Κρητικη...

49
ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ (1570-1681) ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Εἰσαγωγή, ἀνθολόγηση, γλωσσάριο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ 2016

Transcript of Κρητικη...

Page 1: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

(1570-1681)

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Εἰσαγωγή ἀνθολόγηση γλωσσάριο

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ

2016

copy Στέφανος Κακλαμάνης

2

BIBΛ IOΓPAΦ IA

(γενική)

IΣTOPIKO - KOINΩNIKO - OIKONOMIKO - ΠOΛITIΣTIKO ΠΛAIΣIO Στυλιανὸς Ἀλεξίου laquoἩ Kρητική Λογοτεχνία καὶ ἡ ἐποχή τηςraquo Kρητικὰ Xρονικά 8 (1954) 76-

108 [= Ἡ Kρητική Λογοτεχνία καὶ ἡ ἐποχή της Mελέτη φιλολογικὴ καὶ ἱστορική Ἀθήνα 1985]

Στυλιανὸς Ἀλεξίου laquoTὸ Kάστρο τῆς Kρήτης καὶ ἡ ζωή του στὸ IΣT καὶ IZ αἰώναraquo Kρητικὰ Xρονικά 19 (1965) 146-178

Λογοτεχνία καὶ Kοινωνία στὴν Kρήτη τῆς Ὰναγέννησης Ἐπιμέλεια David Holton ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ Nαταλία Δεληγιαννάκη Ἡράκλειο 1997 Τὰ κεφάλαια ― (σ 1-20) David Holton laquoἩ κρητικὴ ἀναγέννησηraquo ― (σ 21-57) Xρύσα Mαλτέζου laquoTὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ πλαίσιοraquo

Στέφανος Κακλαμάνης laquoἩ χαρτογραφηση τοῦ χώρου καὶ τῶν συνειδήσεων στὴν Κρήτη κατὰ τὴν περίοδο τῆς Βενετοκρατίαςraquo στὸ CANDIACRETA ΚΡΗΤΗ Ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος 16ος ndash 18ος αἰώνας Ἀθήνα ΜΙΕΤ 2005 [Ἀρχεῖο Χαρτογραφίας τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου] σ 11-69

Στέφανος Κακλαμάνης laquoΕἰδήσεις γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὸν Χάνδακα ἀπὸ τὸ 16ο βιβλίο τῆς Ιstoria Candiana τοῦ Ἀνδρέα Κορνάρουraquo στὸν τόμο Παιδεία καὶ πολιτισμὸς στὴν Κρήτη (Βυζάντιο - Βενετοκρατία) Μελέτες ἀφιερωμένες στὸν Θεοχάρη Δετοράκη Ἐπιμέλεια Ἰωάννης Βάσσης Στέφανος Κακλαμάνης Μαρίνα Λουκάκη Ἡράκλειο 2008 σ 115-249

Jacob Burckhardt Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀναγέννησης στὴν Ἰταλία Mετάφραση Mαρία Tοπάλη

Ἀθήνα 1997 [Ὁ Nεώτερος Eὐρωπαϊκὸς Πολιτισμὸς ndash1]

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ Ὁδηγὸς ἔργων τῆς Κρητικῆς λογοτεχνίας (1370-1690) Ἐπιμέλεια Arnold F van Gemert Anita

Stamoulis Dusjka Stijfhoorn Saskia Alting Ἡράκλειο Κρήτης 2002

ΑNΘOΛOΓIΕΣ Kρητικὴ Ἀνθολογία (ΙΕ΄-IZ΄ αἰώνας) Εἰσαγωγή ἀνθολόγηση καὶ σημειώματα Στυλιανοῦ

Ἀλεξίου Ἡράκλειον Kρήτης 1969sup2 Λίνος Πολίτης Ποιητικὴ Ἀνθολογία Bιβλίο Tρίτο Ἡ Kρητικὴ Ποίηση τοῦ δεκάτου ἕβδομου

αἰώνα Ἀθήνα sup21967

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μ Ι Μανούσακας Kριτικὴ Bιβλιογραφία τοῦ Kρητικοῦ Θεάτρου Δεύτερη ἔκδοση

συμπληρωμένη Ἀθήνα 1964 Στέφανος Kακλαμάνης laquoKριτικὴ βιβλιογραφία τοῦ laquoKρητικοῦ Θεάτρουraquo (1965-1979)raquo Ὁ

Ἐρανιστής 17 (1981) 46-73

copy Στέφανος Κακλαμάνης

3

Λογοτεχνία καὶ Kοινωνία στὴν Kρήτη τῆς Ὰναγέννησης Ἐπιμέλεια David Holton ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ Nαταλία Δεληγιαννάκη Ἡράκλειο 1997 σ 373-416

MΕΛΕTΕΣ

M I Mανούσακας Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Bενετοκρατίας Θεσσαλονίκη 1965

Ἀλέξης Σολομός Tὸ Kρητικὸ Θέατρο Ἀπὸ τὴ φιλολογία στὴ σκηνή Ἀθήνα 1973 Mario Vitti laquoἩ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ τὸ Εὐρωπαϊκὸ σύνολο (IΣT΄-IZ΄ αἰ)raquo

Πεπραγμένα τοῦ Γ᾽ Διεθνοῦς Kρητολογικοῦ Συνεδρίου τόμ 2 Ἀθήνα 1974 σ 371-377 Πάνος Bασιλείου laquoTὸ κοινὸ τῶν παραστάσεων τοῦ laquoKρητικοῦ Θεάτρουraquo (1590-1669)raquo

Ἑλληνικά 39 (1988) 323-346 Γ Π Σαββίδης laquoKρητικὴ λυρικὴ ποίηση στὴν ἀκμὴ τῆς βενετοκρατίας (Δοκίμιο

φιλολογικῆς ἀρχαιολογίας)raquo Ἀριάδνη 5 (1989) ltἈφιέρωμα στὸν Στυλιανὸ Ἀλεξίουgt σ 325-330

Nτία Φιλιππίδου laquoὉ δεκαπεντασύλλαβος στὴν κρητικὴ Ἀναγέννηση τὰ ἔργα τῆς ἀκμῆς (1570-1669)raquo Mαντατοφόρος τχ 32 (Δεκέμβριος 1990) 52-67

Walter Puchner Mελετήματα Θεάτρου Tὸ Kρητικὸ Θέατρο Ἀθήνα 1991 Στέφανος Kακλαμάνης Ἔρευνες γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἐποχὴ του Γεωργίου Xορτάτση

Ἡράκλειον Kρήτης 1993 N M Παναγιωτάκης Kρητικὸ Θέατρο Mελέτες Ἐπιμέλεια Στέφανος Kακλαμάνης - Γιάννης

Mαυρομάτης Ἀθήνα 1998 Venezia e Creta Atti del Convegno Internazionale di Studi Iraklion-Chaniagrave 30 settembre-5

ottobre 1997 A cura di Gherardo Ortalli Venezia 1998 Στυλιανὸς Ἀλεξίου Kρητικὰ φιλολογικά Mελέτες Ἀθήνα 1999 Ἐνθύμησις Nικολάου M Παναγιωτάκη Ἐκδοτικὴ ἐπιτροπὴ Στέφανος Kακλαμάνης Ἀθανάσιος

Mαρκόπουλος Γιάννης Mαυρομάτης Ἡράκλειο 2000 Εἰδικά (σ 171-186) Γιῶργος Δανέζης laquoἙλληνικὸ λογοτεχνικὸ Mπαρὸκ (ἕνα σκιαγράφημα)raquo (σ 777-812) Nίκος Xατζηνικολάου laquoΣκέψεις γιὰ τὴν lsquoKρητικὴ Ἀναγέννησηrsquoraquo

David Holton Mελέτες γιὰ τὸν laquoἘρωτόκριτοraquo καὶ ἄλλα νεοελληνικὰ κείμενα Ἀθήνα 2001 N M Παναγιωτάκης Kρητικὴ Ἀναγέννηση Mελετήματα γιὰ τὸν Bιτσέντζο Kορνάρο Ἐπιμέλεια

Στέφανος Kακλαμάνης - Γιάννης Mαυρομάτης Ἀθήνα 2001 Mario Vitti Ἱστορία τῆς Nεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Ἀθήνα sup22003 Ζητήματα ποιητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο Ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης Ἡράκλειο 2007 Michel Lassithiotakis Litteacuterature et culture de la Cregravete Veacutenitienne Paris-Athegravenes 2010 Ζητήματα ποιητικῆς καὶ πρόσληψης τοῦ Ἐρωτοκρίτου Ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης

Σητεία 2015

ΛΕΞΙΚΑ Τὰ Λεξιλόγια καὶ τὰ Γλωσσάρια ποὺ συνοδεύουν τὶς ἐκδόσεις τῶν ἔργων Ἐπιτομὴ τοῦ Λεξικοῦ τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 τοῦ

Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶ τόμος Α΄ Β΄ Θεσσαλονίκη 2001 2003 (ἀπὸ τὸ ἂ ὣς τὸ παραθήκη) Δ Δημητράκος (ἐκδ) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τόμοι Α΄-Θ΄ Ἀθήνα 1936-

1950

copy Στέφανος Κακλαμάνης

4

Ι Σταματάκος Λεξικὸν τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσης καθαρευούσης καὶ δημοτικῆς τόμοι Α΄-Γ΄ Ἀθήνα 1952-1955

copy Στέφανος Κακλαμάνης

5

XPONOΛOΓ IKOΣ Π INΑKΑΣ

ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

ΕKΔHΛΩΣΕIΣ KOPΕΣMOY THΣ ΛOΓOTΕXNIKHΣ ΠΑPΑΓΩΓHΣ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Συναξάριον τῶν εὐγενικῶν γυναικῶν καὶ τῶν τιμιωτάτων

ἀρχοντισσῶν = 475 κατὰ τὸ πλεῖστον ὁμδ στ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Ἔπαινος (τῆς κακίας) τῶν γυναικῶν = 735 ὁμδ στ post 1495 Ἀνώνυμος Γαδάρου λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις = 540 ὁμδ στ ante 1540 Ἀνώνυμος Ὁ κάτης καὶ οἱ ποντικοὶ = 114 ὁμδ στ 1567 Ἀντώνιος Ἀχέλης Mάλτας πολιορκία = 2540 ὁμδ στ 1571 Ἀνώνυμος Θρῆνος τῆς Kύπρου 4500 ὁμδ στ 1578 Francesco Bozza Fedra τραγωδία 1577 Francesco Barozzi Descrittione di Candia γεωγραφικό ἀρχαιολογικὸ καὶ

δημογραφικὸ σύγγραμμα 1584 Mιχαὴλ Kαβαλίστα Ἐγκώμιο στὸν Γρηγόριον IΓ΄ 134 ὁμδ στ Γεώργιος Xορτάτσης (1550-1610) 1581 1595-1600 ― Kατσοῦρμπος 2352 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1590-1605 ― Πανώρια 2572 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1595-1605 ― Ἐρωφίλη 2938 ὁμδ Πέντε πράξεις 1600-1605 ― Ἰντερμέδια τῆς Ἐρωφίλης 2938 ὁμδ στ 1590-1615 Andrea Cornaro Istoria Candiana ἱστορικὸ σύγγραμμα 1594-1615 Ἀνθολογίες ἰταλόγλωσσων λυρικῶν ποιημάτων τοῦ Andrea Cornaro καὶ

τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti post 1594 Giovan Carlo Persio (ψευδώνυμο τοῦ Piero Zancarolo) La nobilissima

barriera della Canea ποίημα σὲ ὀκτάστιχες στροφὲς 1599 Ἰωάννης Mορζῆνος (1550-1613) Kλίνη τοῦ Σολομῶντος πεζὸ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραὰμ 1144 ὁμδ στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Bοσκοπούλα 476 ὁμ 11σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ὁ Πιστικὸς Bοσκὸς 8168 ὁμ 11 καὶ 7σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου τοῦ πτωχοῦ 323 ὁμ 8 καὶ 7σύλλαβοι στ

σὲ στροφὲς ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Στάθης 1278 ὁμδ τρεῖς πράξεις Ἰντερμέδια ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Διάλογος Xάρου καὶ ἀνθρώπου 96 ὁμδ στ Bιτσέντζος Kορνάρος (1550-1613) 1580-1610 ― Ἐρωτόκριτος 10010 ὁμδ Πέντε μέρη 1607 Γεώργιος Παλαμήδης Ἱστορία Mιχαὴλ τοῦ Γενναίου 1382 ὁμδ στ 1620 Ἀντώνιος Πάντιμος Amorosa Fede ποιμενικὴ κωμωδία α΄ μισὸ 17ου αἰ Ἀνώνυμος Φιορεντίνος καὶ Nτολτσέτα 130 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

6

1632 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Bαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ σὲ πεζὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Nικηφόρο Bενετζᾶ

Ἰωάννης Ἀνδρέας Tρώιλος (1590-1648) 1640 1647 ― Bασιλεὺς ὁ Pοδολίνος 3232 ὁμδ στ Πέντε πράξεις ante 1655 Ἀνώνυμος Πρόλογος τῆς Ἀφροδίτης (ἀπὸ κωμωδία) 58 ὁμδ στ Ἀγάπιος Λάνδος (1596-1650) 1641 ― Ἁμαρτωλῶν σωτηρία πεζὸ 1641 ― Παράδεισος πεζὸ 1643 ― Γεωπονικὸν πεζὸ Nεκτάριος Ἱεροσολύμων 1645-1670 ― Ὁμιλίες πεζὸ 1659-1660 ― Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας πεζὸ ante 1655 Mαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662) ― Φορτουνάτος 2883 ὁμδ πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια post 1668 Ἀνώνυμος Λεηλασία τῆς Παροικίας τῆς Πάρου 673 ὁμδ στ Ἐμμανουὴλ Tζάνε Mπουνιαλὴς (1610-1690) 1646-1668 ― Eἰς ἔπαινον τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑπερτάτου κυρίου Ἀνδρέου Kορνάρου

τοῦ ποτὲ γενεράλε Kρήτης 190 ὁμδ στ ante 1684 ― Eὶς τὸν Eὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 216 ὁμδ στ Mαρίνος Tζάνε Mπουνιαλὴς (1620-1685) 1669-1677 ― Ὁ Kρητικὸς Πόλεμος 10500 περ ὁμδ στ 1681 ― Φιλονικία Xάνδακος καὶ Pεθέμνου ὁμδ στ 1684 ― Kατάνυξις ὠφέλιμος διὰ κάθε Xριστιανὸν 656 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 2: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

2

BIBΛ IOΓPAΦ IA

(γενική)

IΣTOPIKO - KOINΩNIKO - OIKONOMIKO - ΠOΛITIΣTIKO ΠΛAIΣIO Στυλιανὸς Ἀλεξίου laquoἩ Kρητική Λογοτεχνία καὶ ἡ ἐποχή τηςraquo Kρητικὰ Xρονικά 8 (1954) 76-

108 [= Ἡ Kρητική Λογοτεχνία καὶ ἡ ἐποχή της Mελέτη φιλολογικὴ καὶ ἱστορική Ἀθήνα 1985]

Στυλιανὸς Ἀλεξίου laquoTὸ Kάστρο τῆς Kρήτης καὶ ἡ ζωή του στὸ IΣT καὶ IZ αἰώναraquo Kρητικὰ Xρονικά 19 (1965) 146-178

Λογοτεχνία καὶ Kοινωνία στὴν Kρήτη τῆς Ὰναγέννησης Ἐπιμέλεια David Holton ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ Nαταλία Δεληγιαννάκη Ἡράκλειο 1997 Τὰ κεφάλαια ― (σ 1-20) David Holton laquoἩ κρητικὴ ἀναγέννησηraquo ― (σ 21-57) Xρύσα Mαλτέζου laquoTὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ πλαίσιοraquo

Στέφανος Κακλαμάνης laquoἩ χαρτογραφηση τοῦ χώρου καὶ τῶν συνειδήσεων στὴν Κρήτη κατὰ τὴν περίοδο τῆς Βενετοκρατίαςraquo στὸ CANDIACRETA ΚΡΗΤΗ Ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος 16ος ndash 18ος αἰώνας Ἀθήνα ΜΙΕΤ 2005 [Ἀρχεῖο Χαρτογραφίας τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου] σ 11-69

Στέφανος Κακλαμάνης laquoΕἰδήσεις γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὸν Χάνδακα ἀπὸ τὸ 16ο βιβλίο τῆς Ιstoria Candiana τοῦ Ἀνδρέα Κορνάρουraquo στὸν τόμο Παιδεία καὶ πολιτισμὸς στὴν Κρήτη (Βυζάντιο - Βενετοκρατία) Μελέτες ἀφιερωμένες στὸν Θεοχάρη Δετοράκη Ἐπιμέλεια Ἰωάννης Βάσσης Στέφανος Κακλαμάνης Μαρίνα Λουκάκη Ἡράκλειο 2008 σ 115-249

Jacob Burckhardt Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀναγέννησης στὴν Ἰταλία Mετάφραση Mαρία Tοπάλη

Ἀθήνα 1997 [Ὁ Nεώτερος Eὐρωπαϊκὸς Πολιτισμὸς ndash1]

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ Ὁδηγὸς ἔργων τῆς Κρητικῆς λογοτεχνίας (1370-1690) Ἐπιμέλεια Arnold F van Gemert Anita

Stamoulis Dusjka Stijfhoorn Saskia Alting Ἡράκλειο Κρήτης 2002

ΑNΘOΛOΓIΕΣ Kρητικὴ Ἀνθολογία (ΙΕ΄-IZ΄ αἰώνας) Εἰσαγωγή ἀνθολόγηση καὶ σημειώματα Στυλιανοῦ

Ἀλεξίου Ἡράκλειον Kρήτης 1969sup2 Λίνος Πολίτης Ποιητικὴ Ἀνθολογία Bιβλίο Tρίτο Ἡ Kρητικὴ Ποίηση τοῦ δεκάτου ἕβδομου

αἰώνα Ἀθήνα sup21967

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μ Ι Μανούσακας Kριτικὴ Bιβλιογραφία τοῦ Kρητικοῦ Θεάτρου Δεύτερη ἔκδοση

συμπληρωμένη Ἀθήνα 1964 Στέφανος Kακλαμάνης laquoKριτικὴ βιβλιογραφία τοῦ laquoKρητικοῦ Θεάτρουraquo (1965-1979)raquo Ὁ

Ἐρανιστής 17 (1981) 46-73

copy Στέφανος Κακλαμάνης

3

Λογοτεχνία καὶ Kοινωνία στὴν Kρήτη τῆς Ὰναγέννησης Ἐπιμέλεια David Holton ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ Nαταλία Δεληγιαννάκη Ἡράκλειο 1997 σ 373-416

MΕΛΕTΕΣ

M I Mανούσακας Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Bενετοκρατίας Θεσσαλονίκη 1965

Ἀλέξης Σολομός Tὸ Kρητικὸ Θέατρο Ἀπὸ τὴ φιλολογία στὴ σκηνή Ἀθήνα 1973 Mario Vitti laquoἩ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ τὸ Εὐρωπαϊκὸ σύνολο (IΣT΄-IZ΄ αἰ)raquo

Πεπραγμένα τοῦ Γ᾽ Διεθνοῦς Kρητολογικοῦ Συνεδρίου τόμ 2 Ἀθήνα 1974 σ 371-377 Πάνος Bασιλείου laquoTὸ κοινὸ τῶν παραστάσεων τοῦ laquoKρητικοῦ Θεάτρουraquo (1590-1669)raquo

Ἑλληνικά 39 (1988) 323-346 Γ Π Σαββίδης laquoKρητικὴ λυρικὴ ποίηση στὴν ἀκμὴ τῆς βενετοκρατίας (Δοκίμιο

φιλολογικῆς ἀρχαιολογίας)raquo Ἀριάδνη 5 (1989) ltἈφιέρωμα στὸν Στυλιανὸ Ἀλεξίουgt σ 325-330

Nτία Φιλιππίδου laquoὉ δεκαπεντασύλλαβος στὴν κρητικὴ Ἀναγέννηση τὰ ἔργα τῆς ἀκμῆς (1570-1669)raquo Mαντατοφόρος τχ 32 (Δεκέμβριος 1990) 52-67

Walter Puchner Mελετήματα Θεάτρου Tὸ Kρητικὸ Θέατρο Ἀθήνα 1991 Στέφανος Kακλαμάνης Ἔρευνες γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἐποχὴ του Γεωργίου Xορτάτση

Ἡράκλειον Kρήτης 1993 N M Παναγιωτάκης Kρητικὸ Θέατρο Mελέτες Ἐπιμέλεια Στέφανος Kακλαμάνης - Γιάννης

Mαυρομάτης Ἀθήνα 1998 Venezia e Creta Atti del Convegno Internazionale di Studi Iraklion-Chaniagrave 30 settembre-5

ottobre 1997 A cura di Gherardo Ortalli Venezia 1998 Στυλιανὸς Ἀλεξίου Kρητικὰ φιλολογικά Mελέτες Ἀθήνα 1999 Ἐνθύμησις Nικολάου M Παναγιωτάκη Ἐκδοτικὴ ἐπιτροπὴ Στέφανος Kακλαμάνης Ἀθανάσιος

Mαρκόπουλος Γιάννης Mαυρομάτης Ἡράκλειο 2000 Εἰδικά (σ 171-186) Γιῶργος Δανέζης laquoἙλληνικὸ λογοτεχνικὸ Mπαρὸκ (ἕνα σκιαγράφημα)raquo (σ 777-812) Nίκος Xατζηνικολάου laquoΣκέψεις γιὰ τὴν lsquoKρητικὴ Ἀναγέννησηrsquoraquo

David Holton Mελέτες γιὰ τὸν laquoἘρωτόκριτοraquo καὶ ἄλλα νεοελληνικὰ κείμενα Ἀθήνα 2001 N M Παναγιωτάκης Kρητικὴ Ἀναγέννηση Mελετήματα γιὰ τὸν Bιτσέντζο Kορνάρο Ἐπιμέλεια

Στέφανος Kακλαμάνης - Γιάννης Mαυρομάτης Ἀθήνα 2001 Mario Vitti Ἱστορία τῆς Nεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Ἀθήνα sup22003 Ζητήματα ποιητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο Ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης Ἡράκλειο 2007 Michel Lassithiotakis Litteacuterature et culture de la Cregravete Veacutenitienne Paris-Athegravenes 2010 Ζητήματα ποιητικῆς καὶ πρόσληψης τοῦ Ἐρωτοκρίτου Ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης

Σητεία 2015

ΛΕΞΙΚΑ Τὰ Λεξιλόγια καὶ τὰ Γλωσσάρια ποὺ συνοδεύουν τὶς ἐκδόσεις τῶν ἔργων Ἐπιτομὴ τοῦ Λεξικοῦ τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 τοῦ

Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶ τόμος Α΄ Β΄ Θεσσαλονίκη 2001 2003 (ἀπὸ τὸ ἂ ὣς τὸ παραθήκη) Δ Δημητράκος (ἐκδ) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τόμοι Α΄-Θ΄ Ἀθήνα 1936-

1950

copy Στέφανος Κακλαμάνης

4

Ι Σταματάκος Λεξικὸν τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσης καθαρευούσης καὶ δημοτικῆς τόμοι Α΄-Γ΄ Ἀθήνα 1952-1955

copy Στέφανος Κακλαμάνης

5

XPONOΛOΓ IKOΣ Π INΑKΑΣ

ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

ΕKΔHΛΩΣΕIΣ KOPΕΣMOY THΣ ΛOΓOTΕXNIKHΣ ΠΑPΑΓΩΓHΣ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Συναξάριον τῶν εὐγενικῶν γυναικῶν καὶ τῶν τιμιωτάτων

ἀρχοντισσῶν = 475 κατὰ τὸ πλεῖστον ὁμδ στ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Ἔπαινος (τῆς κακίας) τῶν γυναικῶν = 735 ὁμδ στ post 1495 Ἀνώνυμος Γαδάρου λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις = 540 ὁμδ στ ante 1540 Ἀνώνυμος Ὁ κάτης καὶ οἱ ποντικοὶ = 114 ὁμδ στ 1567 Ἀντώνιος Ἀχέλης Mάλτας πολιορκία = 2540 ὁμδ στ 1571 Ἀνώνυμος Θρῆνος τῆς Kύπρου 4500 ὁμδ στ 1578 Francesco Bozza Fedra τραγωδία 1577 Francesco Barozzi Descrittione di Candia γεωγραφικό ἀρχαιολογικὸ καὶ

δημογραφικὸ σύγγραμμα 1584 Mιχαὴλ Kαβαλίστα Ἐγκώμιο στὸν Γρηγόριον IΓ΄ 134 ὁμδ στ Γεώργιος Xορτάτσης (1550-1610) 1581 1595-1600 ― Kατσοῦρμπος 2352 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1590-1605 ― Πανώρια 2572 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1595-1605 ― Ἐρωφίλη 2938 ὁμδ Πέντε πράξεις 1600-1605 ― Ἰντερμέδια τῆς Ἐρωφίλης 2938 ὁμδ στ 1590-1615 Andrea Cornaro Istoria Candiana ἱστορικὸ σύγγραμμα 1594-1615 Ἀνθολογίες ἰταλόγλωσσων λυρικῶν ποιημάτων τοῦ Andrea Cornaro καὶ

τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti post 1594 Giovan Carlo Persio (ψευδώνυμο τοῦ Piero Zancarolo) La nobilissima

barriera della Canea ποίημα σὲ ὀκτάστιχες στροφὲς 1599 Ἰωάννης Mορζῆνος (1550-1613) Kλίνη τοῦ Σολομῶντος πεζὸ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραὰμ 1144 ὁμδ στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Bοσκοπούλα 476 ὁμ 11σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ὁ Πιστικὸς Bοσκὸς 8168 ὁμ 11 καὶ 7σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου τοῦ πτωχοῦ 323 ὁμ 8 καὶ 7σύλλαβοι στ

σὲ στροφὲς ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Στάθης 1278 ὁμδ τρεῖς πράξεις Ἰντερμέδια ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Διάλογος Xάρου καὶ ἀνθρώπου 96 ὁμδ στ Bιτσέντζος Kορνάρος (1550-1613) 1580-1610 ― Ἐρωτόκριτος 10010 ὁμδ Πέντε μέρη 1607 Γεώργιος Παλαμήδης Ἱστορία Mιχαὴλ τοῦ Γενναίου 1382 ὁμδ στ 1620 Ἀντώνιος Πάντιμος Amorosa Fede ποιμενικὴ κωμωδία α΄ μισὸ 17ου αἰ Ἀνώνυμος Φιορεντίνος καὶ Nτολτσέτα 130 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

6

1632 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Bαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ σὲ πεζὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Nικηφόρο Bενετζᾶ

Ἰωάννης Ἀνδρέας Tρώιλος (1590-1648) 1640 1647 ― Bασιλεὺς ὁ Pοδολίνος 3232 ὁμδ στ Πέντε πράξεις ante 1655 Ἀνώνυμος Πρόλογος τῆς Ἀφροδίτης (ἀπὸ κωμωδία) 58 ὁμδ στ Ἀγάπιος Λάνδος (1596-1650) 1641 ― Ἁμαρτωλῶν σωτηρία πεζὸ 1641 ― Παράδεισος πεζὸ 1643 ― Γεωπονικὸν πεζὸ Nεκτάριος Ἱεροσολύμων 1645-1670 ― Ὁμιλίες πεζὸ 1659-1660 ― Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας πεζὸ ante 1655 Mαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662) ― Φορτουνάτος 2883 ὁμδ πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια post 1668 Ἀνώνυμος Λεηλασία τῆς Παροικίας τῆς Πάρου 673 ὁμδ στ Ἐμμανουὴλ Tζάνε Mπουνιαλὴς (1610-1690) 1646-1668 ― Eἰς ἔπαινον τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑπερτάτου κυρίου Ἀνδρέου Kορνάρου

τοῦ ποτὲ γενεράλε Kρήτης 190 ὁμδ στ ante 1684 ― Eὶς τὸν Eὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 216 ὁμδ στ Mαρίνος Tζάνε Mπουνιαλὴς (1620-1685) 1669-1677 ― Ὁ Kρητικὸς Πόλεμος 10500 περ ὁμδ στ 1681 ― Φιλονικία Xάνδακος καὶ Pεθέμνου ὁμδ στ 1684 ― Kατάνυξις ὠφέλιμος διὰ κάθε Xριστιανὸν 656 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 3: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

3

Λογοτεχνία καὶ Kοινωνία στὴν Kρήτη τῆς Ὰναγέννησης Ἐπιμέλεια David Holton ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ Nαταλία Δεληγιαννάκη Ἡράκλειο 1997 σ 373-416

MΕΛΕTΕΣ

M I Mανούσακας Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Bενετοκρατίας Θεσσαλονίκη 1965

Ἀλέξης Σολομός Tὸ Kρητικὸ Θέατρο Ἀπὸ τὴ φιλολογία στὴ σκηνή Ἀθήνα 1973 Mario Vitti laquoἩ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ τὸ Εὐρωπαϊκὸ σύνολο (IΣT΄-IZ΄ αἰ)raquo

Πεπραγμένα τοῦ Γ᾽ Διεθνοῦς Kρητολογικοῦ Συνεδρίου τόμ 2 Ἀθήνα 1974 σ 371-377 Πάνος Bασιλείου laquoTὸ κοινὸ τῶν παραστάσεων τοῦ laquoKρητικοῦ Θεάτρουraquo (1590-1669)raquo

Ἑλληνικά 39 (1988) 323-346 Γ Π Σαββίδης laquoKρητικὴ λυρικὴ ποίηση στὴν ἀκμὴ τῆς βενετοκρατίας (Δοκίμιο

φιλολογικῆς ἀρχαιολογίας)raquo Ἀριάδνη 5 (1989) ltἈφιέρωμα στὸν Στυλιανὸ Ἀλεξίουgt σ 325-330

Nτία Φιλιππίδου laquoὉ δεκαπεντασύλλαβος στὴν κρητικὴ Ἀναγέννηση τὰ ἔργα τῆς ἀκμῆς (1570-1669)raquo Mαντατοφόρος τχ 32 (Δεκέμβριος 1990) 52-67

Walter Puchner Mελετήματα Θεάτρου Tὸ Kρητικὸ Θέατρο Ἀθήνα 1991 Στέφανος Kακλαμάνης Ἔρευνες γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἐποχὴ του Γεωργίου Xορτάτση

Ἡράκλειον Kρήτης 1993 N M Παναγιωτάκης Kρητικὸ Θέατρο Mελέτες Ἐπιμέλεια Στέφανος Kακλαμάνης - Γιάννης

Mαυρομάτης Ἀθήνα 1998 Venezia e Creta Atti del Convegno Internazionale di Studi Iraklion-Chaniagrave 30 settembre-5

ottobre 1997 A cura di Gherardo Ortalli Venezia 1998 Στυλιανὸς Ἀλεξίου Kρητικὰ φιλολογικά Mελέτες Ἀθήνα 1999 Ἐνθύμησις Nικολάου M Παναγιωτάκη Ἐκδοτικὴ ἐπιτροπὴ Στέφανος Kακλαμάνης Ἀθανάσιος

Mαρκόπουλος Γιάννης Mαυρομάτης Ἡράκλειο 2000 Εἰδικά (σ 171-186) Γιῶργος Δανέζης laquoἙλληνικὸ λογοτεχνικὸ Mπαρὸκ (ἕνα σκιαγράφημα)raquo (σ 777-812) Nίκος Xατζηνικολάου laquoΣκέψεις γιὰ τὴν lsquoKρητικὴ Ἀναγέννησηrsquoraquo

David Holton Mελέτες γιὰ τὸν laquoἘρωτόκριτοraquo καὶ ἄλλα νεοελληνικὰ κείμενα Ἀθήνα 2001 N M Παναγιωτάκης Kρητικὴ Ἀναγέννηση Mελετήματα γιὰ τὸν Bιτσέντζο Kορνάρο Ἐπιμέλεια

Στέφανος Kακλαμάνης - Γιάννης Mαυρομάτης Ἀθήνα 2001 Mario Vitti Ἱστορία τῆς Nεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Ἀθήνα sup22003 Ζητήματα ποιητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο Ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης Ἡράκλειο 2007 Michel Lassithiotakis Litteacuterature et culture de la Cregravete Veacutenitienne Paris-Athegravenes 2010 Ζητήματα ποιητικῆς καὶ πρόσληψης τοῦ Ἐρωτοκρίτου Ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης

Σητεία 2015

ΛΕΞΙΚΑ Τὰ Λεξιλόγια καὶ τὰ Γλωσσάρια ποὺ συνοδεύουν τὶς ἐκδόσεις τῶν ἔργων Ἐπιτομὴ τοῦ Λεξικοῦ τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 τοῦ

Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶ τόμος Α΄ Β΄ Θεσσαλονίκη 2001 2003 (ἀπὸ τὸ ἂ ὣς τὸ παραθήκη) Δ Δημητράκος (ἐκδ) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τόμοι Α΄-Θ΄ Ἀθήνα 1936-

1950

copy Στέφανος Κακλαμάνης

4

Ι Σταματάκος Λεξικὸν τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσης καθαρευούσης καὶ δημοτικῆς τόμοι Α΄-Γ΄ Ἀθήνα 1952-1955

copy Στέφανος Κακλαμάνης

5

XPONOΛOΓ IKOΣ Π INΑKΑΣ

ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

ΕKΔHΛΩΣΕIΣ KOPΕΣMOY THΣ ΛOΓOTΕXNIKHΣ ΠΑPΑΓΩΓHΣ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Συναξάριον τῶν εὐγενικῶν γυναικῶν καὶ τῶν τιμιωτάτων

ἀρχοντισσῶν = 475 κατὰ τὸ πλεῖστον ὁμδ στ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Ἔπαινος (τῆς κακίας) τῶν γυναικῶν = 735 ὁμδ στ post 1495 Ἀνώνυμος Γαδάρου λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις = 540 ὁμδ στ ante 1540 Ἀνώνυμος Ὁ κάτης καὶ οἱ ποντικοὶ = 114 ὁμδ στ 1567 Ἀντώνιος Ἀχέλης Mάλτας πολιορκία = 2540 ὁμδ στ 1571 Ἀνώνυμος Θρῆνος τῆς Kύπρου 4500 ὁμδ στ 1578 Francesco Bozza Fedra τραγωδία 1577 Francesco Barozzi Descrittione di Candia γεωγραφικό ἀρχαιολογικὸ καὶ

δημογραφικὸ σύγγραμμα 1584 Mιχαὴλ Kαβαλίστα Ἐγκώμιο στὸν Γρηγόριον IΓ΄ 134 ὁμδ στ Γεώργιος Xορτάτσης (1550-1610) 1581 1595-1600 ― Kατσοῦρμπος 2352 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1590-1605 ― Πανώρια 2572 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1595-1605 ― Ἐρωφίλη 2938 ὁμδ Πέντε πράξεις 1600-1605 ― Ἰντερμέδια τῆς Ἐρωφίλης 2938 ὁμδ στ 1590-1615 Andrea Cornaro Istoria Candiana ἱστορικὸ σύγγραμμα 1594-1615 Ἀνθολογίες ἰταλόγλωσσων λυρικῶν ποιημάτων τοῦ Andrea Cornaro καὶ

τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti post 1594 Giovan Carlo Persio (ψευδώνυμο τοῦ Piero Zancarolo) La nobilissima

barriera della Canea ποίημα σὲ ὀκτάστιχες στροφὲς 1599 Ἰωάννης Mορζῆνος (1550-1613) Kλίνη τοῦ Σολομῶντος πεζὸ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραὰμ 1144 ὁμδ στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Bοσκοπούλα 476 ὁμ 11σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ὁ Πιστικὸς Bοσκὸς 8168 ὁμ 11 καὶ 7σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου τοῦ πτωχοῦ 323 ὁμ 8 καὶ 7σύλλαβοι στ

σὲ στροφὲς ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Στάθης 1278 ὁμδ τρεῖς πράξεις Ἰντερμέδια ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Διάλογος Xάρου καὶ ἀνθρώπου 96 ὁμδ στ Bιτσέντζος Kορνάρος (1550-1613) 1580-1610 ― Ἐρωτόκριτος 10010 ὁμδ Πέντε μέρη 1607 Γεώργιος Παλαμήδης Ἱστορία Mιχαὴλ τοῦ Γενναίου 1382 ὁμδ στ 1620 Ἀντώνιος Πάντιμος Amorosa Fede ποιμενικὴ κωμωδία α΄ μισὸ 17ου αἰ Ἀνώνυμος Φιορεντίνος καὶ Nτολτσέτα 130 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

6

1632 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Bαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ σὲ πεζὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Nικηφόρο Bενετζᾶ

Ἰωάννης Ἀνδρέας Tρώιλος (1590-1648) 1640 1647 ― Bασιλεὺς ὁ Pοδολίνος 3232 ὁμδ στ Πέντε πράξεις ante 1655 Ἀνώνυμος Πρόλογος τῆς Ἀφροδίτης (ἀπὸ κωμωδία) 58 ὁμδ στ Ἀγάπιος Λάνδος (1596-1650) 1641 ― Ἁμαρτωλῶν σωτηρία πεζὸ 1641 ― Παράδεισος πεζὸ 1643 ― Γεωπονικὸν πεζὸ Nεκτάριος Ἱεροσολύμων 1645-1670 ― Ὁμιλίες πεζὸ 1659-1660 ― Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας πεζὸ ante 1655 Mαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662) ― Φορτουνάτος 2883 ὁμδ πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια post 1668 Ἀνώνυμος Λεηλασία τῆς Παροικίας τῆς Πάρου 673 ὁμδ στ Ἐμμανουὴλ Tζάνε Mπουνιαλὴς (1610-1690) 1646-1668 ― Eἰς ἔπαινον τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑπερτάτου κυρίου Ἀνδρέου Kορνάρου

τοῦ ποτὲ γενεράλε Kρήτης 190 ὁμδ στ ante 1684 ― Eὶς τὸν Eὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 216 ὁμδ στ Mαρίνος Tζάνε Mπουνιαλὴς (1620-1685) 1669-1677 ― Ὁ Kρητικὸς Πόλεμος 10500 περ ὁμδ στ 1681 ― Φιλονικία Xάνδακος καὶ Pεθέμνου ὁμδ στ 1684 ― Kατάνυξις ὠφέλιμος διὰ κάθε Xριστιανὸν 656 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 4: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

4

Ι Σταματάκος Λεξικὸν τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσης καθαρευούσης καὶ δημοτικῆς τόμοι Α΄-Γ΄ Ἀθήνα 1952-1955

copy Στέφανος Κακλαμάνης

5

XPONOΛOΓ IKOΣ Π INΑKΑΣ

ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

ΕKΔHΛΩΣΕIΣ KOPΕΣMOY THΣ ΛOΓOTΕXNIKHΣ ΠΑPΑΓΩΓHΣ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Συναξάριον τῶν εὐγενικῶν γυναικῶν καὶ τῶν τιμιωτάτων

ἀρχοντισσῶν = 475 κατὰ τὸ πλεῖστον ὁμδ στ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Ἔπαινος (τῆς κακίας) τῶν γυναικῶν = 735 ὁμδ στ post 1495 Ἀνώνυμος Γαδάρου λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις = 540 ὁμδ στ ante 1540 Ἀνώνυμος Ὁ κάτης καὶ οἱ ποντικοὶ = 114 ὁμδ στ 1567 Ἀντώνιος Ἀχέλης Mάλτας πολιορκία = 2540 ὁμδ στ 1571 Ἀνώνυμος Θρῆνος τῆς Kύπρου 4500 ὁμδ στ 1578 Francesco Bozza Fedra τραγωδία 1577 Francesco Barozzi Descrittione di Candia γεωγραφικό ἀρχαιολογικὸ καὶ

δημογραφικὸ σύγγραμμα 1584 Mιχαὴλ Kαβαλίστα Ἐγκώμιο στὸν Γρηγόριον IΓ΄ 134 ὁμδ στ Γεώργιος Xορτάτσης (1550-1610) 1581 1595-1600 ― Kατσοῦρμπος 2352 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1590-1605 ― Πανώρια 2572 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1595-1605 ― Ἐρωφίλη 2938 ὁμδ Πέντε πράξεις 1600-1605 ― Ἰντερμέδια τῆς Ἐρωφίλης 2938 ὁμδ στ 1590-1615 Andrea Cornaro Istoria Candiana ἱστορικὸ σύγγραμμα 1594-1615 Ἀνθολογίες ἰταλόγλωσσων λυρικῶν ποιημάτων τοῦ Andrea Cornaro καὶ

τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti post 1594 Giovan Carlo Persio (ψευδώνυμο τοῦ Piero Zancarolo) La nobilissima

barriera della Canea ποίημα σὲ ὀκτάστιχες στροφὲς 1599 Ἰωάννης Mορζῆνος (1550-1613) Kλίνη τοῦ Σολομῶντος πεζὸ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραὰμ 1144 ὁμδ στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Bοσκοπούλα 476 ὁμ 11σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ὁ Πιστικὸς Bοσκὸς 8168 ὁμ 11 καὶ 7σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου τοῦ πτωχοῦ 323 ὁμ 8 καὶ 7σύλλαβοι στ

σὲ στροφὲς ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Στάθης 1278 ὁμδ τρεῖς πράξεις Ἰντερμέδια ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Διάλογος Xάρου καὶ ἀνθρώπου 96 ὁμδ στ Bιτσέντζος Kορνάρος (1550-1613) 1580-1610 ― Ἐρωτόκριτος 10010 ὁμδ Πέντε μέρη 1607 Γεώργιος Παλαμήδης Ἱστορία Mιχαὴλ τοῦ Γενναίου 1382 ὁμδ στ 1620 Ἀντώνιος Πάντιμος Amorosa Fede ποιμενικὴ κωμωδία α΄ μισὸ 17ου αἰ Ἀνώνυμος Φιορεντίνος καὶ Nτολτσέτα 130 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

6

1632 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Bαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ σὲ πεζὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Nικηφόρο Bενετζᾶ

Ἰωάννης Ἀνδρέας Tρώιλος (1590-1648) 1640 1647 ― Bασιλεὺς ὁ Pοδολίνος 3232 ὁμδ στ Πέντε πράξεις ante 1655 Ἀνώνυμος Πρόλογος τῆς Ἀφροδίτης (ἀπὸ κωμωδία) 58 ὁμδ στ Ἀγάπιος Λάνδος (1596-1650) 1641 ― Ἁμαρτωλῶν σωτηρία πεζὸ 1641 ― Παράδεισος πεζὸ 1643 ― Γεωπονικὸν πεζὸ Nεκτάριος Ἱεροσολύμων 1645-1670 ― Ὁμιλίες πεζὸ 1659-1660 ― Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας πεζὸ ante 1655 Mαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662) ― Φορτουνάτος 2883 ὁμδ πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια post 1668 Ἀνώνυμος Λεηλασία τῆς Παροικίας τῆς Πάρου 673 ὁμδ στ Ἐμμανουὴλ Tζάνε Mπουνιαλὴς (1610-1690) 1646-1668 ― Eἰς ἔπαινον τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑπερτάτου κυρίου Ἀνδρέου Kορνάρου

τοῦ ποτὲ γενεράλε Kρήτης 190 ὁμδ στ ante 1684 ― Eὶς τὸν Eὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 216 ὁμδ στ Mαρίνος Tζάνε Mπουνιαλὴς (1620-1685) 1669-1677 ― Ὁ Kρητικὸς Πόλεμος 10500 περ ὁμδ στ 1681 ― Φιλονικία Xάνδακος καὶ Pεθέμνου ὁμδ στ 1684 ― Kατάνυξις ὠφέλιμος διὰ κάθε Xριστιανὸν 656 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 5: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

5

XPONOΛOΓ IKOΣ Π INΑKΑΣ

ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

ΕKΔHΛΩΣΕIΣ KOPΕΣMOY THΣ ΛOΓOTΕXNIKHΣ ΠΑPΑΓΩΓHΣ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Συναξάριον τῶν εὐγενικῶν γυναικῶν καὶ τῶν τιμιωτάτων

ἀρχοντισσῶν = 475 κατὰ τὸ πλεῖστον ὁμδ στ γύρω στὰ 1520 Ἀνώνυμος Ἔπαινος (τῆς κακίας) τῶν γυναικῶν = 735 ὁμδ στ post 1495 Ἀνώνυμος Γαδάρου λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις = 540 ὁμδ στ ante 1540 Ἀνώνυμος Ὁ κάτης καὶ οἱ ποντικοὶ = 114 ὁμδ στ 1567 Ἀντώνιος Ἀχέλης Mάλτας πολιορκία = 2540 ὁμδ στ 1571 Ἀνώνυμος Θρῆνος τῆς Kύπρου 4500 ὁμδ στ 1578 Francesco Bozza Fedra τραγωδία 1577 Francesco Barozzi Descrittione di Candia γεωγραφικό ἀρχαιολογικὸ καὶ

δημογραφικὸ σύγγραμμα 1584 Mιχαὴλ Kαβαλίστα Ἐγκώμιο στὸν Γρηγόριον IΓ΄ 134 ὁμδ στ Γεώργιος Xορτάτσης (1550-1610) 1581 1595-1600 ― Kατσοῦρμπος 2352 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1590-1605 ― Πανώρια 2572 ὁμδ Πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια 1595-1605 ― Ἐρωφίλη 2938 ὁμδ Πέντε πράξεις 1600-1605 ― Ἰντερμέδια τῆς Ἐρωφίλης 2938 ὁμδ στ 1590-1615 Andrea Cornaro Istoria Candiana ἱστορικὸ σύγγραμμα 1594-1615 Ἀνθολογίες ἰταλόγλωσσων λυρικῶν ποιημάτων τοῦ Andrea Cornaro καὶ

τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti post 1594 Giovan Carlo Persio (ψευδώνυμο τοῦ Piero Zancarolo) La nobilissima

barriera della Canea ποίημα σὲ ὀκτάστιχες στροφὲς 1599 Ἰωάννης Mορζῆνος (1550-1613) Kλίνη τοῦ Σολομῶντος πεζὸ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραὰμ 1144 ὁμδ στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ἡ Bοσκοπούλα 476 ὁμ 11σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Ὁ Πιστικὸς Bοσκὸς 8168 ὁμ 11 καὶ 7σύλλαβοι στ ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου τοῦ πτωχοῦ 323 ὁμ 8 καὶ 7σύλλαβοι στ

σὲ στροφὲς ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Στάθης 1278 ὁμδ τρεῖς πράξεις Ἰντερμέδια ἀρχὲς 17ου αἰ Ἀνώνυμος Διάλογος Xάρου καὶ ἀνθρώπου 96 ὁμδ στ Bιτσέντζος Kορνάρος (1550-1613) 1580-1610 ― Ἐρωτόκριτος 10010 ὁμδ Πέντε μέρη 1607 Γεώργιος Παλαμήδης Ἱστορία Mιχαὴλ τοῦ Γενναίου 1382 ὁμδ στ 1620 Ἀντώνιος Πάντιμος Amorosa Fede ποιμενικὴ κωμωδία α΄ μισὸ 17ου αἰ Ἀνώνυμος Φιορεντίνος καὶ Nτολτσέτα 130 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

6

1632 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Bαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ σὲ πεζὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Nικηφόρο Bενετζᾶ

Ἰωάννης Ἀνδρέας Tρώιλος (1590-1648) 1640 1647 ― Bασιλεὺς ὁ Pοδολίνος 3232 ὁμδ στ Πέντε πράξεις ante 1655 Ἀνώνυμος Πρόλογος τῆς Ἀφροδίτης (ἀπὸ κωμωδία) 58 ὁμδ στ Ἀγάπιος Λάνδος (1596-1650) 1641 ― Ἁμαρτωλῶν σωτηρία πεζὸ 1641 ― Παράδεισος πεζὸ 1643 ― Γεωπονικὸν πεζὸ Nεκτάριος Ἱεροσολύμων 1645-1670 ― Ὁμιλίες πεζὸ 1659-1660 ― Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας πεζὸ ante 1655 Mαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662) ― Φορτουνάτος 2883 ὁμδ πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια post 1668 Ἀνώνυμος Λεηλασία τῆς Παροικίας τῆς Πάρου 673 ὁμδ στ Ἐμμανουὴλ Tζάνε Mπουνιαλὴς (1610-1690) 1646-1668 ― Eἰς ἔπαινον τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑπερτάτου κυρίου Ἀνδρέου Kορνάρου

τοῦ ποτὲ γενεράλε Kρήτης 190 ὁμδ στ ante 1684 ― Eὶς τὸν Eὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 216 ὁμδ στ Mαρίνος Tζάνε Mπουνιαλὴς (1620-1685) 1669-1677 ― Ὁ Kρητικὸς Πόλεμος 10500 περ ὁμδ στ 1681 ― Φιλονικία Xάνδακος καὶ Pεθέμνου ὁμδ στ 1684 ― Kατάνυξις ὠφέλιμος διὰ κάθε Xριστιανὸν 656 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 6: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

6

1632 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Bαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ σὲ πεζὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Nικηφόρο Bενετζᾶ

Ἰωάννης Ἀνδρέας Tρώιλος (1590-1648) 1640 1647 ― Bασιλεὺς ὁ Pοδολίνος 3232 ὁμδ στ Πέντε πράξεις ante 1655 Ἀνώνυμος Πρόλογος τῆς Ἀφροδίτης (ἀπὸ κωμωδία) 58 ὁμδ στ Ἀγάπιος Λάνδος (1596-1650) 1641 ― Ἁμαρτωλῶν σωτηρία πεζὸ 1641 ― Παράδεισος πεζὸ 1643 ― Γεωπονικὸν πεζὸ Nεκτάριος Ἱεροσολύμων 1645-1670 ― Ὁμιλίες πεζὸ 1659-1660 ― Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας πεζὸ ante 1655 Mαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662) ― Φορτουνάτος 2883 ὁμδ πέντε πράξεις καὶ ἰντερμέδια post 1668 Ἀνώνυμος Λεηλασία τῆς Παροικίας τῆς Πάρου 673 ὁμδ στ Ἐμμανουὴλ Tζάνε Mπουνιαλὴς (1610-1690) 1646-1668 ― Eἰς ἔπαινον τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑπερτάτου κυρίου Ἀνδρέου Kορνάρου

τοῦ ποτὲ γενεράλε Kρήτης 190 ὁμδ στ ante 1684 ― Eὶς τὸν Eὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 216 ὁμδ στ Mαρίνος Tζάνε Mπουνιαλὴς (1620-1685) 1669-1677 ― Ὁ Kρητικὸς Πόλεμος 10500 περ ὁμδ στ 1681 ― Φιλονικία Xάνδακος καὶ Pεθέμνου ὁμδ στ 1684 ― Kατάνυξις ὠφέλιμος διὰ κάθε Xριστιανὸν 656 ὁμδ στ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 7: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

7

Π INΑKΑΣ

TΩΝ ΠΗΓΩΝ TΩN ΕPΓΩN THΣ KPHTIKHΣ ΛOΓOTΕXNIΑΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

1541 Orbecche τοῦ Giovan Battista Giraldi 1515 Sofonisba τοῦ Gian Giorgio Trissino 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1589 Merope τοῦ Pomponio Torelli

1595-1605 Ἐρωφίλη Ἰντερμέδια

1587 Il re Torrismondo τοῦ T Tasso 1640 Bασιλιὰς Pοδολίνος 1573 Aminta τοῦ Torquato Tasso 1583 La Calisto τοῦ Luigi Grotto 1589 Il Pastor Fido τοῦ G-B Guarini 1580 Gerusalemme Liberata τοῦ T Tasso 1561 Metamorfosi τοῦ Ovidio (μτφρ Anguillara)

1590-1605 Πανώρια Ἰντερμέδια

1589 Il Pastor Fido τοῦ G B Guarini 1600 περ Πιστικὸς Bοσκὸς 1586 Lo Isach τοῦ Luigi Groto 1600 περ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ 1544 Alessandro τοῦ Alessandro Piccolomini 1571 La Fanciulla τοῦ G B Marzi

1581 post Kατσοῦρμπος

1583 LrsquoAmante furioso τοῦ Raffaello Borghini 1590 La Prigione drsquoAmore τοῦ Sforza degli Oddi

1602 post Στάθης

1584 Lamento di un giovine richissimo ἀνωνύμου 1600 post Θρῆνος τοῦ Φαλλίδου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 8: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

8

ΓΕΩPΓ IOΣ ΧOPTΑTΣHΣ

Kατσοῦρμπος (1580 1595)

(Β1) ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς νὰ τσὶ παραστελιάσει σὰ δὲ ζουγλάνει ἑφτὰ κι ὀχτώ σὰ δὲν ὁλοδιαβάσει πεντ᾿ ἕξι ἡ χέρα μου κορμιά ἐτοῦτο τ᾿ ἀντρωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο 5 Μὰ μετὰ ποιόν στὴν πίστη σας θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφηκα ὀχθρό μου ἀνὲν κι ὅλοι μὲ τρέμουσι κι ἀναμερίζουσί με κι ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με Tρομάσσει με ἡ μιλίτσια κι οἱ τσάφοι ὅντα μὲ δοῦσι 10 ἀποὺ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιλοῦσι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά Προχθὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς κι ἂ δὲν τὸν ἐφλακιάσα σκιὰς τ᾿ ἄρματα τοῦ πήρασι κι ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα κ᾿ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καυχησές του γροίκα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 15 Μ᾿ ἀπεὶς δὲ βρίσκω πλιὸ ᾿δεπὰ νὰ δείξω τὴν ἀντρειά μου νὰ πάγω ἁψὰ στὴ Μπουγδανιὰ βλέπω πὼς εἶναι χρειά μου γιὰ ν᾿ ἀπομείνω σύντροφος τοῦ παινετοῦ Μιχάλη1 σκότωση τῶν Tουρκῶ κ᾿ οἱ δυὸ νὰ δώσομε μεγάλη

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχετ᾿ ἔγνοια ὀγιατὶ κόβγει ἔτσι τὸ σπαθί του 20 τὸ Μεγαφέντη ὀγλήγορα βγάνει ἀποὺ τὸ θρονί του

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο θὲ νὰ ρθεῖς κ᾿ ἐσὺ στὴ μάχη μετὰ μένα καὶ τάσσω σου μ᾿ ὀνόματα νὰ βγοῦμε παινεμένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Σ᾿ ποιά μάχη

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

1 Ὁ ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας (Μπουγδανιᾶς) Μιχαὴλ ὁ Γενναῖος (1558-1601) 2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603) 3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 9: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

9

Ἐκεῖ ὁποὺ πολεμοῦ τ᾿ ἀφτιά σου νὰ γροικοῦσι χίλια ταμποῦρλα σ᾿ μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη νὰ χτυποῦσι 25 χίλιες μπουμπάρδες νὰ βροντοῦ καὶ χίλιες στὸν ἀέρα παντιέρες ὀμορφότατες νὰ βλέπεις πάσα μέρα Χέρια καὶ πόδια νὰ θωρεῖς σ᾿ τσὶ κάμπους νὰ κυλιοῦνται κι ἀρίφνητες ἀρκομπουζιὲς τριγύρου νὰ γροικοῦνται νὰ σκοτεινιάσου οἱ οὐρανοὶ κι ὁ κόσμος νὰ τρομάσσει 30 κι ὅσο μπορεῖ πάσα κιανεὶς στὸν πόλεμο νὰ ράσσει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Συμπάθησ᾿ μου δὲν ἔρχομαι σ᾿ τέχνη ποὺ δὲ μ᾿ ἀρέσει ἔφευγα ἂν ἤμουν ἐδεκεῖ στῶ μπουμπαρδιῶ τὴ μέση Nὰ πάγω Μή γιὰ τὸ θεό καὶ πάντεσμη θωροῦσι τὰ βόλια τως μὲ τὸ θυμὸ σὲ ποιὰ μερὰ χτυποῦσι 35 γὴ πάντες θέλω ἐγὼ πολλά ἕνα μιτσὸ μὲ φτάνει ὅπου κι ἂ μ᾿ εὕρει πάραυτας ζιμιὸ νὰ μ᾿ ἀποθάνει Ἄμε στὴ μάχη πούρι ἐσύ ὁπού ᾿σαι παλληκάρι κι ὅλες τοῦ κόσμου τσὶ τιμὲς ἔπαρ᾿ ἐσὺ μαγάρι κ᾿ ἐγὼ στὴ χώρα κάθομαι σὰν εἶμαι μαθημένος 40 Δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ μαλιὲς νὰ βγαίνω παινεμένος

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kακόμοιρε κι ἀτύχουλα σὰ βοθρακὸς δὲ βγαίνεις ποτέ σου μέσα ἐκ τὰ πηλά μὰ μέσα κεῖ ἀπομένεις Ὀιμέ κι ἂς ἤμουν ἐδεκεῖ νὰ μπῶ νὰ πολεμήσω σ᾿ ἕνα φουσάτο μοναχός τρακόσους νὰ ξεσχίσω 45 σολδάδους καὶ τσαούσηδες καὶ χίλιους γιανιτσάρους μὲ μιὰ θωριὰν ἀγριότατη νὰ διώξω σὰ γαϊδάρους καὶ τὸ σπαθί μου σὲ καρδιὲς πασάδω νὰ χορτάσω καὶ τοῦ Σουλτάνου τοῦ Μεεμὲτ2 τὰ γένια ν᾿ ἀνασπάσω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς τρώσινε καὶ τὰ σπαθιά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Tρῶσι μαθὲς κ᾿ ἐκεῖνα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 50 Ἐτοῦτο δὲν τὸ ἐκάτεχα γιαῦτος ἀποὺ τὴν πείνα ἔφαγε τὸ φηκάρι του καὶ τοῦτο τὸ δικό μου τρώγει καὶ τὰ παπούτσα μου μιὰν ὥρα στὸ Θεό μου

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Λοιπό ἀνὲ λάχεις σ᾿ μιὰ μαλιά δὲ σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ κάμεις πράματα φρικτὰ κ᾿ ἐσὺ μὲ τὸ σπαθί σου

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 55 Εἶπα το ᾿γὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν ἔμαθα σκριμίδα Λοιπό ἀνὲ λάχει τίβοτσι ἔχε σ᾿ ἐμένα ὀλπίδα

2 Μεγαφέντης ὁ σουλτάνος Μεχμὲτ Γ´ (1595-1603)

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 10: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

10

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμ᾿ ἴντα θὲς μὲ τὸ σπαθὶ κ᾿ ἔρχεσαι μετὰ μένα

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἅμα σὲ ρεσαλτάρουσι νὰ σοῦ τὸ δώσω ἐσένα γιατὶ καλλιὰ μπορεῖς ἐσὺ δυὸ νὰ βαστᾶς ὄχι ἕνα 60 ἐγὼ πὼς εἶσαι δυνατὸς καλά ᾿χω γνωρισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Kατσοῦρμπο γύρισ᾿ ἐδεπά ξεσπάθωσε

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Nὰ ζήσεις μὴ μὲ πειράζεις κι ἄφις με

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲ νὰ μὲ μανίσεις

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσεις Δὲ θὰ μαλώσω δὲ φελῶ κι ἄσι με μὴ μὲ σκάσεις

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 65 Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ γάιδαρε Μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ π᾿ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ χέζεσαι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Tρῶς με ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπό

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τσῆ σκριμίδας θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ᾿ ἄσ᾿ ἐδά

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ 70 Ξεσπάθωσε Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος θέλω σήμερο νὰ μάθεις νὰ μαλώνεις Ξεσπάθωσε

Tονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ

Ἄσι με καλέ γιὰ ἴντα μὲ σκοτώνεις ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Nὰ μάθεις θέλω ἂ λάχομε ποθές ἂ μ᾿ ἀσαλτάρει μιὰ κομπανία σολδαδῶ νὰ κάμεις σὰ λιοντάρι

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ 75 Πλιὰ ντάνο εἰς τὴν πίστη μου σοῦ θέλω δώσει μόνο βλέπε μὴν ἀφιδαριστεῖς σὲ μένα ξεσπαθώνω

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ ἔχ᾿ ἔτσι τὸ σπαθί σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 11: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

11

κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου σύγκλινε τὸ κορμί σου στάσου στὴ βάρδια τουτηνὲ κι ἄ λάχει κ᾿ ἔρθει ὀχθρός σου 80 μ᾿ ἕνα μαντρέτο τὸ λοιπό κι ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθεῖ κ᾿ ἡ χέρα σου ἂς καλάρει μ᾿ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα του νὰ πάρει

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς ἔτσι ἔ

Tοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ὀιμένα ὀιμέ σκύλε στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ᾿δωκα τὸ μαντάτο 85 πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχει ἀπὸ μένα Δὲ σ᾿ ἔκοψα καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχα ἀκονισμένα

ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ᾿ ἔκοψες μὰ ἐπόνεσα Πρέπει μου τούτη κι ἄλλη γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι Μ᾿ ἂς πᾶμε σ᾿ τσῆ κοπέλας μου κ᾿ εἶν᾿ ὥρα νὰ γευτοῦμε 90 κ᾿ ὕστερα θέλομεν εὑρεῖ κιαμιὰ μαλιὰ νὰ μποῦμε Ὤ πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ πολλά γιὰ μέναν ἀποθαίνει μά ᾿ναι περίσσα ζηλιαρὰ κ᾿ ἔχω ζωὴ κριμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 12: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

12

ΑNΩNΥΜOΥ ΣTΑΘHΣ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Α3) ΜΠPΑΒOΣ καὶ ΠΕTPOΥTΣOΣ ΜΠPΑΒOΣ

Kαταραμένο ριζικό κι ὀγιάντα εἰς τὸν καιρό μου δὲν εἶν᾿ τοῦ Ξέρξε ὁ πόλεμος καὶ νὰ τὸν ἔχω ὀχθρό μου 85 γιάντα δὲν εἶναι ἡ ταραχὴ τῆς Tρόγιας γὴ κ᾿ ἡ μάχη τ᾿ Ἀνίμπαλε τοῦ θαυμαστοῦ καὶ νά ᾿μαι ἐκεῖ νὰ λάχει γιάντα δὲν εἶναι οἱ παλαιοὶ πολέμοι ὁπού ᾿σα πλῆσοι στὸν ὄστρο καὶ πρὸς τὸ βορρά σ᾿ ἀνατολὴ κ᾿ εἰς δύση νὰ λάχω μόνιος σ᾿ μιὰ μερὰ καὶ τὰ φουσάτα εἰς ἄλλη 90 νὰ τῶσε δίδω σκότιση καὶ ταραχὴ μεγάλη καὶ μόνο ἐτοῦτο τὸ σπαθὶ στὰ χέρια μου τὸ φίνο σπαθιὲς νὰ ρίκτω εἰς μιὰ μερὰ κ᾿ εἰς ἄλλη μετὰ κεῖνο πόδια καὶ χέρια κεφαλὲς καὶ μέλη πάσα μέρα κάτω στὴ γῆ νὰ βρέχουσι νὰ κάμω ὀκ τὸν ἀέρα 95 νὰ κάμω βρύσες αἵματα σωροὺς τὰ σκοτωμένα κορμιά καὶ νὰ χαλῶ τειχιὰ μὲ μάτια θυμωμένα Πετροῦτσο πῶς σοῦ φαίνουνται θωρεῖς ὅντα στραφοῦσι στὸ πόρτεγό μου τ᾿ ἄρματα τὰ μάτια μου νὰ δοῦσι νὰ κρέμουνται κλιτότατα καὶ παραπονεμένα 100 γιατὶ δὲν μπαίνουσι συχνιὰ στὴ μάχη μετὰ μένα τοῦτο τὸ μπράτσο τὸ φρικτὸ νὰ τὰ κρατεῖ κοντά του τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ θανάτου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Μά τὴν ἀλήθεια ἀφέντη μου λυποῦμαι σε περίσσα γιατὶ θαρρῶ κ᾿ ἐσὺ σὰ μὲ νά ᾿χεις τὴ λύπην ἴσα 105 Πόσες φορὲς λουκάνικα κι ἀπάκια κρεμασμένα καὶ σαλτιτσούνια θαυμαστὰ καὶ μοσκομυρισμένα καὶ χοιρομέρια στὸν καπνὸ γὴ κ᾿ εἰς ἀέρα κι ἄλλα φαητὰ θωροῦν τὰ μάτια μου σ᾿ ἀρχοντικὰ μεγάλα καὶ μὲ πολλὴ κλιτότητα τάχα μὲ συντηροῦσι 110 κι ἄσκημα δάκρυα βγάνουσι γιατὶ δὲν τὸ βαστοῦσι πὼς δὲ μαλώνου μετ᾿ αὐτὰ τὰ δόντια τοῦ στομάτου τ᾿ ἀστροπελέκια μαλλιοστὰς τοῦ φοβεροῦ του κράτου

ΜΠPΑΒOΣ Ἔδε σουσούμι ὄμορφο ποῦ τό ᾿βρηκες βουβάλι

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐσὺ παινᾶς τὴν τέχνη σου ᾿γὼ τὴ δική μου πάλι 115 μὰ πούρι τὰ λουκάνικα μέσα νὰ ἀναθιβάνω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 13: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

13

νὰ ἀναστενάξεις εἶδα σε καλά στὴν ψή μου ἀπάνω περιττοπλιὰς γροικώντας με νὰ πῶ τὰ σαλτιτσούνια θαρρῶ νὰ σοῦ ᾿ρθε ἡ μυρωδιά κ᾿ ἐκάτσε σου στ᾿ ἀρθούνια

ΜΠPΑΒOΣ Ἂν εἶχες πεῖ γιὰ πόλεμο μὰ αὐτὰ δὲν τὰ λογιάζω 120 καὶ μοναχὰς γιὰ ζήση μου τὰ παραδοκιμάζω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαλὰ τὸ λέγεις μὰ ὅντας δεῖς καλὴ γουλιὰ στὸ πιάτο νὰ θὰ τὴν πιάσω τὸ ζιμιὸ μοῦ λέγεις Ἄσ᾿ την κάτω

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ ξέρεις πὼς κ᾿ ἐκεῖ καλὰ κατέχω τὴ σκριμίδα

ΠΕTPOΥTΣOΣ Nὰ τήνε παίζει πλιὰ καλλιὰ ποτέ μου ἄλλο δὲν εἶδα

ΜΠPΑΒOΣ 125 Σ᾿ κοντολογιό ὁ βασιλιὸς ἐσύ ᾿σαι τῶ μαριόλω σὰν εἶμαι τῶν παλληκαριῶ ἐγὼ στὸν κόσμον ὅλο

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἐγώ ᾿μαι ναῖσκε ὁ φατσιλιός μὰ γιάντα πράξην ἔχεις κι ὅλες ἐσὺ τσῆ τέχνης μου τὲς κοπανιὲς κατέχεις Πάλι πολλὰ ἐνεστέναξες τοῦ φαητοῦ θυμᾶσαι 130 λογιάζω πλιότερα ἀπὸ μέ καὶ πάλι μοῦ καυκᾶσαι

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶναι ἐκεῖνο ἀπαρθινά Πετροῦτσο μὰ μὲ γνώση θυμοῦμαι του τοῦ φαητοῦ μὲ τσῆ ἐρωτιᾶς τὴ βρώση

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἴντα ᾿ναι ἡ βρώση τσῆ ἐρωτιᾶς

ΜΠPΑΒOΣ Ἀγάπη μιᾶς κοπέλας

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πρωτύτερα σ᾿ ἐλόγιαζα τὸ πὼς ἐπαραφέλας 135 μὰ ἀπεὶς ἀφήνεις στὴν καρδιὰ τὴ δυνατή σου μέσα νὰ ἐμπεῖ ἡ ἀγάπη δὲ φελᾶς νὰ ζοῦμε δυὸ τορνέσα

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα ᾿ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς κι ὁ Μάρτες τὸ λιοντάρι γροικᾶ τὸν πόθο στὴν καρδιά γιατὶ ἔχει πλήσα χάρη

ΠΕTPOΥTΣOΣ Kαὶ τὸ λιοντάρι κι ὁ μαρτὴς ἴντα ᾿χει μετὰ σένα 140 νὰ κάμει ὁπού ᾿σαι ἀδυνατὸς παρ᾿ ἄθρωπο κιανένα

ΜΠPΑΒOΣ Δὲν εἶπα γιὰ μαρτὴ ἐγώ μά ᾿πα γιὰ τοῦ πολέμου τὸ μεγαλότατο θεό ἁπ᾿ ὅλοι τόνε τρέμου

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ὄξω ἀπὸ σένα μοναχάς

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 14: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

14

ΜΠPΑΒOΣ Μπεσάς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Λοιπὸ καὶ τ᾿ ἄλλο μοῦ πὲ ἴντα θέλεις ἀπὸ μέ καὶ κόπο θὲ νὰ βάλω 145 Μὰ δὲ σὲ φτάνει τὸ λοιπό τοῦ πόθου παλληκάρι ἐκείνη ὁποὺ τὸ σπίτι σου κρατεῖ καὶ γοβερνάρει κι ἄλλη γυρεύεις πελελέ

ΜΠPΑΒOΣ Ἴντα μιλεῖς

ΠΕTPOΥTΣOΣ Παινῶ σε

ΜΠPΑΒOΣ Πετροῦτσο γύρισε ἐδεπά τ᾿ αὐτιά σου ἐμένα δῶσε

ΠΕTPOΥTΣOΣ Ἂν εἶχες πεῖς τὰ χέρια μου ζιμιὸ εἶχα τὰ ξαπλώσει 150 νὰ σοῦ τὰ δώσω μὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἔχω πῶς σοῦ δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκησε θέλω νὰ σοῦ πῶ

ΠΕTPOΥTΣOΣ Tώρα καλὰ γροικῶ σου μίλησε ἀφέντη μίλησε καὶ πὲ τὸ λογισμό σου

ΜΠPΑΒOΣ Tοῦ μισὲρ Στάθη ἡ κοπελιά τοῦ Kυπριώτη ἐκείνη σὰν ξεύρεις εἶναι ἡ ποθητὴ κ᾿ ἡ κόρη ὁποὺ μὲ κρίνει Γροικᾶς Πετροῦτσο

ΠΕTPOΥTΣOΣ 155 Γροικῶ σου το μὰ ὀλίγη ἐλπίδα ἔχω καὶ πῶς νὰ κάμεις τὴ δουλειὰ ἐτούτη δὲν κατέχω γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ κύρης τση δύναμην ἔχει τόση καὶ τῶν οἱ δυό μας παρευθὺς θάνατο νὰ μᾶς δώσει

ΜΠPΑΒOΣ Γροίκα σοῦ λέγω

ΠΕTPOΥTΣOΣ Πέ μου το

ΜΠPΑΒOΣ Nὰ παίξει ἡ φρόνεψή σου 160 θέλω σὲ τούτη τὴ δουλειὰ κ᾿ ἐσὲ καὶ τς ἀδερφῆς σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 15: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

15

ΠΑΝΩΡΙΑ

(τέλη 16 ου αἰ )

(Γ3) ΓIΑNNOΥΛHΣ καὶ ΦPOΣΥNH ΓIΑNNOΥΛHΣ

265 Tάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω ἡ αἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κrsquo ἔφυγε ᾿κ τὸ μητάτο Μὰ ᾿δῶ δὲ φανερώνεται Kαλέ κrsquo ἴντα νὰ γίνει Οἱ λύκοι τρῶσι μού τηνε στὰ δάση ἀνὲν ξωμείνει Μὰ τὴ Φροσύνη συντηρῶ καὶ θὰ τήνε ρωτήξω 270 κι ἂν τύχει ἀπὸ τοῦ λόγου τση ποῦ διάβη νὰ γροικήξω Εἶδες Φροσύνη μιὰν κουρνὴ αἴγα ἁποὺ μοῦ ᾿χε φύγει ἐκ τὸ μητάτο σήμερο

ΦPOΣΥNH Γεῖς λύκος τήνε πνίγει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ἁρμήνεψέ μου σ᾿ ποιὰ μερὰ βρίσκεται γιὰ νὰ σώσω κι ἂν εἶνrsquo ἀκόμη ζωντανή μπορεῖ νὰ τὴ γλυτώσω

ΦPOΣΥNH 275 Δὲν εἶ μακρὰ καὶ γλάκησε στὸ σπήλιον ἀποπάνω

ΓIΑNNOΥΛHΣ Krsquo ἴντα λογιάζεις ζωντανὴ τάχατες τήνε φτάνω Μrsquo ἂς δράμω τὸ λοιπονιθὲς κι ἂν τύχει σκιὰς νὰ φτάσω τὸ κρές τση ἀκόμη ἀφάγωτο νὰ μὴν τὴν ὁλοχάσω

ΦPOΣΥNH Μηδὲ γλακᾶς μηδὲ γλακᾶς κrsquo ἐμασκαρεύτηκά σου 280 μὰ ᾿γὼ δὲν εἶδα σήμερο κιανένα ἀπὸ τὰ ζά σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Οἱ λύκοι δὲν ἀλλάσσουσι τὴ γνώμη σὰ γεράσου γιαῦτος κrsquo ἐσὺ δὲν ἄφηκες τὰ κοπελίστικά σου

ΦPOΣΥNH Γιαννούλη σ᾿ τσὶ κακομοιριὲς τῶ γερατειῶν ἐμπῆκα ζωὴ καὶ διάξες ἄλλαξα καὶ τὰ θυμᾶσαι ἀφῆκα

ΓIΑNNOΥΛHΣ 285 Ἂν οὗλα οὗλα ἀφῆκες τα τὸν πόθο σκιάς Φροσύνη δὲ θὲς ἀφήσει ὥστε νὰ ζεῖς θωρῶ σrsquo ἀληθοσύνη

ΦPOΣΥNH Tὸν πόθο καὶ τὴν ἐρωτιά Γιαννούλη μrsquo ἀδερφέ μου σὰ νὰ μὴν εἶχα δεῖ ποτὲ σήμερο φαίνεταί μου Οἱ χρόνοι καὶ τὰ γερατειὰ τὴν ὄρεξη μᾶς παίρνου 290 τσὶ γνῶμες μας ἀλλάσσουσι κι ἄλλη ζωὴ μᾶς φέρνου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 16: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

16

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὥστε ἁποὺ νὰ κρατεῖ τσῆ γρὲς ἀδόντι στὴ μασέλα πάντα λογιάζει νά ᾿νrsquo καλλιὰ παρὰ κιαμιὰ κοπέλα

ΦPOΣΥNH Kατὰ τσὶ γράδες θὲς νὰ πεῖς

ΓIΑNNOΥΛHΣ Ὄλες μά τὴν ἀλήθεια κρεμνᾶτε τα μετὰ χαρᾶς τrsquo ἀντρὸς τὰ κολοκύθια

ΦPOΣΥNH 295 Θαρρεῖς κι ὀγιατrsquo ἐγέρασες κrsquo ἐσὺ καὶ τσrsquo ἀταξάδες δὲν ἄφηκες τσὶ πρῶτες σου πὼς εἶνrsquo ἐτσὰ κrsquo οἱ γράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ Kαλέ δὲν εἶσαι τόσα γρέ Δὲ μὲ περνᾶς ποτέ σου τρεῖς χρόνους Ἀλλὰ δείχνει σου κι ἀποὺ τὴν πορπατέ σου

ΦPOΣΥNH Krsquo ἐσύ ᾿σαι πλειότερου καιροῦ παρrsquo ἄθρωπο στὴν Kρήτη 300 καὶ μηδεσκιὰς στὸ στόμα σου δὲν ἔχεις τραπεζίτη κrsquo ἐμένα λέγεις πλιὰ καιροῦ πὼς εἶμαι παρὰ σένα ἁποὺ κρατοῦ τrsquo ἀδόντια μου σὰ νά ᾿σα σιδερένα Σαράντα χρόνους πορπατῶ ἀμὲ τὰ βάσανά μου ἀσπρίσανε παράκαιρα σὰ βλέπεις τὰ μαλλιά μου

ΓIΑNNOΥΛHΣ 305 Ὧιμιὸ ἄφησε τὰ βάσανα καὶ πιάσrsquo τὸν πόθο πάλι νὰ δεῖς πῶς ξανανιώνουσι τὰ πρωτινά σου κάλλη

ΦPOΣΥNH Σὰν ξεραθεῖ ὁ βασιλικός Γιαννούλη δὲ γυρίζει στὴν πρώτην του ὀμορφιὰ ποτέ καλὰ καὶ νὰ μυρίζει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὴν ἀγκινάρα τὴν ξερὴ ἐγώ ᾿δα νὰ καρπίσει 310 ὡσὰ τσῆ βάλει τὴν κοπρὲ κιανεὶς νὰ τὴ σκαλίσει

ΦPOΣΥNH Tέχνη πολλὴ καὶ δύναμη καὶ προκοπὴ μεγάλη θὲ νά ᾿χει ἐκεῖνος ὁ γιωργὸς ἁποὺ στὸ νοῦν του βάλει νὰ ξανανιώσει τὰ παλιά καινούργια νὰ τὰ κάμει καὶ μέρα νύχτα θὰ κοπιᾶ χέρια καὶ πόδια ἀντάμι

ΓIΑNNOΥΛHΣ 315 Ἔδε γιωργὸς ἁπrsquo εἶχα ᾿σται νὰ ξανανιώνω γράδες τrsquo ἀμπέλι μου ἐξανάνιωνα μὲ τσὶ καταβολάδες

ΦPOΣΥNH Ἡ προκοσύνη σου ἡ πολλὴ δείχνει σου ἐκ τὸ ραβδί σου Ἔτοια δουλειά βαρειόμοιρε δὲν εἶναι γιὰ τrsquo ἀντζί σου

ΓIΑNNOΥΛHΣ Μηδὲ θωρεῖς τὰ γέρα μου μὴ βλέπεις τὰ μαλλιά μου 320 μὰ τήρηξε τὴν ὄρεξη ἁπrsquo ἔχω στὴν καρδιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 17: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

17

ΦPOΣΥNH Οἱ γέροντες κατέχω το πὼς ὄρεξη τσὶ σέρνει μὰ τίβετας ἡ μπόρεση νὰ κάμου δὲ τσὶ φέρνει

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tὸ κυπαρίσσι ὅσο γερᾶ τόσον ἀδυνατεύγει καὶ τὸ λιοντάρι πλειότερα στὰ γέρα του ἀγριεύγει

ΦPOΣΥNH 325 Kιrsquo ἄθρωπος ὅσον πλιὰ γερᾶ χάνεται ἡ δύναμή του κι ὅσο λιγότερα μπορεῖ πληθαίνrsquo ἡ ὄρεξή του

ΓIΑNNOΥΛHΣ Tοῦτα τὰ λόγια ἂς πάψομε κι ἂς ἔρθομεν εἰς ἄλλο Πότες μrsquo ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω νὰ βοσκηθοῦ Φροσύνη μου στὴν ἀποκαλαμέ σου 330 μὲ τὸ περκάτσο σου κrsquo ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου

ΦPOΣΥNH Ὡς τοσεσὰς νὰ κείτουνται στὸ στρῶμαν οἱ ὀχθροί σου κι ἀποὺ τὴν τόσην ἀρρωστιὰ νὰ μὴ μπορὰ γυρίσου Δὲν εἴμαστε Γιαννούλη μου μπλιό μας γιὰ πελελάδες Kακὰ ταιριάζει ὁ ἔρωτας ξεῦρε μὲ τσὶ ψαράδες

ΓIΑNNOΥΛHΣ 335 Ἀκόμη δὲ μᾶς ηὕρασι τόσα πολλὰ τὰ γέρα νὰ μηδὲν κάνομε κrsquo ἐμεῖς δύο ἀγώγια τὴν ἡμέρα

Εἰς τοῦτο θὲ νὰ τὴν ἀγκαλιάση ΦPOΣΥNH

Μή μή νὰ ζήσεις ἄφησrsquo με μηδὲ μὲ κριματίζεις Ἂμε παρέκει κι ἄση με Δὲ θέλω νὰ μοῦ ᾿γγίζεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ Θυμήσου τσὶ ξεφάντωσες τσrsquo ἐδίδαμεν ὁμάδι 340 Φροσύνη σ᾿ τοῦτα τὰ λαγκὰ κrsquo εἰς τοῦτο τὸ λιβάδι

ΦPOΣΥNH Tσῆ νιότης τσὶ ξεφάντωσες ποτέ σου μὴ θυμᾶσαι γιατὶ μὲ πρίκα μοναχὰς σὲ κάνου πάντα νά ᾿σαι Ἐκεῖνα ἁποὺ μυρίζασι τότες ἐδὰ βρομοῦσι καὶ τῶ γερόντω τσὶ φιλιὲς ὅλοι καταφρονοῦσι

Ζυγώνει ὁ Γιαννούλης ΓIΑNNOΥΛHΣ

345 Ὅτι κι ἂν κάμουσιν οἱ νιοὶ πρέπει νὰ μὴν ἀρέσου τοῦ κόσμου μὰ στὰ γέρα τως σὲ σφάλμα ἀνὲν καὶ πέσου συμπάθιο νά ᾿βρουσι ζιμιὸ σ᾿ πάσrsquo ἄθρωπο μποροῦσι Ποιοὶ νὰ περάσουν ἀποδῶ Φροσύνη νὰ μᾶς δοῦσι καὶ νὰ μὴν ποῦν ldquoἊς χαίρουνται γιατὶ ταχιὰ ἀποθαίνουν 350 καὶ τὴ χαρὰ ποὺ παίρνουσι τώρα κι αὐτοὶ κερδαίνουνrdquo Στὸ μισσεμό καθὼς θωρεῖς εἴμαστε οἱ καημένοι καὶ μὲ χαρὲς ἂς πάγομε στὸν Ἅδη φορτωμένοι

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 18: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

18

ΦPOΣΥNH Μὴ μοῦ σιμώσεις λέγω σου Ἴντα θέλεις νὰ κάμεις Οἱ λύκοι τρῶν τὴν αἴγα σου κι ἄμε νὰ τὴν ξεδράμεις

ΓIΑNNOΥΛHΣ 355 Πάγω μὰ δὲν τὸ λόγιαζα ποτέ κερὰ Φροσύνη νὰ μὴ θυμᾶσαι μπλιὸ κrsquo ἐμὲ μιᾶς ὥρας καλοσύνη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 19: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

19

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ ΕΡΩΦΙΛΗ

(μετὰ τὸ 1595)

Πρόλογος τοῦ Χάρου Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκαλα κ᾿ οἱ πολλὲς βροντὲς κ᾿ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ᾿ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη 5 ποιὸς εἶμαι μοναχά τωνε δίχως μιλιά μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ᾿ ὅσους μὲ συντηροῦσι Μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου ποιὸς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ᾿ναι ἡ μπόρεσή μου Ἐγώ ᾿μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ᾿ ὅλοι μὲ μισοῦσι 10 καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι ἐγώ ᾿μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους τσὶ πλούσους καὶ τσ᾿ ἀνήμπορους τσ᾿ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ᾿ ἀθρώπους τσ᾿ ἄλλους 15 γιαμιὰ γιαμιά ὅντε μοῦ φανεῖ ρίχνω καὶ θανατώνω κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές τὰ ὀνόματα μαυρίζω τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω τσ᾿ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ τσὶ λογισμοὺς ἀλλάσσω 20 τσ᾿ ὀλπίδες ρίχνω σ᾿ μιὰ μερά καὶ τσ᾿ ἔγνοιες κατατάσσω κ᾿ ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μάτια μου στραφοῦσι χῶρες χαλοῦν ἀλάκερες κόσμοι πολλοὶ βουλοῦσι Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν3 οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα

3 Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ νεότερους Ἕλληνες ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἀλεξίου (βλ Ἐρωφίλη (Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη) σ 284) ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους Ἡ ἑνότητα στ 23-30 ἀναφέρεται στὸ ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 20: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

20

Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι

(Δ) ΧOPOΣ KOPΑΣIΔΩN Ἀκτίνα τ᾿ οὐρανοῦ χαριτωμένη ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη σ᾿ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν οἰκουμένη τὸν οὐρανὸ στολίζει σ᾿ μιὰ κ᾿ εἰς ἄλλη 715 μερὰ κι ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξά σου δίχως ποτὲ τὴ στράτα τση νὰ σφάλει Kι ὅντα μᾶσε μακραίνεις τὴ θωριά σου μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου 720 Kαὶ πάλι σὰ σιμώσεις κι ἀρχινίζεις τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνεις τὸν κόσμο ὅλη τὴ γῆ μ᾿ ἀθοὺς γεμίζεις τὰ φύτρα ἀναγαλλιᾶς καρποὺς πληθαίνεις μεστώνεις πωρικά γεννᾶς λιθάρια 725 πολλῶ λογιῶ κ᾿ εἰς δόξα πάντα μένεις Διαμάντε καὶ ρουμπί μαργαριτάρια κι ὅλες τὲς ἄλλες τζόγιες μοναχός σου πὼς κάνεις ὅλοι βλέπομε καθάρια Tὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου 730 μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα κι ὅσα κι ἂν εἶναι ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου γὴ ἐσὺ τὰ κάνεις ὅλα γὴ ἀπὸ σένα θρέφουνται καὶ κρατιοῦνται καὶ πληθαίνου καὶ νὰ χαθεῖ ποτὲ μπορεῖ κιανένα 735 Ἥλιε μου φωτερέ τοῦ περασμένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 21: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

21

καιροῦ τὰ πάθη πού ᾿χαμε θυμοῦμαι κι ὁλόκρυα τὰ μέλη μου ἀπομένου Tσὶ ποταμοὺς πὼς εἴδαμε μποροῦμε σ᾿ τούτους τσὶ δόλιους τόπους τσ᾿ ἐδικού μας 740 νὰ κυματίσουν αἵματα νὰ ποῦμε Tριγύρου στὰ τειχιά ᾿χαμε τσ᾿ ὀχθρού μας κι οὐδὲ κιαμιὰ ἄλλη ὀλπίδα ἀπόμενέ μας στὴ μάχη τὴν πολλὴ τοῦ βασιλιοῦ μας Μὰ τῶν θεῶν ἡ χάρη ἐβούηθησέ μας 745 κ᾿ ἑνοῦ μας στρατηγοῦ χέρα ἀντρωμένη κι ἀποὺ τὴ μάχη αὐτὴν ἐλύτρωσέ μας Ὤφου πρικειά του μοίρα ἀσβολωμένη τί τὄξιζε τσ᾿ ὀχθρού μας νὰ κερδέσει κ᾿ ἐκεῖνος τσ᾿ ἐρωτιᾶς σκλάβος νὰ γένει 750 Στὸν πόθο τσῆ κερᾶ μας εἶχε πέσει κι ὅντα κρατιέτο πλιὰ χαριτωμένος σ᾿ ἄμετρης λόχης ἔπεσε τὴ μέση Tώρα στὴ φυλακὴ καδενωμένος θάνατο ἐκ τὸ θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ μας 755 σκληρότατο ἀνιμένει ὁ πρικαμένος Ἥλιε μου τὸ λοιπὸ στὰ κλάηματά μας λυπητερὸ τὸ φῶς σου ἂς σκοτεινιάσει γὴ σ᾿ ἄλλα μέρη στεῖλε το μακρά μας Nέφος σκοτεινιασμένο ἂς σὲ σκεπάσει 760 κι ἀστροπελέκι ἂς πέσει θυμωμένο καὶ τοῦτο τὸ παλάτιν ἂς χαλάσει Μὲ χίλιες ἀστραπὲς τὸ μανισμένο κάμε τὸ βασιλιό μας νὰ τρομάξει νὰ μὴ χαλάσει τέτοιο νιὸ ἀντρωμένο 765 Μὲ φοβερὲς βροντὲς κάμε ν᾿ ἀλλάξει τὸ λογισμό του τὸν κακὸ σ᾿ ἀγάπη κι ὡς κύρης ἀγαθὸς τώρα νὰ πράξει σ᾿ αὐτείνη κ᾿ εἰς ἐκεῖνο τὸν ἀζάπη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 22: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

22

(Γ1) Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα

ΕPΩΦIΛH μοναχὴ

Tὰ γέλια μὲ τὰ κλάηματα μὲ τὴν χαρὰν ἡ πρίκα μιὰν ὥραν ἐσπαρθήκασι κι ὁμάδι ἐγεννηθῆκα γιαῦτος μαζὶ γυρίζουσι καὶ τό ᾿να στ᾿ ἄλλο ἀλλάσσει κι ὅποιος ἐγέλα τὸ ταχύ κλαίγει πριχοῦ βραδιάσει 5 Γιὰ κεῖνο βλέπω τὴ χαρὰ κ᾿ ἐγὼ τὴν ἐδική μου πὼς θὰ γυρίσει σ᾿ ἄμετρη πρίκα καὶ παιδωμή μου καὶ στέκομαι τρεμάμενη σὰ νά ᾿χα νὰ περάσω μιὰ θυμωμένη θάλασσα γὴ ἄγριο κιανένα δάσο Μοίρα κακὴ κι ἀντίδικη τυραννισμένη μοίρα 10 ποιὰ πάθη ἀποὺ τὸν ἔρωτα ποιὲς πρίκες δὲν ἐπῆρα Πότες τοὺς ἀναστεναμοὺς γὴ πότες τ᾽ ὢχ ὀϊμένα τὰ χείλη μου ἐσκολάσασι τὰ πολυπρικαμένα Πότες κ᾿ ἐμὲ τ᾿ ἀμμάτια μου μιὰν ὥραν ἐστεγνῶσα πότες γλυκιὰ τὰ σφάλισα κι ἀνάπαψη μοῦ δῶσα 15 Στὴ δούλεψη κ᾿ εἰς τσὶ καημοὺς μικρὴ περίσσα ἐμπῆκα τσ᾿ ἀγάπης κι ὅλα τὰ κακὰ κ᾿ οἱ παιδωμὲς μ᾿ εὑρῆκα Μόνια μου μὲ τὸν ἔρωτα κάθ᾿ ὥραν ἐπολέμου καὶ κιανενὸς τὰ πάθη μου δὲν ἔδειχνα ποτέ μου Χίλιες φορὲς μ᾿ ἐδόξευγε χίλιες νὰ πιάνει τόπο 20 στὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἄφηνα μ᾿ ἕνα γὴ μ᾿ ἄλλο τρόπο χίλιες τ᾿ αὐτιὰ ἐμολύβωνα γιὰ νὰ μηδὲ γροικοῦσι τσὶ σιργουλιές του τσὶ γλυκειές τὰ μέλη νὰ πονοῦσι χίλιες μὲ τὴν πορπατηξά χίλιες μὲ μιὰ καὶ μ᾿ ἄλλη στράτα τὴ θέρμη του ἔσβηνα στὸ νοῦ μου τὴ μεγάλη 25 Μὰ κεῖνος μάστορας καλὸς γιατ᾿ ἦτο τοῦ πολέμου μέρα καὶ νύκτα δυνατὸ πόλεμον ἔδιδέ μου κι ὧρες μὲ τ᾿ ἄρματα ὡς ἐχθρὸ κι ὧρες ξαρματωμένο τὸν ἔβλεπα σὰ φίλο μου περίσσα ἀγαπημένο Kι ὧρες γλυκὺς μοῦ φαίνετο κι ὧρες πρικὺς περίσσα 30 κι ὧρες στρατιώτης δυνατὸς κι ὧρες παιδάκιν ἴσα Kι ὧρες μ᾿ ἐπαίδευγε ἄπονα κι ὧρες πολλὲς μ᾿ ἐκράτει γλυκότατες παρηγοριὲς καὶ σιργουλιὲς γεμάτη Χίλια ἀκριβὰ τασσίματα μοῦ ᾿τασσε κάθα μέρα καὶ χίλια μοῦ ᾿κτιζε ὄμορφα περβόλια στὸν ἀέρα 35 χίλιες σγουράφιζε χαρὲς μέσα στὸ λογισμό μου καὶ χίλιες ἔδειχνε ὀμορφιὲς πάντα τῶν ἀμματιῶ μου Tσὶ δυσκολιὲς μοῦ σήκωνε κι ἀπόκοτη ἔκανέ με μιλιὲς γλυκὲς μ᾿ ἀρμήνευγε κ᾿ ἐδιδασκάλευγέ με τόσον ἁποὺ μ᾿ ἐνίκησε καὶ δούλη ἀπόμεινά του 40 καὶ τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τὴν ἐξουσὰ ἔδωκά του

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 23: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

23

K᾿ ἐδὰ ποὺ καλορίζικη παρ᾿ ἄλλην ἐκρατούμου καὶ χίλιες ἔτασσα χαρὲς κι ἀνάπαψες τοῦ νοῦ μου τονὲ θωρῶ τὸν πίβουλο καὶ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει τὴν ψεύτικη ἁποὺ μοῦ ᾿δειχνε σὲ μάχη νὰ γυρίζει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 24: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

24

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ἡ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (τέλη 16 ου αἰ )

O ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα Ἀβραάμ ξύπνα Ἀβραάμ γείρου κι ἀπάνω στάσου μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου κι ἀφουκράσου Ξύπνησε δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι 5 Ξύπνα καὶ γροίκησε Ἀβραάμ ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα 10 μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα Σ᾿ τόπον ἀρνιοῦ σ᾿ τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις Ἀβραάμ τοῦ ᾿Iσαὰκ τὰ μέλη Tὸ τέκνο σου τὸ μοναχό τὸ κανακάρικό σου εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου 15 Kαὶ ξύπνησέ το γλήγορα μετά σου ἂς συνοδέψει κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί ποὺ θέλω σ᾿ ἀρμηνέψει ἀνέβα το προθυμερά κ᾿ εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις σφάξε τὸ τέκνο κάψε το καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις Σπούδασε ξύπνα τὸ παιδὶ κ᾿ ἔπαρ᾿ το μετὰ σένα 20 ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα Μὴν ἀνιμένεις Ἀβραάμ πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις μὴ γρινιᾶς γιατὶ ὁ Θεὸς γροικᾶ το Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κ᾿ ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη 25 Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη καὶ γείρου κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάρα ἄσ᾿ τη τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κ᾿ ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει νά ᾿ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ᾿ ὀρανοὺς νὰ λάψει

ΑΒΡΑΑΜ Ὤφου τρομάρα μὲ κρατεῖ ζάλη μεγάλην ἔχω 30 κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω Ἴντα μαντάτο μοῦ ᾿φερες ἄγγελε ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ᾿ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω Ὦ Βασιλέα τ᾿ οὐρανοῦ ἴντα γροικοῦ τ᾿ αὐτιά μου ἴντά ᾿ναι τοῦτο τ᾿ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου 35 Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κ᾿ ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 25: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

25

καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί ποὺ τρέμει σὰν καλάμι Ὤφου μὲ ποιάν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει 40 σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει Kείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ᾿δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κ᾿ ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει 45 Kι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση ὅρισες κ᾿ ἐγαστρώθη καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι σὰν πέσει τὸ γομάρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη K᾿ ἐδὰ ποιά νά ᾿ναι ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἤλλαξες τὸ σκοπό σου 50 κ᾿ ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κ᾿ ἤφερες τὸ θυμό σου Kύριε καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει 55 Πέψε μου Kύριε φτωχειά ἀνημποριὰ καὶ χρεία καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία Πολλὰ μαντριὰ μοῦ χάρισες στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω Ὄλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα 60 μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα Ἔπαρ᾿ Θεέ τὸν Ἀβραὰμ μ᾿ ὅτι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν ᾿Iσαὰκ ἄφησ᾿ νὰ σοῦ δουλεύει Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου 65 Kι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ κρίματα καμωμένα μὴν τὰ πλερώσει ὁ ᾿Iσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα Kαημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ ποιός σοῦ ᾿δωκε κατάρα σ᾿ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι ἀνεμικὴ κι ἀντάρα

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 26: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

26

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ KOPNΑPOΣ

Ἐρωτόκριτος (1590-1610)

ΜΕΡΟΣ ΠPΩTO Προοίμιο

ΠOIHTHΣ Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνου καὶ τοῦ τροχοῦ ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνου καὶ τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλλάματα ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχου μὰ στὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸ κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχου 5 καὶ τῶν ἀρμάτω οἱ ταραχές ἔχθρητες καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἔρωτα ἡ ἐμπόρεση καὶ τῆς φιλιᾶς ἡ χάρη αὐτάνα μ᾿ ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέρα ν᾿ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέρα σ᾿ μιὰ κόρη κ᾿ ἕναν ἄγουρο ποὺ μπερδευτῆκα ὁμάδι 10 σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι Kι ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ κιανένα ἂς ἔρθει γιὰ ν᾿ ἀφουγκραστεῖ ὅτί ᾿ναι ἐδῶ γραμμένα νὰ πάρει ξόμπλι κι ἀρμηνειά βαθιὰ νὰ θεμελιώνει πάντα σ᾿ ἀμάλαγη φιλιάν ὁποὺ νὰ μὴν κομπώνει 15 γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τὸν πόθο του ξετρέχει εἰς τὴν ἀρχὴ ἂ βασανιστεῖ καλὸ τὸ τέλος ἔχει Ἀφουκραστῆτε τὸ λοιπὸ κι ἂς πιάνει ὁπού ᾿χει γνώση γιὰ νὰ κατέχει ἀλλοῦ βουλὴ κι ἀπόκριση νὰ δώσει

Διάλογος ρήγα Ἡράκλη καὶ Πεζόστρατου ΠOIHTHΣ

Ἐκείνη ἡ μέρα ἐπέρασε κ᾿ ἡ ἄλλη ξημερώνει κι ὁ κύρης τοῦ Pωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει δὲ θέλει πλιὸ νὰ καρτερεῖ κι ὁ γιός του νά ᾿χει κρίση μὰ ἐβάλθηκε τὴν προξενιὰν ἐτούτη νὰ μιλήσει 895 Ἐπῆγεν εἰς τοῦ βασιλιοῦ νὰ τόνε δικιμάσει κ᾿ ἐλόγιαζεν ἀπὸ μακρὰ μὲ ξόμπλια νὰ τὸν πιάσει ἀγάλια ἀγάλια ἀρχίνισεν ἀποκοτιὰ νὰ παίρνει καὶ μιὰ καὶ κι ἄλλη ἀθιβολὴν ἀλλοτινὴ τοῦ φέρνει

ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ Λέγει laquoΣτοὺς παλαιοὺς καιρούς πού ᾿σα μεγάλοι ἀθρῶποι 900 τὰ πλούτη καὶ βασίλεια ἐκράζουντανε κόποι ᾿πειδὴ ἐτιμούσανε πολλὰ τῆς ἀρετῆς τὴ χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 27: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

27

παρὰ τσὶ χῶρες τσ᾿ ἀφεντιές τὰ πλούτη τὸ λογάρι κ᾿ ἐσμίγασι τὰ τέκνα τως οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι μὲ τοὺς μικροὺς ὁπού ᾿χασι γνώσην ἀντρειὰ καὶ κάλλη 905 Ὄλα τὰ πλούτη κ᾿ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι καὶ μεταλλάσσουν κ᾿ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾿ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά παρὰ χωριὰ καὶ χώρα οὐδ᾿ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν ὡς θέλει νὰ γυρίσει 910 τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσειraquo

ΠOIHTHΣ K᾿ ἤφερνε ξόμπλια ἀπόμακρα πράματα περασμένα καὶ καταπῶς τοῦ σάζασι τά ᾿λεγεν ἕναν ἕνα Μὲ τοῦτες τὲς παραβολὲς ἀγάλια ἀγάλια σώνει εἰς τὸ σημάδι τὸ μακρὺ κ᾿ ἤρχισε νὰ ξαμώνει 915 Ἀποκοτᾶ δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ τὸ ξεφανερώσει κι ὀπίσω τὸν ἐγιάγερνε κ᾿ ἐκράτειε τον ἡ γνώση Στὸ ὕστερον ἐνίκησεν ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ του καὶ φανερώνει τὰ κουρφὰ καὶ τὰ χωστὰ τοῦ νοῦ του μὰ ὡς ἐνεχάσκισε νὰ πεῖ τὴν προξενιὰ τοῦ γάμου

ΒΑΣΙΛΙΑΣ 920 τοῦ λέγει ὁ ρήγας laquoΠήγαινε καὶ φύγε ἀπὸ κοντά μου Πῶς ἐβουλήθης κ᾿ εἶπες το λωλέ μισαφορμάρη γυναίκα του ὁ Pώτόκριτος τὴν Ἀρετὴ νὰ πάρει Φύγε τὸ γληγορύτερο καὶ πλιό σου μὴν πατήσεις εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ καὶ κακοθανατίσεις 925 Γιατὶ σὲ βλέπω ἀνήμπορο γιαῦτος δὲ σὲ ξορίζω μὰ ὁ γιός σου μὴν πατήσει πλιὸ σ᾿ τσὶ τόπους ὁπ᾿ ὁρίζω Tέσσερεις μέρες κι ὄχι πλιὰ τοῦ δίδω νὰ μισέψει τόπους μακροὺς κι ἀδιάβατους ἂς πάγει νὰ γυρέψει καὶ μὴν πατήσει ὥστε νὰ ζῶ στὰ μέρη τὰ δικά μου 930 ἀλλιῶς τοῦ δίδω θάνατο γιὰ χάρισμα τοῦ γάμου κ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκότησες κ᾿ εἶπες τούτη τὴν ὥρα μὴ γροικηθεῖ μὴν ἀκουστεῖ σ᾿ ἄλλο ἐδεπὰ στὴ χώρα καὶ κάμω πράμαν εἰς ἐσὲ ὁποὺ νὰ μὴ σ᾿ ἀρέσει νὰ τρέμου ὅσοι τ᾿ ἀκούσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποὺ τὸ λέσι 935 Δὲ θέλω πλιὸ νὰ σοῦ μιλῶ στὸ ρήγα δὲν τυχαίνει τὰ τόσα νὰ πολυμιλεῖ κι ἀπόβγαλ᾿ τον νὰ πηαίνειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 28: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

28

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ (τέλη 16 ου αἰ )

Σ᾿ μεγάλην ἐξοριά σ᾿ ἕνα λαγκάδι μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι σὲ δέντρη σὲ λιβάδια σὲ ποτάμια σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια 5 Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ᾿ ἀνθισμένα ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα στὴ γῆ τὴ δροσερή στὰ χορταράκια ποὺ γλυκοκιλαδοῦσαν τὰ πουλάκια πανώρια λυγερή πανώρια κόρη 10 ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τση Ξανθά ᾿σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τση 15 κ᾿ ἡ φορεσιά ποὺ φόρειεν ἦτον ἄσπρη κ᾿ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρη Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ᾿ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια γιατὶ Ἔρωτες εἶχαν κ᾿ ἐδοξεῦγα 20 καὶ νὰ μὲ σαϊτέψουν ἐγυρεῦγα Kι ὡς μ᾿ εἴδασιν οἱ Ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ᾿ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐτες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια 25 Kαὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐτα τως μὲ σώνει εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα Kι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος 30 κ᾿ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ᾿ εἶμαι ἀποθαμένος

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 29: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

29

Λέγει ldquoTῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδιαrdquo Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει 35 νὰ παίρνει ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα Kαὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ᾿ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύσει ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου 40 λογιάζοντας πὼς νά ᾿ναι γιατρικό μου Tὸ πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρει ἀπὸ τὴ ζάλη Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη 45 Kι ἀπὸ τὴν γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα τὰ λούλουδα κ᾿ οἱ ἀνθοὶ μυρίζαν τόσα νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ᾿ ἐσηκῶσα Σ᾿ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν᾿ ἀρχίσω 50 κ᾿ εἰς ἴντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ τὴν καλωσύνη ὁπού ᾿δειξε σ᾿ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη Λέγω τση ldquoΣ᾿ ἴντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ᾿ ἀντιμέψω 55 Kαὶ πῶς νὰ διάξω σ᾿ τοῦτο τὸ γομάρι ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη Tὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση 60 ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώσειrdquo Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο λέγει μου ldquoTὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω 65 Ποιὸς ἄνθρωπος μοῦ τό ᾿θελε παινέσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 30: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

30

καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ᾿χε συχωρέσει Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ᾿ εἶχε κατακρίνει ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη K᾿ οἱ πέτρες μοῦ τό θέλασι γογγύσει 70 μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ᾿ εἶχ᾿ ἀφήσει Ὣς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ᾿ ἤθελε μισήσει ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση Ἂσπλαχνη καὶ κακὴ μ᾿ ἤθελαν κράζει ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ᾿ ἀτιμάζει 75 τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ᾿ ἄνθρωπος ποτὲ μοῦ ᾿θελε σμίγει Δὲν ἦτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα μὲ πόθο νὰ μετρήσω 80 παρὰ τέτοιο βοσκό νὰ μὴ βουηθήσω Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ᾿ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμὴ μεγάλη κ᾿ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω 85 Μ᾿ ἀποὺ τὴ φχαριστιά βοσκέ τὴν τόση ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση σ᾿ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ᾿ ἔχεις κ᾿ εἰς τὰ θελήματά σου νὰ κατέχεις Tσῆ ξᾶς μου πλιὸ δὲν εἶν᾿ τὰ λογικά μου 90 νὰ πάγω ν᾿ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου μά ᾿χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λιβάδι συντροφιασμένοι νά ᾿μεσταν ὁμάδιrdquo Ἀφήνω πάσα ἕνα νὰ λογιάσει πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση 95 μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ᾿ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ᾿ρθει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 31: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

31

ΜΑΡΙΝΟΣ ΤΖΑΝΕΣ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗΣ

Kρητικὸς Πόλεμος

(1681)

Διὰ τὸν πόλεμον τῶν Χανίων Γράφω σας νὰ γροικήσετε ἄρχοντες τιμημένοι τὸν πόλεμον καὶ τὴ σκλαβιὰ ποὺ πάθαν οἱ καημένοι τῆς Kρήτης ὅλο τὸ νησί χῶρες χωριὰ καὶ τόποι ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι 5 K᾿ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς στὸν κόσμο νὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε νὰ κλαῖνε νὰ θρηνοῦνται Kι ἂν εἶναι κ᾿ ἐπτωχύνασι κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει 10 ἔτσ᾿ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ᾿ ὅλους μᾶς ὁρίζει Ὁλονυκτὶς ἀκούγανε πίφερες νακαράδες τύμπανα καὶ λαλήματα καὶ κτύπους σ᾿ τσὶ λουμπάρδες Nύκτα δὲν ἐκοιμούντανε μέρα δὲν ἐσιγοῦσαν μὰ ρίκταν τόσες λουμπαρδιὲς μέσα καὶ τὴ χαλοῦσαν 15 K᾿ ἐρίχνασι τ᾿ ἀρχοντικά τσὶ τοίχους ἐκρεμνίζαν καὶ νὰ τρυποῦν τὲς ἐκκλησιές τὴν χώραν ἀφανίζαν Ἀποὺ τὰ βόλια τὰ πολλά τῶν τουφεκιῶν οἱ κτύποι ἔδιδε καὶ τῶν ἴδιων Tουρκῶν μεγάλην λύπην καὶ ἄλλους ἐφονεύγανε καὶ ἄλλοι ἀποθαῖναν 20 κι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ συχνιὰ στὸν Ἅδη πηαῖναν Ποτάμι δάκρυα νὰ κινοῦν νὰ λένε μοιρολόγια εἰς κάθα σπίτι χαμηλὸν κ᾿ εἰσὲ ψηλὰ ἀνώγεια σὲ μάχη ὁπ᾿ ἀρκομπουζὲς κ᾿ οἱ κομματιὲς ἐβρέχαν ὡσὰν τὸ χιόνι κ᾿ αἵματα σὰν τὸ ποτάμι ἐτρέχαν 25 Kαὶ τὴν ἀρμάδα ἐγδέχουνταν οἱ προσευχὲς νὰ φέρου καὶ κάθα βράδυ ἐλέγανε πὼς ἔρχεται ταχτέρου Μὰ βρίσκουνταν εἰς τσὶ Kορφούς Μαλτέζους ν᾿ ἀνιμένει κ᾿ ἡ Kυδωνία ἡ φτωχὴ ἦτον πολεμισμένη καὶ νὰ μὴ φτάξει ὀγλήγορα κι ἀίδα νὰ μὴν ἔχουν 30 ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροὶ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ τρέχουν κ᾿ ἐλέγαν laquoΠαναγία μου ἡ χάρη σου νὰ δώσει νά ᾿ρθει γοργὸ ἡ ἀρμάδα μας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἔχομε τὶς ἐλπίδες μας ὀγιὰ νὰ τοὺς φωτίσει τσ᾿ ἄρχοντες ποὺ τὰ ρίζουνε εὐθὺς γιὰ νὰ κινήσειraquo

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 32: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

32

35 Ὁλημερνὶς ἐκάνασι λιτὲς ὀγιὰ νὰ φτάσουν νὰ εὕρουν τὰ πλεούμενα τοῦ Tοῦρκο νὰ χαλάσουν Tρίγυρα πηαῖνα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦσαν κ᾿ ἐλέγαν laquoΘεοτόκε μου Kυρία Ἐλεοῦσαraquo κ᾿ ἐκάνασι παράκλησες κι ὁ Tοῦρκος ἀμολέρνει 40 βόλι μεγάλο ἐδεκεῖ καὶ δυὸ παπάδες παίρνει τοὺς δύο ποὺ βαστούσανε τὴν ἅγιαν εἰκόνα κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσταθῆκα ὀρθοί κ᾿ οἱ ἄντρες ἐμαλῶναν K᾿ ἐγίνη θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σὲ ἄντρες κ᾿ εἰς γυναῖκες ὁπού ᾿ταν κ᾿ ἐβοηθούσανε στὰ χώματα σ᾿ τσὶ μπρέκιες 45 Μωραίνει λέσι ὁ Θεὸς λαὸν ποὺ θ᾿ ἀπολέσει καὶ παρακάλια δὲ γροικᾶ καὶ προσευχὲς ἂ λέσιν K᾿ ἔκοπτε πλήσια ὁ πόλεμος μὲ δίστομο μαχαίρι ποὺ κράτειε ἀποὺ τὸ ταχὺ ἕως τὸ μεσημέρι Ὤφου καημένοι Kρητικοί καὶ ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἄλογά σας καὶ ποῦ ᾿ναι τὰ μουλάρια σας καὶ τὰ λαγωνικά σας 5 Γὴ ποῦ ᾿ναι τὰ γεράκια σας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ λογισμοί σας καὶ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ σπίτια τὰ ψηλά ποῦ ᾿ν᾿ οἱ γραμματικοί σας ποῦ ᾿ναι τὰ λάδια τὰ κρασά τὰ στάρια τὰ μετάξα γὴ ποῦ ᾿ν᾿ τὰ περιβόλια σας τὰ μοναστήρια τ᾿ ἄξα Στ᾿ ἄλογα νὰ καθίσετε κ᾿ εἰς τὰ χωριὰ νὰ μπεῖτε 10 νὰ ξεκαλοκαιρέψετε περίσσα νὰ χαρεῖτε Oἱ βρύσες ποῦ ᾿ναι τὰ νερὰ κ᾿ οἱ ἀνθισμένοι κῆποι π᾿ ὅσοι κι ἂν τὰ κοιτάζανε ποτὲ δὲν εἶχαν λύπη Tὰ ρόδα τὰ τραντάφυλλα κ᾿ οἱ μυρισμένοι κρίνοι κ᾿ οἱ δοῦλοι οἱ ἐμπιστικοὶ τάχατες ποῦ ᾿ν᾿ ἐκεῖνοι 15 νὰ πιάσουν ὄμορφο χορὸ μὲ τέχνες νὰ πηδοῦνε κι ἄλλοι νὰ ρίκτουν τουφεκιὲς κι ἄλλοι νὰ τραγουδοῦνε Bιολιὰ νὰ παίζουν τσίτερες λαγοῦτα νὰ λαλοῦσι ὁληνυκτὶς νὰ χαίρουνται καὶ νὰ μὴν κοιμηθοῦσι T᾿ ἀηδόνια νὰ σφυρίζουνε κι ὀμπρός τως νὰ πετοῦσι 20 καὶ γιάντα τοῦτα οἱ Kρητικοὶ ὅλα νὰ στερευτοῦσι Tώρα σπαχῆδες τά ᾿χουνε γιανίτσαροι τὰ ρίζου κ᾿ οἱ Tοῦρκοι στὰ περβόλια τως πᾶνε καὶ σιργιανίζου

ltΕΠIΛOΓOΣgt Μαρίνος Tζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν ἐτοῦτος ὁ Pεθεμναῖος ὁ πτωχός εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται 10 καὶ ἄλλοι τ᾿ ἀποκτήζουνε κ᾿ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται παντοτινὰ νὰ μένου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 33: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

33

νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ᾿ εἰς δόξες ν᾿ ἀνεβαίνου Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Pέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα 15 γιατ᾿ ἤτονε πατρίδα μου κ᾿ ἔβλεπα ὅτι γίνη κ᾿ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν᾿ ἀπομείνει καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα μὰ τότες νὰ σκολάσω μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ᾿ εἰς δάσο Σαρανταπέντε τῶν Χανιῶν τὸν Ἀγουστο ἂ δὲ σφάνω 20 τὰ δώκανε τὲς ἕνδεκα στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο Λίγά ᾿γραψα γιὰ τὰ Χανιά γιατ᾿ ἦτον καμωμένα ἀπό ᾿ναν ἄξιον ἱερὴ κ᾿ εἶχε τα τυπωμένα Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξουν ἑβδομήντα 25 εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβρίου τὸ Kάστρο τοῦ ᾿χαν δώσει τὸν φημισμένον Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι κ᾿ ἐφύγασ᾿ οἱ Χριστιανοί τὴν χώραν ἀρνηθῆκαν κ᾿ οἱ Tοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα Kι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Kρήτη νὰ τοῦ δώσου 30 κ᾿ οἱ φόνοι κ᾿ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουνταν νὰ σώσουν ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν᾿ ἀφήσω καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ᾿ ἄξωσε κ᾿ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων 35 γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι σὰν τονὲ δοῦνε κ᾿ ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθία Kαλὰ καὶ νά ᾿ναι [ἰδιωτικοὶ] κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι 40 καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶν δασκάλων καμωμένοι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀφέντες μου τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ᾿ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλον κακὸ μὴν πῆτε γιατ᾿ ἤγραψα πολλότατους κατὰ τὴ μπόρεσή μου κ᾿ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου 45 κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει ἂν εὕρει μέσα σφάλματα μὴ μὲ καταδικάσει μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή τοὺς στίχους μὴ γελάσει γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει Χωράφια πού ᾿χανε δεντρὰ κ᾿ ἔχουν τα κουκλωμένα 50 ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν μήδ᾿ ἔναι προκομμένα στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ᾿ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα ἐκείνη δὲ μ᾿ ἀφήνει γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου τὸν νοῦ μου ταπεινώνει ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ τὸ στόμα μου στουμπώνει 55 καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει νὰ ξετάσω

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 34: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

34

σὲ πράμα διαφορετικό καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω Μὴ μὲ καταδικάσετε μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ᾿ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ᾿ ἁμαρτήματά μου 60 καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ᾿ ἐγὼ νά ᾿χω τὴν κατοικιά μου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 35: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

35

ΧΩΡΙΑ

1 Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής laquoΦιλονεικία Pεθέμνου και Xάνδακοςraquo

Στίχους τσῆ Mάλτας διάβασε σοφώτατους ἂν θέλεις ν᾿ ἀκούσεις πὼς τσὶ σύνθεσεν Ἀντώνιος ὁ Ἀχέλης Ἕνα παιδί μου παλαιὸν ὁπού ᾿θελα γεννήσει κ᾿ ἐκεῖνο μὲ πολλὴν τιμὴν ἤθελε μὲ στολίσει 5 Γεώργιον Xορτάκιον ἐκράζαν τ᾿ ὄνομά του κ᾿ οἱ στίχοι του φημίζονται καὶ τὰ ποιήματά του κ᾿ ἔκαμε τὴν Πανώριαν του μὲ ζαχαρένια χείλη μαζὶ μὲ τὸν Kατσάραπον τὴν ἄξιαν Ἐρωφίλη Tὸν Kιόντζα τὸν φιλομαθὴ εἶχα τὸν ἀξιωμένον 10 Tζαννάκη τὸν εὐγενικὸν καὶ πλήσια ἠγαπημένον Ἰωάννη Ἀνδρέα Tρώιλον μὲ χάρες θὲ νὰ πλύνω γιατὶ ἔβγαλε κ᾿ ἐτύπωσε τὸν ρήγα Pοδολίνο Eἶχα καὶ Σάντο στ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὴν φιλομαθείαν τὸν Σανγινάτσο στὴν γενιὰν κ᾿ εἰς πᾶσαν βοηθείαν

2 εντεκασύλλαβος στίχος (τερτσίνα terzina terza rima) (Ερωφίλη Xορ B 467-475)

Ὦ πλῆσα καλορίζικη καὶ πλῆσα χαριτωμένη τύχη τῶν ἀθρώπω ὁποὺ στὸν κόσμο τοῦτο ἀλλότες ἦσα 470 τότες ὅντεν ἡ γῆς μὲ δίχως κόπο μὲ διχωστὰς πληγὴ νὰ γνώθει ἀκόμη τὰ πωρικά τση ἐγέννα σ᾿ κάθα τόπο καὶ τόσοι βασιλιάδες τόσοι νόμοι τόσα ἄρματα δὲν ἤσανε σιμά τως 475 τόσοι ἄδικοι πολέμοι τόσοι τρόμοι

3 εντεκασύλλαβος στίχος (οκτάστιχο octava) (Ροδολίνος Πρόλογος)

Πόλις ἐσὺ τοῦ Γέλου ἡ φημισμένη ἁπrsquo ὀγιὰ τοὺς καρποὺς καὶ θησαυρούς σου τοῦ κόσμου εἰσαι καρδιὰ ὀνοματισμένη τὴν τόση μεγαλότη τοῦ λαοῦ σου 5 σὲ λίγο θὲς ἰδεῖ ἀνεψηφισμένη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 36: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

36

μαζὶ μὲ τὸ χαημὸ τοῦ βασιλιοῦ σου Kι ἂν ὣς ἐπὰ κυρία σrsquo εἶχαν οὗλοι τώρα εἰς τυράννω πόδια μένεις δούλη

4 Ροδολίνος Γ (sonetto) Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκrsquo ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Mελλούμενο δουλεύγει 5 Tοῦτο τὸ φῶς πάσrsquo ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει φῶς ἄξο ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει 10 κι ἀπrsquo ὅλους ποὺ τσrsquo ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει Ἀμrsquo ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσrsquo ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσrsquo ἀμποδίζει σκοντάφνουσι κrsquo εἰς βάραθρα γλιστροῦσι

5 Ροδολίνος Β (μαδριγάλι) Χορὸς εἰς τὴ μουσική

Oὐαί σου Mέμφη οὐαί σου πῶς πέφτουσι οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου Σὲ λύπες κrsquo εἰς ὀδύνες κrsquo εἰς χαλασμοὺς πρικιοὺς πὼς μᾶσε ρίχνου 5 στὸν οὐρανὸ οἱ πλανῆτες μᾶσε δείχνου εἶναι σωστοὶ τρεῖς μῆνες εἰς τσrsquo ἔγκλειψες τοῦ ἡλιοῦ εἰς τὸ φεγγάρι στὸ μανισμένο Kρόνο κrsquo εἰς τὸν Ἄρη ἐτοῦτοι οϊμέ ἀπονοῦνται 10 δραπάνια καὶ σπαθιὰ φωτιᾶς βαστοῦσι Ὁ Zεὺς κrsquo Ἑρμῆς ποσῶς δὲ μᾶς βοηθοῦσι μrsquo ὅλο ἁποὺ μᾶς λυποῦνται Ἡ φωτερὴ Ἀφροδίτη μᾶσε κλαίγει καὶ δείχνει τὸ Mελλούμενο πὼς φταίγει 15 Oυαί σου Mέμφη ουαί σου πῶς πέφτουσιν οἱ δόξες κrsquo οἱ τιμές σου

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 37: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

37

6 Ροδολίνος Δ (canzone) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θεριὸ μηδrsquo ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει τὸν ἴδιον ἀπατό του νά ᾿χει τὸ θάνατό του μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει 5 Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει μrsquo ὅλο ἁπrsquo ἡ φύση γνώση τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει μὰ εἰς τrsquo Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας 10 καὶ μάνα ἠγαπημένη τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας Mά ὀϊμένrsquo ἐγὼ ὡς θωρῶ ἡ ἀχορταγιά μας κrsquo ἡ ὄρεξrsquo ἡ τυφλή μας 15 εἰς πάθη προσκαλεῖ μας κrsquo αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας

7 Σαχλίκης τέλη 14ου αι Aφήγησις παράξενος 270-287

270 Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Kάστρον πάλιν ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου τοῦ Kάστρου τὸ κεφάλιν κ᾿ ἐκεῖνος μὲ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτο καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά το laquoT᾿ ὀφίτσιονraquo μοῦ εἶπεν laquoἔπαρε ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσει 275 κ᾿ ἐξάδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει Δὲν ἒν διὰ βλάβος τῆς ψυχῆς ἀμὴ δι᾿ ὄφελόν σουraquo T᾿ ὀφίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πάσαν προθυμίαν καὶ ἐνέργουν το τιμητικὰ διχὼς ἀναμελείαν καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος εἰς ὅλους ἐγενόμην 280 Kαὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τ᾿ ὀφίτσιον μου μὲ πάσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα καὶ ἐπληρώνουμουν μὲ πάσαν δικαιοσύνην καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβοήθουν τους μὲ πάσαν δίκαιον τρόπον κ᾿ ἐδίδασί μου πλήρωμα καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το 285 καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ἐλογάριαζά το K᾿ ἐλέγασι οἱ σύντρόφοι μου laquoδιατί οὐδὲν ἐπαίρνεις ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 38: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

38

8 Eρωφίλη Πρόλογος του Xάρου 23-48 Ποῦ τῶν Ἑλλήνω οἱ βασιλειές ποῦ τῶ Pωμιῶν οἱ τόσες πλοῦσες καὶ μπορεζάμενες χῶρες ποῦ τόσες γνῶσες 25 καὶ τέχνες ποῦ ᾿ναι οἱ δόξες τως Ποῦ σήμερον ἐκεῖνες στ᾿ ἄρματα κ᾿ εἰς τὰ γράμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες Ποῦ ᾿ναι ἡ Kαρτάγο ἡ δυνατὴ κ᾿ οἱ πολεμάρχοι οἱ ἄξοι τσῆ Pώμης ποῦ τὰ κέρδητα τά ᾿χασιν ἀποτάξει Ποῦ τ᾿ Ἀλεξάντρου ἡ ἀντρειὰ κ᾿ ἡ μπόρεσή του ἡ πλήσα 30 Ποῦ τῶν Kαισάρων οἱ τιμές ἁποὺ τὸν κόσμο ὁρίσα Ὅλα χαλάσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα χῶμα γενῆκα ἀψήφιστο κ᾿ εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα Γιαῦτος λολοί ᾿ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κόπο γὴ μὲ γνώση νὰ κάμουσι τὴ χέρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειώσει 35 τὰ ὀνόματά τως γράφοντας στὸν κόσμο παραμύθια κι ἄλλα πολλὰ καμώματα ψοματινὰ κι ἀλήθια Λολότεροι ὅσοι ἀθάνατοι λογιάζου ν᾿ ἀπομείνου σὰν κάμου κέρδητα πολλὰ κι ἀρίφνητα πλουτήνου τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον ἀπὸ μὲ χάνεται καὶ τελειώνει 40 τό ᾿να καὶ τ᾿ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλούσινε κ᾿ οἱ χρόνοι Ποῦ τῶ Χαλδαίω τὰ γράμματα ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιάζα νὰ μείνουσιν ἀθάνατοι γιὰ κεῖνον ἐσπουδάζα μὲ τόσο κόπο τῶν ἀλλῶ νὰ γράφου τσὶ πολέμους γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορπούσανε τὰ πλούτη στοὺς ἀνέμους 45 Ποῦ τόση μεγαλότητα ποῦ ᾿ναι τὰ πλούτη τώρα τά ᾿χεν ἐκείνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα τσῆ Σεμιράμης Πέτε μου ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγάλοι σοφοί ποῦ τόσοι τση ἄρχοντες καὶ τόσοι δοῦλοι τση ἄλλοι

9 Ερωφίλη Xορ B 503-508 Μ᾿ ἀπεὶς ἀποὺ τὸν Ἅδη ἐβγῆκε κάτω τούτ᾿ ἡ Περηφανειὰ ἡ ἀσβολωμένη 505 βρύσες τ᾿ ἀμμάτια ἐμεῖνα τῶν κλαημάτω γιατὶ μὲ τσῆ τιμῆς περιντυμένη τ᾿ ὄνομα πορπατεῖ καὶ βασανίζει πλιὰ ἀπὸ θανατικὸ τὴν οἰκουμένη Tὴ θάλασσα περνᾶ τὴ γῆ χωρίζει 510 σ᾿ τσ᾿ ἀθρώπους διαφορὲς καὶ μάχες φέρνει κι ὅλο τὸν κόσμο ὁμάδι ἀναμιγίζει τὴ λευτεριὰ σκλαβώνει κι ὅλες παίρνει τσ᾿ ἀνάπαψες τοῦ πόθου κι ὅπου βάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 39: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

39

τὰ πόδια τση ζηλειὲς καὶ πάθη σπέρνει

10 Ερωφίλη Xορ Γ373-378 Tοῦ πλούτου ἀχορταγιά τσῆ δόξας πείνα τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη 375 πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα πόσοι ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη

11 Πανώρια Πρόλογος του Έρωτα 32-44 Ὢ καλορίζικοι καιροὶ ἀλλότες πού ᾿σα ἐκεῖνοι Mrsquo ἀπείτις δὲν κατέχω πῶς γνώμην ἀλλάξαν οὗλοι κrsquo ἐμείνασι τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τσῆ πλουσότης δοῦλοι 35 καὶ βαρεμένους λογισμοὺς κrsquo ἔγνοιες ἐπροκαλέσα μὲ χίλια πάθη καὶ καημοὺς στὸ λογισμό τως μέσα πάσα κιανεὶς γιὰ λόγου του ξεχωριστὰ κοπιώντας φυλάσσοντας τὸ πράμα του καὶ τῶν ἀλλῶν ἁρπώντας καὶ κλάηματα καὶ διαφορές πολέμοι καὶ θανάτοι 40 κι ἄλλες περίσσες ἀτυχιὲς πάντά ᾿σανε γεμάτοι τσὶ χῶρες τως ἐβάλθηκα σὰν τό ᾿καμα νrsquo ἀφήσω κrsquo εἰσὲ βουνιὰ καὶ δάσητα νά ᾿ρθω νὰ κατοικήσω μακρὰ ᾿πὸ κτύπους καὶ φωνὲς κι ἀπὸ ζηλειὲς περίσσες κι ἀπrsquo ἄλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες

12 Ερωτόκριτος Γ1629-1636 Φροσύνη Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ τὸ χρόνο νὰ περάσει 1630 τrsquo ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου οἱ ἀνάγκες πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κrsquo οἱ ταραχὲς σκολάζου καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι τὰ μαργωμένα βράζου 1635 μὲ τὸν καιρὸ οἱ συννεφιὲς παύγουσι κrsquo οἱ ἀντάρες κrsquo εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες

13 Eρωφίλη Πανάρετος A1 5-20 5 Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κrsquo ἥλιος λαμπρὸς νὰ δίδει τὸ μεσημέρι τrsquo ὄμορφο τῶν ἀμματιῶ σκοτίδι Zέστη πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ χιόνι νὰ γεννήσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 40: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

40

γὴ μαραμένα κρυὸ νερὸ φύτρα ποτὲ νrsquo ἀφήσει Γὴ πότες ἐγροικήθηκε μιὰ ἀγάπη πλερωμένη 10 νὰ κάμει ἀγαφτικοῦ καρδιὰ νὰ στέκει πρικαμένη Σὰν κατατάξει ἡ θάλασσα κrsquo ἡ μάχη ὡσὰ σκολάσει τοῦ ναύτη ἡ ἔγνοια σὲ χαρὰ καὶ τοῦ στρατιώτη ἀλλάσσει κι ὅποιος ποθεῖ τοῦ πόθου του σὰν πιάσει τὸ βοτάνι τσὶ πρίκες καὶ τὰ βάσανα κι ὅλα τὰ πάθη χάνει 15 κrsquo ἐγὼ γιατί νὰ μὴ μπορῶ παρὰ νrsquo ἀναστενάζω μέσα σὲ τόση μου χαρά καὶ τrsquo Ὢχ ὀϊμὲ νὰ κράζω Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο γιατί νὰ μὴν πιστεύγω σrsquo ποιά βρίσκομαι παράδεισο κrsquo ἴντα καλὸ ἀφεντεύγω Στὸ στῆθος μου ἔχω θησαυρὸ κι ὡσὰ χαημένος νά ᾿το 20 μrsquo ἔγνοια πολλὴ νὰ τονὲ βρῶ γυρίζω ἀπάνω κάτω

14 Kατσοῦρμπος N ικολός Γ2 23-44 Μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ θωρῶ σ᾿ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχει γιαμιὰ γιαμιὰ μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσα πρίκα νά ᾿χει 25 καὶ νὰ γροικᾶ σ᾿ ἕναν καιρὸ δροσὰ νὰ τοῦ ποτίζει μέσα τὰ φυλλοκάρδια του φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζει Γιατ᾿ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμικτὰ νὰ κατοικοῦσι μ᾿ ὅλον ἐτοῦτο ἀντίδικα τσῆ φύσης μετὰ μένα 30 δὲν ξεύρω μ᾿ ἴντα θάμασμα στέκου κατοικημένα Γιαῦτος περίσσα χαίρομαι καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ καὶ καλοκαρδισμένου τ᾿ ὀιμένα ἀποὺ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου 35 Πηδῶ κ᾿ εἰς βάθητα βουλῶ πέφτω κ᾿ εἰς στράτα σώνω γλακῶ κι ὀπίσω βρίσκομαι φτάνω μὰ δὲ σιμώνω Μέσά ᾿μαι στὴν Παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη φῶς ἔχουσι τ᾿ ἀμμάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι κ᾿ ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μοίρα ἀσύστατή μου 40 τὸ θάνατό μου πεθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου Tό ᾿να ἡ ἀγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀμποδίσματα τσῆ Πουλισένας πάλι Ὀιμέ καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ σ᾿ τέτοια φωτιὰ μεγάλη

15 Πετράρχης laquoCanzoniereraquo CXXXIV)

Pace non trovo et non ho da far guerra e temo et spero et ardo et son un ghiaccio et volo sopra rsquol cielo et giaccio in terra et nulla stringo et tutto rsquol mondo abbraccio

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 41: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

41

tal mrsquo agrave in pregion che non mrsquoapre neacute serra neacute per suo mi ritien neacute scoglie il laccio et non mrsquoaccide Amore et non mi sferra neacute mi vuol vivo neacute mi trae drsquoimpaccio Veggio senza occhi et non ho lingua et grido et bramo di perir et cheggio aita et ho in odio me stesso et amo altrui Pascomi di dolor piangendo rido egualmente mi spiace morte et vita in questo stato son donna per voi laquoEιρήνη δεν βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω | ελπίζω φοβάμαι καίγομαι και παγωμένος είμαι | το

πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται | τίποτε στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω || Στη φυλακή Eκείνη μ᾿ έχει με ελευθερώνει αλλά μέσα βραδιάζω | Oύτε δικό της με κρατεί ούτε τα δεσμά της λύνει | ο έρωτάς της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ᾿ αφήνει | μήτε ζωντανό με θέλει αλλά και τη ζωή δε χάνω || Xωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει | θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει | κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί || Mε πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει | το ίδιο όπως το θάντο τη ζωή αγαπάει | και είμαι Kυρά μου για σε στην κατάσταση αυτήraquo Bλ Πετράρχης εικοσιπέντε σονέττα και δύο τραγούδια Eισαγωγή μετάφραση σχόλια Kατερίνα Γλυκοφρύδη Aθήνα 1990 σ 66

16 Ερωφίλη Πανάρετος (Γ3 191-224) Tόπο μηδένα σκοτεινὸ στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει ὁ ἥλιος ὁ λαμπρότατος σὰν τὸν ἀπομακρύνει καθὼς μrsquo ἀφήνει σκοτεινὴ καὶ μαύρη τὴν καρδιά μου τούτη ἡ νεράϊδα ἡ ὄμορφη σὰ λείψει ἀπὸ σιμά μου 195 μηδrsquo ὁ χειμώνας νέφαλα τόσα μπορὰ σηκώσει μὲ ταραχὴ κι ἀνεμική τὸν ἥλιο νὰ θαμπώσει ὅσοι στὸ νοῦ μου λογισμοὶ γεννοῦνται καὶ κοπιοῦσι σrsquo ἐλπίδα ὁμάδι κrsquo εἰς πολὺ φόβο νὰ μὲ κρατοῦσι καὶ συχναλλάσσου κι οὐδὲ γεῖς ρίζα μπορεῖ νὰ κάμει 200 μὰ σὰν ἀνέμοι ἀλλήλως τως μάχουνται πάντα ἀντάμι Tσῆ κόρης μου μοῦ δείχνει ὁ γεῖς τὸ μπιστεμένο πόθο καὶ χίλιους ἀναγαλλιασμοὺς κάνει ζιμιὸ καὶ γνώθω Ἄλλος τῶ γυναικῶ ὁλωνῶ τὸ νοῦ μοῦ φανερώνει πὼς εἶνrsquo περίσσα ἀσύστατος κrsquo εὐτὺς μὲ θανατώνει 205 Θέλει ἄλλος τὸν ἀφέντη μου περίσσα νὰ τρομάσσω νὰ μὴ γροικήσει τό ᾿καμα καὶ τὴ ζωή μου χάσω Ἄλλος ζητᾶ τὸ θάρρος μου πάντα στὴ δούλεψή μου νὰ βάνω καὶ τὴν κόρη μου μοῦ τάσσει ἀντίμεψή μου κι ἄλλος περίσσα ἀπόκοτος σrsquo τοῦτο τὸ χέρι ἀπάνω 210 μοῦ λέγει τὴν ἐλπίδα μου πάσα καιρὸ νὰ βάνω Xίλιοι μοῦ λὲν ldquoφύγε ἀπὸ δῶrdquo χίλιοι μοῦ λέσι ldquoστάσουrdquo κι ἀπόφασες γιαμιὰ γιαμιὰ χίλιες στὸ νοῦ μου ἀλλάσσου γιαῦτος τὸ πράμα ὁποὺ κιανεὶς δὲν ἔπαθε λογιάζω μόνιος μὲ τόσο μου καημὸ στὸν κόσμο δοκιμάζω 215 Tὸ φῶς σκοτίδι μοῦ γεννᾶ τὸ πλοῦτος μὲ φτωχαίνει πρίκα μοῦ προξενᾶ ἡ χαρά τὸ δρόσος μὲ ξεραίνει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 42: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

42

Σὰν πύργος στέκω ἀδυνατὸς καὶ τρέμω σὰν καλάμι δειλιῶ κι ἀποκοτῶ γιαμιά γελῶ καὶ κλαίγω ἀντάμι Σrsquo ὥριο περβόλι βρίσκομαι κrsquo εἰς φυλακὴ κρατοῦμαι 220 μέσα σrsquo λιμνιώναν ἄραξα κι ἄγριο καιρὸ φοβοῦμαι Στὸ ψῆλος τοῦ τροχοῦ πατῶ τσῆ τύχης καὶ τὰ βάθη βλέπω τσῆ κακοριζικιᾶς κrsquo ἔχω περίσσα πάθη Krsquo ἐκεῖνο πού ᾿ναι πλιότερο μὲ παιδωμὴ καὶ ζάλη στοῦ Παραδείσου κατοικῶ τὴ δόξα τὴ μεγάλη 225 Ὤφου κακό μου ριζικό βασανισμένο γιάντα σrsquo ἀρέσει νὰ μὲ τυραννᾶς σὲ τέτοιο τρόπο πάντα

17 Ἰωάννης Ἀνδρέας Τρώιλος laquoΒασιλεὺς ὁ Ροδολίνοςraquo (1647) στ 1-32

Tοῖς ἀρετοστολισμένοις ἀναγνώσταις

Kι ἀπrsquo εὐγενειὲς κι ἀπὸ τιμὲς κι ἀπrsquo ἀρετὲς οἱ πλοῦσοι ἄρχοντες πrsquo ὀγιὰ χάρη τως τὴν τραγωδιά μου ἰδοῦσι μηδὲ μὲ κατακρίνουσι σrsquo τσὶ στίχους τσrsquo ἐδικούς μου σφαλτοὺς πολλοὺς ἂν εὕρουσιν ἀποὺ τσὶ λογισμούς μου 5 γιατὶ δὲν εἶμαι ποιητής μηδὲ θαρρῶ πὼς νά ᾿μαι μηδὲ Mούσα ἔχω μὲ φτερὰ κιὰς νὰ γερθεῖ ἀπὸ χάμαι Ἀλήθεια φινοκαλιστὴς τῶν ποιητάδων ἤμου καὶ τὰ φινοκαλίδια τως μοῦ ἐδίδα πλερωμή μου κι ἀπεὶς μrsquo ἐδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο 10 μrsquo ἀφῆνα εἰς τὸ περβόλι τως καμιὰ φορὰ νὰ μπαίνω κι ἀποὺ τσrsquo ἀθοὺς ποὺ ἐκόβγασι χάμαι ἂν εἶχε πέσει λιγάκι μοῦ εἴχασιν εἰπεῖ ldquoπιάσrsquo το κrsquo ἐσύ ἂ σrsquo ἀρέσειrdquo κι ἀγάλια ἀγάλια ἐμάζωξα κrsquo ἔκαμα ἕνα δεμάτι ὅτι τοῦ νοῦ μου τrsquo ἀστενῆ ἐσήκωσε τrsquo ἀμμάτι 15 κrsquo εἰς τὸ φλασκὶ τσrsquo ἐφύλαξα καὶ μὲ καιρὸ εἰσὲ τόπο τσrsquo ἔδειξα κrsquo ἐρεχτῆκα τσι μάτια σοφῶν ἀνθρώπω κrsquo εἴπασιν ἡ θωριά τωνε πὼς φέγγει ὡσὰν κρυστάλλι ἁποὺ τὸν κόσμο νὰ θωροῦ μποροῦ μικροί μεγάλοι τὰ βάσανα νὰ λείπουσι τοὺς ἐγκρεμνοὺς νὰ φεύγου 20 τσὶ σκοτεινάγρες τσrsquo ἀγνωσιᾶς καὶ γλίστρες νὰ μακρεύγου Ἔτσι ὡς κι ἂν εἶναι κάμωμαν ἁποὺ μικρὰ φτερά ᾿χει δὲν τὸ ζυγώνουσι θαρρῶ μηδὲ βρωμεῖ ὅπου λάχει μὰ ἂν εἶχε καὶ τσrsquo Ἀράβιας τσὶ μόσκους νὰ μυρίζει σὲ θέατρα δὲν ἄφηκα νὰ βγαίνει νὰ γυρίζει 25 ποτὲ δὲν ἀνιμένοντας κιὰς ὅσοι μrsquo ἀγαποῦσι γιὰ τέτοιο κόπον ἔπαινος οὐδένα νὰ μοῦ ποῦσι μᾶλλιος νὰ μάθου πεθυμῶ πὼς γιὰ νὰ τῶς ἀρέσω δὲν ἔγραψα μηδrsquo ὄνομα τάχα ὀγιὰ νὰ κερδέσω ἀμrsquo ὀγιὰ παραλάφρωση λίγη τοῦ νοῦ μου μόνο 30 τὰ βάρη τσrsquo ἀνθρωπότητας καὶ τσrsquo ἔγνοιες νὰ κομπώνω Ὅποιος δὲ γράφει ὀγιὰ καπνό ἀμrsquo ὀγιὰ νrsquo ἀποβγάλει μέρος ἀποὺ τὰ πάθη του ψέγος δὲν ἔχει ἂ σφάλει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 43: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

43

18 Γεώργιος Χορτάτσης laquoἘρωφίληraquo

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Mούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Xορτάτσης στ 21-30

Krsquo ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μrsquo ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα ποὺ λάμπου ὡς τrsquo ἄστρα τrsquo οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κrsquo εἰς ἄλλη τσῆ Kρήτης καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι 25 τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται ἁπού ᾿χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Mίνω σrsquo ἐδιάλεξα εὐγενέστατε Mούρμουρη ὑψηλοτάτε ρήτορα ἀπrsquo ὅλες τσrsquo ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε μὲ τrsquo ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω 30 καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω

19 Ἀνώνυμος laquoΣτάθηςraquo

(Γ2) ΓΑΒΡΗΛΗΣ (ἔμπορος θετὸς πατέρας τοῦ Χρύσιππου) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Ἑρμογένης) ΑΡΕΤΑΣ (δοῦλος τοῦ Χρύσιππου) στ 111-116

ΓΑΒΡΗΛΗΣ

Ὄφου μαντάτο θλιβερό ὀϊμένα ὁ καημένος ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Heu heu tibi θέλεις νὰ πεῖς ἂν εἶσαι πρικαμένος 111 Ποιὸς εἶναι Ἀρέτα

ΑΡΕΤΑΣ Ἀφέντης του τοῦ Xρύσιππου

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Esse Carlo ob venustatis gratiam oso rasionarlo

ΓΑΒΡΗΛΗΣ Ποιὸν ὀνομάζει αὐτὸς ὀζό

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Tὸ πὼς σὲ σουσουμιάζω ᾿νοῦς βασιλιοῦ στὴ γράτσια εἶπα γιατὶ θαυμάζω 115 μὰ ἀπεὶς μοῦ λέγει ὁ δοῦλος σου τὸ πὼς τοῦ μαθητῆ μου ἁφέντης εἶσαι γρίκησε καὶ πιάσε τὴ βουλή μου στ 110 αλίμονό σου στ 111-112 θα τολμούσα να τον παρομοιάσω για την ομορφιά του πως είναι ο

Kάρολος στ 114 γράτσια ομορφιά χάρη

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 44: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

44

20 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo Δ post στ 276 Ἐτότες [ὁ Πρεσβύτης] μπαίνει μέσα νὰ ντυθεῖ Ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης εἶναι εἰς τὸ ἀντικρινὸ τῆς

σένας τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα θέλει εἶσται πλῆσα ὄμορφη καὶ μεγάλη ὅτι νὰ φαίνεται ἡ Tράπεζα τσῆ θεᾶς καὶ ἡ εἰκόνα τση καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὸν Πρεσβύτη ὁ ὁποῖος σὰ βάλει τὰ ἱερά λέγει ἔτσι γονατιστός ἀκόμη καὶ οἱ βοσκοὶ γονατιστοί

21 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Γ536-546

ΑΛΕΞΗΣ

Ἴντα γροικῶ ὁ βαριόμοιρος Ποιά ὀλπίδα μrsquo ἀπομένει Tὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κrsquo ἡ ψή μου ἀπολιγαίνει 535 Ὤφ ὤχ ὀιμέναν ἡ καρδιά Ἀθούσα βούηθησέ μου

Tότες πέφτει λιγωμένος ΑΘΟΥΣΑ

Ὤφου κακὸν ἁπού ᾿παθα Ἴντά ᾿χεις νιούτσικέ μου Ἴντά ᾿χεις κι ἀποχλόμιανες Ἀλέξη Ἀλέξη ὀιμένα Kι ὀγιάντα ἐσυναπάντηχνα σήμερο μετὰ σένα Kρίμας στὸ νιὸ δίχως κακὸ νὰ πέσει νὰ ᾿ποθάνει 540 ποὺ πλιὰ καλύτερος βοσκὸς στὴν Ἴδα δὲν ἐφάνη

Εἰς τοῦτο βάνει τὸ χέρι της στὴν καρδιά του Mὰ κρίνω νά ᾿ναι ζωντανός γιατὶ χτυπᾶ ἡ καρδιά του καλὰ καὶ νὰ μηδὲ γροικῶ νὰ βγαίνrsquo ἡ ἀναπνιά του Ἀποὺ τὴ βρύση δροσερὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του θέλω νὰ ράνω στὴν καρδιὰ μὲ καίγει τὸ κακό του

Tότες παίρνει νερὸ ἀποὺ τὴ βρύση καὶ τόνε ραντίζει καὶ ἀπόκεις λέγει ΑΘΟΥΣΑ

545 Ἀλέξη Ἀλέξη μίλησε Ἀλέξη δέ μrsquo ἐμένα Εἰς τοῦτο συνέρχεται καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀναστενάζει

Ἴντά ᾿χεις Kράτιε ἀπάνω σου ΑΛΕΞΗΣ

Ἀθούσα μrsquo ὤχ ὀιμένα

22 Γεώργιος Χορτάτσης Ἰντερμέδια τῆς laquoἘρωφίληςraquo

Σκηνικὲς ὁδηγίες Σὲ τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἕνα νέφαλο κατεβαίνει ἀπὸ πάνω μέσα ἀποὺ τὸ ὁποῖο

ἐβγαίνει ὁ Pινάλδος μὲ τὴν Ἀρμίδα καὶ λέγει ἡ Ἀρμίδα πρὸς τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο A post 70]

Εἰς τοῦτο φεύγουσιν οἱ δαίμονες καὶ ἔρχουνται ἄλλοι στὴν ἴδια τωνε θωριὰ καὶ οἱ στρατηγοὶ

ξεσπαθώνουσι καὶ ζυγώνου τσι μορεσκάντο καὶ φεύγουσι καὶ λέγει ὁ Kάρλος [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 60]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 45: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

45

Εἰς τοῦτο βγαίνουσιν ἕξι κορασίδες καὶ ἡ μιὰ βαστᾶ ἕνα ταπέδο κrsquo ἡ ἄλλη προσκεφαλάδια καὶ

ξαπλώνουν τα χορεύγοντας εἰς τὴ σένα καὶ οἱ ἄλλες σκορπούσινε ἀθοὺς κι ἀπόκει μπαίνουσι μέσα καὶ βγαίνει ἡ Ἀρμίδα μὲ τὸ Pινάλδο [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 62]

Εἰς τοῦτο μισεύγει ἡ Ἀρμίδα καὶ ὁ Pινάλδος θέτει καὶ κοιμᾶται καὶ γροικοῦνται ἀπὸ μέσα τοῦτα

τὰ τραγούδια μὲ σονάρε [laquoEρωφίληraquo ιντερμέδιο B post 74]

23 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος Ἰντερμέδιο τοῦ laquoΦορτουνάτουraquo Γ1-168

ΠΑΡΙΣ ὑγιὸς τοῦ Πριάμου τοῦ ρηγὸς τσῆ Tρόγιας ΕΛΕΝΑ γυναίκα τοῦ Mενελάου καὶ τσῆ σπάρτας ΑΦΡΟΔΙΤΗ θεὰ τσrsquo ἀγάπης ΜΕΝΕΛΑΟΣ ρήγας τσῆ Σπάρτας ΣTPΑTIΩTHΣ τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΟΥΛΙΣΕΣ στρατηγὸς τοῦ Mενελάο ΕΚΤΟΡΑΣ ὑγιὸς τοῦ ρηγὸς τοῦ Πριάμου ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ δυό κρασμένοι ρωμαίικα φεκιάλοι καὶ φράγκικα ἀράλντοι ἕνας ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ

Ἀγαμεμνόνε γενεραλίσιμος τῶ Pωμαίω καὶ ὁ ἄλλος ἀποὺ τὴ μερὰ τοῦ Πριάμου Tότες σιμώνουσι εἰς τὸ ναὸ καὶ γονατίζουσι καὶ λέγει ὁ Πάρις [ιντερμ Γ post 60] Tότες φαίνεται πὼς σέται ἡ εἰκόνα τσῆ θεᾶς ἁπού ᾿ναι ἀνάντια στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ ἀπάνω στὴν

τράπεζο κι ἀπόκεις γροικοῦνται βροντὲς καὶ ἀστραπὲς ἀπὸ πάνω καὶ ἀνοίγει οὑρανὸς καὶ προβαίνει ἡ Ἀφροδίτη καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 90]

Tότες πάλι γίνουνται βροντὲς καὶ ἀστραπές καὶ μπαίνει μέσα ἡ θεά καὶ σφαλίζουσινε οἱ οὐρανοί

καὶ ἡ Ἕλενα λέγει [ιντερμ Γ post 114] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ μπαίνουσι κι ἀπόκεις σφαλίζει καὶ εἰς τοῦτο προβαίνει ὁ

Mενελάος μὲ τὸ Οὐλίσε καὶ μὲ ἄλλους δυὸ στρατιῶτες ἀρματωμένοι ὅλοι καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 116]

Tότες μπαίνει ὁ στρατιώτης μέσα καὶ σφαλίζει ἡ πόρτα καὶ ὁ Mενελάος λέγει τῶ συντρόφων του

[ιντερμ Γ post 124] Tότες ἀνοίγει ἡ πόρτα τσῆ χώρας καὶ βγαίνει ὁ Ἕκτορας μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες

ἀρματωμένος καὶ λέγει [ιντερμ Γ post 136] Tότες μεγαλώνουσι καὶ μπατέρου τὴ μορέσκα καὶ ὅντεν ἔναι κοντὰ νὰ φινίρει ἐβγαίνουσι δυὸ

στρατιῶτες ἤγου ἀράλντοι βαστώντας εἰς τὰ χέρια του καθαεὶς τὸ σκῆπτρο τὸ βασιλικό καὶ μπαίνου καὶ ξεχωρίζου τζι λέγοντας ὁ ἕνας ἀπὸ κείνους [ιντερμ Γ post 162]

Εἰς τοῦτο σύρνουνται καθαεὶς στὸν τόπο του καὶ φινίρει τὸ Ἰντερμέντιο τὸ Tρίτο [ιντερμ Γ post

168]

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 46: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

46

24 Γεώργιος Χορτάτσης

laquoΠανώριαraquo

Πρόλογος τῆς ἐκλογῆς τὸν ὁποῖον κάμνει ἡ Θεὰ τσῆ χαρᾶς Mὴν τό ᾿χετε παράξενο ἄρχοντες τιμημένοι Ἂν ἔν᾿ καὶ τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι σ᾿ τοῦτα τὰ δάση σήμερο γιατὶ δική μου χάρη σᾶς ἤφερε χαρὰ πολλὴ πασένας σας νὰ πάρει 5 Mά φαίνεταί μου βλέπω σας κι ὅλοι σας καρτερεῖτε περίσσα πεθυμητικοὶ ἐμὲ νrsquo ἀφουκραστεῖτε Kαὶ τὸ πρεπό ᾿ναι νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω ποιὰν ὄμορφη ξεφάντωση θέλω νὰ σᾶσε δώσω [] 75 Tοῦτο σᾶς ἔκαμε ἐδεπὰ ξάφνου νὰ ᾿ρθεῖτε τώρα τόσα μακρὰ ἐκ τσὶ τόπους σας κrsquo ἐκ τὴ δική σας χώρα μόνο γιὰ νὰ γροικήσετε τὰ πάθη τως κι ὁμάδι νὰ δεῖτε καὶ τσὶ γάμους τως πριχοῦ διαβεῖ τὸ βράδι χαρὰ καὶ περιδιάβαση νὰ πάρετε μεγάλη 80 καὶ τότες εἰς τὸ σπίτι σας νὰ σᾶς γυρίσω πάλι μὲ δίχως κούραση κιαμιά σὰν εἶστrsquo ἐδῶ ἐρχωμένοι κrsquo ἔτσι κιανείς σας σήμερο σrsquo ἔγνοια κιαμιὰ μὴ μπαίνει τοῦ γιαγε[ρ]μοῦ κι ἁπrsquo ἀγαπᾶ καὶ καίγεται ἂς ὀλπίζει τὸ πὼ[ς] τὸ κλάημα γλήγορα σ᾿ πολλὴ χαρὰ γυρίζει 85 μᾶλλιος πὼς δὲ μπορεῖ κιανεὶς σωστὴ χαρὰ νὰ πάρει δίχως νὰ γνώσει παραμπρὸς πρίκες πολλὲς καὶ βάρη

25 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΠανώριαraquo Ε403-422

ΑΛΕΞΗΣ εἰς ἐκείνους ἁποὺ γροικοῦσι

Ὦ βγενικότατοι ἄρχοντες ὦ νέοι χαριτωμένοι ἁπrsquo εἶστε σ᾿ τοῦτα τὰ βουνιὰ τσrsquo Ἴδας ἀνεβασμένοι 405 ὦ φρόνιμοι κι ἀξότατοι καὶ πλοῦσα γεροντάκια ἁποὺ μὲ κόπον ἤρθετε εἰς τσrsquo Ἴδας τὰ χαράκια καὶ μὲ περίσσα ᾿πομονὴ εἴδετε τσὶ καημού μας κrsquo ἐγνώσετε τσὶ κόπου μας καὶ τσὶ παραδαρμού μας κrsquo εἴχετε λύπηση κrsquo ἐσεῖς ὀγιὰ τὰ βάσανά μας 410 κι ὀγιὰ τσὶ πόνους τσὶ πολλοὺς ἁπrsquo εἶχεν ἡ καρδιά μας τώρrsquo ἁπrsquo ἐφάνη τσῆ θεᾶς τσὶ πρίκες νὰ τελειώσει κrsquo ἐτοῦτες ὀγιὰ ταίρια μας τσὶ λυγερὲς νὰ δώσει μὴ μᾶς ζηλέψετε ποσῶς μrsquo ἀπὸ καρδιᾶς χαρεῖτε κι ἂν ἀγαπᾶτε σὰν κrsquo ἐμᾶς ὀλπίζετε νὰ δεῖτε 415 τέλος καλὸ στὸν πόθο σας Γιατὶ καρδιὰ ᾿γριεμένη κιαμιὰ δὲν ἔχει κορασὰ σrsquo ὅλη τὴν οἰκουμένη κλαίγοντας καὶ δουλεύγοντας νὰ μὴν τήνε μερώσει ἕνας πιστὸς ἀγαφτικὸς πλέρωμα νὰ τοῦ δώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 47: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

47

Mὰ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσομε νὰ μᾶσε βαρεθεῖτε 420 μισεύγομεν ἀποδεπὰ καὶ πλιὸ δὲ μᾶς θωρεῖτε Kι ἂν ἔνrsquo κrsquo ἐτούτrsquo ἡ ἐγλογὴ σᾶς ἄρεσε ὅλοι ὁμάδι κάμετε νὰ τὸ γνώσομε μὲ τίβοτας σημάδι

Tέλος τῆς ἐγλογῆς καὶ τοῦ ἄττου ἤγου τσῆ πράξης πέμπτης

26 Γεώργιος Χορτάτσης laquoΚατσοῦρμποςraquo Ε13 515-526

Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ᾿ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Kατσάραπος στὴ σένα καὶ λέγει

ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ 515 Tὸ γάμο πὰ νὰ κάμομε μέσα κι ὡσὰν τυχαίνει νὰ τηνὲ ξεδιπλώσομε ἄρχοντες τιμημένοι καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό μὰ ἐλᾶτε κ᾿ ἐσεῖς ἄ θέλετε σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς γιατὶ ἀποὺ τὸν Ἀρμένη 520 τόσα περίσσα πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένει M᾿ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ᾿ρθεῖτε ἀφήνομέ σας νυκτιὰ καλή καὶ φχαριστιὲς περίσσες δίδομέ σας γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθεῖτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστεῖτε 525 παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετε ὅλοι ὁμάδι ἄν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε κάποιο μικρὸ σημάδι

Tέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Kατσούρμπου

27 Μάρκος Ἀντώνιος Φόσκολος laquoΦορτουνάτοςraquo Ε6 399-414

Mποζίκης μοναχὸς

Πάμενε νὰ δειπνήσομε ἄρχοντες στὴν ὑγειά σας 400 κι ἂν ἔχετε δειπνήσετε κ᾿ ἐσεῖς πάλι ἂ δέ ξά σας Πάρει σᾶς θέλομε κ᾿ ἐσᾶς μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μrsquo ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ κ᾿ ὕστερα στὸ Θεό μου 405 νὰ λιγωθῶ ἀπrsquo τὴν πείνα μου νὰ ᾿ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κ᾿ εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ καὶ μὴ μὲ βαρεθεῖτε Κ᾿ ἐπὰ ὄξω νὰ προλάβομε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερεῖτε Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε 410 καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση ὁπού ᾿χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώσει

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 48: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

48

χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δεῖτε Kι ἂ σᾶς ἀρέσαμε χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε

Τέλος τσῆ κωμέδιας καὶ τῷ Θεῷ χάρις

28 Giambattista Guarini Pastor f ido I I 2 v 454-458 = Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191 =

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

Giambattista Guarini Pastor fido II2 v 454-458

Silvio Che cosa egrave questo amore

Dorinda Srsquoirsquo miro il tuo bel viso amore egrave un paradiso ma srsquoirsquo miro il mio core egrave un infernal ardore

Ἀνωνύμου Ὁ πιστικὸς βοσκός B2 184-191

ΣΥΛΒΙΟΣ Πέ μου νὰ ζεῖς τί ᾿ναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη

ΝΤΟΡΙΝΤΑ 185 Ὅντα τὰ δυό σου μάτια τά ᾿μορφα συντηρῶ καὶ τὸ γλυκύ σου πρόσωπο τὴν ἀγάπη πὼς μοιάζει μολογάrsquo τοῦ παραδείσου καὶ ὅντα τὰ σωθικά μου τὰ καημένα 190 βλέπω ψυχή μου πάλι μιὰ τrsquo ἅδοrsquo τὴν κρατῶ φωτιὰ μεγάλη

Μυρτίνος = Β1 200 τrsquo ἀργυροπρόσωπό της κοκκινίζει Ντορίντα = Β3 42-44 ἄλλη πλερωμὴ ἀπὸ σὲν δὲ χρήζω | παρὰ σὲ μένα μόνο νὰ γυρίσεις | τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἐρωπρικούσα = Β5 59-63 καὶ κείνη | τὴ βρύσην ὁποὺ πλύνει | τrsquo ἀργυροπρόσωπό της | στὴ δίψα της ξετρέχει

καὶ καθρέπτη | τὴν κάμνει τσ᾿ ὀμορφιές της Μυρτίνος = Γ3 172-175 καὶ τόσα | περμαζωμένον ἔχει | στὸν κύκλον τὸν μικρόν του | τrsquo ἀργυροπρόσωπό

σου Ἐρωφίλη Κορασίδες = Ε5 529-530 Βασίλισσά μου μίλησε βασίλισσα σηκώσου | γύρισε λίγο πρὸς ἐμᾶς τrsquo

ἀργυροπρόσωπό σου Ἰντερμέδιο Ὀλίντος 143-6 τὰ μάτια μου νὰ συντηροῦ τ᾿ ἀργυροπρόσωπό σου | κι ὁμάδι μὲ τὸ στῆθος μου νὰ

γγίζει τὸ δικό σου | ν᾿ ἀναστενάζομε μαζί μαζὶ νά βγει ἡ ψυχή μας | κι ἀγκαλιασμένο νὰ γενεῖ κάρβουνο τὸ κορμί μας

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου

Page 49: Κρητικη Λογοτεχνια ακμης Ανθολογια 2016 ΕΟΦ129... · PDF fileMario Vitti, «Ἡ ἀκμὴ τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας καὶ

copy Στέφανος Κακλαμάνης

49

Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια B5 στ 347-52

ΠΑΝΩΡΙΑ

Tί πράμα ᾿νrsquo εἰς τὴν πίστη σου τούτrsquo ἡ ἀγάπη πέ μου γιατὶ δὲν τὴ δικίμασαἐγνώρισα οὐδεποσῶς ποτέ μου

ΓΥΠΑΡΗΣ Παράδεισος ὅντε θωρῶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου 350 μοῦ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου κι ὁ πόθος ὁ δικός σου Kι ὅντε στραφοῦ τὰ μάτια μου καὶ δοῦσι τὴν καρδιά μου φωτιὰ καὶ λάβρα τὴν κρατῶ τσῆ κόλασης κερά μου

Ἀλέξης = Γ5 569-70 Kι ἀπὸ χαράκι γὴ κλαδὶ τrsquo ἀργυροπρόσωπό σου | τόσrsquo ὅσο μοῦ ᾿ναι μπορετό στέκω καὶ συντηρῶ σου