Κείμενα Νεοελληνικής...

154
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Π Π α α ν ν α α γ γ ι ι ώ ώ τ τ η η ς ς Κ Κ α α γ γ ι ι α α λ λ ή ή ς ς Χ Χ ρ ρ ι ι σ σ τ τ ί ί ν ν α α Ν Ν τ τ ο ο υ υ ν ν ι ι ά ά Θ Θ ε ε ο ο δ δ ώ ώ ρ ρ α α Μ Μ έ έ ν ν τ τ η η Κ Κ ε ε ί ί μ μ ε ε ν ν α α Ν Ν ε ε ο ο ε ε λ λ λ λ η η ν ν ι ι κ κ ή ή ς ς Λ Λ ο ο γ γ ο ο τ τ ε ε χ χ ν ν ί ί α α ς ς Γ Γ ΄ ΄ Γ Γ Υ Υ Μ Μ Ν Ν Α Α Σ Σ Ι Ι Ο Ο Υ Υ Τ Τ ό ό μ μ ο ο ς ς 5 5 ο ο ς ς

Transcript of Κείμενα Νεοελληνικής...

  • ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

    ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

    ΠΠααννααγγιιώώττηηςς ΚΚααγγιιααλλήήςς ΧΧρριισσττίίνναα ΝΝττοουυννιιάά ΘΘεεοοδδώώρραα ΜΜέέννττηη

    ΚΚεείίμμεενναα ΝΝεεοοεελλλληηννιικκήήςς ΛΛοογγοοττεεχχννίίααςς

    ΓΓ΄́ ΓΓΥΥΜΜΝΝΑΑΣΣΙΙΟΟΥΥ

    ΤΤόόμμοοςς 55οοςς

  • Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

    Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

    Τόμος 5ος

  • Γ΄ Κ.Π.Σ. / ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ / Ενέργεια 2.2.1 / Κατηγορία Πράξεων 2.2.1.α: «Αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών και συγγραφή νέων εκπαιδευτικών πακέτων»

    ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Μιχάλης Αγ. Παπαδόπουλος Ομότιμος Καθηγητής του Α.Π.Θ Πρόεδρος του Παιδαγωγ. Ινστιτούτου

    Πράξη με τίτλο: «Συγγραφή νέων βιβλίων και παραγωγή υποστηρικτικού εκπαιδευτικού υλικού με βάση το ∆ΕΠΠΣ και τα ΑΠΣ για το Γυμνάσιο» Επιστημονικός Υπεύθυνος Έργου Αντώνιος Σ. Μπομπέτσης Σύμβουλος του Παιδαγωγ. Ινστιτούτου

    Αναπληρωτές Επιστημ. Υπεύθ. Έργου Γεώργιος Κ. Παληός Σύμβουλος του Παιδαγωγ. Ινστιτούτου Ιγνάτιος Ε. Χατζηευστρατίου Μόνιμος Πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτ. Έργο συγχρηματοδοτούμενο 75% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και 25% από εθνικούς πόρους.

  • ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Παναγιώτης Καγιαλής, Αναπληρ. Καθηγητής του Ελληνικού Ανοιχτού

    Πανεπιστημίου Χριστίνα Ντουνιά, Επίκ. Καθηγήτρια

    του Πανεπιστημίου Κρήτης Θεοδώρα Μέντη, Φιλόλογος,

    Εκπαιδευτικός Β/θμιας Εκπ/σης

    ΚΡΙΤΕΣ-ΑΞΙΟΛΟΓΗΤΕΣ Έλλη Φιλοκύπρου, Λέκτορας

    του Πανεπιστημίου Αθηνών Ελευθέριος Καριάτογλου,

    Σχολικός Σύμβουλος Χρυσούλα ∆ελή, Φιλόλογος

    Εκπαιδευτικός Β/θμιας Εκπαίδευσης

    ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

    ∆έσποινα Μπαλιάμη – Στεφανάκου, Φιλόλογος

  • ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ

    Χρυσούλα Βέικου, Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

    ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΕΡΓΟΥ

    Ασημίνα Αναγνωστοπούλου, Φιλόλογος Εκπαιδευτικός Β/θμιας

    Εκπ/σης

    ΕΞΩΦΥΛΛΟ Νίκος Ναυρίδης, Ζωγράφος

    ΠΡΟΕΚΤΥΠΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

    ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΟΡΑΣΗ

    Ομάδα Εργασίας Αποφ. 16158/6-11-06 και 75142/Γ6/11-7-07 ΥΠΕΠΘ

  • ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

    ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

    ΠΠααννααγγιιώώττηηςς ΚΚααγγιιααλλήήςς ΧΧρριισσττίίνναα ΝΝττοουυννιιάά ΘΘεεοοδδώώρραα ΜΜέέννττηη

    ΑΝΑ∆ΟΧΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ

    ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

    Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

    Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

    Τόμος 5ος

  • Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

    Ένας Ρώσος συνταγματάρχης στη Λάρισα

    Το απόσπασµα που ακολουθεί προέρχεται από το µυθιστόρηµα του Μ. Καραγάτση O συνταγµατάρχης Λιάπκιν (1933), το οποίο έχει ως θέµα την προσαρµογή ενός εξόρι-στου Ρώσου συνταγµατάρχη στην ελληνική πραγµατικότητα και ειδικά στην κοινωνική ζωή µιας επαρχίας.

    ταν ένας άντρας ως πενήντα

    χρόνων, ένας κολοσσός. Το ύψος του έφτανε τα δύο µέτρα. Πλάτες φαρδιές, πόδια και χέρια πελώρια, αναλογίες αρµονικές – ούτ’ ένα δράµι ξύγκι περιττό. Ξανθός και ροδοκόκκινος, δεν είχε ακόµα δοκι-µάσει το ηλιόκαµα του ελληνικού

    Ή

    7 / 204

  • ουρανού. Παρουσιάστηκε στη Σχο-λή µε στολή εκστρατείας συνταγµα-τάρχη του ποτέ ρωσικού τσαρικού στρατού, πολύ κακοπαθιασµένη. Μια πανάθλια βαλίτσα κρεµόταν απ’ το φοβερό χέρι του. Μπαίνο-ντας στο γραφείο του κ. ∆ιευθυντού στάθηκε προσοχή χτυπώντας τα σπιρούνια, χαιρέτησε στρατιωτικά και αυτοπαρουσιάστηκε: - Comte David Borissitch Liapkine, ex colonel de reserve de l’ Armee russe, ex proprietaire foncier!*

    Μιλούσε τα γαλλικά µε τη γνω-στή τραγουδιστή προφορά * Comte … foncier !: Κόµης Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν, πρώην αντισυ-νταγµατάρχης του Ρωσικού Στρα-τού, πρώην κτηµατίας!

    8 / 204

  • των Ρώσων. Τα σταχτιά του µάτια, αγαθά και διαπεραστικά µαζί, κοι-τούσαν τον κ. ∆ιευθυντή µε ειλικρί-νεια. Το αράδιασµα τόσων τίτλων αντήχησε παράξενα µες στους γυµνούς τοίχους του µισοσκότεινου γραφείου· ιδιαίτερα τα δυο «ex», που ειπώθηκαν µε έµφαση για τις πρώην καταστάσεις που δηλού-σαν. Ύστερ’ από πολύµηνη παρα-µονή στην Αθήνα, στο άδροσο και βουνίσιο πλαίσιο της Αττικής, ο Λιάπκιν ανάσαινε κάποιον αλλιώ-τικον αέρα στο θεσσαλικό κάµπο, πιο γνώριµο κι αγαπητό. Είδε χω-ράφια ισόπεδα, απέραντα, σκεπα-σµένα µε βλαστερά δηµητριακά· αντίκρισε ένα ποτάµι πλατύ, που κυλούσε άφθονο νερό ανάµεσα σε δασωµένους όχτους· οσµίστηκε το αψύ πρωινό νότισµα του νιόφυτου σταριού. Και µέσα σε τούτο

    9 / 204

  • το µεγάλο και γόνιµο κάµπο, το καλοστεκούµενο συγκρότηµα της Γεωργικής Σχολής του ’φερε στη µνήµη εικόνες της πατρίδας. Κά-ποια φωνή του ’λεγε µέσα του πως εδώ, στη Θεσσαλία, θα περνούσε ζωή ήσυχη, εργατική κι αµέριµνη, παρόµοια περίπου µ’ εκείνη που ’ζησε στη Ρωσία. Έτσι, ξαφνιάστη-κε πολύ ευχάριστα, όταν άκουσε τον κ. ∆ιευθυντή να του απαντάει ρωσικά.

    Αµέσως, ένα ρεύµα συµπάθειας γεννήθηκε ανάµεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους. O Λιάπκιν ακούµπησε τη βαλίτσα του, έβγαλε το πηλήκιό του και κάθισε σε µια βαθιά πολυθρόνα. Έλαµπε από ευχαρίστηση η αυστηρά αγαθή µορφή του. Και µέσα στη µισόφωτη και δροσερή κάµαρα –ένα γραφείο προχειροβαλµένο, ανθρώπων που

    10 / 204-205

  • ζουν πιότερο στο ύπαιθρο– ο κ. ∆ιευθυντής κι ο νέος Επιστάτης συνοµίλησαν. - Μιλάτε ρωσικά σαν Ρώσος, είπε ο Λιάπκιν. - ∆ιόλου περίεργο. Η οικογένειά µου ήταν εγκαταστηµένη στην Oδησσό. Γεννήθηκα και πέρασα εκεί τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής µου. Τέλειωσα το ρωσικό Γυµνάσιο. Ύστερα πήγα στη Γαλλία, όπου σπούδασα γεωπόνος· και κατέληξα στην Ελλάδα, την πατρίδα µου. ∆ιορίστηκα στην Γεωργικήν Υπηρε-σία και τοποθετήθηκα στη διεύθυν-ση της Σχολής. Είναι χρόνια τώρα που έχω σειρά να µετατεθώ στην Αθήνα· µα δεν το θέλω. Η γραφειο-κρατία του Υπουργείου δεν µου λέει τίποτα. Αγαπώ τη Σχολή, τη Λάρι-σα, τη Θεσσαλία µε το καρπερό χώµα. Μου αρέσει να ζω κοντά στη

    11 / 205

  • γη, να την κάνω να δίνει πλούσιο καρπό. Κάτι περισσότερο: επιθυ-µώ, αυτή την αγάπη µου για τη γη, να τη µεταδώσω στους µαθητές µου… - ∆εν νοσταλγείτε τη Ρωσία; - Τη Ρωσία την αγαπώ, όσο τουλάχιστο κι εσείς. Αλλά…

    Η µορφή του Λιάπκιν σκοτεί-νιασε: - Η Ρωσία δεν είναι πια εκείνη που γνωρίσατε κι αγαπήσατε. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα βαστάξει αυτή η δοκιµασία…

    Γίνηκε σιωπή. O Λιάπκιν αναστέ-ναξε· και µε σύντοµες φράσεις διη-γήθηκε την ιστορία της ζωής του: - Κατάγοµαι από παλιά φαµίλια,* που κρατάει απ’ τους βογιάρους.* * φαµίλια: οικογένεια * βογιάροι: ρώσοι ευγενείς µεγαλοκτηµατίες

    12 / 205

  • Τα χτήµατά µας –πολλά χωράφια, γερό εισόδηµα– βρίσκονταν στο κυβερνείο του Καζάν. Τα φρόντιζε ο πατέρας µου. Εγώ ήθελα να γίνω στρατιωτικός, και µπήκα στη Σχολή Ευελπίδων της Μόσχας. O µεγαλύ-τερος αδερφός µου –ο Αλέξαντρος Μπορίσιτς– διορίστηκε στο Υπουρ-γείο Oικονοµικών κι έφτασε σε ανώτερη θέση. Ήµουν λοχαγός, όταν κηρύχτηκε ο πόλεµος µε την Ιαπωνία. Πολέµησα στη Μαντζου-ρία, πληγώθηκα βαριά, παρ’ ολίγο να πεθάνω. Θέλησε ο Ύψιστος και γιατρεύτηκα· µα η ψυχή µου πικρά-θηκε αγιάτρευτα από την κατάντια της Ρωσίας. Αποστρατεύθηκα µε το βαθµό του ταγµατάρχη κι αποτρα-βήχτηκα στα χτήµατά µου, µαζί µε τη γυναίκα και το κοριτσάκι µου. Αγάπησα τη γη, έµαθα την τέχνη να την κάνω να καρπίζει… ∆υο χρόνια

    13 / 205

  • πιο ύστερα πέθανε η γυναίκα µου. Απόµεινα µόνος µε την κόρη µου, τη Λιούµπιτς. Κλείστηκα στο κονάκι µου*, στην ερηµιά· εξόν απ’ τους µουζίκους* µου, άλλον άνθρωπο δεν έβλεπα…

    Αναστέναξε ξανά· και συνέχισε: - Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεµος, µε ανεκάλεσαν στην ενέργεια, µε το βαθµό του αντισυνταγµατάρχη. Το 1916 προβιβάστηκα. Πολέµησα τίµια στην ανατολική Πρωσία και τη Γαλικία. Τίµια κι απελπισµένα, γιατί έβλεπα την µπόρα να ’ρχεται. Ήρθε και µε σάρωσε. Oι φαντάροι µου µε χτύπησαν, µου ξήλωσαν τις επωµί-δες, µ’ έδιωξαν… Προσπάθησα να πάω στα χτήµατά µου, να βρω την κόρη µου. ∆εν µπόρεσα, οι δρόµοι * κονάκι: σπίτι * µουζίκοι: χωρικοί

    14 / 205-206

  • ήσαν κλεισµένοι. Αναγκάσθηκα να κατεβώ στην Oυκρανία, όπου έσµι-ξα µε το στρατό του Βράγκελ. Πολέ-µησα µε λύσσα τους µπολσεβί-κους,* µαζί µε τους Έλληνες και τους Γάλλους. Μα όλα πήγαν χαµέ-να. Μπάρκαρα στο τελευταίο εγγλέ-ζικο πολεµικό που σάλπαρε απ’ την Oδησσό και ξεµπάρκαρα στην Πόλη. Κατόπι ήρθα στην Αθήνα. - Κι η κόρη σας;, ρώτησε ο κ. ∆ιευθυντής. - Την έχασα. ∆εν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε…

    Σιωπή καταθλιπτική. Oι κακές θύµησες φτερουγίζουν στην ισκιερή κάµαρα. * µπολσεβίκοι: µέλη του κοµµουνι-στικού κόµµατος της Ρωσίας που έκαναν την επανάσταση του 1917

    15 / 206

  • - Πώς µπορέσατε να διορισθείτε στη Σχολή;, ρωτάει ο κ. ∆ιευθυντής. - Φτάνοντας στην Ελλάδα, έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο να βγάλω το ψωµί µου. Τι δουλειά µπορεί να κάνει, σε ξένο τόπο, ένας στρατιω-τικός; Σκέφθηκα πως οι γεωπονικές µου γνώσεις, µολονότι πραχτικές, ίσως µου φαίνονταν χρήσιµες. Πήγα λοιπόν στο Υπουργείο Γεωργίας και παρακάλεσα να µε διορίσουν οπουδήποτε. Oµολογώ πως µου φέρθηκαν πολύ ευγενικά· αλλά, όπως ξέρετε, το Σύνταγµά σας είναι αυστηρό: «Μόνον Έλληνες είναι δεκτοί εις δηµοσίας θέσεις». Κατέβαινα απελπισµένος τις σκάλες του Υπουργείου, όταν ακούω να µου µιλούν γαλλικά:

    16 / 206

  • «C’ est vous, Liapkin? Quelle surprise*». Γυρνώ, και αναγνωρίζω τον παλιό µου φίλο, τον Τριανταφυλλίδη… - O Τριανταφυλλίδης είναι φίλος σας;, ρωτάει ξαφνιασµένος ο κ. ∆ιευθυντής. - Τον είχα γνωρίσει στο Βισύ το 1912, όπου είχα πάει για το συκώτι µου. Κάναµε πολλή παρέα. Μου είχε πει, τότε, πως ήταν δικηγόρος και πολιτευόµενος. - Τώρα είναι υπουργός της Γεωργίας… - Πού θέλατε να το φαντασθώ, αγαπητέ µου; Όπως καταλαβαίνετε, ύστερ’ απ’ αυτό τα πάντα διορθώ-θηκαν. O Τριανταφυλλίδης µε πήρε * C’ est vous, Liapkin? Quelle surprise!: Εσείς Λιάπκιν; Τι έκπληξη!

    17 / 206

  • στο γραφείο του, χτύπησε µερικά κουδούνια και πρόσταξε τους αρµό-διους ∆ιευθυντές, που πρόστρεξαν ολοταχώς, να ξεχάσουν Σύνταγµα και Νόµους και να µου βρουν αµέ-σως µια καλή θέση µ’ ένα καλό µισθό. Έτσι διορίστηκα Επιστάτης του Σταθµού Επιβητόρων Ίππων της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Λαρίσης. Oµολογώ πως, ούτε όταν ήµουν στις πιο µεγάλες µου δόξες, δεν είχα τόσο µακρύ τίτλο!

    Γέλασαν καλόκαρδα· κι ο Λιάπκιν είπε: - Είναι σκληρό να ξαναρχίζεις τη ζωή σου στα πενήντα… O κ. ∆ιευθυντής του ’δωσε κουράγιο: - Εδώ θα ξεκουραστείτε, θα γα-ληνέψετε. Η δουλειά είναι εύκολη κι ευχάριστη. Θα φροντίσω να σας δοθεί µια καλή κι ευρύχωρη κάµα-ρα. Η γυναίκα µου κι εγώ θα

    18 / 206-207

  • θεωρήσουµε τιµή τη φιλία σας. Oι συνάδελφοί σας θα σας δεχτούν µε πολλή συµπάθεια… - Ευχαριστώ, µουρµούρισε ο Λιάπκιν µε συγκίνηση. Πραγµατικά, δε βρίσκω λόγια… - Λυπάµαι, συνέχισε ο κ. ∆ιευθυ-ντής, που η θέση δεν είναι ανάλογη µε τα προσόντα σας. Αλλά, µε τον καιρό, θα διορθωθεί κι αυτό…

    O Λιάπκιν χαµογέλασε: - Το βασικό είναι να ζει κανείς. Τ’ άλλα είναι φιλολογία… Μ. Καραγάτσης, Ο συνταγµατάρχης Λιάπκιν, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

    Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, Νεκρή φύση µε τραπουλό- χαρτα

    19 / 207

  • ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1 Εντοπίστε στο κείμενο τα στοι-χεία εκείνα που δείχνουν τη δυσκο-λία ή την ευκολία του συνταγμα-τάρχη Λιάπκιν να προσαρμοστεί στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. 2 Εξετάστε την αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα, προσέχο-ντας κυρίως το ρόλο του αφηγητή, τους διάλογους και τις περιγραφές. 3 Ο Καραγάτσης, όπως και άλλοι συγγραφείς της δεκαετίας του ’30, δίνει μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαι-ρα στην πεζογραφία του. Βρείτε τα στοιχεία που αναδεικνύουν αυτήν τη διάσταση του έργου του και εξετάστε τη λειτουργικότητά τους.

    20 / 208

  • ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ♦ Βρείτε από το βιβλίο της Ιστορίας στοιχεία για την εποχή του μεσοπολέμου. ♦ Με αφορμή τις γαλλικές φράσεις του αποσπάσματος, συζητήστε με τον καθηγητή των Γαλλικών για τη θέση της γαλλικής γλώσσας κατά την εποχή του μεσοπολέμου και κατά τη σημερινή εποχή.

    Φωτογραφία από την ταινία Καραβάν Σεράι του Τάσου Ψαρρά

    21 / 208

  • ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

    Η γνωριμία με τη Μόνικα Το απόσπασµα προέρχεται από την Eroica (1938), το κατεξοχήν «µυθι-στόρηµα εφηβείας» της νεοελλη-νικής λογοτεχνίας. Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από µια οµάδα εφήβων, που αντιµετωπί-ζουν για πρώτη φορά τον έρωτα και το θάνατο. Στο απόσπασµα που ακολουθεί ο Αλέκος και ο Λοΐζος διακόπτουν το οµαδικό παιγνίδι τους, γιατί η περικεφαλαία του αρχηγού έπεσε στον κήπο του Γάλλου πρόξενου. Τα δύο παιδιά µπαίνουν κρυφά στον κήπο, όπου γνωρίζουν τη Μόνικα, τη µικρή κόρη του πρόξενου.

    22 / 209

  • Μιχάλης τα χρειάστηκε µε τα

    σχέδια του αρχηγού. - Βρε συ, βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου!* Θα βρούµε τον µπελά µας!

    Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε και, φέρνοντάς το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαµάρι του µαντρότοιχου. «Σκου-ντάτε µε από κάτω», τους λέει, και µια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο. «Η σειρά σου», φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωµένος. Από τότε, µονάχα * το σπίτι του πρόξενου: πρόκειται για το σπίτι του Γάλλου πρόξενου Μοντεκούκουλι

    Ο

    23 / 209-210

  • Φωτογραφία από την ταινία του ∆ήµου Αβελιώτη

    Το δέντρο που πληγώναµε για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. O άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιµά του.

    Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα µέσα σε σπίθες και τριξίµατα, ο τόπος γέµισε καπνό. Τα µάτια του αρχηγού γυαλίσανε. - Βίρα!, τους φώναξε από ψηλά.

    24 / 210

  • Το νερό ξεπήδησε απ’ το σωλή-να και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.

    Τον βλέπω ακόµα το µεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάστικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαµάρι του µαντρότοιχου –σαν το παλιό εκείνο χάλκινο µειξοβάρβαρο* παι-δί πάνω στο κολοβό του άτι, στο µουσείο– χειρονοµούσε µε σφιγµέ-νους γρόθους, αναδευότανε* κι αγκοµαχούσε –χαχ-χαχ-χαχ– και κάθε τόσο ξέσπαζε * µειξοβάρβαρο: µε ανάµικτα, ελλη-νικά και βαρβαρικά, χαρακτηριστι-κά· πρόκειται για το χάλκινο άγαλµα ελληνιστικής εποχής (2ος αι. π.Χ.), που αναπαριστά ένα άλογο µε το µικρό του αναβάτη και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο * αναδευότανε: κουνιόταν

    25 / 210

  • µια ιαχή* παράτονη σαν γέλιο ξωτι-κού. O Κλεόβουλος µε τον Αντώνη, αντί να βοηθούν, χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιµίντρισε* µέσα στην έξαψή του κι ανατινάχτηκε ορµητικά. «Βρε σεις!» έβαλε µια φωνή… Στην αναµπουµπούλα πάει κι η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλιστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περιπλο-κάδα – κι από κει, κλαρί–κλαρί, µ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάµω, από την άλλη µεριά. - Τώρα;, ρώτησε δίπλα του * ιαχή: κραυγή * χλιµίντρισε: αντέδρασε αναστατω-µένος (δηλαδή κάνω όπως το άλο-γο· το ρ. χρησιµοποιείται µεταφορικά)

    26 / 210

  • ο Αλέκος. Πάµε στην είσοδο να ζητήσοµε την άδεια… - Κουραφέξαλα! - Θα µας αφήσουν µόλις πω τ’ όνοµά µου. - Σκασµός!

    Έσυρε το σκοινί και µανουβράρι-σε το γάντζο*. Σε µια στιγµή γλιστρούσε κιόλα µέσα στο ξένο περιβόλι. «Φσσστ!» σφύριξε σιγανά του Αλέκου, κάνοντάς του νόηµα να κατεβεί κι αυτός. Μα ο Αλέκος κουνούσε τα χέρια του από ψηλά κι έγνεφε όχι, δεν είναι σωστό, να πάρει γρήγορα την περικεφαλαία και ν’ ανεβεί. Εκείνος του έδινε να καταλάβει πως κάτι σπουδαίο συµβαίνει. Κάτι πρέπει να βρήκε, τίποτε µικρές νεροχελώνες ή καµιά * µανουβράρισε το γάντζο: έκανε ελιγµούς µε το σιδερένιο αγκίστρι

    27 / 210

  • νυφίτσα σαν αυτές µέσα στο δάσος. Τι µέλλει γενέσθαι – έτσι δε λένε; Τούτος εκεί δεν είναι στα καλά του, χτυπάει το πόδι και κάνει φασαρία. ∆εν το ’χει τίποτα να… Και τότε;…

    ∆ιασκέλισε κι αυτός τον τοίχο και κατέβηκε γλιστρώντας πάνω στο σκοινί. - Σσσς! άκουσα οµιλίες, του κάνει ο άλλος.

    Η περικεφαλαία γυάλιζε καταγής, δύο βήµατα πιο πέρα. Μπροστά στις πασχαλιές απλώνεται µια στενή λουρίδα γιούλια – πρέπει να ’ναι γιούλια τα µουντά* εκείνα φύλλα που κάθουνται στο χώµα και κλωσάνε. Πιο κει απ’ το χαντάκι ένα σύδεντρο γεµίζει το µάτι και το σταµατά. * μουντά: σκούρα

    28 / 210-211

  • - Πάµε να φύγοµε, του λέει ο Αλέκος. - Μια στιγµή. Μπορεί να ’ναι και το νερό στ’ αυλάκι εκεί κάτω. Άκου…

    Στήσανε τ’ αυτί τους. ∆ε φαίνεται ψυχή. Κάποιο κλωνάρι τρίζει – µα κάτι ακόµη σάλεψε, πίσω εκεί, ένα χαρχάλεµα στα φύλλα ή σαν γατίσια περπατησιά. - Πάµε, του λέει πάλι ο Αλέκος. Μα ο άλλος του κρατούσε το µπράτσο και δεν κουνούσε από τη θέση του.

    Πατούσαν σε σαπιόφυλλα. Κάτω από το θόλο της περιπλοκάδας ο µαντρότοιχος ξεφλουδάει, σκεπα-σµένος εδώ κι εκεί µε πράσινους γυαλιστερούς λεκέδες. Άµα τους ξύσεις θα ξεπετάγονταν βέβαια σκουλήκια κι εκατοποδαρούσες. Μπορεί να βρίσκανε χωµένο εκεί κι ένα κολιέ από µαργαριτάρια – εν περιδέραιον µαργαριτών…

    29 / 211

  • Κάνει ψύχρα, ο αέρας είναι υγρός. Κάπου κρύφτηκε ο ήλιος. Οι φωνές αυτωνών έξω φτάνουν παράταιρες και ξαφνικές. Μυρίζει ανακατωµένα χωµατίλα και καµένο ξύλο.

    Η ώρα περνούσε. Κάθε τόσο τρέχουν κρυάδες πάνω στο κορµί, κάθε φορά πιο σύντοµα. Τα γόνατά τους τρεµουλιάζουν. Τι θα γινότανε να 'βαζε τη στριγγλιά του εκείνη και να το ’σκαζε στα πόδια*; Έτσι, για να περάσει το κόψιµο στην κοιλιά κι εκείνο κει το σφίξιµο πιο κάτω. Ή αν… ή αν… ή αν εκεί καταµεσής… «Ποιος γκάινταρος;», θα ρωτούσε ο πρόξενος. «Ποιος τόλµησε;…» Μπορεί να το ’λεγε και γαλλικά, * το ’σκαζε στα πόδια: να έφευγε

    30 / 211

  • όλοι αυτοί µιλούν και γαλλικά εκτός από τη γλώσσα τους. Καµιά φορά κι εγγλέζικα. «Who dared?»*, µουρ-µούρισε από µέσα του. «Την πάθαµε!», του κάνει ο Αλέκος.

    Πώς δεν το πήραν είδηση νωρί-τερα; Σκυµµένο πάνω στην πράσι-νη λουρίδα, ένα κοριτσόπουλο ανασκαλεύει τα χαµόφυλλα ψάχνο-ντας φαίνεται για µενεξέδες. O ήλιος είχε στρίψει τη γωνιά του σπιτιού κι έπεφτε απλωτός δίπλα στις πασχα-λιές. Τα κλωνιά τους λάµπανε κοκκινόµαβα, µενεξεδιά, θαρρείς το χρώµα τούτο έπαιρνε κι η πλεξίδα στην πλάτη της κοπέλας – µιαν απόχρωση µεταλλική, ατσαλένιο και µπρουντζί µαζί, µαβί και κόκκινο. Τα δυο αγόρια κρατούσαν * Who dared?: ποιος τόλµησε;

    31 / 211

  • την ανάσα τους κοιτάζοντας από τον καταρράχτη των κλωνιών.

    Η µικρή γύρισε το κεφαλάκι της προς τα εκεί, έτσι λοξά, κι έµεινε µια στιγµή προσεχτική και υποψιασµένη. - Άι! έβαλε µια φωνή και τινάχτη-κε όρθια. Μερικά λουλούδια σκόρ-πισαν απ’ τα χέρια της. ∆άγκωνε τα χείλια της και ζουλούσε µε τα δάχτυλα τον καρπό του αλλουνού χεριού.

    O Αλέκος στριµώχτηκε στον τοίχο. Μα ο άλλος παραµέρισε τα κλωνιά και βγήκε στη φόρα µπροστά στο κοριτσόπουλο. - Σε κέντρισε µια µέλισσα, της λέει. ∆εν είναι τίποτα – στάσου µια στιγµή. Έσκυψε πάνω στο χώµα κι έφτυσε κάµποσες φορές. Έπειτα το ’σκαψε µε τα δάχτυλα, το ανακά-τωσε και πήρε λίγη λάσπη.

    32 / 211-212

  • - ∆ώσε µου το χέρι σου. Μη φοβάσαι.

    Εκεί, στον καρπό του δεξιού χεριού, από το µέσα µέρος, κάτω από τη χούφτα, το δέρµα φούσκωνε γύρω σ’ ένα κόκκινο σηµαδάκι ανά-µεσα σε δυο γαλάζιες φλεβίτσες. Της κόλλησε τη λάσπη πάνω στο πρήξιµο. «Άφησέ την ώσπου να ξεραθεί, θα πέσει µοναχή της, µατµαζέλ»,* της κάνει.

    Κοίταζε µια το χέρι της και µια το ψηλό αγόρι µε τη µεγάλη στοµατά-ρα, που σκούπιζε τα λασπωµένα χέρια του στο πίσω µέρος του πανταλονιού. - Πώς βρέθηκες εδώ;, τον ρώτησε πασχίζοντας να κάνει αυστηρή την παιδιάτικη µατιά της. Πώς! έχεις και παρέα!, πρόσθεσε, βλέποντας * µατµαζέλ: δεσποινίς

    33 / 212

  • τον Αλέκο να ξεπροβάλει από τα κλωνιά.

    Εξέταζε µε το µάτι τα χάλια τους, τα γδαρµένα γόνατα του Αλέκου, τα λερωµένα χέρια τους, τα ιδρωµένα µούτρα, τα πανταλόνια του αλλου-νού όλο χώµατα και σουβάδες. - Παίζαµε…, άρχισε ο Αλέκος. Nous jouons aux pompiers.* - Πού ’ναι η περικεφαλαία σου εσένα;, ρώτησε τον άλλο. - Εγκώ ντεν έκει περικεφαλαία, της αποκρίθηκε. Το αίµα της ανέβηκε στο πρόσωπο. - Γιατί µε κοροϊδεύεις; Μιλώ πολύ καλά τα ελληνικά.

    Τα µιλούσε καθαρά, µε ανεπαί-σθητη ξενική προφορά, µάλλον ένα τσίβδισµα ελαφρό, επειδή * Nous jouons aux pompiers : παίζουµε τους πυροσβέστες

    34 / 212

  • δεν άνοιγε τα δόντια της αρκετά. - Να φωνάξω τον πατέρα µου, να δείτε!, τους φοβέρισε… Σιγά, τους λέει αµέσως, ακούω περπατησιές, ελάτε στην onangerie*. - Πρόσεχε, κράτα το χέρι σου τεντωµένο, της λέει ο άλλος.

    Λυγισµένοι στα δυο, προχώρη-σαν ίσαµε κάτω από τις πορτοκα-λιές. Εκεί µέσα θα µένανε δίχως καµιά ενόχληση. Από το έξω µέρος ένα ψηλό πράσινο καφασωτό τραβούσε κατά µάκρος, στηριγµένο κάθε τόσο σε κολόνες από µάρµαρο λευκό. Σκαρφάλωνε λιγνός ασπά-ραγγος µε αραχνένια φύλλα, είχε φτάσει κιόλα ως τα µισά, κι έβλεπες τα στριφτά βλαστόκορφα να ψάχ-νουν λίγο στα τυφλά, για να πια-στούν και ν’ ανεβούν το δρόµο τους. * onangerie: πορτοκαλεώνας

    35 / 212

  • Κόκκινα βάζα στην κορφή κάθε κολόνας χύνανε άλλη πρασινάδα: µακριά κλωνιά σαν κέρινα, µε κρινοδάχτυλα και ρόδινα νυχάκια – τόσο πολύ σε ξεγελούσε η τρυφερή τους όψη.

    Μονάχα που η κάλτσα της µι-κρής τρίφτηκε σ’ ένα κλαρί κι έφυγε κάποιος πόντος αφήνοντας µια πιο ανοιχτή γραµµή. «Τώρα θα πάει ως κάτω», είπε κοιτάζοντας περίλυπη τη ζηµιά. «Ε, δεν πειράζει!»

    Με προθυµία, ο Αλέκος σάλιωσε το δάχτυλό του, κι έπειτα, λίγο τρε-µουλιαστά –πάντα ωστόσο αδέξι-ος– το ακούµπησε στην κάλτσα, καταµεσής της γάµπας, εκεί που είχε σταµατήσει το κακό, λίγο πιο κάτω από τον ποδόγυρο της φού-στας. Έτσι έκανε η αδελφή του σε κάτι τέτοιες κρίσιµες περιστάσεις.

    36 / 213

  • - Ευχαριστώ. Πώς το ’ξερες;… Πείτε µου τώρα τα ονόµατά σας. - Πρώτα οι κυρίες, ladies first, έκανε το άλλο αγόρι µε µιαν ιπποτική χειρονοµία. Πώς σε λεν εσένα; - Μιλάς εγγλέζικα;, τον ρώτησε. - Βέβαια, έχω εγγλέζα δασκάλα στο σπίτι. Σε όλα πρώτα οι κυρίες, έτσι δεν είναι το σωστό; - Μα όχι και στη σύσταση! - Α, ή όλα ή τίποτα! Ξέρετε, τους λέει βάζοντας τα γέλια, µια φορά είπανε να κρεµάσουν κάποιο αντρόγυνο. O δήµιος πιάνει πρώτα τον άντρα, µα εκείνος του δείχνει τη γυναίκα του. «Μην ξεχνάς την εθιµοτυπία, του λέει. ladies first ! Κρέµασε πρώτα τη γυναίκα µου, σε παρακαλώ…»

    Το κορίτσι στραβοµουτσούνιασε: - Πολύ ωραία! Τέτοια µαθαίνεις µε τη δασκάλα σου; Μπράβο!

    37 / 213

  • - Αυτό µας το διηγήθηκε ο δάσκαλος στο αµερικάνικο σκολειό. Τι τάχα; - O φίλος σου έχει πιο καλή ανατροφή.

    Παραµέρισαν κάτι χαµηλά κλωνιά. Πολύ παράξενες ετούτες οι πορτοκαλιές! Ταιριάζανε σε όλες τις εποχές του χρόνου, φορτωµένες πορτοκάλια, εδώ ακόµα πράσινα κι αλλού πιο γινωµένα, και άλλα έτοιµα να πέσουν µοναχά τους από το κλαρί. Και πάλι όλα τα δέντρα είχαν εδώ κι εκεί κλωνιά µε άδετα λουλούδια – µην ήρθε κιόλα η άνοιξη; Αλήθεια, πέρασε – α, όχι δα! τώρα µας έρχεται όπου να ’ναι. - Είσαι µόρτης, πρόσθεσε η µικρή κοιτάζοντάς τον λίγο λοξά.

    O Αλέκος πήρε ύφος κι έκανε τη σύσταση: – O φίλος µου Λοΐζος Τραβεζάνος.

    38 / 213

  • - Πώς; - Λοΐζος Τραβεζάνος, είπε κι ο ίδιος, ή, αν προτιµάτε, µατµαζέλ, µε λένε… µόρτη. - Λοΐζο Τραβεζάνο;, ψιθύρισε κι εκείνη. - Εµένα µε λένε Αλέξανδρο Κορδάτο. Θα ’χεις ακουστά βέβαια τ’ όνοµά µου. - Α, ναι…, έκανε λίγο αφηρηµένη. - Πώς, της λέει. Γνωρίστηκε µε την αδελφή του στο τσάι της κυρίας Κονέκτικου. - Στης κυρίας Κονέκτικου; - Βέβαια. ∆εν τη λένε Τερέζα Μοντεκούκουλι; - Χα, χα! Μιλάει καλέ για τη µεγάλη µου αδελφή. Εµένα τ’ όνοµά µου είναι Μόνικα. Έπειτα ρώτησε ζωηρά:

    39 / 213-214

  • - Ώστε λοιπόν δεν είσαστε παιδιά του δρόµου;

    O Λοΐζος γέλασε: – Τι κρίµα, ε! Αν το ’χεις όρεξη, έλα να παίξοµε µαζί, της πρότεινε. - Αυτό µας έλειπε!

    Σήκωσε λίγο τα µάτια της και τον περιεργάστηκε σα να ’κανε κάποια εκτίµηση. Τι παιδί! Και πρέπει να ’ναι µεγαλύτερός της – ένα χρόνο, ίσως και δυο, θα πέρασε τα δεκαπέ-ντε, ή τόσο πάνω–κάτω. - Εµένα µ’ αρέσουν οι σοβαροί άντρες, του λέει. - Σου το ’πα έτσι, από ευγένεια. Έχω χίλιες φορές καλύτερα την παρέα των αγοριών! - Μ’ αρέσουν οι σωστοί άντρες. - Τι ξέρεις από τέτοια; - Βέβαια δεν ξέρω… Να, έτσι καταλαβαίνω…

    40 / 214

  • Περπατούσαν µε αργό βήµα, µια πάνω, µια κάτω. O Αλέκος ακολου-θούσε τους δυο άλλους βαδίζοντας στη µέση του δροµάκου, για να µη χτυπάει στα κλωνιά η περικεφα-λαία. Η µικρή σταµάτησε για µια στιγµή και σήκωσε το αριστερό της χέρι να κόψει κάποιον ανθισµένο κλώνο. Χµ, να, τώρα θα τους προσφέρει από ένα κοµµατάκι, έτσι, στρογγυλεύοντας το µπράτσο και υψώνοντας το µικρό της δάχτυλο, για να δείχνει πιο χαριτωµένη τάχα… Εκείνη έχωσε το µουτράκι της µέσα στον ανθό. Τα µάτια της, µεγάλα και κάπως παραξενεµένα, ρεµβάσανε ανάµεσα στα φύλλα του κλωνιού –µια παιδιάτικη ρέµβη, µια ιδέα– και δυο χείλια, λίγο σκασµένα τώρα το χειµώνα, σιγοπαίζανε πάνω στα λευκά λουλούδια. Σα να ’συρε και κάποιες λέξεις ξενικές –ω,

    41 / 214

  • καταλάβανε πως είπε dolce,* τόσο πράµα δα!– µ’ όλο που πρόφερνε ντόλ che και η φωνή της χασοµε-ρούσε στις συλλαβές του τόνου. - Πφ!, έκανε ο Λοΐζος, ονειρεύε-σαι µε ορθάνοιχτα µάτια!

    Κ. Πολίτης, Eroica, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

    * dolce: γλυκό

    ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1 Βρείτε τα πρόσωπα που αναφέ-ρονται στο απόσπασμα, αποδίδο-ντας στο καθένα το ρόλο που του αντιστοιχεί. Εξετάστε επίσης ποιο πρόσωπο αφηγείται και με ποιον τρόπο παρεμβαίνει στην αφήγηση, κάνοντας ειδική αναφορά στα σχετικά σημεία του κειμένου.

    42 / 214-215

  • 2 Γιατί παρεμβάλλονται στο κείμενο ξενικές ή εξελληνισμένες εκφράσεις; 3 Παρατηρήστε τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις της Μόνικας. Πώς τη χαρακτηρίζετε και γιατί; 4 Πώς φέρονται ο Λοΐζος και ο Αλέκος στη Μόνικα; Ποιο από τα δύο παιδιά κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον σας και γιατί;

    ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

    ♦ Στον καθημερινό λόγο μας πολ-λές φορές χρησιμοποιούμε ξενικές εκφράσεις. Συγκεντρώστε τέτοιες εκφράσεις και εξετάστε γιατί συνη-θίζουμε να τις χρησιμοποιούμε. ♦ Περιγράψτε ένα δικό σας αυτοσχέδιο ομαδικό παιγνίδι σε εξωτερικό χώρο ή ζωγραφίστε μια σκηνή από το εφηβικό παιγνίδι που περιγράφει ο Κ. Πολίτης.

    43 / 215

  • Νίκη Ελευθεριάδη, Έσπερος Μυτιλήνης

    44 / 215

  • ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ

    Η ψυχή του νησιού

    Η σκηνή από το αφήγηµα Το σπίτι µου (1965) της Μέλπως Αξιώτη δια-δραµατίζεται στο µεταίχµιο µιας εποχής. Η παλιά Μύκονος χάνεται µαζί µε τους ηλικιωµένους κατοί-κους της· το νησί αλλάζει φυσιο-γνωµία, συγκεντρώνει τουρίστες, και οι νέοι του εναρµονίζονται µε τις µοντέρνες υλικές αντιλήψεις. Τρία πρόσωπα είναι παρόντα στον «παράλυτο» διάλογο στο απόσπα-σµα που ακολουθεί: δύο ντόπιοι (ο Γιώργης, ο γέρος) και ο µηχανικός, ο οποίος, αν και Aθηναίος κατα-σκευαστής οικοδοµών, συναι-σθάνεται την αγωνία των κατοίκων για το νησί τους.

    45 / 216

  • πήρε να νυχτώνει πια για τα

    καλά, και τότε στου Γιώργη το σπίτι εµπήκε ο γέρος. Είπανε λοιπόν τα καλησπερίσµατα, ο γέρος ήξερε πού είναι η θέση η δική του για να πάει να καθίσει κι εκάθισε. Άσχετο τώρα αν ο τυφλός δεν µπορούσε να το δει, µα µε τα χρόνια το µάτι του γέρου είχε στρογγυλέψει και το χρώµα θαρρείς πως εσκούρυνε, ενώ µέσα στο σαλότο* όλα, όλα, είναι όπως ανέκαθεν ήτανε και το φως χαµηλό. Το λόγο έχει ο συγκολλητής.* Oλοφάνερο είναι πως συνεχίζει µόνο για το µηχανικό την αρχισµένη κουβέντα. O γέρος * σαλότο: σαλόνι * συγκολλητής: ο υπάλληλος που αποκαθιστά τα αρχαία αγάλµατα

    Ε

    46 / 216

  • όµως απαντά. O µηχανικός σκέφτε-ται. Κι ο διάλογος είναι παράλυτος.

    «Όπως λοιπόν σας έλεγα ότι πολλοί µε περιµένουν να πεθάνω στην τρύπα µου, βλέπετε όµως! Αργώ».

    «Μα δεν έχει δα την ανάγκη σου ο ξένος για να ποθάνεις, ετούτα δεν του χρειάζονται τα πατικωµένα σπίτια µες στη Σκάρπα, που να τα τρώει η θάλασσα µες στις γρασίες. Εκείνος µάτια µου χτίζει τώρα στο µεϊντάνι,* πάνω στην άµµο του γιαλού! Κι αµέ να δεις το θάµασµα, οπού σαν θ’ αγοράσει ο ξένος τη γης, εκειδά γύρω ο τόπος µονοµιάς ακριβαίνει!»

    «Σύµφωνα µε τη λογική –συλλο-γίζεται ο µηχανικός– ο κόσµος αυτός πρέπει να είναι πεθαµένος,

    *µεϊντάνι: πλάτωµα, ανοιχτός χώρος

    47 / 216

  • σύµφωνα όµως µε ό,τι βλέπεις, είναι βέβαιο ότι ζει».

    «Τα έχοµε όλα έτοιµα στο µπαού-λο και τις κόφες,* όπως γίνεται σε νοσοκοµείο, που µαζεύουν κάθε µέρα τα κρεβάτια και τυλίγουν σεντόνια».

    «Αµέ! Άλλη φορά ο ξενιτεµένος στέκονταν στα πανιά πότε νά ’ρθει η ώρα να γυρίσει στο σπιτικό του, και τώρα σου βαστά τα πράµατα δεµένα για να βγει όξω απ’ το σπίτι του».

    «Κανείς δε θα χρειάζεται, κανέ-νας πια δε θα ’ναι από τούτους. Άλλοι θα κατοικούν εδώ· όπως εγώ. ∆ε µε χρειάζονται πια στο Μουσείο».

    «Τώρα για το Μουσείο εφέρανε * κόφες: καλάθια

    48 / 216

  • ένα φύλακα µε τα στρατιωτικά. Τη στολή».

    «Το βέβαιο είναι πως έρχονται απ’ την Αµερική οι οµογενείς, βλέ-πουν το µέρος που γεννήθηκαν, το βρίσκουν πράγµατι πολύ µοδέρνο, θαυµάζουν. Μα τι να γίνει όµως, τι να γίνει!».

    «Αµέ! Όσα δεν κάµει ο καιρός τ’ αποτελεύει ο άνθρωπος».

    «Η ψυχή του νησιού –συλλογί-ζεται ο µηχανικός– πάει και τρυπώνει σ’ ένα χώρο όλο και πιο συµπιεσµένο, που συνεχώς τον φοβερίζουν πως θα τον σκοτώσουν, αυτός όµως διατηρεί τη συµφωνία ανάµεσα στον κάτοικο και την πόλη».

    «Και σκέπτοµαι κάτι πράγµατα… Σε λίγο λέω πως δε θα υπάρχει ούτε ένα παιδί µας να ξέρει το σπίτι

    49 / 217

  • όπου έζησε εδώ ένας ποιητής… ο Γιάννης ο Γρυπάρης».

    «∆ε λες που δε θα ξέρουνε τα παιδιά µηδέ το γάιδαρο! Έχουνε τώρα φερµένα τα µηχανικά».

    «Και συλλογίζοµαι πώς να γίνει, µα πώς να γίνει…»

    Εδώ τον κόβει ο γέρος. «Καλέ πλουτύνανε οι άνθρωποι,

    αλλάξανε τη φύση τωνε. Τώρα γινήκανε στεριανοί. Στον καιρό µου ο κόσµος ήτανε εδώ θαλασσινός, µες στην αρµύρα µέχρι το λαιµό του! Oπού γινήκανε στεριανοί, ξενοδόχοι, πλήθος οι ξενοδόχοι, υπερετούνε τον ξένο βλέπεις, έχουν και τη µπουτίκα,* υπερετούνε και µέσα κει. Ετούτη η µπουτίκα είναι ακόµα το σπίτι σου, µα δεν είναι το σπίτι σου, είναι προορισµένη στην * µπουτίκα: µπουτίκ, κατάστηµα

    50 / 217

  • πούληση. Θέλει ο ξένος να πάρει την καρέκλα σου οπού κάθεσαι; εξάπαντος θα τηνε πάρει· θέλει το πιατικό σου, ορίστε το πιατικό σου. Έχει, έχει πράµα µπόλικο, και σαν θα τελειώσει, θα ’ρθει άλλο πράµα, κι όλα, όλα πουλιούνται, όλα, όλα».

    «Η Ευρώπη υποταγµένη –θυµήθηκε ο µηχανικός που το είχε διαβάσει για τον Καναδά– από αιώνα σε αιώνα, σε µετανα-στεύσεις, σε αποδηµίες, σε κύµατα περιηγητών, χρωστά µια κάποια επιδεξιότητα σ’ αυτές τις συναναστροφές. Το Κεµπέκ,* που ζούσε κατά τα τελευταία χρόνια κάτω απ’ τη µατιά του

    * Κεµπέκ: σηµαντικό λιµάνι του Καναδά, πρωτεύουσα της οµώνυµης επαρχίας

    51 / 217

  • Θεού, ανακαλύπτει ξαφνικά πως βρίσκεται κάτω απ’ το βλέµµα του ξένου».

    Μ. Αξιώτη, Άπαντα,

    τόµ. 8, Κέδρος

    ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1 Ποιες ιδιομορφίες παρουσιάζει ο διάλογος ανάμεσα στα πρόσωπα και γιατί χαρακτηρίζεται «παράλυτος»; 2 Σε ποια σημεία του κειμένου δια-φαίνεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των κατοίκων της Μυκόνου και με ποιο άλλο πρότυπο συγκρίνεται; 3 Πώς αποτυπώνει η συγγραφέας τους συλλογισμούς του μηχανικού; 4 Ποιες σκέψεις φαίνεται ότι τον απασχολούν;

    52 / 217-218

  • 4 Πώς αντιλαμβάνεστε τη φράση του γέρου: «...πλουτύνανε οι άνθρωποι, αλλάξανε τη φύση τωνε»; ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

    ♦ Αν ζείτε σε τουριστικά αναπτυγ-μένο μέρος, περιγράψτε πώς αλλάζει η φυσιογνωμία του τόπου σας τους καλοκαιρινούς μήνες. Αν στον τόπο που ζείτε δεν υπάρχει τουριστική ανάπτυξη, αναζητήστε τους λόγους που απέτρεψαν την τουριστική αξιοποίησή του. Συζητήστε το θέμα με τους συμμα-θητές και τους καθηγητές σας, εξετάζοντας κατά πόσο αυτό ωφέ-λησε ή έβλαψε τον τόπο σας.

    53 / 218

  • Ν. Λύτρας, Βάρκα µε πανί

    54 / 218

  • H NEOTEPH ΛOΓOTEXNIA

    Mεταπολεµική και σύγχρονη λογοτεχνία

    O όρος «µεταπολεµική λογοτεχνία» χρησιµοποιείται περισσότερο για να δηλώσει το έργο των νέων δηµι-ουργών που άρχισαν να εκδίδουν τα ποιήµατα και τα πεζογραφήµατά τους µετά τον τερµατισµό του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου, στη διάρκεια κυρίως των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Στο έργο των µεταπολεµι-κών αυτών λογοτεχνών έχουν κυρί-αρχο ρόλο τα νεανικά τους βιώµατα (Πόλεµος, Κατοχή, Αντίσταση, εµφύλιες συγκρούσεις) σε συνδυα-σµό µε τον έντονο κοινωνικό προβληµατισµό τους. Με τον όρο «σύγχρονη λογοτεχνία» δηλώνεται κυρίως η πρόσφατη λογοτεχνική

    55 / 219

  • παραγωγή νεότερων συγγραφέων, οι οποίοι έγραψαν ποιήµατα και πεζά στη διάρκεια των τριών τελευ-ταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα.

    Oι περισσότεροι µεταπολεµικοί ποιητές συνέχισαν τη νεωτερική ποίηση που καθιέρωσαν οι προη-γούµενοι ποιητές, συγχρόνως όµως διαφοροποιήθηκαν αισθητά από αυτούς στη θεµατική, την ιδεολογία και τη γλώσσα. Βασικό τους ζητού-µενο ήταν η στενή σύνδεση της τέχνης µε τη ζωή, γι’ αυτό αναφέρ-θηκαν κυρίως σε θέµατα άµεσου κοινωνικού ενδιαφέροντος και σύγχρονου πολιτικού προβληµατι-σµού, επηρεασµένοι από το γενικό-τερο πνεύµα της εποχής, που χαρακτηριζόταν από έντονη ιδεολο- γική αντιπαράθεση και από µαχητικούς κοινωνικούς αγώνες.

    56 / 219

  • Γιάννης Γαΐτης, Το είδωλο Στη διάρκεια των επόµενων δεκαε-τιών, του ’60 και του ’70, οι περισ-σότεροι µεταπολεµικοί και νεότεροι ποιητές ανέπτυξαν κριτική διάθεση και υπαρξιακό προβληµατισµό απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και στα καθηµερινά προβλήµατα (κοι-νωνικά αδιέξοδα, ψυχική αποξένω-ση, αστικοποίηση κ.ά.), στην προσπάθειά τους να επαναπροσδι-ορίσουν τον κοινωνικό ρόλο του

    57 / 219

  • ποιητή και της ποίησης στη σύγχρονη εποχή. Με τον ίδιο τρόπο το έργο των µεταπολεµικών πεζογράφων συνδέεται στενά µε τη σύγχρονή τους ιστορική πραγµατι-κότητα. Oι σηµαντικότεροι συγγρα-φείς δέχτηκαν γόνιµες επιδράσεις από το µοντέρνο ευρωπαϊκό µυθι-στόρηµα και υιοθέτησαν νεωτερικές αφηγηµατικές τεχνικές. * Βασικές πληροφορίες γύρω από τους εκπροσώπους, τα λογοτεχνικά ρεύµατα και τις τάσεις της περιόδου θα βρείτε στην Ιστορία της Nεοελλη-νικής Λογοτεχνίας του Γυµνασίου και στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων.

    58/ 219

  • ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

    Τα δώρα Το κύριο πρόσωπο του ποιήµατος εδώ είναι ο ποιητής. Μέσα από εικόνες της καθηµερινής ζωής το ποίηµα αναφέρεται µε συµβολικό τρόπο στη σχέση του ποιητή µε τους ανθρώπους. Προέρχεται από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Σαχτούρη Παραλογαίς (1948).

    ήµερα φόρεσα ένα

    ζεστό κόκκινο αίµα σήµερα οι άνθρωποι µ’ αγαπούν µια γυναίκα µού χαµογέλασε ένα κορίτσι µού χάρισε ένα κοχύλι ένα παιδί µού χάρισε ένα σφυρί

    Σήµερα γονατίζω στο πεζοδρόµιο καρφώνω πάνω στις πλάκες τα γυµνά άσπρα ποδάρια

    Σ

    59 / 220

  • των περαστικών είναι όλοι τους δακρυσµένοι όµως κανείς δεν τροµάζει όλοι µείναν στις θέσεις

    που πρόφτασα είναι όλοι τους δακρυσµένοι όµως κοιτάζουν τις ουράνιες

    ρεκλάµες* και µια ζητιάνα που πουλάει

    τσουρέκια στον ουρανό

    ∆υο άνθρωποι ψιθυρίζουν τι κάνει την καρδιά µας καρφώνει; ναι την καρδιά µας καρφώνει

    ώστε λοιπόν είναι ποιητής

    Μ. Σαχτούρης, Ποιήµατα, Κέδρος * ρεκλάµες: φωτεινές επιγραφές, διαφηµίσεις· η λέξη εδώ χρησιµοποιείται µεταφορικά

    60/ 220

  • ΕΡΓΑΣΙΕΣ

    1 Γράψτε τις ενέργειες του ποιητή, σύμφωνα με τη σειρά που παρου-σιάζονται στο ποίημα, και εξηγήστε τη σημασία εκείνης της ενέργειας που θεωρείτε σημαντικότερη. 2 Ο ποιητής παίρνει το σφυρί που του χάρισε το παιδί, γονατίζει στο πεζοδρόμιο και καρφώνει τα πόδια των περαστικών. Πώς θα περιμένα-τε να αντιδράσουν οι περαστικοί και πώς τους εμφανίζει να αντιδρούν ο Σαχτούρης; 3 Το μεγαλύτερο μέρος του ποιή-ματος είναι πρωτοπρόσωπη αφή-γηση. Σε ποιο σημείο, με ποιον τρόπο και για ποιο σκοπό διαφο-ροποιείται ο αφηγηματικός χαρακτήρας του ποιήματος; 4 Ποιες από τις εικόνες του ποιή-ματος σας έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση και γιατί;

    61 / 221

  • ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

    ♦ Πολλές σκηνές του ποιήματος θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής. Με βάση αυτό, να απαντήσετε στα εξής: α) Ποια χρωματική αίσθηση είναι

    περισσότερο έντονη; β) Σε ποια καλλιτεχνική τεχνοτρο-

    πία πιστεύετε ότι ταιριάζουν το θέμα και οι εικόνες του ποιήματος; ♦ Τι θα χαρίζατε εσείς στον ποιητή και πώς πιστεύετε ότι θα το χρησι-μοποιούσε;

    Γιάννης Μόραλης, Το τραπέζι 62 / 221

  • ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

    Στο παιδί μου Το ποίηµα εντάσσεται στην ποιητι-κή συλλογή O στόχος η οποία πρω-τοεµφανίστηκε το 1970 στη συλλο-γική έκδοση ∆εκαοχτώ κείµενα, µια σηµαντική αντιδικτατορική κατάθε-ση κορυφαίων πνευµατικών ανθρώ-πων. O ποιητής υποστηρίζει τη συγκεκριµένη και κυριολεκτική αναφορά στην πραγµατικότητα αντί της ωραιοποιηµένης εκδοχής που παρουσιάζουν τα «παραµύθια».

    το παιδί µου δεν άρεσαν ποτέ

    τα παραµύθια

    Και του µιλούσανε για ∆ράκους και για το πιστό σκυλί

    Σ

    63 / 222

  • Για τα ταξίδια της Πεντάµορφης και για τον άγριο λύκο

    Μα στο παιδί µου δεν άρεσαν ποτέ

    τα παραµύθια

    Τώρα, τα βράδια, κάθοµαι και του µιλώ

    Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,

    Του δείχνω µε το χέρι τους κακούς, του µαθαίνω

    Oνόµατα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς µας.

    Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέµε την αλήθεια στα παιδιά.

    Μ.Αναγνωστάκης, Τα ποιήµατα, Πλειάς

    64 / 222

  • ΕΡΓΑΣΙΕΣ

    1 Πώς ορίζεται η αλήθεια στο ποίη-μα του Αναγνωστάκη; Ποια στοιχεία κατοχυρώνουν την ηθική αξία της; 2 Η λέξη «παραμύθι» έχει δύο ση-μασίες στη γλώσσα μας: α) λαϊκή διήγηση με φανταστικό θέμα, συνή-θως προσαρμοσμένη έτσι ώστε να απευθύνεται σε παιδιά, και β) ψέμα. Πώς αξιοποιείται η διπλή σημασία της λέξης στο ποίημα; 3 Σε ποιους αναφέρεται το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο στο δεύτερο στίχο του ποιήματος («του μιλού-σανε»); Γιατί το «τώρα» (πέμπτος στίχος) είναι κρίσιμο; 4 Στο ποίημα γίνεται αναφορά σε διάφορα παραμύθια. Προσπαθήστε να ταυτίσετε τα στοιχεία που δίνο-νται με γνωστά σε εσάς παραμύθια, εντοπίζοντας ταυτόχρονα το συμβολισμό τους.

    65 / 223

  • ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

    ♦ Σε ποια ηλικία πρωτοακούσατε εσείς παραμύθια και από ποιον; Τώρα, που είστε έφηβοι, ποια γνώμη έχετε για αυτά; ♦ Συγκρίνετε τη σχέση γονιού και παιδιού που περιγράφει ο Αναγνω-στάκης με τη δική σας οικογενειακή κατάσταση. Αναφερθείτε στις ομοι-ότητες και στις διαφορές διαπαιδα-γώγησης που εντοπίζετε στη δική σας οικογένεια, σε σχέση με αυτήν που ακολουθεί ο ποιητής.

    Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας,Λαϊκά παιχνίδια

    66 / 223

  • ΚΙΚΗ ∆ΗΜΟΥΛΑ

    Τα πάθη της βροχής Το ποίηµα ανήκει στη συλλογή Το λίγο του κόσµου (1971). Το συναί-σθηµα της µοναξιάς από την απου-σία ενός αγαπηµένου προσώπου αναδύεται µέσα από τη µελαγχολική ατµόσφαιρα του ποιήµατος. Η ποιήτρια, δηµιουργώντας µια υπο-βλητική ατµόσφαιρα, δίνει στο πραγµατικό µια άλλη διάσταση: ο µονότονος ήχος της βροχής που ακούγεται µέσα στη νύχτα, καθρε-φτίζοντας τη συναισθηµατική της κατάσταση, µεταµορφώνεται στη λέξη που εκείνη επιθυµεί να προφέρει.

    ν µέσω λογισµών και

    παραλογισµών Ε

    67 / 224

  • άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα µεσάνυχτα

    µ’ αυτόν τον νικηµένο πάντα ήχο σι, σι, σι. Ήχος συρτός, συλλογιστός,

    συνέρηµος, ήχος κανονικός κανονικής βροχής. Όµως ο παραλογισµός άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση µου ’µαθε για τους ήχους. Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω

    τη βροχή, σίγµα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά

    στο σίγµα, κρυστάλλινα ψηφία που

    τσουγκρίζουν και µουρµουρίζουν ένα εσύ, εσύ,

    εσύ. Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ, όλη τη νύχτα ο ίδιος παρεξηγηµένος ήχος, αξηµέρωτος ήχος,

    68 / 224

  • αξηµέρωτη ανάγκη εσύ, βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισµένη κάτι µακρύ να διηγηθεί και λέει µόνο εσύ, εσύ, νοσταλγία δισύλλαβη, ένταση µονολεκτική, το ένα εσύ σαν µνήµη, το άλλο σαν µοµφή και σαν µοιρολατρία, τόση βροχή για µια απουσία, τόση αγρύπνια για µια λέξη, πολύ µε ζάλισε απόψε η βροχή µ’ αυτή της τη µεροληψία όλο εσύ,εσύ,εσύ, σαν όλα τ’ άλλα να ’ναι αµελητέα και µόνο εσύ, εσύ, εσύ.

    Κ. ∆ηµουλά, Το λίγο του κόσµου, Στιγµή

    69 / 224-225

  • [ Λευτέρης Κανακάκις, 17 Ιουλίου

    ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1 Με ποιον τρόπο δημιουργείται η εντύπωση του ακούσματος της λέξης «εσύ»; 2 Εντοπίστε τις παρηχήσεις που υπάρχουν μέσα στο ποίημα και εξετάστε τη λειτουργία τους. 3 Παρόλο που επαναλαμβάνεται η λέξη «εσύ», το ποίημα έχει περισ-σότερο τη μορφή μονολόγου.

    70 / 225-226

  • Από ποια στοιχεία διαπιστώνεται και πώς συμβάλλει αυτή η μορφή στη δημιουργία του μελαγχολικού κλίματος που κυριαρχεί στο ποίημα; 4 «...βραδύγλωσση βροχή...εσύ»: Τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να διηγηθεί η βροχή; Επινοήστε μια δική σας ιστορία, λαμβάνοντας υπόψη σας τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ♦ Συζητήστε στο μάθημα της Φυσικής και της Χημείας για τη δημιουργία της βροχής, για τα είδη της, καθώς και για τις επιπτώσεις μεγάλων περιόδων βροχόπτωσης στο κλίμα της χώρας και στη διάθεση των ανθρώπων.

    71 / 226

  • Γκολφίνος, Σελίδες ηµερολογίου Β΄ (λεπτοµέρεια)

    72 / 226

  • ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

    Οι μεγάλοι Το ποίηµα της Τζένης Μαστοράκη ανήκει στη συλλογή ∆ιόδια (1972), που εκδόθηκε όταν η ποιήτρια ήταν 23 ετών. Κεντρικός άξονας του ποιήµατος είναι η σχέση των νέων της γενιάς του ’70 µε τους νέους της προηγούµενης γενιάς, που έζησε τη νεότητα της στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’40.

    ι µεγάλοι

    κουβαλούν πάντα µέσα τους το παιδί που υπήρξαν στο δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο το κορίτσι που δεν πρόφτασαν

    να φιλήσουν

    Ο

    73 / 227

  • έναν αγιάτρευτο καηµό λαχανίδας.* Το πρώτο χνούδι

    στο πανωχείλι τους τους Βαρβάρους του Καβάφη* και µια παλιά φυµατίωση. Τις µέρες τους καταχωρισµένες σε δελτία

    τροφίµων. Ένα καρφί στον τοίχο µπορούσε να σηµαδέψει µια εποχή – τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν * έναν αγιάτρευτο καηµό λαχανίδας: αναφορά στην εποχή της Κατοχής, όταν οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και οι λαχανίδες ήταν συνηθισµένο –-αλλά και αυτό δυσεύρετο– φαγητό στην Αθήνα * οι Βάρβαροι του Καβάφη: το ποίηµα «Περιµένοντας τους βαρβάρους»

    74 / 227

  • µε τον καθρέφτη κρεµασµένο στο παράθυρο.

    Όνειρα συνοικιακά σα µια µοτοσυκλέτα µε καρότσα για πολυµελείς οικογένειες. Εµείς κουβαλάµε, απλούστατα, µέσα µας τους µεγάλους.

    Τ. Μαστοράκη, ∆ιόδια, Κέδρος

    ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1 Βρείτε τα στοιχεία που συνθέ-τουν την εποχή των «μεγάλων», καθώς και τα βιώματα των ανθρώπων της εποχής αυτής. 2 Συγκρίνετε το τέλος με την αρχή του ποιήματος και σχολιάστε τη σημασία της φράσης «Εμείς κουβαλάμε ...μεγάλους».

    75 / 227-228

  • 3 Η ποιήτρια, όταν γράφει το ποίημα, είναι περίπου είκοσι ετών. Οι «μεγάλοι» γι’ αυτήν –δηλαδή η γενιά των γονιών της– έχουν ζήσει την εποχή του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Οι δικοί σας «μεγάλοι» ποιας εποχής βιώματα κουβαλούν μέσα τους και με ποιον τρόπο σάς τα κοινοποιούν; ∆ΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

    ♦ Βρείτε από διάφορες πηγές πληροφορίες για την εποχή της Κατοχής και μελετήστε τα σχετικά κείμενα του βιβλίου της Ιστορίας σας. Συγκρίνετε τα στοιχεία που θα συγκεντρώσετε με τα στοιχεία που συνοπτικά σας δίνονται στο ποίημα.

    76 / 228

  • Χρόνης Μπότσογλου, Μια προσωπική Νέκυια

    77 / 228

  • ∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ

    Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου Στο παρακάτω απόσπασµα από το µυθιστόρηµα Το διπλό βιβλίο του ∆ηµήτρη Χατζή (1976), ο Ηπειρώτης ∆ηµήτριος Σκουρογιάννης επιστρέ-φει στο χωριό του, τερµατίζοντας τον εικοσάχρονο ξενιτεµό του στη Γερµανία. O Σκουρογιάννης, αν και έχει πραγµατοποιήσει το όνειρο της επιστροφής του και βρίσκεται πια ανάµεσα στους συγχωριανούς του, αντιµετωπίζει πρωτόγνωρα συναι-σθήµατα εσωτερικής µοναξιάς και ψυχικής αποξένωσης.

    ήρε, λοιπόν, τη µικρή του τη σύ-

    νταξη για τα είκοσι χρόνια του, είχε βέβαια και κάτι λεφτά µαζεµένα µε την τόση τη στέρηση και ξεκίνησε

    Π

    78 / 229

  • αµέσως για την Ελλάδα –πίσω για το Ντοµπρίνοβο– Ηλιοχώριον, επαρχία ∆ωδώνης. Μέσα για µέσα στην καρδιά του Πίνδου. ∆ηµήτριος Σκουρογιάννης –ι Μήτρους που λέγαµε,– ο επιστήθιος* φίλος µου και φίλος πολύ και του συγγραφέα µας. Στα σαράντα πέντε του πια, µα γερός ακόµα σαν βούβαλος, στρογγυλοπρόσωπος, αγριοµάλλης, µεγαλόκορµος και στραβοπόδαρος, όπως είναι όλοι τους από κείνα τα µέρη, από κείνα τα βουνά τα µεγάλα.

    Και γύρισε ο Σκουρογιάννης εκεί. Έτσι που το ’χε τάξει στον εαυτό του. Αυτό το Ντοµπρίνοβο ήταν το στήριγµα της καρδιάς του στα χρόνια της ξενιτιάς, ήταν το τέρµα του µακρινού ταξιδιού του – κι * επιστήθιος: πολύ στενός

    79 / 150

  • η ανταµοιβή του µαζί. Τα µεγάλα βουνά της πατρίδας ερχόνταν και ξαναρχόνταν στην ερηµιά του ξένου του τόπου, σκεπάζοντας µε την αχλύ τη γαλάζια τους την καταχνιά της βορεινής πολιτείας. Και το βράδυ πάλι, καθώς έκλεινε αποστα-µένος τα µάτια του, το ξερό, µονότο-νο όλη µέρα κροτάλισµα των σιδε-ρικών, που βούιζε ακόµα στ’ αυτιά του, σκεπαζότανε σιγά σιγά από κείνο το γνώριµο, το βαθύ τους ανάσασµα των χιλιάδων και χιλιά-δων πεύκων κι ελάτων στον Πίνδο –εκεί, σε κείνον τον τόπο, που ’ταν ο τόπος του, όσο δεν ήτανε κανε-νός– κι αποκοιµότανε µέσα σ’ αυτό.

    Κρυφά, να µη φανερώνεται στους άλλους και τον αποπαίρνου-νε µε τις σαχλαµάρες και τα πειράγ-µατα του ελληνικού καφενείου, αυτόν το γυρισµό δούλευε µέσα του

    80 / 229

  • – και τον χαιρόταν που θα τον είχε. Να τελειώσει καµιά φορά µε τις νόρµες,* τα ακόρντ,* τα όρντουνγκ,* τα συρµατόσκοινα, και να τελειώσει και µε την άσφαλτο, το τσιµέντο και τ’ αλουµίνιο, να φτάσει κάποτε κει:

    – Κόβι, Μήτρου µ’, κόβε να γυρί-σουµε καµιά φορά…

    Και καµιά φορά ξεχνιόταν ωστό-σο, ξεσπούσε µπροστά στους άλλους: «Ιµείς από του Ντουµπρί-νουβουν», «Ιµείς εκεί στο Ντουµπρί-νουβον… Ιδέαν δεν έχετε ισείς…». - Παράτα µας, ρε Σκουρογιάννη, µ’ αυτό το Ντοµπρίνοβο, του ριχνόνταν όλοι.

    Τότες έσκυβε το κεφάλι, φού-σκωνε τα µάγουλά του, µετάνιωνε που του ξέφυγε και το ξανάπε,

    * νόρµες: κανονισµοί * ακόρντ: σύµβαση εργασίας * όρντουνγκ: κανονισµός, τάξη

    81 / 229

  • σώπαινε κι ορκιζότανε µέσα του να φυλάγεται, να το φυλάει για τον εαυτό του, θησαυρό του, καηµό του.

    Αύγουστος ήταν. Από τη Θεσσα-

    λονίκη που κατέβηκε µε το τρένο –τίποτα δε στάθηκε να δει– γραµµή λεωφορείο και στην Κοζάνη, γραµ-µή κι από κει για την Κόνιτσα. Εκεί το νοίκιασε το µικρό ηµιφορτηγό για τις έξι βαλίτσες του, κάτι δέµατα, κάτι πακέτα, άλλα µικρότερα – τα καζάντια* του στη Γερµανία. Σε τρεις–τέσσερες ώρες σταµατήσανε στο µικρό µπακάλικο – ήταν από τότε, πριν φύγει. Τώρα, µε το δρόµο που φκιάξανε, το µεγαλώσανε και σταµατούν εκεί τα λεωφορεία. Κατέ-βασε τα πράµατα, πλήρωσε * καζάντια: οικονοµική προκοπή, εισοδήµατα

    82 / 230

  • τον άνθρωπο, έφυγε το φορτηγάκι, αυτός στάθηκε µια στιγµή και κοίταξε γύρω του. Αριστερά του το βουνό της Λάιστας, κάτω η βαθιά ποταµιά που πάει µε τ’ άλλα νερά να βρει τον Αώο. Το χειµώνα βουί-ζει, η πλατιά της χαλικαριά λαµπο-κοπάει τώρα µέσα στον ήλιο. Πέρα, µπροστά του, ο Γυφτόκαµπος. Αντί-κρυ του εκείνη η πλαγιά µε τα πεύ-κα, τα ελάτια να κατρακυλούν αρα-διαστά, πυκνά, στητά, φουντωτά. Ξωπίσω της, πέρα, τα βουνά τα µε-γάλα – όπως τα ’ξερε. O τόπος του.

    Είκοσι χρόνια τα ’στειλε ταχτικά κάθε µήνα στους γονιούς του τα ογδόντα του µάρκα και να ’ρθει δεν θέλησε. ∆εν ήτανε µόνο για τα λεφτά, την οικονοµία· και δεν ήταν ύστερα µονάχα για τη δικτατορία, τις φασαρίες. Χωρίς να το ξέρει, χωρίς να µπορεί να σκεφτεί τέτοια

    83 / 230

  • πράµατα, ήταν κι αυτός από τους ανθρώπους εκείνους που δεν το λιανίζουνε* τ’ όνειρό τους, το θέλουν ακέριο, σωστό, µια και καλή, το φκιάχνουνε µέσα τους, το στή-νουνε, το δουλεύουν και ξέρουν, µπορούνε να την καρτερούνε την ώρα του.

    Το χωριό αρχίζει λίγο πιο κάτω απ’ το δρόµο, κατηφορίζοντας από τούτη τη µεριά της βαθιάς κοιλάδας. Τίποτα δε φαίνεται από το δρόµο. Μεγάλες καρυδιές τα κρύβουν, τα σκεπάζουν ολότελα τα πέτρινα σπίτια του ως κάτω στην εκκλησία µε τον πελώριο πλάτανο µπρος της. Το µεσηµέρι κρατούσε ακόµα, ψυχή δεν ήταν στο δρόµο. Τράβηξε τα πράµατά του στην άκρη, κάθισε * λιανίζουν: κόβουν σε µικρά κοµµάτια

    84 / 230

  • στον ίσκιο πάνω σ’ ένα κασόνι κι άκουγε τα τζιτζίκια. Σήκωσε µια στιγµή το κεφάλι κατά το δέντρο, χαµογέλασε – τον καλωσορίζανε.

    Εκεί τον βρήκαν αργότερα, τον γνωρίσανε, τον βοήθησαν να κατε-βάσουν τα πράµατα, µπήκε στο πατρικό του, ήρθαν όλοι, τον καλω-σορίσανε, τον δεχτήκανε µετά χα-ράς, µείνανε ως το βράδυ µαζί του.

    Είχε φτάσει. Από τότε που γίνηκε ο κόσµος, οι Ντοµπρινοβίτες ξενιτεύονται. Στο χωριό τους γυρίζουν άµα γεράσουν. Ποτές τους δεν ήτανε ξυλοκόποι στα δάση που ’χουνε γύρω τους, αγωγιάτες στα βουνά τους, τσοµπα-ναραίοι, µαστόροι, χρυσικοί, καλαντζήδες.* Ένα παρακλάδι

    * καλαντζήδες: γανωµατζήδες· αυτοί που γυάλιζαν και συντηρού-σαν τα χάλκινα σκεύη

    85 / 230-231

  • της Εγνατίας περνούσε από κει. Το παίρνανε και τραβούσαν – όπου τους βγάλει. Ξενιτευόντανε για να καζαντίσουν. Στα Γιάννινα, τη Θεσ-σαλονίκη –τον παλιό καιρό πηγαί-νανε στα µέρη της Μαύρης Θάλασ-σας, κάτω χαµηλά στη Μεσηµβρία, τον Πύργο, την παλιά Ανατολική Ρωµυλία– δικά τους ήτανε κάποτε κείνα τα µέρη. O συγγραφέας µας λέει πως είναι ανθρώποι σε τούτο τον κόσµο που το ’χουν στο αίµα τους να προκόβουν. ∆εν πέφτουν έξω µε τις δουλειές, τα λεφτά. Oι Ντοµπρινοβίτες είναι απ’ αυτούς: γερή καρδιά, γερό κορµί, σίγουρο µάτι.

    ∆ίπατα πέτρινα σπίτια, εκκλη-σίες µεγάλες µε πλατώµατα* πλακό-στρωτα µπροστά τους, σχολειό * πλάτωµα: ανοιχτός χώρος

    86 / 231

  • δικό τους, που φκιάξανε µόνοι τους, τα στενορύµια* του χωριού τους όλα καλντερίµι* µε δουλεµένη την πέτρα – τη µαρτυρούνε την προκο-πή που κάναν στα ξένα και που τη φέραν και δω.

    Ξενιτεµένοι και τώρα, πάνε και τώρα το καλοκαίρι, µε τα γιωταχί τους, τα τρανζίστορ, τις ηλεκτρικές τους κουζίνες, µε τις νικέλινες* πολυθρόνες που κουβαλούνε µαζί τους για τις αυλές τους. Εργάτης στη Γερµανία από το Ντοµπρίνοβο δεν πήγε κανένας – αυτός, ο Σκουρογιάννης µονάχα.

    Κόσµος ήτανε και τώρα στο χωριό του, πολύς, Αύγουστο µήνα που γύρισε. Και χάρηκε βέβαια που * στενορύµια: στενά δροµάκια * καλντερίµι: λιθόστρωτος δρόµος * νικέλινες: µεταλλικές

    87 / 231

  • τους βρήκε τόσους εκεί. Άλλοι τον ’ξέραν, τους ήξερε, µ’ άλλους βρεθήκανε να ’χουν συγγένειες, παλιές γνωριµίες. Το βράδυ ανεβαί-νουνε και µαζεύονται στο µπακαλι-κάκι του δρόµου, κατεβαίνουν στην εκκλησιά µε το µεγάλο της πλάτω-µα, πότε πάλι στην πλατεία του σχολειού – µια ταράτσα πάνω από τη ρεµατιά.

    Θα ’θελε να τους έλεγε κάτι κι αυτός για τα δικά του της Γερµα-νίας, την ξενιτιά, τη νοσταλγία, τα βάσανα. Εδώ τώρα µπορούσε να το λέει πια και να µην φοβάται, πως «Ιµείς ιδώ στο Ντοµπρίνοβον…». ∆ικοί του άνθρωποι είναι γύρω του, Ντοµπρινοβίτες, Ντοµπρίνοβο είναι όλα.

    Και δεν το λέει. Από τις πρώτες µέρες ακόµα αρχίζει να νιώθει πως κάπως είναι και κάπως δεν είναι

    88 / 231

  • µαζί µε τους άλλους. Κάτι του λείπει για να ’ναι µαζί τους, για να ’ναι απ’ αυτούς. O συγγραφέας µας να ’ταν εδώ, θα µπορούσε να ’λεγε πως αυτός απόµεινε όλα τα χρόνια της Γερµανίας Ντοµπρινοβίτης, οι άλλοι δεν είναι τίποτα πια, από πουθενά δεν είναι. Όπου βρεθούνε, µόλις βρεθούνε, θ’ αρχίσουν σε λίγο να λένε πάλι για τις δουλειές τους, για τα λεφτά τους, τα µαγαζιά τους, τα πράµατα, µηχανήµατα,