Βιβλιοτρόπιο Δελτίο 34

39
ΒΙΒΛΙΟΤΡΟΠΙΟ ΔΕΛΤΙΟ 34–ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015 H τρέλα στη λογοτεχνία Μεταφράζοντας τον Πίντσον Οι Γερμανοί και το χιούμορ Λόρενς Ντάρελ: «Θα βρεθούμε ξανά» Ο Οίκος των Βιβλίων Λέσχη Ανάγνωσης «Βιβλιοτρόπιο» Μέλος του Δικτύου Λεσχών «Ανάγνωσις» Επιλογή θεμάτων: Παντελής Μάκη Εξαφανίστηκε αυθεντικό χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά Μια βαθιά και ειλικρινής συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα

description

Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ, η εξαφάνιση του χειρόγραφου ποιήματος του Κωστή Παλαμά, μια συνομιλία ανάμεσα στο Τζόναθαν Φράνζεν κα τον Ντάνιελ Κέλμαν αλλά και μια εκ βαθέων συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα είναι μερικά από τα θέματα του Βιβλιοτροπίου για τον πρώτο μήνα του 2015. Καλή Χρονιά με πολλά και καλά βιβλία.

Transcript of Βιβλιοτρόπιο Δελτίο 34

`

ΒΙΒΛΙΟΤΡΟΠΙΟ

ΔΕΛΤΙΟ 34–ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015

H τρέλα στη λογοτεχνία

Μεταφράζοντας τον Πίντσον

Οι Γερμανοί και το χιούμορ

Λόρενς Ντάρελ: «Θα βρεθούμε ξανά»

Ο Οίκος των Βιβλίων

Λέσχη Ανάγνωσης «Βιβλιοτρόπιο»

Μέλος του Δικτύου Λεσχών «Ανάγνωσις»

Επιλογή θεμάτων:

Παντελής Μάκη

Εξαφανίστηκε αυθεντικό χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά

Μια βαθιά και ειλικρινής συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα

Περιεχόμενα

Λόρενς Ντάρελ: «Θα βρεθούμε ξανά» ...................................................................................... 2

Εξαφανίστηκε αυθεντικό χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά .................................................. 5

H τρέλα στη λογοτεχνία............................................................................................................. 7 Μεταφράζοντας τον Πίντσον … ............................................................................................... 11

Mια βαθιά και ειλικρινής συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα. ............................................ 16

Οι Γερμανοί και το χιούμορ ..................................................................................................... 26

Ο Οίκος των Βιβλίων ............................................................................................................... 35

Σελ.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

2

της Αθηνάς Χατζή

Λόρενς Ντάρελ: «Θα βρεθούμε ξανά»

Ο πολυδαίδαλος βίος του bon vivant διπλωμάτη θα αρκούσε για να τον καταξιώσει στο πάνθεον των «ενδιαφερόντων ανθρώπων». Η λογοτεχνική του παραγωγή υπήρξε ογκωδέστατη σε ποσότητα και εξαιρετικά ποικίλη σε ποιότητα. Ασκήθηκε με επιτυχία στο μυθιστόρημα, στην ποίηση, στο ταξιδιωτικό κείμενο και στο δοκίμιο. Η εστίαση του παρόντος θα γίνει στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο, το opus magnum του Ντάρελ, και ίσως το πλέον διαβασμένο από τα έργα του.

Τα τέσσερα βιβλία που συνθέτουν το μυθιστόρημα, καθένα με τίτλο το όνομα ενός από τους βασικούς ήρωες, διαβάζονται απολαυστικά, με μικρά νοερά θαυμαστικά κάθε τόσο για τη μαεστρία του λόγου και για το καίριο και ενίοτε αιχμηρό του περιεχομένου. Ο Ντάρελ είναι εν γένει μεγάλος λογοτέχνης. Το ειδοποιό του όμως γνώρισμα είναι η σπάνια ικανότητά του αφενός να αφουγκράζεται τις λεπτές αποχρώσεις, αφετέρου να τις αποδίδει με την ακρίβεια που οφείλει να έχει το χειρουργικό νυστέρι.

Το φόντο είναι προπάντων η πόλη της Αλεξάνδρειας, πόλη έτσι κι αλλιώς μυθική από αρχαιοτάτων, αινιγματική, κοσμοπολίτικη, μυστηριώδης, ανθρώπινη και απάνθρωπη μαζί, ιδανικό υπόβαθρο για τις κατεξοχήν ελλειμματικές προσωπικότητες στις οποίες εμφυσά πνοή ο Λόρενς Ντάρελ· προσωπικότητες που πλάθει και διαπλάθει στα μέτρα της ανάγκης του να αφηγηθεί, χωρίς να τρομάξει τον αναγνώστη, αλλά θέλοντας να τον θέσει προ της δικής του ευθύνης, τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων που βρίσκονται πότε ηθελημένα, συχνά άθελά τους στη δίνη της Ιστορίας, καθώς ξετυλίγουν τον μίτο των δικών τους (όχι με κεφαλαίο αρχικό, αλλά όχι λιγότερο σημαντικών τελικά) ιστοριών.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

3

Τα θέματά του αντλούνται από τον κοινό τόπο των συγγραφέων απανταχού: ο έρωτας, ο θάνατος, ο πόλεμος, η απώλεια, η συντριβή, η πτώση, η επιβίωση, ο δόλος, εν ολίγοις η ζωή ως μικρή και μέγιστη, για να παραφράσω τον άλλον ποιητή (Οδ. Ελύτης, «αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας»). Οι ιστορίες καθεαυτές δεν είναι πρωτότυπες: ύστερα από τόσους αιώνες γραπτού λόγου και χιλιετίες προφορικής παράδοσης, καμία ιστορία δεν είναι πρωτότυπη στα καθ' ημάς. Η προσέγγισή του είναι. Ο Ντάρελ πλησιάζει τους ήρωές του με συμπάθεια, δεν συμπάσχει, αλλά κατανοεί. Πλάθει χαρακτήρες που θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Αντλεί από τις πολλές μετακινήσεις του βίου του και την πληθώρα συναναστροφών και καταστάσεων με αλλότριους πολιτισμούς και σε εξωτικούς τόπους, και συνθέτει κάδρα ζωντανά, κάποτε ακραία, αλλά ποτέ εξωπραγματικά.

Οι ήρωες του Ντάρελ, όσοι επιζούν εντέλει, έχοντας υποστεί ακρωτηριασμούς ψυχικούς και σωματικούς, αναδεικνύονται πυρήνες ζωής, όταν όλα έχουν λάβει τη θέση που τους αναλογεί στην ιστορία των ανθρώπων και την Ιστορία της μακράς διάρκειας. Έχουν γίνει σοφότεροι σε μία ιλιγγιώδη διαδρομή που τους φέρνει ένα μόλις βήμα πιο κοντά στην καλοσύνη, αφού όμως έχουν περάσει χιλιόμετρα ολόκληρα προδοσίας. Η προδοσία συνιστά κεντρικό θέμα και άξονα της αφήγησης του Ντάρελ· τόσο η μεγάλη προδοσία, όσο και οι μικρές αδιόρατες κάποτε καθημερινές προδοσίες, υποκύπτοντας οι άνθρωποι στις άθλιες πλευρές της φύσης τους που εμφανίζονται λίγο πιο εύκολες, κάπως πιο θελκτικές από τις ευγενείς. Η προδοσία αποκαλύπτεται πάντοτε, ούτε νωρίς, ούτε αργά, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, υποστηρίζει ο συγγραφέας, και πάνω σ' αυτή την πεποίθηση στηρίζει και την εξέλιξη της περίπλοκης τωόντι μυθιστορίας του. Άλλος προδίδει για να επιβιώσει· άλλος για να νιώσει ζωντανός· άλλος για να διεκδικήσει· άλλος για να συντρίψει· άλλος για να συντριβεί σε κρεσέντα αυτοκαταστροφής που ο Ντάρελ χειρίζεται ως το μεδούλι των πραγμάτων.

Η ήττα, ενίοτε επακόλουθο προδοσίας, επίσης στέφεται πρωταγωνιστής του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου. Η ήττα ξεδιπλώνεται όχι επιδερμικά, όχι επεισοδιακά, αλλά βασανιστικά αργά και

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

4

σε βάθος, με γνώμονα το αξίωμα του τάλανος του 20ού αιώνα Ζαν Ζενέ «να ξέρεις πάντα ποιον κατατροπώνεις» (Ο Σχοινοβάτης). Το μέγεθος της ήττας ανάλογα με το ποιος κατατρόπωσε τον εκάστοτε ήρωα του Ντάρελ φανερώνει το μέγεθος του μεγαλείου του ηττηθέντος. Ποτέ δεν συντρίβει ολοκληρωτικά η ήττα, η προδοσία, η απώλεια τους πρωταγωνιστές του μέγιστου σκηνοθέτη Ντάρελ: τους τσαλακώνει, τους αποκαρδιώνει, τους αποκαθηλώνει σε διαστάσεις ανθρώπινες ελάχιστες, τους απογυμνώνει από τη χρυσόσκονη που τους περιέβαλλε στο πρώτο μέρος της τετραλογίας και την επίφαση του dolce far niente, αλλά ταυτόχρονα τους καταξιώνει στο πάνθεον των επιζησάντων, των αναδειχθέντων και αποδειχθέντων ηρώων του καθημερινού.

Η πορεία των ηρώων είναι κατιούσα ως προς τις εξωτερικές συνθήκες τους, απολύτως ανιούσα ως προς την πορεία τους προς την αυτοπραγμάτωση. Εξανθρωπίζονται, καθώς εξαθλιώνονται συναισθηματικά και υλικά. Ο εξωτερικός πόλεμος τους επηρεάζει, η εσωτερική πάλη τους εξουθενώνει, όμως αντέχουν. Αυτό ίσως είναι το μέγιστο δίδαγμα του Ντάρελ: ο άνθρωπος είναι καμωμένος να αντέχει και στο τέλος μπορεί να μείνει λειψός, αλλά θα παραμείνει, αρκεί να είναι πιστός στην ουσία του εαυτού και του κόσμου, ακόμη κι όταν ο κόσμος δεν συμμορφώνεται προς την επιθυμία και τον κόπο του ανθρώπου.

Τέλος, οι άνθρωποι στο σύμπαν του Λόρενς Ντάρελ δεν καθηλώνονται, είναι πτηνά αποδημητικά, είναι ουσίες φευγαλέες, είναι παρουσίες διάττουσες, είναι αύρες που αφορούν ακροθιγώς και εξαχνώνονται στο βάθος του ορίζοντα των σχέσεών τους. Οι ήρωες πηγαινοέρχονται, κυριολεκτικά από τόπο σε τόπο, και μεταφορικά από απόφαση σε απόφαση, από σχέση σε σχέση, από συναίσθημα σε συναίσθημα. Ταλαντεύονται και ταλαντώνονται κάποτε με τρόπο που δημιουργεί συντονισμούς, κατά τη φυσική έννοια, και τότε ανατρέπονται δεσμοί και γέφυρες που δομήθηκαν με κόπο και ίσως λίγο δόλο – ο Ντάρελ είναι μέγας ρομαντικός, αλλά δεν έχει αυταπάτες για τη φαυλότητα του ανθρώπου. Κι εκεί που οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται κι οι διαδρομές τους κάποτε συγκλίνουν, δίνουν υποσχέσεις που δεν έχει σημασία αν θα τηρηθούν: υποσχέσεις επιστροφής και ανταμώματος. Το κατευόδιο των ηρώων του Ντάρελ δεν είναι ποτέ αντίο, είναι πάντοτε εις το επανιδείν. Το επανιδείν τοποθετείται κάπου στο ακαθόριστο μέλλον, στο μυαλό και στη διάθεσή τους κοντινό. Ο χρόνος και η πικρή επίγνωσή του τους δίδαξε πια στην Κλέα, το τέταρτο και τελευταίο μέρος της τετραλογίας, ότι δεν εξαρτάται από τη δική τους βούληση το αν και το πότε. Η αντοχή τους όμως τους έμαθε ότι, στον βαθμό που είναι στο χέρι τους, οι ζωές τους θα διασταυρώνονται πάντα σ' ένα ωραίο γαϊτανάκι από αναμνήσεις παλιές και μελλοντικές ιστορίες που περιμένουν υπομονετικά να συμβούν και να γίνουν με τη σειρά τους ανάμνηση:

'We'll be meeting again quite soon', he said quietly. 'You can't shake me off. The Wandering Jew, you know. But I'll keep you posted about Clea. I'd say something like "Come back to us soon", if I didn't have the feeling that you weren't going to. I'm damned if I know why. But that we'll meet again I'm sure.' (Lawrence Durrell, The Alexandria Quartet: Clea)

Πηγή: http://diastixo.gr/

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

5

Σάλος με πανελλήνιες διαστάσεις προκαλείται από την διαπίστωση ότι αυθεντικό χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά με το ποίημα «Κύπρος», που είχε δωριθεί στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάφου το 1951, έχει χαθεί από την Βιβλιοθήκη.

Εξαφανίστηκε αυθεντικό χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά

Η υπεξαίρεση του σπάνιου εγγράφου διαπιστώθηκε πρόσφατα μετά από μελέτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο οποίος ενημέρωσε γραπτώς τον Δήμο Πάφου.Από την προκαταρκτική έρευνα του Δήμου επιβεβαιώθηκε ότι το χειρόγραφο του μεγάλου έλληνα ποιητή είναι άφαντο και άμεσα η δημοτική αρχή κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία.

Οι έρευνες διεξάγονται με εντατικό ρυθμό και εστιάζονται πλέον στη Λεμεσό.

Το σπάνιο χειρόγραφο δώρισε σε τελετή που καλύφθηκε τότε ειδησεογραφικά από έντυπα της εποχής, ο παλαίμαχος πολιτικός και αγωνιστής, Ν. Κλ. Λανίτης στον τότε Δήμαρχο Πάφου, Χριστόδουλο Γαλατόπουλο.

Πηγή: http://www.philenews.com

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

6

Του Γιάννη Η.Παππά.

H τρέλα στη λογοτεχνία

Η σύγχρονη επιστήμη αναγνωρίζει στην τρέλα μια διπλή σημασία: από τη μια η τρέλα είναι ένας κόσμος βαθιά διαφορετικός από εκείνο των «υγειών», και από την άλλη φανερώνει κάτι που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους. Αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα σημαίνει ότι ασκείσαι στον σεβασμό του άλλου και σε μια μεγάλη συνειδητοποίηση του εαυτού σου.

Η ιστορία της τρέλας ξεκινάει ανάμεσα στον XV και στον XVI αιώνα: την ανασύνθεσε ο Μισέλ Φουκώ σε ένα εξαιρετικό του δοκίμιο με τίτλο Η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή. Με το έργο αυτό, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1961 ως διδακτορική διατριβή και επανεκδόθηκε το 1972, ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός επιχειρεί μια διερεύνηση της τρέλας, που ξεκινάει από τον «βαθμό μηδέν της ιστορίας της τρέλας, τη στιγμή που είναι ακόμη εμπειρία αδιαφοροποίητη» για να φτάσει, μέσα από την εγκάθειρξη της τρέλας και την ιατρικοποίησή της, στην ανάδειξή της σε εργαλείο διαχωρισμού ανάμεσα στους υγιείς και τους μη υγιείς —τους τρελούς— που παύουν να είναι πια φορείς ιερών μορφών γνώσης και γίνονται κοινωνικά απόβλητοι. Ήδη την εποχή του Διαφωτισμού η τρέλα διαφοροποιείται από τη λογική, που μονολογεί και εξορκίζει όλους τους άλλους λόγους, ιδιαίτερα τη μη-λογική, το αντίθετό της. Το έργο διερευνά τις ιστορικές συνθήκες εμφάνισης της διάκρισης αυτής, μελετά τις συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξη της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας και ερμηνεύει την παρακμή του προηγούμενου καθεστώτος εγκλεισμού σε ιδρύματα και τη γένεση του ασύλου στα τέλη του 18ου αιώνα. Τότε είναι που οι τρελοί «αποενοχοποιούνται» για να γίνουν «ασθενείς».

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

7

Στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα η τρέλα δεν έχει μια αυτόνομη παρουσία και διαπλέκεται με τις εκδηλώσεις του ιερού. Η καθημερινή συνύπαρξη με την μαγικο-θρησκευτική διάσταση της πραγματικότητας εγκαθιστά ένα βαθύ δεσμό ανάμεσα στην τρέλα και στις θεϊκές ή δαιμονιακές δυνάμεις. Στην ελληνική μυθολογία η «μανία» των μαινάδων οι οποίες ήταν νύμφες και παρουσιάζονταν ως συντρόφισσες και συνοδοί του Διονύσου, που χορεύουν σε έξαλλη και οργιαστική κατάσταση.

Στις Βάκχες του Ευριπίδη (406 π.Χ) ο Διόνυσος τρελαίνει ό¬ποιον δεν αναγνωρίζει την θεία φύση του. Στον Αίαντα του Σοφοκλή (445 π.Χ) έχει θυμώσει γιατί θεωρεί ότι άδικα δεν του αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα και μανιασμένος κυρίως με τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα αποφασίζει να τους σκοτώσει. Η Αθηνά όμως του σκοτίζει το μυαλό έτσι ώστε αυτός να επιτεθεί στα κοπάδια του στρατοπέδου, νομίζοντας πως εφορμά εναντίον των εχθρών του. Όταν συνέρχεται και καταλαβαίνει τί έκανε, θεωρεί ότι ντροπιάστηκε και αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Η τρέλα είναι έτσι μια θεϊκή τιμωρία που εκδηλώνεται με τη μορφή της εξαπάτησης.

Όμως η πραγματική τρέλα στην αρχαιότητα ήταν η άρνηση του νόμου των Θεών, παραβιάζοντας τα όρια που είχαν τεθεί από τους ανθρώπους χλευάζοντας με αυτόν τον τρόπο το θρησκευτικό μυστήριο. Στον Μεσαίωνα ο τρελός ήταν στο περιθώριο της κοινωνίας επειδή αναγνώριζαν σ’ αυτόν ένα σημάδι από τον Θεό. Η τρέλα λοιπόν ή προέρχονταν από το Θεό ή προερχόταν από τον διάβολο.

Μόνο στην αρχή του 16ου αιώνα, όταν αρχίζουν να ιδρύονται τα πρώτα γενικά νοσοκομεία (αυτό του Παρισιού άνοιξε το 1657), αρχίζει για τους τρελούς ο «μεγάλος εγκλεισμός».

Ένα νέο αντικείμενο, μεταξύ του 14ου και 15ου αιώνα, εμφανίζεται στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα και φαντασία: είναι το «πλοίο των τρελών», ένα πλοίο γεμάτο με τρελούς το οποίο ταξιδεύει στα ποτάμια της Ευρώπης. Το θέμα εξαπλώνεται ταυτόχρονα στην λογοτεχνία και στην ζωγραφική. Δημιουργήθηκε από τον γερμανό θεολόγο Σεμπάστιαν Μπραντ (Das Narren¬schiff, 1494), ένα μικρό ποίημα «Το Πλοίο των Τρελών» (1494): Διάσημη σάτιρα που απετέλεσε ουσιαστικά το πρώτο τυπογραφημένο μπεστ σέλλερ στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και πρόκειται για μια σπαρταριστή αλληγορία της ανθρωπότητας, λίγο πριν την Αναγέννηση, που πλέει ακαθοδήγητη στο πουθενά και οι ανθρώπινοι τύποι-επιβάτες «βρίσκονται στον κόσμο τους». Ο Μπραντ μιλά για ένα τέτοιο καράβι με 110 τρελούς που σαλπάρανε για τον παράδεισο. Το πλήρωμα ξεκινά από την Βασιλεία, το ατυχές και δύσμοιρο ταξίδι του. Χάνονται όλοι σταδιακά κι αφανίζονται λόγω της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς τους. Το πλοίο στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας ήταν το καράβι του διεφθαρμένου και οπισθοδρομικού μεσαιωνικού κλήρου.

Λίγο μετά ο Έρασμος θα γράψει το Μωρίας εγκώμιον (1509) όπου καυτηριάζει κοινωνικούς θεσμούς και φαινόμενα της εποχής του. Πρωταγωνίστρια είναι η προσωποποιημένη Μωρία (Τρέλα) η οποία εκφέρει λόγο κι άποψη στο συγκεκριμένο κείμενο για τους θεολόγους,

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

8

καλόγερους και μοναχούς. Η Μωρία παρατηρεί και σαρκάζει, με ύφος αν και ανάλαφρο αρκετά σχολαστικό, τη βλακεία της ανθρώπινης φύσης.

Στην αρχή του 16ου αιώνα το θέμα της τρέλας παρουσιάζεται στο θέατρο του Σαίξπηρ και στο μυθιστόρημα του Θερβάντες ως μια ιδιαίτερη μεταφορά της αταξίας του κόσμου.

Η παρουσία της στα έργα του Σαίξπηρ παίρνει πολλές μορφές• αυτό της μελαγχολίας του Άμλετ, του δόλου και της μάσκας, του γελωτοποιού της αυλής, της μεταμέλειας και της τιμωρίας (Λαίδη Μάκβεθ). Η τρέλα κυριαρχεί παρόλα αυτά ως τραγική εμπειρία. Στον Δον Κιχώτη παρουσιάζεται ως φυγή από την πραγματικότητα.

Δύο τραγωδίες του Σαίξπηρ, ο Άμλετ (1600-01) και ο ΒασιλιάςΛηρ (1605-6) περιστρέφονται ή αναφέρονται εξολοκλήρου στο θέμα της τρέλας.

Ο Βασιλιάς Ληρ, αντλεί το υλικό του από τις σχέσεις των ανθρώπων με την εξουσία, η επαφή με την οποία εκφυλίζει, ως επί το πλείστον, το άτομο, από το κενό της αγάπης που κάθεται στον θρόνο της υπεροψίας, αλλά και την αιώνια διαμάχη της νιότης με το γήρας, της λογικής ενάντια στην τρέλα, της ματαιοδοξίας κατά της ανιδιοτέλειας.4 Στον Βασιλιά Ληρ, το δίπολο πραγματικότητας—φαντασίας ή ονείρου, παίρνει τη μορφή λογικής—τρέλας σε ένα διαρκές παιχνίδι αλληλοδιαπλοκής της μιας με την άλλη.

Στον Ντοστογιέφσκι (1821-1881), η τρέλα έχει μια αλληγορική σημασία. Το φανερώνουν δύο αντίθετες μορφές: Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στους Αδελφούς Καραμαζώφ, και ο πρίγκιπας Μίσκιν, που είναι πρωταγωνιστής στον Ηλίθιο. Και στις δύο περιπτώσεις, η τρέλα είναι μια απάντηση, αν και διαφορετική, στην αλήθεια θεωρούμενη ως ηθικό πρόβλημα.

Η αγγλίδα συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941) είχε συχνές νευρικές καταθλιπτικές κρίσεις και στιγμές τρέλας. Η ίδια θα αυτοκτονήσει το 1941 πέφτοντας στον ποταμό Ουζ. Η εμπειρία της της επιτρέπει να διαχειριστεί το θέμα της τρέλας εκ των έσω. Η Κυρία Νταλογουέι (1925), είναι μια ευαί¬σθητη καταγραφή του γυναικείου ψυχισμού, μια εμπνευσμένη σκιαγράφηση της ανθρώπινης συνείδησης με ποιητικό τρόπο. Παίρνει τη μορφή μυθιστορήματος που περιλαμβάνει ένα είδος μελέτης της τρέλας και της αυτοκτονίας. Δίπλα-δίπλα, ο κό¬σμος ιδωμένος από την πλευρά της λογικής και από την πλευρά της τρέλας.

Από τους παλαιότερους νεοέλληνες πεζογράφους που ασχολήθηκαν με την τρέλα ξεχωρίζουν οι Δημήτριος Βικέλας και ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Στο διήγημα του Βικέλα «Τα δύο αδέλφια» ο αφηγητής με τον εξάδελφό του επισκέπτονται ένα φίλο σε νησί του Αιγαίου χωρίς να γνωρίζουν ότι η κόρη του οικοδεσπότη ζει μια ψυχολογικά ασταθή ζωή, εξαιτίας του θανάτου του αγαπημένου της. Ο ίδιος ο οικοδεσπότης, αναγνωρίζοντας την ομοιότητα του ε¬ξαδέλφου με το νεκρό, συμπεριφέρεται παράξενα επιχειρώντας να αποτρέψει μια τυχαία αλλά επικίνδυνη συνάντηση των δύο νέων.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

9

Στο «Η τρελή» του Εφταλιώτη μια νεαρή κοπέλα χάνει τον αρραβωνιαστικό της σε ναυάγιο και τρελαίνεται. Από τότε περνάει ατελείωτες ώρες στην παραλία κοιτάζοντας το πέλαγος, θεωρώντας ότι ο αγαπημένος της «ακόμα ταξιδεύει».

Ο Βιζυηνός, στο διήγημά του «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», αναπολεί την εικόνα μιας όμορφης και μουσικά προικισμένης κοπέλας, που νοσηλεύεται σε δημόσιο ψυχιατρείο της Γοττίγγης της Γερμανίας τη δεκαετία του 1870, τραυματισμένη από μιαν ερωτική απογοήτευση.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του «Στρίγλα Μάνα», έχει για ήρωα ένα άκακο «σχεδόν τρελό», που η τρέλα του αποδίδεται στην πιεστική και αλλοπρόσαλλη επίδραση της μητέρας του η οποία του απαγορεύει να ασχολείται με το μπουζούκι που ο ίδιος υπεραγαπά. Η στέρηση αυτή θα τον οδηγήσει στην μελαγχολία.

Στο διήγημά του «Ο τρελός της Αθήνας» ο Δημήτριος Καμπούρογλους μας μεταφέρει στην βενετοκρατία όπου ο τρελός ήρωας αυτοχρίζεται βασιλιάς έχοντας ως υπηκόους του σκύλου, γάτες και γαϊδάρους.

Στο διήγημά του «Ο μαύρος γάτος», που συνδέθηκε με το αντίστοιχο ομώνυμό του αμερικανού συγγραφέα Edgar Allan Poe, ο Κονδυλάκης σκιαγραφεί έξοχα την κλιμακούμενη επιδείνωση της ψυχικής υγείας του ήρωά του, ο οποίος υποψιάζεται πως μ’ ένα μυστηριώδη τρόπο κάποιος φίλος και συνάδελφός του στην Τράπεζα, ο Λαμιράς, του υποβάλλει την αίσθηση της τρέλας για να τον οδηγήσει στο φρενοκομείο.

Στο «Ένας τρελός» του Νιρβάνα ο ήρωας έρχεται σε αντιπαράθεση με τις κοινωνικές υποχρεώσεις, τρελαίνεται και θεωρείται λιποτάκτης, κοινωνικό μίασμα που αξίζει τη χλεύη και τον εμπαιγμό.

Στο διήγημά του «Εις τρελός» ο Μητσάκης περιγράφει τον παραδοσιακό παλαβό του χωριού ή της γειτονιάς, και την σκληρή συμπεριφορά μικρών και μεγάλων απέναντί του.

Στη συλλογή διηγημάτων «Όνειρο που δεν τελειώνει» του Δημοσθένη Βουτυρά, υπάρχει το διήγημα «Τι ήτανε καλύτερο;» όπου ένας μοναχικός άνθρωπος της υπαίθρου σκοτώνει τον εραστή της γυναίκας του και τρελαίνεται, εξελισσόμενος σε επι¬κίνδυνο παρανοϊκό.

Ο Κώστας Παρορίτης στο διήγημά του «Η Μηχανή του τρελού» περιγράφει με σατιρική διάθεση έναν ακίνδυνο τρελό.

Στις πηγές του Έντγκαρ Άλαν Πόε κινείται το διήγημα του Νίκου Νικολαΐδη του Κύπριου «Ο Σκέλεθρας», για κάποιον που πούλησε τον σκελετό του για μελλοντική επιστημονική χρήση αλλά αυτό τον κυνηγάει μέχρι θανάτου.

Ο Ρώμος Φιλύρας στο αυτοβιογραφικό του κείμενο με τίτλο «Η ζωή μου στο Δρομοκαίτιον» περιγράφει όσα έζησε κατά τον εγκλεισμό του εκεί. Ο τρελός κατά τον Φιλύρα είναι το άτομο που προσπαθεί να ξεφύγει από την μίζερη καθημερινότητα και να καταφύγει στον κόσμο του ονείρου.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

10

Ο Αθανάσιος Γκράβαλης στο διήγημά του «Τα καραβέλια» περιγράφει έναν ήρωα ο οποίος παραμένει σε όλη του τη ζωή ένα αθώο και άκακο μωρό που διασκεδάζει τους άλλους.

Ο Στρατής Μυριβήλης στο διήγημά του «Οι νεκροί που θυμούνται» περιγράφει με συμπάθεια δύο περιπτώσεις ασθενών σε κάποιο ψυχιατρείο.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας, στο διήγημά του «Κομμωτής κυριών» οδηγεί τα όρια της γλώσσας και της αφήγησης στα όριά τους. Ο ο ήρωας κατηγορείται για φόνο και φαντάζεται ότι πάσχει από σχιζοφρένεια, κάτι που τελικά τον οδηγεί στο Δαφνί.

Ο «Ονειροπόλος» του Κώστα Καρυωτάκη ρομαντικός και αφηρημένος θα καταλήξει στο άσυλο προσπαθώντας να ανακαλύψει τη χημική σύσταση του Χρόνου.

Ο Γιώργης Ζάρκος στο διήγημά του «Ο υιός της σελήνης» καταθέτει την μαρτυρία του για το τρελάδικο, χώρο τον οποίο ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά.

Ο Μ. Καραγάτσης στη «Νυχτερινή ιστορία του» βάζει μαζί με τον κόσμο των λογικών και τους τρελούς.

Άλλοι πεζογράφοι που έχουν ασχοληθεί με την τρέλα και το παράλογο και ανθολογούνται στον παρόντα τόμο είναι και οι: Σωτήρης Πατατζής, Ανδρέας Φραγκιάς, Ε.Χ.Γονατάς, Λεία

Χατζοπούλου-Καραβία, Νίκος Δήμου, Διαμαντής Αξιώτης, Μανόλης Πρατικάκης, Μαρία Κουγιουμτζή, Νίκος Θέμελης, Τάσος Καλούτσας, Γιώργος Ρωμανός, Νίκος Κατσαλίδας, Η¬λίας Γκρής, Νίκη Τρουλινού, Σωτήρης Παστάκας, Ηρώ Νικο-πούλου, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Λίλα Κονομάρα, Σοφία Νικολαί’δου και Μάκης Τσίτας.

Ο πρώτος Νεοέλληνας λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το θέμα της τρέλας στο έργο του είναι ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Στο νεανικό του ποίημα «Η τρελή Μάνα» περιγράφει την αγωνία μιας γυναίκας που έχασε τα δύο της παιδιά και τα ψάχνει απεγνωσμένα τη νύχτα στο νεκροταφείο.

Με την τρέλα και το παράλογο έχουν ασχοληθεί στην ποίησή τους και οι: Κωστής Παλαμάς, Μαρία Πολυδούρη, Γιάννης Ρίτσος, Μίλτος Σαχτούρης, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Δάλλας, Γιώργης Παυλόπουλος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Νίκος Καρούζος, Τίτος Πατρίκιος, Ζωή Σαμαρά, Αγγελική Σιδηρά, Λευτέρης Πούλιος, Μιχάλης Γκανάς, Βασίλης Λαδάς, Γιώργος Δουατζής, Γιώργος Μαρκόπουλος, Αντώνης Φωστιέρης, Τασούλα Καραγεωργίου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Χρίστος Παπαγεωργίου, Γιάννης Τζανετάκης, Γιώργος Κοζίας, Αλέξης Σταμάτης, Σάκης Σερέφας, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Βασίλης Ρούβαλης και Αριστέα Παπαλεξάνδρου.

Πηγή: http://www.oanagnostis.gr/

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

11

Ο μεταφραστής των πιο εμβληματικών έργων του Τόμας Πίντσον, Γιώργος Κυριαζής, μίλησε στη LΙFO για την περιπέτεια του να μεταφράζεις έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Μεταφράζοντας τον Πίντσον

Της Τίνας Μανδηλαρά

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς με τι θα μπορούσε να μοιάζει ένας μεταφραστής του Πίντσον: με έναν σχολαστικό μεσαιωνικό τύπο σκυμμένο πάνω από τις λέξεις, που πειραματίζεται με διαφορετικά προσωπεία και αφηγήσεις ή χειρονομεί έντονα. Αντ' αυτού, ο Γιώργος Κυριαζής, ο μεταφραστής των πιο εμβληματικών έργων του Τόμας Πίντσον, όπως το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, το Mason & Dixon, το Έμφυτο Ελάττωμα και το Ενάντια στη μέρα (που απέσπασε το βραβείο μετάφρασης), είναι ένας απλός, άμεσος και ιδανικός συνομιλητής που αγαπάει το ραδιόφωνο –έχει, μάλιστα, και εκπομπή στο ιντερνετικό Amagi–, τα βιβλία και τη μουσική και καθόλου δεν θυμίζει τον δαιμόνιο μπλόγκερ του https://pynchonikon.wordpress.com. Στο μπλογκ αυτό μπορεί κανείς να βρει απαντήσεις σε οποιαδήποτε απορία γύρω από τον Πίντσον, τον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα που χάραξε τις δικές του αφηγηματικές γραμμές και δεν μοιάζει με κανέναν άλλο. Όπως μας πληροφορεί σε σχετικό κείμενό του στο μπλογκ ο ειδικός «πιντσονολόγος» Γιώργος Κυριαζής, ο αγαπημένος του συγγραφέας αποφοίτησε από το «Πανεπιστήμιο Κορνέλ, υπηρέτησε στο Αμερικανικό Ναυτικό κι εργάστηκε για ένα διάστημα στην Μπόινγκ ως συγγραφέας τεχνικών κειμένων, ενώ

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

12

πρόσφατα πληροφορηθήκαμε ότι το 1970 έμενε στο Μανχάταν Μπιτς, στην επαρχία του Λος Άντζελες, όπου ζούσε μάλλον φτωχικά, τρεφόταν με κάνναβη, καφέ, τσιγάρα μέντας και χάμπουργκερ με τυρί και τσίλι, και έγραφε μανιωδώς». Κι αν θες να δεις πώς είναι στ' αλήθεια ο Πίντσον, μάλλον θα πρέπει να ανατρέξεις σε μια κολεγιακή φωτογραφία και σε κάποιο επεισόδιο των Σίμπσον – και όχι στο «αυτί» του τελευταίου βιβλίου του, της Υπεραιχμής, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός, αφού το πρόσωπό του παραμένει άγνωστο.

Πώς, αλήθεια, πρωτοήρθες σε επαφή με το έργο του Πίντσον; Τι είναι αυτό που σε κέρδισε;

Γνώρισα το έργο του Πίντσον στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας, μέσω του Γιάννη του Τσιώλη, ο οποίος δίδασκε παράλληλα τότε στο NYU κι έκανε σεμινάριο πάνω στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Το βασικό έργο με το οποίο ασχοληθήκαμε ήταν το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας και πέσαμε πραγματικά στα βαθιά. Έπαθα σοκ με τις πρώτες κιόλας σελίδες του, αφού δεν είχα διαβάσει ποτέ τίποτα παρόμοιο, κι έκτοτε οτιδήποτε πέφτει στα χέρια μου συγκρίνεται αναγκαστικά με αυτό. Λόγω και της μεγάλης λατρείας μου για τη γλώσσα, με εξίταραν τα λεκτικά παιχνίδια του αλλά και το γεγονός ότι συνδύαζε «βαριά» αποσπάσματα με πολύ κωμικά. Είχε έναν δικό του τρόπο να μεταλλάσσει απότομα τα συναισθήματα και θυμάμαι ακόμη τη σκηνή ανάμεσα στον Ρότζερ και την Τζέσικα: είχαν μόλις κάνει έρωτα σε ένα Λονδίνο που βομβαρδιζόταν ανελέητα από τους Γερμανούς και ξαφνικά μια βόμβα έτυχε να εκραγεί πολύ κοντά τους. Τη στιγμή, λοιπόν, που ο Ρότζερ γαργαλούσε την αγαπημένη του, εμφανίζεται ο θάνατος στην πόρτα και τον προκαλεί λέγοντάς του «για προσπάθησε να γαργαλίσεις εμένα!».

Ωστόσο, είναι διαφορετικό να είναι κανείς αναγνώστης του Πίντσον από το να μεταφράζει το έργο του – μοιάζει πραγματικά με άθλο. Πώς μπορείς και αντιμετωπίζεις ένα τόσο ευρύ φάσμα πληροφοριών, από την ποπ κουλτούρα μέχρι τη βαριά επιστήμη;

Η αλήθεια είναι ότι τώρα με το Ίντερνετ τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα από παλιότερα. Βοηθάει, φυσικά, και το pynchon wiki, αν και εξηγεί πράγματα άγνωστα στον Αμερικανό και δεν λύνει απορίες που ενδεχομένως έχει κάποιος που αγνοεί λεπτομέρειες της αμερικανικής καθημερινότητας, όπως τα ονόματα κάποιων καταστημάτων. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να αναζητώ μια γνωστή αλυσίδα που είχε κλείσει και μόνο ένας Αμερικανός θα μπορούσε να θυμάται. Ωστόσο, ανατρέχοντας σε παλαιότερα έργα που είχα μεταφράσει χωρίς τη βοήθεια του Ίντερνετ, όπως το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, λίγα πράγματα θα άλλαζα και όχι πολλά.

Υπάρχουν, όμως, και ουσιαστικές δυσκολίες στο έργο του Πίντσον που καθιστούν ειδικά κάποιες έννοιες αμετάφραστες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τίτλου της «Υπεραιχμής» (Bleeding Edge)...

Πράγματι, στα ελληνικά δεν έχουμε υπαρκτό όρο της τεχνολογικής δημοσιογραφίας που να μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα. Υπήρχε, βέβαια, ο δόκιμος όρος του «cutting edge technology» που σημαίνει «τεχνολογία αιχμής», αλλά και το «leading edge» που αποδίδεται ως «πρωτοπορία στον τεχνολογικό τομέα». Ο Πίντσον, συνδυάζοντας και τα δύο, κατέληξε στο «bleeding edge», εννοώντας την πρωτοπορία στην τεχνολογία που τη χρησιμοποιείς με γνώση

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

13

του κινδύνου. Το «υπεραιχμή» αποδίδει τις δύο έννοιες, αλλά δεν μπορεί να ενσωματώσει το αίμα ως λογοπαίγνιο που υπάρχει στα αγγλικά.

Ευτυχώς, όμως, εσύ στις αποδόσεις σου δεν δείχνεις να καταφεύγεις σε ακραίες «ελληνικούρες». Τις προάλλες είδα στον τίτλο κορυφαίου βιβλίου της Haraway να αποδίδεται το «cyborg» ως «κυβόργιο»...

Μερικά πράγματα όντως δεν λέγονται και μοιάζουν εξωφρενικά όταν αποδίδονται στα ελληνικά. Δηλαδή, δεν μπορείς να πεις «σύμπακτο δίσκο» το compact disc από τη στιγμή που υπάρχει ήδη ο όρος «σκληρός δίσκος». Ούτε το πίξελ να το αποδώσεις ως «εικονοστοιχείο». Όταν μια ξένη λέξη έχει περάσει στη γλώσσα, δεν έχεις λόγο να εφεύρεις μια «ελληνικούρα» για να την αποδώσεις.

Είναι, πάντως, δύσκολο να ακροβατήσεις ιδανικά στους ατελείωτους κώδικες του Πίντσον. Τι συμβαίνει, αλήθεια, με τα έντονα σενάρια συνωμοσίας που συναντά κανείς στην «Υπεραιχμή» και γιατί έχω την αίσθηση ότι είναι διαφορετικά απ' ό,τι η συνωμοσιολογία στα παλαιότερα βιβλία του, που είχαν να κάνουν με τον Ψυχρό Πόλεμο;

Δεν νομίζω να είναι διαφορετικά – προσωπικά δεν βλέπω αλλαγή. Θεωρία συνωμοσίας υπάρχει σε όλα τα βιβλία του Πίντσον, ενώ παράλληλα υπάρχουν και οι πυρήνες αντίστασης που προσπαθούν να αντιταχθούν στην εξουσία. Η γενικευμένη παράνοια πηγάζει από την

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

14

υπόνοια ότι η εξουσία ασκεί παντού τους ελεγκτικούς της μηχανισμούς, γεγονός που είναι σε μεγάλο βαθμό πραγματικό. Ωστόσο, την ίδια στιγμή που ασκείται η εξουσία αναπτύσσονται παράλληλοι πυρήνες αντίστασης, όπως στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, όπου κάτι Αργεντινοί αναρχικοί κλέβουν ένα υποβρύχιο για να πάνε στη Γερμανία και μέσα στη γενικότερη αναμπουμπούλα καταφέρνουν τελικά να φτιάξουν κάτι σαν κολεκτίβα. Μέσα από τέτοιες ευρηματικές αφηγήσεις ο Πίντσον τελικά περνάει ένα μήνυμα ελευθερίας και μια νότα αισιοδοξίας, έστω και στις δυσχερέστερες καταστάσεις. Ακόμα και στο βαθύ Διαδίκτυο που τόσο προβληματίζει τον Πίντσον, υπάρχει μια ελπίδα που έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο χρήστης διατηρεί μια κάποια ελευθερία κινήσεων και μια γενικότερη ανωνυμία. Φυσικά, υπάρχουν οι ανώνυμες εταιρείες που ελέγχουν τα πάντα, κι αυτό δεν είναι κάτι μυθιστορηματικό αλλά απόλυτα αληθές. Ωστόσο, ο Πίντσον πάντα έχει έναν δικό του, ιδιόμορφο τρόπο να βλέπει τα πράγματα: για παράδειγμα, όλοι εξετάζουν το πόσο και αν άλλαξε ο κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ ο ίδιος δείχνει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη ζωή των απλών ανθρώπων. Κι αν κάτι επισημαίνει ότι άλλαξε πέρα από τις επιφανειακές διαπιστώσεις περί επιτήρησης και γενικευμένης και έντονης αστυνόμευσης, είναι η συντηρητικοποίηση, που έγινε ακόμη εντονότερη. Γι' αυτό και νομίζω ότι επέλεξε τη συγκεκριμένη ημερομηνία: γιατί πάντα καταλήγει σε μια ημερομηνία-τομή στην ιστορία, οπότε η κατάληξη των πραγμάτων ήταν δυσμενέστερη απ' ό,τι κανείς θα περίμενε. Στο Έμφυτο Ελάττωμα έχουμε το τέλος της εποχής των χίπηδων και της πίστης στην ελευθερία, στο Βάιλαντ την εντατική συντηρητικοποίηση που επέφερε η εποχή του Ρίγκαν και στο Ενάντια στη μέρα την απόλυτη επικράτηση του πιο σκληρού καπιταλισμού.

Και στην «Υπεραιχμή» τι έχουμε; Την τεχνολογία ως αυτοκρατορία του κακού;

Ναι, κάπως έτσι. Μόνο που τώρα τη θέση της Microsoft, που περιγράφεται στην Υπεραιχμή, έχει πάρει η Google.

Αλήθεια, δεν είναι εξωφρενικό να χρησιμοποιεί ως πρωταγωνίστριά του στην «Υπεραιχμή» τη Μαξίν, μια Εβραία μάνα, μεσήλικη και με δύο παιδιά; Πώς γίνεται, από τη στιγμή που οι πρωταγωνίστριες των αστυνομικών οφείλουν να είναι τουλάχιστον μοιραίες;

Μα, όλοι οι ήρωες του Πίντσον είναι εξωφρενικοί! Έχω, βέβαια, την αίσθηση ότι ήθελε πολύ να δώσει την αίσθηση της οικογένειας αλλά και της ανεμελιάς που επικρατούσε τότε, τις αρχές του 2001. Το χρήμα έρρεε άφθονο στη Νέα Υόρκη και όλα έμοιαζαν να είναι, τύποις έστω, ανθηρά. Κι αυτό είναι ξεκάθαρο από το τρέιλερ του βιβλίου, που νομίζεις ότι είναι αφελές – αλλά νομίζω ότι είναι θέμα αίσθησης της εποχής εκείνης. Κάτι αντίστοιχο συνειδητοποιείς και από τις πρώτες σελίδες της Υπεραιχμής, που μοιάζουν πολύ βατές και οικείες για Πίντσον. Νομίζω όμως ότι το κάνει επίτηδες, γιατί όσο πιο πολύ πλησιάζουμε προς το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, τόσο περισσότερο νιώθεις να σου σφίγγεται το στομάχι. Ενδεικτικό είναι ότι και η γραφή του γίνεται πυκνότερη και το κλίμα πιο έντονο – και δεν νομίζω να είναι τυχαίο.

Πιστεύεις ότι ο Πίντσον είναι πρώτα απόλαυση και μετά συνειδητοποίηση;

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

15

Ναι, κάπως έτσι. Κι εμένα πρώτα με παρασέρνει η σύνταξη και τα λεκτικά παιχνίδια και μετά αρχίζω να ξετυλίγω το κουβάρι.

Μήπως είναι και κάπως παρεξηγημένος; Όλοι λένε ότι είναι δύσκολος, αλλά μάλλον δεν έχουν διαπιστώσει το υπέροχο χιούμορ του.

Όντως, υπάρχει η αίσθηση ότι είναι δύσκολος, αλλά ισχύει μόνο εν μέρει. Εκ των πραγμάτων είναι δύσκολος, αφού εμπλέκονται πολλοί χαρακτήρες και έχουμε διαρκή εναλλαγή των καταστάσεων με συνεχείς αναφορές σε ετερόκλητες κουλτούρες – ποπ κ.λπ. Είναι δύσκολο, επομένως, να τον ακολουθήσει ο κόσμος που έχει συνηθίσει σε κάτι γραμμικό και προβλέψιμο. Ωστόσο και ο Πήχας, ο επιμελητής του βιβλίου, μου έλεγε «ευτυχώς που κάθε δύο σελίδες γελάω».

Νομίζω, πάντως, αν μου επιτρέπεις, ότι κι εσύ έχεις χαρακτηριστικά πιντσονικού ήρωα. Είσαι φιλόλογος και ψάλτης, ενώ έχεις κάνει και κλασικό τραγούδι;

Κάπως έτσι. Να φανταστείς πως στα είκοσί μου τραγουδούσα ταυτόχρονα σε κλασικές χορωδίες, σε εκκλησίες και το βράδυ σε ροκ συγκρότημα. Τώρα, βέβαια, τραγουδάω λιγότερο, ειδικά αφότου διαλύθηκε η ΕΡΤ, αν και ομολογώ ότι θα ήθελα η βασική μου δουλειά να είναι η μετάφραση.

Πόσες φορές, όμως, έχεις πει, μεταφράζοντας Πίντσον, «γιατί το κάνω εγώ στον εαυτό μου»;

Πολλές, είναι η αλήθεια! Τον έχω βρίσει πολλές φορές, αλλά οι ψυχολογικές απολαβές είναι μεγάλες.

Θα ήθελες να τον γνωρίσεις; Πώς τον φαντάζεσαι;

Πολύ απλό. Νομίζω πως αν τον συναντούσα, το μόνο που δεν θα ήθελε θα ήταν να μιλάμε για τα βιβλία του. Και μου αρέσει που είναι ξεκομμένη η ταυτότητά του από το κείμενο, γιατί για μένα το έργο είναι που έχει σημασία. Όσο για το ότι δεν φωτογραφίζεται, δεν νομίζω ότι το κάνει επίτηδες. Οι κολλητοί του φίλοι επιμένουν ότι έτσι ήταν από μικρός.

Τελικά, τι έχει κάθε βιβλίο του Πίντσον και δεν μοιάζει με κανένα άλλο;

Μόνο η γλώσσα του αρκεί για να τον ξεχωρίσει, αφού δεν θυμίζει τίποτε άλλο. Θυμάμαι κάποια φίλη, παλιά, στο πανεπιστήμιο, να μου διαβάζει σκόρπια αποσπάσματα κι εγώ να εντοπίζω αμέσως ό,τι είναι Πίντσον. Με άλλα λόγια, κι άλλοι μπορεί να γράφουν ωραίες προτάσεις, αλλά αυτήν τη σύνταξη και αυτά τα εκφραστικά παρακλάδια που σε οδηγούν πάντοτε αλλού δεν τα έχει κανένας άλλος. Ιδιόμορφος είναι ακόμη και ο τρόπος που παίζει με τον χρόνο. Στο Ενάντια στη μέρα περιγράφει μια κοπέλα που μπαίνει με μια αγκαλιά πλυμένα ρούχα, σάμπως να έρχεται με «άρωμα της πρώτης μέρας του κόσμου». Αυτός είναι ο Πίντσον.

Εσύ με ποιον ήρωά του ταυτίζεσαι περισσότερο;

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

16

Μου βάζεις δύσκολα. Είμαι μεταξύ Σλόθροπ και Ντίξον – ο πρώτος είναι έρμαιο της μοίρας, αφού ο πατέρας του τον είχε δώσει για πειράματα όταν ήταν μικρός και αυτός καταλάβαινε ότι βρίσκεται μονίμως υπό επιτήρηση, ενώ ο Ντίξον είναι εντελώς το αντίθετο: ο άνθρωπος της ζωής που θέλει να γευτεί τα τοπικά φρούτα και τα μπαχαρικά στη Νότια Αφρική, να αδράξει τη ζωή έως το τέλος. Παράλληλα, όμως, δείχνει να εναντιώνεται όσο μπορεί στην αδικία και αυτή είναι και η βασική του εμμονή: ότι μπορεί να βρίσκεται σε έναν χείμαρρο που τον παρασέρνει, αλλά ότι, τελικά, μπορεί και φτιάχνει κάτι διαφορετικό μαζί με τους άλλους ανθρώπους, την ώρα που καταστρέφονται τα πάντα. Αυτό είναι και το βασικό νόημα των βιβλίων του Πίντσον: πάντα ο άνθρωπος θα βρει τρόπο να κάνει αυτό που χρειάζεται για να ζήσει όχι μόνο σε επίπεδο επιβίωσης αλλά δημιουργίας, αλλιώς απονεκρώνεται και από άνθρωπος γίνεται απάνθρωπος. Κι αυτή είναι μια κεντρική πολιτική θέση που διαπερνά όλο το έργο του Πίντσον.

Πηγή: www.lifo.gr

Η συζήτηση είχε γίνει τον Δεκέμβριο του 1986 και ψηφιοποιείται για πρώτη φορά

Mια βαθιά και ειλικρινής συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα

Του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

17

Ο Μένης Κουμανταρεας βρίσκεται δεκατέσσερα χρόνια στο χαμαλίκι της πεζογραφίας κι έχει ήδη αμειφθεί με το παραπάνω. Τα βιβλία του ξανατυπώνονται σταθερά – αγγίζουν αριθμούς σπάνιους για την αγορά. Το 1975 παίρνει το πρώτο Κρατικό Βραβείο για τη «Βιοτεχνία Υαλικών» που έχει επανεκδοθεί δέκα φορές – την ιστορία μιας γυναίκας που αγωνίζεται μάταια να κρατήσει ένα μικρό μαγαζί με την λειψή συμπαράσταση τριών αντρών εξαχρειωμένων από τη μοναξιά.

Έχει δημιουργήσει προσωπική γραφή, που διαπέρασε σώα τις επιρροές του Φώκνερ και του Μέλβιλ, φτάνοντας στο γυμνό ύφος, την ισχνή πλοκή, το πικρό φινάλε. Οι ήρωές του έχουν πιάσει το κλίμα της εποχής, είναι ζωντανοί – αν και διαλύονται πάντα μες τη μιζέρια της, αν και πνίγονται από τους φόβους που γεννάνε οι στερημένοι τους πόθοι. Στα «Μηχανάκια» (1962) είναι τα εφηβικά προβλήματα, στο «Κουρείο» (1986) η άχαρη ερωτική ιστορία ενός λογιστή με μια μανικιουρίστα, στην «Κυρία Κούλα» (1985) η εφήμερη (και αδιέξοδη) γνωριμία μιας ώριμης γυναίκας με ένα νεαρό. Παντού μια ατμόσφαιρα άγχους και αποξένωσης...

Εκτός από το τελευταίο του βιβλίο. «Η Φανέλλα με το Εννιά» κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες και είναι ξαναγραμμένη πάνω στην πρώτη εκδοχή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τέταρτο». Είναι η ιστορία ενός λαικού παιδιού που μπήκε στα γήπεδα, γεύτηκε την περαστική τους δόξα, και μετά παραμερίστηκε σαν στυμμένη λεμονόκουπα, μια και δεν είχε άλλο πάθος να τον στηρίξει. Είναι η ιστορία του στενοκέφαλου, μπλοκαρισμένου Μπιλ που με το θράσος και τη μοναχική του ωραιοπάθεια κάνει πως αντιστέκεται στα γραμμένα της μοίρας του. Όμως, εδώ, η συντριβή του σαν να υπόσχεται κάτι καινούριο: την ωριμότητα, το καταστάλαγμα – όχι μια συμφορά δίχως ελπίδα.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

18

Κύριε Κουμανταρέα, τι ζητούν τα παιδιά που φορούν «φανέλες με το εννιά» στη ζωή σας;

Καμία! Κι αυτή άλλωστε ήταν κι η δυσκολία μου να περιγράψω τον κόσμο του ποδοσφαίρου.. αλλά το παιδί που έχει έφεση και φιλοδοξίες – «ένα παιδί φανατικό για μπάλα» - αυτόν τον ξέρω. Είναι ο άνθρωπος που συναντώ στην Πλατεία Βικτωρίας, στην πλατεία Ομονοίας, στη Φωκίωνος Νέγρη, στην Πατησίων. .. Τον ξέρω, τον έχω συναναστραφεί – δεν είναι φίλος μου, δεν έιναι κολλητός μου... Με τραβάει σε αυτόν η ομορφιά που βρίσκω στα λαικά παιδιά, και την οποία τα παιδια της αστικής τάξης δεν έχουνε. Και εννοώ, τον γνήσιο τρόπο που συμπεριφέρονται χωρίς να τους περιχαρακώνει κανένα σαβουάρ βιβρ... Δεν ξέρω αν είμαι σαφής...

Είστε! Μα θα ήθελα κάτι παραπάνω!

Κοιτάξτε! Όταν μου ζητάτε κάτι παραπάνω είναι σα να θέλετε ν’ αποκαλύψω κάτι πάρα πολύ μύχιο, που με τυρρανάει και με κάνει ακριβώς να γράφω αυτά τα βιβλία. Και δεν είμαι διατεθειμένος να αποκαλύψω και την τελευταία σκέψη, και το τελευταίο αίσθημα που έχω γι’ αυτά τα πρόσωπα – ίσως, γιατί είναι σκέψεις που κι εγώ ο ίδιος κρατάω μυστικές από τον εαυτό μου... Δεν μπορούνε όλα να υπηρετούν το δημόδιο πρόσωπό μας. Πρέπει να μπορώ να επιστρέφω στον εαυτό μου, έχοντας κάτι να τον στηρίξω – αλλιώς η ζωή μου θα γίνει μια σχιζοφρένεια, αφού δεν είμαι ούτε σταρ του κινηματογράφου, ούτε πολιτικός. Η ασφαλιστική δικλείδα του ανθρώπου που γράφει, είναι η επιστροφή στα ιδιωτικά, τα οποία εσείς μου ζητάτε να εκθέσω. Στο μεταξύ, όμως, ο άνθρωπος αυτός πρέπει να τα βγάζει και πέρα με όλο τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά του, που τον διαβάζει. Γι’ αυτο δίνει και καμιά συνέντευξη...

Δόκτορ Τζέκιλ, μίστερ Χάιντ;

Υπονοείτε ότι μπορεί να έχω μια διπλή ζωή;

Όχι ως ψόγο. Αλλά καταλαβαίνω ευκολότερα ας πούμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο όταν περιγράφει παρόμοιους τύπους – γιατί αυτός ζει ολοκληρωτικά ανάμεσά τους.

Ο Χριστιανόπουλος μοιάζει στο λύκο που δεν μπορεί να γυρίσει το σβέρκο του – που είναι μονοκόκκαλος. Είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ πολύ, κι ένας από τους ελάχιστους αυθεντικούς ποιητές που έχουμε, αλλά είναι ένας άνθρωπος χωμένος στο θεσσαλονικιό σόι του. Εγώ είμαι Αθηναίος – ένας άνθρωπος που κοιτάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Τη μια στιγμή το ποδόσφαιρο, την άλλη το Συμβούλιο Επικρατείας, την Τρίτη σε μια βιοτεχνία που φαλίρει. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι δυσκολίες, ούτε οι περιορισμοι της τάξης, της μόρφωσης... Μ’ ενδιαφέρει ο Ανθρωπος – κι αυτός μπορεί να βρίσκεται παντού. Γι’ αυτό και οι υποθέσεις των βιβλίων μου δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Κάνω λάθος;

Καθόλου! Σε σημείο να αναρωτιέμαι μήπως αυτό το κάνετε από κάποιαν εκκεντρικότητα.

Τους εκκεντρισμούς μου τους αφήνω έξω από τη λογοτεχνία. Σε αυτή τη συνέντευξη ίσως μια εκκεντρική φράση με βγάλει από την αμηχανία της στιγμής, όμως την ώρα που γράφω κάνω

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

19

κάτι με μεράκι, καμιά φορά και με πάθος – δεν χωράει νομίζω εκκεντρισμός στο μόνο πράγμα που έμαθα να κάνω καλά στη ζωή μου.

Χωρίς αυτό δηλαδή;

Αν θα μπορούσα να ζήσω;

Ας πούμε.

Ε, θα έβρισκα κάτι άλλο να κάνω. Δεν μου λείπει το μυαλό, η εξυπνάδα...

Πάντως, για να λέμε και την αλήθεια, η ερώτηση για τα λαϊκά παιδιά δεν έγινε για να αποκαλύψω κάποια κρυφή πτυχή σας, που λένε – αυτό δεν ενδιαφέρει και πολύ. Απλό ενδιαφέρον γεννάται, όταν βλέπω συχνές αναφορές στην αστική σας καταγωγή κι όταν διαβάζω την αργκό του τελευταίου σας βιβλίου.

Δεν εννοείτε να καταλάβετε τι μονοπάτια ακολουθεί η τέχνη, τι δύσκολους δρόμους διαλέγουμε για να φτάσουμε στον σκοπό μας. Πολλές φορές κι οι ίδιοι δεν το ξέρουμε, γιατί ο σκοπός αυτός είναι απόμακρος και κρυφός, και πρέπει να διαβούμε μυστικές πόρτες για να φτάσουμε ως εκεί.... Έπειτα, αν έγραφα συνεχώς τα ίδια πράγματα, θα βαριόμουν μέχρι θανάτου... Χρειάζεται ένα ψίχουλο πίστης – χωρίς αυτήν δεν προχωράς. Αλλά αυτό δεν το αντιλαμβάνεσαι όταν ξεκινάς. Ξεκινάς όπως όλοι οι νέοι, με παραμύθια που λες στον εαυτό σου ή στους φίλους σου, έχεις μια ρομαντική αντίληψη για τη λογοτεχνία, θέλεις να μοιάσεις με όσους θαυμάζεις, έχεις ορισμένα πρότυπα.... Αυτή είναι η ανυποψίαστη περίοδος. Αργότερα όταν μπαίνεις στο κουρμπέτι κι αρχίζεις να μαθαίνεις τη χαμάλικη δουλειά της πεζογραφίας, όταν χαθείς σε όγκους σελίδων που πρέπει να γράψεις και να ξαναγράψεις, προσγειώνεσαι...

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

20

Και έρχεται κάποια στιγμή που νοιώθετε πως τα εξαντλήσατε;

Δεν αισθάνομαι πως έχω εξαντλήσει τίποτα... Νομίζω καμιά φορά, πως βρίσκομαι στην αρχή ορισμένων πραγμάτων που μόνο ψηλάφησα. Όταν σε αγαπάνε για ένα σου βιβλίο, γλυκαίνεσαι για λίγο, κολακεύεσαι, ναρκισσεύεσαι, αν θέλετε. Αλλά, γρήγορα περνάει και αυτό. Μετά, ιδίως όταν πιάσεις τα κλασικά κείμενα, καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις κάνει τίποτε. .. Και επειδή δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μεταφραστείς, αρκείσαι να γράψεις καλά πράγματα γι’ αυτόν τον τόπο, να διαβαστείς δηλαδή από τους Αθηναίους, τους Θεσσαλονικιούς, τους Βολιώτες...

Πόσο πολύ να διαβαστείτε;

Α, δεν ξέρω, δεν βάζω όρια.

Σας ρωτώ μήπως η επιτυχία που σας φέρνει τόσο κόσμο, σας αφαιρεί σε ψυχογραφική βαθύτητα.

Όχι! Δεν το παραδέχομαι!

Γράφετε πάντα αβίαστα, έτσι όπως θέλετε;

Ναι. Και μάλιστα, συχνά, πιστεύω πως γράφω σκοτεινά, με εσωστρέφεια. Όμως ο τρόπος που διυλίζω τη γλώσσα, που τακτοποιώ και συναρμολογώ τις φράσεις, θέλω να είναι ένας τρόπος αποδεκτός από ένα φίλο μου που διαβάζει πολύ, από τη μάνα μου που δεν διαβάζει πολύ, από έναν τρίτο που διαβάζει λίγο...

Ας πούμε ο Μπιλ ο ήρωάς σας, θα μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο που γράψατε γι’ αυτόν;

Α, αυτό είναι ένα συχνό, και αναπάντητο ερώτημα που κάνω στον εαυτό μου. Τον ξέρω καλά τον Μπιλ, τον έχω ζήσει σε πάρα πολλά πρόσωπα. Τελικά νομίζω ότι ο Μπιλ δεν θα μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο. Δεν θα το καταλάβαινε. Κι είναι κρίμα – ωστόσο, εγώ διατηρώ αμείωτες τις αυταπάτες μου.

Κύριε Κουμανταρέα κατά πόσον ένας συγγραφέας μπορεί να γίνει λαϊκός, χωρίς να γίνει αγοραίος;

Δεν έχω καθόλου την αίσθηση ότι πάω να γίνω ένας λαικός ή ένας αγοραίος συγγραφέας – είναι δύο τύποι συγγραφέων διαφορετικής τάξεως. Ξαφνιάζομαι όταν με αναγνωρίζουν, όταν έρχονται να μου μιλήσουν – έστω κι αν μ’ αρέσει, τα χάνω λίγο. Θέλω να πω ότι ποτέ δεν θα ισοπεδώσω τις αξίες μου για να γίνω λαικά αποδεκτός. Κι αν η «φανέλλα» γνωρίσει εμπορική επιτυχία που δεν το ξέρω ακόμα...

Πείτε μου ειλικρινά: Όταν διαλέξατε ένα τόσο λαικό θέμα καθόλου δεν σκεφτήκατε τις πωλήσεις;

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

21

Όχι καθόλου! Δεν θέλησα άλλωστε να μιλήσω για το ποδόσφαιρο, αλλά για το πείσμα ενός ανθρώπου. Αν σκεφτόμουν «τι τσιμπάει η αγορά» για να διαλέξω το θέμα μου, θα ήμουν χαμένος από χέρι.

Το πείραμα της προδημοσίευσης σε συνέχειες στο «Τέταρτο» σας δίδαξε κάτι;

Μου ενέπνευσε ένα είδος ηρωϊσμού. Αντιστάθηκα σε μια βολή, μια τροχοπεδημένη συνήθεια που υπάρχει, και την οποία το «Τέταρτο» του Χατζιδάκι έσπασε, γιατί τόλμησε να δημοσιεύσει σε συνέχειες ένα μυθιστόρημα που ούτε εγώ, ούτε αυτό γνωρίζαμε πώς εξελίσσεται. Αυτό ήταν παράτολμο – γιατί θα μπορούσαν και να κοιμηθούν οι αναγνώστες...

Πείτε μου: υπάρχουν στιγμές απόλυτης σιγουριάς για ένα γραφτό;

Και βέβαια. Συνήθως ώρες νυχτερινές – γιατί η νύχτα είναι βοηθός στον έρωτα και στη λογοτεχνία. Όμως η αυγή μονάχα θα κρίνει την αλήθεια.

Και τι θα τη γεννήσει: μια παρόρμηση που συνήθως ξέρετε ή κάτι που σας ξεπερνά;

Καλές είναι οι παρορμήσεις, μα μόνο ο μόχθος αναπληρώνει ό,τι δεν μπορώ να ζήσω αληθινά. Οι εικόνες που έχω μέσα μου είναι θολές, κι όταν γράφω, έχω την ανάγκη να τις δω να γίνονται πιο συγκεκριμένες, χωρίς όμως να χάνουν την αχλύ του πρώτου ονείρου...

Όταν γράφετε πως αισθάνεστε; Θέλω να πω, έχετε συνείδηση τού τι νοιώθετε ή παρασύρεσθε; Ή νοιώθετε ένα είδος μοναξιάς;

Όταν γράφω είμαι πάρα πολύ ψύχραιμος. Όταν είμαι ταραγμένος ή στεναχωρημένος, παίρνω καλές σημειώσεις, αλλά δεν κάθομαι να γράψω. Πρέπει να φωτίζει το χαρτί σου ένα κρύο φως.

Γράφετε σχεδόν επαγγελματικά!

Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Θ’ άξιζε να το πείτε σε αυτούς που γράφουν για να κάνουν καριέρα ή να βγάλουν χρήματα. Βέβαια, με τα χρόνια, σε πιάνει μια συγγραφική σκολίωση, γίνεσαι ένα ζώο που γράφει, κι αυτό σου χαλάει τη γοητεία και την αθωότητα που είχες στο ξεκίνημα. Αλλά όταν αρχιζεις να γράφεις κάτι νέο, μέσα στη σιωπή, μέσα στην άγνοια των άλλων, τι άλλο κάνεις από το να προσπαθείς να ξανακερδίσεις τη χαμένη σου αθωότητα που είχες στο ξεκίνημα; Γιατί χωρίς αθωότητα δεν έχει σκοπό αυτό το πράγμα – όταν γράφεις στέκεσαι ενώπιος ενωπίω, είσαι μόνος, χωρίς τρίτους, χωρίς κοινό.

Και δεν είναι αθώο, όταν έχετε ένα βάσανο να κάθεστε πάνω στο χαρτί;

Δεν μπορώ να βγάλω το αδιέξοδό μου, τη στιγμή του αδιεξόδου μου!

Τι κάνετε τέτοιες στιγμές;

Παίρνω τους δρόμους, γυρίζω, πηγαίνω σε μπαρ, κάνω έρωτα, βλέπω τους φίλους μου. Αν έχω την ψυχραιμία, πάω στον κινηματογράφο. Αν έχω μεγαλύτερη ψυχραιμία, πάω στο θέατρο! (γέλια)

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

22

Κι αν δεν έχετε καθόλου ψυχραιμία;

Απελπίζομαι! Και δεν σκέφτομαι ποτέ πως η απελπισία ίσως με οδηγήσει σε ένα νέο γραφτό, ούτε πως η Τέχνη μπορεί να με θεραπεύσει.

Αν μου επιτρέπετε, δεν καταλαβαίνω, προσωπικώς, γιατί δεν είναι ψύχραιμο το να πίνετε ήσυχα ένα ποτό στο μπαρ, και είναι ψύχραιμο το να γράφετε μια, διδακτική έστω, ιστορία.

Είναι εξίσου αξιοπρεπή... Εάν ήμουν φιλόσοφος θα μπορούσα να είχα τοποθετήσει όλες αυτές τις ερωτήσεις που μου κάνετε, και να καταλάβω τι είναι εκείνο που με κάνει να στέκω μπροστά σε ένα χαρτί. .. Αλλά δεν είμαι φιλόσοφος μα ένας άνθρωπος επιρρεπής στα νεύματα της ζωής, που τα βγάζει πέρα στριμωγμένος πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Είμαι ένας άνθρωπος σε μια βάρκα, που πολλές φορές την παρασύρει το αντίθετο ρεύμα, και καλά – καλά δεν ξέρει να τραβήξει κουπί. Ίσως όμως και αυτό με δυναμώνει... Βγάλτε τα πέρα με τόσες παρομοιώσεις (γέλια)

Κύριε Κουμανταρέα απ’ ότι έχω καταλάβει δεν εκτιμάτε και πολύ τον κύκλο των ομότεχνών σας.

Σε μερικούς έχω πολύ μεγάλη εκτίμηση, σε άλλους πάλι έχω αδυναμία – όμως δεν είναι αυτοί η καθημερινή μου παρέα. Αν εξαιρέσεις δυό τρείς ανθρώπους από τους οποίους ο ένας δεν ζει πια: ο Ιωάννου (πολύ με έχει πληγώσει η απουσία του)... Όμως θα έλεγα πως ούτε κι οι παρέες που συναντώ στα μπαρ είναι η καθημερινή μου παρέα.

Διάβασα ένα παλιό σας κομμάτι στο περιοδικό «Συνέχεια» για τη Μέλπω Αξιώτη. Είδα πως όταν θαυμάζετε κάποιον, έχετε όλο το θάρρος και την ταπεινότητα να του αποδίδετε σεβασμό.

Και βέβαια. Και μάλιστα θεωρώ μεγάλη ευθύνη και τιμή που διάλεξαν στην κηδεία του Τσίρκα και του Χατζή να μιλήσω εγώ.

Κύριε Κουμανταρέα το πρώτο πράγμα που είδα στον τρόπο που γράφετε ήταν ένας λεπτός αδιόρατος αισθησιασμός, που καταλαβαίνω τώρα γιατί είναι μετρημένος. Ομολογώ όμως ότι οι συνεντεύξεις σας είναι δυσανάλογα προκλητικές: σε ένα περιοδικό ημίνεκρο σαν τη «Λέξη» είπατε πως όταν στεναχωριέστε, βγαίνετε στους δρόμους για να πέσετε στην πρώτη αγκαλιά. Στην τηλεόραση είχατε πει πριν χρόνια ότι στα υπόγεια με τα μηχανάκια «πάνε βαρύθυμοι και παίζουν οι άνθρωποι όταν οι ερωτικές τους σχέσεις πάνε κατά διαόλου – αυτοί που έχουν προβλήματα με γυναίκες αλλά και με άνδρες".

Όσον αφορά το τελευταίο, η φράση που υπαινίσσεσθε ειπώθηκε για να σπάσει ο τσαμπουκάς της τηλεόρασης – για να περάσει μια φράση που δεν περνάει συνήθως. Ήταν προκλητική για ένα μέσο που ισοπεδώνει τα πράγματα, για ένα κοινό που, ίσως, αναπήδησε λίγο από τη νάρκη του, έστω για ν΄αναρωτηθεί αν ένας συγγραφέας μπορεί να λέει τέτοια πράγματα.

Αυτό δεν το σκέφτεσθε τώρα που τα «Καημένα» γίνονται τηλεταινία;

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

23

Δεν μπορώ να αντισταθώ στο Γιάννη Διαμαντόπουλο που είναι γλυκύτατος άνθρωπος, και αγαπάει αυτήν την ιστορία. Και μετά, δεν πειράζει. Δεν γράφουμε και τ’ αριστουργήματα!

Το πιστεύετε αυτό αληθινά;

Ε, ναι, το πιστεύω!... Ίσως θα δίσταζα πολύ για τη «Βιοτεχνία Υαλικών»... Ίσως, γιιατί αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ηθοποιός να παίξει τη Μπέμπα, κι ένας σκηνοθέτης δύσκολα θα υπηρετούσε αυτό το κλίμα.

Εντάξει. Όσον αφορά το άλλο;

Σ’ αυτή τη συνέντευξη στη «Λέξη» (που στο κάτω – κάτω είναι ένα συμπαθητικό περιοδικό) το πράγμα ειπώθηκε παρορμητικά – εξομολογητικά. Δεν το είπα για να σοκάρω, ούτε για να δώσω οποιαδήποτε σήμανση της ερωτικής μου ζωής. Δεν είμαι ο άνθρωπος που μου αρέσει να φωνασκώ, δεν μου πάει. Δεν λέω ότι μου ξεφεύγουν, ούτε μετανοώ – αλλά φαίνεται τα λέω σε στιγμή αλήθειας.

Αντιδιαστέλλονται δηλαδή σε ένα έργο ψεύδους;

Μα, η γοητεία, η μαεστρία, η σοφία του να οικοδομήσεις ένα βιβλίο, δεν βρίσκεται τόσο στο φανέρωμα, όσο στην απόκρυψη. Οικοδομώ ένα βιβλίο κρύβοντας και αφήνοντας μονάχα χαραμάδες. Ίσως γι’ αυτό και η υπόθεση των βιβλίων μου είναι κάποτε ισχνή. Εξάλλου δεν πιστεύω στις υποθέσεις. Το ενδιαφέρον στον αναγνώστη δεν συντηρείται στα βιβλία μου με τις μεθόδους της αστυνομικής πλοκής. Ούτε φιλοδοξώ να γράψω τοιχογραγραφίες τύπου Πετσάλη, Ρώμα ή Αθανασιάδη.

Που έγινε και ακαδημαϊκός αυτές τις μέρες – και στα δικά σας!

Ευχαριστώ πολύ αλλά εγώ, ευτυχώς δεν θα μπω ποτέ στην Ακαδημία. Αισθάνεστε τόσο καταραμένος; Καθόλου! Η Ακαδημία είναι ένα ίδρυμα καταραμένο! (γέλια)

Διαβάζω ωστόσο ότι η Ραδιοφωνία της ΕΡΤ δεν έχει τόσο μαυρίσει – και, ίσως, σας δώσει τη θέση του διευθυντού.

Το ραδιόφωνο είναι μια μαγεία, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να κάνει μια τέτοια δουλειά... Δοκίμασα ήδη τον τομέα «δράση» στη θητεία μου στη Λυρική Σκηνή.

Συνεχίζουμε: Οι κριτικοί λένε πως κοινός τόπος των προσώπων σας είναι το ότι καταπίνονται στο τέλος, απ’ την κοινωνία. Πείτε μου: τι σας τραβάει πάντα σε ιστορίες ανθρώπων που χάνουν το παιχνίδι;

Αυτό ρωτάω χρόνια και τον εαυτό μου. Δεν ξεκινάω επίτηδες να καταστρέψω τους ήρωές μου. Ίσως όμως έχω συνηθίσει από μικρός όπου όλοι οι ήρωες που αγαπούσα είχανε πάντα κακό τέλος. Ίσως αυτό με επηρέασε. Ούτως ή άλλως έχω ένα είδος ελαφριάς απαισιοδοξίας, για την τύχη των ανθρώπων – δεν θέλω να τους καταστρέψω, συμπάσχω και μάλιστα τους δίνω ζωή με

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

24

τα χαμένα κομμάτια του εαυτού μου. Γιατί αν ήμουν απολύτως υγιής δεν θα υπήρχε λόγος να γράφω.

Μόνο πάνω στις πληγές βλασταίνει η δημιουργία;

Νομίζω ναι. Οσονδήποτε κι αν ηχεί αυτό μελοδραματικά. Λυπάμαι που το λέω... Όσο κι αν ακούγεται περίεργο είναι η αγάπη ή μάλλον: η κατανόηση του συγγραφέα που εξαϋλώνει στο τέλος τους ήρωες, που τους λυτρώνει... Αυτά όμως είναι εξηγήσεις εκ των υστέρων. Ο τρόπος που μπορείτε να δείτε σωστά το έργο δεν είναι αυτή η συνέντευξη, ούτε οι, ενδεχομένως, υπερφίαλες κρίσεις του συγγραφέα – αλλά ο τρόπος που εισπράτει τα γεγονότα ένας αναγνώστης. (σιωπή). Τι θέλετε να σας πω; Οι περισσότερες οικογένειες ζουν μες τη δυστυχία, χωρίς να το ξέρουν, ο τρόπος που μεγαλώνουν και κινούνται οι άνθρωποι είναι γεμάτος καταπίεση και ανασφάλεια. Ύστερα, εγώ είμαι ένας άνθρωπος που έχω καταπιεστεί πολύ από την οικογένειά μου, τα ασφαλιστικά γραφεία που δούλεψα χρόνια... – κάπου δεν θα συνθλίβηκα κι εγώ μέσα σε αυτές τις μυλόπτερες, κάπου δεν θα υπέφερα;

Μέσα σε τόση συμφορά δεν υπάρχει ελπίδα; Και η ίδια η λογοτεχνία μια ελπίδα δεν είναι;

Και βέβαια. Και ο τρόπος που στέκομαι πάνω σε μια λέξη, που σχεδόν τη χαϊδεύω, που σχεδόν τη σπρώχνω να σμίξει με μια άλλη για να φτιάξει μουσική δεν είναι μαι ευχαρίστηση και μια ελπίδα; Κι όταν το κείμενο φτάσει, εντέλει κάπου δεν είναι αυτό μια ελπίδα; Ασχέτως αν εγώ δε νιώθω ποτέ ικανοποίηση, καταδικασμένος να κουβαλήσω άλλη μια πέτρα σαν το Σίσσυφο από το βουνό.

Kύριε Κουμανταρέα, προσωπικά σας έχω συνδυάσει με μια εποχή περασμένη: λίγο αριστερά, λίγο παρέες, λίγο ελληνικότητα... Οι καιροί αλλάζουν, ενώ εσείς δείχνετε να επιμένετε νοσταλγικά σε μια εποχή...

Λοιπόν, η «Φανέλλα» είναι η απάντηση αυτού που με ρωτάτε. Όχι πως θέλω να ξεφύγω από την εποχή που ανήκω. Το ξέρω, οι συνάξεις, τα κουρεία, οι πλατείες... κάπου ανήκω σ’ αυτά. Όμως κι εγώ ο ίδιος βαρέθηκα. Δεν επιζητώ σώνει και καλά να πρωτοτυπήσω, ούτε μπορώ να απιστήσω στον εαυτό μου – αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη αυτοτιμωρία μου. Όμως η «Φανέλα» κάτι αλλάζει, γι’ αυτό ίσως να μην αρέσει στους παλιούς φίλους της Βικτωρίας. Η ζωή είναι κάτι περίεργο, σε διεκδικεί κάθε στιγμή κι αν εσύ κάνεις πίσω, είναι σα να χάνεις το παιχνίδι. Και βέβαια κάπου μέσα μου διχάζομαι στη σκέψη πως κάποτε θα δω πανοραμικά τη δεκαετία του ’60 ή του ‘70 μιλώντας σε αόριστο χρόνο – ενώ δεν θέλω αναγκαστικά να επιστρέψω σε αυτές.

Ζείτε τώρα επαρκώς τη δεκαετία του ’80 για να την περιγράψετε μελλοντικά;

Προσπαθώ... Νομίζω... Στο βαθμό που κάποιοι δισταγμοί μου το επιτρέπουν. Δεν πηγαίνω σαν άλλους σε δεξιώσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, αλλά γυρίζω περισσότερο!

Στα μπαράκια;

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

25

Στα μπαράκια! Σε αυτά βρίσκω κάτι που έχει χαθεί: τη συνύπαρξη διαφορετικών ηλικιών και κόσμων. Στα λαϊκά μπαρ της Αριστοτέλους μπορείς να δεις έναν εικοσάχρονο να αγκαλιάζει έναν εξηντάρη...

Ξεχνώντας τα χρήματα;

Συχνά – αν και δεν βρίσκω τίποτα μεμπτό ένας εξηντάρης που συχνά αποτελεί υποκατάστατο του πατέρα, να χρηματοδοτεί ένα νεότερο φίλο.

Εσείς θα δεχόσαστε ποτέ τα χρήματα μιας πληρωμένης αγάπης;

Αν ήμουν νέος πιθανώς ναι – αν τα είχα ανάγκη... Υπάρχει μια άγρια ανάγκη για χρήματα σε πολλούς νέους. Θες το κοινωνικό σύστημα, θες η αφθονία των αγαθών... Αλλά το γεγονός αυτό είναι η άκρη του σκοινιού: εδώ, έχουμε ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα και δεν είμαι εγώ ο εισαγγελέας που θα στήσει τον κόσμο στον τοίχο. Δεν καταγγέλω πράγματα, κι αν τύχει να το κάνω, θα το κάνω έμμεσα, λέγοντας μια ιστορία. Ίσως μια αδυναμία είναι οτι θέλω πάντα να είμαι διαλλακτικός... Άλλωστε ένα βιβλίο δεν θέλει μόνο να εμφυσήσει αξίες και ιδανικά. Σήμερα η τέχνη είναι παρηγορητική, γιατί ακριβώς ζούμε σε μια ταραγμένη εποχή – θέλουμε να γλυκαθούμε λίγο έστω και μελαγχολώντας.

Κύριε Κουμανταρέα συγγνώμη που θ’ αλλάξω κλίμα στην τελευταία μου διαπίστωση: υψηλό εισόδημα και λαϊκές φιλίες, Λυρική Σκηνή και ροκ δεκαετία, τηλεόραση και συγγραφική μοναξιά – μέσα σ’ όλα κινείστε.

Θέλετε να πείτε ότι είμαι άπληστος; ... Δεν νομίζω. Ίσα – ίσα νομίζω ότι είμαι άνθρωπος που συχνά διστάζει και διαλέγει με έναν αριστοκρατισμό παλιάς εποχής. Όμως, προσαρμόζομαι: ζω σε μια εποχή. Δεν είμαι τόσο μεγάλος ώστε να καθίσω μπροστά στον αργό θάνατο της τηλεόρασης... Είμαι και πολύ περίεργος. Ακόμα κι όταν φοβάμαι θέλω να γνωρίζω νέα μέρη, νέα πρόσωπα... Είμαι στο σταυροδρόμια μιας ηλικίας που δεν είναι πια, αρκετά νεανική για να ζω με την αλλοτινή ένταση, ούτε και αρκετά μεγάλη για να αποσυρθώ και να σκεφτώ φιλοσοφικά, ή σοφά αν θέλετε.

Και πώς θέλετε να σας θυμούνται – μέσα απ’ όλα αυτά;

Σαν έναν άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ άδικος, και που καμιά φορά έγραψε και κάνα καλό βιβλίο – που έκανε καλά τη δουλειά του... Σαν καλό φίλο... Αλλά δεν θέλω ακόμα να με θυμούνται. Πολύ είναι και το που με σκέπτονται καμιά φορά.

Πηγή: www.lifo.gr

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

26

«

Οι Γερμανοί και το χιούμορ: Δύσκολο πρόβλημα! Ο εντοπισμός του αστείου δεν είναι το δυνατό μας σημείο».

Ο Τζόναθαν Φράνζεν συνομιλεί με τον Ντάνιελ Κέλμαν, το νέο βι-βλίο του οποίου, με τίτλο F, είναι βαθιά φιλοσοφικό και πολύ πολύ αστείο.

Πρωτοσυνάντησα τον Ντάνιελ Κέλμαν στη Βιέννη το 2005, τη νύχτα πριν απογειωθούν οι πωλή-σεις του βιβλίου του Η μέτρηση του κόσμου. Ήταν νέος σε βαθμό κακουργήματος και για τα χρόνια του εξίσου διαβασμένος, αλλά και απίστευτα ευγενικός. Γρήγορα γίναμε καλοί φίλοι (αργότερα και συνεργάτες σε ένα μεταφραστικό εγχείρημα που είχα αναλάβει) και ήταν μεγά-λη χαρά, τα τελευταία εννιά χρόνια, να τον βλέπω να αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο σαν αφηγητής. Στη συλλογή του με σπονδυλωτές ιστορίες υπό τον τίτλο Φήμη (η οποία εκδό-θηκε στις ΗΠΑ το 2010) και ακόμα πιο πολύ στο νέο του μυθιστόρημα F, ο Ντάνιελ αναδεικνύε-ται σε έναν συγγραφέα της Κεντρικής Ευρώπης κατεξοχήν αρμόδιο να μιλήσει για τον παράδο-ξο μεταμοντέρνο κόσμο όπου κατοικούμε όλοι μας.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια κωδικοποιημένη μεταφορά της τηλεφωνικής συζήτησης που εί-χαμε τον προηγούμενο μήνα.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

27

Τζόναθαν Φράνζεν: Θέλω να αρχίσω λέγοντας ότι είμαι μεγάλος οπαδός αυτού του βιβλίου. Ίσως είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ τα δικά σου μέχρι τώρα, αν και είμαι εξίσου μεγάλος οπαδός της Φήμης. Φαίνεται ότι είναι ένα βιβλίο βασισμένο σε ένα αληθινά σοβαρό φιλοσο-φικό ερώτημα – το γιατί η ζωή μας παίρνει την τροπή που τελικά παίρνει – και για το παρά-δοξο του να ζούμε τη ζωή μας ενόσω εκείνη εξελίσσεται. Αλλά για μένα η εμπειρία της ανά-γνωσης αυτού του βιβλίου αφορούσε κυρίως την κωμωδία σε κάθε σελίδα του. Ο πρώτος από τους τρεις αδελφούς που πρωταγωνιστούν, είναι ένας αηδιαστικά παχύσαρκος ιερέας που δεν μπορεί να σταματήσει το φαί κι επιπλέον δεν πιστεύει στο Θεό. Ο άλλος είναι ένας χρηματιστής που προσπαθεί να κρύψει από τους ανθρώπους της ζωής του ότι η δουλειά του πάει κατά διαόλου - άλλη μια κλασικά κωμική κατάσταση. Κι έπειτα έχεις τον τρίτο, ο οποί-ος εργάζεται ως πλαστογράφος έργων τέχνης, στον κόσμο των εικαστικών, που παραμένει ένα δήθεν και ψεύτικο μέρος, γεμάτο από ανθρώπους που κάνουνε δήθεν και ψεύτικα και λειψά πράγματα. Το όλον είναι πραγματικά πολύ αστείο. Κι έτσι η πρώτη μου ερώτηση πρέ-πει να είναι: Νιώθεις άνετα να σε αποκαλούν κωμικό συγγραφέα;

Ντάνιελ Κέλμαν: Ναι. Το πρώτο μου μυθιστόρημα εκδόθηκε όταν ήμουν 22 χρονών. Είναι ένα πολύ σοβαρό βιβλίο. Ήμουν από εκείνους τους συγγραφείς που νομίζουν ότι η αστεία και παι-γνιώδης πλευρά του εαυτού τους δεν έχει θέση στα βιβλία τους, γιατί η λογοτεχνία είναι μια σοβαρή υπόθεση. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω, ότι, αφού στη ζωή μού αρέσει να γελάω με πράγματα και καταστάσεις, θα ’πρεπε να προσπαθήσω να συμπεριλάβω αυτή μου την πλευρά στα βιβλία μου. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω πώς να δουλεύω με τα στοιχεία του κωμικού.

Σίγουρα έχεις κάνει προόδους σ’ αυτή την κατεύθυνση, μιας και αυτό είναι το πιο αστείο βι-βλίο σου μέχρι τώρα. Αναρωτιέμαι αν το γεγονός αυτό σου προκαλεί δυσκολίες στη Γερμα-νία. Το στερεότυπο στις ΗΠΑ θέλει τους Γερμανούς εξαιρετικά σοβαρούς. Ακόμα κι εδώ, αν βάλεις τη λέξη «κωμικός» δίπλα στη λέξη «συγγραφέας» – είναι αυτό που λες, το κωμικό είναι το αντίθετο του σοβαρού κι έχω την αίσθηση ότι στη Γερμανία είναι ακόμα περισσότε-ρο έτσι. Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος. Η μέτρηση του κόσμου ήταν ένα κωμικό μυθιστόρημα για την κλασική γερμανική κουλτούρα, κι αυτό το εντόπισαν αμέσως οι κριτικοί σε διάφορες χώρες, αλλά στη Γερμανία, όταν εκδόθηκε, δεν θεωρήθηκε κωμικό μυθιστόρημα. Ο εντοπισμός του αστείου δεν είναι το δυνατό μας ση-μείο. Μα είναι τρελό. Αφού είναι εκεί μπροστά τους. Το πρώτο πράγμα που γράφω σε κάθε μου μέιλ στο Γερμανό επιμελητή των βιβλίων μου είναι: «Προσπάθησε να θυμάσαι πως αυτή υποτίθεται ότι είναι μια αστεία ιστορία».

Οι Γερμανοί και το χιούμορ – δύσκολο πρόβλημα. Υπάρχουν πολλοί καλοί κωμικοί συγγραφείς στη Γερμανία, αλλά η γερμανική κουλτούρα έχει νευρωτική σχέση με το χιούμορ.

Αν είχα πέντε ώρες παραπάνω το εικοσιτετράωρο, θα μετέφραζα στα αγγλικά τα μυθιστορή-ματα του Τόμας Μπρούσιγκ. Είναι ξεκαρδιστικός, αλλά πιστεύω ότι είναι δύσκολο να τον «πουλήσεις» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

28

Ένας συγγραφέας σαν τον Μπρούσιγκ έχει πρόβλημα στη Γερμανία, γιατί γράφει κυρίως κωμω-δία καταστάσεων.

Και διακωμωδεί ένα απολυταρχικό καθεστώς.

Το κάνει με τόσο θαυμάσιο τρόπο. Αξίζει να διαβαστεί από περισσότερους.

Και εδώ είναι άγνωστος. Ας επιστρέψουμε όμως σ’ εσένα. Είχες μια «μέγκα-επιτυχία» -τη Μέτρηση του κόσμου, που σε έκανε πασίγνωστο στη Γερμανία- και τώρα απ’ ό,τι ξέρω δουλεύεις άλλο ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ή ένα βιβλίο που διαδραματίζεται στο παρελθόν.

Το σκέφτομαι. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα, αλλά σίγουρα το σκέφτομαι.

Λοιπόν, για τους σκοπούς αυτής της συνέντευξης, ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο ξέχωρες «γραμμές λογοτεχνικής παραγωγής» του Ντάνιελ Κέλμαν. Η πρώτη περιλαμβάνει μια ζωηρή διανοητική συζήτηση με το ιστορικό παρελθόν, ενώ η δεύτερη έχει αυτή την εξαιρετικά μο-ντέρνα πλευρά – έναν ρεαλισμό του «εδώ και τώρα», ή έναν «σχεδόν-ρεαλισμό». Αλλά η αί-σθηση των δύο αυτών «ρευμάτων» είναι πραγματικά πολύ διαφορετική. Είσαι αστείος και στα δύο και ταυτόχρονα φιλοσοφικά σοβαρός. Και όμως-

Αυτό που μου προκαλεί έκπληξη είναι το πώς η οπτική μας γωνία διαμορφώνεται από την ιστο-ρική περίοδο στην οποία ζούμε. Είμαστε αιχμάλωτοι της Ιστορίας και τον περισσότερο χρόνο δεν το καταλαβαίνουμε καν. Συμπεριφερόμαστε με παράξενους τρόπους και τα πράγματα γύρω μας είναι εξαιρετικά αλλόκοτα, ωστόσο μόνο και μόνο επειδή τα έχουμε συνηθίσει, θεω-ρούμε ότι τα πάντα είναι φυσιολογικά έτσι όπως είναι. Παρατηρώντας το παρελθόν, βρίσκω συναρπαστικό το πόσο απίστευτα διαφορετικά σκέφτονταν και ζούσαν οι άνθρωποι – και δεν εννοώ στη λίθινη εποχή, εννοώ σχετικά πρόσφατα. Αν πας έξι γενιές πίσω, θα βρεις ανθρώπους που είδαν το Ναπολέοντα να περνάει καβάλα στο δρόμο. Μόνο έξι γενιές! Έτσι, απ’ τη μια μεριά προσπαθώ να καταλάβω πόσο ακραία παράξενη ήταν η ζωή στο όχι μακρινό παρελθόν και από την άλλη προσπαθώ να αποτυπώσω την αλλόκοτη αίσθηση της ιστορικής στιγμής που διανύουμε τώρα. Αυτό με απασχόλησε πάρα πολύ την εποχή που έγραφα τη «Φήμη»: πόσο άλ-λαξε η ζωή μας όταν κυκλοφόρησαν τα κινητά τηλέφωνα. Και πώς, λίγο αργότερα, δεν το σκε-φτόμασταν καν και ούτε αντιλαμβανόμασταν την αλλαγή.

Αν λοιπόν μπορώ να σε παραφράσω, είναι σα να γράφεις πάντα ιστορικό μυθιστόρημα, μόνο που ένα μέρος του τυχαίνει να διαδραματίζεται στην παρούσα χρονική στιγμή…

Ναι, σ’ ευχαριστώ. Αυτό είναι.

Το νέο σου βιβλίο δεν αφορά μόνο τον αναγνωρίσιμο, αλλόκοτο κόσμο όπου ζούμε. Υπάρχει ακόμα, σ’ όλο το βιβλίο, αυτό το παράξενο πραγματάκι που κάνεις με τις διαδοχικές γενεές. Έκανες μια πολύ διακριτή, δυνατή μορφική χειρονομία, όταν αποφάσισες να το ενσωματώ-σεις στο βιβλίο. Αυτοί οι άνθρωποι, εδώ και 600 χρόνια, που ζούνε και πεθαίνουν μεταξύ δύο προτάσεων. Και πιθανότατα αυτό είναι που κάνει το βιβλίο τόσο υποβλητικό. Μου μοιά-

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

29

ζει ότι, με κάποιον τρόπο, μας αποσπάς από τη φυσική μας αίσθηση ότι «είμαστε το κέντρο των πάντων». Κι αυτό που κάνεις με εκείνα τα μέρη στο βιβλίο, όπου μεταπηδάς σε πολύ πα-λιότερους αιώνες -και πάλι, με πολλή λακωνικότητα και φινέτσα- είναι κομμάτι αυτής της διαδικασίας «αποκέντρωσης».

Αυτό το κεφάλαιο άρχισε εντελώς διαφορετικά. Ήθελα να γράψω μια σύντομη, αστεία παρω-δία για όλη την υπερπληροφόρηση που προσφέρεται στις «οικογενειακές σάγκες», όπου μα-θαίνεις όλα αυτά τα πράγματα για παππούδες, θείους και θείες, ενώ εσύ το μόνο που θέλεις είναι να επιστρέψεις στους κύριους χαρακτήρες. Αλλά σιγά σιγά το κεφάλαιο γινόταν αυξανό-μενα σκοτεινό. Είναι το πιο σκοτεινό πράγμα που έχω γράψει.

Η αντιπαραβολή αυτού του πολύ σκοτεινού στοιχείου -και η Ιστορία είναι πάντα σκοτεινή- με μεγάλα αποσπάσματα ενός αληθινά απολλώνιου χιούμορ, είναι ένας από τους λόγους που κάνουν αυτό το βιβλίο τόσο υπέροχο.

Χαίρομαι τόσο που το ακούω! Αυτή η αντίθεση ήταν ο στόχος μου.

Για μένα λειτούργησε, Ντάνιελ. Και αυτό είναι που δίνει στο βιβλίο το βάρος του. Εννοώ, υπάρχουν αυτές οι θεμελιώδεις ερωτήσεις στις οποίες δε δίνουμε σημασία και νομίζω ότι είναι γενναίο – επειδή είναι τόσο θεμελιώδεις, που νομίζω ότι είναι πραγματικά γενναίο να αναμετριέται ένας συγγραφέας μαζί τους. Δηλαδή, ναι, οι άνθρωποι αναρωτιούνται, ξέρεις, για το νόημα της ζωής για χιλιετίες και σε συγχαίρω που αναμετρήθηκες με τέτοια ερωτήμα-τα και νομίζω ότι το βιβλίο λειτουργεί. Την ίδια στιγμή, για να περάσουμε σε κάτι άλλο, είναι σωστό να πούμε ότι αυτό είναι το πρώτο σου αληθινά «οικογενειακό μυθιστόρημα»; Ναι, είναι – με κάποιον τρόπο. Η λέξη «οικογένεια» (Family) είναι πολύ μεγάλη κι έτσι στην πε-ρίπτωση του μυθιστορήματός μου παρέμεινε μόνο το πρώτο γράμμα. Όταν ξεκίνησα, σκέφτη-κα: «Θέλω να κάνω στο οικογενειακό μυθιστόρημα κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έκανα στο ιστο-ρικό μυθιστόρημα, όταν έγραψα τη Μέτρηση του κόσμου. Δηλαδή να γράψω ένα ασυνήθιστο δείγμα του είδους. Ένα οικογενειακό μυθιστόρημα για εκείνους που δεν εμπιστεύονται τα οι-κογενειακά μυθιστορήματα. Αυτό είναι που δείχνει κεντροευρωπαϊκό στη δουλειά σου για το αμερικάνικο μάτι. Στην Αμερική έχουμε την τάση να είμαστε πολύ πιο συντηρητικοί σε σχέση με τη φόρμα, ακόμα και οι σοβαροί μας συγγραφείς. Για μένα, μέρος της έξαψης του να διαβάζω τη δουλειά σου είναι ότι περιλαμβάνει απίστευτα «προσβάσιμα» βιβλία -δεν είναι αγγαρεία το διάβασμά τους, είναι το αντίθετο της αγγαρείας- και παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αυτή η διάθεση για πειρα-ματισμό. Το F δε μοιάζει με κανένα άλλο οικογενειακό μυθιστόρημα. Δεν το λέω για να ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση, αλλά επειδή είναι αλήθεια: Πριν από χρό-νια Οι διορθώσεις αποτέλεσαν μια αληθινή αποκάλυψη για μένα. Αυτό το βιβλίο μου έδειξε ότι οφείλουμε να πάρουμε καθετί πειραματικό που μας δίδαξε η λογοτεχνία κι έπειτα να χρησιμο-ποιήσουμε τα εργαλεία αυτά για να δημιουργήσουμε σύνθετους, ζωντανούς χαρακτήρες. Κι αυτό προσπάθησα να κάνω έκτοτε.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

30

Και νομίζω με ιδιαίτερη επιτυχία σ’ αυτό το βιβλίο. Οι τρεις αδελφοί είναι υπέροχα σχεδια-σμένοι, ο καθένας με την προσωπικότητά του. Κι επίσης είναι συγκινητικά τρυφεροί ο ένας προς τον άλλον. Είναι μια τραυματισμένη οικογένεια, αλλά όχι αυτό που θα αποκαλούσαμε δυσλειτουργική οικογένεια, δεν το νομίζω.

Και ο ένας απ’ τους αδελφούς -ο Ιβάν- είναι ένα αληθινά καλό πρόσωπο. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το είχα ξαναπροσπαθήσει. Ο Ντοστογιέφσκι είπε κάποτε ότι το πιο δύσκολο είναι να δη-μιουργήσεις ένα καλό χαρακτήρα. Το σκέφτομαι συχνά.

Στην πρώτη σου λοιπόν απόπειρα για οικογενειακή μυθοπλασία, αναρωτιέμαι αν υπήρξαν κάποιες καινούργιες ή απρόσμενες νοηματοδοτήσεις, με τις οποίες ήρθες αντιμέτωπος όταν τοποθέτησες τους αδελφούς και τον πατέρα -αλλά επίσης και μια αδελφή- στην ιστορία.

Χαίρομαι που αναφέρεις την αδελφή. Οι περισσότεροι μιλάνε μόνο για τους αδελφούς.

Ω, μα η κόρη είναι το κλειδί.

Και για μένα το ίδιο. Δε θα ’λεγα ότι είναι μια γυναικεία φωνή, μάλλον μια παιδική φωνή – αλλά πολύ ιδιαίτερη, αρκετά διαφορετική από τους άλλους. Το μυθιστόρημα δε θα λειτουρ-γούσε χωρίς αυτήν. Σε σχέση με την έννοια της οικογένειας: Όταν γράφεις για αδέλφια, σου δί-νεται η δυνατότητα να τους δώσεις διαφορετικά επαγγέλματα, να τους στείλεις σε διαφορετι-κούς κοινωνικούς κόσμους. Δεν είναι απαραίτητο να το κάνεις, αλλά αν δεν το κάνεις, ίσως χά-σεις μια μεγάλη ευκαιρία.

Ένας τυπικός τρόπος να διαφοροποιούνται τα αδέλφια μεταξύ τους είναι να επιλέγουν δια-φορετικά αντικείμενα. Υπάρχει ο τύπος της οικογένειας όπου όλοι είναι πράκτορες του FBI, αλλά η κλασική οικογένεια είναι αυτή όπου ο ένας αδελφός είναι καλλιτέχνης, ο άλλος δά-σκαλος και τα λοιπά. Η ίδια η οικογένεια κάνει τον κόσμο να δείχνει πιο πλήρης.

Ποτέ στο παρελθόν δεν έγραψα συνειδητά σε σχέση με πεδία κοινωνικής ζωής. Έτσι, αυτή ήταν μια πρόκληση που έθεσα στον εαυτό μου. Ο ίδιος δεν έχω αδέλφια, ήμουν ένα μοναχοπαίδι που ήθελε να είχε αδέλφια. Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που μεγάλωσαν με αδέλφια θα ήθελαν να ήταν μοναχοπαίδια, ή τουλάχιστον φαντάζονταν πώς θα ήταν να ζούσαν μόνοι με τους γονείς τους, ενώ εγώ πάντα φανταζόμουν πώς θα ήταν τα αδέλφια μου. Αλλά ποτέ δε βίωσα τις περιπλοκές της ζωής με αδέλφια.

Αυτή είναι μια από τις πρωτοτυπίες του βιβλίου. Δεν αφορά τόσο τη δυναμική ανάμεσα σε αδέλφια, όσο την αίσθηση της σύνδεσης μεταξύ τους, αυτή την αίσθηση μιας αυθεντικής ολότητας η οποία θρυμματίστηκε σ’ αυτό το πολυπρόσωπο πράγμα. Θέλω να πω, είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα και διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη, γιατί ακούγεται κάπως σαν «ωχ, συναγερμός: βαρεμάρα!» αλλά η φιλοσοφία, όταν γίνεται καλά, δεν είναι ούτε τρομακτική ούτε βαρετή.

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

31

Αυτός που είναι πραγματικά βαρετός είναι ο συμβολισμός. Είναι πολύ σημαντικό να μην κάνεις κάτι τέτοιο. Όταν γράφεις για έναν πατέρα που εγκαταλείπει τα παιδιά του, θα πρέπει να επι-κεντρώνεις στους χαρακτήρες και να μένεις όσο μπορείς πιο μακριά από κάθε συσχετισμό του πατέρα με το Θεό, την Αλήθεια, ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό θα ’ταν φρικτό. Άλλο βέβαια τα σύμβο-λα και άλλο οι ιδέες. Ερωτήματα όπως, «υπάρχει μοίρα;» ή «τα πράγματα που μας συμβαίνουν έχουν κάποιο νόημα ή όχι; Κι αν όχι, μπορούμε να ζήσουμε μ’ αυτή την επίγνωση, ή μήπως πρέπει να εφεύρουμε ένα νόημα;» – αυτά τα ερωτήματα είναι πολύ αληθινά, αγγίζουν την ουσία όλων όσων κάνουμε στη ζωή μας.

Σωστά. Και μετά, φυσικά, το κόλπο για το φιλοσοφικό μυθιστόρημα είναι να δώσει κανείς δραματική μορφή στα ερωτήματα αυτά, ώστε να μην τίθενται απ’ την αρχή ως ερωτήματα, αλλά να αναδύονται από μόνα τους.

Παραδοσιακά ο όρος «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» εννοούσε ένα μυθιστόρημα που γραφόταν με σκοπό τη στήριξη μιας θεωρίας, την οποία ο συγγραφέας είχε διαμορφώσει από πριν, και συνήθως αυτό είναι φρικτό. Αυτό απλά δε συμβιβάζεται με τη σύγχρονη ιδέα περί μυθιστορή-ματος. Όλα τα μυθιστορήματα σήμερα έχουν να κάνουν με την αμφισημία.

Επιστρέφοντας στον τρόπο με τον οποίο η οικογένεια δημιουργεί αυτό το πολυπρόσωπο πράγμα, τα κοινωνικά πεδία όντως αλληλοτέμνονται, αλλά είναι στον αντίποδα το ένα του άλλου. Έχεις τον χρηματικό κόσμο του Έρικ κι έπειτα έχεις τον κωμικό κόσμο του να είσαι παπάς ενορίας και μετά έχεις τον κόσμο της τέχνης του Ιβάν. Υπάρχει ένας κύβος του Ρού-μπικ στο εξώφυλλο της Αμερικάνικης έκδοσης του βιβλίου, σωστά; Ή μήπως άλλαξε;

Άλλαξε. Μου άρεσε πολύ αυτός ο κύβος του Ρούμπικ, αλλά δυστυχώς τον αλλάξανε.

Κρίμα. Η εικόνα του κύβου -μπορείς να δεις μόνο τρεις πλευρές την ίδια στιγμή- δείχνει να ταιριάζει πολύ με την αίσθηση ότι έχεις τρία διαφορετικά κοινωνικά πεδία. Αλλά συνδέεται και με την εμπειρία που είχα διαβάζοντας το βιβλίο: «Ουάου! Δεν έχω ιδέα πού το πάει!» Είναι αυτές οι τρελές ιστορίες που ξαφνικά, στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, αρχίζουν να μπαίνουν στη θέση τους με τρόπους απρόβλεπτους, που όμως βγάζουν ένα είδος νοήματος. Όλα ταιριάζουν, όπως στις τελευταίες περιστροφές ενός κύβου του Ρούμπικ. Όχι με έναν αφαιρετικό τρόπο, αλλά με την έννοια ότι, «εντάξει, τώρα καταλαβαίνω γιατί διάβασα αυτές τις διαφορετικές ιστορίες.» Και αναρωτιέμαι: Τα είχες σχεδιάσει όλα από την αρχή;

Ήταν η πρώτη φορά που δεν σχεδίασα τίποτα απ’ την αρχή. Το μόνο πράγμα που ήξερα ήταν ότι ήθελα να γράψω για τρεις αδελφούς και ότι και οι τρεις θα έπρεπε να είναι παραχαράκτες ή απατεώνες, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Και μετά έκανα κάτι που δεν είχα ξαναδοκιμάσει ποτέ: ήθελα να μάθω πώς θα εξελίσσονταν οι χαρακτήρες και τι θα τους συνέβαινε. Μου πήρε πολλές προσπάθειες, κακές αρχές και αλλεπάλληλα γραψίματα για να καταλάβω ποιοι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι. Δεν προσχεδίασα ούτε και τη δομή, αυτή απλά συνέ-βη. Για παράδειγμα, όταν ο Μάρτιν γευματίζει με τον αδελφό του τον Έρικ, όπου βλέπεις τη μία πλευρά και μετά, πολύ αργότερα, βλέπεις την άλλη: Το μυθιστόρημα επιστρέφει στη στιγμή εκείνη για να την αφηγηθεί από την οπτική γωνία του άλλου αδελφού και τότε είναι που κατα-

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

32

λαβαίνεις ότι όλα όσα είχε υποθέσει ο Μάρτιν για τον αδελφό του ήταν λάθος. Αυτό τώρα μοιάζει προμελετημένο, η αλήθεια όμως είναι ότι εξεπλάγην και εγώ ο ίδιος. Εκείνο που ήξερα από πριν, ήταν ότι ήθελα κάτι φρικτό να συμβεί σε κάποιον απ’ τους αδελφούς, κάτι που θα ήταν απρόσμενο και τελικά χωρίς νόημα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις, στη μυθοπλα-σία τίποτα δεν είναι ποτέ πραγματικά τυχαίο, γιατί για οτιδήποτε συμβαίνει ξέρεις ότι υπάρχει ένας συγγραφέας που το επινόησε. Ένας χαρακτήρας μυθιστορήματος έχει πεπρωμένο – εξ ορισμού. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα λοιπόν είναι να κάνεις κάτι να συμβεί σ’ ένα μυθι-στόρημα, κάτι που να μοιάζει με αληθινό ατύχημα. Είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρεις, ίσως και αδύνατο.

Και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι ετοιμάζεσαι να δώσεις την απάντηση σ’ εκείνο που ξεκίνησες να ρωτήσεις.

Με κάποιον τρόπο, ναι. Ακόμα δεν θεωρώ ότι ένα μυθιστόρημα μπορεί να δώσει αληθινές απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα όπως εκείνο της μοίρας, αλλά ίσως η δομή του μυθιστορή-ματος να είναι η απάντηση. Είναι όμως μια απάντηση που δεν μπορώ να πω με λόγια.

Σωστά, κι αυτή είναι η δόξα της λογοτεχνίας κατά τη γνώμη μου. Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο οι αληθινοί φιλόσοφοι δεν εμπιστεύονται τη λογοτεχνία.

Θεωρούν ότι είναι πολύ εύκολη. Θα πρέπει να δίνεται μια κάποια απάντηση, και με τον τρόπο τους έχουν δίκιο, αλλά κι εμείς οι αφηγητές έχουμε το δίκιο μας.

Σοκαρίστηκα που η Φήμη, το τελευταίο σου βιβλίο στις ΗΠΑ, δεν προσέλκυσε αρκετά το εν-διαφέρον της κριτικής. Είχες μόλις κάνει αυτό το γιγάντιο διεθνές μπεστ-σέλλερ και τώρα είχες αυτή τη συλλογή διηγημάτων, όλα εξαιρετικά, μερικά σούπερ αστεία, και όλα πολύ εν-διαφέροντα, νομίζω, για το αμερικάνικο κοινό. Ως αμερικανός αναγνώστης είχα την αίσθηση ότι αναγνώριζα πλήρως το σύγχρονο κόσμο όπου διαδραματίζονταν, αλλά την ίδια στιγμή δεν ήταν αμερικανικά. Έλεγα, «Α, να και μια κεντροευρωπαϊκή εκδοχή της αλλόκοτης ιστορι-κής περιόδου που διανύουμε.» Και ήταν ένα πολύ ευκολοδιάβαστο βιβλίο, ωστόσο κανείς απ’ όσους ξέρω δεν το έχει διαβάσει, εκτός από τους φίλους μας, τους κοινούς μας φίλους. Και έπρεπε να το διαβάσουν.

Δεν είχαν άλλη επιλογή.

Λοιπόν, εντάξει, ξέρω ότι είναι ριψοκίνδυνο για τους συγγραφείς να μιλούν για την κριτική υποδοχή των βιβλίων τους. Αναρωτιέμαι όμως αν θα ’θελες να μου πεις πώς νιώθεις για τη δική σου υποδοχή και εδώ και στη Γερμανία. Κι αν υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο.

Υπήρξα πολύ τυχερός, γιατί πολλοί άνθρωποι διαβάζουν τα βιβλία μου στη Γερμανία, τη Γαλ-λία, την Ιταλία και μερικές άλλες χώρες. Είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα συγ-γραφέα – να μπορεί να ζήσει απ’ τη συγγραφή. Αλλά είμαι και σε παράξενη θέση, μιας και το

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

33

γερμανικό λογοτεχνικό κατεστημένο έχει την τάση να με αντιπαθεί, διότι με θεωρεί υπερβολι-κά επιτυχημένο διεθνώς, πράγμα που αποτελεί, φυσικά, απλώς μια προβολή.

Στρώνεις το μπάνιο σου με χρυσά τούβλα, λοιπόν. Είμαι «διεθνώς αναγνωρισμένος» μονάχα στη Γερμανία. Αλλά όσον αφορά τις ΗΠΑ, είναι ακόμα τρομερά δύσκολο να τα καταφέρεις, αν δεν είσαι αγγλόφωνος συγγραφέας. Δε θα ξεχά-σω ποτέ το ραδιοφωνικό οικοδεσπότη, ο οποίος στη διάρκεια της αμερικανικής περιοδείας προώθησης του βιβλίου μου, με ρώτησε με αληθινή δυσπιστία: «Είναι αλήθεια λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο δεν γράφτηκε στα αγγλικά;» Οι Αμερικανοί αισθάνονται ότι υπάρχει κάτι εξωφρενικό στην ιδέα ότι κάποιος δεν είναι Αμερικανός. Κάθε νεαρός συγγραφέας απ’ το Μπρούκλιν που γράφει για το Ολοκαύτωμα προσελκύει την προσοχή, τη στιγμή που μια αληθινή ιδιοφυία όπως ο Ίμρε Κέρτες, ο οποίος πήρε το Νόμπελ και πιθανότατα έχει γράψει το καλύτερο μυθι-στόρημα για το Ολοκαύτωμα στην ιστορία της λογοτεχνίας, δεν έχει αρκετή αναγνώριση στις ΗΠΑ. Κάτι που με εξόργισε στις αμερικανικές κριτικές για το «The Kraus Project» [το βιβλίο που έγραψαν από κοινού συνεντευξιαστής και συνεντευξιαζόμενος, παρουσιάζοντας κείμενα του Αυστριακού σατιρικού συγγραφέα των αρχών του εικοστού αιώνα Καρλ Κράους – σ.τ.μ.] -ξέρω ότι δεν διαβάζεις κριτικές, εγώ όμως τις διάβασα- είναι ότι πάρα πολλοί κριτικοί αντιμετώπισαν τον Καρλ Κράους, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους συγγραφείς του εικο-στού αιώνα και του οποίου τα θεατρικά έργα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ανεβαίνουν ακόμα στις σκηνές όλης της Ευρώπης, σαν κάποια εντελώς άγνωστη, απαρχαιωμένη, σκιώδη μορφή. Η Αμερική έχει μια πολύ ζωντανή λογοτεχνική κουλτούρα, έχει όμως και μια βαθιά επαρχιώτικη πλευρά. Ξέρω ότι είσαι Αυστριακός, όχι Γερμανός-

Έχω και τα δύο διαβατήρια.

Και έχεις σχέση με Γερμανίδα και ο γιος σου είναι Γερμανός πολίτης και γράφεις στα γερμα-νικά και, εντάξει, για τους Αμερικανούς μετράς σαν Γερμανός. Και μου φαίνεται ότι καιρός είναι ο κόσμος να δώσει σημασία στη Γερμανία, γιατί βασικά η Γερμανία είναι που κάνει κουμάντο στην Ευρώπη σήμερα.

Δεν είναι μια σκέψη που μ’ αρέσει ιδιαίτερα, αλλά είναι η αλήθεια. Ή ίσως όχι εντελώς. Η φίλη μου εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1992 και από τότε ζει στη Νέα Υόρκη. Το αγοράκι μου περιμέ-νει να εκδοθεί η αμερικανική υπηκοότητά του. Και η Γερμανία με τις ΗΠΑ είναι ακόμα εντελώς αλληλοεξαρτώμενες, τόσο, που επίκειται η δημιουργία ζώνης ελευθέρων συναλλαγών, η οποία θα μας φέρει ακόμα πιο κοντά. Αλλά έχεις δίκιο, η Γερμανία δείχνει αρκετά ισχυρή και πάλι, χωρίς να είμαι σίγουρος πώς έγινε αυτό.

Έγινε με τη βοήθεια της οικονομίας. Οι Γερμανοί κυριάρχησαν πάλι, αυτή τη φορά όμως με κάπως πιο ευγενικό τρόπο. Τώρα στέλνουν τραπεζίτες, όχι τανκς. Και δεν μπορώ να μη σκέ-φτομαι ότι θα ’πρεπε να υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον για όλο αυτό. Κάποιος σαν κι εσένα που είναι νέος και μέσα στην τεχνολογία και δεν γράφει για τη ζωή στο 1870 ή κάτι τέ-τοιο, γράφει για τη ζωή το 2014 – δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι ο καιρός σου πλησιάζει κι ότι αυτό που κάνεις στα μυθιστορήματά σου με τη ζωή στη σύγχρονη κεντρική Ευρώπη θα έπρε-

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

34

πε να προκαλεί το ενδιαφέρον, ιδίως μιας και είναι τόσο διασκεδαστικά γραμμένο. Αναρω-τιέμαι όμως, θεωρείς τον εαυτό σου περισσότερο κοσμοπολίτη ή γερμανόφωνο συγγραφέα; Συγκρίνεσαι με τους συγχρόνους σου Γερμανούς ή με τους αντίστοιχους πέραν του Ατλαντι-κού;

Πάντα ενδιαφερόμουν πιο πολύ για τη λογοτεχνία της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, απ’ ό,τι για εκείνη της Γερμανίας του σήμερα. Για πολύ καιρό αισθανόμουν περισσότερο κοσμοπο-λίτης παρά Γερμανός συγγραφέας. Πρόσφατα όμως ανακάλυψα εκ νέου κάποιους αυστρια-κούς συγγραφείς και ξαναβρήκα την πλούσια αυστριακή παράδοση που με συνδιαμόρφωσε. Κι έτσι τώρα νιώθω ελαφρώς λιγότερο κοσμοπολίτης απ’ ό,τι μερικά χρόνια πριν. Είναι καλό αυτό; Δεν ξέρω.

Βρήκες τη θέση σου στην παράδοση της κωμικής αυστριακής γραφής.

Λοιπόν, αν γράφεις στα γερμανικά και περνάς πολύ χρόνο στη Γερμανία, είναι σίγουρα χρήσιμο να θυμίζεις στον εαυτό σου ότι υπάρχει και η Αυστρία, υπάρχει μια πολιτιστική παράδοση μέσα στη γερμανική γλώσσα που είναι βαθιά κωμική και επίσης αρκετά απαισιόδοξη. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να έχεις κάποιου είδους τοπική διασύνδεση. Να έχεις μια παράδοση με την οποία μεγάλωσες και με την οποία παραμένεις δεμένος. Και για μένα αυτή θα είναι πάντα η γερμανο-αυστριακή παράδοση, και δε νομίζω να την παρατήσω ποτέ.

Ωραία, είμαι μαζί σου. Είναι κάτι σαν αξίωμα της σύγχρονης ανθρωπολογίας, ότι μπορεί να έχεις πλέον μια παγκοσμιοποιημένη μονο-κουλτούρα, αυτή όμως αποκτά διαφορετική γεύση στη Βραζιλία απ’ ό,τι στο Χιούστον, άλλη μορφή στο Βερολίνο απ’ ό,τι στο Λονδίνο.

Και ένα απ’ τα αληθινά πλεονεκτήματα του να ταξιδεύεις είναι ότι μαθαίνεις για τη δύναμη των τοπικών παραδόσεων. Οι άνθρωποι που δεν ταξιδεύουν έχουν την τάση να θεωρούν ότι στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας ο κόσμος είναι ίδιος παντού – ενώ η δική μου εμπειρία είναι ότι όσο ταξιδεύεις και γνωρίζεις καλύτερα τους ανθρώπους σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, μα-θαίνεις να εκτιμάς πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές τους. Και το ίδιο συμβαίνει με την Ιστορία. Φυσικά οι άνθρωποι στον πυρήνα τους ήταν πάντα ίδιοι, αλλά αυτό είναι στην ουσία κάτι αρ-κετά κοινότοπο. Η πιο ενδιαφέρουσα αλήθεια είναι ότι τα ανθρώπινα πλάσματα παραμένουν εξόχως διαφορετικά και προσαρμόζονται πολύ γρήγορα και αλλάζουν διαρκώς.

Ο Τζόναθαν Φράνζεν είναι συγγραφέας τεσσάρων μυθιστορημάτων (Ελευθερία, Οι διορθώ-σεις, Κραδασμοί και ηΕικοστή έβδομη πολιτεία) δύο συλλογών δοκιμίων (Ακόμα πιο μα-κριά, How to be alone) ενός προσωπικού χρονικού (The discomfort zone) και μιας μετάφρασης του Ξυπνήματος της άνοιξης του Frank Wedekind, όλα από τις εκδόσεις FSG. Ζει στην πόλη της Νέας Υόρκης και τη Σάντα Κρουζ της Καλιφόρνια.

Πηγή: http://selides.kastaniotis.com/

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

35

Ο Οίκος των Βιβλίων

Bibliothèque Nationale de France, Paris

Bibliothèque Mazarine, Paris

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

36

Biblioteca Angelica, Rome

Bibliothèque Sainte Geneviève, Paris

Πηγή: http://www.boredpanda.com/

Ιανουάριος 2015 Βιβλιοτρόπιο 34

37

Λέσχες Ανάγνωσης ΒΙΒΛΙΟΤΡΟΠΙΟ/ΔΙΑ-ΛΟΓΟΣ Μέλη του Δικτύου Λεσχών "Ανάγνωσις"

Τώρα διαβάζουμε

Αποσπασματικό, κρυφό ημερολόγιο, κείμενο εναγώνιας ενδοσκόπησης, απόπειρα εξερεύνησης του φαινομένου της ύπαρξης, ανίχνευση των ορίων ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, μα πάνω απ όλα μια ατέρμονη αυτο-εξιστόρηση, είναι το Βιβλίο της Ανησυχίας όπου, πίσω από τις εξομολογήσεις του διάφανου βοηθού λογιστή Μπερνάρντο Σουάρες, διακρίνουμε μια από τις δεσπόζουσες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, τον Πορτογάλο ποιητή Φερνάντο Πεσσόα. Το έργο που άφησε ανέκδοτο σχεδόν στο σύνολό του, πεθαίνοντας το 1935, είναι τεράστιο και πολύμορφο: ένα μεγάλο τμήμα του υπογράφεται από τους "ετερώνυμους", δημιουργήματα της φαντασίας του ποιητή που διαθέτουν αυτόνομο λογοτεχνικό ύφος και έργο, όπως και αυτόνομη πλαστή βιογραφία.

Ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του, σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου: "I Know not what tomorrow will bring". Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωση του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του εικοστού αιώνα. Ο Πεσσόα είναι ταυτόχρονα ποιητής και μύθος ποιητικός. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας, δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου έργου του, ενός έργου ανολοκλήρωτου και πολλαπλού, το οποίο κληροδότησε στις μέλλουσες γενιές κλεισμένο στο περίφημο μπαούλο, εξασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του. Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν τη βιογραφία του: θάνατος του πατέρα του, μετακίνηση μαζί με τη νέα του οικογένεια στο Ντέρμπαν της Αφρικής, αγγλική παιδεία, επιστροφή στη Λισαβόνα, βιοπορισμός ως αλληλογράφος σε εμπορικούς οίκους, ένας λευκός έρωτας, πολλή μοναξιά. Η πολυσχιδής ποιητική ζωή του βρίσκεται στους αντίποδες της βιογραφίας του. Ο Πεσσόα, ο οποίος υπογράφει το έργο του με το όνομα του αλλά και με τα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, συνιστά μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κύριοι συντελεστές σε πρωτοτυπία αλλά και παραγωγικότητα οι εξής τέσσερις ετερώνυμοί του: ο δάσκαλος όλων Αλμπέρτο Καέιρο, ποιητής του "Φύλακα των κοπαδιών", ο εκκεντρικός ναυπηγός μηχανικός Άλβαρο ντε Κάμπος, ποιητής της

"Θαλασσινής ωδής" και του "Καταστήματος φιλικών", ο επικούρειος, στωικός κλασικιστής συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις και, τέλος, ο Μπερνάρντο Σοάρες, συγγραφέας του "Βιβλίου της ανησυχίας". Αριστοτεχνικός διευθυντής αυτής της ιδιόμορφης ορχήστρας ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο ποιητής του "Μηνύματος", ο διηγηματογράφος του "Αναρχικού τραπεζίτη", ο ακάματος δοκιμιογράφος επί παντός του επιστητού, ο θεατρικός συγγραφέας ενός ανολοκλήρωτου "Φάουστ", ο οποίος ορίζει την τέχνη του λέγοντας: "Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη".

ΒΙΒΛΙΟΤΡΟΠΙΟ ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

ΑΝ το διάβασμα είναι για σας μια ανεξάντλητη πηγή ευχαρίστησης…

ΑΝ πιστεύετε ότι το διάβασμα δεν είναι κατ’ ανάγκη μια μοναχική υπόθεση…

ΑΝ αυτό που νιώθετε διαβάζοντας θέλετε να το μοιραστείτε και με άλλους…

--------------------------- Γίνετε μέλος σε μια από τις Λέσχες Ανάγνωσης

που λειτουργούν στη Λεμεσό. ή

Βρείτε κι άλλα άτομα που αγαπούν το διάβασμα και συγκροτείστε μια ομάδα, τα μέλη της οποίας θα συγκεντρώνονται μια φορά το μήνα και θα συζητούν γύρω από το βιβλίο που έχουν

επιλέξει να διαβάσουν.

Για περισσότερες πληροφορίες ως προς τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας μιας Λέσχης Ανάγνωσης μπορείτε να απευθυνθείτε στο Δίκτυο Λεσχών «Ανάγνωσις».

Παντελής Μάκη, τηλ: 99 667599 Με τη στήριξη e-mail: [email protected] www.bibliotropio.blogspot.com Αντώνης Κουντούρης, τηλ: 99 346424 e-mail: : [email protected] Κατερίνα Βοσκαρίδου, τηλ: 99 526772 e-mail: [email protected] www.pyrion.blogspot.com