Σ γκρι ική Σύν αξη και 3λωσσικές 4ια αραχές...Σ γκρι ική...

158
Αρχόντω Τερζή Συγκριτική Σύνταξη και Γλωσσικές Διαταραχές

Transcript of Σ γκρι ική Σύν αξη και 3λωσσικές 4ια αραχές...Σ γκρι ική...

Συγκριτική Σύνταξη και

Γλωσσικές Διαταραχές

Αρχόντω Τερζή

Συγκριτική Σύνταξη και

Γλωσσικές Διαταραχές

ii

ΑΡΧΟΝΤΩ ΤΕΡΖΗ Καθηγήτρια Γλωσσολογίας

Τμήμα Λογοθεραπείας

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

Δυτικής Ελλάδας, Πάτρα

Συγκριτική Σύνταξη και Γλωσσικές Διαταραχές

iii

Συγκριτική Σύνταξη και Γλωσσικές Διαταραχές

Συγγραφή

Αρχόντω Τερζή

Κριτικός αναγνώστης

Σπυριδούλα Βαρλοκώστα

@ Copyright Πάτρα 2014-2015

This work is licensed under a Creative Commons Attribution-Non Commercial-Share Alike 3.0 International License

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου

www.kallipos.gr

ISBN: 978-960-603-351-3

iv

Στις φοιτήτριες και τους φοιτητές μας

v

Πίνακας περιεχομένων

Πίνακας περιεχομένων ................................................................................................................ v

Πρόλογος .................................................................................................................................... ix

Πίνακας συντομεύσεων ............................................................................................................ xiii

Ευρετήριο Όρων ....................................................................................................................... xiv

1ο Κεφάλαιο: Συντακτικές Κατηγορίες ........................................................................................ 1

1 Εισαγωγή ................................................................................................................................. 1

1.1 Καθολική Γραμματική: Αρχές και Παράμετροι ...................................................................................................... 3

1.2 Ιδιότητες της Γραμματικής ..................................................................................................................................... 3

2 Συντακτικές Κατηγορίες ........................................................................................................... 4

2.1 Είδη συντακτικών κατηγοριών .............................................................................................................................. 6

2.1.1 Φραστικές κατηγορίες (Φράσεις) ......................................................................................................... 6

2.2 Λεξικές και λειτουργικές κατηγορίες ..................................................................................................................... 8

2.2.1 Σημασιολογικό φορτίο .......................................................................................................................... 8

2.2.2 Μορφοφωνολογικό βάρος ................................................................................................................... 9

2.2.3 Είδος συμπληρώματος .......................................................................................................................... 9

3 Λεξικές, λειτουργικές κατηγορίες και γλωσσικές διαταραχές .................................................. 10

Βιβλιογραφία ............................................................................................................................ 15

Κριτήρια αξιολόγησης ................................................................................................................ 17

2ο Κεφάλαιο: Θεματική Δομή .................................................................................................... 19

1 Εισαγωγή ................................................................................................................................ 19

1.1 Ορίσματα.............................................................................................................................................................. 19

1.2 Προσαρτήματα ..................................................................................................................................................... 20

1.3 Θεματικοί Ρόλοι ................................................................................................................................................... 21

1.4 Το Θ-Κριτήριο ....................................................................................................................................................... 23

2 Η Αρχή της Προβολής .............................................................................................................. 24

2.1 Κενές κατηγορίες και πλεοναστικά....................................................................................................................... 24

2.2 Η Αρχή της Διευρυμένης Προβολής ...................................................................................................................... 25

2.3 Συνέπειες για το Λεξικό ........................................................................................................................................ 26

3 Θεματική δομή και διαταραχές ............................................................................................... 26

3.1 Η θεματική δομή στην αφασία ............................................................................................................................. 26

3.1.1 Η θεματική δομή των Ελληνόφωνων αγραμματικών........................................................................... 28

3.2 Θεματικοί ρόλοι και θεραπευτική παρέμβαση .................................................................................................... 31

vi

Βιβλιογραφία ............................................................................................................................ 33

Κριτήρια αξιολόγησης ................................................................................................................ 34

3ο Κεφάλαιο: Η Δομή των Φράσεων και η Πρόταση ................................................................... 35

1 Εισαγωγή ................................................................................................................................ 35

1.1 H Θεωρία του Χ’ ............................................................................................................................................. 37

1.1.1 Κεφαλή ................................................................................................................................................ 39

1.1.2 Συμπλήρωμα ........................................................................................................................................ 39

1.1.3 Χαρακτηριστής ..................................................................................................................................... 41

2 Η Δομή της Πρότασης .............................................................................................................. 41

2.1 Η Περιοχή της Κλίσης ............................................................................................................................................ 41

2.1.1 Φράση Κλίσης και Γλωσσικές Διαταραχές .......................................................................................... 43

2.2 Συντακτικά χαρακτηριστικά ................................................................................................................................. 47

3 Η περιοχή του Συμπληρωματικού Δείκτη ................................................................................ 51

3.1 Η περιοχή του ΣΔ στις γλωσσικές διαταραχές ...................................................................................................... 55

Βιβλιογραφία ............................................................................................................................ 58

Κριτήρια αξιολόγησης ................................................................................................................ 60

Κεφάλαιο 4: Η Δομή της Ονοματικής Φράσης ............................................................................ 61

1 Εισαγωγή ................................................................................................................................ 61

1.1 Η κατηγορία Προσδιοριστικός Δείκτης ................................................................................................................. 61

1.2 Είδη Προσδιοριστικών Δεικτών ............................................................................................................................ 62

1.3 Η σημασιολογία των Προσδιοριστικών Δεικτών .................................................................................................. 63

2 Ο Προσδιοριστικός Δείκτης ως Κεφαλή ................................................................................... 64

2.1 Ομοιότητες με προτασιακή δομή ......................................................................................................................... 65

3 Πειραματικά ευρήματα στη ΦΠΔ ............................................................................................ 66

3.1 Η κατάκτηση των άρθρων της Ελληνικής .............................................................................................................. 66

3.2 Η ΟΦ και οι ΠΔ στις διαταραχές .......................................................................................................................... 68

3.2.1 Οι ποσοδείκτες ..................................................................................................................................... 70

3.2.2 Άλλα χαρακτηριστικά της ΟΦ: το Γένος ............................................................................................... 70

3.2.3 Άλλα χαρακτηριστικά της ΟΦ: η Πτώση .............................................................................................. 71

4 Η πλούσια δομή της ΦΠΔ ........................................................................................................ 73

Βιβλιογραφία ............................................................................................................................ 75

Κριτήρια αξιολόγησης ................................................................................................................ 77

Κεφάλαιο 5: Μετακινήσεις Α’ .................................................................................................... 78

vii

1 Εισαγωγή ................................................................................................................................ 78

1.2 Βασικά στοιχεία του Μινιμαλισμού .................................................................................................................... 78

2 Ερωτηματικές Προτάσεις μερικής άγνοιας .............................................................................. 80

2.1 Απλές/κοντινές Ερωτήσεις ................................................................................................................................... 82

2.2 Μακρινή Ερωτηματική Μετακίνηση ..................................................................................................................... 84

2.3 Διαγλωσσικές Διαφοροποιήσεις ......................................................................................................................... 86

3 Οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας στις γλωσσικές διαταραχές ...................................................... 88

3.1 Η ερμηνεία των προβλημάτων ως προς τις ερωτήσεις αντικειμένου ................................................................... 90

4 Αναφορικές προτάσεις ............................................................................................................ 93

5 Παράρτημα: Φαινόμενα Νησίδων ........................................................................................... 98

Βιβλιογραφία .......................................................................................................................... 102

Κριτήρια αξιολόγησης .............................................................................................................. 103

6o Κεφάλαιο: Μετακινήσεις Α ................................................................................................. 104

1 Εισαγωγή .............................................................................................................................. 104

1.1 Υποκείμενα ......................................................................................................................................................... 105

2 Μετακίνηση Α ....................................................................................................................... 108

2.1 Απρόσωπες δομές – ανύψωση υποκειμένου ..................................................................................................... 109

2.2 Παθητικές προτάσεις ......................................................................................................................................... 111

2.3 Προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα ..................................................................................................................... 113

3 Παιδική γλώσσα και Διαταραχές ........................................................................................... 115

3.1 Παιδική Γλώσσα: παθητικές προτάσεις .............................................................................................................. 115

3.2 Παιδική Γλώσσα: Προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου ....................................................................................... 117

3.3 Αγραμματισμός και παθητικές προτάσεις .......................................................................................................... 118

3.4 Αγραμματισμός και αναιτιατικά ρήματα............................................................................................................ 120

4 Μετακινήσεις και θεραπευτική παρέμβαση .......................................................................... 121

Βιβλιογραφία .......................................................................................................................... 123

Κριτήρια αξιολόγησης .............................................................................................................. 124

Κεφάλαιο 7: Μετακίνηση Κεφαλής .......................................................................................... 125

1 Εισαγωγή ............................................................................................................................. 125

2 Μετακίνηση Ρήματος στον ΣΔ ............................................................................................... 126

2.1 Ερωτήσεις ολικής άγνοιας: Αγγλική ................................................................................................................... 127

2.2 Ερωτήσεις ολικής άγνοιας: Ελληνική .................................................................................................................. 129

3 Μετακίνηση Ρήματος στην Κλίση .......................................................................................... 130

viii

3.1 Βοηθητικά Ρήματα – Αγγλική ............................................................................................................................. 130

3.2 Κύρια Ρήματα – Αγγλική ..................................................................................................................................... 131

3.3 Βοηθητικά και κύρια Ρήματα – Γαλλική, Σουηδική ............................................................................................ 131

3.4 Βοηθητικά και κύρια Ρήματα – Ελληνική ........................................................................................................... 133

3.5 Μία ακόμη μετακίνηση Ρήματος στον ΣΔ: Verb Second ..................................................................................... 135

4 Μετακίνηση Ρήματος στις γλωσσικές διαταραχές ................................................................. 137

4.1 Ειδική Γλωσσική Διαταραχή ............................................................................................................................... 137

4.2 Αγραμματισμός .................................................................................................................................................. 137

Βιβλιογραφία .......................................................................................................................... 141

Κριτήρια αξιολόγησης .............................................................................................................. 142

ix

Πρόλογος

Όπως φαίνεται από τον τίτλο του, αυτό το βιβλίο έχει δύο, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, στόχους. Καταρχάς, να εξοικειώσει τους αναγνώστες με τις θεμελιώδεις έννοιες και τους διάφορους τομείς της σύνταξης των φυσικών γλωσσών, όπως αυτή έχει μελετηθεί από τη σύγχρονη γλωσσολογική θεωρία. Στη συνέχεια, θέλει να δείξει με ποιον τρόπο πραγματώνονται συγκεκριμένα συντακτικά φαινόμενα στις περιπτώσεις της μη τυπικής γλώσσας και, ειδικότερα, στις περιπτώσεις των γλωσσικών διαταραχών που επηρεάζουν τη σύνταξη και τη μορφολογία. Στόχο του βιβλίου αποτελεί επίσης και η αναφορά στις περιπτώσεις που τα ευρήματα της συντακτικής θεωρίας έχουν χρησιμεύσει στην παρέμβαση και τη θεραπεία των γλωσσικών διαταραχών, μια πρακτική όχι ιδιαίτερα διαδεδομένη μέχρι σήμερα, ούτε για τα ελληνικά, αλλά ούτε και για τα διεθνή δεδομένα.

Ο λόγος που με οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου είναι το ότι, παρά το γεγονός ότι έχει διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μελετών για τη μη τυπική γλώσσα σε σχέση με μια σειρά από μορφοσυντακτικά φαινόμενα και χαρακτηριστικά της, τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες γλώσσες, αυτές οι μελέτες δεν βρίσκονται συγκεντρωμένες για διδακτικούς σκοπούς σε κάποιο βιβλίο. Επιπλέον, όχι μόνο οι ανωτέρω μελέτες και τα ευρήματά τους δεν είναι συγκεντρωμένα ανά συντακτικό χαρακτηριστικό ή τομέα, ή έστω ανά γλωσσική διαταραχή, αλλά πρόκειται για μελέτες και αποτελέσματα που, αν και στις ημέρες μας αποτελούν κοινό τόπο, μπορεί να τα αναζητήσει κανείς μόνο κατευθείαν στις πηγές, δηλ., στα επιστημονικά περιοδικά ή τους συλλογικούς τόμους που δημοσιεύτηκαν, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνονται οι προπτυχιακοί φοιτητές και φοιτήτριες και μόνο από αυτό το γεγονός.

Σ’ αυτή τη δυσκολία προστίθεται και το γεγονός ότι για να γίνει κατανοητή η επιστημονική συμβολή καθώς και η χρησιμότητα αυτών των μελετών απαιτούνται αρκετές γνώσεις της συντακτικής θεωρίας. Όμως, τα λιγοστά διδακτικά εγχειρίδια της σύγχρονης συντακτικής θεωρίας που ήταν διαθέσιμα στην Ελληνική μέχρι τώρα δεν είναι επαρκώς επικαιροποιημένα. Επιπλέον, όπως και θα έπρεπε εξάλλου, ασχολούνται με τις έννοιες και τα φαινόμενα που καταπιάνονται με λεπτομέρεια που δεν είναι πάντα εύπεπτη, κατανοητή ή ακόμη και απαραίτητη ίσως, για φοιτητές που ενδιαφέρονται περισσότερο για τις γλωσσικές διαταραχές ή για την πρώιμη γλώσσα και τη γλωσσική κατάκτηση απ’ ό,τι για την ίδια τη συντακτική θεωρία. Από την άλλη πλευρά, τα λιγοστά, έως ανύπαρκτα, διδακτικά εγχειρίδια επί της γλωσσικής κατάκτησης και των γλωσσικών διαταραχών δεν αναλύουν επαρκώς, ή και δεν αναλύουν καθόλου, το θεωρητικό υπόβαθρο του συντακτικού τομέα με τον οποίο ασχολούνται οι μελέτες στις οποίες αναφέρονται, είτε επειδή έρχεται σε δεύτερη μοίρα για τους σκοπούς τους, είτε ίσως επειδή συνήθως καλύπτουν όλους τους τομείς της γλώσσας χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στη σύνταξη, πιθανώς και λόγω έλλειψης χώρου. Αυτό το βιβλίο φιλοδοξεί να καλύψει τα κενά που αναφέρθηκαν και να βρεθεί κάπου στη μέση της απόστασης, προσφέροντας επαρκείς πληροφορίες και ουσιαστικές γνώσεις σχετικά με θεμελιώδεις έννοιες της συντακτικής θεωρίας από τη μία πλευρά, αναδεικνύοντας παράλληλα τη συμβολή της συντακτικής θεωρίας στην ταξινόμηση μιας σειράς φαινομένων, όπως αυτά πραγματώνονται στις γλωσσικές διαταραχές, καθώς και τις δυνατότητες παρέμβασης με στόχο τη θεραπεία, αλλά, από την άλλη, αναδεικνύοντας και τη συμβολή της μη τυπικής γλωσσικής συμπεριφοράς για την ίδια τη συντακτική θεωρία.

Όπως προαναφέρθηκε, το βιβλίο απευθύνεται καταρχάς σε προπτυχιακούς φοιτητές, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να μπορούν να βρουν συγκεντρωμένα τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει από τις προεκτάσεις της συντακτικής θεωρίας στο χώρο των γλωσσικών διαταραχών σχετικά εύκολα, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξουν σε πολλές και διαφορετικές επιστημονικές πηγές, οι οποίες, αρκετές φορές, μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα κατανοητές, ακόμη και λόγω του ότι δεν είναι γραμμένες στην Ελληνική. Θα ήταν όμως τεράστια επιτυχία αν τελικά οι προπτυχιακοί (και όχι μόνο) φοιτητές αναζητούσαν στη συνέχεια από μόνοι τους, και κατ΄ ευθείαν από τις ίδιες τις πηγές – είτε της συντακτικής θεωρίας, είτε των γλωσσικών διαταραχών που επηρεάζουν τη σύνταξη – τις επί πλέον πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εμβάθυνση σε διάφορα θέματα, ακριβώς επειδή αυτό το βιβλίο τους έδωσε το κίνητρο. Ένας λόγος που σε αρκετά σημεία θέτω, αλλά δεν απαντώ ερωτήματα, στα οποία είτε δεν έχει δοθεί απάντηση είτε η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική, είναι ακριβώς για να λειτουργήσει το βιβλίο και

x

ως προτροπή για περαιτέρω έρευνα. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που οι βιβλιογραφικές αναφορές στο τέλος κάθε κεφαλαίου είναι περισσότερες απ’ ό,τι συνηθίζεται σε διδακτικά βιβλία, καθώς και ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν παραπομπές σε αυτές μέσα στο κείμενο, χαρακτηριστικό επίσης μάλλον ασυνήθιστο για διδακτικό βιβλίο.

Το βιβλίο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις διαφάνειες που δημιούργησα για τις ανάγκες των διαλέξεων του μαθήματος «Η Σύνταξη της Ελληνικής» που διδάσκω τα τελευταία χρόνια στο Τμήμα Λογοθεραπείας του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας (Πάτρα), καθώς και στις ερωτήσεις των φοιτητών και τις συζητήσεις μαζί τους, κυρίως κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου που δίδαξα το μάθημα (Εαρινό εξάμηνο 2015). Το μάθημα, παρά τον τίτλο του, αφορά τη Συγκριτική Σύνταξη, αλλά τονίζει βέβαια τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής σε συνδυασμό με τις μελέτες των γλωσσικών διαταραχών που επηρεάζουν τη Σύνταξη και τη Μορφολογία και σε άλλες γλώσσες, ιδιαίτερα γλώσσες μέσα από τις οποίες έγιναν γνωστές οι συγκεκριμένες μελέτες. Είναι ενδιαφέρον νομίζω ότι, παρότι η Φωνητική, μαζί με στοιχεία Φωνολογίας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Προγράμματος Σπουδών κάθε Τμήματος Λογοθεραπείας, η Σύνταξη δεν έχει εισαχθεί μέχρι τώρα στον κύκλο μαθημάτων παρόμοιων Τμημάτων, παρά την πληθώρα επιστημονικών μελετών σε αυτήν την περιοχή της γλώσσας τα τελευταία χρόνια. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι, στις περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο σχετικό μάθημα, συνήθως δεν πραγματεύεται τη σύγχρονη συντακτική θεωρία, πολύ περισσότερο μάλιστα δεν περιέχει τον όρο Σύνταξη στον τίτλο του, αλλά αναφέρεται είτε ως γραμματική, είτε ως δομή της γλώσσας, κλπ. Εν παρόδω, αισθάνομαι την ανάγκη να πω ότι ακόμη κι όταν πρότεινα το συγκεκριμένο μάθημα για το Πρόγραμμα Σπουδών στο Τμήμα Λογοθεραπείας στάθηκε πιο εύκολο να γίνει αποδεκτό με έναν τίτλο που να προβάλλει την Ελληνική γλώσσα, παρά τη Συντακτική Θεωρία. Μπορώ να εικάσω μόνο γιατί επικρατεί αυτή η κατάσταση πραγμάτων: είτε επειδή τα προβλήματα που αφορούν τη γλώσσα είναι πολύ πιο εμφανή και πιο συχνά στις περιοχές της Φωνητικής και της Φωνολογίας, είτε επειδή η Σύνταξη καθ’ εαυτή δυσκολεύει και προβληματίζει. Σήμερα, αρκετά χρόνια από τότε που πρωτοδίδαξα το μάθημα, έχει αρχίσει να γίνεται κοινός τόπος νομίζω ότι υπάρχει μια διακριτή περιοχή της γλώσσας, η Σύνταξη, η οποία εμφανίζει ιδιαίτερες διαταραχές. Οι μελέτες και τα αποτελέσματά τους που αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο έχουν συμβάλει τα μέγιστα στη δημιουργία αυτού του κοινού τόπου. Παρόλα αυτά, ίσως περάσει αρκετός καιρός ακόμη μέχρι να δούμε λοπαθολόγους/λογοθεραπευτές να παρακολουθούν με συστηματικό ενδιαφέρον την επιστημονική έρευνα επί των συντακτικών ελλειμμάτων, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι αρκετοί απόφοιτοι του Τμήματος με ρώτησαν τον τελευταίο χρόνο πώς μπορούν να έχουν πρόσβαση στο βιβλίο που άκουσαν ότι γράφω. Σε κάθε περίπτωση, θα προσπαθήσω να δείξω ότι η έρευνα και η κατανόηση της Σύνταξης όχι μόνο δεν είναι τόσο δύσκολη όσο πιθανώς να εμφανίζεται στην αρχή, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις η μελέτη και γνώση της κάνουν πιο εύκολη τη θεραπευτική παρέμβαση. Από την άλλη πλευρά, αν αποδειχτεί ότι τα πράγματα είναι όντως πολύπλοκα, είναι επειδή η γλώσσα, όπως και άλλα γνωστικά συστήματα εξάλλου, έχει πολυπλοκότητες, τις οποίες όμως πρέπει να μελετήσουμε συστηματικά ξεκινώντας από τα βασικά χαρακτηριστικά τους προκειμένου να τα καταλάβουμε έτσι ώστε, τελικά, να καταλάβουμε και τη γλώσσα στο σύνολό της.

Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης, κυρίως για τους φοιτητές Λογοθεραπείας που θα διαβάσουν το βιβλίο, ότι ο όρος «γλωσσικές διαταραχές», που εμφανίζεται στον τίτλο του, μάλλον δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη Λογοθεραπεία και πιθανώς να ξενίζει. Ο όρος «διαταραχές λόγου» είναι αρκετά πιο συνηθισμένος, αφού γενικά αποφεύγεται ο όρος «γλώσσα» στα Ελληνικά από τους λογοθεραπευτές, και αντικαθίσταται από τον όρο «λόγος» - αν και νομίζω ότι μάλλον αλλάζει και αυτή η συνήθεια τα πολύ τελευταία χρόνια. Θα πρέπει να έχει γίνει κατανοητό εκτιμώ ότι το περιεχόμενο του βιβλίου είναι επίσης κατάλληλο και για τους φοιτητές Γλωσσολογίας που ενδιαφέρονται τόσο για τις γλωσσικές διαταραχές όσο και για πειραματικές προσεγγίσεις στη συντακτική θεωρία. Γι’ αυτούς, η προστιθέμενη αξία προέρχεται από το γεγονός ότι θα έχουν την ευκαιρία να δουν πώς πραγματώνονται μία σειρά από συντακτικά φαινόμενα από πληθυσμούς με μη τυπική γλώσσα, φαινόμενα που δεν μπορούν να εξαντληθούν σε ένα μάθημα Ψυχογλωσσολογίας.

Να διευκρινίσω ότι προτεραιότητα του βιβλίου είναι να αναδείξει τις συνέπειες ενός αριθμού γλωσσικών διαταραχών σε διάφορα φαινόμενα και περιοχές της Σύνταξης της γλώσσας. Επειδή όμως η μελέτη της Σύνταξης είναι προγενέστερη και καλύτερα τεκμηριωμένη στην περίπτωση της διαδικασίας

xi

κατάκτησης της τυπικής γλώσσας, τόσο στην Ελληνική, όσο και διαγλωσσικά, και μάλιστα πολλές φορές οι γνώσεις για την τυπική παιδική γλώσσα έχουν λειτουργήσει ως οδηγός για τις μελέτες των διαταραχών, δεν θα ήταν δυνατό να παραλειφθούν από το βιβλίο οι μελέτες κατάκτησης κάποιων συντακτικών φαινομένων. Εκτός αυτού, η γνώση της τυπικής γλωσσικής ανάπτυξης είναι συχνά απαραίτητη για την κατανόηση της γλωσσικής συμπεριφοράς των πληθυσμών με αναπτυξιακές διαταραχές, οι οποίοι συχνά πρέπει να συγκριθούν με αυτούς με τυπική γλωσσική ανάπτυξη. Αναπόφευκτα όμως, επειδή εδώ η έμφαση είναι οι γλωσσικές διαταραχές, η αναφορά στον πρώιμο συντακτικό τομέα και την κατάκτησή του δεν μπορεί παρά να είναι ελλιπής και να παρατίθεται μόνο στο βαθμό που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την παρουσίαση των διαταραχών που ακολουθεί.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ σε μία έλλειψη του βιβλίου, η οποία έγινε εμφανής στην πορεία της συγγραφής του, αλλά ήταν αδύνατο να αποφευχθεί, καθώς και σε μία ιδιαιτερότητά του. Η αρχική ιδέα ήταν να παραθέσω, για κάθε κεφάλαιο και, συνεπώς, για κάθε περιοχή ή φαινόμενο της Σύνταξης που παρουσιάζεται, την επιστημονική έρευνα που έχει διεξαχθεί για όλες τις διαταραχές σε αυτή την περιοχή ή φαινόμενο. Καθώς προχωρούσε η συγγραφή όμως, έγινε κατανοητό ότι κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο λόγω του πλήθους των σχετικών ερευνών. Ως εκ τούτου, οι αναφορές στα γραμματικά φαινόμενα που παρουσιάζονται και αποτελούν το θέμα κάθε κεφαλαίου θα περιοριστούν στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) και τον Αγραμματισμό, διαταραχές που αφορούν πρωταρχικά τη γλώσσα και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, τα επίπεδα της Σύνταξης και της Μορφολογίας. Η αναφορά σε άλλες διαταραχές δεν είναι ανύπαρκτη στο βιβλίο, αλλά περιορίζεται στις μελέτες εκείνων των διαταραχών ή συνδρόμων που έχουν αναδείξει αποτελέσματα που αποκλίνουν θεμελιωδώς από αυτά που έχει παρατηρηθεί ότι ισχύουν στην ΕΓΔ και τον Αγραμματισμό. Υπάρχουν επίσης αρκετές παραπομπές σε βιβλιογραφικές αναφορές σχετικά με άλλες διαταραχές, στις οποίες μπορεί να προστρέξει ο αναγνώστης. Όσο για την ιδιαιτερότητα στην οποία αναφέρθηκα, αυτή αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται κάποιες φορές τα αποτελέσματα των ερευνών που συζητούνται. Είναι, νομίζω, πάγια τακτική, σε διδακτικά βιβλία κυρίως, να γίνεται παράθεση του τελικού αποτελέσματος και των ευρημάτων της έρευνας, με μία γενική αξιολόγηση ως προς τη συμπεριφορά των φαινομένων που μελετώνται. Αρκετές φορές, αντί γι’ αυτό, προτίμησα να παραθέσω τα πραγματικά αποτελέσματα των ερευνών με αριθμούς. Πρόκειται για προσωπική επιλογή που σχετίζεται με τη δική μου καλή σχέση με τους αριθμούς και τον τρόπο που προτιμώ να μου μεταφέρουν αποτελέσματα – επειδή έτσι τα θυμάμαι καλύτερα κι επειδή μου δίνεται η δυνατότητα να τα αξιολογώ όπως νομίζω. Κάτι τέτοιο θα ήθελα να κάνουν και αυτοί που θα τα διαβάσουν στο βιβλίο, ή, αν δεν το κάνουν, τουλάχιστον να μην παραξενευτούν.

Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια, στα οποία η αναλογία θεωρητικής Σύνταξης και αναφοράς στην πραγμάτωση της αντίστοιχης συντακτικής περιοχής ή φαινομένου στις γλωσσικές διαταραχές ποικίλλει, σε ανάλογη σχέση με την έκταση με την οποία έχουν απασχολήσει την σχετική έρευνα. Η πρωτοτυπία της οργάνωσης του βιβλίου συνίσταται στο ότι τα κεφάλαιά του δεν χωρίζονται ανάλογα με τις διαταραχές, αλλά ανάλογα με θεμελιώδη θέματα και τομείς που έχουν απασχολήσει τη θεωρητική Σύνταξη, και στα οποία υπάρχει έρευνα επί των γλωσσικών διαταραχών. Έτσι, το 1ο κεφάλαιο ασχολείται με τις Συντακτικές Κατηγορίες. Το 2ο ασχολείται με τη δομή των Θεματικών Όρων. Το 3ο κεφάλαιο εισάγει τη δομή των Φράσεων και ασχολείται στη συνέχεια με τη δομή της Πρότασης. Το 4ο ασχολείται με τη δομή της Ονοματικής Φράσης. Τα υπόλοιπα τρία κεφάλαια ασχολούνται με τις Μετακινήσεις των γλωσσικών εκφράσεων, ως εξής: το 5ο με τη Μετακίνηση Ερωτηματικών Φράσεων και τελεστών (Μετακίνηση Α’), το 6ο με τη Μετακίνηση Ονοματικών Φράσεων χωρίς ιδιότητες τελεστών (Μετακίνηση Α) και το 7ο με τις Μετακινήσεις Κεφαλής. Υπάρχει η σοβαρή πρόθεση να προστεθεί στο μέλλον κι ένα 8ο κεφάλαιο, για τη Θεωρία της Αναφορικής Δέσμευσης και τα σχετικά ευρήματα από τις διαταραχές.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω μία σειρά από ανθρώπους που με ενθάρρυναν σε αυτήν τη διαδικασία. Την παλιά μου συνάδελφο, αλλά πάντα φίλη, Μαρία Καμπανάρου, Λογοπαθολόγο, για το σεβασμό και την εκτίμησή της στη θεωρητική Γλωσσολογία και για την πίστη της στη συμβολή των ευρημάτων της στη Λογοθεραπεία. Χωρίς την στήριξή της, το μάθημα για το οποίο γράφτηκε αυτό το βιβλίο αμφιβάλλω αν θα είχε συμπεριληφθεί ποτέ στο Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος. Τη Μαρίκα Λεκάκου, που όταν διάβασε πριν αρκετό καιρό τις διαφάνειες που χρησιμοποιούσα ακόμη για το μάθημα,

xii

μου έδωσε το ενθαρρυντικό και εξαιρετικά κολακευτικό για εμένα σχόλιο: «τους πετάς στα βαθιά, αλλά με ωραίο τρόπο». Την Άννα Ρούσσου, που επέμεινε να μη χάσω την τελική καταληκτική ημερομηνία υποβολής της πρότασης στον Κάλλιπο. Τη διεθνή ομάδα γλωσσολόγων φίλων στο facebook, που όταν δειλά τους ανέφερα το θέμα του βιβλίου, αφού είχα ήδη υποβάλει την πρόταση, αλλά πριν ακόμη μάθω αν είχε εγκριθεί, μου έδειξαν με τον ενθουσιασμό τους ότι την είχαν βρει πολύ καλή ιδέα. Τον Μάριο Μαυρογιώργο, με τον οποίο συζητήσαμε αρκετά σημεία της θεωρίας και ο οποίος διάβασε μερικά από τα κεφάλαια στην τελική τους μορφή και μου έδωσε σχόλια. Τη Σπυριδούλα Βαρλοκώστα, που δέχτηκε να γίνει κριτικός αναγνώστης, παρά τα απίστευτα πιεστικά χρονοδιαγράμματα του έργου, και που με τα σχόλιά της συνέβαλε στη βελτίωση και τον εμπλουτισμό πολλών σημείων του βιβλίου. Την Ανθή Ζαφείρη, που πίστεψε από την αρχή στην ιδέα αυτού του βιβλίου και που έβαλε σε τάξη το κείμενο, τα δένδρα και τη βιβλιογραφία. Τη Δήμητρα Τερζή για το εξώφυλλο. Εγώ, μόνη μου, αναλαμβάνω την ευθύνη των λαθών και παραλείψεων, κι ελπίζω το αποτέλεσμα να μην απογοητεύσει.

xiii

Πίνακας Συντομεύσεων

ΕΓΔ Ειδική Γλωσσική Διαταραχή

ΟΦ Ονοματική Φράση, Ονοματικής Φράσης, Ονοματικές Φράσεις, κλπ.

ΠΔ Προσδιοριστικός Δείκτης

ΠροθΦ Προθετική Φράση

ΡΦ Ρηματική Φράση

ΣΔ Συμπληρωματικός Δείκτης

ΦΚλίσης Φράση Κλίσης

ΦΠΔ Φράση Προσδιοριστικού Δείκτη

ΦΣΔ Φράση Συμπληρωματικού Δείκτη

xiv

Ευρετήριο Όρων

Αγραμματισμός Agrammatism

Αιτιατική Accusative

Αλυσίδα Α A Chain

Αλυσίδα Α’ A’ Chain

Αναιτιατικό ρήμα Unaccusative verb

Αναστρέψιμες παθητικές προτάσεις Reversible passive sentences

Αναφορικές προτάσεις Relative clauses

Ανεργαστικό ρήμα Unergative verb

Αντίγραφο Copy

Ανύψωση (υποκειμένου) Raising

Απλές ερωτηματικές φράσεις Non-discourse-linked (non-D-linked) interrogative phrases

Αριθμός Number

Αριστερή Περιφέρεια Left Periphery

Άρνηση Negation

Αρχές (της Καθολικής Γραμματικής) Principles (of Universal Grammar)

Αρχή της Διευρυμένης Προβολής Extended Projection Principle

Αρχή της Προβολής Projection Principle

Ασθενή (χαρακτηριστικά) Weak (features)

Γενική Genitive

Γένος Gender

Γλωσσική επιτέλεση Linguistic performance

Γλωσσική ικανότητα Linguistic competence

Δέκτης Patient

Δίπτυχες προτάσεις Cleft sentences

Δίπτυχες προτάσεις Cleft sentences

Δράστης Agent

Έγκλιση Mood

Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) Specific Language Impairment (SLI)

Επαληθεύει Check(s)

Ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά Interpretable features

Ερμηνευτική επάρκεια Explanatory adequacy

Ερωτηματικές φράσεις αναφορικότητας Discourse-linked (D-linked) interrogative phrases

Ερωτηματικές φράσεις μη αναφορικότητας Non-discours- linked (non-D-linked) interrogative phrases

Ερωτήσεις μερικής άγνοιας Wh- questions

Ερωτήσεις ολικής άγνοιας Yes-No questions

Εστίαση Focus

Θέμα Theme

Θεματική Ιεραρχία Thematic Hierarchy

Θεματικό κριτήριο Theta criterion (θ-criterion)

Θεματικός ρόλος Thematic role (th-role)

Θεματοποίηση/Θέμα Topic

Θεωρία του Χ’ (Θεωρία του Χ τονούμενου) X’ Theory (X-bar Theory)

Ισχυρά (χαρακτηριστικά) Strong (features)

Ίχνος Trace

xv

Καθολική Γραμματική Universal Grammar

Καταρρέει Crush(es)

Κατηγόρημα Predicate

Κατηγορηματική λογική Predicate logic

Κενό υποκείμενο Null subject

Κεφαλή Head

Κλινικοί Δείκτες Clinical Markers

Κλίση Inflection (Infl)

Κλιτικές αντωνυμίες (κλιτικά) Clitic pronouns (clitics)

Κόμβος Node

Λειτουργικές κατηγορίες Functional categories

Λεξικές κατηγορίες Lexical categories

Λογική Δομή Logical Form (LF)

Μέγιστη προβολή Maximal projection

Μετακίνηση Move

Μετακίνηση Α A Movement

Μετακίνηση Α’ A’ Movement

Μετακίνηση Κεφαλής Head Movement

Μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά Non interpretable features

Μινιμαλισμός Minimalism

Νησίδες Islands

Ονομαστική Nominative

Ονοματική Φράση (ΟΦ) Noun Phrase (NP)

Όργανο Instrument

Όρισμα Argument

Όψη Aspect

Παθητικές προτάσεις Passive sentences

Παράμετροι Parameters

Παρατηρητική επάρκεια Observational adequacy

Παρεμφατικότητα Finiteness (Fin)

Περιγραφική επάρκεια Descriptive adequacy

Πλεοναστικό Expletive

Ποσοδείκτες Quantifiers

Προθετική Φράση (ΠροθΦ) Prepositional Phrase (PP)

Προσάρτημα Adjunct

Προσδιοριστικής Δείκτης (ΠΔ) Determiner (D)

Πρόσωπο Person

Προτασιακή ισχύς Illocutionary Force (Force)

Πτώση Case

Ρηματική Φράση (ΡΦ) Verb Phrase (VP)

Σαξονική Γενική Saxon Genitive

Στόχος Goal

Συγκλίνει Converges

Συγχώνευση Merge

Συμπλήρωμα Complement

Συμπληρωματικός Δείκτης (ΣΔ) Complementizer (C )

Συμφωνία Agreement

Σύνθετες ερωτηματικές φράσεις Discourse-linked (D-linked) interrogative phrases

Σχετική Ελαχιστοποίηση Relativized Minimality

xvi

Σχετικοποίηση της Ελάχιστης Απόστασης Relativized Minimality

Υπόθεση διαγραφής του ίχνους Trace Deletion Hypothesis

Υπόθεση Ελλείμματος Αλυσίδας Α A-Chain Deficit Hypothesis

Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου Tree Pruning Hypothesis

Φορέας εμπειρίας Experiencer

Φράση Άρνησης (ΦΆρνησης) Negation Phrase (NegP)

Φράση Έγκλισης (ΦΈγκλισης) Mood Phrase (MP)

Φράση Κλίσης (ΦΚλίσης) Inflectional Phrase (IP)

Φράση Όψης (ΦΌψης) Aspect Phrase (AspP)

Φράση Προσδιοριστικού Δείκτη (ΦΠΔ) Determiner Phrase (DP)

Φράση Συμπληρωματικού Δείκτη (ΦΣΔ) Complementizer Phrase (CP)

Φράση Συμφωνίας (ΦΣυμφ) Agreement Phrase (AgrP)

Φωνητική Δομή Phonetic Form

Χαρακτηριστής Specifier (Spec)

1

1ο Κεφάλαιο: Συντακτικές Κατηγορίες

Σύνοψη Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται μια σειρά από εισαγωγικές έννοιες που θα χρησιμεύσουν στα επόμενα κεφάλαια. Παρουσιάζεται καταρχάς η έννοια της (Καθολικής) Γραμματικής και τα βασικά χαρακτηριστικά της, καθώς και η έννοια της μορφοσύνταξης. Συζητάμε επίσης την έννοια των συντακτικών κατηγοριών και τον διαχωρισμό τους σε λεξικές και λειτουργικές με βάση έναν αριθμό κριτηρίων.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η πραγμάτωση διαφόρων λειτουργικών κατηγοριών σε περιπτώσεις γλωσσικών διαταραχών. Εξηγείται γιατί το μικρό μέγεθος ή η φωνολογική ομοιότητα των λειτουργικών κατηγοριών μεταξύ τους δεν δίνουν πλήρη απάντηση για τα ελλείμματα που παρουσιάζουν ως προς αυτές οι διάφοροι πληθυσμοί με γλωσσικές διαταραχές καθώς και τη χρησιμότητα του να μελετάμε διαφορετικούς πληθυσμούς ως προς το ίδιο γραμματικό φαινόμενο.

1 Εισαγωγή

Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη των εννοιών που θα μας απασχολήσουν σε αυτό το κεφάλαιο, θα αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε κάποιους γενικούς όρους και γνώσεις που αποτελούν απαραίτητη υποδομή για την καλύτερη κατανόηση αυτών που θα ακολουθήσουν. Η πρώτη από αυτές τις έννοιες είναι η έννοια Γραμματική.

Η σύγχρονη γλωσσολογία χρησιμοποιεί τον όρο Γραμματική τουλάχιστον με τρεις τρόπους: καταρχάς, για να αναφερθεί στις σιωπηρές γνώσεις που έχει ο φυσικός ομιλητής για τη γλώσσα του. Με άλλα λόγια, με τον όρο Γραμματική η γλωσσολογική θεωρία αναφέρεται σε όλα αυτά που ξέρει ο φυσικός ομιλητής για τη γλώσσα του, χωρίς απαραίτητα να του τα έχουν διδάξει. Αυτά μπορεί να είναι γνώσεις του φωνολογικού συστήματος, του μορφολογικού, του συντακτικού, κλπ.

Ο όρος Γραμματική αναφέρεται επίσης στη σαφή και συγκεκριμένη περιγραφή (ή θεωρία) που διατυπώνει ο γλωσσολόγος για τις γνώσεις του φυσικού ομιλητή. Το δημιούργημα του γλωσσολόγου, το οποίο περιγράφει τις γνώσεις του φυσικού ομιλητή, ονομάζεται επίσης Γραμματική, ανεξάρτητα από ποιον από τους τομείς της Γλώσσας περιγράφει, δηλ., το φωνολογικό σύστημα, τη μορφολογία, τη σύνταξη, κλπ.

Τέλος, με τον όρο Γραμματική αναφερόμαστε στους τομείς της Σύνταξης και της Μορφολογίας μαζί. Να θυμηθούμε ότι η Μορφολογία μελετά πώς σχηματίζονται οι λέξεις από μικρότερες μονάδες με νόημα, τα μορφήματα, και η Σύνταξη πώς συνδυάζονται οι λέξεις για να σχηματιστούν οι φράσεις και οι προτάσεις. Συχνά αυτοί οι δύο τομείς αναφέρονται και ως Μορφοσύνταξη. Όπως θα διαπιστώσουμε συχνά σε επόμενα κεφάλαια, αυτοί οι δύο τομείς της γλώσσας σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται στενά. Για να πάρουμε μία ιδέα από τώρα ως το προς το πότε και πώς συμβαίνει αυτό, ας δούμε μια παθητική πρόταση, (1β), η οποία ουσιαστικά είναι μία πρόταση που έχει προέλθει από μία ενεργητική, (1α), της οποίας το αντικείμενο έγινε υποκείμενο και το υποκείμενο βρέθηκε σε μία προθετική φράση, το γνωστό από την παραδοσιακή γραμματική ποιητικό αίτιο.

(1) α. Το ακροατήριο χειροκροτεί τη Μαρία β. Η Μαρία χειροκροτείται <τη Μαρία> [από το ακροατήριο]

Αυτές οι διαδικασίες περιγράφονται με τα βελάκια στην πρόταση (1β) και προφανώς αφορούν τη Σύνταξη. Προσέξτε όμως ότι εκτός από τη διαδικασία που περιγράφουν τα βελάκια, ταυτόχρονα αλλάζει και το ρήμα της πρότασης και από «χειροκροτεί», (1α), γίνεται «χειροκροτείται», (1β). Αυτή η αλλαγή αφορά τη Μορφολογία. Μάλιστα έχει υποστηριχτεί, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 6, ότι το αντικείμενο της

2

ενεργητικής πρότασης γίνεται υποκείμενο της παθητικής, ακριβώς επειδή άλλαξε η μορφολογία του ρήματος.

Αυτό το βιβλίο εστιάζει κυρίως στη Σύνταξη, παρότι, όπως θα έγινε μάλλον κατανοητό από το προηγούμενο παράδειγμα, ο τομέας της (κλιτικής) μορφολογίας είναι πολλές φορές άμεσα συνδεδεμένος με τη σύνταξη. Η συντακτική θεωρία που υιοθετούμε είναι αυτή της Γενετικής Σύνταξης (ή Γενετικής Γραμματικής), της θεωρίας που οφείλει την ύπαρξή της στον Chomsky. Οι λόγοι που βασιζόμαστε σε αυτήν τη θεωρία, αντί για κάποια άλλη, θα εξηγηθούν αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, ήδη από τις αρχές του ‘60, ο Νoam Chomsky διέκρινε ανάμεσα στις έννοιες:

α) γλωσσική ικανότητα (linguistic competence) και β) γλωσσική επιτέλεση (linguistic performance), (Chomsky 1965). Η γλωσσική ικανότητα αναφέρεται σε όλα αυτά που γνωρίζει ο φυσικός ομιλητής για τη μητρική

του γλώσσα, χωρίς να του τα έχει διδάξει κανείς. Συνεπώς, ο όρος είναι συνώνυμος με τον πρώτο ορισμό της έννοιας Γραμματική που παραθέσαμε λίγο πιο πριν. Ο φυσικός ομιλητής δεν έχει απαραίτητα συνειδητή γνώση των κανόνων της μητρικής του γλώσσας. Παρόλα αυτά, μπορεί να ξεχωρίσει μία ορθά σχηματισμένη (δηλ., γραμματική) από μία μη ορθά σχηματισμένη (δηλ., αντιγραμματική) πρόταση, ακόμη και χωρίς να μπορεί να εξηγήσει πάντα τον λόγο.

Η γλωσσική επιτέλεση, γνωστή και ως γλωσσική συμπεριφορά ή γλωσσική πλήρωση, είναι αυτό που τελικά παράγει ο φυσικός ομιλητής όταν μιλάει. Είναι δηλ., κατά κάποιον τρόπο η εφαρμογή της γλωσσικής του ικανότητας, ή, αλλιώς, η γλωσσική ικανότητα σε πραγματική χρήση. Η γλωσσική επιτέλεση μπορεί να διαφέρει από τη γλωσσική ικανότητα λόγω διαφόρων εξωγλωσσικών παραγόντων που παρεμβάλλονται, όπως η κούραση, η συναισθηματική φόρτιση, περιορισμοί μνήμης, κ.α.

Η περιγραφή των γνώσεων του φυσικού ομιλητή, δηλ., η περιγραφή της γλωσσικής του ικανότητας, και η διατύπωσή τους με σαφήνεια είναι ουσιαστικά αυτό που καλείται να κάνει ο γλωσσολόγος και που καλούμαστε να αναπτύξουμε σε ένα βιβλίο Σύνταξης. Γιατί όμως να το κάνουμε; Το κάνουμε γιατί θέλουμε να ξέρουμε τι ξέρει ο τυπικός φυσικός ομιλητής επειδή με αυτόν τον τρόπο:1

α) θα είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε αν υπάρχει απόκλιση από αυτά που ξέρει ο τυπικός φυσικός ομιλητής, στις περιπτώσεις που μας ενδιαφέρουν, δηλ., στις περιπτώσεις γλωσσικών διαταραχών, και,

β) θα μπορούμε να διατυπώσουμε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η απόκλιση. Στη διαδικασία εύρεσης, περιγραφής και διατύπωσης των κανόνων που διέπουν την ανθρώπινη

γλώσσα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη δύο αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά που αφορούν την κατάκτησή της από τα παιδιά: την ταχύτητα και την ομοιομορφία της. Ας πάρουμε αυτά τα χαρακτηριστικά με τη σειρά.

Θεωρείται ότι η γλώσσα κατακτάται με εξαιρετική ταχύτητα επειδή μεγάλο μέρος της έχει κατακτηθεί πριν ακόμη το παιδί κατακτήσει πλήρως άλλες γνωστικές διαδικασίες, ακόμη και διαδικασίες που έχουν άμεση σχέση με την γραμματική πρόταση που παράγει. Όπως αναφέρουν οι Fromkin et al. (2003: 342), παρότι η γλώσσα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα, ήδη πριν από την ηλικία των 5 ετών τα παιδιά έχουν κατακτήσει τις περισσότερες δυσκολίες της. Επίσης, πριν ακόμη είναι σε θέση να προσθέσουν 2+2 ξέρουν να κάνουν ερωτήσεις, να φτιάχνουν αρνητικές προτάσεις, αναφορικές προτάσεις ή να χρησιμοποιούν τις κατάλληλες αντωνυμίες.2

Θεωρούμε ότι η γλώσσα κατακτάται με αξιοθαύμαστη ομοιομορφία επειδή, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη γλώσσα και το μέρος του κόσμου στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί, τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας του κατακτώνται στην ίδια ηλικία. Για παράδειγμα, και αναφερόμενοι πάντα σε τυπική γλωσσική ανάπτυξη, στην ηλικία του ενός έτους τα παιδιά παράγουν προτάσεις μιας λέξης, στα δύο έτη προτάσεις δύο λέξεων, κλπ., ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μαθαίνουν ως μητρική.

Η ταχύτητα και η ομοιομορφία με την οποία κατακτάται η γλώσσα θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα συγκεκριμένων βιολογικών εφοδίων του ανθρώπου. Αυτά τα βιολογικά εφόδια είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους και συνιστούν την Καθολική Γραμματική (Universal Grammar). Αποτέλεσμα της Καθολικής Γραμματικής είναι οι κοινές δομές καθώς και πολλές κοινές γλωσσικές διαδικασίες που παρατηρούνται, ανεξάρτητα από τη γλώσσα των φυσικών ομιλητών. Θα αναφερθούμε σε μερικές από τις κοινές δομές, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο διαφέρουν, τόσο σε αυτό όσο και σε επόμενα κεφάλαια.3

3

1.1 Καθολική Γραμματική: Αρχές και Παράμετροι Οι κανόνες της Καθολικής Γραμματικής είναι γνωστοί ως Αρχές της Καθολικής Γραμματικής, δηλαδή, αρχές ή κανόνες που είναι κοινοί για όλες τις γλώσσες.

Είναι προφανές όμως ότι, παρά την ύπαρξη κοινών κανόνων, δεν είναι όλες οι γλώσσες ίδιες. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η κάθε γλώσσα δεν περιγράφεται μόνο από τις Αρχές της Καθολικής Γραμματικής, αλλά περιλαμβάνει και επιπλέον στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη γλώσσα και διαφέρουν διαγλωσσικά, δηλ. από γλώσσα σε γλώσσα. Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι κάθε γλώσσα περιλαμβάνει και τη εκμάθηση των παρακάτω τομέων:

α) λεξιλόγιο, και β) δομή Η δομή περιλαμβάνει και την ρύθμιση των Παραμέτρων, οι οποίες ουσιαστικά είναι οι τρόποι με

τους οποίους διαφέρουν οι Αρχές. Κάθε Αρχή διαφοροποιείται ως προς δύο Παραμέτρους μόνο, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω.

Για να έχουμε μία ιδέα για το πώς μπορεί να είναι η Καθολική Γραμματική και οι Παράμετροί της, ας πάρουμε τη διαφοροποίηση μεταξύ των γλωσσών ως προς το αν έχουν ή όχι τη δυνατότητα να μην εκφράζουν το υποκείμενό τους. Η Ελληνική ανήκει στην πρώτη κατηγορία και επιτρέπει στις προτάσεις να μην εμφανίζουν το υποκείμενό τους, (2), κάτι που οδηγεί σε αντιγραμματική πρόταση στην Αγγλική, (3).

(2) Πήγε στο γυμναστήριο. (3) *(She) went to the gym.4 Υποθέτουμε λοιπόν ότι υπάρχει μία Αρχή της Καθολικής Γραμματικής σύμφωνα με την οποία: Κάθε

πρόταση έχει υποκείμενο. Αυτή η Αρχή έχει δύο Παραμέτρους:

Παράμετρος 1: Το Υποκείμενο της Πρότασης πρέπει να έχει φωνολογικό περιεχόμενο (δηλ., να είναι ορατό). Παράμετρος 2: Το Υποκείμενο της Πρότασης δεν χρειάζεται να έχει φωνολογικό περιεχόμενο.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον που μιλιέται η Ελληνική, αρκετά νωρίς ρυθμίζουν τη συγκεκριμένη Αρχή ως προς την Παράμετρο 2, δηλ., επιλέγουν την Παράμετρο 2. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον που μιλιέται η Αγγλική, αρκετά νωρίς, επιλέγουν την Παράμετρο 1. Το πώς ακριβώς γίνεται η ρύθμιση ως προς την συγκεκριμένη παράμετρο, έχει αποτελέσει θέμα μεγάλης επιστημονικής αντιπαράθεσης, και ένα κλασσικό άρθρο για τη ρύθμιση της συγκεκριμένης Παραμέτρου είναι αυτό της Valian (1990).

1.2 Ιδιότητες της Γραμματικής Είπαμε ότι στόχος της Γενετικής Σύνταξης είναι να ανακαλύψει και να διατυπώσει τους κανόνες που διέπουν τον συντακτικό τομέα της ανθρώπινης γλώσσας. Στη διαδικασία αυτή, όπως και στη διαδικασία διατύπωσης οποιωνδήποτε κανόνων της γλώσσας, θα πρέπει, σύμφωνα με τη Γενετική Γλωσσολογία, να φροντίζουμε ώστε οι κανόνες να πληρούν κάποιες «προδιαγραφές». Αυτές οι προδιαγραφές εκφράζονται μέσα από τις τρεις ιδιότητες που ακολουθούν:

α) την ιδιότητα της παρατηρητικής επάρκειας, β) την ιδιότητα της περιγραφικής επάρκειας, γ) την ιδιότητα της ερμηνευτικής επάρκειας

Σύμφωνα με την παρατηρητική επάρκεια (observational adequacy), οι κανόνες θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχωρίζουν τις γραμματικές από τις αντιγραμματικές προτάσεις. Σύμφωνα με την περιγραφική επάρκεια (descriptive adequacy), οι κανόνες πρέπει να είναι σε θέση να εξηγούν γιατί οι γραμματικές προτάσεις είναι γραμματικές και οι αντιγραμματικές είναι αντιγραμματικές. Τέλος, σύμφωνα με την

4

ερμηνευτική επάρκεια (explanatory adequacy) οι κανόνες θα πρέπει να είναι εύλογοι προς μάθηση από το παιδί. Με άλλα λόγια, με βάση αυτήν την ιδιότητα οι κανόνες θα πρέπει να είναι σε θέση να απαντούν γιατί το παιδί δημιουργεί τη γραμματική που δημιουργεί μέσα από τα γλωσσικά δεδομένα που δέχεται από το περιβάλλον του, αντί να δημιουργήσει κάποια άλλη. Γιατί δηλαδή επιλέγει ένα συγκεκριμένο κανόνα, αντί για κάποιον άλλο, και τι κάνει αυτόν τον κανόνα πιο εύλογο ή πιο εύκολο.

Η τελευταία ιδιότητα αποτελεί θεμελιώδη συμβολή της Γενετικής Γλωσσολογίας στη μελέτη της Γλώσσας, και έναν από τους πιο σημαντικούς λόγους για τον οποίο χρησιμοποιούμε αυτό το γλωσσολογικό μοντέλο σε πολλές σχετικές μελέτες αλλά και σε αυτό εδώ το βιβλίο: το συγκεκριμένο γλωσσολογικό μοντέλο δεν ενδιαφέρεται μόνο να περιγράψει και να διατυπώσει τους κανόνες της γλώσσας, αλλά και να λάβει υπόψη του και τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνει τους κανόνες ο φυσικός ομιλητής, καθώς και πώς επιλέγει μέσα από εναλλακτικούς πιθανούς κανόνες.

Λίγο-πολύ οι ίδιες ανησυχίες απασχολούν, ή θεωρούμε ότι πρέπει να απασχολούν, και τη μελέτη των γλωσσικών διαταραχών, τόσο ως προς την κατανόηση, όσο και ως προς την αντιμετώπισή τους. Συχνά στην προσπάθειά αντιμετώπισης των γλωσσικών διαταραχών η έμφαση δίνεται στο δεύτερο παράγοντα, δηλ. στον ομιλητή και στο πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί το γλωσσικό του πρόβλημα. Θεωρούμε όμως ότι θα πρέπει να μας απασχολεί, εξίσου σοβαρά ίσως, και το ποιους κανόνες θα πρέπει να περιμένουμε να ξέρει ο φυσικός ομιλητής, κάτι που κατά τη γνώμη μου συχνά παραμελείται. Αντίστοιχα, στη Γενετική Σύνταξη, παρότι συχνά διατυπώνονται οι πλέον λεπτομερείς και άρτιοι κανόνες για την περιγραφή και κατανόηση μιας σειράς γλωσσικών φαινομένων, παραμελείται συχνά η ανθρώπινη διάσταση, το πώς δηλαδή, τα ευρήματα και οι κανόνες που διατυπώνονται συμβαδίζουν με την αρχή της ερμηνευτικής επάρκειας. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός και μόνο ότι η αρχή της ερμηνευτικής επάρκειας περιλαμβάνεται στις βασικές διακηρύξεις της Γενετικής Γλωσσολογίας, κάνει την επιλογή της ως την πλέον κατάλληλη για την πρωταρχική επιδίωξη αυτού του βιβλίου, δηλ., τη μελέτη και την κατανόηση του συντακτικού τομέα της γλώσσας στην περίπτωση των γλωσσικών διαταραχών.

2 Συντακτικές Κατηγορίες

Οι λέξεις, ή οι ομάδες λέξεων που φτιάχνουν μια πρόταση δεν είναι όλες του ίδιου τύπου. Χωρίζονται σε διάφορες συντακτικές, ή αλλιώς, γραμματικές, κατηγορίες. Είναι τα παλιά, γνωστά, μέρη του λόγου τα οποία για την παραδοσιακή γραμματική είναι κατηγορίες όπως: ρήμα, ουσιαστικό, επίθετο, άρθρο, πρόθεση, επίρρημα, κλπ. Η ύπαρξη αυτών των κατηγοριών χαρακτηρίζει όλες τις γλώσσες του κόσμου, αποτελεί δηλαδή στοιχείο της Καθολικής Γραμματικής. Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε όμως την έννοια της συντακτικής, κατηγορίας; Ένας αρκετά ακριβής τρόπος ορισμού της είναι ότι συνιστά ένα σύνολο γλωσσικών εκφράσεων που έχουν κοινά γραμματικά χαρακτηριστικά.

Τα Ρήματα, για παράδειγμα, εμφανίζουν τα κοινά γραμματικά χαρακτηριστικά του Προσώπου, του Αριθμού, του Χρόνου και της Έγκλισης. Τα Ουσιαστικά, τα οποία εδώ αποκαλούμε Ονόματα, εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά του Γένους, του Αριθμού και της Πτώσης, και εισάγονται από άρθρο. Να επισημάνουμε ότι αυτά στα οποία αναφερθήκαμε ως γραμματικά χαρακτηριστικά στα δύο προηγούμενα παραδείγματα πραγματώνονται ως μορφολογικά χαρακτηριστικά, υποδεικνύοντας άλλη μία περίπτωση άμεσης σχέσης ανάμεσα στη σύνταξη και τη μορφολογία. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σε μια πρόταση όπως η (4), οι λέξεις «Γιάννης» και «Μαρία» είναι Ονόματα, η λέξη «φύγει» είναι (κύριο) Ρήμα, η λέξη «είχε» είναι (βοηθητικό) Ρήμα και η λέξη «μετά» είναι Πρόθεση.

(4) Ο Γιάννης είχε φύγει μετά τη Μαρία. Παρόλα αυτά, τα μορφολογικά κριτήρια από μόνα τους δεν είναι πάντα αρκετά για να

αποφανθούμε σε ποιες γραμματικές κατηγορίες ανήκουν οι λέξεις. Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές: α) στις γλώσσες που δεν έχουν πλούσια μορφολογία, αλλά και

5

β) στις γλώσσες με πλούσια μορφολογία, όταν πρόκειται για κάποιες γλωσσικές εκφράσεις/λέξεις που τυχαίνει να μην έχουν κλιτική μορφολογία.

Αρχίζοντας με τη δεύτερη περίπτωση, δείτε τις παρακάτω δύο προτάσεις της Ελληνικής, μιας γλώσσας που είναι ιδιαίτερα πλούσια μορφολογικά. Είναι δύσκολο να ισχυριστούμε ότι η έκφραση επάνω ανήκει στην ίδια κατηγορία και στις δύο προτάσεις, και η αδιαφανής έως ανύπαρκτη μορφολογία της δεν μας βοηθάει να αποφασίσουμε:

(5) Ο Γιάννης έτρεξε επάνω. (6) Ο Γιάννης ακούμπησε το βιβλίο επάνω της.

Έτσι, ενώ στην πρόταση (5) το «επάνω» είναι αναμφισβήτητα (τοπικό) Επίρρημα, στην πρόταση (6) δεν μπορεί να θεωρηθεί Επίρρημα, αφού τα επιρρήματα δεν παίρνουν αντικείμενο. Καταλήγουμε λοιπόν ότι στην πρόταση (6), το «επάνω» θα πρέπει να θεωρηθεί Πρόθεση, ακριβώς επειδή έχει αντικείμενο. Αυτό βέβαια είναι κάτι που αρκετοί θα το δεχτούν με δυσκολία, αν και χωρίς καλά επιχειρήματα, απλά και μόνο επειδή είναι επηρεασμένοι από την παραδοσιακή γραμματική του σχολείου.

Προκειμένου να αποφασίσουμε σε ποια συντακτική κατηγορία ανήκει μία γλωσσική έκφραση σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλ. σε περιπτώσεις που δεν βοηθάει η μορφολογία, επιστρατεύουμε τα συντακτικά κριτήρια, δηλ. τη θέση που καταλαμβάνει η έκφραση μέσα στην πρόταση. Αυτό ακριβώς κάναμε με τις προτάσεις (5) και (6): παρότι η Ελληνική είναι μία γλώσσα με πλούσια μορφολογία, στη συγκεκριμένη περίπτωση η μορφολογία δεν μας βοήθησε να καταλήξουμε σε ποια συντακτική κατηγορία ανήκει η λέξη «επάνω». Αυτό συνέβη επειδή η συγκεκριμένη λέξη αποτελείται από ένα και μόνο μόρφημα, το οποίο δεν δίνει κάποια ένδειξη.

Άλλες εμφανείς περιπτώσεις της χρησιμότητας των συντακτικών, αντί μορφολογικών, κριτηρίων προκειμένου να αποφασίσουμε για τη συντακτική κατηγορία στην οποία ανήκει μία γλωσσική έκφραση (ή, απλά, λέξη), προέρχονται από την Αγγλική. Αυτό συμβαίνει επειδή η Αγγλική δεν έχει πλούσια μορφολογία, δηλ., η κλιτική μορφολογία των ρημάτων, ουσιαστικών και επιθέτων συχνά είναι η ίδια, και πολύ συχνά, μηδενική:

(7) α. Take a guess!

β. I don’t think I can guess. (8) α. I had a bad cough last week.

β. I think these patients cough a lot. (9) α. He looked very worried.

β. He worried a lot about the exams. Δείτε ότι στα τρία παραπάνω ζεύγη προτάσεων, η ίδια λέξη ανήκει σε διαφορετική κατηγορία: στην (7α) η λέξη «guess» είναι Όνομα, αλλά στην (7β) είναι Ρήμα, στις (8α) και (8β) η λέξη «cough» είναι Όνομα και Ρήμα αντίστοιχα, και στις (9α) και (9β) η λέξη «worried» είναι Επίθετο και Ρήμα αντίστοιχα.

Τι συμπεριφορά μπορούμε να περιμένουμε ότι θα έχουν τα άτομα με γλωσσικές διαταραχές ως προς λέξεις που είναι οι ίδιες φωνολογικά, αλλά ανήκουν σε διαφορετικές συντακτικές κατηγορίες; Θα περίμενε κανείς, για παράδειγμα, ότι οι αφασικοί Broca, οι οποίοι, εκτός από το ότι έχουν προβλήματα με τις λειτουργικές κατηγορίες γενικά, έχουν και προβλήματα με τα ρήματα ειδικότερα, θα δυσκολεύονται στις (β) προτάσεις των ζευγαριών (7)-(9), αλλά όχι στις (α) – παρά το γεγονός ότι οι λέξεις που έχουμε συζητήσει, και που έχουν σημειωθεί με πλαγιαστά γράμματα στις προτάσεις (7)-(9), έχουν ακριβώς το ίδιο φωνολογικό περιεχόμενο.

Είναι ενδιαφέρον ότι πράγματι υπάρχουν τέτοια ευρήματα, αν και από άλλες συντακτικές κατηγορίες. H Froud (2001) μελέτησε έναν αφασικό ασθενή με μητρική γλώσσα την Αγγλική, ο οποίος είχε πρόβλημα ως προς την ανάγνωση λειτουργικών κατηγοριών. Θα συζητήσουμε με λεπτομέρεια τις διαφορές μεταξύ λειτουργικών και λεξικών κατηγοριών αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά θεωρούμε

6

προς το παρόν ότι η βασική τους διαφορά είναι γνωστή. Ο ασθενής που μελέτησε η Froud, αν και κατανοούσε τη σημασία των λειτουργικών κατηγοριών, δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Όταν έπρεπε να το κάνει, για τις ανάγκες του πειράματος, τις αντικαθιστούσε με άλλες λέξεις. Αντίθετα, δεν είχε πρόβλημα ως προς την ανάγνωση των λεξικών κατηγοριών. Η Froud λοιπόν ότι ο συγκεκριμένος ασθενής μεταχειριζόταν διαφορετικά κάποιες λέξεις που ήταν ομόηχες, αλλά ανήκαν σε διαφορετική κατηγορία, και συγκεκριμένα κάποιες τοπικές προθέσεις. Για παράδειγμα, ενώ διάβαζε τις λέξεις (10α-β) διαφορετικά από αυτό που έβλεπε, διάβαζε εκφράσεις όπως η (10γ) σωστά. Προφανώς αυτό γινόταν επειδή στην πρόταση (10γ) το «behind» είναι Όνομα, ενώ στις άλλες περιπτώσεις ήταν Πρόθεση.5

(10) α. behind → forward,

β. behind the elephant → the elephant, before, after, before the elephant, γ. the behind of the elephant → the behind of the elephant.

Τέτοια επιλεκτική συμπεριφορά ως προς τις γλωσσικές εκφράσεις και τις συντακτικές κατηγορίες

που είναι οι ίδιες φωνολογικά μας δείχνει πρώτα απ’ όλα ότι αυτό που φαίνεται δεν είναι πάντα μόνο αυτό που είναι στη γλώσσα. Μας δείχνει επίσης ότι, αφού το φωνολογικό περιεχόμενο από μόνο του, προφανώς, δεν μπορεί να εξηγήσει τη διαφορετική συμπεριφορά των ομόηχων εκφράσεων – δεδομένου ότι παραμένει αμετάβλητο – κάτι άλλο θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για τη διαφορετική συμπεριφορά. Αυτό το ‘κάτι άλλο’ δεν μπορεί παρά να είναι οι συντακτικές ιδιότητες των γλωσσικών εκφράσεων, εύρημα που προβάλλει τη συμβολή της σύνταξης στην κατανόηση των γλωσσικών διαταραχών, καθώς και την ανάγκη διερεύνησης πέρα από το πώς φαίνονται τα πράγματα με πρώτη ματιά.

2.1 Είδη συντακτικών κατηγοριών Οι συντακτικές κατηγορίες χωρίζονται ως προς δύο διαστάσεις: καταρχάς, ως προς το αν είναι μόνες τους ή ακολουθούνται από κάποια άλλη λέξη (ή ομάδα λέξεων) με την οποία σχηματίζουν ένα αυτοτελές σύνολο. Ως προς αυτήν τη διάσταση, οι συντακτικές κατηγορίες χωρίζονται σε λεξικές και φραστικές κατηγορίες, ή Φράσεις. Οι συντακτικές κατηγορίες χωρίζονται επίσης ανάλογα με το ποια λειτουργία επιτελούν στην πρόταση. Ως προς αυτήν τη διάσταση χωρίζονται σε λεξικές κατηγορίες και λειτουργικές κατηγορίες.

2.1.1 Φραστικές κατηγορίες (Φράσεις)

Ας εξετάσουμε τον πρώτο διαχωρισμό των συντακτικών κατηγοριών, λαμβάνοντας υπόψη την παρακάτω πρόταση:

(11) Ο Γιάννης συνάντησε το κορίτσι με το καπέλο.

Οι Φράσεις «ο Γιάννης» και «το κορίτσι» είναι Ονοματικές Φράσεις (ΟΦ). Η Φράση «με το καπέλο» είναι Προθετική Φράση (ΠροθΦ), η Φράση «συνάντησε το κορίτσι» είναι Ρηματική Φράση (ΡΦ), κοκ. Όλες τους είναι φραστικές κατηγορίες ή Φράσεις.

Η κάθε Φράση παίρνει το όνομά της από την κατηγορία της λέξης που την εισάγει, και η οποία λέγεται Κεφαλή της αντίστοιχης Φράσης. Για παράδειγμα, η Πρόθεση «με» είναι η Κεφαλή της Προθετικής Φράσης «με το καπέλο» στην πρόταση (11), το Ρήμα «συνάντησε» είναι η Κεφαλή της Ρηματικής Φράσης «συνάντησε το κορίτσι», κλπ. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποια λέξη αποτελεί την Κεφαλή κάθε Φράσης με βάση τα παρακάτω κριτήρια:

(12) α. Η Κεφαλή καθορίζει την κατανομή της φράσης της οποίας είναι μέρος.

β. Η Κεφαλή είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της φράσης σημασιολογικά.

Είναι προφανές ότι στην περίπτωση μίας Ρηματικής Φράσης δεν χρειάζεται απαραίτητα να επικαλεστούμε αυτά τα κριτήρια, επειδή βλέποντας μία Φράση που περιέχει Ρήμα είναι εύκολο να πούμε ποια είναι η Κεφαλή της. Με άλλα λόγια, είναι εύκολο να πούμε ότι η γλωσσική έκφραση «συνάντησε το κορίτσι» είναι ΡΦ, και η Κεφαλή της είναι το Ρήμα «συνάντησε». Τα κριτήρια (12) είναι πολύ πιο χρήσιμα για τον

7

εντοπισμό της Κεφαλής μίας Φράσης όταν η Φράση αποτελείται από ίδιες συντακτικές κατηγορίες. Δείτε για παράδειγμα τις παρακάτω Φράσεις που είναι και οι δύο Ονοματικές Φράσεις, (13). Πώς βρίσκουμε ποιο από τα δύο Ονόματα (=ουσιαστικά) που τις αποτελούν («δαμαστής» - «λιοντάρια» και «πλατείες» - «Πάτρα» αντίστοιχα) είναι η Κεφαλή της κάθε Φράσης;

(13) α. Ο δαμαστής των λιονταριών β. Οι πλατείες της Πάτρας

Σε αυτήν την περίπτωση το κριτήριο της κατανομής (12α) είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Βλέπουμε πως όταν η κάθε μία από αυτές τις Ονοματικές Φράσεις είναι σε θέση υποκειμένου, το ρήμα της πρότασης συμφωνεί ως προς τον αριθμό με το πρώτο Όνομα, όχι με το δεύτερο, (14).

(14) α. Ο δαμαστής των λιονταριών κατάγεται/*κατάγονται από την Καλαμάτα.

β. Οι πλατείες της Πάτρας σκουπίζονται/*σκουπίζεται συχνά

Όταν πάλι οι παραπάνω Φράσεις είναι σε θέση αντικειμένου, θέση η οποία συνήθως δέχεται αιτιατική πτώση, μόνο το πρώτο Όνομα φέρει αιτιατική πτώση (ενώ η πτώση του δεύτερου δεν αλλάζει).

(15) α. Γνώρισα τον δαμαστή των λιονταριών.

β. Επισκέφτηκα τις πλατείες της Πάτρας

Βλέπουμε λοιπόν ότι και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις Ονοματικών Φράσεων, το Όνομα που αλλάζει χαρακτηριστικά ανάλογα με την κατανομή του, είναι το πρώτο. Συνεπώς, το πρώτο Όνομα είναι η Κεφαλή της Ονοματικής Φράσης που αποτελείται από δύο Ονόματα.

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια Φράση που έχει Κεφαλή αλλά όχι συμπλήρωμα. Η Ρηματική Φράση στην πρόταση (16), για παράδειγμα, αποτελείται μόνο από την Κεφαλή, δηλαδή το Ρήμα «κολυμπάει».

(16) Η Μαρία κολυμπάει. Παρότι μπορεί να υπάρξει Φράση με Κεφαλή, αλλά χωρίς Συμπλήρωμα, όπως η παραπάνω

Ρηματική Φράση, δεν μπορεί να υπάρξει Συμπλήρωμα χωρίς Κεφαλή. Το αν η Κεφαλή προηγείται ή ακολουθεί τη Φράση Συμπλήρωμα διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα,

αλλά σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις μέσα στην ίδια γλώσσα. Στην Ελληνική, για παράδειγμα, το Ρήμα είναι στην αρχή, δηλαδή, στα αριστερά, της Ρηματικής Φράσης, (18) και (20α), και η Πρόθεση είναι στην αρχή της Προθετικής Φράσης, (19) και (20β).

(17) Ο Γιώργος διαβάζει ένα βιβλίο. (18) ΡΦ: διαβάζει ένα βιβλίο [Ρ – ΟΦ] (19) Η Μαρία δουλεύει στην Αθήνα. (20) α. ΡΦ: δουλεύει στην Αθήνα. [Ρ – ΠροθΦ] β. ΠροθΦ: στην Αθήνα [Προθ – ΟΦ] Στα Τούρκικα συμβαίνει το αντίθετο, το ίδιο και στα Βασκικά. Για την ακρίβεια, το ίδιο συμβαίνει

και σε πολλές άλλες γλώσσες, αλλά αναφέρουμε αυτές τις δύο επειδή είναι οι πιο κοντινές μας γεωγραφικά. Τα παρακάτω παραδείγματα είναι από τα Τούρκικα και βλέπουμε ότι το Ρήμα είναι στα δεξιά της Ρηματικής Φράσης, (22) και (24α), και η Πρόθεση είναι στα δεξιά της Προθετικής Φράσης, (24β).

8

(21) Elif kitabi okuyo Ελήφ βιβλίο διαβάζει ‘Η Ελήφ διαβάζει το βιβλίο.’ (22) ΡΦ: βιβλίο διαβάζει [ΟΦ – Ρ] (23) Ahmet Antalya’da çalişiyor Αχμέτ Ατάλεια-σε δουλεύει ‘Ο Αχμέτ δουλεύει στην Ατάλεια.’ (24) α. ΡΦ: Αττάλεια-σε δουλεύει [ΠροθΦ – Ρ] β. ΠροθΦ: Αττάλεια-σε [ΟΦ – Προθ] Η θέση της Κεφαλής μέσα στη Φράση, αν δηλαδή η Κεφαλή είναι αριστερά ή δεξιά από το

συμπλήρωμά της, αποτελεί μια ακόμη από τις Παραμέτρους της Γενετικής Σύνταξης, την Παράμετρο της Κεφαλής (Head Parameter). Θεωρούμε λοιπόν ότι υπάρχει η Καθολική Αρχή σύμφωνα με την οποία: Κάθε φράση έχει μία μόνο κεφαλή. Αυτή η Αρχή έχει τις εξής δύο Παραμέτρους:

(25) α. Παράμετρος 1: Η Κεφαλή της Φράσης βρίσκεται πριν από το Συμπλήρωμά της.

β. Παράμετρος 2: Η Κεφαλή της Φράσης βρίσκεται μετά από το Συμπλήρωμά της. Αυτές οι γνώσεις που έχουμε είναι μέρος της Καθολικής Γραμματικής, άρα μέρος των βιολογικών

καταβολών του ανθρώπου σε σχέση με τη γλώσσα. Αυτό που κάνει ο φυσικός ομιλητής στη διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας είναι να ρυθμίσει την αντίστοιχη παράμετρο για τη γλώσσα του, δηλ., να ανακαλύψει αν στη γλώσσα μέσα στην οποία μεγαλώνει η Κεφαλή είναι πριν ή μετά από το συμπλήρωμά της. Το πώς γίνεται κάτι τέτοιο, δηλ., ποια στοιχεία της γλώσσας βοηθούν τον φυσικό ομιλητή στη διαδικασία ρύθμισης των παραμέτρων, δεν είναι απλό θέμα, και έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων ερευνών, όπως αναφέραμε ήδη στην περίπτωση της Παραμέτρου του Κενού Υποκειμένου.

Ας επανέλθουμε στο θέμα μας όμως, δηλαδή, το διαχωρισμό των γλωσσικών εκφράσεων σε λεξικές και φραστικές κατηγορίες, θέτοντας την ερώτηση: γιατί χρειάζεται να ξέρουμε να χωρίζουμε τις προτάσεις, ή τις γλωσσικές εκφράσεις γενικότερα, σε Φράσεις; Πρώτα απ’ όλα, επειδή οι λέξεις που απαρτίζουν μια πρόταση δεν τοποθετούνται τυχαία, αλλά συμμετέχουν με συγκεκριμένη δομή φτιάχνοντας τις Φράσεις. Ο συνδυασμός των Φράσεων μας δίνει την πρόταση, που είναι κι αυτή μια Φράση. Ο τομέας της Σύνταξης μελετά ακριβώς τη δομή της πρότασης και των επιμέρους Φράσεων που την αποτελούν.

Γιατί όμως μας αφορά αυτή η μελέτη και αυτή η γνώση; Επειδή θα πρέπει να είμαστε σε θέση να καταλαβαίνουμε αν η γλώσσα των ατόμων με γλωσσικά ελλείμματα έχει δομή ή αποτελείται απλά από λέξεις τη μία μετά την άλλη. Θα πρέπει να ξέρουμε δηλαδή ποια σύνολα λέξεων αποτελούν Φράσεις και ποια όχι, ώστε να μπορούμε να αναλύσουμε τη γλώσσα. Εναλλακτικά, θα πρέπει να ξέρουμε κατά πόσον ο ομιλητής με γλωσσική διαταραχή μπορεί να σχηματίσει μια Ρηματική Φράση, μια Ονοματική Φράση, κλπ., γιατί αυτή η γνώση μας επιτρέπει να καταλάβουμε σε τι συνίσταται η διαταραχή του και σε ποιο βαθμό διαφέρει η γλώσσα του από την τυπική γλώσσα, δηλαδή, τη γλώσσα που δεν παρουσιάζει προβλήματα.

2.2 Λεξικές και λειτουργικές κατηγορίες Ένας ακόμη τρόπος διαχωρισμού των συντακτικών κατηγοριών είναι σε λεξικές κατηγορίες (lexical categories) και λειτουργικές κατηγορίες (functional categories). Οι λεξικές διαχωρίζονται από τις λειτουργικές κατηγορίες με βάση μία σειρά από κριτήρια, τα οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια.

2.2.1 Σημασιολογικό φορτίο

Το σημασιολογικό κριτήριο αποτελεί το πιο γνωστό κριτήριο διαχωρισμού των συντακτικών κατηγοριών σε λεξικές και λειτουργικές. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο οι λεξικές κατηγορίες έχουν σημασιολογικό περιεχόμενο (ή, αλλιώς, σημασιολογικό φορτίο), γι’ αυτό είναι γνωστές και ως λέξεις περιεχομένου

9

(content words). Με βάση αυτό το κριτήριο λοιπόν, τα Ρήματα και τα Ονόματα ανήκουν στις λεξικές κατηγορίες.6

Αντίθετα, οι λειτουργικές κατηγορίες περιέχουν κυρίως πληροφορίες σχετικά με τη γραμματική λειτουργία των γλωσσικών εκφράσεων μέσα στην πρόταση. Προσέξτε ότι δεν είναι ακριβές να πούμε ότι οι λειτουργικές κατηγορίες στερούνται τελείως σημασιολογικού φορτίου, αφού το πρόθεμα ε-, για παράδειγμα, το οποίο πραγματώνει τη λειτουργική κατηγορία του παρελθοντικού Χρόνου στην Ελληνική, μας δίνει την πληροφορία ότι το Ρήμα αναφέρεται στο παρελθόν, άρα, έχει σημασία.7 Με την ίδια λογική τα οριστικά και αόριστα άρθρα, τα οποία επίσης αποτελούν λειτουργικές κατηγορίες, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουν σημασιολογικό φορτίο, αφού σαφώς επιλέγουν διαφορετικού είδους Ονόματα. Αντί λοιπόν να πούμε ότι οι λειτουργικές κατηγορίες δεν φέρουν σημασιολογικό φορτίο, είναι πιο ακριβές να πούμε ότι δεν προσδίδουν θεματικούς ρόλους (κάτι για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο).8

Εκτός όμως από αυτήν τη θεμελιώδη και ευρέως γνωστή διαφορά μεταξύ λεξικών και λειτουργικών κατηγοριών, υπάρχει και μία σειρά από επιπλέον χαρακτηριστικά ως προς τα οποία διαφέρουν οι λεξικές από τις λειτουργικές κατηγορίες (Corver & van Riemsdijk 2001).

2.2.2 Μορφοφωνολογικό βάρος

Οι λειτουργικές κατηγορίες συχνά είναι μορφολογικά και φωνολογικά εξαρτώμενες από κάποια λεξική κατηγορία, κάτι που δεν συμβαίνει με τις λεξικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, οι λειτουργικές κατηγορίες είναι συνήθως κλιτικά, άτονες λέξεις ή παραθήματα. Σε γενικές γραμμές είναι στοιχεία με μικρότερο φωνολογικό βάρος (δηλ. μικρότερες σε μέγεθος) απ’ ό,τι οι λεξικές κατηγορίες και συχνά προσαρτώνται σε αυτές. Σε όλες τις παρακάτω φράσεις, για παράδειγμα, οι λειτουργικές κατηγορίες, οι οποίες εμφανίζονται με πλαγιαστά γράμματα, είναι σαφώς μικρότερες σε μέγεθος από τις λεξικές που ακολουθούν.

(26) α. το ποτήρι

β. ότι έφυγες γ. της έδωσα κ.ο.κ.

Αυτό το κριτήριο δεν υπονοεί ότι δεν υπάρχουν και λεξικές κατηγορίες που έχουν μικρό μέγεθος, δηλ. μικρό μορφοφωνολογικό βάρος, π.χ., «πριν», «μπω», «βγω», κλπ. Όμως είναι δύσκολο να βρούμε πολλές τέτοιες λεξικές κατηγορίες και από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να βρούμε λειτουργικές κατηγορίες που να είναι μεγάλες σε μέγεθος. Συμπερασματικά, η αντιστοιχία μικρού-μεγάλου μεγέθους με λειτουργικές-λεξικές κατηγορίες είναι αρκετά ακριβής, καθώς και η μορφοφωνολογική εξάρτηση που έχουν οι πρώτες από τις δεύτερες.

2.2.3 Είδος συμπληρώματος

Οι λειτουργικές κατηγορίες διαφέρουν από τις λεξικές ως προς το ότι οι πρώτες έχουν ως συμπλήρωμά τους συγκεκριμένη γραμματική κατηγορία. Αυτό δεν συμβαίνει με τις λεξικές κατηγορίες, οι οποίες μπορούν να έχουν συμπληρώματα από διαφορετικές κατηγορίες.9

Τα Άρθρα, για παράδειγμα, τα οποία είναι λειτουργικές κατηγορίες, μπορεί να έχουν ως συμπλήρωμά τους μόνο Όνομα. Στα παρακάτω παραδείγματα, παρότι το «μαγείρεμα» και το «μαγειρεύω» είναι πολύ κοντά σημασιολογικά, μόνο το πρώτο, το οποίο είναι Όνομα, μπορεί να αποτελέσει συμπλήρωμα ενός Άρθρου (και όχι το δεύτερο, το οποίο είναι Ρήμα).10

(27) α. το μαγείρεμα

β. *το μαγειρεύω

Αντίθετα από τα Άρθρα, ένα Όνομα, το οποίο είναι λεξική κατηγορία, μπορεί να έχει ως συμπλήρωμά του είτε ένα άλλο Όνομα, είτε ακόμη και μια πρόταση:

10

(28) α. η καταστροφή της πόλης β. το γεγονός ότι μας εξαπάτησε

Η Κλίση, η οποία είναι λειτουργική κατηγορία και στη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματώνεται από το μόριο να, μπορεί να έχει ως συμπλήρωμα μόνο Ρηματική Φράση, (29α), όχι Ονοματική Φράση (29β):

(29) α. να διαβάσει το βιβλίο

β. *να διάβασμα του βιβλίου

Αντίθετα, το Ρήμα, το οποίο είναι λεξική κατηγορία μπορεί να έχει διαφόρων ειδών συμπληρώματα, (30), ή και να μην έχει καθόλου συμπλήρωμα.

(30) α. αισθάνομαι ευχαριστημένος

β. αισθάνομαι καλά γ. αισθάνομαι ότι κάνει κρύο

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, βλέπουμε ότι ο διαχωρισμός σε λεξικές και λειτουργικές κατηγορίες

δεν βασίζεται μόνο στο διαφορετικό σημασιολογικό φορτίο με το οποίο συνδέεται η κάθε κατηγορία, που μάλλον είναι και το πιο γνωστό κριτήριο διαφοροποίησής τους, αλλά και σε μία σειρά από επιπλέον παράγοντες, οι οποίοι θεμελιώνουν ακόμη περισσότερο τη διάσταση μεταξύ των δύο κατηγοριών. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες μάλιστα έχουν χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσουν τα προβλήματα που έχουν πληθυσμοί με διαταραχές ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες, όπως θα δούμε παρακάτω. Ως εκ τούτου, αν ρωτούσε κάποιος γιατί χρειάζεται να ξέρουμε να διαχωρίζουμε τις λέξεις, ή τις συντακτικές κατηγορίες, σε λεξικές και λειτουργικές κατηγορίες, καθώς και αυτές σε διάφορες υποκατηγορίες, όπως θα δούμε αργότερα), η απάντηση είναι:

α) επειδή δεν έχει τόση σημασία ποιες λέξεις παράγουν τα άτομα με γλωσσικές διαταραχές, όσο σε ποιες κατηγορίες ανήκουν αυτές οι λέξεις, και

β) για να ξέρουμε αν ο ομιλητής παράγει περισσότερες λέξεις από τη μια ή την άλλη κατηγορία, επειδή αυτή η γνώση μας βοηθάει στη διάγνωση του γλωσσικού προβλήματος.

3 Λεξικές, λειτουργικές κατηγορίες και γλωσσικές διαταραχές

Οι λειτουργικές κατηγορίες είναι αυτές ακριβώς οι γλωσσικές εκφράσεις που εμφανίζονται ιδιαίτερα προβληματικές σε μία σειρά από γλωσσικές διαταραχές. Η αφασία Broca (αγραμματισμός/agrammatism) και η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (Specific Language Impairment/SLI) αποτελούν τις κατεξοχήν γλωσσικές διαταραχές με ελλείμματα στις λειτουργικές κατηγορίες. Παρόλα αυτά, και σε άλλες διαταραχές οι λειτουργικές κατηγορίες δεν φαίνεται να παραμένουν άθικτες. Δείτε ενδεικτικά τις πηγές που ακολουθούν σχετικά με τις γλωσσικές ικανότητες γενικότερα, συμπεριλαμβανομένων και των λεξικών-λειτουργικών κατηγοριών, όσον αφορά το σύνδρομο Down και Williams (Christodoulou 2011, 2013, Christodoulou & Grohmann 2014, Joffe & Varlokosta 2007α,β, Perovic & Wexler 2007, 2010, Stathopoulou 2010, Stathopoulou & Clahsen 2010 ).

Μία πρώτη εξήγηση που δόθηκε για τα ελλείμματα των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες ήταν αυτή του Leonard (1989), ο οποίος απέδωσε τα ελλείμματα στο μικρό μορφοφωνολογικό βάρος των λειτουργικών κατηγοριών. Μελέτες που ακολούθησαν όμως απέδειξαν ότι το μικρό μορφοφωνολογικό βάρος των λειτουργικών κατηγοριών δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει από μόνο του τα ελλείμματα.11

Συγκεκριμένα, σε μια σειρά από μελέτες παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) και μητρική γλώσσα την Αγγλική, οι Rice & Wexler (1996) διερεύνησαν έναν αριθμό από δεσμευμένες λειτουργικές κατηγορίες της Αγγλικής, μεταξύ των οποίων κάποιες είναι ακριβώς οι ίδιες φωνολογικά, και άρα έχουν το

11

ίδιο (μικρό) μορφοφωνολογικό βάρος, πλην όμως έχουν διαφορετική γραμματική λειτουργία. Πρόκειται για το μόρφημα –s της Αγγλικής, το οποίο μελέτησαν στις τρεις παρακάτω περιπτώσεις:

(31) α. book-s

β. write-s γ. John-s

Στη λέξη (31α) το –s πραγματώνει τον πληθυντικό αριθμό, στην (31β) το 3ο πρόσωπο ενικού αριθμού του Ρήματος στον ενεστώτα, και στην (31γ) την γενική κτητική. Αν ο παράγοντας που είναι υπεύθυνος για τα προβλήματα που έχουν οι πληθυσμοί με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες ήταν μόνο το μικρό μορφοφωνολογικό τους βάρος, θα περίμενε κανείς να υπάρχουν παρόμοια ελλείμματα στις τρεις περιπτώσεις του –s. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών των Rice & Wexler δεν έδειξαν κάτι τέτοιο. Αντίθετα, τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή και μητρική γλώσσα την Αγγλική έδειξαν να έχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα ως προς το –s στην περίπτωση (31β), δηλ., ως προς το μόρφημα του τρίτου ενικού του Ρήματος.12 Δεν θα απαντήσουμε σε αυτό το σημείο ποιος μπορεί να είναι ο λόγος για το μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς αυτήν τη λειτουργική κατηγορία, αλλά ελπίζουμε να έχει γίνει κατανοητό ότι:

α) το πρόβλημα των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή ως προς το –s δεν είναι δυνατόν να πηγάζει από το μικρό μορφοφωνολογικό του βάρος και μόνο, αλλά και από τη λειτουργία που επιτελεί αυτό το μόρφημα. Διαφορετικά, και τα τρία –s στις λέξεις στο (31) θα ήταν ελλειμματικά στον ίδιο βαθμό,

β) δεν μπορεί να είναι το μικρό μορφοφωνολογικό βάρος από μόνο του υπεύθυνο για τα προβλήματα που έχουν ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες τα παιδιά με ΕΓΔ γενικότερα.

Υπάρχουν πολλές λειτουργικές κατηγορίες που έχουν την ίδια φωνολογική μορφή, αλλά διαφορετική λειτουργία στις διάφορες γλώσσες. Στην Ελληνική, για παράδειγμα, η κλιτική αντωνυμία, της στην πρόταση (32α) και το οριστικό άρθρο, της στην πρόταση (32β) είναι λειτουργικές κατηγορίες με το ίδιο μορφοφωνολογικό βάρος, και μάλιστα με μικρό μορφοφωνολογικό βάρος, αλλά σαφώς διαφορετική λειτουργία:

(32) α. Έδωσε της Μαρίας ένα φιλί στο μάγουλο. β. Το μάγουλο της Μαρίας κοκκίνισε από το φιλί.

Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που αρκετές μελέτες έχουν βρει διαφορετική συμπεριφορά των πληθυσμών με Ειδική Γλωσσική διαταραχή σε αυτές τις δύο κατηγορίες, με τις κλιτικές αντωνυμίες να είναι περισσότερο προβληματικές απ’ ό,τι τα ομόηχα οριστικά άρθρα ως προς την παραγωγή τους (Tsimpli 2001, Smith 2009, Smith et al. 2008). Η δοκιμασία σε πραγματικό χρόνο των Chondrogianni et al. (2015), βρήκε πως τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή που μελέτησαν, ενώ μπορούσαν να αντιληφθούν τις παραλείψεις των οριστικών άρθρων σε αντιγραμματικές προτάσεις που κλήθηκαν να ακούσουν – με μεγαλύτερη ευαισθησία όταν οι ΟΦ που τα περιείχαν ήταν σε θέση υποκειμένου παρά σε θέση αντικειμένου – δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τις παραλείψεις των κλιτικών αντωνυμιών, παρότι οι δύο τύποι έχουν το ίδιο φωνολογικό βάρος. Ενδεικτικές αντιγραμματικές προτάσεις που τους δόθηκαν ήταν οι παρακάτω, με τα άρθρα, (33α-β) και τα κλιτικά, (33γ), σε παρένθεση να είναι τα στοιχεία που είχαν παραλειφθεί:

(33) α. Χτες ένα δελφίνι έπαιζε στη θάλασσα με τα άλλα ζώα. Αργά το απόγευμα (το) δελφίνι

κυνήγησε τα ψάρια. β. Χτες ένα καγκουρώ έπαιζε με μία πράσινη μπάλα. Το καγκουρώ κλώτσησε (τη) μπάλα στο γήπεδο. γ. Το λιοντάρι ήθελε να φάει το ελάφι. Το ελάφι τρόμαξε πολύ όταν το λιοντάρι (το)

δάγκωσε στη ζούγκλα.

12

Θα πρέπει να επισημάνουμε όμως ότι υπάρχουν μελέτες που δεν βρήκαν διαφορές μεταξύ κλιτικών και άρθρων (Stavrakaki & Tsimpli 1999). Εκτίμησή μου είναι ότι αυτό τείνει να συμβαίνει όταν ο πληθυσμός που εξετάζεται έχει ή πολύ υψηλά ποσοστά σωστών απαντήσεων και στις δύο κατηγορίες, ή πολύ χαμηλά (στην τελευταία περίπτωση ανήκει η προηγούμενη μελέτη). Αλλιώς, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι πως, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ κλιτικών και άρθρων, τα παιδιά με ΕΓΔ έχουν χαμηλότερη απόδοση στα κλιτικά. Αυτό το εύρημα από μόνο του είναι σημαντικό για την εδραίωση της διαφορετικότητας μεταξύ των ομόφωνων λειτουργικών κατηγοριών η οποία και αποτελεί το κύριο θέμα αυτής της ενότητας.13

Όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 3, σε μία από τις πρώτες έρευνες Ελληνόφωνων αγραμματικών, οι Stavrakaki & Kouvava (2003) μελέτησαν μία σειρά από λειτουργικές κατηγορίες, τόσο της Ρηματικής όσο και της Ονοματικής περιοχής. Οι περισσότερες όμως είχαν διαφορετική φωνολογική μορφή κι έτσι δεν θα πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το ότι οι αγραμματικοί έδειξαν διαφορετική συμπεριφορά σε κάθε μία από τις κατηγορίες που μελετήθηκαν (αν και η φωνολογική μορφή από μόνη δεν είναι καθοριστικής σημασίας, απ’ ό,τι είδαμε).

Έχουμε καταλήξει λοιπόν σε δύο σημαντικά συμπεράσματα έως τώρα σε σχέση με τις λειτουργικές και λεξικές κατηγορίες, καθώς και τα ελλείμματα που έχουν ως προς τις πρώτες οι πληθυσμοί με γλωσσικές διαταραχές. Καταρχάς, το φωνολογικό σχήμα των κατηγοριών από μόνο του δεν είναι δυνατό να εξηγήσει τα ελλείμματα με τα οποία μπορεί να συνδέονται κάποιες λειτουργικές κατηγορίες, παρότι το μικρό μορφοφωνολογικό βάρος φαίνεται ότι συμβάλλει καθοριστικά. Στην Αγγλική, έρευνες σε λειτουργικές και λεξικές κατηγορίες που είχαν ακριβώς το ίδιο φωνολογικό σχήμα έδειξαν ότι υπάρχει διαφορετική συμπεριφορά, ανάλογα με το τι είδους λειτουργικές κατηγορίες ήταν (δείτε πάλι τα παραδείγματα (10)). Στην Αγγλική, στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες γλώσσες, όταν υπάρχουν λειτουργικές κατηγορίες με το ίδιο φωνολογικό σχήμα δεν είναι όλες το ίδιο ελλειμματικές. Αυτή η διαπίστωση μας επιβεβαιώνει αυτό που είπαμε ήδη, ότι δηλαδή το φωνολογικό σχήμα και μόνο δεν είναι αρκετό να εξηγήσει τη συμπεριφορά των ατόμων με γλωσσικές διαταραχές ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες. Επίσης, αποτελεί σοβαρό επιχείρημα για το ότι οι λειτουργικές κατηγορίες, παρότι μικρές σε μέγεθος και με μικρό σημασιολογικό φορτίο, διαφέρουν αρκετά, ώστε να προκαλούν διαφορετική συμπεριφορά σε πληθυσμούς με γλωσσικές διαταραχές στις περιπτώσεις που έχουν διαφορετική γραμματική λειτουργία και, κατά κάποιον τρόπο, διαφορετική σημασία.

Ένα άλλο σημείο, διαφορετικό από τα όσα έχουμε θίξει ως εδώ, το οποίο όμως είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας, είναι ότι ακόμη κι αν σε κάποιες περιπτώσεις δύο πληθυσμοί με διαφορετικές γλωσσικές, ή γενικά αναπτυξιακές, διαταραχές, έχουν παρόμοια ελλείμματα ως προς τις ίδιες λειτουργικές κατηγορίες, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προβλήματα έχουν την ίδια αιτιολογία. Τα παράδειγμα που ακολουθεί εξηγεί αυτό το σημείο. Βρέθηκε πρόσφατα ότι παιδιά με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας έχουν ελλείμματα ως προς την παραγωγή κλιτικών αντωνυμιών (Terzi et al. 2014, Terzi et al. 2015), αν και μάλλον σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή. Τα προβλήματα των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή ως προς τις κλιτικές αντωνυμίες, προβλήματα που απαντώνται όχι μόνο στην Ελληνική, αλλά και διαγλωσσικά, αν και σε διαφορετικό βαθμό ανά γλώσσα, έχουν αποδοθεί σε διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς τους λόγους είναι ότι οι κλιτικές αντωνυμίες, ή αλλιώς, κλιτικά, είναι σε διαφορετική θέση απ’ ό,τι τα αντίστοιχα αντικείμενα. Με άλλα λόγια, ενώ τα αντικείμενα Ονοματικές Φράσεις ακολουθούν το Ρήμα στη συγκεκριμένη γλώσσα, (34α), οι αντίστοιχες κλιτικές αντωνυμίες που τα αντικαθιστούν είναι πριν από το Ρήμα, (34β). Αυτό συνεπάγεται μετακίνηση του αντικειμένου «τον Γιάννη», (34α), σε μία θέση της πρότασης πριν από το Ρήμα, (34β), γεγονός που συνιστά συντακτική δυσκολία για τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή.

(34) α. Είδα τον Γιάννη.

β. Τον είδα. Στα παιδιά με αυτισμό, από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν λόγοι που να μας κάνουν να

πιστεύουμε ότι το πρόβλημά τους με τις κλιτικές αντωνυμίες οφείλεται σε παρόμοια αιτία. Αντίθετα, αυτά τα παιδιά είναι πιθανό να μην μπορούν να παράγουν κλιτικά ικανοποιητικά επειδή δεν ξέρουν πότε πρέπει

13

να τα παράγουν. Κι αυτό επειδή τα κλιτικά χρησιμοποιούνται όταν, για παράδειγμα, χρειάζεται να αναφερθεί κανείς σε μία οντότητα που μόλις έχει αναφερθεί στη συνομιλία και έχει εξέχοντα ρόλο (Anagnostopoulou 1999, Mavrogiorgos 2010, μεταξύ άλλων). Τα παιδιά με αυτισμό όμως πιθανώς να μην μπορούν να αξιολογήσουν ποια οντότητα έχει εξέχοντα ρόλο στη συνομιλία, λόγω των πραγματολογικών προβλημάτων που συνήθως έχουν. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι αυτή η λογική είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, και προέρχεται από τα διαφορετικά λάθη που κάνουν οι δύο πληθυσμοί (ΕΓΔ και αυτισμός) όταν, εσφαλμένα, δεν παράγουν κλιτικά.

Σε πειράματα παραγωγής κλιτικών, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούν εικόνες, ο τύπος ερώτησης και η σωστή απάντηση που αναμένεται είναι ως εξής:

(35) α. Εδώ έχουμε μία αλεπού κι έναν ελέφαντα. Τι κάνει η αλεπού στον ελέφαντα; β. Τον κλωτσάει.

Αντί της σωστής απάντησης (35β), τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή συνήθως απαντάνε όπως στην (36α), ενώ τα παιδιά με αυτισμό όπως στην (36β):

(36) α. Κλωτσάει. β. Κλωτσάει τον ελέφαντα.

Βλέπουμε δηλαδή ότι αν και κανένας από τους δύο πληθυσμούς δεν δίνει τη σωστή απάντηση, η οποία πρέπει να περιέχει κλιτική αντωνυμία, το πιο συνηθισμένο είδος λάθους που κάνουν είναι διαφορετικό στον κάθε πληθυσμό, με τρόπο που αντικατοπτρίζει τα γενικότερα γλωσσικά τους ελλείμματα.14 Μια τελείως διαφορετική μελέτη, ως προς το γραμματικό φαινόμενο που έχει μελετήσει, πολύ γνωστή στον χώρο των νευροεπιστημών, η οποία έχει επίσης βρει παρόμοια ελλειμματική συμπεριφορά σε διαφορετικούς πληθυσμούς ως προς το ίδιο μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό είναι αυτή των Ullman et al. (1997). Οι μελετητές διερεύνησαν τη μετατροπή ρημάτων της Αγγλικής από τον ενεστώτα στον αόριστο Χρόνο, με προτάσεις στις οποίες έλειπε το ρήμα στον αόριστο και έπρεπε να το συμπληρώσουν οι συμμετέχοντες στο πείραμα. Μερικά από τα ρήματα ήταν ομαλά, (37α), στα οποία ο συμμετέχων έπρεπε να προσθέσει το μόρφημα –ed στο ρήμα που του έδιναν για να φτιάξει τον αόριστο, ενώ άλλα ήταν ανώμαλα, (37β), για τα οποία ο συμμετέχων έπρεπε να ψάξει στο λεξικό για να βρει τον αντίστοιχο τύπο.

(37) α. work – work-ed β. think – thought Οι πληθυσμοί που συμμετείχαν ήταν αφασικοί Broca, αφασικοί Wernicke, ασθενείς με νόσο

Parkinson και ασθενείς με νόσο Alzheimer. Βρέθηκε ότι οι αφασικοί Broca και οι ασθενείς με Parkinson έχουν παρόμοια συμπεριφορά, παρουσιάζοντας προβλήματα ως προς τον σχηματισμό των ομαλών αορίστων, ενώ οι αφασικοί Wernicke είχαν παρόμοια συμπεριφορά με τους ασθενείς με Alzheimer, με προβλήματα ως προς τον σχηματισμό του αορίστου των ανώμαλων ρημάτων. Οι ερευνητές δίνουν την εξήγησή τους γιατί συμβαίνει αυτό και προτρέπουμε τον αναγνώστη στο ίδιο το άρθρο για περισσότερες λεπτομέρειες. Δείτε επίσης και το άρθρο των Embick & Marantz (2005) για μία κριτική επί των συμπερασμάτων των Ullman et al. (1997).

Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε κλείνοντας είναι ότι οι μελέτες διαφορετικών πληθυσμών με ελλείμματα ως προς παρόμοιες, ή ακόμη και ίδιες, γραμματικές κατηγορίες, έχει γνωρίσει αρκετή πρόοδο τα τελευταία χρόνια και, κατά τη γνώμη μας, για τους σωστούς λόγους: με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τα γενικότερα χαρακτηριστικά των πληθυσμών, αλλά και τους λόγους για τους οποίους η γλωσσική τους συμπεριφορά μοιάζει ή διαφέρει (δείτε επίσης και Joffe & Varlokosta 2007α, Stathopoulou 2010). Τέλος, τα ευρήματα από τη συμπεριφορά ατόμων με γλωσσικές διαταραχές μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για τις ιδιότητες των γλωσσικών εκφράσεων και των δομών που μελετούνται με τρόπο που η τυπική γλώσσα δεν μπορεί πάντα, δεδομένου του ότι οι τυπικοί πληθυσμοί κατά κανόνα δεν κάνουν λάθη.

14

Σημειώσεις 1

Φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας, είναι αυτός που μιλάει τη γλώσσα ως μητρική. Τυπικός ομιλητής, ή τυπικός πληθυσμός γενικότερα, είναι ο ομιλητής, ή ο πληθυσμός, χωρίς γλωσσικά προβλήματα. 2

Βλέπε επίσης τους Crain & Lillo-Martin (1999) για περισσότερα παραδείγματα που δείχνουν την ταχύτητα κατάκτησης της γλώσσας. 3 Για να πάρουμε μία ιδέα από τώρα όμως, ας θυμηθούμε κάποια ζεύγη προτάσεων όπως οι παρακάτω. Οι

καταφατικές προτάσεις της Ελληνικής και της Αγγλικής, στο (i), καθώς και οι αντίστοιχες ερωτηματικές τους, είναι γραμματικές προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, αν και οι καταφατικές προτάσεις, τόσο της Ελληνικής όσο και της Αγγλικής, στο (ii), είναι επίσης γραμματικές, οι αντίστοιχες ερωτηματικές τους δεν είναι. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς την αντιγραμματικότητα των προτάσεων στο (ii), και μάλιστα αν δει την αναλογία που υπάρχει με αυτές στο (i). Έχει όμως ενδιαφέρον ότι αυτή η – εκ πρώτης όψεως, ανεξήγητη – αντιγραμματικότητα ισχύει τόσο στην Ελληνική όσο και στην Αγγλική. Αφού οι προτάσεις δεν φαίνεται να παραβιάζουν κάποιες σημασιολογικές ή πραγματολογικές συνθήκες, δεν μπορεί παρά να οφείλουν την αντιγραμματικότητά τους σε λόγους καθαρά συντακτικούς, οι οποίοι μάλιστα φαίνεται να ισχύουν όχι μόνο για μία γλώσσα. Ακριβώς τέτοιοι τύπου κανόνες μπορούμε να ισχυριστούμε ότι πηγάζουν από την Καθολική Γραμματική.

(i) α. John thinks that Paul behaved badly. β. How does John think that Paul behaved? γ. Ο Γιάννης νομίζει ότι ο Κώστας συμπεριφέρθηκε άσχημα δ. Πώς νομίζει ο Γιάννης ότι συμπεριφέρθηκε ο Κώστας; (ii) α. John regrets that Paul behaved badly. β. *How does John regret that Paul behaved? γ. Ο Γιάννης λυπάται που ο Κώστας συμπεριφέρθηκε άσχημα. δ.*Πώς λυπάται ο Γιάννης που συμπεριφέρθηκε ο Κώστας;

Να επισημάνουμε ότι σημειώνουμε με * τις προτάσεις, ή τις δομές γενικότερα, που δεν είναι ορθά σχηματισμένες, δηλαδή, αυτές που είναι αντιγραμματικές. 4 Όταν βάζουμε κάτι σε παρένθεση σημαίνει α) ότι είναι προαιρετικό, ή, όπως στο (2), ότι απουσιάζει. Ο τρόπος που

διαβάζουμε τον συμβολισμό στο (2) δηλαδή είναι: όταν η λέξη she απουσιάζει, η πρόταση είναι αντιγραμματική. 5 Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο, ώστε να δείτε τη συνολική συμπεριφορά του ασθενή.

6 Για μία εμπεριστατωμένη παρουσίαση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών των λεξικών κατηγοριών βλέπε Baker

(2003), και Panagiotidis (2005) για σχολιασμό του πρώτου. Βλέπε επίσης Kayne (2009) για μία πιο ριζοσπαστική θεώρηση, σύμφωνα με την οποία μόνα το Ονόματα είναι λεξικές κατηγορίες. 7 Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι για κάποιους γλωσσολόγους, το μόρφημα ε- του παρελθοντικού χρόνου

αποτελεί απλά και μόνο ένα φωνολογικό στοιχείο που χρησιμεύει ώστε να γίνει ο αναβιβασμός του τόνου, ο οποίος και αποτελεί τη διαδικασία πραγμάτωσης του παρελθοντικού Χρόνου (π.χ. Ράλλη 2005). Θεωρώ ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι σωστός, αλλά η απλοποίηση που κάνουμε ως προς το να θεωρούμε το ε- ως μόρφημα του παρελθοντικού χρόνου της Ελληνικής εξυπηρετεί καλύτερα τους σκοπούς μας σε αυτό το σημείο. 8 Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που προέκυψε στην τάξη σε αυτό το σημείο ήταν πώς μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι

τέτοιο για τις Προθέσεις, τη στιγμή που θεωρούνται λειτουργικές κατηγορίες, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς εύκολα ότι προσδίδουν θεματικούς ρόλους. Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στα όρια αυτού του κεφαλαίου, αλλά θα το προσπαθήσουμε στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό.

Να πούμε καταρχάς, ότι δεν είναι όλες οι προθέσεις οι ίδιες, ακόμη και όταν φαίνονται ίδιες μορφοφωνολογικά. Συγκρίνετε για παράδειγμα τη σημασία και τον ρόλο του σε και του από στις παρακάτω δύο προτάσεις. Στις προτάσεις (i) οι προθέσεις δεν φαίνεται να έχουν κάποια σημασία, ενώ στις προτάσεις (ii) οι ίδιες ακριβώς προθέσεις δηλώνουν τόπο (συγκεκριμένα, στόχο και πηγή αντίστοιχα).

15

(i) α. Βασίζεται σε πολλούς συνεργάτες. β. Εξαρτάται από τους υπαλλήλους του. (ii) α. Έβαλε το βιβλίο σε ένα από τα συρτάρια.

β. Έρχεται από το γραφείο. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι, ακόμη και για τις τοπικές προθέσεις, όπως αυτές στο (ii), αλλά και πολλές άλλες, δεν υπήρχε μέχρι πρόσφατα συμφωνία κατά πόσον είναι λεξικές ή λειτουργικές κατηγορίες, βλέπε Terzi (2010) για απόψεις σχετικά με την κατηγορία που ανήκουν οι τοπικές προθέσεις και Nchare & Terzi (2014) σχετικά με τη δομή τους. Βλέπε επίσης και Botwinik (2013) σχετικά με τις προθέσεις στο (i), οι οποίες φαίνονται με πρώτη ματιά ότι συνδυάζονται αυθαίρετα με το ένα ή το άλλο ρήμα, αλλά η Botwinik δείχνει ότι δεν είναι έτσι. 9 Στο κεφάλαιο 3 θα αναλύσουμε τον όρο ‘συμπλήρωμα’. Μέχρι τότε ας τον έχουμε υπόψη μας ως περίπου

συνώνυμο του όρου ‘αντικείμενο’ (τουλάχιστον όσον αφορά τα συμπληρώματα των λεξικών κατηγοριών). 10

Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις όπως «Το ότι η Μαρία είναι αδιάβαστη, με στενοχωρεί», ή «το πήγαινε-έλα σου με ενοχλεί», στις οποίες το άρθρο έχει ως συμπλήρωμα ολόκληρη πρόταση ή ρηματική φράση (τις οποίες και ονοματοποιεί, γι αυτό εξάλλου τις βρίσκουμε σε θέση υποκειμένου). 11

Δείτε επίσης τους Montgomery & Leonard (1998, 2006) για πιο πρόσφατα ευρήματα από την Αγγλική με τα οποία στηρίζουν την Υπόθεση της Επιφάνειας (Surface Hypothesis). 12

Το –s του 3ου

προσώπου του Ρήματος στη συνέχεια θεωρήθηκε ως το κατεξοχήν μόρφημα που μπορεί να διαγνώσει με αρκετή αξιοπιστία αν ένα παιδί έχει Ειδική Γλωσσική Διαταραχή. Μορφήματα, ή συντακτικές δομές γενικότερα, που μπορούν να κάνουν τέτοιες προγνώσεις λέγονται Κλινικοί Δείκτες (clinical markers).

Όσον αφορά τον συγκεκριμένο κλινικό δείκτη της Αγγλικής, ο Wexler (1998) έδωσε μία εξήγηση σχετικά με τις δυσκολίες των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή. Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τα προβλήματα με αυτόν τον τύπο του ρήματος στο κεφάλαιο 3, όταν θα μιλήσουμε για ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα συντακτικά χαρακτηριστικά. 13

Σε γενικές γραμμές πάντως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στην Ελληνική γενικότερα, όπως και στην Ισπανική, δεν υπάρχουν πάντα μεγάλα ποσοστά παράλειψης των κλιτικών αντωνυμιών στην ΕΓΔ (βλέπε, για παράδειγμα, Manika et al. 2011 για την Ελληνική). Το ίδιο συμβαίνει και σε μικρές ηλικίες, όσον αφορά τα παιδιά με τυπική γλωσσική ανάπτυξη (Tsakali & Wexler 2003). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το τι έχει παρατηρηθεί σε άλλες γλώσσες, όπως η Γαλλική ή η Καταλανική, και αυτή η διαγλωσσική διαφοροποίηση, ακόμη και ως προς τις παραλήψεις κλιτικών στην τυπική γλώσσα, έχει αποτελέσει θέμα εκτεταμένης επιστημονικής συζήτησης Βλέπε Gavarró et al. (2010) για μία πρώτη διαγλωσσική μελέτη και Varlokosta et al. (2015) για μία πρόσφατη και πολύ εκτενή.

Τέλος, άλλη μία παράμετρος που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν διαβάζουμε τα αποτελέσματα μελετών είναι ότι κάποιες φορές αυτά μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το αν η αξιολόγηση των γλωσσικών ικανοτήτων προκύπτει μέσα από πειράματα ή από ανάλυση του αυθόρμητου λόγου. Μπορεί μάλιστα να διαφέρουν και ανάλογα με τα πειράματα (π.χ., παραγωγή, αναγνώριση εικόνων, κρίση γραμματικότητας). Γι αυτό και, σε γενικές γραμμές, ο συνδυασμός διαφορετικών μορφών αξιολόγησης είναι αυτός που μας οδηγεί στο να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με την συμπεριφορά ενός πληθυσμού ως προς κάποιο γραμματικό φαινόμενο. 14

Σε κάθε περίπτωση αυτοί οι δύο πληθυσμοί (Ειδική Γλωσσική Διαταραχή και αυτισμός) έχουν μελετηθεί σε αρκετό βαθμό συγκριτικά. Αυτό έγινε κυρίως λόγω κάποιων πρώτων διαπιστώσεων για ομοιότητες ως προς τα γραμματικά τους προβλήματα, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε υποθέσεις συννοσηρότητας (βλέπε Roberts et al. 2004 για μία πρώτη εκτενή μελέτη του είδους).

Βιβλιογραφία

Anagnostopoulou, E. 1999. Conditions on clitic doubling in Greek. In H. van Riemsdijk (ed.), Clitics in the Languages of Europe, 761–798. Berlin: Mouton de Gruyter.

Baker, M. 2003. Lexical Catergories. Verbs, Nouns and Adjectives. Cambridge: Cambridge University Press. Botwinik, I. 2013. PP-verbs: The phenomenon of obligatory Ps (in Hebrew). Lingua 133: 127-151.

16

Chomsky, N. 1965. Aspects of the Theory of Syntax. Cambridge, MA: MIT Press. Chondrogianni, V., T. Marinis, S. Edwards & E. Blom. 2015. Production and on-line comprehension of

definite articles and clitic pronouns by Greek sequential bilingual children and monolingual children with Specific Language Impairment. Applied Psycholinguistics 36: 1155-1191.

Christodoulou, C. 2011. Cypriot-Greek Down Syndrome: Their Grammar and its interfaces. Ph.D. Dissertation, University of British Columbia at Vancouver.

Christodoulou, C. 2013. Tense and Aspect in Cypriot Greek Down Syndrome: Developmental Patterns and Coping Strategies. In K. K. Grohmann (ed.), Three Factors and Beyond: Language development and impairment, Linguistic Variation 13: 155 – 186. Amsterdam: John Benjamins.

Christodoulou, C. & K. K. Grohmann. 2014. Morphosyntactic Issues in the Development of Cypriot Greek Individuals with Down Syndrome. Proceedings Supplement of the 38th Boston University Conference on Language Development [BUCLD 38], 1-20.

Corver, N. & H. van Riemsdijk. 2001. On function words and content words. In N. Corver & H. van Riemsdijk (eds.), Semi-lexical Categories, 1-19. Berlin: Mouton de Gruyter.

Crain, S. & D. Lillo-Martin. 1999. An Introduction to Linguistic Theory and Language Acquisition. Oxford: Blackwell.

Embick, D. & A. Marantz. 2005. Cognitive neuroscience and the English past tense: Comments on the paper by Ullman et al.. Brain and Language 93: 243-247.

Fromkin, V., R. Rodman & N. Hyams. 2003. An Introduction to Language. Boston: Wadsworth (7th edition). Froud, K. 2001. Prepositions and the lexical/functional divide: Aphasic evidence. Lingua, 111: 1-28. Gavarró, Α., V. Torrens & K. Wexler. 2010. Object clitic omission: two language types. Language Acquisition

17: 192-219. Joffe, V. & S. Varlokosta. 2007α. Patterns of syntactic development in children with Williams syndrome and

Down’s syndrome: Evidence from passives and wh-questions. Clinical Linguistics and Phonetics 21: 705-727.

Joffe, V. & S. Varlokosta. 2007β. Language abilities in Williams syndrome: Exploring comprehension, production and repetition skills. Advances in Speech-Language Pathology 9: 213-225.

Kayne, R. 2009. Antisymmetry and the Lexicon. Linguistic Variation Yearbook 8: 1-32. Leonard, L. 1989. Language learnability and specific language impairment in children. Applied

Psycholinguistics 10: 179-202. Manika, S., S. Varlokosta & K. Wexler. 2011. The lack of omission of clitics in Greek children with SLI: An

experimental study. In N. Danis, K. Mesh & H. Sung (eds.), Proceedings of the 35th Boston University Conference on Language Development [BUCLD 35], 427–439. Somerville, MA: Cascadilla Press.

Mavrogiorgos, M. 2010. Clitics in Greek. A minimalist account of proclisis and enclisis. Amsterdam: John Benjamins.

Montgomery, J. & L. Leonard. 1998. Real-time inflectional processing by children with specific language impairment: effects of phonetic substance. Journal of Speech, Language and Hearing Research 41: 1432-1443.

Montgomery, J. & L. Leonard. 2006. Effects of acoustic manipulation on the real-time inflectional processing of children with specific language impairment. Journal of Speech, Language, and Hearing Research 49: 1238–1256.

Nchare, L. & A. Terzi. 2014. Licensing Silent Structure: the Spatial Prepositions of Shupamem. Natural Language and Linguistic Theory 32: 673-710.

Panagiotidis, P. 2005. Review of Baker’s Lexical Categories. Studies in Language 29: 711-7 Perovic, A. & K. Wexler. 2010. Development of verbal passives in Williams syndrome. Journal of

Speech,Language and Hearing Research 53: 1294-1306. Perovic, A. & K. Wexler. 2007. Complex grammar in Williams syndrome. Clinical Linguistics and Phonetics 21:

729-745. Ράλλη, A. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης. Rice, M. & K. Wexler. 1996. Toward tense as a clinical marker of specific language impairment in English-

speaking children. Journal of Speech and Hearing Research 39: 1239-1257.

17

Roberts, J. A., M. L. Rice & H. Tager-Flusberg. 2004. Tense marking in children with autism. Applied Psycholinguistics 25: 429–448.

Stathopoulou, N. 2010. The Greek Perfective Past Tense in Different Developmental Disorders: A comparison of Adolescents with Down Syndrome and Williams Syndrome. In J. Costa, A. Castro, M. Lobo & F.Pratas (eds.), Language Acquisition and Development: Proceedings of Generative Approaches to Language Acquisition Conference [GALA 2009], 430-440. Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing.

Stathopoulou, N. & H. Clahsen. 2010. The perfective past tense in Greek adolescents with Down Syndrome. Clinical Linguistics and Phonetics 24: 870-882.

Stavrakaki, S. & I. M. Tsimpli. 1999. The effects of a morphosyntactic deficit in the determiner system: The case of a Greek SLI child. Lingua 108: 31-85.

Stavrakaki, S. & S. Kouvava. 2003. Functional categories in agrammatism: evidence from Greek. Brain and Language 86: 129-141.

Smith, N. 2009. Morphosyntactic and phonological short-term memory skills of Greek pre-school children with specific language impairment. Ph.D. Dissertation, University of Reading.

Smith, S., S. Edwards, V. Stojanovik & S. Varlokosta. 2008. Object clitics, definite articles and genitive possessive clitics in Greek specific language impairment (SLI): deficits and explanations. University of Reading: Child Language Seminar, 151-162.

Terzi, A. 2010. Locative Prepositions and Place.’ In G. Cinque & L. Rizzi (eds.), Mapping Spatial PPs. The Cartography of Syntactic Structures, 196-224. New York: Oxford University Press.

Terzi, A., T. Marinis, K. Francis & A. Kotsopoulou. 2014. Grammatical Abilities of Greek-Speaking Children with Autism. Language Acquisition 21: 4-44.

Terzi, A., T. Marinis & K. Francis. 2015. The interface of syntax with pragmatics and prosody in children with Autism Spectrum Disorders. (σε υποβολή).

Tsakali, V. & Κ. Wexler. 2003. Why children omit clitics in some languages, but not in others: New evidence from Greek. Proceedings of the 2nd Generative Approaches to Language Acquisition Conference [GALA 2].

Tsimpli, I. M. 2001. LF- Interpretability and Language Development: A study of verbal and nominal features in Greek Normally Developing and SLI children. Brain and Language 77: 432-448.

Ullman, M.T., S. Corkin, M. Coppola, G. Hickok, J. H. Growdon, W. J. Koroshetz & S. Pinker. 1997. A Neural Dissociation within Language: Evidence that the Mental Dictionary Is Part of Declarative Memory, and that Grammatical Rules Are Processed by the Procedural System. Journal of Cognitive Neuroscience 9: 266-276.

Valian, V. 1990. Null subjects: a problem for parameter-setting models of language acquisition. Cognition 35: 105-122.

Varlokosta, S., A. Belletti, J. Costa, N. Friedmann, A. Gavarró, K. K. Grohmann, M.-T. Guasti, L. Tuller, M. Lobo et al. 2015. A cross-linguistic study of the acquisition of clitic and pronoun production. Language

Acquisition. [DOI: 10.1080/10489223.2015.1028628] Wexler, K. 1998. Very early parameter setting and the unique checking constraint: A new explanation of the

optional infinitive stage. Lingua 106: 23-79.

Κριτήρια αξιολόγησης 1. Να εξηγήσετε αν και πώς το μικρό φωνολογικό βάρος των λειτουργικών κατηγοριών από μόνο του μπορεί να απαντήσει στο γιατί οι λειτουργικές κατηγορίες είναι συνήθως προβληματικές για μία σειρά από γλωσσικές διαταραχές. 2. Να δώσετε παραδείγματα που να δείχνουν την στενή σχέση της σύνταξης με την μορφολογία. 3. Να σκεφτείτε κάποιες λειτουργικές κατηγορίες, άλλες από τα άρθρα και τα κλιτικά που έχουμε

18

παρουσιάσει, οι οποίες να έχουν την ίδια φωνολογική πραγμάτωση και να εξηγήσετε με ποιον τρόπο νομίζετε ότι διαφέρουν. 4. Να δημιουργήσετε ένα πραγματικό πείραμα που να αξιολογεί τις παραπάνω κατηγορίες. Να δημιουργήσετε ένα ακόμη πραγματικό πείραμα που να αξιολογεί κλιτικές αντωνυμίες και άλλες λειτουργικές κατηγορίες που έχουν την ίδια φωνολογική πραγμάτωση με αυτές.

19

2ο Κεφάλαιο: Θεματική Δομή Σύνοψη Σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζονται οι θεματικές σχέσεις που έχουν μεταξύ τους οι όροι μιας πρότασης, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε κατηγορήματα και ορίσματα, και τα διάφορα είδη των θεματικών ρόλων. Υποστηρίζεται ότι οι λεξικές πληροφορίες πρέπει να αναπαρίστανται στη δομή της πρότασης ακόμη και όταν δεν έχουν φωνολογικό περιεχόμενο (κενές κατηγορίες), αλλά και ότι η δομή της πρότασης πρέπει να προβλέπει για στοιχεία που δεν έχουν λεξικές πληροφορίες, αλλά μόνο φωνολογικό περιεχόμενο (πλεοναστικά). Εξηγεί τη διαφορά μεταξύ θέσεων Α και Α’, καθώς και μεταξύ θέσεων Θ και Θ’.

Η αναφορά στις διαταραχές εστιάζει στον αγραμματισμό και στα προβλήματα που προκαλούν οι προτάσεις με υποκείμενα που έχουν μετακινηθεί από κάποια άλλη θέση με συνέπεια να παραβιάζουν την θεματική ιεραρχία, καθώς και τα ρήματα με πολλούς θεματικούς ρόλους. Γίνεται επίσης αναφορά σε θεραπευτική παρέμβαση που λαμβάνει υπόψη της τις παραπάνω θεωρητικές γνώσεις.

1 Εισαγωγή

Οι προτάσεις της γλώσσας (sentences) συνήθως εκφράζουν κάποιες λογικές προτάσεις (propositions). Σύμφωνα με την τυπική λογική (ή κατηγορηματική λογική – predicate logic) οι λογικές προτάσεις αποτελούνται από ένα κατηγόρημα (predicate), το οποίο και καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των ορισμάτων του (arguments). Το κατηγόρημα είναι μια έκφραση που δηλώνει, για παράδειγμα, μια δραστηριότητα ή ένα γεγονός, ενώ το όρισμα εκφράζει τον συμμετέχοντα στη δραστηριότητα ή το γεγονός.

Υπάρχουν διαφόρων ειδών κατηγορήματα, όπως βλέπουμε με πλαγιαστά γράμματα στις προτάσεις (1). Βλέπουμε δηλ., ότι τα κατηγορήματα μπορεί να είναι επίθετα, ουσιαστικά ή και προθέσεις – στην πρώτη και τρίτη πρόταση μάλιστα εκφράζουν σχέσεις ανάμεσα σε δύο οντότητες (Ονοματικές Φράσεις). Τα κατηγορήματα στα οποία θα αναφερθούμε εμείς σε αυτό το κεφάλαιο όμως είναι κυρίως τα ρήματα, (2).

(1) α. Η Μαρία είναι πιο ψηλή από την Καίτη. β. Ο Σπύρος είναι πολιτικός μηχανικός. γ. Ο σκύλος είναι σε ένα μικρό σπιτάκι. (2) α. Η Μαρία κλαίει. β. Ο Κώστας ξέρει την ιστορία. γ. Τα παιδιά ακούμπησαν τη μπάλα στο έδαφος.

Η σχέση μεταξύ του κατηγορήματος και των ορισμάτων του είναι γνωστή ως Θεματική Δομή (argument structure), ή δομή οργανικών όρων.

1.1 Ορίσματα Στις παρακάτω προτάσεις έχουμε βάλει σε αγκύλες τα κατηγορήματα των προτάσεων και με πλαγιαστά γράμματα τα ορίσματά τους.

(3) α. Κάποιος από τους φοιτητές [χασμουρήθηκε].

β. 10 μέλη της συνέλευσης [γέλασαν]. γ. Ο Γιάννης [έφυγε].

(4) α. Η αστυνομία [συνέλαβε] τους υπόπτους.

β. Η Μαρία [έστειλε] το γράμμα. γ. Το μολύβι [κύλησε] κάτω από το κρεβάτι.

20

(5) α. Τα παιδιά [έβαλαν] το λουράκι στον σκύλο. β. Ο σερβιτόρος [έδωσε] το φαγητό στον ζητιάνο.

Τα ρήματα στις προτάσεις (3) λέγονται μονοθέσια (one-place predicates) γιατί έχουν ένα όρισμα, στις προτάσεις (4) διθέσια (two-place predicates) επειδή έχουν δύο ορίσματα και στις προτάσεις (5) τριθέσια (three-place predicates). Δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχουν κατηγορήματα με τέσσερα ορίσματα.

Στην παρακάτω πρόταση, αλλά και σε όλες τις προτάσεις γενικότερα, το αντικείμενο, «τους υπόπτους», λέγεται και εσωτερικό όρισμα, ενώ το υποκείμενο, «η αστυνομία», λέγεται εξωτερικό όρισμα.

(6) Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους.

Αυτές οι ονομασίες προέκυψαν από το γεγονός ότι στο δένδρο που αναπαριστά τη δομή της πρότασης το αντικείμενο βρίσκεται μέσα στη Ρηματική Φράση (άρα, εσωτερικό όρισμα), ενώ το υποκείμενο έξω από τη Ρηματική Φράση (εξωτερικό όρισμα).

(7)

‘Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους.’

Μπορούμε να φανταστούμε και κατηγορήματα που δεν έχουν ορίσματα, όπως: (8) α. Βρέχει.

β. It snows.

Θα δούμε λίγο αργότερα ότι παρότι η Αγγλική πρόταση (8β) έχει ως υποκείμενο το it, αυτό δεν είναι όρισμα.

1.2 Προσαρτήματα Δεν αποτελούν ορίσματα του ρήματος όλες οι φράσεις που περιλαμβάνει μία πρόταση. Στις παρακάτω προτάσεις, για παράδειγμα, οι φράσεις που είναι με πλαγιαστά γράμματα δεν είναι ορίσματα, αλλά προσαρτήματα. Τα προσαρτήματα είναι οι φράσεις που γνωρίζαμε από την παραδοσιακή γραμματική ως προσδιορισμούς.

(9) α. Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους την Παρασκευή.

β. Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους στην Καλαμάτα.

Πώς διακρίνουμε τα ορίσματα από τα προσαρτήματα; Πρώτα απ’ όλα η συντακτική κατηγορία μίας Φράσης από μόνη της δεν αποτελεί ακριβές κριτήριο για το αν η Φράση είναι όρισμα ή προσάρτημα. Αυτό φαίνεται από το ότι τα προσαρτήματα στις προτάσεις (9) είναι η ΟΦ «την Παρασκευή» και η ΠροθΦ «στην Καλαμάτα», ενώ τα ορίσματα στην πρόταση (5α) είναι επίσης (δύο) ΟΦ, «τα παιδιά» και «το λουράκι», και μία ΠροθΦ, «στον σκύλο».

Ένα κριτήριο, αν και όχι απόλυτα αξιόπιστο, για να διακρίνουμε ανάμεσα σε ορίσματα και προσαρτήματα είναι ότι τα προσαρτήματα μπορούν να παραλειφθούν, σε αντίθεση με τα ορίσματα. Αν παραλειφθούν τα προσαρτήματα στις προτάσεις, (9), για παράδειγμα, οι προτάσεις εξακολουθούν να

21

είναι γραμματικές. Αν όμως παραλειφθεί η ΟΦ «τους υπόπτους» στην πρόταση (6), η πρόταση που προκύπτει είναι αντιγραμματική, βλέπε (10).

(10) α. Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους.

β. *Η αστυνομία συνέλαβε.

Δείτε όμως ότι σε προτάσεις όπως οι παρακάτω, αυτό που φαίνεται να είναι όρισμα, δηλ., η ΟΦ «ένα παγωτό», μπορεί να παραλειφθεί. Είναι δυνατό, με βάση αυτό το σκεπτικό, η ΟΦ «ένα παγωτό» να είναι προσάρτημα; Έχει αναφερθεί η πιθανότητα τα ρήματα στις προτάσεις (11α) και (11β) να είναι διαφορετικά, με το «τρώω» στο (11α) να είναι διθέσιο και το «τρώω» στο (11β) να είναι μονοθέσιο. Αυτή η πιθανότητα έχει τελικά απορριφθεί όμως, επειδή το ρήμα «τρώω/έφαγα», μαζί με αρκετά άλλα, πολύ συνηθισμένα ρήματα, θα έπρεπε να θεωρηθούν αμφίσημα κάτι όχι ιδιαίτερα εύλογο Kearns (2000: 39).

(11) α. Τα παιδιά έφαγαν ένα παγωτό. β. Τα παιδιά έφαγαν.

Τελικά, το πιο ακριβές που μπορούμς να πούμε είναι όχι ότι τα ορίσματα είναι υποχρεωτικά, αλλά ότι τα προσαρτήματα δεν είναι ποτέ υποχρεωτικά στην πρόταση (βλέπε επίσης Ackema 2015).

1.3 Θεματικοί Ρόλοι Με το να πούμε απλά και μόνο ότι ένα Ρήμα, όπως το «συλλαμβάνω», για παράδειγμα, έχει δύο Ονοματικές Φράσεις (ΟΦ) ορίσματα, δηλ. το υποκείμενό του και το αντικείμενο/συμπλήρωμα δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι η κάθε μία από τις ΟΦ παίζει διαφορετικό ρόλο στο γεγονός που εκφράζει το ρήμα. Στην πρόταση (6), για παράδειγμα, η οποία επαναλαμβάνεται παρακάτω ως (12), «η αστυνομία» και οι «ύποπτοι» συμμετέχουν με διαφορετικό τρόπο στο γεγονός της «σύλληψης» που εκφράζεται από το Ρήμα.

(12) Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους. Γι’ αυτό και κάθε θεωρία ορισμάτων θα πρέπει να διαθέτει και την κατάλληλη περιγραφή του θεματικού ρόλου κάθε ορίσματος. Ο όρος θεματικός ρόλος λοιπόν περιγράφει και εκφράζει τη σχέση που έχει το κατηγόρημα με τα ορίσματά του. Η μελέτη των θεματικών ρόλων που έχει διεξαχτεί τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει προσπαθήσει να προτείνει μια καθολική τυπολογία των πιθανών θεματικών ρόλων των φράσεων σε σχέση με τα κατηγορήματά τους. Παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω τους πιο γνωστούς θεματικούς ρόλους με τις φράσεις στις οποίες αντιστοιχούν σε πλαγιαστά γράμματα, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τα είδη και την ονομασία τους.

(13) α. Η Μαρία έπεσε. θέμα (ή δέκτης) [theme/ patient] β. Η Μαρία χτύπησε τον σκύλο. δράστης, θέμα/δέκτης [agent ή causer, theme] γ. Η Μαρία αισθανόταν καλά. φορέας εμπειρίας [experiencer] δ. Έδωσα το βιβλίο στη Μαρία. δράστης, θέμα, στόχος . [agent, theme, goal]

22

ε. Πήγα σπίτι. θέμα, στόχος [theme, goal]1

Ακολουθούν κι άλλα παραδείγματα των ίδιων θεματικών ρόλων: (14) α. Η αστυνομία συνέλαβε τους εμπρηστές. δράστης, θέμα β. Ο ύποπτος έλαβε προειδοποίηση. δέκτης, θέμα γ. Το ακροατήριο ευχαριστήθηκε το έργο. φορέας εμπειρίας, θέμα δ. Ο Πρωθυπουργός πήγε στην Κύπρο. θέμα, στόχος

Λέμε ότι το κατηγόρημα δίνει (ή προσδίδει ή αποδίδει) θεματικούς ρόλους στις διάφορες Φράσεις οι οποίες αποτελούν τα ορίσματά του και, αντίστοιχα, ότι οι Φράσεις παίρνουν θεματικό ρόλο από το κατηγόρημα. Δηλαδή, λέμε, για παράδειγμα, ότι στην πρόταση (14α) το ρήμα «συλλαμβάνω» δίνει το θεματικό ρόλο του δράστη στο υποκείμενό του, «η αστυνομία», και το θεματικό ρόλο του θέματος στο αντικείμενό του, «τους εμπρηστές».2 Εστιάζοντας στους δύο βασικούς θεματικούς ρόλους, αυτούς του δράστη και του θέματος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι: α) ο δράστης εισάγει τη δράση που περιγράφει το κατηγόρημα, και β) το θέμα είναι αυτό που υπόκειται σε αλλαγή της θέσης ή της κατάστασής του από το κατηγόρημα. Τα μονοθέσια ρήματα που συνδυάζονται με δράστη λέγονται ανεργαστικά (unergatives), (15α), ενώ τα μονοθέσια ρήματα που συνδυάζονται με θέμα λέγονται αναιτιατικά (unaccusatives), (15β).

(15) α. Ο Γιάννης γελάει. β. Ο Γιάννης έπεσε/έρχεται

Ένας από τους στόχους των πολλών προηγούμενων παραδειγμάτων με θεματικούς ρόλους είναι να γίνει κατανοητό ότι οι θεματικοί ρόλοι δεν συνδέονται με συγκεκριμένη θέση στην πρόταση. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι αν μια ονοματική φράση είναι σε θέση υποκειμένου, πράγμα που προκύπτει από την ονομαστική πτώση που φέρει (ή και από τη συμφωνία με το ρήμα), θα φέρει απαραίτητα και το θεματικό ρόλο του δράστη. Συγκρίνετε τις προτάσεις (15α) και (15β), για παράδειγμα. Και οι δύο έχουν υποκείμενο, και μάλιστα το ίδιο υποκείμενο. Και οι δύο προτάσεις δεν έχουν κάποιο άλλο όρισμα, παρά μόνο αυτό που βλέπουμε στη θέση υποκειμένου. Παρόλα αυτά, το υποκείμενο δεν έχει τον ίδιο θεματικό ρόλο στις δύο προτάσεις. Στην πρώτη έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη, και στη δεύτερη τον θεματικό ρόλο του θέματος. Αυτό προκύπτει από τη σχέση που έχει «ο Γιάννης» με το Ρήμα στην κάθε πρόταση.

Θα επανέλθουμε στο κεφάλαιο 6 με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά αξίζει να πούμε δύο λόγια και για τη συντακτική δομή των προτάσεων με αυτά τα ρήματα.

(16) α. ΟΦ [ΡΦ Ρ] β. _ [ΡΦ Ρ ΟΦ]

Η πρόταση (15α) έχει τη δομή (16α), δηλ., έχει εξωτερικό όρισμα (υποκείμενο), αλλά όχι εσωτερικό. Οι προτάσεις με αναιτιατικά ρήματα, (15β), αντίθετα έχουν εσωτερικό όρισμα (αντικείμενο), αλλά όχι εξωτερικό, (16β). Στην Αγγλική, η οποία δεν επιτρέπει κενά εξωτερικά ορίσματα, δηλ., δεν επιτρέπει κενά υποκείμενα, η ΟΦ που βλέπουμε στο (16β) μετακινείται στη θέση υποκειμένου, στο σημείο που υπάρχει το κενό, με αποτέλεσμα να έχουμε προτάσεις όπως John left. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόταση (15β).

Στην Ελληνική, σε προτάσεις όπως η (16β) η ΟΦ, η οποία αποτελεί και το μοναδικό όρισμα, μπορεί να μείνει και μετά το ρήμα, με αποτέλεσμα να μπορούμε να έχουμε «έπεσε/έρχεται ο Γιάννης». Σε

23

γενικές γραμμές, φαίνεται προτιμότερο να μείνει η ΟΦ μετά το Ρήμα με τα αναιτιατικά ρήματα (π.χ., «ήρθε ο Γιάννης», σε αντίθεση με «διάβασε ο Γιάννης»), ακριβώς επειδή έχει ξεκινήσει από εκεί. Έχει επίσης ενδιαφέρον, ότι στην Ελληνική κάποια από τα αναιτιατικά ρήματα έχουν μη ενεργητική μορφολογία, π.χ., «έρχομαι», όπως ακριβώς και τα ρήματα των παθητικών προτάσεων. Όπως θα δούμε στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, οι αγραμματικοί έχουν διαφόρων ειδών προβλήματα με αυτά τα ρήματα.

1.4 Το Θ-Κριτήριο Αναφέραμε ήδη διάφορους θεματικούς ρόλους οι οποίοι αποδίδονται στα ορίσματα μιας γλωσσικής έκφρασης. Πώς όμως κατανέμονται οι θεματικοί ρόλοι; Σύμφωνα με το Θεματικό κριτήριο (Θ-κριτήριο), Chomsky (1981):

(17) Κάθε όρισμα εκφράζει έναν μόνο θεματικό ρόλο και κάθε θεματικός ρόλος αποδίδεται

σε ένα και μόνο όρισμα.

Αυτό που ουσιαστικά λέει το Θ-κριτήριο είναι ότι κάθε όρισμα μπορεί να δεχτεί μόνο έναν θεματικό ρόλο και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να υπάρχουν τόσα ορίσματα όσοι και οι θεματικοί ρόλοι του κατηγορήματος. Γι’ αυτό εξάλλου και τα ορίσματα είναι υποχρεωτικά: αν δεν υπάρχουν, δεν θα μπορέσουν να αποδοθούν οι θεματικοί ρόλοι του κατηγορήματος.

Οι θέσεις μέσα στην πρόταση στις οποίες μπορεί να αποδοθεί θεματικός ρόλος λέγονται οργανικές θέσεις ή Α-θέσεις, από την Αγγλική λέξη Argument (όρισμα). Αυτές οι θέσεις είναι η θέση του υποκειμένου και οι θέσεις των αντικειμένων. Όταν σε αυτές τις θέσεις τελικά αποδίδεται θεματικός ρόλος, τότε είναι και Θ-θέσεις.

Είπαμε λοιπόν ότι η θέση του υποκειμένου της πρότασης είναι Α-θέση, δηλ., θέση στην οποία μπορεί να αποδοθεί θεματικός ρόλος. Ανάλογα με τη θεματική δομή του ρήματος της πρότασης όμως, η ΟΦ που βρίσκεται σε αυτήν τη θέση μπορεί να δέχεται θεματικό ρόλο, αλλά μπορεί και όχι. Στην πρόταση (18), για παράδειγμα, η ΟΦ υποκείμενο, ο Γιάννης, έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη. Όμως η ΟΦ στη θέση του υποκειμένου στην πρόταση (19) δεν δέχεται θεματικό ρόλο εκεί που βρίσκεται, επειδή το Ρήμα «φαίνεται» δεν μπορεί να δώσει θεματικό ρόλο στο υποκείμενό του. Αυτό συμβαίνει επειδή το «φαίνεται» είναι απρόσωπο ρήμα.

(18) Ο Γιάννης έφαγε ένα παγωτό. (19) Ο Γιάννης φαίνεται να είναι έξυπνος.

Συνεπώς, ενώ «ο Γιάννης» είναι σε Α-θέση και στις δύο παραπάνω προτάσεις – κι αυτό επειδή είναι σε θέση υποκειμένου, δηλ., θέση στην οποία μπορεί να αποδοθεί θεματικός ρόλος – στην πρόταση (18) αυτή η θέση είναι και Θ-θέση, επειδή το ρήμα μπορεί να δώσει θεματικό ρόλο (και δίνει το θεματικό ρόλο του δράστη). Αντίθετα, στην πρόταση (19) η θέση του υποκειμένου είναι Θ’-θέση, επειδή το Ρήμα της πρότασης είναι το απρόσωπο ρήμα «φαίνεται» το οποίο δεν έχει να δώσει θεματικό ρόλο στο εξωτερικό του όρισμα, δηλ. στη ΟΦ που βρίσκεται στη θέση υποκειμένου. Τέλος, η θέση του αντικειμένου όλων των προτάσεων είναι Α-θέση και Θ-θέση ταυτόχρονα.

Μια άλλη θέση που βρίσκεται επίσης στην αρχή της πρότασης είναι η θέση του Χαρακτηριστή της Φράσης Συμπληρωματικού Δείκτη (ΦΣΔ). Θα επανέλθουμε στα κεφάλαια 3 και 5 με πολλές λεπτομέρειες και διευκρινίσεις σε σχέση με αυτήν τη θέση, αλλά ας αναφέρουμε εδώ με συντομία ότι σε αυτήν τη θέση, η οποία, όπως επισημάναμε, βρίσκεται στην αρχή-αρχή της πρότασης, μετακινούνται Φράσεις, όπως οι ερωτηματικές, (20), ή άλλες που συνδέονται με ιδιαίτερη έμφαση και επιτονισμό, (21). Αυτή η θέση είναι πάντα Α’-θέση, δηλαδή, δεν δέχεται ποτέ θεματικό ρόλο.

(20) Ποιον είδες; (21) ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΤΣΑΝΤΑ αγόρασα (όχι την καφέ).3

24

Αφού οι ΟΦ «ποιον» και «την κόκκινη τσάντα» στις παραπάνω προτάσεις βρίσκονται σε θέση στην οποία δεν αποδίδεται θεματικός ρόλος, πώς γίνεται να έχουν θεματικό ρόλο; Να διευκρινίσουμε κατ΄ αρχάς ότι ξέρουμε ότι έχουν θεματικό ρόλο, επειδή είναι φανερό ότι στην πρόταση (20) η ερωτηματική αντωνυμία «ποιον» έχει τον θεματικό ρόλο του δέκτη και στην (21) η ΟΦ «την κόκκινη τσάντα» έχει επίσης τον θεματικό ρόλο του δέκτη. Έχουν θεματικό ρόλο, παρότι βρίσκονται στη συγκεκριμένη θέση, επειδή τους έχει δοθεί αυτός ο θεματικός ρόλος από το Ρήμα («είδες» και «αγόρασα» αντίστοιχα) στη θέση που ήταν πριν μετακινηθούν στην αρχή της πρότασης, δηλ., στη θέση του αντικειμένου των ρημάτων των αντίστοιχων προτάσεων.

2 Η Αρχή της Προβολής

Είδαμε σε προηγούμενα σημεία αυτού του κεφαλαίου τις θεματικές σχέσεις μεταξύ του Ρήματος και των ορισμάτων του στην πρόταση. Ένα ζητούμενο είναι ποιος είναι ο ρόλος αυτών των στοιχείων (καθώς και των μεταξύ τους σχέσεων) όταν πρόκειται να αναπαραστήσουμε μία πρόταση δομικά, δηλ., όταν πρόκειται να αναπαραστήσουμε την πρόταση με ένα δενδροδιάγραμμα (δένδρο).

Παίρνουμε ως αφετηρία την παρακάτω Αρχή, η οποία έχει εκφραστεί από τον Chomsky (1981), και είναι γνωστή ως Αρχή της Προβολής (Projection Principle). Σύμφωνα με την Αρχή της Προβολής:

(22) Όλες οι λεξικές πληροφορίες αναπαρίστανται συντακτικά.

Αυτό που σημαίνει η Αρχή της Προβολής είναι ότι στις παρακάτω προτάσεις ακριβώς επειδή υπονοούμε ότι «κάποιος έφυγε νωρίς», ή «κάποιος διάβασε πολλά βιβλία», αυτός «ο κάποιος» θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στη δομική αναπαράσταση των προτάσεων.

(23) α. Έφυγε νωρίς.

β. Διάβασε πολλά βιβλία. Θα πρέπει, δηλαδή, όταν φτιάχνουμε το δένδρο που αναπαριστά τις προτάσεις (23) να λάβουμε υπόψη ότι πριν από το «έφυγε» ή το «διάβασε» υπάρχει ένα υποκείμενο που, αν και δεν το βλέπουμε, θα πρέπει να το αναπαραστήσουμε στη δομή της πρότασης επειδή υπάρχει ως λεξική/θεματική πληροφορία.4 Με άλλα λόγια, θα πρέπει να φροντίσουμε να υπάρχει μία θέση γι αυτό το όρισμα στο δέντρο που θα φτιάξουμε για την πρόταση.

2.1 Κενές κατηγορίες και πλεοναστικά Είδαμε στην προηγούμενη ενότητα ότι υπάρχουν θεματικοί ρόλοι οι οποίοι δεν αντιστοιχούν σε κάποια ορατή Ονοματική Φράση, δηλαδή, ονοματική φράση με φωνολογικό περιεχόμενο. Μια τέτοια περίπτωση είναι τα υποκείμενα των προτάσεων (23), τα οποία αποτελούν περιπτώσεις κενών υποκειμένων.

Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχουν και ονοματικές φράσεις με φωνολογικό περιεχόμενο, οι οποίες δεν έχουν θεματικό ρόλο. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν αντωνυμίες και επιρρήματα όπως το «it» και το «there» της Αγγλικής στις παρακάτω προτάσεις:

(24) α. It rained.

β. There was a man in the garden.

Το «it» και το «there» της Αγγλικής εισάγονται στις παραπάνω προτάσεις επειδή η Αγγλική είναι γλώσσα που δεν επιτρέπει κενά υποκείμενα. Τα υποκείμενα των δύο προτάσεων (24) δεν φέρουν κάποιο θεματικό ρόλο, όπως προκύπτει από το νόημά τους, άρα η παρουσία τους δεν υπαγορεύεται από την Αρχή της Προβολής, (22). Όμως, οι θέσεις του υποκειμένου δεν μπορούν να μείνουν κενές. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η παρουσία του «it» και «there» στη θέση υποκειμένου της Αγγλικής, ακριβώς επειδή δεν

25

υπαγορεύεται από τις λεξικές τους πληροφορίες τις οποίες εξάλλου δεν έχουν, επιτελούν μόνο δομικούς σκοπούς. Επειδή λοιπόν αυτές οι δύο φράσεις βρίσκονται στη θέση του υποκειμένου παρότι δεν φέρουν λεξικές πληροφορίες, δηλ., δεν φέρουν θεματικό ρόλο, λέγονται πλεοναστικά.

Η Ελληνική διαφέρει από την Αγγλική ως προς τη δυνατότητα να έχει κενά υποκείμενα. Στην Ελληνική, ακόμη και όταν το υποκείμενο της πρότασης φέρει θεματικό ρόλο, δεν χρειάζεται να εκφραστεί φωνολογικά, αλλά το περιεχόμενό του εξάγεται από το περικείμενο. Αυτό το κενό υποκείμενο, δηλ., το κενό υποκείμενο των παρεμφατικών προτάσεων της Ελληνικής (αλλά και πολλών άλλων γλωσσών, όπως της Ιταλικής ή Ισπανικής, κλπ.), λέγεται pro.5 Η δυνατότητα που έχουν γλώσσες όπως η Ελληνική να μην εκφράζουν φανερά το υποκείμενο θεωρείται ότι συνδέεται στενά με την πλούσια μορφολογία του Ρήματος, η οποία βοηθάει στην ανακάλυψη του υποκειμένου (και υποβοηθείται βέβαια από το περικείμενο). Οι γλώσσες αυτού του τύπου λέγονται γλώσσες pro-drop, ή γλώσσες κενού υποκειμένου (null subject languages).

Τη στιγμή λοιπόν που στις γλώσσες κενού υποκειμένου τα υποκείμενα έχουν τη δυνατότητα να μην εκφράζονται φωνολογικά, ακόμη κι όταν φέρουν θεματικό ρόλο, όταν η θέση του υποκειμένου δεν φέρει θεματικό ρόλο, όπως συμβαίνει με τα ρήματα καιρού για παράδειγμα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το υποκείμενο να έχει φωνολογικό περιεχόμενο, (26).

(25) α. (Η Μαρία/Ο Κώστας/Κάποιος, κλπ) έφυγε νωρίς ή

β. (Η Μαρία/Ο Κώστας/Κάποιος, κλπ) διάβασε πολλά βιβλία (26) α. (*Αυτό) βρέχει.

β. (*Αυτό) χιονίζει.

Εκτός από γλώσσες όπως τα Ελληνικά, ή τα Αγγλικά όμως, υπάρχουν και γλώσσες οι οποίες, ακριβώς όπως τα Αγγλικά, δεν επιτρέπουν κενά υποκείμενα. Αντίθετα με τα Αγγλικά όμως, δεν έχουν πλεοναστικά, δηλ., δεν έχουν στο λεξιλόγιό τους ΟΦ όπως το «it» ή το «there» που να μπορούν να τοποθετηθούν στις θέσεις του υποκειμένου για να καλύψουν την απαγόρευση για κενά υποκείμενα. Πώς λένε άραγε σε αυτές τις γλώσσες «βρέχει» ή «χιονίζει»; Μια τέτοια γλώσσα είναι η Shupamem, η οποία μιλιέται στο Καμερούν, και βλέπουμε το ‘τέχνασμα’ που χρησιμοποιεί προκειμένου οι εκφράσεις καιρού να έχουν υποκείμενα.6

(27) α. mbi gbe

βροχή πέφτει ‘Βρέχει.’ β. mbah gbe σύννεφο πέφτει ‘Συννεφιάζει.’

2.2 Η Αρχή της Διευρυμένης Προβολής Σύμφωνα με τη Αρχή της Διευρυμένης Προβολής (Extended Projection Principle) Chomsky 1981:

(28) Όλες οι προτάσεις της γλώσσας έχουν υποκείμενο. Βλέπουμε ότι αυτή η Αρχή αφορά τη δομή της πρότασης. Δεν μας λέει δηλαδή κάτι για το σημασιολογικό περιεχόμενο, ή τον θεματικό ρόλο του υποκειμένου, αλλά μόνο για την θέση του. Έχουμε δει ότι σε μερικές γλώσσες το υποκείμενο πρέπει να εκφράζεται φωνολογικά (Αγγλική), ενώ σε άλλες όχι (Ελληνική). Αυτή η διαφοροποίηση πραγματώνεται από τις δύο Παραμέτρους αυτής της Αρχής (βλέπε 1ο κεφάλαιο, 1.1). Η μία από αυτές είναι γνωστή ως Παράμετρος του Κενού Υποκειμένου.

Προκύπτει λοιπόν από όσα που έχουμε συζητήσει σε αυτό το κεφάλαιο ότι η δομή της πρότασης καθορίζεται από δύο παράγοντες: α) από τη δομή των θεματικών ρόλων του κατηγορήματος (θεματική δομή). Η δομή της πρότασης λοιπόν είναι κατά ένα μέρος λεξικά/θεματικά καθορισμένη. Αυτό δηλώνει εξάλλου η Αρχή της Προβολής. Ότι,

26

δηλαδή, όλες οι λεξικές πληροφορίες της πρότασης, ακόμη και θεματικοί ρόλοι Φράσεων που δεν είναι ορατές, πρέπει να εμφανίζονται ως θέσεις στο δένδρο που αναπαριστά την πρόταση. β) από κάποια στοιχεία, τα πλεοναστικά, τα οποία δεν φέρουν θεματικό ρόλο, αλλά χρειάζονται προκειμένου να συμπληρώσουν δομικά κενά της πρότασης. Αυτό δηλώνεται από την Αρχή της Διευρυμένης Προβολής.

Όταν λοιπόν πρόκειται να φτιάξουμε το δενδροδιάγραμμα μιας πρότασης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και των δύο ειδών τις πληροφορίες.

2.3 Συνέπειες για το Λεξικό Σε εισαγωγικά μαθήματα Γλωσσολογίας μαθαίνουμε ότι το Λεξικό της γλώσσας περιλαμβάνει συντακτικές πληροφορίες όπως: 1. Χαρακτηριστικά κατηγορίας και 2. Περιορισμούς υποκατηγοριοποίησης. Με άλλα λόγια, για την κάθε λέξη που υπάρχει στο Λεξικό, υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη συντακτική κατηγορία στην οποία ανήκει, καθώς και τον αριθμό και την συντακτική κατηγορία των συμπληρωμάτων που παίρνει.

Σύμφωνα με αυτά που είπαμε μέχρι τώρα σε αυτό το κεφάλαιο όμως, και, συγκεκριμένα, σύμφωνα με: α) το Θ-κριτήριο, β) την Αρχή της Προβολής, γ) την Αρχή της Διευρυμένης Προβολής θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι πληροφορίες 1. και 2. είναι περιττές. Αν, όπως δηλώνει η Αρχή της Προβολής, (22), για παράδειγμα, όλες οι πληροφορίες πρέπει να αναπαρίστανται δομικά, οι περιορισμοί υποκατηγοριοποίησης δεν φαίνεται να χρειάζονται.

Παρά τα παραπάνω όμως, δεν είναι σίγουρο ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης. Κι αυτό επειδή, όταν έχουμε ένα Ρήμα, όπως το «αισθάνομαι», για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συνταχθεί με τρεις διαφορετικούς τρόπους:

(29) α. Η Μαρία αισθάνθηκε ευχαριστημένη. (Επίθετο)

β. Η Μαρία αισθάνθηκε ότι ήταν εκεί (ο Γιάννης). (Πρόταση) γ. Η Μαρία αισθάνθηκε ένα σπρώξιμο στην πλάτη. (ΟΦ)

Η Αρχή της Προβολής μας λέει ότι ένα κατηγόρημα, το «αισθάνομαι» σε αυτήν την περίπτωση, αποδίδει το θεματικό ρόλο του φορέα εμπειρίας και το θεματικό ρόλο του θέματος σε αντίστοιχες φράσεις. Εναλλακτικά, το Επίθετο «ευχαριστημένη», η Πρόταση «ότι ήταν εκεί ο Γιάννης» και η ΟΦ «ένα σπρώξιμο στην πλάτη» στις παραπάνω προτάσεις δέχονται τον ίδιο θεματικό ρόλο (αυτόν του θέματος) από το ρήμα «αισθάνθηκε». Δεν είναι αρκετό όμως από αυτήν την πληροφορία να μαντέψουμε σε ποια συντακτική κατηγορία ανήκει η Φράση που παίρνει τον θεματικό ρόλο του θέματος από το Ρήμα (ή οποιοδήποτε άλλο κατηγόρημα). Καταλήγουμε λοιπόν ότι χρειαζόμαστε και τα χαρακτηριστικά κατηγοριοποίησης (c- selection features).7

3 Θεματική δομή και διαταραχές

3.1 Η θεματική δομή στην αφασία Μια σειρά από μελέτες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια έχουν βρει διαφόρων ειδών προβλήματα σε πληθυσμούς με γλωσσικές διαταραχές ως προς τη δομή των θεματικών ρόλων. Ο πληθυσμός που έχει μελετηθεί περισσότερο μέχρι τώρα σε αυτόν τον τομέα της γλώσσας είναι οι αφασικοί, στην πλειοψηφία τους οι αγραμματικοί.

Οι Thompson et al. (1997α) μελέτησαν μονοθέσια, διθέσια και τριθέσια ρήματα μέσα από δοκιμασίες εκμαίευσης. Ζήτησαν δηλαδή από αγραμματικούς, και αντίστοιχη ομάδα ελέγχου, να παράγουν ρήματα μέσα από φωτογραφίες που τους έδειχναν. Βρήκαν ότι οι αγραμματικοί τα πήγαιναν,

27

όπως είναι αναμενόμενο ίσως, πολύ καλύτερα στα μονοθέσια απ’ ό,τι στα διθέσια, και καλύτερα στα διθέσια απ’ ό,τι στα τριθέσια ρήματα. Αυτό συνέβη και με την ομάδα ελέγχου, μόνο που με αυτούς τα ποσοστά ορθών απαντήσεων ήταν από 83% έως 100%, ενώ των αγραμματικών κυμάνθηκε από 25% έως 90%. Ένα άλλο εύρημα ήταν ότι όταν οι αγραμματικοί έπρεπε να παράγουν ρήματα σε σενάρια που απαιτούσαν τρεις θεματικούς ρόλους, αλλά επρόκειτο για ρήματα που θα μπορούσαν να πάρουν και δύο θεματικούς ρόλους, όπως το ζεύγος (30α)-(30β), για παράδειγμα, επέλεγαν να παράγουν την πρόταση (30β) αντί για την πρόταση (30α).

(30) α. Πέταξε ένα κόκκαλο στον σκύλο. β. Πέταξε ένα κόκκαλο. γ. Έδωσε ένα κόκκαλο στον σκύλο

Και πάλι, παρόμοια προτίμηση έδειξε και η ομάδα ελέγχου. Στην ομάδα ελέγχου όμως οι σωστές απαντήσεις σε τριθέσια-διθέσια ήταν 83% - 99% αντίστοιχα, ενώ στους αγραμματικούς ήταν 26% - 60%. Συμπερασματικά, οι αγραμματικοί είχαν δυσκολίες με τη θεματική δομή των ρημάτων, κι αυτό δεν ήταν απαραίτητα συνάρτηση του μεγέθους των προτάσεων, δηλ., του αριθμού των ορισμάτων που είχαν τα ρήματα. Αυτό προκύπτει από την καλύτερη επίδοση που είχαν στα τριθέσια ρήματα όπως στο (30γ) σε σχέση με τα αντίστοιχα στο (30α), που έχει ακριβώς την ίδια δομή, αλλά που το ρήμα «πετάω», σε αντίθεση με το «δίνω», μπορεί να έχει και την απλούστερη δομή (30β).

Μία άλλη κατηγορία προτάσεων στην οποία βρέθηκαν προβλήματα, από πιο πρόσφατες μελέτες, ήταν προτάσεις με ρήματα στα οποία η θεματική δομή δεν έρχεται σε αντιστοιχία ένα-προς-ένα με την επιφανειακή δομή της πρότασης. Δηλαδή, ενώ συνήθως περιμένουμε η ΟΦ που βρίσκεται πρώτη στην πρόταση να έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη, η δεύτερη τον θεματικό ρόλο του θέματος/δέκτη, κλπ., κάποιες προτάσεις δεν ακολουθούν αυτήν την προσδοκία. Τέτοιες ακριβώς προτάσεις είναι αυτές που έχουν αναιτιατικά ρήματα, όπως οι παρακάτω. Σε αυτές τις προτάσεις η πρώτη ΟΦ έχει το θεματικό ρόλο του δέκτη, αντί για τον θεματικό ρόλο του δράστη που περιμένουμε συνήθως. Όπως είπαμε ήδη λίγο πιο πριν, σύμφωνα με τη συντακτική θεωρία, σε τέτοιες προτάσεις το υποκείμενο έχει μετακινηθεί στη θέση που το βλέπουμε από τη θέση του αντικειμένου. Δηλαδή, η συντακτική δομή των προτάσεων (31) είναι όπως στην (16β), την οποία επαναλαμβάνουμε παρακάτω, και στην οποία η ΟΦ μετακινείται στη θέση –. (31) α. Το κουτί έπεσε. β. Το πανί σκίστηκε.

(16) β. _ [ΡΦ Ρ ΟΦ]

Σε μελέτες τους οι Kim & Thompson (2000) βρήκαν ότι οι αγραμματικοί είχαν δυσκολίες ως προς την παραγωγή αναιτιατικών ρημάτων. Μετά από μία σειρά μελετών και αποτελεσμάτων, η Thompson (2003) διατύπωσε την υπόθεση της πολυπλοκότητας της θεματικής δομής (argument structure complexity hypothesis, ASCH), η οποία ουσιαστικά περιγράφει τα προβλήματα των αγραμματικών ως προς δύο διαστάσεις: τον αριθμό των ορισμάτων του ρήματος και την πολυπλοκότητα της συντακτικής δομής του. Ισχυρίζεται λοιπόν η υπόθεση της πολυπλοκότητας ότι οι αγραμματικοί έχουν προβλήματα: α) με προτάσεις που περιέχουν ρήματα με πολλά ορίσματα/θεματικούς ρόλους, β) με προτάσεις που έχουν θεματική δομή που προκύπτει μετά από τη μετακίνηση της ΟΦ με θεματικό ρόλο θέματος από τη θέση αντικειμένου στη θέση υποκειμένου.

Στην πραγματικότητα η πρώτη ερευνήτρια που βρήκε σοβαρά προβλήματα με τα αναιτιατικά ρήματα της Αγγλικής ήταν η Kegl (1995). Θεώρησε λοιπόν ότι αυτά τα προβλήματα προέρχονται από το ότι, σε αυτά τα ρήματα, η ΟΦ που εμφανίζεται ως υποκείμενο έχει μετακινηθεί στη θέση του υποκειμένου από τη θέση του αντικειμένου, (16β), με αποτέλεσμα την αντιστροφή της θέσης των θεματικών ρόλων. Η θεωρία της Thompson, η οποία ακολούθησε χρονικά τα ευρήματα και τις απόψεις της Kegl (1995), δεν προσφέρει κάτι ριζοσπαστικό, εκτός από το ότι λαμβάνει υπόψη και τον αριθμό των θεματικών ρόλων/ΟΦων, πράγμα που μάλλον είναι αυτονόητο ως ένα βαθμό. Όπως και να’ χει όμως, δυσκολίες με τα

28

αναιτιατικά ρήματα έχουν βρεθεί και στους αγραμματικούς άλλων γλωσσών, π.χ., Ολλανδικά και Ρώσικα (Bastiaanse & van Zonneveld 2005, Dragoy & Bastiaanse 2010). Στο κεφάλαιο 6, στο οποίο θα συζητήσουμε τις παθητικές προτάσεις, θα επανέλθουμε στα αναιτιατικά ρήματα για να δούμε πώς συγκρίνεται η συμπεριφορά των αγραμματικών, μιας και τα δύο είδη προτάσεων/ρημάτων, δηλ., τόσο τα παθητικά όσο και τα αναιτιατικά, εμπλέκουν μετακίνηση ενός εσωτερικού ορίσματος σε θέση υποκειμένου. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε μέχρι αυτό το σημείο από τις μελέτες της γλώσσας των αγραμματικών με μητρική γλώσσα την Αγγλική ως προς τα αναιτιατικά ρήματα είναι ότι οι αγραμματικοί δυσκολεύονται, και η δυσκολία τους έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η ΟΦ υποκείμενό αυτών των προτάσεων έχει μετακινηθεί στη θέση υποκειμένου (από τη θέση αντικειμένου). Έχει δηλαδή θεωρηθεί υπεύθυνη η συντακτική δομή αυτών των ρημάτων για τις δυσκολίες που έχουν οι αγραμματικοί σε αυτά. Επιπλέον, εκτός από την συντακτική δομή, τα ρήματα με λίγους θεματικούς ρόλους είναι σε καλύτερη κατάσταση από αυτά με περισσότερους. Σε αυτό το σημείο βέβαια εισέρχεται η αντίφαση του ότι τα αναιτιατικά ρήματα έχουν λίγους θεματικούς ρόλους, συγκεκριμένα μόνο έναν, αλλά η δομή είναι πολύπλοκη σε βαθμό που δημιουργεί προβλήματα.

3.1.1 Η θεματική δομή των Ελληνόφωνων αγραμματικών

Στην Ελληνική, τα αναιτιατικά ρήματα μπορούν να εμφανιστούν είτε με ενεργητική, είτε με μη ενεργητική μορφολογία, δηλ., με την ίδια μορφολογία που χρησιμοποιείται στα παθητικά ρήματα. Ήδη τα δύο ρήματα που εμφανίζονται στην πρόταση (15β) μας έδωσαν μία γεύση γι αυτήν τη διαφοροποίηση. Έχουμε λοιπόν αναιτιατικά ρήματα με ενεργητική μορφολογία, (32α), αναιτιατικά ρήματα με μη ενεργητική μορφολογία, (32β), και αναιτιατικά ρήματα που μπορούν να έχουν είτε ενεργητική είτε μη ενεργητική μορφολογία (32γ):

(32) α. Το μπουκάλι άδειασε.

β. Η σημαία σκίστηκε. γ. Το τραπεζομάντηλο λέρωσε/Το τραπεζομάντηλο λερώθηκε.

Σε μία μελέτη τους οι Stavrakaki et al. (2011) βρήκαν ότι οι πέντε αγραμματικοί που συμμετείχαν στα πειράματα που διεξήγαγαν είχαν πολύ χειρότερη επίδοση από την ομάδα ελέγχου χωρίς γλωσσικά προβλήματα ως προς την παραγωγή των αναιτιατικών ρημάτων. Για να δώσουμε μία ιδέα, ενώ η παραγωγή των αγραμματικών και της ομάδας ελέγχου ως προς τα μεταβατικά ρήματα ήταν 88% έναντι 99% σωστές απαντήσεις αντίστοιχα, στα αναιτιατικά ρήματα ήταν 21% έναντι 93%. Όταν οι αγραμματικοί έπρεπε να πουν, για παράδειγμα, «το μπουκάλι άδειασε» έλεγαν «κάποιος άδειασε το μπουκάλι». Με άλλα λόγια, τους ήταν δύσκολο να φτιάξουν μία πρόταση που η πρώτη ΟΦ να έχει τον θεματικό ρόλο του θέματος και την άλλαζαν έτσι ώστε η πρώτη ΟΦ να έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη. Παρόμοιες αντικαταστάσεις έκαναν και άτομα από το δείγμα ελέγχου, αλλά σε πολύ πιο μικρά ποσοστά. Να σημειωθεί ότι δύο από τους πέντε αγραμματικούς δεν μπόρεσαν να παράγουν καθόλου αναιτιατικά ρήματα, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν συνέβη με συμμετέχοντες από την ομάδα ελέγχου.

Στην κατανόηση οι αγραμματικοί τα πήγαν πολύ καλύτερα, αλλά, και πάλι, απέδωσαν πιο χαμηλά από το δείγμα ελέγχου στα αναιτιατικά ρήματα (84% έναντι 99%). Έχει ενδιαφέρον όμως ότι απέδωσαν λίγο καλύτερα σε εκείνα τα αναιτιατικά ρήματα που είχαν μη ενεργητική μορφολογία, π.χ., «Το καλώδιο συνδέθηκε» παρά σε αυτά που είχαν ενεργητική, π.χ., «Η πόρτα άνοιξε». Αυτή η συμπεριφορά φανερώνει ότι δεν έχουν μόνο σοβαρό πρόβλημα στο να αποδώσουν τον θεματικό ρόλο του δέκτη/θέματος στην πρώτη ΟΦ που βλέπουν, αλλά τους επηρεάζει και η μορφολογία. Τους είναι δηλαδή πιο δύσκολο να ερμηνεύσουν το υποκείμενο ως θέμα (το οποίο, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν για τη δομή των αναιτιατικών ρημάτων έχει μετακινηθεί στη θέση υποκειμένου από τη θέση του τους αντικειμένου) όταν η μορφολογία του αναιτιατικού ρήματος είναι ενεργητική. Οι Stavrakaki el al. (2011) αποδίδουν το έλλειμμα των Ελλήνων αγραμματικών ως προς τα αναιτιατικά ρήματα στην μη αντιστοιχία μεταξύ θεματικών ρόλων και συντακτικών λειτουργιών, επικαλούμενοι τους Schwartz et al. (1987), και γενικότερα τη αναντιστοιχία μεταξύ μορφολογίας και σύνταξης, η οποία μεγεθύνεται στους αγραμματικούς ακριβώς στην περίπτωση εκείνων των αναιτιατικών ρημάτων που έχουν ενεργητική μορφολογία, και άρα προδιαθέτουν να ερμηνεύσει κάποιος το υποκείμενο ως δράστη και όχι ως δέκτη ή θέμα.

29

Εκτός από τους ισχυρισμούς των Stavrakaki el al. (2011), που είναι αρκετά προς αυτήν την κατεύθυνση, και τους ισχυρισμούς της Kegl (1995), που επίσης είναι, αλλά πιο αμυδρά, δεν ήταν μέχρι τότε συχνό στην έρευνα επί των αγραμματικών να αποδίδονται τα προβλήματα στα αναιτιατικά ρήματα, όχι στη μετακίνηση της ΟΦ από τη θέση αντικειμένου στη θέση υποκειμένου, αλλά στο γεγονός ότι οι προτάσεις με τέτοια ρήματα παραβιάζουν μια γενικά αποδεκτή ιεραρχία θεματικών ρόλων. Σύμφωνα με αυτήν την ιεραρχία, η πρώτη ΟΦ στην πρόταση έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη, η επόμενη του οργάνου και τελευταίος στην ιεραρχία έρχεται ο θεματικός ρόλος του δέκτη/θέματος. Αυτή η ιεραρχία, αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Fillmore (1968) και αποτέλεσε τη βάση για πολλή σχετική έρευνα στη συνέχεια από τους θεωρητικούς γλωσσολόγους (Grimshaw 1990, Levin & Rappaport 2005, μεταξύ πολλών άλλων). Η ιδέα είναι, λοιπόν, ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη Θεματική Ιεραρχία (Thematic Hierarchy), η οποία στην περίπτωση των παρακάτω τριών θεματικών ρόλων είναι ως εξής: 8

(33) Δράστης > Όργανο > Δέκτης/Θέμα

Αυτή η ιεραρχία σημαίνει ότι η ΟΦ με τον υψηλότερο στην ιεραρχία θεματικό ρόλο (δηλ. αυτόν προς τα αριστερά) θα είναι και το υποκείμενο της πρότασης. Δηλαδή, αν, για παράδειγμα, ένα ρήμα έχει θεματικό ρόλο δράστη και δέκτη, η ΟΦ που έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη θα είναι το υποκείμενο της πρότασης, (34α). Αν δεν υπάρχει θεματικός ρόλος δράστη, αλλά υπάρχει θεματικός ρόλος οργάνου και δέκτη, η ΟΦ που είναι υποκείμενο της πρότασης είναι αυτή που φέρει το θεματικό ρόλο του οργάνου, (34β). Σε κάθε περίπτωση, ο θεματικός ρόλος του δέκτη έρχεται τρίτος (τουλάχιστον) στη σειρά, και είναι υποκείμενο της πρότασης μόνο όταν δεν υπάρχουν οι δύο άλλοι, (34γ). (34) α. Η Μαρία άνοιξε την πόρτα.

β. Το κλειδί άνοιξε την πόρτα. γ. Η πόρτα άνοιξε.

Σύμφωνα με την παραπάνω ιεραρχία λοιπόν, είναι σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο η πρώτη ΟΦ που συναντάμε σε μία πρόταση να φέρει τον θεματικό ρόλο του δράστη, κι έτσι παρουσιάζεται δυσκολία όταν η πρώτη ΟΦ που συναντάμε φέρει τον θεματικό ρόλο του δέκτη/θέματος. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση των αναιτιατικών ρημάτων. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τους Stavrakaki et al. (2011), το πρόβλημα που έχουν οι αγραμματικοί με τα αναιτιατικά ρήματα συνίσταται στο να κάνουν την αντιστοίχιση των θεματικών ρόλων με τις ΟΦ στη σειρά που τις συναντάμε καθώς αρχίζουμε να αποκωδικοποιούμε την πρόταση, ακριβώς επειδή η πρώτη ΟΦ δεν φέρει τον θεματικό ρόλο του δράστη που συνήθως αναμένεται.

Την ίδια κατεύθυνση ακολουθεί και μία άλλη μελέτη των αναιτιατικών προτάσεων/ρημάτων της Ελληνικής, αυτή των Koukoulioti & Stavrakaki (2014), η οποία στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου στις αρχές της Θεματικής Δομής, και ιδιαίτερα σε πτυχές αυτής που αναπτύχτηκαν από την Grimshaw (1990). Δύο πράγματα αξίζει να σημειωθούν σε σχέση με αυτήν την έρευνα: πρώτον, το δείγμα των αφασικών που μελετήθηκαν (10 στο σύνολο) δεν ήταν μόνο Broca/αγραμματικοί, αλλά διαφόρων ειδών – παρόλα αυτά, όλοι είχαν προβλήματα με τα αναιτιατικά ρήματα, αν και οι υπόλοιποι όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο οι αγραμματικοί. Δεύτερον, το πρόβλημα των αφασικών δεν αποδόθηκε στη δυσκολία αντιστοίχισης θεματικών ρόλων και ΟΦ, αλλά στην υπεροχή των μεταβατικών και εργαστικών ρημάτων, ακριβώς επειδή έχουν θεματικό ρόλο του δράστη, ο οποίος εμφανίζεται στην πρώτη ΟΦ της πρότασης, ανεξάρτητα με το αν υπάρχουν ή όχι άλλοι θεματικοί ρόλοι. Σε περίπτωση που έχετε ξεχάσει ποια είναι τα ανεργαστικά ρήματα, δείτε τις προτάσεις (15).9

Τα ίδια ρήματα, δηλαδή, αναιτιατικά και ανεργαστικά, μελετήθηκαν και από τους Peristeri et al. (2013), αλλά με διαφορετικό τρόπο, δηλ., δια μέσου μίας δοκιμασίας επεξεργασίας σε πραγματικό χρόνο (on-line). Οι ερευνήτριες θέλησαν να δουν κατά πόσο στις προτάσεις με αναιτιατικά ρήματα οι αφασικοί Broca ήταν ευαίσθητοι ως προς το σημείο από το οποίο ξεκινά το υποκείμενο των αναιτιατικών προτάσεων σύμφωνα με τη συντακτική θεωρία, δηλ., από τη θέση αντικειμένου του ρήματος που φαίνεται στην (16β). Προφανώς, οι ως άνω ερευνήτριες πίστευαν ότι υπάρχει μετακίνηση στα αναιτιατικά ρήματα, η οποία

30

αφήνει πίσω της ένα ίχνος, και ήθελαν να δουν κατά πόσο οι αφασικοί είναι ευαίσθητοι ως προς την παρουσία του ίχνους μέσα από τις δοκιμασίες που τους δόθηκαν. Αυτό που έκαναν ήταν δώσουν στους συμμετέχοντες διαφόρων ειδών προτάσεις με ανεργαστικά και αναιτιατικά ρήματα, για να δουν σε ποια από τα τρία σημεία που υπάρχει το σημάδι # έδειχναν ευαισθησία ως προς μία σημασιολογικά συγγενή λέξη.

(35) α. Ο δολοφόνος # με το αγγελικό πρόσωπο ξαφνικά δραπέτευσε # όταν ο αστυνομικός κοιμήθηκε στην καρέκλα του τμήματος # έξω από το κελί. β. Ο άρρωστος # με τις λίγες ημέρες ζωής ξαφνικά γιατρεύτηκε # όταν επισκέφτηκε ένα μοναστήρι πριν λίγες μέρες # και έκανε ένα τάμα. γ. Τα λουλούδια # στην άκρη του δρόμου δυστυχώς μαράθηκαν # όταν ο κηπουρός αρρώστησε πολύ βαριά # και δεν δούλεψε για δέκα μήνες. δ. Ο τραγουδιστής # με τις πολλές επιτυχίες ξαφνικά κρύωσε # όταν βγήκε χωρίς παλτό # στον δρόμο που χιόνιζε. ε. Το δένδρο # στο κέντρο του κήπου ξαφνικά άνθισε # όταν ο καιρός έγινε καλύτερος # και ανέβηκε η θερμοκρασία.

Στις παραπάνω προτάσεις, το 2ο σημείο # είναι η θέση από την οποία ξεκινούν τα υποκείμενα των προτάσεων (35β-ε) πριν καταλήξουν στη θέση υποκειμένου στην αρχή της πρότασης, είναι δηλαδή το σημείο του ίχνους του υποκειμένου των αναιτιατικών ρημάτων, ή αλλιώς, η θέση του αντικειμένου, από την οποία ξεκινούν οι ΟΦ-υποκείμενα των αναιτιατικών ρημάτων για να καταλήξουν στη θέση του υποκειμένου. Το υποκείμενο της πρότασης (35α) όμως δεν έχει μετακινηθεί στη θέση υποκειμένου, αντίθετα, ήταν πάντα εκεί, αφού το ρήμα δεν είναι αναιτιατικό, αλλά εργαστικό. Υπάρχει όμως και σε αυτήν την πρόταση το 2ο σημείο #, καταναλογία με τις υπόλοιπες προτάσεις, ώστε να διερευνηθεί αν υπάρχει διαφορά, γιατί λογικά θα πρέπει να υπάρχει αν το πείραμα είναι επιτυχές. Προσέξτε ότι οι προτάσεις (35β-γ) διαφέρουν από τις (35δ-ε) ως προς το ότι, αν και τα ρήματα είναι αναιτιατικά σε όλες, στις πρώτες δύο τα ρήματα έχουν μη ενεργητική μορφολογία, ενώ στις δεύτερες δύο έχουν ενεργητική μορφολογία (και μάλιστα είναι από εκείνα που δεν μπορούν να έχουν και μη ενεργητική). Τέλος, η πρώτη πρόταση κάθε ζεύγους έχει έμψυχο υποκείμενο, ενώ η δεύτερη άψυχο.

Η δοκιμασία των Peristeri et al. (2013) πηγάζει από την προσδοκία ότι: α) το 2ο σημείο # θα πρέπει να συμπεριφέρεται διαφορετικά στις προτάσεις με αναιτιατικά ρήματα, δηλ., στις προτάσεις (35β-ε), απ’ ό,τι στις υπόλοιπες, π.χ., (35α), ακριβώς επειδή είναι το σημείο από το οποίο ξεκινάει το εσωτερικό όρισμα του ρήματος και μετακινείται στη θέση υποκειμένου, δηλαδή είναι το σημείο του ίχνους της μετακίνησης, και β) το 2ο σημείο # θα συμπεριφέρεται διαφορετικά από τα άλλα δύο σημεία # μέσα στην ίδια πρόταση, και πάλι για τον ίδιο λόγο, δηλ., επειδή αυτή είναι μόνη θέση που σχετίζεται με το ίχνος της μετακίνησης.

Κατά την εκτίμησή μου, τα αποτελέσματά της έρευνας δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρα. Οι συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου πάντως έδειξαν ευαισθησία ως προς το 2ο σημείο #. Οι αφασικοί όμως έδειξαν ευαισθησία μόνο για μία κατηγορία αναιτιατικών ρημάτων, δηλαδή, αυτά που είχαν μη ενεργητική μορφολογία, (35β-γ), και όχι ως προς το 2ο σημείο #, αλλά ως προς το 3ο. Παρά τα όχι ιδιαίτερα προφανή αποτελέσματα όμως, η μελέτη έχει ενδιαφέρον για μία σειρά από λόγους. Πρώτα απ’ όλα μας δείχνει ένα διαφορετικό τρόπο διερεύνησης του θέματος. Αποτελεί μία δοκιμασία η οποία προσφέρει εξαιρετικά επιχειρήματα για το ότι τα συγκεκριμένα ρήματα εμπλέκουν μετακίνηση – αλλιώς δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί η ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς το 2ο σημείο # από την ομάδα ελέγχου. Αυτό δεν είναι αμελητέο εύρημα, γιατί είμαι σχεδόν σίγουρη ότι υπάρχουν αναγνώστες που δεν πείθονται εύκολα ότι οι δύο προτάσεις στο (15) έχουν διαφορετική δομή, τουλάχιστον μετά από τα όσα έχουμε πει ως τώρα, ή που γενικά δεν πείθονται για τις μετακινήσεις των διαφόρων στοιχείων της πρότασης.10 Με άλλα λόγια, οι προτάσεις (15) φαίνονται πολύ παρόμοιες και δεν φαίνεται απαραίτητα πειστικό ότι έχουν διαφορετική δομή, δηλ. αυτή στο (16β), η οποία ουσιαστικά σημαίνει ότι μόνο στα αναιτιατικά, και όχι στα ανεργαστικά ρήματα, το υποκείμενο της πρότασης έχει μετακινηθεί εκεί από τη θέση αντικειμένου, δηλ. από τη θέση που βρίσκεται το δεύτερο σημείο # στις παραπάνω προτάσεις. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι οι αφασικοί

31

συμπεριφέρονται αλλιώς και στο συγκεκριμένο πείραμα στα αναιτιατικά ρήματα με ενεργητική μορφολογία από τα αναιτιατικά ρήματα με μη ενεργητική μορφολογία. Θυμηθείτε ότι διαφορετική συμπεριφορά ως προς τις δύο κατηγορίες αναιτιατικών ρημάτων ως προς τη μορφολογία βρέθηκε και στο πείραμα των Stavrakaki et al. (2011), παρότι ήταν διαφορετικό, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι είναι περιοχή που θα πρέπει να προσεχτεί στην αφασία.

Ξαναγυρίζοντας στο πείραμα των Peristeri et al. (2013), θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αποτελεί αυτό ακριβώς το είδος πειράματος που είναι σε θέση να αξιολογήσει ανάμεσα σε δύο προσεγγίσεις των δυσκολιών που έχει ένας συγκεκριμένος πληθυσμός ως προς τα αναιτιατικά ρήματα: αυτή που αποδίδει τις δυσκολίες στην παραβίαση της θεματικής ιεραρχίας, και αυτή που τα αποδίδει σε (πιθανά) προβλήματα με τη μετακίνηση του εσωτερικού ορίσματος στη θέση υποκειμένου, διαδικασία η οποία εμπλέκεται στα αναιτιατικά ρήματα σύμφωνα με όλες τις επικρατούσες απόψεις. Αν τα αποτελέσματα μας δείχνουν τελικά ότι οι αφασικοί, αντίθετα με την ομάδα ελέγχου, δεν δείχνουν ευαισθησία ως προς το σημείο από το οποίο ξεκινά η μετακίνηση του εσωτερικού ορίσματος, πιθανώς να μην αντιλαμβάνονται καν τη μετακίνηση. Αν όμως δεν αντιλαμβάνονται τη μετακίνηση, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι δεν τους δυσκολεύει. Με τη σειρά του, αυτό μας κάνει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα που έχουν οι αγραμματικοί ως προς τα αναιτιατικά ρήματα πιθανώς να μην οφείλονται στη μετακίνηση του εσωτερικού ορίσματος, αλλά στην παραβίαση της ιεραρχικής δομής των θεματικών ρόλων (33). Σε κάθε περίπτωση η γνώση των παραπάνω θεωριών, καθώς και των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την πειραματική τους επαλήθευση είναι εξαιρετικά σημαντική επειδή θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι, ανάλογα με την αιτία της δυσκολίας, θα πρέπει να διαφέρει και η παρέμβαση ως προς τις συγκεκριμένες γλωσσικές εκφράσεις προκειμένου να είναι αποτελεσματική.

3.2 Θεματικοί ρόλοι και θεραπευτική παρέμβαση Στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου θα δούμε πώς οι πληροφορίες που παραθέσαμε μέχρι εδώ μπορούν να χρησιμεύσουν στη θεραπεία των γλωσσικών διαταραχών των πληθυσμών με ελλείμματα στη θεματική δομή. Θα αναφερθούμε λοιπόν σε πρόσφατες προσπάθειες οι οποίες εκπαιδεύουν την παραγωγή των ρημάτων, όχι μόνο μεμονωμένα, ούτε με φωνολογική ή άλλη σημασιολογική βοήθεια, αλλά μέσα στην πρόταση και σε συνάρτηση με τους θεματικούς ρόλους των ρημάτων και τις αντίστοιχες ΟΦ που δέχονται αυτούς τους θεματικούς ρόλους. Τέτοιου είδους προσπάθειες έχουν γίνει στο εργαστήριο της Thompson, του Πανεπιστημίου Northwestern, και έχουν δημοσιευθεί στο άρθρο Thompson et al. (2013). Να σημειώσουμε ότι στα κεφάλαια 5 και 6 θα συζητήσουμε πρακτικές θεραπείας από την ίδια επιστημονική ομάδα σε συντακτικά πολύπλοκες προτάσεις, δηλ. σε ερωτηματικές και παθητικές (Thompson et al. 1997β). Σε αυτό το κεφάλαιο θα μιλήσουμε για απλές προτάσεις, αλλά με σύνθετη θεματική δομή. Με τον όρο σύνθετη θεματική δομή, αναφερόμαστε απλά και μόνο σε προτάσεις που περιέχουν ρήματα με τρεις θεματικούς ρόλους (αντί για έναν ή δύο). Οι Thompson et al. (2013) επέλεξαν μία ομάδα οκτώ αγραμματικών, στους μισούς από τους οποίους εφάρμοσαν εντατική θεραπεία ως προς τη θεματική δομή των ρημάτων με τρεις θεματικούς ρόλους και οι άλλοι τέσσερις αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Να διευκρινίσουμε ότι οι αγραμματικοί δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στην κατανόηση των ρημάτων, αλλά δυσκολεύονται να τα παράγουν. Σε αυτήν την περίπτωση, και πριν από τη θεραπεία που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, αλλά φυσικά και μετά, αξιολόγησαν τις παραγωγές όλων των ρημάτων όλων των αγραμματικών, δηλ., ρήματα με ένα, δύο, ή και με τρεις θεματικούς ρόλους, τόσο από τους τέσσερις στους οποίους εφαρμόστηκε η παρέμβαση, όσο και από άλλους τέσσερις. Η θεραπεία διήρκεσε το πιο πολύ 20 συνεδρίες, της μιάμιση ώρας η κάθε μία, δύο φορές τη βδομάδα, μέχρι οι συμμετέχοντες να φτάσουν το ποσοστό της 80% ακριβούς παραγωγής των ρημάτων τόσο ως προς την κατονομασία, όσο και ως προς την παραγωγή τους στην πρόταση. Η διαδικασία ήταν απλή και ταυτόχρονα έξυπνη κατά τη γνώμη μου.

Στο τραπεζάκι της συνεδρίας υπήρχε μία εικόνα που απεικόνιζε αυτό που λέει το ρήμα/πρόταση, π.χ., «το αγόρι δίνει το μήλο στον δάσκαλο». Στην αρχή ο ερευνητής έδειχνε και κατονόμαζε στον συμμετέχοντα αγραμματικό όλες τις ΟΦ της εικόνας, και του ζητούσε να κατονομάσει ο ίδιος την πράξη. Μετά ο ερευνητής έβαζε στο τραπέζι κάρτες, κάθε μία από τις οποίες είχε κάθε λέξη της πρότασης, δηλ. μία κάρτα με τη λέξη «το αγόρι», μία με τη λέξη «δίνει», κλπ. Στη συνέχεια ο ερευνητής επαναλάμβανε τις

32

λέξεις και εξηγούσε τους θεματικούς ρόλους, ως εξής: έχουμε μία λέξη το «δίνω» που δείχνει μία πράξη. Αυτή η πράξη σημαίνει ότι κάποιος την κάνει, αυτός ο κάποιος είναι «το παιδί», δηλ., «το παιδί δίνει». Η συγκεκριμένη πράξη, «δίνω», σημαίνει ότι υπάρχει κάτι στο οποίο την κάνεις, «το μήλο», δηλ. «το αγόρι δίνει το μήλο». Η πράξη «δίνω» σημαίνει ακόμη ότι υπάρχει κάποιος που τη δέχεται, «ο δάσκαλος», και καταλήγουμε στο ότι «το αγόρι δίνει το μήλο στον δάσκαλο». Μπορούμε να φανταστούμε ελαφρώς διαφορετικούς τρόπους περιγραφής των θεματικών ρόλων, η ουσία όμως είναι ότι ο ερευνητής ουσιαστικά δίδαξε από την αρχή στον αγραμματικό τη δομή των θεματικών ρόλων, δηλ., τη σχέση της κάθε ΟΦ με το Ρήμα (χωρίς να του πει βέβαια, ‘αυτό είναι δράστης, αυτό είναι θέμα’, κλπ.). Καθώς οι ερευνητές εξηγούσαν τον κάθε θεματικό ρόλο, έβαζαν και την κάρτα με τη λέξη στη σειρά πάνω στο τραπέζι, έτσι ώστε να σχηματίζεται σιγά-σιγά η πρόταση. Μετά, έπαιρναν τις κάρτες, τις ανακάτευαν και ζητούσαν από τον αγραμματικό να τις βάλει πάλι με τη σειρά και να διαβάσει την πρόταση. Αφού το έκανε, εξαφάνιζαν τις κάρτες, και ζητούσαν από τον συμμετέχοντα αγραμματικό να πει την πρόταση βλέποντας την εικόνα μόνο. Ενδεικτικά, μετά τη συγκεκριμένη παρέμβαση οι συμμετέχοντες στο πείραμα είχαν σωστή παραγωγή προτάσεων από 38% μέχρι 68%, ενώ πριν από την παρέμβαση είχαν 0% έως 33% σωστές απαντήσεις. Οι αγραμματικοί της ομάδας ελέγχου είχαν στην ίδια δοκιμασία 3% ως 65% σωστές απαντήσεις πριν τη θεραπεία (στην άλλη ομάδα) και 5% έως 55% σωστές απαντήσεις μετά το τέλος της θεραπείας που εφαρμόστηκε στην άλλη ομάδα. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αγραμματικοί στους οποίους εφαρμόστηκε η παρέμβαση έδειξαν βελτίωση όχι μόνο στα τριθέσια ρήματα (τα οποία ήταν και τα μόνο στα οποία έγινε παρέμβαση), αλλά τόσο στα μονοθέσια όσο και στα διθέσια. Στην άλλη ομάδα δεν υπήρξε βελτίωση σε αυτά τα ρήματα, όπως θα ήταν αναμενόμενο εξάλλου. Μία σημαντική λεπτομέρεια που δεν ξέρουμε είναι κατά πόσο οι αγραμματικοί της ομάδας ελέγχου, στο διάστημα της παρέμβασης στην άλλη ομάδα, δεν έκαναν καθόλου θεραπεία, ή ακολουθούσαν τη συμβατική θεραπεία. Όπως και να είναι όμως, εκτιμώ ότι τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Το άρθρο δίνει επίσης πολλές πληροφορίες για την ανάκτηση και άλλων ικανοτήτων (νευρονικών και γενικότερων συμπεριφορικών) της ομάδας στην οποία εφαρμόστηκε η θεραπεία, τις οποίες μπορεί να αναζητήσει κανείς διαβάζοντάς το, καθώς και το άρθρο των Thompson & Meltzer-Asscher (2014). Μία μικρή ατέλεια της παραπάνω έρευνας, που όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παρέχει εξαιρετικές ευκαιρίες για βελτίωση και συμβολή με νέες γνώσεις, είναι ότι τα μονοθέσια ρήματα που αξιολογήθηκαν πριν και μετά τη θεραπεία, δεν ήταν αναιτιατικά. Έτσι δεν μπορούμε να δούμε αν η μέθοδος παρέμβασης που ακολουθήθηκε για τα τριθέσια ρήματα, η οποία επικεντρώθηκε στη δομή των θεματικών ρόλων, όπως επισημάναμε, αλλά επηρέασε τόσο το διθέσια όσο και τα μονοθέσια ρήματα, τελικά επηρέασε και τα αναιτιατικά. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι δυσκολίες που παρουσιάζουν ως προς τα αναιτιατικά ρήματα οι αγραμματικοί (αλλά και άλλοι αφασικοί, όπως είδαμε) έχουν ήδη προσεγγιστεί και ερμηνευτεί μέσα από δύο κατευθύνσεις, δηλ., α) είτε ότι εμπλέκουν μετακίνηση (της ΟΦ που καταλήγει να είναι το υποκείμενό τους), και β) είτε ότι παραβιάζουν τη θεματική ιεραρχία. Ως εκ τούτου, προσφέρουν πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω έρευνα αλλά και για εναλλακτικούς τρόπους παρέμβασης με στόχο τη βελτίωσή τους. Σημειώσεις 1 Στις τελευταίες δύο προτάσεις υπάρχει ένας θεματικός ρόλος παραπάνω από τον αριθμό των ΟΦ που βλέπουμε.

Είναι ο θεματικός ρόλος που έχει το υποκείμενο της πρότασης, το οποίο δεν έχει φωνολογικό περιεχόμενο με συνέπεια να μην είναι ορατό. Αυτό συμβαίνει επειδή η Ελληνική επιτρέπει οι προτάσεις της να μην εκφράζουν πάντα τα υποκείμενά τους. 2

Για την ακρίβεια, αυτό που αποδίδει θεματικό ρόλο στο στοιχείο που βρίσκεται στη θέση του υποκειμένου δεν είναι το Ρήμα, αλλά ολόκληρη η Ρηματική Φράση (ΡΦ). Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα στο κεφάλαιο 6. 3 Συνήθως χρησιμοποιούμε κεφαλαία γράμματα για να δείξουμε ιδιαίτερο επιτονισμό.

4 Δείτε το άρθρο του Landau (2010) για μια σειρά από κριτήρια που δείχνουν αν μια ΟΦ που δεν είναι ορατή, τελικά

υπάρχει στη συντακτική δομή της πρότασης, και άρα αναπαρίσταται συντακτικά, καθώς και για άλλες ιδιότητες αυτού του είδους των ΟΦ.

33

5 Αυτό το κενό υποκείμενο είναι διαφορετικού τύπου από το κενό υποκείμενο απαρεμφατικών προτάσεων των

γλωσσών που έχουν απαρέμφατα, π.χ., John wants – to win. 6 Ευχαριστώ τον Laziz Nchare για τα παραδείγματα.

7 Για πολύ καλή παρουσίαση των παραπάνω θεμάτων, βλέπε Lasnik (2000: κεφάλαιο 3) και Θεοφανοπούλου-Κοντού

(2002: κεφάλαιο 4). 8 Αν θέλουμε να λάβουμε υπόψη μας κι άλλους θεματικούς ρόλους, η ιεραρχία είναι ως εξής:

(i) Δράστης > Φορέας Εμπειρίας > Στόχος/Πηγή/Τόπος > Δέκτης/Θέμα (Grimshaw 1990)

Θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι κάποιες ιεραρχίες έχουν αμφισβητηθεί, αν και όχι αυτή που μας ενδιαφέρει και αφορά τον Δράστη και τον Δέκτη. Για περισσότερες πληροφορίες δείτε (Levin & Rappaport 2005). 9 Να σημειώσουμε ότι οι Koukoulioti & Stavrakaki (2014) θεωρούν ότι στην Ελληνική δεν υπάρχει μετακίνηση του

αντικειμένου σε θέση υποκειμένου (τόσο στα αναιτιατικά όσο και στα παθητικά ρήματα), επικαλούμενες τις Alexiadou & Anagnostopoulou (1998) γι’ αυτόν τον ισχυρισμό, τον οποίον όμως δεν νομίζω ότι έχουν κάνει. Σε κάθε περίπτωση, ακριβώς επειδή αρνούνται ότι στην Ελληνική υπάρχει αυτού του τύπου η μετακίνηση, δεν ανατρέχουν σε αυτήν προκειμένου να εξηγήσουν τα ελλείμματα που έχουν οι αφασικοί ως προς τα αναιτιατικά ρήματα. Αντίθετα, βασίζονται εξ’ ολοκλήρου σε θεωρίες Θεματικής Δομής. 10

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η πρώτη έρευνα που μελέτησε και συνέκρινε τη δομή εργαστικών και αναιτιατικών ρημάτων με ψυχογλωσσολογικές μεθόδους ήταν αυτή των Friedmann et al. (2008), η οποία επίσης χρησιμοποίησε πειράματα σε πραγματικό χρόνο (on line). Η μελέτη έγινε στην Αγγλική και βρέθηκε διαφορά ανάμεσα στις δύο κατηγορίες ρημάτων ως προς το σημείο απ’ όπου ξεκινά το εσωτερικό όρισμα των αναιτιατικών πριν καταλήξει στη θέση υποκειμένου. Οι Friedmann et al. απέδωσαν τη διαφορά στη διαφορετική δομή των εργαστικών και αναιτιατικών ρημάτων, δηλαδή στο γεγονός ότι μόνο τα υποκείμενα των αναιτιατικών είναι αποτέλεσμα μετακίνησης από τη θέση αντικειμένου, όπως εξάλλου ισχυρίζεται και η συντακτική θεωρία.

Βιβλιογραφία

Ackema, P. 2015. Arguments and Adjuncts. In T. Kiss & A. Alexiadou (eds.), Syntax – Theory and Analysis. An International Handbook, 246-273. Berlin: Mouton de Gruyter

Bastiaanse, R. & R. van Zonneveld. 2005. Sentence production with verbs of alternating transitivity in agrammatic Broca’s aphasia. Journal of Neurolinguistics 18: 57-66.

Chomsky, N. 1981. Lectures on Government and Binding. Dordrecht: Foris. Dragoy, O. & R. Bastiaanse. 2010. Verb production and word order in Russian agrammatic speakers.

Aphasiology 24: 28-55. Fillmore, C. J. 1968. The Case for Case. In E. Bach & R.T. Harms (eds.), Universals in Linguistic Theory, 1-88.

New York, NY: Holt, Rinehart and Winston. Friedmann, N, G. Taranto, L. P. Shapiro & D. Swinney. 2008. The Leaf Fell (the Leaf): The Online Processing of

Unaccusatives. Linguistic Inquiry 39: 355-379. Grimshaw, J. 1990. Argument Structure. Cambridge, MA: MIT Press Kearns, K. 2000. Semantics. New York: Palgrave MacMillan. Kegl, J. 1995 Levels of representation and units of access relevant to agrammatism. Brain and Language 50:

151–200. Kim, M. & C. K. Thompson. 2000. Patterns of comprehension and production of nouns and verbs in

agrammatism: Implications for lexical organization. Brain and Language 74: 1–25. Koukoulioti, V. & S. Stavrakaki. 2014. Producing and inflecting verbs with different argument structure:

Evidence from Greek aphasic speakers. Aphasiology 11: 1320-1349. Landau, I. 2010. The Explicit Syntax of Implicit Arguments. Linguistic Inquiry 41: 357-388. Lasnik, H. 2000. (w. M. Depiante & A. Stepanov) Syntactic Structures Revisited: Contemporary Lectures on

Classic Transformational Theory. Cambridge, MA: MIT Press.

34

Levin B. & M. Rappaport Hovav. 2005. Argument Realization. Cambridge: Cambridge University Press. Peristeri, E., I. M. Tsimpli & K. Tsapkini. 2013. The on-line processing of unaccusativity in Greek

agrammatism. Applied Psycholinguistics 34: 233-276. Schwartz, M. F., M.C. Linebarger, E.M. Saffran & D.S. Pate, D.S. 1987. Syntactic transparency and sentence

interpretation in aphasia. Brain and Language 45: 423-447. Stavrakaki, S., A. Alexiadou, M. Kambanaros, S. Bostanjopoulou & Z. Katsarou. 2011. The production and

comprehension of verbs with alternating transitivity by patients with non-fluent aphasia. Aphasiology 25: 642-668.

Θεοφανοπούλου-Κοντού, Δ. (2002) Γενετική Σύνταξη: το πρότυπο της Κυβέρνησης και της Αναφορικής Δέσμευσης. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.

Thompson, C.K. 2003. Unaccusative verb production in agrammatic aphasia: the argument structure complexity hypothesis. Journal of Neurolinguistics 16: 151-167.

Thompson, C. K., K. L. Lange, S. L. Schneider & L. P. Shapiro. 1997. Agrammatic and non-brain-Damaged subjects’ verb and verb argument structure production. Aphasiology 11: 473-490. (Thompson et al. 1997α)

Thompson, C.K., L. P. Shapiro, K. J. Ballard, B. J. Jacobs, S. S. Schneider & M. E. Tait. 1997. Training and Generalized Production of wh- and NP-Movement Structures in Agrammatic Aphasia. Journal of Speech, Language and Hearing Research 40: 228-244. (Thompson et al. 1997β)

Thompson, C. K., E.A. Riley, D.-B. den Ouden, A. Meltzer-Asscher & S. Lukic. 2013. Training verb argument structure production in agrammatic aphasia: Behavioral and neural recovery patterns. Cortex 30: 1-19.

Thompson, C. & A. Meltzer-Αsscher. 2014. Neurocognitive mechanisms of verb argument structure processing. In A. Bachrach, I. Roy & L. Stockall (eds), Structuring the argument. Multidisciplinary research on verb argument structure, 141-168. Amsterdam: John Benjamins.

Κριτήρια αξιολόγησης

1. Πώς διαφέρει η συντακτική δομή των εργαστικών από τα αναιτιατικά ρήματα και πώς διαφέρει η δομή των θεματικών τους ρόλων;

2. Με ποια από τις παραπάνω κατηγορίες ρημάτων έχουν πρόβλημα οι αγραμματικοί και πώς μπορούμε να βρούμε αν τα εξηγεί καλύτερα η διαφορετική συντακτική δομή ή η δομή των θεματικών ρόλων; 3. Να κατασκευάσετε ένα πείραμα που να αξιολογεί τη συμπεριφορά ενός πληθυσμού ως προς μεταβατικά, ανεργαστικά και αναιτιατικά ρήματα. 4. Να υποθέσετε ότι ο πληθυσμός που αξιολογήσατε έχει προβλήματα με τα αναιτιατικά ρήματα και να κατασκευάσετε έναν τρόπο παρέμβασης.

35

3ο Κεφάλαιο: Η Δομή των Φράσεων και η Πρόταση Σύνοψη Αυτό το κεφάλαιο εξηγεί καταρχάς πώς οι λέξεις συνδυάζονται και φτιάχνουν τις Φράσεις και πώς, στη συνέχεια, αυτές φτιάχνουν τις προτάσεις. Παρουσιάζει τη Θεωρία του Χ’, σύμφωνα με την οποία κάθε Φράση αποτελείται από την Κεφαλή (λεξική ή λειτουργική) που δίνει το όνομά της στη Φράση, τον Χαρακτηριστή, και το συμπλήρωμα, καθώς και τα πλεονεκτήματα αυτής της Θεωρίας. Παρουσιάζονται επίσης οι δύο μεγάλες περιοχές της προτασιακής δομής, η περιοχή της Κλίσης και αυτή του Συμπληρωματικού Δείκτη, γνωστή και ως Αριστερή Περιφέρεια, με τις επιμέρους Φράσεις που τις αποτελούν. Τέλος, παρατίθεται η έννοια των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών και ο διαχωρισμός τους σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα. Το κεφάλαιο εστιάζει στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κυρίως οι αφασικοί Broca (αγραμματικοί) ως προς τις διαφορετικές περιοχές της προτασιακής δομής και στις ερμηνείες που έχουν δοθεί γι αυτά τα προβλήματα σύμφωνα με τις θεωρητικές προσεγγίσεις που έχουν παρουσιαστεί. Η λιγότερο μελετημένη Αριστερή Περιφέρεια αναδεικνύεται μέσα από μία μελέτη της Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής, και επιχειρείται εκτίμηση ως προς το γιατί η Αριστερή Περιφέρεια παρουσιάζει μικρότερο ενδιαφέρον για τις γλωσσικές διαταραχές.

1 Εισαγωγή

Αναφερθήκαμε για πρώτη φορά στο Κεφάλαιο 1 στις φραστικές κατηγορίες, ή αλλιώς Φράσεις. Οι Φράσεις, είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού – ή, αλλιώς της συγχώνευσης (merging) σύμφωνα με την ορολογία του Μινιμαλισμού – λεξικών ή και λειτουργικών κατηγοριών (Chomsky 1995 και μετέπειτα). Για παράδειγμα, το Ρήμα διαβάζει, το οποίο είναι λεξική κατηγορία, συνδυάζεται με το αντικείμενό του, την Ονοματική Φράση (ΟΦ) το βιβλίο, η οποία είναι επίσης λεξική κατηγορία, και σχηματίζει τη Ρηματική Φράση (ΡΦ) διαβάζει το βιβλίο, (1):

(1) [ΡΦ [Ρ διαβάζει] [ΟΦ το βιβλίο]]

Η κατηγορία που δίνει το όνομά της στη Φράση είναι η Κεφαλή της. Συνεπώς, στο προηγούμενο παράδειγμα, η Κεφαλή της Ρηματικής Φράσης είναι το Ρήμα «διαβάζει». Η Ονοματική Φράση «το βιβλίο», είναι το Συμπλήρωμα της Κεφαλής. Η Ρηματική Φράση «διαβάζει το βιβλίο» λέγεται και Προβολή της Κεφαλής.

Με ανάλογο τρόπο, η Πρόθεση (Προθ) «για», η οποία όμως είναι λειτουργική κατηγορία, συγχωνεύεται με την Ονοματική Φράση «το μάθημα» και σχηματίζει την Προθετική Φράση (ΠροθΦ) «για το μάθημα». Η Πρόθεση «για» είναι η Κεφαλή της Προθετικής Φράσης και η Ονοματική Φράση «το μάθημα» είναι το συμπλήρωμα της Πρόθεσης.

(2) [ΠροθΦ [Προθ για ] [ΟΦ το μάθημα ]] Ο πιο διαδεδομένος τρόπος αναπαράστασης της δομής των Φράσεων είναι με τη μορφή

δενδροδιαγραμμάτων ή αλλιώς δένδρων. Το παρακάτω δένδρο αναπαριστά τη Ρηματική Φράση και έχει σημειωθεί η ονομασία του κάθε μέρους που την αποτελεί.

36

(3)

‘διαβάζει το βιβλίο’

Η ΡΦ «διαβάζει το βιβλίο» που βλέπουμε στο δένδρο (3) μπορεί στη συνέχεια να συνδυαστεί με μία λειτουργική κατηγορία, την Κλίση, για να σχηματίσει μια μεγαλύτερη κατηγορία, τη Φράση Κλίσης (ΦΚλίσης), (4). Θα αναφερθούμε με λεπτομέρεια στις ιδιότητες της ΦΚλίσης λίγο αργότερα, αλλά ας πούμε με συντομία τώρα ότι είναι η περιοχή εκείνη στη δομή της πρότασης στην οποία πραγματώνονται τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του Ρήματος (δηλ., ο Χρόνος, η Συμφωνία, η Όψη, κλπ.). Να προσθέσουμε εδώ ότι τα σημεία στα οποία ενώνονται τα κλαδιά του δένδρου λέγονται κόμβοι. Ο όρος κόμβος καθ’ εαυτός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά τον αναφέρουμε επειδή, μερικές φορές, είναι χρήσιμος για την περιγραφή των δένδρων.

(4)

‘… να διαβάζει το βιβλίο’

Η διαδικασία συνδυασμού (συγχώνευσης) συντακτικών κατηγοριών μπορεί να συνεχιστεί με την προσθήκη και άλλων κατηγοριών. Βλέπουμε πως η ΦΚλίσης, στην Κεφαλή της οποίας βρίσκεται το μόριο να της υποτακτικής, (4), μπορεί να συνδυαστεί με ένα άλλο Ρήμα, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί η ΡΦ «προσπαθήσει να διαβάσει το βιβλίο», (5). Αυτή η διαδικασία συγχώνευσης νέων κατηγοριών συνεχίζεται μέχρι η υψηλότερη ΦΚλίσης να συνδυαστεί με τον Συμπληρωματικό Δείκτη (ΣΔ) «ότι» με αποτέλεσμα να σχηματιστεί η πρόταση που τελικά βλέπουμε στο (5). Βλέπουμε δηλαδή ότι η πρόταση είναι κι αυτή μία Φράση, η Φράση Συμπληρωματικού Δείκτη (ΦΣΔ).

Θα συζητήσουμε με λεπτομέρεια πολλά από τα χαρακτηριστικά της δομής της πρότασης στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου, αλλά και σε επόμενα. Στόχος του δένδρου (5) είναι να προσφέρει μία πρώτη εξοικείωση με την αναπαράσταση της πρότασης.

37

(5)

‘… ότι θα θέλει να διαβάσει το βιβλίο.’

Οι ιδιότητες της Κλίσης και του ΣΔ αποτελούν το κύριο θέμα αυτού του κεφαλαίου. Τόσο η Κλίση όσο και ο ΣΔ είναι λειτουργικές κατηγορίες, σε αντίθεση με το Ρήμα, το οποίο είναι λεξική κατηγορία. Επαναλαμβάνουμε ότι η Κλίση πραγματώνει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του Ρήματος, δηλ. τον Χρόνο, τη Συμφωνία, την Όψη, κλπ., ενώ ο ΣΔ πραγματώνει, ή αλλιώς φιλοξενεί, τα μόρια που εισάγουν τα διάφορα είδη προτάσεων, όπως το «ότι» στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και το «αν», το «πως», κλπ.

1.1 H Θεωρία του Χ’ Συγκρίνοντας τις Φράσεις Κλίσης στο (4) και στο (5) βλέπουμε ότι η Φράση Κλίσης παρουσιάζεται πιο αναλυτικά στο (5), εκφράζοντας μία επιπλέον θέση, η οποία αρχίζει από τον κόμβο Κλίση. Αυτή η καινούρια θέση λέγεται ενδιάμεση προβολή – για τον απλό λόγο ότι πράγματι είναι ‘ενδιάμεση’, δηλαδή, βρίσκεται ανάμεσα στη Φράση και την Κεφαλή. Το ίδιο συμβαίνει με τη ΦΣΔ, αλλά και με τη ΡΦ στο (5). Τι είναι όμως οι ενδιάμεσες προβολές;

Η Γενετική Σύνταξη έχει υιοθετήσει τη Θεωρία του Χ’ (Χ τονούμενου) σύμφωνα με την οποία όλες οι Φράσεις έχουν μία ενδιάμεση προβολή, η οποία συμβολίζεται με το Χ’, και δίνει στη θεωρία το όνομά της (Chomsky 1970, Jackendoff 1977). Βλέπουμε καλύτερα την ενδιάμεση προβολή αν συγκρίνουμε το δένδρο στο (3) προηγουμένως με αυτό στο (6), αμέσως παρακάτω. Και τα δύο δένδρα αναπαριστούν μία Ρηματική Φράση, η οποία τώρα αποτελεί μέγιστη προβολή, δεδομένου ότι υπάρχει και η ενδιάμεση προβολή.

38

(6)

Στο δένδρο (6) υπάρχει μία νέα θέση, η θέση που βρίσκεται πριν από την Κεφαλή, εκεί που είναι το σημείο *, η οποία δεν υπήρχε στο (3). Αυτή η νέα θέση είναι επίσης αποτέλεσμα της θεωρίας του Χ’ και λέγεται Χαρακτηριστής της Φράσης. Το στοιχείο που ακολουθεί την Κεφαλή είναι το Συμπλήρωμα της Κεφαλής, όπως και πριν από τη θεωρία του Χ’, δηλ., όπως και στο δένδρο (3). Με άλλα λόγια, η Κεφαλή και το Συμπλήρωμα είναι οι ίδιες θέσεις και πραγματώνουν τα ίδια στοιχεία τόσο στο δένδρο (6), όσο και στο (3). Η θέση του Χαρακτηριστή όμως είναι νέα θέση, και παρουσιάζεται μόνο στο δένδρο (6).

Στο παρακάτω δένδρο βλέπουμε ότι η Φράση μπορεί να είναι οποιαδήποτε Φράση, π.χ., θα μπορούσε να είναι Φράση Συμπληρωματικού Δείκτη (ΦΣΔ), Φράση Κλίσης (ΦΚλίσης), Ρηματική Φράση (ΡΦ), Προθετική Φράση (ΠροθΦ), κλπ. Αντίστοιχα, η Κεφαλή Χ θα μπορούσε να είναι ο Συμπληρωματικός Δείκτης (ΣΔ), η Κλίση, η Πρόθεση (Προθ), το Ρήμα (Ρ), κλπ. Άλλες από αυτές τις Κεφαλές είναι λειτουργικές κατηγορίες και άλλες λεξικές. Ήδη η δομή της πρότασης στο (5) μας έδειξε και των δύο ειδών τις Κεφαλές, το Ρήμα, που είναι λεξική Κεφαλή, και την Κλίση και τον ΣΔ που είναι λειτουργικές Κεφαλές.

(7)

Η αναπαράσταση της δομής των Φράσεων, αλλά και της Πρότασης, με τη Θεωρία του Χ’ έχει μια σειρά από πλεονεκτήματα συγκριτικά με τις προηγούμενες θεωρίες. Με λίγα λόγια, τα δένδρα που προκύπτουν από τη Θεωρία του Χ’: α) περιγράφουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα άμεσα συστατικά της πρότασης. β) επιτρέπουν να ξεκινούν μόνο μέχρι δύο διακλαδώσεις από κάθε κόμβο. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται ο συνολικός αριθμός των εναλλακτικών τρόπων αναπαράστασης της δομής μίας πρότασης και, συνεπώς, διευκολύνεται η διαδικασία επιλογής της κατάλληλης δομής από το παιδί κατά τη διάρκεια κατάκτησης της Γλώσσας (επειδή το παιδί έχει να διαλέξει από λιγότερες εναλλακτικές δομές). Άρα, η θεωρία του Χ’ σε καλύτερη θέση ως προς το να εξηγήσει τη γρήγορη κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί.1 γ) δημιουργούν μία επιπλέον θέση στη Φράση, η οποία μπορεί να φιλοξενήσει άλλο ένα στοιχείο. Αυτή είναι η θέση του Χαρακτηριστή και θα δούμε στη συνέχεια ότι φιλοξενεί διαφορετικές Φράσεις, ανάλογα με το αν είναι ο Χαρακτηριστής της ΡΦ, της ΦΚλίσης, ή της ΦΣΔ.

Στις ενότητες που ακολουθούν θα αναλύσουμε την κάθε θέση της Φράσης στη θεωρία του Χ’, δηλαδή, την Κεφαλή, το Συμπλήρωμα και τον Χαρακτηριστή. Οι δύο πρώτες ήταν ήδη γνωστές από προηγούμενα στάδια της θεωρίας και τις συζητήσαμε στο κεφάλαιο 1. Γι αυτό και τις αναφέρουμε με συντομία.

39

1.1.1 Κεφαλή

Αναφέραμε στο κεφάλαιο 1 τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι η Κεφαλή αποτελεί το πιο βασικό στοιχείο της Φράσης την οποία εισάγει. Εξηγήσαμε ότι η Κεφαλή μίας Φράσης: α) καθορίζει την κατανομή της Φράσης την οποία εισάγει, β) είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της Φράσης σημασιολογικά. Σε αυτές τις ιδιότητες θα πρέπει να προσθέσουμε άλλο ένα, πολύ σημαντικό, χαρακτηριστικό που αφορά την Κεφαλή, δηλαδή: γ) κάθε Φράση έχει μόνο μία Κεφαλή.

1.1.2 Συμπλήρωμα Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμπλήρωμα της Κεφαλής είναι το γνωστό αντικείμενο της παραδοσιακής γραμματικής, με μία σημαντική διαφορά: η παραδοσιακή γραμματική αναφερόταν σε αντικείμενα λεξικών κατηγοριών, όπως του Ρήματος, ενώ η έννοια συμπλήρωμα αφορά και τις λειτουργικές κατηγορίες, όπως, για παράδειγμα, το συμπλήρωμα της Κλίσης ή του Συμπληρωματικού Δείκτη (ΣΔ). Σε κάθε περίπτωση, το Συμπλήρωμα της Κεφαλής είναι πάντα Φράση, δηλαδή, δεν μπορεί μία Κεφαλή να έχει ως συμπλήρωμα κάποια άλλη Κεφαλή. Έτσι λοιπόν, όπως φαίνεται από το δέντρο (5), μέρος του οποίου επαναλαμβάνουμε αμέσως παρακάτω ως (8): α) το Συμπλήρωμα του ΣΔ είναι η ΦΚλίσης β) το Συμπλήρωμα της Κλίσης είναι η ΡΦ γ) το Συμπλήρωμα του Ρήματος είναι η ΟΦ που είναι το αντικείμενό του.

(8)

‘… ότι θα διαβάσει.’

Συμπλήρωμα ενός Ρήματος μπορεί να είναι και μια ολόκληρη πρόταση, δηλ., μία ΦΣΔ, π.χ., «Ο Κώστας είπε ότι ο Νίκος θα δει τον καθηγητή», (10), επόμενη σελίδα. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης πιθανό το Ρήμα να μην έχει Συμπλήρωμα, π.χ., «Ο Γιάννης έφαγε», (9) στην επόμενη σελίδα. Όπως έχουμε ξαναπεί βέβαια, ενώ υπάρχουν Κεφαλές χωρίς Συμπληρώματα, (9), δεν υπάρχουν Συμπληρώματα χωρίς Κεφαλές.

40

(9)

‘Ο Γιάννης έφαγε.’ (10)

‘Ο Κώστας είπε ότι ο Νίκος θα δει τον καθηγητή.’

41

Μπορεί να παρατηρήσει κανείς και στα παραπάνω δένδρα μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ λεξικών και λειτουργικών κατηγοριών που αναφέραμε στο 1ο κεφάλαιο: οι λειτουργικές κατηγορίες, όπως ο ΣΔ και η Κλίση, έχουν πολύ συγκεκριμένα, και περιορισμένα, Συμπληρώματα, ενώ οι λεξικές, όπως το Ρήμα, μπορούν να έχουν Συμπληρώματα από διάφορα είδη συντακτικών κατηγοριών. Έτσι, το Ρήμα «είπε» έχει ως Συμπλήρωμα μία ΦΣΔ, ενώ το Ρήμα «δει» έχει ως Συμπλήρωμα μία ΟΦ. Αντίθετα, και οι δύο ΦΚλίσης έχουν ως Συμπλήρωμα μία ΡΦ.

1.1.3 Χαρακτηριστής

Ο Χαρακτηριστής είναι η καινούργια θέση που προκύπτει στη δομή των Φράσεων, λόγω της υιοθέτησης της θεωρίας του Χ’. Η Θέση του Χαρακτηριστή καταλαμβάνεται πάντα από Φράση, δηλ., δεν μπορεί να φιλοξενήσει κάποια Κεφαλή.

Για παράδειγμα, τόσο ο Χαρακτηριστής της Φράσης Κλίσης, όσο και ο Χαρακτηριστής της Φράσης ΣΔ καταλαμβάνονται από Ονοματικές Φράσεις στις προτάσεις (11α) και (11β) – συγκεκριμένα, από το υποκείμενο της πρότασης και από μια ερωτηματική φράση αντίστοιχα. Η Προθετική Φράση στην πρόταση (11γ) επίσης βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ.

(11) α. [ΦΣΔ 0 [ΣΔ [ΦΚλίσης Ο Γιάννης [Κλίση [ΡΦ διαβάζει το βιβλίο]]]]]

β. [ΦΣΔ Ποιος φοιτητής [ΣΔ [ΦΚλίσης 0 [Κλίση [ΡΦ διαβάζει ]]]]] γ. [ΦΣΔ Στο γραφείο [ΣΔ [ΦΚλίσης 0 [Κλίση [ΡΦ πήγε το πρωί]]]]]

Περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τη δομή (11γ) θα δοθούν στο δεύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Μπορούμε να πούμε από τώρα όμως ότι ένα άλλο είδος Φράσεων που καταλαμβάνει τη θέση του Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, εκτός από τις ερωτηματικές φράσεις τις οποίες βλέπουμε στην πρόταση (11β), είναι οι Φράσεις που έχουν ιδιαίτερη έμφαση. Θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο ότι αυτές οι Φράσεις έχουν μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ από κάποιο άλλο σημείο και έχουν ιδιαίτερες πραγματολογικές ιδιότητες, τις οποίες δεν έχουν οι Φράσεις-υποκείμενα που βρίσκονται στον Χαρακτηριστή της Φράσης Κλίσης.

2 Η Δομή της Πρότασης

Έχουμε δείξει με τα προηγούμενα δενδροδιαγράμματα ότι τόσο οι λεξικές όσο και οι λειτουργικές κατηγορίες συμμετέχουν στις δομές του Χ’. Έτσι λοιπόν, ακριβώς όπως έχουμε ΡΦ (Verb Phrase, VP) και ΟΦ (Noun Phrase, NP), έχουμε ΦΣΔ (Complementizer Phrase, CP) και ΦΚλίσης (Inflectional Phrase, IP).

Στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου θα ασχοληθούμε με τις λειτουργικές κατηγορίες που σχετίζονται με τη δομή της πρότασης (ενώ στο επόμενο κεφάλαιο θα αναφερθούμε σε αυτές που σχετίζονται με την Ονοματική Φράση). Θα αναφερθούμε λοιπόν σε αυτό το κεφάλαιο πιο αναλυτικά στις δύο βασικές λειτουργικές κατηγορίες που συμμετέχουν στη δομή της πρότασης, καθώς και τις αντίστοιχες Φράσεις τους, δηλ. την Κλίση και τη ΦΚλίσης, καθώς και τον ΣΔ και τη ΦΣΔ. Όπως θα δούμε, δεν πρόκειται απλά για δύο λειτουργικές κατηγορίες και τις αντίστοιχες Φράσεις τους, αλλά για δύο περιοχές της πρότασης, με έναν αριθμό λειτουργικών κατηγοριών, οι οποίες περιλαμβάνονται κάτω από τις ‘ομπρέλες’ Κλίση και ΣΔ.

2.1 Η Περιοχή της Κλίσης Η περιοχή της Κλίσης, την οποία είδαμε για πρώτη φορά στη δομή (5), εκφράζει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του Ρήματος της πρότασης. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι ο Χρόνος (Tense), η Συμφωνία (Agreement), η Όψη (Aspect), η Άρνηση (Negation), και η Έγκλιση (Mood).

Έτσι λοιπόν, αντί για την αναπαράσταση της πρότασης που δώσαμε με τη δομή (5), μια πιο ακριβής αναπαράσταση είναι αυτή που παραθέτουμε στο (12). Ο διαχωρισμός της Κλίσης σε Φράση Χρόνου (ΦΧ ή ΦΧρόνου) και σε Φράση Συμφωνίας (ΦΣυμφ), προτάθηκε από τον Pollock (1989), και υιοθετήθηκε αμέσως

42

μετά. Λίγο αργότερα, η Zanuttini (1991) πρότεινε ότι η Άρνηση αποτελεί άλλη μία λειτουργική κατηγορία της προτασιακής δομής, η οποία μπορεί επίσης να αναπαρασταθεί στο δένδρο της πρότασης. Δεν θα τη δείξουμε εδώ για να μη γίνει το αντίστοιχο δένδρο περισσότερο πολύπλοκο απ’ ό,τι χρειάζεται για τους σκοπούς μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες λειτουργικές κατηγορίες της Κλίσης που αναφέραμε πριν, δηλ., τη Φράση Όψης, τη Φράση Έγκλισης, κλπ., τις οποίες σημειώνουμε στα σχετικά δενδροδιαγράμματα συνήθως όταν πρόκειται να ασχοληθούμε με την περιοχή που καταλαμβάνουν. Διαφορετικά χρησιμοποιούμε ή το δένδρο (10), ή αυτό στο (12).

(12)

‘Ο Κώστας είδε τον καθηγητή.’ Η θέση του υποκειμένου σε αυτήν την πιο λεπτομερή αναπαράσταση της πρότασης είναι ο Χαρακτηριστής της Φράσης Χρόνου, (12), ενώ στο δένδρο (10) είναι ο Χαρακτηριστής της ΦΚλίσης. Όπως είπαμε ήδη, χρησιμοποιούμε το δένδρο που χρειαζόμαστε κάθε φορά, και ανάλογα με το τι ακριβώς μας ενδιαφέρει. Έτσι, άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιήσουμε το δένδρο (12), αλλά άλλες φορές η μεγαλύτερη λεπτομέρεια που περιέχει το δένδρο (12), σε περίπτωση μάλιστα που δεν τη χρειαζόμαστε, μπορεί να μας κάνει να χάσουμε τη συνολική εικόνα. Σε αυτές τις περιπτώσει θα διαλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα δένδρο όπως το (10) ακριβώς επειδή είναι λιγότερο αναλυτικό.

Προγενέστερες μορφές της συντακτικής θεωρίας θεωρούσαν ότι οι Κεφαλές του Χρόνου, της Συμφωνίας, κλπ. έφεραν εξαρχής τα αντίστοιχα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του Ρήματος, δηλ., τις καταλήξεις που σηματοδοτούν τον Χρόνο, τη Συμφωνία, κλπ., και το Ρήμα εισέρχεται στην προτασιακή δομή χωρίς τη μορφολογία του Χρόνου και της Συμφωνίας και στη συνέχεια μετακινείται σε αυτές τις Κεφαλές για να ενωθεί με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται σε κάθε μία τους.2 Σε πρόσφατα στάδια της συντακτικής θεωρίας όμως (Θεωρία του Μινιμαλισμού, Chomsky 1995 και μετέπειτα) θεωρείται ότι το Ρήμα εισέρχεται στη συντακτική δομή μορφολογικά πλήρες και μετακινείται ως αυτές τις λειτουργικές κατηγορίες (δηλ., πρώτα στη Συμφωνία και μετά στον Χρόνο, κλπ.), όχι για να συγχωνευτεί, αλλά για να συμφωνήσει με τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά τους, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια (κυρίως στο 5ο και στο 7ο). Τόσο το Ρήμα, όσο και οι υπόλοιπες συντακτικές κατηγορίες (λεξικές ή λειτουργικές) έχουν μια σειρά από μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά (morphosyntactic features) τα οποία θα πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους. Η διαδικασία μέσω της οποίας συμφωνούν είναι ο έλεγχος (checking), o οποίoς μερικές φορές προϋποθέτει τη μετακίνησή τους, όπως θα δούμε σε επόμενα

43

κεφάλαια). Στη ενότητα 2.1.2 αυτού του κεφαλαίου θα αναφέρουμε κάποιες πρώτες πληροφορίες για τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά των συντακτικών κατηγοριών, τόσο των λεξικών όσο και των λειτουργικών.

2.1.1 Φράση Κλίσης και Γλωσσικές Διαταραχές

Η αναπαράσταση της πρότασης που μόλις περιγράψαμε αναλύει την Κλίση σε διάφορες λειτουργικές κατηγορίες, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί σε μία λειτουργική Κεφαλή η οποία, με τη σειρά της, αντιστοιχεί στα επί μέρους συστατικά της μορφολογίας του Ρήματος, δηλαδή, τα μορφήματα που πραγματώνουν το Χρόνο, τη Συμφωνία, την Όψη, την Άρνηση, κλπ. Στα δένδρα που έχουμε παραθέσει ως τώρα έχουμε αναπαραστήσει μόνο το Χρόνο και τη Συμφωνία, με το Χρόνο να βρίσκεται πιο ψηλά στο δένδρο από τη Συμφωνία, έτσι όπως προτάθηκε αρχικά από τον Pollock (1989). Αυτός ο τρόπος αναπαράστασης της πρότασης αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμος για να περιγράψει τα επιλεκτικά ελλείμματα που έχουν διάφοροι πληθυσμοί ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες της πρότασης.

Οι Friedmann & Grodzinsky (1997) παρατήρησαν για πρώτη φορά ότι άτομα με αφασία τύπου Broca, ειδικά τα άτομα με αγραμματισμό, παρουσιάζουν ελλείμματα όσον αφορά τη μορφολογία του Χρόνου του ρήματος, αλλά όχι τη μορφολογία της Συμφωνίας του ρήματος.3 Να επαναλάβουμε ότι με τον όρο ‘Συμφωνία του ρήματος’, αναφερόμαστε στη συμφωνία του ρήματος με το υποκείμενο της πρότασης, δηλ., το γεγονός ότι λέμε «εγώ γράφ-ω», αλλά «εσύ γράφ-εις». Τα συμπεράσματά τους βασίστηκαν στη λεπτομερή μελέτη μίας μόνο αφασικής ασθενούς, με μητρική γλώσσα την Εβραϊκή. Στη συνέχεια όμως, τα συμπεράσματά τους επιβεβαιώθηκαν από μελέτη των γλωσσικών χαρακτηριστικών ενός δείγματος 14 ομιλητών της Εβραϊκής και της Αραβικής μέσω ενός πειράματος συμπλήρωσης προτάσεων το οποίο βρήκε 42% λανθασμένη τη συμπλήρωση της μορφολογίας του Χρόνου, αλλά μόνο 4% λανθασμένη τη συμπλήρωση της Συμφωνίας (Friedmann 2000). Η Friedmann (2002) παρατήρησε επίσης ότι οι αφασικοί Broca έχουν προβλήματα με τις ερωτηματικές προτάσεις μερικής άγνοιας, τόσο στην Εβραϊκή όσο και στην Αραβική. Συγκεκριμένα, συχνά βάζουν την ερωτηματική λέξη στο τέλος της πρότασης, ή χρησιμοποιούν μόνο την ερωτηματική λέξη αντί για ολόκληρη την ερωτηματική πρόταση.

Παίρνοντας λοιπόν υπόψη τη δομή της πρότασης, σύμφωνα με την οποία η Φράση Κλίσης διαχωρίζεται στη Φράση Χρόνου και στη Φράση Συμφωνίας, και μάλιστα με αυτήν τη σειρά, όπως φαίνεται στο δένδρο (12), η Friedmann πρότεινε ότι τα ελλείμματα ως προς τη μορφολογία του Χρόνου προκύπτουν επειδή η δομή της πρότασης είναι προβληματική στα υψηλότερα μέρη του δένδρου. Ειδικότερα, η δομή της πρότασης των αγραμματικών είναι ελλειμματική από τη Φράση Χρόνου και ψηλότερα, (13). Αυτή η υπόθεση είναι γνωστή ως Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου (Tree Pruning Hypothesis), Friedmann & Grodzinsky (1997). Η Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου εξηγεί τη συμπεριφορά της ομάδας των αγραμματικών που μελέτησε αφού, όπως αναφέραμε με συντομία, αλλά θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο, οι ερωτηματικές φράσεις καταλαμβάνουν θέσεις σε ακόμη πιο υψηλό σημείο του δένδρου, δηλ., βρίσκονται στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, (11β)-(12). Η ίδια λογική εξηγεί και την απουσία των ΣΔ από τη γλώσσα των αγραμματικών.4 Αν προσθέσουμε και τα ελλείμματα που έχουν οι αγραμματικοί ως προς τη μορφολογία του Χρόνου στο Ρήμα, καταλαβαίνουμε γιατί η Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου θεωρεί ότι το δένδρο της πρότασης είναι ελλειμματικό από την περιοχή του Χρόνου και πάνω, όπως δείχνει το δένδρο που ακολουθεί, (13), το οποίο είναι καθόλα ίδιο με αυτό στο (12), εκτός από το ότι έχει προστεθεί και η Κεφαλή της Όψης (λόγω της συζήτησης που θα ακολουθήσει πιο κάτω).

Όπως μπορείτε να δείτε και στα σχετικά άρθρα της βιβλιογραφίας, αυτή η θεωρία, όχι μόνο δίνει εξήγηση στα επιλεκτικά ελλείμματα των αφασικών Broca, αλλά στηρίζει τη γενικότερη αντίληψη ότι οι αγραμματικοί δεν έχουν ολοκληρωτική έλλειψη της δομής της πρότασης, αλλά έχουν ελλείμματα όσον αφορά συγκεκριμένες περιοχές και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

44

(13)

‘Ο Κώστας είδε τον καθηγητή.’

Ελλείμματα ως προς τη μορφολογία του Χρόνου έχουν βρεθεί και σε πολλές άλλες γλώσσες – δείτε τη Bastiaanse 2012 για μία καλή ανασκόπηση πολλών προηγούμενων ερευνών επί της μορφολογίας του Χρόνου. Η πρώτη δημοσιευμένη έρευνα που διεξήχθη στην Ελληνική ήταν αυτή των Stavrakaki & Kouvava (2003), και ασχολήθηκε με τη γλωσσική συμπεριφορά 2 αγραμματικών ως προς μία σειρά από λειτουργικές Κεφαλές της προτασιακής δομής.5 Οι Stavrakaki & Kouvava μελέτησαν ερωτηματικές προτάσεις που αρχίζουν με ερωτηματικές φράσεις (ερωτήσεις μερικής άγνοιας), τη μορφολογία Χρόνου, Συμφωνίας και Όψης στο Ρήμα, Άρνηση, Συμπληρωματικό Δείκτη και Μόρια Έγκλισης. Μελέτησαν ακόμη οριστικά και αόριστα άρθρα, καθώς και αντωνυμίες, αλλά πρόκειται για στοιχεία που δεν εμπίπτουν στη θεματολογία αυτού του κεφαλαίου, κι έτσι δεν θα αναφερθούμε περισσότερο σε αυτά. Σε κάθε περίπτωση, η γλωσσική συμπεριφορά των αγραμματικών ως προς τα παραπάνω στοιχεία διερευνήθηκε με δύο τρόπους: α) ανάλυση αυθόρμητου λόγου, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο λόγος με τον οποίο περιγράφουν εικόνες, β) κρίση γραμματικότητας προτάσεων. Για την κρίση γραμματικότητας δόθηκαν στους συμμετέχοντες τόσο γραμματικές όσο και αντιγραμματικές προτάσεις και κλίθηκαν να απαντήσουν αν ήταν γραμματικές ή αντιγραμματικές. Παραδείγματα αντιγραμματικών προτάσεων που άκουσαν οι δύο αγραμματικοί που μελετήθηκαν, καθώς και των φαινομένων που εξετάζει η κάθε πρόταση εμφανίζονται αμέσως παρακάτω:

Προτάσεις Περιοχή αντιγραμματικότητας (14) α. Εγώ διαβάζετε. (Συμφωνία) β. Χτες βλέπω τη Μαρία. (Χρόνος) γ. Ξέρω είδε η Μαρία ποιον; (Ερωτηματικές φράσεις) δ. Όχι αγαπάω τη Μαρία. (Άρνηση δεν) ε. Θέλω να όχι πας εκδρομή. (Άρνηση μην) κλπ.

45

Όσον αφορά τον αυθόρμητο λόγο, καταγράφηκε ο λόγος των αγραμματικών όταν μιλούσαν και όταν περιέγραφαν εικόνες (35-37 εικόνες συνολικά). Βλέπουμε παρακάτω ενδεικτικά λάθη των αγραμματικών από τον αυθόρμητο λόγο τους:

(15) Καίτη… Η Καίτη αγοράζει … αυτοκίνητο. (Η Καίτη… Όταν η Καίτη αγόρασε αυτοκίνητο) Βλέπουμε πρόβλημα ως προς το ΣΔ, ως προς το Χρόνο και ως προς την Όψη. (16) Όχι, … όχι … βλέπω … όχι. (Όχι, δεν το είδα) Βλέπουμε πρόβλημα ως προς την Άρνηση, ως προς τον Χρόνο και ως προς την Όψη. (17) Τα δένδρα ναι … φυτεύω … ναι … εγώ εγώ … φυτεύω (Τα δένδρα τα φύτεψα εγώ) Βλέπουμε πρόβλημα ως προς τον Χρόνο και την Όψη.6

Αφού ανέλυσαν τα αποτελέσματα από όλες τις δοκιμασίες, οι ερευνήτριες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν μεν προβλήματα στις κατηγορίες που βρίσκονται στις υψηλότερες περιοχές του δένδρου, δηλ., πάνω από την κατηγορία του Χρόνου, αλλά όχι στον βαθμό που να στηρίζουν την άποψη ότι αυτά τα μέρη απουσιάζουν εντελώς, ότι δηλαδή το δένδρο έχει κοπεί από το Χρόνο και επάνω. Να επισημάνουμε ότι η σειρά των λειτουργικών κατηγοριών της πρότασης που υιοθετούν οι Stavrakaki & Kouvava (2003) είναι αυτή που βλέπουμε στο (18) αμέσως παρακάτω, την οποία παραθέτουμε επειδή παρουσιάζει και επιπλέον λειτουργικές κατηγορίες που η αναπαράστασή τους σε δένδρο πιθανώς να μη χωρούσε σε μία σελίδα.7

(18) ΣΔ > Έγκλιση > Άρνηση > Χρόνος > Συμφωνία > Όψη > Ρ π.χ. ότι, αν, κλπ. να, θα μην, δεν γράφω γράφω γράφω γράφ- έγραφα γράφεις γράψω

Μια άλλη από τις πρώτες μελέτες του είδους ήταν αυτή των Nanousi et al. (2006). Αυτή η μελέτη περιορίστηκε στον Χρόνο, την Όψη και τη Συμφωνία, τα οποία διερεύνησε μέσα από μία σειρά δοκιμασιών που χορηγήθηκαν σε 6 αγραμματικούς με μητρική γλώσσα την Ελληνική. Αυτά τα χαρακτηριστικά διερευνήθηκαν τόσο σε ρήματα μεμονωμένα, όσο και μέσα από συμπλήρωση προτάσεων με τον ανάλογο τύπο του ρήματος, καθώς και με δοκιμασίες κρίσης γραμματικότητας. Είδαμε προηγουμένως, με τις προτάσεις (14), σε τι συνίσταται η κρίση γραμματικότητας. Η δοκιμασία συμπλήρωσης προτάσεων γίνεται με το να πεις στο συμμετέχοντα μία πρόταση, όπως η (19α), για παράδειγμα, και να ζητήσεις να συμπληρώσει άλλες προτάσεις, οι οποίες διαφέρουν από αυτήν μόνο ως προς το υπό διερεύνηση χαρακτηριστικό. Δηλαδή, αφού η (19β) διαφέρει από την (19α) μόνο ως προς το Χρόνο, και θα πρέπει οι αγραμματικοί συμμετέχοντες στο πείραμα να συμπληρώσουν το Ρήμα, αυτό που ζητά η συγκεκριμένη δοκιμασία είναι να διερευνηθεί η μορφολογία του Χρόνου του Ρήματος. Με την ίδια λογική η (19γ) ερευνά τη μορφολογία της Συμφωνίας και η (19δ) τη μορφολογία της Όψης.

(19) α. Πάντα η Λένα επισκέπτεται τακτικά τη γιαγιά της. β. Παλιότερα η Λένα ---- τακτικά τη γιαγιά της. (Χρόνος) γ. Πάντα τα παιδιά ---- τακτικά τη γιαγιά τους. (Συμφωνία) δ. Χτες η Λένα ---- για πρώτη φορά τη γιαγιά της. (Όψη)

Όσον αφορά τη δοκιμασία στην οποία τα παραπάνω χαρακτηριστικά του Ρήματος εξετάστηκαν ‘μεμονωμένα’, οι ερευνητές έδιναν στον συμμετέχοντα ένα τύπο ρήματος, π.χ., «διαβάζει», και του ζητούσαν το εξής: «τώρα πες μου αυτό το Ρήμα στον αόριστο, ή, τώρα πες το μου στον μέλλοντα» - για να εξακριβώσουν αν ήξεραν τη μορφολογία του Χρόνου. Επίσης, μπορεί να του ζητήσουν το εξής: «τώρα πες μου πώς θα το έλεγες αν το έκανα εγώ» - για να εξακριβώσουν τη μορφολογία της Συμφωνίας, κ.ο.κ.

46

Ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι στη δοκιμασία που τα χαρακτηριστικά του Ρήματος εξετάζονταν μεμονωμένα, οι αγραμματικοί δεν διέφεραν ως προς τον αριθμό των λανθασμένων απαντήσεων μεταξύ Χρόνου, Όψης και Συμφωνίας – έκαναν δηλαδή περίπου τον ίδιο αριθμό λαθών και στα τρία χαρακτηριστικά του Ρήματος. Αντίθετα, όταν αυτά τα χαρακτηριστικά εξετάζονταν με το Ρήμα μέσα στην πρόταση, είτε με συμπλήρωση προτάσεων, είτε με κρίση γραμματικότητας, έκαναν πιο πολλά λάθη στον Χρόνο και στην Όψη, απ’ ό,τι στη Συμφωνία.

Να επισημάνουμε εδώ ότι οι Nanousi et al. (2006) θεωρούν ότι η σειρά των λειτουργικών κατηγοριών της πρότασης δεν είναι αυτή στο (13) και (18), αλλά, αντίθετα, η Συμφωνία είναι πιο ψηλά στο δένδρο από τις υπόλοιπες λειτουργικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, οι λειτουργικές κατηγορίες της πρότασης έχουν τη σειρά που εμφανίζεται στο (20), η οποία διαφέρει από την (13) ακριβώς ως προς τη σειρά Συμφωνίας-Χρόνου, δηλαδή, ο Χρόνος βρίσκεται χαμηλότερα από τη Συμφωνία.8

(20) ΣΔ > Έγκλιση > Άρνηση > Συμφωνία > Χρόνος > Όψη > Ρήμα

Συνέπεια της υιοθέτησης του (20) βέβαια είναι να θεωρούν ότι τα ευρήματά τους δεν επαληθεύουν την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου, αφού οι κατηγορίες που θίγονται είναι ο Χρόνος και η Όψη, οι οποίες βρίσκονται πιο χαμηλά από τη Συμφωνία. Προσπαθούν λοιπόν να εξηγήσουν με άλλους τρόπους τα ελλείμματα των αγραμματικών που μελέτησαν, και, συγκεκριμένα, μέσα από τις ιδιότητες των συντακτικών χαρακτηριστικών που έχουν οι διάφορες λεξικές και λειτουργικές κατηγορίες (στα οποία θα επανέλθουμε με λεπτομέρεια στην αμέσως επόμενη ενότητα). Όπως και να εξηγούν τα ελλείμματα όμως, το εύρημα είναι, για άλλη μία φορά, ότι οι αγραμματικοί έχουν περισσότερα προβλήματα με τη λειτουργική Κεφαλή του Χρόνου, η οποία πραγματώνει το μόρφημα του Χρόνου του Ρήματος, παρά με τη λειτουργική Κεφαλή της Συμφωνίας, η οποία πραγματώνει το μόρφημα της Συμφωνίας Ρήματος-Υποκειμένου. Σε αυτές τις δύο λειτουργικές κατηγορίες προστίθεται και αυτή της Όψης, η οποία, σε αντίθεση με τη Συμφωνία επίσης, παρουσιάζει ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα, παρότι, σύμφωνα με τη συντακτική θεωρία βρίσκεται πολύ χαμηλά στο δένδρο που αναπαριστά την πρόταση και, σε αντίθεση με τον Χρόνο, δεν υπάρχει διαφωνία ως προς τη χαμηλή θέση της. Να σημειώσουμε ότι η Όψη δεν είχε μελετηθεί στις πρώτες μελέτες των γλωσσικών ικανοτήτων των αγραμματικών διαγλωσσικά, αυτές δηλαδή πάνω στις οποίες βασίστηκε η Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου, ακριβώς επειδή στις γλώσσες στις οποίες είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες μελέτες, π.χ., Αγγλικά, Εβραϊκά, το Ρήμα δεν έχει ειδική μορφολογία για την Όψη.

Επίσης με ένα άρθρο του (2006), οι Varlokosta el al. μελετούν 7 αφασικούς με μη ρέοντα λόγο, ως προς τον αυθόρμητο λόγο, περιγραφή εικόνων, συμπλήρωση προτάσεων και κρίση γραμματικότητας και βρίσκουν ότι σε όλες τις περιπτώσεις που οι συμμετέχοντες αφασικοί είχαν ελλείμματα, η Όψη ήταν χειρότερη από τον Χρόνο, και ο Χρόνος χειρότερος από τη Συμφωνία. Και αυτοί οι ερευνητές υιοθετούν την ιεραρχική σειρά των λειτουργικών Κεφαλών της Philippaki-Warburton (1998), η οποία τους οδηγεί στην απόρριψη της υπόθεσης Αποκοπής του Δένδρου – τόσο λόγω της διαφορετικής ιεραρχικής σειράς Χρόνου και Συμφωνίας, αλλά, κυρίως λόγω των σημαντικών ελλειμμάτων στην Όψη, η οποία δεν προβλέπεται από την υπόθεση Αποκοπής του Δένδρου να είναι η λιγότερο ελλειμματική κατηγορία από όλες, μιας και βρίσκεται αναμφισβήτητα πιο χαμηλά στο δένδρο, δηλ., πιο κοντά στο Ρήμα απ’ όλες τις υπόλοιπες (βλέπε (18) και (20)). Οι Varlokosta et al. (2006) θεωρούν ότι τα ευρήματά τους είναι σε συμφωνία με την υπόθεση των Wenzlaff & Clahsen (2004) σύμφωνα με την οποία ο Χρόνος είναι υποχαρακτηρισμένος στον αγραμματισμό, ότι δηλαδή οι αγραμματικοί έχουν πρόβλημα αναπαράστασης του Χρόνου, αλλά τα αποδίδουν στην διάκριση ανάμεσα σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά που προήλθε από το Μινιμαλιστικό πρόγραμμα του Chomsky (2000).9

Σε πολύ πιο πρόσφατη έρευνα δύο αγραμματικών με δοκιμασία συμπλήρωσης προτάσεων, οι Fyndanis et al. (2013) βρίσκουν επίσης περισσότερα προβλήματα στην Όψη και τον Χρόνο, συγκεκριμένα, περισσότερα προβλήματα στην Όψη απ’ ό,τι στον Χρόνο και τη Συμφωνία στον ένα, και περισσότερα προβλήματα στην Όψη και τον Χρόνο απ’ ό,τι στη Συμφωνία στον άλλον. Όπως και οι Nanousi et al. (2006), αλλά με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο, αποδίδουν τα προβλήματα στις ιδιότητες των συντακτικών χαρακτηριστικών του Χρόνου, της Όψης και της Συμφωνίας, και όχι στη θέση που καταλαμβάνουν οι

47

αντίστοιχες λειτουργικές Κεφαλές στο δένδρο που αναπαριστά την πρόταση, δηλ., δεν βασίστηκαν στην Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου. Να παρατηρήσουμε ότι η ευκαιρία αυτής της διαφορετικής ερμηνείας των ελλειμμάτων ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες της πρότασης δόθηκε μέσα από τις νέες δυνατότητες που προσέφερε στο μεταξύ η συντακτική θεωρία, η οποία εξελίχτηκε με τρόπους που θα παρουσιάσουμε στην αμέσως επόμενη ενότητα.

Συμπερασματικά, είδαμε ότι η συντακτική αναπαράσταση της πρότασης, και συγκεκριμένα η συντακτική αναπαράσταση της περιοχής της Κλίσης, η οποία χωρίστηκε σε Χρόνο, Συμφωνία, Όψη, κλπ., προσέφερε ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για τη μελέτη των γλωσσικών διαταραχών, το οποίο μπόρεσε να ταξινομήσει αρχικά τα γλωσσικά ελλείμματα, τα οποία φαίνεται να είναι επιλεκτικά, δηλ., να επηρεάζουν κάποιες συντακτικές κατηγορίες περισσότερο από άλλες. Η Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου ήταν μία πρώτη τέτοια προσπάθεια. Στη συνέχεια, α) καθώς εξελισσόταν η συντακτική θεωρία και β) καθώς ανέκυψαν δυσκολίες για την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου ως προς το να εξηγήσει διάφορα γλωσσικά ελλείμματα που βρέθηκαν σε χαμηλά μέρη της πρότασης, όπως η Όψη, αναζητήθηκαν και άλλοι τρόποι κατανόησης των επιλεκτικών λαθών των αγραμματικών. Αυτός που αποδείχτηκε ως πιο επιτυχημένος ήταν η σύνδεση των ελλειμμάτων με τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά των συντακτικών κατηγοριών (δηλ. του Χρόνου, της Συμφωνίας και της Όψης).

Θα δούμε αμέσως παρακάτω τι εννοούμε με τον όρο μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι καλό να μην ξεχνάμε τα κύρια ευρήματα των παραπάνω πρωτοποριακών μελετών, ανεξάρτητα από το πώς έχουν ερμηνευτεί ή πρόκειται να ερμηνευτούν στο μέλλον. Τα βασικά ευρήματα λοιπόν είναι ότι η μορφολογία του Ρήματος, η οποία στην Ελληνική πραγματώνει με τρόπο αρκετά διαφανή το Χρόνο, την Όψη και τη Συμφωνία, έχει πολύ μεγαλύτερα ελλείμματα στον Χρόνο και την Όψη, παρά στη Συμφωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης και το εύρημα των Nanousi et al., ότι τα ελλείμματα ως προς τον Χρόνο, την Όψη και τη Συμφωνία δεν διέφεραν όταν τα ρήματα παρουσιάζονταν μεμονωμένα, αλλά μόνο όταν εξετάστηκαν μέσα στην πρόταση, με τη Συμφωνία να είναι πολύ λιγότερο ελλειμματική σε σύγκριση με τον Χρόνο και την Όψη. Μια πρώτη ασφαλής ερμηνεία αυτού του ευρήματος είναι ότι το έλλειμμα δεν είναι λεξικό, αλλά είναι καθαρά συντακτικό. Αν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, δεν μπορεί παρά να έχει προεκτάσεις και για τη θεραπεία που θα πρέπει να εφαρμοστεί.10 Σε κάθε περίπτωση, αυτές είναι γνώσεις που θα πρέπει να έχουν υπόψη όσοι ασχολούνται με τη γλώσσα των αγραμματικών, ή με τη διαταραγμένη γλώσσα γενικότερα, απ’ όποια σκοπιά κι αν το κάνουν, είτε της έρευνας είτε της παρέμβασης.

2.2 Συντακτικά χαρακτηριστικά Είπαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου ότι οι διάφορες συντακτικές κατηγορίες συγχωνεύονται για να φτιάξουν καινούριες. Τα αποτελέσματα αυτής της συγχώνευσης, οι νέες κατηγορίες που δημιουργούνται δηλαδή, αποτελούν τη βάση για δύο ειδών δομές:

α) τη Φωνητική Δομή (Phonetic Form) και β) τη Λογική Δομή (Logical Form).

Η Φωνητική Δομή είναι το επίπεδο στο οποίο καταλήγουν να προφέρονται οι λέξεις, και δεν θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα εδώ. Όσον αφορά τη Λογική Δομή όμως, η γενική παραδοχή είναι ότι πρόκειται για το επίπεδο στο οποίο ερμηνεύονται ή, αλλιώς, γίνονται κατανοητές οι λέξεις και οι φράσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο αυτό το επίπεδο δεν πρέπει να περιέχει καμία συντακτική κατηγορία, δηλαδή, καμία λέξη ή φράση, που να έχει μη ερμηνεύσιμα (μορφοσυντακτικά) χαρακτηριστικά. Τι είναι όμως τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά; Η μάλλον, τι είναι καταρχάς τα ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά; Και, ακόμη καλύτερα, τι είναι τα χαρακτηριστικά που έχουν οι συντακτικές κατηγορίες, από τα οποία άλλα είναι ερμηνεύσιμα και άλλα όχι;

Τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά (morphosyntactic features) των συντακτικών κατηγοριών είναι ιδιότητες που καθορίζουν το σχήμα τους πρώτα απ’ όλα. Επίσης, είναι οι ιδιότητες πάνω στις οποίες δομούνται οι συντακτικές σχέσεις. Όπως είπαμε, χωρίζονται σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα. Ερμηνεύσιμα είναι τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με σημασιολογικό περιεχόμενο, ενώ μη ερμηνεύσιμα είναι αυτά που δεν σχετίζονται με σημασιολογικό περιεχόμενο (Chomsky 1995). Γι αυτό και,

48

προκειμένου να γίνουν κατανοητές στη Λογική Δομή, οι διάφορες φράσεις δεν επιτρέπεται να έχουν μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά.

Ας δούμε μερικά από αυτά τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τις συντακτικές κατηγορίες στις οποίες απαντώνται. Στις Ονοματικές Φράσεις (ΟΦ) απαντώνται τα χαρακτηριστικά του Προσώπου, του Αριθμού, του Γένους και της Πτώσης. Η ΟΦ την οδό, για παράδειγμα, (21), έχει το χαρακτηριστικό του ενικού αριθμού, του 3ου προσώπου, του θηλυκού γένους, και της αιτιατικής πτώσης. Ακριβώς αυτός ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών είναι που καθορίζει ότι το σχήμα της λέξης είναι οδό και όχι οδός ή οδού, για παράδειγμα, αλλά αυτή η διάσταση αφορά κυρίως τη Φωνητική Δομή.

(21) την οδό

Το χαρακτηριστικό Πρόσωπο των ΟΦ έχει σαφή σημασιολογική υπόσταση: το 1ο πρόσωπο αναφέρεται στην ΟΦ που είναι ο ομιλητής, το 2ο πρόσωπο στον ακροατή, και το 3ο σε οποιονδήποτε άλλον. Γι’ αυτούς τους λόγους το χαρακτηριστικό Πρόσωπο θεωρείται ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό. Το χαρακτηριστικό Αριθμός είναι επίσης ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό, επειδή το αν μία ΟΦ είναι ενικού αριθμού ή πληθυντικού έχει σημασιολογικό αντίκρισμα: η τιμή ενικός για το χαρακτηριστικό Αριθμός της ΟΦ σημαίνει ότι η ΟΦ αναφέρεται σε ένα άτομο ή αντικείμενο, σε αντίθεση με την τιμή πληθυντικός, η οποία αναφέρεται σε περισσότερα από ένα άτομα ή αντικείμενα.

Το χαρακτηριστικό Γένος είναι αμφιλεγόμενο. Προφανώς δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιους ουσιαστικός λόγος για το ότι «η καρέκλα» είναι γένους θηλυκού, ή «το φεγγάρι» είναι γένους ουδέτερου, διαφορετικά αυτές οι ΟΦ θα έπρεπε να έχουν το ίδιο γένος σε όλες τις γλώσσες. Από αυτήν τη σκοπιά λοιπόν, αυτές οι δύο ΟΦ μας δείχνουν ότι το χαρακτηριστικό Γένος αποτελεί μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό των ΟΦ. Από την άλλη πλευρά όμως, αναμφισβήτητα υπάρχει ουσιαστικός λόγος που η ΟΦ «καθηγήτρια» είναι γένους θηλυκού, και αυτού του είδους οι ΟΦ επιχειρηματολογούν για το ότι το Γένος είναι ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι πρόσφατα άρθρα έχουν δείξει ότι αυτά τα δύο είδη ΟΦ έχουν διαφορετικές ιδιότητες, όσον αφορά τη συμφωνία τους με τις ρηματικές μετοχές, για παράδειγμα (βλέπε Bošković 2011 για Σερβοκροάτικα). Σε κάθε περίπτωση, εμείς θα θεωρήσουμε ότι το Γένος είναι μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό της ΟΦ, το οποίο όμως μπορεί να εισέλθει όπως είναι στη Λογική Δομή, επειδή η τιμή του είναι συγκεκριμένη (valued), Bošković (2011).11 Τέλος, αυτά τα τρία χαρακτηριστικά των ΟΦ μαζί θα τα δούμε συχνά μαζί με τον όρο φ-χαρακτηριστικά (φ-features).

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ΟΦ είναι η Πτώση. Μερικές φορές φαίνεται ότι η Πτώση συνδέεται με συγκεκριμένους θεματικούς ρόλους. Βασιζόμενος σε γλώσσες όπως η Ελληνική, στην οποία η Ονομαστική Πτώση σχετίζεται συχνά με ΟΦ που φέρουν το θεματικό ρόλο του δράστη και η Αιτιατική Πτώση με ΟΦ που φέρουν τον θεματικό ρόλο του δέκτη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Πτώση έχει σημασιολογική υπόσταση, άρα είναι ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό – ακριβώς επειδή φαίνεται ότι η κάθε Πτώση συνδέεται με συγκεκριμένους θεματικούς ρόλους. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι: στο παρακάτω ζεύγος προτάσεων ο θεματικός ρόλος του «Κώστα» είναι ο ίδιος, δηλ., ο θεματικός ρόλος του δέκτη. Παρόλα αυτά η ΟΦ «Κώστα/Κώστας» φέρει διαφορετική Πτώση στην κάθε πρόταση, δηλ., αιτιατική στην (22α) και ονομαστική στην (22β). Δηλαδή η ίδια ΟΦ έχει διαφορετική Πτώση, αλλά τον ίδιο θεματικό ρόλο.

(22) α. Η Μαρία έσπρωξε τον Κώστα. β. Ο Κώστας σπρώχτηκε από τη Μαρία.

Με ανάλογο τρόπο, στο ζεύγος των Αγγλικών προτάσεων αμέσως πιο κάτω η αντωνυμίες « him», (22α), και «he», (22β), έχουν διαφορετική Πτώση, αλλά τον ίδιο θεματικό ρόλο.

(23) α. We all thought him to be unhappy.

β. We all thought that he is unhappy.

49

Αντίθετα, η ΟΦ «της πόλης» παρακάτω έχουν την ίδια Πτώση, δηλ., γενική, αλλά διαφορετικό θεματικό ρόλο, θέματος στην πρώτη περίπτωση και κτήτορα στη δεύτερη.

(24) α. Η καταστροφή της πόλης. β. Οι πλατείες της πόλης.

Το χαρακτηριστικό της Πτώσης λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να έχει κάποια σημασιολογική επίπτωση, ή να είναι αποτέλεσμα κάποιας σημασιολογικής σχέσης, αφού είτε ο ίδιος θεματικός ρόλος μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικές πτώσεις, (22)-(23), είτε διαφορετικοί θεματικοί ρόλοι μπορούν να εκφραστούν από την ίδια πτώση ((24). Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε ότι η Πτώση είναι μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό των ΟΦ.12

Μερικά από τα χαρακτηριστικά που έχει η ΟΦ τα έχει και το Ρήμα, ή, μάλλον, τα έχει ο Χρόνος του Ρήματος (στον οποίο βρίσκεται το υποκείμενο της πρότασης). Όπως ξέρουμε ήδη από την παραδοσιακή γραμματική, το Ρήμα έχει χαρακτηριστικά Προσώπου και Αριθμού. Σε κάποιες γλώσσες μάλιστα, έχει και εμφανή τα χαρακτηριστικά του Γένους: τέτοιες γλώσσες είναι η Εβραϊκή και η Αραβική, στις οποίες η μορφολογία του Ρήματος διαφέρει ανάλογα με το αν το υποκείμενο είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους (βλέπε, για παράδειγμα, Shlonsky 1997). Στο Ρήμα/Χρόνο, όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μη ερμηνεύσιμα. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν σημαίνει κάτι για ένα Ρήμα το να είναι σε ενικό ή πληθυντικό αριθμό. Οι πράξεις ή οι καταστάσεις που εκφράζουν τα Ρήματα δεν έχουν ενικό ή πληθυντικό, οι ΟΦ όμως που συνδέονται με αυτές τις πράξεις έχουν, επειδή εκφράζουν ένα ή πολλά πρόσωπα ή πράγματα. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά που στην ΟΦ είναι ερμηνεύσιμα, δηλ., ο Αριθμός, το Πρόσωπο και, σύμφωνα με μερικούς, το Γένος, στο Ρήμα είναι μη ερμηνεύσιμα. Επειδή όμως είναι μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά θα πρέπει με κάποιον τρόπο να διαγραφούν, αλλιώς δεν μπορούν να ερμηνευτούν στη Λογική Δομή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει κατανοητή η γλωσσική έκφραση που τα περιέχει. Πώς όμως γίνεται αυτό;

Τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Χρόνου/Ρήματος θα πρέπει να ταιριάξουν με τα ίδια χαρακτηριστικά ενός άλλου στοιχείου, στο οποίο τα ίδια χαρακτηριστικά είναι ερμηνεύσιμα. Ένα τέτοιο στοιχείο είναι η ΟΦ υποκείμενο, κι αυτός είναι ο λόγος που τα Ρήματα συμφωνούν με την ΟΦ υποκείμενό τους. Ποια Ρήματα όμως είναι αυτά; Πρόκειται για τα Ρήματα που δεν είναι απαρέμφατα, δηλαδή τα παρεμφατικά Ρήματα.13 Με άλλα λόγια, τα Ρήματα που βρίσκονται στον κόμβο του Χρόνου, γι αυτό και είπαμε στην αρχή της παραγράφου ότι ο Χρόνος του Ρήματος είναι αυτός που έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν σε μία απλή γραμματική πρόταση όπως η παρακάτω:

(25) Η σούπα πάγωσε.

η ΟΦ «η σούπα» έχει χαρακτηριστικά Γένους (θηλυκού), Προσώπου (3ου), Αριθμού (ενικού) και Πτώσης (ονομαστικής). Ας αφήσουμε το Γένος στην άκρη, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, δηλ., αν και το θεωρούμε μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό, δεν προκαλεί προβλήματα στη Λογική Δομή, γι αυτό και δεν χρειάζεται να συμφωνήσει με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά κάποιου άλλου στοιχείου. Το Πρόσωπο, και ο Αριθμός θεωρούνται ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά της ΟΦ, ενώ η Πτώση είναι μη ερμηνεύσιμο. Ο Χρόνος, με τον οποίον έχει συγχωνευτεί το Ρήμα «πάγωσε», έχει συντακτικά χαρακτηριστικά Προσώπου (3ου), Αριθμού (ενικού) και Πτώσης (ονομαστικής).14

Ο Αριθμός, το Πρόσωπο και η Πτώση είναι μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Ρήματος (και του Χρόνου, στον οποίο έχει καταλήξει το Ρήμα). Έτσι λοιπόν, τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Αριθμού και του Προσώπου στο Ρήμα ταιριάζουν/συμφωνούν με τα ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Αριθμού και του Προσώπου στην ΟΦ και διαγράφονται. Το χαρακτηριστικό της Πτώσης όμως (σε αυτήν την περίπτωση, της Ονομαστικής πτώσης του υποκειμένου) είναι μη ερμηνεύσιμο, τόσο στην ΟΦ όσο και στον Χρόνο στον οποίο βρίσκεται το Ρήμα. Τι γίνεται σε αυτήν την περίπτωση; Θεωρείται λοιπόν ότι μέσα στη διαδικασία του ‘ταιριάσματος’ των χαρακτηριστικών Αριθμού και Προσώπου του Ρήματος/Χρόνου και της ΟΦ, ταιριάζει/συμφωνεί και η Πτώση του παρεμφατικού Ρήματος με την Πτώση της ΟΦ με την ίδια τιμή (Ονομαστική) και διαγράφονται. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένα, το χαρακτηριστικό Χρόνου

50

τους Ρήματος έχει ταιριάξει με το χαρακτηριστικό Χρόνου στη λειτουργική κατηγορία Χρόνος, όπως θα δούμε με λεπτομέρεια στο κεφάλαιο 7. Συνεπώς, η πρόταση που προκύπτει είναι γραμματική επειδή όλα τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά, τόσο του Ρήματος όσο και της ΟΦ, έχουν διαγραφεί. Έχουν διαγραφεί επειδή έχουν ταιριάξει με τα χαρακτηριστικά της αντίστοιχης φράσης, στην οποία είναι ερμηνεύσιμα. Ας δούμε τώρα μια αντιγραμματική πρόταση όπως:

(26) *Οι σούπες πάγωσε.

Το μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό του (ενικού) Αριθμού του Ρήματος (το οποίο θεωρούμε ότι βρίσκεται στον Χρόνο) δεν ταιριάζει με το χαρακτηριστικό του (πληθυντικού) Αριθμού της ΟΦ κι έτσι κανένα από τα δύο χαρακτηριστικά δεν μπορεί να διαγραφεί. Συνεπώς, η πρόταση (26) εισέρχεται στη Λογική Δομή με λέξεις που περιέχουν μη ερμηνεύσιμα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά και γι αυτό είναι αντιγραμματική.

Σε επόμενα κεφάλαια θα δούμε κι άλλα χαρακτηριστικά των γλωσσικών εκφράσεων/συντακτικών κατηγοριών. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε σε αυτό το σημείο είναι τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε ως τώρα. Επίσης το γεγονός ότι ενώ μπορεί να υπάρχουν τα ίδια ακριβώς μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά σε δύο γλωσσικές εκφράσεις, π.χ., σε ένα Ρήμα και σε ένα Ουσιαστικό, δεν σημαίνει ότι αν είναι ερμηνεύσιμα στο Ρήμα θα είναι και στο ουσιαστικό. Τέλος, θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα τι είναι ερμηνεύσιμο και τι μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό. Αυτός ο διαχωρισμός έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια μία νέα βάση για να καταλάβουμε γιατί ορισμένες περιοχές της γλώσσας ή, αλλιώς, της γραμματικής, είναι περισσότερο προβληματικές από κάποιες άλλες στις περιπτώσεις διαταραχών.

Σχετικά με το τελευταίο θέμα, είδαμε πιο πριν ότι η μορφολογία του Χρόνου είναι, παρά κάποιες σποραδικές εξαιρέσεις, πιο ελλειμματική από τη Συμφωνία.15 Μία προσπάθεια εξήγησης του ελλείμματος έγινε καταρχάς δια μέσου της υπόθεσης της Αποκοπής του Δένδρου, η οποία στη συνέχεια έχασε έδαφος για διάφορους λόγους. Οι εναλλακτικές εξηγήσεις που δόθηκαν εστίασαν ακριβώς στο γεγονός ότι ο Χρόνος αποτελεί ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό του Ρήματος (Nanousi et al. 2006, Varlokosta et al. 2006, Fyndanis et al. 2012). Αυτή η προσέγγιση βέβαια θέτει, με τη σειρά της, νέα ερωτηματικά: πώς γίνεται, δηλαδή, ένα ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό του Ρήματος, ένα χαρακτηριστικό δηλαδή που έχει σημασιολογική υπόσταση, να είναι περισσότερο ελλειμματικό από τη Συμφωνία, η οποία ίσως να μην είναι ούτε καν χαρακτηριστικό, αφού ουσιαστικά δηλώνει μία γραμματική σχέση; Οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης δίνουν κάποιες εξηγήσεις και θα μπορούσε ο αναγνώστης να ανατρέξει σε αυτές (βλέπε π.χ., Nanousi et al. 2006, Varlolkosta et al. 2006). Προς το παρόν δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η μορφολογία της Όψης, η οποία επίσης θεωρείται ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό, και σωστά κατά τη γνώμη μου, είναι εξίσου, ή μάλλον ακόμη περισσότερο ελλειμματική. Συνεπώς, βλέπουμε ότι η διάκριση σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά συστηματοποίησε τα ελλείμματα σε Χρόνο και Όψη με τρόπο που η Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου δεν είχε καταφέρει να κάνει γιατί δεν είχε μελετήσει την Όψη. Απομένει να καταλάβουμε γιατί αυτά τα χαρακτηριστικά του Ρήματος, σε αντίθεση με τη Συμφωνία (ρήματος-υποκειμένου) παρουσιάζουν μεγαλύτερες δυσκολίες για τους αφασικούς, και κυρίως για τους αγραμματικούς, παρότι πρόκειται για ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά, δηλ., για χαρακτηριστικά με σημασιολογική υπόσταση.

Τελειώνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σε πρόσφατα άρθρα της, η Bastiaanse απορρίπτει τη συντακτική ερμηνεία των ευρημάτων σχετικά με τον Χρόνο, και συγκεκριμένα τόσο την Υπόθεση Αποκοπής του Δένδρου, όσο και τις θεωρίες των συντακτικών χαρακτηριστικών του Χρόνου που είδαμε στην ενότητα 2.1.1 (Bastiaanse et al. 2011, Bastiaanse 2013). Προτείνει λοιπόν ότι τα ελλείμματα των αγραμματικών ως προς το Χρόνο, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στον αόριστο (γενικότερα, στους παρελθοντικούς χρόνους) έχουν να κάνουν με το ότι η αναφορά στο παρελθόν συνδέεται με το περικείμενο, ή τη συνομιλία, σε αντίθεση με τον ενεστώτα και τον μέλλοντα. Για τους ισχυρισμούς αυτούς έχει λάβει σοβαρά υπόψη της και το γεγονός ότι έχει υποστηριχτεί ανεξάρτητα πως οι αγραμματικοί έχουν πρόβλημα στο να συνδυάσουν τις συντακτικές πληροφορίες με το περικείμενο (Avrutin 2000). Η μελέτη των Nanousi et al. (2006) ερευνά τόσο τον μέλλοντα, όσο και τον αόριστο, και φαίνεται ότι τα προβλήματα στο μέλλοντα ήταν πράγματι λιγότερα από αυτά στον αόριστο, αν και όχι κατά πολύ. Δεν αποτελεί έκπληξη

51

λοιπόν το ότι η Bastiaanse (2013) έχει χρησιμοποιήσει και τα ευρήματα των Nanousi et al. για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της.

3 Η περιοχή του Συμπληρωματικού Δείκτη

Έχουμε δει από τις πρώτες προτασιακές δομές αυτού του κεφαλαίου ότι ο Συμπληρωματικός Δείκτης (ΣΔ) είναι η λειτουργική κατηγορία που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο της Πρότασης, και έχει ως συμπλήρωμά του τη Φράση Κλίσης – ή την πρώτη από τις επιμέρους φράσεις που την αποτελούν σε μία πιο αναλυτική εκδοχή της, π.χ., την Φράση Χρόνου. Η ΦΚλίσης πραγματώνει τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του Ρήματος, γι’ αυτό εξάλλου και αναλύθηκε σε περισσότερες Φράσεις.

Τι ακριβώς όμως εκφράζει ο ΣΔ; Ο ΣΔ εκφράζει δύο ειδών πληροφορίες: α) αυτές που αφορούν την εξωτερική σχέση της πρότασης, δηλαδή τη σχέση της πρότασης με το περικείμενο, και β) αυτές που αφορούν την εσωτερική σχέση, δηλαδή, τη σχέση του ΣΔ με την ίδια την πρόταση (Rizzi 1997).

H εξωτερική σχέση του ΣΔ γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι περιέχει πληροφορίες σχετικά με το αν η πρόταση είναι ερωτηματική, καταφατική, επιφωνηματική, αναφορική, κλπ. Αυτές οι πληροφορίες αφορούν τον προτασιακό τύπο (προτασιακή ισχύς = illocutionary force), και είναι γνωστές ως Force (Chomsky 1995). Κάποιες γλώσσες μάλιστα χρησιμοποιούν ειδική μορφολογία, δηλ., ειδικό ΣΔ ακόμη και για να δηλώσουν τον τύπο της κύρια πρότασης. Για παράδειγμα, η Αλβανική χρησιμοποιεί (προαιρετικά) τον ΣΔ «a» για ερωτήσεις ολικής άγνοιας, (27).

(27) A e pe Janin? (Kallulli 1999: 30) C τον είδες Γιάννη-τον ‘Τον είδες τον Γιάννη;’

Το δεύτερο είδος των πληροφοριών που εκφράζει ο ΣΔ είναι η σχέση με το εσωτερικό της πρότασης, δηλαδή με το ρηματικό σύστημα και, πιο συγκεκριμένα, με την Κλίση. Αυτή η σχέση είναι κάτι σαν συμφωνία μεταξύ ΣΔ και Κλίσης. Στην Αγγλική, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι χρησιμοποιείται ο ΣΔ «for» σε απαρεμφατικές προτάσεις, (28α) και ο ΣΔ «that» σε παρεμφατικές, (28β). Υπάρχει δηλαδή, διαφορετικός ΣΔ για απαρεμφατικές προτάσεις, δηλ., για απαρέμφατα, (28α), και διαφορετικός για παρεμφατικές προτάσεις, (28b).

(28) α. I prefer for him to go. β. I said that he went.

Η Αλβανική επίσης έχει διαφορετικό ΣΔ, ανάλογα με το είδος της εξαρτημένης πρότασης, ανάλογα δηλαδή με το αν η εξαρτημένη πρόταση είναι υποτακτική, (29), ή οριστική, (30). Θα μπορούσε να πει κανείς βέβαια ότι οι υποτακτικές προτάσεις διαφέρουν από τις οριστικές ως προς το είδος του προτασιακού τύπου (Force). Από την άλλη πλευρά όμως, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι οι υποτακτικές προτάσεις έχουν περιορισμένες εναλλαγές χρόνου, συνεπώς, η διαφορά τους αφορά και τη διάσταση της παρεμφατικότητας. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ΣΔ συνδέεται και με την έννοια της παρεμφατικότητας (Finiteness). Σε κάθε περίπτωση, αυτό στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε είναι ότι ο ΣΔ συμφωνεί με το εσωτερικό της πρότασης, από την άποψη ότι διαφέρει ανάλογα με το αν η εξαρτημένη πρόταση είναι υποτακτική, για παράδειγμα, κάτι που προκύπτει λόγω της εμφάνισης του μορίου «të» (ανάλογου με το «να» της Ελληνικής), (29), ή όχι, (30). Με άλλα λόγια, οι υποτακτικές προτάσεις εισάγονται από τον ΣΔ «që», (29), και οι οριστικές από τον ΣΔ «se», (30).

52

(29) Jani do që fëmijiët të punojinë. Γιάννης θέλει ΣΔ1 παιδιά-τα να δουλεύουν

‘Ο Γιάννης θέλει να δουλεύουν τα παιδιά.’ (30) Jani tha se fëmijiët punojinë. Γιάννης είπε ΣΔ2 παιδιά-τα δουλεύουν

‘Ο Γιάννης είπε ότι δουλεύουν τα παιδιά.’ Ως συνέπεια αυτών που αναφέραμε, ο ΣΔ θα πρέπει να ‘διασπαστεί’ σε δύο μέρη, το μέρος που πραγματώνει τις πληροφορίες για την εξωτερική σχέση της πρότασης, την προτασιακή δύναμη και το μέρος που πραγματώνει τις πληροφορίες για το εσωτερικό της πρότασης, τη συμφωνία με την Κλίση ως προς την παρεμφατικότητα. Αυτά τα δύο μέρη έχουν ονομαστεί από τον Rizzi (1997), Force και Fin αντίστοιχα: Force από το illocutionary force (=προτασιακή ισχύς) και Fin από το finiteness (=παρεμφατικότητα). Συνεπώς, η ΦΣΔ χωρίζεται όπως παρακάτω, ή, αλλιώς, ο ΣΔ χωρίζεται σε δύο λειτουργικές Κεφαλές, τη Force και τη Fin:

(31) [Force … Fin [ Κλίση …]] Εκτός όμως από τα προηγούμενα χαρακτηριστικά του ΣΔ, σύμφωνα με τα οποία χωρίστηκε σε δύο

μέρη, στο υψηλότερο μέρος της πρότασης απαντώνται κι άλλα στοιχεία. Όταν βλέπουμε προτάσεις όπως οι παρακάτω, για παράδειγμα, καταλαβαίνουμε ότι οι φράσεις «το βιβλίο» και «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ» δεν μπορεί παρά να βρίσκονται στο υψηλότερο μέρος της πρότασης, δηλ., στην περιοχή που είναι γνωστή με τον όρο Αριστερή Περιφέρεια (Left Periphery), όνομα που προήλθε ακριβώς επειδή βρίσκεται στο αριστερό μέρος της πρότασης.

(32) α. Το βιβλίο σου, να το δώσεις στον Γιάννη. Θεματοποίηση

β. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ να δώσεις στον Γιάννη. Εστίαση

Αν και οι δύο παραπάνω ΟΦ είναι στο αριστερό μέρος της πρότασης, αυτό δεν σημαίνει ότι καταλαμβάνουν απαραίτητα το ίδιο σημείο. Αυτό μπορούμε να το αποδείξουμε από το ότι οι δύο προτάσεις που τις περιέχουν διαφέρουν ως προς μία σειρά από ιδιότητες. Πρώτα απ’ όλα διαφέρουν ως προς το είδος των πληροφοριών που περιέχουν. Η (32α) εκφράζει παλιές, γνωστές πληροφορίες, οι οποίες όμως έχουν εξέχουσα θέση στα συμφραζόμενα. Η (32β), από την άλλη πλευρά, συνδέεται με ιδιαίτερο επιτονισμό και εκφράζει νέες πληροφορίες. Η πρώτη δομή λέγεται δομή Θεματοποίησης, ή, απλά, Θεματοποίηση (Topic) και η δεύτερη δομή Εστίασης, ή Εστίαση (Focus). Oι δύο δομές διαφέρουν επίσης και ως προς μία σειρά από μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα, η δομή Θεματοποίησης προϋποθέτει τη χρήση κλιτικής αντωνυμίας,(33α), η Εστίαση όμως την απαγορεύει, (33β).

(33) α. Το βιβλίο σου να το δώσεις στον Γιάννη.

β. *ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ να το δώσεις στον Γιάννη.

Η Εστίαση επιτρέπει ΟΦ με ποσοδείκτη, (34β), σε αντίθεση με τη Θεματοποίηση, (34α), η οποία το απαγορεύει.

(34) α. *Κανένα δεν τον έχω δει.

β. ΚΑΝΕΝΑ δεν έχω δει.

Ενώ επιτρέπεται η Θεματοποίηση δύο ΟΦ, σε περιπτώσεις Ρημάτων με δύο αντικείμενα, για παράδειγμα, (35α), επιτρέπεται Εστίαση μόνο μίας ΟΦ, (35β)-(35γ).

(35) α. Του Γιάννη το βιβλίο θα του το δώσω αύριο.

53

β. *ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ θα δώσω αύριο. γ. ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ το βιβλίο θα δώσω αύριο.

Αφού λοιπόν αυτές οι δύο δομές έχουν διαφορετικές πραγματολογικές και συντακτικές ιδιότητες, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις στην Αριστερή Περιφέρεια. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη και την ιεράρχηση (31), η νέα ιεράρχηση, που προτάθηκε, επίσης από τον Rizzi (1997), είναι η παρακάτω:

(36) [Force … [Θέμα … [Εστίαση … [Fin [Κλίση … ]]]]]

Να επισημάνουμε, ότι αντίθετα με τις Κεφαλές Force και Fin, οι οποίες συνήθως εκφράζονται με συγκεκριμένα μορφήματα στις διάφορες γλώσσες, όπως είδαμε ήδη και θα δούμε και με τους δύο ΣΔ της Ιταλικής λίγο πιο κάτω, οι Κεφαλές Θέματος και Εστίασης δεν πραγματώνονται με συγκεκριμένα μορφήματα στις περισσότερες γλώσσες. Αυτό που συνήθως γίνεται στην περίπτωση του Θέματος και της Εστίασης είναι ότι ολόκληρες Φράσεις, δηλ. οι Θεματοποιημένες ή Εστιασμένες ΟΦ (όπως οι ΟΦ «του Γιάννη» ή «ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ» στα παραδείγματα), καταλαμβάνουν τη θέση του Χαρακτηριστή της αντίστοιχης Φράσης.16

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους διαφορετικούς ΣΔ που δείξαμε με τις προτάσεις της Αγγλικής στο (28) και της Αλβανικής στο (29)-(30). Η Ιταλική έχει επίσης διαφορετικούς ΣΔ: τον «chi» για παρεμφατικές προτάσεις και τον «di» για απαρέμφατα, όπως μπορούμε να δούμε στις προτάσεις (37α) και (37β) αντίστοιχα.

(37) α. Credo che loro apprezzerebbero molto il tuo libro. Πιστεύω ότι αυτοί εκτιμούν πολύ το βιβλίο σου β. Credo di apprezzare molto il tuo libro Ελπίζω να εκτιμούν πολύ το βιβλίο σου

Έχει ενδιαφέρον ότι όταν υπάρχει Θεματοποίηση, φαίνεται καθαρά ότι ο κάθε ένας από τους δύο (νέους) ΣΔ, βρίσκεται σε διαφορετική θέση σε σχέση με την ΟΦ Θέμα. Στις (38) και (39) έχουμε Θεματοποίηση, αφού το αντικείμενο της εξαρτημένης πρότασης, «il tuo libro» ‘το βιβλίο σου’, βρίσκεται στην αρχή της εξαρτημένης πρότασης, και επαναλαμβάνεται με την κλιτική αντωνυμία «lo».17 Οι προτάσεις διαφέρουν όμως ως προς το ότι οι (38) είναι παρεμφατικές, γι αυτό εξάλλου έχουν και τον ΣΔ «che», και οι (43) απαρεμφατικές, με τον ΣΔ «di». Στην (38) λοιπόν βλέπουμε ότι η ΟΦ Θέμα «il tuo libro» επιτρέπεται να είναι μόνο μετά από τον ΣΔ «che», γι αυτό και η (38β) είναι αντιγραμματική. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε στην (39) ότι η ΟΦ Θέμα πρέπει να είναι πριν από τον ΣΔ «di».

(38) α. Credo che il tuo libro, loro lo apprezzerebbero molto. Πιστεύω ότι το βιβλίο σου, αυτοί το εκτιμούν πολύ β. *Credo, il tuo libro, che loro lo apprezzerebbero molto. Πιστεύω, το βιβλίο σου, ότι αυτοί το εκτιμούν πολύ (39) α. *Credo di il tuo libro, apprezzarlo molto. Ελπίζω να το βιβλίο σου το εκτιμούν πολύ β. Credo, il tuo libro, di apprezzarlo molto. Ελπίζω το βιβλίο σου να το εκτιμούν πολύ.

Επειδή το «che» και το «di» καταλαμβάνουν τις θέσεις Force και Fin αντίστοιχα, η θέση της Θεματοποιημένης ΟΦ μεταξύ τους επιβεβαιώνει την ιεράρχηση (36), δηλ., ότι η ΟΦ Θέμα «il tuo libro» βρίσκεται μετά το Force και πριν το Fin.18

54

Τι θα μπορούσαν να μας πουν τα προηγούμενα παραδείγματα για τα μόρια «ότι» και «να» που εισάγουν οριστικές και υποτακτικές προτάσεις αντίστοιχα στην Ελληνική; Από τις μεταφράσεις των Ιταλικών προτάσεων φαίνεται ότι το «que» της Ιταλικής συμπεριφέρεται όπως το «ότι» της Ελληνικής και το «di» συμπεριφέρεται όπως το «να». Η Ελληνική βέβαια δεν έχει απαρέμφατα, αλλά οι υποτακτικές προτάσεις, ή τουλάχιστον ένα μέρος από αυτές, είναι οι πιο κοντινές δομές (Terzi 1992, 1997). Ένα πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε λοιπόν είναι πως το «ότι» καταλαμβάνει τη θέση Force και το «να» τη θέση Fin. Πρόκειται για ένα συμπέρασμα που αλλάζει αυτά που είχαμε πει στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, βλέπε διαγράμματα (5) και (9). Εκεί είχαμε θεωρήσει, αν και χωρίς ιδιαίτερη τεκμηρίωση, ότι το «να» είναι μέρος της Κλίσης (το ίδιο και το «θα»). Τώρα όμως καταλήγουμε να θεωρούμε ότι το «να» είναι μέρος της Αριστερής Περιφέρειας, δηλ. του ΣΔ, αν και του πιο χαμηλού μέρους του. Αν το καλοσκεφτούμε όμως, κάτι τέτοιο ίσως και να μην είναι παράλογο, αφού με αυτόν τον τρόπο η Κλίση απομένει να πραγματώνει μόνο τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του Ρήματος, κάτι που εξαρχής είχαμε θεωρήσει ότι κάνει η Κλίση.

Αυτή είναι και η θέση της Roussou (2000), η οποία επανεξέτασε τη δομή της Ελληνικής πρότασης, και ιδιαίτερα της Αριστερής Περιφέρειας, μετά από τις προτάσεις του Rizzi (1997). Έχει ενδιαφέρον ότι η Roussou προτείνει άλλη μία θέση για ΣΔ, πιο ψηλά από τον ΣΔForce. Αυτή η Κεφαλή φιλοξενεί τον ΣΔ «που». Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι η Roussou προτείνει πως το μόριο «να» της υποτακτικής συγχωνεύεται αρχικά στον ΣΔFin και στη συνέχεια μετακινείται μέχρι τον ΣΔForce, (40). Αντίθετα, το μόριο «θα» του μέλλοντα συγχωνεύεται και παραμένει στον ΣΔFin.

(40) [ΣΔ που [Θεματοποίηση/Εστίαση [Force ότι/αν/να/ας [Άρνηση δεν/μην [Fin θα/να/ας [Κλίση + Ρήμα…]]]]]]

Εκτός όμως από την (διαφορετική) ιεραρχική θέση των παραπάνω ΣΔ, η Roussou (2000) επισημαίνει ότι υπάρχουν κι άλλες διαφορές μεταξύ τους: για παράδειγμα, το «που» είναι υποτακτικός σύνδεσμος (subordinator), το «ότι» και το «αν» είναι σύνδεσμοι που δείχνουν τον τύπο της πρότασης (clause typing), ενώ το «να» είναι και τα δύο.

Ας επαναλάβουμε σε αυτό το σημείο μερικές από τις πληροφορίες που παραθέσαμε στο δεύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου, καθώς και τους λόγους για τους οποίους το κάναμε: α) παραθέσαμε τα δεδομένα από την Ιταλική για να δείξουμε καταρχάς ότι δεδομένα όπως αυτά που περιγράφονται στα (37)-(39), καθώς και στην υποσημείωση (18), δεν μπορούν να περιγραφούν παρά μόνο αν υιοθετήσουμε περισσότερες από μια θέσεις στην περιοχή του ΣΔ, με τις αντίστοιχες λειτουργικές Κεφαλές και Φράσεις. β) δώσαμε επιχειρήματα, εκτός από αυτά της σειράς των όρων, (37)-(39), για το ότι οι 4 φράσεις στις οποίες διασπάστηκε ο ΣΔ, (36), συνδέονται με συγκεκριμένες ιδιότητες, τις διαφορετικές ιδιότητες των δομών Εστίασης και Θεματοποίησης. Αυτές οι ιδιότητες αναδεικνύονται μέσα από τις προτάσεις (33)-(35).

Θα μπορούσε ίσως να παρατηρήσει κάποιος εδώ ότι δεν δώσαμε ανάλογα επιχειρήματα όταν μιλήσαμε για τον διαχωρισμό της ΦΚλίσης στις επιμέρους κατηγορίες ΦΧρόνου, ΦΌψης, ΦΣυμφωνίας, κλπ. Πιθανώς επειδή έχουμε πλέον πάρει ως δεδομένο αυτόν τον διαχωρισμό, ίσως επειδή προτάθηκε για πρώτη φορά πολύ καιρό πιο πριν. Κάποια επιχειρήματα όμως προέρχονται από τη διαφορετική θέση του Ρήματος σε σχέση με τα επιρρήματα της Αγγλικής και Γαλλικής (Pollock 1989) και θα αναφερθούμε σε αυτά στο κεφάλαιο 7.

Συμπερασματικά, και σε σχέση με τη δομή της πρότασης συνολικά, έχουμε δει: α) τις δύο περιοχές που την αποτελούν, δηλ., την περιοχή της Κλίσης και την περιοχή του ΣΔ. Η τελευταία είναι γνωστή ως Αριστερή Περιφέρεια, β) τις θεμελιωδώς διαφορετικές πληροφορίες που εκφράζονται σε κάθε μία από αυτές τις περιοχές, γ) τις νεώτερες προτάσεις που αφορούν τη δομή της Φράσης Κλίσης και τη Φράση ΣΔ, δηλ., τις επιμέρους Φράσεις στις οποίες έχουν διασπαστεί, και δ) τον ρόλο των (μορφο)συντακτικών χαρακτηριστικών των συντακτικών κατηγοριών σε λειτουργίες που αφορούν την πρόταση.

55

3.1 Η περιοχή του ΣΔ στις γλωσσικές διαταραχές Στην ενότητα 2.1.1 περιγράψαμε με λεπτομέρεια πώς αναλυτική δομή της Κλίσης προσέφερε ένα πρώτο εργαλείο για τη συστηματοποίηση και την ερμηνεία των επιλεκτικών γλωσσικών ελλειμμάτων των αφασικών, Broca στον τομέα της παραγωγής. Βοήθησε δηλαδή στο να καταλάβουμε καταρχάς, γιατί οι αγραμματικοί δεν έχουν τα ίδια προβλήματα σε όλες τις λειτουργικές κατηγορίες. Δεν έχουμε ευρήματα σχετικά με την Αριστερή Περιφέρεια στον αγραμματισμό, αλλά αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται να έχουμε, αφού: α) η Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου έχει αμφισβητηθεί γενικά τα τελευταία χρόνια, και β) ακόμη και αν δεν είχε αμφισβητηθεί, δεν θα ήταν λογικό να περιμένουμε την πραγμάτωσή της Αριστερής Περιφέρειας με όλα αυτά τα στοιχεία που βλέπουμε στο (40), δεδομένου ότι προβλέπεται ελλειμματική ήδη από τον κόμβο του Χρόνου και πιο πάνω, βλέπε (13). Παρόλα αυτά, θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς πώς συμπεριφέρονται οι αγραμματικοί με προτάσεις όπως αυτές στις (32)-(35) ως προς την παραγωγή, αλλά και ως προς την κατανόηση και κρίση γραμματικότητας. Αν βρεθεί ότι δεν έχουν προβλήματα, αυτό θα αποτελέσει ένα ακόμη, καινούριο, επιχείρημα ενάντια στην Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου.

Ένα άρθρο που μελέτησε την Αριστερή Περιφέρεια στις περιπτώσεις των διαταραχών στην Ελληνική είναι αυτό των Mastropavlou & Tsimpli (2011), το οποίο εξετάζει τους ΣΔ στο (40) στην περίπτωση της ΕΓΔ. Οι Mastropavlou & Tsimpli δεν βρίσκουν ελλείμματα ανάλογα με αυτά της Αποκοπής του Δένδρου, δηλ., δεν βρίσκουν, για παράδειγμα, τις υψηλότερες Κεφαλές στο (40) να είναι περισσότερο ελλειμματικές από τις χαμηλότερες, αλλά βρίσκουν διαφορές που μάλλον έχουν να κάνουν με άλλες ιδιότητες των ΣΔ. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με ΕΓΔ παραλείπουν το «ότι» περισσότερο από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, αλλά, όπως ισχυρίζονται οι συγγραφείς, αυτό πιθανώς να έχει να κάνει με το γεγονός πως το «ότι», ως ο λιγότερο εξειδικευμένος ΣΔ, έχει μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με το «που» (και με το «αν»). Επίσης τα παιδιά με ΕΓΔ, παραλείπουν το «να» σε υποχρεωτικά περιβάλλοντα, πολύ περισσότερο από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, πράγμα που οι συγγραφείς ερμηνεύουν ότι προκύπτει από την ιδιαίτερα εξειδικευμένη λειτουργία του «να».

Ένας άλλος λόγος όμως για τον οποίο πιθανώς να μην έχει μελετηθεί ιδιαίτερα η Αριστερή περιφέρεια στις περιπτώσεις των διαταραχών είναι επειδή συνδέεται περισσότερο με πραγματολογικά χαρακτηριστικά της πρότασης, παρά με καθαρά συντακτικά φαινόμενα. Έτσι λοιπόν, αν κάποιος θέλει να μελετήσει διαταραχές ως προς αυτές τις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά, δεν θα χρησιμοποιήσει απαραίτητα τη συντακτική δομή. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη έρευνά μας η οποία εξετάζει τις γλωσσικές ικανότητες παιδιών με αυτισμό ως προς τις δομές Εστίασης και Θεματοποίησης, (32), βρέθηκαν προβλήματα ως προς τη Θεματοποίηση, (32β). Αυτά όμως εξηγήθηκαν με βάση τα προβλήματα που θεωρείται γενικά ότι έχει ο συγκεκριμένος πληθυσμός ως προς το να διαχωρίζει νέες από παλιές πληροφορίες. Αυτός είναι ένας πραγματολογικός παράγοντας που διαφοροποιεί τις δύο δομές, χωρίς να χρειάζεται να βασιστεί κανείς στο ακριβές σημείο της δομής της πρότασης, δηλ., στο σημείο στη δομή (40), στο οποίο απαντώνται οι Εστιασμένες ή οι Θεματοποιημένες Φράσεις (Terzi et al. 2015). Σημειώσεις 1 Πάρτε, για παράδειγμα, την παιδική πρόταση ‘μαμά παίρνει αυτό’. Αν η συντακτική θεωρία επέτρεπε αυτή η

πρόταση να αναπαρασταθεί με δενδροδιαγράμματα στα οποία από κάθε κόμβο ξεκινούν τρείς διακλαδώσεις, θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν οι παρακάτω τρεις δομές, μία από τις οποίες θα έπρεπε να επιλέξει το παιδί. (i)

Αν όμως η θεωρία επιτρέπει μόνο δένδρα στα οποία από τον κάθε κόμβο ξεκινούν δύο διακλαδώσεις, τότε τα δένδρα μειώνονται στα παρακάτω δύο, και η επιλογή του παιδιού γίνεται πιο εύκολη (και γρήγορη).

56

(ii)

Όταν η πρόταση αποτελείται από περισσότερες λέξεις, είναι πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός των πιθανών δομών που σχηματίζονται μέσω της θεωρίας (i) από αυτές που σχηματίζονται μέσω της θεωρίας (ii), στην οποία και αντιστοιχεί η Θεωρία του Χ’ που έχουμε υιοθετήσει, πράγμα που κάνει πιο εμφανή την υπεροχή της ως προς τη διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας. 2 Εννοούμε δηλαδή ότι παλιότερες μορφές της συντακτικής θεωρίας θεωρούσαν ότι η λειτουργική Κεφαλή της

Συμφωνίας φιλοξενεί το μόρφημα της Συμφωνίας (Ρήματος-Υποκειμένου), η λειτουργική Κεφαλή του Χρόνου το μόρφημα του Χρόνου, κλπ. Στη συνέχεια η ρίζα του Ρήματος μετακινείται πρώτα μέχρι την Κεφαλή της Συμφωνίας, απ’ όπου και έπαιρνε τη μορφολογική κατάληξη της Συμφωνίας (-ω, -εις, -ει, κλπ.), στη συνέχεια μετακινείται πάλι μέχρι την Κεφαλή του Χρόνου απ’ όπου έπαιρνε την κατάληξη του Χρόνου, κλπ. Στις πιο πρόσφατες εκφάνσεις της συντακτικής θεωρίας, όπως είπαμε, το Ρήμα εισέρχεται πλήρες στη συντακτική δομή (αλλά με συντακτικά χαρακτηριστικά που έχουν ορισμένες ιδιότητες που προκαλούν μετακίνηση στις αντίστοιχες Κεφαλές, όπως θα δούμε). Προσέξτε ότι με τον καινούριο τρόπο αναπαράστασης της Κλίσης δεν είναι εμφανές πού βρίσκονται τα μόρια «να» και «θα», τα οποία μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι πραγματώνουν την Κλίση, μαζί με άλλα μορφολογικά χαρακτηριστικά του Ρήματος. Αυτό το κενό παύει να υπάρχει μετά από αναθεωρήσεις που έγιναν στη δομή της πρότασης, όχι όμως στην Κλίση, αλλά στην περιοχή του Συμπληρωματικού Δείκτη (ΣΔ). Αυτές οι αναθεωρήσεις θα απασχολήσουν στην τελευταία ενότητα αυτού του κεφαλαίου. 3 Ας έχουμε υπόψη μας ότι, παρά τη διαδεδομένη μάλλον άποψη ότι οι αφασικοί Broca είναι αγραμματικοί, οι όροι

δεν είναι πάντα ταυτόσημοι. Υπάρχουν δηλαδή αφασικοί με βλάβη στην περιοχή Broca, οι οποίοι δεν είναι αγραμματικοί. Παράλληλα, το να είναι κάποιος αγραμματικός σημαίνει ότι α) έχει μη ρέοντα λόγο και β) έχει λόγο με μορφοσυντακτικά λάθη, ή δεν κάνει λάθη σε πειράματα μορφοσύνταξης. Τα α) και β) όμως δεν συμβαδίζουν πάντα. Επίσης, όπως είδαμε ήδη στο κεφάλαιο 2, λάθη ως προς τα αναιτιατικά ρήματα δεν παρατηρούνται μόνο σε αγραμματικούς αφασικούς Broca, αν και σε αυτούς παρατηρούνται στον μεγαλύτερο βαθμό. Δείτε το άρθρο των Caramazza et al. (2005) για μία περιγραφή διαφορετικών προφίλ Ιταλόφωνων αγραμματικών Broca . 4 Αν και η απουσία των ΣΔ θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι οι ΣΔ συνεπάγονται την παρουσία εξαρτημένων

προτάσεων, οι οποίες πιθανώς να υστερούν για διαφορετικούς και όχι καθαρά συντακτικούς λόγους, π.χ., λόγω του μεγαλύτερου μήκους που συνεπάγονται. Γι’ αυτό οι ερωτηματικές προτάσεις είναι ίσως καλύτερες για να διερευνήσουν την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου. Μιας και μπορεί να έχει κανείς ερωτηματικές προτάσεις πολύ μικρού μήκους, π.χ., «ποιον είδες», τα πιθανά προβλήματα δεν μπορούν να αποδοθούν στο μήκος της πρότασης. 5 Η πρώτη έρευνα που μελέτησε τις λειτουργικές κατηγορίες της πρότασης για τα Ελληνικά ήταν αυτή της Πλακούδα

(2001), η οποία επίσης αμφισβήτησε την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου. 6 Στις προτάσεις (16) και (17) υπάρχει πρόβλημα και ως προς την παράλειψη της κλιτικής αντωνυμίας, αλλά δεν είναι

θέμα που απασχολεί αυτό το κεφάλαιο, το οποίο επικεντρώνεται στις λειτουργικές κατηγορίες της Κλίσης (οι οποίες αντανακλώνται στη μορφολογία του ρήματος).

7 Για να είμαστε ακριβείς, οι συγγραφείς δεν αναφέρονται στη Συμφωνία, αλλά στην Κλίση. Δεδομένου όμως ότι

έχουν αναφέρει με το όνομά τους όλες τις άλλες λειτουργικές κατηγορίες που αποτελούν την Κλίση, υποθέτουμε ότι αυτό που θεωρούν ως Κλίση τελικά είναι η Συμφωνία (Ρήματος-Υποκειμένου). 8 Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Belletti (1990), οι οποίοι έχουν γίνει επίσης αποδεκτοί από τη γλωσσολογική

κοινότητα, σε γλώσσες όπως η Ιταλική και, στη συνέχεια, και στην Ελληνική (Philippaki-Warburton 1998), η λειτουργική κατηγορία της Συμφωνίας βρίσκεται πιο ψηλά στη δομή της πρότασης από τον Χρόνο, (20). Οι Nanousi et al. (2006) λοιπόν υιοθέτησαν αυτήν την ιεραρχική σειρά των λειτουργικών Κεφαλών της πρότασης, η οποία προτάθηκε για την Ελληνική από την Philippaki-Warburton (1998), αντί για τη σειρά στο (13). Επαναλαμβάνουμε ότι η διαφορά συνίσταται στη σειρά μεταξύ των λειτουργικών Κεφαλών Χρόνος-Συμφωνία (σε αντιδιαστολή με τη σειρά Συμφωνία-Χρόνος), η οποία όμως είναι διαφορά που έχει άμεση επίπτωση για την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου.

57

9 Η ιδέα ότι η διάκριση σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά μπορεί να εξηγήσει τα ελλείμματα των

αγραμματικών ως προς τις λειτουργικές Κεφαλές της πρότασης υπάρχει και στους Varlokosta et al. (2005). 10

Θυμηθείτε την παρέμβαση των Thompson et al. (2013), κεφάλαιο 2, σχετικά με θεραπεία φράσεων μέσα στο συντακτικό πλαίσιο, δηλ. μέσα στην πρόταση. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι τέτοιου είδους είναι οι παρεμβάσεις που χρειάζονται όταν τα προβλήματα εμφανίζονται μέσα στο συντακτικό πλαίσιο. Η συμβολή της μελέτης των Nanousi et al. (2006) συνίσταται στο ότι έδειξε με καταφανή τρόπο ότι το Ρήμα δεν παρουσιάζει προβλήματα όταν αξιολογείται από μόνο του, αλλά όταν είναι μέσα στην πρόταση. Αναρωτιέται κανείς αν η σύγχρονη θεραπευτική παρέμβαση παίρνει υπόψη της αυτό το εύρημα.

11 Δείτε όμως Pesetsky & Torrego (2011) για την άποψη ότι το Γένος είναι ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό.

12

Θα πρέπει να πούμε σε αυτό το σημείο ότι υπάρχουν κάποιες πτώσεις, οι μη δομικές, οι οποίες είτε έχουν συγκεκριμένη θεματική σχέση με το Ρήμα της πρότασης, είτε είναι ιδιοσυγκρασιακές (Woolford 2006). Η δοτική/γενική που δίνουν τα διθέσια ρήματα στο έμμεσο αντικείμενο, π.χ. «του Γιάννη», (i), ανήκουν στην πρώτη περίπτωση, και η δοτική που δίνει το ρήμα «βοηθώ» της Γερμανικής στο (μοναδικό) αντικείμενό του, “seinem Bruder”, (ii) ανήκει στη δεύτερη. (i) Έδωσα του Γιάννη το βιβλίο. (ii) Hans hilft seinem Bruder, O Χανς βοηθάει τον αδελφό του Εδώ δεν αναφερόμαστε σε αυτές τις πτώσεις, αλλά στις δομικές πτώσεις, όπως την Ονομαστική, την Αιτιατική και την Γενική της Ελληνικής. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ονομαστική Πτώση δίνεται από την παρεμφατική Κλίση/Χρόνο στο υποκείμενο της πρότασης, ενώ η αιτιατική από το Ρήμα ή από την Πρόθεση στο αντικείμενό τους. Στην παρακάτω πρόταση δηλαδή, η ΟΦ «η κυρία» παίρνει Ονοματική Πτώση από την Κλίση/Χρόνο της πρότασης, η ΟΦ «την ομελέτα» από το Ρήμα «χτυπούσε», και η ΟΦ «τη σπάτουλα» από την Πρόθεση «με».

(iii) Η κυρία χτυπούσε την ομελέτα με τη σπάτουλα. 13

Να επισημάνουμε εδώ κάτι που έχουμε θεωρήσει γνωστό μέχρι τώρα, αλλά πιθανώς να μην είναι: παρεμφατικές είναι οι προτάσεις των οποίων το Ρήμα κλίνεται, βλέπουμε δηλαδή, να εναλλάσσεται ως προς τη μορφολογία του Χρόνου, της Συμφωνίας, κλπ., σε αντίθεση με τις απαρεμφατικές προτάσεις. Το «to go» στην πρόταση της Αγγλικής, «He wanted to go” είναι απαρέμφατο, δηλ., είναι απαρεμφατικό Ρήμα, ενώ το «went» στην πρόταση “He said that he went” είναι παρεμφατικό. Στην Ελληνική δεν είναι εμφανές ότι υπάρχουν απαρεμφατικές προτάσεις, αφού όλα τα ρήματα κλίνονται. Στην Ελληνική, για παράδειγμα λέμε: «Εγώ προσπάθησα να πάω», «εσύ προσπάθησες να πας», κλπ. Στην Αγγλική λέμε: «I tried to go», «you tried to go», κλπ. Το ρήμα «to go», δεν εναλλάσσεται, σε αντίθεση με το «να πάω». Γι’ αυτό και η υπογραμμισμένη εξαρτημένη πρόταση της Αγγλικής είναι απαρέμφατο/απαρεμφατική, ενώ η αντίστοιχη της Ελληνικής δεν είναι. 14

Για να είμαστε ακριβείς, η Ονομαστική Πτώση είναι χαρακτηριστικό που εξαρτάται από τον Χρόνο, γι αυτό και τα απαρέμφατα δεν μπορούν να έχουν υποκείμενα. Με άλλα λόγια, επειδή τα απαρέμφατα δεν έχουν Χρόνο, δεν μπορούν να αποδώσουν στο υποκείμενο της πρότασης Ονομαστική Πτώση. Η Πτώση που συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με το Ρήμα, ανεξάρτητα από το αν είναι παρεμφατικό ή απαρεμφατικό, είναι η Αιτιατική. 15

Αυτό που εννοούμε με την έκφραση «παρά κάποιες εξαιρέσεις» σημαίνει ότι κάποιες φορές οι αγραμματικοί δεν δείχνουν διαφορετική συμπεριφορά ως προς τη Συμφωνία, τον Χρόνο και την Όψη. Όταν όμως έχουν διαφορετική συμπεριφορά, και συνήθως έχουν, ο Χρόνος είναι χειρότερος από τη Συμφωνία και η Όψη είναι χειρότερη από τον Χρόνο. 16

Υπάρχουν όμως και γλώσσες όπως η Gungbe, για παράδειγμα, για τις οποίες έχει επισημανθεί ότι υπάρχει φωνολογική πραγμάτωση της Κεφαλής Θέματος, (i), ή Εστίασης, (ii). Αυτό που βλέπουμε δηλ., σε τέτοιου είδους γλώσσες είναι οι Θεματοποιημένες ή Εστιασμένες ΟΦ να συνοδεύονται από κάποιο μόρφημα, «ya» και «we», στα παρακάτω παραδείγματα από τον Aboh (2007):

58

(i) Un nywen do Yeti ya Dosu na da-e. εγώ ξέρω ότι Yeti Θέμα Dosu θα παντρευτεί-την ‘Ξέρω ότι τη Yeti θα την παντρευτεί ο Dosu.’ (ii) Un nywen do Dosu we na da Yeti. εγώ ξέρω ότι Dosu Εστίαση θα παντρευτεί Yeti ‘Ξέρω ότι τον DOSU θα παντρευτεί η Yeti.’ 17

Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι οι κλιτικές αντωνυμίες στην Ιταλική (όπως και στην Ισπανική) βρίσκονται πριν από το Ρήμα όταν αυτό είναι παρεμφατικό, (38), και μετά από το Ρήμα όταν είναι απαρεμφατικό, (39). Στην Ελληνική δεν υπάρχει τέτοια διαφοροποίηση, προφανώς επειδή δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ παρεμφατικών και απαρεμφατικών προτάσεων. Η διευκρίνιση έγινε για να γίνουν πιο εύκολα κατανοητά αυτά τα παραδείγματα από την Ιταλική. 18

Προσέξτε ότι στην Ιταλική οι αναφορικές προτάσεις (οι οποίες εισάγονται από ερωτηματικό/αναφορικό τελεστή διαγλωσσικά), βρίσκονται σε διαφορετική θέση σε σχέση με την ΟΦ Θέμα απ’ ό,τι οι ερωτηματικές φράσεις, πράγμα που σημαίνει ότι και οι τελευταίες δύο Φράσεις βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις.

(i) α. Un uomo a cui, il premio Nobel, lo daranno senz’ altro. ένας άνδρας, στον οποίο το βραβείο Νόμπελ θα το δώσουν χωρίς άλλο β. *Un uomo, il premio Nobel, a cui lo daranno senz’ altro. ένας άνδρας, το βραβείο Νόμπελ στον οποίο θα το δώσουν χωρίς άλλο (ii) α. *A chi, il premio Nobel, lo daranno? σε ποιόν, το βραβείο Νόμπελ θα το δώσουν

β. Il premio Nobel, a chi lo daranno? το βραβείο Νόμπελ, σε ποιόν θα το δώσουν

Βιβλιογραφία

Aboh, E. O. 2007. Leftward Focus vs. Rightward Focus: the Kwa-Bantu Conspiracy. SOAS Working Papers in Linguistics 15: 81-104.

Avrutin, S. 2000. Comprehension of Discourse-Linked and Non-Discourse-Linked Questions by Children and Broca’s aphasics. In Y. Grodzinsky, L. Shapiro & D. Swinney (eds.), Language and the Brain. Representation and Processing, 295-315. San Diego: Academic Press.

Bastiaanse, R., E. Bamyaci, C.-J. Hsu, J. Lee, T. Yarbay Duman & C.K. Thompson. 2011. Time reference in agrammatic aphasia: A cross-linguistic study. Journal of Neurolinguistics 24: 652–673.

Bastiaanse, R. 2013. Why reference to the past is difficult for agrammatic speakers. Clinical Linguistics αnd Phonetics 27: 244–263.

Belletti, A. 1990. Generalized Verb Movement. Torino: Rosenberg & Sellier Bošković, Ž. 2011. On Unvalued Uninterpretable Features. In Proceedings of the 39th North Eastern Linguistic

Society [NELS 39] GLSA, University of Massachusetts, Amherst. Caramazza, A., R. Capasso, E. Capitani &G. Miceli. Patterns of comprehension performance in agrammatic Broca's aphasia: A test of the Trace Deletion Hypothesis. Brain and Language 94: 43-53. Chomsky, N. 1970. Remarks on nominalization. In R. Jacobs & P. Rosenbaum (eds.), Reading in English

Transformational Grammar, 184-221. Waltham: Ginn. Chomsky, N. 1995. The Minimalist Program. Cambridge: MIT Press. Chomsky, N. 2000. Minimalist inquiries: The framework. In R. Martin, D. Michaels & J. Uriagereka (eds.),

Step by step, 89–155. Cambridge, MA: MIT Press. Friedmann, Ν. & Υ. Grodzinsky. 1997. Tense and Agreement in Agrammatic Production: Pruning the

Syntactic Tree. Brain and Language 56: 397-425. Friedmann, N. 2000. Moving verbs in agrammatic aphasia. In R. Bastiaanse & Y. Grodzinsky (eds.),

Grammatical disorders in aphasia: A neurolinguisti perspective, 152-170. London: Whurr. Friedmann, N. 2002. Question production in agrammatism: The Tree Pruning Hypothesis. Brain and

Language 80: 160-187.

59

Fyndanis, V., S. Varlokosta & K. Tsapkini. 2013. Morphosyntactic comprehension in agrammatic aphasia: Evidence from Greek. Aphasiology 27: 398-419.

Jackendoff, R. 1977. X-bar-Syntax: A Study of Phrase Structure. Cambridge, MA: MIT Press. Kallulli, D. 1999. The comparative syntax of Albanian: on the contribution of syntactic types to propositional

interpretation. Ph.D. Dissertation, Durham University. Mastropavlou, M. & I. M. Tsimpli. 2011. Complementizers and subordination in typical language acquisition

and SLI. Lingua 121: 442-462. Merchant, J. 2014. Gender mismatches under nominal ellipsis. Lingua 151: 9-32. Nanousi, V., J. Masterson, J. Druks & M. Atkinson. 2006. Interpretable vs. uninterpretable features: Evidence

from six Greek-speaking agrammatic patients. Journal of Neurolinguistics 19: 209–238. Pesetsky, D. & E. Torrego. 2007. The syntax of valuation and the interpretability of features. In S. Karimi, V.

Samilian & W. Wilkins (eds.), Phrasal and clausal architecture, 262-294. Amsterdam: John Benjamins.

Philippaki-Warburton, I. 1998. Functional Categories and Modern Greek Syntax. The Linguistic Review, 15:159–186.

Πλακούδα, Α. Το ρήμα στον ελληνόφωνο γραμματικό λόγο: Χρόνος, άποψη και συμφωνία υποκειμένου-ρήματος στην περίπτωση μιας ελληνόφωνης αγραμματικής ασθενούς. Μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Pollock, J. Y. 1989. Verb Movement, Universal Grammar and the Structure of IP. Linguistic Inquiry 20: 365–424.

Rizzi, L. 1997. The Fine Structure of the Left Periphery. In L. Haegeman (ed.), Elements of Grammar: Handbook of Generative Syntax, 281–337. Dordrecht: Kluwer.

Roussou, A. 2000. On the left periphery. Modal particles and complementisers. Journal of Greek Linguistics 1:65-94.

Shlonsky, U. 1997. Clause Structure and Word Order on Hebrew and Arabic. New York: Oxford University Press.

Stavrakaki, S. & S. Kouvava. 2003. Functional categories in agrammatism: evidence from Greek. Brain and Language 86: 129-141.

Stavrakaki, S. & H. K. J. van der Lely. 2010. Production and comprehension of pronouns by Greek Children with specific language impairment. British Journal of Developmental Psychology 28: 189–216. Terzi, A. 1992. PRO in Finite Clauses: A Study of the Inflectional Heads of the Balkan Languages. Ph.D.

Dissertation, City University of New York, Graduate Center. Terzi, A. 1997. PRO and null Case in finite clauses. The Linguistic Review 14: 335-360. Terzi, A., T. Marinis & K. Francis. 2015. The interface of syntax with pragmatics and prosody in children with Autism Spectrum Disorders (σε υποβολή) Thompson, C. K., E.A. Riley, D.-B. den Ouden, A. Meltzer-Asscher & S. Lukic. 2013. Training verb argument

structure production in agrammatic aphasia: Behavioral and neural recovery patterns. Cortex 30: 1-19.

Varlokosta, S., N. Valeonti, M. Kakavoulia, A. Economou & A. Protopapas. 2005. Verbal inflection in Greek aphasia. Reading Working Papers in Linguistics 8: 245-270.

Varlokosta, S., N. Valeonti, M. Kakavoulia, M. Lazaridou, A. Economou & A. Protopapas. 2006. The breakdown of functional categories in Greek aphasia: Evidence from agreement, tense, and aspect. Aphasiology 20: 723–743.

Wenzlaff, Μ. & Η. Clahsen. 2004. Finiteness and Verb-Second in German Agrammatism. Brain and Language 92: 33-44.

Woolford, Ε. 2006. Lexical Case, Inherent Case, and Argument Structure. Linguistic Inquiry 37: 111-130. Zanuttini, R. 1991. Syntactic properties of sentential negation. A comparative study of Romance languages.

Ph.D. Dissertation, University of Pennsylvania.

60

Κριτήρια αξιολόγησης

1. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Κλίσης και ποια αυτά του Συμπληρωματικού Δείκτη;

2. Σε ποιες επιμέρους Κεφαλές (και αντίστοιχες Φράσεις) μπορεί να διαχωριστεί η Κλίση και ποια στοιχεία φιλοξενεί η κάθε Κεφαλή και ο Χαρακτηριστής της; 3. Τι πλεονεκτήματα προσφέρει η διάσπαση της Κλίσης ως προς την αξιολόγηση των ελλειμμάτων των αγραμματικών ασθενών; 4. Ως προς ποιες λειτουργικές Κεφαλές έχουν περισσότερα προβλήματα οι Ελληνόφωνοι αγραμματικοί: τον Χρόνο, τη Συμφωνία, ή την Όψη;

5. Ποιες θεωρίες εξηγούν αυτά τα προβλήματα;

6. Ποια θεωρούνται ερμηνεύσιμα και ποια μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά; Είναι τα ίδια στο Ρήμα και την ΟΦ;

7. Ποιες είναι οι βασικές Κεφαλές (και αντίστοιχες Φράσεις) στις οποίες διαχωρίζεται ο ΣΔ και τι πληροφορίες περιέχει η κάθε μία;

61

Κεφάλαιο 4: Η Δομή της Ονοματικής Φράσης

Σύνοψη Αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζει τη δομή της Ονοματικής Φράσης και τα στοιχεία που φιλοξενούνται στις διάφορες θέσεις της. Δίνεται έμφαση στους Προσδιοριστικούς Δείκτες, δηλ., σε στοιχεία όπως άρθρα, ποσοδείκτες, κλπ., τα οποία εισάγουν την Ονοματική Φράση και πραγματώνουν τις υψηλότερες λειτουργικές Kεφαλές της. Περιγράφονται βασικές ιδιότητες των Προσδιοριστικών Δεικτών, οι συνθήκες και συντακτικές θέσεις στις οποίες οι Ονοματικές Φράσεις μπορούν να εμφανιστούν χωρίς αυτούς, καθώς και η ερμηνεία τους σε αυτές τις περιπτώσεις.

Στo δεύτερο μέρος του κεφαλαίου παρουσιάζονται καταρχάς ευρήματα μελετών από την κατάκτηση των άρθρων της Ελληνικής. Στη συνέχεια παρουσιάζονται ευρήματα από παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή και ενήλικες με αφασία Broca ως προς την παράλειψη των άρθρων και ως προς τη συμπεριφορά τους σε δύο άλλα χαρακτηριστικά της ΟΦ: το Γένος και την Πτώση. Το κεφάλαιο κλείνει με μία πιο λεπτομερή παρουσίαση της δομής της ΟΦ και αναφορά σε θέματα που έχουν απασχολήσει και συνεχίζουν να απασχολούν την έρευνα γύρω από αυτή.

1 Εισαγωγή

Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε με τη δομή της πρότασης και τις λειτουργικές κατηγορίες που περιβάλλουν το Ρήμα. Σε αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τη Φράση που έχει ως κύριο συστατικό της την άλλη πολύ σημαντική λεξική κατηγορία, το Όνομα. Θα δούμε λοιπόν ότι, όπως και το Ρήμα, έτσι και το Όνομα περιβάλλεται από έναν αριθμό λειτουργικών κατηγοριών, οι οποίες επίσης έχουν συγκεκριμένη δομή. Αυτή η δομή δεν προσθέτει θεματικές πληροφορίες, δεν σχετίζεται δηλαδή με θεματικούς ρόλους. Συμβάλλει όμως άλλου είδους πληροφορίες και προσφέρει θέσεις για τη μετακίνηση τόσο Φράσεων όσο και Κεφαλών της Ονοματικής περιοχής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα για ποικίλους λόγους.

Θα δούμε ότι στις πιο γνωστές μας γλώσσες η υψηλότερη λειτουργική κατηγορία της Ονοματικής περιοχής καταλαμβάνεται από τον Προσδιοριστικό Δείκτη (ΠΔ) = Determiner (D). Θα υιοθετήσουμε την άποψη ότι οι Ονοματικές Φράσεις (ΟΦ) είναι τελικά Φράσεις Προσδιοριστικού Δείκτη (ΦΠΔ) = Determiner Phrases (DP), και έχουν ως Κεφαλή τον Προσδιοριστικό Δείκτη (ΠΔ).1

1.1 Η κατηγορία Προσδιοριστικός Δείκτης Μόλις είπαμε ότι η υψηλότερη περιοχή της Ονοματικής περιοχής είναι η Φράση του Προσδιοριστικού Δείκτη. Είναι η Φράση που έχει ως Κεφαλή τον Προσδιοριστικό Δείκτη, έτσι όπως ο Χρόνος και η Φράση Χρόνου είναι οι υψηλότεροι κόμβοι των λειτουργικών κατηγοριών της Κλίσης, η οποία σχετίζεται με την άλλη θεμελιώδη λεξική κατηγορία, το Ρήμα. Αξίζει να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο πως όταν αρχικά προτάθηκε ότι η ΟΦ είναι ουσιαστικά η Φράση Προσδιοριστικού Δείκτη (Abney 1987, Horrocks & Stavrou 1987) και παρατηρήθηκαν ομοιότητες με τη δομή της πρότασης, εξετάστηκε σοβαρά κατά πόσο αυτή η νέα Φράση είναι κατά κάποιον τρόπο ανάλογη της Φράσης Κλίσης (ή Φράσης Χρόνου) ή της Φράσης Συμπληρωματικού Δείκτη.

Θα μιλήσουμε λίγο αργότερα γι’ αυτήν την αντιστοιχία. Προς το παρόν, ας θεωρήσουμε ότι, πράγματι, ο Προσδιοριστικός Δείκτης βρίσκεται στo υψηλότερο τμήμα της δομής της ΟΦ. Συγκεκριμένα, θα θεωρήσουμε ότι ο ΠΔ έχει ως συμπλήρωμά του την ΟΦ, όπως βλέπουμε στο παρακάτω σχήμα. Σε αυτήν την περίπτωση ο ΠΔ είναι το οριστικό άρθρο, το κατεξοχήν στοιχείο που θεωρείται ότι καταλαμβάνει τη θέση του ΠΔ.

62

(1)

Σε γλώσσες όπως η Ελληνική και η Αγγλική, το οριστικό άρθρο βρίσκεται πριν από το συμπλήρωμά του, την ΟΦ και, συνεπώς, και πριν το Όνομα, (2). Σε αρκετές γλώσσες όμως, το οριστικό άρθρο ακολουθεί το Όνομα, (3).

(2) α. το αγόρι / ένα αγόρι β. the boy/a boy

(3) α. baiat-ul (Ρουμανική)

β. djal-i (Αλβανική) γ. momče-to (Βουλγαρική)

δ. gutt-en (Νορβηγική) αγόρι-το ‘Το αγόρι.’

Προσέξτε ότι όταν το άρθρο ακολουθεί το Όνομα, (3), είναι δεσμευμένο μόρφημα, κι έτσι δεν μπορεί να παρεμβληθεί τίποτα μεταξύ των δύο. Στην Ελληνική και Αγγλική όμως, στις οποίες το άρθρο είναι πριν από το Όνομα και είναι ελεύθερο μόρφημα, συναντάμε διάφορους προσδιοριστές μεταξύ Άρθρου και Ονόματος. Ένα παράδειγμα είναι τα επίθετα «μεγάλο» και «κόκκινο» ανάμεσα στο Άρθρο «το» και το Όνομα «βιβλίο», στη φράση «το μεγάλο κόκκινο βιβλίο», αλλά μπορούμε να σκεφτούμε πάρα πολλά ακόμη παραδείγματα. Αντίθετα, στην Αλβανική, στην οποία το Άρθρο είναι μετά το Όνομα, δεν μπορεί να μπει καμία λέξη ανάμεσα στο djal– και στο –i, (3β).

1.2 Είδη Προσδιοριστικών Δεικτών

Σε μία απλή φράση, όπως «το γράμμα», (4α), στη θέση του άρθρου μπορούν να βρεθούν διάφορες άλλες λέξεις, όπως «ένα», «κάποιο», «κάθε», κλπ. Στην Αγγλική μία λέξη με παρόμοια κατανομή είναι το δεικτικό «this», (4ε), το οποίο στην Ελληνική συνυπάρχει με το άρθρο.

(4) α. το γράμμα β. ένα γράμμα γ. κάποιο γράμμα δ. κάθε γράμμα ε. this letter

Όλες αυτές οι λέξεις που εισάγουν Ονόματα στο (4) είναι Προσδιοριστικοί Δείκτες. Υπάρχουν ΟΦ που δεν εισάγονται από ΠΔ, όπως η λέξη «σκάλες» στην πρόταση (5). Σε αυτήν την περίπτωση θεωρούμε ότι ο ΠΔ είναι κενός, δηλ., υπάρχει αλλά δεν έχει φωνολογικό περιεχόμενο. Θα δούμε παρακάτω τη διαφορά μεταξύ ΠΔ που δεν υπάρχουν και άλλων που υπάρχουν αλλά είναι κενοί.

(5) Η Μαρία καθαρίζει σκάλες.

Στην πρόταση (6α), από τα Σκωτσέζικα, ο ΠΔ είναι κενός παρότι η ΟΦ είναι ενικού αριθμού. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί στην Αγγλική, (6β).

63

(6) α. Chuir mi litir dha. (Adger 2003: 259) έστειλα εγώ γράμμα σε-αυτόν

β. I sent him *(a) letter. εγώ έστειλα αυτού ένα γράμμα ‘Του έστειλα (ένα) γράμμα.’

Και στην Ελληνική όμως έχουμε φράσεις στις οποίες η ΟΦ είναι ενικού αριθμού και δεν εισάγεται από κάποιον Προσδιοριστική Δείκτη, π.χ., «του έστειλα γράμμα», «έκανα ποδήλατο». Υπάρχουν βέβαια και ΟΦ χωρίς ορατό ΠΔ, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει ΠΔ, όχι επειδή υπάρχει αλλά είναι κενός. Θα δούμε τέτοια παραδείγματα λίγο πιο κάτω. Τα διάφορα είδη ΠΔ χωρίζονται σε κατηγορίες, με διαφορετική συμβολή ο καθένας στη σημασία της ΟΦ.

(7) α. ο, η, το, κλπ. (οριστικά άρθρα)

β. ένας, μία, ένα, κλπ. (αόριστα άρθρα) γ. κάθε, όλοι, μερικοί, κλπ. (ποσοδείκτες) δ. αυτός, αυτή, αυτό, κλπ. (δεικτικά)

Σε αντίθεση με τις τρεις πρώτες κατηγορίες, τα δεικτικά μπορούν να σταθούν και από μόνα τους, όπως στην πρόταση (8). Σε αυτήν την περίπτωση λέγονται δεικτικές αντωνυμίες.

(8) Θέλω αυτό!

1.3 Η σημασιολογία των Προσδιοριστικών Δεικτών Ένα βασικό χαρακτηριστικό των ΠΔ είναι ότι δεν προσδίδουν θεματικούς ρόλους στα Ονόματα που εισάγουν, σε αντίθεση με τα Ρήματα ή και τα Ονόματα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι Προσδιοριστικοί Δείκτες δεν φέρουν σημασιολογικό φορτίο. Η σημασιολογική συμβολή τους όμως συνίσταται στο ότι περιορίζουν, με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας, το εύρος της αναφοράς των Ονομάτων που εισάγουν.

Το οριστικό άρθρο, για παράδειγμα, σχετίζεται με την ΟΦ που εισάγει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, για την ακρίβεια, επιλέγοντας κάτι ή κάποιον που ο ομιλητής θεωρεί ότι είναι οικείο(ς) (familiar) στον ακροατή. Οι δύο διαλόγους που ακολουθούν εξηγούν την έννοια του ‘οικείος’:

(9) Α: Θα κάνεις πάρτι φέτος;

Β: Ναι, την άλλη βδομάδα. Τώρα πάω να αγοράσω το καινούργιο παγοδοχείο.

(10) Α: Αγόρασες ποτά και καινούργιο παγοδοχείο για το πάρτι;

Β: Ναι, το καινούριο παγοδοχείο ήταν πολύ ακριβό όμως.

Συμφωνούμε υποθέτω ότι ο πρώτος διάλογος (9) ακούγεται κάπως αφύσικος όταν φτάνουμε στην ΟΦ «το καινούργιο παγοδοχείο». Αυτό οφείλεται ακριβώς στην ιδιότητα του οριστικού άρθρου να αναφέρεται σε κάτι οικείο και στο γεγονός ότι στον διάλογο (9) δεν φαίνεται οι συνομιλητές να ξέρουν κάτι για κάποιο «παγοδοχείο» πριν χρησιμοποιηθεί αυτή η ΟΦ από τον ομιλητή Β. Στον διάλογο (10), από την άλλη πλευρά, έχει γίνει ήδη λόγος για κάποιο «παγοδοχείο» από τον ομιλητή Α, χωρίς οριστικό άρθρο βέβαια, οπότε η ΟΦ «το καινούργιο παγοδοχείο» που ακολουθεί ακούγεται απόλυτα φυσική.2

Οι ποσοδείκτες στο (7γ) προφανώς έχουν διαφορετικά σημασιολογικά χαρακτηριστικά από το οριστικό άρθρο. Η λειτουργία τους συνίσταται στο να συλλέγουν σύνολα αντικειμένων (Ονοματικών Φράσεων), είτε όλα μαζί, είτε το κάθε ένα ξεχωριστά. Για παράδειγμα, οι ποσοδείκτες «όλοι», ή «μερικοί» επιλέγουν όλα τα αντικείμενα μαζί. Ο ποσοδείκτης «κάθε» επιλέγει αντικείμενα ξεχωριστά. Τέλος, ο ποσοδείκτης «κανένας» δεν επιλέγει κανένα αντικείμενο (Όνομα ή ΟΦ). Είδαμε λοιπόν ότι έχουμε τουλάχιστον δύο στοιχεία (οριστικό άρθρο και ποσοδείκτες) με διαφορετικά σημασιολογικά

64

χαρακτηριστικά, τα οποία όμως φαίνεται να ανήκουν στην ίδια συντακτική κατηγορία και, ως εκ τούτου, να καταλαμβάνουν την ίδια δομική θέση στην περιοχή της ΟΦ ως ΠΔ.

2 Ο Προσδιοριστικός Δείκτης ως Κεφαλή

Συνοψίζοντας κάποια από τα χαρακτηριστικά των Προσδιοριστικών Δεικτών, βλέπουμε ότι: α) υπάρχει συμφωνία μεταξύ του ΠΔ και του Ονόματος ως προς τον Αριθμό, το Γένος και την Πτώση, β) ο ΠΔ εμφανίζεται είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά του Ονόματος διαγλωσσικά, γεγονός που θυμίζει τη σχέση μεταξύ Κεφαλής και Συμπληρώματος, γ) η σημασιολογία των ΠΔ δεν αφορά θεματικούς ρόλους, αλλά έννοιες όπως οικειότητα, ποσοδεικτικό προσδιορισμό, εγγύτητα, κλπ. Αυτά τα χαρακτηριστικά, και ιδιαίτερα το γ), μαζί με το γεγονός ότι οι ΠΔ είναι συνήθως μορφολογικά εξαρτώμενα στοιχεία (θυμηθείτε από το κεφάλαιο 1 τι εννοούμε με τον όρο μορφολογικά εξαρτώμενα), μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για λειτουργικές κατηγορίες.

Με άλλα λόγια, στην πλειοψηφία τους οι ΠΔ είναι λειτουργικές Κεφαλές που έχουν την ΟΦ ως συμπλήρωμά τους (και τη θέση του Χαρακτηριστική στα αριστερά τους), (11).

(11)

Προσέξτε ότι στο παραπάνω σχήμα το δεικτικό «αυτό», το οποίο στην Ελληνική μπορεί να συνυπάρχει με το οριστικό άρθρο, (12α), καταλαμβάνει τη θέση του Χαρακτηριστή της ΦΠΔ. Σε γλώσσες όπως η Αγγλική όμως, στην οποία οι διάφοροι ΠΔ είναι συμπληρωματικοί μεταξύ τους, δηλ., δεν μπορούν να συνυπάρξουν, (12β), είναι γενικά αποδεκτό ότι τόσο το «this» όσο και το «the» καταλαμβάνουν την Κεφαλή του ΠΔ.

(12) α. αυτό το βιβλίο β. *this the book

Και στην Αγγλική όμως, ο Χαρακτηριστής της ΦΠΔ μπορεί να είναι κατειλημμένος, αλλά από ένα άλλο στοιχείο. Πρόκειται για ένα στοιχείο που δεν υπάρχει σε γλώσσες όπως η Ελληνική, αλλά ούτε και σε πολλές άλλες γλώσσες. Αυτό το στοιχείο είναι γνωστό ως Σαξονική Γενική και είναι η γενική κτητική που εμφανίζεται με το επίθημα –’s πριν από το Όνομα στα Αγγλικά, π.χ., «John’s relatives». Στην περίπτωση της Σαξονικής Γενικής η θέση της Κεφαλής του ΠΔ μερικές φορές παραμένει υποχρεωτικά κενή. Βλέπουμε δηλαδή ότι στις περιπτώσεις (13α)-(13β) ο ΠΔ μένει κενός, ενώ στην (13γ) όχι. Με άλλα λόγια, ενώ το οριστικό άρθρο «the» δεν μπορεί να συνυπάρξει με τη Σαξονική Γενική, (13β), ο ποσοδείκτης «every» μπορεί, (13γ), παρότι και τα δύο στοιχεία θεωρείται ότι καταλαμβάνουν τη θέση του ΠΔ.3

65

(13) α. [ΦΠΔ John’s [ΠΔ 0 [ΟΦ idea ]]]

β.*[ΦΠΔ John’s [ΠΔ the [ΟΦ idea ]]] γ. [ΦΠΔ John’s [ΠΔ every [ΟΦ idea ]]]

Η Ουγγρική είναι μία άλλη γλώσσα στην οποία οι διάφοροι ΠΔ είναι γενικά συμβατοί με Φράσεις όπως αυτή του κτήτορα στον Χαρακτηριστή τους. Συγκρίνετε τις παρακάτω προτάσεις με αυτές στο (13).

(14) α. Peter minden kalap-ja του Π. κάθε καπέλο-οριστικό «Κάθε καπέλο του Peter.» β. Peter ezen/azon kalap-ja του Π. αυτό/εκείνο καπέλο-οριστικό «Αυτό/εκείνο το καπέλο του Peter.» (Szabolcsi 1987)

2.1 Ομοιότητες με προτασιακή δομή Συνεχίζουμε την ενασχόληση με τη Σαξονική Γενική και σε αυτήν την ενότητα ακριβώς επειδή προσφέρει τα κατάλληλα επιχειρήματα για το ότι η ΦΠΔ στην Αγγλική παρουσιάζει ομοιότητες με τη ΦΚλίσης. Θυμηθείτε ότι είπαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου πως όταν η Ονοματική Φράση (ΟΦ) επαναπροσδιορίστηκε ως Φράση Προσδιοριστικού Δείκτη (ΦΠΔ), ένα από τα πρώτα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν αν η ΦΠΔ είναι κάτι ανάλογο με τη ΦΣΔ ή τη ΦΚλίσης της προτασιακής δομής. Πώς όμως μπορεί να απαντηθεί κάτι τέτοιο και πώς βοηθάει η Σαξονική Γενική;

Θυμηθείτε τις ιδιότητες του Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης και της ΦΠΔ. Η θέση του Χαρακτηριστή της Φράσης Κλίσης είναι η θέση του υποκειμένου και, γενικά, είναι θέση στην οποία μπορεί να αποδοθεί θεματικός ρόλος, είναι δηλαδή θέση Α (βλέπε κεφάλαιο 2, ενότητα 1.4). Αντίθετα, ο Χαρακτηριστής της ΦΣΔ είναι θέση που συνδέεται με διάφορα πραγματολογικά χαρακτηριστικά της πρότασης και είναι θέση στην οποία δεν αποδίδεται θεματικός ρόλος, δηλαδή είναι θέση Α’. Οι Φράσεις που βρίσκονται εκεί μπορούν να βρίσκονται εκεί επειδή έχουν μετακινηθεί από κάποιο άλλο σημείο της πρότασης, έχοντας όμως πάρει μαζί τον θεματικό ρόλο που τους είχε αποδοθεί στην αρχική τους θέση. Με άλλα λόγια, ο Χαρακτηριστής της ΦΣΔ καταλαμβάνεται από Φράσεις με ιδιαίτερα πραγματολογικά χαρακτηριστικά (π.χ., Εστίαση), και είναι θέση στην οποία δεν μπορεί να αποδοθεί θεματικός ρόλος. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχει λάβει υπόψη ένα κλασικό άρθρο για τη δομή της Ελληνικής Ονοματικής Φράσης, αυτό των Stavrou & Horrocks (1987).

Το συμπέρασμα των Stavrou & Horrocks (1987) ήταν ότι ο Χαρακτηριστής της ΦΠΔ, ο οποίος φιλοξενεί τη Σαξονική Γενική στην Αγγλική, είναι θέση Α στην Αγγλική, (15α). Αντίθετα, στην Ελληνική, ο κτήτορας ακολουθεί το Όνομα συνήθως, (15γ). Όταν βρίσκεται πριν από το Όνομα, δηλ., στη θέση του Χαρακτηριστή της ΦΠΔ, είναι Εστιασμένος, (15β), και δεν έχει ουδέτερες πραγματολογικές πληροφορίες, αλλά, αντίθετα, έχει ιδιαίτερη έμφαση. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά του κτήτορα στην Ελληνική δείχνει ότι ο Χαρακτηριστής της ΦΠΔ είναι θέση Α’, όπως είναι ο Χαρακτηριστής της ΦΣΔ διαγλωσσικά.

(15) α. John’s book β. του Γιάννη το βιβλίο γ. το βιβλίο του Γιάννη

Συμπεραίνουμε ότι η αντιστοίχιση της ΦΠΔ με τη δομή της πρότασης διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που έχει η Φράση που βρίσκεται στη θέση του Χαρακτηριστή της ΦΠΔ. Έτσι, ενώ στην Αγγλική η ΦΠΔ είναι αντίστοιχη με τη ΦΚλίσης, στην Ελληνική φαίνεται να είναι αντίστοιχη με τη ΦΣΔ. Αυτά τα συμπεράσματά προέκυψαν από τις ιδιότητες που έχουν οι ΟΦ με θεματικό ρόλο κτήτορα οι οποίες εμφανίζονται πριν από το Όνομα στην κάθε γλώσσα: στην Αγγλική τέτοιες ΟΦ έχουν ουδέτερο επιτονισμό και πραγματολογικές πληροφορίες, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για την Ελληνική.

66

3 Πειραματικά ευρήματα στη ΦΠΔ

3.1 Η κατάκτηση των άρθρων της Ελληνικής Η κατάκτηση των ΠΔ από τα παιδιά είναι ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων τομέας, αν αναλογιστούμε τη λειτουργία που επιτελούν οι ΠΔ στην ΟΦ, έτσι όπως περιγράφτηκαν με μεγάλη συντομία λίγο πιο πριν. Σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε στην κατάκτηση ενός μόνο ΠΔ της Ελληνικής, του οριστικού άρθρου, ουσιαστικά περιγράφοντας με αρκετή λεπτομέρεια τη μελέτη του Marinis (2003). Εστιάζουμε σε αυτήν τη μελέτη επειδή έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις μελέτες κατάκτησης των χαρακτηριστικών της Ελληνικής ΟΦ, κι έτσι θα μπορούσε να χρησιμεύσει και για περαιτέρω μελέτες επί των γλωσσικών διαταραχών, τουλάχιστον των αναπτυξιακών. Εκτός αυτού, μας δίνει τη δυνατότητα να αναφερθούμε σε κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά των ΟΦ και των ΠΔ, τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά και αποτελούν κοινό τόπο για τη γλωσσολογική θεωρία.

Για να γίνει κατανοητή η μελέτη του Marinis (2003) που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, θα αναφερθούμε καταρχάς σε κάποιες εισαγωγικές γνώσεις που χρειάζονται. Πρώτα απ’ όλα είναι γενικά παραδεκτό ότι οι ΟΦ μπορούν να είναι είτε: α) κατηγορούμενα (predicates), είτε, β) εκφράσεις με αναφορά (=ορίσματα, arguments).4

(16) α. Αυτό είναι βιβλίο Ο Γιάννης είναι γιατρός

(βιβλίο, γιατρός = κατηγορούμενα) β. Διάβασα το βιβλίο Είδα τον γιατρό (το βιβλίο, τον γιατρό = ορίσματα)

Δεν θα ασχοληθούμε με τις ΟΦ κατηγορούμενα εδώ, (16α), αλλά αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι αυτές οι ΟΦ δεν έχουν ΠΔ, δηλ., το «βιβλίο» στο (16α) δεν έχει ΠΔ. Σύμφωνα με μια επικρατούσα θεωρία (Longobardi 1994), αυτό που μετατρέπει τις ΟΦ σε ορίσματα είναι η παρουσία του ΠΔ.

Να σημειώσουμε ότι σε προτάσεις όπως η (17) παρακάτω, οι ΟΦ «το βιβλίο» ή «ο γιατρός», παρότι εισάγονται με το οριστικό άρθρο, δεν είναι εκφράσεις με αναφορά. Μόνο που, αντίθετα με τις προτάσεις (16α), οι προτάσεις (17) είναι ταυτότητες (equations). Έτσι, ούτε κι αυτές θα μας απασχολήσουν περισσότερο.

(17) α. Αυτό είναι το βιβλίο β. Ο Γιάννης είναι ο γιατρός

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει όμως, κάποιες ΟΦ είναι ορίσματα, ακόμη και χωρίς να βλέπουμε τον ΠΔ. Σε αντίθεση με προτάσεις όπως η (16α), θεωρούμε ότι τέτοιου είδους ΟΦ έχουν ΠΔ, αλλά είναι κενός. Τέτοιες προτάσεις ήταν αυτές στο (5) και (6) και επαναλαμβάνουμε την (5) παρακάτω ως (18):

(18) Η Μαρία καθαρίζει σκάλες.

Η ΟΦ «σκάλες» στο (18) είναι προφανώς όρισμα, αντίθετα με τις ΟΦ «βιβλίο» και «γιατρός» στις προτάσεις (16α). Παρότι δηλαδή οι ΟΦ στο (16α) και στο (18) είναι άναρθρες ΟΦ, ή, αλλιώς γυμνές (bare) ΟΦ, έχουν διαφορετικές ιδιότητες. Στην Ελληνική, το αν μια ΟΦ όρισμα μπορεί να έχει κενό ΠΔ εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως: α) δομική θέση (υποκείμενο-αντικείμενο), (19), β) είδος Ονόματος (μετρήσιμο-μη μετρήσιμο), (20), γ) αριθμός (ενικός-πληθυντικός), (21), δ) είδος ρήματος, (22),

67

ε) σειρά των όρων, (23).

(19) α. Αγόρασα γάλα β. *Γάλα είναι στο τραπέζι

(20) α. Ο Νίκος ήπιε χυμό β. *Ο Νίκος σιδέρωσε πουκάμισο (21) α. Ο Νίκος σιδέρωσε πουκάμισα β. *Ο Νίκος σιδέρωσε πουκάμισο (22) α. Η Μαρία αγόρασε αυτοκίνητο β. Ο Γιάννης παντρεύεται και θέλει σπίτι γ. Κάθε πρωί κάνει ποδήλατο

(23) α. Η Μαρία αγόρασε αυτοκίνητο β. *Αυτοκίνητο αγόρασε η Μαρία γ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ αγόρασε η Μαρία

Είναι εύκολο να προσέξει κανείς ότι οι ΟΦ χωρίς άρθρο έχουν διαφορετική ερμηνεία από αυτές με άρθρο – και μιλάμε πάντα για τις ΟΦ ορίσματα. Οι γυμνές ΟΦ ορίσματα ερμηνεύονται ως μη συγκεκριμένες (non-specific), σε αντίθεση με αυτές που εισάγονται με άρθρο. Είναι επίσης γενικά αποδεκτό ότι οι ΟΦ χωρίς άρθρο είναι πολύ πιο περιορισμένες σε θέση υποκειμένου, απ’ ό,τι σε θέση αντικειμένου, (19), και πολύ πιο περιορισμένες στον ενικό συγκριτικά με τον πληθυντικό αριθμό, (21).

Ο Marinis (2003), χρησιμοποιώντας τα δεδομένα ενός παιδιού από το σώμα κειμένων της Χριστοφίδου, κατέληξε σε μία σειρά από ευρήματα σχετικά με τη χρήση των οριστικών άρθρων σε υποχρεωτικό περιβάλλον. Πρώτα απ’ όλα χώρισε τα στάδια γλωσσικής κατάκτησης σε 4, ανάλογα με το Μέσο Μήκος Εκφωνήματος (ΜΜΕ – MLU), το οποίο στη συνέχεια αντιστοίχισε με την ηλικία. Τα στάδια 1, 2 και 3 είναι τα ίδια με αυτά του Brown (1973) ως προς το ΜΜΕ. Ως ποσοστό κατάκτησης ο Μαρίνης θεώρησε το ποσοστό ορθής χρήσης πάνω από 90%. Τα συμπεράσματά του ήταν ότι: α) στο αρχικό στάδιο (Στάδιο 0), ηλικία 1;8-1;11, ΜΜΕ <2, δεν βρέθηκαν οριστικά άρθρα, β) στο στάδιο 1, ηλικία 2;0-2;5, ΜΜΕ <2.5, χρησιμοποιούνται άρθρα, αλλά όχι με παραγωγικό τρόπο, και μόνο με περιορισμένο αριθμό ουσιαστικών, γ) στο στάδιο 2, ηλικία 2;0-2;5, ΜΜΕ <2.5, χρησιμοποιούνται άρθρα με παραγωγικό τρόπο, αλλά προαιρετικά, δ) στο στάδιο 3, ηλικία 2;6, ΜΜΕ >2.5, χρησιμοποιούνται άρθρα παραγωγικά, σε τέτοια ποσοστά και με τέτοιο τρόπο που δείχνει ότι έχουν κατακτηθεί.

Το επόμενο ερώτημα, το οποίο έθεσε ο Marinis (2005), ήταν κατά πόσο το συγκεκριμένο παιδί, και κατά συνέπεια κι άλλα παιδιά γενικότερα, ήξεραν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτρέπονται οι ΟΦ χωρίς ΠΔ, δηλαδή, κατά πόσον όταν ένα παιδί παραλείπει κάποιον ΠΔ δεν πρόκειται για απλή παράλειψη, αλλά για κατάκτηση των γνώσεων που περιγράφονται με τα ζευγάρια προτάσεων (19)-(23). Για να απαντήσει αυτήν την ερώτηση, μελέτησε γραμματικές περιπτώσεις γυμνών ΟΦ, τόσο σε θέση υποκειμένου, όσο και σε θέση αντικειμένου. Συνοπτικά βρήκε ότι: α) από 1;10 έως 2;3 ετών τα παιδιά χρησιμοποιούν γυμνά αντικείμενα μόνο με τα ρήματα θέλω, κάνω και έχω, β) αργότερα χρησιμοποιούν γυμνά αντικείμενα και με άλλα ρήματα, γ) μετά την ηλικία των 2;3 τα παιδιά χρησιμοποιούν τα παραπάνω ρήματα και με ΟΦ με άρθρο .

Ο Marinis λοιπόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το παιδί που μελέτησε έχει μάθει τις συνθήκες χρήσης των γυμνών ΟΦ μετά τα 2;3 χρόνια, ενώ πριν από αυτήν την ηλικία χρησιμοποιεί τις γυμνές ΟΦ με λεξικό τρόπο, όπως δηλαδή τις έχει ακούσει και, κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς να γνωρίζει τις ιδιότητές τους, δηλ., τις συνθήκες (19)-(23), κάτω από τις οποίες μπορεί να παραλειφθεί το οριστικό άρθρο. Έχει

68

ενδιαφέρον ότι από τα ευρήματα του Marinis (2003, 2005) φαίνεται να προκύπτει ότι τα παιδιά κατακτούν αυτές τις γνώσεις, δηλ., πότε μπορούν να παραλείψουν ένα οριστικό άρθρο και πότε όχι, πριν από την ηλικία πλήρους κατάκτησης των άρθρων (δηλ., την ηλικία χρήσης τους σε ποσοστά πάνω από 90%). Επαναλαμβάνουμε ότι τα ευρήματα προέρχονται από ένα μόνο παιδί. Παρ’ όλα αυτά, μας δίνουν μία ιδέα για το πού κινείται ο συγκεκριμένος τομέας της γλώσσας ως προς την κατάκτησή του από τα παιδιά, καθώς και τα διάφορα περιβάλλοντα και συνθήκες που θα μπορούσαν να διερευνηθούν σχετικά με την παράλειψη του άρθρου από πληθυσμούς με γλωσσικές διαταραχές.5

3.2 Η ΟΦ και οι ΠΔ στις διαταραχές Συζητήσαμε τη συμπεριφορά των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) ως προς τα οριστικά άρθρα στο κεφάλαιο 1, όταν συγκρίναμε τη συμπεριφορά τους ως προς άλλες λειτουργικές κατηγορίες με το ίδιο φωνολογικό περιεχόμενο, για να δείξουμε ότι ίδιο φωνολογικό περιεχόμενο δεν σημαίνει και ίδιο πρόβλημα. Η πρώτη ίσως εκτενής μελέτη των άρθρων στην ΕΓΔ ήταν αυτή των Jakubowicz et al. (1998), η οποία συνέκρινε τα οριστικά άρθρα με τις κλιτικές αντωνυμίες της Γαλλικής. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στη Γαλλική, στην οποία, όπως και στην Ελληνική, τα οριστικά άρθρα και οι κλιτικές αντωνυμίες είναι συχνά ομόφωνα, τα παιδιά με ΕΓΔ έχουν χαμηλότερη επίδοση στις κλιτικές αντωνυμίες (κλιτικά), κι έτσι δείχνουν ξεκάθαρα ότι δεν θίγονται με τον ίδιο τρόπο όλα τα φωνολογικά αδύναμα στοιχεία. Μερικώς παρόμοια είναι και τα ευρήματα στην Ελληνική, όπου, όταν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα οριστικά άρθρα και τις κλιτικές αντωνυμίες στην ΕΓΔ, τα οριστικά άρθρα έχουν συνήθως υψηλότερες αποδόσεις από τις κλιτικές αντωνυμίες.

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι τόσο η διαφορά μεταξύ οριστικών άρθρων και κλιτικών, μιας κι αυτό ήταν θέμα που καλύψαμε σε ένα βαθμό στο κεφάλαιο 1. Σε κάθε περίπτωση, μπορείτε να βρείτε μία πρόσφατη ανασκόπηση της κατανόησης και της παραγωγής των αντωνυμιών από μη τυπικούς πληθυσμούς στο άρθρο της Chondrogianni (2015). Σε αυτό το κεφάλαιο όμως μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι ικανότητες των παιδιών με ΕΓΔ ως προς τα οριστικά και αόριστα άρθρα, συγκριτικά πάντα με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Μια πρόσφατη μελέτη είναι αυτή των Chondrogianni et al. (2015), η οποία βρήκε ότι, ως προς την παραγωγή, τα παιδιά με ΕΓΔ είχαν περισσότερες παραλείψεις στα οριστικά άρθρα απ’ ό,τι τα παιδιά αντίστοιχης ηλικίας με τυπική γλωσσική ανάπτυξη, αλλά όχι σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο. Σχετικά με την επεξεργασία των άρθρων, δείτε την παρουσίαση του πειράματος στο κεφάλαιο 1, ενότητα 3. Ένα ενδιαφέρον εύρημα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι ακόμη κι όταν τα παιδιά με ΕΓΔ έχουν εξίσου καλή επίδοση ως προς την παραγωγή οριστικών άρθρων και ομόφωνων κλιτικών αντωνυμιών, είναι σε πολύ καλύτερη θέση να διακρίνουν τις παραλείψεις των άρθρων παρά των κλιτικών.

Με την ευκαιρία της μελέτης των άρθρων, παράλληλα με τα κλιτικά, οι Chondrogianni et al. (2015) παραθέτουν μία σειρά από θεωρίες που μπορεί να είναι ή όχι υπεύθυνες, για τα προβλήματα ως προς τις συγκεκριμένες περιοχές της γλώσσας και που θα ήταν καλό να τις έχουμε υπόψη μας. Συνοπτικά, αυτές οι θεωρίες έχουν ως εξής:

α) η θεωρία της Tsimpli (2001) ισχυρίζεται ότι τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή έχουν δυσκολίες γενικά με τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά των ΟΦ (Πτώση και Γένος). Αυτή η άποψη δεν φαίνεται να μπορεί να εξηγήσει εύκολα τη διαφορετική συμπεριφορά ανάμεσα σε οριστικά άρθρα και κλιτικές αντωνυμίες, αφού οι δύο κατηγορίες έχουν τα ίδια μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά.

β) η θεωρία του Leonard (1989, 2009), η οποία εντοπίζει τα προβλήματα στην ΕΓΔ σε στοιχεία με μικρό μορφοφωνολογικό βάρος, άτονα, κλπ. Αυτή η άποψη φαίνεται επίσης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο κεφάλαιο 1, να μην μπορεί να εξηγήσει τη διαφορετική συμπεριφορά μεταξύ οριστικών άρθρων και κλιτικών, αφού έχουν το ίδιο μορφοφωνολογικό βάρος.

γ) τέλος, πρόσφατοι ισχυρισμοί των Stavrakaki & van der Lely (2010) αποδίδουν τη δυσκολία των παιδιών με ΕΓΔ ως προς τις κλιτικές αντωνυμίες στη συντακτική τους πολυπλοκότητα. Οι κλιτικές αντωνυμίες εμπλέκουν μετακίνηση, και δημιουργία Αλυσίδας, ενώ τα άρθρα όχι. Θα μιλήσουμε στα επόμενα δύο κεφάλαια για το τι είναι οι Αλυσίδες, αλλά μπορούμε να πούμε με λίγα λόγια ότι όταν μετακινείται ένα στοιχείο, τα σημεία που το ενώνουν με τη θέση, ή τις θέσεις, από τις οποίες πέρασε φτιάχνουν μία Αλυσίδα.

69

(24) α. Είδα [τον Κώστα] β. Τονi είδα [<τον Κώστα>]i

Η Αλυσίδα μιας κλιτικής αντωνυμίας, γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι οι κλιτικές αντωνυμίες είναι πράγματι αποτέλεσμα μετακίνησης, είναι όπως στο (24β), με το κλιτικό να ξεκινά από τη θέση αντικειμένου ως ΟΦ και να μετακινείται σε θέση αμέσως πριν το Ρήμα, ως κλιτική αντωνυμία.6 Αυτή η πολυπλοκότητα των κλιτικών αντωνυμιών, της οποίας δεν υπάρχει αντίστοιχη στα άρθρα, έχει θεωρηθεί ως ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο τα παιδιά με ΕΓΔ έχουν δυσκολίες με τις κλιτικές αντωνυμίες (οι οποίες δυσκολίες διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα και είναι, για παράδειγμα, πολύ μεγαλύτερες στα Γαλλικά απ’ ό,τι στα Ελληνικά). Για την Ελληνική ειδικότερα όμως, θα πρέπει να επισημάνουμε – και να το έχουμε υπόψη μας – ότι δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ότι τα ελλείμματα ως προς τα κλιτικά είναι μεγαλύτερα από τα ελλείμματα ως προς τα άρθρα και ότι τα παιδιά με ΕΓΔ έχουν σχετικά χαμηλή απόδοση στα κλιτικά. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι όταν υπάρχουν διαφορές στην απόδοση μεταξύ κλιτικών και άρθρων, τα κλιτικά είναι αυτά που βλέπουμε να υπολείπονται ως προς κάποιον τομέα (π.χ., παραγωγή, κατανόηση, κρίση γραμματικότητας, κλπ.).

Ας συνεχίσουμε όμως με τη συμπεριφορά άλλων μη τυπικών πληθυσμών ως προς τα άρθρα. Ένας άλλος πληθυσμός με μη τυπική γλώσσα και με μορφοσυντακτικά προβλήματα είναι οι αφασικοί Broca (αγραμματικοί). Η επικρατούσα άποψη είναι ότι τα κύρια προβλήματα των αγραμμματικών εντοπίζονται στη μορφολογία και τη σύνταξη της ΡΦ και της Κλίσης, δηλ., σε γενικές γραμμές της πρότασης, κι όχι ιδιαίτερα στην ΟΦ. Γι’ αυτόν τον λόγο ίσως, οι περισσότερες μελέτες που αφορούν τους αγραμματικούς εστιάζουν σε χαρακτηριστικά του ρήματος και της πρότασης. Παρόλα αυτά, στον τηλεγραφικό τους λόγο οι αγραμματικοί παραλείπουν σε μεγάλο βαθμό και άρθρα, άρα η άποψη ότι η ΟΦ δεν είναι ελλειμματική δεν ευσταθεί απόλυτα. Δείτε τη μελέτη των Stavrakaki & Kouvava (2003), την οποία αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο. Οι δύο αγραμματικοί που μελέτησαν οι Stavrakaki & Kouvava είχαν αρκετές παραλήψεις άρθρων. Ένα ενδιαφέρον εύρημα, που όμως δεν θα πρέπει ίσως να θεωρηθεί πλήρως εξακριβωμένο, λόγω του μικρού αριθμού των συμμετεχόντων, είναι ότι υπήρχαν πιο πολλές παραλείψεις οριστικών άρθρων μπροστά από τα κύρια ονόματα, παρά μπροστά από τα κοινά ονόματα. Επιβεβαίωση ευρημάτων όπως αυτό θα μπορούσε να μας δώσει νέες ιδέες ως προς την αιτία των ελλειμμάτων που αφορούν τα άρθρα.

Μια σειρά από μελέτες που ασχολήθηκαν επίσης με την παραγωγή των άρθρων από αγραμματικούς πληθυσμούς ήταν αυτές των Ruigendijk & Bastiaanse (2002) και Ruigendijk & Friedmann (2008). Ένα ενδιαφέρον εύρημα αυτών των μελετών είναι ότι τα άρθρα απουσίαζαν από τον λόγο των αγραμματικών με μητρική γλώσσα την Ολλανδική όταν απουσίαζε και το Ρήμα. Όταν, δηλ., κάποιες φορές οι αγραμματικοί παρήγαγαν προτάσεις χωρίς Ρήμα, απουσίαζαν και τα άρθρα από τα ουσιαστικά που υπήρχαν στην πρόταση. Με άλλα λόγια, ήταν πιο πολλές οι παραλείψεις των άρθρων σε ελλειμματικές προτάσεις όπως η (25α) παρά σε ελλειμματικές προτάσεις όπως η (25β).

(25) α. Γάτα … ποντίκι. β. Γάτα … κυνηγάει … ποντίκι.

Οι ερευνήτριες ισχυρίστηκαν ότι το πρόβλημα που έχουν οι αγραμματικοί ως προς τα άρθρα, δεν είναι πρόβλημα με τα άρθρα καθαυτά, αλλά πρόβλημα με τα Ρήματα, τα οποία δίνουν Πτώση στις ΟΦ μέσω των οριστικών άρθρων που τις εισάγουν. Εκτίμησή μου είναι ότι οι παραπάνω μελέτες θα πρέπει να επαναληφθούν και οι ισχυρισμοί θα πρέπει ίσως να επαναξιολογηθούν γιατί δεν είναι ξεκάθαρο ότι τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει οδηγούν απαραίτητα σε αυτά τα συμπεράσματα. Επιπλέον, δεν είναι σίγουρο ότι η παρουσία του άρθρου είναι αναγκαία για την απόδοση της Πτώσης στο Όνομα. Σε κάθε περίπτωση όμως, πρόκειται για ευρήματα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη. Να επισημάνουμε πάντως ότι η μελέτη των Stavrakaki & Kouvava (2003) δεν βρήκε παρόμοια αποτελέσματα στην Ελληνική, αν και, για να είμαστε δίκαιοι, οι ερευνήτριες δεν υπολόγισαν την παράλειψη των άρθρων ως συνάρτηση της απουσίας των ρημάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα άρθρα αποτελούν ευάλωτη περιοχή στις γλωσσικές

70

διαταραχές, κι αυτό είναι κάτι που προκύπτει από τα παραπάνω ευρήματα, παρά τις διαφοροποιήσεις και τα ερωτηματικά που επισημάνθηκαν.

3.2.1 Οι ποσοδείκτες

Όπως είπαμε στα πρώτα μέρη αυτού του κεφαλαίου, τα άρθρα δεν είναι οι μοναδικοί ΠΔ. Ένα άλλο είδος ΠΔ είναι οι ποσοδείκτες. Υπάρχουν διάφορα ήδη ποσοδεικτών, και ξαναβλέπουμε μερικούς από αυτούς παρακάτω:

(25) α. κάποιο γράμμα β. μερικά γράμματα γ. όλα τα γράμματα δ. τρία γράμματα

Έχουν διεξαχθεί πολλές και πολύ αξιόλογες μελέτες επί της κατάκτησης των ποσοδεικτών από τα παιδιά, με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αποτελέσματα διαγλωσσικά, αλλά ελάχιστες από αυτές αφορούν την Ελληνική (βλέπε Katsos 2014, για μία ανασκόπηση). Μια ξεχωριστή, κατά τη γνώμη μου, και αρκετά πρόσφατη μελέτη είναι αυτή των Foppolo et al. (2012), η οποία ασχολείται με θέματα κατάκτησης ποσοδεικτών όπως το «όλοι» και «μερικοί». Το ενδιαφέρον ως προς αυτούς τους δύο ποσοδείκτες προέρχεται από το γεγονός ότι παρότι, αν η πρόταση (26α) είναι αληθής, είναι και η (26β), αφού το «μερικές» είναι υποσύνολο του «όλες», δεν σημαίνει ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε την (26β) αντί για την (26α) σε κάθε περιβάλλον. Οι ενήλικες φαίνεται να το γνωρίζουν καλά αυτό και δεν χρησιμοποιούν τη δεύτερη αντί για την πρώτη πρόταση, αλλά τα παιδιά αργούν να κατακτήσουν αυτού του είδους τη γνώση.

(26) α. Ο Γιώργος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

β. Ο Γιώργος έφαγε μερικές σοκολάτες. Σε κάθε περίπτωση, κι επειδή εστιάζουμε κυρίως στις διαταραχές, δεν έχουμε να πούμε πολλά περισσότερα για τους ποσοδείκτες, δεδομένης της περιορισμένης υπάρχουσας έρευνας. Εκτός αυτού, είναι γεγονός ότι αποτελούν τομέα που απασχολεί περισσότερο τη σημασιολογία και την πραγματολογία, παρά τη σύνταξη. Κάποιες ενδιαφέρουσες πρόσφατες μελέτες όμως, οι οποίες έχουν ερευνήσει τους ποσοδείκτες σε πληθυσμούς με φλοιοβασικό σύνδρομο (corticobasal syndrome), έχουν βρει διαφορετική συμπεριφορά με τρόπο που φαίνεται να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της γλωσσολογικής θεωρίας ως προς τις κατηγοριοποιήσεις των ποσοδεικτών (McMillan et al. 2006). Για την ακρίβεια, οι συγκεκριμένοι ασθενείς δεν χαρακτηρίζονται από γλωσσικά προβλήματα, αλλά έχουν ελλείμματα σχετικά με τις γνώσεις των αριθμών. Η μελέτη έδειξε ότι έχουν επίσης προβλήματα με ποσοδείκτες όπως «μερικοί» ή «μισοί (από)». Αρκετά παρόμοια αποτελέσματα προέκυψαν και από τα παιδιά με σύνδρομο Williams που μελέτησαν οι Vassileiou et al. (2013). Το δείγμα αποτέλεσαν 9 παιδιά ηλικίας 10;5 έως 17;8 ετών (Μ= 16;6) με μητρική γλώσσα την Ελληνική. Βρέθηκε ότι τα παιδιά με σύνδρομο Williams διέφεραν σημαντικά από τα τυπικά παιδιά που αποτέλεσαν το δείγμα ελέγχου ως προς τους ποσοδείκτες ειδικά, σε αντίθεση με το υπόλοιπο λεξιλόγιο. Αυτό αποδόθηκε στη γενικότερη αδυναμία που έχει αυτός ο πληθυσμός με τις μαθηματικές έννοιες, και όχι στο ότι δεν ξέρουν τη σημασία των συγκεκριμένων λέξεων/ποσοδεικτών, μιας και το υπόλοιπο λεξιλόγιό τους δεν ήταν διαφορετικό από αυτό των τυπικών παιδιών.

3.2.2 Άλλα χαρακτηριστικά της ΟΦ: το Γένος

Στο πλαίσιο αυτού του κεφαλαίου αξίζει να αναφερθούμε και σε άλλα θέματα που αφορούν την ΟΦ (ή, αλλιώς, την ΦΠΔ). Κάποια από αυτά τα θέματα αφορούν τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Γένος και Πτώση, και αφιερώνουμε αυτήν την ενότητα στο Γένος. Η Mastropavlou (2008) διερεύνησε το γραμματικό Γένος των ουσιαστικών σε αφασικούς Broca (αγραμματικούς) και Wernicke. Ζήτησε από τους συμμετέχοντες αφασικούς να βρουν το γένος 75 ψευδο-ονομάτων, με το να τοποθετήσουν μπροστά από κάθε ψευδο-όνομα το οριστικό άρθρο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συμπεριφορά των αφασικών Broca

71

δεν διέφερε ιδιαίτερα ούτε από τη τυπική ομάδα ελέγχου ούτε από τους αφασικούς Wernicke. Για την ακρίβεια, οι αφασικοί Broca είχαν ελαφρώς χαμηλότερη απόδοση σε εκείνα τα ονόματα που είχαν αναμφίβολη κατάληξη ως προς ένα συγκεκριμένο γένος: π.χ., -ης (όπως, «ο μαθητής»), απ’ ό,τι σε αυτά που μπορεί να ανήκαν σε δύο γένη, π.χ., -ας (όπως «ο ταμίας» ή «το τέρας»). Αυτή η διαφορά έκανε τη Mastropavlou να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αφασικοί Broca διατηρούν την ικανότητα ανάλυσης της μορφολογίας. Σε μία άλλη μελέτη, οι Nerantzini et al. (2009) μελέτησαν 6 αγραμματικούς και αντίστοιχο τυπικό πληθυσμό με 90 πραγματικά ονόματα και 60 ψευδο-ονόματα. Οι ερευνήτριες παρουσίαζαν τα ονόματα και οι συμμετέχοντες έπρεπε να αποφασίσουν ως προς το Γένος τους πατώντας ένα από τρία κουμπιά (ένα για το κάθε γένος). Το εύρημα ήταν ότι οι αγραμματικοί είχαν ελαφρά χαμηλότερη απόδοση ως προς το Γένος στα πραγματικά ονόματα από την ομάδα ελέγχου, αλλά γενικά είχαν καλή πρόσβαση στο κατάλληλο Γένος, προφανώς επειδή το Γένος υπάρχει ως χαρακτηριστικό στη ρίζα του ονόματος. Στα ψευδο-ονόματα όμως, για τα οποία είναι σημαντική η γνώση της μορφολογίας του Γένους, η οποία πραγματώνεται από την αντίστοιχη κατάληξη, η απόδοσή τους ήταν χειρότερη. Σε γενικές γραμμές όμως, φαίνεται ότι η απόδοση των Ελληνόφωνων αγραμματικών ως προς το Γένος, είναι αρκετά καλή, αλλά μάλλον όταν αντανακλά τις γνώσεις τους όσον αφορά τη ρίζα της λέξης, στην οποία είναι εγγενής η τιμή του Γένους (δηλ., αρσενικό, θηλυκό ή ουδέτερο), και όχι όταν θα πρέπει να συμπεράνουν την τιμή του Γένους από την κατάληξη. Καμία από τις δύο μελέτες δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη, κι έτσι δεν μπορεί να δεις κανείς τις λεπτομέρειές τους. Φαίνεται όμως τελικά ότι δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στα πραγματικά ονόματα, αλλά υπάρχουν διαφοροποιήσεις όσον αφορά τα ψευδο-ονόματα, τόσο ως προς τα αποτελέσματα, όσο και ως προς τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτά σχετικά με το Γένος και το τι μπορεί να σημαίνουν οι αποκλίσεις των μη τυπικών πληθυσμών ως προς αυτόν τον τομέα. Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και στα παιδιά με ΕΓΔ, όπως προκύπτει από τις μελέτες των Mastropavlou (2006) και Varlokosta & Nerantzini (2013). Τα παιδιά με ΕΓΔ που μελέτησε η Mastropavlou (2006) ήταν ηλικίας 4-6 ετών περίπου, ενώ αυτά των Varlokosta & Nerantzini (2013) ήταν 5-7. Καταρχάς, η μελέτη της Mastropavlou δεν βρήκε προβλήματα στα παιδιά με ΕΓΔ ως προς το Γένος στα πραγματικά ονόματα, για τα οποία τα παιδιά που συμμετείχαν έπρεπε να διαλέξουν το κατάλληλο άρθρο. Με άλλα λόγια, τα παιδιά με ΕΓΔ δεν διέφεραν από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Αντίθετα, οι Varlokosta & Nerantzini (2013) βρήκαν α) χαμηλότερη απόδοση των παιδιών με ΕΓΔ από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά στην περίπτωση των πραγματικών ονομάτων και β) περίπου ίδια απόδοση στην περίπτωση των ψευδο-ονομάτων. Στη δεύτερη περίπτωση όμως τα παιδιά με ΕΓΔ έδειξαν προτίμηση για μη πρωτοτυπικό Γένος, αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς και σε αντίθεση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά που αποτελούσαν το δείγμα ελέγχου.7 Από τη άλλη πλευρά, στις περιπτώσεις των πραγματικών ονομάτων, τα παιδιά με ΕΓΔ δεν επηρεάστηκαν καθόλου από το πόσο πρωτοτυπικά ήταν τα ονόματα ως προς το Γένος, σε αντίθεση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Αυτό που συμπεραίνουν οι Varlokosta & Nerantzini είναι ότι μάλλον εμπλέκονται διαφορετικοί μηχανισμοί ως προς την ένδειξη του Γένους σε τυπικούς και μη τυπικούς πληθυσμούς, συγκεκριμένα σε πληθυσμούς με ΕΓΔ. Επιπλέον, παρότι η γενική παραδοχή είναι ότι το Γένος είναι μία εγγενής ιδιότητα των Ονομάτων, η οποία υπάρχει στη ρίζα τους (Ralli 2002), και τα παιδιά με ΕΓΔ δεν έχουν πρόβλημα με τη μάθηση του λεξιλογίου γενικά, συνεπώς και των Ονομάτων, τελικά προκύπτει ότι το Γένος ειδικότερα μάλλον δεν μαθαίνεται μαζί με τα άλλα λεξικά χαρακτηριστικά των Ονομάτων από τα παιδιά με ΕΓΔ. Τέλος, φαίνεται ότι τα παιδιά με ΕΓΔ δεν είναι πάντα σε θέση να αξιοποιήσουν τις μορφολογικές πληροφορίες προκειμένου να διαλέξουν το κατάλληλο Γένος, κι αυτό προκύπτει από τις προτιμήσεις των παιδιών ως προς τα ψευδο-ονόματα στη μελέτη των Varlokosta & Nerantzini (2013).

3.2.3 Άλλα χαρακτηριστικά της ΟΦ: η Πτώση

Αναφερθήκαμε στο κεφάλαιο 3, ενότητα 2.2, στο μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό της Πτώσης. Μιλήσαμε κυρίως για τις δομικές Πτώσεις, που στην Ελληνική είναι η Ονομαστική, η Αιτιατική και η Γενική.8 Η Ονομαστική Πτώση αποδίδεται από την παρεμφατική Κλίση στο υποκείμενο της πρότασης, η Αιτιατική από το Ρήμα και την Πρόθεση στα αντικείμενά τους, και η Γενική από τα Ονόματα στα αντικείμενά τους. Έτσι, στην πρόταση (27), η ΟΦ «ο Γιώργος» παίρνει Ονομαστική από την Κλίση της πρότασης, και οι ΟΦ «ένα

72

κομμάτι πίτσα» και «ενθουσιασμό» παίρνουν Αιτιατική από το Ρήμα «έφαγε» και την Πρόθεση «με» αντίστοιχα. Τέλος, η ΟΦ «του Τμήματος» παίρνει Γενική πτώση από το Όνομα «αξιολόγηση» στην πρόταση (28).

(27) Ο Γιώργος [Κλίση [ΡΦ [Ρέφαγε [ΟΦ ένα κομμάτι πίτσα [ΠροθΦ [Προθ με [ΟΦ ενθουσιασμό]]]]]]]]. ΟΝΟΜ ΑΙΤ ΑΙΤ (28) Η αξιολόγηση [ΟΦ του Τμήματος] ... ΓΕΝ

Κάτι άλλο που είχαμε αναφέρει επίσης σε προηγούμενα κεφάλαια ήταν ότι η δομική Πτώση αποτελεί μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό, μιας και δεν εμπλέκει κάποια σημασιολογική σχέση με την ΟΦ, αλλά μόνο ρυθμίζει τη συντακτική κατανομή της ΟΦ στην πρόταση. Να σημειώσουμε εδώ ότι, αντίθετα με την Πτώση, για το Γένος, το οποίο συζητήσαμε αμέσως πιο πριν, δεν υπάρχει πλήρης σύμπτωση απόψεων ως προς το αν είναι ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό ή όχι, όπως αναφέραμε επίσης στο 3ο κεφάλαιο. Για τις δομικές Πτώσεις από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό. Μετά λοιπόν από αυτά που είπαμε για τη συμπεριφορά των γλωσσικών διαταραχών ως προς το Γένος στην προηγούμενη ενότητα, αναρωτιέται κανείς ποια είναι η εικόνα ως προς την Πτώση στην περίπτωση των διαταραχών.

Η μελέτη των Bastiaanse et al. (2003) διερεύνησε την παραγωγή αγραμματικών με μητρική γλώσσα τη Γερμανική και την Ολλανδική, ως προς το Γένος και την Πτώση, όπως αυτή πραγματώνεται στο οριστικό άρθρο που εισάγει την ΟΦ. Να σημειωθεί ότι τα άρθρα της Γερμανικής διαφοροποιούνται μορφολογικά ως προς το Γένος και την Πτώση, ενώ τα άρθρα της Ολλανδικής μόνο ως προς το Γένος. Από την ανάλυση των λαθών – της Γερμανικής μόνο, προφανώς – βρέθηκε ότι η απόδοση στην Πτώση ήταν κατά πολύ χειρότερη απ’ ό,τι στο Γένος. Αυτή η διαφοροποίηση παραξένεψε καταρχάς, δεδομένου ότι οι συγγραφείς υιοθετούν την άποψη ότι και τα δύο χαρακτηριστικά είναι μη ερμηνεύσιμα στην ΦΠΔ. Την απέδωσαν όμως στο γεγονός ότι, ακόμη και με αυτήν την παραδοχή, το Γένος είναι ένα χαρακτηριστικό που ανακαλείται από το λεξικό, ενώ η Πτώση εμπλέκει συντακτικές σχέσεις, ως προς τις οποίες είναι γνωστό ότι έχουν προβλήματα οι αγραμματικοί. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν ότι, ανεξάρτητα από το ποια ακριβώς στάση κρατάει κανείς ως προς το αν το Γένος είναι ερμηνεύσιμο ή μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό, οι απόψεις δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές των Ελληνικών μελετών που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Εκεί η καλύτερη απόδοση των αγραμματικών στα υπαρκτά ουσιαστικά ως προς το Γένος αποδόθηκε στο γεγονός ότι πρόκειται για χαρακτηριστικό που υπάρχει στη ρίζα των ουσιαστικών και δεν αποδίδεται μέσα από συντακτικές σχέσεις, γι αυτό και δεν υπάρχουν προβλήματα, ουσιαστικά στο ίδιο μήκος κύματος με τις απόψεις της Ralli (2002).

Επιστρέφοντας στην Πτώση, οι Ruingendijk & Friedmann (2008) υποστηρίζουν, και πάλι, ότι το πρόβλημα των αγραμματικών που μελέτησαν, οι οποίοι και παρουσίαζαν προβλήματα ως προς την Πτώση, δεν ήταν πρόβλημα ως προς την Πτώση καθ’ εαυτή, αλλά ως προς τα Ρήματα, τα οποία και αποδίδουν Αιτιατική πτώση στις ΟΦ αντικείμενά τους. Βρήκαν, δηλαδή, οι ερευνήτριες ότι όταν υπάρχουν προβλήματα ως προς την Αιτιατική πτώση στις ΟΦ, αυτά εμφανίζονται στις περιπτώσεις που υπάρχουν προβλήματα και με το Ρήμα, π.χ., όταν το Ρήμα δεν παράγεται (δείτε επίσης και την ενότητα 3.2). Εκτίμησή μου είναι ότι αυτή η ερμηνεία των προβλημάτων που έχουν οι αγραμματικοί ως προς την Πτώση αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με την εξέλιξη της συντακτικής θεωρίας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η Πτώση στις ΟΦ, όσο και με τον τρόπο που πραγματώνεται η Πτώση στα Εβραϊκά και Ολλανδικά που μελετήθηκαν από τη συγκεκριμένη έρευνα.

Η Ελληνική είναι γλώσσα που πραγματώνει την Πτώση με διαφορετικό τρόπο, δηλ., με διακριτή μορφολογία στο άρθρο και το ουσιαστικό, αλλά δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες Ελληνόφωνων αγραμματικών ως προς αυτό το χαρακτηριστικό μέχρι τώρα. Πρόσφατα, έρευνα των Nerantzini et al. (2015) εντόπισε προβλήματα των αγραμματικών ως προς την Πτώση, αλλά αυτά δεν έχου αναλυθεί ακόμη λεπτομερώς. Από την άλλη πλευρά, οι έξη αγραμματικοί που μελέτησαν οι Terzi & Nanousi α, β, σε έρευνες που θα παρουσιάσουμε αναλυτικά σε επόμενα κεφάλαια, είχαν ελάχιστα έως ανύπαρκτα προβλήματα ως προς

73

την Πτώση, παρότι είχαν χρησιμοποιηθεί τα ίδια ακριβώς πειραματικά εργαλεία με αυτά των Nerantzini et al. (2015).

4 Η πλούσια δομή της ΦΠΔ

Μπορούμε να φανταστούμε ότι η δομή της ΦΠΔ είναι πολύ πιο πλούσια απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα. Βλέπουμε στο δενδροδιάγραμμα (30), στην επόμενη σελίδα, ότι τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του Αριθμού και του Γένους, τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένα με το Όνομα, εκφράζονται σε ξεχωριστές λειτουργικές κατηγορίες.9

Μπορούμε επίσης να φανταστούμε ότι μέσα στη ΦΠΔ υπάρχει και μια Φράση Εστίασης (Focus Phrase). Όπως ακριβώς και στη Ρηματική περιοχή, έτσι κι εδώ, η Φράση Εστίασης βρίσκεται αρκετά ψηλά στη δομή της ΦΠΔ, προφανώς πιο ψηλά από τη Φράση Αριθμού στο δένδρο (30). Η Φράση Εστίασης είναι αυτή στης οποίας τον Χαρακτηριστή βρίσκεται το επίθετο «πλαστικές» στην πρόταση (29β), για παράδειγμα.

(29) α. Οι ωραίας πλαστικές μπάλες. β. Οι ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ωραίες μπάλες.

(30)

‘Ετσι λοιπόν, περίπου όπως και στην πρόταση, έτσι και στην ΦΠΔ: α) οι χαμηλότερες Κεφαλές/Φράσεις εκφράζουν μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά της λεξικής κατηγορίας (του Ονόματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση), όπως Γένος και Αριθμό, β) οι υψηλότερες περιοχές σχετίζονται με σημασιολογικές ή πραγματολογικές πληροφορίες και τη σχέση της Φράσης με το περικείμενο, γ) κάπου ενδιάμεσα βρίσκονται οι θέσεις που φιλοξενούν τους διάφορους προσδιοριστές, δηλ., τα επίθετα που μπορεί να προσδιορίζουν ένα Όνομα.

Μια θεμελιώδης συντακτική κατηγορία που απαντάται στη δομή της ΟΦ και που δεν την έχουμε συζητήσει καθόλου μεχρι τώρα είναι τα επίθετα. Ένα από τα φαινόμενα γύρω από τα επίθετα που έχει απασχολήσει εκτενώς την συντακτική θεωρία είναι η ιεραρχική θέση τους στη δομή της ΦΠΔ. Γιατί δηλαδή, η ΟΦ (31α) είναι γραμματική ενώ η (31β) ακούγεται παράξενα:

74

(31) α. ένας ψηλός Ολλανδός φοιτητής. β. #ένας Ολλανδός ψηλός φοιτητής.10

Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με τα επίθετα είναι πώς αυτά συμφωνούν με τα Ονόματα και τα Άρθρα ως προς τα μορφοσυντακτικά τους χαρακτηριστικά, δηλ., ως προς το Γένος, τον Αριθμό ή την Πτώση. Το φαινόμενο της Συμφωνίας στην Ονοματική Φράση επίσης δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την έρευνα επί των γλωσσικών διαταραχών. Σε πρόσφατη μελέτη μας επί των γλωσσικών ικανοτήτων Ελληνόφωνων αγραμματικών επιχειρήσαμε να ερευνήσουμε κατά πόσο είναι ευαισθητοποιημένοι ως προς τις παραβιάσεις Συμφωνίας στον Ρηματικό τομέα (συμφωνία Ρήματος-Υποκειμένου) και στον Ονοματικό τομέα (συμφωνία Ουσιαστικών και Επιθέτων). Παρά την παραδοχή ότι πρόκειται για διαφορετικά φαινόμενα (βλέπε Boeckx (2006) για μια σειρά σχετικών μελετών) ερευνούμε τις παραβιάσεις ως προς το Πρόσωπο και Αριθμό στη συμφωνία Ρήματος-Υποκειμένου, και ως προς το Γένος και Αριθμό στη συμφωνία Ονομάτων και Επιθέτων (Terzi et al. 2015). Αν και έχει ολοκληρωθεί η συλλογή των δεδομένων και αυτής της μελέτης, δεν έχει ολοκληρωθεί η ανάλυσή τους. Μία πρώτη εκτίμηση όμως είναι ότι όταν υπάρχει διαφορά στους δύο τομείς, απαντώται περισσότερα λάθη στη συμφωνία Ρήματος-Υποκειμένου, παρά στη συμφωνία ανάμεσα στο Όνομα και στο Επίθετο, ακόμη και ως προς το ίδιο μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό, δηλ., τον Αριθμό.

Σημειώσεις

1 Ας μάθουμε από αυτό εδώ το σημείο να μην μπερδεύουμε τον Προσδιοριστικό Δείκτη (ΠΔ) με τον Συμπληρωματικό

Δείκτη (ΣΔ). Ο ΣΔ εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις, άρα προτάσεις που είναι Συμπληρώματα, γι’ αυτό και λέγεται Συμπληρωματικός Δείκτης. Ενδεικτικοί ΣΔ είναι μόρια όπως «ότι», «αν» και «που». Οι ΠΔ, από την άλλη πλευρά, εισάγουν Ονοματικές Φράσεις, και θα αναφερθούμε στη συνέχεια στο κείμενο σε διάφορα είδη τους. Όπως θα δείτε, οι ΟΦ αντικαθίστανται από τις Φράσεις Προσδιοριστικού Δείκτη (ΦΠΔ). Αυτό όμως δεν γίνεται με συστηματικό τρόπο στο κείμενο, γι αυτό και θα δείτε τους όρους ΦΠΔ και ΟΦ να εναλλάσσονται. Με τον ίδιο τρόπο θα δείτε να εναλλάσσονται και οι όροι «ουσιαστικό» και «όνομα», χωρίς απαραίτητα να υπάρχει λόγος.

2 Παρόλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς το οριστικό άρθρο, ακόμη και αν η ΟΦ που

εισάγει δεν έχει αναφερθεί στο περικείμενο, αλλά είναι ιδιαίτερα εμφανής από αυτό. Αυτή η περίπτωση είναι γνωστή ως accommodation (Heim 1982). Ας συγκρίνουμε το παρακάτω παράδειγμα με αυτό στο (9) ως προς το περικείμενο που επέτρεψε τη χρήση του οριστικού άρθρου στο (i). Στην πρόταση του ομιλητή Α στο (i), παρότι δεν αναφέρεται η ΟΦ «ένα παγοδοχείο», η ΟΦ «όλα αυτά που χρειάζεσαι» κάνει τη χρήση του οριστικού άρθρου επιτυχή από τον ομιλητή Β αμέσως μετά. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει βέβαια σε καμία περίπτωση στον διάλογο (9).

(i) Α: Αγόρασες όλα αυτά που χρειάζεσαι για το πάρτι; Β: Ναι, μόνο που το παγοδοχείο μου βγήκε λίγο μικρό.

3 Θα πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι το μόρφημα –‘s της Σαξονικής Γενικής, έχει υποστηριχτεί ότι

καταλαμβάνει τη θέση του ΠΔ.

4 Δείτε όμως και τον Chierchia (1998) για άλλες ενδιαφέρουσες απόψεις.

5 Για την ιστορία, να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η μελέτη των Friedmann & Grodzinsky (1997) που

παραθέσαμε στο 3ο κεφάλαιο, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου βασίστηκε

καταρχάς σε μία μόνο αφασική ασθενή, ομιλήτρια της Εβραϊκής, 70 ετών, την οποία οι Friedmann & Grodzinsky μελέτησαν με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια. Τα κύρια ευρήματα αυτής της πρώτης μελέτης – δηλαδή, τα πολύ μεγαλύτερα ελλείμματα των αγραμματικών ως προς τη μορφολογία του Χρόνου, συγκριτικά με τη μορφολογία της Συμφωνίας του Ρήματος – επιβεβαιώθηκαν αργότερα μέσα από τη μελέτη περισσότερων ασθενών από διάφορες γλώσσες (δείτε πάλι κεφάλαιο 3, ενότητα 2.1.1). Αυτό μας δείχνει ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τις μελέτες ενός και μόνο ατόμου, ιδιαίτερα αν αυτές είναι λεπτομερείς και περιέχουν πολλά δεδομένα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν χρειάζονται επιβεβαίωση.

6 Η πρώτη προσέγγιση αυτού του είδους, δηλ., η άποψη ότι οι κλιτικές αντωνυμίες όπως αυτή στην πρόταση (24β)

είναι αποτέλεσμα μετακίνησης από τη θέση της ΟΦ αντικειμένου, ανήκει στον Kayne (1975). Δείτε Mavrogiorgos

75

(2010) για μία διεξοδική επισκόπηση αυτού, καθώς και άλλων θεμάτων που αφορούν τις κλιτικές αντωνυμίες, τόσο της Ελληνικής όσο και άλλων γλωσσών.

7 Όσον αφορά την έννοια της πρωτοτυπικότητας, είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, τόσο σημασιολογικών

όσο και μορφολογικών. Οι Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Χειλά-Μαρκοπούλου (2003) πρότειναν ότι αν ένα όνομα είναι αρσενικού γένους σε –ς και είναι έμψυχο, είναι πρωτοτυπικό. Αν τελειώνει σε –ς και δεν είναι έμψυχο, είναι μη πρωτοτυπικό. Δείτε το ίδιο το άρθρο για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την έννοια της πρωτοτυπικότητας.

8 Τον διαχωρισμό σε δομικές και μη δομικές πτώσεις τον συναντάμε στον Chomsky (1981). Σύμφωνα με τον Chomsky

(2000) και μετέπειτα, το χαρακτηριστικό της Ονομαστικής πτώσης περνά στην ΟΦ όταν αυτή συμφωνεί με τον Χρόνο της πρότασης ως προς τα υπόλοιπα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3, ενότητα 2.2. Για μία σύγχρονη επισκόπηση της Πτώσης από συντακτική σκοπιά, δείτε το βιβλίο του Baker (2015).

9 Δείτε το βιβλίο των Alexiadou et al. (2007) για μία πλήρη και αναλυτική παρουσίαση τόσο της συντακτικής όσο και

της θεματικής δομής της ΟΦ στην Ελληνική και διαγλωσσικά. 10

Τα παραδείγματα είναι από την Teodorescu (2006), αλλά δείτε τον Cinque (2010) για πολλές σχετικές πληροφορίες. Στον Cinque (2010) θα βρείτε επίσης τους ισχυρισμούς σχετικά με την λεπτομερή ιεραρχική σειρά με την οποία εμφανίζονται τα επίθετα στη ΦΠΔ, σειρά η οποία θεωρείται ότι ισχύει διαγλωσσικά, κάπως όπως και η σειρά των επιρρημάτων που θα δούμε στο 7

ο κεφάλαιο.

Βιβλιογραφία Abney, S. 1987. The English noun phrase in its sentential aspect. Ph.D. Dissertation, MIT. Adger, D. 2003. Core Syntax. A Minimalist Approach. New York: Oxford University Press. Alexiadou, A., L. Haegeman & M. Stavrou. 2007. Noun Phrase in the Generative Perspective. Berlin: Mouton

de Gruyter. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. & Δ. Χειλά-Μαρκοπούλου. 2003. Συγχρονικές και διαχρονικές τάσεις στο Γένος

της Ελληνικής. Μία θεωρητική πρόταση. Στο Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. Ράλλη & Δ. Χειλά-Μαρκοπούλου (επιμ.), Γένος, 13-56. Αθήνα: Πατάκης.

Baker, M. 2015. Case. Its Principles and its Parameters. Cambridge: Cambridge University Press. Bastiaanse, R., R. Jonkers, E. Ruigendijk & R. van Zonneveld. 2003. Gender and Case in Agrammatic

Production. Cortex 39: 405-417. Boeckx, C. 2006. Agreement Systems. Amsterdam: John Benjamins. Brown, R. 1973. A First Language: The Early Years. Cambridge, MA: Harvard University Press. Chierchia, G. 1998. Reference to kinds across languages. Natural Language Semantics 6: 339-405. Chomsky, N. 1981. Lectures οn Government and Binding. Dordrecht: Foris. Chomsky, N. 2000. Minimalist inquiries: The framework. In R. Martin, D. Michaels & J. Uriagereka (eds.), Step by step, 89–155. Cambridge, MA: MIT Press. Chondrogianni, V. 2015. Production and comprehension of pronouns and reflexives in atypical populations.

In S. Allen & L. Serratrice (eds.), The acquisition of reference, 285-309. Amsterdam: John Benjamins. Chondrogianni, V., T. Marinis, S. Edwards & E. Blom. 2015. Production and on-line comprehension of

definite articles and clitic pronouns by Greek sequential bilingual children and monolingual children with Specific Language Impairment. Applied Psycholinguistics 36: 1155-1191.

Cinque, G. 2010. The Syntax of Adjectives. A comparative Study. Cambridge, MA: MIT Press. Foppolo, F., M. T. Guasti & G. Chierchia. 2012. Scalar Implicatures in Child Language: Give Children a Chance.

Language Learning and Development 8: 365-394. Friedmann, Ν. & Υ. Grodzinsky. 1997. Tense and Agreement in Agrammatic Production: Pruning the

Syntactic Tree. Brain and Language 56: 397-425. Heim, I. 1982. The Semantics of Definite and Indefinite Noun Phrases. Ph.D. Dissertation, MIT. Horrocks, J. & M. Stavrou. 1987. Bounding theory and Greek syntax: evidence for wh-movement in NP. Journal of Linguistics 23: 79-108. Jakubowicz, C., L. Nash, C. Rigaut & C.-L. Gérard.1998. Determiners and Clitic Pronouns in French-Speaking

Children with SLI. Language Acquisition 7: 113-160.

76

Katsos, N. 2014. Scalar Implicature. In D. Matthews (ed.), Pragmatic Development in First Language Acquisition, 183-197. Amsterdam: John Benjamins.

Kayne, R. 1975. French syntax: the transformational cycle. Cambridge, MA: MIT Press. Leonard, L. 1989. Language learnability and specific language impairment in children. Applied

Psycholinguistics 10: 179-202. Leonard, L. B. 2009. Cross-linguistic studies of child language disorders. In R. Schwartz (ed.), Handbook of

child language disorders, 308–324. New York: Psychology Press. Longobardi, G. 1994. Reference and proper names: A theory of N-movement in syntax and LF. Linguistic

Inquiry 25: 609-665. Marinis, T. 2003. The acquisition of DP in Modern Greek. Amsterdam: John Benjamins. Marinis, T. 2005. Acquisition of definite articles. In A. Terzi & M. Stavrou (eds.), Advances in Greek

Generative Syntax, 154-178. Amsterdam: John Benjamins. Mastropavlou, M. 2006. The role of phonological salience and feature interpretability in the grammar of

typically developing and language impaired children. Ph. D. Dissertation, University of Thessaloniki. Mastropavlou, M. 2008. Grammatical gender in aphasia: Evidence from Greek. Ανακοίνωση στο Συνέδριο:

2nd Language Disorders in Greek, Technological Educational Institute of Patras. Mavrogiorgos, M. 2010. Clitics in Greek: A minimalist account of proclisis and enclisis. Amsterdam: John

Benjamins. McMillan, C. T., R. Clark, P. Moore, M. Grossman (2006) Quantifier comprehension in corticobasal

degeneration. Brain and Cognition 62: 250-260. Nanousi, V. & A. Terzi. 2015α. Relativized Intervention Effects in the Relative Clauses of Greek agrammatics.

Σε διαδικασία συγγραφής. Nanousi, V. & A. Terzi. 2015β. Non-canonical sentences in agrammatism: the case of Greek Passives. To appear in Proceedings of the 12th International Conference on Greek Linguistics. Nerantzini, M. , D. Papadopoulou & S. Varlokosta. 2009. The assignment of gender in Greek aphasia:

Evidence from aphasic and unimpaired adults. Ανακοίνωση στο Συνέδριο: 47thAcademy of Aphasia Conference, Boston, MA.

Nerantzini, M., V. Fyndanis, A. Terzi & S. Varlokosta. 2015. Case and agreement in Greek aphasia: Evidence from comprehension. Ανακοίνωση στο Συνέδριο: 16th Science of Aphasia Conference, Aveiro, Portugal.

Ralli, A. 2002. The role of morphology in gender determination: Evidence from Modern Greek. Linguistics 40: 519-551.

Ruigendijk, E. & R. Bastiaanse. 2002. Two characteristics of agrammatic speech: Omission of verbs and omission of determiners, is there a relation? Aphasiology 16: 383–395.

Ruigendijk, E. & N. Friedmann. 2008. On the relation between structural case, determiners, and verbs in agrammatism: A study of Hebrew and Dutch. Aphasiology 22: 948-969.

Stavrakaki, S. & S. Kouvava. 2003. Functional categories in agrammatism: evidence from Greek. Brain and Language 86: 129-141.

Stavrakaki, S. & H. K. J. van der Lely. 2010. Production and comprehension of pronouns by Greek children with specific language impairment. British Journal of Developmental Psychology 28: 189–216.

Szabolcsi, A. 1987. Functional categories in the noun phrase. In I. Kenesei (ed.), Approaches to Hungarian 2: 167-190. Szeged: JATE.

Teodorescu, A. 2006. Adjective Ordering Restrictions Revisited. In D. Baumer, D. Montero & M. Scanlon (eds.), Proceedings of the 25th West Coast Conference on Formal Linguistics [WCCFL 25], 399-407 . Somerville, MA: Cascadilla Proceedings Project.

Terzi, A., V. Fyndanis & S. Varlokosta. 2015. Agreement in agrammatism: nominal and sentential domains. Σε διαδικασία συγγραφής.

Tsimpli, I. M. 2001. LF- Interpretability and Language Development: A study of verbal and nominal features in Greek Normally Developing and SLI children. Brain and Language 77: 432-448.

Varlokosta, S. & M. Nerantzini. 2013. Grammatical Gender in Specific Language Impairment. Evidence from Determiner-Noun contexts in Greek. Psychology 20: 338-357.

77

Vassileiou, B., N. Katsos & S. Varlokosta. 2013. General and Specific vocabulary of Greek-speaking children with Williams syndrome. Ανακοίνωση στο: 4ο Συνέδριο Γνωστικών Επιστημών, Αθήνα.

Κριτήρια αξιολόγησης

1. Να παραθέσετε επιχειρήματα για το ότι τα οριστικά άρθρα είναι λειτουργικές κατηγορίες. Πώς συμβιβάζεται αυτό με το γεγονός ότι έχουν σημασιολογικό περιεχόμενο (το οποίο εξάλλου και διαφέρει από το σημασιολογικό περιεχόμενο των αόριστων άρθρων);

2. Σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ΟΦ ορίσματα χωρίς άρθρα; Σε ποια ηλικία φαίνεται να κατακτούν αυτήν τη γνώση τα παιδιά και πώς το ξέρουμε;

3. Τι συμπεριφορά φαίνεται να έχουν οι αγραμματικοί και τα παιδιά με ΕΓΔ ως προς τα άρθρα;

4. Πώς φαίνεται να συμπεριφέρονται οι αγραμματικοί ως προς το Γένος και πώς ως προς την Πτώση; Σε ποια από τις δύο κατηγορίες έχουν περισσότερα προβλήματα και πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η διαφοροποίηση;

5. Να φτιάξτε ένα πρωτόκολλο που να αξιολογεί κατά πόσο ένα άτομο με γλωσσική διαταραχή έχει προβλήματα με τις δομικές πτώσεις της Ελληνικής. Πώς θα παρεμβαίνατε με θεραπεία αν βλέπατε ότι πράγματι υπάρχει πρόβλημα; Θα κάνατε το ίδιο και με το Γένος, αν υπήρχε πρόβλημα;

78

Κεφάλαιο 5: Μετακινήσεις Α’

Σύνοψη Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται μια σειρά από εισαγωγικές έννοιες του Μινιμαλιστικού Προγράμματος, ενός μοντέλου που αποτελεί την πιο σύγχρονη μορφή της συντακτικής θεωρίας και το οποίο έχουμε υιοθετήσει σε αυτό το βιβλίο. Δείχνει πώς η σύγχρονη συντακτική θεωρία αντιμετωπίζει τις ερωτηματικές προτάσεις και τις μετακινήσεις που εμπλέκονται στον σχηματισμό τους, καθώς και τα διάφορα είδη των ερωτηματικών Φράσεων. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η συμπεριφορά παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή καθώς και αφασικών Broca ως προς διάφορα είδη προτάσεων που περιέχουν μετακίνηση ερωτηματικής Φράσης.

Το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου παρουσιάζει το άλλο είδος προτάσεων που σχηματίζεται με τη μετακίνηση κάποιας Φράσης στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, αυτό των αναφορικών προτάσεων. Συνεχίζει με ευρήματα από την Ειδική Γλωσσική Διαταραχή και τον αγραμματισμό ως προς αυτά τα είδη προτάσεων και αναφέρεται στις ερμηνείες που έχουν δοθεί για τις αποκλίσεις από την τυπική γλώσσα τόσο στις διαταραχές όσο και στην πρώιμη γλώσσα. Καταλήγει με την παράθεση μιας σειράς ερωτηματικών προτάσεων οι οποίες δεν επιτρέπονται από το γλωσσικό σύστημα.

1 Εισαγωγή

Στο προηγούμενο Κεφάλαιο αναφερθήκαμε στις ιδιότητες της Φράσης Κλίσης και της Φράσης Συμπληρωματικού Δείκτη (ΦΣΔ), καθώς και στις επί μέρους φράσεις στις οποίες έχουν αναλυθεί. Δείξαμε ότι οι Φράσεις στις οποίες έχει αναλυθεί η Φράση Κλίσης, κυρίως η Φράση Χρόνου και η Φράση Συμφωνίας, προσέφεραν ένα πρώτο εργαλείο για την εξήγηση του επιλεκτικού ελλείμματος που έχουν οι αφασικοί Broca ως προς τη μορφολογία του Χρόνου του Ρήματος.

Θα δούμε σε αυτό το Κεφάλαιο, αλλά και σε επόμενα, ότι η Φράση Χρόνου ειδικότερα έχει ιδιαίτερη σημασία και για μια σειρά από άλλα φαινόμενα που αφορούν τη δομή της πρότασης. Σχετικά με τη ΦΣΔ, o διαχωρισμός της σε επιμέρους φράσεις (Force, Fin, κλπ.) δεν έχει συνδεθεί ιδιαίτερα μέχρι τώρα με τη γλωσσική συμπεριφορά ατόμων με διαταραχές. Δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον για την κατανόηση της γλωσσικής ικανότητας πληθυσμών με διαταραχές αυτός ο διαχωρισμός είτε γιατί, όπως αναφέθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, όλη η περιοχή παρουσιάζει εκτενή ελλείμματα, είτε γιατί σε κάποια από τα προβλήματα που εμπλέκουν αυτήν την περιοχή μπορούν να δοθούν πραγματολογικές ερμηνείες. Αναμφίβολα όμως, η ΦΣΔ είναι σημαντική περιοχή της πρότασης, πρώτα απ’ όλα επειδή είναι περιοχή που συμμετέχει στον σχηματισμό των ερωτήσεων. Με τη σειρά τους, οι ερωτήσεις αποτελούν τομέα της γλώσσας ως προς τον οποίο έχουν ιδιαίτερα προβλήματα οι αφασικοί Broca, καθώς και άλλοι πληθυσμοί με μη τυπική γλώσσα.

Στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου θα δούμε τις συντακτικές ιδιότητες αυτής της περιοχής με έμφαση στο πώς ακριβώς γίνονται οι ερωτήσεις. Θα δούμε επίσης πώς σχηματίζεται μία άλλη κατηγορία προτάσεων που εμπλέκει τον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ και παρουσιάζεται ιδιαίτερα προβληματική στις διαταραχές, οι αναφορικές προτάσεις. Προηγουμένως όμως θα παραθέσουμε μία σύντομη εισαγωγή στο θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούμαστε, δηλ., το Μινιμαλιστικό Πρόγραμμα.

1.2 Βασικά στοιχεία του Μινιμαλισμού Η Συντακτική θεωρία στην οποία θα βασιστούμε από εδώ και στο εξής είναι το Μινιμαλιστικό Πρόγραμμα (Chomsky 1995 και μετέπειτα). Ήδη αναφερθήκαμε σε κάποια από τα συστατικά στοιχεία του Μινιμαλιστικού Προγράμματος στο κεφάλαιο 3, ενότητα 2.2. Μερικά από αυτά τα στοιχεία επαναλαμβάνονται πιο αναλυτικά αμέσως παρακάτω, μαζί με άλλα καινούρια.

79

Στο Μινιμαλιστικό Πρόγραμμα (Minimalist Program) τονίζεται η διάσταση της γλώσσας ως συστήματος επικοινωνίας και συσχετισμού δύο γνωστικών συστημάτων: α) του Αρθρωτικού-Αντιληπτικού (Articulatory-Perceptual) και β) του Εννοιολογικού-Προθετικού (Conceptual-Intentional).

Η γλώσσα λοιπόν θεωρείται μηχανισμός που επιλέγει στοιχεία από το Λεξικό και παράγει δομικές περιγραφές, ή αλλιώς, δομές, οι οποίες γίνονται αντιληπτές και ερμηνεύονται από τα παρακάτω δύο γνωστικά συστήματα αντίστοιχα. α) τη Φωνητική Δομή (Phonetic Form) και β) τη Λογική Δομή (Logical Form)

Σ’ αυτό το βιβλίο θα ασχοληθούμε με το Εννοιολογικό-Προθετικό σύστημα (ή, αλλιώς, τη Λογική Δομή), το σύστημα δηλαδή που ερμηνεύει τις δομές που εκφέρονται. Ας προχωρήσουμε όμως σε μερικά ακόμη από τα βασικά στοιχεία του Μινιμαλιστικού Προγράμματος: 1. Οι Φράσεις και, συνεπώς, και οι προτάσεις είναι αποτέλεσμα: α. συγχώνευσης/συνένωσης (Merge) ή β. μετακίνησης (Move)

2. Υιοθετείται το σχήμα του Χ’ Μιλήσαμε για το σχήμα του Χ’ στο 3ο κεφάλαιο. Η σχέση Κεφαλή – Συμπλήρωμα (Head – Complement) συνδέεται με τις θεματικές σχέσεις, δηλαδή, η Κεφαλή, μέσα από τις θεματικές της ιδιότητες, επιλέγει το συμπλήρωμά της. Η σχέση Κεφαλή – Χαρακτηριστής (Head – Specifier) συνδέεται με τη συμφωνία (ταίριασμα) των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών των διαφόρων στοιχείων που συμμετέχουν στις δομές.

3. Τόσο οι λεξικές όσο και οι λειτουργικές κατηγορίες κάνουν συστηματική χρήση των (μορφο)συντακτικών χαρακτηριστικών (βλέπε κεφάλαιο 3, ενότητα 2.2). Τέτοια χαρακτηριστικά είναι το Γένος, ο Αριθμός, η Πτώση, ο Χρόνος, η Έγκλιση, το Πρόσωπο κλπ., και χωρίζονται σε: α. ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά (interpretable) β. μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά (uninterpretable). Συμβολίζουμε τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά με [u], από το πρώτο γράμμα της λέξης uninterpretable, που σημαίνει μη ερμηνεύσιμα. Τα συντακτικά χαρακτηριστικά χωρίζονται επίσης σε: α. ισχυρά (strong) [τα συμβολίζουμε με: *] β. ασθενή (weak) Δεν έχουμε μιλήσει ακόμη για τον διαχωρισμό σε ισχυρά και ασθενή μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά και θα το κάνουμε αμέσως πιο κάτω. Έχουμε πει όμως ότι τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά πρέπει να ταιριάξουν για να επαληθευτούν με άλλα ερμηνεύσιμα, έτσι ώστε να ερμηνευτούν στη Λογική Δομή.

Τα ισχυρά χαρακτηριστικά που χρειάζεται να επαληθευτούν επειδή είναι μη ερμηνεύσιμα, επαληθεύονται μέσα από τοπική σχέση με τα αντίστοιχα ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά άλλου στοιχείου. Το ‘μέσα από τοπική σχέση’ σημαίνει ότι αν τα δύο στοιχεία των οποίων τα χαρακτηριστικά πρέπει να ταιριάξουν για να επαληθευτούν δεν βρίσκονται κοντά μέσα στην πρόταση, το ένα από τα δύο πρέπει να μετακινηθεί ώστε να βρεθούν κοντά. Όπως θα δούμε, αυτό συμβαίνει με τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του ΣΔ, τα οποία σε κάποιες γλώσσες είναι ισχυρά, γι αυτό και η ερωτηματική φράση μετακινείται κοντά του, δηλ., στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ.

Τα ασθενή μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά δεν χρειάζεται να ταιριάξουν με άλλα μέσα από τοπική σχέση, γι αυτό και δεν προκαλούν μετακίνηση. Να διευκρινίσουμε ότι τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά πρέπει πάντα να ταιριάξουν με κάποια αντίστοιχα ερμηνεύσιμα, ώστε να διαγραφούν στη Λογική Δομή. Απλώς, επειδή είναι ασθενή το ταίριασμα μπορεί να γίνει και από απόσταση.

80

Συμπερασματικά, η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά έχει σημασία ως προς το ότι τα δεύτερα πρέπει να συμφωνήσουν με άλλα του ίδιου τύπου, ώστε να διαγραφούν πριν εισέλθουν στη Λογική Δομή. Η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ισχυρά και ασθενή χαρακτηριστικά έχει σημασία για το ότι τα πρώτα, όταν είναι μη ερμηνεύσιμα, θα πρέπει να ταιριάξουν με άλλα σε τοπική σχέση και με αυτόν τον τρόπο προκαλείται μετακίνηση του ενός.

4. Οι λειτουργικές κατηγορίες: α. είναι φορείς (μορφο)συντακτικών χαρακτηριστικών, όπως και οι λεξικές β. αποτελούν το πεδίο στο οποίο οι λεξικές κατηγορίες επαληθεύουν τα χαρακτηριστικά τους. Αν ταιριάζουν, η δομή συγκλίνει (converges), δηλ., είναι γραμματική, αν όχι, καταρρέει (crashes), δηλ., είναι αντιγραμματική.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους αναφέραμε τα παραπάνω είναι για να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα αναλύσουμε τις ερωτήσεις μερικής άγνοιας (wh- questions), καθώς και τις πολύ συγγενείς τους αναφορικές προτάσεις. Επίσης, τα συστατικά του Μινιμαλιστικού Προγράμματος που εκθέσαμε παραπάνω θα χρησιμοποιηθούν και σε θέματα που θα συζητήσουμε στα επόμενα κεφάλαια.

Τέλος, ένας άλλος λόγος για τον οποίο αναφερθήκαμε στις βασικές αρχές του Μινιμαλιστικού Προγράμματος είναι επειδή θεωρούμε ότι πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι ως προς τις σύγχρονες εξελίξεις της θεωρίας, ώστε να μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε για την επίτευξη των στόχων μας. Κάτι που θα πρέπει να έχουμε στον νου μας είναι πως όλα τα προηγούμενα αποτελούν εξελίξεις της γλωσσολογικής θεωρίας στην προσπάθεια κατανόησης της δομής της γλώσσας. Συνεπώς, και στον βαθμό που οι θεωρητικές εξελίξεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, περιμένουμε να είναι σε θέση να εξηγήσουν και χαρακτηριστικά της διαταραγμένης γλώσσας τα οποία, με τη σειρά τους, μπορούν να οδηγήσουν τόσο σε καλύτερη διάγνωση όσο και καλύτερη θεραπεία. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των διαταραχών είναι συχνά σε θέση να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες και ως προς τη δομή της φυσιολογικής γλώσσας, ακριβώς επειδή τα ελλείμματα είναι επιλεκτικά στις διαταραχές, με τρόπο που δεν είναι στη φυσιολογική γλώσσα για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχουν.

2 Ερωτηματικές Προτάσεις μερικής άγνοιας

Οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας είναι ερωτήσεις όπως αυτές στο (1), σε αντίθεση με τις ερωτήσεις ολικής άγνοιας στο (2).

Τα λεξικά στοιχεία που συμμετέχουν στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας στην Ελληνική αρχίζουν με τον φθόγγο π-: «ποιος», «που», «πότε», κλπ.

(1) α. Ποιος ήρθε; Πού πας; β. Πότε θα φύγεις; κλπ. (2) Ήρθε ο Κώστας; Έφαγες το σάντουιτς;

Από τις ερωτηματικές λέξεις της Ελληνικής εξαιρείται το «τι», ως προς το ότι δεν αρχίζει από π-, κάτι που συμβαίνει και σε άλλες γλώσσες. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει ότι και σε άλλες γλώσσες οι ερωτηματικές φράσεις αρχίζουν με τον ίδιο φθόγγο. Αυτός ο φθόγγος μπορεί να διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα, και συχνά υπάρχει η εξαίρεση μίας ερωτηματικής φράσης, όπως το «τι» στην Ελληνική, το «dónde» στην Ισπανική, κλπ. Μετά από τα παραπάνω, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας λέγονται wh-questions στα Αγγλικά.

81

Αγγλική who what where when

Ισπανική quién qué dónde cuándo

Τούρκικη kim ne nerede ne zaman

Αλβανική kush cfarë ku kur

Όλες αυτές οι γλωσσικές εκφράσεις έχουν κοινή ερμηνεία, την ερμηνεία του ερωτηματικού ποσοδείκτη. Δηλαδή, οι προτάσεις (3)-(5) έχουν τις παραφράσεις που σημειώνουμε κάτω από την κάθε μία:

(3) Ποιος έφαγε το γλυκό; Για ποιόν x, όπου x είναι άνθρωπος, ισχύει ότι ο x έκανε αυτό; (4) Πότε έφαγες το γλυκό;

Για ποιο x, όπου x είναι χρονικό σημείο, ισχύει ότι έφαγες το γλυκό στο χρόνο x; (5) Τι έφαγες;

Για ποιο x, όπου x είναι κάποιο πράγμα, ισχύει ότι έφαγες το x; Θεωρούμε ότι όλες αυτές οι ερωτηματικές φράσεις έχουν ένα κοινό (μορφο)συντακτικό

χαρακτηριστικό, που το ονομάζουμε [ερ], (και στην Αγγλική [wh]). Είναι σαφές ότι δεν έχουν όλες οι Ελληνικές λέξεις που αρχίζουν από π- την ίδια ερμηνεία, δηλ., δεν είναι όλες οι Ελληνικές λέξεις που αρχίζουν από π- ερωτηματικές λέξεις. Συνεπώς, το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι φωνολογικό, αλλά μορφοσυντακτικό.

Μία βασική παραδοχή από την οποία ξεκινάμε είναι ότι οι ερωτηματικές φράσεις που απαντώνται στην αρχή της πρότασης, στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες γλώσσες, έχουν μετακινηθεί εκεί από κάποιο άλλο σημείο της πρότασης. Υπάρχουν συγκεκριμένα επιχειρήματα που αποδεικνύουν αυτήν την παραδοχή, και είναι τα εξής: α) η πτώση της ερωτηματικής φράσης β) η συμφωνία της ερωτηματικής φράσης με το ρήμα

Δείτε καταρχάς την πρόταση (6). Η πτώση της ερωτηματικής φράσης «ποιον» είναι αιτιατική. Αυτό σημαίνει ότι η αιτιατική πτώση δεν μπορεί παρά να προέρχεται από το Pήμα, το οποίο δίνει αιτιατική πτώση στο αντικείμενό του. Το αντικείμενο ακολουθεί το Pήμα στην Ελληνική. Αφού το «ποιον» βρίσκεται στην αρχή της πρότασης, σημαίνει έχει ξεκινήσει από το σημείο στο οποίο βρίσκεται το ίχνος του, t, δηλ., από κάποιο σημείο μετά από το ρήμα (και έχει μετακινηθεί στην αρχή της πρότασης).

(6) Ποιονι είδες tι;

1

Δείτε τώρα την πρόταση (7). Βλέπουμε ότι η ερωτηματική φράση «ποιοι άνδρες» είναι πληθυντικού αριθμού αλλά το ρήμα «είπες» ενικού. Στη δευτερεύουσα πρόταση όμως υπάρχει ένα ρήμα πληθυντικού αριθμού που φαίνεται να ταιριάζει και θεματικά με τη φράση «ποιοι άνδρες». Πρόκειται για το ρήμα «θαυμάζουν». Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το «ποιοι άνδρες» ξεκίνησε από τη θέση στην οποία τώρα υπάρχει το ίχνος του και μετακινήθηκε ως την αρχή της πρότασης.

(7) Ποιοιι άνδρες είπες ότι tι θαυμάζουν τη Μαρία;

Αυτά είναι δύο απλά αλλά πειστικά, νομίζω, επιχειρήματα για το ότι οι ερωτηματικές φράσεις που

βρίσκονται στην αρχή των πολύ γνωστών μας ερωτηματικών προτάσεων δεν ήταν πάντα εκεί, αλλά έχουν ξεκινήσει από ένα άλλο σημείο της πρότασης και έχουν μετακινηθεί εκεί που τα βλέπουμε. Η γενικά

82

αποδεκτή αντίληψη είναι ότι ξεκινούν από τη θέση στην οποία τους αποδίδεται θεματικός ρόλος (βλέπε 2ο κεφάλαιο). Θα δούμε βέβαια ότι υπάρχουν γλώσσες στις οποίες οι ερωτηματικές φράσεις δεν μετακινούνται ποτέ ως την αρχή της πρότασης, αλλά πρώτα, στις αμέσως επόμενες ενότητες, θα μιλήσουμε γι αυτές τις γλώσσες στις οποίες οι ερωτηματικές φράσεις μετακινούνται.

2.1 Απλές/κοντινές Ερωτήσεις Αφού δείξαμε ότι οι ερωτηματικές φράσεις στην αρχή μιας πρότασης έχουν μετακινηθεί εκεί από κάποιο άλλο σημείο της πρότασης, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί βρέθηκαν στην αρχή της πρότασης και πώς; Το πώς έχει μεγαλύτερη σημασία για την επόμενη ενότητα, γι αυτό και θα μας απασχολήσει εκεί. Να επισημάνουμε εδώ όμως ότι είναι σημαντικό να δώσουμε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, επειδή οι ερωτηματικές προτάσεις είναι προτάσεις που δυσκολεύουν, με διάφορους τρόπους, μια σειρά από ομάδες με γλωσσικές διαταραχές (ΕΓΔ, αγραμματισμό, κλπ.). Έχουν δοθεί διάφορες εξηγήσεις γι αυτές τις δυσκολίες, τις οποίες βοηθάει να ξέρουμε, όπως επίσης βοηθάει να ξέρουμε και ποια ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.

Θεωρούμε λοιπόν καταρχάς ότι οι Συμπληρωματικοί Δείκτες (ΣΔ) των ερωτηματικών προτάσεων φέρουν ένα ερωτηματικό χαρακτηριστικό που το συμβολίζουμε ως [ερ], από τη λέξη ερωτηματικό. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι μη ερμηνεύσιμο στον ΣΔ. Ως εκ τούτου, ο ΣΔ χρειάζεται να ταιριάξει με ένα άλλο στοιχείο που να έχει το ίδιο χαρακτηριστικό, το οποίο όμως είναι ερμηνεύσιμο, έτσι ώστε να διαγραφεί πριν εισέλθει στη Λογική Δομή. Μπορούμε να φανταστούμε εύκολα ότι οι ερωτηματικές φράσεις, όπως «ποιος», «τι», «πότε», «τι φαγητό», «ποιος καθηγητής», κλπ., έχουν επίσης ένα [ερ] χαρακτηριστικό, το οποίο είναι ερμηνεύσιμο. Μπορούμε να πειστούμε εύκολα νομίζω ότι το [ερ] χαρακτηριστικό είναι ερμηνεύσιμο σε αυτές τις Φράσεις από το γεγονός ότι η ίδια η υπόσταση αυτών των φράσεων συνίσταται ακριβώς στο ότι είναι ερωτηματικές.

Μια άλλη ιδιότητα του [ερ] χαρακτηριστικού του ΣΔ της Ελληνικής, καθώς και άλλων γλωσσών, είναι ότι είναι ισχυρό. Αυτό σημαίνει ότι το στοιχείο με το οποίο πρέπει να ταιριάξει ώστε να διαγραφεί πρέπει να είναι πολύ κοντά του μέσα στην πρόταση. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι αν η ερωτηματική Φράση δεν είναι ήδη κοντά στον ΣΔ, πρέπει να μετακινηθεί ως εκεί.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω λοιπόν, η ΟΦ με [ερ] χαρακτηριστικά, δηλ., η ερωτηματική Φράση «ποιον» στη συγκεκριμένη περίπτωση, μετακινείται στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ και τα χαρακτηριστικά της επαληθεύουν αυτά του ΣΔ, τα οποία και διαγράφονται. Έτσι, η πρόταση εισέρχεται στη Λογική Δομή χωρίς μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά και είναι γραμματική.

(8)

Συνοπτικά, ο ΣΔ των ερωτηματικών προτάσεων έχει ένα ερωτηματικό μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό το οποίο είναι μη ερμηνεύσιμο και το συμβολίζουμε ως [uερ]. Ως εκ τούτου, χρειάζεται να ταιριάξει με ένα στοιχείο που να έχει επίσης ένα [ερ] χαρακτηριστικό, αλλά να είναι ερμηνεύσιμο. Αυτό το χαρακτηριστικό το έχουν οι ερωτηματικές φράσεις «ποιος», «τι», κλπ. Αυτό ισχύει για όλες τις γλώσσες, δηλ., σε όλες τις γλώσσες στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας ο ΣΔ έχει ερωτηματικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι ερμηνεύσιμα και πρέπει να επαληθευτούν. Οι ερωτηματικές φράσεις τα επαληθεύουν γιατί έχουν επίσης ερωτηματικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι ερμηνεύσιμα.

Όταν το ερωτηματικό χαρακτηριστικό του ΣΔ είναι ισχυρό, το ‘ταίριασμα’ και η επαλήθευση πρέπει να γίνουν τοπικά, γι αυτό και η ερωτηματική φράση μετακινείται στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, δηλ., στην αρχή της πρότασης. Αυτό όμως δεν ισχύει για όλες τις γλώσσες, δηλ., δεν έχουν οι ΣΔ όλων των γλωσσών ερωτηματικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι ισχυρά. Αυτό θα μας απασχολήσει στην ενότητα 2.3 αυτού του κεφαλαίου. Ας δούμε όμως μία πραγματική ερώτηση στην Ελληνική, όπως αυτή στην πρόταση (9):

83

(9) Τι έφαγε ο Γιάννης; Βλέπουμε καταρχάς στο δέντρο (10) που την αναπαριστά ότι το αντικείμενο «το παγωτό» μετακινείται με την μορφή της ερωτηματικής Φράσης «τι» στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ. Παρατηρούμε ότι τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να σταματούν εδώ όμως γιατί η πρόταση που προκύπτει μετά από αυτή τη μετακίνηση είναι η πρόταση που διαβάζουμε από τα τερματικά του δένδρου, δηλ., η πρόταση: «Τι ο Γιάννης έφαγε»; Προφανώς αυτή δεν είναι η πρόταση (9) που θέλουμε να αναπαραστήσουμε. Τι ακριβώς συμβαίνει λοιπόν;

(10)

*‘Τι ο Γιάννης έφαγε.’

Η συντακτική θεωρία πιστεύει ότι ο ερωτηματικός ΣΔ, δηλαδή, ο ΣΔ με ερωτηματικά χαρακτηριστικά, είναι μορφολογικά εξαρτώμενο επίθημα, κάτι σαν κλιτικό δηλαδή, το οποίο δεν το βλέπουμε, αλλά επειδή είναι επίθημα χρειάζεται κάτι πάνω στο οποίο να προσαρτηθεί. Γι αυτόν τον λόγο το Ρήμα της πρότασης μετακινείται στον ΣΔ, για να προσφέρει στον ΣΔ τη δυνατότητα να προσαρτηθεί σε αυτό. Αποτέλεσμα της μετακίνησης του Ρήματος στον ΣΔ, την οποία βλέπουμε στο δένδρο (11), είναι το Υποκείμενο της πρότασης να βρίσκεται μετά από το Ρήμα και να παίρνουμε τελικά την πρόταση (9), δηλ., «Τι έφαγε ο Γιάννης».2

(11)

‘Τι έφαγε ο Γιάννης;’

84

Να προσθέσουμε ότι ακόμη και στην περίπτωση που έχουμε μετακίνηση ερωτηματικής Φράσης υποκειμένου, π.χ., «ποιος έφαγε το παγωτό», πάλι έχουμε μετακίνηση του Ρήματος (για την ακρίβεια του Χρόνου με το Ρήμα, όπως είπαμε στην υποσημείωση 2) μέχρι τον ΣΔ. Αυτήν τη φορά όμως η μετακίνηση δεν έχει καμία συνέπεια για τη σειρά των όρων της πρότασης επειδή το υποκείμενο έχει ήδη μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ κι έτσι εκ των πραγμάτων δεν παίρνουμε την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου που βλέπουμε στην πρόταση (9).

(12)

‘Ποιος έφαγε ένα παγωτό;’

Βλέπουμε λοιπόν από τα παραπάνω ότι ενώ, τόσο στις ερωτήσεις αντικειμένου όσο και στις ερωτήσεις υποκειμένου, οι ερωτηματικές φράσεις και το Ρήμα μετακινούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, στις ερωτήσεις αντικειμένου το αποτέλεσμα είναι να προκύπτει μία σειρά των όρων της πρότασης η οποία διαφέρει από την ουδέτερη σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο. Η πρόταση (9) για παράδειγμα, η οποία είναι ερώτηση αντικειμένου έχει τη σειρά Αντικείμενο – Ρήμα – Υποκείμενο. Αντίθετα, οι ερωτήσεις υποκειμένου, όπως η (11), καταλήγουν πάλι στη σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο. Οι ερωτήσεις αντικειμένου, όπως θα δούμε αργότερα, παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερες δυσκολίες στους πληθυσμούς με διαταραχές, συγκριτικά με τις ερωτήσεις υποκειμένου.

Τελειώνοντας, να επισημάνουμε ότι στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας οι ερωτηματικές φράσεις που μετακινούνται καταλήγουν να καταλαμβάνουν μία θέση Χαρακτηριστή, συγκεκριμένα τη θέση του Χαρακτηριστή της ΦΣΔ. Αυτή είναι θέση στην οποία δεν αποδίδεται θεματικός ρόλος, γι αυτό και λέγεται θέση Α’, όπως είπαμε στο κεφάλαιο 2, ενότητα 1.4. Γι αυτόν τον λόγο η μετακίνηση των ερωτηματικών Φράσεων ανήκει στην κατηγορία των μετακινήσεων Α’ (Α’ movement).

2.2 Μακρινή Ερωτηματική Μετακίνηση Με τον όρο μακρινή ερωτηματική μετακίνηση (long wh-movement), αναφερόμαστε στις περιπτώσεις εκείνες που μία ερωτηματική φράση ξεκινά από την εξαρτημένη πρόταση και μετακινείται στην αρχή της κύριας. Μία τέτοια πρόταση ήταν η (7). Αμέσως παρακάτω βλέπουμε μία άλλη.

(13) [Ποιον νομίζεις [ότι απέλυσαν <ποιον>;]]

Ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει γι αυτές τις ερωτηματικές προτάσεις είναι κατά πόσο η ερωτηματική φράση, «ποιον» σ’ αυτήν την περίπτωση, μετακινείται μέχρι την αρχή της κύριας πρότασης σε ένα βήμα ή

85

σε δύο, δηλ., όπως στο (14α) ή όπως στο (14β). Με άλλα λόγια, σταματάει η ερωτηματική φράση στον ΣΔ της εξαρτημένης πρότασης, ή μετακινείται με μιας στην αρχή της κύριας πρότασης;

(14) [ΣΔ Ποιον [νομίζεις [ΣΔ ότι [απέλυσαν <ποιον> ]]]];

α. 3 2 1 β. 2 1

Ο τρόπος μετακίνησης που αναπαρίσταται στο (14β) είναι συντομότερος από αυτόν στο (14α), συνεπώς, ικανοποιεί βασικές αρχές οικονομίας (economy principles), από την άποψη του ότι ένα βήμα είναι πιο οικονομικό από δύο βήματα. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Για να υιοθετήσουμε την άποψη ότι η ερωτηματική φράση μετακινείται με τον τρόπο που βλέπουμε στο (14α), δηλ., σε δύο βήματα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο ΣΔ της εξαρτημένης πρότασης έχει κι αυτός χαρακτηριστικά [uερ], τα οποία η ερωτηματική φράση πρέπει να επαληθεύσει για να διαγραφούν, και άρα θα πρέπει να περάσει από αυτόν τον ΣΔ πριν προχωρήσει στην αρχή της πρότασης. Υπάρχουν αποδείξεις που να στηρίζουν κάτι τέτοιο; Ο Adger (2003) δίνει τα παρακάτω παραδείγματα από τα Σκωτσέζικα.

(15) Bha mi ag radh gun do bhuail i e. ήμουν εγώ όψη έλεγα ότι χτύπησε αυτή αυτόν ‘Έλεγα ότι αυτή τον χτύπησε.’ (16) Co bha thu ag radh a bhuail i. ποιον ήσουν εσύ όψη έλεγες ότι χτύπησε αυτή ‘Ποιον έλεγες ότι χτύπησε αυτή;’

Η (15) είναι μία καταφατική πρόταση στα Σκωτσέζικα και δείχνει την εξαρτημένη πρόταση να εισάγεται από τον ΣΔ «gun». Στην (16) βλέπουμε ότι όταν στα Σκωτσέζικα σχηματίζεται ερώτηση που έχει ως ερωτηματική φράση κάποιο όρισμα της εξαρτημένης πρότασης, δηλ., το αντικείμενο του «χτύπησε» σε αυτήν την περίπτωση, ο ενδιάμεσος ΣΔ αλλάζει μορφή και γίνεται «a». Αν υποθέταμε ότι η μετακίνηση στην ερωτηματική πρόταση (16) γινόταν σε ένα βήμα, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί αλλάζει ο ΣΔ. Αντίθετα, υποθέτοντας ότι η ερωτηματική φράση μετακινείται δια μέσου του ενδιάμεσου ΣΔ μπορούμε να δούμε τον λόγο της αλλαγής του. Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο ενδιάμεσος ΣΔ είναι διαφορετικός στις ερωτηματικές προτάσεις απ’ ό,τι στις άλλες εξαρτημένες προτάσεις και, συγκεκριμένα, έχει ένα ισχυρό χαρακτηριστικό [uερ*], το οποίο διαγράφεται όταν μία ΟΦ με ίδιο χαρακτηριστικό, δηλ., μία ερωτηματική φράση μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή του και, άρα, βρεθεί σε τοπική σχέση μαζί του. Δηλαδή για τους ενδιάμεσους ΣΔ των ερωτηματικών προτάσεων της Σκωτσέζικης, οι οποίοι έχουν φωνολογικό περιεχόμενο, ισχύουν τα ίδια που ισχύουν και για τους ΣΔ των ερωτηματικών κύριων προτάσεων, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν φωνολογικό περιεχόμενο: και οι δύο έχουν ισχυρά ερωτηματικά χαρακτηριστικά και, συνεπώς, οι ερωτηματικές φράσεις πρέπει να περάσουν ή/και να σταματήσουν από τον Χαρακτηριστή και των δύο. Φαίνεται όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει μόνο για τα Σκωτσέζικα τελικά.

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, και η Ελληνική προσφέρει ενδείξεις για το ότι η μετακίνηση ερωτηματικών φράσεων από εξαρτημένες προτάσεις περνάει από τον ενδιάμεσο ΣΔ. Αυτές οι ενδείξεις έχουν να κάνουν με τη θέση του Ρήματος σε σχέση με το Υποκείμενο στις εξαρτημένες προτάσεις. Όπως επισημάναμε στην ενότητα 2.1 αυτού του κεφαλαίου, σε ερωτηματικές προτάσεις αντικειμένου το Ρήμα έχει διαφορετική θέση σε σχέση με το υποκείμενο απ’ ό,τι έχει στις αντίστοιχες καταφατικές. Συγκεκριμένα, στην ερωτηματική πρόταση (17β) το Ρήμα είναι πριν από το Υποκείμενο, ενώ στην καταφατική από την οποία προέρχεται, δηλ., στην (17α), είναι μετά το Υποκείμενο. Αυτό συμβαίνει επειδή στις ερωτηματικές προτάσεις το Ρήμα μετακινείται στον ΣΔ με αποτέλεσμα στις ερωτήσεις αντικειμένου να προκύπτει η σειρά (ερωτηματική φράση) Αντικείμενο – Υποκείμενο – Ρήμα, (17β).

86

(17) α. Ο Γιάννης είδε τη Μαρία β. Ποιον είδε ο Γιάννης <ποιον>; γ. *Ποιον ο Γιάννης είδε <ποιον>;

Βλέπουμε ότι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις σύνθετες ερωτηματικές προτάσεις, όπως αυτές στο (18). Ας επικεντρωθούμε στη δευτερεύουσα πρόταση «... ότι η Μαρία είδε τον Κώστα». Βλέπουμε στην (18α), η οποία είναι καταφατική πρόταση, ότι το Ρήμα «είδε» είναι πριν από το Υποκείμενο «η Μαρία», όπως αναμένεται από τις καταφατικές προτάσεις της Ελληνικής. Στην (18β) όμως, στην οποία το αντικείμενο της εξαρτημένης πρότασης έχει μετακινηθεί στην αρχή της κύριας, το Ρήμα «είδε» είναι μετά το Υποκείμενο «η Μαρία». Μάλιστα, όπως δείχνει η αντιγραμματική (18γ), σε καμία περίπτωση το Ρήμα δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι μετά το Υποκείμενο.

(18) α. Ο Γιάννης είπε [ότι η Μαρία είδε τον Κώστα]

β. Ποιον είπε ο Γιάννης [ότι είδε η Μαρία <ποιον>;] γ. *Ποιον ο Γιάννης είπε [ότι η Μαρία είδε <ποιον>;]

Θεωρούμε λοιπόν ότι η θέση του Ρήματος σε σχέση με το υποκείμενο της εξαρτημένης πρότασης είναι διαφορετική στις ερωτηματικές προτάσεις επειδή το Ρήμα (για την ακρίβεια ο Χρόνος στον οποίον βρίσκεται το Ρήμα, βλέπε υποσημείωση 2) μετακινείται μέχρι τον ΣΔ της εξαρτημένης πρότασης, κι έτσι εμφανίζεται πριν από το υποκείμενο. Γιατί όμως μετακινείται το Ρήμα της εξαρτημένης πρότασης μέχρι τον ΣΔ της εξαρτημένης πρότασης; Προφανώς, επειδή και αυτός ο ΣΔ είναι όπως και ο ΣΔ των κύριων ερωτηματικών προτάσεων. Αφού λοιπόν ο ΣΔ των εξαρτημένων προτάσεων είναι όπως ο ΣΔ των κύριων ερωτηματικών προτάσεων, σημαίνει ότι έχει ερωτηματικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι μη ερμηνεύσιμα και πρέπει να τα ταιριάξει με άλλα ερμηνεύσιμα, ώστε να επαληθευτούν και να διαγραφούν. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Σε προτάσεις όπως η (18) η ερωτηματική φράση «ποιον», η οποία μετακινείται από τη θέση αντικειμένου της εξαρτημένης πρότασης σταματάει πρώτα στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ της εξαρτημένης πρότασης και συνεχίζει μέχρι τον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ της κύριας πρότασης και παραμένει εκεί. Ακολουθεί δηλ., την πορεία που βλέπουμε στο (14α).

Συνεπώς, όπως η εναλλαγή του ΣΔ στις εξαρτημένες προτάσεις της Σκωτσέζικης, έτσι και το φαινόμενο της αντιστροφής Ρήματος – Υποκειμένου στις εξαρτημένες προτάσεις της Ελληνικής, μας δίνει επιχειρήματα για το ότι η μετακίνηση ερωτηματικών φράσεων από εξαρτημένες προτάσεις διέρχεται από τους ενδιάμεσους ΣΔ. Αυτό σημαίνει ότι σε ερωτήσεις που εμπλέκουν μετακίνηση ερωτηματικής φράσης από εξαρτημένη πρόταση, η ερωτηματική φράση ακολουθεί την πορεία που βλέπουμε στο (14α), δηλ., γίνεται σε δύο βήματα, ή και περισσότερα αν είναι περισσότερες οι εξαρτημένες προτάσεις. Κλείνοντας, να προσθέσουμε – αν και θα επανέρθουμε σε αυτό το θέμα στο τέλος αυτού του κεφαλαίου – ότι η μετακίνηση της ερωτηματικής φράσης από τους ενδιάμεσους ΣΔ των εξαρτημένων προτάσεων των γλωσσών που είδαμε γίνεται επειδή τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του κύριου ΣΔ είναι ισχυρά και δεν είναι δυνατόν να επαληθευτούν, και, συνεπώς, να διαγραφούν, από τα χαρακτηριστικά της ερωτηματικής φράσης όταν αυτή βρίσκεται ‘μακριά’.

2.3 Διαγλωσσικές Διαφοροποιήσεις Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι μετακινήσεις των ερωτηματικών φράσεων προκαλούνται από τα μη ερμηνεύσιμα και ισχυρά χαρακτηριστικά του ΣΔ, [uερ*]. Αφού τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά χωρίζονται σε ισχυρά και ασθενή, και τα πρώτα διαφέρουν από τα δεύτερα ως προς το ότι θα πρέπει να επαληθεύονται σε τοπική σχέση με τα ίδια χαρακτηριστικά κάποιου άλλου στοιχείου, με αποτέλεσμα να προκαλείται μετακίνηση, θα πρέπει να περιμένουμε να συναντήσουμε και περιπτώσεις στις οποίες τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του ΣΔ είναι ασθενή, με συνέπεια οι ερωτηματικές φράσεις να μην μετακινούνται στην αρχή της πρότασης.

Να επαναλάβουμε ότι τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του ΣΔ είναι μη ερμηνεύσιμα σε όλες τις γλώσσες και τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά των ερωτηματικών φράσεων, π.χ., «ποιος», «τι», «πότε», κλπ., είναι ερμηνεύσιμα επίσης σε όλες τις γλώσσες. Αντίθετα, το αν τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του

87

ΣΔ είναι ισχυρά ή ασθενή μπορεί να διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Στις γλώσσες που είδαμε ως τώρα τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του ΣΔ ήταν ισχυρά, γι αυτό και προκαλείται μετακίνηση των ερωτηματικών φράσεων στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, με συνέπεια να βλέπουμε τις ερωτηματικές φράσεις στην αρχή της πρότασης, δηλ.,

(19) Τι αγόρασε ο Γιάννης;

Υπάρχουν όμως γλώσσες, μεταξύ των οποίων η Ιαπωνική και η Κορεάτικη, στις οποίες τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του ΣΔ είναι ασθενή κι έτσι δεν προκαλείται ορατή μετακίνηση των ερωτηματικών φράσεων στον Χαρακτηριστή του ΣΔ. Συνέπεια αυτής της διαφοράς είναι η ερωτηματική φράση αντικειμένου, «mwuessul», της παρακάτω πρότασης από την Κορεατική να είναι στην ίδια θέση με την αντίστοιχη ΟΦ της καταφατικής πρότασης «aiskhulimul», αντί να μετακινείται στην άκρη της πρότασης. Να υπενθυμίσουμε ότι η ουδέτερη σειρά των όρων της Κορεάτικης πρότασης είναι: Υποκείμενο – Αντικείμενο – Ρήμα.

(20) Johnun aiskhulimul mekessta. John-θέμα παγωτό-αιτ. έφαγε-κατάφαση ‘Ο John έφαγε παγωτό.’

(21) Johnun mwuessul mekessni? John-θέμα τι-αιτ. έφαγε-ερώτηση ‘Τι έφαγε ο John?’

Να διευκρινίσουμε πως το γεγονός ότι η ερωτηματική φράση στην Κορεάτικη δεν μετακινείται στην άκρη της πρότασης, δεν έχει σχέση με το ότι η σειρά των όρων της πρότασης είναι Υποκείμενο – Αντικείμενο – Ρήμα, αλλά με το ότι ο ερωτηματικός ΣΔ της Κορεάτικης έχει ασθενή ερωτηματικά χαρακτηριστικά. Απόδειξη γι αυτό είναι ότι στην Τούρκικη, στην οποία η ουδέτερη σειρά των όρων είναι επίσης Υποκείμενο – Αντικείμενο – Ρήμα, στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας οι ερωτηματικές φράσεις εμφανίζονται στην αρχή της πρότασης. Ο ερωτηματικός ΣΔ της Τούρκικης δηλαδή έχει, όπως και αυτός της Ελληνικής, ισχυρά μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά, τα οποία προκαλούν μετακίνηση των ερωτηματικών φράσεων στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, (23). Αντίθετα από την Ελληνική όμως, η σειρά των όρων της Τουρκικής είναι όπως και στην Κορεάτικη, δηλ., Υποκείμενο – Αντικείμενο – Ρήμα, (22).

(22) Murat dondurma yedi Μουράτ παγωτό έφαγε ‘Ο Μουράτ έφαγε παγωτό.’ (23) Ne yedi Murat? τι έφαγε Μουράτ ‘Τι έφαγε ο Μουράτ;’3

Βλέπουμε λοιπόν στο παράδειγμα (23) ότι η ερωτηματική φράση αντικειμένου «ne» μετακινείται στην αρχή της πρότασης, προφανώς στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, σε αντίθεση με την ερωτηματική φράση αντικειμένου «mwuessul» της Κορεάτικης, (21), η οποία εμφανίζεται στην ίδια θέση με την ΟΦ στην αντίστοιχη καταφατική πρόταση, (20).

88

3 Οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας στις γλωσσικές διαταραχές

Είναι γνωστό από την έρευνα στη κατάκτηση της γλώσσας ότι οι ερωτηματικές προτάσεις δεν καθυστερούν να εμφανιστούν στη γλώσσα των παιδιών, ανεξάρτητα από τη γλώσσα του περιβάλλοντός τους (βλέπε Guasti 2000 για πολλές σχετικές αναφορές). Παρόλα αυτά, οι ερωτηματικές προτάσεις αποτελούν προβληματικές περιοχές για μία σειρά από διαταραχές. Ήδη σε προηγούμενα κεφάλαια αναφέραμε τα προβλήματα που έχουν οι αγραμματικοί ως προς τα πιο υψηλά μέρη της προτασιακής δομής, με συνέπειες, μεταξύ άλλων, και για την παραγωγή των ερωτήσεων (κεφάλαιο 3, ενότητα 2.1.1). Θυμηθείτε ότι η Friedmann (2002) ήταν αυτή που επεσήμανε ότι οι αγραμματικοί συχνά αφήνουν την ερωτηματική λέξη στο τέλος της πρότασης ή παράγουν απλά και μόνο μία ερωτηματική λέξη, αντί για την πρόταση ολόκληρη, υποστηρίζοντας έτσι την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου.

Ας πούμε καταρχάς κάποια πράγματα για τα είδη των ερωτηματικών Φράσεων που συμμετέχουν στις ερωτηματικές προτάσεις. Πρόκειται για διαχωρισμό για τον οποίο δεν έχουμε μιλήσει ακόμη και ο οποίος έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα σημαντικός στις περιπτώσεις των διαταραχών, αλλά και της πρώιμης γλώσσας. Προσοχή: δεν μιλάμε για είδη ερωτηματικών προτάσεων, αλλά για είδη ερωτηματικών Φράσεων. Υπάρχουν λοιπόν δύο τέτοια είδη ερωτηματικών Φράσεων: οι απλές, όπως οι (24α), και οι σύνθετες, όπως οι (24β).4

(24) α. Ποιον είδες, Ποιος ήρθε, Τι έφαγες, κλπ.

β. Ποιον καθηγητή συνάντησες, Ποιος φοιτητής ήρθες; Τι παγωτό έφαγες; Αρκετά νωρίς στη γλωσσολογική θεωρία, παρατηρήθηκε ότι οι σύνθετες ερωτηματικές φράσεις

δίνουν κάποιους ‘βαθμούς ελευθερίας’ που δεν μπορούν να δώσουν οι απλές. Παρατηρήθηκε δηλαδή ότι ενώ προτάσεις με πολλαπλές απλές ερωτηματικές φράσεις, όπως η (25α), δεν είναι αποδεκτές, αν αντικαταστήσουμε τις απλές ερωτηματικές φράσεις με σύνθετες, (25β), το αποτέλεσμα βελτιώνεται (Pesetsky 1987, Cinque 1990). Έχουν δοθεί μία σειρά από ερμηνείες ως προς αυτές τις διαφοροποιήσεις και παραπέμπουμε στους Alexopoulou & Keller (2013) για μία καλή πρόσφατη επισκόπηση.

(25) α. *Ποιος τι αγόρασε;

β. ?Ποιο αυτοκίνητο ποιος βουλευτής αγόρασε;

Παρ’ όλα αυτά, ο Avrutin (2000) βρήκε ότι, σε αντίθεση ίσως από αυτό που θα περίμενε κανείς μετά τα παραπάνω, τόσο τα μικρά παιδιά, όσο και οι αγραμματικοί με μητρική γλώσσα την Αγγλική έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς την κατανόηση των σύνθετων ερωτηματικών φράσεων, απ’ ό,τι των απλών. Αυτό το εύρημα το απέδωσε στο γεγονός ότι οι σύνθετες ερωτηματικές φράσεις απαιτούν τόσο χρήση της σύνταξης, όσο και σύνδεση με το περικείμενο κι αυτό τις κάνει πιο απαιτητικές, από πλευράς συνολικών γνωστικών ικανοτήτων οι οποίες πρέπει να συνδυαστούν ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, όταν ρωτάει κανείς «ποιο παιδί» θα πρέπει να έχει αναφερθεί κάτι για κάποιο παιδί στο περικείμενο, σε αντίθεση με το «ποιος», το οποίο δεν προϋποθέτει κάτι τέτοιο. Να σημειωθεί όμως ότι αυτός ο βαθμός δυσκολίας εμφανίζεται κυρίως στις σύνθετες ερωτήσεις αντικειμένου, και όχι ιδιαίτερα στις ερωτήσεις υποκειμένου, ως προς τις οποίες σε γενικές γραμμές τα παιδιά δείχνουν καλή απόδοση, ανεξάρτητα από το αν περιέχουν απλές ή σύνθετες ερωτηματικές φράσεις. Για να μη δημιουργηθούν παρανοήσεις ως προς το τι εννοούμε με το κάθε είδος πρότασης, ας δώσουμε αντιπροσωπευτικά παραδείγματα:

(26) α. Ποιος <ποιος> έφαγε το παγωτό; (Απλή ερωτηματική φράση υποκειμένου) β. Τι έφαγε το παιδί <τι>; (Απλή ερωτηματική φράση αντικειμένου)

γ. Ποιο παιδί <ποιο παιδί> έφαγε το παγωτό; (Σύνθετη ερωτηματική φράση υποκειμένου)

89

δ. Ποιο παγωτό έφαγε το παιδί <ποιο παγωτό>; (Σύνθετη ερωτηματική φράση αντικειμένου)

Δύο πρώτα πολύ κατατοπιστικά άρθρα για την Ελληνική ειδικότερα, τόσο ως προς τα ευρήματά τους, όσο και ως προς την εκτενή βιβλιογραφία που περιλαμβάνουν γι αυτό το θέμα, είναι αυτά των Stavrakaki (2006) και Fyndanis et al. (2010). Το πρώτο μελετά τις ερωτήσεις μερικής άγνοιας στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή και το δεύτερο, μεταξύ άλλων, τις ερωτήσεις μερικής άγνοιας στον αγραμματισμό.

Η Σταυρακάκη μελέτησε την παραγωγή ερωτηματικών προτάσεων υποκειμένου και αντικειμένου, τόσο με απλές όσο και με σύνθετες ερωτηματικές φράσεις. Παραθέτουμε πιο κάτω ενδεικτικά παραδείγματα από τις προτάσεις που έδωσε στα παιδιά, (27), καθώς και τα αποτελέσματα που πήρε, (28):

(27) α. Ποιος έσπρωξε τον ελέφαντα; (Απλή υποκειμένου, α) β. Ποιόν έσπρωξε ο ελέφαντας; (Απλή αντικειμένου, β) γ. Ποια μαϊμού έσπρωξε τον ελέφαντα; (Σύνθετη υποκειμένου, γ)

δ. Ποια μαϊμού έσπρωξε ο ελέφαντας; (Σύνθετη αντικειμένου, δ)

Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 7 παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή τα οποία αξιολογήθηκαν με πείραμα εκμαίευσης ερωτηματικών προτάσεων δύο φορές, δηλ., στη φάση Α και τη φάση Β φάση. Οι δύο φάσεις αξιολόγησης απείχαν μεταξύ τους 5 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο τα παιδιά παρακολουθούσαν συνεδρίες λογοθεραπείας. Η ηλικία των παιδιών την πρώτη φορά ήταν από 6;1 έως 10;0 (Μ=8;1). Τα αποτελέσματα αφορούν σωστές απαντήσεις.

(28) Α Β α. Ποιος έσπρωξε τον ελέφαντα; 52% 71% β. Ποιόν έσπρωξε ο ελέφαντας; 7% 54%

γ. Ποια μαϊμού έσπρωξε τον ελέφαντα; 66% 99% δ. Ποια μαϊμού έσπρωξε ο ελέφαντας; 19% 64% Βλέπουμε ότι στην Α φάση τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή έχουν σχετικά χαμηλές

αποδώσεις σε όλες τις κατηγορίες προτάσεων. Όμως οι ερωτήσεις υποκειμένου (α, γ) είναι κατά πολύ καλύτερες από τις ερωτήσεις αντικειμένου (β, δ), και στις δύο φάσεις, όπως εξάλλου είναι αναμενόμενο από αυτά που είπαμε πιο πριν. Από την άλλη πλευρά όμως, οι σύνθετες ερωτήσεις, τόσο υποκειμένου (γ) όσο και αντικειμένου (δ), έχουν καλύτερη απόδοση από τις αντίστοιχες απλές (α, β). Η Stavrakaki δεν συζήτησε τα αποτελέσματα της έρευνάς της ως προς αυτήν τη διάσταση, αλλά έχει ενδιαφέρον να αναλογιστεί κανείς τους λόγους για τους οποίους δεν παρουσιάζεται η αναμενόμενη διαφοροποίηση μεταξύ απλών και σύνθετων ερωτήσεων, ή, για την ακρίβεια, παρουσιάζεται, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι τα ευρήματα που οδήγησαν τον Avrutin (2000) στους ισχυρισμούς που παραθέσαμε νωρίτερα, και που δεν επιβεβαιώνονται από την παραπάνω μελέτη, προέρχονται από δοκιμασίες κατανόησης και δεν αφορούν παιδιά με ΕΓΔ, αλλά παιδιά με τυπική γλωσσική ανάπτυξη, μικρότερης ηλικίας.

Από την άλλη πλευρά, σε μία πιο πρόσφατη μελέτη, οι Varlokosta & Pantoula (2013) βρήκαν ότι οι ερωτήσεις αντικειμένου ήταν όντως πιο δύσκολες από τις ερωτήσεις υποκειμένου για τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, αλλά μόνο όσον αφορά αυτές με απλές ερωτηματικές φράσεις. Δεν υπήρχαν σημαντικά περισσότερα προβλήματα στις ερωτήσεις με σύνθετες απ’ ό,τι με απλές ερωτηματικές φράσεις, χωρίς να σημαίνει ότι ήταν καλύτερες (συγκεκριμένα, οι απλές υποκειμένου ήταν λίγο καλύτερες από τις σύνθετες υποκειμένου, και οι απλές αντικειμένου λίγο χειρότερες από τις σύνθετες αντικειμένου). Τα παιδιά που μελέτησαν οι Varlokosta & Pantoula ήταν 12 στο σύνολο, ηλικίας 5;6 έως 8;5 (Μ=6;8) και η δοκιμασία που τους χορηγήθηκε, όπως και αυτή της Stavrakaki (2006), ήταν δοκιμασία εκμαίευσης/παραγωγής προτάσεων. Προσέξτε και πάλι, ότι, σε αντίθεση με την προηγούμενη μελέτη, δεν υπήρξε χειρότερη απόδοση στις ερωτήσεις με σύνθετες ερωτηματικές φράσεις. Προσέξτε επίσης ότι δεν

90

έχουμε πει τίποτα ακόμη γιατί οι ερωτήσεις αντικειμένου παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα από τις ερωτήσεις υποκειμένου.5

Οι Fyndanis et al. (2010) μελέτησαν τη συμπεριφορά τριών αγραμματικών, ως προς την παραγωγή και την κατανόηση ερωτηματικών προτάσεων. Εξέτασαν ερωτήσεις υποκειμένου και ερωτήσεις αντικειμένου, αλλά μόνο με απλές ερωτηματικές φράσεις. Εξέτασαν επίσης και ερωτήσεις προσαρτημάτων, συγκεκριμένα, ερωτηματικές προτάσεις που αρχίζουν με «πού» και «πότε». Όπως είναι αναμενόμενο, οι συμμετέχοντες με αγραμματισμό τα πήγαν καλύτερα στην κατανόηση απ’ ό,τι στην παραγωγή. Παρακάτω παραθέτουμε αποτελέσματα παραγωγής, συγκεκριμένα, τις λάθος απαντήσεις των δύο από τους τρεις αγραμματικούς, #1 και #2.

(28) #1 #2

Υποκείμενο 50% 0% Αντικείμενο 55% 18% Προσαρτήματα 73% 67%

Βλέπουμε ότι οι δύο αγραμματικοί τα πήγαν καλύτερα στις ερωτήσεις ορίσματα (υποκείμενο,

αντικείμενο) απ’ ό,τι στις ερωτήσεις προσαρτήματα. Όμως δεν υπήρξαν διαφορές μεταξύ ερωτήσεων υποκειμένου και αντικειμένου, αντίθετα με το τι θα περίμενε κανείς ίσως, δεδομένου του ότι ο ισχυρισμοί του Avrutin αφορούσαν σύνθετες ερωτηματικές προτάσεις. Η έλλειψη διαφοροποίησης αποδόθηκε στο ότι ο ΣΔ δείκτης είναι ελλειμματικός, άρα, είναι το ίδιο ελλειμματικός τόσο για τις μετακινήσεις υποκειμένων όσο και για τις μετακινήσεις αντικειμένων.

Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: γιατί οι ερωτήσεις των προσαρτημάτων, δηλ., ερωτήσεις που χρησιμοποιούν ερωτηματικές φράσεις όπως «πού», «πότε», κλπ., είναι περισσότερο προβληματικές; Αν αυτό που φταίει είναι ο ΣΔ, θα περιμέναμε να θέτει τα ίδια προβλήματα σε όλες τις ερωτήσεις. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η χειρότερη συμπεριφορά ως προς αυτού του είδους τη μετακίνηση εξηγείται από τη συντακτική θεωρία, η οποία έχει δει και έχει περιγράψει συστηματικά διάφορα αντιγραμματικά αποτελέσματα που προκύπτουν σε περιπτώσεις μετακινήσεων μέσα από κάποιο προσάρτημα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το παρακάτω, το οποίο θα συζητήσουμε πάλι στην τελευταία ενότητα αυτού του κεφαλαίου.

(29) α. Η Μαρία είχε φύγει [πριν δει τον Γιάννη]. β. *Ποιον είχε φύγει η Μαρία [πριν δει <ποιον>];

Βλέπουμε στο προηγούμενο ζεύγος προτάσεων ότι, αν και η (29α) είναι μία καθ’ όλα γραμματική πρόταση, δεν είναι γραμματικό να μετακινηθεί μία ΟΦ μέσα από το προσάρτημα της κύριας πρότασης, συγκεκριμένα, το αντικείμενο του Ρήματος «δει». Οι λόγοι που καθιστούν τέτοιες μετακινήσεις αντιγραμματικές έχουν μελετηθεί πολύ από τη θεωρητική σύνταξη και θα μπορούσαν πιθανώς να εξηγήσουν και τη συμπεριφορά των αγραμματικών της μελέτης των Fyndanis et al. (2010) ως προς τις ερωτήσεις προσαρτημάτων, αν και οι δομές που μελέτησαν οι Fyndanis et al. δεν είναι ακριβώς ίδιες με αυτές στην (29β), παρ’ ό,τι επίσης προσαρτήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, δομές όπως οι (29) θα μπορούσαν ίσως να δώσουν χρήσιμες κατευθύνσεις.

3.1 Η ερμηνεία των προβλημάτων ως προς τις ερωτήσεις αντικειμένου Αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι οι ερωτήσεις αντικειμένου παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα για τους αγραμματικούς, για τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά μικρότερης ηλικίας, αλλά και για τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, συγκριτικά με τις ερωτήσεις υποκειμένου. Γιατί όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μία πρώτη προσέγγιση του προβλήματος συνιστά η παρατήρηση ότι, στις ερωτήσεις αντικειμένου, το αντικείμενο μετακινείται διασχίζοντας το υποκείμενο, βλέπε (11). Ως αποτέλεσμα αυτής της μετακίνησης, αλλάζει η ‘κανονική’ σειρά των όρων της πρότασης, η οποία, φαίνεται να είναι Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο. Αντίθετα, όταν μετακινείται το υποκείμενο, (12), δεν

91

περνά πάνω από κάποια άλλη ΟΦ όρισμα, κι έτσι δεν αλλάζει η σειρά των όρων της πρότασης. Αυτός είναι και ο ισχυρισμός των Bastiaanse & von Zonneveld (1998) ως προς τα προβλήματα των αγραμματικών, ότι δηλ., εμφανίζονται προβλήματα, τόσο ως προς την παραγωγή, όσο και ως προς την κατανόηση των ερωτηματικών προτάσεων, όταν εμπλέκονται μετακινήσεις οι οποίες αλλάζουν τη γενικώς αποδεκτή ως ουδέτερη σειρά των όρων της πρότασης, δηλ., τη σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο.

Και πάλι όμως, πώς ακριβώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η δυσκολία που προκύπτει από αυτήν την αλλαγή; Επίσης, το γεγονός ότι σε γλώσσες όπως η Ελληνική, η ουδέτερη σειρά των όρων της πρότασης δεν είναι μόνο η σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο, αλλά και η σειρά Ρήμα – Υποκείμενο – Αντικείμενο (βλέπε, για παράδειγμα, Alexiadou & Anagnostopoulou 1998), επιβάλλει μία πιο καλά τεκμηριωμένη εξήγηση. Τέτοια απάντησε δόθηκε σε αρκετό ικανοποιητικό βαθμό από τον Grillo (2003, 2009). Ο Grillo θεώρησε ότι, στον πληθυσμό με τον οποίο ασχολήθηκε, δηλ., τους αγραμματικούς, το πρόβλημα με τις μετακινήσεις αντικειμένου εξηγείται από μια βασική αρχή της συντακτικής θεωρίας, τη Σχετικοποίηση της ελάχιστης απόστασης (Relativized Minimality; Rizzi 1990, 2004).6 Παρά το πομπώδες όνομά της στα Ελληνικά, αυτή η αρχή λέει κάτι σχετικά απλό. Ισχυρίζεται ότι, σε περιπτώσεις μετακίνησης, η Φράση που έχει μετακινηθεί θα πρέπει να μπορεί να συνδέεται με το ίχνος της, δηλ., με το σημείο απ’ όπου έχει ξεκινήσει. Αυτή η σύνδεση όμως δεν καθίσταται δυνατή αν παρεμβάλλεται κάποιο άλλο στοιχείο με παρόμοια χαρακτηριστικά. Αυτός είναι ο λόγος που προτάσεις όπως η (30β), για παράδειγμα, είναι αντιγραμματικές. Το «πώς» είναι ερωτηματικός τελεστής, ο οποίος πρέπει να έχει σχέση με το ίχνος του, <πώς>. Παρεμβάλλεται όμως ένα άλλο στοιχείο με παρόμοια χαρακτηριστικά, ο ερωτηματικός τελεστής «ποιος», γι αυτό και η πρόταση καταλήγει να είναι αντιγραμματική. Στην (30α) δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γι αυτό και η πρόταση είναι γραμματική.

(30) α. Πώς έλυσες το πρόβλημα <πώς>; β. *Πώς αναρωτιέσαι ποιος έλυσε το πρόβλημα <πώς> Το τι ακριβώς σημαίνει παρόμοια χαρακτηριστικά και ποια από αυτά προκαλούν προβλήματα στις

μετακινήσεις έχει αποτελέσει θέμα εκτεταμένων ερευνών, αλλά εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο από αυτά.7 Κάτι ανάλογο με τις προτάσεις (30), ή μάλλον με την πρόταση (30β) φαίνεται να συμβαίνει και με τις παρακάτω προτάσεις στους πληθυσμούς που αναφέραμε στην αρχή αυτής της ενότητας. Στην ερώτηση αντικειμένου (31α), η ΟΦ «ελέφαντας» παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ερωτηματική Φράση «ποιον» ή «ποιον πίθηκο» και το ίχνος της στο σημείο <…>. Αντίθετα, στην ερώτηση υποκειμένου, (31β), δεν παρεμβάλλεται κάποια ΟΦ ανάμεσα στην ερωτηματική Φράση «ποιος» ή «ποιος πίθηκος» και το ίχνος της ερωτηματικής Φράσης στο σημείο <…>. Έτσι λοιπόν εξηγούνται τα προβλήματα που παρουσιάζουν προτάσεις όπως οι (31α), δηλαδή, ερωτήσεις αντικειμένου, για μία σειρά από μη τυπικούς πληθυσμούς.

(31) α. Ποιον /ποιον πίθηκο έσπρωξε ο ελέφαντας <ποιον/ποιον πίθηκο>8 β. Ποιος /ποιος πίθηκος <ποιος/ποιος πίθηκος> έσπρωξε τον ελέφαντα;

Πριν προχωρήσουμε, να διευκρινίσουμε ότι δεν έχουμε αναπαραστήσει τις παραπάνω προτάσεις με δένδρα, για λόγους ευκολίας. Δείχνουμε όμως με πλαγιαστά γράμματα τις ερωτηματικές φράσεις που έχουν μετακινηθεί, καθώς και τα ίχνη τους. Θυμηθείτε σε αυτό το σημείο ότι τα ίχνη τα συμβολίζουμε με <…> (βλέπε υποσημείωση 1). Δεν έχουμε δείξει ούτε τη μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου (δηλ., «έσπρωξε ο ελέφαντας», αντί για «ο ελέφαντας έσπρωξε»), στην (31α), πάλι για λόγους ευκολίας, κι επειδή εξάλλου δεν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς μας. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να διακρίνουμε την ερωτηματική Φράση που έχει μετακινηθεί, το ίχνος της, καθώς και την ΟΦ που παρεμβάλλεται σε αυτήν που μετακινείται και το ίχνος της, και νομίζω ότι αυτό επιτυγχάνεται στις προτάσεις (31), αλλά και σε αυτές που ακολουθούν ακόμη και χωρίς τα δενδροδιαγράμματα.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο παραπάνω ζεύγος προτάσεων. Προσέξτε ότι στην πρόταση (31α) η ΟΦ «ο ελέφαντας», η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ερωτηματική φράση «ποιον πίθηκο» και το ίχνος της, δεν είναι ερωτηματική φράση. Με άλλα λόγια, δεν βλέπουμε οι δύο ΟΦ να έχουν κάποιο κοινό

92

μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό. Άρα, γιατί να προκαλείται πρόβλημα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Σχετικοποίησης της ελάχιστης απόστασης; Σε αυτό ακριβώς το σημείο συνίσταται η συμβολή του Grillo (2009). Για την ακρίβεια ήδη από το (2003) ο Grillo ισχυρίζεται ότι οι αγραμματικοί, και προφανώς και άλλες ευπαθείς ομάδες, έχουν πρόβλημα με την περιοχή του ΣΔ, κι έτσι οι ερωτηματικές φράσεις τους δεν έχουν ερωτηματικά χαρακτηριστικά. Παρόλα αυτά, χρειάζεται να συνδέονται με το ίχνος τους. Επειδή όμως δεν έχουν ερωτηματικά χαρακτηριστικά, είναι απλές ΟΦ, δηλ., παρόμοιες με τις ΟΦ που παρεμβάλλονται. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση της (31α) η ερωτηματική Φράση «ποιον» ή «ποιον πίθηκο» και η ΟΦ «τον ελέφαντα» δεν έχουν ερωτηματικά χαρακτηριστικά, κι έτσι η δεύτερη παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πρώτες που έχουν μετακινηθεί και το ίχνος τους. Στην (31α), από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν τέτοιες παρεμβολές, γι αυτό και οι αγραμματικοί δεν έχουν προβλήματα. Αυτή η λογική μπορεί να εξηγήσει και τα ευρήματα της Stavrakaki (2006), σύμφωνα με τα οποία και τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή έχουν χαμηλότερη συμπεριφορά στις ερωτήσεις αντικειμένου, παρά στις ερωτήσεις υποκειμένου, αντίθεση την οποία αποφύγαμε να εξηγήσουμε προηγουμένως.

Σε συνέχεια των παραπάνω, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι ακόμη πιο πρόσφατες μελέτες βρίσκουν ότι όσο πιο ‘παρόμοια’ είναι η ερωτηματική φράση που έχει μετακινηθεί με την ΟΦ που παρεμβάλλεται, τόσο πιο έντονα είναι τα προβλήματα που παρουσιάζονται. Αντίθετα, όσο πιο διαφορετικά είναι τα χαρακτηριστικά της ΟΦ που παρεμβάλλεται από την ερωτηματική φράση που έχει μετακινηθεί, τόσο λιγότερα είναι τα λάθη. Κι αυτό συμβαίνει ως προς μία σειρά από χαρακτηριστικά τους, όχι μόνο τα ερωτηματικά (βλέπε υποσημείωση 7).

(32) α. Ποιους ελέφαντες έσπρωξε ο πίθηκος <ποιους ελέφαντες>; β. Ποιον ελέφαντα έσπρωξε ο πίθηκος <ποιον ελέφαντα>;

Οι δύο παραπάνω προτάσεις, για παράδειγμα, διαφέρουν από την άποψη ότι η ερωτηματική φράση «ποιους ελέφαντες» είναι πληθυντικού αριθμού, ενώ η ΟΦ «ο πίθηκος», η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτήν και το ίχνος της, είναι ενικού στην (32α). Αντίθετα, στην (32β) η ερωτηματική φράση «ποιον ελέφαντα» είναι ενικού αριθμού και η ΟΦ «ο πίθηκος», η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτήν και το ίχνος της, είναι επίσης ενικού αριθμού. Δηλαδή, στην (32β), η ΟΦ που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτήν που μετακινήθηκε και το ίχνος της είναι πιο ‘ίδια’ με αυτήν απ’ ό,τι στην (32α). Έτσι αναμένονται περισσότερα προβλήματα στην (32β) απ’ ό,τι στην (32α), πράγμα που όντως έχει βρεθεί να ισχύει για παιδιά με μητρική γλώσσα την Ιταλική (Adani et al. 2010). Κάτι ανάλογο έχει βρεθεί και σε άλλες περιπτώσεις για την παιδική γλώσσα (Friedmann et al. 2009, και Belletti et al. 2012). Η τελευταία μελέτη μάλιστα περιλαμβάνει και προτάσεις στις οποίες το στοιχείο που παρεμβάλλεται διαφέρει ως προς το Γένος. Σε ζευγάρια όπως το παρακάτω, η (33α) παρουσιάζει περισσότερα προβλήματα απ’ ό,τι η (33β), επειδή η ερωτηματική φράση «ποια κυρία» δεν διαφέρει από την ΟΦ που παρεμβάλλεται, «η μαγείρισσα», ως προς το Γένος. Να σημειωθεί ότι, όσον αφορά τα παιδιά με τυπική γλωσσική εξέλιξη, τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις και προβλήματα εμφανίζονται μέχρι την ηλικία των έξη ετών περίπου. Δηλαδή μέχρι αυτήν την ηλικία πάνω-κάτω τα τυπικά παιδιά αναμένεται να έχουν προβλήματα με προτάσεις του τύπου (33α), αλλά όχι του τύπου (33β).

(33) α. Ποια κυρία έσπρωξε η μαγείρισσα <ποια κυρία>;

β. Ποια κυρία έσπρωξε ο μάγειρας <ποια κυρία >; Σε αυτό ακριβώς το μήκος κύματος οι Varlokosta et al. (2015), σε μία εκτενή μελέτη κατανόησης

ερωτηματικών (και αναφορικών) προτάσεων Ελληνόφωνων παιδιών από 4;0 μέχρι 6;4 ετών, βρήκαν ενδιαφέρουσες διαφορές ως προς τις αποδόσεις τους. Οι ερευνήτριες μελέτησαν τη μετακίνηση μίας σύνθετης ερωτηματική φράσης, (34α), και δύο απλών, (34β)-(34γ). Είδαμε ήδη στην υποσημείωση 5, ότι τα παιδιά είχαν σημαντικά χαμηλότερες αποδόσεις σε προτάσεις όπως η (34α), απ’ ό,τι η (34β), κάτι που περιμένει κανείς μετά τους ισχυρισμούς του Avrutin (2000). Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι τα παιδιά είχαν καλύτερες αποδόσεις σε προτάσεις με απλές ερωτηματικές φράσεις όπως η (34γ), απ’ ό,τι με απλές

93

ερωτηματικές φράσεις όπως η (34β); Γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεδομένου του ότι και τα δύο είδη προτάσεων περιέχουν απλές ερωτηματικές φράσεις;

(34) α. Ποιον γιατρό τραβά ο αθλητής <ποιον γιατρό>; β. Ποιον τραβά ο αθλητής <ποιον>; γ. Τι τραβά ο αθλητής <τι>;

Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του «ποιον» στην (34β) είναι πιο παρόμοια με αυτά του «ο αθλητής», απ’ ό,τι τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του «τι» στο (34γ) με αυτά του «ο αθλητής». Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός ότι η ερωτηματική φράση «ποιον» έχει χαρακτηριστικά προσώπου, γένους και αριθμού, ακριβώς όπως και η ΟΦ «ο αθλητής», γι αυτό και η ΟΦ «ο αθλητής» παρεμποδίζει τη σύνδεση του «ποιος» με το ίχνος του. Αντίθετα, η ερωτηματική φράση «τι» δεν έχει κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, κι έτσι είναι αρκετά ανόμοια με την ΟΦ «ο αθλητής», η οποία και δεν παρεμποδίζει τη σύνδεση με το ίχνος της. Μας δείχνoυν λοιπόν τα παραπάνω ευρήματα έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο η ομοιότητα των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών μεταξύ ενός στοιχείου που μετακινείται και κάποιου άλλου στοιχείου μου βρίσκεται στο δρόμο του μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη μετακίνηση.

Όπως μάλλον θα περίμενε κανείς, σε δύο εκτενείς μελέτες τους που διεξήχθησαν περίπου την ίδια περίοδο οι Varlokosta et al. (2014) και Nerantzini et al. (2014) μελετούν τις ερωτηματικές προτάσεις και των Ελληνόφωνων αγραμματικών. Σκοπός τους είναι, μεταξύ άλλων, να διαπιστώσουν κατά πόσον τα ελλείμματα που προκύπτουν επιβεβαιώνουν ή όχι τη θεωρία της Σχετικοποίηση της Ελάχιστης Απόστασης, όπως αυτή προτάθηκε από τον Grillo (2003, 2009) για τον αγραμματισμό. Σε αυτές τις μελέτες χρησιμοποίησαν τα τρία είδη ερωτηματικών προτάσεων που είδαμε στο (34), δηλ., «ποιος+ΟΦ», «ποιος», και «τι», τόσο σε ερωτήσεις αντικειμένου, όπως οι προτάσεις (34), όσο και σε ερωτήσεις υποκειμένου. Διερεύνησαν τόσο την παραγωγή, όσο και την κατανόηση των αγραμματικών ως προς αυτές τις προτάσεις και βρήκαν περισσότερα προβλήματα στις απλές ερωτήσεις αντικειμένου με το «ποιος», σε σχέση με τις αντίστοιχες ερωτήσεις υποκειμένου, αλλά μόνο ως προς την παραγωγή τους. Με άλλα λόγια, στην κατανόηση δεν προέκυψε ασυμμετρία υποκειμένου-αντικειμένου ως προς τις ερωτηματικές προτάσεις με την ερωτηματική φράση «ποιος». Από την άλλη πλευρά, βρέθηκε ασυμμετρία υποκειμένου-αντικειμένου στις ερωτηματικές προτάσεις με σύνθετες ερωτηματικές φράσεις, ως προς την κατανόηση. Τέλος, δεν υπήρξε ασυμμετρία υποκειμένου-αντικειμένου στις προτάσεις με τις απλές ερωτηματικές φράσεις με «τι», ούτε ως προς την παραγωγή, ούτε ως προς την κατανόηση. Ως προς το αν οι αγραμματικοί τα πήγαν χειρότερα στην κατανόηση προτάσεων με σύνθετες ερωτηματικές φράσεις, αυτό πράγματι συνέβη και μάλιστα με τις ερωτήσεις αντικειμένου, ακριβώς όπως συνέβη και με τα παιδιά στη μελέτη των Varlokosta et al. (2015). Μόνο που αγραμματικοί είχαν πολύ χαμηλότερα ποσοστά σωστών απαντήσεων, αν συγκρίνουμε με τα ποσοστά των παιδιών στην υποσημείωση 5. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά σωστών απαντήσεων των αγραμματικών στις ερωτήσεις αντικειμένου με σύνθετες ερωτηματικές φράσεις ήταν 34%, ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες, η χαμηλότερη απόδοση ήταν 70%. Καταλήγοντας, βλέπουμε ότι οι μελέτες της Ελληνικής που αναφέραμε επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό ότι τα ελλείμματα των μη τυπικών πληθυσμών διέπονται από τη Σχετικοποίηση της Ελάχιστης Απόστασης, αφού εμφανίζονται σε γενικές γραμμές περισσότερα προβλήματα όταν η ΟΦ που μετακινείται διασχίζει κάποια άλλη με την οποία έχει κοινά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, όπως θα δούμε και πιο κάτω, όσο περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά έχουν οι δύο ΟΦ τόσο περισσότερα προβλήματα δημιουργούνται.

4 Αναφορικές προτάσεις

Σ’ αυτήν την ενότητα θα αναφερθούμε σε ένα άλλο είδος προτάσεων που επίσης εμπλέκουν μετακίνηση τύπου Α’, δηλ., μετακίνηση που καταλήγει στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, θέση στην οποία δεν αποδίδεται θεματικός ρόλος. Είναι οι γνωστές μας αναφορικές προτάσεις. Οι αναφορικές προτάσεις μπορεί να είναι

94

αναφορικές προτάσεις αντικειμένου, (35), ή αναφορικές προτάσεις υποκειμένου, (36). Δίνουμε δενδροδιαγράμματα και για τα δύο είδη και παραπέμπουμε να συγκρίνετε τις ομοιότητές τους με τα δένδρα (11) και (12) αντίστοιχα, τα οποία αναπαριστούν απλές ερωτηματικές προτάσεις αντικειμένου και υποκειμένου. Στην πρώτη περίπτωση, (35), το αντικείμενο «το παγωτό» μετακινείται στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, και στη δεύτερη το υποκείμενο, (36). Αυτήν τη φορά όμως, σε αντίθεση με τις ερωτήσεις, ο ΣΔ είναι κατειλημμένος από τον αναφορικό τελεστή «που». Προσέξτε ότι και σε αυτήν την περίπτωση, μετακινείται το Ρήμα στον ΣΔ, με αποτέλεσμα στις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου, (35), να υπάρχει αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου, όπως και στις ερωτήσεις αντικειμένου.

(35)

‘Το παγωτό που έφαγε ο Γιάννης…’ (36)

‘Ο άνθρωπος που έφαγε ένα παγωτό…’

Όπως μπορείτε να φανταστείτε, οι αγραμματικοί, αλλά και άλλες μη τυπικές ομάδες, έχουν περισσότερα προβλήματα με τις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου, παρά με τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου.

95

Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί για τα προβλήματα των αγραμματικών είναι ακριβώς οι ίδιες που έχουν δοθεί και για τις ερωτηματικές προτάσεις.

Οι Belletti et al. (2012), βασιζόμενοι στους ισχυρισμούς του Grillo (2003, 2009), ο οποίος βασίστηκε στη Σχετικοποίηση της Ελάχιστης Απόστασης, όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, βρίσκουν ότι το γραμματικό χαρακτηριστικό Γένος προκαλεί διαφορετική συμπεριφορά ως προς τις αναφορικές προτάσεις σε μικρά παιδιά που κατακτούν την Εβραϊκή. Συγκεκριμένα, μελέτησαν 31 παιδιά από 3;9 έως 5;5 ετών ως προς τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου ή αντικειμένου στις οποίες διαφέρουν, ή δεν διαφέρουν, οι ΟΦ που εμπλέκονται ως προς το Γένος, δηλαδή προτάσεις όπως οι παρακάτω:

(37) α. Δείξε μου τη γυναίκα που <η γυναίκα> ζωγραφίζει την κοπέλα.

(Υποκειμένου – ίδιο Γένος) β. Δείξε μου τον γιατρό που <ο γιατρός> ζωγραφίζει την κοπέλα.

(Υποκειμένου – διαφορετικό Γένος) γ. Δείξε μου την κοπέλα που ζωγραφίζει η γυναίκα <την κοπέλα>.

(Αντικειμένου – ίδιο Γένος) δ. Δείξε μου την κοπέλα που ζωγραφίζει ο γιατρός <την κοπέλα>.

(Αντικειμένου – διαφορετικό Γένος)

Αναφέρουμε ενδεικτικά τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα των Belletti et al. (2012), ως ποσοστά σωστών απαντήσεων.

(38) α. 85%

β. 89% γ. 67% δ. 81%

Βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά στην κατανόηση μεταξύ των αναφορικών προτάσεων

υποκειμένου ανάλογα με το αν οι δύο ΟΦ της πρότασης έχουν ίδιο, (85%), ή διαφορετικό, (89%), Γένος, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν παρεμβάλλεται η μία στην άλλη και στη σχέση της με το ίχνος της. Αντίθετα, υπάρχει διαφορά στις αναφορικές αντικειμένου, επειδή το υποκείμενο, «γυναίκα» στην (36γ) και «γιατρός» στην (36δ) έχει ίδιο γένος με την ΟΦ «κοπέλα» που έχει μετακινηθεί στην πρώτη περίπτωση, αλλά διαφορετικό γένος στη δεύτερη περίπτωση. Έτσι, η σωστή απόδοση στην πρώτη περίπτωση είναι 67%, αλλά στη δεύτερη 81%.

Η μελέτη των Varlokosta et al. (2015) που αναφέραμε λίγο πιο πριν περιείχε και τη διερεύνηση των αναφορικών προτάσεων των Ελληνόφωνων παιδιών. Μελετήθηκαν τόσο αναφορικές προτάσεις όπως οι παραπάνω, όπως και αναφορικές προτάσεις όπως αυτές που ακολουθούν. Η πρώτη είναι δείγμα αναφορικής πρότασης με ποσοδείκτη ως υποκείμενο, (39α), και η δεύτερη δείγμα ελεύθερης αναφορικής πρότασης, (39β). Και οι δύο είναι αναφορικές προτάσεις αντικειμένου, αλλά στο πείραμα είχαν συμπεριληφθεί και αντίστοιχες αναφορικές προτάσεις υποκειμένου.

(39) α. Δείξε μου το ζωγράφο που κάποιος κυνηγά. β. Δείξε μου όποιον κυνηγά ο στρατιώτης. Βρέθηκε ασυμμετρία μεταξύ αναφορικών προτάσεων αντικειμένου και αναφορικών αντικειμένου.

Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ακόμη ότι ένας παράγοντας που διευκόλυνε την κατανόηση των αναφορικών προτάσεων, αλλά και των ερωτήσεων, ήταν η Πτώση. Εξάγουν το συμπέρασμά τους από το ότι τα παιδιά τα πήγαν χειρότερα στις προτάσεις με ΟΦ θηλυκού Γένους (επειδή δεν διαφοροποιείται η Πτώση μεταξύ Ονομαστικής και Αιτιατικής: «μαγείρισσα» – «μαγείρισσα»), από προτάσεις με ΟΦ αρσενικού Γένους (οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ Ονομαστικής και Αιτιατικής: «άνθρωπος» – «άνθρωπο»). Δεν παραθέτουν όμως συγκεκριμένα αποτελέσματα, κι έτσι είναι δύσκολο να αξιολογηθεί το συγκεκριμένο εύρημα και ο αντίστοιχος ισχυρισμός.

96

Οι Varlokosta et al. (2014) και οι Nerantzini et al. (2014) διερεύνησαν και τις αναφορικές προτάσεις των έξη Ελληνόφωνων αγραμματικών ασθενών που είχαν μελετήσει ως προς τις ερωτηματικές προτάσεις, και τις αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα αυτού του κεφαλαίου. Οι αναφορικές προτάσεις που μελετήθηκαν ήταν οι ίδιες που μελετήθηκαν και με τα παιδιά. Στην περίπτωση των αγραμματικών ασθενών όμως μελετήθηκε τόσο η κατανόηση όσο και η παραγωγή τους. Δεν θα αναφερθούμε σε αναφορικές προτάσεις όπως αυτές στο (39), αλλά θα επικεντρωθούμε στις υπόλοιπες, οι οποίες μας είναι πιο γνωστές.9 Τα αποτελέσματα έχουν ως εξής, σε ποσοστά σωστών απαντήσεων:

(40) Παραγωγή Κατανόηση

Αναφορ. Υποκ. 48% 73% Αναφορ. Αντικ. 33% 67%

Βλέπει κανείς ότι η απόδοση των αγραμματικών, τόσο στην παραγωγή, όσο και στην κατανόηση, είναι ελαφρώς καλύτερη στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου, όπως εξάλλου είναι αναμενόμενο. Αυτό όμως δεν ισχύει σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, κάτι που μπορεί μάλλον να μαντέψει κάποιος βλέποντας τους αριθμούς. Οι συγγραφείς δέχονται την απόδοση των αγραμματικών ως προς τις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου. Θεωρούν όμως ότι η απόδοση στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου, δηλ., το ποσοστό του 73%, είναι αρκετά μικρό και πιθανώς να σχετίζεται με τον τρόπο που δόθηκαν οι αναφορικές προτάσεις στη δοκιμασία κατανόησης. Οι προτάσεις δόθηκαν όπως στο (37), και συγκεκριμένα, όπως στην (37α), την οποία επαναλαμβάνουμε:

(37) α. Δείξε μου τη γυναίκα που <η γυναίκα> ζωγραφίζει την κοπέλα. Η παραπάνω πρόταση είναι αναφορική πρόταση υποκειμένου και σημαίνει ότι υπάρχει «μία

γυναίκα η οποία ζωγραφίζει μία κοπέλα» και ο συμμετέχων στο πείραμα καλείται να τη βρει. Η πρόταση όμως δίνεται όπως στο (37α), με το υποκείμενο της πρότασης να έχει αιτιατική πτώση «τη γυναίκα», με αποτέλεσμα να μπερδεύονται οι συμμετέχοντες, να αποδίδουν χαμηλότερα, κι έτσι να μην βρίσκεται ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ αναφορικών προτάσεων υποκειμένου και αντικειμένου στη δοκιμασία της κατανόησης. Το επιχείρημα είναι απόλυτα εύλογο και μάλιστα μία πιο πρόσφατη μελέτη αγραμματικών ασθενών, την οποία θα αναφέρουμε αμέσως πιο κάτω και η οποία έλαβε υπόψη της αυτή την πειραματική αδυναμία, φαίνεται να το επιβεβαιώνει. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ίδια πείραμα δόθηκε σε παιδιά στη μελέτη των Varlokosta et al. (2015) και βρέθηκε διαφορά στην κατανόηση ανάμεσα στις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου και υποκειμένου, πράγμα που δείχνει ότι ίσως να μην φταίει σημαντικά ο τρόπος χορήγησης του πειράματος.

Σε πρόσφατη μελέτη που διεξάγαμε για τις γλωσσικές ικανότητες αφασικών Broca στην Ελληνική ερευνήσαμε επίσης αναφορικές προτάσεις, τόσο υποκειμένου, όσο και αντικειμένου (Nanousi & Terzi, 2015). Οι προτάσεις περιείχαν ΟΦ με το ίδιο Γένος αλλά και ΟΦ με διαφορετικό Γένος, και παραθέτουμε μία ενδεικτική ομάδα τέτοιων προτάσεων. Να σημειώσουμε ότι οι μελέτες των Varlokosta et al. (2014, 2015) και Neranzini et al. (2014) είχαν χρησιμοποιήσει προτάσεις που περιείχαν ΟΦ με το ίδιο γένος.

(41) α. Εδώ είναι ο ναύτης <ο ναύτης> που ακολουθεί τον νεαρό.

(Υποκειμένου – ίδιο Γένος) β. Εδώ είναι ο αθλητής που <ο αθλητής> χειροκροτεί τη γιαγιά.

(Υποκειμένου – διαφορετικό Γένος) γ. Εδώ είναι η κοπέλα που φωτογραφίζει η μαγείρισσα <η κοπέλα>

(Αντικειμένου – ίδιο Γένος) δ. Εδώ είναι η γιαγιά που ακολουθεί ο αθλητής <η γιαγιά>.

(Αντικειμένου – διαφορετικό Γένος)

97

Βρήκαμε ότι οι 6 αφασικοί Broca που μελετήσαμε είχαν σαφώς πιο χαμηλή απόδοση στις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου, (41γ)-(41δ), με 58% σωστές απαντήσεις συνολικά, απ’ ό,τι στις αναφορικές υποκειμένου, (41α)-(41β) με 89% σωστές απαντήσεις. Στις ερωτήσεις αντικειμένου με ίδιο Γένος, (41γ), είχαν 46% σωστές απαντήσεις, ενώ στις ερωτήσεις αντικειμένου με διαφορετικό Γένος, (41δ), είχαν 74% σωστές απαντήσεις. Είχαν, δηλ., σαφώς περισσότερα λάθη στην περίπτωση που η ΟΦ που είχε μετακινηθεί είχε το ίδιο Γένος με την άλλη ΟΦ της πρότασης, η οποία βρίσκεται μεταξύ αυτής που έχει μετακινηθεί και του ίχνους της. Στατιστική ανάλυση έδειξε ότι όλες οι προηγούμενες διαφορές ήταν στατιστικά σημαντικές. Να σημειωθεί επίσης ότι τα λάθη που έκαναν οι συγκεκριμένοι ασθενείς σε αντίστοιχες μη αναφορικές προτάσεις ελέγχου ήταν γύρω στο 2%, άρα δεν είχαν καμία δυσκολία με το πείραμα γενικά, αλλά με τις συγκεκριμένες προτάσεις. Ένα θέμα που προκύπτει βέβαια είναι ότι και στις ερωτήσεις υποκειμένου – στις οποίες οι αφασικοί Broca έδωσαν πολύ υψηλά ποσοστά σωστών απαντήσεων, 89%, όπως είπαμε, και πάλι έκαναν πιο πολλά λάθη όταν οι ΟΦ ήταν ίδιου Γένους, (41α), 19%, απ’ ό,τι όταν ήταν διαφορετικού Γένους, (41β), 3%. Με άλλα λόγια, στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου, παρότι δεν παρεμβάλλεται κάποια ΟΦ μεταξύ της Φράσης που έχει μετακινηθεί και του ίχνους της, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει θέματα Σχετικής Ελαχιστοποίησης, το ίδιο Γένος πάλι προκαλεί περισσότερα προβλήματα από το διαφορετικό Γένος, κι είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς γιατί τα ίδια χαρακτηριστικά των ΟΦ προκαλούν προβλήματα ακόμη κι όταν δεν παρεμποδίζουν τη σχέση της ΟΦ που μετακινείται με το ίχνος της. Θυμηθείτε επίσης ότι και η μελέτη των Beletti et al. (2012), η οποία διερεύνησε τη γλωσσική κατάκτηση παρόμοιων προτάσεων, βρήκε διαφορά και στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου ανάλογα με το αν οι δύο ΟΦ είχαν το ίδιο ή διαφορετικό Γένος, με περισσότερες σωστές απαντήσεις στη δεύτερη περίπτωση, (38), συγκεκριμένα, 85% και 89% αντίστοιχα. Η διαφορά αυτή βέβαια είναι πολύ μικρότερη από αυτή μεταξύ των προτάσεων αντικειμένου με ίδιο Γένος, και κατά πάσα πιθανότητα όχι στατιστικά σημαντική, αλλά θεωρούμε αξιοπρόσεκτο ακόμη και το ότι υπάρχει και θα πρέπει να μας απασχολήσει σε τι μπορεί να οφείλεται. Στην περίπτωση της μελέτης των αφασικών που διεξάγαμε μάλιστα, η διαφορά ήταν αρκετά μεγάλη ως προς τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου με ίδιο Γένος.

Μία άλλη παρατήρηση που πρέπει να κάνει κανείς ως προς τα ευρήματα των Nanousi & Terzi (2015) όμως είναι ότι οι προτάσεις αντικειμένου, (41γ)-(41δ), μόνο και μόνο λόγω του τρόπου που χορηγήθηκαν, χρησιμοποιούν δύο ΟΦ που έχουν την ίδια Πτώση, δηλ., Ονομαστική, σε αντίθεση με τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου, (38α)-(38β). Οι τελευταίες, όχι μόνο είναι πιο εύκολες λόγω της μετακίνης που εμπλέκουν, αλλά περιέχουν δύο ΟΦ με διαφορετική Πτώση, δηλ., η μία ΟΦ έχει Ονομαστική και η άλλη Αιτιατική, πράγμα που τις κάνει ακόμη πιο εύκολες. Αυτός λοιπόν ο λόγος, θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κάποιος, δημιουργεί πλασματικά αποτελέσματα, καθιστώντας τις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου ακόμη πιο δύσκολες και τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου ακόμη πιο εύκολες. Αυτό που κάναμε ήταν να επαναλάβουμε το πείραμα με αλλαγμένο τον τρόπο χορήγησης των προτάσεων έτσι ώστε οι δύο ΟΦ να έχουν διαφορετική Πτώση, να είναι δηλ., όπως οι προτάσεις (37), αλλά οι ανησυχίες μας δεν επιβεβαιώθηκαν. Τα αποτελέσματα που πήραμε σε αυτήν την περίπτωση ήταν σχεδόν τα ίδια με αυτά του πρώτου πειράματος. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: α) το ίδιο Γένος, αλλά όχι η ίδια Πτώση, αποτελούν μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά που εμποδίζουν την σύνδεση μίας ΟΦ που έχει μετακινηθεί με το ίχνος της, και β) η Πτώση που έχει η ΟΦ στη δοκιμασία των αναφορικών προτάσεων δεν φαίνεται να έχει επίπτωση στο αποτέλεσμα.

Επιπλέον, φαίνεται ότι η μικρή διαφορά μεταξύ αναφορικών προτάσεων υποκειμένου και αναφορικών προτάσεων αντικειμένου που προέκυψε από τη μελέτη των Nerantzini et al. (2014), (40), μάλλον είναι υπαρκτή και πιθανώς σχετίζεται με τον τρόπο που χορηγήθηκε το πείραμα, όπως ισχυρίζονται οι συγγραφείς. Όταν οι Nanousi & Terzi (2015) χορήγησαν το πείραμα χωρίς την ατέλεια των Neranzini et al., είχαν 11% λάθη στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου (δηλ., 89% σωστές απαντήσεις). Το πείραμα που δόθηκε τη δεύτερη φορά όμως, το οποίο επιβαρύνει τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου ακριβώς όπως το πείραμα των Nerantzini et al. (2014), έδωσε περισσότερα λάθη, αν και όχι στατιστικώς σημαντικά περισσότερα. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν 15% λανθασμένες απαντήσεις (δηλ., 85% σωστές) στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου. Άρα φαίνεται ότι οι Nerantzini et al. (2014) έχουν δίκιο ως προς το ότι η ατέλεια του πειράματος που χορήγησαν δεν δείχνει σαφώς διακριτά αποτελέσματα μεταξύ αναφορικών

98

προτάσεων υποκειμένου και αντικειμένου, όπως εξάλλου φαίνεται στο (40). Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των Nanousi & Terzi (2015), έρχεται να δείξει ότι αυτή η διαφορά είναι όντως υπαρκτή και επιβεβαιώνεται με σαφώς διακριτό τρόπο αν τροποποιηθεί ο τρόπος χορήγησης του πειράματος.

Σε κάθε περίπτωση, βλέπουμε ότι παραμένουν ακόμη κάποιες πτυχές της συμπεριφοράς των μη τυπικών πληθυσμών ως προς τις μετακινήσεις Α’ οι οποίες πρέπει να απαντηθούν και πιθανώς χρήζουν περαιτέρω έρευνας. Παρόλα αυτά, η εξήγηση της χαμηλής απόδοσης στις προτάσεις που δεν έχουν ‘κανονική’ σειρά των όρων δια μέσου της Σχετικοποίησης της ελάχιστης απόστασης, όπως αυτή προτάθηκε από τον Grillo (2003, 2009) για τους αγραμματικούς, δίνει μία σειρά από ικανοποιητικές απαντήσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να δοθούν απλά και μόνο μέσα από τη λογική ότι οι προτάσεις που δεν έχουν τη σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο είναι προβληματικές για τους μη τυπικούς πληθυσμούς. Παρότι κατά πάσα πιθανότητα ισχύει κάτι τέτοιο σε γενικές γραμμές, και θα μπορούσε να το επικαλεστεί κανείς, δεν μπορεί να εξηγήσει σε καμία περίπτωση γιατί τόσο οι ερωτήσεις αντικειμένου όσο και οι αναφορικές προτάσεις αντικειμένου παρουσιάζουν περισσότερες δυσκολίες όταν οι ΟΦ που εμπλέκονται στην πρόταση έχουν κοινά μορφοσυντακτικά, ή άλλα, χαρακτηριστικά.10 Εκτός αυτού, όσον αφορά γλώσσες όπως η Ελληνική, δεν είναι σίγουρο ότι η ‘κανονική’ σειρά των όρων της πρότασης είναι μόνο μία. Για την Ελληνική ειδικότερα, και μετά από όσα είδαμε πιο πάνω, τα αποτελέσματα ως προς τις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου και αντικειμένου των αγραμματικών μεταξύ των μελετών των Nerantzini et al. (2014) και των Nanousi & Terzi (2015) δείχνουν πως ίσως υπάρχουν κι άλλα πράγματα που πρέπει να ειπωθούν και, συγκεκριμένα, να εξηγηθούν οι ποσοτικά διαφορετικές συμπεριφορές των αγραμματικών – οι οποίες όμως, με πρώτη ματιά, δεν φαίνεται να είναι ασυμβίβαστες. Τέλος, το γιατί υπάρχουν προβλήματα, αν και μικρότερα, όταν υπάρχουν κοινά μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά σε περιπτώσεις που το στοιχείο που τα έχει δεν παρεμβάλλεται στη σχέση μεταξύ της ΟΦ που έχει μετακινηθεί και του ίχνους της, όπως είδαμε να συμβαίνει στις αναφορικές προτάσεις υποκειμένου, τόσο των Belletti et al. (2012),όσο και των Nanousi & Terzi (2015) είναι ένα θέμα που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και που πιθανώς να καταλήξει στο να τροποποιηθούν ανάλογα οι ισχυρισμοί του Grillo (2003, 2009).

5 Παράρτημα: Φαινόμενα Νησίδων

Είδαμε στις προηγούμενες ενότητες πώς μετακινούνται οι ερωτηματικές φράσεις καθώς και τα προβλήματα που παρουσιάζουν για μη τυπικούς πληθυσμούς, ακόμη και όταν η μετακίνησή τους είναι απόλυτα αποδεκτή από τους τυπικούς πληθυσμούς. Είδαμε επίσης μία περίπτωση στην οποία δεν μπορεί να μετακινηθεί μία ερωτηματική φράση. Ήταν η πρόταση (30β), την οποία επαναλαμβάνουμε αμέσως παρακάτω με νέα αρίθμηση. Θυμηθείτε ότι είχαμε αναφερθεί πάλι σε τέτοιου είδους προτάσεις προκειμένου να εξηγήσουμε αντιγραμματικότητα που δεν μπορεί να προέρχεται από κάποια σημασιολογική παραβίαση, ή κάποιον άλλο γνωστό κανόνα της γραμματικής (κεφάλαιο 1, υποσημείωση 1).

(42) *Πώς αναρωτιέσαι ποιος έλυσε το πρόβλημα <πώς>;

Παραθέσαμε τους λόγους που εξηγούν την αντιγραμματικότητα της (42). Η ερωτηματική φράση «ποιος» έχει τα ίδια (ερωτηματικά) χαρακτηριστικά με το «πώς», κι έτσι το «πώς» δεν της επιτρέπει να έχει σχέση με το ίχνος της, επειδή βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό. Να εξηγήσουμε ότι δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει γενικά που η (42) είναι αντιγραμματική, γιατί πολλές φορές ακούμε προτάσεις που είναι αντιγραμματικές. Αυτό που μας παραξενεύει είναι ότι το νόημα της (42) είναι απόλυτα σαφές, αλλά παρόλα αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να την πούμε. Η (42) δεν είναι η μόνη τέτοια περίπτωση. Απλώς οι υπόλοιπες περιπτώσεις προτάσεων που θα συζητήσουμε δεν εξηγούνται με τον ίδιο τρόπο γιατί δεν εμπλέκουν φράσεις που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με κάποιες άλλες φράσεις που παρεμβάλλονται, κι έτσι η αντιγραμματικότητά τους δεν μπορεί να εξηγηθεί από τη Σχετικοποίηση της Ελάχιστης Απόστασης.

99

Και πάλι όμως, οι περιπτώσεις που θα συζητήσουμε πιο κάτω αφορούν ερωτηματικές προτάσεις που θα ‘έπρεπε’ να είναι αποδεκτές τόσο επειδή βγάζουν νόημα, όσο και επειδή οι καταφατικές προτάσεις από τις οποίες καταλαβαίνουμε ότι έχουν προέλθει είναι απόλυτα γραμματικές και κατανοητές. Τέτοιες περιπτώσεις προτάσεων είναι γνωστές με τον όρο Νησίδες (Islands). Ο όρος Νησίδες είναι παλιότερος όρος της συντακτικής θεωρίας, αλλά χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, και έχει την έννοια του ότι κάποια συντακτικά περιβάλλοντα αποτελούν ‘νησιά’ από τα οποία δεν μπορεί να δραπετεύσει κάποιος, συγκεκριμένα, δεν μπορεί να δραπετεύσει μία ερωτηματική Φράση. Έχουμε ακούσει δηλ., την (43α), μία απολύτως γραμματική πρόταση, κι αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε με την (43β), ίσως γιατί δεν ακούσαμε καλά, ή ίσως γιατί δεν μπορούμε να το πιστέψουμε, είναι να ρωτήσουμε για ποιον τέλος πάντων πρόκειται να γίνει αυτό, δηλ., ποιος πρόκειται να συλληφθεί σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούν. Θέλουμε δηλαδή να κάνουμε μία ερώτηση που αφορά το αντικείμενο του Ρήματος «συλλαμβάνω» της καθ’ όλα γραμματικής πρότασης (43α). Το αποτέλεσμα όμως είναι η αντιγραμματική (43β).

(43) α. Άκουσα [ΟΦ τη φήμη [ΦΣΔ ότι θα συλλάβουν τους φοροφυγάδες]]. β.*Ποιους άκουσες [ΟΦ τη φήμη [ΦΣΔ ότι θα συλλάβουν <ποιους>]]; Οι λόγοι που εξηγούν την αντιγραμματικότητα αυτών των προτάσεων έχουν αλλάξει με τα χρόνια,

καθώς αλλάζει και η συντακτική θεωρία. Μπορείτε να βρείτε κάποιες παλιότερες, αλλά κλασσικές, εξηγήσεις καθώς και εξαιρετική ιστορική αναδρομή στο 1ο Κεφάλαιο του Cinque (1990). Εμείς εδώ θα χρησιμοποιήσουμε κάπως πιο σύγχρονα μέσα για να εξηγήσουμε την αντιγραμματικότητα της (43β), ακολουθώντας βήμα βήμα τη μετακίνηση της ερωτηματικής Φράσης «ποιους» από τη θέση αντικειμένου της εξαρτημένης πρότασης μέχρι τον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ της κύριας πρότασης.

Ας θυμηθούμε ότι ο ΣΔ της κύριας πρότασης (43β) έχει μη ερμηνεύσιμα ερωτηματικά χαρακτηριστικά [uερ], τα οποία πρέπει να ταιριάξουν με τα ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά της ερωτηματικής φράσης. Έχουμε λοιπόν τις εξής μετακινήσεις: α) η ερωτηματική φράση «ποιους» στην πρόταση (43β) σταματάει πρώτα στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ της εξαρτημένης πρότασης, δηλ., της ΦΣΔ που εισάγει το «ότι». β) στη συνέχεια η ερωτηματική Φράση δεν μπορεί να σταματήσει στον Χαρακτηριστή της ΟΦης «τη φήμη» – τον οποίο δεν έχουμε δείξει στην (43β) για λόγους συντομίας – γιατί φαίνεται ότι δεν είναι Χαρακτηριστής που μπορεί να έχει ερωτηματικά χαρακτηριστικά. Έτσι δεν βρίσκεται σε αρκετά τοπική σχέση με τον ΣΔ της κύριας πρότασης, τα μη ερμηνεύσιμα [ερ] χαρακτηριστικά του οποίου δεν μπορούν να επαληθευτούν, άρα, ούτε να διαγραφούν. Συνεπώς, η πρόταση εισέρχεται στη Λογική Δομή με μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά και είναι αντιγραμματική.

Δείτε τώρα τα παρακάτω δύο ζεύγη προτάσεων. Και τα δύο περιέχουν το επίθετο «φανερός», το οποίο και στις δύο περιπτώσεις έχει ένα προτασιακό όρισμα, δηλ., έχει ως όρισμα την πρόταση «ότι η Μαρία αγαπούσε το Γιάννη».

(44) α. Ήταν φανερό ότι η Μαρία αγαπούσε τον Γιάννη.

β. Ποιόν ήταν φανερό [ότι αγαπούσε η Μαρία <ποιον>]; (45) α. Ότι η Μαρία αγαπούσε τον Γιάννη ήταν φανερό

β. *Ποιον [ότι η Μαρία αγαπούσε <ποιον>] ήταν φανερό; Οι δύο προτάσεις έχουν το ίδιο νόημα, και θα περίμενε κανείς ότι και στις δύο περιπτώσεις θα

έπρεπε να μπορούσε κάποιος να ρωτήσει «ποιον αγαπούσε η Μαρία», σε περίπτωση που δεν ήξερε ή που δεν είχε ακούσει καλά. Παρόλα αυτά, μόνο από την πρώτη πρόταση μπορεί να μετακινηθεί ερωτηματική φράση από το προτασιακό όρισμα του «φανερός». Προσέξτε ότι η διαφορά των προτάσεων (44) και (45) συνίσταται στο ότι η πρόταση «ότι η Μαρία αγαπούσε τον Γιάννη» στο (44) είναι συμπλήρωμα της κύριας πρότασης, ενώ στο (45) έχει τη θέση του υποκειμένου. Το γεγονός ότι μόνο από την πρώτη πρόταση μπορεί να μετακινηθεί ερωτηματική φράση από το προτασιακό όρισμα του «φανερός» και, πιο

100

συγκεκριμένα, ότι δεν μπορεί να μετακινηθεί κάτι μέσα από πρόταση που βρίσκεται σε θέση υποκειμένου, αποδίδεται στη Νησίδα του Προτασιακού Υποκειμένου.

Τέλος, δείτε και το παρακάτω ζεύγος προτάσεων. Και στις δύο περιπτώσεις το δεύτερο μέρος της πρότασης, δηλ., η Προθετική Φράση (ΠροθΦ) «πριν δει τον Γιάννη», είναι προσάρτημα. Μάλιστα, για άλλη μία φορά, η πρώτη από αυτές τις προτάσεις είναι γραμματική. Επιπλέον, καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι θέλει να πει η δεύτερη, αλλά παρ’ όλα αυτά το αποτέλεσμα είναι αντιγραμματικό. Γιατί όμως δεν μπορεί η ερωτηματική Φράση «ποιον» να μετακινηθεί έξω από την ΠροθΦ; Επειδή είναι μέρος της ΠροθΦ ή επειδή η ΠροθΦ είναι προσάρτημα; Γιατί να μην μπορεί η ερωτηματική φράση «ποιον» να μετακινηθεί πρώτα στον Χαρακτηριστή της ΠροθΦ, και μετά στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ της κύριας πρότασης;

(46) α. Η Μαρία είχε φύγει [πριν δει τον Γιάννη]. β. *Ποιόν είχε φύγει η Μαρία [πριν δει <ποιον>];

Αυτό συμβαίνει επειδή το ταίριασμα χαρακτηριστικών δεν φτάνει πιο χαμηλά από τον Χαρακτηριστή της εξαρτημένης Φράσης, η οποία επιλέγεται από κάποια Κεφαλή που της αποδίδει και θεματικό ρόλο. Τα προσαρτήματα δεν επιλέγονται, άρα, ούτε και παίρνουν θεματικό ρόλο από κάποια κατηγορία της κύριας πρότασης. Συνεπώς, ακόμη κι αν η ερωτηματική φράση μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή (της ΠροθΦ, σε αυτήν την περίπτωση), δεν μπορούν τα χαρακτηριστικά της να επαληθεύσουν αυτά του ΣΔ της κύριας πρότασης. Θυμηθείτε σε αυτό το σημείο τη μελέτη των Fyndanis (2010) και τα ευρήματά της ως προς την παραγωγή Φράσεων που συνιστούν προσαρτήματα, (28), αν και διαφορετικού τύπου, όπως αναφέραμε στο τέλος της ενότητα 3 αυτού του κεφαλαίου. Το γενικό ερώτημα που προκύπτει βέβαια είναι γιατί στις περιπτώσεις (43)-(46) δεν μπορούν οι ερωτηματικές Φράσεις να μετακινηθούν κατευθείαν στον ΣΔ της κύριας πρότασης. Αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε εδώ, αλλά παραπέμπουμε τον αναγνώστη είτε στον Cinque (1990), είτε στον Adger (2003: 388).

Είδαμε λοιπόν σε αυτήν την ενότητα περιβάλλοντα μέσα από τα οποία δεν μπορεί να μετακινηθεί μία ερωτηματική Φράση. Ανεξάρτητα με το αν πραγματικά εξηγήσαμε γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο αναλυτικά ή αν θυμάστε πώς ακριβώς εξηγείται η αντιγραμματικότητα αυτών των προτάσεων, θα πρέπει να θυμάστε ότι η αντιγραμματικότητα υπάρχει και μάλιστα δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί με κανόνες που δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη γλώσσα. Δεν υπάρχει δηλ., κάποια λογική εξήγηση για την αντιγραμματικότητα των παραπάνω προτάσεων που εμπλέκουν μετακίνηση Α’, μιας και αυτό που θέλουμε να ρωτήσουμε είναι απόλυτα λογικό και προέρχεται από την αντίστοιχη καταφατική πρόταση, η οποία είναι επίσης γραμματική. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της αυτονομίας της γλώσσας, αφού μόνο από τους συντακτικούς κανόνες της γλώσσας μπορεί να εξηγηθεί η αντιγραμματικότητά τους. Από την άλλη πλευρά, αυτά τα παραδείγματα δεν έχουν διερευνηθεί εκτενώς στον τομέα των διαταραχών και θα είχε ενδιαφέρον να τα συμπεριλάβει κανείς στις μελέτες πληθυσμών που φαίνεται να έχουν προβλήματα στον συντακτικό τομέα. Μία σύγχρονη ανασκόπηση μιας σειράς φαινομένων Νησίδων διαγλωσσικά σε διάφορα περιβάλλοντα στα οποία συναντώνται, αλλά και σε σχέση με το αν η (αντι)γραμματικότητά τους εξηγείται από τη γραμματική και μόνο ή και από παράγοντες γλωσσικής επεξεργασίας που πιθανώς εμπλέκονται περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Sprouse & Hornstein (2013). Σημειώσεις 1 Ο τρόπος που αναπαρίσταται το ίχνος έχει αλλάξει με τα χρόνια, σε συμφωνία με τις εξελίξεις της συντακτικής

θεωρίας. Ο πρώτος τρόπος ήταν αυτός που βλέπετε στην πρόταση (6) του κυρίως κειμένου, και επαναλαμβάνεται ως (i) παρακάτω. Το t προέρχεται από τη λέξη «trace», που σημαίνει «ίχνος». Ο μικρός δείκτης που βρίσκεται δίπλα από το t υπάρχει και στη Φράση που έχει μετακινηθεί, ώστε να ξέρουμε ότι συνδέεται με αυτή. Ο πιο σύγχρονος τρόπος αναπαράστασης της μετακίνησης όμως είναι αυτός που βλέπουμε στο (ii), σύμφωνα με τον οποίο το στοιχείο που μετακινείται δεν αφήνει ίχνος αλλά ένα αντίγραφο (copy), Chomsky (1993, 1995). Για όσα συζητάμε σε αυτό το βιβλίο δεν έχει σημασία ποιον τρόπο θα επιλέξετε, εκτός και αν το επισημάνουμε.

101

(i) Ποιονι είδες tι; (ii) Ποιον είδες <ποιον>;

Στο δένδρο (10) βλέπουμε και τους δύο τρόπους, κάτι που δεν είναι σωστό, αλλά το κάναμε για διδακτικούς λόγους. Έτσι, από το δένδρο (11) και μετά χρησιμοποιούμε το < > που βλέπουμε στο (ii), παρότι συνεχίζουμε να αναφερόμαστε σε αυτό με τον όρο ίχνος αντί για αντίγραφο.

2 Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που μετακινείται στον ΣΔ δεν είναι το Ρήμα, αλλά ο Χρόνος, στον οποίο όμως έχει

μετακινηθεί το Ρήμα. Παραλείψαμε αυτήν την επιπλέον μετακίνηση από το κυρίως κείμενο ώστε να είναι πιο απλό, και να μπορέσουμε να εστιάσουμε στη σειρά των όρων που προκύπτει. Εδώ μπορείτε να δείτε όλες τις μετακινήσεις μέσω των δεικτών i, j, k, που έχουν τα ίχνη τους.

(i)

3 Ευχαριστώ τους Jaehoon Choi και Εμπρού Νταούτ για τα παραδείγματα από τα Κορεάτικα και τα Τούρκικα.

4 Στα Αγγλικά οι σύνθετες ερωτηματικές Φράσεις λέγονται D-linked (Discourse linked), επειδή συνδέονται με το

περικείμενο (Discourse). Όταν δηλαδή λέμε «ποιος φοιτητής» υπάρχει ένα περικείμενο, μια συζήτηση η οποία προηγήθηκε, στην οποία έχουν αναφερθεί φοιτητές κι εμείς ρωτάμε για κάποιους από αυτούς. Οι απλές ερωτηματικές Φράσεις, όπως, «ποιος», λέγονται non-D-linked, ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Οι όροι οφείλονται στον Pesetsky (1987). Στην Ελληνική είναι πιθανό να συναντήσετε τις σύνθετες ερωτηματικές φράσεις αυτού του τύπου ως ερωτηματικές φράσεις αναφορικότητας και τις απλές ως ερωτηματικές φράσεις μη αναφορικότητας.

5 Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι μία μελέτη των Varlokosta et al. (2015), στην οποία θα αναφερθούμε πιο

αναλυτικά αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο, και η οποία μελέτησε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 4;0 μέχρι 6;4 ετών, βρήκε τη χαμηλότερη απόδοση (74,3% σωστές απαντήσεις σε δοκιμασία κατανόησης) στις σύνθετες ερωτήσεις αντικειμένου, ενώ οι σωστές απαντήσεις στις υπόλοιπες κατηγορίες κυμαίνονται από 89% μέχρι 91,5% - ακριβώς όπως προβλέπουν οι ισχυρισμοί του Avrutin (2000).

6 Τον όρο θα τον συναντήσετε στα Ελληνικά και ως Σχετική Ελαχιστοποίηση. Μη σας παραξενέψει όμως αν δεν τον

ξέρουν πολλοί. Οι Έλληνες γλωσσολόγοι συνήθως χρησιμοποιούν τον Αγγλικό όρο, δηλ., Relativized Minimality ακόμη κι όταν μιλούν Ελληνικά.

7 Οι Varlokosta et al. (2014) παραθέτουν μία λεπτομερή επισκόπηση και ταξινόμηση των μορφοσυντακτικών

χαρακτηριστικών που μπορεί να έχει κάποιο στοιχείο/ΟΦ και να εμποδίζουν τη μετακίνηση κάποιου άλλου στοιχείου που έχει τα ίδια, σύμφωνα με τις διάφορες έρευνες. Ταξινομούν τα χαρακτηριστικά σε τέσσερις κατηγορίες. α) χαρακτηριστικά Ορισμάτων/ΟΦ: πρόσωπο, γένος, αριθμός, πτώση, β) χαρακτηριστικά τελεστών: ερωτηματικά, αρνητικά, μέτρησης, εστίασης, γ) προσδιοριστές: αρνητικοί, μέτρησης, τρόπου, κ.α., και δ) χαρακτηριστικά Θεματοποίησης.

8 Σε περίπτωση που σας παραξενεύει το σημείο που βρίσκεται το ίχνος της Φράσης που έχει μετακινηθεί, πηγαίνετε

στα δένδρα (12), υποκειμένου, και (11), αντικειμένου, για αντιπαραβολή.

102

9 Κύριος στόχος αυτού του τύπου των αναφορικών προτάσεων ήταν να αξιολογήσουν μία συγκεκριμένη θεώρηση των

προβλημάτων ως προς τις αναφορικές προτάσεις, η οποία είχε προταθεί από τους Friedmann et al. (2009). Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η οποία ουσιαστικά αποτελεί μία διαφορετική εκδοχή των προτάσεων του Grillo (2003, 2009), υπάρχουν λιγότερα προβλήματα όταν η μία από τις δύο ΟΦ που περιέχονται σε μία πρόταση με μετακίνηση δεν περιορίζεται λεξικά. Δηλαδή, προτάσεις όπως (iα) είναι πιο εύκολες από προτάσεις όπως η (iβ), επειδή το «όποιον» είναι ΟΦ χωρίς συγκεκριμένο λεξικό περιεχόμενο, σε αντίθεση με «το κορίτσι».

(i) α. Δείξε μου όποιον φιλάει το αγόρι <όποιον>

β. Δείξε μου το κορίτσι που φιλάει το αγόρι <το κορίτσι>

Αυτός είναι και ο κύριος στόχος του άρθρου Varlokosta et al. (2014), στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί κανείς για την λεπτομερή αξιολόγηση των ισχυρισμών των Friedmann et al. (2009). Ο λόγος για τον οποίο δεν αναφερθήκαμε ιδιαίτερα εδώ σε αυτήν τη θεώρηση ούτε και στην αξιολόγησή της, δεδομένων πάντα των περιορισμών του χώρου, είναι λόγω της ομοιότητας που έχει με τις προτάσεις του Grillo.

10

Έχει ενδιαφέρον ότι οι Nerantzini et al. (2014) φαίνεται να καταλήγουν σε ανάλογο συμπέρασμα, αλλά προτρέπουμε τον αναγνώστη και στο ίδιο το άρθρο.

Βιβλιογραφία

Alexiadou, A. & Ε. Anagnostopoulou, E. 1998. Parametrizing Agr: Word order, verb-movement and EPP-checking. Natural Language and Linguistic Theory 16: 491–539.

Alexopoulou, D. & F. Keller. 2013. What vs. who and which: Kind-denoting fillers and the complexity of whether-islands. In N. Hornstein & J. Sprouse (eds.), Experimental Syntax and Island Effects, 310-340. Cambridge: Cambridge University Press.

Adani, F., H. K. J. van der Lely, M. Forgiarini & M. T. Guasti. 2010. Grammatical feature dissimilarities make relative clauses easier: a comprehension study with Italian children. Lingua 120: 2148-2166.

Adger, D. 2003. Core Syntax. A Minimalist Approach. New York: Oxford University Press. Avrutin, S. 2000. Comprehension of Discourse-Linked and Non-Discourse-Linked Questions by Children and

Broca’s aphasics. In Y. Grodzinsky, L. Shapiro & D. Swinney (eds.), Language and the Brain. Representation and Processing, 295-315. San Diego: Academic Press.

Bastiaanse, R. & R. van Zonneveld. 1998. On the relation between verb inflection and verb position in Dutch agrammatic aphasics. Brain and Language 64: 165-181.

Belletti, A., N. Friedmann, D. Brunato & L. Rizzi. 2012. Does gender make a difference? Comparing the effect of gender on children’s comprehension of relative clauses in Hebrew and Italian. Lingua 122: 1053-1069.

Chomsky, N. 1993. A minimalist program for linguistic theory. In K. Hale & S. J. Keyser (eds.), The view from Building 20, 1-52. Cambridge, MA: MIT Press.

Chomsky, N. 1995. The Minimalist Program. Cambridge, MA: MIT Press. Cinque, G. 1990. Types of A’-dependencies. Cambridge, MA: MIT Press. Friedmann, N. 2002. Question production in agrammatism: The Tree Pruning Hypothesis. Brain and

Language 80: 160-187. Friedmann, N., A. Belletti & L. Rizzi. 2009. Relativized relatives: Types of intervention in the acquisition of A-

bar dependencies. Lingua 119: 67-88. Fyndanis, V., S. Varlokosta & K. Tsapkini. 2010. Exploring wh-questions in agrammatism: Evidence from

Greek. Journal of Neurolinguistics 23: 644-662. Grillo, N., 2003. Comprensione agrammatica tra processing e rappresentazione: effetti di minimalità.

Master’s Thesis, University of Siena. Grillo, N. 2009. Generalized Minimality: Feature impoverishment and comprehension deficits in

agrammatism. Lingua 119: 1426-1443. Guasti, M. T. 2002. Language Acquisition. The Growth of Grammar. Cambrige, MA: MIT Press. Nanousi, V. & A. Terzi. 2015. Relativized Intervention Effects in the Relative Clauses of Greek agrammatics.

Σε διαδικασία συγγραφής.

103

Nerantzini, M., S. Varlokosta, D. Papadopoulou & R. Bastiaanse. 2014. Wh-questions and relative clauses in Greek agrammatism: Evidence from comprehension and production. Aphasiology 28: 490-514.

Pesetsky, D. 1987. Wh-in-Situ: Movement and unselective binding. In E. Reuland & A. ter Meulen (eds.) The Representation of (In)definitess, 98-129. Cambrige, MA: MIT Press.

Rizzi, L., 1990. Relativized Minimality. Cambridge, MA: MIT Press Rizzi, L., 2004. Locality and the left periphery. In A. Belletti (ed.), Structure and Beyond, 223–251. New York:

Oxford University Press. Sprouse, J. & N. Hornstein (eds.). 2013. Experimental Syntax and Island Effects. Cambridge: Cambridge

University Press. Stavrakaki, S. 2006. Developmental perspectives on Specific Language Impairment: Evidence from the

production of wh-questions by Greek SLI children over time. International Journal of Speech-Language Pathology 8: 384-396.

Varlokosta, S. & K. Pantoula. 2013. Subject/object asymmetries in the production of wh-questions in Greek SLI: A Relativized Minimality approach. Ανακοίνωση στο Συνέδριο Generative Approaches to Language Acquisition (GALA), Oldenburg.

Varlokosta, S., M. Nerantzini, D. Papadopoulou, R. Bastiaanse & A. Beretta. 2014. Minimality effects in agrammatic comprehension: The role of lexical restriction and feature impoverishment. Lingua 148: 80-94.

Varlokosta, S., M. Nerantzini & D. Papadopoulou. 2015. Comprehension asymmetries in language acquisition: a test for Relativized Minimality. Journal of Child Language 42: 618-661.

Κριτήρια αξιολόγησης

1. Τι κοινό έχουν οι μετακινήσεις που είδαμε σε αυτό το κεφάλαιο και γιατί λέγονται μετακινήσεις Α’;

2. Τι κοινό και τι διαφορετικό έχουν οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας και οι αναφορικές προτάσεις;

3. Ποιες από τις παραπάνω κατηγορίες προτάσεων έχουν ως αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ‘ουδέτερη’ ή ‘κανονική’ σειρά των όρων της πρότασης, και με ποιον τρόπο γίνεται αυτό; Τι εννοούμε όταν λέμε ‘ουδέτερη’ ή ‘κανονική’ σειρά των όρων της πρότασης; Θεωρείτε ότι υπάρχει στην Ελληνική;

4. Πώς εξηγούνται τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχουν κάποιοι πληθυσμοί ως προς τις ερωτήσεις και τις αναφορικές προτάσεις αντικειμένου (σε σχέση πάντα με τις αντίστοιχες υποκειμένου); Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι που τα εξηγούν. Να τους παραθέσετε με δικά σας λόγια και να πείτε ποιος είναι πιο πειστικός και γιατί.

5. Η δοκιμασία κατανόησης των αναφορικών προτάσεων υποκειμένου και αντικειμένου γίνεται με ελαφρώς διαφορετικές προτάσεις στο (37) και στο (41). Να εξηγείστε τι επιπτώσεις πιθανώς να έχει αυτό στα αποτελέσματα και τι αλλαγές προτείνετε ώστε να βελτιωθεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Πιστεύετε ότι οι πιθανές ατέλειες ισχύουν σε όλες τις γλώσσες και γιατί;

104

6o Κεφάλαιο: Μετακινήσεις Α Σύνοψη Αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζει τις προτάσεις που εμπλέκουν μετακίνηση ΟΦ που καταλήγει σε θέση που αποδίδεται θεματικός ρόλος. Δείχνει καταρχάς ότι το υποκείμενο των απλών προτάσεων που ως τώρα ξέραμε ότι βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης έχει μετακινηθεί εκεί από τον Χαρακτηριστή της ΡΦ. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η μετακίνηση που είναι γνωστή ως ανύψωση υποκειμένου, ακολουθεί η μετακίνηση της ΟΦ των παθητικών προτάσεων και στο τέλος παρουσιάζονται οι προτάσεις που περιέχουν αναιτιατικά ρήματα. Υποστηρίζεται ότι η μετακίνηση της ΟΦ σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις καταλήγει στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης και λαμβάνει χώρα προκειμένου να δοθεί Πτώση στην ΟΦ που καταλήγει εκεί.

Γίνεται εκτενής αναφορά στην κατάκτηση των παθητικών προτάσεων από τα παιδιά και των ερμηνειών που έχουν δοθεί για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσής της, καθώς και των λιγοστών μελετών κατάκτησης των προτάσεων ανύψωσης υποκειμένου. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η συμπεριφορά των αγραμματικών αφασικών Broca ως προς τις παθητικές προτάσεις, τομέα που έχει απασχολήσει εκτενώς τη βιβλιογραφία και η ερμηνεία αυτής της συμπεριφοράς. Ακολουθεί σύντομη αναφορά στις προτάσεις με αναιτιατικά ρήματα. Τέλος, παρατίθενται δείγματα θεραπευτικής παρέμβασης που λαμβάνει υπόψη τη γλωσσολογική θεωρία και στοχεύει σε αντιπροσωπευτικές προτάσεις από διαφορετικές και διακριτές μεταξύ τους κατηγορίες.

1 Εισαγωγή

Ένας από τους βασικούς στόχους αυτού του κεφαλαίου είναι να αναλύσει ένα άλλο ένα είδος μετακίνησης ΟΦ, αυτών που δεν είναι ερωτηματικές. Δύο πολύ γνωστές τέτοιες περιπτώσεις μετακίνησης ΟΦ περιέχονται στις α) παθητικές προτάσεις, (1), και στις β) προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου, (2):

(1) Ο Γιάννης σπρώχτηκε από τη Μαρία. (2) Ο φίλος της Μαρίας φαίνεται να είναι έξυπνος.

Οι παθητικές προτάσεις (passive sentences) είναι ιδιαίτερα γνωστές, τόσο από τον χώρο των γλωσσικών διαταραχών, όσο από τον χώρο της παιδικής γλώσσας, επειδή ούτε οι αγραμματικοί φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα καλή απόδοση σε αυτές, αλλά και τα παιδιά τις κατακτούν σε αρκετά μεγάλη ηλικία.

Οι προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου (raising) είναι λιγότερο μελετημένες σε περιπτώσεις παιδικής ή διαταραγμένης γλώσσας, αλλά τα λιγοστά διαθέσιμα ευρήματα, δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, από την άποψη ότι οι μη τυπικοί πληθυσμοί δεν τα πηγαίνουν καλά ούτε σε αυτές τις δομές. Να διευκρινίσουμε ήδη από αυτό το σημείο ότι δεν είναι σίγουρο πως οι προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου έχουν τις ίδιες ιδιότητες στην Ελληνική με τις αντίστοιχες της Αγγλικής, στην οποία και έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι ΟΦ που έχουν μετακινηθεί ως την αρχή της πρότασης στις (1) και (2), δηλ., οι ΟΦ «Ο Γιάννης» και «Ο φίλος της Μαρίας» αντίστοιχα, βρίσκονται σε διαφορετική θέση από τις ερωτηματικές ΟΦ. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η θέση που καταλαμβάνουν αυτές οι ΟΦ είναι η θέση του υποκειμένου, θέση η οποία είναι διαφορετική από αυτήν που καταλαμβάνουν οι ερωτηματικές Φράσεις, των οποίων τη μετακίνηση συζητήσαμε στην προηγούμενη ενότητα.

Γι’ αυτόν τον λόγο, πριν αναφερθούμε αναλυτικά στο είδος της μετακίνησης που λαμβάνει χώρα σε αυτές τις περιπτώσεις θα παρουσιάσουμε κάποια πράγματα για τα υποκείμενα των απλών προτάσων και τη θέση τους στη δομή της πρότασης.

105

1.1 Υποκείμενα Μέχρι τώρα είχαμε πει ότι το υποκείμενο της πρότασης βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης (ή της ΦΧρόνου, σε περίπτωση που υιοθετήσουμε την πιο αναλυτική αναπαράσταση της Κλίσης). Θυμηθείτε όμως ότι μέχρι τώρα δεν είχαμε αναφερθεί στον ρόλο του Χαρακτηριστή της ΡΦ, θέση την οποία αφήναμε πάντα κενή στα δένδρα που φτιάχναμε.

(3)

Δείτε λοιπόν τώρα τις παρακάτω προτάσεις από την Αγγλική:

(4) There is nobody living in the house. (5) There is someone knocking at the door. (6) There are several patients waiting to see the doctor.

Το πλεοναστικό there στις προτάσεις (4)–(6) φαίνεται να κατέχει τη θέση του υποκειμένου. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι στις αντίστοιχες ερωτήσεις πραγματοποιείται αντιστροφή του there με το ρήμα is ή are, (7)–(9):

(7) Is there anybody living in the house? (8) Is there someone knocking at the door? (9) Are there several patients waiting to see the doctor?

Συγκρίνατε λοιπόν την αντιστροφή του there με το is/are στις προτάσεις (7)–(9) με την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου στην (10β). Η (10β) είναι μία συνηθισμένη ερώτηση που έχει ως υποκείμενο την συνηθισμένη ΟΦ «John». Αφού οι ερωτήσεις τόσο στο (10β) όσο και στις (7)–(9) προϋποθέτουν αντιστροφή των δύο πρώτων φράσεων, και αφού η δεύτερη φράση στο (10β) είναι το υποκείμενο συμπεραίνουμε ότι και στις προτάσεις (7)–(9) η δεύτερη φράση θα πρέπει να είναι το υποκείμενο. Η δεύτερη φράση όμως είναι το there. Συνεπώς, το there είναι το υποκείμενο των προτάσεων (7)-(9).

(10) α. John is living in London

β. Is John living in London?

Παίρνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω καταλήγουμε στο ότι: α) το πλεοναστικό there στις προτάσεις (7) – (9) κατέχει τη θέση του υποκειμένου της πρότασης. Συνεπώς, β) το πλεοναστικό there βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της Φράσης Κλίσης, γεγονός που είχε υπονοηθεί στο κεφάλαιο 2.1

106

Ας επιστρέψουμε όμως σε μία από τις προηγούμενες προτάσεις, για παράδειγμα την (8), την οποία επαναλαμβάνουμε ως (11α):

(11) α. There is someone knocking at the door. Είπαμε ότι θεωρούμε το there υποκείμενο της πρότασης, με το ρήμα is να βρίσκεται στην Κεφαλή της Κλίσης. Ποια είναι όμως η δομή της υπόλοιπης πρότασης; Η ΠροθΦ «at the door» είναι προφανώς το συμπλήρωμα του Ρήματος «knocking».

β. [ΦΚλίσηςThere [Κλίση is someone knocking [ΠροθΦ at the door ]]]].

Τι είναι όμως και πού βρίσκεται το «someone» στην παραπάνω πρόταση; Προσέξτε ότι η πρόταση έχει και την παραλλαγή που ακολουθεί:

γ. Someone is knocking at the door]]]].

Συμπεραίνουμε ότι το «someone» στην πρόταση (11γ) είναι στη θέση του there, δηλ. στη θέση του υποκειμένου της πρότασης το οποίο, απ’ αυτά που ξέραμε ως τώρα, βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης. Συγκρίνοντας τα (11α) και (11γ), καταλήγουμε λοιπόν στο ότι το someone έχει μετακινηθεί από τη θέση που βρισκόταν στην (11α) στη θέση του υποκειμένου της κύριας πρότασης, όπως βλέπουμε παρακάτω.

δ. [ΦΚλίσης Someone [Κλίση is [ΡΦ <someone> knocking [ΠροθΦ at the door]]]]. Ποια ακριβώς είναι αυτή η θέση όμως, δηλ., από πού έχει μετακινηθεί το «someone»; Αυτή η θέση είναι η θέση του Χαρακτηριστή της ΡΦ και βλέπουμε τη μετακίνηση στο δένδρο (12).

(12)

‘Someone is knocking at the door.’ Δεν θα αναφερθούμε προς το παρόν στους λόγους για τους οποίους γίνεται αυτή η μετακίνηση, εκτός από έναν βασικό, στον οποίο θα επανέλθουμε αναλυτικά αργότερα: την απόδοση Ονομαστικής Πτώσης στο υποκείμενο, κάτι που δεν μπορεί να γίνει όταν το υποκείμενο βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΡΦ. Στο

107

υπόλοιπο αυτής της ενότητας θα προσπαθήσουμε να στηρίξουμε αυτήν τη μετακίνηση με κάποια επιχειρήματα ακόμη.

Η ιδέα ότι τα υποκείμενα αρχίζουν από τον Χαρακτηριστή της ΡΦ και στη συνέχεια μετακινούνται στον Χαρακτηριστή της ΦKλίσης, αν βέβαια αυτή η θέση δεν είναι κατειλημμένη από κάποιο άλλο στοιχείο, εξηγεί τη θέση των αντωνυμικών υποκειμένων και των ποσοδεικτών σε προτάσεις όπως οι παρακάτω:

(13) α. They both are helping her

β. They are both helping her.

(14) α. We all can work harder β. We can all work harder. (15) α. You each will receive a present β. You will each receive a present.

Με άλλα λόγια, οι προτάσεις β. δείχνουν τους ποσοδείκτες «both», «all» και «each» να βρίσκονται αμέσως πριν από το κύριο Ρήμα και πιο χαμηλά από τη θέση του υποκειμένου, στην οποία βρίσκονται οι αντωνυμίες «they», «we», και «you», παρότι συνδέονται άμεσα με αυτές. Προφανώς βρίσκονται στον Χαρακτηριστή της ΡΦ, ενώ στις προτάσεις α. έχουν μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης, όπου και βρίσκονται μαζί με τις αντωνυμίες-υποκείμενα.

Υπάρχουν και σημασιολογικά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι τα υποκείμενα πράγματι ξεκινούν από τη θέση του Χαρακτηριστή της ΡΦ. Ξεκινώντας από αυτήν τη θέση, το υποκείμενο είναι σε πιο κοντινή και πιο άμεση σχέση με το Ρήμα, το οποίο και είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για τον θεματικό ρόλο που δίνεται στο υποκείμενο. Αντίθετα, ένα βοηθητικό Ρήμα όπως το is, ή και η Κεφαλή Κλίσης από μόνη της, δεν είναι δυνατό να έχει θεματικό ρόλο να αποδώσει στο υποκείμενο που είναι κοντά σε αυτήν όταν βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης (αλλά μακριά από το Ρήμα), αφού πρόκειται για λειτουργικές κατηγορίες για τις οποίες ξέρουμε ότι δεν έχουν θεματικό ρόλο.

(16)

‘Someone is knocking at the door.’

Τα κόκκινα βελάκια στο δενδροδιάγραμμα (16) δείχνουν πώς γίνεται η απόδοση των θεματικών ρόλων. Το Ρήμα δίνει θεματικό ρόλο στο συμπλήρωμά του, δηλ., στην ΠροθΦ «at the door», και το Ρ’, δηλ., το Ρήμα μαζί με το συμπλήρωμά του, δίνει θεματικό ρόλο στο «someone». Η άποψη ότι ο θεματικός ρόλος αποδίδεται στην ΟΦ υποκείμενο από το Ρήμα μαζί με το αντικείμενό του μαζί ήταν γνωστή από παλιά. Η ιδέα ότι το υποκείμενο βρίσκεται αρχικά στον Χαρακτηριστή της ΡΦ επιβεβαιώνει και δομικά αυτήν τη άποψη, η οποία στηρίχτηκε από τα συντακτικά δεδομένα κατανομής που παραθέσαμε.

108

Όσον αφορά το υποκείμενο της Ελληνικής, το ερώτημα που εγείρεται είναι αν πράγματι υπάρχει ανάγκη η ΟΦ να μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης, επειδή αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο πώς γίνεται το υποκείμενο να βρίσκεται και μετά από το Ρήμα, όπως σε μερικές από τις προτάσεις που ακολουθούν;

(17) α. Κάποιος κτυπάει την πόρτα.

β. Χτυπάει κάποιος την πόρτα.

(18) α. Όλοι οι φοιτητές έγραψαν καλά. β. Οι φοιτητές έγραψαν όλοι καλά.

Δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα εδώ με αυτό το ερώτημα. Αξίζει όμως να αναφερθεί ότι έχει υποστηριχτεί για την Ελληνική ειδικά ότι η ‘ουδέτερη’ θέση του υποκειμένου είναι η θέση του Χαρακτηριστική της ΡΦ, δηλ., η θέση μετά το Ρήμα, όπως στην πρόταση (17β), (Alexiadou & Anagnostopoulou 1998), θέση από την οποία δεν χρειάζεται να μετακινηθεί μέχρι τη ΦΚλίσης.

Για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για τη θέση του υποκειμένου, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο για την Ιαπωνική, στο οποίο παρουσιάζονται πειραματικά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι το υποκείμενο είναι πράγματι στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης όταν η σειρά των όρων της πρότασης είναι Υποκείμενο – Αντικείμενο – Ρήμα, αλλά μπορεί να παραμείνει στον Χαρακτηριστή της Ρηματικής Φράσης όταν η σειρά των όρων είναι Αντικείμενο – Υποκείμενο – Ρήμα (Koizumi & Tamaoka 2010).

Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε από τα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ είναι ότι τα υποκείμενα της πρότασης ξεκινούν από τη θέση του Χαρακτηριστή της ΡΦ: αυτό είναι κάτι που μπορεί να υποστηριχτεί τόσο από τις θέσεις των ποσοδεικτών στις προτάσεις (4) – (6), όσο και από το γεγονός ότι τα υποκείμενα παίρνουν τον θεματικό τους ρόλο από το Ρήμα (μαζί με το αντικείμενό του, όταν υπάρχει αντικείμενο) κι έτσι είναι λογικό να βρίσκονται κοντά στο Ρήμα. Στη συνέχεια τα υποκείμενα μετακινούνται μέχρι τον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης, τουλάχιστον σε κάποιες γλώσσες, προκειμένου να πάρουν Ονομαστική Πτώση από την Κλίση, και συγκεκριμένα από την Κλίση που δεν είναι Κλίση απαρεμφάτου (επειδή η Κλίση των απαρεμφάτων δεν μπορεί να δώσει Ονομαστική Πτώση, όπως είπαμε στο κεφάλαιο 3, υποσημείωση 13). Αυτή η μετακίνηση είναι η πρώτη, και πιο μικρή, μετακίνηση Α. Τα υπόλοιπα είδη μετακινήσεων ακολουθούν αμέσως παρακάτω.

2 Μετακίνηση Α

Ο κύριος στόχος της προηγούμενης ενότητας ήταν να δείξει ότι το υποκείμενο της πρότασης δεν βρισκόταν πάντα στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης. Αντίθετα, ξεκινά από μία πιο χαμηλή θέση Χαρακτηριστή, στην οποία αποδίδεται θεματικός ρόλος και η οποία βρίσκεται μέσα στη Ρηματική Φράση, δηλ., το υποκείμενο ξεκινά από τον Χαρακτηριστή της ΡΦ και στη συνέχεια μετακινείται στη θέση του Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης, θέση στην οποία αποδίδεται Πτώση, όπως δείξαμε στα δένδρα (12) και (16). Η μετακίνηση αυτή είναι μια περίπτωση ανύψωσης υποκειμένου. Για την ακρίβεια, είναι η πιο απλή περίπτωση ανύψωσης υποκειμένου.

Υπάρχει άλλη μία περίπτωση μετακίνησης υποκειμένου η οποία, μαζί με τη μετακίνηση της ΟΦ που λαμβάνει χώρα στην περίπτωση των παθητικών προτάσεων, αποτελούν τις κλασσικές περιπτώσεις μετακίνησης Α (A movement). Θα αρχίσουμε με την περίπτωση μετακίνησης υποκειμένου πρώτα και στη συνέχεια θα προχωρήσουμε στις παθητικές προτάσεις. Πρόκειται για τη δομή που είναι γνωστή από την παραδοσιακή γραμματική ως απρόσωπη δομή, και δώσαμε ήδη το πρώτο παράδειγμα στην πρόταση (2).

109

2.1 Απρόσωπες δομές – ανύψωση υποκειμένου Θα παρουσιάσουμε την απρόσωπη δομή, ή αλλιώς, την κλασσική δομή ανύψωσης υποκειμένου, μέσα από την Αγγλική. Αυτό γίνεται πρώτα απ’ όλα επειδή δεν είναι σίγουρο ότι η Ελληνική πρόταση (2) είναι ακριβώς αντίστοιχη των δομών ανύψωσης υποκειμένου και, στη συνέχεια, επειδή η Αγγλική δίνει πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα για τα διάφορα σημεία από τα οποία περνάει το υποκείμενο καθώς μετακινείται προς την ΦΚλίσης της κύριας πρότασης. Δείτε λοιπόν τα παρακάτω ζεύγη προτάσεων της Αγγλικής:

(19) α. It seems [that he understands her]. β. He seems [to understand her].

(20) α. It happened [that she came across an old love-letter]. β. She happened [to come across an old love-letter].

Οι παραπάνω προτάσεις εγείρουν τα εξής ερωτήματα: α) πώς γίνεται το υποκείμενο των εξαρτημένων προτάσεων στις α. να γίνεται το υποκείμενο των κύριων προτάσεων στις β; Αναφερόμαστε στο «he» της πρότασης (19) και στο «she» της πρότασης (20). β) πώς γίνεται οι εξαρτημένες προτάσεις στις β. να είναι χωρίς υποκείμενο, αν και η Αγγλική δεν επιτρέπει κενά υποκείμενα;

Η απάντηση είναι ότι στις περιπτώσεις β. το υποκείμενο της εξαρτημένης πρότασης έχει μετακινηθεί στη θέση του υποκειμένου της κύριας πρότασης, μέσα από μια διαδικασία ανύψωσης υποκειμένου (raising). Αυτήν τη φορά το υποκείμενο διασχίζει δύο προτάσεις κι αυτή είναι η κύρια διαφορά του με την πιο απλή περίπτωση ανύψωσης υποκειμένου που αναφέραμε στην ενότητα 1.1.

Στα Αγγλικά έχουμε επιχειρήματα γι αυτήν τη μετακίνηση και από τις διαφορετικές θέσεις των ποσοδεικτών, όπως, για παράδειγμα, της διαφορετικής θέσης του «all» στις παρακάτω προτάσεις.

(21) α. The men all seem to understand the situation. β. ?The men seem all to understand the situation. γ. ??The men seem to all understand the situation.

Συνεπώς, και στις προτάσεις (21) το υποκείμενο «the men» αρχίζει: α) ως υποκείμενο του «understand» (Χαρακτηριστής της εξαρτημένης ΡΦ). και στη συνέχεια γίνεται: β) υποκείμενο του to (Χαρακτηριστής της εξαρτημένης ΦΚλίσης). Μετά γίνεται: γ) υποκείμενο του seem (Χαρακτηριστής της κύριας ΡΦ). Τέλος, γίνεται: δ) υποκείμενο της κύριας πρότασης (Χαρακτηριστής της κύριας ΦΚλίσης). Όλες αυτές οι μετακινήσεις φαίνονται στο δένδρο που ακολουθεί στην επόμενη σελίδα. Στα αριστερά του δένδρου έχουν σημειωθεί τα διάφορα στάδια της μετακίνησης από τα οποία προκύπτουν οι προτάσεις στο (21). Να διευκρινήσουμε εδώ ότι ο λόγος που η ΟΦ «the problem» είναι μέσα τριγωνάκι, όπως και θάπρεπε εξάλλου, ενώ η ΟΦ «the men» δεν είναι, είναι μόνο και μόνο επειδή δεν είναι εύκολο να γίνονται τα τριγωνάκια στη μέση του δένδρου. Αυτό έχει συμβεί και σε άλλα δένδρα, τόσο σε αυτό, όσο και σε άλλα κεφάλαια και δεν θα πρέπει να εγείρει ερωτήματα μιας και δεν πρόκειται για διαφοροποίηση ουσίας.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η πρόταση (21γ) προκύπτει όταν ο ποσοδείκτης «all» βρίσκεται ακόμη στον Χαρακτηριστή της ΡΦ της εξαρτημένης (δηλ., της δευτερεύουσας) πρότασης. Η πρόταση (21β) προκύπτει όταν ο ποσοδείκτης «all» βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης της εξαρτημένης πρότασης. Τέλος, η πρόταση (21α) προκύπτει όταν ο ποσοδείκτης «all» βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης της κύριας πρότασης.2 Και στις τρεις προτάσεις η ΟΦ υποκείμενο, «the men», έχει μετακινηθεί μέχρι τον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης της κύριας πρότασης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο ποσοδείκτης «all», ο οποίος συνδέεται με αυτήν αλλά, αντίθετα από αυτήν, έχει τη δυνατότητα να μην μετακινείται, ή να μετακινείται μέχρι τη μέση της απόστασης, μας δείχνει τα βήματα της ΟΦ υποκειμένου μέχρι την τελική της θέση, δηλ., μέχρι τον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης της κύριας πρότασης.

110

(22)

Όλες οι μετακινήσεις του υποκειμένου της εξαρτημένης πρότασης «the men» είναι περιπτώσεις ανύψωσης υποκειμένου. Προσέξτε ότι: α) στη θέση από την οποία ξεκινάει η ΟΦ «the men», δηλ., στη θέση του Χαρακτηριστή της ΡΦ της εξαρτημένης πρότασης, δίνεται θεματικός ρόλος από το Ρήμα «understand». Δεν μπορεί όμως η ΟΦ «the men» να πάρει Ονομαστική Πτώση, επειδή το «understand» είναι απαρέμφατο και τα απαρέμφατα δεν μπορούν να δώσουν Ονομαστική πτώση στα υποκείμενά τους, όπως έχουμε πει ήδη αρκετές φορές μέχρι τώρα. β) Η θέση στην οποία καταλήγει η ΟΦ «the men», δηλ., ο Χαρακτηριστής της ΦΚλίσης της κύριας πρότασης, δεν είναι θέση στην οποία δίνεται θεματικός ρόλος, αφού το seem είναι απρόσωπο ρήμα. Είναι όμως θέση στην οποία μπορεί να δοθεί Ονομαστική Πτώση επειδή το Ρήμα δεν είναι απαρέμφατο. Αυτό το βλέπουμε επειδή κλίνεται, δηλ., το Ρήμα είναι στο 3ο πρόσωπο και δεν είναι «seem», αλλά «seems».

Με άλλα λόγια, η θέση του Χαρακτηριστή της κύριας (όπως και κάθε άλλης) ΡΦ είναι θέση στην οποία αποδίδεται θεματικός ρόλος, δηλαδή είναι θέση Α. Στην περίπτωση του seem ειδικά όμως, δεν μπορεί να αποδοθεί θεματικός ρόλος επειδή το Ρήμα seem είναι απρόσωπο Ρήμα (είναι δηλ., η συγκεκριμένη θέση θέση Θ’, βλ. κεφάλαιο 2, 1.4). Με άλλα λόγια, το υποκείμενο της εξαρτημένες πρότασης, «the men» έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί στη θέση του υποκειμένου της κύριας, ακριβώς επειδή το Ρήμα είναι seem, διαφορετικά θα παραβίαζε το θ-κριτήριο, αφού θα έπαιρνε δύο θεματικούς ρόλους: έναν από το εξαρτημένο Ρ’ και έναν από το κύριο Ρ’.

Από την άλλη πλευρά το «understand» της εξαρτημένης πρότασης δεν μπορεί να δώσει Ονομαστική Πτώση στο υποκείμενό του, επειδή είναι απαρέμφατο. Αντίθετα το seem της κύριας πρότασης δεν είναι απαρέμφατο, κι έτσι μπορεί να δώσει Ονομαστική Πτώση στο υποκείμενό του στον Χαρακτηριστή στης ΦΚλίσης. Συνεπώς, η μετακίνηση της ΟΦ «the men» σε μια πρόταση ανύψωσης υποκειμένου όπως η (21α):

111

α) γίνεται επειδή αυτή η ΟΦ δεν μπορεί να πάρει Πτώση ως υποκείμενο της εξαρτημένης πρότασης, αφού πρόκειται για πρόταση με Ρήμα μη παρεμφατικό, β) επιτρέπεται επειδή στη νέα θέση μπορεί να αποδοθεί Πτώση στην ΟΦ, αλλά δεν της αποδίδεται θεματικός ρόλος επειδή το Ρήμα της πρότασης είναι το seem το οποίο δεν μπορεί να δώσει θεματικό ρόλο στο υποκείμενό του αφού είναι απρόσωπο.

Βλέπετε λοιπόν ότι οι λόγοι της μετακίνησης του υποκειμένου είναι διαφορετικοί απ’ ό,τι οι λόγοι για τους οποίους μετακινούνται οι ερωτηματικές φράσεις στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας. Επίσης, οι θέσεις από τις οποίες διέρχεται η ΟΦ που μετακινείται είναι διαφορετικές. Είναι πάντα θέσεις στις οποίες μπορεί να δοθεί θεματικός ρόλος (δηλ., είναι Α θέσεις). Γι αυτό και η ανύψωση υποκειμένου αποτελεί περίπτωση μετακίνησης Α.

2.2 Παθητικές προτάσεις Ας δούμε τώρα τα παρακάτω ζεύγη προτάσεων. Οι προτάσεις α. είναι ενεργητικές, και οι β. είναι οι αντίστοιχες παθητικές.

(23) α. Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους. β. Οι ύποπτοι συνελήφθησαν από την αστυνομία.

(24) α. Μια ομάδα νεαρών έκλεψε τη μηχανή μου. β. Η μηχανή μου κλάπηκε από μια ομάδα νεαρών.

Παρατηρούμε τα εξής χαρακτηριστικά μεταξύ των ενεργητικών και των παθητικών προτάσεων: α) Το Ρήμα των παθητικών προτάσεων έχει διαφορετική μορφολογία από το Ρήμα των ενεργητικών προτάσεων. β) Οι παθητικές προτάσεις συνοδεύονται από μια ΠροθΦ, η οποία εισάγεται από την Προθ από και της οποίας η ΟΦ έχει τον ίδιο θεματικό ρόλο με αυτόν του υποκειμένου της ενεργητικής πρότασης. Είναι το γνωστό από την παραδοσιακή γραμματική ποιητικό αίτιο, η εμφάνιση του οποίου είναι προαιρετική. γ) Η ΟΦ συμπλήρωμα του Ρήματος της ενεργητικής πρότασης είναι το υποκείμενο της παθητικής πρότασης. Στην περίπτωση της ενεργητικής πρότασης η ΟΦ φέρει Αιτιατική Πτώση, ενώ στην περίπτωση της παθητικής φέρει Ονομαστική.

Επιπλέον επιχειρήματα για το ότι τα υποκείμενα των παθητικών προτάσεων έχουν τους ίδιους θεματικούς ρόλους με τα συμπληρώματα/αντικείμενα των αντίστοιχων ενεργητικών προτάσεων παίρνουμε αν παρατηρήσουμε τους περιορισμούς υποκατηγοριοποίησης στους οποίους υπόκεινται αυτές οι ΟΦ. Βλέπουμε δηλαδή ότι ενώ η ΟΦ «τους φοιτητές» μπορεί να σταθεί ως αντικείμενο του Ρήματος συνέλαβαν, οι ΟΦ «τις καμήλες» και «τα λουλούδια» δεν μπορούν, (25α). Η ΟΦ «τα λουλούδια» μάλιστα είναι εντελώς αδύνατη. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα ίδια υποκείμενα του Ρήματος «συνελήφθησαν», (25β).

(25) α. Συνέλαβαν τους φοιτητές/?τις καμήλες/??τα λουλούδια. β. Οι φοιτητές/?οι καμήλες/??τα λουλούδια συνελήφθησαν.

Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε όλες αυτές τις ιδιότητες;

Καταρχάς, υποθέτουμε ότι οι Αρχές της Καθολικής Γραμματικής συσχετίζουν τη θεματική δομή, δηλ., τη σχέση που έχει το Ρήμα με τα ορίσματά του, με τη συντακτική δομή με ομοιόμορφο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι τα υποκείμενα των παθητικών προτάσεων βρίσκονται αρχικά στην ίδια θέση με τα αντικείμενα των ενεργητικών προτάσεων, (26) – (27). Δηλαδή, σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις οι ΟΦ υποκείμενα των παθητικών προτάσεων, είναι συμπληρώματα του Ρήματος το οποίο και τους προσδίδει τον θεματικό ρόλο του δέκτη/θέματος. Στη συνέχεια, οι ΟΦ συμπληρώματα της παθητικής πρότασης μετακινούνται σε θέση υποκειμένου, όπως βλέπουμε στο δένδρο (27).

112

(26)

‘Η αστυνομία συνέλαβε τους υπόπτους’

(27)

‘Οι ύποπτοι συνελήφθησαν από την αστυνομία.’

Βλέπουμε λοιπόν ότι η ΟΦ «οι ύποπτοι» βρίσκεται αρχικά ως συμπλήρωμα του Ρήματος «συλλαμβάνουν», (26), ή «συνελήφθησαν», (27). Στη συνέχεια η ΟΦ μετακινείται στον Χαρακτηριστή της ΡΦ και μετά στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης.3

Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο λόγος για τον οποίο γίνεται η μετακίνηση της ΟΦ «τους υπόπτους» είναι επειδή δεν μπορεί να πάρει Πτώση από το Ρήμα της παθητικής πρότασης, (27). Σε αυτήν ειδικά την περίπτωση, δηλ., στις παθητικές προτάσεις, η ΟΦ δεν μπορεί να πάρει Πτώση επειδή το Ρήμα με παθητική μορφολογία δεν μπορεί να δώσει Αιτιατική Πτώση. Η μόνη Πτώση που είναι διαθέσιμη

113

στην πρόταση είναι η Ονομαστική, στη θέση του υποκειμένου, συγκεκριμένα, στον Χαρακτηριστή της παρεμφατικής ΦΚλίσης. Η θέση του Χαρακτηριστή της ΡΦ στην πρόταση (27) είναι θέση στην οποία αποδίδεται θεματικός ρόλος και θα περίμενε κανείς ότι η ΟΦ «οι ύποπτοι» δεν μπορεί να μετακινηθεί εκεί επειδή έτσι θα έπαιρνε δύο θεματικούς ρόλους. Αυτό όμως καθίσταται δυνατό επειδή όμως η ΟΦ δράστης που βρισκόταν στη θέση υποκειμένου έχει γίνει ΠροθΦ (έχει δηλ., μετατραπεί σε ποιητικό αίτιο). Έτσι, η θέση του υποκειμένου έχει απομείνει χωρίς θεματικό ρόλο και δεν παραβιάζεται το Θ-κριτήριο (με βάση το οποίο μία ΟΦ δεν μπορεί να πάρει περισσότερους από έναν θεματικούς ρόλους). Η μετακίνηση της ΟΦ δέκτη/θέματος «τους υπόπτους» λοιπόν: α) γίνεται επειδή δεν μπορεί να πάρει (αιτιατική) Πτώση από το Ρήμα με παθητική μορφολογία στη θέση αντικειμένου, β) επιτρέπεται επειδή στη νέα θέση μπορεί να της αποδοθεί Πτώση, αλλά δεν της αποδίδεται θεματικός ρόλος, τον οποίο τώρα έχει η ΠροθΦράση. Συμπερασματικά:

Το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν όλες οι προηγούμενες μετακινήσεις είναι ότι κάποια ΟΦ καταλήγει σε θέση υποκειμένου. Η ΟΦ μπορεί να ξεκινάει από θέση υποκειμένου (όπως στις δύο περιπτώσεις ανύψωσης υποκειμένου) ή να ξεκινάει από θέση συμπληρώματος/αντικειμένου (όπως στην περίπτωση των παθητικών προτάσεων). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ΟΦ μετακινείται από μια θέση ορίσματος (υποκειμένου ή αντικειμένου, αντίστοιχα) σε μια άλλη θέση ορίσματος (υποκειμένου). Ακριβώς επειδή εμπλέκονται θέσεις ορισμάτων (Αrguments), αυτές οι μετακινήσεις ΟΦ λέγονται Mετακινήσεις Α (A-movement) (Chomsky 1981). Θεωρείται ότι τα σημεία μέσα από τα οποία διέρχεται μία τέτοια μετακίνηση δημιουργεί μία αλυσίδα, η οποία και ονομάζεται Αλυσίδα Α (Α-Chain), ακριβώς επειδή ενώνει θέσεις Α.

Με άλλα λόγια, ο κύριος λόγος για τον οποίο προκαλείται η Μετακίνηση Α είναι η αδυναμία της ΟΦ να λάβει Πτώση στο σημείο από όπου ξεκινάει. Μια ΟΦ παίρνει Ονομαστική Πτώση από την Κλίση του παρεμφατικού Ρήματος (η ΟΦ πρέπει να βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης), και Αιτιατική Πτώση από το Ρήμα (του οποίου η ΟΦ είναι αντικείμενο/συμπλήρωμα). Οι λόγοι που καθιστούν εφικτή τη μετακίνηση Α είναι διαφορετικοί όμως. Αν και στις δύο περιπτώσεις η μετακίνηση είναι εφικτή επειδή δεν υπάρχει θεματικός ρόλος στη θέση του υποκειμένου, αυτό συμβαίνει για διαφορετικούς λόγους: στις παθητικές προτάσεις η θέση υποκειμένου δεν έχει θεματικό ρόλο επειδή η ΟΦ που ήταν εκεί έχει γίνει ποιητικό αίτιο, (27), ενώ στις προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου, (22), επειδή το Ρήμα seem δεν έχει θεματικό ρόλο για να δώσει στο υποκείμενό του. Μία άλλη διαφορά μεταξύ της μετακίνησης της ΟΦ στις παθητικές προτάσεις και στις προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου είναι ότι στις πρώτες η ΟΦ μετακινείται από τη θέση αντικειμένου στη θέση υποκειμένου μέσα στην ίδια πρόταση, ενώ στις δεύτερες η ΟΦ μετακινείται από τη θέση υποκειμένου μίας εξαρτημένης πρότασης στη θέση υποκειμένου μιας κύριας πρότασης, δηλαδή, εμπλέκονται δύο προτάσεις.

Τόσο οι προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου, όσο και οι παθητικές προτάσεις έχουν απασχολήσει εκτενώς τη γενετική σύνταξη. Δύο κλασσικά άρθρα για τις παθητικές προτάσεις, αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους και γραμμένα σε διαφορετικές εποχές, είναι αυτά των Baker et al. (1989) και Collins (2005).4 Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για την ανύψωση υποκειμένου, μια πρόσφατη καλή επισκόπηση περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Landau (2013).

2.3 Προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα Αναφερθήκαμε στο 2ο κεφάλαιο στα αναιτιατικά Ρήματα και τα διαχωρίσαμε από τα άλλα αμετάβατα ρήματα από την άποψη του ότι το υποκείμενό τους είναι ουσιαστικά μία ΟΦ αντικείμενο, η οποία μετακινείται στη θέση του υποκειμένου (Perlmutter 1978, Burzio 1981). Δηλαδή, ενώ η δομή των αμετάβατων Ρημάτων που δεν είναι αναιτιατικά, π.χ., «τραγουδάω» είναι όπως στο (28), η δομή των αναιτιατικών Ρημάτων, π.χ., «φεύγω», είναι όπως στο (29).

114

(28)

‘Η Μαρία τραγουδάει.’

(29)

‘H Μαρία έφυγε.’ Βλέπουμε λοιπόν ότι προστίθεται άλλη μία περίπτωση προτάσεων των οποίων τα υποκείμενα είναι αποτέλεσμα μετακίνησης Α μέσα στην ίδια πρόταση, οι προτάσεις που περιέχουν αναιτιατικά Ρήματα. Αυτές οι περιπτώσεις προτάσεων μοιάζουν με τις παθητικές προτάσεις από την άποψη ότι το αντικείμενο μετακινείται σε θέση υποκειμένου. Διαφέρουν όμως από τις παθητικές προτάσεις από την άποψη ότι τα Ρήματα έχουν μόνο έναν οργανικό όρο, ενώ αυτά των παθητικών προτάσεων έχουν δύο, άρα συμμετέχουν δύο ΟΦ στις αντίστοιχες προτάσεις.5

115

3 Παιδική γλώσσα και Διαταραχές

Από τις δομές με μετακίνηση Α, οι παθητικές προτάσεις είναι γνωστές ως ιδιαίτερα προβληματικές, τόσο σε περιπτώσεις διαταραχών, όσο και στην περίπτωση της παιδικής γλώσσας. Θα αναφερθούμε εδώ καταρχάς στην παιδική γλώσσα για τον λόγο ότι και πολλές μελέτες έχουν γίνει διαγλωσσικά αλλά και ξέρουμε αρκετά πράγματα για την Ελληνική που δεν είναι σκόπιμο να τα αγνοήσουμε.

3.1 Παιδική Γλώσσα: παθητικές προτάσεις Παλιότερες έρευνες στην Αγγλική είχαν βρει ότι τα παιδιά ηλικίας 4 έως και 5 ετών καταλαβαίνουν και παράγουν παθητικές προτάσεις με ρήματα που μεταφέρουν ενέργεια (actional), όπως, «χτενίζω», «αγγίζω», «ξύνω», πολύ καλύτερα από προτάσεις με ρήματα που δεν μεταφέρουν ενέργεια (non-actional), όπως, «βλέπω», «ακούω», «φοβάμαι», Maratsos et al. (1985).

Εστιάζοντας ακριβώς σε αυτήν τη διαφοροποίηση, οι Borer & Wexler (1987, 1992) υποστήριξαν ότι μόνο οι παθητικές προτάσεις που σχηματίζονται από ρήματα που δεν μεταφέρουν ενέργεια, (30α), είναι πραγματικές παθητικές προτάσεις, δηλ., σχηματίζονται στη σύνταξη, μετά από μετακίνηση του αντικειμένου στη θέση του υποκειμένου, η οποία δημιουργεί τη γνωστή Αλυσίδα Α. Πρότειναν λοιπόν ότι τα παιδιά αργούν να κατακτήσουν αυτές τις παθητικές προτάσεις επειδή αργούν να κατακτήσουν τις Aλυσίδες Α, για την ακρίβεια επειδή οι Αλυσίδες Α δεν ωριμάζουν μέχρι κάποια ηλικία. Αντίθετα, οι παθητικές προτάσεις που περιέχουν Ρήματα που μεταφέρουν ενέργεια, όπως η (30β), δεν εκλαμβάνονται από τα παιδιά ως παθητικές προτάσεις.

(30) α. John was seen.

β. John was combed.

Συγκεκριμένα, ρηματικοί τύποι όπως το «combed» στην πρόταση (30β) θεωρούνται από τους Borer και Wexler (1987, 1992) επιθετικοποιημένοι τύποι ρημάτων, δηλ., περίπου ως επίθετα, τα οποία σχηματίζονται στο λεξικό και δεν εμπλέκεται Αλυσίδα Α στη δημιουργία τους. Απόδειξη για το ότι αυτοί οι ρηματικοί τύποι είναι πιο κοντά στα επίθετα αποτελεί το γεγονός ότι μπορούν να εμφανιστούν σε δομές όπως η (31β), σε αντίθετη με το «seen», το οποίο αν χρησιμοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο καταλήγει σε αντιγραμματική πρόταση, (31α). Αυτή η θεωρία είναι γνωστή ως Υπόθεση Ελλείμματος Αλυσίδας Α (Α-Chain Deficit Hypothesis). Μία πρόσφατη εκδοχή αυτής της θεωρίας, η οποία έχει πάρει υπόψη της τις τελευταίες εξελίξεις της συντακτικής θωρίας, παρουσιάζεται στον Wexler (2004).

(31) α. *The seen combed doll was on the floor.

β. The combed doll was on the floor.

Λίγα χρόνια αργότερα, οι Fox και Grodzinsky (1999) υποστήριξαν ότι τα παιδιά δεν τα πηγαίνουν καλά με τις παθητικές προτάσεις των ρημάτων που δεν μεταφέρουν ενέργεια όχι μόνο επειδή δυσκολεύονται στο σχηματισμό της Αλυσίδας Α, αλλά επειδή έχουν πρόβλημα με τη μεταβίβαση του θεματικού ρόλου που εμπλέκεται στις παθητικές προτάσεις. Σύμφωνα με τους Fox και Grodzinsky (1999), στις παθητικές προτάσεις, εκτός από τη μετακίνηση του αντικειμένου στη θέση του υποκειμένου, θα πρέπει να γίνει και μεταβίβαση του θεματικού ρόλου του δράστη από τη θέση του υποκειμένου της ενεργητικής πρότασης στην ΠροθΦ/ποιητικό αίτιο της παθητικής, δηλ., από τη θέση του υποκειμένου που βρισκόταν η ΟΦ «the teacher» στην ενεργητική πρόταση, στην ΠροθΦ «by the teacher» στην οποία βρίσκεται τώρα, (32).

(32) The children were seen by the teacher.

Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, τα παιδιά τα πηγαίνουν καλά στις παθητικές προτάσεις των ρημάτων που μεταφέρουν ενέργεια, επειδή σε αυτές δεν χρειάζεται να γίνει μεταβίβαση θεματικού ρόλου από τη θέση του υποκειμένου στην ΠροθΦ που εισάγεται με το «by». Ο λόγος είναι ότι ο θεματικός ρόλος δίνεται στην

116

ΟΦ-ποιητικό αίτιο κατευθείαν από την πρόθεση «by», επειδή η συγκεκριμένη πρόθεση μπορεί να αποδώσει θεματικό ρόλο δράστη, ακριβώς όπως και τα ρήματα που μεταφέρουν ενέργεια.

(33) The children were punished by the teacher

Να σημειωθεί ότι η πρόθεση by στην Αγγλική μπορεί πράγματι να αποδώσει τέτοιου είδους θεματικό ρόλο από μόνη της, όπως φαίνεται στην παρακάτω φράση, στην οποία το «by» αποδίδει τον θεματικό ρόλο του δράστη, δηλ., αυτού που έγραψε το βιβλίο, (34): (34) A book by Chomsky6 Σε παλιότερη μελέτη μας, ερευνήσαμε κατά πόσον παιδιά ηλικίας 3;8 έως 5;10 ετών έχουν κατακτήσει τις παθητικές προτάσεις της Ελληνικής (Terzi & Wexler 2002). Για τον σκοπό αυτό μελετήσαμε: α) προτάσεις με ρηματικούς παθητικούς τύπους, τόσο με ρήματα που μεταφέρουν ενέργεια, όσο και με ρήματα που δεν μεταφέρουν ενέργεια, (35α). β) προτάσεις με επιθετικοποιημένους τύπους, μόνο με ρήματα που μεταφέρουν ενέργεια, μιας και αυτά που δεν μεταφέρουν ενέργεια δεν μπορούν να σχηματίσουν τέτοιους τύπους, (35β). (35) α. σπρώχνεται – ακούγεται β. σπρωγμένο – *ακουσμένο Βρήκαμε ότι ο επιθετικοποιημένος τύπος κατακτάται πολύ νωρίτερα από τον ρηματικό τύπο, 89% και 44% σωστές απαντήσεις αντίστοιχα. Η απόδοση στις ρηματικές παθητικές ρημάτων που δεν μεταφέρουν ενέργεια ήταν εξαιρετικά χαμηλά, 20%. Τα αποτελέσματα στο (36) προέρχονται από τη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα της μελέτης, δηλ., από παιδιά ηλικίας 5;3-5;10 ετών. Οι παθητικές προτάσεις που μελετήσαμε περιείχαν ποιητικό αίτιο.

(36) α. 44% – 20% β. 89% – Χ

Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν καταρχάς τη θεωρία των Borer & Wexler, αφού οι επιθετικοποιημένοι τύποι ήταν κατανοητοί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους ρηματικούς. Παρατηρήσαμε όμως ότι δεν ήταν ξεκάθαρο από τα ευρήματά μας κατά πόσο η ορθότητα της παραπάνω θεωρίας απέκλειε την άλλη θεωρία κατάκτησης της παθητικής, δηλ., αυτή των Fox και Grodzinsky (1999), επειδή: α) είχαμε μελετήσει μόνο παθητικές προτάσεις με ποιητικό αίτιο, β) είχαμε βρει σημαντική διαφορά μεταξύ ρηματικών τύπων των δύο κατηγοριών ρημάτων. Αν τα παιδιά είχαν πράγματι πρόβλημα με τις Αλυσίδες Α, θα έπρεπε να έχουν την ίδια απόδοση στους ρηματικούς παθητικούς τύπους όλων των ρημάτων, ανεξάρτητα από το αν μεταφέρουν ενέργεια ή όχι.

Σε επόμενη έρευνα λοιπόν μελετήσαμε παιδιά ηλικίας 3;6 έως 6;6 ετών ως προς παθητικές προτάσεις που χρησιμοποιούν: α) ρηματικό παθητικό τύπο και β) επιθετικοποιημένο παθητικό τύπο. Αυτήν τη φορά όλες οι προτάσεις ήταν σε δύο εκδοχές: α) με ποιητικό αίτιο και β) χωρίς ποιητικό αίτιο.

Βρήκαμε ότι η παρουσία του ποιητικού αιτίου δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για την κατάκτηση της παθητικής πρότασης (Driva & Terzi 2008). Συνεπώς, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η θεωρία των Fox και Grodzinsky (1999) δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Μας παραξένεψε το γεγονός ότι, αντίθετα με την πρώτη μελέτη, (Terzi & Wexler 2002), δεν παρατηρήθηκε μεγάλη διαφορά ως προς την ηλικία κατάκτησης των ρηματικών και των επιθετικοποιημένων τύπων. Επίσης, αυτό που μας προκάλεσε εντύπωση ήταν ότι στη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα, η οποία ήταν 5;9 έως 6;6 ετών, δηλ., μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη της προηγούμενης μελέτης, τα ποσοστά σωστών απαντήσεων ήταν πολύ υψηλότερα, δηλ., 87% στις επιθετικοποιημένες και 85% στις ρηματικές. Παρόλα αυτά υπήρχαν ακόμη ελλείμματα, μιας και το ποσοστό σωστών απαντήσεων ήταν κάτω από 90%.

117

Τέλος, πολύ πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο μίας μελέτης των γραμματικών ικανοτήτων παιδιών με αυτισμό μελετήσαμε και πάλι παθητικές προτάσεις, αυτήν τη φορά χωρίς ποιητικό αίτιο. Είδαμε λοιπόν ότι τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά που αποτέλεσαν το δείγμα ελέγχου στη συγκεκριμένη έρευνα, τα οποία είχαν μέση ηλικία 6;6 είχαν σωστή απόδοση μόνο σε ποσοστό 75% των παθητικών προτάσεων (Terzi et al. 2014). Να σημειωθεί ότι όλες οι προαναφερθείσες έρευνες ήταν δοκιμασίες κατανόησης μέσα από επιλογή εικόνων. Δείχναμε δηλ., στα παιδιά 2 ή 3 εικόνες ταυτόχρονα, τους διαβάζαμε μία πρόταση και τους ζητούσαμε να αντιστοιχήσουν την πρόταση που άκουγαν σε μία από τις εικόνες.

Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι κάποιες μελέτες, Tsimpli (2006), Fotiadou & Tsimpli (2010) έχουν ισχυριστεί ότι τα παιδιά με μητρική γλώσσα την Ελληνική κατανοούν τις παθητικές προτάσεις αρκετά νωρίς.7 Έχω να παρατηρήσω ότι τα πειράματα που χρησιμοποίησαν οι παραπάνω μελέτες ήταν ελαφρώς διαφορετικά από τα δικά μας. Δηλαδή, έδωσαν στα παιδιά προτάσεις με ρήματα και αντίστοιχες εικόνες που θα μπορούσαν να έχουν είτε παθητική είτε αυτοπαθή ερμηνεία. Επειδή στη συνέχεια μερικά παιδιά διάλεξαν την (λιγότερο αναμενόμενη) παθητική ερμηνεία, συμπέραναν ότι έχουν γνώση της παθητικής δομής. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στη μέχρι τώρα έρευνά μας επί της κατάκτησης των παθητικών προτάσεων της Ελληνικής, δεν ισχυριστήκαμε ποτέ ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με μητρική γλώσσα την Ελληνική δεν κατανοούν νωρίς τις παθητικές προτάσεις. Κάποια παιδιά όντως τις κατανοούν, κι αυτά φαίνεται να είναι το 75% των 6χρονων παιδιών σύμφωνα με την τελευταία μας μελέτη (Terzi et al. 2014). Αυτή η συμπεριφορά όμως παρατηρείται σε ηλικίες που τα ίδια παιδιά κατανοούν άλλες προτάσεις σε ποσοστά σχεδόν 100%. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θεωρούμε ότι οι παθητικές προτάσεις της Ελληνικής κατακτώνται νωρίς και, συγκεκριμένα, σε καμία περίπτωση πριν από τα 6μιση χρόνια.

Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και η μελέτη των Zombolou et al. (2010), η οποία όμως μελέτησε την παραγωγή αναιτιατικών Ρημάτων, είτε με ενεργητική είτε με μη ενεργητική μορφολογία (βλέπε κεφάλαιο 2, ενότητα 3.1.1 για τα είδη των αναιτιατικών ρημάτων της Ελληνικής). Τα παιδιά που συμμετείχαν σε αυτήν την έρευνα ήταν ηλικίας 2;7 έως 4;3 ετών και οι ερευνήτριες προσπάθησαν να εκμαιεύσουν την παραγωγή αναιτιατικών ρημάτων όπως «πέφτω», «σπάω», «σβήνω», σκίζω» και «σκάζω». Τα παιδιά έπρεπε να παράγουν αυτά τα ρήματα βλέποντας εικόνες. Την πρώτη φορά οι εικόνες δεν περιείχαν δράστη, αλλά τη δεύτερη συμπεριλάμβαναν και μία εικόνα με πιθανό δράστη, κάποιον δηλ., που πιθανώς να είχε προκαλέσει το «σκίσιμο», το «σβήσιμο», κλπ. Τα παιδιά δεν φάνηκε να παίρνουν υπόψη τον δράστη και, γενικά, προτίμησαν να παράγουν αναιτιατικά ρήματα με ενεργητική μορφολογία, δηλ., «σβήνει», και όχι «σβήνεται» οδηγώντας τις ερευνήτριες να καταλήξουν στο ότι έχουν συνδέσει τα αναιτιατικά ρήματα με ενεργητική μορφολογία και ότι μέχρι την ηλικία που μελέτησαν δεν φάνηκε να έχουν κατακτήσει τις παθητικές προτάσεις. Τέλος, για μία διαφορετική προσέγγιση στην κατάκτηστη των Αλυσίδων Α, δείτε το άρθρο των Hyams et al. 2006.

3.2 Παιδική Γλώσσα: Προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου Δείξαμε στην ενότητα 2.1 ότι οι προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου συνεπάγονται τον σχηματισμό Αλυσίδας Α, ακριβώς όπως και οι παθητικές προτάσεις. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί των Borer & Wexler (1987, 1992), οι οποίοι αποδίδουν την καθυστέρηση της κατάκτησης των παθητικών προτάσεων στην καθυστέρηση της ωρίμανσης των Αλυσίδων Α, προβλέπουν ότι και οι δομές ανύψωσης υποκειμένου αργούν να κατακτηθούν από τα παιδιά.

Οι δομές ανύψωσης υποκειμένου είναι αρκετά δύσκολο να μελετηθούν πειραματικά, πολύ πιο δύσκολο από τις παθητικές προτάσεις. Παρόλα αυτά, σε σχετικά πρόσφατη έρευνά τους οι Hirsch & Wexler (2007) κατάφεραν να τις μελετήσουν. Για να είναι η μελέτη τους έγκυρη συνέκριναν την κατανόηση μιας σειράς προτάσεων, αρχίζοντας από τις πιο εύκολες και καταλήγοντας στις προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου. Άρχισαν λοιπόν με την κατανόηση απλών προτάσεων, όπως η (37α), συνέχισαν με σύνθετες προτάσεις όπως η (37β), στη συνέχεια με σύνθετες προτάσεις στις οποίες το ρήμα της κύριας πρότασης ήταν το seem, αλλά δεν υπήρχε ανύψωση υποκειμένου, (37γ), και κατέληξαν με σύνθετες προτάσεις στις οποίες το ρήμα της κύριας πρότασης ήταν το seem, αλλά ενέπλεκαν ανύψωση υποκειμένου, (37δ).

118

(37) α. Homer is eating a sandwich. (απλές) β. Lisa thinks that Bart is playing an instrument. (think, εξαρτημένες) γ. It seems to Homer that Marge is pushing a cart. (seem, χωρίς ανύψωση) δ. Homer seems to Maggie to be bowling a ball. (seem, με ανύψωση)

Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι σωστές απαντήσεις των παιδιών ήταν όπως παρακάτω:

(38) α. β. γ. δ.

5 ετών 99.2% 95.6% 92.8% 44.4% 6 ετών 99.2% 95.6% 91.7% 51.7% 7 ετών 100% 96.1% 96.7% 71.1% 8 ετών 99.2% 98.3% 98.9% 75.6%

Στη στήλη δ. βλέπουμε τα ποσοστά σωστών απαντήσεων στις προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου, και πόσο χαμηλά είναι ακόμη και στην ηλικία των 8 ετών (75.6%). Αυτό το εύρημα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αν συγκρίνει κανείς τις σωστές απαντήσεις στις προτάσεις της στήλης δ. με αυτές της στήλης γ.: οι δύο προτάσεις στις οποίες αντιστοιχούν, δηλ., οι (37γ) και (37δ), είναι ακριβώς οι ίδιες εκτός από την ανύψωση υποκειμένου, η οποία λαμβάνει χώρα στην (37δ) αλλά όχι στην (37γ). Παρόλα αυτά, η διαφορά των παιδιών ως προς την κατανόησή τους είναι μεγάλη, θα τολμούσα να πω τεράστια αν αναλογιστεί κανείς ότι κατανοούν τις δ. μόνο σε ποσοστό 75.6%, ακόμη και στην ηλικία των 8 ετών. Τέτοιου τύπου ευρήματα θα πρέπει να επιστήσουν την προσοχή σας στο ότι καμία πρόταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ‘αθώα’ ως προς την ταχύτητα κατάκτησής της και το θέμα είναι να βρούμε ποιες είναι αυτές οι προτάσεις, τόσο διαγλωσσικά, όσο και σε σχέση με συγκεκριμένες δομές σε συγκεκριμένες γλώσσες ειδικότερα.

3.3 Αγραμματισμός και παθητικές προτάσεις Οι παθητικές προτάσεις είναι μία συντακτική δομή που έχει μελετηθεί εκτενώς και στην περίπτωση της αφασίας Broca. Σε μία σειρά από μελέτες εδώ και χρόνια, ο Grodzinsky παρατήρησε ότι οι αφασικοί τύπου Broca, συγκεκριμένα, οι αγραμματικοί, δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά στις παθητικές προτάσεις Grodzinsky (1986, 1990). Ο τρόπος με τον οποίον συμπεριφέρονται είναι τυχαίος, δηλ., αν τους ζητηθεί να ερμηνεύσουν μια σειρά από παθητικές προτάσεις, δεν θα τις ερμηνεύσουν ως ενεργητικές, αλλά θα ερμηνεύσουν τις μισές περίπου από αυτές ως ενεργητικές και τις άλλες ως παθητικές.

Ο Grodzinsky απέδωσε αυτήν την αδυναμία των αγραμματικών ως πρόβλημα που σχετίζεται με το ίχνος που αφήνει πίσω της η ΟΦ στο σημείο από το οποία μετακινείται – επαναλαμβάνουμε το δένδρο (27) για διευκόλυνση, στην επόμενη σελίδα. Επειδή το ίχνος, <τους υπόπτους> σε αυτήν την περίπτωση, δίνει στοιχεία για τον θεματικό ρόλο της ΟΦ που έχει μετακινηθεί και της σχέσης της με το ρηματικό σύνολο, αν δεν υπάρχει το ίχνος ο ομιλητής δεν μπορεί να καταλάβει τον θεματικό ρόλο της ΟΦ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ερμηνεύσει την πρόταση.

Η θεωρία του Grodzinsky ονομάστηκε Υπόθεση Απαλειφής του Ίχνους (Τrace Deletion Ηypothesis). Πρόκειται για μία θεωρία που προσπάθησε να εξηγήσει το γεγονός ότι οι αγραμματικοί δεν ερμηνεύουν τις παθητικές προτάσεις ως ενεργητικές, αλλά τις ερμηνεύουν άλλες φορές σωστά και άλλες λάθος σε ποσοστό 50/50 περίπου, δηλ., έχουν τυχαία συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφορά, σύμφωνα με τον Grodzinsky, σημαίνει ότι οι αγραμματικοί ερμηνεύουν την πρώτη ΟΦ που βλέπουν ως δράστη και μετά, όταν φτάσουν στην ΟΦ του ποιητικού αιτίου, μπερδεύονται και καταλήγουν σε τυχαία ερμηνεία. Αν όμως δεν είχε διαγραφεί το ίχνος, θα μπορούσαν να συνδέσουν την πρώτη ΟΦ που βλέπουν με το σημείο από το οποίο πήρε τον θεματικό της ρόλο, ο οποίος προφανώς ήταν ο θεματικός ρόλος του θέματος/δέκτη που είχε από τη θέση του αντικειμένου της αντίστοιχης ενεργητικής πρότασης.

119

(27)

‘Οι ύποπτοι συνελήφθησαν από την αστυνομία.’ Να θυμάστε ότι αναφερόμαστε πάντα σε αναστρέψιμες παθητικές προτάσεις (reversible passives), οι οποίες χρησιμοποιούν ως μέσο ερμηνείας τους τη σύνταξη και μόνο και όχι εξωγλωσσικά δεδομένα. Μια τέτοια πρόταση είναι η πρόταση (39α) αμέσως παρακάτω. Αντίθετα, η πρόταση (39β) δεν είναι αναστρέψιμη παθητική πρόταση, επειδή οι δύο ΟΦ που περιλαμβάνει δεν είναι τέτοιες που μπορούν να πάρουν είτε τον θεματικό ρόλου του δράστη είτε τον θεματικό ρόλο του δέκτη (δηλ., κατά κάποιο τρόπο να εμπλέξουν κάτι όπως αντιστροφή θεματικών ρόλων). Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει με τις ΟΦ της πρότασης (39α).

(39) α. Ο καθηγητής χειροκροτήθηκε από τους φοιτητές. β. Το βιβλίο διαβάστηκε από τους φοιτητές. Ακριβώς επειδή η πρόταση (39β) δεν είναι αναστρέψιμη, αν κάποιος την ερμηνεύσει σωστά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ξέρει τη δομή των παθητικών προτάσεων και συνεπώς μπορεί να ερμηνεύσει και αυτήν την πρόταση. Μπορεί απλά να ξέρει ότι μέσα στον κόσμο που ζούμε οι φοιτητές διαβάζουν βιβλία και όχι τα βιβλία φοιτητές, ότι δηλ., «το βιβλίο» μπορεί να έχει θεματικό ρόλο δέκτη, αλλά είναι δύσκολο να το φανταστούμε ως δράστη. Συνεπώς και μόνο γνωρίζοντας πώς λειτουργεί ο κόσμος θα μπορούν να ερμηνεύσουν παθητικές προτάσεις όπως η (39β) χωρίς τη χρήση της συντακτικής δομής της. Οι γνώσεις που έχουμε για τον κόσμο όμως δεν μπορούν να μας βοηθήσουν να ερμηνεύσουμε την (39α), γι αυτό και θα πρέπει να δίνονται στους αγραμματικούς τέτοιου είδους προτάσεις προκειμένου να αξιολογήσουμε κατά πόσο είναι σε θέση να ερμηνεύσουν παθητικές προτάσεις και, συνεπώς, κατά πόσο έχουν ελλειμματικό ή όχι συντακτικό τομέα.

Η αδυναμία των αγραμματικών ως προς τις παθητικές προτάσεις θεωρήθηκε δεδομένη και προκάλεσε μια σειρά συζητήσεις ως προς τους λόγους που τις καθιστούν δύσκολες. Στη συνέχεια όμως βρέθηκε ότι οι αγραμματικοί δεν έχουν σοβαρά προβλήματα ως προς τις παθητικές προτάσεις σε όλες τις γλώσσες. Όπως αναφέρεται στον Grodzinsky (2006), ενώ σε γλώσσες όπως η Αγγλική, η Ιταλική ή η Εβραϊκή οι παθητικές προτάσεις αποτελούν προβληματική περιοχή για τους αγραμματικούς, στη Γερμανική και την Ολλανδική δεν είναι. O Grodzinsky έδωσε συγκεκριμένη απάντηση γι αυτήν τη διαφοροποίηση, η οποία έχει να κάνει με τον τύπο των γλωσσών ως προς τη θέση του αντικειμένου σε σχέση με το Ρήμα της πρότασης, και συγκεκριμένα με το ότι η Αγγλική ακολουθεί τη σειρά Ρήμα-Αντικείμενο, (40α), ενώ η Γερμανική (και η Ολλανδική) τη σειρά Αντικείμενο-Ρήμα, (41α). Έτσι, σε γλώσσες όπως η Γερμανική, ακόμη κι αν έχει διαγραφεί το ίχνος της μετακίνησης του αντικειμένου, το Ρήμα μπορεί

120

να δώσει τον θεματικό του ρόλο στο αντικείμενο που έχει γίνει υποκείμενο στην (41β), επειδή γενικά μπορεί να δώσει θεματικό ρόλο σε μία ΟΦ στα αριστερά του, όπως ακριβώς κάνει στην ενεργητική πρόταση (41α). Στην Αγγλική όμως, δεν είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, αφού το αντικείμενο της ενεργητικής πρότασης βρίσκεται στα δεξιά του Ρήματος, (40α), αλλά στις παθητικές προτάσεις εμφανίζεται αριστερά του, (40β).

(40) α. John said that [the girl pushes the boy].

‘O J. είπε ότι το κορίτσι σπρώχνει το αγόρι.’ β. John said that [the boy was pushed by the girl].

‘Ο J. είπε ότι το αγόρι σπρώχνεται από το κορίτσι.’ (41) α. John hat gesagt dass [das Mädchen den Jungen stösst].

J. έχει πει ότι το κορίτσι το αγόρι σπρώχνει ‘O J. είπε ότι το κορίτσι σπρώχνει το αγόρι.’ β. John hat gesagt dass [der Junge von dem Mädchen gestossen wurde].

J. έχει πει ότι το αγόρι από το κορίτσι σπρώχνεται ‘Ο J. είπε ότι το αγόρι σπρώχνεται από το κορίτσι.’ Στην Ελληνική έχουν γίνει ελάχιστες μελέτες για τις παθητικές προτάσεις των αφασικών Broca/αγραμματικών. Ο Fyndanis (2012) μελέτησε ένα άτομο, αλλά βρήκε ότι η κατανόηση τόσο των παθητικών όσο και των ενεργητικών προτάσεων ήταν εξαιρετικά υψηλή (94% σωστές απαντήσεις και στα δύο είδη προτάσεων). Δύο επιπλέον άτομα που μελέτησαν οι Fyndanis et al. (2013) είχαν χαμηλή κατανόηση παθητικών προτάσεων, αλλά είχαν επίσης χαμηλή κατανόηση ενεργητικών προτάσεων (39%, 50% και 56%, 70% αντίστοιχα). Τέλος, σε πρόσφατη έρευνά μας 6 αφασικών Broca με μη ρέοντα λόγο (πιθανώς αγραμματικών) βρήκαμε ότι είχαν 90% σωστή κατανόηση των παθητικών προτάσεων (Nanousi & Terzi 2015). Τα ίδια άτομα είχαν ιδιαίτερα χαμηλή επίδοση τόσο στην εκμαίευση του αόριστου Χρόνου και των κλιτικών αντωνυμιών, όσο και στην κατανόηση των αναφορικών προτάσεων αντικειμένου τις οποίες συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, γεγονός που σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για άτομα με άθικτες γλωσσικές ικανότητες. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε εμφανή ευρήματα για το ότι οι παθητικές προτάσεις των Ελληνόφωνων αφασικών Broca είναι ελλειμματικές και μάλιστα οι μέχρι τώρα ενδείξεις μας λένε το αντίθετο. Αν πραγματικά ισχύει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να δοθεί και η αντίστοιχη ερμηνεία, δεδομένου του ότι η Ελληνική, σε αντίθεση με τη Γερμανική ή την Ολλανδική, δεν εμφανίζει τα αντικείμενά της αριστερά του Ρήματος σε ουδέτερες προτάσεις. Οι Nanousi & Terzi (2015) ισχυρίζονται ότι αυτό που βοηθάει τους Έλληνες αγραμματικούς ως προς τις παθητικές προτάσεις είναι και ο παράγοντας που τις διαφοροποιεί από τις παθητικές προτάσεις άλλων γλωσσών, δηλ., το γεγονός ότι δεν σχηματίζονται με βοηθητικό Ρήμα, αλλά είναι συνθετικές, δηλ., φτιάχνονται (και ερμηνεύονται) με την (ειδική) μορφολογία του Ρήματος. Με άλλα λόγια, οι Nanousi & Terzi ισχυρίζονται ότι, κατά κάποιον τρόπο, ο τύπος της γλώσσας καθ’ εαυτός, και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίον σχηματίζει παθητικές προτάσεις η Ελληνική, συμβάλλει στο να παρουσιάζονται λιγότερα προβλήματα στον συγκεκριμένο τομέα της σύνταξης.

3.4 Αγραμματισμός και αναιτιατικά ρήματα Συζητήσαμε στο κεφάλαιο 2 τη συμπεριφορά των αγραμματικών ως προς τα αναιτικά Ρήματα, αν και μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχαμε πει πολλά πράγματα για προτάσεις που εμπλέκουν μετακινήσεις. Στην ενότητα 2.3 αυτού του κεφαλαίου είδαμε ότι οι προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα, (42β), μοιάζουν με τις παθητικές προτάσεις, (42α) ως προς το ότι το υποκείμενό τους έχει μετακινηθεί από τη θέση του αντικειμένου στη θέση του υποκειμένου. Όπως κάθε μετακίνηση, έτσι κι αυτή, αφήνει πίσω ένα ίχνος - ακριβώς εκεί που βρίσκεται η ΟΦ στην <αγκύλη> στις προτάσεις (42). Η ερμηνεία που έδωσε ο Grodzinsky για τα προβλήματα που έχουν οι αγραμματικοί με τις παθητικές προτάσεις δεν μπορεί να προβλέψει προβλήματα στις προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα όμως. Οι παθητικές προτάσεις, κυρίως όταν έχουν ποιητικό αίτιο, περιέχουν δύο ΟΦ, και ο αγραμματικός μπερδεύεται αν δεν μπορεί να συνδέσει την πρώτη

121

με το ίχνος της, επειδή δεν βρίσκονται με τη σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο. Στις προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα όμως, ακόμη κι αν το ίχνος της ΟΦ έχει διαγραφεί, υπάρχει μόνο μία ΟΦ στην πρόταση κι έτσι ο αγραμματικός λογικά δεν μπορεί να την μπερδέψει με κάποια άλλη ΟΦ.

(42) α. Το βιβλίο διαβάστηκε <το βιβλίο> από τον Γιάννη. [Παθητική] β. Η Μαρία έφυγε <η Μαρία>. [Αναιτιατική]

Θα περίμενε λοιπόν κανείς οι αγραμματικοί να μην έχουν προβλήματα με τις προτάσεις που περιέχουν αναιτιατικά Ρήματα για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Ας θυμηθούμε όμως από το κεφάλαιο 2, στο οποίο συζητήθηκε εκτενώς αυτός ο τύπος προτάσεων, ότι τόσο οι αγραμματικοί, όσο και άλλων ειδών αφασικοί σε μικρότερο βαθμό, έχουν προβλήματα με τις προτάσεις που περιέχουν αναιτιατικά Ρήματα (κεφάλαιο 2, ενότητα 3.1.1). Τα προβλήματα αποδίδονται σε δύο λόγους: είτε στο γεγονός ότι εμπλέκουν μετακίνηση της ΟΦ που καταλήγει στη θέση υποκειμένου, είτε στο ότι παραβιάζουν τη Θεματική Ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία όταν υπάρχει μόνο μία ΟΦ στην πρόταση αυτή έχει τον θεματικό ρόλο του δράστη.

4 Μετακινήσεις και θεραπευτική παρέμβαση

Αυτό το κεφάλαιο, σε συνδυασμό με το προηγούμενο, αποτελούν το κατάλληλο σημείο για να παρουσιάσουμε τις θεραπευτικές παρεμβάσεις σε λόγο αφασικών, αναφερόμενοι στο πρωτοποριακό άρθρο των Thompson et al. (1997). Αυτό που έκαναν οι συγγραφείς του άρθρου, κάποιοι από τους οποίους ήταν λογοθεραπευτές, ήταν να εφαρμόσουν για πρώτη φορά θεραπεία στηριγμένη στις θεμελιώδεις υποθέσεις της θεωρητικής γλωσσολογίας σχετικά με τις δύο ειδών μετακινήσεις που έχουμε αναλύσει ως τώρα, δηλ., τις μετακινήσεις Α’ και τις μετακινήσεις Α. Η διαταραχή στην οποία εφαρμόστηκε παρέμβαση ήταν ο αγραμματισμός και αντιπροσωπευτικές προτάσεις στις οποίες έγινε παρέμβαση είναι τα παρακάτω δύο ζεύγη προτάσεων. Θυμηθείτε ότι το πρώτο εμπλέκει μετακίνηση Α, και το δεύτερο μετακίνηση Α’. Δεν έχουμε αναφερθεί μέχρι τώρα σε δίπτυχες προτάσεις, όπως η (44β), αλλά δεχτείτε ότι περιέχουν μετακίνηση Α’, αφού εξάλλου είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς πόσο πολύ μοιάζουν με τις αναφορικές προτάσεις που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

(43) α. The student was lifted by the biker (παθητική) β. The biker seems to have lifted the student (ανύψωση υποκειμένου) (44) α. Who has the biker lifted? (ερωτήσεις) β. It was the student who the biker lifted (δίπτυχες)

Αυτό που έκαναν οι παραπάνω ερευνητές ήταν να παρέμβουν σε δύο αγραμματικούς. Στον αγραμματικό Α έγινε καταρχάς παρέμβαση στις προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου και στη συνέχεια στις δίπτυχες προτάσεις. Βρέθηκε ότι βελτιώθηκαν οι παθητικές προτάσεις πρώτα και στη συνέχεια οι ερωτηματικές, χωρίς να έχει γίνει θεραπεία σε αυτές. Στον αγραμματικό Β, του οποίου οι ερωτηματικές προτάσεις ήταν εξαρχής σε αρκετά υψηλό επίπεδο, έγινε παρέμβαση στις παθητικές προτάσεις μόνο. Βελτιώθηκαν οι προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου, αλλά δεν υπήρξε καμία μεταβολή στις υπόλοιπες. Τα ακριβή αποτελέσματα σε ποσοστά σωστών απαντήσεων παραγωγής εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα.

Πριν τη θεραπεία

Ερωτηματικές Δίπτυχες Παθητικές Ανύψωσης

(Α’) (Α’) (Α) (Α)

Αγραμματικός Α >12% >12% >12% >12% Αγραμματικός Β 65-73% >12% >12% >12%

122

Μετά τη θεραπεία Αγραμματικός Α 0-48% 54-100% 5-60% 10-80% Αγραμματικός Β 65-73% >12% 54-93% 0-80%

Ο ακριβής τρόπος αξιολόγησης και παρέμβασης στους ασθενείς μπορεί να αναζητηθεί κατευθείαν από το άρθρο. Είναι όμως εντυπωσιακό ότι, σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, η παρέμβαση σε ένα είδος πρότασης είχε επιπτώσεις σε ένα άλλο είδος πρότασης, που όμως ανήκει στην ίδια κατηγορία ως προς τη διάκριση Α – Α’. Αυτό είναι πρώτα απ’ όλα ένα εξαιρετικό εύρημα για τη θεωρητική σύνταξη, επειδή αποτελεί επιχείρημα για τη διάκριση ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη μετακίνησης, δηλ., τη μετακίνηση Α και Α’ – και μάλιστα από περιοχή εκτός θεωρητικής γλωσσολογίας.

Επιπλέον, τα ευρήματα της παραπάνω μελέτης αποτελούν ένα καλό επιχείρημα για το ότι βοηθά ιδιαίτερα να ξέρουμε βασικά χαρακτηριστικά των διαφόρων συντακτικών δομών και πώς αυτές μοιάζουν ή διαφέρουν, ώστε να προσαρμόζουμε ανάλογα την παρέμβαση και τη θεραπεία. Αν στις παραπάνω περιπτώσεις η παρέμβαση είχε γίνει μόνο στις μετακινήσεις Α, οι υπόλοιπες προτάσεις δεν θα είχαν βελτιωθεί. Με το να εστιάσει όμως η θεραπεία σε μία πρόταση από το κάθε είδος, προήλθε αυτόματη βελτίωση και στην άλλη πρόταση του είδους με αποτέλεσμα σοβαρή οικονομία δυνάμεων, κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας.

Τελειώνοντας, δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς ότι η μελέτη των Thompson et al. που μόλις παρουσιάστηκε δεν περιείχε αναιτιατικά Ρήματα. Παρατηρείται βέβαια ότι αν και η Thompson ασχολήθηκε με αναιτιατικά Ρήματα, αυτό έγινε αρκετά πιο αργά (Kim & Thompson 2000). Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς τι επίπτωση θα είχε η παρέμβαση που περιγράψαμε στα αναιτιατικά Ρήματα. Νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε ήδη προβλέψεις, ότι δηλ., η παρέμβαση στις παθητικές προτάσεις θα είχε θετικές επιπτώσεις και στις προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα. Κάτι τέτοιο όμως θα έπρεπε να επιβεβαιωθεί πειραματικά, όπως επίσης και το αντίθετο, δηλ., η επίπτωση που μπορεί να έχει στις παθητικές προτάσεις τυχόν θεραπευτική παρέμβαση σε προτάσεις με αναιτιατικά Ρήματα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και χωρίς αυτές τις πληροφορίες, το σημαντικό είναι ότι έχουμε ήδη καταλήξει σε μία κατηγοριοποίηση μετακινήσεων η οποία μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην παρέμβαση, αλλά και με τη σειρά της να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τις δομές που έχουν προταθεί από τη θεωρητική γλωσσολογία. Σημειώσεις 1

Θυμηθείτε ότι στο Κεφάλαιο 2 είχαμε πει ότι και το it κατέχει τη θέση υποκειμένου σε προτάσεις όπως οι παρακάτω:

(i) α. It rains. β. It snows. Το it σε αυτήν την περίπτωση δεν έχει θεματικό ρόλο, γιατί τα Ρήματα καιρού δεν δίνουν θεματικό ρόλο, σε καμία γλώσσα. Υπάρχει όμως σε αυτήν τη θέση, και μάλιστα είναι υποχρεωτικό, επειδή στην Αγγλική όλες οι προτάσεις πρέπει να έχουν υποκείμενο με φωνολογικό περιεχόμενο. Τέτοιος είναι και ο ρόλους του there στις προτάσεις (4)–(6). 2 Για να είμαστε ακριβείς, αντίθετα με την πρόταση (21γ), δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι στην (21α) ο

ποσοδείκτης all βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της ΦΚλίσης ή στον Χαρακτηριστή της ΡΦ της κύριας πρότασης, αλλά το συμπεραίνουμε επειδή είναι ο μόνος τρόπος να πάρει Ονομαστική Πτώση.

3 Κάποιες φορές, για λόγους συντομίας, η μετακίνηση στη ΡΦ μπορεί να μην αναπαρίσταται στα δένδρα. Αυτό είναι

κάτι που δεν πρέπει να σας ξενίζει. Είναι κάτι όπως τα τριγωνάκια με τα οποία αναπαριστούμε Φράσεις που δεν θέλουμε να αναλύσουμε: άλλες φορές τα χρησιμοποιούμε, ενώ άλλες φορές διαλέγουμε να παρουσιάσουμε τη Φράση αναλυτικά, ανάλογα με το ποιες είναι οι προτεραιότητές μας. Είναι καλό να έχουμε υπόψη μας αυτές τις παραδοχές που γίνονται κατά περίπτωση, έτσι ώστε να μην μπερδευόμαστε. 4 Οι παραδοχές που κάνουν οι Baker et al. (1989) είναι απόλυτα συμβατές με τον τρόπο που παρουσιάσαμε τις

παθητικές προτάσεις σε αυτό το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι η παθητική μορφολογία ‘απορροφά’ την

123

αιτιατική Πτώση, γι αυτό και το εσωτερικό όρισμα (αντικείμενο) μένει χωρίς Πτώση. Οι παραδοχές του Collins (2005) είναι διαφορετικές, με τρόπο που δεν είναι εύκολο να παρουσιάσουμε στο πλαίσιο αυτού του κεφαλαίου, αλλά παραπέμπουμε στο ίδιο το άρθρο ένεκα του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει για τη σύγχρονη συντακτική θεωρία. 5 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ιδιότητες αυτών των Ρημάτων, καθώς και πώς προσεγγίζονται από πιο

σύγχρονες μορφές της συντακτικής θεωρίας, δείτε το άρθρο των Alexiadou & Anagnostopoulou (2004). 6 Η Πρόθεση των παθητικών προτάσεων δεν εισάγει τον δράστη σε όλες τις γλώσσες. Στην Ελληνική, για παράδειγμα,

η Πρόθεση των παθητικών προτάσεων, δηλ., η Πρόθεση του ποιητικού αίτιου, είναι η Πρόθεση από. Η φράση που αντιστοιχεί στην πρόταση (34) , δηλ., «ένα βιβλίο από τον Τσόμσκυ», δεν φαίνεται να σημαίνει ότι αυτός που έγραψε το βιβλίο είναι ο Τσόμσκυ. Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι το «από» στην Ελληνική κατά πάσα πιθανότητα δεν αποδίδει θεματικό ρόλο δράστη. 7 Σε μία μελέτη που έχει συζητηθεί πολύ, η Demuth (1989) ισχυρίστηκε ότι οι παθητικές προτάσεις της Αγγλικής δεν

κατακτώνται αρκετά νωρίς επειδή δεν χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα συχνά. Αυτό έρχεται σε αντίθεση, αλλά και επιβεβαιώνεται, όπως ισχυρίστηκε η Demuth, από τη Sesotho, μια Αφρικάνικη γλώσσα που χρησιμοποιεί παθητικές προτάσεις πολύ περισσότερο, γι αυτό και τα παιδιά τις κατακτούν νωρίτερα. Μετέπειτα λεπτομερείς μελέτες της ίδιας γλώσσας όμως βρήκαν ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Συγκεκριμένα, η Crawford (2012) ισχυρίστηκε ότι αν και, πράγματι, οι παθητικές προτάσεις στη Sesotho χρησιμοποιούνται πιο συχνά απ’ ό,τι στα Αγγλικά, τελικά τα παιδιά δεν τις κατακτούν νωρίτερα.

Βιβλιογραφία Alexiadou, A. & Ε. Anagnostopoulou, E. 1998. Parametrizing Agr: Word order, verb-movement and EPP- checking. Natural Language and Linguistic Theory 16: 491-539. Alexiadou, A. & Ε. Anagnostopoulou, E. 2004. Voice morphology in the causative-inchoative alternation: Evidence for a non-unified structural analysis of unaccusatives. In A. Alexiadou, E. Anagnostopoulou & M. Everaert (eds.), The unaccusativity puzzle, 114-136. New York: Oxford University Press. Baker, M., K.Johnson & I. Roberts. 1989. Passive argument raised. Linguistic Inquiry 20: 219-251. Borer, H. & K. Wexler. 1987. The Maturation of Syntax. In T. Roeper & E. Williams (eds.), Parameter Setting

and Language Acquisition, 123-172. Dordrecht: Reidel. Borer, H., & K. Wexler. 1992. Bi-unique relations and the maturation of grammatical principles. Natural

Language and Linguistic Theory 10: 147-189. Burzio, L. 1981. Intransitive Verbs and Italian Auxiliaries. Ph.D. Dissertation, MIT. Collins, C. 2005. A Smuggling approach to the passive in English. Linguistic Inquiry 36: 289-297. Driva, E. & A. Terzi. 2008. Children’s passives and the theory of grammar. In A.Gavarró & M. J. Freitas (eds.),

Generative approaches to language acquisition 2007, 189-200. Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing.

Fotiadou, G., & I. M. Tsimpli 2010. The acquisition of transitivity alternations in Greek: Does Frequency count? Lingua 120: 2605-2626. Fox, D., & Y. Grodzinsky. 1999. Children's passive: a view from the by-phrase. Linguistic Inquiry 29: 311-332. Fyndanis, V. 2012. Comprehension in Greek-speaking agrammatism: a case study. In Z. Gavriilidou, A.

Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis et al.(eds.), Proceedings of the 10th International Conference on Greek Linguistics, 265-274.

Fyndanis, V., S. Varlokosta & K. Tsapkini. 2013. Morphosyntactic comprehension in agrammatic aphasia: Evidence from Greek. Aphasiology 27: 398-419. Grodzinsky, Y. 1986. Language deficits and the theory of syntax. Brain and Language 27: 135-159. Grodzinsky, Y. 1990. Theoretical perspectives on language deficits. Cambridge, MA: MIT Press. Grodzinsky, Y. 2006. A blueprint for a brain map of syntax. In Y. Grodzinsky & K. Amunts (eds.), Broca’s

Region, 83-108. New York: Oxford University Press. Hirsch, C. & K. Wexler. 2007. The late acquisition of raising: What children seem to think about seem. In S. Dubinsky & B. Davies (eds.), New horizons in the analysis of control and raising, 35-70. New York, NY: Springer.

124

Hyams, N., D. Ntelitheos & C. Manorohanta. 2006. Acquisition of the Malagasy voicing system: Implications for the adult grammar. Natural Language and Linguistic Theory 24: 1049-1092. Kim, M. & C. K. Thompson. 2000. Patterns of comprehension and production of nouns and verbs in

agrammatism: implications for lexical organization. Brain and Language 74: 1-25. Landau, I. 2013. Control in Generative Grammar. A Research Companion. Cambridge: Cambridge University Press. Maratsos, M., D. Fox, J. Becker & M. Chalkley, M. (1985). Semantic restrictions on children’s passives. Cognition 19: 167-191. Nanousi, V. & A. Terzi. 2015. Non-canonical sentences in agrammatism: the case of Greek Passives. To appear in Proceedings of the 12th International Conference on Greek Linguistics. Perlmutter, D. 1978. Impersonal passives and the unaccusative hypothesis. Papers from the 4th Berkeley

Linguistics Society, 157-189. Terzi, A. & K. Wexler. 2002. A-chains and S-homophones in children’s grammar: Evidence from Greek

passives. In M. Hirotani (ed.), Proceedings of the 32nd North Eastern Linguistic Society [NELS 32], 519-537. Amherst, MA: GLSA Publications

Terzi, A., T. Marinis, A. Kotsopoulou & K. Francis. 2014. Grammatical Abilities of Greek-Speaking Children with Autism. Language Acquisition 21: 4-44. Thompson, C.K., L. P. Shapiro, K. J. Ballard, B. J. Jacobs, S. S. Schneider & M. E. Tait. 1997. Training and Generalized Production of wh- and NP-Movement Structures in Agrammatic Aphasia. Journal of Speech, Language and Hearing Research 40: 228-244. Tsimpli, I. M. 2006. The acquisition of voice and transitivity alternations in Greek as native and second language. In S. Unsworth, T. Parodi, A. Sorace & M. Young-Scholten (eds.), Paths of development in L1 and L2 acquisition: In honor of Bonnie D. Schwartz, 15-55. Amsterdam: John Benjamins. Wexler, K. 2004. Theory of Phasal Development. MIT Working Papers in Linguistics 48: 159-209. Zombolou, K., S. Varlokosta, A. Alexiadou & E. Anagnostopoulou. 2010. ‘Acquiring Anticausatives vs.

Passives in Greek. In K. Franich, K. M. Iserman & L. L. Keil (eds.), Proceedings of the 34th Boston University Conference on Language Development [BUCLD 34], 515-524. Somerville, MA: Cascadilla Press.

Κριτήρια αξιολόγησης

1. Ποιες είναι οι μετακινήσεις Α και ποιες οι μετακινήσεις Α’. Γιατί ονομάζονται έτσι; 2. Πώς αξιολογείτε τη διαφορά ως προς τους λόγους που προκαλούν τη μετακίνηση των μη ερωτηματικών ΟΦ (μετακίνηση Α) και των ερωτηματικών ΟΦ (μετακίνηση Α΄). 3. Τι θα πρέπει να υποθέσουμε για τη μετακίνηση των ΟΦ στις παθητικές προτάσεις της Ελληνικής όταν αυτές παραμένουν μετά το Ρήμα (π.χ., «Συνελήφθησαν τρεις ύποπτοι» αντί για «Τρεις ύποπτοι συνελήφθησαν»); Θεωρείτε ότι οι παραδοχές που θα κάνουμε θα έχουν συνέπειες για την κατάκτηση των παθητικών προτάσεων της Ελληνικής; Να σημειώσουμε ότι η θέση του υποκειμένου των παθητικών προτάσεων μετά από το Ρήμα δεν έχει ληφθεί υπόψη στις μέχρι τώρα πειραματικές μελέτες των αγραμματικών. 4. Σχεδιάστε ένα πρόγραμμα αξιολόγησης που να περιλαμβάνει προτάσεις με όλα τα είδη μετακινήσεων που έχουμε παρουσιάσει μέχρι τώρα. 5. Σχεδιάστε ένα πρόγραμμα παρέμβασης που να περιλαμβάνει προτάσεις με τα είδη μετακινήσεων που έχουμε συζητήσει μέχρι τώρα.

125

Κεφάλαιο 7: Μετακίνηση Κεφαλής

Σύνοψη Αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζει μία άλλου είδους μετακίνηση, τη μετακίνηση Κεφαλής, και εστιάζει σε μία θεμελιώδη περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής, αυτή του Ρήματος. Παρουσιάζεται η μετακίνηση του Ρήματος μέχρι τον ΣΔ στις περιπτώσεις ερωτηματικών προτάσεων, καθώς και στις κύριες προτάσεις των γλωσσών που είναι γνωστές ως Verb Second. Εξηγούνται οι λόγοι που προκαλούν αυτήν τη μετακίνηση: τα ερωτηματικά χαρακτηριστικά του ΣΔ στην πρώτη περίπτωση και άλλα χαρακτηριστικά του ΣΔ στη δεύτερη περίπτωση. Στη συνέχεια παρατίθεται η μετακίνηση του Ρήματος μέχρι την Κεφαλή του Χρόνου και οι λόγοι αυτής της μετακίνησης, ήτοι, τα χαρακτηριστικά Χρόνου και το πόσο ισχυρά είναι διαγλωσσικά.

Τέλος, παρουσιάζονται τα (λιγοστά) υπάρχοντα ευρήματα μελετών από τη μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή και τα (αρκετά περισσότερα) ευρήματα από τη μετακίνηση του Ρήματος στις κύριες προτάσεις των αγραμματικών ομιλητών γλωσσών Verb Second.

1 Εισαγωγή

Μέχρι τώρα, όταν αναφερθήκαμε σε μετακίνηση (movement) κάποιου στοιχείου, αναφερθήκαμε κυρίως σε μετακίνηση Φράσεων (XP movement). Υπενθυμίζουμε ότι έχουμε παρουσιάσει τις ερωτήσεις μερικής άγνοιας (wh- questions) και τις αναφορικές προτάσεις (relative clauses), από την κατηγορία της μετακίνησης Φράσεων Α’ (A’ movement). Από την κατηγορία της μετακίνησης Α (A movement), παρουσιάσαμε τις μετακινήσεις ΟΦ (NP movement) στις παθητικές προτάσεις, στις προτάσεις ανύψωσης υποκειμένου και στις προτάσεις με αναιτιατικά ρήματα. Και στα δύο είδη μετακινήσεων αυτό που μετακινείται είναι μια Φράση (XP). Η διαφορά μεταξύ τους συνίσταται στο ότι οι πρώτες είναι φράσεις που έχουν κάποιου είδους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (είτε ερωτηματικά, είτε άλλα πραγματολογικά που εμπλέκουν συνήθως έναν τελεστή (operator) στην περιοχή του ΣΔ), ενώ οι δεύτερες είναι φράσεις χωρίς ερωτηματικά ή κάποιου άλλου είδους ιδιαίτερα σημασιολογικά ή πραγματολογικά χαρακτηριστικά.

Παρατηρήσαμε επίσης ότι, ανεξάρτητα από τη θέση από την οποία ξεκινά η Φράση που μετακινείται (θέση υποκειμένου ή θέση αντικειμένου), διέρχεται από διάφορες θέσεις Χαρακτηριστή και καταλήγει επίσης σε θέση Χαρακτηριστή. Ως προς τη θέση που καταλήγει, αυτή είναι ο Χαρακτηριστής της Φράσης ΣΔ στις ερωτηματικές και αναφορικές προτάσεις και ο Χαρακτηριστής της ΦΚλίσης στις υπόλοιπες. Αυτή είναι θεμελιώδης ιδιότητα της μετακίνησης των Φράσεων, το γεγονός δηλαδή ότι διέρχονται από θέσεις Χαρακτηριστή και καταλήγουν σε θέσεις Χαρακτηριστή. Όμως, δεν μετακινούνται μόνο οι Φράσεις μιας πρότασης, αλλά και οι Κεφαλές που εισάγουν αυτές τις Φράσεις. Όταν συμβαίνει αυτό έχουμε Μετακίνηση Κεφαλής (Head movement).

Μια πολύ γνωστή περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής, στην οποία έχουμε αναφερθεί ήδη, αλλά ως περάπλευρο φαινόμενο, ήταν η μετακίνηση του Ρήματος στις ερωτηματικές προτάσεις. Είδαμε ότι το Ρήμα καταλήγει στον ΣΔ των ερωτηματικών προτάσεων, δηλ., καταλήγει σε Κεφαλή. Δείτε το κεφάλαιο 5, ενότητα 2.1, όπου προκύπτει για πρώτη φορά ότι ακριβώς αυτό το είδος της μετακίνησης, δηλαδή η μετακίνηση του Ρήματος, έχει ως αποτέλεσμα την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου στις ερωτηματικές προτάσεις, δηλ., ότι το υποκείμενο «ο Γιάννης» ακολουθεί το Ρήμα «έφαγε» στην πρόταση (1β), σε αντίθεση με τη σειρά με την οποία εμφανίζονται συνήθως στην αντίστοιχη καταφατική πρόταση, (1α):

(1) α. Ο Γιάννης έφαγε ένα παγωτό.

β. Τι έφαγε ο Γιάννης;

Στο υπόλοιπο μέρος αυτού του κεφαλαίου θα παρουσιάσουμε με λεπτομέρεια κι άλλες περιπτώσεις μετακίνησης του Ρήματος, ακριβώς επειδή αποτελεί θεμελιώδη περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής. Θα

126

εστιάσουμε στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας καταρχάς, ακριβώς επειδή αποτελούν κλασικές περιπτώσεις μετακίνησης Ρήματος.1

Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η μετακίνηση του Ρήματος δεν είναι η μοναδική περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής. Μία άλλη μετακίνηση αυτού του είδους είναι η μετακίνηση του Ονόματος στη ΦΠΔ. Συνήθως αναφερόμαστε σε αυτή μόνο αν χρειαστεί να αναφερθούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στη δομή της Ονοματικής Φράσης (Φράσης Προσδιοριστικού Δείκτη). Πληροφοριακά και μόνο να πούμε ότι συχνά η Κεφαλή Όνομα μετακινείται ως τον ΠΔ (διερχόμενη από τις ενδιάμεσες Κεφαλές που βλέπουμε στα δενδροδιαγράμματα του κεφαλαίου 4), κυρίως όταν ο ΠΔ δεν έχει φωνολογικό περιεχόμενο.

Πριν προχωρήσουμε στα θέματα που απασχολούν αυτό το κεφάλαιο θα χρειαστεί να κάνουμε την ακόλουθη διευκρίνιση σχετικά με τη δομή της πρότασης: είπαμε στο κεφάλαιο 3 ότι η ΦΚλίσης έχει διασπαστεί στη ΦΧρόνου και στη Φράση Συμφωνίας, όπως επίσης και σε άλλες Φράσεις τις οποίες αναφέραμε μόνο με το όνομά τους και χωρίς περαιτέρω ανάλυση, με εξαίρεση ίσως τη Φράση Όψης. Σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά και γενικότερα, αν χρειαστεί να αναφερθούμε στις επιμέρους Φράσεις που αποτελούν την Κλίση, θα αναφερθούμε μόνο στη Φράση Χρόνου (και όχι στη Φράση Συμφωνίας, ή σε κάποια άλλη Φράση). Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, θα χρησιμοποιήσουμε τη Φράση Χρόνου αντί για τη Φράση Κλίσης, λόγω της άμεσης εμπλοκής της σε μία σειρά από φαινόμενα που αφορούν την προτασιακή δομή.

2 Μετακίνηση Ρήματος στον ΣΔ

Στο κεφάλαιο 5, όταν συζητήσαμε τις ερωτήσεις μερικής άγνοιας, είδαμε ότι σε αυτού του είδους τις προτάσεις, εκτός από τη μετακίνηση των ερωτηματικών φράσεων στην αρχή της πρότασης, μετακινείται και το Ρήμα. Το σημείο που καταλήγει το Ρήμα στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας είναι ο ΣΔ και μία από τις συνέπειες αυτής της μετακίνησης είναι η αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου που βλέπουμε στο δένδρο (2). Θυμηθείτε ότι στις μετακινήσεις δείχνουμε μέσα σε <αγκύλες> τα σημεία από τα οποία έχουν ξεκινήσει (ή έχουν περάσει) τα στοιχεία που έχουν μετακινηθεί.

(2)

‘Τι έφαγε ο Γιάννης;’ Το παραπάνω δένδρο επαναλαμβάνεται εδώ από το κεφάλαιο 5 και δείχνει πώς το Ρήμα «έφαγε» καταλήγει να βρίσκεται πριν από το υποκείμενο «ο Γιάννης» στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας, οι οποίες

127

διαφέρουν ως προς αυτό το σημείο από τις αντίστοιχες καταφατικές προτάσεις: στην καταφατική πρόταση (1α) το Ρήμα βρίσκεται πριν από το υποκείμενο, ενώ στην αντίστοιχη ερωτηματική, (1β), βρίσκεται μετά από αυτό. Το Ρήμα βρίσκεται πριν από το υποκείμενο όταν έχει μετακινηθεί μέχρι τον ΣΔ. Το υποκείμενο, από την άλλη πλευρά, έχει μείνει στη θέση του, αφού αυτό που έχει μετακινηθεί στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ είναι το αντικείμενο της πρότασης. Σε αυτό το Κεφάλαιο θα συζητήσουμε καταρχάς τις ερωτήσεις ολικής άγνοιας. Πρόκειται για ερωτήσεις που δεν αρχίζουν με ερωτηματικές φράσεις, δηλ., είναι ερωτήσεις όπως οι (3). Στα Αγγλικά λέγονται yes-no questions ακριβώς επειδή τις απαντά κανείς με ένα «ναι» ή με ένα «όχι».

(3) α. Έφαγε ο Γιάννης; β. Έδωσες το βιβλίο στη Μαρία;

2.1 Ερωτήσεις ολικής άγνοιας: Αγγλική Δείτε αμέσως παρακάτω δύο τυπικές περιπτώσεις ερωτήσεων ολικής άγνοιας από την Αγγλική, την οποία θα χρησιμοποιήσουμε επειδή εξηγεί καλύτερα τα σημεία στα οποία θέλουμε να αναφερθούμε καταρχάς. Τα παραδείγματα προέρχονται από τον Radford (2003).

(4) α. Will you marry me?

β. Do they know him?

Ποια είναι η δομή της πρότασης (4α) και πώς το will, το οποίο είναι βοηθητικό ρήμα, καταλήγει να προηγείται του υποκειμένου, παρότι τα βοηθητικά ρήματα πρέπει να είναι πριν από τα κύρια, όπως βλέπουμε στις παρακάτω προτάσεις;

(5) α. He will buy a new book. β. *He buy will a new book.

Ο χαριτωμένος διάλογος που ακολουθεί, ο οποίος προέρχεται επίσης από τον Radford (2003), θα μας βοηθήσει να απαντήσουμε την ερώτηση που θέσαμε πιο πάνω.

(6) α. Honey-buns, there is something I wanted to ask you. β. What, sweetie-pie? γ. If you will marry me. δ. What d’you say darlin’?

ε. Will you marry me? Αν μας ρωτούσαν ποια είναι η δομή της πρότασης (6γ) θα ήταν μάλλον εύκολο να απαντήσουμε. Το if είναι ΣΔ και, προφανώς, καταλαμβάνει τη θέση του ΣΔ. Επειδή το if στην πρόταση (6γ) και το will στην πρόταση (4α) φαίνεται να βρίσκονται ακριβώς στην ίδια θέση, είναι λογικό να πούμε ότι και το will καταλαμβάνει τη θέση του ΣΔ. Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, περιμένουμε ότι τα δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν στον ΣΔ, πράγμα που σημαίνει ότι η πρόταση (7β) παρακάτω θα είναι αντιγραμματική. Πράγματι κάτι τέτοιο ισχύει κι έτσι η (7β) δεν μπορεί να είναι η απάντηση στην ερώτηση (7α) παρότι βγάζει νόημα. Αντίθετα, η αποδεκτή απάντηση είναι η (6γ) η οποία διαφέρει από την (7β) μόνο ως προς τη θέση του υποκειμένου και του βοηθητικού will.

(7) α. What d’you want to ask me? β. *If will you marry me Πώς κατέληξε όμως το will να βρίσκεται πριν από το υποκείμενο στην πρόταση (4α); Αυτό που θεωρούμε ότι συνέβη είναι πως το will, από Κεφαλή της Φράσης Κλίσης, μετακινήθηκε στον ΣΔ, σε μία περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής.

128

(8)

‘Will you marry me?’

Τι όμως να προκάλεσε τη μετακίνηση του will; Είχαμε αναφερθεί σε αυτό το θέμα, από ελαφρώς διαφορετική σκοπιά, όταν συζητήσαμε τις ερωτήσεις μερικής άγνοιας στο 5ο κεφάλαιο. Θα πούμε λοιπόν εδώ ότι και οι ερωτήσεις ολικής άγνοιας έχουν ένα ΣΔ ο οποίος έχει ισχυρά ερωτηματικά χαρακτηριστικά [ερ*]. Θεωρούμε ακόμη ότι και αυτός ο ΣΔ είναι κάτι σαν παράθημα, ή αλλιώς, δεσμευμένο μόρφημα (affix), το οποίο χρειάζεται ένα στοιχείο επάνω στο οποίο να προσαρτηθεί. Η μετακίνηση του will ικανοποιεί αυτές ακριβώς τις απαιτήσεις του ερωτηματικού ΣΔ, δηλ., το will προσφέρει στον ερωτηματικό ΣΔ τη δυνατότητα να ‘ακουμπήσει’ κάπου μιας και, αν και δεν έχει φωνολογική υπόσταση, είναι δεσμευμένο μόρφημα.

Υπάρχει τουλάχιστον άλλο ένα επιχείρημα για το ότι το will έχει μετακινηθεί από την Κλίση ως τον ΣΔ και, συνεπώς, έχει αφήσει μια κενή κατηγορία ή, αλλιώς, ένα ίχνος στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, δηλ., στην Κλίση. Δείτε τις παρακάτω προτάσεις:

(9) α. We have finished the rehearsal.

β. We’ve finished the rehearsal. (10) α. We will have finished the rehearsal.

β. *We’ve will finished the rehearsal.

(11) α. Will we have finished the rehearsal? β. *Will we’ve finished the rehearsal?

γ. Will we <will> have finished the rehearsal? Ξέρουμε ήδη από τα πρώτα μαθήματα Αγγλικών στο σχολείο, ότι το we και το have που βλέπουμε στην πρόταση (9α) υφίστανται μια διαδικασία σύντμησης με συνέπεια να προφέρονται και να γράφονται ως we’ve. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση στην πρόταση (10) επειδή το we και το have δεν βρίσκονται δίπλα δίπλα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ίδια σύντμηση δεν μπορεί να γίνει ούτε στην πρόταση (11), αν και το we και το have βρίσκονται δίπλα δίπλα σ’ αυτήν την περίπτωση. Έχει υποστηριχτεί ότι αυτό συμβαίνει επειδή στην πραγματικότητα το we και το have δεν βρίσκονται δίπλα δίπλα, αλλά μεταξύ τους υπάρχει το ίχνος του will, όπως βλέπουμε στην (11γ).

Ας δούμε τώρα τι γίνεται με την ερώτηση ολικής άγνοιας χωρίς βοηθητικό ρήμα, δηλ., την πρόταση (4β), την οποία επαναλαμβάνουμε παρακάτω ως (12α). Η αντίστοιχη καταφατική της πρόταση είναι η (12β).

129

(12) α. Do they know him? β. They know him.

Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το βοηθητικό do είναι αυτό που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του ερωτηματικού ΣΔ. Για την ακρίβεια, θεωρούμε ότι το do εισέρχεται στην Κλίση (ή στον Χρόνο του δένδρου (8)), και στη συνέχεια μετακινείται μέχρι τον ΣΔ. Έτσι εξάλλου εξηγείται και γιατί το βοηθητικό do είναι πριν από το υποκείμενο (το οποίο παραμένει στον Χαρακτηριστή της ΦΧρόνου – ή ΦΚλίσης, ανάλογα με το ποια λειτουργική Κεφαλή χρησιμοποιούμε).

Γιατί όμως να χρειάζεται να μετακινηθεί ένα βοηθητική Ρήμα στον ΣΔ των ερωτηματικών προτάσεων ολικής αγνοίας της Αγγλικής, και μάλιστα να επιστρατεύεται κάποιο στοιχείο, όπως το do, όταν δεν υπάρχει κάποιο άλλο στην αντίστοιχη καταφατική πρόταση; Γιατί να μη μπορεί να μετακινηθεί κατευθείαν μέχρι τον ΣΔ το κύριο Ρήμα και να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ΣΔ; Δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να απαντήσουμε αυτήν την ερώτηση. Θα δούμε όμως παρακάτω, ότι: α) σε άλλες γλώσσες μπορεί πράγματι να μετακινηθεί το κύριο Ρήμα στον ΣΔ στις ερωτηματικές προτάσεις, και β) τα κύρια Ρήματα της Αγγλικής δεν μπορούν να μετακινηθούν όχι μόνο μέχρι τον ΣΔ, αλλά ούτε καν ως την Κλίση, η οποία βρίσκεται πιο χαμηλά στο δένδρο. Με άλλα λόγια, το βοηθητικό Ρήμα do εισάγεται στις ερωτήσεις της Αγγλικής όταν δεν υπάρχει άλλο βοηθητικό ρήμα να μετακινηθεί ως τον ερωτηματικό ΣΔ για να ικανοποιήσει την ανάγκη του ΣΔ να προσαρτηθεί κάπου, μιας και το κύριο Ρήμα της Αγγλικής δεν μπορεί να μετακινηθεί.

2.2 Ερωτήσεις ολικής άγνοιας: Ελληνική Μετά από αυτά που είδαμε να συμβαίνουν στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας της Αγγλικής, είναι καιρός να δούμε τι συμβαίνει στην Ελληνική. Στην Ελληνική τα κύρια Ρήματα μετακινούνται ως τον ΣΔ και στις προτάσεις ολικής άγνοιας. Αυτό φαίνεται εύκολα από την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου στην παρακάτω ερωτηματική πρόταση: «‘Εφαγε ο Γιάννης το παγωτό»;

(13)

‘Έφαγε ο Γιάννης το παγωτό;’ Το γεγονός ότι το κύριο Ρήμα μπορεί να μετακινηθεί ως τον ΣΔ στις ερωτήσεις της Ελληνικής, κι έτσι είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ερωτηματικού ΣΔ, δεν δημιουργεί την ανάγκη για μετακίνηση κάποιου άλλου στοιχείου, σε αντίθεση με την Αγγλική, η οποία επιστρατεύει τα βοηθητικά Ρήματα γι αυτόν το σκοπό.

130

Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι η Αγγλική και η Ελληνική μοιάζουν αλλά και διαφέρουν ως προς τις ερωτήσεις ολικής άγνοιας με τους εξής τρόπους: α) μοιάζουν ως προς το ότι και στις δύο γλώσσες ο ΣΔ των ερωτηματικών προτάσεων, αν και δεν έχει φωνολογικό περιεχόμενο, είναι δεσμευμένο μόρφημα, άρα πρέπει να ‘ακουμπήσει’ (προσαρτηθεί) πάνω σε κάποιο στοιχείο. Επίσης, και στις δύο γλώσσες ο ΣΔ έχει ισχυρά ερωτηματικά χαρακτηριστικά γι αυτό και κάποιο στοιχείο πρέπει να μετακινηθεί μέχρι τον ΣΔ, ώστε ο ΣΔ να προσαρτηθεί σε αυτό. β) διαφέρουν ως προς το ότι στην Ελληνική τα κύρια Ρήματα μπορούν να μετακινηθούν στον ΣΔ, ενώ στην Αγγλική μόνο τα βοηθητικά Ρήματα. Έτσι, στην Ελληνική έχουμε ως συνέπεια τα υποκείμενα να ακολουθούν υποχρεωτικά τα κύρια Ρήματα στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας, ενώ στην Αγγλική τα υποκείμενα να ακολουθούν μόνο τα βοηθητικά Ρήματα.

3 Μετακίνηση Ρήματος στην Κλίση

Είχαμε πει στο κεφάλαιο 3, αν και με αρκετή συντομία, ότι το Ρήμα της πρότασης μετακινείται και στις καταφατικές προτάσεις, αλλά μόνο μέχρι την Κλίση (ή τον Χρόνο). Δεν αναλύσαμε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια αυτήν τη μετακίνηση, αλλά απλώς αναφέραμε ότι λαμβάνει χώρα προκειμένου το Ρήμα να βρίσκεται κοντά στον Χρόνο, μιας και, αναμφισβήτητα, έχει μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Χρόνου.

Σε αυτό το σημείο θα γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και θα αναφερθούμε περισσότερο στους λόγους που προκαλούν αυτήν τη μετακίνηση. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση της μετακίνησης του Ρήματος ως την Κεφαλή της Κλίσης είναι ότι δεν συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλώσσες, ούτε με όλα τα Ρήματα (και αναφερόμαστε εδώ στον διαχωρισμό μεταξύ βοηθητικών και κύριων Ρημάτων).

3.1 Βοηθητικά Ρήματα – Αγγλική Αρχίζοντας και πάλι από την Αγγλική, ξέρουμε ότι τα βοηθητικά ρήματα απαντώνται πριν από την Άρνηση:

(14) He has not read the book.

Υποθέτουμε ότι το βοηθητικό Ρήμα της Αγγλικής είναι στην Κλίση και, πιο συγκεκριμένα, στην Κεφαλή Χρόνου. Απ’ αυτήν την υπόθεση και από προτάσεις όπως η (14) προκύπτει ότι η Άρνηση είναι μετά από τον Χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα η Άρνηση συγχωνεύεται (merges) με το Ρηματικό σύνολο και φτιάχνουν τη Φράση Άρνησης, και στη συνέχεια ο Χρόνος συγχωνεύεται με τη Φράση Άρνησης. Η σειρά συγχώνευσης (ή, αλλιώς, συνένωσης) των στοιχείων είναι όπως παρακάτω:

(15) Χρόνος > (Άρνηση) > (βοηθητικό) > Ρήμα

Ας υποθέσουμε τώρα ότι έχουμε μία πρόταση όπως «He has not read …» Η συγχώνευση των στοιχείων της γίνεται ως εξής: το have συγχωνεύεται κατ΄ αρχάς με τη ΡΦ «read the book». Στη συνέχεια το σύνολό τους συγχωνεύεται με την Άρνηση και μετά με τον Χρόνο. Το υποκείμενο εισέρχεται στον Χαρακτηριστή της Φράσης Χρόνου (συγκεκριμένα, στον Χαρακτηριστή της Ρηματικής Φράσης και από εκεί μετακινείται ως τον Χαρακτηριστή της Φράσης Χρόνου όπως είχαμε δείξει στο κεφάλαιο 6, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η τελική του θέση).

(16) He Χρόνος > not > have > read the book

Στη συνέχεια το have/has μετακινείται στον Χρόνο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται πριν από την Άρνηση:

(17) He has not < has> read the book.

131

Γιατί όμως μετακινείται το βοηθητικό ρήμα have ή has ως τον Χρόνο; Αυτή η μετακίνηση γίνεται για δύο λόγους: α) γιατί προφανώς το βοηθητικό Ρήμα έχει μη ερμηνεύσιμα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Χρόνου, [uΧρ],τα οποία θα πρέπει να συμφωνήσουν με τα ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Χρόνου που βρίσκονται στην Κεφαλή Χρόνος, ώστε να επαληθευτούν και να διαγραφούν. β) γιατί τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Χρόνου που έχει το βοηθητικό Ρήμα της Αγγλικής είναι ισχυρά, [uΧρ*] , και άρα πρέπει η συμφωνία να επιτευχτεί σε τοπική σχέση (δηλ., τα δύο στοιχεία, το βοηθητικό Ρήμα have/has και η Κεφαλή Χρόνος πρέπει να βρίσκονται κοντά). Πώς διαπιστώνουμε ότι πράγματι μετακινείται το βοηθητικό Ρήμα ως τον Χρόνο; Από το γεγονός ότι το βοηθητικό Ρήμα της Αγγλικής είναι αυτό που τελικά φέρει τη μορφολογία του Χρόνου, όχι το κύριο. Δηλαδή λέμε: «he has read» και όχι *«he have reads».

3.2 Κύρια Ρήματα – Αγγλική Στην Αγγλική τα κύρια Ρήματα δεν μετακινούνται μέχρι τον Χρόνο, για την ακρίβεια, μέχρι την Κεφαλή Χρόνος που είδαμε στα προηγούμενα δένδρα. Αυτό το διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα βοηθητικά ρήματα, (17), τα κύρια Ρήματα δεν μπορούν να βρεθούν πριν από την Άρνηση, με αποτέλεσμα προτάσεις όπως η (18) να είναι αντιγραμματικές.

(18) *He read not <read> the book.

Η πρόταση (18) προέκυψε αφού πρώτα το read συγχωνεύεται με το αντικείμενό του, σχηματίζοντας τη ΡΦ «read the book». Στη συνέχεια η Άρνηση συγχωνεύεται με τη ΡΦ, σχηματίζοντας τη Φράση Άρνησης, και μετά ο Χρόνος συγχωνεύεται με τη Φράση Άρνησης. Στη συνέχεια, το κύριο Ρήμα επιχειρεί να μετακινηθεί ως τον Χρόνο, όπως έκανε το βοηθητικό Ρήμα στην (17), αφήνοντας πίσω του την Άρνηση. Το αποτέλεσμα όμως, σε αντίθεση με την πρόταση (17), είναι αντιγραμματικό, πράγμα που σημαίνει ότι το κύριο Ρήμα δεν μπορεί να μετακινηθεί μέχρι τον Χρόνο.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα κύρια Ρήματα της Αγγλικής, σε αντίθεση με τα βοηθητικά Ρήματα, δεν μετακινούνται μέχρι το Χρόνο. Σε τι αποδίδεται η διαφορετική συμπεριφορά; Τα κύρια Ρήματα, ακριβώς όπως και τα βοηθητικά, έχουν μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά Χρόνου, [uΧρ] – δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε το αντίθετο. Αφού λοιπόν και τα κύρια Ρήματα έχουν μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά Χρόνου θα πρέπει να μετακινηθούν μέχρι την Κεφαλή του Χρόνου, κάτι που όμως δεν φαίνεται να γίνεται, όπως έδειξε η αντιγραμματικότητα της πρότασης (18).

Αυτό που συμβαίνει κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν είναι ότι τα χαρακτηριστικά Χρόνου των κύριων Ρημάτων της Αγγλικής, παρότι είναι μη ερμηνεύσιμα, δεν είναι ισχυρά, με αποτέλεσμα η συμφωνία μεταξύ αυτών και των αντίστοιχων χαρακτηριστικών του Χρόνου δεν χρειάζεται να γίνει σε τοπική σχέση, κι έτσι το κύριο Ρήμα δεν χρειάζεται να μετακινηθεί ως τον Χρόνο. Αφού το κύριο Ρήμα δεν χρειάζεται να μετακινηθεί μέχρι τον Χρόνο, δεν πρέπει και να μετακινηθεί. Καταλήγουμε ότι αυτός είναι κι ο λόγος που το κύριο Ρήμα δεν μπορεί να βρεθεί πριν από την Άρνηση στην Αγγλική και η πρόταση (18) είναι αντιγραμματική.

Το γεγονός ότι η πρόταση (19) είναι γραμματική επιβεβαιώνει ότι το κύριο Ρήμα δεν μετακινείται ως τον Χρόνο.

(19) Ηe did not read the book

Θα πρέπει όμως να απαντήσουμε στο ερώτημα πώς βρέθηκε το βοηθητικό did πριν από την Άρνηση, πράγμα που δεν μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν.

3.3 Βοηθητικά και κύρια Ρήματα – Γαλλική, Σουηδική Τα κύρια Ρήματα της Γαλλικής δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως αυτά της Αγγλικής. Αντίθετα με την Αγγλική, τόσο τα βοηθητικά, όσο και τα κύρια Ρήματα της Γαλλικής, μετακινούνται ως τον Χρόνο.

132

Αυτό φαίνεται από το ότι και στις δύο περιπτώσεις η Άρνηση pas βρίσκεται μετά από το Ρήμα στη Γαλλική, είτε αυτό είναι βοηθητικό, (20α), είτε είναι κύριο, (20β): 2

(20) α. Jean n’ a pas aimé Marie. Jean n’ έχει Άρνηση αγαπήσει Μarie. ‘Ο Jean δεν έχει αγαπήσει τη Marie.’ β. Jean n’ aime pas Marie. Jean n’ αγαπά Άρνηση Marie ‘O Jean δεν αγαπά τη Marie.’

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι στη Γαλλική, τόσο τα βοηθητικά όσο και τα κύρια Ρήματα, έχουν ισχυρά μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά Χρόνου, [uΧρ*], τα οποία διαγράφονται αφού συμφωνήσουν και επαληθευτούν σε τοπική σχέση με τον Χρόνο. Γι αυτόν τον λόγο, τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά Ρήματα της Γαλλικής μετακινούνται ως την Κεφαλή Χρόνος, σε μία περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής.

Ας δούμε τώρα πώς συμπεριφέρεται μία άλλη γλώσσα, η Σουηδική. Στη Σουηδική, αντίθετα με τη Γαλλική και μερικώς αντίθετα με την Αγγλική, ούτε τα βοηθητικά, ούτε τα κύρια Ρήματα μετακινούνται ως την Κλίση. Έτσι, βλέπουμε την Άρνηση inte να προηγείται του Ρήματος σε όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή, είτε το Ρήμα είναι βοηθητικό, (21α), είτε κύριο, (21β):

(21) α. Om hon inte har köpt boken. αν αυτή Άρνηση έχει διαβάσει βιβλίο-το ‘Αν αυτή δεν έχει διαβάσει το βιβλίο.’ β. Om hon inte köpte boken. αν αυτή Άρνηση διάβασε βιβλίο-το ‘Αν αυτή δεν διάβασε το βιβλίο.’3

Θα πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι στη Σουηδική, τόσο τα βοηθητικά, όσο και τα κύρια Ρήματα, έχουν ασθενή χαρακτηριστικά Χρόνου. Γι αυτόν τον λόγο δεν χρειάζεται να μετακινηθούν μέχρι την Κεφαλή του Χρόνου για να επαληθευτούν αυτά τα χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα η Άρνηση να βρίσκεται πάντα πριν από αυτά.

Τι σημαίνουν όμως αυτά; Είχαμε πει στο κεφάλαιο 3 ότι ο διαχωρισμός των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών των στοιχείων σε ερμηνεύσιμα και μη ερμηνεύσιμα σχετίζεται ευθέως με τη σημασιολογική τους υπόσταση. Γι αυτόν τον λόγο δεν περιμένουμε διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες ως προς αυτήν τη διάσταση όσον αφορά το ίδιο μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το χαρακτηριστικό Χρόνος. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, σε όλες τις γλώσσες που παραθέσαμε ως εδώ θεωρήσαμε ότι τo μορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό του Χρόνου στο Ρήμα, είτε το Ρήμα είναι βοηθητικό είτε κύριο, είναι μη ερμηνεύσιμο. Αντίθετα, το ίδιο χαρακτηριστικό είναι ερμηνεύσιμο στη λειτουργική Κεφαλή Χρόνος.

Ο διαχωρισμός σε ισχυρά και ασθενή χαρακτηριστικά από την άλλη πλευρά έχει να κάνει με τη μορφολογική υπόσταση των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών. Σε γενικές γραμμές, θεωρείται ότι όσο πιο πλούσια μορφολογικά είναι μια γλώσσα ως προς κάποιον τομέα, τόσο πιο ισχυρά είναι τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με αυτόν τον τομέα. Έτσι, αν και αυτό δεν είναι προφανές όσον αφορά τα κύρια και βοηθητικά Ρήματα της Αγγλικής:

1. στην Αγγλική θεωρούμε ότι το κύριο Ρήμα έχει ασθενή μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Χρόνου, ενώ τα βοηθητικά Ρήματα έχουν ισχυρά μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Χρόνου. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη μετακίνηση των βοηθητικών Ρημάτων στο Χρόνο και στην εμφάνισή τους πριν από την Άρνηση not.

Αφού τα κύρια ρήματα της Αγγλικής δεν μπορούν να μετακινηθούν ούτε μέχρι τον Χρόνο, δεν πρέπει να μας παραξενεύει το ότι δεν μετακινούνται μέχρι τον ΣΔ στις ερωτήσεις, άρα, γι αυτό και η πρόταση (22α) είναι αντιγραμματική στην Αγγλική, σε αντίθεση με την Ελληνική πρόταση (22β).

133

(22) α.*Read John the book? β. Διάβασε ο Γιάννης το βιβλίο;

Γι αυτό εξάλλου στην Αγγλική, για να κάνουμε ερωτήσεις, όταν η πρόταση δεν έχει βοηθητικό ρήμα για να το μετακινήσουμε μέχρι τον ΣΔ (23α), επιστρατεύεται κάποιο βοηθητικό Ρήμα, όπως τα do, does, did, τα οποία στη συνέχεια μετακινούνται μέχρι τον ΣΔ, (23β). (23) α. John reads the book.

β. Did John read the book? 2. Αντίθετα με την Αγγλική, στη Γαλλική, τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά Ρήματα έχουν

πλούσια μορφολογία Χρόνου. Συνεπώς, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι τα μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά του Χρόνου είναι ισχυρά τόσο στα βοηθητικά όσο και στα κύρια Ρήματα της Γαλλικής. Γι’ αυτόν τον λόγο και τα δύο είδη Ρημάτων μετακινούνται ως τον Χρόνο στη Γαλλική, αφήνοντας πίσω τους την Άρνηση pas.

3. Τέλος, στη Σουηδική, τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά ρήματα έχουν ιδιαίτερα πτωχή μορφολογία κι έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχουν ασθενή χαρακτηριστικά Χρόνου σε αυτήν τη γλώσσα. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ακολουθούν την Άρνηση inte, αφού δεν χρειάζεται να μετακινηθούν ως τον Χρόνο για να επαληθεύσουν και να διαγράψουν αυτά τα χαρακτηριστικά σε τοπική σχέση. Επειδή δεν χρειάζεται να μετακινηθούν, δεν επιτρέπεται να μετακινηθούν σύμφωνα με βασικές αρχές οικονομίας που θεωρούμε ότι ακολουθούν οι γλώσσες.

3.4 Βοηθητικά και κύρια Ρήματα – Ελληνική Πού βρίσκεται όμως η Ελληνική ως προς όλα τα προηγούμενα; Δυστυχώς, η θέση του Ρήματος ως προς την Άρνηση δεν μπορεί να μας πει πολλά πράγματα για τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά Χρόνου του Ρήματος της Ελληνικής. Αυτό συμβαίνει επειδή η Άρνηση της Ελληνικής είναι διαφορετικού τύπου από την Άρνηση στις τρεις γλώσσες που παραθέσαμε. Όπως αναφέραμε στην υποσημείωση 2, η Άρνηση δεν και μην της Ελληνικής είναι κάπως όπως η άρνηση ne της Γαλλικής. Βρίσκεται δηλαδή πάντα μπροστά από το Ρήμα επειδή, αν και αποτελεί την Κεφαλή της Φράσης Άρνησης και προηγείται της Ρηματικής Φράσης, είναι παράλληλα κάτι όπως κλιτικό πρόθημα στο Ρήμα με αποτέλεσμα να μετακινείται μαζί με αυτό. Η Γαλλική έχει και το μέρος της Άρνησης pas, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξακριβωθεί η μετακίνηση και η θέση του Ρήματος, γεγονός που όμως δεν υφίσταται στην Ελληνική. Στην Ελληνική υπάρχει μόνο η Άρνηση δεν, ή μην, οι οποίες μετακινούνται μαζί με το Ρήμα.

Παρόλα αυτά, έχουμε επιχειρήματα για το ότι τα βοηθητικά και κύρια Ρήματα της Ελληνικής μετακινούνται ως τον Χρόνο. Τα επιχειρήματα προέρχονται από τη θέση των Ρημάτων ως προς τη θέση κάποιων επιρρημάτων μέσα στην πρόταση, συγκεκριμένα αυτών των επιρρημάτων που βρίσκονται χαμηλά στην προτασιακή δομή. Μια τέτοια περίπτωση είναι το επίρρημα «συχνά» που βλέπουμε στις προτάσεις που ακολουθούν. Παρατηρείστε προσεκτικά τις διαφορές μεταξύ Ελληνικής και Αγγλικής ως προς το συγκεκριμένο επίρρημα.

(24) α. Ο Γιάννης έχει συχνά <έχει> ξεχάσει τα γυαλιά του. β. Ο Γιάννης φιλάει συχνά <φιλάει> τη Μαρία.

Βλέπουμε από τις προτάσεις (24) ότι τόσο τα βοηθητικά, όσο και τα κύρια Ρήματα της Ελληνικής επίσης βρίσκονται πριν από το επίρρημα «συχνά», προφανώς επειδή έχουν μετακινηθεί μέχρι τον Χρόνο. Όμως μόνο τα βοηθητικά Ρήματα της Αγγλικής μπορούν να μετακινηθούν πριν από το «often», γι αυτό η πρόταση (25β) είναι αντιγραμματική.4 Η αντίστοιχη γραμματική πρόταση της Αγγλικής είναι η (25γ), με το επίρρημα «often» να βρίσκεται πριν από το κύριο Ρήμα, «kisses», πράγμα που σημαίνει ότι το κύριο Ρήμα δεν έχει μετακινηθεί.

134

(25) α. John has often <has> forgotten his glasses. β. *John kisses often <kisses> Mary. γ. John often kisses Mary. Αν δεχτούμε ότι ένα επίρρημα όπως το «συχνά/often» είναι χαμηλά στη δομή της πρότασης και, συγκεκριμένα, θεωρήσουμε ότι προσαρτάται στη ΡΦ, τότε το γεγονός ότι βρίσκεται μετά από το βοηθητικό και κύριο Ρήμα στις (24α) και (24β), σημαίνει ότι και το βοηθητικό και το κύριο Ρήμα μετακινούνται ως τον Χρόνο στην Ελληνική. Αντίθετα, στην Αγγλική, η πρόταση (25α) μας δείχνει ότι το βοηθητικό Ρήμα μετακινείται ως τον Χρόνο, ενώ η (25β) ότι το κύριο Ρήμα δεν μετακινείται ούτε μπορεί να μετακινηθεί ως τον Χρόνο, πράγμα που βέβαια το ξέραμε ήδη για την Αγγλική τόσο για τα βοηθητικά όσο και για τα κύρια Ρήματα, μέσα από τη σχέση τους με την Άρνηση not, (14)-(18).

Αυτές τις διαφοροποιήσεις μεταξύ Ελληνικής και Αγγλικής τις βλέπουμε στο παρακάτω δένδρο. Με τις κόκκινες γραμμές περιγράφονται οι μετακινήσεις του Ρήματος στην Ελληνική και με μαύρο οι μετακινήσεις στην Αγγλική. Βλέπουμε λοιπόν στο δένδρο ότι ενώ τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά Ρήματα της Ελληνικής μετακινούνται μέχρι τον Χρόνο, μόνο τα βοηθητικά Ρήματα της Αγγλικής μετακινούνται μέχρι τον Χρόνο.Οι παραπάνω είναι απλές καταφατικές προτάσεις, οι οποίες όμως μας κάνουν να καταλάβουμε και γιατί μόνο τα βοηθητικά, αλλά όχι τα κύρια Ρήματα, της Αγγλικής μετακινούνται μέχρι τον ΣΔ στις ερωτήσεις: αν ένα Ρήμα (στη συγκεκριμένη περίπτωση τα κύρια Ρήματα της Αγγλικής) δεν μπορεί να μετακινηθεί μέχρι τον Χρόνο, δεν είναι δυνατό να περιμένουμε να μπορεί να μετακινηθεί μέχρι τον ΣΔ. Στο δένδρο (26) τις μετακινήσεις μέχρι τον ΣΔ τις έχουμε αναπαραστήσει με διακεκομμένη γραμμή. Ας σημειωθεί επίσης ότι η ΟΦ «Ο Γιάννης» δεν είναι σε τριγωνάκι, σε αντίθεση με την ΟΦ «τη Μαρία», μόνο και μόνο για λόγους χώρου, και όχι γιατί υπάρχει κάποιος ουσιαστικός λόγος.

(26)

«Ο Γιάννης φιλάει συχνά τη Μαρία», «Ο Γιάννης έχει συχνά φιλήσει τη Μαρία» «John often kisses Mary”, “John has often kissed Mary” Και για να ανακεφαλαιώσουμε μέχρι εδώ: δείξαμε μία κλασσική περίπτωση μετακίνησης Κεφαλής, αυτήν της μετακίνησης του Ρήματος. Αρχίσαμε από την πλέον καταφανή περίπτωση, τη μετακίνηση του Ρήματος στις ερωτηματικές προτάσεις στην πιο υψηλή Κεφαλή της πρότασης, τον ΣΔ. Την αποκαλούμε ‘καταφανή’ επειδή βλέπουμε τα αποτελέσματά της από την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου στις ερωτηματικές

135

προτάσεις αντικειμένου (1β). Είδαμε πώς διαφέρει η Αγγλική από την Ελληνική ως προς τα ποια Ρήματα μετακινούνται μέχρι τον ΣΔ: στην Αγγλική μόνο τα βοηθητικά Ρήματα, (4α), στην Ελληνική τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά. Στη συνέχεια, είδαμε τη μετακίνηση του Ρήματος μέχρι την Κεφαλή του Χρόνου. Σε αυτήν την περίπτωση η μετακίνηση τεκμηριώνεται είτε από τη θέση του Ρήματος σε σχέση με την Άρνηση (Αγγλική, Γαλλική, Σουηδική), είτε από τη θέση του Ρήματος σε σχέση με διάφορα επιρρήματα (τόσο στις προηγούμενες γλώσσες, όσο και στην Ελληνική). Είδαμε ότι και ως προς αυτήν τη μετακίνηση η Ελληνική και η Αγγλική διαφέρουν: στην Αγγλική μόνο τα βοηθητικά Ρήματα μετακινούνται μέχρι τον Χρόνο, (25α), στην Ελληνική τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά, (24α)-(24β). Αναφερθήκαμε στη μετακίνηση του Ρήματος και άλλων γλωσσών μέχρι τον Χρόνο, όπως της Γαλλικής και της Σουηδικής. Η Γαλλική μοιάζει με την Ελληνική, αφού τόσο τα κύρια όσο και τα βοηθητικά Ρήματα μετακινούνται μέχρι τον Χρόνο, και διαφέρει απλά και μόνο ως προς το ότι στη Γαλλική η διάγνωση της μετακίνησης μπορεί να γίνει και με το μόριο της Άρνησης «pas». H Σουηδική είναι η πιο ‘συντηρητική’ από τις υπόλοιπες γλώσσες, αφού ούτε τα κύρια ούτε τα βοηθητικά Ρήματά της μετακινούνται μέχρι τον Χρόνο. Αυτές οι δύο μετακινήσεις του Ρήματος γίνονται για διαφορετικό λόγο: α) στην περίπτωση της μετακίνησης του Ρήματος μέχρι τον ΣΔ, η μετακίνηση γίνεται επειδή πρόκειται για ερωτηματικές προτάσεις. Στις ερωτηματικές προτάσεις ο ΣΔ, ο οποίος έχει ερωτηματικά χαρακτηριστικά, είναι κάτι σαν κλιτικό και θέλει να ακουμπήσει πάνω σε κάποιο στοιχείο. Στις γλώσσες που δεν μπορεί να μετακινηθεί μέχρι εκεί το κύριο Ρήμα (βλέπε Αγγλική), επιστρατεύεται κάποιο άλλο στοιχείο (π.χ., το βοηθητικό do), β) στην περίπτωση της μετακίνησης του Ρήματος μέχρι τον Χρόνο, δηλ., στις καταφατικές προτάσεις, η μετακίνηση γίνεται επειδή σε κάποιες γλώσσες τα χαρακτηριστικά του Χρόνου στο Ρήμα είναι ισχυρά και πρέπει να βρεθούν σε τοπική σχέση με τη λειτουργική Κεφαλή του Χρόνου. Η Ελληνική είναι μία τέτοια γλώσσα, καθώς και η Γαλλική, και αυτό φαίνεται από την πλούσια μορφολογία του Χρόνου σε σχέση με γλώσσες όπως η Αγγλική και η Σουηδική. Στην Αγγλική η μετακίνηση μέχρι τον Χρόνο συμβαίνει μερικώς, δηλ., μόνο για τα βοηθητικά Ρήματα.

3.5 Μία ακόμη μετακίνηση Ρήματος στον ΣΔ: Verb Second Σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε σε μία ακόμη περίπτωση μετακίνησης του Ρήματος ως τον ΣΔ. Την αφήσαμε τελευταία ώστε να έχουν γίνει κατανοητές οι προηγούμενες μετακινήσεις, επειδή πρόκειται για περίπτωση μετακίνησης που εμφανίζεται κυρίως σε μία συγκεκριμένη ομάδα γλωσσών. Ίσως μάλιστα να μην την αναφέραμε καθόλου σε αυτό το εισαγωγικό βιβλίο, αν οι περισσότερες από τις γλώσσες που εμπλέκουν αυτό το είδος μετακίνησης δεν συνέβαινε να είναι γλώσσες που έχουν διερευνηθεί εκτενώς, από την παραδοσιακή αλλά και από τη σύγχρονη θεωρητική σύνταξη και, επιπλέον, κάποιες από αυτές έχουν μελετηθεί εκτενώς και μέσα από τις γλωσσικές διαταραχές ειδικότερα. Στις δευτερεύουσες προτάσεις αυτών των γλωσσών, μία από τις οποίες είναι η Γερμανική, το αντικείμενο, «το αγόρι» στην (27α), εμφανίζεται πριν από το Ρήμα. Είναι μία σειρά όρων της πρότασης που όσοι από εσάς έχετε πάρει έστω και λίγα μαθήματα Γερμανικών την αναγνωρίζετε ως μία πολύ ‘Γερμανική’ συντακτική δομή. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό έχει οδηγήσει τους γλωσσολόγους να πιστεύουν ότι η Γερμανική, καθώς και άλλες γλώσσες αυτού του τύπου, είναι γλώσσα στην οποία η σειρά των όρων είναι Υποκείμενο – Αντικείμενο – Ρήμα, και όχι Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο. Στις κύριες προτάσεις της Γερμανικής όμως, η σειρά των όρων είναι Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο, (28), περίπου δηλαδή όπως στα Ελληνικά ή τα Αγγλικά. Θυμηθείτε ότι αναφερθήκαμε στη σειρά των όρων της Γερμανικής, στο προηγούμενο κεφάλαιο, ενότητα 3.3, όταν συζητήσαμε τις παθητικές προτάσεις.

(27) John hat gesagt dass [das Mädchen den Jungen gestossen hat] John έχει πει ότι η κοπέλα το αγόρι έχει σπρώξει ‘Ο John έχει πει/είπε ότι η κοπέλα έχει σπρώξει/έσπρωξε το αγόρι.’

(28) Das Mädchen hat den Jungen gestossen η κοπέλα έχει το αγόρι σπρώξει ‘Η κοπέλα έχει σπρώξει/έσπρωξε το αγόρι.’

136

Δείτε τώρα την πρόταση (29) πιο κάτω, που είναι επίσης κύρια πρόταση, όπως και η (28). Αυτή η κύρια πρόταση αρχίζει με τη Φράση «πολύ συχνά φέτος», και βλέπουμε ότι δεν ακολουθείται από το Υποκείμενο της πρότασης «das Mädchen» (σε αντίθεση με την (28)), αλλά από το παρεμφατικό/βοηθητικό Ρήμα «hat», ενώ το Υποκείμενο της πρότασης ακολουθεί στη συνέχεια. Το παρακάτω παράδειγμα λοιπόν αποδεικνύει ότι η σειρά στην πρόταση (28) δεν είναι απλά Υποκείμενο – Ρήμα –Αντικείμενο, αλλά κάτι επιπλέον συμβαίνει. Έχει υποστηριχτεί ότι, τόσο στην (28) όσο και στην (29), το παρεμφατικό Ρήμα έχει μετακινηθεί στον ΣΔ της κύριας πρότασης. Επιβεβαίωση γι αυτό το συμπέρασμα προσφέρεται από το ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στις δευτερεύουσες προτάσεις, (27), μιας κι εκεί υπάρχει ήδη ένας ΣΔ, αυτός που εισάγει τη δευτερεύουσα πρόταση, «das» στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συμβαίνει όμως το ίδιο σε προτάσεις όπως η (29), στην οποία ο Χαρακτηριστής της ΦΣΔ φιλοξενεί μία Φράση άλλη από το υποκείμενο της πρότασης. Αντίθετα, στην (28) το Υποκείμενο «das Mädchen» είναι αυτό που μετακινήθηκε στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, όπως φαίνεται στο (30).

(29) Sehr oft in diesem Jahr hat das Mädchen den Jungen gestossen

πολύ συχνά σε αυτό χρόνο έχει η κοπέλα το αγόρι σπρώξει ‘Πολύ συχνά φέτος η κοπέλα έχει σπρώξει/έσπρωξε το αγόρι.’5

(30) [ΦΣΔ Das Mädchen [ΣΔ hat [ΦΚλίσης <das Mädchen > [Κλίση <hat> [ΡΦ < das Mädchen >

[Ρ < hat > gestossen [ΟΦ den Jungen]]]]]]]

‘Η κοπέλα έχει σπρώξει/έσπρωξε το αγόρι.’ Μία ευρέως αποδεκτή θέση στη σχετική βιβλιογραφία είναι ότι σε γλώσσες όπως η Γερμανική ή η Ολλανδική, το Ρήμα μετακινείται στον ΣΔ στις κύριες προτάσεις, και κάποιο άλλο στοιχείο μετακινείται (ή συγχωνεύεται στην πρόταση (29)) στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ (den Besten 1983).6 Αυτό σημαίνει ότι το Υποκείμενο στην πρόταση (28) δεν βρίσκεται στον Χαρακτηριστή της Φράσης Κλίσης (ή Φράσης Χρόνου), όπως στις καταφατικές προτάσεις άλλων γλωσσών που έχουμε συζητήσει, αλλά στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ. Σε κάθε περίπτωση, δια μέσου αυτής της διαδικασίας, το Ρήμα απαντάται στη 2η θέση στις κύριες προτάσεις: στην (28) μετά από το υποκείμενο και στην (29) μετά από έναν επιρρηματικό προσδιορισμό, στοιχεία που καταλαμβάνουν την 1η θέση, αυτή του Χαρακτηριστή της ΦΣΔ, με το παρεμφατικό Ρήμα στην Κεφαλή ΣΔ. Γι αυτόν τον λόγο, οι γλώσσες που εμπλέκουν αυτήν τη διαδικασία στη δομή της κύριας πρότασής τους λέγονται γλώσσες V-second ή γλώσσες V2. Δεν είναι σίγουρο ότι ο όρος έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά, αλλά τέτοιες γλώσσες είναι όλες οι Γερμανογενείς γλώσσες, εκτός από τα Αγγλικά (Holmberg 2010). Κάτι άλλο που βλέπουμε στο (30) είναι ότι το παρεμφατικό Ρήμα «hat», το οποίο αποτελεί περίπτωση Κεφαλής, μετακινείται μέχρι τον ΣΔ περνώντας από ενδιάμεσες Κεφαλές, συγκεκριμένα την Κλίση/Χρόνο. Από την άλλη πλευρά, το Υποκείμενο «das Mädchen», το οποίο αποτελεί περίπτωση Φράσης, περνά από ενδιάμεσες θέσεις Χαρακτηριστών.7 Οι λόγοι που προκαλούν τη μετακίνηση του παρεμφατικού Ρήματος της Γερμανικής ή της Ολλανδικής μέχρι τον ΣΔ στις κύριες προτάσεις δεν είναι απόλυτα ξεκάθαροι. Μία υπόθεση είναι ότι ο ΣΔ σε αυτές τις γλώσσες πρέπει να φιλοξενεί πάντα κάποιο στοιχείο και στις κύριες προτάσεις, δηλ., δεν μπορεί να μένει ποτέ κενός (den Besten 1983). Ο Adger (2003) από την άλλη πλευρά υιοθετεί την άποψη ότι ο ΣΔ δείκτης αυτών των γλωσσών έχει ένα μη ερμηνεύσιμο χαρακτηριστικό θεματοποίησης, το οποίο προκαλεί τη μετακίνηση του Ρήματος. Δείτε επίσης τον Holmberg (2010), για μία επισκόπηση διάφορων άλλων ερμηνειών που έχουν δοθεί ως προς τους λόγους αυτής της μετακίνησης του Ρήματος αλλά και ως προς το τελικό σημείο στο οποίο καταλήγει το Ρήμα, ως προς το οποίο δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία (δείτε υποσημείωση 6). Σε κάθε περίπτωση, εκτίμησή μου είναι ότι, σε αντίθεση με τη μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ που λαμβάνει χώρα στις ερωτηματικές προτάσεις, αυτή η μετακίνηση στον ΣΔ είναι λιγότερο κατανοητή, παρότι είναι απόλυτα κατανοητό και αποδεκτό ότι λαμβάνει χώρα κι ότι καταλήγει στη 2η θέση. Επίσης λιγότερο εύκολο είναι να καταλήξει κανείς ως προς το τι είδους στοιχεία είναι αυτά που μπορούν να καταλάβουν την 1η θέση σε αυτές τις προτάσεις, δηλ., τα στοιχεία που απαντώνται στις κύριες προτάσεις πριν από το Ρήμα που βρίσκεται στη δεύτερη θέση (Holmberg 2010). Όλα αυτά μας

137

κάνουν να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτή η μετακίνηση Ρήματος αποτελεί μία διαφορετική περίπτωση από αυτές που είχαμε παρουσιάσει πιο πριν.

4 Μετακίνηση Ρήματος στις γλωσσικές διαταραχές 4.1 Ειδική Γλωσσική Διαταραχή Σε αντίθεση με τις μετακινήσεις Φράσεων, οι οποίες έχουν μελετηθεί αρκετά στις περιπτώσεις των γλωσσικών διαταραχών, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις δομές που περιέχουν μετακίνηση Κεφαλής. Σε μία προφορική ανακοίνωση έρευνάς τους για την παραγωγή ερωτήσεων των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, οι Markopoulou & Radford (2008) ανέφεραν ότι μελέτησαν περιπτώσεις παραγωγής ερωτήσεων όπως οι παρακάτω:

(31) α. Ποια γάτα τρώει το ψάρι; β. Ποιο βιβλίο διαβάζει ο Γιάννης; γ. Με ποιον μιλάει ο Γιάννης; δ. Ποια μπάλα νομίζει η Μαρία ότι κλώτσησε ο Γιάννης;

Να θυμηθούμε ότι αυτές οι ερωτήσεις εμπλέκουν μετακινήσεις Φράσης (της ερωτηματικής Φράσης, στον Χαρακτηριστή της ΦΣΔ) αλλά και μετακινήσεις Κεφαλής (του Ρήματος, στον ΣΔ). Στις προτάσεις (31β)-(31γ) η μετακίνηση του Ρήματος γίνεται εμφανής από την αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου. Έχουν δηλαδή οι παραπάνω ερωτηματικές προτάσεις τη σειρά των όρων «διαβάζει ο Γιάννης» και «μιλάει ο Γιάννης», αντί για τη σειρά «ο Γιάννης διαβάζει» και «ο Γιάννης μιλάει», πράγμα που σημαίνει ότι το Ρήμα έχει μετακινηθεί στον ΣΔ, όπως στο δένδρο (2). Το ίδιο συμβαίνει με την πρόταση (31δ). Τα ευρήματα της έρευνας των Markopoulou & Radford ήταν ότι τα παιδιά με ΕΓΔ τα πήγαν αρκετά καλά σε προτάσεις τύπου (31α), κάτι αναμενόμενο μετά από όσα είπαμε για τις ερωτηματικές προτάσεις υποκειμένου στο κεφάλαιο 5, αλλά δεν τα πήγαν καλά στις υπόλοιπες προτάσεις της ομάδας (31), πράγμα επίσης αναμενόμενο αφού πρόκειται για ερωτήσεις αντικειμένου. Το εντυπωσιακό της μελέτης όμως ήταν ότι τα ίδια παιδιά τα πήγαν 100% σωστά ως προς τη μετακίνηση του Ρήματος, δηλαδή, σε καμία περίπτωση δεν παρέλειψαν να κάνουν αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου στις προτάσεις (31β)-(31δ).

Αν δεχτούμε ότι τα ευρήματα είναι έγκυρα, τότε εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τη φύση των δύο τύπων μετακίνησης, δηλαδή, τη μετακίνηση Φράσης και τη μετακίνηση Κεφαλής.8 Επιπλέον, στηρίζουν την άποψη ότι τα προβλήματα που αυτός ο πληθυσμός, τουλάχιστον, αντιμετωπίζει όσον αφορά μια συγκεκριμένη δομή, δεν μπορεί να οφείλονται απλά και μόνο στο ότι πρόκειται για δομή που δεν τηρεί την ουδέτερη σειρά των όρων Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο. Στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας τόσο η μετακίνηση του Ρήματος όσο και η μετακίνηση των ερωτηματικών φράσεων στις περιπτώσεις ερωτήσεων αντικειμένου, μετατρέπει την ‘ουδέτερη’ σειρά Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο σε Ρήμα – Υποκείμενο – Αντικείμενο. Παρόλα αυτά η μετακίνηση του Ρήματος δεν παρουσιάζει προβλήματα για τα παιδιά με ΕΓΔ, σε αντίθεση με τις ερωτήσεις αντικειμένου.9

4.2 Αγραμματισμός Αντίθετα με αυτά που είδαμε να συμβαίνουν στην προηγούμενη ενότητα με τη μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ στις ερωτήσεις των Ελληνόφωνων παιδιών με ΕΓΔ, η μετακίνηση του Ρήματος φαίνεται ότι είναι προβληματική σε άλλες γλώσσες, αν και αφορά άλλες διαταραχές. Κάτι τέτοιο έχει παρατηρηθεί κυρίως ως προς ένα συγκεκριμένο είδος μετακίνησης Ρήματος, αυτό που εμπλέκεται στις γλώσσες V2, το οποίο έχει μελετηθεί σε σχέση με τον αγραμματισμό στην Ολλανδική. Η Ολλανδική, όπως και η Γερμανική, είναι γλώσσα V2, δηλαδή, γλώσσα στην οποία το Ρήμα μετακινείται στη δεύτερη θέση στις κύριες προτάσεις. Με άλλα λόγια, ενώ στη δευτερεύουσα πρόταση στην (32α) το αντικείμενο «ένα βιβλίο» είναι πριν από το Ρήμα «διαβάζει», στην κύρια πρόταση (32β), το ίδιο αντικείμενο, «το βιβλίο», βρίσκεται μετά από το Ρήμα

138

«διαβάζει», γεγονός που εξηγείται με τη μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ σύμφωνα με την άποψη που αναπτύξαμε στην ενότητα 3.5.

(32) α. ik zie dat de jongen een boek leest. εγώ βλέπω ότι το αγόρι ένα βιβλίο διαβάζει β. de jongen leest een boek. το αγόρι διαβάζει ένα βιβλίο

Σε μία σειρά από μελέτες, η Bastiaanse έχει ισχυριστεί ότι οι αγραμματικοί ασθενείς με μητρική γλώσσα την Ολλανδική δυσκολεύονται να κάνουν αυτήν τη μετακίνηση (Bastiaanse & van Zonneveld 1998 και μετέπειτα). Αποτέλεσμα αυτής της δυσκολίας είναι ότι είτε παραλείπουν το Ρήμα στις κύριες προτάσεις, είτε το Ρήμα εμφανίζεται χωρίς τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του, τα οποία θεωρείται ότι βρίσκονται στην Κλίση. Αυτή η διαπίστωση έχει πολλές ενδιαφέρουσες πλευρές: πρώτα απ’ όλα, είναι αξιοπρόσεκτο ότι τα προβλήματα παρουσιάζονται στις κύριες προτάσεις, (32β), γεγονός που μάλλον θα περίμενε κανείς λιγότερο, ακριβώς επειδή είναι οι πιο μικρές σε μέγεθος προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς αυτού του τύπου η συμπεριφορά επιχειρηματολογεί για το ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι καθαρό πρόβλημα επεξεργασίας, στο οποίο δεν εμπλέκονται δομικές σχέσεις της πρότασης. Ακόμη και αν κάποιος, για παράδειγμα, ισχυριστεί ότι όταν το Ρήμα μετακινείται πιο ψηλά συνεπάγεται πιο απαιτητικές διαδικασίες επεξεργαστικά, καταλήγει να παίρνει και πάλι υπόψη του τη δομή της πρότασης, όπως έχει παρουσιαστεί σε αυτό και στα προηγούμενα κεφάλαια.

Όπως αναφέρθηκε, το συγκεκριμένο πρόβλημα φαίνεται να εντοπίζεται σε αυτού του τύπου τις γλώσσες. Μάλιστα, σε πιο πρόσφατη μελέτη, οι Bastiaanse & Thompson (2003) συνέκριναν ίδιου τύπου προτάσεις στα Αγγλικά και τα Ολλανδικά. Να επαναλάβουμε ότι τα Ολλανδικά είναι γλώσσα V2, άρα εμπλέκουν μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ στις κύριες προτάσεις, (32β), ενώ τα Αγγλικά όχι. Οι Bastiaanse & Thompson έδωσαν σε Αγγλόφωνους και Ολλανδόφωνους αγραμματικούς δοκιμασίες συμπλήρωσης κύριων, (33), και δευτερευουσών, (34), προτάσεων όπως οι παρακάτω:

(33) α. Αυτό είναι το αγόρι που κόβει την τομάτα κι αυτό είναι το αγόρι που κόβει το ψωμί.

Οπότε, αυτό το αγόρι κόβει την τομάτα και αυτό το αγόρι … β. Αναμενόμενη απάντηση: κύρια πρόταση Αγγλικά: [κόβει το ψωμί] Ολλανδικά: [κόβει το ψωμί]

(34) α. Αυτό το αγόρι κόβει την τομάτα κι αυτό το αγόρι κόβει το ψωμί. Οπότε, αυτό είναι το αγόρι που κόβει την τομάτα κι αυτό είναι το αγόρι που …

β. Αναμενόμενη απάντηση: δευτερεύουσα πρόταση Αγγλικά: [κόβει το ψωμί] Ολλανδικά: [το ψωμί κόβει]

Τα αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ότι η απόδοση των Ολλανδόφωνων αφασικών διέφερε μεταξύ κυρίων και δευτερευουσών προτάσεων, πράγμα που δεν διαπιστώθηκε για τους Αγγλόφωνους ασθενείς. Συγκεκριμένα, οι Ολλανδόφωνοι ασθενείς είχαν χαμηλότερη απόδοση στις κύριες προτάσεις, συγκριτικά με τις δευτερεύουσες.

Να επαναλάβουμε ότι η Bastiaanse απέδωσε τα προβλήματα που έχουν οι Ολλανδόφωνοι αγραμματικοί, τα οποία επικεντρώνονται στις κύριες προτάσεις, σε αδυναμία μετακίνησης του Ρήματος, δεδομένου του ότι η Ολλανδική είναι γλώσσα V2 και το Ρήμα πρέπει να βρεθεί στη 2η θέση στις κύριες προτάσεις. Θα πρέπει να θυμηθούμε όμως ότι, σύμφωνα με ισχυρισμούς των Friedmann & Grodzinsky (1997), οι αγραμματικοί έχουν προβλήματα ως προς τις υψηλότερες θέσεις του δένδρου που αναπαριστά τη δομή της πρότασης, δηλ., η περιοχή του ΣΔ είναι κατά κάποιον τρόπο απούσα στον αγραμματισμό (Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου, κεφάλαιο 3). Αν λοιπόν βασιστεί κανείς σε αυτήν την υπόθεση, μπορεί και πάλι να εξηγήσει τα προβλήματα που έχουν οι Ολλανδόφωνοι αγραμματικοί στις κύριες

139

προτάσεις, αλλά με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η Bastiaanse. Αφού ο ΣΔ είναι ελλειμματικός στον αγραμματισμό, ή και απών ίσως σε κάποιες περιπτώσεις, δεν υπάρχει θέση για να μετακινηθεί το Ρήμα, με αποτέλεσμα να μην μετακινείται. Η Bastiaanse δεν υιοθετεί αυτήν την άποψη όπως είδαμε, και θεωρεί ότι το πρόβλημα αφορά αδυναμία μετακίνησης του Ρήματος. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με τη Bastiaanse το Ρήμα δεν μετακινείται μέχρι τον ΣΔ στις κύριες προτάσεις της Ολλανδικής, αλλά μόνο μέχρι την Κλίση. Αυτό συμβαίνει επειδή η Bastiaanse υιοθετεί τους ισχυρισμούς του Zwart (1993) ο οποίος, όπως αναφέραμε στην ενότητα 3.5, υποσημείωση 6, θεωρεί ότι στην Ολλανδική το Ρήμα μετακινείται μέχρι την Κλίση/Χρόνο στις κύριες προτάσεις, και όχι μέχρι τον ΣΔ.

Για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, οι Bastiaanse & Thompson (2003) διεξήγαγαν ένα ακόμη πείραμα, αυτή τη φορά με Αγγλόφωνους ασθενείς μόνο. Εξέτασαν κύρια και βοηθητικά Ρήματα σε καταφατικές προτάσεις της Αγγλικής, καθώς και βοηθητικά Ρήματα σε ερωτηματικές προτάσεις. Βρήκαν ότι οι Αγγλόφωνοι αγραμματικοί ασθενείς παρουσίασαν προβλήματα όσον αφορά τις ερωτηματικές προτάσεις, στις οποίες αποδίδουν χαμηλότερα απ’ ό,τι στις καταφατικές. Καταλήγουν στο ότι αυτό συμβαίνει επειδή στις ερωτηματικές προτάσεις το βοηθητικό Ρήμα της Αγγλικής μετακινείται, ενώ στις καταφατικές τόσο το βοηθητικό, όσο και το κύριο, Ρήμα δεν μετακινούνται. Και πάλι όμως, όπως παραθέσαμε στην ενότητα 3 αυτού του κεφαλαίου, τα βοηθητικά Ρήματα της Αγγλικής δεν θεωρείται ότι ξεκινούν απαραίτητα από την Κλίση αλλά, αντίθετα, ότι μετακινούνται ως εκεί, από ένα χαμηλότερο σημείο της πρότασης. Ως αποτέλεσμα αυτού, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα βοηθητικά Ρήματα στις ερωτηματικές προτάσεις της Αγγλικής είναι προβληματικά όχι επειδή δεν μπορούν να μετακινηθούν, αλλά επειδή η μετακίνησή τους εμπλέκει τον ΣΔ, ο οποίος είναι ελλειμματικός σύμφωνα με την Υπόθεση της Αποκοπής του Δένδρου. Κι αυτό επειδή και τα βοηθητικά Ρήματα των καταφατικών προτάσεων μετακινούνται, μέχρι την Κλίση, αλλά δεν βρέθηκαν προβληματικά σε αυτήν την έρευνα. Με άλλα λόγια, δεν είναι φαίνεται να είναι τεκμηριωμένο ανεξάρτητα από τη Bastiaanse ότι το Ρήμα δεν μπορεί να μετακινηθεί στον αγραμματισμό, αλλά η συμπεριφορά των αγραμματικών ως προς αυτό βρίσκεται σε κατευθείαν εξάρτηση από συγκεκριμένες συντακτικές αναλύσεις που έχουν δοθεί για τη θέση του. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα με το ποια ακριβώς ερμηνεία θα δώσει κανείς, φαίνεται ότι η θέση του Ρήματος στις κύριες προτάσεις της Ολλανδικής είναι προβληματική με τρόπο που δεν έχει βρεθεί να ισχύει για τη θέση του Ρήματος σε άλλες γλώσσες και σε προτάσεις που απαιτούν τη μετακίνησή του σε υψηλό μέρος της πρότασης, με εξαίρεση βέβαια τα βοηθητικά ρήματα της Αγγλικής που μόλις παραθέσαμε). Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουμε, για παράδειγμα, ευρήματα για το ότι οι Έλληνες αγραμματικοί δεν κάνουν αντιστροφή Ρήματος – Υποκειμένου, δηλ., ότι δεν ακολουθούν τη σειρά των όρων που αποτελεί αποτέλεσμα της μετακίνησης Ρήματος στον ΣΔ. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι αυτή καθ’ εαυτή η θέση του Ρήματος στην πρόταση δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα στις διαταραχές, αλλά από την άλλη πλευρά, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αν υπήρχαν προβλήματα μάλλον θα είχαν εντοπιστεί. Μόνο που, αν δεχτεί κανείς ότι η περιοχή του ΣΔ είναι ελλειμματική στον αγραμματισμό, θα πρέπει να αναρωτηθεί αν μπορεί να απομονωθεί η μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ από τα υπόλοιπα, συνήθως εκτενή, προβλήματα που υπάρχουν σε αυτήν την περιοχή της πρότασης. Σε κάθε περίπτωση, τα φαινόμενα μετακίνησης Κεφαλής, και της μετακίνησης του Ρήματος ειδικότερα, αποτελούν περιοχή προς περαιτέρω διερεύνηση, τόσο στην Ελληνική, όσο και διαγλωσσικά, πριν κανείς καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η μετακίνηση δεν αποτελεί ελλειμματικό τομέα για ομιλητές γλωσσών άλλων από τις γλώσσες V2 με γλωσσικές διαταραχές. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μάλλον είναι αρκετά ξεκάθαρα πως το παρεμφατικό Ρήμα των Ολλανδόφωνων αγραμματικών παρουσιάζεται προβληματικό στις απλές καταφατικές προτάσεις, με τρόπο που δεν φαίνεται να συμβαίνει στις απλές καταφατικές προτάσεις άλλων γλωσσών. Γι αυτό και για να απαντηθούν καλύτερα τα σχετικά ερωτήματα μάλλον οι Ολλανδικές προτάσεις δεν θα πρέπει να συγκριθούν με τις απλές καταφατικές προτάσεις άλλων γλωσσών, αλλά με τις προτάσεις άλλων γλωσσών που εμπλέκουν παρόμοια μετακίνηση του Ρήματος, ό,τι είδους προτάσεις και αν είναι αυτές. Τι γίνεται όμως με τη μετακίνηση του Ρήματος σε χαμηλότερες λειτουργικές Κεφαλές της πρότασης, συγκεκριμένα στην περιοχή της Κλίσης; Ένα πρόβλημα που υπάρχει πάντα με τις μελέτες αυτών των δομών, αλλά και με αυτών που εμπλέκουν μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ, όπως τις περιγράψαμε αμέσως πιο πριν, είναι πως είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς με σιγουριά κατά πόσον αυτό που φταίει όταν το Ρήμα εμφανίζεται προβληματικό είναι ότι δεν μετακινείται το Ρήμα μέχρι μία συγκεκριμένη θέση

140

επειδή απουσιάζει αυτή η θέση (ή αλλιώς η λειτουργική Κεφαλή) ή επειδή το Ρήμα καθ’ εαυτό αδυνατεί να μετακινηθεί. Μία έρευνα που έχει ασχοληθεί με τη μετακίνηση του Ρήματος μέχρι την Κλίση (αλλά και μέχρι τον ΣΔ) είναι αυτή των Alexiadou & Stavrakaki (2006) και προσπαθεί να βρει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην απουσία της θέσης για τη μετακίνηση του Ρήματος και στην αδυναμία μετακίνησης του Ρήματος καθεαυτή, μελετώντας τις γραμματικές ικανότητες μία δίγλωσσης αγραμματικής ασθενούς, σε Ελληνικά και Αγγλικά. Ο κύριος τρόπος που ερευνάται η μετακίνηση του Ρήματος γενικά, όπως είπαμε στην ενότητα 3.4 αυτού του κεφαλαίου, είναι με το να βλέπουμε τη θέση του σε σχέση με τη θέση μιας σειρά επιρρημάτων. Η θέση των επιρρημάτων είναι πολύ συγκεκριμένη, και είναι η ίδια μέσα στην πρόταση διαγλωσσικά. Η σειρά αυτή είναι όπως παρακάτω τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά.10

(35) [ΦΣΔ [ΦΈγκλισης [ΦΧρόνου [ΦΆρνησης [ΦΌψης [ΡΦ … ]]]]]] ευτυχώς πιθανώς χτες πια συνήθως προσεκτικά fortunately probably yesterday anymore usually carefully Αυτή το κριτήριο εφάρμοσαν και οι Alexiadou & Stavrakaki (2006), οι οποίες ζήτησαν από τη συμμετέχουσα να φτιάξει 60 προτάσεις χρησιμοποιώντας μία σειρά λέξεων που της δόθηκαν στα Ελληνικά, κι άλλες τόσες προτάσεις με λέξεις που της δόθηκαν στα Αγγλικά. Οι προτάσεις περιείχαν και επιρρήματα. Της χορηγήθηκε επίσης ένα τεστ κρίσης γραμματικότητας προτάσεων από τις οποίες άλλες είχαν τα επιρρήματα στις γραμματικές θέσεις που βλέπουμε στο (35), κι άλλες όχι. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η δίγλωσση ομιλήτρια τα πήγε το ίδιο άσχημα και στις δύο γλώσσες όσον αφορά την περιοχή του ΣΔ και πολύ καλά, πάλι και στις δύο γλώσσες, όσον αφορά τη ΡΦ και τα επιρρήματα γύρω από αυτή. Στην ενδιάμεση περιοχή της πρότασης, δηλ., αυτή με γκρίζο χρώμα στο (35), η ομιλήτρια ήταν πολύ καλύτερη στα Ελληνικά, σε σύγκριση με τα Αγγλικά. Αυτό ήταν ενδιαφέρον εύρημα και αποδόθηκε στην πλούσια μορφολογία του Ρήματος της Ελληνικής, καθώς και στα μόρια της ευρύτερης περιοχής της Κλίσης (δηλ., τις λειτουργικές κατηγορίες Έγκλιση, Χρόνο, Άρνηση, Όψη) τα οποία καθιστούν τις αντίστοιχες Κεφαλές πιο ‘ανθεκτικές’, αλλά και το Ρήμα ικανό να μετακινείται μέχρι αυτές τις θέσεις.

Οι Alexiadou & Stavrakaki φαίνεται να ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά της εν λόγω δίγλωσσης αγραμματικής προσφέρει επιχειρήματα υπέρ της μετακίνησης του Ρήματος της Ελληνικής μέχρι την Κλίση, λόγω του ότι στις περιοχές πάνω από αυτή και στις περιοχές κάτω από αυτή, η ασθενής τα πηγαίνει το ίδιο άσχημα και το ίδιο καλά αντίστοιχα και στις δύο γλώσσες, αλλά όσον αφορά την περιοχή της Κλίσης τα πηγαίνει καλύτερα στα Ελληνικά. Δεν προκύπτει όμως ξεκάθαρα ότι η διαφοροποίηση που δείχνουν οι δύο γλώσσες ως προς αυτήν την περιοχή της πρότασης αντικατοπτρίζει ένα ‘ανθεκτικό’ Ρήμα της Ελληνικής και όχι, για παράδειγμα, ‘ανθεκτικό’ Ρήμα και ‘ανθεκτικές’ Φράσεις ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, δεν είναι ξεκάθαρο και πάλι αν η μελέτη επιτελεί έναν από τους στόχους της, δηλ., να δείξει πού ακριβώς εντοπίζονται τα προβλήματα, στην απουσία θέσεων για να καταλήξει η μετακίνηση ή στην αδυναμία μετακίνησης καθ’ εαυτή. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπαμε και νωρίτερα, αυτές οι δύο πλευρές του νομίσματος δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν και μάλλον θα άξιζαν τον κόπο περαιτέρω διερεύνησης, αν και αναρωτιέται κανείς πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό. Η συγκεκριμένη μελέτη όμως αποτελεί ένα ενδιαφέρον δείγμα για το πώς μπορούν να διεξαχθούν μελέτες αυτού του τύπου και δεν έχει επαναληφθεί μέχρι τώρα. Εκτός αυτού, η διαφοροποίηση που παρουσίασε η δίγλωσση ασθενής ως προς τις δύο γλώσσες στη συγκεκριμένη περιοχή της πρότασης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ανεξάρτητα από την ερμηνεία που δίνει κανείς, και δείχνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελληνικής στην περίπτωση των διαταραχών. Οι Alexiadou & Stavrakaki (2006) ισχυρίζονται ότι το πλεονέκτημα οφείλεται στην πλούσια μορφολογία του Ρήματος της Ελληνικής και των μορίων που πραγματώνουν τις λειτουργικές Κεφαλές της Κλίσης, κάτι που θεωρούμε ως εύλογο και ενδιαφέρονται ισχυρισμό ήδη, ανεξάρτητα από το αν το πλεονέκτημα αντικατοπτρίζει πιο ‘ανθεκτικό’ Ρήμα, ή πιο ‘ανθεκτική’ Κλίση, θέμα που δεν έχει απαντηθεί.

Τελειώνοντας, να επαναλάβουμε ότι η μετακίνηση Κεφαλής, ακόμη και του Ρήματος, που έχει ήδη μελετηθεί σε κάποιο βαθμό όπως είδαμε, αποτελεί περιοχή που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης προκειμένου να εδραιωθεί αν όντως πρόκειται ή όχι για προβληματική διαδικασία στις περιπτώσεις γλωσσικών διαταραχών, αν αυτό διαφέρει διαγλωσσικά, πώς και ποιο λόγο. Στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός χρησιμοποιώντας τη συντακτική θεωρία με τρόπο που να μην

141

καταλήγει σε κυκλικά συμπεράσματα, όπως, για παράδειγμα, στην προσπάθεια απόδειξης αδυναμίας μετακίνησης τους Ρήματος για τους Ολλανδόφωνους αγραμματικούς. Σημειώσεις 1 Ένα θέμα που θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς σε αυτό το σημείο είναι πώς συμπεριφέρονται ως προς τη

μετακίνηση του Ρήματος στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας οι γλώσσες στις οποίες οι ερωτηματικές φράσεις δεν μετακινούνται ορατά στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας (π.χ., Ιαπωνική, ενότητα 5). 2 Το n’/ne είναι επίσης κομμάτι της Άρνησης της Γαλλικής, αλλά δεν θα το συζητήσουμε περισσότερο εδώ. Με δύο

μόνο λόγια, το ne είναι κατά κάποιο τρόπο κλιτικό στοιχείο στη Γαλλική και, συνεπώς, συμπεριφέρεται σαν πρόθημα του Ρήματος. Όπως θα δούμε αργότερα, η Άρνηση μην και δεν της Ελληνικής είναι ανάλογη, γι αυτό και εμφανίζεται πάντα πριν από το Ρήμα. Όπως και στην περίπτωση της Γαλλικής Άρνησης ne, το Ρήμα δεν μπορεί να περάσει από πάνω της ακριβώς επειδή αποτελεί ήδη κατά κάποιον τρόπο μία λέξη με αυτό. 3 Τα παραδείγματα, τόσο από τη Γαλλική, όσο και από τη Σουηδική, προέρχονται από τον Adger (2003).

4 Η παραδοχή είναι ότι και στις δύο γλώσσες, το ίδιο επίρρημα βρίσκεται στο ίδιο σημείο της προτασιακής δομής,

αφού τροποποιεί το ίδιο γεγονός, δηλ., αυτό στο οποίο αναφέρεται το Ρήμα, με τον ίδιο τρόπο. Δείτε τον Cinque (1999) για μία πολύ γνωστή και ιδιαίτερα εκτενή παρουσίαση της θέσης των επιρρημάτων στην πρόταση διαγλωσσικά. Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 4, είναι ο ίδιος ερευνητής που ασχολήθηκε και με τη θέση των επιθέτων στην ΟΦ διαγλωσσικά (Cinque 2010). 5 Ευχαριστώ τον Kleanthes Grohmann για τα παραδείγματα από τη Γερμανική.

6 Δείτε όμως και τον Zwart (1993) για μία διαφορετική προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση στις κύριες

προτάσεις των γλωσσών V2 το Ρήμα μετακινείται στην Κλίση, και μόνο σε κάποιες περιπτώσεις, δηλ., όταν υπάρχει μπροστά του Φράση άλλη από το υποκείμενο μετακινείται μέχρι τον ΣΔ. Με άλλα λόγια, για τον Zwart το Ρήμα «hat» βρίσκεται στην Κλίση στην πρόταση (28) αλλά στον ΣΔ στον ΣΔ στην πρόταση (29). Για μία σύγχρονη ανασκόπηση του φαινομένου, των κατά καιρούς ερμηνειών που έχουν δοθεί γι αυτό, καθώς και των γλωσσών που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, δείτε το άρθρο του Holmberg (2010). 7

Οι μετακινήσεις Ρήματος μέχρι τον ΣΔ που δείξαμε στα δένδρα των ερωτήσεων στις προηγούμενες ενότητες δεν είχαν απεικονίσει τις ενδιάμεσες ‘στάσεις’ της μετακίνησης του Ρήματος, κυρίως για λόγους ευκολίας, δεδομένου του ότι δεν ήταν (κι ούτε είναι) ιδιαίτερα σημαντικό για τους άμεσους σκοπούς μας να απεικονίζεται το κάθε βήμα. 8 Για μία καλή παρουσίαση των διαφορών μεταξύ μετακίνησης Φράσης και μετακίνησης Κεφαλής από θεωρητική

σκοπιά βλέπε Matushansky (2006). 9 Θα πρέπει να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο ότι για αρκετούς, βλέπε, για παράδειγμα, Alexiadou &

Anagnostopoulou (1998), η ουδέτερη σειρά των όρων της Ελληνικής πρότασης είναι Ρήμα – Υποκείμενο – Αντικείμενο. Δείτε πάλι το κεφάλαιο 5, ενότητα 3.1 για σχετική συζήτηση. 10

Μπορείτε να δείτε το ίδιο το άρθρο για να πάρετε μία ιδέα για όλα τα επιρρήματα που χρησιμοποιήθηκαν, τα οποία δεν περιορίζονται σε αυτά που εμφανίζονται στο (35).

Βιβλιογραφία

Adger, D. 2003. Core Syntax. A Minimalist Approach. New York: Oxford University Press. Alexiadou, A. & Ε. Anagnostopoulou, E. 1998. Parametrizing Agr: Word order, verb-movement and EPP-

checking. Natural Language and Linguistic Theory 16: 491–539. Alexiadou, A. & S. Stavrakaki. 2006. Clause structure and verb movement in a Greek–English speaking

bilingual patient with Broca’s aphasia: Evidence from adverb placement . Brain and Language 96: 207-220.

142

Bastiaanse, R. & C. K. Thompson. 2003. Verb and auxiliary movement in agrammatic Broca’s aphasia. Brain and Language 84: 286-305.

Bastiaanse, R. & R. van Zonneveld. 1998. On the relation between verb inflection and verb position in Dutch agrammatic aphasics. Brain and Language 64: 165-181.

Cinque, G. 1999. Adverbs and Functional Head: a Cross-Linguistic Perspective. New York: Oxford University Press.

Cinque, G. 2010. The Syntax of Adjectives. A comparative Study. Cambridge, MA: MIT Press. Den Besten, H. 1983. On the interaction of root transformations and lexical deletive rules. In W. Abraham

(ed.), On the Formal Syntax of the Westgermania, 47-131. Amsterdam: John Benjamins. Holmberg, A. 2010. Verb second. In T. Kiss & A. Alexiadou (eds.), Syntax: an International Handbook of

Contemporary Syntactic Research. 2nd Edition. Berlin: de Gruyter. Markopoulou, V. & A. Radford. 2008. Production of wh-questions by Greek Children with Specific Language

Impairment. Ανακοίνωση στο Συνέδριο: 2nd Language Disorders in Greek Conference, Technological Educational Institute of Patras.

Matushansky, O. 2006. Head Movement in Linguistic Theory. Linguistic Inquiry 37: 67-109. Radford, A. 2003. Syntax. A minimalist Introduction. Cambridge: Cambridge University Press. Zwart, J. W. 1993. Dutch Syntax. A minimalist approach. Ph.D. Dissertation, University of Groningen.

Κριτήρια αξιολόγησης 1. Ποιοι είναι οι λόγοι που προκαλούν τη μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ σε γλώσσες όπως τα Ελληνικά και τα Αγγλικά; Σε ποιου είδους προτάσεις γίνεται αυτό και πώς διαφέρουν οι δύο γλώσσες; 2. Αν δεχτούμε ότι στις κύριες προτάσεις των γλωσσών V2 Ρήμα μετακινείται επίσης μέχρι τον ΣΔ, πώς διαφέρει από τη μετακίνηση του Ρήματα στα Ελληνικά στην ερώτηση 1. Περιμένουμε αυτή η διαφορά να έχει επιπτώσεις στις περιπτώσεις διαταραχών, πώς και γιατί; 3. Με ποιον τρόπο διαφέρει η μετακίνηση του Ρήματος στον ΣΔ και στον Χρόνο, στα Ελληνικά; 4. Να σκεφτείτε και άλλες περιπτώσεις μετακίνησης Ρήματος στην Ελληνική, εκτός από τις ερωτηματικές προτάσεις μερικής ή ολικής άγνοιας. Να κατασκευάσετε ένα πρωτόκολλο που να αξιολογεί τη μετακίνηση του Ρήματος τόσο σε αυτές τις προτάσεις όσο και στις ερωτηματικές.