Αρχιερείς ΣτΕ

31
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ – ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Ν. Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟΣ Συνταγματική Ρύθμιση των Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας «Η Εκλογή Αρχιερέων ενώπιον του ΣτΕ» Αλέξανδρος Απ. Μαντζούτσος Αριθμός Μητρώου: 421 ΠΜΣ

description

Αρχιερείς ΣτΕ

Transcript of Αρχιερείς ΣτΕ

Page 1: Αρχιερείς ΣτΕ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ – ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Ν. Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟΣ

Συνταγματική Ρύθμιση των Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας

«Η Εκλογή Αρχιερέων ενώπιον του ΣτΕ»

Αλέξανδρος Απ. ΜαντζούτσοςΑριθμός Μητρώου: 421 ΠΜΣ

ΑΘΗΝΑ 2006

Page 2: Αρχιερείς ΣτΕ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εισήγηση έχει ως αντικείμενο την νομολογιακή προσέγγιση των σχέσεων

Εκκλησίας-Πολιτείας, με επίκεντρο τα ζητήματα που έχουν τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου της

Επικρατείας κατά την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως κατά της εκλογής Αρχιεπισκόπου και

Μητροπολιτών.

Μετά από μία συνοπτική αναφορά της συνταγματικής ρύθμισης των σχέσεων

Εκκλησίας – Πολιτείας κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, γίνεται μία σύντομη ιστορική

προσέγγιση του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξης του 1928 καθώς και

του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977), ώστε να είναι,

εν συνεχεία, δυνατό να τεθεί ο προβληματισμός όσον αφορά στο σύστημα που διέπει σήμερα

τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας.

Κατόπιν, στο κύριο μέρος της εισήγησης, στην αρχή του οποίου αναφέρεται ο τρόπος

συγκρότησης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.), ακολουθεί μία νομολογιακή

προσέγγιση της διαδικασίας εκλογής Αρχιεπισκόπου και Μητροπολιτών. Η προσέγγιση αυτή

κρίθηκε σκόπιμο να γίνει με αναφορά όχι μόνο στις «κλασικές» αποφάσεις του Συμβουλίου

της Επικρατείας των δεκαετιών ’70 και ‘80 αλλά και σε πρόσφατες αποφάσεις του

δικαστηρίου αυτού, όπως π.χ. οι υπ’ αριθμ. 3767/2002 (Υπόθεση Αρχιεπισκόπου

Χριστοδούλου) και 2288/2000 (Υπόθεση Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμωνος), μέσα από

τις οποίες επαναεπιβεβαιώνονται, εν πολλοίς, οι απόψεις που είχε υιοθετήσει το Συμβούλιο της

Επικρατείας στις κλασικές εκείνες αποφάσεις.

Στο τέλος, παρατίθενται αποσπάσματα από την Ολ. ΣτΕ 1028/1993, μέσα από την

οποία διαφαίνονται πολλά από τα ζητήματα τα οποία ανέκυψαν εξαιτίας της απομάκρυνσης

Μητροπολιτών αντικανονικώς εκλεγέντων εκλεγεί κατά την περίοδο της Δικτατορίας,

απομάκρυνση η οποία έλαβε χώρα χωρίς να τους δοθεί η δυνατότητα άσκησης του

δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.

2

Page 3: Αρχιερείς ΣτΕ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.

-ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2

-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 3

-ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: Σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας 4

1.1. Συνταγματική Ρύθμιση (Σύνταγμα 1975/1986/2001) 4

1.2. Ιστορικά Στοιχεία (Πατριαρχικός Τόμος του 1850 – Συνοδική Πράξη του 1928) 4

1.3. Ν. 590/1977 (Ο Ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος) 6

1.4. Το Σύστημα που Διέπει τις Σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας 6

-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ: Διαδικασία Εκλογής Αρχιερέων 8

2.1. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.) 8

2.2. Η Εκλογή Αρχιεπισκόπου 8

3.1. Η Εκλογή Μητροπολιτών 11

-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ: Η Ολ. ΣτΕ 1028/1993 Ειδικότερα 17

-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 21

-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 22

3

Page 4: Αρχιερείς ΣτΕ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1.1. Συνταγματική Ρύθμιση (Σύνταγμα 1975/1986/2001)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ του Συντάγματος, «Επικρατούσα θρησκεία

στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». «Eίναι

αυτοκέφαλη, διοικείται από την Iερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά

Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της

Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850 και

της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928». Η τελευταία εκ των ως άνω διατάξεων έχει,

κατά την πρωτότυπη σύνταξή της από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975, στην

καθαρεύσουσα ως εξής: «[Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος] Είναι αυτοκέφαλος και

διοικείται υπό της ιεράς Συνόδου των εν ενεργεία αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης

Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει,

τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ (29) Ιουνίου του έτους 1850 και

της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.

Σύμφωνα με την νομολογία, «... η Εκκλησία της Ελλάδος νοείται υπό την έννοια

του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς δηλαδή τις «περιοχές του Κράτους», στις οποίες,

κατά την παρ. 2 του άρθρου τούτου, εξακολουθεί να ισχύει το υφιστάμενο κατά τον χρόνο

ψηφίσεως του Συντάγματος διαφορετικό «εκκλησιαστικό καθεστώς»1.

1.2. Ιστορικά Στοιχεία (Πατριαρχικός Τόμος του 1850 – Συνοδική Πράξη του 1928)

Με τον Πατριαρχικό Τόμο της κθ’ (29) Ιουνίου 1850, το Πατριαρχείο της

Κωνσταντινουπόλεως ανακήρυξε κανονικώς ως αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος υπό

ρητούς όρους μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα διοικείται

«κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής

επεμβάσεως» από Σύνοδο Αρχιερέων «προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία

1 ΣτΕ 3767/2002

4

Page 5: Αρχιερείς ΣτΕ

της χειροτονίας» υπό την Προεδρία του Μητροπολίτη Αθηνών. Ειδικότερα μάλιστα, ορίζεται

ότι τα θέματα που αναφέρονται στην εσωτερική εκκλησιαστική διοίκηση, όπως η εκλογή και η

χειροτονία Αρχιερέων, ο αριθμός και η ονομασία των αρχιερατικών θρόνων, η χειροτονία

ιερέων και διακόνων, η διοίκηση των μονών, κ.λπ., θα πρέπει να ρυθμιστούν με «συνοδικές

πράξεις» σύμφωνες προς τους ιερούς κανόνες, τα πατροπαράδοτα έθιμα και τις διατυπώσεις

της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Παρά την προσπάθεια αυτή του Οικουμενικού

Πατριαρχείου να συνδυάσει με την έκδοση του Τόμου την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας με

την παγίωση της κανονικής τάξεως στην νεοϊδρυθείσα Εκκλησία της Ελλάδος, επιτάσσοντας

την αυτοδιοίκησή της με βάση τους ιερούς κανόνες, ο Τόμος καταψηφίστηκε τελικά από την

ελληνική Βουλή, η οποία ψήφισε «Νόμον Καταστατικόν» της Εκκλησίας, επαναφέροντας κατ’

ουσίαν τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας στις πολιτειοκρατικές αρχές του Maurer όπως αυτές

είχαν διατυπωθεί στην Διακήρυξη «Περί της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» (23

Ιουλίου / 4 Αυγούστου 1833).

Εν συνεχεία, ενόψει αφενός μεν των Βαλκανικών Πολέμων που οδήγησαν στην

απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης - η οποία

πάντως είχε ήδη ένα ημιαυτόνομο καθεστώς που βασιζόταν στην Σύμβαση που είχε συναφθεί

μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Κρητικής Πολιτείας το 1900 – περιοχές οι οποίες

έμελλαν να αποτελέσουν τις λεγόμενες «Νέες Χώρες», αφετέρου δε του εθνικού διχασμού και

της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκδόθηκε μετά από διαπραγματεύσεις με την ελληνική

Πολιτεία η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, με την οποία το

Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέθεσε «επιτροπικώς» και υπό δέκα όρους την διοίκηση των

Μητροπόλεων των Νέων Χωρών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Μεταξύ των όρων

αυτών, συγκαταλέγεται η ισότιμη συμμετοχή των Αρχιερέων των επαρχιών αυτών του

Οικουμενικού Θρόνου στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, η μνημόνευση

από τους Αρχιερείς των «Νέων Χωρών» του Οικουμενικού Πατριάρχη, η υποβολή εκθέσεων

κατ’ έτος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η απαγόρευση των αρχιερατικών μεταθέσεων, το

δικαίωμα του εκκλήτου των Ιεραρχών των «Νέων Χωρών» ενώπιον του Οικουμενικού

Πατριάρχη και η διατήρηση απαραμείωτων των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη

επί των Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών που βρίσκονται στην Ελλάδα.

5

Page 6: Αρχιερείς ΣτΕ

1.3. Ν. 590/1977 (Ο Ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος)

Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 3 παρ. 1 του

ισχύοντος Συντάγματος είναι ο εκτελεστικός νόμος 590/1977, ο οποίος υπήρξε προϊόν μικτής

επιτροπής αποτελούμενης από κληρικούς και λαϊκούς την σύσταση της οποίας προέβλεψε το

Ν.Δ. 87/1974, το πρώτο νομοθέτημα μετά την μεταπολίτευση με το οποίο επιχειρήθηκε η

ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων.

1.4. Το Σύστημα που Διέπει τις Σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας

Σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα του συστήματος που διέπει τις σχέσεις Πολιτείας –

Εκκλησίας, παρατηρείται2 ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος, πέρα από τις

αδυναμίες διατυπώσεως, όχι μόνο δεν έλυσε, αντιθέτως δημιούργησε πρόσθετα ερμηνευτικά

προβλήματα. Ενδεικτικά, α) αν η φράση «επικρατούσα θρησκεία» εκληφθεί απλώς ως

διαπίστωση του αναμφισβήτητου γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων

πολιτών δηλώνει ως θρήσκευμα την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, οδηγείται κανείς σε

τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο στο οποίο θα κατέληγε αν θεωρούσε ότι το

περιεχόμενο της φράσεως σημαίνει «επίσημη θρησκεία», β) αν η μετοχή «τηρουμένων»

θεωρηθεί ότι εξαρτάται από το ρήμα «διοικείται», τότε ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η

Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 υιοθετούνται στο σύνολό τους από το Σύνταγμα.

Αν όμως προσδιορίζει απλώς την μετοχή «συγκροτουμένης», τότε τα πατριαρχικά κείμενα

διέπουν μόνο τον τρόπο συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ.

Σύμφωνα με την νομολογία, «κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όπως

συνάγεται και από τις συζητήσεις της Βουλής κατά την ψήφιση του Συντάγματος επιδιώχθηκε να

κατοχυρωθούν συνταγματικά, όχι όλες οι διατάξεις που περιέχονται στον ως άνω Πατριαρχικό

Τόμο και την Συνοδική Πράξη, αλλά μόνο οι διατάξεις εκείνες των εν λόγω κειμένων, οι οποίες

αναφέρονται στον τρόπο συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τα πρεσβεία της

αρχιερωσύνης και κατ’ ίσο αριθμό από τις επαρχίες της Παλαιάς Ελλάδας και των Νέων

Χωρών, ώστε να καταστεί αδύνατη στο μέλλον η δημιουργία αριστίνδην Συνόδων» 3. «…οι

2 Ι. Μ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα (2002), σελ. 973 ΣτΕ 3767/2002. Πρβλ. Ολ. ΣτΕ 3178/1976, 545-6/1978, 2715/1984

6

Page 7: Αρχιερείς ΣτΕ

Μητροπολίται αποτελούν όργανα διοικήσεως της οικείας Μητροπόλεως, η οποία, ως και η

Εκκλησία της Ελλάδος, παραλλήλως προς τον χαρακτήρα της ως θείου καθιδρύματος, αποτελεί

κατά νόμον (άρθρο 1 παρ. 4 ν. 590/1977 …), κατά τας νομικάς αυτής σχέσεις, νομικόν

πρόσωπον δημοσίου δικαίου»4.

Ως προς το σύστημα που διέπει τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας, κατά την μάλλον

κρατούσα άποψη, οι σχέσεις αυτές είναι τελείως ρευστές και διαρκώς μεταβαλλόμενες και,

συνεπώς, δυσχερώς εντάσσονται σε δεδομένο σύστημα, αν και εξακολουθούν να είναι

στραμμένες προς την κατεύθυνση της μετριοπαθούς πολιτειοκρατούσας ή, κατά τη συνήθη

διατύπωση, προς το σύστημα της «νόμω κρατούσης πολιτείας»5.

Κατ’ άλλη άποψη, ωστόσο, το άρθρο 3 δεν επιβάλλει το λεγόμενο σύστημα της “νόμω

κρατούσης πολιτείας” γιατί και η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και κάθε θρησκευτική ή και μη

ομολογιακή ένωση, είναι η ίδια υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13.

Αυτό που κάνει το άρθρο 3 είναι τελείως διαφορετικό. Ρυθμίζει τη σχέση της Εκκλησίας της

Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και προβλέπει την έκδοση ενός νόμου σχετικού με

τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος στο πλαίσιο που ορίζουν τα

εκκλησιαστικού χαρακτήρα κείμενα που αφορούν τη σχέση Εκκλησίας της Ελλάδος και

Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ανάλογοι νόμοι υπάρχουν άλλωστε για τις μη κυβερνητικές

οργανώσεις, τους συνεταιρισμούς, τα ιδρύματα, τα σωματεία, τις ισραηλιτικές κοινότητες, τις

μουφτίες κ.ο.κ. Το άρθρο 3 δεν μπορεί συνεπώς να ερμηνευθεί με τρόπο που συνιστά

παρέκκλιση από το άρθρο 13. Αρα το ζήτημα του λεγόμενου χωρισμού Κράτους και

Εκκλησίας δεν προσκρούει στο Σύνταγμα. Το γεγονός ότι κατά την πρόσφατη συνταγματική

αναθεώρηση δεν αναθεωρήθηκε το άρθρο 3 δεν περιορίζει τις δυνατότητες του νομοθέτη να

διαμορφώσει ένα νέο καθεστώς ως προς τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

4 ΣτΕ 3793/1990, με περαιτέρω παραπομπή στις Ολ. ΣτΕ 1941/1981, 678/1982 και 1571/1985.5 Βλ. αντί πολλών , Ι. Μ. Κονιδάρης, όπ.π., σελ. 98.6 Ευ. Βενιζέλος, Ο Χωρισμός δεν Προσκρούει στο Σύνταγμα, Το ΒΗΜΑ, 13/02/2005, σελ. 43

7

Page 8: Αρχιερείς ΣτΕ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ

2. 1. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.)

Ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η «Ιερά Σύνοδος της

Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.)», η οποία συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος

ως Πρόεδρο και «εκ πάντων των διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων»7. Οι

«διαποιμαίνοντες Μητροπόλεις Αρχιερείς» είναι οι εν ενεργεία Μητροπολίτες, δηλαδή εκείνοι

οι οποίοι έχουν εκλεγεί νομίμως, έχουν χειροτονηθεί κανονικώς και έχουν κατασταθεί με

προεδρικό διάταγμα. Η Ι.Σ.Ι., ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, αποφαίνεται για όλα τα

ζητήματα που αφορούν στην Εκκλησία, έχουσα το τεκμήριο της αρμοδιότητας8. Συγκαλείται

τακτικώς την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους, και μάλιστα αυτοδικαίως αλλά και εκτάκτως από τον

Πρόεδρό της είτε με πρωτοβουλία του ιδίου είτε μετά από απόφαση της «Διαρκούς Ιεράς

Συνόδου (Δ.Ι.Σ.)» είτε μετά από αίτηση του 1/3 τουλάχιστον των εν ενεργεία Μητροπολιτών.

Η Δ.Ι.Σ. είναι διαρκές εκκλησιαστικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία

συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, ως μόνιμο μέλος και

Πρόεδρο, και δώδεκα εν ενεργεία Μητροπολίτες, οι οποίοι λαμβάνονται κατά τα πρεσβεία της

Αρχιεροσύνης και εκ περιτροπής, ανά έξι από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και

από τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών».

2.2. Η Εκλογή Αρχιεπισκόπου

Μόλις χηρεύσει ο θρόνος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αναλαμβάνει τοποτηρητής ο εκ

των εν ενεργεία Μητροπολιτών έχων τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, και σε περίπτωση

αρνήσεως ή κωλύματος αυτού, ο αμέσως επόμενος κατά τα πρεσβεία και ούτω καθεξής. Εντός

πέντε (5) ημερών από την ημέρα της χηρείας του θρόνου, συνέρχεται η Δ.Ι.Σ., υπό την

προεδρία του τοποτηρητή, και ορίζει έκτακτη σύγκληση της Ι.Σ.Ι. εντός είκοσι (20) ημερών

από την ημέρα χηρείας του θρόνου, με μόνο θέμα την εκλογή Αρχιεπισκόπου9. Εκλόγιμοι είναι

όλοι οι Έλληνες το γένος εν ενεργεία Μητροπολίτες, δηλαδή όχι μόνο οι εν ενεργεία

7 Άρθρο 3, Ν. 590/1977. 8 Άρθρο 4, Ν. 590/1977.9 Άρθρο 12 παρ. 1-2, Ν. 590/1977

8

Page 9: Αρχιερείς ΣτΕ

Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και οι Μητροπολίτες όλων των άλλων

Ορθοδόξων Εκκλησιών εφ’ όσον είναι Έλληνες το γένος, καθώς επίσης και όσοι είναι

εγγεγραμμένοι στον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατεία10. Η εκλογή διενεργείται σε

μία και μόνη συνεδρία χωρίς διακοπή, που διεξάγεται πάντοτε στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών,

παρισταμένου και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στην συνεδρίαση

προεδρεύει ο έχων τα πρεσβεία της Αρχιεροσύνης από τους παρόντες Μητροπολίτες, ενώ χρέη

γραμματέως εκτελεί ο νεώτερος κατά τα πρεσβεία. Η Ι.Σ.Ι. βρίσκεται σε απαρτία, εάν

παρίστανται τουλάχιστον τα 2/3 των μελών της. Εάν η απαρτία αυτή δεν επιτευχθεί, η Ι.Σ.Ι.

συνέρχεται «άνευ ετέρου», την επόμενη εργάσιμη ημέρα, στον ίδιο τόπο και την ίδια ώρα

ανεξαρτήτως του αριθμού των παρόντων. Η ψηφοφορία είναι μυστική. Η ψηφοφορία είναι

μυστική. Αρχίζει από τον νεώτερο κατά τα πρεσβεία από τα παρόντα μέλη της Ι.Σ.Ι.. Στο

ψηφοδέλτιο πρέπει να αναγράφεται το όνομα και ο τίτλος του προτιμώμενου κατά τρόπο που

να μην υπάρχει αμφιβολία για το προτεινόμενο πρόσωπο. Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται όποιος

λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Εάν κανείς δεν συγκεντρώσει την απόλυτη

πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται αμέσως και χωρίς διακοπή. Εάν και πάλι κανείς

δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται για ακόμη μια

φορά και Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους. Επί

ισοψηφίας κατά την τρίτη ψηφοφορία, ο Αρχιεπίσκοπος αναδεικνύεται με κλήρωση μεταξύ

αυτών που ισοψήφισαν11. Αμέσως μετά την εκλογή, τελείται το Μήνυμα, δηλαδή η

ανακοίνωση στον εκλεγέντα της εκλογής του, και η Δ.Ι.Σ. γνωστοποιεί αυθημερόν το

αποτέλεσμα στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο, εντός πέντε

ημερών, υποχρεούται να προκαλέσει την έκδοση προεδρικού διατάγματος περί αναγνωρίσεως

και καταστάσεως του νέου αρχιεπισκόπου12. Μετά την έκδοση και την δημοσίευση του

διατάγματος, ο Αρχιεπίσκοπος δίδει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρουσία του

Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και της Δ.Ι.Σ., την διαβεβαίωση που ορίζει ο

Ν. 590/1977 και ακολουθεί η κατά το κανονικό δίκαιο ενθρόνιση.

Σύμφωνα με την νομολογία, «το άρθρο 15 της Συντακτικής Πράξεως της 1ης

Αυγούστου 1974 ("Περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος κλπ." ΦΕΚ

10 Άρθρο 12 παρ. 3, Ν. 590/1977.11 Άρθρο 15 παρ. 2-3, Ν. 590/1977.12 Άρθρο 15 παρ. 6, Ν. 590/1977.

9

Page 10: Αρχιερείς ΣτΕ

213Α/1.8.1974) δεν προβλέπει αναδρομική κατάργηση του Συντάγματος 1968/1973 και των

Συντακτικών Πράξεων, που εκδόθηκαν από της 21ης Απριλίου 1967 και εφεξής». Κατά

συνέπεια, είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί ... σύμφωνα με τους οποίους «…εφ' όσον ο

Αρχιεπίσκοπος [Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ] εξελέγη κατ' εφαρμογή της Συντακτικής

πράξεως 3/1974, η πράξη δε αυτή καταργήθηκε από τις Συντακτικές Πράξεις της 1.8 και

5.8.1974 αναδρομικά, αφ' ότου δηλαδή ίσχυσε, ο εν λόγω Αρχιεπίσκοπος έπαυσε αυτοδικαίως

από της 1ης Αυγούστου 1974 να έχει την ιδιότητα αυτή». Κατά συνέπεια, νομίμως ο εν λόγω

Αρχιεπίσκοπος μετέσχε στη συνεδρίαση της 25-5-1994 κατά την οποία «εχώρησε πλήρωση διά

καταστάσεως της Μητροπόλεως Αττικής και εξελέγη Μητροπολίτης Αττικής ο μέχρι τότε

Μητροπολίτης Ζακύνθου Παντελεήμων Μπεζενίτης»13.

Κατά πρόσφατη νομολογία, «…δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά ούτε η περιεχόμενη

στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της κθ’ (29) Ιουνίου 1850 προσαγόρευση του Προέδρου

της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ως «Μητροπολίτη Αθηνών», ο οποίος, άλλωστε,

ήδη στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 «Περί της Διοικήσεως

των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών» προσαγορεύεται «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος

Αθηνών. Αρα, εν όψει τούτων, παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος

ακυρώσεως, κατά τον οποίο η επίδικη εκλογή πάσχει ακυρότητα διότι διενεργήθηκε κατ’

εφαρμογήν του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α’

146), ο οποίος αντίκειται στις διά του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρούμενες

διατάξεις του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου της κθ’ (29) Ιουνίου 1850, για τον λόγο ότι ο

Νόμος αυτός προσαγορεύει τον Μητροπολίτη Αθηνών «Αρχιεπίσκοπο. . . . Εξάλλου, από το

γεγονός ότι ο Νομοθέτης (Ν. 590/1977) προσαγορεύει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως και «πάσης

Ελλάδος» δεν έπεται ότι απονέμει σ’ αυτόν και αρμοδιότητες που εκτείνονται σε άλλες

Μητροπόλεις πέραν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Η τιμητική αυτή προσαγόρευση ανάγεται στην

αρμοδιότητα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να προεδρεύει συλλογικών οργάνων της Εκκλησίας της

Ελλάδας . . . Συνεπώς, η προσαγόρευση αυτή, την οποία ο Νομοθέτης από μακρού χρόνου

επιφυλάσσει υπέρ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών [Βλ. άρθρο 2 του Ν. 2891/1922 (Α’ 124), άρθρο 2

του Καταστατικού Νόμου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος του έτους 1923 (Α’ 387),

άρθρο 3 του Ν. 5187/1931 (Α’ 255), άρθρο 3 του Ν. 671/1943 (Α’ 324)] έχουσα την ανωτέρω

13 ΣτΕ 2288/2000. Πρβλ. ΑΕΔ 45/1977, ΣτΕ 368/1977

10

Page 11: Αρχιερείς ΣτΕ

έννοια, δεν αντίκειται στο άρθρο 3 του Συντάγματος. Όπως, δε, εκτέθηκε πιο πάνω, η

περιληφθείσα στο Συνοδικό Τόμο της κθ’ (29) Ιουνίου 1850 προσαγόρευση δεν έχει

συνταγματικό κύρος, μπορεί, δε, να μεταβάλλεται από τον κοινό Νομοθέτη. Είναι, άρα, αβάσιμα

τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αιτούντα, βάσει των οποίων είναι πλημμελής η

εκλογή του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης

Ελλάδος»14.

2.3. Η Εκλογή Μητροπολιτών

Μόλις χηρεύσει μητροπολιτικός θρόνος, ο Πρόεδρος της Δ.Ι.Σ. αναθέτει την

τοποτηρητεία στον αρχαιότερο από τους όμορους Μητροπολίτες, ο οποίος περιορίζεται μόνο

στην τρέχουσα υπηρεσία της Μητροπόλεως15.

Σύμφωνα με την νομολογία, «κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Καταστατικού Χάρτου “άμα

τη χηρεία μητροπολιτικού τινός θρόνου της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Πρόεδρος της Δ.Ι.Σ.

αναθέτει την τοποτηρητείαν αυτού μέχρι της πληρώσεώς του εις τον εκ των ομόρων

Μητροπολιτών έχοντα τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης”. Εκ της διατάξεως ταύτης συνάγεται ότι

ο συντάκτης του νομοθετήματος αποβλέψας εις τον το δυνατόν ταχύτερον υπό του

Αρχιεπισκόπου ορισμόν τοποτηρητού ... δια της λέξεως “άμα” ηννόει τον εντός ευλόγου χρόνου

και δη εντός μηνός το πολύ επείγοντα ορισμόν του τοποτηρητού ίνα μη μείνη ακέφαλος η

Μητρόπολις, άμα τη παρόδω δε της μηνιαίας ταύτης προθεσμίας δέον να λογισθή εκδηλουμένη η

άρνησις του Αρχιεπισκόπου να προς τις τον διορισμόν τοποτηρητού»16.

Η πλήρωση του κενού μητροπολιτικού θρόνου συντελείται σε αποκλειστική προθεσμία

έξι μηνών από την ημέρα της χηρείας από την Ι.Σ.Ι. η οποία συγκαλείται εκτάκτως εφ’ όσον

στο διάστημα που μεσολαβεί δεν συμπίπτει ο χρόνος τακτικής συνελεύσεώς της17.

14 ΣτΕ 3767200215 Άρθρο 23, Ν. 590/197716 Ολ. ΣτΕ 2294/1978 (Τρωιάνου-Πούλη, όπ.π., σελ. 388-389).17 Άρθρο 24 παρ. 1, Ν. 590/1977.

11

Page 12: Αρχιερείς ΣτΕ

Σύμφωνα με την νομολογία, «σε περίπτωση έκτακτης συγκλήσεως της Ι.Σ.Ι. προς

πλήρωση κενών μητροπολιτικών εδρών, δεν απαιτείται η ημερήσια διάταξη να περιέχει

αναλυτική απαρίθμηση μιας εκάστης των προς πλήρωση εδρών, δεδομένου ότι στην περίπτωση

αυτή νοείται ως θέμα της ημερησίας διατάξεως η πλήρωση όλων των κενών μητροπολιτικών

εδρών, αλλά ούτε και προσδιορισμό του ειδικότερου τρόπου πληρώσεως των εδρών18.

Η πλήρωση γίνεται είτε με εκλογή είτε «δια καταστάσεως», δηλαδή με μετάθεση ενός

ενεργεία Μητροπολίτη από άλλη Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η μετάθεση, παρά

την απαγόρευσή της στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, προβλέπεται

εξαιρετικώς και υπό αυστηρές προϋποθέσεις στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της

Ελλάδος «κατ’ άσκησιν οικονομίας προς μείζον της Εκκλησίας όφελος». Συγκεκριμένα, για να

πληρωθεί κενή μητροπολιτική έδρα με μετάθεση, προβλέπονται δύο ψηφοφορίες. Η πρώτη

αφορά στην καταρχήν απόφαση της Ι.Σ.Ι., η οποία λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία και

πλειοψηφία των 2/3 των παρόντων, για το εάν θα πληρωθεί ο συγκεκριμένος θρόνος με

μετάθεση. Η δεύτερη, εφ’ όσον δηλαδή έχει αποφασισθεί η πλήρωση με μετάθεση, αφορά

πλέον στην επιλογή του προσώπου του μετατιθέμενου και απαιτεί εκ νέου αυξημένου

πλειοψηφία των 2/3 των παρόντων μελών της Ι.Σ.Ι.19. Κανείς δεν μπορεί να μετατεθεί πριν την

συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας από την εκλογή του σε Μητροπολίτη, εφ’ όσον δε

μετατεθεί μία φορά δεν μπορεί να μετατεθεί εκ νέου20.

Σύμφωνα με την νομολογία, «...νόμος (άρθρο 24 του ν. 590/1977) την διακρίβωση της

υπάρξεως του μείζονος οφέλους της Εκκλησίας και της ανάγκης, που επιβάλλει την πλήρωση

συγκεκριμένης μητροπολιτικής έδρας διά καταστάσεως, την αναθέτει αποκλειστικά στους

ιεράρχες και για τον σκοπό αυτό θεσπίζει ειδική διαδικασία, δηλαδή μυστική ψηφοφορία και

αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων αυτών, η μυστικότητα δε αυτή της ψηφοφορίας καθώς και

η αυξημένη πλειοψηφία δεν είναι συμβατές με υποχρέωση αιτιολογήσεως της αναγκαιότητας της

ληφθείσης περί διά καταστάσεως πληρώσεως μητροπολιτικού θρόνου αποφάσεως»21.

18 ΣτΕ 2288/2000. Πρβλ. ΣτΕ 3004-5/199619 Άρθρο 24 παρ. 3, Ν. 590/1977.20 Άρθρο 24 παρ. 5, Ν. 590/1977.21 ΣτΕ 2288/2000

12

Page 13: Αρχιερείς ΣτΕ

Αν η πλήρωση γίνει όχι με μετάθεση αλλά με εκλογή, εκλόγιμοι είναι οι εγγεγραμμένοι

στον ειδικό κατάλογο των «προς Αρχιερατείαν εκλογίμων κληρικών». Ο κατάλογος αυτός

καταρτίζεται οριστικώς από την Ι.Σ.Ι. μετά από προτάσεις των οικείων Μητροπολιτών αλλά

και της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τις Μητροπόλεις των Νέων

Χωρών, με βάση τον προκαταρκτικό πίνακα που ετοιμάζει η Δ.Ι.Σ. Εκτός από τους κληρικούς

που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προς Αρχιερατεία εκλογίμων, εκλόγιμοι είναι και οι

καθ’ οιονδήποτε τρόπο σχολάζοντες Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Βοηθοί

Επίσκοποι και οι Τιτουλάριοι Μητροπολίτες και Επίσκοποι που υπήρχαν κατά την έναρξη

ισχύος του Καταστατικού Χάρτη»22.

Σύμφωνα με την νομολογία, στους «καθ’ οιονδήποτε τρόπον σχολάζοντες

Μητροπολίτες» περιλαμβάνονται «ου μόνον οι διατελέσαντες Μητροπολίται, οι οποίοι καθ’

οιονδήποτε τρόπον απεμακρύνθησαν των Μητροπόλεών των, αλλά και εκείνοι των οποίων η

εκλογή εις Μητροπολίτας ηκυρώθη μετά την χειροτονίαν των εις Επισκόπους υπό του

Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε όμως δεν έπαυσαν κατέχοντες τον βαθμόν τούτων της

ιερωσύνης»23.

Σύμφωνα με την νομολογία, «λόγος ακυρώσεως ότι κακώς μετέσχον της Ι.Σ.Ι. . . .

μητροπολίται . . . των οποίων την εκλογήν θεωρεί ο αιτών ως απολύτως άκυρον λόγω του κατ’

αυτόν παρανόμου της εγγραφής τούτων εις τον κατάλογον των προς αρχιερατείαν εκλογίμων,

είναι απορριπτέος ως άγων απαραδέκτως εις παρεμπίπτουσαν εξέτασιν της νομιμότητος της

εκλογής των μητροπολιτών τούτων, εφ’ όσον, άλλωστε, η πλημμέλεια, ην ο αιτών προσάπτει εις

την διαδικασίαν της εκλογής των . . . μητροπολιτών, δεν συνεπάγεται το ανυπόστατον των

Διαταγμάτων περί αναγνωρίσεως αυτών»24.

Η εκλογή Μητροπολίτη διεξάγεται με μυστική ψηφοφορία και ακολουθεί δύο φάσεις.

Στην πρώτη φάση, τα μέλη της Ι.Σ.Ι. αναγράφουν υποχρεωτικώς στα ψηφοδέλτια τρεις

υποψηφίους από τους εκλόγιμους κληρικούς. Οι τρεις πρώτοι σε ψήφους κατά την πρώτη αυτή

ψηφοφορία είναι οι μόνοι υποψήφιοι στην δεύτερη ψηφοφορία. Στην δεύτερη φάση, τα μέλη

22 Άρθρο 25 παρ. 2 Ν. 590/1977.23 ΣτΕ 3856/1980, Τρωιάνου-Πούλη, όπ.π., σελ. 391.24 Ολ. ΣτΕ 960/1978 (Τρωιάνου-Πούλη, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ. 285-290).

13

Page 14: Αρχιερείς ΣτΕ

της Ι.Σ.Ι. αναγράφουν το όνομα ενός από τους τρεις πλέον αυτούς υποψηφίους και

Μητροπολίτης εκλέγεται εκείνος που θα συγκεντρώσει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Σε

περίπτωση ισοψηφίας προτιμάται ο ανώτερος στον βαθμό, μεταξύ δε ισοβάθμων ο

αρχαιότερος στον βαθμό25.

Σύμφωνα με την νομολογία, λόγος ακυρώσεως με τον οποίο «...προβάλλεται ότι κατά

παράβαση των οριζομένων στην ... διάταξη του άρθρου 19 παρ. 326 του Κανονισμού 1/1977 της

Εκκλησίας της Ελλάδος τα χρησιμοποιηθέντα στις ψηφοφορίες ψηφοδέλτια δεν ήσαν... έντυπα»,

ότι δηλαδή «στοιχείο της ομοιομορφίας των ψηφοδελτίων κατά την προεκτεθείσα διάταξη είναι

το έντυπον αυτών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι τούτο δεν προκύπτει από την

εν λόγω διάταξη»27. Επίσης «...λόγοι ακυρώσεως περί παραβιάσεως της μυστικότητος της

ψηφοφορίας κατά την ... εκλογήν, και επηρεασμού των εκλεκτόρων, λόγω της συμμετοχής εις την

συνεδρίασιν της Ιεράς Συνόδου, ως γραμματέως – πρακτικογράφου, του τελικώς εκλεγέντος ...

είναι απορριπτέοι ... διότι η συμμετοχή εις την κρίσιμον συνεδρίασιν της Ιεράς Συνόδου, ως

γραμματέως πρακτικογράφου, υποψηφίου προς εκλογήν, εις ουδεμίαν διάταξιν Νόμου

αντίκειται»28.

Μετά την εκλογή ακολουθεί το Μικρό και το Μεγάλο Μήνυμα, από τον Πρόεδρο της

Συνόδου και ολόκληρη την Ιεραρχία, αντίστοιχα29, η αναγγελία της εκλογής στο Υπουργείο

Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η χειροτονία του εκλεγέντος και, μετά από την έκδοση

του διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως, η διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου

της Δημοκρατίας, παρουσία του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του

Αρχιεπισκόπου Αθηνών, και η κατά το κανονικό δίκαιο ενθρόνιση30.

Σύμφωνα με την νομολογία, «...η εκλογή Μητροπολίτου αποτελεί σύνθετη διοικητική

ενέργεια31, η οποία τελειούται διά του διατάγματος της αναγνωρίσεως, που είναι η μόνη

25 Άρθρο 25 παρ. 1, 3, Ν. 590/1977.26 «Η ψηφοφορία δύναται να είναι φανερά ή μυστική. Η μυστική διεξάγεται δι' ομοιομόρφων ψηφοδελτίων, ριπτομένων εις την ειδικήν ψηφοδόχον επί τη εκφωνήσει του ονόματος του ψηφίζοντος.»27 ΣτΕ 2288/200028 ΣτΕ 990/1978 (Τρωιάνου-Πούλη, όπ.π., σελ. 290-291).29 Άρθρο 25 παρ. 4, Ν. 590/1977.30 Άρθρο 26, Ν. 590/1977.31 Πρβλ. Ολ. ΣτΕ 545-6/1978

14

Page 15: Αρχιερείς ΣτΕ

παραδεκτώς προσβαλλομένη πράξη και στην οποία και ενσωματώνεται η απόφαση της Ι.Σ.Ι., οι

τυχόν πλημμέλειες της οποίας εξετάζονται κατά τον έλεγχο του σχετικού π. δ/τος». «Δεν

απαιτείται κατά το νόμο (άρθρο 26 του ν. 590/1977), ως τυπικό στοιχείο του κύρους του

Διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως, να βεβαιώνεται η μη επιβολή ... [του

επιτιμίου της ακοινωνησίας] στον επιλεγέντα από την Ι.Σ.Ι. μητροπολίτη»32. «...την εκλογήν του

Μητροπολίτου ανακοινοί η Ιερά Σύνοδος εις το Υπουργείον, όπερ, εντός δεκαπέντε ημερών,

εκδίδει το διάταγμα της αναγνωρίσεως. Κατά την έκδοσιν του διατάγματος τούτου, ο Υπουργός

έχει εξουσίαν ελέγχου νομιμότητος, δυνάμενος, ως εκ τούτου, ν’ αρνηθή την έκδοσιν αυτού, εάν

διαπιστώση ότι η πλήρωσις της συγκεκριμένης εκάστοτε μητροπολιτικής έδρας εγένετο κατά

παράβασιν του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας και της κειμένη εν γένει νομοθεσίας33.

Ούτω η σύνθετος διοικητική ενέργεια της αναγνωρίσεως Μητροπολίτου τελειούται δια του

διατάγματος της αναγνωρίσεως, η προηγούμενη δε απόφασις της Ιεράς Συνόδου περί εκλογής

αποτελεί ενδιάμεσον αυτοτελή πράξιν της συνθέτου ταύτης διοικητικής ενέργειας, έχουσα

εκτελεστόν χαρακτήρα, διότι δι’ αυτής δημιουργείται υποχρέωσις του Υπουργού όπως εκδώση το

διάταγμα, πλην αν διαπιστώση ότι η εκλογή ήτο παράνομος. Παραδεκτώς, όθεν, από της

απόψεως ταύτης προσβάλλεται ... η απόφασις της Ιεράς Συνόδου περί εκλογής Μητροπολίτου. . .

. η εκλογή Μητροπολιτου ως θρησκευτικού απλώς λειτουργού της Ορθοδόξου Εκκλησίας,

έχοντος τον τρίτον της ιερωσύνης βαθμόν, διακρίνεται από της, εν ταυτώ ή μεταγενεστέρως,

αναδείξεως αυτού εις Μητροπολίτην, έχοντα προς διαποίμανσιν ιδίαν επαρχίαν και αποκτώντα

ούτω την ιδιότητα οργάνου μετέχοντος εις την διοίκησιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και της

οικείας Μητροπόλεως ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Εν όψει της διακρίσεως

ταύτης, η μεν εκλογή του Μητροπολίτου ως θρησκευτικού λειτουργού, γινόμενη κατ’ επίκληση

των θείων και ιερών κανόνων και μη προσπορίζουσα αυτή και μόνη, διοικητικήν τινά

αρμοδιότητα εις τον εκλεγέντα, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξις δεκτική προσβολής δι’

αιτήσεως ακυρώσεως, αντιθέτως όμως η εκλογή Ιεράρχου ως Μητροπολίτου συγκεκριμένης

32 ΣτΕ 2288/2000. Πρβλ. Ολ. ΣτΕ545-546/1978, ΣτΕ 3856/1980, Ολ. ΣτΕ 1571/1985, ΣτΕ 3008/1985, ΣτΕ 2401/1981 κατά την οποία «η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, ως πνευματικού περιεχομένου πράξη μη προβλεπόμενη από πολιτειακό νόμο, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 45 παρ. 1 του κωδ. Διατάγματος 18/1989 περί του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, ευθέως ή παρεμπιπτόντως. Η διοικητική όμως πράξη που κατ’ εφαρμογή της μνημονευόμενης διάταξης (άρθρο 26 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας) προκαλεί την παύση των διοικητικών καθηκόντων του μητροπολίτη (όπως είναι το καταργητικό διάταγμα), προκαλεί δηλαδή, κατά τον πολιτειακό νόμο, διοικητικής φύσης αποτελέσματα, υπόκειται ευθέως στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι, βέβαια, ως προς το κύρος του επιτιμίου που ως πράξη πνευματική δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια αλλά από την άποψη των ορισμών του πολιτειακού νόμου».33 Πρβλ. ΣτΕ 3178/1976, άρθρο 17 ν. 671/1943, άρθρο 26 παρ. 1 ν. 590/1977.

15

Page 16: Αρχιερείς ΣτΕ

Μητροπόλεως ... και ούτω η ανάδειξις αυτού εις όργανον μετέχον της διοικήσεως και της

Εκκλησίας της Ελλάδος και της οικείας Μητροπόλεως, ως νομικών προσώπων δημοσίου

δικαίου, αποτελεί εκτελεστήν διοικητικήν πράξιν, υποκείμενην εις τον ακυρωτικόν έλεγχον του

Συμβουλίου της Επικρατείας»34. Η δε αίτηση ακυρώσεως της εκλογής μπορεί να ασκηθεί

παραδεκτώς από οποιονδήποτε ο οποίος έχει την ιδιότητα του ενορίτη υπαγομένου στην

αντίστοιχη Μητρόπολη35.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Η Ολ. ΣτΕ 1028/1993 ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

Η Ολ. ΣτΕ 1028/1993 - μέσα από την οποία διαφαίνονται πολλά από τα ζητήματα τα

οποία ανέκυψαν λόγω της απομάκρυνσης Μητροπολιτών οι οποίοι είχαν αντικανονικώς

εκλεγεί κατά την περίοδο της Δικτατορίας, απομάκρυνση η οποία έλαβε χώρα χωρίς να τους

δοθεί η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης - ακύρωσε την

34 Ολ. ΣτΕ 545-546/1978, Τρωιάνου-Πούλη, όπ.π., σελ. 390.35 ΣτΕ 2288/2000

16

Page 17: Αρχιερείς ΣτΕ

υπ’ αριθμ. 76/8.1.1992 αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.) της Εκκλησίας

της Ελλάδος (ΦΕΚ 5/ 21.1.1992, τ. Ν.Π.Δ.Δ.), με την οποία, η Ιερά Σύνοδος, επικαλούμενη

τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 3 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος

(ν. 590/1977): α) έθεσε τον αιτούντα Μητροπολίτη στη διάθεση της Εκκλησίας, β) κήρυξε το

θρόνο της Ιεράς Μητρόπολης Λαρίσης σε χηρεία και γ) διατύπωσε προς τον Μακαριώτατο

Πρόεδρο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου Αρχιεπείσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ

την ευχή να τοθετηθεί στην Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου ως τοποτηρητής ο

καταλληλότερος για τις ειδικές περιστάσεις εν ενεργεία Μητροπολίτης. Η ακύρωση της εν

λόγω απόφασης απαγγέλθηκε λόγω κακής συγκρότησης της Δ.Ι.Σ. η οποία είχε λάβει την

απόφαση αυτή.

Παρατίθενται ευθύς αμέσως τα σχετικά αποσπάσματα:

«...με την 3796/1990 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως

του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων Κωνσταντίνου ακυρώθηκε εξ

υπαρχής, κατά το μέρος που τον αφορά, η από 13.6.1974 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της

Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (τ. Ν.Π.Δ.Δ. 128/25.6.1974), που εκδόθηκε με βάση τις 3

και 7/1974 συντακτικές πράξεις, περί κηρύξεώς του ως αντικανονικώς εκλεγέντος και

κατασταθέντος στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, η ακύρωση δε

απαγγέλθηκε λόγω της μη κλήσεώς του προς ακρόαση. Με την ίδια απόφαση του Συμβουλίου

της Επικρατείας ακυρώθηκε και το από 16.7.1974 π.δ. (277/17.7.1974 τ. Γ), με το οποίο

ανακλήθηκε το από 28.2.1968 β.δ/γμα (91/6.3.1968 τ. Γ), περί καταστάσεως του ανωτέρω ως

Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων. Εξάλλου για τον ίδιο λόγο, ήτοι γιατί

δεν εκλήθη να ακουσθεί, ακυρώθηκε με την 3803/1990 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η από

25.6.1974 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (137 τ.

Ν.Π.Δ.Δ.), κατά το μέρος κατά το οποίο ο Μητροπολίτης Μεγαρίδος και Αττικής Νικόδημος

θεωρήθηκε αντικανονικώς εκλεγείς στην ως άνω Μητρόπολη. Με την ίδια απόφαση

ακυρώθηκε και το π.δ/γμα της 16.7.1974, με το οποίο ανακλήθηκε το 147/1968 β.δ/γμα περί

καταστάσεως του Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος. Περαιτέρω, με την 3795/1990

απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε, κατά το μέρος που αφορά τον

αιτούντα Μητροπολίτη Λαρίσης, η από 11.7.1974 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (φ.

17

Page 18: Αρχιερείς ΣτΕ

141 τ. ν.π.δ.δ.), περί κηρύξεώς του ως αντικανονικώς εκλεγέντος και κατασταθέντος

Μητροπολίτου της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου, η ακύρωση δε

απαγγέλθηκε για τον λόγο ότι ο αιτών δεν εκλήθη να ακουσθεί».

«Με την ίδια απόφαση ακυρώθηκε και το Προεδρικό Διάταγμα της 22.7.1974 (φ. 284 τ.

Γ) περί ανακλήσεως του β.δ/τος της 9/10.7.1968 (φ. 243 τ. Γ) περί αναγνωρίσεως και

καταστάσεώς του στην ως άνω Μητρόπολη. Επίσης με την 3804/1990 απόφαση του

Δικαστηρίου ακυρώθηκε το Π.Δ/γμα της 29ης Δεκεμβρίου 1989 (φ. 1 Α), με το οποίο

αναγνωρίζεται και καθίσταται Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου ο

Δημ. Μπεκιάρης. Η ακύρωση απαγγέλθηκε διότι το διάταγμα είχε ως προϋπόθεση ότι η

Μητρόπολη τελούσε σε χηρεία, ενώ, ήδη, με την 3795/1990 απόφαση του Δικαστηρίου είχε

ακυρωθει εξ υπαρχής η απομάκρυνση του αιτούντος απο τη μνημονευμένη Μητρόπολη.

Εξάλλου, με την 3805/1990 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η από

10 Οκτωβρίου 1989 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,

με την οποία είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου ο

αρχιμανδρίτης Δημ. Μπεκιάρης, αιτιολογία δε της ακυρώσεως ήταν ότι η μητρόπολη, για τους

εκτεθέντες λόγους, δεν τελούσε σε χηρεία. Ακολούθησε η 3337/1991 απόφαση του

Συμβουλίου της Επικρατείς, με την οποία ακυρώθηκε η από 6.11.1990 απόφαση της Διαρκούς

Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με την οποία, μετά την δημοσίευση των πιο πάνω

ακυρωτικών για τον αιτούντα αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Διαρκής Ιερά

Σύνοδος της Εκκλησίας "οικονομούσα τα πράγματα και μετ' επιφυλάξεων" αποφάσισε, πλην

άλλων, την ανάθεση στον πρωτοπρεσβύτερο Δημ. Καρανίκα της προσωρινής άσκησης των

απαραιτήτων διοικητικών πράξεων για τη λειτουργία της Μητροπόλεως. Η ακύρωση εχώρησε

διότι ενόψει των πιο πάνω ακυρωτικών αποφάσεων ο αιτών "ήταν ο νόμιμος

Μητροπολίτης Λαρίσης και δεν μπορούσε να εμποδισθεί στην άσκηση των διοικητικών του

καθηκόντων με τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου, εφόσον το μέτρο αυτό δεν θα προβλεπόταν

από το νόμο, ως δυνάμενο να ληφθεί κατά Μητροπολίτη εν ενεργεία"».

«Τέλος, με την 1198/1992 απόφαση ακυρώθηκε η από 20 Αυγούστου 1991 απόφαση

της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (περίοδος 134, Συνεδρία ΚΘ), με την οποία

τοποθετήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου ως Εξαρχος ο Μητροπολίτης

18

Page 19: Αρχιερείς ΣτΕ

Θηβών και Λεβαδίας Ιερώνυμος με "διοικητικήν, κηρυκτικήν και ποιμαντικήν δικαιοδοσίαν

δι' ειρήνευση της εκεί τοπικής Εκκλησίας". . .ενόψει του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος

που επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του

Συμβουλίου της Επικρατείας, οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως, που δεν

συμμορφώνεται προς την απόφαση του Συμβουλίου της επικρατείας ή που στηρίζεται στη μη

συμμόρφωσή της, αντίκειται στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη και είναι ακυρωτέα. . . .στην

προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ακυρωτικού αποτελέσματος της ως άνω 3796/1990

αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας αναβίωσε, θεωρούμενο ότι ουδέποτε

ανακλήθηκε, το από 28.2.1968 Β.Δ/γμα (φ. 91/ 6.3.1968 τ. Γ), με το οποίο είχε

αναγνωρισθεί και κατασταθεί Μητροπολίητς Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων ο

κατά κόσμο Κ. Σ. και συνεπώς ο τελευταίος είναο ο νόμιμος εν ενεργεία Μητροπολίτη

Θεσσαλιώτιδος. Για τον ίδιο λόγο, κατόπιν της 3803/1990 αποφάσεως του Δικαστηρίου,

αναβίωσε εξ υπαρχής, το από 14.7.1968 Β.Δ/γμα αναγνωρίσεως και καταστάσεως

Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος του Νικοδήμου Γκατζιρούλη, ο οποίος συνεπώς είναι ο

νόμιμος εν ενεργεία Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής».

«Εξάλλου, συνεπεία των 3795, 3804 και 3805/1990 αποφάσεων του Συμβουλίου

της Επικρατείας, όπως άλλωστε κρίθηκε και με τις μεταγενέστερες 3337/1991 και

1198/1992 αποφάσεις του Δικαστηρίου, ο αιτών είναι ο Μητροπολίτης Λαρίσης και

Τυρνάβου και δεν μπορούσε να εμποδισθεί στην άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων

με τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου, εφόσον το μέτρο αυτό δεν θα προβλεπόταν από το νόμο

ως δυνάμενο να ληφθεί κατά Μητροπολίτη εν ενεργεία. Επομένως ο Αρχιεπίσκοπος

Αθηνών, όφειλε, συμμορφούμενος προς τις πιο πάνω ακυρωτικές αποφάσεις, σύμφωνα με το

άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος και το άρθρο 50 παρ. 4 του Π.Δ/τος 18/1989, όταν, υπό την

ιδιότητα του Προέδρου αυτής, συγκρότησε, τον Σεπτέμβριο του 1991, την Διαρκή Ιερά Σύνοδο

της 135ης περιόδου, να καλέσει, με έγγραφη πρόσκληση, όπως ορίζεται στις πιο πάνω

διατάξεις του άρθρου 7 τον ν. 590/1977 και του άρθρου 1 του Κανονισμού Εργασιών της, κατά

τη σειρά των πρεσβείων της Αρχιερωσύνης, τους εν ενεργεία, όπως έχει εκτεθεί, μητροπολίτες:

α) Κωνσταντίνο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων (πρεσβεία 18.2.1968), β) Νικόδημο

Αττικής και Μεγαρίδος (πρεσβεία 14.6.1968) και γ) τον αιτούντα, Θεολόγο, Μητροπολίτη

Λαρίσης και Τυρνάβου (πρεσβεία 30.6.1968)».

19

Page 20: Αρχιερείς ΣτΕ

«Κατά παράβαση συνεπώς των μνημονευμένων διατάξεων του άρθρου 95 παρ. 5

του Συντάγματος, του άρθρου 50 παρ. 4 του Π.Δ/τος 18/1989 και των άρθρων 7 του ν.

590/1977 και του άρθρου 1 του Κανονισμού εργασιών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου αντί να

καλέσει τους παραπάνω μητροπολίτες έλαβε υπόψη του, για την αποστολή των σχετικών

προσκλήσεων, στη σειρά των πρεσβειών αρχιερωσύνης τους αντικαστάτες τους μητροπολίτες

και κάλεσε τους μητροπολίτες: α) Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Θεόφιλο (πρεσβεία

17.5.1970), β) Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού Γεώργιο (πρεσβεία 26.5.1974) και γ)

Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Αγαθόνιο (πρεσβεία 26.5.1974)».

«Η ανωτέρω υποχρέωση της Εκκλησίας να καλέσει τους αποκατασταθέντες με τις

αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας εν ενεργεία μητροπολίτες, για τη συγκρότηση της

Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, υφίστατο . . .ως συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος και

ανεξαρτήτως αν η Εκκλησία ανακάλεσε, όπως όφειλε, ή δεν ανακάλεσε, κατά παράβαση της

υποχρέωσής της προς συμμόρφωση, τις αποφάσεως εκλογής και διορισμού των

αντικαταστατών των πιο πάνω Μητροπολιτών που δεν εκλήθησαν».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνοψίζοντας, κατά την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η

Εκκλησία της Ελλάδος, παράλληλα προς τον χαρακτήρα της ως θείο καθίδρυμα, αποτελεί

κατά τις νομικές της σχέσεις νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατ’ άρθρο 1 παρ. 4 του

Καταστατικού της Χάρτη. Κατά συνέπεια, οι πράξεις που εκδίδει η Εκκλησία της Ελλάδος ως

νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, πράξεις η έκδοση των οποίων προβλέπεται από το

20

Page 21: Αρχιερείς ΣτΕ

πολιτειακό δίκαιο, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και μπορούν να προσβληθούν με

αίτηση ακυρώσεως.

Η εκλογή Αρχιερέων, λοιπόν, ως διοικητικών οργάνων του ν.π.δ.δ. της Εκκλησίας της

Ελλάδος, αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια προβλεπόμενη από τον Καταστατικό Χάρτη

της Εκκλησίας της Ελλάδος, και ως εκ τούτου, υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο. Η εκλογή

Αρχιερέων, όμως ως Επισκόπων που κατέχουν τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης του θείου

καθιδρύματος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το μέρος που προβλέπεται από τους θείους και

ιερούς κανόνες και ανάγεται στην μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας με

τους λειτουργούς της, σχέση στην οποία οι τελευταίοι αυτοπροαιρέτως προσχωρούν δια της

ιερωσύνης, δεν δύναται να ελεγχθεί δικαστικά.

Η διαπλοκή νομιμότητας και κανονικότητας, δηλαδή ρύθμιση των αυτών ζητημάτων

τόσο από το πολιτειακό όσο από και το κανονικό δίκαιο δύναται να - και κατά καιρούς έχει -

αποτελέσει αιτία άλλοτε περισσότερων και άλλοτε λιγότερο σοβαρών κρίσεων τόσο στις

σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας όσο και στις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδος και

Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Η πιο ακραία, ίσως, περίπτωση είναι

όταν η εκλογή – η αντίστοιχα, η καθαίρεση – ενός Μητροπολίτη είναι έγκυρη κατά το

κανονικό αλλά άκυρη κατά το πολιτειακό δίκαιο, και αντίστροφα. οπότε, συμβαίνει συχνά να

έχουμε στην ίδια Μητρόπολη περισσότερους από έναν ενδιαφερομένους καθένας από τους

οποίους διεκδικεί την Μητρόπολη για τον εαυτό του, ισχυριζόμενος ότι αυτός είναι ο νόμιμος

εν ενεργεία Μητροπολίτης, κατάσταση η οποία έχει συχνά αντίκτυπο τόσο στις σχέσεις

Ελληνικού Κράτους, Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και στο

ίδιο το ποίμνιο της Εκκλησίας, τον πιστό λαό του Θεού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαβούσκος Κ., «Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989.

Βενιζέλος Ευ., «Ο Χωρισμός δεν Προσκρούει στο Σύνταγμα», Το ΒΗΜΑ, 13/02/2005, σελ. 43

Δαγτόγλου Π., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα.

21

Page 22: Αρχιερείς ΣτΕ

Κονιδάρης Ι., «Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2000.

Παπαστάθης Χ., «Στοιχεία Εκκλησιαστικού Δικαίου», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994.

Παπαστάθης Χ., «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά το Σύνταγμα του 1975», Δίκαιο και Πολιτική 15/1988, σελ. 61-84.

[Παρασκευαϊδης] Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, «Αμφισβήτησις της συνταγματικότητος των νομοθετικών επεμβάσεων της Πολιτείας επί της Εκκλησίας», Αφιέρωμα εις τον Κ. Βαβούσκον, τ. Γ’, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 459-472.

Πούλης Γ., «Τα Συνταγματικά Πλαίσια των Σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας», Αρμ. 36/1982, σελ. 955-971.

Ροδόπουλος Π., «Επιτομή Κανονικού Δικαίου», Εκδ. Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 1998.

Τρωιάνος Σπ., «Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1984.

Τρωιάνος Σπ., «Ο Χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας στο Σύνταγμα του 1975», Δίκαιο και Πολιτική 15/1988, σελ. 53-59.

Τρωιάνος Σπ. – Πούλης Γ., «Εκκλησιαστικό Δίκαιο», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα

Νομολογία ΣτΕ

3538/1973 (Ολ.), 1175/1973 (Ολ.), 2260/1977 (Ολ.), 3178/1976 (Ολ.), 545/1978 (Ολ.), 546/1978 (Ολ.), 960/1978 (Ολ.), 961/1978 (Ολ.), 990/1978, 2294/1978 (Ολ.), 906/1979, 3856/1980, 2401/1981, 4113/1983, 1571/1985 (Ολ.), 3008/1985, 3793/1990, 3795/1996, 3796/1996, 3800/1990, 3803/1990, 3804/1990, (Ολ.), 1028/1993 (Ολ.), 5/1994, 2976/1996 (Ολ.), 2977/1996 (Ολ.), 2978/1996 (Ολ.), 2979/1996 (Ολ.), 2980/1996 (Ολ.), 2981/1996 (Ολ.), 2991/1996 (Ολ.), 2993/1996 (Ολ.), 3004/1996 (Ολ.), 3005/1996 (Ολ.), 603/1999, 2288/2000, 3767/2002

22