ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

2

Click here to load reader

Transcript of ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Page 1: ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΣΡΑΓΟΤΔΙΑ 28ης ΟΚΣΩΒΡΙΟΤ

Ο ΝΑΠΟΛΙΣΑΝΟ Μελαχρινζ Ναπολιτάνε ο πόλεμοσ είναι φριχτόσ εςφ μαχαίρωςεσ τον Πάνο μετά ςε ςκότωςε κι αυτόσ Σϊρα κοιμάςτε αγκαλιαςμζνοι όπωσ το κζλθςε ο Θεόσ να `ναι οι λαοί αδελφωμζνοι Μαφροι, λευκοί, ζνασ λαόσ Εςφ ςτθ Νάπολθ μπαρμπζρθσ κι αυτόσ ψαράσ ςτο Αιτωλικό να μάκεισ δε κα καταφζρεισ πϊσ φτάςατε ςτο φονικό Σϊρα κοιμάςτε αγκαλιαςμζνοι όπωσ το κζλθςε ο Θεόσ να `ναι οι λαοί αδελφωμζνοι Μαφροι, λευκοί, ζνασ λαόσ ΣΟ ΑΚΟΡΝΣΕΟΝ

τθ γειτονιά μου τθν παλιά είχα ζνα φίλο που ιξερε και ζπαιηε τ’ ακορντεόν όταν τραγοφδαγε φτυςτόσ ιταν ο ιλιοσ φωτιζσ ςτα χζρια του άναβε τ’ ακορντεόν Μα ζνα βράδυ ςκοτεινό ςαν όλα τ’ άλλα κράταγε τςίλιεσ παίηοντασ ακορντεόν φαςιςτικά καμιόνια ςτάκθκαν ςτθ μάντρα και μια ριπι ςταμάτθςε τ’ ακορντεόν Σ’ αρχινιςμζνο ςφνκθμα πάντα μου μζνει όποτε ακοφω από τότε ακορντεόν κι ζχει ςαν ςτάμπα τθ ηωι μου ςθμαδζψει δε κα περάςει ο φαςιςμόσ

ΔΤΟ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠ΄ΣΟ ΒΡΑΧΩΡΙ Δυο παιδιά απ’ το Βραχϊρι πιρανε βουνά και όρθ για τιμι, για Λευτεριά. Όμωσ του εχκροφ οι ςφαίρεσ τουσ ςταμάτθςαν τισ μζρεσ και δε κα γυρίςουν πια. Σο 'να αγζλαςτο κοιμάται και τθ Λευτεριά κυμάται, τ’ άλλο ξάγρυπνο ςτο πλάι το μαχαίρι του τροχάει.(2) Ζςτειλαν οι βακμοφόροι το μαντάτο ςτο Βραχϊρι κι’ ζκλαιγαν οι κοπελιζσ. Επραςίνιςε το χϊμα και δε γφριςαν ακόμα να τινάξουν τισ ελιζσ. Σο 'να αγζλαςτο κοιμάται και τθ Λευτεριά κυμάται, τ’ άλλο ξάγρυπνο ςτο πλάι το μαχαίρι του τροχάει.(2) ΜΙΚΡΟ ΛΑΟ Μικρόσ λαόσ και πολεμά δίχωσ ςπακιά και βόλια για όλου του κόςμου το ψωμί το φωσ και το τραγοφδι Κάτω απ’ τθ γλϊςςα του κρατεί τουσ βόγγουσ και τα ηιτω κι αν κάνει πωσ τα τραγουδεί ραγίηουν τα λικάρια

Page 2: ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΓΤΝΑΙΚΕ ΗΠΕΙΡΩΣΙΕ

Γυναίκεσ Ηπειρϊτιςςεσ μζςα ςτο χιόνι πάνε κι οβίδεσ κουβαλάνε(2) κεζ μου τι τισ πότιςεσ και δεν αγκομαχάνε Γυναίκεσ Ηπειρϊτιςςεσ ξαφνιάςματα τθσ φφςθσ εχκρζ γιατί δε ρϊτθςεσ ποιον πασ να κατακτιςεισ Γιαννιϊτιςςεσ ουλιϊτιςςεσ ξαφνιάςματα τθσ φφςθσ εχκρζ γιατί δε ρϊτθςεσ ποιον πασ να κατακτιςεισ Γυναίκεσ απ’ τα ςφνορα κόρεσ γριζσ κυράδεσ φωτιά μεσ τουσ βοριάδεσ((2) εςείσ κα είςτε ςίγουρα τθσ λευτεριάσ μανάδεσ Γυναίκεσ Ηπειρϊτιςςεσ ξαφνιάςματα τθσ φφςθσ εχκρζ γιατί δε ρϊτθςεσ ποιον πασ να κατακτιςεισ Γιαννιϊτιςςεσ ουλιϊτιςςεσ ξαφνιάςματα τθσ φφςθσ εχκρζ γιατί δε ρϊτθςεσ ποιον πασ να κατακτιςεισ

ΒΑΖΕΙ Ο ΝΣΟΤΣΕ ΣΗ ΣΟΛΗ ΣΟΤ Βάηει ο Ντοφτςε τθ ςτολι του και τθ ςκοφφια τθν ψθλι του, μ’ όλα τα φτερά, και μια νφχτα με φεγγάρι τθν Ελλάδα πάει να πάρει, βρε, το φουκαρά! Ωωωωωωωωωωωωωχ. Σον τςολιά μασ τον λεβζντθ βρίςκει ςτα βουνά και ταράηει τον αφζντθ τον μακαρονά. Αχ, Σςιάνο, κα τρελακϊ Σςιάνο, με τουσ τςολιάδεσ ποιοσ μου είπε να τα βάνω. Αααααααααααααχ. Ξεκινάει τθν άλλθ μζρα, μα και πάλι ακοφει "Αζρα" από τον τςολιά, δρόμο παίρνει και δρομάκι και πθδάει το ποταμάκι, ξζρει τθ δουλειά. Ωωωωωωωωωωωωωχ. Σρϊει τισ ςφαίρεσ ςαν χαλάηι από τον τςολιά, κι όλο ςτρατθγοφσ αλλάηει για να βρει δουλειά. Αχ, Σςιάνο, κα τρελακϊ Σςιάνο, και ςτείλε γριγορα τα μαφρα μου να βάνω. Και `πάκαν οι καθμζνοι μεγάλθ ςυμφορά, κι θ Ρϊμθ περιμζνει κι εκείνθ τθ ςειρά.