Απάνθισμα © 2015

41
*..μικρός ὁ χῶρος μας στόν κόσμο ἐτοῦτο, κι ἐμεῖς δύο κουκκίδες ἀσημαντότητας στό ὅριο τοῦ τετραδίου μας..* ~~~ Η μοναχικότητα της απέραντης και εύφορης κοιλάδας ~~~ κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη ένα μικρό, λεπτό και ανεπαίσθητο σχοινί, έτοιμο για να σπάσει μα είναι τόσο δυνατό, από ατσάλινη και εύπλαστη κορδέλα ένα φωτάκι της ζωής που καθρεπτίζεται η στιγμή πάνω στα χρόνια. Μέτρα! κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες! εκεί περπάτησε η αγάπη πέρασε μέσα από λυγμούς κι από μπουντρούμι όπου μύριζε η πέτρα λούστηκε μ’ όλους τους χυμούς, από καρπούς εξωτικούς κι απ’ τα αιδοία των γυναικών πληθωρικά κατέφτασε στην πτέρνα γύρναγε μέρες τα χωριά, εδώ κι εκεί να βρει φιλιά και για παντιέρα είχε στολίσει μία σφαίρα, όπου καρφώθηκε με βία στην καρδιά και για σημαία, μια ροδοκόκκινη για έμβλημα, καρδιά που χρυσοκέντητα είχε ράψει όλο το αίμα κι αυτό δε θα στο αρνηθεί κανείς! αυτό το μένος, τούτο το πάθος, όλος ετούτος ο καημός που να χωρέσει; αυτή η ορμή που παθιασμένα κυνηγούσε όλο δαίμονες, εκτροχιάστηκε Άσε! περπάτησε πολλά αυτή η αγάπη .. πόνεσε, δάκρυσε, μαύρισε, πλάνταξε κι ενώ δεν έμοιαζε καθόλου με λουλούδι σύρθηκε στη βουνοπλαγιά να ξαποστάσει και νότες έραψε στα εσώρουχα, τουλάχιστον να μοιάσει με τραγούδι να μη χαθούν απ’ το πεντάγραμμο που τράβηξε αυτή η πορεία στα τυφλά, όσο κι αν ντύθηκε στην αμαρτία όσο μακριά κι αν τράβηξε για να χαθεί απ’ τον κόσμο κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ - ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ - © 2015 (επιτρέπεται οποιαδήποτε αναπαραγωγή του κειμένου με αναφορά στο δημιουργό του)

Transcript of Απάνθισμα © 2015

*..μικρός ὁ χῶρος μας στόν κόσμο ἐτοῦτο, κι ἐμεῖς δύο κουκκίδες ἀσημαντότητας

στό ὅριο τοῦ τετραδίου μας..*

~~~

Η μοναχικότητα της απέραντης και εύφορης κοιλάδας

~~~

κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη

ένα μικρό, λεπτό και ανεπαίσθητο σχοινί, έτοιμο για να σπάσει

μα είναι τόσο δυνατό, από ατσάλινη και εύπλαστη κορδέλα

ένα φωτάκι της ζωής που καθρεπτίζεται η στιγμή πάνω στα χρόνια. Μέτρα!

κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι

ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται

σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες!

εκεί περπάτησε η αγάπη

πέρασε μέσα από λυγμούς κι από μπουντρούμι όπου μύριζε η πέτρα

λούστηκε μ’ όλους τους χυμούς, από καρπούς εξωτικούς

κι απ’ τα αιδοία των γυναικών πληθωρικά κατέφτασε στην πτέρνα

γύρναγε μέρες τα χωριά, εδώ κι εκεί να βρει φιλιά

και για παντιέρα είχε στολίσει μία σφαίρα, όπου καρφώθηκε με βία στην καρδιά

και για σημαία, μια ροδοκόκκινη για έμβλημα, καρδιά

που χρυσοκέντητα είχε ράψει όλο το αίμα

κι αυτό δε θα στο αρνηθεί κανείς!

αυτό το μένος, τούτο το πάθος, όλος ετούτος ο καημός που να χωρέσει;

αυτή η ορμή που παθιασμένα κυνηγούσε όλο δαίμονες, εκτροχιάστηκε

Άσε! περπάτησε πολλά αυτή η αγάπη ..

πόνεσε, δάκρυσε, μαύρισε, πλάνταξε κι ενώ δεν έμοιαζε καθόλου με λουλούδι

σύρθηκε στη βουνοπλαγιά να ξαποστάσει

και νότες έραψε στα εσώρουχα, τουλάχιστον να μοιάσει με τραγούδι

να μη χαθούν απ’ το πεντάγραμμο που τράβηξε

αυτή η πορεία στα τυφλά, όσο κι αν ντύθηκε στην αμαρτία

όσο μακριά κι αν τράβηξε για να χαθεί απ’ τον κόσμο

κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ - ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ - © 2015

(επιτρέπεται οποιαδήποτε αναπαραγωγή του κειμένου με αναφορά στο δημιουργό

του)

ΕΝΑ φιλί, ΕΝΑ κορμί, ΕΝΑ χαμόγελο βαθύ στου πρωινού το μάτι

το μίσος και η συμβουλή, στην τσέπη ο εγωισμός, ψωμί

και στα μαλλιά για κοκαλάκι ένα ανθάκι ..

που όλο του ‘φευγαν τα φύλλα απ’ τον αγέρα

πολλοί εμείς, πολλοί κι αυτοί, πάρα πολλοί οι πειρασμοί

όλα τα πρόλαβε η αγάπη!

μα όταν φτάσεις ν’ αγαπάς, τι να προλάβεις άλλο;

πόσο νομίζεις θ’ απορείς, πόσο να τρέχεις να κρυφτείς;

κι όλο τον κόσμο να γυρίσεις, θα ‘ρθεις πάλι!

ΕΝΑ χαρτί, ΕΝΑ φιλί, ΜΙΑ φωνή, ΜΙΑ ζωή

για να ξεσκίσεις ο,τι κέντησες δε φτάνει

να ξεριζώσεις την αρχή και να θερίσεις τη στιγμή

στην κάθε ανάμνηση τη βούλα σου έχεις βάλει

βλέπεις, τα λόγια της αγάπης είναι όνειρα

που αποτυπώνονται σιγά σιγά στα φύλλα σα να χτίζεις μία χώρα

πάνω στο χάρτη της ζωής που τον σχεδίαζες στα χέρια σου

προτού προλάβει να τον πάρει η κατηφόρα ..

γι’ αυτό μη σταματάς τα όνειρα, διεκδίκησε το τώρα!

κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι

ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται

σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες!

εκεί περπάτησε η αγάπη...

~~~

Πολιτεία

~~

Τούτο το γράμμα χρωματίζω με πινέλα

βλέπεις δεν έμαθα να ζωγραφίζω, παρά μονάχα κάτι άκομψες τελείες

γεμάτες με σιωπή, αποσιωπητικά και φλέγμα

όσο απόμεινε απ’ τη φωνή που ούρλιαζε απεγνωσμένα

παίρνοντας χρώμα απ’ την κλίμακα του μαύρου

για να το κάνω διάφανο, σαν το βερνίκι των νυχιών σου

- η νύχτα ξέβαψε -

και φωτισμένη απ’ την κολόνια, άλλαξε όψη

γυάλισε η πόλη μου απ’ της βροχής τις στάλες και τα δάκρυα

βλέπεις πολλοί διαλύθηκαν εν μια νυκτί και με μανία τέτοια

όπου η σιωπή μετά, αργότερα, κατόπι

ζητούσε αντάλλαγμα της παιδικής ονείρωξης την παθιασμένη δόση

ξέρεις εσύ...

γέμισε η νύχτα πιτσιλιές λευκές, σταγόνες του λευκού αλφάβητου..

Άγγιγμα, Βλέμμα, Γεύση, Δάχτυλα, Έρωτας, Ζεύγος, Ηλιοβασίλεμα

Θαλπωρή, Ίριδα, Κλίνη, Λατρεία, Μουσική, Νεύμα, Ξενοδοχείο

Ομορφιά, Παρέα, Ρόδινο, Συνήθεια ,Τηλεπάθεια, Υγρά, Φαντασίωση

Χάδι, Ψίθυρος, Ωκεανός...

κι ύστερα το σκότος

πηγαινοερχόμουνα στις σκάλες σου να βρω ένα μικρό κομμάτι από Συμπόνια

να το πάρω στο Ταξίδι κολατσιό μου...

κανείς δε με λυπήθηκε

κι έμεινα έρμο, πεταμένο αποπαίδι στη βροχή

να μασουλάω πασατέμπο και ψημένα κάστανα, να φτύνω τ’ αποτσόφλια τους

ν’ αναμετρώ τα όσα οι άλλοι χαίρονταν στο διάβα της ζωής

- σε μια ζωή που τους χαρίστηκε με περισσή ευκολία -

κι εγώ να προσπαθώ μ’ ένα τηλέφωνο μουγγό να παίζω με τα γράμματα

για ν’ αποδείξω της αγάπης τα πρωτεία ...

κομμένα αυτά.. ανήκουνε στο παρελθόν, σε μουχλιασμένα, κίτρινα βιβλία

και σε συρτάρια που φυλάσσουν ψεύτικα και σκονισμένα λόγια αλαζονείας

κρυμμένα έντεχνα σε ερωτικές επιστολές, δίχως καμιά αξία

μικρός ετούτος ο παράδεισος να ζεις τον έρωτα, δε μας χωράει

μεγάλη η κόλαση που μας καλύπτει όταν χάνεται

κι η πιο πικρή ανταμοιβή, η αχαριστία

να μη σου λένε κάτι αυτά τα μάτια που αγάπησες, όταν τα βλέπεις πάλι

να σου ζητάνε μόνο να πηδήξεις μέσα τους, να βυθιστείς

όσο μπορείς, χωρίς σωσίβιο, σ’ αυτήν την απληστία

κι ενώ γυρίσανε των Αθηνών κάθε κρυφή γωνία

και δεν υπάρχει κάπου ένα μέρος να κρυφτούνε

- έτσι κολύμπησαν και πνίγηκαν τα μάτια μου σ’ αυτή την πολιτεία -

τουλάχιστον να μην τα βλέπουν οι περίοικοι να σπαρταράνε

κι οι καστανάδες άλλο πια μην τα λυπούνται

σαν χωριστή τραβήξανε πορεία...

~~~

Σου γράφω αυτό το γράμμα με μια λύπη τόση

που δε θα χώραγε για να γραφτεί σ’ ένα χαρτί

μα εσύ το θέλησες να πάρει αυτή τη φόρα η ζωή

λυπάμαι...

τελειώσαν οι μονάδες και με ψάχνεις δυο μερόνυχτα ..γιατί;

σ’ έπιασε ξαφνικά ο πόνος να μ’ αγγίξεις;

να με ακούσεις, να με νιώσεις, να μ’ αγκαλιάσεις; ...τι;

ίσως ποτέ να μην προφτάσεις πια να καταλάβεις

πως κάπως έτσι τελειώσαμε κι εμείς

κι έχει πεθάνει το “μαζί” ΄...σε μία νύχτα

χωρίς φιλί, δίχως μια σκόρπια καληνύχτα ....

κοντεύει χρόνος!

σ’ έπιασε ο πόνος, ή έχεις πάθει έλλειψη της παρουσίας μου και ταραχή;

ανέλπιστη ευαισθησία ξαφνική, όπως η μπόρα η σημερινή

για να μου γράφεις .. “σ’ αγαπώ πολύ ..ακόμα”

“απλά δε στο ‘δειχνα, νοιαζόμουνα για σένα, απλά στο έκρυβα να μη το μάθεις

απλά σε απέφευγα εντέχνως για να κλαις ...

απλά σ’ απέκλεια τοιουτοτρόπως κι ήσουν έξω απ’ τη ζωή μου

για να μη μάθεις πως πολύ σ’ εκτίμησα

ενώ έλιωνα για σένα ...” ..τοιουτοτρόπως !

- εκτίμησα τα όσα πρόσφερες απλόχερα σε μένα και στο κάθε μας φιλί... σου αρκεί; -

μα τώρα πια ...

είναι καλύτερα από μακριά και πάντα μονοιασμένοι

παρά από κοντά και πάντοτε σφαγμένοι ...

ή εσφαλμένοι, πιστεύοντας πως πάντοτε μας έφταιγε ο άλλος ..

ενώ δε βλέπαμε τα μούτρα μας ... προς χάριν του εγωισμού της τσέπης μας

του νέου, του καινούργιου τζιν παντελονιού...

~~~

Το θύμα

~~~

Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου πότε ήμουν πιο ωραίος;

υπήρξα και πιο γελαστό παιδί, γεμάτο αγάπη

ποιος ήμουν και που πήγαινα, τώρα που να σου λέω;

ποιος είμαι και που πάω, δε θυμάμαι, που να ξέρω!

το μόνο που ζητούσα σ’ όλη μου τη ζωή

να μην γευτώ το ολότελα, το τίποτα, το “φταίω”

να μην υπάρξω θύμα της για μια μπουκιά ψωμί

να έχω στην αγκάλη μου λατρεία για προσκεφάλι

να γεύομαι τα κάλλη της και τη χαρά μαζί

στα πόδια της ν’ απλώνω ο,τι μου ‘δωκε η πλάση..

..γι’ αυτό κι απογοητεύτηκα πολύ !

και δες με πως κατάντησα, σαν άρρωστο σπουργίτι

που πέταγε αμέριμνο ζητώντας συνταγή

να πάρει λίγο δύναμη απ’ τους χυμούς, τα πάθη

το έτερόν του ήμισυ νομίζοντας θα βρει

κι αφού συμφωνηθήκανε τα πάντα για ν’ αρχίσουν

κουμπάροι μπήκαν τα πουλιά και ο παπάς, γατί

παρήγγειλαν τα στέφανα από χρυσό κριάρι

ξεχείλισε κι η μαγιονέζα απ’ το ψωμί..

"quelle dommage"

..αλλάξανε τα πάντα, εν μια ριπή ασύμφορου και υπέρμετρου αστιγματισμού

εντός ενός καυγά γεμάτου με υπερφίαλη ζάλη..

και χύθηκε ολωσδιόλου το κρασί !

ο ίλιγγος κατάφερε να γίνει η αφορμή

να διαλυθούν τα όνειρα και οι φιλοδοξίες

ενός (μοναδικού) κορμιού που σχίστηκε στα δυο εν μια νυκτί

και μένω εδώ καθρέπτη μου ν’ αναπολώ τις δόξες

που χάριζα απλόχερα - τι ηλίθιος! - στη στιγμή

τα πάντα μου, το είναι μου, τα συναισθήματά μου

τα πρότυπά μου, τα φιλιά, τα λόγια μου χαλούσα

τις ώρες και τις μέρες μου ασκόπως σπαταλούσα

αφού κατατροπώθηκαν με φόρα και πυγμή

πατήθηκαν, διαλύθηκαν και γίναν η αφορμή

να κλείσει η “ενδιάμεση η πόρτα”..

και παραδόξως, πως πληγώθηκε η καρδιά μου και πονάει τόσο πολύ;!

κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει απλώς αν ζούσα

ή αν στου άλλου κόσμου τα στενά ακροβατούσα

αν έτρωγα, μην έρεψα, μην είχα ανάγκη κάτι

γυρνώντας με συνήθειες κακές, σαν τον σακάτη

μ’ ένα μπουκάλι βότκα κι ένα στριφτό τσιγάρο

μα ετούτο τον καπνό ... άλλο δε τον φουμάρω!

μου γκρέμισε αναίσθητα και το στερνό σκαλί μου

και πλέον δε χωράει η λογική μου..

"..και φοβάμαι πως μόνο αυτή η λέξη

θα 'ναι ο σύντροφός μου στη ζωή.

-τίποτα-

και ας λένε πως η μοίρα είναι στα χέρια μας..”

να μη μιλήσω δε για εκείνο τον Τρωικό πόλεμο που δέχτηκα

κι όλοι σα να ‘χανε από παλιά κάτι μαζί μου, με χτυπούσαν

που ενώ εγώ - ο ηλίθιος - στα μάτια σου κολλούσα

νομίζοντας πως πέταγα σε άγνωστο πλανήτη..

- που να ‘ξερα πως φτιάχνεστε απ’ το ίδιο το καλούπι; -

μα φάνηκε πόσο έμοιασα σ’ αλήτη..

δεν είναι και του χαρακτήρος μου ετούτη η γρίπη

που πιάνει όλα τ’ αρσενικά να κουβαλούν στειλιάρι

το θηλυκό να κυνηγούν όσο το έχουν άχτι

πιστεύοντας πως λέρωσε την αντρική τιμή!

τα αισθήματα να δώσουμε, βιαστείτε, ξεπουλήστε !

να δώσουμε και το κορμί μας, μη μας πουν μαλάκες

να δώσουμε τη δόλια μας αξία αμανάτι

για προίκα ο,τι περισσεύει για το γαμιστρώνα

ο,τι αρπάξει ο κώλος μας κι ο πούτσος μας κι αντίο

σε κάποιο ταπεινό και έρημο μπουρδελοξενοδοχείο !

στην τελική θα ζεις καλύτερα, σκοτούρες σα δεν έχεις

και το κεφάλι σου ήσυχο να μη σε ξεπουλήσουν

τουλάχιστον τα αισθήματα θα τα κρατάς δικά σου

και τη φτωχή καρδιά κανείς δε θα πληγώσει

- αφού την ξεπουλήσανε φτηνά τόσοι και τόσοι -

με ευκολία πρόδωσαν τις δόλιες τις αρχές σου

σεμνά και ταπεινά, άντε και ...χέστους !

~~~

Ο χρόνος

~~~

Ο χρόνος, το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν μας

χωρίς ουσία και υπόσταση οι έννοιες, χωρίς ανάσα να μετράμε

τους λάθος χρόνους, τα λάθος κείμενα, τα κακώς κείμενα που μας στριμώξαν

- οπότε αφήνουμε ορφανά τα συναισθήματα κι οι σκέψεις μας κρατάνε συντροφιά -

φτάνει! Όχι άλλο πια !

είναι η καρδιά γεμάτη καλοσύνη

και η αποθήκη των αισθήσεων, απύθμενη

οι παραισθήσεις διαγράφτηκαν με στίχους σε ποιήματα

κι οι σκέψεις μέλι στάζουνε στου Έρωτος τα θύματα

για να γλυκάνουν τις πληγές μας

θα γίνει ...

κάθε σου λέξη όνειρο, κάθε σου γράμμα χρώμα

κάθε σου σκέψη ποίημα κι εγώ μία σταγόνα

να πέφτει μες τα χέρια σου και να την πλάθεις νότα

να γίνεται πεντάγραμμο, να τραγουδάει σαν πρώτα

σταγόνα εγώ, βροχή εσύ, στίχος εγώ, τραγούδι εσύ

κορμί εγώ, ψυχή εσύ .... και όλα γίναν ΕΝΑ

δύο κορμιά μες τη βροχή που όλο τραγούδια φτιάχνουν

ενώ οι ψιχάλες πέφτουνε πάνω στα πρόσωπά τους

για τη γλυκιά αγάπη τους μιλούν τα σωθικά τους

κάπου χαμένοι στη βροχή, κάπου βαθιά στις σκέψεις

κι εμείς οι δυο πάλι μαζί, να προχωράμε απόψε

στις συνοικίες του όνειρου που την καρδιά κλειδώσαν

μ’ εμάς μπορούνε μάτια μου, πάλι να ξεκλειδώσουν

αν αφεθούμε ανέστεγα μες της βροχής τις στάλες

και με το μέλι της βροχής να γίνουμε ψιχάλες

που αντάμα πλάι στον Έρωτα θα τραγουδάνε απόψε..

“τα μάτια σου ντροπή μπορούν να νιώσουν μόνο

αν τα κομμάτια ενωθούν μέσα σ’ αυτό το πάζλ

στιχάκια για τον Έρωτα που πλάγιασε στο στρώμα

και πόσο λίγα μοιάζουνε μπρος στο δικό σου είναι…”

~~~

Θέλεις να βγούμε απ’ το δωμάτιο;

~~~

θέλεις να μάθεις το λοιπόν, ποια εντύπωση μου έκανες;

είναι απλό και εύκολο να το συλλάβεις

το είδες και στα μάτια μου

το ένιωσες στο σώμα μου

ταξίδευε το βλέμμα σου

σα να ‘ψαχνε λιμάνι

είναι απτό αν το σκεφτείς

πιάνεται με τη χούφτα σου

να ζωγραφίζεις πίνακες

με χρώμα και μελάνι

δε θα ζητήσω να μου πεις τι ένιωσες

τι σκέφτηκες...

μα να...

ας έβρισκα μια πρόφαση ή μια δικαιολογία

ένα μικρό κομμάτι ελπίδας να σου χάριζα για το αύριο

στο σήμερα να ήμουν ο αρχηγός μια συγκυρίας

που γίνηκε στα μάτια σου ο μεσάζοντας

τα μάτια σου...

γιατί;

μα επειδή ‘κείνη την ώρα που στοργικά σ’ αγκάλιασα

- δεν ξέρω αν μεταφράζεται σε αγάπη η κίνησή μου -

ξυπνήσανε οι γενετήσιες ορμές στη θύμησή μου

κι η ανάμνησή μου πρόσταξε να βγούμε απ’ το δωμάτιο!

κακές και άσχημες οι αναμνήσεις της κλεισούρας

- πιάσε το χέρι μου και πάμε να πετάξουμε -

κι αν ο ουρανός ετούτος θαρρείς δεν σε χωράει

ζωγράφισε έναν πίνακα που σφύζει απ’ τις ανάγκες σου!

μόνο παρακαλώ...

χρησιμοποίησε τα πιο λαμπρά σου χρώματα...

~~~

Μη με ρωτάς που πήγαν τόσα χυμένα δάκρυα ...

κανέναν δακρύβρεχτο παραπόταμο δε γνωρίζω απ’ το μάθημα της Γεωγραφίας

παρά μόνο, ότι τρέχω και κυλάω μαζί του

κι όπου πάει, με κατευθύνει

είμαι έρμαιο

πατημένων συναισθημάτων, πεθαμένων αναμνήσεων, αλησμόνητων φιλιών

έρμαιο σου λέω, κάποιων κακεντρεχών στιγμών

μη με ρωτάς ποιος είναι ο επόμενος πλησιέστερος σταθμός

γιατί το μόνο που γνωρίζω είναι πότε θα ξυπνήσω

πότε θα ντυθώ, πότε θα φάω, πότε θα πάρω τα κλειδιά να φύγω

τρώω μνήμες δακρύων και πόνου

μη με περιμένεις για το δείπνο, δε γνωρίζω πότε θα γυρίσω

θ’ αργήσω...

Μα πως σε λένε; Ούτε που θυμάμαι!

Πως σε γνωρίζω; Πες μου! Που με ξέρεις;

Είμαστε άγνωστοι μικρή μου, εμείς δυο ξένοι μες τον κόσμο

κι απ’ τα πολλά που έγιναν, ξεχάσαμε που πάμε...

μα πως σε λένε; Δε θυμάμαι!

Καληνύχτα..........

~~~

Χειμώνας

~~~

Η αγάπη είναι κρυμμένη σ’ ομοιώματα

σε κομματάκια από χαρτί που’ ταν γραμμένα δυο ονόματα

κι ο έρωτας σε γυάλινα μπουκάλια

κλεισμένος πλάι στα ξεχασμένα αρώματα ...

τον χάσαμε το δρόμο στο χωράφι

αλλού τα μάτια, αλλού η καρδιά

αλλού τα “θέλω” μας, αλλού η περηφάνια

αλλού τα ωραία λουλουδάτα πρωινά

αλλού τα πόδια μας κι αλλού μια ζωγραφιά

που απεικονίζει έντεχνα, πως άθελά μας πέρασαν τα χρόνια

κι η ξεβαμμένη της μπογιά να μαρτυρά

κάπου στο δρόμο ετούτο, ξεμακραίνει κι η καρδιά

απ’ το υπόλοιπο το σώμα

άυπνοι, αταλάντευτοι, “στεγνοί”, αγνώριστοι, αμίλητοι κι απλοί

και μέσα σ’ όλα, να και μια “ευχή”

καλό σου δρόμο

κι ας άργεψες ν’ αντιληφθείς πόσα σου οφείλω ακόμα ...

και μεταξύ μας, μια που μιλάει τώρα η ψυχή

κι όχι το στόμα το βαρύ, ούτε οι λέξεις

που μετάνοιωναν στα χείλη μας

και μεταξύ μας, μια που το χέρι μας αντλεί

όλη τη δύναμη αυτή να καταγράφει

πολλά που έχουν μαζωχτεί, σα βόμβα δίπλα θα εκραγεί

ο,τι είχε μέσα μου κρυφτεί ... σε μια στιγμή ...

να δω πως τότε θα μπορέσεις να τ’ αλλάξεις!

να μην προφτάσει αυτή η στιγμή, ευχήσου ...

για θα μαζεύεις απ’ το δρόμο κομματάκια την ψυχή

ως τις αυλές του Παραδείσου …

αλλού τα μάτια, αλλού η καρδιά

αλλού τα “θέλω” μας, αλλού η περηφάνια

αλλού τα ωραία λουλουδάτα πρωινά

αλλού τα πόδια μας κι αλλού μια ζωγραφιά

θ’ απεικονίζει έντεχνα πως πιάσαμε “Χειμώνα”

~~~

Να φταίω εγώ;

~~~

...να φταίω εγώ;

Κατακριτέο ο,τι αγάπησα

- μικρή μου ασπίδα -

που στη διάταση την γκριζοκίτρινη

το άνοιγμα ήταν όμοιο με χρυσοσκάλιστη αρμίδα

στο φως των στεριών

κάπου εκεί θα κολυμπούμε, θα πλανιόμαστε

εγώ να πλησιάζω τ’ αναπόφευκτο

της φύσης μου σημάδι

- το καμπανάκι (που κοινώς ο κόσμος λέγει..) -

κι εσύ εκεί, για πάντα εκεί ... να περιμένεις να καπνίσει το τσουκάλι...

σου ‘ρχομαι ανυπέρβλητη πυγολαμπίδα μου...

καταρρέει και το τελευταίο μου δάκρυ

μιας κι αυτό έμεινε να ανακράζει την ασφυξία της υπομονής μου!

Εδώ πέρα, λούζομαι αβάσταχτες πικρίες

απορίες που παραμένουν άλυτες

κι αναπάντητες απ’ τον όχλο κι απ’ τον οχετό του εξώκοσμου.

Κατακριτέο ο,τι φίλησα

- μικρή μου περιστέρα -

μικρό σπουργίτι, άβγαλτο κι αθώο

που στα χεράκια μου τσιμπολογούσες σπόρους

και φυστίκια αραχίδες

καιρός ν’ ανοίξω τα φτερά μου για να φύγω...

για να προλάβω τα μυριάδες θραύσματα της λησμονιάς

που καταφθάνουν σφαίρα...

...γιατί με άφησες;

- πάντα θα το ανακράζω! -

τσιμπολογώντας τα χαρτάκια σου που μου άφηκες

με γεύση μεταμέλειας, ουσία εγκατάλειψης κι αυτή που προκαλεί τη στέρηση

- πώς λέγεται να δεις...!; -

~~~

Δεντράκι Χριστουγέννων

~~~

...σχεδόν λοιπόν απόλυτα, ολοκληρωτικά χαμένος

σε ‘κείνο το παιχνίδισμα ... - πως λέγεται να δεις;-

ξενυχτισμένος, δακρυσμένος και πιωμένος

- “από αγάπη θα ‘ναι” ίσως λένε μερικοί -

εγώ θα το αποκαλούσα ... εγκατάλειψη ακούσια

και θα το στόλιζα γιρλάντες και κορδέλες μαυρισμένες απ’ τα χρόνια

κι άυλες προτάσεις έρωτος της ουτοπίας

εγώ θα το έκανα δεντράκι Χριστουγέννων

να θυμίζει σ’ όσους μείνανε εδώ ... τα κίβδηλα όνειρα

και τις απόμακρες ή πιο κρυφές και ακατέργαστες

στα βάθη της ψυχής, αλαζονείες

και η ψυχή, αναζητώντας τη δικαίωση

- αφού κανείς δε βρέθηκε στ’ αληθινά να με “πονέσει” -

και η ψυχή, αναζητώντας λύτρωση

κάποια στιγμή απ’ το κορμί ετούτο θα ορμήσει να ξεφύγει ...

να δούμε τότε τι θα βρουν να πουν και με τι λόγια θα το εκφράσουν

αυτοί οι “όλοι” οι “πολλοί” που “μ’ αγαπήσανε”!

κι αυτοί οι “όλοι” οι “αληθινοί” που “με αφήσανε” ...

και το κορμί, ενώ θ’ αποσυντίθεται σε μία κάσα πολυγωνική

- ευρύχωρη ‘μα θες, μιας και λιγνός! -

και το κορμί, “από αγάπη θα ‘ναι” ίσως πούνε μερικοί

... θα κλάψουν

- αλλά δε θα ‘ναι απ’ την αγάπη -

θα ‘ναι από πίκρα ή σπαραγμό, θες από πείσμα, ντροπή ή θυμό

θα ‘ναι από άκρατο κλάμα, θες απ’ τη δόλια του την περηφάνια

θες απ’ το χέρι που δε βρέθηκε κοντά να το κρατήσει

ενώ βουτούσε στο κενό...;

κι εκεί μιλιά ... σιωπή ... χάνεις εσύ, χάνω εγώ ...

- όλοι χαμένοι είναι σε τούτη τη ζωή ...! -

αρκεί να γίνει η αρχή ... με μιας αλλάζω τον ειρμό ...

~~~

Ξεκίνησε να βρέχει

~~~

Ξεκίνησε να βρέχει ...

πάει καιρός που τώρα βρέχει κάθε μέρα

να δεις τις στάλες πως διασπώνται στα πλακάκια που βαδίζαμε

βαδίζαμε σκυφτοί και σιωπηλοί

άυλοι άνθρωποι, αδειανοί

σα να μην είχαμε ανταλλάξει μια κουβέντα

ένα χάδι, μια αγκαλιά ή ένα φιλί

μες στον πολύπαθο έρωτά μας ...

σα να μην ήμασταν εμείς, οι τελευταίοι μιας στιγμής

που ερωτικά σ’ ένα κορμί είχαμε ενώσει!

- πώς είχες νιώσει; -

νιώθω απίστευτη οργή, θλίψη κι ανάγκη και θυμό

νιώθω αμέτρητα "γιατί" να μ’ έχουν ζώσει

πως θέλω κάπου να μιλήσω, να ξεσπάσω

νιώθω εγκατάλειψη μ’ απίστευτο λυγμό

κι αντιλαμβάνομαι πως όλα έχουν τελειώσει ...

πάει καιρός που βρέχει τώρα κι απ’ τα μάτια μου

- αυτά τα μάτια αν θυμάμαι είχες λατρέψει -

βλέπεις, τα πίστευα όλα ο τρελός, πολλά τα λόγια ...

και ο,τι άκουγα και μ’ άγγιζε είχα κλέψει

- πολλές θυσίες για να κλέψω κομματάκι-κομματάκι την καρδιά σου -

πολλές οι μέρες και τα δάκρυα με πνίγανε κι υπέμενα

πολλά μου κάτσαν’ στο λαιμό και τα κατάπινα

κι όσα που είχαν μαζωχτεί με κατατρώγανε

μα απαντούσα, πως εσένα είχα διαλέξει ...

ευχαριστώ λοιπόν, που χόρτασα με κλάματα

κι απ’ την ανάγκη ν’ αποδείξω τις αξίες μου!

λυπάμαι μόνο - και κοίτα με κατάματα -

αν κάπου έσφαλα ... και σου ζητώ συγνώμη

θέλω να φύγω από ‘δω με καθαρή συνείδηση

και για τα λάθη μου συγνώμη να ζητήσω

από τον φίλο, τον εχθρό ή τη γυναίκα μου

ό,τι κι αν πλήγωσα, ζητώ να το εξαγνίσω

βλέπεις, εκεί που θα ανταμωθούμε πάλι

μόνο γαλήνη θα υπάρχει και τα αισθήματα

δε θα μπορείς να διασκεδάζεις με τα χρήματα

θα ‘σαι ένα ράκος απ’ τη μέρα που θα φύγω ...

σημάδι δείχνει ο καιρός κι είναι ευκαιρία να διακόψει αυτή η αγάπη

αυτή η πολύπαθη, η αγνή, αυτή που είχαμε ορκιστεί

πως θα κρατούσε μια ζωή, μες απ’ τα λάθη

άλλο να μη μακρηγορώ

δε ψάχνω μέσα από τους στίχους μου να κλαίγομαι

απλά θυμήσου ταχτικά, να μου προσέχεις τα παιδιά

κι όσο για μένα ... ε, βγήκα λίγο να ξεσκάσω ... !

~~~

Μη αναστρέψιμο

~~~

Και να το θλιβερό αποτέλεσμα τούτης εδώ της μάχης

για σένα που αγάπησες μόνο τον εαυτό σου

- αφού αριστεύουν οι “πριγκίπισσες” και παίρνουν τα πρωτεία -

για σένα που μ’ αγάπησες όπως και τον εχθρό σου

για σένα φίλη μου καλή, ναι, σε σένανε μιλάω!

πως όσα χρόνια κουβαλάω στην καμπούρα μου

διπλάσια φωλιάζουν τα κρυμμένα συναισθήματα

αισθήματα που αναμειγνύονται με βάσανα και πίκρες

που αναμειγνύουν τη χαρά με την ελπίδα, δες με!

πως όσο και να σκάψεις στις φλέβες μου βαθιά

κομμάτι αλαζονείας δε θα βρεις να το παινέψεις

μιας κι έμαθα τη γλώσσα και το πνεύμα να τιμάω

την ειλικρίνεια και την τσίπα, στα αντρικά μου παντελόνια

και να ‘μαι εγώ περήφανος για ετούτα εδώ τουλάχιστον

που απ’ όσα κι αν δεινά επέρασα, δες, βγήκα παλικάρι

και την ελπίδα εγώ ποτέ δεν άφησα στο διάβα μου

- αφού άλλωστε για μιαν ελπίδα ζούμε... -

να ξέρεις, πως κουβαλώ στα χέρια μου δύο ζωές

μια να κρατώ για πάρτη μου, να λέω πως κάτι μου ‘μεινε

και μια που σου τη χάρισα, να την κρατάς παντιέρα

εγώ που για σημαία κράταγα την αντρική τιμή μου

εγώ που μόνον ήλπιζα, προδόθηκα και φταίω

και βρέθηκα με μπόλικα κουσούρια μαζωμένα

δύο ζωές, λοιπόν που λες, που η καθεμιά τραβούσε

μια ανεξάρτητη - κοινή πορεία προς το άπειρο

εγώ που μ’ όλους τα ‘βαλα, καλύπτοντας το “λάθος” σου

ανακαλύπτω μία τρύπα που με τρώγει

σαν έλκος γαστρεντερικό, τα σωθικά μου σβήνουν

και οι χαρές που θα ‘ρθουνε, για κοίτα, κοίτα λίγο!

σαν ταπεινά ιπτάμενα πουλιά θα λαβωθούνε

στο σκίρτημα το ερωτικό, σα βρουν φωλιά να ζεσταθούνε

θα λες “ - τι λέει ο τρελός; τρελός θα είναι...!”

λοιπόν, για δείτε τον τρελό σας φίλο

πόσο έμεινε μονάχος και μοιρολογεί

σα μη αναστρέψιμο φινάλε έχει η ζωή του

και ψάχνει απεγνωσμένα μι’ αγκαλιά για ν’ ακουμπήσει

θα πείτε “ - πόσα ν’ αντέξει ακόμα ο τρελός; είχε αγαπήσει... ”

~~~

-Θα μου πεις ένα παραμύθι μαμούλα;

ξέρεις, από αυτά που έχουν όμορφο τέλος

εκείνα που νομίζεις πως τελικά μια πόρτα θ΄ανοίξει και η πριγκίπισσα του

παραμυθιού θα εμφανιστεί

εκείνα που οι άνθρωποι δεν χωρίζονται και οι δρόμοι τους συμπορεύονται στον καιρό

και παραμένουν οι ψυχές τους αγκαλιασμένες στην αιωνιότητα

-ξέρεις, μου ήρθε πάλι η ανάγκη να κλάψω

- τίποτα σημαντικό –

το ένιωσα σαν ανάγκη να αποφορτιστώ απ’ όλες τις κατηγορίες του κόσμου

όπως κι εσύ αποκοιμιόσουν κάποτε στην αγκαλιά μου, σκουπίζοντας κάθε τόσο τα

μάτια σου

-Ω ναι, τα μάτια σου! –

και σε παρηγορούσα, όσο έκλαιγες απαρηγόρητη γοερά με νωχελικούς σπασμούς

και κράταγα το χέρι σου στην καρδιά μου, να φυλάω κάπου την αγάπη μου…

μόνο, που στην παρούσα φάση, που να σφουγγίσω τα δάκρυά μου;

-ξέρεις, σκέφτηκα να γείρω, να πάρω αγκαλιά μου για παρηγόρια τα μεγάλα

ανεκπλήρωτα λόγια σου

“μαζί” τι μεγάλη κουβέντα! “για πάντα”; τι είναι αυτό το παραμύθι μαμούλα;

-μπούρδες κατσαρές και κουραφέξαλα -

την αγάπη βάλε για προσάναμμα κι όλα τ’ άλλα κάντα κορνίζες, να βλέπεις τις λέξεις

που αντικρύζαμε στο διάβα μας

που καθρεπτίζουν τη χαμένη μας αθωότητα στο διηνεκές μέλλον…

κι αφού κανείς δεν είχε πια το θάρρος να αντικρύσει την αδυναμία του χαρακτήρος

του

θεώρησα καλύτερο ν’ αποχωρήσω πριν μάθω το “τέλος”

-και να σκεφτείς, νόμιζα πως είχα στερέψει από δάκρυα -

~~~

Δυναμῶστε τήν ἔνταση! Αὐτό τό λυπημένο τραγούδι θά τό πῶ τόσο σιωπηλά καί

πικραμένα... Ἔτσι ἔμαθα νά λέω τά τραγούδια μου. Οἱ στίχοι ἦταν πάντα μόνοι,

ἀπομονωμένοι σέ μία φυλακή συναισθημάτων πού ἀδημονοῦσαν νά ξεφύγουν. Οἱ

στίχοι οἱ δικοί μου ἀτραγούδιστοι! Δέ βρῆκαν ἀνταπόκριση μήτε στά μάτια της.

Ἐκείνη ἡ μικρή νυχτερινή μουσική μέσα στόν ἔρημο σταθμό ἀκόμα ἀναμένει

ἐπιβάτες στό ταξίδι της. Κι ἐμεῖς, ὅλοι, μέ ἀνεκπλήρωτους ἔρωτες ἀπό νωρίς

ἀποστατήσαμε ἀπ’ τό ταξίδι. Ἐτούτη ἡ μουσική δέ βρῆκε ἀκόμα ὀρχήστρα νά τήν

παίξει, μήτε ἀκροατές νά τή χαροῦν γιά τήν ἀγάπη. Εἶναι ἕνα δράμα πού ἐξελίσσεται

καί τίς καρδιές ὅσων τό ἀκοῦνε ἡμιτελές, παγώνει. Λυπᾶμαι ἄν οἱ νότες τοῦ εἶναι πιό

νεκρικές, πιό πένθιμες ἀπ’ ὅτι περιμένατε. Εἶναι γιατί ἡ συννεφιά καί ἡ βροχή, τό

χιόνι κι ἡ κακοκαιριά δέν τοῦ ἀφῆσαν περιθώρια ν’ ἀνατείλει. Εἶναι γιατί μέσα σέ

νέφη ἀπό καπνούς καί στίς ὀσμές τῶν βλαβερῶν οὐσιῶν, ἀκόμα τό οἰνόπνευμα

κυλάει μές τίς φλέβες του. Κι ἄν κάποια μέρα ξαφνικά θά ξημερώσει ἡ λιακάδα, εἶναι

γιατί, σταμάτησε νά σκέφτεται τίς μέρες του καί θέλει νά πεθάνει. Κι ὁ προορισμός

τοῦ σίγουρα νά γίνει δοξασμένο. Νά σιγοψιθυρίζεται στά χείλη ὅσων τ’ ἀκοῦνε καί

στό ραδιόφωνο νά παίζονται οἱ πιό θλιμμένοι στίχοι του, μά ἐμεῖς δέ θά τ’ ἀκοῦμε!

Κάποια ἡμέρα ὁ προορισμός μου εἶναι νά φύγω. Κι ἀκόμα ἄν αὐτό πού ἔγραψα

φωλιάζει στήν καρδιά σας, θά ‘ναί γιατί ξεκλείδωσα ἐν ἀγνοία μου τούς χτύπους της

καί ἀγαλλίασε μαθαίνοντας πώς βρῆκα τό μεγάλο μυστικό γιά τήν ἀγάπη. Μέσα μου

δέν κατοικοῦνε πλέον στίχοι, παρά μονάχα ἡ πίκρα ὅτι τούς ἔγραψα καί πλέον

τριγυρνοῦν ἐλεύθεροι κάπου κοντά σας καί πετᾶνε. Μαζεῦτε τους! Γιατί πλέον

ἀκροβατοῦν κάπου ἀνάμεσα στήν τελειότητα καί τόν παράδεισο τῆς μελωδίας. Εἶναι

ἐλεύθεροι στήν αἰωνιότητα οἱ στίχοι μου, μά πάνω τους γραμμένο τό Παρελθόν. Τό

πρῶτο φιλί, ἕνα ἀποξηραμένο τριαντάφυλλο, τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Παύλου, τό

ταξίδι στήν Εὔβοια, μερικά ἐνθύμια κι ἐρωτικά γράμματα φυλαγμένα στό συρτάρι

τῶν ἀναμνήσεων, τό σκίτσο μίας γυμνῆς κοπέλας πού γύρισε τήν πλάτη της κι ἕνα

κόκκινο ρολόι πού σταμάτησε νά χτυπάει ἀπ’ τόν Αὔγουστο. Πάνω σ’ αὐτό, σέ τοῦτο

τό τραγούδι λέω, γραμμένα ὅλα τά δάκρυα πού χύθηκαν καί τά φιλιά τῆς ἱστορίας

του. Ἕνα τραγούδι ὅπως τ’ ἄλλα, πού ἐγώ δέ θά προλάβω νά τό ἀκούσω...

~~~

Μέσα στόν ἔρημο σταθμό

~~~

Μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τραῖνα

κι ἀπ’ τά βαγόνια κατεβαίνουν οἱ ἀγάπες

ποῦ δέν ἀντέξανε ποτέ τό χωρισμό

μέ τά φτερά τούς τά σπασμένα

ἄυλοι ἄνθρωποι, κορμιά ἀγανακτισμένα

ποῦ ‘μαθαν πρόστυχο πώς εἶναι πώς τό φιλί

καί σουλατσάρουνε σκυφτοί στίς ἀποβάθρες

κι ἡ μέρα δέ θά τούς χαρίσει ἄλλο πρωί

κρατοῦν βαλίτσες μέ χιλιάδες ἀναμνήσεις

μέ τό κορμί νά κουβαλάει τίς πληγές

τή μνήμη, μάτια μου, δέν σβήνεις ὅταν θές

σέ σβήνει ἐκείνη μέ τή μία, ὅταν θελήσει

ὅταν τό βάρος τῆς κανείς δέ θά κρατήσει

μέσα στόν ἔρημο σταθμό

- τί κι ἄν κινοῦνται τόσα δύστυχα κορμιά; -

στήν ἀποβάθρα ξαφνικά, σκάει, ἀστράφτει τουφεκιά

καί μία σπασμένη, ἀπ’ τίς καρδιές, δέ θά κολλήσει

ὅ,τι κομμάτια ἔχει γίνει, γίνεται ἄνεμος

καί στό παρόν, τό παρελθόν μας δέν κολλάει

ὅταν ραγίσει τό γυαλί, ἕνα κομμάτι τοῦ ἀρκεῖ

σάν τό μαχαίρι ὅλο τό σῶμα νά τρυπάει

μέσα στόν ἔρημο σταθμό

φωνάζει κάποιος δυνατά ἕνα “σ’ ἀγαπώ”

βουτᾶ στίς ράγες μέ τή μία καί ἡ ταχεία ξεκινᾶ

ἀξίζει ἔτσι νά τελειώνει μία ἀγάπη;

τά λόγια ὄμορφα καί ὄμορφες οἱ ὧρες

μά φεύγουν ἔτσι ἀπό τά μάτια μας, σάν τραῖνα

λές καί φορτῶσαν τίς στιγμές μας καί τίς κλέψανε

φιλιά μέ δάκρυ οἱ ἀναμνήσεις, χαρισμένα

μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τραῖνα

μή μέ ρωτήσεις νά σού πῶ, ἔχω εἰσιτήριο διπλό

ἁπλά δέν ἔχω προορισμό καί δέν ὑπάρχω γιά κανέναν

- ἄν θέλεις ἔλα. Κρατῶ μία θέση καί γιά σένα.-

~~~

Η ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου

~~~

Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, μεθυσμένα

η ώρα φεύγει, σαν το τρένο της γραμμής

μα το ταξίδι δε θα κάμει, θα το δεις

κι ούτε στον πιο μικρό σταθμό θα φτάσει

που ‘χει χαράξει η ζωή, για να σταθμεύουν τρένα.

Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, απορημένα

ήσουνα δίπλα μου, σ’ αντάμωσαν νωρίς

μα ούτε πρόλαβα μια λέξη ν’ απαντήσω.

- Σώπα -

και πες μου αν οι μυγδαλιές κι οι παπαρούνες της Άνοιξης

έχουν ανθίσει στα περβόλια του ονείρου.

Ξυπνώ νωρίς τα πρωινά

κι η μόνη σκέψη μου, ν’ ανοίξω το παράθυρο

να ειδώ τα πρώτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου -

να ξεπετάγονται σαν κρίνα απ’ τη σιωπή.

- Άκου - ακόμη και τα ροδοπέταλα, σου έστρωσαν χαλί

και παίζουν μουσικές οι σάλπιγγες

συνθέτουν μελωδίες οι καμπανούλες.

Κι εγώ, έρημο δένδρο, μες στη νυχτιά να σβήνω

ν’ αργοπεθαίνω, στα λεπτά που χάνονται.

Μέτρα τους κύκλους στο κορμί μου

όσα τα χρόνια που ‘χω κλάψει, τα μεγάλωσα

τώρα δεν είμαι πια παιδί, εγώ έχω νόμους

που μου θερίζουν με δρεπάνια, όλα τα όνειρα.

- Πρέπει, δεν πρέπει -

κι έμεινα τίμιος έτσι, έρμος και μόνος.

Αν ήξερα, πως θα χαμογελούσες

σαν άπλωνα το χέρι, να σ’ αγκαλιάσω

θα ένιωθα ευτυχισμένος.

Θα έβλεπα τα λαμπερά σου μάτια να μου γελούν.

Έτσι θα μου μίλαγαν, χωρίς μήτε γράμματα

χωρίς ούτε λέξεις, χωρίς έναν τόνο και μία τελεία

- θαυμαστικό μου -

Αν ήξερα, πως θα μ’ αναζητούσες

κάθε φορά που έφτανα, στην επόμενη στάση της ζωής

θα ερχόμουν τρέχοντας πίσω, πηδώντας

πάνω από φαράγγια, διασχίζοντας βουνά χιονισμένα

περπατώντας πάνω στις θάλασσες

κόβοντας τα πιο κόκκινα τριαντάφυλλα

να στα φέρω για δώρο.

- Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; - θα ρώταγα

κι ύστερα, θα μπορούσες να πάρεις απ’ τα χέρια μου

τα μοσχομύριστα ρόδινα τριαντάφυλλα

να τα συνθλίψεις κάτω από τις μπότες σου

ή απλά να μου χαρίσεις ένα φιλί.

Έχω κάνει τη λατρεία μου, ποίηση

μα δεν ξέρω πως θα καταλήξει η θεοποίησή σου.

Γνωρίζω πως τα πάντα, ξεκινούν και τελειώνουν με σένα

περπατώντας αέρινα, λες και πατάς επάνω

σε ολόκληρο τον κόσμο

λες και χορεύεις, και κινείσαι σαν άνεμος του Νοτιά.

- Λικνίζεσαι ιδιόμορφα όταν χαμογελάς -

θα μπορούσα να πετάξω, μέχρι τ’ αστέρια

για ένα τελευταίο χαμόγελο από τα μάτια σου.

- Σώπα -

δεν υπερβάλω, έτσι εκφράζω εγώ την αγάπη.

Γράφω στο άψυχο χαρτί, με το μελάνι της ψυχής

τ’ απωθημένα μου

κι ύστερα ρίχνω μια κλεφτή ματιά

στο ύψος των ποδιών σου

στο τελείωμα των τακουνιών σου

να πάρω τις εικόνες, για το επόμενο ποίημα.

- Πρέπει, δεν πρέπει -

αυτοί είναι οι άγραφοι κανόνες

μα όσο και να ψάξεις, δε θα τους βρεις.

Γιατί εσύ, δεν έμεινες μόνη τα φτωχικά Σαββατόβραδα

να ουρλιάζεις, να οδύρεσαι από τον πόνο.

Δε μάζεψες τα παγωμένα σου δάκρυα

από το ξύλινο πάτωμα, με τις χούφτες σου

σαν να ‘τανε χρυσά, πεταγμένα νομίσματα.

Δε ράγισες την καρδιά σου, από ευαισθησίες

και σκέψεις, τις κρύες νύχτες του Χειμώνα

μήτε τις καυτές ημέρες του Καλοκαιριού.

Εσύ μονάχα έμαθες, να περπατάς σαν κυρία

σε κορμιά ανδρικά, στο χαλί που σου έστρωσε η πλάση.

Όμορφη, γαληνεμένη, αστείρευτη

πηγή που τρέχει, χυμούς ερωτικούς από τα χείλη.

- Βρήκα το νόημα της ζωής -

εσένα, την ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου.

- Σ’ αγαπώ -

~~~

Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο απ’ το θάνατο

~~~

Πάντοτε φοβόμουν το μαύρο

μα λάτρευα το κόκκινο

του έρωτα και της αγάπης

κι όταν κάποιες στιγμές με ρωτούσαν

ποιο χρώμα σου έρχεται στο μυαλό;

απαντούσα «το κόκκινο»

σαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα

έτσι όπως τα θαύμαζα

τυλιγμένα σε μια ανθοδέσμη, φρεσκοκομμένα

μ’ ένα ροζ φιογκάκι, στο περιτύλιγμα

ενώ εσύ αγαπημένη

βρισκόσουν επάνω σε δεκάδες βιβλία

που μιλούσαν για σχέσεις και έρωτες κι αγάπες

μα γνώρισες τόσο, το κόκκινο

το γέννησες, το ‘μαθες, το φορούσες

το αγάπησες, το ζωγράφισες, το ‘νιωσες

και τ’ άφησες πάνω στα χείλη του, να σε θυμάται

κι όταν κάποια στιγμή το νοστάλγησες

το γεύτηκες πάλι, στα ξένα τα χείλη

έτσι όπως σου ανοίγουν

μια πόρτα για να περάσεις

και πριν πατήσεις το έδαφος

σου στρώνουνε κόκκινο χαλί

ύστερα σ’ αφήνουν να δοκιμάσεις

όλα τα παράνομα, στο θεωρείο σου

σου επιτρέπουν να απολαύσεις

μέχρι τον απαγορευμένο καρπό

αγόρασα ένα τριαντάφυλλο, να στο χαρίσω

μα μαράθηκε στο γυάλινο βάζο

και μαύρισε

- να το ‘βλεπες πως ξεράθηκε -

σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε

κι ύστερα πέθανε

- «το κόκκινο» φώναζα!

Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο -

πάντοτε φοβόμουν το μαύρο

και το ‘βλεπα χρόνια στο πρόσωπο

να κυκλώνει, τις νύχτες, τα μάτια

να τα τσούζει, να δακρύζουν

έπιανα το μολύβι μου, να σου γράψω

κι όταν κάτι με πλήγωνε, πέθαινα

μα ύστερα ξαναγεννιόμουν

«το κόκκινο» φώναζα

Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο, απ’ το θάνατο!

~~~

Γιά ὅλα αὐτά πού ἔμαθες κι ἀγάπησες σέ μένα..

~~~

Χτυπάει ὁ δείχτης τῶν καιρῶν, τό σήμαντρο ἀνασταίνει

καί τό ρολόι γιόμισε καί δέν ἀντέχει ὥρα

ἔχει φουσκώσει ταραχή σέ τούτη ἐδῶ τή χώρα

καί ὅπου νά ‘ναι, ἀπό στιγμή, κοντεύει γιά νά σπάσει

μέχρι τά δευτερόλεπτα μετροῦν τήν κατηφόρα

καί τήν πορεία πού πήραμε σάν λάθος ριζικό μας

λάθος τό δρόμο πήραμε, λάθος καί τ’ ὄνειρό μας

κι ὁ χρόνος θά ‘ναι βάλσαμο νά κλείνει ὅλο πληγές

τοῦ Ρεβυθούλη τό σακί εἶχα στήν πλάτη χρόνια

καί κάθε βῆμα πού ἔκανα μου στοίχιζε καί κάτι

κουκιά πετοῦσα ἀγάπη μου, μές τά στενά καί σπόρια

νά μή χαθῶ ἀπ’ τό βλέμμα σου, νά γίνω ἡ θωριά σου

ὥσπου τό γράμμα ἔφτασε, τό ‘φερε ταχυδρόμος

ἕνα γεράκι ὁλόμαυρο, μά πιό βαθύ ἀπ’ τό αἷμα

ἦταν τό λεξιλόγιο πού διάβαζε ἡ καρδιά μου

- χωρίσανε οἱ δρόμοι μας, δύο ξένοι εἴμαστε τώρα -

καί τό ρολόι σταμάτησε τούς χτύπους νά μετράει

ποῦ ἔκαναν τά βήματα στά θερινά σοκάκια

ἐκεῖνα τά πλακόστρωτα, μέ κάστανα ψημένα

τό τρένο ἀναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα -

τό νέο χρόνο ἀγάπη μου, τόν πῆρε ἡ κατηφόρα

μακάρι νά μετρούσαμε ἀντίθετα τή φόρα

νά μήν προφτάσουμε νά δοῦμε τά γυαλιά μας

καί τά συντρίμμια πού ἄφηκε στό διάβα τοῦ ὁ τυφώνας

ἐσύ πουλί ἐλεύθερο τό ἔβαλες στά πόδια

κι ἐγώ σά ναυαγός γυρεύω νέα χώρα

κάπου νά προσγειωθῶ, στήν ἀγκαλιά ἑνός βάλτου

- ὁ πρίγκιπάς σου ἀκούμπησε τά ὅρια τοῦ θανάτου -

ἀλλοτινούς καιρούς πού ἐσύ δέ τοῦ μιλοῦσες

καί θεραπεία δέ βρέθηκε γι’ αὐτή σου τήν ἀρρώστια

εἶναι τ’ ἀμίλητο νερό φαρμάκι ὡς τό Τέλος

ποῦ πίνεται μέ δύο γουλιές τίς νύχτες μέ φεγγάρι

ἐκεῖ πού σβήνουν τ’ ἄστρα μές τό μακρινό οὐρανό

συνήθεια ἠθοποιῶν πού ἔμαθαν τό ρόλο

καί ἡ παράσταση γνωστή μέ θεατές τούς φίλους

θά σβήσει ἡ ἀνάμνηση, θά σβήσει καί ἡ μνήμη

- εἶναι τυφλός ὁ ἔρωτας κι ὅταν πεθαίνει ἀλλάζει -

καί γίνεται ἐκδίκηση ζηλείας κι ὀφθαλμαπάτη

καλή σου ὥρα ἀγάπη μου, σού πίνω τή γουλιά σου

ἀπ’ τό ἀμίλητο νερό πού καίει τά σωθικά σου

κι ἀντί γιά τελευταῖο φιλί, σού δίνω αὐτό τό στίχο

“να μέ κρατᾶς ὅπου κι ἄν πᾶς ἐπάνω σου, νά ζήσω...”

~~~

Τό ἀγαπημένο παίρνω, τό πενάκι

καί τό κεφάλι ὅσο πονᾶ, γράφω μέ μία κοντυλιά

μονολεξῆς καί εὐθαρσώς “σέ ἀγαπάω”

χύνω μελάνι στήν πληγή κι ὅλα τά μίση, προσευχή

ἀντιδικίες, ἐκδικήσεις κι ἄσπρο πάτο

ἡ βότκα διάφανη ψυχή, νά στέκει πάντα προσοχή

κι ὁ στίχος νά ‘χεῖ ἀπ’ τή γεύση τοῦ φιλιοῦ σου

κλείνω τά μάτια κι ἀπορῶ, πώς τόση ἀγάπη σου χρωστῶ

ἀφοῦ δέν εἶμαι οὔτε καν τό φυλακτό σου

φαντάρος πῆγα, στό στρατό, μοῦ ‘μάθαν νά ‘χῶ ἠθικό

φωνή, ἀνάστημα, νά νιώσω λίγο ἄντρας

μά πιό ἀντράκι ἀπ’ τά φιλιά, ἐνιωσα μές τήν ἀγκαλιά

ποῦ ἀναζητῶ ἐδῶ καί μέρες, τή δικιά σου

Θέ μου, τί κόλλημα κι αὐτό, ἀρρώστια, ἀγάπη, ριζικό

μίσος κακό, ἀνάγκη, ἀντέχω τά σπαθιά σου

ποῦ μέ χτυποῦν, ὅπως κι ἐγώ, χτύπησα πάνω στό κορμί

ποῦ ἐρωτεύτηκα καί μ’ ἔλιωσε ἡ καρδιά σου

μέ τό πενάκι τό μικρό, σού λέω ἀκόμα σ’ ἀγαπῶ

μά δέν ἀντέχω τήν τρελή παραξενιά σου

τίς νευρικές σου συλλαβές, νά κάνεις πάντα αὐτό πού θές

γι’ αὐτό μου ἀρκεῖ γιά συντροφιά μόνο ἡ σκιά σου

τά αἰσθήματα εἶναι ἀμοιβαῖα, ἀλλά δέν εἶναι πάντα ὡραῖα

ὅταν τό πεῖσμα, μᾶς κρατᾶ σέ ἀποστάσεις

ὁ ἐγωισμός, τό τσαγανό, “..μ’ ἀκοῦς, αὐτό πού θέλω ΕΓΩ”

αὐτό μας χώρισε καί κάποιες ἀντιφάσεις

τό ἀγαπημένο παίρνω, τό πενάκι

καί τό κεφάλι ὅσο πονᾶ, γράφω μέ μία κοντυλιά

μονολεξῆς καί εὐθαρσώς “σέ ἀγαπάω”

κι ἄν νιώθεις πῖ’ ὄμορφα ἐκεῖ, πάρε μολύβι καί χαρτί

κι ἔλα ζωγράφισε ὅλα ἐκεῖνα πού θά χάσεις…

~~~

Ἡ ἀρχή τῆς τρικυμίας

~~~

Τί νά χωρέσω ἐδῶ μέσα; τί βαρύς πονοκέφαλος...

σέ πέντε γραμμές τή φυγή μου, τή λύπη μου;

ΦΕΥΓΩ!

μικρός ὁ χῶρος μας στόν κόσμο ἐτοῦτο

κι ἐμεῖς δύο κουκκίδες ἀσημαντότητας στό ὅριο τοῦ τετραδίου μας

τί νύχτα! ὁ ἀγέρας σφυρίζει

κρυώνω, ζεσταίνομαι ... οὔτε πού νοιάζομαι, οὔτε πού ξέρω

οἱ σκέψεις ἀτελείωτες, τά διαλυμένα ὄνειρα κομμάτια μές τό βάζο

τό πλοῖο ἔφυγε, τό τρένο μας τό χάσαμε, πέφτει ἡ βροχή σιωπηλά

τό γεμισμένο ποτήρι μέ τή βότκα ἀδειάζει

ἡ σκόνη περικυκλώνει τά ὄνειρα πού γεννήθηκαν καί πεθάνανε σέ τοῦτο τό δωμάτιο

ποῦ περιμένει ἀκόμα τόν Βασίλη γιά τό δῶρο, τήν παραμονή στό τζάκι

ξημέρωσε, ὁ πετεινός λαλεῖ

μί’ ἀγάπη πέθανε προτοῦ νά ξημερώσει

ὁ ἥλιος θ’ ἀνατέλλει γιά κάθε ἕνα πρωί

μά τά δικά μας μάτια μέλλουν νά τόν χάσουν κάποια ἡμέρα ...

[ὅλοι σέ τούτη ἐδῶ τή Γῆ θά βυθιστοῦμε]

τελειώνει ἡ ζωή, τελειώνει τό μελάνι, ὁ ὕπνος μέ καλεῖ

τί εἶναι ἡ ζωή;

νά πίνεις δηλητήριο καί αἷμα καί φαρμάκι

τό δάκρυ ἀπ’ τά μάτια σου νά πίνεις σάν κρασί

νά κοινωνεῖς ροδόσταμο καί μέλι ἀπ’ τό κορμάκι

ποῦ πέρασε ἀπ’ τό δρόμο σου, μά ξέρεις, θά χαθεῖ

τό λεωφορεῖο ξέφυγε καί ἀδειασε ὁ σταθμός

ἀκούγεται ἕνας κρότος πού σκίζει ὅλη τήν πλάση

φωνάζει ὁ σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στήν ἄκρη

στίς ράγες κάποιος ἔπεσε καί κάνει προσευχή...

[τί σημασία ἔχει ἄν τό λεωφορεῖο δέν εἶναι λεωφορεῖο

ἀλλά τρένο, καράβι, ἀτμόπλοιο, μαούνα, κότερο

ἑλικόπτερο, αὐτοκίνητο, τρόλεϊ, βενζινάκατος ;;;;;]

μόνο τοῦ σιγοσβήνει τό τσιγάρο, πεταγμένο στήν ἀποβάθρα...

φωνάζει ὁ σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στήν ἄκρη

στόν ἔρημο σταθμό ἕνας μονάχα ἐπιβάτης

καί δεξιά νά περπατᾶ στό βάθος μία κυρία

ὅπου πατᾶ μέ δύναμη τό ἱστορικό τσιγάρο

καί κάτω ἀπ’ τίς σόλες τῆς ἀδειάζει ἕνα φουγάρο

καί σβήνει ἀπ’ τό βλέμμα μου κι ἡ τελευταία πνοή του

ΟΙΚΤΟΣ!

...ἀκούγεται ἁπαλά μία μεθυσμένη μελωδία

ποῦ τρέμει καί τό πάτωμα μπροστά στή μουσική της

τά μάτια μου τά διάβασε σάν ἱστορία μία φίλη

καί μοῦ ‘πέ ὅτι γράφουνε ἐπάνω τους “Μαρία”…

κι αὐτό τό καταθέτω ὡς ἀπόδειξη ὅτι ἀγάπησα

σάν ἀθεράπευτα ἄρρωστος κι ἐρωτευμένος ναύτης

θαρρῶ πώς παραστράτησα ἀπ’ τά πολλά δεινά της

γι’ αὐτό σάν τίτλο δίνω τήν ἀρχή μίας τρικυμίας.

~~~

Πήρα μια ομπρέλα μέσα στη βροχή

τον πρώτο δρόμο διάλεξα από ένστικτο

λουσμένοι άνθρωποι και λάσπες και νερά παντού

ν’ αστράφτει κάπου, να μυρίζει το μπαρούτι

κι οι μνήμες να’ ναι νοτισμένες από λάθη

κι από το ψέμα που το λούστηκα στην πλάτη μου

πάρε με μαζί σου αγάπη...

εκεί που βρίσκεσαι στα σύννεφα με βλέπεις

οι μνήμες έλιωσαν, πατήθηκαν στην άσφαλτο

τα πήρε σβάρνα ο εγωισμός και το γινάτι

και πιο μισότρελος μαθαίνω από τα λάθη της

πάρε με μαζί σου αγάπη...

με τα τεράστια δύο μάτια σου, έλα φάε με

γιατί μου είπαν πως το μίσος είναι αγάπη

και να, ποτάμια τώρα στάζουνε τα μάτια μου

και δεν συγκρίνονται με τίποτα με της βροχής το δάκρυ

οι αναμνήσεις που στην πλάτη μου φορτώνονται

είναι δυσάρεστες και μαύρες απ’ τα χρόνια

τις κουβαλάω μια ζωή και μια ζωή φτύνω το αίμα τους

δάκρυα, ΔΑΚΡΥΑ φτύνω και αίμα, αγάπη...

πνίγω το κλάμα μου, σου λέω, πάρε με

το σπαραγμό μου τον βουβό, τον πόνο, δεν ακούς;

τον κόσμο ολόκληρο στην πλάτη μου κουβάλησα

και το αντάλλαγμα με χώρισε στα δυο

ωραία λόγια αγάπης κάτω απ’ τη βροχή

και στην ομπρέλα πάνω να μου στάζει το φαρμάκι

ψέματα γεύτηκα κουτάλες μια ζωή

σα σοκολάτες που τις έτρωγα πρωί-βράδυ

και που στο τέλος απ’ τις δόσεις της, τα ξέρναγα

πήρα γι’ αντάλλαγμα το μίσος, την κακία

τη μοναξιά μου πήρα αντάλλαγμα, τα κλάματα

και της πικρής αδιαφορίας το φαρμάκι

πάρε με μαζί σου αγάπη...

~~~

Φθινοπώριασε. Πρέπει ν’ αλλάξουμε το ημερολόγιο

πάτα το play να δούμε την ταινία πάλι προς τα πίσω

εκεί που άρχισαν τα πάντα να υπάρχουν απ’ τη σιωπή, το τίποτα, το πουθενά

και πες μου αν έγινα η ζωή μες τη ζωή σου

ή απλά σου κράταγα παρέα δύσκολες μέρες

γεμίσαμε το ημερολόγιο όμορφα όνειρα και υποσχέσεις

χαρτάκια μ’ έγχρωμους στιλούς, σημαδεμένα μ’ ωραία λόγια

να μαρτυρούν πως κάτι αλλάξαμε σε τούτο εδώ τον κόσμο

να γίνει πιο χαρούμενος απ’ όσο ήταν. Ο σκατόκοσμος!

κι η παρουσία μας στο τίποτα, στο πουθενά να υπάρχει

η παρουσία μας απούσα, τυλιγμένη στη σιωπή

η πλάκα είναι πως στο δικό μας στέκι απουσιάζουμε

κι οι άλλοι που κάθονται στις θέσεις που καθίσαμε

εκεί που ήπιαμε τον πρώτο και τον τελευταίο καφέ μας

κι οι άλλοι θα λεν τα ίδια...

φθινοπώριασε. Μα τις ψυχές που αγαπούν μελαγχολία δεν τις σκιάζει

κι εγώ να σκέφτομαι ακόμα πόσο πόνεσα και δάκρυσα να φτάσω μέχρι εδώ

και πόσο κόπο έκανα για να κρατήσει η αγάπη

να μη χαθούμε σαν αστέρια όταν φτάσει το πρωί

να μη σβηστούμε απ’ το ταξίδι αυτού του χάρτη

απάντησέ μου αν το μπορείς, αυτή η σιωπή, αυτό το δάκρυ που κυλάει

αυτή η απαίσια, αλλοπρόσαλλη στιγμή είναι τι σόι αγάπη;

θα ‘ρκούσε ένα “σ’αγαπώ”, μία συγνώμη, ένα κάτι να σαλεύει

μια νότα πένθιμη, ένα τραγούδι ανάγκης, “σε χρειάζομαι”

θα ‘ρκούσε, ώστε να μη χαθώ απ’ τη ζωή σου, η αναγνώριση

πως άρπαξα το χέρι σου και μόλις χώθηκες στην αγκαλιά μου, πέταξες

σαν το πουλί που βρήκαμε κατάκοιτο στο δρόμο και το σώσαμε

θα ‘ρκούσε ... συγνώμη, πήρα φόρα απ’ τον Αύγουστο και γράφω ακόμα

ήρθε ο Σεπτέμβρης κι είμαι εδώ. Καλό σου μήνα!

~~~

Δεμένοι

~~~

Δεν είναι ωραίο να ακούγεται η βροχή του πρωινού;

πάνω στα μάτια και το πρόσωπο να πέφτουν οι ψιχάλες της

προσμένοντας το χάδι σου, αγάπη μου

μα πιο ωραίο το συναίσθημα να έχεις έναν κόσμο κλειδωμένο

φυλακισμένο το εγώ σου σε μηνύματα

και την καρδιά παραδομένη σε σκιρτήματα και λόγια ερωτικά

τις αγκαλιές και τα φιλιά σου ακουμπισμένα

σε πλακόστρωτους πεζόδρομους και υπόγεια περάσματα

που κάθε ημέρα περπατώνται απ’ του έρωτα τα βήματα, τα αισθήματα

το ίδιο συνεχώς το δρομολόγιο. Εκάλη - Κηφισιά

στη μέση η Τατοΐου να ορίζει την απόσταση, αγάπη μου

και οι άνθρωποι περαστικοί, να μη μας ξέρουν

μονάχα ζευγαράκια ερωτευμένα να καρφώνουνε το βλέμμα τους με μιας που σε φιλώ

και είναι μέρες που όλο τούτο δε μας φτάνει…

περάσαμε τα σύννεφα, πατήσαμε ουρανό

διαλύσαμε και χτίσαμε ξανά τα ίδια όνειρα για να ‘χουμε πορεία

φορές που σφίγγοντας το χέρι σου στη στάση του μετρό

τα κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στο σταθμό

κι οι μνήμες πάντα ερχόντουσαν στην πρώτη γνωριμία

ώσπου τα δάκρυα στερέψανε και πήγα στο γιατρό

του είπα, περιέργως έχω πάψει πια να κλαίω

συνήθισα τα δάκρυα και τώρα αναπολώ

τις μέρες που τα μάτια μου φλεγόντουσαν για εσένα

κι αν φταίω που σ’ αγάπησα κι ακόμα σ’ αγαπώ, συγχώρα με

μα έμαθα ν’ αφήνομαι ολόκληρος εγώ

και να ‘χω μιαν απαίτηση παρέα να ζητώ

να παίρνω όσα κέρδισα με κόπο χωρίς να ‘ναι χαρισμένα ούτε ένα

μα εσένα που σε κέρδισα με την αξία μου

και στη ζωή σου και στο θάνατο, μπροστά σου θα με βλέπεις

τα μάτια μου, το βλέμμα μου, τα χείλη μου

είτε γελούν, είτε σου κλαίνε, θα σου λένε

τον κάθε στίχο που έγραψα, την κάθε νότα, συλλαβή

την κάθε λέξη ερωτική που αμόλησα

την κάθε στάλα, την οσμή, τη γεύση της αγάπης θα σου λένε

κι αν όλα αυτά δεν σου αρκούν, αγάπη μου

θυμήσου πόσο όμορφα ακούγεται του πρωινού η βροχή

και πέφτουν οι ψιχάλες της στα μάτια μας κι αγκάλιασε με.

~~~

Με το πρώτο φως του ήλιου

πριν ανάψω το πρώτο πρωινό τσιγάρο

πριν πιω την πρώτη γουλιά του πρωινού καφέ

κρατώντας το πρώτο κλειδί που ανοίγει την καρδιά σου

θα βγω στο δρόμο να σ’ ανταμώσω..

ζητιανεύοντας το πρώτο δροσερό φιλί απ’ τα χείλη σου

αγκαλιάζοντας για πρώτη φορά τόσο γλυκά το κορμί σου

ακούγοντας τον πρώτο δυνατό χτύπο της καρδιάς σου

μέσα στην ομίχλη του πρωινού και την υγρασία της πόλης

θα βγω στο δρόμο να σ’ ανταμώσω..

ανάμεσα στα μάτια σου κυλάει μια πηγή αστείρευτης αγάπης

να μου χαρίζει δύναμη να ζω την πρώτη μου στιγμή σα να’ ναι η τελευταία

κι αυτή η όμορφη του πρωινού η στιγμή, υποσχέσου μου

δε θα’ ναι μια ακόμα ευτυχισμένη Άνοιξη που πέρασε, σαν άλλες που περάσανε

μα το προμήνυμα πως θα υπάρχουν κι άλλες όμορφες στιγμές μέσα στο χρόνο

που ακόμα δεν προφτάσαμε να ζήσουμε σαν πρώτες…

~~~

Κλείστηκα στο καβούκι μου και μέτρησα τα χρόνια

μακριά απ’ όσους μ’ έκαναν να νιώθω ιδανικός

οι φίλοι μου με κοίταζαν σαν μια κουτσή χελώνα

ανήμπορη να πάει, παρά μονάχα στον γκρεμό

τις νύχτες δε λογάριαζα που έχανα τα βράδια

κι αν γέρασα, λυπήθηκα, στερήθηκα πολλά

μου έλειψαν η συντροφιά, η αγκαλιά, τα λόγια

και μόνος πορευόμουνα σε πείσμα των καιρών

μ’ ανέβασαν, με πέταξαν, με έριξαν στο χώμα

κι απ’ το ζενίθ του έρωτα βρέθηκα στο ναδίρ

την λέξη πως “χωρίζουμε” την άκουγα δυο χρόνια

“τελειώσαμε, βαρέθηκα, ξεκίνα απ’ την αρχή”

είναι περίεργες οι συνήθειες των ανθρώπων

άλλα εγώ, άλλα εσύ, άλλα μυαλά ο άλλος

το πλέον δυσκολότερο να βρίσκεις την τομή

ή τελοσπάντων το κλειδί που ανοίγει την ψυχή τους

κι αυτή με λόγια απλά, αλήθειες να σου πει

παρά το δηλητήριο να στάζει η πληγή τους

τι φταίω να φορτώνομαι το πείσμα και των δυο

ξεσπάσματα, τα κλάματα, τα νεύρα, την οργή σου;

στον έρωτα θα ήθελα να δίνεις το παρόν

με δυο φιλιά το “σ’ αγαπώ” με τη ζεστή φωνή σου

- γιατί κι εγώ σε αγαπώ το ίδιο -

κι ύστερα να σου γίνομαι ο μόνος σου σκοπός

τούτο το βράδυ είναι αμέτρητες οι ώρες

όχι δεν κλαίω, μονάχα σκέφτομαι την ατυχία

κάπου να πιάνεται απ’ τα λόγια η ευτυχία

και να φουντάρει στο κενό δίχως ομπρέλα

- ΤΡΕΛΑ!!! -

κι εμείς τρελοί που την κοιτάζουμε να πέφτει

ορίστε! σε αφήνω να τη σώσεις…

~~~

Μετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχει

~~

Τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω

κρυμμένη μένει ἡ λέξη χρόνια σάν πληγῆ

τή φύλαγα σ’ ἕνα γεμάτο βάζο ἀναμνήσεις

στά χείλη μου τήν ἔφερνα τήν κάθε Κυριακή

μ’ ἀκόμα δέν τήν πρόφερα ἀντίκρυ πλάι στά χείλη σου

ἀκόμα δέν τήν ἔστρωσα χαλί στά πέλματά σου

βραχιόλι δέν τήν ἔδεσα, πολύτιμη ψυχή

ποῦ μῆνες ξεροστάλιαζε στήν πόρτα σου

ν’ ἀνοίξεις τό παράθυρο νά ‘ρθεῖ νά σέ χαρεῖ

τό ποίημά μου γεμάτο ἀπορίες

πολλά θαυμαστικά καί σκόρπιες οἱ τελεῖες

στό πάτωμα ἁπλωμένα κάτι βότσαλα ἀπ’ τή θάλασσα

μωσαϊκό ποῦ ἐφτιαξα νά γράφει “σ’ ἀγαπώ”

καί γύρω ἕνα τεράστιο στρατόπεδο

ταλαίπωρων ρητορικῶν ἀσκήσεων ἀπαίδευτων

παγίδων ἀπ’ τό ρῆμα “ἀγαπώ”

τά χέρια σου ἁπαλά, ἕνα σεντόνι ἀπό μετάξι

οἱ δύο μας σ’ ἕνα ὄνειρο τρελό

κατέβαιναν κι ἀνέβαιναν χωρίς νά ἡμερώνει

τοῦ πόθου κάποιο ἄγριο ἁρπακτικό

καί γύρω ἕνα τεράστιο κυδώνι

γρανίτα σέ χωνάκι παγωτό σ’ ἕνα μπαλκόνι

κι ἡ λέξη μου ὅλο ἔμελλε νά λιώνει

νά τρίβεται στῆς γλώσσας τό χορό

πυροβολοῦσα ἔτσι ποῦ λές καί ἀδιακρίτως

ἔλεγα, ἔλεγες γιά φράουλα χυμό

ἔλεγα γιά τῆς ζωῆς τό πλῆθος

τό σύστημα, τά χάπια μου καί τόν ἐγωισμό

λέγαμε γιά ἕνα μεγάλο μίσος

ποῦ φύτρωσε σάν κερασιά στόν κῆπο τοῦ “ἐγώ”

κι ἀπέμειναν νά κρέμονται κεράσια γιά τό πλῆθος

καί γίνηκε ἀλλιώτικος ὁ κόσμος στόν καιρό

ἀλλάξαμε κι ἐμεῖς λές καί μιμούμασταν τό πλῆθος

ποῦ ἔτρεχε στό σῶμα μας νά κρύψει τόν καρπό

κι ἡ λέξη μου ἡ ριμάδα, κατέβηκε στό στῆθος

καί κρύφτηκε καί φώλιασε, τήν ἔπνιξε ὁ καημός

βαλάντωσε, ἀπηύδησε καί κούρνιασε στό “ἴσως”

πῶς κάποτε θά ἔβγαινε στό φῶς

ἀρχαιολόγοι ἤρθανε ἀπό τήν Ἀφρική

κουνούσανε τά σώματα λές κάτι νά χορεύουν

μοῦ ἔμαθες πώς λέγεται χορός ἡ φυλακή

μά τρόφιμα δέ βρῆκα νά σού φέρω

μονάχα κάτι κράκερς γεμιστά μέ σαντιγύ

κι αὐτά γλυκά πώς μοιάζουν στό φιλί μου

κομμάτι ἀπό μένανε καί σκέψη τῆς στιγμῆς

προδίδουν ἔτσι ἁπλά τόν ἔρωτά μου

τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω

μήν πῶ κι ἄλλα στά μάτια σου καί τά φορέσεις προίκα

μήν πῶ ἄλλα στά χείλη σου καί πάψουν νά ρωτοῦν

μονάχα θά σού πῶ ὅ,τι ἤθελα τό βρῆκα

μετά ἀπό σένα παύει ν’ ἀνασαίνει τό κορμί

μετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχει

καί εἶσαι ὅλη γιά μένα ἡ ζωή!

~~~

Διάττοντες έρωτες

~~

Και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα

και η μορφή του ποιητή πλημμυρίζει το δωμάτιο

απ’ το σκοτάδι γεννιέται το φως κι από τον ήλιο το χάδι

κι όταν έρχονται δύσκολες μέρες

δώσε μου το χέρι σου για να ‘χω να βλέπω

εγώ δεν είμαι ποιητής

απλά σκαλίζω τα εσώψυχα σκιρτήματα

και συλλαβίζω μελαγχολικά τα λόγια

παίρνω μια πέτρα και τη ρίχνω στη σιωπή

κι ακούω ένα ρεφρέν να κλαίει

γιατί τα μάτια μου είσαι εσύ

και μ’ άφησες να φύγω από τα χέρια σου

-μ’ έχασες-

εγώ δεν είμαι ποιητής

απλά με στίχους ζωγραφίζω συναισθήματα

κι απ’ όλα τα λουλούδια που σου χάρισα

το χρώμα τους μαζεύω για τις λέξεις μου

και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα

έλα κοντά μου κοριτσάκι, έλα

σκύψε, πες μου, βγάλε τα εσώψυχά σου

τι λαμπερά μαλλιά και στην καρδιά οι πέτρες

τα βότσαλα τα χρυσαφί πλάι-πλάι

της μοναξιάς τα λόγια μας, μαχαίρια του μπακάλη

κράτα κουράγιο κοριτσάκι

εγώ δεν είμαι ποιητής

ακούω μονάχα ο,τι μου πεις, πονάω μαζί σου

και όσα πας να ονειρευτείς, σου τα κρατώ σ’ ένα μαντήλι

για τις νύχτες της ψυχής σου

κι αν σου μιλάω λίγο απόμακρα, μη φοβηθείς

είναι που σβήνω

εγώ είμαι ένα άστρο της αυγής

και μόλις τέλειωσα μπροστά στη φυλακή σου

και το φιλί σου κοριτσάκι να μου δώσεις

όλα τ’ αστέρια φτάνει η ώρα να πεθάνουν

μονάχα λίγες, εκλεκτές αγάπες μένουν χρόνια

που δοκιμάζονται στον χρόνο πριν παλιώσουν

καθώς οι διάττοντες έρωτες, πεθαίνουν από λόγια της στιγμής

-σβήσαμε-

και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα

και μπαίνεις μέσα και κάθεσαι, ώριμη γυναίκα

να συνεχίσεις το παραμύθι από εκεί που έχασα τα χέρια σου…

~~~

Τό δηλητήριο καί τό δάκρυ

~~

Μικρό μου λουλουδάκι ἀνθισμένο

μοῦ χάθηκες, μά ἐγώ σέ περιμένω

τά φύλλα σου γερμένα ἀπό τό κρύο, μέ ζητοῦν

τά κόκκινα φιλιά μου ἔχω ἀφήσει στό κορμί σου

νά σκέφτεσαι τίς νύχτες πώς ὑπάρχουμε παντοῦ

οἱ δύο μας μόνο, μόνοι

κι ἔρημοι οἱ δρόμοι

κανείς δέ μᾶς χαλάει τή σιωπή

διαβάτης δέν πατᾶ πάνω στά χνάρια πού ἀφήσαμε

μονάχα ἡ δροσιά τού πρωινοῦ εἶναι πού τήν ἠπιαμε

κρυστάλλινο ποτήρι αὐτή ἡ ἀγάπη

καί φτάνει μία ἀπρόσεχτη στιγμή γιά νά τό σπάσει

ἤ ἔστω νά ραγίσει ἕνα κομμάτι του

στό μέρος πού χτυπάει ἡ καρδιά

ἐμᾶς δέν μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μου

οἱ ἄνθρωποι, ὁ χρόνος καί οἱ μῆνες πού περνοῦν

τίς ὧρες μᾶς μετρῶ πού ἀπουσιάζουμε

τήν ἄκρη ζωγραφίζω τοῦ δικοῦ μας οὐρανοῦ

γαλάζια ἡ ὀροφή, τήν ἀνεβήκαμε

τούς τοίχους σκαρφαλώσαμε κι ἄς ἦτανε ὑγροί

τά λόγιά μας μέ μέλι τά κολλήσαμε

στίς τσάντες κουβαλᾶμε τή ζωή

ἐμᾶς δέν μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μου

τά πείσματα, οἱ γκρίνιες κι οἱ τρελοί ἐγωισμοί

στό βλέμμα μᾶς αὐτόματα δεθήκαμε

κι ἀπάνω ἀγκιστρωθήκαμε νά φύγουμε μαζί

νά τρέξουμε, κι ὅπου μας βγάλει ἡ ἄκρη

- χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυ

δέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή…! -

~~~

Παραμονή Χριστούγεννα

~~

Ἀνάμεσα στό ψέμα κι ἡ ἀλήθεια μας

ἐκεῖ εἶναι κρυμμένο, τό καλό μές στό κακό

τῆς ἔχθρας τά παιχνίδια στή μαγεία μας

αἰώνιο τό ἀποτέλεσμα γιά κάποιον χωρισμό

ἀγάπη πού χωρίστηκε στά δύο

παλάτι πού γκρεμίστηκε κι ἀπόμεινε μισό

φεγγάρι π’ ἀποκόπηκε νά γίνει φυλαχτό

οἱ στίχοι σου ἀγάπη μου, κορδέλα στό λαιμό

μαντήλι στά μαλλάκια σου, λουράκι στόν καρπό

νά μ’ ἔχεις κάπου ἐπάνω σου νά φέγγω

- ἰδού ἡ τιμωρία μας -

μά τώρα εἶναι τό φῶς μου λιγοστό

τά μάτια μου γερμένα, κουρασμένα ἀπ’ τό κρύο

στήν ἄκρη π’ ἀνταμώσαμε τά δύο

γνέθω ἀπόψε ἕνα δικό μας παραμύθι

- παραμονή Χριστούγεννα -

νά ἔχει ὅσο γίνεται πιό μαυρισμένη τύχη

ὁ Χάρος μέ ἀντάμωσε στήν πόρτα

τίς περασμένες τίς φορές, τοῦ γλύτωσα ἀπό θαῦμα

μά σήμερα ζητοῦσε τήν ψυχή μου ἤ ἐσένα

κι ἀντάλλαγμα δέ βρῆκα νά τοῦ δώσω, διάλεξα ἐμένα

ἡ ὄμορφη ψυχή σου ἔρωτά μου, ἔτσι ἁπλά δέ χαραμίζεται

δέν δίνεται γι’ ἀστεῖο, δέ χαλιέται

δέ σπαταλιέται ἡ ἀγάπη ν’ ἀπογίνει μαῦρο κλάμα

οὔτε κυλάει σά νεκρώσιμο ποτάμι

ποῦ ἀδειάζει σέ μία λίμνη μέ ξερόχορτα, ἡ ἀγάπη

ἐμμένει, ἐπιμένει, παραμένει καί διαχέεται

καί βρίσκει τρόπο ὅταν φτάσει ἡ στιγμή νά μεταλαμπαδεύεται

- γιά ὅλα σου, τοῦ ἔδωσα ἐμένα, ἔρωτά μου -

ἐμένα πού μέ πρόδωσε ἡ ἀχάριστη ζωή

ζωή φέρνει τά ὄνειρα κι ἐκείνη μας τά παίρνει

ζωή γεννᾶ ὁ ἔρωτας κι ἄν κάποτε χαθεῖ

νομίζεις πώς δέν πρόλαβες, δέν ἐνίωσες ἀκόμα

τῆς εὐτυχίας τίς στιγμές, ποτέ νά τίς γευτεῖς

- τοῦ ἔδωσα ἐμένα, ἔρωτά μου, μή θυμώνεις -

νιώθω ἁπλά πώς δέ γεννήθηκα, δέν ἔφτασα στή γῆ

μισός τί νά πρωτόμαθα, μισός τί χάρες εἶδα;

μονάχα ἕναν Χάροντα νά μοῦ ζητάει ψυχή

κι αὐτή πού παραδίδω ἐδῶ, δέν εἶναι ἡ ψυχή μου

πλαστή εἶναι καί κάλπικη, ἀέρινη ψυχή

κούφια καί ἄδεια, μάτια μου, γιομάτη ἀπό λύπη

γιά λύπηση, γιά πέταμα, μία καί μοναδική.

~~~

Εσύ αγόρασες φιλί και κεχριμπάρι απ’ τη Συρία

Χρυσό απ’ το Λίβανο

Εγώ το δάκρυ σου

Παντρέψαμε το μίγμα και μας βγήκε προδοσία

Κι η μοναξιά τις κρύες νύχτες περιμένει στη γωνία

Δεν αγοράσαμε αγάπη απ’ τις μακρινές Ινδίες

Μονάχα δύο πλαστικά φιλιά που κλέψαμε απ’ τον άνεμο

Είκοσι-τρία χάδια απ’ τον οίστρο μιας ποιητικής μαγείας

Ήσουν η μάνα μου στην παγωμένη Καισαρεία

Κι εγώ μικρός Χριστός να περιμένει ντάντεμα απ’ τα μάτια και τη γλύκα των χειλιών

σου

Περνώντας ο Βασίλης απ’ τη στέγη μου, δεν πρόλαβε παρά ν’ αφήσει δύο κέρινα

φιλιά στο τζάκι, για να σε θυμάμαι

Σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει ν’ ανάψει

Σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween, που γύρω απ’ το φιτίλι του στήσαν

χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια

Κάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θα ‘ρθεις για να το δεις να σιγοκαίει

Κι όσο θυμάμαι τα τριαντάφυλλα που πέθαναν λησμονημένα, κάτι μου λέει πως δε θα

‘ρθεις

Τότε λοιπόν σε ποιον να τα χαρίσω αυτά που ζήλεψα;

Κι αυτά που με το μόχθο μου τα φρόντισα να μη γεράσουν απ’ το χρόνο

Τώρα που θα ‘σαι αλλιώτικη εκεί στα ξένα

Δε θα ‘ναι πέτρινα παλάτια πια τα μάτια σου, δίπλα στη θάλασσα

Για κάποιον άλλο τα όνειρά σου θα κυλούνε σαν τα κύματα

Το καρδιοχτύπι της ψυχής που πόθησε το βλέμμα μου, θα ‘χει ορφανέψει

Πασπαλισμένο μ’ ελαιόλαδο ψωμί, γλυκαίνει τον ξερό μου ουρανίσκο

Τα χείλη στέγνωσαν κι η γλώσσα

Πάνε μήνες

Φαρμάκι στο λαιμό η λαβωμένη αγάπη

Πικρές οι λέξεις που κονόμησα γι’ αντάλλαγμα απ’ τα κάλαντα της μέρας

Μου έγραφες, αγόρασες κουράγιο με τα τελευταία χρήματα

Και βάζο για τα κόκκινα τριαντάφυλλα που σου ‘δωσα

Λεφτά δεν περισσέψαν για μια στάλα αγάπη;

Γνωρίζεις πως κι οι δυο πληρώσαμε τη μοναξιά χρυσάφι

Θετούς γονείς ζητήσαμε και φτάσαν

Μητέρα η απομόνωση, πατέρας ο καημός

Αδέρφια μας η πίκρα, η μιζέρια, ο στεναγμός

Εγγόνια τ’ ανεκπλήρωτα κρυφά απωθημένα που λουφάξανε στ’ αζήτητα

Ο ήλιος π’ ανατέλλει πια για μας δεν έχει αξία

Το φως του φεγγαριού κατρακυλάει ως την πόρτα μας

Ποιος θέλει μια παρόμοια ζωή δίχως καμία σημασία;

Σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει ν’ ανάψει

Σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween, που γύρω απ’ το φιτίλι του στήσαν

χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια…

~~~

Η καρφωμένη προσευχή

~~~

Ξεκίνησα μιαν ώρα για ένα μακρύ ταξίδι

πιο μακριά να φτάσω απ’ τη δική μου Ιθάκη

εφόδια δεν κράταγα στους ώμους, μήτε στις τσέπες μου ψωμί

αγάπη είχα φορτώσει τις βαλίτσες μου

λατρεία απ’ τη λατρεία μου, στο κόκκινο δισάκι

τεράστια τ’ αποθέματα υπομονής κι ελπίδας μες στα σπλάχνα μου

κομμάτια εφημερίδας μες στις τσέπες

που λέγανε για μια χαμένη αγάπη, που άργησε να ‘ρθει

ο δρόμος που περπάτησα, χιλιόμετρα

με ορθάνοιχτα τα μάτια και τ’ αυτιά να μη τον χάσω

κι όπου έβρισκα μικρές τριανταφυλλιές

προσκύναγα το χώμα τους, κάνοντας μιαν ευχή

να φτάσω μ’ όση δύναμη μου απόμεινε τα μάτια σου

θα έμοιαζα, αλλοτινούς καιρούς, σαν κυνηγός πολύτιμων κι αστραφτερών

πλασμάτων

που όμοια τους δεν γέννησε η γη μες στους καιρούς

σαν ένας κλέφτης διαμαντιών στο όρος του Καυκάσου

εκεί που είναι αδύνατο να βρεις τριανταφυλλιές

τα πέταλα συνέλεγα μ’ αγάπη ένα προς ένα

τα φύλασσα σ’ ένα πουγγί πιο ροζ κι από τα χείλη σου

πιο κόκκινα λουλούδια κι απ’ το αίμα του κορμιού σου

πιο πορφυρά κι απ’ τα φιλιά που μ’ έκαναν παιδί

αρώματα δε φτιάχνονται μ’ οσμή παραδεισένια

γιατί όποιος το άρωμά σου έφτασε να πιει

στη ζάλη απ’ το μεθύσι του, κόλλησε η σκιά σου

και γίνηκε κομμάτι απ’ το κορμί σου, το κορμί

συνέλεγα στους σάκους μου αρώματα

να δένουν, να παντρεύονται μ’ αγάπη απ’ την αγάπη

να σμίγουνε, να ενώνονται λατρεία με γινάτι

κουράγιο να βαπτίζονται, καρτέρι, επιθυμία

κι εμείς κάποια νυχτιά να τα φορέσουμε στο σώμα

μα ο δρόμος που κινήσαμε, λέγεται Αθανασία

πολλά τα σταυροδρόμια και μας πλάνεψαν

δεξιά φραγκοσυκιές και βάτα με κοχύλια

πιο πέρα η μαύρη θάλασσα, στην άκρη η ελπίδα

στ’ αριστερά ένα κάστρο με ξερόλες αυλικούς

ιπτάμενους γαϊδάρους, χιμπατζήδες μ’ αλυσίδα

στο δρόμο μου δεν είδα μήτε ιππότες ή σοφούς

πριγκίπισσες με στέμματα, παρά με μια χλαμύδα

που έκρυβε ανεκτίμητα διαμάντια απ’ τους εχθρούς

τριγύρω απ’ την καρδιά, μιαν ηλιαχτίδα

τι άλλο να σου πω; περπάτησα χιλιόμετρα

τ’ αυτιά μου τυμπανίζουνε ακόμα από φωνές

σκληρά τα λόγια που είπανε σε μι’ άγραφη σελίδα

καλύτερα να μου έσχιζαν το σώμα από πετριές

αλλά τι λέω! έτσι δε θα ‘βλεπα ποτέ ξανά τα μάτια σου

δε θ’ άκουγα τον ήχο απ’ τη φωνή σου

θα έμοιαζα με άγγελο τριγύρω απ’ το κορμί σου

να σου φυλάω όνειρα που φτιάχναμε μαζί

τα κάλλη σου να κρύβω, σα γυμνώνεις την ψυχή σου

στον τοίχο, η καρφωμένη προσευχή

τώρα που ζω δε θα γιορτάσω, γιατί λείπεις

λείπω κι εγώ, σαν πεινασμένος σκύλος απ’ το σπίτι σου

τώρα κι αν ζω είμαι νεκρός, μακριά απ’ τη φωνή σου

κι απ’ των χειλιών σου το φιλί, όσο δεν πίνω, σβήνω

είμαι νεκρός γιατί πλησίασα το άπιαστο κι ήθελα να τ’ αρπάξω

κι αφού το άπιαστο δεν πιάνεται, κοίτα πως καταστράφηκα

κράτα μονάχα το πουγγί να με θυμάσαι

κι όταν θα βρίσκεις τμήματα απ’ τις σάρκες μου στους δρόμους που διαβαίνεις

πρόσεξε! τ’ άπιαστα όνειρα να μη μου τα ζηλεύεις

τώρα που ζω δε θα γιορτάσω, γιατί λείπεις

είμαι νεκρός πάνω στον τοίχο, η καρφωμένη προσευχή…!

~~~

(Στο ασημένιο δάσος)

- ‘Να περνάς καλά πριγκίπισσα’

ν’ ανεβαίνεις τους διαδρόμους του κάστρου

τις όμορφες μέρες

να μαζεύεις με τα δυο σου χέρια τις μαργαρίτες

μα ανάμεσα στις πολεμίστρες φυτρώνουν και βάτα

τ’ αγκάθια του χωρισμού θα ματώνουν τα δάκτυλα

χρατς-χρατς

θα σε κόβουν σαν πριόνια ανέμελων ξυλοκόπων

λίγο πιο μακριά από την αμύθητη περιουσία σου

κυλάνε ποτάμια με διαμάντια κι υδράργυρο

στ’ ασημένιο δάσος

που αστράφτει τις νύχτες σαν το φεγγάρι

- ‘να περνάς καλά πριγκίπισσα’

στις μακρινές πολιτείες που δημιούργησες

εγώ γνώρισα σήμερα ένα χελιδόνι

με πληγωμένα φτερά

κι όπως το μάζωξα απ’ το χώμα και το πήρα στα χέρια

το κράτησα ώρες κλεισμένο στην αγκαλιά μου

κι ύστερα έφυγε κι άρχισε να πετάει γιατρεμένο

- ‘να περνάς καλά χελιδόνι’

φλουτς-φλουτς

την άλλη μέρα επέστρεψε στο φτωχικό μου

κι έκανε κύκλους πετώντας στον ορίζοντα

σήμερα είναι η τελευταία φορά που κοιτάζω τον ήλιο

η τελευταία στιγμή που αγγίζω τις παπαρούνες

και τα κόκκινα τριαντάφυλλα που μεγάλωνα

στείλε το μήνυμα στην πριγκίπισσα του κάστρου

σκόπευα να της χαρίσω ένα-ένα όλα τα τριαντάφυλλα

και να ‘δινα το πιο μικρό για προίκα στη φαντασία μου

σήμερα είναι η τελευταία μέρα που τραγουδώ

παρέα με τον πιο όμορφο φτερωτό άγγελο

ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα προχωρεί σκεφτικός

μ’ ένα δρεπάνι στους ώμους

κι ο άνεμος θερίζει τα στάχυα της προφητείας

γκραν-γκραν

- ‘να περνάς καλά πριγκίπισσα’

κυλάνε ποτάμια με ιππότες και άλογα που καλπάζουν

στ’ ασημένιο δάσος

τρία βήματα αριστερά

πέντε βήματα ευθεία

δύο βήματα δεξιά

μια φτερούγα χελιδονιού

τρεις ματωμένες μαργαρίτες

αγκάθια από κόκκινα τριαντάφυλλα

και κόκκινες παπαρούνες του φεγγαριού

υδράργυρος από τα βάθη της Ασίας

διαμάντια από τα πέρατα της Δύσης

και αίμα απ’ τα δάκτυλα πριγκίπισσας

που περιμένει για χρόνια στις πολεμίστρες της ουτοπίας

τον πρίγκιπά της που χάθηκε ένα πρωί του Φλεβάρη

κλαπ-κλαπ κλαπ-κλαπ

κι ολόγυρα στο έδαφος μαζεύω λίγο χώμα με τις χούφτες

στον κόρφο μου τριγύρω σαν την άμμο το σκορπίζω

καβάλα σ’ ένα άλογο πιο άσπρο από χιόνι τώρα βρίσκομαι

κοιτάζοντας τριγύρω δεν υπάρχει πουθενά το χελιδόνι

στα χέρια μου διαλέγω τα πιο ρόδινα τριαντάφυλλα

κι ευθύς θριαμβευτής στο κάστρο σαν ιππότης επιστρέφω.

~~~

Τις μέρες που αλλάζει ξαφνικά η ζωή και σε γεμίζει με φιλιά και μαγεία, περιφέρεσαι

στην τρέλα. Κι άξαφνα συνειδητοποιείς την ύπαρξη ενός άλλου πλάσματος, ίδιου με

τον απελπισμένο σου εαυτό, φτιαγμένο από την ίδια πάστα, που κλείνεις μέσα στην

ψυχή, σφικτά στην αγκαλιά σου, χωρίς να σου κάνει καρδιά να το αφήσεις ούτε

δευτερόλεπτο από κοντά σου.

Και το ‘χεις δίπλα στο κορμί σου, να το αισθάνεσαι πανομοιότυπο, να το νιώθεις δικό

σου, μοναδικό σου, να σου χαρίζει ομορφιά κι ελπίδα για να ζήσεις σ’ ο,τι δεν

πρόλαβες να χαρείς. Κι όπως περπατάς μαζί της στους στρωμένους δρόμους με τα

ροδοπέταλα, κι έτσι ασυναίσθητα τα δάκτυλά της μπλέκονται με τους ακροδέκτες

σου, ενώνονται τα χέρια όπως ιδρώνουν και κολλάνε μεταξύ τους απ’ την ευτυχία, δε

σκέφτεσαι στιγμή να σταματήσεις το όνειρο για να γυρίσεις πίσω, σ’ εκείνη τη

μονότονη πραγματικότητα που βίωσες.

Γιατί κάθε εβδομάδα που έρχεται, μαζί της γίνεται καυτή φωτιά και λάβα που

σταματάει το χρόνο. Γιατί δε βγαίνει ούτε ένα άναρθρο φωνήεν, να διακόψει στο

ελάχιστο, το πάθος των μελωμένων σας χειλιών. Κι ούτε τολμάει η μιλιά να

καταστρέψει τη μαγεία του βασιλείου που χτίσατε, για να φωλιάζει η αγάπη, παρέα

με την πριγκίπισσά σου, με το άλλο σου μισό, τον άλλο σου εαυτό κι ένα κομμάτι της

ύπαρξής σου.

Γιατί το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο, είναι το οξυγόνο σου, ούτε τα παλάτια,

μήτε όλα τα χρυσάφια της Γης, αλλά η αναπνοή που ποτίζει την αναπνοή σου με

θηλυκό οξυγόνο, κι εθίζεσαι και το έχεις ανάγκη συνέχεια, καθημερινά. Και σου

λείπει, όταν λείπουν από κοντά σου τα χείλη της. Και σου λείπει η παρουσία της,

όταν αυτό το φάρμακο γιατρεύει κάθε πόνο που νιώθει η καταδικασμένη σου ψυχή.

Να περιφέρεσαι στην τρέλα, απ’ τον έρωτα, μόνο μη φύγεις ποτέ από κοντά μου. Τ’

ακούς; κινδυνεύω να χαθώ από την έλλειψη του οξυγόνου..

Και τώρα; ήρθε η ώρα για ν’ αναλύσουμε τα όσα δεν λέγονταν ποτέ απ’ τα χείλη μας.

Όπως όταν κοιτιόμασταν πονηρά στα μάτια και το φιλί στο στόμα, δεν άφηνε

περιθώρια ν’ αφουγκραστούμε την αρρώστια μας. Γιατί αρρώστια νιώθεις, σαν χάνεις

κάνεις που εκτιμούσες και που πίστεψες έστω και στιγμιαία, πως θα μπορούσε να

γεμίζει τη ζωή σου για χρόνια, κοντά σου, δίπλα σου, με χαμόγελα, αισιοδοξία και

φιλιά. Τώρα πια, κανένα φιλί στο μάγουλο, δεν έχει την ίδια γεύση σοκολάτας ή

βανίλιας, όπως το παγωτό που μοιραστήκαμε, καθισμένοι στο παγκάκι του πάρκου, κι

ούτε αυτό το παγωτό μας άφησε τα περιθώρια να ζήσουμε το τώρα, τη στιγμή, τη

δικιά μας στιγμή όπως τη νιώσαμε έντονη, ερωτευμένοι ίσως, όπως θα νιώθαμε στο

αύριο να πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλο παθιασμένοι απ’ τα φιλιά μας.

Έτσι όπως γνωριστήκαμε απότομα και τα λόγια μας ξεπέρασαν τον αρχικό μας

ενθουσιασμό. Είναι κι αυτό μέσα στη ζωή κοριτσάκι μου, η τρέλα κι η αθωότητα.

Όπως τη ζωή μου ολάκερη κυρίευσε εκείνος ο ερωτικός πονοκέφαλος που μου

έσπαγε κάθε τόσο τα μηνίγγια και δεν μου πέρναγε ούτε με το παυσίπονο, ποτέ.

Γιατί ήξερα κάθε πότε με σκεφτόσουν, σ’ ένιωθα κοντά μου κι ας έλειπες μακριά.

Γιατί αισθάνομαι και σήμερα, τον ίδιο δυνατό πονοκέφαλο που προκαλεί η σκέψη

σου και είμαι βέβαιος πως θα τον αισθάνομαι ακόμα να με βασανίζει για μήνες.

Πες μου μόνο, γιατί εσύ ξεκινούσες πάντα απ’ το τέρμα και η λέξη “χωρισμός”

άλλαζε τις προσδοκίες μου κάθε τόσο κι έσπαζε τις αλυσίδες που μας κρατούσαν

ενωμένους στο σήμερα; Μας έδεναν οι αλυσίδες αγκαλιασμένους στο παγκάκι, κι εσύ

συνέχιζες να σκέφτεσαι το αύριο περισσότερο απ’ το τώρα. Είδες που φτάσαμε;

Κι ενώ πετούσαμε με τα φτερά μας στα σύννεφα, μ’ ένα κορμί και τέσσερα χέρια

και διασκεδάζαμε τη φτώχεια μας και τη μιζέρια με φτηνιάρικο καφέ δίπλα στην

παραλία, ήρθαν οι λέξεις απότομα και μας προσγείωσαν στο έδαφος έτσι ανώμαλα.

Εγώ μωρό μου, υπήρξα ειλικρινής, όπως μιλούσα πάντα με το χέρι στην καρδιά μου

άσχετα αν αυτή την πλήγωσαν πολλοί και την ποδοπάτησαν οι ανέραστοι, μιλούσα με

τη γλώσσα της αλήθειας που οι άλλοι πεισματικά αρνούνταν να την εκφράσουν.

Κι έχασα τόσα έτσι, κι έχασα κι εσένα. Γιατί δεν αντιστρέφονται τα λόγια, μάτια μου.

Τα λόγια μένουν καρφωμένα στη συνείδηση και σφάζουν τα όνειρα με μαχαίρι, από

‘κεινα που ‘χει ο χασάπης για τα πρόβατα. Κι εγώ σε σένα, χάρισα τις αλήθειες μου.

Το αύριο, δε το μελέταγες τόσο; Να’ το κατέφθασε στο σήμερα και μας πλάκωσε.

Έτσι άλλωστε απότομα ξεκινήσαμε να πετάμε, με την πρώτη ματιά που ανταλλάξαμε.

Εγώ θα σε αγαπώ το ίδιο, κοριτσάκι μου, όσο σε αγαπούσα πάντα, κι όσο σ’ αγάπησα

πριν ακόμα να φτάσεις στην αγκαλιά μου. Γιατί η δική μου αγκαλιά, χωρούσε όλου

του κόσμου τους πληγωμένους, να τους ζεστάνει στα φυλλοκάρδια της, στα ζεστά.

Τους χτυπημένους απ’ τον έρωτα, τον ανίκητο στη μάχη, τον αγιάτρευτο στο χρόνο.

Κι όταν σε αποκάλεσα “λατρεία μου” ήταν γιατί στα μάτια σου, διέκρινα από

διαίσθηση, πως η ζωή που κάνεις, συγκλίνει με τη δική μου και τα θέλω σου

μοιάζουν ολόιδια και ταυτίζονται με τα δικά μου. Κι έτσι σε λάτρεψα, όπως λατρεύω

τη ζωή μου, που έχει στην πλάτη της πίκρες και δάκρυα που κυλάνε ακόμα κρύα.

Μα όποιο δάκρυ κι αν κυλήσει στο σήμερα ή το αύριο, να ξέρεις, πως θα ‘χει πάνω

του τυπωμένο τ’ όνομά σου και τις πληγές απ’ τα χάδια σου, που στερήθηκα χρόνια.

Για πες μου τώρα, τι θα σου λείψει πιότερο απ’ όσα γνώρισες, όσο μετρούσες και

υπολόγιζες και ταίριαζες με τα μαθηματικά σου σύμβολα και τις υποθέσεις, τι θα σου

λείψει απ’ αυτό το πάθος που νιώσαμε και που έσβησε γλήγορα, καθώς κι αν τελικά

βάλαμε την κουλούρα ή το άριστα, στο αύριο που ήρθε να μας χωρίσει ... ;

Κι είναι ένα πράγμα ακόμα, που θα ‘θελα να το ομολογήσω, πως πόθησα το κορμί

σου, το ίδιο με τα καστανά σου μάτια κι ήθελα να το γευτώ, μικρό μου, σε ποτήρι

γυάλινο, ανθοστόλιστο, με λευκά και ροζ λουλουδάκια ολόγυρά του να το

γλυκαίνουν. Κι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα γευτώ μόνο τη φλόγα του αναπτήρα σου

και θα πίνω χυμούς απ’ τις φωτογραφίες που μας δείχνουν ακόμα γελασμένους.

Γελαστήκαμε καρδιά μου; Κι όμως περάσαμε τις πιο γλυκές εβδομάδες μας, μακριά

απ’ την κακούργα τη μοναξιά του χθες και την κατάμαυρη μοναξιά του αύριο.

Τώρα ποιος θα ξεσκονίζει τις στάχτες του τσιγάρου μου, όταν θα καίει μόνο του για

παρέα; Εσύ θα μένεις εκεί, εγώ θα βρίσκομαι εδώ και θα ‘χει ο καθένας μας από μια

μοναξιά να μεγαλώσει. Κι όταν θα γνωρίσουμε τον επόμενο, θα παραδώσουμε ένα

ελάττωμα παραπάνω, μαζί με την ψυχούλα μας, από μια ατελή, παθιασμένη σχέση.

Ζήσε λοιπόν το αύριο πριγκίπισσα και μη σε νοιάζει για το τώρα, γιατί ο πρίγκιπας

που ερχόταν για να σε βρει, Σταχτοπούτα, ναυάγησε στο σήμερα και μπλόκαρε.

Κι εσύ τα έψαχνες, λέξη-λέξη, να δεις αν ταιριάζουν τα λόγια μου ενωμένα για το

αύριο που σχεδίαζες μόνη σου. Κι η μόνη λύση που βλέπω ...είναι ο πρίγκιπας και η

πριγκίπισσα να περιμένουν στη στάση, μπας και το λεωφορείο του αύριο τους φέρει

να ανταμώσουν και πάλι όπως εχθές..

Ήμουν αποτυχημένος, ναι! Μέχρι να γνωρίσω εσένα. Κι ας έλεγες πως μαζί μου,

ήσουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου, κι ας έλεγες πως στέκω δίπλα σου ως

Θεός. Αλλά το θαύμα δεν κατάφερα να το κάνω την ύστατη ώρα. Απλά ακολούθησα

το ρεύμα του ποταμού, όπως έπραττα πάντα, τα αυστηρά τους «πρέπει» και τις

αραχνοΰφαντες απειλές που ζωγράφιζαν το στερέωμα του ουρανού μας. Όχι, απειλές

δεν ακούστηκαν ακόμα, μόνο «δεν πρέπει», «πρέπει», «δεν πρέπει», «πρέπει»!

Κι έτσι σταμάτησα να περιφέρομαι γύρω σου ως άλλος πλανήτης, σε ακτίνα

μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου, κι ούτε που «έπρεπε» να μάθω αν ακόμα ζεις ή

πέθανες, ή έχασες το δρόμο που σου έμαθα να περπατάς. Πέθανες; πάντως ζεις μέσα

μου, γύρω μου κι εντός μου. Στη σκέψη μου υπάρχεις ακόμα! Μα επιβεβαιώθηκε στη

συνείδησή μου, πως τα χρήματα σκοτώνουν την ανθρώπινη ψυχή και τα πτυχία δεν

αναπληρώνουν τη χαμένη πνευματική καλλιέργεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι της

Μαρίας. Η Μαρία δεν έβαλε ποτέ τα πτυχία της στον τοίχο, αντί για έναν πίνακα του

Πικάσο, να διακοσμούν με εκκεντρικό τρόπο την ταπετσαρία του σαλονιού.

Ήμασταν σκίτσα, μικρό μου, σκίτσα που μας ζωγράφισαν άλλοι και μετά μας

έσβησαν με τη γομολάστιχα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Κι αντί να το

αποτρέψουμε, τους είπαμε κι ευχαριστώ. Αλήθεια, με ποιο υλικό καταστρέφεται η

γόμα, αν τελικά δεν την τρίψεις στο χαρτί για να γίνει σκόνη μαζί με το σχέδιο;

Κι είχα μια τέτοια πείνα, που ξέχασα να συνυπολογίσω τις καταστροφικές συνέπειες

και το ενδεχόμενο του χωρισμού μέσα σ’ ένα απόγευμα. Κι αισθανόμουν τόσο

αποτυχημένος για τις ενέργειες μου, γιατί πάντα έδινα όλον μου τον εαυτό σε ο,τι

έκανα, ολόψυχα και με πάθος, με αποτέλεσμα να μη μένει ούτε στάλα ενέργειας για

μένα. Μα όταν μπήκες στη ζωή μου, άλλαξα ριζικά τον τρόπο σκέψης μου. Ήμουν

αποτυχημένος, μα στη συνέχεια ένιωσα ευτυχισμένος κι ας μην το απέδειξα. Είναι

τόσο κακός ο κόσμος Μαρία, μα θα την αλλάξουμε την ζωή. Δε θα ‘μαστε καράβια

να πηγαίνουμε όπου φυσάει ο άνεμος, μα καπεταναίοι γενναίοι και αποφασισμένοι να

ζήσουμε ο,τι στερηθήκαμε με πάθος και όρεξη για το κέφι μας. Θα κάνω τα πάντα για

σένα, στο έταξα, μα ένα πράγμα δε θα μπορούσα να κάνω ποτέ. Να είμαι μακριά σου!

Στην αγκαλιά μου απόψε, κρατώ μονάχα ένα τσαντάκι με ασπρόμαυρα λαστιχένια

πιαστράκια για τα μαλλιά, που θυμίζουν εσένα, μα δε μυρίζουν Μαρία. Το άρωμά

σου υπάρχει πάνω στο κορμί σου και γίνεται έντονο όταν ιδρώνει τα βράδια στις 9

μετά τη δουλειά. Γιατί εμείς ήπιαμε νερό από το ίδιο ποτήρι, κι όταν πεινούσα με

κέρασες με το κουτάλι σου. Αλλά ο έρωτας, λατρεία μου, δε βρίσκεται στο στομάχι.

Περνάει από μέσα του σαν τρένο και παραλύει τις αισθήσεις του εγκεφάλου.

Κοιτάζει τις μακρινές γραμμές των οριζόντων του ποιητή, πέρα από τη θάλασσα,

κάτω από τη Γη, πίσω απ’ τ’ αστέρι του Μικρού Πρίγκιπα και πιο μπροστά από το

τζάμι ενός πολυτελούς αυτοκινήτου, που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην άσφαλτο.

Προλαβαίνει το βάθος τ’ ουρανού και του χρόνου, γυρίζοντας πίσω στον αποστολέα

του, το συστημένο γράμμα που σου απέστειλε βεβιασμένα, λέγοντάς σου πως έφτασε

το πλήρωμα του χρόνου για το Αντίο. Είναι τα κύματα, ο έρωτας, που σπάσαμε σε

χιλιάδες μικρά κομμάτια την τελευταία στιγμή πριν να λυγίσουμε. Τώρα, ο ασθενής

είναι κλινήρης στο γύψο! Και για τα γλυκολοξεμένα βλέμματα, τα μελωμένα φιλιά

και τις αμαρτίες του Μάη, που συνοδεύονταν πάντοτε από το νεανικό γέλιο σου κάθε

φορά που σου έσκαζα την τσιχλόφουσκα στα χείλη, θα περιμένουμε χρόνια. Από

αύριο Μαρία, στο σχολείο με τον κηδεμόνα σου! Κι εγώ θα αφοσιωθώ στη μελέτη.

Εσύ ήθελες να σώσεις μια καταδικασμένη ψυχή και να τη λυτρώσεις. Το πέτυχες!

Εγώ άλλαξα μάρκα τσιγάρων και καπνίζω απ’ τα δικά σου! Pall Mall.

Ταξιδεύει ο καημός από τις οπτικές ίνες και σου φέρνει για δώρο τα φιλιά μου..

Αστράφτει. Φοβάμαι. Φοβάμαι μόνος. Κράτα με στην αγκαλιά σου, να μην κρυώνω

απ’ τ’ αγιάζι. Μη μιλάς. Άκου. Αστράφτει, χωρίς ν’ αστράφτουν τα μάτια σου. Που

είσαι; Μίλα μου. Πες ένα γράμμα, το πιο όμορφο. Φώναξε. Μίλα μ’ ένα ηχηρό Άλφα

ή ρώτα με, μ’ ένα Έψιλον. Πες μια λέξη, την πιο ωραία. Κι ας λείπεις. Δε θα μιλήσω.

Θα μιλάει η σιωπή μου. Θα λέει τα πάντα. Θα σε κοιτάω ν’ αστράφτεις. Τη στέκα στα

μαλλιά σου, που ‘ναι γιομάτη διαμάντια. Που είσαι διαμάντι μου; Δεν άλλαξα.

Γέρασα. Μεγάλωσαν τα νύχια μου. Αγριέψαν τα μαλλιά μου. Ασπρίσανε τα γένια

μου. Καμπούριασα. Πίνω την τελευταία γουλιά απ’ την Ursus, να θυμάμαι τα χείλη

σου. Κεράσια. Με μέθαγαν, κεράσια κι αμβροσία, έναν Αύγουστο. Μαζεύαμε

κεράσια απ’ τις κερασιές με τα πανέρια σου. Που κρύβεις τα πανέρια σου; Πάρτα να

μαζέψουμε τα τελευταία απ’ το δρόμο. Ρώγες που κύλισαν στον κατήφορο, την ώρα

που ανηφορίζαμε. Μάτια που σφράγισαν τις παραισθήσεις. Χείλη που πάγωσαν το

χρόνο. Λέξεις που σκότωσαν το συναίσθημα. Χέρια π’ ανάστησαν την αγάπη. Μίλα.

Φοβάμαι μακριά σου. Τρέμω στην απουσία σου. Λυγίζω στη ματιά σου. Φοβάμαι.

Κρυώνω. Τ’ αστέρια σου κόκκινα. Τα ρόδα μαβιά. Αστράφτει. Ζωγραφίζω καράβια

να πλέουν στις θάλασσες. Κολασμένες σπηλιές, χρωματίζω γαλάζιες. Κυματίζουν τα

μαλλιά σου, αέρινα. Πάρε με στην αγκαλιά σου. Ντάντεψέ με σα μωρό που το

πληγώσανε οι μάγισσες. Και πες του: Θα ‘ρθουνε νεράιδες να το γιάνουν. Θα το

χάψει. Θα το φάει. Θα το καταπιεί. Αλήθεια. Αλήθεια λέω. Άκου. Αστράφτει!

“Αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου

κοντά σου θά 'ρθω πάλι, κοντά σου θά 'ρθω μιαν αυγή

για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι” &

γράφω, όταν κάτι μου λέει “γράψε”

“σε χρειάζομαι”, για σένα

ο πόνος καταγράφεται στα έργα

δίχως μολύβια και μελάνι

χαρίζεις την ψυχή σου ολότελα όταν πονάς

κι όταν αγαπάς, χαρίζεις απλόχερα το φιλί σου

δίχως να προσμένεις να το πάρεις πίσω

το χαρίζεις κι αυτό ταξιδεύει, ταξιδεύει

όπως ταξιδεύουν τα γράμματα του μυαλού

δεμένα πάνω στην πλάτη του ανέμου

όπως ταξιδεύουν τα καράβια στις μακρινές θάλασσες

όπως μετακινούνται τ’ αστέρια στο στερέωμα

δίχως γραμματόσημα και λευκό φάκελο

απλά ταξιδεύουν για να φτάσουν σε μάτια

μαύρα, σαν αποξηραμένα δαμάσκηνα

ψημένο καλαμπόκι πάνω στο παγκάκι μας

ξεραμένα δάκρυα στο λευκό χαρτί, μες στη νύχτα

και στα χέρια το “αντίο” να μυρίζει κάρβουνο

όταν αγαπάς, χαρίζεις απλόχερα το φιλί σου

δίχως να περιμένεις κόκκινα χείλη να σε γλυκάνουν

τα μεστωμένα κεράσια τον δεκαπενταύγουστο

“σ’ αγαπάω” σου λέω και στέλνω φιλί

θα ‘ρθει να στο φέρει λευκό περιστέρι

κράτα το φυλαγμένο, δίχως αντάλλαγμα

δε μοιάζει φιλί απ’ τα χείλη που λάτρεψες

είναι μεθυστικά τα φιλιά σου, σαν όπιο

αισθάνομαι δέσμιος, δε θέλω φιλί απ’ τα χείλη σου

είναι μέρες που δε λένε να βγουν απ’ τη ζωή μου

τ’ αποτυπώματα των χειλιών σου, πληγωμένα γράμματα

βγάλε με απ’ τη ζωή σου, αλλοιώνοντας τις προτάσεις

“ΔΕΝ σε χρειάζομαι”, “ΔΕΝ σ’ αγαπάω” για σένα

βγάλε με απ’ τη ζωή σου, κόβοντας τις προεκτάσεις

αυτές οι τελευταίες λέξεις άλλωστε, που δεν είπαμε

ταξιδεύουν ακόμα, δίχως να ειπωθούν

“αγάπη μου, αγάπη μου, η νύχτα θα μας πάρει

τ' άστρα κι ο ουρανός, το κρύο το φεγγάρι

θα σ' αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι

θα μ' αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά

θα σ' αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι

θα μ' αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά...” &

είναι αργά! Άσπλαχνος ο χάροντας, πέρασε την ψυχή απ’ το λιβάδι της λησμονιάς.

Τώρα τη φόρτωσε στο σάπιο σκαφίδι και στον Άδη την κατεβάζει. Καμιά ελπίδα δεν

υπάρχει, παρά μονάχα μια. Αδύνατον όμως να πραγματοποιηθεί. Μονάχη σωτηρία,

το αθάνατο νερό! ... Μην απελπίζεσαι όμως, όποιος αγαπά τόσο δυνατά όσο εσύ, να

ξέρεις, η αγάπη του έχει δύναμη. Θα γίνει σύντροφος κι οδηγός σου. Στηρίξου λοιπόν

στον έρωτά σου! Σήκω με θάρρος, ώρα είναι να πηγαίνεις ...

Μη νοιάζεσαι για το νεκρό, κανένας δε θ’ αγγίξει το κουφάρι του.

Όπως τον άφησες, έτσι και πάλι θα τον βρεις… **

Δε μου άφησες μυαλό να γράψω για τίποτα. Το πήρες όλο μαζί σου, φεύγοντας.

Κάποτε οι μοναχικές μου σκέψεις, ξεμυτούσαν τα μεσάνυχτα και έκαναν πάρτι

ολόγυρά μου, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Τροφοδοτούσαν το χαρτί

με λέξεις απόγνωσης, γραμμένες με έντονο μαύρο μαρκαδόρο για να τονίζονται οι

αλήθειες μου. Οργή, θυμός, αγανάκτηση. Αποτύπωνα τη μοναξιά, σαν ένα πόδι

έτοιμο να με συνθλίψει στο επόμενο βήμα. Στερημένες ορέξεις απ’ τον ανεκπλήρωτο

έρωτα και το ίχνος απ’ τη μύτη του μολυβιού να βγαίνει στις επόμενες σελίδες, πριν

ακόμα λερωθούν. Μακρόσυρτες προτάσεις, διαλέξεις χωρίς νόημα και σκοπό για το

ανέφικτο της απεραντοσύνης. Κι αν περιέγραφα εμένα με τις ακραίες απόψεις μου, κι

αν έγραφα για τις επιθυμίες και τις ανάγκες, ούτε από σένα δεν κατάφεραν να γίνουν

αντιληπτές, ούτε από κανέναν. Δε θα τολμούσες ποτέ να ρωτήσεις, αν βρήκα άλλη να

σ’ αντικαταστήσει. Μα κι αν ακόμα με είχες μελετήσει καλά, θα έβλεπες πως το

τελευταίο πράγμα για το οποίο έκανα λόγο στα κείμενα μου, ήταν τα χρήματα. Η

λέξη “χρήματα” σπάνια ερχόταν στο μυαλό μου, ίσως τις μέρες μόνο που ξέμενα από

τσιγάρα ή αναγκαζόμουν να αλλάξω μάρκα για να κάνω οικονομία. Ουδέποτε

μεσολάβησε το οικονομικό στοιχείο ανάμεσά μας, γιατί ποτέ αυτό δε θα μπορούσε να

αποτελεί την αρχή ή τη λήξη της σχέσης που βασίστηκε στον έρωτα. Το θέμα στον

έρωτα, δεν είναι να καλύπτουμε τις άμεσες σωματικές μας ανάγκες, μα κυρίως τις

ψυχικές επιθυμίες, που δεν αγοράζονται με όλα τα πλούτη και τα παλάτια του

κόσμου, πριγκιποπούλα μου. Κι αν αυτό άργησες να το καταλάβεις, ίσως ποτέ να μη

με γνώρισες τόσο, όσο θα ήθελες ίσως κι όσο θα έπρεπε να με γνωρίσεις. Μπορεί οι

περισσότεροι να με θεωρούν “τελειωμένο” αν και προσωπικά πιστεύω πως είμαι

απλά “τελειομανής”. “Χωρίς τα χρήματα, είσαι ένα τίποτα” λέει ο κόσμος. Αυτοί που

πάντα πίστευαν πως θα μπορούσαν να έχουν την πλάση στα πόδια τους, με τα

πλούτη. Μα κάθισα σε προγενέστερη ηλικία και το φιλοσόφησα και κατέληξα κάπου.

Η Αγάπη, παντοτινή μου αγάπη, δεν είναι πουτάνα στο χαμόσπιτο να πουλιέται. Η

Λατρεία, λατρεία μου, δεν είναι πόρνη στο μπουρδέλο της μεγαλούπολης. Η

Αλήθεια, αλήθεια μου, είναι το κορίτσι που γνώρισα και μου ‘μαθε τι είναι ο έρωτας.

Τι είναι ο Έρωτας για σένα; Για ‘κείνους που ‘χουνε τα φράγκα, τι είναι ο Έρωτας;

Μόλις πλησιάσεις με τη φλόγα του αναπτήρα σου, τα μικρά πολύχρωμα χάρτινα

ψωρο-νομίσματα, καίγονται αμέσως και γίνονται στάχτη. Στάχτη δε γίνεται η Αγάπη,

αγάπη μου. Τα όνειρά μας γίναν τα παιδιά μας, που μεγαλώσανε και φύγαν από δίπλα

μας. Εμείς τα γεννήσαμε, όνειρό μου, και τα ‘δαμε να χάνονται στην ξενιτιά. Το γέλιο

κι η απύθμενη χαρά που στάζανε τα μάτια μας. Τα δάκρυα και το κλάμα μας σαν

έφτανε η ώρα του δειλινού. Ο χωρισμός. Η μοναξιά. Η απόγνωση. Η αδυναμία. Η

ανημποριά δεν είναι πουτάνα στα χαμόσπιτα. Γίναν οι δικαστές και μας δικάσανε με

τα ισόβια δεσμά, ο ένας μακριά απ’ τον άλλον. Εγώ σε γέννησα, εσύ μ’ ανάστησες.

Γιατί με σκέφτεσαι λοιπόν και τώρα ακόμα; Στην πρώτη στραβοτιμονιά, ναυάγησε η

Αγάπη. Η Αγάπη δεν είναι πόρνη στα προάστια να δέχεται τρεις βίζιτες τη μέρα.

Είναι κομμάτι του έρωτα η Αγάπη και το ξέρεις. Γιατί κι ο Έρωτας, έρωτά μου,

τάχθηκε με το μέρος μας. Κλάφτηκε, δοκιμάστηκε, θυσιάστηκε, πέταξε ως τα

ουράνια, δοξάστηκε, κι έπεσε στη Γη να τσακιστεί. Δεν είναι επιβήτορας ο Έρωτας,

μονάχα ένας θεός που νοιάζεται τους ερωτευμένους. Για τους απανταχού

κυνηγημένους της ζωής, τους μόνους, τους απόκληρους, τους προδομένους, που

πλέον στο λευκό χαρτί τους, δε φτάνει ένας στίχος ευτυχίας ή δυστυχίας ν’ ακουστεί.

Να φωναχτεί σ’ όλη την πλάση μακριά για ν’ απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Δεν έχω πια

μυαλό για τίποτα, με πήρες όλο, φεύγοντας..

23 Ιουνίου 2007, σελήνη 30 ημερών

“Οι μνήμες είναι υπολείμματα δακρύων” (Κινέζικη παροιμία)

Πιάνω τον εαυτό μου ακόμα και τώρα να μονολογεί και να τραγουδάει. Δε σ’ έχω

ξεχάσει. Είναι οι μνήμες μιας δυνατής αγάπης που αποδυναμώθηκε και

καταδικάστηκε πριν καν να δικαστεί. Ποτέ δεν δικαιώθηκε. Πότε-πότε σαν

αναλαμπές, στοιβαγμένες ανάκατα στο νου, ξεπετάγονται στα μάτια που δακρύζουν

και κλαίνε απαρηγόρητα. Ρωτάω τον εαυτό μου ακόμα, τι θα ‘θελες Γιώργο; “Θα

'θελα να ήσουν σαν εικόνα άγια

σαν γλυκιά ανταύγεια να σε προσκυνώ”

έλα, τραγούδησέ το μαζί μου, ψιθύρισέ το σαν τότε...

“να μη σ' έχει αγγίξει χέρι άλλο ξένο

και να σε πηγαίνω ως τον ουρανό…”

Σκούπισε τα μάτια σου απ’ τα δάκρυα. Μην κλαις κοριτσάκι. Ξέρω ότι κλαις.

Τραγούδα το μαζί μου, όπως τότε που ανεβαίναμε την Κηφισίας κι ακούγαμε στο

ραδιόφωνο Μαρινέλλα. Τότε που το χέρι μου χάιδευε το δικό σου πάνω στο μοχλό

των ταχυτήτων, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο...

“Αγάπη μου, αγάπη μου

εγώ μονάχα σ' αγαπώ

αγάπη μου, αγάπη μου

πολύτιμη σαν φυλαχτό…” *

Κι ανεβάσαμε τέρμα την ένταση και πατήσαμε το γκάζι να πάμε στον ουρανό. Τόσο

δυνατή ήταν η αγάπη μας...

“Αγάπη μου, αγάπη μου

εγώ μονάχα σ' αγαπώ

αγάπη μου, αγάπη μου

πολύτιμη σαν φυλαχτό…” *

Βλέπεις τα μάτια μου; Μακάρι να μπορούσες να τα δεις τώρα που κοκκινίζουν. Άκου.

Ήρθες με μια ναύλον σακούλα στο χέρι, κρατώντας όλα τα πράγματα που σου είχα

χαρίσει, να μου πεις “Αντίο”. Δε θα στο συγχωρήσω ποτέ αυτό, τ’ ακούς; Κι όταν

κατάλαβα πως σε χάνω, σ’ αγάπησα, δίχως να ρωτήσω αν είσαι σταχτοπούτα ή

τροτέζα ή καντηλανάφτης ή πριγκίπισσα. Σου’ πα μονάχα “θέλεις να είμαστε μαζί;”

και κούνησες καταφατικά το κεφάλι, σα να με ήξερες από χρόνια. Τι θα’ θελες

Γιώργο;

“Θα 'θελα να ήσουν άπιαστο λουλούδι

να 'σουνα τραγούδι που δεν το 'χουν πει

πρώτος να διαλέξω να σε τραγουδήσω

και να σε στολίσω με το καθετί...” *

Κι είναι τόσο περίεργα της μοίρας τα παιχνίδια..

Άγιε μου Βασίλη, έφυγε ακόμα ένας χρόνος απ’ τα νιάτα μου μα τα καλύτερα δεν

έφτασαν. Διαγράφω απ’ τη ζωή μου εικόνα-εικόνα και λέξη-λέξη τα ειπωμένα και

σαν σκληρός, εγωίσταρος άνθρωπος που είμαι, συνεχίζω να γράφω το μέλλον μου

ζωγραφίζοντας το παρόν μου. Ευελπιστώ σε μια νέα Μαρία κι αφήνω τις

προηγούμενες στο ντουλάπι των επιθυμιών μου. Μαθαίνω απ’ τα λάθη μου και τα

κάνω κανόνες. Ζωή δεν είναι, να δίνεις και να δίνεσαι χωρίς τίποτα να μη σου

χαρίζεται; Άγιε μου Βασίλη, από σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή μου κρατάω

ημερολόγιο. ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΡΙΖΕΙΣ ΖΩΗ! Άφησε στην κάλτσα μου μισή

καρδιά κι εγώ θα φροντίσω να τη γεμίσω, να την κάνω ολόκληρη. Θα τη βαπτίσω

Μαρία…

~~~

*στίχοι : Νίκος Βρεττός

& στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης

** “Το αθάνατο νερό”

Δέσποινα Λελέκου -Τατάκη

~~~

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ - ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ - © 2015