Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της...

36
1 Νεύσις 14 (2005), 48-77 Περί της φύσεως και ερμηνείας της κβαντικής πραγματικότητας: Το πρότυπο του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού Βασίλης Καρακώστας Η πραγματική δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι η φυσική είναι ένα είδος μεταφυσικής. Η φυσική περιγράφει την πραγματικότητα’. Αλλά δεν γνωρίζουμε ποια είναι η πραγματικότητα’. Τη γνωρίζουμε μόνο μέσω της φυσικής περιγραφής! Απόσπασμα επιστολής του Einstein προς τον Schrödinger, 19.6.1935 1. Εισαγωγή Κατά τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής μηχανικής συχνά απαντάται ο ισχυρισμός ότι η κβαντική θεωρία συνιστά ισχυρή πρόκληση ως προς τη ρεαλιστική αντίληψη στην επιστήμη. Ειδικότερα, λόγω του θεωρήματος Bell, βάσει του οποίου καμία αιτιοκρατική, τοπική, ρεαλιστικού-τύπου θεωρία λανθανουσών παραμέτρων δεν δύναται να αναπαραγάγει το σύνολο των στατιστικών προβλέψεων της κβαντικής μηχανικής, η αντίληψη του ρεαλισμού συχνά θεωρήθηκε ως οιονεί ασύμβατη με το εννοιολογικό περιεχόμενο της κβαντικής θεωρίας. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ο Arthur Fine στο πολυσυζητημένο βιβλίο του Ο επισφαλής σκοπός: Αϊνστάιν, ρεαλισμός και κβαντική θεωρίαεμφατικά αναφέρει: “Ο ρεαλισμός είναι νεκρός. … Ο θάνατός του επιταχύνθηκε μέσω των εννοιολογικών αντιπαραθέσεων επί της ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας, όπου η μη ρεαλιστική φιλοσοφία του Bohr κυριάρχησε επί του υπέρμετρου ρεαλισμού του Einstein. … Βεβαίως, ορισμένες πρόσφατα δημοσιοποιημένες απόψεις φιλοσοφικού περιεχομένου αποπειρώνται να προσδώσουν στην άυλη σορό [του ρεαλισμού] νέα ζωή. ... Νομίζω ότι οι συγκεκριμένες απόπειρες θα αντιμετωπισθούν και θα κατανοηθούν, εν τέλει, ως το εναρκτήριο στάδιο της έκφρασης του θρήνου, ως το στάδιο της άρνησης, … διότι ο ρεαλισμός είναι πράγματι νεκρός και οφείλουμε να Ο Β. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας της Φυσικής στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η παρούσα εργασία βασίζεται στην εισήγησή μου “The Nature of Physical Reality in the Light of Quantum Nonseparability” η οποία ανακοινώθηκε στο Δωδέκατο Διεθνές Συνέδριο Λογικής, Μεθοδολογίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (Oviedo, Ισπανία, 7-13 Αυγούστου 2003). (E-mail: [email protected] )

Transcript of Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της...

Page 1: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

1

Νεύσις 14 (2005) 48-77

Περί της φύσεως και ερμηνείας της κβαντικής πραγματικότητας

Το πρότυπο του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού

Βασίλης Καρακώσταςlowastlowastlowastlowast

Η πραγματική δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι η φυσική είναι ένα είδος

μεταφυσικής Η φυσική περιγράφει την lsquoπραγματικότηταrsquo Αλλά δεν

γνωρίζουμε ποια είναι η lsquoπραγματικότηταrsquo Τη γνωρίζουμε μόνο μέσω

της φυσικής περιγραφής

Απόσπασμα επιστολής του Einstein προς τον Schroumldinger 1961935

1 Εισαγωγή

Κατά τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής μηχανικής συχνά

απαντάται ο ισχυρισμός ότι η κβαντική θεωρία συνιστά ισχυρή πρόκληση ως προς τη

ρεαλιστική αντίληψη στην επιστήμη Ειδικότερα λόγω του θεωρήματος Bell βάσει του

οποίου καμία αιτιοκρατική τοπική ρεαλιστικού-τύπου θεωρία λανθανουσών

παραμέτρων δεν δύναται να αναπαραγάγει το σύνολο των στατιστικών προβλέψεων της

κβαντικής μηχανικής η αντίληψη του ρεαλισμού συχνά θεωρήθηκε ως οιονεί ασύμβατη

με το εννοιολογικό περιεχόμενο της κβαντικής θεωρίας Έτσι παραδείγματος χάριν ο

Arthur Fine στο πολυσυζητημένο βιβλίο του ldquoΟ επισφαλής σκοπός Αϊνστάιν ρεαλισμός

και κβαντική θεωρίαrdquo εμφατικά αναφέρει ldquoΟ ρεαλισμός είναι νεκρός hellip Ο θάνατός του

επιταχύνθηκε μέσω των εννοιολογικών αντιπαραθέσεων επί της ερμηνείας της κβαντικής

θεωρίας όπου η μη ρεαλιστική φιλοσοφία του Bohr κυριάρχησε επί του υπέρμετρου

ρεαλισμού του Einstein hellip Βεβαίως ορισμένες πρόσφατα δημοσιοποιημένες απόψεις

φιλοσοφικού περιεχομένου αποπειρώνται να προσδώσουν στην άυλη σορό [του

ρεαλισμού] νέα ζωή Νομίζω ότι οι συγκεκριμένες απόπειρες θα αντιμετωπισθούν και

θα κατανοηθούν εν τέλει ως το εναρκτήριο στάδιο της έκφρασης του θρήνου ως το

στάδιο της άρνησης hellip διότι ο ρεαλισμός είναι πράγματι νεκρός και οφείλουμε να

lowast Ο Β ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας της Φυσικής στο τμήμα ΜεθοδολογίαςΙστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών Η παρούσα εργασία βασίζεται στηνεισήγησή μου ldquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum Nonseparabilityrdquo η οποίαανακοινώθηκε στο Δωδέκατο Διεθνές Συνέδριο Λογικής Μεθοδολογίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης(Oviedo Ισπανία 7-13 Αυγούστου 2003) (E-mail karakostphsuoagr )

2

εργαστούμε προς την κατεύθυνση της επιτυχούς αντικατάστασής τουrdquo (Fine 1996 σ

112)

Θέτοντας σε παρένθεση το δεικτικό ύφος του συγγραφέα στο προαναφερόμενο

απόσπασμα η παρούσα εργασία αποσκοπεί να καταδείξει ότι αντί της θνητότητας του

ρεαλισμού καθεαυτόν ενόψει της κβαντικής θεωρίας απαιτείται ριζοσπαστική

αναθεώρηση του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού εάν οποιαδήποτε ρεαλιστικού-

τύπου ερμηνεία αποσκοπεί στη σύλληψη του εννοιολογικού περιεχομένου της κβαντικής

μηχανικής Κβαντικά χαρακτηριστικά όπως η μη-μεταθετικότητα συζυγών φυσικών

μεγεθών (non-commutativity) η εγγενής πιθανοκρατία κατά την αδυναμία πρόβλεψης

μεμονωμένων ατομικών συμβάντων το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας (quantum entanglement) η μη-διαχωρισιμότητα των μικροφυσικών

συστημάτων (non-separability) καθώς και η εκδηλούμενη lsquoμη-τοπικότηταrsquo κβαντικών

συσχετίσεων (non-locality) επιβάλλουν ριζική αναθεώρηση των διαισθητικών κλασικών

ιδεών περί φυσικής πραγματικότητας Η βιωσιμότητα οποιασδήποτε δυνατής ρεαλιστικής

ερμηνείας της πρότυπης κβαντικής θεωρίας προϋποθέτει την αποσύνδεση της έννοιας του

ρεαλισμού από εδραιωμένες ιδέες της συνήθους αντίληψης ή των αντίστοιχων

εξιδανικεύσεων τους στο πεδίο της κλασικής φυσικής όπως ατομισμός τοπικότητα

διαχωρισιμότητα ή από παρεμφερείς φιλοσοφικές προϊδεάσεις όπως πλήρης

διαχωρισμός υποκειμένου-αντικειμένου μηχανιστικός ντετερμινισμός και οντολογικός

αναγωγισμός

2 Άρρητες προϋποθέσεις του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού στο πεδίο της

κλασικής φυσικής

Η κλασική φυσική είναι ατομιστική στη σύλληψη της θεωρητικής της δομής

Αποπειράται την απεικόνιση του φυσικού κόσμου βάσει ολοένα αναλυόμενων μεταξύ

τους αλληλεπιδρώντων όμως αυτόνομα υπαρκτών μερών Η κλασική φυσική είναι

επίσης αναγωγιστική Αποβλέπει στην εξήγηση των μορφών της ύπαρξης των δομών και

των σχέσεων της φυσικής πραγματικότητας στη βάση στοιχειωδών υλικών αντικειμένων

συντελεσμένων οντοτήτων lsquoκαθεαυτώνrsquo των οποίων η ταυτότητα θεωρείται

αναλλοίωτη Έτσι η ποιοτική ποικιλία της φύσης εκλαμβάνεται ως καταρχήν

ερμηνευόμενη μόνο μέσω των ποσοτικών μεταβολών στην ατομική συγκρότηση των

σωμάτων Η κλασική φυσική (και πρακτικά κάθε πειραματική επιστήμη) βασίζεται

περαιτέρω στον καρτεσιανό δυϊσμό του lsquores cogitansrsquo (lsquoσκεπτόμενη ουσίαrsquo) και lsquores

3

extensarsquo (lsquoεκτεινόμενη ουσίαrsquo) προβάλλοντας έναν ριζικό διαχωρισμό του εξωτερικού

κόσμου από την ανθρώπινη νόηση κατά τρόπο που καθιστά αδύνατη τη συμμετοχή

οποιουδήποτε ενδιάμεσου φορέα εσωτερικής αλληλεπίδρασης ή αλληλοδιείσδυσης

Το σύνολο των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της κλασικής φυσικής όπως και

η δομή του όλου κλασικού οικοδομήματος κατά την αναλυτική στατιστική όπως και

πεδιο-θεωρητική διατύπωσή του υπακούουν στην ακόλουθη αρχή διαχωρισιμότητας

η οποία είναι δυνατόν να εκφρασθεί σχηματικά ως εξής

Αρχή διαχωρισιμότητας Οι καταστάσεις των υποσυστημάτων S1 S2 SΝ ενός

σύνθετου κλασικού συστήματος S είναι ατομικώς καλώς-ορισμένες ενώ οι

καταστάσεις του σύνθετου συστήματος καθορίζονται πλήρως και επακριβώς μέσω

αυτών και των φυσικών τους αλληλεπιδράσεων συμπεριλαμβανομένων των

χωροχρονικών τους σχέσεων (Karakostas 2004 σ 284 συνέκρινε Howard 1989

Healey 1994)

Βάσει της ανωτέρω αρχής κάθε σύνθετο φυσικό σύστημα ενός κλασικού σύμπαντος

θεωρείται ότι αποτελείται από διαχωρίσιμα διακριτά υποσυστήματα αλληλεπιδρώντα

μεταξύ τους μέσω δυνάμεων των οποίων η μορφή έχει ενσωματωθεί στη Χαμιλτονιανή

συνάρτηση του σύνθετου συστήματος (ως έκφραση της ενεργειακής του κατάστασης)

και εάν υποτεθεί ότι η Χαμιλτονιανή είναι γνωστή μέγιστη γνώση των συνιστώντων

υποσυστημάτων παρέχει πλήρη γνώση του ολικού σύνθετου συστήματος Έτσι στη βάση

της αρχής της διαχωρισιμότητας και των προϋποθέσεών της το κλασικό σύμπαν

χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες υποθέσεις

i) Ο κόσμος νοούμενος ως ένα σύνθετο κλειστό φυσικό σύστημα είναι καταρχήν

δυνατόν να αναλυθεί στα διακριτά συνιστώντα μέρη του

ii) Η κατάσταση κάθε μέρους είναι πλήρως και επακριβώς προσδιορίσιμη

iii) Η σχέση μεταξύ των μερών του όλου συστήματος καθορίζεται μέσω αυστηρών

αιτιακών νόμων

Ως επακόλουθο η δομή και η συμπεριφορά ενός σύνθετου συστήματος οριακά του

φυσικού κόσμου στην ολότητά του θεωρείται άμεσο αποτέλεσμα της δομής των

διακριτών εξατομικευμένων μερών του και των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων

Η έννοια της διαχωρισιμότητας των φυσικών συστημάτων έχει εκληφθεί στο πλαίσιο

της κλασικής φυσικής ως πρωτεύουσα συνθήκη της αντίληψής μας για τον φυσικό

κόσμο ως συνθήκη που χαρακτηρίζει τη δομή της σκέψης μας όσον αφορά στη σύλληψη

της φυσικής πραγματικότητας (βλ Einstein 19481971 σ 169) Η κύρια άρρητη

4

προϋπόθεση που διαπερνά τη συγκεκριμένη αρχή συνίσταται στη (θεωρούμενη ως

αυτονόητη) απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία μεταξύ του γνωρίζοντος υποκειμένου και

του γνωριζομένου αντικειμένου του παρατηρητή και του παρατηρούμενου ή ειδικότερα

του συστήματος μέτρησης και του συστήματος υπό μέτρηση Από μαθηματική άποψη η

κινηματικώς ανεξάρτητη συμπεριφορά ενός φυσικού συστήματος είναι δυνατή στην

κλασική φυσική λόγω της δομής του καρτεσιανού γινομένου του χώρου των φάσεων

δηλαδή του χώρου των καταστάσεων ενός κλασικού συστήματος Σε κάθε κλασικής

φύσεως θεωρία το σύνολο των δυνατών επιτρεπτών καταστάσεων είναι μονοειδούς

δομής (simplex) έτσι ώστε δεδομένης της ολικής κατάστασης ενός σύνθετου

συστήματος οι καταστάσεις των συνιστώντων υποσυστημάτων του προσδιορίζονται κατά

μονοσήμαντο τρόπο ικανοποιώντας πλήρως την προαναφερθείσα αρχή διαχωρισιμότητας

(πχ Takesaki 1979) Ενώ από φυσική άποψη ο λόγος της κινηματικώς ανεξάρτητης

συμπεριφοράς των κλασικών συστημάτων οφείλεται κατrsquo ουσία στην απουσία ενός

αυθεντικού στοχαστικού παράγοντα κατά τη δυναμική χρονική τους εξέλιξη ή ενός

στοιχείου τυχαιότητας κατά τη διαδικασία της μέτρησης

Υπό μία γενική θεώρηση η απόκτηση λεπτομερούς γνώσης των ιδιοτήτων ενός

συστήματος επιτυγχάνεται στη φυσική επιστήμη μέσω της διαδικασίας της μέτρησης

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αλληλεπίδρασης μεταξύ του προς μέτρηση συστήματος

και της συσκευής μέτρησης κατά την οποία η τιμή ενός φυσικού μεγέθους

προσδιορίζεται και καταγράφεται κατά τρόπο ανεξίτηλο Η κινηματικώς ανεξάρτητη

συμπεριφορά ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατή ακριβώς διότι η διαδικασία της

μέτρησης στην κλασική μηχανική δεν μεταβάλλει την κατάσταση του υπό εξέταση

συστήματος Διαδοχικές μετρήσεις φυσικών μεγεθών όπως της θέσης και της ορμής που

καθορίζουν την κατάσταση ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατόν να διεξαχθούν με

οσοδήποτε υψηλό βαθμό ακρίβειας και τα αποτελέσματα των μετρήσεων όταν

συνδυασθούν προσδιορίζουν πλήρως την κατάσταση του συστήματος πριν και μετά τη

μετρητική αλληλεπίδραση διότι η επαγόμενη διαταραχή εάν μη εξαλείψιμη ασκείται

κατά τρόπο συνεχή στο χώρο φάσεων του συστήματος και είναι συνεπώς καταρχήν

προβλέψιμη Η αλληλεπίδραση του συστήματος με τη συσκευή της μέτρησης απλώς

αναδεικνύει εντός μίας προβλεπόμενης διακύμανσης την προϋπάρχουσα τιμή του

φυσικού μεγέθους Κατά τη διαδικασία της μέτρησης συνεπώς κάθε κλασικό σύστημα

διατηρεί την ταυτότητά του αναλλοίωτη Η μέτρηση στην κλασική φυσική δεν δημιουργεί

ποιοτικώς νέα χαρακτηριστικά όσον αφορά την κατάσταση ενός συστήματος Η πράξη

της μέτρησης στην κλασική φυσική είναι παθητική απλώς αποκαλύπτει ένα συμβάν που

5

έχει ήδη υπάρξει Έτσι οι καταστάσεις ενός κλασικού συστήματος θεωρείται ότι

διαθέτουν μόνο ενεργεία ύπαρξη Είναι όντως πραγματικές και όχι δυνάμει υπαρκτές

Στην κλασική φυσική η διάκριση μεταξύ δυνάμει και ενεργεία ύπαρξης στερείται

ουσιώδους διαφοροποίησης απλώς καθίσταται περιττή Στην εμβέλεια του πεδίου

ορισμού της ότι είναι δυνάμει δυνατό είναι επίσης ενεργώς πραγματώσιμο στην εξέλιξη

του χρόνου ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πειραματική παρέμβαση ή μετρητική

διαδικασία1

Ο εύληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας της μέτρησης στην κλασική μηχανική

συνιστά καίριο στοιχείο του κλασικού ιδεώδους για τη φυσική πραγματικότητα Οι

ιδιότητες ενός κλασικού συστήματος ουδόλως εξαρτώνται από τη δυνατή συσχέτιση

μεταξύ του ίδιου του συστήματος και του πειραματικού πλαισίου που χρησιμοποιείται

για την ανίχνευση και καταγραφή αυτών των ιδιοτήτων Η φύση τους είναι πλήρως

ανεξάρτητη από το εάν επιχειρείται ή όχι οποιαδήποτε μέτρηση επrsquo αυτών ενώ οι καλώς-

ορισμένες τιμές τους διατηρούνται αμετάβλητες από τη χρονική διάταξη

πραγματοποίησης των μετρήσεων Κατά συνέπεια κεντρική παραδοχή στο πλαίσιο της

κλασικής φυσικής συνιστά το γεγονός ότι οι ιδιότητες ενός υλικού συστήματος

αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του ίδιου του συστήματος ανήκουν ενδογενώς στο

σύστημα καθεαυτό ανεξάρτητα από την επιχειρούμενη γνωστική διαδικασία ή το είδος

της πειραματικής πράξης

Η συγκεκριμένη παραδοχή εντοπίζεται επίσης ως κεντρικός άξονας στη θεμελίωση

του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού Ας υπενθυμίσουμε ότι ο κλασικός ρεαλιστής

λειτουργώντας στο πλαίσιο του νευτώνειου παραδείγματος επεχείρησε να εδραιώσει την

αντικειμενικότητα στην επιστήμη αξιώνοντας την απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία της

φυσικής πραγματικότητας από το γνωρίζον υποκείμενο Το γνωρίζον υποκείμενο ο

παρατηρητής εκλαμβάνεται ως αποσπασμένος από το προς παρατήρηση αντικείμενο το

οποίο χαρακτηρίζεται από συντελεσμένες εγγενείς ιδιότητες Η αδιαμφισβήτητη

lsquoαντικειμενικήrsquo υπόσταση αυτών των ιδιοτήτων αντλείται από το γεγονός ότι θεωρούνται

ως αντιστοιχούσες σε ιδιότητες εξατομικευμένων οντοτήτων οι οποίες υφίστανται

αυτοτελώς ανεξάρτητα από τις πειραματικές συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες

εκδηλώνεται η ύπαρξή τους Έτσι η εξιδανίκευση της κινηματικής ανεξαρτησίας στην

κλασική φυσική και η συνακόλουθη αρχή της διαχωρισιμότητας ανέδειξαν μία σύμφωνη

1 Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η κβαντική θεωρία μέτρησης αποκλίνει πλήρως από τηνπροαναφερθείσα κατάσταση πραγμάτων στην κλασική φυσική (πχ Karakostas 1994 Karakostas ampDickson 1995)

6

προς τον κοινό νου ρεαλιστική άποψη του εξωτερικού κόσμου ως αποσπασμένου από το

δρων υποκείμενο Επίσης παρείχαν το έδαφος για τη διαισθητική αποδοχή μίας

αντιστοιχιστικής θεωρίας περί αλήθειας στην επιστήμη (correspondence theory of truth)

προβάλλοντας ένα είδος μορφισμού μεταξύ του τρόπου που ο κόσμος πραγματικά είναι

και του τρόπου που εμείς παρατηρούμε τον κόσμο ότι είναι Δεδομένου αυτού του

προτύπου οι θεωρητικοί όροι της κλασικής φυσικής εκλαμβάνονται ως οντολογικώς

αναφερόμενοι θεωρούνται δηλαδή ότι αναπαριστούν και αντιστοιχούν στις ιδιότητες

διακριτών οντοτήτων εξατομικευμένων υλικών αντικειμένων των οποίων η

παρατηρούμενη συμπεριφορά υποδεικνύει και επικυρώνει το οντολογικό περιεχόμενο

που προϋποτίθεται από τη φυσική θεωρία Τα ανωτέρω στοιχεία εξέθρεψαν περαιτέρω

μία ιδιότυπη εκδοχή οντολογικού αναγωγισμού υπό τη μορφή της επονομαζόμενης

θέσης της επιγένεσης κατά Hume (Humean supervenience thesis) βάσει της οποίας το

σύνολο των γεγονότων του φυσικού κόσμου είναι δυνατόν να lsquoεξαχθούνrsquo από ή να

lsquoαναχθούνrsquo σε ένα υποσύνολο φυσικώς θεμελιωδών τοπικών γεγονότων (τη λεγόμενη

βάση επιγένεσης κατά Hume) συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους χωροχρονικών

σχέσεων (Lewis 1986 τομ 2 σ ix Lewis 1994)

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η πλειονότητα των προαναφερθέντων

χαρακτηριστικών η δυνατότητα πλήρους κινηματικής ανεξαρτησίας γνωρίζοντος

υποκειμένουminusγνωριζομένου αντικειμένου η αναπαραστατικήαπεικονιστική περιγραφή

των φυσικών οντοτήτων η αναλλοίωτη ταυτότητά τους η αρχή διαχωρισιμότητας των

φυσικών συστημάτων η αντίληψη περί επιγένεσης κατά Hume καθώς και η απορρέουσα

θέση του οντολογικού αναγωγισμού συστηματικά παραβιάζονται από την κβαντική

φυσική Η ίδια η lsquoφύσηrsquo της πραγματικότητας όπως αναδεικνύεται μέσω της σύγχρονης

κβαντικής θεωρίας απαιτεί την επανεξέταση θεμελιωδών προϋποθέσεων βαθιά

ριζωμένων στον κοινό νου Η κβαντική θεωρία ενέχει ως προς την αποδοχή της την

τροποποίηση των αντιλήψεων περί πραγματικότητας (βλ Ενότητες 5 και 6) κατrsquo

επέκταση των κριτηρίων συγκρότησης της αντικειμενικής της γνώσης (βλ Ενότητα 7)

καθώς και του προσδιορισμού των ορίων της δυνατής εμπειρίας της δυνατότητάς μας να

γνωρίσουμε τον κόσμο (βλ Ενότητα 8)

Δεδομένων των καθοριστικών lsquoεννοιολογικών επαναστάσεωνrsquo στη σύγχρονη φυσική

όπως αποτυπώνονται μέσω της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής ο

κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός οροθετούμενος από την επιστήμη του 19ου αιώνα

αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική φύση της μικροφυσικής πραγματικότητας Επιπλέον

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 2: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

2

εργαστούμε προς την κατεύθυνση της επιτυχούς αντικατάστασής τουrdquo (Fine 1996 σ

112)

Θέτοντας σε παρένθεση το δεικτικό ύφος του συγγραφέα στο προαναφερόμενο

απόσπασμα η παρούσα εργασία αποσκοπεί να καταδείξει ότι αντί της θνητότητας του

ρεαλισμού καθεαυτόν ενόψει της κβαντικής θεωρίας απαιτείται ριζοσπαστική

αναθεώρηση του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού εάν οποιαδήποτε ρεαλιστικού-

τύπου ερμηνεία αποσκοπεί στη σύλληψη του εννοιολογικού περιεχομένου της κβαντικής

μηχανικής Κβαντικά χαρακτηριστικά όπως η μη-μεταθετικότητα συζυγών φυσικών

μεγεθών (non-commutativity) η εγγενής πιθανοκρατία κατά την αδυναμία πρόβλεψης

μεμονωμένων ατομικών συμβάντων το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας (quantum entanglement) η μη-διαχωρισιμότητα των μικροφυσικών

συστημάτων (non-separability) καθώς και η εκδηλούμενη lsquoμη-τοπικότηταrsquo κβαντικών

συσχετίσεων (non-locality) επιβάλλουν ριζική αναθεώρηση των διαισθητικών κλασικών

ιδεών περί φυσικής πραγματικότητας Η βιωσιμότητα οποιασδήποτε δυνατής ρεαλιστικής

ερμηνείας της πρότυπης κβαντικής θεωρίας προϋποθέτει την αποσύνδεση της έννοιας του

ρεαλισμού από εδραιωμένες ιδέες της συνήθους αντίληψης ή των αντίστοιχων

εξιδανικεύσεων τους στο πεδίο της κλασικής φυσικής όπως ατομισμός τοπικότητα

διαχωρισιμότητα ή από παρεμφερείς φιλοσοφικές προϊδεάσεις όπως πλήρης

διαχωρισμός υποκειμένου-αντικειμένου μηχανιστικός ντετερμινισμός και οντολογικός

αναγωγισμός

2 Άρρητες προϋποθέσεις του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού στο πεδίο της

κλασικής φυσικής

Η κλασική φυσική είναι ατομιστική στη σύλληψη της θεωρητικής της δομής

Αποπειράται την απεικόνιση του φυσικού κόσμου βάσει ολοένα αναλυόμενων μεταξύ

τους αλληλεπιδρώντων όμως αυτόνομα υπαρκτών μερών Η κλασική φυσική είναι

επίσης αναγωγιστική Αποβλέπει στην εξήγηση των μορφών της ύπαρξης των δομών και

των σχέσεων της φυσικής πραγματικότητας στη βάση στοιχειωδών υλικών αντικειμένων

συντελεσμένων οντοτήτων lsquoκαθεαυτώνrsquo των οποίων η ταυτότητα θεωρείται

αναλλοίωτη Έτσι η ποιοτική ποικιλία της φύσης εκλαμβάνεται ως καταρχήν

ερμηνευόμενη μόνο μέσω των ποσοτικών μεταβολών στην ατομική συγκρότηση των

σωμάτων Η κλασική φυσική (και πρακτικά κάθε πειραματική επιστήμη) βασίζεται

περαιτέρω στον καρτεσιανό δυϊσμό του lsquores cogitansrsquo (lsquoσκεπτόμενη ουσίαrsquo) και lsquores

3

extensarsquo (lsquoεκτεινόμενη ουσίαrsquo) προβάλλοντας έναν ριζικό διαχωρισμό του εξωτερικού

κόσμου από την ανθρώπινη νόηση κατά τρόπο που καθιστά αδύνατη τη συμμετοχή

οποιουδήποτε ενδιάμεσου φορέα εσωτερικής αλληλεπίδρασης ή αλληλοδιείσδυσης

Το σύνολο των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της κλασικής φυσικής όπως και

η δομή του όλου κλασικού οικοδομήματος κατά την αναλυτική στατιστική όπως και

πεδιο-θεωρητική διατύπωσή του υπακούουν στην ακόλουθη αρχή διαχωρισιμότητας

η οποία είναι δυνατόν να εκφρασθεί σχηματικά ως εξής

Αρχή διαχωρισιμότητας Οι καταστάσεις των υποσυστημάτων S1 S2 SΝ ενός

σύνθετου κλασικού συστήματος S είναι ατομικώς καλώς-ορισμένες ενώ οι

καταστάσεις του σύνθετου συστήματος καθορίζονται πλήρως και επακριβώς μέσω

αυτών και των φυσικών τους αλληλεπιδράσεων συμπεριλαμβανομένων των

χωροχρονικών τους σχέσεων (Karakostas 2004 σ 284 συνέκρινε Howard 1989

Healey 1994)

Βάσει της ανωτέρω αρχής κάθε σύνθετο φυσικό σύστημα ενός κλασικού σύμπαντος

θεωρείται ότι αποτελείται από διαχωρίσιμα διακριτά υποσυστήματα αλληλεπιδρώντα

μεταξύ τους μέσω δυνάμεων των οποίων η μορφή έχει ενσωματωθεί στη Χαμιλτονιανή

συνάρτηση του σύνθετου συστήματος (ως έκφραση της ενεργειακής του κατάστασης)

και εάν υποτεθεί ότι η Χαμιλτονιανή είναι γνωστή μέγιστη γνώση των συνιστώντων

υποσυστημάτων παρέχει πλήρη γνώση του ολικού σύνθετου συστήματος Έτσι στη βάση

της αρχής της διαχωρισιμότητας και των προϋποθέσεών της το κλασικό σύμπαν

χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες υποθέσεις

i) Ο κόσμος νοούμενος ως ένα σύνθετο κλειστό φυσικό σύστημα είναι καταρχήν

δυνατόν να αναλυθεί στα διακριτά συνιστώντα μέρη του

ii) Η κατάσταση κάθε μέρους είναι πλήρως και επακριβώς προσδιορίσιμη

iii) Η σχέση μεταξύ των μερών του όλου συστήματος καθορίζεται μέσω αυστηρών

αιτιακών νόμων

Ως επακόλουθο η δομή και η συμπεριφορά ενός σύνθετου συστήματος οριακά του

φυσικού κόσμου στην ολότητά του θεωρείται άμεσο αποτέλεσμα της δομής των

διακριτών εξατομικευμένων μερών του και των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων

Η έννοια της διαχωρισιμότητας των φυσικών συστημάτων έχει εκληφθεί στο πλαίσιο

της κλασικής φυσικής ως πρωτεύουσα συνθήκη της αντίληψής μας για τον φυσικό

κόσμο ως συνθήκη που χαρακτηρίζει τη δομή της σκέψης μας όσον αφορά στη σύλληψη

της φυσικής πραγματικότητας (βλ Einstein 19481971 σ 169) Η κύρια άρρητη

4

προϋπόθεση που διαπερνά τη συγκεκριμένη αρχή συνίσταται στη (θεωρούμενη ως

αυτονόητη) απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία μεταξύ του γνωρίζοντος υποκειμένου και

του γνωριζομένου αντικειμένου του παρατηρητή και του παρατηρούμενου ή ειδικότερα

του συστήματος μέτρησης και του συστήματος υπό μέτρηση Από μαθηματική άποψη η

κινηματικώς ανεξάρτητη συμπεριφορά ενός φυσικού συστήματος είναι δυνατή στην

κλασική φυσική λόγω της δομής του καρτεσιανού γινομένου του χώρου των φάσεων

δηλαδή του χώρου των καταστάσεων ενός κλασικού συστήματος Σε κάθε κλασικής

φύσεως θεωρία το σύνολο των δυνατών επιτρεπτών καταστάσεων είναι μονοειδούς

δομής (simplex) έτσι ώστε δεδομένης της ολικής κατάστασης ενός σύνθετου

συστήματος οι καταστάσεις των συνιστώντων υποσυστημάτων του προσδιορίζονται κατά

μονοσήμαντο τρόπο ικανοποιώντας πλήρως την προαναφερθείσα αρχή διαχωρισιμότητας

(πχ Takesaki 1979) Ενώ από φυσική άποψη ο λόγος της κινηματικώς ανεξάρτητης

συμπεριφοράς των κλασικών συστημάτων οφείλεται κατrsquo ουσία στην απουσία ενός

αυθεντικού στοχαστικού παράγοντα κατά τη δυναμική χρονική τους εξέλιξη ή ενός

στοιχείου τυχαιότητας κατά τη διαδικασία της μέτρησης

Υπό μία γενική θεώρηση η απόκτηση λεπτομερούς γνώσης των ιδιοτήτων ενός

συστήματος επιτυγχάνεται στη φυσική επιστήμη μέσω της διαδικασίας της μέτρησης

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αλληλεπίδρασης μεταξύ του προς μέτρηση συστήματος

και της συσκευής μέτρησης κατά την οποία η τιμή ενός φυσικού μεγέθους

προσδιορίζεται και καταγράφεται κατά τρόπο ανεξίτηλο Η κινηματικώς ανεξάρτητη

συμπεριφορά ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατή ακριβώς διότι η διαδικασία της

μέτρησης στην κλασική μηχανική δεν μεταβάλλει την κατάσταση του υπό εξέταση

συστήματος Διαδοχικές μετρήσεις φυσικών μεγεθών όπως της θέσης και της ορμής που

καθορίζουν την κατάσταση ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατόν να διεξαχθούν με

οσοδήποτε υψηλό βαθμό ακρίβειας και τα αποτελέσματα των μετρήσεων όταν

συνδυασθούν προσδιορίζουν πλήρως την κατάσταση του συστήματος πριν και μετά τη

μετρητική αλληλεπίδραση διότι η επαγόμενη διαταραχή εάν μη εξαλείψιμη ασκείται

κατά τρόπο συνεχή στο χώρο φάσεων του συστήματος και είναι συνεπώς καταρχήν

προβλέψιμη Η αλληλεπίδραση του συστήματος με τη συσκευή της μέτρησης απλώς

αναδεικνύει εντός μίας προβλεπόμενης διακύμανσης την προϋπάρχουσα τιμή του

φυσικού μεγέθους Κατά τη διαδικασία της μέτρησης συνεπώς κάθε κλασικό σύστημα

διατηρεί την ταυτότητά του αναλλοίωτη Η μέτρηση στην κλασική φυσική δεν δημιουργεί

ποιοτικώς νέα χαρακτηριστικά όσον αφορά την κατάσταση ενός συστήματος Η πράξη

της μέτρησης στην κλασική φυσική είναι παθητική απλώς αποκαλύπτει ένα συμβάν που

5

έχει ήδη υπάρξει Έτσι οι καταστάσεις ενός κλασικού συστήματος θεωρείται ότι

διαθέτουν μόνο ενεργεία ύπαρξη Είναι όντως πραγματικές και όχι δυνάμει υπαρκτές

Στην κλασική φυσική η διάκριση μεταξύ δυνάμει και ενεργεία ύπαρξης στερείται

ουσιώδους διαφοροποίησης απλώς καθίσταται περιττή Στην εμβέλεια του πεδίου

ορισμού της ότι είναι δυνάμει δυνατό είναι επίσης ενεργώς πραγματώσιμο στην εξέλιξη

του χρόνου ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πειραματική παρέμβαση ή μετρητική

διαδικασία1

Ο εύληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας της μέτρησης στην κλασική μηχανική

συνιστά καίριο στοιχείο του κλασικού ιδεώδους για τη φυσική πραγματικότητα Οι

ιδιότητες ενός κλασικού συστήματος ουδόλως εξαρτώνται από τη δυνατή συσχέτιση

μεταξύ του ίδιου του συστήματος και του πειραματικού πλαισίου που χρησιμοποιείται

για την ανίχνευση και καταγραφή αυτών των ιδιοτήτων Η φύση τους είναι πλήρως

ανεξάρτητη από το εάν επιχειρείται ή όχι οποιαδήποτε μέτρηση επrsquo αυτών ενώ οι καλώς-

ορισμένες τιμές τους διατηρούνται αμετάβλητες από τη χρονική διάταξη

πραγματοποίησης των μετρήσεων Κατά συνέπεια κεντρική παραδοχή στο πλαίσιο της

κλασικής φυσικής συνιστά το γεγονός ότι οι ιδιότητες ενός υλικού συστήματος

αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του ίδιου του συστήματος ανήκουν ενδογενώς στο

σύστημα καθεαυτό ανεξάρτητα από την επιχειρούμενη γνωστική διαδικασία ή το είδος

της πειραματικής πράξης

Η συγκεκριμένη παραδοχή εντοπίζεται επίσης ως κεντρικός άξονας στη θεμελίωση

του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού Ας υπενθυμίσουμε ότι ο κλασικός ρεαλιστής

λειτουργώντας στο πλαίσιο του νευτώνειου παραδείγματος επεχείρησε να εδραιώσει την

αντικειμενικότητα στην επιστήμη αξιώνοντας την απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία της

φυσικής πραγματικότητας από το γνωρίζον υποκείμενο Το γνωρίζον υποκείμενο ο

παρατηρητής εκλαμβάνεται ως αποσπασμένος από το προς παρατήρηση αντικείμενο το

οποίο χαρακτηρίζεται από συντελεσμένες εγγενείς ιδιότητες Η αδιαμφισβήτητη

lsquoαντικειμενικήrsquo υπόσταση αυτών των ιδιοτήτων αντλείται από το γεγονός ότι θεωρούνται

ως αντιστοιχούσες σε ιδιότητες εξατομικευμένων οντοτήτων οι οποίες υφίστανται

αυτοτελώς ανεξάρτητα από τις πειραματικές συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες

εκδηλώνεται η ύπαρξή τους Έτσι η εξιδανίκευση της κινηματικής ανεξαρτησίας στην

κλασική φυσική και η συνακόλουθη αρχή της διαχωρισιμότητας ανέδειξαν μία σύμφωνη

1 Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η κβαντική θεωρία μέτρησης αποκλίνει πλήρως από τηνπροαναφερθείσα κατάσταση πραγμάτων στην κλασική φυσική (πχ Karakostas 1994 Karakostas ampDickson 1995)

6

προς τον κοινό νου ρεαλιστική άποψη του εξωτερικού κόσμου ως αποσπασμένου από το

δρων υποκείμενο Επίσης παρείχαν το έδαφος για τη διαισθητική αποδοχή μίας

αντιστοιχιστικής θεωρίας περί αλήθειας στην επιστήμη (correspondence theory of truth)

προβάλλοντας ένα είδος μορφισμού μεταξύ του τρόπου που ο κόσμος πραγματικά είναι

και του τρόπου που εμείς παρατηρούμε τον κόσμο ότι είναι Δεδομένου αυτού του

προτύπου οι θεωρητικοί όροι της κλασικής φυσικής εκλαμβάνονται ως οντολογικώς

αναφερόμενοι θεωρούνται δηλαδή ότι αναπαριστούν και αντιστοιχούν στις ιδιότητες

διακριτών οντοτήτων εξατομικευμένων υλικών αντικειμένων των οποίων η

παρατηρούμενη συμπεριφορά υποδεικνύει και επικυρώνει το οντολογικό περιεχόμενο

που προϋποτίθεται από τη φυσική θεωρία Τα ανωτέρω στοιχεία εξέθρεψαν περαιτέρω

μία ιδιότυπη εκδοχή οντολογικού αναγωγισμού υπό τη μορφή της επονομαζόμενης

θέσης της επιγένεσης κατά Hume (Humean supervenience thesis) βάσει της οποίας το

σύνολο των γεγονότων του φυσικού κόσμου είναι δυνατόν να lsquoεξαχθούνrsquo από ή να

lsquoαναχθούνrsquo σε ένα υποσύνολο φυσικώς θεμελιωδών τοπικών γεγονότων (τη λεγόμενη

βάση επιγένεσης κατά Hume) συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους χωροχρονικών

σχέσεων (Lewis 1986 τομ 2 σ ix Lewis 1994)

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η πλειονότητα των προαναφερθέντων

χαρακτηριστικών η δυνατότητα πλήρους κινηματικής ανεξαρτησίας γνωρίζοντος

υποκειμένουminusγνωριζομένου αντικειμένου η αναπαραστατικήαπεικονιστική περιγραφή

των φυσικών οντοτήτων η αναλλοίωτη ταυτότητά τους η αρχή διαχωρισιμότητας των

φυσικών συστημάτων η αντίληψη περί επιγένεσης κατά Hume καθώς και η απορρέουσα

θέση του οντολογικού αναγωγισμού συστηματικά παραβιάζονται από την κβαντική

φυσική Η ίδια η lsquoφύσηrsquo της πραγματικότητας όπως αναδεικνύεται μέσω της σύγχρονης

κβαντικής θεωρίας απαιτεί την επανεξέταση θεμελιωδών προϋποθέσεων βαθιά

ριζωμένων στον κοινό νου Η κβαντική θεωρία ενέχει ως προς την αποδοχή της την

τροποποίηση των αντιλήψεων περί πραγματικότητας (βλ Ενότητες 5 και 6) κατrsquo

επέκταση των κριτηρίων συγκρότησης της αντικειμενικής της γνώσης (βλ Ενότητα 7)

καθώς και του προσδιορισμού των ορίων της δυνατής εμπειρίας της δυνατότητάς μας να

γνωρίσουμε τον κόσμο (βλ Ενότητα 8)

Δεδομένων των καθοριστικών lsquoεννοιολογικών επαναστάσεωνrsquo στη σύγχρονη φυσική

όπως αποτυπώνονται μέσω της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής ο

κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός οροθετούμενος από την επιστήμη του 19ου αιώνα

αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική φύση της μικροφυσικής πραγματικότητας Επιπλέον

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 3: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

3

extensarsquo (lsquoεκτεινόμενη ουσίαrsquo) προβάλλοντας έναν ριζικό διαχωρισμό του εξωτερικού

κόσμου από την ανθρώπινη νόηση κατά τρόπο που καθιστά αδύνατη τη συμμετοχή

οποιουδήποτε ενδιάμεσου φορέα εσωτερικής αλληλεπίδρασης ή αλληλοδιείσδυσης

Το σύνολο των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της κλασικής φυσικής όπως και

η δομή του όλου κλασικού οικοδομήματος κατά την αναλυτική στατιστική όπως και

πεδιο-θεωρητική διατύπωσή του υπακούουν στην ακόλουθη αρχή διαχωρισιμότητας

η οποία είναι δυνατόν να εκφρασθεί σχηματικά ως εξής

Αρχή διαχωρισιμότητας Οι καταστάσεις των υποσυστημάτων S1 S2 SΝ ενός

σύνθετου κλασικού συστήματος S είναι ατομικώς καλώς-ορισμένες ενώ οι

καταστάσεις του σύνθετου συστήματος καθορίζονται πλήρως και επακριβώς μέσω

αυτών και των φυσικών τους αλληλεπιδράσεων συμπεριλαμβανομένων των

χωροχρονικών τους σχέσεων (Karakostas 2004 σ 284 συνέκρινε Howard 1989

Healey 1994)

Βάσει της ανωτέρω αρχής κάθε σύνθετο φυσικό σύστημα ενός κλασικού σύμπαντος

θεωρείται ότι αποτελείται από διαχωρίσιμα διακριτά υποσυστήματα αλληλεπιδρώντα

μεταξύ τους μέσω δυνάμεων των οποίων η μορφή έχει ενσωματωθεί στη Χαμιλτονιανή

συνάρτηση του σύνθετου συστήματος (ως έκφραση της ενεργειακής του κατάστασης)

και εάν υποτεθεί ότι η Χαμιλτονιανή είναι γνωστή μέγιστη γνώση των συνιστώντων

υποσυστημάτων παρέχει πλήρη γνώση του ολικού σύνθετου συστήματος Έτσι στη βάση

της αρχής της διαχωρισιμότητας και των προϋποθέσεών της το κλασικό σύμπαν

χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες υποθέσεις

i) Ο κόσμος νοούμενος ως ένα σύνθετο κλειστό φυσικό σύστημα είναι καταρχήν

δυνατόν να αναλυθεί στα διακριτά συνιστώντα μέρη του

ii) Η κατάσταση κάθε μέρους είναι πλήρως και επακριβώς προσδιορίσιμη

iii) Η σχέση μεταξύ των μερών του όλου συστήματος καθορίζεται μέσω αυστηρών

αιτιακών νόμων

Ως επακόλουθο η δομή και η συμπεριφορά ενός σύνθετου συστήματος οριακά του

φυσικού κόσμου στην ολότητά του θεωρείται άμεσο αποτέλεσμα της δομής των

διακριτών εξατομικευμένων μερών του και των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων

Η έννοια της διαχωρισιμότητας των φυσικών συστημάτων έχει εκληφθεί στο πλαίσιο

της κλασικής φυσικής ως πρωτεύουσα συνθήκη της αντίληψής μας για τον φυσικό

κόσμο ως συνθήκη που χαρακτηρίζει τη δομή της σκέψης μας όσον αφορά στη σύλληψη

της φυσικής πραγματικότητας (βλ Einstein 19481971 σ 169) Η κύρια άρρητη

4

προϋπόθεση που διαπερνά τη συγκεκριμένη αρχή συνίσταται στη (θεωρούμενη ως

αυτονόητη) απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία μεταξύ του γνωρίζοντος υποκειμένου και

του γνωριζομένου αντικειμένου του παρατηρητή και του παρατηρούμενου ή ειδικότερα

του συστήματος μέτρησης και του συστήματος υπό μέτρηση Από μαθηματική άποψη η

κινηματικώς ανεξάρτητη συμπεριφορά ενός φυσικού συστήματος είναι δυνατή στην

κλασική φυσική λόγω της δομής του καρτεσιανού γινομένου του χώρου των φάσεων

δηλαδή του χώρου των καταστάσεων ενός κλασικού συστήματος Σε κάθε κλασικής

φύσεως θεωρία το σύνολο των δυνατών επιτρεπτών καταστάσεων είναι μονοειδούς

δομής (simplex) έτσι ώστε δεδομένης της ολικής κατάστασης ενός σύνθετου

συστήματος οι καταστάσεις των συνιστώντων υποσυστημάτων του προσδιορίζονται κατά

μονοσήμαντο τρόπο ικανοποιώντας πλήρως την προαναφερθείσα αρχή διαχωρισιμότητας

(πχ Takesaki 1979) Ενώ από φυσική άποψη ο λόγος της κινηματικώς ανεξάρτητης

συμπεριφοράς των κλασικών συστημάτων οφείλεται κατrsquo ουσία στην απουσία ενός

αυθεντικού στοχαστικού παράγοντα κατά τη δυναμική χρονική τους εξέλιξη ή ενός

στοιχείου τυχαιότητας κατά τη διαδικασία της μέτρησης

Υπό μία γενική θεώρηση η απόκτηση λεπτομερούς γνώσης των ιδιοτήτων ενός

συστήματος επιτυγχάνεται στη φυσική επιστήμη μέσω της διαδικασίας της μέτρησης

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αλληλεπίδρασης μεταξύ του προς μέτρηση συστήματος

και της συσκευής μέτρησης κατά την οποία η τιμή ενός φυσικού μεγέθους

προσδιορίζεται και καταγράφεται κατά τρόπο ανεξίτηλο Η κινηματικώς ανεξάρτητη

συμπεριφορά ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατή ακριβώς διότι η διαδικασία της

μέτρησης στην κλασική μηχανική δεν μεταβάλλει την κατάσταση του υπό εξέταση

συστήματος Διαδοχικές μετρήσεις φυσικών μεγεθών όπως της θέσης και της ορμής που

καθορίζουν την κατάσταση ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατόν να διεξαχθούν με

οσοδήποτε υψηλό βαθμό ακρίβειας και τα αποτελέσματα των μετρήσεων όταν

συνδυασθούν προσδιορίζουν πλήρως την κατάσταση του συστήματος πριν και μετά τη

μετρητική αλληλεπίδραση διότι η επαγόμενη διαταραχή εάν μη εξαλείψιμη ασκείται

κατά τρόπο συνεχή στο χώρο φάσεων του συστήματος και είναι συνεπώς καταρχήν

προβλέψιμη Η αλληλεπίδραση του συστήματος με τη συσκευή της μέτρησης απλώς

αναδεικνύει εντός μίας προβλεπόμενης διακύμανσης την προϋπάρχουσα τιμή του

φυσικού μεγέθους Κατά τη διαδικασία της μέτρησης συνεπώς κάθε κλασικό σύστημα

διατηρεί την ταυτότητά του αναλλοίωτη Η μέτρηση στην κλασική φυσική δεν δημιουργεί

ποιοτικώς νέα χαρακτηριστικά όσον αφορά την κατάσταση ενός συστήματος Η πράξη

της μέτρησης στην κλασική φυσική είναι παθητική απλώς αποκαλύπτει ένα συμβάν που

5

έχει ήδη υπάρξει Έτσι οι καταστάσεις ενός κλασικού συστήματος θεωρείται ότι

διαθέτουν μόνο ενεργεία ύπαρξη Είναι όντως πραγματικές και όχι δυνάμει υπαρκτές

Στην κλασική φυσική η διάκριση μεταξύ δυνάμει και ενεργεία ύπαρξης στερείται

ουσιώδους διαφοροποίησης απλώς καθίσταται περιττή Στην εμβέλεια του πεδίου

ορισμού της ότι είναι δυνάμει δυνατό είναι επίσης ενεργώς πραγματώσιμο στην εξέλιξη

του χρόνου ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πειραματική παρέμβαση ή μετρητική

διαδικασία1

Ο εύληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας της μέτρησης στην κλασική μηχανική

συνιστά καίριο στοιχείο του κλασικού ιδεώδους για τη φυσική πραγματικότητα Οι

ιδιότητες ενός κλασικού συστήματος ουδόλως εξαρτώνται από τη δυνατή συσχέτιση

μεταξύ του ίδιου του συστήματος και του πειραματικού πλαισίου που χρησιμοποιείται

για την ανίχνευση και καταγραφή αυτών των ιδιοτήτων Η φύση τους είναι πλήρως

ανεξάρτητη από το εάν επιχειρείται ή όχι οποιαδήποτε μέτρηση επrsquo αυτών ενώ οι καλώς-

ορισμένες τιμές τους διατηρούνται αμετάβλητες από τη χρονική διάταξη

πραγματοποίησης των μετρήσεων Κατά συνέπεια κεντρική παραδοχή στο πλαίσιο της

κλασικής φυσικής συνιστά το γεγονός ότι οι ιδιότητες ενός υλικού συστήματος

αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του ίδιου του συστήματος ανήκουν ενδογενώς στο

σύστημα καθεαυτό ανεξάρτητα από την επιχειρούμενη γνωστική διαδικασία ή το είδος

της πειραματικής πράξης

Η συγκεκριμένη παραδοχή εντοπίζεται επίσης ως κεντρικός άξονας στη θεμελίωση

του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού Ας υπενθυμίσουμε ότι ο κλασικός ρεαλιστής

λειτουργώντας στο πλαίσιο του νευτώνειου παραδείγματος επεχείρησε να εδραιώσει την

αντικειμενικότητα στην επιστήμη αξιώνοντας την απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία της

φυσικής πραγματικότητας από το γνωρίζον υποκείμενο Το γνωρίζον υποκείμενο ο

παρατηρητής εκλαμβάνεται ως αποσπασμένος από το προς παρατήρηση αντικείμενο το

οποίο χαρακτηρίζεται από συντελεσμένες εγγενείς ιδιότητες Η αδιαμφισβήτητη

lsquoαντικειμενικήrsquo υπόσταση αυτών των ιδιοτήτων αντλείται από το γεγονός ότι θεωρούνται

ως αντιστοιχούσες σε ιδιότητες εξατομικευμένων οντοτήτων οι οποίες υφίστανται

αυτοτελώς ανεξάρτητα από τις πειραματικές συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες

εκδηλώνεται η ύπαρξή τους Έτσι η εξιδανίκευση της κινηματικής ανεξαρτησίας στην

κλασική φυσική και η συνακόλουθη αρχή της διαχωρισιμότητας ανέδειξαν μία σύμφωνη

1 Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η κβαντική θεωρία μέτρησης αποκλίνει πλήρως από τηνπροαναφερθείσα κατάσταση πραγμάτων στην κλασική φυσική (πχ Karakostas 1994 Karakostas ampDickson 1995)

6

προς τον κοινό νου ρεαλιστική άποψη του εξωτερικού κόσμου ως αποσπασμένου από το

δρων υποκείμενο Επίσης παρείχαν το έδαφος για τη διαισθητική αποδοχή μίας

αντιστοιχιστικής θεωρίας περί αλήθειας στην επιστήμη (correspondence theory of truth)

προβάλλοντας ένα είδος μορφισμού μεταξύ του τρόπου που ο κόσμος πραγματικά είναι

και του τρόπου που εμείς παρατηρούμε τον κόσμο ότι είναι Δεδομένου αυτού του

προτύπου οι θεωρητικοί όροι της κλασικής φυσικής εκλαμβάνονται ως οντολογικώς

αναφερόμενοι θεωρούνται δηλαδή ότι αναπαριστούν και αντιστοιχούν στις ιδιότητες

διακριτών οντοτήτων εξατομικευμένων υλικών αντικειμένων των οποίων η

παρατηρούμενη συμπεριφορά υποδεικνύει και επικυρώνει το οντολογικό περιεχόμενο

που προϋποτίθεται από τη φυσική θεωρία Τα ανωτέρω στοιχεία εξέθρεψαν περαιτέρω

μία ιδιότυπη εκδοχή οντολογικού αναγωγισμού υπό τη μορφή της επονομαζόμενης

θέσης της επιγένεσης κατά Hume (Humean supervenience thesis) βάσει της οποίας το

σύνολο των γεγονότων του φυσικού κόσμου είναι δυνατόν να lsquoεξαχθούνrsquo από ή να

lsquoαναχθούνrsquo σε ένα υποσύνολο φυσικώς θεμελιωδών τοπικών γεγονότων (τη λεγόμενη

βάση επιγένεσης κατά Hume) συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους χωροχρονικών

σχέσεων (Lewis 1986 τομ 2 σ ix Lewis 1994)

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η πλειονότητα των προαναφερθέντων

χαρακτηριστικών η δυνατότητα πλήρους κινηματικής ανεξαρτησίας γνωρίζοντος

υποκειμένουminusγνωριζομένου αντικειμένου η αναπαραστατικήαπεικονιστική περιγραφή

των φυσικών οντοτήτων η αναλλοίωτη ταυτότητά τους η αρχή διαχωρισιμότητας των

φυσικών συστημάτων η αντίληψη περί επιγένεσης κατά Hume καθώς και η απορρέουσα

θέση του οντολογικού αναγωγισμού συστηματικά παραβιάζονται από την κβαντική

φυσική Η ίδια η lsquoφύσηrsquo της πραγματικότητας όπως αναδεικνύεται μέσω της σύγχρονης

κβαντικής θεωρίας απαιτεί την επανεξέταση θεμελιωδών προϋποθέσεων βαθιά

ριζωμένων στον κοινό νου Η κβαντική θεωρία ενέχει ως προς την αποδοχή της την

τροποποίηση των αντιλήψεων περί πραγματικότητας (βλ Ενότητες 5 και 6) κατrsquo

επέκταση των κριτηρίων συγκρότησης της αντικειμενικής της γνώσης (βλ Ενότητα 7)

καθώς και του προσδιορισμού των ορίων της δυνατής εμπειρίας της δυνατότητάς μας να

γνωρίσουμε τον κόσμο (βλ Ενότητα 8)

Δεδομένων των καθοριστικών lsquoεννοιολογικών επαναστάσεωνrsquo στη σύγχρονη φυσική

όπως αποτυπώνονται μέσω της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής ο

κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός οροθετούμενος από την επιστήμη του 19ου αιώνα

αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική φύση της μικροφυσικής πραγματικότητας Επιπλέον

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 4: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

4

προϋπόθεση που διαπερνά τη συγκεκριμένη αρχή συνίσταται στη (θεωρούμενη ως

αυτονόητη) απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία μεταξύ του γνωρίζοντος υποκειμένου και

του γνωριζομένου αντικειμένου του παρατηρητή και του παρατηρούμενου ή ειδικότερα

του συστήματος μέτρησης και του συστήματος υπό μέτρηση Από μαθηματική άποψη η

κινηματικώς ανεξάρτητη συμπεριφορά ενός φυσικού συστήματος είναι δυνατή στην

κλασική φυσική λόγω της δομής του καρτεσιανού γινομένου του χώρου των φάσεων

δηλαδή του χώρου των καταστάσεων ενός κλασικού συστήματος Σε κάθε κλασικής

φύσεως θεωρία το σύνολο των δυνατών επιτρεπτών καταστάσεων είναι μονοειδούς

δομής (simplex) έτσι ώστε δεδομένης της ολικής κατάστασης ενός σύνθετου

συστήματος οι καταστάσεις των συνιστώντων υποσυστημάτων του προσδιορίζονται κατά

μονοσήμαντο τρόπο ικανοποιώντας πλήρως την προαναφερθείσα αρχή διαχωρισιμότητας

(πχ Takesaki 1979) Ενώ από φυσική άποψη ο λόγος της κινηματικώς ανεξάρτητης

συμπεριφοράς των κλασικών συστημάτων οφείλεται κατrsquo ουσία στην απουσία ενός

αυθεντικού στοχαστικού παράγοντα κατά τη δυναμική χρονική τους εξέλιξη ή ενός

στοιχείου τυχαιότητας κατά τη διαδικασία της μέτρησης

Υπό μία γενική θεώρηση η απόκτηση λεπτομερούς γνώσης των ιδιοτήτων ενός

συστήματος επιτυγχάνεται στη φυσική επιστήμη μέσω της διαδικασίας της μέτρησης

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αλληλεπίδρασης μεταξύ του προς μέτρηση συστήματος

και της συσκευής μέτρησης κατά την οποία η τιμή ενός φυσικού μεγέθους

προσδιορίζεται και καταγράφεται κατά τρόπο ανεξίτηλο Η κινηματικώς ανεξάρτητη

συμπεριφορά ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατή ακριβώς διότι η διαδικασία της

μέτρησης στην κλασική μηχανική δεν μεταβάλλει την κατάσταση του υπό εξέταση

συστήματος Διαδοχικές μετρήσεις φυσικών μεγεθών όπως της θέσης και της ορμής που

καθορίζουν την κατάσταση ενός κλασικού συστήματος είναι δυνατόν να διεξαχθούν με

οσοδήποτε υψηλό βαθμό ακρίβειας και τα αποτελέσματα των μετρήσεων όταν

συνδυασθούν προσδιορίζουν πλήρως την κατάσταση του συστήματος πριν και μετά τη

μετρητική αλληλεπίδραση διότι η επαγόμενη διαταραχή εάν μη εξαλείψιμη ασκείται

κατά τρόπο συνεχή στο χώρο φάσεων του συστήματος και είναι συνεπώς καταρχήν

προβλέψιμη Η αλληλεπίδραση του συστήματος με τη συσκευή της μέτρησης απλώς

αναδεικνύει εντός μίας προβλεπόμενης διακύμανσης την προϋπάρχουσα τιμή του

φυσικού μεγέθους Κατά τη διαδικασία της μέτρησης συνεπώς κάθε κλασικό σύστημα

διατηρεί την ταυτότητά του αναλλοίωτη Η μέτρηση στην κλασική φυσική δεν δημιουργεί

ποιοτικώς νέα χαρακτηριστικά όσον αφορά την κατάσταση ενός συστήματος Η πράξη

της μέτρησης στην κλασική φυσική είναι παθητική απλώς αποκαλύπτει ένα συμβάν που

5

έχει ήδη υπάρξει Έτσι οι καταστάσεις ενός κλασικού συστήματος θεωρείται ότι

διαθέτουν μόνο ενεργεία ύπαρξη Είναι όντως πραγματικές και όχι δυνάμει υπαρκτές

Στην κλασική φυσική η διάκριση μεταξύ δυνάμει και ενεργεία ύπαρξης στερείται

ουσιώδους διαφοροποίησης απλώς καθίσταται περιττή Στην εμβέλεια του πεδίου

ορισμού της ότι είναι δυνάμει δυνατό είναι επίσης ενεργώς πραγματώσιμο στην εξέλιξη

του χρόνου ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πειραματική παρέμβαση ή μετρητική

διαδικασία1

Ο εύληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας της μέτρησης στην κλασική μηχανική

συνιστά καίριο στοιχείο του κλασικού ιδεώδους για τη φυσική πραγματικότητα Οι

ιδιότητες ενός κλασικού συστήματος ουδόλως εξαρτώνται από τη δυνατή συσχέτιση

μεταξύ του ίδιου του συστήματος και του πειραματικού πλαισίου που χρησιμοποιείται

για την ανίχνευση και καταγραφή αυτών των ιδιοτήτων Η φύση τους είναι πλήρως

ανεξάρτητη από το εάν επιχειρείται ή όχι οποιαδήποτε μέτρηση επrsquo αυτών ενώ οι καλώς-

ορισμένες τιμές τους διατηρούνται αμετάβλητες από τη χρονική διάταξη

πραγματοποίησης των μετρήσεων Κατά συνέπεια κεντρική παραδοχή στο πλαίσιο της

κλασικής φυσικής συνιστά το γεγονός ότι οι ιδιότητες ενός υλικού συστήματος

αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του ίδιου του συστήματος ανήκουν ενδογενώς στο

σύστημα καθεαυτό ανεξάρτητα από την επιχειρούμενη γνωστική διαδικασία ή το είδος

της πειραματικής πράξης

Η συγκεκριμένη παραδοχή εντοπίζεται επίσης ως κεντρικός άξονας στη θεμελίωση

του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού Ας υπενθυμίσουμε ότι ο κλασικός ρεαλιστής

λειτουργώντας στο πλαίσιο του νευτώνειου παραδείγματος επεχείρησε να εδραιώσει την

αντικειμενικότητα στην επιστήμη αξιώνοντας την απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία της

φυσικής πραγματικότητας από το γνωρίζον υποκείμενο Το γνωρίζον υποκείμενο ο

παρατηρητής εκλαμβάνεται ως αποσπασμένος από το προς παρατήρηση αντικείμενο το

οποίο χαρακτηρίζεται από συντελεσμένες εγγενείς ιδιότητες Η αδιαμφισβήτητη

lsquoαντικειμενικήrsquo υπόσταση αυτών των ιδιοτήτων αντλείται από το γεγονός ότι θεωρούνται

ως αντιστοιχούσες σε ιδιότητες εξατομικευμένων οντοτήτων οι οποίες υφίστανται

αυτοτελώς ανεξάρτητα από τις πειραματικές συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες

εκδηλώνεται η ύπαρξή τους Έτσι η εξιδανίκευση της κινηματικής ανεξαρτησίας στην

κλασική φυσική και η συνακόλουθη αρχή της διαχωρισιμότητας ανέδειξαν μία σύμφωνη

1 Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η κβαντική θεωρία μέτρησης αποκλίνει πλήρως από τηνπροαναφερθείσα κατάσταση πραγμάτων στην κλασική φυσική (πχ Karakostas 1994 Karakostas ampDickson 1995)

6

προς τον κοινό νου ρεαλιστική άποψη του εξωτερικού κόσμου ως αποσπασμένου από το

δρων υποκείμενο Επίσης παρείχαν το έδαφος για τη διαισθητική αποδοχή μίας

αντιστοιχιστικής θεωρίας περί αλήθειας στην επιστήμη (correspondence theory of truth)

προβάλλοντας ένα είδος μορφισμού μεταξύ του τρόπου που ο κόσμος πραγματικά είναι

και του τρόπου που εμείς παρατηρούμε τον κόσμο ότι είναι Δεδομένου αυτού του

προτύπου οι θεωρητικοί όροι της κλασικής φυσικής εκλαμβάνονται ως οντολογικώς

αναφερόμενοι θεωρούνται δηλαδή ότι αναπαριστούν και αντιστοιχούν στις ιδιότητες

διακριτών οντοτήτων εξατομικευμένων υλικών αντικειμένων των οποίων η

παρατηρούμενη συμπεριφορά υποδεικνύει και επικυρώνει το οντολογικό περιεχόμενο

που προϋποτίθεται από τη φυσική θεωρία Τα ανωτέρω στοιχεία εξέθρεψαν περαιτέρω

μία ιδιότυπη εκδοχή οντολογικού αναγωγισμού υπό τη μορφή της επονομαζόμενης

θέσης της επιγένεσης κατά Hume (Humean supervenience thesis) βάσει της οποίας το

σύνολο των γεγονότων του φυσικού κόσμου είναι δυνατόν να lsquoεξαχθούνrsquo από ή να

lsquoαναχθούνrsquo σε ένα υποσύνολο φυσικώς θεμελιωδών τοπικών γεγονότων (τη λεγόμενη

βάση επιγένεσης κατά Hume) συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους χωροχρονικών

σχέσεων (Lewis 1986 τομ 2 σ ix Lewis 1994)

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η πλειονότητα των προαναφερθέντων

χαρακτηριστικών η δυνατότητα πλήρους κινηματικής ανεξαρτησίας γνωρίζοντος

υποκειμένουminusγνωριζομένου αντικειμένου η αναπαραστατικήαπεικονιστική περιγραφή

των φυσικών οντοτήτων η αναλλοίωτη ταυτότητά τους η αρχή διαχωρισιμότητας των

φυσικών συστημάτων η αντίληψη περί επιγένεσης κατά Hume καθώς και η απορρέουσα

θέση του οντολογικού αναγωγισμού συστηματικά παραβιάζονται από την κβαντική

φυσική Η ίδια η lsquoφύσηrsquo της πραγματικότητας όπως αναδεικνύεται μέσω της σύγχρονης

κβαντικής θεωρίας απαιτεί την επανεξέταση θεμελιωδών προϋποθέσεων βαθιά

ριζωμένων στον κοινό νου Η κβαντική θεωρία ενέχει ως προς την αποδοχή της την

τροποποίηση των αντιλήψεων περί πραγματικότητας (βλ Ενότητες 5 και 6) κατrsquo

επέκταση των κριτηρίων συγκρότησης της αντικειμενικής της γνώσης (βλ Ενότητα 7)

καθώς και του προσδιορισμού των ορίων της δυνατής εμπειρίας της δυνατότητάς μας να

γνωρίσουμε τον κόσμο (βλ Ενότητα 8)

Δεδομένων των καθοριστικών lsquoεννοιολογικών επαναστάσεωνrsquo στη σύγχρονη φυσική

όπως αποτυπώνονται μέσω της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής ο

κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός οροθετούμενος από την επιστήμη του 19ου αιώνα

αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική φύση της μικροφυσικής πραγματικότητας Επιπλέον

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 5: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

5

έχει ήδη υπάρξει Έτσι οι καταστάσεις ενός κλασικού συστήματος θεωρείται ότι

διαθέτουν μόνο ενεργεία ύπαρξη Είναι όντως πραγματικές και όχι δυνάμει υπαρκτές

Στην κλασική φυσική η διάκριση μεταξύ δυνάμει και ενεργεία ύπαρξης στερείται

ουσιώδους διαφοροποίησης απλώς καθίσταται περιττή Στην εμβέλεια του πεδίου

ορισμού της ότι είναι δυνάμει δυνατό είναι επίσης ενεργώς πραγματώσιμο στην εξέλιξη

του χρόνου ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πειραματική παρέμβαση ή μετρητική

διαδικασία1

Ο εύληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας της μέτρησης στην κλασική μηχανική

συνιστά καίριο στοιχείο του κλασικού ιδεώδους για τη φυσική πραγματικότητα Οι

ιδιότητες ενός κλασικού συστήματος ουδόλως εξαρτώνται από τη δυνατή συσχέτιση

μεταξύ του ίδιου του συστήματος και του πειραματικού πλαισίου που χρησιμοποιείται

για την ανίχνευση και καταγραφή αυτών των ιδιοτήτων Η φύση τους είναι πλήρως

ανεξάρτητη από το εάν επιχειρείται ή όχι οποιαδήποτε μέτρηση επrsquo αυτών ενώ οι καλώς-

ορισμένες τιμές τους διατηρούνται αμετάβλητες από τη χρονική διάταξη

πραγματοποίησης των μετρήσεων Κατά συνέπεια κεντρική παραδοχή στο πλαίσιο της

κλασικής φυσικής συνιστά το γεγονός ότι οι ιδιότητες ενός υλικού συστήματος

αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του ίδιου του συστήματος ανήκουν ενδογενώς στο

σύστημα καθεαυτό ανεξάρτητα από την επιχειρούμενη γνωστική διαδικασία ή το είδος

της πειραματικής πράξης

Η συγκεκριμένη παραδοχή εντοπίζεται επίσης ως κεντρικός άξονας στη θεμελίωση

του κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού Ας υπενθυμίσουμε ότι ο κλασικός ρεαλιστής

λειτουργώντας στο πλαίσιο του νευτώνειου παραδείγματος επεχείρησε να εδραιώσει την

αντικειμενικότητα στην επιστήμη αξιώνοντας την απόλυτη κινηματική ανεξαρτησία της

φυσικής πραγματικότητας από το γνωρίζον υποκείμενο Το γνωρίζον υποκείμενο ο

παρατηρητής εκλαμβάνεται ως αποσπασμένος από το προς παρατήρηση αντικείμενο το

οποίο χαρακτηρίζεται από συντελεσμένες εγγενείς ιδιότητες Η αδιαμφισβήτητη

lsquoαντικειμενικήrsquo υπόσταση αυτών των ιδιοτήτων αντλείται από το γεγονός ότι θεωρούνται

ως αντιστοιχούσες σε ιδιότητες εξατομικευμένων οντοτήτων οι οποίες υφίστανται

αυτοτελώς ανεξάρτητα από τις πειραματικές συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες

εκδηλώνεται η ύπαρξή τους Έτσι η εξιδανίκευση της κινηματικής ανεξαρτησίας στην

κλασική φυσική και η συνακόλουθη αρχή της διαχωρισιμότητας ανέδειξαν μία σύμφωνη

1 Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η κβαντική θεωρία μέτρησης αποκλίνει πλήρως από τηνπροαναφερθείσα κατάσταση πραγμάτων στην κλασική φυσική (πχ Karakostas 1994 Karakostas ampDickson 1995)

6

προς τον κοινό νου ρεαλιστική άποψη του εξωτερικού κόσμου ως αποσπασμένου από το

δρων υποκείμενο Επίσης παρείχαν το έδαφος για τη διαισθητική αποδοχή μίας

αντιστοιχιστικής θεωρίας περί αλήθειας στην επιστήμη (correspondence theory of truth)

προβάλλοντας ένα είδος μορφισμού μεταξύ του τρόπου που ο κόσμος πραγματικά είναι

και του τρόπου που εμείς παρατηρούμε τον κόσμο ότι είναι Δεδομένου αυτού του

προτύπου οι θεωρητικοί όροι της κλασικής φυσικής εκλαμβάνονται ως οντολογικώς

αναφερόμενοι θεωρούνται δηλαδή ότι αναπαριστούν και αντιστοιχούν στις ιδιότητες

διακριτών οντοτήτων εξατομικευμένων υλικών αντικειμένων των οποίων η

παρατηρούμενη συμπεριφορά υποδεικνύει και επικυρώνει το οντολογικό περιεχόμενο

που προϋποτίθεται από τη φυσική θεωρία Τα ανωτέρω στοιχεία εξέθρεψαν περαιτέρω

μία ιδιότυπη εκδοχή οντολογικού αναγωγισμού υπό τη μορφή της επονομαζόμενης

θέσης της επιγένεσης κατά Hume (Humean supervenience thesis) βάσει της οποίας το

σύνολο των γεγονότων του φυσικού κόσμου είναι δυνατόν να lsquoεξαχθούνrsquo από ή να

lsquoαναχθούνrsquo σε ένα υποσύνολο φυσικώς θεμελιωδών τοπικών γεγονότων (τη λεγόμενη

βάση επιγένεσης κατά Hume) συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους χωροχρονικών

σχέσεων (Lewis 1986 τομ 2 σ ix Lewis 1994)

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η πλειονότητα των προαναφερθέντων

χαρακτηριστικών η δυνατότητα πλήρους κινηματικής ανεξαρτησίας γνωρίζοντος

υποκειμένουminusγνωριζομένου αντικειμένου η αναπαραστατικήαπεικονιστική περιγραφή

των φυσικών οντοτήτων η αναλλοίωτη ταυτότητά τους η αρχή διαχωρισιμότητας των

φυσικών συστημάτων η αντίληψη περί επιγένεσης κατά Hume καθώς και η απορρέουσα

θέση του οντολογικού αναγωγισμού συστηματικά παραβιάζονται από την κβαντική

φυσική Η ίδια η lsquoφύσηrsquo της πραγματικότητας όπως αναδεικνύεται μέσω της σύγχρονης

κβαντικής θεωρίας απαιτεί την επανεξέταση θεμελιωδών προϋποθέσεων βαθιά

ριζωμένων στον κοινό νου Η κβαντική θεωρία ενέχει ως προς την αποδοχή της την

τροποποίηση των αντιλήψεων περί πραγματικότητας (βλ Ενότητες 5 και 6) κατrsquo

επέκταση των κριτηρίων συγκρότησης της αντικειμενικής της γνώσης (βλ Ενότητα 7)

καθώς και του προσδιορισμού των ορίων της δυνατής εμπειρίας της δυνατότητάς μας να

γνωρίσουμε τον κόσμο (βλ Ενότητα 8)

Δεδομένων των καθοριστικών lsquoεννοιολογικών επαναστάσεωνrsquo στη σύγχρονη φυσική

όπως αποτυπώνονται μέσω της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής ο

κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός οροθετούμενος από την επιστήμη του 19ου αιώνα

αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική φύση της μικροφυσικής πραγματικότητας Επιπλέον

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 6: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

6

προς τον κοινό νου ρεαλιστική άποψη του εξωτερικού κόσμου ως αποσπασμένου από το

δρων υποκείμενο Επίσης παρείχαν το έδαφος για τη διαισθητική αποδοχή μίας

αντιστοιχιστικής θεωρίας περί αλήθειας στην επιστήμη (correspondence theory of truth)

προβάλλοντας ένα είδος μορφισμού μεταξύ του τρόπου που ο κόσμος πραγματικά είναι

και του τρόπου που εμείς παρατηρούμε τον κόσμο ότι είναι Δεδομένου αυτού του

προτύπου οι θεωρητικοί όροι της κλασικής φυσικής εκλαμβάνονται ως οντολογικώς

αναφερόμενοι θεωρούνται δηλαδή ότι αναπαριστούν και αντιστοιχούν στις ιδιότητες

διακριτών οντοτήτων εξατομικευμένων υλικών αντικειμένων των οποίων η

παρατηρούμενη συμπεριφορά υποδεικνύει και επικυρώνει το οντολογικό περιεχόμενο

που προϋποτίθεται από τη φυσική θεωρία Τα ανωτέρω στοιχεία εξέθρεψαν περαιτέρω

μία ιδιότυπη εκδοχή οντολογικού αναγωγισμού υπό τη μορφή της επονομαζόμενης

θέσης της επιγένεσης κατά Hume (Humean supervenience thesis) βάσει της οποίας το

σύνολο των γεγονότων του φυσικού κόσμου είναι δυνατόν να lsquoεξαχθούνrsquo από ή να

lsquoαναχθούνrsquo σε ένα υποσύνολο φυσικώς θεμελιωδών τοπικών γεγονότων (τη λεγόμενη

βάση επιγένεσης κατά Hume) συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους χωροχρονικών

σχέσεων (Lewis 1986 τομ 2 σ ix Lewis 1994)

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η πλειονότητα των προαναφερθέντων

χαρακτηριστικών η δυνατότητα πλήρους κινηματικής ανεξαρτησίας γνωρίζοντος

υποκειμένουminusγνωριζομένου αντικειμένου η αναπαραστατικήαπεικονιστική περιγραφή

των φυσικών οντοτήτων η αναλλοίωτη ταυτότητά τους η αρχή διαχωρισιμότητας των

φυσικών συστημάτων η αντίληψη περί επιγένεσης κατά Hume καθώς και η απορρέουσα

θέση του οντολογικού αναγωγισμού συστηματικά παραβιάζονται από την κβαντική

φυσική Η ίδια η lsquoφύσηrsquo της πραγματικότητας όπως αναδεικνύεται μέσω της σύγχρονης

κβαντικής θεωρίας απαιτεί την επανεξέταση θεμελιωδών προϋποθέσεων βαθιά

ριζωμένων στον κοινό νου Η κβαντική θεωρία ενέχει ως προς την αποδοχή της την

τροποποίηση των αντιλήψεων περί πραγματικότητας (βλ Ενότητες 5 και 6) κατrsquo

επέκταση των κριτηρίων συγκρότησης της αντικειμενικής της γνώσης (βλ Ενότητα 7)

καθώς και του προσδιορισμού των ορίων της δυνατής εμπειρίας της δυνατότητάς μας να

γνωρίσουμε τον κόσμο (βλ Ενότητα 8)

Δεδομένων των καθοριστικών lsquoεννοιολογικών επαναστάσεωνrsquo στη σύγχρονη φυσική

όπως αποτυπώνονται μέσω της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής ο

κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός οροθετούμενος από την επιστήμη του 19ου αιώνα

αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική φύση της μικροφυσικής πραγματικότητας Επιπλέον

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 7: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

7

οι διατυπώσεις ορισμένων θέσεων του κλασικού ρεαλισμού είναι είτε υπέρμετρες είτε

ασαφείς 2 ώστε η ακριβής εκτίμηση της εγκυρότητάς τους στην περιοχή της επιστήμης

καθίσταται εάν όχι αδύνατη πράγματι ιδιαίτερα δυσχερής Συχνά τέτοιου είδους

διατυπώσεις συνοδεύονται κατά τρόπο μη αναγκαίο από αθεμελίωτες υποθέσεις ως

προς τη δομή του φυσικού κόσμου Παραδείγματος χάριν η προαναφερθείσα θέση του

κλασικού ρεαλισμού ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο των θεωρητικών όρων μίας

επιτυχούς φυσικής θεωρίας γνησίως αναφέρεται σε αυθύπαρκτες οντότητες του κόσμου

συνιστά κυριολεκτική περιγραφή αυτοτελών οντοτήτων παρατηρήσιμων ή μη είναι

αδόκιμη διότι η εγκυρότητά της προϋποθέτει μια ειδοποιό προσχηματισμένη δομή του

κόσμου Ότι δηλαδή ο κόσμος αποτελείται ή οικοδομείται από καλώς-ορισμένα

εξατομικευμένα αντικείμενα τα οποία ως εκ τούτου απολαύουν αυτόνομης

ανεξάρτητης ύπαρξης Υπό τη θεώρηση της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας όμως η εκ

των προτέρων ταυτοποίηση lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo με lsquoστοιχεία της φυσικής

πραγματικότηταςrsquo είναι μη αποδεκτή διότι ανεξάρτητα από την όποια ακριβή

σημασία του όρου περί lsquoφυσικών αντικειμένωνrsquo κάθε μικροφυσικό αντικείμενο

υπόκειται σύμφωνα με τη θεωρία στο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας

και κατrsquo επέκταση στερείται καθορισμένης ατομικότητας δηλαδή πάγια

προσδιορισμένης μόνο μέσω αμετάβλητων ιδιοτήτων Όπως θα δειχθεί κατά μήκος αυτής

της εργασίας η κβαντική μηχανική υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν

ερμηνευτικού της πλαισίου δηλώνει απερίφραστα ότι ο κόσμος δεν συνίσταται απλώς

από ένα σύνολο διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ

τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων Στην κβαντική θεωρία το lsquoόλοrsquo δεν

αποτελεί απλώς το επιφαινόμενο ή άλλως το ευθύ αποτέλεσμα του αθροίσματος των

2 Ίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον σrsquo αυτό το σημείο μία σύντομη παράθεση στον Hilary Putnam ο οποίοςστη συνέντευξή του το 1994 με τον Burri στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ της Μασαχουσέτηςεκφραστικά αναφέρει ldquoΗ σημασιολογία που διατρέχει τον παραδοσιακό ρεαλισμό είναι κατάφωραμεταφυσική Ειδικότερα πολυάριθμες έννοιες του κλασικού ρεαλισμού στερούνται έλλογης βάσηςλόγου χάριν η ιδέα ότι νομιμοποιείται κανείς να αναφέρεται στο lsquoσύνολο όλων των οντοτήτωνrsquo ως εάνοι όροι lsquoοντότηταrsquo ή lsquoαντικείμενοrsquo χαρακτηρίζονται από μία μοναδική προκαθορισμένη σημασία καθώς επίσης η ψευδαίσθηση ότι υφίσταται απάντηση στο ερώτημα από ποια αντικείμενα αποτελείται οκόσμος Η υπόθεση ότι ορισμένες περιγραφές αναπαριστούν τον κόσμο καθεαυτόν όπως είναι στηνπραγματικότητα μου φαίνεται μάταιη και άνευ σημασίαςrdquo (Burri 1994 σ 177) Θα πρέπει να σημειωθείότι αφετηρία των προηγούμενων ισχυρισμών του Putnam δεν αποτελεί η σύγχρονη φυσική αλλά ηπεποίθησή του περί lsquoεννοιολογικού σχετικισμούrsquo (conceptual relativity) ή ενός σχήματος lsquoεσωτερικούρεαλισμούrsquo (internal realism) στην προσπάθειά του να συνθέσει τα θετικά στοιχεία ρεαλισμού καιαντιρεαλισμού στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής πιο ανθρώπινης κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου εκδοχής (βλ Putnam 19871998)

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 8: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

8

lsquoμερώνrsquo του συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων

3 Κβαντική μη-διαχωρισιμότητα και δυνητικότητα ή δυνάμει ύπαρξη στη

μικροφυσική

Σε πλήρη αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική η παραβίαση της αρχής της

διαχωρισιμότητας συνιστά γενικευμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

θεωρίας Η παραβίαση της εν λόγω αρχής και κατrsquo επέκταση η εκδήλωση του

καινοτόμου φαινομένου της μη-διαχωρισιμότητας των μικροφυσικών συστημάτων

οφείλεται πρώτον στη δομή του τανυστικού γινομένου του χώρου Hilbert της κβαντικής

μηχανικής και δεύτερον στην αρχή της υπέρθεσης των καταστάσεων Ως απόρροια των

προαναφερθέντων δομικών στοιχείων της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να

αποδειχθεί κατά τρόπο αυστηρό ότι οι καταστάσεις ενός σύνθετου κβαντικού

συστήματος που αναπαρίστανται ως το τανυστικό γινόμενο καλώς-ορισμένων

καταστάσεων των συνιστώντων υποσυστημάτων του παράγουν ένα σύνολο μηδενικού

μέτρου Δηλαδή δεν υφίστανται σύνθετα μη-τετριμμένα κβαντικά συστήματα των

οποίων τα υποσυστήματα χαρακτηρίζονται από καλώς-ορισμένες καθαρές καταστάσεις

(pure states) έτσι ώστε η κατάσταση του συνολικού συστήματος να καθορίζεται πλήρως

μέσω των καταστάσεων των υποσυστημάτων του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων σε συμφωνία με την αρχή της διαχωρισιμότητας

Πράγματι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας (quantum entanglement) το

οποίο έχει τύχει πολλαπλών πειραματικών επικυρώσεων αρχής γενομένης τη δεκαετία

του rsquo80 (βλ πχ Aspect et al 1982 Tittel et al 1998) δυσχεραίνει κατά καινοτόμο

τρόπο τη δυνατότητα ορισμού μεμονωμένων κβαντικών οντοτήτων εξατομικευμένων

μικρο-αντικειμένων Ας θεωρήσουμε προς τούτο την απλούστερη δυνατή περίπτωση

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος S αποτελούμενου από δύο μόνον υποσυστήματα

S1 και S2 με αντίστοιχους χώρους Hilbert Η1 και Η2 Όπως είναι φυσικό τα

υποσυστήματα S1 και S2 σχηματίζοντας το σύνθετο σύστημα S έχουν αλληλεπιδράσει

μέσω δυνάμεων μία δοθείσα χρονική στιγμή t0 και ας υποθέσουμε ότι σε χρονικό

διάστημα t αρκούντως ικανοποιητικό μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης tgtgtt0 είναι

πλέον χωρικώς διαχωρισμένα Τότε οποιαδήποτε καθαρή κατάσταση D του σύνθετου

συστήματος S αναπαριστάνεται στον χώρο Hilbert Η του τανυστικού γινομένου Η = Η1

otimes Η2 στην ακόλουθη μορφή Schmidt

D = P|Ψgt = |ΨgtltΨ| = sumi ci (|ψigtotimes |φigt) || |Ψgt ||2 = sumi |ci|2 = 1

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 9: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

9

όπου |ψigt και |φigt αποτελούν ορθοκανονικές διανυσματικές βάσεις των

υποσυστημάτων S1 και S2 αντιστοίχως

Εάν εμφανίζεται μόνο ένας όρος στην D-αναπαράσταση του σύνθετου συστήματος

δηλαδή εάν |ci| =1 η κατάσταση D=|ψgtotimes |φgt αποκτά τη μορφή μίας παραγοντοποιημένης

κατάστασης (ή κατάστασης γινομένου) και συνεπώς αναπαριστά μία εξατομικευμένη

μεμονωμένη κατάσταση του σύνθετου συστήματος S η οποία είναι αναγώγιμη στις

επιμέρους καταστάσεις των υποσυστημάτων του Αυτή είναι η μόνη δυνατή περίπτωση

τετριμμένη από φυσική άποψη διότι προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε

αλληλεπίδρασης μεταξύ των συνιστώντων υποσυστημάτων ενός σύνθετου συστήματος

κατά την οποία ισχύει η αρχή διαχωρισιμότητας στην κβαντική μηχανική Εάν όμως

εμφανίζονται περισσότεροι από ένας όροι στη σύνθετη κατάσταση D δηλαδή εάν |ci| lt 1

τότε συναντώνται πεπλεγμένοι συσχετισμοί μεταξύ των υποσυστημάτων S1 και S2 Δεν

είναι δύσκολο να δειχθεί ότι σrsquo αυτή την περίπτωση δεν υφίστανται καθαρές καταστάσεις

υποσυστημάτων |ξgt (forall |ξgtisin H1) και |χgt (forall |χgtisin H2) έτσι ώστε η κατάσταση D του

σύνθετου συστήματος να ισοδυναμεί με τη συνδυασμένη απόδοση της κατάστασης |ξgt

στο υποσύστημα S1 και της κατάστασης |χgt στο υποσύστημα S2 δηλαδή D ne |ξgt otimes |χgt

Ο Schroumldinger σrsquo ένα άρθρο του αναφορικά με το επιχείρημα των Einstein Podolsky

και Rosen (EPR) προκατέλαβε κατά τρόπο αξιοσημείωτο τούτο το καινοτόμο στοιχείο

της μη-παραγοντοποιησιμότητας των συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων

προβαίνοντας στην ακόλουθη παρατήρηση

ldquo Όταν δύο συστήματα των οποίων γνωρίζουμε τις καταστάσεις μέσω των σχετικών τους

αναπαραστάσεων εισέρχονται σε φυσική αλληλεπίδραση λόγω αναπτυσσόμενων δυνάμεων

μεταξύ αυτών και ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αμοιβαίας επίδρασης τα συστήματα

διαχωρίζονται πάλι τότε δεν είναι πλέον δυνατόν να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν

δηλαδή αποδίδοντας σε κάθε ένα απrsquo αυτά μία εξατομικευμένη κατάσταση hellipΤο στοιχείο αυτό

αναμφίβολα θα το αναγνώριζα ως το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντικής

μηχανικής σηματοδοτώντας την πλήρη απόκλισή της από κάθε κλασική γραμμή σκέψηςrdquo

(Schroumldinger 1935 sect 1)

Όταν ένα σύνθετο κβαντικό σύστημα όπως το σύστημα S του προηγούμενου

γενικευμένου παραδείγματός μας βρίσκεται σε μία συζευγμένη κατάσταση D δηλαδή σε

μία υπέρθεση καθαρών καταστάσεων τότε ούτε το υποσύστημα S1 καθεαυτό ούτε το

υποσύστημα S2 καθεαυτό χαρακτηρίζονται από μία καλώς-ορισμένη εξατομικευμένη

κατάσταση Οι καθαρές καταστάσεις |ψigt και |φigt που ανήκουν στο χώρο Hilbert του

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 10: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

10

κάθε υποσυστήματος δεν αποτελούν ιδιοκαταστάσεις της συνολικής κατάστασης D

Μόνο το σύνθετο σύστημα ως ενιαία ολότητα χαρακτηρίζεται από μία σαφώς

καθορισμένη καθαρή κατάσταση D όπως αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδιαίο

καταστατικό διάνυσμα στο χώρο Hilbert του τανυστικού γινομένου του S Συνεπώς

μέγιστη γνώση του όλου συστήματος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα απόκτησης μέγιστης

γνώσης των συνιστώντων μερών του Ανάλογη σχέση αυτής της σχέσεως μέρουςόλου

δεν συναντάται στην κλασική φυσική

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον

αφορά στη θεώρηση απομονωμένων (υπο)συστημάτων καθώς και στην καταλληλότητα

της έννοιας του ατομισμού από την άποψη ότι τα μέρη ενός κβαντικού όλου δεν

υφίστανται πλέον ως διακριτές επακριβώς καθορισμένες οντότητες Ο ολιστικός

χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός σύνθετου συζευγμένου κβαντικού συστήματος

αποκλείει την ακριβή περιγραφή των συνιστώντων μερών του υπό όρους αυτόνομων

εξατομικευμένων υποσυστημάτων ως εάν καθένα απrsquo αυτά να χαρακτηρίζεται από μία

καλώς-ορισμένη καθαρή κατάσταση ή από ενδογενείς ή προκαθορισμένες φυσικές

ιδιότητες (βλ πχ Teller 1989 Howard 1997 Karakostas 2004) Στην πρότυπη

κβαντική μηχανική η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν είναι εν γένει δυνατόν

να αναχθεί στις καταστάσεις των υποσυστημάτων του ακόμη και εάν τα υποσυστήματα

καταλαμβάνουν διακριτές περιοχές του χώρου οσοδήποτε απομακρυσμένες μεταξύ τους

Σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική φυσική κατά τη θεώρηση ενός συζευγμένου

κβαντικού συστήματος η σχέση μέρους-όλου είναι δυναμική εις τρόπον ώστε η

αμφίδρομη αναγωγή τους είναι αδύνατη Η κβαντική μηχανική αποτελεί την πρώτη

και προς το παρόν τη μόνη λογικώς συνεπή μαθηματικώς διατυπωμένη και

εμπειρικώς επικυρωμένη θεωρία η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό

ότι το lsquoόλοrsquo δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των lsquoμερώνrsquo του

συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών

σχέσεων3

3 Βάσει του τρόπου απόδοσης καταστάσεων σε φυσικά συστήματα μοναδιαία καταστατικά διανύσματα(καθαρές καταστάσεις) έναντι μη αυτοδύναμων στατιστικών τελεστών (μη καθαρές μεικτές καταστάσεις) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία διάκριση μεταξύ ισχυρήςσχεσιακής (strongrelational) και ασθενούςαποσυνθετικής (weakdeconstructional) μορφής κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας Ως προς το σύνολο τωνδυνατών μορφών κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο αναγνώστης θα μπορούσε να ανατρέξει στην εργασίαμου Karakostas 2004 Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή μη-διαχωρισιμότητας αντιστοιχεί στην ισχυρή τηςμορφή Το σύνολο των εννοιολογικώς σημαντικών πορισμάτων που απορρέουν από το φαινόμενο τηςκβαντικής μη-διαχωρισιμότητας διατηρείται αναλλοίωτο από την επιμέρους προσλαμβάνουσα μορφή της

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 11: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

11

Το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας αποκαλύπτει τον αυθεντικό

ολιστικό χαρακτήρα των συζευγμένων κβαντικών συστημάτων είναι πράγματι

αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από

ιδιότητες οι οποίες υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια ενώ χαρακτηρίζουν το όλο

σύστημα δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς ούτε συναγόμενες μέσω οποιωνδήποτε

συνδυασμών των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του Ας θεωρήσουμε προς τούτο ως

χαρακτηριστικό παράδειγμα (αποτελώντας το πρότυπο παράδειγμα-EPR) ένα σύνθετο

κβαντικό σύστημα S αποτελούμενο από ένα ζεύγος σωματιδίων (S1 S2) με σπιν-12 στη

λεγόμενη μονή κατάσταση (singlet state)

DS = 1radic2 |ψ+gt1otimes |φ-gt2 minus |ψ-gt1otimes |φ+gt2

όπου |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 συμβολίζουν σπιν-ορθοκανονικές βάσεις επί των δισδιάστατων

χώρων Hilbert των σωματιδίων S1 και S2 αντιστοίχως Από φυσική άποψη η κατάσταση

DS συνιστά μία υπερτιθέμενη κατάσταση των ελεύθερων καταστάσεων |ψgt και |φgt των

υποσυστημάτων ή ακριβέστερα των καταστάσεων-γινομένου |ψ+gt1otimes |φ-gt2 |ψ-gt1 otimes

|φ+gt2 υπαγορεύοντας τον τρόπο κατά τον οποίο τα σωματίδια S1 και S2

αλληλοσυσχετίζονται ως προς το μέγεθος του σπιν Χαρακτηριστική ιδιότητα του

σύνθετου συστήματος S στην κατάσταση DS θεωρητικώς προβλεπόμενη και

πειραματικώς επικυρώσιμη είναι ότι το S χαρακτηρίζεται από μηδενική τιμή του

ολικού σπιν Η συγκεκριμένη ιδιότητα του σύνθετου συστήματος S είναι ολιστικής

φύσης δεν καθορίζεται μέσω οποιωνδήποτε φυσικών ιδιοτήτων των υποσυστημάτων του

S1 και S2 θεωρούμενων ως μεμονωμένων οντοτήτων Ειδικότερα η ιδιότητα lsquoολικό σπιν

μηδένrsquo του S δεν επιγίγνεται των ιδιοτήτων των S1 και S2 διότι οι αντίστοιχες σπιν-

καταστάσεις |ψplusmngt1 και |φplusmngt2 των υποσυστημάτων ως συμμετέχουσες στην υπερτιθέμενη

κατάσταση DS στερούνται οποιασδήποτε συγκεκριμένης τιμής σπιν Επιπλέον

δεδομένου του στατιστικού χαρακτήρα απόδοσης τιμών σε κβαντομηχανικά μεγέθη οι

πιθανοτικές κατανομές τιμών των σπιν-συνιστωσών των S1 και S2 δεν διασφαλίζουν με

πιθανότητα ίση με τη μονάδα ότι το σύνθετο σύστημα S πράγματι διαθέτει την ιδιότητα

lsquoολικό σπιν μηδένrsquo Κατrsquo επέκταση η εν λόγω ιδιότητα συνιστά εγγενή φυσική ιδιότητα

του ολικού συστήματος S στη συζευγμένη κατάσταση DS η οποία δεν είναι δυνατόν να

αναχθεί στις τοπικές ιδιότητες των υποσυστημάτων S1 S2 και των μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεων Ακριβώς ανάλογη σχέση μέρουςόλου ισχύει βεβαίως όσον αφορά

στις ιδιότητες της lsquoολικής ορμήςrsquo και lsquoσχετικής απόστασηςrsquo του σύνθετου συστήματος S

ως προς τις αντίστοιχες τοπικές ιδιότητες των μερών του

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 12: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

12

Τούτο ακριβώς είναι το ριζοσπαστικό στοιχείο των συζευγμένων κβαντικών

συσχετίσεων η ύπαρξη όπως και η λειτουργία τους δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί να

επεξηγηθεί ή να αναχθεί σε οποιασδήποτε φύσεως προ-αποδιδόμενη σχέση ή

αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών Ενώ η αλληλεπίδραση κατά τη δυναμική χρονική

εξέλιξη των μερών ενός σύνθετου συστήματος πράγματι κατατείνει στην πρόκληση του

φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας η ύπαρξη του φαινομένου καθεαυτού δεν

προϋποθέτει τη συμμετοχή οποιουδήποτε τύπου αλληλεπιδράσεων ώστε να καταστεί

ενεργό Η αλληλεπίδραση είναι επαρκής όχι όμως αναγκαία συνθήκη για την κβαντική

συζευξιμότητα διότι η απαρχή του φαινομένου είναι κατrsquo ουσίαν κινηματικής φύσης

Λόγω αυτού του γεγονότος οι συζευγμένες συσχετίσεις μεταξύ των υποσυστημάτων

ενός σύνθετου κβαντικού συστήματος δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς μίας αιτιακώς-

εξαρτώμενης συσχέτισης (βλ επίσης Scheibe 1991 σ 228) Η οροθέτηση και λειτουργία

τους καθορίζεται από τη συζευγμένη κβαντική κατάσταση καθεαυτήν το φυσικό

περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται άμεσα στο σύνθετο σύστημα ως ενιαίο όλο

Ο κινηματικός χαρακτήρας του φαινομένου της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και

η σύνδεση του φαινομένου με την αρχή της υπέρθεσης καθίστανται έκδηλοι εάν οι

καταστάσεις ενός συστήματος που υπεισέρχονται στη σύνθεση μίας υπερτιθέμενης

κατάστασης της μορφής

|Ψgt = sumi ci |ψigt (ciisin C sumi |ci|2 = 1)

ερμηνευθούν ως δυνάμει πραγματώσιμες (μέσω της διαδικασίας της μέτρησης ή

lsquoαυθορμήτωςrsquo στη φύση) καταστάσεις |ψigt όπου κάθε μία εξ αυτών χαρακτηρίζεται από

ένα μη-μηδενικό πλάτος πιθανότητας ci ως προς την ενεργό πραγμάτωσή της Η αρχή της

υπέρθεσης των καταστάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβολή-αλληλοεπικάλυψη

αυτών των κβαντικών πλατών πιθανότητας cici αντανακλώντας τη φύση των

αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των δυνατών καταστάσεων ενός κβαντικού συστήματος Ως

αποτέλεσμα κάθε φυσικό μέγεθος Α ενός κβαντικού συστήματος στην υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από εγγενή απροσδιοριστία όσον αφορά στη λήψη καλώς-

ορισμένων τιμών καθιστώντας συνεπώς ανέφικτη μία Boolean (Μπούλειαν) (του τύπου

lsquoναι-όχιrsquo lsquoαληθή-ψευδήrsquo) κατάταξη του μεγέθους Α στην |Ψgt Με άλλους λόγους για

οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος Α στην υπερτιθέμενη κατάσταση |Ψgt που συντίθεται από

ιδιοκαταστάσεις του Α και οποιαδήποτε πρόταση Π που αναφέρεται στο μέγεθος Α δεν

είναι αληθές ότι η πρόταση Π ισχύει ή ότι η άρνησή της ισχύει Συνεπώς η υπερτιθέμενη

κατάσταση |Ψgt χαρακτηρίζεται από το παράδοξο κατά την κλασική αντίληψη γεγονός

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 13: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

13

ότι μολονότι αναπαριστά μία φυσικώς δυνατή κατάσταση του συστήματος κάθε τιμή του

μεγέθους Α σrsquo αυτήν είναι αντικειμενικώς απροσδιόριστη και όχι απλώς άγνωστη Το

φυσικό μέγεθος Α όταν αντιστοιχεί στην κατάσταση |Ψgt της υπέρθεσης φέρει μόνο

lsquoδυνάμει ύπαρξηrsquo η οποία είναι δυνατόν να πραγματωθεί ή να αναχθεί μετά τη

διαδικασία της μέτρησής του σε lsquoενεργεία ύπαρξηrsquo λαμβάνοντας κατά τρόπο εγγενώς

απροσδιόριστο μία από τις δυνατές του τιμές α1 α2 αn με αντίστοιχες πιθανότητες

|c1|2 |c2|2 |cn|2 Η αντικειμενικότητα της απροσδιοριστίας του Α απορρέει από το

γεγονός ότι οι πιθανότητες των διαφόρων δυνατών αποτελεσμάτων ή πραγματώσεων του

μεγέθους Α καθορίζονται από την υπερτιθέμενη κατάσταση καθεαυτήν χαρακτηριστικό

που δεν συναντάται ανάλογό του στο σύνολο της κλασικής φυσικής

Στην κβαντική μηχανική η καθαρή κατάσταση (pure state) ενός συστήματος όπως

στη γενικευμένη περίπτωση της υπέρθεσης των καταστάσεων είναι δυνατόν να ορισθεί

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οπερασιοναλιστική λειτουργία ή διαδικασία μέτρησης

μόνο μέσω μίας πιθανοτικής κατανομής δυνάμει δυνατών τιμών οι οποίες

χαρακτηρίζουν τα φυσικά μεγέθη του συστήματος Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική

κατάσταση είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο οντικό επίπεδο ως το μέτρο της συνύπαρξης

ενός συνόλου πολλαπλών δυνητικοτήτων Ενώ στο επιστημικό επίπεδο η πραγμάτωση

μίας συγκεκριμένης δυνητικότητας επιτυγχάνεται κατά την κβαντική θεωρία μέσω της

πράξης της μέτρησης ή της αυθόρμητης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον

επιβάλλοντας τη μετάβαση από τη δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη4

Συνεπώς κάθε σύνθετο μικροφυσικό σύστημα ευρισκόμενο σε κατάσταση κβαντικής

σύζευξης (και κατrsquo επέκταση υπέρθεσης καταστάσεων τανυστικού-γινομένου)

χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο αλληλεπιδρώντων δυνητικοτήτων ένα σύνολο δυνάμει

δυνατών καταστάσεων Η απόδοση της διπλής τροπικότητας υπό τη σημασία του

lsquoδυνάμει δυνατούrsquo δεν αποσκοπεί απλώς να καταδείξει τη μετάβαση από μία δυνάμει σε

ενεργεία ύπαρξη ή από μία κατάσταση απροσδιοριστίας στη σαφή συγκεκριμενοποίησή

της Προτίθεται επίσης να υπογραμμίσει ότι το πεδίο των κβαντομηχανικών

4 Η έννοια της δυνητικότητας (potentiality) εισήχθηκε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής από τονHeisenberg (1958 σ 42 53) αξιοποιώντας την αριστοτελική κατηγορία του lsquoδυνάμειrsquo και αναπτύχθηκεκατά τρόπο ευθέως ρεαλιστικό από τον Fock (1957 σ 646) Κατrsquo αναλογία ο Margenau (1950 σσ 335-337) έχει συστηματικά χρησιμοποιήσει τον όρο lsquolatencyrsquo ενώ ο Popper (1980 κεφ 9 1990 κεφ 1) τονόρο lsquopropensityrsquo όσον αφορά την αντικειμενική πραγμάτωση μικροφυσικών ιδιοτήτων κατά τη διαδικασίατης μέτρησης κβαντικών συστημάτων Ένας από τους πλέον εύγλωττους συγκαιρινούς υποστηρικτές τηςκαταλληλότητας της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής είναι ο Shimony(1993 τομ 2 κεφ 11) Για τη λειτουργικότητα της έννοιας της δυνητικότητας στην ερμηνεία κβαντικώνθεωριών πεδίου και τη νοηματοδότηση της έννοιας του lsquoκενούrsquo στη σύγχρονη φυσική βλ πχ Harreacute(1990) Saunders amp Brown (1991) Teller (1995)

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 14: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

14

δυνητικοτήτων διέπει αλλά δεν ελέγχει ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης τον

καθορισμό των ενεργεία πραγματικών γεγονότων Η σημασία της δυνητικότητας

συνίσταται στο ότι ότι αποτυπώνεται ως ενεργεία πραγματικό θα μπορούσε να μην ήταν

lsquoπραγματικόrsquo και ότι δεν είναι lsquoπραγματικόrsquo (δηλαδή είναι απομονωμένο στην περιοχή

της δυνατότητας) θα μπορούσε να ήταν lsquoπραγματικόrsquo στην παρουσία κατάλληλων

συνθηκών Η κβαντική δυνητικότητα αναφέρεται σε μία δυναμική lsquoεν τω γίγνεσθαιrsquo

διαδικασία ως προς τη μορφοποίηση μίας πραγματικότητας Η μορφοποίηση δεν είναι

παρά αποτέλεσμα της πιθανοτικής επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων

συναρτήσει ενός καθορισμένου πλαισίου αναφοράς εν προκειμένω ενός πειραματικού

πλαισίου

Η έννοια της κβαντικής δυνητικότητας ή δυνάμει ύπαρξης δεν θα πρέπει να

ταξινομηθεί υπό μία επιστημική κατηγορία κρίσεων Η κβαντική δυνητικότητα δεν

αναφέρεται στην ελλειπτική ή ανεπαρκή γνώση του πειραματιστή ή του θεωρητικού

επιστήμονα ως προς την ακριβή φύση ενός δοθέντος συστήματος αλλά ανήκει στον

τρόπο ύπαρξης του συστήματος καθεαυτόν Όπως έχει ήδη αναφερθεί χαρακτηρίζει το

βαθμό πραγμάτωσης ενός δυνάμει δυνατού γεγονότος μέσω αντικειμενικών φυσικών

συνθηκών δηλαδή μέσω των (εσωτερικών) ιδιοτήτων του συστήματος και των

εξειδικευμένων (εξωτερικών) πειραματικών παραμέτρων Κατrsquo επέκταση η κβαντική

δυνητικότητα είναι φυσικώς πραγματική και αντικειμενική οντότητα όχι μόνο υπό την

προαναφερθείσα έννοια υποδηλώνοντας την τάση ενός συστήματος προς εκδήλωση

ορισμένων ιδιοτήτων όταν υποβάλλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες αλλά επίσης υπό

την έννοια της αλληλεπίδρασηςndashσυμβολής μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών

κβαντικών δυνητικοτήτων όπως στο γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής

συζευξιμότητας

4 Μεθοδολογικές προϋποθέσεις συγκρότησης των αντικειμένων στην κβαντική

φυσική

Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας καθώς και της

απορρέουσας έννοιας της κβαντομηχανικής μη-διαχωρισιμότητας αναφέρονται σrsquo ένα

ένδο-επίπεδο της πραγματικότητας το οποίο είναι ανεξάρτητο από την επιλογή ενός

παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή γενικότερα από τη δράση

του γνωρίζοντος υποκειμένου της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή

ενεργημάτων του Τούτο το εσώτερο επίπεδο της πραγματικότητας είναι εκ της φύσεώς

του πειραματικώς μη-προσβάσιμο οπερασιοναλιστικώς ανέφικτο Αφορά στην περιοχή

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 15: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

15

των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων

στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν λογική δομή Σrsquo αυτή την περιοχή του

υπαρκτού η έννοια του αντικειμένου είναι ασαφής στερείται a priori νοήματος

ανεξάρτητα από το φαινόμενο στο οποίο εντίθεται Υπό μία θεμελιώδη οπτική της

κβαντικής θεωρίας η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς περιγραφής η ικανότητα σαφούς

ομιλίας μας για ένα αντικείμενο ή η δυνατότητα αναφοράς μας σε πειραματικώς

προσπελάσιμα γεγονότα θέτουν ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση (disentanglement)

της υπολανθάνουσας ολότητας της φύσης σε διακριτά αλληλεπιδρώντα μεταξύ τους

όχι όμως κβαντικώς συζευγμένα υποσυστήματα Στην κβαντική μηχανική κάθε

καλώς-ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μίας τομής-Heisenberg (1958 σ 116)

δηλαδή μέσω μίας διαδικασίας αφαίρεσηςπροβολής της μη-Μπούλειαν ολιστικής

περιοχής σrsquo ένα Μπούλειαν πλαίσιο το οποίο καθιστά αναγκαία την εξάλειψη (ή την

κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση) των κβαντικώς συζευγμένων συσχετίσεων μεταξύ του

προς λήψη αντικειμένου και του περιβάλλοντός του (πχ μίας συσκευής μέτρησης) (βλ

επίσης Primas 1993)

Οι προϋποθέσεις της τομής-Heisenberg αυτομάτως ικανοποιούνται στην κλασική

φυσική σε πλήρη συμφωνία με την αρχή διαχωρισιμότητας της Ενότητας 2 Στην

κβαντική μηχανική όμως η δομή της οποίας διαρρηγνύει τους όρους αυτής η έννοια της

τομής-Heisenberg αποκτά την ισχύ μίας μεθοδολογικής αρχής μέσω της οποίας

καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα Η καινοτόμος εισδοχή

της τομής-Heisenberg καθώς και ο προκαλούμενος διαχωρισμός ενός κβαντικού

αντικειμένου από το περιβάλλον του επιβάλλεται για την περιγραφή των μετρήσεων

Συνιστά κατrsquo ουσίαν προϋπόθεση για την οπερασιοναλιστική περιγραφή οποιουδήποτε

άμεσα παρατηρήσιμου στοιχείου της εμπειρικής πραγματικότητας (πχ Atmanspacher

1994) Η ίδια η έννοια της παρατήρησης η επίτευξη αιτιοκρατικών χωρο-χρονικών

περιγραφών η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων πρότερου-ύστερου αιτίας-

αποτελέσματος κατrsquo επέκταση η περιγραφή κάθε κοινής εμπειρίας αυτή η επινόηση και

εκτέλεση μίας ελεγχόμενης πειραματικής διαδικασίας προϋποθέτουν την απόσπαση του

γνωρίζοντος υποκειμένου από το εξεταζόμενο αντικείμενο Στην απουσία ενός ανάλογου

διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου ή στην έλλειψη θεώρησης μίας τομής-

Heisenberg στο κβαντικό πεδίο αναφοράς ο έκδηλος κόσμος των υλικών γεγονότων και

δεδομένων θα ήταν μη γνώσιμος θα συλλαμβάνονταν κατά έναν πλήρως συζευγμένο

τρόπο Η εφαρμογή της τομής-Heisenberg αντιθέτως αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 16: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

16

ρυθμιστικού συνδέσμου μεταξύ της εγγενώς μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής

μηχανικής και των συνθηκών προς μία σαφή περιγραφή της πραγματικότητας Υπrsquo αυτή

την έννοια ένα φυσικό σύστημα νομιμοποιείται στην ανάληψη του ρόλου της

πειραματικής συσκευής ή ειδικότερα της συσκευής μέτρησης (ως προέκτασης του

γνωρίζοντος υποκειμένου) εάν και μόνο εάν δεν είναι ολικώς συσχετισμένο ή κβαντικώς

συζευγμένο με το προς μέτρηση αντικείμενο

Κατrsquo επέκταση η ύπαρξη οποιουδήποτε ατομικού συμβάντος ή γεγονότος

υποστασιοποιείται μόνο υπό τον προσδιορισμό μίας πειραματικής διάταξης ενός

Μπούλειαν πειραματικού πλαισίου εννοώντας από μαθηματική άποψη τον καθορισμό

ενός συνόλου μετατιθέμενων φυσικών μεγεθών συν-μετρήσιμων ως προς το δοθέν

πλαίσιο Με άλλα λόγια δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα γεγονότα στην κβαντική

μηχανική εκτός εάν προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών

που αφορούν στο αδιαίρετο όλο εξεταζόμενου συστήματος ndash πειραματικού πλαισίου (πχ

Landsman 1995 Brukner amp Zeilinger 2001)5 Διότι στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής

μηχανικής δεν είναι δυνατόν να προβεί κανείς στην εύλογη (κατά την κλασική αντίληψη

ή τον κοινό νου) υπόθεση δίχως τη συνεπαγόμενη πρόκληση αντιφάσεων στο

εσωτερικό της κβαντικής θεωρίας ότι ένα δοθέν αντικείμενο χαρακτηρίζεται από μία

διαχωρίσιμη καλώς-ορισμένη ταυτότητα στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου

παρατήρησης Δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανείς κατά τρόπο συνεπή επακριβώς

καθορισμένες τιμές στο σύνολο των κβαντομηχανικών μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου

ιδιαίτερα σε ζεύγη συζυγών ασύμβατων μεγεθών ανεξάρτητα από τον καθορισμό ενός

συγκεκριμένου πλαισίου μέτρησης Ως προς τη φυσικο-μαθηματική δομή της κβαντικής

μηχανικής τούτο οφείλεται σε ενδογενείς περιορισμούς συσχετίσεων συναρτησιακής

φύσης που διέπουν την άλγεβρα των κβαντομηχανικών μεγεθών όπως διαπιστώνεται

μέσω των θεωρημάτων Gleason (1957) Kochen-Specker (1967) και των σύγχρονων

διερευνήσεών τους (πχ Mermin 1993 1995) Για παράδειγμα οποιαδήποτε απόπειρα

απόδοσης (ακόμη κατά τρόπο πλήρως υποθετικό αντιγεγονικό) καλώς-ορισμένων τιμών

στο σύνολο των μεγεθών ενός μικρο-αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της

κβαντικής-στατιστικής-κατανομής-τιμών στο πρότυπο μίας κλασικής κατανομής

παράγοντας κατrsquo επέκταση θεωρητικές αντιφάσεις του τύπου-GHZ (βλ Greenberger et

al 1990)

5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bohr ήδη στη βάση της αρχής της συμπληρωματικότητας εισήγαγε τηνέννοια του κβαντικού φαινομένου ως ενός ενιαίου και αδιαίρετου όλου μη περαιτέρω αναλύσιμου πουοφείλει να ldquoπεριλαμβάνει την περιγραφή της σύνολης πειραματικής διαδικασίαςrdquo (Bohr 1963 σ 73)

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 17: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

17

5 Η πλαισιακή εξάρτηση του κβαντικού αντικειμένου ως γνωστικού αντικειμένου

Η πλαισιακή εξάρτηση (contextuality) των αποδιδόμενων τιμών στα κβαντικά μεγέθη

ενός φυσικού συστήματος έχει υπογραμμισθεί από τον Bell στην πρωτοποριακή του

ανάλυση σχετικά με τη διερεύνηση των εννοιολογικών θεμελίων της κβαντικής

μηχανικής

ldquoΕίχε σιωπηρά υποτεθεί ότι η μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους οφείλει να παρέχει την ίδια τιμή

ανεξάρτητα από το είδος των πιθανών μετρήσεων που θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν

[επί του συστήματος] Δεν συντρέχει πρωταρχικός λόγος να θεωρεί κανείς ότι το αποτέλεσμα

πρέπει να είναι το ίδιο Το αποτέλεσμα της παρατήρησης είναι δυνατόν να εξαρτάται όχι μόνο

από την κατάσταση του συστήματος αλλά επίσης από το είδος της χρησιμοποιούμενης

πειραματικής διάταξηςrdquo (Bell 1966 σ 451)

Η πλαισιακή εξάρτηση των παρατηρησιακών αποτελεσμάτων εμφανίζεται ήδη στο έργο

του Bohr ο οποίος κατrsquo επανάληψη υποστήριξε

ldquoτη μη-δυνατότητα οποιασδήποτε ακριβούς διάκρισης μεταξύ της συμπεριφοράς του ατομικού

αντικειμένου και της αλληλεπίδρασης με τη συσκευή μέτρησης η οποία καθορίζει τις συνθήκες

εκδήλωσης του φαινομένουrdquo (Bohr 1949 σ 210)

Το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης ως προς την απόδοση καλώς-ορισμένων

ιδιοτήτων στην κβαντική μηχανική είναι επίσης παρόν στην οντολογική ερμηνεία της

θεωρίας από τον Bohm ο οποίος με σαφήνεια διαπιστώνει ότι

ldquoοι κβαντικές ιδιότητες δεν ανήκουν μόνο στο παρατηρούμενο σύστημα και εν γένει στερούνται

νοήματος πέραν του ολικού πλαισίου που υπεισέρχεται σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση Το πλαίσιο

συμπεριλαμβάνει την πλήρη πειραματική διάταξη έτσι ώστε η μέτρηση καθίσταται πλέον

πλαισιακώς εξαρτώμενη Επομένως οι lsquoτιμέςrsquo των lsquoμετρούμενων μεγεθώνrsquo δεν αντιστοιχούν

σε lsquoαυτοτελείς υποστάσειςrsquo που υφίστανται ανεξάρτητα από το συνολικό πειραματικό πλαίσιοrdquo

(Bohm amp Hiley 1993 σ 108 103)

Η παρούσα κατάσταση στη σύγχρονη φυσική αντανακλά κατά τον πλέον δεικτικό

τρόπο την αναξιοπιστία της λεγόμενης αρχής περί lsquoεγγενών τιμώνrsquo της κλασικής φυσικής

(lsquopossessed values principlersquo) βάσει της οποίας οι τιμές των φυσικών μεγεθών

θεωρούνται ως ανήκουσες στο αντικείμενο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πειραματικού

πλαισίου ή πλαισίου παρατήρησης Η κλασική-ρεαλιστική υποστήριξη αυτής της

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 18: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

18

υπόθεσης η οποία αποτελεί επίσης συνθήκη του κοινού νου συνθήκη βαθειά

εδραιωμένη στη συνήθη μακροσκοπική αντίληψη έχει καταδειχθεί ως ασύμβατη με τη

δομή της άλγεβρας των κβαντομηχανικών μεγεθών Καλώς-ορισμένες τιμές κβαντικών

μεγεθών είναι δυνατόν να αποδοθούν σrsquo ένα αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας μόνο

εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πειραματικού πλαισίου Το πλαίσιο των

πειραματικών συνθηκών παρέχει τις αναγκαίες συνθήκες φυσικής όπως και

πραγματολογικής υφής μέσω των οποίων μάς επιτρέπεται να αποφαινόμαστε με

συνέπεια ότι οι αποδιδόμενες σε κβαντικά αντικείμενα ιδιότητες αποτελούν μέρος της

φυσικής πραγματικότητας Ή υπό μία εναλλακτική διατύπωση εξαιτίας του

γενικευμένου φαινομένου της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας ο φυσικός κόσμος

εμφανίζεται από την οπτική της θεμελιώδους κβαντικής μηχανικής ως σύνθετη ολότητα

Όμως δεδομένης της προβολής ενός συγκεκριμένου ερωτήματος προς διερεύνηση

έναντι της φύσης και συνεπώς δεδομένου του καθορισμού ενός πλαισίου η ενότητα του

όλου lsquoαποσχίζεταιrsquo σε φαινόμενα μέρη Έτσι ενώ η ποιότητα της κβαντικής ολότητας

αναφέρεται σrsquo ένα έσω-επίπεδο της πραγματικότητας την ανεξάρτητη από τη νόηση

πραγματικότητα (ή οντική πραγματικότητα) που είναι οπερασιοναλιστικώς απροσπέλαστη

η εισαγωγή ενός πλαισίου συνδέεται με το έξω-επίπεδο της πραγματικότητας την

εμπειρική πραγματικότητα που σχηματοποιείται στην ανθρώπινη αντίληψη μέσω

έντεχνων διαδικασιών αφαίρεσηςαπόσπασης από το όλο (Karakostas 2003) Η εισαγωγή

του πειραματικού πλαισίου προσφέρει ακριβώς τις συνθήκες στη βάση των οποίων ένα

κβαντικό γεγονός εκδηλώνει την ύπαρξή του Δηλαδή το πειραματικό πλαίσιο

λειτουργεί όχι ως διαμεσολαβητικός παράγοντας πιστοποίησης προ-δεδομένων

στοιχείων ή γεγονότων αλλά ως μορφοποιητικός παράγοντας για τον παραγωγικό

καθορισμό ενός γεγονότος Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου συνιστούν αναπόσπαστη

συνιστώσα της συγκρότησης του κβαντικού γεγονότος και όχι απλώς εργαλειακή

επέμβαση στο κατά τα λοιπά lsquoαυθεντικόrsquo και lsquoεννοιακά αμόλυντοrsquo περιεχόμενό του

Κατά συνέπεια η φύση της εκδήλωσης των κβαντικών αντικειμένων είναι

πλαισιοκρατική συναρτάται από τον καθορισμό ενός πλαισίου όπου η πειραματική

διαδικασία παρέχει το εκάστοτε φυσικό πλαίσιο το αναγκαίο σύμπλεγμα για την

υποστασιοποίησή τους Αυτό το στοιχείο προσιδιάζει εκ πρώτης όψεως στην άποψη

του Καντ ότι η έννοια ενός αντικειμένου στοιχειοθετείται στη συνθήκη δυνατότητας της

αντιληπτικότητάς του Πέραν της συγκεκριμένης καντιανής αποστροφής του λόγου η

οποία υποβάλλεται σε κριτική αμέσως παρακάτω στο κβαντικό πεδίο αναφοράς το

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 19: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

19

νόημα όρων όπως lsquoπραγματικότηταrsquo ή lsquoαντικειμενικότηταrsquo δεν είναι προσδιορίσιμο από

τη φύση των αντικειμένων καθεαυτών απrsquo ότι τα φυσικά αντικείμενα lsquoόντως είναιrsquo Στη

θεμελιώδη κβαντική μηχανική δεν υφίστανται καλώς-ορισμένα αντικείμενα κατά έναν

εγγενή απόλυτο τρόπο Η κβαντομηχανική περιγραφή της υλικής πραγματικότητας είναι

ουσιωδώς πλαίσιο-εξαρτώμενη Το κλασικό ιδεώδες περί εξατομικευμένων αντικειμένων

χαρακτηριζόμενων από εγγενείς αυτοτελείς ιδιότητες ως αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις

της φυσικής πραγματικότητας διαρρηγνύεται στην κβαντική περιοχή

Κατrsquo επέκταση θα ήταν σφάλμα να θεωρήσει κανείς τα κβαντικά αντικείμενα ως

lsquoπράγματα καθεαυτάrsquo ως lsquoαπόλυτουςrsquo θεμελιώδεις λίθους της πραγματικότητας

Αντιθέτως τα αντικείμενα του πεδίου πραγμάτευσης της κβαντικής μηχανικής

αναπαριστούν φορείς προτύπων οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως

αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή γενικότερα με το

περιβάλλον τους Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο

οποίο εντίθενται καθώς και από τις διαδικασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο

αναγκαίο στην ανάπτυξη κάθε επιστημονικού λόγου Έτσι η αντιληπτή διαχωρισιμότητα

και τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων της εμπειρικής πραγματικότητας

παράγεται μέσω της αποκοπής ή αφαίρεσης των (πράγματι υπαρκτών) συζευγμένων

συσχετίσεων τού υπό εξέταση αντικειμένου με το περιβάλλον του Υπrsquo αυτή την έννοια

τα προκύπτοντα πλαίσιο-εξαρτώμενα κβαντικά αντικείμενα είναι δυνατόν να θεωρηθούν

ως lsquoφαινόμενεςrsquo οντότητες των οποίων η συγκρότηση υποδηλώνεται από τη θεωρία

Στερούνται εξατομίκευσης και επιδέχονται μόνο μίας μη πλήρους φυσικής περιγραφής

στη βάση ανηγμένων μη καθαρών καταστάσεων (non-pure reduced states) ή

στατιστικών πλαισιακών καταστάσεων (contextual quantum states) (βλ Karakostas 2004

και 2005 αντιστοίχως) Δεν αποτελούν όμως επινοήσεις της ανθρώπινης νόησης ούτε

συνιστούν ένα είδος lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων κατά την καντιανή ορολογία6 Αντανακλούν

αντικειμενικά δομικά χαρακτηριστικά της υλικής πραγματικότητας συναρτήσει ενός προ-

επιλεγόμενου καλώς-ορισμένου πλαισίου Η θεώρηση lsquoνοούμενωνrsquo οντοτήτων από την

άλλη πλευρά είναι συναφής μόνο στην περίπτωση μη-εφαρμογής μίας τομής-

Heisenberg μη-επιβολής οποιασδήποτε διαχώρισης υποκειμένου-αντικειμένου ή μη-

πρόκλησης οποιασδήποτε μετρητικής αλληλεπίδρασης Λόγω του ότι η ύπαρξη των

προηγούμενων συνθηκών οδηγεί στη συγκρότηση πλαισιοκρατικής φύσεως αντικειμένων

(lsquoφαινόμενωνrsquo οντοτήτων) η έννοια του lsquoνοούμενουrsquo αντικειμένου αντιστοιχεί σε

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 20: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

20

εμπειρικώςπειραματικώς απροσπέλαστες οντότητες σε εξιδανικευμένες οριακές

περιπτώσεις των lsquoφαινομένωνrsquo Το lsquoνοούμενοrsquo αντικείμενο αδυνατεί να παράγει

πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατόν να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο

δίχως το ίδιο να μετασχηματισθεί σε lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα

6 Η δυναμική φύση του κβαντικού αντικειμένου ως οντικού αντικειμένου

Βάσει των ανωτέρω η έννοια του κβαντικού αντικειμένου αντιδιαστέλλεται ως προς το

καντιανό lsquoπράγμα καθεαυτόrsquo το lsquoόντως ονrsquo δεν τίθεται όμως εκείθεν του lsquoπράγματος

καθεαυτούrsquo αλλά αποτελεί εκδήλωση και επικάλυψη της ουσιώδους φύσης του δηλαδή

δομών και σχέσεων απρόσιτων στην εποπτεία Το κβαντικό αντικείμενο απροσπέλαστο

το ίδιο από την αντιληπτική αίσθηση καθίσταται γνωστό μόνο μέσω των εκδηλώσεών

του μόνο διαμέσου των lsquoφαινόμενωνrsquo υπάρξεών του οι οποίες υποστασιοποιούνται

συναρτήσει της φύσης του αντικειμένου και καθορισμένων εξωτερικών συνθηκών Το

μικρο-αντικείμενο παρουσιάζεται ως lsquoφαινόμενηrsquo οντότητα ορισμένης μορφής διότι

συνιστά μία ολότητα ορισμένου περιεχομένου που δεν εκδηλώνεται παρά με αυτή τη

μορφή στην παρουσία κατάλληλων ειδικών συνθηκών Κατrsquo επέκταση το lsquoφαινόμενοrsquo

αντικείμενο είναι το κβαντικό αντικείμενο εκδηλώνοντας μία καλώς-ορισμένη ιδιότητα

βάσει των συνθηκών ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου

Σύμφωνα με την ανάλυση στην Ενότητα 3 η απόδοση μίας καταστατικής ιδιότητας σrsquo

ένα κβαντικό αντικείμενο συνεπάγεται την αναγνώριση της οντικής δυνητικότητας (ontic

potentiality) του αντικειμένου όσον αφορά την πραγμάτωση ενυπαρχουσών δυνάμει

ιδιοτήτων του σε ενεργεία όταν το αντικείμενο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ή με

ένα κατάλληλο πειραματικό πλαίσιο Η χρήση του όρου lsquoοντική δυνητικότηταrsquo

παραπέμπει στον αριστοτελικής υφής γενετικό δεσμό μεταξύ lsquoδυνάμειrsquo και lsquoενεργείαrsquo

ύπαρξης7 Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη δεν αντιπαρατίθεται τυπικά ούτε απολυτοποιείται ως

6 Για μία συστηματική διερεύνηση της διάκρισης μεταξύ lsquoνοούμενωνrsquo (noumenal) και lsquoφαινόμενωνrsquo(phenomenal) οντοτήτων στο φιλοσοφικό σχήμα του Καντ βλ Allison 19837 Βλ Αριστοτέλους Φυσικά Β 193b 3-18 Μετά τα φυσικά Η 1045a 20-25 ldquoέκαστον γάρ τότε λέγεταιόταν εντελεχεία η μάλλον ή όταν δυνάμει ει δrsquo άρα τούτο φύσις και η μορφή φύσις έτι δrsquo η φύσις ηλεγομένη ως γένεσις οδός εστιν εις φύσιν το φυόμενον εκ τινός εις τί έρχεται η φύεται τι ουν φύεταιουχί εξ ου αλλrsquo εις ό η άρα μορφή φύσιςrdquo (Φυσικά Β 193b 7-18) Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη η σκέψη του Χέγκελ αναφορικά με τη διαλεκτική σχέσηδυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύγλωττη σrsquo αυτό το σημείο ldquoΌτι είναι πραγματικό μπορείνα ενεργείsdot ένα [Πράγμα] εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει Το Είναι τουπου βρίσκεται σε σχέση με άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του Όταν όλες οι συνθήκες ενόςΠράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότηταsdot η πληρότητα τωνσυνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο τοπεριεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόνrdquo (Χέγκελ18131998 σ 348 351)

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 21: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

21

προς τη lsquoδυνάμειrsquo αλλά εκλαμβάνεται ως μέτρο αυτής Η lsquoενεργείαrsquo ύπαρξη του

κβαντικού αντικειμένου δεν προκύπτει ex nihilo από το τίποτα αλλά από το lsquoβάθοςrsquo του

πραγματικού δηλαδή τη δυνητικότητα του αντικειμένου ως προς την υποστασιοποίηση

συγκεκριμένων μορφών στην παρουσία αναγκαίων εξωτερικών συνθηκών Ο

πολυδύναμος μετασχηματισμός του ζεύγους lsquoδυνάμει-ενεργείαrsquo συλλαμβάνει τη lsquoφύσηrsquo

του κβαντικού αντικειμένου ως προς την οποία η έννοια της lsquoταυτότηταςrsquo συνιστά μόνο

επιμέρους μη-αναλλοίωτο προσδιορισμό Ο σαφής καθορισμός της ταυτότητας του

αντικειμένου είναι αδύνατος πέρα από κάθε εξωτερική συνθήκη ανεξάρτητα από τις

σχέσεις του αντικειμένου με το περιβάλλον του οι οποίες είναι συστατικές των δομών

του Έτσι το κβαντικό αντικείμενο συλλαμβάνεται ως η διαφοροποιημένη ενότητα των

εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών του διότι το πραγματωμένο αντικείμενο δεν

αποτελεί τυπική αντίθεση της δυνάμει ύπαρξής του Δυνάμει ύπαρξη και ενεργεία

πραγμάτωση αντιτίθενται διαλεκτικά Ότι ως δυνάμει εισέρχεται στην πραγματικότητα

και γίνεται συνεπώς ενεργεία υπό δεδομένες συνθήκες είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό

διαφοροποιημένες συνθήκες (βλ επίσης Ενότητα 7) Υπrsquo αυτή την έννοια το κβαντικό

αντικείμενο εν αντιθέσει προς κάθε μηχανιστική ή απλοϊκή ρεαλιστική αντίληψη

συνιστά οντότητα και ταυτοχρόνως δυναμική ολότητα σχέσεων Ως οντότητα

συγκροτείται από το σύνολο των ενεργεία και δυνάμει ιδιοτήτων του Ως ολότητα

συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το αντικείμενο είναι

δυνατόν να ευρεθεί Το πλέγμα των αμοιβαίως αποκλειόμενων πραγματωμένων σχέσεων

ως αποτέλεσμα του πολυσχιδούς μετασχηματισμού δυνάμει-ενεργεία του ίδιου

αντικειμένου υπό διακριτές (ασύμβατες μεταξύ τους) συνθήκες μέτρησης εξαντλεί το

σύνολο των εμπειρικών εκφάνσεων του αντικειμένου8

Κάθε εμπειρική έκφανση των μικροφυσικών αντικειμένων όμως δεν εκλαμβάνεται

ως το αναπαραστατικό αποτέλεσμα μεμονωμένων (ανεξάρτητα δομημένων)

αντικειμένων που συμβαίνει να υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο ούτε ως εποπτικό

αποτέλεσμα απλώς συμβατό προς την αντιληπτική λειτουργία του υποκειμένου

παρατηρητή αλλά ως τρόπος lsquoεκδήλωσηςrsquo της οντικής πραγματικότητας στο

αποπρωσοποποιημένο υποκείμενο δηλαδή ως ιδιαίτερη lsquoόψηrsquo ή lsquoπροβολήrsquo της οντικής

πραγματικότητας στις επακριβώς καθορισμένες συνθήκες ενός πλαισίου μέτρησης Όπως

έχει ήδη υπογραμμισθεί αντικείμενο προς μέτρηση αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και

8 Μία αυστηρή εντός των δυνατών ορίων κβαντομηχανική περιγραφή των προαναφερόμενων σχέσεωνπαρουσιάζεται στην εργασία μου Karakostas 2005

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 22: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

22

πλαίσιο μέτρησης συνιστούν οργανικά συναρτώμενους όρους κατά την ιδιοποίηση του

πραγματικού στη μικροφυσική Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική

lsquoμορφοποιείrsquo lsquoδομείrsquo το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας Το γεγονός αυτό δεν θέτει σε

αμφισβήτηση την αντικειμενική υπόσταση των μικροφυσικών οντοτήτων Αντιθέτως οι

ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου υπό τις οποίες διερευνάται το κβαντικό αντικείμενο

καθορίζουν μέσω του εννοιολογικού συστήματος της κβαντικής θεωρίας τους όρους

αντικειμενικής διείσδυσης στο πεδίο της ανεξάρτητης του υποκειμένου πραγματικότητας

της οντικής πραγματικότητας Έτσι το αναπόδραστο κατά την κβαντική θεωρία όριο

όσον αφορά την αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα φυσικά μικρο-συστήματα

από όριο στη γνώση μετασχηματίζεται σε όρο δυνατότητας για τη γνώση Τούτο επίσης

σηματοδοτεί στην προσέγγισή μας την επιβαλλόμενη μεταστροφή από την παθητική

μεταφυσική ως προς την πρόσληψη του όντος στη δυναμική μεταφυσική της διερεύνησης

του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος

7 Ενεργός επιστημονικός ρεαλισμός

Η πλαισιοκρατική φύση των κβαντικών οντοτήτων δεν καθιστά αδύνατη μία ρεαλιστική

προσέγγιση του φυσικού κόσμου όπως συνήθως θεωρείται Η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας δεν αντιβαίνει προς το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του

επιστημονικού ρεαλισμού Η συσχέτισή τους όμως καταδεικνύει την αναγκαιότητα

εγκατάλειψης της κλασικής ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και των παραδοσιακών

μεταφυσικών της προϋποθέσεων κυρίως του ατομισμού και του οντολογικού

αναγωγισμού Λόγω της ουσιώδους πλαισιοκρατικής περιγραφής της υλικής

πραγματικότητας κατά την κβαντομηχανική θεώρηση η αναγνώριση της ενεργούς

συμμετοχής του γνωρίζοντος υποκειμένου στην ανάδειξη των lsquoπροτύπωνrsquo της φύσης ως

lsquoαντικειμένωνrsquo μελέτης της φυσικής επιστήμης είναι ιδιαίτερης σημασίας Κατrsquo

επέκταση η εννοιολογική σύλληψη της πραγματικότητας όπως αναδύεται μέσω της

σύγχρονης θεμελιώδους φυσικής καλεί προς ένα είδος ρεαλισμού που ονομάζουμε

ενεργό επιστημονικό ρεαλισμό (active scientific realism) (βλ Karakostas 2004)

Ενεργό διότι αποσκοπεί στον προσδιορισμό και οροθέτηση της συνεισφοράς της

ορθολογικής νόησης στην εμπειρία στοχεύει στην αναγνώριση του συμμετοχικού ρόλου

του γνωρίζοντος υποκειμένου κατά την πρόσληψη και αποτύπωση της φυσικής

πραγματικότητας όπως έχει ήδη επισημανθεί στην Ενότητα 5 η ταυτοποίηση ενός

συγκεκριμένου φυσικού προτύπου ως αντικειμένου εξαρτάται από τη διαδικασία της

γνώσης την προ-επιλογή ενός πειραματικού πλαισίου ενός πλαισίου αναφοράς ως προς

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 23: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

23

το είδος της φυσικής περιγραφής Και ρεαλισμό διότι προτάσσει ότι δοθέντος ενός

πλαισίου lsquoσυμπαγήrsquo αντικείμενα (δομές της πραγματικότητας) χαρακτηρίζονται από

καλώς-ορισμένες ιδιότητες ανεξάρτητα από τη γνώση μας γιrsquo αυτές Σύμφωνα με την

προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού η εμπειρική πραγματικότητα συνιστά

συναρτησιακή κατηγορία Συναρτησιακή ως προς τον ρόλο συμμετοχής του γνωρίζοντος

υποκειμένου ώστε η εξωτερική πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται πλέον ως ύπαρξη

προ-δεδομένη ως προ-καθορισμένη αλήθεια προς περιγραφή υπαγορεύσιμη από ένα

εξωτερικό σημείο αναφοράς αλλά ως ύπαρξη δυναμική που υπόκειται και στη δράση του

υποκειμένου Η μη-διαχωρίσιμη δομή της κβαντικής μηχανικής τα πειραματικώς

επικυρωμένα ολιστικά χαρακτηριστικά που αναφύονται απrsquo αυτήν και η συνακόλουθη

πλαισιοκρατική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας καθιστούν το γνωρίζον

υποκείμενο αναπόσπαστο μέρος της φυσικής πραγματικότητας που παρατηρεί Το

γνωρίζον υποκείμενο νοείται πλέον ως ύπαρξη-εις-τον-κόσμο και όχι ως ύπαρξη τιθέμενη

έναντι του κόσμου όπου κατά την παραδοσιακή απεικονιστική θέση η γνωσιακή σχέση

υποκειμένου-κόσμου συνίσταται απλώς στην παθητική πρόσληψη δεδομένων

Μολονότι κατά την κβαντική θεωρία η δυνατότητα απόκτησης γνώσης της φυσικής

πραγματικότητας όπως lsquoαυτή πράγματι είναιrsquo καθίσταται ανέφικτη τούτο δεν

συνεπάγεται υπό την οπτική της προσέγγισής μας την απόρριψη μίας ανεξάρτητης από

τη νόηση πραγματικότητας (οντικής πραγματικότητας) ως έννοιας περιττής ή

στερούμενης νοήματος όπως ευαγγελίζεται για παράδειγμα η κατασκευασιοκρατική

θεώρηση Αντιθέτως η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού προϋποθέτει

την αποδοχή της οντικής πραγματικότητας ως οντότητας οντολογικώς αυτόνομης

απρόσβλητης από τον επιστημονικό λόγο και συμμετέχουσας σrsquo αυτόν κατά τρόπο

διαλεκτικό Η ύπαρξή της ευθέως αναγνωρίζεται ως λογικώς πρότερη της εμπειρίας και

της γνώσης δεν συνιστά μόρφωμα της ανθρώπινης νόησης ούτε αποτέλεσμα

εκλεπτυσμένης γνωστικής ιδιοποίησης Υφίσταται ανεξάρτητα από τον εκάστοτε

παρατηρητή προβάλλοντας αντίσταση στις επιχειρούμενες μεθόδους του πειραματικής

και θεωρητικής φύσης όπως και ιδεολογικής πολιτισμικής κοινωνικής κλπ υφής

προκειμένου να την αναπαραστήσει εννοιολογικά και να την καταστήσει επαρκώς

γνωστή Κατrsquo αυτόν τον τρόπο αναφαίνεται η οντολογική πρωτοκαθεδρία της όπως και η

υλικότητά της (βλ Μπαλτάς 2001 Karakostas amp Hadzidaki 2005) Στο πεδίο αναφοράς

της κβαντικής μηχανικής όμως οποιαδήποτε γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας

εμπεριέχει ως αδιαχώριστη συνιστώσα την προθετικότητα του υποκειμένου του

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 24: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

24

παρατηρητή Η παρατηρούμενη πραγματικότητα δεν συνιστά πλέον κάτι που απλώς

αναμένεται να lsquoανακαλυφθείrsquo από το υποκείμενο αλλά συνδιαμορφώνεται από την ίδια

την ερευνητική διερώτηση και ορθολογική δράση του υποκειμένου

Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από την ελευθερία επιλογής

ως προς το τμήμα της φύσης που τίθεται υπό έλεγχο ως προς το είδος τού προς

διερεύνηση ερωτήματος ως προς τον σχεδιασμό τού προς εκτέλεση πειράματος Ο ρόλος

των επιλογών του παρατηρητή είναι μη-εξαλείψιμος από την ερμηνεία της κβαντικής

μηχανικής Διότι πρώτον το στοιχείο της επιλογής του παρατηρητή ούτε ελέγχεται ούτε

διέπεται από νόμους κανόνες ή ρυθμιστικές αρχές της κβαντικής θεωρίας δεύτερον ο

στατιστικός αλγόριθμος της θεωρίας είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο εάν έχει

προηγηθεί η επιλογή ενός συγκεκριμένου πειραματικού πλαισίου και τρίτον και πλέον

σημαντικό η ελευθερία στην επιλογή ενός πλαισίου αναφοράς οδηγεί στην κβαντική

μηχανική προς μία βαθμιαίως εκδιπλούμενη εικόνα της πραγματικότητας η οποία εν

γένει δεν καθορίζεται μόνο από το αρχικώς διερευνούμενο τμήμα του φυσικού κόσμου

Σύμφωνα με τη φυσικο-μαθηματική δομή της πρότυπης κβαντικής μηχανικής η

ελευθερία στην επιλογή του πειραματικού πλαισίου στο είδος του τιθέμενου έναντι της

φύσης ερωτήματος και στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων ελέγχου του καθιστά

δυνατή την άσκηση ανεξίτηλων επιδράσεων στη δυναμική εξέλιξη όπως και στη φύση

ενός κβαντικού συστήματος Τέτοιου είδους επίδραση ασκείται για παράδειγμα κατά τη

διαδικασία της μέτρησης όσον αφορά στην πραγμάτωση των μικροφυσικών

δυνητικοτήτων (potentialities) του προς μέτρηση συστήματος Πράγματι δεδομένης της

αρχικής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος όπως και της επιλογής ενός

πειραματικού πλαισίου η πράξη της μέτρησης μεταβάλλει το πληροφοριακό περιεχόμενο

του μετρούμενου συστήματος κατά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου ως

προς το οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση Έτσι ο καθορισμός του πλαισίου προσδίδει

στην κατάσταση του συστήματος ένα ιδιαίτερο υποσύνολο δυνητικοτήτων δηλαδή

δυνάμει δυνατών αποτελεσμάτων9 Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μέτρησης

μόνο ένα δυνάμει δυνατό αποτέλεσμα πραγματώνεται έναντι του συνόλου των λοιπών

δυνητικοτήτων ενώ η αρχική κατάσταση του συστήματος ποιοτικώς μεταβάλλεται

αντιστοιχώντας πλέον μετά τη μέτρηση σrsquo ένα ριζικώς νέο σύνολο δυνητικοτήτων το

οποίο επίσης υπόκειται σε μεταβολή όταν και εάν το προκύπτον σύστημα υποβληθεί σε

9 Για μία λεπτομερή μαθηματική αποτύπωση αυτής της σχέσης μέσω της χρήσης lsquoπλαισιακών κβαντικώνκαταστάσεωνrsquo (contextual quantum states) βλ Karakostas 2005

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 25: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

25

μία εκ νέου μέτρηση βάσει των χαρακτηριστικών του επιλεγόμενου νέου πλαισίου

κόκ Συνεπώς κατά τη διεξαγωγή μίας ακολουθίας μετρήσεων η κατάσταση του

συστήματος μεταφέρει στον χρόνο κατά ανεξίτηλο μη-αντιστρέψιμο τρόπο το

πληροφοριακό περιεχόμενο της επιλογής του κάθε πειραματικού πλαισίου η δε

μεταφορά συντελείται εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται κβαντομηχανικώς ο στατιστικός

έλεγχος των αποτελεσμάτων των διαδοχικών μετρήσεων

Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού στοχεύει ακριβώς

στον προσδιορισμό των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους το γνωρίζον

υποκείμενο καθίσταται άμεσος μέτοχος του φυσικού κόσμου Επιχειρεί να αρθρώσει

όπως και να οροθετήσει εντός του πλαισίου της σύγχρονης φυσικής την αντίληψη περί

ενός lsquoσυμμετοχικού σύμπαντοςrsquo κατά την έκφραση του Wheeler (1983 σ 202) Στην

κβαντική μηχανική εκτός από την επιλογή του πειραματικού πλαισίου ως ενέργημα της

νόησης του παρατηρητή η βούληση του παρατηρητή ως προς την επιλογή του προς

μέτρηση μεγέθους συμμετέχει επίσης κατά ανεξίτηλο τρόπο στην εκδήλωση του

στοιχειώδους κβαντικού φαινομένου Χρησιμοποιώντας για την ανάδειξη αυτού του

γεγονότος ένα κατάλληλα γενικευμένο παράδειγμα ας θεωρήσουμε ότι δια των Α Β και

Γ αντιπροσωπεύονται φυσικά μεγέθη ενός κβαντικού συστήματος ώστε το μέγεθος Α

είναι συμβατό δηλαδή μετατίθεται με τα μεγέθη Β και Γ ([Α Β] = 0 = [Α Γ]) όχι όμως

τα Β και Γ μεταξύ τους ([Β Γ] ne 0) Τότε κατά την κβαντική θεωρία το αποτέλεσμα

μίας μέτρησης του μεγέθους Α θα εξαρτάται από το εάν ο παρατηρητής είχε

προηγουμένως υποβάλει το σύστημα σε μία μέτρηση του μεγέθους Β ή σε μία μέτρηση

του μεγέθους Γ ή σε καμία απrsquo αυτές Η προηγούμενη κατάσταση η οποία αντιβαίνει

προς κάθε κοινή μακροσκοπική μας διαίσθηση είναι δυνατόν να ληφθεί ως παράγωγη

του θεωρήματος των Kochen-Specker ενώ ανάλογες ακόμη πιο δραστικές εκφράσεις

αναφορικά με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προκύπτουν μέσω πρόσφατων διερευνήσεων

καθιερωμένων φαινομένων της κβαντικής μηχανικής όπως του κβαντικού φαινομένου

του Ζήνωνα και των πειραμάτων τύπου lsquoχρονικώς ύστερων επιλογώνrsquo (delayed choice

experiments) (πχ Peres 1993 Tegmark 2000)

Υπrsquo αυτή την έννοια η κβαντική μηχανική αναμφίβολα αποκαλύπτει τη δυνατότητα

ενεργούς συμβολής του γνωρίζοντος υποκειμένου στη διαμόρφωση της εμπειρικώς

επικυρώσιμης πραγματικότητας Η διαδικασία της κβαντικής μέτρησης δεν πιστοποιεί

απλώς τη μικροσκοπική φύση της πραγματικότητας αλλά τη συγκροτεί ως ένα ενιαίο

σύνολο δυνάμει γεγονότων Το γνωρίζον υποκείμενο ο παρατηρητής είναι συμμέτοχος

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 26: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

26

της πραγμάτωσης ενός συγκεκριμένου γεγονότος όχι ως υποκειμενική συνείδηση αλλά

ως συνδιαμορφωτής του υπαρκτού κάτω από αντικειμενικά προσδιοριζόμενες ακριβείς

πειραματικές συνθήκες Η προτεινόμενη προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού ως ερμηνευτική ρυθμιστική υπόθεση στη φυσική επιστήμη

ενσωματώνει τον ανθρώπινο παράγοντα στην προσπάθεια κατανόησης της

πραγματικότητας της οποίας η ανθρώπινη γνώση είναι αναπόσπαστο κομμάτι

Αναγνωρίζει την εγγενή συμπλοκή υποκειμένου-αντικειμένου συνυφαίνοντας τον

υποκειμενικό διασταλτικό ρόλο του γνωρίζοντος υποκειμένου σrsquo έναν αντικειμενικώς

υπαρκτό φυσικό κόσμο Ολοένα αναπτύσσεται μία ισχυρότερη αποδοχή του γεγονότος

ότι η θέση του καρτεσιανού ιδεώδους περί απόλυτης διαχώρισης της ανθρώπινης νόησης

από τον εξωτερικό κόσμο μη επιτρέποντας οποιονδήποτε ενδιάμεσο φορέα

αλληλοδιείσδυσης είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη (πχ Smith 1996) Καρτεσιανού τύπου

θεωρήσεις οδηγούν στην παραγωγή σχημάτων γνώσης καθαρμένων υποτίθεται από

ανθρώπινες ποιότητες τείνοντας προς μία ελεύθερη-προοπτικών σύλληψη του

κόσμου η οποία είναι ελλιπής για την κατανόηση της πραγματικότητας (βλ Ενότητα 8)

Αντιθέτως η πρόταση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού υποστηρίζει ότι η

αυθεντική σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο δεν συντάσσεται ως σχέση

απόλυτης διαχώρισης ούτε ως σχέση ανεξαρτησίας ή εξωτερικότητας αλλά ως σχέση

ενεργούς συμμετοχής Έτσι η απόκτηση γνώσης ως προς τη δομή του φυσικού κόσμου

οδηγεί επίσης στη γνώση των όρων του υποκειμένου ως γνώστη και συνεπώς στη

βαθύτερη κατανόηση της δράσης ή συνεισφοράς τού υποκειμένου στην εννοιολογικά

αρθρωμένη αντίληψή μας για τον κόσμο Και αντιστρόφως επίγνωση των όρων

συμμετοχής τού υποκειμένου στους γνωστικούς ισχυρισμούς περί φυσικής

πραγματικότητας οδηγεί στην πιστότερη αξιολόγηση του πληροφοριακού περιεχομένου

που ο φυσικός κόσμος φέρει Σrsquo αυτή την προσέγγιση ανθρώπινη υποκειμενικότητα και

επιστημονική αντικειμενικότητα εντός των αντίστοιχων ορίων καταλληλότητάς τους δεν

αποτελούν πλέον διαμετρικά αντίθετες όψεις διενεργούνται από κοινού

Η συμμετοχή της υποκειμενικότητας συνιστά κατrsquo ουσίαν αναγκαία συνθήκη ως προς

την επιστημονική αντικειμενικοποίηση της φυσικής πραγματικότητας διότι στο πεδίο

αναφοράς της κβαντικής μηχανικής η συγκρότηση αντικειμενικών αναφορών

προϋποθέτει την εγγραφή των επιλεγόμενων συνθηκών παρατήρησης στην περιγραφή

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 27: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

27

των φυσικών φαινομένων10 Όπως έχει διεξοδικά επιχειρηματολογηθεί η ακριβής γνώση

των καταστατικών ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος είναι αδύνατον πλέον να

διαχωριστεί ακόμη και εννοιολογικά από τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του

πειραματικού πλαισίου βάσει του οποίου συντελείται η μέτρησηαπόδοση των εν λόγω

ιδιοτήτων Οι ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξη

ενός φαινομένου συνιστούν στην επικράτεια της μικροφυσικής συνδιαμορφωτικό

στοιχείο της περιγραφής κάθε φαινομένου στο οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί κατά

σαφή τρόπο ο όρος φυσική πραγματικότητα Διότι η καταρχήν πλαισιακή εξάρτηση των

μικροφυσικών αντικειμένων δεν συνεπάγεται μόνο την ύπαρξη ορίων ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης της καθεαυτό φύσης του αντικειμένου αλλά

ταυτοχρόνως αποτελεί συνθήκη της μικροσκοπικής δομής του κόσμου που επιδιώκουμε

να γνωρίσουμε

Κατrsquo επέκταση εάν θεωρηθεί όπως τυπικά εκλαμβάνεται κατά το πρότυπο του

κλασικού επιστημονικού ρεαλισμού ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής

πραγματικότητας συνιστά εξεικόνιση αναπαραστατική περιγραφή του φυσικού κόσμου

εμπεριέχουσα οντολογική αναφορά ευθείας αντιστοίχισης στο lsquoόντως όνrsquo

εξοβελίζοντας συνεπώς την ενεργό συμμετοχή του γνωρίζοντος υποκειμένου τότε

αυτή η αντίληψη περί lsquoπραγματικότηταςrsquo αντιτίθεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο που

μέσω της σύγχρονης φυσικής είναι δυνατόν να αποδοθεί στον όρο lsquoπραγματικότηταrsquo Σε

αντίθεση με την κλασική ρεαλιστική αντίληψη η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού

ρεαλισμού δεν προκαταλαμβάνει καταχρηστικά τι πρέπει να λογισθεί ως φυσικό

αντικείμενο δεν θέτει οποιοδήποτε a priori οντολογικό επικάλυμμα στη φυσική επιστήμη

ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε a priori θεώρηση ως προς τη φύση lsquoαυτού που

πραγματικά υπάρχειrsquo Αναγνωρίζοντας ως επιστημολογικό εμπόδιο τον φιλοσοφικό

δογματισμό επιδιώκει την αιτιολόγηση των κρίσεων περί φυσικής πραγματικότητας

καθώς και τη συγκρότηση της μεταφυσικής της βάσης δηλαδή της συγκρότησης μίας

συνεπούς εικόνας του κόσμου και της θέσης μας σrsquo αυτόν ως γνωστικά όντα σε

αλληλουχία με το περιεχόμενο των θεμελιωδέστερων φυσικών θεωριών Ως συνολικό

αποτέλεσμα η προσέγγιση του ενεργού επιστημονικού ρεαλισμού επιτυγχάνει να

αντιπαρέλθει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του κλασικού ρεαλισμού που

αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της δυνητικότητας του ποιοτικού μετασχηματισμού τη

10 Ανάλογη θεώρηση της διπολικής ζεύξης υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας όσον αφορά το πεδίοτης θεωρίας της σχετικότητας συναντάται στο έργο του Weyl (1949 σ 116)

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 28: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

28

σχέση αμοιβαιότητας μέρους-όλου γενικότερα την πολυδύναμη φύση της μικροφυσικής

πραγματικότητας όσο και του θετικισμού που συρρικνώνει την επιστημονική

διαδικασία στην ανίχνευση του παρατηρήσιμου και στον λογισμό εμπειρικών

προτάσεων

8 Καταρχήν περιορισμός απόκτησης γνώσης του όλου στην πληρότητά του

Μολονότι η σχέση του γνωρίζοντος υποκειμένου με τον κόσμο εύλογα συλλαμβάνεται

κατά τον ισχυρισμό μας ως σχέση ενεργούς συμμετοχής ένα είδος διάκρισης μεταξύ

γνωρίζοντος υποκειμένου και γνωριζομένου αντικειμένου θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί

μέσα στον κόσμο Όπως ήδη σημειώθηκε στην Ενότητα 4 η ανάπτυξη μίας

επιστημονικής περιγραφής της πραγματικότητας η οποία είναι επιδεκτική πειραματικού

ελέγχου προϋποθέτει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου παρατηρητή-

παρατηρούμενου Τούτος ο επαγόμενος διαχωρισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη όρο

δυνατότητας για την άσκηση κάθε πειραματικής επιστήμης συμπεριλαμβανομένης

βεβαίως της φυσικής Αποτελεί κατrsquo επέκταση επίσης τη συνθήκη επί της οποίας

βασίζεται οποιοδήποτε εμπειρικώς επικυρώσιμο χαρακτηριστικό των συζευγμένων

(πεπλεγμένων) κβαντικών συσχετίσεων Είναι ενδιαφέρον όπως και ειρωνικό ότι το

σύνολο των πειραματικών ενδείξεων που αφορούν στην κβαντική μη-διαχωρισιμότητα

επιτυγχάνεται μέσω συστηματικής lsquoεξάλειψηςrsquo αυτής της ίδιας της μη-διαχωρισιμότητας

μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου και του μέσου της παρατήρησής του Υπrsquo αυτή την

έννοια το φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δεν συνιστά παρατηρήσιμο

φαινόμενο καθεαυτό Είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να δειχθεί ή να συναχθεί κατά ένα

διαχωρίσιμο τρόπο εννοιολογικώς χρησιμοποιώντας αντιγεγονικό (counterfactual)

συλλογισμό Όταν ανάλογου είδους συλλογισμός χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των

κβαντικών συσχετίσεων τύπου-Bell μεταξύ χωρικώς διαχωρισμένων κβαντικών

συστημάτων όπως για παράδειγμα στην ανάλυση πειραματικών ελέγχων των

ανισοτήτων-Bell είναι δυνατόν να σημειωθούν αντιφάσεις με τον στατιστικό αλγόριθμο

της κβαντικής μηχανικής οδηγώντας σε πειραματικώς επικυρωμένες καταστάσεις που

συνεπάγονται με τη σειρά τους την ύπαρξη ενός αδιαίρετου μη-ανατμήσιμου όλου (πχ

Καρακώστας 1999) Η κβαντική θεωρία όμως η οποία παρέχει το υπόβαθρο για τη

συστηματοποίηση των πειραματικών αποτελεσμάτων αδυνατεί να αποκαλύψει ή να

περιγράψει τον πραγματικόακριβή χαρακτήρα αυτού του όλου Το όλο είναι αυστηρά

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 29: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

29

μιλώντας μη περιγράψιμο υπό την έννοια ότι κάθε λεπτομερής περιγραφή αποβαίνει

κατά τρόπο αναγκαίο στην ανάτμηση του άλλως μη-ανατμήσιμου (πχ Primas 1994)

Έτσι μολονότι η μη-διαχωρισιμότητα ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας

συνεπάγεται αδιαμφισβήτητα ότι η αδιαίρετη ενότητα του όλου συνιστά θεμελιώδες

χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου εντούτοις ούτε διαμέσου της θεωρίας ούτε

διαμέσου του πειράματος είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η ακριβής σύνθεση ή υφή αυτής

της ολότητας Από την άποψη αυτή νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια

ότι η πραγματικότητα ως όλο δεν είναι επιδεκτική πλήρους επιστημονικής γνώσης ή

τουλάχιστον κατά την έκφραση του Drsquo Espagnat (1995 1998) είναι κεκαλυμμένη

Επίσης σrsquo ένα γενικότερο επίπεδο θεώρησης η πραγματικότητα εννοούμενη ως όλο

αδυνατεί να υποβληθεί στην άμεση επιστημονική πρακτική δεν είναι δυνατόν να

αποτελέσει το αντικείμενο λεπτομερούς επιστημονικής διερεύνησης διότι ούτε είναι

δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί ούτε να υπολογισθεί ή να παρατηρηθεί εκ των έξω Στο

πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας η ανάπτυξη οποιουδήποτε λόγου αναφορικά με τη φύση

αυτού του αδιαίρετου όλου είναι κατrsquo ανάγκη οντολογικού μεταφυσικού χαρακτήρα

ενώ το μόνο επιβεβαιωτικό στοιχείο ως προς τη μη-ανατμήσιμη ενότητά του έγκειται

στην ύπαρξη των κβαντικώς πεπλεγμένων αλληλοσυσχετίσεων δια των οποίων

συνδέονται μεταξύ τους και ως προς το όλο τα συναπαρτιζόμενα μέρη του11

Οδηγούμαστε επομένως σrsquo ένα νέο όριο της επιστημονικής διαδικασίας ως προς τη

δυνατότητα απόκτησης γνώσης του αληθούς ή ακριβούς χαρακτήρα της φυσικής

πραγματικότητας στην πληρότητά της

Η συνήθης φιλοσοφική υπόθεση περί υπάρξεως ενός πανοπτικού Αρχιμήδειου

σημείου αναφοράς καθίσταται απατηλή στην κβαντική θεωρία Σε αντιδιαστολή προς τη

θεώρηση ενός ανεπικύρωτου και καθολικού σημείου ή lsquoθέας από το πουθενάrsquo (lsquoview

from nowherersquo) του κλασικού παραδείγματος η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει κατά

τρόπο θεμελιώδη την προοπτικότητα (perspective) στον χαρακτήρα της γνώσης Η

κβαντική θεωρία ορίζει ότι η μικροφυσική πραγματικότητα είναι ουσιωδώς μη-

διαχωρίσιμη ενώ η διακριτότητά της σε επιμέρους γεγονότα αποτελεί συνάρτηση της

θεώρησης ενός πλαισίου Όπως δείχθηκε στην Ενότητα 5 πρόσβαση στον μη-Μπούλειαν

11 Ο εγγενής πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας είναι δυνατόν να ιδωθεί ως απόρροια τηςμη-ανακτήσιμης απώλειας πληροφορίας κατά την αναγκαία ως προς την άσκηση επιστήμης τομή τουκβαντικώς μη-διαχωρίσιμου όλου Η κβαντική πιθανότητα δεν συνιστά εκδήλωση ατελούς γνώσης αλλάέκφραση της πολλαπλής πραγμάτωσης των μικροφυσικών δυνητικοτήτων ενός κβαντικού συστήματοςεντός δεδομένων πειραματικών συνθηκών προσδιορίσιμων κατά την έντεχνη τομή του όλου από τημετρητική διαδικασία

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 30: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

30

κβαντικό κόσμο αποκτάται μόνο μέσω της υιοθέτησης μίας ιδιαίτερης Μπούλειαν

προοπτικής μόνο μέσω του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου Μπούλειαν πλαισίου

διασπώντας έτσι εντέχνως την ολότητα της φύσης Συνεπώς η καταγραφή απόδοση και

επικοινωνία των μικροφυσικών ιδιοτήτων ή υποατομικών χαρακτηριστικών ως προς τον

μη-Μπούλειαν κβαντικό κόσμο προϋποθέτουν το ανεπίτευκτο μίας ανεξάρτητης-

προοπτικών περιγραφής διότι προϋποθέτουν τον ακριβή προσδιορισμό ενός

πειραματικού πλαισίου (καθοριζόμενου από ένα σύνολο συν-μετρήσιμων μεγεθών για το

σύμπλεγμα κβαντικού συστήματος-πλαισίου) βάσει του οποίου και μόνο καθίσταται

δυνατή η πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος της διαδικασίας της

μέτρησης

Ας είναι κανείς βέβαιος ότι υπάρχει μόνο μία εξωτερική πραγματικότητα όμως κάθε

περιγραφή της προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου σημείου αναφοράς Η

θεώρηση μίας προοπτικής lsquoαπό το πουθενάrsquo ή η επίκληση ενός Αρχιμήδειου σημείου ή

ακόμη η παραπομπή σrsquo ένα καθολικό αναγωγιστικό πλαίσιο συνιστούν μόνο εκφάνσεις

ευσεβούς προσδοκίας απλώς δεν υφίστανται Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πλήρους

γνώσης του κόσμου ως ενιαίου όλου θα όφειλε να συνοδεύεται από ένα επεξηγηματικό

σχήμα ως προς τη διαδικασία της αντίληψης ή τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων

του γνωρίζοντος υποκειμένου διότι το γνωρίζον υποκείμενο είναι μέρος του κόσμου Θα

όφειλε να συμπεριλάβει στο εσωτερικό μίας υποτιθέμενης τελικής θεωρίας ένα

επεξηγηματικό σχήμα ως προς τις συνθήκες της παρατήρησης περιγραφής και

επικοινωνίας στις οποίες εμείς ως ενσυνείδητα όντα ως παρατηρητές αφηγητές και

κοινωνοί ήδη υποβαλλόμαστε Δεν είναι δυνατόν για εμάς να τις υπερβούμε δεν

μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω απrsquo αυτές Τούτο θα ήταν ανάλογο της ατέρμονης

να είστε σίγουροι απόπειράς μας να παράγουμε μία χαρτογράφηση της υδρογείου

περιλαμβάνοντας την υδρόγειο ως στοιχείο του χάρτη Η χρήση της συγκεκριμένης

μεταφοράς αποσκοπεί στην εύληπτη κατανόηση του εννοιολογικώς μη τετριμμένου

γεγονότος ενός είδους lsquoGoumldel ορίουrsquo όσον αφορά εγγενείς περιορισμούς στην

πληρότητα κάθε φυσικής περιγραφής ότι μία λογικώς συνεπής θεωρία αδυνατεί εν

γένει να εγγράψει το σύνολο του περιεχομένου της ως αντικείμενο μελέτης της

Ειδικότερα η επιστημονική γλώσσα της υποτιθέμενης τελικής μας θεωρίας θα όφειλε να

ήταν σημασιολογικώς πλήρης (ή κλειστή) και κατrsquo επέκταση θα προκαλούσε αντινομίες

ή παράδοξα ιδιαίτερα σε σχέση με περιγραφές αυτο-αναφορικών καταστάσεων όπως

στην περίπτωση της κβαντικής θεωρίας μέτρησης του von Neumann η οποία οδηγεί

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 31: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

31

κατά λογικώς αναγκαίο τρόπο σε μία άπειρη αναδρομή παρατηρούμενων παρατηρητών

(βλ Chiara 1977 Καρακώστας 2000)

Δεδομένων αυτών των στοιχείων η θεώρηση μίας lsquoθέας από το πουθενάrsquo εκλήφθηκε

ως υπαρκτή δυνατότητα στο εσωτερικό της φυσικής επιστήμης πριν από την ανάπτυξη

της κβαντικής μηχανικής διότι στην κλασική φυσική η ισχύς της αρχής της

διαχωρισιμότητας και της μηχανιστικής αιτιοκρατίας οδήγησαν στην αμιγώς

αναγωγιστική υπόθεση ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν να αναλύσει κανείς πλήρως και

επακριβώς ένα σύνθετο σύστημα στα συνιστώντα του μέρη και ακολούθως να εξάγει τη

φύση του όλου μέσω των μερών του Λόγω του ότι το μέρος ενός όλου αντιμετωπιζόταν

στην κλασική φυσική ως ένα lsquoκλειστόrsquo σύστημα διαχωρίσιμο από το όλο το όλο θα ήταν

εν τέλει δυνατόν να περιγραφεί δια εφαρμογής των νόμων διατήρησης της ενέργειας

της ορμής και της στροφορμής ως το άθροισμα των μερών του και των φυσικών τους

αλληλεπιδράσεων και συνεπώς το γνωρίζον υποκείμενο θα επιτύγχανε γνώση της

φυσικής πραγματικότητας ως εάν lsquoίστατο έξωθενrsquo αυτής

Βάσει του θεωρητικού πλαισίου της κβαντικής μηχανικής η παραπάνω εικόνα είναι

απορριπτέα Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί εκτενώς η θεώρηση της φυσικής

πραγματικότητας ως μίας ολότητας υποθέτοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση

απολαύει νοήματος δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των μερών

που συναπαρτίζουν το όλο συμπεριλαμβανομένων των χωροχρονικών σχέσεων και

φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μερών διότι το όλο παρέχει πλέον το πλαίσιο για

την ύπαρξη των μερών Λόγω της μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής όλο

και μέρη αλληλο-επηρεάζονται και αλληλο-καθορίζονται κατά τρόπο αμοιβαίο η

διάταξη των μερών ρυθμίζεται από το όλο ενώ το όλο εξαρτάται από τη διασύνδεση των

μερών του Κατά συνέπεια η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του κλασικού παραδείγματος

βάσει της οποίας η δομή του όλου περιγράφεται ή επεξηγείται πλήρως υπό τους όρους

των μερών του καθίσταται αδόκιμη Στην κλασική μηχανική δοθέντος ενός σύνθετου

φυσικού συστήματος η δυναμική του όλου θεωρήθηκε ως αναγώγιμη στις ιδιότητες των

συναπαρτιζόμενων μερών Στην κβαντική μηχανική η πραγμάτευση μέρους-όλου είναι

αντίστροφης διάταξης η ταυτότητα και οι ιδιότητες των μερών είναι δυνατόν εν τέλει να

επεξηγηθούν μόνο υπό τους όρους της δυναμικής του όλου Διότι σrsquo ένα μη-διαχωρίσιμο

(συζευγμένο) κβαντικό σύστημα η ταυτότητα τού μέρους στο εσωτερικό ενός όλου

διαφοροποιείται από την ταυτότητά του εκτός του όλου όπως χαρακτηρίζεται από την

lsquoαπομονωμένηrsquo εξιδανικευμένη του κατάσταση Έτσι για παράδειγμα ένα

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 32: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

32

απομονωμένο σωματίδιο με σπιν-12 λόγου χάριν ένα lsquoελεύθεροrsquo ηλεκτρόνιο είναι

αδύνατον να ταυτοποιηθεί με την κατάσταση-σπιν του ηλεκτρονίου όταν συμμετέχει ως

μέρος ενός ζεύγους ηλεκτρονίων στο σχηματισμό της λεγόμενης μονής συζευγμένης

κατάστασης (singlet state) (βλ Karakostas 2004)

Εν κατακλείδι η παρούσα κατάσταση στη φυσική δηλώνει ότι ο φυσικός επιστήμονας

ως συνειδητό ον είναι δυνατόν να λειτουργεί υπό μία ήπια μορφή του αναγωγιστικού

παραδείγματος επιδιώκοντας την ανάλυση σύνθετων συστημάτων σε επιμέρους με την

απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι κατά τη διαδικασία αυτή η φύση του όλου δεν θα

αποκαλυφθεί Η αξία της αναγωγιστικής αντίληψης ως μίας υπόθεσης εργασίας ή ως ενός

μεθοδολογικού εργαλείου ανάλυσης και έρευνας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σrsquo αυτό

το σημείο αλλά στο οντολογικό επίπεδο αναφοράς δεν είναι πλέον δυνατόν να

θεωρείται ως αληθής κώδικας του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου και των περιεχομένων

του Το γενικευμένο φαινόμενο της κβαντικής μη-διαχωρισιμότητας δηλώνει κατά τρόπο

αδιαμφισβήτητο ότι η λειτουργία του φυσικού κόσμου είναι αδύνατον να αναχθεί σε

αυτή των συστατικών του θεωρούμενων ως ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων αλλά σαφώς

εντοπισμένων διακριτών εξατομικευμένων οντοτήτων Κάθε συνεκτική

εννοιολογικοποίηση του φυσικού κόσμου συμβατή με τις προβλέψεις της κβαντικής

μηχανικής απαιτεί να αντιληφθούμε τον κόσμο κατά την έκφραση του Heisenberg

(1958 σ 96) ldquoως ένα πεπλεγμένο δίκτυο σχέσεων ή διαδικασιών μεταξύ γεγονότων που

μπορούν να αλληλομεταβάλλονται ή να αλληλεπικαλύπτονται ή να συσχετίζονται

προσδιορίζοντας έτσι την υφή του όλουrdquo Μολονότι πλήρης γνώση του όλου είναι

καταρχήν αδύνατη ο ουσιαστικός του χαρακτήρας μπορεί να διαυγασθεί μέσω της

διεισδυτικής ικανότητας της θεωρίας και της μελλοντικής της ανάπτυξης Σrsquo αυτήν την

προοπτική είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η έννοια της κβαντικής μη-

διαχωρισιμότητας θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της επόμενης εννοιολογικής

επανάστασης στη φυσική ή ακόμη ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κανονιστική

υπόθεση στον προσανατολισμό της έρευνας για την ανάπτυξη της μελλοντικής

θεμελιώδους φυσικής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allison H E 1983 Kantrsquos Transcendental Idealism Yale University Press New Haven

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 33: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

33

Aspect A Grainger G and Roger G 1982 lsquoExperimental Test of Bellrsquos Inequalities

Using Time-Varying Analyzersrsquo Physical Review Letters 49 1804-1807

Atmanspacher H 1994 lsquoObjectification as an Endo-Exo Transitionrsquo στο H

Atmanspacher and GJ Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ

15-32

Bell J S 1966 lsquoOn the Problem of Hidden Variables in Quantum Mechanicsrsquo Reviews

of Modern Physics 38 447-452

Bohr N 1949 lsquoDiscussion with Einstein on Epistemological Problems in Atomic

Physicsrsquo στο P A Schilpp (ed) Albert Einstein Philosopher-Scientist Library of

Living Philosophers Evanston σσ 200-241

Bohr N 1963 Essays 1958-1962 on Atomic Physics and Human Knowledge New York

Wiley

Bohm D amp Hiley B 1993 The Undivided Universe An Ontological Interpretation of

Quantum Mechanics London Routledge

Brukner C amp Zeilinger A 2001 lsquoConceptual Inadequacy of the Shannon Information

in Quantum Measurementsrsquo Physical Review A 63 022113

Burri A 1994 lsquoInterview with Hilary Putnamrsquo in Hilary Putnam Campus Frankfurt

σσ 170-189

Chiara d M L 1977 lsquoLogical Self Reference Set Theoretical Paradoxes and the

Measurement Problem in Quantum Mechanicsrsquo Journal of philosophical Logic 6 331-

347

Einstein A 19481971 lsquoQuantum Mechanics and Realityrsquo in M Born (ed) The Born-

Einstein Letters London Macmillan σσ 168-173

Espagnat B De 1995 Veiled Reality Reading Addison-Wesley

Espagnat B De 1998 lsquoQuantum Theory A Pointer to an Independent Realityrsquo quant-

ph9802046

Fine A 1996 The Shaky Game Einstein Realism and the Quantum Theory 2nd ed

University of Chicago Press Chicago

Fock V 1957 lsquoOn the Interpretation of Quantum Mechanicsrsquo Czechoslovak Journal of

Physics 7 643-656

Gleason A M 1957 lsquoMeasures on the Closed Sub-Spaces of Hilbert Spacesrsquo Journal

of Mathematics and Mechanics 6 885-893

Greenberger D Horn M Shimony A amp Zeilinger A 1990 lsquoBellrsquos Theorem Without

Inequalitiesrsquo American Journal of Physics 58 1131-1143

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 34: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

34

Harreacute R 1990 lsquoTracks and Affordances The Sources of a Physical Ontologyrsquo

International Studies in the Philosophy of Science 4 149-158

Hegel G 18131998 Επιστήμη της λογικής [Η μεγάλη λογική Η διδασκαλία περί της

ουσίας] μτφρ Δ Τζωρτζόπουλος Αθήνα Δωδώνη

Healey R 1994 lsquoNonseparable Processes and Causal Explanationrsquo Studies in History

and Philosophy of Science 25 337-374

Heisenberg W 1958 Physics and Philosophy New York Harper amp Row

Howard D 1989 lsquoHolism Separability and the Metaphysical Implications of the Bell

Experimentsrsquo στο J Cushing and E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of

Quantum Theory Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame Indiana University of

Notre Dame Press σσ 224-253

Howard D 1997 lsquoSpace-Time and Separability Problems of Identity and Individuation

in Fundamental Physicsrsquo στο R Cohen M Horne and J Stachel (eds) Potentiality

Entanglement and Passion-at-a Distance Dordrecht Kluwer Academic Publishers σσ

113-141

Karakostas V 1994 lsquoLimitations on Stochastic Localization Models of State Vector

Reductionrsquo International Journal of Theoretical Physics 33 1673-1687

Karakostas V and Dickson M 1995 lsquoDecoherence in Unorthodox Formulations of

Quantum Mechanicsrsquo Synthese 10 61-97

Καρακώστας Β 1999 Φιλοσοφία Κβαντικής Μηχανικής στο Φιλοσοφία της Επιστήμης

Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες (Δ Αναπολιτάνος Θ Αραμπατζής Β

Καρακώστας Β Κιντή) Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα σσ 259-317

Καρακώστας Β 2000 lsquoΕπί του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης

Πραγματικότητα αντικειμενικότητα και πιθανοκρατία στη σύγχρονη φυσικήrsquo Νεύσις

9 95-15

Karakostas V 2003 lsquoThe Nature of Physical Reality in the Light of Quantum

Nonseparabilityrsquo Abstracts of 12th International Congress of Logic Methodology and

Philosophy of Science Oviedo Spain σσ 329-330

Karakostas V 2004 lsquoForms of Quantum Nonseparability and Related Philosophical

Consequencesrsquo Journal for General Philosophy of Science 35 285-312 Επίσης στο

httpxxxlanlgovabsquant-ph0502099

Karakostas V 2005 lsquoNonseparability Potentiality and the Context-Dependence of

Quantum Objectsrsquo υπό δημοσίευση στο Journal for General philosophy of Science

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 35: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

35

Karakostas V amp Hadzidaki P 2005 lsquoRealism vs Constructivism in Contemporary

Physics The Impact of the Debate on the Understanding of Quantum Theory and its

Instructional Processrsquo υπό δημοσίευση στο Science amp Education

Kochen S and Specker E 1967 lsquoThe Problem of Hidden Variables in Quantum

Mechanicsrsquo Journal of Mathematics and Mechanics 17 59-87

Landsman N 1995 lsquoObservation and Superselection in Quantum Mechanicsrsquo Studies in

History and Philosophy of Modern Physics 26 45-73

Lewis D 1986 Philosophical Papers Vol 2 Oxford University Press Oxford

Lewis D 1994 lsquoHumean Supervenience Debuggedrsquo Mind 103 473-490

Margenau H 1950 The Nature of Physical Reality New York McGraw Hill

Mermin N D 1993 lsquoHidden Variables and the Two Theorems of John Bellrsquo Reviews of

Modern Physics 65 803-815

Mermin N D 1995 lsquoLimits to Quantum Mechanics as a Source of Magic Tricks

Retrodiction and the Bell-Kochen-Specker Theoremrsquo Physical Review Letters 74 831-

834

Μπαλτάς Α 2001 lsquoΑπέναντι στην επιστήμη Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιαςrsquo

στο Αντικείμενα και όψεις του εαυτού Αθήνα Εστία σσ 19-77

Peres A 1993 Quantum Theory Concepts and Methods Kluwer Dordrecht

Popper KR 1980 The Logic of Scientific Discovery London Hutchinson

Popper KR 1990 A World of Propensities Bristol Thoemmes

Primas H 1993 lsquoThe Cartesian Cut the Heisenberg Cut and Disentangled Observersrsquo

στο KV Laurikainen and C Montonen (eds) Symposia on the Foundations of

Modern Physics Singapore World Scientific σσ 245-269

Primas H 1994 lsquoEndo- and Exotheories of Matterrsquo στο H Atmanspacher and GJ

Dalenoort (eds) Inside Versus Outside Berlin Springer σσ 163-193

Putnam H 19871998 Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού μτφρ Μ Βενιέρη amp Κ

Σταυροπούλου Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο

Saunders S amp Brown H 1991 The Philosophy of Vacuum Oxford University Press

Oxford

Scheibe E 1991 lsquoSubstances Physical Systems and Quantum Mechanicsrsquo στο G

Schurz and GJW Dorn (eds) Advances in Scientific Philosophy Essays in Honour of

Paul Weingartner Amsterdam Rodopi σσ 215-229

Shimony A1993 Search for a Naturalistic World View Volume 2 Natural Science and

Metaphysics Cambridge Cambridge University Press

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve
Page 36: Καρακώστας_Περί της Φύσεως και Ερμηνείας της Κβαντικής Πραγματικότητας. Το Πρότυπο του Ενεργού Επιστημονικού

36

Schroumldinger E 1935 lsquoDiscussion of Probability Relations Between Separated Systemsrsquo

Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 31 555-563

Smith B C 1996 On the Origin of Objects Cambridge Massachusetts The MIT Press

Takesaki M 1979 Theory of Operator Algebras I New York Springer

Tegmark M 2000 lsquoThe Importance of Quantum Decoherence in Brain Processrsquo

Physical Review E 61 4194-4206

Teller P 1989 lsquoRelativity Relational Holism and the Bell Inequalitiesrsquo στο JT

Cushing amp E Mcmullin (eds) Philosophical Consequences of Quantum Theory

Reflections on Bellrsquos Theorem Notre Dame University of Notre Dame Press σσ 208-

223

Teller P 1995 An Interpretive Introduction to Quantum Field theory Princeton

University Press Princeton New Jersey

Tittel W Brendel J Zbinden H and Gisin N 1998 lsquoViolation of Bell Inequalities by

Photons More Than 10km Apartrsquo Physical Review Letters 81 3563-3566

Weyl H 1949 Philosophy of Mathematics and Natural Science New York Atheneum

Wheeler J A 1983 lsquoLaw Without Lawrsquo στο J A Wheeler and W H Zurek (eds)

Quantum Theory and Measurement Princeton Princeton University Press σσ 182-

213

  • Ocirciuml ethntildeuumlocircotildeethiuml ocirciumlotilde aringiacutearingntildeatildeiumlyacute aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecirciumlyacute ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveiumlyacute
  • Acircaacuteoacuteszligeumlccedilograve Ecircaacutentildeaacuteecircthornoacuteocircaacuteograve(
  • 1 AringeacuteoacuteaacuteatildeugraveatildeTHORN
    • 4 IgravearingegraveiumlaumliumleumliumlatildeeacuteecircYacuteograve ethntildeiumlucircethiumlegraveYacuteoacutearingeacuteograve oacuteotildeatildeecircntildeuumlocircccediloacuteccedilograve ocircugraveiacute aacuteiacuteocirceacuteecircaringeacuteigraveYacuteiacuteugraveiacute oacuteocircccediliacute ecircacircaacuteiacuteocirceacuteecircTHORN oumlotildeoacuteeacuteecircTHORN
      • 7 Aringiacutearingntildeatildeuumlograve aringetheacuteoacuteocircccediligraveiumliacuteeacuteecircuumlograve ntildearingaacuteeumleacuteoacuteigraveuumlograve