ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

254
1 ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Ζητήματα λογικής, θεωρίας, μεθοδολογίας και κοινωνιολογίας της γνώσης και της επιστήμης. Διδάσκων: Δημήτρης Πατέλης «Εάν υπό τον όρο φιλοσοφία αντιλαμβανόμαστε τις αναζητήσεις της γνώσης στην πλέον γενική και στην πλέον ευρεία μορφή, τότε αυτή, προφανώς μπορεί να θεωρείται η μητέρα όλων των επιστημονικών αναζητήσεων». Άλμπερτ Αϊνστάιν. «Εάν η εξωτερική όψη των πραγμάτων ταυτιζόταν με την ουσία τους, καμία επιστήμη δεν θα χρειαζόταν». Καρλ Μαρξ. «Εάν υπό τον όρο φιλοσοφία αντιλαμβανόμαστε τις αναζητήσεις της γνώσης στην πλέον γενική και στην πλέον ευρεία μορφή, τότε αυτή, προφανώς μπορεί να θεωρείται η μητέρα όλων των επιστημονικών αναζητήσεων». Άλμπερτ Αϊνστάιν. Χανιά 2009

Transcript of ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

Page 1: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

1 1

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Ζητήματα λογικής, θεωρίας, μεθοδολογίας και κοινωνιολογίας της γνώσης και της επιστήμης.

Διδάσκων: Δημήτρης Πατέλης

«Εάν υπό τον όρο φιλοσοφία αντιλαμβανόμαστε τις αναζητήσεις της γνώσης στην πλέον γενική και

στην πλέον ευρεία μορφή, τότε αυτή, προφανώς μπορεί να θεωρείται η μητέρα όλων των επιστημονικών αναζητήσεων». Άλμπερτ Αϊνστάιν.

«Εάν η εξωτερική όψη των πραγμάτων ταυτιζόταν με την ουσία τους, καμία επιστήμη δεν θα χρειαζόταν». Καρλ Μαρξ.

«Εάν υπό τον όρο φιλοσοφία αντιλαμβανόμαστε τις αναζητήσεις της γνώσης στην πλέον γενική και στην πλέον ευρεία μορφή, τότε αυτή, προφανώς μπορεί να θεωρείται η μητέρα όλων των επιστημονικών αναζητήσεων». Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Χανιά 2009

Page 2: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

• Το πλαίσιο και τα βασικά ζητήματα της προβληματικής του μαθήματος………………..….3 • ΓΝΩΣΗ – ΝΟΗΣΗ – ΣΥΝΕΊΔΗΣΗ…………………………………………….………..….7 • Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης;

Η επιστημονική φιλοσοφία…………………………………………………………….20 Για το υποκείμενο της επιστημονικής έρευνας. Τυπολογία προσωπικοτήτων…………….22 Η διαλογικότητα στην επιστήμη………………………………………………………..26 Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία και «μηχανισμός» ανάπτυξης της επιστήμης………………26 Τυπολογίας προσωπικοτήτων και στάσεων συνέχεια…………………………………….29

• Ζητήματα θεωρίας της γνώσης, λογικής και μεθοδολογικής ανάλυσης της επιστήμης……34 Μεθοδολογία του Οργανικού Όλου: Πέραν του Διπόλου Ποιοτικών και Ποσοτικών Μονομερειών και της αντιδιαστολής Κοινωνικών και Φυσικών-Τεχνολογικών επιστημών.

1. Εισαγωγή……………………………………………………………………………………………….34 2. Γνωστική Διαδικασία, Γνώση και Επιστήμη……………………………………………………………...36 3. Μέθοδος και Μεθοδολογία……………………………………………………………………………...40 4. Η Μεθοδολογία του Οργανικού Όλου…………………………………………………………………..45

4.1. Η Γνωσιακή Συγκυρία. 4.2. Η Κρισιακή Γνωσιακή Συγκυρία και οι Επιστημονικές Επαναστάσεις. 4.3. Επιστημονικές Επαναστάσεις και Θεμέλια της Επιστήμης. 4.4. Διάνοια και Λόγος ως Βαθμίδες του Νοείν στη Γνωστική Διαδικασία. Η Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο. 4.5. Ιστορικό και Λογικό. 4.6. Οι Κίνδυνοι που Συνδέονται με Εκδοχές του Αναγωγισμού. 4.7. Διαλεκτική Λογική και Μεθοδολογία του Οργανικού Όλου 5. Ιστορική Αναδρομή στη Φιλοσοφική Μεθοδολογική Προβληματική……………………………………………73 5.1. Σύντομη Αναφορά στην Ιστορική Πορεία Μεθόδου και Μεθοδολογίας. 5.2. Η μεθοδολογία του Λογικού Θετικισμού. 5.3. Αναφορά στη Μεθοδολογία του Τ. Kuhn. 5.4. Για την Εξελικτική Επιστημολογία του Κ. Popper. 5.5. Για τη μεθοδολογία των προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας του I. Lakatos. 5.6. Ο “μεθοδολογικός αναρχισμός” του P. Feyerabend ως προάγγελος της μεταμοντέρνας διάλυσης της ορθολογικής μεθοδολογίας. 5.7. Από την Κοινωνιολογία της Γνώσης και της Επιστήμης στον Αγοραίο Κοινωνιολογισμό. Από την αναγωγή της γνώσης σε αγοραία πληροφορία στη «Μεταμοντέρνα» Διάλυση του Ορθού Λόγου και της Μεθοδολογίας. 6. Ποιοτικές και Ποσοτικές Προσεγγίσεις ………………………………………………………………………….94 6.1. Ποιόν, Ποσόν και Μέτρο: Ο Νόμος της Μετάπτωσης των Ποσοτικών Αλλαγών σε Ποιοτικές. 6.2. Ποιοτικοί και Ποσοτικοί Προσδιορισμοί στην Εμπειρία και στη Θεωρία. 6.3. Περί των Όρων και των Ορίων Χρήσης Ποσοτικών Μεθόδων και Μαθηματικοποίησης της Επιστήμης. 6.4. Ποσότητα Εναντίον Ποιότητας; Ορθολογισμός Εναντίον Βιώματος; Σκέψη Εναντίον Παρόρμησης; Ποιείν Εναντίον Αισθάνεσθαι; Απολλώνιο Εναντίον Διονυσιακού; 7. Ορισμένα Συμπεράσματα……105. Βιβλιογραφία………………………………………………………………107

• Εποπτικά – επεξηγηματικά σχήματα……………………………………………………..………………115 • Βασικές έννοιες και κατηγορίες…………………………………………………………..……………….121 • Αναφορά στην κατηγοριακή ανάλυση και ιστορική ανασύσταση του γίγνεσθαι μιας

επιστήμης……….........................................................................................................................................................158 • Η Κοινωνικοποίηση της Επιστημονικής Έρευνας και η Ιδιωτικοποίηση των Αποτελεσμάτων της. Νίκος Α.

Ασπράγκαθος,……………………………………………………………………………….170 • Επιστήμη και ανθρωπισμός.(Μ. Δαφέρμος, Ρ. Σάαντ)……………………………………………………...184 • Φύση, κοινωνία και επιστήμη…………………………………………………………………………….193 • Οι προοπτικές μιας σύγχρονης Διαλεκτικής της Φύσης και η έννοια «σύμπαν»………………………………197 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ο

Από τη ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΉ ΤΗΣ ΦΎΣΗΣ του Φ. Ένγκελς .

• Οι περιπέτειες των φυσικών επιστημόνων και μηχανικών που αγνοούν την φιλοσοφία …………………………….203 • Φυσιογνωσία και φιλοσοφία …………………………………………………………..............................................204 • Διαλεκτική………………………………………………………………………………………………………223 • Διαλεκτική των φυσικών επιστημών ………………………………………..……………………………………..227 • Κατάταξη των επιστημών…………………………………...……….……………………………………………228

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ο

• Η κοινωνική ευθύνη των επιστημόνων (Από το άρθρο του Joseph Rotblat)………….....................................................229 .

• Η λογική της ελεύθερης έρευνας και η υπαγωγή επιστήμης και παιδείας στο κεφάλαιο…................................................234

Page 3: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

3

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Το πλαίσιο και τα βασικά ζητήματα της προβληματικής του μαθήματος.

Εισαγωγικές επισημάνσεις – αφετηριακές έννοιες.

Πτυχές της διεπιστημονικής θεώρησης της επιστήμης: οικονομική, κοινωνιολογική, ψυχολογική, λογική, μεθοδολογική, ηθική, αισθητική, και φιλοσοφική. Η επιστήμη ως κοινωνικό-πολιτισμικό φαινόμενο. Φιλοσοφία και επιστήμη. A.Η θέση και ο ρόλος της επιστήμης στη διάρθρωση της κοινωνίας. 1.Η εργασία ως πυρήνας της ουσιώδους ανθρώπινης δραστηριότητας και ως υπόδειγμα κάθε δραστηριότητας.

• Τα συστατικά στοιχεία της εργασίας. • Η διάκριση των ουσιωδών πλευρών του αντικειμένου ως αναγκαίος και

ικανός όρος μετασχηματισμού του. • Σκοποθεσία και γνώση • Η ανάδειξη της σκοποθεσίας, της εποπτείας, του ελέγχου και της διοίκησης

ως σχετικά αυτοτελούς πόλου του αντιφατικού καταμερισμού της εργασίας. 2. Το κοινωνικό συνειδέναι και οι μορφές του. Φιλοσοφία, επιστήμες και λοιπές μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Η

φιλοσοφία ως επιστημονική κοσμοθεωρία. Η επιστήμη ως μoρφή κοινωνικής συνείδησης.

• Ο διττός χαρακτήρας της επιστήμης (γνώση – συνείδηση). 3. Η επιστήμη ως:

• Ερευνητική δραστηριότητα (παραγωγή – αναπαραγωγή – διάδοση γνώσης). • Αποτελέσματα – κεκτημένα (γνώσεις). • Θεσμός – οργάνωση – ιεραρχία – σχέσεις μεταξύ ανθρώπων εντός και

εκτός επιστήμης. • Παραγωγική δύναμη. 4. Ο χαρακτήρας της επιστημονικής δραστηριότητας. Η επιστήμη ως

“καθολική εργασία”. Β.Ζητήματα θεωρίας της γνώσης, λογικής και μεθοδολογίας. 1. Η διαλεκτική υποκειμένου – αντικειμένου. • Αντανάκλαση, αλληλεπίδραση, ερεθιστικότητα, ανακλαστικότητα,

αισθαντικότητα, ψυχισμός, συνείδηση. • Δραστηριότητα: υλικό και ιδεατό, αντικειμενοποίηση και από-

αντικειμενοποίηση.

Page 4: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

4

2. Σημεία, σύμβολα, και κώδικες. Γλώσσα και σκέψη. Φυσική γλώσσα και τεχνητές γλώσσες. Τυποποίηση της γλώσσας.

3. Προεπιστημονική γνώση και επιστημονική γνώση. Καθημερινή συνείδηση και “κοινός νους”.

4. Εμπειρικό και θεωρητικό, αισθητηριακό και ορθολογικό. • Το “γεγονός” της επιστήμης και της καθημερινής συνείδησης. • Το γεγονός ως μέρος του επιστητού. • Το γεγονός ως ενότητα αισθητηριακού και ορθολογικού. • Παρατήρηση και πείραμα • Γνωσεολογικές ιδιαιτερότητες του πειράματος. • Μετρήσεις και μετρικά πειράματα. • Τα μοντέλα και η πειραματική λειτουργία τους. Προσομοίωση. 5. Διάνοια και λόγος ως βαθμίδες της ενιαίας και αντιφατικής επιστημονικής

νόησης. • Μέθοδος και μεθοδολογία: τα μέσα και οι τρόποι της έρευνας. Οι

παράμετροι και τα κριτήρια επιλογής της μεθόδου. • Η μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Ανάλυση

– σύνθεση, επαγωγή – απαγωγή. Η λογική δομής της επιστημονικής νόησης. • Τυπική και διαλεκτική λογική. 6. Αρχές της διαλεκτικής μεθόδου και επιστημονική έρευνα:

• Ολόπλευρη εξέταση του αντικειμένου και σφαιρική προσέγγιση. • Εξέταση της αμοιβαίας συνάφειας και των αλληλεπιδράσεων του

αντικειμένου. • Αιτιοκρατία και τύποι αιτιότητας. Το ανέφικτο της επιστημονικής

έρευνας εκτός αιτιοκρατίας. • Το αντικείμενο ως αναπτυξιακή διαδικασία. Ιστορικό και λογικό.

7. Η διαλεκτική απόλυτης και σχετικής, συγκεκριμένης και αφηρημένης, υποκειμενικής και αντικειμενικής αλήθειας.

• Αλήθεια, πλάνη, φενάκες. • Επιστήμη και ιδεολογία. Δογματισμός και σκεπτικισμός. 8 .Οι λειτουργίες της επιστήμης: - περιγραφή, εξήγηση, ερμηνεία, πρόβλεψη, πρόγνωση. - θεμελίωση και απόδειξη. - η ευρετική λειτουργία της επιστημονικής γνώσης. 9. Η δημιουργική φαντασία και η διαίσθηση. 10. Ο “μηχανισμός” ανάπτυξης της επιστήμης. • αναζήτηση – υπόθεση – ανακάλυψη. • “εσωτερικές” και “εξωτερικές” συνιστώσες ανάπτυξης • η “κρισιακή γνωσιακή συγκυρία” ως φάσμα δυνατοτήτων περαιτέρω

ανάπτυξης και καταστροφής-διάλυσης της επιστήμης • Τα όρια εφαρμοσιμότητας και ισχύος της εκάστοτε κεκτημένης γνώσης

Page 5: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

5

• η προεκβολή του κεκτημένου στο εισέτι μη εγνωσμένο • η υπέρβαση-διαλεκτική άρση του κεκτημένου και ο επαναπροσδιορισμός –

επαναπροσανατολισμός της έρευνας με την επιστημονική ανακάλυψη. Γ. Οι επιστήμες στην ιστορία • Από τον μύθο στον λόγο. Ανθρωπομορφοποίηση και

αποανθρωπομορφοποίηση. • Οι απαρχές της επιστήμης: φυσική φιλοσοφία. • Επιστήμες - απότοκες των αναγκών της πρακτικής ( ιατρική, αστρονομία,

αριθμητική ) και “ειδέναι εαυτού χάριν”. • Η εναλλαγή επιστημονικών κοσμοειδώλων στην ιστορία • Η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης ως διαδικασία διεύρυνσης, εμβάθυνσης και διακρίβωσης της γνώσης. • Κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας εντός της επιστήμης και

κατακερματισμός της γνώσης. Εξειδίκευση και καταμερισμός εργασίας. • Φυσικές και κοινωνικές επιστήμες. • Το γίγνεσθαι των επιστημών. Ταξινόμηση των επιστημών ως προς το

αντικείμενο. • Διαφοροποίηση και ολοκλήρωση της επιστημονικής γνώσης. • Η συνθετική προοπτική των επιστημών στα πλαίσια του συνειδέναι

ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων. • Το πρόβλημα της ιστορικής ανασύνθεσης. Ιστορικό και λογικό. Δ. Νεωτερισμοί και παραδόσεις στην ανάπτυξη της επιστήμης. • Η προσωπικότητα, η κοινωνική αποστολή και το ήθος του επιστήμονα –

ερευνητή. • Τυπολογία προσωπικοτήτων της “επιστημονικής κοινότητας”. • Η επιστημονική κοινότητα ως κομφορμιστικό προκάλυμμα και άλλοθι για

την υπαγωγή της επιστήμης σε εξωεπιστημονικά κελεύσματα των κρατούντων. Επιστήμη και εξουσία.

• Το υποκείμενο της επιστημονικής δραστηριότητας: άτομο, μικροομάδα, επιστημονική κοινότητα, κοινωνία.

• Το πρόβλημα της “σχολής” στην επιστήμη. • Η κορύφωση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα του καταμερισμού της εργασίας

επί κεφαλαιοκρατίας: η τεχνοεπιστήμη ως αντικειμενοποιημένη στους υλικούς όρους της παραγωγής δύναμης αντιπαρατίθεται στη ζωντανή εκτελεστική εργασία.

• Η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο.

Page 6: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

6

• Χειραγώγηση της επιστήμης και χειραγώγηση μέσω της επιστήμης. • Ο φετιχισμός της επιστήμης: “επιστήμη για την επιστήμη” • Η επιστημονική έρευνα ως “καθολική εργασία” ανταλλαγής, αμοιβαίου

εμπλουτισμού και ανάπτυξης δεξιοτήτων. • Η κριτική – επαναστατική διάσταση και η χειραφετητική –

απελευθερωτική λειτουργία της επιστήμης. Ε. Θεωρίες, κατευθύνσεις, τάσεις και προσεγγίσεις στη φιλοσοφία της

επιστήμης. • Η φιλοσοφία της επιστήμης ως εφαρμοσμένη τυπική λογική: Λογικός

θετικισμός. • Από την ανάλυση της δομής στην ανάλυση της ανάπτυξης της γνώσης: η

διαψευσιμότητα του “κριτικού ορθολογισμού”. • Ανορθολογικός σχετικισμός – συμβατισμός. • Η μεθοδολογία των ερευνητικών προγραμμάτων. • Ο επιστημολογικός αναρχισμός. • Η “μεταμοντέρνα” ανορθολογική διάλυση. • Η ιστορική διαλεκτική μεθοδολογία.

Page 7: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

7

ΓΝΩΣΗ - ΝΟΗΣΗ - ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ του Δημήτρη Σ. Πατέλη. Για την προέλευση του ανθρώπινου ψυχισμού. Η συνείδηση είναι ιδιότυπο μόρφωμα του ψυχισμού. Είναι χαρακτηριστική για

τον άνθρωπο ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών1

Αντανάκλαση είναι μια καθολική ιδιότητα της αντικειμενικής πραγματικότητας, πλευρά της αλληλεπίδρασης που συνίσταται στη διαφορών βαθμίδων αναπαραγωγή γνωρισμάτων, δομικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και σχέσεων του αντανακλώμενου αντικειμένου ή διαδικασίας. Σε διαφορετικές βαθμίδες συγκρότησης, διάρθρωσης κλπ. της πραγματικότητας προσιδιάζουν διαφορετικά ως προς τα ποιοτικά και ουσιώδη χαρακτηριστικά τους είδη αντανάκλασης: στα σώματα της μη ζώσας φύσης (π.χ. ίχνη μηχανικής αλληλεπίδρασης)· στα φυτά και στους απλούστερους οργανισμούς (π.χ. "ερεθιστικότητα", ως μεταβολή της φυσιολογικής κατάστασης υπό την επίδραση εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων)· σε ανώτερα είδη έμβιων όντων (π.χ. "αισθαντικότητα" ως ικανότητα σχηματισμού πρωταρχικών απεικασμάτων κλπ., που παρέχουν τη δυνατότητα χωροχρονικού προσανατολισμού, προσαρμογής, αλλά και προτρέχουσας επενέργειας στο περιβάλλον βάσει της οικολογικής ιδιοτυπίας του και των αναγκών του οργανισμού) κλπ.

. Ο ψυχισμός είναι ιδιότυπη μορφή αντανάκλασης.

Στη βαθμίδα του ανθρώπου παρατηρείται η ανώτερη και η πλέον περίπλοκη μορφή αντανάκλασης: ή "συνείδηση" και η "αυτοσυνείδηση". Πρόκειται για ιδιότητες, η εμφάνιση, η διαμόρφωση και η ανάπτυξη των οποίων συν-δέεται με την ιστορία του πολιτισμού, και ιδιαίτερα με την εργασιακή δραστηριότητα και την επικοινωνία. Η ανάγκη μετασχηματισμού της φύσης με την από κοινού δραστηριότητα, μέσω των εργαλείων (μέσων) εργασίας, καθορίζει τον "επιλεκτικό" και "σκόπιμο" χαρακτήρα της αντανάκλασης στον άνθρωπο, ο ψυχισμός του οποίου συνδυάζει την "αισθητηριακή νόηση" με τη "λογική σκέψη" (έννοιες, υποθέσεις, θεωρίες κλπ.) και με τη "δημιουργική φαντασία" και αντικειμενοποιείτε σε υλικά και ιδεατά αντικείμενα που έχουν παραχθεί από τον άνθρωπο (συμπεριλαμβανόμενων και των συστημάτων σημάτων όπως η γλώσσα). Η ύπαρξη ορισμένης διαμεσολαβημένης και ενεργά μετασχηματιζόμενης αντιστοιχίας μεταξύ της αντανάκλασης και των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της πηγής της, μεταξύ της επεξεργασίας των νευρικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο και των ψυχικών μορφωμάτων του διασφαλίζει ορισμένη αποτελεσματικότητα στη δραστηριότητα του υποκείμενου.

Η επιστημονική έρευνα αποσκοπεί στη βέλτιστη δυνατή αντανάκλαση του αντικειμένου, στην αληθή αναπαράσταση των νόμων που το διέπουν με εγγύτερο ή απώτερο στόχο τον δημιουργικό μετασχηματισμό του. Η αισθητική αντανάκλαση μέσω αισθητηριακών απεικασμάτων - αισθητηριακών ισοδυνάμων της ουσίας (της αρτιότητας, 1 Αποφασιστική στη διερεύνιση της ανάδειξης της συνείδησης στην ανθρωποκοινωνιογένεση είναι η συμβολή της Πολιτισμικής Ιστορικής Ψυχολογίας που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ερευνητές όπως οι: Βιγκότσκι Λ.Σ., Ρουμπινστάιν Σ.Λ, Λεόντιεφ Α.Ν., Λούρια Α.Ρ. κ.α.

Page 8: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

8

της νομοτέλειας κλπ.) των αντικείμενων, συγκροτεί ένα πεδίο που απαρτίζεται από την αισθητική μορφή της συνείδησης (συνδεόμενη στενά και με τη γνωστική λειτουργία της νόησης), από την αισθητική σχέση προς την πραγματικότητα, από τα αισθητικά. βιώματα και την αισθητική δημιουργία (παρούσα σε κάθε δημιουργική δραστηριότητα).

Η ανάπτυξη της πληροφορικής και της κυβερνητικής παρέχει τη δυνατότητα μοντελοποίησης - τυποποίησης και εμπειρικής - μετρικής προσέγγισης των διαφορών μορφών και επιπέδων της αντανάκλασης από τη σκοπιά της παραγωγής, επεξεργασίας και μετάδοσης πληροφοριών.

Η παράδοση του εμπειρισμού εξετάζει την αντανάκλαση κατ' εξοχήν ως παθητική διαδικασία εμπλουτισμού της ψυχής μέσω της εμπειρίας και των παραστάσεων. Οι Στωικοί και αργότερα οι αισθήσιοκράτες αποκαλούσαν την ψυχή του νεογνού tabula rasa (άγραφο πίνακα). Η γραμμική, μηχανιστική και μονόπλευρη θεώρηση της αντανάκλασης ανήγαγε το πρόβλημα στον απλό αντικατοπτρισμό. Η γερμανική κλασική φιλοσοφία έθεσε το ζήτημα του ανακλαστικού χαρακτήρα της συσχετικότητας των προσδιορισμών του αντικειμένου στο επίπεδο της ουσίας, ανάγοντας το τελικά στον αναστοχασμό και στην ανασκοπική λειτουργία της υποστασιοποιημένης νόησης (reflexion στον Χέγκελ).

Ο διαλεκτικός υλισμός ανέδειξε τη διαβάθμιση των τύπων της αντανάκλασης, στα πλαίσια της καθολικής αλληλεπίδρασης, ως πυρήνα της γνωσιολογίας (Β. Ι. Λένιν). Διάφορες νεομαρξιστικές προσεγγίσεις προσάπτουν στη λενινιστική θεώρηση μηχανιστικά χαρακτηριστικά αντιπαραθέτοντας σ' αυτή την υποκειμενικά νοούμενη πράξη (βλ. σχολή της Πράξης). Η υπερεκτίμηση της εξάρτησης του περιεχόμενου της αντανάκλασης από τις νευροφυσιολογικές ιδιαιτερότητες των αισθητηρίων οργάνων χαρακτηρίζει τον φυσιολογικό ιδεαλισμό (Μuller J.). Για τη θεωρία των ιερόγλυφων τα απεικάσματα της αντανάκλασης είναι σύμβολα, σημεία των πραγμάτων συμβατικού χαρακτήρα (Ο. Helmholtz).

Η αντανάκλαση αποτελεί το αντικείμενο διεπιστημονικών προσεγγίσεων (βλ. και: ψυχισμός, συνείδηση, αυτοσυνείδηση, θεωρία της γνώσης).

Πότε εμφανίζεται ο ψυχισμός; Ο ψυχισμός εμφανίζεται εάν και εφ’ όσον το έμβιο ον αποκτά σώμα, δηλαδή διακριτή και όχι διάχυτη ή συγχωνευμένη με το περιβάλλον ύπαρξη. Η απόσπαση του σώματος του οργανισμού από το θρεπτικό του περιβάλλον τον ωθεί σε αναζήτηση ενός προσανατολιστικού μηχανισμού διευθέτησης στο χώρο και το χρόνο. Κατ’ αυτόν το τρόπο ανακύπτει ως διαμεσολαβημένη σχέση του σώματος με το περιβάλλον μια προτρέχουσα αντανάκλαση που επιτρέπει την αναγκαία (προς αποφυγή κινδύνου, δυσμενούς, καταστρεπτικού ή επιβλαβούς και προς ανεύρεση ευμενούς, ευεργετικού ή επωφελούς περιβάλλοντος) μετατόπιση. Συνδέεται λοιπόν ο ψυχισμός με την κίνηση που χαρακτηρίζει τον ζωικό κόσμο. Στο ζωικό κόσμο ο ψυχισμός είναι ένα ασυνείδητο πλέγμα λειτουργιών - ανταποκρίσεων σε ερεθίσματα, οι οποίες εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των ενστικτωδώς κωδικοποιημένων αναγκών του οργανισμού, για την υποστήριξη της βιολογικής του ύπαρξης στα πλαίσια του «πρώτου συστήματος σήμανσης»2

2 Βλ. σχετικά: Pavlov I.P. Εγκέφαλος και ψυχισμός. Εκδ. Ακαδ. Παιδαγωγικών και Κοινωνικών Επιστημών. Μόσχα - Βορόνεζ, 1996.

Το ασυνείδητο του ζωώδους ψυχισμού έγκειται κυρίως στην

Page 9: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

9

αδυναμία του ζώου να διακρίνει τον εαυτό του απ’ τον περίγυρό του: εδώ περιβάλλον, ερέθισμα και ενέργεια - ανταπόκριση στο ερέθισμα, προσλαμβάνονται ως ενιαίο όλο.

Βιβλιογρ.: .Παβλοφ Τ.. θεωρία της αντανάκλασης. Δωδώνη..- Θ. Βακαλιος, Είναι και συνείδηση, γνώση και αλήθεια, Αθ.. 1986.- Ε. Ξενόπουλος, Η διαλεκτική της συνείδησης, Ιωλκος, Αθ., 1979.

Εργασία - μέσα - νοήματα - σύμβολα - επικοινωνία.

Εργασία. Ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση, η

διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, από την άποψη της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου, της χρησιμοποίησης των οργάνων του σώματος του. Η εργασιακή διαδικασία προϋποθέτει προπαντός την ύπαρξη ανάγκης για ορισμένο αντικείμενο της κατανάλωσης. Η εργασία εν γένει περιλαμβάνει τα εξής συστατικά στοιχεία: τον άνθρωπο ως υποκείμενο της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας και το αποτέλεσμα (προϊόν) της εργασίας. Η αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων κατά ορισμένο τρόπο συνιστά την εργασία. Η ανάγκη μετατρεπόμενη σε σκοπό, σε σκοποθεσία, γίνεται εσωτερική στιγμή της εργασίας και ο κύκλος, με αφετηρία τις βιοτικά απαραίτητες ανάγκες του ανθρώπου, διαμεσολαβείται από την εργασία και ολοκληρώνεται με την κατανάλωση των προϊόντων.

Στην εργασιακή διαδικασία διακρίνονται: ο "προσωπικός παράγοντας" (ο άνθρωπος με τις εργασιακές ιδιότητες του) και ο "εμπράγματος" (τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας). Η εργασία στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά υπό μια έννοια και κάθε σχετικά αυτοτελής επιμέρους εργασιακή διαδικασία, διανύει στην ανάπτυξη της ορισμένα στάδια (προϋποθέσεις της εργασίας, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση και ωριμότητα), κατά τα οποία αναπτύσσονται αντίστοιχα όλα τα συστατικά στοιχεία της αλλά και ο εκάστοτε τρόπος αλληλεπίδρασης τους, ο χαρακτήρας της εργασίας.

Ο άνθρωπος ξεκίνησε από την άμεση χρησιμοποίηση έτοιμων αντικειμένων της αυτενέργειας της φύσης (συλλεκτική οικονομία), για να περάσει στη διαμεσολάβηση των τεχνητά δημιουργημένων μέσων εργασίας (παραγωγής), τα οποία απαιτούν άμεση ενεργοποίηση φυσικών ανθρώπινων δυνάμεων για τη χρησιμοποίηση τους (δεσπόζουν στη μεγάλη βιομηχανία), και να καταλήξει σε αυτόματα (αυτοματοποιημένα, αυτενεργά) μέσα και στην αυτοαναπαραγωγή αυτενεργών μέσων (παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα). Αντίστοιχη ανάπτυξη παρατηρείται στο υλικό, στο αντικείμενο της εργασίας: από τη χρήση δεδομένων υλικών της φύσης, στο προκαταβολικά επεξεργασμένο (από την εργασία) υλικό (το οποίο κατά βάση διατηρεί τις φυσικές ιδιότητες του) και τελικά (στο τέλος της σπείρας της ελικοειδούς ανάπτυξης) στη δημιουργία τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες.

Η μέχρι τώρα ιστορία της εργασίας συνδέεται με τη χρησιμοποίηση κατ' εξοχήν της μηχανικής μορφής κίνησης (παρά π.χ. την προαιώνια χρήση της φωτιάς), που φέρει τη σφραγίδα της ζωικής προέλευσης του ανθρώπου (το χέρι είναι όργανο μηχανικής

Page 10: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

10

μετατόπισης) και συνδέεται ουσιαστικά με τη χειρωνακτικού χαρακτήρα εργασία. Οι περαιτέρω τάσεις προοιωνίζονται τη διεύρυνση και εμβάθυνση του ρόλου του μετασχηματισμού διαδικασιών (έναντι του μετασχηματισμού πραγμάτων) και της χρήσης ανώτερων μορφών κίνησης, με τελική προοπτική την κατ' εξοχήν βιολογικοποίηση της παραγωγής (βιοτεχνολογίες). Αντίστοιχες αλλαγές παρατηρούνται και στην ίδια την εργασία: από τη συλλογικού χαρακτήρα εργασία, που ανέκυψε με φυσικό τρόπο (συλλογή, γεωργία, κτηνοτροφία), προς την ατομική χειρωνακτική εργασία (από την οποία και ανέκυψε πρωταρχικά η κεφαλαιοκρατία) και από αυτήν προς την εργασία με μηχανές (μέσω αντιφατικών διαδικασιών ενοποίησης και καταμερισμού της εργασίας) με τον - και τεχνολογικά πλέον αναγκαίο - κοινωνικό χαρακτήρα της.

Διανύει δηλαδή η εργασία μια πορεία από τη δραστηριότητα για τη χρησιμοποίηση (με ορισμένη χρήση οργάνων του σώματος) κατ' εξοχήν δεδομένων από τη φύση μέσων παραγωγής προς την επικράτηση της εργασίας για τη χρησιμοποίηση τεχνητών μεσών παραγωγής, και από αυτή στην επικράτηση της εργασίας για τη δημιουργία και χρησιμοποίηση αυτενεργών μέσων παραγωγής (με αντίστοιχη συρρίκνωση του ρόλου της φυσικής εργασίας και ενίσχυση της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης).

Ελικοειδώς αναπτύσσεται ο άνθρωπος στην εργασία και μέσω της εργασίας. Από τον άνθρωπο - συλλέκτη (πρωτόγονη κοινότητα) στον άνθρωπο - παραγωγό με βασικά μέσα παραγωγής φυσικής προέλευσης (γη και ζώα), με τον ίδιο τον άνθρωπο σχεδόν ολοκληρωτικά (δουλοκτησία) είτε εν μέρει (φεουδαρχία) μη αποσπασμένο από τα εν λόγω μέσα. Έπεται η επικράτηση του ανθρώπου της φυσικής εργασίας για τη χρησιμοποίηση των μηχανών με αντίποδα της τον άνθρωπο της επιστημονικής εργασίας. Η μετέπειτα ανάπτυξη της εργασίας (στην ώριμη αταξική κοινωνία) με τη βαθμιαία απαλλαγή του ανθρώπου από την άμεση (χειρωνακτική) εργασία (μείωση του εργάσιμου χρόνου κλπ.) και την άρση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταμερισμού της εργασίας και των συνδεόμενων μ' αυτόν σχέσεων παραγωγής, θα οδηγήσει στον άνθρωπο -ολόπλευρα αναπτυσσόμενο υποκείμενο της δημιουργικής (φυσικής και πνευματικής) δραστηριότητας.

Στην ιστορία της κοινωνικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών η εργασία γίνεται θεωρητικό αντικείμενο κατά τους νέους χρόνους με τις διάφορες εκδοχές της «εργασιακής θεωρίας της αξίας» (βλ. ιδιαίτερα: φυσιοκράτες, Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο). Έμμεση, ιδεοκρατικά αντεστραμμένη, πλην όμως εμβριθής διαπραγμάτευση του ρόλου της (κατ' εξοχήν πνευματικής) εργασίας υπάρχει στο έργο του Γκ. Χέγκελ.

Η θεμελιωδέστερη και πλέον εμπεριστατωμένη θεωρητική εξέταση της εργασίας ως διττού χαρακτήρα υπόστασης του όλου πλέγματος των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας ανήκει στον Κ. Μαρξ. Ο Φ. Ένγκελς, κατέδειξε τον ρόλο της εργασίας στην ανθρωποκοινωνιογένεση. Οι επεξεργασίες του Κ. Μαρξ για τον αλλοτριωμένο και αλλοτριωτικό χαρακτήρα της εργασίας επί κεφαλαιοκρατίας τροφοδότησαν πληθώρα μετέπειτα κριτικών φιλοσοφικών ρευμάτων (π.χ. Φρανκφούρτης σχολή, Λούκατς Ντ., ριζοσπαστικός υπαρξισμός κ.λπ.). Ειδικά πεδία ερευνών συγκροτούν η κοινωνιολογία και η ψυχολογία της εργασίας, η πολιτική οικονομολογία και εργονομία.

Η διαλεκτική της ανάπτυξης της εργασίας στη δομή και στην ιστορία της κοινωνίας ως ολότητας αποτελεί τον πυρήνα της Λογικής της Ιστορίας του Β. Α.

Page 11: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

11

Βαζιούλιν (βλ. επίσης: εξαντικειμένωση και απαντικειμένωση, δραστηριότητα, δημιουργικότητα, αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, αλλοτρίωση, παραγωγή, Κεφάλαιο, εργατική τάξη).

Βιβλιογρ.: D. Ricardo, Αρχαί πολιτικής οικονομίας και φορολογίας, Αθήνα, 1938.-

Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Αθήνα, Σ.Ε., τόμ. 3.- του ίδιου, θεωρίες για την υπεραξία. Αθήνα, Σ.Ε., τόμ. 3.- του ίδιου, Για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Εξάντας, Αθήνα, 1990.- Φ. Ένγκελς, Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου, στο "Διαλεκτική της φύσης", Αθήνα, Σ.Ε., 1984.- G. Fried-mann, Πού τραβά η ανβρώπινη εργασία, Αθήνα, 1984.- Β. Α. Βαζιούλιν, Ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό, "Διαλεκτική", τ. 2,1990.

Η συνείδηση

Η συνείδηση ανακύπτει γενετικά και λειτουργικά μαζί με την εργασιακή

δραστηριότητα (μέσα σε αυτήν και μέσω αυτής)3

1.συνιστά μετασχηματισμό κατά ορισμένο τρόπο και με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων (εργαλείων κ.λ.π.) του εξωτερικού αντικειμένου για την ικανοποίηση των (μετασχηματιζόμενων σε σκοπό) αναγκών του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας.

. Η εργασιακή δραστηριότητα, ως ειδοποιός τρόπος ανταλλαγής ύλης του ανθρώπου με τη φύση, έχει δύο πλευρές:

2.συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων (δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει).

Αναγκαίος και ικανός όρος για να τελεσφορεί αυτός ο μετασχηματισμός είναι η διάκριση των ουσιωδών πλευρών, των χαρακτηριστικών όχι μόνο του αντικειμένου, αλλά και των υπόλοιπων συστατικών στοιχείων της εργασίας. Ουσιώδεις - από την οπτική κατ’ εξοχήν της εργασίας - πλευρές είναι οι αναγκαίες και ικανές για το μετασχηματισμό του αντικειμένου. Μεταξύ ανθρώπου (υποκειμένου) και αντικειμένου ανακύπτει ένας εμπράγματος - αντικειμενοποιημένος διαμεσολαβητικός κρίκος μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ο μετασχηματισμός του αντικειμένου σε προϊόν. Το λειτουργικά και μορφολογικά μετασχηματισθέν από τον άνθρωπο μέσο εργασίας - σε αντιδιαστολή με τις περιστασιακές, ad hoc χρήσεις φυσικών αντικειμένων επενέργειας στη φύση από ορισμένα ζώα - αναβαθμίζει ριζικά τον ψυχισμό του. Η σταθερή, αντικειμενοποιημένη και αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενη ή τροποποιούμενη σε όμοιες (ή ανόμοιες) συνθήκες διαμεσολάβηση του μέσου -εργαλείου, επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει την πηγή του ερεθίσματος από το ερέθισμα δηλαδή το αντικείμενο αφ’ εαυτού, γεγονός που του παρέχει τη δυνατότητα (λόγω ακριβώς της διαμεσολαβημένης αποστασιοποίησης, αλλά και της συνακόλουθης ασύγκριτα αποτελεσματικότερης επενέργειας) να διακρίνει τον εαυτό του από τον περίγυρο.

Αλλά η ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας είναι ανέφικτη χωρίς την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, χωρίς την συλλογική χρήση - βελτίωση του μέσου κατά τον αντίστοιχο με τον (λειτουργικά και μορφολογικά) αποκρυσταλλωμένο σε αυτό προορισμό - τρόπο επενέργειας. Το μέσο δεν είναι νεκρή διαμεσολάβηση, αλλά εμπράγματος, γενετικά και λειτουργικά πρωτεύον φορέας νοήματος, συμπύκνωμα κωδικοποιημένο μορφών και τρόπων συλλογικής δραστηριότητας. Αυτή η 3 βλ. Ένγκελς Φ. Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου, στο: Ένγκελς Φ. Διαλεκτική της φύσης, μετ. Ε. Μπιτσάκη, εκδ. Σ. Ε. Αθήνα, 1984μ σελ. 149-162.

Page 12: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

12

διαμεσολάβηση ως οργανικό στοιχείο της αμφίδρομης διαλεκτικής σχέσης υποκειμένου - αντικειμένου και υποκειμένων προς άλληλα στα πλαίσια αλλεπάλληλων εξαντικειμενώσεων - απαντικειμενώσεων, κωδικοποιήσεων - αποκωδικοποιήσεων, κατά την ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας, συνδέεται με την εμφάνιση και ανάπτυξη του «δεύτερου συστήματος σήμανσης», ως ιδιότυπης για τον άνθρωπο ανώτερης νευρικής λειτουργίας μέσω σημείων, συμβόλων4

Έτσι, από τη νοηματοδοτούμενη διαμεσολάβηση της εργασιακής δραστηριότητας ο ανθρώπινος ψυχισμός αντλεί τη δυνατότητα λειτουργίας μέσω σημαινόντων σημείων - συμβόλων. Η διαδικασία αυτή είναι αρκετά περίπλοκη τόσο στη φυλογένεση, όσο και στην οντογένεση. Οι πρώτες ιδεατές διαμεσολαβήσεις, οι «προέννοιες», δεν συνιστούν αυστηρά διαζευκτικά μορφώματα, αλλά εναργείς εντυπώσεις, παραστατικά απεικάσματα πραγμάτων και συμβάντων, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τις αλλαγές που αυτά υφίστανται υπό την επίδραση των μεν είτε των δε επενεργειών

. Αλληλένδετη με τα παραπάνω είναι και η δυνατότητα του ανθρώπινου ψυχισμού να διακρίνει τον εαυτό του ως αντικείμενο, ούτως ώστε μέσω της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης να προβαίνει σε αυτορύθμιση και αυτοέλεγχο, λειτουργίες απαραίτητες για κάθε συλλογική συν - εργασία, σε κάθε από κοινού δραστηριότητα.

5. Η αρχικά χαώδης περί του όλου αντίληψη, με την άμεση βιωματική εμπλοκή στην πρακτική συγκυρία και την εκφραζόμενη με αντίστοιχης συναισθηματικής φόρτισης άμεση σήμανση των συνδεόμενων με την αποτίμηση της επιτυχίας ή αποτυχίας των πράξεων εσωτερικών καταστάσεων («γλώσσα του σώματος», μιμητικές εκφράσεις, νεύματα και χειρονομίες, άναρθρες κραυγές κλπ) βαθμιαία, με την διάκριση και διαμόρφωση του προφορικού λόγου, αντικαθίσταται από διαμεσολαβημένη συμβολική ονοματοθεσία. Στη θέση της άμεσης σήμανσης εσωτερικών καταστάσεων (αντιλήψεων, παραστάσεων, εννοιών, βιωμάτων, αξιολογήσεων, είτε σχημάτων δράσης), αναπτύσσονται συμβολικά συστήματα σημείων (γλώσσα) ως έναρθρος λόγος (φθογγότυποι, συλλαβές, λέξεις κλπ), καθιστώντας την ανθρώπινη συνείδηση κατ’ εξοχήν συμβολική, και παρέχοντας τεράστιες δυνατότητες γενίκευσης, αφαίρεσης συνδιασμών και ευελιξίας στη διαμεσολαβημένη ιδεατή και πραγματική αφομοίωση της πραγματικότητας. Το φάσμα λειτουργικών και δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου ψυχισμού διευρύνεται πολλαπλασιαστικά, εμπεριέχοντας δυνατότητες ανάπτυξης, αυτοανάπτυξης, αλλά και εμπλοκής, αντιστροφής, στρέβλωσης, ακόμα και καταστροφής. Οι ασυνείδητες λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού - στο βαθμό που ο τελευταίος είναι ανθρώπινος, δηλαδή στο βαθμό που διαθέτει συνείδηση και αυτοσυνείδηση - μετασχηματίζονται ουσιαστικά σε υποταγμένη πτυχή του ψυχισμού της προσωπικότητας (εφ’ όσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και όχι απλώς βιολογικό ον)6

.

Ο διττός χαρακτήρας της κοινωνικής συνείδησης.

4 Λεόντιεφ Α.Ν. Ντεϊτελνοστ - σοζνάνιε - λιτσνοστ. Μόσχα. 1977 του ίδιου: Προμπλέμι ραζβίτιγια ψυχικι. Μόσχα, 1981. 5 Klix Fr. Ernwachendes Denken, Berlin 1982, Ρωσ. Εκδ. Μόσχα 1983. 6 Το γεγονός αυτό αγνοείται ή υποβαθμίζεται από την παράδοση της ψυχανάλυσης, η οποία ανάγει εν πολλοίς το ανθρώπινο ασυνείδητο σε ενστικτώδη παρόρμηση.

Page 13: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

13

Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας.

Η κοινωνική συνείδηση ή συνειδέναι συναπαρτίζεται από δύο πλευρές: αφ’ ενός μεν συνιστά γνωστική διαδικασία και γνώση (ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας), αφ’ ετέρου δε συνιστά συνειδητοποίηση και προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και της επικοινωνίας τους.

Η μεν πρώτη πλευρά της συνείδησης, το ειδέναι (η γνώση) γενετικά και λειτουργικά ανακύπτει κατ’ εξοχήν από την εργασιακή επενέργεια του ανθρώπου στη φύση και όπως είδαμε συνδέεται οργανικά με τη σκοποθεσία, με τη διευθέτηση της κίνησης προς ορισμένο αποτέλεσμα της δραστηριότητας, η δε δεύτερη, το συν - ειδέναι - απ’ την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων εντός και πέριξ της εργασιακής δραστηριότητας, της συν - εργασίας. Όπως λίγο πολύ ο ανεπτυγμένος κοινωνικός τρόπος παραγωγής συναρθρώνεται από την εσωτερική ενότητα (εμπεριέχουσα τη διαφορά) παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής που αποτελεί και την ουσία της κοινωνίας ως ολότητας, τρόπος του κοινωνικού συνειδέναι συναρθρώνεται ως ουσιώδης έκφανση αυτής της ολότητας, μέσω της πολυεπίπεδης αλλεπάλληλα διαμεσολαβημένης και περίπλοκης ενότητας των πλευρών και των μορφών της κοινωνικής συνείδησης, η οποία ανακύπτει απ’ αυτή την ουσία, αλλά δεν ανάγεται σε αυτήν.

Η γνώση (ειδέναι) δεν αποτελεί απλό αντικατοπτρισμό του «είναι ως έχει», αλλά προσοικείωση πραγμάτων, καταστάσεων και διαδικασιών από την άποψη των δυνατοτήτων αλλαγής, μετασχηματισμού τους. Και η καθ’ εαυτώ συν - είδηση δεν συνιστά απλή στατική αποτύπωση της υλικής ζωής, των σχέσεων παραγωγής και των λοιπών κοινωνικών σχέσεων, αλλά συνειδητοποίηση της δυναμικής που εμπεριέχουν, ως διαδικασία ανάπτυξης επιδεκτική συνειδητών παρεμβάσεων και μετασχηματισμών εκ μέρους των ανθρώπων που διαθέτουν συνείδηση και αυτοσυνείδηση και με αυτή τους την ιδιότητα προβάλλουν (ατομικά και συλλογικά) ως υποκείμενα αυτής της δυναμικής.

Οι βασικές μορφές της κοινωνικής συν - είδησης. Δεδομένου ότι χαρακτηριστικό της κοινωνικής συνείδησης είναι η

αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα μέσω πράξεων, αισθημάτων και νόησης, σε συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές, η συνείδηση υποδιαιρείται σε τρεις βασικές μορφές.

Η ηθική μορφή7

7 Η αναγωγή της ηθικής, αλλά και του συνόλου του πνευματικού πολιτισμού στην αξιολογική προβληματική, θέτει ουσιαστικούς φραγμούς στην επιστημονική - ιστορική έρευνα. Βλ. σχετικά: Πατέλη Δ. Αξίες και «Κομμουνιστική προοπτική». Αριστερή Ανασύνταξη, Νο, 10, 1996, σ69 - 75.

της συνείδησης είναι εκείνη στη λειτουργία της οποίας υπερτερεί η επίδραση των πράξεων (στάσεων, συμπεριφορών, διαβημάτων, εγχειρημάτων) των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων, με συνείδηση και αυτοσυνείδηση, πράξεων οι οποίες εξετάζονται εδώ από την άποψη της ωφέλειας είτε της βλάβης που μπορούν να επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και στην κοινωνία συνολικά, δηλαδή από την άποψη του καλού και του κακού. Η ώριμη ηθική συνείδηση αντανακλά τις σχέσεις των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων,

Page 14: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

14

δηλ. ως υποκειμένων τα οποία αφομοιώνοντας τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό που συσσωρεύει η ανθρωπότητα μετασχηματίζουν δημιουργικά την πραγματικότητα. Για την ωρίμανση της ηθικής συνείδησης είναι αναγκαία η ενότητα των υλικών συμφερόντων, όποτε καθίσταται εφικτή η ρύθμιση της συμπεριφοράς των προσωπικοτήτων κατ’ εξοχήν κατά συνείδηση.

Ύψιστο καλό (αγαθό, αρετή) είναι οι ενέργειες που κατά το βέλτιστο τρόπο συμβάλλουν στην επίτευξη, διατήρηση και ανάπτυξη της ώριμης κοινωνίας, της ανθρωπότητας ως ολότητας. Στην ώριμη ενοποιημένη βαθμίδα της η ανθρωπότητα θα δρα ως ενιαία, βάσει της εγνωσμένης αναγκαιότητας, οπότε και ο άλλος, η κάθε προσωπικότητα, δεν προβάλλει ως μέσο, αλλά ως σκοπός της δράσης. Μέτρο ωριμότητας της ηθικής συνείδησης, αλλά και της κοινωνίας, του πολιτισμού συνολικά, είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας.

Στις βαθμίδες εκείνες στις οποίες, δεσπόζουν διαφορετικά, αντίθετα και αντιφατικά συμφέροντα - γεγονός που δηλώνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις, οι σχέσεις των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων δεν έχουν διακριθεί από τις φυσικές (των βιολογικών συμπεριλαμβανομένων) και οι άνθρωποι εν πολλοίς δρουν ως «κοινωνικά ζώα» - η ηθική παραμένει απλώς ανώριμη πλευρά, πτυχή του συνειδέναι των ανθρώπων που αποκτά δυο επιπλέον αναγκαίες και αλληλένδετες εκφάνσεις: την πολιτική και το δίκαιο.

Η ηθική δεν ανάγεται μόνο σε πράξεις. Οι πράξεις ορμώνται είτε από αισθήματα, συναισθήματα, βιώματα, είτε από σκέψεις, (κατανόηση της ωφέλειας ή της βλάβης τους), είτε και από συνδυασμό των μεν με τις δε. Στις ανταγωνιστικές κοινωνίες τα συναισθηματικά - βιωματικά κίνητρα όσων αδυνατούν να υπερβούν το πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων, οδηγούν ταυτόχρονα σε τάσεις φυγής και υποταγής (συγκρότηση απόλυτης ηθικής δεοντολογίας που αντλεί θεμέλια από κάποια επέκεινα, με το ηθικό συναίσθημα να λειτουργεί ως δίαυλος συνδετικός μεταξύ ηθικής και θρησκείας), δηλωτικές της ανωριμότητας της προσωπικότητας προς ηθικώς πράττειν κατά συνείδηση, χωρίς το δέος και την εποπτεία υπερφυσικών δυνάμεων. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο οι ηθικές σκέψεις της ίδιας κατηγορίας ανθρώπων ανάγονται σε απαγωγικές κρίσεις βάσει άκαμπτων κανονιστικών πλαισίων είτε (και) υπολογιστικών χρησιμοθηρικών σκοπιμοτήτων.

Οι προαναφερθείσες παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις της κοινωνικής συνείδησης είναι εν πολλοίς αντεστραμμένες μορφές και υποκατάστατα της ανάγκης για αυθεντική (ώριμη) ηθική συνείδηση, οι οποίες σε διάφορες συγκυρίες βρίσκονται με τη τελευταία σε σχέσεις επαλλάσσουσες ή υπάλληλες. Η πολιτική είναι ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσής και αντίφασης του δρώντος έναντι του αποδέκτη της δράσης, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λ.π.) υλικών συμφερόντων (γι΄αυτό και ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης πολιτικής μέσω του οποίου προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα ορισμένων υλικών συμφερόντων, αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς αποκάλυπτα η αντιφατικότητα αυτών των συμφερόντων με τον επαναπροσδιορισμό τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια, εθνικά κ.λ.π.) συμφέροντα

Page 15: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

15

νικητών και νικημένων κυρίως μέσω του δικαίου (εθνικού και διεθνούς) με την κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και συναίνεσης.

Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και τρόποι ύπαρξης και λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω αντίστοιχων τύπων κανονιστικών - ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι δυνάμεις κατ’ εξοχήν αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές. Με αυτή την ιδιότητά τους προσφέρονται για ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καθ’ ολοκληρία ένα πεδίο λογικό και μυστικιστικό. Το ανορθολογικό και μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφ’ όσον πολιτική και δίκαιο δεν εξετάζονται ως ιστορικά παροδικά μορφώματα, αλλά ως υπεριστορικές οντότητες αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί «αιώνιων δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα)...

Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της γενικευμένης ταύτισης της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και τη συνοχή της κοινωνίας στον κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκάιμ) έχει συγκεκριμένες ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων από τις φυσικές, μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που προαναφέραμε σε προσωπικότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα στάδια ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι προσπορίζονται τα προς το ζειν με παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες απ’ τη φύση (βλ. πχ άγρα, γεωργία, κτηνοτροφία) και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις σχέσεις τους δεν διέκριναν τον εαυτό τους απ’ τη φύση (δουλοκτησία, φεουδαρχία). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν είναι προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν εαυτούς ως προσωπικότητες, ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της υπό διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες πλευρές της. Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις αναγκαίες για την διάκριση της ώριμης ηθικής συνείδησης) διακηρύσσονται με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, οπότε και καθίσταται εφικτή για φορά η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως καθολικής σχέσης. Επί κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες ισότητα και ελευθερία σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης αφ’ ενός μεν προβάλλουν ως μετεξέλιξη - τροποποίηση της μεταφυσικής - μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας και ελευθερία των ανθρώπων ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφ’ ετέρου δε - λόγω της μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων - είναι τυπικές διακηρύξεις, υποκατάστατα αυθεντικών σχέσεων προσωπικοτήτων υπό το κράτος της πολιτικής και του δικαίου, στα πλαίσια των οποίων έχουν κατ’ εξοχήν αρνητικό - αποφατικό χαρακτήρα (βλ. δικαιώματα, υποχρεώσεις κ.λ.π.). Εξ’ ου και η δογματική προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν να υπερβούν τον ορίζοντα των αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και δικαιϊκή θεώρηση της ελευθερίας και της ισότητας. Η απολογητική λειτουργία αυτής της αυταπάτης - φενάκης της δέσμιας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων συνείδησης συνδέεται με τη γενικευμένη επίφαση «ισότητας» και «ελευθερίας» του συνόλου των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, οι οποίες - στα εν λόγω πλαίσια - προβάλλουν ως βουλητικές πράξεις - επιλογές στις συναλλαγές - δικαιοπραξίες των ατόμων - «λελογισμένων» εγωιστών...

Η αισθητική μορφή συγκροτείται από τη διάθλαση του περιεχόμενου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω του πρίσματος των αισθημάτων (αισθήσεων, συναισθημάτων), ως αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα της ουσίας (απεικάσματα, παραστάσεις κ.λ.π.) των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων (κάλλος, ωραίο κ.λ.π.).

Page 16: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

16

Εδώ η αντικειμενικότητα, η πληρότητα, η αρτιότητα του κόσμου, το καθολικό, το ουσιώδες και το αναγκαίο εκφράζεται σε καθολικές μορφές, παραστάσεις μέσω των οποίων η προσωπικότητα προσοικειώνεται και βιωματικά τον κόσμο, μετατρέποντάς τον από αντικείμενο της συνείδησης σε αντικείμενο της αυτοσυνείδησης. Ιστορικά παροδικού χαρακτήρα επιπλέον αναγκαία (σ' ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω μορφής είναι η θρησκευτική συνείδηση, ως "άμεση, δηλαδή συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επί αυτών αλλότριες δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές" (Ενγκελς). Κατά παρόμοιο τρόπο με την πολιτική και το δίκαιο που ως εκφάνσεις, παραπληρωματικά υποκάταστατα της ελλείπουσας αυθεντικά ανθρώπινης ηθικής, των αυθεντικά ανθρώπινων σχέσεων, διαφέρουν απ’ την ηθική συνείδηση κατά κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο και όχι ως προς τη μορφή (αν και η επικέντρωσή τους στο περιεχόμενο των εξουσιαστικών σχέσεων κυριαρχίας - υποταγής τις καθιστά διαφορετικές και ως προς τη μορφή, ανάγοντας την τελευταία εν πολλοίς σε τυπικό - θεσμικό πλαίσιο) και η θρησκευτική συνείδηση, διαφέρει από την αισθητική συνείδηση κατά κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο (αν και εδώ οι διαφορές αυτές όπως θα διαπιστώσουμε διαφορίζουν και τη μορφή).

Αναφέραμε ήδη ότι η αισθητική συνείδηση συνιστά πρόσληψη της πραγματικής ουσίας, της νομοτέλειας κλπ. μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων. Για να γίνει αυτό επιστρατεύεται η δημιουργική δύναμη της φαντασίας (τόσο κατά την αισθητική δημιουργία όσο και κατά την πρόσληψή της), η οποία διαρρηγνύοντας τους φραγμούς της φαινομενικότητας, αναδεικνύει αισθητικά τη δυναμική ουσία της πραγματικότητας, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι τα όποια απεικάσματα - αισθητηριακά ισοδύναμα συνιστούν αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητας. Τα απεικάσματα, οι μορφές της, αποκαλύπτουν την ουσία της κοινωνικής δυναμικής, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει το υποκείμενο σε δημιουργική - επαναστατική στάση ζωής.

Η φιλοσοφία, η πλέον διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με το κοινωνικό Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, συνιστά αντανάκλαση κατά κύριο λόγο μέσω της σκέψης, του στοχασμού και σε καθολικές μορφές, της σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, καθώς και τη συνειδητοποίηση της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως "Φυσική Φιλοσοφία" και "Επιστήμη των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...", σε μια φθίνουσα "κακή απειρία"5. Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση)8

Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της Φιλοσοφία, ως "διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω της νόησης, ήταν εξ αρχής, ουσιωδώς συγγενής με την επιστήμη και η συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται

.

8 Bλ. σχ. Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; στο Φιλοσοφία,

Επιστήμες και πολιτική, εκδ. Τυποθήτω, Αθήνα, 1998μ σελ. 327-350.

Page 17: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

17

σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης διακρίνονται και διαχωρίζονται αμοιβαία. Η πρώτη και η δεύτερη μορφές (ομάδες) κοινωνικής συνείδησης αφ' εαυτές δεν μπορούν να καταστούν επιστημονική συνείδηση και παραμένουν κατ' εξοχήν μη-επιστημονικές (η θρησκεία μάλιστα-αντιεπιστημονική). Οι επιστήμες που ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των εν λόγω μορφών (ηθική, πολιτική επιστήμη, περί δικαίου επιστήμη, αισθητική, θρησκειολογία κ.λ.π.), είναι κατ' εξοχήν διακριτές από τις μορφές εκείνες της κοινωνικής συνείδησης, τις οποίες εξετάζουν ως αντικείμενο, χωρίς να ανάγονται (στο βαθμό που συνιστούν επιστήμη, θεωρία) σε αυτές. Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, στοχαστική, θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης "ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων).

Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της κοινωνικής συνείδησης.

Οι απαρχές της κοινωνικής συνείδησης. Από το μύθο στο λόγο. Η πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας με την κοινότητα γενών και φυλών

συνιστά και πρωταρχική εμφάνιση του κοινωνικού συνειδέναι μέσω της συνειδητής διευθέτησης της γενετήσιας συμπεριφοράς και της κατασκευής - χρήσης εργαλείων άγρας. Πρωταρχική μορφή συνειδητοποίησης της ανθρώπινης δραστηριότητας (συγκεχυμένη με τα υπό μετασχηματισμό μεν πλην όμως κυρίαρχα εν πολλοίς στοιχεία αγελαίας συμπεριφοράς και αντίστοιχου ψυχισμού) είναι η μαγική - μυθολογική συνείδηση9. Στην τελευταία έχουμε φαντασιακή αντανάκλαση της πραγματικότητας μαζί με ιδιότυπη πρακτική - πνευματική αφομοίωση της πραγματικότητας χαρακτηριστικό της οποίας είναι η πρόσληψη της φύσης και της πρωτόγονης κοινωνίας ως πλέγματος έμψυχων και ανθρωπόμορφων όμαιμων φανταστικών όντων το καθένα από τα οποία επιτελεί ορισμένες κοσμικές, κοινωνικές και παραγωγικές λειτουργίες. Η πρωταρχική αυτή συνείδηση είναι συνειδητοποίηση της πηγαίας και εν πολλοίς ασυνείδητης πρωτόγονης συλλογικότητας10

9 Bλ. σχετικά: Ζίπκοβιτς Β.Φ. Η εποχή πριν εμφανισθεί η θρησκεία. Πάβελκιν Π.Α. Τι είναι η θρησκεία, στο : Α. Ε. της ΕΣΣΔ. Επιστήμη και θρησκεία. Εκδ. Γιαννίκος, Αθήνα 1962. Ξενόπουλος Επ. Η διαλεκτική της συνείδησης, Ιωλκός, Αθήνα 1979. Jerome - Antoine Rony. Η μαγεία. Εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1965.

, αλλά και

10 Σιλβέστροφ Β.Β. βασικά στάδια της μυθολογικής παραδοσιακής αυτοσυνείδησης της δραστηριότητας, στο: κουλτούρα, ντέιτελνοστ, ομπσένιγιε, Μόσχα, 1998, σσ. 254-269.

Page 18: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

18

φαντασιακή παράσταση - μετάθεση - αντιστροφή της πρακτικής και γνωστικής αδυναμίας του πρωτόγονου ανθρώπου. Με έντονο το στίγμα της άμεσης εμπλοκής στη συγκυρία και της συνακόλουθης άμεσης ταύτισης γενικής ιδέας - αισθητηριακού της απεικάσματος προκύπτει ο συγκρητισμός (σύγκραση) των μυθολογικών παραστάσεων με την καθολική «αιτιοκρατία» του: κάθε τι μπορεί να προκύψει από τα πάντα, όλα ενυπάρχουν σε όλα. Οι παραστάσεις αυτές δεν είναι αλληγορικές - μεταφορικές (όπως στην τέχνη), αλλά υποκατάστατα ερμηνείας - εξήγησης εμπράγματα απεικάσματα. Η μαγεία λειτουργεί ως πραγματοποίηση του μύθου, ως ενεργοποίηση της ταύτισης ιδεατού - πραγματικού. Η τελετουργίες της συνιστούν δραματοποίηση του μύθου και μέθεξη του ανθρώπου στο μυστήριό του, κατά τρόπο ώστε να αισθάνεται φορέας όλων των ζωτικών δυνατοτήτων της κοινότητας. Η «τεχνική» της μαγείας είναι το αναγκαίο παραπληρωματικό στοιχείο - παράπλευρο συνοδευτικό «προϊόν» της τεχνικής ανεπάρκειας της παραγωγικής παρέμβασης στη φύση. Η επιδίωξη του επιθυμητού εκφράζεται μέσω της επίκλησης της φαντασιακής, ανορθόλογης και ανθρωπομορφικής, καθολικής «αιτιοκρατίας». Ασθητηριακό - εμπράγματο και λεκτική του έκφραση εκλαμβάνονται εδώ ως ομοιογενές συνεχές, στη βάση του οποίου εκτυλίσσεται η μαγεία: ο λόγος εκλαμβάνεται ως άμεσα δρώσα δύναμη, ενώ η όποια δράση είναι αφ’ εαυτής εκφραστική11. Η πρωτόγονη συνείδηση παρουσιάζει μια δυναμική που συναρτάται από τις πρακτικές - γνωστικές, ψυχολογικές και κοινωνικο - οικονομικές συνθήκες της ζωής της κοινότητας. Στον πυρήνα της βρίσκεται το αδιαφοροποίητο της πρωτόγονης κοινότητας, το αδιαφοροποίητο ατόμου - συλλογικής εργασίας - υλικών και πνευματικών προϊόντων αυτής της εργασίας. Είναι προθρησκευτική δεδομένου ότι τα παραπάνω καθιστούν ανέφικτη τη διάκριση πιστού - δόγματος, αλλά και πίστης - γνώσης. Η δυναμική των μυθολογικών παραστάσεων παρακολουθεί τις δυνατότητες του αναπτυσσόμενου ψυχισμού μέσα στην εμφάνιση και κλιμάκωση του κατακερματισμού της εργασίας. ο χαρακτηριστικός για τη θρησκεία δυϊσμός σώματος - ψυχής, ύλης - πνεύματος απουσιάζει παντελώς από την πρωταρχική μυθολογική συνείδηση. Η ίδια η ιδέα περί ψυχής, συνδεδεμένη με τα έθιμα του θανάτου, περνά από τρεις τουλάχιστον διαβαθμίσεις παραστάσεων: Ζωτική ψυχή (ψυχή του ζωντανού), Νεκροψυχή (ψυχή του νεκρού) και Αθάνατη Πνευματική Ψυχή. Η τελευταία ανακύπτει μέσω της υποστασιοποίησης του θανάτου μετά από την υποστασιοποίηση της ζωής και «αναβαθμίζεται» σε επίπεδο δαίμονος ή θεού με τη μεταφορά των τελετών της Βασιλικής Στέψης στις νεκρικές τελετές και την νεκρολατρεία - προγονολατρεία. Ως βιωματική αίσθηση συνδέεται με την εμφάνιση της πατριαρχικής δομής ως αποτέλεσμα της μετάβασης στην παράγουσα οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, υπερπροϊόν κλπ) και συνεπώς στην αλλοτρίωση ως επακόλουθο του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας12

11 Σιλβέστροφ, ο.π.257.

. Η αντιδιαστολή των λειτουργιών της σκοποθεσίας, της διοίκησης, της εποπτείας κλπ. στις άμεσα εκτελεστικές λειτουργίες της εργασίας, η αντίθεση πνευματικής και φυσικής - χειρωνακτικής εργασίας βρίσκεται στη βάση της μεταφυσικής - μυστικιστικής αντιδιαστολής ύλης και πνεύματος.

12 Eliade M. Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών. Εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 1981. Smith H. Οι θρησκείες του κόσμου εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 1995, Joseph Cambell. Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα εκδ. Ιαμβλίχος. Αθήνα, 1990, Λεκατσά Π. Η ψυχή, εκδ. Ινστ. Αθηνών, Αθήνα 1957, του ίδιου, Το θείο δράμα. Αθήνα, 1976.

Page 19: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

19

Στα πλαίσια της πρώτης ταξικής κοινωνίας επιταχύνεται και εντατικοποιείται ο μετασχηματισμός της πρωτόγονης μυθολογικής συνείδησης σε κατευθύνσεις που οδηγούν στη μετέπειτα διάκριση όλων των μορφών του συνειδέναι13

Στον αντίποδα της μυθολογικής - θρησκευτικής κατεύθυνσης του συνειδέναι και σε συνδυασμό με αυτήν, αναπτύσσεται η ενιαία και αδιαφοροποίητη αρχικά επιστημονική - φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου. Η φιλοσοφία «διαμορφώνεται αρχικά στα πλαίσια της θρησκευτικής μορφής της συνείδησης κατ’ αυτόν τον τρόπο αφ’ ενός μεν εκμηδενίζει τη θρησκεία ως τέτοια, αφ’ ετέρου δε ως προς το θετικό της περιεχόμενο και η ίδια κινείται πλέον θετικά μόνο σ’ αυτή την εξιδανικευμένη, νοερώς αναγμένη θρησκευτική σφαίρα»

. Η μυθολογία αποτελεί την πρωταρχική μήτρα από τον μετασχηματισμό και την υπέρβαση της οποίας προήλθαν όλες οι μετέπειτα μορφές του συνειδέναι.

14

. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο αναπτύσσεται και η αισθητική συνείδηση ως αυτονομούμενη πλευρά του εν λόγω καταμερισμού της εργασίας (τέχνη).

Αλλοτριωμένη συνείδηση, συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης και χειραφέτηση.

Η έννοια της αλλοτρίωσης επισημαίνει τις πλευρές εκείνες και τα γνωρίσματα που αποκτά η κοινωνία στις ιστορικές βαθμίδες διαμόρφωσης της (ταξικές, ανταγωνιστικές), στις οποίες απουσιάζουν μεν πλην όμως διαμορφώνονται και οι όροι για την κοινωνία της αυθεντικής συλλογικότητας ολόπλευρα αναπτυσσόμενων δημιουργικών προσωπικοτήτων. Υπό αυτή την έννοια η αλλοτρίωση επισημαίνει το έλλειμμα και τους φραγμούς που τίθενται ενώπιον του ανθρώπου στην ιστορική πορεία προς την κατάκτηση της αυθεντικής προσωπικότητας, συλλογικότητας και δημιουργικότητας. Η θρησκεία ως συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της αλλοτρίωσης συνιστά φαντασιακή «υπέρβαση» αυτής της αλλοτρίωσης. Η τέχνη που παραμένει δέσμια της αλλοτρίωσης είτε καθαγιάζει άμεσα την τελευταία, είτε υπεκφεύγει σε άγονα παίγνια μορφών, είτε γίνεται το όχημα εφιαλτικών βιωμάτων, «που μεταγράφουν σε αισθητική μορφή είτε την φρίκη και την βία, είτε το κενό και την απελπισία του καιρού μας»(Λ. Μάμφορντ: Τέχνη και τεχνική. Νησίδες. Αθήνα, 1997, σελ. 15.).

Με την εκβιομηχάνιση και την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας οξύνεται στο έπακρο και το βίωμα της αλλοτρίωσης. Τα μέσα και οι όροι της παραγωγής αντιπαρατίθενται άμεσα ως δυνάμεις ξένες και εχθρικές στον άνθρωπο-φορέα της υποβαθμισμένης σε εμπόρευμα εργασιακής δύναμης. Οι αλλαγές αυτές τροποποιούν αισθητά τόσο τη θρησκευτική ανάγκη, όσο και τους τρόπους ικανοποίησής της. Η θρησκευτική ανάγκη της εποχής μας είναι προϊόν κατ’ εξοχήν του βιώματος μιας ύπαρξης άνευ νοήματος. Το ανόητο του εντεύθεν κόσμου οδηγεί στη νοηματοδότηση ενός επέκεινα κόσμου, μέσω της οποίας ο άνθρωπος προσπαθεί να θεωρήσει τον εντεύθεν κόσμο ώστε να τον καταστήσει βιώσιμο. Συχνά όμως το επέκεινα γίνεται μηδέν και το μόνο περιεχόμενο του βιώματος γίνεται η απόγνωση... Εδώ η σύγχρονη θρησκευτική ανάγκη και ορισμένες

13 H. And H. A. Frankfort, John A. Wilson, Thorkild Jacobsen. Before Philosophy. The Intellectual Alnenture of Ancient Man. Baltimore - Maryland, 1967. Λουκιάνοφ Α. Ε. το γίγνεσθαι της φιλοσοφίας στην Ανατολή. Αρχαία Κίνα και Ινδία. Μόσχα, 1986 κ,α. 14 Mαρξ Κ. Θεωρίες για την υπεραξία, στο Έργα, ρωσ. Εκδ. τ. 26, μέρος Ι.σ. 23 {ελλ. Εκδ. Σ.Ε. μέρος Ι. σελ. 24 - 25].

Page 20: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

20

κατευθύνσεις της τέχνης συναντώνται, με κοινά σημεία αναφοράς την απουσία συνάφειας του περιεχομένου, την αυθαιρεσία του υποκειμενισμού και το άμορφο των αισθητηριακών ισοδυνάμων τους. «Το άμορφο, η χωρίς περίγραμμα ουσία της σύγχρονης θρησκευτικής ανάγκης υποστηρίζει όλες τις τάσεις προς καταστροφή των αισθητικών μορφών στην τέχνη»15

Σε κάθε περίπτωση ο επιστημονικός στοχασμός, ο φιλοσοφικός αναστοχασμός, η αισθητική δημιουργία και η ηθική στάση, παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τους ιστορικούς περιορισμούς τους, ως αυθεντικές πτυχές του κοινωνικού συνειδέναι, λειτουργούν στην κατεύθυνση της άρσης της μερικότητας, του ατομικού και του ενικού, της υπέρβασης του χαώδους κατακερματισμού της αλλοτρίωσης. Με αυτή την έννοια , η κοινωνική συνείδηση ως ιδιότητα ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων συνιστά απαραίτητο υποκειμενικό όρο για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας.

.

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ:

ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η ΕΚΠΤΩΣΗΣ; Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις

επιστήμες ως "Φυσική Φιλοσοφία" και "Επιστήμη των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...", σε μια φθίνουσα "κακή απειρία"5. Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση).

Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της Φιλοσοφία, ως "διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω της νόησης, ήταν εξ αρχής, ουσιωδώς συγγενής με την επιστήμη και η συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης διακρίνονται και διαχωρίζονται αμοιβαία. Η πρώτη και η δεύτερη μορφές (ομάδες) κοινωνικής συνείδησης αφ' εαυτές δεν μπορούν να καταστούν επιστημονική συνείδηση και παραμένουν κατ' εξοχήν μη-επιστημονικές (η θρησκεία μάλιστα-αντιεπιστημονική). Οι επιστήμες που ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των εν λόγω μορφών (ηθική, πολιτική επιστήμη, περί δικαίου επιστήμη, αισθητική, θρησκειολογία κ.λ.π.), είναι κατ' εξοχήν διακριτές από τις μορφές εκείνες της κοινωνικής συνείδησης, τις οποίες εξετάζουν ως αντικείμενο, χωρίς να ανάγονται (στο βαθμό που συνιστούν επιστήμη, θεωρία) σε αυτές. Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική,

15 Lucacs, o.π. σελ. 460.

Page 21: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

21

στοχαστική, θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης "ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων)6.

Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της κοινωνικής συνείδησης.

Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία7 ως επιστημονική διερεύνηση των νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής Φιλοσοφίας και ταυτόχρονα πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών).

Η σχέση αυτή αποκαλύπτεται ιδιαίτερα μέσω της μαρξικής συμβολής στην ανάπτυξη της περί των σχέσεων παραγωγής της Κεφαλαιοκρατίας επιστήμης ("Κεφάλαιο")8. Εκτός από την εγγύτητα της κατηγοριακής νόησης επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, η εν λόγω οργανική σχέση εδράζεται και στην ιδιοτυπία του αντικειμένου, ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και πρωτίστως της πολιτικής οικονομίας ως θεμελιώδους κοινωνικής επιστήμης. Η ορισμένη αλληλοεπικάλυψη των αντικειμένων της έρευνας, δεν σημαίνει αναγωγή της φιλοσοφίας λ.χ. στην επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις παραγωγής, είτε σε οποιαδήποτε άλλη επί μέρους επιστήμη.

Οι προοπτικές της ανάπτυξης του φιλοσοφικού συνειδέναι και των κοινωνικών επιστημών διαφαίνονται στο εγχείρημα της "Λογικής της Ιστορίας". Η τελευταία συνιστά θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση, εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική αμοιβαία συνάφειά τους. Το εν λόγω εγχείρημα έχει ως αποτέλεσμα τη διαλεκτική "άρση" της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και μέσω αυτής, την αφετηρία μίας "άρσης" του μαρξισμού, αλλά και του υποδουλωτικού "καταμερισμού της εργασίας" μεταξύ κοινωνικών επιστημών και "κοινωνικής φιλοσοφίας".

Από τα παραπάνω -έστω και σχηματικά- καθίσταται σαφές ότι η φιλοσοφία δεν ανάγεται σε αυθαίρετες κατασκευές υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης φιλοσοφούντων εν τη παρόδω (πόσο μάλλον δε σε έκθεση ιδεών παρορμητικού χαρακτήρα κ.λ.π.). Η φιλοσοφία ως η βαθύτερη μορφή του συν-ειδέναι, συνιστά ιδιότυπη θεωρητική δραστηριότητα, η οποία στην ανάπτυξή της (οντογενετική και φυλογενετική) διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες9, αντίστοιχες με αυτές που διέπουν την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστήμης.

Η οργανική σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ανάγεται σε μία

Page 22: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

22

(αναγκαία, πλην όμως πάντοτε ανεπαρκή εκ των πραγμάτων) διεπιστημονική ευρυμάθεια εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ("Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει"-Ηράκλειτος)10. Η επιστημονική φιλοσοφία αναπτύσσεται (κατά τη φυλογένεση και την οντογένεσή της) σε συνδυασμό με μία τουλάχιστον από τις επιμέρους επιστήμες. Τέτοιο ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν στην ιστορία διάφορες επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, λογική κ.λ.π.). Η πολιτική οικονομία αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως προς την οργανική αλληλεπίδρασή της με την επιστημονική φιλοσοφία από την εποχή της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και του Μαρξ. Προνομιακό πεδίο γόνιμης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστήμης διανοίγεται στην εποχή μας και με τις προοπτικές ανάπτυξης του πλέγματος των βιολογικών επιστημών11.

Η θεωρητική εξέταση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη του επιστημονικού φιλοσοφικού στοχασμού απαιτεί ξεχωριστή συστηματική έρευνα12. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές επισημάνσεις για την ανάπτυξη, την κρίση και τις εκφυλιστικές τάσεις στην κοινωνική επιστήμη και στην "κοινωνική φιλοσοφία".

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Η επιστήμη είναι μια διαδικασία συστηματικής παραγωγής γνώσεων και

ως τέτοια συγκροτεί ένα ιδιότυπο κοινωνικό μόρφωμα, ένα αντικείμενο ενασχόλησης ορισμένης ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι κατέχουν ιδιαίτερη θέση στον καταμερισμό της εργασίας. Ως είδος εργασίας η επιστημονική δραστηριότητα υφίσταται: α) με τη μορφή της επαναλαμβανόμενης επιστημονικής εργασίας (αναπαραγωγή δεδομένων κεκτημένων κ.λ.π.) και β) με τη μορφή της τελειοποίησης της υφιστάμενης εργασιακής διαδικασίας και συνεπώς με τη μορφή επιστημονικής δραστηριότητας-έρευνας, η οποία οδηγεί πέραν των ορίων της κεκτημένης εργασίας, προς άλλη (ανώτερη, στην περίπτωση της προοδευτικής ανάπτυξης της επιστήμης) βαθμίδα της έρευνας. Κυριολεκτικά επιστημονική νόηση είναι η αναπτυσσόμενη, η τελειοποιούμενη νόηση, η οποία προσιδιάζει κατ' εξοχήν στη δεύτερη (στη δημιουργική) μορφή της επιστημονικής εργασίας, εμπεριέχοντας σε ανηρημένη μορφή την πρώτη (αναπαραγωγική).

ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ.

Ανάλογα με τη μορφή της επιστημονικής εργασίας και τον τρόπο

προσέγγισης της επιστημονικής δραστηριότητας, ανακύπτει πληθώρα υποκειμένων, τύπων της "επιστημονικής κοινότητας". Αντίστοιχος της πρώτης μορφής επιστημονικής ενασχόλησης είναι κατ' εξοχήν ο άνθρωπος για τον οποίο η "επιστημονική" δραστηριότητα είναι μόνο μέσο: για την ικανοποίηση άμεσων βιοτικών αναγκών του, για την καταξίωση και αναγνώρισή του στην κοινωνία, για την εξασφάλιση κύρους και γοήτρου κοινωνικού. Ακραία και νοσηρή κατάληξη αυτής της τάσης μπορεί να αποβεί η αναγωγή της επιστήμης σε αφορμή προβολής της ναρκισσευόμενης φιλαυτίας του "επιστήμονα", ως εσωτερίκευση του αλλοτριωμένου και αλλοτριωτικού ρόλου της επιστήμης και του φετιχισμού της πνευματικής παραγωγής στην ανταγωνιστική κοινωνία.

Page 23: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

23

Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται με την καθαρά ποσοτική αποτίμηση της "παραγωγής" στο χώρο της κατ' αυτό τον τρόπο εννοούμενης "επιστήμης" και (ιδιαίτερα στις μέρες μας) με τη συστηματική αξιοποίηση της κραυγαλέας διαθεσιμότητας παρόμοιων "επιστημόνων", σε μια προσπάθεια κατίσχυσης των χειραγωγικών παρεμβάσεων της βιομηχανίας θεάματος-ακροάματος των Μ.Μ.Ε. Έτσι μπορεί, να γίνεται χρήση της επιστήμης και της φιλοσοφίας για την προώθηση αναγκών, συμφερόντων και σκοπιμοτήτων ξένων προς τις εσωτερικές ανάγκες της έρευνας.

Ωστόσο σε κάθε επιστήμη πραγματικοί επιστήμονες είναι εκείνοι που μέσω των ανακαλύψεων τους (διεύρυνση-εμβάθυνση των κεκτημένων της επιστήμης) αναπτύσσουν την επιστήμη, δηλ. οι άνθρωποι που αφοσιώνονται στην αναζήτηση της αλήθειας, μετατρέποντας σε θεμελιώδη ανάγκη τους την ανάγκη για επιστημονικό έργο. Η επιστημονική - ερευνητική δραστηριότητα προβάλλει γι' αυτούς τους ανθρώπους ως εσωτερική αναγκαιότητα που αναπτύσσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοανάπτυξη. Οι άνθρωποι αυτοί ως φορείς συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων στα πλαίσια των οποίων δρουν, πρεσβεύουν ορισμένα κοινωνικά συμφέροντα, στάσεις κ.λ.π. Η ικανοποίηση αυτής της θεμελιώδους ανάγκης τους πρέπει να συμβαδίζει με την ιδεολογία, τις κοινωνικές τους στάσεις και αντιστρόφως. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία όπου ο ρόλος του συν-ειδέναι δεσπόζει έναντι του συν-ειδέναι. Γι' αυτό και ουσιώδης συμβολή στην ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας μπορεί να υπάρξει μόνο από ανθρώπους, η κοινωνική στάση των οποίων ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ομάδων εκείνων (τάξεων, στρωμάτων) οι οποίες κατατείνουν αντικειμενικά στην προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Απ' εδώ απορρέει μια επιπλέον ανώτερη ανάγκη-παρώθηση για την ανάπτυξη της θεωρίας: η ανάγκη (στην περίπτωσή μας θεωρητικής και εμμέσως πρακτικής) συμβολής στην προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας13.

Η ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ. Είναι πλέον θεωρητικά αποδεδειγμένο ότι η

ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης υπάγεται σε ορισμένες νομοτέλειες και εκτυλίσσεται ως "φυσικο- ιστορική" διαδικασία, στιγμές της οποίας είναι οι εκάστοτε γνωσιακές συγκυρίες14. Οι τελευταίες ως ιστορικά συγκεκριμένες βαθμίδες της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας προσδιορίζονται από: 1. την υφή, τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου. 2. το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης περί του αντικειμένου, τα κεκτημένα στη φυλογένεση (ιστορία) της επιστήμης μέσα και τους τρόπους διερεύνησής του (μετάβαση από το εμπειρικό στο θεωρητικό επίπεδο, ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το αφηρημένο στα νοητά συγκεκριμένο, από τη διάνοια στο λόγο κ.λ.π.)15. 3. το επίπεδο ανάπτυξης του συγκεκριμένου ερευνητή (συλλογικού και ατομικού), από την ικανότητα του να στοχάζεται διαλεκτικά (στο επίπεδο του λόγου και όχι απλώς της προδιαλεκτικής διάνοιας), το βαθμό κριτικής αφομοίωσης των κεκτημένων της φυλογένεσης της επιστήμης, σε συνδυασμό με ορισμένες ιδιότητες της προσωπικότητας του ερευνητή (αντικειμενικότητα16, ιστορική - κριτική στάση μετασχηματισμού του αντικειμένου, αφομοίωση των βαθύτερων αναγκών της κοινωνίας, όπως αυτές εσωτερικεύονται και διαθλώνται διαμεσολαβημένα στο πεδίο της έρευνάς του, μετατροπή των ερευνητικών καθηκόντων σε ζωτικής σημασίας νόημα της προσωπικότητας, σε εσωτερικό σκοπό,

Page 24: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

24

απαλλαγή από εξωεπιστημονικές ιδιοτελείς επιδιώξεις κ.λ.π.). Η ακριβής διάγνωση της γνωσιακής συγκυρίας μέσω της λογικής-μεθοδολογικής ανάλυσης της γνωστικής διαδικασίας παρέχει τη δυνατότητα γονιμοποιού ευρετικής επενέργειας στην περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, βάσει της νομοτέλειας που διέπει την επιστημονική νόηση, μιας νομοτέλειας, η απροσδιοριστία της οποίας αίρεται στο βαθμό που ωριμάζει η επιστήμη, και η οποία εκδηλώνεται ως κάθε φορά συγκεκριμένο ιστορικά φάσμα δυνατοτήτων προώθησης (ή διάλυσης) της επιστήμης. Η υλοποίηση των μεν, είτε των δε υφιστάμενων δυνατοτήτων ανάπτυξης της επιστήμης, εξαρτάται άμεσα από τον εκάστοτε συγκεκριμένο ερευνητή (ερευνητές), αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν εξαρτάται από πληθώρα αποκλειστικά ατομικών, ψυχολογικών κ.λ.π. ιδιοτήτων, δεδομένου ότι η επιστήμη θα τραβήξει τον δρόμο της ούτως ή άλλως. Από αυτές τις ιδιότητες εξαρτάται ωστόσο κατά πολύ η κλίμακα των παλινωδιών-παρεκκλίσεων της πορείας της έρευνας, που απορρέουν από τις αντιφάσεις της γνωστικής διαδικασίας, από εξωτερικές ως προς την επιστήμη παρεμβάσεις, από κρισιακές συγκυρίες, αλλά και η εμβέλεια των προωθητικής ισχύος ανακαλύψεων (εφ' όσον ωριμάζουν οι κατάλληλες συνθήκες και η επιστημονική έρευνα οδηγεί προς μία μεγάλη ανακάλυψη)17.

Ο βέλτιστος τρόπος δημιουργικής παρέμβασης του ερευνητή στην γνωσιακή συγκυρία, η ικανότητα επαναστατικοποίησης της επιστήμης μέσω θεμελιωδών ανακαλύψεων, χαρακτηρίζεται ως μεγαλοφυία. Η μεγαλοφυία του ερευνητή-στοχαστή, όπως αποκαλύπτει η ιστορία του πολιτισμού, προϋποθέτει την ικανότητά του, συνειδητοποιώντας τις ωριμάζουσες θεμελιώδεις κοινωνικές ανάγκες, να τις μετατρέπει σε εσωτερική παρώθηση της δραστηριότητάς του, σε ιδιότυπη ψυχολογική προδιάθεση για γνώση, για την ανακάλυψη της αλήθειας18. Αυτό όμως δεν αρκεί. Η ορθή κοινωνικοπολιτική τοποθέτηση σε προοδευτική κατεύθυνση και η υποκειμενική "όρεξις του ειδέναι"19 είναι μεν αναγκαίες πλην όμως μη ικανές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της επιστήμης. Για την τελευταία είναι απαραίτητο επίσης ο ερευνητής, εντάσσοντας τη δραστηριότητά του στα "πλαίσια", στο πεδίο της εσωτερικής λογικής της επιστήμης (γεγονός που προϋποθέτει ορισμένη κριτική αφομοίωση και μετασχηματισμό των κληροδοτημένων από την φυλογένεση της έρευνας κεκτημένων), να συμβάλλει στην υπέρβαση, στην άρση αυτών των "πλαισίων" στην φορά και κατεύθυνση της εσωτερικής νομοτέλειας ανάπτυξης της επιστήμης, κατά τρόπον ώστε αυτή η εσωτερική νομοτέλεια να τίθεται "ως αυτοπραγμάτωση εμπράγματη ενσάρκωση του υποκειμένου"20.

Στο εσωτερικό της επιστήμης υπάρχει απαραίτητα ορισμένος καταμερισμός εργασίας, ο οποίος δεν εδράζεται σε μιαν άκαμπτη κατανομή ρόλων και λειτουργιών ως προς τα αμετάβλητα υφιστάμενα και δεδομένα εμπράγματα μέσα και τους όρους της εργασίας, αλλά, τουναντίον, προϋποθέτει την αμοιβαία ανταλλαγή ικανοτήτων, τον αλληλοεμπλουτισμό των προσωπικοτήτων-κοινωνών καθολικών μορφών αλληλεπίδρασης με το αντικείμενο της γνώσης και μεταξύ τους. Πρόκειται για έναν ιδιότυπα διαμεσολαβημένο καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας και συνεργασίας. "Καθολική εργασία είναι κάθε επιστημονική εργασία, κάθε ανακάλυψη, κάθε εφεύρεση. Καθορίζεται εν μέρει από την συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων"21. Με αυτή την έννοια οι

Page 25: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

25

χαρακτηριστικές γι' αυτή τη συνεργασία σχέσεις της εργασίας του παρελθόντος και του παρόντος, στα πλαίσια της πραγματικής ανάπτυξης και επαναστατικοποίησης της επιστήμης, προβάλλουν ως προαπείκασμα του χαρακτήρα της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων της αναπτυγμένης (αταξικής) ανθρώπινης κοινωνίας. Ωστόσο στην ανταγωνιστική κοινωνία, οι σχέσεις αυτές λειτουργούν μόνον εν μέρει και ευνουχίζονται από τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων και της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Τα ψήγματα αυτών των δημιουργικών-καθολικών σχέσεων ασφυκτιούν και συχνά καταπνίγονται από την γραφειοκρατική οργανωτική δομή και ιεραρχία των φορέων της επίσημης θεσμικότητας της επιστήμης και της φιλοσοφίας (εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων κ.λ.π.) η κύρια σκοπιμότητα ύπαρξης των οποίων στην ανταγωνιστική κοινωνία ("παραγωγικότητα" της κερδοφορίας είτε παραγωγή, αναπαραγωγή και κατίσχυση του κυρίαρχου καταμερισμού της εργασίας μέσω της θεσμικής και ιδεολογικής νομιμοποίησής του) οδηγεί σε εργαλειακή σχέση προς την πραγματική έρευνα και σε πραγματισμό. Το περίπλοκο σύστημα ένταξης-αποκλεισμού και ανέλιξης στη γραφειοκρατική ιεραρχική κλίμακα των μηχανισμών αυτής της θεσμικότητας, βιωματικά εσωτερικευόμενο (και νομιμοποιούμενο με το περί "αξιοκρατίας" ιδεολόγημα) αναδεικνύει τη "σταδιοδρομία" σε αυτοσκοπό και το διαγκωνισμό για επικράτηση - κυριαρχία σε μέθοδο "επιτυχίας" (καριερισμός). Η ιεραρχία της εξουσίας που επιβάλλεται και ως ιεραρχία της γνώσης, οδηγεί σ' ένα πλέγμα πρακτικών αυταπατών που αμβλύνει την κριτική διάθεση και μειώνει την ευελιξία της σκέψης, γεγονός που προκαλεί βαθμιαία απώλεια της ικανότητας για δημιουργικό νεωτερισμό στην έρευνα, ανάγοντας την τελευταία σε κατ' εξοχήν αναπαραγωγική. Η μορφή (ο τύπος) υποκαθιστά το περιεχόμενο, τα μέσα - το σκοπό, η ιδιότητα του ερευνητή - στοχαστή υποκαθίσταται από αυτήν του τιτλούχου - αξιωματούχου, η συστηματική ερευνητική εργασία - από την τελετουργική εμμονή σε τυπικά πλαίσια, πρωτόκολλο κ.α. συνδηλωτικά στοιχεία της κατ' επίφασιν επιστήμης, η συλλογικότητα στην έρευνα - από σχέσεις κυριαρχίας - υποταγής, από κολακεία "δημόσιες σχέσεις " κ.ο.κ.. Η κομφορμιστική υπαγωγή - ενσωμάτωση σ' αυτή τη θεσμικότητα υποβάλλει και επιβάλλει βαθμιαία την κυρίαρχη ιδεολογία μ' έναν αποτελεσματικό τρόπο λογοκρισίας-αυτολογοκρισίας.

Ο αυθεντικός ερευνητής, όπως κάθε δημιουργική προσωπικότητα, λόγω της κριτικής - στοχαστικής του στάσης, προσαρμόζεται με δυσκολία στο κοινωνικό περιβάλλον του και βάσει των αγοραίων κριτηρίων "καθωσπρεπισμού" θεωρείται συνήθως "δύστροπος χαρακτήρας" με "αποκλίνουσα συμπεριφορά"22. Κατά κανόνα δεν εγγράφεται στο πλαίσιο των εν λόγω θεσμικοτήτων, ενώ στις σπάνιες περιπτώσεις επισφαλούς ένταξής του σε αυτές (διατηρώντας και αναπτύσσοντας την σχέση του με την επιστήμη και την κοινωνία) αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος, ως "γραφικός" είτε ως επιβεβαίωση της "πλουραλιστικής μεγαλοθυμίας" των μηχανισμών, προς επίρρωση της "αμερόληπτης" νομιμοποιητικής λειτουργίας τους.

Η λειτουργία των εν λόγω μηχανισμών αποκτά σήμερα μιαν έντονα κοσμοπολίτικη διάσταση, μέσω της παγκοσμιοποίησης των "δημοσίων σχέσεων" της "επιστημονικής κοινότητας", των διακρατικών- διαπανεπιστημιακών σχέσεων, του συνεδριακού τουρισμού και των συμπαρομαρτούντων τους23.

Page 26: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

26

Η ΔΙΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Η ανάπτυξη της έρευνας προϋποθέτει την ύπαρξη συνθηκών ευνοϊκών για

τον επικοινωνιακό-διαλογικό χαρακτήρα της σκέψης. Εδώ δεν πρόκειται για ένα διάλογο "εαυτού χάριν". Το ζητούμενο δεν είναι διοικητικού χαρακτήρα διευθετήσεις (δηλ. το αν θα επιτρέπεται ή θα απαγορεύεται ο διάλογος). Η δημιουργική διαλογικότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος της έρευνας δεδομένου ότι: 1. βελτιστοποιεί την αυτοκριτική στάση του ερευνητή και συντελεί στην υπέρβαση των στοιχείων του υποκειμενισμού μέσω της αντιπαραβολής των ιδεών, 2. μέσω της ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας αναβαθμίζει τη θεωρητική θεμελίωση και απόδειξη, 3. καλλιεργεί την ικανότητα πρόσληψης των απόψεων του αντιπάλου και κυρίως 4. αναπτύσσει τις δυνατότητες ανάδειξης των αντιφάσεων της γνωστικής διαδικασίας και συνειδητής παρέμβασης στην προώθηση-άρση τους24. Συνεπώς η εν λόγω διαλογικότητα αποσκοπεί στην αποκάλυψη αληθούς και ορθής γνώσης περί του αντικειμένου, και συνιστά τρόπο ένταξης διαφόρων ερευνητών στην εσωτερική νομοτέλεια ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Κατ' αυτό το διαλογικό καταμερισμό της εργασίας, υποκείμενα του οποίου είναι οι ερευνητές ως προσωπικότητες (είτε ως συνεργάτες-παραγωγοί γνώσης, είτε ως συνεργάτες στην παιδαγωγική αλληλεπίδραση δάσκαλου-μαθητή), διαφαίνονται ορισμένες τάσεις της επικείμενης πραγματικής κοινωνικοποίησης της εργασίας, δεδομένου ότι εδώ η ερευνητική κοινότητα δεν κοινωνικοποιεί τόσο εμπράγματα μέσα και προϊόντα, όσο μέσα, τρόπους και προϊόντα της πνευματικής δημιουργίας δηλ. κατά κύριο λόγο δυνάμει και ενεργεία δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων. Η δια του επιστημονικού διαλόγου κριτική αφομοίωση ("παραγωγική κατανάλωση") της εκάστοτε κεκτημένης επιστημονικής γνώσης σημαίνει ταυτόχρονα και τελειοποίηση, ανάπτυξη τόσο της επιστήμης όσο και του ερευνητή.

ΚΡΙΣΙΑΚΗ ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ» ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.

Κάθε επιστήμη εμπεριέχει δυνατότητες προοδευτικής ανάπτυξης: 1) μέχρι την επίτευξη πλήρους και επαρκούς για την τελέσφορη πρακτική παρέμβαση γνώσης των εσωτερικών αμοιβαίων δεσμών του αντικειμένου (δηλ. μέχρι να εξαντληθούν οι γνωστικές δυνατότητες στο επίπεδο της ανεπτυγμένης διαλεκτικής νόησης, στο επίπεδο του λόγου), 2) όσο η αυτοτέλεια των συστατικών στοιχείων της (τάσεων, πτυχών, κατευθύνσεων) παραμένει σχετική ως προς την εσωτερική συνοχή τους και υπάγεται σε αυτήν. Συνεπώς η επιστήμη εμπεριέχει τάσεις αυτοκαταστροφής ως δυνατότητες από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης της, ακόμα και αν δεν έχει φθάσει στο επίπεδο της ωριμότητάς της.

Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει τόσο γόνιμες, δημιουργικές όσο και άγονες αυτοκαταστροφικές τάσεις. Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν

Page 27: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

27

εσωτερικών (ενδοεπιστημονικών) και εξωτερικών (κοινωνικο -οικονομικών πολιτικών, ιδεολογικών κ.λ.π.) παραγόντων Είναι γνωστές λ.χ. οι περιπτώσεις κατά τις οποίες σκοπιμότητες πολυεθνικών οικονομικών ομίλων θέτουν φραγμούς σε έρευνες εφαρμοσμένων και τεχνικών επιστημών, οι ανακαλύψεις των οποίων αντιστρατεύονται εκ των πραγμάτων τον σχεδιασμό αυτών των ομίλων. Ως φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών-δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου (δηλ. της βασικής παραγωγικής δύναμης) λειτουργούν οι περικοπές των δαπανών για βασική έρευνα, λόγω της μη άμεσης σύνδεσής τους με την "παραγωγικότητα" (κερδοφορία). Εδώ η κρίση οφείλεται σε άμεση επιβολή εξωτερικών σκοπιμοτήτων.

Οι μείζονος σημασίας κρισιακές συγκυρίες στην ιστορία ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και της Φιλοσοφίας οφείλονται συνήθως σε συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι εσωτερικοί παράγοντες συνδέονται κατ' εξοχήν με την προσέγγιση των ορίων ορισμένου επιστημονικού κεκτημένου, με την εξάντληση των δυνατοτήτων εξήγησης του μέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, με την εμφάνιση νέων δεδομένων, γεγονότων κ.λ.π. Οι εξωτερικοί παράγοντες αφορούν την περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική συγκυρία, ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές των κοινωνικών αναγκών και των συσχετισμών των δυνάμεων. Η κρίση των φυσικών επιστημών στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αι. φανέρωσε έντονα τον συνδυασμό των εν λόγω παραγόντων, ενώ εκδηλώθηκε παράλληλα και ως κρίση των φιλοσοφικών θεμελίων των επιστημών25.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, -μοναδικό από την άποψη της αλληλοδιαπλοκής κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας και πολιτικής-παρουσιάζει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση προσανατολισμών, η οποία ανέκυψε όταν ολοκληρώθηκε μια ιστορική εποχή κατά την οποία η κλασική αστική σκέψη ως ιστορικά συγκεκριμένο και εσωτερικά ενιαίο μόρφωμα κοινωνικό-φιλοσοφικών, πολιτικο -οικονομικών και γνωσεολογικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων έπαψε να υφίσταται. Κατά τη δεκαετία του 1830 η αστική τάξη κατακτά την πολιτική εξουσία στη Γαλλία και την Αγγλία. Από τότε "η ταξική πάλη αποκτούσε πρακτικά και θεωρητικά όλο και πιο έκδηλες και απειλητικές μορφές. Σήμανε η νεκρώσιμη καμπάνα της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο εξής το θέμα δεν έγκειται πλέον στην ορθότητα ή μη του μεν είτε του δε θεωρήματος, αλλά στο αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν είναι βολικό ή όχι στο κεφάλαιο, αν συμμορφούται προς τις αστυνομικές διατάξεις ή όχι. Η ανιδιοτελής έρευνα παραχωρεί τη θέση της στους διαπληκτισμούς των μίσθαρνων κονδυλοφόρων, οι αμερόληπτες επιστημονικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από την προκατειλημμένη απολογητική των κολάκων"26. Κατά εκπληκτικά παρεμφερή τρόπο, η νεκρώσιμη καμπάνα σήμανε για το σύνολο των θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών και της επιστημονικής φιλοσοφίας εφ' όσον οι "διάκονοί" τους υιοθετούσαν τη σκοπιά της κυρίαρχης πλέον και πολιτικά αστικής τάξης.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες κρισιακές συγκυρίες στο πεδίο των λογικών-μεθοδολογικών ερευνών και της φιλοσοφικής θεμελίωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και της κοινωνικής θεωρίας, οι οποίες εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα έντονα κατά τις δεκαετίες του 1960-1970 στην τέως Ε.Σ.Σ.Δ., λόγω της ανάπτυξης των σχετικών επιστημονικών αναζητήσεων σε συνδυασμό με

Page 28: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

28

θεμελιωδώς νέες ανάγκες της εν λόγω κοινωνίας. Η πορεία και η έκβαση των συγκρούσεων μεταξύ των δημιουργικών θεωρητικών τάσεων και των κυρίαρχων τότε επίσημων απολογητικών ιδεολογημάτων απαιτεί συστηματική ανάλυση (πόσο μάλλον σε χώρες όπως η δική μας, όπου η προβληματική αυτή παραμένει παντελώς άγνωστη)27.

Κατά τη γνώμη μου η πλέον περίπλοκη και μείζονος εμβέλειας κρισιακή γνωσιακή συγκυρία του αιώνα εκτυλίσσεται στις μέρες μας και συνδέεται με την πορεία της συσχέτισης επανάστασης και αντεπανάστασης, με την εδραίωση της τελευταίας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε χώρες του πρώτου ρεύματος των σοσιαλιστικών επαναστάσεων (κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση) με τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα και τη συνακόλουθη απώλεια προσανατολισμού του επαναστατικού και ευρύτερα του προοδευτικού κινήματος. Τα παραπάνω εκδηλώνονται κατ' εξοχήν ως κρίση του μαρξισμού, εφ' όσον με αυτόν συνδέεται κυρίως η επιστημονικότητα των θεμελιωδών κεκτημένων των κοινωνικών επιστημών, των μεθοδολογικών ερευνών και της Φιλοσοφίας. Οι δύο τελευταίες κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες (και ιδιαίτερα η κρίση των ημερών μας) καθιστούν ζωτικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας τη διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του μαρξισμού, σε μια νέα σύνθεση που δε θα συνιστά πλέον απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος (αρνητικά προσδιοριζόμενη από αυτό το παρελθόν) αλλά θα εξετάζει την ανθρωπότητα από τη σκοπιά των θετικών αναγκών της αναπτυγμένης αταξικής κοινωνίας28. Η πρώτη επιστημονική θεμελίωση αυτής της άρσης συνδέεται με το εγχείρημα της "Λογικής της Ιστορίας", το οποίο ανέκυψε ως γόνιμη χρησιμοποίηση-ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του μαρξισμού29. Ωστόσο η άρση της πρωτοφανούς κρίσης της κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας των ημερών μας παραμένει ζητούμενο. Το μόνο δεδομένο προς το παρόν είναι αφ' ενός μεν οι συνδεόμενες με το προαναφερθέν εγχείρημα δημιουργικές τάσεις ανάπτυξης της θεωρίας, αφ' ετέρου δε η χαώδης ποικιλομορφία τάσεων αποδόμησης, εκφυλισμού και έκπτωσης (με όλη την πολυσημία του όρου: υποβάθμιση της επιστημονικής ισχύος, απαξίωση-υποτίμηση της αγοραίας τιμής, λόγω της υπερδιαθεσιμότητας ορισμένων "επιστημόνων" για εκποίηση-έκδοση, κοινωνική και ηθική μείωση και ανυποληψία...).

Κατ' αυτό τον τρόπο οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες είναι οι ιστορικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες κυοφορούνται μεγάλες επιστημονικές-φιλοσοφικές τομές. Συνοδεύονται από επίπονες επιπλοκές, "οδύνες του τοκετού", πληθώρα τερατογονιών και εκτρωμάτων, αμφίβολες πατρότητες κ.λ.π. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι οι συγκυρίες αυτές εκδηλώνονται αντικειμενικά, παρόμοια με τις επαναστατικές καταστάσεις στην ιστορία της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν μεν τον αναγκαίο, πλην όμως όχι ικανό όρο τελέσφορων και νικηφόρων επαναστάσεων. Η βαθμιαία κλιμάκωση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτόματα στο θρίαμβο της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης αν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής του ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά μέσου του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού της νέας θεωρητικής σύλληψης (ανάδειξη των αδυναμιών, της ανεπάρκειας και συνολική κριτική αποτίμησης της προηγούμενης θεωρίας, ερμηνεία των αιτίων ανεπάρκειας αυτής, της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της θετικής εδραίωσης-καταξίωσης της νέας

Page 29: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

29

(Φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση, αναβάθμιση της έρευνας μέσω της διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής πλέον διευθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε χωρίς προοπτική η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς μέσω του προσδιορισμού του πεδίου ισχύος-εφαρμοσιμότητας της τελευταίας, η οποία "αίρεται" διαλεκτικά από την νέα θεωρία.. Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη και συχνά μακροχρόνια, δεδομένου ότι η απαιτούμενη συγκρότηση του νέου υποκειμένου απαιτεί θεμελιώδες συστηματικό έργο υποδομής, το οποίο προσκρούει κατά κανόνα σ' ένα άκρως δυσμενές και εχθρικό κλίμα που συγκροτούν οι χυδαίες-αγοραίες αποδομητικές τάσεις από κοινού με τις άμεσα χειραγωγικές ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις.

ΤΥΠΟΛΟΓΙΑΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ» ΚΑΙ ΣΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.

Γι' αυτό ο Μαρξ διέκρινε αυστηρά τα "ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της

κυρίαρχης τάξης" από την "ελεύθερη πνευματική παραγωγή του δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού"30. Στα πρώτα κατέτασσε τους "ιδεολόγους", οι οποίοι "κάνουν κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή η τάξη για τον εαυτό της"31. Ο Μαρξ εξετάζοντας την παρεισφρέουσα στην επιστήμη αγοραία μορφή της ιδεολογικής συνείδησης, οδηγείται σε σειρά παρατηρήσεων και πορισμάτων αναφορικά με την πνευματική παραγωγή συν-ειδέναι.

Μάλιστα δεν ανάγει αυτή τη στάση μόνο σε εκδήλωση της όποιας αποκλειστικά προσωπικής σκοπιμότητας, κάποιων δόλιων προθέσεων των προσώπων, τα οποία επιδίδονται στη συγκρότηση επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων για τις κοινωνικές σχέσεις από το υλικό της λειτουργικά φετιχιστικής συνείδησης. Χωρίς να προσάπτει την ευθύνη για τον εκχυδαϊσμό της θεωρίας αποκλειστικά στα άτομα ο Μαρξ σκιαγραφεί αυτούς τους "ιδεολόγους" κάθε άλλο παρά με ρόδινα χρώματα, εκλαμβάνοντας τους ως χαρακτηριστικούς τύπους ιδιότυπων μαζικών, κοινωνικών ρόλων.

Χαρακτηριστικό στοιχείο μερίδας αυτών των τύπων είναι ο παρασιτισμός. Ως "πρώτη ύλη" της "έρευνας" χρησιμοποιούνται τα κεκτημένα της αυθεντικής θεωρίας, των μεγάλων συστημάτων. Στον τύπο αυτό εμπίπτει και ο "εξ επαγγέλματος λογοκλόπος" (π.χ. Τ.R.Malthus)32, ο οποίος σε αντιδιαστολή με τις πιθανές υπερβολές-πλάνες του αυθεντικού στοχαστή, σπεύδει πάντοτε να κάνει μια "επικερδή επιχείρηση" με αυτές τις υπερβολές33. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι κοινοτοπίες, οι φενάκες, η χυδαιότητα, η νόθευση και η σύγχυση, προβάλλουν με το προσωπείο της επιστημονικοφανούς εκζήτησης της εκφοράς, της επιτήδευσης και του μανιερισμού. Η σκόπιμα περιπλεκόμενη διατύπωση και οι λεκτικές ακροβασίες (που δεν συνδέονται με την κλιμακούμενη εμβάθυνση της όντως περίπλοκης συνθετικής κατηγοριακής σκέψης), αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό του αδαούς34. Οι σημερινές "μεταμοντέρνες" εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης των παρασιτούντων στην επιστήμη επιγόνων, με την "αποδόμηση" και τη διάλυση των πάντων στη "διακειμενικότητα", οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα. Όπως έγραφε ο Ενγκελς το 1878: "ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η "ελευθερία της επιστήμης" εννοείται ακριβώς ως δικαίωμα του ανθρώπου να γράφει ιδιαίτερα για αυτό που δεν μελέτησε ποτέ και να το παρουσιάζει αυτό ως την μοναδική αυστηρά επιστημονική μέθοδο"35.

Page 30: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

30

Οι διαλυτικές τάσεις της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας εκδηλώνονται σύμφωνα με ορισμένη νομοτέλεια-τάση. Αρχικά επιχειρείται μια δογματική υπεράσπιση και συντήρηση πάσει θυσία ορισμένης θεωρίας. Η στάση αυτή οδηγείται σε δογματικές σχηματοποιήσεις - συστηματοποιήσεις επιδιώκοντας με τη βοήθεια της τυπικής λογικής την εξάλειψη των αντιθέσεων της θεωρίας αυτής, αλλά και εκείνων των αντιθέσεων του αντικειμένου της έρευνας που θέτουν σε δοκιμασία τη θεωρία (π.χ. ο J.St. Mill)36. Εδώ οι αντιφάσεις "διευθετούνται" μέσω της άμεσης προσαρμογής του συγκεκριμένου στο αφηρημένο, συγκαλύπτονται με φραστικά τεχνάσματα είτε υπογραμμίζεται η ενότητα, η ταύτιση των αντιθέτων. Ο σχολαστικισμός της απολογητικής εκδηλώνεται με σοφιστικές υπεκφυγές απ' τα προβλήματα, με τη συγκάλυψη των αντιθέσεων, την απολυτοποίηση της ενότητας και την αποσιώπηση της πάλης των αντιθέτων37.

Η στάση αυτή συνδέεται με τον προαναφερθέντα κομφορμισμό στην επιστήμη, με τον "ακαδημαϊσμό", με τη μορφή εκείνη εκχυδαϊσμού της επιστήμης που ο Μαρξ αποκαλούσε "καθηγητική". Η τελευταία "καταπιάνεται "ιστορικά" με την υπόθεση και με σοφή μετριότητα αναζητεί παντού το "καλύτερο" και μάλιστα γι' αυτήν δεν έχει σημασία αν καταλήγει τελικά σε αντιφάσεις, σημασία έχει μόνο η πληρότητα της επιλογής. Είναι ο ευνουχισμός όλων των συστημάτων, από τα οποία θραύουν παντού τις οξείες αιχμές, και τα οποία συνυπάρχουν ειρηνικά σ' ένα κοινό τετράδιο χωρίων... Ακόμα και οι πραγματικά βαθιές σκέψεις ενός Σμιθ, ενός Ρικάρντο και άλλων... καταντούν εδώ κάτι το αστόχαστο και μετατρέπονται σε αγοραία άποψη"38.

Κατ' αυτό τον τρόπο η δογματική σχηματοποίηση και η γελοιογραφικά χονδροειδής, προάσπιση της μέχρι πρότινος κυρίαρχης θεωρητικής κατεύθυνσης, ετοιμάζει το έδαφος για μηδενιστικές, σκεπτικιστικές, υποκειμενικές κ.λ.π. τάσεις μέχρι την πλήρη απόρριψη, όχι μόνο των παρωχημένων στοιχείων της θεωρίας, αλλά και κάθε ορθολογικής θεωρητικής προσέγγισης σε μια εκλεκτική- σχετικοκρατική και χαώδη σύγχυση. Η απέχθεια προς τη συστηματική έρευνα οδηγεί αυτή την τάση του εκχυδαϊσμού στον εκλεκτισμό, στην απόρριψη κάθε νοητικής συγκρότησης. Πρόσφορο καταφύγιο της ακαδημαϊκής "επιστήμης" γίνεται τότε ο ερευνητικός μινιμαλισμός, που βρίσκει εύκολα διέξοδο στην περιγραφική ιστορία της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Είναι η προσφιλής ασχολία των λογίων, που κατά τον Καντ "έχουν ως Φιλοσοφία τους την Ιστορία της φιλοσοφίας"39. Όπως ορθά επισημαίνει ο Χέγκελ "η ιστορία της φιλοσοφίας, ως αφήγηση περί διαφόρων και ποικίλων απόψεων, μετατρέπεται ... σε αντικείμενο της αργόσχολης περιέργειας, είτε ... σε αντικείμενο ενδιαφέροντος πολυμαθών επιστημόνων"40. Σε αυτή την περίπτωση η θεωρητική εξέταση ενός ζητήματος συγχέεται με την χαώδη παράθεση ιδεών και απόψεων.

Το δίπολο δογματισμού-σκεπτικισμού (αναθεωρητισμού) χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις διαλυτικές τάσεις κάθε κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας (του τέλους της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας και φιλοσοφίας, του τέλους του κλασικού μαρξισμού κ.λ.π.). Η σημαντικότερη συνεισφορά των επιγόνων έγκειται στη μεγέθυνση και όξυνση αδυναμιών και αντιφάσεων, του έργου μεγάλων δημιουργών (συχνά μη αντιληπτών στο πρωτότυπο έργο αυτών των δημιουργών), που οδηγεί στην προώθηση της νέας (της ανώτερης) θεωρητικής σύλληψης.

Η αυθεντική επιστημονικότητα στις κοινωνικές επιστήμες και στη

Page 31: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

31

φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με τις φενάκες περί "καθαρής", "ακαδημαϊκής", "καθηγητικής" επιστήμης, αλλά ούτε και με τις ποικίλες ιδεοληπτικές προκαταλήψεις που ανάγουν χονδροειδώς επιστήμη και φιλοσοφία σε κάποιες άμεσα κοινωνικο-πολιτικές τοποθετήσεις. Προϋποθέτει (τόσο κατά τη "φυλογένεση" όσο και κατά την "οντογένεσή" της) την ουσιώδη και διαμεσολαβημένη αλληλοδιείσδυση, τον αλληλοπροσδιορισμό και τον αλληλοεμπλουτισμό "εξωτερικού" και "εσωτερικού" στο δικό της πεδίο, στη λογική της ανάπτυξής της. Προϋποθέτει μια συνεπή προοδευτική κοινωνικο -πολιτική τοποθέτηση, όχι δογματικά άκαμπτη, αλλά διαρκώς τεκμηριούμενη θεωρητικά και μεθοδολογικά ώστε να κατατείνει προς αποτελεσματική δραστηριότητα για τον ριζικό μετασχηματισμό του αντικειμένου της έρευνας (του κοινωνικού γίγνεσθαι) σύμφωνα με την εγνωσμένη νομοτέλεια που το διέπει.

Η ζωή και το έργο του τιμώμενου σε αυτό το συνέδριο στοχαστή, του Ευτύχη Μπιτσάκη, αναδεικνύουν παραδειγματικά το γεγονός, ότι σε κρίσιμες περιόδους, η προμηθεϊκή στάση είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της γόνιμης-στρατευμένης δημιουργίας, όσο βαρύ κι αν είναι το τίμημα (διώξεις, φυλακίσεις, αποσιωπήσεις, συκοφαντίες κ.λ.π.). Παραδείγματα όπως αυτό, αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα σε συνθήκες πολιτικής, ιδεολογικής και θεωρητικής ήττας του επαναστατικού κινήματος, όχι μόνο στα περιορισμένα πλαίσια της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, σε συνθήκες γενικής κρίσης του μαρξισμού και απώλειας της προοπτικής.

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. Η προτεινόμενη προσέγγιση του θέματος αναπτύσσεται στο: Βαζιούλιν Β.Α. Η

λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόσχα, 1988. Βλ. επίσης το λήμμα: Συνείδηση κοινωνική, στο Φιλοσοφικό, Κοινωνιολογικό λεξικό τόμος 5ος εκδ. Καπόπουλος, Αθήνα, 1995.

2. Βλ. τα λήμματα: εργασία (τομ. 2ος), αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας (τομ. 1ος), τάξεις κοινωνικές-πάλη των τάξεων (τομ. 5ος) στο ίδιο λεξικό.

3. Βλ. τα λήμματα: εξουσία (τομ. 2ος), ηγεσία (τομ. 2ος), διοίκηση (τομ. 2ος), δίκαιο (τομ. 2ος), στο ίδιο λεξικό.

4. Ενγκελς Φ. Αντι-Ντύρινγκ. Ρωσ. εκδ. Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς. Έργα, τομ. 20, σ. 329.

5. Είναι αντίθετες με την προτεινόμενη εδώ κατανόηση της φιλοσοφίας αλλά και με τη φιλοσοφία του κλασικού μαρξισμού, οι απόπειρες συγκρότησης προμαρξικού τύπου μεταφυσικής "οντολογίας" περί του "καθ' όλου" φυσικής φιλοσοφίας κλπ.-βλ. π.χ. την περί "διαλεκτικού υλισμού" αντίληψη του Στάλιν, του Μπουχάριν και της επίσημης σοβιετικής φιλοσοφίας. Οι αντιλήψεις αυτές όπως και η αναγωγή τη φιλοσοφίας σε εξέταση "των γενικών νομοτελειών της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης" είναι χαρακτηριστικές για καταστάσεις κατά τις οποίες η φιλοσοφία δεν έχει αποχωρισθεί, δεν έχει καταστεί σαφώς διακριτή από τις υπόλοιπες μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Βλ. σχετικά Β.Α. Βαζιούλιν, ο.π. σελ. 183-194.

6. Η μεταφυσική αντιδιαστολή επιστήμης-ιδεολογίας αδυνατεί να συλλάβει αυτή τη διαλεκτική προβληματική (βλ. π.χ. L.Althusser).

7. Βλ. το λήμμα: διαλεκτική λογική (τομ. 2ος και συμπλήρωμα, τομ. 5ος) στο προαναφερθέν λεξικό.

8. Βλ. σχετικά: Ιλιένκοφ Ε.Β. Η διαλεκτική αφηρημένου και συγκεκριμένου στο

Page 32: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

32

"Κεφάλαιο" του Κ.Μαρξ. Μόσχα, 1968. του ιδίου: το πρόβλημα της αντίφασης στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Ουτοπία. 1994, Νο 12. του ίδιου: Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Επιστημονική σκέψη, Νο 36, 1987.

9. Βλ. το λήμμα: "νομοτέλεια" στο ίδιο λεξικό (τομ. 4ος). 10. Ευ. Ρούσσος. Ηράκλειτος (περί φύσεως), απόσπασμα 16(40), εκδ.

Παπαδήμα, Αθήνα, 1987, σελ. 4. 11. Για τη διεπιστημονική εμβέλεια και τις προοπτικές της μεθοδολογίας αυτής

βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στις συγκεκριμένες επιστήμες, στο Μεθοδολογικά προβλήματα της σύγχρονης επιστήμης. Μόσχα, 1970.

12. Βλ. λ.χ. Πατέλη Δημ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης. Μόσχα, 1991.

13. Ο προσανατολισμός αυτός είναι σαφής ήδη από τη νεανική ηλικία του Κ. Μαρξ. Βλ. π.χ. την γυμνασιακή έκθεση του Μαρξ: Διαλογισμοί ενός νέου κατά την επιλογή του επαγγέλματος (1835). στο Κ. Μαρξ- Φ. Ενγκελς. Έργα, τομ. 40, σελ. 3-7.

14. Βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Περί του ζητήματος του "μηχανισμού" ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης. Vestnic Moskofskovo Universiteta, Ser. 8, 1964, Νο 2. του ίδιου: Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ.Μαρξ. Μόσχα 1975. Πατέλη Δημ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση...

15. Βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική. Δεκ. 1992, Νο 67 και τα λήμματα: "Εμπειρικό και θεωρητικό", "ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο", "διάνοια και λόγος" στο προαναφερθέν λεξικό (τομ. 1ος-2ος και συμπλήρωμα-5ος).

16. Η αντικειμενικότητα δεν εννοείται εδώ θετικιστικά, ως ταξική, ιδεολογική και αξιολογική ουδετερότητα (αντικειμενισμός) και αδιαφορία για τα κοινωνικά προβλήματα. Από ψυχολογικής πλευράς είναι αποδεδειγμένο ότι στη γνωσιακή σχέση προς το είναι εμπλέκεται οργανικά και η σχέση προς τους άλλους ανθρώπους. Βλ. Ρουμπινστάιν Σ.Λ. Οι βάσεις της γενικής ψυχολογίας, τομ. 1, Μόσχα 1989.

17. Βαζιούλιν Β.Α. Το γίγνεσθαι της μεθόδου ... σελ. 31. 18. Μεγαλοφυής κατά τον Κουζνετσόφ Μπ.Γκ. "είναι ο άνθρωπος η ζωή του

οποίου συμπίπτει τα μέγιστα με τη ζωή της ανθρωπότητας. Τα ενδιαφέροντα του μεγάλου επιστήμονα είναι εγγενείς ανάγκες της αναπτυσσόμενης επιστήμης, επιδιώξεις της επιστήμης είναι οι ενύπαρκτες οδοί της επιστήμης, επιτυχίες του μεγαλοφυούς είναι οι μεταβάσεις της επιστήμης από έναν αναβαθμό σε άλλον, ανώτερο". Αϊνστάιν: η ζωή, ο θάνατος, η αθανασία. Μόσχα, 1979, σ. 18.

19. Αριστοτέλη (Μεταφυσ. Α1, 981b, 13ε-β19). 20. Μαρξ. Grundrisse, στο Κ. Μαρξ- Φ. Ενγκελς, Έργα, τομ. 46, ημιτ. ΙΙ, σελ.

109-110. 21. Κ.Μαρξ. Το Κεφάλαιο. Τομ. 3ος, ελλ. εκδ. Σ.Ε. σελ. 135. 22. Βλ. σχετικά: Διεπιστημονική προσέγγιση της διερεύνησης της επιστημονικής

δημιουργίας. Μόσχα, 1990, σ. 96-97. 23. Ο φαύλος κύκλος της διεθνούς "επιστημονικής κοινότητας" σκιαγραφείται

γλαφυρά στο έργο του Τ.Λοτζ: Μικρός που είναι ο κόσμος. Πόλις, Αθήνα. 1996.

Page 33: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

33

24. Βλ. σχετικά: Διαφερμάκης Εμμ. Το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης επιστήμης και ηθικής. Διδακτορική διατριβή. Μόσχα, 1995.

25. Βλ. σχετικά: Λένιν Β.Ι. Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός (Άπαντα, Σ.Ε. τ.18) καθώς και τα σχετικά έργα του Ε. Μπιτσάκη.

26. Κ.Μαρξ. Επίλογος στη Β' έκδοση του Κεφαλαίου (ελλ. εκδ. Σ.Ε. τ.1, σελ. 17 σε ανεπαρκή μετάφραση).

27. Οι δημιουργικές αυτές τάσεις συνδέονται κυρίως με το έργο των: Μ.Μ. Ρόζενταλ, Ε.Β. Ιλιένκοφ, Λ.Α. Μανκόφσκι, Β. Τιπούχιν, Ζ.Μ. Ορούτζιεφ και Β.Α. Βαζιούλιν.

28. Σε αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζονται οι αναζητήσεις της διεθνούς διεπιστημονικής ερευνητικής ομάδας: Λογική της Ιστορίας. Βλ. σχετικά: Έργα της διεθνούς σχολής "Λογική της ιστορίας" τομ. 1. Η λογική της ιστορίας και οι προοπτικές ανάπτυξης της επιστήμης. Μόσχα 1993 και τομ. 2: Ιστορία και πραγματικότητα: Διδάγματα της θεωρίας και της πρακτικής. Μόσχα, 1995. Βλ. επίσης: Συνέντευξη με τον Β.Α. Βαζιούλιν. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. Αριστερή Ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994. Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ. Για τις νομοτέλειες μετάβασης στον κομμουνισμό. Αριστ. Ανασύνταξη. τ. 7-8. 1995.

29. Βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική του "Κεφαλαίου"... και Δ. Πατέλη. Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Η συμβολή του Ενγκελς, στο: Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, Νο 1, 1995.

30. Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας, μέρος Ι, Σ.Ε., σελ. 306. 31. Κ.Μαρξ. Φ. Ενγκελς. Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, τομ. 1, σελ.

94. 32. Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας. μερ. ΙΙ, σελ. 131. 33. στο ίδιο, σελ. 138. 34. στο ίδιο, μέρος ΙΙΙ, σελ. 22-23. 35. Φ. Ενγκελς. Παλιός πρόλογος στο Αντι-Ντύρινγκ. Κ.Μαρξ, Φ.Ενγκελς,

Έργα, τ. 20, σελ. 365. 36. Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας. μερ. ΙΙΙ, σελ. 94. 37. στο ίδιο, σελ. 97-99. Επικαιρότατες είναι επίσης οι σχετικές επισημάνσεις του

Χέγκελ στο 2ο κεφ. της περί της ουσίας διδασκαλίας της "Επιστήμης της Λογικής". 38. Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας, μερ. ΙΙΙ, σελ. 528 (γλωσσικές αλλαγές-δικές

μου). 39. Καντ. Ιμμάνουελ. Προλεγόμενα. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1982, σελ.

21. 40. Χέγκελ. Παραδόσεις Ιστορίες της Φιλοσοφίας, βιβλ. 1ο, στο: Χέγκελ. Έργα,

τομ. ΙΧ, Μόσχα, 1932, σελ. 18.

Page 34: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

34

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ, ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Μεθοδολογία του Οργανικού Όλου: Πέραν του Διπόλου Ποιοτικών και Ποσοτικών Μονομερειών και της αντιδιαστολής Κοινωνικών και Φυσικών-Τεχνολογικών

επιστημών.

Δημήτρης Σ. Πατέλης*

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσσεται η προβληματική της διαλεκτικής μεθοδολογίας του οργανικού όλου, η γνωστική ισχύς της οποίας (περιγραφική, εξηγητική, θεωρητική, αποδεικτική, ευρετική, προγνωστική, κ.ο.κ.) έχει δοκιμαστεί στις κοινωνικές επιστήμες (ιδιαιτέρως στην πολιτική οικονομία και στην κοινωνική θεωρία). Η ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης εξετάζεται ως νομοτελής διαδικασία, ιστορικές στιγμές της οποίας είναι οι γνωσιακές συγκυρίες, οι οποίες εμπεριέχουν ένα φάσμα δυνατοτήτων (παρελκυστικής αποσύνθεσης και δημιουργικής ανάπτυξης) ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι εσωτερικοί παράγοντες προσδιορίζονται σε συνάρτηση με την υφή, τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, το θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης επιστημονικής γνώσης περί του εν λόγω αντικειμένου και το επίπεδο ανάπτυξης του συγκεκριμένου ερευνητή (συλλογικού και ατομικού). Οι εξωτερικοί παράγοντες συνδέονται με την εκάστοτε ιστορική και πολιτισμική συγκυρία, με τις κοινωνικές ανάγκες, τα συμφέροντα, κ.ο.κ. Η μεθοδολογία του οργανικού όλου κινείται πέραν του διπόλου ποιοτικών και ποσοτικών μονομερειών και προσανατολίζει την έρευνα, ώστε τα φαινόμενα να εξετάζονται και να διερευνώνται ως ενότητα των ποιοτικών και ποσοτικών πτυχών τους, ώστε να αναδεικνύεται η αλληλεπίδραση αυτών των πτυχών, καθώς και οι αλλαγές στις μεταξύ τους συσχετίσεις στα διάφορα επίπεδα της δομής, της ανάπτυξης και της διάγνωσής τους. ΛΛέέξξεειιςς--κκλλεειιδδιιάά:: ΦΦιιλλοοσσοοφφίίαα ττηηςς εεππιισσττήήμμηηςς,, ΜΜεεθθοοδδοολλοογγίίαα ττοουυ οορργγααννιικκοούύ όόλλοουυ,, ΔΔιιααλλεεκκττιικκήή λλοογγιικκήή,, IIllyyeennkkoovv,, ΒΒααζζιιοούύλλιινν,, ΓΓννωωσσιιαακκήή σσυυγγκκυυρρίίαα,, ΕΕππιισσττηημμοοννιικκήή εεππααννάάσστταασσηη,, TT..SS.. KKuuhhnn,, KK.. PPooppppeerr,, II.. LLaakkaattooss,, PP.. FFeeyyeerraabbeenndd,, ααννααγγωωγγιισσμμόόςς,, ΠΠοοιιοοττιικκέέςς ΜΜέέθθοοδδοοιι,, ΠΠοοσσοοττιικκέέςς ΜΜέέθθοοδδοοιι.. 1. Εισαγωγή

Στις μέρες μας όλο και πιο συχνά γίνεται λόγος για κρίση στην επιστήμη. Όλο και πιο πολλοί επιστήμονες, ερευνητές των πλέον διαφορετικών ειδικοτήτων (φυσικών, μαθηματικών, κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας της επιστήμης) διαπιστώνουν κρισιακά φαινόμενα και συμπτώματα, βιώνουν αδιέξοδα. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας τομέας

* Δημήτρης Σ. Πατέλης, Επίκουρος Καθηγητής, Γενικό Τμήμα, Πολυτεχνείο Κρήτης.

Page 35: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

35

της θεωρίας και της πρακτικής που να μη τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η σύγχρονη διεθνής κοινωνικοπολιτική και ιδεολογική συγκυρία επιδεινώνει την κρίση όλου του πλέγματος των κοινωνικών επιστημών (ιδιαίτερα των φιλοσοφικών και μεθοδολογικών θεμελίων τους), οδηγεί συχνά σε καταστροφικές για την επιστημονική νόηση συνέπειες, στην απόρριψη των κεκτημένων της επιστήμης σε μια πρωτοφανή τάση ενίσχυσης του έρποντος εμπειρισμού, του ανορθολογισμού,

Η άρση της πρωτοφανούς κρίσης της κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας των ημερών μας παραμένει ζητούμενο. Το μόνο δεδομένο προς το παρόν είναι, αφ’ ενός μεν, ορισμένες δημιουργικές τάσεις ανάπτυξης της θεωρίας και μεθοδολογίας, αφ’ ετέρου δε, η χαώδης ποικιλομορφία τάσεων αποδόμησης, εκφυλισμού και έκπτωσης

αλλά και του μυστικισμού.

16

Η συγκυρία αυτή εγείρει πληθώρα προβλημάτων και ερωτημάτων. Τι είναι η γνώση, από πού προκύπτει, πως συνδέεται με την συνείδηση και πως επιτυγχάνεται; Τι είναι η επιστήμη και πως συγκροτείται; Τι σημαίνει επιστημονική μέθοδος και μεθοδολογία; Ποια είναι η μεθοδολογία του οργανικού όλου; Σε τι συνίσταται η κρίση της επιστήμης; Από τι γνωρίσματα σηματοδοτείται; Συνδέεται άραγε με το πρόβλημα της μεθόδου και της μεθοδολογίας;

.

Για να διευκρινίσουμε αυτά τα ερωτήματα, επιτρέψτε μου να παραθέσω δυο παραδείγματα. Θιασώτες των ψυχομετρικών δοκιμασιών (στην ακραία εκδοχή τους) απαντούν στο ερώτημα «τι είναι η νοημοσύνη;» καθαρά οπερασιοναλιστικά: «νοημοσύνη είναι αυτό που μετρώ με το (σταθμισμένο κ.ο.κ.) Test μου»! Τι θα λέγατε για ένα φυσικό που θα ισχυριζόταν ότι «θερμοκρασία είναι αυτό που μετρώ με το θερμόμετρό μου»; Πράγματι, για τον οπερασιοναλισμό, η σημασία ή η πραγματικότητα ενός γεγονότος (ενός φαινομένου ή μιας θεωρίας) είναι σύμφυτη με τις διεργασίες, τις ενέργειες του υποκειμένου που το οικοδομούν, διαχέεται απόλυτα μέσα σε αυτές, τελικά, ανάγεται σε αυτές. Επιτρέπει άραγε η εμπειρία της μέχρι τώρα χρήσης των δοκιμασιών νοημοσύνης να τις θεωρούμε τόσο αξιόπιστο εργαλείο, μέσω του οποίου και μόνο είναι εφικτός ο προσδιορισμός των νοητικών λειτουργιών; Ορίζουν άραγε, προσδιορίζουν, διαυγάζουν τις ιδιότητες, την ουσιώδη συνάφεια και τους νόμους που διέπουν το υπό διερεύνηση φαινόμενο οι όποιες «ακριβείς» μετρήσεις; Τι μας παρέχουν οι ακριβείς μετρήσεις αντικειμένων την υφή, το ποιόν, την ουσία των οποίων αδυνατούμε (είτε αποφεύγουμε, απαξιούμε, κ.ο.κ.) να προσδιορίσουμε θετικά;

Άλλο παράδειγμα είναι αυτό του εκπροσώπου των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, ο οποίος, επειδή έχει απηυδήσει από τις εργαλειακές ποσοτικοποιήσεις, καταφεύγει στην αποκλειστική χρήση των λεγόμενων ποιοτικών μεθόδων, π.χ. πραγματοποιεί συνεντεύξεις, σε συνθήκες «πλήρους» διάχυσης του ερευνητή στο πεδίο, αποκρυσταλλώνει επισταμένως την έκφραση του βιώματος του συνεντευξιαζόμενου, κ.ο.κ. Φερ’ ειπείν, ως ανθρωπολόγος επιχειρεί να αναδείξει παραστάσεις, αναπαραστάσεις του εαυτού. Ποιες είναι όμως αυτές οι αναπαραστάσεις; Ποιον εαυτό, ποιο «εγώ», ποια ταυτότητα απεικονίζουν; Υπάρχει βέβαια μια αντίληψη, μια παράσταση, μια συναίσθηση που διαθέτει ο καθ’ ένας μας για τον εαυτό του, μια άλλη παράσταση που έχουν άνθρωποι του περίγυρού μας για τον εαυτό μας, η επιθυμητή από εμάς ταυτότητα-εξιδανίκευση του εαυτού μας, η εικόνα που θέλουμε να προβάλλουμε για τον εαυτό μας, 16 Έκπτωσης με όλη την πολυσημία του όρου: υποβάθμιση της επιστημονικής ισχύος, απαξίωση-υποτίμηση της αγοραίας τιμής, λόγω της υπερδιαθεσιμότητας ορισμένων «επιστημόνων» για εκποίηση-έκδοση, κοινωνική και ηθική μείωση και ανυποληψία...

Page 36: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

36

οι προσδοκίες των άλλων (θετικές ή αρνητικές) ως τυπικής είτε άτυπης ομάδας αναφοράς, κ.ο.κ. Εγείρεται πληθώρα ερωτημάτων. Κατά πόσο οι ως άνω παραστάσεις ανταποκρίνονται επακριβώς στην αντικειμενικά προσδιορίσιμη ταυτότητα που συγκροτείται από την ψυχοσωματική μας οντότητα, όπως αυτή εκφράζεται στο πλέγμα των δραστηριοτήτων, των σχέσεων, της επικοινωνίας, της θέσης και του ρόλου μας στην ολότητα της κοινωνίας; Κατά πόσο μπορούν οι άνθρωποι κατά τις απόπειρες αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας τους να μένουν ανεπηρέαστοι από ποικίλες επιφάσεις και πλάνες της φαινομενικότητας και της αλλοτρίωσης (μυθοπλασίες, ιδεολογήματα, στερεότυπα, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.); (βλ. σχετικά Γκόφμαν, 2006).

Ας δούμε όμως τι είναι η γνωστική διαδικασία, η γνώση και η επιστήμη.

2. Γνωστική Διαδικασία, Γνώση και Επιστήμη Γνωστική διαδικασία (το «γιγνώσκειν») είναι η πραγματική αναπτυσσόμενη διαδικασία,

μέσω της οποίας προσποριζόμαστε γνώσεις. Γνώσεις δε είναι τα εκάστοτε αποκρυσταλλώματα, τα κεκτημένα αυτής της γνωστικής διαδικασίας. Ενδεχομένως οι έννοιες διαχρονία – συγχρονία να μας βοηθούν να συλλάβουμε τη σχέση γνωστικής διαδικασίας – γνώσης: η εν εξελίξει διαδικασία προσπορισμού, πρόσκτησης γνώσεων αναπτύσσεται διαχρονικά, ενώ τα εκάστοτε διαθέσιμα κεκτημένα αυτής της γνώσης, είτε τα αποτελέσματα μιας σχετικά ολοκληρωμένης γνωστικής διαδικασίας προβάλλουν ως συγχρονία γνώσεων (ως ταυτοχρόνως διαθέσιμα). Η γνωστική διαδικασία είναι μια σύνθετη, περίπλοκη και πολυεπίπεδη διαδικασία στην οποία υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες. Αναφερόμαστε σε γνώση πρακτική, της καθημερινότητας (προεπιστημονική), αλλά και σε επιστημονική γνώση. Γνωστέο και επιστητό είναι ό,τι δυνάμει ή ενεργεία εμπίπτει στο πεδίο των αντικειμένων της κοινωνικής πρακτικής, ό,τι εντάσσεται στην τροχιά της ολοένα εμβαθύνουσας και διευρυνόμενης ανθρώπινης δραστηριότητας.

Η γνώση προέκυψε γενετικά και λειτουργικά από την διαδικασία πρακτικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας, από εκείνη την ειδοποιό για το ανθρώπινο γένος δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τον κοινωνικό μεταβολισμό. Η εργασία είναι ακριβώς ο κοινωνικά διαμεσολαβημένος τρόπος μεταβολισμού (ανταλλαγής υλών με τη φύση) του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή με τον ενστικτώδη (κατ’ άτομο είτε κατά αγέλες) μεταβολισμό των ζώων. Η γνώση συνδέεται αδιάρρηκτα με την εργασιακή διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας ο άνθρωπος με την βοήθεια λειτουργικά και μορφολογικά μετασχηματισμένων αντικειμένων της φύσης (μέσων, εργαλείων, κ.ο.κ.), επενεργεί σε κάποια αντικείμενα της φύσης, ώστε να παράξει προϊόντα για την ικανοποίηση των αναγκών του. Εργασία είναι η ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση, η διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, από την άποψη της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου, της χρησιμοποίησης των οργάνων του σώματός του. Η εργασιακή διαδικασία προϋποθέτει προπαντός την ύπαρξη ανάγκης για ορισμένο αντικείμενο της κατανάλωσης. Η εργασία εν γένει περιλαμβάνει τα εξής συστατικά στοιχεία: τον άνθρωπο ως υποκείμενο της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας και το αποτέλεσμα (προϊόν) της εργασίας. Η αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων κατά ορισμένο τρόπο συνιστά την εργασία. Η ανάγκη

Page 37: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

37

μετατρεπόμενη σε σκοπό, σε σκοποθεσία, γίνεται εσωτερική στιγμή της εργασίας και ο κύκλος, με αφετηρία τις βιοτικά απαραίτητες ανάγκες του ανθρώπου, διαμεσολαβείται από την εργασία και ολοκληρώνεται με την κατανάλωση των προϊόντων.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψε η ανάγκη ανάπτυξης δεξιοτήτων που συνδέονται με τη διάγνωση των ιδιοτήτων και των νόμων που διέπουν όλους τους εμπλεκόμενους σε αυτήν όρους. Η γνώση προκύπτει ως στιγμή της σκοποθεσίας της εργασίας κατά την ανθρωποκοινωνιογένεση. Για να τελεσφορήσει η εργασία, στον βαθμό που περιπλέκεται, δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στο «βλέποντας και κάνοντας», μόνο στη μέθοδο της δοκιμής και του σφάλματος, είτε στην ύπαρξη απλών παραστάσεων και αναπαραστάσεων. Μέσω της εργασίας προκύπτει μια διαμεσολαβημένη σχέση με την πραγματικότητα. Μέσω της διαχρονικής διαμεσολάβησης των υλικών εργαλείων (ως μέσων υλικής-πρακτικής προσοικείωσης της φύσης) στην σχέση του ανθρώπου με τον περίγυρό του (εκατομμύρια φορές επαναλαμβανόμενη διαγενεακά) προκύπτουν και τα νοητικά-ιδεατά εργαλεία προσπορισμού γνώσης και συνειδητοποίησης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων (σημεία, σύμβολα, κώδικες, λέξεις, έννοιες, κ.ο.κ.), ως μέσα και τρόποι νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας (για το ρόλο της γλώσσας στη γνωστική διαδικασία βλ. Schaff, χ.χ.)

Βαθμηδόν και μέσω της κλιμάκωσης του καταμερισμού της εργασίας, η γνώση αρχίζει να αυτονομείται σχετικά από την άμεση εμπλοκή στην εργασιακή δραστηριότητα. Προϊούσης της διαδικασίας του

. Στο βαθμό που η εργασιακή επενέργεια του ανθρώπου στη φύση βαθαίνει, διευρύνεται και περιπλέκεται τεχνολογικά, όλο και πιο ανεπαρκής αποβαίνει η συνδεόμενη με την άμεση εμπλοκή στο «εδώ και τώρα» της δράσης παράσταση και αναπαράσταση, δεδομένου ότι η εξωτερική όψη (η εμφάνεια, η φαινομενικότητα) των πραγμάτων δεν ταυτίζεται με τον ενδότερο πυρήνα τους, με την αιτιώδη συνάφεια και τον νόμο που τα διέπει (με την «ουσία» τους θα λέγαμε πιο φιλοσοφικά). Στο βαθμό που η τεχνολογική διαμεσολάβηση της εργασιακής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση απαιτεί σκόπιμη, επιλεκτική και συνειδητή συνδυαστική χρήση της αιτιώδους συνάφειας και των νόμων που διέπουν την πραγματικότητα (φυσική, χημική, βιολογική και κοινωνική) η κοινή εν πολλοίς στον άνθρωπο και στο ζώο άμεση παραστατική προσοικείωση της πραγματικότητας, παραχωρεί κατ’ ανάγκη την θέση της σε όλο και πιο διαμεσολαβημένες μορφές και επίπεδα νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας. Υπό αυτούς τους όρους, χωρίς συστηματική παραγωγή αληθούς γνώσης η εργασία δεν μπορεί να τελεσφορήσει.

καταμερισμού εργασίας εντός του ιστορικού γίγνεσθαι, αυτονομείται σχετικά η συνδεόμενη με την σκοποθεσία νοητική προσοικείωση της πραγματικότητας, το ειδέναι, συστηματική έκφανση του οποίου σε κοινωνίες με ανεπτυγμένο και δη, ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταμερισμό της εργασίας, είναι η επιστήμη.

Η προεπιστημονική γνώση βασιζόμενη στον «ορθό λόγο» και στον «κοινό νου»,

Ανακύπτουν και αναπτύσσονται τα νοητικά μέσα και οι τρόποι προσοικείωσης της πραγματικότητας και η επιστήμη, ως ένα πολυεπίπεδο μόρφωμα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η συστηματική παραγωγή αληθούς, τεκμηριωμένης, αποδεικτικής, αντικειμενικής, σχετικά πλήρους και επαρκούς για την εκάστοτε ιστορική συγκυρία γνώσης περί ορισμένων πραγμάτων, σχέσεων, φαινομένων και διαδικασιών. Η επιστήμη είναι ένα ιδιαζόντως περίπλοκο και πολυεπίπεδο μόρφωμα, μια λειτουργία του κοινωνικού συνειδέναι, και, ως εκ τούτου, κινείται σε ένα πλέγμα αλληλεπιδράσεων.

Page 38: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

38

προσανατολίζει τον άνθρωπο στην καθημερινή συμπεριφορά του και παρά το γεγονός ότι εμπλουτίζεται με επιστημονικά στοιχεία, αποτελεί προνομιακό πεδίο ανάπτυξης, αναπαραγωγής και παγίωσης προκαταλήψεων και πρακτικών αυταπατών, οι οποίες ανακύπτουν από την αντικειμενική φαινομενικότητα των περίπλοκων διαδικασιών.

Η επιστημονική γνώση ως ανώτερη μορφή γνώσης αποκαλύπτει τις αναγκαίες, νομοτελείς και ουσιώδεις συνάφειες των αντικειμένων, βάσει των οποίων επιτελεί τις βασικές λειτουργίες της: περιγραφή, ερμηνεία (εξήγηση) και πρόγνωση. Ως εκ τούτου, η επιστήμη προβάλλει ως συστηματική παραγωγή αντικειμενικής, τεκμηριωμένης και αληθούς γνώσης περί του μέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το γνωστικό της αντικείμενο.

Παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις ενός αφελούς αντικειμενισμού και των αντίστοιχων εκδοχών γνωσιολογικής ροβινσωνιάδας, η επιστήμη δεν ανάγεται στην αδιαμεσολάβητη και εξωκοινωνικά εννοούμενη σχέση του υποκειμένου προς το γνωστικό αντικείμενο. Η επιστήμη είναι μεν γνωστική σχέση του υποκειμένου προς το αντικείμενο (ειδέναι), η οποία όμως διαμεσολαβείται πάντοτε από κοινωνικά-πολιτισμικά επεξεργασμένα νοητικά είτε και τεχνικά μέσα και τρόπους προσοικείωσης του αντικειμένου, αλλά και από συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ υποκειμένων (ως υποκειμένων της δραστηριότητας που αναπτύσσουν και των σχέσεων που συνάπτουν, εντός του πεδίου της επιστήμης, αλλά και μέσω αυτού του πεδίου –με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο) και, ως εκ τούτου, είναι και μορφή κοινωνικής συνείδησης, η οποία συνδέεται με τις λοιπές μορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι. Οι τελευταίες διακρίνονται βάσει του πρίσματος μέσω του οποίου διαθλάται το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης, οι αντικειμενικοί όροι της ύπαρξης του ανθρώπου, δηλαδή, μέσω του πράττειν (ηθική μορφή, με παράγωγες μορφές την πολιτική και το δίκαιο), του αισθάνεσθαι (αισθητική μορφή, με παράγωγη μορφή την θρησκεία) και του σκέπτεσθαι, του νοείν (φιλοσοφία). Η σύνδεση αυτή υφίσταται και λειτουργεί ποικιλοτρόπως και σε πολλά επίπεδα διαμεσολάβησης, δεδομένου ότι τόσο εντός της κάθε επιστημονικής-ερευνητικής δραστηριότητας ενυπάρχουν στοιχεία του πράττειν, του αισθάνεσθαι και του νοείν (άρα και των αντίστοιχων μορφών της κοινωνικής συνείδησης), όσο και στις μορφές της καθαυτής κοινωνικής συνείδησης παρεισφρέουν στοιχεία του ειδέναι (του επιστημονικού συμπεριλαμβανομένου), δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ως υποκειμένων λειτουργούν και συνειδητοποιούνται ως σχέσεις διαμεσολαβημένες από τις σχέσεις (πρακτικές και γνωστικές) των υποκειμένων προς αντικείμενα (της φύσης, της κοινωνίας, του πολιτισμού). Στο βαθμό που η επιστήμη καθίσταται άμεση παραγωγική δύναμη, παρατηρείται διεύρυνση και εμβάθυνση αυτής της διαμεσολάβησης.

Η σύνδεση της επιστήμης με τις μορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι, είτε ανακύπτει αυθόρμητα, οπότε η συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης και του ρόλου της επιστήμης και του επιστήμονα λαμβάνει χώρα με τους όρους της αγοραίας καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου (και τις συνακόλουθες μονομέρειες, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.), είτε αποκαθίσταται και αναπτύσσεται συνειδητά, κυρίως μέσω του μεθοδολογικού και φιλοσοφικού αναστοχασμού. Στην πρώτη περίπτωση, ακυρώνεται πρακτικά η λειτουργία της επιστήμης ως καθολικής εμβέλειας αναστοχαστικής συνιστώσας της συνείδησης και της αυτοσυνειδησίας της ανθρωπότητας, ως συνιστώσας της προοπτικής της συνειδητής σκοποθεσίας της ανθρωπότητας, οπότε, τόσο η επιστήμη και τα εκάστοτε αποτελέσματά της, όσο και οι άνθρωποι της επιστήμης, γίνονται εύκολα όχι μόνον

Page 39: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

39

αντικείμενο, αλλά και μέσο χειραγώγησης από εξωγενείς ως προς την επιστήμη δυνάμεις και παράγοντες, ως εργαλειακά αξιοποιήσιμες δυνάμεις προώθησης ιδιοτελών συμφερόντων.

Σε συνθήκες καταμερισμού εργασίας εντός της επιστήμης, η επιστήμη χωρίζεται σε επιστήμη, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η φύση, και σε επιστήμη, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η κοινωνία. Στην πρώτη περίπτωση, η επιστήμη είναι κατά κύριο λόγο γνωστική διαδικασία, γνώση, ειδέναι. Στην δεύτερη περίπτωση, η επιστήμη είναι κατά κύριο λόγο συνείδηση, συν-ειδέναι. Στο βαθμό που διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας παρατηρείται και η διαίρεση (η οποία συχνά παίρνει την μορφή του ανταγωνισμού) των επιστημών σε επιστήμες περί φύσεως και επιστήμες περί κοινωνίας. Η διαίρεση αυτή, παρά τις οντολογικές διαφορές των γνωστικών αντικειμένων και τις αντίστοιχες διαφοροποιήσεις των μεθοδολογικών προσεγγίσεων, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη, όπως δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη η διαφορά φύσης και κοινωνίας, αλλά και ειδέναι και συν-ειδέναι. Οι όποιες διαφορές και αντιθέσεις μεταξύ φυσικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, ενισχύονται, ιδεολογικοποιούνται και απολυτοποιούνται υπό συγκεκριμένους κοινωνικο-οικονομικούς όρους (η εκτενής ανάλυση των οποίων δεν εμπίπτει στο θέμα του παρόντος κειμένου). Ωστόσο, οι τάσεις διεπιστημονικής σύγκλισης-σύνθεσης, συν-ανάπτυξης και ολοκλήρωσης των ερευνητικών δραστηριοτήτων, είναι ήδη έκδηλες και σηματοδοτούν την προοπτική της συνθετικής και εσωτερικά ενιαίας επιστήμης της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας, εσωτερικά ενιαίες μεν, πλην όμως διαφορετικές στιγμές της οποίας θα είναι η γνώση, διάγνωση της φύσης και συνειδητοποίηση της κοινωνίας (Βαζιούλιν, 2004).

Συνιστά, επίσης, η επιστήμη και κοινωνικό θεσμό, οργάνωση, ιεραρχία, σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ομάδων, εντός της επιστημονικής δραστηριότητας, και πέριξ αυτής. Τα παραπάνω συνδέονται με τις ανάγκες της κοινωνίας που γίνονται αξιώσεις έναντι της επιστήμης, αλλά και με τον όλο ευρύτερο και βαθύτερο κοινωνικό αντίκτυπο που έχουν οι χρήσεις των εκάστοτε αποτελεσμάτων, των κεκτημένων της επιστήμης. Εδώ αναφερόμαστε τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που απαρτίζουν την «επιστημονική κοινότητα» με την στενή και την ευρεία έννοια, στις τυπικές (επίσημες) και στις άτυπες (ανεπίσημες) μορφές της, όσο και στις σχέσεις μεταξύ των θεσμών της επιστήμης και των υπολοίπων κοινωνικών θεσμών, στη θέση και στον ρόλο της επιστήμης και των ανθρώπων της επιστήμης στο κοινωνικό όλο.

Αρχής γενομένης από την βιομηχανική επανάσταση, από την στιγμή που η εφαρμοσμένη φυσιογνωσία καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ όρος για την δημιουργία, λειτουργία και ανάπτυξη των τεχνολογικών διατάξεων της παραγωγής, και η κοινωνική γνώση γίνεται όρος διαχείρισης των ανθρώπων (εντός και εκτός της παραγωγής), η επιστήμη μετατρέπεται και σε άμεση παραγωγική δύναμη, σε μια διαδικασία, η οποία κλιμακώνεται μαζί με την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, βαθαίνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, γεγονός που αναβαθμίζει διαρκώς την θέση και τον ρόλο της επιστήμης στη δομή και στο γίγνεσθαι της κοινωνίας.

Επιπλέον, η επιστήμη συνδέεται με αυτό που ο Marx αποκαλούσε καθολική εργασία (Allgemeine Arbeit) (Marx, 1978, τ. 3: 135), δηλαδή με εκείνο το είδος της ανθρώπινης δημιουργικής δραστηριότητας, που δεν χαρακτηρίζεται τόσο από την άμεση εμπλοκή του ανθρώπου ως φυσικής παρουσίας και εκτελεστικού οργάνου της εργασίας, ούτε και

Page 40: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

40

από την ανταποδοτικότητα του αντιπραγματισμού και των ανταλλαγών εμπορευματοκατόχων, όσο από την εκτύλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ένα πεδίο ανταλλαγής, αμοιβαίου εμπλουτισμού δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων, ανάμεσα στα υποκείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Με δεδομένα τα παραπάνω, η εξέταση της ιστορίας της επιστήμης ως συνιστώσας του γίγνεσθαι του πολιτισμού, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την ανάδειξη των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της επιστήμης, αλλά και την θέση και τον ρόλο αυτής της ανάπτυξης στο γίγνεσθαι του υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Εξυπακούεται ότι η εξέταση της ιστορίας της επιστήμης δεν μπορεί να υπαχθεί σε φορμαλισμούς τύπου λογικού θετικισμού, ούτε και σε ιστορικές αναφορές στο πνεύμα του αφηρημένου ανθρωπισμού-ιστορισμού και της πολιτισμικής σχετικοκρατίας.

Η επιστήμη είναι ένα ιδιαζόντως περίπλοκο και πολυεπίπεδο πολιτισμικό μόρφωμα, η διάγνωση της νομοτελούς συγκρότησης και ανάπτυξης του οποίου (καθ’ υπέρβαση της μονομερούς εμπλοκής και αγκύλωσης σε κάποια απ’ τις ποικίλες πτυχές, πλευρές και εκφάνσεις του) είναι ανέφικτη χωρίς την ανεπτυγμένη διαλεκτική λογική και μεθοδολογία. Αυτό ισχύει, δεδομένου ότι έργο της ιστορίας της επιστήμης δεν είναι η απλή καταγραφή-περιγραφή του πότε, που και από ποιόν έλαβε χώρα η κάθε επιστημονική ανακάλυψη και καινοτομία. Η έρευνα στην ιστορία των επιστημών, οφείλει να αναδείξει τις νομοτέλειες που διέπουν το γίγνεσθαι όχι μόνο μιας εκάστης των επιμέρους επιστημών, αλλά και της επιστήμης εν γένει, σε συνδυασμό με τη λογική της ανεπτυγμένης, της ώριμης επιστήμης και με τα ήδη διαφαινόμενα γνωρίσματα της συνθετικής επιστήμης του μέλλοντος17

. Ακριβώς αυτές οι νομοτέλειες του γίγνεσθαι της επιστήμης (και όχι η απλή χρονολογική καταγραφή «σταθμών», και σχολών) οφείλουν να τίθενται στη βάση της περιοδολόγησης της ιστορίας της. Ως κριτήριο περιοδολόγησης δεν αρκεί ούτε η εξωτερική χρονολογική αλληλουχία, ούτε και μια αμετάβλητη και στατική αντίληψη περί της διαμορφωμένης γνώσης, αλλά η μεταβολή και η ανάπτυξη όλων των συστατικών σχέσεων της επιστημονικής ερευνητικής δραστηριότητας στην ενότητά τους, η μέθοδος της επιστήμης με την ευρεία έννοια.

3. Μέθοδος και Μεθοδολογία Υπάρχει πολλή σύγχυση όσον αφορά τις έννοιες «μέθοδος», «μεθοδολογία», τεχνικές

προσπορισμού και οργάνωσης του εμπειρικού υλικού, κ.ο.κ. Θα ήθελα να επισημάνω ότι η σύγχυση των εννοιών επιτείνεται (εντός και πέριξ της επιστημονικής κοινότητας) από την επιστημονίζουσα δημοσιολογία και δημοσιογραφία. Διαβάζουμε φερ’ ειπείν στον τύπο για την «μεθοδολογία Προεξοφλημένων Ταμειακών Ροών», για την «μεθοδολογία υλοποίησης λύσης e-business», για την «μεθοδολογία αξιοποίησης Ευρωπαϊκών προγραμμάτων», για την «μεθοδολογία επιθεώρησης και πιστοποίησης προδιαγραφών», για την «μεθοδολογία αξιολόγησης της ανταγωνιστικότητας», για την «μεθοδολογία σύνθεσης χαρτοφυλακίου αμοιβαίων κεφαλαίων», για την «μεθοδολογία δημιουργικής λογιστικής της κυβέρνησης», κ.ο.κ.

17 Τα γνωρίσματα αυτά της συνθετικής επιστήμης του μέλλοντος, μπορούν να συνάγονται, αφ’ ενός μεν, από τις τάσεις ανάπτυξης του συνόλου των επιστημών, σε συνάρτηση με τις τάσεις ανάπτυξης της ανθρωπότητας υπό το πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας, αφ’ ετέρου δε, από την λογική και μεθοδολογική ανάλυση της δομής και της ιστορίας εκείνων των εγχειρημάτων, τα οποία σηματοδοτούν την δρομολόγηση της μετάβασης της ανθρωπότητας σε αυτήν την νέου τύπου συγκρότηση της επιστήμης.

Page 41: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

41

Με τον όρο «μεθοδολογία» γίνονται συχνά αναφορές σε επιμέρους μεθόδους, χειρισμούς ή τεχνικές. Μία τέτοια μέθοδος είναι π.χ. η μέθοδος των πεπερασμένων στοιχείων στα εφαρμοσμένα μαθηματικά. Αναφέρονται, συχνά, στην μέθοδο της συνέντευξης στις κοινωνικές επιστήμες (με αντίστοιχη καταγραφή σημειώσεων, μαγνητοφώνηση ή μαγνητοσκόπηση, βλ. π.χ. Βreakwell, 1995), στην βιογραφική μέθοδο, κ.ο.κ.. Εννοούνται εδώ ερευνητικές τεχνικές, με συγκεκριμένα βήματα, για τον προσπορισμό και την οργάνωση εμπειρικού υλικού (βλ. π.χ. Βell, 1997, Φίλιας Β., κ.ά. 1977).

Με την ευρεία έννοια, μέθοδος είναι η οδός της οποίας μετέρχεται (την οποία χρησιμοποιεί) ο άνθρωπος ώστε να επιτύχει κάποιο σκοπό, είναι ο τρόπος επίτευξης κάποιου αποτελέσματος, η τάξη που διέπει κάθε συγκροτημένη δραστηριότητα. Προϋποθέτει ορισμένη συνέπεια στην αλληλουχία των ενεργειών βάσει σαφώς συνειδητοποιούμενου, διαρθρούμενου και ελεγχόμενου ιδεατού σχεδίου (μιας προτρέχουσας σύλληψης) στα πλέον διαφορετικά είδη γνωστικής και πρακτικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Μπορεί να ποικίλει ο βαθμός συνειδητοποίησης, εποπτείας και ελέγχου αυτού του ιδεατού σχεδίου δραστηριότητας, αλλά η δρομολόγηση και πραγμάτωση μιας δραστηριότητας βάσει ορισμένης μεθόδου, προϋποθέτει κατ’ αρχήν την συνειδητή συσχέτιση-αντιπαραβολή των επιλεγόμενων τρόπων δράσης των υποκειμένων με τους πραγματικούς (εμπράγματους και προσωπικούς) όρους εμπλοκής τους σε αυτήν την δραστηριότητα, με την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της δυνατότητας τελέσφορης έκβασης, με την κριτική ανάλυση και την επιλογή εναλλακτικών οδών, κ.ο.κ.

Ως μέσο της γνωστικής διαδικασίας, μέθοδος είναι ο τρόπος αναπαραγωγής στη νόηση του υπό διερεύνηση αντικειμένου, είναι ο τρόπος, η μορφή κίνησης της γνωστικής διαδικασίας, της παραγωγής γνώσης. Οι ήδη διαθέσιμες γνώσεις χρησιμοποιούνται ως μέθοδος της γνωστικής διαδικασίας. Οι ήδη διαθέσιμες γνώσεις της ανθρωπότητας γίνονται μέθοδος, όταν δια της προεκβολής τους στο εισέτι μη εγνωσμένο μέρος του επιστητού, χρησιμοποιούνται ως μέσο αναζήτησης νέας γνώσης. Η διάκριση της μεθόδου της γνώσης από την ίδια την γνώση του νέου προβάλλει μόνο στο βαθμό που οι διαθέσιμες γνώσεις εκλαμβάνονται ως δυνητικό μέσο πρόσκτησης νέας γνώσης (Βαζιούλιν, 1975: 16 ). Το αλληλένδετο θεωρίας και μεθοδολογίας, εκδηλώνεται μέσω της μεθοδολογικής λειτουργίας των εγνωσμένων από την επιστήμη νόμων, οι οποίοι δεν απεικονίζουν μόνον αυτό που διέπει το αντικείμενο της έρευνας, αλλά υποδεικνύουν και το πώς χρειάζεται να γίνεται αντιληπτό και να εννοείται το εν λόγω μέρος του επιστητού. Κάθε επιστημονική θέση, νόμος, κατηγορία είτε έννοια, αποκτά μεθοδολογική σημασία, στο βαθμό που καθίσταται κατευθυντήριος γραμμή της περαιτέρω ανάπτυξης της γνώσης και του μετασχηματισμού του κόσμου (Spirkin, Kopnin & Tourovski, 1964).

Η επιστήμη χρησιμοποιεί μεν νοητικά εργαλεία, μέσα και τρόπους της προεπιστημονικής γνώσης, αλλά στο ώριμο, στο θεωρητικό της επίπεδο, δεν αρκείται σε αυτά. Τα αναπτύσσει, τα μετασχηματίζει σε μια πορεία νομοτελή. Στο βαθμό που αναπτύσσεται η γνώση ως κεκτημένο της ιστορίας του πολιτισμού, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη, πέραν της γνώσεως περί του αντικειμένου (το οποίο, ακόμα και στις κοινωνικές επιστήμες, υπάρχει εν πολλοίς ανεξαρτήτως του εάν και κατά πόσο εμείς το διερευνούμε), να διαγνώσουμε επιπλέον και τα μέσα και τους τρόπους προσπορισμού αυτής της γνώσης. Επομένως, δεν αρκεί μόνον να διαγνώσουμε το τι είναι αυτό που

Page 42: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

42

διερευνούμε (σε τι συνίσταται, από τι νόμους διέπεται), δεν αρκεί να είναι αληθή μόνο τα αποτελέσματα της έρευνας, αλλά και ο δρόμος που οδήγησε σε αυτά. Χρειάζεται να διαγνώσουμε και το πώς διερευνούμε, να διακριβώσουμε εάν και κατά πόσο τα νοητικά μέσα και οι τρόποι (η μέθοδος) με την βοήθεια των οποίων αντλούμε και αρθρώνουμε-οργανώνουμε την γνώση περί του εν λόγω αντικειμένου είναι τα καταλληλότερα. Εδώ χρειάζονται άλλες εννοιολογήσεις, οι οποίες όλο και πιο πολύ αφίστανται του επιπέδου της ζωντανής εποπτείας, της αισθητηριακής αμεσότητας και της παράστασης. Εδώ η νόηση κινείται στο επίπεδο των εννοιών και των κατηγοριών (των οριακά γενικευμένων εννοιών), οι οποίες (εάν είναι πράγματι επιστημονικές έννοιες και κατηγορίες) δεν είναι «κατασκευές» κατά το δοκούν. Είναι οι νοητικές συλλήψεις, τα νοητικά ισοδύναμα-αποκρυσταλλώματα καθολικών μορφών και δομών της εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένης ανθρώπινης (πρακτικής και νοητικής) δραστηριότητας. Είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι οι έννοιες και οι κατηγορίες δεν είναι αυθαίρετες «κατασκευές». Άρα δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια, στα γούστα και στις όποιες επιλογές του υποκειμένου ή χρήση τους στην επιστήμη, στην εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία.

Η παραπάνω διαδικασία εντάσσεται σε μιαν ιστορική δυναμική της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας, εντός της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποιεί ιδεατά-νοητικά, αλλά και υλικά-τεχνικά μέσα, όργανα ενισχυτικά της εμβέλειας και του βάθους των αισθητηρίων μας οργάνων (εργαστηριακά και τεχνικά μέσα, πειραματικές διατάξεις, μικροσκόπια, τηλεσκόπια, φασματογράφους, ηλεκτρονικές υπολογιστικές μηχανές, κ.ο.κ.), τα οποία αναπτύσσονται (ιδιαίτερα στις φυσικές επιστήμες). Όπως είδαμε, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί και ιδεατά-νοητικά μέσα (έννοιες, κατηγορίες, νόμους), τα οποία, επίσης, επεξεργάζεται και αναπτύσσει.

Δεν είναι όλα αυτά προϊόντα υποκειμενικών επιλογών-«κατασκευών», αλλά συγκροτούν έναν εξοπλισμό (corpus, apparatus) ανατροφοδοτούμενο και αναπτυσσόμενο από εποχή σε εποχή, διαγενεακά κληροδοτούμενο, μετασχηματιζόμενο και αναπτυσσόμενο. Αυτόν τον εξοπλισμό είχαν υπ’ όψιν τους διανοητές όπως Βερνάρδος της Σάρτρης (Bernard de Chartres, 12ος αι.) όταν θεωρούσαν ότι: «Είμαστε νάνοι που κουρνιάζουν πάνω σε ώμους γιγάντων. Έτσι, βλέπουμε περισσότερα και μακρύτερα από αυτούς, όχι επειδή η όρασή μας είναι καλύτερη ή το ύψος μας είναι μεγαλύτερο, αλλά επειδή μας σηκώνουν στον αέρα και μας ανεβάζουν στο γιγάντιο ύψος τους» (παρατίθεται στο: Le Goff, 2002: 42). Παρόμοια ιδέα για τα κληροδοτήματα – κεκτημένα της επιστήμης διατύπωνε το 1676 ο Ισαάκ Νεύτων σε μια επιστολή του προς τον Ρόμπερτ Χουκ: «Αν είδα μακρύτερα, είναι επειδή στάθηκα στους ώμους γιγάντων» (παρατίθεται στο: Hawking, 2006: 9). Η διαδικασία αυτή κινείται μέσω αντιφάσεων σε ένα δίπολο: αφ’ ενός μεν συνιστά μετασχηματιστική δραστηριότητα που αποβλέπει στο γνωστικό αντικείμενο (στο μέρος εκείνο του επιστητού που θέλουμε να διαγνώσουμε να μετασχηματίσουμε νοητικά και οιονεί πρακτικά), αφ’ εταίρου δε, συνιστά μετασχηματιστική δραστηριότητα-σχέση προς την ήδη κεκτημένη γνώση (παραστάσεις, αναπαραστάσεις, μεθόδους, θεωρίες, υποθέσεις, κ.ο.κ.). Οι δραστηριότητες αυτές είναι αλληλένδετες εντός της αντιφατικής γνωστικής-ερευνητικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι η επιστήμη συνιστά, επίσης, ιεραρχικά διατεταγμένο θεσμό, οργάνωση, με ποικίλους συνδυασμούς τυπικών και άτυπων δομών (π.χ. άτυπων σχολών και τυπικών θεσμών), η δεύτερη δραστηριότητα διεξάγεται πάντοτε

Page 43: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

43

εντός ενός επικοινωνιακού διαλογικού πεδίου, εντός ορισμένου κοινωνικού πλαισίου αναφοράς (κάθε άλλο παρά πάντοτε ευνοϊκού).

Η εκπόνηση και χρήση της εκάστοτε βέλτιστης για τη δεδομένη πρακτική και γνωσιακή συγκυρία μεθόδου, συνδέεται με τον εξορθολογισμό της δραστηριότητας του υποκειμένου και με τον αναστοχασμό επί των προϋποθέσεων και των όρων εφαρμογής της. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εκπόνηση και εφαρμογή της μεθόδου έρχεται σε αντιδιαστολή με ποικίλες μορφές μη αναστοχαστικής συμπεριφοράς, ανεξέλεγκτους ασυνείδητους, πηγαίους και αυθόρμητους αυτοματισμούς και ενστικτώδεις αντιδράσεις. Συνάμα, οι αλλεπάλληλες εκπονήσεις και χρήσεις αρκούντως εξορθολογισμένων και αναστοχαστικών μεθόδων σε ίδια ή παρεμφερή αντικείμενα, οδηγούν κατά κανόνα σε τάσεις αυτοματοποίησής τους (αλγοριθμοποίησης, τυποποίησης), αναγωγής της μεθόδου σε καθαρή διεκπεραιωτική τεχνική, στο πνεύμα της βεμπεριανής «τυπικής ορθολογικότητας». Ωστόσο, αυτού του τύπου η «αυτοματοποίηση» της μεθόδου, διαφέρει από τον αυτοματισμό της προορθολογικής ή μη ορθολογικής μορφής μη αναστοχαστικής συμπεριφοράς, δεδομένου ότι εντός της: (1) είναι πάντοτε εφικτή η αποκωδικοποίηση-απαντικειμένωση της τεχνικής χρήσης της μεθόδου και της ανάδειξης της γένεσής της σε περιεκτικό επίπεδο (όσον αφορά τους τύπους των τυπικολογικών και μαθηματικών μεθόδων, πάντοτε προϋποτίθεται η δυνατότητα επανόδου στο επίπεδο της περιεκτικής ερμηνείας τους, από το οποίο έχουν εξαχθεί δια της αφαιρέσεως) και (2) σε αντιδιαστολή με την μη αναστοχαστική συμπεριφορά, πάντοτε προϋποθέτει την ικανότητα του (φιλοσοφικά και μεθοδολογικά πεπαιδευμένου) υποκειμένου για αναστοχαστική εκτίμηση της συγκυρίας και αντίστοιχες διορθωτικές κινήσεις, σε περιπτώσεις που ο αυτοματισμός της κεκτημένης μεθόδου δεν λειτουργεί (Schvirev, 2000-2001). Όσο η μέθοδος προβάλλει εν γένει και εν συνόλω ως δυνητικό μέσο πρόσκτησης νέων γνώσεων, διατυπώνεται υπό την μορφή προδιαγραφών και εντοπίζεται ως κάτι το σχετικά αυτοτελές. Ωστόσο, «στο βαθμό που η μέθοδος μετατρέπεται (από δυνάμει) σε ενεργεία μέσο πρόσκτησης νέων γνώσεων, στο βαθμό που εντός της διαδικασίας πρόσκτησης νέας γνώσης η μέθοδος μεταποιείται, γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη από την ίδια την γνωστική διαδικασία» (Βαζιούλιν, 1975: 16).

Επομένως, ουσιωδέστατος όρος πρόσκτησης νέας γνώσης είναι η συνειδητή χρήση επιστημονικά θεμελιωμένης μεθόδου. Ανάλογα με το πεδίο εφαρμοσιμότητάς τους, οι μέθοδοι διακρίνονται σε ειδικές (ορισμένων επιμέρους επιστημονικών ερευνών), γενικές διεπιστημονικές, και φιλοσοφικές. Δεδομένου ότι οι διαγνωστικές μέθοδοι της πραγματικότητας καθορίζονται από τη φύση του υπό διερεύνηση αντικειμένου, η μέθοδος είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τη θεωρία.

Υπό τον όρο μεθοδολογία εννοείται: (1) το σύνολο των γνωστικών μέσων, μεθόδων, τεχνικών και χειρισμών που χρησιμοποιούνται από κάποια επιστήμη και (2) εκείνο το γνωστικό πεδίο που διερευνά τα μέσα, τους τρόπους, τις προϋποθέσεις και τις αρχές οργάνωσης και διεξαγωγής της μετασχηματίζουσας την πραγματικότητα γνωστικής και πρακτικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Είναι ένας τύπος ορθολογικής-αναστοχαστικής συνείδησης και δραστηριότητας, που αποσκοπεί στην μελέτη, τελειοποίηση και συγκρότηση μεθόδων σε διάφορα πεδία της πνευματικής και πρακτικής δραστηριότητας. Η μεθοδολογία δεν αρκείται απλώς στον εντοπισμό των διαθέσιμων και ήδη διαμορφωμένων χειρισμών και τρόπων δράσης, αλλά ασχολείται με την ενεργό διαμόρφωση των εκάστοτε αντίστοιχων

Page 44: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

44

της πρακτικής και γνωσιακής συγκυρίας μεθόδων, προάγοντας συνάμα και την όλη δομή της ορθολογικής γνωστικής δραστηριότητας στη φιλοσοφία και στην επιστήμη.

Η μεθοδολογία εννοείται και ως σύστημα αρχών και τρόπων οργάνωσης και διάρθρωσης της θεωρητικής και πρακτικής δραστηριότητας, καθώς και η περί αυτού του συστήματος έρευνα και διδασκαλία. Αφορά τη διοργάνωση και ρύθμιση όλων των ειδών της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Η εκπόνηση καθολικής εμβέλειας επιστημονικών μεθόδων, συνιστά αναγκαίο όρο του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης της επιστήμης ως μορφής ορθολογικής θεωρητικής συνείδησης, σε αντιδιαστολή με την προεπιστημονική γνώση της καθημερινότητας.

Με την εδραίωση και ανάπτυξη της μετατροπής της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, επέρχονται βαθύτατες αλλαγές ως προς το κύρος, τη διάρθρωση, τη θέση και το ρόλο της επιστήμης. Από τον κλασικό τύπο ορθολογικότητας, που συνδέεται με την περιγραφή και την εξήγηση της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων ως έχει, τα μεθοδολογικά πρότυπα στρέφονται προς ένα τύπο ορθολογικότητας («μετακλασικό»;) όπου οι εμφάσεις μετατίθενται περισσότερο στην (συνδεόμενη με την τεχνολογική-παραγωγική διέξοδο) σχεδιοποιό-κατασκευαστική λειτουργία της επιστημονικής γνώσης.

Εάν η θεωρία συνιστά το αποτέλεσμα της γνωστικής διαδικασίας, η μεθοδολογία προσδιορίζει τους τρόπους και τα μέσα προσπορισμού και συγκρότησης της γνώσης. Κάθε επιστημονική ανακάλυψη ως προς το περιεχόμενό της δεν αφορά μόνο το αντικείμενο, αλλά και την μεθοδολογία διάγνωσής του, δεδομένου ότι συνδέεται με τον κριτικό αναστοχασμό και με ορισμένου βαθμού αναθεώρηση του διαθέσιμου στην επιστήμη κατηγοριακού και εννοιολογικού εξοπλισμού, των όρων και των ορίων εφαρμογής διαφόρων προσεγγίσεων, κ.ο.κ.

Δεδομένου ότι η μεθοδολογία της επιστήμης μετατρέπει σε ερευνητικό αντικείμενο την δραστηριότητα εκείνη, στην πορεία της οποίας εκπονείται η περί του αντικειμένου γνώση, η μεθοδολογία ενέχει θέση μορφής αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας της επιστήμης. Σε αυτή την κατεύθυνση η μεθοδολογική έρευνα ασχολείται με σειρά προβλημάτων: περιγραφή και θεωρητική ανάλυση των σταδίων της επιστημονικής έρευνας, ανάλυση του συστήματος της επιστήμης (της λογικής που την διέπει), διάκριση-διακρίβωση του πεδίου ισχύος και εφαρμοσιμότητας διαφόρων διαδικασιών και μεθόδων (περιγραφή, εξήγηση, πείραμα, απόδειξη, θεμελίωση), διερεύνηση των αρχών που διέπουν την έρευνα, των προσεγγίσεων και εννοιολογήσεων.

Η μεθοδολογία λειτουργεί ως γενικευμένο σύστημα περιγραφικών, εξηγητικών και ρυθμιστικών αρχών, η εφαρμογή των οποίων σε κάθε γνωστικό πεδίο οφείλει να ανταποκρίνεται στην ιδιομορφία του γνωστικού αντικειμένου, γεγονός που απαιτεί την ανάπτυξη και συγκεκριμενοποίηση της κεκτημένης μεθοδολογίας στο πλαίσιο της γνωσιακής συγκυρίας του κάθε συγκεκριμένου ερευνητικού εγχειρήματος του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου.

Στη σύγχρονη επιστήμη παρατηρείται αλληλεπίδραση και αλληλοεμπλουτισμός πληθώρας επιστημονικών κατευθύνσεων, γεγονός που αναδεικνύει σειρά διεπιστημονικής εμβέλειας μεθόδων (π.χ. θεωρία συστημάτων, κυβερνητική, μαθηματικά μοντέλα, στατιστική, κ.ο.κ.). Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δυσχεραίνει την επιλογή της εκάστοτε κατάλληλης μεθόδου. Απαιτείται η εξέταση της μεθοδολογίας από την άποψη του ευρετικού δυναμικού της, της δυνατότητάς της να οδηγεί στη γέννηση νέων ιδεών στις συγκεκριμένες προβληματικές και κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που (όπως θα δούμε

Page 45: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

45

παρακάτω) προκύπτουν νομοτελώς. Δεδομένου ότι η μεθοδολογία συνιστά ένα σύστημα που απαιτεί κοσμοθεωρητική ερμηνεία τόσο των θεμελίων της έρευνας, όσο και των αποτελεσμάτων της, είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την κοσμοθεώρηση και ιδιαίτερα με την τα μέγιστα ορθολογικοποιημένη εκδοχή της: τη φιλοσοφία. Υπό αυτό το πρίσμα, η μεθοδολογική έρευνα αναδεικνύει και τις λανθάνουσες φιλοσοφικές-κοσμοθεωρητικές προκείμενες-παραδοχές διαφόρων σχολών και τάσεων στην επιστήμη. Φερ’ ειπείν, ο συμπεριφορισμός συνδέεται σαφώς με μια μηχανιστική αντίληψη του ανθρώπου και της συμπεριφοράς. Στον φροϋδισμό, η διερεύνηση της προσωπικότητας επικαθορίζεται από σαφείς κοσμοθεωρητικούς προσανατολισμούς (ανορθολογισμός, αντιπαράθεση του προσωπικού νοήματος της ζωτικής δραστηριότητας του ανθρώπου με τους κοινωνικούς όρους της ανάπτυξής του, υπερτροφία του σεξουαλικού παράγοντα, κ.ο.κ.).

Ο μεθοδολογικός αναστοχασμός επί της επιστημονικής ερευνητικής δραστηριότητας κινείται σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: Υπό αυτή την ιδιότητα επιτελεί δύο τύπους λειτουργιών: Του «εσωτερικού αναστοχασμού», της ειδικής μεθοδολογικής ανάλυσης εντός ορισμένης επιμέρους επιστήμης, που συνεισφέρει σε προβλήματα τελειοποίησης και εξορθολογισμού της επιστημονικής δραστηριότητας, υπερβαίνοντας τα όρια της φιλοσοφικής προβληματικής, αν και πάντα εδράζεται στις βασικές θέσεις, στους κοσμοθεωρητικούς και γενικούς μεθοδολογικούς προσανατολισμούς που εκπονεί η φιλοσοφία. Του «εξωτερικού αναστοχασμού», της φιλοσοφικής μεθοδολογικής ανάλυσης, ο οποίος συνιστά μια φιλοσοφική προβληματική που αποκαλύπτει το νόημα της επιστημονικής ερευνητικής δραστηριότητας και των αμοιβαίων σχέσεων της τελευταίας με άλλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας (αναδεικνύοντας τη σχέση της επιστήμης με την πρακτική, την κοινωνία, τον άνθρωπο, κ.ο.κ.).

Η φιλοσοφική μεθοδολογική προβληματική μας επιτρέπει να διαγνώσουμε και να διακριβώσουμε την εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία στην οποία εκτυλίσσεται η έρευνα, ώστε να αναδείξουμε την μέθοδο εκείνη (ή τον συνδυασμό μεθόδων και ερευνητικών τεχνικών) που αρμόζει για την βέλτιστη περαιτέρω προώθηση της εν λόγω έρευνας του δεδομένου γνωστικού αντικειμένου, στο πλαίσιο της σχετικής επιστήμης από το διαθέσιμο υποκείμενο της έρευνας. Η φιλοσοφική μεθοδολογική προβληματική μπορεί να αναπτυχθεί είτε συνειδητά (γεγονός που προϋποθέτει αντίστοιχη παιδεία) είτε ασυνείδητα-αυθόρμητα. Στην τελευταία περίπτωση, το φιλοσοφικό και μεθοδολογικό κενό κατά κανόνα πληρούται με ό,τι είναι διαθέσιμο (εύκαιρο, πρόσφορο, προσπελάσιμο) στην τρέχουσα αγοραία συγκυρία, με ό,τι είναι της μόδας, με ό,τι επιπλέει... Η βέλτιστη χρήση-ανάπτυξη της φιλοσοφικής μεθοδολογικής προβληματικής απαιτεί συνειδητή και συγκροτημένη ειδική ερευνητική προσπάθεια, υπό το πρίσμα της πλέον ανεπτυγμένης επιστημονικής και φιλοσοφικής μεθοδολογίας.

4. Η Μεθοδολογία του Οργανικού Όλου

4.1. Η Γνωσιακή Συγκυρία

Page 46: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

46

Έχοντας μελετήσει συστηματικά την ευρετική σημασία της μεθοδολογίας του οργανικού όλου στο γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης και της κοινωνικής θεωρίας, εξετάζω την συγκρότηση και την ιστορική ανάπτυξη της επιστήμης ως νομοτελή διαδικασία, ως μια «φυσικο-ιστορική» διαδικασία (Πατέλης 1991, 1994-1995, 1998, 2004). Η ανάπτυξη της επιστήμης στην ιστορία δεν είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο (όπως διατείνεται μια αρκούντως μηχανιστική εκδοχή του δομισμού, βλ. σχετικά: Althusser, 1983), αλλά εκτυλίσσεται μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων της επιστήμης, των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων της επιστήμης και (μέσω της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας) της κοινωνίας (Βακαλιός, 1986: 24-76). Πρόκειται για μια διαδικασία, η ιστορικότητα της οποίας μπορεί να διακριβωθεί αρκούντως μέσω αυτού του πλέγματος των διαλεκτικά αλληλένδετων κριτηρίων, μέσω των οποίων, η μεθοδολογία που πρεσβεύω διακριβώνει την εκάστοτε «γνωσιακή συγκυρία» (βλ. Βαζιούλιν, 1964, 1968, 1987, 1988).

Η γνωσιακή συγκυρία προσδιορίζεται βάσει ορισμένων κριτηρίων εξέτασης της ανάπτυξης ορισμένης γνωστικής διαδικασίας, τα οποία συνδέονται (βλ. και Πατέλης 2008β):

Πρώτον, με την υφή, τον χαρακτήρα, την ιδιοτυπία των νόμων που διέπουν το μέρος εκείνο του επιστητού, το οποίο συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της εν λόγω επιστήμης. Εδώ εγείρονται ποικίλα ερωτήματα: Τι είδους αντικείμενο είναι αυτό; Από τι είδους αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζεται; Τι τύπου ανάπτυξη το χαρακτηρίζει (εάν αυτό αναπτύσσεται); Συνιστά άραγε αυτό το αντικείμενο οργανικό όλο; Οργανικό όλο είναι ένα σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο υψηλός βαθμός περιπλοκότητας (δεν είναι γνωστό μέχρι σήμερα σύστημα περιπλοκότερο του ανθρώπου και της κοινωνίας), που ως ζωντανός οργανισμός, χαρακτηρίζεται από εσωτερική συνοχή, εσωτερικό δεσμό, εσωτερική αμοιβαία συνάφεια των μερών του (αν αποκοπεί ένα μέλος, θα έχει νεκρώσει το ίδιο και ίσως όλος ο οργανισμός).

Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι κοινωνικές επιστήμες έχουν να κάνουν κατ’ εξοχήν με τέτοιου τύπου αντικείμενο (μέρη ή πτυχές του). Τέτοιο είναι και το αντικείμενο όλου του πλέγματος των ιατροβιολογικών επιστημών, ασχέτως με το εάν και κατά πόσο αυτό συνειδητοποιείται18

Δεν συνιστούν όλα τα γνωστικά αντικείμενα οργανικό όλο. Το παράδειγμα εμπλοκής σε ποσοδείκτες που προανέφερα στην εισαγωγή του κειμένου, συνδέεται με τον άγοντα ρόλο που διαδραματίζουν ορισμένες επιστήμες (τα αντικείμενα των οποίων δεν συνιστούν οργανικό όλο) σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Τα στερεότυπα που εκκινούν από παρόμοιες μονομέρειες, έχουν οδηγήσει σε μεγάλες παρεξηγήσεις, που υπερβαίνουν κατά πολύ την γόνιμη διαλογικότητα και τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των μέσων και των

. Επομένως, πρωταρχικό κριτήριο για την διάγνωση της γνωσιακής συγκυρίας, είναι ένας οντολογικός προσδιορισμός: το είδος και το στάδιο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου (προϋποθέσεις, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση και ωριμότητα).

18 Δυστυχώς, κατά τα φαινόμενα, θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιηθεί η μεθοδολογική σημασία της διάγνωσης της υφής του γνωστικού αντικειμένου των ιατροβιολογικών επιστημών και του επιπέδου ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης, γεγονός που επιτείνει την χρονίζουσα κρίση, με δραματικές συνέπειες για τη φύση και τον άνθρωπο. Η εμπλοκή της ιατρικής σε αναλυτικές μονομέρειες, σε συμπτωματολογία, σε κατακερματισμό του αντικειμένου, σε βιολογικούς, βιοχημικούς και χημικούς αναγωγισμούς, κ.ο.κ., σε συνδυασμό με τον έλεγχό της από φαρμακευτικούς μονοπωλιακούς ομίλους, επιτείνει τα κρισιακά φαινόμενα. Η αλόγιστη εισαγωγή από τους ομίλους των βιοτεχνολογιών γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και στην τροφική αλυσίδα χωρίς σαφή γνώση των επιπτώσεών τους, εγκυμονεί καταστροφικούς κινδύνους.

Page 47: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

47

τρόπων της έρευνας. Έτσι, σε επιστήμες, το αντικείμενο των οποίων συνιστά οργανικό όλο ή σαφώς μέρος κάποιου ευρύτερου οργανικού όλου, πολλοί ερευνητές υιοθετούν επιζήμιες πρακτικές άγονου μιμητισμού, με προεκβολές γνωστικών εργαλείων, μεθόδων και τεχνικών από τις φυσικές μαθηματικοποιημένες επιστήμες. Δεν πρόκειται περί γονιμοποιού ώσμωσης των επιστημονικών πρακτικών και αντιδανείων, αλλά περί άγονης εμπλοκής σε αδιέξοδες μονομέρειες. Παρακάτω θα επανέλθουμε σε αυτό το πρόβλημα.

Δεύτερον, συνδέονται με το επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης της εν λόγω έρευνας, της εν λόγω επιστήμης (από θεωρητικής και μεθοδολογικής σκοπιάς). Αυτό αφορά την «φυλογένεση» της έρευνας, το επίπεδο της μέχρι τούδε ανάπτυξης αυτής της επιστήμης, το μεθοδολογικό επίπεδο που έχει κατακτήσει. Το τελευταίο προσδιορίζεται λαμβάνοντας ως κριτήριο μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την χρήση της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί η ερευνητική λειτουργία της ανάβασης από το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με την διάκριση της απλούστατης σχέσης του αντικειμένου. Όπως θα καταδείξουμε παρακάτω, ανώτερη μεθοδολογική προσέγγιση, προσήκουσα στο ώριμο οργανικό όλο και χαρακτηριστική για το νοείν κατά Λόγο (Vernunft), είναι η διαλεκτική μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο (Βαζιούλιν, 1992). Λαμβάνοντας ως γνώμονα μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την κλιμάκωση της σκέψης βάσει της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, μπορούμε να αποτιμήσουμε το επίπεδο ανάπτυξης διαφόρων ερευνητικών διαδικασιών.

Οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι η πλειονότητα των φυσικών επιστημών κινείται επί του παρόντος κατ’ εξοχήν στο επίπεδο της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand), δηλαδή κινείται από την κατ’ αίσθηση χαώδη περί του όλου αντίληψη, προς διαφόρων βαθμών αφαιρέσεις και γενικεύσεις (ποσοτικού, μετρικού και τυπικού χαρακτήρα) του εμπειρικού υλικού, των δεδομένων των αισθήσεων.

Για τη διακρίβωση του επιπέδου της έρευνας, οφείλουμε να διαγνώσουμε τον χαρακτήρα και το επίπεδο της κεκτημένης γνώσης, να την επανεπεξεργαστούμε κριτικά σε διαρκή αντιπαραβολή με το ίδιο το αντικείμενο και την ικανότητά της να επιτελεί τις τρεις βασικές λειτουργίες της επιστήμης: περιγραφή, εξήγηση και πρόγνωση.

Το έργο αυτό δυσχεραίνεται, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, λόγω της πληθώρας θεωριών και προσεγγίσεων. Οφείλουμε, με βάση τα παραπάνω, να διακριβώσουμε τα αίτια της ύπαρξης πολλών και διαφόρων θεωριών και μεθοδολογιών. Οφείλεται άραγε αυτή η πληθώρα αμιγώς στην –κατά τα λοιπά, καθ’ όλα νόμιμη και σύμμορφη της πολυμορφίας και του πολυεπίπεδου του ίδιου του αντικειμένου– πληθώρα προσεγγίσεων, πτυχών, επιπέδων και πλευρών του αντικειμένου, ή σε εμφάσεις κατά τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του υποκειμένου; Ή μήπως εμπλέκονται εδώ και μεθοδολογικές-κοσμοθεωρητικές επιλογές που συνδέονται με εξωγενή ως προς την ίδια τη νομοτελή πορεία της έρευνας συμφέροντα και παρεμβάσεις; Μήπως σημαντικό μέρος αυτής της «πλουραλιστικής» πολυφωνίας συνδέεται με επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις συγκεκριμένων στάσεων; Ποιες είναι λ.χ. οι λανθάνουσες φιλοσοφικές, ιδεολογικές και μεθοδολογικές προκείμενες των «νεοκλασικών» οικονομικών του νεοφιλελευθερισμού (βλ. και Σταμάτη, 2007, 2008), του φροϋδισμού, ή του «μεταμοντέρνου»;

Τρίτον, συνδέονται με το επίπεδο γνωστικής και μεθοδολογικής ανάπτυξης της «οντογένεσης» του συγκεκριμένου υποκειμένου της έρευνας (ατομικού ή και συλλογικού), το

Page 48: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

48

επίπεδο θεωρητικής και λογικής του συγκρότησης, δηλαδή η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των περί του αντικειμένου κεκτημένων γνώσεων. Οι ιδιότητες αυτές του υποκειμένου συνδέονται με τον τύπο προσωπικότητάς του και με την στάση ζωής του, με την ικανότητά του να εξετάζει κριτικά τόσο το αντικείμενο, όσο και την κεκτημένη γνώση και μεθοδολογία, με την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσμα της τελευταίας τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. Εδώ το είδος του υποκειμένου της έρευνας εξετάζεται υπό το πρίσμα της σύνδεσης μεθόδου και στάσης ζωής19

Ιδιαίτερη περιπλοκότητα παρουσιάζει η διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα όσο αυτές αναπτύσσονται σε κοινωνίες στις οποίες ατομικά, ομαδικά και πανανθρώπινα συμφέροντα δεν ταυτίζονται.

. Για να μπορέσει το υποκείμενο να εμπλακεί στην ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας με όρους μεθοδολογικά ευρετικούς, γόνιμους και δημιουργικούς, που θα ανοίξουν δρόμους στην επιστήμη, οφείλει να κατέχει την προγενέστερη θεωρία και να διάκειται προς αυτήν κριτικά, σε συνδυασμό με μια κριτική, μετασχηματιστική, ανατρεπτική στάση προς το αντικείμενο. Δεν αρκούν όμως αυτά. Μπορείς άραγε να διαγνώσεις θεμελιωδώς, εις βάθος ένα αντικείμενο, η παρούσα μορφή ύπαρξης του οποίου προβάλλει για εσένα ως ανυπέρβλητη, αιώνια και κατά βάση αμετάβλητη; Ή μήπως είναι εφικτός ο (ριζικός) μετασχηματισμός ενός περίπλοκου και πολυεπίπεδου ιστορικού αντικειμένου χωρίς η πράξη να καθοδηγείται από την ουσιώδη γνώση; Χρειάζεται μια στάση ζωής που θα είναι συνάμα και μεθοδολογική στάση. Δεδομένου ότι μέθοδος είναι οι τρόποι και τα μέσα νοητικής προσοικείωσης (δια του νοητικού μετασχηματισμού-ανασύστασης) του γνωστικού αντικειμένου, προσπορισμού γνώσης περί αυτού, εάν η στάση ζωής του επιστήμονα δεν είναι τέτοια που να του επιτρέπει να θεωρήσει το γνωστικό του αντικείμενο από τη σκοπιά του ριζικού μετασχηματισμού του, τότε το υποκείμενο αυτό, εκουσίως ή ακουσίως, συνειδητά ή ασυνείδητα, θα αρκείται να ολισθαίνει στην επιφάνεια, στα επιφαινόμενα, στην φαινομενικότητα του αντικειμένου, αναπαράγοντας και στερεότυπα, ιδεολογήματα, αγοραίες προκαταλήψεις της καθημερινότητας, κ.ο.κ. Αυτού του τύπου το υποκείμενο αδυνατεί εξ υπαρχής να εμβαθύνει στη γνώση.

Ίδιον της κοινωνικής επιστήμης είναι το γεγονός ότι το αντικείμενό της συνιστά ταυτοχρόνως και υποκείμενο. Αυτό είναι μια ανυπέρβλητη πραγματικότητα, την οποία οφείλουμε να αναστοχαστούμε μεθοδολογικά ώστε να προαγάγουμε την γνώση. Και αυτό είναι εφικτό μόνο στην περίπτωση που θα υιοθετήσουμε την σκοπιά, την οπτική, τη στάση ζωής εκείνων των μερών της κοινωνίας, τα υλικά πραγματικά συμφέροντα των οποίων συνάδουν με τις προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας. Αυτό δεν συνιστά ευχολόγιο, ούτε πολιτική διακήρυξη, αλλά προαπαιτούμενο της απρόσκοπτης εμβάθυνσης της έρευνας μέχρι τον ενδότερο πυρήνα της κοινωνικής δομής, μέχρι τα βαθύτερα προβλήματα των ανθρώπων, που συνδέονται με τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της κοινωνίας. Δεν είναι απλή αναγωγή της μεθοδολογίας σε αξιολογικές επιλογές του επιστήμονα, αλλά

19 Για μια τυπολογία προσωπικοτήτων της επιστήμης και της συμβολής τους στην ανάπτυξη ή στη φθορά της επιστήμης, με κριτήριο τη στάση τους έναντι της κοινωνίας, του γνωστικού αντικειμένου και της κεκτημένης γνώσης, βάσει της γενίκευσης της ιστορίας της προμαρξικής πολιτικής οικονομίας, βλ. Πατέλη, 1998α.

Page 49: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

49

αντικειμενική αξίωση που προβάλλει η λογική του ίδιου του αντικειμένου της κοινωνικής επιστήμης προς το υποκείμενο. Δεν αρκεί όμως η υιοθέτηση αυτής της κοινωνικοπολιτικής τοποθέτησης, ή μάλλον της στάσης ζωής, που εκφράζεται φερ’ ειπείν στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, με την συνειδητή απόρριψη των επιταγών των ιδιοτελών συμφερόντων των εκάστοτε ισχυρών, και την υιοθέτηση της οπτικής των συμφερόντων του πόλου της εργασίας (της χειραφέτησης της εργασίας) έναντι του κεφαλαίου. Χρειάζεται επιπλέον να διαγνώσει το υποκείμενο της έρευνας και εκείνα τα στοιχεία, εκείνες τις μη αναγώγιμες στο σύγχρονο δίπολο της ταξικής πάλης τάσεις, που έλκουν την καταγωγή τους από την προταξική αφετηρία του κοινωνικού γίγνεσθαι, ως κλιμάκωσης της άρσης του φυσικού απ’ το κοινωνικό και (δια της συνολικής διαλεκτικής άρσης αυτού του γίγνεσθαι) οδηγούν στην ενοποίηση της ανθρωπότητας. Τα στοιχεία αυτά, σαφώς δεν εκφράζονται αρκούντως μέσα από την αυθόρμητη στάση του πόλου της εργασίας έναντι του πόλου του κεφαλαίου, αλλά ούτε και μέσω της κλασικής ταξικής προσέγγισης του μαρξισμού, δεδομένου ότι και ο τελευταίος εν πολλοίς διαμορφώθηκε μέσω του ετεροπροσδιορισμού του έναντι του κεφαλαίου (βασικό πρόταγμα της εποχής του Marx, ήταν η άρνηση αυτού που υπήρχε ως κυρίαρχο). Βάσει των παραπάνω, η αναγωγή της φιλοσοφίας σε πολιτική, σε «ταξική πάλη στο χώρο της θεωρίας» (Althusser, 1977: 51) είναι άκρως άγονη, και τελικά υπονομευτική για την κοινωνική θεωρία20

Ωστόσο, δεν αρκεί η ως άνω στάση ζωής. Πολλώ μάλλον δε, που η τελευταία δεν ανάγεται σε υιοθέτηση αξιών, είτε σε συγκυριακή ταξική-πολιτική τοποθέτηση. Είναι πολύ βαθύτερο θέμα, διότι η στάση ζωής, η συνείδηση και η επιστήμη (ως καθολική δύναμη της ανθρωπότητας) είναι πολύ βαθύτερες συνιστώσες της δυναμικής του πολιτισμού, με ορίζοντα που υπερβαίνει κατά πολύ την ιστορική εμβέλεια του κόσμου των αξιών, της όποιας πολιτικής και της πολιτικής εν γένει. Έχει να κάνει λοιπόν με το εάν και κατά πόσο διέπει την ζωή του ερευνητή αυτό που πρεσβεύει ως θεωρητικός. Ο πραγματικός επιστήμονας δεν «ποζάρει», δεν βλέπει την επιστήμη ως πεδίο αυτοπροβολής του, δεν ανάγει την δραστηριότητά του σε παραγωγή “papers” με αγοραία μετρήσιμα κριτήρια, δεν προσανατολίζει την έρευνα βάσει του εκάστοτε ιδεολογικού κλίματος και της μόδας. Εκείνο που νοηματοδοτεί θεμελιωδώς την ζωή του, είναι η ενασχόληση με τα ζωτικότερα και καιριότερα ζητήματα της κοινωνίας της εποχής του, όπως αυτά διαθλώνται υπό το πρίσμα του θεωρητικού και μεθοδολογικού εξοπλισμού της επιστήμης του. Δεν εισάγει εξωεπιστημονικά κριτήρια. Η σχέση της επιστήμης με την εμπειρική πραγματικότητα είναι πάντα διαμεσολαβημένη. Γι’ αυτό απαιτείται ένας υψηλός βαθμός ανεξαρτησίας της επιστημονικής στάσης, η οποία, λόγω του βάθους της, επ’ ουδενί λόγω δεν μπορεί να ανάγεται σε μία τρέχουσα πολιτική διακήρυξη.

.

Τα παραπάνω δεν συνιστούν αναγωγή μεθοδολογικών όρων της έρευνας σε υποκειμενικές αξιολογικές επιλογές, σε ηθικολογικού χαρακτήρα δεοντολογικές αρχές, 20 Υπονομεύει και την ίδια την πολιτική (την οποία υποτίθεται ότι εξυπηρετεί με κραυγαλέα στράτευση), δεδομένου ότι της στερεί τη δυνατότητα θεωρητικής και μεθοδολογικής θεμελίωσης της όποιας στρατηγικής και τακτικής, η οποία είναι ανέφικτη χωρίς την προτρέχουσα και σχετικά αυτοτελή (αποστασιοποιημένη από το «βλέποντας και κάνοντας» και την εμπλοκή στο εκάστοτε «εδώ και τώρα» του πολιτικού ακτιβισμού) θεωρητική-φιλοσοφική έρευνα. Η αυθεντική κοινωνική θεωρία που χαράσσει δρόμους, παρά τις περί του αντιθέτου αγκυλώσεις, δεν ανάγεται σε έρποντα εμπειρισμό, που στην καλύτερη περίπτωση συνιστά «γενίκευση της πρακτικής», δηλαδή, εξ ορισμού, πάντα έπεται της όποιας πρακτικής. Η επιφύλαξη: «σε τελική ανάλυση», δεν σώζει την κατάσταση, διότι, εάν έχει κάτι να υποδηλώσει, δεν είναι τίποτε άλλο από κοινότοπη αναφορά στην επίδραση της πάλης των τάξεων σε όλες τις εκφάνσεις της συνείδησης και της πνευματικής δημιουργίας σε ταξική κοινωνία...

Page 50: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

50

σε ψυχολογικές ιδιαιτερότητες, κ.ο.κ. Τα εν λόγω κριτήρια αποκτούν την ισχύ αντικειμενικής μεθοδολογικής αρχής, δεδομένου ότι επιβάλλονται εκ των πραγμάτων στατιστικά στην ιστορία της επιστήμης μέσω ενός μηχανισμού δίκην «φυσικής επιλογής» των ερευνητών που συνεισφέρουν πραγματικά στην ανάπτυξη της βασικής αρτηρίας της νομοτελούς πορείας της επιστήμης.

Τέταρτον, συνδέονται με την περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία επιδρά άμεσα ή έμμεσα στην έρευνα (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να διερευνηθεί). Δεδομένου ότι η επιστήμη ως κατ’ εξοχήν ειδέναι έλκει την καταγωγή της από την πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, η πρακτική προβάλλει ως το αφετηριακό σημείο, το κριτήριο της αλήθειας και ο τελικός προορισμός της (Kursanov: 225-268). Η ιστορία της επιστήμης βρίθει σχετικών παραδειγμάτων.

Η παραγωγική χρήση της ατμομηχανής (και αργότερα του κινητήρα εσωτερικής καύσης) έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της θερμοδυναμικής. Η περιπλοκή της σχέσης άνθρωπος-μηχανή και οι συνακόλουθες ανάγκες επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των ψυχολογικών ερευνών της προσοχής, της εργονομίας, κ.ο.κ.

Δεδομένου, επίσης, και του γεγονότος ότι η επιστήμη συνιστά καθολική δημιουργική (και ενίοτε καταστροφική) δύναμη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες ενσωματώνονται στο corpus της επιστημονικής έρευνας, μέσω μιας ιδιότυπης «διήθησης» και αναψηλάφησης του εάν, τι, με τι τρόπο και κατά πόσο εμπίπτει στο πεδίο του γνωστικού αντικειμένου. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι (συνδεόμενες με τα κυρίαρχα συμφέροντα) εκάστοτε δεσπόζουσες μορφές κοινωνικής ζήτησης (π.χ. οι ανάγκες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου) ως κριτήριο επιλογής προοπτικής μέσα από το φάσμα δυνατοτήτων της γνωσιακής συγκυρίας, δεν ταυτίζονται με τις βαθύτερες πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας και με τις ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας.

Ο προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής στο φάσμα δυνατοτήτων της νομοτελούς πορείας της επιστήμης, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου στην ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη στρατηγικών και τακτικών της έρευνας. Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει κινδύνους άγονης δογματικής αγκύλωσης, μονομερούς παραμόρφωσης, σκεπτικιστικής-σχετικοκρατικής διάλυσης, καταστροφής κ.λπ., αλλά και γόνιμες προοπτικές δημιουργικής ανάπτυξης της επιστήμης. Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.

4.2. Η Κρισιακή Γνωσιακή Συγκυρία και οι Επιστημονικές Επαναστάσεις

Η μεθοδολογική προβληματική ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση σε ορισμένου τύπου

γνωσιακές συγκυρίες εντός της γνωστικής διαδικασίας. Η τελευταία ακολουθεί εν γένει μια νομοτελή πορεία, για την διάγνωση και διακρίβωση της οποίας υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια και χαρακτηριστικά. Η φιλοσοφική μεθοδολογική προβληματική κατά κανόνα ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση στις φάσεις εκείνες της γνωστικής

Page 51: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

51

διαδικασίας, στις οποίες το διαθέσιμο κεκτημένο της επιστημονικής γνώσης, η μέχρι τώρα κεκτημένη γνώση, αρχίζει να εκδηλώνει μια σημαντική αδυναμία: προσκρούει στα όρια της εφαρμοσιμότητας, ευρετικής σημασίας, διαγνωστικής δυνατότητας και ισχύος της. Αυτό σημαίνει ότι στις εν λόγω συγκυρίες ανακύπτουν νέα φαινόμενα (γεγονότα, εμπειρικά δεδομένα) με τα οποία σηματοδοτείται η αδυναμία επιτέλεσης των σημαντικότερων λειτουργιών της όποιας (εμπειρικής και κυρίως θεωρητικής) γνώσης: δεν μας επιτρέπει πλέον ούτε να περιγράφουμε (με ακρίβεια, αντικειμενικότητα, πληρότητα και επάρκεια), ούτε να εξηγούμε (με την αντίστοιχη θεμελίωση και απόδειξη), ούτε και να προβλέπουμε την περαιτέρω πορεία του γνωστικού μας αντικειμένου.

Σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης της επιστήμης, μπορούμε να διαπιστώσουμε λοιπόν, ότι η κεκτημένη γνώση (το θεωρητικό κεκτημένο της επιστήμης) δεν μπορεί να επιτελεί πλέον λειτουργίες τις οποίες επιτελούσε μέχρι πρότινος με ορισμένη πληρότητα και επάρκεια. Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούμε εκείνη την συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας, η κεκτημένη γνώση αδυνατεί να μας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως θεωρητική εξήγηση και επιστημονική πρόβλεψη-πρόγνωση της δομής και της ανάπτυξης του αντικειμένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εμπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που αφορούν το γνωστικό αντικείμενο εγείρονται στο προσκήνιο της έρευνας, χωρίς να είναι η κεκτημένη γνώση σε θέση να τα περιγράψει, να τα εξηγήσει και να προβλέψει την προοπτική τους με πληρότητα, αντικειμενικότητα και επάρκεια.

Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως γονιμοποιό κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης. Η τελευταία δεν είναι δεδομένη αυτομάτως και αυθορμήτως. Απαιτείται ενεργοποίηση του υποκειμένου για την διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας από λογικής και μεθοδολογικής σκοπιάς.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ερευνητική δραστηριότητα έχει πάντοτε διττή κατεύθυνση: (1) προς το αντικείμενο (για την νοητική αφομοίωση και τον μετασχηματισμό του) και (2) προς την κεκτημένη γνώση (αρχικά προεκβαλλόμενη στο εισέτι μη εγνωσμένο πεδίο, ως μέθοδο προσπορισμού νέας γνώσης και –εφ’ όσον διαπιστώνεται η ανεπάρκειά της– ως αντικείμενο προς μετασχηματισμό, μέσω κριτικού μεθοδολογικού αναστοχασμού). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον στοιχείο του συστήματος γνώσεων που διαθέτει το επιστημονικό κεκτημένο. Και μάλιστα η αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται οργανικά με τον μετασχηματισμό του κεκτημένου.

Υπάρχουν λοιπόν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που ποικίλουν ως προς το εύρος, το βάθος και την ένταση της αντιφατικότητας που τις χαρακτηρίζει. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Υπάρχουν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που οφείλονται σε χονδροειδείς εξωτερικές επεμβάσεις στο έργο της επιστήμης (μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, απαγορεύσεων, εξαγορών, επιλεκτικών χρηματοδοτήσεων ή υποχρηματοδοτήσεων, κ.ο.κ.), σε εκ των πραγμάτων εξάντληση του ερευνητικού δυναμικού ορισμένης κεκτημένης γνώσης, είτε (κατά κανόνα) σε συνδυασμό των παραπάνω.

Σε κάθε περίπτωση εγείρεται στο προσκήνιο το ζήτημα του ελέγχου της γνώσης, όπου οφείλουμε να διακρίνουμε δύο πτυχές: η μία έχει να κάνει με τον (εμπειρικό και θεωρητικό) έλεγχο αντικειμενικότητας, αλήθειας, αποδεικτικότητας, πληρότητας και επάρκειας της κεκτημένης γνώσης, ενώ ή άλλη αφορά τους αντικειμενικούς κοινωνικο-οικονομικούς και θεσμικούς-πολιτικούς όρους διεξαγωγής της έρευνας.

Page 52: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

52

Η δεύτερη πτυχή, στην εποχή μας, συνδέεται άμεσα με το ποιος, πως, πότε, πού, με τι κριτήρια και γιατί χρηματοδοτεί (ή δεν χρηματοδοτεί) κάποια έρευνα, συνδέεται με το τι επιτρέπεται ή τι απαγορεύεται να διερευνά η επιστήμη. Είναι τυχαίο φερ’ ειπείν το γεγονός ότι επί μακρόν στο χώρο των ιατροβιολογικών επιστημών η μερίδα του λέοντος των πόρων στρέφεται στην καταπολέμηση της τριχόπτωσης; Πόσο αντικειμενικές και αμερόληπτες μπορούν να είναι οι έρευνες για τις επιπτώσεις των μη ιονιζουσών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών στην υγεία, που χρηματοδοτούνται από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας (Γεωργίου, 2009), ή οι έρευνες για τις επιπτώσεις των ορυκτών καυσίμων στο περιβάλλον που χρηματοδοτούνται από πετρελαϊκές εταιρείες; Είναι σαφές πλέον ότι υπάρχουν τεράστια συμφέροντα και διάφοροι πόλοι εξουσίας οι οποίοι πολεμούν γι’ αυτά21

Είναι άραγε άσχετο αυτό με το γεγονός ότι για την κυρίαρχη κοινωνικο-οικονομική σχέση που λέγεται κεφάλαιο, οι όποιες κοινωνικές ανάγκες δεν ιεραρχούνται υπό το πρίσμα της ζωτικής σημασίας τους για την ανθρωπότητα, αλλά μέσω της εκάστοτε φερέγγυας ζήτησης, ως πηγής κερδοφορίας; Έχει άραγε αυτή η ιεράρχηση προτεραιοτήτων που υπαγορεύει στην επιστήμη το κεφάλαιο καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας και με την εσωτερική λογική της ερευνητικής διαδικασίας;

.

Πληθώρα επιστημόνων ασχολείται με εφαρμογές της γενετικής μηχανικής για λογαριασμό κολοσσιαίων οικονομικών ομίλων. Η επιβαλλόμενη από τους τελευταίους, καθώς και από τα εθνικά και υπερεθνικά πολιτικά όργανα που προωθούν τα συμφέροντά τους, ραγδαία εξάπλωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, με άγνωστες επιπτώσεις στην χλωρίδα και την πανίδα του πλανήτη, θέτει υπό απειλή τους ίδιους τους όρους βιολογικής ύπαρξης των επερχόμενων γενεών της ανθρωπότητας22

Ειδική περίπτωση κραυγαλέας χειραγώγησης της επιστήμης, είναι η στρατιωτικοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας από το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα (βλ. Πατέλης, 2003α). Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις φυσικές επιστήμες και την τεχνολογία, αλλά και τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, η συμβολή των οποίων για την αποτελεσματικότητα πολεμικών επιχειρήσεων και για τη χειραγώγηση πληθυσμών, θεσμοποιείται και επεκτείνεται, όπως φαίνεται και από τα πεδία του εν εξελίξει Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου (βλ. σχετικά: Gonzalez, 2007· Smith, 2006· “Ιός”, 2008· McFate & Jackson, 2005).

. Η άμεση υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, δεδομένης της (δημιουργικής αλλά και καταστροφικής) ισχύος και της εμβέλειας των αποτελεσμάτων της επιστήμης, δεν καταστρέφει μόνο την επιστήμη, δεν ακυρώνει μόνο την ανιδιοτελή αναζήτηση της αλήθειας ως αρχή της επιστημονικής δραστηριότητας που θέτει εαυτόν στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, αλλά απειλεί και την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας.

21 Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Exxon Mobil, η οποία, όπως απεδείχθη, χρηματοδοτεί συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα για να αντιμετωπίζουν τις θέσεις περί κινδύνων κλιματικής αλλαγής, υπό το πρίσμα των συμφερόντων των πετρελαϊκών βιομηχανιών, είτε, τουναντίον, η χρηματοδότηση από την κυβέρνηση της M. Thatcher ερευνών για την ενοχοποίηση των υδρογονανθράκων και την προαγωγή της πυρηνικής ενέργειας ως «φιλικής προς το περιβάλλον», μεσούσης της ηρωικής απεργίας των ανθρακορύχων για την προώθηση ενός θέματος παγκόσμιας πολιτικής (βλ. σχετικά: Scientists’ Report..., 2007 και Courtney, χχ). 22 Τραγική ήταν η τύχη ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου της Σκωτίας τον υπό τον καθηγητή Arpad Pusztai, που διεξήγαγε έρευνα για τις επιπτώσεις στην υγεία (νεοπλασίες, πτώση του ανοσοποιητικού συστήματος, κ.ά.) των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η ομάδα διαλύθηκε κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού T. Blair (14.8.1998), κατεσχέθησαν δια κλοπής τα δεδομένα, έκλεισε το εργαστήριο και απαγορεύτηκε η περαιτέρω έρευνα και επικοινωνία του κ. Pusztai με τους ερευνητές! (βλ. Κούλογλου, 2007 και Genetically Manipulated Plants Used for Food, 2009).

Page 53: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

53

Άλλο παράδειγμα: χρηματοδοτούν αφειδώς έρευνες για τις σεξουαλικές μειονότητες, για το φύλο, για το θρήσκευμα, κ.ο.κ. Προφανώς, οι εμφάσεις των όποιων εθνικών και υπερεθνικών θεσμικών φορέων της εξουσίας, γίνονται με συγκεκριμένη στόχευση, δεδομένου ότι οι χρηματοδοτούμενες π.χ. μέσω σχετικών προγραμμάτων της Ε.Ε. έρευνες, δημοσιοποιούμενες και μέσω της χρήσης τους σε πολιτικές διαχείρισης ταυτοτήτων (μέσω της «πολυπολιτισμικότητας», είτε εμπέδωσης και εδραίωσης της συναίνεσης, μέσω εκδήλωσης «ενδιαφέροντος» για τις πραγματικές ή φανταστικές «μειονότητες» και αντίστοιχης αναπαραγωγής του «διαίρει και βασίλευε»), μπορεί να οδηγούν στην πλήρη αποσιώπηση ουσιωδών χαρακτηριστικών του κυρίαρχου συστήματος, όπως είναι η εκμετάλλευση της εργασίας απ’ το κεφάλαιο και οι ταξικές αντιθέσεις, οι κοινωνικές ανισότητες, οι φραγμοί στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, οι προοπτικές της ανθρωπότητας, κ.ο.κ. Το γεγονός ότι με παρόμοια διαχείριση της δραστηριότητας των επιστημόνων μένουν στο παρασκήνιο (ως μη επιλέξιμα και μη χρηματοδοτούμενα, άρα ως μη επίκαιρα) ουσιώδη και κομβικά ζητήματα της έρευνας και της κοινωνίας, συνιστά χονδροειδή έλεγχο και χειραγώγηση της επιστήμης.

Η συναινετική στάση των επιστημόνων σε τέτοιου είδους ιεραρχήσεις, επιτυγχάνεται στατιστικά με ένα μηχανισμό θεσμικής-εξωθεσμικής επιβολής ορισμένου έθους, που διαχέεται και αναπαράγεται με την κομφορμιστική προσαρμογή σε παγιωμένες γραφειοκρατικές δομές της έρευνας και της εκπαίδευσης, που οδηγεί τελικά σε φθορά και απώλεια της προσωπικότητας (βλ. Πατέλης, 2003β, 2ο μέρος: 151-160). Η θεσμική εμπέδωση αυτού του μηχανισμού επιτυγχάνεται με την επιβολή εν πολλοίς εξωεπιστημονικών-επιστημονικοφανών κριτηρίων εκλογής, αξιολόγησης και εξέλιξης επιστημόνων (ranking lists περιοδικών και Ιδρυμάτων, που καταρτίζονται ή ελέγχονται από εταιρείες, ελεγχόμενες συνθέσεις συντακτικών επιτροπών, θεματικές και προσεγγίσεις που αναπαράγονται σχολαστικά, με αντίστοιχα κριτήρια impact factor, citation index, κ.ο.κ., βλ. Σταμάτη, 2008). Ιδιαίτερα η κοινωνική επιστήμη, ωθείται συχνά σε άγονες κατευθύνσεις, κατακερματίζεται και χειραγωγείται, ώστε να χρησιμοποιείται εργαλειακά ως μέσο χειραγώγησης των μαζών και ως ιδεολογικό όπλο.

Εδώ απαιτείται αγώνας για ανεξάρτητη έρευνα των επιστημόνων, με αντίστοιχη ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας και διεκδικήσεις σε θεσμικό επίπεδο23

Η έγκαιρη διάγνωση των χαρακτηριστικών μιας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμη υπέρβασή της μέσω της προώθησης συγκεκριμένου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων.

.

Κάθε συγκυρία που απαιτεί αναστοχασμό επί των γνωστικών μέσων και προδιαγραφών, η συγκυρία εκείνη που εγείρει στο προσκήνιο την ενεργό εμπλοκή της συνείδησης του υποκειμένου της έρευνας, που προϋποθέτει τη διάλυση της αφελούς και 23 Τα συνδεόμενα με την διαδικασία της Μπολόνια διακυβεύματα της επιχειρούμενης αντιμεταρρύθμισης στους θεσμούς του πανεπιστημίου, της έρευνας και της τεχνολογίας, αφορούν την περαιτέρω και αμεσότερη υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στο κεφάλαιο και στα πολιτικά του όργανα. Η πολιτική που εφαρμόζει αυτή την στρατηγική αναμόρφωσης της έρευνας, αποσκοπεί σαφώς στην ακύρωση των όποιων θεσμικά κατοχυρωμένων μηχανισμών αυτονομίας, ασυλίας και κοινωνικού ελέγχου της ελεύθερης έρευνας (όπου θα μπορούσε να υπόκειται σε τρόπον τινά δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να στρέφεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας), και στην μετάθεση αυτού του ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα, όπου ο μόνος εφικτός «έλεγχος» είναι αυτός που ασκείται εμμέσως, δια των μηχανισμών της αγοράς (Dickson, 1988), δηλαδή, αυτός που διασφαλίζει την κυριαρχία του ισχυρότερου κεφαλαίου. Ο αγώνας σήμερα για την σχετική αυτονομία της παιδείας εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, είναι αγώνας για την διατήρηση και ανάπτυξη εκείνων των καθολικών χαρακτηριστικών, που ανταποκρίνονται στην εσωτερική λογική της ανάπτυξης της επιστήμης, στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και στην προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας. Είναι αγώνας για να μπορεί η επιστήμη να αίρεται στο επίπεδο των βαθύτερων και πραγματικών αναγκών της ανθρωπότητας πέρα από ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Page 54: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

54

μη αναστοχαστικής στάσης της συγχώνευσης υποκειμένου και αντικειμένου, εμπεριέχει δυνητικά τη φιλοσοφική προβληματική που αφορά τη σχέση γνώσης και πραγματικότητας, υποκειμένου – αντικειμένου κ.λπ.

Σε μικρής εμβέλειας και βάθους κρισιακές συγκυρίες, η λύση της αντίφασης που προαναφέραμε (αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες) επιτυγχάνεται με ανάπτυξη της γνώσης στο πλαίσιο των αρχών της κεκτημένης γνώσης, με ενδεχόμενες αλλαγές στον εννοιολογικό και κατηγοριακό εξοπλισμό της θεωρίας.

Όταν όμως οι κρισιακές συγκυρίες είναι μεγάλης εμβέλειας και βάθους, απαιτούν επιστημονικές επαναστάσεις, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την κατ’ αρχήν ποιοτική και ουσιώδη αναβάθμιση της θεωρίας και της μεθοδολογίας, αλλά θίγουν και τα θεμέλια των επιστημών (την «επιστημονική εικόνα του κόσμου», τα ιδεώδη, τους κανόνες και τα πρότυπα επιστημονικότητας και την όλη λανθάνουσα ή συνειδητά επιλεγόμενη κοσμοθεωρητική και φιλοσοφική θεμελίωση της γνώσης), κυοφορούν επιστημονικές επαναστάσεις. Υπάρχουν όμως και χρονίζουσες, «κακοφορμίζουσες» κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, οι οποίες προβάλλουν επί μακρόν και βιώνονται ως αδιέξοδα, που δεν θέτουν εν αμφιβόλω μόνο την αξιοπιστία της επιστήμης, αλλά και την ίδια την γνωσιολογική αισιοδοξία και τον ορθολογισμό (βλ. Feyerabend, χχ).

Κατ’ αυτό τον τρόπο οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες είναι οι ιστορικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες κυοφορούνται επιστημονικές-φιλοσοφικές τομές. Η βαθμιαία κλιμάκωση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης, αν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως, από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής του ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων.

Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά μέσω του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού της νέας θεωρητικής σύλληψης (μέσω της ανάδειξης των αδυναμιών, της ανεπάρκειας και τη συνολική κριτική αποτίμησης της προηγούμενης θεωρίας, μέσω της ερμηνείας των αιτίων ανεπάρκειας αυτής της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της θετικής εδραίωσης-αποδεικτικής καταξίωσης της νέας (με αντίστοιχη φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση, με αναβάθμιση της έρευνας μέσω της διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής πλέον διευθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε χωρίς προοπτική η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς μέσω του επαναπροσδιορισμού του πεδίου ισχύος-εφαρμοσιμότητας της τελευταίας, η οποία «αίρεται» διαλεκτικά από την νέα θεωρία. Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη και συχνά μακροχρόνια, δεδομένου ότι η συγκρότηση του νέου υποκειμένου απαιτεί θεμελιώδες συστηματικό έργο υποδομής, το οποίο προσκρούει, κατά κανόνα, σε δυνάμεις αδράνειας, συντήρησης και αντίδρασης, σ’ ένα άκρως δυσμενές και εχθρικό κλίμα που συγκροτούν οι χυδαίες-αγοραίες αποδομητικές τάσεις από κοινού με τις άμεσα χειραγωγικές ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις (βλ. σχετικά και: Γιαννούτσου, 2005).

Η ανάπτυξη της επιστήμης στην ιστορία δεν ακολουθεί μιαν ευθύγραμμη πορεία. Περνά μέσα από αντιφάσεις, παλινδρομήσεις, κρίσεις, αδιέξοδα και επαναστάσεις.

Ως επανάσταση στην επιστήμη εννοείται η ριζική αλλαγή στις μορφές, στα μέσα, στους τρόπους και στις μεθόδους προσπορισμού και οργάνωσης της γνώσης. Συνιστά ορισμένη υπέρβαση μέχρι πρότινος ισχυουσών θεμελιωδών παραδοχών, που αποτελούσαν τη βάση της θεωρητικής δραστηριότητας των ερευνητών.

Page 55: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

55

Οι προηγούμενες θεωρίες παραχωρούν τη θέση τους σε νέες, αποδοτικότερες και «παραγωγικότερες» θεωρίες. Αυτά έχουν ως επακόλουθα: • Αλλαγές (ως προς το εύρος και το βάθος) των περιοχών των γνωστικών αντικειμένων. • Αλλαγές στις οπτικές γωνίες εξέτασης του αντικειμένου. • Αλλαγές στις μεθόδους (στα μέσα και στους τρόπους) άσκησης της επιστημονικής

πρακτικής. Η ανάγκη αυτού του μετασχηματισμού ανακύπτει, όπως διαπιστώσαμε, από την εξάντληση του

ευρετικού δυναμικού της προηγούμενης θεωρητικής βάσης της έρευνας (των θεωρητικών μέσων που παρείχαν ορισμένου επιπέδου αντικειμενικότητας, πληρότητας, επάρκειας κ.λπ. περιγραφή, ερμηνεία και πρόγνωση ορισμένης γνωστικής περιοχής).

Η επιστήμη δεν αναπτύσσεται μέσω συσσωρευτικών προσαυξήσεων, αλλά μέσω δραματικών επαναστατικών μετασχηματισμών (βλ. π.χ. τα παράδοξα της θεωρίας των συνόλων, της κβαντομηχανικής θεωρίας, της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, της κλασικής αστικής «θεωρίας της αξίας» στην πολιτική οικονομία, κ.ά.). Τα παράδοξα προκύπτουν από αντινομίες-αντιφάσεις της γνωστικής διαδικασίας (που δεν αποτελούν παραλογισμούς, λογικές ασυνέπειες), οι οποίες στοιχειοθετούν την προβληματική-κρισιακή γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε. Στον πυρήνα της τελευταίας βρίσκονται τέτοιου είδους προβλήματα τα οποία θέτουν σε δοκιμασία το θεωρητικό κεκτημένο. Φερ’ ειπείν, τα παράδοξα της θεωρίας των συνόλων έδωσαν ώθηση σε μια σειρά προγραμμάτων θεμελίωσης των μαθηματικών και επεξεργασίας της μαθηματικής λογικής. Η κρίση και τα αδιέξοδα της Ψυχολογίας κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, μέσω του διαλεκτικού μεθοδολογικού αναστοχασμού, οδήγησε στην εμφάνιση της πολιτισμικής-ιστορικής ψυχολογίας (βλ. σχετικά Δαφέρμος, 2002).

Κάθε νέα ανακάλυψη, η οποία κατά τον Α ή Β τρόπο θίγει τα θεμέλια της επιστήμης, κάθε νέα θεωρία που προβλέπει άγνωστα φαινόμενα – αντιφάσκει με τις προηγούμενες. Πριν από κάθε μεγάλη ανακάλυψη υπάρχουν παράδοξες, ως προς τη μορφή ανεπίλυτες συγκυρίες: συγκυρίες κατά τις οποίες διαπιστώνεται το ανέφικτο της χρήσης των διαθέσιμων κεκτημένων (μέσων, γνώσεων, μεθόδων) για την επίλυση προβλημάτων. Δεν πρόκειται λοιπόν για ανώμαλα φαινόμενα που οφείλονται σε πλάνες των ερευνητών, αλλά για νομοτελή στιγμή της επιστημονικής δραστηριότητας.

Επανάσταση στην επιστήμη σημαίνει άρση της αντίφασης, επίλυση αυτής της παράδοξης κρισιακής συγκυρίας και δρομολόγηση της μετάβασης σε άλλη μορφή πρόσκτησης και οργάνωσης της γνώσης.

Σε κάθε απόπειρα ερμηνείας της ιστορίας της επιστήμης ελλοχεύουν δύο μονομερείς ακρότητες: 1. Κίνδυνος απολυτοποίησης της επανάστασης ως άρνησης – συλλήβδην απόρριψης του

επιστημονικού κεκτημένου του παρελθόντος, με έμφαση στο στοιχείο της ασυνέχειας, της τομής (βλ. Althusser, 1977, 1983· Kuhn, 1981, 1993α, 1993β).

2. Κίνδυνος απολυτοποίησης της εξέλιξης (με τη μορφή της συσσώρευσης-προσαύξησης γνώσης, χωρίς ποιοτικές και ουσιώδεις αλλαγές) – έμφαση στο στοιχείο της συνέχειας (θετικιστική αντίληψη περί γραμμικής-αθροιστικής πορείας της γνώσης-πληροφορίας).

Οι σχέσεις μεταξύ προγενέστερων και επόμενων θεωρητικών κεκτημένων δεν είναι μηχανικού-γραμμικού χαρακτήρα. Για την ερμηνεία τους οι ερευνητές εισήγαγαν την «Αρχή της αντιστοιχίας»: στην επιστήμη κάθε θεωρία που θίγει ούτως ή άλλως τις θεμελιώδεις αρχές και νόμους, οφείλει να προβάλλει ως λογική γενίκευση της προγενέστερης θεωρίας.

Page 56: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

56

Αυτό προϋποθέτει τόσο την αντιπαράθεση όσο και την αντιπαραβολή των θεωριών. Κατά τον I. V. Kuznetsov:

[…] οι θεωρίες, η νομιμότητα των οποίων έχει διαπιστωθεί πειραματικά για ορισμένη ομάδα φαινομένων, με την εμφάνιση νέων θεωριών δεν απορρίπτονται, αλλά διατηρούν τη σημασία τους για την προηγούμενη περιοχή φαινομένων ως οριακή μορφή και επιμέρους περίπτωση των νέων θεωριών. Τα πορίσματα των νέων θεωριών στην περιοχή όπου ήταν νόμιμη η παλαιά «κλασική» θεωρία, περνούν στα πορίσματα της κλασικής θεωρίας (Kuznetsov, 1948: 8).

4.3. Επιστημονικές Επαναστάσεις και Θεμέλια της Επιστήμης Επιστημονικές επαναστάσεις είναι εκείνες οι καμπές στη δυναμική της ανάπτυξης της

επιστημονικής γνώσης που συνδέονται με την αναδόμηση των εκπορευόμενων από τα θεμέλια της επιστήμης στρατηγικών της έρευνας.

Θεμέλια της επιστήμης θεωρούνται εκείνες οι θεμελιώδεις παραστάσεις, έννοιες και αρχές της επιστήμης, οι οποίες, εν πολλοίς, προσανατολίζουν την στρατηγική έρευνας, οργανώνουν σε ένα σχετικά συγκροτημένο σύστημα την ποικιλομορφία των συγκεκριμένων θεωρητικών και εμπειρικών γνώσεων και διασφαλίζουν την ένταξή τους στον πολιτισμό της εκάστοτε ιστορικής εποχής.

Τα θεμέλια της επιστήμης απαρτίζονται από τρεις πυλώνες: 1. Επιστημονική εικόνα του κόσμου. 2. Προβληματικές που συνδέονται με την θεώρηση της επιστήμης υπό το πρίσμα

των μορφών της κοινωνικής συνείδησης και αυτοσυνείδησης (της ηθικής, της πολιτικής, του δικαίου, της αισθητικής, της θρησκείας και της φιλοσοφίας). Οι προβληματικές αυτές προβάλλουν και ως ιδεώδη και κανόνες, ως αξιώσεις της κοινωνίας και της επιστημονικής κοινότητας έναντι της επιστημονικής έρευνας.

3. Μεθοδολογικά, φιλοσοφικά και κοσμοθεωρητικά θεμέλια. Τα θεμέλια αυτά, στην ενότητά τους, λειτουργούν ως το ευρύτερο κοινωνικό και

πολιτισμικό πλαίσιο σχέσεων, δραστηριοτήτων και επικοινωνιακών πρακτικών, εντός του οποίου και μέσω του οποίου συνειδητοποιείται και συγκροτείται ο χαρακτηριστικός για την εκάστοτε εποχή τύπος επιστημονικότητας και ορθολογικότητας.

Τα θεμέλια της επιστήμης εκπληρώνουν ορισμένες λειτουργίες: 1. καθορίζουν την ανάδειξη και τοποθέτηση-διατύπωση των προβλημάτων, καθώς

και την αναζήτηση των μέσων και των τρόπων επίλυσής τους, υπό την μορφή των ερευνητικών προγραμμάτων,

2. λειτουργούν ως ενοποιητικές αρχές και βάση συστηματοποίησης της επιστημονικής γνώσης, συνενώνοντας σε ένα σχετικά άρτιο και συνεκτικό σύστημα την ποικιλομορφία των εμπειρικών και θεωρητικών γνώσεων κάθε επιστημονικής πειθαρχίας, προσδιορίζουν την στρατηγική των διεπιστημονικών αλληλεπιδράσεων και της διεπιστημονικής σύνθεσης των γνώσεων,

3. προβάλλουν ως διαμεσολαβητικός κρίκος μεταξύ επιστήμης και άλλων πεδίων του πολιτισμού, μέσω του οποίου καθορίζεται ο χαρακτήρας της επίδρασης των κοινωνικών και πολιτισμικών αναγκών στις διαδικασίες διαμόρφωσης εμπειρικών και θεωρητικών γνώσεων, καθώς και η επίδραση που ασκούν με τη σειρά τους τα

Page 57: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

57

επιστημονικά επιτεύγματα στον πολιτισμό της εκάστοτε ιστορικής εποχής. Λειτουργούν ως ιδεατός, περίπλοκος και πολυεπίπεδος μηχανισμός διάθλασης των κοινωνικών αναγκών, ώστε αυτές εσωτερικευόμενες στο πεδίο της επιστήμης, να μετασχηματίζονται σε ερευνητικά προβλήματα, μέσω επιλογών από το φάσμα δυνατοτήτων που συγκροτεί η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία. Λειτουργούν, επίσης, και αντίστροφα: ως μηχανισμός διάθλασης και διάχυσης των αναγκών, των σκοποθεσιών και των αποτελεσμάτων της έρευνας στα επίπεδα και τις σφαίρες της ζωής της κοινωνίας.

Ας αναφερθούμε εν συντομία στην επιστημονική εικόνα του κόσμου. Η εκάστοτε επιστημονική εικόνα του κόσμου είναι ένα λίγο-πολύ συνεκτικό σύστημα

αντιλήψεων, παραστάσεων, προδιαθέσεων κ.λπ., που αφορούν τις γενικές ιδιότητες και νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας, το οποίο διαμορφώνεται ιστορικά βάσει της γενίκευσης και σύνθεσης θεμελιωδών εννοιών και αρχών της δεσπόζουσας αντίληψης περί φυσιογνωσίας. Η επιστημονική εικόνα του κόσμου λειτουργεί ως κοσμοθεωρητικός προσανατολισμός, σε διάφορα επίπεδα: • ως γενική οιονεί διεπιστημονική εικόνα, • ως εικόνα που απορρέει από συγγενείς ως προς το αντικείμενο τους ομάδες

επιστημών και • ως εικόνες που εδράζονται στα δεδομένα επιμέρους επιστημών (της φυσικής, της

βιολογίας, κ.λπ.). Οι αρχικές επιστημονικές εικόνες εμφανίζονται κατά την αρχαιότητα στο πλαίσιο της

φυσικής φιλοσοφίας και διαμορφώνονται κατά τους νέους χρόνους με τη ραγδαία ανάπτυξη της φυσιογνωσίας. Βαρύνοντα ρόλο στα εκάστοτε συστήματα επιστημονικής εικόνας του κόσμου διαδραματίζει η περιοχή της γνώσης (επιστήμη, πλέγμα επιστημών) που κατέχει δεσπόζουσα και ηγετική θέση μεταξύ των επιστημών (π.χ. η φυσική από τους Νέους Χρόνους).

Η δομή της επιστημονικής εικόνας του κόσμου περιλαμβάνει: 1. νοητικά (εννοιολογικά, θεωρητικά) στοιχεία, π.χ. φιλοσοφικές κατηγορίες,

νόμους και αρχές (όπως ύλη, χώρος, χρόνος, αλληλεπίδραση, ανάπτυξη, αιτιότητα, άνθρωπος, συνείδηση, οι νόμοι της διαλεκτικής), διεπιστημονικής εμβέλειας έννοιες και νόμους (π.χ. ο νόμος της διατήρησης-μετατροπής της ενέργειας), και θεμελιώδεις έννοιες επιμέρους επιστημών (πεδίο, ενέργεια, βιολογικό είδος, αντανακλαστικά, ψυχισμός, προσδόκιμο ζωής, κ.λπ.) και

2. αισθητηριακά-εποπτικά στοιχεία (π.χ. πλανητικό πρότυπο του ατόμου, αλληλοδιαπλεκόμενες έλικες του DNA, οργανισμός, κ.λπ.).

Η επιστημονική εικόνα του κόσμου διαφέρει από τις ποικίλες προεπιστημονικές, εξωεπιστημονικές και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις (μυθολογία, θρησκεία κ.λπ.), δεδομένου ότι εδράζεται στα δεδομένα ορισμένης θεμελιώδους θεωρίας (θεωριών): της κλασικής μηχανικής (μέχρι τον 19ο αιώνα), της κβαντικής μηχανικής, της θεωρίας της σχετικότητας, κ.λπ. Λειτουργεί ως γενικό επιστημονικό πλαίσιο και ως κοσμοθεωρητικό πεδίο αναφοράς για την επιστήμη, ως ορισμένη παράδοση, ικανή να επενεργήσει προοδευτικά (δημιουργικά, ευρετικά) είτε συντηρητικά (δογματικά κ.λπ.) στην πορεία της επιστημονικής γνώσης.

Page 58: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

58

Η αποδοχή ορισμένων αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας (χωρίς την αντιφατική πορεία που οδήγησε σ’ αυτά), η πρόκριση, η απολυτοποίηση και ο φετιχισμός ιστορικά συγκεκριμένων προτύπων επιστήμης και επιστημονικότητας, οδηγεί συχνά σε άγονες και ανιστορικές στάσεις, με διεπιστημονικές και φιλοσοφικές αξιώσεις (βλ. π.χ. την επίδραση του δομισμού είτε του θετικισμού, την φετιχοποίηση του προτύπου της μαθηματικοποιημένης επιστήμης, είτε της βιωματικής περιγραφής ερμηνευτικού τύπου).

Η άρση του υποδουλωτικού χαρακτήρα του καταμερισμού της εργασίας και στο πλαίσιο της επιστήμης, θα οδηγήσει σε μια συνθετική επιστημονική εικόνα του κόσμου ως οργανικό στοιχείο της κοινωνικής συνείδησης των ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων.

Τα θεμέλια της επιστήμης λειτουργούν ως διαμεσολαβητικός κρίκος μεταξύ θεωριών και εμπειρικών γνώσεων και του υπόλοιπου πολιτισμού, στον οποίο πρέπει να ενταχθούν. Έτσι, παρέχουν δυνατότητες για τη διακρίβωση της αλληλεπίδρασης ενδοεπιστημονικών και ευρύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων.

Τα θεμέλια της επιστήμης διασφαλίζουν την ανάπτυξη της γνώσης όσο τα γενικά γνωρίσματα της συστημικής οργάνωσης των υπό μελέτη αντικειμένων εγγράφονται στην ισχύουσα εικόνα του κόσμου και οι μέθοδοι αφομοίωσης αυτών των αντικειμένων αντιστοιχούν στα ιδεώδη και τους κανόνες που έχουν διαμορφωθεί.

Κάποτε ανακύπτουν κατ’ αρχήν νέοι τύποι (πτυχές κ.λπ.) αντικειμένων, γεγονός που οδηγεί σε επαναστατική αναδόμηση των θεμελίων της επιστήμης. Η τελευταία προωθείται ως:

• μετασχηματισμός της ειδικής εικόνας του κόσμου χωρίς ουσιώδεις αλλαγές στα ιδεώδη και τους κανόνες της έρευνας, π.χ. μετάβαση από την μηχανική στην ηλεκτροδυναμική εικόνα του κόσμου στη φυσική του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Εδώ έχουμε μεν αλλαγή της θεώρησης της φυσικής πραγματικότητας χωρίς ουσιώδη μεταβολή στις αφετηριακές αρχές και στους κανόνες.

• ριζική αλλαγή της εικόνας του κόσμου, των ιδεωδών και των κανόνων (όπως συνέβη π.χ. με την κβαντομηχανική και τη θεωρία της σχετικότητας). Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας, τέτοια αλλαγή έλαβε χώρα εν πολλοίς με τη συνεισφορά του Marx κατά τον 19ο αιώνα (ιδιαίτερα στην πολιτική οικονομία) και τίθεται επιτακτικά στις μέρες μας με την μεθοδολογία της Λογικής της Ιστορίας (βλ. Βαζιούλιν, 2004). Εδώ προκύπτει αναδόμηση-επαναδιατύπωση των κλασικών ιδεωδών περιγραφής, ερμηνείας, θεμελίωσης και οργάνωσης της γνώσης.

Οι αλλαγές αυτές αποκτούν εμβέλεια που μπορεί να ξεπεράσει τα πλαίσια της επιστήμης, στην οποία εκδηλώνονται.

Παρατηρείται μια τάση επεκτατικού «εμβολιασμού» με στοιχεία από τα θεμέλια της επιστήμης εκείνης, η οποία διαδραματίζει άγοντα ρόλο στην κάθε εποχή.

Π.χ. από τον 17ο – μέσα 19ου αιώνα παρατηρείται μεταφορά απ’ τη φυσική στη χημεία των ιδεωδών της ποσοτικής περιγραφής, των αντιλήψεων για δυναμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ σωματίων και των περί ατόμων αντιλήψεων. Όλα αυτά οδήγησαν στην υπονόμευση της ιδέας για το «φλογιστόν» (Asimmov, 1997: 139-395· Bernal, 1983: 603-698· Φραγκόπουλος, 2008).

Στις εποχές των επιστημονικών επαναστάσεων, όταν αναδομούνται τα θεμέλια της επιστήμης, πραγματοποιείται στο πλαίσιο του πολιτισμού ορισμένη «επιλογή», τρόπον

Page 59: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

59

τινά, μεταξύ μερικών δυνητικά πιθανών γραμμών της μελλοντικής πορείας της επιστήμης (όπως αυτές ορίζονται από το φάσμα δυνατοτήτων της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας), εκείνων, που αντιστοιχούν κατά τον καλύτερο τρόπο στις θεμελιώδεις αξίες και τις κοσμοθεωρητικές δομές που δεσπόζουν στο δεδομένο πολιτισμό.

4.4. Διάνοια και Λόγος ως Βαθμίδες του Νοείν στη Γνωστική Διαδικασία. Η Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο

Η γνωστική διαδικασία εκτυλίσσεται πάντοτε μέσω της νόησης, του νοείν, το οποίο

περνά κατά την ανάπτυξή του από δύο βαθμίδες. Οι βαθμίδες αυτές επισημαίνονται με τις κληροδοτημένες από την γερμανική κλασική φιλοσοφία και τον μαρξισμό κατηγορίες της «διάνοιας» και του «λόγου». Η κατανόηση και ανάπτυξη αυτών των κατηγοριών είναι απαραίτητη για την φιλοσοφική μεθοδολογική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών, για την ανάδειξη των βαθμίδων της νομοτελούς διαδικασίας ανάπτυξης του νοείν στη γνωστική διαδικασία (για τις καντιανές καταβολές των κατηγοριών, βλ. Ιμβριώτη, 1974).

Εξυπακούεται, ότι εντός της γνωστικής διαδικασίας, όσο εκτυλίσσεται η έρευνα, η νόηση κινείται σε πολλές κατευθύνσεις. Εάν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην βασική αρτηρία της σκέψης, η νομοτελής κίνησή της ανάγεται σε δύο ελικοειδώς αναπτυσσόμενες αλληλένδετες σπείρες (σχηματικά μιλώντας, παρόμοιες με αυτές της διπλής έλικος του D.N.A.), ανατροφοδοτούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες: από τα δεδομένα των αισθήσεων προς ποικίλων επιπέδων αφαιρέσεις-νοητικές συλλήψεις και αντιστρόφως.

Σε οποιαδήποτε γνωστική διαδικασία η νόηση εκκινεί από μία χαώδη περί του όλου αντίληψη, από τις παραστάσεις, από τα δεδομένα των αισθήσεων, από την ζωντανή εποπτεία, δηλαδή, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο, κινούμενη προς όλο και υψηλότερου επιπέδου αφαιρέσεις. Η κίνηση αυτή της νόησης στη βαθμίδα της διάνοιας, γίνεται κατ’ εξοχήν μέσω της ανάλυσης, της ανατομίας, της διάκρισης των μερών που απαρτίζουν το όλο του γνωστικού αντικειμένου, αποσπώντας δια της αφαίρεσης τα μέρη από τους δεσμούς τους εντός του όλου. Κατ’ αυτό τον τρόπο σχηματίζονται οι έννοιες-αφαιρέσεις της διάνοιας. Κορύφωση της διάνοιας είναι οι κενές αισθητηριακού περιεχομένου έννοιες - αφαιρετικές μορφές, που έχουν σχηματισθεί δια της αφαιρέσεως από τις αισθητηριακές πλευρές τους. Βασική αντίφαση της νόησης στην εν λόγω βαθμίδα της νόησης, είναι η αντίφαση μεταξύ αισθητηριακής αμεσότητας και εννοιών της διάνοιας. Η μεθοδολογική διάγνωση της νομοτελούς λειτουργίας αυτής της αντίφασης στην εν λόγω βαθμίδα του νοείν, μπορεί να συνεισφέρει στην συνειδητή χρήση της ως γονιμοποιού κινητήριας δύναμης ανάπτυξης της έρευνας. Ωστόσο, η μη συνειδητή πρόσκρουση του ερευνητή σε αυτήν, συνεπικουρούντων μάλιστα και εξωγενών παραγόντων (ιδεολογικών, κοινωνικο-οικονομικών, κ.ο.κ.), δημιουργεί «πεδίον δόξης λαμπρόν» για άγονες εμπλοκές σε κάποιο από τα εκπορευόμενα από αυτήν την βασική αντίφαση της εν λόγω βαθμίδας του νοείν δίπολα.

Η φιλοσοφικά και μεθοδολογικά απαίδευτη νόηση, όσο κινείται στο πλαίσιο της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας, έχει την τάση να βραχυκυκλώνει σε αδιέξοδα δίπολα, να πολώνεται στην φάση της αντίθεσης, όπου οι πόλοι του αντιθετικού

Page 60: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

60

δίπολου αναπαράγουν αλλήλους, αλληλοπροσδιοριζόμενοι δια του αμοιβαίου αποκλεισμού τους. Εδώ προκύπτει πληθώρα αδιεξόδων. Ας δούμε τι συμβαίνει όσον αφορά φερ’ ειπείν τους προσδιορισμούς του αντικειμένου της έρευνας ως προς το ποιόν και το ποσόν. Αφ’ ενός μεν, έχουμε προσκόλληση στην ποιότητα, προσήλωση ή διάχυση του υποκειμένου της έρευνας στην μοναδική ιδιαιτερότητα ενός εκάστου των μερών ή των εκφάνσεων του αντικειμένου, στο βίωμα του ατόμου, στην παράσταση, στην αναπαράσταση, κ.ο.κ., αφ’ ετέρου δε, ποικίλων επιπέδων αφαιρέσεις της διάνοιας, όπου η νόηση ολοένα αποσπώμενη από το αισθητηριακό περιεχόμενο και τους ποιοτικούς-περιεκτικούς προσδιορισμούς του, ανάγει το έργο της σε νοητικές πράξεις-κατασκευές με «καθαρές» δομές και μορφές, ποσότητες και ποσοτικές συσχετίσεις μετρήσιμου χαρακτήρα (με έμφαση στην «ακρίβεια» των μετρήσεων). Προκύπτουν βεβαίως και άλλα δίπολα, όπως το δίπολο μέρος-όλο (στην αδυναμία σύλληψης της διαλεκτικής σχέσης μοναδιαίου, ειδικού, μερικού, γενικού και καθολικού). Το τελευταίο δίπολο σημάδεψε μιαν ολόκληρη εποχή στην ιστορία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, με την διαμάχη μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού για την υπόσταση των καθ’ όλου εννοιών (universalia). Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι το εν λόγω δίλημμα έχει ξεπεραστεί από την σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία.

Συνεπώς, στη διαδικασία της γνώσης η νόηση κινείται αρχικά από τη χαώδη αντίληψη περί του όντως υπάρχοντος όλου, δηλαδή από το συγκεκριμένο, όπως αυτό είναι δεδομένο στη ζωντανή εποπτεία, προς όλο και απλούστερους προσδιορισμούς, μέχρι τελικά να διακριθεί η «απλούστατη πλευρά» (σχέση) του όλου (π.χ. το εμπόρευμα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία). Πρόκειται για μιαν αντιφατική διαδικασία κατά την οποία υπερτερεί μεν η ανάλυση του αντικειμένου ως αμέσως δεδομένου, όμως στην ενότητα της με κάποιες συνθετικές εικασίες περί της ουσίας.

Η διάκριση της απλούστατης σχέσης (τυχόν παραπέρα διαμελισμός της οδηγεί πλέον έξω από τα πλαίσια του δεδομένου αντικειμένου, έξω από την ιδιαιτερότητά του) είναι το αποτέλεσμα της κίνησης της νόησης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, το οποίο γίνεται το αφετηριακό σημείο της επόμενης βαθμίδας της γνωστικής διαδικασίας, της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο.

Ενώ στην πρώτη βαθμίδα επικρατεί κατ’ εξοχήν η ανάλυση, η ανατομία και η επαγωγή, κίνηση από το επιμέρους στο γενικό, το οποίο γενικό γίνεται όλο και πιο αφηρημένου τυπικού χαρακτήρα (συνιστά δηλαδή αφηρημένη καθολικότητα), στην δεύτερη βαθμίδα του νοείν, στο λόγο, έχουμε το αντίθετο: επικρατεί πλέον κατ’ εξοχήν η σύνθεση. Εγχειρήματα συνθετικής κίνησης της σκέψης έχουμε και στην βαθμίδα της διάνοιας. Φερ’ ειπείν, η χαώδης περί του όλου αντίληψη δεν είναι απλώς ένα απροσπέλαστο χάος. Το υποκείμενο της έρευνας πάντοτε εκκινεί από κάποια εικασία, από κάποιες υποθέσεις εργασίας περί του όλου και του χαρακτήρα του, τις οποίες προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ευρετικά-προσανατολιστικά, ώστε να προαχθεί η κλιμάκωση της έρευνας.

Εφ’ όσον όμως ολοκληρωθεί το έργο αυτής της διαδικασίας της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, εφ’ όσον η έρευνα έχει οδηγήσει στην διάκριση της στοιχειώδους δομικής σχέσης του όλου, της απλούστατης εκείνης σχέσης, πέραν της οποίας εάν συνεχιστεί η ανάλυση θα απωλέσουμε πλέον την ποιοτική ιδιοτυπία του εν λόγω αντικειμένου, θα περάσουμε σε αντικέιμενο που συγκροτείται από άλλο τύπο

Page 61: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

61

αλληλεπιδράσεων (ως προς το ποιόν και την ουσία του), η νόηση του ερευνητή κινείται στην επόμενη βαθμίδα, στην διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν η μέθοδος της ανάβασης από το νοητά αφηρημένο στο συγκεκριμένο, μέσω της οποίας κλιμακώνεται η νοητική ανασύσταση του γνωστικού αντικειμένου, μέσω της υπέρβασης-διαλεκτικής «άρσης» (διατηρουμένων των θετικών κεκτημένων της γνώσης σε μετασχηματισμένη μορφή) των προηγούμενων βαθμίδων προεπιστημονικής και επιστημονικής γνώσης. Εδώ δεν απορρίπτονται τα εμπειρικά δεδομένα, δεν απορρίπτονται οι ποσοτικές μετρικές προσεγγίσεις, οι μορφικοί-δομικοί προσδιορισμοί που είχαν ανακύψει στην προηγούμενη βαθμίδα της διάνοιας. Εκκινώντας από αυτή την απλούστατη σχέση, η νοητική ανασύσταση παρακολουθεί την δυναμική του ίδιου του αντικειμένου (που διέπει την ίδια την απλούστατη σχέση), δυναμική η οποία προσδιορίζεται από την αντιφατικότητα του ίδιου του γνωστικού αντικειμένου (εφ’ όσον αναφερόμαστε σε αντικείμενο που συνιστά οργανικό όλο). Η κίνηση της σκέψης μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, είναι μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας, η νοητική ανασύσταση του αντικειμένου διεξάγεται μέσω εννοιών, κατηγοριών και νόμων, που συνιστούν νοητικές συλλήψεις πραγμάτων, πλευρών, μερών, διαδικασιών και σχέσεων του ίδιου του αντικειμένου, σε ένα πλέγμα αλληλένδετων «κόμβων» (που αναπαρίστανται σε λογικό επίπεδο με τις έννοιες και τις κατηγορίες) και δεσμών, σχέσεων (που αναπαρίστανται με τους νόμους της διαλεκτικής).

Ο «μηχανισμός» της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο συγκροτείται από τις εξής εννοιολογικές, κατηγοριακές ομάδες – επίπεδα πραγμάτευσης: 1. της επιφάνειας (του «είναι»), 2. της ουσίας, 3. του φαινομένου και 4. της πραγματικότητας.

Στο επίπεδο του είναι, κυριαρχούν οι κατηγορίες της ποιότητας, της ποσότητας και του μέτρου, που μας επιτρέπουν να διακρίνουμε το εν λόγω αντικείμενο άμεσα από άλλα παρακείμενα ή προγενέστερά του, τους ποσοτικούς προσδιορισμούς του, και την ποιοτική ποσότητα, ή ποσοτική ποιότητά του ως ενότητα ποιοτικών και ποσοτικών προσδιορισμών. Παρακάτω θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτές τις κατηγορίες.

Με την μετάβαση στο επίπεδο της ουσίας, η νόηση ανασυγκροτεί τις ενδότερες σχέσεις του αντικειμένου, σχέσεις στις οποίες το τελευταίο δεν ετεροπροσδιορίζεται έναντι του περίγυρου ή προγενέστερών του αντικειμένων, αλλά αυτοπροσδιορίζεται μέσω της σχέσης του προς τον εαυτό του, μέσω της αιτιώδους συνάφειας, της αντιφατικότητας και του νόμου που το διέπει, μέσω της δυναμικής που συνέχει αυτό το όλο ως δομή και ανάπτυξη.

Στο επίπεδο του φαινομένου, εξετάζονται οι μορφές εκδήλωσης, οι εκφάνσεις της ουσίας του, ενώ στο επίπεδο της πραγματικότητας – η ενότητα είναι, ουσίας και φαινομένου.

Σ’ αυτή τη βαθμίδα της γνωστικής διαδικασίας, η νόηση δεν περιορίζεται πλέον στον εντοπισμό της συνάφειας ως απλής συνύπαρξης διαμελισμένων πλευρών του αντικειμένου (ως αλληλουχία ή ως εξωτερική συνάφεια των πλευρών), αλλά αντανακλά κατ’ εξοχήν συνθετικά την εσωτερική συνάφεια, την εσωτερική ενότητα των πλευρών, έτσι ώστε η κάθε πλευρά να προβάλλει ουσιωδώς προσδιορισμένη, ακριβώς λόγω της συνοχής, της

Page 62: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

62

συνάφειας της με τις άλλες πλευρές του οργανικού όλου. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο η διαφορά παρίσταται μέσω της ενότητας, ενώ η ενότητα συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού, δηλαδή η σύνθεση πραγματοποιείται μέσω της ανάλυσης, ενώ η ανάλυση μέσω της σύνθεσης. Η όλη διαδικασία της βαθμιαίας άρσης της απροσδιοριστίας του γνωστικού αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα το νοητά συγκεκριμένο, το οποίο αποτελεί ενότητα (κατά κύριο λόγο εσωτερική) διαφόρων πολλαπλών προσδιορισμών του αντικειμένου, ανάδειξη του συνόλου των νόμων και νομοτελειών που διέπουν το οργανικό όλο.

Η απόσπαση της πρώτης κίνησης (από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, της ανάλυσης κ.λπ.) από το επόμενο στάδιο της γνώσης και η απολυτοποίησή της οδηγεί σε μιαν άτακτη, χαώδη συσσώρευση γνώσεων, στην άρνηση της ουσίας (των εσωτερικών και αόρατων στην επιφάνεια συναφειών), που χαρακτηρίζει τον εμπειρισμό και τον θετικισμό αλλά και τους αγοραίους οικονομολόγους, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, κ.ο.κ.. Η απόσπαση και απολυτοποίησή της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο (της σύνθεσης κ.λπ.) αποκόβει την πορεία της σκέψης από την αντιπαραβολή της με τα αισθητηριακά δεδομένα (με τη ζωντανή εποπτεία, με τα γεγονότα κλπ.) και οδηγεί σε μια εγελιανού τύπου ιδεαλιστική αντίληψη, που θεωρεί τη νόηση ως αποκλειστικά αυτογεννώμενη διαδικασία.

Για τη γόνιμη χρησιμοποίηση της εν λόγω μεθόδου είναι απαραίτητο: 3. να υφίσταται ως οργανικό όλο επαρκώς ώριμο και ανεπτυγμένο το

γνωστικό αντικείμενο, 4. να έχει προηγηθεί η κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακά

συγκεκριμένο στο αφηρημένο (στην επιστήμη αλλά και στο άτομο-ερευνητή)·

5. και τα δύο στάδια της γνώσης να λαμβάνονται στην ενότητα τους, έτσι ώστε να διακρίνεται σε ποια βαθμίδα της γνώσης θα υπερτερεί η μεν είτε η δε πορεία.

Χαρακτηριστικό της μεθοδολογίας του οργανικού όλου και της Λογικής της Ιστορίας που πρεσβεύω, είναι το γεγονός ότι σε κάθε φάση αυτής της περίπλοκης γνωστικής διαδικασίας, σε κάθε φάση της νοητικής ανασύνθεσης του αντικειμένου δια της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η κίνηση της σκέψης αντιπαραβάλλεται με την αντικειμενική πραγματικότητα του υπαρκτού αντικειμένου, που υπάρχει έξω από τη συνείδηση, έξω από τη νόηση του υποκειμένου της έρευνας. Όπως αναφέραμε ήδη, πραγματική επιστημονική έρευνα σημαίνει σε κάθε φάση κριτική μετασχηματιστική σχέση προς το αντικείμενο, προς τα εκάστοτε δεδομένα που προέρχονται από αυτό, προς την εμπειρία και προς τις εκάστοτε διαθέσιμες κεκτημένες γνώσεις (ιδέες, περιγραφές, προσεγγίσεις, υποθέσεις, εικασίες, θεωρίες, κ.ο.κ.) περί αυτού του αντικειμένου. Εδώ δεν πρόκειται για κατηγοριοποιήσεις-σχηματοποιήσεις τυπικού χαρακτήρα, που επικρατούν στη βαθμίδα της διάνοιας, αλλά για μια διαδικασία, αποτέλεσμα της οποίας είναι η νοητική ανασύσταση του αντικειμένου, με όλη την ποικιλομορφία των πολλαπλών προσδιορισμών του, γεγονός που μας επιτρέπει να έχουμε διαμεσολαβημένες (όχι άμεσες) διεξόδους στην πρακτική.

Page 63: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

63

Η προσέγγιση αυτή δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αφελή γνωσιολογική ροβινσωνιάδα, κατά την οποία υπάρχει από τη μια πλευρά το καθαρό υποκείμενο-άτομο, ως πηγή της ενεργητικότητας, και από την άλλη, το αντικείμενο, ως παθητικό και επιδεκτικός δέκτης της κάθε ενεργητικότητας και «κατασκευής» του υποκειμένου.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η δια της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο νοητική ανασύσταση του αντικειμένου, επ’ ουδενί λόγο δεν συνιστά αυθαίρετη κατασκευή κατά το δοκούν, ή εξιδανίκευση, επινόηση ιδεατού μοντέλου, «ιδεότυπου» της αρεσκείας μας με αυθαίρετη ανάδειξη του εκάστοτε καθοριστικού παράγοντα (ή παραγόντων), όπως συμβαίνει π.χ. στο βεμπεριανό μοντέλο της «οικονομικά ορθολογικής συμπεριφοράς», της «ορθολογικής θρησκείας» ή της «ορθολογικής γραφειοκρατίας», ως κριτήριο διάγνωσης της απόκλισης.

Η μεθοδολογία του οργανικού όλου, διαφορίζεται ουσιωδώς από τις ποικίλες προσεγγίσεις, στο πλαίσιο των οποίων συγχέεται το επίπεδο της νοητικής ανασύνθεσης του αντικειμένου, που παρακολουθεί την νομοτέλεια, την λογική που διέπει το ίδιο το αντικείμενο, με ποικίλες, και εν πολλοίς αυθαίρετες «θεματοποιήσεις»-λεκτικοποιήσεις πλευρών του αντικειμένου κατά το δοκούν.

Στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές, είναι υπαρκτές κάποιες τάσεις, που επιτείνονται από αυτό που ο Marx αποκαλούσε «καθηγητική επιστήμη» (που δεν ενδιαφέρεται και τόσο για την αντικειμενική αλήθεια, για την κοινωνία και τις προοπτικές της, όσο για την θεσμική και ιδεολογική αναπαραγωγή και προαγωγή των υποκειμένων που εμπλέκονται στις κοινωνικές σχέσεις ως έχουν). Οι εκπρόσωποι της τελευταίας, έχοντας κληρονομήσει ιδέες, λεκτικοποιημένες αναφορές στο αντικείμενο, σημειωτικά κείμενα (discourse) ως το κατ’ εξοχήν (αν όχι αποκλειστικό) σώμα διαθέσιμου υλικού από την προγενέστερη γραμματεία, θέτουν ως καθήκον δικαίωσης και αναπαραγωγής της ύπαρξής τους την αναδιατύπωση, την αναπλαισίωση, την εκ νέου θεματοποίηση κειμένων, δια της κοπτικής-ραπτικής (η ψηφιακή τεχνολογία της αντιγραφής-επικόλλησης ευνοεί αυτές τις πρακτικές), ώστε να επιδείξει πρωτοτυπία και μετρήσιμη-αξιολογήσιμη «παραγωγικότητα» σε δημοσιεύσεις… Φυσικά, αυτό δεν συνιστά επιστήμη, αλλά σαφή εκφυλισμό της επιστήμης, εμπαιγμό της επιστήμης και της κοινωνίας.

Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι η βασική επιστημονική μέθοδος, τρόπος απεικόνισης της εσωτερικής νομοτέλειας, της ουσίας του αντικειμένου ως οργανικού όλου, σε συνδυασμό με την ενότητα λογικής και ιστορικής εξέτασης. Αποτελεί τον «μηχανισμό» διαλεκτικής διεύρυνσης, εμβάθυνσης και συστηματοποίησης της έρευνας, αλλά και έκθεσης των ανεπτυγμένων αποτελεσμάτων της τελευταίας.

Το Κεφάλαιο του Κ. Marx (βλ. Marx, 1978) είναι κλασικό υπόδειγμα διερεύνησης ενός αντικειμένου (των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής) ως οργανικού όλου, όπου η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο παρουσιάζεται στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της (βλ. σχετικά: Βαζιούλιν, 1987, 1994, 2008, Vazjulin, 2005 και Haug, 1976). Εδώ αίρεται διαλεκτικά το κεκτημένο της προμαρξικής κλασικής οικονομικής σκέψης (το οποίο παρέμενε προσκολλημένο στην ανιστορική αφαίρεση του μεμονωμένου ατόμου-Ροβινσώνα, φορέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας), αλλά και το κεκτημένο της μεγαλειώδους εγελιανής Επιστήμης της Λογικής (η οποία αντιλαμβανόταν το οργανικό όλο ως αρχέγονο, αποκλειστικά πνευματικό προϊόν, αποκομμένο από την υλική πραγματικότητα).

Page 64: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

64

Η μεθοδολογία της εν λόγω ανάβασης έχει συμβάλλει ήδη στη θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας, χαράζοντας την πορεία ανάπτυξης, διαλεκτικής «άρσης» του επιστημονικού κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας του μαρξισμού. Η ευρετική σημασία της διαφαίνεται και σε σχέση με τα επικείμενα συνθετικά εγχειρήματα στο πεδίο των βιολογικών επιστημών, της ιατρικής, αλλά, μακροπρόθεσμα, και σε όλο το φάσμα των κοινωνικών και φυσικών επιστημών.

4.5. Ιστορικό και Λογικό

Πως συνδέεται η ιστορική ανάπτυξη του οργανικού όλου με την νοητική του

απεικόνιση και η δομή με την ιστορία του; Οι φιλοσοφικές και μεθοδολογικές κατηγορίες «ιστορικό» και «λογικό», αντανακλούν τη συσχέτιση μεταξύ της πραγματικής διαδικασίας ανάπτυξης του οργανικού όλου και της νοητικής απεικόνισης αυτής της διαδικασίας μέσω της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Η συσχέτιση μεταξύ ιστορικού και λογικού συνιστά τη διερεύνηση και συγκεκριμενοποίηση της αρχής του ιστορισμού από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας.

Ο λογικός τρόπος προσέγγισης ως θεωρητική αντανάκλαση του αντικειμένου μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι εφικτός και αναγκαίος στον βαθμό που έχει ωριμάσει η διαδικασία της ανάπτυξης του εν λόγω αντικειμένου και συνιστά οργανικό όλο. Συνεπώς, το όλο πρόβλημα ανάγεται στην εξέταση των σταδίων ανάπτυξης του πραγματικού οργανικού όλου και των κατ’ αναγκαιότητα καθοριζόμενων από αυτά σταδίων ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας.

• Κατ’ αρχήν, ανακύπτουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις εμφάνισης του εν λόγω αντικειμένου, η «αφετηρία» της οργανικής ολότητας, χωρίς ακόμα να έχει εμφανισθεί το ίδιο το αντικείμενο (π.χ. οι προκεφαλαιοκρατικές εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις).

• Κατά το δεύτερο στάδιο (βαθμίδα) σχηματίζεται για πρώτη φορά το ίδιο το αντικείμενο, είναι η «πρωταρχική εμφάνιση του εν λόγω οργανικού όλου» (π.χ. η πρωταρχική εμφάνιση του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη» για την κεφαλαιοκρατία).

• Στη συνέχεια, αρχίζει ο μετασχηματισμός από αυτό το νέο οργανικό όλο του κληροδοτημένου συστήματος από το οποίο και βάσει του οποίου αυτό ανέκυψε. Πρόκειται για τη «διαδικασία διαμόρφωσης» του νέου οργανικού όλου.

• Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το σχηματιζόμενο νέο οργανικό όλο συνιστά την «ωριμότητα» του ως βαθμίδα κατά την οποία αποκαλύπτονται σαφώς οι αντιφάσεις του, που οδηγούν στον μετασχηματισμό του σ’ ένα νέο αντικείμενο (π.χ. ώριμη κεφαλαιοκρατία).

Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια το νέο οργανικό όλο έχει διαφορετικό βαθμό και τρόπο συγκρότησης, συσχέτισης τυχαίου και αναγκαιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής αναγκαιότητας, αυτοπροσδιορισμού και ετερο-προσδιορισμού, διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης της ουσίας του, της εσωτερικής αντιφατικότητάς του σε συνδυασμό με την εξωτερική αντιφατικότητά του, και συνεπώς συνιστά διαφορετικό βαθμό και τρόπο άρνησης (ως προς το ποιόν και την ουσία) του παλαιού, διαφορετικό βαθμό αρνητικού

Page 65: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

65

και θετικού προσδιορισμού κ.λπ. Τα στάδια ανάπτυξης του οργανικού όλου, από την πρωταρχική του εμφάνιση μέχρι προ της ωριμότητάς του, αποτελούν το «γίγνεσθαί» του.

Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια προοδευτικής ανάπτυξης του αντικειμένου αντιστοιχούν ορισμένα στάδια ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας. Στα στάδια του γίγνεσθαι του οργανικού όλου η νοητική απεικόνισή του πραγματοποιείται κατ' εξοχήν στο πλαίσιο της κίνησης από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, ενώ η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο.

Η ευθέως αντίστροφη τάση υπερτερεί κατά την απεικόνιση του ώριμου οργανικού όλου (υπό τον όρο ότι και το γνωστικό υποκείμενο -συλλογικό και ατομικό- έχει επιτύχει την αντίστοιχη νοητική-θεωρητική ωριμότητα): εδώ δεσπόζει πλέον η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση από τη χαώδη αντίληψη κ.λπ. προς το αφηρημένο μετατρέπεται σε υποδεέστερη, σε ανηρημένη στιγμή. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο οφείλει να αντανακλά το παρόν του ώριμου σταδίου ανάπτυξης του αντικειμένου, έτσι ώστε να αντανακλάται και το ανηρημένο παρελθόν, αλλά και η ενυπάρχουσα στο παρόν δυναμική του μέλλοντος (όπως αυτά υπάρχουν σχετικά αυτοτελώς στο παρόν).

Το ώριμο στάδιο ανασυγκροτείται νοητά μέσω της κίνησης της νόησης οπό την επιφάνεια (είναι) προς την ουσία, αλλά κατά κύριο λόγο μέσω της κίνησης από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα. Η δεύτερη κίνηση συνιστά ταυτόχρονα αναπαραγωγή σε ανηρημένη μορφή και της ιστορίας του γίγνεσθαι του, του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το νέο οργανικό όλο. Η πρώτη κίνηση, μαζί με την αμεσότητα του αντικειμένου, αναπαράγει σε ανηρημένη μορφή τη διαδικασία διαμόρφωσης των αναγκαίων ιστορικών προϋποθέσεων και πρωταρχικής εμφάνισης του δεδομένου οργανικού όλου (π.χ. στο Κεφάλαιο του Marx (1978) η έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας κινείται από το κεφαλαιοκρατικό εμπόρευμα στο χρήμα και στη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο).

Το παρελθόν δεν υπόκειται απλώς σε μετασχηματισμό, αλλά διατηρείται σε ανηρημένη μορφή στο παρόν. Το παρόν δεν συσχετίζεται με το παρελθόν κατά τρόπο που στερεί κάθε αυτοτέλεια από το παρελθόν. Η μονομερής αυτή προσέγγιση χαρακτηρίζει την αντίληψη του Χέγκελ για τη συσχέτιση παρελθόντος και παρόντος, ιστορικού και λογικού. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση το παρόν αποβαίνει τελεολογικά εννοούμενος σκοπός της ιστορίας. Κατά τη μαρξιστική αντίληψη το παρελθόν ποτέ δεν εξαφανίζεται, δεν ενσωματώνεται πλήρως και απόλυτα στο παρόν, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο και το μέλλον δεν ανάγεται πλήρως στο παρόν. Συνεπώς, υπάρχει πάντοτε ορισμένη σχετική σύμπτωση, ταύτιση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος ιστορικού και λογικού, αλλά και ορισμένη διάσταση, διαφορά, που υπαγορεύει το μη αναγώγιμο των μεν στα δε (και αντίστροφα).

Ανακύπτουν ορισμένες ιδιότυπες πτυχές συσχετίσεων μεταξύ ιστορικού και λογικού, η απουσία διάκρισης των οποίων οδηγεί σε λογικές και μεθοδολογικές συγχύσεις: • Η συσχέτιση του (ώριμου) παρόντος του αντικειμένου με το παρελθόν του, • η συσχέτιση της νοητικής απεικόνισης του αντικειμένου με το ίδιο το αντικείμενο, • η συσχέτιση της ώριμης νοητικής απεικόνισης της διάρθρωσης του ώριμου

αντικειμένου με την ώριμη νοητική απεικόνιση της ιστορίας του αντικειμένου,

Page 66: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

66

• η συσχέτιση της ιστορίας της (ανώριμης) περί του αντικειμένου θεωρίας με την ώριμη θεωρία,

• η συσχέτιση της «φυλογένεσης» της θεωρίας (της ιστορίας της εν λόγω επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας) με την «οντογένεσή» της (την ατομική θεωρητική ανάπτυξη του καινοτόμου ερευνητή),

• η συσχέτιση μεταξύ ερευνητικής διαδικασίας και συστηματικής, συγκροτημένης έκθεσης των αποτελεσμάτων της (άρτιας) έρευνας. Η ορθή διευθέτηση των εν λόγω ζητημάτων είναι αναγκαία για τον συνειδητό, ριζικό

πρακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού αντικειμένου, για τη συνειδητή παρέμβαση του υποκειμένου στην ανάπτυξη του οργανικού όλου.

4.6. Οι Κίνδυνοι που Συνδέονται με Εκδοχές του Αναγωγισμού

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η μέθοδος διερεύνησης του γνωστικού αντικειμένου, για να λειτουργήσει ευρετικά, δεν προσδιορίζεται αυθαίρετα, αλλά σε συνάρτηση με την υφή, τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, το θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης επιστημονικής γνώσης περί του εν λόγω αντικειμένου και το επίπεδο ανάπτυξης του συγκεκριμένου ερευνητή. Αυτό προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η αντικειμενική πραγματικότητα ως επιστητό, δεν είναι ομοιογενής, αλλά συγκροτείται σε ποικίλα επίπεδα αλληλεπιδράσεων (διαφόρων βαθμών συνθετότητας και περιπλοκότητας) ή μορφών κίνησης της ύλης:

• από τις απλούστερες μηχανικές, φυσικές αλληλεπιδράσεις, σε • περιπλοκότερες χημικές (που θίγουν τη μοριακή δομή των ουσιών), σε • ποικίλα φαινόμενα της ζωής (ενστικτώδης μεταβολισμός κατ’ άτομα ή κατ’ αγέλες,

πρώτο σύστημα σήμανσης, ψυχισμός, εξέλιξη δια της προσαρμογής στο περιβάλλον, κ.ο.κ.) και σε

• κοινωνικές-πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις (εργασία ως κοινωνικά και τεχνολογικά διαμεσολαβημένος σκόπιμος μεταβολισμός, ανάπτυξη δια της προσαρμογής του περιβάλλοντος στις ανάγκες του ανθρώπου, δεύτερο σύστημα σήμανσης, σημεία-σύμβολα-κώδικες, συνείδηση, περίπλοκη κοινωνική συγκρότηση, κ.ο.κ.).

Ως προς το βαθμό συνθετότητας, περιπλοκότητας και ως προς το πλήθος των εμπλεκόμενων στη δομή, στις λειτουργίες και στη συγκρότησή τους παραγόντων, τα ως άνω επίπεδα αλληλεπιδράσεων διαφοροποιούνται σημαντικά, αν και συνδέονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Οι διαφορές ως προς το ποιόν και ως προς την ουσία, ως προς το χαρακτήρα της αιτιότητας και των νόμων που τα διέπουν, είναι δεδομένες. Κάθε ανώτερο επίπεδο εμπεριέχει τα κατώτερα σε διαλεκτικά ανηρημένη μορφή, υπηγμένη στην δική του μορφή κίνησης. Λόγου χάριν, το ανθρώπινο σώμα εμπεριέχει μηχανική μορφή κίνησης, αποτελείται από περίπου 70% Η2Ο και 30% οργανικές και ανόργανες ενώσεις, ιχνοστοιχεία, κ.ο.κ. Ανιχνεύσιμα εργαστηριακά μετ’ ακριβείας. Ωστόσο, κανένας σοβαρός ερευνητής δεν θα θεωρήσει ως άρτια γνώση της ιδιοτυπίας (ποιότητας και ουσίας) του ανθρώπου τη μηχανική του, ή τη χημική σύσταση του οργανισμού του. Βάσει αυτής της ποιοτικής και ουσιώδους ιδιοτυπίας των επιπέδων του επιστητού, δομούνται ιστορικά και οι βασικές επιστήμες-πειθαρχίες: Μηχανική-Φυσική, Χημεία, Βιολογία,

Page 67: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

67

Κοινωνικές Επιστήμες24

Αναγωγισμός (reductionism, από το λατιν. reductio = επαναγωγή, αποκατάσταση, αναγωγή, υπαγωγή), είναι μια μεθοδολογική αρχή η οποία απολυτοποιεί τον (κατά τα λοιπά γόνιμο υπό ορισμένους όρους και μέχρις ενός ορίου) ρόλο της αναγωγής, θεωρώντας εφικτή και αναγκαία την πλήρη αναγωγή ανώτερων (συνθετότερων, περιπλοκότερων κ.λπ.) φαινομένων σε κατώτερα (απλούστερα, θεμελιώδη κ.λπ.). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ανώτερες μορφές συγκρότησης και ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγματικότητας ανακύπτουν από κατώτερες και διατηρούν εντός τους τις τελευταίες σε «ανηρημένη» (υποταγμένη, μετασχηματισμένη κ.λπ.) μορφή, είναι μη αναγώγιμες σε αυτές. Ο αναγωγισμός βασίζεται σε μια μηχανιστικού χαρακτήρα γραμμική αντίληψη περί των επιπέδων της πραγματικότητας, δίκην ομοιογενούς συνεχούς άνευ όρων και ορίων, στην οποία οι ποιοτικές και ουσιώδεις διαφορές υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται παντελώς και ανάγονται σε ποσοτικές (π.χ. τάξης μεγέθους) και μορφικές (δομικές κ.λπ.).

(βλ. σχετικά: Engels, 1997: 228 και Hegel, 2005: 405-487). Βεβαίως, τα όρια μεταξύ των επιστημών-πειθαρχιών δεν είναι στεγανά. Στο μεταίχμιό τους μάλιστα παρατηρείται συχνά ευρετικό δυναμικό (φυσικοχημεία, μοριακή βιολογία, βιοχημεία, ιατρική, βιοϊατρικές επιστήμες, νευροφυσιολογία, διεπιστημονικές έρευνες, κ.ο.κ.). Όπως θα δούμε παρακάτω, μόνο λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιοτυπία των φαινομένων του κάθε επιπέδου αλληλεπιδράσεων αναπτύσσεται και η εφαρμοσμένη εκδοχή διεπιστημονικών πειθαρχιών (π.χ. εφαρμοσμένα μαθηματικά). Όπως είναι φυσικό, κατά την εξέταση περίπλοκων φαινομένων, ο ερευνητής επιχειρεί διάφορες αναγωγές σε απλούστερες μορφές, δομές, συναρτήσεις, μοντέλα, κ.ο.κ. Ωστόσο, οι όποιες αναγωγές συνθετότερων σε απλούστερες μορφές, ανώτερων σε κατώτερες, είναι γόνιμες μόνο στο βαθμό που ο ερευνητής έχει επίγνωση της ιδιοτυπίας του αντικειμένου, των όρων και των ορίων αυτών των αναγωγών, οι οποίες πάντοτε τίθενται υπό αίρεση, ως βοηθητικά-επικουρικά εργαλεία διακρίβωσης πλευρών και πτυχών περίπλοκων αντικειμένων.

Χονδροειδής αντιεπιστημονική αναγωγή είναι η μη διαφοροποίηση αγέλης και κοινωνίας, ζώου και ανθρώπου25

24 Στη θέση της παραπάνω κατάταξης των επιστημών με κριτήριο την ιδιοτυπία των γνωστικών αντικειμένων, το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα θεσμικής οργάνωσης της επιστήμης στη χώρα μας (κατά τα αγγλοσαξονικά πρότυπα) δομείται με γνώμονα την προ πολλού χρεοκοπημένη θετικιστική αντίληψη περί «θετικών» επιστημών. Λογικά και εννοιολογικά το αντίθετο του θετικού είναι σε κάθε γλώσσα το αρνητικό. Αλήθεια, στον αντίποδα των «θετικών» επιστημών βρίσκονται οι «αρνητικές»; Το σύστημα ταξινόμησης και θεσμικής οργάνωσης επιστήμης και παιδείας της χώρας μας, πιστό στα σκωληκόβρωτα θετικιστικά ιδεολογήματα, θεωρεί τις λοιπές επιστήμες απλώς «θεωρητικές»... Βλέπετε και στην καθομιλουμένη, αγγλιστί “Theory” σημαίνει και κάθε λογής εικασία ή λεκτικοποίηση φανταστικών ή πραγματικών παραστάσεων. Αυτή είναι η λανθάνουσα αξιολογική αντίληψη που αποπνέει η θεσμική οργάνωση της παιδείας μας όσον αφορά την επιστημονικότητα των κοινωνικών επιστημών, της φιλοσοφίας, κ.ο.κ. Ωστόσο, δεν αντιλαμβάνονται οι ιθύνοντες τις κωμικοτραγικές κραυγαλέες αντιφάσεις της ταξινόμησής τους, ακόμα και για τον «σκληρό πυρήνα» των κατά θετικισμόν επιστημών-προτύπων; Τι να κάνουμε με τη θεωρία της σχετικότητας, με την ενοποιημένη κβαντική θεωρία του πεδίου, με τη θεωρία των συνόλων, κ.ο.κ.;

, ζωώδους ψυχισμού και ανθρώπινης συνείδησης, γνωστή ως βιολογισμός. Ο τελευταίος αναγορεύεται συχνά σε μεταφυσικού τύπου μεθοδολογική αρχή, όπου και όποτε επιχειρείται η επιβολή a priori ανιστορικών θέσεων κατά τρόπο αντίστοιχο με την επίκληση του θεού στη μεσαιωνική θεολογία (π.χ. το δήθεν ανυπέρβλητο της εκμεταλλευτικής δομής της κεφαλαιοκρατίας, των ανισοτήτων, του πολέμου, κ.ο.κ. «εξηγείται» δια της επίκλησης της δήθεν βιολογικά προκαθορισμένης «ανταγωνιστικής» φύσης του ανθρώπου και των ενστίκτων...). Ο αναγωγισμός εκδηλώνεται π.χ. στην εξέταση του ψυχισμού ως αποκλειστικού αποτελέσματος της φυσιολογίας, πληροφοριακών διαδικασιών κ.λπ., στη βιολογικοποίηση της κοινωνικής ζωής, στον

25 H σύγχυση επιτείνεται και με τον αγγλικό όρο: “social animals”.

Page 68: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

68

οικονομισμό, στην τεχνική αιτιοκρατία κ.λπ. Ακραίος αναγωγισμός είναι και η αναγωγή ψυχικών λειτουργιών σε χημεία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος με τη συνακόλουθη παντελή αδυναμία διάκρισης αιτίου-αιτιατού.

Χαρακτηριστική ως προς τα αδιέξοδά της, είναι εκείνη η μορφή του αναγωγισμού, που εδράζεται σε στοιχεία της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, τα οποία προέκυψαν από την ευρεία διάδοση των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Η.Υ.) και της πληροφορικής. Είναι διαδεδομένη η τάση εξέτασης του ψυχισμού, των νοητικών λειτουργιών, κ.ο.κ., κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της αρχιτεκτονικής και των λειτουργιών του εν πολλοίς θεοποιούμενου Η.Υ. Η τάση αυτή συνάδει με την τρέχουσα αντίληψη, κατά την οποία η επιστημονικότητα διασφαλίζεται με την χρήση και μόνο “High-Tech” συνδηλωτικών στοιχείων αίγλης στην όποια δραστηριότητα. Εδώ, η τεχνολογική διάταξη, η οποία εξ υπαρχής εδράζεται στη μερική προσομοίωση λειτουργιών, πλευρών, πτυχών της νόησης (που είναι δημιούργημα του ανθρώπου σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της τεχνολογικής-κατασκευαστικής του δυνατότητας), με αντίστοιχη αναγωγή περιεκτικών δομών και λειτουργιών σε αλγοριθμοποιούμενες ποσοτικές ροές πληροφορίας, φετιχοποιείται και αναγορεύεται σε πρότυπο-μέτρο διερεύνησης του ανθρώπινου ψυχισμού εν γένει. Φυσικά και είναι απαραίτητη η χρήση της ως άνω τεχνολογίας για τη διερεύνηση μετρήσιμων και αλγοριθμοποιήσιμων πτυχών λειτουργιών του ψυχισμού (π.χ. με γραμμικά και μη γραμμικά μοντέλα με συζεύξεις, εσωτερικούς και εξωτερικούς βρόγχους, κ.ο.κ.). Η χρήση περίπλοκων δυναμικών πληροφοριακών μοντέλων μπορεί να συνεισφέρει θετικά στη διεπιστημονική διερεύνηση νοητικών διεργασιών, στο πεδίο των λεγομένων «Γνωσιακών Επιστημών», στο πεδίο σύγκλισης αντιλήψεων, τεχνικών και προσεγγίσεων δομικής γλωσσολογίας, πληροφορικής, νευροφυσιολογίας, ανθρωπολογίας και φιλοσοφίας (βλ. και Ganascia, 1998). Με απολυτοποίηση αυτών των μοντέλων συνδέεται και η κυρίαρχη μέσα στο πλαίσιο της αναλυτικής φιλοσοφίας και της Γνωσιακής Επιστήμης η «θεωρία του λειτουργισμού», βάσει της οποίας, οι νοητικές καταστάσεις πρέπει να εξηγηθούν με όρους λειτουργικών καταστάσεων, βάσει του μοντέλου του Η.Υ. Ο ίδιος ο νους, υπό το πρίσμα αυτής της «θεωρίας», εκλαμβάνεται ως ένας ψηφιακός υπολογιστής που επιτελεί ένα σύνολο λειτουργιών (ασχέτως του υλικού κατασκευής του). Παρόμοιος αναγωγισμός χαρακτηρίζει και το κυρίαρχο φιλοσοφικό πλαίσιο της «Γνωσιακής Επιστήμης», τη λεγόμενη «αναπαραστασιακή και υπολογιστική θεωρία του νου», η οποία, εκτός από το μοντέλο του υπολογιστή, επιχειρεί την αναγωγή των νοητικών λειτουργιών σε τυπικές γλώσσες, σε κατοχή και υπολογιστικό χειρισμό νοητικών αναπαραστάσεων γλωσσικής μορφής26

Ωστόσο, είναι χονδροειδής αναγωγισμός η πλήρης αναγωγή του ψυχισμού στο πρότυπο λειτουργίας του Η.Υ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι ορισμένοι θιασώτες αυτού του αναγωγισμού περιπίπτουν σε ακρότητες που εκλαμβάνονται ως χονδροειδείς ακόμα και υπό το πρίσμα της πληροφορικής. Δεν υπάρχει προγραμματιστής είτε μηχανικός Η.Υ. που θα αγνοούσε τη διαφορά μεταξύ υλικοτεχνικής υποδομής (υποστρώματος) των Η.Υ. (

.

Computer hardware) και λογισμικού (Computer software

26 Αυτό που απέτυχε ακόμα και ως μοντέλο με εφαρμογή στις μαθηματικοποιημένες θεωρίες στο πλαίσιο της χρεοκοπίας του προγράμματος του λογικού θετικισμού (όπως θα δούμε παρακάτω) ανασύρεται σε ένα πεδίο απείρως περιεκτικότερο και περιπλοκότερο ως μεθοδολογική καινοτομία.

). Και όμως, βρίσκονται κάποιοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οι οποίοι ανάγουν πλήρως τις λειτουργίες του

Page 69: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

69

ανθρώπινου ψυχισμού στο νευροφυσιολογικό (ενδοκρινικό, κ.ο.κ.) του υπόστρωμα! Εδώ ο υπερβάλλον ζήλος του αναγωγισμού οδηγεί σε εθελοτυφλία.

Οι αναγωγισμοί αυτού του τύπου, συνδέονται με λανθάνουσες μεν αλλά σαφείς κοινωνικοφιλοσοφικές παραδοχές οντολογικού χαρακτήρα, με τις συνακόλουθες γνωσιοθεωρητικές τους προεκτάσεις. Εκκινούν από την τετριμμένη ροβινσωνιάδα, από την αντίληψη δηλαδή που ανάγει την κοινωνία σε συνονθύλευμα αποκομμένων ατόμων και τον συνακόλουθο εντοπισμό του νου και του ψυχισμού αποκλειστικά εντός του εγκεφάλου ή του σώματος ενός εκάστου των μεμονωμένων ατόμων. Τι απομένει αν αποκοπεί ο άνθρωπος από το κοινωνικό όλο; Τίποτε άλλο εκτός από τις νευροφυσιολογικές, βιολογικές, κ.ο.κ. δομές του οργανισμού του. Αυτή είναι η ουσία της φυσιοκρατικής παράδοσης της αναλυτικών καταβολών «φιλοσοφίας του νου» και της «θεωρίας της ταυτότητας», δηλαδή της αναγωγής των νοητικών καταστάσεων σε εγκεφαλικές. Η αδιέξοδη εμπλοκή αυτών των τάσεων στην πρωτόγονη εκδοχή ροβινσωνιάδας του κοινού νου, που ακυρώνει κάθε σοβαρό θεωρητικό-μεθοδολογικό εγχείρημα διάγνωσης του ανθρώπινου ψυχισμού και της συνείδησης, εκδηλώνεται ανάγλυφα και όταν επιχειρούν να εισαγάγουν «φιλοσοφική προβληματική» στα εγχειρήματά τους, επικαλούμενοι δυσκολίες που συνδέονται με ψευδοπροβλήματα της γνωσιολογικής ροβινσωνιάδας. Πιστοί στην παράδοση του θετικισμού, επικαλούνται λοιπόν ατομοκεντρικού χαρακτήρα προβλήματα που συνδέονται με την αποβλεπτικότητα (intentionality), το φαιδρό «επιχείρημα του κινέζικου δωματίου» του γλωσσολόγου J. Sarle (βλ. και Ganascia, 1998: 63-64), τις «φαινόμενες ποιότητες» (τα αναγόμενα στην εμπειρία του υποκειμένου qualia), και το «μυστήριο» της αυτοσυνείδησης, το οποίο ανάγουν πρωτόγονα στη βεβαιότητα των ιδίων νοητικών καταστάσεων του «εγώ» (βλ. Jackson & Rey, 2005).

Οι φορείς αυτού του αναγωγισμού αδυνατούν να συλλάβουν το νου και τον ψυχισμό ως ιστορικά πολιτισμικά φαινόμενα, λειτουργικά και μορφολογικά απότοκα της τεχνολογικής και κοινωνικής διαμεσολάβησης των σχέσεων των ανθρώπων με τη φύση και προς αλλήλους. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι υπό αυτή την έννοια, φαινόμενα όπως ο νους, ο ψυχισμός και η συνείδηση, δεν είναι ούτε μυστηριώδεις ιδεοκρατικές υποστάσεις, ούτε απλές εκδηλώσεις προδιαγεγραμμένων στο νευροφυσιολογικό υπόστρωμα, κ.ο.κ. δομών, αλλά τοποθετούνται εντός και εκτός του σώματος ενός εκάστου των κοινωνικών ατόμων, που γεννώνται, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται εντός του εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένου πλέγματος πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων (δραστηριοτήτων, σχέσεων και επικοινωνιών). Οι τελευταίες εκτυλίσσονται νομοτελώς μέσω των γενικευμένων-καθολικών εμπράγματων και ιδεατών (νοητικών) μέσων και τρόπων προσοικείωσης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, δια των οποίων μεταλλάσσεται διαγενεακά στην ανθρωποκοινωνιογένεση, ενεργοποιείται και διαμορφώνεται αντίστοιχα και το εκπληκτικά εύπλαστο νευροφυσιολογικό υπόστρωμα του εγκεφάλου του ατόμου (καταμερισμός λειτουργιών μεταξύ αριστερού και δεξιού ημισφαιρίου -ενώ στα ζώα υπάρχει απλώς συμμετρικός διπλασιασμός αυτών των λειτουργιών-, καταμερισμός λειτουργιών μεταξύ κέντρων, ενεργοποίηση συνάψεων, κ.ο.κ.). Ο νους, ο ψυχισμός, η συνείδηση του κάθε ανθρώπου (στο βαθμό που ο τελευταίος δεν είναι απομονωμένο ζώο, αλλά κοινωνικοποιημένη προσωπικότητα) συνιστά «διάθλαση» αυτής της καθολικής κοινωνικότητας μέσω της ατομικότητάς του (η οποία είναι και ενσώματος, συμπεριλαμβάνει και τη βιολογική, νευροφυσιολογική, κ.ο.κ. δομή του), ενεργό «εσωτερίκευση» και

Page 70: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

70

«εξωτερίκευση» εμπράγματων και ιδεατών δράσεων, σχέσεων και επικοινωνιών. Φυσικά και δεν είναι άσχετος ο χαρακτήρας αυτής της πολιτισμικής ιστορικής «διάθλασης» με την ιδιοσυστασία του οργάνου (π.χ. με τον τύπο του κληρονομούμενου νευρικού συστήματος), του υλικού υποστρώματος δια του οποίου λαμβάνει χώρα η «διάθλαση». Ως εκ τούτου, η διερεύνηση των λειτουργιών αυτού του οργάνου, είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για την επιστημονική γνώση. Ωστόσο, η τελευταία, δεν μπορεί να προβάλλει αξιώσεις πληρότητας και επάρκειας όσο παραμένει δέσμια αυτών των άνευ όρων και ορίων αναγωγισμών.

Κορυφαία εκδοχή αναγωγισμού είναι η ταχυδακτυλουργική απαλοιφή των νοητικών φαινομένων από το λεγόμενο «εξαλειπτικό υλισμό» (eliminative materialism ή eliminativism), οι εκπρόσωποι του οποίου, στο πνεύμα των παραδόσεων του χυδαίου υλισμού, διατείνονται ότι αυτά απλώς δεν υφίστανται παρά μόνο στη «δημώδη ψυχολογία» (folk psychology), η οποία πρέπει να εγκαταλειφθεί (βλ. Greenwood, 1991).

Τι θα λέγατε για έναν οικονομολόγο που θα προέβαινε σε χημική ανάλυση του χαρτονομίσματος, ή σε ανάλυση των ηλεκτρονικών λειτουργιών του μικροεπεξεργαστή της πιστωτικής κάρτας για να διαυγάσει την αξία και την υπεραξία ως σχέσεις παραγωγής; Η αναλογία μπορεί να φαίνεται ακραία, αλλά δεν είναι εντελώς άσχετη με πολλές εκδοχές αναγωγισμού που εκδηλώνονται στις κοινωνικές επιστήμες.

Διαδεδομένη μορφή αναγωγισμού είναι (όπως θα δούμε παρακάτω) η θετικιστική τάση «απαλλαγής της φιλοσοφίας από τη μεταφυσική» μέσω της αναγωγής της γνώσης σε προτάσεις-κρίσεις περί των εμπειρικών δεδομένων, των πειραματικών δεδομένων, των μετρήσεων (φαινομεναλισμός, φυσικαλισμός) είτε σε τυπικο-λογική ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας (νεοθετικισμός). Η ίδια η «γλωσσική στροφή» συνολικά, παρά τα επιμέρους θετικά κεκτημένα της ως προς τη διακρίβωση πτυχών της δομής και των λειτουργιών της γλώσσας, συνιστά τελικά εκδοχή άγονου φορμαλιστικού αναγωγισμού, υπεκφυγής από τα ουσιώδη προβλήματα της επιστημονικής φιλοσοφίας.

Απαιτεί ξεχωριστή μελέτη η (συνδεόμενη με την κρατούσα στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία επιστημονική εικόνα του κόσμου) ανάδειξη και επικράτηση διαφόρων τύπων αναγωγισμού μεταξύ ομάδων και κατηγοριών της επιστημονικής κοινότητας και των συνακόλουθων ιδεολογημάτων.

Προϊόν γόνιμης και δημιουργικής αναγωγής (μετά λόγου γνώσεως των εκάστοτε όρων και ορίων εφαρμογής) είναι οι τυποποιήσεις, οι εξιδανικεύσεις, οι τεχνητές τυποποιημένες γλώσσες, η κυβερνητική, η γενική θεωρία των συστημάτων κ.λπ., παρά τις εξηγήσιμες συχνά υπέρμετρες αξιώσεις των θεμελιωτών και οπαδών τους αναφορικά με την εμβέλεια και το πεδίο εφαρμοσιμότητάς τους.

4.7. Διαλεκτική Λογική και Μεθοδολογία του Οργανικού Όλου

Τα προαναφερθέντα λογικά και μεθοδολογικά ζητήματα εμπίπτουν στο γνωστικό

αντικείμενο της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας. Πρόκειται για μια επιστήμη φιλοσοφικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα, αντικείμενο της οποίας είναι η περί του αναπτυσσόμενου αντικειμένου νόηση, η νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου. Ερευνά προ παντός την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, το σύστημα των διατεταγμένων και ιεραρχημένων κατηγοριών ως

Page 71: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

71

αποτελεσμάτων της γνωστικής διαδικασίας, την κίνηση από κατηγορία σε κατηγορία. Είναι η λογική της αναπτυσσόμενης, δηλαδή της εν ενεργεία νοητικής γνωστικής διαδικασίας, που εξετάζει την κίνηση από λιγότερο ανεπτυγμένες. αφηρημένες κατηγορίες προς περισσότερο ανεπτυγμένες, συγκεκριμένες κατηγορίες.

Οι κατηγορίες εξετάζονται εδώ ως ιστορικά προσδιορισμένες και παροδικές πλευρές, στιγμές, επίπεδα κ.λπ. ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας. Θεμελιώδης παραδοχή, υπόθεση εργασίας, που επιτρέπει τη διάκριση της διαλεκτικής λογικής από τη διαλεκτική ορισμένης γνωστικής διαδικασίας, είναι η διερεύνηση της τελευταίας και των αποτελεσμάτων της, στον βαθμό που αυτά συνιστούν (με τη σχετική πληρότητα και αρτιότητά τους) άρση της εν λόγω γνωστικής διαδικασίας και μπορούν προσωρινά να θεωρηθούν ως ταυτιζόμενα με το γνωστικό αντικείμενο. Η εν λόγω προσωρινή ταύτιση, ως αναγκαία γνωστική εξιδανίκευση ορισμένης στιγμής (της στιγμής της απόλυτης αλήθειας) -ως ένας από τους αντίθετους χειρισμούς της νόησης, και υπό τον όρο ότι στο επόμενο στάδιο της έρευνας θα προβάλλει με τη σειρά του ως ανηρημένη στιγμή (της μη σύμπτωσης, της κατά προσέγγιση, της σχετικής σύμπτωσης της νόησης, των κατηγοριών με το απεικονιζόμενο αντικείμενο)- επιτρέπει την εξιδανικευμένη διάκριση της νόησης σε καθαρή μορφή, ώστε να αποκαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο η νόηση αναπαριστά την ουσία, τις εσωτερικές συνάφειες κ.λπ. του αντικειμένου.

Η διαλεκτική λογική διακρίνεται σε: 1. «αντικειμενική λογική» (εξετάζει το αντικείμενο της απεικόνισης, τη νόηση από

την άποψη του «τι» αντανακλά) με κύριες κατηγορίες: το είναι, την ουσία, το φαινόμενο, την πραγματικότητα κ.λπ. Και

2. «υποκειμενική λογική» (εξετάζει τη νόηση από την άποψη του «τρόπου» , του «με τι» , «μέσω τίνος» και «πώς» αντανακλάται σ’ αυτήν το αντικείμενο) με κύριες κατηγορίες: έννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς κ.λπ. Η διάκριση αυτή ανακαλύφθηκε αρχικά από τον Hegel, και εκτίθεται στην «Επιστήμη της λογικής» (όπου διδασκαλία περί του Είναι και περί της Ουσίας, συνιστούν την αντικειμενική λογική, ενώ η διδασκαλία περί της Έννοιας – την υποκειμενική, βλ. Hegel, 2005).

Στη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα η αντικειμενική λογική προβάλλει στο προσκήνιο όταν ο ερευνητής μελετά το αντικείμενο της έρευνας, ενώ η υποκειμενική λογική όταν ερευνά τον χαρακτήρα, το επίπεδο, την εγκυρότητα κ.λπ. του διαθέσιμου νοητικού «υλικού», των γνώσεων που έχουν κληροδοτηθεί από τους προγενέστερους ερευνητές, είτε την ανάπτυξη των δικών του γνώσεων (π.χ. οι τρεις πρώτοι θεωρητικοί τόμοι του Κεφαλαίου του Κ. Marx (1978) αφορούν κατ’ εξοχήν την αντικειμενική λογική, ενώ οι «θεωρίες για την υπεραξία» - κατ’ εξοχήν την υποκειμενική). Αρχικά και οι δύο προαναφερθείσες πλευρές της νόησης προβάλλουν ως άμεση ενότητα χωρίς αμοιβαία διάκριση, ενώ στη συνέχεια, διακρίνονται και τοποθετούνται η μια δίπλα στην άλλη (πρόκειται για τη γνωστή στη φιλοσοφία διάκριση μεταξύ οντολογίας και γνωσιολογίας) και τελικά αποκαθίσταται η οργανική ενότητα μεταξύ τους, μέσα στη διαφορά τους. Η μεταξύ τους αντίφαση λύνεται μέσω της αμοιβαίας συγχώνευσής τους στην περαιτέρω προώθηση της γνωστικής διαδικασίας. Αλλά η μελέτη της διαλεκτικής λογικής σε «καθαρή» μορφή προϋποθέτει την ταύτιση υποκειμενικής και αντικειμενικής λογικής.

Η διαλεκτική λογική αποκαλύπτει την κίνηση της σκέψης από την αμεσότητα (είναι) προς την ουσία καθαυτή, και από αυτήν στα φαινόμενα και την πραγματικότητα.

Page 72: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

72

Αποκαλύπτει δηλαδή τον «μηχανισμό» της ελικοειδούς ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η οποία συγκροτεί το σύστημα των λογικών κατηγοριών. Στα διάφορα «τμήματα» κάθε σπείρας της εν λόγω έλικας προβάλλουν διαφορετικοί νόμοι της διαλεκτικής. Ενώ οι κατηγορίες αποτελούν στιγμές, στοιχεία του συστήματος των κατηγοριών, οι νόμοι της διαλεκτικής λογικής συνιστούν τη συνάφεια, την ενότητα, τη μορφή της κίνησης των κατηγοριών.

Η αποδεικτική ισχύς της διαλεκτικής λογικής, η οποία συνιστά ανώτερο επίπεδο απόδειξης (σε σύγκριση με την άμεση εμπειρική κατάδειξη και τους συμπερασμούς της τυπικής λογικής), έγκειται στη δια της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποκάλυψη της θέσης που κατέχει το κάθε στοιχείο του οργανικού όλου, της εσωτερικής συνάφειάς του με τα υπόλοιπα στοιχεία, της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών του. Η διαλεκτική λογική συνιστά αναστοχαστική διερεύνηση της φύσης της νόησης (των εννοιών, των κατηγοριών κ.λπ.). Διέπει την ανώτερη βαθμίδα της νόησης, το «λόγο» , και μορφοποιείται ως το νοείν κατά λόγο, ως συνειδητή δραστηριότητα του «λόγου», όταν ο τελευταίος ωριμάζει.

Η ώριμη νόηση (λόγος) στρέφεται ταυτόχρονα: • προς τα γνωστικά αντικείμενα και την πρακτική, και • προς τον ίδιο τον εαυτό της (ως διαλεκτική λογική, ως αναστοχαστικός λόγος περί

του λόγου). Ο συνειδητός συνδυασμός των παραπάνω διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της

διεξόδου του υποκειμένου στην καθολικότητα της πρακτικής, στη βάση της γνώσης της αναγκαιότητας.

Ως λειτουργία του λόγου η διαλεκτική λογική ερευνά τις νοητικές μορφές του, οι οποίες, σε αντιδιαστολή με τις κενές εμπειρικού περιεχομένου ανεπτυγμένες αφαιρέσεις της διάνοιας, συνιστούν το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο περιεχόμενο και ο βαθμός ανάπτυξής τους είναι συνάρτηση του διαρκώς εμπλουτιζόμενου (νοητά) συγκεκριμένου περιεχόμενού τους. Είναι συνεπώς περιεκτική (μη τυπική) λογική, χωρίς να υποκαθιστά τον ρόλο της τυπικής λογικής, ως ικανότητας του λόγου να διερευνά επιστημονικά ορισμένες (τυπικές) πλευρές της διάνοιας.

Η διαλεκτική λογική προσκρούει σε ποικίλες ενστάσεις, από τη σκοπιά του κοινού νου και του έρποντα εμπειρισμού (που την μέμφονται ως μη εποπτική, μη παραστατική κ.λπ.) και από τη σκοπιά της διάνοιας (που την μέμφεται επειδή είναι περίπλοκη, δύσκολη, ακατανόητη κ.λπ.). Ακραία άρνηση της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας είναι οι διάφορες εκδοχές της μεταφυσικής (όχι με την αριστοτέλεια έννοια, αλλά ως απολυτοποίηση της διάνοιας, και ως -άσχετη με τον επιστημονικό χαρακτήρα της ίδιας της τυπικής λογικής- αναγόρευση της τελευταίας σε μοναδική ισχύουσα λογική). Για τον άσχετο με το επίπεδο της διαλεκτικής νόησης άνθρωπο, η όλη προβληματική της διαλεκτικής λογικής προβάλλει ως περιττή «ουσιολογία», ως ενασχόληση με σκοτεινές και ακατάληπτες σχολαστικές αφαιρέσεις (βλ. π.χ. την κριτική του Popper, των νεοθετικιστών, του Althusser, κ.ά.). Η αδυναμία συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας της διαλεκτικής λογικής στην επιστημονική έρευνα, οδηγεί έμμεσα ή άμεσα στον ανορθολογισμό.

Η επίτευξη του επιπέδου της διαλεκτικής λογικής προϋποθέτει συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστημονικής μεθοδολογίας.

Page 73: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

73

Σημαντικότατη στην διαμόρφωση της διαλεκτικής λογικής ήταν η συμβολή της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας.

Ο I. Kant (βλ. χ.χ., 1979, 1982) πρώτος διέκρινε την τυπική λογική ως ξεχωριστή λογική και προχώρησε σε μιαν εξωτερική συστηματοποίηση των λογικών κατηγοριών ως a priori δεδομένων νοητικών μορφών στη βάση του κατά κύριο λόγο αρνητικού προσδιορισμού του λόγου, την αναγκαιότητα του οποίου απλώς επισημαίνει μέσω των αντινομιών. Έπεται μια απόπειρα συστηματοποίησης των κατηγοριών μέσω της άμεσης αναγωγής τους στη δραστηριότητα της αυτοσυνείδησης (Fichte, 2000).

Ο G. Hegel προβαίνει στην πρώτη στην ιστορία της επιστήμης ιδιοφυή απόπειρα συστηματικής απεικόνισης των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους συνάφεια, απολυτοποιώντας ιδεαλιστικά και υποστασιοποιώντας την ταύτιση νόησης - αντικειμένου, συνείδησης - είναι, γεγονός που εισάγει έντονα στοιχεία μυστικισμού στο όλο εγχείρημα, συνδεόμενα με προ-διαλεκτικές αντιλήψεις για τη νόηση (βλ. Hegel, 1993-1995 και τις εκδοχές της Επιστήμης της Λογικής, 1915,1991, 1998, 2005).

Η καθεαυτή ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής επιτυγχάνεται με την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας μιας συγκεκριμένης επιστήμης στη θεωρία του K. Marx για τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (βλ. Το Κεφάλαιο, 1978). Το έργο αυτό του Marx συνιστά μοναδικό υπόδειγμα μεθοδολογικής, ευρετικής χρησιμοποίησης της διαλεκτικής λογικής και σταθμό στην ανάπτυξή της, που, ξεπερνώντας κατά πολύ τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της εποχής του, παραμένει, μέχρι σήμερα ακατανόητο και από πολλούς φερόμενους ως θιασώτες του.

Η περαιτέρω ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής συνδέεται με την αποκάλυψη της λογικής του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου σε καθαρή μορφή, μέσω της αντιπαραβολής της με τη λογική του Χέγκελ. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του Β. Ι. Λένιν που πρώτος έθεσε το ερευνητικό πρόβλημα με τον περίφημο αφορισμό του στα «Φιλοσοφικά τετράδια» το 1914 (Άπαντα, τ. 29: 162). Σε περαιτέρω διερεύνηση αυτής της προβληματικής προχώρησε σειρά σοβιετικών φιλοσόφων: Μ. Μ. Ρόζενταλ (βλ. χ.χ. και 1962), Λ. Α. Μανκόφσκι, Ζ. Μ. Ορούτζιεφ, Ε. Β. Ilyenkov E. V. (βλ. 1960 και 1983). Η σημαντικότερη συνεισφορά, η οποία χάραξε μια νέα στρατηγική ερευνητικών προγραμμάτων, οφείλεται στον Β. Α. Βαζιούλιν (βλ. 1987, 1988, 1992, 1994, 2004: 73-98, και 2008).

Το επόμενο μεγάλο βήμα χρησιμοποίησης, τροποποίησης και ανάπτυξης της διαλεκτικής λογικής συνδέεται με την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας ως ολότητας, με τη Λογική της Ιστορίας (Βαζιούλιν, 2004), στην οποία πραγματοποιείται και η πρώτη στην ιστορία της διαλεκτικής λογικής απόπειρα θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου που συνιστά οργανικό όλο.

Η προβληματική της διαλεκτικής λογικής συγκροτεί ένα υπόδειγμα προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης, μεθοδολογικού και ευρετικού χαρακτήρα, που επιτρέπει τη συνειδητή παρέμβαση στην ανάπτυξη των επιστημών μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής των ερευνών.

5. Ιστορική Αναδρομή στη Φιλοσοφική Μεθοδολογική Προβληματική

5.1. Σύντομη Αναφορά στην Ιστορική Πορεία Μεθόδου και Μεθοδολογίας

Page 74: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

74

Εδώ οφείλω να αναδείξω ορισμένες διαφορές της μεθοδολογίας που πρεσβεύω από

προσεγγίσεις που ανάγουν την γνωσιοθεωρητική και μεθοδολογική προβληματική σε λεκτικοποιημένες αναφορές στο αντικείμενο, σε σημειωτικά κείμενα (discourse) περί της παράστασης. Η επιστήμη και η μέθοδοί της δεν μπορούν να θεωρούνται ως ένα μόρφωμα αποκομμένο από την διάρθρωση της κοινωνίας και από το κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. και Bernal, 1982, 1983, 1987, χ.χ., και 1936). Δεν μπορούν επίσης να εξετάζεται υπό το πρίσμα μονομερειών, οι οποίες έχουν κατά καιρούς επικρατήσει κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, όπως λ.χ. αυτές που ανάγουν την διερεύνηση της επιστήμης σε ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης βάσει της τυπικής λογικής (όπως στον λογικό θετικισμό, βλ. σχετικά: Carnap (χ.χ.), Kraft (1986), Πάνου (1980), σε «συμβολικές κατασκευές», είτε σε κοινωνικο-ψυχολογικές συμβάσεις (βλ. π.χ. Kuhn, 1981 και 1993β).

Πρωταρχικά, η μεθοδολογία ήταν συνυφασμένη σε λανθάνουσα μορφή με τις πρακτικές σχέσεις των ανθρώπων με τον αντικειμενικό κόσμο, όπως συνέβαινε στην προεπιστημονική τεχνολογική νόηση που ενεργούσε βάσει προδιαγεγραμμένων συνταγών (π.χ. στις αριθμητικές μεθόδους, στην εμπειροτεχνική αρχιτεκτονική και ναυπηγική, στην πρακτική μέτρηση των γαιών των «υδραυλικών πολιτισμών» της αρχαιότητας, κ.ο.κ.). Σημαντικό ρόλο στη βαθμιαία διάκρισή της από την σύμφυσή της με αυτή την πρακτική σχέση, διαδραμάτισε η εκμάθηση των (πρωταρχικά ενταγμένων στην εργασιακή δραστηριότητα και αργότερα όλο και πιο διακριτών από αυτήν) νοητικών πράξεων, της αλληλουχίας τους, της επιλογής της εκάστοτε αποτελεσματικότερης οδού επίτευξης του σκοπού.

Με την ανάπτυξη της παραγωγής, της τεχνολογίας και του όλου πολιτισμού, η μεθοδολογία γίνεται αντικείμενο κατ’ εξοχήν του φιλοσοφικού αναστοχασμού. Εντοπίζεται τότε ως σύστημα κοινωνικά δοκιμασμένων αρχών και κανόνων διάγνωσης και δράσης, σε συνδυασμό με τις ιδιότητες και τους νόμους που διέπουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Οι εκ των πραγμάτων διαμορφούμενες μεθοδολογικές αρχές, μετατρέπονται σε λογικώς ορθούς, αποδεικτικής ισχύος τρόπους προσπορισμού σημαντικών αποτελεσμάτων. Η πρόοδος που παρατηρείται στην μεθοδολογία καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από τα εκάστοτε ιστορικά κεκτημένα της υλικής και πνευματικής παραγωγής.

Η ιδέα της μεθόδου γίνεται βασική ρυθμιστική αρχή της επιστημονικής έρευνας. Με την εμφάνιση και εδραίωση του προτύπου της ακριβούς μαθηματικοποιημένης φυσικής επιστήμης (πρωτίστως της μηχανικής και της φυσικής, που βρίσκει επιβεβαίωση στις θεαματικές τεχνολογικές προόδους και στην κερδοφόρο παραγωγή, βλ. και Illarionov, 2001), η αναβάθμιση του κύρους της επιστημονικής γνώσης οδηγεί στην ιδέα της εκπόνησης αυστηρά θεμελιωμένων επιστημονικών μεθόδων σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Φερ’ ειπείν, η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα συνδέεται με αλλαγές στο χαρακτήρα της παραγωγικής δραστηριότητας των ανθρώπων, γεγονός που οδήγησε στη συγκρότηση μιας νέας μεθοδολογίας, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στην εμφάνιση γόνιμων προσεγγίσεων στη μελέτη της κοινωνίας, του ανθρώπου και των ψυχικών λειτουργιών. Η σύνδεση αυτή απορρέει από την διαλεκτική σχέση που υπάρχει μεταξύ γνώσης της πραγματικότητας και μετασχηματισμού της πραγματικότητας.

Page 75: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

75

Στην πρακτική των επιστημονικών ερευνών των Νέων χρόνων δεσπόζουν δύο βασικές τάσεις -η εμπειρική και η μαθηματική- η αναγωγή των οποίων σε φιλοσοφικές μεθοδολογικές αρχές οδηγεί στο δίπολο εμπειρισμού (με έμφαση στην επαγωγή, βλ. και Woolhouse, 2000) – ορθολογισμού (με έμφαση στην απαγωγή, βλ. και Cottingham, 2000). Το δίπολο αυτό, περιπλέκεται σε ποικίλες μορφές και βαθμούς με τα θεμελιώδη δίπολα που χαρακτηρίζουν την εμπλοκή της νόησης του ερευνητή στην βαθμίδα της διάνοιας, εμπλοκή που επιτείνεται από την εγγενή και πολυεπίπεδη αντιφατικότητα της αστικής σκέψης, ιδιαίτερα στις μέρες μας:

Στο επίπεδο της πρακτικής στάσης ζωής, εκφράζεται ως αντίθεση μεταξύ ενατενιστικής παθητικής αποδοχής των πραγμάτων και χειραγωγικού ακτιβισμού.

Στο επίπεδο της γνωσιακής σχέσης, ως αντίθεση μεταξύ της επιδίωξης διάγνωσης του κόσμου ως έχει και αντιμετώπισης του κόσμου ως απότοκου υλοποιηθέντων, υλοποιούμενων και υλοποιήσιμων βουλητικών σχεδίων (θετικών και αρνητικών, βεβιασμένα ή συναινετικά-συμβατικά επιβαλλόμενων κατασκευών).

Στο πολιτικό επίπεδο, ως αντίθεση μεταξύ της κατανόησης της εξουσίας αφ’ ενός μεν, ως απόλυτης πειθαναγκαστικής καθολικής βούλησης (απολυταρχία), αφ’ εταίρου δε, ως συναινετικής συνισταμένης, εκπορευόμενης από τη βούληση μεμονωμένων ατόμων (φιλελευθερισμός).

Αρχής γενομένης από την γερμανική κλασική φιλοσοφία, και ιδιαίτερα από την συμβολή του Κ. Marx, δρομολογείται και το γίγνεσθαι της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω διεξοδικότερα.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας ως προς την μέθοδο που δεσπόζει και κυριαρχεί, διακρίνονται τρεις βασικές εποχές:

1. η εποχή της αυθόρμητης διαλεκτικής της αρχαιότητας, με χαρακτηριστική την εμφάνιση των πρώτων συλλήψεων (στο πλαίσιο της φυσικής φιλοσοφίας και των επιστημών) για τη φύση και την κοινωνία, βάσει κατ’ εξοχήν της χαώδους, συγκρητικής27

2. η εποχή της βαθμιαίας επικράτησης της αναλυτικής μεθόδου, του διαμελισμού μεμονωμένων πραγμάτων και αντικειμένων και της αποσπασματικής μελέτης τους. Η εποχή αυτή συνδέεται με την αλματώδη πρόοδο των φυσικών και μαθηματικών επιστημών και της τεχνικής, αλλά χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από την επικράτηση μιας μεταφυσικής αντίληψης για τη φύση και την κοινωνία, βάσει της οποίας η πραγματικότητα κατακερματίζεται σε επιμέρους αντικείμενα, τα οποία εξετάζονται κατά βάση ως ασύνδετα (η εξωτερικά συνδεδεμένα), και στατικά, αμετάβλητα (ή γραμμικά, ποσοτικά μεταβαλλόμενα). Η μεταφυσική (με την έννοια της αντιδιαλεκτικής) αντίληψη συνδέεται με αλληλένδετους γνωσιολογικούς (κυριαρχία της αναλυτικής σκέψης στις άγουσες επιστημονικές έρευνες) και κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, δηλαδή της κεφαλαιοκρατίας, με το συνακόλουθο

περί του όλου αντίληψης, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες αντιλήψεις, προέννοιες και έννοιες. Η εποχή αυτή σηματοδοτείται εν πολλοίς από την ηρακλείτεια αντίληψη της αντιθετικότητας και της ροής των όντων: «γίγνεσθαί τε πάντα κατ' εναντιότητα και ῥεῖν τὰ ὅλα ποταμοῦ δίκην» (Διογένης Λαέρτιος cfr. B 91, βλ. Φάλκος-Αρβανιτάκης, 1999: 30).

27 Από τον όρο «σύγκρασις».

Page 76: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

76

υπολογισμό, την καθολική συγκρισιμότητα και τη μετρήσιμη διαφορά, αποξένωση στη δραστηριότητα και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων). Η τάση αυτή παραμένει εν πολλοίς δεσπόζουσα και κυρίαρχη μέχρι σήμερα, και συνδέεται με την μεθοδολογική κρίση και την κρίση που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως στο σύνολο των επιστημών.

3. με το έργο του Marx και τη συμβολή της «Λογικής της Ιστορίας» δρομολογείται ένας νέος τύπος επιστήμης, της συνθετικής επιστήμης, στην πορεία προς την υπέρβαση του υποδουλωτικού χαρακτήρα καταμερισμού της εργασίας στην κοινωνία και στην ερευνητική δραστηριότητα, που από μεθοδολογικής σκοπιάς εδράζεται στη σύγχρονη συνειδητή διαλεκτική. Ο μαρξισμός είναι το πρώτο εγχείρημα σύγχρονης σχεδιοποιού-αναπλαστικής επιστημονικής μεθοδολογίας. Η μεθοδολογία αυτή εδράζεται στο κεκτημένο, στα επιτεύγματα της μελέτης ξεχωριστών πραγμάτων, αντικειμένων, συστημάτων και διαδικασιών, υπερβαίνοντας τις μονομέρειες και τους ιστορικούς περιορισμούς της (βλ. Βαζιούλιν, 2006· Ένγκελς, 1997).

Με την εμφάνιση της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας, δεν επετεύχθη άρση των μεθοδολογικών μονομερειών και αδιεξόδων της προδιαλεκτικής και αντιδιαλεκτικής σκέψης στην επιστήμη. Οι περισσότερες μετέπειτα «σύγχρονες», καινοφανείς και διαδεδομένες προσεγγίσεις της μεθοδολογικής προβληματικής (νεοκαντιανισμός, νεοεγελιανισμός, νεομαρξισμός, θετικισμός, φαινομενολογία, υπαρξισμός, λογικός θετικισμός, μεταθετικισμός, κριτικός ορθολογισμός, κ.ά.) παραπέμπουν ουσιαστικά σε προκαντιανές λύσεις. Ας αναφερθούμε επιγραμματικά και κριτικά σε μερικές από αυτές.

5.2. Η μεθοδολογία του Λογικού Θετικισμού

Η σχετική ανάπτυξη του ενδοεπιστημονικού μεθοδολογικού αναστοχασμού, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη και τις προτεραιότητες ορισμένων επιστημών και με την κρίση της παραδοσιακής φιλοσοφικής συνείδησης των αρχών του 20ου αιώνα, οδήγησε ορισμένη θετικιστική αντίληψη, κατά την οποία η σημασία της φιλοσοφίας ως κοσμοθεωρητικού αναστοχασμού εκπίπτει παντελώς.

Η θετικιστική αντίληψη θεωρεί τη φιλοσοφία προεπιστημονική μορφή νόησης, η οποία γίνεται άχρηστη με την πρόοδο της ακριβούς επιστήμης. Ωστόσο, η όποια πρόοδος της επιστήμης δεν αίρει τη φιλοσοφική προβληματική, αλλά τουναντίον την αναπαράγει, την επανατοποθετεί σε άλλο επίπεδο. Επανεγείρονται διαρκώς ερωτήματα κοσμοθεωρητικού επιπέδου, αναφορικά με τα επίπεδα συγκρότησης-αλληλεπίδρασης και τις μορφές κίνησης, με την υφή της αιτιοκρατίας, τις πηγές της ανάπτυξης, τις σχέσεις φύσης-κοινωνίας, τη σχέση είναι-συνείδησης, τη φύση της αλήθειας, τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου στη γνωστική διαδικασία, κ.λπ.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του λογικού θετικισμού ή νεοθετικισμού. Λογικός θετικισμός (logical positivism). Είναι μια κατεύθυνση του νεοθετικισμού που συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων με τον Κύκλο της Βιέννης (R. Carnap, O. Neurath, P. Frank, H. Feigl, H. Reihenbah, βλ. σχετικά: Kraft, 1986, Πάνου, 1980). Διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 - αρχές της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 το κέντρο του μετατίθεται στις Η.Π.Α., όπου με ορισμένες τροποποιήσεις διαδίδεται ως λογικός

Page 77: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

77

εμπειρισμός. Ο λογικός θετικισμός έχει ως θεωρητικές πηγές την παράδοση του θετικιστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού (Berkeley, Hume, μαχισμός, εμπειριοκριτικισμός), με τη χαρακτηριστική άρνηση του κοσμοθεωρητικού και κοινωνικά στρατευμένου χαρακτήρα της φιλοσοφίας, με την αναγωγή της επιστήμης στη μελέτη του «άμεσα δεδομένου» στην εμπειρία του υποκειμένου κ.λπ. και τη μέθοδο της λεγόμενης «λογικής ανάλυσης».

Κατά τον λογικό θετικισμό η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία είναι εφικτή μόνον ως λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, που επιδιώκει την «κάθαρση» της επιστήμης από κάθε «μεταφυσική» (από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και τη μελέτη της (τυπικό-) λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης. Η τελευταία αποσκοπεί στην αποκάλυψη του «άμεσα δεδομένου» είτε εμπειρικά επαληθεύσιμου και ελεγχόμενου περιεχομένου των επιστημονικών εννοιών και προτάσεων. Το πρόβλημα της συσχέτισης εμπειρίας και θεωρίας ανάγεται σε πρόβλημα συσχέτισης εμπειρικής και θεωρητικής γλώσσας, ως σχέση λογικής συνεπαγωγής: από κάθε θεωρητική πρόταση πρέπει να συνεπάγονται οι «προτάσεις του πρωτοκόλλου» (και μάλιστα ερμηνευόμενες ως αναφερόμενες μόνο στην πιθανή εμπειρία). Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο για τις προτάσεις που έχουν επαγωγική προέλευση. Η θέση αυτή είναι ανεδαφική για τις περισσότερες προτάσεις της επιστήμης που αναφέρονται σε αντικείμενα μη προσπελάσιμα από την αισθητηριακή πρόσληψη είτε σε ιδεατοποιημένα αντικείμενα. Οι προτάσεις αυτές είναι κατά τη νεοθετικιστική σημασιολογία άνευ νοήματος, καθ' ότι για τους λογικούς θετικιστές το κριτήριο της επαληθευσιμότητας είναι κριτήριο νοήματος. Αν ισχύει αυτή η θέση, δεν αποβαίνει άνευ νοήματος μόνο η φιλοσοφία, αλλά και το σύνολο της επιστήμης, εκτός των επαγωγικών γενικεύσεων.

Η φιλοσοφία ανάγεται σε «λογική της επιστήμης», σε «λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης» (Carnap, χ.χ.) και υπό αυτή την έννοια καλείται να διαδραματίζει τον ρόλο ενός ιδιότυπου λογοκριτή, ενός «διανοητικού αστυνομικού» (A. Ayer, 1994), που ελέγχει την επιστημονική δραστηριότητα για να αποτρέψει τυχόν παραβιάσεις των ορίων και ένταξη στο πεδίο της «μεταφυσικής». Οι προτάσεις της τελευταίας, κατά τους εκπροσώπους του λογικού θετικισμού, δεν έχουν γνωστική σημασία και δεδομένου ότι δεν αποτελούν ταυτολογίες (όπως οι προτάσεις της τυπικής λογικής, της μόνης λογικής που αναγνωρίζουν, και των μαθηματικών) και δεν συνιστούν εμπειρικές πραγματολογικές προτάσεις, θεωρούνται απλώς ανόητες (άνευ νοήματος, ψευδοπροβλήματα κ.λπ.). Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο λογικός θετικισμός, δέσμιος της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας (αγνοόντας παντελώς τη νομοτελή μετάβαση του νοείν στο λόγο), προσδίδει στον επιστημονισμό του μονόπλευρο και περιορισμένο χαρακτήρα, κινούμενος αφ’ ενός μεν, στο πλαίσιο ενός έρποντα εμπειρισμού-φαινομεναλισμού, αφ’ ετέρου δε, στο πλαίσιο μιας (κληροδοτημένης από τον λογικό ατομισμό) άκριτης υποστασιοποίησης, οντολογικοποίησης και άνευ όρων και ορίων προεκβολής της τυπικής και της μαθηματικής λογικής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης. Ταυτόχρονα, αποτρέπει τον φιλοσοφικό στοχασμό από τη διερεύνηση της ανακάλυψης νέας γνώσης, περιορίζοντάς τον στην τυπικο-λογική ανάλυση της έτοιμης επιστημονικής γνώσης.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο λογικός θετικισμός επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του δόγματα, την οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση. Αντικαθιστά λόγου χάρη την αρχή της

Page 78: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

78

αναγωγιμότητας της επιστημονικής γνώσης στα εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του συστήματος, την αξίωση της πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της δυνατότητας μερικής έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας. Παρ’ όλα αυτά, στον ύστερο λογικό θετικισμό γίνεται πιο έκδηλη η αντιφατικότητα και ο εκλεκτικισμός του όλου εγχειρήματος. Οι ερευνητικοί στόχοι του αποδείχθηκαν μάλλον ανέφικτοι, δεδομένου ότι οι «μεταφυσικές προτάσεις» και η σχετική με αυτές προβληματική αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία όχι μόνο της παραδοσιακής φιλοσοφίας αλλά και κάθε βασικής θεωρητικής έρευνας. Ανέφικτη αποδείχθηκε και η πλήρης τυποποίηση της γλώσσας της επιστήμης. Όπως κατέστη σαφές με τα θεωρήματα της μη πληρότητας και μή αντιφατικότητας του Gödel, ίδια η ιδέα της πλήρως τυποποιημένης θεωρίας συνιστά ακραίου τύπου εξιδανίκευση, μη ανταποκρινόμενη στη λειτουργία και ανάπτυξη όχι μόνο των κοινωνικών και φυσικών επιστημών, αλλά ούτε καν των μαθηματικών επιστημών (βλ. Gödel, 2000). Η συνδεόμενη με τα παραπάνω κρίση του λογικού θετικισμού και η συνακόλουθη κάθετη πτώση της απήχησής του (δεκαετίες 1950-1960) οδήγησαν στη μετατροπή του σε μια (μη αυτοτελή πλέον) τάση στο πλαίσιο της «αναλυτικής φιλοσοφίας» και του νεοθετικισμού (βλ. Βέικος, 1990, 233-260). Μετεξελίσσεται αρχικά σε «σημαντικό θετικισμό» (εντάσσοντας στην προβληματική του στοιχεία λογικής σημαντικής, πραγματολογίας κ.λπ., βλ. και Quine, 1993) και αργότερα σε γλωσσολογική ανάλυση (φιλοσοφία της καθομιλουμένης γλώσσας). Άσχετα με τις αρχικές, καθολικού φιλοσοφικού χαρακτήρα αξιώσεις τους, ορισμένοι εκπρόσωποι του λογικού θετικισμού συνέβαλαν ιδιαίτερα στον τομέα των ερευνών της τυπικής και μαθηματικής λογικής.

Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη των μεθόδων ανάλυσης της τυπικής λογικής, η χρήση λογικών τυποποιήσεων (φορμαλισμών προς διευκόλυνση του προτασιακού λογισμού, της λογικής των κατηγορημάτων), κ.ο.κ. προώθησε σημαντικές πτυχές της μεθοδολογίας της επιστήμης. Ωστόσο, η απολυτοποίηση αυτών των προσεγγίσεων και η απόπειρα συγκρότησης καθολοκής κανονιστικής ισχύος μεθοδολογίας βάσει της λεγόμενης λογικής ανάλυσης της γλώσσας της επιστήμης, οδήγησαν σε αδιέξοδα. Βασική αιτία της εξ’ υπαρχής αυτό-υπονόμευσης αυτών των εγχειρημάτων, ήταν η μονομερής ενασχόληση με ορισμένο επιστημονικό πρότυπο και η αποκοπή από την πραγματική ιστορική πορεία ανάπτυξης του συνόλου των επιστημών (φυσικών και κοινωνικών). Η στατική αντιμετώπιση της επιστήμης ως τυπικού απαγωγικού συστήματος, με την αρχική πληροφορία-γνώση διατυπωμένη σε αξιώματα και θεωρήματα (αποδεκτές προκείμενες) και αντίστοιχη αναγωγή της ερευνητικής δραστηριότητας στη συναγωγή όλων των πιθανών αποτελεσμάτων δια των κανόνων συμπερασμού, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική ιστορική πορεία της έρευνας και αδυνατεί να περιγράψει και να εξηγήσει την παραγωγή νέας γνώσης.

Με τον λογικό θετικισμό οι εμφάσεις της μεθοδολογικής έρευνας μετατίθενται από την διερεύνηση της πραγματικής ερευνητικής δραστηριότητας εντός της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας, στην τυπικολογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, γεγονός που σηματοδοτεί μια γενικότερη μεταστροφή της φιλοσοφικής προβληματικής στη γλώσσα, ως εν πολλοίς αυθύπαρκτη πραγματικότητα. Πρόκειται για μια “γλωσσική στροφή” στη φιλοσοφία, με πολλές και διάφορες προεκτάσεις. Εδώ “ο σολιψισμός γίνεται γλωσσικός, “λογικός”, παραμένοντας πάντα αντιφατικός και μη υπερασπίσιμος” (Μπιτσάκης, 2005, 38, του ίδιου, 1998, 73-77), ενώ πολλοί στους ακαδημαϊκούς κύκλους

Page 79: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

79

εμμένουν σε αυτή την απόμακρη ενασχόληση υπό τον “αστερισμό του Tractatus”...(Μπιτσάκης, 1998, 129). Η τάση αυτή ενισχύεται επιπροσθέτως με τον δομισμό στη φιλοσοφία και στη γλωσσολογία.

Τα αδιέξοδα του λογικού θετικισμού προσπαθεί να άρει ο λεγόμενος «μεταθετικισμός». 5.3. Αναφορά στη Μεθοδολογία του Τ. Kuhn

Η επιστημολογική μεθοδολογία του Thomas Samuel Kuhn (βλ. 1981 και 1993α-β) είναι μια από τις πλέον διαδεδομένες και πολυσυζητημένες απόψεις (παρά το γεγονός ότι η μόδα της έχει υποχωρήσει αισθητά τελευταία στον εν λόγω τομέα).

Ο Kuhn συνέβαλλε αποφασιστικά στον κλονισμό του κυρίαρχου τότε (στη δεκαετία του 1960) νεοθετικιστικού αντι-ιστορισμού της λογικής ανάλυσης (βάσει της τυπικής λογικής) και των φορμαλισμών, μεταστρέφοντας την προβληματική στην ιστορία της επιστημονικής γνώσης, η οποία παύει να εξετάζεται ως γραμμική διαδικασία που εκτυλίσσεται σε ένα επίπεδο. Τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης της επιστήμης προβάλλουν κατά τον Kuhn ως σχετικά αυτοτελή, κλειστά και ασυνεχή ως προς το παρελθόν και το μέλλον τους, μορφώματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από την επικράτηση ορισμένου «παραδείγματος» κατά τις περιόδους της «κανονικής επιστήμης» . Το πεδίο του παραδείγματος συγκροτεί έναν ιδιότυπο απριορισμό και ορίζεται από τον Kuhn εν πολλοίς κυκλικά-ταυτολογικά: το «παράδειγμα» , ως σύστημα κανόνων, θεωριών, μεθόδων, θεμελιωδών γεγονότων και υποδειγμάτων δραστηριότητας, καθορίζει τη δεδομένη επιστημονική κοινότητα και αντίστροφα, επιστημονική κοινότητα είναι οι επιστήμονες οι οποίοι από κοινού παραδέχονται αυτό το «παράδειγμα». Η ανακρίβεια και η πολυσημία του ορισμού του «παραδείγματος» συνιστά ταυτόχρονα το ισχυρό και το ασθενές σημείο της άποψης του Kuhn, που επιτρέπει μεν μιαν ορισμένη αποκατάσταση της «μεταφυσικής» (κοσμοθεώρησης, φιλοσοφίας, οντολογίας κ.λπ.), αλλά σχετικοποιεί στο έπακρο τόσο την έννοια του γνωστικού υποκειμένου, όσο και την έννοια του θεωρητικού κεκτημένου της επιστήμης.

Στο «παράδειγμα» του Κούν περιπλέκονται επιλεκτικά περιεκτικές κατηγοριακές («μεταφυσικές») προϋποθέσεις της επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας με την κοινωνικού και ψυχολογικού χαρακτήρα αναφορικότητά τους ως προς την «επιστημονική κοινότητα». Κατά τον Kuhn (βλ. 1981, και 1993, 120-134) δεν υπάρχουν καθολικά ορθολογικά επιχειρήματα στη βάση των οποίων διευθετείται το ζήτημα της επιλογής της μεν είτε της δε επιστημονικής θεωρίας. Απολυτοποιώντας την εναλλακτικότητα, την πληθώρα και την πολυμορφία των αντιλήψεων για το επιστητό, για την αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα της γνώσης, ερμηνεύει τελικά τις «επιστημονικές επαναστάσεις» μέσω τριών παραγόντων: (1) της ύπαρξης περιθωριακών (outsiders) επιστημόνων, (2) της ενεργού προπαγανδιστικής δραστηριότητας αυτών των outsiders και (3) του φυσικού θανάτου των εκπροσώπων της παλαιάς σχολής.

Κατά τις «επιστημονικές επαναστάσεις», η επιστημονική κοινότητα «αλλαξοπιστεί», αποδέχεται συμβατικά-συναινετικά το νέο «παράδειγμα», όχι επειδή ανταποκρίνεται καλύτερα στη γνώση της αλήθειας, της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά ως αποτέλεσμα βουλητικών πράξεων, πίστης. Σε μια αντιπαράθεσή του με τον Πόπερ, ο Kuhn ισχυρίζεται ότι τελικά τα συνδεόμενα με την αποδοχή ή την αλλαγή “παραδείγματος” ερωτήματα, επιδέχονται εξήγηση, η οποία “θα πρέπει να είναι σε τελευταία ανάλυση, ψυχολογική ή κοινωνιολογική [έμφαση Δ.Π.]. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελεί περιγραφή κάποιου συστήματος αξιών, μιας ιδεολογίας, καθώς και μιας

Page 80: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

80

ανάλυσης των θεσμών μέσα από τους οποίους το σύστημα μεταδίδεται και ενισχύεται” (στο έργο με τον εύγλωττο τίτλο: “Λογική της ανακάλυψης ή ψυχολογία της έρευνας;”, 1993, 131). Ο συγγραφέας εμμένει εμφατικά στη σημασία της “ψυχολογικής σύνθεσης των νομίμων μελών μιας επιστημονικής ομάδας” (ό.π. 133), προτάσσοντας τελικά την “ψυχολογία της γνώσης” έναντι της αντικειμενικής προσέγγισης είτε της “λογικής της γνώσης” (ό.π. 132). H θεώρηση αυτή, όπως επισημαίνει εύστοχα ο Μπιτσάκης, αφήνει ανοικτό το πεδίο για ανορθολογικές και μυστικιστικές ακόμα ερμηνείες της επιστήμης (βλ. Μπιτσάκη, 1998, 128-129). Η αδιαμφισβήτητη ευρυμάθεια και οξυδέρκεια του Kuhn δεν μπορεί να επισκιάσει αυτά τα στοιχεία, που συνδέονται με το θεμελιώδη (και εν πολλοίς σκόπιμο) εκλεκτικισμό και την αντιφατικότητα της θεώρησής του, η οποία απορρίπτει τελικά το νομοτελή διαλεκτικό χαρακτήρα και την κατεύθυνση της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης. Εδώ έχουμε μιαν “άκρως πρωτότυπη αντίληψη” ανορθολογικά εναλλασσόμενων ορθολογικών προτύπων (Lakatos, 1986, 274).

Ο Τ. Kuhn δεν ορμάται από έναν ετεροπροσδιορισμό της θέσης του μέσω της αντιπαράθεσης με το λογικό θετικισμό, αλλά μεταθέτει το πεδίο της έρευνας στο χώρο της ιστορίας της επιστήμης, εντάσσοντας σ’ αυτήν στάδια της ιστορικής διαδικασίας ως σχετικά αυτοτελή, κλειστά και ασυνεχή μορφώματα, στη βάση των οποίων υπάρχει ορισμένο «παράδειγμα». Η κυριαρχία του τελευταίου επιτρέπει να γίνεται λόγος –κατά τον Kuhn– για την λεγόμενη «κανονική επιστήμη». Βαθμιαία η κατάπτωση της ισχύος του παραδείγματος οδηγεί –κατά τον Kuhn– στην «επιστημονική επανάσταση».

Ο Kuhn προβάλλει ως βασικό πόρισμα την ιδέα ότι η διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης δεν είναι μια γραμμική διαδικασία που κινείται σ’ ένα επίπεδο, όπως και αν ερμηνεύεται αυτή η γραμμικότητα. Η συνεισφορά του έγκειται στο ότι αποκάλυψε (ακριβέστερα, γνωστοποίησε ή υπενθύμισε σε ορισμένους κύκλους) το εξής θεμελιώδες γεγονός (πασίγνωστο στη διαλεκτική επιστημολογία): η διαμόρφωση και ανάπτυξη των γνώσεων πραγματοποιείται πάντοτε εντός ορισμένου χώρου προϋποθέσεων, εντός ενός περιβάλλοντος που τις γεννά.

Εξυπακούεται ότι αυτή η επισήμανση δεν συνιστά αποκάλυψη για τη μαρξιστική παράδοση της επιστημολογίας, αλλά η ευρετική σημασία της στο έρημο τοπίο που άφησε πίσω της η επέλαση του νεοθετικιστικού φορμαλισμού της λογικοκρατίας είναι αδιαμφισβήτητη. Η κίνηση αυτή του Kuhn παραπέμπει ευθέως στην Καντιανή παράδοση, στην οποία απαντάται εν είδει απριορισμού η επισήμανση της ύπαρξης ορισμένων αφετηριακών προϋποθέσεων του συστήματος των γνωστικών συντεταγμένων κάποιου βαθμού γενικότητας. Αυτές οι προϋποθέσεις, με την τρέχουσα πλέον ορολογία αποκαλούνται «παράδειγμα» ή «σκληρός πυρήνας των ερευνητικών προγραμμάτων» (Lakatos, 1986, 143-150).

Το σημαντικότερο δεν είναι εδώ το περιεχόμενο αυτών των προϋποθέσεων, αλλά η ίδια η αντίληψη περί της ύπαρξης όρων:

- Στον Kant συνδέονται με τις θεμελιώδεις απριορικές – δομές της υπερβασιακής συνείδησης, αμετάβλητες «για όλες τις εποχές και τους λαούς»,

- Στον Kuhn είναι θέμα αρχής η συνάφεια των προϋποθέσεων με διάφορα ιστορικού χαρακτήρα παραδείγματα, τα οποία αλλάζουν από τη μια επιστημονική κοινότητα στην άλλη, βάσει κοινωνικών, ψυχολογικών, αισθητικών, διαγενεακών, θεσμικών, συμβατικών, κ.ο.κ. κριτηρίων.

Page 81: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

81

Αντίστοιχες είναι και οι διαφορές στα ζητούμενα: Ο μεν Kant επιδιώκει την αποκάλυψη των αφετηριακών προϋποθέσεων κάθε κοινής

σημασίας και αναγκαίας γνώσης, ο δε Kuhn αναφέρεται στις συγκεκριμένες μορφές εκδήλωσης των προϋποθέσεων σε ξεχωριστές φάσεις της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης (βλ. σχετικά: Shviriov, 1988, 52-55).

Αμέσως μετά την πρώτη έκδοση της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων (1962) υπεβλήθη σε δριμεία κριτική η εν πολλοίς άμορφη και χαρακτηριζόμενη από εκπληκτική πολυσημία έννοια «παράδειγμα».

Ακριβώς η διαπλοκή πληθώρας ποικίλων παραγόντων προσδιορισμού της γνώσης με την έννοια «παράδειγμα» επέτρεψε στον Kuhn: να «αποκαταστήσει την μεταφυσική» (δηλαδή να υπομνήσει το αναπόδραστο της παρουσίας της φιλοσοφικής-κοσμοθεωρητικής προβληματικής) στο μεταθετικισμό, να σχετικοποιήσει την έννοια του υποκειμένου της γνώσης, δεδομένου ότι το τελευταίο (οι αφετηριακές παραδοχές, οι κανόνες κ.λπ.) συνδέεται με ορισμένη «επιστημονική κοινότητα».

Έτσι, η ύπαρξη ορισμένου «μεταφυσικού μοντέλου του κόσμου» αναγνωρίζεται και πάλι ως αναγκαία.

Η πολυσημία των κομβικών κατηγοριών χαρακτηρίζει συνολικά το μεταθετικισμό: • «σκληρός πυρήνας» του ερευνητικού προγράμματος (βλ. I. Lakatos, ό.π.) • «θεματικός χώρος» (βλ. J. Holton, 1973) • «αρχές φυσικής τάξεως» (βλ. S. Toulmin, 1967).

Εδώ έχουμε μια μετάβαση από την τυπολογική εξέταση της επιστήμης στην πληθυσμοκεντρική (επιστημονική κοινότητα) θεώρηση της ιστορίας της επιστήμης.

Τελικά ο Kuhn, επιχειρώντας να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της προσκολλημένης στην προδιαλεκτική νόηση (διάνοια) αστικής επιστημολογίας με τα διλήμματά της, προσκρούει σε νέες πρόσθετες αντιφάσεις, επιβεβαιώνοντας τον εγκλωβισμό αυτής της νόησης στις άκαμπτα και αντιδιαλεκτικά αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις των παραγόντων ανάπτυξης της επιστήμης και των αντίστοιχων προσεγγίσεων: επαγωγισμός - απαγωγισμός, συσσωρευτική αντίληψη της ιστορίας της γνώσης (cumulativism) - αντισυσσωρευτική (non-cumulativism

), εσωτερική ιστορία (internalism) — εξωτερική ιστορία (externalism) κ.λπ. Η θεώρησή του για την επιστήμη αντιπαραθέτει αντιδιαλεκτικά τα στοιχεία συνέχειας και ασυνέχειας, σχετικής και απόλυτης αλήθειας, κατά την ανάπτυξη της επιστήμης. Κυρίως, αντιδιαστέλλει την κοινωνική ψυχολογία των εκάστοτε επιστημονικών κοινοτήτων στην αντικειμενική νομοτελή λογική της επιστημονικής έρευνας. Στο έργο του συνυπάρχουν ρεαλιστικά στοιχεία με στοιχεία πραγματισμού και εργαλειακής-κατασκευαστικής αντίληψης της επιστήμης. Τελικά ούτε εδώ δεν τίθεται και δεν επιλύεται το πρόβλημα του προσπορισμού νέας γνώσης.

5.4. Για την Εξελικτική Επιστημολογία του Κ. Popper. O Karl Popper, ο οποίος επιχειρεί να συγκροτήσει μια θεωρία της “αύξησης” της

επιστημονικής γνώσης, εκλαμβάνει την αλήθεια ως ρυθμιστική ιδέα και μάλιστα ως «verisimilitude» (αληθοφάνεια).

Κατά τον Popper (Popper, χ.χ., 81-103) υπάρχουν τρεις κόσμοι: 4. Ο φυσικός ή των φυσικών καταστάσεων.

Page 82: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

82

5. Ο ψυχικός ή των καταστάσεων της συνείδησης. 6. Ο κόσμος της επιστημονικής γνώσης, των «αντικειμενικών περιεχομένων της

νόησης». Ο υποθετισμός είναι βασική αρχή της αντίληψης του Popper, για τον οποίο, ο

εμπειρικός χαρακτήρας της γνώσης μπορεί να διατηρηθεί μόνον εφ’ όσον υπάρχει μια μονίμως κριτική σχέση προς αυτήν, με διαρκείς απόπειρες διάψευσης. Η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης εννοείται ως αυτόνομη ανάπτυξη του «τρίτου κόσμου», ως ανάπτυξη της γνώσης χωρίς υποκείμενο. Το σχήμα της μεθόδου κατά Popper (χ.χ., 99, 135, και 1974, κεφ. 6ο) έχει ως εξής:

P1 –TT – EE – PΌπου:

2

P1ΤΤ- (the tentative theory) – δοκιμαστικές θεωρίες, φανταστική-υποθετική λύση.

- το αφετηριακό πρόβλημα

ΕΕ- (error – elimination) απαλοιφή σφαλμάτων – άτεγκτη κριτική εξέταση της εικασίας μας.

P2

Ο τύπος αυτός δείχνει κατά τον Popper τον μηχανισμό αύξησης (growth) της γνώσης – του «τρίτου κόσμου», μέσω του οποίου αυξάνει το «σώμα» του τρίτου κόσμου.

– η προβληματική κατάσταση που ανακύπτει απ’ την πρώτη κριτική απόπειρα επίλυσης του προβλήματος.

Εισάγει λοιπόν ο Popper μια «δαρβινική επιλογή» μέσω της εξάλειψης των σφαλμάτων, δάνεια από την δαρβινική θεωρία, κατά της τύπου Lamarck συσσωρευτικής αντίληψης που επικρατούσε στις θετικιστικές ερμηνείες της ιστορίας της επιστήμης. Οι δοκιμαστικές λύσεις επιφέρουν μεταλλάξεις στο σώμα του τρίτου κόσμου. Η εξάλειψη σφαλμάτων λειτουργεί ως φυσική επιλογή, δια της μεθόδου της δοκιμής και του σφάλματος (“trial and error”).

Η επιστημονική γνώση ανακύπτει –κατά τον Popper (ό.π. 132-138)– ως μέσο προσαρμογής στο περιβάλλον, γι’ αυτό και υπάγεται στους βιολογικούς νόμους της εξέλιξης. Η γνώση παγιώνεται στη γλώσσα, η οποία είναι εξωσωματικό μόρφωμα. Ο άνθρωπος παύει να προσαρμόζεται στο περιβάλλον μέσω αλλαγών της βιολογικής δομής και των λειτουργιών του. Εισάγει αλλαγές στην επιστημονική γνώση και το μαχαίρι της φυσικής επιλογής εξοντώνει τις δοκιμαστικές λύσεις μας στη γνώση. Η βιολογική εξέλιξη γίνεται γνωστική, η εξέλιξη των ειδών – εξέλιξη της γνώσης, αλλά η αρχή της δοκιμής και του σφάλματος διατηρείται «από την αμοιβάδα ως τον Αϊνστάιν» (Popper, 1974, 261). Η μόνη διαφορά του Αϊνστάιν απ’ την αμοιβάδα είναι κατά τον Popper ο συνειδητός κριτικισμός του πρώτου, που εκδηλώνεται στην προσπάθειά του να απαλείψει σφάλματα...

Χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης είναι η συνέχεια: κάθε επόμενη θεωρία οφείλει να εξηγεί την εμπειρική επιτυχία της προηγούμενης, δηλαδή οφείλει να εξηγεί επιτυχώς όλα τα εμπειρικά γεγονότα που εξηγούσε η παλαιά. Οφείλει επιπλέον να δίνει εξηγήσεις στα γεγονότα που δεν εγγράφονται στο ερμηνευτικό σχήμα της παλαιάς και να προβλέπει (προλέγει) τα κατ’ αρχήν γεγονότα, ο έλεγχος των οποίων θα επέτρεπε την διάψευση της νέας θεωρίας, επομένως υπάρχει μια συσσώρευση για την κάθε επόμενη θεωρία των παραδεδεγμένων εμπειρικών θέσεων (βλ. και Μπιτσάκη, 2005, 39-42).

Page 83: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

83

Η θεωρητική ανάπτυξη της γνώσης προκαθορίζεται αυτομάτως απ’ την εμπειρική αύξουσα αληθοφάνεια, προσμετρώμενη με τη σύγκριση του εμπειρικού περιεχομένου της θεωρίας.

Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε τα εξής: 4. Η βιολογική εξέλιξη δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή της επιστήμης. Η επιστήμη είναι

καθολική ανθρώπινη δραστηριότητα, απώτερο αποτέλεσμα ριζικά διαφορετικής «στρατηγικής επιβίωσης», δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται απλώς στο φυσικό περιβάλλον, αλλά τουναντίον προσαρμόζει το περιβάλλον μετασχηματίζοντάς το κατά τις ανάγκες του. Καθολικής εμβέλειας όρος αυτού του μετασχηματισμού είναι η επιστήμη. Φυσικά, η δεδηλωμένη απέχθεια του Popper προς τη διαλεκτική και τον μαρξισμό, δεν του επέτρεπε να προβεί στην ως άνω θεμελιώδη επιστημονική και φιλοσοφική θέση.

5. Είναι ανεδαφική η αναγόρευση της εμπειρικής πίεσης των γεγονότων σε βασικό παράγοντα της «φυσικής επιλογής» θεωριών. Αυτό θα ίσχυε μόνο στην περίπτωση που τα γεγονότα θα ήταν εντελώς ανεξάρτητα απ’ τη θεωρητική γνώση, τη στιγμή που υπάρχει οργανική σχέση θεωρίας – γεγονότων (επιλογή – ερμηνεία – τρόπος ανάδειξης γεγονότων). Τα γεγονότα δεν αποτελούν το «εξωτερικό περιβάλλον» του σώματος των θεωριών όπως θέλει η ποππεριανή αντίληψη.

6. Η αντίληψή του δεν εναρμονίζεται καν με τη σύγχρονη συνθετική θεωρία της εξέλιξης. Εδώ έχουμε μάλλον μια παράκαμψη ακανθωδών ζητημάτων της γνωσιοθεωρίας μέσω της αναγωγής στη βιολογία, ενώ ο Popper παρακάμπτει τα προβλήματα της τελευταίας, παραπέμποντας στη γνωσιοθεωρία.

7. Η δια της διαψευσιμότητας σχέση προς την εμπειρική θεμελίωση της επιστημονικής γνώσης (για τη σωτηρία της αρχής του εμπειρισμού στη μεθοδολογία), εισάγει ένα στοιχείο συμβασιοκρατικής ερμηνείας της εμπειρικής βάσης, που θέτει ως αίτημα μόνο την αρνητική εξάρτηση της θεωρίας απ’ τα γεγονότα. Βεβαίως, σε αντιδιαστολή με τη θετικιστική αρχή της επαληθευσιμότητας, εδώ η διαψευσιμότητα λειτουργεί ως κριτήριο οριοθέτησης της εγκυρότητας της επιστήμης και όχι του νοήματος, κατά τρόπο ώστε οι φιλοσοφικές προτάσεις να έχουν νόημα για το “μεταφυσικό ρεαλιστή” Popper. Ωστόσο, η αρνητική λογική εξάρτηση της θεωρίας απ’ την εμπειρία δεν αποτελεί φερέγγυο βάση για την εμπειρική θεμελίωση της θεωρητικής γνώσης. Έτσι, η σιωπηρή απόρριψη της θέσης του εμπειρισμού οδηγεί εκ των πραγμάτων σε διολίσθηση στις θέσεις της συμβασιοκρατίας. Έχουμε κατ’ αυτό τον τρόπο άρση του προβλήματος της εμπειρικής θεμελίωσης ως είχε στο θετικισμό.

8. Προκύπτει μια αντίφαση ως προς την εμπειρική θεμελίωση της μεθόδου: αφ’ ενός μεν, ο Popper θεωρεί ότι μόνον η ερμηνεία της επιστημονικής μεθόδου (ως μεθόδου εικασιών και διαψεύσεων) την καθιστά αυθεντικά εμπειρική. Αφ’ ετέρου, προσάπτει στους ίδιους τους κανόνες της μεθόδου συμβατικό χαρακτήρα. Και η ίδια η επιλογή από τον επιστήμονα θεωρίας βάσει αυτής της αξιολόγησης συνιστά σύμβαση. Στη θέση του παραδοσιακού αγνωστικισμού του εμπειρισμού τίθεται ο εγγενώς εικοτολογικός χαρακτήρας της γνώσης, θέση που χαρακτηρίζει έναν λογικά εκλεπτυσμένο σκεπτικισμό, που φλερτάρει ανοικτά με τον ανορθολογισμό: “δεν ξέρουμε τίποτε,

Page 84: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

84

δηλαδή δεν μπορούμε ποτέ να αιτιολογήσουμε τις θεωρίες μας ορθολογικά”! (Popper, 1993, 516).

9. Η αρχή της διαψευσιμότητας, συνιστά απολυτοποίηση της αρχής του εμπειρισμού μέσω της απολυτοποίησης του ρόλου των εμπειρικών διαψεύσεων και της λογικής ανάλυσης στην επίλυση μεθοδολογικών προβλημάτων, αγνοώντας τη γνωσιολογική προβληματική. Υπάρχει εδώ σαφής υποτίμηση των κοινωνικών πτυχών της γνωστικής δραστηριότητας.

Η προβολή της οποίας χαίρει ο Popper και η εντυπωσιακή εδραίωση οπαδών του σε ακαδημαϊκούς θεσμούς (πανεπιστήμια, συντακτικές επιτροπές, κ.ο.κ.), δεν είναι άσχετη με τις κοινωνικοπολιτικές απόψεις που πρέσβευε. Πολέμιος του μαρξισμού (στον οποίο προσάπτει “μεσσιανισμό”) και του ιστορισμού, απορρίπτει την ύπαρξη αντικειμενικών νόμων που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη και τη δυνατότητα κοινωνικής πρόγνωσης. Γίνεται απροκάλυπτα απολογητής της κεφαλαιοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, της “ανοικτής κοινωνίας” (βλ. Popper, 1980), στην οποία αντιπαραθέτει κάθε “ολοκληρωτισμό”, δηλ. το σοσιαλισμό και κάθε εγχείρημα ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Η βασική συνεισφορά του Popper (σε κύκλους στους οποίους η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία παραμένουν terra incognita), έγκειται στο ότι έθεσε προβλήματα αδιανόητα στη θετικιστική παράδοση, όπως: η “αύξηση” της γνώσης (σε αντιδιαστολή με τη διαλεκτική ανάπτυξη), ο ρόλος των υποθέσεων, η οριοθέτηση της επιστήμης, κ.ά.

5.5.Για τη μεθοδολογία των προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας του I. Lakatos.

Συνεχίζοντας την προβληματική του μεταθετικισμού, ο I. Lakatos (βλ. Lakatos 1986) εισηγείται μια γενικευμένη αντίληψη περί της ανάπτυξης της επιστήμης, βάσει της ιδέας των ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων. Βασική του επιδίωξη ήταν η εκπόνηση μιας μεθοδολογίας, με την οποία ο επιστήμονας θα μπορεί να διατηρεί την ελευθερία του, χωρίς να καταλήγει στον επιστημολογικό αναρχισμό. Θεωρεί ότι η επιστήμη πρέπει να προσφέρει ένα “ζωτικό χώρο” για την εξέταση των ιδεών.

Εξετάζει την “ώριμη” θεωρητική επιστήμη ως εναλλαγή ερευνητικών προγραμμάτων, εντός μιας συνεχούς αλληλουχίας αλληλένδετων θεωριών. Τα μεθοδολογικά κριτήρια δεν είναι στατικά, αλλά επιδέχονται βελτίωση ή αντικατάσταση κατά περίπτωση. Επομένως, κατά τον Lakatos, οι μεθοδολογικές εκτιμήσεις δεν αποτελούν μία και μοναδική θεωρία, αλλά μιαν ακολουθία θεωριών που συγκροτεί ορισμένο ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο διαθέτει τη δική του ιστορία (συγκρίσιμη πάντα με αυτή άλλων ερευνητικών προγραμμάτων). Το εκάστοτε πρόγραμμα (εξαιρουμένου του αφετηριακού) ανακύπτει ως αποτέλεσμα της προσθήκης μιας βοηθητικής υπόθεσης στην προγενέστερη θεωρία. Η συνέχεια του προγράμματος διασφαλίζεται μέσω ορισμένων κανόνων, όπως αυτοί που θέτουν τις προδιαγραφές των περαιτέρω ερευνών (“θετική ευρετική”), είτε των ατραπών προς αποφυγήν (“αρνητική ευρετική”, ό.π., 142-151).

Κύριο δομικό στοιχείο των ερευνητικών προγραμμάτων κατά τον Lakatos, είναι ο “σκληρός πυρήνας”, που περιλαμβάνει τις συμβατικώς μη διαψεύσιμες θεμελιώδεις παραδοχές που είναι χαρακτηριστικές για το εν λόγω πρόγραμμα. Η “αρνητική ευρετική” θέτει ένα προστατευτικό κλειό, που απαγορεύει τη χρήση του modus tollens επί αυτού του “σκληρού πυρήνα” στην περίπτωση “ανωμαλιών” είτε “αντενδείξεων” και

Page 85: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

85

προτείνει την επινόηση επικουρικών υποθέσεων εν είδει “προστατευτικού κλοιού”, που επιτρέπουν την προοδευτική θεωρητική μετατόπιση της προβληματοθεσίας, δια της προσαρμογής, της τροποποίησης, είτε της πλήρους αντικατάστασης των ως άνω επικουρικών υποθέσεων. Η “θετική ευρετική” κατευθύνει την έρευνα ως “σύνολο εν μέρει διαρθρωμένων υποδείξεων γύρω από το πως θα αλλάξει, θα αναπροσαρμοσθεί, θα εκλεπτυνθεί ο “διαψεύσιμος” προστατευτικός κλοιός καθώς και γύρω από το πως θα αναπτυχθούν οι “διαψεύσιμες μεταβλητές” του προγράμματος” (ό.π. 147).

Ο Lakatos διακρίνει δύο φάσεις στην ανάπτυξη των ερευνητικών προγραμμάτων: την προοδευτική και την εκφυλιστική. Κατά την προοδευτική φάση, η “θετική ευρετική” μπορεί να παρέχει ώθηση στις ποικίλες επικουρικές υποθέσεις, γεγονός που επιτρέπει τη διεύρυνση του εμπειρικού και θεωρητικού περιεχομένου του προγράμματος (αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό τις πιθανές ανωμαλίες), δεδομένης της ευρετικής ισχύος του, ως δυνατότητας “να προλέγει θεωρητικά καινοφανή γεγονότα κατά την ανάπτυξή του” (ό.π. 177), αλλά και καινοφανείς επικουρικές θεωρίες. Κατά τη φάση εκφυλισμού, όταν επέλθει ένα “φυσικό σημείο κορεσμού” (ό.π. 181), “η ευρετική ισχύς του προγράμματος ξεφτίζει” (ό.π. 175), αυξάνουν οι ad hoc υποθέσεις, πολλαπλασιάζονται τα αντιφατικά “γεγονότα”, οι αντιφατικές πραγματολογικές παρατηρήσεις και τα ανακόλουθα πειραματικά αποτελέσματα (ό.π. 189).

Ο Lakatos είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, τόσο ως προς την απόρριψη ορισμένου ερευνητικού προγράμματος δια της επίκλησης της συσσώρευσης εκφυλιστικών συμπτωμάτων του, όσο και ως προς την απόρριψη ενός αρτισύστατου “και μόνον επειδή δεν κατόρθωσε ακόμα να υπερκεράσει ένα πανίσχυρο αντίπαλο” (ό.π. 179). Οι εκάστοτε εσωτερικές ασυνέπειες, η έλλειψη εμπειρικού περιεχομένου και οι εννοιολογικές ασάφειες δεν πρέπει να εμποδίζουν τις μεθοδολογικές εκτιμήσεις των ερευνητών, διότι σημασία έχει η εξέλιξη της θεωρίας, η οποία σημειώνεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους και όχι η εκάστοτε συγκυριακή της κατάσταση. Προτείνει μάλιστα το εξής: “στο μέτρο που ένα αρτισύστατο ερευνητικό πρόγραμμα μπορεί ορθολογικά να ανασυγκροτηθεί ως προοδευτική μετατόπιση προβληματοθεσίας, πρέπει να απολαμβάνει προστασίας, για ένα διάστημα, απέναντι (στις επιθέσεις) ενός πανίσχυρου και καθιερωμένου αντιπάλου” (ό.π. 179). Αποχρών λόγος για εγκατάλειψη ενός ερευνητικού προγράμματος είναι, κατά τον Lakatos, η ανάδειξη ενός ανταγωνιστικού ερευνητικού προγράμματος, ικανού να εξηγήσει την εμπειρική επιτυχία του προκατόχου του και να υποσκελίσει το τελευταίο, εκδηλώνοντας υπέρτερη ευρετική ισχύ.

Βάσει της αντίληψης του Lakatos, οι επιστημονικές επαναστάσεις επέρχονται ως διαδικασίες εκτοπισμού από προοδευτικά ερευνητικά προγράμματα των προκατόχων τους, όταν τα τελευταία εξαντλούν την ευρετική ισχύ και τους εσωτερικούς πόρους ανάπτυξής τους. Η ορθολογική ανασύσταση της ιστορίας της επιστήμης προβάλλει εδώ ως αλληλουχία εμφάνισης, ανάπτυξης και ανταγωνισμού όχι μεμονωμένων θεωριών, αλλά ερευνητικών προγραμμάτων.

Η υπεροχή της λακατοσιανής αντίληψης (διόλου άσχετη με την παιδεία του*

* Ο Lakatos γεννήθηκε στην Ουγγαρία, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Debrecen, ήταν μαθητής του G. Lukács, συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας με επιβλέπουσα την S. Yanovskaya. Μέχρι το θάνατό του δεν δέχθηκε την αγγλική υπηκοότητα.

) μεταξύ των μεταθετικιστών είναι σαφής. Ως θετική συνεισφορά του Lakatos στη μεταθετικιστική προβληματική οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την επαναφορά της φιλοσοφίας.

Page 86: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

86

Παραφράζοντας την ιστορική ρήση του V.I. Lenin για τη σχέση μεταξύ επαναστατικής θεωρίας και πράξης, ο Lakatos δηλώνει: “η ιστορία της επιστήμης χωρίς τη φιλοσοφία της επιστήμης είναι τυφλή” (ό.π. 151).

Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπουδή του να ακολουθήσει τον Popper στην κριτική του μαρξισμού (και του φροϊδισμού, σαν να είναι ομοειδή θεωρητικά και μεθοδολογικά εγχειρήματα!), προσάπτοντάς του την κατηγορία ότι επινοεί τις βοηθητικές του θεωρίες συρόμενος από τα γεγονότα, χωρίς παράλληλα να προβλέπει νέα γεγονότα: “ποιό καινοφανές γεγονός προέβλεψε ο μαρξισμός από [...] το 1917;” (ό.π. 207).

Είναι προφανές ότι η δογματοποιημένη εκδοχή του μαρξισμού στις επίσημες ιδεολογικές εκδοχές του 20ου αι. δεν έχει παρά ελάχιστη έως ανύπαρκτη σχέση με το θεωρητικό και μεθοδολογικό κεκτημένο του Marx. Ωστόσο, η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί, ούτε καν για τον “επίσημο” μαρξισμό. Ήταν σαφής η πρόβλεψη από μαρξιστές της κρίσης του 1929, του Β' Παγκοσμίου πολέμου, των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποιοκιοκρατικών επαναστάσεων, κ.ά. Ο Marx δεν είχε προβλέψει απλώς “καινοφανή”γεγονότα, αλλά αποφασιστικής σημασίας τάσεις, νομοτέλειες και φαινόμενα, όπως: την περιοδικότητα των κρίσεων στην κεφαλαιοκρατία, την έλευση των επαναστάσεων (1848-1849) στην Ευρώπη, την έκβαση του Κριμαϊκού Πολέμου, την ενοποίηση της Γερμανίας, την έκβαση του Εμφυλίου πολέμου στις Η.Π.Α, την έλευση της Κομμούνας των Παρισίων (αν και διαψεύσθηκε η πρόβλεψή του για ευρείας κλίμακας σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι.), τη μετατόπιση του κέντρου της επανάστασης από τη Γαλλία στην Κεντρική Ευρώπη-Γερμανία και στη Ρωσία, κ.ά. Ο Marx είναι ο πρώτος ερευνητής που προέβλεψε την αυτοματοποίηση της παραγωγής (από το 1857!) και διέγνωσε ουσιώδεις πτυχές της. Οι ίδιοι οι αστοί θεωρητικοί ανατρέχουν στο Marx όποτε δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις εξελίξεις στην οικονομία, ενώ η ευρετική σημασία της μεθοδολογίας του “Κεφαλαίου” ξεπέρασε την εποχή του κατά μερικούς αιώνες... Ο Lenin και οι μπολσεβίκοι προέβλεψαν με εκπληκτική ακρίβεια την επαναστατική κατάσταση στη Ρωσία, γεγονός που τους επέτρεψε να συγκροτηθούν αντίστοιχα και να παρέμβουν αποτελεσματικά στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Αδιαμφισβήτητα, η ισχύς του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού απεδείχθη με τις νίκες των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι., αλλά η αδυναμία του εκδηλώθηκε με την επικράτηση των αντεπαναστατικών-παλινορθωτικών διαδικασιών στις περισσότερες χώρες που αυτές επικράτησαν. Αδυναμία η οποία δεν απαιτεί συλλήβδην απόρριψη αυτού του κεκτημένου, ούτε και δημιουργία “ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων” είτε δογματικών “προστατευτικών κλοιών” και “επικουρικών υποθέσεων” κατά το δοκούν, αλλά τη διακρίβωση των ορίων και των όρων ισχύος-εφαρμοσιμότητάς του, δια της διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης αυτού του κεκτημένου μέσω του ευρύτερου και βαθύτερου εγχειρήματος της “Λογικής της Ιστορίας”, η ευρετική ισχύς της οποίας είναι πλέον σαφής, δεδομένου ότι από τη δεκαετία του 1960-1970 επέτρεψε την πρόβλεψη για την επικράτηση παλινορθωτικών διαδικασιών στις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι. (βλ. σχετικά: Βαζιούλιν 2004 και τον πρόλογό μου σε αυτό, σσ.9-60).

Παρά την υπεροχή του έναντι των λοιπών εκπροσώπων του μεταθετικισμού, ο Lakatos

Page 87: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

87

αδυνατεί να συλλάβει τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης ως συνάρτηση ενδογενών και εξωγενών διαδικασιών, αδυνατεί να αντιληφθεί τη μεθοδολογία του οργανικού όλου.

5.6.Ο “μεθοδολογικός αναρχισμός” του P. Feyerabend ως προάγγελος της μεταμοντέρνας διάλυσης της ορθολογικής μεθοδολογίας.

Η χρεοκοπία των προγραμμάτων εκπόνησης και επιβολής καθολικής κανονιστικής ισχύος μεθοδολογίας βάσει της λεγόμενης standard αντίληψης-προτύπου της επιστήμης, όπως διατυπώθηκε από τον λογικό θετικισμό, οδήγησε σε τάσεις άρδην απόρριψης και της ίδιας της ιδέας της μεθόδου και της μεθοδολογίας. Ενδεικτικός είναι και ο τίτλος του σχετικού έργου του P. Feyerabend (χ.χ.): Ενάντια στη Μέθοδο. Για μια Αναρχική Θεωρία της Γνώσης.

Στα πλαίσια αυτού του κειμένου, δεν μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς στη βιογραφία, στην πορεία των αναζητήσεων και των επιρροών του Paul K. Feyerabend (βλ. Feyerabend 1997). Αφετηριακό στοιχείο του έργου του είναι ο ποππεριανός κριτικός ρεαλισμός, τον οποίο εμπλουτίζει με ιδέες του ύστερου Wittgenstein, του αγγλοσαξονικού “επιστημονικού υλισμού” και του νεοπραγματισμού, καθώς και με στοιχεία των περί “αντικουλτούρας” ιδεών, ανάμεικτων με τον απόηχο μαρξιστικών αντιλήψεων.

Είναι γεγονός ότι το φάσμα των ενδιαφερόντων του είναι ευρύ: από τη θεατρολογία έως την μεθοδολογία της κβαντικής μηχανικής. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τη κριτική που άσκησε στο λογικό θετικισμό και αργότερα, στον κριτικό ορθολογισμό. Θεατρικά ρητορικός και αφοριστικός, χειμαρρώδης και προκλητικός, κινούμενος στο μεταίχμιο επιμέρους οξυδερκών επισημάνσεων, πάντοτε υπό το πρίσμα του εντυπωσιασμού του κοινού, άσκησε και ασκεί μια γοητεία, σε κύκλους μιας παρόμοιων διαθέσεων διανόησης, και γενικότερα σε ανθρώπους που αναζητούν σε φραστικά πυροτεχνήματα ανέξοδη υπεραναπλήρωση της πλήξης και της ανίας του κομφορμισμού που χαρακτηρίζει την διανοητική καθημερινότητά τους.

Σε αντιδιαστολή με το εικοτολογικό-απαγωγικό αλλά και με το αφελές συσσωρευτικό μοντέλο αύξησης της επιστημονικής γνώσης, προωθεί τη θέση του “θεωρητικού ρεαλισμού”. Βάσει του τελευταίου, δεν υφίστανται “καθαρά γεγονότα”, εφ' όσον δεν υπάρχει ουδέτερη παρατηρησιακή γλώσσα. Η ίδια η αποδοχή ορισμένης θεωρίας καθορίζει τον τρόπο πρόσληψης των φαινομένων, δεδομένου ότι η εμπειρία είναι πάντοτε έμφορτη θεωρίας. Η αύξηση της γνώσης επέρχεται, κατά τον Feyerabend, ως αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού θεωριών, οι οποίες είναι ασύμμετρες (δεν συνδέονται απαγωγικά, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους και έννοιες). Ως εκ τούτου, προτάσσοντας “ανθρωπιστικά” κίνητρα, προτείνει μια θέση κατίσχυσης της θεωρητικής και μεθοδολογικής πολυαρχίας (πλουραλισμού), βάσει της οποίας δεν υφίσταται ένας και μοναδικός τύπος γνώσης και μεθοδολογίας, αλλά πληθώρα ισόνομων τύπων, γεγονός που είναι καθ' όλα θεμιτό, διότι αντιτίθεται στο δογματισμό, συνεισφέρει στην αύξηση της γνώσης και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο ίδιος θεωρεί τις περιόδους διαπάλης μεταξύ εναλλακτικών θεωριών και μεθοδολογιών ως τις πλέον γόνιμες. Από που εκπορεύεται η πληθώρα εναλλακτικών θεωριών και μεθοδολογιών; Ο Feyerabend παραπέμπει στην πληθώρα κοσμοθεωρητικών και κοινωνικών στάσεων που υιοθετούν οι

Page 88: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

88

επιστήμονες, καθ' ότι η γνώση δεν φέρει μόνο θεωρητικό αλλά και ιδεολογικό φορτίο. Εδώ ο Feyerabend προσφεύγει σε μιαν ιδιότυπη “κοινωνική” ερμηνεία της γνώσης, βάσει της οποίας δεν υφίσταται, δεν τίθεται καν ζήτημα αλήθειας και αντικειμενικότητας της γνώσης. Η ερμηνεία αυτή, σχετικοποιεί παντελώς τα κριτήρια ορθολογικότητας της γνώσης και της δραστήριότητας.

Ο Feyerabend αποκαλεί το όλο εγχείρημά του “Αναρχική επιστημολογία”, προβάλλοντας αξιώσεις ριζοσπαστικής κριτικής του συνόλου της φιλοσοφίας της επιστήμης, αλλά και της θέσης και του ρόλου της επιστήμης στην κοινωνία. Αρνείται την δυνατότητα επίτευξης γενικευμένης, καθολικής εμβέλειας μεθόδου προσπορισμού γνώσης, εφ' όσον θεωρεί πως κάθε αύξηση της γνώσης προϋποθέτει απόρριψη των παλαιών μεθόδων. Η συνέχεια της μεθόδου εκλαμβάνεται ως μη συμβατή με την δημιουργική νόηση. Προτάσσει λοιπόν ως ύψιστη καθοδηγητική αρχή το “όλα επιτρέπονται”(Feyerabend, χ.χ., 54-59). Έτσι, η επιστήμη προβάλλει ως “μια πνευματική περιπέτεια που δεν έχει όρια και δεν αναγνωρίζει κανόνες, ούτε καν τους κανόνες της λογικής” (παρατίθεται: ό.π., 22). Τι απομένει σε μιαν επιστημολογία και μεθοδολογία που δεν αποδέχεται κανόνες, λογική και μέθοδο; “Αυτό που απομένει είναι θέμα αισθητικής, προσωπικού γούστου, μεταφυσικών προκαταλήψεων, θρησκευτικών επιθυμιών, με λίγα λόγια, αυτό που απομένει είναι οι υποκειμενικές μας επιθυμίες”! (ό.π.).

Ο Feyerabend επιχειρεί με τον “αναρχισμό” του να εισαγάγει ανθρωπιστικά και οικολογικά στοιχεία στη θεωρία της γνώσης, ορμώμενος από μιαν ιδιότυπη κοινωνικοφιλοσοφική και ουτοπική αντίληψη. Επιδιώκει την επίτευξη μιας “ελεύθερης κοινωνίας”, όπου όλες οι παραδόσεις έχουν ίσα δικαιώματα και πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας. Ο “αναρχικος” μας προβάλλει ως εγγυητική αρχή αυτής της ουτοπικής “ελεύθερης κοινωνίας” του την δικαιική “υπερασπιστική δομή” και κάποια εκδοχή εξιδανικευμένων αστικο-δημοκρατικών πρακτικών “πρωτοβουλιών των πολιτών”! Επιτίθεται σφόδρα εναντίον οιασδήποτε μορφής προνομιακής θέσης της επιστήμης στην κοινωνία και στο κράτος. Ερωτοτροπεί και με τη μαοϊκή πολιτιστική επανάσταση ως “λαϊκή κινητοποίηση κατά της επιστήμης” (Feyerabend, χ.χ., 368), ως παράδειγμα για να “απελευθερώσουμε την κοινωνία από το αποπνικτικό αγκάλιασμα μιας ιδεολογικά απολιθωμένης επιστήμης, όπως ακριβώς οι πρόγονοί μας μας απελευθέρωσαν από το αποπνικτικό αγκάλιασμα Μιας και Μόνης Αληθινής Πίστης” (ό.π.). Θεωρεί την επιστήμη απλώς ως ιδεολογία της επιστημονικής ελίτ και απαιτεί να της αφαιρεθεί ο κεντρικός ρόλος που κατέχει στην κοινωνία, καθ' ότι, κατά Feyerabend, δεν διαφέρει σε τίποτε από την θρησκεία, το μύθο και τη μαγεία. Εδώ ο μεταθετικισμός απογειώνεται! Από την πληθυσμοκεντρική αντίληψη του εν πολλοίς ψυχολογικού αλληλοπροσδιορισμού “παραδείγματος” και “επιστημονικής κοινότητας” του Kuhn, (όπου έχουμε ένα μοντέλο ανορθολογικά εναλλασσόμενων ορθολογικών προτύπων), περνά στον ανορθολογισμό της πολιτισμικής σχετικοκρατίας-πολυαρχίας: κάθε κοινότητα, με όποιο κριτήριο κι αν ορίζεται (κοινωνικό, ηλικιακό, πολιτισμικό, θρησκευτικό, κ.ο.κ.), αρθρώνει το δικό της λόγο, ο οποίος είναι ισοδύναμος και ισόνομος με το λόγο της επιστήμης! Έτσι, κατά τον Feyerabend, ο λόγος που αρθρώνεται στην επιστήμη, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει υπέρτερη θέση έναντι του λόγου κάποιου σαμάνου, της όποιας χαρτορίχτρας, κ.ο.κ.

Φυσικά, η ριζοσπαστικοφανής κριτική διάθεση του Feyerabend έχει αντικειμενική βάση. Όλες οι αρχές και εξουσίες, ιδιαίτερα από τότε που (επί κεφαλαιοκρατίας, μετά τη

Page 89: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

89

βιομηχανική επανάσταση) η επιστήμη έγινε άμεση παραγωγική δύναμη, επιδιώκουν να υπαγάγουν την επιστήμη και τους επιστήμονες στα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα. Κατά τη δεκαετία του 1970-1980, όταν ο Feyerabend ανέπτυξε το “σύστημά” του, κυριαρχούσε στον κεφαλαιοκρατικό κόσμο η κρατική μονοπωλιακή ρύθμιση της ερευνητικής δραστηριότητας. Μέσω της τελευταίας γινόταν κατ' εξοχήν η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο. Από τότε εδραιώθηκε μια σύμφυση (θεσμική και εξωθεσμική) επιστημονικών και κρατικών-διοικητικών θεσμών, με σειρά επιστημόνων σε ποικίλους βαθμούς και επίπεδα ενσωματωμένων και διαπλεκόμενων με τους τελευταίους. Έκτοτε επήλθαν σημαντικές αλλαγές ως προς την τεχνολογία και οργάνωση της παραγωγής, αλλά και ως προς τους τρόπους και τα μέσα αμεσότερης υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο (σύμφυση ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, θεσμοποίηση του “επιχειρηματικού πανεπιστημίου” και αγοραίων κριτηρίων στην έρευνα, κ.ο.κ.). Οι εκάστοτε κρατούντες, επιδιώκουν τη συστράτευση των επιστημόνων με τις επιλογές τους (μέσω εξαγορών, προσεταιρισμού, καταστολής, διώξεων, υποσχέσεων σταδιοδρομίας και αποδοχών, καλλιέργειας ελιτίστικης νοοτροπίας, αρχομανίας, κ.ο.κ.). Προβάλλουν μάλιστα τις επιλογές τους ως μονόδρομο, που εκπορεύεται από την καθολική επιτελική τους οπτική, καθαγιασμένη με το κύρος της επιστήμης. Πάντοτε βρίσκονται πρόθυμοι επιστήμονες για να χειροκροτήσουν, να καθαγιάσουν με το κύρος της επιστήμης το όποιο κυβερνητικό έργο, άλλα και να στελεχώσουν τους διοικητικούς μηχανισμούς και τα αξιώματα του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα. Οι περισσότεροι είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν αυτό για λόγους επιβίωσης. Ωστόσο, ο κάθε σοβαρός επιστήμονας, αλλά και ο κάθε εχέφρων πολίτης, είναι τελικά εις θέση να διαχωρίζει τη λογική της πραγματικά ελεύθερης έρευνας από την επιλεκτική χρήση-επίκληση θέσεων και ανθρώπων της επιστήμης για την επιβολή ως ψευδικαθολικών επιλογών που εδράζονται σε κριτήρια κατ' εξοχήν ιδιοτελή και μονομερή. Ήταν αρκετό π.χ. το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 για να καταρρεύσουν τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα των “νεοκλασικών οικονομικών” και του νεοσυντηριτισμού, που επιβάλλονταν ως “η μόνη επιστημονικώς ορθή πολιτική”.

Ωστόσο, αυτή η επί μακρόν χρήση-επίκληση της επιστήμης, σε ορισμένους κύκλους της μικροαστικών διαθέσεων διανόησης, τροφοδοτεί και ενισχύει σειρά αντιεπιστημονικών και τεχνοφοβικών τάσεων, στον αντίποδα του “επιστημονισμού” και των κυρίαρχων τεχνοκρατικών ιδεολογημάτων. Χαρακτηριστικό αυτών των τάσεων είναι το γεγονός ότι -έστω και καθυστερημένα- εντόπισαν μεν ότι “η επιστήμη και η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερες”, όπως τους έλεγαν οι φορείς της άρχουσας τάξης, αλλά (δεδομένης της θεωρητικής και μεθοδολογικής αδυναμίας τους να αναδείξουν θετικά τη θέση και το ρόλο της επιστήμης και της τεχνολογίας στην κοινωνία, ως καθολικής δημιουργικής δύναμης της ανθρωπότητας, με ρίζες πολύ βαθύτερες από το στενό ορίζοντα της κεφαλαιοκρατικής της χρήσης και με αστείρευτο δυναμικό προοπτικών χειραφέτησης και ενοποίησης της ανθρωπότητας) αγκυλώθηκαν σε αυτόν τον αρνητικό ετεροπροσδιορισμό του “μη ουδέτερου χαρακτήρα της επιστήμης και της τεχνολογίας”... Έτσι, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στην ιστορία των ιδεών, η κατ' αρχήν ριζοσπαστικών διαθέσεων κριτική ανάδειξη του “μη ουδέτερου χαρακτήρα...”, κατέληξε σε ταύτιση συλλήβδην της επιστήμης (κάθε επιστήμης) με τις επιλογές και τη βούληση της άρχουσας τάξης... Κάποιοι, μαζί με το σαπουνόνερο είναι έτοιμοι να πετάξουν και το βρέφος απ' τη σκάφη.

Page 90: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

90

Τι απέμενε λοιπόν για την “αναρχική” μετεξέλιξη του μεταθετικισμού; Η σχετικοποίηση όχι μόνο της επιστήμης, αλλά και κάθε ιδέας και πρακτικής μέσω της ιδιότυπης πολιτισμικής σχετικοκρατίας-πολυαρχίας. Η απόσταση αυτής της μετάλλαξης από το επιφανειακά αυστηρό και εξεζητημένο ποππεριανό μοντέλο της αύξησης της γνώσης, δεν ήταν και τόσο μεγάλη ή ανυπέρβλητη. Από το “δεν ξέρουμε τίποτε, δηλαδή δεν μπορούμε ποτέ να αιτιολογήσουμε τις θεωρίες μας ορθολογικά” του συντηρητικού Popper που προαναφέραμε (Popper, 1993, 516), μέχρι τον αντιεπιστημονικό ανορθολογισμό του θορυβώδους “αναρχικού” Feyerabend, το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα μικρό βήμα επί των ίδιων αφετηριακών αρχών. Ο μεν Popper απέρριπτε μετά βδελυγμίας το μαρξισμό και τας παραφυάδας αυτού, ο δε Feyerabend, επικαλείτο επιφανειακά και εργαλειακά θέσεις του με γελοιογραφικό τρόπο, για να εδραιώσει τον “αναρχισμό” του: η ορθολογική αρχή του μαρξισμού περί διαλεκτικής ανάπτυξης δια των αντιφάσεων, ανάγεται στον ανορθολογισμό της πολιτισμικής του σχετικοκρατίας-πολυαρχίας, ενώ οι αντιλήψεις περί ταξικής πάλης και ιδεολογίας, καταλήγουν σε θεωρητική και πρακτική ακύρωση κάθε πάλης για αληθή γνώση και χειραφέτηση με προοπτική.

Η “ανθρωπιστική” και “οικολογική” κριτική του κρατικομονοπωλιακού τρόπου χρήσης της επιστήμης, χωρίς διαλεκτική μεθοδολογία, μετεξελίσσεται σε ανούσιο και ανέξοδο ψευδοριζοσπαστικό αντιεπιστημονισμό, που χαρίζει πρακτικά την επιστήμη και την τεχνολογία στην άρχουσα τάξη μαζί με κάθε ορθολογισμό και κάθε προοπτική διεξόδου. Ταυτοχρόνως, σε αυτή τη βάση, ευνουχίζει κάθε εγχείρημα διαλεκτικής διακρίβωσης της θέσης και του ρόλου της επιστήμης ως καθολικής δημιουργικής δύναμης της ανθρωπότητας στο όλο της κοινωνίας, της αντιφατικότητας και της καταστροφικής μονομέρειας της χρήσης της επιστήμης από το κεφάλαιο και έτσι, ακυρώνει τη δυνατότητα ουσιαστικής θεωρητικής διάγνωσης και πρακτικής διεξόδου της ανθρωπότητας σε άλλου τύπου συγκρότηση και ανάπτυξη. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο ψευδοριζοσπαστισμός αυτού του τύπου λειτουργεί απολογητικά για το σύστημα το οποίο υποτίθεται ότι απορρίπτει. Μήπως τελικά είχε δίκιο ο J. Krige, ένας από τους επικριτές του Feyerabend, λέγοντας πως η αρχή “anything goes” σημαίνει στην πράξη “everything stays” (παρατίθεται στο Feyerabend, χ.χ., 23);

Δυστυχώς, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η απόρριψη της αλήθειας, του ορθολογισμού και της νομοτελούς διαλεκτικής (μέσω αντιφάσεων, κ.ο.κ.) ανάπτυξης της επιστήμης και της κοινωνίας, σε εγχειρήματα όπως αυτό του Feyerabend, άνοιξε το δρόμο και για πρακτικές άκρως μονομερείς και καταστροφικές στην επιστήμη, στην τεχνολογία, και στις επιπτώσεις των τελευταίων στην κοινωνία. Εφ' όσον η όποια τροπή της έρευνας και των εφαρμογών της είναι θέμα καθαρά της υποκειμενικής βούλησης, αν όχι της κατασκευαστικής αυθαιρεσίας οιουδήποτε επιβληθεί, εκ των πραγμάτων νομιμοποιείται κάθε επιβολή και θεσμοθέτηση εξωεπιστημονικών και αντιεπιστημονικών κατευθύνσεων στην επιστήμη και στην παιδεία. Άραγε, τι θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος, και εν ονόματι ποίου ορθού λόγου, εφ' όσον “όλα επιτρέπονται”; Δεν έχει εκδηλωθεί άραγε αυτού του τύπου η “ριζοσπαστική” “νομιμοποίηση” στον “διάλογο” που επικαλούνται οι κρατούντες για να επιβάλλουν την περαιτέρω υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στις άμεσες σκοπιμότητες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου;

Οι ιδέες αυτές συνάντησαν και άλλα ρεύματα με τα οποία “αλληλοεμπλουτίσθηκαν”:

Page 91: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

91

τον αντιεπιστημονισμό-αντιορθολογισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης (η οποία πρακτικά κινείται στο πλαίσιο της βεμπεριανής συνάρτησης ορθολογισμού-γραφειοκρατίας), διαφόρων ρευμάτων τεχνοφοβίας του υπαρξισμού, του περσοναλισμού, με την αλτουσεριανή αναγωγή επιστήμης, εκπαίδευσης, κ.ο.κ. στους “ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους”, κ.ά. Ρίζωσαν σε πολλές τάσεις των οικολόγων και των νεομαρξιστών και τροφοδότησαν τη “μεταμοντέρνα κατάσταση”, όπου η επιβολή αυθαίρετων κριτηρίων στην έρευνα, η υποκατάσταση της επιστημονικής επιχειρηματολογίας από αγοραία δημαγωγία και ρητορική του εντυπωσιασμού και από την επιδεξιότητα του προγραμματοθύρα-διαδρομιστή τείνουν να γίνουν ενδημικά φαινόμενα28

. Εδώ διατηρούν την επικαιρότητά τους οι διαπιστώσεις του Hegel για αντίστοιχα φαινόμενα της εποχής του: “Αυτό που προ αμνημονεύτων ετών θεωρείτο το πλέον εξευτελιστικό και αναξιοπρεπές, -η απόρριψη της διάγνωσης της αλήθειας- αναγορεύεται στην εποχή μας σε ύψιστο θρίαμβο του πνεύματος” (Hegel, 1978, 371).

5.7.Από την Κοινωνιολογία της Γνώσης και της Επιστήμης στον Αγοραίο Κοινωνιολογισμό. Από την αναγωγή της γνώσης σε αγοραία πληροφορία στη «Μεταμοντέρνα» Διάλυση του Ορθού Λόγου και της Μεθοδολογίας

Η ανάπτυξη της γνώσης δεν επιτυγχάνεται μέσω της αδιέξοδης αντιπαράθεσης προσεγγίσεων που επικεντρώνουν και απολυτοποιούν την αναφορά τους σε «εσωτερικούς» (που αφορούν την ενδογενή λογική συγκρότηση και ανάγονται τελικά σε τυπικο-λογικούς) είτε σε «εξωτερικούς» (εξωγενείς πολιτισμικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς, κ.ο.κ.) παράγοντες της έρευνας, αλλά μέσω της διάγνωσης της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των προαναφερθεισών δυναμικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας, διότι σε κάθε φάση της τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής χαρακτηρίζεται από μια διττή αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός μεν έχει μια κριτική στάση προς το γνωστικό αντικείμενο (ώστε αυτό να μη συνιστά ανυπέρβλητο και αμετάβλητο «είναι ως έχει» αλλά να καταστεί «είναι δι ημάς» μέσω της νοητικής προσοικείωσής του), αφ’ ετέρου δε, μια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή) κεκτημένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που χαρακτηρίζουν την επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, και ως θεσμό (με υλικά και ιδεατά μέσα, ιεραρχία και οργάνωση).

Στο πλαίσιο της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας αναδεικνύεται η σημασία της ιστορικής διερεύνησης της επιστημονικής γνώσης σε διαλεκτική συσχέτιση της εσωτερικής λογικής της επιστημονικής έρευνας με την εξέταση της επιστήμης εντός της εκάστοτε κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Αυτό απαιτεί την ανάδειξη της διαμεσολαβημένης σχέσης της εκάστοτε γνωστικής διαδικασίας με τις ανάγκες της κοινωνίας και της πρακτικής και των τρόπων με τους οποίους αυτές αλληλεπιδρούν.

Στην αντίθετη περίπτωση έχουμε απολυτοποίηση της αφαίρεσης της γνωστικής σχέσης και του γνωστικού υποκειμένου, η οποία εύκολα οδηγεί στη δαιμονοποίηση της επιστήμης, ως εκ προοιμίου αλλότριας στον άνθρωπο εχθρικής δύναμης (όπως συμβαίνει π.χ. στην κριτική που ασκείται στην επιστήμη απ’ τη σχολή της Φρανκφούρτης).

28 Έχω γίνει μάρτυρας “διαλόγων”, όπου η όποια κριτική περί των κατευθύνσεων, των όρων και των ορίων της έρευνας, κατακεραυνώνεται από πανεπιστημιακούς εργολάβους-εργοδότες (κραυγαλέα διαπλεκόμενους με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα ιμπεριαλιστικών χωρών, οι οποίοι επαίρονται για αυτή τη διαπλοκή τους και την ανταμοιβή τους, ως αξιολόγηση του “επαγγελματισμού” τους, και επιθυμούν να επιβάλλουν παρόμοια αξιολόγηση σε όλους), ως “καταπάτηση της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας και του ασύλου”!...

Page 92: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

92

Ο κοινωνιολογισμός στην ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης συνδέεται με το ρεύμα του «εξτερναλισμού», το οποίο (σε αντιδιαστολή με τον «ιντερναλισμό») απολυτοποιεί τον ρόλο των εξωεπιστημονικών (των κοινωνικών, των πολιτισμικών, των εξουσιαστικών, των συμβολικών κατασκευών κ.ο.κ.) παραγόντων, απορρίπτοντας την ύπαρξη εσωτερικής λογικής της επιστήμης. Στον αντίποδα του θετικιστικού μεθοδολογισμού εγείρεται ο αγοραίος κοινωνιολογισμός, ο οποίος αγνοεί παντελώς την ύπαρξη εσωτερικής λογικής και νομοτέλειας στην ανάπτυξη της επιστήμης. Η ύπαρξη διαφόρων εκδοχών του αγοραίου κοινωνιολογισμού, ουδόλως μειώνει την σημασία της επιστημονικής κοινωνιολογίας της γνώσης και της επιστήμης, ως τομέα της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας που μελετά τις κοινωνικές πτυχές και τους κοινωνικούς παράγοντες που συντελούν στην παραγωγή, συστηματοποίηση, αναπαραγωγή, διάδοση και χρησιμοποίηση διαφόρων τύπων γνώσης από άτομα, κοινωνικές ομάδες και θεσμοθετημένες μορφές λειτουργίας και ανάπτυξης των γνωστικών διαδικασιών.

Οι απαρχές των εν λόγω αναζητήσεων πρέπει να αναζητηθούν στις περί ειδώλων απόψεις του F. Bacon (βλ. Woolhouse, 2000, 29-34) και στην έννοια «ιδεολογία» του Destutt de Tracy. Ωστόσο, ιδιαίτερη ήταν η συμβολή σ’ αυτό τον τομέα του μαρξισμού, ο οποίος αποκάλυψε τον κοινωνικό και ιστορικό προσδιορισμό της συνείδησης και της γνώσης, τους κοινωνικούς και ταξικούς όρους δημιουργικής προώθησης της αντικειμενικής-αληθούς γνώσης, αλλά και τις ιδεολογικές φενάκες που ενισχύουν και επαυξάνουν τις νομοτελώς ανακύπτουσες πλάνες της γνωστικής διαδικασίας, τις ταξικές ρίζες της ιδεολογίας, τον ρόλο διαφόρων δοξασιών, νοοτροπιών, προδιαθέσεων, στερεοτύπων, κ.λπ. Η μαρξική προσέγγιση (ιδιαίτερα μέσω της διερεύνησης του συνδυασμού εσωτερικών και εξωτερικών νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη συγκεκριμένων γνωστικών διαδικασιών, π.χ. της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας) απορρίπτει τον αγοραίο κοινωνικο-οικονομικό (ταξικό) αναγωγισμό, αλλά και τις σχετικοκρατικές, «κατασκευαστικές», ιδεοκρατικού και ανορθολογικού χαρακτήρα, θεωρήσεις της γνώσης.

Η μετέπειτα μη μαρξιστική κοινωνιολογία εστίαζε την προσοχή της σε διάφορες πτυχές και παραμέτρους της εν λόγω προβληματικής. Χαρακτηριστικές είναι οι τάσεις αποϊδεολογικοποίησης και ιδεολογικοποίησης της επιστήμης που κινούνται στο πλαίσιο μιας μεταφυσικά διαζευκτικής συσχέτισης μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (Popper, Althusser, κ.ά.)29

Οι σημερινές «μεταμοντέρνες» εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης των παρασιτούντων παρά την επιστήμη επιγόνων, με την «αποδόμηση» και τη διάλυση των πάντων στη «διακειμενικότητα», οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα, εκφάνσεις μιας θορυβώδους ψευδοεπιστήμης. Όπως έγραφε ο Ενγκελς το 1878: “Ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η «ελευθερία της επιστήμης» εννοείται ακριβώς ως δικαίωμα του ανθρώπου να γράφει ιδιαίτερα για αυτό που δεν μελέτησε ποτέ και να το παρουσιάζει αυτό ως τη μοναδική, αυστηρά επιστημονική μέθοδο…” (Engels, 1997, 24). Τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα προνομιακά στο περιβάλλον μιας “θορυβώδους ψευδοεπιστήμης” που είναι ικανή να “πνίγει το κάθε τι μέσα στην ηχηρή εξαίσια ανοησία... στην καθηγητική έδρα και στο βήμα” (Engels, ό.π.).

.

29 Για τα αδιέξοδα της μεταφυσικής αντιδιαστολής επιστήμης – ιδεολογίας, βλ. Μπιτσάκη, 2005, 131-139.

Page 93: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

93

Με τη ραγδαία εισαγωγή της πληροφορικής σε όλα τα πεδία της δραστηριότητας η «γλωσσική στροφή» γίνεται «πληροφορική στροφή». Η πληροφορία αρχίζει να εξετάζεται ως αυταξία, ανεξαρτήτως της εφαρμοσιμότητάς της στην παραγωγική διαδικασία και του περιεχομένου της. Στο βαθμό που ενισχύεται αυτή η τάση, η πληροφορία όλο και πιο πολύ αποκόπτεται από την γνωστική-περιεκτική της διάσταση, ανεξαρτοποιείται από την πραγματική νοηματοδότησή της. Η «μεταμοντέρνα» αντίληψη περί γλώσσας, ως αυτόνομου από κάθε νόημα παιγνίου λέξεων, συνάδει με την εν λόγω τάση, όπως αυτή βιώνεται εν πολλοίς στους κύκλους των κατ’ επάγγελμα ασχολούμενων με αυτήν. Ως εκ τούτου, η προσοχή τείνει να επικεντρώνεται στην τεχνολογία κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης της πληροφορίας, στην αύξηση του όγκου της και κυρίως, στην ανάπτυξη μιας ιδιότυπης επικοινωνίας, που ανάγεται στην διοίκηση (management) των ροών πληροφορίας, γεγονός που συνεπιφέρει τον βαθμιαίο εκτοπισμό του ζητήματος του περιεχομένου και του νοήματος αυτής της πληροφορίας. Σε αντιδιαστολή με την (δυνητικά κοσμοθεωρητικής εμβέλειας) καθολική γενίκευση της εμπειρικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει κατά παράδοση την βασική έρευνα, η σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα ανάγεται σε τεχνολογία παραγωγής γεγονότων και δεδομένων, ο αναστοχασμός επί των οποίων (ιδιαίτερα αν είναι κοσμοθεωρητικού-φιλοσοφικού χαρακτήρα) τίθεται πλέον εκτός του πλαισίου της επιστημονικής δραστηριότητας. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας ριζικής αλλαγής υποδείγματος, με «μεθοδολογικές» αξιώσεις. Εάν για την κλασική επιστήμη η θεωρία ήταν αναβαθμός της γνωστικής διαδικασίας, σύστημα προσέγγισης και διάγνωσης των νόμων που διέπουν το επιστητό, η «μεταμοντέρνα» κατάσταση της επιστήμης τείνει να ορίζει την επιστημονική αλήθεια συμβασιοκρατικά, ως σύμβαση (εν πολλοίς μηχανικά επικυρούμενη δια της επίκλησης τελετουργικών επιστημομετρικών διαπιστευτηρίων) της επιστημονικής κοινότητας.

Η προεργασία αυτής της διαδικασίας σε επίπεδο μεθοδολογίας και φιλοσοφίας της επιστήμης έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την έκπτωση της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, από τον εξοβελισμό της κοσμοθεωρητικής προβληματικής ως «μεταφυσικής», από την γενικότερη υποβάθμιση του κύρους της θεωρίας και τη λατρεία των «αντικειμενικών γεγονότων» και των «δεδομένων» στο πλαίσιο του θετικισμού. Η μετεξέλιξη του τελευταίου από την αναλυτική της παράστασης στην αναλυτική της γλώσσας, η πορεία του μεταθετικισμού προς τον ανορθολογισμό, μαζί με την έκπτωση του δομισμού στον μεταδομισμό, άνοιξαν το δρόμο στη «μεταμοντέρνα» αποδόμηση και στην διάλυση των πάντων στην «διακειμενικότητα», υπό το πρίσμα της οποίας εξοβελίζεται πλέον και το ίδιο το «αντικειμενικό γεγονός».

Και η ίδια η επιστημονική δραστηριότητα ενός εκάστου των εμπλεκομένων σε αυτήν υποκειμένων, τείνει να προβάλλει ως τυπικό αυτοαναφορικό σημείο. Πράγματι, εάν η αλήθεια προσδιορίζεται συμβασιοκρατικά, τότε εκπίπτει η ανάγκη συγκροτημένης μεθοδολογικής θεμελίωσης, μιας και το ίδιο το επιστημονικό γεγονός ορίζεται κατά τα ειωθότα, εντός της συναινετικά δικτυωμένης επιστημονικής κοινότητας, βάσει των εκάστοτε παραδεδεγμένων κανόνων ενδοεπικοινωνίας του σχετικού δικτύου. Συνεπώς, και η επιστημονική δημοσίευση, τείνει να εκλαμβάνεται μάλλον ως σημείο, δηλωτικό της δημοτικότητας (ή και της συγκυριακής αγοραίας ζήτησης) στο πλαίσιο των συμβατικών κανόνων αυτοαναφορικών δικτύων, χωρίς την αξίωση της όποιας συσχέτισης με κάποια εκτός του ως άνω πεδίου επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης κείμενη πραγματικότητα (βλ. Stroev). Η θεσμική

Page 94: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

94

επιβολή, εδραίωση, διεύρυνση και αναπαραγωγή αυτών των τάσεων, ως συστατικών στοιχείων της περαιτέρω υπαγωγής της επιστήμης και του συνόλου της πνευματικής παραγωγής στο κεφάλαιο, συνδέεται με τις αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση (διαδικασία της διακήρυξης της Μπολόνια) και στην έρευνα (βλ. Πατέλης, 2008α).

Η επιστημονική δραστηριότητα απομακρύνεται από τη συνεπή και συστηματική επιδίωξη της νοητικής ανασύστασης του γνωστικού αντικειμένου. Οι «ερευνητές» αναλίσκονται συχνά σε επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις παραστάσεων, σε αποσπασματικές περιγραφές, σε διαχείριση του λόγου (του κειμένου), σε συνειρμικές (ή και ασυνάρτητες) αναφορές και «θεματοποιήσεις», σε «πλαισιώσεις» και «αναπλαισιώσεις» κατά το δοκούν, κ.ο.κ. εντός ενός τελετουργικά προσδιορισμένου πλαισίου βερμπαλισμών και λεξιλαγνείας. Η εκρηκτικών διαστάσεων «πληροφορική βόμβα» (Varilio, 2000) στο χώρο της επιστήμης, συνδέεται άμεσα με αυτόν τον φαύλο βρόγχο θετικής ανάδρασης, σύμπτωμα του οποίου είναι η όλο και διευρυνόμενη αναπαραγωγή της τιποτολογίας. Η τάση αυτή (αν δεν αναστραφεί) μας δίνει την εικόνα μιας επιστημονικής κοινότητας, η οποία δεν θα εδράζεται στην πραγματική διερεύνηση των νόμων του αντικειμενικού κόσμου, ούτε και σε κάποιον εμπράγματο καταμερισμό εργασίας. Στην καλλίτερη περίπτωση, θα λειτουργεί ως επικοινωνιακή κοινότητα με σύστημα αναφοράς ορισμένους πληροφοριακούς διαύλους επικοινωνίας.

Μεθοδολογική αφετηρία αυτής της έκπτωσης είναι η αδυναμία υπέρβασης της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας και η συνακόλουθη παραδοχή μίας και μοναδικής λογικής: της τυπικής. Στα πλαίσια αυτά είναι ανέφικτη η ορθολογική μεθοδολογική εξήγηση των νομοτελειών της ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης. Οι φορείς αυτής της μεθοδολογικής αγκύλωσης, αδυνατούν να συλλάβουν άλλη σύνθεση, πέραν αυτής που προέρχεται από θυμικές, φαντασιακές, κ.ο.κ. διεργασίες, οι οποίες ανάγονται εύκολα σε ανορθολογικές αυθαιρεσίες. Εξ ου και η μεταφυσικές που εδράζονται στη φετιχοποίηση της τυπικής λογικής και του φορμαλιστικού ορθολογισμού της διάνοιας. Οι περιορισμοί και τα αδιέξοδα του τελευταίου αναζητούν εύκολα ως alter ego αυτής της “ψυχρής” ορθολογικότητας τον “θερμό” ανορθολογισμό του βιώματος και της κατασκευαστικής αυθαιρεσίας. Έτσι εξηγείται η σχετικά εύκολη στροφή ορισμένων κύκλων της πανεπιστημιακής διανόησης: από τη φετιχοποίηση εκδοχών της τυπικής λογικής και της αυστηρότητας των φορμαλισμών της στην “αναρχία” της συστηματικής αντισυστημικότας του μεταμοντέρνου.

Ωστόσο, η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία αίρει τους ως άνω περιορισμούς και δρομολογεί σε γερά ορθολογικά θεμέλια μια ριζικά διαφορετική επιστημολογία.

6. Ποιοτικές και Ποσοτικές Προσεγγίσεις στις Επιστήμες

6.1. Ποιόν, Ποσόν και Μέτρο: Ο Νόμος της Μετάπτωσης των Ποσοτικών Αλλαγών σε Ποιοτικές

Για να διευκρινίσουμε την θέση και τον ρόλο των ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων

στις κοινωνικές επιστήμες, οφείλουμε να αναφερθούμε στις φιλοσοφικές κατηγορίες ποιότητα (ή ποιόν) και ποσότητα (ή ποσόν). Οι κατηγορίες αυτές, επισημαίνουν σημαντικές πλευρές της αντικειμενικής πραγματικότητας (διαλεκτική προσέγγιση αυτών

Page 95: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

95

των κατηγοριών βλ. σε Hegel, 1991, παρ. 84-111: 201-248, Vazjulin, 2002, 2005: 43-187 και Βαζιούλιν, 2004: 86-89, 101-129). Ο κόσμος δεν συνιστά μια παγιωμένη κατάσταση έτοιμων, δεδομένων πραγμάτων, αλλά συγκροτεί ένα σύνολο διαδικασιών στις οποίες τα πράγματα (τα αντικείμενα) διαρκώς εμφανίζονται, μεταβάλλονται και καταστρέφονται. Αυτό όμως δεν σημαίνει επ’ ουδενί λόγω ότι τα πράγματα στερούνται ορισμένης μορφής ύπαρξης, ότι είναι απόλυτα ασταθή και μη διακριτά μεταξύ τους (όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες της σχετικοκρατίας). Παρά τις όποιες μεταβολές του μέχρις ορισμένου σημείου, το κάθε πράγμα παραμένει το αυτό, και όχι άλλο, ποιοτικά προσδιορισμένο αντικείμενο.

Ποιοτικός προσδιορισμός των αντικειμένων και των φαινομένων είναι εκείνο που τα καθιστά σταθερά, που τα οριοθετεί και δημιουργεί την απέραντη ποικιλομορφία του κόσμου. Ποιόν είναι ο ουσιώδης προσδιορισμός ορισμένου αντικειμένου (πράγματος) χάριν του οποίου αυτό είναι το δεδομένο, και όχι άλλο, αντικείμενο, και διαφέρει από άλλα αντικείμενα. Το ποιόν του αντικειμένου κατά κανόνα δεν ανάγεται σε ξεχωριστές ιδιότητές του (οι οποίες συνιστούν αντανάκλαση της ποιότητας του πράγματος στην ποιότητα άλλου ή άλλων πραγμάτων).

Το ποιόν συνδέεται με το αντικείμενο ως όλο (ολότητα), το περικλείει πλήρως και είναι αναπόσπαστο από αυτό, γεγονός που συνδέει την κατηγορία «ποιότητα» με το Είναι, με την ύπαρξη του αντικειμένου, αλλά και με την άμεσα αισθητηριακή-εμπειρική βαθμίδα της γνώσης περί του αντικειμένου.

Ένα αντικείμενο δεν μπορεί να παραμένει ένα και το αυτό έχοντας απολέσει το ποιόν του, εφ’ όσον έχει υποστεί ποιοτικές μεταλλάξεις. Δεδομένου ότι οι διάφορες ιδιότητες (είτε ομάδες ιδιοτήτων) ενός αντικειμένου εκδηλώνονται στις σχέσεις του με άλλα αντικείμενα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει πληθώρα ποιοτήτων σε κάθε αντικείμενο ή φαινόμενο.

Όλα τα αντικείμενα διαθέτουν (εκτός από τον ποιοτικό) και ποσοτικό προσδιορισμό: ορισμένο μέγεθος, αριθμό, έκταση, όγκο, ρυθμό εκτύλιξης των διαδικασιών, βαθμό ανάπτυξης των ιδιοτήτων τους, χωρο-χρονικές πτυχές κ.λπ. Ποσότητα (ποσόν) είναι ο προσδιορισμός εκείνος του πράγματος χάριν του οποίου αυτό μπορεί να διαιρεθεί (πραγματικά ή νοητά) σε ομοιογενή μέρη, που μπορούν με τη σειρά τους να ενοποιηθούν. Η ομοιογένεια (ομοιότητα, ομοιομορφία, ποιοτική ταυτότητα κ.λπ.) πραγμάτων είτε μερών είναι το απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα της ποσότητας και αναγκαίος όρος της συγκρισιμότητας, της αντιπαραβολής που χαρακτηρίζει την ποσοτική προσέγγιση. Οι διαφορές μεταξύ ανομοιογενών (ανόμοιων κ.λπ.) πραγμάτων είναι ποιοτικού χαρακτήρα (ως προς το ποιόν), ενώ οι διαφορές μεταξύ ομοιογενών πραγμάτων είναι ποσοτικού (ως προς το ποσόν).

Σε αντιδιαστολή με την ποιότητα, η ποσότητα δεν συνδέεται και τόσο στενά με το είναι του πράγματος. Οι ποσοτικές αλλαγές, οι αυξομειώσεις, δεν οδηγούν αμέσως σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη αλλαγή του αντικειμένου. Οι ποσοτικές αλλαγές προκαλούν ποιοτικές μόνον εφ’ όσον φτάσουν ένα ορισμένο για κάθε αντικείμενο όριο, ένα μέτρο.

Το μέτρο, εκφράζει το ανώτατο (ή κατώτατο) όριο (άκρο, τέρμα) μεταβολής των ποσοτικών προσδιορισμών -εκτατικών και εντατικών- στο πλαίσιο της εν λόγω ποιοτικής ιδιοτυπίας ενός πράγματος, οριοθετεί δηλαδή το σημείο μετάπτωσης των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές και αντιστρόφως. Με αυτή την έννοια ο ποσοτικός προσδιορισμός (σε

Page 96: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

96

αντιδιαστολή με τον ποιοτικό) χαρακτηρίζεται από μιαν εξωτερική σχέση προς την υφή, προς τη φύση των αντικειμένων. Γι’ αυτό και μπορεί κατά τη γνωστική διαδικασία να αποσπασθεί μέσω αφαίρεσης από το περιεχόμενο (από το ποιόν κ.λπ.) σαν να πρόκειται για αδιάφορη (γι’ αυτή τη διαδικασία) υπόθεση (όπως συμβαίνει π.χ. στα «καθαρά» μαθηματικά, σε αντιδιαστολή με τα εφαρμοσμένα). Η εξαιρετικά ευρείας κλίμακας χρήση των ποσοτικών μεθόδων και των μαθηματικών θεωριών σε διαφορετικούς ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους τομείς της φυσιογνωσίας, της τεχνικής και των κοινωνικών επιστημών, εξηγείται από το γεγονός ότι τα μαθηματικά εξετάζουν κατ’ εξοχήν ποσοτικές-μετρικές σχέσεις και συσχετίσεις. Κατ' αυτό τον τρόπο, συγκροτούνται οι διάφορες εκδοχές εφαρμοσμένων και υπολογιστικών μαθηματικών (της φυσικής, της χημείας, της βιολογίας, των οικονομικών, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, κ.ο.κ. Βλ. και: Λαμπίρη-Δημάκη, & Κελπερής, 1995) ως συνιστώσες των επιμέρους επιστημονικών ερευνητικών πεδίων. Η επιστημονική διάγνωση των ποσοτικών-μετρικών σχέσεων του κάθε επιμέρους αντικειμένου, είναι απαραίτητος όρος της γνώσης και του σκόπιμου πρακτικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας.

Ωστόσο, η γνώση δεν εξαντλείται με την ποσοτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός της γνώσης στην εξέταση της ποσότητας συνδέεται με την προσκόλληση της νόησης στην προδιαλεκτική βαθμίδα της (διάνοια), με μια μηχανιστική-φορμαλιστική κοσμοαντίληψη, με την μεταφυσική (όπως συμβαίνει π.χ. στον μηχανιστικό υλισμό, στον θετικισμό, κ.λπ.).

Η ποιότητα επ’ ουδενί λόγω δεν μπορεί να αναχθεί στην ποσότητα, παρά τις όποιες απόπειρες των μεταφυσικών. Μάλιστα οι μονομερείς απόπειρες βαθμολογικής αξιολόγησης ποικιλόμορφων στην ιδιοτυπία τους προσωπικοτήτων, μόνον ως μέσα συμβατικού (και εν πολλοίς χειραγωγικού-πειθαναγκαστικού) χαρακτήρα και ως λειτουργίες αναπαραγωγής αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων έχουν νόημα. Κανένα αντικείμενο (είτε υποκείμενο) δεν διαθέτει μόνο ποιοτικό είτε μόνο ποσοτικό προσδιορισμό. Κάθε αντικείμενο συνιστά ενότητα ορισμένης ποιότητας και ποσότητας, αποτελεί ποιοτικό μέγεθος (ποσόν) και ποσοτικά προσδιορισμένο ποιόν. Η παραβίαση (υπέρβαση) του μέτρου οδηγεί σε αλλαγή του δεδομένου αντικειμένου είτε φαινομένου, στη μετατροπή του σε άλλο αντικείμενο είτε φαινόμενο.

Η μετατροπή των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αφορά μια από τις βασικές μορφές καθολικής συνάφειας και αλληλεπίδρασης, έναν από τους κύριους τρόπους (τύπους, «μηχανισμούς») ανάπτυξης και αυτοανάπτυξης των αντικειμένων εκείνων της πραγματικότητας που συνιστούν οργανικό όλο. Δεδομένου δε ότι η καθολική συνάφεια του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου συνιστά το αντικείμενο της διαλεκτικής (ως επιστημονικής φιλοσοφίας), το πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές είναι ένας από τους τρεις βασικούς νόμους της διαλεκτικής (μαζί με την ενότητα και πάλη των αντιθέτων και τον νόμο «της άρνησης της άρνησης»).

Ο νόμος αυτός (όχι ως δογματικά και σχηματικά εννοούμενη a priori νοητική κατασκευή, «καλούπι», αλλά ως ενότητα καθολικών και ειδικών στιγμών, δηλαδή ως νόμος σχετικά τροποποιούμενος από την ιδιοτυπία της εκάστοτε υπό εξέταση αναπτυξιακής διαδικασίας, από τη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα) διέπει τα αντικείμενα της πραγματικότητας που δυνάμει ή ενεργεία συνιστούν το κοινωνικό είναι, υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικού είναι και κοινωνικής συνείδησης.

Page 97: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

97

Δεν συνιστά δηλαδή νόμο που διέπει «τον κόσμο στο σύνολό του», είτε «γενικό νόμο της φύσης, της κοινωνίας και της συνείδησης» (όπως θα διακήρυσσε μια μεταφυσική περί του «καθ’ όλου» φυσική φιλοσοφία προμαρξικού τύπου, μια «επιστήμη των επιστημών», είτε μια φιλοσοφική θεώρηση η οποία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει την διαφορά της από τις υπόλοιπες μορφές κοινωνικής συνείδησης), δεδομένου ότι η αντανάκλαση του μη κοινωνικού είναι καθίσταται εφικτή μόνον υπό το πρίσμα του κοινωνικού είναι (των κοινωνικών αναγκών, των σχέσεων μεταξύ κοινωνίας και φύσης, κ.ο.κ.). Συνεπώς, ο νόμος αυτός εκφράζει τη νοητική σύλληψη των πτυχών της ανάπτυξης του οργανικού όλου, κυρίως μέσω της συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών (δηλαδή των ιστορικά συγκεκριμένων καθολικών μορφών πρακτικής και νοητικής δραστηριότητας): της ποσότητας, της ποιότητας και του μέτρου.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τη σχετική (και επ’ ουδενί λόγω απόλυτη) διάκριση μεταξύ «οντολογικής», «γνωσιοθεωρητικής» και «λογικής» εμβέλειας του εν λόγω νόμου της διαλεκτικής, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός διέπει αντικειμενικές αναπτυξιακές διαδικασίες (ανεξάρτητα από το γνωστικό ή πρακτικό υποκείμενο), την ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας και τη νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου (όπως είδαμε στη διαλεκτική λογική).

Ο νόμος αυτός υπερτερεί κατά τον ιστορικό τρόπο προσέγγισης, ενώ κατά τον λογικό τρόπο προσέγγισης προβάλλει ως υπηγμένη στιγμή της εξέτασης της ουσίας του αντικειμένου, ιδιαίτερα κατά την κίνηση της γνώσης από την επιφάνεια στην ουσία. Ο νόμος της μετάβασης (μετάπτωσης, αναβάθμισης, υποβάθμισης κ.λπ.) των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές επισημαίνει ότι οι ποσοτικές αλλαγές ποιοτικά καθορισμένων αντικειμένων, φαινομένων και διαδικασιών οδηγούν σ’ ένα ορισμένο σημείο στην αλματώδη μετάπτωση της παλαιάς σε μια νέα ποιότητα, σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη αλλαγή του αντικειμένου.

Η πρώτη συστηματική φιλοσοφική ανάπτυξη αυτού του νόμου απαντάται στην Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ (βλ. Hegel, 1915, 1991) ως μορφή αυτοανάπτυξης της νόησης στην πορεία προς την απόλυτη ιδέα. Ο Κ. Marx (1978) στο Κεφάλαιο εξετάζει αυτό τον νόμο ως νόμο της αυτοανάπτυξης ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής, χωρίς μάλιστα να περιορίζει την ισχύ του στο επίπεδο της επιφάνειας, του είναι (όπως κάνει ο Χέγκελ). Εδώ αποδεικνύεται ότι η ποιότητα της σφαίρας του είναι αίρεται στην ταυτότητα της σφαίρας της ουσίας, η ποσότητα στη διάκριση (διαφορά, αντίθεση) και το μέτρο στην καθαυτό αντίφαση.

Δεδομένου μάλιστα ότι η καθαυτή αντίφαση συνιστά την ώριμη μορφή άρνησης της ουσίας του αντικειμένου από τον ίδιο τον εαυτό του, ο εν λόγω νόμος, κατά τον Marx, προβάλλει στη σφαίρα της ουσίας ως αυτοάρνηση της ουσίας, συγκεκριμενοποιώντας την ιστορική συσχέτιση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος του αντικειμένου.

Άλμα αποκαλείται στη διαλεκτική φιλοσοφία και μεθοδολογία η διαδικασία διαλεκτικής μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, αλλά και η μετάβαση από μιαν ορισμένη ποιότητα σε μιαν άλλη, όταν το αναπτυσσόμενο αντικείμενο φτάνει στα όρια του «μέτρου».

Κατά τον Χέγκελ, το βαθμιαίο, το συνεχές της αλλαγής, αφορά μόνο την εξωτερική ποσοτική πλευρά της. Από ποιοτικής όμως πλευράς εκδηλώνεται η απόλυτη ασυνέχεια, η διακοπή της καθαρά ποσοτικής κίνησης προς τα εμπρός. Και εφόσον ή εμφανιζόμενη

Page 98: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

98

νέα ποιότητα ως προς την καθαρά ποσοτική συσχέτιση της συνιστά, σε σύγκριση με την εκλείπουσα, ένα απροσδιόριστο έτερο, μιαν αδιάφορη ποιότητα, η μετάβαση συνιστά άλμα (Sprung) και οι δύο ποιότητες είναι τεθειμένες ως εντελώς εξωτερικές μεταξύ τους (Επιστήμη της Λογικής, μέρος 3ο, Κεφάλαιο 2ο, υποκεφάλαιο Β').

Κατά τον φιλόσοφο, η διάνοια (βλ. παραπάνω διάνοια και λόγος) αδυνατεί να συλλάβει το άλμα που έγκειται στην ποιοτική μετάβαση ενός αντικειμένου, ενός πράγματος στην ετερότητά του, στο αντίθετό του, γι’ αυτό και βαυκαλίζεται με την παράσταση περί ταυτότητας και περί αλλαγής ως αδιάφορης εξωτερικής, ποσοτικής, δηλαδή εξελικτικής αλλαγής (όπως συμβαίνει π.χ. στον εξελικτισμό). Το άλμα είναι στιγμή της αυτοανάπτυξης του όλου και όχι προϊόν εξωτερικής παρέμβασης.

Ο Marx, εφόσον εξετάζει ιστορικά συγκεκριμένα αντικείμενα (π.χ. τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας), σε αντιδιαστολή με τον Χέγκελ, δεν βλέπει στο άλμα στιγμή, αναβαθμό της νόησης στην πορεία προς την απόλυτη ιδέα, αλλά στιγμή της αυτοανάπτυξης του αντικειμενικά υπαρκτού όλου.

6.2. Ποιοτικοί και Ποσοτικοί Προσδιορισμοί στην Εμπειρία και στη Θεωρία

Η διάγνωση των ποιοτικών και ποσοτικών προσδιορισμών του αντικειμένου

κλιμακώνεται κατά την κίνηση της σκέψης από το εμπειρικό στο θεωρητικό επίπεδο. Η εμπειρία και η θεωρία είναι έννοιες της θεωρίας της γνώσης, που εκφράζουν την

ποιοτική και ουσιώδη ιδιομορφία δύο βαθμίδων ή επιπέδων της ενιαίας μέσα στην αντιφατικότητα της γνωστικής διαδικασίας και της γνώσης.

Το εμπειρικό επίπεδο, χαρακτηρίζει την έρευνα που εδράζεται κυρίως στην εμπειρία, στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, στην άμεση ζωντανή εποπτεία και στα δεδομένα της παρατήρησης και του πειράματος. Οι γνώσεις που αποκομίζει η εμπειρική έρευνα προβάλλουν ως κατ’ εξοχήν περιγραφή, ως σύνοψη της άμεσα αποκομιζόμενης πείρας, ως αισθητηριακή εγκυρότητα και ως συγχωνευμένη ενότητα παραστάσεων, στις οποίες προσλαμβάνεται κατά κύριο λόγο η ποιοτική πλευρά της ποικιλομορφίας του αισθητηριακά αντιληπτού όλου, του αισθητηριακά συγκεκριμένου. Το εμπειρικό αποτελεί την αφετηρία της γνωστικής διαδικασίας στην κίνησή της από τη χαώδη περί του αντικειμένου της αντίληψη προς την ανάλυση, τις συγκρίσεις, τις ταξινομήσεις, προς όλο και απλούστερους προσδιορισμούς.

Το θεωρητικό επίπεδο εκφράζει τη βαθμίδα εκείνη της γνωστικής διαδικασίας, κατά την οποία η έρευνα περνά σε διαφόρων τύπων συστηματικές προσεγγίσεις του γνωστικού αντικειμένου, με σκοπό τη συγκρότηση τελικά συστηματικής θεωρίας, στην οποία νοητά πλέον αναπαρίστανται η ουσία, οι νόμοι, οι νομοτέλειες, η εσωτερική ενότητα των εμπειρικών δεδομένων. Η βαθμιαία μετάβαση από το εμπειρικό επίπεδο προς διαφόρων επιπέδων θεωρητικές-εννοιολογικές συλλήψεις πραγματοποιείται μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, μέσω της κίνησης της νόησης από τη διάνοια στον λόγο.

Η θεωρητική εμβάθυνση της έρευνας συνδέεται με τη νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων, με την παραγωγή όλο και πιο νοητά-εννοιολογικά διαμεσολαβημένων, λιγότερο εποπτικών, παραστατικών και οφθαλμοφανών γνώσεων. Η θεωρητική εμβάθυνση είναι ανέφικτη χωρίς ποιοτική γνώση περί του αντικειμένου και

Page 99: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

99

των μερών του, χωρίς τη χρήση «ποιοτικών μεθόδων» (Λυδάκη, 2001), σε συνδυασμό με την ποσοτική προσέγγιση (βλ. π.χ. Δραγώνα, 1990 και Μιχαλοπούλου, 1992).

Η διάνοια ως πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας της εμπειρίας, συνιστά το γίγνεσθαι (την εμφάνιση και διαμόρφωση) του θεωρητικού επιπέδου, την αρχική διαδικασία νοητικού μετασχηματισμού των εμπειρικών προϋποθέσεων της θεωρητικής γνώσης. Στο πλαίσιο της διάνοιας ως πρώτης άρνησης της αισθητηριακής αμεσότητας του εμπειρικού υλικού από τη νόηση, συγκροτούνται θεωρητικές συλλήψεις, έννοιες, κατηγοριοποιήσεις, κ.λπ., στις οποίες νοητικές κατασκευές και αισθητηριακή αμεσότητα, θεωρητικό και εμπειρικό, προβάλλουν ως αλληλοαποκλειόμενοι πόλοι μιας αντίθεσης. Όσο η νόηση κινείται στο επίπεδο της διάνοιας, οι θεωρητικοποιήσεις φέρουν το στίγμα των αφαιρέσεων της διάνοιας (μορφές χωρίς περιεχόμενο, ποσότητα χωρίς ποιότητα).

Τυχόν μονομερής εμπλοκή του υποκειμένου σε έναν από τους πόλους του ως άνω δίπολου της διάνοιας (ιδιαίτερα όπου και όποτε ενισχυόμενη από ιδεολογικούς κ.ά. όρους, ανάγεται σε μεθοδολογική αρχή), θέτει φραγμούς στην περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης, στην μετάβαση της νόησης στην βαθμίδα του λόγου. Αυτό συμβαίνει κατά κόρον όπου και όποτε, ανεξαρτήτως γνωσιακής συγκυρίας και λογικής που διέπει την έρευνα, οι ποιοτικές είτε οι ποσοτικές προσεγγίσεις γίνονται αντιληπτές με όρους αποκλειστικής διάζευξης.

Όπως δείξαμε παραπάνω, ο λόγος συνιστά την ώριμη βαθμίδα ανάπτυξης της καθαυτό θεωρητικής γνώσης. Εδώ η νόηση αναπτύσσεται στη δική της βάση, σε συνδυασμό με τις εμπειρικές προϋποθέσεις της και το γίγνεσθαι της, μέσω της αναστοχαστικής νοητικής (θεωρητικής) επεξεργασίας όχι μόνο του εμπειρικού αντικειμένου αλλά και της ίδιας της νόησης. Συνιστά συνεπώς τη δεύτερη άρνηση, την άρνηση της απλής άρνησης του εμπειρικού από τις θεωρητικές συλλήψεις της διάνοιας, επανερχόμενη -κατά κάποιο τρόπο- στην αφετηριακή ενότητα της ζωντανής εποπτείας του εμπειρικού επιπέδου, έχοντας υπερβεί πλέον συνθετικά τις μονομέρειες της ανάλυσης (την εμπλοκή σε ποιοτικά εμπειρικά δεδομένα είτε σε ποσοτικές αφαιρέσεις, σχήματα και νοητικές κατασκευές) μέσω του νοητά εγνωσμένου συγκεκριμένου, ως ενότητας πολλαπλών προσδιορισμών, το οποίο παρέχει πλέον στο υποκείμενο θεωρητικά τεκμηριωμένη διέξοδο στην πρακτική δραστηριότητα.

Το θεωρητικό ως διάγνωση της ουσίας, του εσωτερικού κ.λπ. εκφράζει εκείνο το επίπεδο και τη στάση του υποκειμένου προς το αντικείμενο που χαρακτηρίζεται από την άποψη του πρακτικού μετασχηματισμού του, σε αντιδιαστολή με το εμπειρικό, το οποίο συνδέεται με αντιμετώπιση της πραγματικότητας κατ’ εξοχήν ως δεδομένης και αμετάβλητης, ως «είναι ως έχει».

Το θεωρητικό ως ανεπτυγμένη νοητική διαδικασία, ως διαμορφωμένη νόηση του κοινωνικού ανθρώπου είναι: αφ’ ενός μεν, απεικόνιση (νοητική, διαμεσολαβημένη ανασύσταση) του εσωτερικού, του ουσιώδους των διαδικασιών, των αντικειμένων και των φαινομένων προς τα οποία κατευθύνεται το γνωστικό υποκείμενο, αφ’ ετέρου δε, νόηση περί της νόησης, θεωρία περί των μέσων και των τρόπων νοητικής (θεωρητικής) γνώσης, προϋποθέτει δηλαδή και την μεθοδολογική προσέγγιση.

Η αντιδιαλεκτική απολυτοποίηση του εμπειρικού, σε αντιδιαστολή με το θεωρητικό, συνδέεται με τα φιλοσοφικά ρεύματα του εμπειρισμού και της αισθησιαρχίας. Η εξ’ ίσου αντιδιαλεκτική απολυτοποίηση του θεωρητικού, σε αντιδιαστολή με το εμπειρικό,

Page 100: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

100

διαπερνά τις κατευθύνσεις του ιδεαλιστικού ορθολογισμού. Τυπικές περιπτώσεις αδιέξοδης εμπλοκής στο δίπολο εμπειρία-θεωρία της εγκλωβισμένης

στη βαθμίδα της διάνοιας νόησης, είναι και οι μονομερείς αγκυλώσεις στις «ποιοτικές» προσεγγίσεις σε αντιδιαστολή με τις «ποσοτικές», και τανάπαλιν…

Οφείλουμε να έχουμε υπ’ όψιν ότι στο πλαίσιο της διάνοιας η πραγματικότητα τεμαχίζεται, κατακερματίζεται, ενώ η νόηση του ερευνητή προσπαθεί να ξεχωρίσει τα επιμέρους διακεκριμένα μέλη του όλου, να τα αντιπαραβάλλει προς άλλα, να αναδείξει τις ιδιότητές τους μέσω της ανάδειξης ομοιοτήτων και διαφορών, κ.ο.κ. Είναι μια φυσιολογική νομοτελής διαδικασία, εντός της οποίας ελλοχεύουν κίνδυνοι εμπλοκής, βραχυκυκλώματος σε διάφορες φάσεις και πλευρές της γνωστικής διαδικασίας.

Εάν φερ’ ειπείν, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, ως άγον πρότυπο επιστημονικότητας λειτουργεί εκείνη η εκδοχή μαθηματικοποιημένης φυσικής επιστήμης, η οποία βρίσκει αμεσότερη διέξοδο σε εφαρμοσμένες και τεχνολογικές κερδώες παραγωγικές πρακτικές, είναι ευνόητο ότι οι όροι γίνονται πολύ άνισοι για άλλες επιστήμες, μεθοδολογίες και ερευνητικές διαδικασίες. Η περιρρέουσα κυρίαρχη αντίληψη-πρότυπο, λειτουργεί πιεστικά, λαμβάνοντας συχνά την μορφή της καθ’ υπαγόρευση επιβολής μεθοδολογικών και επιστημολογικών αρχών, κανόνων, κριτηρίων επιστημονικότητας, κ.ο.κ. Τότε, πολλοί ερευνητές των κοινωνικών επιστημών, επιδίδονται σε έναν αγώνα κατίσχυσης, καταξίωσης και σπουδής στην «επιστημονικοποίηση» του έργου τους, υιοθετώντας άκριτα μεθόδους και τεχνικές από τις λεγόμενες «θετικές» και «ακριβείς» επιστήμες, χωρίς να ανησυχούν για το εάν και κατά πόσο όλα αυτά είναι συμβατά με την ιδιομορφία του αντικειμένου τους και με το επίπεδο ανάπτυξης της έρευνας. Σε συνθήκες κατά τις οποίες ορισμένο πρότυπο επιστημονικότητας θεωρείται άγον, πιστοποιείται ως το κρατούν και καθοριστικό, μετατρεπόμενο μάλιστα σε μέτρο, σε γνώμονα σύγκρισης και αξιολόγησης (είναι της μόδας οι όροι με τα τελευταία θέσμια, η επιβολή των οποίων επιχειρείται αναφανδόν στην επιστήμη και στο Πανεπιστήμιο), βάσει κωδικοποιούμενων μετρήσιμων κριτηρίων. Επομένως, χρειάζεται να έχουμε επίγνωση των εκάστοτε συγκεκριμένων γνωσιακών όρων που μπορούν να οδηγήσουν σε εμπλοκές σε ορισμένα δίπολα, αλλά και των εξωγενών ως προς την εν λόγω γνωστική διαδικασία κοινωνικο-οικονομικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών, πολιτικών, θεσμικών, εξωθεσμικών, κ.ο.κ. παραγόντων και συμφερόντων, που μπορούν να παγιώνουν, να επιτείνουν και να αναπαράγουν πιθανές άγονες εμπλοκές σε παρόμοια δίπολα, προσδίδοντάς τους μάλιστα τον χαρακτήρα μείζονος σημασίας κοσμοθεωρητικών και μεθοδολογικών αρχών.

6.3. Περί των Όρων και των Ορίων Χρήσης Ποσοτικών Μεθόδων και Μαθηματικοποίησης της Επιστήμης

Στην μεθοδολογία και στη φιλοσοφία της επιστήμης γίνεται λόγος περί

μαθηματικοποίησης της επιστημονικής γνώσης, δεδομένου ότι ολοένα διευρύνεται η διαδικασία χρήσης εννοιών και μεθόδων των μαθηματικών σε φυσικές, τεχνολογικές και κοινωνικές επιστήμες για την ποσοτική ανάλυση των υπό διερεύνηση φαινομένων.

Η ραγδαία διάδοση των ποσοτικών μεθόδων και της μαθηματικοποίησης στα πλέον διαφορετικά ερευνητικά και πρακτικά πεδία, η όλη διεπιστημονική λειτουργία των

Page 101: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

101

μαθηματικών, είναι φαινόμενο το οποίο ασκεί σε γενικές γραμμές μιαν ενοποιητική λειτουργία, μια λειτουργία ενοποίησης-ολοκλήρωσης των ερευνητικών πεδίων, εκφράζοντας εν πολλοίς κεντρομόλες τάσεις στην ανάπτυξη των επιστημών. Η διάδοση αυτή οφείλεται σε αντικειμενικές τάσεις, όπως:

• η καταλυτική επίδραση των αποτελεσμάτων της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης σε όλα τα πεδία της γνώσης και της πρακτικής, που έδωσε ώθηση στην ποιοτική αναβάθμιση πολλών ερευνητικών πεδίων σε επίπεδα που χρίζουν μαθηματικών,

• ο αμοιβαίος εμπλουτισμός βασικής και εφαρμοσμένης (σε ποικίλα γνωστικά πεδία και επιστήμες) μαθηματικής έρευνας και κυρίως

• η ψηφιοποίηση-πληροφορικοποίηση πληθώρας λειτουργιών και δραστηριοτήτων, η διαρκής διεύρυνση και εμβάθυνση της χρήσης όλο και πιο αποδοτικών ηλεκτρονικών υπολογιστικών μηχανών, η διαδικτύωση αυτών των μηχανών, σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, με την χρήση εφαρμογών αυτοματοποίησης πτυχών και λειτουργιών της διανοητικής δραστηριότητας.

Αυτή η τεχνολογική καμπή άσκησε τεράστια επίδραση στους τρόπους άσκησης ερευνητικών πρακτικών του συνόλου των επιστημών. Οι εν λόγω τεχνολογίες, με τους αλγορίθμους διοίκησης ποικίλων διαδικασιών, με τους αντίστοιχης ισχύος υπολογιστές και τα δίκτυα, καθίσταται συστατικό στοιχείο (αν όχι ή κυρίαρχη και άγουσα μορφή) της αυτοματοποίησης και της μετατροπής της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη της εποχής μας. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι παραγωγικές τεχνολογικές εφαρμογές έχουν προσδώσει πρωτοφανή οντολογική διάσταση στις μαθηματικές συλλήψεις-προσομοιώσεις-μοντελοποιήσεις, δεδομένου ότι οι τελευταίες καθίστανται συνιστώσες των εμπράγματων όρων της παραγωγής και του τρόπου της παραγωγής. Οι αλλαγές αυτές οδηγούν και σε μια πρωτόγνωρη φετιχοποίηση των μαθηματικών (εφαρμοσμένων και υπολογιστικών, με αντίστοιχη υποβάθμιση των θεωρητικών μαθηματικών, της βασικής έρευνας) και των ποσοτικών μεθόδων. Η κατάσταση αυτή ενισχύεται και επιτείνεται και θεσμικά, με αντίστοιχες προτεραιότητες στην χρηματοδότηση της έρευνας, σε υποδομές, κ.ο.κ., γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους και για την ίδια την ανάπτυξη της βασικής έρευνας (της μαθηματικής συμπεριλαμβανομένης).

Η ποιοτική ομοιογένεια των ποικίλων υπό διερεύνηση τάξεων φαινομένων είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος, αντικειμενική βάση της χρήσης μαθηματικών μεθόδων σε συγκεκριμένες επιστήμες. Ακριβώς η ομοιογένεια και η ύπαρξη κοινών στοιχείων καθιστά αυτά τα φαινόμενα ποσοτικώς και δομικώς συγκρίσιμα και ως εκ τούτου επιδεκτικά σε μαθηματικοποιήσεις διαφόρων επιπέδων.

Ωστόσο, υπάρχει ένας αντικειμενικός νόμος που διέπει τα γνωστικά αντικείμενα: ο βαθμός επιδεκτικότητας ενός γνωστικού αντικειμένου σε χρήση ποσοτικών μεθόδων, μαθηματικών μοντέλων, αλγορίθμων, κ.ο.κ., είναι αντιστρόφως ανάλογος της περιπλοκότητας και των ποιοτικών διαφοροποιήσεων που παρουσιάζουν ως προς τις μορφές κίνησης και τα επίπεδα αλληλεπίδρασης των μερών τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πλέον επιδεκτική σε μαθηματικοποίηση επιστήμη απέβη η μηχανική, η οποία διερευνά την απλούστερη μορφή κίνησης, κάνοντας

Page 102: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

102

αφαίρεση από τις ποιοτικές αλλαγές των σωμάτων και εντοπίζοντας την ανάλυση μόνο στο αποτέλεσμα της κίνησης.

Ως εκ τούτου, η πλέον δύσκολες, ως προς τις δυνατότητες μαθηματικοποίησης, είναι οι κοινωνικές επιστήμες, δεδομένου ότι η κοινωνία, ο άνθρωπος, είναι το πλέον περίπλοκο, σύνθετο και πολυεπίπεδο σύστημα (ως προς την δομή και την ιστορία του), όπου, εκτός από τις αντικειμενικές ποιοτικές και ουσιώδεις διαφοροποιήσεις των κοινωνικών συστημάτων, υποσυστημάτων, σχέσεων, αλληλεπιδράσεων, δραστηριοτήτων, τάσεων, θεσμών, κ.ο.κ., χρειάζεται να λαμβάνονται υπ’ όψιν επίσης και οι υποκειμενικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, στάσης και δραστηριότητας (οι σκοποί, η βούληση, τα συμφέροντα, οι αξιακοί προσανατολισμοί, τα κίνητρα, κ.ο.κ.). Γι’ αυτό και οι ποιοτικές εκτιμήσεις είναι εδώ αδιάρρηκτα συνδεδεμένες με τις ποσοτικές, ενίοτε μάλιστα εκτοπίζονται από αυτές σε δεύτερο επίπεδο.

Η μαθηματικοποίηση μπορεί να αποβεί γόνιμη μόνο στην περίπτωση που η επιστημονική έρευνα έχει προωθηθεί σε αρκούντως υψηλό εννοιολογικό-κατηγοριακό επίπεδο, που επιτρέπει την αντίστοιχη αναστοχαστική και συνειδητή χρήση κατάλληλα μετασχηματισμένων εφαρμοσμένων μαθηματικών μεθόδων, με σαφή επίγνωση των ορίων και των όρων της όποιας χρήσης και γνωστικής σημασίας τους. Δυστυχώς όμως, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ruzavin, «με την τρέχουσα μόδα της μαθηματικοποίησης, η γλώσσα των συμβόλων και των τύπων, η αυστηρότητα και η ακρίβεια των μαθηματικών κρίσεων και αποδείξεων ασκεί μιαν επίδραση υπνωτισμού σε ανθρώπους, οι οποίοι έχουν μπει λίγο στον πειρασμό τους, και κυρίως, δεν κατανοούν την ουσία της μεθόδου της. Αυτό έχει συχνά ως αποτέλεσμα, να αδυνατούν να διακρίνουν πίσω από τους τύπους το πραγματικό περιεχόμενο των υπό διερεύνηση διαδικασιών» (Ruzavin, 2000-2001: 507).

6.4. Ποσότητα Εναντίον Ποιότητας; Ορθολογισμός Εναντίον Βιώματος; Σκέψη Εναντίον Παρόρμησης; Ποιείν Εναντίον Αισθάνεσθαι; Απολλώνιο Εναντίον Διονυσιακού;

Μήπως το δίπολο: «σκέψη – αίσθημα, συναίσθημα» συνιστά μιαν ανυπέρβλητη

αντίφαση; Μήπως, κατ’ αντιστοιχία με το παραπάνω δίπολο λειτουργούν και άλλα συγγενή νοηματικά δίπολα: χειραγώγηση – ενατένιση, λογική – παρόρμηση, επιστημονισμός – αντιεπιστημονισμός, ορθολογισμός – ανορθολογισμός, ποσότητα – ποιότητα, κ.ά.;

Ο θαυμασμός του ανθρώπου για τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας εναλλάσσεται με ανησυχία, φόβο και δέος (βλ. σχετικά: Δαφέρμος & Ραφίκ). Μήπως ό,τι αλλότριο, ακατάληπτο, ανεξέλεγκτο και καταστροφικό μας περιβάλλει είναι αποτέλεσμα κάποιων σχεδίων, που βασίζονται σε «κατά σκοπόν ορθολογική» δραστηριότητα (κατά M. Weber, 1996: 137-188), σε υπαγορευόμενες από «ψυχρή λογική» και ιδιοτελή ποσοτικό υπολογισμό τεχνικές χειραγώγησης; Μήπως τα μέσα, τα αντικείμενα και οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν με βασικό προορισμό την εξυπηρέτηση του ανθρώπου, γίνονται πλέον δυνάμεις ανεξέλεγκτες, ακατάληπτες και καταστροφικοί δυνάστες; Και εάν ισχύουν αυτά, υπάρχει αντίδοτο; Μήπως ο άνθρωπος ακολούθησε στην ροή της ιστορίας λάθος δρόμο για την επιστήμη και γενικότερα για τον πολιτισμό; Μήπως στη θέση του λογικού και του υπολογιστικού κατασκευαστικού νου θα έπρεπε να προτάξει το αίσθημα,

Page 103: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

103

το συναίσθημα, το βίωμα, την καλλιτεχνική αυτοέκφραση, το ένστικτο και την παρόρμηση; Και εάν ισχύουν όλα αυτά τι μας απομένει; Να παρηγορηθούμε, αμβλύνοντας τον πόνο που μας προκαλεί η κυριαρχία αυτής της απρόσωπης (τεχνολογικής και γραφειοκρατικής) μηχανής και τη θλίψη του «μοναχικού πλήθους», βρίσκοντας διέξοδο στην αγκαλιά του βιώματος, της τέχνης και της φαντασίας; Στροφή λοιπόν από τον Απόλλωνα στο Διόνυσο;

Το ζεύγος αυτών των εννοιών (απολλώνιο και διονυσιακό) διατυπώθηκε αρχικά από τον W. J. Schelling (2004), υιοθετήθηκε από τον Hegel και τον στοχαστή μουσικοσυνθέτη Richard Wagner

Ο Nietzsche αντιπαραθέτει στον αρχαϊκό θεό Διόνυσο τον φωτεινό θεό Απόλλωνα. Ο Διόνυσος είναι το σκοτεινό, το παρορμητικό, το ασύνειδο, το ενστικτώδες, η δύναμη της ζωής, το οργιαστικό, το ατελεύτητο στοιχείο - η εκστατική, όλη πάθος, άλογη αρχή. Ο Απόλλων είναι το φως, το μέτρο, η τάξη και η αρμονία, το λογικό, η ομορφιά.

(βλ. σχετικά: Μανιάτης, 2004) και αναπτύχθηκε κυρίως από τον F. Nietzsche (χχ) στο έργο του Η Γένεση της Τραγωδίας. Με αυτό το ζεύγος συνδέεται και η αντίληψη περί του χάσματος ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς: από τη μια πλευρά των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας και από την άλλη, των τεχνών ή των γραμμάτων (Snow, 1995).

Η ενότητα των δύο αυτών στοιχείων συνιστά, κατά τον Schelling «το μυστικό της αληθινής ποίησης» και, κατά τον Nietzsche, γεννά τη μεγαλειώδη καλλιτεχνική αποκάλυψη (στην κλασική Ελλάδα με την αττική Τραγωδία, στη σύγχρονη του Nietzsche Γερμανία με το βαγκνερικό μουσικόδραμα) της πρωτογενούς αντιφατικής ενότητας του κόσμου.

Στον Σωκράτη και στον χριστιανισμό επιρρίπτει ο Nietzsche την ευθύνη για την καταστολή του διονυσιακού πνεύματος και τη συνακόλουθη παρακμή της κλασικής Ελλάδας και, παραπέρα, την κατάπτωση του δυτικού πολιτισμού, τον πεσιμισμό και τον «ευρωπαϊκό μηδενισμό», που διακρίνεται για μιαν εχθρική προς τη ζωή ηθική.

Η «θεωρία» του Nietzsche για το διονυσιακό και το απολλώνιο άσκησε ευρύτατη επίδραση στη φιλοσοφική και κοινωνιολογική σκέψη του 20ού αιώνα (γερμανικός υπαρξισμός, O. Spengler, κ.ά.), αλλά και στην ανθρωπολογία και, ειδικά, στον νέο σχετικά κλάδο της, την πολιτισμική ανθρωπολογία. Ενισχύθηκε ιδιαίτερα και από τη φροϋδική ερμηνεία της τέχνης μέσω του αναγόμενου στην ενστικτώδη «λίμπιντο» ασυνειδήτου.

Αυτό το αντιφατικό δίπολο, υπό το πρίσμα του οποίου εξετάζεται, συχνά, η πορεία του πολιτισμού, εδραιώνεται και διαδίδεται περαιτέρω και μέσω των διαφόρων εκδοχών του φροϋδισμού, της ψυχανάλυσης, του υπαρξισμού, του περσοναλισμού και του μεταμοντέρνου.

Η ύπαρξη αυτών των πλευρών, πτυχών και τάσεων στην ανθρώπινη συνείδηση, στην επιστημονική έρευνα και σε όλες τις μορφές της δημιουργίας είναι γεγονός. Είναι επίσης γεγονός και η ροπή, η προτίμηση διαφόρων τύπων προσωπικότητας για εμφατική αναφορά και ενασχόληση σε μίαν από τις προαναφερθείσες τάσεις. Ωστόσο, εάν μας ενδιαφέρει, από μεθοδολογικής απόψεως, η νομοτελής ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και της δημιουργικότητας, θα διαπιστώσουμε ότι οι εν λόγω τάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, από τις απαρχές του πολιτισμού συνυπάρχουν δημιουργικά, έστω

Page 104: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

104

και εάν οι εμφάσεις διαφέρουν στην εκάστοτε γνωσιακή και πρακτική συγκυρία. Οι τάσεις αυτές, δεν συνιστούν μεταφυσικό δίπολο, δεν υφίσταται άβυσσος μεταξύ τους.

Η μεταφυσική υποστασιοποίηση της διαφοράς τους από την καθημερινή συνείδηση, τον κοινό νου και από ορισμένους διανοητές, εκκινεί από την μονομερή αντίληψη, κατά την οποία μία και μόνο λογική υπάρχει και κυριαρχεί: η «ψυχρή λογική» του ιδιοτελούς χειραγωγικού υπολογισμού, του ορθολογισμού της κατασκευής αλλότριων, ανεξέλεγκτων και ακατάληπτων μηχανισμών (τεχνολογικών και διοικητικών-γραφειοκρατικών). Και η λογική αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια της προδιαλεκτικής σκέψης, της διάνοιας. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, το μόνο αντιστάθμισμα στην καταπιεστική ισχύ αυτής της «ψυχρής λογικής», είναι το ανορθολογικά εννοούμενο βίωμα, η «θερμή» παρόρμηση, η αισθητική σχέση. Στην «φιλοσοφία της ζωής», και ιδιαίτερα στη νιτσεϊκή αντίληψη (για να μη αναφερθούμε στις πράξεις που αυτή ενέπνευσε στη ιστορία του 20ου αιώνα) αυτό το «θερμό αντιστάθμισμα» γίνεται προτροπή για βίαιη κατίσχυση της της κτηνώδους «θέλησης για ισχύ» του «υπερανθρώπου». Οπότε γίνεται πράγματι δύσκολο να αποφανθούμε τι είναι πιο απάνθρωπο: η χειραγώγηση μέσω της απρόσωπης μηχανής της ιδιοτελούς υπολογιστικής «ψυχρής λογικής», ή μήπως η καταδυνάστευση από την ανορθολογική, «θερμή» και ενστικτώδη «θέληση για δύναμη» του κτήνους που προτάσσει καταστροφικά το βίωμά του; Η ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου, απέδειξε ότι οι δύο αυτές εκ πρώτης όψεως αλληλοαποκλειόμενες ακρότητες μπορούν να συνυπάρξουν κάλλιστα στην πράξη, με δραματικές επιπτώσεις, ως ιδεολογικά περιβλήματα εγχειρημάτων μαζικής καταστροφής. Ένα αποτρόπαιο έργο, είτε εκτελείται «εν θερμώ», είτε «εν ψυχρώ», παραμένει αποτρόπαιο. Βλέπετε, π.χ. και ο νιτσεϊκών καταβολών ναζισμός, επέδειξε εκπληκτικό υπολογιστικό «ψυχρό» ορθολογισμό στην συγκρότηση και εκδίπλωση της διοικητικής και τεχνικής πολεμικής μηχανής του, στην «ορθολογική» διαχείριση «ανθρωπίνων πόρων» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κ.ο.κ.

Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και των ανθρωπιστικών σπουδών, η αντίληψη αυτή ανάγεται σε μεθοδολογική αρχή, ενισχυόμενη σήμερα και από την μεταμοντέρνα διάχυση της αισθητικοποίησης του λόγου του υποκειμενισμού, από τη σχετικοποίηση των πάντων στη διακειμενικότητα. Με αυτή την αντίληψη συνδέεται και η άκριτη και άνευ όρων και ορίων εμμονή στην συμφυρματική αισθητικοποιημένη αφηγηματική «ποιοτική» προσέγγιση επιμέρους πτυχών, πλευρών και εκφάνσεων της πραγματικότητας, ως αντιστάθμισμα στα εγχειρήματα επιβολής θετικιστικά-τεχνοκρατικά εννοούμενων ποσοτικών μεθόδων.

Ωστόσο, όπως είδαμε παραπάνω, δεν ανάγεται η λογική του ανθρώπου στην ως άνω αντίληψη. Ανώτερος τύπος λογικής είναι η διαλεκτική λογική, στο πλαίσιο της οποίας, το σύνολο των συνειδησιακών και νοητικών λειτουργιών του ανθρώπου αναπτύσσεται συγκροτημένα και ολόπλευρα. Υπάρχει άραγε επιστημονική έρευνα που μπορεί να καινοτομεί, να ανοίγει δρόμους στην ανθρωπότητα, χωρίς συναίσθημα, χωρίς βίωμα και πάθος; Υπάρχει άραγε κατασκευαστική χρηστική λειτουργικότητα για τον άνθρωπο, χωρίς αισθητική αρτιότητα;

Όπως αποδεικνύεται στη θεωρία και μεθοδολογία της Λογικής της Ιστορίας, ο διαλεκτικός λόγος δεν απορρίπτει, αλλά εντάσσει οργανικά στην κίνηση του νοείν το αίσθημα, το συναίσθημα και το βίωμα, όχι ως ανεξέλεγκτες υποστάσεις, αλλά ως λελογισμένες στιγμές της ενιαίας συνειδητής πρόσκτησης και του μετασχηματισμού της

Page 105: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

105

πραγματικότητας. Η κίνηση αυτή καταδεικνύει το εφικτό και το αναγκαίο της προοπτικής της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ως συνθετικής ενότητας νοείν, αισθάνεσθαι, ποιείν και πράττειν, ως ενότητας αλήθειας, καλαισθησίας και αρετής.

7. Ορισμένα Συμπεράσματα

Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρήσαμε μια προσέγγιση της μεθοδολογίας από φιλοσοφική

σκοπιά. Είδαμε πως κλιμακώνεται η γνώση στη γνωστική διαδικασία, τι συνιστά επιστημονική έρευνα και πως συγκροτείται η επιστήμη, καθώς και την διάκριση φυσικών και κοινωνικών επιστημών. Διευκρινίσαμε τις έννοιες μέθοδος και μεθοδολογία, διακρίνοντας τα επίπεδα του μεθοδολογικού αναστοχασμού της επιστημονικής έρευνας.

Σημαντικό μέρος του κειμένου είναι αφιερωμένο στη μεθοδολογία του οργανικού όλου. Βάσει της τελευταίας, προσδιορίσαμε τα κριτήρια διάγνωσης της γνωσιακής συγκυρίας, για να αναδείξουμε την αντιφατικότητα και τα συμπτώματα της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας στην ιστορία της επιστήμης, την δυναμική των επιστημονικών επαναστάσεων στην ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και την λειτουργία των θεμελίων της επιστήμης σε αυτές. Προσδιορίσαμε την σχέση μεταξύ διάνοιας και λόγου ως βαθμίδων του νοείν στη γνωστική διαδικασία, σε συνάρτηση με την μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και την σχέση ιστορικού και λογικού. Καταδείξαμε την ποικιλομορφία αντικειμένων βάσει του είδους και του βαθμού περιπλοκότητας των αλληλεπιδράσεων, τους όρους και τα όρια της αναγωγής και τα αδιέξοδα του αναγωγισμού. Συνοψίσαμε την ιδιοτυπία της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας. Καταδείξαμε ότι βάσει της εν λόγω μεθοδολογίας, αίρονται οι χαρακτηριστικές για την εμπειρική βαθμίδα της γνωστικής διαδικασίας και για την προδιαλεκτική διάνοια μονομέρειες (που χαρακτηρίζουν την εμπλοκή σε αποκλειστικά ποιοτικές ή αποκλειστικά ποσοτικές προσεγγίσεις), εντός της νοητικής ανασύστασης του αντικειμένου της έρευνας, ως ενότητας πολλαπλών (ποιοτικών, ποσοτικών, ουσιωδών, κ.ο.κ.) προσδιορισμών.

Κάναμε μιαν ιστορική αναδρομή στην φιλοσοφική μεθοδολογική προβληματική, στην ιστορική πορεία μεθόδου και μεθοδολογίας, με αναφορά σε ορισμένες προβεβλημένες μεν, πλην όμως άγονες μεθοδολογικές προσεγγίσεις (του λογικού θετικισμού, του μεταθετικισμού, του κοινωνιολογισμού και του μεταμοντέρνου), ώστε να καταστεί σαφής η μονομέρεια και η ανεπάρκειά τους έναντι της διαλεκτικής μεθοδολογίας του οργανικού όλου.

Αναφέραμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην εμπλοκή στην χαώδη περί του όλου αντίληψη, όταν η παραίτηση από την συνειδητή, συνεκτική, ορθολογική και συστηματική διερεύνηση του γνωστικού αντικειμένου ανάγεται σε «μεθοδολογική» αρχή (στο «μεταμοντέρνο»).

Αναφερθήκαμε στη διαλεκτική αντίληψη για την συσχέτιση ποιοτικών και ποσοτικών προσεγγίσεων με έμφαση στις κοινωνικές επιστήμες, στο εμπειρικό και στο θεωρητικό επίπεδο. Καταδείξαμε την ανάγκη διακρίβωσης των όρων και των ορίων μαθηματικοποίησης της επιστήμης. Εξετάσαμε τα αίτια, τους ιστορικούς περιορισμούς και τα αδιέξοδα της μεταφυσικής υποστασιοποίησης της αντιπαλότητας «ψυχρού» υπολογιστικού νου και «θερμού» ανορθολογικού βιώματος.

Page 106: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

106

Το πρόβλημα δεν έγκειται στην ύπαρξη ποσοτικών είτε ποιοτικών εμφάσεων στην έρευνα. Πρόβλημα ανακύπτει με τις μονομέρειες και τις αγκυλώσεις, με τις φετιχοποιήσεις αυτών των προσεγγίσεων. Εντός της επιστήμης υπάρχει και ένας υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας (που εκδηλώνεται με τη δια βίου προσκόλληση κάποιων σε ορισμένο επιμέρους γνωστικό αντικείμενο), που έχει μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα, ο φορέας αυτού του καταμερισμού να έχει την τάση να προεκβάλλει επί παντός επιστητού το επιμέρους προσφιλές του εργαλείο (τεχνική ή μέθοδο), το οποίο ενδεχομένως είναι καθ’ όλα κατάλληλο για την διερεύνηση πτυχών του ελαχίστου εκείνου μέρους του επιστητού που αποτελεί το γνωστικό του αντικείμενο. Συμβαίνει αυτό στην επιστήμη. Και μάλιστα, εάν κάποιος επιθυμεί διακαώς να προσδώσει επιστημονικοφάνεια σε αμφιβόλου επιστημονικής εγκυρότητας ενασχολήσεις με το αντικείμενό του, σπεύδει να εφαρμόσει δια της ακρίτου προεκβολής μεθόδους και τεχνικές, δόκιμες σε έγκυρες, έγκριτες και προβεβλημένες «ακριβείς» έρευνες, αλλά άσχετες με τους ποιοτικούς, ποσοτικούς και ουσιώδεις προσδιορισμούς του αντικειμένου του, για ένα και μόνο λόγο: επειδή πιστεύει ότι φαντάζουν ως συνδηλωτικά στοιχεία επιστημονικού κύρους.

Στη σύγχρονη φιλοσοφική και μεθοδολογική προβληματική εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα μια ανεπίλυτη στο πλαίσιο της μη διαλεκτικής σκέψης αντίφαση. Η ανάπτυξη των επιστημών εκ των πραγμάτων υπαγορεύει την ανάγκη συνθετικής σκέψης, την ανάγκη εξέτασης των φαινομένων ως αλληλένδετων, στις αλληλεπιδράσεις, στην κίνηση, στην εξέλιξη, στην ανάπτυξή τους, δηλαδή την ανάγκη της διαλεκτικής μεθοδολογίας. Η ανάγκη αυτή εκφράζεται με την όλο και πιο έντονη συνειδητοποίηση της χρησιμότητας των διεπιστημονικών ερευνών, αλλά και με την υιοθέτηση στοιχείων αυθόρμητης διαλεκτικής από τους ερευνητές. Ωστόσο, ο κυρίαρχος καταμερισμός της εργασίας εντός και εκτός της επιστήμης και η υπαγωγή της έρευνας στις εφαρμοσμένες και τεχνολογικές διεξόδους μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, οδηγούν στην επιβολή και επικράτηση της κατ’ εξοχήν αναλυτικής σκέψης, της εργαλειακής-μηχανικής εξέτασης των φαινομένων αποσπασματικά, εκτός της ευρύτερης διασύνδεσης και των αλληλεπιδράσεών τους, εκτός της κίνησης, της εξέλιξης και της ανάπτυξής τους. Μόνο μίαν «ανάπτυξη» αντιλαμβάνεται η κυρίαρχη ιδεολογία επί κεφαλαιοκρατίας: αυτή της διαιώνισης της κυριαρχίας και της αύξησης-μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εξ’ ου και οι μονομερείς τάσεις τυποποίησης-ποσοτικοποίησης, ή εμπειρικής και αποσπασματικής αναφοράς σε ποιοτικές πτυχές των αντικειμένων, η πολυειδίκευση, ο κατακερματισμός γνωστικών αντικειμένων και ο ερευνητικός μινιμαλισμός.

Η διαλεκτική μεθοδολογία απορρίπτεται και υποβαθμίζεται με κάθε τρόπο από τους φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας και από τους θεσμούς τους, διότι (για να θυμηθούμε τον Marx) τους προκαλεί φόβο και δέος, μιας και αποκαλύπτει τον δυναμισμό της ανάπτυξης και τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα του εκάστοτε κυρίαρχου σχηματισμού και ως εκ τούτου, είναι κριτική και επαναστατική.

Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι με την συνειδητή εφαρμογή-ανάπτυξη της μεθοδολογίας του οργανικού όλου, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, αίρεται διαλεκτικά το δίπολο ποιοτικών και ποσοτικών προσεγγίσεων. Η μεθοδολογία του οργανικού όλου κινείται πέραν του διπόλου ποιοτικών και ποσοτικών μονομερειών και προσανατολίζει την έρευνα, κατά τρόπο ώστε τα φαινόμενα να εξετάζονται και να διερευνώνται ως ενότητα των ποιοτικών και ποσοτικών πτυχών τους, ώστε να αναδεικνύεται η αλληλεπίδραση

Page 107: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

107

αυτών των πτυχών, καθώς και οι αλλαγές στις μεταξύ τους συσχετίσεις στα διάφορα επίπεδα της δομής, της ανάπτυξης και της διάγνωσής τους. Η υιοθέτηση της εν λόγω μεθοδολογίας εγείρει στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας θεμελιώδη ζητήματα των προοπτικών της έρευνας και της κοινωνίας. Η ως άνω προβληματική θέτει επιτακτικά το ερώτημα: «ποια επιστήμη, σε ποια κοινωνία;».

Βιβλιογραφία Althusser, L. (1977). Απάντηση στον Τζων Λιούις. Τζων Λιούις. Κριτική στο Έργο του Λουί

Αλτουσέρ. Αθήνα: Θεμέλιο. Althusser, L. (1983, 2η εκδ.). Θέσεις (μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας). Αθήνα: Θεμέλιο. Asimmov, I. (1997). Το Χρονικό των Επιστημονικών Ανακαλύψεων (μτφρ. Γ. Μπαρουξής

& Ν. Σταματάκης). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ayer, A. J. (1994). Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική (μτφρ. Λίζα Τάταρη-Ντουριέ). Αθήνα:

Τροχαλία. Βαζιούλιν, Β. Α. (1975). Stanivlenije metoda nauchnogo isledovanija K. Marksa (Το

γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ). Moskva: M.S.U, και: http://www.ilhs.tuc.gr/ru/STANAVLENIEoglav.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (1987). Το Σύστημα της Λογικής του Χέγκελ και το Σύστημα Λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Επιστημονική Σκέψη, Νο 36, 75-82 και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/LogikiHegel.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (1988). Η Διαλεκτική του Ιστορικού Προτσές και η Μεθοδολογία της Έρευνάς του (μτφρ. Γ. Κυριακάτος). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Dialektiki.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (1992). Η Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική, Νο 85-86, 5/12/1992 και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Anavasi.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (1994). Το Πρόβλημα της Αντίφασης στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Ουτοπία, Νο 12, 17-28 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Provlimaantifasis.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (2004). Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας (μτφρ., υπομνηματισμός, σχόλια Δ. Πατέλης). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Βαζιούλιν, Β. Α. (2006). Η Λογική της Ιστορίας της Αλληλεπίδρασης Ηθικής και Πολιτικής. Εισήγηση στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, Ηράκλειο, 24-28.5.2006. Διάπλους, Νο 14, Ιούνιος-Ιούλιος, 18-22 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ithiki_politiki.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (2008). Για τη Σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. Διάπλους, Νο 26, 21-25 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/vav_diaplus_26.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Βακαλιός, Θ. (1986). Είναι και Συνείδηση, Γνώση και Αλήθεια. Μαρξιστική Προσέγγιση. Αθήνα: Gutenberg.

Βέικος, Θ. (1990). Αναλυτική Φιλοσοφία. Αθήνα: Σμίλη. Βell, J. (1997). Μεθοδολογικός Σχεδιασμός Παιδαγωγικής και Κοινωνικής Έρευνας (μτφρ. Α.

Page 108: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

108

Β. Ρήγα). Αθήνα: Gutenberg. Bernal, J. D. (1936). The Social Function of Science. London. Bernal, J. D. (1982, 1983, 1987, χ.χ.). Η Επιστήμη στην Ιστορία (τόμοι α-δ) (μτφρ. Ε.

Μπιτσάκη). Αθήνα: Ζαχαρόπουλος. Βreakwell, G. (1995). Η Συνέντευξη (μτφρ. Α. Κάντας). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Carnap, Κ. (χ.χ.). Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη (μτφρ. Ι. Γόρδου). Θεσσαλονίκη:

Εγνατία. Γεωργίου, Χ. (2009). Ασύρματη Διαδικτύωση WiFi:

Βιολογικές Επιπτώσεις, Νόμοι για την Προστασία της Δημόσιας Υγείας, και Διεθνής Πρακτική: http://www.biology.upatras.gr/cgeorgiou/intro.html (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Γιαννούτσου, Κ. (04/02/2005). Η Απάτη ως μέσο Προώθησης των Επιστημόνων. Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη. http://www.enet.gr/online/online_issues.jsp?dt=04/02/2005&pid=51&id=17323440 (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Γκόφμαν, Έ. (2006). Η Παρουσίαση του Εαυτού στην Καθημερινή Ζωή (μτφρ. Μ. Γκόφρα). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Cottingham, J. (2000). Φιλοσοφία της Επιστήμης. Α': Οι Ορθολογιστές. Αθήνα: Στάχυ. Courtney, R. (χ.χ.). Global Warming: How It All Began.

http://www.johndaly.com/history.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009). Δαφέρμος, Μ. (2002). Η Πολιτισμική-Ιστορική Θεωρία του Βιγκότσκι. Αθήνα: Ατραπός. Δαφέρμος, Μ. & Ραφίκ, Σ. (1995). Επιστήμη και Ανθρωπισμός. Αριστερή Ανασύνταξη, τ.

6, 75-85 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Epistimianthropismos.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Dickson, D. (1988). The New Politics of Science.Διεθνής σχολή: Η Λογική της Ιστορίας. Κείμενα.

Chicago, IL: University of Chicago Press. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm

(ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Durkheim, Ε. (1978). Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου (Εισαγωγή, σχόλια Μουσούρου).

Δραγώνα, Θ. (1990). Συναρθρώσεις Ποσοτικών και Ποιοτικών Προσεγγίσεων ή Όταν τα Διχαστικά Τείχη Καταρρέουν. Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δωδώνη, τόμος ΙΘ, 31-40.

Engels, F. (1997). Διαλεκτική της Φύσης (μτφρ. Ε. Μπιτσάκης). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Feyerabend, P. (χ.χ.). Ενάντια στη Μέθοδο. Για μια Αναρχική Θεωρία της Γνώσης (μτφρ. Γ. Καυκαλάς & Γ. Γκουνταρούλης). Αθήνα: Σύγχρονα θέματα.

Feyerabend, P. (1997). Σκοτώνοντας το Χρόνο (μτφρ. Γ. Παρασκευόπουλος). Αθήνα: Εκκρεμές.

Feyerabend, P. (2002). Αποχαιρετισμός στον Λόγο (μτφρ. Π. Μουρλάκης). Αθήνα: Εκκρεμές.

Fichte, J. G. (2000). Ο Προορισμός του Ανθρώπου (μτφρ. Σ. Δ. Γερογιωργάκης). Αθήνα: Παπαζήσης.

Ganascia, J. (1998). Οι Γνωσιακές Επιστήμες (μτφρ. Ε. Τραυλού).. Αθήνα: Τραυλός-Κωσταράκη.

Page 109: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

109

Genetically Manipulated Plants Used for Food. http://plab.ku.dk/tcbh/Pusztaitcbh.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Gonzalez, J. R. (2007). Towards Mercenary Anthropology? The New US Army Counterinsurgency Manual FM 3-24 and the Military-Anthropology Complex. Anthropology Today, 6, 14-19.

Gödel, K. (2000). On Formally Undecidable Propositions of Principia Mathematica and Related Systems (tr. Martin Hirzel). http://www.research.ibm.com/people/h/hirzel/papers/canon00-goedel.pdf (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Greenwood, J. (Ed.) (1991). The Future of Folk Psychology

Haug, W. F. (1976). Εισαγωγικά Μαθήματα στο «Κεφάλαιο» (μτφρ. Α. Βερυκοκάκη-Αρτέμη). Αθήνα: Νέα Σύνορα.

. Cambridge: Cambridge University Press.

Hawking, S. (2006). Στους Ώμους Γιγάντων (μτφρ. Α. Κυριαζόπουλος). Αθήνα: Τραυλός. Hegel, G. W. F. (1915). Η Λογική (μτφρ. Π. Γρατσάτος). Αθήνα: Φέξη. Hegel, G. W. F. (1978). Politicheskie Proizvedenija (Πολιτικά έργα). Moscow: Nauka.Hegel, G. W. F. (1991). Η Επιστήμη της Λογικής. Από την Εγκυκλοπαίδεια των Φιλοσοφικών

Επιστημών, παρ. 1-244 (μτφρ. Γ. Τζαβάρας). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Hegel, G. W. F. (1993-1995). Η Φαινομενολογία του Πνεύματος, τ. 1-2 (Εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Δ. Τζορτζόπουλος). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Hegel, G. W. F. (1998). Η Επιστήμη της Λογικής. Η διδασκαλία περί της Ουσίας. (Εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Δ. Τζορτζόπουλος). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Hegel, G. W. F. (2005). Η Επιστήμη της Λογικής. Η Υποκειμενική Λογική ή Διδασκαλία περί της Έννοιας (Εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Δ. Τζορτζόπουλος). Αθήνα: Παπαζήση.

Holton, G. (1973). Thematic Origins of Scientific Thought: Kepler to Einstein. Cambridge, Mass.: Harvard Univ. Press.

Illarionov, S. V. (2001). Metodologija Estestvennix Nauk (Η Μεθοδολογία των Φυσικών Επιστημών). Στο: Novaja Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 2., σσ. 557-560. Moscow: Misl.

Ilyenkov, E. (1960). The Dialectics of the Abstract and the Concrete in Marx’s Capital (English translation 1982 by S. Kuzyakov). Moscow: Progress Publishers, 1982 και

http://marxists.anu.edu.au/archive/ilyenkov/works/abstract/index.htm. (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Ilyenkov, Ε. (1983). Διαλεκτική Λογική (μτφρ. Μ. Αναστασιάδη). Αθήνα: Gutenberg. Ιμβριώτη, Γ. (1974). Η Φιλοσοφία του Καντ. Μαρξιστική Θεώρηση. Αθήνα: Διογένης και

http://vivlio2ebook.blogspot.com/2008/12/blog-post_24.html (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

“Ιός” (2008). Οι Κοινωνικές Επιστήμες στο Χακί. Ελευθεροτυπία, 29/6/2008, http://www.iospress.gr/ios2008/ios20080629.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Jackson, F. & Rey, G. (2005). Mind, Philosophy of. Στο: Routledge Encyclopedia of Philosophy, σσ. 679-683. London & New York: Routledge.

Kant, Ι. (χ.χ.). Κριτική του Καθαρού Λόγου. Τόμ. Α1 (εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Α. Γιανναράς), τ. Α. Αθήνα: Παπαζήσης.

Page 110: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

110

Kant, Ι. (1979). Κριτική του Καθαρού Λόγου. Τόμ. Α2 (εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Α. Γιανναράς), τ. Α. Αθήνα: Παπαζήσης.

Kant, Ι. (1982). Προλεγόμενα σε κάθε Μελλοντική Μεταφυσική (εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Γ. Τζαβάρα). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Κούλογλου, Σ. (2007). Από τα Μεταλλαγμένα στα Βιολογικά. Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα. 22.3.2007. Το Σενάριο: http://www.rwf-archive.gr/interviews_senaria-new.php?id=195&senario=1 (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Kraft, V. (1986). Ο Κύκλος της Βιέννης και η Γένεση του Νεοθετικισμού (μτφρ. Γ. Μανάκου). Αθήνα: Γνώση.

Kuhn, T. S. (1981). H Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα.

Kuhn, T. S. (1993α). Οι Επαναστάσεις ως Αλλαγές Κοσμοθεώρησης. Στο Γ. Κουζέλης (Επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα (σσ. 77-104). Αθήνα: Νήσος.

Kuhn, T. S. (1993β). Λογική της Ανακάλυψης ή Ψυχολογία της Έρευνας; Στο Γ. Κουζέλης (Επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα (σσ. 105-140). Αθήνα: Νήσος.

Kursanov, G. (χ.χ.). Το Πρόβλημα της Αλήθειας στη Μαρξιστική Φιλοσοφία. Στο Ε. Μπιτσάκη (Επιμ.), Διαλεκτική (σσ. 225-268). Αθήνα: Gutenberg.

Kuznetsov, I. V. (1948). Printsip Sootvetstvija v Sovremennoi Fizike I ego Filosofskoe Znachenie (Η Αρχή της Αντιστοιχίας στη Σύγχρονη Φυσική και η Φιλοσοφική Σημασία της).

Lakatos, I. (1986). Μεθοδολογία των Προγραμμάτων Επιστημονικής Έρευνας (Εισαγ.- μτφρ. Αιμ. Μεταξόπουλος). Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα θέματα.

Moscow: Nauka.

Λαμπίρη-Δημάκη, I. & Κελπερής, Χρ. (1995). Κοινωνικές Έρευνες με Στατιστικές Μεθόδους. Αθήνα-Κομοτηνή: Α. Σάκκουλας.

Le Goff, J. (2002). Οι Διανοούμενοι στο Μεσαίωνα. Αθήνα: Κέδρος. Lenin, V. I. (χ.χ.) Φιλοσοφικά Τετράδια. Άπαντα, τ.29. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μανιάτης, Γ. (2004). Ρίχαρντ Βάγκνερ. Το «Καθαρά Ανθρώπινο». Αθήνα: Πολύτροπον. Λυδάκη, Ά. (2001). Ποιοτικές Μέθοδοι της Κοινωνικής Έρευνας. Αθήνα: Καστανιώτης.

Mannheim, K. (1997). ΙδεολογίαMarx, Κ. (1978). Το Κεφάλαιο (τόμ. 1-3) (μτφρ. Π. Μαυρομάτης). Αθήνα: Σύγχρονη

Εποχή.

και Ουτοπία. Αθήνα: Γνώση.

McFate, M. & Jackson, A. (2005). An Organizational Solution for DOD’s Cultural Knowledge Needs. Military Review, 7-8, 18-21.

Μιχαλοπούλου, Κ. (1992). Κλίμακες Μέτρησης Στάσεων. Αθήνα: Οδυσσέας.

Nietzsche, F. (χ.χ.). Η Γέννηση της Τραγωδίας (μτφρ. Κ. Μεραναίου). Αθήνα: Γκοβόστης. Μπιτσάκης, Ε. (1998). Θεωρία και Πράξη. Αθήνα: Gutenberg.

Πάνου, Σ. (1980). Mεταφυσική και Λογικός Θετικισμός. Αθήνα: Νέα Σύνορα. Patelis, D. (1991). Filosofsko-Metodologicheski Analiz Stanovlenija Ekonomicheskoi Nauki

(Φιλοσοφική και Μεθοδολογική Ανάλυση του Γίγνεσθαι της Οικονομικής Επιστήμης). Moscow: M.G.U. και http://www.ilhs.tuc.gr/ru/Patelis.djvu (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Πατέλης, Δ. (1994-1995). Τα Λήμματα: Αγνωστικισμός (τομ. 1, σσ. 18-19), Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο (τόμ. 1, σσ. 72-73), Γνωστική διαδικασία (τομ. 1, σσ. 306-307), Διαλεκτική Λογική (τόμ. 2, σσ. 45-46), Διάνοια και Λόγος (τόμ. 2,

Page 111: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

111

σσ. 59-61), Εμπειρικό και Θεωρητικό (τόμ. 2, σσ. 144-145), Επιστημονική Εικόνα του Κόσμου (τόμ. 2, σ. 188), Θεωρία της Επιστήμης (τόμ. 2, σ. 275), Ιστορικό και Λογικό (τόμ. 2, σσ. 335-337), Κατηγοριακή σκέψη (τομ. 3, σ. 45), «Κεφάλαιο» του Μαρξ (τομ. 3, σσ. 53-54), Κοινωνιολογισμός (τομ. 3, σ. 90), Λογική Επαγωγική (τομ. 3, σ. 190), Λογικισμός (τομ. 3, σ. 199), Λογικός Θετικισμός (τόμ. 3, σσ. 199-200), Μαρξ (τομ. 3, σσ. 242-245), Μαρξισμός (τομ. 3, σσ. 245-248), Μέρος και όλο (τομ. 3, σσ. 263-264), Μέτρο (τομ. 3, σσ. 272-273), Νεομαρξισμός (τομ. 4, σ. 45), Νεοφροϋδισμός (τομ. 4, σ. 50), Νομοτέλεια (τομ. 4, σσ. 67-68), Ουσία και φαινόμενο (τομ. 4, σσ. 131-132), Πεπερασμένο (τόμ. 4, σσ. 159-160), Πέρασμα των Ποσοτικών Αλλαγών σε Ποιοτικές (τομ. 4, σσ. 160-161), Περιεχόμενο και Μορφή (τομ. 4, σσ. 166-168), Πρόβλεψη-Πρόγνωση (τομ. 4, σσ. 243-245), Προεκβολή (τομ. 4, σ. 245), Σκοπιμότητα (τομ. 5, σ. 14), Συγκριτική-Ιστορική Μέθοδος (τομ. 5, σ. 55), Συνείδηση Κοινωνική (τόμ. 5, σσ. 69-72), Συνειδητό και Αυθόρμητο (τομ. 5, σσ. 73-74), Υποκειμενικός Παράγοντας (τομ. 5, σ. 170), Υποκείμενο (τομ. 5, σσ. 171-172), Φαινομενικότητα (τομ. 5, σ. 178), Φετιχισμός (τομ. 5, σ. 191), Χέγκελ (τομ. 5, σσ. 249-254), Χυδαίος Κοινωνιολογισμός (τομ. 5, σσ. 273-274), κ.ά. Στο Φιλοσοφικό & Κοινωνιολογικό Λεξικό (τόμοι 1-5). Αθήνα: Καπόπουλος, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Πατέλης, Δ. (1998). Επιστήμες, Πολιτική και Επιστημονική Φιλοσοφία: Σχέσεις Ανάπτυξης ή Έκπτωσης; Στο Π. Νούτσος (Επιμ.), Φιλοσοφία, Επιστήμες και Πολιτική (σσ. 327-350). Αθήνα: Τυπωθήτω και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Epistimes.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Πατέλης, Δ. (2003α). Ένοπλες Δυνάμεις και Τεχνική του Πολέμου στην Ιστορία. Στρατιωτικοποίηση της Επιστήμης και της Τεχνολογίας. Αντικείμενα, τ. 2, 19-28 Χανιά και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/enoples_dinameis_texniki_polemou.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Πατέλης Δ. (2003β). Περί Προτύπων στην Κοινωνία και στην Εκπαίδευση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, (1ο μέρος) τεύχος 130, 108-122 , (2ο μέρος) τεύχος 131, 148-163. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/protypa.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Πατέλης, Δ. (2004). Αντί Προλόγου: Οι Δρόμοι της Κοινωνικής Θεωρίας. Στο Β. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας: Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας (σσ. 9-60). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πατέλης, Δ. (2008α). Η Επιστήμη Βορά στο Ιδιωτικό Επιχειρείν. Προβληματισμοί εξ Αφορμής του «Θεσμικού Πλαισίου Έρευνας και Τεχνολογίας…». Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ. 153, 4-5, 45-67.

Πατέλης, Δ. (2008β). Η Κρισιακή Γνωσιακή Συγκυρία ως Φάσμα Δυνατοτήτων: Φιλοσοφική και Μεθοδολογική Προσέγγιση. Στο Δ. Σφενδόνη-Μέντζου (Επιμ.), Φιλοσοφία των Επιστημών (σσ. 73-82). Θεσσαλονίκη: εκδ. Α.Π.Θ., και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_krisiaki_sygyria.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Popper, K. (χ.χ.). Τι Είναι η Διαλεκτική. Γνωσιοθεωρία Χωρίς Γνωστικό Υποκείμενο (μτφρ. Σ. Δημόπουλος). Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Popper, K. (1959). The Logic of Scientific DiscoveryPopper, K. (1963).

. London: Hutchinson. Conjectures and Refutations: The Growth of Scientific Knowledge. London:

Page 112: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

112

Routledge. Popper, K. (1974). Objective Knowledge

Popper, K. (1980). Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της. Αθήνα: Δωδώνη.

. An Evolutionary Approach. London: Oxford University Press.

Popper, K. (1993). Η λογική των κοινωνικών επιστημών. Στο Γ. Κουζέλης (Επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα (σσ. 496-516). Αθήνα: Νήσος.

Popper, K. (1996). H Λογική των Κοινωνικών Επιστημών. Στο Γ. Kουζέλης & K. Ψυχοπαίδης (Επιμ.), Eπιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών. Kείμενα. Aθήνα: Nήσος.

Quine, W. V. (1993). Φιλοσοφία της Λογικής (μτφρ. Γ. Ρουσόπουλος). Αθήνα: Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος.

Ρόζενταλ, Μ. (1962). Αρχές Διαλεκτικής Λογικής (μτφρ. Β. Καμπίτση). Αθήνα: Γνώσεις. Ρόζενταλ, Μ. (χ.χ.). Τα Προβλήματα Διαλεκτικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ (μτφρ. Γ.

Βιστάκη). Αθήνα: Αναγνωστίδη. Ρουσόπουλος, Γ. (1998). Αναλυτική της Παράστασης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ruzavin, G. I. (2000-2001). Matematizatsia Nautsnogo Znanija (Μαθηματικοποίηση

της Επιστημονικής Γνώσης). Στο: Novaja Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 2., σσ. 505-507.

Schaff, A. (χ.χ.). Γλώσσα και Gνώση. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος. Moscow: Misl.

Scheler, Μ. (1989). Η Θέση του Aνθρώπου στον Kόσμο (μτφρ. Χ. Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου & Θ. Λουπασάκης). Αθήνα: Ροές.

Schelling, W. J. (2004). Φιλοσοφία της Aποκαλύψεως (μτφρ. Θ. Λουπασάκης). Αθήνα: Ροές.

Schvirev V. S. (2000-2001). Metod, Metodologia (Μέθοδος, Μεθοδολογία). Στο: Novaja Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 2., σσ. 551-554.

Scientists’ Report Documents Exxon Mobil’s Tobacco-like Disinformation Campaign on Global Warming Science. Oil Company Spent Nearly $16 Million to Fund Skeptic Groups, Create. (2007). Confusion.http://www.ucsusa.org/news/press_release/ExxonMobil-GlobalWarming-tobacco.html (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Moscow: Misl.

Shviriov, V. S. (1988). Analiz Nauchnogo Poznanija (Ανάλυση της Επιστημονικής Γνώσης). Moscow: Nauka.

Smith, D. κ.ά. (2006). The Human Terrain System: A Cords for the 21st Century. Military Review, 9-10, 8-15.

Snow, C. P. (1995). Οι Δύο Κουλτούρες (μτφρ. Μ. Τζιαντζή). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Sorokin, P. (1959). Social and Cultural Mobility. New York: The Free Press. Spirkin, A. & Kopnin, P. (1964). Metodologija (Μεθοδολογία). Στο:

Spirkin, A., Kopnin, P. & Tourovski, M. (

Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 3, σσ. 420-421. Moscow: Sovietskaja Enchiklopedija .

1964). Metod (Μέθοδος). Στο: Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 3, σσ. 409-416. Moscow: Sovetskaja Entsiklopedia.

Σταμάτη, Γ. (2007). Περί Νεοφιλελευθερισμού. Αθήνα: ΚΨΜ. Σταμάτη, Γ. (2008). Stark, W. (1991). The Sociology of Knowledge: Toward a Deeper Understanding of the History of

Ideas. New Brunswick, N.J.: Transaction Publishers.

Ο Νεοφιλελεύθερος Εναγκαλισμός του Πανεπιστημίου. Αθήνα: ΚΨΜ.

Page 113: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

113

Stroev, S. (2009). Postindustrialnii Simulakr: Dobro Pozalovat v Rolevuju Igru (Η Μεταβιομηχανική Απομίμηση: Καλώς Ήλθατε στο Παίγνιο των Ρόλων) http://www.contr-tv.ru/common/2263/ (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Toulmin, S. (1967). The Evolutionary Development of Natural Science. American Scientists, vol. 55, 456-471.

Varilio, P. (2000). Η Πληροφορική Βόμβα (μτφρ. Β. Τομανάς). Αθήνα: Νησίδες. Vazjulin V. A. (1964). K Voprosu o “Mexanisme” Rasvitija Teoreticheskogo Znanija

(Περί του Ζητήματος του «Μηχανισμού» Ανάπτυξης της Θεωρητικής Γνώσης). Vestnic Moskofskovo Universiteta, Ser. 8, Νο 2: 48-59 και: http://www.ilhs.tuc.gr/ru/stat2.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Vazjulin V. A. (2002). Logika Kapitala K. Marksa (Η Λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ). Μόσχα: S.G.U. και http://www.ilhs.tuc.gr/ru/lk.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

Vazjulin V. A. (2005). Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx (russ. 1968, 2002). Deutsche: Auflage.

Weber, M. (1978). Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού. Αθήνα: Gutenberg.

Weber, M. (1996). Σχετικά με Ορισμένες Κατηγορίες της Κατανοούσας Κοινωνιολογίας. Στο Γ. Κουζέλης & Κ. Ψυχοπαίδης (Επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών Κείμενα (σσ. 137-190). Αθήνα: Νήσος.

Woolhouse, R. S. (2000). Φιλοσοφία της Επιστήμης. Β': Οι Εμπειριστές. Αθήνα: Στάχυ. Znaniecki, F. (1940). The Social Role of the Man of Knowledge. New York. Znaniecki, F.(1968). The Social Role of the Man of Knowledge. New York: Harper

Torchbook. Φάλκος-Αρβανιτάκης, Τ. (1999). Ηράκλειτος. Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. Φίλιας Β., κ.ά. (1977). Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις Τεχνικές των Κοινωνικών Ερευνών.

Αθήνα: Gutenberg. Φραγκόπουλος, Σ. (2008). Ιστορία της Τεχνολογίας.

http://sfrang.com/historia/default.htm#per (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).

ABSTRACT In my paper I examine the Dialectical Methodology of the Organic Whole, the cognitive potency of which (descriptive, explanational, theoretical, probative, heuristic, prognostic, etc.) has been proved in the social sciences (particularly in the political economy and in the social theory). The ddeevveellooppmmeenntt of scientific thought is examined as a process governed by laws, historical moments of which are the CCooggnniittiioonn SSiittuuaattiioonnss, which include a spectrum of possibilities (ddeessttrruuccttiivvee tteennddeenncciieess,, aass wweellll aass tthhee ppeerrssppeeccttiivvee ooff ccrreeaattiivvee ddeevveellooppmmeenntt) aass aa rreessuulltt ooff iinntteerrnnaall aanndd eexxtteerrnnaall ffaaccttoorrss iinntteerraaccttiioonn.. IInntteerrnnaall ffaaccttoorrss aarree ddeessccrriibbeedd bbyy:: tthhee ssttrruuccttuurree,, tthhee cchhaarraacctteerr,, tthhee pprrooppeerrttiieess aanndd tthhee ddeevveellooppmmeenntt lleevveell ooff tthhee oobbjjeecctt aass aa ssyysstteemm oorr aa ttoottaalliittyy;; tthhee tthheeoorreettiiccaall aanndd mmeetthhooddoollooggiiccaall lleevveell ooff tthhee aallrreeaaddyy aacchhiieevveedd sscciieennttiiffiicc kknnoowwlleeddggee aanndd tthhee tthheeoorreettiiccaall aanndd mmeetthhooddoollooggiiccaall lleevveell ooff tthhee ssuubbjjeecctt ooff tthhee rreesseeaarrcchh aaccttiivviittyy.. EExxtteerrnnaall ffaaccttoorrss aarree ccoommbbiinneedd ttoo tthhee ccoonntteemmppoorraarryy hhiissttoorriicc aanndd ccuullttuurraall ssiittuuaattiioonnss,, ssoocciiaall nneeeeddss,, iinntteerreessttss eettcc.. Thhee MMeetthhooddoollooggyy ooff tthhee OOrrggaanniicc WWhhoollee

Page 114: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

114

pprroovviiddeess aa gguuiiddeelliinnee bbeeyyoonndd tthhee ppeerrssiisstteennccee ooff pprreejjuuddiicceess ttoo qquuaalliittaattiivvee oorr qquuaannttiittaattiivvee aapppprrooaacchheess,, ffoorr eexxaammiinniinngg aanndd ssttuuddyyiinngg pphheennoommeennaa aass tthhee uunniittyy ooff tthheeiirr qquuaalliittaattiivvee aanndd qquuaannttiittaattiivvee aassppeeccttss,, ffoorr sseeeeiinngg tthhee ccoommpplleexx iinntteerrccoonnnneeccttiioonnss aanndd iinntteerraaccttiioonnss ooff tthheessee aassppeeccttss,, aanndd tthhee cchhaannggeess iinn tthhee rreellaattiioonnsshhiippss bbeettwweeeenn tthheemm iinn tthhee vvaarriioouuss lleevveellss ooff tthheeiirr ssttrruuccttuurree,, ddeevveellooppmmeenntt aanndd ccooggnniittiivvee lleevveell.. KKeeyy wwoorrddss:: PPhhiilloossoopphhyy ooff sscciieennccee,, MMeetthhooddoollooggyy ooff tthhee oorrggaanniicc aallll,, DDiiaalleeccttiiccaall llooggiicc,, EE.. IIllyyeennkkoovv,,VV..AA.. VVaazzjjuulliinn,, CCooggnniittiivvee ssiittuuaattiioonn,, SScciieennttiiffiicc rreevvoolluuttiioonn,, TT..SS.. KKuuhhnn,, KK.. PPooppppeerr,, II.. LLaakkaattooss,, PP.. FFeeyyeerraabbeenndd,, RReedduuccttiioonniissmm,, QQuuaalliittaattiivvee MMeetthhooddss,, QQuuaannttiittaattiivvee MMeetthhooddss..

Page 115: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

115

ΕΠΟΠΤΙΚΑ – ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

Επιστήμη: Ιστορική διαδικασία με ιδιότυπη θέση και ρόλο στη διάρθρωση της

κοινωνίας.

Γενετική προέλευση της επιστήμης:

• Θεμελιωδώς διαφορετική στρατηγική επιβίωσης του homo sapiens έναντι

των υπολοίπων εμβίων όντων.

• Προσαρμογή – μετασχηματισμός του περιβάλλοντος για την ικανοποίηση

των αναγκών(εργασία) στη θέση της προσαρμογής στο περιβάλλον.

• Λειτουργικός και μορφολογικός μετασχηματισμός αντικειμένων της φύσης

και μετατροπή τους σε μέσα επενέργειας σε άλλα αντικείμενα.

• Διάκριση των ουσιωδών πλευρών του αντικειμένου ως αναγκαίος και ικανός

όρος του μετασχηματισμού του.

• Σκοποθεσία και γνώση.

• Καταμερισμός εργασίας –αυτονόμιση σκοποθεσίας, εποπτείας, ελέγχου και

διοίκησης.

Page 116: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

116

Page 117: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

117

Ο Διττός χαρακτήρας της εμπράγματης μετασχηματιστικής δραστηριότητας.

Ανθρωπος1 « Ανθρωπος2 …..« Ανθρωπος

ν

Μέσα – εργαλεία Συνεργασία

Τρόπος επενέργειας Ιεραρχία

Σκοπός Συντονισμός

(Κατεύθυνση προς Καταμερισμός εργασίας

αποτέλεσμα)

Αντικείμενο

Page 118: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

118

Ο Διττός χαρακτήρας του συν - ειδέναι (Διττή αποβλεπτικότητα).

Υποκείμενο1 « Υποκείμενο 2 …« Υποκείμενο

Συνειδητοποίηση των σχέσεων υποκειμένων

ν

Αυτοσυνείδηση

Γνώση αντικειμένου

Αντικείμενο

Page 119: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

119

Η επιστήμη ως:

• Επιστημονική έρευνα (δραστηριότητα-γνωστική διαδικασία).

Παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοση – εφαρμογές γνώσης.

• Αποτελέσματα έρευνας – Κεκτημένα (γνώσεις)

• Θεσμός – Οργάνωση – Ιεραρχία – σχέσεις μεταξύ ανθρώπων εντός και

εκτός επιστήμης.

• Παραγωγική δύναμη.

Page 120: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

120

Ο «μηχανισμός» ανάπτυξης της επιστήμης.

• «Εσωτερικές» και « εξωτερικές» συνιστώσες της ανάπτυξης.

• Τα όρια εφαρμοσιμότητας και ισχύος της εκάστοτε κεκτημένης γνώσης.

• Η κεκτημένη γνώση ως μέθοδος – μέσο προσπορισμού νέας γνώσης.

• Η προεκβολή του κεκτημένου στο εισέτι μη εγνωσμένο.

• Αδυναμία περιγραφής – ερμηνείας – πρόγνωσης

• Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία

• Υπέρβαση – διαλεκτική άρση του κεκτημένου. Νέα σύνθεση και

επαναπροσδιορισμός - επαναπροσανατολισμός της στρατηγικής της έρευνας.

Προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως ιστορικά συγκεκριμένης βαθμίδας ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας από:

1. Την υφή , τον χαρακτήρα, τον τρόπο συγκρότησης του αντικειμένου, το είδος των αλληλεπιδράσεων των μερών του και του επιπέδου της ανάπτυξής του

2. Το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης περί του αντικειμένου, τα κεκτημένα της επιστήμης και τους τρόπους διερεύνισής του

3. Το επίπεδο ανάπτυξης και το είδος του υποκειμένου της έρευνας (ερυνητή), τη σχέση του με τα θεμέλια της επιστήμης και τη μεθοδολογική – αναστοχαστική του ικανότητα

4. Την περιρέουσα κοινωνική-πολιτισμική συγκυρία, τις ανάγκες και τη δεσπόζουσα «κοινωνική ζήτηση» που προβάλλουν ως αξιώσεις προς την επιστήμη.

Η κρισιακή γνωσιακή συγκυρία: • Εσωτερικοί παράγοντες: προσέγκιση των ορίων ορισμένου επιστημονικού

κεκτημένου, εξάντληση της περιγραφικής, ερμηνευτικής, προγνωστικής λετουργίας του, εμφάνιση νέων δεδομένων, γεγονότων κλπ.

• Εξωτερικοί παράγοντες: περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική συγκυρία, κοινωνικές ανάγκες, συμφέροντα, συσχετισμοί δυνάμεων κλπ.

Page 121: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

121

Η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία ως φάσμα δυνατοτήτων: • Δογματικής αγκύλωσης, σκεπτικιστικής διάλυσης, καταστροφής κλπ. • Δημιουργικής ανάπτυξης

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ (για τη φιλοσοφία και ιστορία

της επιστήμης) Ευρετική (από το ρήμα ευρίσκω, αγγλ. heuritics).

Ερευνητικό πεδίο που μελετά τη δημιουργική δραστηριότητα, την εμφάνιση νέων στοιχείων (κρίσεων, ιδεών, τρόπων δράσης) στη γνώση και στη δραστηριότητα του ανθρώπου. Το πεδίο αυτό συγκροτείται από διεπιστημονικού χαρακτήρα συνθετικές γνώσεις με τη συμβολή της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, των μαθηματικών, της κυβερνητικής*, της πληροφορικής, της λογικής*, της δομικής γλωσσολογίας, της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγής κ.ά.

Οι επεξεργασίες της ευρετικής οδηγούν σε ορισμένες ευρετικές μεθόδους που συμβάλλουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας επίλυσης προβλημάτων και σε αντίστοιχες παιδαγωγικές παρεμβάσεις. Οι μέθοδοι αυτές αφορούν ιδιαίτερα στα προβλήματα τα οποία δεν επιδέχονται προδιαγεγραμμένες και ακριβείς αλγοριθμοποιημένες λύσεις, και συνοψίζονται στους εξής τύπους μοντέλων επίλυσης:

1. της "τυφλής αναζήτησης" βάσει της μεθόδου της δοκιμής και του λάθους, 2. του "λαβυρίνθου" (αναζήτηση λύσης σε δαιδαλώδεις κατευθύνσεις) και 3. των "δομικών - σημαντικών μοντέλων", τα οποία αντανακλούν τις

σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων που συνιστούν την περιοχή του προβλήματος.

Ορισμένες κατευθύνσεις της ευρετικής θεωρούν κύριο πρόβλημα την εξάλειψη των αντιφάσεων. Άλλες προσεγγίσεις ανάγουν την όλη προβληματική στο επίπεδο του βιώματος, της διαίσθησης, των ασυνείδητων ψυχικών διεργασιών κλπ., προσδίδοντας στην ευρετική ανορθολογικό και μυστικιστικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η ένταξη στο πεδίο της ευρετικής αινιγμάτων, αποδείξεων και ανασκευών, του περιορισμού της έκτασης της αναζήτησης (μέσω της ανάλυσης των σκοπών, των μέσων και των υλικών), καθώς και η απόπειρα σύνθεσης νόησης και αισθητηριακής αντίληψης, συνείδησης και ασυνείδητου κλπ. Στα πλαίσια αυτά εκπονούνται μεθοδολογίες ερευνητικών προγραμμάτων (βλ. Ι. Λάκατος), βάσει των οποίων εξετάζονται οι μετατοπίσεις προβληματοθεσίας στην έρευνα, η "αρνητική ευρετική" (το απυρόβλητο του σκληρού πυρήνα ενός προγράμματος από τυχόν διαψεύσεις και επιλαθεύσεις) και η "θετική ευρετική" (τρόποι δόμησης του προστατευτικού κλοιού γύρω από τον σκληρό πυρήνα κ.λπ.).

Ευρετικό ρολό μπορεί να διαδραματίσει η διαλεκτική φιλοσοφική και μεθοδολογική διερεύνηση της ανάπτυξης της κάθε συγκεκριμένης επιστήμης μέσω της διακρίβωσης της εκάστοτε "γνωσιακής συγκυρίας" (του συγκεκριμένου ιστορικά επιπέδου ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου και της λογικής - μεθοδολογίας που έχει

Page 122: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

122

επιτευχθεί στα πλαίσια της εν λόγω επιστήμης) και της επιστημονικής πρόγνωσης* της βέλτιστης δυνατής οδού (με τις ελάχιστες παλινωδίες, αδιέξοδα κ.λπ.) περαιτέρω ανάπτυξης της, από το φάσμα δυνατοτήτων που διανοίγεται σ' αυτή τη γνωσιακη συγκυρία.

Σε αυτή την κατεύθυνση αποκτά ιδιαίτερη σημασία ο αναστοχασμός επί των κοινωνικών αναγκών, του δρόμου και των δυνατοτήτων χρήσης της επιστήμης. Αυτό δεν αποτελεί ενδοεπιστημονική υπόθεση, ιδιαίτερα σήμερα που ο εξορθολογισμός των θεμελίων της ανθρώπινης δραστηριότητας καθίσταται αναγκαίος όρος και προϋπόθεση της κοινωνικής προόδου.

Εάν η ανάπτυξη της επιστήμης πραγματοποιείται εντός συγκεκριμένων οργανωτικών – θεσμικών πλαισίων με ορισμένη κατεύθυνση, είναι προφανές ότι προϋποτίθεται η γνώση του τι είναι η επιστήμη και από ποιες νομοτέλειες διέπεται.

Τα παραπάνω συνδέονται με την αναβάθμιση του σχεδιοποιού – κατασκευαστικού χαρακτήρα της γνώσης έναντι της πρακτικής δραστηριότητας. Βάσει της επιστήμης ανακύπτουν ποιοτικά νέες τεχνολογικές παραγωγικές διαδικασίες επαναστατικής σημασίας. Από τα μέσα του 20ου

Το στοιχείο του αναστοχασμού, της επιστήμης περί της επιστήμης, της αυτογνωσίας αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο για τη θεωρητική – γνωστική δραστηριότητα.

αιώνα δημιουργείται ο ισχυρός και πολυσχιδής οργανισμός της «μεγάλης επιστήμης»

Το στοιχείο της αυτογνωσίας (περί της γνώσεως) ενυπάρχει στην ιστορία της επιστήμης σε διαφορετικές μορφές:

4. Αρχαιότητα: επεξεργασία κανόνων λογικής θεμελίωσης, αποδεικτικότητας του συμπεράσματος, του συλλογισμού.

5. Νέοι χρόνοι: αποκάλυψη των αυταπόδεικτων – φερέγγυων αληθειών ως θεμελίων ελέγχου και αποδεικτικός ισχύος του όλου – συστήματος της γνώσης.

6. Σύγχρονη κατάσταση: αναγκαιότητα καθολικότητας και «τα πάντα πληρούσας» στο πεδίο της έρευνας αναστοχαστικής δραστηριότητας.

Αυτή η αναστοχαστική δραστηριότητα δεν πρέπει να εννοείται ως προσήλωση σε άκαμπτες αρχές, ούτε και να ανάγεται σε έλεγχο της τυπικο – λογικής αυστηρότητας των συλλογισμών.

Από τον οντολογισμό της φυσικής φιλοσοφίας και τον γνωσεολογισμό των νέων χρόνων σήμερα περνάμε εν πολλοίς στον «μεθοδολογισμό» (έμφαση στη μεθοδολογική προβληματική) .

Δεν αποτελεί πάντοτε κάθε δραστηριότητα συνειδητά αναπαραγόμενη και ελεγχόμενη σαφή αλληλουχία ενεργειών και εγχειρημάτων. Αυτό δεν την εμποδίζει να είναι μια δραστηριότητα που διαθέτει ορισμένη δομή, στα πλαίσια της οποίας μπορούν να διακριθούν οι αφετηριακοί σκοποί, τα χρησιμοποιούμενα μέσα, η αλληλουχία των εκτελούμενων πράξεων (της χρήσης των μέσων επί του διαθέσιμου υλικού κ.λ.π.).

Σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της δραστηριότητας ανακύπτει η αναγκαιότητα διάκρισης της δομής της εν λόγω δραστηριότητας, μετάβασης από την διαισθητική – αυτόματη εκτέλεσή της στη συνειδητή. Αυτό συμβαίνει όταν κάποτε καθίσταται σαφής η ανεπάρκεια του διαισθητικού αυτόματου επιπέδου, των

Page 123: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

123

συνηθισμένων δεξιοτήτων, των παγιωμένων συμπεριφορών (μεταβολή των όρων της παγιωμένης δραστηριότητας).

Όσον αφορά τη γνωστική δραστηριότητα η γνώση οφείλει να γίνει αντιληπτή ως το αποτέλεσμα, το πόρισμα ορισμένης γνωστικής δραστηριότητας, πρέπει να αποκαλυφθούν οι «γενεσιουργοί μηχανισμοί» της γνώσης, δηλαδή το σύνολο των ερευνητικών μέσων, προϋποθέσεων, χειρισμών διαθέσεων, ενεργειών κλπ. που συνδέονται με την διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης .

Η μετάβαση στον «μεθοδολογισμό» ως τύπο αναστοχασμού σηματοδοτεί την μετάβαση απ’ την ενατενιστική στην ενεργό συνειδητή σχέση προς την επιστήμη. Η μετάβαση αυτή παρατηρείται κατά την ολοκλήρωση της κλασικής επιστήμης και συνεπάγεται μιαν άρδην αλλαγή της ερμηνείας της συσχέτισης αντικειμενικού και υποκειμενικού στην επιστημονική γνώση, στην αντίληψη του ρόλου των γνωστικών μέσων, των μεθόδων και του χαρακτήρα των διευθετούμενων μέσω των παραπάνω προβλημάτων.

Φερ’ ειπείν μέχρι τότε το πείραμα (στα πλαίσια της ενατενιστικής σχέσης) θεωρούταν ειδική μορφή ενατένισης, υποκατάστατο της άμεσης παρατήρησης για την εξέταση του «καθαρού» φαινομένου χωρίς παράπλευρες επιδράσεις.

Στη συνειδητή προσέγγιση της ερευνητικής δραστηριότητας το πείραμα εννοείται ως τρόπος ειδικής, συνειδητά προγραμματιζόμενης και σκόπιμης οργάνωσης των φυσικών διαδικασιών, δομημένη κατά τρόπον ώστε να παρέχει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει ο ερευνητής στη φύση. Από το πείραμα ως ειδική μορφή (υποπερίπτωση – υποκατάστατο) παρατήρησης περάσαμε στην παρατήρηση ως είδος πειράματος (τα αισθητήρια όργανά μας δεν στρέφονται παθητικά στο μεν είτε στο δε αντικείμενο, αλλά συνειδητά και σκόπιμα, στα πλαίσια της επίλυσης ορισμένου γνωστικού προβλήματος). Το πείραμα γίνεται οργανικό συστατικό στοιχείο – κρίκος της γνωστικής δραστηριότητας.

Η ενατενιστική αντίληψη της επιστημονικής γνώσης εδραζόταν σε λανθάνουσα μορφή σε μιάν αντίληψη περί απολύτου – θείας νοημοσύνης, που εκλαμβανόταν ως ιδεώδες, το οποίο επιδιώκει να προσεγγίσει ο άνθρωπος. Η όλη διαδικασία εκλαμβανόταν εν πολλοίς ως μεθοδολογία «κάθαρσης» της ανθρώπινης γνωστικής διαδικασίας, ώστε αυτή να προσεγγίσει την απόλυτη νοημοσύνη, να συγχωνευθεί άμεσα με το γνωστικό αντικείμενο (π.χ. ο ρόλος του απολύτου στη φιλοσοφία του Χέγκελ).

Η αντίληψη της γνωστικής διαδικασίας ως δραστηριότητας υπονομεύει τη σημασία αυτής της απόλυτης νοημοσύνης, ενώ το γεγονός ότι η γνώση επιτυγχάνεται μέσω μορφών που προσιδιάζουν μόνο στον άνθρωπο, παύει να θεωρείται ελάττωμα και αναγκαίο κακό, αλλά εκλαμβάνεται πλέον ως θεμελιώδης αφετηρία της γνωστικής δραστηριότητας, γεγονός που διευρύνει το πεδίο των μεθοδολογικών ερευνών. Αυτό οδηγεί σε παραίτηση από την αφελή και μη αναστοχαστική ταύτιση σκέψης και είναι, όπου το γνωστικό αντικείμενο εμβαπτιζόμενο στην διαθέσιμη εικόνα του κόσμου δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από αυτή την εικόνα, δεν ελέγχει μέσω ειδικών ενεργειών της συνείδησης τα θεμέλια της σχέσης του προς το αντικείμενο.

Η ανάλυση της γνώσης ως αποτέλεσμα ορισμένης δραστηριότητας του γνωστικού αντικειμένου προϋποθέτει συμψηφισμό των πιθανών εναλλακτικών νοητικών ενεργειών για την επίλυση γνωστικών προβλημάτων. Σε κάθε επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας εγείρεται και επανατοποθετείται η προβληματική της σχέσης μεταξύ σκέψης και αντικειμενικής πραγματικότητας, υποκειμενικής εκτίμησης της συγκυρίας και

Page 124: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

124

αντικειμενικού περιεχομένου της, των μέσων και των σκοπών της γνωστικής δραστηριότητας, αν και δεν συνειδητοποιείται πάντοτε σε γενικευμένη φιλοσοφική – γνωσεολογική μορφή.

Είναι γεγονός ότι κατά τη συνήθη πρακτική της νόησης και της συνείδησής μας δεν υιοθετούμε μιαν αναστοχαστική στάση (δεν διακρίνουμε τις προϋποθέσεις και τις προδιαθέσεις της συνείδησής μας) και στη γνωστική δραστηριότητα δεν βλέπουμε τα απεικάσματά μας, αλλά την πραγματικότητα μέσω αυτών των απεικασμάτων. Εδώ όλα κυλούν λίγο – πολύ αυθόρμητα και ασυνείδητα.

Επομένως, απ’ αυτή την άποψη ο μεθοδολογικός χαρακτήρας της επιστημονικής νόησης συνιστά τη συνειδητότητά της, όσον αφορά τα αφετηριακά μέσα, τις προϋποθέσεις και όλους τους όρους της γνωστικής δραστηριότητας. Η συνειδητή μεθοδολογική προβληματική δεν απορρέει αυτομάτως απ’ την κατεύθυνση της γνωστικής δραστηριότητας, αλλά από την οξύτητα των προβληματικών συγκυριών.

Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον στοιχείο του συστήματος γνώσεων που διαθέτει το κεκτημένο της εν λόγω επιστημονικής πειθαρχίας. Και μάλιστα η αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται οργανικά με τον μετασχηματισμό αυτού του κεκτημένου. Το εύρος και το βάθος αυτού του μετασχηματισμού εξαρτάται από το αν και κατά πόσο είναι θεμελιώδες το πρόβλημα που αρθρώνει την εν λόγω ερευνητική δραστηριότητα και η λύση του (ανακάλυψη). Το εύρος και το βάθος αυτού του μετασχηματισμού είναι αντιστρόφως ανάλογα του βαθμού, στον οποίο το αποτέλεσμα της έρευνας είναι συμβατό με την κεκτημένη θεωρία (εγγράφεται σε αυτήν).

Π.χ. το πείραμα των Μάικελσον και Μόρλι για την μέτρηση της ταχύτητας του φωτός σε σχέση με την ταχύτητα της Γης.

Η έννοια «αντικείμενο της έρευνας» επισημαίνει τον προσδιορισμό της έρευνας από το υφιστάμενο σύστημα επιστημονικής γνώσης (καθ’ όσον μόνο μέσω αυτής διακρίνεται το πεδίο εκείνο του επιστητού ως λίγο – πολύ οριοθετημένο και διεπόμενο από ορισμένη τάξη, κανονικότητα και νομοτέλεια) και προσδιορίζεται ακριβέστερα μέσω των ερευνητικών στόχων, των μέσων και των τρόπων της έρευνας.

Τα μέσα της έρευνας διακρίνονται σε: 1. Τεχνικά (Η.Υ., τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο, φασματογράφος,

αντιδραστήρια…) και 2. Εννοιολογικά (έννοιες, μέθοδοι, μοντέλα) με λιγότερο εποπτικό ρόλο, αλλά

τεράστιας σημασίας. (π.χ. η έννοια «φυσική επιλογή» στην εξελεκτική θεωρία του Δαρβίνου). Εδώ είναι σαφής η εσωτερική συνάφεια μεθοδολογίας και θεωρίας.

ΙΙ. Διαδικασίες, μέθοδοι και μέσα επιστημονικής έρευνας. Η έρευνα των μέσων της έρευνας μας επιτρέπει να διακρίνουμε τη θεμελίωση

ορισμένων διαδικασιών και μεθόδων επιστημονικής γνώσης, το βαθμό αξιοπιστίας των γνώσεων που προσποριζόμαστε, τις γνωστικές δυνατότητες που μας παρέχουν, αλλά και τους περιορισμούς τους.

Βασικοί τύποι εξηγήσεων είναι 1) της αιτιώδους συνάφειας (διάκριση αιτίου – αιτιατού) και 2) ο λειτουργικός.

Page 125: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

125

Ερμηνεία. Με την ευρεία έννοια η εξήγηση, η διασαφήνιση, η ανάπτυξη του νοήματος μιας

έννοιας, το σύνολο των χειρισμών οι οποίοι αποσκοπούν στο να καταστήσουν κατανοητό ορισμένο φαινόμενο, γεγονός, πρόταση, συλλογισμό κλπ. με τη βοήθεια παραστάσεων, γνώσεων κλπ. που ήδη υπάρχουν. Συνιστά μέσο, λειτουργία και συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης γνώσης, ιδιαίτερα της επιστημονικής, και κατ' εξοχήν στη θεωρητική βαθμίδα της (σε αντιδιαστολή με την εμπειρική όπου δεσπόζει η αλληλένδετη με την ερμηνεία περιγραφή).

Στην επιστήμη ερμηνεία είναι η αποκάλυψη των νόμων, των νομοτελειών που διέπουν το γνωστικό αντικείμενο*, και συνδέεται με τη συγκρότηση της ιδεατής θεωρητικής αναπαραγωγής του εν λόγω αντικειμένου. Στις ιστορικές - ανθρωπιστικές σπουδές η ερμηνεία εννοείται συχνά ως εξήγηση κειμένων που αποσκοπεί στην κατανόηση του νοηματικού περιεχομένου τους. Στη μαθηματική λογική, και σ' ορισμένες εκδοχές φιλοσοφίας της επιστήμης, εννοείται ως εντοπισμός των σημασιών των εκφράσεων μιας τυπικής γλώσσας. Σημασιολογική ερμηνεία (semantic interpretation) είναι η επεξήγηση ενός λογισμού είτε το αποτέλεσμα της εφαρμογής σε μια πρόταση των κανόνων προβολής και του "λεξικού", ο εντοπισμός της πολυσημίας κλπ. Οι απαρχές των ερμηνευτικών πρακτικών συνδέονται με την "αλληγορική ερμηνεία" κειμένων κατά την αρχαιότητα, με την "εξηγητική" του Μεσαίωνα, με την "κριτική του κειμένου", τη λεξικογραφία, τη "γραμματική" κλπ. της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης.

Οι πρώτες απόπειρες συγκρότησης θεωρίας της ερμηνείας (18ος αϊ.) συνδέονται με την εμφάνιση της ερμηνευτικής ως γενικής διδασκαλίας περί της "τέχνης του κατανοείν". Ο Σλάιερμάχερ διέκρινε δύο πλευρές της ερμηνείας: την αντικειμενική ("γραμματική", "γλωσσολογική") και την υποκειμενική ("ψυχολογική"). Κατά τον Ντιλτάι η ερμηνεία επιτυγχάνε-τια με την ενσυναίσθηση*, με την ένταξη στον ψυχολογικό και πολιτισμικό κόσμο του συγγραφέα και την αναδόμηση αυτού του κόσμου στην εσωτερική εμπειρία του ερευνητή. Η θετικιστική προσέγγιση της ερμηνείας έγκειται στην αναγωγή του περιεχόμενου του κειμένου στο σύνολο των "όρων" είτε των "αιτίων" του. Στον ψυχολογισμό της ερμηνευτικής και στον "ιστορικισμό" του θετικισμού αντιπαρατίθεται η λεγόμενη "τυπική μέθοδος", που προτάσσει την ανεξαρτησία του έργου από τις συνθήκες δημιουργίας του (βλ. αμερικανική "νέα κριτική", Μπασλάρ, Β. Κάιζερ, Ε. Στάιγκερ κ.ά.). Από τη δεκαετία του 1960 διαμορφώνεται ανάγλυφα η αντιπαλότητα βασικά δύο προσεγγίσεων της ερμηνείας: 1) της υπαρξιστικής - ερμηνευτικής και 2) της δομικής - σημειωτικής.

Κατά την πρώτη, το κείμενο προβάλλει ως κατ' εξοχήν αυτοέκφραση του υποκειμένου (εμπειρικού ή υπερβασιακού) στην ατομικότητα της "εσωτερικής εμπειρίας" του κλπ. Η δεύτερη θεωρεί το κείμενο ως σύνολο κατά ορισμένο τρόπο αλληλένδετων στοιχείων (συμβόλων). Στον μεταδομισμό (ιδιαίτερα στην αποδόμηση "destruktion" του Derrida) τίθεται υπό αμφισβήτηση και αυτή η δυνατότητα ερμηνείας ως πιστής ανάγνωσης του κειμένου. Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 η εν λόγω πολεμική υπερβαίνει τα όρια της αντιπαλότητας μεταξύ "κατανοούσας" και "ερμηνεύουσας" μεθοδολογίας, ενώ παρατηρούνται τάσεις προσέγγισης (Ρ. Ricoeur, Μ. Frank κ.ά.).

Οι ποικίλες μονομέρειες αναφορικά με τα προβλήματα της ερμηνείας (ψυχολογισμός, φορμαλισμός κλπ.) συνδέονται κατά κανόνα με την απουσία συγκεκριμένου ιστορισμού και με τη συνακόλουθη αδυναμία συσχέτισης τριών αλληλένδετων πλην όμως σαφώς διακριτών διαλεκτικών διαδικασιών ανάπτυξης: 1) του

Page 126: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

126

γνωστικού αντικειμένου, 2) των θεωρητικών, εμπειρικών κλπ. προσεγγίσεων του εν λόγω αντικειμένου στην ιστορία της επιστήμης και 3) της προσωπικής προσέγγισης του εκάστοτε ερευνητή στις δύο πρώτες διαδικασίες (βλ. επίσης: αξιωματική μέθοδος, μοντέλο, σημειωτική, ιστορικό και λογικό).

Θεμελίωση. Αναγκαία πλευρά της επιστημονικής δραστηριότητας, και ιδιαίτερα της λογικής

και μεθοδολογίας της επιστήμης, η οποία συνίσταται στη διαδικασία αποτίμησης διαφόρων λογικών, νοητικών μορφών της γνώσης (βεβαιώσεων, υποθέσεων, θεωριών κ.λπ.) ως συστατικών στοιχείων του συστήματος της επιστημονικής γνώσης από τη σκοπιά της αντιστοιχίας τους προς τις λειτουργίες, τους στόχους και τα ζητούμενα αυτού του συστήματος.

Η θεμελίωση προϋποθέτει την εξέταση και τον έλεγχο της νομιμότητας και της σκοπιμότητας της χρήσης ορισμένων ρυθμιστικού χαρακτήρα κανόνων, προϋποθέσεων και προσανατολισμών, την συγκριτική αντιπαραβολή πιθανών εναλλακτικών λύσεων και την μέσω επιχειρημάτων τεκμηρίωση της εκάστοτε λήψης αποφάσεων. Η εν λόγω διαδικασία διαφοροποιεί μεταξύ άλλων και την επιστημονική δραστηριότητα από την πίστη, τις δοξασίες, την παράδοση και την υποταγή σε αυθεντίες. Στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού διακρίνονται:

α) η λογική θεμελίωση (τυπική, μαθηματική είτε "διαλεκτική λογική"*) και β) η εξωλογική θεμελίωση (γνωσεολογική, οντολογική, κοινωνική, πραξεολογική, διαισθητική, ενορατικη κλπ.). Βλ. επίσης: θεωρία, Υπόθεση, απόδειξη.

Βιβλιογρ.: Ε. Παπαδημητρίου, θεωρία της Επιστήμης και ιστορία της φιλοσοφίας. Για μια φιλοσοφικά και κοινωνικό θεμελιωμένη επιστημολογία, Αθήνα, Gutenberg.

Επαγωγική λογική (αγγλ. logic inductive). Τομέας της λογικής, αντικείμενο του οποίου είναι οι επαγωγικοί διαλογισμοί

(κρίσεις, αποφάνσεις, ισχυρισμοί, συλλογισμοί), που συνδέονται με τη συναγωγή γενικευμένων συμπερασμάτων, εξηγήσεων, προβλέψεων, περιγραφών κλπ. από επιμέρους δεδομένα, τα οποία αποτελούν ή φαίνονται ότι αποτελούν ενδείξεις για τα συναγόμενα συμπεράσματα (βλ. επαγωγή), Οι υιοθετούμενες υποθέσεις προσδίδουν ορισμένο βαθμό βεβαιότητας (ορισμένες φορές ταυτιζόμενο με την επαγωγική πιθανότητα) στο συμπέρασμα. Συχνά η αποδοχή κάποιων υποθέσεων συνδέεται με το γεγονός ότι αυτές καθιστούν πιο εύλογη την αποδοχή του συμπεράσματος.

Ο παραδοσιακός επαγωγισμός (π.χ. Τζ. Σ. Μιλ*) ανήγαγε την επαγωγική λογική στη σχέση της επαγωγικής ακολουθίας, στην ανάλυση του προσπορισμού γενικής θεωρητικής γνώσης από το μερικό, το μοναδικό, το εμπειρικά δεδομένο. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή η επαγωγική λογική ανάγεται στην ανάλυση των λογικών κριτηρίων επιβεβαίωσης και αποδοχής επιστημονικών αποφάνσεων στα πλαίσια της υποθετικής - επαγωγικής μεθόδου (διατυπώθηκε τον 19ο αϊ. από τον W. Whewell). Κατά τη σύγχρονη λογική το αντικείμενο της επαγωγικής λογικής διευρύνεται και συμπεριλαμβάνει το σύνολο των λογικών σχέσεων κατά τις οποίες η αλήθεια της ελεγχόμενης γνώσης δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί βάσει αληθών γνώσεων, αλλά μπορεί απλώς να προσδιορισθεί ο βαθμός στον οποίο η μεν επιβεβαιώνεται από τις δε. Έτσι οδηγούμαστε στη χρήση

Page 127: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

127

μεθόδων της θεωρίας των πιθανοτήτων και η επαγωγική λογική μετατρέπεται σε "λογική των πιθανοτήτων".

Βιβλιογρ.: A. Getmanova κ.ά., Logic made simple. A dictionary, Moscow, 1990.-

The problem of inductive logic, Amsterdam, 1968.

ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.

• Ενότητα μεθοδολογικής και φιλοσοφικής – κοσμοθεωρητικής

προβληματικής της επιστήμης. Ο μεθοδολογικός αναστοχασμός επί της επιστημονικής ερευνητικής

δραστηριότητας κινείται σε 2 τουλάχιστον επίπεδα: 1. Του «εσωτερικού αναστοχασμού», της ειδικής μεθοδολογικής ανάλυσης εντός

ορισμένης επιμέρους επιστήμης. 2. Του «εξωτερικού αναστοχασμού», της φιλοσοφικής μεθοδολογικής ανάλυσης. Η σχετική ανάπτυξη του ενδοεπιστημονικού μεθοδολογικού αναστοχασμού σε

συνδυασμό με την ανάπτυξη και τις προτεραιότητες ορισμένων επιστημών και με την κρίση της παραδοσιακής φιλοσοφικής συνείδησης των αρχών του 20ου

Η θετικιστική αντίληψη θεωρεί τη φιλοσοφία προεπιστημονική μορφή νόησης, η οποία γίνεται άχρηστη με την πρόοδο της ακριβούς επιστήμης. Ωστόσο, η όποια πρόοδος της επιστήμης δεν αίρει τη φιλοσοφική προβληματική, αλλά τουναντίον την αναπαράγει, την επανατοποθετεί σε άλλο επίπεδο. Επανεγείρονται διαρκώς ερωτήματα κοσμοθεωρητικού επιπέδου, αναφορικά με τα επίπεδα συγκρότησης – αλληλεπίδρασης και τις μορφές κίνησης, με την υφή της αιτιοκρατίας, τις πηγές της ανάπτυξης, τις σχέσεις φύσης – κοινωνίας, τη σχέση είναι - συνείδησης, τη φύση της αλήθειας, τη σχέση υποκειμένου – αντικειμένου στη γνωστική διαδικασία, κ.λ.π.

αιώνα, οδήγησε στην θετικιστική αντίληψη, κατά την οποία η σημασία της φιλοσοφίας εκπίπτει παντελώς.

Η αναγκαιότητα μεθοδολογικού αναστοχασμού ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση στις προβληματικές ή κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες: όπου δηλαδή παύει να λειτουργεί ο συνήθης τρόπος εργασίας με δεδομένα τα γνωστικά μέσα, όταν τα τελευταία αποβαίνουν ανεπαρκή για την επίλυση προβλημάτων που ανακύπτουν. Κάθε συγκυρία που απαιτεί αναστοχασμό επί των γνωστικών μέσων και προδιαγραφών, η συγκυρία εκείνη που εγείρει στο προσκήνιο την ενεργό εμπλοκή της συνείδησης του υποκειμένου της έρευνας, που προϋποθέτει τη διάλυση της αφελούς μη αναστοχαστικής στάσης της συγχώνευσης υποκειμένου και αντικειμένου, δυνητικά εμπεριέχει τη φιλοσοφική προβληματική για τη σχέση γνώσης και πραγματικότητας, υποκειμένου – αντικειμένου κ.λ.π.

Η προσέγγιση αυτή αναδεικνύει τη σημασία της ιστορικής προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης, της εξέτασής της εντός ορισμένης κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας.

Στην αντίθετη περίπτωση έχουμε απολυτοποίηση της αφαίρεσης της γνωστικής σχέσης και του γνωστικού υποκειμένου, η οποία εύκολα οδηγεί στη δαιμονοποίηση της επιστήμης, ως εκ προοιμίου αλλότριας στον άνθρωπο εχθρικής δύναμης (όπως συμβαίνει π.χ. στην κριτική που ασκείται στην επιστήμη απ’ τη σχολή της Φρανκφούρτης). Στον αντίποδα του θετικιστικού μεθοδολογισμού απαντάται ο αγοραίος

Page 128: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

128

κοινωνιολογισμός, ο οποίος αγνοεί παντελώς την ύπαρξη εσωτερικής λογικής και νομοτέλειας στην ανάπτυξη της επιστήμης.

Η Διανόηση,οι διανοούμενοι (ρωσ. inteligentsia) και το υποκείμενο της έρευνας

Τον όρο εισήγαγε ο ρώσος συγγραφέας Π. Μπομπορίκιν (δεκαετία του 1870) με την έννοια των μορφωμένων, καλλιεργημένων ανθρώπων με πρωτοπόρες ιδέες.

Στη συνέχεια ο όρος αυτός αφορούσε στο "κοινωνικό στρώμα" των ανθρώπων οι οποίοι απασχολούνται επαγγελματικά με πνευματική, διανοητική (κατ' εξοχήν υψηλά ειδικευμένη και σύνθετη) εργασία. Το εν λόγω στρώμα απασχολείται στον τομέα της πνευματικής παραγωγής, της δημιουργίας, ανάπτυξης και διάδοσης πολιτισμικών προϊό-ντων. Ιστορική προϋπόθεση της διάκρισης και της διεύρυνοης του στρώματος της διανόησης ήταν ο διαχωρισμός της διανοητικής εργασίας (ως πλέον προνομιούχου) από τη φυσική στις ιστορικές βαθμίδες περιπλοκής και εμβάθυνσης του καταμερισμού της εργασίας, η αύξηση της ανάγκης για ευρύτερη και βαθύτερη γνώση της μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας και για την προετοιμασία του υποκειμένου της εργασίας. Μη απαρτίζοντας κοινωνική τάξη κατέχει μια σχετικά σταθερή θέση στην ταξική δομή της κοινωνίας, που απορρέει από την ιδιοτυπία, τη σχετική αυτοτέλεια και τον διαρκώς αναβαθμιζόμενο ρόλο της πνευματικής παραγωγής. Ως διαταξικό κοινωνικό στρώμα η διανόηση παρουσιάζει στο εσωτερικό της μια κάθετη δομή (π.χ. στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία υποδιαιρείται σε προλεταριακή, μικροαστική και αστική).

Η διανόηση εμφανίσθηκε πρωταρχικά κατά τη δουλοκτησία και τη φεουδαρχία (κλήρος κ.λπ.). Ο ρόλος της όμως αναβαθμίσθηκε ποιοτικά, ποσοτικά και ουσιαστικά με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας. Παρά τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που προσέλαβε η "αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας"* στις εκ-μεταλλευτικές βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας, οι εκάστοτε άρχουσες τάξεις δεν κατεί-χαν απόλυτα το μονοπώλιο της πνευματικής δραστηριότητας. Εφ' όσον η διανόηση δεν καταλαμβάνει αυτοτελή θέση ως προς την (ιδιοκτησιακή κλπ.) σχέση της προς τα μέσα παραγωγής, ως προς τη θέση της στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ως προς τον τρόπο και το ύψος της αμοιβής της, δεν συνιστά τάξη, αλλά διαταξικό κοινωνικό στρώμα, η ισχύς και η σημασία του οποίου αυξάνει στον βαθμό που αναπτύσσεται η εισαγωγή της επιστήμης στην παραγωγή και η αυτοματοποίηση. Ταυτόχρονα βαθαίνει και η κοινωνικο-οικονομική διαφοροποίηση της διανόησης. Μικρό μέρος της (ανώτερα διευθυντικά στελέχη, managers, ανώτερα κρατικά στελέχη κ.λπ.) υπάγονται στην αστική τάξη και εν μέρει στη μονοπωλιακή αστική τάξη. Η πλειονότητα της διανόησης ανήκει στα ενδιάμεσα στρώματα μισθωτών καθώς και των "ελεύθερων επαγγελμάτων". Ο κύριος όγκος των διανοουμένων ως προς τις συνθήκες εργασίας και την εισοδηματική τους θέση προσεγγίζει την εργατική τάξη διατηρώντας ωστόσο την κοινωνική ιδιοτυπία του (π.χ. εκπαιδευτικοί).

Ο χαρακτήρας της εργασίας, ο ρόλος, το κύρος κλπ. του διανοούμενου (επιστήμονα είτε καλλιτέχνη) κατά την περίοδο της ανόδου της κεφαλαιοκρατίας με την κατ' εξοχήν ατομική συμβολή στην πνευματική παραγωγή, μεταβάλλονται ριζικά με τη σύγχρονη " βιομηχανία" της συνείδησης- μια βιομηχανία θεάματος - ακροάματος και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, που επενεργεί διαμεσολαβητικά στη λειτουργία των κοινωνικο-οικονομικών δομών, στη δυναμική της αγοράς και των (πραγματικών είτε

Page 129: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

129

τεχνητών) αναγκών των ανθρώπων, στην επιβολή και εδραίωση ορισμένης ισορροπίας ταξικών και κοινωνικών συσχετισμών, στη "συναινετική" αποδοχή συγκεκριμένων μορφών επικοινωνίας, πολιτικών θεσμών, συμπεριφορών κ.λπ. Η εν λόγω βιομηχανία παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης τυποποιημένων και προδιαγεγραμμένων συλλογικών μορφών σκέψης και δράσης επιτελεί ένα γενικευμένο χειραγωγικό έργο (βλ. χειραγώγηση) τόσο επί των υποκειμένων της πνευματικής παραγωγής όσο και επί των καταναλωτών των προϊόντων της, γεγονός που επιφέρει ριζικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της πνευματικής παραγωγής. Η διανοητική εργασία αποκτά εδώ τυποποιημέ-νο, απρόσωπο, ανιαρό και κατακερματισμένο χαρακτήρα, που ανάγεται συχνά στη μηχανική αναπαραγωγή ήδη διαθέσιμων "προτύπων" σε μαζική κλίμακα.

Η άρση της αντίφασης διανοητικής και φυσικής εργασίας, με τη γενίκευση της χρήσης ενιαίων αυτοματοποιημένων συστημάτων σε παγκόσμια κλίμακα και τη βαθμιαία μετατροπή της εργασίας σε δημιουργική πνευματική παραγωγή θα εξαλείψει και τη διάκριση της διανόησης ως ιδιαίτερου κοινωνικού στρώματος. Η συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση της διανόησης συνολικά, αλλά και των διαφόρων ανομοιογενών και συχνά αντιφατικών μερών της, αντανακλάται στη νοοτροπία, στην κοσμοθεωρία, στις κοινωνικο-πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές των διανοουμένων: από την ενεργό υποστήριξη του κατεστημένου και της άρχουσας τάξης μέχρι την υιοθέτηση ριζοσπα-στικών και επαναστατικών στάσεων.

Τους σοφούς, τους διανοούμενους φιλόσοφους, θέτει ο Πλάτων επικεφαλής της ιδεώδους πολιτείας του. Η παράδοση της αξίωσης της διανόησης για εξορθολογισμό της κοινωνίας κορυφώνεται με τον διαφωτισμό, ο οποίος ως φιλοσοφική τεκμηρίωση των βλέψεων της ανερχόμενης αστικής τάξης θεμελιώνει τον ριζοσπαστισμό της στον ορθό λόγο. Ο Χέγκελ, αλλά και αρκετοί μετέπειτα οπαδοί του(π.χ. ο Frantz C.), εξήρε τις αρετές της κυβερνητικής διανόησης, της κρατικής γραφειοκρατικής μηχανής, στην οποία έβλεπε την ενσάρκωση του "απόλυτου πνεύματος".

Ο Κ. Μαρξ* ανέδειξε την ιστορική ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας και τη διάκριση της διανόησης μέσα από αυτήν, επεξεργαζόμενος παράλληλα έναν τρόπο μεθοδολογικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης του περιεχομένου των ιδεολογικών κατασκευών της διανόησης. Διέκρινε αυστηρά την ελεύθερη πνευματική δημιουργία από το έργο των ιδεολόγων της άρχουσας τάξης, των " ιδεολογικών συστατικών στοιχείων της κυρίαρχης τάξης" .

Οι ναρόντνικοι (λαϊκιστές) στην τσαρική Ρωσία απέδιδαν στη διανόηση τον ρόλο των λαμπαδηφόρων οι οποίοι είχαν καθήκον να αποσπάσουν τις αδιάφορες μάζες από τον πολιτικό λήθαργο είτε μέσω της προπαγάνδας (narodniki -propagandisty), είτε μέσω της τρομοκρατίας (narodniki buntari). Ήταν γι' αυτούς οι "κριτικά σκεπτόμενες προσωπικότητες" (Λαβρόφ*) που θα οδηγούσαν το λαό στον "ειδικό δρόμο" της Ρωσίας, παρακάμπτοντας την κεφαλαιοκρατία.

Ο Μ. Βέμπερ έβλεπε την ορθολογική γραφειοκρατία ως κοινωνικό φορέα του προοδευτικού εξορθολογισμού. Κατά τον Μανχάιμ (Mannheim), ο διανοούμενος, ως "κοινωνιολόγος της γνώσης" και ως "ελεύθερα αιωρούμενη από κοινωνική άποψη διανόηση", μπορεί να αρθεί υπεράνω κάθε ιδεολογικής μεροληπτικότητας, δημι-ουργώντας μια σύνθεση από την πληθώρα των πολιτικών απόψεων. Ο Παρέτο έβλεπε

Page 130: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

130

μέρος της διανόησης ως συστατικό της ελίτ των ολίγων και εκλεκτών, των ταγών, των ηγετών κλπ..., ενώ ο Τ. Ρ. Μιλς αντέτασσε στην ελίτ της εξουσίας τον ριζοσπαστικό λόγο της διανόησης ως αυτοτελή δύναμη. Κατά τον Ορτέγκα υ Γκασσέτ μια νέα κάστα ανθρώπων δημιουργείται στη σύγχρονη κοινωνία: ο ειδικός αδαής επιστήμονας ο οποίος θεωρεί τις αυστηρά ειδικευμένες γνώσεις του επαρκείς για να κρίνει επί παντός επιστητού.

Ο Γκράμσι εισάγει μια διευρυμένη αντίληψη της διανόησης και των σχέσεων της με την ηγεμονία για τη συγκρότηση του κοινωνικού συνόλου ("οργανική διανόηση"), την οποία αντιδιαστέλλει με την "παραδοσιακή διανόηση". O Φουκώ (Foucault) εξετάζει τον ρόλο της διανόησης μέσα από το δίπολο "εξουσία -γνώση". Η σχολή της Φρανκφούρτης επικρίνει τον διαφωτισμό της διανόησης, τον τεχνολογικό - υπολογιστικό της λόγο, ο οποίος εδράζεται στη φυσική αρχή της κυριαρχίας και της υποταγής.

Στη θεωρία της επιστήμης μέρος της Διανόησης εξετάζεται ως "επιστημονική κοινότητα" που περιλαμβάνει το σύνολο των ειδικευμένων ερευνητών με παρεμφερή κατάρτιση και ενιαία αντίληψη για τους σκοπούς της επιστήμης και τη σχέση της με την κοινωνία (Κουν, Πόλανι).Το πρόβλημα της σχέσης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής διανόησης με την οικονομική και πολιτική εξουσία βρίσκεται στο επίκεντρο των περισσότερων τεχνοκρατικών και αντιτεχνοκρατικών αντιλήψεων.

Βιβλιογρ.: Mills Ch. R., White collar. The American middle classes. N. Y.. 1951.- του ίδιου, Power politics and people. N. Y.. 1963.- Bodin L. Les Intellectuels. 2 ed. Paris, 1964.-de Hustar G. В.. The Intellectuals. Glencoe, 1960.- Zna-niecki F., The Social Role of the Man of Knowledge, N. Y., 1940.- Πουλαντζάς Ν., Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγ-χρονο καπιταλισμό, θεμέλιο, Αθήνα, 1984.- Γκράμσι Α.. Οι διανοούμενοι. Στοχαστής, Αθήνα. 1972.

Αγνωστικισμός ή αννωσιαρχία.

Φιλοσοφική αντίληψη η οποία αρνείται, ολοκληρωτικά ή εν μέρει, τη γνωσιμότητα του κόσμου και τη δυνατότητα συγκρότησης επιστημονικής φιλοσοφίας. Αρνείται τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του συνόλου του επιστητού το οποίο δεν αντανακλάται στην εμπειρία, και συνεπώς των αιτίων της αντικειμενικής πραγματικότητας, του θεού, της ουσίας των όντων και του συνόλου των "μεταφυσικών" ουσιών. Ο αγνωστικισμός πρωτοεμφανίστηκε ως σκεπτικισμός κατά την αρχαιότητα. Ο Πυρρών ο Ηλείος, θεωρεί αδύνατη τη βέβαιη γνώση και προτρέπει τον εχέφρονα άνθρωπο να αποφεύγει τις κρίσεις και να επιδιώκει την αταραξία της ισορροπίας. Ο Χιούμ θεωρούσε ανέφικτη τη διέξοδο της γνώσης από τα πλαίσια των γεγονότων της υποκειμενικής εμπειρίας, άρα και τη δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει για τη σχέση εμπειρίας και πραγματικότητας. Ο Καντ, αν και παραδεχόταν την αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων, με τη διχοτομία "πράγματος καθ' εαυτό" και "φαινομένου" που εισήγαγε θεωρούσε την ουσία των πραγμάτων απροσπέλαστη για τη γνώση.

Όλα τα μετέπειτα ρεύματα του αγνωστικισμού, υιοθετώντας ουσιαστικά τη βασική επιχειρηματολογία των Χιούμ και Καντ, παραιτούνται από την επίλυση όλων των

Page 131: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

131

παραδοσιακών κοσμοθεωρητικών ζητημάτων μετατρέποντας αυτή την παραίτηση τους σε κοσμοθεωρητική τοποθέτηση. Ο αγνωστικισμός απολυτοποιεί την έλλειψη πληρότητας και επάρκειας, τον περιορισμένο χαρακτήρα και τις δυσκολίες της γνωστικής διαδικασίας σε διάφορες βαθμίδες της γνώσης, τη διάσταση μεταξύ φαινομένου (φαινομενικότητας) και ουσίας.

Ο άγγλος φυσιοδίφης Τζοϋλιαν Χάξλευ εισάγει τον όρο "αγνωστικισμός" (1869) για να ορίσει την κοσμοθεωρητική του στάση στις θρησκευτικές συζητήσεις της εποχής του. Πριν από αυτόν ο Σερ Γουίλιαμ Χάμιλτον, στο άρθρο του Η φιλοσοφία του απροσδιόριστου (1829), θεωρεί ανέφικτη τη γνώση του απόλυτου και αδικαιολόγητο το γεγονός ότι η επιστήμη αποκαλύπτει μια πραγματικότητα η ουσία της οποίας παραμένει άγνωστη. Ο θεμελιωτής του θετικισμού Α. Κοντ θεωρεί την αποκάλυψη της ουσίας των πραγμάτων μάταιη προσδοκία και ένδειξη της αδυναμίας του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Χ. Σπένσερ, διακρίνοντας τα όρια του νου από τα όρια του πραγματικού σχετικά με την έσχατη φύση και την αρχή των πραγμάτων, δηλώνει: "Δεν γνωρίζω τίποτε, γι' αυτό και πρέπει να είμαι ευχαριστημένος. Δεν αρνούμαι τίποτε και δεν ισχυρίζομαι τίποτε". Ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός οδηγούν τον αγνωστικισμό στα έσχατα όρια του, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και την εσωτερική αντιφατικότητα του (βλ. μαχισμός, εμπειριοκριτικισμός, λογικός θετικισμός, αναλυτική φιλοσοφία).

Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των τάσεων είναι η άρνηση της ουσίας, της νομοτέλειας των πραγμάτων (και ιδιαίτερα της κοινωνικής νομοτέλειας) και συνεπώς η άρνηση της διαλεκτικής, της διάκρισης διάνοιας και λόγου, της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κλπ. Ο βρετανός θετικιστής Άϊερ διατείνεται ότι ο θετικιστικός αγνωστικισμός "στερείται κάθε λογικού ερείσματος", δεδομένου ότι κάθε πρόταση περί της γνωσιμότητας ή μη των πραγμάτων στερείται κάθε νοήματος (α-νόητη), συμπεριλαμβανομένης και της πρότασης: "υπάρχει μία καθαυτό πραγματικότητα που δεν γνωρίζουμε". Τον αγνωστικισμό υιοθετεί και ο υπαρξισμός στον βαθμό που, βάσει της αντίθεσης ύπαρξης-ουσίας, προτάσσει τη βιωματική εμπειρία του ατόμου κλπ. και προτρέπει σε παραίτηση από τις αφαιρέσεις, τις γενικεύσεις και γενικά από την αναζήτηση ουσιωδών ιδιοτήτων. Στοιχεία αγνωστικισμού υπάρχουν σε πολλά ρεύματα επιστήμονιστικού και αντιεπιστημονιστικού προσανατολισμού του 20ού αϊ.

Ο αγνωστικισμός θέτει στον ένα ή στον άλλο βαθμό φραγμούς στη γνώση και υπονομεύει την εμβέλεια και το βάθος των κοινωνικών σκοποθεσιών και δραστηριοτήτων. Γνωρίζει άνθηση ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και συντείνει ο ίδιος στη διάδοση του ανορθολογισμού*, του μυστικισμού", ακόμα και σκοταδιστικών ιδεών (βλ. και λ. αγνωσία, σχετικισμός. Σκεπτικοί, Θεωρία της γνώσης).

Βιβλιογρ.: Χιούμ Ντ.. Ο άνθρωπος και η εμπειρία,, εκδ. Αναγνωστίδη (χ.χ.).- Καντ, Κριτική του καθαρού λογού, εκδ. Παπαζήση.- του ίδιου. Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα. 1982Μαρξ Κ., Οι θέσεις για τον Φόυερμπαχ, στο Κ Μαρξ και Φ. Ενγκελς: "Γερμανική Ιδεολογία", τ. 1.

Αιτιοκρατία (ντετερμινισμός ).

Φιλοσοφική θεωρία η οποία παραδέχεται την ύπαρξη της αιτιότητας*, την καθολική αιτιώδη και νομοτελή συνάφεια όλων των φαινομένων. Το ευθέως αντίθετο της αιτιοκρατίας πρεσβεύει ο ιντετερμινισμός* (αναιτιοκρατία).

Οι απαρχές της αιτιοκρατίας απαντώνται στην αρχαία ατομιστική. Κατά τον

Page 132: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

132

Αριστοτέλη "Δημόκριτος δε το ου ένεκα αφείς λέγειν πάντα ανάγει εις την ανάγκην οις χρήται η φύσις" (Περί ζώων γενέσεως, 789β 2). θέσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν από τους επικούρειους" και τον Λουκρήτιο". Η περαιτέρω εξέλιξη της αιτιοκρατίας συνδέεται με τη φυσιογνωσία και τη φιλοσοφία των νέων χρόνων (Φ. Μπέικον, Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Νεύτων, Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα, γάλλοι υλιστές του 18ου αϊ.). Ο μηχανιστικός και αφηρημένος χαρακτήρας των εν λόγω περί αιτιοκρατίας αντιλήψεων εκφράζεται με την απολυτοποίηση της μορφής της αιτιοκρατίας (η οποία περιγράφεται από τους αυστηρά δυναμικούς νόμους της μηχανικής) και συνεπώς με την ταύτιση της αιτιοκρατίας με την αναγκαιότητα" και την απόρριψη του αντικειμενικού χαρακτήρα της τυχαιότητας (ενδεχομενικότητας κλπ.). Κατά τον ντετερμινισμό του Λαπλάς έχει καθολική ισχύ η αναγωγή των σύνθετων φαινομένων σε απλά, των ποιοτικών διαφορών σε ποσοτικές, όλων των κινήσεων της ύλης στην απλή μηχανική μετατόπιση σωματίων, ενώ η γνώση των συντεταγμένων και της κινητικής κατάστασης όλων των σωματίων του σύμπαντος τη δεδομένη στιγμή καθορίζει μονοσήμαντα την κατάσταση του σε κάθε στιγμή του παρελθόντος ή του μέλλοντος (βλ. μηχανικισμός, αναγωγισμός). Αυτού του είδους η απόλυτη μηχανιστική αιτιοκρατία οδηγεί σε μυστικιστικού χαρακτήρα φαταλιστικές απόψεις. Παρά το γεγονός ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της φυσικής αλλά και του συνόλου των επιστημών έχει ανατρέψει προ πολλού το λαπλασιανό κοσμοείδώλο, συχνά μέχρι σήμερα ως αιτιοκρατία εννοείται ο ντετερμινισμός του Λαπλάς.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αιτιοκρατία σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα, η οποία διέπεται από την πλέον περίπλοκη αιτιότητα, η παραδοχή και η θεωρητική διάγνωση της οποίας συνδέεται αμέσως με το πρόβλημα της ελευθερίας και του ρολού του υποκειμένου. Η διαλεκτικά εννοούμενη αιτιοκρατία εξετάζει ως οργανικό όλο την κάθε στιγμή στην κοινωνία, ως ιστορικά αναπτυσσόμενο φάσμα δυνατοτήτων. στο οποίο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το τυχαίο, η ενδεχομενικότητα, οι παλινωδίες κ.λπ., απορρίπτοντας τη μοιρολατρία και την τελεολογία·.

Ωστόσο η μηχανιστική αιτιοκρατία εμφανίζεται στην κοινωνική θεωρία ως οικονομικός ντετερμινισμός (οικονομιστική ερμηνεία του μαρξισμού), ως βιολογισμός (Σπένσερ κ.ά.), ως τεχνολογικός ντετερμινισμός (Τ.Veblen, Ογκμπορν κ.α.), αλλά και ως πολιτισμικός ντετερμινισμός σε διάφορες παραλλαγές (Μ. Βέμπερ, Α. Καρντινερ, Μ. Μιντ, Πάρσονς κ.α.). Σε περιόδους κρίσης (της επιστήμης και της κοινωνίας), η προσήλωση σε ιστορικά παρωχημένες μορφές αιτιοκρατίας κλονίζεται και σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στον ιντετερμινισμό, στη βουλησιαρχία, στον ανορθολογισμό κλπ. Η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής και της επιστημονικής νόησης εμβαθύνει και συγκεκριμενοποιεί τον φιλοσοφικό στοχασμό και ως αιτιοκρατία. (Βλέπε και:

αιτιότητα, αίτιο και αποτέλεσμα, στατιστικοί και δυναμικοί νόμοι και τη βιβλιογραφία τους).

Δ. Πατέλης

Αιτιότητα. Φιλοσοφική κατηγορία που επισημαίνει την αναγκαία γενετική και εσωτερική

συνάφεια μεταξύ φαινομένων, από τα οποία το μεν οροθετεί το δε, το ένα τίθεται ως όρος του άλλου (βλ. αίτιο και αποτέλεσμα / αιτιατό). Η οντική αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα συνιστά τη βάση της αιτιότητας ως φιλοσοφικής, γνωσεολογικής και επιστημολογικής αρχής (γνωσιμότητας, πρόγνωσης κλπ.), αλλά και

Page 133: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

133

του συνόλου της υλικής και πνευματικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Είναι μορφή της αμοιβαίας συνάφειας, σχέσης και αλληλεξάρτησης των φαινομένων, η οποία, συναρτώντας το (προ)ηγούμενο με το επόμενο, το "είναι" με το "γίγνεσθαι", το "ενεργεία" με το "δυνάμει" κλπ., διαφέρει από τις υπόλοιπες διατακτικού χαρακτήρα συσχετίσεις πραγμάτων, σχέσεων και διαδικασιών. Η αμοιβαία εσωτερική συνάφεια αλλεπαλλήλων φαινομένων ονομάζεται αιτιακή ακολουθία (ή αλυσίδα) και χαρακτηρίζεται από μεταφορά (μετασχηματισμό) ύλης, ενέργειας, κίνησης, δομής και πληροφορίας. Στην αιτιώδη σχέση το ίδιο το αποτέλεσμα αντεπιδρά στο αίτιο του, γεγονός που χαρακτηρίζει τα αναδραστικά και αυτορρυθμιζόμενα συστήματα.

Ο μη γραμμικός χαρακτήρας της χρονικής αλληλουχίας της αιτιότητας εκδηλώνεται στα αναπτυσσόμενο συστήματα με τη δυνητική ύπαρξη του αιτιατού στο αίτιο (πριν αυτό καταστεί κυριολεκτικά αίτιο του εν λόγω αιτιατού) με τη δυναμική συνύπαρξη-μετασχηματισμό αιτίου-αιτιατού κατά το γίγνεσθαι του δεύτερου και με την εμφάνιση στο ώριμο αιτιατό των προϋποθέσεων του νέου αιτιατού (που θα καταστήσει αίτιο το νέο αιτιατό). Ο χαρακτήρας του κάθε γνωστικού αντικειμένου εκδηλώνεται εν πολλοίς στην ιδιοτυπία της αιτιότητας που το διέπει. Η επιστημονική έρευνα, σε διάφορες βαθμίδες της, αποκαλύπτει διαφορετικά επίπεδα εγνωσμένης αιτιότητας που διέπει το αντικείμενο, η ανεπάρκεια και τα όρια εφαρμοσιμότητας των οποίων διακριβώνονται μόνο με την επίτευξη της πλήρους και επαρκούς γνώσης του αντικειμένου με την ωρίμανση της επιστήμης. Η ιδιοτυπία της αιτιότητας και της νομοτέλειας που διέπει το κάθε αντικείμενο καθορίζουν, σε τελική ανάλυση, τη μέθοδο επιστημονικής ερευνάς του (τρόπο συγκρότησης, τεκμηρίωσης, απόδειξης της επιστήμης κλπ.) και τον τρόπο πρακτικής επενέργειας, μετασχηματισμού του εν λόγω αντικειμένου από , τον άνθρωπο. Υπάρχει λοιπόν η φυσική αιτιότητα, η χημική αιτιότητα, η βιολογική αιτιότητα, η κοινωνική αιτιότητα κλπ., τα είδη και τα επίπεδα των οποίων αποκαλύπτονται ευρύτερα και βαθύτερα με την ανάπτυξη των επιστημών.

Η Φυσική, λόγου χάριν, από την κλασική μηχανιστική αντίληψη περί αιτιότητας (γραμμική αιτιότητα, τυπικές, ποσοτικές και μονοσήμαντα καθορισμένες συνάφειες και μεταβολές κατά τη λαπλασιανή αιτιοκρατία), πέρασε στην ενσωμάτωση στατιστικών θεωριών, απροσδιοριστίας και μη μονοσήμαντων σχέσεων, πιθανοκρατικών αντιλήψεων κλπ. (βλ. πιθανότητα).

Η πλέον περίπλοκη μορφή αιτιότητας διέπει την κοινωνική πραγματικότητα, η μη διαλεκτική προσέγγιση της οποίας (μέσω γραμμικά και μηχανιστικά εννοούμενων αιτιακών ακολουθιών είτε μέσω πληθώρας παραγόντων -βλ. παραγόντων θεωρία- που οδηγούν σε σχήμα-τα «κακής απειρίας») ανάγει την πηγή της ανάπτυξης της κοινωνίας στην πλήρη απροσδιοριστία: όλες οι πλευρές της κοινωνίας θεωρούνται ισότιμοι παράγοντες της λειτουργίας και ανάπτυξης της, γεγονός που εκδηλώνει τον εγκλωβισμό της γνώσης στη χαώδη αντίληψη.

Κατά τον Πλάτωνα* "παν γαρ το γιγνόμενον υπ' αιτίου ανάγκη γίγνεσθαι· παντί γαρ αδύνατον χωρίς αίτιου γένεσιν σχειν" (Πλάτ. Τ/μ. 28Α). Ο Αριστοτέλης διέκρινε ποιητικά και τελικά αίτια ("αίτιον λέγεται όθεν η αρχή της μεταβολής η πρώτη ή της ηρεμήσεως, έτι το τέλος", Μετά τα φυσικά 1013α 24 κ.ε., 983α 26. 1027α 29). Κατά τον Καρτέσιο τίποτε δεν γίνεται εκ του μηδενός. Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είτε απορρίπτει την αιτιότητα ανάγοντας την σε συνήθη για τον άνθρωπο αλληλουχία αισθημάτων (Χιούμ) είτε τη θεωρεί προεμπειρική (a priori) κατηγορία μέσω της οποίας το υποκείμενο τακτοποιεί τον χαώδη κόσμο των φαινομένων (Καντ). Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός* παραδέχεται την ύπαρξη ανεξάρτητης από το υποκείμενο αιτιότητας ως εκδήλωσης του

Page 134: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

134

πνεύματος, της "απόλυτης ιδέας" (Χέγκελ) κ.λπ. Κατά τον διαλεκτικό υλισμό η νόηση, μέσα από τη διαλεκτική της ανάπτυξη,

αποκαλύπτει διαρκώς την αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα και την κοινωνική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου (πρακτική). Η κοινωνική αιτιότητα ανάγεται συχνά σε μηχανικές μορφές (Durkheim), είτε απορρίπτεται παντελώς ως ταυτόσημη με τη μεταφυσική (μοιρολατρία, τελεολογισμό) από θετικιστικές απόψεις.

Βιβλιογρ.: θ. Βεικου. θεωρία και μεθοδολογία της Ιστορίας, θεμέλιο.. Αθ., 1987.- Ενγκελς Φ., Η διαλεκτική της φύσης, Σ.Ε.. Αθ. 1984.- Ε. Μπιτσάκη, Το είναι και το γίγνεσθαι, Δωδώνη. Αθ.. 1975'.- του ίδιου. Διαλεκτική και νεότερη Φυσική, Ζαχαρόπουλος. Αθ.. 1982.- του ίδιου. Η δυναμική του ελαχίστου Α-Β Ζαχαρόπουλος, Αθ., 1982-1987.- Λένιν Β.Ι..Υλισμος και εμπειριοκριτικισμος, Άπαντα. Σ.Ε., τομ. 18.- του ιδίου. Φιλοσοφικά τετράδια, Άπαντα, Σ.Ε., τ. 29.- Μ.Ε.Omelianovski, Dialektics in Modern Physics, Progress Publ. Moscow, 1979.

Κοινωνική νομοτέλεια Κοινωνική νομοτέλεια είναι η νομοτέλεια που διέπει την πλέον περίπλοκη βαθμίδα

αλληλεπίδρασης, συγκρότησης και ανάπτυξης της πραγματικότητας, την ανθρώπινη κοινωνία ως ολότητα. Αφορά το σύνολο των αλληλένδετων ως προς το περιεχόμενο τους αιτιωδών συναρτήσεων και νόμων, που διασφαλίζουν τη σταθερή τάση είτε την κατεύθυνση των μεταβολών της κοινωνίας. Είναι η ουσιώδης, αντικειμενικά υπαρκτή (και μόνον εν μέρει επαναλαμβανόμενη) συνάφεια των φαινομένων της κοινωνικής ζωής, από την άποψη της διάρθρωσης και της ιστορικής τους ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση της ισχύος και η θεωρητική σύλληψη της κοινωνικής νομοτέλειας συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα της διατήρησης ή της μεταβολής του εκάστοτε κοινωνικοοικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας και με τον ρόλο του (ατομικού και συλλογικού) υποκειμένου στην ιστορία.

Η παραίτηση από τη διερεύνηση των κοινωνικών νομοτελειών, η απόρριψη της ιστορικής νομοτέλειας, συνδέεται οργανικά με την κοινωνική στάση εκείνων που θεωρούν το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ως ανυπέρβλητο (ακόμα και αν φραστικά ισχυρίζονται το αντίθετο). Η πολυμορφία, το περίπλοκο, η μη γραμμικότητα και η πολλαπλότητα της κοινωνικής πραγματικότητας (στοιχεία που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζουν την κοινωνική ανάπτυξη), δεν συνιστούν απόδειξη της απουσίας νόμων και νομοτελειών στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό των επιστημών είναι ότι αποκαλύπτουν διαρκώς νόμους και νομοτέλειες που διέπουν όλο και πιο περίπλοκα και απόμακρα από την άμεση ανθρώπινη εμπειρία αντικείμενα, διακρίνοντας νομοτέλειες όχι μόνο δυναμικού χαρακτήρα, αλλά και στατιστικού - πιθανοκρατικού χαρακτήρα, νόμους που εμπεριέχουν την ενδεχομενικότητα, την τυχαιότητα, ακόμα και νόμους που διέπουν το χάος. Οι κοινωνικές νομοτέλειες έχουν τον χαρακτήρα τάσεων, δεδομένου ότι συγκροτούνται από τη διαπλοκή πληθώρας αντιφατικών μεταξύ τους τυχαιοτήτων, οι οποίες σε κάθε συγκε-κριμένη ιστορική συγκυρία προβάλλουν ως αντικειμενικά οροθετημένο φάσμα δυνατοτήτων, ως πλήθος εναλλακτικών λύσεων. Οι κοινωνικές νομοτέλειες προωθούνται ως δεσπόζουσα τάση μέσα από το εν λόγω φάσμα δυνατοτήτων, ως φυσικοϊστορική διαδικασία υλοποιούμενη από τη δραστηριότητα (ακριβέστερα: από τη συνισταμένη των δραστηριοτήτων) των ανθρώπων ως υποκειμένων.

Στην εποχή μας λ.χ. υπάρχουν τάσεις, δυνατότητες προόδου, δημιουργικότητας κ.λ.π., αλλά και τάσεις οπισθοδρόμησης, καταστροφής και αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας (οικολογικής, πολεμικής κ.λ.π.), τάσεις πλανητικής ενοποίησης της

Page 135: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

135

ανθρωπότητας, αλλά και τάσεις κατακερματισμού και επίτασης της ανισομέρειας της ανάπτυξης των μερών της, τάσεις κοινωνικής επανάστασης αλλά και αντεπανάστασης, κ.ο.κ.

Η μεταφυσική και θετικιστική νόηση (εσωτερικά συνδεόμενη με τη στάση της παραδοχής της αιωνιότητας της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων) αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα αυτής της κατάστασης, τη νομοτέλεια που τη διέπει, δεδομένου ότι ως ενότητα και νομοτέλεια θεωρεί μόνο τη μονότονη ομοιομορφία και ομοιογένεια της εμπειρικής πραγματικότητας (βλ. π.χ. τη «νομοθετική μέθοδο» είτε τους ιδεότυπους). Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη της φυσικής αλλά και του συνόλου των επιστημών έχει ανατρέψει προ πολλού το λαπλασιανό κοσμοείδωλο, συχνά μέχρι σήμερα ως αιτιοκρατία και νομοτέλεια εννοείται ο λαπλασιανού τύπου ντετερμινισμός. Ωστόσο, η επίκληση της χονδροειδούς μονομέρειας αυτού του κοσμοειδώλου, δεν μπορεί να φέρεται ως αποχρών λόγος για την απόρριψη της επεξεργασίας της διαλεκτικής αντίληψης περί νομοτέλειας.

Η διάγνωση της κοινωνικής νομοτέλειας προϋποθέτει κριτική-επαναστατική στάση προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και προς τις μορφές συνειδητοποίησης αυτής της τάξης, αλλά και τα κατάλληλα γνωστικά εφόδια: τη διαλεκτική λογική και μεθο-δολογία. Από τη σκοπιά της διαλεκτικής, νομοτέλεια δεν είναι η επιφανειακή ομοιότητα και η τυπολογικά σχηματοποιημένη ομοιομορφία των δεδομένων της εμπειρίας, αλλά η ενδότερη αμοιβαία συνάφεια, η ενότητα μέσα στη διαφορά, η ενότητα μέσω της πολλαπλότητας και του εσωτερικού δεσμού των αντιφατικών διαδικασιών.

Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο

Βασική επιστημονική μέθοδος, τρόπος απεικόνισης της εσωτερικής νομοτέλειας,

της ουσίας του αντικειμένου ως οργανικού όλου, σε συνδυασμό με την ενότητα λογικής και ιστορικής εξέτασης. Αποτελεί τον «μηχανισμό» διαλεκτικής διεύρυνσης, εμβάθυνσης και συστηματοποίησης της έρευνας, αλλά και έκθεσης των ανεπτυγμένων αποτελεσμάτων της τελευταίας.

Το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ είναι κλασικό υπόδειγμα διερεύνησης ενός αντικειμένου (των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής) ως οργανικού όλου, όπου η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο παρουσιάζεται στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της. Εδώ αίρεται διαλεκτικά το κεκτημένο της προμαρξικής κλασικής οικονομικής σκέψης (το οποίο παρέμενε προσκολλημένο στην εξωιστορική αφαίρεση του μεμονωμένου ατόμου - Ροβινσώνα, φορέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας), αλλά και το κεκτημένο της μεγαλειώδους χεγκελιανής Επιστήμης της Λογικής (η οποία αντιλαμβανόταν το οργανικό όλο ως αρχέγονο, αποκλειστικά πνευματικό προϊόν, αποκομμένο από την υλική πραγματικότητα).

Στη διαδικασία της γνώσης η νόηση κινείται αρχικά από τη χαώδη αντίληψη περί του όντως υπάρχοντος όλου, δηλαδή από το συγκεκριμένο, όπως αυτό είναι δεδομένο στη ζωντανή εποπτεία, προς όλο και απλούστερους προσδιορισμούς, μέχρι τελικά να διακριθεί η "απλούστερη πλευρά" (σχέση) του όλου (π.χ. το εμπόρευμα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία). Πρόκειται για μιαν αντιφατική διαδικασία κατά την οποία υπερτερεί μεν η ανάλυση του αντικειμένου ως αμέσως δεδομένου, όμως στην ενότητα της με κάποιες συνθετικές εικασίες περί της ουσίας.

Η διάκριση της απλούστερης σχέσης (τυχόν παραπέρα διαμελισμός της οδηγεί πλέον έξω από τα πλαίσια του δεδομένου αντικειμένου, έξω από την ιδιαιτερότητα του)

Page 136: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

136

είναι "το αποτέλεσμα της κίνησης της νόησης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο", το οποίο γίνεται το αφετηριακό σημείο του επόμενου σταδίου της γνωστικής διαδικασίας, της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο. Στο στάδιο αυτό της γνώσης η νόηση δεν περιορίζεται πλέον στον εντοπισμό της συνάφειας ως απλής συνύπαρξης διαμελισμένων πλευρών του αντικειμένου (ως αλληλουχία ή ως εξωτερική συνάφεια των πλευρών), αλλά αντανακλά κατ' εξοχήν συνθετικά την εσωτερική συνάφεια, την εσωτερική ενότητα των πλευρών, έτσι ώστε η κάθε πλευρά να προβάλλει ουσιωδώς προσδιορισμένη ακριβώς λόγω της συνάφειας της με τις άλλες πλευρές του οργανικού όλου. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο η δια-φορά παρίσταται μέσω της ενότητας, ενώ η ενότητα συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού, δηλαδή η σύνθεση πραγματοποιείται μέσω της ανάλυσης, ενώ η ανάλυση μέσω της σύνθεσης. Η όλη διαδικασία της βαθμιαίας άρσης της απροσδιοριστίας του γνωστικού αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα το "νοητά συγκεκριμένο", το οποίο αποτελεί ενότητα (κατά κύριο λόγο εσωτερική) διαφόρων πολλαπλών προσδιορισμών του αντικειμένου, το σύνολο των νόμων και νομοτελειών που διέπουν το οργανικό όλο.

Η απόσπαση της πρώτης κίνησης (από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, της ανάλυσης κλπ.) από το επόμενο στάδιο της γνώσης και η απολυτοποίησή της οδηγεί σε μιαν άτακτη, χαώδη συσσώρευση γνώσεων, στην άρνηση της ουσίας (των εσωτερικών και αόρατων στην επιφάνεια συναφειών), που χαρακτηρίζει τον εμπειρισμό και τον θετικισμό αλλά και τους αγοραίους οικονομολόγους. Η απόσπαση και απολυτοποίησή της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο (της σύνθεσης κλπ.) αποκόβει την πορεία της σκέψης από την αντιπαραβολή της με τα αισθητηριακά δεδομένα (με τη ζωντανή εποπτεία, με τα γεγονότα κλπ.) και οδηγεί σε μια χεγκελιανού τύπου ιδεαλιστική αντίληψη, που θεωρεί τη νόηση ως αποκλειστικά αυτογεννώμενη διαδικασία.

Για τη γόνιμη χρησιμοποίηση της εν λόγω μεθόδου είναι απαραίτητο: 1) να υφίσταται ως οργανικό όλο επαρκώς ώριμο και ανεπτυγμένο το γνωστικό αντικείμενο" 2) να έχει προηγηθεί η κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο (στην επιστήμη αλλά και στο άτομο - ερευνητή)· 3) και τα δύο στάδια της γνώσης να λαμβάνονται στην ενότητα τους, έτσι ώστε να διακρίνεται σε ποια βαθμίδα της γνώσης θα υπερτερεί η μεν είτε η δε πορεία.

Ο «μηχανισμός» της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελείται από τις εξής εννοιολογικές, κατηγοριακές ομάδες:

• της επιφάνειας (του "είναι"), • της ουσίας, • του φαινομένου και • της πραγματικότητας. Η μεθοδολογία της εν λόγω ανάβασης έχει συμβάλλει ήδη στη θεμελιώδη

ανάπτυξη της θεωρίας της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας, χαράζοντας την πορεία ανάπτυξης, δια-λεκτικής «άρσης» του επιστημονικού κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας του μαρξισμού. Η ευρετική σημασία της διαφαίνεται και σε σχέση με τα επικείμενα συνθετικά εγχειρήματα στο πεδίο των βιολογικών επιστημών αλλά, μακροπρόθεσμα, και σε όλο το φάσμα των κοινωνικών και φυσικών επιστημών.

Δ. Πατέλης

Page 137: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

137

Αναίρεση (ανασκευή). Λογική πράξη της απόδειξης, της θεμελίωσης του ψεύδους ή του

εσφαλμένου προβαλλόμενων ισχυρισμών (κρίσεων, απόψεων, προτάσεων, αποδείξεων ή θεωριών). Μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επίκλησης γεγονότος μη συμβατού με την ορθότητα ορισμένης κρίσης (βλ. γεγονός, πείραμα). Η αναίρεση της απόδειξης επιτυγχάνεται μέσω:

1) της αναίρεσης του συμπεράσματος της απόδειξης αποδεικνύοντας το ψεύδος του ή το αληθές αντίθετης προς αυτό πρότασης·

2) της αναίρεσης των προκείμενων (των επιχειρημάτων) της απόδειξης· 3) της αναίρεσης του τρόπου, της μορφής της απόδειξης, καθιστώντας

σαφές ότι το συμπέρασμα δεν συνάγεται λογικά από τις προκείμενες προτάσεις. Οι περιπτώσεις 2 και 3 ανασκευάζουν τη δεδομένη απόδειξη αφήνοντας ανοικτό το ζήτημα της δυνατότητας ορθής απόδειξης του εν λόγω συμπεράσματος (βλ. επίσης λ. απόδειξη).

Βιβλιογρ.: Lakatos Ι., Μεθοδολογία των προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας,

Σύγχρονα θέματα, Θεσ/κη, 1986.- Αριστοτέλη, Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Περί σοφιστικών ελέγχων.- Ε. Παπανούτσου, Λογική, Δωδώνη.

Δ.Πατέλης

Αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Πρόκειται για τον χαρακτήρα που προσλαμβάνει σε ορισμένες βαθμίδες

ανάπτυξης της κοινωνίας η σχέση μεταξύ δύο αρχικά ενιαίων πλευρών της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τις ενστικτώδεις ενέργειες των ζώων, δομεί την πρακτική δραστηριότητα του συνειδητά, σύμφωνα με ορισμένο προκαταβολικά επεξεργασμένο σκοπό, στόχο, πρόγραμμα. Στις υποτυπώδεις μορφές εργασιακής δραστηριότητας της πρωτόγονης κοινωνίας όλες οι πλευρές της ανθρωπινής δραστηριότητας συγκροτούσαν μιαν άμεση, συγκρητική ενότητα.

Η βαθμιαία εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας* και η περιπλοκή της πρακτικής δραστηριότητας οδήγησε σταδιακά στην αυτονόμηση της σκοποθεσίας (της παραγωγής γνώσεων αναφορικά με τα μέσα, το αντικείμενο και το αποτέλεσμα της εργασίας), αλλά και της προπαρασκευής (εκπαίδευσης, κατάρτισης κλπ.) του υποκειμένου* της εργασίας. Η απόσπαση, η διάκριση της πνευματικής, της διανοητικής εργασίας (σκοποθεσίας, διεύθυνσης, προπαρασκευής του υποκειμένου κλπ.) από τη χειρωνακτική, φυσική εργασία συνιστά τη βαθύτερη έκφραση του καταμερισμού της εργασίας. Η διάκριση αυτή συνδέεται οργανικά με την εμφάνιση και εδραίωση της ατομικής ιδιοκτησίας, των κοινωνικών τάξεων και του κράτους και γίνεται αντίθεση συμφερόντων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, στρωμάτων) που ασχολούνται με τη σωματική εργασία και εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία. Η τελευταία μετατρέπεται σε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων, ενώ η επαχθής, μονότονη, εξουθενωτική κλπ. φυσική εργασία διεκπεραιώνεται από τις κυριαρχούμενες μάζες που υφίστανται την εκμετάλλευση. Παρά τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που προσέλαβε ή αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας στις εκμεταλλευτικές βαθμίδες

Page 138: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

138

(σχηματισμούς) ανάπτυξης της κοινωνίας, η πνευματική εργασία συνιστά προνομιακό, πλην όμως όχι αποκλειστικό, μονοπωλιακό πεδίο δραστηριότητας της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η πνευματική δραστηριότητα (η παραγωγή, επεξεργασία και διάδοση γνώσεων, ιδεών, πληροφορίας κλπ.) συγκροτεί ένα αντιφατικό πεδίο, μέρος του οποίου (κυρίαρχη ιδεολογία, ιδεολογικοί μηχανισμοί κλπ.) χρησιμοποιείται ως μέσο χειραγώγησης των μαζών, ως μέσο επιβολής, εδραίωσης και αναπαραγωγής των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.

Φορέας της πνευματικής δραστηριότητας γίνεται ένα διαταξιακό κοινωνικό στρώμα: η διανόηση*. Η εν λόγω αντίθεση αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο στις διάφορες ιστορικές βαθμίδες. Στη δουλοκτητική κοινωνία, όπου κάθε εργασία θεωρούνταν υποτιμητική αρμοδιότητα των δούλων, ανέθεταν στους τελευταίους ακόμα και μέρος των λειτουργιών της πνευματικής εργασίας (διοικητικές, κατασταλτικές, νοσηλευτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές κλπ.). Ο κατ' εξοχήν φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο δούλος, αντιμετωπίζεται κατά την κλασική αρχαιότητα ως μέσο παραγωγής, ως "ομιλούν εργαλείο" (Αριστοτέλης), δηλ. κατ' εξοχήν ως φυσικό σώμα. Επί φεουδαρχίας ο φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο δουλοπάροικος, εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να συνιστά "φυσικό σώμα", έχοντας κατακτήσει μερική μόνο απόσπαση από τα μέσα παραγωγής, ενώ η πνευματική δραστηριότητα απασχολεί κατ' εξοχήν μερίδα των ευγενών και του κλήρου.

Με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας και στη βάση της ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας επιτείνεται το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, καθώς επίσης και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης, ενώ πρωτεύοντα ρόλο (λόγω της παραγωγικής της σημασίας) αποκτά η εμπειρική γνώση. Με την ευρείας κλίμακας εκμηχανισμένη παραγωγή, η τελειοποίηση και η δημιουργία μηχανών απαιτούν και θεωρητική γνώση ( η εμπειρία μετατρέπεται σε θεωρητικά κατευθυνόμενο πείραμα), οπότε η πνευματική εργασία αποκτά άμεσα παραγωγική σημασία ως κοινωνικό φαινόμενο και ο ρόλος των φορέων της (των δια-νοουμένων) αναβαθμίζεται και περιπλέκεται. Επί ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατικής (εκβιομηχανισμένης) κοινωνίας η αντίθεση, το χάσμα μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας οξύνεται στο έπακρο, εφόσον συνδέεται οργανικά με την αντίθεση μεταξύ " ζωντανής" και " νεκρής" εργασίας (μεταξύ ενεργού εργασίας και όρων παραγωγής, μηχανών κλπ. που αποτελούν αποκρυστάλλωμα εργασίας του παρελθόντος και "ενσάρκωση" της διανοητικής, της επιστημονικής, τεχνολογικής κλπ. δραστηριότητας), αλλά και με τη βιομηχανική τυποποίηση της χειραγωγικού χαρακτήρα "πνευματικής" δραστηριότητας (γραφειοκρατία, ιδεολογικοί μηχανισμοί, Μέσα μαζικής επικοινωνίας, βιομηχανία θεάματος-ακροάματος κλπ.).

Ταυτόχρονα όμως η μηχανική παραγωγή προετοιμάζει το έδαφος για την κατάργηση του χάσματος μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Ωστόσο αναγκαίος και ικανός όρος της κατάργησης της εν λόγω αντίθεσης είναι η εισαγωγή σε ευρεία κλίμακα της αναπτυγμένης αυτοματοποίησης, οπότε η εργασία για την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής αρχίζουν να υπερτερούν έναντι της απλής (μηχανικής, χειρωνακτικής κλπ.) χρησιμοποίησης μηχανών. Τότε αλλάζει βαθμιαία και ο χαρακτήρας της διατηρούμενης εργασίας, η οποία αποκτά όλο και πιο διαμεσολαβημένη σχέση με το τελικό προϊόν, διανοητικοποιείται, βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας, ενώ μειώνεται σταδιακά ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος.

Οι παραπάνω διαδικασίες εκτυλίσσονται αντιφατικά. Εδώ δεν πρόκειται για

Page 139: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

139

γραμμικές, εξελικτικές διαδικασίες «καθαρά» τεχνολογικού χαρακτήρα. Πρόκειται για διαδικασίες που συνδέονται με όλο το πλέγμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και σχέσεων και προϋποθέτουν την ενεργό, τη συνειδητή παρέμβαση του κοινωνικού υποκειμένου. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες μάλλον δεν ερμηνεύονται με πληρότητα και επάρκεια από τις διάφορες τεχνοκρατικές θεωρήσεις, αλλά και από τις μεθοδολογικά παρεμφερείς αντιτεχνοκρατικές τάσεις.

Η σύγχρονη διερεύνηση της εν λόγω αντίφασης και η πρόγνωση της έκβασης της θα πρέπει να ανατρέξει στη γόνιμη και κριτική θεώρηση του θεωρητικού έργου του Κ. Μαρξ, ο οποίος πρώτος επεσήμανε ρητά την ύπαρξη αυτής της αντίφασης και έθεσε το φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό και οικονομικό πλαίσιο για την εξέταση της. Κατά τον Μαρξ, η αντίφαση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας αίρεται (βλ. άρση) στην ώριμη αταξική (κομμουνιστική) κοινωνία, όπου η χειρωνακτική και η διανοητική εργασία θα «ανακτήσουν» την ενότητα τους, όχι όμως με την αρχέγονη, πρωτόγονη μορφή τους, αλλά ως ενιαία, μέσα στην πολλαπλότητα της, «καθολική», δημιουργική δραστηριότητα των ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων του μέλλοντος (βλ. επίσης τα λήμματα: εργασία, διανόηση, γραφειοκρατία. αλλοτρίωση, επιστήμη, εμπειρικό και θεωρητικό, τεχνοκρατία και τη βιβλιογραφία σ' αυτά).

Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκοτα. Σύγχρονη Εποχή.- του ίδιου: Το Κεφαλαίο, τόμ. 1-3, Σύγχρονη Εποχή.- του ιδίου: Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.- Β.Α. Βαζιουλιν, Η δια-λεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνας του, Σ.Ε., Αθήνα, 1988.

Δ. Πατέλης

Αντικειμενική πραγματικότητα. Το σύνολο του υλικού κόσμου με όλη την πολλαπλότητα των μορφών και

εκφάνσεων του. Η αντικειμενική πραγματικότητα ως ανεξάρτητη από τη συνείδηση του υποκειμένου ταυτίζεται συχνά με τις έννοιες "ύλη", "υλικός κόσμος", "Είναι". Κρίνεται όμως σκόπιμο να διακρίνονται οι έννοιες «αντικειμενική πραγματικότητα» και «ύλη», ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για τα φαινόμενα της κοινωνικής συνείδησης και του εποικοδομήματος. Τα εν λόγω φαινόμενα, γενετικά (ως προς την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη τους), προβάλλουν από την άποψη του υλικού καθορισμού τους. Ωστόσο, εφ" όσον έχουν πλέον ανακύψει, προβάλλουν στην κάθε νέα γενεά ατόμων ως κάτι το δεδομένο, ως αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίς όμως να μπορούν να αναχθούν στην κατηγορία των υλικών φαινομένων (των υλικών κοινωνικών σχέσεων κλπ.). Την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας παραδέχονται οι φιλοσοφίες του υλισμού, του αντικειμενικού ιδεαλισμού και του ρεαλισμού. Δ. Πατέλης

Αντικείμενο.

Φιλοσοφική έννοια η οποία, μαζί με τη συσχετική της έννοια «υποκείμενο»*, υποδηλώνει τις δύο αντίθετες πλευρές κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι το μέρος της «αντικειμενικής πραγματικότητας"* με το οποίο αλληλεπιδρά το υποκείμενο στρέφοντας προς αυτό την ενεργό δραστηριότητα του ως πρακτική* ή ως γνώση*. "Δυνάμει αντικείμενο" του ανθρώπου ως κοινωνικού υποκειμένου είναι το σύνολο της υλικής και ιδεατής πραγματικότητας, όλα τα φυσικά, κοινωνικά και συνειδησιακά

Page 140: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

140

φαινόμενα, δηλαδή καθετί το επιστητό. "Ενεργεία αντικείμενο" είναι το μέρος εκείνο του επιστητού που εντάσσεται στην τροχιά της εμπράγματης μετασχηματίζουσας δραστηριότητας, αλλά και της πνευματικής οικειοποίησης του ανθρώπου, το βάθος και η εμβέλεια των οποίων είναι συνάρτηση του ιστορικού επιπέδου ανάπτυξης του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.

"Αντικείμενο της εργασίας" είναι το υλικό στο οποίο επενεργεί το υποκείμενο της εργασίας με τη βοήθεια μέσων για την παραγωγή ορισμένου προϊόντος. Αρχικά ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε ως αντικείμενο υλικό δεδομένο οπό τη φύση. Στη συνέχεια επεξεργάζεται το υλικό προσδίδοντας του ορισμένες ιδιότητες (εκτός από τις φυσικές ιδιότητες που διατηρεί), για να φθάσει τελικά στη χρήση τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες. Δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται απλώς στο αντικείμενο ως φυσικό υλικό, αλλά το μετασχηματίζει σύμφωνα με τις ανάγκες του και σύμφωνα με τις ανάγκες της παραγωγής.

Το αντικείμενο της γνώσης (μελέτης, έρευνας) ή γνωστικό αντικείμενο, αρχικά υποπίπτει στις αισθήσεις από τις οποίες ξεκινά η «γνωστική διαδικασία*», η οποία παρέχει στο υποκείμενο εμπειρική και θεωρητική γνώση των ιδιοτήτων, των πλευρών και των νομοτελειών που το διέπουν. Στον βαθμό που η γνωστική διαδικασία ανεξαρτητοποιείται, αυτονομείται σχετικά και αποκτά διαμεσολαβημένη σχέση με την πρακτική, ανεξαρτητοποιείται σχετικά και το αντικείμενο της γνώσης. Ένα και το αυτό γνωστικό αντικείμενο μπορεί να εμφανίζεται ως αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημονικών κλάδων. Κατά τον Μεσαίωνα το αντικείμενο γνωσιολογοποιείται και αποκαλείται subjectum, δηλ. υποκείμενο, αντικείμενο δε θεωρείται η εντύπωση, η παράσταση που προκαλεί αυτό στον άνθρωπο.

Κατά τη μηχανιστική υλιστική παράδοση, το υποκείμενο ως κατ' εξοχήν παθητικό υφίσταται την επίδραση του αντικειμένου. Κατά την ιδεαλιστική παράδοση, αντίθετα, το αντικείμενο είναι προϊόν είτε κάποιου υπερατομικού υποκειμένου (του θεού, της «απόλυτης ιδέας» κλπ., βλ. αντικειμενικός ιδεαλισμός) είτε της ψυχικής δραστηριότητας, (των αισθητηρίων οργάνων, των καταστάσεων κλπ.) του ατόμου (βλ. υποκειμενικός ιδεαλισμός). Ο Χέγκελ αναδεικνύει πλευρές του ιστορικού και κοινωνικού χαρακτήρα του αντικειμένου και της σχέσης του με το υποκείμενο, την οποία ανάγει τελικά στην πνευματική δραστηριότητα. Ο Μαρξ* τεκμηριώνει τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα του αντικειμένου μέσω της ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής δραστηριότητας. Η νεοκαντιανή φιλοσοφία (βλ. νεοκαντιανισμός) τροποποίησε τον καντιανό απριορισμό δίνοντας έμφαση αρχικά στον ψυχοφυσιολογικό μηχανισμό πρόσληψης του αντικειμένου και, αργότερα, ανάγοντας το επιστητό εν γένει σε «διαπλοκή λογικών σχέσεων» (Η.Cohen*). Ο αυστριακός φιλόσοφος Ρ. Αμεζέντερ εισάγει την αντιπαράθεση του αντικειμένου της μελέτης (Gegenstand) στο αντικείμενο (objekt) το 1904, ενώ ο Αλέξιους φον Μάινονγκ, συνδέοντας αυτή τη διάκριση με τη θεωρία της αποβλεπτικότητας (intentionalitat) του Φραντς Μπρεντάνο, διατύπωσε μια θεωρία των αντικείμενων (Gegenstandstheorie), που ερμήνευε το αντικείμενο της μελέτης ως πράξη κατά την οποία βιώνεται το αντικείμενο ως δεδομένο. Η φαινομενολογία* του Χούσσερλ επικέντρωσε την προσοχή όχι στο αντικείμενο αλλά στην προ-θετικότητα, αποβλεπτικότητα της συνείδησης.

Βιβλιογρ.: ,Ιμβριώτης Γ., Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας. Σ. Εποχή, 1978.- Μουρελος Γ., θεμελιώδεις έννοιες της σύγχρονης φιλοσοφίας και επιστημολογίας. Εγνατία. 1976.- Παβλοφ Τ.. θεωρία της αντανάκλασης, Δωδώνη. 1974.- L. Geymonat, Επιστήμη και

Page 141: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

141

ρεαλισμός. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα. 1987.- Ε. Μπιτσάκη, θεωρία και πράξη, 19832

Δ. Πατέλης .

Απόδειξη. Είναι η επιβεβαίωση του αληθούς (της ισχύος) ή του αναληθούς (της μη

ισχύος), η τεκμηρίωση της ορθότητας μιας πρότασης (κρίσης, απόφανσης) μέσω πραγματικών ή λογικών επιχειρημάτων. Απόδειξη, με την ευρεία έννοια του όρου, θεωρείται η επιβεβαίωση, η επαλήθευση μιας πρότασης (θέσης, συμπεράσματος, θεωρίας) στη βάση όχι μόνο λογικών διαλογισμών αλλά και εμπειρικών δεδομένων που προέρχονται από την παρατήρηση και το πείραμα ή η αναίρεση (ανασκευή) ή διάψευση αυτής της πρότασης κατά τον ίδιο τρόπο.

Με τη στενή έννοια απόδειξη είναι η λογική διαδικασία, κατά την οποία η αλήθεια μιας πρότασης είναι λογικό επακόλουθο, δηλαδή προκύπτει από μια πεπερασμένη ακολουθία-αλυσίδα λογικών συλλογισμών, ορθών συναγωγών, που οδηγούν από ορθές προκείμενες (αξιώματα, ορισμούς, προτάσεις, εγνωσμένης ήδη αλήθειας) σε αποδεικνυόμενα συμπεράσματα. Η απόδειξη αυτή εφαρμόζεται στα "τυπικά αξιωματικά συστήματα" της λογικής, των μαθηματικών και των τυποποιημένων και μαθηματικοποιημένων μερών της θεωρητικής φυσικής. Στο μεταίχμιο του 19ου και 20ού αϊ. ο Χίλμπερτ εισηγείται ένα πρόγραμμα τυποποίησης της απόδειξης των παραγωγικών θεωριών, με σαφή ορισμό των αρχικών αξιωματικών προτάσεων της κάθε θεωρίας και την εξίσου σαφή υπόδειξη των λογικών μέσων, των κανόνων συναγωγής συμπερασμάτων (αποδείξεων) της εν λόγω θεωρίας. Κατ' αυτό τον τρόπο η συνεπής τυποποίηση της έννοιας της απόδειξης ανάγει το πρόβλημα στη σπουδή της δομής των τύπων (μορφών) των αποδείξεων στα αξιωματικά συστήματα, χωρίς περιεκτικές αναφορές (χωρίς αναφορές στη σημασία των τύπων) παρέχοντας δυνατότητες μεταβίβασης ορισμένων τυπικών νοητικών λειτουργιών στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (τεχνητή νοημοσύνη).

Ωστόσο δεν ανάγονται όλες οι ουσιώδεις πλευρές της έννοιας της απόδειξης σε τύπους και απαιτούν ειδική θεωρητική έπεξεργασία (εξ’ ου και η ανάγκη για μεταθεωρία). Επιπλέον, όπως απέδειξε ο Κ. Γκέντελ, ακόμα και οι απλούστερες μαθηματικές θεωρίες (π.χ. θεωρία των αριθμών) δεν επιδέχονται πλήρη και ταυτόχρονα μη αντιφατική τυποποίηση, έχοντας πάντοτε ένα "μη τυποποιούμενο απόλυτο". Τέλος, καμιά τυποποίηση δεν μπορεί να αντιπαρέλθει το θεμελιώδες ζήτημα της ερμηνείας, δηλαδή, της συσχέτισης με την εκτός αυτής πραγματικότητα που περιγράφει και οφείλει να εξηγεί.

Η πλήρης τυποποίηση (ως ανέφικτη τάση) νοητικών συστημάτων και η αντιπαραβολή τους με τα δεδομένα της εμπειρίας (περιγραφή) χαρακτηρίζει τη βαθμίδα της γνώσης κατά την οποία επικρατεί η διάνοια (βλ. λ. διάνοια και λόγος) και η τυπική λογική*. Στη βαθμίδα του λόγου η απόδειξη αποκτά διαλεκτικό χαρακτήρα και επιτυγχάνεται με την ολότητα ενός διατεταγμένου και ιεραρχημένου συστήματος αλληλένδετων προσδιορισμών (βλ. και λ. πρακτική, αλήθεια, αναίρεση, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενορατική λογική, κονστρουκτιβιστική κατεύθυνση και βιβλιογραφία σε αυτά).

Βιβλιογρ.: D. Hilbert, Axiomatic Thinking in Philosophia Mathematics, vol. 7, No

1/2, June-December.- του ίδιου, Grundlagen der Geometrie, Leipzig-Berlin, 1930.- Κ. Godel, Russell's Mathematical Logic, in "The Philosophy of Bertrand Russel" vol. 1,

Page 142: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

142

Harper ^rchbooks, Ν. Υ., 1963.-S. C. Kleene, Introduction to Mathematics, North-Holland Publishing Co., Amsterdam-P. Noordhoff N. Y., Groningen 1952.- του ίδιου: Mathematical Logic, N. Y.-London-Sudney, 1967. Δ. Πατέλης

Δογματισμός και αναθεωρητισμός ή ρεβιζιονισμός (γερμ. dogmatismus,

revisionismus). Πρόκειται για δύο εκ πρώτης όψεως διαμετρικά αντίθετες τάσεις - πόλους, σε

διαφορετικές συγκυρίες της ιστορίας των μορφών της κοινωνικής συνείδησης (θεωριών, επιστημών, ηθικής, πολιτικής, δικαίου, αισθητικής, θρησκείας, φιλοσοφίας). Δογματισμός είναι η προσήλωση και η άκριτη εμμονή στις (θεμελιώδεις) αρχές και στην αυστηρότητα ορισμένου συστήματος, η οποία προτάσσει την αξίωση να αναγνωρίζονται είτε να γίνονται αποδεκτές άνευ όρων ορισμένες σχηματοποιημένες και μηχανιστικά κωδικοποιημένες θέσεις, ως αξιώματα μη ερειζόμενα σε αιτιολογία ή αποδείξεις (βλ. δόγμα). Ο αναθεωρητισμός (έννοια συγγενής με τον σκεπτικισμό) αντίθετα προσδιορίζεται είτε αυτοπροσδιορίζεται ως αμφιβολία, αμφισβήτηση και άρνηση των αρχών και της αυστηρότητας ορισμένου συστήματος, ως αντίποδας του δογματισμού.

Στη θρησκεία και στη θεολογία οι εν λόγω τάσεις εκδηλώνονται η μεν πρώτη με τη συγκρότηση, συστηματοποίηση και κωδικοποίηση των δογμάτων του κάθε θρησκευτικού συστήματος, στον βαθμό που αυτό εδραιωνόταν και αποκτούσε επίσημα θεσμική ισχύ (δογματική), και η δεύτερη με πληθώρα "αιρετικών" αναθεωρήσεων.

Στην τέχνη προβάλλουν με τη μορφή της αντιπαλότητας μεταξύ ακαδημαϊσμού, κλασικισμού κλπ. και μοντερνισμού.

Στην επιστήμη οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται ιδιαίτερα έντονα στις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, κατά τις οποίες τίθεται σε δοκιμασία η περιγραφική, ερμηνευτική και ευρετική ικανότητα της κεκτημένης γνώσης και των μεθοδολογικών θεμελίων της, μέσω ποικίλων προσπαθειών εξήγησης του άγνωστου (π.χ. νέων γεγονότων) με τη βοήθεια του ήδη γνωστού. Η δημιουργική ανάπτυξη της επιστήμης επιτυγχάνεται σε αυτές τις συγκυρίες στον βαθμό που μέσα από δραματικές συγκρούσεις αίρεται η άγονη αντίθεση μεταξύ δογματικής εμμονής σε παρωχημένες επιστημονικές θέσεις και μηδενιστικών, σκεπτικιστικών, αγνωστικιστικών κλπ. (δηλαδή αναθεωρητικών) τάσεων.

Ο αναθεωρητισμός ως τάση επανεξέτασης, αμφισβήτησης και διασκευής συνοδεύει τη μετεξέλιξη κάθε ιδεολογικού, κοσμοθεωρητικού και θεωρητικού συστήματος από μέρος των επιγόνων των θεμελιωτών του και συνήθως έπεται της δογματικής προάσπισης του από άλλους (ή και τους ίδιους) επιγόνους.

Στην ιστορία της φιλοσοφίας οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού χαρακτήριζαν δογματισμό κάθε φιλοσοφία στον βαθμό που προέβαλλε θέσεις ως πεποιθήσεις και βεβαιότητες, συμβάλλοντας με την κριτική τους στην προαγωγή της διαλεκτικής αλλά και στη διάκριση δογματισμού - σκεπτικισμού ως ακραίων πόλων της μεταφυσικής νόησης. Κατά τον Μεσαίωνα ο δογματισμός (ως θρησκευτική "δογματική" και ως θεολογικός - φιλοσοφικός σχολαστικισμός) γίνεται κυρίαρχη, επίσημη μορφή κοσμοθεώρησης.

Η φιλοσοφία των νέων χρόνων, από την Αναγέννηση μέχρι τον Διαφωτισμό, στρέφεται κατά του δογματισμού, της θεολογίας και του σχολαστικισμού αντιτάσσοντας τους τον ορθό λόγο και την εμπειρία.

Ο Ι. Καντ στρέφεται μαχητικά κατά του "σκωληκόβρωτου δογματισμού" της

Page 143: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

143

παλαιάς μεταφυσικής και του Χ. Βολφ, "που δεν μας υπόσχεται τίποτε απολύτως" (Προλεγόμενα § 4). Ο Χέγκελ ασκεί έντονη πολεμική κατά της "μεταφυσικής της διάνοι-ας" (βλ. διάνοια και λόγος) για τον αντιδιαλεκτικό και μονόπλευρο χαρακτήρα της, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν και τον καντιανό αγνωστικισμό του "πράγματος καθ' εαυτό".

Ο Μαρξ αναδεικνύει τις γνωσεολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικοοικονομικές και ιδεολογικές πηγές των εν λόγω τάσεων. Οι διάφορες εκδοχές του θετικισμού και της σχετικοκρατίας διακηρύσσουν την εχθρότητα τους προς κάθε "μεταφυσική" και φιλοσοφία, τις οποίες χαρακτηρίζουν ως δογματισμό, υιοθετώντας κατ' αυτό τον τρόπο έναν "αρνητικό δογματισμό", έναν δογματισμό του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

Στην ιστορία του μαρξισμού οι όροι χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται: 1) ως ιδεολογικού χαρακτήρα μομφές κατά την πολεμική μεταξύ ("ορθοδόξων" και μη) τάσεων μαρξιστικής αναφοράς, και 2) ως χαρακτηρισμός δύο ακραίων πολιτικών, θεωρητικών και μεθοδολογικών τάσεων ερμηνείας και χρήσης του μαρξισμού. Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο, άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό και αυτάρκες σύστημα, έτοιμο ως έχει για κάθε "χρήση", ως εξωιστορικό και μη επιδεχόμενο ανάπτυξη πάγιο μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός επιδιώκει την άνευ όρων συντήρηση και παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός, επικαλούμενος τα νέα γεγονότα, απορρίπτει τον ουσιώδη πυρήνα του που διατηρεί τη σημασία του και στις μεταβεβλημένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεων του, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό (με μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) σε ένα κατ' εξοχήν ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο, αναθεωρήσιμο και γι' αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με τον δογματισμό που απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια του μαρξισμού με προγενέστερες και σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια, αγνοώντας την ποιοτική και ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, απορρίπτοντας τον βαθμιαία και αντικαθιστώντας τον με μιαν εκλεκτική (βλ. εκλεκτισμός) συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων που τις προβάλλει ως "ανανέωση". Και οι δύο τάσεις αντιμετωπίζουν μονόπλευρα την ενιαία στην αντιφατικότητα της γνωστική διαδικασία*, απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των γνώσεων (δογματισμός) είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας (αναθεωρητισμός).

Από μεθοδολογικής σκοπιάς και οι δύο τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιας εγκυρότητας, πληρότητας και επικαιρότητας στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό με τη βοήθεια της λογικής της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής, ο δε αναθεωρητισμός αντικαθιστά τη μαρξιστική διαλεκτική* μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό* και την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, υποκαθιστώντας με διάφορους τρόπους τη θεωρία με τον έρποντα εμπειρισμό*.

Στο ζήτημα της συσχέτισης στρατηγικής και τακτικής ο μεν δογματισμός απολυτοποιεί μονόπλευρα την πρώτη (κατά την ιησουίτικη αρχή: "ο σκοπός αγιάζει τα

Page 144: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

144

μέσα") ο δε αναθεωρητισμός τη δεύτερη ("ο σκοπός είναι ένα τίποτε, το παν είναι το κίνημα", κατά τον Ε. Μπερνστάιν*), γεγονός που οδηγεί αμφότερους σε δύο κατευθύνσεις του πολιτικού καιροσκοπισμού - τακτικισμού: στον αριστερό οππορτουνισμό (αριστερισμό, σεχταρισμό) και στον δεξιό οππορτουνισμό - ρεφορμισμό.

Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων - η οποία απορρέει σε τελευταία ανάλυση από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική "αριστοκρατία" - γραφειοκρατία*), αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξη - διευκολύνει τη μαζική μετάβαση από τον δογματισμό στον αναθεωρητισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, ήττας και υποχώρησης του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δογματική αναγωγή του μαρξισμού σε οικονομικό ντετερμινισμό και σε θεωρία των παραγόντων, που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον νεοκαντιανού τύπου "ηθικό σοσιαλισμό", είτε η σταλινική δογματική κωδικοποίηση του, που οδήγησε τελικά στον ιδεολογικό εκφυλισμό της "περεστρόικα" και σε υιοθέτηση αντιδραστικών ιδεολογημάτων.

Σήμερα απαιτείται μια δημιουργική ανάπτυξη -"άρση" του θεωρητικού και φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού, ικανή να υπερβεί την άγονη αντιπαλότητα δογματισμού - αναθεωρητισμού, ως τεκμηρίωση - πρόγνωση των προοπτικών του ανασυγκροτούμενου επαναστατικού κινήματος και ως θετική επιστημονική ερμηνεία των υπαρκτών νέων κοινωνικών και επιστημονικών προβλημάτων, τα οποία ο μεν δογματισμός τα αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός συχνά τα εντοπίζει, αλλά αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ορθά. Βλ. επίσης το λ. ρεφορμισμός.

Βιβλιογρ.: Σ. Β. Βλαντιμιροφ - Β. Α. Βολκόφ, Ο Λόγος κατά του δόγματος,

Μόσχα, 1982.- Π. Κονδύλης, Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Αθήνα, 1984. Κανί Ι., Προλεγόμενα, Αθήνα - Γιάννινα, 1982.- του ίδιου, Κριτική του καθαρού λόγου, μετ. Α. Γιανναρά, Αθήνα, Παπαζήση.- Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Για τον ρεφορ-μισμό, Αθήνα, Σ.Ε.- Β. Ι. Λένιν, Μαρξισμός και αναθεωρητισμός, Άπαντα, Αθήνα, τ. 17.- του ίδιου, Οι διαφωνίες στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, Άπαντα, τ. 20.- του ίδιου, Η ιστορική τύχη της διδασκαλίας του Κ. Μαρξ, Άπαντα, τ. 23.- του ίδιου, Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 41.- Μ. Γκορμπατσόφ, Περεστρόικα. Νέα Σκέψη για τη χώρα μας και τον κόσμο, Λιβάνης - Ν. Σύνορα, Αθήνα, 1988.- Π. Μούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 ως το 1974, τομ. Α-Δ, Γνώση, Αθήνα.

Δ. Πατέλης

Επιστημονικοτεχνική επανάσταση. Ο όρος επιστημονικοτεχνική επανάσταση, τον οποίο καθιέρωσε ο άγγλος

φυσικός και φιλόσοφος Τζων Μπέρναλ*, δηλώνει το νέο ποιοτικά στάδιο της επιστημονικής και τεχνικής προόδου που ξεκινάει στο δεύτερο τρίτο του 20ού αϊ. και που χαρακτηρίζεται από μια επιταχυνόμενη και αλληλένδετη ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής. Σ' αυτό το πλέγμα η επιστήμη* βρίσκεται επικεφαλής της τεχνικής προόδου, μεταβάλλεται ολοένα και περισσότερο σε άμεση παραγωγική δύναμη και συμβάλλει αποφασιστικά στην επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ η τεχνική* αποτελεί τον κύριο τομέα υλοποίησης της επιστημονικής σκέψης, επιφέροντας βαθιές αλλαγές στη φυσιογνωμία του σύγχρονου πολιτισμού.

Page 145: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

145

Το περιεχόμενο της επανάστασης στην επιστήμη συνίσταται στα μεγάλα θεωρητικά επιτεύγματα σε διάφορους κλάδους των φυσικών επιστημών (φυσικής, χημείας, βιολογίας) και ιδιαίτερα σε νεότερους που προέκυψαν από αλληλοδιείσδυση (βιοφυσική, φυσική χημεία, βιοχημεία κλπ.), όπως η ανακάλυψη νέων επιπέδων στη δομή της ύλης που διέπονται από ειδικούς νόμους μη περιλαμβανόμενους στον πίνακα των επιστημών του 19ου αϊ.

Η επανάσταση στην τεχνική, ιδιαίτερα στην τεχνική της υλικής παραγωγής, συνίσταται: α) στις ριζικές αλλαγές που επήλθαν στον τομέα των αντικειμένων της εργασίας και στην τεχνολογία, με την τεχνική υλοποίηση των επιστημονικών ανακαλύψεων και, κυρίως, με την πολυσύνθετη αυτοματοποίηση της διαδικασίας της παραγωγής καθώς και της διεύθυνσης αυτής της διαδικασίας, β) στην ευρεία χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, γ) στη χημικοποίηση της παραγωγής, δ) στη χρησιμοποίηση νέων πηγών ενέργειας κλπ.

Οι βαθιές αλλαγές που σημειώθηκαν στην περιοχή της επιστήμης και της τεχνικής δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια νέα "βιομηχανική επανάσταση" και, μέσω αυτής, για μια νέα γοργή πρόοδο στη σφαίρα της υλικής παραγωγής. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση, χάρη στην ώθηση που δίνει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, επισπεύδει την ωρίμανση της αντικειμενικής αναγκαιότητας ορισμένων αλλαγών στη σφαίρα των σχέσεων παραγωγής, που διαφέρουν, βέβαια, από χώρα σε χώρα. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση οδηγεί όχι μόνο στην τεράστια διεύρυνση της υλικής παραγωγής, αλλά και στη δημιουργία νέων κλάδων της βιομηχανίας, της οικονομίας εν γένει, καθώς και στη σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Απελευθερώνοντας σε μεγάλο βαθμό την παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων από τη σωματική εργασία και από ορισμένες διανοητικές λειτουργίες, καθώς και από την πλήρη υποταγή στη μηχανή, η επιστημονικοτεχνική επανάσταση μεταμορφώνει ριζικά αυτή τη δραστηριότητα, τον χαρακτήρα της εργασίας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δράσης.

Η επιστημονικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, στην οποία οδηγεί, αυξάνει το ειδικό βάρος του προσωπικού που ασχολείται με την έρευνα και τη σχεδιογράφηση, των μηχανολόγων και των τεχνικών, ενώ το υψηλό επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών προσόντων των εργατών επιβάλλει ουσιαστικές αλλαγές στην επαγγελματική διάρθρωση όλων των κατηγοριών των εργαζομένων. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση εκτυλίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα, προϋποθέτει μια διεθνή επιστημονική και τεχνική συνεργασία και επηρεάζει το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Βιβλιογρ.: J. D. Bernal, Science in History, 1954.- L. S. Silk, Research Revolution,

1960.- R. Ricta, Ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι, 1968 (ελλ. μετάφρ. 1983). Παν. Κρητικός

Εξωτερικό και εσωτερικό. 1. Πλευρές των αντικειμένων, φαινομένων και διαδικασιών, οι οποίες

διαφοροποιούνται ως προς τη θέση και τον ρόλο τους στη διάρθρωση του όλου, αλλά και επίπεδα της γνώσης, της γνωστικής· διαδικασίας και της πρακτικής δραστηριότητας του υποκειμένου. Το εξωτερικό αντανακλά την επιφανειακή, την άμεσα προσπελάσιμη από την αισθητηριακή εποπτεία ποιοτική πλευρά του αντικειμένου και τη σχέση του με το περιβάλλον του. Το εσωτερικό αντανακλά την ουσιώδη πλευρά (επίπεδο) του

Page 146: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

146

αντικειμένου, τη διάρθρωση, την εσωτερική νομοτελή συνάφεια και συσχέτιση των συστατικών του μερών. Το πρώτο προσεγγίζεται με την εμπειρία και τα όργανα των αισθήσεων, ενώ το δεύτερο προσεγγίζεται διαμεσολαβημένα, νοητικά, θεωρητικά (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό). Η γνωστική διαδικασία ξεκινά από το εξωτερικό ως άμεσα δεδομένο (είναι), προχωρεί στο εσωτερικό (ουσία) και στις μορφές εκδήλωσης της (κατά κάποιο τρόπο επανέρχεται στο εξωτερικό ως φαινόμενο της ουσίας) και ολοκληρώνει με την ενότητα ουσίας και φαινόμενου, εσωτερικού και εξωτερικού (πραγματικότητα). Η άρτια (εξωτερική και εσωτερική) γνώση παρέχει στο υποκείμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικής πρακτικής επενέργειας στο αντικείμενο (βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, θεωρία της γνώσης).

2. Πλευρές της πραγματικότητας και του ανθρώπινου ψυχισμού. Με αυτή την έννοια, ως εξωτερικός κόσμος εννοείται ό,τι αντιτίθεται στο υποκείμενο, στην ψυχική δραστηριότητα, ό,τι συνιστά το αντικείμενο στο οποίο κατευθύνεται η τελευταία (π.χ. φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον), ενώ εσωτερικός κόσμος θεωρείται ό,τι έχει αφομοιωθεί από τον ψυχισμό, ό,τι συνιστά το περιεχόμενο, τη δομή, τις λειτουργίες και τις καταστάσεις του (π.χ. συναισθήματα, νόηση, κίνητρα κλπ.). Κατά τη σύγχρονη ψυχολογία δεν υφίστανται απόλυτα όρια μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου (βλ. ψυχισμός, δραστηριότητα, εξαντικειμένωση και απαντικειμένωση, εσωτερίκευση). Η διευκρίνιση της πραγματικής συνάφειας και συσχέτισης εξωτερικού και εσωτερικού, αντικειμενικού και υποκειμενικού, πραγματικού και ιδεατού κλπ. πραγματοποιείται στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας μέσα στη διαπάλη του υλισμού με τον ιδεαλισμό και τον αγνωστικισμό, της διαλεκτικής με τη μεταφυσική.

Δ. Πατέλης

Επιστημονικός υλισμός (αγγλ. scientific materialism). Ευρύ και ανομοιογενές ρεύμα της φιλοσοφίας των αγγλόφωνων χωρών, που

διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 υπό την επίδραση του αναλυτικού συμπεριφορισμού, του φυσικαλισμού, του νεοθετικιστικού προγράμματος ενοποίησης των επιστημών, του εξελικτισμού και των επιστημονικών κατακτήσεων της φυσικής, της φυσιολογίας, της ψυχολογίας, της λογικής, των μαθηματικών, της χημείας, της νευροβιολογίας, της κυβερνητικής, της πληροφορικής κλπ.

Βασικό ζήτημα που απασχολεί το εν λόγω ρεύμα είναι η συσχέτιση ψυχισμού, συνείδησης και ύλης, το οποίο διευθετείται με διάφορους τρόπους: αρχικά ο ψυχισμός αγνοείται παντελώς (D. Armstrong), στη συνέχεια καταβάλλονται προσπάθειες γλωσσολογικής αναγωγής του στις έννοιες του φυσι(ολογι)κού (Γκ. Φέιγκλ), αργότερα αναδεικνύεται το ("κυβερνητικά", "πληροφοριακά") λειτουργικά μη αναγώγιμο του ψυχικού στο φυσι(ολογι)κό (Χ. Πάντεμ, Τζ. Φόντορ κ.ά.) και οι εκδοχές οι οποίες υιοθετούν διάφορα είδη της " αναδυόμενης εξέλιξης "· ο ψυχισμός και ο πολιτισμός προβάλλουν ως "αναδυόμενες" ιδιότητες μη αναγώγιμες στις ιδιότητες των επιμέρους στοιχείων ή υποσυστημάτων (Μ. Bunge, J. Margolis, P. Σπέρι).

Βιβλιογρ.: Armstrong D., A materialist theory of mind, New York-London, 1968.-

του ίδιου, What is a Law of Nature?. Cambridge, 1983.- Materialism and the mindbody poblem. Englewood Cliffs (N. J.), 1971.- Margolis J., Persons and minds, Boston, 1978.- Bunge M., Scientific Materialism, Dordrecht, 1981.

Δ. Π.

Page 147: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

147

Κατηγοριακή σκέψη. Η νοητική διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο της γνώσης* αναπαριστά το

γνωστικό αντικείμενο μέσω ενός συστήματος αλληλένδετων κατηγοριών και εννοιών. Αποτελεί την ανώτερη βαθμίδα της νόησης, τον λόγο, η μετάβαση στην οποία προϋποθέτει την κριτική αφομοίωση - άρση των κατώτερων επιπέδων (εμπειρίας, διάνοιας κλπ.). Η κατηγοριακή σκέψη απαιτεί βαθιά παιδεία και αφομοίωση του πολιτισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, για τον επιστημονικά και φιλοσοφικά αδαή, κάθε κατηγοριακή σκέψη προβάλλει ως άγονος σχολαστικισμός, ως άχρηστη και ακατάληπτη ενασχόληση με τεχνητές νοητικές κατασκευές (βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, διαλεκτική λογική).

Νοοσφαίρα.

Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται το μέρος εκείνο του πλανήτη μας και του εγγύς χώρου του, το οποίο φέρει τη σφραγίδα της έλλογης δραστηριότητας του ανθρώπου, της ανθρώπινης νόησης. Εισηγητές του ορού είναι οι Λ. Τεγιάρ ντε Σαρντέν και Ε. Λερουά.

Ο Βερνάτσκι εξετάζει τη νοοσφαίρα ως ανώτερο στάδιο της βιόσφαιρας. Τα αποτελέσματα της επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας του ανθρώπου ασκούν μια διαρκώς διευρυνόμενη και εντατικοποιούμενη επίδραση στην κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι έκδηλα π.χ. στη σύνθεση της ατμόσφαίρας και των υδάτων, στο έδαφος και στο υπέδαφος της γης, στις ποικίλες ακτινοβολίες που εκπέμπονται από αυτήν κλπ. Η διευρυνόμενη παρουσία της νοοσφαίρας μετατρέπεται σε ιδιότυπο δομικό στοιχείο του «Σύμπαντος». Με τον όρο αυτό επισημαίνεται και η μελλοντική προοπτική της "εκπολιτιζόμενης" φύσης, κατά την οποία ο τεράστιος βαθμός (κατά κανόνα ληστρικής και καταστροφικής στην εποχή μας) επενέργειας του ανθρώπου στο πλανητικό και διαστημικό περιβάλλον θα μετεξελιχθεί σε αρμονική ενότητα και αλληλεπίδραση, στα πλαίσια ενός ενιαίου, οργανικά αναπτυσσόμενου και ορθολογικά διοικούμενου συστήματος (βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία).

Ουσία και φαινόμενο

Θεμελιώδεις αμοιβαία προσδιοριζόμενες φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες υποδηλώνουν δύο διαφορετικά στην ενότητα τους επίπεδα συγκρότησης και ανά-πτυξης του αντικειμένου που συνιστά οργανικό όλο, αλλά και τα αντίστοιχα επίπεδα-βαθμίδες νοητής ανασύστασης του εν λόγω αντικειμένου μέσα στην αντιφατική γνωστική διαδικασία. Η συστηματική εξέταση των εν λόγω κατηγοριών είναι εφικτή κατ' εξοχήν κατά τη συστηματική λογική νοητή αναπαράσταση του ανεπτυγμένου (ώριμου) οργανικού όλου. Εδώ, μετά την εξέταση της αμεσότητας του Είναι του αντικειμένου (μέσω των κατηγοριών: "ποιότητα και ποσότητα"*, "μέτρο"), η νόηση εμβαθύνει τη γνώση της μέσω των κατηγοριών του επιπέδου της ουσίας. Η ουσία επισημαίνει την ιδιαιτερότητα του αντικειμένου προσδιορίζοντος την βαθύτερα απ' ό,τι η κατηγορία της ποιότητας. Ως "ουσία" το αντικείμενο δεν είναι πλέον κάτι το άμεσα δεδομένο, αλλά το ίδιο σχετίζεται με τον εαυτό του κατά τρόπο που οι πλευρές αυτής της σχέσης είναι μόνο συσχετικές και

Page 148: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

148

συγκροτούν την εσωτερική αμοιβαία αιτιώδη και αναγκαία συνάφεια των μερών, την ενδότερη νομοτελή (βλ. νομοτέλεια) αυτοανάπτυξή του μέσω της κλιμάκωσης της βασικής αντιφατικότητας του (ταυτότητα, διάκριση, αντίθεση, αντίφαση*). Το ώριμο αντικείμενο είναι ταυτόχρονα ποιότητα (δεδομένου ότι υφίσταται δίπλα σε άλλα αντικείμενα) και ουσία (εφ' όσον είναι αυτό που είναι μόνο σχετιζόμενο με τον εαυτό του ως διάφορο από τον εαυτό του).

Μετά την εξέταση της ουσίας αφ' εαυτής η γνωρίζουσα νόηση "επανέρχεται" κατά κάποιο τρόπο στην επιφάνεια και με αυτή την κίνηση της μας παρέχει τη γνώση του "φαινομένου" και της "πραγματικότητας" του αντικειμένου. Η "διαυγασμένη" από τους προσδιορισμούς της ουσίας επιφάνεια δεν είναι πλέον η αφετηριακή αμεσότητα του Είναι, αλλά συνιστά μια διαμεσολαβημένη (βλ. διαμεσολάβηση) αμεσότητα ή το "φαινόμενο", η διάγνωση του οποίου χωρίς τη γνώση της ουσίας είναι ανέφικτη.

Η ενότητα φαινομένου και (βαθύτερα πλέον εγνωσμένης) ουσίας συνιστά την πραγματικότητα του αντικειμένου. Στην ουσία το αντικείμενο προβάλλει ως ενιαία (στην αντιφατικότητα της) τυπική μονάδα του αντικειμένου. Στο φαινόμενο η ουσία εκδηλώνεται μέσω διαφόρων παράλληλα συνυπαρχουσών μορφών εκδήλωσης (εκφάνσεων). Στην πραγματικότητα "αποκαθίσταται" η ενότητα του αντικειμένου στη συγκεκριμένη καθολικότητα της. Η παραπάνω κίνηση νοητικής ανασύστασης της συ-σχέτισης ουσίας και φαινόμενου πραγματοποιείται μέσω της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"*, μέσω της επιστημονικής - θεωρητικής γνώσης (βλ. εμπειρικό και Θεωρητικό). Η αντιφατικότητα της εν λόγω κίνησης της γνώσης εκδηλώνεται στο πρόβλημα της αντικειμενικής φαινομενικότητας* και του συνακόλουθου φετιχισμού του πράγματος.

Η συσχέτιση των εν λόγω κατηγοριών απασχόλησε πληθώρα φιλοσόφων. Κατά τον Αναξαγόρα*, "όψις αδήλων τα φαινόμενα", ενώ ο

Πλάνη.

Ηράκλειτος δηλώνει ότι "φύσις κρύπτεσθαι φιλεί". Ο Δημόκριτος πιστεύει ότι: "Ετεή δε ουδέν ίδμεν εν βυθώ γαρ η αλήθεια". Κατά τον Πλάτωνα, η ουσία (ιδέα) είναι υπεραισθητή, ( αυλή, αιώνια και άπειρη. Ο Αριστοτέλης* στρέφεται κατά της απόσπασης της ουσίας από τα πράγματα και συνδέει το πρόβλημα με την έννοια της "εντελέχειας". Η μεσαιωνική φιλοσοφία ανάγει το ζεύγος ουσία-φαινόμενο στο διπόλο "θειο" - "γήινο", "απατηλό". Στους Νέους Χρόνους το πρόβλημα ανάγεται στη συσχέτιση κυρίων και δευτερευουσών ιδιοτήτων ή ποιοτήτων. Ο Καντ διακηρύσσει το γνωσεολογικά απροσπέλαστο της ουσίας (πράγμα καθ΄εαυτό). Στον Χέγκελ (Φαινομενολογία του πνεύματος και Επιστήμη της λογικής') οφείλεται η , πρώτη κατηγοριακού επιπέδου διαπραγμάτευση του ζητήματος σε ιδεοκρατική βάση. Ο Μαρξ, ο οποίος πρώτος εξέτασε το ζήτημα στο πεδίο μιας συγκεκριμένης επιστήμης (βλ. Κεφάλαιο), δηλώνει ότι "κάθε επιστήμη θα ήταν περιττή, αν η μορφή εμφάνισης και η ουσία των πραγμάτων συνέπιπταν άμεσα". Ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός θεωρούν то ζήτημα ψευδοπρόβλημα, δεδομένου ότι υπέρβαίνει τα δεδομένα των αισθήσεων. Η λογική της ιστορίας συγκεκριμενοποιεί то πρόβλημα στη δομή της κοινωνίας.

Απατηλή μορφή συνειδητοποίησης της πραγματικότητας, αναντιστοιχία της γνώσης με την ουσία του αντικειμένου, συνδεόμενη με το ζήτημα της αντικειμενικής

Page 149: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

149

φαινομενικότητας* της ουσίας* των περίπλοκων αντικειμένων (και ιδιαίτερα όσων συνιστούν οργανικό όλο). Πλάνη συνιστά η πρόσληψη της ουσίας του αντικειμένου ως άμεσα αισθητηριακά αντιληπτής, ως αυτοτελώς υφιστάμενης ιδιότητας, που χαρακτηρίζει τα ξεχωριστά πράγματα στην αμεσότητα τους.

Ο φετιχισμός* των πραγμάτων συνιστά την κοινή γνωσεολογική ρίζα του πρωτόγονου φετιχισμού, της θρησκείας, του ιδεαλισμού και της επιστημονικής πλάνης. Η τελευταία, σε αντιδιαστολή με τις παραπάνω ιστορικά παροδικές μορφές πλάνης, συνιστά νομοτελώς αναγκαίο στοιχείο της αναπτυσσόμενης επιστημονικής γνώσης, διαλεκτικά συνδεόμενο με την αλήθεια, στην αντιφατική πορεία διεύρυνσης, εμβάθυνσης και θεωρητικής θεμελίωσης της γνώσης. Η πλάνη διαφέρει από το λάθος (σφάλμα) και то ψεύδος (απάτη).

Πληροφόρηση (λατ. informatio).

Αναφορά, είδηση, μήνυμα, κατατόπιση, μεταβίβαση του συνόλου ορισμένων δεδομένων γνώσεων. Βασική έννοια της κυβερνητικής και της πληροφορικής, η οποία έχει αποκτήσει διεπιστημονική εμβέλεια. Χρησιμοποιείται στη βιολογία, στη νευροφυσιολογία, στην ψυχολογία, στην τεχνική της διοίκησης, στις οικονομικές επιστήμες, στην κοινωνιολογία και στη φιλοσοφία (θεωρία της γνώσης).

Η επιστημονική έννοια της πληροφόρησης πραγματοποιεί αφαίρεση από την περιεκτική πλευρά ίων μηνυμάτων δίνοντας έμφαση στη δομική - ποσοτική πτυχή τους. Η ποσότητα πληροφόρησης ορίζεται ως μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο του βαθμού πιθανότητας του συμβάντος στο οποίο αναφέρεται το διαβιβαζόμενο μήνυμα. Η επεξεργασία της επιστημονικής έννοιας της πληροφόρησης αναδεικνύει μια νέα (οντολογική κατά ορισμένους φιλόσοφους) πτυχή - ιδιότητα της ύλης, την πληροφοριακή πλευρά της αλληλεπίδρασης αντικειμένων, διαδικασιών και συστημάτων. Η έννοια αυτή επιτρέπει την ενιαία προσέγγιση ποικίλων, εκ πρώτης όψεως εντελώς διαφορετικών, φαινομένων (βιολογικών, νευροφυσιολογικών, ηλεκτρονικών, τηλεπικοινωνιακών, διοικητικών κλπ.) και από αυτή την άποψη εμπλουτίζει με νέα δεδομένα τη θεωρία της αντανάκλασης, παρέχοντας τη δυνατότητα εξέτασης των αλληλεπιδράσεων και ως διαδικασιών μετάδοσης, φύλαξης και επεξεργασίας πληροφόρησης.

Διακρίνονται δύο πτυχές της πληροφόρησης: 1. η πληροφόρηση ως μέτρο οργανωτικότητας ενός συστήματος. Η μαθηματική έκφραση της ταύτιζεται με την έκφραση της αρνητικής εντροπίας (χαρακτηρίζει όχι τον βαθμό αταξίας αλλά τον βαθμό τάξης, συγκρότησης ενός συστήματος). Συνιστά δυναμικού χαρακτήρα εσωτερικό δομικό στοιχείο των συστημάτων και των διαδικασιών. 2. η πληροφόρηση που συνδέεται με τη συσχέτιση, με την αλληλεπίδραση δύο τουλάχιστον διαδικασιών (αντικειμένων), η μία από τις οποίες γίνεται φορέας πληροφόρησης περί της άλλης. Στα κυβερνητικά συστήματα οι μεταβολές ενός αντικειμένου (Β) που προκαλούνται υπό την επίδραση άλλου αντικειμένου (Α) δεν συνιστούν απλώς κάποια γνωρίσμοτα του Β, αλλά μετατρέπονται σε παράγοντα λειτουργίας του κυβερνητικού συστήματος με την ιδιότητα των φορέων πληροφόρησης. Η σχετική πληροφορία μετατρέπεται από πληροφορία "δυνάμει" σε πληροφορία "ενεργεία", από παθητική σε ενεργητική, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από προκυβερνητικά σε κυβερνητικά (αυτορρυθμιζόμενα) συστήματα.

Η μαθηματική θεωρία της πληροφόρησης δημιουργήθηκε το 1949 (Κ. Shanncw - W. Weaver, The mathematical theory of communication. 1949). Ιδιαίτερη ανάπτυξη των ερευνών της πληροφόρησης παρατηρείται στη σύγχρονη επιστήμη των ηλεκτρονικών

Page 150: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

150

υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης. Στον χώρο της φιλοσοφικής ερμηνείας της πληροφορίας παρατηρούνται υλιστικές και ιδεαλιστικές (αντικειμενικές και υποκειμενικές), ορθολογικές και ανορθολογικές τάσεις (βλ. επίσης: κυβερνητική, αντανάκλαση, οργάνωση, διοίκηση, επικοινωνία).

Πρακτική. Η ιδιότυπα ανθρώπινη, συνειδητή, σκοποθετούσα, σκόπιμη και υλική

(αισθητηριακά εμπράγματη) δραστηριότητα κατά την οποία то υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) αφομοιώνει και αλλάζει (αναδιαρθρώνει, μετασχηματίζει) την αντικειμενική πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική). Υπό την ευρεία έννοια συμπεριλαμβάνει όλα το είδη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπό τη στενή της έννοια είναι η υλική εμπράγματη δραστηριότητα (με ενδότερο πυρήνα την εργασία*) η οποία συνιστά την καθολική βάση της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας*, του ψυχισμού* και της γνώσης*. Περιλαμβάνει και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας από τους ανθρώπους (βλ, μεταρρύθμιση, επανάσταση κοινωνική, ταξική πάλη).

Αποτελεί την αφετηρία, τη βάση, την κινητήρια δύναμη, τον τελικό προορισμό (άμεσα ή έμμεσα) και το κριτήριο της αλήθειας της γνώσης. Τροφοδοτεί την επιστήμη με πραγματολογικό - εμπειρικό υλικό, καθορίζει τη διάρθρωση, το αντικειμενικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ανθρώπινης νόησης. Ο υλισμός μέχρι τους νέους χρόνους ανήγαγε την πρακτική στο αποτέλεσμα της επενέργειας του εξωτερικού κόσμου στα αισθητήρια όργανα. Οι διαλεκτικοί ιδεαλιστές (Φίχτε, Χέγκελ) ανέπτυξαν ιδιοφυείς εικασίες αναφορικά με τον καθοριστικό ρόλο της πρακτικής α-νάγοντας την, σε τελευταία ανάλυση, στην πνευματική δραστηριότητα. Ο μαρξισμός ανα-δεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της πρακτικής, τη σχετική ανεξαρτησία του αντικειμένου της πρακτικής από τη συνείδηση του υποκειμένου, τη διαλεκτική ενότητα "εξαντικειμένωσης και απαντικειμένωσης" και θεωρίας και πρακτικής και εισάγει την πρακτική στη θεωρία της γνώσης ως κριτήριο της αλήθειας (βλ. Μαρξ, Λένιν). Ο V. Pareto χωρίζει τις πράξεις σε λογικές και μη-λογικές. Ο Μ. Βέμπερ διακρίνει "έλλογα σκόπιμες" και "συγκινησιακές" πράξεις των ανθρώπων. Ιδιότυπες βουλησιαρχικές και ανορθολογικές τάσεις ερμηνείας της πρακτικής διατυπώνονται από τις αρχές του 20ού αϊ. (Σοπενχάουερ, Νίτσε, πραγματισμός, υπαρξισμός).

Πρόβλεψη επιστημονική:

Επιστημονικές υποθέσεις ή εικασίες, οι οποίες βασίζονται στη γενίκευση πειραματικού και θεωρητικών δεδομένων και στη γνώση των αντικειμενικών νομοτελειών της ανάπτυξης, και αφορούν μη παρατηρούμενα, εμπειρικά μη εντοπισμένα προς το παρόν φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα. Κάποιες επιστημονικές προβλέψεις αναφέρονται σε άγνωστα, εμπειρικά μη καταχωρημένα πλην όμως υπαρκτά φαινόμενα (π.χ. η πρόβλεψη των αντισωματίων, νέων χημικών στοιχείων, κοιτασμάτων ορυκτών κλπ.). Άλλες επιστημονικές προβλέψεις αφορούν φαινόμενα τα οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις (όρους) θα ανακύψουν στο μέλλον (π.χ. η πρόβλεψη των δυνατοτήτων διεξόδου του ανθρώπου στο διάστημα, των δυνατοτήτων αποκωδικοποίησης του DNA, της αταξικής κοινωνίας του Μαρξ και Ένγκελς κλπ.).

Η επιστημονική πρόβλεψη εδράζεται συνήθως στην επέκταση (βλ. προεκβολή) εγνωσμένων νόμων και νομοτελειών της φύσης και της κοινωνίας σ' ένα πεδίο φαινομένων τα οποία είτε είναι άγνωστα είτε δεν έχουν ανακύψει ακόμα. Εμπεριέχει αναπόφευκτα και πιθανολογικά στοιχεία ενδεχομενικότητας, η αναγκαιότητα των οποίων πρέπει να συνειδητοποιείται, ώστε οι αρχικές υποθέσεις να μετασχηματίζονται ανάλογα

Page 151: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

151

στην πορεία θεωρητικής διακρίβωσης και θεμελίωσης τους. Η άρνηση των αντικειμενικών νομοτελειών (αγνωστικισμός, σκεπτικισμός) οδηγεί στην απόρριψη της επιστημονικής πρόβλεψης. Βλ. επίσης: πρόγνωση, ευρετική. θεωρία.

Πρόγνωση.

Η εκ των προτέρων γνώση, ο κατά το δυνατόν προσδιορισμός της κατεύθυνσης, της διάρκειας, της έκβασης, του περιεχόμενου, των σχέσεων κλπ. ορισμένου φαινομένου στο μέλλον. Το είδος εκείνο επιστημονικής πρόβλεψης που αφορά την ειδική διερεύνηση των προοπτικών ανάπτυξης κάποιου φαινομένου. Διατυπώνεται σε πιθανολογικές κρίσεις και επιστημονικά θεμελιωμένες προτάσεις, βάσει της γνώσης των νόμων που διέπουν την αφετηρία ή την εκάστοτε κατάσταση του αντικειμένου, βάσει των τάσεων που διαφαίνονται στο παρελθόν και το παρόν του και βάσει των όρων του περίγυρου του.

Η πρόγνωση συνιστά οργανική πλευρά και λειτουργία της επιστημονικής γνώσης*, η οποία προωθεί την ίδια τη "γνωστική διαδικασία"* αλλά και την αποτελεσματικότητα της πρακτικής* παρέμβασης στις διαδικασίες της ανάπτυξης. Συχνά συνδέεται με ποσοτικές εκτιμήσεις και με εκτιμήσεις αναφορικά με τις προθεσμίες αλλαγών του υπό εξέταση φαινομένου (τυπικό παρά δείγμα: η μετεωρολογική πρόγνωση).

Ιδιαίτερη σημασία για τη δραστηριότητα των ανθρώπων έχουν οι κοινωνικές προγνώσεις, οι οποίες, βάσει των εγνωσμένων κοινωνικών νομότελειών - τάσεων και του εκάστοτε επιπέδου της κοινωνικής ανάπτυξης, αναβαθμίζουν την επιστημονική θεμελίωση και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πρακτικής, της διατήρησης ή του μετασχηματισμού της κοινωνίας (μέσω του προγραμματισμού, της σχεδιοποίησης, της διοίκησης, της κοινωνικής επανάστασης κλπ.). Η κοινωνική πρόγνωση συνιστά ένα από τα πλέον περίπλοκα προβλήματα της επιστήμης. Εδώ η πρόγνωση πραγματοποιείται ως διάκριση της πλέον πιθανής προοπτικής από το εκάστοτε φάσμα εναλλακτικών δυνατοτήτων που αναδεικνύει νομοτελώς η ιστορική συγκυρία. Η άγνοια αυτής της ιδιαιτερότητας της κοινωνικής πρόγνωσης οδηγεί σε αντιεπιστημονικές πλάνες (π.χ. η επαγγελία περί δημιουργίας της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού από την ηγεσία της πρώην ΕΣΣΔ εντός 20ετίας το 1961, είτε η αναγγελία του "τέλους της ιστορίας" το 1989 μετά τη νίκη ίων αστικών αντεπαναστάσεων από τον Φουκουγιάμα).

Προεκβολή.

Η επέκταση (προέκταση) των συμπερασμάτων που αφορούν ένα μέρος του γνωστικού αντικειμένου σε άλλο τμήμα του, στο σύνολο του αντικειμένου, σε άλλα αντικείμενα, στο μέλλον κλπ.

Στα μαθηματικά και στη στατιστική πραγματοποιείται με καθορισμένους τύπους (π.χ. η πρόβλεψη της εξέλιξης δημογραφικών φαινομένων βάσει των τάσεων του παρελθόντος και του παρόντος).

Στην κοινωνιολογία προβάλλει ως επέκταση της ισχύος δεδομένων ορισμένου δείγματος σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κλπ.

Η προεκβολή συνιστά σημαντικό τρόπο ανάπτυξης της εκάστοτε κεκτημένης γνώσης μέσω της επέκτασης της σε άγνωστα πεδία της πραγματικότητας (στο «εισέτι μη εγνωσμένο») και του περαιτέρω μετασχηματισμού αυτής της γνώσης, εφ' όσον διακριβωθούν τα όρια ισχύος (εφαρμοσιμότητάς) της. Οι προεκβολές (ιδιαίτερα στην εμπειρική βαθμίδα της γνώσης) αισθητηριακά άμεσων και επιμέρους γνώσεων οδηγούν σε νομοτελείς πλάνες*.

Page 152: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

152

Σύγκριση.

Η μέσω της αντιπαραβολής (παραλληλισμού, αντιπαράθεσης) ανεύρεση ομοιοτήτων (ταυτότητας, ισότητας) και διακρίσεων (διαφορών, αντιθέσεων, αντιφάσεων*) μεταξύ αντικειμένων και διαδικασιών, τα πορίσματα της οποίας εκφέρονται μέσω συγκριτικών κρίσεων. Είναι μια από τις αφετηριακές γνωσιακές πράξεις, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το εμπειρικό επίπεδο (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό) της "γνωστικής διαδικασίας"* και την προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης*, τη διάνοια (βλ. διάνοια και λόγος). Δεδομένου ότι η σύγκριση συνιστά πάντοτε συσχέτιση διακεκριμένων ως άμεσα δεδομένων, στη βαθμίδα της διάνοιας το κοινό, η ενότητα προσλαμβάνεται ως ομοιότητα (ή διαφορά) ξεχωριστών, μοναδικών και μεμονωμένων αντικειμένων, ως υφιστάμενη και ενυπάρχουσα στα ίδια τα πράγματα ιδιότητα, ως άμεσα ταυτόσημη με το μεμονωμένο. Μόνο με την ολοκλήρωση της γνωστικής διαδικασίας μέσω της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"* η νόηση συλλαμβάνει το αντικείμενο ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών και διακριβώνει τα όρια και τα κριτήρια του πεδίου συγκρισιμότητας και τον ουσιώδη ή επουσιώδη χαρακτήρα των γνωρισμάτων (βλ. ουσία και φαινόμενο). Η σύγκριση συνιστά προϋπόθεση της συνείδησης*.

Η αναγωγή της συγκριτικής αντιπαραβολής (αξιολόγησης) και της ποσοτικοποίησης ποιοτικών και ουσιωδών γνωρισμάτων σε κυρίαρχο γνώρισμα του ενσυνείδητου βίου χαρακτηρίζει την κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία), η ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας*, η σύγκριση πραγμάτων και, προπαντός, η συγκριτική εξίσωση του ουσιωδέστερου ε-μπορεύματος: της εργασιακής δύναμης διαφόρων ανθρώπων. Απότοκο αυτής της καθολικής συγκρισιμότητας "αξιών" είναι η ιδέα της ισότητας, της ομοιότητας απομονωμένων ατόμων, η συνάφεια μεταξύ των οποίων πραγματοποιείται είτε ως τάση καθολικής εξομοίωσης (μιμητισμού, κονφορμισμού κλπ.) είτε ως τάση διάκρισης, επιφανειακής διαφοροποίησης του φαίνεσθαι εσωτερικά πανομοιότυπων στην αλλοτρίωση τους ατόμων. Κατ' αυτό τον τρόπο η σύγκριση από γνωσιακή πράξη μετατρέπεται σε μορφή αφομοίωσης και εσωτερίκευσης της ιεραρχικής και ανταγωνιστικής κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία βιώνεται ως δήθεν "αξιοκρατία". Βλ. επίσης: ανάλυση, σύνθεση, ποιότητα και ποσότητα.

Σύνθεση. Η διαδικασία της πρακτικής ή νοητικής συνένωσης, δημιουργίας,

απαρτισμού κάποιου όλου (συστήματος) από τα μέρη, τις πλευρές και τα στοιχεία του. Ο τρόπος (η μέθοδος) κατά τον οποίο τα μέρη, τα στοιχεία ενώνονται αμοιβαία αλλά και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, το συντεθειμένο όλο. Συγκεκριμένη γνώση* της θέσης, του ρόλου, των τύπων και των επιπέδων της σύνθεσης στη "γνωστική διαδικασία"* παρέχει η μεθοδολογία της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"*.

Η γνώση ξεκινώντας από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη (αισθητηριακά συγκεκριμένο) κινείται προς όλο και απλούστερους ορισμούς μέχρι να διακρίνει την απλούστερη πλευρά (σχέση) του όλου. Σε αυτή τη διαδικασία υπερτερεί η ανάλυση, ενώ ο αντίποδας της, η σύνθεση, προβάλλει κατ' εξοχήν ως εντοπισμός της απλής συνύπαρξης των πλευρών του αντικειμένου είτε ως αλληλουχία τους, ως μέσω της σύγκρισης*

Page 153: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

153

αναδεικνυόμενη ομοιότητα, δηλαδή ως εξωτερική συνάφεια απομονωμένων πλευρών. Η ανάλυση πραγματοποιείται στην ενότητα της με τη σύνθεση, ενώ ανακύπτει αντίφαση μεταξύ των εκάστοτε συνθετικών εικασιών (κάθε άλλο παρά πάντοτε ορθών) περί της ουσίας του όλου και του αντικειμένου ως άμεσα δεδομένου. Η εν λόγω γνωσιακή συγκυρία που χαρακτηρίζει τη διαμόρφωση της επιστημονικής γνώσης οδηγεί νομοτελώς σε συνθετικά εγχειρήματα, στα οποία η συσχέτιση μεταξύ των πλευρών του αντικειμένου νοείται ως αναγωγή (βλ. αναγωγισμός) είτε ως προεκβολή*.

Η σύνθεση υπερτερεί κατά την καθαυτό ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, αλλά τώρα πλέον στην εσωτερική της ενότητα με την ανάλυση. Εδώ το κυρίως ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της εσωτερικής συνάφειας, της ενότητας, της αλληλεπίδρασης των διακεκριμένων πλευρών του ιεραρχημένου και διατεταγμένου όλου, το (ανα-)συντεθειμένο όλο ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών. Στην ιστορία της γνώσης* και της φιλοσοφίας παρατηρούνται δύο τυπικές από την άποψη της συσχέτισης ανάλυσης - σύνθεσης πλάνες: 1) η προσκόλληση στην πρώτη (εμπειρισμός, θετικισμός κλπ.) και 2) η αποκοπή της δεύτερης από την πρώτη (νοησιαρχία, ιδεαλισμός). Βλ. επίσης: διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, εμπειρικό και θεωρητικό.

Τεχνική.

Το αναπτυσσόμενο σύστημα των τεχνητών (παρηγμένων από τον άνθρωπο) αντικειμένων (υλικών) και μέσων (εργαλείων, μηχανισμών, διαδικασιών) της ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας. Ο όρος τεχνική, από αυτή την άποψη, αναφέρεται κατ' εξοχήν στα εμπράγματα συστατικά στοιχεία, στους εμπράγματους όρους - παράγοντες της δραστηριότητας και της επικοινωνίας, σε αντιδιαστολή με τον προσωπικό παράγοντα (τον άνθρωπο και τις ικανότητες του). Από άλλη (διασταλτική) άποψη, στην τεχνική, εκτός από τα προαναφερθέντα, συμπεριλαμβάνεται και ο τρόπος (σύνολο κανόνων, μεθόδων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων, χειρισμών κλπ.) με τον οποίο επιτελείται ορισμένη δραστηριότητα και επικοινωνία. Εδώ εντοπίζεται μεν ο άνθρωπος - προσωπικός παράγοντας, πλην όμως κατ' εξοχήν ως καθοριζόμενος από τον εμπράγματο (αντικείμενο και μέσο), δηλαδή από την άποψη του άμεσου προσδιορισμού του από την εμπλεκόμενη στην εν λόγω δραστηριότητα και επικοινωνία (μετασχηματισθεί-σα ή μετασχηματιζόμενη από τον άνθρωπο) φύση.

Το γενετικά και λειτουργικά καθοριστικό πεδίο δημιουργίας της τεχνικής είναι η εργασία*, η παραγωγή, παρά το γεγονός ότι η τεχνική συνιστά οργανικό στοιχείο και όλων των επιπέδων της εξωεργασιακής δραστηριότητας και επικοινωνίας από ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του πολιτισμού. Η τεχνική - μαζί με τους ανθρώπους που τη δημιουργούν, την ενεργοποιούν και την αναπτύσσουν- αποτελεί οργανικό στοιχείο και δείκτη του επιπέδου ανάπτυξης των "παραγωγικών δυνάμεων"* (χωρίς επ' ουδενί λόγω να θεωρείται ως ταυτόσημη με αυτές), η αντιφατική ενότητα των οποίων με τις "σχέσεις παραγωγής"* συνιστά την υλική βάση του "τρόπου παραγωγής"*. Συνεπώς η τεχνική δεν είναι μια αυθυπόστατη πλήρως αυτοπροσδιοριζόμενη και εξωιστορική πραγματικότητα.

Η ιστορία της τεχνολογίας είναι η εξέταση του ανθρώπινου πολιτισμού από την άποψη των εμπράγματων όρων της σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση, των μέσων και των υλικών αυτής της σχέσης. Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε έτοιμα, δεδομένα από τη φύση μέσα (από τη συλλεκτική "οικονομία" μέχρι και όλες τις βαθμίδες στις οποίες κυριαρχεί η γεωργία και η κτηνοτροφία, δεδομένου ότι η γη και τα ζώα συνιστούν τα κατ' εξοχήν έτοιμα "μέσα παραγωγής"). Με

Page 154: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

154

τη μεγάλη βιομηχανία αρχίζουν να δεσπόζουν τα τεχνητά, τα παρηγμένα μέσα παραγωγής, με αντίστοιχη διεύρυνση και εμβάθυνση της επενέργειας του ανθρώπου στην ουσία, στις ενδότερες συνάφειες των φυσικών διαδικασιών, γεγονός που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας. Στη συνέχεια παρατηρείται η μετάβαση σε αυτενεργά (αυτόματα) μέσα, η περαιτέρω ανάπτυξη των οποίων οδηγεί στην αυτοαναπαραγωγή αυτενεργών μέσων επίδρασης στη φύση.

Αντίστοιχη με αυτήν των μέσων παραγωγής και καθοριζόμενη από αυτήν, είναι η πορεία του υλικού (αντικειμένου) της παραγωγής: από τη χρήση δεδομένου από τη φύση υλικού, στην πρωτογενή επεξεργασία του (με διατήρηση των αρχικών φυσικών ιδιοτήτων του), και από αυτήν, στα τεχνητά υλικά με προκαθορισμένες ιδιότητες. Η μέχρι τώρα πορεία της τεχνολογίας συνιστά την ιστορία της υπεροχής της μηχανικής παραγωγής (παρά την αρχέγονη χρήση και άλλων μορφών κίνησης της ύλης, π.χ. φωτιά), με χαρακτηριστικό στοιχείο την προσαρμογή της χειρωνακτικής εργασίας στη μηχανική δραστηριότητα. Η βελτιούμενη επινόηση των τεχνικών διαδικασιών της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσω του διαχωρισμού, του διαμελισμού, της εσωτερικής διαφοροποίησης των στιγμών αυτής της διαδικασίας, των επιμέρους διαδικασιών, μέσω της επανάληψης, της σταθερής ομοιογενοποίησης και τυποποίησης (πρβλ. συνεχής εν αλληλουχία, κατασκευή και συναρμολόγηση, τεϊλορισμός, φορντισμός). Η φετιχοποίηση αυτής της αλλοτριωτικής και εν πολλοίς συνυφασμένης με τις "σχέσεις παραγωγής" της κεφαλαιοκρατίας κυριαρχικής και αρπακτικής προς τη φύση τεχνικής οδηγεί στις απόψεις του "τεχνολογικού ντετερμινισμού"*. Με αυτή συνδέονται και οι ποικίλες χειραγωγικές "τεχνικές" ενσωμάτωσης* των απρόσωπων μαζών.

Η εξάρτηση της ανθρώπινης παρέμβασης από την προηγούμενη εργασία, από τη συσσωρευμένη εργασία, είναι ευθέως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης της τεχνικής, την οποία η κάθε γενεά κληρονομεί ως κάτι το ανεξάρτητο από τη βούληση της, ως στοιχείο προσδιοριστικό για τη νομοτελή ανάπτυξη της δραστηριότητας και της επικοινωνίας, το οποίο ενέχει καταστροφικές (π.χ. πυρηνικά όπλα, οικολογική κρίση) αλλά και δημιουργικές δυνατότητες. Η επικράτηση των δεύτερων κατά τις διαφαινόμενες τάσεις (επιστημονικοτεχνική επανάσταση*, μετάβαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος, βιοτεχνολογίες κλπ.), θα οδηγήσει σε τεχνικές χρησιμοποίησης ανώτερων μορφών κίνησης της ύλης*, με τελική προοπτική τη βιολογικοποίηση της παραγωγής. Βλ. επίσης: εργασία, δραστηριότητα, νομοτέλεια, δημιουργικότητα, κοινωνία, αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.

Βιβλιογρ.: S. Lllley, Men, machines and history, London, 1965.- Κόζλοφ Μπ., Η

εμφάνιση και ανάπτυξη των τεχνικών επιστημών, Λένινγκραντ, 1988.- Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988.

Τεχνοκρατία (αγγλ. technocracy). 1. Κοινωνικό στρώμα των ανώτερων αξιωματούχων - λειτουργών, των

διαχειριστών - διευθυντών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών, το οποίο εντάσσεται ουσιαστικά στην κυρίαρχη τάξη και στη διοικούσα ελίτ* της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας*.

2. θεωρητική και ιδεολογική κατεύθυνση, n οποία συνιστά την λογικά πληρέστερη εκδοχή αισιόδοξης ερμηνείας του "τεχνολογικού ντετερμινισμού"* - τεχνικισμού. Στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης το προανεφερθέν κοινωνικό στρώμα των τεχνοκρατών, λόγω της θέσης και της μόρφωσης του, αποτελεί τον αντικειμενικό φορέα της τεχνικής

Page 155: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

155

ορθολογικότητας, συντελεί στην αυτοανάπτυξή της και κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί να ασκεί εξουσία εξ ονόματος της τεχνικής* και βάσει τεχνικών μέσων - χειρισμών. Στα ουτοπικά σχεδιάσματα της τεχνοκρατίας προτάσσεται η αναγκαιότητα μετάβασης της εξουσίας* και της διοίκησης* από τους πολιτικούς στους τεχνοκράτες - ειδικούς και εμπειρογνώμονες, οι οποίοι και μόνο είναι δήθεν ικανοί να απαλλάξουν τη σύγχρονη (κεφαλαιοκρατική) κοινωνία από τις δυσλειτουργίες και τις αντιφάσεις της. Η απολυτοποίηση του ρόλου της τεχνικής και η μηχανιστική αναγωγή των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων σε προβλήματα τεχνικών - χειραγωγικών διευθετήσεων καθιστούν τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις αντιδραστικά ιδεολογήματα, που συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, στη διαιώνιση της οποίας αποσκοπούν, προβάλλοντας μονόπλευρα και εξωιστορικά ορισμένη βαθμίδα της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* από την οπτική των συμφερόντων της τεχνοκρατικής ελίτ. Κύριοι εκπρόσωποι της εν λόγω κατεύθυνσης είναι οι Τ.Β. Veblen, A. BerI, A. Fris, J. Galbraith*, D. Bell* κ.ά. Νεότερες εκδοχές τεχνοκρατικού φετιχισμού* είναι οι απόψεις περί "κυβερνητικής ελίτ" και περί "πληροφορικής δημοκρατίας".

3. Κοινωνικό κίνημα των αρχών της δεκαετίας του '30, οι οργανωτικές και προγραμματικές θέσεις του οποίου εδράζονταν στις ιδέες του Veblen. Βλ. επίσης: αξιοκρατία, ελίτ θεωρίες.

Βιβλιογρ.: Th. Veblen, The engineers and the price system, 1921.- G. Gurvitch,

Industrialisation et Technocratic, Paris, 1949.- Elsner H., The technocrats. Prophets of automation, Syracuse N. J., 1967.- Π. Νούτσου, Η τεχνοκρατία ως δεσπόζουσα παράμετρος της ιδεολογίας του σύγχρονου καπιταλισμού, στο "Κ. Μαρξ. Ο κριτικός της ιδεολογίας", Αθήνα, 1988.- Ε. Ιλιένκοφ, Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη, Οδυσσέας, Αθήνα, 1976.

Τεχνολογικός ντετερμινισμός (από το λατ. determinare). Αγοραία αντίληψη κατά την οποία το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής καθορίζει

άμεσα τον τύπο της κοινωνίας*, του πολιτισμού* κλπ. Ταυτόχρονα η τεχνική* αποσπάται τεχνητά από τις κοινωνικές σχέσεις, τοποθετείται στην ίδια σειρά με τα φυσικά φαινόμενα και εξετάζεται ως αυθύπαρκτο, υπερκοινωνικό και υπερανθρώπινο "είναι ως έχει". Ως ιδιότυπος φετιχισμός*, θεοποίηση και μυθοποίηση της τεχνικής χαρακτηρίζει εξ ίσου τον τεχνικισμό και τον αντιτεχνικισμό, οι οποίοι διαφέρουν μόνο ως προς την εκτίμηση (θετική ή αρνητική, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη) των λογικών πορισμάτων που απορρέουν από τον τεχνολογικό ντετερμινισμό. Βλ. επίσης: τεχνοκρατία, τεχνική.

Τεχνοφοβία. Έννοια που επισημαίνει τη συγκυρία κατά την οποία ο αποξενωμένος κόσμος των

τεχνικών χειρισμών και αντικειμένων εκλαμβάνεται από τον άνθρωπο ως απειλή της ύπαρξης του. Είναι η απαισιόδοξη και δαιμονολογική εκδοχή του "τεχνολογικού ντετερμινισμού" (αντιτεχνικισμός), η οποία επικρίνει τον αλλοτριωτικό ρόλο και τα παραπροϊόντα της τεχνικής, προτάσσοντας τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και (είτε) ρομαντικές ουτοπίες. Χαρακτηρίζει αρκετούς εκπροσώπους του οικολογικού κινήματος, του νεομαρξισμού* αλλά και του νεοσυντηρητισμού (Ζ. Ellul, Αντόρνο, Μαρκούζε κ.α.).

Υποκείμενο (λατ. suobjectum) Ο άνθρωπος (άτομο, ομάδα, κοινωνία) ως φορέας και ενεργητική πηγή

Page 156: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

156

της γνώσης και του μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Είναι ο φορέας της δραστηριότητας, της εργασίας, της πρακτικής, της " γνωστικής διαδικασίας" * και της συμπεριφοράς, που κατευθύνει την ενεργητικότητα του προς το αντικείμενο. Υποκεί-μενο και αντικείμενο είναι σύστοιχες, συσχετικές και αλληλοπροσδιοριζόμενες, στην αντι-φατική ενότητα τους, φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το "βασικά πρόβλημα της φιλοσοφίας".

Το υποκείμενο είναι δυνατόν να κατανοηθεί επιστημονικά μόνο μέσα από τη διερεύνηση της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας (βλ. Λόγχη της Ιστορίας'), μέσω της ανάδειξης της νομοτέλειας που διέπει τη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του υποκειμένου διαδραματίζει η εργασία, η παραγωγή, οι "σχέσεις παραγωγής" και ο "τρόπος παραγω-γής". Στα αρχικά στάδια εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, ο άνθρωπος ως πα-ραγωγός προβάλλει σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ως αντικείμενο. Η σταδιακή διάκριση των παραγωγών από τα μέσο παραγωγής και η αντίστοιχη διαμόρφωση του υποκειμένου πραγματοποιείται στον βαθμό της ανάπτυξης και διάδοσης παρηγμένων, τεχνητών μέσων παραγωγής, στον βαθμό της διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Στην πορεία αυτή το διαμορφούμενο υποκείμενο διχάζεται, λόγω της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* και της "ταξικής πάλης", που συνδέεται με ομαδοποιήσεις μεμονωμένων ατόμων, έναντι των οποίων οι υπόλοιποι άνθρωποι προβάλλουν μόνο ως μέσα υποστήριξης της ύπαρξης των πρώτων (τάξεις κοινωνικές*).

Από αυτά τα (υπό διαμόρφωση) "υποκείμενα", η ανθρωπότητα οδεύει προς τους αυθεντικά κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων -συνειδητών υποκειμένων της μεταβολής της κοινωνίας ως όλου (και της αντίστοιχης μεταβολής του εαυτού τους). Η αρνητική σχέση του ανθρώπου προς την ανελευθερία (τον κα-ταναγκασμό, τη χειραγώγηση κλπ.) είναι ευθέως ανάλογη του γίγνεσθαι των ανθρώπων ως ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων, δηλαδή ως υποκειμένων των κοινωνικών σχέσεων με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Το ζήτημα του υποκειμένου και της σχέσης του με το αντικείμενο αποτελεί κεντρικό θέμα της διαπάλης μεταξύ (υποκειμενικού και αντικειμενικού) ιδεαλισμού και υλισμού στην ιστορία της φιλοσοφίας. Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, Εργασία, πρακτική, δραστηριότητα, συνείδηση, υποκειμενισμός και τη βιβλιογραφία σε αυτά.

Φαινομενικότητα, επίφαση (γερμ. Schein).

Φιλοσοφική κατηγορία η οποία υποδηλώνει τον διττό χαρακτήρα εκδήλωσης-συγκάλυψης (αλλοίωσης, αντιστροφής κλπ.) των αντικειμενικών-ουσιωδών γνωρισμάτων του γνωστικού αντικειμένου* (διαδικασίας, οργανικού όλου) στο επίπεδο του φαινομένου. Η φαινομενικότητα της ουσίας έχει θέση μόνο σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξης του αντικειμένου κατά το οποίο το αντικείμενο συνιστά ένα σύνολο σχετικά αυτοτελών πραγμάτων*. Η αντικειμενική φαινομενικότητα δεν είναι υποκειμενικού χα-ρακτήρα αυταπάτη, αλλά η αποκάλυψη της ουσίας του πράγματος στην επιφάνεια με τη μορφή του αντίποδα της: της αισθητηριακής αμεσότητας. Σε αυτή την περίπτωση, όταν η γνωρίζουσα συνείδηση περιορίζεται στους (συγκεκριμένους ιστορικά) όρους ύπαρξης της αντικειμενικής φαινομενικότητας, τους οποίους δεν εξετάζει ιστορικά και δεν εμβαθύνει στην ουσία του αντικειμένου, νομοτελώς ανακύπτει η αυταπάτη που αντιστρέφει την

Page 157: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

157

πραγματική κατάσταση: η τυχαία εξωτερική κίνηση, η εξωτερική όψη του πράγματος, απολυτοποιείται και από αυτή την άποψη εξηγείται η εσωτερική κίνηση, η ουσία.

Η φαινομενικότητα "είναι n ίδια η διαμεσολάβηση, αλλά οι στερούμενες ερείσματος στιγμές της έχουν στο φαινόμενο την όψη της άμεσης αυτοτέλειας" (Χέγκελ, Επιστήμη της λογικής). Και αυτή η μορφή εκδήλωσης της ουσίας δεν εξαλείφεται μετά την επιστημονική διάγνωση της. Η κατηγοριακή ανάλυση της φαινομενικότητας της κοινωνίας, στην οποία κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία) συνιστά ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά επιτεύγματα του Κ. Μαρξ και οδήγησε στην αποκάλυψη του "μηχανισμού" παραγωγής και αναπαραγωγής πληθώρας πρακτικά λειτουργικών αυταπατών (βλ. σχετικά την ανάλυση του φετιχισμού στο Κεφαλαίο).

Η επιστήμη στην αντιφατική κίνηση της από τις εξωτερικές φαινομενικές συναρτήσεις προς την εσωτερική συνάφεια οδηγείται νομοτελώς σε πλάνες* (σχηματοποιήσεις, μονομέρειες κλπ.), τις οποίες αίρει με την περαιτέρω ανάπτυξη της. Τουναντίον η χυδαία "επιστήμη" (φιλοσοφία, κοινωνική θεωρία κλπ.), παρά την ύπαρξη των όρων περαιτέρω εμβάθυνσης της "γνωστικής διαδικασίας"*, παγιώνει τις παρω-χημένες πλάνες, προσκολλάται στο επίπεδο των κατ' επίδραση γνώσεων, των εξωτερικών φαινομενικών σχέσεων, ερμηνεύοντας το αντικείμενο σύμφωνα με τα ιδιοτελή συμφέρο-ντα που εξυπηρετεί. Βλ. επίσης: Ουσία και φαινόμενο, ανάβαση από то αφηρημένο στο συ-γκεκριμένο, ιστορικό και λογικό.

Φετιχισμός (γαλ. fetichisme από το fetiche = είδωλο, φυλακτό).

1. Η πίστη ότι ορισμένα αντικείμενα, τα φετίχ, διαθέτουν μαγική-υπερφυσική ισχύ. Εισηγητής του όρου ήταν ο ολλανδός Β. Μπόσμαν στις αρχές του 18ου αϊ. Ο γάλλος Σ. ντε Μπρος στο έργο του Η λατρεία των θεών-φετίχ (1760) ερευνά τον φετιχισμό των αρχαίων θρησκειών. Κατά τον Ε. Μπ. Τάυλορ, φετιχισμός είναι η πίστη σε πνεύματα ταυτιζόμενα προς ορισμένα υλικά αντικείμενα ή συνδεδεμένα με αυτά ή επιδρώντα μέσω αυτών. Ο διαφωτισμός συνέδεε άμεσα τον φετιχισμό με την αμάθεια (π.χ. Χολμπάχ). Έντονα στοιχεία φετιχισμού διατηρούνται και στις παγκόσμιες θρησκείες (εικονίσματα, "άγια λείψανα", "άγιοι τόποι" κ.λπ.).

2. Τύπος σεξουαλικής διαστροφής (άντληση ερωτικής ικανοποίησης από την επαφή ή την επίκληση αντικειμένων συνδεδεμένων με το πρόσωπο-ερωτικό αντικείμενο).

3. "Φετιχισμός του εμπορεύματος" (αγγλ. Commodity Fetishism). Έννοια του μαρξισμού*, που υιοθετήθηκε και από άλλα ρεύματα της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας. Υποδηλώνει το γεγονός της κυριαρχίας των πραγμάτων-προϊόντων της εργασίας* πάνω στους ανθρώπους και την απόδοση σε αυτά υπερφυσικών - μυστηριωδών ιδιοτήτων, λόγω της πραγμοποίησης των ανθρώπων και των κοινωνικών σχέσεων και της προσωποποίησης των πραγμάτων, σε συνθήκες κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (κεφαλαιοκρατία). Σε αυτές τις συνθήκες, η αμεσότητα του κάθε πράγματος (εμπορεύματος) προβάλλει, κατά τον Μαρξ, ως "αισθητή υπεραισθητή", ως ουσιώδης αμεσότητα, η ουσία εκλαμβάνεται ως άμεσα υφιστάμενη και όχι ως υπάρχουσα μέσω της εσωτερικής ενότητας αυτών ίων πραγμάτων, μέσω της κοινής γενεσιουργού υπόστασης τους (της εργασίας*).

Page 158: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

158

Έτσι η ουσία του πράγματος εκλαμβάνεται ως κάτι το εντελώς αυτοτελές και ανάγεται στις φυσικές ιδιότητες του, δηλαδή κοινωνικού-πολιτισμικού χαρακτήρα λειτουργίες εκλαμβάνονται ως φυσικές ιδιότητες του πράγματος (π.χ. η ταύτιση της αξίας του χρυσού με τις φυσικές του ιδιότητες, είτε η αναγωγή της ουσίας και της προσωπικότητας* του ανθρώπου στη διάπλαση και στην κληρονομικότητα του κ.λπ.).

Αντικείμενο φετιχιστικής σχέσης μπορούν να γίνουν σε συνθήκες ανταγωνιστικού καταμερισμού της εργασίας και όσα συνδέονται με τα κατ’ εξοχήν δημιουργικά πεδία δραστηριότητας: την επιστήμη και την τέχνη. Αυτός ο φετιχισμός αποτελεί τη βάση π.χ. του επιστημονισμού και των τεχνοκρατικών αντιλήψεων.

Ο φετιχισμός αποτελεί γνωσιολογική πηγή για τη θρησκεία (μυθολογία, μαγεία κλπ.). Ο φετιχισμός αποτελεί γνωσεολογική πηγή για τη θρησκεία (μυθολογία, μαγεία κλπ.), τον ιδεαλισμό και τις επιστημονικές πλάνες*. Βλ. επίσης: φαινομενικότητα, ουσία και φαινόμενο.

Βιβλιογρ.: C. des Brosses, Du culte dieux fetiches, Paris, 1760.- В. Tylor, Primitive Culture, London, 1903.-I. Kon, Eififuhrung in die Sexuologie, Berlin, 1985.- Κ. Μαρξ, Те Κεφάλαιο, τομ. 1, Σ.Ε. - Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.

Δ. Πατέλης

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ

ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.

ΕΙΣΑΓΩΓΉ : τοποθέτηση του προβλήματος . Στην εποχή μας, η επιστημονική και τεχνoλογική πρόοδος - μέσω πληθώρας

αντιφάσεων - οδηγεί στην εμφάνιση της παραγωγής αυτομάτων από αυτόματα, μεταβάλλοντας ριζικά τον χαρακτήρα της εργασίας, ενώ η τελευταία (επί του παρόντος σε ορισμένους θύλακές της) αποκτά σταδιακά γνωρίσματα της καθολικής δημιουργικής και επιστημονικής εργασίας. Η διερεύνηση των νομοτελειών (τάσεων στα πλαίσια ιστορικά συγκεκριμένου φάσματος δυνατοτήτων) που διέπουν την ερευνητική διαδικασία, συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο της κατανόησης των δημιουργικών και καταστροφικών τάσεων αυτής της διαδικασίας αλλά και της περαιτέρω ανάπτυξης της επιστήμης προς όφελος της ανθρωπότητας.

Η αναγκαιότητα τέτοιου είδους ερευνών αποκτά σήμερα επιτακτική επικαιρότητα με τις ριζικές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας τομέας της θεωρίας και της πρακτικής που να μη τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η σύγχρονη διεθνής κοινωνικο - πολιτική συγκυρία επιδεινώνει την κρίση όλου του πλέγματος των κοινωνικών επιστημών (ιδιαίτερα των φιλοσοφικών και μεθοδολογικών θεμελίων τους), οδηγεί συχνά σε καταστροφικές για την επιστημονική νόηση συνέπειες, στην απόρριψη των κεκτημένων της επιστήμης σε μια πρωτοφανή τάση ενίσχυσης του

Page 159: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

159

εμπειρισμού και του μυστικισμού. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η εξέταση της ιστορίας της επιστήμης υπό το πρίσμα

της φιλοσοφίας. Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως "Φυσική Φιλοσοφία" και "Επιστήμη των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...", σε μια φθίνουσα "κακή απειρία". Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση).

Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της Φιλοσοφία, ως "διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω της νόησης, ήταν εξ’ αρχής, ουσιωδώς συγγενής με την επιστήμη και η συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης διακρίνονται και διαχωρίζονται αμοιβαία. Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, αναστοχαστική, θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης "ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων).

Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της κοινωνικής συνείδησης. Η σχέση αυτή αποκαλύπτεται ιδιαίτερα μέσω της μαρξικής συμβολής στην ανάπτυξη της περί των σχέσεων παραγωγής της Κεφαλαιοκρατίας επιστήμης ("Κεφάλαιο"). Εκτός από την εγγύτητα της κατηγοριακής νόησης επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, η εν λόγω οργανική σχέση εδράζεται και στην ιδιοτυπία του αντικειμένου, ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και πρωτίστως της πολιτικής οικονομίας ως θεμελιώδους κοινωνικής επιστήμης. Η ορισμένη αλληλοεπικάλυψη των αντικειμένων της έρευνας, δεν σημαίνει αναγωγή της φιλοσοφίας λ.χ. στην επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις παραγωγής, είτε σε οποιαδήποτε άλλη επί μέρους επιστήμη.

Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία ως επιστημονική διερεύνηση των νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής φιλοσοφίας και ταυτόχρονα πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών). Είναι μια επιστήμη φιλοσοφικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα, αντικείμενο της οποίας είναι η περί του αναπτυσσόμενου αντικειμένου νόηση, η νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου. Ερευνά προ παντός την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, το σύστημα των

Page 160: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

160

διατεταγμένων και ιεραρχημένων κατηγοριών ως αποτελεσμάτων της γνωστικής διαδικασίας, την κίνηση από κατηγορία σε κατηγορία. Είναι η λογική της αναπτυσσόμενης, δηλαδή της εν ενεργεία νοητικής γνωστικής διαδικασίας, που εξετάζει την κίνηση από λιγότερο ανεπτυγμένες. αφηρημένες κατηγορίες προς περισσότερο ανεπτυγμένες, συγκεκριμένες κατηγορίες.

Οι κατηγορίες εξετάζονται εδώ ως ιστορικά προσδιορισμένες και παροδικές πλευρές, στιγμές, επίπεδα κ.λπ. ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας, θεμελιώδης παραδοχή, υπόθεση εργασίας, που επιτρέπει τη διάκριση της διαλεκτικής λογικής από τη διαλεκτική της γνωστικής διαδικασίας, είναι η διερεύνηση της τελευταίας και των αποτελεσμάτων της, στον βαθμό που αυτά συνιστούν (με τη σχετική πληρότητα και αρτιότητα τους) άρση της γνωστικής διαδικασίας και μπορούν προσωρινά να θεωρηθούν ως ταυτιζόμενα με το γνωστικό αντικείμενο. Η εν λόγω προσωρινή ταύτιση, ως αναγκαία γνωστική εξιδανίκευση ορισμένης στιγμής (της στιγμής της απόλυτης αλήθειας), ως ένας από τους αντίθετους χειρισμούς της νόησης, και υπό τον όρο ότι στο επόμενο στάδιο της έρευνας θα προβάλλει με τη σειρά του ως ανηρημένη στιγμή (της μη σύμπτωσης, της κατά προσέγγιση, της σχετικής σύμπτωσης της νόησης, των κατηγοριών με το απεικονιζόμενο αντικείμενο), επιτρέπει την εξιδανικευμένη διάκριση της νόησης σε καθαρή μορφή, ώστε να αποκαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο η νόηση αναπαριστά την ουσία, τις εσωτερικές συνάφειες κ.λπ. του αντικειμένου,

Η διαλεκτική λογική διακρίνεται σε: 1. "αντικειμενική λογική" (εξετάζει το αντικείμενο της απεικόνισης, τη νόηση

από την άποψη του "τι" αντανακλά) με κύριες κατηγορίες: το είναι, την ουσία, το φαινόμενο, την πραγματικότητα κ.λπ.. και

2. "υποκειμενική λογική" (εξετάζει τη νόηση από την άποψη του "τρόπου", του "με τι", "μέσω τίνος" και "πώς" αντανακλάται σ' αυτήν το αντικείμενο) με κύριες κατηγορίες: έννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς κ.λπ. Η διάκριση αυτή ανακαλύφθηκε αρχικά από τον Χέγκελ.

Στη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα η αντικειμενική λογική προβάλλει στο προσκήνιο όταν ο ερευνητής μελετά το αντικείμενο της έρευνας, ενώ η υποκειμενική όταν ερευνά τον χαρακτήρα, το επίπεδο, την εγκυρότητα κ.λπ. του διαθέσιμου νοητικού "υλικού", των γνώσεων που έχουν κληροδοτηθεί από τους προγενέστερους ερευνητές, είτε την ανάπτυξη των δικών του γνώσεων (π.χ. οι τρεις πρώτοι θεωρητικοί τόμοι του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ αφορούν κατ' εξοχήν στην αντικειμενική λογική, ενώ οι "θεωρίες για την υπεραξία" στην υποκειμενική). Αρχικά και οι δύο προαναφερθείσες πλευρές της νόησης προβάλλουν ως άμεση ενότητα χωρίς αμοιβαία διάκριση, στη συνέχεια διακρίνονται και τοποθετούνται η μια δίπλα στην άλλη (πρόκειται για τη γνωστή διάκριση μεταξύ οντολογίας και γνωσεολογίας) και τελικά αποκαθίσταται η οργανική ενότητα μεταξύ τους, μέσα στη διαφορά τους. Η μεταξύ τους αντίφαση λύνεται μέσω της α-μοιβαίας συγχώνευσης τους στην περαιτέρω προώθηση της γνωστικής διαδικασίας. Αλλά η μελέτη της διαλεκτικής λογικής σε "καθαρή" μορφή προϋποθέτει την ταύτιση υποκειμενικής και αντικειμενικής λογικής.

Η διαλεκτική λογική αποκαλύπτει την κίνηση της σκέψης από την αμεσότητα (είναι) προς την ουσία καθαυτή, και από αυτήν στα φαινόμενα και την πραγματικότητα· αποκαλύπτει δηλαδή τον "μηχανισμό" της ελικοειδούς "ανάβασης από το αφηρημένο

Page 161: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

161

στο συγκεκριμένο", η οποία συγκροτεί το σύστημα των λογικών κατηγοριών. Στα διάφορα "τμήματα" κάθε σπείρας της εν λόγω έλικας προβάλλουν διαφορετικοί νόμοι της διαλεκτικής. Ενώ οι κατηγορίες αποτελούν στιγμές, στοιχεία του συστήματος των κατηγοριών, οι νόμοι της διαλεκτικής λογικής συνιστούν τη συνάφεια, την ενότητα, τη μορφή της κίνησης των κατηγοριών.

Η αποδεικτική ισχύς της διαλεκτικής λογικής, η οποία συνιστά ανώτερο επίπεδο απόδειξης σε σύγκριση με την άμεση εμπειρική κατάδειξη και τους συμπερασμούς της τυπικής λογικής, έγκειται στη δια της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποκάλυψη της θέσης που κατέχει το κάθε στοιχείο του οργανικού όλου, της εσωτερικής συνάφειας του με τα υπόλοιπα στοιχεία, της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών του (βλ. απόδειξη). Η διαλεκτική λογική συνιστά αναστοχαστική, επιλογιστική διερεύνηση της φύσης της νόησης (των εννοιών, των κατηγοριών κ.λπ.). Διέπει την ανώτερη βαθμίδα της νόησης, τον λόγο, και μορφοποιείται ως συνειδητή δραστηριότητα του "λόγου" όταν ο τελευταίος ωριμάζει.

Η ώριμη νόηση (λόγος) στρέφεται ταυτόχρονα: 1) προς τα γνωστικά αντικείμενα και την πρακτική, και 2) προς τον ίδιο τον εαυτό της (ως διαλεκτική λογική, ως αναστοχαστικός λόγος

περί του λόγου). Ο συνειδητός συνδυασμός των παραπάνω διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα

της διεξόδου του υποκειμένου στην καθολικότητα της πρακτικής, στη βάση της γνώσης της αναγκαιότητας.

Ως λειτουργία του λόγου η διαλεκτική λογική ερευνά τις νοητικές μορφές του, οι οποίες, σε αντιδιαστολή με τις κενές εμπειρικού περιεχομένου ανεπτυγμένες αφαιρέσεις της διάνοιας, συνιστούν το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο περιεχόμενο και ο βαθμός ανάπτυξης τους είναι συνάρτηση του διαρκώς εμπλουτιζόμενου (νοητά) συγκεκριμένου περιεχόμενου τους. Είναι συνεπώς περιεκτική (μη τυπική) λογική, χωρίς να υποκαθιστά τον ρόλο της τυπικής λογικής ως ικανότητας του λόγου να διερευνά επιστημονικά ορισμένες (τυπικές) πλευρές της νόησης στη βαθμίδα της διάνοιας.

Η διαλεκτική λογική προσκρούει σε ποικίλες ενστάσεις, από τη σκοπιά του κοινού νου και του έρποντα εμπειρισμού (που την μέμφονται ως μη εποπτική, μη παραστατική κ.λπ.) και από τη σκοπιά της διάνοιας (που την μέμφεται επειδή είναι περίπλοκη, δύσκολη, ακατανόητη κ.λπ.). Ακραία άρνηση της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας είναι οι διάφορες εκδοχές της μεταφυσικής (όχι με την αριστοτέλεια έννοια, αλλά ως απολυτοποίηση της διάνοιας, και ως - άσχετη με τον επιστημονικό χαρακτήρα της ίδιας της τυπικής λογικής- αναγόρευση της τελευταίας σε μοναδική ισχύουσα λογική). Για τον άσχετο με το επίπεδο της διαλεκτικής νόησης άνθρωπο η όλη προβληματική της διαλεκτικής λογικής προβάλλει ως περιττή "ουσιολογία", ως ενασχόληση με σκοτεινές και ακατάληπτες σχολαστικές αφαιρέσεις (βλ. π.χ. την κριτική του Bochenski, του Popper, των νεοθετικιστών κ.ά.). Η αδυναμία συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας της διαλεκτικής λογικής οδηγεί έμεσα ή άμεσα στον ανορθολογισμό.

Η επίτευξη του επιπέδου της διαλεκτικής λογικής προϋποθέτει συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστημονικής μεθοδολογίας.

Σημαντικότατη στην διαμόρφωση της διαλεκτικής λογικής ήταν η συμβολή της

Page 162: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

162

γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Ο Καντ πρώτος διέκρινε την τυπική λογική ως ξεχωριστή λογική και προχώρησε

σε μιαν εξωτερική συστηματοποίηση των λογικών κατηγοριών ως a priori δεδομένων νοητικών μορφών στη βάση του κατά κύριο λόγο αρνητικού προσδιορισμού του λόγου, την αναγκαιότητα του οποίου απλώς επισημαίνει μέσω των αντινομιών. Έπεται μια απόπειρα συστηματοποίησης των κατηγοριών μέσω της άμεσης αναγωγής τους στη δραστηριότητα της αυτοσυνείδησης (Φιχτε).

Ο Χέγκελ προβαίνει στην πρώτη στην ιστορία της επιστήμης ιδιοφυή απόπειρα συστηματικής απεικόνισης των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους συνάφεια, απολυτοποιώντας ιδεαλιστικά και υποστασιοποιώντας την ταύτιση νόησης - αντικειμένου, συνείδησης - είναι, γεγονός που εισάγει έντονα στοιχεία μυστικισμού ото όλο εγχείρημα, συνδεόμενα με προδιαλεκτικές αντιλήψεις για τη νόηση (βλ. "Επιστήμη της λογικής").

Η καθ' εαυτήν ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής επιτυγχάνεται με την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας μιας συγκεκριμένης επιστήμης στη θεωρία του Μαρξ για τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (βλ. Κεφάλαιο). Το έργο αυτό του Μαρξ συνιστά μοναδικό υπόδειγμα μεθοδολογικής, ευρετικής χρησιμοποίησης της διαλε-κτικής λογικής και σταθμό στην ανάπτυξη της, που, ξεπερνώντας κατά πολύ τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της εποχής του, παραμένει, μέχρι σήμερα ακατανόητο και από πολλούς φερόμενους ως θιασώτες του.

Οι περισσότερες σύγχρονες και διαδεδομένες προσεγγίσεις της εν λόγω προβληματικής (νεοκαντιανισμός, νεοεγελιανισμός, νεομαρξισμός, θετικισμός, φαινομενολογία, υπαρξισμός κ.λπ.) παραπέμπουν σε προκαντιανές λύσεις.

Η προβληματική της διαλεκτικής λογικής συγκροτεί ένα υπόδειγμα προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης, μεθοδολογικού και ευρετικού χαρακτήρα, που επιτρέπει τη συνειδητή παρέμβαση στην ανάπτυξη των επιστημών μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής των ερευνών.

Οι προοπτικές της ανάπτυξης του φιλοσοφικού συνειδέναι και των κοινωνικών επιστημών διαφαίνονται στο εγχείρημα της " Λογικής της Ιστορίας" . Η τελευταία συνιστά θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση, εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική αμοιβαία συνάφειά τους. Το εν λόγω εγχείρημα έχει ως αποτέλεσμα τη διαλεκτική " άρση" της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και μέσω αυτής, την αφετηρία μίας " άρσης" του μαρξισμού, αλλά και του υποδουλωτικού " καταμερισμού της εργασίας" μεταξύ κοινωνικών επιστημών και " κοινωνικής φιλοσοφίας" .

Από τα παραπάνω - έστω και σχηματικά - καθίσταται σαφές ότι η φιλοσοφία δεν ανάγεται σε αυθαίρετες κατασκευές υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης φιλοσοφούντων εν τη παρόδω (πόσο μάλλον δε σε έκθεση ιδεών παρορμητικού χαρακτήρα κ.λ.π.). Η φιλοσοφία ως η βαθύτερη μορφή του συν-ειδέναι, συνιστά ιδιότυπη θεωρητική δραστηριότητα, η οποία στην ανάπτυξή της (οντογενετική και φυλογενετική) διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες, αντίστοιχες με αυτές που διέπουν την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστήμης.

Page 163: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

163

Η οργανική σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ανάγεται σε μία (αναγκαία, πλην όμως πάντοτε ανεπαρκή εκ των πραγμάτων) διεπιστημονική ευρυμάθεια εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ("Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει"-Ηράκλειτος). Η επιστημονική φιλοσοφία αναπτύσσεται (κατά τη φυλογένεση και την οντογένεσή της) σε συνδυασμό με μία τουλάχιστον από τις επιμέρους επιστήμες. Τέτοιο ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν στην ιστορία διάφορες επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, λογική κ.λ.π.). Η πολιτική οικονομία αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως προς την οργανική αλληλεπίδρασή της με την επιστημονική φιλοσοφία από την εποχή της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και του Μαρξ. Προνομιακό πεδίο γόνιμης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστήμης διανοίγεται στην εποχή μας και με τις προοπτικές ανάπτυξης του πλέγματος των βιολογικών επιστημών.

Για τον βαθμό επεξεργασίας του προβλήματος. Για την ανάδειξη των νομοτελειών ανάπτυξης της επιστήμης είναι απαραίτητη η μελέτη της ιστορίας της επιστήμης. Το γεγονός αυτό παραδέχεται ακόμα και ο θετικισμός, από τον Comte μέχρι τον νεοθετικισμό και τους σύγχρονους κριτικούς του. Ωστόσο οι προσεγγίσεις που επιχειρούνται από τα παραπάνω ρεύματα δεν είναι σε θέση να προτείνουν μια θεωρητική λύση. Η μεθοδολογική ανάλυση των αφετηριακών θεμελίων και του σκεπτικού των εν λόγω ρευμάτων δείχνει ότι στην πλειονότητά τους παραμένουν δέσμια των πλαισίων ενός αφ’ ενός μεν θετικιστικά και επιστημονιστικά φετιχοποιημένου προτύπου, αφ’ εταίρου δε ενός υποκειμενιστικά φενακισμένου προτύπου των «επιστημών του πνεύματος».

Γεγονός είναι ότι στις προσεγγίσεις του ύστερου θετικισμού (βλ. ιδιαίτερα τις έννοιες «παράδειγμα» του Kuhn και «πρόγραμμα επιστημονικής έρευνας» του Lakatos) παρατηρείται μια τάση να συμπεριληφθούν στο πεδίο της έρευνας και κοινωνικές, κοινωνικο - ψυχολογικές παράμετροι εκτός από τις «καθαρά» γνωσιακές. Ανάλογες τάσεις έχουν θέση και στο έργο γάλλων δομιστών (βλ. π.χ. του Foucault) καθώς επίσης και στο έργο της γαλλικής ιστορικής - επιστημολογικής σχολής (βλ. π.χ. Bachelard). Μ’ έναν ιδιότυπο και μάλλον σχετικοκρατικό, ανορθολογικό και βουλησιαρχικό τρόπο είναι παρόν το κοινωνικό-πολιτισμικό στοιχείο και στον επιστημονικό αναρχισμό του P. Feyerabent. Ωστόσο η χαρακτηριστική για τα παραπάνω ρεύματα απουσία μιας συνολικής ιστορικής και διαλεκτικής προσέγγισης οδηγεί (ρητά ή έμμεσα) στην διχοτομία μεταξύ γνωσιακής (η οποία ανάγεται στην τυπικο-λογική, σημαντική κ.λ.π.) και κοινωνικής (κοινωνικο - ψυχολογικής, κοινωνιομετρικής, θεσμικής, πολιτισμικής, διακειμενικής κ.λ.π.) πλευρών της επιστήμης και σε τελευταία ανάλυση σε μια χαώδη περί επιστήμης αντίληψη, κατά την οποία η τελευταία προβάλλει ως προϊόν της επενέργειας διαφόρων αποσπασματικών παραγόντων. Έτσι, στην πληθώρα της υπάρχουσας βιβλιογραφίας μπορεί κανείς να βρει ένα τεράστιο πραγματολογικό υλικό, προσεγγίσεις της επιστήμης από την σκοπιά του εξοπλισμού της σύγχρονης τυπικής και μαθηματικής λογικής, την ανάδειξη μιας σειράς θεωρητικών προβλημάτων και πολλών ακόμα σημαντικών επιμέρους ζητημάτων. Ωστόσο από θεωρητικής πλευράς οι περισσότερες από τις υπάρχουσες κατευθύνσεις δεν παύουν να συνιστούν απόπειρες υπέρβασης του θετικισμού στα πλαίσια του θετικισμού. Σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται εν πολλοίς και η έμφαση που δίνεται μονόπλευρα (αν όχι αποκλειστικά) στις «θετικές», δηλ. στις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες. Όπως είναι φυσικό ο παραπάνω μονόπλευρος και περιορισμένος χαρακτήρας των επιστημολογικών ερευνών ασκεί σοβαρή επίδραση και στο έργο των μαρξιστών ερευνητών.

Page 164: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

164

Ιδιαίτερη επίδραση άσκησαν οι δημοφιλείς μέχρι σήμερα απόψεις του L. Althusser. Αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στην ανακίνηση και επανατοποθέτηση μιας σειράς θεμελιωδών ζητημάτων της θεωρίας του μαρξισμού οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η παρέμβασή του (ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις του) αποπροσανατόλισε περισσότερο την μεθοδολογικά παραπαίουσα σκέψη του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού». Η ανάλυση του εγχειρήματος του L. Althusser απαιτεί ειδική, διεξοδική μελέτη. Εδώ θα αρκεστούμε σε μερικές επισημάνσεις. Στην προσπάθειά του να καταστήσει την μεθοδολογία του μαρξισμού συμβατή με ένα θετικιστικό - δομικό πρότυπο επιστημονικότητας (παρά την αμφισημία του δομισμού και παρά την μετέπειτα «αυτοκριτική» του L. Althusser, η οποία απλώς μετατόπιζε και ανέστρεφε τις αφετηριακές τοποθετήσεις του), «αποκαθαίροντας» την από τις «πονηρίες» της ιδεολογίας, οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων στην απόρριψη της διαλεκτικής. Αρνείται την συνέχεια στην ανάπτυξη του μαρξισμού (και ιδιαίτερα τη γόνιμη υλιστική άρση των κεκτημένων της χεγκελιανής διαλεκτικής), αγνοεί την κίνηση της νόησης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο και σχηματοποιεί μηχανιστικά (στην πράξη απορρίπτει) την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Η προσέγγισή του καθιστά εκ προοιμίου ανέφικτη την θεωρητική και συστηματική αποκάλυψη των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της θεωρητικής νόησης. Το πρόβλημα της αλληλοδιαδοχής των θεωριών στην ιστορία της επιστήμης, το πρόβλημα της συσχέτισης ιστορικού και λογικού (σ’ όλες τις πτυχές του) στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης στερούνται κάθε νοήματος. Οι μεθοδολογικές αδυναμίες του L. Althusser είναι χαρακτηριστικές και για πολλές άλλες τάσεις του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού».

Ο G. Della Volpe (όπως άλλωστε και οι οπαδοί του) απορρίπτει επίσης την θετική επίδραση της χεγκελιανής κληρονομιάς στην ανάπτυξη του μαρξισμού και ανάγει τον ρόλο της θεωρίας στην επεξεργασία «συγκεκριμένων αφαιρέσεων», οι οποίες θα αντανακλούν αποκλειστικά την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, απορρίπτοντας το γενικό ως πλασματικό.

W. F. Haug είναι ένας από τους ελάχιστους ερευνητές που αναπτύσσει ένα προβληματισμό θεωρητικού χαρακτήρα, αναλύοντας μεθοδολογικά και εκλαϊκεύοντας ιδιαίτερα το πρώτο κεφάλαιο του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ.

Ωστόσο (παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις) σε γενικές γραμμές η παράδοση του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» κατά κανόνα παραμένει έξω από την κατευθυντήρια μεθοδολογική αρτηρία του μαρξισμού, έξω από την εσωτερική λογική της ανάπτυξής του και συνεπώς έξω από την ιστορικο - φιλοσοφική γενέτειρά της, ουσιαστικά στα πλαίσια προκαντιανών σχημάτων. Οι ανεπάρκειες αυτές εκδηλώνονται μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι η παράδοση αυτή πρακτικά αγνοεί την θεμελιώδη προβληματική της μετάβασης από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης από τη διάνοια30 στο λόγο31.*

Οι έρευνες στον τομέα της (διαλεκτικής) λογικής και μεθοδολογίας της επιστήμης που εμφανίσθηκαν, διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν στην Ε.Σ.Σ.Δ. (ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1950- αρχές της δεκαετίας του 1960), με όλη την αντιφατικότητά τους, οδήγησαν σε μια σειρά μοναδικών και αξεπέραστων στη διεθνή

30 Verstand 31 Vernunft * Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του L. Geymonat, ο οποίος αρκείται στην επισήμανση δύο ειδών «λογικότητας».

Page 165: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

165

βιβλιογραφία θεωρητικών επιτευγμάτων. Οι έρευνες αυτές στον αντίποδά των επίσημων ιδεολογημάτων της εποχής τους, αντιμετώπισαν πιέσεις, δυσκολίες και αποσιωπήσεις που τις κατέστησαν σχεδόν απροσπέλαστες από το δυτικό αναγνώστη. Η προβληματική που τοποθετήθηκε για πρώτη φορά από τον M.M.Ρόζενταλ αναπτύχθηκε περαιτέρω στα έργα του ταλαντούχου φιλοσόφου Ε. Β. Ιλιένκοφ. Ωστόσο ο τελευταίος διακρίνεται για την (εν μέρει δικαιολογημένη από την πολεμική της συγκυρίας) επίμονη τάση του για απολυτοποίηση της μεθόδου ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (στην οποία προσδίδεται status άνευ προϋποθέσεων και άνευ όρων καθολικής μεθόδου επιστημονικής έρευνας) με αντίστοιχη υποτίμηση - παράκαμψη της κίνησης της νόησης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο και, συνεπώς για αναγωγή του ιστορικού στο λογικό.

Στα έργα άλλων ερευνητών (Λ. Α. Μανκόφσκι, Ζ. Μ. Ορούντζιεφ κ.α.) προωθείται και εμβαθύνεται η εν λόγω προβληματική, γεγονός που οφείλεται στον όλο και πιο συστηματικό φιλοσοφικό και μεθοδολογικό στοχασμό πάνω στις οικονομικές εργασίες του Κ. Μαρξ (προπαντός στο «Κεφάλαιο»), ένα στοχασμό που προωθείται και από την κριτική επανεπεξεργασία των μεθοδολογικών κεκτημένων της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα του Χέγκελ.

Στις έρευνες του Β. Α. Βαζιούλιν επιτυγχάνεται η διάκριση σε «καθαρή μορφή» της λογικής του θεωρητικού μέρους του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, της μεθόδου ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διαμέσου του αυστηρού διεξοδικού και συστηματικού στοχασμού πάνω στο πολιτικοοικονομικό υλικό και σε συνδυασμό με μια αυθεντική επανεπεξεργασία της αντικειμενικής λογικής της «επιστήμης της λογικής» του Χέγκελ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται σε «καθαρή μορφή» η μαρξική μέθοδος απεικόνισης του ώριμου αντικειμένου (του ώριμου οργανικού όλου) στην ανεπτυγμένη θεωρία (δηλ. στην «αντικειμενική λογική»), καθώς επίσης και προϋποθέσεις εφαρμοσιμότητας της εν λόγω μεθόδου.

Στις παραπάνω μεθοδολογικές έρευνες η προσοχή επικεντρώνεται κατ’ εξοχήν στη λογική και στη μέθοδο της ώριμης, της διαμορφωμένης επιστήμης. Ωστόσο παρατηρείται ένα κενό στην διερεύνηση της λογικής, της μεθόδου και γενικότερα των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της ανώριμης επιστήμης, το γίγνεσθαί της. Ο Κ. Μαρξ είχε μεν προβεί σε τέτοιου είδους διερεύνηση, στο βαθμό που αυτή του ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση του θεωρητικού μέρους του «Κεφαλαίου», μέσα από την κριτική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου της αστικής οικονομικής σκέψης, ωστόσο δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την αποκάλυψη του μηχανισμού της ανάπτυξης εννοιολογήσεων και νοηματοδοτήσεων του γίγνεσθαι της επιστήμης σε καθαρή μορφή.

Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία που αφορά την ιστορία της οικονομικής σκέψης (βλ. π.χ. τα έργα των E. Roll, J.K. Galbraith, P. Θεοχάρη, Α.Β. Ανίκιν, Β.Σ. Αφανάσιεφ, Φ.Γ. Πολιάνσκι κ. α..), η οποία ωστόσο φωτίζει ανεπαρκώς την λογικο -μεθοδολογική και φιλοσοφική πλευρά. Πολύ περιορισμένη είναι η φιλοσοφική βιβλιογραφία που αφορά την κατηγοριακή ανάλυση της οικονομικής σκέψης. Διάφορες πτυχές της προμαρξικής οικονομικής σκέψης φωτίζονται σε εργασίες των: Β. Α. Βαζιούλιν (νομοτέλειες και κυρίως αντιφάσεις της διαδικασίας της γνώσης στην ιστορία της επιστήμης), Β. Γκ. Γκολομπόκοφ (η εξάρτηση της γνώσης από τον βαθμό ανάπτυξης του αντικειμένου της),Γ. Β. Σταρκ (κοινωνικές πτυχές της γνωστικής διαδικασίας), Μ.Α. Μπουλάτοφ κ.α.

Σε μια σειρά φιλοσοφικών μελετών (J. Bernal, L. Zivkovic, Ε.Β. Ιλιένκοφ, G. Lukacs, M. K. Μαμαρντασβίλι, Μεζούγιεφ, Ν. Β. Μοτροσίλοβα, Β. Ν. Τολστίχ κ.α.)

Page 166: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

166

εξετάζονται διάφορες πτυχές και προβλήματα του κοινωνικού χαρακτήρα και της κοινωνικής οροθέτησης της γνωστικής διαδικασίας και της επιστήμης. Ωστόσο παραμένει προς το παρόν ανεπαρκώς επεξεργασμένο το πρόβλημα της εσωτερικής και αμφίδρομης αλληλεπίδρασης αυτών των πτυχών και προβλημάτων με τη μεθοδολογία της γνώσης στην ιστορία της επιστήμης.

Στο παρόν κείμενο εκτίθενται στοιχεία μιας έρευνας η οποία έχει ως στόχο της την ανάδειξη της λογικής, των νομοτελειών της εμφάνισης και διαμόρφωσης (δηλ. του γίγνεσθαι) της οικονομικής επιστήμης, της επιστημονικής νόησης που αντανακλά τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας. Η υλοποίηση του παραπάνω στόχου προϋποθέτει την επίλυση των εξής βασικών και αλληλένδετων ζητημάτων:

• περιοδολόγηση της ιστορίας της επιστημονικής νόησης με βάση την μεταβαλλόμενη,

διαμορφούμενη και αναπτυσσόμενη προσδιορισμότητά της. • συσχέτιση της περιοδολόγησης της ιστορίας της επιστημονικής νόησης με την

περιοδολόγηση των σταδίων εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης του αντικειμένου της έρευνάς της.

• αποκάλυψη του εκάστοτε διακρινόμενου επιστητού, αποκάλυψη του τι είναι αυτό που συνιστά το αντικείμενο της γνωστικής διαδικασίας σε κάθε στάδιο (βαθμίδα) του γίγνεσθαι της επιστήμης, δηλ. αποκάλυψη σε κατηγοριακό επίπεδο των στιγμών της εν τω γίγνεσθαι αντικειμενικής λογικής, των στιγμών της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας της γνώσης που επιτυγχάνεται.

• αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται η διαδικασία της γνώσης (δηλ. του πως αναγνωρίζει το αντικείμενό της η εν τω γίγνεσθαι επιστημονική νόηση), από την άποψη του χαρακτήρα και του επιπέδου ανάπτυξης των μέσων και των τρόπων (δηλ. της μεθόδου) της γνωστικής διαδικασίας, δηλ. αποκάλυψη της «υποκειμενικής λογικής» της επιστημονικής νόησης από την σκοπιά της μορφής του γίγνεσθαί της (σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της).

• εξέταση του γίγνεσθαι της επιστήμης της Πολιτικής Οικονομίας στα πλαίσια της κλασικής αστικής παράδοσης, (συστατικό μέρος της οποίας αποτελεί και αυτή) με παράλληλη ανάδειξη της μεθοδολογικής συνάφειάς της με την Πολιτική Επιστήμη, την Κοινωνική Φιλοσοφία, τη Φιλοσοφία του δικαίου) και τη γνωσιοθεωρία.

• αποκάλυψη (στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για την φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας) του ιστορικά συγκεκριμένου «μηχανισμού» αλληλεπίδρασης, αλληλοδιείσδυσης και διαμεσολαβημένων αμοιβαίων ανατροφοδοτήσεων κοινωνικοπολιτικών τοποθετήσεων, κοινωνικοφιλοσοφικών, πολιτικοοικονομικών και γνωσιοθεωρητικών-μεθοδολογικών θέσεων.

• ανάλυση των τάσεων και των διαδικασιών ανάπτυξης, διάλυσης και καταστροφής της επιστήμης.

• κριτική αποτίμηση της αντιφατικής συμβολής του Hegel στη θεωρητική γνώση του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης σε συνδυασμό με την διερεύνηση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης.

Η έρευνα οδήγησε στην αποκάλυψη των νομοτελειών που διέπουν την διαμόρφωση της εν λόγω επιστήμης σε συνδυασμό με τη λογική της ανεπτυγμένης, της

Page 167: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

167

ώριμης επιστήμης. Ακριβώς αυτές οι νομοτέλειες του γίγνεσθαι της επιστήμης συνιστούν και τη βάση της προτεινόμενης περιοδολόγησης της ιστορίας της. Μάλιστα ως κριτήριο περιοδολόγησης δεν προβάλλει ούτε η εξωτερική χρονολογική αλληλουχία, ούτε και μια αμετάβλητη και στατική αντίληψη περί διαμορφωμένης γνώσης, αλλά η μεταβολή και η ανάπτυξη όλων των συστατικών σχέσεων της επιστημονικής ερευνητικής δραστηριότητας στην ενότητά τους, η μέθοδος της επιστήμης με την ευρεία έννοια. Γι’ αυτό στην παρούσα εργασία για πρώτη φορά πραγματοποιείται και τεκμηριώνεται συστηματικά η περιοδολόγηση της ιστορίας μιας συγκεκριμένης επιστήμης σε αντιστοιχία με την μεταβαλλόμενη, αναπτυσσόμενη βάση της περιοδολόγησης, στην οποία αντανακλάται η εκάστοτε συγκεκριμένη ιστορική ενότητα εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους κ.λ.π., δηλ. η περιοδολόγηση πραγματοποιείται ως προς τα στάδια της διαδικασίας ανάπτυξης της επιστήμης, ως ενότητας άμεσα αισθητηριακού (συμπεριλαμβανομένου και του πρακτικού) και νοητικού, ως διαδικασία εμφάνισης του νοητικού από το αισθητηριακό και βαθμιαίου μετασχηματισμού - άρσης του αισθητηριακού από το νοητικό.

Στα πλαίσια της παραπάνω περιοδολόγησης: 1. παρουσιάζεται η εν τω γίγνεσθαι επιστημονική νόηση ως ενότητα

αντικειμενικής και υποκειμενικής πλευρών της. 2. συγκεκριμενοποιείται το επίπεδο και ο χαρακτήρας της διαμεσολαβημένης

εξάρτησης της γνωστικής διαδικασίας από την ανάπτυξη του αντικειμένου της έρευνας (στη σχετική αυτοτέλεια της πρώτης από τη δεύτερη).

3. αναλύονται οι δυνατότητες και οι περιορισμοί της συγκεκριμένης ιστορικά διαπλοκής, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικο - φιλοσοφικών και γνωσεολογικών απόψεων στα πλαίσια της ενιαίας μέσα στην πολυμορφία της (αν και μεταβαλλόμενης) κλασικής αστικής παράδοσης.

4. προσδιορίζεται η υφή της κρίσης στην επιστήμη και των τάσεων που απορρέουν απ’ αυτήν, τάσεων από τις οποίες οι άλλες μεν συντείνουν στην καταστροφή της επιστήμης, οι άλλες δε στον ριζικό μετασχηματισμό της, σε μιαν ανάπτυξη - άρση του επιστημονικού κεκτημένου της.

5. διακριβώνεται ο χαρακτήρας της χεγκελιανής αντίληψης περί του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης, οι ιδιοφυείς εικασίες που διατύπωσε έπ’ αυτού ο Χέγκελ, καθώς και ο θεμελιώδης περιορισμός της μεθοδολογίας του, ο οποίος προβάλλει εδώ σαφέστερα απ’ ότι κατά την εξέταση της «αντικειμενικής λογικής» σε καθαρή μορφή.

Η προτεινόμενη μελέτη δεν είναι αποκλειστικά ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Τα αποτέλεσματά της μπορούν να διαδραματίσουν ευρετικό και μεθοδολογικό ρόλο σε διάφορες γνωστικές διαδικασίες, μπορούν να συμβάλλουν σε μια συνειδητή παρέμβαση στη διαδικασία ωρίμανσης και ανάπτυξής τους, όχι με την έννοια της βεβιασμένης έξωθεν και άνωθεν επιβολής σχημάτων, αλλά συντελώντας στην επίσπευση αυτών των διαδικασιών μέσω της βελτιστοποίησής τους, προβλέποντας τις νομοτελείς τους αντιφάσεις, απολυτοποιήσεις, παλινωδίες κ.λ.π., ελαχιστοποιώντας δηλ. το «κόστος» τους και αποτρέποντας άκρως άγονες παρεκκλίσεις. Μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν κατά τον προσδιορισμό της στρατηγικής και τακτικής επιστημονικών ερευνών και για την εκπόνηση προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας. Η αφομοίωση και (ανάπτυξη) της προτεινόμενης μεθοδολογίας μπορεί να βοηθήσει στην υπέρβαση του εμπειρικού- περιγραφικού χαρακτήρα μιας σειράς ερευνών που αφορούν την ιστορία της επιστήμης (την ιστορία της Φιλοσοφίας, την ιστορία της Κοινωνικής θεωρίας, την ιστορία της

Page 168: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

168

Πολιτικής Επιστήμης, την ιστορία της Οικονομικής σκέψης κ.λ.π.). Η δε περαιτέρω ψυχολογική επεξεργασία των νομοτελειών που διέπουν την ιστορία της επιστημονικής νόησης - σε συνδυασμό με την προβληματική της «ζώνης εγκύτερης ανάπτυξης» (Λ. Σ. Βιγκότσκι) - μπορεί να συντελέσει στην βελτίωση της αποδοτικότητας της διδασκαλίας της ιστορίας της επιστήμης.

Η διαδικασία του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης της υποκειμενικής πλευράς της επιστημονικής νόησης.

Κατά κανόνα στην μεθοδολογία της ιστορίας των επιστημών παρατηρούνται δύο κύριες ακραίες τάσεις:

3. Η τελεολογική αντιμετώπιση του παρελθόντος της επιστήμης υπό την (υπέρ)οπτική της δογματοποίησης μιας σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξής της.

4. Η σχετικοκρατική θεώρηση του παρελθόντος της επιστήμης βάσει μιας σκεπτικιστικής θεώρησης της παρούσας βαθμίδας της ανάπτυξής της.

Κατά την πρώτη προσέγγιση η ιστορία της επιστήμης προβάλλει απλώς ως προϊστορία για την ανάδειξη (σε μια σχέση απόλυτης συνέχειας), της αρτιότητας, της πληρότητας και της επάρκειας της εκλαμβανόμενης ως ανεπτυγμένης βαθμίδας της επιστήμης. Κατά τη δεύτερη προσέγγιση η ιστορία της επιστήμης (συμπεριλαμβανομένου του παρόντος και του μέλλοντός της) προβάλλει ως χαώδες συνονθύλευμα γνωμών, απόψεων και ιδεών. Συχνά οι δογματικές σχηματοποιήσεις της πρώτης προσέγγισης ευνοούν την ενδυνάμωση του σκεπτικισμού και της σχετικοκρατίας της δεύτερης. Ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, το πρόβλημα επιτείνεται όταν σε «έρευνες» επί συγκεκριμένων ζητημάτων η συστηματική διερεύνηση του αντικειμένου συγχέεται, είτε ακόμα και υποκαθίσταται από την χαώδη και εξωϊστορική παράθεση απόψεων που κατά καιρούς διατυπώθηκαν έπ’ αυτού στην ιστορία της επιστήμης.

Προσφιλές «εργαλείο» ταξινόμησης και περιοδολόγησης του «υλικού» της ιστορίας της επιστήμης είναι εδώ κατά κύριο λόγο ο εξωτερικός «χρόνος». Όχι με την έννοια της εκάστοτε συγκεκριμένης ιστορικά χρονικότητας της επιστημονικής γνώσης - διαμεσολαβημένα συνδεόμενης με την χρονικότητα του κοινωνικού όλου -, αλλά ως μοιραίο ορόσημο του πέρατος με την εμφάνιση της «απόλυτης ιδέας», είτε ως γραμμική χρονική αλληλουχία μιας «κακής απειρίας»(Hegel).

Η θεωρητική - μεθοδολογική διερεύνηση της ιστορίας της επιστήμης που προτείνεται στην παρούσα έρευνα επιτρέπει την περιοδολόγηση αυτής της ιστορίας κατά τους τύπους, τον χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας και των εκάστοτε αποτελεσμάτων της. Από αυτή την άποψη διακρίνονται τα εξής στάδια:

• άμεση πρακτική - διαπλεκόμενη με αυτήν γνώση. • πρωταρχική εμφάνισης της επιστήμης - μετάβαση στην εξέταση της

ενδότερης (μη ορατής στην επιφάνεια) συνάφειας και των συναρτήσεων του αντικειμένου.

• διαμόρφωση της επιστήμης - διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης, σχηματικές συστηματοποιήσεις των κεκτημένων της στο επίπεδο της προδιαλεκτικής διάνοιας.

• ωριμότητα της επιστήμης - νοητή ανασύσταση του συγκεκριμένου αντικειμένου ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών του λόγου.

Page 169: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

169

Κατά την προτεινόμενη εξέταση της ιστορίας της επιστημονικής σκέψης αναδεικνύεται η εσωτερική προσδιορισμότητα της τελευταίας στην ενότητά της με την εσωτερική προσδιορισμότητα του αντικειμένου της επιστήμης και (ιδιαίτερα στην κοινωνική επιστήμη) της κοινωνίας συνολικά, χωρίς ωστόσο να ανάγεται σε αυτήν. Όταν αγνοείται η διαμεσολαβημένη (και βαθμιαία περιπλεκόμενη στην πορεία της ανάπτυξης της επιστήμης) σχέση μεταξύ των δύο αυτών διακριτών διαδικασιών και η ιδιοτυπία τους, προκύπτουν χονδροειδείς σχηματοποιήσεις. Τότε είτε ο ιστορικός προσδιορισμός της επιστήμης ανάγεται πλήρως στον ιστορικό προσδιορισμό του αντικειμένου (και της κοινωνίας), δηλ. η επιστήμη προβάλλει ως απ’ ευθείας και αυτόματος μηχανικός αντικατοπτρισμός της ανάπτυξης του αντικειμένου, είτε - τουναντίον - ο ιστορικός προσδιορισμός του αντικειμένου (και της κοινωνίας) ανάγεται πλήρως στους προσδιορισμούς της περί αυτού νόησης, δηλ. το αντικείμενο - μ’ ένα κάθ’ όλα εγελιανό τρόπο - εκλαμβάνεται ως «αλλοτρίωση», «υλοποίηση» και «ενσάρκωση» των περί αυτού ιδεών. Σε αυτές τις περιπτώσεις κυριαρχεί η εξωτερική σχέση προς την επιστήμη και μια συνακόλουθη εξωτερική συνάφεια της τελευταίας με το αντικείμενό της.

Η συγκεκριμένη έρευνα του γίγνεσθαι της οικονομικής σκέψης έδειξε ότι κατά τα πρώτα βήματα του γίγνεσθαι της επιστήμης, η σκέψη σε γενικές γραμμές (παρά τις επιμέρους οξυδερκείς αναλαμπές) έπεται της άμεσης κίνησης του αντικειμένου (και της πρακτικής ενασχόλησης με αυτό ) και καθυστερεί χρονικά από αυτό, ενώ η ώριμη επιστήμη δεν αντικατοπτρίζει απλώς την υφιστάμενη κατάσταση του αντικειμένου, αλλά βάσει της εγνωσμένης εσωτερικής νομοτέλειάς του προβαίνει σε πρόγνωση, σε προτρέχουσα σύλληψη των προοπτικών του αντικειμένου.

Η κίνηση της επιστήμης στην ιστορία διέπεται από μιαν ιδιότυπη διαλεκτική. Η προτεινόμενη έρευνα επιτρέπει την διακρίβωση της συσχέτισης μεταξύ

ποσοτικής και ποιοτικής, εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της γνώσης. Στα αρχικά στάδια του γίγνεσθαι της επιστήμης επικρατεί η (περιγραφική - εμπειρική) ένταξη όλων των πλευρών και των πτυχών του αντικειμένου στο πεδίο της έρευνας. Εσωτερικό όριο της εκτατικής της ανάπτυξης είναι η ανάδειξη των απλούστερων σχέσεων του αντικειμένου. Χαρακτηριστικό στοιχείο των πρώιμων σταδίων της επιστήμης είναι η εκτατική ανάπτυξη την οποία διαδέχεται η εντατική, στο βαθμό που η επιστήμη ωριμάζει.

Στο γίγνεσθαι της επιστήμης παρατηρούνται τρία άλματα: κατά την μετάβαση της νόησης από την αμεσότητα της πρακτικής στη διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας του αντικειμένου (εμφάνιση της επιστήμης). κατά την μετάβαση από την αναλυτική αποσπασματικότητα σε συστηματικά συγκροτημένες συλλήψεις του αντικειμένου στο επίπεδο της διάνοιας (διαμόρφωση της επιστήμης). κατά την μετάβαση από την εξωτερική (τυπική - ταξινομική) σχέση των διαμελισμένων από την διάνοια πλευρών στην εσωτερικά διαμεσολαβημένη αμοιβαία συνάφεια της ολότητας του λόγου (ωριμότητα της επιστήμης). Η βασική αντίφαση της νόησης στη γνωστική διαδικασία από την άποψη της

υποκειμενικής λογικής, είναι η αντίφαση μεταξύ αισθητηριακού και ορθολογικού, μεταξύ αμεσότητας και διαμεσολάβησης. Κατά την πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης οι εν λόγω πόλοι της αντίφασης συνιστούν διακριτά μέρη μιας ταυτότητας. Κατά την διαμόρφωση της επιστήμης η σχέση αυτών των πόλων της αντίφασης γίνεται σχέση διαφοράς και αντίθεσης (οι πόλοι αλληλοπροϋποτίθενται αμοιβαία αποκλειόμενοι). Η αντίφαση αίρεται στην ανεπτυγμένη θεωρία, όπου επιτυγχάνεται το

Page 170: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

170

επίπεδο της καθ’ εαυτώ αντίφασης: η κατ’ αίσθηση γνώση δεν απορρίπτεται αλλά «αίρεται» μετασχηματιζόμενη στην νοητά συγκεκριμένη απεικόνιση του αντικειμένου.

Με την ανάβαση από το αισθητηριακό - συγκεκριμένο στο αφηρημένο, δρομολογείται και η πρώτη άρνηση της γνωστικής διαδικασίας: η άρνηση της αισθητηριακής πρόσληψης (θέση) από την διάνοια (αντίθεση). Με την ολοκλήρωση του γίγνεσθαι της επιστήμης ολοκληρώνεται και αυτή η πρώτη αφηρημένη άρνηση. Από μόνη της αυτή η πρώτη άρνηση εν εαυτή, στην ανεπτυγμένη μορφή της συνιστά αυτοάρνηση: η ανάπτυξη της άρνησης από την νόηση (στη βαθμίδα της διάνοιας) της εμπειρικής βαθμίδας της γνώσης συνιστά σε γενικές γραμμές και εξάντληση των ορίων της βαθμίδας της διάνοιας στην γνωστική διαδικασία, που υπαγορεύει τη μετάβαση στην ανώτερη βαθμίδα της. Ο λόγος (ως διαλεκτική σκέψη) πραγματοποιεί την δεύτερη άρνηση, αίροντας συνθετικά εν εαυτώ σε μετασχηματισμένη μορφή, θέση και αντίθεση.

Η Κοινωνικοποίηση της Επιστημονικής Έρευνας και η Ιδιωτικοποίηση των

Αποτελεσμάτων της. Νίκος Α. Ασπράγκαθος, Καθηγητής Πανεπιστήμιου Πατρών. Τμήμα

Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών [email protected] Εισαγωγή Σκοπός της εργασίας είναι να εξετάσει την διαδικασία παραγωγής νέας

επιστημονικής γνώσης και τα ειδικά χαρακτηριστικά της από την πλευρά της κοινωνικοποίησης της. Επίσης να παρουσιασθεί το μείζον θέμα της κατοχύρωσης και της προστασίας των «δικαιωμάτων» στα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας και των επιπτώσεων στην πρόοδο της επιστήμης και κυρίως στην κοινωνία.

Η παραγωγή και η συσσώρευση επιστημονικής γνώσης είναι κατεξοχήν κοινωνική διαδικασία στην οποία συμβάλλουν διαχρονικά πολλές ατομικότητες ή συλλογικότητες. Όμως τα αποτελέσματα ιδιωτικοποιούνται, απαλλοτριώνονται κυρίως από τις πολύ μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις με σκοπό την υψηλή κερδοφορία. Η αντίφαση αυτή είναι η αιτία της κρίσης και των αντιθέσεων ανάμεσα σε αυτούς που παράγουν την επιστημονική γνώση και τους λίγους, που καρπώνονται τα αποτελέσματα. Πολιτικές αντιπαραθέσεις σε επίπεδο νομοθετικών σωμάτων αντανακλούν την αντίθεση ανάμεσα στο σύνολο της κοινωνίας, που δικαιούται να απολαμβάνει τους καρπούς της επιστημονικής έρευνας και το μεγάλο κεφάλαιο για το οποίο εξασφαλίζεται νομικά η προστασία της κατοχής και κερδοφόρας αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας.

Η αντίθεση αυτή οξύνεται κυρίως σε μεταβατικές καταστάσεις λαμβάνοντας πολεμικά χαρακτηριστικά, οπότε και κάθε πλευρά διεξάγει έναν αγώνα επιβολής με πολλά μέσα. Η καθεστηκυία τάξη των ανεπτυγμένων χωρών φτάνει μέχρι ανοιχτούς οικονομικούς πολέμους για ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, επικαλούμενη την επιστημονική και κοινωνική πρόοδο, το οικονομικό «δίκαιο», το νομικό και δικαστικό σύστημα, τους διεθνείς οργανισμούς. Από την άλλη πλευρά έχουν εμφανισθεί πρόσωπα, επιστήμονες με μεγάλο κύρος και κινήσεις που είναι αντίθετοι με την κατοχύρωση και προστασία των «δικαιωμάτων» σε αποτελέσματα της πνευματικής εργασίας, όπως θα δούμε παρακάτω.

Οι βασικοί τρόποι ιδιωτικοποίησης του κοινωνικού επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου μέσω νομικής προστασίας είναι η κατοχύρωση των «πνευματικών δικαιωμάτων» (copyright) και τα «διπλώματα ευρεσιτεχνίας» κοινώς πατέντες. Η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών «πνευματικής ιδιοκτησίας» είναι μεγάλη γιατί στην πρώτη

Page 171: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

171

περίπτωση κατοχυρώνεται το δημιούργημα από την αντιγραφή στη δεύτερη περίπτωση απαγορεύεται η χρήση με τον ένα η τον άλλο τρόπο από τρίτους της ιδέας, που εμπεριέχεται στην ευρεσιτεχνία Χωρίς να συμφωνούμε με τους θεσμούς, που κατοχυρώνουν τα «πνευματικά δικαιώματα» θεωρούμε ότι το σημαντικότερο θέμα είναι η ευρεσιτεχνία και η εμπιστευτική επιστημονική έρευνα, τα οποία και θα μας απασχολήσουν στην εισήγηση αυτή. Η φρενήρης ιδιωτικοποίηση των πάντων έχει φθάσει σε όρια παραλογισμού όσον αφορά στις πατέντες. Καταθέτουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μαθηματικούς τύπους, για γνωστές από χιλιάδες χρόνια πλοκές μυθιστορημάτων, ταινιών και θεατρικών έργων, τρόπους εκτέλεσης αγωνιστικού αθλήματος και ότι άλλη ακρότητα μπορεί να βάλει ο νους ανθρώπων που τους έχει κυριεύσει η φρενίτιδα του κέρδους.

Τα πανεπιστήμια και το ΔΕΠ μπαίνουν στο χορό της μυστικής και μη δημοσιεύσιμης έρευνας με σκοπό τη δήθεν κατοχύρωση των «πνευματικών δικαιωμάτων» των ερευνητών και της αύξησης των εσόδων μέσω της πατέντας. Πέρα από την υποχρέωση που έχουμε στους επιστημονικούς μας προγόνους για την απόρριψη της δήθεν προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, έχουμε υποχρέωση και απέναντι στην κοινωνία και κύρια στους εργαζόμενους, αφού από την υπεραξία που αυτοί παράγουν προέρχεται η κρατική αλλά και η ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας. Η καλύτερη προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων είναι η δημοσίευση τους και η απόδοση στην κοινωνία χωρίς τίμημα. Η καθολικότητα της επιστημονικής προόδου είναι προϋπόθεση του ανθρώπινου πολιτισμού και δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε ότι αποφέρει κέρδη.

Οι προσπάθειες από την πλευρά των υποστηρικτών της πανεπιστημιακής επιχειρηματικότητας και της κερδοφόρας αξιοποίησης των αποτελεσμάτων είναι πολύπλευρες και η προπαγάνδα τεράστια, τα οικονομικά κίνητρα χωρίς φειδώ, και επειδή η ιδέα της ιδιοκτησίας είναι κυρίαρχη στην κοινωνία μας σε βάρος της κοινοκτημοσύνης και της προστασίας του δημόσιου αγαθού κερδίζουν έδαφος οι δυνάμεις της απαλλοτρίωσης του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου της ανθρωπότητας μέσω της κατοχύρωσης της ευρεσιτεχνίας. Η αντίσταση στην μετατροπή των πανεπιστήμιων σε επιχειρήσεις έχει πάρει οργανωμένα χαρακτηριστικά αλλά δεν έχουμε προβάλει όλες τις πλευρές της επιχειρηματικότητας όπως είναι η δέσμευση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης μέσω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή γενικότερα η πνευματική ιδιοκτησία. Η εργασία αυτή φιλοδοξεί να συμβάλει σε αυτή την συζήτηση γιατί πιστεύουμε ότι είναι ανάγκη να διευρυνθεί μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο αλλά και εκτός αυτού στην κοινωνία.

Μεθοδολογία Αναμφισβήτητα η ιστορική εξέλιξη της επιστήμης, της επιστημονικής έρευνας

και των ανακαλύψεων συνδέεται στενά με το κοινωνικό σύστημα και τον τρόπο παραγωγής. Αυτή η αλήθεια αποτελεί τη βάση της μεθοδολογίας, που θα ακολουθηθεί στην παρούσα εργασία. Οι λόγοι που ώθησαν την επιστημονική έρευνα, οι μεταβολές στην οργάνωση της, και η ιδιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων θα παρουσιασθούν κριτικά, ώστε να φανεί αν ο ανταγωνισμός ή συνεργασία προωθούν την επιστημονική έρευνα και ποιοι κερδίζουν ή ωφελούνται από την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων. Θα παρουσιαστούν οι μεταβολές στον βαθμό προστασίας της «πνευματικής ιδιοκτησίας» ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών, που δείχνει και την υποκρισία στο δήθεν σεβασμό της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Η αλλαγή στη σύνθεση και τη δομή του ενεργητικού των μεγάλων πολυεθνικών και ομίλων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην συνεκτίμηση της απαλλοτρίωσης του

Page 172: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

172

κοινωνικού αγαθού της επιστήμης, μέσω των τεράστιων πακέτων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Οπότε θα αποδειχθεί ότι το σύστημα των πατεντών δεν προστατεύει τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών, αλλά αυξάνει την ισχύ και τα κέρδη των κεφαλαιοκρατών.

Θα δείξουμε ότι η επιστήμη και η παραγωγή νέας γνώσης είναι κοινωνική διαδικασία τόσο διαχρονικά όσο και από την πλευρά της τρέχουσας οργάνωσης της ερευνητικής εργασίας. Ως διαχρονική κοινωνικοποίηση θεωρώ την κληρονομιά των επιστημονικών ανακαλύψεων και θεωριών, που έχουν αναπτυχθεί ανά τους αιώνες Σήμερα η νέα γνώση παράγεται σε μεγάλα κρατικά ή ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια που συγκεντρώνουν εκατοντάδες ως χιλιάδες ερευνητές. Η οργάνωση της ερευνητικής εργασίας προσιδιάζει στην καπιταλιστική παραγωγή.

Θα παρουσιασθούν επιστημονικές αποδείξεις για την καθυστέρηση της ανάπτυξης των επιστημών και της τεχνολογίας από την όλο και αυστηρότερη προστασία των δέσμευσης όχι μόνο των επιστημονικών ανακαλύψεων αλλά και των επιστημονικών θεωρημάτων αλλά και ιδεών.

Και τέλος το κυριότερο ερώτημα είναι αν η κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας και ειδικά με την μονοπωλιακή μορφή που παρουσιάζεται σήμερα είναι σε όφελος της ανθρωπότητας ή η επιστήμη γίνεται εργαλείο ελέγχου και καταπίεσης της κοινωνίας. Η άποψη μας είναι ότι συμβαίνει το δεύτερο γι’ αυτό η εργασία φιλοδοξεί να συμβάλει στην διαμόρφωση διεκδικητικού πλαισίου που πρέπει να διαμορφώσει το πανεπιστημιακό κίνημα σε συντονισμό με τους εργαζόμενους, που είναι και οι τελικοί αποδέκτες των πολιτικών που εφαρμόζονται και στην επιστημονική έρευνα.

Κοινωνικές δομές και η επιστημονική έρευνα Η γνώση αρχικά και η επιστήμη αργότερα χρησιμοποιήθηκε από την άρχουσα

τάξη σε όλους του κοινωνικούς σχηματισμούς και τους αντίστοιχους τρόπους παραγωγής για τη διατήρηση της εξουσίας και την ένταση της εκμετάλλευσης, άρα είναι πολύ φυσικό η τάξη, που έχει εδραιώσει την εξουσία της να επιδιώκει την δέσμευση της επιστήμης και των αποτελεσμάτων της. Από την άλλη πλευρά οι αναδυόμενες τάξεις από την καταπίεση του προηγουμένου κοινωνικού συστήματος και των σχέσεων παραγωγής επιδιώκουν την απελευθέρωση της επιστήμης μαζί με την ανάληψη της εξουσίας. Επόμενα, ανάλογα με τη βαθμίδα της εξέλιξης της ιστορίας της ανθρωπότητας, διαμορφώνεται ο τρόπος αξιοποίησης των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων και το πλαίσιο ανάπτυξης της επιστήμης.

Πριν το τέλος του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα η επιστήμη βρισκόταν κάτω από το καθεστώς του αποκρυφισμού στην αναζήτηση των «Μυστικών της Φύσης».(David 2004) Η μεσαιωνική επιστημονική παράδοση βασιζόταν στην απαγόρευση της δημοσιότητας των επιστημονικών ανακαλύψεων και των φιλοσοφικών θεωριών για να μη γίνουν κτήμα του «βάρβαρου όχλου», ώστε να διατηρούν οι φεουδάρχες την εξουσία τους, που είχε καθαγιασθεί από τον Δημιουργό. Η επιβεβλημένη μυστικότητα ήταν πάρα πολύ αυστηρή ειδικότερα στους κύκλους των Αλχημιστών. Στον Μεσαίωνα δέσποζε ο σκοταδισμός, μέσω της υποταγής της επιστήμης στις θρησκευτικές δοξασίες και στα θεολογικά δόγματα και της καταδίωξης κάθε προσπάθειας αυθεντικής επιστημονικής έρευνας και δημιουργίας (βλ. Index, Ιερά Εξέταση, ο Giordano Bruno στην πυρά κλπ.)(Ιωαννίδης 2006). Πέραν των ιδεολογικών και πολιτικών λόγων η μυστικότητα σχετίζονταν και με το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Οι ανακαλύψεις νέων χωρών και νέων θαλάσσιων δρόμων κρατούνταν μυστικές για την

Page 173: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

173

επικράτηση στο εμπόριο. Παρόμοια οι μάστοροι των συντεχνιών κρατούσαν μυστικές τις τεχνικές τους ακόμη και όταν δεν επιβάλλονταν αυστηροί κανόνες για την διαφύλαξη των «μυστηρίων» των βιομηχανικών τεχνών.

Η επιστήμη εξελίχθηκε με πρωτόγνωρους ρυθμούς όταν ελευθερώθηκε από τον αποκρυφισμό του μεσαίωνα, και αυτό δεν έγινε τυχαία. Η Αναγέννηση αναδύεται στην Ιταλία κάτω από ένα ιδιόμορφο καθεστώς ολιγαρχικής διακυβέρνησης των ισχυρών πόλεων με κύρια πηγή πλούτου το εμπόριο. Ένα είδος πρώιμης αστικής τάξης ευνοεί την «ελεύθερη» ανάπτυξη των επιστημών, των καλών τεχνών και της φιλοσοφίας. Εκεί ιδρύονται τα πρώτα πανεπιστήμια (Accademia Secretorum Naturae[Napoli, 1589], Accademia dei Lincei [Roma, 1604]) που μεταφέρουν την επιστημονική δραστηριότητα από τις αυλές των αρχόντων σε τρόπον τινα «δημόσια ιδρύματα». Εδώ αρχίζουν τα πρώτα στάδια της «ελεύθερης» επιστήμης και αρχίζει μια σημαντική πρόοδος των επιστημών και των τεχνών, που δεν έγινε ομαλά, αλλά σε σύγκρουση με το παλιό σύστημα, και με την στήριξη της ανερχόμενης αστικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα συμβαδίζουν σε αυτή τη φάση με την ελεύθερη πρόοδο των επιστημών.

Πολύ χαρακτηριστικά ο Φ. Ένγκελς (Ενγκελς 1975) αναφέρει ότι «η αστική τάξη χρειαζόταν, για να αναπτύξει τη βιομηχανική της παραγωγή, μια επιστήμη για να εξακριβώσει τις ιδιότητες που έχουν τα φυσικά αντικείμενα και τους τρόπους που δρούσαν οι φυσικές δυνάμεις. Ως τότε, όμως, η επιστήμη ήταν η ταπεινή υπηρέτρια της εκκλησίας, δεν της είχε επιτραπεί να ξεπεράσει τους φραγμούς που έβαζε η πίστη και γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν καθόλου επιστήμη. Η επιστήμη στασίασε ενάντια στην εκκλησία. Η αστική τάξη δεν μπορούσε να κάνει δίχως επιστήμη και, γι’ αυτό, έπρεπε να προσχωρήσει και αυτή στη στάση».

Οι αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις στηρίζονται στην επιστήμη και την τεχνολογία, όπως είχε αναλυθεί από το Μαρξ που έγραφε: «Η ανάπτυξη του πάγιου κεφαλαίου δείχνει σε πιο βαθμό η γενική κοινωνική γνώση έχει γίνει άμεση παραγωγική δύναμη..»(Μαρξ, GRUNDISSE). Η γενική κοινωνική γνώση είναι η επιστημονική κληρονομιά της ανθρωπότητας που προέρχεται από την γενική εργασία. Στο ίδιο έργο γίνεται αποσαφήνιση της γενικής εργασίας που είναι «όλες οι ανακαλύψεις, όλες οι εφευρέσεις». Όμως ο καπιταλιστής εκμεταλλεύεται την «γενική κοινωνική γνώση» που ανήκει στην κοινωνία χωρίς ο ίδιος να καταβάλει τίμημα, όπως γράφει στο Κεφάλαιο: «Αν παραβλέψουμε την φυσική ύλη, μπορούν να ενσωματωθούν στο προτσές της παραγωγής, σαν συντελεστές μεγαλύτερης ή μικρότερης αποτελεσματικότητας φυσικές δυνάμεις που δεν στοιχίζουν τίποτα. Ο βαθμός αποτελεσματικότητας τους εξαρτιέται από μέθοδες και επιστημονικές προόδους που δεν στοιχίζουν τίποτε στον κεφαλαιοκράτη»(Μαρξ, Το Κεφάλαιο)

Τα τελευταία 20 χρόνια, η δραματική επέκταση των «δικαιωμάτων¨» στην πνευματική ιδιοκτησία συμβαδίζει με την φρενίτιδα της ιδιωτικοποίησης και της εμπορευματοποίησης των πάντων. Ο κύριος όγκος των πατεντών συγκεντρώνεται στις μεγάλες πολυεθνικές. Σήμερα η πατέντα κατέχει θέση κλειδί στο ενεργητικό των πολυεθνικών και ιδιαίτερα στους τομείς της φαρμακευτικής, βιοτεχνολογίας, και πληροφορικής.

Αν και δεν υπάρχουν συγκεντρωτικά ακριβή στοιχεία από τα επιμέρους συνάγεται μία χονδρική εκτίμηση του μεγέθους της συγκέντρωσης των πνευματικών «δικαιωμάτων». Στο τέλος του 1995, η μετοχική αξία των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ αναλογούσε στο 26% της τιμής κοινής αποδοχής. Το άϋλο ενεργητικό ήταν τριπλάσιο

Page 174: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

174

του υλικού(Perelman 2004). Βέβαια όλο το άϋλο ενεργητικό δεν αντιστοιχεί στα «Πνευματικά Δικαιώματα» αλλά ένα σημαντικό ποσοστό τα αντιπροσωπεύει.

Στον ΠΙΝΑΚΑ 1 φαίνεται η σύνθεση των επενδύσεων σε «άϋλο» και υλικό ενεργητικό πολύ μεγάλων και γνωστών Ιαπωνικών επιχειρήσεων κατά το οικονομικό έτος 2000. Παρατηρούμε ότι στις φαρμακευτικές και τις τηλεπικοινωνίες/παιχνίδια οι επενδύσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη (άϋλο) ξεπερνούν κατά πολύ τις επενδύσεις σε Εργοστάσια και Εξοπλισμό (υλικό). Ακόμη και στην αυτοκινητοβιομηχανία, που παράγει προϊόντα, που εμπεριέχουν πολύ πρώτη ύλη και δαπανηρές κατεργασίες οι επενδύσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη είναι υψηλότερες από ότι για Εργοστάσια και Εξοπλισμό. Πιθανά να υπάρχει υπερκοστολόγηση της Έρευνας και Ανάπτυξης αλλά η τάση είναι σαφής. Η σημασία των «άϋλων» επενδύσεων που στηρίζονται κυρίως στην απλήρωτη επιστημονική εργασία προηγούμενων εποχών ή επιστημόνων που εργάζονται στις εν λόγω εταιρείες η σε πανεπιστήμια ερευνητικά ινστιτούτα συνεργαζόμενα με τις εταιρείες γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Εκείνο που έχει αξία να τονιστεί ότι οι επενδύσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη σε όλες τις χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται κυρίως με κρατικές επιδοτήσεις ενώ οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πολύ καλά ότι η συμμετοχή των εταιρειών είναι υπερκοστολογημένη. Μια ακόμη απόδειξη ότι οι πατέντες προστατεύουν την ιδιοκτησία των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής χωρίς να τους ανήκει.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1:Επενδύσεις σε «άϋλο» και «υλικό» ενεργητικό κατά το οικονομικό έτος 2000 (Nagaoka 2005) Βιομηχανία Εταιρεία Ερευνα και

Ανάπτυξη (%) Διαφήμιση (%) Εργοστάσιο

& Εξοπλισμός (%)

Συνολικη επένδυση σε δισεκατ. Γιεν

Φαρμακευτικές Takeda 70.10 16.10 13.80 113.3 Eisai 75.90 12.40 11.70 61.3

Τηλεπικοινω-νίες/παιχνίδια

NTT 80.70 1.30 18.10 255.7

Square

74.30 11.80 13.80 19.6

Ηλεκτρονικά Toshiba 64.00 4.20 31.80 436.8 Fujitsu 67.30 4.80 27.90 488.6

Αυτοκινητο-βιομηχανία

Toyota 55.80 12.40 31.80 767.3

Mazda

49.90 15.80 34.30 137.4

Συνολική επένδυση= Έρευνα και Ανάπτυξη+ Διαφήμιση+ Εργοστάσιο και Εξοπλισμός

Πηγή: NEEDS (Nikkei Economic Electronic Databank System). Μεγάλες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν τεράστιους αριθμούς πατεντών, που παίζουν

σημαντικό ρόλο στην αύξηση των κερδών τους. Στην κορυφαία θέση βρέθηκε η IBM για 13ο συνεχόμενο έτος, αν και οι καινοτομίες που παρουσίασε το 2005 ήταν κατά 307 λιγότερες από το 2004. Η ΙΒΜ κερδίζει σήμερα πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως από το πακέτο πνευματικής ιδιοκτησίας της. Περίπου 100.000 πατέντες έχει υπό την κατοχή της η Philips Electronics, ολλανδικών συμφερόντων, τριπλασιάζοντας τον αριθμό των καινοτομιών σε περισσότερες από 3.000, ετησίως, μια εξέλιξη που την τοποθετεί σε άμεση ανταγωνιστική θέση με κορυφαίες εταιρείες του κλάδου υψηλής

Page 175: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

175

τεχνολογίας, όπως είναι η IBM.(Καθημερινή 2003) Οι εταιρείες αυτές κερδίζουν δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο από την εκμετάλλευση των πατεντών με την παραχώρηση δικαιωμάτων σε τρίτους. Τα κέρδη της Philips από αυτή την δραστηριότητα αυξάνουν κατά 10% ετησίως από τα μέσα της δεκαετίας το 90, που υιοθέτησε αυτή την πολιτική. Το σύνολο των εταιρειών, που παραχωρούν τα «δικαιώματα» εκμετάλλευσης των πατεντών σε τρίτους τους εξασφάλισαν για το 2000 κέρδη, της τάξεως των 100 δισ. ευρώ, έναντι των αντίστοιχων 15 δισ. ευρώ που είχαν καταγραφεί το 1990.

Ενώ ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι αδιαχώριστος από τη δέσμευση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης. μέσω των πατεντών η στάση όλων των ιμπεριαλιστικών κρατών δεν ήταν πάντα σταθερή υπέρ της σκληρής προστασίας της πατέντας. Αυτή καθορίζονταν από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της σχετικής τους θέσης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τις έξι πρώτες δεκαετίες του 19ου

Όμως όταν ωριμάζει ο καπιταλισμός, και ολοκληρώνεται η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε λίγες πολυεθνικές τότε τα πράγματα αλλάζουν παίρνουν μέτρα για την προστασία τους στον εσωτερικό και διεθνή ανταγωνισμό. Στο χώρο της πατέντας απαιτούν από τις πολιτικές ηγεσίες των μητροπολιτικών κέντρων, όπου εδρεύουν, τόσο με την εθνική νομοθεσία όσο και τις διεθνείς συμβάσεις να δεσμεύουν την επιστήμη και να ελέγχουν την εξέλιξή της. Στις ΗΠΑ μετά το τέλος της «χρυσής εποχής» που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εμφανίσθηκε έλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο οι μεγάλες αμερικάνικες επιχειρήσεις πίεζαν παρασκηνιακά και ανοιχτά τους πολιτικούς και πέτυχαν την καθιέρωση αυστηρότερης νομοθεσίας και διεθνών συνθηκών για την προστασία της «Διανοητικής (Πνευματικής) Ιδιοκτησίας». Όπως θα δούμε παρακάτω με την τρέχουσα νομοθεσία των ΗΠΑ μπορείς να πατεντάρεις από ιδέες, φυσικούς νόμους μέχρι και πλοκή θεατρικού έργου γνωστή εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η παγκόσμια επιβολή της προστασίας των κερδών των εταιρειών, που στηρίζονται στην κλοπή της παγκόσμιας επιστημονικής κληρονομιάς δεν γίνεται με την αγιαστούρα. Είναι χαρακτηριστική η φράση του υπουργού άμυνας επί Κλίντον σε ομιλία του προς τους εργαζόμενους της Μικροσόφτ το Φεβρουάριο του 1999 «Σημειώνω ότι η προκοπή εταιρειών όπως η Μικροσόφτ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις που έχουμε»(Perelman 2004).

αιώνα εταιρείες των ΗΠΑ δεν σέβονταν την πνευματική ιδιοκτησία και ήταν εναντίον της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας θεωρώντας το φεουδαρχικό κατάλοιπο, ενώ οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν διεθνή πνευματικά δικαιώματα (copyrights). Πριν μερικές δεκαετίες οι δυτικοί κατηγορούσαν τους Ιάπωνες ως αντιγραφείς της τεχνολογίας και είναι αλήθεια ότι επίσημα οι Ιαπωνικές εταιρείες και κυβερνήσεις αγνοούσαν όλες αυτές τις επιθέσεις αλλά και τις όποιες κυρώσεις αφού είναι γνωστό ότι στον καπιταλισμό το κέρδος καθορίζει τις συμπεριφορές και όχι κάποιες διαχρονικές αξίες, όπως υποκριτικά ισχυρίζονται οι απολογητές του.

Στα μέσα της δεκαετίας του 90, η Ιαπωνία έκανε γρήγορα βήματα στη σκλήρυνση της προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο συμφωνιών με τις ΗΠΑ (Structural Impediments Initiative) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Trade Related Intellectual Property Rights)(Nagaoka 2005). Οι κινήσεις αυτές αντανακλούσαν την νέα θέση της Ιαπωνίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, που έκανε τους ιθύνοντες πολιτικούς κύκλους να αναγνωρίσουν την τεράστια σημασία της εμπορευματοποίησης της επιστημονικής γνώσης σε όφελος των πολυεθνικών

Page 176: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

176

επιχειρήσεων τους. Για παράδειγμα πριν το 1993 η Ιαπωνική νομοθεσία δεν επέτρεπε την χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για λογισμικό όμως μετά το 2000 άλλαξε η νομοθεσία ώστε να ξεπεραστεί και αυτό το εμπόδιο.

Η ΕΕ, ακολουθώντας κατά βήμα τις ΗΠΑ, με επανειλημμένες αναθεωρήσεις οδηγιών επεκτείνει την κατοχύρωση της πατέντας σε όλους τους τομείς και ιδίως σε αντικείμενα που σχετίζονται με την απόλυτα εξαρτημένη από την επιστημονική έρευνα βιομηχανία (φαρμακευτική, βιοτεχνολογική, πληροφορικής). Η Σύμβαση για την χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας 2000, που πρέπει να κυρωθεί από τα κράτη μέλη μέχρι το 2007, «υιοθετεί τις διεθνείς εξελίξεις στο δίκαιο των ευρεσιτεχνιών» όπως εύσχημα ονομάζεται η προσαρμογή στην απαλλοτρίωση του κοινωνικού αγαθού των επιστημονικών ανακαλύψεων. Επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα πρόταση οδηγίας για την κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας λογισμικού, η οποία έτυχε εκτενών τροποποιήσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2003. Όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε έναν συμβιβασμό το 2004, ο οποίος θεωρείται από τους αντιστεκόμενους στην κατοχύρωση του δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για λογισμικό χειρότερος από την αρχική πρόταση. Και έχουν δίκαιο αφού οι πατέντες λογισμικού, που έχουν εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Γραφείο προσεγγίζουν τις 30.000.

Η διευρυμένη κοινωνικοποίηση της ερευνητικής εργασίας και η άμεση ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων.

Όλα τα ερευνητικά αποτελέσματα και οι καινοτομίες είναι θεμελιωμένες σε βάσεις, που αναπτύχθηκαν όταν η επιστήμη ήταν ελεύθερη και ανοιχτή, προσιτή στον κάθε ενδιαφερόμενο χωρίς τίμημα και χωρίς κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων και ευρεσιτεχνιών. Οι αρχές, που πυροδότησαν την τεράστια πρόοδο της επιστήμης μετά το 16ο

O Newton αναγνώριζε ότι «ανέβηκε ψηλά επειδή πάτησε στους ώμους γιγάντων». Ο Donald Knuth, ένας από τους πλέον καταξιωμένους επιστήμονες στο χώρο της πληροφορικής, δήλωσε ότι "Αν το 1980 υπήρχαν πατέντες στο λογισμικό, δεν θα ήμουν σε θέση να δημιουργήσω το ΤeΧ" [που χρησιμοποιείται από το 90% όλων των βιβλίων

αιώνα, ήταν η συνεργατικότητα και κοινοκτημοσύνη (communalism), η καθολικότητα (universalism), η πρωτοτυπία (originality), η αντικειμενική αλήθεια (disinterestedness), και η κριτική (scepticism) (Ziman 1994). Είναι όλες έντονα κοινωνικά φορτισμένες και κατακτήθηκαν με την στήριξη της ανερχόμενης αστικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα συμβάδιζαν με την ελεύθερη πρόοδο των επιστημών. Η συνεργατικότητα και κοινοκτημοσύνη της επιστήμης δείχνει το συνεργατικό χαρακτήρα της έρευνας σαν συνέχεια του έργου επιστημόνων και διανοητών προηγούμενων εποχών αλλά και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των συγχρόνων και ότι η εξέλιξη των επιστημών είναι μια κοινωνική διαδικασία. Καθολικότητα σημαίνει ότι στην επιστήμη έχουν θέση όλοι οι άνθρωποι άσχετα από φυλή, θρήσκευμα, φύλλο, οικονομικές δυνατότητες ή άλλα χαρακτηριστικά. Επίσης η καθολικότητα σημαίνει ανοιχτή πρόσβαση όλων στη γνώση, που εξασφαλίζεται με την πλήρη αποκάλυψη μέσω της δημοσίευσης όλων των θεωριών, των μεθόδων, των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων. Η ανοιχτή κοινοποίηση όχι μόνο των ανακαλύψεων αλλά και των διαδικασιών, που μας οδηγούν εκεί ανοίγει το δρόμο για την κριτική, τη δυνατότητα επανάληψης και σύγκρισης για την επαλήθευση, ώστε να προσεγγίσουμε την αντικειμενική αλήθεια. Η πρωτοτυπία της συμβολής του κάθε διανοούμενου και επιστήμονα είναι η Λυδία λίθος της αναγνώρισης, όπου βασίζεται η υπόληψη, η φήμη και η εκτίμηση από τους όμοιους του και την κοινωνία χωρίς όλα αυτά να έχουν σχέση με χρηματικές δοσοληψίες.

Page 177: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

177

και περιοδικών για μαθηματικά και φυσική], ούτε θα μπορούσα να φανταστώ ότι μπορώ να το δημιουργήσω, εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος. Η ανάπτυξη των επιστημών αποτελεί ζωντανό παράδειγμα αντι-ιδιοκτησιακής κοινωνικοποιημένης παραγωγής.

Ο σχετικός κατατεμαχισμός του ερευνητικού έργου και ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ ερευνητών με συμπληρωματικές ειδικεύσεις και συγκρότηση μεγάλων κοινοπραξιών θεωρείται προϋπόθεση για το τελικό ολοκληρωμένο ερευνητικό προϊόν. Επόμενα απαιτείται μια συλλογική προσπάθεια και συνεργασία που δείχνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της ερευνητικής εργασίας. Η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της εργασίας και την ιδιοποίηση του προϊόντος από το κεφάλαιο όχι μόνο οξύνεται αλλά διευρύνεται σε νέους χώρους. Πρόκειται για μηχανισμό απαλλοτρίωσης του έργου των μεγάλων και μικρών εργατών της επιστήμης που το κληροδότησαν στην κοινωνία και όχι στους απαλλοτριωτές και τις εταιρείες τους. Εκείνος που σήμερα πατεντάρει κώδικα κρυπτογραφίας, έχει πληρώσει πνευματικά δικαιώματα στον G. W. Hardy, που θεμελίωσε την θεωρία των αριθμών;

Οι πατέντες επιβραδύνουν την εξέλιξη της επιστήμης, της τεχνολογίας και απειλούν τον ανθρώπινο πολιτισμό αλλά και την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων γιατί είναι στην κατοχή των μονοπωλιακών ομίλων και δεν εξασφαλίζουν σε καμιά περίπτωση τα δικαιώματα ούτε καν των επιστημόνων που εργάσθηκαν για τις ανακαλύψεις αυτές. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι τα ερευνητικά έργα συνήθως στο μεγαλύτερο βαθμό χρηματοδοτούνται από το δημόσιο μέσω ερευνητικών προγραμμάτων στα οποία συμμετέχουν και οι ιδιωτικές εταιρείες που είναι κατά κανόνα και ο φορέας χρήστης δηλαδή αυτός που θα εκμεταλλευτεί τα αποτελέσματα τις έρευνας. Επόμενα η εξέλιξη των επιστημών είναι μια κοινωνική διαδικασία από όποια πλευρά και να εξεταστεί και είναι εντελώς φυσικό να θεωρείται η επιστήμη κοινωνικό αγαθό.

Για να δούμε τις επιπτώσεις θα δώσουμε μερικά πραγματικά εξωφρενικά παραδείγματα πατεντών, που δεν είναι οι εξαιρέσεις αλλά γίνονται κανόνας και δείχνουν το βαθμό του παραλογισμού του σημερινού συστήματος με την επέκταση της ερμηνείας των ορίων της πνευματικής ιδιοκτησίας. Μεγάλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας κυρίως στο χώρο της βιοτεχνολογίας και της φαρμακοβιομηχανίας προσπαθούν να επεκτείνουν το «πατεντάρισμα» σε είδη φυτών και ζώων με σκοπό να αποκτήσουν δικαιώματα ιδιοκτησίας στη Φύση και βέβαια να αποκομίσουν τεράστια οικονομικά οφέλη πουλώντας στη συνέχεια το δικαίωμα χρήσης και καταδικάζοντας εκατομμύρια ανθρώπων στη πείνα, τη δυστυχία, αφού μπορούν να καθορίζουν μονοπωλιακά τις τιμές των προϊόντων. Πολλές πατέντες υπερβαίνουν τα όρια του παραλογισμού και δείχνουν πόσο επικίνδυνο είναι το σύστημα για την ανθρωπότητα.

Αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η Μοσαντο (Γεωργοπούλου 2006) και η Rice Tec (Clement 2004) διεκδικούν δικαιώματα ιδιοκτησίας σε ένα είδος χοίρου και ένα είδος ρυζιού αντίστοιχα, τα οποία έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα αντίστοιχα είδη που για αιώνες μπορούσε κανείς να βρει σε πολλά αγροτικά νοικοκυριά ανά τον κόσμο. Αν τα καταφέρουν να τελεσιδικήσουν, θα ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή χοιρινών και ρυζιού, θα καταδικάσουν εκατομμύρια αγρότες στην πτώχευση και πολύ περισσότερους ανθρώπους στην πείνα κυρίως σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Δεν πρόκειται για μοναδικές περιπτώσεις. Μέσα στο 2005, εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Γραφείο 100 πατέντες που αφορούσαν στοιχεία φυτών, 40 που αφορούσαν ζώα και 200 που αφορούσαν ανθρώπινα γονίδια, περισσότερες από ποτέ μέσα σε ένα χρόνο (Γεωργοπούλου 2006).

Page 178: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

178

Το 2005 σε μία πατέντα κατοχυρώθηκε η αξίωση ότι με τη χρήση ενός υπολογιστή μπορεί να λυθεί κάθε πρόβλημα βελτιστοποίησης (Andrews 2006). Στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσε μια πολύ γνωστή στατιστική διαδικασία για να λύσει το πολύ γνωστό πρόβλημα βελτιστοποίησης των ταξιδιών του πλανόδιου εμπόρου για το οποίο έχουν γραφεί χιλιάδες επιστημονικές εργασίες. Ένας πολέμιος του συστήματος της πνευματικής ιδιοκτησίας πέτυχε να κατοχυρώσει με πατέντα τους νόμους του Kirchoff που χρησιμοποιούνται από το 1845 για την επίλυση ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Αν ένας ιδιώτης με περιορισμένα οικονομικά μπορεί να κατοχυρώσει δικαίωμα σε φυσικούς νόμους γνωστούς από εκατοντάδες χρόνια, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι μπορούν να δεσμεύσουν μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν σημαντικά κονδύλια για την επίτευξη τεράστιων κερδών από τον χειρισμό του συστήματος της πατέντας. Ο Andrew Knight το 2003 κατέθεσε πατέντα για την πλοκή μυθιστορήματος, που τα βασικά του στοιχεία ήταν γνωστά από αιώνες.

Γίνεται φανερό πως το σύστημα της πατέντας μπορεί να παρεμποδίσει ή να παγώσει την έρευνα και τις τέχνες αφού οι ιδιοκτήτες των πατεντών μπορούν να απαγορεύσουν ή να χρεώνουν υπέρογκα ποσά για την χρήση ενός φυσικού νόμου ή μιας πολύ γνωστής ιδέας επειδή την έκαναν ιδιοκτησία τους. Υποστηρίζεται ότι το σύστημα των πατεντών έχει εξελιχθεί σε ανελέητο δικαστικό κυνήγι παραβατών αντί να προωθεί την επιστήμη και να παράγει τεχνολογία.

Το ότι η απαγόρευση χρήσης προηγούμενων επιστημονικών ανακαλύψεων επειδή «προστατεύονται» από τα δεσμά της πατέντας απειλεί την επιστημονική εξέλιξη δεν στηρίζεται μόνο στον κοινό νου, αλλά υπάρχουν και επιστημονικές έρευνες που το αποδεικνύουν. Οι Bessen και Maskin (2000) διαπίστωσαν μια στατιστική συσχέτιση μεταξύ της διάδοσης των πατεντών στις Η.Π.Α. και μια ύφεση της καινοτομίας στο λογισμικό. Συγκεκριμένα, μεταξύ του 1987 και του 1994, η κατοχύρωση πατεντών για λογισμικό έφτασε το 195%, εν τούτοις η χρηματοδότηση για R&D από εταιρίες μειώθηκε κατά 21% στις βιομηχανίες αυτές ενώ αυξήθηκε κατά 25% για τη βιομηχανία σαν σύνολο. Ενώ είναι γνωστό ότι η βιομηχανία λογισμικού γνώρισε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όταν δεν είχαν προσαρμοσθεί οι νομοθεσίες για την διεκδίκηση και εξασφάλιση δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας στο λογισμικό μέσω πατεντών.

Το σύστημα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζει μόνο τον απόλυτο μονοπωλιακό έλεγχο της εξέλιξης της επιστήμης από τους πολυεθνικούς ομίλους των εταιριών υψηλής τεχνολογίας. Τυπικά όλοι έχουν την δυνατότητα να καταθέσουν αίτηση για την κατοχύρωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας αλλά όσο πιο ώριμο είναι το σύστημα τόσο μεγάλα είναι τα έξοδα. Από τις αποδεκτές πατέντες ένα 10% αποδεικνύεται χρήσιμο άρα μόνο μεγάλες εταιρείες που χειρίζονται μεγάλα πακέτα μπορούν να σηκώσουν τέτοιο βάρος. Επειδή δε ο αριθμός των πατεντών είναι τεράστιος και υπάρχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη συνήθως οι διαφορές λύνονται στα δικαστήρια. Όμως ποιος ανεξάρτητος δημιουργός ή μικρή εταιρεία τολμάει να αντισταθεί όταν στις ΗΠΑ το κόστος μιας δικαστικής διαμάχης για τους δύο διαδίκους κυμαίνεται από 1 έως 5 εκατομμύρια δολάρια. Στις αρχές της δεκαετίας του 90 εκτιμάται ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός για δικαστικά έξοδα της Intel ανέρχονταν στο ποσό των 100 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο σήμερα έχει αυξηθεί σημαντικά.

Εταιρείες όπως οι Νike, Microsoft, και Pfizer πουλούν τα προϊόντα τους σε τιμές πολύ πάνω από το κόστος και έχουν τεράστια κέρδη επειδή το σύστημα προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων και ευρεσιτεχνιών τους εξασφαλίζει μονοπωλιακή θέση

Page 179: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

179

στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και αγορών. Η νομική κατοχύρωση της ιδιωτικής πνευματικής ιδιοκτησίας είναι η νομική έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας στα σύγχρονα «άυλα» μέσα παραγωγής (Ρούσης 2005). Όμως σήμερα και τα «υλικά» μέσα παραγωγής ενσωματώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό επιστημονική γνώση, γι’ αυτό η μονοπωλιακή κατοχύρωση της ιδιοκτησίας στα σύγχρονα μέσα παραγωγής δεν γίνεται μόνο στον κλάδο του λογισμικού αλλά και σε παραδοσιακούς κλάδους βιομηχανικής παραγωγής εξελισσόμενους τεχνολογικά με ταχύτατους ρυθμούς , όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.

Η δεσμευμένη έρευνα στα πανεπιστήμια. Το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας που γίνεται σε

πανεπιστήμια και κρατικά ερευνητικά κέντρα άνοιξε ο νόμος Bayh-Dole (1980) στις ΗΠΑ. Ο νόμος αυτός κατευθύνει τα αμερικάνικα πανεπιστήμια να κατοχυρώνουν τις ανακαλύψεις τους με διπλώματα ευρεσιτεχνίας τις οποίες εκμεταλλεύονται εμπορικά. Όπως φαίνεται στον ΠΙΝΑΚΑ 2, τα έσοδα από πατέντες των 5 από μεγαλύτερα και διασημότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ είναι πολύ μικρά σε σχέση με το σύνολο των εσόδων τους ενώ στα υπόλοιπα είναι μηδενικό. Επόμενα ας μην περιμένουμε να βελτιωθούν τα οικονομικά των πανεπιστημίων με την εκμετάλλευση των πατεντών όπως υποστηρίζουν οι καλοθελητές, αφού στα περισσότερα ερευνητικά έργα ο φορέας χρήστης είναι αυτός που δικαιούται και το κυριότερο έχει τα μέσα να εκμεταλλευτεί τα ερευνητικά αποτελέσματα. Είναι η καλοστημένη προπαγάνδα των πολυεθνικών για να στρατολογήσουν το πανεπιστημιακό κατεστημένο στα εγκλήματα που διαπράττουν σε βάρος της ανθρωπότητας για να κερδίζουν δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο μέσω της πατέντας ενός φάρμακου, ή ενός σπόρου, ενώ θα μπορούσαν να γλιτώσουν από τις ασθένειες, το θάνατο ή την πείνα εκατομμύρια άνθρωποι. Εκείνο που δεν φαίνεται στον πίνακα είναι πόσες πατέντες κατοχύρωσαν οι πολυεθνικές και πόσα κέρδισαν από την δουλειά των ερευνητών στα πανεπιστήμια.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΕΣΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΤΩΝ ΗΠΑ (εκατομμύρια δολάρια) (Benkler 2004) Πανεπιστήμιο Σύνολο Από πατέντες Κρατικά ερευνητικά

Προγράμματα

Όλα τα πανεπιστήμια

227.000 1.270 31.430

Παν. Καλιφορνίας 14.166 81 2.372 Χάρβαρντ 2.473 48 416 Στανφορντ 3.475 43 860 Παν. Μινεσότα 1.237 39 324 Φλόριντα (κρατ.) 2.646 36 238 Cal Tech 531 27 268

Από το 1980 και μετά νομικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις διεύρυναν την

προστασία των πατεντών και αυτή η τάση πέρασε σε διεθνές επίπεδο μέσω των εμπορικών συμφωνιών. Εξασκείται μία πίεση στους πανεπιστήμια και στους πανεπιστημιακούς είτε διοικητικά είτε μέσω κινήτρων για την στροφή στην επιχειρηματικότητα και ειδικά στην κατοχύρωση της ιδιοκτησίας της γνώσης με πατέντες (Kirby et al 2006, Renault 2006)

Page 180: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

180

Δεν πρόκειται για εμπορευματοποίηση της γνώσης, αλλά μετατροπή των πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων δημόσιων και ιδιωτικών σε μοντέρνα «εργοστάσια» παραγωγής νέων τεχνολογικών προϊόντων. Σαν πρώτη ύλη αναλώνεται η επιστημονική γνώση που παρήγαγαν οι επιστήμονες ανά τους αιώνες αφού ουσιαστικά δεν χρηματοδοτείται πλέον η βασική έρευνα και μετατρέπεται σε προϊόν κατά παραγγελία με βάση την ερευνητικό έργο (πρόγραμμα)που αναλαμβάνει εργολαβικά η ερευνητική ομάδα. Όχι μόνο δεν πληρώνεται η «πρώτη ύλη», το έργο επιδοτείται με δημόσιο χρήμα και οι συνθήκες απασχόλησης των ερευνητών θυμίζουν σύγχρονο κάτεργο, όμως ο «φορέας χρήστης» έχει όλα τα δικαιώματα για την εκμετάλλευση του προϊόντος. Χτίζεται ένα σύστημα ιδιοποίησης του κοινωνικού επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου μέσω των πανεπιστημίων.

Και το χειρότερο, το παραγόμενο ερευνητικό προϊόν με την κατά παραγγελία έρευνα δεν βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων αφού παρά την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας και την αύξηση του όγκου της παραγωγής σε όλο το εύρος της οικονομίας η ανεργία αυξάνει, καταργούνται εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα το άγχος και η ανασφάλεια του σύγχρονου εργαζόμενου δεν έχουν προηγούμενο. Ταυτόχρονα έχουμε έξαρση των κατακτητικών πολέμων με όπλα υψηλής τεχνολογίας. Αποκλεισμό μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας από την πρόσβαση στην υγεία με την εγκληματική κατοχύρωση των «πνευματικών δικαιωμάτων» από τις πολυεθνικές. Αν ήταν ελεύθερη η επιστημονική γνώση θα μπορούσαν οι αναπτυσσόμενες χώρες να παράγουν τα αντίστοιχα φάρμακα με πολύ μικρό κόστος.

Η αντίσταση κατά της πατέντας Πολλοί επιστήμονες και ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες είτε ατομικά είτε

συλλογικά αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Αρθρογραφούν, συγκροτούν συλλογικότητες ή με άλλες μορφές προσπαθούν να κινητοποιήσουν συναδέλφους ή να επικοινωνήσουν με την κοινωνία για να δείξουν την επίδραση του συστήματος της πατέντας στην επιστήμη και την κοινωνία. Υποστηρίζουν μορφές κοινής παραγωγής (peer production) και αναδεικνύουν την βάσεις της κοινοκτημοσύνης(commons-based) (Benkler 2004) και της ελεύθερης-ανοιχτής (open-science) (David 2004, Lakhani et al 2006) επιστήμης, που συντέλεσαν στην τεράστια πρόοδο. Μια ερευνητική εργασία (Lakhani et al 2006) δείχνει την υψηλή αποτελεσματικότητα στην εύρεση της καλύτερης λύσης σε επιστημονικά προβλήματα όταν ανακοινώνεται το πρόβλημα σε πολλούς ερευνητές ή ομάδες ερευνητών ανά τον κόσμο, που δεν λύθηκαν στο εσωτερικό κάποιας εταιρείας, ινστιτούτου ή πανεπιστημίου. Η πολύ ενδιαφέρουσα δημοσίευση (Benkler 2004) παραθέτει παρά πολλά παραδείγματα συλλογικών ερευνητικών έργων, που βασίζονται στην εθελοντική εργασία χιλιάδων επιστημόνων ανά τον κόσμο (peer production) και στα αποτελέσματα τους έχουν ανοιχτή πρόσβαση όλοι γιατί δεν ανήκουν σε κανέναν, ούτε σε επιχείρηση, ούτε στην συλλογικότητα που τα παρήγαγε (nonproprietary production), όπως ανοιχτό λογισμικό (Linux), η Wikipedia (ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια διαθέσιμη στο δίκτυο που γράφεται από΄20.000 εθελοντές), βάσεις δεδομένων με πληροφορίες βιοτεχνολογίας, εθελοντική προσφορά 572.000 υπολογιστών από 272.000 χιλιάδες επιστήμονες για την προσομοίωση της αναδίπλωσης της πρωτεΐνης και άλλα παραδείγματα που δείχνουν την δύναμη της συλλογικής και εθελοντικής προσπάθειας.

Ο τίτλος του δημοσιεύματος του Science (Kintisch 2005): “A’Robin Hood’ Declares War on Lucrative U.S. Patents”, μπορεί να φαντάζει υπερβολικός, όμως ο

Page 181: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

181

δικηγόρος Dan Ravicher δείχνει ότι έχει κατανοήσει την ζημιά, που προκαλεί το σύστημα της κατοχύρωσης των ευρεσιτεχνιών, στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Έχει αποκαλύψει τις κομπίνες μεγάλων επιχειρήσεων όπως Pfizer, Microsoft και πανεπιστημίων όπως το Columbia University με τις οποίες επεκτείνουν την ισχύ των πλέον χρυσοτόκων πατεντών πέραν των 20 ετών, που είναι το προβλεπόμενο χρονικό όριο. Για παράδειγμα αποκάλυψε ότι η καινούργια πατέντα της Pfizer το 1999 δεν είχε καμιά ουσιαστική διαφορά ως προς τις προηγούμενες αλλά κατατέθηκε για να επεκτείνει την διάρκεια ισχύος της πατέντας για το αντιχοληστερηνικό σκεύασμα Lipitor το οποίο της αποφέρει 12 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο και να απαγορέψει άλλες εταιρείες από την παραγωγή αντίστοιχων πολύ φθηνότερων φαρμάκων (generics).

Ένα άλλο δίκτυο επιστημόνων το Scientists for Global Responsibility (SGR) προτείνουν πρακτικές και κανόνες για την διεύρυνση των ορίων της ανοιχτής και ελεύθερης επιστημονικής έρευνας όπως διαφάνεια στην διαδικασία κατά την διάρκεια διεξαγωγής του ερευνητικού έργου και όχι απλά δημοσίευση των αποτελεσμάτων, αλλά διαφάνεια στην υποβολή προτάσεων και δημόσια κριτική. Επίσης προτείνουν να διευρυνθεί και να είναι διαφανές το σύστημα των κριτών για τις επιστημονικές δημοσιεύσεις με την ανακοίνωση των ονομάτων των κριτών και την αποδοχή μη ειδικών κριτών εκπροσώπων της κοινωνίας για την εξασφάλιση των κοινωνικών συμφερόντων από την εξέλιξη της επιστήμης.

Στην ελληνική έκδοση της Wikipedia αναφέρονται πάνω από 15 συλλογικότητες με μια πολυμορφία οργάνωσης που αντιστέκονται στην καθιέρωση της πατέντας στο λογισμικό. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση που είναι και ευρύτερα γνωστή είναι η συγκέντρωση περίπου 300.000 υπογραφών από την Ευρωπαϊκή εκστρατεία κατά των πατεντών (EU campaign NoEpatents), μια απ' τις μεγαλύτερες εκστρατείες που έγιναν ποτέ.

Παρά την αποσπασματικότητα και την έλλειψη συντονισμού των συλλογικοτήτων και της ατομικής αντίστασης στην απαλλοτρίωση της επιστήμης για την κερδοφορία είναι φανερό ότι υπάρχουν δυνάμεις στοn επιστημονικό κόσμο, που αμφισβητούν σοβαρά το σημερινό μοντέλο ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας. Πολλοί από αυτούς δεν προσεγγίζουν τα αίτια ή δεν παλεύουν για άλλο σύστημα κοινωνικοποιημένης αξιοποίησης των επιστημονικών ανακαλύψεων, όμως η εκδήλωση της αντίστασης δείχνει ότι πολλοί επιστήμονες ασφυκτιούν μέσα στο σημερινό σύστημα ανάπτυξης της επιστήμης.

Για την απελευθέρωση της επιστήμης από τα μονοπωλιακά δεσμά. Η συγκέντρωση τεράστιων αποθεμάτων επιστημονικής γνώσης, που

δημιουργήθηκε από διανοητές και επιστήμονες ανά τους αιώνες χωρίς κανένα κίνητρο κέρδους αλλά για την χαρά της δημιουργίας, συμβολή στην ανθρώπινη πάλη για ανακαλυφθούν οι νόμοι της φύσης και της κοινωνίας, να καταπολεμηθεί ο φόβος του αγνώστου, ανήκουν στην ανθρωπότητα και η δέσμευση-ιδιωτικοποίηση μέσω της πατέντας αποτελεί έγκλημα σε βάρος της κοινωνίας και όχι απλά αντικοινωνική συμπεριφορά. Η επιστήμη και η τεχνολογία οφείλει την τεράστια ανάπτυξη στη ανατροπή του μυστικισμού της επιστήμης δεν μπορεί σήμερα να γυρίζουμε πίσω με ρήτρες εμπιστευτικότητας και απαγόρευση της δημοσίευσης.

Η αντίθεση μας στην εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της επιστήμης δεν σημαίνει ότι ζούμε στον χρυσελεφάντινο πύργο της «καθαρής» επιστήμης και ασχολούμαστε αποκλειστικά με την βασική έρευνα. Η βασική και εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα είναι βασικός μοχλός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων

Page 182: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

182

και συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Όμως αποδεικνύεται ότι η συγκέντρωση και ο μονοπωλιακός έλεγχος της επιστήμης είναι αντίθετος με την ελεύθερη εξέλιξη των επιστημών και την ακαδημαϊκή ελευθερία και το σημαντικότερο αποκλείει την τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας από τα αγαθά των επιστημονικών ανακαλύψεων ή ακόμη χειρότερα χρησιμοποιείται η επιστήμη εναντίον τους. Οι ερευνητές έχουν υποχρέωση να συμβάλλουν στη κοινωνική πρόοδο την λύση των κοινωνικών, οικονομικών τεχνολογικών, και περιβαλλοντικών προβλημάτων αλλά η ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας συμβάλει στην ανεργία, τη φτώχεια, την γκετοποίηση, τον αποκλεισμό από τη θεραπεία ασθενειών, την απελπισία, την χειραγώγηση και τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών. Οι οικονομικοί και ταξικοί φραγμοί υπήρχαν και υπάρχουν, όμως με την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της επιστήμης, που είναι κοινωνικό αγαθό, το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια, την εξουσία και τη δημοκρατία διευρύνεται τα τείχη γίνονται ψηλότερα.

Στη χώρα μας δεν είναι διευρυμένη η κατάθεση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας γιατί δεν έχουμε μεγάλες επιχειρήσεις βασισμένες στην παραγωγή και εκμετάλλευση νέας τεχνολογίας και επιστημονικών ανακαλύψεων αιχμής. Ούτε και τα πανεπιστήμια μας έχουν μηχανισμούς για την προώθηση της πατέντας ακόμη. Όμως γίνεται σημαντική προσπάθεια τόσο από τον ελληνικό Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (OBI), την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, τα Επιστημονικά Πάρκα, το Υπουργείο Παιδείας και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να αλλάξει η στάση των επιστημόνων απέναντι στην ιδιωτική εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, που διεξάγεται στα πανεπιστήμια με δημόσια χρηματοδότηση είτε αυτή προέρχεται από εθνικά είτε ευρωπαϊκά προγράμματα. Δεν πρέπει να περιμένουμε για να αντισταθούμε όταν θα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Εξάλλου οι Έλληνες ερευνητές εργαζόμαστε στο διεθνές περιβάλλον και το ισχυρό κίνημα αντίστασης στης ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πανεπιστημίων είναι μια βάση για την διαμόρφωση ενός πλαισίου αντίστασης στην ιδιωτική εκμετάλλευση της κοινωνικά αναπτυσσόμενης επιστήμης

Διαμόρφωση ενός αντι-ιδιοκτησιακού πλαισίου ανάπτυξης της επιστήμης, που να ξεπερνάει το σημερινό σύστημα αξιών αλλά έχει βαθειά κοινωνική αγκύρωση, αφού εμμένουμε ότι επιστήμονες αξιολογούνται και λογοδοτούν στην κοινωνία και όχι στις εταιρείες. Για το άνοιγμα ενός διαλόγου στο καίριο ζήτημα του ελέγχου της επιστήμης και της ιδιοκτησίας των επιστημονικών ανακαλύψεων προτείνονται αρχές και αιτήματα για διεκδίκηση από το πανεπιστημιακό κίνημα:1. Η καλλίτερη προστασία των επιστημονικών ανακαλύψεων εξασφαλίζεται με την πλήρη απελευθέρωσή της επιστήμης από τα δεσμά της πατέντας. 2. Tα αποτελέσματα της έρευνας αποτελούν κοινωνικό κτήμα, είναι στη διάθεση της κοινωνίας χωρίς διακρίσεις, δεν πατεντάρονται ούτε πουλιόνται και αγοράζονται, δημοσιεύονται και δεν προστατεύονται από συμβάσεις εμπιστευτικότητας. 3. Κατάργηση της νομοθετικής ρύθμισης που προβλέπει και ενισχύει την ίδρυση spin-off εταιρειών από μέλη ΔΕΠ. 4. Στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ινστιτούτα δεν χωράει εμπιστευτική έρευνα. Οι πρυτανικές αρχές και οι διοικήσεις των ινστιτούτων να μην υπογράφουν καμία σύμβαση αν δεν εξασφαλίζεται η ελεύθερη δημοσίευση όλων των ερευνητικών αποτελεσμάτων και αν προβλέπεται υποχρεωτική κατάθεση πατεντών.

Τα παραπάνω δεν περιορίζονται μόνο στα πανεπιστήμια και τα δημόσια ερευνητικά ινστιτούτα αλλά είναι θέμα του κοινωνικού και πολιτικού κινήματος να τα επιβάλει και στον ιδιωτικό τομέα ώστε η έρευνα και οι επιστημονικές ανακαλύψεις να συμβάλουν στην ευημερία και τον πολιτισμό των πολλών και όχι στα κέρδη και την

Page 183: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

183

εξουσία των απαλλοτριωτών της επιστήμης, που είναι κοινωνικό αγαθό. Οι όποιες επιμέρους διεκδικήσεις δεν μπορούν να λύσουν την βασική αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη επιστήμη και τον μονοπωλιακό έλεγχο της και την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της έρευνας, που αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες στην παρεμπόδιση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και ιδιαίτερα του ανθρώπινου δυναμικού. Η λύση της αντίφασης με την κοινωνικοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και των μέσων παραγωγής μπορεί να αλλάξει τις συνθήκες εξέλιξης και να απελευθερώσει την επιστήμη δίνοντας νέα δυναμική στις παραγωγικές δυνάμεις με άλλη κατεύθυνση και σε ανώτερο ποιοτικά επίπεδο.

Βιβλιογραφία

Andrews Lori, Paradise Jordan, Holbrook Timothy, Bochneak Danielle, “When Patents Threaten Science”, Science

Benkler Y., “Commons-Based Strategies and the Problems of Patents”, Science 20 August 2004, Vol. 305 pp 1110-1111

1 December 2006 314: 1395-1396

Bessen και Maskin “Sequential Innovation, Patents, and Imitation”, Working paper, Department of Economics, MIT, 2000 Clement Matthew, “Rice Imperialism: The Agribusiness Threat to Third World Rice Production”, Monthly Review, February 2004 Γεωργιοπούλου Tανιας, «Πατέντα Monsanto στη Φύση Η εταιρεία διεκδικεί την «ιδιοκτησία» ενός χοίρου που εκτρέφεται σε πάνω από 160 χώρες

David P.A, “From keeping “Nature’s Secrets” to the Institutionalization of “Open Science”, in CODE Cambridge MA, MIT Press, 2004

», Καθημερινή, Ιανουάριος 2006

Ένγκελς, Φ.: Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός. 2η

Ιωαννίδης Κυριάκος, “Ο ταξικός χαρακτήρας της επιστήμης και οι αναδιαρθρώσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση”, 2006

έκδοση. Αθήνα, Θεμέλιο, 1975, σ. 32.

Καθημερινή, «Ρεκόρ για τη Philips», Δεκέμβρης 2003. Kintisch Eli, “DAN RAVICHER PROFILE: A ’Robin Hood’ Declares War on Lucrative U.S. Patents”, Science, Vol.309, Issue 5739, 26 August 2005. Kirby David A., “Creating Entrepreneurial Universities in the UK: Applying Entrepreneurship Theory to Practice”, Journal of Technology Transfer, 31, 599-603, 2006. Lakhani Karim R., Jeppesen Lars Bo, Lohse Peter A. &. Panetta Jill A, “The Value of Openness in Scientific Problem Solving”, October 2006. Μαρξ Κάρλ, GRUNDISSE, Τόμος Β’, σελ 539, Στοχαστής Μαρξ Κάρλ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Β’, σελ 355, Σύγχρονη Εποχή. Nagaoka Sadao, “Determinants of high-royalty contracts and the impact of stronger protection of intellectual property rights in Japan”, J. Japanese Int. Economies 19 (2005) 233–2546 ΟΒΙ, Ετήσια Έκθεση πεπραγμένων του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, 2005

Page 184: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

184

Perelman Michael, “The Political Economy of Intellectual Property”, Monthly Review, February 2004 Renault Catherine, “Academic Capitalism and University Incentives for Faculty Entrepreneurship”, Journal of Technology Transfer, 31, 227-239, 2006. Ρούσης Γιώργος, «Σύγχρονη Επαναστατική Διανόηση», Εκδόσεις Γκοβόστη, 2005 SGR, Scientists for Global Responsibility, http://www.sgr.org.uk/SciencePolicy/OpenScience.html Ziman John, “Prometheus Bound: Science in a Dynamic Steady State”, Cambridge University Press, 1994 Wikipedia, http://wikipedia.org

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ των Μανώλη Δαφέρμου και Ραφίκ Σάαντ (Λίβανος)

Επιστημονικοτεχνική, κοινωνική και ηθική πρόοδος Ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί γύρω από το πρόβλημα της συσχέτισης

επιστήμης και ανθρωπισμού ανέδειξε την ύπαρξη αλληλοαποκλειόμενων απόψεων και προσεγγίσεων. Οι απόψεις αυτές μορφοποιούνται συχνά σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα τα οποία συσπειρώνουν επιστήμονες, διανοούμενους και κοινωνικούς παράγοντες. Στα στρατόπεδα των «ορθολογιστών», τεχνοκρατών και πραγματιστών αφενός και των ηθικολόγων, «ανθρωπιστών» και «ρομαντικών» αφετέρου. Η πόλωση που παρατηρείται γύρω από το εν λόγω ζήτημα αντανακλά τον αντιφατικό χαρακτήρα του ίδιου του αντικειμένου, αλλά και την όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ αντιτιθέμενων κοινωνικών δυνάμεων και τάσεων της ιστορικής ανάπτυξης.

Η επιστημονικοτεχνική πρόοδος άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την άμεση φυσική εξάρτηση και συνέβαλε στη δημιουργία τεράστιων δυνατοτήτων μετασχηματισμού του φυσικού περιβάλλοντος. Όμως σε συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής η φύση αντιμετωπίζεται καθαρά εργαλειακά, ως απλό μέσο, ως εργαλείο για εύκολη κερδοφορία. Αυτή η αρπακτική, χρησιμοθηρική σχέση της κοινωνίας απέναντι στη φύση οδηγεί στην καταστροφή των ίδιων των βιολογικών προϋποθέσεων ύπαρξης της κοινωνίας, απειλεί να εξαφανίσει την ανθρωπότητα (οικολογική καταστροφή).

Η επιστημονικοτεχνική πρόοδος ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία αφθονίας υλικών αγαθών και τη λήξη του αγώνα για την εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων για τη βιολογική επιβίωση των ανθρώπων. Όμως η ειρωνεία της ιστορίας έγκειται στο γεγονός ότι αυτές οι τεράστιες δυνατότητες δεν χρησιμοποιούνται ως μέσο για την εξάλειψη της πείνας, για τη θεραπεία των διάφορων ασθενειών, για το ξεπέρασμα της φτώχιας και αθλιότητας στις οποίες είναι καταδικασμένα εκατομμύρια ανθρώπων στον πλανήτη μας, αλλά ως μέσο για τη δημιουργία όπλων μαζικής καταστροφής τα οποία σπέρνουν το θάνατο και τον όλεθρο. Την ίδια στιγμή που η πληροφορική παρέχει τη δυνατότητα ανάπτυξης πολλαπλών μορφών επικοινωνίας, όλο και περισσότερο δυναμώνει η εξατομίκευση της κοινωνίας, η αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους. Το φαινόμενο της μοναξιάς και οι ψυχικές διαταραχές που συνδέονται μ' αυτό είναι μία ακόμη πτυχή της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Ο καταναλωτικός παράδεισος, το καύχημα της «οικονομίας της αγοράς» αποτελούν φτηνό υποκατάστατο της έλλειψης ιδανικών, της πνευματικής και πολιτιστικής φτώχιας των μικροαστών. Η έλλειψη κοινωνικού ιδανικού, η

Page 185: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

185

απώλεια του νοήματος της ζωής οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών, στην εξάπλωση της βίας και της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα στη νεολαία, η οποία σαν βαρόμετρο αντανακλά την παρακμή της κοινωνίας.

Μ' άλλα λόγια, η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην επιστημονικοτεχνική, ηθική και κοινωνική πρόοδο δεν είναι μια σχέση μονοσήμαντου και ευθύγραμμου καθορισμού, αλλά μια σύνθετη και αντιφατική αλληλεπίδραση. Ιστορικά διαμορφώθηκαν δύο βασικές προσεγγίσεις οι οποίες απολυτοποιούν τη μία ή την άλλη πλευρά αυτής της αλληλεπίδρασης: η θετικιστική-αντικειμενιστική και η ανθρωπολογική-υποκειμενιστική προσέγγιση.

Τα ιδεολογήματα του θετικισμού και της τεχνοκρατίας

Οι θετικιστές καθοδηγούμενοι από την αρχή «επιστήμη για την επιστήμη» εξετάζουν την επιστημονική έρευνα ως σφαίρα της «καθαρής», «αντικειμενικής» γνώσης η οποία αντανακλά το «ον» σε αντιπαράθεση με το «δέον». Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση η επιστήμη πρέπει ολοκληρωτικά να απελευθερωθεί από τα αισθήματα, τις πεποιθήσεις, τις αναζητήσεις των ανθρώπων που μολύνουν την «αγνότητα» και την «καθαρότητα» της. Το κοινωνικό, ηθικό και αισθητικό ιδανικό, το «ζήτημα του νοήματος» της ανθρώπινης ύπαρξης αναγορεύονται σε «μεταφυσικά ζητήματα» δήθεν ξένα προς την ίδια την ουσία της επιστήμης. Το αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας εξετάζεται ως σύνολο εξωτερικά συνδεδεμένων γεγονότων και παραγόντων, ενώ η επιστημονική γνώση ανάγεται στην επιφανειακή, εμπειρική, εξωτερική περιγραφή τους (η έρευνα της ουσίας, των εσωτερικών συναφειών του αντικειμένου ανακηρύσσεται «ψευδοπρόβλημα»). Οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών αντιπαρατίθενται στις μεθόδους των «ανθρωπιστικών» επιστημών και εξετάζονται ως μοντέλο, «παράδειγμα» επιστημονικότητας. Η επιστήμη σύμφωνα με τους θετικιστές πρέπει να αντικειμενικοποιηθεί, να «αποϊδεολογικοποιηθεί», να «απανθρωποποιηθεί» και το ίδιο το υποκείμενο της γνώσης πρέπει να αφομοιωθεί, διαχεόμενο στις απρόσωπες δομές του αντικειμένου (αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντικειμενισμός

νομοτελώς οδηγεί στον υποκειμενικό ιδεαλισμό). Οι άνθρωποι στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης ανάγονται σε απλά εργαλεία,

όργανα, αντικείμενα χειραγώγησης, που αφομοιώνονται από τις απρόσωπες δομές, οι οποίες μετατρέπονται σε παντοδύναμο (απρόσωπο) υποκείμενο. Έτσι πραγματοποιείται η αντιστροφή της σχέσης αντικειμένου - υποκειμένου: οι ζωντανοί άνθρωποι, τα ενεργά υποκείμενα, μετατρέπονται σε παθητικά αντικείμενα, ενώ στα πράγματα προσδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες, που τα μετατρέπουν σε υποκείμενα τα οποία κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους. Ο χαρακτηριστικός για το θετικισμό φετιχισμός της γνώσης έχει τη βάση του στο φετιχισμό του εμπορεύματος, τον οποίο μελέτησε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο».

Η τεχνοκρατική ιδεολογία - οργανική πλευρά του θετικισμού - βασίζεται στην αυταπάτη του εφικτού της άρσης των κοινωνικών αντιθέσεων, διαμέσου της εγκαθίδρυσης της εξουσίας των «ειδικών», των «ειδημόνων», οι οποίοι είναι ικανοί να χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνική και τεχνολογία. Στη βάση της τεχνοκρατικής ιδεολογίας βρίσκεται η μηχανιστική αναγωγή της κοινωνικής ανάπτυξης στην εξέλιξη της τεχνικής, ο αφελής-αισιόδοξος τεχνολογικός ντετερμινισμός.

Page 186: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

186

Συνολικά, αξίζει να ειπωθεί ότι η θετικιστική-τεχνοκρατική προσέγγιση εκφράζει τις διαθέσεις της επιστημονικής και τεχνικής ελίτ της καπιταλιστικής κοινωνίας, της «ακαδημαϊκής επιστήμης», οι εκπρόσωποι της οποίας βλέπουν τον κόσμο μέσα από τους κοντόφθαλμους φακούς της στενής επιστημονικής τους εξειδίκευσης, καθώς βρίσκονται κάτω από την εξουσία των ψευδαισθήσεων που δημιουργεί ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας.

Ο ηθικολόγος «αντίλογος» του αφηρημένου ανθρωπισμού

Οι ανθρωπολογιστές-υποκειμενιστές κηρύσσουν «ιερό πόλεμο» εναντίον των

θετικιστών-τεχνοκρατών, διαμαρτυρόμενοι για τη μετατροπή του ανθρώπου σε εξάρτημα μιας τεράστιας μηχανής και για τις σύγχρονες μορφές τεχνολογικής δουλείας. Σε αντιπαράθεση με τους θετικιστές, οι οποίοι δέχονται ως αρχή την ύπαρξη «καθαρής γνώσης», «αποφλοιωμένης» από κάθε υποκειμενικότητα, οι ανθρωπολογιστές σε πρώτο πλάνο προβάλλουν την «καθαρή συνείδηση», αποδεσμευμένη από τις «αλυσίδες» οποιασδήποτε μορφής.

Οι ανθρωπολογιστές «μάχονται» ηρωικά εναντίον του μηχανιστικού υλισμού, συμπεριλαμβανόμενου του λεγόμενου «οικονομικού υλισμού» και του νατουραλισμού, ο οποίος εξετάζει τον άνθρωπο ως απλό αντικείμενο, καταπνίγοντας την ελευθερία του, υποτάσσοντάς τον στους τυφλούς νόμους της αντικειμενικής αναγκαιότητας, στα βαριά δεσμά της αιτιοκρατίας. Ως μοναδική δυνατότητα σωτηρίας της ελευθερίας του ανθρώπου παρουσιάζεται η άρνηση των αντικειμενικών κοινωνικών νόμων, η απόρριψη της ιστορικής νομοτέλειας. Τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται ως προϊόν της υποκειμενικής βούλησης, της ελεύθερης επιλογής των ανθρώπων από ένα φάσμα ισοδύναμων δυνατοτήτων. Η αυθόρμητη διαμαρτυρία εναντίον του φαταλισμού οδηγεί σ' αυτήν την περίπτωση στο άλλο άκρο, στο ρελατιβισμό (σχετικισμό), ο δίκαιος αγώνας εναντίον του οικονομικού ντετερμινισμού ανοίγει το δρόμο σ' έναν υποκειμενισμό δίχως όρια, σε μια ηθικολογία νεοκαντιανού τύπου. Ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός φέρονται ως ηθικές αξίες, ως απραγματοποίητα - στον υλικό κόσμο - ιδανικά. Η αξιολογία και η ηθικολογία παρουσιάζονται ως μοναδικές εναλλακτικές λύσεις στον αγώνα εναντίον του θετικιστικού φετιχισμού της γνώσης.

Στην πραγματικότητα, τόσο ο θετικιστικός φετιχισμός της γνώσης και της τεχνικής όσο και η νεοκαντιανή δεοντολογία και αξιολογία έχουν την ίδια κοινωνική βάση: την κυριαρχία των εμπορευματικών-χρηματιστικών σχέσεων, την εξομοίωση και ομοιομορφοποίηση των αποξενωμένων ατόμων. Ανακύπτουν επίσης στη βάση της επιβολής της εξουσίας των προϊόντων, των αποτελεσμάτων της ανθρώπινης εργασίας (στη δεδομένη περίπτωση των επιστημονικών γνώσεων ως αποτελεσμάτων της επιστημονικής εργασίας, ως «προϊόντων» της αντικειμενοποίησης) επι της ζωντανής, της δημιουργικής εργασίας (η «νεκρή» επιστημονική γνώση θέτει φραγμό στην επιστημονική δημιουρργία, στην ανάπτυξη της μεθόδου της επιστήμης και στην παραγωγή νέας «ζωντανής» επιστημονικής γνώσης) είτε στη βάση της επιβολής ηθικών αξιών και αρχών ξένων και εχθρικών προς τις πραγματικές ανάγκες των ατόμων, η εφαρμογή των οποίων οδηγεί στην αποσύνθεση και διάχυση της προσωπικότητας τους.

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, οι ανθρωπολογιστές-υποκειμενιστές βρίσκονται δέσμιοι του νατουραλισμού και του μηχανιστικού υλισμού στους οποίους ασκούν

κριτική. Για παράδειγμα, οι ανθρωπολογιστές ουσιαστικά ταυτίζουν την αιτιοκρατία με

Page 187: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

187

τον μηχανιστικό ντετερμινισμό και τον εξίσου μηχανιστικό υλισμό του Λαπλάς, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει πλήρης προκαθορισμός των μελλοντικών γεγονότων από τα γεγονότα του παρελθόντος, ενώ απορρίπτεται εντελώς ο ρόλος του τυχαίου και του υποκειμενικού παράγοντα. Στη συνέχεια απορρίπτουν την ιστορική νομοτέλεια, προκειμένου να προσδώσουν στο ρόλο του ιστορικού υποκειμένου τη σημασία του τυχαίου, της ιστορικής δυνατότητας στη διαδικασία ανάπτυξης της κοινωνίας. Σε αντίθεση με αυτήν τη μεταφυσική αντίληψη της ιστορικής αναγκαιότητας, ο μαρξισμός εξετάζει τους κοινωνικούς νόμους ως τάσεις οι οποίες ανοίγουν το δρόμο της ιστορικής ανάπτυξης μέσα από τη σύγκρουση τους με αντίθετες τάσεις. Οι άνθρωποι με τη δραστηριότητα τους μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν την κίνηση της ιστορίας στηριζόμενοι στη μια ή στην άλλη ιστορική τάση. Δεν μπορούν όμως να καταργήσουν τους νόμους της ιστορίας, την ιστορική αναγκαιότητα.

Οι ανθρωπολογιστές, με το πρόσχημα της κριτικής της τεχνοκρατικής ιδεολογίας, απορρίπτουν την αναγκαιότητα μελέτης της οικονομικής σφαίρας, δηλαδή της ουσίας της ανθρώπινης κοινωνίας, απορρίπτουν τον καθοριστικό ρόλο του κοινωνικού είναι απέναντι στην κοινωνική συνείδηση. Κάθε προσπάθεια μελέτης της αλληλεπίδρασης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής αναγορεύεται σε «οικονομισμό», τεχνοκρατισμό κ.λπ. Η αφελής τεχνοκρατική αισιοδοξία δίνει τη θέση της σ' ένα ρομαντικό αντιτεχνοκρατισμό. Οι θεωρητικές κατασκευές των ανθρωπολογιστών αποτελούν εκσυγχρονισμένη έκδοση του οικονομικού ρομαντισμού του Σισμόντι, και οδηγούν αναπόφευκτα σε μια χαώδη θέαση της κοινωνίας ως αποτελέσματος της δράσης διαφόρων «παραγόντων». Καθοριστικοί αναδεικνύονται κατεξοχήν οι λεγόμενοι «υποκειμενικοί παράγοντες»).

Μια από τις αναπόφευκτες συνέπειες αυτής της προσέγγισης είναι η σύγχυση του λόγου και της διάνοιας ως μορφών σκέψης. Ως εναλλακτική λύση στον «μονόπλευρο ορθολογισμό» εμφανίζονται οι συναισθηματικές εξάρσεις, τα εκφραστικά αισθητηριακά απεικάσματα, τα φτερουγίσματα της ψυχής. Ο ανθρωπολογισμός αποτελεί την ιδεολογία της «δυστυχισμένης συνείδησης» που ζει σ' έναν αποξενωμένο κόσμο, στον οποίο τσακίζεται η ελευθερία του ατόμου και το ίδιο το άτομο αφομοιώνεται σε μια γκρίζα, παθητική, αποπροσωποποιημένη μάζα. Ως μοναδικός τρόπος σωτηρίας παρουσιάζεται η φυγή του ατόμου από τον υλικό κόσμο στον κόσμο των «ηθικών αξιών», των θρησκευτικών κηρυγμάτων, των αγνών και μέχρι παραληρήματος αυθόρμητων συγκινήσεων...

Όμως η «δυστυχισμένη συνείδηση» αργά ή γρήγορα ανακαλύπτει ότι η εξωτερική αποξένωση έχει μετατραπεί σε εσωτερική αποξένωση, σε κυριαρχία τυφλών,

αυθόρμητων, ανορθόλογων δυνάμεων πάνω στη θέληση, στο «εγώ» του αλλοτριωμένου ατόμου. Ο ανθρωπολογισμός αποτελεί έκφραση της αυθόρμητης διαμαρτυρίας της «δυστυχισμένης συνείδησης» εναντίον του αποξενωμένου κόσμου, και ταυτόχρονα προϊόν του συμβιβασμού, της προσαρμογής σ' αυτό τον κόσμο.

Η λατρεία του αφηρημένου «Ανθρώπου» έξω από οποιοδήποτε χωροχρονικό και ιστορικό-κοινωνικό προσδιορισμό αποτελεί μορφή εξιδανίκευσης του αλλοτριωμένου ατόμου της «κοινωνίας των ιδιωτών», το οποίο εξετάζει τον εαυτό του ως αυτοσκοπό, και όλους τους άλλους ανθρώπους ως μέσα για την ικανοποίηση των εγωιστικών του αναγκών. Τα κηρύγματα περί «εξανθρωπισμού» της επιστήμης και της κοινωνίας, δίχως ριζικό επαναστατικό μετασχηματισμό του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιδεολογίας του μικροαστού ο οποίος ασκεί κριτική στις

Page 188: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

188

«κακές πλευρές» του καπιταλισμού και την ίδια στιγμή επιδιώκει να διατηρήσει τις «καλές πλευρές» του. Ο «εξανθρωπισμός» αυτός αποτελεί αντεστραμμένη, ιδεολογική μορφή έκφρασης της ουτοπικής προσπάθειας ταξικού συμβιβασμού, άρσης των ταξικών αντιθέσεων στο πλαίσιο της ηθικής συνείδησης του σύγχρονου φιλισταίου. Είναι το φαινόμενο της «διπλής συνείδησης», του διχασμού ανάμεσα στην «κοινωνική» και «ατομική» ηθική (στην ηθική «για τους άλλους» και στην ηθική «για τον εαυτό μας») πράγμα το οποίο αποτελεί οργανικό στοιχείο της στάσης ζωής αυτού του φιλισταίου.

Τόσο ο θετικισμός όσο και ο ανθρωπολογισμός - παρ' όλες τις διαφορές τους - κινούνται στο πλαίσιο της ίδιας μεταφυσικής λογικής, η οποία υπερδιογκώνει, απολυτοποιεί τη μια ή την άλλη πλευρά της πραγματικής αλληλεπίδρασης και, σε τελευταία ανάλυση, οδηγούν στην απολογητική των φετιχοποιημένων, των αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέσεων. Και οι δύο αντιδιαλεκτικές προσεγγίσεις έχουν ως προϋπόθεση την αποδοχή της αντίθεσης επιστήμης-ανθρωπισμού ως δεδομένης κατάστασης, δίχως να εξηγούν τις αιτίες που προκάλεσαν τη γέννηση της και τις δυνατότητες άρσης της στο μέλλον.

Προς μία επιστημονική περιοδολόγηση της επιστήμης εντός του κοινωνικού

γίγνεσθαι

Η μαρξιστική ανάλυση της πορείας ανάπτυξης της κοινωνίας και της επιστήμης ως φυσικοϊστορικής διαδικασίας δίνει το κλειδί για μια πιο βαθιά προσέγγιση του προβλήματος. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης εξετάζεται η διαδικασία διαμόρφωσης των προϋποθέσεων πρωταρχικής γέννησης, σχηματισμού και ωρίμανσης της επιστήμης. Η επιστήμη εξετάζεται όχι μόνο ως μορφή γνώσης αλλά και ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, ενώ τίθεται και το πρόβλημα της οργανικής αλληλεπίδρασης της με την διαδικασία ανάπτυξης της κοινωνίας.

Οι προϋποθέσεις της επιστήμης γεννιούνται στην πρωτόγονη κοινωνία με τη μορφή της παρατήρησης και της περιγραφής φυσικών αντικειμένων και διαδικασιών. Τα πρώτα στοιχεία της γνώσης εμφανίζονται ως πλευρές της άμεσης κοινωνικής πρακτικής, και προπαντός της εργασιακής πρακτικής, η οποία προσανατολίζεται στην εξασφάλιση των αναγκαίων προϊόντων για τη βιολογική επιβίωση των ανθρώπων. Έτσι, η παρατήρηση, για παράδειγμα, της κίνησης του ήλιου και των άστρων ήταν αναγκαία για την οργάνωση της αγροτικής εργασίας. Εδώ τα στοιχεία επιστημονικής γνώσης συγχέονται ακόμα με μύθους, φανταστικές αναπαραστάσεις φυσικών δυνάμεων, μαγικές τελετουργίες κ.λπ.

Η πρωταρχική γέννηση της επιστήμης ως σχετικά ανεξάρτητης μορφής κοινωνικής συνείδησης, η σχετική ανεξαρτοποίηση της από την άμεση κοινωνική πρακτική, έχει ως υλική βάση τη δημιουργία σταθερού πλεονάσματος προϊόντων (πάνω από το αναγκαίο επίπεδο για την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιολογικών αναγκών των ανθρώπων). Έτσι, εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι απελευθερώνονται από τη σκληρή χειρωνακτική εργασία και αποκτούν τη δυνατότητα να επιδοθούν σε πνευματικές ασχολίες και οργανωτικές δραστηριότητες. Τα πρώτα στοιχεία επιστημονικής γνώσης γίνονται κτήμα αυτής της ομάδας του «ιερατείου της γνώσης» η οποία απέκτησε τη δυνατότητα να αναπτύσσει τις πνευματικές ικανότητες της σε βάρος της πλειονότητας των ανθρώπων που ήταν καταδικασμένοι να μένουν στην αμάθεια και την αποβλάκωση. Η πρωταρχική γέννηση της επιστήμης συνδέεται με την εμφάνιση της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία, και τη διάσπαση της κοινωνίας σε κοινωνικές

Page 189: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

189

τάξεις με αντιμαχόμενα υλικά συμφέροντα. Η καχυποψία και η εχθρότητα των λαϊκών μαζών προς την επιστήμη και την τεχνική ήταν έκφραση του γεγονότος ότι αυτές βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Από την άλλη μεριά, οι μορφωμένοι, οι «ιερείς της γνώσης», αντιμετώπιζαν με υπεροψία τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες, έβλεπαν περιφρονητικά τη χειρωνακτική εργασία. Αυτή η περιφρόνηση προς τη χειρωνακτική εργασία βρήκε την αντανάκλαση της στον ενατενιστικό, θεωρησιακό χαρακτήρα της αρχαίας επιστήμης, στην αδυναμία εφαρμογής των επιτευγμάτων της για το μετασχηματισμό, για την επαναστατικοποίηση της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής.

Η πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης ως σχετικά ανεξάρτητης μορφής κοινωνικής συνείδησης (αν και ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί ο διαχωρισμός της από τις άλλες πλευρές κοινωνικής συνείδησης) είχε αντιφατικό χαρακτήρα. Από τη μια πλευρά ήταν μεγάλη κατάκτηση της ανθρωπότητας η οποία συντέλεσε στην απελευθέρωση της κοινωνίας από την άμεση φυσική εξάρτηση, και συνέβαλε στην γρήγορη ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων, της πνευματικής καλλιέργειας της ανθρωπότητας. Από την άλλη πλευρά, η γρήγορη ανάπτυξη της πνευματικής καλλιέργειας μιας σχετικά μικρής ομάδας ανθρώπων, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας του ότι η πλειονότητα των ανθρώπων ήταν αναγκασμένη να εργάζεται για να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζην μέσα, ήταν καταδικασμένη να παραμένει μέσα στην αγραμματοσύνη και την καθυστέρηση.

Η αρχαία επιστήμη μοιάζει με την πρώτη ενατένιση του ανθρώπου, ο οποίος μόλις άρχισε να απελευθερώνεται από την άμεση φυσική ανάγκη στον κόσμο που τον περιβάλλει. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της πρώτης ενατένισης του εξωτερικού κόσμου είναι η αισθητηριακή-συγκεκριμένη, η άμεση σύλληψη της καθολικής κίνησης, της αλλαγής, η μη διαφοροποίηση ξεχωριστών πλευρών, στιγμών, σχέσεων της καθολικής αλληλεπίδρασης των πραγμάτων. Σ' αυτό το στάδιο η φιλοσοφία ταυτίζεται άμεσα με την επιστήμη, ενώ οι επιμέρους επιστήμες δεν έχουν ακόμη διαχωριστεί η μια από την άλλη, δεν έχουν ακόμη αποκοπεί από τη φιλοσοφία. Οι φιλοσοφικές επιστημονικές εργασίες έχουν ταυτόχρονα το χαρακτήρα έργων τέχνης, ενώ η ίδια η τέχνη είναι αναπόσπαστη από τη φιλοσοφική κοσμοθεωρητική αναζήτηση.

Στους νέους χρόνους αρχίζει να πραγματοποιείται η χειραφέτηση της επιστήμης από τη θρησκεία, και η φιλοσοφία αρνείται το ρόλο της θεραπαινίδας της θεολογίας. Τη θέση της ενατενιστικής, θεωρησιακής αρχαίας επιστήμης καταλαμβάνει η πειραματική, εμπειρική επιστημονική γνώση, η οποία προσανατολίζεται στην άμεση πρακτική εφαρμογή των ανακαλύψεων της. Η επιστημονική πρόοδος όλο και περισσότερο συνδέεται με την τεχνική πρόοδο, με το μετασχηματισμό της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο πλήγμα εναντίον της αριστοκρατικής, ελιτίστικης και σχολαστικής αντίληψης περί επιστήμης συνδέεται με την ανάπτυξη του ανθρωπισμού στην Ευρώπη. Ο ανθρωπισμός του Διαφωτισμού αποτελούσε θεωρητική έκφραση της διάλυσης της φεουδαρχικής ιεραρχικής κοινωνικής δομής και της διαμόρφωσης ανεξάρτητων ατομικοτήτων.

Πρωταρχικά η ανάπτυξη της επιστήμης συνδέθηκε με την εξέλιξη της ατομικής χειροτεχνικής εργασίας και της βιοτεχνικής πααραγωγής (μανουφακτούρας). Ο επιστήμονας ήταν ταυτόχρονα καλλιτέχνης και μηχανικός (κλασικοί αντιπρόσωποι αυτού του τύπου επιστήμης είναι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Λομονόσωφ, ο Γκαίτε κ.ά.). «Στη βάση ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας σε τελευταία ανάλυση αναπτύσσεται η διάσταση ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, ανάμεσα στην

Page 190: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

190

εμπειρική και θεωρητική γνώση, ενώ παραγωγική σημασία αποκτά η εμπειρική και όχι η θεωρητική γνώση»[1].

Στο στάδιο διαμόρφωσης της επιστήμης αρχίζει η απελευθέρωση, η χειραφέτηση των επιμέρους επιστημών (πρωταρχικά των φυσικών επιστημών, της μηχανικής, της αστρονομίας κ.λπ.) από τη φιλοσοφία (κατανοούμενη ως «επιστήμη των επιστημών») και τη θεολογία. Τη θέση της αρχαίας, ποιητικής, αρμονικής εικόνας του υπέροχου κόσμου, καταλαμβάνει το ποσοτικό, ατομικό, μηχανικό κοσμοείδωλο. Σε πρώτο πλάνο προωθείται η διάνοια, η αναλυτική σκέψη, η διαδικασία της αποκοπής, του διαχωρισμού ξεχωριστών πλευρών και η σχετικά ανεξάρτητη μελέτη κάθε μιας απ' αυτές. Χάνεται η ζωντάνια, η ολότητα, η αρμονία της θέασης του κόσμου, που χαρακτήριζε την αρχαιότητα, όμως πραγματοποιείται εμβάθυνση της γνώσης στα επιμέρους στοιχεία της. Η βασική αντίθεση αυτού του σταδίου ανάπτυξης της επιστήμης είναι η αντίθεση ανάμεσα στη σχηματιζόμενη σκέψη, την απεικόνιση του αντικειμένου στο επίπεδο της διάνοιας από τη μια πλευρά, και την εισέτι μη επεξεργασμένη, αισθητηριακή ενατένιση από την άλλη πλευρά, η αντίθεση ανάμεσα στη διάνοια και την αισθητηριακή αντανάκλαση [2]. Η απολυτοποίηση της διάνοιας γέννησε το μεταφυσικό τρόπο σκέψης, τη διδασκαλία περί του αμετάβλητου της φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης.

Προϊόν αυτής της αναλυτικής σκέψης είναι και ο διαχωρισμός του ατόμου ως φυσικού όντος, ως θεμελιακής αρχής για τη μελέτη της κοινωνίας. Η κοινωνία εξετάζεται ως άθροισμα αποξενωμένων, αποσπασμένων μεταξύ τους ατόμων, το καθ’ ένα από τα οποία θεωρεί τον εαυτό του ως αυτοσκοπό και όλα τα υπόλοιπα άτομα ως απλά μέσα για την ικανοποίηση των ατομικών του αναγκών. Ο νατουραλισμός της αστικής φιλοσοφικής σκέψης έχει ως οργανικό συμπλήρωμα του τον υποκειμενισμό, τη βουλησιαρχία, τον πολιτικό και νομικό ιδεαλισμό (π.χ. θεωρία του «Κοινωνικού Συμβολαίου»).

Η κοσμολογική υπόθεση του Ε. Καντ αποτέλεσε το πρώτο ισχυρό πλήγμα εναντίον της μεταφυσικής θεωρίας του αμετάβλητου της φύσης. Ο Καντ απέδειξε, εκτός των άλλων, ότι η διάνοια νομοτελώς και αναπόφευκτα κατά την ανάπτυξή της προσκρούει σε αντινομίες. Τεκμηρίωσε το διαχωρισμό ανάμεσα στη διάνοια και το λόγο. Ο Χέγκελ έκανε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής και ολόπλευρης έρευνας της ανθρώπινης σκέψης στην εσωτερική της κίνηση και ανάπτυξη. Η προσπάθεια αυτή έμεινε ανολοκλήρωτη εξαιτίας του σχετικά χα μηλού επιπέδου ανάπτυξης των επιμέρους επιστημών, εξαιτίας της ανωριμότητας της ίδιας της κοινωνίας (η προσπάθεια άρσης της αποξένωσης της «κοινωνίας των ιδιωτών» ήταν καταδικασμένη να μείνει στο πλαίσιο της σκέψης, διότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία διαμόρφωσης των προϋποθέσεων άρσης της στην ίδια την κοινωνική ζωή, στο κοινωνικό είναι).

Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική οικονομία του καπιταλισμού είναι η πρώτη επιμέρους επιστήμη η οποία συστηματικά και μελετήθηκε ολόπλευρα από τις θέσεις της υλιστικής διαλεκτικής. Η μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην ενότητα της με την κίνηση της γνώσης από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, χρησιμοποιούνται από τον Μαρξ για την απεικόνιση του καπιταλιστικού οικονομικού σχηματισμού στην εσωτερική, αμοιβαία συνάφεια των μερών του. Ο Μαρξ τεκμηρίωσε τον αναγκαίο και νομοτελή χαρακτήρα της άρσης του καπιταλισμού, ανέλυσε τις ιστορικές προϋποθέσεις περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.

Όμως, στις υπόλοιπες επιστήμες εξακολούθησε να κυριαρχεί η κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο με όλες τις συνέπειες που συνδέονται μ' αυτό: την κυριαρχία της στενής επιστημονικής εξειδίκευσης, της υπερδιογκωμένης

Page 191: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

191

διαφοροποίησης ανάμεσα σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους, στη ρήξη ανάμεσα στις «ανθρωπιστικές» και φυσικές επιστήμες κ.λπ. Η επιστήμη αποσπάται, αποξενώνεται και αντιπαρατίθεται στις άλλες μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, τέχνη κ.λπ.). Έτσι, από τη μια πλευρά αναπτύσσεται η αλληλοσύνδεση, η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής, και η ίδια η επιστήμη μετατρέπεται σε άμεση παραγωγική δύναμη. Από την άλληπλευρά, η επιστήμη αποξενώνεται από τις άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, γεννιέται η αυταπάτη της «καθαρής επιστήμης», απελευθερωμένης από όλα τα μεταφυσικά ζητήματα (το ερώτημα για το νόημα της ζωής, τα φλέγοντα πολιτικά προβλήματα, το πρόβλημα του ωραίου στην τέχνη κ.λ.π.)

Όσο περισσότερο εξαπλώνεται η αυταπάτη της «καθαρής επιστήμης» τόσο περισσότερο τα προϊόντα, τα αποτελέσματα της επιστημονικής δημιουργίας μετατρέπονται σε τεράστιες ακυβέρνητες δυνάμεις, οι οποίες απειλούν να καταστρέψουν τον ίδιο το δημιουργό τους, θέτουν υπό αμφισβήτηση την επιβίωση της ίδιας της ανθρωπότητας.

Η ιστορία της επιστήμης θυμίζει το μύθο του μάγου που απελευθέρωσε το ανεξέλεγκτο «στοιχειό» και μετατρέπεται σε θύμα των ίδιων των πειραμάτων του. Γεννιέται το εξής παράδοξο: τα αποτελέσματα της δραστηριότητας του ανθρώπου μετατρέπονται σε ανεξάρτητες, αυθόρμητες, ακυβέρνητες, καταστροφικές δυνάμεις οι οποίες απειλούν να εξοντώσουν τον ίδιο το δημιουργό τους. Για πρώτη φορά εγείρεται ενώπιον της ανθρωπότητας το ερώτημα: μετάβαση σε ένα ριζικά νέο τύπο κοινωνικής ανάπτυξης, όπου η ανθρωπότητα θα κυριαρχεί πάνω στα αποτελέσματα της ίδιας της δημιουργίας της, ή καταστροφή, ολοκληρωτική εξόντωση.

Η ουσία αυτού του νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης έγκειται στη μετάβαση από την κατακερματισμένη ανθρωπότητα (όπου κυριαρχούν οι ταξικές αντιθέσεις και συνεχίζεται «ο αγώνας όλων εναντίον όλων»), στην ενωμένη κομμουνιστική ανθρωπότητα (όπου η ελεύθερη ανάπτυξη της κάθε προσωπικότητας θα γίνει προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη του κοινωνικού συνόλου). Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες ο ανθρωπισμός θα πάψει να είναι κενή, αφηρημένη φράση και θα αποκτήσει συγκεκριμένο, πραγματικό, κοινωνικό περιεχόμενο.

Η αυτοματοποίηση της παραγωγής ανοίγει το δρόμο για την υπέρβαση της μονότονης και κουραστικής μηχανικής εργασίας και την εγκαθίδρυση της ελεύθερης δημιουργικής εργασίας η οποία αναπτύσσεται έξω από το πλαίσιο της σφαίρας της υλικής παραγωγής. Η δημιουργική εργασία προϋποθέτει αντίστοιχο επίπεδο ανάπτυξης των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου και δεν επιβάλλεται από την εξωτερική ανάγκη εξασφάλισης των αναγκαίων για τη βιολογική επιβίωση μέσων, αλλά αποτελεί έκφραση εσωτερικής ανάγκης του ίδιου του δημιουργού, τρόπο αυτοπραγμάτωσης του.

Σ' αυτό το στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας αίρεται η αντίθεση ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, η αντίθεση ανάμεσα στα επιτεύγματα της επιστήμης και του πολιτισμού από τη μια μεριά και το χαμηλό διανοητικό και πολιτιστικό επίπεδο των πλατιών λαϊκών μαζών από την άλλη. Η επιστήμη μετατρέπεται από «δαιμόνια», καταστροφική δύναμη σε δημιουργική δύναμη, η οποία υπηρετεί τις ανάγκες της ανθρωπότητας.

Η άρση της αποξένωσης, του κατακερματισμού ανάμεσα στις διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης (επιστήμη, τέχνη, ηθική) οδηγεί σε ένα νέο τύπο κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο του οποίου η αναζήτηση της αλήθειας, η δημιουργία στη βάση των

Page 192: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

192

νόμων του ωραίου και η δραστηριότητα σύμφωνα με το καλό, σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα όλης της ανθρωπότητας θα είναι ένα και το αυτό.

Στο στάδιο ωριμότητας της επιστήμης κυρίαρχο ρόλο αρχίζει να διαδραματίζει όχι η διάνοια αλλά ο λόγος, η ουσία του οποίου συνίσταται στην απεικόνιση της κοινωνίας από την άποψη της εσωτερικής της συνάφειας, της αλληλεπίδρασης της με τη φύση, στη διαδικασία ανάπτυξής της. Έτσι αίρεται η πολυδιάσπαση, ο κατακερματισμός ανάμεσα σε διάφορους κλάδους επιστημονικής γνώσης, ξεπερνιέται η αντίθεση μεταξύ ανθρωπιστικών και φυσικών επιστημών, πραγματοποιείται η μετάβαση στην «ενιαία, συνθετική επιστήμη του μέλλοντος». «Η επιστήμη η οποία αντιστοιχεί στην αναπτυγμένη, ώριμη ανθρώπινη κοινωνία είναι η συνθετική, εσωτερικά ενιαία επιστήμη, η γνώση της φύσης και η συνειδητοποίηση της κοινωνίας υποβιβάζονται σ' αυτή στο ρόλο των εσωτερικά ενιαίων διαφορετικών πλευρών»[3].

Η μετάβαση στην ενιαία, συνθετική, ώριμη επιστήμη του μέλλοντος αποτελεί άρνηση της άρνησης, κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στη μη διαφοροποιημένη αρχαία επιστήμη, όμως σε ένα ανώτερο επίπεδο, στη βάση της δημιουργικής αφομοίωσης και του μετασχηματισμού όλου του διανοητικού υλικού το οποίο επεξεργάστηκε η ανθρωπότητα στην ιστορία της.

Κατά την άποψη μας μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις αποφασιστικές στιγμές στην ιστορία της επιστήμης:

Η πρώτη στιγμή συνδέεται με το πέρασμα από τη γνώση ως αδιαχώριστη πλευρά της άμεσης κοινωνικής πρακτικής στην πρώτη προσπάθεια αισθητηριακής ενατένισης της καθολικής κίνησης, της αλλαγής. Αυτό το πέρασμα συνδέονταν με την εμφάνιση της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία, της αντίθεσης ανάμεσα στα επιτεύγματα της επιστήμης και του πολιτισμού από τη μια μεριά, και της αμάθειας και της πνευματικής καθυστέρησης στην οποία ήταν καταδικασμένες οι λαϊκές μάζες από την άλλη μεριά.

Η δεύτερη αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της επιστήμης σχετίζεται με το πέρασμα από την αισθητηριακή ενατένιση της καθολικής κίνησης στη διάνοια, στην αναλυτική σκέψη. Παράλληλα με την κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, εμφανίζονται οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής μελέτης ενός συγκεκριμένου αντικειμένου. Σ' αυτό το στάδιο, η αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και τις ανάγκες ανάπτυξης της ανθρωπότητας φτάνει στο μέγιστο βαθμό όξυνσης, εμφανίζεται ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας από τα ίδια τα δημιουργήματα της.

Όμως, η πιο αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της επιστήμης σχετίζεται με το πέρασμα από τη διάνοια στο λόγο, στην εσωτερικά ενιαία, συνθετική, επιστημονική γνώση. Σ' αυτό το στάδιο αίρεται η αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και τις κατακτήσεις του πολιτισμού από τη μια μεριά και τις ανάγκες και τα συμφέροντα της ανθρωπότητας από την άλλη. Η επιστήμη τίθεται στη συνειδητή υπηρεσία της ανθρωπότητας, προσανατολίζεται στην ικανοποίηση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών. Η ίδια η ανθρωπότητα δεν αναπτύσσεται πλέον στα τυφλά, αλλά πάνω στη βάση της επιστημονικής πρόβλεψης, συνειδητά, σχεδιασμένα ανοίγει το δρόμο για το μέλλον.

Η ιστορία της επιστήμης όπως και η ιστορία της κοινωνίας μοιάζει με έλικα. Στην εποχή μας η επιστήμη πλησιάζει προς την τελευταία σπείρα της ελικοειδούς πορείας της, στο στάδιο της άρνησης της άρνησης, του περάσματος στην ώριμη επιστήμη, η οποία συνειδητά υπηρετεί την ανθρωπότητα, εργάζεται για την ολόπλευρη ανάπτυξη όχι μόνο

Page 193: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

193

της κοινωνίας συνολικά αλλά και κάθε προσωπικότητας. Σ' αυτήν όμως την περίπτωση, το ίδιο το ερώτημα «επιστήμη ή ανθρωπισμός;» παύει να υφίσταται.

[1] Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογικής της Ιστορίας, Μόσχα 1988 [2] Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της

οικονομικής επιστήμης, Μόσχα 1991 [3] Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας, Μόσχα 1988

Φύση, κοινωνία και επιστήμη.

Με την οριακώς ευρεία έννοια του όρου, φύση θεωρείται κάθε τι υπαρκτό («το τι εστί», Αριστοτέλης), ο κόσμος όλος με την ποικιλομορφία του. Υπό αυτή την έννοια η «φύση» είναι συνώνυμη με τις έννοιες «ύλη», «Σύμπαν», «κόσμος», «αντικειμενική πραγματικότητα», κ.ο.κ.

Με την στενή επιστημολογική έννοια του όρου, φύση είναι ότι συνιστά το α-ντικείμενο της επιστήμης και ακριβέστερα το κοινό αντικείμενο των φυσικών επιστημών («επιστημών της φύσης»). Συνολικά, φύση είναι η γενική έννοια του αντικειμένου, η οποία δίνει το βασικό σχήμα της κατανόησης και ερμηνείας του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου αντικειμένου μελέτης (π.χ., τις ιδέες περί του χώρου και του χρόνου, της κίνησης, της αιτιότητας κ.ά.). Αυτή η γενική έννοια της φύσης είναι αντικείμενο προς διερεύνηση στα πλαίσια της φιλοσοφίας και της μεθοδολογίας της επιστήμης, οι οποίες και αποκαλύπτουν τα βασικά της χαρακτηριστικά, στηριζόμενες προς τούτο στα α-ποτελέσματα των θετικών επιστημών.

Η έννοια φύση, ως οριακή αφαίρεση, που βασικά της χαρακτηριστικά είναι η καθολικότητα, η νομοτέλεια και η αυτάρκεια, κατέχει την πρώτη θέση στο κοινωνικό - πολιτιστικό επίπεδο, την εποχή της Αναγέννησης, στις συνθήκες του αγώνα κατά του θρησκευτικού δογματισμού και του μεσαιωνικού σχολαστικισμού, αλλά εδραιώνεται μόνο με την καταξίωση των πειραματικών φυσικών επιστημών (16ος -17ος αιώνας).

Οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες είναι κληρονόμοι των παραδοσιακών αντιλήψεων περί φύσης, που διαμορφώθηκαν κατά τους Νέους Χρόνους, αλλά ταυτοχρόνως τις εμπλουτίζει σημαντικά. Αυτό εκφράζεται στις ιδέες που αφορούν την εξέλιξη της φύσης και για τους ειδικούς νόμους που την διέπουν, τις διάφορες μορφές κίνησης της ύλης και τα διάφορα δομικά επίπεδα οργάνωσης της φύσης, τα είδη των αλληλεπιδράσεων που χαρακτηρίζουν αυτά τα επίπεδα, τη διεύρυνση των ιδεών περί των τύπων αιτιώδους συνάφειας, κ.λπ. Για παράδειγμα, με την εμφάνιση της θεωρίας της σχετικότητας άλλαξαν ουσιαστικά οι απόψεις που αφορούν τη χωροχρονική οργάνωση των αντικειμένων της φύσης, η ανάπτυξη της σύγχρονης κοσμολογίας εμπλουτίζει τις αντιλήψεις σχετικά με την κατεύθυνση των φυσικών διαδικασιών, τα επιτεύγματα της φυσικής του μικρόκοσμου συμβάλλουν στη σημαντική διεύρυνση της έννοιας της

Page 194: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

194

αιτιότητας,· η πρόοδος της οικολογίας οδήγησε στην κατανόηση των βαθύτερων αρχών της αρτιότητας της φύσης ως ενιαίου συστήματος.

Η πιο εύχρηστη είναι η ερμηνεία της έννοιας «φύση» ως του συνόλου των φυσικών προϋποθέσεων και όρων ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Με τούτη τη σημασία, η έννοια «φύση» χαρακτηρίζει τη θέση και το ρόλο της φύσης στο σύστημα των ιστορικά μεταβαλλόμενων σχέσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας προς αυτήν. Η έννοια «φύση» χρησιμοποιείται για να δηλώσει όχι μόνο τις φυσικές, αλλά και τις δημιουργημέ-νες από τον άνθρωπο υλικές συνθήκες της ύπαρξης του - τη «δεύτερη φύση». Η διαρκής ανταλλαγή ουσιών και ενέργειας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση είναι ο νόμος που διέπει την κοινωνική παραγωγή. Χωρίς αυτή την ανταλλαγή (τον μεταβολισμό) θα ήταν αδύνατη η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα έμβια όντα, δεν προσαρμόζεται απλώς στο (αρχικώς) φυσικό περιβάλλον του, αλλά με την εργασιακή του επενέργεια σε αυτό, το μετασχηματίζει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μέσω της εργασίας, ο μεταβολισμός του ανθρώπου αποκτά τεχνολογικά διαμεσολαβημένο κοινωνικό χαρακτήρα. Η δραστηριότητα αποτελεί την πραγματική βάση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, η οποία πάντοτε και σε τελική ανάλυση διεξάγεται εντός της φύσης και με τα υλικά που δίνει αυτή. Για τούτο και η μεταβολή της σχέσης προς τη φύση καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της κοινωνίας καθορίζεται προπαντός από τη μεταβολή του χαρακτήρα, της κατεύθυνσης και της κλίμακας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ισχυρή ανάπτυξη του πλέγματος των κοινωνικών επιστημών έχει ως επακόλουθο το γεγονός ότι μαζί με την έννοια «φύση», η έννοια της πράξης, της δραστηριότητας αρχίζει να παίζει ένα ενοποιητικό ρόλο ολοκλήρωσης στη γνώση.

Ως τις αρχές της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης η εκμετάλλευ-ση της φύσης είχε κυρίως εκτατικό χαρακτήρα, βασιζόταν δηλαδή στην αύξηση του όγκου και των ποικιλιών που αντλούνταν από τους φυσικούς πόρους. Επιπλέον, η κλίμακα της δραστηριότητας της κοινωνίας ουσιαστικά δεν περιοριζόταν από εξωτερικούς παράγοντες, από τη φύση: ο άνθρωπος μπορούσε να πάρει απ’ αυτήν «αλόγιστα», τόσα, όσα του επέτρεπε η δική του παραγωγική δύναμη. Στα μέσα του 20ού αιώνα ο τρόπος αυτός εκμετάλλευσης αρχίζει να πλησιάζει το κρίσιμο σημείο, και μάλιστα ταυτοχρόνως από πολλές απόψεις: η κλίμακα της χρήσης των παραδοσιακών πηγών ενέργειας, πρώτων υλών και υλικών αρχίζει να συμπαραβάλλεται με τα συνολικά αποθέματα τους στη φύση. Η ίδια εικόνα διαγράφεται και σε ό,τι αφορά τη φυσική βάση για την παραγωγή ειδών διατροφής σε συνάρτηση με την ταχεία αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη.

Η συνολική δραστηριότητα της κοινωνίας ασκεί όλο και μεγαλύτερη επίδραση στη φύση, εισβάλλει αισθητά στους φυσικούς της μηχανισμούς αυτορύθμισης, μετα-βάλλει ριζικά τις συνθήκες ύπαρξης της έμβιας ύλης. Όλα τούτα δημιουργούν την αντικειμενική, φυσική βάση και την ανάγκη μετάβασης από την εκτατική στην εντατική μέθοδο εκμετάλλευσης της φύσης, δηλαδή στην πληρέστερη, αποτελεσματικότερη και πιο διαφορισμένη χρήση των πόρων της, που δρομολογείται με την ευρείας κλίμακας βιομηχανική παραγωγή. Η χρησιμοθηρική και ληστρική σχέση του ανθρώπου προς τη φύση

Page 195: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

195

κλιμακώνεται ιστορικά μαζί με την κλιμάκωση των μορφών εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και κορυφώνεται επί κεφαλαιοκρατίας, όπου φύση και εργασία αντιμετωπίζονται από το κεφάλαιο ως πλουτοπαραγωγικές πηγές, ως πόροι προς εκμετάλλευση για την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας.

Από την πλευρά της ίδιας της κοινωνίας η αναγκαιότητα συνειδητής και ορθολογικά σχεδιοποιημένης ρύθμισης της σχέσης της κοινωνίας προς τη φύση ενισχύεται από τη σύστοιχη μεταβολή του χαρακτήρα της (παραγωγικής κυρίως) δραστηριότητας, η οποία δεν μπορεί πλέον να αναπτύσσεται αυθόρμητα υπό την επί-δραση της δικής της εσωτερικής λογικής, αλλά απαιτεί ειδική ρύθμιση, εφόσον το σύνολο των υλικών της, των φυσικών της συνθηκών αποδεικνύεται περιορισμένο. Στη σύγχρονη κοινωνία, το όργανο μιας τέτοιας ρύθμισης είναι η επιστήμη, η οποία, εκτός από πολλαπλασιαστής ισχύος, εύρους και βάθους της επενέργειας του ανθρώπου στη φύση και στην κοινωνία, είναι το κύριο μέσο εντατικοποίησης και ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, λελογισμένης αναδόμησης των υλικών σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Με όλο και μεγαλύτερη συνέπεια προσανατολίζεται προς την επιστήμη και η ανθρώπινη δραστηριότητα. Γενικά, αρχίζει να ωριμάζει η ανάγκη ενός νέου τύπου σχέσης της κοινωνίας προς τη φύση, μιας σχέσης σφαιρικής διαχείρισης, η οποία οφείλει να πε-ριλαμβάνει τόσο τις φυσικές διαδικασίες, όσο και τη δραστηριότητα της κοινωνίας εν γένει και προϋποθέτει την επεξεργασία ορθολογικών προγραμμάτων αυτής της δραστηριότητας, τα οποία λαμβάνουν υπόψη το χαρακτήρα και τα όρια της επιτρεπτής επενέργειας πάνω στη φύση και την ανάγκη της διαφύλαξης και αναπαραγωγής της. Εάν η φύση δεν αρχίσει να γίνεται σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα ουσιαστικό και λογικά διευθυνόμενο συστατικό στοιχείο του κοινωνικού οργανισμού, εάν συνεχίσει η αλόγιστη ληστρική αντιμετώπισή της, ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας από τις ανήκεστες και μη αναστρέψιμες οικολογικές βλάβες, θα γίνει μονόδρομος.

Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, που είναι σχεδόν εντελώς αδιαφόριστος από τη φύση, είναι χαρακτηριστική πρόσληψή της ως έμψυχης (ανιμισμός). Η μυθολογική σκέψη δε διαθέτει ακόμα τις βάσεις για μια σαφή αντιπαραβολή φύσης και ανθρώπου. Η καθαυτό θεωρητική σχέση προς τη φύση διαμορφώνεται για πρώτη φορά όταν η φιλοσοφία διαχωρίζεται από τη μυθολογία, όταν δηλαδή εμφανίζεται ο καθαυτό θεωρητικός στοχασμός. Στο αξιολογικό επίπεδο η σχέση αυτή είναι διττή: το τμήμα της φύσης που έχει εισαχθεί στην τροχιά της δραστηριότητας του ανθρώπου, ερμηνεύεται από την ωφελιμιστική - πραγματιστική σκοπιά ως καταναλωτική αξία, ως πηγή πόρων για τον άνθρωπο και το χώρο διαβίωσης του (αυτή η αξιολογική άποψη διατηρείται ως τα μέσα του 20ού αιώνα)· η ίδια η φύση, γενικά, για μεγάλο διάστημα είναι απροσμέτρητα ανώτερη από τον άνθρωπο δύναμη και για τούτο αποτελεί το ιδεώδες της αρμονίας, της τελειότητας. Αυτός ο τύπος αξιολόγησης καθορίζει και τον προσανατολισμό του θεωρητικού στοχασμού για τη φύση. Σ’ όλη την αρχαία φιλοσοφία η φύση ερμηνεύεται ως η τελειότητα, ως το επίκεντρο του (ορθού) λόγου. Η αρχαία σκέψη βλέπει τη φύση ως το γνώμονα της οργάνωσης, ως το μέτρο της σοφίας, και η ζωή που ακολουθεί τη φύση και τους νόμους της εκτιμάται συνήθως εδώ ως η πιο ευτυχισμένη και επιθυμητή.

Page 196: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

196

Ριζικά διαφορετική σχέση προς τη φύση διαμορφώνεται με την επικράτηση του χριστιανισμού, ο οποίος θεωρεί τη φύση ως την ενσάρκωση της υλικής αρχής, ως «τα εν τη γη κάτω», όπου όλα είναι προσωρινά και απατηλά. Στο γήινο, στη φύση, αντιπαρατίθεται με απόλυτο τρόπο η αιώνια, η πνευματική αρχή, ο θεός, που αναμφίβολα τίθεται υπεράνω της φύσης. Σε αντίθεση με την Αρχαιότητα, βασική ιδέα εδώ δεν είναι η συγχώνευση με τη φύση, αλλά η ανύψωση υπεράνω αυτής.

Η Αναγέννηση στρέφεται ξανά στα αρχαία ιδεώδη, στην ερμηνεία της φύσης και του κάθε φυσικού, πραγματικού, ως ενσάρκωσης της αρμονίας και της τελειότητας. Η θέση αυτή αναπαράγεται και αργότερα επανειλημμένα, στις πιο διαφορετικές καταστάσεις και ιδιαίτερα στη θεωρία του φυσικού δικαίου (Ρουσσώ κ.ά.), όπου το δί-καιο συνάγεται από τα δεδομένα της φύσης, από τους «φυσικούς» νόμους της ανθρώπι-νης συμβίωσης, καθώς και σε πολλές σχολές λογοτεχνίας και φιλοσοφίας που προβάλλουν έντονα το σύνθημα «πίσω στη φύση» και που βλέπουν σ’ αυτή τη μοναδική σωτηρία από την καταστροφική δράση του αστικού καθεστώτος. Αυτό το ιδεώδες σχέσης προς τη φύση συνέβαλε στους Νέους Χρόνους σημαντικά στο να γίνει η φύση αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της επιστήμης και η έναρξη της δραστήριας κατάκτησης της φύσης μέσω της ανάπτυξης της βιομη-χανίας, άλλαξαν ουσιαστικά το πρωταρχικό σχήμα της εξιδανικευμένης και ποιητικής σχέσης προς τη φύση. Οι πειραματικές φυσικές επιστήμες προήγαγαν την ιδέα της «δοκιμασίας» της φύσης. Σε ό,τι αφορά τη γνωστική και πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου, η φύση αρχίζει να γίνεται αντικείμενο, πεδίο δράσης, στάσιμη και αδρανής δύναμη που ο άνθρωπος πρέπει να την υποτάξει, να της επιβάλει την κυριαρχία του ορθού λόγου. Αυτός ο τύπος σχέσης προς τη φύση διατηρείται μέχρι την εποχή που η ουσιαστική κυριαρχία πάνω της αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Όταν ο κόσμος που έφτιαξε ο άνθρωπος μπορεί να παραβληθεί με τον κόσμο της φύσης, δηλαδή όταν η δραστηριότητα της κοινωνίας φτάνει σε πλανητικές διαστάσεις, γίνεται, με το μέγεθος της, συγκρίσιμη με τις διαστάσεις των φυσικών διαδικασιών, τότε η ωφελιμιστική - πραγματιστική σχέση προς τη φύση παύει βαθμιαία να είναι ανεξάρτητη και απεριόριστη, συμπληρώνεται με τη συνειδητοποίηση της αύξουσας εξάρτησης της ίδιας της φύσης από τον άνθρωπο και τη δράση του. Σε τούτη τη βάση διαμορφώνεται ένας νέος τύπος αξιολογικής σχέσης προς τη φύση, που μπορούμε να τον ονομάσουμε κοινωνικό – ιστορικό, ο οποίος εκκινεί από την εκτίμηση της φύσης ως του μοναδικού και οικουμενικού χώρου διαμονής του ανθρώπου κι ολόκληρου του πολιτισμού του. Μια τέτοια εκτίμηση συνεπάγεται και μιαν αντίστοιχη σχέση προς τη φύση, τη διαρκή αντιπαραβολή των κοινωνικών αναγκών με τις δυνατότητες της φύσης, τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο ίδιος ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα αποτελούν μέρος της φύσης.

Από επιστημονικής - θεωρητικής άποψης, στον αναπροσανατολισμό αυτό αντιστοιχεί η μετάβαση από την ιδέα της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στη φύση, στην αντίληψη των σχέσεων κοινωνίας και φύσης ως σχέσεων μεταξύ εταίρων ισομερών ως προς τις δυνατότητες τους. Η πρώτη θεωρητική έκφραση της θέσης αυτής ήταν η συγκροτημένη από το Β. Ι. Βερνάντσκι θεωρία της νοόσφαιρας. Η συνειδητοποίηση της δυνητικής (και σε ορισμένα σημεία και πραγματικής) υπεροχής της κοινωνίας έναντι της φύσης, βαθμιδόν, αν και όχι ανώδυνα, γεννά μια νέα προσέγγιση, βασιζόμενη στην ιδέα μιας ενιαίας, ισόρροπης και υπεύθυνης διαχείρισης των κοινωνικών και φυσικών διαδικασιών και συνθηκών. Στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα η προσέγγιση αυτή αρχίζει να

Page 197: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

197

διαδίδεται και να γίνεται η βάση για τη ρύθμιση της δραστηριότητας και όλου του συστήματος των πρακτικών σχέσεων της κοινωνίας με τη φύση, μαζί και των μέτρων προστασίας της φύσης και υπεράσπισης του περιβάλλοντος. Η αλληλεπίδραση φύσης και κοινωνίας γίνεται με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.

Η κεφαλαιοκρατία δημιουργεί μιαν αρπακτική σχέση προς τη φύση, σχέση που η πηγή της είναι η κυριαρχία του ιδιωτικού, του ατομικιστικού συμφέροντος. Όπως έλεγε ο Κ. Μαρξ «... ο πολιτισμός, αν αναπτύσσεται αυθόρμητα και δεν κατευθύνεται συνειδητά..., αφήνει πίσω του μιαν έρημο» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα, τ. 32, σελ. 45). Η πρακτική της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας δείχνει ότι το αστικό σύστημα δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στην εδραίωση μιας ορθολογικής διαχείρισης της φύσης. Αντίθετα, η ίδια η ουσία του σοσιαλιστικού συστήματος ευνοεί την εκλογίκευση της σχέσης με τη φύση, αν και μια τέτοια εκλογίκευση δεν πραγματοποιείται αυτόματα, αλλά απαιτεί από την κοινωνία ειδικές προσπάθειες και δαπάνες.

• Γιούντιν Σ. Γ. Φύση. Α.Ε. ΕΣΣΔ. Φιλοσοφικό εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Τ. Καπόπουλος. Αθήνα, 1986.

• Ένγκελς Φ., Διαλεκτική της φύσης. Σ.Ε. Αθήνα, 1984.

• Λένιν Β. Ι., Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τ. 18.

• Άνθρωπος, κοινωνία και περιβάλλον, Μ., 1973.

• Βερνάντσκι Β. Ι. Στοχασμοί ενός φυσιοδίφη, βιβ. 1 - 2, Μ., 1975 – 77.

• Σαν -Μαρκ Φ., Η κοινωνικοποίηση της φύσης, μετφ. από τα γαλ., Μ., 1977.

• Ροζάνσκι Ι. Ντ. Η ανάπτυξη των επιστημών της φύσης στην Αρχαιότητα. Η πρώιμη ελληνική επιστήμη «περί φύσεως», Μ., 1979.

Οι προοπτικές μιας σύγχρονης Διαλεκτικής της Φύσης και η έννοια

«σύμπαν».

Δημήτρης Πατέλης.

Ως γνωστόν, η θετικιστική αντίληψη θεωρεί τη φιλοσοφία προεπιστημονική μορφή νόησης, η οποία γίνεται άχρηστη με την πρόοδο της ακριβούς επιστήμης. Ωστόσο, η όποια πρόοδος της επιστήμης δεν αίρει τη φιλοσοφική προβληματική, αλλά τουναντίον την αναπαράγει, την επανατοποθετεί σε άλλο επίπεδο. Επανεγείρονται διαρκώς ερωτήματα κοσμοθεωρητικού επιπέδου, αναφορικά με τα επίπεδα συγκρότησης – αλληλεπίδρασης και τις μορφές κίνησης, με την υφή της αιτιοκρατίας, τις πηγές της ανάπτυξης, τις σχέσεις φύσης – κοινωνίας, τη σχέση είναι - συνείδησης, τη φύση της αλήθειας, τη σχέση υποκειμένου – αντικειμένου στη γνωστική διαδικασία, κ.λπ.

Από την εισαγωγή καθίσταται σαφές ότι η άποψη του συγγραφέα είναι μαρξιστική, εκκινεί δηλαδή από μια φιλοσοφική και επιστημολογική παράδοση, που όσο κι αν χλευάζεται στις μέρες μας από τους θιασώτες του «μεταμοντέρνου» σχετικισμού και κάθε λογής ανορθολογισμού, έχει συνεισφέρει αποφασιστικά στην ανάπτυξη αυτής της προβληματικής. Αυτή η ρητή τοποθέτηση του συγγραφέα αποκτά ιδιαίτερη πολεμική σημασία έναντι της αρκούντως διαδεδομένης αγοραίας προκατάληψης και συστηματικής

Page 198: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

198

απαξίωσης της εν λόγω προβληματικής, που διατυπώνεται και ως εξίσωση: διαλεκτική = μαρξισμός = Ε.Σ.Σ.Δ. = αποτυχία = του παρελθόντος…( Barot, 130-131). Ο Ε. Μπιτσάκης έχει επίγνωση των κινδύνων δογματοποίησης της μαρξιστικής σκέψης, γι’ αυτό και θέτει εξ υπαρχής προς συζήτηση τα κομβικά ερωτήματα: «Ποια θα ήταν… η επιστημολογική-φιλοσοφική νομιμότητα μιας «Διαλεκτικής της Φύσης»;… ποιο είναι το καθεστώς των λεγόμενων «γενικών νόμων» της διαλεκτικής; Πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τις αυθαίρετες γενικεύσεις; Πως θα μπορούσαμε να παραμείνουμε στο φιλοσοφικό επίπεδο και να αποφύγουμε … ένα φιλοσοφικό λόγο αποκομμένο από το συγκεκριμένο ή… μια εκλαΐκευση των επιστημών που συχνά περνιέται για φιλοσοφικός λόγος;» (σ. 12). Αναδεικνύει τον ανεδαφικό χαρακτήρα της απολυτοποίησης της αντίθεσης επιστήμης και ιδεολογίας, την κοινωνική ταξική βάση της ιδεολογίας και τη σχέση μεταξύ (διεπόμενων μεν από εσωτερική λογική αλλά μη ουδέτερων) επιστημών και ιδεολογίας. Χαρακτηριστική είναι η επίκληση των επιστημών σε μια διαδικασία επιστημονικοφανούς επένδυσης χειραγωγικών και αντιδραστικών ιδεολογημάτων, όπως η δήθεν γενετική – γονιδιακή «θεμελίωση» του ρατσισμού, η πνευματοκρατική – μεταφυσική ερμηνεία της υπόθεσης του «διαστελλώμενου σύμπαντος» και της κβαντομηχανικής, ο φετιχισμός της ποσότητας και των φορμαλισμών, η ιδεολογία των μοντέλων, κ.ο.κ. (σ. 33-36). Δεν λείπουν στην εποχή μας και οι ωμές εξουσιαστικές παρεμβάσεις, όπως η απαγόρευση της χρήσης τηλεσκοπίων σε επιστήμονες που δεν συμμερίζονται του «στάνταρ μοντέλου» της κοσμολογίας (βλ. την περίπτωση του Halton Arp, σ. 50).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προτεινόμενη από τον Ε. Μπιτσάκη διάκριση - κατάταξη τριών «στιγμών» της θεωρητικής ιδιοποίησης του πραγματικού: 1. φιλοσοφικών καθολικών προτάσεων και κατηγοριών, 2. οιονεί φιλοσοφικών εννοιών (διαμεσολαβητών μεταξύ επιστημών και φιλοσοφίας) και 3. επιστημονικών εννοιών (σ. 52-58). Η κριτική εξέταση αυτής της κατάταξης απαιτεί ξεχωριστή μελέτη. Εδώ αρκεί να επισημάνουμε ότι η προτεινόμενη κατάταξη, έρχεται ως ανταπόκριση στην ανάγκη ιστορικής (κοινωνικής - πολιτισμικής και εννοιολογικής) και λογικής εξέτασης της πορείας των μέσων, των τρόπων και των επιπέδων νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν ανάλογα εγχειρήματα κατάταξης καθημερινών, επιστημονικών, διεπιστημονικών (κοινών για σειρά επιστημών) εννοιών και φιλοσοφικών κατηγοριών (βλ. π.χ. Γκόττ, Ζεμλιάνσκι, Σεμενιούκ, Ούρσουλ, Graham, κ.ά.).

Εδώ θα ήταν σκόπιμο να επισημάνουμε, ότι οι σχέσεις μεταξύ των παραπάνω μέσων και τρόπων εκτύλιξης της γνωστικής διαδικασίας μπορούν να κατανοηθούν μόνο στα πλαίσια της πολυεπίπεδης και αντιφατικής διαδικασίας της ανάβασης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το νοητά αφηρημένο και από εκεί - προς το νοητά συγκεκριμένο (Βαζιούλιν). Σ’ αυτή τη διαδικασία, η οποία διεξάγεται κατ’ εξοχήν μέσω της σκέψης, υπάρχουν δυο βασικές πλευρές, αλλά και βαθμίδες της ανάπτυξης της ενιαίας και αντιφατικής νόησης: η διάνοια (γερμ. Verstand) και ο λόγος (γερμ. Vernuft). Στα πλαίσια της διάνοιας, οι έννοιες προβάλλουν ως έτοιμες, πάγιες και αμετάβλητες, ενώ στα πλαίσια του λόγου - ως αναπτυσσόμενες. Η νόηση ως κατ’ αρχήν διάνοια συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της τυπικής λογικής, ενώ ως λόγος - της διαλεκτικής λογικής. Η διάκριση αυτών των βαθμίδων του νοείν εντός του ειδέναι και σε αντιδιαστολή με τις άλλες πτυχές του ασυνείδητου και συνειδητού βίου (αισθάνεσθαι, βούλεσθαι κ.λπ.) είναι εφικτή σε καθαρή μορφή μόνο μέσω της φιλοσοφικής - αναστοχαστικής μεθοδολογικής ανάλυσης της δρώσας επιστημονικής νόησης (Πατέλης).

Page 199: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

199

Ως εκ τούτου, η επικέντρωση της προσοχής στο πρόβλημα που προτάσσει η θετικιστική – μεταθετικιστική παράδοση (όπου διατυπώνεται ως κύριο ζητούμενο η επαληθευσιμότητα ή διαψευσιμότητα ξεχωριστών προτάσεων, όρων, εννοιών, κ.ο.κ.), είναι δηλωτική της εμπλοκής της νόησης στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στην διάνοια, είναι δηλωτική της κατακερματισμένης πρόσληψης του αντικειμένου και της περί αυτού νόησης, και της αδυναμίας άρσης στο θεωρητικό – κατηγοριακό επίπεδο της διαλεκτικής νόησης, του λόγου, όπου δεν υφίστανται μεμονωμένες προτάσεις, έννοιες, κ.ο.κ.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας σε αντιδιαλεκτικές ουσιαστικά απόπειρες «αφυλοποίησης» της ύλης μέσω της αναγωγής των πραγμάτων σε σχέσεις (σ. 59-63). Είναι γεγονός ότι στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ -σ’ αυτό το ανυπέρβλητο ως προς τη θεωρητική και μεθοδολογική σημασία του έργο, όπου η διερεύνηση της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας αρθρώνεται βάσει της διαλεκτικής λογικής- το αντικείμενο της έρευνας εξετάζεται ως οργανικό όλο, ως σύνολο αλληλένδετων πραγμάτων (με τις ιδιότητές τους), σχέσεων (αλληλεπιδράσεων, κ.ο.κ.) και διαδικασιών.

Στην εποχή μας, με την ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας, είναι πιο έντονη η αίσθηση της ασυναρτησίας της κυρίαρχης μεταφυσικής, που επιτείνεται από τις «φιλοσοφίες» της μόδας. Από την εποχή του Ένγκελς «η εμπειρική φυσιογνωσία συγκέντρωσε τόσο ασύλληπτη μάζα θετικού υλικού, ώστε σε κάθε ξεχωριστή περιοχή της έρευνας έγινε απόλυτα επιτακτική η ανάγκη να τεθεί αυτό το υλικό σε τάξη συστηματικά και σύμφωνα με την εσωτερική του συνάφεια» (Ένγκελς, σ. 25). Η υπέρβαση της μεταφυσικής προϋποθέτει την ικανότητα θεωρητικής σκέψης και χρήσης της διαλεκτικής μεθόδου. Για την καλλιέργεια αυτής της ικανότητας δεν υπάρχει μέχρι σήμερα άλλο μέσο, εκτός από τη μελέτη όλης της προγενέστερης φιλοσοφίας και ιδιαίτερα των δύο πλέον γόνιμων ιστορικών μορφών της διαλεκτικής φιλοσοφίας: της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας (ό. π., σ. 28-31). Γι’ αυτό και ο Ε. Μπιτσάκης ξεκινά την παρουσίαση της υπό εξέταση προβληματικής από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, με ιδιαίτερη έμφαση στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, «τους μεγάλους στοχαστές που στην αυγή της ιστορίας διατύπωσαν τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα», και στον Αριστοτέλη. Προχωρά στην κορύφωση της προμαρξικής διαλεκτικής σκέψης (Χέγκελ), για να προβεί σε εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση της διαλεκτικής προσέγγισης της φύσης στο έργο των Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς και Β. Ι. Λένιν. Η αναδρομή στην ιστορία της σκέψης κλείνει με την αναφορά στο έργο ενός «φυσικού-φιλοσόφου» και ανθρωπιστή, του Π. Λανζεβέν, που μέσα από τον αναστοχασμό του περάσματος από την κλασική στη σχετικιστική και κβαντική φυσική και τον ανθρωπισμό του, προσέγγισε τη μαρξιστική διαλεκτική.

Έχει ιδιαίτερη σημασία η κοσμοθεωρητική, μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία του διαλεκτικού φιλοσοφικού στοχασμού, με τη μορφή μη δογματικά εννοούμενων γενικεύσεων και των κατευθυντηρίων αρχών. Στις τελευταίες συγκαταλέγονται: η αντικειμενικότητα, η χρονική προτεραιότητα και η ανεξαρτησία της φύσης από το πνεύμα, το αυθύπαρκτο και το αυταίτιό της (για να θυμηθούμε την «υπόσταση» του Σπινόζα), η κίνηση ως κατηγόρημα της ύλης, η αέναες μεταμορφώσεις, οι αντιθέσεις, η ιεραρχική διάρθρωση των μορφών κίνησης της ύλης, το μη αναγώγιμο των ανώτερων μορφών σε κατώτερες, κ.ο.κ.

Αδιαμφισβήτητα «οι σημερινές επιστήμες μπορούν να αποτελέσουν το θεμέλιο για μια διαλεκτική αντίληψη της Φύσης» (σ. 451), υπό το πρίσμα ενός κριτικού φιλοσοφικού αναστοχασμού, ικανού να ανασυνθέσει το κεκτημένο τους, υπερβαίνοντας τις

Page 200: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

200

μονομέρειες, τις αμετροεπείς κοσμοθεωρητικές αξιώσεις και τις γραμμικές προεκβολές επί παντός επιστητού των ειδικών μέσων και τρόπων της έρευνας μιας εκάστης, ή ομάδων των επιμέρους φυσικών επιστημών. Οι μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις των δύο τελευταίων αιώνων σημάδεψαν τη φιλοσοφία και ειδικά τη διαλεκτική της φύσης. Είναι οι καμπές εκείνες στη δυναμική της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, που συνδέονται με την αναδόμηση των εκπορευόμενων από τα θεμέλια της επιστήμης (επιστημονική εικόνα του κόσμου, ιδεώδη – κανόνες της επιστήμης, φιλοσοφικά και κοσμοθεωρητικά θεμέλια) στρατηγικών της έρευνας, για να αναμορφώσουν στη συνέχεια τα τελευταία. Ο Ε. Μπιτσάκης δείχνει, με την πειστικότητα του γνώστη αυτών των εξελίξεων, πως κλονίζονται τα κατάλοιπα της μηχανιστικής – μεταφυσικής (αντιδιαλεκτικής) αντίληψης μέσω της κατίσχυσης της επιστημονικής εικόνας ενός δυναμικού γίγνεσθαι, της ιστορικότητας, της πολυμορφίας, των μεταμορφώσεων και της «δημιουργίας» νέων μορφών ύλης, μέσω της ανάδειξης νέων μορφών καθορισμού (πιθανοκρατικοί νόμοι, χάος, καταστροφές, φράκταλς, μη γραμμικότητα, μη ακαριαίο των αλληλεπιδράσεων, μη αντιστρέψιμο των διαδικασιών), κ.λπ.

Αξίζει να αναφερθούμε στην κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στο πρόβλημα της απόδειξης της θέσης περί αντικειμενικότητας της φύσης. Με τη στενή τυπική (και εν πολλοίς θετικιστική) έννοια απόδειξη είναι η τυπικο-λογική διαδικασία, κατά την οποία η αλήθεια μιας πρότασης είναι λογικό επακόλουθο, δηλαδή, προκύπτει από μια πεπερασμένη ακολουθία-αλυσίδα λογικών συλλογισμών, ορθών συναγωγών, που οδηγούν από ορθές προκείμενες (αξιώματα, ορισμούς, προτάσεις, εγνωσμένης ήδη αλήθειας) σε αποδεικνυόμενα συμπεράσματα. Η απόδειξη αυτή εφαρμόζεται στα τυπικά αξιωματικά συστήματα της λογικής, των μαθηματικών και των τυποποιημένων και μαθηματικοποιημένων μερών της θεωρητικής φυσικής. Ανάγει το πρόβλημα στη σπουδή της δομής των τύπων (μορφών) των αποδείξεων στα αξιωματικά συστήματα, χωρίς περιεκτικές αναφορές (χωρίς αναφορές στη σημασία των τύπων). Ωστόσο, δεν ανάγονται όλες οι ουσιώδεις πλευρές της έννοιας της απόδειξης σε τύπους και απαιτούν ειδική θεωρητική επεξεργασία (εξ’ ου και η ανάγκη για μεταθεωρία). Επιπλέον, όπως απέδειξε ο Κ. Γκέντελ, ακόμα και οι απλούστερες μαθηματικές θεωρίες (π.χ. θεωρία των αριθμών) δεν επιδέχονται πλήρη και ταυτόχρονα μη αντιφατική τυποποίηση, έχοντας πάντοτε ένα «μη τυποποιούμενο υπόλοιπο». Τέλος, καμιά τυποποίηση δεν μπορεί να αντιπαρέλθει το θεμελιώδες ζήτημα της ερμηνείας, δηλαδή, της συσχέτισης με την εκτός αυτής πραγματικότητα που περιγράφει και οφείλει να εξηγεί.

Η πλήρης τυποποίηση (ως ανέφικτη τάση) νοητικών συστημάτων και η αντιπαραβολή τους με τα δεδομένα της εμπειρίας (περιγραφή) χαρακτηρίζει τη βαθμίδα της γνώσης κατά την οποία επικρατεί η διάνοια και η τυπική λογική. Στη βαθμίδα του λόγου η απόδειξη αποκτά διαλεκτικό χαρακτήρα (διαλεκτική λογική) και επιτυγχάνεται με την ολότητα ενός διατεταγμένου και ιεραρχημένου συστήματος αλληλένδετων προσδιορισμών, αφετηρία, κριτήριο της αλήθειας και τελικός σκοπός του οποίου είναι πάντοτε η ιστορική - κοινωνική πρακτική. Επομένως, ορθά συμπεραίνει ο Ε. Μπιτσάκης ότι «το υλιστικό αξίωμα … εναρμονίζεται με τα δεδομένα των φυσικών επιστημών και ειδικότερα με τη βιολογία και την κοσμολογία» (σ. 459), αλλά κυρίως αποδεικνύεται πολλαπλά και επανειλημμένα στην ιστορία του πολιτισμού μέσα στην πρακτική και νοητική προσοικείωση της φύσης και της κοινωνίας, μέσα στην μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, και ως εκ τούτου δεν συνιστά απλή παραδοχή (έστω και εναρμονιζόμενη με τον κοινό νου και τον αυθόρμητο επιστημονικό ρεαλισμό), δεν

Page 201: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

201

συνιστά απλώς αξίωμα. Η ίδια η διατύπωση αυτού του «προβλήματος», όπως και του «ανεξήγητου» ερωτήματος «γιατί η Ύλη και όχι το Τίποτα;», στην πλέον άδολη εκδοχή τους, είναι μάλλον δηλωτική του υποδουλωτικού χαρακτήρα του καταμερισμού της εργασίας, για τον φορέα του οποίου, κάθε ζήτημα που δεν εμπίπτει στο πεδίο ισχύος των φορμαλισμών που διαχειρίζεται στα πλαίσια της εξειδίκευσής του, είναι «ανεξήγητο», «μεταφυσικό», «εκ του πονηρού», κ.ο.κ. Φανερώνει επίσης την (υπόρρητη) παρουσία ενός μυθολογικής και θρησκευτικής προέλευσης ανθρωπομορφισμού, που αναζητά τελεολογική σκοπιμότητα επί παντός επιστητού, ακόμα και στις αντικειμενικές προϋποθέσεις, και στους όρους ύπαρξης και ανάπτυξης του ανθρώπου.

Ο Ε. Μπιτσάκης αναφέρεται στον διάλογο για το εάν η Φύση συνιστά μια ολότητα (σ. 464-469). Ο ίδιος, προς επίρρωση της νομιμότητας μιας Διαλεκτικής της φύσης, τοποθετείται υπέρ της θεωρούμενης ως ολότητας Φύσης. Φυσικά αντιδιαστέλλει την άποψή του στις ποικίλες μεταφυσικές – τελεολογικές ιδέες και στους άγονους αναγωγισμούς. Προφανώς, δεν αναφέρεται σε μιαν «επίπεδη ολότητα, χωρίς αντιθέσεις, ήρεμο βασίλειο της ταυτότητας» (σ. 467), αλλά συνδέει την οριακά διασταλτική αντίληψή του περί ολότητας με την ετερογένεια, τη διαφοροποίηση, την κίνηση, τις αντιθέσεις, το νομοτελές, τις αλληλεπιδράσεις, κ.ο.κ. Αναφέρει ακόμα, ότι «θα μπορούσαμε να δεχτούμε μια φυσική σκοπιμότητα ως ένα πεδίο δυνατοτήτων, όχι τελεολογική, αλλά καθοριζόμενη από τον αυτοδυναμισμό της ύλης» (σ. 478).

Το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση. Θα αρκεστώ σε μερικές επισημάνσεις με αφορμή αυτό το διάλογο. Βάσει της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας, ολότητα, ή οργανικό όλο, με τη στενή έννοια του όρου, υφίσταται και μπορεί να διαγνωσθεί, μόνον εφ’ όσον και καθ’ όσον διακριβώνεται ως σύστημα αναφοράς ένα ιεραρχικά διαρθρωμένο αναπτυσσόμενο σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική συνάφεια των μερών του, και το οποίο ανακύπτει (εμφανίζεται, διαμορφώνεται, ωριμάζει και φθίνει) σε συνάρτηση με προ και εκτός αυτού υπάρχουσες προϋποθέσεις και όρους. Στο καθένα από τα στάδια του γίγνεσθαι, της ωρίμανσης και του αφανισμού του, αυτό το οργανικό όλο έχει ποικίλους ποιοτικούς και ποσοτικούς προσδιορισμούς, διαφορετικό βαθμό και τρόπο συγκρότησης, συσχέτισης τυχαίου και αναγκαιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής αναγκαιότητας, αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού, διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης της ουσίας του, της εσωτερικής αντιφατικότητας του (σε συνδυασμό με την εξωτερική αντιφατικότητα του), της νομοτέλειάς του, και συνεπώς, συνιστά διαφορετικό βαθμό και τρόπο άρνησης (ως προς το ποιόν και την ουσία) του παλαιού, διαφορετικό βαθμό αρνητικού και θετικού προσδιορισμού, κ.λπ. Οργανικό όλο, ολότητα, συνιστά το πλέγμα των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (βλ. το Κεφάλαιο του Μαρξ), η ανθρώπινη κοινωνία στην ιστορία της (βλ. «Η Λογική της Ιστορίας» του Β. Α. Βαζιούλιν), ενδεχομένως και ο κόσμος των εμβίων όντων (εάν επιτευχθεί μια συγκροτημένη διαλεκτική σύνθεση στο πλέγμα των βιολογικών ερευνών). Νομίζω όμως, ότι με την παραπάνω αυστηρή έννοια του όρου, η Φύση, η Ύλη, δεν μπορεί να συνιστά ολότητα. Πολλώ μάλλον, αυτό ισχύει για αμφίβολης γνωστικής σημασίας έννοιες, όπως η διαδεδομένη και άκριτα χρησιμοποιούμενη θεολογικής προέλευσης έννοια «Σύμπαν». Αλήθεια, ποια είναι τα όρια αυτού του «Σύμπαντος», με βάση ποιο σύστημα αναφοράς τίθενται, τι υπάρχει πέραν αυτού του ορίου, τι είδους υποκείμενο είναι αυτό που θέτει το «Σύμπαν» ως αντικείμενό του; Τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας γίνονται εδώ

Page 202: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

202

δυσδιάκριτα. Και δεν σώζει την κατάσταση η αναφορά στο «σήμερα προσιτό μέρος του Σύμπαντος» (σ. 465).

Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική διαλεκτική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως «Φυσική Φιλοσοφία» και «Επιστήμη των επιστημών» (Μπιτσάκης, σ. 44), ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των «πλέον γενικών νόμων...», σε μια φθίνουσα «κακή απειρία». Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση). Μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι περί φύσεως κατά ιδιότυπα ανθρώπινο τρόπο, μόνο στο βαθμό που αυτή εντάσσεται ευθέως ή πλαγίως, άμεσα ή διαμεσολαβημένα, δυνάμει ή ενεργεία στην παραγωγική ανταλλαγή ύλης μεταξύ φύσης και ανθρώπου, στην τροχιά τη μετασχηματιστικής δραστηριότητάς του. Πέραν τούτου, η όποια αναφορά σε αυτήν έχει τουλάχιστον τον χαρακτήρα εικασίας, υποθέσεων εργασίας είτε προεκβολής (περι-)ορισμένων μέσων και τρόπων προσέγγισης συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων σε ένα γραμμικά απεριόριστο, αφηρημένο και απροσδιόριστο πεδίο. Η θέση αυτή δεν συνιστά περιορισμό του πεδίου της γνώσης. Τουναντίον, αναδεικνύει τον ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένο χαρακτήρα και το αλληλένδετο γνωστικής και πρακτικής προσοικείωσης της πραγματικότητας, ως εφαλτήριο της εκάστοτε ανθρώπινης επέλασης στο (επίσης ιστορικά προσδιορισμένης γνωσιμότητας) εισέτι μη εγνωσμένο.

Ο Ε. Μπιτσάκης καταδεικνύει ανάγλυφα τις μεταφυσικές και μυστικιστικές προεκτάσεις της απολυτοποίησης τέτοιου είδους μηχανιστικών προεκβολών και αναγωγισμών (βλ. την κριτική που ασκεί στον βιολογισμό, στη μηχανιστική λαπλασιανή αιτιοκρατία, το κυρίαρχο «στάνταρ μοντέλο» του διαστελλώμενου «Σύμπαντος», κ.ά.). Είναι αποδεδειγμένο ότι δεν συνιστά ιστορισμό και διαλεκτική σκέψη η όποια παραδοχή κάποιας μεταβολής στο χρόνο. Η επισήμανση μιας μεταβολής στο χρόνο (κίνησης) αποδιδόμενης σε αμετάβλητα αίτια, είναι δηλωτική της μεταφυσικής. Φερ’ ειπείν, η γραμμική-μηχανιστική προεκβολή στο απώτερο παρελθόν σημερινών τάσεων του αντικειμένου (ορισμένης παρούσας διάγνωσής της βάσει κάποιας ένδειξης διαθέσιμων σήμερα φασματογράφων) περί «διαστολής του σύμπαντος», οδηγεί στη νεκρανάσταση της μεσαιωνικής τελεολογίας, με την επιστημονικοφανή κοσμολογική επένδυση της «μεγάλης έκρηξης»…

Ο Ε. Μπιτσάκης μας δείχνει ότι «η ενδογενής και ιστορική σχέση ανάμεσα στη Διαλεκτική της Φύσης και τις επιστήμες, καθώς και με το μαρξισμό συνολικά, καθορίζει τον κατ’ αρχήν ανοικτό και αντιδογματικό χαρακτήρα της. O Ένγκελς έγραφε ότι με κάθε θεμελιώδη ανακάλυψη στην περιοχή των επιστημών ο διαλεκτικός υλισμός οφείλει να αλλάζει μορφή. Το ίδιο ισχύει και για τη Διαλεκτική της Φύσης.

Oι ρίζες της διαλεκτικής ανάγονται στην «αυθόρμητη» διαλεκτική των προσωκρατικών. Μέσα από μια μακρά οδύσσεια, η διαλεκτική υψώθηκε με τον Xέγκελ στο επίπεδο «συστήματος», πράγμα που ήταν ο θρίαμβος και ταυτόχρονα η αποτυχία της. Oι θεμελιωτές του διαλεκτικού υλισμού «αντέστρεψαν» την ιδεαλιστική-θεωρησιακή διαλεκτική του Xέγκελ. Το έργο τους συνιστά, μεταξύ άλλων, μια πρώτη επεξεργασία, μερική και μη πλήρη, μιας διαλεκτικής της φύσης…Στο πεδίο των επιστημών δεσπόζει σήμερα η αστική ιδεολογία και ειδικότερα η τεχνοκρατική ιδεολογία, ο εμπειρισμός και

Page 203: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

203

το συμπλήρωμά τους, ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός. Eντούτοις, οι επιστημονικές επαναστάσεις της εποχής μας ανοίγουν νέες δυνατότητες και προοπτικές στη διαλεκτική σκέψη. Ένας από τους όρους για μια νέα άνθηση αυτής της σκέψης: να σκεπτόμαστε τη διαλεκτική υπό τον υλισμό» (σ. 490).

Βιβλιογραφία Barot Emmanuel, Διαλεκτική της φύσης: το διακύβευμα ενός εργοταξίου.

Ουτοπία Νο 57, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2003, σ. 129-152. Graham, Loren R. Science, Philosophy, and Human Behavior in the Soviet

Union. Columbia University Press. New York, 1987. Βαζιούλιν Β. Α., Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας.

Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004. Γκόττ Β. Σ., Ζεμλιάνσκι Φ. Μ., Η διαλεκτική της ανάπτυξης της εννοιολογικής

μορφής της νόησης. Βίσαγια Σκόλα. Μόσχα, 1981. Γκόττ Β. Σ., Σεμενιούκ Ε. Π., Ούρσουλ Α. Δ., Οι κατηγορίες της σύγχρονης

επιστήμης. Μίσλ. Μόσχα, 1984. Ένγκελς Φ., Η διαλεκτική της φύσης. Μετάφραση Ε. Μπιτσάκη. Σύγχρονη

Εποχή. Αθήνα, 1984. Μπιτσάκης Ευτύχης, Η φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία. Ελληνικά Γράμματα,

2003. Πατέλης Δ. Διάνοια και Λόγος, Ιστορικό και λογικό, Ανάβαση από το

αφηρημένο στο συγκεκριμένο, Διαλεκτική Λογική, Απόδειξη, Μαρξ, Μαρξισμός, Λένιν, κ.ά., στο Φιλοσοφικό και Κοινωνιολογικό Λεξικό. Καπόπουλος. Τομ. 1 – 5. Αθήνα, 1994 -1995 (βλ. και: Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm.).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Χωρία από την «Διαλεκτική της Φύσης» του Φρίντριχ Ένγκελς. [Οι περιπέτειες των φυσικών επιστημόνων και μηχανικών που αγνοούν την

φιλοσοφία] Οι φυσικοί επιστήμονες πιστεύουν πως ελευθερώνονται από τη φιλοσοφία,

αγνοώντας, ή υβρίζοντας την. Ωστόσο τους είναι αδύνατο να προχωρήσουν χωρίς σκέψη και για να σκεφτούν χρειάζονται λογικές κατηγορίες. Από την άλλη μεριά, παίρνουν αυτές τις κατηγορίες άκριτα, είτε από την κοινή συνείδηση των λεγόμενων καλλιεργημένων ανθρώπων, συνείδηση που κυριαρχείται από κατάλοιπα φιλοσοφιών από καιρό απαρχαιωμένων, είτε από τα ψίχουλα φιλοσοφίας που ακούουν υποχρεωτικά στα πανεπιστημιακά μαθήματα (που δίνουν όχι μονάχα αποσπασματικές απόψεις, αλλά κι ένα ανακάτεμα από γνώμες ανθρώπων που ανήκουν στις πιο διαφορετικές και τις περισσότερες φορές στις χειρότερες σχολές), είτε ακόμα από ασυστηματοποίητο και άκριτο, διάβασμα κάθε είδους φιλοσοφικής παραγωγής. Έτσι δεν ξεφεύγουν από το ζυγό της φιλοσοφίας και τις περισσότερες φορές' αλίμονο, της χειρότερης. Εκείνοι που κατηγορούν πιο πολύ τη φιλοσοφία, είναι ακριβώς δούλοι των χειρότερων εκλαϊκευμένων κατάλοιπων, των χειρότερων φιλοσοφικών δογμάτων.

* * *

Page 204: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

204

Οι φυσικοί επιστήμονες μπορούν να πάρουν όποια στάση τους αρέσει και είναι ακόμα κάτω από τη δεσποτεία της φιλοσοφίας. Το ζήτημα είναι μόνο να μάθουμε, αν θέλουν να κυριαρχούνται από κάποια σκάρτη φιλοσοφία της μόδας, ή από μια θεωρητική μορφή σκέψης που στηρίζεται στη γνώση της ιστορίας της νόησης και των κατακτήσεων της. «Φυσική, φυλάξου από τη μεταφυσική»! Αυτό είναι εντελώς σωστό αλλά με άλλο νόημα184

.

Οι επιστήμονες επιτρέπουν στη φιλοσοφία να παρατείνει μια απατηλή ύπαρξη

αρκούμενοι στα κατακάθια της παλιάς μεταφυσικής. Μόνο όταν οι φυσικές και οι ιστορικές επιστήμες θα έχουν αφομοιώσει τη διαλεκτική, θα γίνει περιττό και θα σβήσει μέσα στη θετική επιστήμη, ολόκληρο το φιλοσοφικό παλιατζίδικο, με εξαίρεση την καθαρή θεωρία της νόησης.

[Φυσιογνωσία και φιλοσοφία] ΕΙΣΑΓΩΓΗ (1875-1876) Η νεώτερη έρευνα της φύσης, που μονάχα αυτή έφτασε σε μια επιστημονική,

συστηματική και ολόπλευρη ανάπτυξη, αντίθετα από τις μεγαλοφυείς φυσικοφιλοσοφικές διαισθήσεις των αρχαίων και τις εξαιρετικά σπουδαίες αλλά σποραδικές ανακαλύψεις των Αράβων, που εξαφανίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους χωρίς αποτέλεσμα - αυτή η νεώτερη έρευνα της φύσης, χρονολογείται, όπως και ολόκληρη η νεώτερη ιστορία, από την κοσμοϊστορική εποχή που εμείς οι Γερμανοί τη λέμε Μεταρρύθμιση, εξαιτίας της εθνικής συμφοράς που μας βρήκε εκείνη την εποχή, που οι Γάλλοι την αποκαλούν Αναγέννηση και οι Ιταλοί Τσινκουετσέντο*, αν και κανείς απ' αυτούς τους όρους δεν αποδίδει εντελώς το νόημα της. Πρόκειται για την εποχή που αρχίζει με το δεύτερο μισό του δέκατου πέμπτου αιώνα: Η βασιλεία, με την υποστήριξη των αστών των πόλεων, σύντριψε τη δύναμη των φεουδαρχών και δημιούργησε τις μεγάλες μοναρχίες, που στηρίζονταν ουσιαστικά στην εθνότητα και που μέσα στα πλαίσια τους αναπτύχθηκαν τα νεώτερα ευρωπαϊκά έθνη και η νεώτερη αστική κοινωνία. Και ενώ οι αστοί και οι ευγενείς πολεμούσαν ακόμα μεταξύ τους, ο πόλεμος των γερμανών χωρικών προανάγγειλε προφητικά τους επερχόμενους ταξικούς αγώνες, προωθώντας στη σκηνή όχι μονάχα τους επαναστατημένους χωρικούς — γιατί αυτό δεν ήταν τίποτα καινούργιο — αλλά ακόμα, πίσω τους, τους πρόδρομους του σύγχρονου προλεταριάτου, με την κόκκινη σημαία στα χέρια τους και στα χείλη τις απαιτήσεις για κοινότητα των αγαθών. Στα χειρόγραφα που σώθηκαν από την πτώση του Βυζαντίου, στα αρχαία αγάλματα που ξεθάφτηκαν από τα ερείπια της Ρώμης, αποκαλυπτόταν ένας καινούργιος κόσμος στην κατάπληκτη Δύση: η ελληνική αρχαιότητα. Οι φωτεινές μορφές της διαλύανε τα φαντάσματα του Μεσαίωνα. Η Ιταλία γεννούσε μια απροσδόκητη καλλιτεχνική άνθηση, που έμοιαζε αντανάκλαση της κλασικής αρχαιότητας και που δεν επιτεύχθηκε ποτέ πια. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, αναπτύχθηκε μια νέα λογοτεχνία, η πρώτη νεώτερη λογοτεχνία. Η Αγγλία και η Ισπανία γνώρισαν αμέσως μετά, την κλασική λογοτεχνική εποχή τους. Τα όρια του παλιού orbis terrarum* είχαν παραβιαστεί. Για πρώτη φορά ανακαλύφθηκε στ'αλήθεια ο κόσμος και μπήκαν οι βάσεις για το μεταγενέστερο παγκόσμιο εμπόριο και το πέρασμα από τη χειροτεχνία στη μανιφακτούρα, που με τη σειρά της θα αποτελούσε την αφετηρία για τη σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας. Η πνευματική δικτατορία της εκκλησίας συντρίφτηκε. Η πλειοψηφία των γερμανικών λαών την απόρριψε απ'ευθείας, αποδεχόμενη

Page 205: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

205

τον προτεσταντισμό, ενώ στους Λατίνους ένα ζωηρό ελεύθερο πνεύμα, παρμένο από τους Άραβες και γαλουχημένο με την ελληνική φιλοσοφία που είχε μόλις ανακαλυφτεί, ρίζωνε όλο και πιο πολύ και προετοίμασε το δρόμο για τον υλισμό του 18ου αιώνα.

Ήταν η μεγαλύτερη προοδευτική επανάσταση, που·είχε γνωρίσει ο κόσμος, μια εποχή που χρειαζόταν γίγαντες και που γέννησε γίγαντες, γίγαντες σε δύναμη σκέψης, πάθους και χαρακτήρα, σε καθολικότητα και πολυμάθεια. Οι άντρες που θεμελίωσαν τη νεώτερη αστική κυριαρχία είχαν τα πάντα, εκτός από την αστική στενοκεφαλιά. Αντίθετα, το ριψοκίνδυνο πνεύμα της εποχής, τους ενέπνεε όλους, λίγο-πολύ. Δύσκολα θά'βρίσκε κανείς έναν σπουδαίο άντρα εκείνης της εποχής που να μην είχε κάνει μεγάλα ταξίδια, να μη μιλούσε τέσσερις με πέντε γλώσσες, και που να μη διακρινόταν σε πολλές περιοχές. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι δεν ήταν μονάχα μεγάλος ζωγράφος. Ήταν και έξοχος μαθηματικός, και μηχανικός και οι πιό ποικίλοι κλάδοι της φυσικής, του οφείλουν σπουδαίες ανακαλύψεις. Ο 'Αλμπρεχτ Ντύρερ ήταν ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και αρχιτέκτονας, και επιπλέον εφεύρε ένα σύστημα οχύρωσης, που περιλαβαίνει πολλές ιδέες τις οποίες χρησιμοποίησε πολύ αργότερα ο Μονταλαμπέρ και η νεώτερη οχυρωματική τέχνη στη Γερμανία. Ο Μακιαβέλλι ήταν πολιτικός, ιστορικός, ποιητής, και ταυτόχρονα ο πρώτος αξιομνημόνευτος στρατιωτικός συγγραφέας των νεώτερων χρόνων. Ο Λούθηρος δεν καθάρισε μονάχα την εκκλησία, αλλά και τη γερμανική γλώσσα, από την κόπρο του Αυγείου. Ο ίδιος δημιούργηοε τη νεώτερη γερμανική πρόζα και σύνθεσε τους στίχους και τη μουσική του θριαμβικού εκείνου ύμνου που έγινε η Μασσαλιώτιδα του 16ου αιώνα." Οι ήρωες εκείνου του καιρού δεν είχαν γίνει δούλοι του καταμερισμού της εργασίας, που τόσο συχνά αισθανόμαστε τους περιορισμούς που επιβάλλει στους διαδόχους τους και τη στενότητα αντιλήψεων που γεννάει. Αλλά αυτό που προπαντός τους ξεχωρίζει, είναι ότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλοι τους ζουν και δρουν μέσα στα κινήματα του καιρού τους, στον πρακτικό αγώνα. Συμμετέχουν, μπαίνουν στη μάχη, τούτος με το λόγο και την πέννα, εκείνος με το σπαθί, συχνά και με τα δυό. Απ'αυτού προέρχεται η πληρότητα και η δύναμη του χαρακτήρα, που τους κάνει ακέραιους ανθρώπους. Οι σοφοί του σπουδαστηρίου είναι η εξαίρεση: ήταν είτε άνθρωποι δεύτερης ή τρίτης τάξης, είτε συνετοί στενοκέφαλοι (φιλισταίοι) που δεν ήθελαν να κάψουν τα δάκτυλα τους.

Την εποχή εκείνη η έρευνα της φύσης αναπτυσσόταν επίσης μέσα στη γενική επανάσταση και ήταν και η ίδια επαναστατική από τη μιαν άκρη ώς την άλλη, γιατί έπρεπε να κερδίσει το δικαίωμα ύπαρξης με τον αγώνα. Χέρι-χέρι με τους μεγάλους Ιταλούς, από τους οποίους χρονολογείται η νεώτερη φιλοσοφία, έδοσε τους μάρτυρες της στις φλόγες και στα μπουντρούμια της Ιερής Εξέτασης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαμαρτυρόμενοι ξεπέρασαν τους καθολικούς στην καταδίωξη της ελεύθερης σπουδής της φύσης. Ο Καλβίνος έκαψε τον Σερβέ στην πυρά, τη στιγμή πού βρισκόταν στο σημείο να ανακαλύψει την κυκλοφορία του αίματος, και μάλιστα τον άφηνε να ψήνεται ζωντανός δυό ολάκερες ώρες. Τουλάχιστον η Ιερή Εξέταση αρκέστηκε να κάψει ζωντανό τον Τζιορντάνο Μπρούνο.

* Στην κυριολεξία κύκλος εδαφών. ' Ετσι ονόμαζαν οι Ρωμαίοι τον κόσμο, τη γη. (Σύντ.).

* Δηλαδή τον 16ο αιώνα (Σύντ.). Η επαναστατική πράξη με την οποία η έρευνα της φύσης κήρυξε την ανεξαρτησία

της, επαναλαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο τη χειρονομία του Λούθηρου που πέταξε στη φωτιά την παπική βούλα, ήταν η δημοσίευση του αθάνατου έργου στο οποίο ο

Page 206: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

206

Κοπέρνικος — έστω και δειλά και, θα μπορούσε να πει κανείς, μονάχα από το κρεβάτι του θανάτου — έριξε το γάντι στην εκκλησιαστική αυθεντία για τα ζητήματα της φύσης.12

Το βασικό έργο της φυσικής επιστήμης στις αργές αυτής της πρώτης περιόδου, ήταν να κυριαρχήσει στο διαθέσιμο υλικό. Στις περισσότερες περιοχές θα έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν. Η αρχαιότητα είχε κληροδοτήσει τον Ευκλείδη και το πλανητικό σύστημα του Πτολεμαίου, οι Άραβες τη δεκαδική αρίθμηση, τις αργές της άλγεβρας, τους σύγχρονους αριθμούς και την αλχημεία-ο χριστιανικός μεσαίωνας τίποτα απολύτως. Μ' αυτή την κατάσταση, την πρώτη θέση την πήρε αναγκαστικά η πιο στοιχειώδης από τις φυσικές επιστήμες, η μηχανική και πλάι της, στην υπηρεσία της, η ανακάλυψη και η τελειοποίηση των μαθηματικών μεθόδων. Στην περιοχή αυτή έγιναν μεγάλα πράγματα. Οι επιστημονικοί αυτοί κλάδοι είχαν φτάσει σε κάποιο βαθμό τελειότητας, προς το τέλος της περιόδου που τη σημαδεύουν ο Νεύτωνας και ο Λινναίος. Ήδη είχαν διαμορφωθεί στις μεγάλες γραμμές τους, οι πιο βασικές μαθηματικές μέθοδοι: η αναλυτική γεωμετρία, κυρίως από τον Καρτέσιο, οι λογάριθμοι από τον Νέπιερ, ο διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός από τον Λάιμπνιτς και ίσως από τον Νεύτωνα. Το ίδιο έγινε και με τη μηχανική των στερεών σωμάτων, που οι βασικοί της νόμοι διασαφηνίστηκαν μια για πάντα. Τέλος, στην αστρονομία του ηλιακού συστήματος, ο Κέπλερ είχε ανακαλύψει τους νόμους της κίνησης των πλανητών και ο Νεύτωνας τους είχε διατυπώσει από την άποψη των γενικών νόμων της κίνησης της ύλης. Οι άλλοι κλάδοι των φυσικών επιστημών απείχαν πολύ κι απ' αυτό τον προσωρινό βαθμό τελειότητας. Μόνο προς το τέλος αυτής της περιόδου, μελετήθηκε περισσότερο βαθιά η μηχανική των υγρών και των αερίων*. Η καθαυτό φυσική δεν είχε ξεπεράσει τα πρώτα της βήματα, με εξαίρεση την οπτική, που η εξαιρετική της πρόοδος οφειλόταν στις πρακτικές ανάγκες της αστρονομίας. Η χημεία άργησε να χειραφετείται από την αλχημεία, με τη θεωρία του φλογιστού

Απ' αυτή την πράξη χρονολογείται η χειραφέτηση των φυσικών ερευνών από τη θεολογία, αν και η αντιδικία για τα ιδιαίτερα αμοιβαία τους δικαιώματα συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας και σε πολλά μυαλά θ' αργήσει ακόμα να ξεκαθαριστεί. Από κει κι ύστερα αυτό δεν εμπόδισε την επιστήμη να προχωρεί με γιγαντιαία βήματα, κερδίζοντας σε δύναμη, θα μπορούσε κανείς να πει, ανάλογη με το τετράγωνο του διαστήματος που διάτρεξε (χρονικά) από το σημείο της αφετηρίας. Είναι σάμπως να έπρεπε να αποδείξει στον κόσμο πως στο εξής, το ανώτερο προϊόν της οργανικής ύλης, το ανθρώπινο πνεύμα, θα υπάκουε σ' ένα νόμο κίνησης αντίθετο μ' αυτόν που ίσχυε στην ανόργανη ύλη.

13

Αλλά αυτό που ειδικά χαρακτηρίζει εκείνη την περίοδο, είναι η διαμόρφωση μιας ιδιόμορφης γενικής αντίληψης, που το κεντρικό σημείο της είναι η ιδέα ότι η φύση μένει απόλυτα αναλλοίωτη. Μ' όποιο τρόπο κι αν σχηματίστηκε η φύση, από τη στιγμή που εμφανίστηκε παρέμεινε όπως ήταν από τότε που υπάρχει. Από τη στιγμή που μπήκαν σε κίνηση με τη μυστηριώδη «αρχική ώθηση» οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους, συνέχιζαν

. Η γεωλογία δεν είχε ξεπεράσει το εμβρυακό στάδιο της ορυκτολογίας· η παλαιοντολογία δεν μπορούσε λοιπόν καθόλου να υπάρξει ακόμα. Τέλος, στην περιοχή της βιολογίας κύρια μέριμνα ήταν ακόμα η περισυλλογή και η επιλογή του τεράστιου όχι μόνο βοτανικού και ζωολογικού, αλλά και ανατομικού και καθαυτό φυσιολογικού υλικού. Δεν μπορούσε ακόμα να τεθεί ζήτημα για σύγκριση των διάφορων μορφών της ζωής ανάμεσα τους, ή για τη μελέτη της γεωγραφικής τους κατανομής, των κλιματολογικών και άλλων όρων ύπαρξης τους. Εδώ μόνο η βοτανική και η γεωλογία έφτασαν σε κάποιο βαθμό πληρότητας, χάρη στο Λινναίο.

Page 207: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

207

να κινούνται στις προδιαγραμμένες ελλείψεις, ως την αιωνιότητα, ή πάντως μέχρι το τέλος όλων των πραγμάτων. Τ'αστέρια παρέμειναν ακίνητα για πάντα στις θέσεις τους, αλληλοσυγκρατούμενα στις αμοιβαίες θέσεις τους από την «παγκόσμια βαρύτητα». Η γη είχε παραμείνει πάντα η ίδια, είτε από τον αιώνα τον άπαντα, είτε, σύμφωνα με ορισμένους, από την ημέρα της δημιουργίας. Οι τωρινές «πέντε ήπειροι» υπήρχαν πάντοτε, και είχαν πάντα τα ίδια βουνά, τις ίδιες κοιλάδες, τα ίδια ποτάμια, το ίδιο κλίμα, την ίδια χλωρίδα την ίδια πανίδα, εφόσον το ανθρώπινο χέρι δεν είχε προκαλέσει αλλαγές ή μεταφυτεύσεις. Τα φυτικά και ζωικά είδη είχαν καθοριστεί μια για πάντα, από τότε που υπήρξαν. Από το όμοιο γεννιόταν σταθερά το όμοιο και ήταν μεγάλη υποχώρηση που ο Λινναίος δέχτηκε πως εδώ κι εκεί μπορούσαν να διαμορφωθούν καινούργια είδη με διασταύρωση. Στην ιστορία της φύσης απέδιδαν μονάχα μια ανάπτυξη στο χώρο, αντίθετα με την ιστορία της ανθρωπότητας που ξετυλίγεται μέσα στο χρόνο. Κάθε αλλαγή, κάθε ανάπτυξη της φύσης απορρίπτονταν. Οι φυσικές επιστήμες, τόσο επαναστατικές στο ξεκίνημα τους, βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε μια φύση απόλυτα συντηρητική, στην οποία το καθετί έπρεπε να μείνει όπως ήταν, ώς τη συντέλεια του κόσμου ή στον αιώνα τον άπαντα.

Όσο πιο ψηλά βρίσκονταν οι φυσικές επιστήμες στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, σε σχέση με την ελληνική αρχαιότητα, σε όγκο γνώσεων και κατάταξη υλικού, τόσο ήταν κατώτερες σε ό,τι αφορά τη θεωρητική αφομοίωση αυτού του υλικού, τη γενική αντίληψη για τη φύση. Ο κόσμος για τους Έλληνες φιλόσοφους ήταν ουσιαστικά κάτι που ξεπήδησε από το χάος, που αναπτύχθηκε, που ήταν αποτέλεσμα ενός γίγνεσθαι. Για τους φυσικούς επιστήμονες της περιόδου που μελετάμε, ο κόσμος ήταν κάτι αποστεωμένο, αμετάλλαχτο, κάτι που για τους περισσότερους είχε δημιουργηθεί μεμιάς. Η επιστήμη ήταν ακόμα δεμένη βαθιά με τη θεολογία. Παντού ζητούσαν κι έβρισκαν σαν έσχατη αρχή μια εξωτερική ώθηση, που δεν μπορούσε να εξηγηθεί από την ίδια τη φύση. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε σαν ουσιαστική ιδιότητα της ύλης την έλξη, που ο Νεύτωνας τη βάφτισε πομπωδώς «παγκόσμια βαρύτητα» και πάλι, από πού προήλθε η ανεξήγητη εφαπτόμενη δύναμη, που καθόρισε αρχικά τις τροχιές των πλανητών; Πώς γεννήθηκαν οι αναρίθμητες ποικιλίες των φυτών και των ζώων και πολύ περισσότερο ο άνθρωπος, που γι' αυτόν τουλάχιστο ήταν βέβαιο ότι δεν υπήρχε από καταβολής κόσμου; Οι φυσικές επιστήμες απαντούσαν συχνά σε τέτοια

ερωτήματα, επικαλούμενες την ευθύνη του δημιουργού των πάντων. Ο Κοπέρνικος, στην αρχή αυτής της περιόδου, δείχνει στη θεολογία την πόρτα. Ο Νεύτωνας κλείνει την περίοδο, με το αξίωμα για τη θεϊκή «αρχική * Ο Ένγκελς έχει σημειώσει με μολύβι στο περιθώριο: «Ο Τορικέλλι σχετικά με τη ρύθμιση των χειμάρρων των ' Αλπεων» (Σύντ.).

ώθηση». Η υψηλότερη γενική ιδέα ώς την οποία έφτασαν οι φυσικές επιστήμες, ήταν η ιδέα για τη σκοπιμότητα στη φύση, η ανάβαθη τελολογία του Βολφ, που σύμφωνα μ'αυτήν οι γάτες δημιουργήθηκαν για να τρώνε τα ποντίκια, τα ποντίκια για να τρώγονται από τις γάτες και ολόκληρη η φύση για να μαρτυρεί τη σοφία του δημιουργού. Κι είναι μεγάλη η τιμή της φιλοσοφίας εκείνου του καιρού, πως δεν αφέθηκε να παρασυρθεί από τις περιορισμένες γνώσεις που είχαν τότε για τη φύση και επέμενε — από τον Σπινόζα ώς τους μεγάλους υλιστές της Γαλλίας — να εξηγήσει τον κόσμο με τον ίδιο τον κόσμο, αφήνοντας στις φυσικές επιστήμες του μέλλοντος τη φροντίδα να επαληθεύσουν τις λεπτομέρειες.

Page 208: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

208

Τοποθετώ και τους υλιστές του 18ου αιώνα σ'αυτή την περίοδο, γιατί δεν είχαν στη διάθεση τους άλλα επιστημονικά δεδομένα, από εκείνα που περιέγραψα παραπάνω. Η κοσμοϊστορική εργασία του Καντ έμεινε γΓαυτούς μυστικό κι ο Λαπλάς ήρθε πολύ μετά απ' αυτούς14

Το πρώτο ρήγμα σ'αυτή την απολιθωμένη αντίληψη για τη φύση, δεν το άνοιξε κάποιος φυσικός επιστήμονας, αλλά ένας φιλόσοφος. Το 1755 δημοσιεύτηκε η Γενική ιστορία της φύσης και θεωρία του ουρανού του Κάντ. Το ζήτημα της πρώτης ώθησης είχε παραμεριστεί. Η γη κι ολόκληρο το ηλιακό σύστημα εμφανίζονταν σαν αποτέλεσμα ενός γίγνεσθαι μέσα στο χρόνο. Αν η μεγάλη πλειοψηφία των επιστημόνων είχαν κάπως μικρότερη αντιπάθεια στην προειδοποίηση του Νεύτωνα: «Φυσική, φυλάξου από τη μεταφυσική»

. Ας μην ξεχνάμε, πως η απαρχαιωμένη αυτή αντίληψη για τη φύση αν και διάτρητη εδώ κι εκεί από την επιστημονική πρόοδο, κυριάρχησε σ'ολόκληρο το πρώτο μισό του 19ου αιώνα* και πως ακόμα και σήμερα διδάσκεται ουσιαστικά σ'όλα τα σχολεία**.

15

Αλλά τι καλό μπορούσε να προκύψει από τη φιλοσοφία; Το έργο του Καντ δεν έδοσε άμεσα αποτελέσματα, μέχρι την ημέρα που, πολλά χρόνια αργότερα, ο Λαπλάς και ο Χέρσελ ανάπτυξαν το περιεχόμενο της και τη θεμελίωσαν βαθύτερα, δίνοντας σιγά-σιγά ευνοϊκή θέση στην «υπόθεση του νεφελώματος». Την έκαναν να θριαμβεύσει τελικά κι άλλες ανακαλύψεις, που οι σπουδαιότερες ήταν η ίδια κίνηση των απλανών, η απόδειξη για την ύπαρξη ενός ανθιστάμενου μέσου στο κοσμικό διάστημα, η απόδειξη, με τη φασματοσκοπική ανάλυση, της χημικής ταυτότητας της ύλης του σύμπαντος και της ύπαρξης διάπυρων νεφελωμάτων, όπως είχε υποθέσει ο Κάντ*.

, θα υποχρεώνονταν και μόνο απ'αυτή τη μεγαλοφυή ανακάλυψη του Καντ να βγάλουν συμπεράσματα που θα τους γλίτωναν από ατέλειωτα παραστρατήματα, από τεράστιο χρόνο και κόπο που σπαταλήθηκε σε λαθεμένες κατευθύνσεις. Γιατί η ανακάλυψη του Καντ ήταν το αφετηριακό σημείο κάθε κατοπινής προόδου. Από τη στιγμή που η γη ήταν αποτέλεσμα ενός γίγνεσθαι, τότε η τωρινή γεωλογική, γεωγραφική και κλιματολογική της κατάσταση, καθώς και τα φυτά και τα ζώα της, θα ήταν αναγκαστι-κά κι αυτά αποτέλεσμα ενός γίγνεσθαι. Η γη θα είχε αναγκαστικά μια ιστορία, όχι μόνο συνύπαρξης στο χώρο αλλά και διαδοχής μέσα στο χρόνο. Αν αμέσως τότε γίνονταν παραπέρα έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση, οι φυσικές επιστήμες θα είχαν προχωρήσει σημαντικά περισσότερο.

Μπορούμε ωστόσο να αμφιβάλλουμε αν η πλειοψηφία των επιστημόνων θα συνειδητοποιούσε τόσο γρήγορα την αντίφαση ανάμεσα σε μιά γη που μεταβάλλεται και που έχει αμετάβλητους οργανισμούς, αν η αντίληψη που γεννιότανε, για μια φύση που δεν είναι αλλά γίνεται και εξαφανίζεται, δεν δεχόταν ενισχύσεις από άλλη μεριά. Η γεωλογία γεννήθηκε και αποκάλυψε όχι μόνο τα γεωλογικά στρώματα που διαμορφώθηκαν διαδοχικά και που επικάθιζαν το ένα στο άλλο αλλά και μέσα στα στρώματα ανακάλυψε τα κελύφη και τους σκελετούς ζώων που εξαφανίστηκαν, τους κορμούς, τα φύλλα και τους καρπούς φυτών που δεν υπάρχουν πια. Πρέπει λοιπόν να αναγνωριστεί ότι όχι μονάχα η γη στο σύνολο της, αλλά και η τωρινή της επιφάνεια και τα φυτά και τα ζώα που ζουν σ'αυτήν, έχουν μια ιστορία μέσα στο χρόνο. Στην αρχή η αναγνώριση αυτή έγινε με αρκετή απροθυμία. Η θεωρία του Κυβιέ για τις ανατροπές πάνω στη γη, ήταν επαναστατική στα λόγια και αντιδραστική στην ουσία. Η θεωρία αυτή αντικαθιστούσε τη μοναδική θεία δημιουργία με μια ολόκληρη σειρά διαδοχικές δημιουργίες, κάνοντας το θαύμα ουσιαστικό παράγοντα της φύσης. Χρειάστηκε ο Λάιελ για να μπάσει τη λογική

Page 209: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

209

στη γεωλογία, αντικαθιστώντας τις ξαφνικές ανατροπές που οφείλονταν στα καπρίτσια του δημιουργού, με τα βαθμιαία αποτελέσματα ενός αργού μετασχηματισμού της γης***.

Η θεωρία του Λάιελ ήταν ακόμα πιο ασυμβίβαστη από τις προηγούμενες, με την αποδοχή των σταθερών οργανικών ειδών. Η βαθμιαία μεταβολή της επιφάνειας της γης και όλων των συνθηκών της ζωής, οδηγούσε άμεσα στο βαθμιαίο μετασχηματισμό των οργανισμών και στην προσαρμογή τους στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον: οδηγούσε στη μεταβλητότητα των ειδών. Αλλά η παράδοση δεν είναι δύναμη μονάχα στην καθολική εκκλησία. Είναι και στις φυσικές επιστήμες. Για χρόνια ολόκληρα ούτε ο Λάιελ, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές του, δεν αντιλήφθηκαν την αντίφαση. Το πράγμα θα ήταν ανεξήγητο, χωρίς την κυριαρχική θέση που πήρε στο μεταξύ ο καταμερισμός της εργασίας στις φυσικές επιστήμες, που περιορίζοντας λίγο-πολύ τον καθένα στην ειδικότητα του, στερούσε από τους περισσότερους ερευνητές την ικανότητα για μια συνολική αντίληψη.

* Στο περιθώριο υπάρχει γραμμένο με μολύβι: Η ακαμψία της παλιάς αντίληψης για τη φύση, είναι αυτό που έδοσε τη βάση για να θεωρηθούν οι φυσικές επιστήμες σαν ένα ενιαίο όλον. Οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, καθαρά μηχανιστές ακόμα, παράπλευρα ο ένας στον άλλο. Σε συνέχεια ο Σαιν-Σιμόν και η γερμανική φιλοσοφία της φύσης, τελειοποιημένη από τον Χέγκελ (Σνντ.).

** Το κλασικό κείμενο που παραθέτουμε, δείχνει τι ατράνταχτη πίστη σ'αυτή την αντίληψη είχε ακόμα το 1861 ένας άνθρωπος, που οι επιστημονικές του εργασίες συνέβαλαν πολύ στην εξαφάνιση της: «Ολόκληρη η διάταξη του ηλιακού μας συστήματος, στο μέτρο που μπορούμε να την κατανοήσουμε, αποσκοπεί στη διατήρηση αυτού που υπάρχει και στη συνέχιση του χωρίς αλλαγή. Όπως από τους πιο μακρινούς καιρούς δεν βελτιώθηκε ή γενικά δεν άλλαξε κανένα ζώο ή φυτό πάνω στη γη, όπως σ'όλους τους οργανισμούς δεν συναντάμε παρά μια σειρά επάλληλα και όχι διαδοχικά στάδια, όπως το ίδιο μας το γένος έμεινε πάντα το ίδιο, από σωματική άποψη, έτσι κι η πιο μεγάλη ποικιλία των ουράνιων σωμάτων δεν μας δίνει το δικαίωμα να δεχτούμε πως οι μορφές αυτές είναι απλώς διαφορετικά στάδια μιας εξέλιξης· αντίθετα, όλα τα δημιουργήματα είναι καθεαυτό, τέλεια» (Μέντλερ: Εκλαϊκευμένη αστρονομία, Βερολίνο 1861, 5η έκδ., σελ. 316).

*** Σημείωση του Ένγκελς με μολύβι, στο περιθώριο: «Μονάχα τώρα κατανοείται η ανακάλυψη, πάλι από τον Καντ, της επιβράδυνσης της περιστροφής της γης, που δημιουργείται από τις παλλίροιες (Σύντ.).

* Το ελάττωμα της αντίληψης του Λάιελ — τουλάχιστον στην πρώτη της μορφή

— ήταν πως αντιλαμβανόταν τις δυνάμεις που δρούσαν στη γη σαν σταθερές, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Γι' αυτόν δεν υπάρχει η ψύξη της γης. Η γη δεν εξελίσσεται προς μια καθορισμένη κατεύθυνση, αλλά μονάχα αλλάζει ασύνδετα και συμπωματικά.

Όμως η φυσική είχε κάμει στο μεταξύ τεράστιες προόδους, που τα αποτελέσματα τους ανακεφαλαιώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από τρεις ανθρώπους, το 1842, χρονιά αποφασιστική γι’ αυτό τον κλάδο της επιστήμης. Ο Μάγιερ στο Χέιλμπρον και ο Τζάουλ στο Μάντσεστερ απόδειξαν τη μετατροπή της θερμότητας σε μηχανική δύναμη και της μηχανικής δύναμης σε θερμότητα. Η μέτρηση του μηχανικού ισοδύναμου της θερμότητας, έκανε αναμφισβήτητο αυτό το αποτέλεσμα. Την ίδια εποχή ο Τκροβ16 — που δεν ήταν επαγγελματίας επιστήμονας αλλά Άγγλος δικηγόρος — απόδειξε επεξεργαζόμενος τα επιμέρους αποτελέσματα που είχε πετύχει ήδη η φυσική, πως όλα

Page 210: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

210

όσα ονόμαζαν φυσικές δυνάμεις, η μηχανική δύναμη, η θερμότητα, το φως, ο ηλεκτρισμός, ο μαγνητισμός, ακόμα και η λεγόμενη χημική δύναμη, μετατρέπονταν η μια στην άλλη, κάτω από ορισμένες συνθήκες, χωρίς καμιά απώλεια δύναμης. Έτσι αποδείκνυε επιπρόσθετα στην περιοχή της φυσικής, την αρχή του Καρτέσιου σύμφωνα με την οποία, η ποσότητα κίνησης που υπάρχει στο σύμπαν είναι σταθερή. Μ' αυτό τον τρόπο, οι ειδικές δυνάμεις της φυσικής, που ήταν κατά κάποιο τρόπο τα «αμετάβλητα είδη» της, χωρίστηκαν σε μορφές κίνησης ποικιλότροπα διαφοροποιούμενης και μετατρεπόμενης αμοιβαία σύμφωνα με καθορισμένους τρόπους. Η συμπτωματική ύπαρξη τούτης ή κείνης της ποσότητας φυσικών δυνάμεων παραμερίστηκε από την επιστήμη, γιατί αποδείχτηκαν οι αμοιβαίοι τους δεσμοί και η μετάβαση από τη μια στην άλλη. Η φυσική, όπως και η αστρονομία πριν απ' αυτήν, έφτανε σ' ένα αποτέλεσμα που υποδείκνυε αναγκαστικά, σαν τελικό συμπέρασμα της επιστήμης, τον αιώνιο κύκλο της κινούμενης ύλης.

Η καταπληκτικά γοργή ανάπτυξη της χημείας ύστερα από τον Λαβουαζιέ και προπαντός ύστερα από τον Δάλτωνα, χτύπησε κι απ' άλλη μια πλευρά τις παλιές ιδέες για τη φύση. Δημιουργώντας με ανόργανα υλικά, ενώσεις που μέχρι τότε τις έπαιρναν μονάχα από ζωντανούς οργανισμούς, απέδειξε ότι οι νόμοι της χημείας ίσχυαν και για τους ζωντανούς οργανισμούς και γεφύρωσε σε μεγάλο βαθμό το χάσμα ανάμεσα στην ανόργανη και την οργανική φύση, που ακόμα και ο Καντ το θεωρούσε αιώνια αγεφύρωτο.

Τέλος και στην περιοχή των βιολογικών ερευνών, τα επιστημονικά ταξίδια και οι αποστολές, προπαντός ύστερα από το μισό του περασμένου αιώνα, η ακριβέστερη εξερεύνηση των ευρωπαϊκών αποικιών σ'όλα τα μέρη του κόσμου από ειδικούς επιστήμονες που ζούσαν εκεί, από την άλλη μεριά η πρόοδος της παλαιοντολογίας, της ανατομίας και γενικά της φυσιολογίας, ειδικά ύστερα από τη συστηματική χρησιμοποίηση του μικροσκοπίου και την ανακάλυψη του κυττάρου, είχαν συγκεντρώσει τόσο υλικό, που γινόταν δυνατή και ταυτόχρονα αναγκαία η εφαρμογή της συγκριτικής μεθόδου*. Από τη μια μεριά, χάρη στη συγκριτική φυσική γεωγραφία, διαπιστώθηκαν οι όροι ζωής για τις διάφορες χλωρίδες και- πανίδες. Από την άλλη, συγκρίνανε αναμεταξύ τους τους διάφορους οργανισμούς στα ομόλογα τους όργανα κι αυτό όχι μονάχα στο στάδιο της ωριμότητας, αλλά και σ' όλα τα στάδια της ανάπτυξης τους. Όσο βαθύτερα και ακριβέστερα διεξαγόταν αυτή η έρευνα, τόσο πιο πολύ κατάρρεε το αλύγιστο σύστημα μιας οργανικής φύσης αμετάβλητα σταθερής. Τα διάφορα φυτικά και ζωικά είδη, όχι μονάχα ανακατεύονταν αξεδιάλυτα το ένα με τ' άλλο, αλλά εμφανίστηκαν και νέα ζωικά είδη, όπως ο αμφίοξος και η λεπιδοσειρήνα17, εξευτέλισαν όλες τις προηγούμενες ταξι-νομήσεις**. Τελικά συναντούσαν οργανισμούς, που δεν μπορούσαν καν να πουν αν ανήκαν στο φυτικό ή στο ζωικό βασίλειο. Οι ελλείψεις της παλαιοντολογίας συμπληρώνονταν όλο και πιο πολύ, υποχρεώνοντας και τους πιο δύστροπους να αναγνωρίσουν το χτυπητό παραλληλισμό που υπάρχει ανάμεσα στην ιστορία της εξέλιξης του οργανικού κόσμου συνολικά, και στην εξέλιξη του ξεχωριστού οργανισμού, παραλληλισμό που σαν μίτος της Αριάδνης θα οδηγούσε έξω από το λαβύρινθο, όπου φαινόταν να έχουν χαθεί όλο και πιο βαθιά, η βοτανική και η ζωολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν την ίδια στιγμή με την επίθεση του Καντ στην αιωνιότητα του ηλιακού συστήματος, το 1759, ο Κ. Φ. Βολφ είχε εξαπολύσει την πρώτη επίθεση στη σταθερότητα των ειδών και είχε διακηρύξει τη θεωρία της καταγωγής. Αλλά αυτό που στην περίπτωση του Βολφ δεν ήταν παρά μια μεγαλοφυής διαίσθηση, μορφοποιήθηκε με τους Όκεν, Λαμάρκ, Μπαιρ, για να επιβληθεί νικηφόρα εκατό χρόνια αργότερα — το

Page 211: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

211

1859 — με τον Δαρβίνο19

Έτσι ξαναγυρίσαμε στον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα οι μεγάλοι θεμελιωτές της ελληνικής φιλοσοφίας, στην αντίληψη ότι ολόκληρη η φύση, από το μικρότερο στοιχείο ώς το μεγαλύτερο, από το σπυρί της άμμου ώς τους ήλιους, από τα πρωτόζωα ώς τον άνθρωπο, συνίσταται σε μιαν αδιάκοπη γέννηση και φθορά, σε μιαν αδιάκοπη ροή, σε μιαν ακατάπαυστη κίνηση και αλλαγή. Όμως με τούτη την ουσιαστική διαφορά: εκείνο που στους Έλληνες ήταν μεγαλοφυής διαίσθηση, είναι για μας αποτέλεσμα αυστηρά επιστημονικών ερευνών σε συμφωνία με το πείραμα και κατά συνέπεια εμφανίζεται με πιο οριστική και καθαρή μορφή. Βέβαια δεν λείπουν εντελώς τα κενά απ'αυτή την εμπειρική απόδειξη της κυκλικής αυτής πορείας, αλλά τα κενά αυτά είναι ασήμαντα σε σύγκριση με κείνο που έχει βεβαιωθεί, και κάθε χρόνο συμπληρώνονται όλο και πιο πολύ. Και πώς θα μπορούσε η απόδειξη να μην έχει ελλείψεις στις λεπτομέρειες, αν σκεφτεί κανείς ότι οι σημαντικότεροι κλάδοι της επιστήμης —η διαπλανη-

. Σχεδόν ταυτόχρονα πιστοποιήθηκε ότι το πρωτόπλασμα και το κύτταρο, που είχε αποδειχτεί προηγούμενα πως ήταν τα έσχατα συστατικά στοιχεία όλων των οργανισμών, συναντιόνται σαν οι κατώτερες μορφές οργανικής ζωής, με αυτοτελή ύπαρξη. Κι έτσι, από τη μιά μεριά περιορίστηκε στο ελάχιστο το χάσμα ανάμεσα στην οργανική και στην ανόργανη φύση, ενώ από την άλλη εξαφανίστηκε μιά από τις ουσιαστικές δυσκολίες που υπήρχαν μέχρι τότε στη θεωρία της καταγωγής των οργανισμών. Η νέα αντίληψη για τη φύση είχε συμπληρωθεί στα κύρια χαρακτηριστικά της: η ακαμψία είχε διαλυθεί, εξατμίστηκε η σταθερότητα, έγινε μεταβατικό ό,τι νομιζόταν αιώνιο. Αποδείχτηκε πως η φύση ολόκληρη βρίσκεται σε άμεση ροή και σε κυκλική πορεία.

• Στο περιθώριο με μολύβι: «Εμβρυολογία» (Σύντ.). • ** Στο περιθώριο: «Κερατώδης το ίδιο όπως Αργαιοπτέρυξ»18

τική αστρονομία, η χημεία, η γεωλογία — μόλις έχουν έναν αιώνα ζωή, η συγκριτική μέθοδος στη φυσιολογία μόλις πενήντα χρόνια και πως το κύτταρο, η θεμελιώδης μορφή όλης σχεδόν της ανάπτυξης της ζωής, ανακαλύφτηκε λιγότερο από σαράντα χρόνια πριν*.

(Σύντ.).

Ξεκινώντας από περιστρεφόμενες μάζες διάπυρου ατμού — που η κίνηση τους θα αποκαλύψει ίσως τους νόμους της όταν οι παρατηρήσεις πολλών αιώνων θα μας έχουν διαφωτίσει για την κίνηση των άστρων — αναπτύχθηκαν με συστολή και ψύξη οι αναρίθμητοι ήλιοι και τα ηλιακά συστήματα της συμπαντικής μας νησίδας, που ορίζουν οι εξώτατοι αστρικοί δακτύλιοι του Γαλαξία.

Σύμφωνα μ' όλες τις ενδείξεις, η εξέλιξη αυτή δεν έγινε παντού με τον ίδιο ρυθμό. Η αστρονομία υποχρεώνεται όλο και πιο πολύ να αναγνωρίσει την ύπαρξη σκοτεινών σωμάτων, όχι μόνο πλανητικών συστημάτων, άρα ήλιων που έχουν ήδη σβήσει στο αστρικό μας σύστημα (Μέντλερ). Από την άλλη μεριά (σύμφωνα με τον Σέκκι) ένα μέρος από τις νεφελοειδείς κηλίδες αερίων, ανήκουν στο αστρικό μας σύστημα σαν ασχημάτιστοι ακόμα ήλιοι, πράγμα που δεν αποκλείει άλλα νεφελώματα, όπως ισχυρίζεται ο Μέντλερ, να είναι απόμακρες και ανεξάρτητες συμπαντικές νησίδες, που το βαθμό της εξέλιξης τους θα τον προσδιορίσει το φασματοσκόπιο20

Το πώς εξελίσσεται ένα ηλιακό σύστημα ξεκινώντας από ένα δοσμένο νεφέλωμα, αποδείχτηκε λεπτομερειακά από τον Λαπλάς με απαράμιλλο τρόπο. Η κατοπινή επιστήμη τον επιβεβαίωσε όλο και πιο πολύ. Σε καθένα από τα σώματα που σχηματίζονται μ' αυτό τον τρόπο — ήλιους καθώς και πλανήτες και δορυφόρους — κυριαρχεί στην αρχή η μορφή κίνησης της ύλης, που ονομάζουμε θερμότητα. Δεν μπορεί

.

Page 212: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

212

να τεθεί ζήτημα για χημικές ενώσεις στοιχείων, ακόμα και σε θερμοκρασίες σαν κι αυτή που υπάρχει σήμερα στον ήλιο. Σε ποιο βαθμό μετατρέπεται εκεί η θερμότητα σε ηλεκτρισμό ή μαγνητισμό, θα το δείξει η συνεχής παρατήρηση του ήλιου. Όσο για το γεγονός ότι οι μηχανικές κινήσεις που παράγονται στην επιφάνεια του ήλιου έχουν για μοναδική προέλευση τη διαμάχη ανάμεσα στη θερμότητα και στη βαρύτητα, μπορεί να θεωρηθεί από τώρα σάν δεδομένο.

Τα διάφορα σώματα ψύχονται τόσο πιο γρήγορα, όσο πιο μικρά είναι. Πρώτα οι δορυφόροι, οι αστεροειδείς, τα μετέωρα, όπως έγινε με τη σελήνη μας που από καιρό είναι νεκρή, αργότερα οι πλανήτες και τελευταία τα κεντρικά σώματα.

Όσο προχωρεί η ψύξη, τόσο και πιο πολύ παίρνει την πρώτη θέση το παιχνίδι των φυσικών μορφών κίνησης που μετατρέπονται η μια στην άλλη, ώσπου τελικά φτάνουμε σ' ένα σημείο όπου αρχίζει να εκδηλώνεται η χημική συγγένεια και τα μέχρι τότε χημικά αδιάφορα στοιχεία διαφοροποιούνται χημικά το ένα ύστερ' από τ' άλλο, αποκτούν χημικές ιδιότητες, συνδυάζονται μεταξύ τους. Οι χημικές αυτές ενώσεις μεταβάλλονται αδιάκοπα με την πτώση της θερμοκρασίας, που επιδρά διαφορετικά όχι μονάχα σε κάθε στοιχείο, αλλά και σε κάθε ειδική χημική ένωση, με το πέρασμα — εξαιτίας της ψύξης — ενός μέρους της ύλης από την αέρια στην υγρή κατάσταση πρώτα, στη στερεή αργότερα, και με τις νέες συνθήκες που δημιουργούνται μ' αυτό τον τρόπο.

Η περίοδος που ο πλανήτης αποκτά στερεό φλοιό και συγκεντρώσεις νερού στην επιφάνεια του, συμπίπτει με την περίοδο πέρα

από την οποία η καθαυτό θερμότητα του μειώνεται όλο και πιο πολύ σε σύγκριση με τη θερμότητα που εκπέμπει το κεντρικό σώμα. Η ατμόσφαιρα του γίνεται θέατρο μετεωρολογικών φαινομένων με την έννοια που αποδίδουμε σήμερα σ' αυτή τη λέξη. Επίσης, η επιφάνεια του γίνεται θέατρο γεωλογικών μεταβολών, στις οποίες ο σχηματισμός ιζημάτων που προκαλείται από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις κυριαρχεί όλο και πιο πολύ πάνω στα εξωτερικά αποτελέσματα του διάπυρου πυρήνα, που συνεχώς μειώνονται.

Ά ν τέλος η θερμοκρασία ισορροπήσει, έτσι ώστε για ένα σημαντικό κομμάτι της επιφάνειας να μην ξεπερνά τα όρια που μέσα τους μπορεί να ζήσει το λεύκωμα*, και εφόσον κατά τα άλλα είναι ευνοϊκοί οι προϋπάρχοντες χημικοί όροι, τότε σχηματίζεται ζωντανό πρωτόπλασμα. Ποιοι είναι αυτοί οι προϋπάρχοντες όροι, δεν το ξέρουμε ακόμα σήμερα· αλλά αυτό δεν είναι καθόλου εκπληκτικό, εφόσον ακόμα δεν καθορίστηκε ο χημικός τύπος του λευκώματος**, εφόσον δεν ξέρουμε ούτε πόσα διαφορετικά είδη λευκωματωδών σωμάτων υπάρχουν και μια και μόλις πριν δέκα χρόνια μάθαμε ότι λεύκωμα, χωρίς καμιά απολύτως κυτταρική δομή, ασκεί όλες τις ουσιαστικές λειτουργίες της ζωής: πέψη. αφετερίωση, κίνηση, συστολή, αντίδραση στους ερεθισμούς, αναπαραγωγή.

Χρειάστηκαν ίσως χιλιετίες για να εμφανιστούν οι συνθήκες που επέτρεψαν το επόμενο βήμα, και στις οποίες αυτό το άμορφο λεύκωμα μπόρεσε να παραγάγει το πρώτο κύτταρο, σχηματίζοντας πυρήνα και μεμβράνη. Αλλά αυτό το πρώτο κύτταρο έδωσε επίσης τη βάση για τη μορφολογική ανάπτυξη ολόκληρου του οργανικού κόσμου. Όπως μπορούμε να δεχτούμε, με βάση όλα τα παλαιοντολογικά δεδομένα, αρχικά αναπτύχθηκαν αναρίθμητα είδη πρωτόζωων κυττάρων και με κύτταρα, από τα οποία μονάχα το Εώζωον το Καναδικόν21 έφτασε ως τις μέρες μας και από τα οποία ορισμένα διαφοροποιήθηκαν βαθμιαία, για να αποτελέσουν, άλλα τα πρώτα φυτά, και άλλα τα πρώτα ζώα. Από τα

Page 213: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

213

πρώτα ζώα αναπτύχθηκαν, ουσιαστικά με παραπέρα διαφοροποίηση, οι αναρίθμητες τάζεις, σειρές, οικογένειες, γένη και είδη του ζωικού βασιλείου και τελικά τα θηλαστικά, ο τύπος όπου το νευρικό σύστημα φτάνει την πληρέστερη του ανάπτυξη, κι αυτά με τη σειρά τους στο θηλαστικό όπου η φύση φτάνει να αποκτά συνείδηση του εαυτού της: στον άνθρωπο.

* Ο όρος λεύκωμα (αλβουμίνη) δεν εφαρμόζεται πια παρά σε μια μόνο ομάδα πρωτεΐνες. Σεβόμαστε στη μετάφραση μας τη συνήθεια του Ένγκελς και του καιρού του (Σ.Γ.Ε.).

** Σήμερα έχει εξακριβωθεί πως όλα τα λευκώματα είναι αλυσίδες μικρότερων μορίων, που λέγονται αμινοξέα. Υπάρχουν μάλιστα και αρκετοί τρόποι σύνθεσης μορίων της ίδιας φύσης, αλλά απλούστερων από τα μόρια των συνηθισμένων λευκωμάτων. Τα μόρια αυτά λέγονται πολυπεπτίδια και φυσικά συντίθενται από αμινοξέα (Σ.τ.μ.).

Και ο άνθρωπος προκύπτει από διαφοροποίηση. Αυτό ισχύει όχι μόνο ατομικά

— από ανάπτυξη από ένα μοναδικό κύτταρο ωάριο, μέχρι τον πιο περίπλοκο οργανισμό που παράγει η φύση — αλλά και με την ιστορική έννοια. Όταν ύστερα από χιλιάδες χρόνια αγώνων*, διαφοροποιήθηκε οριστικά το χέρι από το πόδι και εξασφαλίστηκε τελικά η όρθια στάση, που ο άνθρωπος ξεχώρισε από τον πίθηκο και μπήκαν οι βάσεις για τη διαμόρφωση του έναρθρου λόγου και της θαυμαστής τελειοποίησης του εγκεφάλου που έκαμε σε συνέχεια αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Η ειδίκευση του χεριού σημαίνει εμφάνιση του εργαλείου, και εργαλείο σημαίνει ειδικά ανθρώπινη δραστηριότητα, τροποποιητική επίδραση του ανθρώπου στη φύση - παραγωγή. Υπάρχουν και ζώα, με τη στενή έννοια της λέξης, όπως το μυρμήγκι, η μέλισσα, ο κάστορας, που έχουν εργαλεία, αλλά τα εργαλεία αυτά είναι μέρη του σώματος τους. Υπάρχουν επίσης ζώα που παράγουν, αλλά η παραγωγική τους επίπτωση στο φυσικό τους περιβάλλον είναι σχεδόν μηδενική μπροστά στη φύση. Μόνο ο άνθρωπος μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα του πάνω στη φύση, όχι μονάχα μετατοπίζοντας φυτικά και ζωικά είδη, αλλά και μεταμορφώνοντας την όψη και το κλίμα του τόπου της διαμονής του, ακόμα και τα ζώα και τα φυτά και αυτό σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι συνέπειες της δραστηριότητας του δεν μπορούν να εξαφανιστούν παρά με γενική καταστροφή της γήινης σφαίρας. Κι αυτό το κατόρθωσε πρώτα απ' όλα και κυρίως στο χέρι. Ακόμα κι η ατμομηχανή, που είναι μέχρι σήμερα το ισχυρότερο εργαλείο του για τη μεταμόρφωση της φύσης, στηρίζεται σε τελευταία ανάλυση στο χέρι, γιατί είναι εργαλείο. Αλλά παράλληλα με την ανάπτυξη του χεριού, προχωρούσε και η ανάπτυξη του εγκεφάλου. Πρώτα ήρθε η συνείδηση των συνθηκών που απαιτούνται για κάθε πρακτικά χρήσιμο αποτέλεσμα, κι αργότερα, στους πιο ευνοημένους λαούς και σαν προϊόν της συνείδησης, η κατανόηση των φυσικών νόμων που καθορίζουν αυτά τα αποτελέσματα. Και με τη γνώση των φυσικών νόμων που μεγάλωνε γοργά, αύξαιναν και τα μέσα για επίδραση στη φύση. Μονάχο το χέρι δεν θα' φτιαχνε ποτέ την ατμομηχανή αν αντίστοιχα δεν αναπτυσσόταν και ο εγκέφαλος του ανθρώπου, παράλληλα με το χέρι και εν μέρει χάρη στο χέρι. Με τον άνθρωπο περνούμε στην ιστορία. Και τα ζώα έχουν ιστορία: την ιστορία της καταγωγής και της βαθμιαίας ανάπτυξης τους ως το τωρινό στάδιο. Αλλά αυτή την ιστορία δεν τη δημιουργούν, και στο μέτρο που συμμετέχουν σ' αυτή, συμμετέχουν χωρίς να το ξέρουν και χωρίς να το θέλουν. Αντίθετα, όσο πιο πολύ απομακρύνονται οι άνθρωποι από τα ζώα με τη στενή έννοια της λέξης, τόσο πιο πολύ δημιουργούν οι ίδιοι, συνειδητά την ιστορία τους, τόσο μικρότερη γίνεται η επιρροή απρόβλεπτων φαινομένων

Page 214: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

214

και ανεξέλεγκτων δυνάμεων και τόσο πιο ακριβής γίνεται η αντιστοιχία του ιστορικού αποτελέσματος με τον προκαθορισμένο σκοπό. Αν, ωστόσο, εφαρμόσουμε στην ανθρώπι-νη ιστορία αυτό το μέτρο, ακόμα και στην ιστορία των πιο προηγμένων λαών, και πάλι βρίσκουμε ότι κι εδώ ακόμα υπάρχει μια κολοσσιαία δυσαναλογία ανάμεσα στους προκαθορισμένους σκοπούς και στα αποτελέσματα, ότι κυριαρχούν τα απρόβλεπτα αποτελέσματα, και πως οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις είναι πολύ πιο ισχυρές από εκείνες που ενεργοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο. Και δεν θα μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά, όσο η ουσιαστικότερη ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων, αυτή που τους ανύψωσε από τη ζωώδη στην ανθρώπινη κατάσταση και που αποτελεί το υλικό βάθρο κάθε άλλης δραστηριότητας — η παραγωγή των αναγκαίων για τη ζωή, δηλαδή σήμερα η κοινωνική παραγωγή — βρίσκεται πάνω απ' όλα υποταγμένη στο παιχνίδι μη σκόπιμων αποτελεσμάτων ανεξέλεγκτων δυνάμεων, δεν πετυχαίνει παρά κατ' εξαίρεση τον επιδιωκόμενο σκοπό και καταλήγει τις περισσότερες φορές στο αντίθετο αποτέλεσμα. Στις πιο προοδευτικές βιομηχανικά χώρες, δαμάσαμε τις δυνάμεις της φύσης και τις υποχρεώσαμε να υπηρετήσουν το ανθρώπινο είδος. Έτσι πολλαπλασιάσαμε στο άπειρο την παραγωγή, ώστε ένα παιδί σήμερα να παράγει περισσότερα απ' ότι εκατό ενήλικοι άλλοτε. Και ποια είναι η συνέπεια; Διαρκώς αυξανόμενος πρόσθετος χρόνος δουλειάς, και αύξουσα αθλιότητα των μαζών και κάθε δέκα χρόνια μια_ μεγάλη κατάρρευση. Ο Δαρβίνος δεν ήξερε τι σκληρή σάτιρα" . έγραφε για την ανθρωπότητα και ειδικά για τους συμπατριώτες του, ν όταν αποδείκνυε ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός, ο αγώνας για την ύπαρξη, που οι οικονομολόγοι τον εξυμνούν σαν την ανώτερη κατάκτηση της ιστορίας, είναι η κανονική κατάσταση του ζωικού βασιλείου. Μόνο η συνειδητή οργάνωση της ανθρώπινης παράγωγής, όπου η παραγωγή και η κατανομή θα πραγματοποιούνται σχεδιασμένα, μπορεί να υψώσει την ανθρωπότητα πάνω από το ζωικό κόσμο από τη σκοπιά της κοινωνικής ζωής, με τον ίδιο τρόπο που η παραγωγή ανύψωσε την ανθρωπότητα από την αυστηρά βιολογική άποψη. Η ιστορική εξέλιξη κάνει από μέρα σε μέρα πιο απαραίτητη μια τέτοια οργάνωση, αλλά και πιο πραγματοποιήσιμη. Απ' αυτήν θ' αρχίσει μια νέα εποχή της ιστορίας, όπου το ίδιο το ανθρώπινο γένος και μαζί του όλοι οι κλάδοι της δραστηριότητας του, και ιδιαίτερα οι φυσικές επιστήμες, θα γνωρίσουν μια πρόοδο που θα επισκιάσει οτιδήποτε προηγούμενο. Όμως, «ό,τι γεννιέται αξίζει να χαθεί»22. Μπορεί να κυλήσουν εκατομμύρια χρόνια, να γεννηθούν και να πεθάνουν εκατοντάδες χιλιάδες γενιές, αλλά θα' ρθει αδυσώπητα η ώρα, όπου η φθίνουσα θερμότητα του ήλιου δεν θα αρκεί για να λιώνει τους πάγους που θα κατηφορίζουν από τους πόλους, όπου οι άνθρωποι που θα στριμώχνονται όλο και πιό πολύ γύρω από τον ισημερινό θα καταλήξουν να μη βρίσκουν πια αρκετή θερμότητα για να ζήσουν, όπου θα εξαφανιστεί σιγά-σιγά το τελευταίο ίχνος οργανικής ζωής και όπου η γη, ψυχρή και νεκρή σφαίρα σαν το φεγγάρι, θα γυρνάει μέσα σε βαθιά σκοτάδια, διαγράφοντας όλο και πιο στενές τροχιές γύρω από έναν ήλιο επίσης νεκρό, μέχρι στο τέλος να πέσει επάνω του. Άλλοι πλανήτες θα υπήρξαν πριν απ' αυτήν, κι άλλοι θα την ακολουθήσουν. Αντί για το λαμπρό και θερμό ηλιακό σύστημα, με την αρμονική κατανομή των μελών του, δεν θα υπάρχει πια παρά μια ψυχρή και νεκρή σφαίρα, που θα συνεχίζει το μοναδικό δρόμο της μέσα στον κοσμικό χώρο. Και αργά ή γρήγορα, την τύχη του ηλιακού μας συστήματος θα την ακολουθήσουν και τα άλλα ηλιακά συστήματα της συμπαντικής μας νησίδας, ακόμα και εκείνα που το φως τους δεν θα φτάσει ποτέ στη γη, στην περίοδο που θα υπάρχει πάνω της ανθρώπινο μάτι για να το συλλάβει.

Page 215: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

215

♦«Εκατομμύρια χρόνια» θα' ταν πιο σύμφωνο με τις τωρινές γνώσεις μας για την προϊστορία, που είναι πολύ πιο προωθημένες απ' ό,τι τον καιρό του Ένγκελς (Σ. Γ. Ε.).

Και τι θα συμβεί όταν ένα τέτοιο ηλιακό σύστημα θα έχει συμπληρώσει την

ιστορία του και θα υποκύψει στο πεπρωμένο κάθε πεπερασμένου πράγματος, στο θάνατο; Το πτώμα του ήλιου που θα κυλάει αιώνια μέσα στον άπειρο χώρο και οι κάποτε άπειρα διαφοροποιημένες φυσικές δυνάμεις, θα καταλήξουν σε μια και μόνο μορφή κίνησης, την έλξη;

«Ή», όπως ερωτά ο Σέκκι (σελ. 810), «υπάρχουν στη φύση δυνάμεις που μπορούν να .ξαναφέρουν το νεκρό σύστημα στην αρχική κατάσταση του διάπυρου νεφελώματος και να ξυπνήσουν μια νέα ζωή; Αυτό δεν το ξέρουμε».

Ασφαλώς δεν το ξέρουμε, όπως ξέρουμε ότι 2*2 = 4, ή ότι η έλξη της ύλης μεταβάλλεται με το τετράγωνο της απόστασης. Όμως στη θεωρητική επιστήμη, που οργανώνει κατά το δυνατό τις αντιλήψεις της για τη φύση σε ένα αρμονικό σύνολο, και που χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να προοδεύσει στην εποχή μας ακόμα και ο πιο αστόχαστος εμπειριστής, έχουμε να κάνουμε πολύ συχνά με ατελώς γνωστά μεγέθη, και κάθε φορά χρειάζεται να συμπληρώσει η λογική αυστηρότητα την ατέλεια των γνώσεων. Οι νεώτερες φυσικές επιστήμες χρειάστηκε να δανειστούν από τη φιλοσοφία την αρχή της αφθαρσίας της κίνησης, και χωρίς αυτή δεν μπορούν να υπάρξουν. Αλλά κίνηση της ύλης δεν είναι μόνο η χονδροειδής μηχανική κίνηση, η απλή μετατόπιση· είναι η θερμότητα και το φως, η ηλεκτρική και μαγνητική τάση, η χημική σύνθεση και αποσύνθεση, η ζωή και τελικά η συνείδηση. Το να πούμε πως σ' όλη την απεριόριστη ύπαρξη της μέσα στο χρόνο, η ύλη βρίσκεται μονάχα μια φορά, και για ένα απεριόριστο — σε σχέση με την αιωνιότητα — χρονικό διάστημα, σε θέση να διαφοροποιήσει την κίνηση της και να ξεδιπλώσει μ' αυτό τον τρόπο ολόκληρο τον πλούτο αυτής της κίνησης, το να πούμε πώς πριν και μετά περιορίζεται στον αιώνα τον άπαντα στη μετατόπιση, αυτό θα σήμαινε πως ισχυριζόμαστε ότι η ύλη είναι θνητή και η κίνηση προσωρινή. Η αφθαρσία της κίνησης δεν μπορεί να νοηθεί μονάχα ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Η ύλη, που η καθαρή μηχανική της μετατόπιση έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, σε θερμότητα, ηλεκτρισμό, χημική δράση, ζωή, αλλά που δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνη της αυτές τις συνθήκες έχει χάσει κίνηση. Μια κίνηση που έχει χάσει την ικανότητα να μεταμορφώνεται στις διάφορες μορφές που προσιδιάζουν σ' αυτή, έχει βέβαια ακόμα δύναμη*, αλλά όχι και ενέργεια** και έχει συνεπώς καταστραφεί μερικά. Αλλά και το ένα και το άλλο είναι ακατανόητα.

Εν πάση περιπτώσει, ένα πράγμα είναι βέβαιο: υπήρξε μια εποχή όπου η ύλη της συμπαντικής μας νησίδας είχε μετατρέψει σε θερμότητα μια τέτοια ποσότητα κίνησης — δεν ξέρουμε ακόμα τι είδους — ώστε από κει και πέρα μπόρεσαν να αναπτυχθούν τα ηλιακά συστήματα που αντιστοιχούν (σύμφωνα με τον Μέντλερ) τουλάχιστον σε είκοσι εκατομμύρια άστρα, συστήματα που η βαθμιαία τους εξαφάνιση είναι εξίσου εξασφαλισμένη. Πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η μετατροπή; Δεν ξέρουμε περισσότερα απ' ό,τι ξέρει ο πατήρ Σέκκι, για το αν το μελλοντικό caput mortum* του ηλιακού μας συστήματος θα μετατραπεί μια μέρα σε

• Στην κυριολεξία: νεκρό κεφάλι. Μεταφορικά: νεκρά κατάλοιπα, υπόλοιπο χημικής αντίδρασης. Εδώ ο Ένγκελς υπονοεί τον άψυχο ήλιο με τους νεκρούς πλανήτες που έχουν πέσει πάνω του (Σύντ.)

Page 216: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

216

πρώτη ύλη νέων ηλιακών συστημάτων. Αλλά σ' αυτό το σημείο, ή πρέπει να καταφύγουμε στο Δημιουργό, ή είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε πως η διάπυρη πρώτη ύλη των ηλιακών συστημάτων της συμπαντικής μας νησίδας δημιουργήθηκε με φυσικό τρόπο, με μετασχηματισμούς, της κίνησης που είναι από τη φύση της σύμφυτη με την κινούμενη ύλη και που οι συνθήκες τους πρέπει να αναπαράγονται επίσης από την ύλη, έστω και σ' εκατομμύρια κι εκατομμύρια χρόνια και λίγο-πολύ στην τύχη, αλλά με την αναγκαιότητα που είναι επίσης, σύμφυτη με την τύχη.

Η δυνατότητα για μια τέτοια μετατροπή γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτή. Ορισμένοι καταλήγουν στην ιδέα ότι τα ουράνια σώματα προορίζονται, σε τελευταία ανάλυση, να πέσουν το ένα πάνω στο άλλο και υπολογίζουν ακόμα και την ποσότητα της θερμότητας που πρέπει να παραχτεί απ' αυτές τις συγκρούσεις. Η απότομη εμφάνιση καινούργιων άστρων, η εξίσου εντελώς ξαφνική αύξηση της φωτεινότητας συνηθισμένων άστρων, φαινόμενο που μας το γνωρίζει η αστρονομία, εξηγείται πιο εύκολα με τέτοιες συγκρούσεις*. Επιπλέον, όχι μονάχα η ομάδα των πλανητών μας στρέφεται γύρω από τον ήλιο και ο ήλιος μας στο εσωτερικό της συμπαντικής μας νησίδας, αλλά και ολόκληρη η συμπαντική νησίδα μας κινείται στο χώρο σε σχετική και προσωρινή ισορροπία με τις άλλες συμπαντικές νησίδες, γιατί ακόμα και η σχετική ισορροπία σωμάτων που κινούνται ελεύθερα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο όπου η κίνηση καθορίζεται αμοιβαία. Από την άλλη μεριά, μερικοί παραδέχονται πως η θερμοκρασία δεν είναι παντού η ίδια, στα διαστρικά διαστήματα. Ξέρουμε τέλος, ότι εκτός από ένα απειροελάχιστο μέρος της, η θερμότητα των αναρίθμητων ήλιων της συμπαντικής νησίδας μας χάνεται μέσα στο χώρο, χωρίς να μπορεί να ανεβάσει τη θερμοκρασία του, έστω και κατά ένα εκατομμυριοστό του βαθμού. Τι γίνεται αυτή η τεράστια ποσότητα θερμότητας; Καταναλίσκεται για πάντα στην προσπάθεια να θερμάνει το συμπαντικό χώρο, έπαψε να υπάρχει πρακτικά και δεν υπάρχει παρά μόνο θεωρητικά μέσα στο γεγονός ότι ο χώρος θερμάνθηκε κατά ένα μέρος του βαθμού που αρχίζει με δέκα μηδενικά και περισσότερο; Μια τέτοια υπόθεση αρνείται την αφθαρσία της κίνησης. Παραδέχεται ότι είναι δυνατό, ύστερα από τη διαδοχική πτώση του ενός ουράνιου σώματος πάνω στ' άλλο, ολόκληρη η μηχανική κίνηση που υπάρχει να μετατραπεί σε θερμότητα και πως αυτή θα ακτινοβοληθεί στον συμπαντικό χώρο,

* Σήμερα τα φαινόμενα αυτά εξηγούνται με βάση πυρηνικές μεταστοιχειώσεις και όχι μηχανικές συγκρούσεις (Σ.Γ.Ε.).

κι έτσι, παρ' όλη την «αφθαρσία της δύναμης» κάθε κίνηση γενικά θά σταματούσε. (Ας σημειωθεί με την ευκαιρία πόσο λαθεμένη είναι η διατύπωση: αφθαρσία της δύναμης, αντί για: αφθαρσία της κίνησης). Φτάνουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι με κάποιο τρόπο, που ανήκει στους μελλοντικούς επιστήμονες να τον φέρουν στο φως, πρέπει αναγκαστικά η θερμότητα που ακτινοβολείται στο χώρο, να έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται σε άλλη μορφή κίνησης, με την οποία θα μπορεί να συσσωρευθεί για άλλη μια φορά και να ξαναγίνει ενεργή. Έτσι εξαφανίζεται η ουσιαστική δυσκολία για τη μετατροπή νεκρών ήλιων σε διάπυρο νεφέλωμα23

Κατά τα άλλα, η αιώνια επαναλαμβανόμενη διαδοχή των κόσμων μέσα στον άπειρο χρόνο, δεν είναι παρά το λογικό συμπλήρωμα της συνύπαρξης αναρίθμητων κόσμων μέσα στον άπειρο χρόνο - αρχή που η αναγκαιότητα της επιβάλλεται ακόμα και στο μυαλό του αντιθεωρητικού γιάνκη, Ντρέιπερ*.

.

Η ύλη κινείται σ' έναν αιώνιο κύκλο, που τον διαγράφει βέβαια σε διάρκειες για τις οποίες το γήινο έτος μας δεν είναι κατάλληλο μέτρο, κύκλο στον οποίο η στιγμή της

Page 217: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

217

ανώτατης ανάπτυξης, η ώρα της οργανικής ζωής, και ακόμα περισσότερο η στιγμή των όντων με συνείδηση του εαυτού των και της φύσης, είναι τόσο περιορισμένη, όσο και ο χώρος που μέσα του υπάρχει η ζωή και η αυτοσυνείδηση, κύκλο που μέσα του κάθε πεπερασμένος τρόπος ύπαρξης της ύλης — ήλιος ή νεφέλωμα ατμών, μοναχικό ζώο ή ζωικό γένος, χημική σύνθεση ή αποσύνθεση — είναι εξίσου μεταβατικός και όπου δεν υπάρχει τίποτα αιώνιο εκτός από την αιώνια μεταβαλλόμενη και κινούμενη ύλη και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους κινείται και μεταβάλλεται. Αλλά όποια κι αν είναι η συχνότητα και η αδυσώπητη αυστηρότητα με την οποία τούτος ο κύκλος συμπληρώνεται μέσα στο χρόνο και στο χώρο, όσα κι αν είναι τα εκατομμύρια των ήλιων και των πλανητών που γεννιούνται και χάνονται, όσο καιρό κι αν χρειαστεί για να δημιουργηθούν συνθήκες ζωής σ' ένα ηλιακό σύστημα, έστω και σ' έναν πλανήτη μονάχα, όσο αναρίθμητα και νά'ναι τα οργανικά όντα που πρέπει να εμφανιστούν και να χαθούν πριν ξεπηδήσουν από μέσα τους ζώα με εγκέφαλο ικανό για σκέψη και να βρεθούν για ένα μικρό χρονικό διάστημα συνθήκες κατάλληλες για τη ζωή τους, για να εξολοθρευτούν κι αυτά με τη σειρά τους χωρίς έλεος —

* «Η πολλαπλότητα των κόσμων μέσα στον άπειρο χώρο, οδηγεί στην αντίληψη μιας διαδοχής των κόσμων μέσα στον άπειρο χρόνο» (Ντρέιπερ: Ιστορία της πνευματικής ανάπτυξης της Ευρώπης. Τομ. II, σ. 325). [Σημ. "Ενγκελς],

έχουμε τη βεβαιότητα, ότι σ' όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς η ύλη μένει αιώνια η ίδια, πώς καμιά από τις ιδιότητες της δεν μπορεί ποτέ να χαθεί και πως κατά συνέπεια, αν πρέπει κάποια μέρα να χαθεί από τη γη με σιδερένια αναγκαιότητα η ανώτερη της άνθηση, το σκεπτόμενο πνεύμα, θα πρέπει με την ίδια αναγκαιότητα να αναδημιουργηθεί κάπου αλλού και κάποια άλλη ώρα.

ΠΑΛΙΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «[ΑΝΤΙ]-ΝΤΥΡΙΝΓΚ». ΠΑ ΤΗ

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΗ εργασία που ακολουθεί δεν είναι καθόλου καρπός «εσωτερικής παρόρμησης».

Ο φίλος μου Λήμπκνεχτ θα μπορέσει αντίθετα να μαρτυρήσει πόσο δυσκολεύτηκε να με πείσει να εξετάσω κριτικά τη νεότατη σοσιαλιστική θεωρία του κ. Ντύρινγκ. Από τη στιγμή που τ' αποφάσισα, δεν υπήρχε άλλος δρόμος παρά να ερευνήσω αυτή τη θεωρία, που παρουσιάζεται σαν ο τελευταίος πρακτικός καρπός ενός νέου φιλοσοφικού συστήματος, σε συνάρτηση μ' αυτό το σύστημα και συνακόλουθα να μελετήσω το ίδιο το σύστημα. Έτσι υποχρεώθηκα να παρακολουθήσω τον κ. Ντύρινγκ σ' αυτή την τεράστια περιοχή, όπου πραγματεύεται όλα τα πιθανά πράγματα και μερικά άλλα ακόμα. Αυτή είναι η προέλευση μιας σειράς άρθρων που δημοσιεύτηκαν από την αρχή του 1877 στο «Vorwarts» της Λειψίας και που συγκεντρώθηκαν σε μια ενότητα εδώ. Δυο περιστατικά μπορεί να συγχωρήσουν το γεγονός ότι δόθηκε με τόσες λεπτομέρειες η κριτική ενός συστήματος τόσο ασήμαντου, παρ' όλα τα αυτοπαινέματά του. Από τη μια μεριά η κριτική αυτή μου έδινε την ευκαιρία να παρουσιάσω σε διάφορες περιοχές, μια θετική έκθεση των αντιλήψεων μου για προβλήματα που σήμερα παρουσιάζουν γενικό επιστημονικό ή πρακτικό ενδιαφέρον. Κι όσο λίγο και να μη μου έρθει η ιδέα να αντιτάξω στο σύστημα του κ. Ντύρινγκ ένα άλλο σύστημα, ελπίζω πως παρ'όλη την ποικιλία των θεμάτων, δε θα ξεφύγει από τον αναγνώστη ο εσωτερικός δεσμός που συνδέει μεταξύ τους τις ιδέες που παρουσιάζω.

24

Page 218: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

218

Από την άλλη μεριά, ο κ. Ντύρινγκ, σαν «δημιουργός συστήματος», δεν είναι καθόλου μεμονωμένο φαινόμενο στη σημερινή Γερμανία. Από κάμποσο καιρό τα φιλοσοφικά συστήματα, και προπαντός τα συστήματα της φιλοσοφίας της φύσης, φυτρώνουν από τη μια μέρα στην άλλη στη Γερμανία με τη δωδεκάδα, σαν μανιτάρια, χωρίς να μιλήσουμε για τα αναρίθμητα νέα πολιτικά, οικονομικά κλπ., συστήματα. Ακριβώς όπως στο σύγχρονο κράτος, κάθε πολίτης υποτίθεται πως είναι ώριμος να εκφέρει κρίση σε όλα τα προβλήματα για τα οποία καλείται να ψηφίσει, όπως στην οικονομία παραδέχονται ότι ο κάθε καταναλωτής είναι τέλειος γνώστης όλων των εμπορευμάτων που πρόκειται να αγοράσει για τη συντήρηση του, με τον ίδιο τρόπο γίνονται τώρα παρόμοιες παραδοχές και για την επιστήμη.

Ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η «ελευθερία της επιστήμης» συνίσταται ακριβώς στο ότι ο οιοσδήποτε γράφει για οτιδήποτε που δεν το έμαθε ποτέ και πως τα παρουσιάζει σαν τη μοναδική, αυστηρά επιστημονική μέθοδο. Όσο για τον κ. Ντύρινγκ, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους αυτής της θορυβώδικης ψευτοεπιστήμης, που στη σημερινή Γερμανία προωθείται παντού στην πρώτη γραμμή και πνίγει το καθετί μέσα στην ηχηρή, εξαίσια ανοησία. Εξαίσια ανοησία στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στην πολιτική, στην οικονομία, στην ιστοριογραφία. Εξαίσια ανοησία στην καθηγητική έδρα και στο βήμα, εξαίσια ανοησία παντού. Εξαίσια ανοησία με αξιώσεις ανωτερότητας και βάθους σκέψης, που ξεχωρίζει από την απλή, κοινότυπη ανοησία άλλων εθνών. Εξαίσια ανοησία που είναι το πιο χαρακτηριστικό και μαζικό προϊόν της πνευματικής βιομηχανίας της Γερμανίας, φτηνό πράμα αλλά κακής ποιότητας, ακριβώς όπως κι άλλα βιομηχανικά προϊόντα της Γερμανίας, μόνο που δυστυχώς δεν αντιπροσωπεύτηκε πλάι τους στην έκθεση της Φιλαδέλφειας25

Για να εκφράσει ο Νέγκελι, στην ομιλία του μπροστά στους γερμανούς φυσιοδίφες στη συνάντηση του Μονάχου, τη γνώμη πως η ανθρώπινη γνώση δεν θα αποκτούσε ποτέ το χαρακτήρα παντογνωσίας

. Ακόμα και ο γερμανικός σοσιαλισμός βάζει τώρα τελευταία, και ιδιαίτερα ύστερα από το κακό παράδειγμα που έδοσε ο κ. Ντύρινγκ, τα δυνατά του, να δώσει μια σημαντική ποσότητα εξαίσιας ανοησίας. Το γεγονός ότι το πρακτικό κίνημα της σοσιαλδημοκρατίας δεν αφήνεται να γοητευτεί απ' αυτές τις εξαίσιες ανοησίες, είναι άλλη μια απόδειξη για τον αξιοσημείωτα υγιή χαρακτήρα της εργατικής μας τάξης, σε μια χώρα όπου τα πάντα, εκτός από τις φυσικές επιστήμες, είναι μάλλον άρρωστα τούτη τη στιγμή.

26, θα πρέπει αναμφισβήτητα να μη γνώριζε τις επιδόσεις του κ. Ντύρινγκ. Τα κατορθώματα αυτά με υποχρέωσαν να τον παρακολουθήσω σε μια ολόκληρη σειρά περιοχές, όπου μπορώ να κινηθώ, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο σαν ερασιτέχνης. Αυτό ισχύει προπαντός στην περίπτωση των διάφορων κλάδων των φυσικών επιστημών, όπου θεωρούνταν συχνά ώς τώρα σαν κάτι περισσότερο από αλαζονεία αν κάποιος «αδαής» τολμούσε να πει τη γνώμη του. Ωστόσο, παίρνω λίγο κουράγιο, από μια κουβέντα που ειπώθηκε κι αυτή στο Μόναχο και συζητήθηκε λεπτομερειακά αλλού: τον ισχυρισμό του κ. Βίρχοφ, πως κάθε επιστήμονας έξω από την ειδικότητα του, δεν είναι κι αυτός παρά ημιμαθής27, νυ1§ο* αδαής. Κι αφού ένας τέτοιος ειδικός, μπορεί και πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να ασεβεί από καιρό σε καιρό σε γειτονικές περιοχές και να κρίνεται με επιείκεια από τους ειδικούς της περιοχής για μικροανακρίβειες και αδεξιότητες στην έκφραση, θεώρησα λοιπόν κι εγώ τον εαυτό μου ελεύθερο να παραθέσει φυσικά φαινόμενα και φυσικούς νόμους σαν αποδεικτική απεικόνιση των γενικών θεωρητικών μου αντιλήψεων και ελπίζω πως μπορώ να υπολογίζω κι εγώ στην ίδια επιείκεια**. Τα αποτελέσματα των νεώτερων φυσικών επιστημών

Page 219: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

219

επιβάλλονται στον καθένα που καταπιάνεται με θεωρητικά ζητήματα, με την ίδια ακαταμάχητη δύναμη με την οποία ωθούνται οι σημερινοί επιστήμονες, θέλοντας και μη, σε γενικά θεωρητικά συμπεράσματα. Κι εδώ συμβαίνει κάποιος συμψηφισμός. Αν οι θεωρητικοί είναι μισοεπιστήμονες στην περιοχή των φυσικών επιστημών, τότε οι τωρινοί ειδικοί των επιστημών αυτών είναι το ίδιο στην περιοχή της θεωρίας, στην περιοχή που μέχρι τώρα την ονόμαζαν φιλοσοφία28

Οι εμπειρικές φυσικές επιστήμες συγκέντρωσαν ένα τόσο τεράστιο θετικό υλικό για τη γνώση, ώστε έγινε απόλυτα επιτακτική η ανάγκη για τη συστηματική του κατάταξη σε κάθε περιοχή της έρευνας και σύμφωνα με την εσωτερική του ενότητα. Το ίδιο επιτακτική ήταν και η κατάταξη των διάφορων περιοχών της γνώσης, σύμφωνα με τις εσωτερικές αμοιβαίες σχέσεις τους. Αλλά με αυτό τον τρόπο οι φυσικές επιστήμες εισδύουν στην περιοχή της θεωρίας. Εδώ όμως αποτυχαίνουν οι εμπειρικές μέθοδοι και μονάχα η θεωρητική σκέψη μπορεί να χρησιμέψει***. Αλλά η θεωρητική σκέψη είναι έμφυτη ιδιότητα μόνο στο μέτρο που είναι φυσική ικανότητα. Η φυσική αυτή ικανότητα πρέπει να αναπτυχθεί, να καλλιεργηθεί και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει για την καλλιέργεια αυτή άλλο μέσο από τη μελέτη της φιλοσοφίας του παρελθόντος.

.

Η θεωρητική σκέψη κάθε εποχής — και της δικιάς μας — είναι * Απλώς (Σύντ.). ** Εδώ τελειώνει το μέρος του χειρογράφου που έχει

διαγραφεί από τον Ένγκελς με κάθετη μολυβιά γιατί χρησιμοποίησε αυτό το μέρος στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Αντί-Ντύρινγκ (Σύντ.).

*** Στο χειρόγραφο, η φράση αυτή καθώς κι η προηγούμενη είναι διαγραμμένες με μολύβι (Σύντ.).

ιστορικό προϊόν που σε διάφορους καιρούς παίρνει πάρα πολύ διαφορετικές μορφές και γι’ αυτό και πάρα πολύ διαφορετικό περιεχόμενο. Η επιστήμη της σκέψης είναι λοιπόν, όπως και κάθε άλλη επιστήμη, μια ιστορική επιστήμη: η επιστήμη της ιστορικής ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης. Κι αυτό έχει σημασία ακόμα και στην εφαρμογή της σκέψης σε εμπειρικά πεδία. Γιατί πρώτα-πρώτα, η θεωρία των νόμων της σκέψης δεν είναι καθόλου μια «αιώνια αλήθεια» που καθορίστηκε μια για πάντα, όπως φαντάζεται η στενόμυαλη νοοτροπία για την περίπτωση της λέξης «λογική». Και η ίδια η τυπική λογική υπήρξε περιοχή βίαιης διαμάχης από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι σήμερα. Όσο για τη διαλεκτική, δεν μελετήθηκαν μέχρι σήμερα κάπως συστηματικά, παρά από δυο στοχαστές: τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ. Όμως σήμερα η σπουδαιότερη μορφή σκέψης για τις φυσικές επιστήμες είναι ακριβώς η διαλεκτική, γιατί μόνο αυτή μπορεί να δώσει το ανάλογο και κατά συνέπεια τη μέθοδο ερμηνείας για τις εξελικτικές διαδικασίες που συμβαίνουν στη φύση, για την αλληλοσύνδεση γενικά και για τη μετάβαση από μια περιοχή έρευνας σε άλλη. Δεύτερο, μια γνωριμία με την ιστορική ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης, με τις αντιλήψεις για τις γενικές αλληλοσυνδέσεις του εξωτερικού κόσμου όπως εκφράστηκαν σε διάφορες περιόδους, αποτελεί ανάγκη για τις θεωρητικές φυσικές επιστήμες, για τον πρόσθετο λόγο ότι παρέχει ένα κριτήριο για τις θεωρίες που προβάλλονται από την ίδια την επιστήμη. Απλά η έλλειψη εξοικείωσης με την ιστορία της φιλοσοφίας γίνεται αισθητή εδώ αρκετά συχνά και χτυπά. Προτάσεις που διατυπώθηκαν από αιώνες στη φιλοσοφία και που φιλοσοφικά έχουν αρκετά συχνά απορριφθεί από καιρό, παρουσιάζονται συχνά σαν ολοκαίνουργια σοφία από φυσικούς επιστήμονες που επιδίδονται στη θεωρία και μάλιστα βλέπουμε να γίνονται της μόδας για κάμποσο καιρό. Αναμφισβήτητα είναι μεγάλη επιτυχία της μηχανικής θεωρίας της

Page 220: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

220

θερμότητας, ότι ενίσχυσε με νέες αποδείξεις την αρχή της διατήρησης της ενέργειας και την ξαναέφερε στην πρώτη γραμμή. Αλλά η αρχή αυτή θα μπορούσε να έχει εμφανιστεί σαν κάτι εντελώς νέο, αν οι κύριοι φυσικοί θυμούνταν πως η αρχή αυτή είχε ήδη διατυπωθεί από τον Καρτέσιο. Από τότε που η φυσική και η χημεία ξανάρχισαν να λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με μόρια και με άτομα, ξανάρθε αναγκαστικά στην πρώτη γραμμή η ατομική θεωρία των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι ο Κεκυλέ αναφέρει (Σκοποί και αποτελέσματα της χημείας) ότι η θεωρία αυτή προέρχεται από τον Δημόκριτο (αντί να πει από τον Λεύκιππο) και ισχυρίζεται ότι ο Δάλτωνας ήταν ο πρώτος που δέχτηκε την ύπαρξη στοιχειωδών ατόμων ποιοτικά διαφορετικών, και ότι ήταν ο πρώτος που τους απέδωσε διαφορετικά βάρη29

Το 1848, που κατά τα άλλα δεν ολοκλήρωσε τίποτα στη Γερμανία, δημιούργησε στη χώρα αυτή μια συνολική επανάσταση μόνο στο φιλοσοφικό πεδίο. Ενώ το έθνος ριχνόταν στην πράξη, θεμελιώνοντας εδώ τα πρώτα στοιχεία της μεγάλης βιομηχανίας και της κερδοσκοπίας, εγκαινιάζοντας εκεί χάρη στους πλανόδιους κήρυκες και στις καρικατούρες τύπου Φόχτ, Μπύχνερ κλπ., την ισχυρή ανάπτυξη που πήραν κατοπινά οι φυσικές επιστήμες στη Γερμανία, το έθνος έστρεφε την πλάτη στην κλασική γερμανική φιλοσοφία που χανόταν μέσα στους άμμους του παλιού χεγκελιανισμού του Βερολίνου. Ο παλιός χεγκελιανισμός του Βερολίνου άξιζε δίκαια αυτή την τύχη. Αλλά ένα έθνος που θέλει να σκαρφαλώσει στην κορυφή της επιστήμης, δεν μπορεί να το πετύχει χωρίς θεωρητική σκέψη. Μαζί με τον χεγκελιανισμό, πέταξαν και τη διαλεκτική στη θάλασσα — κι αυτό ακριβώς τη στιγμή που επιβαλλόταν ακάθεκτα στα μυαλά ο διαλεκτικός χαρακτήρας των φαινομένων της φύσης, όταν κατά συνέπεια μόνο η διαλεκτική θα μπορούσε να βοηθήσει τις φυσικές επιστήμες να αντιμετωπίσουν το βουνό της θεωρίας — κι έτσι ξανάπεσαν αβοήθητοι στην παλιά μεταφυσική. Αυτό που επικράτησε στο κοινό έκτοτε, ήταν από τη μια μεριά οι επιπόλαιες σκέψεις του Σοπενχάουερ και αργότερα ακόμα και οι σκέψεις του Χάρτμαν που είχαν κοπεί στα μέτρα των στενοκέφαλων. Από την άλλη ο χυδαίος υλισμός των πλανόδιων κηρύκων, ενός Φοχτ και ενός Μπύχνερ. Στα πανεπιστήμια συναγωνίζονταν μεταξύ τους τα πιο διάφορα είδη εκλεκτικισμού, που είχαν ένα κοινό μονάχα: ότι όλα τους ήταν συρραφές φτιαγμένες αποκλειστικά από κατάλοιπα από παλαιές φιλοσοφίες και όλα τους ήταν το ίδιο μεταφυσικά. Από τα κατάλοιπα της κλασικής φιλοσοφίας, γλίτωσε μονάχα κάποιος νεοκαντιανισμός, που η τελευταία του λέξη ήταν το αιώνια ακατανόητο πράγμα καθαυτό, δηλαδή ό,τι άξιζε λιγότερο να διατηρηθεί από τον Καντ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η ασυναρτησία και η σύγχυση που βασιλεύουν σήμερα στη θεωρητική σκέψη.

, χαρακτηριστικά για τα διάφορα στοιχεία. Ωστόσο ο καθένας μπορεί να διαβάσει στον Διογένη τον Λαέρτιο (Χ, 1 § 43-44 και 61) πως ήδη ο Επίκουρος απέδιδε στα άτομα διαφορές όχι μονάχα στο μέγεθος και στη μορφή αλλά και στο βάρος, ότι γνώριζε λοιπόν με τον τρόπο του το ατομικό βάρος και τον ατομικό όγκο.

Είναι δύσκολο να πιάσουμε στα χέρια μας οποιοδήποτε θεωρητικό βιβλίο των φυσικών επιστημών, χωρίς να μας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι και οι ίδιοι οι επιστήμονες αισθάνονται σε ποιο βαθμό κυριαρχούνται απ' αυτή την ασυναρτησία και τη σύγχυση και ότι η λεγόμενη φιλοσοφία της μόδας δεν τους προσφέρει καμιά απολύτως διέξοδο. Και δεν υπάρχει πράγματι άλλη διέξοδος, άλλη δυνατότητα να επιτύχουμε στη σαφήνεια, από την επιστροφή, με τούτη ή εκείνη τη μορφή, από τη μεταφυσική στη διαλεκτική σκέψη.

Η επιστροφή αυτή μπορεί να γίνει από διαφορετικούς δρόμους. Μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα, με μόνη τη δύναμη των ανακαλύψεων των ίδιων των

Page 221: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

221

φυσικών επιστημών, που δεν ανέχονται πια να ρίχνονται με τη βία στο κρεβάτι του Προκρούστη της παλαιάς μεταφυσικής. Αλλά αυτή είναι μια μακριά και οδυνηρή πορεία, που στη διάρκεια της πρέπει να ξεπεραστεί ένα τεράστιο πλήθος από περιττές τριβές.

Αυτό γίνεται κιόλας, σε μεγάλη έκταση, κυρίως στη βιολογία. Η πορεία μπορεί να συντομευτεί πάρα πολύ, αν οι θεωρητικοί στο χώρο των φυσικών επιστημών θελήσουν να ενδιαφερθούν κάπως από πιο κοντά για τη διαλεκτική φιλοσοφία, με τις υπάρχουσες ιστορικές μορφές της. Απ' αυτές τις μορφές, δυο θα είναι ιδιαίτερα .γόνιμες για τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες. Πρώτη είναι η ελληνική φιλοσοφία. Εδώ η διαλεκτική σκέψη παρουσιάζεται ακόμα με την αρχέγονη της απλότητα, αδιατάρακτη ακόμα από τα γοητευτικά εμπόδια30

Η δεύτερη μορφή διαλεκτικής, αυτή που είναι πιο γνώριμη στους Γερμανούς φυσιοδίφες, είναι η κλασική γερμανική Φιλοσοφία του Καντ και του Χέγκελ, Εδώ έγιναν κιόλας τα πρώτα βήματα, γιατί ακόμα κι έξω από το νεοκαντισμό που αναφέραμε, ξαναγίνεται της μόδας η επιστροφή στον Καντ. Και από τότε που ανακαλύφτηκε πως ο Καντ είναι ο δημιουργός δυο μεγαλοφυών υποθέσεων, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσαν να έχουν προοδεύσει οι τωρινές θεωρητικές φυσικές επιστήμες — η θεωρία που πριν αποδινόταν στον Λαπλάς για την προέλευση του ηλιακού συστήματος και η θεωρία για την επιβράδυνση της περιστροφής της γης από την παλίρροια — ο Καντ δίκαια ξαναμπήκε σε τιμητική θέση από τους ειδικούς των φυσικών επιστημών. Αλλά το να θέλουμε να μελετήσουμε τη διαλεκτική στον Καντ, θα ήταν άχρηστα κοπιαστική και

που ύψωσε στον ίδιο της το δρόμο η μεταφυσική του 17ου και του 18ου αιώνα — ο Μπέικον και ο Λοκ στην Αγγλία, ο Βολφ στη Γερμανία — και με τα οποία εμποδίστηκε η ίδια της η πρόοδος: το πέρασμα από την κατανόηση του ειδικού στην κατανόηση του συνόλου, στην κατανόηση της γενικής αλληλοσύνδεσης των πραγμάτων. Οι Έλληνες είδαν τη φύση σαν ενιαίο όλο, γενικά, ακριβώς επειδή δεν είχαν φτάσει ακόμα στο κομμάτιασμα, στην ανάλυση της. Η καθολική σύνδεση των φαινομένων της φύσης δεν έχει αποδειχτεί στις λεπτομέρειες, αλλά για τους Έλληνες είναι το αποτέλεσμα της άμεσης θέασης. Σ' αυτό βρίσκεται η ανεπάρκεια της ελληνικής φιλοσοφίας, ανεπάρκεια που την υποχρέωσε σε συνέχεια να δώσει τη θέση της σε άλλους τρόπους θεώρησης. Αλλά σ' αυτό βρίσκεται κι η ανωτερότητα της σε σχέση με όλους τους μεταγενέστερους μεταφυσικούς αντιπάλους της. Αν σε σχέση με τους Έλληνες η μεταφυσική ήταν ορθότερη στο ειδικό, σε σχέση με τη μεταφυσική οι Έλληνες είχαν δίκιο στο γενικό. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι, τόσο στη φιλοσοφία, όσο και σε τόσες άλλες περιοχές να επιστρέφουμε ασταμάτητα στα επιτεύγματα αυτού του μικρού λαού, που τα καθολικά του ταλέντα και η δραστηριότητα, του εξασφάλισαν στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρωπότητας μια τέτοια θέση που δεν θα μπορούσε ποτέ να τη διεκδικήσει άλλος λαός. Η άλλη αιτία είναι ότι στις πολλαπλές μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας βρίσκονται ήδη σαν έμβρυο ή στην πορεία της εμφάνισης τους, όλοι σχεδόν οι μεταγενέστεροι τρόποι θεώρησης του κόσμου. Η θεωρητική φυσική επιστήμη είναι λοιπόν υποχρεωμένη να ανατρέχει στους Έλληνες, αν θέλει να παρακολουθήσει την ιστορία της γέννησης και της ανάπτυξης των σημερινών γενικών της αρχών. Και η ιδέα αυτή κερδίζει όλο και πιο πολύ έδαφος. Όλο και λιγότερο βρίσκονται επιστήμονες, που ενώ οι ίδιοι μεταχειρίζονται αποσπάσματα της ελληνικής φιλοσοφίας — όπως την ατομική θεωρία — σαν αιώνιες αλήθειες, ωστόσο βλέπουν τους Έλληνες, με μια εντελώς βακωνική αλαζονεία, γιατί αυτοί δεν είχαν εμπειρικές φυσικές επιστήμες. Θα ήταν ευκταίο αν αυτή η αντίληψη οδηγούσε σε μια πραγματική εξοικείωση με την ελληνική φιλοσοφία.

Page 222: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

222

λιγοστά καρποφόρα εργασία όταν στο έργο του Χέγκελ βρίσκεται ένα τεράστιο compendium διαλεκτικής, έστω κι αν αυτή αναπτύχθηκε από εντελώς λαθεμένες αφετηρίες.

Η αντίδραση ενάντια στη «φιλοσοφία της φύσης» ήταν δικαιολογημένη σε μεγάλο βαθμό, από αυτές τις λαθεμένες προτάσεις και από τον ανεπανόρθωτο εκφυλισμό των χεγκελιανών του Βερολίνου. Ωστόσο, η αντίδραση αυτή εκτροχιάστηκε και εκφυλίστηκε σε καθαρό υβρεολόγιο. Από την άλλη πλευρά, οι φυσικές επιστήμες εγκαταλείφθηκαν τόσο φανερά στα κρύα του λουτρού από την τρέχουσα εκλεκτική μεταφυσική, σε σχέση με τις θεωρητικές απαιτήσεις, ώστε ύστερα απ' αυτό θα μπορούσε να ξαναπροφέρει κανείς το όνομα του Χέγκελ μπροστά στους επιστήμονες, χωρίς να προκαλέσει εκείνη τη «χορεία» (Veitstanz = νευροπάθεια), στην οποία επιδίδεται τόσο διασκεδαστικά ο κ. Ντύρινγκ.

Πρέπει να πούμε από την αρχή ότι εδώ δεν πρόκειται καθόλου για υπεράσπιση της αφετηρίας του Χέγκελ, δηλαδή του ότι το πνεύμα, η νόηση, η ιδέα είναι το πρωταρχικό, και ότι ο πραγματικός κόσμος δεν είναι παρά αντίγραφο της ιδέας. Αυτά τα είχε εγκαταλείψει ήδη ο Φόυερμπαχ. Όλοι συμφωνούμε ότι σε κάθε επιστημονική περιοχή, στις φυσικές, όπως και στις ιστορικές επιστήμες, πρέπει να ξεκινάμε από δοσμένα γεγονότα, ότι δηλαδή στις φυσικές επιστήμες πρέπει να ξεκινάμε από πραγματικές μορφές και τις μορφές κίνησης της ύλης*, και ότι στις θεωρητικές φυσικές επιστήμες, δεν πρέπει να κατασκευάζουμε συσχετίσεις ανάμεσα στα γεγονότα, αλλά να τις ανακαλύπτουμε σ' αυτά και πως από τη στιγμή που θα τις ανακαλύψουμε πρέπει να τις επαληθεύσουμε πειραματικά στο βαθμό του δυνατού.

Ακόμα, δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα να διατηρήσουμε το δογματικό περιεχόμενο του χεγκελιανού συστήματος, όπως το κήρυσσαν οι χεγκελιανοί του Βερολίνου, της παλιάς και της νέας γραμμής. Μαζί με την ιδεαλιστική αφετηρία καταρρέει και το σύστημα που χτίστηκε πάνω τους και ειδικά η χεγκελιανή φιλοσοφία της φύσης. Αλλά πρέπει να θυμηθούμε πως η πολεμική των φυσικών επιστημόνων ενάντια στον Χέγκελ, στο βαθμό που τον καταλάβαιναν καν σωστά, κατευθύνονταν αποκλειστικά σε τούτα τα δυο σημεία: στην ιδεαλιστική αφετηρία και στην αυθαίρετη, αντίθετη με τα γεγονότα κατασκευή του συστήματος. Όταν τ' απομακρύνουμε όλα αυτά, μένει ακόμα η χεγκελιανή διαλεκτική. Κι είναι προς τιμή του Μαρξ, πως αντίθετα με «τη δύστροπη, φαντασμένη και μέτρια φυλή των Επιγόνων, που έχουν σήμερα τον πρώτο λόγο στη Γερμανία»31

, πρώτος αυτός έφερε ξανά στο προσκήνιο τη λησμονημένη διαλεκτική μέθοδο, τη σχέση καθώς και τη διαφορά της από τη χεγκελιανή διαλεκτική και ταυτόχρονα εφάρμοσε αυτή τη μέθοδο στο Κεφάλαιο, στα γεγονότα μιας εμπειρικής επιστήμης, της πολιτικής οικονομίας. Και αυτό το έκανε με τόση επιτυχία ώστε ακόμα και στη Γερμανία η νέα οικονομική σχολή δεν υψώνεται πάνω από την αρχή των ελεύθε-ρων ανταλλαγών στη χυδαία τους μορφή, παρά αντιγράφοντας τον Μαρξ (συχνά αρκετά λαθεμένα) με το πρόσχημα πως τον κριτικάρει.

*Μετά ακολουθούσε η φράση, που ο Ένγκελς τη διέγραψε αργότερα: «Εμείς οι σοσιαλιστές υλιστές προχωρούμε ακόμα πιο πέρα ως προς αυτό, απ' ό,τι οι φυσικοί επιστήμονες, και επίσης...» (Σύντ.).

Στη διαλεκτική του Χέγκελ κυριαρχεί η ίδια αντιστροφή κάθε πραγματικής συσχέτισης, όπως και σε κάθε κλάδο του συστήματος του. Αλλά όπως λέει ο Μαρξ: «Η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν τον εμπόδισε

Page 223: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

223

καθόλου να είναι ο πρώτος που εξέθεσε τη γενική μορφή της λειτουργίας της με περιεκτικό και συνειδητό τρόπο. Η διαλεκτική σ' αυτόν στέκεται με το κεφάλι προς τα κάτω. Πρέπει να την αναποδογυρίσουμε για να μπορούμε να ανακαλύψουμε το λογικό πυρήνα κάτω από το μυστικιστικό περίβλημα»32

Και στις φυσικές επιστήμες συναντούμε πολύ συχνά θεωρίες, όπου η πραγματική σχέση είναι αναστραμμένη, το είδωλο παίρνεται για αρχική μορφή και οι οποίες χρειάζονται συνεπώς να αντιστραφούν μ' αυτό τον τρόπο. Τέτοιες θεωρίες κυριαρχούν συχνά για κάμποσο καιρό. Αυτό συνέβη π.χ. με τη θερμότητα, που επί δυο αιώνες σχεδόν, θεωρούνταν ειδική μυστηριακή ουσία, και όχι μορφή κίνησης της συνηθισμένης ύλης. Η μηχανική θεωρία της θερμότητας πραγματοποίησε αντιστροφή. Κι όμως η φυσική, όπου δέσποζε η θεωρία του θερμογόνου, ανακάλυψε μια σειρά σπουδαιότατους νόμους της θερμότητας. Ιδιαίτερα με τον Φουριέ και τον Σαντί Καρνό

.

33

Η σχέση της θεωρίας του θερμογόνου με τη μηχανική θεωρία της θερμότητας και η σχέση της θεωρίας του φλογιστού με τη θεωρία του Λαβουαζιέ, είναι η ίδια με τη σχέση της διαλεκτικής του Χέγκελ με την ορθολογική διαλεκτική.

, άνοιξε το δρόμο για τη σωστή αντίληψη, που από την πλευρά της έπρεπε να αντιστρέψει τους νόμους που ανακάλυψε η προηγούμενη θεωρία, να τους μεταφράσει στη δική της γλώσσα*. Το ίδιο και στη χημεία, η θεωρία του φλογιστού, χάρη σε ενός αιώνα πειραματική εργασία, έδωσε πρώτα το υλικό που με τη βοήθεια του μπόρεσε ο Λαβουαζιέ να ανακαλύψει στο οξυγόνο, που το είχε ανακαλύψει ο Πρίστλεϋ, εκείνο που αντιστοιχούσε πραγματικά στο φανταστικό φλογιστόν και να απορρίψει μ' αυτό το γεγονός ολόκληρη τη θεωρία του φλογιστού. Αλλά αυτό δεν απέρριπτε καθόλου τα πειραματικά αποτελέσματα της θεωρίας του φλογιστού. Αντίθετα τα δεδομένα αυτά παραμείναν και μονάχα ο τρόπος με τον οποίο είχαν διατυπωθεί αντιστράφηκε, μεταφρά-στηκαν από τη γλώσσα του φλογιστού στην ισχύουσα πια χημική γλώσσα, και συνέχισαν να διατηρούν την αξία τους.

• Η συνάρτηση του Καρνό Ο, κατά γράμμα αντιστραμμένη: Ι/Ο = απόλυτη

θερμοκρασία. Χωρίς αυτή την αντιστροφή δεν γίνεται τίποτα. (Σημείωση Ένγκελς).

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (Να αναπτυχθεί ο γενικός χαρακτήρας της διαλεκτικής ως επιστήμης των

αλληλεξαρτήσεων, σε αντίθεση με τη μεταφυσική). Από την ιστορία συνεπώς της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας, συνάγονται οι

νόμοι της διαλεκτικής. Γιατί δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι πιο γενικοί νόμοι αυτών των δυο όψεων της ιστορικής ανάπτυξης, καθώς και της ίδιας της σκέψης. Και πράγματι, μπορούν ουσιαστικά να αναχθούν στους τρεις ακόλουθους νόμους:

το νόμο της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα- το νόμο της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων το νόμο της άρνησης της άρνησης. Κι οι τρεις νόμοι αναπτύχθηκαν από τον Χέγκελ με τον ιδεαλιστικό του τρόπο,

σαν απλοί νόμοι της νόησης: Ο πρώτος στο πρώτο μέρος της Λογικής, στη θεωρία του Είναι. Ο δεύτερος καλύπτει ολόκληρο το κατά πολύ σπουδαιότερο δεύτερο μέρος της Λογικής του, τη θεωρία της ουσίας. Τέλος ο τρίτος παρουσιάζεται σαν ο θεμελιώδης νόμος για την οικοδόμηση ολόκληρου του συστήματος. Το λάθος βρίσκεται στο ότι οι

Page 224: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

224

νόμοι αυτοί επιβάλλονται στη φύση και στην ιστορία σαν νόμοι της νόησης, αντί να συνάγονται απ'αυτές. Από εδώ προέρχεται ολόκληρη εκείνη η βιασμένη κατασκευή, που προκαλεί συχνά την αγανάκτηση: Το σύμπαν, θέλοντας και μη, οφείλει να συμμορφωθεί σ' ένα σύστημα σκέψης, που το ίδιο δεν είναι παρά προϊόν κάποιου σταδίου ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης. Αν αντιστρέψουμε τα πράγματα, το καθετί παίρνει απλούστατη όψη, και οι νόμοι της διαλεκτικής που φαίνονται εξαιρετικά μυστηριώδεις στην ιδεαλιστική φιλοσοφία, γίνονται αμέσως απλοί και φωτεινοί σαν τη μέρα.

Κατά τα άλλα, οποιοσδήποτε είναι εξοικειωμένος έστω και λίγο με τον Χέγκελ, γνωρίζει ότι σε εκατοντάδες χωρία, ο Χέγκελ κατορθώνει να δώσει τις πιο παραστατικές εξατομικευμένες απεικονίσεις των διαλεκτικών νόμων από τη φύση και την ιστορία.

Δε σκοπεύουμε να συντάξουμε εδώ ένα εγχειρίδιο διαλεκτικής, αλλά μόνο να δείξουμε πως οι νόμοι της διαλεκτικής είναι πραγματικοί νόμοι ανάπτυξης της φύσης, και πως ισχύουν συνεπώς και για τις θεωρητικές φυσικές επιστήμες. Γι' αυτό δεν μπορούμε να μπούμε στη λεπτομερειακή εξέταση των εσωτερικών αλληλεξαρτήσεων αυτών των νόμων.

1. Νόμος της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα. Για το σκοπό που επιδιώκουμε, μπορούμε να εκφράσουμε αυτό το νόμο, λέγοντας ότι στη φύση, με τρόπο αυστηρά καθορισμένο για κάθε ξεχωριστή περίπτωση, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν οι ποιοτικές αλλαγές, παρά με ποσοτική πρόσθεση ή αφαίρεση ύλης ή κίνησης (της λεγόμενης ενέργειας). Όλες οι ποιοτικές διαφορές στη φύση, βασίζονται είτε σε διαφορετική χημική σύσταση, είτε σε διαφορετικές μορφές ή ποσότητες κίνησης (ενέργειας), είτε και στις δυο ταυτόχρονα πράγμα που συμβαίνει σχεδόν πάντοτε. Είναι λοιπόν αδύνατο να μεταβάλλουμε την ποιότητα οποιουδήποτε σώματος, χωρίς προσθήκη ή αφαίρεση ύλης ή κίνησης, δηλαδή χωρίς ποσοτική αλλοίωση του σώματος αυτού. Μ' αυτή τη μορφή λοιπόν, η μυστηριώδης αρχή του Χέγκελ εμφανίζεται όχι μονάχα εντελώς ορθολογικά, αλλά και μάλλον προφανής.

Αναμφίβολα δεν χρειάζεται να αποδείξουμε ότι ακόμα και οι διάφορες αλλοτροπικές και συσσωρευτικές καταστάσεις των σωμάτων, στηρίζονται — μια και εξαρτώνται από διαφορετικούς συνδυασμούς μορίων — σε μια λιγότερο ή περισσότερο μεγάλη ποσότητα κίνησης που μεταδίδεται σ' αυτά τα σώματα.

Αλλά τι να πούμε για τη μεταβολή της μορφής της κίνησης, ή της λεγόμενης ενέργειας; Όταν μετατρέπουμε τη θερμότητα σε μηχανική κίνηση ή αντίστροφα, δε μεταβάλλεται η ποιότητα, ενώ η ποσότητα μένει η ίδια; Ακριβώς! Με τη μεταβολή της μορφής της κίνησης, συμβαίνει ό,τι και με το βίτσιο του Χάινε: καθένας μονάχος μπορεί να είναι ενάρετος, αλλά για το βίτσιο χρειάζονται πάντοτε δυο51

Εδώ ενδιαφερόμαστε μόνο για άζωα σώματα. Ο ίδιος νόμος ισχύει και για τα έμψυχα, αλλά σ' αυτά λειτουργεί μέσα σε πολύ πολύπλοκες συνθήκες, και σήμερα είναι συχνά αδύνατη η ποσοτική μέτρηση.

. Η μεταβολή της μορφής της κίνησης, είναι πάντα μια διαδικασία που πραγματοποιείται τουλάχιστον ανάμεσα σε δυο σώματα, από τα οποία το ένα χάνει μια ορισμένη ποσότητα κίνησης της πρώτης ποιότητας (π.χ. θερμότητα), ενώ το άλλο κερδίζει μια αντίστοιχη ποσότητα κίνησης της άλλης ποιότητας, (μηχανική κίνηση, ηλεκτρισμός, χημική αποσύνθεση). Εδώ λοιπόν η ποσότητα και ποιότητα αντιστοιχούν αμοιβαία η μια στην άλλη. Μέχρι τώρα δεν πέτυχαν να μετατρέψουν μια μορφή κίνησης σε άλλη, στο εσωτερικό ενός μοναδικού, απομονωμένου σώματος.

Ας φανταστούμε ένα οποιοδήποτε άψυχο σώμα που διαιρείται σε όλο και πιο μικρά σωματίδια. Στην αρχή δεν συμβαίνει καμιά ποιοτική αλλαγή. Αλλά υπάρχει κάποιο

Page 225: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

225

όριο: αν κατορθώσουμε όπως στην εξάτμιση, να πετύχουμε απομονωμένα μόρια, σε ελεύθερη κατάσταση, μπορούμε βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις να τα διαιρέσουμε παραπέρα, αλλά μόνο με μια ολική μεταβολή της ποιότητας. Το μόριο αποσυνθέτεται στα άτομα του, που το καθένα ξεχωριστά έχει εντελώς διαφορετικές ιδιότητες από το μόριο. Στην περίπτωση μορίων που αποτελούνται από διαφορετικά χημικά στοιχεία, το σύνθετο μόριο αντικαθίσταται από μόρια ή άτομα αυτών των απλών σωμάτων. Στην περίπτωση των μορίων στοιχείων, εμφανίζονται τα ελεύθερα άτομα, που έχουν εντελώς διαφορετικά ποιοτικά αποτελέσματα: τα ελεύθερα άτομα οξυγόνου «εν τω γενάσθαι», μπορούν να πιάνουν εύκολα εκείνο που τα άτομα του ατμοσφαιρικού οξυγόνου που είναι δεμένα μαζί σε μόρια, δεν πραγματοποιούν ποτέ.

Αλλά και το ίδιο το μόριο είναι ποιοτικά διαφορετικό από τη μάζα του φυσικού σώματος στο οποίο ανήκει. Μπορεί να εκτελεί κινήσεις ανεξάρτητα απ' αυτή τη μάζα, π.χ. θερμικές κινήσεις, ενώ η μάζα αυτή φαινομενικά ηρεμεί. Μπορεί, χάρη σε μια αλλαγή θέσης ή σύνδεσης με τα γειτονικά μόρια, να μεταβάλει το σώμα σε αλλοτροπική μορφή ή σε διαφορετική κατάσταση συσσώρευσης κλπ.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η καθαρά ποσοτική λειτουργία της διαίρεσης έχει ένα όριο, όπου μετατρέπεται σε ποιοτική διαφορά: η μάζα αποτελείται από μόρια, αλλά είναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από το μόριο, όπως και αυτό είναι με τη σειρά του διαφορετικό από το άτομο. Σ'αυτή τη διαφορά στηρίζεται ο χωρισμός της μηχανικής σαν επιστήμης των ουράνιων και γήινων μαζών, από τη φυσική-μηχανική των μορίων - και από τή χημεία - φυσική των ατόμων.

Στη μηχανική δεν συναντιόνται ποιότητες· το πολύ-πολύ καταστάσεις, όπως η ισορροπία, η κίνηση, η δυναμική-ενέργεια, που όλες τους στηρίζονται στη μετρήσιμη μεταφορά κίνησης και που οι ίδιες μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά. Στο μέτρο λοιπόν που παράγεται μια ποιοτική αλλαγή, καθορίζεται από μια αντίστοιχη ποσοτική αλλαγή.

Η φυσική αντιμετωπίζει τα σώματα σαν χημικά αμετάβλητα ή αδιάφορα. Έχουμε να κάμουμε με αλλαγές της μοριακής τους κατάστασης και με αλλαγή της μορφής της κίνησης, αλλαγή που σ' όλες τις περιπτώσεις κινητοποιεί τα μόρια, τουλάχιστον της μιας πλευράς. Εδώ κάθε αλλαγή είναι μετατροπή από την ποσότητα στην ποιότητα, συνέπεια της ποσοτικής αλλαγής της ποσότητας κίνησης, που ενυπάρχει στο σώμα ή του μεταδίδεται, από μια μορφή σε άλλη.

«Έτσι, π.χ., η θερμοκρασία του νερού στην αρχή δεν έχει συνέπειες στη ρευστότητα του. Αλλά αν αυξάνουμε ή ελαττώνουμε τη θερμοκρασία του υγρού νερού, φτάνουμε σ' ένα σημείο όπου η κατάσταση συνοχής αλλοιώνεται, και όπου το νερό μεταβάλλεται σε ατμό στη μια μεριά, και σε πάγο στην άλλη (Χέγκελ: Εγκυκλοπ., πλήρης έκδ. τόμ. VI52

Παρόμοια χρειάζεται μια ελάχιστη, καθορισμένη ποσότητα ρεύματος για να λευκοπυρώσει το πλατινένιο σύρμα (του ηλεκτρικού λαμπτήρα) και κάθε μέταλλο έχει τη δικιά του θερμοκρασία λευκοπύρωσης και τήξης, κάθε υγρό έχει καθορισμένο σημείο

, σελ. 217).

1 πήξης και βρασμού, για δεδομένη πίεση - στο μέτρο που τα μέσα μας επιτρέπουν να πραγματοποιήσουμε αυτή τη θερμοκρασία. Τέλος, κάθε αέριο έχει το δικό του κρίσιμο σημείο, όπου μπορεί να υγροποιηθεί με πίεση και ψύξη. Με μια λέξη, οι λεγόμενες φυσικές σταθερές, είναι στο μεγαλύτερο τους μέρος η παράσταση των σημείων-κόμβων, όπου μια ποσοτική προσθήκη ή αφαίρεση κίνησης, δημιουργούν μια ποσοτική αλλαγή στην κατάσταση του σώματος, όπου δηλαδή η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα.

Page 226: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

226

Όμως η περιοχή όπου γνώρισε τους πιο θαυμαστούς θριάμβους του ο φυσικός νόμος που ανακαλύφτηκε από τον Χέγκελ, είναι η περιοχή της χημείας. Η χημεία μπορεί να οριστεί σαν η επιστήμη των ποιοτικών αλλαγών των σωμάτων, που προκύπτουν σαν συνέπεια μιας μεταβολής στην ποσοτική σύνθεση. Αυτό το γνώριζε και ο ίδιος ο Χέγκελ (Λογική, πλήρης έκδ., μ. III, σελ. 433)». Ας πάρουμε την περίπτωση του οξυγόνου: αν αντί για τα συνηθισμένα δύο άτομα, ενωθούν τρία για να σχηματίσουν ένα μόριο, έχουμε τότε το όζον, σώμα που διαφέρει σημαντικά από το κανονικό οξυγόνο, ως προς την ορμή και τις χημικές αντιδράσεις. Και τι να πούμε για τις διαφορετικές αναλογίες με τις οποίες το οξυγόνο ενώνεται με το άζωτο ή με το θειάφι, και που καθεμιά τους δίνει ένα σώμα ποιοτικά διαφορετικό απ' όλα τα άλλα! Πόσο διαφορετικό είναι το ιλαρυντικό αέριο (πρωτοξείδιο του αζώτου, Ν20) από τον ανιδρύτη του νιτρικού οξέος (πεντοξείδιο του αζώτου, Ν205

Αυτό φαίνεται ακόμα πιο χτυπητά, στις ομόλογες σειρές των ενώσεων του άνθρακα, και κυρίως στους πιο απλούς υδρογονάνθρακες. Από τις κανονικές παραφίνες, η πρώτη της σειράς είναι το μεθάνιο, CH

)! Το πρώτο είναι αέριο, το δεύτερο στερεό και κρυσταλλικό στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Κι όμως ολόκληρη η διαφορά στη χημική σύνθεση, είναι ότι το δεύτερο περιέχει πέντε φορές περισσότερο οξυγόνο από το πρώτο. Ανάμεσα στα δυο κατατάσσονται άλλα τρία οξείδια του αζώτου (NO, Ν,Ο,, NO,), που όλα διαφέρουν ποιοτικά από τα πρώτα δύο και μεταξύ τους.

4. Εδώ τα τέσσερα σθένη του ατόμου του άνθρακα συμπληρώνονται από τα 4 άτομα υδρογόνου. Η δεύτερη, το αιθάνιο C2H6, περιέχει δυο άτομα άνθρακα που ανταλλάσσουν ένα σθένος και τα έξι ελεύθερα σθένη συμπληρώνονται από έξι άτομα υδρογόνου. Σε συνέχεια έχουμε το C,H8, το C4H,0 κλπ., σύμφωνα με τον αλγεβρικό τύπο Cnl-hn^?. Προσθέτοντας σε κάθε περίπτωση το CH:, παίρνουμε κάθε φορά ένα σώμα ποιοτικά διαφορετικό από το προηγούμενο. Τα τρία πρώτα μέλη της σειράς είναι αέρια. Το τελευταίο γνωστό, το δεκαεξάνιο, CK,H,4. είναι στερεό, με σημείο βρασμού 270° C. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κεκορεσμένες αλκοόλες του τύπου CnH2n+20 που είναι (θεωρητικά) παράγωγα των παραφινών, καθώς και για τα λιπαρά μονοβασικά οξέα (τύπος: CnH2n02). Ποια ποιοτική διαφορά μπορεί να προκαλέσει η ποσοτική προσθήκη ενός C,H6; Αυτό μας το μαθαίνει η εμπειρία: Αν καταναλώσουμε αιθυλική αλκοόλη (C2HsO) σε οποιαδήποτε πόσιμη μορφή, χωρίς προσθήκη άλλων αλκοολών, κι αν σ'άλλη περίπτωση πάρουμε την ίδια αιθυλική αλκοόλη που περιέχει μικρή προσθήκη αμυλικής αλκοόλης (C5H]20), που αποτελεί το ουσιαστικό συστατικό της περιβόητου Fuselol, το κεφάλι μας θα το νιώσει οπωσδήποτε οδυνηρά το επόμενο πρωί. Έτσι θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς, ότι το μεθύσι και σε συνέχεια ο πρωινός πονοκέφαλος, είναι και τα δυο η μετατροπή σε ποιότητα, μιας ποσότητας... αιθυλικής αλκοόλης από τη μια και της C,H6

Στις σειρές αυτές συναντούμε το νόμο του Χέγκελ και με άλλη μορφή. Τα πρώτα μέλη δεν επιδέχονται παρά μια μόνο αμοιβαία διάταξη των ατόμων. Αλλά αν ο αριθμός των ατόμων, που αποτελούν ένα μόριο, φτάσει ένα μέγεθος ορισμένο για κάθε σειρά, τότε η διάταξη των ατόμων μέσα στο μόριο μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Έτσι μπορεί να συναντήσει κανείς δυο ή περισσότερα ισομερή, που έχουν τον ίδιο αριθμό ατόμων C, Ο και Η στο μόριο, αλλά που είναι ποιοτικά διάφορα. Μπορούμε και να υπολογίσουμε πόσα είναι τα δυνατά ισομερή, για κάθε μέρος της σειράς. Έτσι στη σειρά των παραφινών υπάρχουν δυο ισομερή για το C

που προσθέσαμε, από την άλλη.

4H10 και τρία για το C5H,2. Για τα ανώτερα μέλη ο αριθμός των ισομερών αυξάνει ταχύτατα. Και πάλι λοιπόν η ποσότητα των ατόμων του

Page 227: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

227

μορίου, καθορίζει τη δυνατότητα, και στο μέτρο που αποδεικνύεται από το πείραμα, την πραγματική ύπαρξη τέτοιων ισομερών σωμάτων, ποιοτικά διαφορετικών.

Κι ακόμα: Από την αναλογία των σωμάτων που μας είναι γνωστά σε κάθε σειρά, μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για φυσικές ιδιότητες των άγνωστων ακόμα μελών της σειράς και να προβλέψουμε με αρκετή βεβαιότητα αυτές τις ιδιότητες, το σημείο βρασμού κλπ., τουλάχιστον για τα μέλη που ακολουθούν άμεσα τα γνωστά μέλη.

Τέλος ο νόμος του Χέγκελ δεν ισχύει μονάχα για τα σύνθετα σώματα, αλλά και για τα ίδια τα χημικά στοιχεία. Ξέρουμε σήμερα

«πως οι χημικές ιδιότητες των στοιχείων είναι περιοδική συνάρτηση των ατομικών βαρών τους» (Ρόσκο-Σόρλεμερ, Λεπτομερές εγχειρίδιο χημείας, τόμ. II, σελ. 823)54

και πως συνεπώς η ποιότητα τους καθορίζεται από το ατομικό τους βάρος. Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν λαμπρά. Ο Μεντελέγεφ απέδειξε πως στις σειρές των συγγενικών στοιχείων που κατατάσσονται με αυξανόμενο ατομικό βάρος, συναντιόνται διάφορα κενά, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν νέα στοιχεία που μένει να ανακαλυφτούν. Ο Μεντελέγεφ περίγραψε προκαταβολικά τις γενικές χημικές ιδιότητες ενός απ' αυτά τα άγνωστα στοιχεία που το ονόμασε Eka-aluminium, γιατί έρχεται μετά το αργίλιο στη σειρά που αρχίζει μ'αυτό το στοιχείο και προείπε κατά προσέγγιση το ειδικό και το ατομικό του βάρος καθώς και τον ατομικό του όγκο. Μερικά χρόνια αργότερα ο Λεκόκ ντε Μπουαμποντράν ανακάλυψε πραγματικά αυτό το στοιχείο, και οι προβλέψεις του Μεντελέγεφ αποδείχτηκαν ακριβείς, με ελαφρότατες αποκλίσεις. To Eka-aluminium έγινε γάλλιο (στο ίδιο, σελ. 828). Χάρη στην — ασυνείδητη — εφαρμογή του εγελιανού νόμου της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα

,

55, ο Μεντελέγεφ είχε πραγματοποιήσει ένα επιστημονικό κατόρθωμα που μπορεί να τοποθετηθεί θαρραλέα πλάι στο κατόρθωμα του Λεβεριέ που υπολόγιζε την τροχιά του άγνωστου ακόμα πλανήτη Ποσειδώνα56

Ο ίδιος νόμος επαληθεύεται σε κάθε βήμα στη βιολογία καθώς και στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά θέλουμε να περιοριστούμε εδώ σε παραδείγματα παρμένα από τις θετικές επιστήμες, γιατί εδώ μπορούμε να μετρήσουμε και να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια τις ποσότητες.

.

Πιθανόν οι ίδιοι αυτοί κύριοι, που μέχρι τώρα κατηγορούσαν το μετασχηματισμό της ποσότητας, σε ποιότητα σαν μυστικισμό και ακατανόητο υπερβατισμό το νόμο της μετάβασης από την ποσότητα στην ποιότητα, θα θελήσουν να διακηρύξουν τώρα πως 'πρόκειται για κάτι ολοφάνερο, τετριμμένο και κοινότυπο, που το χρησιμοποιούσαν από Katpo και πως μ' αυτό τον τρόπο δεν τους μάθανε τίποτα καινούριο. Αλλά θα παραμείνει πάντα γεγονός ιστορικής σημασίας το ότι διατυπώθηκε για πρώτη φορά ένας γενικός νόμος της εξέλιξης της φύσης της κοινωνίας και της νόησης, με την καθολικά ισχύουσα μορφή του. Κι αν αυτοί οι κύριοι από χρόνια δεν έκαναν άλλο από το να μετατρέπουν την ποσότητα σε ποιότητα και αντίστροφα, χωρίς να ξέρουν τι κάνουν, θα πρέπει να παρηγορηθούν με τον κύριο Ζουρνταίν του Μολιέρου, που κι αυτός έκανε πρόζα σ'όλη του τη ζωή, χωρίς νά'χει την παραμικρή ιδέα γι'αυτό57

.

[Διαλεκτική των φυσικών επιστημών] Διαλεκτική των φυσικών επιστημών244: αντικείμενο: η κινούμενη ύλη. Οι διάφορες

μορφές και ποικιλίες της ύλης, δεν μπορούν να γίνουν γνωστές παρά μόνο με την κίνηση. Μόνο μέσα απ'αυτή εκδηλώνονται οι ιδιότητες των σωμάτων. Δεν μπορούμε να πούμε

Page 228: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

228

τίποτα για ένα σώμα που δεν κινείται. Από τις μορφές της κίνησης απορρέει λοιπόν η φύση των κινούμενων σωμάτων.

1. Η πρώτη, απλούστερη μορφή κίνησης, είναι η μηχανική κίνηση, η καθαρή μετατόπιση.

α) Η κίνηση ενός ξεχωριστού σώματος δεν υπάρχει — [δεν μπορεί να μιλάει κανείς γι'αυτή] παρά με σχετική έννοια — πτώση.

β) Κίνηση χωριστών σωμάτων: τροχιά, αστρονομία — φαινομενική ισορροπία — το τέλος είναι πάντα η επαφή.

γ) Σχετική κίνηση σωμάτων σε επαφή, σε αμοιβαία σχέση — πίεση. Στατική. Υδροστατική και αέρια. Μοχλός και άλλες μορφές της καθαυτό μηχανικής που όλες ανάγονται στην απλούστερη μορφή επαφής, στην τριβή και στην κρούση που δεν διαφέρουν μεταξύ τους παρά σε βαθμούς. Αλλά η τριβή και η κρούση, στην πραγματικότητα επαφή, έχουν κι άλλες συνέπειες που ποτέ δεν αναφέρθηκαν από τους φυσικούς επιστήμονες: κάτω από ορισμένες συνθήκες παράγουν ήχο, θερμότητα, φως, ηλεκτρισμό, μαγνητισμό245

2. Αυτές οι διάφορες δυνάμεις (εκτός απ'τον ήχο) — φυσική των ουράνιων σωμάτων.

.

α) αλληλομετατρέπονται και αλληλοϋποκατασταίνονται και β) Σε κάποιο βαθμό ποσοτικής ανάπτυξης κάθε δύναμης, διαφορετικό για κάθε σώμα, στα σώματα που υφίστανται την επίδραση τους — είτε είναι χημικά σύνθετα σώματα, είτε περισσότερα χημικά στοιχεία, πραγματοποιούνται χημικές μεταβολές και περνάμε στο βασίλειο της χημείας. Χημεία των ουράνιων σωμάτων. Η κρυσταλλογραφία — τμήμα της χημείας.

3. Η φυσική θα έπρεπε ή θα μπορούσε να αφήσει κατά μέρος τα ζωντανά οργανικά σώματα. Η χημεία βρίσκει μόνο στην έρευνα των οργανικών ενώσεων, το πραγματικό κλειδί για την αληθινή φύση των σπουδαιότερων σωμάτων και από την άλλη μεριά συνθέτει σώματα που συναντιούνται μόνο στην ενόργανη φύση. Εδώ η χημεία οδηγεί στην οργανική ζωή και έχει προχωρήσει αρκετά μακριά, ώστε να μας δίνει τη βεβαιότητα πως μόνο αυτή θα μας εξηγήσει το διαλεκτικό πέρασμα στον οργανισμό.

4. Αλλά το πραγματικό πέρασμα είναι μόνο στην ιστορία — του ηλιακού συστήματος της γης. Ο πραγματικός προκαταρκτικός όρος της οργανικής φύσης.

5. Οργανική φύση. * * * Κατάταξη των επιστημών, που καθεμιά τους αναλύει μια ειδική μορφή κίνησης,

ή μια σειρά συγγενικών μορφών που μετατρέπονται αμοιβαία, είναι συνεπώς η κατάταξη, η τοποθέτηση αυτών των ίδιων των μορφών κίνησης, σύμφωνα με την εσωτερική τους διαδοχή και σ' αυτό βρίσκεται η σπουδαιότητα της.

Στο τέλος του περασμένου αιώνα [18ου], ύστερ' από τους Γάλλους υλιστές που στην πλειοψηφία τους ήταν μηχανιστές, έγινε φανερή η ανάγκη για μια εγκυκλοπαιδική σύνθεση, ολόκληρης της φυσικής επιστήμης της παλιάς σχολής Νεύτωνα-Λινναίου και αυτό το ανέλαβαν δυο από τις πιο μεγάλες ιδιοφυίες: ο Σαιν-Σιμόν (που δεν τέλειωσε) και ο Χέγκελ. Σήμερα που η νέα αντίληψη των φυσικών επιστημών, έχει συμπληρωθεί στα βασικά της χαρακτηριστικά, γίνεται αισθητή η ίδια ανάγκη και γίνονται απόπειρες προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά εφόσον έχει αποδειχτεί τώρα η γενική εξελικτική αλληλεξάρτηση στη φύση, η εξωτερική παρα-τακτική κατάταξη του υλικού, είναι τόσο ανεπαρκής, όσο και τα διαλεκτικά περάσματα που κατασκεύασε τεχνητά ο Χέγκελ. Τα περάσματα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνα τους, πρέπει να είναι φυσικά. Όπως η μια

Page 229: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

229

μορφή κίνησης προκύπτει από μια άλλη, έτσι και οι αντανακλάσεις τους, οι διάφορες επιστήμες, πρέπει να απορρέουν αναγκαστικά η μια απ' την άλλη.

* * * Πόσο λίγο μπορεί να είναι ο Κόντ ο συγγραφέας της εγκυκλοπαιδικής του

κατάταξης των φυσικών επιστημών246

* * *

, που την αντέγραψε από τον Σαιν-Σιμόν, είναι ήδη φανερό από το γεγονός πως η ταξινόμηση αυτή έχει σαν μοναδικό σκοπό την ταξινόμηση των μέσων διδασκαλίας και τη σειρά της διδασκαλίας κι έτσι οδηγεί στη μανία της luseignement integral (ολοκληρωτικής διδασκαλίας), όπου κάθε επιστήμη πρέπει να εξαντληθεί προτού περάσει κανείς σε μια άλλη, όπου μια ιδέα βασικά σωστή, ωθείται σε ένα μαθηματικό ως τον παραλογισμό.

Η (αρχική) διαίρεση του Χέγκελ σε μηχανισμό, χημισμό, οργανισμό247

Κάθε ομάδα με τη σειρά της είναι διπλή. Μηχανική: (1) ουράνια, (2) γήινη.

, ήταν πλήρης για κείνη την εποχή. Ο Μηχανισμός: κίνηση μαζών ο Χημισμός: κίνηση μορίων (γιατί εδώ περιλαμβάνεται και η φυσική και πράγματι οι δυο — η φυσική, καθώς και η χημεία — ανήκουν στην ίδια τάξη) και ατόμων. Οργανισμός: κίνηση σωμάτων όπου οι δυο είναι αξεχώριστες. Γιατί ο οργανισμός είναι σίγουρα η ανώτερη ενότητα, που ενοποιεί σε ένα σύνολο, μηχανική, φυσική και χημεία, όπου η τριάδα είναι πλέον αχώριστη. Η μηχανική κίνηση στον οργανισμό, παράγεται άμεσα από τη φυσική και χημική αλλαγή με τη μορφή της θρέψης, της αναπνοής, της έκκρισης κλπ., καθώς και σαν καθαρά μυϊκή κίνηση.

Μοριακή κίνηση: (1) φυσική, (2) χημεία. Οργανισμός: (1) φυτό, (2) ζώο. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ο

Η κοινωνική ευθύνη των επιστημόνων (Από το άρθρο του Joseph Rotblat στο Physics World του Δεκεμβρίου 1999)

http://www.physics4u.gr/articles/2005/socialconsciencescientists.html Ο Joseph Rotblat, ο μόνος φυσικός που είχε παραιτηθεί από το πρόγραμμα

Μανχάτταν, πέθανε σε ηλικία 96 ετών. Σπούδασε πυρηνικός φυσικός αλλά αργότερα άλλαξε πεδίο ενασχόλησης στην ιατρική φυσική, ενώ ήταν ένας από τους ιδρυτές της Κίνησης για την Ειρήνη Pugwash το 1957. Ο Rotblat και η Κίνηση Pugwash μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης του 1995 "για τις προσπάθειές τους να μειώσουν το ρόλο που έπαιζαν τα πυρηνικά όπλα στη διεθνή πολιτική και, πιο μακροπρόθεσμα, να απομακρύνουν αυτά τα όπλα."

Θα πρέπει να ενδιαφέρουν τους φυσικούς επιστήμονες οι κοινωνικές επιπτώσεις της εργασίας τους και τα ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν από αυτή; Πρέπει να αποδέχονται την ευθύνη για τις συνέπειες της επιστημονικής έρευνας στον άνθρωπο και το περιβάλλον; Τα συγκεκριμένα ερωτήματα δεν είχαν τεθεί στο μακρινό παρελθόν, διότι αυτού του είδους οι συνέπειες ήταν ελάχιστες. Τότε, η επιστήμη δεν έπαιζε κανένα ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων ή στην ασφάλεια των κρατών. Το μοναδικό κίνητρο της επιστημονικής αναζήτησης ήταν η περιέργεια — το ίδιο ερέθισμα που δραστηριοποιεί τους επιστήμονες και σήμερα — χωρίς κανέναν φανερό πρακτικό στόχο. Η απομάκρυνση των επιστημόνων από τις καθολικού ενδιαφέροντος ανθρώπινες υποθέσεις τους οδήγησε στην κατασκευή ενός τείχους απομόνωσης πίσω από

Page 230: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

230

το οποίο βρήκαν καταφύγιο, προσποιούμενοι ότι η εργασία τους δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την ανθρώπινη ευημερία. Ο στόχος της επιστημονικής έρευνας, διαβεβαίωναν, ήταν η κατανόηση των νόμων της φύσης. Εφ' όσον αυτοί είναι αμετάβλητοι και ανεπηρέαστοι από τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων, οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα τους δεν έχουν θέση στη μελέτη της φύσης.

Εξαιτίας αυτού του αποκλεισμού οι φυσικοί επιστήμονες ανέπτυξαν διάφορες αντιλήψεις και αρχές περί της επιστήμης με στόχο να δικαιολογήσουν το διαχωρισμό από την πραγματικότητα. Σε αυτές περιλαμβάνονται απόψεις όπως: «η επιστήμη για χάρη και μόνο της επιστήμης», «η επιστημονική αναζήτηση δεν γνωρίζει όρια», «η επιστήμη είναι ορθολογική και αντικειμενική», «η επιστήμη είναι ουδέτερη», «η επιστήμη ουδεμία σχέση έχει με την πολιτική», «οι επιστήμονες είναι απλώς εξειδικευμένοι εργάτες» και «δεν πρέπει να κατηγορούμε την επιστήμη για τις κακές εφαρμογές της». Ο John Ziman, επίτιμος καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, ανέλυσε όλα αυτά τα αξιώματα και βρήκε ότι κανένα δεν ισχύει στον σύγχρονο κόσμο.

Τούτη η νοοτροπία απομόνωσης ήταν ίσως ανεκτή στο παρελθόν, τότε που τα επιστημονικά ευρήματα διαχωρίζονταν σαφώς από τις πρακτικές τους εφαρμογές στο χρόνο και το χώρο. Έπειτα από μια ανακάλυψη απαιτούνταν δεκαετίες για να βρεθεί μια εφαρμογή της, και αυτή πάλι θα την αναλάμβαναν άλλοι, κυρίως μηχανικοί των πολυτεχνικών σχολών ή των βιομηχανικών εργαστηρίων.

Στις μέρες μας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ καθαρής και εφαρμοσμένης έρευνας. Οι πρακτικές εφαρμογές ακολουθούν καταπόδας τις επιστημονικές ανακαλύψεις και διεκπεραιώνονται από τους ίδιους ανθρώπους. Πράγματι, οι ερευνητές στις πανεπιστημιακές έδρες παροτρύνονται στην εφαρμοσμένη έρευνα για να εξασφαλίσουν οικονομική αυτάρκεια. Η τρομακτική πρόοδος της καθαρής επιστήμης κατά τον 20ό αιώνα — ειδικά της φυσικής κατά το πρώτο μισό του αιώνα και της βιολογίας κατά το δεύτερο — έχουν αλλάξει παντελώς τη σχέση μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας. Η επιστήμη έχει καταστεί κυρίαρχο στοιχείο της ζωής μας. Προσέφερε τεράστια βελτίωση στην ποιότητα της ζωής, αλλά δημιούργησε και σοβαρότατους κινδύνους. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η μόλυνση του περιβάλλοντος, η σπατάλη των ζωτικών πόρων, η αύξηση μεταδοτικών ασθενειών και, πάνω απ' όλα, η απειλή για την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους λόγω της ανάπτυξης όπλων μαζικής καταστροφής.

Οι φυσικοί επιστήμονες δεν είναι δυνατόν πλέον να υποστηρίζουν ότι η εργασία τους δεν έχει καμία σχέση με την ευμάρεια των ατόμων ή την κρατική πολιτική. Παραδόξως, πολλοί είναι αυτοί που επιμένουν σε τέτοιους ισχυρισμούς- πολλοί εμμένουν στη νοοτροπία της απομόνωσης, υπερασπιζόμενοι για την επιστήμη μια πολιτική «ελεύθερης αγοράς». Η λογική τους στηρίζεται κυρίως στη διάκριση μεταξύ καθαρής και εφαρμοσμένης έρευνας. Υποστηρίζουν ότι επιβλαβείς μπορεί να είναι μόνο οι εφαρμογές' οι περί την καθαρή επιστήμη έχουν μοναδική υποχρέωση να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα της ερευνάς τους. Το τι θα πράξουν οι «άλλοι» με αυτά, είναι δική τους δουλειά, όχι των επιστημόνων.

Ωστόσο, όπως έχει διαπιστωθεί, η διάκριση μεταξύ καθαρής και εφαρμοσμένης έρευνας είναι, σε μεγάλο βαθμό, ανύπαρκτη. Η υιοθέτηση αμοραλιστικής στάσης από τους επιστήμονες είναι απαράδεκτη. Κατά τη δική μου γνώμη, αποτελεί ανήθικη

Page 231: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

231

στάση, διότι αποφεύγει να δεχτεί την προσωπική ευθύνη για τις πιθανές συνέπειες των πράξεων μας. Είμαστε πολίτες μιας παγκόσμιας κοινότητας, με όλο και μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση — αλληλεξάρτηση οφειλόμενη κυρίως στις τεχνολογικές προόδους που δημιουργεί η επιστημονική έρευνα. Μια αλληλεξαρτώμενη κοινότητα προσφέρει σημαντικά οφέλη στα μέλη της' αλλά, για τον ίδιο λόγο, τα φέρνει αντιμέτωπα με τις μεγάλες ευθύνες τους. Κάθε πολίτης είναι υπόλογος για τα έργα του. Όλοι έχουμε ευθύνη έναντι της κοινωνίας. Η ευθύνη αυτή είναι βαρύτερη για τους επιστήμονες για το λόγο ακριβώς που αναφέραμε προηγουμένως: τον κυρίαρχο ρόλο που παίζει η επιστήμη στη σύγχρονη κοινωνία. Ο μαθηματικός Michael Atiyah, κάτοχος του μεταλλίου Φιλντς (1966) και σημερινός πρόεδρος των Συνδιασκέψεων της Pugwash για την Επιστήμη και τις Παγκόσμιες Υποθέσεις, εξήγησε κατά τη διάλεξη Schrödinger του 1997 τους λόγους αυτής της ειδικής ευθύνης των επιστημόνων: «Πρώτον, υπάρχει το ζήτημα της ηθικής ευθύνης. Αν δημιουργήσεις κάτι, πρέπει να ενδιαφερθείς για τις συνέπειες. Κάτι τέτοιο πρέπει να ισχύει για τις επιστημονικές ανακαλύψεις όπως ακριβώς ισχύει για τα παιδιά που φέρνουμε στον κόσμο.» Ο Atiyah συνέχισε περιγράφοντας άλλους τέσσερις λόγους για τους οποίους οι φυσικοί επιστήμονες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη των συνεπειών της ερευνάς τους:

• Κατανοούν τα τεχνικά προβλήματα καλύτερα από τον μέσο πολιτικό ή πολίτη — και η γνώση συνοδεύεται από ευθύνη.

• Μπορούν να προσφέρουν τεχνικές συμβουλές και βοήθεια για την επίλυση των απρόοπτων προβλημάτων που ανακύπτουν.

• Μπορούν να προειδοποιήσουν για τους μελλοντικούς κινδύνους που ίσως προκύπτουν από μια τρέχουσα ανακάλυψη.

• Αποτελούν μια διεθνή αδελφότητα που υπερβαίνει τα φυσικά σύνορα κι έτσι είναι σε θέση να έχουν συνολική άποψη για τα συμφέροντα του ανθρώπινου γένους.

Και στη διάλεξη Schrodinger αλλά και στην ομιλία του ως προέδρου της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, ο Atiyah τόνισε ότι οι επιστήμονες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη των έργων τους και για έναν ακόμη λόγο: τις συνέπειες μιας άσχημης δημόσιας εικόνας για την επιστήμη. Το κοινό θεωρεί τους επιστήμονες υπεύθυνους για τους κινδύνους που συνεπάγεται η επιστημονική πρόοδος: Τα πυρηνικά όπλα αποτελούν σοβαρή απειλή, και ορθώς κατηγορούνται οι επιστήμονες. Η κλωνοποίηση ανθρώπων είναι απεχθής και αντιμετωπίζεται ως ανήθικη- το αποτέλεσμα, η επιστήμη συνολικά δέχεται κατηγορίες εξαιτίας λίγων επιστημόνων που θέλουν να την αναπτύξουν.

Το κοινό έχει τη δυνατότητα, μέσω των εκλεγμένων κυβερνήσεων του, να ελέγξει την επιστήμη είτε σταματώντας τη χρηματοδότηση είτε θέτοντας περιοριστικούς όρους. Προφανώς, είναι προτιμότερο ο οποιοσδήποτε έλεγχος να ασκείται από τους ίδιους τους επιστήμονες. Η επιστήμη πρέπει συνεχώς να μεριμνά για τη δημόσια εικόνα της, διότι έτσι εμπνέει σεβασμό για την ακεραιότητα της και κερδίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στις εξαγγελίες και τους στόχους της. Οι επιστήμονες πρέπει με τη συμπεριφορά τους να αποδείξουν ότι μπορούν να συνδυάζουν τη δημιουργικότητα με την ευσπλαχνία, ότι τη στιγμή που αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τους

Page 232: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

232

συνανθρώπους τους, και ότι είναι πλήρως υπεύθυνοι για τις πράξεις τους όταν παλεύουν με το άγνωστο.

Για όλα τα παραπάνω πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα. Το πρώτο είναι ένας ηθικός κώδικας για τη συμπεριφορά των επιστημόνων, ανάλογος με τον όρκο του Ιπποκράτη που δίνουν οι γιατροί. Ο ηθικός κώδικας για τη συμπεριφορά όσων ασκούν την ιατρική υπάρχει εδώ και δυόμισι σχεδόν χιλιάδες χρόνια. Στο παρελθόν, όπως και σήμερα, η ζωή του ασθενούς βρίσκεται κυριολεκτικά στα χέρια του γιατρού* και είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι ο γιατρός χειρίζεται αυτή τη δύναμη υπεύθυνα, έχοντας ως πρώτιστο καθήκον τη φροντίδα του ασθενούς. Σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι φυσικοί επιστήμονες έχουν σχεδόν παρόμοιο ρόλο σε σχέση με το ανθρώπινο είδος. Είναι επομένως καιρός, όσοι αποκτούν επιστημονικό τίτλο να αρχίσουν να δίνουν κάποιο είδος όρκου ή υπόσχεσης. Αυτό θα είχε μια σημαντική συμβολική αξία, αλλά θα μπορούσε επίσης να αναπτύξει στους νέους επιστήμονες την επίγνωση και τον προβληματισμό για ευρύτερα ζητήματα.

Τέτοιοι όρκοι έχουν εισαχθεί σε μερικές διακηρύξεις (για παράδειγμα, τούτη του Ινστιτούτου για τις Κοινωνικές Καινοτομίες —ISI), και έχουν προταθεί διάφορες μορφές διατύπωσης, κατάλληλες για ποικίλες περιπτώσεις. Ο παρακάτω όρκος, ο οποίος έχει προταθεί από το φοιτητικό τμήμα της Αμερικανικής Ομάδας της Pugwash, θα ήταν κατάλληλος για την τελετή αποφοίτησης όλων των νέων επιστημόνων: «Υπόσχομαι να εργαστώ για έναν καλύτερο κόσμο, όπου η επιστήμη και η τεχνολογία θα χρησιμοποιούνται με κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο. Δεν θα χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου για οτιδήποτε έχει σκοπό να βλάψει τους ανθρώπους ή το περιβάλλον. Καθ' όλη τη σταδιοδρομία μου θα εξετάζω έγκαιρα τις ηθικές συνέπειες της επιστημονικής δράσης μου. Παρότι οι αξιώσεις της θέσης που θα κατέχω μπορεί να είναι πολύ μεγάλες, αποδέχομαι αυτή τη δήλωση, διότι αναγνωρίζω ότι η ατομική ευθύνη αποτελεί το πρώτο βήμα στο δρόμο για την ειρήνη.»

Αντιλαμβάνεστε ότι ένας τέτοιος όρκος δεν μπορεί να συμβιβαστεί με σταδιοδρομίες που σχετίζονται με χημικά, βιολογικά ή πυρηνικά όπλα. Θα ήθελα να δω τα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο να υιοθετούν την πρακτική μιας τέτοιας ορκωμοσίας κατά την αποφοίτηση των φοιτητών τους. Μια προϋπόθεση γι' αυτό θα ήταν η εισαγωγή στην πανεπιστημιακή ύλη μαθημάτων σχετικών με τις ηθικές πλευρές της επιστήμης.

Ενώ λοιπόν είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουν την κοινωνική τους ευθύνη όσοι ξεκινούν την επιστημονική τους σταδιοδρομία, είναι εξίσου σημαντικό να έχουν συνείδηση αυτών των ευθυνών και οι παλιότεροι επιστήμονες. Γι' αυτό το λόγο προτείνω οι εθνικές ακαδημίες επιστημών (ή τα αντίστοιχα ιδρύματα στις χώρες όπου δεν υπάρχουν ακαδημίες) να συμπεριλάβουν ρητώς ηθικά ζητήματα στον καθορισμό των αρμοδιοτήτων τους). Τα καταστατικά ορισμένων ακαδημιών ήδη περιλαμβάνουν άρθρα που τους επιτρέπουν να ασχοληθούν με τις κοινωνικές συνέπειες της επιστημονικής έρευνας. Θα ήθελα όμως αυτά τα άρθρα να γίνουν υποχρεωτικά. Θα επιθυμούσα όλες οι εθνικές ακαδημίες να δηλώνουν ρητά ότι τα ηθικά ζητήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του επιστημονικού έργου.

Page 233: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

233

Ως συνέπεια αυτής της γενικής δέσμευσης, προτείνω να αναλάβουν οι ακαδημίες ένα συγκεκριμένο καθήκον: την ίδρυση επιτροπών δεοντολογίας — άλλη μία πρακτική που εφαρμόζεται στην ιατρική. Σε πολλές χώρες τα ερευνητικά προγράμματα που αφορούν ασθένειες πρέπει να εγκρίνονται από επιτροπές δεοντολογίας της πολιτείας ή του νοσοκομείου προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η έρευνα δεν θα θέσει σε κίνδυνο την υγεία του ασθενούς. Θα επιθυμούσα να επεκταθεί αυτή η πρακτική στην ερευνητική εργασία γενικότερα, αρχίζοντας από τη γενετική μηχανική.

Εκτός από τις ακαδημίες Επιστημών, σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν και άλλοι, ανεξάρτητοι οργανισμοί οι οποίοι ενδιαφέρονται ειδικά για τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από την επιστημονική έρευνα και τις εφαρμογές της. Αυτοί οι οργανισμοί μπορούν να αναπτύξουν δραστηριότητες τις οποίες οι ακαδημίες αδυνατούν να διεξέλθουν, είτε εξαιτίας καταστατικών περιορισμών είτε επειδή είναι, επισήμως ή εμμέσως, κυβερνητικοί οργανισμοί.

Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ανεξάρτητοι οργανισμοί επιστημόνων, αυτός όμως που γνωρίζω καλύτερα είναι η κίνηση Pugwash, η οποία αυτοπροσδιοριζεται ως η «συνείδηση των επιστημόνων» και περιγράφει το ρόλο της ως εξής: «Η κίνηση Pugwash είναι η έκφραση της επίγνωσης του κοινωνικού και ηθικού καθήκοντος των φυσικών επιστημόνων να βοηθήσουν στην αποτροπή και το ξεπέρασμα των πραγματικών και δυνητικών επιζήμιων αποτελεσμάτων των επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων και να προωθήσουν τη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας για ειρηνικούς σκοπούς.»

Στα 42 χρόνια της ύπαρξης της, η κίνηση Pugwash έχει συγκεντρώσει, απ' όλο τον κόσμο, επιστήμονες, διανοούμενους και ανθρώπους με εμπειρία σε κυβερνητικά, διπλωματικά και στρατιωτικά ζητήματα. Σκοπός της είναι η μείωση του κινδύνου ένοπλης σύγκρουσης και η εύρεση συνεργατικών λύσεων σε παγκόσμια προβλήματα που άπτονται της επιστήμης και των διεθνών υποθέσεων.

Η κοινωνική συνείδηση των επιστημόνων της κίνησης Pugwash βρήκε την κύρια έκφραση της στην ενασχόληση με τη βασική απειλή που προήλθε από την επιστημονική έρευνα: την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων. Για πολλά χρόνια, το κύριο καθήκον της ήταν να εμποδίσει τη μετατροπή του Ψυχρού Πολέμου σε θερμό —κάτι που θα οδηγούσε στην καταστροφή του πολιτισμού μας και πιθανόν του ανθρώπινου είδους. Οι προσπάθειες της κίνησης επικεντρώθηκαν σε μέτρα που θα σταματούσαν την κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών μέσω συμφωνιών περιορισμένης σημασίας, όπως η Συνθήκη μερικής απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών (1963), η Συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους (1972) και η Συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (1987).

Όταν ο Ψυχρός Πόλεμος τερματίστηκε, η κίνηση Pugwash έστρεφε το ενδιαφέρον της στον κύριο στόχο —την πλήρη εξάλειψη των πυρηνικών όπλων. Οι δημοσιεύσεις που προέκυψαν από αυτή την προσπάθεια είχαν ως συνέπεια να καταστεί αντικείμενο σοβαρής μελέτης το ζήτημα του απαλλαγμένου από πυρηνικά όπλα πλανήτη μας. Άμεσο αποτέλεσμα υπήρξε η ίδρυση της Επιτροπής της Καμπέρα: η αναφορά της επιτροπής, η οποία δημοσιεύτηκε το 1996, αποτελεί το πλέον εύγλωττο επιχείρημα υπέρ της ιδέας της πυρηνικής αποτροπής.

Page 234: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

234

Μπορεί να συμβάλει άμεσα η επιστημονική κοινότητα στην εξάλειψη των πυρηνικών και λοιπών όπλων μαζικής καταστροφής; Νομίζω ότι θα το είχε πράξει ήδη αν πρόσεχε τις εκκλήσεις του νομπελίστα φυσικού Hans Bethe πριν από λίγα χρόνια: «Εισερχόμαστε σε μιαν εποχή αφοπλισμού και απόσυρσης των πυρηνικών όπλων. Ωστόσο, μερικές χώρες συνεχίζουν να αναπτύσσουν πυρηνικά όπλα. Είναι αβέβαιο αν, και πότε, θα συμφωνήσουν τα έθνη να σταματήσει τούτο το επικίνδυνο παιχνίδι. Όμως, οι μεμονωμένοι επιστήμονες μπορούν να επηρεάσουν αυτή τη διαδικασία αρνούμενοι να συμπράξουν. Γι' αυτό το λόγο, ζητώ από τους επιστήμονες όλων των χωρών να απέχουν από κάθε εργασία δημιουργίας, ανάπτυξης, βελτίωσης και παραγωγής πυρηνικών όπλων, καθώς και οποιουδήποτε άλλου όπλου με δυνατότητες μαζικής καταστροφής, όπως τα χημικά ή τα βιολογικά όπλα.»

Η εξάλειψη των πυρηνικών όπλων θα απομάκρυνε τον άμεσο κίνδυνο για το ανθρώπινο είδος, αλλά δεν εγγυάται την ασφάλεια μακροπρόθεσμα. Τα πυρηνικά όπλα δεν μπορεί να «αποεφευρεθούν», δεν γίνεται να σβήσουμε απ' τη μνήμη μας τη γνώση της κατασκευής τους. Αν υπάρξει στο μέλλον μια σοβαρή σύγκρουση μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, τα πυρηνικά οπλοστάσια θα αναδυθούν και θα επιστρέψουμε στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου. Συνεπώς, θα πρέπει εντέλει να ασχοληθούμε με τη φαινομενικά ουτοπική ιδέα ενός κόσμου χωρίς πόλεμο.Και αυτό αποτελεί πραγματικά ένα καθήκον για τον νέο αιώνα.

Σχετικές ιστοσελίδες: Pugwash Conferences on Science & World Affairs 1995 Nobel Peace Prize Comprehensive Nuclear-Test-Ban Treaty Organization the nuclear non-proliferation treaty US Arms Control and Disarmament Agency Disarmament at the UN

Η λογική της ελεύθερης έρευνας και η υπαγωγή επιστήμης και παιδείας στο κεφάλαιο.

Δημήτριος Σ. Πατέλης, Επίκουρος Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης.

Εισαγωγή. Βάσει της «Λογικής της Ιστορίας» (Βαζιούλιν 2004), της θεωρητικής και

μεθοδολογικής προσέγγισης που πρεσβεύω, η επιστήμη και η παιδεία δεν μπορούν να θεωρούνται ως μορφώματα αποκομμένα από την διάρθρωση της κοινωνίας και από το κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. και Bernal). Δεν μπορεί επίσης να εξετάζονται υπό το πρίσμα μονομερειών, οι οποίες έχουν κατά καιρούς επικρατήσει κατά την διάρκεια του 20ου

Η επιστήμη συνιστά ένα μόρφωμα της κοινωνικής συνείδησης (Πατέλης 1998). Η τελευταία συγκροτείται μέσω μιας διττής αποβλεπτικότητας. Αφ’ ενός μεν είναι σχέση νοητικής προσοικείωσης αντικειμένων (συν-ειδέναι), αφ’ ετέρου δε, συνιστά συνειδητοποίηση αυτού του υποκειμένου ως υποκειμένου και της σχέσης του με άλλα υποκείμενα (συν-ειδέναι), μια λειτουργία που προορίζεται για την ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων ως υποκειμένων.

αι., όπως λ.χ. αυτών που ανάγουν την επιστήμη σε φορμαλισμούς της τυπικής λογικής (όπως στον λογικό θετικισμό, βλ. σχετικά: Carnap, Κράφτ, Πάνου), σε «συμβολικές κατασκευές», είτε σε κοινωνικο-ψυχολογικές συμβάσεις (βλ. π.χ. Kuhn).

Προϊούσης της διαδικασίας του καταμερισμού εργασίας εντός του ιστορικού γίγνεσθαι, αυτονομείται σχετικά η συνδεόμενη με την σκοποθεσία νοητική προσοικείωση της πραγματικότητας, το ειδέναι, συστηματική έκφανση του οποίου σε κοινωνίες με ανεπτυγμένο και δη,

Page 235: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

235

ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταμερισμό της εργασίας, είναι η επιστήμη. Για τους λόγους αυτούς, μαζί με τους βασικούς κλάδους της παραγωγής (παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και παραγωγή μέσων και αντικειμένων παραγωγής) διακρίνεται και η παραγωγή - κατάρτιση του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας, μέσω της παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης (επιστημονικών και μη) γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.

Αυτή η παραγωγική συνιστώσα της εκπαίδευσης, δηλαδή η παραγωγή και αναπαραγωγή της βασικής παραγωγικής δύναμης - του ανθρώπου της εργασίας, φορέα συγκεκριμένων ιδιοτήτων - είναι η ουσιωδέστερη και στρατηγικής εμβέλειας διάσταση της εκπαίδευσης, παράγωγα της οποίας είναι όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες της τελευταίας, με προεξάρχουσα τη λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου των σχέσεων παραγωγής και του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων, του υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Απ’ αυτή την παραγωγική συνιστώσα απορρέει και σ’ αυτήν κατατείνει και προσανατολίζεται με ποικίλους τρόπους η οργανικά συνδεόμενη με την επιστήμη οργανωμένη εκπαίδευση, η οποία συνιστά «επεξεργασία» ανθρώπων και επεξεργασία γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων.

Η νομοτελής ανάπτυξη της επιστήμης και η γνωσιακή συγκυρία. Η επιστήμη προβάλλει ως συστηματική παραγωγή αντικειμενικής, τεκμηριωμένης και

αληθούς γνώσης περί του μέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το γνωστικό της αντικείμενο. Η επιστήμη είναι μεν γνωστική σχέση του υποκειμένου προς το αντικείμενο (ειδέναι), η οποία όμως διαμεσολαβείται πάντοτε από κοινωνικά-πολιτισμικά επεξεργασμένα νοητικά είτε και τεχνικά μέσα και τρόπους προσοικείωσης του αντικειμένου, αλλά και από συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ υποκειμένων (ως υποκειμένων της δραστηριότητας που αναπτύσσουν και των σχέσεων που συνάπτουν) και ως εκ τούτου, είναι και μορφή κοινωνικής συνείδησης, η οποία συνδέεται με τις λοιπές μορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι: ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία και φιλοσοφία. Η σύνδεση αυτή της επιστήμης με τις μορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι, είτε ανακύπτει αυθόρμητα, οπότε η συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης και του ρόλου της επιστήμης και του επιστήμονα λαμβάνει χώρα με τους όρους της αγοραίας καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου (και τις συνακόλουθες μονομέρειες, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.), είτε αποκαθίσταται συνειδητά, κυρίως μέσω του μεθοδολογικού και φιλοσοφικού αναστοχασμού. Στο βαθμό που η επιστήμη καθίσταται άμεση παραγωγική δύναμη, παρατηρείται διεύρυνση και εμβάθυνση αυτής της διαμεσολάβησης.

Σε συνθήκες καταμερισμού εργασίας εντός της επιστήμης, η επιστήμη χωρίζεται σε επιστήμη, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η φύση, και σε επιστήμη, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η κοινωνία. Στο βαθμό που διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας παρατηρείται και η διαίρεση (η οποία συχνά παίρνει την μορφή του ανταγωνισμού) των επιστημών σε επιστήμες περί φύσεως και επιστήμες περί κοινωνίας. Η διαίρεση αυτή, παρά τις οντολογικές διαφορές των γνωστικών αντικειμένων και τις αντίστοιχες διαφοροποιήσεις των μεθοδολογικών προσεγγίσεων, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη, όπως δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη η διαφορά φύσης και κοινωνίας, αλλά και ειδέναι και συν-ειδέναι. Οι όποιες διαφορές και αντιθέσεις μεταξύ φυσικών, τεχνολογικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, ενισχύονται, ιδεολογικοποιούνται και απολυτοποιούνται υπό συγκεκριμένους κοινωνικοοικονομικούς όρους. Ωστόσο, οι τάσεις διεπιστημονικής σύγκλισης, συνανάπτυξης και ολοκλήρωσης των ερευνητικών δραστηριοτήτων, είναι ήδη έκδηλες και σηματοδοτούν την προοπτική της συνθετικής και εσωτερικά ενιαίας επιστήμης της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας,

Page 236: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

236

εσωτερικά ενιαίες μεν, πλην όμως διαφορετικές στιγμές της οποίας θα είναι η γνώση, διάγνωση της φύσης και συνειδητοποίηση της κοινωνίας (Βαζιούλιν, 2004, σ.242).

Η επιστήμη, συνιστά κατ’ αρχάς ερευνητική δραστηριότητα, που έχει να κάνει πρωτίστως με την παραγωγή πρωτότυπης γνώσης, αλλά και με την αναπαραγωγή και διάδοση αυτής της γνώσης. Η ερευνητική δραστηριότητα διεξάγεται πάντοτε σε συγκεκριμένες συνθήκες, με την χρήση συγκεκριμένων μέσων και τρόπων (νοητικών ή και εμπράγματων μέσων, εργαλείων, οργάνων, διατάξεων, εξοπλισμού, κ.ο.κ.), η διάγνωση και ανάπτυξη των οποίων συνιστά αντικείμενο της έρευνας της λογικής και της μεθοδολογίας της επιστήμης, ενός κλάδου, που συνιστά μέρος του φιλοσοφικού στοχασμού και αναστοχασμού της επιστήμης. Η επιστήμη προβάλλει και ως αποτελέσματα, ως κεκτημένα της επιστήμης, ως γνώσεις διαφόρων επιπέδων και μορφών συγκρότησης, εμπειρικού και θεωρητικού επιπέδου. Συνιστά επίσης η επιστήμη και κοινωνικό θεσμό, οργάνωση, ιεραρχία, σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ομάδων, εντός της επιστημονικής δραστηριότητας, αλλά και πέριξ αυτής, εξ’ αφορμής του ευρύτερου κοινωνικού αντίκτυπου και των χρήσεων των εκάστοτε αποτελεσμάτων, των κεκτημένων της επιστήμης. Εδώ αναφερόμαστε τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που απαρτίζουν την «επιστημονική κοινότητα» με την στενή και την ευρεία έννοια, στις τυπικές (επίσημες) και στις άτυπες (ανεπίσημες) μορφές της, όσο και στις σχέσεις μεταξύ των θεσμών της επιστήμης και των υπολοίπων κοινωνικών θεσμών, στη θέση και στον ρόλο της επιστήμης και των ανθρώπων της επιστήμης στο κοινωνικό όλο.

Αρχής γενομένης από την βιομηχανική επανάσταση, από την στιγμή που η εφαρμοσμένη φυσιογνωσία καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ όρος των τεχνολογικών διατάξεων της παραγωγής, η επιστήμη μετατρέπεται και σε άμεση παραγωγική δύναμη, σε μια διαδικασία, η οποία κλιμακώνεται μαζί με την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, βαθαίνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, γεγονός που αναβαθμίζει διαρκώς την θέση και τον ρόλο της επιστήμης στη δομή και στο γίγνεσθαι της κοινωνίας. Έτσι, η επιστήμη συνδέεται με αυτό που ο Μαρξ (σ.135) αποκαλούσε καθολική εργασία, δηλαδή με εκείνο το είδος της ανθρώπινης δημιουργικής δραστηριότητας, που δεν χαρακτηρίζεται τόσο από την άμεση εμπλοκή του ανθρώπου ως φυσικής παρουσίας και εκτελεστικού οργάνου της εργασίας, ούτε και από την ανταποδοτικότητα του αντιπραγματισμού και των ανταλλαγών εμπορευματοκατόχων, όσο από την εκτύλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ένα πεδίο ανταλλαγής, αμοιβαίου εμπλουτισμού δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων, ανάμεσα στα υποκείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Εξετάζω την συγκρότηση και την ιστορική ανάπτυξη της επιστήμης ως νομοτελή διαδικασία, ως μια «φυσικοϊστορική» διαδικασία (Πατέλης 1991, 2004, 1994-1995, κ.ά.). Η ανάπτυξη της επιστήμης στην ιστορία εκτυλίσσεται μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων της επιστήμης, των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων της επιστήμης και (μέσω της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας) της κοινωνίας. Πρόκειται για μια διαδικασία, η ιστορικότητα της οποίας μπορεί να διακριβωθεί αρκούντως μέσω αυτού του πλέγματος των διαλεκτικά αλληλένδετων κριτηρίων που η μεθοδολογία που πρεσβεύω αποκαλεί «γνωσιακή συγκυρία» (βλ. Βαζιούλιν 1964, 1968, 1987).

Η γνωσιακή συγκυρία προσδιορίζεται βάσει των εξής κριτηρίων εξέτασης της ανάπτυξης ορισμένης γνωστικής διαδικασίας, τα οποία συνδέονται με: 1. την υφή, τον χαρακτήρα, την ιδιοτυπία των νόμων που διέπουν το μέρος εκείνο του επιστητού, το οποίο συνιστά

Page 237: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

237

το γνωστικό αντικείμενο της εν λόγω επιστήμης. Εδώ εγείρονται ποικίλα ερωτήματα: Τι είδους αντικείμενο είναι αυτό; από τι είδους αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζεται; Τι τύπου ανάπτυξη το χαρακτηρίζει (εάν αυτό αναπτύσσεται); Συνιστά άραγε αυτό το αντικείμενο οργανικό όλο (ένα σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική αμοιβαία συνάφεια των μερών του); Επομένως, πρωταρχικό κριτήριο για την διάγνωση της γνωσιακής συγκυρίας, είναι ένας οντολογικός προσδιορισμός: το είδος και το στάδιο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου (προϋποθέσεις, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση και ωριμότητα). 2. το επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης της εν λόγω έρευνας, της εν λόγω επιστήμης (από θεωρητικής και μεθοδολογικής σκοπιάς). Αυτό αφορά την «φυλογένεση» της έρευνας, το επίπεδο της μέχρι τούδε ανάπτυξης αυτής της επιστήμης, το μεθοδολογικό επίπεδο που έχει κατακτήσει. Το τελευταίο προσδιορίζεται λαμβάνοντας ως κριτήριο μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την χρήση της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί η ερευνητική λειτουργία της ανάβασης από το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με την διάκριση της απλούστατης σχέσης του αντικειμένου.

Ανώτερη λοιπόν μεθοδολογική προσέγγιση, προσήκουσα στο ώριμο οργανικό όλο και χαρακτηριστική για το νοείν κατά Λόγο (Vernunft), είναι η διαλεκτική μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο (Βαζιούλιν 1992). Λαμβάνοντας ως γνώμονα μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την κλιμάκωση της σκέψης προς την μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, μπορούμε να αποτιμήσουμε το επίπεδο ανάπτυξης διαφόρων ερευνητικών διαδικασιών. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η πλειονότητα των φυσικών επιστημών κινείται επί του παρόντος κατ’ εξοχήν στο επίπεδο της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand), δηλ. κινείται από την κατ’ αίσθηση χαώδη περί του όλου αντίληψη, προς διαφόρων βαθμών αφαιρέσεις και γενικεύσεις (ποσοτικού, μετρικού και τυπικού χαρακτήρα) του εμπειρικού υλικού, των δεδομένων των αισθήσεων. 3. το επίπεδο γνωστικής και μεθοδολογικής ανάπτυξης της «οντογένεσης» του συγκεκριμένου υποκειμένου της έρευνας (ατομικού ή και συλλογικού), το επίπεδο θεωρητικής και λογικής του συγκρότησης, δηλ. η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των περί του αντικειμένου κεκτημένων γνώσεων. Οι ιδιότητες αυτές του υποκειμένου συνδέονται με τον τύπο προσωπικότητάς του και με την στάση ζωής του, με την ικανότητά του να εξετάζει κριτικά τόσο το αντικείμενο, όσο και την κεκτημένη γνώση και μεθοδολογία, με την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσμα της τελευταίας τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. 4. την περιρρέουσα ιστορική – πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία επιδρά αμέσως ή εμμέσως στην έρευνα (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να διερευνηθεί). Δεδομένου ότι η επιστήμη ως κατ’ εξοχήν ειδέναι έλκει την καταγωγή της από την πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, η πρακτική προβάλλει ως το αφετηριακό σημείο, το κριτήριο της αλήθειας και ο τελικός προορισμός της. Δεδομένου επίσης και του γεγονότος ότι η επιστήμη συνιστά καθολική δημιουργική (και ενίοτε καταστροφική) δύναμη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες ενσωματώνονται στο corpus της επιστημονικής έρευνας, μέσω μιας ιδιότυπης «διήθησης» και αναψηλάφησης του εάν, τι, με τι τρόπο και κατά πόσο εμπίπτει στο πεδίο του γνωστικού αντικειμένου. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι (συνδεόμενες με τα κυρίαρχα συμφέροντα)

Page 238: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

238

εκάστοτε δεσπόζουσες μορφές κοινωνικής ζήτησης (π.χ. οι ανάγκες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου) ως κριτήριο επιλογής προοπτικής μέσα από το φάσμα δυνατοτήτων της γνωσιακής συγκυρίας, δεν ταυτίζονται με τις βαθύτερες πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας και με τις ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας.

Ο προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής στο φάσμα δυνατοτήτων της νομοτελούς πορείας της επιστήμης, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου στην ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη στρατηγικών και τακτικών της έρευνας. Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει κινδύνους άγονης δογματικής αγκύλωσης, μονομερούς παραμόρφωσης, σκεπτικιστικής-σχετικοκρατικής διάλυσης, καταστροφής κ.λπ., αλλά και γόνιμες προοπτικές δημιουργικής ανάπτυξης της επιστήμης. Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.

Οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες. Σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης της επιστήμης, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η

κεκτημένη γνώση (το θεωρητικό κεκτημένο της επιστήμης) δεν μπορεί να επιτελεί πλέον λειτουργίες τις οποίες επιτελούσε μέχρι πρότινος με ορισμένη πληρότητα και επάρκεια. Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούμε εκείνη την συγκυρία, στα πλαίσια της οποίας η κεκτημένη γνώση αδυνατεί να μας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως, θεωρητική εξήγηση και επιστημονική πρόβλεψη – πρόγνωση της δομής και της ανάπτυξης του αντικειμένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εμπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που αφορούν το γνωστικό αντικείμενο εγείρονται στο προσκήνιο της έρευνας, χωρίς να είναι η κεκτημένη γνώση εις θέση να τα περιγράψει, να τα εξηγήσει και να προβλέψει την προοπτική τους με πληρότητα, αντικειμενικότητα και επάρκεια. Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως γονιμοποιό κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης. Η τελευταία δεν είναι δεδομένη αυτομάτως και αυθορμήτως. Απαιτείται ενεργοποίηση του υποκειμένου για την διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας από λογικής και μεθοδολογικής σκοπιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ερευνητική δραστηριότητα έχει πάντοτε διττή κατεύθυνση: 1) προς το αντικείμενο (για την νοητική αφομοίωση και τον μετασχηματισμό του), 2) προς την κεκτημένη γνώση (αρχικά προεκβαλλόμενη στο εισέτι μη εγνωσμένο πεδίο, ως μέθοδος προσπορισμού νέας γνώσης και –εφ’ όσον διαπιστώνεται η ανεπάρκειά της– ως αντικείμενο προς μετασχηματισμό μέσω κριτικού μεθοδολογικού αναστοχασμού). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον στοιχείο του συστήματος γνώσεων που διαθέτει το επιστημονικό κεκτημένο. Και μάλιστα η αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται οργανικά με τον μετασχηματισμό αυτού του κεκτημένου.

Η ανάπτυξη της γνώσης επιτυγχάνεται μέσω της διάγνωσης της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των προαναφερθεισών δυναμικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας, διότι σε κάθε φάση της τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής χαρακτηρίζεται από μια διττή αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός μεν έχει μια κριτική στάση προς το γνωστικό αντικείμενο (ώστε αυτό να μη συνιστά ανυπέρβλητο και αμετάβλητο «είναι ως έχει» αλλά να καταστεί «είναι δι ημάς» μέσω της νοητικής προσοικείωσής του), αφ’ ετέρου δε, μια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή) κεκτημένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που αναφέραμε εξετάζοντας την επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, και ως θεσμό (με υλικά και ιδεατά μέσα, ιεραρχία και οργάνωση).

Page 239: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

239

Υπάρχουν λοιπόν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που ποικίλουν ως προς το εύρος, το βάθος και την ένταση της αντιφατικότητας που τις χαρακτηρίζει. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Υπάρχουν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που οφείλονται σε χονδροειδείς εξωτερικές επεμβάσεις στο έργο της επιστήμης (μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, απαγορεύσεων, εξαγορών, επιλεκτικών χρηματοδοτήσεων ή υποχρηματοδοτήσεων κ.ο.κ.), σε εκ των πραγμάτων εξάντληση του ερευνητικού δυναμικού ορισμένης κεκτημένης γνώσης, είτε (κατά κανόνα) σε συνδυασμό των παραπάνω (βλ, Σαλομόν, Jordan, κ.ά.).

Η βαθμιαία κλιμάκωση της αντικειμενικά ανακύπτουσας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο της νέας γνώσης, της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης, εάν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως, από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της επαναχάραξης στρατηγικής και τακτικής ενός ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων (βλ. και Πατέλης 1998).

Σε μικρής εμβέλειας και βάθους κρισιακές συγκυρίες, η λύση της αντίφασης επιτυγχάνεται με ανάπτυξη της γνώσης στα πλαίσια των αρχών της κεκτημένης γνώσης, με ενδεχόμενες αλλαγές στον εννοιολογικό και κατηγοριακό εξοπλισμό της θεωρίας. Όταν όμως οι κρισιακές συγκυρίες είναι μεγάλης εμβέλειας και βάθους, απαιτούν επιστημονικές επαναστάσεις, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την κατ’ αρχήν ποιοτική και ουσιώδη αναβάθμιση της θεωρίας και της μεθοδολογίας, αλλά θίγουν και τα θεμέλια των επιστημών (την «επιστημονική εικόνα του κόσμου», τα ιδεώδη, τους κανόνες και τα πρότυπα επιστημονικότητας και την όλη λανθάνουσα ή συνειδητά επιλεγόμενη κοσμοθεωρητική και φιλοσοφική θεμελίωση της γνώσης). Όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν και χρονίζουσες, «κακοφορμίζουσες» κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, οι οποίες προβάλλουν επί μακρόν και βιώνονται ως αδιέξοδα, που δεν θέτουν εν αμφιβόλω μόνο την αξιοπιστία της επιστήμης, αλλά και την ίδια την γνωσιολογική αισιοδοξία και τον ορθολογισμό (βλ. Φεγιεράμπεντ).

Η έγκαιρη διάγνωση των χαρακτηριστικών μιας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμη υπέρβασή της μέσω της προώθησης συγκεκριμένου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων.

Επιστήμη, εκπαίδευση και αγορά επί κεφαλαιοκρατίας. Επί κεφαλαιοκρατίας παρατηρείται μια αναβάθμιση του ρόλου της επιστήμης και

της παιδείας, που αφορά κατ’ εξοχήν τη στενότερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της παραγωγής (στο ερευνητικό πεδίο και από την άποψη της παιδείας - εκπαίδευσης του υποκειμένου της εργασίας, ικανού τουλάχιστον για χειρισμό μηχανών), αλλά και μια οργανικότερη σύνδεση με το μηχανισμό παραγωγής και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των σχέσεων παραγωγής, που εδράζονται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας μέσω της άντλησης υπεραξίας. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι επί κεφαλαιοκρατίας, η παιδεία, ως θεσμός παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου της εργασίας, αλλά και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων δια του συνειδέναι (της συνείδησης), προσανατολίζεται πρωτίστως στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικά αναγκαίου φάσματος παραλλαγών και διαβαθμίσεων του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη». Η επεξεργασία γνώσεων και ανθρώπων γίνεται στο έπακρο κατακερματισμένη, διαβαθμισμένη και πολυεπίπεδη, ώστε να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις ποικίλες ανάγκες του αντίστοιχου καταμερισμού της εργασίας (ποικίλων βαθμών ειδίκευσης, συνθετότητας και περιπλοκότητας), αλλά και στην κοινωνική διαστρωμάτωση,

Page 240: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

240

ως έκφανση αυτού του καταμερισμού. Η κατακερματισμένη γνώση, υποβαθμιζόμενη σε πληροφορία προς αναπαραγωγή, εγκεκριμένη και ταξινομημένη κατά μαθήματα, υπονομεύει τις δυνατότητες δημιουργικής κοσμοθεωρητικής σύνθεσης. Οι παρεχόμενες γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας, κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα συγκυριακά κελεύσματα της αγοράς. Στο προσκήνιο προβάλλει ο τεχνοκρατικά-χρησιμοθηρικά εννοούμενος «επαγγελματισμός», ο εμπειρισμός και η αποσπασματικότητα, ενώ η παιδαγωγική αλληλεπίδραση σε μαζική κλίμακα υπάγεται σε προπονητικές αρχές, στη δάμαση, τιθάσευση και καταστολή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, που οδηγεί σε διανοητικό ευνουχισμό, σε ηθική κενότητα και σε πολιτισμική σχιζοφρένεια.

Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται στη σύγχρονη παγκόσμια συγκυρία χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αύξουσα ανισομέρεια μέσω της κλιμάκωσης της ροής υπεραξίας από τομείς «εντάσεως εργασίας» σε τομείς «εντάσεως κεφαλαίου». Η ανισομέρεια των παραγωγικών διαδικασιών (των τεχνολογιών, των υποδομών) γίνεται μέσο για την υπερεκμετάλλευση του συνόλου της εργασιακής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο, γεγονός που δεν μπορεί παρά να υπαγορεύει στο κεφάλαιο αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης για την επίτευξη των στόχων του και μέσω αυτής. Υποβαθμίζεται ο ρόλος του κράτους στην εκπαίδευση έναντι της δραστηριοποίησης των άμεσα ενδιαφερόμενων για συγκεκριμένου τύπου εργαζόμενους κεφαλαίων. Η εκπαίδευση, από υπόθεση του «συνολικού κεφαλαιοκράτη» (ως δημόσια υπόθεση) τείνει να γίνει αυστηρά ιδιωτική επένδυση του ατόμου, του ίδιου του εργαζόμενου σε «μορφωτικό κεφάλαιο» είτε (και) των όποιων άμεσα ενδιαφερόμενων «χορηγών»... Τα εξατομικευμένα προγράμματα σπουδών και οι προωθούμενοι μηχανισμοί «δια βίου κατάρτισης» ανταποκρίνονται στην ανάγκη της παγκοσμιοποιούμενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και ελέγχου της λεπτής και εύκαμπτης ισορροπίας μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Βασικός σκοπός τους: η δημιουργία δια βίου καταρτιζόμενων και παντίοις τρόποις διαθέσιμων απασχολήσιμων, οι οποίοι δεν θα επωμίζονται όλο και πιο πολύ μόνο το κόστος (υλικό και ηθικό) των σπουδών τους, αλλά και το κόστος της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης κ.ο.κ.Οι τάσεις αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κινήσεις άμεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης στα πλέον επιθετικά και ανταγωνιστικά τμήματα του κεφαλαίου και ως τροποποίηση του κρατικού παρεμβατισμού (φορέα των συμφερόντων του συλλογικού κεφαλαίου) σε αυτή την κατεύθυνση. Οι εθνικοί και υπερεθνικοί κρατικοί θεσμοί (ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ο.Ο.Σ.Α., Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, κ.λπ.) δεν λειτουργούν πλέον μόνον ως μηχανισμοί εκπόνησης και επιβολής των στρατηγικών επιλογών των δυναμικότερων μερίδων του κεφαλαίου, αλλά και ως απ’ ευθείας εργολάβοι, επιτηρητές και αξιολογητές των προγραμμάτων άμεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης και της επιστήμης στο κεφάλαιο, στην αγορά, ώστε το Πανεπιστήμιο «να παρακολουθεί τις απαιτήσεις της Αγοράς και να προσαρμόζει το πρόγραμμα σπουδών σύμφωνα με αυτές», βάσει των αρχών της ανταγωνιστικότητας, της αποτελεσματικότητας (για το κεφάλαιο πάντα), και της βιωσιμότητας. Προνομιακή θέση καταλαμβάνει π.χ. εκείνη η επιστήμη, τα αποτελέσματα της οποίας μπορούν να οδηγήσουν σε κερδοφόρες τεχνολογικές εφαρμογές, με σαφή τον κίνδυνο υπονόμευσης της βασικής, της θεμελιώδους έρευνας (που αφορά την φύση και την κοινωνία) και αντίστοιχη υποβάθμιση εκείνων των κατευθύνσεων της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών που δεν υιοθετούν απολογητικούς ρόλους. Σε αντιστοιχία με τα

Page 241: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

241

παραπάνω διαμορφώνεται και η εκάστοτε προσφορά και ζήτηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του γοήτρου των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Κατ’ αυτό τον τρόπο και δεδομένης της στρατηγικής εμβέλειας της εκπαίδευσης, οι όποιες αλλαγές προωθούνται σε αυτό το πεδίο, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες κινήσεις που υπαγορεύονται από τη λογική μιας δήθεν κοινωνικά και αξιολογικά ουδέτερης λογικής της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Στα πλαίσια της βελτιστοποίησης των όρων άντλησης υπεραξίας από τους δυνά-μει και ενεργεία «αποσχολήσιμους» σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος και εκμηδένισης των παραδοσιακών συλλογικοτήτων κινείται και η επιχειρούμενη «μεταρρύθμιση» της παιδείας. Προωθείται λοιπόν ένα σύστημα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου οι εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν με τη σειρά τους εφήμερους εκπαιδευτές ανέργων και οι εκπαιδευόμενοι άνεργοι θα πιέζουν για θέσεις εργασίας. Επιδιώκεται δηλαδή μια άμεσα χειραγωγική και χρησιμοθηρική υπαγωγή της παραγωγής της βασικής παραγωγικής δύναμης (του ανθρώπου-εργαζομένου) στις τρέχουσες αγοραίες ανάγκες του παγκόσμιας εμβέλειας επιθετικού κεφαλαίου, με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας δια του κατακερματισμού-ανταγωνισμού του υποκειμένου της εργασίας. Ο καθολικός χαρακτήρας της επιστημονικής εργασίας συρρικνώνεται μέσω της ιδιωτικής της χρήσης και εκμετάλλευσης. Το όλο σύστημα των πνευματικών δικαιωμάτων, αδειών και ευρεσιτεχνιών μαζί με τον μονοπωλιακό έλεγχο που ασκείται σε ευρύτατο φάσμα ερευνών, λειτουργεί ως ωμός φραγμός στην έρευνα (για να αποφευχθεί η απαξίωση εν ενεργεία κεφαλαιουχικών εξοπλισμών και να μην απωλεσθούν μονοπωλιακές θέσεις και κέρδη). Η μονόπλευρη αξίωση για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας σε σύγκριση με το μέσο ποσοστό κέρδους, οδηγεί σε ανηλεή αγώνα για την πρωτοπορία, που χαρακτηρίζεται από κατασπατάληση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, σε αλληλοεπικαλύψεις ερευνών (το περιεχόμενο των οποίων είναι απροσπέλαστο λόγω ανταγωνισμού) κ.λπ.

Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση», και «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο». Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την διερεύνηση των τάσεων της σύγχρονης

επιστήμης και της παιδείας, είναι η τοποθέτησή τους στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η κυριαρχία των Διεθνικών Ομίλων, των Πολυεθνικών Χρηματιστικών-Μονοπωλιακών Συγκροτημάτων (βλ. και Πατέλης 2005). Στα πλαίσια της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης, η παραγωγική διαδικασία καθίσταται πεδίο εφαρμογής της επιστήμης. Όλο και πιο βαρύνων γίνεται ο ρόλος της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, γεγονός που συνιστά την αντικειμενική βάση της μεταφυσικής υποστασιοποίησης αυτού του ρόλου στα περί «κοινωνίας της γνώσης» και «κοινωνίας της πληροφορίας» ιδεολογήματα. Αυτή η αντικειμενική φαινομενικότητα ενισχύεται από το γεγονός της σχετικής αυτονόμησης της επιστημονικής-ερευνητικής δραστηριότητας από το όλο πλέγμα του καταμερισμού της εργασίας, αλλά και από μιαν ιδιοτυπία του προϊόντος της επιστημονικής εργασίας: την δυνατότητα επί μακρόν απόσπασής του από τη δραστηριότητα που το γεννά και από τον χωροχρονικά κυμαινόμενο βαθμό ελευθερίας για την όποια παραγωγική πραγμάτωσή του.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η επιστημονική γνώση είναι δυνάμει αξία χρήσης, η μετατροπή της οποίας σε ενεργεία (άμεσα κοινωνική αξία) διαμεσολαβείται από ένα

Page 242: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

242

περίπλοκο πλέγμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων (παραγωγικών αναγκών) και κοινωνικών σχέσεων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών), το οποίο (πλέγμα) οδηγεί στους αναγκαίους και ικανούς όρους αυτής της μετατροπής. Το προϊόν της επιστημονικής έρευνας δεν συνιστά αυτοτελή αξία χρήσης, αλλά φορέα της συνολικής εργασιακής αξίας κατά τρεις τρόπους: 1. λειτουργεί ως μηχανισμός μεταβίβασης αξίας σε άλλα προϊόντα (μέσω του σχεδιασμού και της τεχνολογίας), 2. λειτουργεί ως μέσο και τρόπος μεταβίβασης αξίας, με το σύστημα προετοιμασίας του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας (ποικίλων βαθμών μόρφωσης, κατάρτισης, εξειδίκευσης, κ.ο.κ.) και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (παιδεία, εκπαίδευση ως μηχανισμός «κατεργασίας» ανθρώπων μέσω της «κατεργασίας» γνώσεων) και 3. ως κεκτημένη γνώση, λειτουργεί (ευρετικά και μεθοδολογικά) ως μέσο και τρόπος προσπορισμού νέας γνώσης, ως μηχανισμός μεταβίβασης αξίας στη νέα γνώση (βλ. και Αμπντούλοφ, Κούλκιν, σ. 38-39). Χαρακτηριστική για την εποχή μας είναι η πρωτόγνωρου βαθμού συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της μονοπωλιακής χρήσης των επιστημονικών ερευνών.

Πρότυπο θεσμικής υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο είναι εδώ και μερικές δεκαετίες το αμερικανικό πανεπιστημιακό σύστημα, η αποδοτικότητα του οποίου, η ικανότητά του για δυναμική ανάπτυξη, απορρόφηση και αποτελεσματική χρήση μεγάλων κονδυλίων, συναρτώνται με το πνεύμα «επιχειρηματικότητας» και «ανταγωνιστικότητας» που διαπνέει τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αντίστοιχο είναι και το πρότυπο του ακαδημαϊκού λειτουργού-επιχειρηματία, ο οποίος είναι πανταχού παρών και διαθέσιμος στην αγορά, συνεργάζεται (αν δεν συγκροτεί ο ίδιος) με κάθε είδους οργανώσεις (εταιρίες, κοινοπραξίες, κ.ο.κ.), οι οποίες ιδρύονται, αναπτύσσονται και εξαφανίζονται σε συνάρτηση με τις εκάστοτε συγκυριακά ανακύπτουσες δυνατότητες βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης. Στον σύγχρονο κόσμο της κυριαρχίας του κεφαλαίου, η επιστήμη και το πανεπιστήμιο είναι αρένα ενός αδυσώπητου ανταγωνισμού μεταξύ οργανωμένων θεσμών (τμημάτων, τομέων, σχολών, πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων, κ.ο.κ.), συγκυριακών εξωθεσμικών συσσωματώσεων και μεμονωμένων επιστημόνων, εντός της οποίας οι εμπλεκόμενοι, συχνά δεν φείδονται θεμιτών και αθέμιτων μέσων κατίσχυσης και επιβολής (συμπεριλαμβανομένης και της απάτης, της κατασυκοφάντησης και εξόντωσης αντιπάλων, της λογοκλοπής, της απηνούς εκμετάλλευσης υφισταμένων, της κολακείας προς τους προϊστάμενους, τους οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς, της καταδολίευσης, της κατάδοσης, κ.ο.κ.).

Η σύγχρονη ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, εκφράζεται και με την θεαματική ανισομέρεια λαών, εθνών και περιοχών, με μια εν πολλοίς χωροταξικά ιεραρχημένη διανομή των πολιτισμικών αγαθών της επιστήμης και της τεχνολογίας (Κοβαλιόφ), στα πλαίσια της σύγχρονης τεχνολογικής νεοαποικιοκρατίας. Και μάλιστα, οι ισχυρές ως προς το κεφάλαιο χώρες, με επικεφαλής τις Η.Π.Α., επιδιώκουν την εδραίωση της κυριαρχίας τους και μέσω μηχανισμών αφαίμαξης εγκεφάλων και αποκλεισμού (αποκλειστικής νομής) από την πρόσβαση σε πολιτισμικά αγαθά της επιστήμης και της τεχνολογίας (πατέντες, πνευματικά δικαιώματα, αλλά και στρατιωτική επιβολή απαγόρευσης της ανάπτυξης συγκεκριμένων τεχνολογιών). Ο αγώνας για την παγκόσμια υπεροχή και κυριαρχία στην επιστήμη και την τεχνολογία χαρακτήριζε εν πολλοίς την εποχή του «ψυχρού πολέμου». Μετά την ήττα των περισσότερων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι., η παγκόσμια κεφαλαιοκρατία ανέκτησε το

Page 243: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

243

παγκόσμιο μονοπώλιο επί της επιστήμης και της τεχνολογίας, και επιδιώκει πλέον να τις υπαγάγει πλήρως στο κεφάλαιο, ορίζοντας τα θεσμικά και λειτουργικά πλαίσιά τους με την επιβολή σε αυτές ενιαίων προτύπων σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.

Αγοραία αναμόρφωση θεσμών και ηθών. Η αντίληψη κατά την οποία «η γνώση είναι δύναμη», χαρακτηριστική από τις

απαρχές της ανόδου της κεφαλαιοκρατίας, σήμερα αποκτά νέα τροπή: η επιστημονική γνώση γίνεται στρατηγικό όπλο του εταιρικού σχεδιασμού, τρόπος δυνητικής διασφάλισης της δυνατότητας κυριαρχίας στην παγκόσμια αγορά. Η δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας γίνεται με βασικό κριτήριο την ανάδειξη τομέων ικανών να ενισχύσουν την παραγωγή «υψηλής προστιθέμενης αξίας» και την ανταγωνιστικότητα.

Αναδεικνύεται κατ’ αυτό τον τρόπο μια «επιστήμη του ελεύθερου επιχειρείν», που απαιτεί αντίστοιχη ανα(παρα-)μόρφωση των θεσμών και των ανθρώπων της επιστήμης. Η υποβάθμιση της βασικής έρευνας, των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας προσλαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις που υπονομεύουν τα θεμέλια της παιδείας. Ακόμα και οι ασχολούμενοι με την βασική έρευνα, οφείλουν να προσανατολίζονται διαρκώς στην αγοραία χρήση και στην κερδώα αξιοποίηση της έρευνάς τους. Η πολιτική που εφαρμόζει αυτή την στρατηγική αναμόρφωσης της έρευνας, αποσκοπεί σαφώς στην ακύρωση των όποιων θεσμικά κατοχυρωμένων μηχανισμών αυτονομίας, ασυλίας και κοινωνικού ελέγχου της ελεύθερης έρευνας (όπου θα μπορούσε να υπόκειται σε τρόπον τινά δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να στρέφεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας), και στην μετάθεση αυτού του ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα, όπου ο μόνος εφικτός «έλεγχος» είναι αυτός που ασκείται εμμέσως, δια των μηχανισμών της αγοράς (Dickson, σ. 33), δηλαδή, αυτός που διασφαλίζει την κυριαρχία του ισχυρότερου κεφαλαίου. Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η νομική διασφάλιση ιδιωτικών πνευματικών δικαιωμάτων εκπροσώπων επιστημονικών ιδρυμάτων και ιδιωτικών εταιριών, ακόμα και επί αποτελεσμάτων ερευνών που διεξάγονται με δημόσιους πόρους και με την χρήση δημόσιων υποδομών, γεγονός που σημαίνει, ότι οι φορολογούμενοι καλούνται να επιβαρυνθούν εις διπλούν: και με την επιδότηση της έρευνας, αλλά και με την μετασχηματισμένη σε μονοπωλιακές τιμές «προστιθέμενη αξία» που προσδίδει σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες αυτή η έρευνα. Η κατάσταση επιτείνεται με τις φοροαπαλλαγές των οποίων χαίρουν οι εταιρίες που προβαίνουν σε δαπάνες για την έρευνα.

Εξυπακούεται ότι οι αναμορφώσεις αυτές συνάδουν πλήρως με τις επιδιώξεις σημαντικής μερίδας επιστημόνων και μελών Δ.Ε.Π. (οι μισθοί των οποίων συνιστούν μικρό έως αμελητέο μερίδιο των συνολικών εσόδων τους), που συνδέουν με αυτές την αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού τους κύρους, αλλά βρίσκουν ευήκοον ους και μεταξύ επιστημόνων, οι οποίοι δεν βλέπουν άλλη δυνατότητα βελτίωσης των γλίσχρων εσόδων τους, εκτός από την άμεση υπαγωγή τους στην αγορά.

Αυτή η συγχώνευση (σύμφυση, διαπλοκή) πανεπιστημίου και ιδιωτικής επιχείρησης, η εν πολλοίς μετατροπή του (ιδιωτικού ή δημοσίου) πανεπιστημίου σε επιχείρηση, το «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», δεν μπορεί να μη εγείρει στο προσκήνιο την σύγκρουση δύο ετερογενών και ετερόκλητων (ως προς την ιστορική τους πορεία, την συμβολή τους στον πολιτισμό, αλλά και ως προς την σαφώς διακριτή θέση και τον ρόλο τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι) πεδίων κανόνων, ηθών, αξιών και ιεραρχήσεων: του ιδιωτικού επιχειρείν (της επιχειρηματικότητας) και της επιστήμης.

Page 244: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

244

Η διαδικασία αυτή οδηγεί συχνά σε ακραία φαινόμενα που όχι απλώς δεν συνάδουν με την επιστημονική δεοντολογία, αλλά αντιστρατεύονται και στοιχειώδεις ηθικές αρχές συμβίωσης και αξιοπρέπειας. Ο ιστορικός της επιστήμης Horace Freeland Judson αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η απάτη είναι αναπόφευκτη όταν υπάρχουν μυστικότητα, προνόμια και μη απόδοση λόγου» (βλ. Γιαννούτσου). Ωστόσο αυτή η ανα(παρα-)μόρφωση προωθείται ποικιλοτρόπως σε όλα τα επίπεδα, σταθερά και συστηματικά, με πρόθυμους θιασώτες της εκείνους τους «επιτήδειους» πανεπιστημιακούς, που (από κοινού με τους επιχειρηματίες εταίρους τους και τους πολιτικούς υπαλλήλους των τελευταίων) επιθυμούν διακαώς να απαλλαγούν από κάθε «βαρίδι» κατά την προώθηση αυτής της στρατηγικής, και κυρίως από τους μηχανισμούς που διατηρούν έστω και ελάχιστες δυνατότητες δημοκρατικού ελέγχου εκ μέρους της κοινωνίας επί των ιεραρχήσεων, του χαρακτήρα και του προσανατολισμού της έρευνας και της διδασκαλίας και επί των χρήσεων των αποτελεσμάτων της. Στην πορεία αυτή μετέρχονται απροκάλυπτα των πλέον αυταρχικών μεθόδων, να επιβάλλουν πραξικοπηματικά τις κατάλληλες αποφάσεις καταστρατηγώντας κάθε αρχή δημοκρατικής λειτουργίας ακαδημαϊκών συλλογικών οργάνων και θέτοντας κυριολεκτικά υπό διωγμό, όχι μόνον όσους δεν υποτάσσονται σε αυτή την «μεταρρύθμιση», αλλά και εκείνα τα γνωστικά αντικείμενα που επιτρέπουν τον αναστοχασμό επί αυτών των ζητημάτων (φιλοσοφία, κοινωνικές επιστήμες).

Οι επιχειρηματικοί δεσμοί διασφαλίζονται μέσω της προσέλκυσης (ή και του διορισμού) πανεπιστημιακών στα συμβούλια (επιτροπές και άλλα σώματα) επιχειρήσεων, καθώς και εκπροσώπων των τελευταίων στα όργανα των πανεπιστημίων ή διαφόρων γραφειοκρατικών θεσμών, που επιβλέπουν, συντονίζουν, χαράσσουν στρατηγικές και αξιολογούν το έργο των πανεπιστημίων (βλ. π.χ. τον νόμο περί διασφάλισης ποιότητας…).

Ταυτοχρόνως, πάντα εν ονόματι της ενίσχυσης της αυτονομίας και της αυτοδιαχείρισης, ενισχύεται η αδιαφάνεια ως προς την προέλευση και την διαχείριση των πόρων, ως προς το περιεχόμενο και τον τελικό αποδέκτη των αποτελεσμάτων της έρευνας με την επίκληση του εμπορικού απορρήτου, ή και της εθνικής ασφαλείας (με σημαντική μερίδα ερευνών να στρέφεται στην πολεμική βιομηχανία), ως προς την πρόσβαση και την δυνατότητα διάδοσης και χρήσης αυτών των αποτελεσμάτων.

Παρατηρείται λοιπόν μια σοβαρή μεταστροφή. Ενώ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε ορισμένος προσανατολισμός της έρευνας σε κοινωφελή πεδία (ενεργειακός τομέας, υγεία, προστασία του περιβάλλοντος, κ.ά.) με κατ’ εξοχήν δημόσια χρηματοδότηση, τώρα πλέον επιχειρείται μια άρδην αναθεώρηση της έννοιας της κοινωνικής ευθύνης των επιστημόνων. Η τελευταία ερμηνεύεται πλέον ως αναγκαιότητα παντίοις τρόποις στήριξης των επιχειρήσεων, για την επίτευξη των οικονομικών και πολιτικών τους στόχων. Αυτή η μεταστροφή δρομολογήθηκε αρχικά στα αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια, για να επεκταθεί βαθμηδόν με αξιώσεις καθολικής επιβολής.

Αυτή η ενίσχυση της σύμφυσης πανεπιστημίων και επιχειρείν, αποσκοπεί στην ενίσχυση του ελέγχου στην πρόσβαση στα αποτελέσματα της έρευνας, για την διασφάλιση της ηγεμονίας των ισχυρότερων οικονομικών ομίλων (με επικεφαλής αυτούς των Η.Π.Α.) στην παγκόσμια αγορά (Dickson, σ. 104-105). Οι διαδικασίες αυτές συνδέονται ευθέως με την στάση της υπαγόρευσης από θέση ισχύος και τη βία, συστατικό της οποίας είναι και η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, της έρευνας και της τεχνολογίας. Η βεβιασμένη ή ακούσια επιβολή του πνεύματος της επιχειρηματικότητας του κεφαλαίου στο πεδίο της

Page 245: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

245

επιστήμης, οδηγεί σε κατάρρευση και απόρριψη των ιδεωδών της επιστημονικής κοινότητας, που θυσιάζονται στον βωμό της κερδώας αποτελεσματικότητας και της στρατιωτικοποίησης, αλλά και στην μετάλλαξη των στόχων και των προτεραιοτήτων των επιστημονικών ερευνών (βλ. Πατέλη 2003).

Η μετατροπή της επιστημονικής και διδακτικής δραστηριότητας του πανεπιστημίου σε ιδιότυπη επιχειρηματική δραστηριότητα, αποκαλείται πλέον «ακαδημαϊκός καπιταλισμός». Στα πλαίσια αυτού του προτύπου, η εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων τίθεται σε απ’ ευθείας εξάρτηση από την χρηματοδότηση των ενδιαφερομένων εταιριών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την επικράτηση των εφαρμοσμένων ερευνητικών σκοπών και των επ’ αμοιβή ερευνών έναντι της ανιδιοτελούς δημιουργικής αναζήτησης νέας γνώσης. Βαθμηδόν, στην τροχιά αυτού του «ακαδημαϊκού καπιταλισμού» δεν έχουν αχθεί μόνο τα αμερικανικά πανεπιστήμια, αλλά άγονται πλέον άρδην (βάσει της διαδικασίας της Μπολόνια και της δημιουργίας του «Ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης») και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, γεγονός που γίνεται όλο και πιο έκδηλο με την αλλαγή προτεραιοτήτων στην χρηματοδότηση και στον προσανατολισμό των επιστημονικών ερευνών και στην αλλαγή της δομής και του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών.

Το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης καθορίζεται πλέον κατά κύριο λόγο από την ζήτηση της αγοράς, ενώ απωθούνται από την διαδικασία προσπορισμού της αγοραίου προσανατολισμού γνώσης τα στοιχεία εκείνα που ανθίστανται ή λειτουργούν παρελκυστικά ως προς αυτόν τον προσανατολισμό στις εκάστοτε τρέχουσες ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στα πλαίσια της γενικευμένης «μακντοναλντοποίησης» [Macdonaldization] της κοινωνίας (με την αντίστοιχη συρρίκνωση της διακινδύνευσης για τον ολικό εξορθολογισμό και την αποτελεσματική διαχείρισή της, βλ. σχετικά Ritzer 2000, 2002), το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε επιχειρηματική μονάδα, σε πρακτορείο παροχής ερευνητικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της μορφής και του περιεχομένου της έρευνας και της διδασκαλίας, με τον εκτοπισμό της βασικής έρευνας, των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας, στη θέση των οποίων προτάσσονται προσανατολισμένα στην εκάστοτε τρέχουσα αγοραία ζήτηση μαθήματα εφαρμοσμένου πρακτικού περιεχομένου.

Οι διαδικασίες αυτές προωθούνται άρδην και με την χρήση ορισμένων θεσμικών αποκρυσταλλωμάτων του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας εντός της επιστήμης. Όλο και πιο σαφής γίνεται η διάκριση μεταξύ των επιστημόνων που ασχολούνται κατ’ εξοχήν με την έρευνα και την μελέτη και εκείνων που ασχολούνται με την διοίκηση της επιστήμης. Οι μεν πρώτοι, προτάσσουν στην κλίμακα αξιών τους την δημιουργία νέας γνώσης, οι δε δεύτεροι - τους (ποσοτικούς) δείκτες που χειρίζονται στις διοικητικές λειτουργίες τους, συστατικό στοιχείο των οποίων γίνεται όλο και πιο πολύ το marketing, η προβολή των δεικτών που καταδεικνύουν την υπεροχή του ιδρύματος που διοικούν στον γενικότερο ανταγωνισμό της αγοράς, ώστε να διασφαλίσουν εύσημα και πόρους από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από τις δυνάμεις της αγοράς. Οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων της επιστήμης (με την ευρεία έννοια, διότι ο ασκών την διοίκηση, κατά κανόνα δεν προλαβαίνει και ίσως δεν μπορεί πλέον να ασχολείται πρωτίστως με την έρευνα, άρα προτάσσει το διοικητικό του αξίωμα ως κατ’ εξοχήν πεδίο κοινωνικής καταξίωσης) ομιλούν τελικά σε διαφορετικές γλώσσες.

Όλο και πιο πολλοί επιστήμονες προειδοποιούν για τον εκφυλισμό της επιστημονικής έρευνας και εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον που επιφυλάσσει

Page 246: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

246

στην έρευνα η «πίεση των μετόχων για βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα» και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις επενδύουν πολύ λιγότερο στην έρευνα και την εξειδικεύουν σε τομείς με άμεση κερδοφορία... Ο Πιερ-Ζιλ ντε Ζεν αναφέρει χαρακτηριστικά: «...ο χρηματιστηριακός πυρετός μετέφερε τη λήψη αποφάσεων σε επενδυτές άσχετους με το έργο […] η έρευνα έγινε επιπόλαιη. Τα πάντα κρίνονται σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών, γιατί έτσι επιτάσσουν τα οικονομικά επιτελεία, οπότε αποτελέσματα που χρειάζονται μεγαλύτερο χρόνο ωρίμανσης πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων. Ενέσκηψε και η μόδα της "συνέργειας": Βιομηχανικοί κολοσσοί συνδυάζουν τις δυνάμεις τους για την επίτευξη πολλαπλασιαστικού οφέλους. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι εξαίρετα ερευνητικά εργαστήρια κλείνουν και πολύπειροι ερευνητές απολύονται, ως υπεράριθμοι! Ή, όπως έγινε στην περίπτωση της Rhone Poulenc, εγκαταλείπεται η έρευνα στα αγροτικά προϊόντα για χάρη των φαρμακευτικών που είναι πιο κερδοφόρα. Φοβάμαι ότι σύντομα θα αρχίσουμε να υφιστάμεθα τις συνέπειες αυτής της τυφλής υπαγωγής της επιστήμης στο κυνήγι του άμεσου κέρδους». Η άκριτη υιοθέτηση των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού, οδηγεί τους νεόκοπους προφήτες της επιφητίσεως του Αγίου Πνεύματος της «Αοράτου Χειρός» της αγοράς σε έναν θρησκευτικών χαρακτηριστικών λόγο. «Στις μέρες μας ο λόγος καλείται να τεκμηριώνει το κύρος και την ισχύ του μέσω της απτής εργαλειακής ωφελιμότητάς του. H επιστημονική γνώση μπορεί να θεωρείται ως το κατ’ εξοχήν πολύτιμο εμπόρευμα της εποχής μας μόνον επειδή και στο μέτρο που αποδεικνύει εμπράκτως πως είναι σε θέση να συναγωνίζεται επιτυχώς τους πολεμίους, αρνητές και «ανταγωνιστές» της στον επαληθεύσιμο δημοκρατικό στίβο της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Υπό τους όρους αυτούς, η ενεργός ζήτηση των προϊόντων και των υπηρεσιών λειτουργεί ως οιονεί θεοδικία. Ο κυρίαρχος ελεύθερος καταναλωτής είναι πλέον ο μόνος αρμόδιος να χωρίζει ακριβοδίκαια ζώντες και νεκρούς και να επιβραβεύει αδιακρίτως καινοτόμους και τσαρλατάνους. Έτσι, ως σύγχρονη Πυθία, η αγοραία ετυμηγορία δεν διαιτητεύει μόνον τις οικονομικές ροές, αλλά αναλαμβάνει και τους ρόλους του ύπατου κριτή της αλήθειας και του Ombudsman του ορθού λόγου. Και αν η αγορά είναι ο Θεός, τα MME είναι οι προφήτες του» (Τσουκαλάς).

Περί του δια της πληροφορικοποίησης εκφυλισμού της έρευνας επί

κεφαλαιοκρατίας. Οι τάσεις ανάπτυξης της επιστήμης δεν μπορούν να εξετάζονται εκτός των

σφαιρικότερων τάσεων του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στην σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, του χαρακτήρα που προσδίδει στην εργασία ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος της πληροφορικοποίησης του συνόλου των εργασιακών και μη δραστηριοτήτων, σχέσεων και επικοινωνιών.

Με την ραγδαία αναβάθμιση της παραγωγικότητας της εργασίας και με τον παρασιτισμό που αναπτύσσεται στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες (λόγω της τεχνολογικής ανισομέρειας και της παγκόσμιας κλίμακας εκμετάλλευσης πληθυσμών και πόρων), στις εν λόγω χώρες, όλο και λιγότερη μερίδα του πληθυσμού απασχολείται στην παραγωγή προϊόντων. Οι απαλλασσόμενες από την ως άνω παραγωγή μερίδες της εργασιακής δύναμης του πληθυσμού κατανέμονται μεταξύ του τομέα των υπηρεσιών και της παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης, κ.ο.κ. πληροφορίας.

Η ίδια η πληροφορία, κατ’ αρχάς εξεταζόταν –και εξακολουθεί εν πολλοίς να εξετάζεται– ως συνιστώσα της διοίκησης τεχνολογικών διαδικασιών της βιομηχανίας, και κυρίως

Page 247: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

247

υπό αυτήν την ιδιότητά της εντάσσεται στο όλο πλέγμα του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού τρόπου παραγωγής.

Στις μέρες μας προβάλλει όλο και πιο έντονα και μια άλλη τάση (αλληλένδετη με την προαναφερθείσα, αλλά όλο και πιο διακριτή και διαφοροποιούμενη, σε βαθμό που συμπαρασύρει και την αρχική), τις λογικές προεκτάσεις της οποίας και τους κινδύνους που εγκυμονεί θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω αδρομερώς, υπερτονίζοντας σκοπίμως λανθάνουσες πτυχές της, οι οποίες δεν είναι έκδηλες σε καθαρή μορφή.

Η πληροφορία αρχίζει να εξετάζεται ως αυταξία, ανεξαρτήτως της εφαρμοσιμότητάς της στην παραγωγική διαδικασία. Στο βαθμό που ενισχύεται αυτή η τάση, η πληροφορία όλο και πιο πολύ αποκόπτεται από την γνωστική-περιεκτική της διάσταση, ανεξαρτοποιείται από την πραγματική νοηματοδότησή της. Η «μεταμοντέρνα» αντίληψη περί γλώσσας ως αυτόνομου από κάθε νόημα παιγνίου λέξεων, συνάδει με αυτήν την τάση, όπως αυτή βιώνεται εν πολλοίς στους κύκλους των κατ’ επάγγελμα ασχολούμενων με αυτήν. Ως εκ τούτου, η προσοχή τείνει να επικεντρώνεται στην τεχνολογία κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης της πληροφορίας, στην αύξηση του όγκου της και κυρίως, στην ανάπτυξη μιας ιδιότυπης επικοινωνίας, που ανάγεται στην διοίκηση (management) των ροών πληροφορίας, γεγονός που συνεπιφέρει τον βαθμιαίο εκτοπισμό του ζητήματος του περιεχομένου και του νοήματος αυτής της πληροφορίας. Η ραγδαία αύξηση του όγκου της πληροφορίας, που συνοδεύεται από επιτάχυνση και περιπλοκή των ροών της, προβάλλει πλέον ως αυθύπαρκτος κοινωνικοποιητικός παράγων, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή της απουσίας κάποιου περιεκτικού νοήματος σε αυτές.

Εκείνο που προτάσσεται είναι η ίδια η διαδικασία αυτής της «επικοινωνίας», ως πηγής εδραίωσης αυτής της νέας δυναμικά αναπτυσσόμενης δικτυακής κοινωνικής δομής, αυτού του δυναμικού συστήματος, εντός του οποίου η πληροφορία προβάλλει ως η κατ’ εξοχήν ανεξάρτητη μεταβλητή. Οι τάσεις αυτές, στο βαθμό που ενισχύονται, συνδέονται με αντιφάσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία, η μη επίλυση των οποίων οδηγεί σε έντονα κρισιακά φαινόμενα. Τα τελευταία εκδηλώνονται με την πρωτοφανή πλέον διόγκωση και κυριαρχία μιας εγγενούς ιδιότητας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων: της καθολικής συγκρισιμότητας και της μονομερούς ποσοτικής αποτίμησης των πάντων. Παρ’ όλες τις αναφορές στην ποιότητα, η κυρίαρχη τάση είναι η επιταχυνόμενη αύξηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών κάθε κοινωνικά σημαίνουσας σφαίρας της ανθρώπινης ύπαρξης.

Πως εκδηλώνονται όλα αυτά στη σύγχρονη επιστημονική δραστηριότητα; Ζούμε στην εποχή του θριάμβου των επιστημομετρικών δεικτών, προεξαρχούσης της εκθετικής αύξησης των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Εξυπακούεται ότι, οι δυνατότητες αποκωδικοποίησης, γενίκευσης και αναστοχαστικής διακρίβωσης της πραγματικής συνεισφοράς μιας εκάστης των δημοσιεύσεων στην προαγωγή της έρευνας, είναι νομοτελώς αντιστρόφως ανάλογες του όγκου και των ρυθμών αύξησής τους. Η φθίνουσα δυνατότητα γενίκευσης, συρρικνώνει τις δυνατότητες σφαιρικής κριτικής αποτίμησης του επιστημονικού κεκτημένου, οδηγεί σε κατακερματισμό και αποσπασματικότητα της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, αποτρέπει από τον κοσμοθεωρητικό, μεθοδολογικό και φιλοσοφικό αναστοχασμό, επιτείνει τα φαινόμενα συρρίκνωσης γνωστικών αντικειμένων, ερευνητικού μινιμαλισμού και «επαγγελματικού κρετινισμού».

Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί πλέον με τα χαρακτηριστικά του αναπαραγόμενου σε όλο και ευρύτερη βάση βρόγχου θετικής ανάδρασης, που επιτείνει τα κρισιακά φαινόμενα. Ακριβώς η συρρίκνωση του ερευνητικού πεδίου μετατρέπει τον

Page 248: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

248

ερευνητή σε «αποδοτικό» για αυτό το σύστημα αναφοράς, η συμμόρφωση με το οποίο δεν τον καθιστά κυριολεκτικά επιστήμονα, αλλά μάλλον τεχνολόγο, εξειδικευμένο στη χρήση τεχνικών προσπορισμού (ενίοτε και κατασκευής) νέων επιστημονικών γεγονότων και δεδομένων, ή στην εμπλοκή σε συγκυριακά δημοφιλείς θεματικές, που του διασφαλίζουν ευάριθμες δημοσιεύσεις, αναφορές, αναγνώριση, κ.ο.κ.

Υπάρχει πληθώρα σχετικής βιβλιογραφίας που καταδεικνύει όχι μόνο την σχετικότητα των ως άνω δεικτών, αλλά και την ευχέρεια λαθροχειρικών χειραγωγήσεων και απάτης που παρέχουν. Τι και αν οι επιστημολογικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι επιστημομετρικοί δείκτες που αφορούν αυτές τις επιδόσεις είναι κατά κανόνα αντιστρόφως ανάλογοι του εύρους και του βάθους της πρωτότυπης συνεισφοράς στην επιστήμη; Μια ματιά στα κριτήρια αξιολόγησης που τείνουν να επικρατήσουν θεσμικά και εθιμικά (ιδιαίτερα στις πολυτεχνικές σχολές) αρκεί για να καταδείξει τον βαθμό στον οποίο έχουν εμφιλοχωρήσει αυτές ακριβώς οι πρακτικές, με την αντίστοιχη φετιχοποίηση των διαφόρων Impact factor και citation index ως ύπατων τελετουργικών μορφών και διαπιστευτηρίων εχεγγύων επιστημονικότητας… Η σχολαστική αναφορά, με ιδιαίτερη σπουδή στην «ακρίβεια» και στις χρονικές διακυμάνσεις των ως άνω φετιχοποιημένων δεικτών κατά την αξιολόγηση της δραστηριότητας ενός εκάστου των ανθρώπων της επιστήμης, αποκτά διαστάσεις αντιστρόφως ανάλογες της πραγματικής αποτίμησης της ερευνητικής συμβολής του…

Σε αντιδιαστολή με την (δυνητικά κοσμοθεωρητικής εμβέλειας) καθολική γενίκευση της εμπειρικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει κατά παράδοση την βασική έρευνα, η σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα ανάγεται σε τεχνολογία παραγωγής γεγονότων και δεδομένων, ο αναστοχασμός επί των οποίων (ιδιαίτερα αν είναι κομοθεωρητικου-φιλοσοφικού χαρακτήρα) τίθεται πλέον εκτός του πλαισίου της επιστημονικής δραστηριότητας. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας ριζικής αλλαγής υποδείγματος. Εάν για την κλασική επιστήμη η θεωρία ήταν αναβαθμός της γνωστικής διαδικασίας, σύστημα προσέγγισης και διάγνωσης των νόμων που διέπουν το επιστητό, η «μεταμοντέρνα» κατάσταση της επιστήμης τείνει να ορίζει την επιστημονική αλήθεια συμβασιοκρατικά, ως σύμβαση (εν πολλοίς μηχανικά επικυρούμενη δια της επίκλησης των ως άνω τελετουργικών επιστημομετρικών διαπιστευτηρίων) της επιστημονικής κοινότητας. Η αλήθεια μετατοπίζεται από την αναφορά στο μέρος του επιστητού που συνιστά το γνωστικό αντικείμενο, στο καθ’ ύλην αρμόδιο συλλογικό υποκείμενο, που ανάγεται πρακτικά στο δίκτυο καταχώρησης και αναγνώρισης της σχετικής πληροφορίας.

Η προεργασία αυτής της διαδικασίας σε επίπεδο επιστημολογίας και φιλοσοφίας της επιστήμης έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την έκπτωση της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, από τον εξοβελισμό της κοσμοθεωρητικής προβληματικής ως «μεταφυσικής», από την γενικότερη υποβάθμιση του κύρους της θεωρίας και την λατρεία των «αντικειμενικών γεγονότων» και των «δεδομένων» στα πλαίσια του θετικισμού. Η μετεξέλιξη του τελευταίου από την αναλυτική της παράστασης στην αναλυτική της γλώσσας, μαζί με την έκπτωση του δομισμού στον μεταδομισμό, άνοιξαν το δρόμο στην «μεταμοντέρνα» αποδόμηση και στην διάλυση των πάντων στην «διακειμενικότητα», υπό το πρίσμα της οποίας εξοβελίζεται πλέον και το ίδιο το «αντικειμενικό γεγονός». Και η ίδια η επιστημονική δραστηριότητα ενός εκάστου των εμπλεκομένων σε αυτήν υποκειμένων, τείνει να προβάλλει ως τυπικό αυτοαναφορικό σημείο. Πράγματι, εάν η αλήθεια προσδιορίζεται συμβασιοκρατικά, και το ίδιο το επιστημονικό γεγονός ορίζεται κατά τα ειωθότα, εντός της συναινετικά δικτυωμένης επιστημονικής κοινότητας, βάσει των

Page 249: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

249

εκάστοτε παραδεδεγμένων κανόνων ενδοεπικοινωνίας του σχετικού δικτύου. Συνεπώς, και η επιστημονική δημοσίευση, τείνει να εκλαμβάνεται μάλλον ως σημείο, δηλωτικό της δημοτικότητας στα πλαίσια των συμβατικών κανόνων αυτοαναφορικών δικτύων, χωρίς την αξίωση της όποιας συσχέτισης με κάποια εκτός του ως άνω πεδίου κοινωνικής αλληλεπίδρασης κείμενη πραγματικότητα (Στρόεφ). Η επιστημονική δραστηριότητα απομακρύνεται από την συνεπή και συστηματική επιδίωξη της νοητικής ανασύστασης του γνωστικού αντικειμένου. Οι «ερευνητές» αναλίσκονται συχνά σε επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις παραστάσεων, σε διαχείριση του λόγου (του κειμένου), σε συνειρμικές (ή και ασυνάρτητες) αναφορές και «θεματοποιήσεις», σε «πλαισιόσεις» και «αναπλαισιόσεις» κατά το δοκούν, κ.ο.κ. εντός ενός τελετουργικά προσδιορισμένου πλαισίου βερμπαλισμών και λεξιλαγνείας. Η εκρηκτικών διαστάσεων «πληροφορική βόμβα» (Βαριλιό) στο χώρο της επιστήμης, συνδέεται άμεσα με αυτόν τον φαύλο βρόγχο θετικής ανάδρασης, σύμπτωμα του οποίου είναι η όλο και διευρυνόμενη αναπαραγωγή της τιποτολογίας. Η τάση αυτή (αν δεν αναστραφεί) μας δίνει την εικόνα μιας επιστημονικής κοινότητας, η οποία δεν θα εδράζεται στην πραγματιή διερεύνηση των νόμων του αντικειμενικού κόσμου, ούτε και σε κάποιον εμπράγματο καταμερισμό εργασίας. Θα λειτουργεί ως επικοινωνιακή κοινότητα με σύστημα αναφοράς ορισμένο πληροφοριακό δίαυλο επικοινωνίας.

Ποια είναι η συνείδηση αυτού του τύπου υποκειμένων; Εκείνη ακριβώς που καθορίζει το είναι τους (για να μη λησμονούμε και τον Μαρξ). Ο καταιγισμός πληροφορίας και δεδομένων απαιτεί δεξιότητες ταχείας μετατόπισης της προσοχής για να αντεπεξέλθει ο άνθρωπος στις αξιώσεις που του προβάλλει η κοινότητα. Ούτε οι δυνάμεις του, ούτε και ο χρόνος δεν του επιτρέπουν την ενδελεχή, συστηματική, κριτική και αναστοχαστική ανάγνωση του κάθε μηνύματος. Η αδυναμία προσήλωσης, η χαμηλή ικανότητα στοιχειώδους παρατεταμένης συγκέντρωσης (που όλο και πιο πολύ χαρακτηρίζουν τα σημερινά παιδιά και τους εφήβους) είναι συμπτώματα δηλωτικά μιας σύγχρονης «δεξιότητας» που αποκτάται δια της προσαρμογής στην σύγχρονη περιρρέουσα επικοινωνιακή πραγματικότητα: της ικανότητας ταχείας αντίδρασης σε ποικίλα ερεθίσματα και ταυτόχρονης διεκπεραίωσης μερικών διαφορετικών υποθέσεων. Νομοτελώς, τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών συνθηκών, η ταχύτητα πρόσληψης και αντίδρασης στην πληροφορία είναι αντιστρόφως ανάλογη του βάθους και της κριτικής επεξεργασίας της. Η απρόσκοπτη διαθεσιμότητα για πρόσληψη νέας πληροφορίας προϋποθέτει την ταχεία απαλλαγή της μνήμης από την παλαιά. Η επισταμένη εξάσκηση της βραχυπρόθεσμης μνήμης ακυρώνει την δημιουργική αξιοποίηση της κριτικά αφομοιωμένης κεκτημένης γνώσης (και όλου του πλούτου που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα) ως καθολικής εμβέλειας μέσου και τρόπου νοητικής επενέργειας στο εισέτι μη εγνωσμένο για τον προσπορισμό νέας γνώσης. Η άκριτη αποδοχή προδιαγεγραμμένων ρόλων και (πρωτίστως καταναλωτικών) προτύπων στο εικονικό πλαίσιο αναφοράς του επικοινωνιακού δικτύου (επαγγελματικού και εξωεπαγγελματικού, μέσω των Μ.Μ.Ε. και της μαζικής βιομηχανίας θεάματος-ακροάματος) γίνεται εκ των ων ουκ άνευ όρος «επιτυχούς» προσαρμογής σε αυτό, δια της απώλειας των ιδιοτήτων του ανθρώπου ως πραγματικού υποκειμένου, ως προσωπικότητας.

Υπάρχει διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Το θέμα δεν έγκειται στην επιδίωξη της καλύτερης επίδοσης (βάσει προδιαγεγραμμένων κριτηρίων) σε κάποιον από τους επιβεβλημένους ρόλους (του ψηφοφόρου, του οπαδού, του καταναλωτή, του καταξιωμένου επιχειρηματία «επιστήμονα», κ.ο.κ.), ούτε και στην εναγώνια εναλλαγή

Page 250: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

250

υιοθετούμενων ρόλων της εκλαμβανόμενης ως ανυπέρβλητης εικονικής πραγματικότητας από το προδιαγεγραμμένο φάσμα του ενός ή του άλλου δικτύου διακίνησης αυτοανακυκλούμενης και αυτοαναδιατασσόμενης πληροφορίας. Η διαχωριστική γραμμή της συνειδητοποίησης που οδηγεί στην χειραφέτηση από την εμπλοκή στον κόσμο των υποκαταστάτων, περνά μεταξύ εκείνων που βαυκαλίζονται άκριτα και αυτάρεσκα με την κατανάλωση των προτεινόμενων από το ως άνω σύστημα σεναρίων και παιγνίων ρόλων, και εκείνων που αντιλαμβανόμενοι την εικονικότητα των ως άνω χειραγωγικών μηχανισμών αναδεικνύουν την υφή των υποκαταστάτων και της απομίμησης ζωής, και δεν εκτονώνονται στις προδιαγεγραμμένες ψευδοαντιπαλότητες του κυρίαρχου σεναρίου, αλλά επιδιώκουν την ανατροπή και υπέρβασή του.

Τι αντίκτυπο έχουν αυτές οι διαδικασίες στην παιδεία; Στα πλαίσια της άγουσας σήμερα χρησιμοθηρικής τάσης του αστικού

εκπαιδευτικού συστήματος, με την επίκληση της ανάγκης «σύνδεσης της εκπαίδευσης με την παραγωγή» και στο πνεύμα των αστικών τεχνοκρατικών ιδεολογημάτων περί δήθεν κοινωνικά ουδέτερης και αναπόδραστης τεχνολογικής προόδου δίκην φυσικού φαινομένου, εκείνο που προωθείται στην πράξη είναι το πρότυπο της πλέον άμεσης και απροκάλυπτης υπαγωγής της εκπαίδευσης στις τρέχουσες και απώτερες ανάγκες της κερδοφορίας του ισχυρότερου μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Αυτός ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας υπονομεύει και το περιεχόμενο της μαθησιακής διαδικασίας. Η περί του αντικειμένου γνώση υποκαθίσταται από ένα σύστημα φραστικών αναφορών στο αντικείμενο (αποκομμένων από την πρακτική και γνωστική σχέση προς αυτό), το οποίο τείνει να «εμφυτεύεται» ως κάτι που είναι αδιάφορο προς το αντικείμενο. Η «γνώση» προβάλλει εδώ ως ένα σύστημα λέξεων, όρων, συμβόλων, τύπων, παραστάσεων, κ.ο.κ. αρθρωμένων σε σταθερούς, επιβεβλημένους και νομιμοποιημένους από τη χρήση συνδυασμούς προτάσεων και συστημάτων προτάσεων (από τη γλώσσα της επιστήμης, το λεξιλογικό της απόθεμα με την αντίστοιχη συντακτική οργάνωση – δομή). Έτσι και στην εκπαιδευτική διαδικασία, το αντικείμενο υποκαθίσταται από το λεκτικοποιημένο αντικείμενο, και το όλο πρόβλημα ανάγεται στην «ορθή» λεκτικοποίηση του εισέτι μη λεκτικοποιημένου υλικού, ενώ το αντικείμενο ανάγεται στο χάος του αισθητηριακού υλικού δηλ. αυτού που δεν γνωρίζουμε περί του αντικειμένου. Εξυπακούεται ότι η εν λόγω λεκτικοποίηση απέχει πόρρω από τον αναπτυσσόμενο εννοιολογικό – κατηγοριακό εξοπλισμό της ζωντανής αναπτυσσόμενης γνωστικής διαδικασίας.

Κατ’ αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται ορισμένος τύπος ψυχισμού, για τον οποίο η γλώσσα (οι λέξεις) δεν είναι μέσο προσοικείωσης του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά τουναντίον, ο εξωτερικός κόσμος (εν είδει σχημάτων, θραυσμάτων και παραδειγμάτων) αποκτά τη σημασία του εξωτερικού μέσου αφομοίωσης και ενίσχυσης των λεκτικών τύπων, οι οποίοι προβάλλουν μάλιστα ως το αυθεντικό γνωστικό αντικείμενο (αυθεντικότερο του πραγματικού, μιας και βάσει αυτού αξιολογείται η επίδοση). Φυσικά αυτός ο τύπος ψυχισμού αδυνατεί να υπερβεί τα όρια της εμπλοκής στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, της δογματικής τυποποίησης – λεκτικοποίησης του αντικειμένου του και αδυνατεί να συσχετίσει αυτό το αντικείμενο με την εμπειρική – πρακτική πραγματικότητα.

Τότε παρεμβαίνει άλλος ένας κρίκος του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας στην εκπαίδευση – οι «μέθοδοι διδασκαλίας» - εισηγούμενος πλείστα όσα «εποπτικά μέσα διδασκαλίας». Μόνο που τα τελευταία κατά κανόνα δεν είναι παρά μόνο

Page 251: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

251

οπτικοποιήσεις του ως άνω λεκτικοποιημένου σχήματος…Έτσι παγιώνεται και αναπαράγεται το βραχυκύκλωμα – εμπλοκή της εκπαίδευσης σε υποκατάστατα γνώσης, με αντίστοιχο ευνουχισμό της νοητικής ικανότητας ( Ιλιένκοφ Ε. Β., 1991).

Η εισαγωγή «εγγυημένων σύγχρονων εκπαιδευτικών προτύπων» μέσω των «νέων τεχνολογιών» της πληροφορικής, της ψηφιοποίησης των εποπτικών μέσων, της εικονικής πραγματικότητας και του Internet, που προβάλλεται δημαγωγικά ως πανάκεια για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, με αμετάβλητο το όλο πλαίσιο, τις κατευθύνσεις, τη δομή και τις λειτουργίες της, μπορεί να οδηγήσει αυτή την εμπλοκή σε ολέθρια αποτελέσματα. Μπορεί να επιτείνει την υποβάθμιση της γνωστικής διαδικασίας σε παραστατική αναπαραγωγή τυποποιημένης πληροφορίας, είτε ακόμα και να οδηγήσει σε εγκλωβισμό εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων στο χαώδες συμφυρματικό πληροφοριακό zapping της «εικονικής πραγματικότητας», με ανεπανόρθωτη υπονόμευση κάθε λογικής συνέπειας, κριτικής στάσης και νοητικής πειθαρχίας… Οι δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής επεξεργασίας παραστάσεων της εικονικής πραγματικότητας λειτουργούν στις σημερινές συνθήκες αντιφατικά: παρέχουν απείρως μεγαλύτερη ευχέρεια δημιουργικών οπτικοποιήσεων, αλλά και τη δυνατότητα οπτικοποίησης κάθε λεκτικοποιημένης ή μη ανορθολογικής αυθαιρεσίας, προσπελάσιμης μάλιστα από ηλικιακές ομάδες και υπό όρους, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εξασφαλίζουν την κριτική επεξεργασία των προσφερόμενων παραστάσεων και προτύπων. Ανακύπτει κατ’ αυτό τον τρόπο ο κίνδυνος αναβίωσης της πρωτόγονης ανορθολογικής «καθολικής αιτιοκρατίας» (όπου κάθε τι μπορεί να προκύψει από τα πάντα – βλ. σχετικά: Πατέλης, 1999, σελ. 114) σε μια τεχνική βάση, που παρέχει και θεμελιώδεις δυνατότητες καταστροφής του λόγου.

Στο προσκήνιο προβάλλει ο χρησιμοθηρικά εννοούμενος «επαγγελματισμός», ο εμπειρισμός και η αποσπασματικότητα, ενώ η παιδαγωγική αλληλεπίδραση σε μαζική κλίμακα υπάγεται σε προπονητικές αρχές, στη δάμαση, τιθάσευση και καταστολή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, που οδηγεί σε διανοητικό ευνουχισμό, σε ηθική κενότητα και σε πολιτισμική σχιζοφρένεια. (Sharp R., σελ.5, Silberman Ch. Σελ.VII).

Είναι γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την κοινωνία και τις ανάγκες της. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση το αγοραίο ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος της καθολικής αντικειμενικής θεώρησης και της συνειδητοποίησης των βαθύτερων ανθρώπινων αναγκών. Εξ’ ου και ο κατακερματισμός της γνώσης με αγοραία χρησιμοθηρικά, τεχνοκρατικά, κοντόφθαλμα, μονομερή και εφήμερα κριτήρια, η αντίστοιχη θεσμική – γραφειοκρατική δημιουργία γνωστικών αντικειμένων (κλάδων, νέων τμημάτων σε Α.Ε.Ι. κ.ο.κ.) είτε η (συχνά επιδοτούμενη, με κριτήριο την αγοραία «ανταγωνιστικότητα») «αναμόρφωση προγραμμάτων σπουδών» και ο συνακόλουθος ερευνητικός μινιμαλισμός.

Υπάρχει διέξοδος; Η επιστήμη (όπως και η συνδεόμενη με αυτήν οργανωμένη εκπαίδευση) υπάγεται

εν πολλοίς στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Η επιλογή κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω έρευνας, είτε βάσει της συνειδητοποίησης των βαθύτερων και απώτερων αναγκών της ανθρωπότητας. Η αλματώδης επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος επί κεφαλαιοκρατίας γίνεται εν πολλοίς στρεβλά, κατά έναν εργαλειακό τρόπο, υποταγμένη στη λογική της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας, με δραματικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και στη φύση.

Page 252: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

252

Η άμεση υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στο κεφάλαιο είναι πλέον μια άγουσα τάση που με δυναμική παγκόσμιας κατίσχυσης. Ωστόσο, η υπαγωγή αυτή δεν είναι, ούτε και θα καταστεί ποτέ απόλυτη. Δεν μπορεί βέβαια να συνιστά εναλλακτική διέξοδο η υιοθέτηση εκδοχών του αντιεπιστημονισμού, της τεχνοφοβίας και της απόρριψης της παιδείας. Η επιστήμη, η τεχνολογία και η παιδεία είναι πολύ σοβαρές υποθέσεις της ανθρωπότητας ώστε να αφεθούν στην ιδιοτελή δικαιοδοσία του κεφαλαίου και των τεχνοκρατών υπηρετών του.

Οι αντιστάσεις που συναντά αυτή η υπαγωγή, είναι δηλωτικές του εύρους και του βάθους της αντιφατικότητας αυτής της διαδικασίας, η οποία συνδέεται με μια θεμελιώδη αντίφαση: την αντίφαση μεταξύ του καθολικού δημιουργικού χαρακτήρα της επιστήμης και της παιδείας και της μονομέρειας του ιδιωτικού συμφέροντος του κεφαλαίου. Εντός αυτής της αντιφατικής διαδικασίας αναπτύσσονται οι συνδεόμενες με την αλματωδώς αύξουσα κοινωνικοποίηση της εργασίας δυνάμεις αμφισβήτησης και ανατροπής της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Οι δυνάμεις αυτές, εκφράζονται με προσωπικότητες και συλλογικότητες, οι οποίες με το ανιδιοτελές και πρωτοπόρο ερευνητικό τους έργο βρίσκονται στα πλέον προκεχωρημένα φυλάκια της επιστήμης και της παιδείας, γεγονός που τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν σταδιακά και να καταδεικνύουν τόσο τους συνδεόμενους με την κυριαρχία του κεφαλαίου περιορισμούς και καταστροφικούς κινδύνους, όσο και την νομοτελή αναγκαιότητα διεξόδου της ανθρωπότητας σε έναν ριζικά διαφορετικό τύπο συγκρότησης και ανάπτυξης. Η κριτική της χειραγωγικής ουσίας της υπαγωγής της έρευνας και της παιδαγωγίας στο κεφάλαιο και το αντίστοιχο κίνημα, οφείλουν να αντιπαραθέτουν σε αυτήν το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της επιστήμης και της παιδείας με την προοπτική του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Βιβλιογραφία. Bernal J. D., "Η επιστήμη στην ιστορία", τόμοι 1-4, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, χ.χ. Carnap Κ., "Φιλοσοφία και λογική σύνταξη", Θεσ/κη: Εγνατία, χ.χ. Dickson D., "The New Politics of Science", London 1988. Jordan M., "Σκασμός! Τα βρώμικα μυστικά της επιστημονικής έρευνας", Κοχλίας, Αθήνα, 2003. Kuhn T.S., "H δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων", Αθήνα, Σύγχρονα Θέματα, 1981. Ritzer G., "The Macdonaldization of Society", Thousand Oaks, California, 2000 Ritzer G., "The Weberian Theory of Rationalization and the MacDonaldization of Contemporary Societies", in Kivisto ed., Illuminating Social Life, Pine Forge, 2002. P. 47-72. Sharp R., "Knowledge, Ideology and the Politics of Schooling", London, 1980. Silberman Ch., "Crisis in the Classroom. The Remaking of American Edukation", N. Y. , 1971. Αμπντούλοφ Α.Ν., Κούλκιν Α.Μ., "Εξουσία, επιστήμη, κοινωνία. Το σύστημα κρατικής αρωγής της επιστημονικής και τεχνικής δραστηριότητας: η εμπειρία των Η.Π.Α. ", Μόσχα, 1994. Απέκη Λ., "Πανεπιστήμιο. Η πολιτική της απορρύθμισης", Εταιρεία Ν. Πουλατζάς, Αθήνα, 2001. Βαζιούλιν Β. Α., "Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ", Μόσχα, 1968. Βαζιούλιν Β.Α., "Η Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο", ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Νο 85-86 (5/12/1992).[http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Anavasi.htm] . Βαζιούλιν Β.Α., "Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας", Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004. Βαζιούλιν Β.Α., "Περί του ζητήματος του "μηχανισμού" ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης", Vestnic Moskofskovo Universiteta, Ser. 8, Νο 2 (1964): 48-59. [http://www.ilhs.tuc.gr/ru/stat2.htm] .

Page 253: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

253

Βαζιούλιν Β.Α., "Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ", ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ Νο 36 (1987): 75-82.[http://www.ilhs.tuc.gr/gr/LogikiHegel.htm] . Βαριλιό Π., "Η πληροφορική βόμβα, Νησίδες", Αθήνα, 2000. Γιαννούτσου Κ., "Η απάτη ως μέσο προώθησης των επιστημόνων" ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 04/02/2005.[http://www.enet.gr/online/online_issues.jsp?dt=04/02/2005&pid=51&id=17323440] Δαφέρμος Μ., "Εκπαίδευση, κατάρτιση και ανάπτυξη της προσωπικότητας", Τα Εκπαιδευτικά, Ν.71-72, 2004, σ. 189-199. Διεθνής σχολή: "Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ". Κείμενα: [http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm]. Ιλιένκοφ Ε. Β., "Η αρχαία διαλεκτική ως μορφή σκέψης", στο Φιλοσόφσκαγια κουλτούρα, Μόσχα, 1991. Κάτσικα Χ., Θεριανού Κ., "Η εκπαίδευση της αμάθειας", Gutenberg, Αθήνα, 2005. Κάτσικα Χ., Θεριανού Κ., "Τα πανεπιστήμια φλέγονται! ", Εκδόσεις Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 2007. Κραφτ Β., "Ο κύκλος της Βιέννης και η γένεση του νεοθετικισμου", Αθήνα, Γνώση, 1986. Μαρξ Κ., "Το Κεφάλαιο", Τόμος 3ος

Πάνου Σ., "Mεταφυσική και λογικός θετικισμός", Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1980. . Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, χ.χ.

Πατέλη Δ., "Αντί προλόγου: Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας", στο: Βαζιούλιν Β. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004. Πατέλη Δ., "Ένοπλες δυνάμεις και τεχνική του πολέμου στην ιστορία.Στρατιωτικοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας", Περιοδικό «Αντικείμενα», τεύχος 2, Χανιά, Γενάρης 2003, σελ. 19-28. [http://www.ilhs.tuc.gr/gr/enoples_dinameis_texniki_polemou.htm]. Πατέλη Δ., "Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική Φιλοσοφία: Σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; ", στο: Φιλοσοφία, Επιστήμες και Πολιτική, επιμ. έκδ. Παναγιώτης Νούτσος, 327 -350, Αθήνα, ΤΥΠΩΘΗΤΩ, 1998. Πατέλη Δ., "Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης", Ουτοπία, Μάρτιος – Απρίλιος 1999, Τ. 34, σελ 99 -124. Πατέλη Δ., "Περί Παιδείας, Αγοράς, Πανεπιστημίου και Φιλοσοφίας" Απαντήσεις σε ερωτήσεις του Μάνου Κίτσιου, Το ΠΑΠΙ, online περιοδικό για το Πανεπιστήμιο Πειραιώς, τεύχη 29, 30, 31, [http://www.ilhs.tuc.gr/gr/paideia_agora_panepistimio_filosofia.htm]. Πατέλη Δ., "Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης", Μόσχα, 1991. Πατέλη Δ., Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση» και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας. Διάπλους, τεύχος 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, σ. 28-32. Πατέλη Δ., Τα λήμματα: "Διάνοια και λόγος, διαλεκτική λογική, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό, εμπειρικό και θεωρητικό, επιστημονική εικόνα του κόσμου, λογικός θετικισμός, συνείδηση κοινωνική, θεωρία της επιστήμης", στο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, τόμοι 1-5, Αθήνα, Καπόπουλος, 1994-1995. Παυλίδη Π., "Αναζητώντας τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Για την επανεξέταση του ιδεώδους της αυτονομίας", Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 147, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 99-127. Παυλίδη Π., "Για μια μετα-μετανεωτερική επιστροφή στη χειραφετική αντίληψη της παιδείας", Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμος 23, τεύχος 68, Μάιος 2006, σ. 131-153. Παυλίδη Π., "Η ανώτατη εκπαίδευση στην ατραπό του ποιοτικού ελέγχου. Εκπαιδευτική κοινότητα", Τεύχος 77, Φεβρουάριος-Απρίλιος 2006. Παυλίδη Π., "Το πανεπιστήμιο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατική κοινωνία", Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος 78, καλοκαίρι 2006. Πιερ-Ζιλ ντε Ζεν, "Εκφυλισμός της επιστημονικής έρευνας", Συνέντευξη στον Τ. Καφαντάρη. ΤΟ ΒΗΜΑ , 09-05-2004 Τσουκαλά Κ., "Οι προφήτες της αγοράς", Το ΒΗΜΑ, 08/01/2006. Σαλομόν Ζ.Ζ., "Επιβιώνοντας της επιστήμης", Μπουκουμάνης, Αθήνα, 2003. Στρόγιεφ. Σ., "Η μεταβιομηχανική απομίμηση: καλώς ήλθατε στο παίγνιο των ρόλων", [http://www.contr-tv.ru/common/2263/]. Φεγιεράμπεντ Κ. Πωλ., "Αποχαιρετισμός στον Λόγο", Αθήνα: Εκκρεμές, 2002.

Page 254: ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Φ.Ι.Ε.(σημειώσεις)2009

254

“Μόνο δύο πράγματα είναι άπειρα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία, και

ως προς το σύμπαν διατηρώ κάποιες αμφιβολίες” Albert Einstein