©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1...

37

Transcript of ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1...

Page 1: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή
Page 2: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Το μίσος είναι η μισή εκδίκησηΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Αιμίλιος Σολωμού

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ — ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ευδοξία ΜπινοπούλουΣΧΕΔΙΑΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Χρυσούλα Μπουκουβάλα

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Μερσίνα Λαδοπούλου

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015© Σκίτσου οπισθοφύλλου: Slava Gerj/Shutterstock

© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2015

Έντυπη έκδοση ΙSBN 978-618-01-1247-4Ηλεκτρονική έκδοση ΙSBN 978-618-01-1248-1

Τυπώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών, προερχόμενοαποκλειστικά και μόνο από δάση που καλλιεργούνται για την παραγωγή χαρτιού.

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύε-ται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωσηκαι εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίασηστο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ήμέρους του έργου.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.Έδρα: Τατοΐου 121, 144 52 Μεταμόρφωση

Βιβλιοπωλείο: Εμμ. Μπενάκη 13-15, 106 78 ΑθήναΤηλ.: 2102804800 • fax: 2102819550 • e-mail: [email protected] • www.psichogios.gr

PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A.Head Office: 121, Tatoiou Str., 144 52 Metamorfossi, GreeceBookstore: 13-15, Emm. Benaki Str., 106 78 Athens, Greece

Tel.: 2102804800 • fax: 2102819550 • e-mail: [email protected] • www.psichogios.gr

Page 3: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 4: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Στον Χάρη

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 5: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Στα κεφάλαια που αποτυπώνουν πραγματικά γεγονότα, ημερομηνίεςκαι τοπωνύμια έχουν αλλαχθεί για ευνόητους λόγους.

Page 6: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

1/Α1

Τα δυο κεφάλια ήταν ακουμπισμένα στο έπιπλο, δίπλα στηντηλεόραση Samsung LCD. Είχαν κλίση προς τα αριστερά

και μιαν έκφραση μακαριότητας στο πρόσωπο. Το δέρμαμπλάβο. Τα χείλη τεντωμένα, μια υποψία χαμόγελου. Τα μάτιακλειστά. Τα μαλλιά ανασηκωμένα, ανακατωμένα. Από κει ταάρπαξε το χέρι του δολοφόνου, τα σήκωσε ψηλά σαν τρόπαιοκαι τα τοποθέτησε σε θέση περίοπτη. Το αίμα πηχτό, μαύρο,έρεε αργά από τον λαιμό. Οι τελευταίες σταγόνες που απέμει-ναν στις στραγγισμένες φλέβες. Σχημάτιζε μικρές κηλίδες,απλωμένες σε δυο μεριές στο ξύλινο τραπέζι. Το γαλάζιο χαλίαπορρόφησε ό,τι έσταξε κάτω. Ο λεκές, σκούρος, στέγνωσεκαι ξεράθηκε. Το ένα κεφάλι έφερε τραύμα πυροβόλου όπλουστο μέτωπο.

Τα ακέφαλα ανδρικά σώματα κείτονταν στο δάπεδο. Είχανπυροβοληθεί στο στήθος, σχεδόν εξ επαφής. Μία σφαίρα γιατο ένα, τρεις για το άλλο. Ήταν ήδη νεκρά κατά τον αποκε-φαλισμό. Εκεί που έχασκε ο ανοιγμένος, κατακρεουργημένοςλαιμός, το αίμα λίμναζε στο ξύλινο παρκέ, εισχωρούσε στουςαρμούς, έφτανε μέχρι την άκρη του τοίχου. Τα πουκάμισα, ταπαντελόνια ήταν ολοκόκκινα από τον χείμαρρο που ξεχύθη-κε την ώρα που η λάμα τεμάχιζε βίαια κι αδέξια σάρκα, μυς,νεύρα, κόκαλα. Το μαχαίρι έκοψε με ισχυρά χτυπήματα πρώ-τα τον άτλαντα και τον άξονα, τους δυο πρώτους άνω αυχε-νικούς σπονδύλους, που συνδέουν το κρανίο με τη σπονδυλι-κή στήλη και τα νωτιαία νεύρα. Έπειτα προχώρησε στο πρό-σθιο τμήμα του λαιμού, αποκόπτοντας με απανωτές αδέξιεςτομές, σε διαφορετικά σημεία, τον θυρεοειδή αδένα, τον λά-ρυγγα, την αριστερή και δεξιά καρωτίδα, το εγκάρσιο αυχενι-

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 7: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

κό νεύρο, την έσω και έξω σφαγίτιδα φλέβα, το ινιακό νεύρο.Μερικά μέτρα χώριζαν τα πτώματα. Το ένα ήταν στραμμέ-

νο προς την Ακρόπολη, το άλλο προς την Πεντέλη. Ανάμεσάτους, στο κενό, είχε παραπέσει το μπρελόκ με τα κλειδιά τουξενοδοχείου. Στη γωνιά ήταν πεταμένο ένα κινητό τηλέφωνοiPhone 5 και στην πολυθρόνα δίπλα παρατημένο ένα μαύροντοσιέ Moleskine Folio Professional, φίσκα στα έγγραφα. Πι-τσιλιές αίματος είχαν βάψει τον λευκό τοίχο, τα κάδρα, τον κα-ναπέ, το τραπέζι, τους δυο δερμάτινους χαρτοφύλακες Sam-sonite και όσα χαρτιά βρίσκονταν στο γραφείο. Δίπλα, τα ακου-μπισμένα ποτήρια, πλάι στο άδειο μπουκάλι Perrier, περιείχανκάποτε μεταλλικό νερό, γεύση λεμόνι. Τώρα ένα ακαθόριστοροζ υγρό, νερό νοθευμένο με αδέσποτες ρανίδες αίματος, δια-κρινόταν μέσα από τα γυάλινα τοιχώματα. Το πολυτελές σα-λόνι της σουίτας του ενδέκατου ορόφου θύμιζε σφαγείο. Και ημυρωδιά του θανάτου να μετεωρίζεται πάνω από τα πτώματα,να ζουζουνίζει σαν τη μύγα στο σάπιο κρέας, η μυρωδιά τουφόβου. Και η σιωπή, αδιάσπαστη και συμπαγής.

Στο τραπέζι ήταν αφημένος ένας δίσκος με φρούτα –μπα-νάνες, ακτινίδια, αχλάδια–, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί καιπαστέλι. Ο χαμηλός φωτισμός των πορτατίφ στις γωνίες έδινεμιαν απόκοσμη διάσταση στο σκηνικό. Στην αναμμένη τηλεό-ραση, την οθόνη της οποίας διέτρεχαν ξεραμένες ακανόνιστεςκόκκινες γραμμές, ο ανταποκριτής της ΝΕΤ στις ΗΠΑ μετέφε-ρε τις τελευταίες πληροφορίες για την τρομοκρατική επίθεσηστον μαραθώνιο της Βοστόνης. Έπειτα άνοιξαν τα παράθυραμε τους καλεσμένους στο δελτίο ειδήσεων. Πλάνα από τη Μα-νωλάδα, τις καλλιέργειες με τις φράουλες, θερμοκήπια, αίμαστον δρόμο, κάποιος άρχισε να μιλάει. Μα δεν υπήρχε ήχος.Κάποιος είχε πατήσει το κουμπί της σίγασης.

Οι κουρτίνες ανέμιζαν στις ριπές του απογευματινού αέραπου εισέβαλλε από την ελαφρώς ανοικτή συρόμενη μπαλκο-νόπορτα. Απέναντι, μακριά, διακρινόταν η Ακρόπολη. Από τιςλεωφόρους Μιχαλακοπούλου και Βασιλέως Κωνσταντίνου

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 8: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

ακουγόταν υπόκωφη η βουή των αυτοκινήτων. Στο πάτωματου μπάνιου ήταν ριγμένη μια λευκή πετσέτα, βαμμένη κόκκι-νη. Πάνω στον νιπτήρα, μπροστά στον καθρέφτη, σ’ ένα πο-τήρι με τυπωμένο τον λογότυπο του ξενοδοχείου, βρισκόταν ηοδοντόβουρτσα και δίπλα η οδοντόπαστα Colgate Max White,τα ξυριστικά σύνεργα, η κλασική Shulton Old Spice, σε λευκόμπουκάλι του 1940. Συλλεκτικό.

Προς το υπνοδωμάτιο σερνόταν μια χοντρή γραμμή αίμα-τος. Ακόμα ένα πτώμα ήταν παρατημένο στο χαλί. Σχεδόν πε-ταμένο, γερμένο στο πλάι. Ανάσκελα. Τα μάτια του, ορθάνοι-χτα, αντίκριζαν τον θάνατο. Πυροβολήθηκε στο μέτωπο, εκείπου το αίμα έπηξε κι έφραξε την τρύπα από τη σφαίρα. Στουπνοδωμάτιο οδηγούσαν οι ματωμένες πατημασιές στο παρ-κέ και στις μοκέτες. Σταματούσαν μπροστά στον μεγάλο κα-θρέφτη. Στη γυάλινη επιφάνεια βρισκόταν κολλημένο φύλλοχαρτιού μεγέθους Α4. Το πληκτρολογημένο σε ηλεκτρονικόυπολογιστή μήνυμα έγραφε:

Κανόνας πρώτος:Άστε ντούα ου!

Στον τόπο! Που μέγαν τρόμον έσπερνεμες στις ψυχές των οδοιπόρων.

21 Απριλίου 2013

ΥΓ.: Οι κλέφτες ξόφλησαν από τα βουνά, κατέβηκαν στις πό-λεις.

Γιωργάκης έπραξεν!

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 9: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

2/Δ1

Εν Αθήναις σήμερον, την 23ην του μηνός Απριλίου 1870, προ-σκληθείς ενώπιόν μας ο κάτωθι σημειούμενος, εξετάζεται ωςακολούθως.

Ερ. Πώς ονομάζεσαι κτλ.;Απ. Περικλής Λιώρης, από το χωρίον Βίλια Μεγαρίδος, γεωρ-

γός άλλοτε στο επάγγελμα, χριστιανός ορθόδοξος.Ερ. Από ποίαν εποχήν μετέρχεσαι τον ληστρικόν βίον;Απ. Από το 1856 μετά τον αγώναν στην Θεσσαλίαν εμπήκα

στη συμμορία του Καλαμπαλίκη. Εκεί εγνωρίστηκα με τον Τά-κο Αρβανιτάκη. Και ύστερις, μετά την φόνευσιν του Καλαμπα-λίκη, τον ηκολούθησα.

Ερ. Ποίος ο σκοπός όπου ασπάζεσθε τον ληστρικόν βίον;Απ. Διά να καζαντήσωμεν.Ερ. Πριν έρθετε εις Αττικήν πού εβρισκόσασταν;Απ. Εις Λιβαδειάν.Ερ. Και τι εκάμνατε εκεί;Απ. Ολημεριάζαμε κι εζητήξαμε και μας έφεραν παρούτια,

τζαρούχια, λουκούμια, σαράντα οκάδες αλεύρι, κρέας, κρασί,τελεμέδες και άλλα δεξίμια.

Ερ. Ποίος σας έφερεν;Απ. Δεν ηξεύρω ποίος, ο Τάκος τα ήξευρεν αυτά.Ερ. Και γιατί εφύγατε απ’ εκεί;Απ. Επροδόθημεν, εκτυπηθήκαμεν και κατεδιώχθημεν από

τους αποσπασματαρέους.Ερ. Και μετά την Λιβαδειάν για πού ετραβήξατε;Απ. Περάσαμε στη Θήβα κι ύστερις δεχτήκαμεν επίθεσιν εις

την Ριτσώναν κι ακολούθως στα Χειμαδιά. Εκεί μας έκρυψαν οι

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 10: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

τσομπάνηδες, γνώριμοι του Τάκου. Έπειτα υπήγαμε εις τη Με-γαρίδα. Εκεί είδαμεν τις παγάναις κι εφύγαμε στην Πεντέλη,ολημεριάσαμε στη Σταμάτα. Ύστερις στον Μαραθώνα εις ένα ρέ-μα πέντε ημέρας και μάλιστα μίαν φοράν διέβη η παγάνα απόπλησίον μας, αλλά δε μας είδαν. Εκεί στον Μαραθώνα εμάθαμετην επομένην διά τους λόρδους.

Ερ. Και μετά την σύλληψιν των λόρδων επήγες με τον Χρή-στο Αρβανιτάκη στην Κηφισιά; Τι γνωρίζεις να μας ειπείς;

Απ. Ο Χρήστος ήθελε να πάει ν’ ανταμώσει εκεί τη λαίδη. Εί-χε λάβει γράμμα της μαζί μ’ ένα δαχτυλίδι. Της έστειλε κι αυτόςένα μαχαίρι με πέτρες κι ένα κομπολόγι με χάντρες ασημένιες.Της έγραψε πως ήθελε πολλά να τη δει, να κάμουν ομιλία. Τουπεσκέθη εκεινού του Βάινερ. Το ’πε του Τάκου. Αυτός δεν ήθε-λε ν’ ακούσει. «Μουρλάθηκες, ωρέ», του ’πε. «Θα ’ναι κρυμμένοιπαντού χωροφυλάκοι. Σαν τις αβδέλλες θα κολλήσουν απάνωσου. Θα σε πιάσουν». Ο Χρήστος υπεσκέθη λέει στο παιδί να δειτη μάνα του, δε θα τον πιάσουν, βαστάμε, λέει, τους λόρδους καιφοβούνται μη γίνει καμιά στραβή. Ο Τάκος ήτουν αναντίον, φι-τιλιάστηκε, του ’βαλε τις φωνές. «Ο τόπος είναι ούλος πιασμέ-νος, θα σου περάσουν σίδερα, δε θα μπορέσω να τους σφάξω, θαπάρουν και το δικό σου το κεφάλι, θα με βιάσουν να τους αφή-σω λεύτερους».

Ο Χρήστος ήτουν αγύριστο κεφάλι. Κι ο Τάκος στα πολλάπολλά επείστηκε να τον αφήσει να κάμει κατά την κρίσην του,μόνο να φυλάγεται, να φύγει μπονόρα με μεγάλη μυστικότη,οπούταν κινδυνώδες το μέρος. Ο Τάκος έστειλε χαμπέρι στουςσπιγιούνους του, τους τζομπάνηδες, να συντρέξουν τον Χρήστοαν ήτο χρεία. Με επήρε και εμέ μαζί του, τζιράκι. Και οπίσω μαςέπεσε ο Χορμόβας, να μας τηράγει αλάργα. Ο Τάκος δεν ηθέ-λησε να τον αφήσει μοναχόν του. Έτσι πήραμεν το πυρ και το σί-δερον μαζί δι’ ασφάλισιν και εκινήσαμε μπονόρα.

Φτάσαμε πρωτύτερα από τη λαίδη και κρυφτήκαμε λίγο πέ-ρα από το γιοφύρι μες στο ρουμάνι, οπίσω από ’να βράχο. Πιοπέρα ήτουνα ένας τζομπάνος βαλτός, ορμηνεμένος του Τάκου.

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 11: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Από μακριά εφάνη σκόνη κι ύστερα γρικήσαμε την άμαξα.Στο γιοφύρι στάθηκε και ανέμενε. Ύστερις, η λαίδη εκατέβη μεέναν φραγκοφορεμένο και τηρούσε γύρω γύρω. Φορούσε φου-στάνι μαύρο, μακρύ, που το κρατούσε να μη σέρνεται κάτω. Στοαμάξι εγλέπαμε και μιαν άλλη σκιά μα δεν την εξεχωρίζαμε. Εί-παμε θα ’ταν κρυμμένοι χωροφυλάκοι και δεν εφανερωθήκαμε.Τότες ήρθε κοντά ο τζομπάνος. Τον ρωτήξανε –ο φραγκοφορε-μένος– αν τήραξε εδώθε τριγυρινά τον Χρήστο Αρβανιτάκη. Κιεκείνος αποκρίθη: «Ο Αρβανιτάκης δεν έρχεται ποτές όταν τονπεριμένουν. Θα σ’ εύρει εκείνος σαν το θελήσει». Ο φραγκοφο-ρεμένος το ’πε της κυράς στη γλώσσα της. Τότες άνοιξε πάλι ηάμαξα κι απ’ εκεί εβγήκε μια νια κυρά. Ομοίαζε το δίχως άλλομε το παιδί, τον Βάινερ, και τη λαίδη. Θα ’ταν θυχατέρα της.Σαν εκοίταξα τον Αρβανιτάκη, εκείνος ήτουνα χαμένος. Εθα-μπώθη. Ετήραγε ούλη την ώρα μονάχα αυτήνη. Τη νια κυρά,όχι τη γριά.

Τότες εμπήκαν ούλοι στην άμαξα και εφύγανε για το χωριό.Στον πλάτανο, μάθαμε ύστερις, στα καφενεία, η λαίδη ρώτηξετους χωρικούς για τους Αρβανιτάκηδες. Είχε ένα μπουγκί γιο-μάτο τάλαρα. Έβγαλε και τους εκέρασε μια μπότζα ρακί. Αλλάδεν έμαθε τίποτις. Είχε εκεί αθρώπους σίγουρους ο Τάκος. Τουςέκανε τεμπίχι από τα πριν να ’χουν κλειστό το στόμα τους.

Καθίσαμε ίσαμε δυο ώρες στο ρουμάνι. Ο Τάκος μάς επερί-μενε κονεμένος στου προέδρου. Σ’ όλο τον δρόμο οπίσω ο Χρή-στος δεν έβγαλε μιλιά. Ήτουν άλλος άθρωπος σα γυρίσαμε στονΩρωπό. Από τότε ήθελε να τη ματαδεί. Ακόμα και την ώρα που’σφαζε το παιδί, εκείνηνε είχε στον νου του. Το ’ξερα το βλέμματου. Το’ χα δει κι άλλοτες στο Γαρδίκι.

Το βράδυ τους έπιασα να πίνουν σπίρτα και να κάνουν ομι-λία με τον Τάκο κατά τη συνήθισή τους, σαν επήγαν άλλοι γιαφύλαξη, άλλοι να ξαπλωθούν. Εγώ ήμουν νοιασμένος και δενεκοιμόμουν. Του ’πε να τη λησμονήσει. Του ’καμε φοβερισμούςπολλούς. Τα μάθια του γυάλιζαν. Ο Τάκος ήθελε να του δώσεισενέτι, μα αυτός τίποτε, δεν ήθελε να υποσκεθεί. Θα βάλει μπα-

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 12: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

ρούτι στην υπόθεση, τώρα που βρήκαν αλώνι ν’ αλωνίσουν, του’πε. Ύστερις σηκώθηκαν ξαγριεμένοι και χωρίστηκαν. «Θα τιςπλερώσουμε τούτες τις διγαίρεσες, να κάμεις αυτό που σου λέ-γω», του’ πε ο Τάκος. «Δεν είμαι διοχτησία σου», φώναξε ο Χρή-στος. Το πρωί του ’πα στοματικώς ότι δεν έκαμε καλά. Με τή-ραξε αγριεμένος κι έφυγε από σιμά μου. […]

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 13: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

3/Δ2

Σήμερον ήρθαν μαντάτα από την Αθήνα. Η μητέρα του παι-διού μού έστειλε ένα δαχτυλίδι με διαμάντια και μου έγραψε:«Κράτησέ το, αλλά στείλε πίσω τον γιο μου». Της έστειλα κιεγώ ένα δώρο και της απάντησα: «Κυρία, να είσαι ήσυχη, ογιος σου είναι καλά και σου στέλλει κι αυτός ένα γράμμα του.Κάνε κι εσύ ό,τι μπορείς να τελειώνουμε μιαν ώρα γρηγορό-τερα. Σε ευχαριστώ διά το δώρο σου και θα έρθω να σε ιδώ».

Τους χαιρετισμούς μουΧρήστος Αρβανιτάκης

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 14: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

4/Α2

Αλλά το μίσος είναι, αναμφίβολα, ένας όρος όχι μόνο απα-ραίτητος, αλλά και ουσιαστικός του πολέμου.

Κορνήλιος Καστοριάδης

Να, λοιπόν, γιατί το έκανα.Δεν ξύπνησα το πρωί και ξαφνικά τους μίσησα. Ήταν ένα

μίσος που πλημμύριζε σιγά σιγά την ψυχή μου, σταγόνα στα-γόνα τη δηλητηρίαζε, χρόνια ολόκληρα, από την παιδική μουηλικία. Από τότε που… Πάντα θα αντηχεί στ’ αυτιά μου εκεί-νος ο αναθεματισμένος κρότος, θα πετάγομαι συχνά στον ύπνομου τρομαγμένος. Μπαμ! Ήμουν παιδί, διάβολε, ένα παιδί, ού-τε δέκα χρόνων. Μπαμ! Καταραμένη στιγμή. Ναι, το μίσος μουθέριευε μέρα με τη μέρα, κάθε φορά που τους έβλεπα στην τη-λεόραση, κάθε φορά που άκουγα τις ειδήσεις. Μέσα στα σινιέκοστούμια τους, στην τρίχα, με τα χρυσά μανικετόκουμπα, τουςακριβούς τους χαρτοφύλακες. Ανακατεύονταν τα σωθικά μου.Είχα τη μισητή εικόνα τους στο μυαλό μου, μια εμμονή που ερ-χόταν όλο και πιο επίμονη κάθε στιγμή, ό,τι κι αν έκανα.

Τα παιδιά που πεινούν, οι άνθρωποι που αυτοκτονούν, οιάστεγοι που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Το ενάμισιεκατομμύριο των ανέργων, τα 2.800.000 των Ελλήνων που πα-ραδέρνουν κάτω από το όριο της φτώχειας, οι εκατοντάδες χι-λιάδες που εγκατέλειψαν την Ελλάδα, κυρίως νέοι, αναζητώ-ντας αλλού την τύχη τους. Για όλους αυτούς τους απεχθάνο-μαι και τους μισώ.

Τους μισώ, γιατί κατέστρεψαν και τα δικά μου ευτυχισμέναχρόνια, γιατί ακόμα και τώρα βάζουν ταφόπλακα στα όνειρά μου.

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 15: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Τους μισώ για όσα εκπροσωπούν, για όσους εκπροσωπούν.Τραπεζίτες, φοροφυγάδες, χρηματιστές, διεφθαρμένους πολι-τικούς, τα μεγάλα αφεντικά του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Τράπε-ζας, της τρόικας. Λήσταρχοι κι αρχιληστές. Από μια σφηκο-φωλιά, την ίδια σφηκοφωλιά, εφορμούν όλοι τους. Κι όποιονπάρει ο χάρος.

Εδώ πέρα αναπνέουν δυο ανθρωπότητες, δυο πραγματικό-τητες. Ζουν πλάι πλάι, το ξέρω καλά. Είναι η φτωχολογιά καιη πλουτοκρατία.

Διαβάζω για τις αυτοκτονίες, κρατώ σημειώσεις, αποκόμ-ματα εφημερίδων. Σ’ έναν φάκελο οι αυτοκτονίες, σε άλλον ταεγκλήματα και οι δολοφονίες.

Προσπαθώ να κατανοήσω τους ανθρώπους που αποφασί-ζουν απελπισμένοι να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Επιχειρώ ναμπω στη θέση τους, στο μυαλό τους, τους φαντάζομαι, παρα-κολουθώ τις σκέψεις τους. Τόση δυστυχία, τόση απόγνωση, αί-μα και θάνατος. Διαβάζω για τα εγκλήματα και τις δολοφονίες.Θέλω να μάθω για τη δυστυχία, θέλω να βυθιστώ κι εγώ στηδική τους δυστυχία. Θέλω να μισήσω όσο γίνεται πιο πολύ, μέ-χρι εκεί που δεν πάει, τα καθάρματα που έσυραν εδώ τη χώρα.Πολιτική είναι η συστηματική οργάνωση του μίσους. Θέλω ναμισήσω όσο δεν έχω μισήσει ποτέ.

Ναι, τους μισώ, τους μισώ. Χίλιες φορές τους μισώ. Το μί-σος είναι η μισή εκδίκηση. Η άλλη μισή…

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 16: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

5/Β1

Ολη τη βδομάδα ο Ρωμανός Σεργίδης δίνει την ψυχή τουστο πανεπιστήμιο, στους φοιτητές του. Και τα Σαββατο-

κύριακα χαλαρώνει. Βλέπει αστυνομικές ταινίες, κατά προτί-μηση παλιές ασπρόμαυρες. Αμερικάνικες. Και διαβάζει κλασι-κά νουάρ, κυρίως Ζορζ Σιμενόν – Ο ανθρωπάκος από το Αρ-χαγγέλσκ, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Οι αρ-ραβώνες του κυρίου Ιρ, Η φυγή του κυρίου Μοντ, αυτά ήταν τααγαπημένα του.

Κοιμάται μέχρι αργά το πρωί. Κι ύστερα αρχίζει ο μαραθώ-νιος ταινιών, βιβλίων και μουσικής, με εξαίρεση μικρά διαλείμ-ματα για τις ταπεινές του ασχολίες και ανάγκες. Και μισή ώρατο απόγευμα για τη γυμναστική του. Ποδήλατο και διάδρομοςμε θέα τον Υμηττό και το δάσος της Καισαριανής υπό τουςήχους κλασικής μουσικής. Μπαρόκ: Μπαχ, Βιβάλντι, Σκαρλάτι.Το μεσημέρι της Κυριακής πετάγεται στο πατρικό του, στουςηλικιωμένους γονείς του. Συνήθεια που άρχισε μετά τις σπουδέςτου στη Σκοτία κι έγινε απαράβατος κανόνας. Το σπίτι τους, έναδιαμέρισμα σε μια παμπάλαιη πολυκατοικία, δέκα λεπτά από-σταση με ταξί από το δικό του διαμέρισμα στου Ζωγράφου.

Φτάνει πάντα με γλύκισμα και το απαραίτητο μπουκάλικρασί. Και την εφημερίδα παραμάσχαλα. Πάντα γύρω στις δώ-δεκα. Διαβάζει την εφημερίδα του για καμιά ώρα, σιωπηλόςστην πολυθρόνα, γυρνώντας ακατάπαυστα τις σελίδες. Η μη-τέρα του τον παρακολουθεί, καθώς διασχίζει κάθε τόσο το σα-λόνι σέρνοντας τα πόδια της μέσα στις παντόφλες. Οι γκριμά-τσες, οι αναστεναγμοί, τα τσακίσματα του χαρτιού. Ο πατέραςτου κάθεται απέναντί του βουβός και καπνίζει, φυλλομετρώ-ντας τις σελίδες που ξεπέταξε στα γρήγορα.

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 17: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Έπειτα η μάνα του δίνει το σύνθημα: «Έτοιμο!» Παίρνουναπό μια γωνιά στο βαρύ ξύλινο τραπέζι, αρχαία κατασκευή τουπατέρα του. Είναι η ώρα που ανταλλάσσουν τα νέα τους. Ημάνα του για τον Αντώνη, τον αδελφό του στην Αγγλία, «ού-τε φέτος θα ’ρθει για το καλοκαίρι με τη γυναίκα του, θα πάνελέει στη Γαλλία», για τις αρρώστιες, την ακρίβεια. Ο πατέραςτου για παλιούς συναδέλφους του στις οικοδομές, για τον Τρι-πολίτη που τον είδε τυχαία στον δρόμο, για την μπίρα πουήπιαν παρέα στο καφενείο, τις πολυκατοικίες που χτίστηκανεδώ πιο κάτω στη γειτονιά, «άθλιες κατασκευές, φτηνά υλικά,μια μέρα θα καταρρεύσουν με τον πρώτο σεισμό». Κι εκείνοςγια το ταξίδι του την ερχόμενη εβδομάδα στην Ιταλία για ένασυνέδριο, Το φαινόμενο της ληστείας στην Ελλάδα και την Ιτα-λία τον 19ο αιώνα – Ομοιότητες και διαφορές, και… να μην τονγυρεύουν άσκοπα.

Ύστερα κάθονται και πάλι οι δυο τους, πατέρας και γιος,στις πολυθρόνες κοντά στην τζαμαρία, στο μπαλκόνι. Στο πα-λιό πικάπ ο Καζαντζίδης, Άπονη ζωή… Από τα μικρά μου χρό-νια… Καπνίζουν και πίνουν αργά αργά το υπόλοιπο κρασί, πά-ντα κόκκινο αρικαρά. Κρασί τσιριγώτικο. Μια ποικιλία που οιΚυθήριοι της Σμύρνης μεταφύτευσαν στο νησί από τον Κου-κλουτζά πριν από την Καταστροφή. Στην κουζίνα ακούγεταιτο νερό που τρέχει στον νεροχύτη, οι τεντζερέδες που χτυ-πούν, τα πιάτα που ακουμπούν το ένα πάνω στο άλλο στηστραγγίστρα. Κι εκείνος κοιτάει από τον πέμπτο όροφο τιςκαινούργιες πολυκατοικίες, πετρωμένοι γίγαντες στην κατα-χνιά, αυτές που θα πέσουν με τον πρώτο σεισμό, τα μεγάλαμπαλκόνια, τις κλειστές κουρτίνες, τις στέγες με τα κόκκινακεραμίδια στα ταπεινά προσφυγικά σπίτια. Παρατηρεί ένασμήνος ψαρόνια να σκίζουν τον ουρανό βιαστικά, μαύρεςκουκκίδες, και να χάνονται σαΐτες στο πάρκο ανάμεσα στα δέ-ντρα, να προφυλαχτούν. Ύστερα τη βροχή, λεπτές κορδέλες,να πέφτει λοξά, τις στάλες να αναπηδούν στο περβάζι, ο βε-λούδινος ήχος. Κάτω στους δρόμους βουίζουν οι νεροσυρμές,

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 18: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

κατεβαίνουν από τους γύρω λόφους και τα λούκια, γλείφουντα ρείθρα και χάνονται στις στροφές και στους υπονόμους.

Ο παππούς του έφτασε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο δωδεκαετής,καταδιωγμένος με το μαχαίρι και τη φωτιά από τον Κουκλου-τζά, με τη μητέρα και την αδελφή του, πάμφτωχος. Τον πατέ-ρα του τον έχασαν. Αμελέ ταμπουρού*. Δεν τον ξανάδαν. Σεένα τέτοιο σπίτι, φτωχικό, μια σταλιά, έζησε και πέθανε ο παπ-πούς του, ο πρώτος Ρωμανός. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας του.«Ας όψονται οι αίτιοι, τα λαμόγια οι πολιτικοί. Αυτοί τα κάμα-νε. Εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των μεγάλων. Νοιάστηκανποτέ για τον κοσμάκη; Χμ… Τον έριξαν στη φωτιά και τονάφησαν εκεί να λαμπαδιάζει, να τσουρουφλίζεται», συνήθιζενα λέει. Θυμόταν τα διαβόητα λόγια του πρίγκιπα Ανδρέα, τονΔεκέμβριο του 1921, προς τον Μεταξά: Θα ήξιζε πράγματι ναπαραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσο-κόψη όλους αυτούς τους αχρείους. Ναι, συχνά επαναλαμβάνειτούτα τα λόγια, λέξη προς λέξη, λόγια γραμματισμένων, τ’ απο-στήθισε, και κουνάει το κεφάλι του πικραμένος.

Ο πατέρας του πέρασε τη ζωή του στις οικοδομές. Σκληρήδουλειά, ταπεινή και τίμια, μα τουλάχιστον υπήρχε πάντα έναμεροκάματο. Πάντα. Με αυτό τους σπούδασε. Αυτόν και τοναδελφό του. «Να είσαι τίμιος και ειλικρινής. Τίμιος και ειλι-κρινής, να έχεις μπέσα», του έλεγε πάντοτε. «Να μην αδικήσειςκανέναν στη ζωή σου». Αυτή είναι η κληρονομιά του. Χρήμα-τα κι ακίνητα δεν έκανε. Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά γιατην Καταστροφή είχε διαβάσει. Διάφορα. Ήθελε να μάθει για

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

* Τάγματα εργασίας τα οποία λειτούργησαν στη Μικρά Ασία στηδιάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Μικρασιατικής Κατα-στροφής. Πρόκειται για καταναγκαστικά έργα στα οποία στέλνοντανάνδρες ηλικίας 15-48 ετών, κυρίως Έλληνες και Αρμένιοι, οι οποίοι ερ-γάζονταν κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Ήταν μια από τις με-θόδους εθνοκάθαρσης που υιοθέτησαν οι Νεότουρκοι του Κεμάλ Ατα-τούρκ. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες χάθηκαν στα αμελέ ταμπουρού.

Page 19: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

τη ζωή εκεί του πατέρα, του παππού του, το περίφημο ροζακίσταφύλι, την ποικιλία ερπ-καρά –αρικαρά– και το κρασί τουΚουκλουτζά. Τις ρίζες του. Τον χαμένο παράδεισο. Να βρει μιανάκρη. Γιατί αυτό το κακό, πώς έγινε αυτή η τραγωδία; Ποιοι ευ-θύνονται; Ποιοι κρύβονται πίσω από την επίσημη Ιστορία; Μετην απλοϊκή του κρίση, σχημάτισε άποψη. Και κατά κάποιοντρόπο, έναν παράξενο τρόπο, η μανία αυτού του λαϊκού αν-θρώπου για την Ιστορία πέρασε στον Ρωμανό Σεργίδη. Έγινειστορικός ώστε να διερευνά το παρελθόν, να θέτει ερωτήματαπάνω στις απαντήσεις κι απαντήσεις πάνω στα ερωτήματα. Ναδίνει χρονικό βάθος και προοπτική στη δική του πρόσκαιρηανθρώπινη ζωή.

Λίγους μήνες μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα του, οΣεργίδης έλαβε πρόσκληση για ένα συνέδριο στη Σμύρνη.Ήθελε να πάρει μαζί και τους γονείς του. Δώρο το εισιτήριο καιτο ξενοδοχείο. Από αυτόν. Η μάνα του δεν ήθελε, ο πατέραςτου πήγε. Βρήκανε το χωριό, σήμερα λέγεται Αλτίνγιακ, ρώτη-σαν για το σπίτι των Σεργίδηδων, μισά αγγλικά μισά τούρκικα,νοηματική, αλλά δεν ήξερε κανείς να τους πει. Ο πατέρας τουείχε ακούσει πολλά από τον παππού Ρωμανό και είχε διαβάσειάλλα τόσα, αλλά στον Κουκλουτζά, όχι, δε βρήκε τίποτα. Ού-τε τις εκκλησίες, ούτε τα αποστακτήρια, ούτε τα ελαιοτριβεία,ούτε τις απέραντες εκτάσεις με τους περίφημους αμπελώνες.Μόνο το πέτρινο σχολείο του 1921 στην πλατεία. Περιπλανή-θηκαν, μπήκαν σε μια ερειπωμένη εκκλησία, είδαν ορισμένα πα-λιά σπίτια, ραγισματιές στους τοίχους, πέτρα, κεραμίδι, σάπιαξύλινα παραθυρόφυλλα, που θα ’ταν ίσως ελληνικά, καθίσανεστην πλατεία για καφέ. Κι αυτό ήταν. Αυτό ήταν. Επέστρεψανσιωπηλοί στη Σμύρνη με ταξί. Τις υπόλοιπες δυο μέρες ο πατέ-ρας του ήταν αδιάθετος. Δε βγήκε καθόλου από το ξενοδοχείο.Κλείστηκε μέσα. Ούτε στην προκυμαία ήθελε να πάει, εκεί πουαφανίστηκαν τόσες ψυχές. Όχι, δεν ήθελε. Δεν άντεχε. «Τουςκερατάδες… τους κερατάδες…» μονολογούσε. Ο ΡωμανόςΣεργίδης ήξερε σε ποιους αναφερόταν. Ας όψονται…

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 20: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Έτσι περνούν συνήθως τις Κυριακές τους να κάθονται στιςπολυθρόνες καπνίζοντας, πίνοντας κρασί μέσα σε εναλλαγέςπαρατεταμένης σιωπής και σχολιασμού της τρέχουσας επικαι-ρότητας – για την τρόικα, τα νέα μέτρα, τη μειωμένη σύνταξη,τα χαράτσια. Ύστερα έρχεται και η μάνα του κοντά. Βυθίζεταιστον καναπέ. Με τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά της, τα σύνεργατου ραψίματος. Κλωστές, δαχτυλήθρα, βελόνες, κουβαρί-στρες… Να μαντάρει καμιά κάλτσα, ένα πουκάμισο, να καρι-κώσει το στρίφωμα ενός παλιού φουστανιού που ξεχάστηκεχρόνια στην ντουλάπα, να ράψει πετσετάκια, τραπεζομάντι-λα. Ο Σεργίδης κοιτάει τα μακριά, στραβά της δάχτυλα πουπαλεύουν με επιδεξιότητα, παρά την ηλικία της, να δώσουνσχήμα στο χάος, να βάλουν μια τάξη στις κλωστές, να γεφυ-ρώσουν την αρχή με το τέλος. Μένει κι αυτή αμίλητη για κά-μποση ώρα, ακούνε και οι τρεις το ρολόι να χτυπάει στο ξύλι-νο έπιπλο στη γωνία, να τους νανουρίζει. Ο πατέρας του χα-σμουριέται, κλείνει τα μάτια, γέρνει το κεφάλι.

Ο Σεργίδης ξέρει τούτη τη σιωπή της μάνας του. Ξέρει πωςπαλεύει μέσα της να αρχίσει την κουβέντα. Να βρει τις λέξεις.Να τις βάλει στη σειρά. Πάντα το ίδιο βιολί. Το έχει καημό. Θέ-λει να τον δει γαμπρό. Με δική του οικογένεια, γυναίκα, παι-διά. Κι εγγόνια γι’ αυτήν. Αν περίμενε από τον άλλο τον προ-κομμένο και την Εγγλέζα σύζυγό του… αυτή την… την… Τόσαψάρια η θάλασσα, αυτήν βρήκε να πιάσει;

Ο Σεργίδης πατήρ ανοίγει τα μάτια. «Έλα τώρα, τα παρα-λές, κόφ’ το πια, μια χαρά κοπέλα είναι. Στον γιο σου αρέσει,εσένα δε σου πέφτει λόγος», τη μαλώνει. Αυτή τον χαβά της.Αυτή η… κι αυτή η…

«Τα χρόνια περνάνε, αγόρι μου. Πρέπει να πάρεις μια από-φαση. Κοίτα να βρεις κανένα καλό κορίτσι από τον τόπο μας»,φέρνει την κουβέντα εκεί που πονάει.

Της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Στην αρχή ο Σεργίδης εκνευρι-ζόταν. Έκοβε μαχαίρι την κουβέντα, δε σήκωνε υποδείξεις, έλε-γε, για την προσωπική του ζωή. Δική του είναι, ό,τι θέλει θα

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 21: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

κάνει. Ο πατέρας του έπαιρνε το μέρος του. «Άσ’ τον… Καλάσου λέει το παιδί. Τι χώνεις τη μύτη σου εσύ;»

Τη λυπάται. Ξέρει πως βασανίζεται και τη λυπάται. Βλέπειτην υγρασία στα μάτια της και μετανιώνει που της μιλάει από-τομα. Κι έτσι, σιγά σιγά, την αφήνει να κάνει το δικό της. Κιεκείνη βρίσκει πάντα τρόπο, διά της τεθλασμένης, να φέρει πά-λι την κουβέντα στα ίδια και τα ίδια. «Ο Γιώργος, εδώ στονέκτο, της κυρα-Λουκίας, έκανε και δεύτερο αγοράκι. Γέννησετην Τετάρτη η γυναίκα του. Θαρρώ Λουκά θα βαφτίσουν τοπαιδί», λέει ανάμεσα στις βελονιές.

Ο Σεργίδης υποδέχεται τα λόγια της μ’ ένα μειδίαμα. Αρχί-ζει να το απολαμβάνει κιόλας. Με χιούμορ και κυνισμό. «Χθεςτο πρωί δεν είχα μάθημα και πήγα στη λειτουργία. Του ΑγίουΑνδρέα. Θα αρχίσουν τώρα πολλές γιορτές μαζεμένες. Αύριοτο απόγευμα έχει εσπερινό. Λέω να πάω. Εκεί στη γειτονιά μου,κοντά», λέει, επιστρατεύοντας όλη τη σοβαρότητά του.

Η μάνα του τον κοιτάει με το μισό της. Πού το πάει δεν έχεικαταλάβει. «Εκκλησία εσύ; Χα! Τι έπαθες; Άρρωστος είσαι; Εσύαπ’ έξω πέρναγες και πολύ σου ήταν…»

Μα αυτός συνεχίζει: «Και το Πάσχα λέω να πάω λίγες μέρεςστο Άγιο Όρος. Θα ρίξω και μια ματιά στο αρχείο τους για τοβιβλίο μου». Ένας λήσταρχος είχε καταφύγει κάποτε εκεί καιπέθανε μοναχός σε βαθύ γήρας, ξεχασμένος. Οι διωκτικές Αρ-χές τον αναζητούσαν παντού, αλλά αυτός άφαντος. Η αλήθειααποκαλύφθηκε χρόνια μετά τον θάνατό του.

Κι η μάνα του επιμένει. «Απόφαση χρειάζεται, αγόρι μου»,λέει και παλεύει με τις βελόνες και τα νήματα να ράβει… προι-κιά για τη μέλλουσα νύφη της.

Εκείνος σωπαίνει, εκείνη τον κρυφοκοιτάζει. Τότε ρίχνει τηβόμβα του.

«Ξέρεις, μάνα… Το σκέφτομαι εδώ και καιρό. Λέω να πάωσε μοναστήρι. Θα παρατήσω το πανεπιστήμιο». Εκδίκηση.

Γουρλώνει τα μάτια της, το στόμα της χάσκει. Μέχρι που ησοβαρότητα σπάει στο πρόσωπό του κι ο Ρωμανός σκάει στα

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 22: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

γέλια. Και η καρδιά της επιστρέφει στη θέση της. Σηκώνει ταχέρια, σταυροκοπιέται, μια, δυο, τρεις φορές. Την αγαπά τη μά-να του, της έχει αδυναμία. Ναι, τη βλέπει να βασανίζεται. Τι νακάνει; Έτσι αποφασίζει κανείς; Τόσο εύκολο το ’χεις;

Βέβαια, είχε τις σχέσεις του όλα αυτά τα χρόνια. Περιστα-σιακές. Κι ορισμένες σοβαρές, που κράτησαν περισσότερο, αλ-λά ναυάγησαν στη ρουτίνα της καθημερινότητας, η φλόγαέσβησε μέσα στην περιπλοκότητα των συναισθημάτων, τωνλέξεων, των δισταγμών, της αμφιβολίας.

Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες κάτι αλλάζει. Και πρώτηφορά τού φαίνεται πως βρίσκεται μπροστά σ’ ένα βασανιστι-κό δίλημμα. Αν θα πρέπει επιτέλους να περάσει τη γραμμήτης εργένικης ζωής και να βρεθεί απέναντι. Βγαίνει με μια νέαγυναίκα. Η σχέση τον γεμίζει. Κι όταν σμίγουν, νιώθει πλη-ρότητα, μπορεί να πει πως είναι ευτυχισμένος. Έτσι θέλει ναπιστεύει πως νιώθει κι αυτή. Αλλά είναι εύκολο ν’ αφήσει πίσωτην πραγματικότητα όπως την ξέρει και τη βιώνει τόσα χρό-νια; Όχι, δεν ξέρει.

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 23: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

6/Γ1

ΟΑποστόλου κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού. Απένα-ντι η γυναίκα του, η Άννα, δεξιά αριστερά οι γιοι τους.

Σπάνια στιγμή. Συνήθως αυτός λείπει. Μόλις έφτασε από τογραφείο. Κυριακή. Τους κάλεσαν εκτάκτως όλους στην υπη-ρεσία. Ανακλήθηκαν οι άδειες. Δεν πρόλαβε να αλλάξει. Φο-ρά την υπηρεσιακή του στολή με τα διακριτικά, τον χρυσό αστέ-ρα και τη φλογοφόρο. Μετά τις δολοφονίες των τροϊκανών, λί-γο πριν από το μεσημέρι, η αστυνομία βρίσκεται επί ποδός.Αυτοψία στον χώρο του εγκλήματος, στο ξενοδοχείο, συσκέ-ψεις επί συσκέψεων μέχρι αργά το απόγευμα. Βράδιασε ώσπουνα κατανεμηθούν οι ευθύνες, οι αρμοδιότητες. Κι όταν μπήκαντα πράγματα σε μια σειρά, το νερό στ’ αυλάκι, όταν ανέλαβε οκαθένας το μερίδιο που του αναλογεί, οι… άνευ χαρτοφυλα-κίου αναχώρησαν μέχρι νεωτέρας.

Ο Αποστόλου χαμογελά. Κάνει προσπάθειες να χαμογελά-σει. Τα αγόρια τον ρωτούν για την τετραπλή δολοφονία. Είδαντις ειδήσεις στην τηλεόραση, άκουγαν όλη μέρα τις σειρήνες,τα περιπολικά, τα ασθενοφόρα, να αναστατώνουν επί ώρες τοκέντρο και τις γύρω συνοικίες. Πανδαιμόνιο. Αυτός δεν απα-ντά, ποτέ δεν απαντά, δε συζητά ποτέ τα υπηρεσιακά του στοσπίτι – όταν βρίσκεται φυσιολογικές ώρες στο σπίτι. Είναι τοκαθήκον του.

«Ξέρω ό,τι ξέρετε κι εσείς», τους λέει. Πάντα η ίδια απά-ντηση. Το ίδιο πάντα ψέμα. Οι μικροί δεν είναι χαζοί, κουνούντο κεφάλι, σουφρώνουν τα χείλη δυσαρεστημένοι. Ένα ανώ-δυνο ψέμα. Που τον βγάζει, ωστόσο, από τη δύσκολη θέση. Κιύστερα αλλάζει κουβέντα. Πάντα αυτό κάνει, αλλάζει κουβέ-ντα, στρίβει αντίστροφα τη βίδα, όταν θέλει να ξεγλιστρήσει.

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 24: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Πάλι η Άνδρος, πάλι ο Αμμόλοχος. Η νοσταλγία. Του έχει γί-νει έμμονη ιδέα. Αγαπά το νησί, αγαπά το χωριό του. Και προ-σπαθεί να κοινωνήσει αυτή τη λατρεία στα παιδιά του. Τον άλ-λο μήνα θα περάσουν μια βδομάδα, Πάσχα, στο σπίτι του παπ-πού και της γιαγιάς.

«Πάλι στον Πύργο του Γιαννούλη θα μας πας, πάλι στη βρύ-ση του Γκιωνάκη, στους Αγίους Σαράντα. Πάλι θα τρέχουμεστις ερημιές να βγάλουμε φωτογραφίες», διαμαρτύρεται ο πιομικρός. Ο Αποστόλου χαμογελά ξανά. Τους υπόσχεται πως αυ-τή τη φορά θα τους πάει σε μέρη που δεν έχουν ξαναδεί, στοσπήλαιο του Αλαδινού, στον Πύργο του Μπίστη και στους κα-ταρράχτες, υπέροχοι καταρράχτες. Προσπαθεί να τους δελεά-σει. Θα τους αφήσει να κρατήσουν τη Leica, να βγάλουν κι αυ-τοί φωτογραφίες. Θα μπορούσαν να πάνε στον Ζόρκο, να στή-σουν τη μηχανή στο τριπόδι, να παρατηρήσουν και να φωτο-γραφίσουν με τον πεντακοσάρη φακό πουλιά, γλάρους, πετρί-τες, ψαραετούς, αν είναι τυχεροί. «Δε θέλετε; Στο κάτω κάτω…σκεφτείτε… υπάρχει και η φουρτάλια της γιαγιάς».

«Μόνο αυτό… τίποτε άλλο», λέει ο μεγάλος, μαθητής τηςΒ΄ Λυκείου.

«Όχι, δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν και τα μάσκουλα, ταβεγγαλικά. Ολόκληρος πόλεμος…»

«Μην γκρινιάζετε», τους κάνει παρατήρηση η μάνα τους.«Τρία χρόνια έχουμε να πάμε όλοι μαζί στην Άνδρο. Για σας τοκάνουμε. Όσο κι αν οικονομικά… Τέλος πάντων, ο παππούςκαι η γιαγιά σας έχουν κάθε δικαίωμα να σας βλέπουν πού καιπού. Δεν μπορούμε να τους το στερούμε. Είναι μεγάλοι άν-θρωποι πια…»

Σκύβουν στο πιάτο μουτρωμένοι, πέφτουν στο φαΐ. Κοτό-πουλο με πατάτες στον φούρνο. Κάτι μουγκρίζουν, κάτι ψιθυ-ρίζουν και σωπαίνουν. Το πιρούνι χτυπάει αδέξια πάνω στα πιά-τα. Ακούγεται το νερό να κυλάει από την κανάτα στα ποτήρια.

«Πήγα στο πρακτορείο. Πήρα τα εισιτήρια», λέει η Άννα.«Από την προηγούμενη εβδομάδα έχουν ανεβάσει τις τιμές.

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 25: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Εξήντα ευρώ επιπλέον στο σύνολο. Σκέτη εκμετάλλευση», δυ-σανασχετεί.

Ο Αποστόλου κουνάει το κεφάλι του. Μασάει την μπουκιάτου, καταπίνει. Σκουπίζει τα χείλη του με την πετσέτα. Κατα-λαβαίνει. «Επιτέλους, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να μπειτέρμα σ’ αυτή την αισχροκέρδεια», σχολιάζει. Κι έπειτα ρωτάειτα παιδιά για το σχολείο, ευκαιρία τώρα που τα ’χει μπροστάτου, πώς τα πάνε, αν εξακολουθεί ο μεγάλος να τσακώνεται μετον καθηγητή της Ιστορίας.

«Δεν τον αντέχω», λέει αυτός, «δεν ξέρω πώς θα τελειώσειη χρονιά. Όλο με το Βυζάντιο τα ’χει. Αν μπορούσε, θα φόρ-τωνε και τη σημερινή κρίση στους Βυζαντινούς», γκρινιάζει κιέπειτα αρχίζει να τον μιμείται, χρωματίζοντας τη φωνή του,κουνώντας παράξενα τα χέρια του: Εκμεταλλεύονταν τον απλόκόσμο, τους λαούς, τα γειτονικά κράτη, ήταν βάναυσοι, θρη-σκόληπτοι μέχρι αηδίας. Ύστερα συνεχίζει με τη δική του φω-νή, μπουκωμένος: «Και το χειρότερο… αυτή δεν ήταν ελληνι-κή αυτοκρατορία, ήταν ένα πολυεθνικό μωσαϊκό, καταδικα-σμένο να σβήσει αργά ή γρήγορα».

Ο Αποστόλου τώρα γελάει συγκρατημένα. Το βρίσκειαστείο. Ο γιος του είναι μαχητικός. Δεν του μοιάζει καθόλου.Αυτός μια ζωή σκύβει το κεφάλι. Στο σχολείο, στο πανεπιστή-μιο, στη σχολή και τώρα στην υπηρεσία. Παντού. Τον χαίρεταιτον γιο του, είναι δυναμικός, διεκδικητικός. Του αρέσει. Είναικι αυτό ένα προσόν μέσα σε τούτη τη ζούγκλα.

«Να φανταστείτε, χθες μας είπε ότι οι Βυζαντινοί έξυναν τιςμπογιές στις εικόνες ή έτριβαν τα κόκαλα των αγίων και τα με-ταλάβαιναν με τη Θεία Κοινωνία. Τίποτα κουκουές θα είναι. Ήκάτι χειρότερο: ΣΥΡΙΖΑ. Όλο κάτι τέτοια παλαβά βγαίνουν καιλένε τελευταία, για τη Μικρά Ασία, τα αρχαία ελληνικά και ταρέστα. Δεν άντεξα. Και του είπα πως δεν ξέρω αν αυτό που λέειείναι αλήθεια, αλλά πιστεύω πως αν έγινε, θα έγινε μερικές φο-ρές, μεμονωμένα. Δεν μπορεί να γενικεύει. Αυτό δεν ήταν τοΒυζάντιο».

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 26: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Ο Αποστόλου εξακολουθεί να χαμογελά. Η Άννα τον κοι-τάζει αυστηρά. Και μπαίνει στη μέση.

«Ναι, Χρήστο, πες του κιόλας πως καλά κάνει κι αντιδρά.Καμάρωσέ τον! Χρυσαυγίτης θα καταλήξει στο τέλος. Όλα αυ-τά τα πολιτικά δεν έχουν θέση στο σχολείο. Κατάλαβες, Γιάν-νη;» λέει γυρνώντας στο παιδί. Κι ύστερα μαλώνει τον μικρό-τερο που παράτησε το πιάτο του και τους χαζεύει: «Εσύ, Από-στολε, στο φαΐ σου!»

Ο Αποστόλου της βρίσκει δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Στρέφε-ται κι αυτός στο παιδί. «Εσύ από το ένα θα βάζεις, από το άλ-λο θα βγάζεις. Κατάλαβες; Δε χρειάζεται ν’ αρχίσεις τις αντι-παραθέσεις μαζί του. Και στο κάτω κάτω, καθηγητής σου είναι.Ό,τι κι αν λέει, πρέπει να τον σέβεσαι. Όταν…»

Και τότε… και τότε χτυπάει το κινητό του τηλέφωνο. Η Άν-να σηκώνει το κεφάλι, τον κοιτάει θλιμμένη ξανά. Ξέρει. Διαί-σθηση. Την κοιτάει κι αυτός. Καταλαβαίνει. Βλέπει τον αριθ-μό. Παρατάει το πιρούνι στο πιάτο, την πετσέτα στο τραπέζι.Σηκώνεται και πάει στο δωμάτιό τους. Κι όταν επιστρέφει, σεδυο λεπτά, πετάει στενοχωρημένος ένα λυπάμαι, βλέπει τα κα-τεβασμένα μούτρα της γυναίκας του. Πρέπει να φύγει επειγό-ντως. Τον ζητούν στην Ασφάλεια. Ο ίδιος ο αρχηγός. Αφήνειστη μέση το φαγητό του και φεύγει.

Μια φορά είχε βρεθεί ξανά στο γραφείο του αρχηγού. Μαζίμε άλλους, μόλις προαχθέντες αστυνόμους. Σύντομη γνωρι-μία, χειραψίες, συμβουλές. Ήταν ανάμεσα σε πολλούς. Μα τώ-ρα, τώρα τον έχει απέναντί του. Αυτόν και τον υπαρχηγό δί-πλα του. Νιώθει μικρός, πολύ μικρός μπροστά στα χρυσά σιρί-τια, τα αδαμάντινα αστέρια, τη σπάθη, τη ράβδο και τη φλο-γοφόρο ροιά που αστράφτουν στις επωμίδες τους. Αντιστρά-τηγοι αυτοί, αστυνόμος Α΄ αυτός.

Ναι, νιώθει παράξενα. Είναι η ίδια νευρικότητα που αισθά-νεται κανείς την πρώτη μέρα στο σχολείο, στο δημοτικό. Πα-ράξενο, αλλά εκεί πέταξε η μνήμη του. Χάθηκε μέσα στον χρό-νο. Τη θυμάται ακόμη εκείνη την ιδιότυπη νευρικότητα. Και θα

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 27: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

τη θυμάται μέχρι το τέλος της ζωής του. Ανηφόριζε με γοργόβήμα, με την τσάντα περασμένη στην πλάτη. Αγκομαχούσε.Φοβόταν. Δεν ήθελε να αργήσει. Έβλεπε συχνά από τον φρά-χτη τον δάσκαλο στην αυλή με το ραβδί στο χέρι. Ήξερε. Τουείχαν μιλήσει τα άλλα παιδιά, είδε τις πληγιασμένες παλάμεςτους. Όχι, δεν ήθελε να αργήσει. «Μας μαθαίνει γράμματα μετο ξύλο», του είπανε. Και φαντάστηκε την εικόνα. Βιβλίο στοένα χέρι, ραβδί στο άλλο. Έτσι θα μάθαινε γράμματα.

Να τον τώρα εδώ. Μπροστά στον αρχηγό. Σαν σχολειαρό-παιδο να περιμένει. Άγχος. Η καρδιά χτυπά. Ιδρώνει. Ο αρχη-γός είναι λίγο πάνω από τα εξήντα, καλοστεκούμενος, γκριζο-μάλλης, λίγο φαλακρός. Βαριά φωνή σκουριασμένη. Τον κοι-τάει μια στιγμή κατευθείαν στα μάτια. Σαν να βλέπει την απο-ρία, τον δισταγμό του για λίγο. Κρατά ένα στιλό, Parker χρυ-σό, στα δάχτυλά του, το χτυπά νευρικά στο γραφείο.

«Λοιπόν, αστυνόμε Αποστόλου, οι συνεργάτες μου μου μί-λησαν με εξαιρετικά λόγια για σας», αρχίζει. Παύση.

Πάλι μένει να τον κοιτάει κάπως λοξά και να σκέφτεταιαπορημένος. Σαν να αμφισβητούσε αν όλα αυτά που άκουσεήταν πράγματι αλήθεια, τώρα που τον είχε μπροστά του, μεσάρκα και οστά είναι τόσο ικανός;

«Κοίταξα τον φάκελό σας. Και… επιβεβαίωσα όσα διάβασαεκεί. Βλέπω έχετε μετεκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, σεθέματα που αφορούν τη διερεύνηση κοινών εγκλημάτων. Αλ-λά ας μιλήσουμε χωρίς περιστροφές. Πριν από λίγο ο επικεφα-λής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ο αστυνομικός υποδιευ-θυντής, υπέβαλε την παραίτησή του. Εδώ την έχω», λέει σανβραχνοκόρακας και σηκώνει ψηλά ένα χαρτί. «Θέλω να είμαιειλικρινής μαζί σας, αστυνόμε Αποστόλου. Του ανέθεσα το με-σημέρι την υπόθεση της τετραπλής δολοφονίας στο ξενοδο-χείο… και τον προειδοποίησα. Ή θα διαλευκάνει σύντομα τιςδολοφονίες ή θα χάσει το κεφάλι του. Ο πρωθυπουργός ανη-συχεί, ανησυχεί πολύ. Το απόγευμα με κάλεσε εκτάκτως στοπρωθυπουργικό μέγαρο. Τον πιέζουν. Ευρωπαίοι και Αμερικά-

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 28: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

νοι. Θέλουν τους δολοφόνους. Όταν γύρισα, ο επικεφαλής τουΤμήματος Ανθρωποκτονιών προφασίστηκε κώλυμα. Προσω-πικοί λόγοι, λόγοι υγείας, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Δεν ήτανικανός ν’ αντέξει το βάρος της ευθύνης. Ζήτησα πάραυτα τηνπαραίτησή του. Για την Ελληνική Αστυνομία είναι θέμα τιμήςαυτή η υπόθεση. Και είναι ζήτημα υψίστης ασφαλείας για τηχώρα. Αστυνόμε Αποστόλου, σας μιλώ ευθέως. Και θέλω κιεσείς να είστε ειλικρινής μαζί μου. Σας ζητώ να αναλάβετε εσείςαυτή την υπόθεση. Αν η απάντησή σας είναι καταφατική, τηνώρα που θα βγαίνετε από αυτό το γραφείο θα είστε ο επικεφα-λής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ο νέος αστυνομικός υπο-διευθυντής. Θα εκκρεμεί μονάχα η υπογραφή της προαγωγήςαπό τον υπουργό. Εννοείται πως αν αποτύχετε, θα χάσετε κιεσείς το κεφάλι σας, αλλά θα χάσω κι εγώ το δικό μου. Μαζί θαπάμε στα τάρταρα. Αστυνόμε Αποστόλου, μπορείτε να σηκώ-σετε αυτό το βάρος; Μπορείτε να αναλάβετε την υπόθεση; Θέ-λω τώρα, αυτή τη στιγμή την απάντηση».

Ο Αποστόλου αιφνιδιάζεται. Είναι ανέλπιστη η πρότασητου αρχηγού. Σκέφτεται αστραπιαία τις επιλογές του. Για λίγαδευτερόλεπτα το εξετάζει στο μυαλό του. Δεν έχει χρόνο. Οχρόνος σας μετράει από τώρα. Πρέπει να απαντήσει. Γρήγορα.Όπως τότε… Απλός αστυνομικός. Θυμάται. Εισέβαλε με ένανσυνάδελφό του σε διαμέρισμα στην Κυψέλη. Τα όπλα προτε-ταμένα. Είχαν πληροφορίες για ναρκωτικά. Κατευθύνθηκεπρος την κουζίνα και ο άλλος προς το υπνοδωμάτιο. Τότεαντήχησε ο πυροβολισμός. Άκουσε ένα αχ! –ααααχ παρατε-ταμένο, επώδυνο– του συναδέλφου του. Ααααχ! Ύστερα, τονγδούπο του σώματος καθώς πέφτει. Στράφηκε στον διάδρομοκαι είδε τον κακοποιό να κρατάει πιστόλι. Είχε μόλις πυροβο-λήσει και ετοιμαζόταν να δώσει τη χαριστική βολή στον αστυ-νομικό που ξαπλωμένος αιμορραγούσε και με γουρλωμένα ταμάτια κοίταζε καταπρόσωπο τον θάνατο. Ο Αποστόλου πήρεαστραπιαία την απόφαση, δε δίστασε πάτησε δυο φορές τησκανδάλη και ο άλλος έπεσε νεκρός. Κάλεσε ασθενοφόρο. Ο

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 29: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

συνάδελφός του σώθηκε χάρη σ’ αυτόν, φτηνά τη γλίτωσε. Μεμια σφαίρα στον ώμο. Επιπόλαιο τραύμα. Έτσι πήρε την πρώ-τη προαγωγή του.

Λοιπόν, Αποστόλου, αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση, σκέ-φτεται. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι να κάνει; Ήταν μα-θημένος στις προκλήσεις. Τόσα χρόνια τη δουλειά του τηνέβαζε πάνω απ’ όλα, πάνω από τον εαυτό του, την οικογένειάτου. Γι’ αυτό προχώρησε, γι’ αυτό πήρε προαγωγές κι έφτασεως εδώ. Όχι αναίμακτα. Είχε το τίμημά της αυτή η ιστορία. Αλ-λά τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία να αναρριχηθεί στην ανώτα-τη ιεραρχία. Τόσο νωρίς. Δεν είναι μωροφιλόδοξος. Αλλάπροσδοκούσε μια ζωή αυτή τη στιγμή. Και να που ήρθε. Ήρθενωρίτερα. Είναι η ευκαιρία του. Ή αυτό ή θα γκρεμιστεί στοβάραθρο. Και θα παρασύρει μαζί και την οικογένειά του. Τομέλλον της. Το ρίσκο είναι μεγάλο.

Όμως… όμως μπορεί να αρνηθεί; Μπορεί να προδώσει τηνεμπιστοσύνη του αρχηγού του, να αγνοήσει τη θέλησή του καινα συνεχίσει σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Μπορεί ν’ αρνηθείτο καθήκον του; Γι’ αυτό δεν αγωνίζεται με ακεραιότητα, χω-ρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς όλα αυτά τα χρόνια; Όχι,δεν μπορεί. Δεν μπορεί να τα αγνοήσει όλα αυτά. Η απάντησηείναι πως δεν μπορεί. Και η απάντηση προς τον αρχηγό είναιένα ναι, ένα ξερό ναι, που ανεβαίνει, ανεβαίνει, βγαίνει βαθιάμέσα από τον λαιμό του, βραχνό. Το ακούει εκείνο το ναι ξαφ-νικά, σαν να το ’χει πει κάποιος ξένος, κάποιος άλλος, αυτή δενείναι η φωνή του. Όχι, δεν είναι. Μα έπειτα σηκώνει το κεφά-λι και καρφώνει το βλέμμα του στον αρχηγό, ευθύ και σίγου-ρο. «Θα κάνω ό,τι μπορώ, αρχηγέ! Ό,τι είναι ανθρωπίνως δυ-νατόν για να σας δικαιώσω».

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 30: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

7/Α3

Οπατέρας μου ερχόταν στο σπίτι ανήσυχος αφηρημένος.Γυρνούσε από τη δουλειά σκοτεινιασμένος. Καθόταν μα-

ζί μας για λίγο στη βεράντα ίσα ίσα για να δώσει το «παρών»του, να πει μια καλησπέρα. Δεν ήταν καλά. Ήταν χαμένος.Στον κόσμο του. Του μιλούσαμε και πολλές φορές έμενε με τοστόμα ανοιχτό να κοιτάζει το κενό, τα φώτα της πόλης, τ’ αστέ-ρια ψηλά στον ουρανό.

Κι ύστερα σηκωνόταν κι έφευγε. Η πλάτη του έδειχνε βα-ριά, κύρτωνε, τα χέρια του κρεμούσαν, ένα βάρος αόρατο, ασή-κωτο τον γονάτιζε. Κλεινόταν στο γραφείο του. Η μάνα μουανησυχούσε, δεν ήξερε. Το έβλεπα στο θλιμμένο της πρόσω-πο. Στα όμορφα γαλανά μάτια που θόλωναν, ξεθώριαζαν ξαφ-νικά, έτοιμα να πλημμυρίσουν. Ναι, έβλεπα το δάκρυ να ισορ-ροπεί στην άκρη του έσω κανθού. Τον άκουγε τα βράδια, άγριεςώρες, να αναδεύεται στο κρεβάτι δίπλα της. Να αναστενάζει.Κι έπειτα να βγαίνει μόνος στο μπαλκόνι, πατώντας στ’ ακρο-δάχτυλα να μην τον πάρει είδηση. Κάρφωνε το βλέμμα τουστην ανατολή, πάνω από την κατεχόμενη Λευκωσία και τονΠενταδάκτυλο, και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Τοπρωί η μάνα μου έβρισκε το τασάκι γεμάτο. Φίσκα. Στάχτες κιαποτσίγαρα στριμμένα, πατικωμένα, τσακισμένα. RothmansRoyals. Τι τον έτρωγε δεν της είπε ποτέ. Δεν ήθελε. Ήθελε νατραβήξει μόνος του το ζόρι. Ήταν η δουλειά, το άγχος, ένα νέοκατάστημα που ήθελε ν’ ανοίξει – τάχα. Η μάνα μου ψυχανε-μιζόταν. Δεν ήταν αυτό. Δεν ήταν ποτέ έτσι ο πατέρας μου. Τώ-ρα η άβυσσος έχασκε ανάμεσά τους. Σκοτεινή, αγεφύρωτη. Κιαυτός ήξερε πως δε γινόταν πιστευτός, αλλά πετούσε μια φθη-νή δικαιολογία. Να ξεγλιστρήσει. Την αλήθεια τη μάθαμε αρ-

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 31: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

γότερα. Όταν έφυγε πια, μια για πάντα, εκείνο το σούρουποαπό τη ζωή μας.

Δεν έζησε εύκολα χρόνια ο πατέρας μου. Όχι. Εγκατέλειψετο χωριό του, τον Άγιο Επίκτητο στην Κερύνεια, κυνηγημένοςμέσα στην κόλαση του πολέμου. Την ώρα που οι εισβολείςέφταναν στα πρώτα σπίτια, στην αναμπουμπούλα, τη στιγμήπου τα αεροπλάνα έκαναν βουτιά έτοιμα να ρίξουν ναπάλμ, ναξεράσουν φωτιά και θάνατο, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, αυ-τός μούσκεμα, ιδρώτας κι αγωνία και φόβος μαζί, έτρεξε νασωθεί. «Φύγε, φύγε προς τον Πενταδάκτυλο, θα σε προλά-βουμε», του είπαν οι γονείς του που ήθελαν να μαζέψουν ένανμπόγο ρούχα ακόμα από το σεντούκι, να ξεθάψουν κάτι πεντα-ροδεκάρες. Η αδελφή του έλειπε σε κατασκήνωση στο Τρόο-δος. Ήταν μακριά, δεν κινδύνευε. Βαστούσε στα χέρια του, τυ-λιγμένα με ένα κομμάτι πανί, ρετάλι παλιοσέντονου, την πα-μπάλαιη κουμπούρα και το γιαταγάνι του προ-προπάππου του,του Δράκου. Του τα ’δωσε ο πατέρας του την τελευταία στιγ-μή. «Τον νου σου!» Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα, τον χτύπη-σε στην πλάτη, «τρέξε!», έφυγε. Τα κρατούσε κι έτρεχε, έτρεχεπίσω από τον κόσμο που το ’σκαγε αλαφιασμένος. Ήταν μόλιςδέκα χρόνων. Προσπέρασε αυτοκίνητα τυλιγμένα στις φλόγες,καρβουνιασμένα πτώματα. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας. Ταπετρωμένα κορμιά. Τα ανασηκωμένα χέρια, στραμμένα στονουρανό. Ο πόνος και ο τρόμος στο παραμορφωμένο πρόσω-πο. Θεέ μου! Φρίκη. Απέστρεψε το κεφάλι. Και έσπευσε να φύ-γει, λαχανιασμένος. Κοίταγε πίσω να δει, μα οι δικοί του δενήταν πουθενά, άφαντοι. Διέσχισε μόνος τον Πενταδάκτυλο,έγειρε την κορφή του και έφτασε στη Λευκωσία. Βρήκε κατα-φύγιο σ’ ένα δημοτικό σχολείο, κόσμος πολύς, σαρδέλες. Ξά-πλωνε κατάχαμα, στεκόταν στην ουρά για το συσσίτιο κι είχεπάντα στα χέρια του το πανί με τα κειμήλια. Ήταν η έγνοια του,να μην τα χάσει, να μην τ’ αρπάξει κανείς. Να μην κοπεί ο ομ-φάλιος λώρος με τις ρίζες, την ιστορία του. Έπειτα από δυοτρεις μέρες άκουσε την ανακοίνωση του Ερυθρού Σταυρού στο

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 32: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

ραδιόφωνο. Το όνομά του, το χωριό του, πού χάθηκε. Τον ανα-ζητούσαν οι δικοί του που στο παρά πέντε, προτού ο κάβου-ρας κλείσει τις δαγκάνες του, κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Κιέτσι έσμιξαν ξανά. Ρίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας του. Πάνωστο στήθος της άκουγε τον υπόκωφο ήχο της καρδιάς της, πουάρχισε πάλι να χτυπά, τα δάκρυά της έσταζαν στα μάγουλάτου. Είχαν πιστέψει πως δε θα τον ξανάβλεπαν, πως χάθηκε μέ-σα στη φωτιά. Ανάμεσα σε τόσο θάνατο, προσφυγιά και δυ-στυχία, εκεί στον καταυλισμό, αυτοί, παράταιροι, έδειχναν πά-λι ευτυχισμένοι. Αλλά ποτέ πια τα πράγματα δε θα ’ταν τα ίδια.Όχι, τέρμα η ανέμελη ζωή, τέρμα η παιδική αθωότητα, τέρμα οπαράδεισός του. Ένα αόρατο χέρι, δρεπάνι, χτύπησε τον αγέ-ρα και τον ξερίζωσε από το όνειρο.

Για μήνες έζησαν στα αντίσκηνα, για χρόνια σε προσφυγι-κούς συνοικισμούς. Τσιμεντομπλόκ. Νοβοπάν. Λαμαρίνες. Οπαππούς μου πέθανε σ’ ένα καμαράκι στενό, σαν φυλακή. Καρ-κίνος. Μαράζι. Τις τελευταίες του στιγμές, την ώρα που ο θά-νατος σήκωνε ψηλά το δρεπάνι του, αυτός θαρρούσε πως ήτανπάλι στο λεμονοδάσος του. Σούρουπο. Πως κρατούσε τοφτυάρι και πότιζε το περιβόλι του. Μύρισε ξανά το βρεγμένοχώμα και τους λεμονανθούς του. Και τα χείλη τα σφιγμένα απότον πόνο χαλάρωσαν. Και πριν από τον τελευταίο ρόγχο, ένααχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη. Έτσι έφυγε ο παππούςμου, χαμογελαστός. Η γιαγιά μου τον ακολούθησε λίγα χρό-νια αργότερα. Ίσα ίσα που πρόλαβαν να παντρέψουν την αδελ-φή του πατέρα μου. Το αντρόγυνο έφευγε σε μια βδομάδα γιατην Αυστραλία. Μετανάστες. Είχαν στρώσει δυο τρία τραπέ-ζια για τους καλεσμένους. Ένα φτωχό, φτωχικό γαμήλιο δεί-πνο. Δείπνο αποχαιρετισμού. Η γιαγιά μου κάθε τόσο έτρεχεπαράμερα, την έπαιρνε το παράπονο. Βούρκωναν τα μάτια της.Τέτοια χαρά… Δεν ξανάδαν ποτέ το σπίτι τους, το παλιό αρ-χοντικό με το μεγάλο μπαλκόνι στην άκρη της θάλασσας. Ού-τε το λεμονοδάσος του παππού μου. Ούτε αυτό.

Ο πατέρας μου έμεινε πεντάρφανος στην τελευταία τάξη

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 33: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

του λυκείου. Η αδελφή του ήθελε να τον πάρει μαζί της στηνΑυστραλία. Του έστειλε πρόσκληση, εισιτήρια. Επέμενε, αλλάαυτός δεν ήθελε, πάτησε πόδι, δεν ήθελε να ξενιτευτεί. Έμεινελίγα χρόνια με μια θεια του. Το όνειρό του να σπουδάσει τοεγκατέλειψε. Όσο και να το ’θελε, οι δυσκολίες αποδείχτηκανανυπέρβλητες. Ήθελε να γίνει γεωλόγος, βοτανολόγος, εντο-μολόγος, κάτι τέτοιο. Αγόραζε βιβλία και διάβαζε. Η γεωμορ-φολογία της Κύπρου, τα ενδημικά έντομα και τα φυτά. Η πα-νίδα. Όχι, δεν μπόρεσε. Από τα είκοσι, μετά τη στρατιωτικήτου θητεία, ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Για ένα ξερο-κόμματο στην αρχή. Μέχρι που σιγά σιγά μάζεψε το κομπόδε-μά του, και κυρίως με δανεικά, άνοιξε το πρώτο του μαγαζί. Εί-δη αλιείας Γιώργος Σοκαρδής. Είχε μανία, αρρώστια με το ψά-ρεμα. Από παιδί. Με αυτοσχέδια σύνεργα, πετονιά δεμένη στακαλάμια που έκοβε από τον κοντινό χείμαρρο, στραβωμένηπαραμάνα για αγκίστρι. Μετά το σχολείο, πετούσε τη σάκατου στο σπίτι κι έφευγε σφαίρα για το ψάρεμα. Χωνόταν ανά-μεσα στα βράχια, στις παραλίες, στους ερημικούς κολπίσκουςτου χωριού του. Δυο βήματα από τη θάλασσα ήταν το σπίτιτου. Έτσι έκανε το χόμπι του επάγγελμα. Το μικρό μαγαζάκιπρόκοψε, τα δανεικά ξεπληρώθηκαν. Πήγε παρακάτω. Μεγα-λοκατάστημα εκατόν πενήντα τετραγωνικών. Άνοιξε και δεύ-τερο και σύντομα ο Γιώργος Σοκαρδής, ο πρόσφυγας, που δενείχε μία, που ήρθε με ένα παντελόνι κι ένα βρακί στις ελεύθε-ρες περιοχές, έγινε αποκλειστικός εισαγωγέας γνωστών ειδώναλιείας. Ευρωπαϊκές φίρμες. Αμερικάνικες. Γιαπωνέζικες. Προ-μήθευε την αγορά της Λευκωσίας, ανοίχτηκε και στις άλλεςπόλεις. Μέσα σε δέκα χρόνια έχτισε μια μικρή αυτοκρατορία.Με την τύχη και την επιμονή του. Το μεράκι του.

Μου άρεσε να χάνομαι στο κατάστημα, να χαζεύω τις πετο-νιές, τα μολύβια, τους πολύχρωμους φελλούς, τα αγκίστρια,τους μηχανισμούς, τα ψαροκάλαμα. Σύνεργα για όλα τα γού-στα. Και τα πορτοφόλια. Το απόγευμα περνούσα από κει.Άκουγα ιστορίες από τους ψαράδες που έρχονταν να ψωνί-

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 34: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

σουν. Υπερβολές ή όχι, πραγματικότητα ή φαντασία, όσα διη-γούνταν μου θύμιζαν τα παραμύθια της Χαλιμάς. Ο πατέραςμου έπαιρνε τις κουβέντες ένα βήμα παρακάτω. Ήξερε απί-στευτα, ατελείωτα ανέκδοτα για το ψάρεμα. Συνήθως σοκαρι-στικά. Τα έλεγε παρουσία μου, η μάνα μου τον μάλωνε. Μπρο-στά στο παιδί; Ήταν εκπληκτικός παραμυθάς. Όπως όλοι οι ψα-ράδες λίγο πολύ, φαντάζομαι. Διάβαζε οτιδήποτε αφορούσε τοψάρεμα, τα ψάρια και τη συμπεριφορά τους, κι έφτασε να ’χειστο σπίτι μια σημαντική, πλούσια κι εξειδικευμένη βιβλιοθήκη.

Έτσι έχτιζε τις σχέσεις με τους πελάτες του. Τους ήταν πι-στός και του ήταν πιστοί. Αντάλλασσαν πληροφορίες. Με ορι-σμένους πήγαινε για ψάρεμα τα Σαββατοκύριακα. Με ψαρο-κάλαμα και με τη βάρκα ανοιχτά στο πέλαγος για δίχτυα ήσυρτή. Μέσα από τα διαβάσματα, τις εμπειρίες και τα πειρά-ματα τελειοποίησε τις τεχνικές του. Ήταν ικανός, ικανότατοςψαράς. Και το ψάρι δε μας έλειψε ποτέ.

Με προσωπικό μεράκι έχτισε και το σπίτι μας. Σ’ έναν λόφοτης Λευκωσίας να δεσπόζει. Το μικρό του παλάτι. Με λιτήπρόσοψη, πέτρα, μπαλκόνι, να θυμίζει το παλιό αρχοντικό στοχωριό. Έτσι το ήθελε, αυτές τις οδηγίες έδωσε στον αρχιτέκτο-να. Έτρεχε τις λεπτομέρειες, έλεγχε καθημερινά τους μαστό-ρους. Ήθελε να βλέπει το βράδυ τα φώτα της πόλης ν’ απλώ-νονται στα πόδια του κι απέναντι τον Πενταδάκτυλο, να ονει-ρεύεται. Πέρα από την οροσειρά, πλάι στη θάλασσα, στα ριζάτου βουνού βρισκόταν το χωριό του. Έκλεινε τα μάτια και φα-νταζόταν πως ήταν και πάλι εκεί.

Σχεδίασε ο ίδιος τον κήπο, έσκαβε, φύτευε, πότιζε, κλάδευε,ψέκαζε. Εκεί καθόμασταν τα απογεύματα και τα βράδια τουςκαλοκαιρινούς μήνες, κάτω από ένα ξύλινο περίπτερο δικήςτου κατασκευής. Γύρω γύρω φύτεψε τριανταφυλλιές, κόκκι-νες, ροζ, λευκές. Χαμηλά η πόλη, απέναντι ο Πενταδάκτυλος.Σκοτεινός το βράδυ, πληγωμένος από τη σημαία του κατα-κτητή. Λαμπερός στο φως του ήλιου.

Έπειτα ήρθε η χρυσή εποχή του χρηματιστηρίου. Ο καλύ-

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 35: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

τερος φίλος του πατέρα μου, συμμαθητής του στο λύκειο,διηύθυνε χρηματιστηριακό γραφείο. Τον συμβούλευσε ναεπενδύσει. Δεν είπε τίποτα στη μάνα μου. Δεν ήξερε κανείς. Τοκρατούσε μυστικό. Επένδυσε ένα μικρό κεφάλαιο. Έγινε η αρ-χή. Κι όπως συμβαίνει συνήθως, το μικρό έγινε μεγάλο. Τουάνοιξε η όρεξη. Το ρίσκο μεγάλωσε. Ο φίλος τον έπεισε ναεπενδύσει κι άλλα. Κι άλλα. Του υποσχόταν, ορκιζόταν, πως σεδυο χρόνια το πολύ, το κεφάλαιό του θα είχε αβγατίσει, τόσοπου δε θα το πίστευε. «Σαν τα αυγά του οξύρρυγχου, φίλε μου,μαύρο χαβιάρι!» του είπε καγχάζοντας ο άλλος, στη γλώσσαπου ήξερε. Θα εξοφλούσε το σπίτι, θα αποκτούσε ιδιόκτητακαταστήματα, τέρμα τα νοίκια, θα μας εξασφάλιζε μια ζωή κιεγώ θα μπορούσα να σπουδάσω στα καλύτερα πανεπιστήμιατου εξωτερικού. Ό,τι δεν μπόρεσε αυτός, το άπιαστο όνειρο,ήθελε να το ζήσω εγώ.

Οι δείκτες ανέβαιναν όλο ανέβαιναν. Ο πατέρας δανείστη-κε, δανειζόταν, επένδυε. Ερχόταν στο σπίτι μέσα σε τρελή ευ-φορία. Σε δυο χρόνια θα ’βγαζε τόσα λεφτά όσα δεν κέρδισετίμια, με τον ιδρώτα του, σε δεκαπέντε χρόνια. Ο οξύρρυγχος.Το μαύρο χαβιάρι. Θα περίμενε μέχρι το τέλος του έτους, 1999,αυτό ήταν το χρονικό του όριο, πριν από την αυγή της νέας χι-λιετίας, να ρευστοποιήσει τα κέρδη του, να ξεπληρώσει ταχρέη. Τότε θα μας ανακοίνωνε το μεγάλο νέο. Για να το γιορ-τάσουμε, είχε αγοράσει εισιτήρια για ένα μεγάλο ταξίδι στηνΑμερική. Έκπληξη! Νέα Υόρκη, Φλόριντα και Μαϊάμι, Τέξας,Αριζόνα και Γκραντ Κάνυον, Καλιφόρνια, Λος Άντζελες καιΣαν Φρανσίσκο, Ουάσινγκτον.

Και τότε ήρθε η καταστροφή. Εξπρές. Οι μετοχές άρχισαννα κατρακυλούν. Κανείς δεν αγόραζε. Ο πατέρας μου έχασεόλα του τα χρήματα. Και μαζί την ισορροπία του. Ό,τι έχτισεμε τόσο κόπο κατέρρευσε σε μια στιγμή. Ήξερε πως η επιχεί-ρησή του χρεοκόπησε πια. Τα χρέη ήταν υπέρογκα. Η πλάτητου κύρτωνε μέρα με την ημέρα, καμπούριαζε, λύγιζε. Στην αρ-χή καθόταν για λίγο μαζί μας στον κήπο, ίσα ίσα η συνήθεια.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 36: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Βυθιζόταν στη σιωπή, κάτι ψιθύριζε στα άναιμα χείλη του, έχα-νε σιγά σιγά τη φωνή του. Εκείνος ο συμπαγής, ψηλός όγκοςδίπλα δεν ήταν ο πατέρας μου. Ήταν ίσκιος. Αέρας. Τώρα δενέβλεπε τα φώτα της πόλης από κάτω, αλλά το χάος, ένα δυ-σθεώρητο κενό, μιαν άβυσσο που τον κατάπινε. Κι έπειτα σερ-νόταν στο γραφείο, κλεινόταν εκεί με τις ώρες, μόνος. Το βρά-δυ σηκωνόταν από το κρεβάτι, την έβγαζε στο μπαλκόνι κα-πνίζοντας μέχρι την ανατολή του ήλιου.

Η συμπαιγνία τραπεζιτών, χρηματιστών, πολιτικών έφερετην καταστροφή. Το 50% των νοικοκυριών είχαν επενδύσειστο χρηματιστήριο δύο δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε ένανχρόνο. Οι χρηματιστές εκμεταλλεύονταν, οι τραπεζίτες δάνει-ζαν, οι πολιτικοί ενθάρρυναν, οι λίγοι και πονηροί έβγαζαν λε-φτά με το τσουβάλι στην πλάτη των πολλών, αφελών κι απο-νήρευτων. Τα δύο δισεκατομμύρια πέρασαν στα χέρια υψηλώνεισοδηματικών στρωμάτων. Εύκολα. Κανείς δεν πήγε φυλακή,κανείς δεν τιμωρήθηκε.

Κι ένα απόγευμα, ακούσαμε το μπαμ! Μπαμ, ο αναθεματι-σμένος ξερός ήχος, σύντομος, διαπεραστικός, έσκισε τον αγέ-ρα, έφτασε κοντά μας. Μπαμ.

Στην αρχή δεν καταλάβαμε. Είπαμε θα έπεσε κάτι. Κάτι βα-ρύ, μεγάλο. Έσπασε. Πήγε μέσα η μάνα μου. Όταν άνοιξε τηνπόρτα του γραφείου, έσυρε μια κραυγή. Στο πρόσωπό της εί-δα τον τρόμο. Τα μάτια γουρλωμένα, θάλασσα φουρτουνια-σμένη, οι μύες τεντωμένοι, το δέρμα πανιασμένο. Κοίταξα πά-νω από τον ώμο της, την ώρα που πισωπατούσε έντρομη. Τονείδα, τον είδα τον πατέρα μου. Ήταν γερμένος μπροστά, πάνωστο γραφείο. Τα χαρτιά, οι ξύλινες συλλεκτικές πίπες, ήταν όλαβαμμένα με αίμα. Στην οθόνη του υπολογιστή η πορφυρήγραμμή σερνόταν ακόμη αργά αργά προς τα κάτω. Στον δεξιόκρόταφο έχασκε μια τρύπα. Από κει χώθηκε η σφαίρα, βγήκεαπό τον αριστερό κρόταφο και σφηνώθηκε στον τοίχο. Στοέπιπλο, στο γραφείο, κάτω στο πάτωμα είχαν κολλήσει τρίχες,αίμα, μυαλά.

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

��

© Αιμίλιος Σολωμού, 2015/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015

Page 37: ©ΑιμίλιοςΣολωμού,2015/©webdata.psichogios.gr/sample/9786180112474.pdf2/Δ1 ΕνΑθήναιHσή

Η δολοφονία τεσσάρων επιφανών Ευρωπαίων από τη συμμορία των Αρβανιτάκηδων θα συνταράξει

συθέμελα την Ε�άδα. Η Σφαγή στο Δήλεσι, όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία, θα στρέψει την Ευρώπη κατά

της χώρας και θα αποκαλύψει τη βαθύτατη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και τη σχέση του με το φαινόμενο

της ληστείας. Ταυτόχρονα, θα αναδείξει τις παθογένειες του ε�ηνικού κράτους από τη σύστασή του, τα οικονομικά

συμφέροντα που δρουν στο παρασκήνιο, α�ά και την απροκάλυπτη επέμβαση των ξένων δυνάμεων στη χώρα.

Η φρικτή δολοφονία δύο απεσταλμένων της τρόικας σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών θα στρέψει και πάλι

την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά της χώρας. Εν μέσω μιας πολύπλευρης κρίσης, η Ε�άδα θα καταστεί ξανά το μαύρο

πρόβατο. Το σημείωμα που θα αφήσει ο δολοφόνος στη σκηνή του εγκλήματος θα συνδέσει το γεγονός

με τη Σφαγή στο Δήλεσι. Η συμμορία των Αρβανιτάκηδων θα ξαναζωντανέψει 143 χρόνια μετά.