτη μεγάλη τρίτη και καθαρή τέταρτη Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο Ο μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά) είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα μεγέθη με το ίδιο κούρντι-σμα μια οκτάβα υψηλότερα Το σάζι είναι ένα μεγάλο μπουζούκι που έφτιαχναν σε διάφο-ρα μεγέθη συνήθως με τρεις διπλές ή τριπλές χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης)

Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αρα-

βικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο) Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς είναι

το κατrsquo εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας την κομπανία (κλαρίνο βιολί λαγούτο σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά βιολί ή λύρα και λαγούτο Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες

Το λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι μ ε μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς laquoσπασμένοraquo προς τα πίσω στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απrsquo τα πλάγια τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι και παίζεται με πένα (πλήκτρο)

Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια) Σήμερα έχει επικρατή-σει το μεσαίο μέγεθος Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κα-τασκευαστή αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή που ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση ndashυψηλός ή κοντός παχύς ή αδύνατος με μακριά ή κοντά δάχτυλαndash αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις ζητάει απrsquo τον κατασκευαστή το ηχείο πχ του οργά-νου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά

Πρώτου μεγέθους λαγούτο μεγαλύτερο στο μάκρος το φάρδος και το βάθος σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου) συνήθως αγιούπα (γύπα) αετού ή γερακιού και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό

Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω Την πένα με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δά-χτυλο ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη Το λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες ντο σολ ρε λα (η πρώτη χορδή το λα μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του το πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας Συχνά ωστόσο συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντι-σμένο επίσης ουνίσονο Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη

Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα Παίζει το λαγούτο καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στrsquo άλλο ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του Παίζει επίσης όρθιος βαδίζοντας

Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδι-κού οργάνου Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί η λύρα το κλαρίνο και το σαντούρι

11

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 13: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Ούτι Το αραβικό al ud (=ξύλο) με 5 δ ι π λ έ ς ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι -

σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παρά-δοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης

Το ούτι (απrsquo το αραβικό al oud=ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο κο-ντό και φαρδύ χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ ν τ έ δ ε ς κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γω-νία με το χέρι και κλειδιά απrsquo τα πλάγια Παίζεται με πλήκτρο (πένα από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς ή από κέρατο βοδιού και σήμερα από πλαστική ύλη) Έχει συνήθως πέντε διπλές εντέρινες χορδές (σε ουνίσονο) εκτός απrsquo τη βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη

Λαγουτοκ ιθάρα-κ ιθάρα Μετά τον Βrsquo Παγκόσμιο πόλεμο η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο πα-

ραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα τη ζυγιά και την κομπανία Ενδιάμεσος σταθμός η λα-γουτοκιθάρα του μεσοπολέμου κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται η λαουτοκιθάρα η κιθάρα ήταν ήδη το καθιερωμένο μόνιμο όργανο συνοδείας στα λαϊκά συγκροτήματα ρεμπέτικου τραγουδιού Σήμερα η λαου-τοκιθάρα εξαφανίζεται και αυτή σιγά-σιγά

Μαντολ ινάτα Το μαντολίνο η μαντόλα και το μαντολοτσέλο μαζί με την κιθάρα αποτελούν τα βασικά

όργανα της μαντολινάτας του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (α-θηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα

Αχλαδόσχημη λύρα Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη από τον 10 μΧ αιώνα με προέλευ-

ση την Κεντρική Ασία Το ρεμπάμπ των Αράβων και το ρεμπέκ ή βιέλα των τροβαδούρων της ∆ύσης στην Ελλάδα κρατά το όνομά του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου λύ-ρα (για διαφορετικό όμως οργανολογικό τύπο ndash με δοξάρι) Έ χ ε ι τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς π ο υ δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ψ ί χ α

τ ω ν δ α χ τ ύ λ ω ν ό π ω ς σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι α π ό τ α π λ ά γ ι α

Παλαιότερα παιζόταν σrsquo όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του Στις μέρες μας με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού περιορίζεται πλέον στην Κρήτη στα ∆ωδεκάνησα (Κάσος Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (πρόσφυγες από την Αν Θράκη)

Από την εποχή του μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα στα εργαστήρια των οργανοπαι-χτών το αρχέτυπο λυράκι δέχεται μια σειρά από προσθήκες και μορφολογικές αλλαγές σύμ-φωνα με το πρότυπο του βιολιού για να καταλήξουμε στη βιολολύρα και τον νεότερο τύπο της κρητικής λύρας με περισσότερες τεχνικές για τους δεξιοτέχνες λυράρηδες

Στις μέρες μας το δοξάρι του βιολιού έχει αντικαταστήσει το παλιό κοντό και κυρτό δοξά-ρι με τα γ ε ρ α κ ο κ ο ύ δ ο υ ν α που με κατάλληλες κινήσεις συνόδευε ρυθμικά και μrsquo ένα ίσο ηχοχρώματος τη μελωδία της λύρας Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει πλέον το λαγούτο

Στο παίξιμο της αχλαδόσχημης λύρας ο λυράρης υπογραμμίζει το ρυθμό χτυπώντας δυνα-τά το έδαφος με τη φτέρνα ή το πέλμα του δεξιού συνήθως ποδιού

12

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 14: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Η λύρα έχει αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και κοντό χέρι χ ω ρ ί ς μ π ε ρ -ν τ έ δ ε ς που συνεχίζει το ηχείο κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στο άκρο του ηχείου ή στο χτένι παίζεται με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τις διαστάσεις του ξύλου που θα βρει τη σωματική διάπλαση (ψηλός ή κοντός με μακριά ή κοντά δάχτυλα) και τη laquoφωνήraquo που θέλει να έχει η λύρα του ψιλή και διαπεραστική ή κάπως πιο χοντρή και βαθιά

Το πάχος της από τρία περίπου χιλιοστά έως ένα εκατοστό και παραπάνω δεν είναι πά-ντα το ίδιο σε όλη της την έκταση Γύρω-γύρω στις άκριες η σκάφη είναι λεπτότερη και στο βάθος τον πυθμένα χοντρύτερη Στο βάθος άνοιγαν παλιότερα και μια μικρή τρύπα κάποτε και περισσότερες laquoγια τη φωνήraquo Χάρη στις τρύπες αυτές 15-2 περίπου χιλιοστά διάμετρο laquoη λύρα ξεφωνίζει καλύτεραraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιοί λυράρηδες

Για το χέρι που συνεχίζει τη σκάφη και καταλήγει στην κεφαλή με τα κλειδιά δεν έχουμε να σημειώσουμε τίποτα ιδιαίτερο Αντίθετα το καπάκι με τα δύο μάτια ίσιο ή λίγο κυρτό είναι πάντα η μεγάλη έγνοια κάθε λυράρη Το καπάκι κολλιέται πάνω στη σκάφη Ο στύλος δηλαδή η ψυχή της λύρας στηρίζεται με μια άκρη στον πυθμένα της σκάφης και με την άλλη στη βάση του καβαλάρη και όχι στο καπάκι όπως γίνεται στα όργανα της οικογένειας του βιολιού Τα τρία κλειδιά τα στριφτάλια όπως λέγονται συνήθως φτιάχνονται σε διάφορα μεγέθη όπως βολεύουν καλύτερα το λυράρη στο κούρντισμα και σε ποικίλα σχήματα ανά-λογα με το γούστο και το μεράκι του λυράρη Στα κλειδιά αυτά τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στο άλλο άκρο της λύρας είτε στην ειδι-κή για το σκοπό αυτόν προέκταση της σκάφης είτε στον κορδοδέτη φτιαγμένο από σκληρό ξύλο ή κόκαλο

Η πρώτη χορδή η υψηλότερα κουρντισμένη λέγεται καντί ή καντίνι και τέλι η μεσαία λέγεται μεσακή και η τρίτη η χαμηλότερη βουργάρα ή μπάσα Το δοξάρι της λύρας ήταν κυρτό έως περίπου τον Βrsquo Παγκόσμιο Πόλεμο φτιαγμένο από διάφορα ξύλα σε διάφορα με-γέθη συνήθως 45 έως 55 κάποτε και 60 εκατοστά μήκος Είχε τρίχες από ουρά αλόγου και σφαιρικά κουδουνάκια τα γερακοκούδουνα ή λυρακοκούδουνα κρεμασμένα στο ξύλο του Με την κίνηση του δοξαριού τα κουδουνάκια ηχούσαν συνοδεύοντας ρυθμικά τη μελωδία της λύρας Τις τρίχες τις στερέωναν στις δυο άκριες του δοξαριού με διάφορους τρόπους και για να παίζουν τις έτριβαν με ρετσίνι ή στην ανάγκη και με λιβάνι Το δοξάρι λέγεται επίσης λυρόξυλο και βέργα Σήμερα η περισσότεροι λυράρηδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Η διακόσμηση της λύρας περιορίζεται κυρίως στο πίσω μέρος στη σκάφη και μπροστά στην κεφαλή εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια και ρόδακες χαμηλά ανάγλυφα

Όταν ο λυράρης κάθεται η λύρα παίζεται ακουμπισμένη συνήθως πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που σrsquo αυτή την περίπτωση μένουν ενωμένα και κρατιέται όρθια ή λίγο γερμένη άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω ανάλογα με τη συνήθεια του λυράρη Όταν παίζει περπατώντας ο λυράρης ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του Η α χ λ α δ ό σ χ η μ η λ ύ ρ α κ ο υ ρ ν τ ί ζ ε τ α ι κ α τ ά π έ μ π τ ε ς

κ α θ α ρ έ ς Παλιότερα κουρντιζόταν παράλληλα και αλά τούρκα (διαστήματα πέμπτης και τέταρτης) ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα όλο όμως και πιο σπάνια Στο κούρντισμα ο λυράρης δεν ενδιαφέρεται για το απόλυτο ύψος των τριών χορδών της λύρας αλλά για τις διαστηματικές σχέσεις τους Έως σήμερα το λα της λύρας του είναι χαμηλότερο από το λα του τονοδότη ιδιαίτερα χαμηλό είναι όταν η λύρα παίζει μόνη της ή μαζί με ντα-χαρέ (ντέφι) ή νταούλι Ο ι χ ο ρ δ έ ς τ η ς λ ύ ρ α ς δ ε ν π ι έ ζ ο ν τ α ι μ ε

13

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 15: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

τ η ν ψ ί χ α τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν ό π ω ς π χ σ τ ο β ι ο λ ί α λ λ ά μ ε τ ο ν ύ χ ι π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π rsquo τ α π λ ά γ ι α σ τ η χ ο ρ -δ ή

Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη υψηλότερη χορδή Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια Στο παίξιμο όμως το δοξάρι laquoπιάνειraquo συχνά δηλαδή τρίβει τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη πάνω στην οποία παίζεται η με-λωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία με μια υποτυ-πώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο Με το ίσο αυτό εκτός από τα σύμφωνα διαστήματα δημιουρ-γούνται ανάλογα πάντα με τη μελωδία και στιγμιαίες διάφωνες αρμονικές προστριβές που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο ιδιαίτερα στους χο-ρούς όταν η λύρα παίζει μόνη της χωρίς τραγούδι Στην τεχνική του laquoαρμονικούraquo αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο καβαλάρης της λύρας Πολύ λίγο κυρτός όπως είναι επιτρέπει στο λυράρη να παίζει και τις δύο χορδές μαζί ndashκάποτε και τις τρειςndash χωρίς ιδιαίτερη προ-σπάθεια Όταν παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της αυτοσυνοδευόταν laquoαρμονικάraquo και ρυθμικά από το ίσο από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πή-γαινε-έλα του δοξαριού

Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους σκοπούς για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα ου δοξαριού με γρήγορες χωρι-στές δοξαριές Οι αργές μελωδίες με δύο ή τρεις φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι παίζο-νται πολύ λίγο Σημειώνουμε ότι οι παλιοί λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συ-γκερασμένη κλίμακα και δεν χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο Σήμερα αντίθετα οι περισσό-τεροι λυράρηδες παίζουν με βιμπράτο χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλ-νουν τις λύρες τους στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις τα νεώτερα χρόνια

Με το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη Η αρχική μορφή της αχλαδό-σχημης λύρας είναι το λυράκι Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής άλλες στο χορό και άλλες στο τραγούδι περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές μελωδίες Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη δίνει οξύ διαπεραστικό ήχο ότι ακριβώς χρειάζεται σrsquo ένα χο-ροστάσι

Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη βαθύτερη και πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα) Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι Το χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν λυράρης και τραγουδιστές πολλές ώρες χωρίς να κουράζονται Ενώ το λυράκι κουρντισμένο πάντα υψη-λότερα κουράζει πολύ γρήγορα τη φωνή που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τρα-γούδι στην υψηλή περιοχή της έκτασής της

Η βιολολύρα προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τον ήχο και τις τε-χνικές δυνατότητες του βιολιού εκτός από άλλες αλλαγές έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα μόνη της Στα νεότερα όμως χρόνια απrsquo την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και έπειτα παίζεται μαζί με λαγούτο που περιορίζεται σε μιαν απλή laquoαρμονικήraquo και ρυθμική συνοδεία

Κούρντισμα αλά τούρκα ρε-λα-ρε Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-μι

14

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 16: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Βιολ ί Το βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο αιώνα

Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά

Το βιολί ως λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής φτιάχνεται στην Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και συμπαθη-τικές χορδές συνήθως μία ή δύο κάποτε όμως και τέσσερις Επίσης κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό όπως η λύρα Σήμερα κουρντίζεται γενικά κατά πέμπτες σολ-ρε-λα-μι παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει συμπαθητικές χορδές Με το κούρντισμα αλά τούρκα σολ-ρε-λα-ρε το παίξιμο είναι laquoπιο γλυκόraquo εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι πα-λιότεροι λαϊκοί μουσική Γιατί η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμη-λότερη σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κούρντισμα το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-μι) και γιατί με το αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το πέμπτο δάχτυλο αλλά μόνο το δεύτερο τρίτο και τέταρτο τα εύκολα δη-λαδή laquoδυνατάraquo δάχτυλα με τα οποία laquoγλύφει τις νότεςraquo laquoχαϊδεύει τις χορδέςraquo Πιάνει δηλα-δή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας τις διάφορες έλξεις και μικροδιαστήματα με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια τις αποτζατούρες τα γκρουπέτα τις τρίλιες και τα λοιπά

Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον ώμο του χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι όπως γίνεται στους βιολιστές της έντεχνης μουσικής Στον λαϊ-κό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της παλάμης) Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σrsquo ένα συ-γκρατημένο και κάπως αραιό βιμπράτο που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες Η μελωδία παίζεται συνήθως στις δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα Οι δύο άλλες ρε και σολ κρατούσαν παλιότερα το ίσο Στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το Βrsquo Παγκό-σμιο Πόλεμο οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία

Το αριστερό χέρι κρατιέται σταθερά στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Αυτό όμως δεν το ε-μποδίζει να παίρνει laquoκλεφτάraquo με το πέμπτο δάχτυλο ορισμένες υψηλότερες νότες όταν το απαιτεί η μελωδία Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις χωριστές δοξαριές κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά και λίγο την τεχνική του λεγκάτο από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά Στο παίξιμο δε χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό δηλαδή από τη μέση περίπου ως την κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού την πούντα και αγνοεί τις διπλές νότες (τρίτες έκτες και λοιπά) Το βιο-λί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι) και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο)

Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των Ελλήνων του Πόντου με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς

κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ τ ε ς κ α θ α ρ έ ς Οι μικρές διαστάσεις του κα-βαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ -δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρί-ζει την ποντιακή λύρα

Ο κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας έχει φια-λόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο χωρίς μπερντέδες κλειδιά εμπρός προς τα πίσω ταστιέρα καβαλάρη τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται

15

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 17: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

με δοξάρι Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή σε διάφορα μεγέθη με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις

Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο γύρω στα 2-3 χιλιοστά Στο ηχείο ανοίγονται laquoγια τη φωνήraquo από δύο τρύπες σε κάθε πλευρά και στο καπάκι τέσσερις τα λεγόμενα τρυπία Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες

Στα τρία κλειδιά τα ώτια ndashσυνήθως σε σχήμα Τndash τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακου-μπούν στον πάνω καβαλάρη στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη το παλλη-κάρ Ο κάτω καβαλάρης ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας Η ψυχή το σουλάρrsquo (στύλος) ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από το αρι-στερό πόδι του καβαλάρη στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά

Το δοξάρι γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρό-πους συνήθως μrsquo ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται και μrsquo ένα κόμπο στο άλλο άκρο Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια ρόδακες στυλιζαρισμένα θέ-ματα από το φυτικό κόσμο και τα λοιπά περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και σπανιότερα στο παλληκάρrsquo (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊ-νά) Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλού-σαν παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα

Ο κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δύο πόδια που κρατάει ενωμένα Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές δεν κρατιέται κάθετος αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά Όταν παίζει όρθιος ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου

Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές Επειδή όμως δεν ενδιαφέ-ρονται για το απόλυτο ύψος των φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη γι αυτό και το κούρ-ντισμά της είναι συνήθως χαμηλότερο από το λα του τονοδότη

Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την ψίχα των δακτύλων όπως στο βιολί και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες υψηλότερες χορδές στην πρώτη laquoθέσηraquo (position) Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο ακόμα φθόγγους υψηλότερους από την πρώτη θέση και αυτό laquoκλεφτάraquoόπως λένε με προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή Κάτι ανάλογο γίνεται και με το δοξάρι Στο παίξιμο laquoπιάνειraquo δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σrsquo αυτήν χορδή Στο παίξιμο αυτό εί-ναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη Οι τόσο μικρές διαστάσεις του 2-25 εκατοστά μήκος και 1-15 εκατοστά ύψος που εξακολουθούν να τις διατηρούν αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμε-ντζετζήδες προκαλούν θα λέγαμε το δοξάρι να τρίβει και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα

16

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 18: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Έτσι στην ποντιακή λύρα διακρίνουμε τους παρακάτω τρόπους παιξίματος α) να παίζεται η μελωδία στην υψηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη δίπλα χαμηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν την υψηλότερη χορδή ενώ το δοξάρι τρίβει ταυτόχρονα και τη δι-πλανή χαμηλότερη χορδή) β) να παίζεται η μελωδία ταυτόχρονα και στις δύο χορδές σε πα-ράλληλες τέταρτες καθαρές (δάχτυλα και δοξάρι πατούν και τρίβουν αντίστοιχα και τις δύο χορδές μαζί) γ) να παίζεται η μελωδία στη χαμηλότερη χορδή και να συνοδεύεται από τη διπλανή υψηλότερη χορδή με ίσο (τα δάχτυλα πατούν τη χαμηλότερη χορδή ενώ το δοξά-ρι τρίβει ταυτόχρονα και τη διπλανή υψηλότερη χορδή)

Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του Σε πολυάριθμα όμως γλέντια και ιδιαίτερα σε πανηγύρια στο ύπαιθρο όπου ο λεπτός και σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ παίζουν δύο και τρεις μαζί κεμεντζέδες κάποτε και περισσότεροι Για τον ίδιο λόγο παίζουν κεμεντζέ και ζουρνά ή κεμεντζέ και νταούλι ή κεμεντζέ και αγγείον (τσαμπούνα) ή τα ίδια αυτά όργανα με άλλους συνδυασμούς

Κεμανές Φ ι α λ ό σ χ η μ ο έ γ χ ο ρ δ ο ό ρ γ α ν ο μ ε δ ο ξ ά ρ ι τ ω ν Ε λ λ ή -

ν ω ν τ η ς Κ α π π α δ ο κ ί α ς Έ χ ε ι έ ξ ι κ ύ ρ ι ε ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ -δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε π έ μ π τ ε ς κ α ι τ έ τ α ρ τ ε ς κ α ι έ ξ ι χ ο ρ δ έ ς σ υ μ π α θ η τ ι κ έ ς σ ε τ α υ τ ο φ ω ν ί α ή σ ε δ ι ά σ τ η μ α ο κ τ ά -β α ς μ ε τ ι ς κ ύ ρ ι ε ς Αυτές ηχούν laquoσυμπαθητικάraquo όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου

Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια έξι χορδές έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές Φτιάχνεται σε γενικές γραμμές όπως η αχλαδόσχημη λύρα με τα ίδια υλικά σκληρά ξύλα για το ηχείο το χέρι και την κεφαλή που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο και μαλακά ξύλα για το καπάκι Οι συμπαθητικέ χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένο-νται κάτω από τον κορδοδέτη Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό με τρίχες από ουρά α-λόγου ενώ σήμερα όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού

Ο κεμανές παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα και όχι με το νύχι και οι έξι χορδές ndashπαλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίουndash κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη πε-ριοχή) Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χα-μηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συ-χνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί συνοδεύο-ντας έτσι τη μελωδία που παίζεται κυρίως στην πρώτη υψηλότερα κουρντισμένη χορδή με μια υποτυπώδη laquoαρμονίαraquo μrsquo ένα ίσο

Κανονάκ ι Το κανονάκι (από τον κανόνα-μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στον ελλαδικό

χώρο από αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγώνιο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο) Ν υ κ τ ό ό ρ -γ α ν ο μ ε ε ν τ έ ρ ι ν ε ς χ ο ρ δ έ ς π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς τ ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α κ τ υ λ ή θ ρ ε ς Σ ε κ ά θ ε χ ο ρ δ ή κ ι ν η τ ο ί κ α -

17

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 19: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ Στο καπάκι ndashεπίσης ξύλινο εκτός από το δεξιό μέρος 15 εκατοστά πε-ρίπου πλάτος που είναι φτιαγμένο από δέρμαndash ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες laquoγια τη φωνήraquo στρογγυλές ή αυγόσχημες συχνά διακοσμημένες

∆ίπλα στα κλειδιά στην αριστερή πλευρά το κανονάκι έχει τα μανταλάκια ένα είδος κι-νητούς καβαλάρηδες που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου ∆εξιά πάνω στη δερμάτινη επι-φάνεια βρίσκεται ο καβαλάρης Το κανονάκι κουρντίζεται μrsquo ένα κινητό μετάλλινο κλειδί παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν και σήμερα στη διατο-νική κλίμακα Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μι-κρότερη μελωδική έκταση όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή μ ε δ ύ ο π έ ν ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς π ο υ π ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα Με τις πένες που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι) ο εκτε-λεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότε-ρο ήχο Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική στα πλαϊνά του ηχείου και στα γλυπτά α-νοίγματα για τις φωνές πάνω στο καπάκι είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής

Σαντούρ ι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μι-

κράς Ασίας μετά την Καταστροφή του rsquo22 Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους Χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς βιολί-λαγούτο

Το σαντούρι σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν τρεις έως πέ-ντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π τ ά ρ α -β δ ά κ ι α τις μπαγκέτες τυλιγμένα στις άκρες σήμερα με μπαμπάκι και άλλοτε με δέρμα Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα καλά ξεραμένα Για το καπάκι χρησιμο-ποιούν λευκή ξυλεία χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά Πάνω σrsquo αυτό στερεώνουν τα κολο-νάκια ή γέφυρες δηλαδή τους καβαλάρηδες και ανοίγουν μια ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή συνήθως στρογγυλές Για τα δύο πλαϊνά τα μπαλκόνια χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα Στο δεξιό τον ντάκο βάζουν τα κλειδιά και στο αριστερό το κούτσουρο καρφώνουν μικρά καρφιά χωρίς κεφαλή που τα αφήνουν να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσου-ρου Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις χορδές Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι για νrsquo αντέχουν στο τέντωμα των χορδών Οι χορδές για να κρατιόνται σε μία σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν αριστερά και δεξιά πάνω

18

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 20: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

στα μαξιλάρια Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω) γί-νονται από διάφορα ξύλα

Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σrsquo ένα τραπέζι ή ακόμα και κρεμασμένο απrsquo το λαιμό του εκτελεστή όταν στο γάμο πηγαί-νουν για να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες και τα λοιπά Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε -λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς Συναντάμε όμως και μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση

Οι μπαγκέτες με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα επάνω κρατιόνται με τη βοήθεια του αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησι-μοποιεί κυρίως τον καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα βιολί κλαρίνο και τα λοιπά ενώ παράλληλα ndashκαι ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίαςndash άλλοτε κρατούσε ένα ίσο (τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις (δια-στήματα οκτάβας πέμπτης και τέταρτης) Με τον καιρό και με την επίδραση της δυτικής ε-ναρμονισμένης μελωδίας οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε κανονικές συγχορδίες απλές ή με έβδομες απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό μέλος απrsquo το παραδοσιακό τροπικό ύφος του

Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του ψαλτηρίου με σημαντικές ωστόσο διαφορές Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος Η επα-νάληψη ενός φθόγγου όσο γρήγορη και αν είναι δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου που έχουμε όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό Στο σαντούρι ο ήχος πα-ράγεται με το χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός Η τεχνική αυτή του παιξίμα-τος επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες αποχρώσεις ηχητικές λεπτούς τονισμούς μελω-δικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα Επίσης με τη δυνατότητα της γρήγορης επανάληψης ενός φθόγγου ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου

Ιδ ιόφωνα

Το κουδούν ι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα Ινδία Αίγυπτο αρχαία Ελλάδα) το κουδούνι

ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό εργαλείο

βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) εί-

ναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού Επίσης το κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου επισκέπτη

Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά) Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδε-καημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε ορισμένα έθιμα ευετηρίας όπου επανα-κτούν τον αρχαϊκό αποτρεπτικό τους ρόλο

19

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα
Page 21: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Παραδοσιακά Όργανα

Τα σφαιρ ικά κουδουνάκ ια Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνά-

κια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη στα θυμιατά στις εικόνες των αναστενάρηδων)

Ως laquoμουσικά όργαναraquo τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη ∆ωδεκάνησα) συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα και σε τουμπελέκια ή παλιό-τερα σε νταούλια όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης

Ζίλ ια Τα ζίλια (μεταλλικά κύμβαλα) τα ξύλινα κουτάλια τα ποτηράκι του κρασιού ή του ού-

ζου και το κομπολόι που τρίβεται μrsquo ένα ποτήρι κρασιού αποτελούν όργανα ρυθμικής συνο-δείας μόνα τους ή με άλλα μελωδικά μουσικά όργανα για το τραγούδι και το χορό

Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι που τα σκέ-λη της καταλήγουν σε κύμβαλα-ζίλια) Στις μέρες μας παίζονται κυρίως από παιδιά για να συνοδεύσουν τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων

Ηχητ ικά αντ ικε ίμενα Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες μπουρού λαλίτσες σήμαντρα και άλλα) χρη-

σιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σrsquo ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έ-ντεχνου ήχου Πηγές Φοίβος Ανωγειανάκης Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα

laquoΕλληνικά λαϊκά μουσικά όργαναraquo ένθετο στο laquoΕπτά Ημέρεςraquo της Καθημερινής

20

  • Μεμβρανόφωνα
    • Νταούλι
    • Τουμπί
    • Τουμπελέκι
    • Ντέφι
    • Αερόφωνα
      • Κλαρίνο ndashlaquoΚομπανίαraquo
      • Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα
      • Φλογέρα
      • Σουραύλι
      • Μαντούρα
      • Τσαμπούνα-Γκάιντα
        • Τσαμπούνα
        • Γκάιντα
          • Ζουρνάς
            • Χορδόφωνα
              • Ταμπουράς
              • Λαγούτο
              • Ούτι
              • Λαγουτοκιθάρα-κιθάρα
              • Μαντολινάτα
              • Αχλαδόσχημη λύρα
              • Βιολί
              • Κεμεντζές
              • Κεμανές
              • Κανονάκι
              • Σαντούρι
                • Ιδιόφωνα
                  • Το κουδούνι
                  • Τα σφαιρικά κουδουνάκια
                  • Ζίλια
                  • Ηχητικά αντικείμενα