Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

224

description

 

Transcript of Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Page 1: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006
Page 2: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Ί'ζέημς Ί'ζόυς, Οι Δ ουβλινέζοι

Τίτλος πρωτοτύπου:

James Joyce, Dublίners, 1914

Μετάφραση: Κοσμάς Πολlπις

Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικrριιίrrη

ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΉ ΓΙΑ τΗΝ EΛI\YHI!I'O'ΓVIIIA

Page 3: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ

Μετάφραση

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙτΗΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΊΎΠΙΑ

2006

Page 4: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006
Page 5: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ο Ί'ζέημς Ί'ζόυς γεννήθηκε το 1882 στο Δουβλίνο και πέθανε το 1941 στη Ζυρίχη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δημι­ουργούς και ανανεωτές της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας του Δουβλίνου.

Ωστόσο, λόγω της aπερισκεψίας του πατέρα του, η οικογένειά του

άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Ο

Ί'ζόυς εισήχθη σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο του Δουβλίνου, αλ­

λά αναγκάστηκε να αποχωρήσει από αυτό το 1892, επειδή ο πατέ­ρας του αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα. Το 1893 εισήχθη σε σχολείο Ιησουιτών. Ωστόσο, από τα 16 του χρόνια απέρριψε τον καθολικισμό, έχοντας όμως αποκτήσει μια αξιόλογη γνώση

της καθολικής θεολογίας, αλλά κυρίως της φιλοσοφίας του Θωμά

Ακινάτη, η οποία τον επηρέασε στη διαμόρφωση της σκέψης του.

Το 1898 εισήχθη στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, όπου ασχολή­θηκε με τη μελέτη των γλωσσών, και ιδιαίτερα της αΥΎλικής, της γαλλικής και της ιταλικής. Σε κείνη την περίοδο εξοικειώθηκε με

το έργο μιας άλλης καθοριστικής επιρροής του, του Νορβηγού θε­

ατρικού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν (έμαθε μάλιστα νορβηγικά, ώ­

στε να μπορεί να διαβάζει τα κείμενά του στο πρωτότυπο). Μελέ­

τησε τον Αριστοτέλη, τους μεγάλους ρομαντικούς Σέλε"ί, Βύρωνα

και Μπλέικ και στη συνέχεια τους συμβολιστές ποιητές (κυρίως

τον Μαλαρμέ) και τη γαλλική πεζογραφία του 19ου αιώνα. Συγ­

χρόνως, ανακάλυψε τους μεγάλους στοχαστές της Αναγέννησης

και κυρίως το έργο του Δάντη, του Νικόλαους Κουζάνους, του

Ί'ζορντάνο Μπρούνο και του Ί'ζαμπατίστα Βίκο. Μετά το πέρας

των σπουδών του, το 1902, μετέβη στο Παρίσι, όπου όμως παρέ­μεινε μόνο για λίγους μήνες και το 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο λόγω της σοβαρής ασθένειας και του συνεπακόλουθου θανάτου

της μητέρας του. Το 1904, ωστόσο, ξανάφυγε μαζί με τη σύντροφο

Page 6: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

6 . ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟ \'Σ

της ζωής του, Νόρα Μπάκναλ (την οποία παντρεύτηκε μόλις το

1931), για να εγκατασταθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου έμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το διάστημα από το 1905 έως το 1915 παρέμεινε στην Τεργέστη εργαζόμενος ως καθηγητής αγγλικών.

Γύρω στο 1904 άρχισε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή του στο σχολείο των Ιησουιτών, από το οποίο σώζε­

ται σήμερα μόνο ένα απόσπασμα το οποίο τιτλοφορείται Stephen Hero και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1944). Αν και αυτό το κείμενο δεν κυκλοφόρησε ποτέ, σήμερα θεωρείται το πρώτο ση­

μαντικό πρωτόλειο του τζ6υς, το οποίο αποτέλεσε τη βάση (ίσως

και το πρώτο σχεδίασμα) του κατοπινού Πορτρέτου του Καλλιτέ­

χνη. Το 1907 εξέδωσε το πρώτο σημαντικό του έργο, τη συλλογή διηγημάτων Οι Δοvβλινέζοι (τhe Dubliners), η οποία αποτελεί ένα μωσαϊκό της αστικής ζωής του Δουβλίνου της βικτοριανής επο­

χής. Στο έργο αυτό ο τζόυς παρουσίασε για πρώτη φορά την αφη- · γηματική τεχνική των «επιφανειών» την οποία χρησιμοποίησε σε

όλα τα έργα του. Οι «επιφάνειες», όρος που προέρχε'):αι·από την

ονομασία της ξαφνικής θείας αποκάλυψης στην αρχαία ελληνική

θρησκεία, αποτέλεσαν ένα σημαντικότατο νεωτερισμό στη μέχρι

τότε λογοτεχνία. Οι «επιφάνειες» ήταν φράσεις που εξέφραζαν

πνευματικές αποκαλύψεις υπό γλωσσική μορφή, οι οποίες εισέρ­

χονταν στο κείμενο και υποδείκνυαν ξαφνική αλλαγή της οπτικής

της aφήγησης μέσω μιας αυθόρμητης συνειδησιακής αποκάλυ­

ψης. Κατ' αυτό τον τρόπο ο τζ6υς κατόρθωσε να δημιουργήσει έ­

να αφηγηματικό ύφος το οποίο εκινείτο σε διαφορετικά συνειδη­

σιακά επίπεδα.

Στην Τεργέστη παρέμεινε έως το 1915, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στη Ζυρίχη. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το

δεύτερο έργο του Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία (Α

Portrait of the Artίst as α Young Man), αυτοβιογραφικό κείμενο το οποίο αφηγείται την περίοδο της πνευματικής εξέγερσης του νεα­

ρού τζόυς εναντίον του καθολικισμού.

Χαρακτηριστικό στο Πορτρέτο είναι η άρνηση της συγγραφι­

κής aυθεντίας, καθώς απουσιάζει πλήρως η οπτική, η άποψη τοu

συγγραφέα. Χρησιμοποιώντας κι εδώ την τεχνική των «επιφανει­

ών» ο τζ6υς αφηγείται τις συνειδησιακές αλλαγές και τις; (nJναι.­

σθηματικές μεταπτώσεις του ήρωά του, Στήβεν ΔαCδαλσιι (ο Cδι.ος

Page 7: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ 7

ο νεαρ6ς Ί'ζ6υς), καθώς το μυθιστ6ρημα κινείται στο χώρο του ε­

σωτερικού κ6σμου του ήρωά του. Στη Ζυρίχη, και ενώ η 6ρασή

του διαρκώς επιδεινων6ταν, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο επ6-

μενο μεγάλο έργο του, και κατά πολλούς aριστούργημά του, τον

Οδυσσέα.

Το 1920 μετακ6μισε ξανά στο Παρίσι, 6που τον συντηρούσαν οικονομικά κάποιοι φίλοι του, και το 1922 εξέδωσε τον Οδυσσέα (Ulysses) με τη φροντίδα μιας ομάδας φίλων του, μεταξύ των οποί­ων ήταν και ο Έζρα Πάουντ. Ο Οδυσσέας είναι ένα κείμενο του

οποίου η αφηγηματική δομή παραπέμπει στην ομηρική Οδύσσεια,

καθώς αποτελεί ένα ιδι6ρρυθμο οδοιπορικ6 στο Δουβλίνο, το ο­

ποίο λαμβάνει χώρα σε διάστημα μίας ημέρας, συγκεκριμένα της

Πέμπτης 16ης Ιουνίου 1904 (ημέρα κατά την οποία ο Ί'ζ6υς συν­δέθηκε με τη γυναίκα του) και του οποίου τα επεισ6δια παραπέ­

μπουν νοηματικά στην αντίστοιχη εξέλιξη του ομηρικού μύθου.

Άλλωστε, τα τρία βασικά πρ6σωπα του έργου αποτελούν αναφο­

ρά (Πους βασικούς ήρωες του ομηρικού έπους, καθώς ο Στήβεν

ΔαCδαλος (η βασική μορφή με την οποία ο ίδιος ο Ί'ζ6υς εμφανί­

ζεται στα έργα του), παραπέμπει στον Τηλέμαχο, ο βασικ6ς ήρω­

ας Λέοπολντ Μπλουμ στον Οδυσσέα και η γυναίκα του τελευταί­

ου, Μ6λι Μπλουμ, στην Πηνελ6πη. Ο Οδυσσέας αναμφίβολα εί­

ναι ένα έργο εξαιρετικά δύσκολα προσβάσιμο στον αναγνώστη,

καθώς οι συνεχείς γλωσσικοί νεολογισμοί του Ί'ζ6υς και οι διαρ­

κείς πολιτιστικές παραπομπές του δημιουργούν μια εξαιρετικά

πολυεπίπεδη αφήγηση, στην οποία βασικ6 χαρακτηριστικ6 είναι

η κειμενική πολυσημία, η οποία επιτρέπει μια σειρά απ6 άπειρες,

ταυτ6χρονες ερμηνείες οι οποίες, αν και συχνά αποκλίνουσες, εί­

ναι καθ' 6λα έγκυρες, παρά την αντίθεσή τους. Ωστ6σο, παρά τη

δυσκολία του, στον Οδυσσέα η δράση των βασικών ηρώων, η συ­

νειδησιακή τους κατάσταση και οι ψυχικές τους μεταπτώσεις (οι

εσωτερικοί μον6λογοι των ηρώων του Οδυσσέα αποτελούν υπο­

δειγματικές μορφές του είδους) αποδίδονται σε τέτοιο βάθος και

με τέτοια καθαρ6τητα απ6 τον Ί'ζ6υς ώστε έχει δίκαια λεχθεί 6τι

στο έργο απεικονίζεται με τον εναργέστερο τρ6πο η άναρχη ζωη­

ρ6τητα της βιωμένης ζωής.

Ο Οδυσσέας, που στην εποχή του ξεσήκωσε κύμα αντιδράσε­

ων, καθώς θεωρήθηκε κείμενο ακαταν6ητο, βλάσφημο και πορ-

Page 8: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

8 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

νογραφικό (ιδιαίτερα ο περίφημος μονόλογος της Μόλι Μπλου μ,

σtον οποίο η ηρωίδα επιδίδεται σε μια σειρά σκέψεων, συχνά ε­

ρωτικής φύσης και με εκφράσεις ιδιαίτερα τολμηρές για την επο­

χή, και ο οποίος αποδόθηκε από τον Ί'ζόυς με συνεχή ροή η οποία

δεν διακόπτονταν από κανένα σημείο σtίξης), σήμερα θεωρείται

ένα από τα σημαντικότερα κείμενα (κατά πολλούς το σημαντικό­

τερο) της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Ο Ί'ζόυς αφιέρωσε τα επόμενα 17 χρόνια της ζωής του εργαζό­μενος πάνω σtο επόμενο μεγάλο του κείμενο, το Ξύπνημα του Φί­

νεyκαν (Finnegan's Wake), το οποίο εξέδωσε τελικά το 1939. Το Ξύπνημα του Φίνεγκαν είναι αναμφισβήτητα το πλέον αμφιλεγό­

μενο έργο του Ί'ζόυς, όπου ο συγγραφέας ξεπέρασε κάθε όριο

συμβατικότητας λαμβάνοντας από τις πλέον εξυμνητικές έως τις

πλέον καταδικασtικές κριτικές. Όπως παρατήρησε και ο Ου­

μπέρτο Έκο: «Αν ο Οδυσσέας ήταν ένα παράδειγμα παράδοξης.

ισορροπίας ανάμεσα σtις μορφές ενός κόσμου που έχει απορρι­

φθεί και της άτακτης ουσίας ενός νέου, το επόμενο έργο [ο Φίνε­

γκαν] θα προσπαθήσει να είναι μια αναπαράσtαση του χάους και

της πολλαπλότητας, σtο εσωτερικό του οποίου ο συγγραφέας θα

αναζητήσει πιο οικείους Κανόνες τάξης». Βασική αναφορά σtο

Ξύπνημα του Φίνεγκαν είναι η ερμηνεία από τον Ί'ζόυς της θεω­

ρίας του οικουμενισμού των ισtορικών επανεμφανίσεων του Ί'ζα­

μπατίσtα Βίκο, την οποία ο Ί'ζόυς εφαρμόζει μέσα σtα πλαίσια

του γλωσσικού παιχνιδιού. Στο έργο αυτό, ο Ί'ζόυς αποδομώντας

καταλυτικά κάθε γνωστή μέχρι τότε γλωσσική σύμβαση και δημι­

ουργώντας μια γλώσσα προσωπική και συνάμα παγκόσμια, προ­

σπάθησε να αποδώσει, μέσω των πολύσημων αναφορών του, τον

πλούτο της παγκόσμιας πολιτισtικής κληρ~νομιάς. . Το Ξύπνημα του Φίνεγκαν, όπως σωσtά έχει παρατηρηθεί, δεν

είναι η αφήγηση ενός ονείρου, είναι ένα όνειρο και γι' αυτό λει­

τουργεί με τους κανόνες του ονείρου. Καταρχήν, η χωροχρονική

συνέχεια της aφήγησης του Οδυσσέα εδώ χάνεται τελείως η δρά­

ση και τα πρόσωπα γίνονται εντελώς ρευσtά, χάνουν την εν6τητα και την ταυτότητά τους, περνώντας -6πως ακριβώς σtα όνειρα­

το ένα μέσα σtο άλλο, κατά τα καπρίτσια του υποσυνειδήτου μας. Η γλώσσα του κειμένου είναι εξαιρετικά ιδιότυπη, καθώς ο

Ί'ζόυς χρησιμοποίησε μια τεχνική αποδόμησης των λέξεων σε

Page 9: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ 9

γλωσσικά μόρια και ανακατασκευής τους με βάση αυτά. Κατ' αυ­

τό τον τρόπο, οι λέξεις του κειμένου συχνά αποτελούν δημιουργή­

ματα του ίδιου του Ί'ζόυς και τίθενται μέσα σrο κείμενο χωρίς να

έχουν μία συγκεκριμένη, αλλά πολλές εν δυνάμει σημασίες, ιδιαί­

τερα λόγω του γεγονότος ότι αυτές παραπέμπουν ταυτόχρονα σε

λέξεις από περισσότερες από μία γλώσσες, χωρίς να υπάρχει

πουθενά κάποιο αξιολογικό ερμηνευτικό κριτήριο. Έτσι, κάθε

λέξη, και ακόμη περισσότερο κάθε φράση, μπορεί να έχει άπει­

ρες, εξίσου έγκυρες σημασίες, και άπειρες πολιτισrικές αναφο­

ρές. Χαρακτηρισrικό είναι ότι το Ξύπνημα του Φίνεγκαν θεωρεί­

ται έργο περίπου μη μεταφράσιμο.

Με την κατάληψη της Γαλλίας από τους Γερμανούς κατά τον Β'

Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ί'ζόυς με πολύ έντονα τα προβλήματα όρα­

σης (που τον βασάνιζαν σε όλη τη ζωή του) αναγκάστηκε να κα­

τιχφύγει και πάλί στη Ζυρίχη, όπου και πέθανε λίγους μήνες αρ­γιnεριχ, χωρ(ς; να €χει γνωρ(σει την αναγνώριση η οποία ήρθε μό­

νο μετά θάνατον.

Σ~μερα, ο Ί'ζόυς και παρά τις αμφισβητήσεις και τις επικρίσεις

που δiχτηκε στην εποχή του, θεωρείται πέραν πάσης αμφιβολίας

από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας του

20ού αιώνα, ο οποίος με το έργο του εξερεύνησε δρόμους απρο­

σπέλασrους μέχρι τότε στην ανθρώπινη έκφραση, αποτελώντας

σημείο αναφοράς για την όλη εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης.

Ο Ί'ζόυς εξέδωσε όσο ζούσε και δύο μικρές συλλογές ποιημάτων (Μουσική δωματίου, 1907· Ποιήματα της πεντάρας, 1927), που συγκεντρώθηκαν αργότερα μαζί με άλλους σrίχους του. Το μονα­

δικό θεατρικό έργο του, Εξορίες (1915), είναι έντονα επηρεασμέ­νο από τον Ίψεν.

Page 10: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006
Page 11: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Περιεχόμενα

Οι αδελφές ........................................................................................ 13 Μια συνάντηση .............................................................................. .23 Αραβία ................................................................................................. .33 Έβελιν .................................................................................................. 40 Μετά τον αγώνα ............................................................................. 46 Δυο ιππότες ...................................................................................... 53 Η πανσιόν ........................................................................................... 65 'Ενα συννεφάκι .............................................................................. 73 Αναποδιές .......................................................................................... 88 Των Αγίων Πάντων .................................................................. 100 Οδυνηρόν γεγονός .................................................................... 109 Μια επέτειος στο εκλογικό κέντρο ............................... 119 Μια μητέρα ..................................................................................... 136 Ευλογία .............................................................................................. 150 Ο νεκρός ........................................................................................... 175

Page 12: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006
Page 13: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Οι αδελφές

Δεν είχε πια καμιά ελπίδα τούτη τη φορά: ήταν η τρίτη προσβολή.

Όλο αυτό το διάσcημα περνούσα κάθε βράδυ μπρος από το σπίτι

(είχαμε διακοπές) και κοίταζα εξετασcικά το φωτισμένο τζάμι

του παραθύρου· και κάθε βράδυ το 'βρισκα φωτισμένο με τον ίδιο

τρόπο, θαμπά και σcρωτά. Αν είχε πεθάνει, σκεφτόμουν, θα 'βλε­

πα την αντανάκλαση των κεριών πάνω σι;α σκοτεινά τζάμια, γιατί

ήξερα πως πρέπει να μπουν δυο κεριά προς το μέρος που είναι το

κεφάλι του νεκρού. Μου είχε πει συχνά: Δε θα παλυκαιρίσω σ'

αυτ6 τον κ6σμο, κι έλεγα πως ήταν λόγια του αέρα. Τώρα ήξερα

πως ήταν αληθινά. Κάθε βράδυ, καθώς αναθώριζα και κοιτούσα

προς το παράθυρο, ψιθύριζα από μέσα μου τη λέξη παράλυση.

Πάντα αντηχούσε παράξενα σι;' αυτιά μου, όπως η λέξη γνώμων

σcον Ευκλείδη και η λέξη σιμωνία στην Κατήχηση. Και τώρα α­

ντηχούσε σαν τ' όνομα κάποιας κακόβουλης κι αμαρτωλής οντό­

τητας. Με γέμιζε φόβο, κι ωσcόσο λαχταρούσα να 'μουνα πιο κο­

ντά της και να κοιτούσα το θανατερό της έργο.

Ο γερο-Κότερ καθότανε κοντά σcο αναμμένο τζάκι, καπνίζο­

ντας, όταν κατέβηκα από την κάμαρά μου για το βραδινό φαγητό.

Όσο μού γέμιζε η θεία μου το πιάτο μου με την κουτάλα, ο γερο­

Κότερ είπε, σαν ν' αναφερότανε σε κάποια προηγούμενη κουβέ­

ντα του:

«Όχι, δε θα 'λεγα πως ήταν ακριβώς έτσι ... μα ήταν κάπως αλ­λόκοτος ... είχε κάτι το παράξενο. Θα σας πω τη γνώμη μου ... »

Άρχισε να τραβάει ρουφηξιές απ' το τσιμπούκι του, σίγουρα

για να σcρώσει τη γνώμη του μέσα σι;ο νου του. Κουρασcικός γε­

ρο-aνόητος! Όταν τον πρωτογνωρίσαμε, ήταν μάλλον ενδιαφέ­

ρων, κουβέντιαζε για λιποθυμίες και για σκουλήκια· μα γρήγορα

Page 14: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

14 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τον βαρέθηκα κι αυτόν και τις ιστορίες του για το εργοστάσιο πο­

τών, που δεν είχαν τελειωμό.

«Έχω τη δική μου θεωρία γι' αυτό το ζήτημα» είπε. «Νομίζω

πως ήταν μια από κείνες τις ... ιδιάζουσες περιπτώσεις ... Μα δυ­σκολεύομαι να το πω».

Άρχισε πάλι να ρουφάει το τσιμπούκι του δίχως να μας πει τη

θεωρία του. Ο θείος μου με είδε που τον κοίταζα και μου είπε:

«Λοιπόν, ο γερο-φίλος σου μάς άφησε χρόνους, θα σου κάνει

κόπο που τ' ακούς».

«Ποιος;» ρώτησα.

«0 πάτερ Φλυν». «Πέθανε;»

«Τώρα δα μου το 'πε ο κύριος Κότερ. Περνούσε από το σπίτι

του».

Ήξερα πως ήμουν υπό παρατήρηση, κι έτσι συνέχισα να τρώ­

γω, σαν να μη μ' ενδιέφεραν τα νέα. Ο θείος μου εξήγησε στο γε­

ρο-Κότερ:

«0 νεαρός κι εκείνος ήταν πολύ φίλοι. Ξέρεις, ο γέρος τού είχε μάθει πολλά πράγματα, και λένε πως του είχε μεγάλη αδυναμία».

«Θεός σχωρέσ' την ψυχούλα του» είπε η θεία μου ευλαβικά.

Ο γερο-Κότερ στύλωσε πάνω μου τη ματιά του. Ένιωθα πως μ'

εξέταζαν τα μάτια του, μικρά σαν μαύρες χάντρες, αλλά δεν ήθε­

λα να του δώσω την ικανοποίηση να σηκώσω τα μάτια από το πιά­

το και να τον κοιτάξω. Ξανάπιασε τέλος το τσιμπούκι του κι έφτυ­

σε πρόστυχα στο τζάκι.

«Δε θα 'θελα» είπε, «δικά μου παιδιά να 'χουν πολλά νταραβέ­

ρια μ' έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν».

«Τι θέλετε να πείτε, κύριε Κότερ;» ρώτησε η θεία μου.

«Θέλω να πω» αποκρίθηκε ο γερο-Κότερ, «πως είναι κακό για

παιδιά. Εγώ λέω: ένα παιδί, ας τρέξει να παίξει με παιδιά της ηλι­

κίας του, αντί να ... Έχω δίκιο, τζακ;» «Κι εγώ το ίδιο λέω» είπε ο θείος μου. «Ας μάθει να φέρνεται

σαν άντρας. Αυτό λέω πάντα σ' εκείνον τον μημουάπτου: κάνε γυ­

μναστική. Σαν ήμουν πιτσιρίκος, έκανα κρύο μπάνιο κάθε πρωί,

χειμώνα καλοκαίρι. Κι αυτό είναι που με κρατάει τώρα. Καλή κι

_ωραία η μόρφωση ... Κύριε Κότερ, ένα μεζέ από τούτο το αρνίσιο μπουτάκι;» πρόσθεσε, κοιτάζοντας τη θεία μου.

Page 15: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΙΑΔΕΛΦΕΣ 15

«Όχι, όχι για μένα» είπε ο γερο-Κότερ.

Η θεία μου έφερε την πιατέλα απ' το ντουλάπι και την απίθωσε

πάνω στο τραπέζι:

«Μα γιατί νομίζετε πως δεν είναι καλό για τα παιδιά, κύριε

Κότερ;}} ρώτησε.

«Είναι κακό για τα παιδιά» είπε ο γερο-Κότερ, «επειδή ο νους

τους εντυπωσιάζεται τόσο εύκολα. Όταν τα παιδιά βλέπουν κάτι

τέτοια, καταλαβαίνετε, τους κάνει εντύπωση ... » Μπουκώθηκα, γιατί φοβήθηκα μήπως με παρασύρει ο θυμός

μου και μιλήσω. Κουραστικός γερο-ανόητος, κοκκινομύτης!

Ήταν αργά πια όταν με πήρε ο ύπνος. Αν και ήμουν θυ­

μωμένος με το γερο-Κότερ, που μιλούσε για μένα σαν να 'μουν

κανένα παιδαρέλι, έσπαζα το κεφάλι μου για να βγάλω κάποιο

νόημα από τις μισοτελειωμένες φράσεις του. Μες στο σκοτάδι της

κάμαράς μου, φανταζόμουν πως ξανάβλεπα το άτονο, γκρίζο

πρόσωπο του παραλυτικού. Τράβηξα τα σκεπάσματα πάνω απ' το

κεφάλι μου και πάσχισα να σκεφτώ τα Χριστούγεννα. Αλλά το

γκρίζο πρόσωπο εξακολουθούσε να μ' ακολουθεί. Ψιθύριζε· και

κατάλαβα πως κάτι επιθυμούσε να ξομολογηθεί. Ένιωσα την ψυ­

χή μου ν' aποτραβιέται σε κάποια ευχάριστη κι αμαρτωλή περιο­

χή, κι εκεί τον ξαναβρήκα να με περιμένει. Άρχισε να μου ξομο­

λογιέται με ψιθυριστή φωνή, κι αναρωτιόμουν γιατί χαμογελούσε

αδιάκοπα και γιατί τα χείλια του ήταν τόσο υγρά από σάλιο. Μα

τότε θυμήθηκα πως είχε πεθάνει από παράλυση, κι ένιωσα πως κι

εγώ χαμογελούσα ανάλαφρα, σαν να συχωρούσα τον σιμωνιακό

για την αμαρτία του.

Το κατοπινό πρωί, μετά το κολατσιό, κατέβηκα για να κοιτάξω

το σπιτάκι στην οδό Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν ένα ταπεινό μα­

γαζάκι, με την αόριστη επιγραφή Φορέματα. Τα φορέματα τ' απο­

τελούσαν κυρίως παπούτσια παιδικά και ομπρέλες, και τις καθη­

μερινές κρεμόταν στη βιτρίνα μια καρτέλα που .έλεγε: Επιδιορθώ­

νονται Ομπρέλες. Τώρα δε φαινότανε καμιά καρτέλα, επειδή τα

κεπέγγια ήταν ανεβασμένα. Ένα μπουκέτο με κρέπι ήταν δεμένο

με μια κορδέλα στο χερούλι της πόρτας. Δυο φτωχοντυμένες γυ­

ναίκες κι ένα παιδί, διανομέας του τηλεγραφείου, διάβαζαν την

κάρτα που ήτανε καρφιτσωμένη στο κρέπι. Πλησίασα κι εγώ και

διάβασα:

Page 16: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

16 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

lη Ιουλίου 1895 Αιδεσιμότατος 'Γζέημς Φλυν

(τέως εφημέριος της Εκκλησίας

της Αγίας Αικατερίνης, της οδού Μηδ)

ηλικίας εξήκοντα πέντε ετών.

Γαίαν έχοι ελαφράν.

Το διάβασμα της κάρτας μ' έπεισε πως είχε πεθάνει, κι ενοχλή­

θηκα για την αναποδιά. Αν δεν ήταν νεκρός, θα 'χα πάει στη σκο­

τεινή καμαρούλα πίσω από το μαγαζί, και θα τον έβρισκα να κά­

θεται στην πολυθρόνα κοντά στη φωτιά, μισοπνιγμένον μέσα στη

μεγάλη κάπα του. Η θεία μου ίσως θα μου 'χε δώσει γι' αυτόν ένα

πακέτο «Καλοψημένον», κι αυτό το δώρο θα τον είχε ξυπνήσει α­

πό την υπνηλία του. Πάντα εγώ άδειαζα το πακέτο μέσα στη μαύ­

ρη ταμπακέρα του, επειδή τα χέρια του τρέμανε πάρα πολύ και

δεν μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά δίχως να χύσει χάμω το

μισό ταμπάκο. Ακόμα και καθώς σήκωνε το μεγάλο τρεμουλιαστό

του χέρι προς τη μύτη του, ένα μικρό σύννεφο ταμπάκος έπεφτε

μέσ' από τα δάχτυλά του πάνω στο στήθος του ράσου του. Πιθα­

νόν αυτοί οι αδιάκοποι καταιγισμοί να 'χαν(δώσει στο παλιό ρά­σο του το ξεθωριασμένο πρασινωπό του χρώμα, επειδή το κόκκι­

νο μαντίλι, μ' αυτό που πάσχιζε να σκουπίσει τους πεσμένους

κόκκους, πάντα λερωμένο με μιας βδομάδας λεκέδες από ταμ­

πάκο, δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα.

Θα 'θελα να πάω μέσα και να τον δω, μα δεν είχα το θάρρος να

χτυπήσω την πόρτα. Ξεμάκρυνα με αργό βήμα, στη λιασμένη πλευ­

ρά του δρόμου, διαβάζοντας όλες τις θεατρικές αγγελίες στις βι­

τρίνες των μαγαζιών, καθώς περνούσα από μπροστά. Το 'βρισκα

παράξενο πως ούτε η μέρα ούτ' εγώ φαινόμασταν θλιμμένοι, κι έ­

νιωσα μάλιστα ενοχλημένος που ανακάλυψα. μέσα μου ένα συναί­

σθημα ελευθερίας, σαν να μ' είχε ελευθερώσει από κάτι ο θάνα­

τός του. Παραξενεύτηκα γι' αυτό, επειδή, όπως είχε πει ο θείος

μου ψες βράδυ, μου είχε μάθει ένα σωρό πράγματα. Είχε σπουδά­

σει στη Ρώμη, στο ιρλανδικό κολέγιο, και μου είχε μάθει να προ­

φέρω τα λατινικά σωστά. Μου είχε διηγηθεί ιστορίες για τις κατα­

κόμβες και για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, και μου είχε εξηγή­

σει τι νόημα έχουν οι διάφορες τελετουργίες της Θείας Λειτουρ-

Page 17: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΙΑΔΕΛΦΕΣ 17

γίας και τα διάφορα άμφια που φοράει ο παπάς. Κάποιες φορές

διασκέδαζε υποβάλλοvεάς μου δύσκολες ερωτήσεις, με το τι θα

'πρεπε να κάνει κανείς σε ορισμένες περισrάσεις, ή αν οι τάδε και

τάδε αμαρτίες ήταν θανάσιμες ή συγχωρητέες, ή είναι μονάχα μι­

κροελαττώματα. Οι ερωτήσεις του μου έδιναν να καταλάβω πόσο

πολύπλοκοι και μυστηριώδεις είναι ορισμένοι θεσμοί της Εκκλη­

σίας, που εγώ πάvι;α τους είχα θεωρήσει απλούιπατες πράξεις. Τα

καθήκοvι;α του ιερέα απέναvtι στην Ευχαρισtία και σtο απόρρητο

της εξομολόγησης μου φαίνοvι;αν τόσο σοβαρά, που αναρωτιό­

μουν πώς μπορούσε κανείς να βρει μέσα του το θάρρος να τα α­

ναλάβει, και δεν παραξενεύτηκα όταν μου είπε πως οι Πατέρες

της Εκκλησίας είχαν γράψει βιβλία χοvι;ρά σαν τον Ταχυδρομικό

Οδηγό και πυκνοτυπωμένα σαν τα ψιλά ιπις εφημερίδες, που δια­

φωτίζουν όλα τα μπερδεμένα ζητήματα. Συχνά, όταν τα σκεφτό­

μουν όλ' αυτά, δεν μπορούσα ν' απαντήσω ή έδινα μια πολύ ανόη­

τη και διιπαχτική απάντηση, που τον έκανε να χαμογελάει και να

κουνι1ει το κεφάλι του δυο και τρεις φορές. Καμιά φορά μ' έβαζε να λέω τα αvtίφωνα στη Λειτουργία, που μ' είχε βάλει να τ' απο­

στηθίσω -κι όσο τα ψέλλιζα, χαμογελούσε σκεφτικός, κουνώvtας

το κεφάλι του, και κάθε ~όσο έχωνε πελώριες πρέζες ταμπάκο, μια

ιπο ένα ρουθούνι, μια ιπο άλλο. Όταν χαμογελούσε, φαίνοvεαν τα

μεγάλα κιτρινισμένα δόvtια του, κι ακουμπούσε τη γλώσσα ιπο

κάτω χείλι του -μια συνήθεια που μ' έκανε να μην αισθάνομαι ά­

νετα στην αρχή της γνωριμίας μας, πριν να τον γνωρίσω καλά.

Καθώς περπατούσα ιπον ήλιο, θυμήθηκα τα λόγια του γερο­

Κότερ και πάσχισα να θυμηθώ τι είχε συμβεί έπειτα ιπ' όνειρό

μου. Θυμόμουν πως είχα δει κάτι μα?Gριές βελούδινες κουρτίνες

και μια κρεμασtή λάμπα παλιάς μόδας. Είχα το αίσθημα πως είχα

πάει πολύ μακριά, σε κάποια χώρα που τα έθιμα ήταν παράξενα

--σrην Περσία, μου φάνηκε ... Μα δεν μπορούσα να θυμηθώ το τέ­λος απ' τ' όνειρό μου.

Το βραδινό, η θεία μου με πήρε μαζί της για να πάμε ιπο σπίτι

που είχε πένθος. Ήταν μετά το ηλιοβασίλεμα, αλλά τα τζάμια των

σπιτιών που έβλεπαν δυτικά, αvtανακλούσαν το κοκκινόχρυσο

φως μιας μεγάλης σύρτης από σύννεφα. Η Νάνη μας δέχτηκε ιπο

χωλ και καθώς θα 'ταν απρέπεια να της φωνάζει η θεία μου για ν'·

ακούσει, περιορίστηκε να της σφίξει το χέρι. Η γριά έδειξε προς τα

Page 18: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

18 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

πάνω ερωτηματικά, κι όταν η θεία μου έγνεψε καταφατικά, άρχισε

ν' ανεβαίνει με κόπο τη στενή σκάλα, με το σκυφτό κεφάλι της μό­

λις να ξεπερνάει τα κάγκελα. Στο πρώτο πλατύσκαλο σταμάτησε

και μας έγνεψε ενθαρρυντικά προς την ανοιχτή πόρτα του νεκρι­

κού θαλάμου. Η θεία μου μπήκε, και βλέποντας η γριά πως εγώ

δίσταζα να μπω, άρχισε πάλι να μου κάνει νοήματα με το χέρι της.

Μπήκα πατώντας στ' ακροδάχτυλα. Στο δωμάτιο, μέσ' απ' τις

νταντελένιες κουρτίνες του παράθυρου, ήταν διάχυτο ένα μουντό

χρυσαφί φως, που χλόμιαζε την αδύνατη φλόγα των κεριών. Κει­

τότανε μες στο φέρετρο. Η Νάνη έδωσε το παράδειγμα, και γονα­

τίσαμε κι οι τρεις στα πόδια του κρεβατιού. Έκανα πως προσεύ­

χομαι, μα δεν μπορούσα να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, επειδή

το μουρμουρητό της γριάς δε μ' άφηνε να συγκεντρωθώ. Πρόσεξα

πόσο αδέξια ήταν κουμπωμένη η φούστα της από πίσω, και πως

τα τακούνια των πάνινων παπουτσιών της ήταν ολότελα φαγωμέ­

να από τη μια μεριά. Σαν να μου φάνηκε πως ο γερο-παπάς χαμο­

γελούσε έτσι που κειτόταν μες στην κάσα του.

Μα όχι. Όταν σηκωθήκαμε και πήγαμε στο κεφάλι του κρεβα­

τιού, είδα πως δε χαμογελούσε. Κειτόταν εκεί, επίσημος και αυ­

στηρός, ντυμένος σαν να 'ταν να λειτουργήσει, με Ja μεγάλα χέ­

ρια του να κρατούν χαλαρά ένα δισκοπότηρο. Το πρόσωπό του ή­

ταν πολύ άγριο, γκρίζο και αδρό, με ρουθούνια μαύρα σαν σπη­

λιές και μ' ένα αραιό άσπρο χνούδι ολόγυρα. Μια βαριά μυρωδιά

μέσα στο δωμάτιο -τα λουλούδια.

Κάναμε το σταυρό μας και φύγαμε. Στο μικρό σαλονάκι, κάτω

βρήκαμε την Ελίζα να κάθεται στην πολυθρόνα μ' όλη της τη με­

γαλοπρέπεια. Ξεγλίστρησα στη συνηθισμένη καρέκλα μου στη

γωνιά, όσο η Νάνη πήγε στον μπουφέ κι έβγαλε ένα μπουκάλι

κρασί Μαδέρα και μερικά κρασοπότηρα. Τα 'βαλε στο τραπέζι

και μας είΠε να σερβιριστούμε κανένα ποτηράκι. Ύστερα, σ' ένα

προσταχτικό γνέψιμο της αδελφής της, γέμισε τα ποτήρια και μας

τα 'δωσε. Επέμεινε να πάρω και μερικά κρακεράκια, αλλά αρ­

νήθηκα, επειδή σκέφτηκα πως θα 'κανα πολύ θόρυβο τρώγοντάς.

τα. Φάνηκε κάπως κακοφανισμένη από την άρνησή μου, πήγε με

γρήγορα βηματάκια στον καναπέ και κάθισε πίσω απ' την αδελφή

της. Κανένας δε μιλούσε: όλοι κοιτάζαμε το αδειανό τζάκι.

Η θεία μου περίμενε ώσπου αναστέναξε η Ελίζα, και τότε είπε:

Page 19: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΙΑΔΕΛΦΕΣ 19

«Ε, τι να γίνει, πήγε σ' έναν καλύτερο κόσμο».

Η Ελίζα πάλι αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της πως συμ­

φωνεί. Η θεία μου πασπάτεψε το ποδαράκι του ποτηριού της πριν

πιει μια γουλιά.

«Χμ ... γαλήνια;» ρώτησε. «Ναι, εντελώς γαλήνια, κυρία μου» αποκρίθηκε η Ελίζα.

Δε θα μπορούσατε να καταλάβετε πότε βγήκε η τελευταία του

πνοή. Είχε ωραίο θάνατο, δόξα να 'χει ο Θεός».

«Και όλα ... ;» «0 πάτερ Ο'Ρουρκ ήταν μαζί του την Τρίτη, τον μύρωσε και

τον ετοίμασε, κι έκανε όλα τα πρεπούμενα».

«Ώστε το κατάλαβε;»

«Είχε μεγάλη εγκαρτέρηση».

«Του φαίνεται πως είχε μεγάλη εγκαρτέρηση» είπε η θεία μου.

«Αυτό είπε κι η γυναίκα που φέραμε για να τον πλύνει. Είπε πως

έμοιαζε να κοιμάται, τόσο γαληνεμένος φαινόταν κι aποφασισμέ­

νος. Κανένας δε φανταζόταν πως θα 'κανε τόσο όμορφο νεκρό».

«Ναι, πραγματικά» είπε η θεία μου.

Ήπιε ακόμα δυο γουλιές απ' το ποτήρι της κι ύστερα είπε:

«Όσο και να 'ναι, μις Φλυν, σίγουρα είναι μεγάλη παρηγοριά

για σας, ξέρετε πως κάνατε ό,τι μπορούσατε γι' αυτόν. Κι οι δυο

σας ήσαστε πολύ καλές μαζί του, πρέπει να πω».

Η Ελίζα ίσιωσε τη φούστα της πάνω στα γόνατά της.

«Αχ, ο καημένος ο τζέημς» είπε. «0 Θεός το ξέρει πως κάνα­με ό,τι μπορούσαμε γι' αυτόν, όσο κι αν είμαστε φτωχές -δε θέλα­

με τίποτα να του λείψει όσο ζούσε».

Η Νάνη είχε ακουμπήσει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι του

καναπέ και φαινόταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος.

«Η καημένη η Νάνη» είπε η Ελίζα κοιτάζοντάς την, «είναι a­ποκαμωμένη. Μ' όλη αυτή τη δουλειά που είχαμε, κι αυτή κι εγώ,

να βρούμε τη γυναίκα και να τη φέρουμε να τον πλύνει, κι ύστερα

να τον συγυρίσουμε, κι ύστερα το φέρετρο, κι ύστερα να φροντί­

σουμε για τη λειτουργία στην εκκλησία. Και δίχως τον πάτερ

Ο'Ρουρκ, δεν ξέρω τι θα κάναμε. Αυτός μας έφερε όλα κείνα τα

λουλούδια και τα δυο καντηλέρια από την εκκλησία, κι έγραψε το

αγγελτήριο για την εφημερίδα και φρόντισε 6λα τα χαρτιά για το

νεκροταφείο και για την ασφάλεια του καημένου του τζέημς».

Page 20: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

20 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Μεγάλη καλοσύνη του» είπε η θεία μου.

Η Ελίζα έκλεισε τα μάτια της κι αργοκούνησε το κεφάλι της.

«Αχ, δεν υπάρχουν φίλοι σαν τους παλιούς φίλους» είπε.

«Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν υπάρχουν φίλοι που να μπο­

ρείς να τους εμπιστευτείς».

«Πραγματικά» είπε η θεία μου, «αυτό είν' αλήθεια. Και είμαι

βέβαιη πως, τώρα που έφυγε για αιώνια ανταμοιβή του, δε θα σας

ξεχάσει, εσάς κι όλη την καλοσύνη που του δείξατε».

«Αχ, ο καημένος ο Ί'ζέημς» αναστέναξε η Ελίζα. «Δεν ήταν

καμιά μεγάλη ενόχληση για μας. Δεν τον άκουγες μες στο σπίτι

παραπάνω απ' ό,τι τον ακούς τώρα. Ξέρω πως έφυγε, ωστόσο, και

πάνε όλα ... » «Όταν θα 'χουν τελειώσει όλα» είπε η θεία μου, <<t6τε είναι

που θα σας λείψει».

«Το ξέρω» είπε η Ελίζα. «Δε θα του φέρνω πια το τσάι του μες

στο φλιτζάνι, ούτε κι εσείς, κυρία μου, θα του στέλνετε τον ταμπά­

κο του. Αχ, ο καημένος ο Ί'ζέημς!»

Σταμάτησε, σαν να επικοινωνούσε με το παρελθόν, κι ύστερα

είπε με ύφος αποκαλυπτικό:

«Ξέρετε, πρόσεξα κάτι παράξενο τώρα τελευταία. Όποτε του

πήγαινα τη σούπα του, τον έβρισκα με τη σύνοψή του πεσμένη χά­

μω, γερμένον πίσω στην πολυθρόνα του, με το στόμα ανοιχτό».

Ακούμπησε το δάχτυλο στη μύτη της κι ύστερα συνέχισε:

«Κι ωστόσο, εξακολουθούσε να λέει πως, πριν περάσει το κα­

λοκαίρι, θα πήγαινε με τ' αμάξι κάποια όμορφη μέρα να ξαναδεί

το παλιό σπίτι, εκεί που όλοι είχαμε γεννηθεί, πέρα στην Άιριστα­

ουν, και θα μας έπαιρνε μαζί του, εμένα και τη Νάνη. Να μπορού­

σαμε μονάχα να παίρναμε έν' από κείνα τ' αμάξια που σκάρωσαν

τώρα τελευταία, που δεν κάνουν θόρυβο, του είχε μιλήσει γι' αυτά

ο πάτερ Ο'Ρουρκ, αυτά με τις μαστιχένιες* ρόδες -να πηγαίναμε,

είπε, οι τρεις μας ένα σαββατόβραδο στου Ί'ζόνι Ρος. Το 'χε βά­

λει στο νου του ... Ο καημένος ο Ί'ζέημς!» «Θεός σχωρέσ' τον» είπε η θεία μου.

Η Ελίζα έβγαλε το μαντίλι της και σκούπισε τα μάτια της.

*Τα μπέρδευε με το «λαστιχένιες» (Σ. τ. Μ.).

Page 21: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΙΑΔΕΛΦΕΣ 21

Ύ σtερα το ξανάβαλε στην τσέπη της και κοίταξε το αδειαν6 τζά­

κι κάμποσο, δίχως να μιλάει.

«Πάντα του ήταν πολύ ευσυνείδητος» είπε. «Πάνω απ' 6λα έρ­

χονταν γι' αυτ6ν τα ιερατικά του καθήκοντα. Και πέρασε μια.ζωή,

θα 'λεγε κανείς, σtαυρωμένψ>.

«Ναι» είπε η θεία μου, «ήταν άνθρωπος aπογοητευμένος. Το

'βλεπες ολοκάθαρα».

Μια σιωπή πλάκωσε το μικρ6 δωμάτιο, κι εγώ επωφελήθηκα,

πλησίασα σtο τραπέζι, δοκίμασα τη Μαδέρα μου και ξαναγύρισα

αθ6ρυβα στην καρέκλα μου, στη γωνιά. Η Ελίζα φαιν6ταν να 'χει

πέσει σε βαθιά ονειροπ6ληση. Την περιμέναμε με σεβασμ6 να

σπάσει τη σιωπή, κράτησε κάμποση ώρα, κι ύσtερα είπε αργ6-

συρτα:

«Ήταν εκείνο το δισκοπ6τηρο που έσπασε ... Αυτ6 ήταν η αρχή του κακού. Φuσικά, λένε πως ήταν εντάξει, πως δεν είχε τίποτα

μέσα, θέλω να πω. Ωσt6σο ... Λένε ακ6μα πως έφταιγε το παιδί. Μα ο καημένος ο τζέημς το πήρε τ6σο κατάκαρδα, ο Θε6ς ν' α­

ναπάψει την ψυχούλα του!»

«Και ήταν αυτ6;» είπε η θεία μου. «Κάτι έχω ακούσει ... » Η Ελίζα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά:

«Αυτ6 του πείραξε το μυαλ6. Ύ σtερα απ6 τούτο, άρχισε να

μελαγχολεί, σε κανέναν δε μιλούσε και τριγυρνούσε ολομ6ναχος.

Έτσι, ένα βράδυ τον φώναξαν να πάει σ' ένα σπίτι και δεν μπ6-

ρεσαν να τον βρουν πουθενά. Ψάξaνε σε βουνά και σε λαγκάδια,

δεν τον βρήκαν πουθενά, κι ο νεωκ6ρος έριξε την ιδέα να ψά­

ξουν και στην εκκλησία. Πήραν λοιπ6ν τα κλειδιά, άνοιξαν την

εκκλησία, κι ο νεωκ6ρος, ο πάτερ Ο'Ρουρκ κι ένας άλλος ιερέας

που ήταν εκεί, φέραν ένα φως για να ψάξουν να τον βρουν ... Και, φαντασtείτε, ήταν εκεί, ολομ6ναχος σtα σκοτεινά, σtο εξομολο­

γητήρι6 του, ολ6ξυπνος, και σαν να γελούσε σιγανά μοναχ6ς

του».

Σταμάτησε ξαφνικά, σαν για ν' αφουγκρασtεί. Αφουγκράστη­

κα κι εγώ. Δεν ακουγ6ταν τίποτα μέσα σtο σπίτι: και ήξερα πως ο

γερο-παπάς κειτ6ταν ήσυχος μέσα σtο φέρετρ6 του, 6πως τον εί­

χαμε δει, επίσημος και αυστηρ6ς σtο θάνατο, μ' ένα· αδειαν6 δι­

σκοπ6τηρο πάνω σtο σtήθος του.

Η Ελίζα επανέλαβε:

Page 22: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

22 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Ολόξυπνος, και σαν να γελούσε μοναχός του ... Τότε, φυσικά, όταν το 'δαν αυτό, αυτό τους έκανε να σκεφτούν πως κάτι μέσα

του δεν πήγαινε καλά ... »

Page 23: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Μια συνάντηση

Ο Ί'ζο Ντίλον μας πρωτογνώρισε την Άγρια Δύση. Είχε μια μικρή

βιβλιοθήκη, που την αποτελούσαν παλιά τεύχη περιοδικών, Η Ση­

μαία, Συλλογή και Θαύμα της Πεντάρας. Κάθε απόγευμα, μετά το

σχολείο, μαζευόμασταν στο πίσω περιβόλι του και σκηνοθετού­

σαμε ινδιάνικες μάχες. Αυτός, κι ο μικρότερος χοντρομπαλάς α­

δελφός του, ο Λέο ο τεμπέλης, οχυρώνονταν στη σοφίτα του στά­

βλου, ενώ εμείς πασχίζαμε να την κυριέψουμε εξ εφόδου, ή κάνα­

με μάχη εκ του συστάδην πάνω στο γρασίδι. Αλλά όσο καλά κι αν

πολεμούσαμε, ποτέ δεν κερδίσαμε μια μάχη ή μια πολιορκία, και

όλοι οι πόλεμοί μας τέλειωναν μ' έναν πολεμικό νικητήριο χορό

του Ί'ζο Ντίλον. Οι γονείς του πήγαιναν κάθε πρωί στη λειτουρ­

γία των οχτώ, στην εκκλησία της οδού Γκάρντινερ, και η γαλήνια

μυρωδιά της κυρίας Ντίλον κυριαρχούσε στο χωλ του σπιτιού. Μα

ο Ί'ζο έπαιζε πάρα πολύ άγρια για μας, που ήμαστε μικρότεροι

στα χρόνια και δειλιάζαμε. Έμοιαζε κάπως με Ινδιάνο, καθώς

χοροπηδούσε ολόγυρα στον κήπο, μ' ένα παλιό κάλυμμα της τσα­

γιέρας στο κεφάλι, χτυπώντας έναν γκαζοντενεκέ με τη γροθιά

του και φωνοκοπώντας:

«Για! γιάκα, γιάκα, γιάκα!»

Όλοι μας δυσπιστούσαμε όταν ακούγαμε να λένε πως είχε κλί­

ση για την ιεροσύνη. Κι ωστόσο, ήταν αλήθεια.

Ένα πνεύμα ανυποταξίας ήταν διάχυτο μεταξύ μας, και κάτω

από την επίδρασή του παραμερίζονταν οι διαφορές σε μόρφωση

και ιδιοσυγκρασία. Συγκροτηθήκαμε σε μια ομάδα, μερικοί θαρ­

ραλέα, μερικοί σαν να το 'παιρναν στ' αστεία, και μερικοί σχεδόν

από φόβο: και ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους, τους aπρόθυ­

μους Ινδιάνους, που φοβόνταν μήπως φανούν καλά παιδιά ή πως

Page 24: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

24 ΤΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

τους έλειπε το θάρρος, ήμουν κι εγώ. Οι περιπέτειες που διηγόταν

η λογοτεχνία της Άγριας Δύσης δεν είχαν σχέση με τον δικό μου

χαρακτήρα, όμως άνοιγαν, τουλάχιcπον, πόρτες διαφυγής. Εγώ

προτιμούσα κάτι αμερικάνικα αστυνομικά μυθισtορήματα, που τα

διασχίζανε κάποιες φορές όμορφες, ντερμπεντέρισες, aτίθασες κοπέλες. Αν και δεν υπήρχε τίποτα κακό σ' αυτά τα μυθισtορήμα­

τα, και μόλο που η πρόθεσή τους ήταν λογοτεχνική, κάποιες φο­

ρές, κυκλοφορούσαν κρυφά cπο σχολείο. Μια μέρα που ο πάτερ

Μπάτλερ άκουγε στην τάξη ένα μαθητή να λέει τις τέσσερις σελί­

δες Ρωμαϊκή Ισtορία που είχαμε για μάθημα, ο αδέξιος ο Λέο

Ντίλον πιάστηκε να 'χει ένα τεύχος από το Θαύμα της Πεντάρας.

«Αυτή τη σελίδα ή την άλλη; Αυτή; Εμπρός, Ντίλον, σήκω! Και

μόλις η μέρα ... Συνέχισε! Ποια μέρα; Και μόλις η μέρα ανέτειλε ... Έχεις μελετήσει; Τι 'ν' αυτό που έχεις στην τσέπη σου;»

Όλων μας η καρδιά πήγε να σπάσει καθώς ο Λέο Ντίλον έδινε

το περιοδικό, κι όλοι πήρανε ύφος αθώο. Ο πάτερ Μπάτλερ ξε­

φύλλισε το περιοδικό κατσουφιασμένος.

«Τι 'ν' αυτό το παλιόπραμα;» είπε. «0 αρχηγός των Απάτσι! Αυτό διάβαζες αντί να μελετάς τη Ρωμα"ίκή Ιcπορία σου; Να μην

ξαναβρώ άλλη τέτοια ελεεινή φυλλάδα σ' αυτό το κολέγιο! Αυτός

που το 'γραψε, ήταν κάποιος τιποτένιος που γράφει αυτά τα πα­

λιοπράγματα για ένα ποτήρι ουίσκι. Μένω κατάπληκτος πώς, α­

γόρια σαν κι εσάς, μορφωμένα, διαβάζουν τέτοιες αηδίες! Θα

μπορούσα να το καταλάβω αν ήσαcπε παιδιά ... του Δημοσίου! Λοιπόν, Ντίλον;»

Αυτή η επίπληξη κατά την επίσημη ώρα της διδασκαλίας, έκανε

να χλομιάσει πολύ σtα μάτια μου η αίγλη της Άγριας Δύσης, και

το ταραγμένο, φουσκωτό πρόσωπο του Λέο Ντίλον ξύπνησε μέσα

μου μιαν από τις συνειδητοποιήσεις μου. Μα όταν η ανασtαλτική

επιρροή του σχολείου ξεμάκρυνε, άρχισα πάλι να λαχταρώ βίαια

συναισθήματα, τη φυγή που μονάχα αυτές οι συνταρακτικές α­

φηγήσεις φαίνονταν να μου προσφέρουν. Η απογευματινή απομί­

μηση του πολέμου άρχισε τελικά να μου γίνεται βαρετή, όσο και η

ρουτίνα του σχολείου τα πρωινά, επειδή λαχταρούσα να μου συμ­

βούν πραγματικές περιπέτειες. Αλλά πραγματικές περιπέτειες,

σκεφτόμουν, δε συμβαίνουν σε ανθρώπους που μένουν κολλημέ­

νοι σtον τόπο τους: πρέπει να τις αναζητήσεις μακριά.

Page 25: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΊΉΣΗ 25

Οι θερινές διακοπές πλησίαζαν, όταν αποφάσισα να διακόψω

την κουραστική μονοτονία της σχολικής ζωής για μια μέρα τουλά­

χιστον. Μαζί με τον Λέο Ντίλον κι άλλο ένα αγόρι που το 'λεγαν

Μαχόνι, σχεδίασα μιας μέρας σκασιαρχείο. Καθένας μας οικονό­

μησε από μισό σελίνι. Θ' aνταμώναμε στις δέκα το πρωί στο Γε­

φύρι του Καναλιού. Η μεγάλη αδελφή του Μαχόνι θα 'γραφε μια

δικαιολογία για την απουσία του, κι ο Λέο Ντίλον θα 'λεγε στον

αδελφό του να πει πως ήταν άρρωστος. Κανονίσαμε να πάρουμε

το δρόμο της aποβάθρας, ώσπου να φτάσουμε στα βαποράκια, κι

ύστερα να περάσουμε απέναντι με πορθμείο και να πάμε να δού­

με τον Περιστερώνα. Ο Λέο Ντίλον φοβότανε μήπως aνταμώνα­

με τον πάτερ Μπάτλερ ή κάποιον από το κολέγιο, μα ο Μαχόνι

ρώτησε, πολύ λογικά, τι δουλειά μπορούσε να 'χει ο πάτερ Μπάτ­

λερ στον Περιστερώνα. Ησυχάσαμε, κι εγώ έφερα εις πέρας το

πρώτο μέρος του σχεδίου, εισπράττοντας μισό σελίνι από τους άλ­

λους δυο, και δείχνοντάς τους ταυτόχρονα το δικό μου μισό σελί­

νι. Όσο κανονίζαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες, την παραμονή,

όλοι μας νιώθαμε κάποιαν αόριστη διέγερση. Δώσαμε τα χέρια

γελώντας, κι ο Μαχόνι είπε:

«Αύριο λοιπόν, παιδιά».

Κοιμήθηκα άσκημα εκείνη τη νύχτα. Το πρωί ήμουν ο πρώτος

που πήγα στο γεφύρι, μια και καθόμουν πιο κοντά απ' τους άλ­

λους. Έκρυψα τα βιβλία μου μέσα στα ψηλά χορτάρια, κοντά στο

σκουπιδοντενεκέ, στο τέλος του κήπου, που κανένας δεν πήγαινε

ποτέ, και τράβηξα βιαστικά για την όχθη του καναλιού. Ήταν ένα

γλυκό, ηλιόλουστο πρωινό της πρώτης βδομάδας του Ιουνίου. Κά­

θισα στο παραπέτο του γεφυριού, θαυμάζοντας τα λεπτά πάνινα

παπούτσια μου, που τα 'χα ασπρίσει προσεχτικά aποβραδίς, και

κοιτάζοντας τα υπάκουα άλογα που aνηφόριζαν το λόφο σέρνο­

ντας ένα τραμ γεμάτο ανθρώπους που πήγαιναν στη δουλειά τους.

Όλα τα κλωνιά των ψηλών δέντρων που πλαισίωναν τη δημοσιά,

ήταν μια χαρά με τ' ανοιχτοπράσινα φυλλαράκια τους, κι ο ήλιος,

περνώντας ανάμεσά τους, ξεγλιστρούσε στο νερό. Η γρανιτόπε­

τρα του γεφυριού άρχισε να ζεσταίνεται, κι εγώ άρχισα να τη χτυ­

πώ ανάλαφρα με τα χέρια μου, πάνω σ' έναν δικό μου σκοπό.

Ήμουν πολύ ευτυχισμένος.

Αφού κάθισα εκεί πέντε δέκα λεπτά, είδα να σιμώνει η γκρίζα

Page 26: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

26 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

φορεσιά του Μαχόνι. Ανηφόρισε το λόφο χαμογελώντας, και κά­

θισε πλάι μου στο παραπέτο του γεφυριού. Όσο περιμέναμε, έ­

βγαλε μια σφεντόνα που φούσκωνε απ' την εσωτερική τσέπη του

και μου εξήγησε μερικές βελτιώσεις που της είχε κάνει. Τον ρώ­

τησα γιατί την είχε φέρει, και μου είπε πως την είχε φέρει για να

«ξεμποσκάρει» με τα πουλιά. Ο Μαχόνι πάντα χρησιμοποιούσε

κάτι τέτοιες λα"ίκές λέξεις, και τον πάτερ Μπάτλερ τον έλεγε ο

γερο-Σβίγκος. Περιμέναμε ακόμη ένα τέταρτο της ώρας, μα ούτε

ίχνος από τον Λέο Ντίλον. Τέλος, ο Μαχόνι πήδηξε κάτω απ' το

παραπέτο και είπε:

«Πάμε. Το 'ξερα πως ο χοντρός θα κώλωνε».

«Και το μισό σελίνι του ... ;» είπα. «Αυτό είναι το πρόστιμο» είπε ο Μαχόνι. «Και τόσο το καλύτε­

ρο για μας -ένα σελίνι κι έξι μπακίρια αντί μονάχα ένα σελίνι».

Τραβήξαμε πάνω στο δρόμο Νορθ Στραντ, ώσπου φτάσαμε στο

εργοστάσιο βιτριολιού, κι ύστερα στρίψαμε δεξιά, στην Ουάρφ

Ρόουντ. 0-Μαχόνι άρχισε να κάνει τον Ινδιάνο μόλις βρεθήκαμε

σε μοναξιά και δε μας έβλεπε κανένας. Έβαλε στο κυνήγι κάτι

κουρελιάρικα κοριτσάκια, φοβερίζοντάς τα με τη σφεντόνα του,

κι όταν δυο κουρελιάρικα αγοράκια βάλθηκαν, από ιπποτισμό, να

μας πετούνε πέτρες, πρότεινε να τα κυνηγήσουμε. Του έφερα αν­

τίρρηση πως τ' αγοράκια ήταν πολύ μικρά, κι έτσι συνεχίσαμε το

δρόμο μας, όσο οι κουρελήδες μάς προγκίζανε: Φασκιωμένοι!

Φασκιωμένοι! νομίζοντας πως ήμαστε διαμαρτυρόμενοι, επειδή ο

Μαχόνι, που ήτανε μελαχρινός, είχε στο σκουφί του το ασημένιο

έμβλημα κάποιου συλλόγου του κρίκετ. Σαν φτάσαμε στο Σμού­

δινγκ Άιρον, παίξαμε «Πολιορκίω>· μα ήταν αποτυχία, επειδή

πρέπει να 'ναι τουλάχιστον τρεις γι' αυτό το παιχνίδι. Τα ρίξαμε

όλα στην καμπούρα του Λέο Ντίλον και τον εκδικηθήκαμε λέγο­

ντας τι φοβιτσιάρης που ήταν και κάνοντας υποθέσεις για το πό­

σες θα 'τρωγε από τον κύριο Ράιαν στις τρεις η ώρα.

Ύστερα πήγαμε κοντά στο ποτάμι. Περάσαμε πολλή ώρα τρι­

γυρνώντας στους πολυθόρυβους δρόμους με τους ψηλούς πέτρι­

νους τοίχους από τις δυο πλευρές, παρακολουθώντας πώς λει­

τουργούν οι γερανοί κι οι μηχανές, κι ακούγαμε συχνά τον εξά­

ψαλμο από τους aραμπατζήδες που αγανακτούσαν, όπως στεκό­

μασταν και χαζεύαμε δίχως να παραμερίζουμε. Ήταν πια μεση-

Page 27: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΓΗΣΗ 27

μέρι όταν φτάσαμε στα μολώματα, πλάι στο ποτάμι, κι όπως όλοι

οι εργάτες φαίνεται πως τρώγανε το μεσημεριανό τους, αγοράσα­

με δυο μεγάλα σταφιδόψωμα και καθίσαμε να τα φάμε πάνω σε

κάτι σιδερένιους σωλήνες πλάι στο ποτάμι. Διασκεδάσαμε με το

θέαμα της εμπορικής κίνησης του Δουβλίνου -τα ρυμουλκά που

τραβούσαν τις μαούνες, σφύριζαν από μακριά, αναδίνοντας α­

φράτον σαν μπαμπάκι, καρουλιαστό καπνό, ο στόλος από ψαρο­

κάικα πέρα από το Ρίνγκσεντ, η μεγάλη άσπρη σκούνα που ξε­

φόρτωνε στον aντικρινό μώλο. Ο Μαχόνι είπε πως θα 'τανε ω­

ραίο κόλπο να μπαρκάρουμε σ' ένα από κείνα τα μεγάλα καρά­

βια και να το σκάσουμε, κι ακόμα κι εγώ, κοιτάζοντας τα ψηλά

κατάρτια, έβλεπα, ή φανταζόμουνα, τη γεωγραφία που τόσο γλί­

σχρα, με το σταγονόμετρο, μου χορηγούσαν στο σχολείο, να παίρ­

νει σιγά σιγά υπόσταση κάτω απ' τα μάτια μου. Σχολείο και σπίτι

λες και ξεμάκραιναν από μας, και η επιρροή τους πάνω μας φαι­

νότανε να ξεθωριάζει.

Περάσαμε στην aντικρινή όχθη του Λίφφυ με το πορθμείο,

πληρώνοντας διόδια για τη μεταφορά μας, μαζί με δυο αγρότες

και μ' ένα εβραιόπουλο που κρατούσε μια τσάντα. Ήμασταν σο­

βαροί μέχρι επισημότητας, αλλά κάποια στιγμή, στο διάστημα της

σύντομης διαδρομής, aντάμωσαν οι ματιές μας και βάλαμε τα γέ­

λια. Όταν βγήκαμε, σταθήκαμε και κοιτάζαμε το ξεφόρτωμα της

όμορφης τρικάταρτης σκούνας που είχαμε δει από τον άλλο μώ­

λο. Κάποιος εκεί κοντά μάς είπε πως ήταν νορβηγικό καράβι. Πή­

γα προς το μέρος της πρύμνης και πάσχισα να διαβάσω τ' όνομα

που ήταν γραμμένο, μα δεν το κατάφερα, γύρισα πίσω, και κοίτα­

ζα εξεταστικά τους ξένους ναύτες, για να δω αν είχε κανένας

τους πράσινα μάτια, γιατί είχα κάποια αόριστη ιδέα ... Οι ναύτες είχαν μάτια γαλανά, γκρίζα, ακόμα και μαύρα. Ο μόνος ναύτης

που τα μάτια του θα μπορούσες να τα πεις πράσινα, ήταν ένας

ψηλός που διασκέδαζε το τσούρμο φωνάζοντας χαρούμενα κάθε

φορά που πέφταν οι σανίδες:

«Εντάξει! εντάξει!»

Όταν βαρεθήκαμε τούτο το θέαμα, τριγυρίσαμε χαζεύοντας

στο Ρίνγκσεντ. Η μέρα είχε αρχίσει να γίνεται βαριά, και στις βι­

τρίνες των μπακάλικων άσπριζαν μουχλιασμένα μπισκότα. Αγο­

ράσαμε σοκολάτες και μερικά μπισκότα, που τα φάγαμε λαίμαρ-

Page 28: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

28 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

γα τριγυρνώvεας σtους βρώμικους δρ6μους, αυτού που έμεναν οι

οικογένειες των ψαράδων. Δεν μπορέσάιi.ε να βρούμε γαλατάδι­κο, κι έτσι πήγαμε σ' ένα μαγαζάκι, κι αγοράσαμε ο καθένας ένα

μπουκάλι χυμ6 απ6 βατ6μουρα. Ο Μαχ6νι, τώρα που είχε δροσι­

σtεί μ' αυτ6 που ήπιε, κυνήγησε μια γάτα σ' ένα παρασ6κακο, μα

η γάτα ξέφυγε σ' ένα μεγάλο χωράφι. Κι οι δυο μας νιώθαμε κά­

πως κουρασμένοι, κι 6ταν φτάσαμε σtο χωράφι, τραβήξαμε αμέ­

σως σ' ένα ανάχωμα που κατηφ6ριζε απ6 την άλλη, απ' 6που μπο­

ρούσαμε να δούμε το Ντ6vtερ πάνω απ' το ραχοβούνι.

Ήταν πια πολύ αργά και ήμασtαν πολύ κουρασμένοι για να

πραγματοποιήσουμε το σκοπ6 μας να πάμε σtον Περισtερώνα.

Έπρεπε να 'μασtε σπίτι πριν απ6 τις τέσσερις, για να μην αποκα­

λυφθεί η περιπέτειά μας. Ο Μαχ6νι κοίταζε θλιμμένα τη σφεvt6-

να του, και χρειάσtηκε να του προτείνω να γυρίσουμε με το τρέ­

νο, για να ξαναβρεί το κέφι του. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ6 κάτι

σύννεφα και μας παράτησε σεις κουρασμένες σκέψεις μας και

σtα ψίχουλα των μπισκ6των.

Ήμασtαν ολομ6ναχοι σtο χωράφι. Αφού μείναμε έτσι καθι­

σμένοι λίγη ώρα δίχως να μιλούμε, είδα κάποιον να σιμώνει απ6

την πέρα άκρη του χωραφιού. Τον παρακολουθούσα με νωθρή

ματιά 6σο μασούλιζα ένα απ6 κείνα τα πράσινα κοτσάνια, που

κ6βουν τα κορίτσια και λένε την τύχη. Ερχ6τανε κατά δω με αργή

περπατησιά, το ένα χέρι πάνω σtο γοφ6 και σtο άλλο χέρι κρα­

τούσε μια βέργα και χτυπούσε ανάλαφρα· τη χλ6η. Τα ρούχα του

ήταν παλιά, φορούσε ένα μαύρο κοσtούμι που πρασίνιζε, κι ένα

καπέλο. σαν αυτά που τα λέγανε τσουκάλια, με ψηλ6 τεπέ. Φαι­

ν6ταν αρκετά ηλικιωμένος, γιατί το μουΟτάκι του ήταν γκρίζο προς το σtαχτί. Καθώς περνούσε απ6 μπροσtά μας, αναθώρησε

και μας έριξε μια γρήγορη ματιά, κι ύσtερα συνέχισε το δρ6μο

του. Τον παρακολουθούσαμε με το μάτι κι είδαμε πως αφού προ­

χώρησε κάπου πενήvtα βήματα, έκανε μεταβολή κι άρχισε να

'ρχεται πάλι κατά δω. Ερχ6τανε προς το μέρος μας με πολύ αργ6

βήμα, χτυπώvtας τη γη με τη βέργα του, με τ6σο αργ6 βήμα, που

φαvtάσtηκα πως κάτι έψαχνε μέσα σtο χορτάρι.

Σταμάτησε σαν έφτασε μπροσtά μας και μας καλημέρισε. Τον

καλημερίσαμε κι εμείς, και τ6τε κάθισε πλάι μας με aργές κινή­

σεις και με μεγάλη προσοχή. Άρχισε να μιλάει για τον καιρ6, λέ-

Page 29: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΊΉΣΗ 29

γοντας πως θα 'χαμε πολύ ζεστό καλοκαίρι, και πρόσθεσε πως το

κλίμα είχε αλλάξει πολύ από τότε που ήταν παιδί, πριν από πολλά

χρόνια. Είπε πως η πιο ευτυχισμένη εποχή της ζωής του ανθρώ­

που είναι δίχως αμφιβολία τα χρόνια που είναι σκολιαρόπουλο,

και πως θα 'δινε ό,τι έχει και δεν έχει για να ξαναγύριζε σ' εκείνα

τα χρόνια. Όσο μιλούσε γι' αυτά τα συναισθήματα, που λίγο τα

βαριόμασταν, μέναμε σιωπηλοί. Ύστερα άρχισε να μας κουβε­

ντιάζει για σχολείο και βιβλία. Μας ρώτησε αν είχαμε διαβάσει

τα ποιήματα του Τόμας Μουρ ή τα έργα του Σερ Γουώλτερ Σκωτ

και του Λόρδου Λύττον. Εγώ διατεινόμουν πως είχα διαβάσει ό­

λα τα βιβλία που ·ανέφερε, κι έτσι μου είπε τελικά: «Α, καθώς βλέπω, είσαι φιλαναγνώστης σαν εμένα. Ενώ}} πρό­

σθεσε, δείχνοντας τον Μαχόνι που μας κοίταζε με γουρλωμένα

μάτια, «του λόγου του είναι διαφορετικός: του αρέσουν τα αθλη­

τικά παιχνίδια».

Είπε πως είχε στο σπίτι του όλα τα έργα του Σερ Γουώλτερ

Σκωτ και όλα τα έργα του Λόρδου Λύττον, και πως ποτέ δεν κου­

ραζόταν να τα διαβάζει. Φυσικά, πρόσθεσε, μερικά από τα έργα

του Λόρδου Λύττον δεν είναι για να τα διαβάσουν παιδιά. Ο Μα­

χόνι τον ρώτησε γιατί δεν είναι για να τα διαβάσουν παιδιά -μια

ερώτηση που με αναστάτωσε και μ' έτσουξε, γιατί ο άνθρωπος θα

νόμιζε πως ήμουν κι εγώ aνόητος σαν τον Μαχόνι. Ωστόσο, εκεί­

νος μονάχα χαμογέλασε. Είδα πως είχε μεγάλα χάσματα στο στό­

μα του, ανάμεσα στα κίτρινα δόντια του. Ύστερα με ρώτησε ποι­

ος απ' τους δυο μας είχε τις περισσότερες αγαπητικιές. Ο Μαχόνι

είπε στο βρόντο πως είχε τρεις τσούπρες. Ο γέρος με ρώτησε πό­

σες είχα εγώ. Αποκρίθηκα πως δεν είχα καμία. Δε με πίστεψε και

είπε πως ήταν βέβαιος πως θα 'χα κι εγώ μία. Δεν aποκρίθηκα.

«Για πείτε μας» του είπε με αυθάδεια ο Μαχόνι, «εσείς πόσες

έχετε;»

Χαμογέλασε όπως πρωτύτερα και είπε πως σαν ήταν στην ηλι­

κία μας, είχε ένα σωρό αγαπητικιές.

«Το κάθε αγόρι» είπε, «έχει μιαν αγαπούλα».

Η στάση του σ' αυτό το ζήτημα μου φάνηκε παράξενη και άτο­

πη για άνθρωπο της ηλικίας του. Στο βάθος του εαυτού μου έβρι­

σκα πως αυτό που είπε γι' αγόρι και αγαπητικιές, ήταν λογικό.

Αλλά δε μου άρεσαν αυτά τα λόγια στο δικό του στόμα, κι αναρω-

Page 30: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

30 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τήθηκα γιατί αναρίγησε μια δυο φορές, σαν να φοβήθηκε κάτι ή

σαν να 'νιωσε ψύχρα ξαφνικά. Όσο μιλούσε, πρόσεξα πως ο τό­

νος της φωνής του ήταν καλός. Άρχισε να μας μιλάει για κοπέλες,

έλiγε πόσο απαλά και όμορφα μαλλιά είχαν, πόσο απαλά ήταν τα χέρια τους και πως όλες οι κοπέλες, όταν τις γνώριζες, δεν ήταν

τόσο καλές όσο φαίνονταν. Είπε πως τίποτα δεν του άρεσε τόσο

πολύ, όσο να βλέπει μια όμορφη νέα κοπέλα, τα καλοφτιαγμένα

άσπρα χέρια της και τα όμορφα απαλά μαλλιά της. Μου έκανε

την εντύπωση πως επαναλάβαινε κάτι που το 'χε μάθει απέξω, ή

πως ο νους του, μαγνητισμένος από μερικά λόγια της ίδιας του της

ομιλίας, περιστρεφόταν αργά πάνω στην _ίδια τροχιά. Κάποιες

στιγμές μιλούσε σαν ν' αναφερόταν απλώς σε κάποιο γεγονός

που το ξέραμε όλοι, κι άλλοτε πάλι, χαμήλωνε τη φωνή του και μι­

λούσε με ύφος μυστηριακό, σαν να μας έλεγε κάποιο μυστικό που

δεν ήθελε να τ' ακούσουν άλλοι. Επαναλάβαινε τις φράσεις του,

ξανά και ξανά, ποικίλλοντάς τες, και σαν να τις τύλιγε με τη μονό­

τονη φωνή του. Εξακολουθούσα να κοιτάζω κάτω την πλαγιά όσο

τον άκουγα.

Ύστερα από κάμποση ώρα, ο μονόλογός του σταμάτησε.

Αργοσηκώθηκε, λέγοντας πως ήταν υποχρεωμένος να μας αφήσει

για ένα δυο λεπτά, για μερικά λεπτά, και δίχως ν' αλλάξω την κα­

τεύθυνση της ματιάς μου, τον είδα να πηγαίνει με σιγανή περπα­

τησιά προς την κοντινή άκρη του χωραφιού. Καθόμασταν αμίλη­

τοι αφού έφυγε. Ύστερα από μερικά λεπτά σιωπή, άκουσα τον

Μαχόνι να βάζει μια φωνή:

«Για δες! Κοίτα τι κάνει!»

Και καθώς δεν aποκρίθηκα ούτε σήκωσα τα μάτια μου, ο Μα­

χόνι ξανάπε:

«Για δες ... Είναι αλλόκοτο μούτρο!» «Αν μας ρωτήσει πώς μας λένε» του είπα, «σε λένε Μέρφυ κι ε­

μένα Σμίθ».

Δεν είπαμε τίποτ' άλλο μεταξύ μας. Καθώς εξακολουθούσα ν'

αναρωτιέμαι αν θα 'φευγα ή όχι, γύρισε και ξανακάθισε κοντά

μας. Μόλις είχε καθίσει, η ματιά του Μαχόνι πήρε τη γάτα που

του είχε ξεφύγει, τινάχτηκε όρθιος και την κυνήγησε μες στο χω­

ράφι. Ο άλλος κι εγώ κοιτάζαμε το κυνηγητό. Η γάτα πάλι ξέφυ­

γε, κι ο Μαχόνι άρχισε να της πετάει πέτρες στον τοίχο που είχε

Page 31: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝ'fΗΣΗ 31

σκαρφαλώσει. Έπειτα την παράτησε και βάλθηκε να τριγυρίζει

άσκοπα στην πέρα άκρη του χωραφιού.

Ύστερα από ένα διάστημα, ο άνθρωπος μου μίλησε, είπε πως

ο φίλος μου ήταν πολύ μόρτης και με ρώτησε αν τρώω συχνά κα­

μουτσιές στο σχολείο. Έκανα να του aποκριθώ αγανακτισμένος

πως δεν ήμασταν παιδιά του Δημοσίου για να τρώμε καμουτσιές,

όπως το 'πε, αλλά προτίμησα να σωπάσω. Άρχισε να μου μιλάει

για το θέμα της τιμωρίας των παιδιών. Ο νους του, σαν να μαγνη­

τιζόταν πάλι απ' τα λόγια του, λες και στριφογύριζε σιγανά γύρω

απ' το νέο κέντρο του. Όταν ένα αγόρι είναι αγροίκο και άταχτο,

τίποτα δεν του κάνει καλό εκτός από ένα γερό ξύλο με το καμου­

τσί. Με το χάρακα στο χέρι ή ένας μπάτσος δεν ωφελούν σε τίπο­

τε: αυτό που του χρειάζεται είναι ένα ωραίο ξύλο με το καμουτσί.

Παραξενεύτηκα για τούτη την επίμονη ιδέα και άθελά μου τον

κοίταξα στο πρόσωπο. Αντάμωσα το βλέμμα δυο ματιών, πράσι­

νων σαν γυαλί μπουκάλας, να με κοιτάζουν κάτω από ένα ζαρω­

μένο μέτωπο. Γύρισα πάλι τα μάτια μου απ' την άλλη.

Εκείνος συνέχισε το μονόλογό του. Φαινόταν να 'χει ξεχάσει

την πρόσφατη ελευθεροστομία του. Είπε πως, αν έπιανε ποτέ κα­

νένα αγόρι να κουβεντιάζει με κορίτσια ή να 'χει αγαπητικιά, θα

το 'σπαζε στο ξύλο, κι αυτό θα του γινότανε μάθημα, να μη μιλάει

με κορίτσια. Κι αν ένα αγόρι είχε αγαπητικιά κι έλεγε ψέματα

πως δεν έχει, θα του κάθιζε τέτοιο ξύλο, όσο δεν έχει φάει κανέ­

να αγόρι στον κόσμο. Είπε πως τίποτα σ' αυτόν τον κόσμο δε θα

του άρεσε τόσο πολύ. Μου περιέγραψε πώς θα 'δερνε ένα τέτοιο

αγόρι, σαν να μου αποκάλυπτε κάποιο πολύπλοκο μυστήριο. Θα

το προτιμούσε, είπε, απ' ό,τι άλλο στον κόσμο, κι η φωνή του, κα­

θώς με οδηγούσε μονότονα μέσ' απ' το μυστήριο, έγινε σχεδόν

συγκινητική και φαινόταν σαν να ζητούσε να τον καταλάβω.

Περίμενα ώσπου τέλειωσε πάλι ο μονόλογός του. Τότε σηκώ­

θηκε απότομα. Για να μην προδώσω την ταραχή μου, έκανα πως

δένω τα κορδόνια του παπουτσιού μου, κι ύστερα του είπα πως ή­

μουν υποχρεωμένος να φύγω, και τον aποχαιρέτησα. Ανέβηκα ή-

. ρε μα την ανηφοριά, μα η καρδιά μου σφυροκοπούσε απ' το φόβο μη μ' αδράξει απ' τους aστραγάλους. Σαν έφτασα στην κορυφή

της aνηφοριάς, έκανα στροφή προς τα εκεί, και δίχως να τον κοι­

τάξω, έβαλα μια δυνατή φωνή πάνω απ' το χωράφι:

Page 32: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

32 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Μέρφυ!»

Η φωνή μου είχε έναν τόνο παλικαριάς με το ζόρι και ντρεπό­

μουν για το ελεεινό μου στρατήγημα. Χρειάστηκε να ξαναφωνά­

ξω το όνομα, ώσπου να με δει ο Μαχόνι και ν' αντιφωνάξει. Πώς

χτυπούσε η καρδιά μου όσο ερχόταν εκείνος τρέχοντας μέσ' απ'

το χωράφι για να μ' aνταμώσει! Έτρεχε σαν να μου 'φερνε βοή­

θεια. Και στεκόμουν σαν μετανοών αμαρτωλός, επειδή, στο βά­

θος της καρδιάς μου, πάντα τον είχα κάπως περιφρονήσει.

Page 33: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Αραβία

Η οδός Νορθ Ρίτσμοντ, μια αδιέξοδος, ήταν ένας ήσυχος δρόμος,

εκτός από την ώρα που σκολούσαν τα παιδιά της Σχολής Χριστια­

νών Αδελφών. Ένα ακατοίκητο σπίτι με δυο πατώματα υψωνόταν

στο τέλος του αδιέξοδου δρόμου, απομονωμένο από τα γειτονικά

σπίτια, μέσα σ' ένα τετράγωνο οικόπεδο. Τα άλλα σπίτια του δρό­

μου, έχοντας αντίληψη της σεμνής ζωής στο εσωτερικό τους,

αλληλοκοιτάζονταν με καφετιές, aτάραχες προσόψεις.

Ο προηγούμενος κάτοικος του σπιτιού μας, ένας παπάς, είχε

πεθάνει στο πίσω σαλόνι. Η ατμόσφαιρα, μουχλιασμένη από τη

μακροχρόνια κλεισούρα, ήταν βαριά σε όλα τα δωμάτια, κι η α­

ποθήκη, πίσω από την κουζίνα, ήταν γεμάτη παλιά, άχρηστα χαρ­

τιά και βιβλία. Ανάμεσα σ' αυτά βρήκα μερικά άδετα βιβλία, με

υγρές και κουρελιασμένες σελίδες: Ο ηγούμενος του Γουώλτερ

Σκώτ, Ο ευσεβής μεταλαμβάνων και Τα απομνημονεύματα του Βι­

ντώκ. Αυτό το τελευταίο μου άρεσε περισσότερο, επειδή τα φύλ­

λα του ήταν κιτρινισμένα. Ο κήπος πίσω από το σπίτι, σε άγρια

κατάσταση, είχε μια μηλιά καταμεσής και μερικούς θάμνους εδώ

κι εκεί. Κάτω από ένα θάμνο βρήκα τη σκουριασμένη τρόμπα του

ποδηλάτου του μακαρίτη νοικάρη. Ήταν ένας πολύ φιλάνθρωπος

παπάς με τη διαθήκη του· είχε αφήσει όλα του τα λεφτά σε ιδρύ­

ματα, και τα έπιπλα του σπιτιού στην αδελφή του.

Σαν έφτασαν οι σύντομες μέρες του χειμώνα, σουρούπωνε

πριν καλοφάμε το βραδινό μας. Όταν aνταμώναμε στο δρόμο, τα

σπίτια ήταν κιόλα μελαγχολικά. Ο ουρανός πάνωθέ μας είχε ένα

χρώμα μενεξελί, που παράλλαζε ολοένα, και τα φανάρια του δρό­

μου ύψωναν σ' αυτόν το αδύναμο φως τους. Ο κρύος αέρας μας έ­

τσουζε, και παίζαμε ώσπου πύρωναν τα κορμιά μας. Οι φωνές

Page 34: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

34 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

μας αντηχούσαν στο σιωπηλό δρόμο. Τα τρεξίματα των παιχνι­

διών μας μάς έφερναν, μέσ' απ' τα σκοτεινά, λασπιάρικα σοκάκια

πίσω από τα σπίτια, καθώς παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους, στις

πίσω πόρτες των σκοτεινών περιβολιών που έσταζαν υγρασία,

απ' όπου υψώνονταν οσμές, από τους σκουπιδοντενεκέδες ίσαμε

τους σκοτεινούς στάβλους με τη βαριά μυρωδιά, όπου κάποιος α­

μαξάς ξύστριζε και χτένιζε το άλογο, κι έκανε να παίζουν μουσι­

κή τα κουδουνάκια της λαιμαριάς, καθώς ξέζευε το άλογο. Όταν

ξαναγυρίζαμε στο δρόμο μας, φώτα από το παράθυρο της κάθε

κουζίνας είχαν γεμίσει την περιοχή. Αν μπανίζαμε το θείο μου να

στρίβει τη γωνία, κρυβόμασταν στα σκοτεινά ώσπου περνούσε ο

κίνδυνος όταν πια τον βλέπαμε να μπαίνει στο σπίτι. Ή σαν έ­

βγαινε στο κατώφλι της πόρτας η αδελφή του Μάνγκαν να τον

φωνάξει για το τσάι του, την παρακολουθούσαμε από τον κρυψώ­

να μας να ψάχνει με το μάτι το δρόμο προς τα πάνω και προς τα

κάτω. Περιμέναμε να δούμε αν θα 'μενε ή αν θα πήγαινε μέσα, κι

αν έμενε, παρατούσαμε τον κρυψώνα μας και τραβούσαμε απο­

. φασιστικά για τα σκαλιά του Μάνγκαν. Εκείνη μάς περίμενε, η σιλουέτα της διαγραφόταν στο φως της μισάνοιχτης πόρτας. Ο α­

δελφός της πάντα την πείραζε πριν υπακούσει, κι εγώ στεκόμουν

κοντά στο κάγκελο και την κοιτούσα. Το φόρεμά της ανέμιζε κα­

θώς κουνούσε το κορμί της, κι η μαλακιά πλεξίδα των μαλλιών της

ταλαντευόταν δώθε κείθε.

Κάθε πρωί, γονατιστός στο πάτωμα του μπροστινού σαλονιού,

είχα στυλωμένα τα μάτια μου στην πόρτα της. Το ρολό ήταν κατε­

βασμένο ίσαμε μία ίντσα πάνω απ' το περβάζι, κι έτσι δεν μπο­

ρούσε να με δει. Σαν έβγαινε από την πόρτα της, η καρδιά μου

σκιρτούσε. Έτρεχα στο χωλ, άδραχνα τα βιβλία μου και την ακο­

λουθούσα. Είχα αδιάκοπα το μάτι μου πάνω στην καφετιά κορμο­

στασιά της, κι όταν πλησίαζα στο σημείο όπου χώριζαν οι δρόμοι

μας, τάχυνα το βήμα μου και την προσπερνούσα. Αυτό γινότανε

κάθε πρωί aπαράβατα. Ποτέ δεν της είχα πει παραπάνω από ένα

δυο ασήμαντα λόγια, κι ωστόσο τ' όνομά της ήταν σαν εγερτήριο

για όλο το τρελό μου αίμα.

Η εικόνα της με συνόδευε ακόμα και στα εχθρικότερα μέρη

για ρομαντσάρισμα. Τα σαββατόβραδα, όταν η θεία μου πήγαινε

στην αγορά για ψώνια, έπρεπε να τη συνοδεύω για να κουβαλώ

Page 35: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΡΑΒΙΑ 35

μερικά πακέτα. Πηγαίναμε μέσ' απ' τους φωτισμένους δρόμους,

ανάμεσα σε σκοντάματα μεθυσμένων, σε σπρωξιές με άλλες γυ­

ναίκες που είχαν βγει για ψώνια, σε χωριάτες που βλαστημούσαν,

σε στριγκλιές μαγαζόπαιδων που καιροφυλακτούσαν κοντά σε

βαρέλια με πηχτή από μάγουλα γουρουνιών, σε φωνές ζητιάνων

που τραγουδούσαν με τη μύτη θρήνους για τον Ο'Ντόνοβαν Ρόσ­

σα ή μπαλάντες για τις συφορές της Ιρλανδίας. Για μένα, αυτοί οι

θόρυβοι συγκλίνανε σ' ένα μοναδικό αίσθημα ζωής: φανταζόμουν

πως κόυβαλούσα ασφαλισμένο το δισκοπότηρό μου μέσ' από ένα

πλήθος εχθρούς. Τ' όνομά της ανέβαινε στα χείλια μου κάποιες

στιγμές, μέσα σε αλλόκοτες προσευχές και δοξολογίες, που κι ε­

γώ ο ίδιος δεν τις καταλάβαινα. Τα μάτια μου ήταν συχνά γεμάτα

δάκρυα (δεν μπορούσα να εξηγήσω για ποιο λόγο) και κάποιες

φορές, ένας χείμαρρος μέσ' απ' την καρδιά μου λες και ξεχυνόταν

απ' το στήθος μου. Δε σκεφτόμουν σχεδόν το μέλλον. Δεν ήξερα

αν θα της μιλούσα ποτέ ή όχι, ή, αν της μιλούσα, πώς θα μπορού­

σα να της εξηγήσω τη δειλή λατρεία μου. Αλλ.ά το κορμί της ήταν

σαν άρπα, και τα λόγια κι οι κινήσεις της σαν δάχτυλα που χαδεύ­

αν τις χορδές της.

Ένα βραδινό πήγα στο πίσω σαλόνι, εκεί που είχε πεθάνει ο

παπάς. Ήταν ένα σκοτεινό, βροχερό βραδινό, και κανένας θόρυ­

βος δεν ακουγότανε στο σπίτι. Μέσ' από 'να σπασμένο τζάμι ά­

κουγα τη βροχή να χτυπάει στο χώμα, τις λεπτές, αδιάκοπες βελό­

νες του νερού να παιχνιδίζουν μες στα μουσκεμένα παρτέρια, κά­

ποια μακρινή λάμπα ή φωτισμένο παράθυρο τρεμόφεγγε πέρα.

Ευχαριστούσα το Θεό, που μονάχα τόσο λίγο μπορούσα να τον

δω. Όλες οι αισθήσεις μου λες και λαχταρούσαν να θολώσουν,

και νιώθοντας πως θα ξεγλιστρούσα από δαύτες, έσφιξα τις φού­

χτες μου τη μία με την άλλη, ώσπου τρεμούλιασαν τα χέρια μου,

ψιθυρίζοντας: Ω αγάπη! Ω αγάπη! πολλές φορές.

Τέλος μου μίλησε. Όταν μου είπε τα πρώτα λόγια, ήμουν τόσο

σαστισμένος, που δεν ήξερα τι ν' aποκριθώ. Με ρώτησε αν θα πή­

γαινα στην Αραβία. Έχω ξεχάσει αν aποκρίθηκα ναι ή όχι. Είπε

πως θα 'ταν μια υπέροχη εμποροπανήγυρη και πως θα 'θελε να

πήγαινε κι αυτή.

«Και γιατί δεν μπορείς να πας;» τη ρώτησα.

Όσο μιλούσε, στριφογύριζε ένα ασημένιο βραχιόλι στον καρ-

Page 36: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

36 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

πό του χεριού της. Είπε πως δεν μπορούσε να πάει, επειδή εκείνη

η βδομάδα ήταν βδομάδα περισυλλογής στο μοναστήρι όπου

σπούδαζε. Ο αδελφός της και δυο άλλα αγόρια πάλευαν για τα

σκουφιά τους, κι εγώ ήμουν μονάχος μαζί της στα κάγκελα. Κρα­

τούσε μιαν απ' τις αιχμές, γέρνοντας το κεφάλι της προς το μέρος

μου. Το φως της λάμπας, μέσ' από την πόρτα, έπεφτε στην άσπρη

καμπύλη. του λαιμού της, φώτιζε τα μαλλιά της εκεί κοντά, και

γλιστρώντας πιο κάτω, φώτιζε το χέρι της πάνω στα κάγκελα.

Έπεφτε πάνω στη μια πλευρά του φουστανιού της και στον ποδό­

γυρο του μεσοφοριού, που μόλις φαινόταν έτσι που στέκονταν α­

νέμελα.

«Εσύ την έχεις καλά» πρόσθεσε.

«Αν πάω, θα σου φέρω κάτι~~ της είπα.

Τι αμέτρητες τρέλες ρήμαζαν τις σκέψεις μου, στον ξύπνιο και

στον ύπνο μου, ύστερα από κείνο το βράδυ! Λαχταρούσα να πε­

ράσουν, να χαθούν, οι ενδιάμεσες aνούσιες μέρες. Με νευρίαζαν

τα μαθήματά μου. Το βράδυ στην κρεβατοκάμαρά μου, και τη μέ­

ρα στην τάξη του σχολείου, η εικόνα της εμφανιζόταν ανάμεσα σε

μένα και στη σελίδα που πάσχιζα να διαβάσω. Οι συλλαβές από

τη λέξη Αραβία μου ψιθυρίζονταν μέσα στη σιγαλιά όπου εντρυ­

φούσε η ψυχή μου και με κλείνανε σε μιαν ανατολίτικη μαγεία.

Ζήτησα την άδεια να πάω στην εμποροπανήγυρη το σαβ­

βατόβραδο. Η θεία μου παραξενεύτηκε, ελπίζοντας πως δεν ήταν

κάποια «μασονική» ιδέα. Στην τάξη, μονάχα σε κάτι λίγες ερωτή­

σεις κατάφερα ν' απαντήσω. Παρατήρησα το πρόσωπο του καθη­

γητή μου να γίνεται από καλοσυνάτο αυστηρό· έλπιζε, είπε, πως

δεν άρχιζα να το ρίχνω στην τεμπελιά. Δεν μπορούσα να συγκε­

ντρώσω τις σκόρπιες σκέψεις μου. Δεν μπορούσα πια να υπομεί­

νω τη σοβαρή εργασία που μου φαινόταν, τώρα που έμπαινε ανά­

μεσα σ' εμένα και στον πόθο μου, σαν παιδιάτικο παιχνίδι, ένα

κακόγουστο, μονότονο παιδιάτικο παιχνίδι.

Το Σάββατο το πρωί θύμισα στο θείο μου πως ήθελα να πάω το

βράδυ στην εμποροπανήγυρη. Έψαχνε στην καπελιέρα να βρει

μια βούρτσα, και μου αποκρίθηκε κοφτά:

«Ναι, ξέρω».

Όσο βρισκότανε στο χωλ, δεν μπορούσα να πάω στο μπροστι­

νό σαλόνι και να γονατίσω στο παράθυρο. Έφυγα απ' το σπίτι

Page 37: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΡΑΒΙΑ 37

κακόκεφος και τράβηξα με αργό βήμα για το σχολείο. Ο αέρας ή­

ταν aνήλεα τσουχτερός και είχα κακά προαισθήματα.

Όταν γύρισα το απομεσήμερο, ο θείος μου δεν είχε έρθει ακό­

μα. Ήταν νωρίς, κι ωστόσο ανέβηκα στο πάνω πάτωμα. Τα ψηλά,

κρύα, αδειανά, σκοτεινά δωμάτια με ξαλάφρωσαν, και πήγαινα α­

πό το ένα στο άλλο τραγουδώντας. Από το μπροστινό παράθυρο

είδα τους φίλους μου να παίζουν κάτω στο δρόμο. Οι φωνές τους έ­

φταναν αδύναμες και ακαθόριστες. Ακούμπησα το μέτωπό μου

στο δροσερό τζάμι και κοίταζα αντίκρυ, το σκοτεινό σπίτι όπου έ­

μενε εκείνη. Θα στεκόμουν εκεί καμιά ώρα, βλέποντας μονάχα με

τη φαντασία μου την κορμοστασιά με το καφετί φόρεμα, διακριτι­

κά φωτισμένη από την αναμμένη λάμπα, στην καμπύλη του λαιμού,

στο χέρι πάνω στο κάγκελο και στον ποδόγυρο του φουστανιού.

Όταν ξανακατέβηκα, βρήκα την κυρία Μέρσερ να κάθεται

μπροστά στο τζάκι. Ήταν μια φλύαρη γριά, χήρα κάποιου κτημα­

τομεσίτη, που μάζευε μεταχειρισμένα γραμματόσημα για κάποιον

ιερό σ~οπό. Ήμουν αναγκασμένος να υποστώ το κουτσομπολιό

γύρω στο τραπέζι του τσαγιού. Το φαγητό παρατάθηκε πάνω από

μια ώρα, κι ωστόσο ο θείος μου δεν είχε έρθει. Η κυρία Μέρσερ

σηκώθηκε να φύγει: λυπόταν που δεν μπορούσε να περιμένει πε­

ρισσότερο, μα ήταν περασμένες οχτώ και δεν της άρεσε να μένει

έξω αργά, επειδή ο νυχτερινός αέρας δεν ήταν καλός για την υ­

γεία της. Αφού έφυγε, άρχισα να σουλατσάρω στο δωμάτιο, μια

πάνω και μια κάτω, σφίγγοντας τις γροθιές μου. Η θεία μου είπε:

«Πολύ φοβάμαι πως πρέπει να τη βγάλεις απ' το νου σου την ε­

μποροπανήγυρη για τούτη τη νύχτα του Θεού».

Στις εννέα, άκουσα το κλειδί του θείου μου στην πόρτα του

χωλ. Τον άκουσα να μιλάει μονάχος του, άκουσα και την καπελιέ­

ρα να ταλαντεύεται όταν δέχτηκε το βάρος του πανωφοριού του.

Ήταν εύκολο να ερμηνέψω αυτά τα σημάδια. Όταν είχε πια μι­

σοφάει, του ζήτησα να μου δώσει λεφτά για να πάω στην εμπορο­

πανήγυρη. Το 'χε ξεχάσει.

«0 κόσμος είναι κιόλα στο κρεβάτι κι έχει πάρει τον πρώτο του ύπνο» είπε.

Δε χαμογέλασα. Η θεία μου τού είπε ζωηρά:

«Δεν του δίνεις τα λεφτά να πάει; Αρκετά αργά τον κράτησες

κιόλα».

Page 38: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

38 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ο θείος μου είπε πως λυπότανε πολύ, μα το 'χε ξεχάσει. Είπε

ακόμα πως πίστευε στην παλιά παροιμία: Όλο δουλειά δίχως παι­

χνίδι, κάνει τον ΙΊ;ακ κουτό παιδί. Με ρώτησε πού θα πήγαινα,

και όταν του το 'πα για δεύτερη φορά, με ρώτησε αν ήξερα το ποί­

ημαΑποχαιρετισμός του Άραβα στο άλογό του. Καθώς έβγαινα α­

πό την κουζίνα, απάγγελνε τους πρώτους στίχους στη θεία μου.

Έσφιγγα ένα φιορίνι στα χέρια μου καθώς κατηφόριζα την ο•

δό Μπάκιγχαμ προς το σταθμό. Η θέα των δρόμων, που ήταν γε­

μάτοι από ένα πλήθος που ψώνιζε, και που λαμποκοπούσαν από

τ' αεριόφωτα, μου θύμισαν το σκοπό του ταξιδιού μου. Κάθισα

στη θέση μου, σ' ένα βαγόνι της τρίτης, μέσα στο αδειανό τρένο.

Ύστερ' από μιαν ανυπόφορη καθυστέρηση, το τρένο αργοξεκίνη­

σε απ' το σταθμό. Τράβηξε το δρόμο του ανάμεσα σε ρημαγμένα

σπίτια και πάνω απ' το σπιθουριστό ποτάμι. Στο σταθμό της Γουέστ­

λαντ Ρόουντ, ένα πλήθος στριμώχτηκε μπροστά στις πόρτες των

βαγονιών, μα οι φύλακες τους έσπρωξαν πίσω λέγοντας πως είναι

ειδικό τρένο για την εμποροπανήγυρη. Έμεινα μονάχος μες στο

άδειο βαγόνι. Ύστερα από λίγα λεπτά, το τρένο σταμάτησε πλάι

σε μια Πρόχειρη ξύλινη αποβάθρα. Βγήκα στο δρόμο, και είδα

στη φωτισμένη πλάκα ενός μεγάλου ρολογιού πως ήταν δέκα πα­

ρά δέκα. Μπροστά μου, σ' ένα μεγάλο κτίριο, φάνταζε η μαγική

λέξη.

Δεν μπόρεσα να βρω είσοδο του μισού σελινιού, και καθώς φο­

βόμουν μην κλείσει η εμποροπανήγυρη, πέρασα βιαστικά από μια

θυρίδα, δίνοντας ένα σελίνι σ' έναν άνθρωπο που φαινόταν κου­

ρασμένος. Βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα, τριγυρισμένη στο μι­

σό της ύψος από μια γαλαρία. Όλα σχεδόν τα περίπτερα ήταν

κλειστά, και το μεγαλύτερο μέρος της αίθουσας ήταν σκοτεινό.

Βασίλευε μια σιωπή, όπως στην εκκλησία μετά τη λειτουργία.

Προχώρησα δειλά, δειλά. Μερικοί άνθρωποι ήταν μαζεμένοι

μπρος στα περίπτερα που ήταν ακόμη ανοιχτά. Μπροστά σε μια

κατεβασμένη κουρτίνα, που έγραφε πάνω της Καφέ Σαντάν, δυο

άνθρωποι μετρούσαν λεφτά πάνω σ' ένα δισκάκι. Άκουγα τα νο­

μίσματα που έπεφταν.

Όtαν θυμήθηκα, με κάποια προσπάθεια, γιατί είχα έρθει, πή­

γα σ' ένα περίπτερο και κοίταζα κάτι πορσελάνινα βάζα και κάτι

λουλουδισμένα σερβίτσια του τσαγιού. Στην πόρτα του περίπτε-

Page 39: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΡΑΒΙΑ 39

ρου, μια κοπέλα κουβέvrιαζε και γελούσε με δυο νεαρούς. Πρό­

σεξα την αγγλική προφορά τους και πήρε τ' αυτί μου αόριστα τη

συνομιλία τους.

«Α, ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο!»

«Α, μα αυτό είπες!»

«Μα δεν το είπα!»

«Το είπε ή όχι;»

«Ναι, την άκουσα που το είπε».

«Α, να ένας ... ψευτάκος!» Η κοπέλα με πρόσεξε, ήρθε κοvrά μου και με ρώτησε αν ήθελα

ν' αγοράσω τίποτα. Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν ενθαρρυvrι­

κός: λες και μου 'χε μιλήσει από καθήκον. Κοίταξα δειλά τα μεγά­

λα βάζα που στέκΟVtαν σαν ανατολίτες φρουροί απ' τη μια κι από

την άλλη, στη σκοτεινή είσοδο του περιπτέρου, και ψιθύρισα:

«Όχι, ευχαριστώ»,

Η κοπέλα άλλαξε τη θέση ενός βάζου και γύρισε κοvrά στους

δυο νεαρούς. Άρχισαν να κουβεvrιάζουν, πάvrα στο ίδιο θέμα.

Μια δυο φορές, γύρισε και με κοίταξε πάνω απ' τον ώμο της.

Χασομέρησα μπροστά στο περίπτερό της, αν και ήξερα πως η

παραμονή μου εκεί ήταν άχρηστη, για να κάνω να φαίνεται πε­

ρισσότερο πραγματικό το ενδιαφέρον μου για τα είδη της. Ξεμά­

κρυνα αργότερα προς το κέvrρο της aπέραντης σάλας. Άφησα τις

δυο δεκάρες μου να πέσουν πάνω στις έξι δεκάρες που ήταν μέσα

στην τσέπη μου. Άκουσα μια φωνή από μιαν άκρη της γαλαρίας

να φωνάζει πως τα φώτα έσβηναν. Το πάνω μέρος της αίθουσας

ήταν τώρα θεοσκότεινο. Καθώς κοιτούσα ψηλά το σκοτάδι, είδα

τον εαυτό .μου σαν ένα πλάσμα που παρασύρεται και γελοιοποιεί­

ται από ματαιοδοξία και τα μάτια μου μ' έκαιγαν από ψυχικό πό­

νο και θυμό.

Page 40: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

"Εβελιν

Καθισμένη πλάι στο παράθυρο, κοίταζε το σούρουπο να εισβάλ­

λει στη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε στην κουρτίνα και

είχε στα ρουθούνια της τη μυρωδιά του σκονισμένου κρετονιού.

Ήταν κουρασμένη.

Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο άντρας που έμενε στο τελευταίο

σπίτι, πέρασε τραβώντας για την κατοικία του· άκουσε τα βήματά

του ν' αντηχούν στο πεζοδρόμιο κι ύστερα να τρίζουν πάνω στο

βοτσαλάκι της αλέας, μπρος απ' τα καινούργια κόκκινα σπίτια.

Παλαιότερα, αυτό το μέρος ήταν ταρλάς, κι έπαιζαν εκεί κάθε α­

πόγευμα μαζί με τ' άλλα παιδιά. Ύστερα, κάποιος από το Μπελ­

φάστ αγόρασε αυτή την έκταση κι έχτισε σπίτια αρκετά -όχι σαν

τα δικά τους καφετιά σπιτάκια: ωραία σπίτια από τούβλα, με γυα­

λιστερές σκεπές. Τα παιδιά της λεωφόρου έπαιζαν μαζί σ' εκείνο

τον ταρλά -οι Ντηβάιν, οι Γουώτερ, οι Ντάν, ο μικρούλης Κέογκ ο

κουτσός, αυτή και τ' αδέλφια της κι οι αδελφές της. Ο Έρνεστ, ω­

στόσο, δεν έπαιζε ποτέ: ήταν από τους μεγάλους. Ο πατέρας τους

τούς κυνηγούσε συχνά με το μαύρο μπαστούνι του, μα ο μικρού­

λης Κέογκ φύλαγε τσίλιες και τους το φώναζε σαν έβλεπε να

'ρχεται ο πατέρας της. Ωστόσο, μάλλον ευτυχισμένοι φαίνονταν

εκείνο τον καιρό. Ο πατέρας της δεν ήταν τότε τόσο κακός ξέχω­

ρα, ζούσε ακόμα η μητέρα της. Αυτά, πριν από πολύ καιρό· τώρα

τ' αδέλφια της κι οι αδελφές της κι αυτή η ίδια, ήταν πια μεγάλοι,

κι η μητέρα της είχε πεθάνει. Η Τίζι Νταν είχε πεθάνει κι αυτή,

και οι Γουώτερ είχαν γυρίσει στην Αγγλία. Όλα αλλάζουν. Τώρα

θα 'φευγε κι αυτή όπως οι άλλοι, θα 'φευγε από το σπίτι της.

Το σπίτι της! Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιο, η ματιά της αγκά­

λιασε όλα τα γνώριμα αντικείμενα, αυτά που τα 'χε ξεσκονίσει μια

Page 41: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΒΕΛΙΝ 41

φορά την εβδομάδα, τόσα χρόνια, κι αναρωτιόταν από πού στο

καλό μαζευότανε τόση σκόνη. 'Ισως να μην ξανάβλεπε ποτέ αυτά

τα γνώριμα αντικείμενα, που ποτέ δεν είχε φανταστεί πως κάποτε

θα τ' aποχωριζόταν. Κι ωστόσο, όλ' αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν είχε

ανακαλύψει το όνομα του παπά, που η κιτρινιασμένη φωτογραφία

του κρεμότανε στον τοίχο, πάνω από το σπασμένο αρμόνιο, πλάι

στη χρωμολιθογραφία της αγίας Μαργαρίτας Μαρίας Αλακόκ.

Ήτανε παλιός συμμαθητής του πατέρα της, που όποτε έδειχνε τη

φωτογραφία σε κάποιον επισκέπτη, έλεγε αόριστα:

«Τώρα είναι στη Μελβούρνη».

Είχε συγκατατεθεί να φύγει, ν' αφήσει το σπίτι της. Ήταν άρα­

γε φρόνιμο αυτό που θα 'κανε; Πάσχισε να εξετάσει το ζήτημα

απ' όλες τις πλευρές. Στο σπίτι της είχε οπωσδήποτε στέγη και

τροφή, είχε γύρω της αυτούς που γνώρισε σ' όλη της τη ζωή. Φuσι­

κά, χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά, και στο σπίτι και στη δου­

λειά. Τι θα 'λεγαν για κείνην στο κατάστημα, όταν μάθαιναν πως

το 'χε σκάσει με κάποιον; Θα 'λεγαν ίσως πως ήταν ανόητη και θα

την αναπλήρωναν με μιαν αγγελία στις εφημερίδες. Η μις Γκάβαν

θα χαιρόταν. Πάντα την aπόπαιρνε, προπάντων όταν ήταν κι άλ­

λοι μπροστά, για ν' ακούνε.

«Μις Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»

«Λίγη ζωντάνια, μις Χιλ, παρακαλώ».

Δε θα 'κλαιγε, βέβαια, που θα 'φευγε απ' το κατάστημα.

Αλλά στην καινούργια πατρίδα της, σε μια μακρινή, άγνωστη

χώρα, δε θα 'ταν πια το ίδιο. Θα παντρευόταν, αυτή, η Έβελιν. Ο

κόσμος θα της φερόταν με σεβασμό. Δε θα της φέρνονταν όπως

είχαν φερθεί στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα, αν κι είχε περάσει

τα δεκαεννιά, κάποιες φορές ένιωθε να κινδυνεύει απ' τη βιαιό­

τητα του πατέρα της. ~Ηξερε πως αυτό ήταν η αιτία για την ταχυ­

παλμία της. Πάνω στην ανάπτυξή τους, αυτήν δεν την είχε χτυπή­

σει ποτέ όπως συνήθιζε να χτυπάει τον Χάρυ και τον Έρνεστ, ε­

πειδή αυτή ήταν κορίτσι· αργότερα όμως είχε αρχίσει να την α­

πειλεί και να λέει τι θα της έκανε, αλλά να 'χει χάρη τη συχωρεμέ­

νη τη μητέρα της. Και τώρα δεν είχε κανέναν για να την προστα­

τέψει, ο Έρνεστ είχε πεθάνει, κι ο Χάρυ, που εργαζόταν σε δια­κοσμήσεις για εκκλησίες, ήταν σχεδόν πάντα κάπου στις επαρ­

χίες. Ξέχωρα, οι αναπόφευκτοι καβγάδες για λεφτά τα σαββατό-

Page 42: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

42 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

βραδα, είχαν αρχίσει να την κουράζουν ανείπωτα. Πάντα έδινε ο­

λόκληρο το βδομαδιάτικό της, εφτά σελίνια, κι ο Χάρυ πάντα έ­

στελνε ό,τι μπορούσε, αλλά το κακό είναι πως δε γινόταν ν'

αποσπάσεις ούτε πεντάρα απ' τον 1 πατέρα της. Της έλεγε πως

σπαταλούσε τα λεφτά, πως δεν είχε κουκούτσι μυαλό, πως δε θα

της έδινε τα λεφτά της, που τα κέρδιζε με τόσο κόπο, για να τα πε­

τάει αυτή στο δρόμο, και άλλα πολλά, επειδή τα σαββατόβραδα

ήταν συνήθως πιωμένος. Τελικά, της έδινε τα λεφτά και τη ρωτού­

σε αν είχε την πρόθεση ν' αγοράσει κάτι για το κυριακάτικο φα­

γητό. Τότε έβγαινε κείνη όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να κάνει

τα ψώνια της, κρατώντας σφιχτά στο χέρι το δερμάτινο πορτμονέ

της, καθώς άνοιγε δρόμο μέσ' απ' το πλήθος. Ύστερα γύριζε αρ­

γά στο σπίτι, κάτω απ' το βάρος των ψώνιων. Κόπιαζε πολύ για να

κρατάει το σπίτι συγυρισμένο, και να φροντίζει να πηγαίνουν τα­

χτικά στο σχολείο τα δυο παιδιά που είχαν μείνει στις φροντίδες

της, και να τρώνε κανονικά. Ήταν δύσκολη δουλειά, μια δύσκολη

ζωή, όμως τώρα που ετοιμαζόταν να την παρατήσει, δεν την έβρι­

σκε εντελώς ανεπιθύμητη ζωή.

Ετοιμαζότανε να δοκιμάσει μιαν άλλη ζωή, με τον Φρανκ. Ο

Φρανκ ήταν πολύ καλός, aνοιχτόκαρδος, άντρας γερός. Θα 'φευ­

γε μαζί του, με το αποψινό καράβι, για να γίνει γυναίκα του και

να ζήσει μαζί του στο Μπουένος Άιρες, που είχε ένα σπίτι να την

περιμένει. Πόσο καλά θυμόταν την πρώτη φορά που τον είχε δει·

έμενε πανσιονέρης σ' ένα φιλικό της σπίτι, στο μεγάλο δρόμο,

που πήγαινε συχνά κι αυτή. Λες κι ήτανε μονάχα πριν από μερι­

κές βδομάδες. Στεκότανε στην καγκελόπορτα, με το σκουφί του

σπρωγμένο πίσω στο κεφάλι και τα μαλλιά του πεσμένα μπροστά,

πάνω από ένα μπρούντζινο ηλιοκαμένο πρόσωπο. Ύστερα γνω­

ρίστηκαν. Την aντάμωνε κάθε βράδυ έξω από το κατάστημα και

τη συνόδευε στο σπίτι της. Την πήγε να δει την Μποέμ, κι ένιωθε

συνεπαρμένη από χαρά, έτσι που καθόταν μαζί του στο θέατρο. Ο

Φρανκ αγαπούσε πολύ τη μουσική, τραγουδούσε κι ο ίδιος λιγάκι.

Και όταν τραγουδούσε για την κοπέλα που αγαπάει έναν ναύτη,

πάντα της ένιωθε μια ευχάριστη ταραχή. Την έλεγε Πόπενς, έτσι

στ' αστεία. Στην αρχή, ήταν συναρπαστικό αίσθημα, να 'χει ένα

φλερτ, ύστερα άρχισε να της αρέσει. Της διηγιόταν ιστορίες για

μακρινές χώρες. Είχε αρχίσει σαν μούτσος, με μισθό μια λίρα το

Page 43: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΒΕΛΙΝ 43

μήνα, πάνω σ' ένα καράβι της ατμοπλοtας Άλαν, που έκανε τη

γραμμή Καναδά. Της είπε τα ονόματα των καραβιών που είχε υ­

πηρετήσει, και τις διάφορες υπηρεσίες. Είχε περάσει από τα στε­

νά του Μαγγελάνου και της διηγήθηκε ιστορίες για τους τρομε­

ρούς κατοίκους της Παταγονίας. Είχε στεργιώσει, της είπε, ήταν

εγκαταστημένος στο Μπουένος Άιρες, και είχε έρθει στην πατρί­

δα μονάχα για διακοπές. Φυσικά, ο πατέρας της είχε ανακαλύψει

την ερωτοδουλειά, και της είχε απαγορέψει να του ξαναμιλήσει

γι' αυτό το ζήτημα.

«Τους ξέρω κάτι τέτοιους ναυτικούς» της είπε.

Μια μέρα, ο γέρος τσακώθηκε με τον Φρανκ, κι από τότε είχε

αναγκαστεί να συναντάει κρυφά τον αγαπημένο της.

Το σούρουπο πύκνωνε στη λεωφόρο. Τα δυο γράμματα σε ά­

σπρο χαρτί πάνω στα γόνατά της άρχιζαν να μην ξεχωρίζουν. Το

ένα ήταν για τον Χάρυ, το άλλο για τον πατέρα της. Ο Έρνεστ ή­

ταν ο πιο αγαπημένος αδελφός της, αλλά αγαπούσε και τον Χάρυ.

Πρόσεξε πως ο πατέρας της είχε παραγεράσει τώρα τελευταία·

θα του έλειπε. Κάποιες φορές ήταν πολύ καλός μαζί της. Δεν πάει

πολύς καιρός, μια μέρα που ήταν αδιάθετη κι είχε μείνει στο κρε­

βάτι, που της είχε διαβάσει μια ιστορία με φαντάσματα και της εί­

χε καψαλίσει φρυγανιές. Μιαν άλλη μέρα, τότε που ζούσε ακόμα

η μητέρα της, είχαν πάει όλοι μαζί εκδρομή στο λόφο Χάουθ. Θυ­

μόταν που ο πατέρας της είχε φορέσει τη σκούφια της μητέρας

της για να κάνει τα παιδιά να γελάσουν.

Η ώρα περνούσε, μα εξακολουθούσε να κάθεται κοντά στο πα­

ράθυρο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην κουρτίνα, εισπνέοντας

τη μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Κάτω, πέρα στη λεωφόρο,

άκουγε να παίζει μια ρομβία. Γνώριζε το σκοπό. Περίεργο πώς έ­

τυχε ακριβώς απόψε, για να της θυμίσει την υπόσχεση στη μητέρα

της, την υπόσχεσή της να μη διαλύσει αυτό το σπίτι, όσο περισσό­

τερο καιρό μπορούσε. Θυμότανε την τελευταία νύχτα της αρρώ­

στιας της βρισκόταν πάλι στο κλειστό, σκοτεινό δωμάτιο, στην άλ­

λη πλευρά του χωλ, κι άκουγε έξω έναν μελαγχολικό ιταλικό σκο­

πό. Έδωσαν του λατερνατζή έξι πένες και του είπαν να φύγει.

Θυμότανε που ο πατέρας της γύρισε στο δωμάτιο της άρρωστης

λέγοντας:

«Αυτοί οι καταραμένοι Ιταλοί! Να 'ρχονται ίσαμε δω πάνω!»

Page 44: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

44 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Μέσα στο ρεμβασμό της, ο θλιβερός οραματισμός της ζωής της

μητέρας της έβαλε τα μάγια του κατάκαρδα στο είναι της -εκείνη

η ζωή από κοινότοπες θυσίες, που έκλεισε μέσα σε μια τελική πα­

ράκρουση. Αναρίγησε καθώς ξανάκουγε τη φωνή της μητέρας της

να λέει αδιάκοπα, με μια γελοία επιμονή:

«Ντερεβάουν Σεράουν! Ντερεβάουν Σεράουν!»

Τινάχτηκε όρθια, μ' ένα ξαφνικό συναίσθημα τρόμου. Να γλι­

τώσει! Πρέπει να γλιτώσει! Ο Φρανκ, θα την έσωζε! Θα της έδινε

ζωή, ίσως ακόμη και αγάπη. Λαχταρούσε να ζήσει. Γιατί να 'ναι

δυστυχισμένη; Είχε δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την α­

γκάλιαζε, θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Θα την έσωζε.

Στεκόταν ανάμεσα στο πλήθος που κλυδωνιζόταν στο σταθμό

Νορθ Γουώλ. Εκείνος της κρατούσε το χέρι, κι αυτή καταλάβαινε

πως της μιλούσε, πως κάτι έλεγε για το ταξίδι, ολοένα, ολοένα. Ο

σταθμός ήταν γεμάτος φαντάρους με καφετιά σακίδια. Από τις

φαρδιές πόρτες του ύπόστεγου, έβλεπε το μαύρο όγκο του πλοί­

ου, αγκυροβολημένον πλάι στο μώλο, με φωτισμένα φινιστρίνια.

Δεν του aποκρινόταν. Αισθανόταν το μάγουλό της χλομό και

κρύο, και μέσα από έναν κυκεώνα αγωνίας, παρακαλούσε το Θεό

να την καθοδηγήσει, να της δείξει ποιο ήταν το καθήκον της. Από

το πλοίο, ένα μακρόσυρτο, μελαγχολικό σφύριγμα ξεχύθηκε μέσα

στην καταχνιά. Αν έφευγε, αύριο θα βρισκόταν στη μέση της θά­

λασσας, μαζί με τον Φρανκ, τραβώντας για το Μπουένος Άιρες.

Είχαν βγάλει τα εισιτήρια. Μπορούσε ποτέ ν' aποτραβηχτεί τώ­

ρα, ύστερα από όσα είχε κάνει γι' αυτήν; Η αγωνία της την έκανε

να νιώσει κάτι σαν ναυτία, και τα χείλια της σαλεύαν αδιάκοπα

σε μια θερμή, σιωπηλή προσευχή. Μια καμπάνα σήμανε πάνω

στην καρδιά της. Ένιωσε να της αδράχνει ο Φρανκ το χέρι:

«Έλα!»

Όχι, όχι, όχι! Ήταν αδύνατον. Τα χέρια της άδραξαν το κά­

γκελο φρενιασμένα. Ανάμεσα στα κύματα που έσκαζαν στο μου­

ράγιο, έμπηξε μια φωνή αγωνίας.

«Έβελιν! Έββι!»

Κι ο Φρανκ όρμησε πέρ' απ' τα κάγκελα και της φώναζε να τον

ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει με το καράβι, μα εκείνος

συνέχισε να τη φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό της

Page 45: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΒΕΛΙΝ 45

πρόσωπο, δίχως έκφραση, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της

δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή aποχαιρετισμού ή πως

τον αναγνώρισαν.

Page 46: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Μετά τον αγώνα

τ' αυτοκίνητα πέρασαν σαν αστραπή προς την κατεύθυνση του

Δουβλίνου, τρέχοντας ομαλά, σαν μπαλίτσες μέσα στο αυλάκι της

Νάας Ρόουντ. Στην κορυφογραμμή του λόφου, στο Ίντσικοουρ, εί­

χαν μαζευτεί πλήθος θεατές για να δουν τα αυτοκίνητα να τρέχουν

προς το τέρμα, και μέσ' από τούτον τον πορθμό της φτώχιας και της

αδράνειας, η ηπειρωτική Ευρώπη ξαπόλυε τον πλούτο και τη βιο­

μηχανία της. Κάθε τόσο, το πλήθος ανάδινε την ιαχή των ευγνω­

μονούντων καταπιεσμένων. Η συμπάθειά τους, ωστόσο, ήταν τα

γαλάζια αυτοκίνητα -τα αυτοκίνητα των φίλων τους, των Γάλλων.

Ξέχωρα που οι Γάλλοι ήταν οι πραγματικοί νικητές. Η ομάδα

τους είχε τερματίσει σταθερά, είχαν έρθει ο ένας δεύτερος κι ο

άλλος τρίτος, κι έλεγαν πως ήταν Βέλγος ο οδηγός του γερμανι­

κού αυτοκινήτου που είχε νικήσει. Για τούτο, κάθε γαλάζιο αυτο­

κίνητο γινότανε δεκτό με διπλές επευφημίες, καθώς εμφανιζόταν

στην κορυφή του λόφου, κι αυτοί που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο,

τις δέχονταν με χαμόγελα και χαιρετώντας με κουνήματα του κε­

φαλιού. Σ' ένα από τούτα τα αυτοκίνητα με την κομψή γραμμή, ή­

ταν μια παρέα από τέσσερις νεαρούς, που το κέφι τους φαινότανε

τώρα να ξεπερνάει κατά πολύ το επίπεδο της γαλατικής επιτυ­

χίας: πραγματικά, αυτοί οι τέσσερις ήταν σχεδόν σε κατάσταση

ευθυμίας. Την τετράδα την αποτελούσαν: ο Σαρλ Σεγκουέν, ιδιο­

κτήτης του αυτοκινήτου· ο Αντρέ Ριβιέρ, νεαρός ηλεκτρολόγος,

καναδικής καταγωγής ένας πελώριος Ούγγρος, που τον έλεγαν

Βιλόνα, κι ένας κομψός νεαρός, που τον έλεγαν Ντόυλ. Ο Σε­

γκουέν ήταν κεφάτος, επειδή είχε λάβει ακαρτέρητα μερικές πα­

ραγγελίες εκ των προτέρων (ετοιμαζόταν ν' ανοίξει ένα κατάστη­

μα αυτοκινήτων στο Παρίσι) και ο Ριβιέρ ήταν κεφάτος, επειδή ο

Page 47: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ 47

Σεγκουέν θα τον έβαζε διευθυντή στο κατάστημα. Αυτοί οι δυο

νεαροί (ήταν ξαδέλφια) ήταν επίσης κεφάτοι εξαιτίας της επιτυ­

χίας που είχαν τα γαλλικά αυτοκίνητα. Ο Βιλόνα ήταν κεφάτος ε­

πειδή το μεσημεριανό γεύμα ήταν πολύ ικανοποιητικό, κι επειδή,

επίσης, από χαρακτήρα ήταν αισιόδοξος. Το τέταρτο μέλος της

παρέας, ωστόσο, βρισκόταν σε τόσο μεγάλη υπερδιέγερση, που

δε θα μπορούσες να τον πεις πραγματικά ευτυχισμένον.

Ήταν κάπου είκοσι έξι χρονών, με απαλό ανοιχτοκάστανο

μουστάκι και γκρίζα μάτια που φαίνονταν αθώα. Ο πατέρας του,

που είχε αρχίσει τη ζωή του σαν άκρος εθνικιστής, δεν είχε αργή­

σει ν' αλλάξει απόψεις. Είχε κάνει τα λεφτά του σαν χασάπης στο

Κίνγκσταουν, και τα 'χε πολλαπλασιάσει ανοίγοντας μαγαζιά στο

Δουβλίνο και στα προάστια. Στάθηκε επίσης αρκετά τυχερός στο

να εξασφαλίσει μερικά συμβόλαια προμηθευτού της αστυνομίας,

και τέλος είχε πλουτίσει αρκετά, ώστε οι εφημερίδες του Δου­

βλίνου να τον χαρακτηρίζουν μεγαλέμπορο. Είχε στείλει το γιο

του να σπουδάσει στο Λονδίνο, σ' ένα μεγάλο καθολικό κολέγιο,

κι ύστερα στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου για νομικά. Ο τζίμυ

δε μελετούσε πολύ σοβαρά, και είχε πάρει κακό δρόμο για ένα

διάστημα. Είχε λεφτά και ήταν πολύ αγαπητός και μοίραζε τον

καιρό του, κατά περίεργο τρόπο, μεταξύ μουσικών και αυτοκινη­

τικών κύκλων. Ύστερα, ο πατέρας του τον έστειλε για μια εξαμη­

νία στο Καίμπριτζ, να δει λιγάκι τη ζωή. Ο πατέρας του τού έκανε

σφοδρές παρατηρήσεις, αν και κατά βάθος ήταν περήφανος για

τις ακολασίες του, πλήρωσε τα χρέη του και τον έφερε πίσω στην

Ιρλανδία. Στο Καίμπριτζ είχε γνωρίσει τον Σεγκουέν. Δεν ήταν

πολύ περισσότερο από απλοί γνώριμοι, αλλά ο τζίμυ έβρισκε με­

γάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά κάποιου που είχε δει τόσα μέρη

του κόσμου και που έλεγαν γι' αυτόν πως ήταν δικά του μερικά α­

πό τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία στη Γαλλία. Ένα τέτοιο πρόσωπο

(σ' αυτό συμφωνούσε και ο πατέρας του) άξιζε να το γνωρίζεις,

ακόμα κι αν δεν ήταν ένας τόσο γοητευτικός σύντροφος όπως ο

Σεγκουέν. Κι ο Βιλόνα ήταν ευχαριστημένος -αλλά δυστυχώς πο­

λύ φτωχός.

Το αυτοκίνητο έτρεχε χαρούμενα με το εύθυμο νεανικό φορτίο

του. Τα δυο ξαδέλφια κάθονταν μπροστά. Ο τζίμυ κι ο ουγγαρέ­

ζος φίλος του κάθονταν πίσω. Ασφαλώς ο Βιλόνα βρισκόταν σε ε-

Page 48: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

48 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟ \'Σ

ξαιρετικό κέφι: από κάμποσα μίλια συνέχιζε να μουρμουρίζει κά­

ποια μελωδία με τη βαθιά φωνή του. Οι Γάλλοι πετούσαν το γέλιο

τους κι ασι:εία λόγια πάνω απ' τον ώμο τους, κι ο Ί'ζίμυ αναγκαζό­

ταν συχνά να εντείνει την προσοχή του, σκύβοντας μπροσι:ά, για

ν' αδράξει τη γρήγορη φράση. Αυτό δεν του ήταν καθόλου ευ­

χάρισι:ο, επειδή πάντα σχεδόν έπρεπε να μαντεύει γρήγορα το

νόημα και να δίνει μια ταιριασι:ή απάντηση, φωνάζοντας ενάντια

σι:ον άνεμο. Ξέχωρα, το μουρμουρητό του Βιλόνα τον νευρίαζε

και ο θόρυβος του αυτοκινήτου επίσης.

Η γρήγορη μετακίνηση μέσα σι:ο διάσι:ημα φέρνει μια έξαρση·

το ίδιο και η διασημότητα· το ίδιο και τα πολλά λεφτά. Ήταν τρεις

καλοί λόγοι για τη διέγερση του Ί'ζίμυ. Πολλοί φίλοι του τον είχαν

δει εκείνη τη μέρα, παρέα μ' αυτούς από την ηπειρωτική Ευρώπη.

Στον έλεγχο, ο Σεγκουέν τον είχε συσι:ήσει σ' έναν από τους γάλ­

λους συναγωνισι:ές, και σε απάντηση του δικού του δειλού

μουρμουρισι:ού χαιρετισμού, το μελαψό πρόσωπο του οδηγού είχε

αποκαλύψει μιαν αράδα κάτασπρα γυαλισι:ερά δόντια. Ήταν ευ­

χάρισι:ο, ύσι:ερ' από τούτη την τιμή, να ξαναγυρίζεις σι:ο βέβηλο

κόσμο των θεατών, ανάμεσα σε σκουντήματα με τον αγκώνα και

σε ματιές με σημασία. Και, όσο για λεφτά -είχε πραγματικά ένα

μεγάλο ποσό σι:η διάθεσή του. Ο Σεγκουέν ίσως να μην έβρισκε

το ποσόν μεγάλο, μα ωσι:όσο ο Ί'ζίμυ που, παρά τα προσωρινά

του παρασι:ρατήματα, είχε κατά βάθος κληρονομήσει αλάθευτα

ένσι:ικτα, ήξερε καλά με πόση δυσκολία είχε μαζευτεί το χρήμα.

Αυτή η επίγνωση του είχε διατηρήσει πρωτύτερα τους λογα­

ριασμούς του μέσα σε όρια λογικής αψηφησιάς, κι αν είχε δείξει

τόση αντίληψη της δύναμης που υπολανθάνει μέσα σι:ο χρήμα, ό­

ταν ήταν απλώς ζήτημα κάποιας ιδιοτροπίας της ανώτερης νοημο­

σύνης, πόσο περισσότερο τώρα, που ριψοκινδύνευε το μεγαλύτε­

ρο μέρος της υπόσι:ασής του! Ήταν κάτι σοβαρό γι' αυτόν.

Ασφαλώς, η τοποθέτηση ήταν καλή, κι ο Σεγκουέν είχε κατα­

φέρει να δώσει την εντύπωση πως από εύνοια, σαν αποτέλεσμα

φιλίας, θα συμπεριλαμβανόταν ο ιρλανδικός οβολός σι:α κεφά­

λαια της επιχείρησης. Ο Ί'ζίμυ σεβότανε την εξυπνάδα του πατέ­

ρα του σε ζητήματα εμπορικά, και σ' αυτή την περίπτωση ο πατέ­

ρας του τού έδωσε πρώτος την ιδέα γι' αυτή την τοποθέτηση· θα

κέρδιζαν λεφτά με το σακί σ' αυτή την επιχείρηση με τ' αυτοκίνη-

Page 49: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ 49

τα. Ξέχωρα, ο Σεγκουέν είχε τον αλάθευτο αέρα του πλούτου. Ο

'fζίμυ βάλθηκε να υπολογίζει τις μέρες εργασίας που χρειάσrη­

καν για να γίνει το υπέροχο αυτοκίνητο όπου καθόταν τώρα. Τι ο­

μαλά που έτρεχε! Με τι ωραίο στυλ είχε τρέξει στους εξοχικούς

δρόμους! Η διαδρομή έβαζε ένα μαγικό δάχτυλο στο γνήσιο παλ­

μό ζωής, κι ο μηχανισμός των ανθρώπινων νεύρων αγωνιζόταν

γενναία ν' ανταποκριθεί στον ακάθεκτο δρόμο του γρήγορου γα­

λάζιου ζώου.

Κατηφόρισαν την Ντέημ Στρητ. Ο δρόμος είχε εξαιρετικά με­

γάλη κίνηση, αντηχούσε από κορναρίσματα αυτοκινήτων κι από

κουδουνίσματα aνυπόμονων τραμβαγέρηδων. Ο Σεγκουέν στα­

μάτησε μπροστά στην τράπεζα, και κατέβηκαν ο 'fζίμυ κι ο φίλος

του. Ένας μικρός όμιλος μαζεύτηκε στο πεζοδρόμιο για να υπο­

βάλει τα σέβη του στον κινητήρα που ρουθούνιζε. Θα 'τρωγαν ό­

λοι μαζί εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο του Σεγκουέν, και στο

μεταξύ ο 'fζίμυ κι ο φίλος του, που έμενε μαζί του, θα πήγαιναν

στο σπίτι να ντυθούν. Το αυτοκίνητο αργόστριψε σrην Γκράφτον

Στρητ, ενώ οι δυο νεαροί άνοιγαν δρόμο μέσ' απ' τους χαζούς.

Τράβηξαν βόρεια, μ' ένα παράξενο συναίσθημα aπογοήτευσης

που πήγαιναν με τα πόδια, ενώ η πόλη κρεμούσε από πάνω τους

χλομούς φωτεινούς γλόμπους μέσα σε μιαν αχλύ καλοκαιριάτικου

βραδινού.

Στο σπίτι του Τζίμυ, αυτό το γεύμα πήρε επίσημη μορφή. Κά­

ποια περηφάνια, ανάκατη με την ταραχή των γονιών του, κάποια

επιθυμία επίσης, να παίξει πλούσια και χουβαρντάδικα, επειδή

τα ονόματα των ξένων μεγαλουπόλεων έχουν τουλάχιστον αυτήν

την ιδιότητα. Επίσης, ο 'fζίμυ είχε πολύ ωραία εμφάνιση σαν ήταν

καλοντυμένος, κι όπως στεκόταν στο χωλ, δίνοντας μια τελευταία

εξίσωση στο φιόγκο της γραβάτας του σμόκιν του, ίσως να 'νιωσε

ο πατέρας του κι εμπορικά ικανοποιημένος, που είχε εξασφα­

λίσει για το γιο του ορισμένες ιδιότητες, που συχνά ήταν αδύνατο

ν' αγοραστούν. Έτσι, ο πατέρας του ήταν ασυνήθιστα περιποιητι­

κός με τον Βιλόνα, και οι τρόποι του φανέρωναν πραγματικό σε­

βασμό για τα ξένα προσόντα· πιθανόν όμως όλοι αυτοί οι λεπτε­

πίλεπτοι συλλογισμοί να πήγαιναν χαμένοι και να μην έπεφταν

στην αντίληψη του Ούγγρου, που είχε αρχίσει να λιγουρεύεται

και ν' aνυπομονεί για το φαγητό.

Page 50: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

50 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Το γεύμα ήταν εξαίρετο, υπέροχο. Ο Σεγκουέν, έκρινε ο 'Γζί­

μυ, είχε πολύ λεπτό γούστο. Η παρέα είχε μεγαλώσει μ' έναν νεα­

ρό Άγγλο, ονόματι Ράουθ, που ο 'Γζίμυ τον είχε δει με τον Σε­

γκουέν στο Καίμπριτζ. Οι νεαροί γευμάτισαν σ' ένα ωραίο, άνετο

δωμάτιο, φωτισμένο με ηλεκτρικές λάμπες σε σχήμα κεριών.

Κουβέντιασαν για πολλά, όμως με κάποια επιφύλαξη. Ο 'Γζίμυ,

που η φαντασία του φούντωνε, φανταζότανε τα εύθυμα νιάτα των

Γάλλων σ' έναν κομψό συνδυασμό με το στέρεο σκαρί των αγγλι~

κών τρόπων. Μια κομψή και σωστή εικόνα του εαυτού του, σκε­

φτόταν. Θαύμαζε με πόση επιτηδειότητα κατεύθυνε τη συνομιλία

ο αμφιτρύων τους. Οι πέντε νεαροί είχαν διάφορα γούστα και η

γλώσσα τους είχε λυθεί. Ο Βιλόνα, με άπειρο σεβασμό, άρχισε ν'

αποκαλύπτει στους κάπως έκπληκτους Άγγλους, τις ομορφιές της

παλιάς αγγλικής ερωτικής ποίησης, κι έλεγε πως ήταν κρίμα που

χάθηκαν τα παλιά μουσικά όργανα. Ο Ριβιέρ, όχι δίχως οπισθο­

βουλία, καταπιάστηκε να εξηγήσει στον 'Γζίμυ το θρίαμβο των

γάλλων μηχανικών. Η ηχερή φωνή του Ούγγρου ετοιμαζότανε να

καταδείξει το γελοίο επίχρισμα των ρομαντικών ζωγράφων, όταν

ο Σεγκουέν γύρισε τη συνομιλία στην πολιτική. Εδώ, το έδαφος ή­

ταν κατάλληλο για όλους. Ο 'Γζίμυ, κάπως στο κέφι, ένιωσε να

ζωντανεύει μέσα του ο θαμμένος ζήλος του πατέρα του: κατάφερε

τελικά να ξυπνήσει τον νωχελικό Ράουθ. Το δωμάτιο παραζεστά­

θηκε, και το καθήκον του Σεγκουέν γινόταν δυσκολότερο με κάθε

στιγμή που περνούσε: υπήρχε και κίνδυνος να ξεi.Jπάσουν προσω­πικά πείσματα. Σε κάποια ευκαιρία, ο άγρυπνος αμφιτρύων ύψω­

σε το ποτήρι του στην υγεία της Ανθρωπότητας, και αφού ήπιαν,

πήγε κι άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο, με σημασία.

Εκείνη τη βραδιά, η πόλη φορούσε τη μάσκα πρωτεύουσας. Οι

πέντε νέοι περπατούσαν στο Στήβενς Γκρην μέσα σ' ένα αραιό

σύννεφο aρωματικού καπνού. Κουβέντιαζαν εύθυμα, με δυνατή

φωνή, κι οι μπέρτες τους ανέμιζαν πέρα δώθε. Ο κόσμος παραμέ­

ριζε για να τους αφήσει να περάσουν. Στη γωνιά της Γκράφτον

Στρητ, ένας κοντόχοντρος άντρας έβαζε δυο κομψές κυρίες σ' ένα

αμάξι, παραδίνοντάς τες σ' έναν άλλον χοντρό άντρα. Το αυτοκί­

νητο ξεκίνησε κι ο κοντόχοντρος είδε την παρέα.

-«Αντρέ!»

«Είναι ο Φάρλεϋ!»

Page 51: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ 51

Ένας χείμαρρος κουβεντολόι επακολούθησε. Ο Φάρλεϋ ήταν

Αμερικανός. Κανένας τους δεν καλοήξερε πάνω σε τι κουβέντια­

ζαν. Ο Βιλόνα κι ο Ριβιέρ ήταν οι πιο φωνακλάδες, μα όλοι τους,

λίγο πολύ, βρίσκονταν σε διέγερση. Μπήκαν σ' ένα αμάξι, στρι­

μώχτηκαν όπως όπως, ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Τραβούσαν πλάι

στον κόσμο, μέσα σ' ένα κράμα από χρώματα απαλά, με τη συνο­

δεία εύθυμης μουσικής από κουδουνάκια. Πήραν το τρένο στην

Γουέστλαντ Ρόου και σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως φάνηκε του

τζίμυ, έβγαιναν κιόλας από το σταθμό του Κίνγκσταουν. Ο υπάλ­

ληλος που μάζευε τα εισιτήρια, ένας γέρος, χαιρέτησε τον τζίμυ:

«Ωραία βραδιά, κύριέ μου!»

Ήταν μια ήσυχη καλοκαιρινή βραδιά· το λιμάνι απλωνόταν

στα πόδια τους σαν σκοτεινός καθρέφτης. Προχώρησαν κατά κει,

πιασμένοι αλαμπρατσέτα, τραγουδώντας όλοι μαζί το Καντέ Ρου­

σέλ, χτυπώντας χάμω τα πόδια τους σε κάθε:

«0! Ο! Οέ! Vraίment!» Στο μώλο, μπήκαν σε μια βάρκα με κουπιά κι ανοίχτηκαν προς

το γιωτ του Αμερικανού. Θα 'χε σουπέ, μουσική, χαρτιά. Ο Βιλό­

να είπε με πεποίθηση:

«Είναι εξαίσια!»

Στο σαλόνι του γιωτ ήταν ένα πιάνο. Ο Βιλόνα έπαιξε ένα βαλς

για τον Φάρλεϋ και τον Ριβιέρ, ο Φάρλεϋ έκανε τον καβαλιέρο κι

ο Ριβιέρ την ντάμα. Ύστερα έπαιξε λανσιέδες, κι οι άλλοι χόρευ­

αν με aυτοσχέδιες φιγούρες. Τι γλέντι! Ο τζίμυ έκανε το ρόλο

του με θέρμη· αυτή ήταν ζωή. Ύστερα ο Φάρλεϋ λαχάνιασε και

φώναξε Στοπ! Κάποιος έφερε ένα ελαφρό σουπέ, κι οι νεαροί

κάθισαν στο τραπέζι για τον τύπο. Ήπιαν ωστόσο: τρικούβερτο

κέφι. Ήπιαν στην υγεία της Ιρλανδίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας,

της Ουγγαρίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ο τζίμυ

έβγαλε λόγο, έναν μακρύ λόγο, κι όποτε σταματούσε, ο Βιλόνα έ­

λεγε Μπράβο! μπράβο! Όταν κάθισε, τα χειροκροτήματα πήραν

και δώσαν. Θα 'ταν, φαίνεται, ωραίος λόγος. Ο Φάρλεϋ τον χτύ­

πησε φιλικά στη ράχη και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Τι εύθυμη

παρέα! Τι καλή συντροφιά!

Χαρτιά! Χαρτιά! Ξέστρωσαν το τραπέζι. Ο Βιλόνα γύρισε στο

πιάνο του κι έπαιζε ό,τι του ζητούσαν. Οι άλλοι έπαιζαν τη μια

παρτίδα μετά την άλλη, πεσμένοι με τα μούτρα στην περιπέτεια.

Page 52: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

52 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ήπιαν στην υγεία της Ντάμας Κούπα και της Ντάμας Καρ6. Ο

Ί'ζίμυ ένιωθε α6ρισtα την έλλειψη ακροαtηρίου: η εξυπνάδα σπι­θοβολούσε. Το παιχνίδι δυνάμωσε πολύ, και τα χαρτονομίσματα

άρχισαν ν' αλλάζουν χέρι. Ο Ί'ζίμυ δεν ήξερε ακριβώς ποιος κέρ­

διζε, ήξερε 6μως πως ο ίδιος έχανε. Μα ο ίδιος έφtαιγε σ' αυτ6,

επειδή συχνά μπέρδευε τα χαρτιά του, και αναγκάζονταν οι άλλοι

να λογαριάζουν τις χασούρες του. Ήταν μούρλια παιδιά 6λοι

τους, αλλά θα 'θελε να σtαματούσαν: ήταν πολύ αργά. Κάποιος ή­

πιε στην υγεία του γιωτ Η Ωραία του Νιούπορτ, κι ύσtερα κάποι­

ος πρ6τεινε μια γερή τελευταία παρτίδα.

Το πιάνο είχε σtαματήσει· φαίνεται πως ο Βιλόνα είχε ανέβει

σtο κατάσtρωμα. Ήταν τρομερή παρτίδα. Σταμάτησαν λίγο πριν

τελειώσει, για να πιουν και να ευχηθούν καλή τύχη. Ο Ί'ζίμυ κα­

τάλαβε πως η παρτίδα ήταν μεταξύ του Ράουθ και του Σεγκουέν.

Τι συγκίνηση! Κι ο Ί'ζίμυ αδημονούσε· θα 'χανε, φυσικά. Π6σα

είχε χάσει ίσαμε τώρα; Σηκώθηκαν όρθιοι για να παίξουν τις τε­

λευταίες χαρτωσιές, μιλώντας και χειρονομώντας. Κέρδισε ο Ρά­

ουθ. Το σαλόνι τραντάχτηκε απ' τις ζητωκραυγές τους. Συμμά­

ζεψαν τα χαρτιά. Ύ σtερα βάλθηκαν να μαζεύουν τα κέρδη τους

οι κερδισμένοι. Περισσ6τερο χαμένοι βγήκαν ο Φάρλεϋ κι ο Ί'ζί­

μυ.

Ήξερε πως θα το μετάνιωνε το πρωί, μα τώρα χαιρ6τανε για

την ησυχία, χαιρ6τανε για το βαθύ λήθαργο που θα εξαφάνιζε α­

πό το νου του την ανοησία του. Έβαλε τους αγκώνες του πάνω

σtο τραπέζι κι ακούμπησε το κεφάλι του ανάμεσα σtα χέρια του,

μετρώντας τους χτύπους σtα μηνίγγια του. Άνοιξε η π6ρτα του

σαλονιού, κι είδε τον Ούγγρο να σtέκει μέσα σε μιαν αχτίδα γκρί­

ζο φως:

«Κύριοι, ξημερώνει!»

Page 53: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Δ υ ο ιππότες.

Το γκρίζο, ζεστό, αυγουστιάτικο βραδινό είχε κατέβει πάνω.σtην

πόλη, κι ένας χλιαρός αέρας, μια θύμηση καλοκαιριού, κυκλοφο­

ρούσε σtους δρόμους. Οι δρόμοι, με τα μαγαζιά κλειστά για την αρ­

γία της Κυριακής, μυρμήγκιαζαν από ένα παρδαλό, χαρούμενο

πλήθος. Τα φανάρια, από την κορυφή των ψηλών τους στύλων, έρι­

χναν το φως τους πάνω σtο ζωντανό υφάδι κάτωθέ τους: που αλλά­

ζοντας αδιάκοπα σχήμα και απόχρωση, έστελνε ψηλά σtη ζεστή,

γκρίζα βραδινή ατμόσφαιρα, έναν αμετάβλητο, αδιάκοπο ψίθυρο.

Δυο νέοι άντρες κατέβαιναν την κατηφορική πλατεία Ρότλαντ.

Ο ένας τους τέλειωνε πάνω σtην ώρα έναν μακρύ μονόλογο. Ο

άλλος, που περπατούσε στην άκρη του πεζοδρομίου και ήταν κά­

θε τόσο υποχρεωμένος να κατεβαίνει σtο δρόμο χάρη στις σπρω­

ξιές του συντρόφου του, είχε στο πρόσωπό του μια έκφραση, σαν

να διασκέδαζε μ' αυτά που άκουγε. Ήταν κοντόχοντρος, με κόκ­

κινο πρόσωπο. Ένα ναυτικό κασκέτο ήταν σπρωγμένο πολύ πίσω

από το μέτωπό του, κι η αφήγηση που άκουγε έκανε το πρόσωπό

του να παίρνει αδιάκοπα μια ζωηρή έκφραση σεις γωνιές της μύ­

της, των ματιών και των χειλιών του. Μικρά ξεσπάσματα σφυρι­

χτού γέλιου, ακολουθώντας το ένα τ' άλλο, συντάραζαν το κορμί

του. Τα μάτια του, σπιθοβολώντας από το κέφι που έκανε, έρι­

χναν κάθε τόσο ματιές σtο πρόσωπο του συντρόφου του. Μια δυο

φορές διόρθωσε τη θέση του ελαφρού αδιάβροχου που είχε ριγ­

μένο σtον ώμο του αλά τορεαντόρ. Το κοντοβράκι του, τα παπού­

τσια με τις λασtιχένιες σόλες και το aφρόντιστα πεταγμένο

αδιάβροχο, εκφράζαν τα νιάτα. AJJ...ά το κορμί του ήταν παχύ στη

μέση, τα μαλλιά του γκρίζα και αραιά και το πρόσωπό του, όταν

περνούσαν τα εκφραστικά κύματα, είχε όψη ρημαγμένη.

Page 54: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

54 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Όταν πια ήταν απόλυτα βέβαιος πως η αφήγηση είχε τελειώ­

σει, ξέσπασε σ' ένα αθόρυβο γέλιο, που κράτησε γεμάτο μισό λε­

πτό. Ύστερα είπε:

«Ε, αυτό πια παίρνει το πρώτο βραβείο!»

Η φωνή του φαινόταν άτονη· για να ενισχύσει τα λόγια του,

πρόσθεσε με χιούμορ:

«Παίρνει το μοναχικό, το μοναδικό και, αν μπορώ να το χαρα­

κτηρίσω έτσι, το περιζήτητο βραβείο!»

Αφού το 'πε αυτό, σοβάρεψε και σώπασε. Η γλώσσα του ήταν

κουρασμένη, επειδή μιλούσε όλο το απομεσήμερο σε μια ταβέρνα

της Ντόρσετ Στρητ. Ο περισσότερος κόσμος θεωρούσε τον Λένε­

χαν εκβιαστή, αλλά παρά τη φήμη του αυτή, η επιτηδειότητα κι

ευφράδειά του είχαν εμποδίσει τους φίλους του να σχηματίσουν

γενικά κακή ιδέα για κείνον. Είχε έναν ωραίο τρόπο να 'ρχεται

στην παρέα τους σ' ένα μπαρ, και να κρατιέται με τρόπο στο περι­

θώριο της συντροφιάς, ώσπου τον συμπεριλάβαιναν σ' ένα κέρα­

σμα. Ήταν ένας διασκεδαστικός αλήτης με μεγάλο απόθεμα από

ανέκδοτα, στιχάκια κι αινίγματα. Και αναίσθητος σε κάθε λογής

αγένεια. Κανένας δεν ήξερε πώς τα πορευότανε και ζούσε, ωστό­

σο το όνομά του συνδεόταν αόριστα με τα κόλπα του ιπποδρόμου.

«Και πού την ψώνισες, Κόρλυ;» ρώτησε.

Ο Κόρλυ πέρασε βιαστικά τη γλώσσα του στο πάνω χείλι του.

«Ένα βράδυ, μάτια μου» αποκρίθηκε, «καθώς τραβούσα στην

Ντέημ Στρητ, μπάνισα μια όμορφη κοκοτούλα κάτω από το ρολόι

του Υδρονομείου, και την καλησπέρισα, καταλαβαίνεις. Πήγαμε

λοιπόν βόλτα κατά το κανάλι, και μου ξανοίχτηκε πως περνούσε

ζωή σκλάβας, σ' ένα σπίτι στην Μπάγκοτ Στρητ. Την αγκάλιασα

από τη μέση και τη ζούπησα λιγάκι εκείνο το βράδυ. Ύστερα, που

λες, την κατοπινή Κυριακή, την aντάμωσα με ραντεβού. Πήγαμε

πέρα στο Ντόνυμπρουκ και την κουβάλησα σ' ένα χωράφι εκεί

κοντά. Μου 'πε πως πήγαινε μ' ένα γαλατά ... Ήτανε φίνα, σου λέω. Μου 'φερνε τσιγάρα κάθε βράδυ και πλήρωνε το τραμ, πη­

γαιμό και γυρισμό. Κι ένα βράδυ μου 'φερε δυο φίνα πούρα, ξέ­

ρεις, από τα καλά, απ' αυτά που κάπνιζε ο γερογαλατάς ... Μα φο­βόμουνα, που λες, μην γκαστρωθεί. Μα ξέρει το κόλπο».

«Ίσως να της περνάει από το νου πως θα την παντρευτείς» εί­

πε ο Λένεχαν.

Page 55: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΔΥΟ ΙΠΠΟ'ΓΕΣ 55

«Της είπα πως με σκολάσανε απ' τη δουλειά. Της είπα πως ή­

μουνα στου Πιμ. Δεν ξέρει τ' όνομά μου. Απόφυγα να της το πω.

Μα, ξέρεις, μ' έχει λιγάκι πως είμαι από τζάκι}}.

Ο Λένεχαν πάλι γέλασε αθόρυβα.

«Απ' όλα τα κόλπα που έχω ακούσει}} είπε, «αυτό παίρνει σί­

γουρα το πρώτο βραβείο».

Το βάδισμα του Κόρλυ φανέρωσε πως ο έπαινος έγινε δεκτός.

Το κούνημα του παχουλού κορμιού του έκανε το φίλο του να ε­

κτελέσει μερικά ανάλαφρα χοροπηδήματα από το πεζοδρόμιο

στο δρόμο και πίσω. Ο Κόρλυ ήταν γιος αστυνομικού επιθεωρητή

και είχε κληρονομήσει την κορμοστασιά και την περπατησιά του.

Περπατούσε με τα χέρια κολλητά στα πλευρά, ολόισιος, ταλα­

ντεύοντας το κεφάλι του απ' τη μια κι από την άλλη. Το κεφάλι

του ήταν μεγάλο, σφαιρικό και γυαλιστερό, ίδρωνε με όλους τους

καιρούς, και το μεγάλο στρογγυλό καπέλο του, που το φορούσε

στραβά, έμοιαζε με βολβό που είχε φυτρώσει πάνω σ' έναν άλλο

βολβό. Πάντα κοίταζε ολόισια· μπροστά του σαν να 'κανε παρέ­

λαση, κι όταν ήθελε να κοιτάξει κάποιον περαστικό στο δρόμο,

αναγκαζότανε να στρίβει το κορμί του από τη μέση. Τώρα τρι­

γυρνούσε στην πόλη. Όποτε ήταν καμιά θέση κενή, πάντα κάποι­

ος φίλος προθυμοποιούνταν να τον ειδοποιήσει. Τον έβλεπαν συ­

χνά να τριγυρνάει με αστυνομικούς με πολιτικά, κουβεντιάζοντας

σοβαρά μαζί τους. Ήξερε τα εσωτερικά καθέκαστα για όλες τις

υποθέσεις, και του άρεσε να βγάζει το τελικό συμπέρασμα. Μι­

λούσε δίχως ν' ακούει τι λένε οι άλλοι. Η συνομιλία του είχε κυ­

ρίως για θέμα τον εαυτό του: τι είχε πει στο τάδε πρόσωπο, τι του

είχε πει το τάδε πρόσωπο, και τι είχε απαντήσει κι αυτός γι(Χ να

κανονιστεί το ζήτημα. Όταν διηγούνταν αυτούς τους διαλόγους

κι ανέφερε το όνομά του, ρουφούσε το πρώτο γράμμα μ' ένα

θρόισμα.

Ο Λένεχαν πρόσφερε στο φίλο του τσιγάρο. Καθώς συνέχιζαν

το δρόμο τους μες στο κυριακάτικο πλήθος, ο Κόρλυ γύριζε πότε

πότε το κεφάλι του για να χαμογελάσει σε καμιά περαστική κοπέ­

λα, μα η ματιά του Λένεχαν ήταν στυλωμένη στο μεγάλο χλομό

φεγγάρι, μ' ένα διπλό φωτεινό στεφάνι ολόγυρα. Παρακολουθού­

σε σοβαρός το πρόσωπο του φεγγαριού να καθαρίζει από το

γκρίζο σούρουπο. Τέλος είπε:

Page 56: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

56 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Χμ ... Για πες μου, Κόρλυ, φαντάζομαι πως θα τα καταφέρεις να ξεμπλέξεις, ε;»

Ο Κόρλυ, γι' απάντηση, έκλεισε εκφραστικά το ένα του μάτι.

«Είναι κορόιδο για κάτι τέτοια;» ρώτησε ο Λένεχαν, σαν να 'χε

αμφιβολία. «Δεν ξέρει κανείς ποτέ τι γίνεται με τις γυναίκες».

«Είναι εντάξει» είπε ο Κόρλυ. «Ξέρω τον τρόπο να την τυλίξω,

μάτια μου. Είναι λιγάκι τσιμπημένη μαζί μου».

«Είσαι ένας ερωτιάρης Λοθάριος, αυτό λέω εγώ» είπε ο Λένε­

χαν.

«Και μάλιστα βέρος Λοθάριος!»

Μια απόχρωση κορο"ίδίας ξαλάφρωσε τη δουλοπρέπεια των

τρόπων του. Για να σώζει την αξιοπρέπειά του, συνήθιζε ν' αφή­

νει την κολακεία του ανοιχτή στην ερμηνεία της κορο"ίδίας. Μα ο

Κόρλυ δεν είχε αρκετά λεπτό μυαλό για να ξεχωρίζει κάτι τέ­

τοια.

«Δε μου ξεφεύγει, την έχω κάνει σκλάβα μου» τον βεβαίωσε.

«Άκου με που σου λέω».

«Όλες έχουν περάσει από τα χέρια σου» είπε ο Λένεχαν.

«Στην αρχή συνήθιζα να πηγαίνω με κοπέλες, ξέρεις» του ξε­

μυστηρεύτηκε ο Κόρλυ, «Κοπέλες πέρ' από τον Περιφερειακό του

Νότου. Τις πήγαινα, μάτια μου, κάπου με το τραμ, και πλήρωνα ε­

γώ το τραμ, ή τις πήγαινα ν' ακούσουν μουσική ή σε κανένα θέα­

τρο, ή τους αγόραζα σοκολάτες και γλυκά ή κάτι τέτοιο τελοσπά­

ντων. Ξόδευα κάμποσα λεφτά» πρόσθεσε σε τόνο πειστικό, σαν

να 'νιωθε πως ο άλλος δεν τον πίστευε.

Μα ο Λένεχαν μπορούσε να τον πιστέψει. Κούνησε το κεφάλι

του σοβαρά:

«Το ξέρω αυτό το παιχνίδι. Και σε πιάνουνε κορόιδο».

«Και ποτέ μου δεν έβγαλα τίποτε από δαύτο» είπε ο Κόρλυ.

«Το ίδιο και του λόγου μου» είπε ο Λένεχαν.

«Μονάχα με μιαν από δαύτες» είπε ο άλλος.

Ύγρανε το πάνω χείλι του περνώντας τη γλώσσα του. Η θύμη­

ση έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν. Κοίταξε κι αυτός το χλομό

δίσκο του φεγγαριού, πέρα, σχεδόν σκεπασμένο, και φάνηκε να

ρεμβάζει.

«Ήταν πολύ εντάξει» είπε νοσταλγικά. Πάλι σώπασε. Ύστερα

πρόσθεσε:

Page 57: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΔΥΟ ΙΠΠΟ'fΕΣ 57

«Είναι του δρόμου τώρα. Την είδα ένα βράδυ σ' ένα αμάξι,

στην Ερλ Στρητ, μαζί με δυο νεαρούς».

«Φαντάζομαι πως την πήρες στο λαιμό σου» αποκρίθηκε ο

Κόρλυ φιλοσοφικά.

Τούτη τη φορά σαν να μην τον πίστεψε ο Λένεχαν. Κούνησε το

κεφάλι του δεξιά ζερβά και χαμογέλασε:

«Το ξέρεις πως εμένα δε με γελάς, Κόρλυ».

«Μα το Θεό!» είπε ο Κόρλυ. «Αφού μου το 'πε κι η ίδια». Ο

Λένεχαν έκανε μια τραγική χειρονομία:

«Ουτιδανέ προδότη!»

Καθώς περνούσαν μπρος απ' τα κάγκελα του Τρίνιτυ Κόλετζ, ο

Λένεχαν βρέθηκε μ' ένα πήδημα στη μέση του δρόμου και κοίτα­

ξε ψηλά, το ρολόι.

«Και είκοσι» είπε.

«Ώρα είναι» είπε ο Κόρλυ. «Η λεγάμενη θα 'ναι κιόλας εκεί.

Πάντα την αφήνω να περιμένει λιγάκι».

Ο Λένεχαν κουτσογέλασε.

«Ξέρεις πώς να τις πιάνεις».

«Ξέρω όλα τους τα κόλπα» ομολόγησε ο Κόρλυ.

«Μα για πες μου» είπε ο Λένεχαν, «είσαι β'έβαιος πως μπορείς

να τα καταφέρεις; Ξέρεις, είναι λεπτή δουλειά. Είναι τετραπέρα­

τες σ' αυτό το ζήτημα, ε; .. Τι λες;» Τα μικρά διαπεραστικά μάτια του ερευνούσαν το πρόσωπο του

συντρόφου του για να καθησυχάσει. Ο Κόρλυ κούνησε το κεφάλι

του απότομα δεξιά ζερβά, σαν να 'θελε να διώξει ένα επίμονο έ­

ντομο, κι έσμιξε τα φρύδια του.

«Θα τα καταφέρω» είπε. «Άφησέ το σε μένα. Σύμφωνοι;» Ο

Λένεχαν δεν είπε τίποτ' άλλο. Δεν ήθελε να στενοχωρήσει το φί­

λο του, να τον κάνει να τον διαβολοστείλει και να του πει πως δεν

είχε ανάγκη τη συμβουλή του. Χρειαζότανε λίγο τακτ. Αλλά το

μέτωπο του Κόρλυ πάλι γαλήνεψε. Οι σκέψεις του τρέχαν αλλού.

«Είναι μια φίνα καθωσπρέπει κοκοτίτσα» είπε εγκωμιαστικά.

Τράβηξαν πάνω, στη Νασάου Στρητ, κι ύστερα στην Κιλντέαρ.

Όχι μακριά απ' την πόρτα της λέσχης, στη μέση του δρόμου, στε­

κόταν ένας aρπίστας κι έπαιζε ·σ' έναν μικρό κύκλο από ακροα­

τές. Τα δάχruλά του πασπάτευαν aπρόσεχτα τις κόρδες, κι έριχνε

κάθε τόσο μια γρήγορη ματιά στον κάθε καινουργιοφερμένο, κι

Page 58: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

58 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

επίσης, κάθε τόσο, μια βαριά ματιά στον ουρανό. Κι η άρπα του,

αδιαφορώντας που το σκέπασμά της είχε πέσει στα γόνατά του,

φαινόταν κι αυτή βαριεστημένη από τα μάτια των ξένων κι από τα

χέρια του αφεντικού της. Το ένα χέρι έπαιζε στα μπάσα τη μελω­

δία Σιωπηλή, ω Μόυλ, ενώ το άλλο χέρι βολόδερνε στα πρίμα. Οι

νότες αντηχούσαν βαθιές και γεμάτες.

Οι δυο φίλοι aνηφόρισαν το δρόμο δίχως να μιλούν, κι η λυπη­

τερή μουσική τούς ακολουθούσε. Σαν έφτασαν στο Στήβενς

Γκρην, πέρασαν στην aντικρινή πλευρά του δρόμου. Εδώ, ο θόρυ­

βος των τραμ και ο κόσμος τούς ελευθέρωσαν απ' τη σιωπή τους.

«Νά τηνε» είπε ο Κόρλυ.

Στη γωνιά της Χιουμ Στρητ στεκότανε μια κοπέλα. Φορούσε

γαλάζιο φουστάνι κι άσπρο ναυτικό σκούφο. Στεκότανε στην ά­

κρη του πεζοδρομίου, στριφογυρίζοντας μια ομπρέλα του ήλιου

με το ένα χέρι. Το ενδιαφέρον του Λένεχαν ζωήρεψε.

«Ας της ρίξουμε μια ματιά, Κόρλυ}} του είπε.

Ο Κόρλυ λοξοκοίταξε το φίλο του, κι ένα δυσάρεστο χαμόγελο

φάνηκε στο πρόσωπό του.

«Πας να με παραμερίσεις;» ρώτησε.

«Διάολε!» είπε με θράσος ο Λένεχαν, «δε χρειάζομαι σύ­

σταση. Το μόνο που θέλω, είναι να της ρίξω μια ματιά. Δεν πρό­

κειται να τη φάω».

«Α .. Να της ρίξεις μια ματιά;» είπε ο Κόρλυ, σε πιο φιλικό τό­νο. «Χμ ... Άκουσε τι θα κάνεις. Θα πάω να της πιάσω τα λόγια, κι εσύ μπορείς να περάσεις από κοντά».

«Σύμφωνοι».

Ο Κόρλυ είχε κιόλα δρασκελίσει με το ένα πόδι την αλυσίδα, όταν ο Λένε χ αν του φώναξε:

«Κι ύστερα; Πού θ' aνταμώσουμε;»

«Στις δέκα και μισή» αποκρίθηκε ο Κόρλυ, περνώντας και το

άλλο του πόδι.

«Πού;»

«Στη γωνία της Μέριον Στρητ. Θα γυρίσουμε».

«Δούλεψέ την όμορφα» του φώναξε ο Λένεχαν γι' αποχαιρετι­

σμό.

Ο Κόρλυ δεν αποκρίθηκε. Πέρασε το δρόμο κουνώντας το κε­

φάλι του δεξιά ζερβά. Ο όγκος του, το άνετο βάδισμά του κι ο

Page 59: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΔΥΟ ΙΠΠΟ'fΕΣ 59

σταθερός ήχος των παπουτσιών του, του έδιναν έναν αέρα κατα­

κτητή. Πλησίασε την κοπέλα και δίχως να τη χαιρετήσει, άρχισε

αμέσως να της κουβεντιάζει. Εκείνη στριφογύρισε την ομπρέλα

της πιο γρήγορα κι έκανε μισό γύρο στα τακούνια της. Μια δυο

φορές, όταν κάτι της είπε στ' αυτί, γέλασε κι έσκυψε το κεφάλι

της.

Ο Λένεχαν τους παρακολούθησε με το μάτι μερικά λεπτά.

Ύστερα τράβηξε με γρήγορο βήμα πλάι στις αλυσίδες, ίσαμε κά­

ποια απόσταση, και διέσχισε το δρόμο λοξά. Καθώς σίμωνε στη

γωνιά της Χιουμ Στρητ, του φάνηκε πως ένα βαρύ άρωμα πλανιό­

τανε στον αέρα, και τα μάτια του έκαναν μια γρήγορη και ανυπό­

μονη επιθεώρηση της κοπέλας. Φορούσε τα κυριακάτικά της. Τη

φούστα της, από γαλάζιο μάλλινο ύφασμα, τη συγκρατούσε στη

μέση μια μαύρη πέτσινη ζώνη. Η μεγάλη ασημένια μπούκλα της

ζώνης, φαινόταν να σφίγγει το κέντρο της μέσης της, αδράχνοντας

το λεπτό ύφασμα της άσπρης μπλούζας της σαν ψαλίδα. Φορούσε

μια κοντή μαύρη ζακέτα με σιντεφένια κουμπιά, κι ένα μαδημένο

μαύρο μποά. Οι άκρες του τούλινου κολλάρου της ήταν προσεχτι­

κά ακανόνιστες, κι ένα μεγάλο μπουκέτο κόκκινα λουλούδια ήταν

καρφιτσωμένο στο στήθος της, με τα κοτσάνια προς τα πάνω. Τα

μάτια του Λένεχαν πρόσεξαν επιδοκιμαστικά το γεμάτο, κον­

τουλό, γεροδεμένο κορμί της. Μια πραγματική, χωριάτικη υγεία

έλαμπε στο πρόσωπό της, στα παχιά κόκκινα μάγουλά της και στα

aτάραχα γαλανά της μάτια. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τραχιά.

Είχε φαρδιά ρουθούνια, ακανόνιστο στόμα, μισάνοιχτο σ' ένα ι­

κανοποιημένο, κορο"ίδευτικό στράβωμα, και με δυο ξεπεταχτά

μπροστινά δόντια. Ο Λένεχαν έβγαλε το σκουφί του καθώς περ­

νούσε, κι ύστερα από κάπου δέκα δευτερόλεπτα, ο Κόρλυ aντα­

πόδωσε το χαιρετισμό στον αέρα. Η ανταπόδοση έγινε με το να

σηκώσει αόριστα το χέρι του και ν' αλλάξει με ύφος συλλογισμένο · τη γωνία προσανατολισμού του καπέλου του.

Ο Λένεχαν προχώρησε ίσαμε το Ξενοδοχείο Σέλμπορν, κι εκεί

στάθηκε και περίμενε. Σε λίγη ώρα τούς είδε να 'ρχονται προς το

μέρος του, κι όταν έστριψαν δεξιά, τους ακολούθησε αλαφροπα­

τώντας με τ' άσπρα παπούτσια του, στη μια πλευρά της πλατείας

Μέριον. Καθώς προχωρούσε σιγανά, ρυθμίζοντας το βήμα του

πάνω στο δικό τους, κοίταζε το κεφάλι του Κόρλυ, που γύριζε κά-

Page 60: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

60 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

θε τόσο προς το πρόσωπο της κοπέλας, ίδιο μεγάλη σφαίρα που

περιστρέφεται σε μια βάση. Παρακολούθησε το ζευγάρι, ώσπου

τους είδε ν' ανεβαίνουν στο τραμ του Ντόνυμπρουκ· ύστερα έκα­

νε μεταβολή και ξαναπήρε το δρόμο απ' όπου είχε έρθει.

Τώρα που ήταν μονάχος, το πρόσωπό του φαινόταν πιο γερα­

σμένο. Η ευθυμία του λες και τον είχε παρατήσει, και καθώς πή­

γαινε πλάι στα κάγκελα του Ντιουκ Λων, έσερνε πάνω τους το χέ­

ρι του. Ο σκοπός που έπαιζε εκείνος ο aρπίστας, άρχισε να ρυθμί­

ζει τις κινήσεις του. Τα πόδια του με τα μαλακά παπούτσια έπαι­

ζαν τη μελωδία, ενώ τα δάχτυλά του, ύστερα από κάθε μπατούτα,

έσερναν τεμπέλικα πάνω στα κάγκελα μια σκάλα παραλλαγές.

Έκανε αμέριμνα το γύρο του Στήβεν Γκρην κι ύστερα πήρε την

Γκράφτον Στρητ. Καθώς περνούσε μέσ' απ' το πλήθος, τα μάτια

του σημείωναν πολλά στοιχεία, μα δίχως κέφι. Τα 'βρισκε ασήμα­

ντα όλ' αυτά που θα 'πρεπε να τον γοητεύουν, και δεν ανταποκρι­

νόταν στις ματιές που τον προσκαλούσαν να 'ναι τολμηρός. Ήξε­

ρε πως θα 'ταν υποχρεωμένος να μιλάει πολλή ώρα, να επινοεί

και να διασκεδάζει -και το μυαλό του κι ο λαιμός του ήταν πολύ

στεγνά για τέτοια δουλειά. Το πρόβλημα για το πώς θα μπορούσε

να περάσει τις ώρες ώσπου να ξανανταμώσει τον Κόρλυ, τον στε­

νοχωρούσε λιγάκι. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ' άλλο, εκτός

να εξακολουθεί να περπατάει για να περάσει η ώρα. Έστριψε α­

ριστερά σαν έφτασε στη γωνιά της πλατείας Ρότλαντ, κι ένιωσε

πιο άνετα μέσα στον σκοτεινό, ήσυχο δρόμο, που η μελαγχολική

όψη του ταίριαζε με την ψυχική του διάθεση. Σταμάτησε τέλος

μπροστά στη βιτρίνα κάποιου φτωχικού μαγαζιού, που πάνωθέ

της οι λέξεις Μπαρ - Αναψυκτικά ήταν γραμμένες με άσπρα γράμματα. Πάνω στο τζάμι της βιτρίνας ήταν δυο έντυπες επιγρα­

φές: τζιτζιμπίρα και Γκαζόζες. Ένα κομμένο ζαμπόνι μέσα σε

μια μεγάλη γαλάζια πιατέλα ήταν εκτεθειμένο στη βιτρίνα, και

πλάι του, σ' ένα πιάτο, ένα κομμάτι από μια πολύ ξεπλυμένη που­

τίγκα με σταφίδες. Κοίταξε με λαχτάρα αυτά τα φαγητά λίγη ώρα,

κι ύστερα, αφού έριξε μια προσεχτική ματιά πάνω και κάτω στο

δρόμο, μπήκε γρήγορα στο μαγαζί.

Πεινούσε, επειδή εκτός από μερικά μπισκότα που είχε ζητήσει

να του φέρουν δυο γκρινιάρηδες παπάδες, δεν είχε φάει τίποτ'

άλλο μετά το πρωινό κολατσιό. Κάθισε σ' ένα ξύλινο τραπέζι δί-

Page 61: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΔΥΟ ΙΠΠΟ'fΕΣ 61

χως τραπεζομάντιλο, αντίκρυ σε δυο εργάτριες και σ' έναν τεχνί­

τη. Μια γλίτσικη κοπέλα ήρθε να τον εξυπηρετήσει.

< «Πόσο ένα πιάτο μπιζέλια;» τη ρώτησε.

«Μια πένα και μισή» αποκρίθηκε η κοπέλα.

«Φέρε μου ένα πιάτο μπιζέλια» είπε, «Κι ένα μπουκάλι τζιτζι­

μπίρα».

Μίλησε απότομα για να διαψεύσει το αστικό του παρουσιαστι­

κό, επειδή η είσοδός του είχε για επακόλουθο να σταματήσει το

κουβεντολόι των άλλων. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο από τη ζέ­

στη. Για να φανεί φυσικός, έσπρωξε το σκουφί του πίσω κι ακού­

μπησε τους αγκώνες στο τραπέζι. Ο τεχνίτης κι οι δυο εργάτριες

τον περιεργάστηκαν πόντο με πόντο πριν ξαναπιάσουν τη συζήτη­

ση με σιγανή φωνή. Η κοπέλα τού έφερε ένα πιάτο ζεστά μπιζέ­

λια του μπακάλη, με ξίδι και πιπέρι για να νοστιμίσουν, ένα πι­

ρούνι και τη τζιτζιμπίρα του. Έφαγε με λαιμαργία το φαγητό του,

και το βρήκε τόσο καλό, που σημείωσε στο νου του τη διεύθυνση

του μαγαζιού. Αφού έφαγε όλα τα μπιζέλια, ήπιε τη τζιτζιμπίρα

του και κάθισε λίγη ώρα στριφογυρίζοντας στο νου του την περι­

πέτεια του Κόρλυ. Έβλεπε με τη φαντασία του τους δυο εραστές

να περπατούν σε κάποιο σκοτεινό δρ~μο· άκουγε τη φωνή του

Κόρλυ να λέει χοντρά, πρόστυχα ερωτόλογα, και ξανάβλεπε το

κορο'ίδευτικό στράβωμα στο στόμα της κοπέλας. Αυτή η οπτασία

τον έκανε να νιώσει ζωηρά τη χρηματική και ψυχική του φτώχεια.

Είχε κουραστεί να τριγυρνάει, να τραβάει το διάβολο απ' την ου­

ρά, να σοφίζεται πονηριές και μηχανορραφίες. Θα 'κλεινε τα

τριάντα ένα τον Νοέμβριο. Δε θα 'βρισκε ποτέ μια καλή δουλειά;

Δε θα 'χε ποτέ δικό του σπίτι; Σκέφτηκε τι ευχάριστα που θα 'ταν

να κάθεται στη ζεστασιά μιας φωτιάς και σ' ένα τραπέζι ι.ιε καλά

φαγητά. Φτάνει πια τόσα χρόνια που τριγυρνάει στους δρόμους

με φίλους και με κοπέλες. Ήξερε τι άξιζαν αυτοί οι φίλοι· ήξερε

και τις κοπέλες. Η πείρα τού 'χε δηλητηριάσει την καρδιά ενάντια

στον κόσμο. Μα δεν τον είχε παρατήσει κάθε ελπίδα. Τώρα που

είχε φάει, αισθανόταν καλύτερα από πριν, λιγότερο βαριεστημέ­

νος από τη ζωή, λιγότερο καταβεβλημένος ψυχικά. Θα 'ταν ακόμα

ικανός να κατασταλάξει σε κάποια αναπαυτική γωνιά και να ζή­

σει ευτυχισμένος, φτάνει μονάχα να του τύχαινε κάποια καλή, α­

πλο'ίκή κοπέλα μ' ένα μικρό κομπόδεμα.

Page 62: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

62 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Πλήρωσε δυόμισι πένες στη γλίτσικη κοπέλα και βγήκε απ' το

μαγαζί για να συνεχίσει την περιπλάνησή του. Πήγε στην Κάπελ

Στρητ και τράβηξε προς το Δημαρχείο. Ύ σtερα έσtριψε στην

Ντέημ Στρητ. Στη γωνία της Ί'ζωρτζ Στρητ aντάμωσε δυο φίλους

του και σtάθηκε για να κουβεντιάσει μαζί τους. Ευχαρισtήθηκε

που μπόρεσε να ξεκουρασtεί από τις περιπλανήσεις του. Οι φίλοι

του τον ρώτησαν αν είχε δει τον Κόρλυ και ποια ήταν τα τε­

λευταία νέα. Αποκρίθηκε πως είχε περάσει τη μέρα του με τον

Κόρλυ. Οι φίλοι του δεν ήταν πολύ ομιλητικοί. Κοίταζαν σtα χα­

μένα τον κόσμο, κι έκαναν καμιά παρατήρηση πότε πότε. Ένας

τους είπε πως είχε δει τον Μακ πριν από μια ώρα στην Γουέσt­

μορλαντ Στρητ. Πάνω σ' αυτό, ο Λένεχαν είπε πως ψες βράδυ ή­

ταν μαζί με τον Μακ σtου Ήγκαν. Αυτός που είχε δει τον Μακ

στην Γουέσtμορλαντ Στρητ, ρώτησε αν ήταν αλήθεια πως ο Μακ

είχε κερδίσει κάτι λεφτουδάκια σtα μπιλιάρδα. Ο Λένεχαν δεν ή­

ξερε: είπε πως ο Χόλοχαν τούς είχε κεράσει σtου Ήγκαν.

Παράτησε τους φίλους του σtις δέκα παρά τέταρτο και aνηφό­

ρισε στην Ί'ζωρτζ Στρητ. Έσtριψε αρισtερά στη Δημοτική Αγορά

και προχώρησε στην Γκράφτον Στρητ. Το πλήθος των κοριτσιών

και των νεαρών είχε αραιώσει, και καθώς προχωρούσε σtο δρό­

μο, άκουγε πολλές παρέες και ζευγάρια να καληνυχτίζονται. Πή­

γε μέχρι το ρολόι της Χειρουργικής Σχολής: όπου να 'ναι θα χτυ­

πούσε δέκα η ώρα. Ξεκίνησε με ζωηρό βήμα πάνω στη βόρεια

πλευρά του Πάρκου, βιαζόταν, γιατί είχε αρχίσει να φοβάται μή­

πως γύρισε νωρίτερα ο Κόρλυ. Σαν έφτασε στη γωνία της Μέριον

Στρητ, πήρε θέση σtον ίσκιο του φαναριού, έβγαλε ένα aπ' τα τσι­

γάρα που είχε φυλάξει, και το άναψε. Ακούμπησε σtο σtύλο του

φαναρφύ και κάρφωσε τη ματιά του κατά κει που περίμενε πως

θα 'βλεπε να γυρίζουν ο Κόρλυ και η κοπέλα.

Ο νους του άρχισε πάλι να δουλεύει. Αναρωτήθηκε αν ο Κόρλυ

τα 'χε καταφέρει. Αναρωτιόταν αν της είχε κάνει κιόλα την πρό­

ταση ή αν θα τ' άφηνε για το τέλος. Βασανιζόταν κι αγωνιούσε

για την κατάσtαση του φίλου του όσο και για τη δική του. Ωσtόσο,

τον καθησύχασε κάπως η θύμηση του κεφαλιού του Κόρλυ με το

σιγανό σtριφογύρισμα: ήταν βέβαιος πως ο Κόρλυ θα τα κατά­

φερνε μια χαρά. Ξαφνικά, σκέφτηκε πως ίσως να την είχε συνο­

δέψει ο Κόρλυ σπίτι της από άλλο δρόμο, και του ξέφυγε. Τα μά-

Page 63: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΔΥΟ ΙΠΠΟ'ΓΕΣ 63

τια του έψαξαν το δρόμο: τίποτα δε φαινόταν πουθενά. Κι όμως,

σίγουρα θα 'χε περάσει μισή ώρα από τότε που είχε κοιτάξει το

ρολόι της Χειρουργικής Σχολής. Ήταν ποτέ δυνατόν να κάνει ο

Κόρλυ κάτι τέτοιο; Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο κι άρχισε να

καπνίζει νευρικά. Τέντωνε τα μάτια του κάθε φορά που σταμα­

τούσε ένα τραμ στην πέρα γωνία της πλατείας. Θα 'χαν γυρίσει α­

πό άλλο δρόμο. Το τσιγαρόχαρτο του τσιγάρου έσπασε στη μέση,

και πέταξε το τσιγάρο χάμω με μια βλαστήμια.

Ξαφνικά, τους είδε να 'ρχονται προς το μέρος του. Ανασκίρτη­

σε χαρούμενος, και κρυμμένος στον ίσκιο του φαναριού, πάσχισε

να διαβάσει το αποτέλεσμα στην περπατησιά τους. Περπατούσαν

γρήγορα, η κοπέλα με μικρά βηματάκια, κι ο Κόρλυ πλάι της με

τις μακριές του δρασκελιές. Δε φαίνονταν να κουβεντιάζουν.

Ένα προαίσθημα για το αποτέλεσμα τον σούβλισε, σαν να τον εί­

χε τσιμπήσει η μύτη σουβλερού εργαλείου. Κατάλαβε πως ο Κόρ­

λυ θα 'χε αποτύχει, κατάλαβε πως δε γινόταν τίποτα.

Έστριψαν στην Μπάγκοτ Στρητ και τους ακολούθησε αμέσως

από το άλλο πεζοδρόμιο. Όταν σταμάτησαν, σταμάτησε κι αυτός.

Κουβέντιασαν μια στιγμή, κι ύστερα: η κοπέλα κατέβηκε τα σκα­

λιά, κοντά σ~ ένα σπίτι. Ο Κόρλυ έμεινε στην άκρη του πεζοδρομί­

ου, σε μικρή απόσταση απ' τα Οκαλιά. Πέρασαν μερικά λεπτά. Ύστερα άνοιξε η εξώπορτα, σιγά σιγά και προσεχτικά. Μια γυ­

ναίκα κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά της πόρτας κι έβηξε. Ο Κόρ­

λυ πήγε κατά κει. Η φαρδιά κορμοστασιά του έκρυψε τη γυναίκα

για μερικά δευτερόλεπτα, κι ύστερα πάλι εμφανίστηκε ν' ανε­

βαίνει τα σκαλιά. Η πόρτα έκλεισε πίσω της, κι ο Κόρλυ τράβηξε

με γρήγορη περπατησιά προς το Στήβενς Γκρην.

Ο Λένεχαν ξεκίνησε βιαστικά προς την ίδια κατεύθυνση. Έπε­

σαν μερικές σταγόνες ψιλοβρόχι. Τις θεώρησε σαν προειδοποίη­

ση, κι αφού έριξε πίσω του μία ματιά, προς το σπίτι που είχε μπει

η κοπέλα, για να βεβαιωθεί πως δεν τον παρακολουθούσαν, πήρε

δρόμο τρέχοντας. Η αγωνία και το γρήγορο τρέξιμο τον έκαναν να λαχανιάσει. Φώναξε:

«Ε, Κόρλυ!»

Ο Κόρλυ γύρισε το κεφάλι του να δει ποιος τον είχε φωνάξει,

κι ύστερα συνέχισε το δρόμο του όπως πριν. Ο Λένεχαν έτρεξε πί­

σω του, ρίχνοντας με το ένα χέρι το αδιάβροχο στους ώμους του.

Page 64: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

64 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Ε, Κόρλυ!» ξαναφώναξε.

Πρόφτασε το φίλο του, ήρθε πλάι του και κοίταξε προσεχτικά

το πρόσωπό του. Δεν μπόρεσε να δει τίποτq σ' αυτό.

«Λοιπόν;» ρώτησε. «.'Εγινε;»

Είχαν φτάσει στη γωνιά του Έλι Πλέης. Ο Κόρλυ, πάντα δίχως

ν' απαντήσει, έστριψε αριστερά και μπήκε σ' ένα παρασόκακο.

Τα χαρακτηριστικά του είχαν μια έκφραση σοβαρή και ήρεμη. Ο

Λένεχαν βάδιζε πλάι στο φίλο του, κοντανασαίνοντας. Ένιωθε

μειωμένος, κι ένας τόνος απειλής ξεχώρισε στη φωνή του:

«Δεν μπορείς να μας πεις; Την κατάφερες;»

Ο Κόρλυ σταμάτησε κάτω απ' το πρώτο φανάρι και κοίταξε

βλοσυρά μπροστά του: Ύστερα, με μια επίσημη χειρονομία, ά­

πλωσε το χέρι του στο φως, χαμογέλασε, και το άνοιξε σιγά σιγά

κάτω απ' τα μάτια του συντρόφου του. Ένα μικρό χρυσό νόμισμα

γυάλιζε μέσα στη φούχτα του.

Page 65: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Η πανσιόν

Η κυρία Μούνεϋ ήταν κόρη χασάπη. Μια γυναίκα απόλυτα ικανή

να τα βγάζει πέρα: μια δραστήρια γυναίκα. Είχε παντρευτεί με

τον επιστάτη του πατέρα της και είχε ανοίξει χασάπικο κοντά στο

Σπρινγκ Γκάρντενς. Αλλά μόλις πέθανε ο πεθερός του, ο κύριος

Μούνεϋ άρχισε να πηγαίνει κατά διαβόλου. Έπινε, ξόδευε αλο­

γάριαστα, βουτήχτηκε στα χρέη. Άδικα τον έβαζες να ορκιστεί και

να δώσει το λόγο του: ύστερα από μερικές μέρες, ξανάρχιζε τα ί­

δια. Με το να τσακώνεται με τη γυναίκα του μπροστά στους πελά­

τες, και με το ν' αγοράζει κακής ποιότητος κρέας, κατέστρεψε τη

δουλειά του. Μια νύχτα, είχε επιτεθεί στη γυναίκα του με τον

μπαλτά, κι από τότε εΚείνη κοιμόταν στο σπίτι μιας γειτόνισσας.

Χώρισαν ύστερ' από τούτο το περιστατικό. Η γυναίκα πήγε

στον παπά και πέτυχε να χωρίσει και ν' αναλάβει αυτή τα παιδιά.

Δε θα του έδινε ούτε λεφτά ούτε διατροφή ούτε κατοικία· κι έτσι

αναγκάστηκε να εγγραφεί στον κατάλογο των ανέργων. Ήταν έ­

νας εξαθλιωμένος, σκυφτός aνθρωπάκος, μεθύστακας, με χλομό

πρόσωπο και άσπρο μουστάκι, με κάτι άσπρα φρύδια σαν ζωγρα­

φισμένα πάνω απ' τα μικρά του μάτια που είχαν κόκκινες φλεβί­

τσες και ήταν αγριωπά. Και καθότανε ολημερίς στο δωμάτιο του

κλητήρα της δημαρχίας, περιμένοντας να τον βάλουν σε κάποια

δουλειά. Η κυρία Μούνεϋ είχε πάρει ό,τι απόμεινε απ' τα λεφτά

της ύστερα από την υπόθεση του κρεοπωλείου, και άνοιξε μια

πανσιόν στη Χάρντγουηκ Στρητ. Ήταν μια ψηλή, επιβλητική γυ­

ναίκα. Στο σπίτι της έμενε ένας κυιiαινόμενος αριθμός από τουρί­

στες που έρχονταν από το Λίβερπουλ κι από το Άιλ οβ Μαν, και

πότε πότε από aρτίστες των μιούζικ χωλ. Μόνιμοι νοικάρηδές της

ήταν διάφοροι εμποροϋπάλληλοι. Διοικούqε το σπίτι με επιτη-

Page 66: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

66 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

δειότητα και με σταθερό χέρι, ήξερε πότε να κάνει πίστωση, πότε

να 'ναι αυστηρή, και πότε να παραβλέπει. Όλοι οι ένοικοι, όταν

μιλούσαν γι' αυτήν, έλεγαν Η Μαντάμ.

Οι νεαροί πανσιονέρηδες της κυρίας Μούνεϋ πλήρωναν δεκα­

πέντε σελίνια τη βδομάδα για φαγητό και ύπνο (εκτός από μπίρα,

ξανθιά ή μαύρη). Είχαν γούστα και όμοιες ασχολίες, και για τού­

το το λόγο είχαν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους. Συζητούσαν για

τις ελπίδες που είχαν να 'ναι ευνοούμενοι ή όχι. Ο 'Γζακ Μούνεϋ,

ο γιος της Μαντάμ, που ήταν υπάλληλος σ' έναν εμπορι?{ό αντι­

πρόσωπο της Φλητ Στρητ, είχε τη φήμη κακοκέφαλου. Του άρεσε

να χρησιμοποιεί αισχρολογίες του στρατώνα, και συνήθως γύριζε

στο σπίτι του τις μικρές ώρες. Όταν βρισκόταν παρέα με τους φί­

λους του, πάντα είχε να τους διηγηθεί κάποια σκαμπρόζικη ιστο­

ρία, και πάντα ήταν βέβαιος πως θα 'βαζε κάτι καλό στο χέρι -δη­

λαδή, κανένα άλογο ή καμιάν αρτίστα της προκοπής. Ήξερε και

ανέκδοτα και τραγουδούσε αστεία τραγούδια. Τις Κυριακές μα­

ζεύονταν συχνά το βράδυ στο μεγάλο σαλόνι της κυρίας Μούνεϋ.

Οι aρτίστες του καμπαρέ δε χαλούσαν χατίρι, ο Σέρινταν έπαιζε

βαλς και πόλκες και πρόχειρα ακομπανιαμέντα. Τραγουδούσε κι

η Πόλυ Μούνεϋ, η κόρη της Μαντάμ. Να, κάτι τέτοια:

Είμαι μια μικρή τσαχπίνα,

τον aνήξερο μην κάνεις,

γιατί ξέρεις, είμαι φίνα.

Η Πόλυ ήταν μια λυγερή κοπέλα δεκαεννιά χρονών: είχε ξαν­

θά μεταξένια μαλλιά κι ένα στοματάκι με παχιά χείλια. Τα μάτια

της, που ήταν γκρίζα με μιαν απόχρωση προς το πράσινο, είχαν τη

συνήθεια να κοιτάζουν προς τα πάνω όταν κουβέντιαζε με κάποι­

ον κι αυτό την έκανε να μοιάζει με μικρή, διεστραμμένη μαντόνα.

Η κυρία Μούνεϋ είχε βάλει την κόρη της δακτυλογράφο στο γρα­

φείο κάποιου σταρέμπορου, μα καθώς ο aνυπόληπτος άνθρωπος

της δημαρχίας πήγαινε κάθε δεύτερη μέρα ζητώντας την άδεια να

πει δυο λόγια στην κόρη του, ξαναπήρε την κόρη της στο σπίτι και

την έβαλε να κάνει σπιτικές δουλειές.

Καθώς η Πόλυ ήταν πολύ ζωηρή, πρόθεση της μητέρας της ή­

ταν να τραβά τους νέους. Στους νέους άρεσε να νιώθουν πως υ­

πάρχει μια κοπέλα στο σπίτι. Η Πόλυ, φυσικά, φλέρταρε με τους

Page 67: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΗΠΑΝΣΙΟΝ 67

νέους, αλλά η κυρία Μούνεϋ, που ήταν έξυπνη, ήξερε πως οι νέοι

ήθελαν μονάχα να περνούν τον καιρό τους και κανένας τους δεν

είοκε σοβαρή πρόθεση. Η κατάσταση συνεχιζόταν έτσι για πολύν

καιρό, κι η κυρία Μούνεϋ άρχισε να λογαριάζει να ξαναστείλει

την Πόλυ στη γραφομηχανή, όταν πρόσεξε πως κάτι έτρεχε με την

Πόλυ κι έναν απ' τους νεαρούς. Παρακολουθούσε το ζευγάρι και

συλλογιζόταν την κατάσταση.

Η Πόλυ κατάλαβε πως η μητέρα της, παρά την επίμονη σιωπή

της, την παρακολουθούσε. Δεν υπήρχε καμιά φανερή συνενοχή

μητέρας και κόρης, καμιά φανερή συνεννόηση, και μόλο που οι έ­

νοικοι άρχισαν να κουβεντιάζουν για την ερωτοδουλειά, η κυρία

Μούνεϋ δεν αποφάσιζε να επέμβει. Η Πόλυ άρχισε να γίνεται λί­

γο παράξενη, στους τρόπους της, κι ο νεαρός ήταν ολοφάνερα τα­

ραγμένος. Τέλος, όταν η κυρία Μούνεϋ έκρινε τη στιγμή κατάλλη­

λη, αποφάσισε να επέμβει. Χειριζόταν τα ηθικά προβλήματα ό­

πως χειρίζεται ο χασάπης το κρέας: και σε τούτη την περίπτωση

είχε πάρει την απόφασή της.

Ήταν ένα ωραίο κυριακάτικο πρωινό, αρχές καλοκαιριού, που

υποσχόταν ζέστη, αλλά μ' ένα δροσερό αεράκι να φυσάει. Όλα

τα παράθυρα της πανσιόν ήταν ανοιχτά, κι οι νταντελένιες κουρ­

τίνες φούσκωναν ανάλαφρα προς το δρόμο, κάτω απ' τα αναση­

κωμένα τζιiμια. Το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Γεωργί­ου σήμαινε αδιάκοπα, κι οι πιστοί, ένας ένας ή ομαδικά, διασχί­

ζαν τη μικρή πλατεία μπρος από την εκκλησία, φανερώνοντας την

πρόθεσή τους με την καθωσπρέπει συμπεριφορά τους και με τη

σύνοψη στα γαντοφορεμένα χέρια τους. Στην πανσιόν, το πρωινό

κολατσιό είχε τελειώσει, και το τραπέζι της τραπεζαρίας ήταν γε­

μάτο πιάτα με κίτρινα απομεινάρια από αυγά, κομματάκια πάχος

και πέτσες από μπέικον. Η κυρία Μούνεϋ καθόταν στην ψάθινη

πολυθρόνα και παρακολουθούσε τη Μαίρη, την υπηρέτρια, να

συμμαζεύει τα πιάτα και τα φλιτζάνια. Έβαζε τη Μαίρη να μα­

ζεύει τ' απομεινάρια από τις φέτες του ψωμιού, που θα 'μπαιναν

στην πουτίγκα της Τρίτης. Αφού ξεστρώθηκε το τραπέζι, μαζεύτη­

καν τα ψωμιά και κλειδώθηκε η ζάχαρη και το βούτυρο, η κυρία

Μούνεϋ άρχισε να ξαναφέρνει στο νου της τη χτεσινοβραδινή συ­

νομιλία της με την Πόλυ. Η κατάσταση ήταν όπως την είχε υπο­

ψιαστεί: οι ερωτήσεις της ήταν ξεκάθαρες και η Πόλυ είχε δώσει

Page 68: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

68 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ξεκάθαρες απαντήσεις. Φuσικά, κι οι δυο τους φάνηκαν κάπως

στενοχωρημένες. Αυτή έκανε τη στενοχωρημένη επειδή δεν ήθε­

λε να δείξει πως παίρνει τα νέα aψήφιστα, ή πως είναι συνένοχη,

κι η Πόλυ έκανε τη στενοχωρημένη, όχι μονάχα επειδή οι υπαι­

νιγμοί την έφερναν πάντα σε δύσκολη θέση, αλλά κι επειδή δεν ή­

θελε να γίνει αντιληπτό πώς, μέσα στη φρονιμάδα και την αθωό­

τητά :της, είχε μαντέψει την πρόθεση κάτω απ' την ανεκτικότητα

της μητέρας της.

Η κυρία Μούνεϋ έριξε από ένστικτο μια ματιά στο μικρό, επι­

χρυσωμένο ρολόι πάνω στο τζάκι, μόλις αντιλήφθηκε, μέσα στο

ρεμβασμό της, πως είχαν πάψει να σημαίνουν οι καμπάνες του

Αγίου Γεωργίου. Η ώρα ήταν έντεκα και δεκαεφτά: θα 'χε όλο

τον καιρό να εξηγηθεί με τον κύριο Ντόραν, κι ύστερα να βρεθεί

λίγο πριν απ' τις δώδεκα στη Μάρλμπορο Στρητ. Ήταν βέβαιη

πως θα νικούσε. Πρώτον, είχε όλο το βάρος της κοινής γνώμης με

το μέρος της: ήταν μια μητέρα που τής είχαν προσβάλει την τιμή

της. Του είχε επιτρέψει να μείνει κάτω απ' τη στέγη της, με την

προϋπόθεση πως ήταν ένας τίμιος άντρας, κι αυτός είχε, απλού­

στατα, καταχραστεί τη φιλοξενία της. Ήταν τριάντα τεσσάρων ή

τριάντα πέντε χρονών, ώστε δεν μπορούσε να προβάλει τα νιάτα

για δικαιολογία του, αλλά ούτε και την άγνοια, μια κι ήταν άν­

θρωπος που κάτι ήξερε απ' τον κόσμο. Απλώς, εκμεταλλεύτηκε τα

νιάτα και την απειρία της Πόλυ: αυτό πια ήταν ολοφάνερο. Το ζή­

τημα ήταν: τι επανόρθωση θα 'κανε;

Γιατί χρειάζεται επανόρθωση μια τέτοια περίπτωση. Για τον ά­

ντρα, όλα είναι ωραία και καλά: μπορεί να τραβήξει το δρόμο του

σαν να μην έγινε τίποτα, αυτός έκανε το κέφι του, μα το κορίτσι

θα τραβούσε την ντροπή. Μερικές μητέρες θα 'ταν πρόθυμες να

πατσίσουν μια τέτοια υπόθεση με λεφτά: ήξερε και τέτοιες περι­

πτώσεις. Όμως αυτή δε θα το δεχόταν. Γι' αυτήν, μονάχα μία επα­

νόρθωση μπορούσε ν' αντισταθμίσει την απώλεια της τιμής της: ο

γάμος.

Ξαναμέτρησε όλα της τα χαρτιά πριν στείλει τη Μαίρη στο δω­

μάτιο του κυρίου Ντόραν, να του πει πως ήθελε να του μιλήσει.

Το 'χε για βέβαιο πως θα κέρδιζε. Ήταν σοβαρός νέος, όχι γλε­

ντζές και φωνακλάς σαν τους άλλους. Αν ήταν ο κύριος Σέρινταν

ή ο κύριος Μηντ ή ο Μπάνταμ Λάιονς, η δουλειά της θα 'ταν πολύ

Page 69: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΗΠΑΝΣΙΟΝ 69

πιο δύσκολη. Ήταν βέβαιη πως ο λεγάμενος δε θα 'θελε ν' αντι­

μετωπίσει την κοινή γνώμη. Όλοι οι πανσιονέρηδες του σπιτιού

κάtι ήξεραν από τούτη την ερωτοδουλειά· και μερικοί θα 'χαν ε­

πινοήσει και λεπτομέρειες. Ξέχωρα, ήταν δεκατρία χρόνια υπάλ­

ληλος στο γραφείο ενός καθολικού μεγαλεμπόρου κρασιών, και η

δημοσιότητα θα 'χε ίσως αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του. Ενώ,

αν συμφωνούσε, όλα θα πήγαιναν καλά. Ήξερε πάντως πως ήτα­

νε σφιχτός, και φανταζόταν πως θα 'χε λεφτουδάκια στην πάντα.

Κοντά έντεκα και μισή! Σηκώθηκε κι επιθεώρησε τον εαυτό

της στον καθρέφτη. Η αποφασιστική έκφραση στο μακρύ, θαλερό

της πρόσωπο την ικανοποίησε, και σκέφτηκε μερικές μητέρες που

γνώριζε και που δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν τις κόρες τους.

Ο κύριος Ντόραν ήταν πραγματικά πολύ aνήσυχος τούτο το

κυριακάτικο πρωινό. Δυο φορές δοκίμασε να ξυριστεί, αλλά το

χέρι του ήταν τόσο λίγο σταθερό, που αναγκάστηκε να τα παρα­

τήσει. Τριών ημερών κοκκινωπά γένια γαρνίριζαν τα μάγουλά

του, και κάθε δυο τρCα λεπτά μαζευόταν μια άχνα στα γυαλιά του,

κι αναγκαζότανε να τα βγάζει και να τα σκουπίζει με το μαντίλι.

του. Η θύμηση της χτεσινοβραδινής εξομολόγησής του τον έκανε

να νιώθει αβάσταχτο ψυχικό πόνο· ο παπάς τού είχε αποσπάσει

και την π~ραμικρότερη γελοία λεπτομέρεια της ερωτοδουλειάς,

και τελικά του είχε τόσο μεγαλοποιήσει το αμάρτημά του, που αι­

σθανόταν σχεδόν ευγνωμοσύνη που του είχε αφήσει μια πόρτα

για να επανορθώσει. Το κακό είχε γίνει. Τι άλλο μπορούσε να

κάνει τώρα, παρά να την παντρευτεί ή να το σκάσει; Δεν μπορού­

σε να το περάσει aψήφιστα, με κυνισμό. Θα μιλούσε ο κόσμος γι'

αυτή την ιστορία, και σίγουρα θα το μάθαινε το αφεντικό του. Το

Δουβλίνο είναι τόσο μικρή πόλη, όλοι ξέρουν τις δουλειές των άλ­

λων. Ένιωσε την καρδιά του ν' αναπηδά καθώς άκουγε με την ε­

ρεθισμένη φαντασία του το γερο-κύριο Λέοναρντ να φωνάζει με

την τσιριχτή φωνή του: Στει'λτε μου εδώ τον κύριο Ντόραν, παρα­

καλώ!

Τόσα χρόνια υπηρεσίας πάνε χαμένα! Όλη η επιμέλεια κι η

εργατικότητα, στο βρόντο! Σαν νέος που ήταν, είχε κάνει τις

τσαχπινιές του, φυσικά, είχε καυχηθεί πως ήταν σκεπτικιστής και

είχε αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού σrις παρέες του στα καπηλειά.

Μα όλ' αυτά ήταν περασμένα και ξεχασμένα ... Σχεδόν. Εξακο-

Page 70: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

70 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

λουθούσε ν' αγοράζει κάθε βδομάδα την Εφημερίδα Ρέυνολντς,

εκτελούσε όμως τα θρησκευτικά του καθήκοντα και τα εννιά δέ­

κατα της χρονιάς περνούσε κανονική ζωή. Είχε αρκετά λεφτά για

να παντρευτεί. Δεν ήταν αυτό. Η οικογένειά του θα την περι­

φρονούσε. Πριν απ' όλα, ήταν ο aνυπόληπτος πατέρας, κι ύστερα

η πανσιόν της μητέρας της άρχιζε να μιλιέται. Είχε μια ιδέα πως

του την είχαν καταφέρει. Φανταζόταν τους φίλους του να κουβε­

ντιάζουν γι' αυτή τη δουλειά και να γελούν. Ήτανε λίγο προστυ­

χούλα: κάποιες φορές έλεγε κατάλαβα ή σάμπως και να το 'ξερα.

Μα τι σημασία είχε η γραμματική αν την αγαπούσε πραγματικά;

Δεν μπορούσε να πει θετικά αν του άρεσε ή αν την περιφρονούσε

γι' αυτό που είχε κάνει. Φυσικά, το 'χε κάνει κι αυτός. Το ένστι­

κτό του τον έσπρωχνε να μείνει ελεύθερος, να μην παντρευτεί.

Μια και παντρευτείς, πας χαμένος, του έλεγε.

Όπως καθότανε aπελπισμένος στην άκρη του κρεβατιού, με το

πουκάμισο μονάχα και το παντελόνι, η μικρή χτύπησε σιγανά την

πόρτα του και μπήκε. Του τα 'πε όλα, πως τα 'χε ομολογήσει στη

μητέρα της, και πως η μητέρα της θα του μιλούσε εκείνο το πρωί.

Έκλαψε και ρίχτηκε στο λαιμό του λέγοντας:

«Αχ, Μπομπ! Μπομπ! Τι θα κάνω; Τι θ' aπογίνω;»

Θ' aυτοκτονούσε, του είπε.

Την παρηγόρησε χλιαρά, της είπε να μην κλαίει, πως όλα διορ­

θώνονταν και να μη φοβάται. Ένιωθε πάνω στο πουκάμισό του

το αναταραγμένο στήθος της.

Δεν έφταιγε αυτός μονάχα για ό,τι είχε συμβεί. Θυμόταν καλά,

με το περίεργο, υπομονετικό θυμητικό του εργένη, τα πρώτα τυ­

χαία χάδια που του είχε κάνει το φουστάνι της, η ανάσα της, τα

δάχτυλά της. Ύστερα, ένα βράδυ, αργά, καθώς γδυνόταν για να

πλαγιάσει, του 'χε χτυπήσει την πόρτα, δειλά δειλά. Ήθελε να ξα­

νανάψει το κερί της στο δικό του, επειδή το 'χε σβήσει ένα ρεύμα.

Ήταν η βραδιά που έκανε το μπάνιο της. Φορούσε μια φαρδιά

ρόμπα από σταμπαριστή φανέλα. Το άσπρο χτένι των ποδιών της

έλαμπε στο άνοιγμα της γούνινης παντόφλας, και το αίμα ρόδιζε

θερμό το αρωματισμένο δέρμα της. Και τα δάχτυλά της και οι

καρποί των χεριών της ανάδιναν ένα λεπτό άρωμα καθώς άναβε

και στερέωνε το κερί της.

Τις βραδιές που τύχαινε να γυρίσει πολύ αργά, αυτή τού ζέ-

Page 71: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΗΠΑΝΣΙΟΝ 71

σταινε το φαγητό του. Δεν καταλάβαινε καλά καλά τι έτρωγε, έ­

τσι που την ένιωθε πλάι του, μονάχη, νυχτιάτικα, μέσα στο κοιμι­

σμένο σπίτι. Και πώς τον νοιαζότανε! Αν η βραδιά ήταν κάπως

κρύα ή υγρή ή ανεμοδαρμένη, ήταν πάντα βέβαιος πως θα 'βρι­

σκε ένα ποτήρι ποντς έτοιμο γι' αυτόν. Ίσως μπορούσαν να 'ναι

ευτυχισμένοι μαζί ... Ανέβαιναν μαζί, πaτώντας στ' ακροδάχτυλα, μ' ένα κερί ο κα­

θένας, και στο τρίτο πλατύσκαλο καληνυχτίζονταν με το ζόρι. Φι­

λιόνταν. Θυμότανε καλά τα μάτια της, το άγγιγμα του χεριού της

και το παραλήρημά του ... Αλλά το παραλήρημα περνάει. Επαναλάμβανε μέσα του τη

φράση της, απευθύνοντάς την στον εαυτό του: Τι θα κάνω; Το έν­

στικτο του εργένη τον προειδοποιούσε ν' aποτραβηχτεί. Αλλά η

αμαρτία ήταν εκεί. Και το αίσθημα της τιμής τού έλεγε πως έπρε­

πε να επανορθώσει μια τέτοια αμαρτία.

Όσο καθόταν ακόμη μαζί της στην άκρη του κρεβατιού, ήρθε η

Μαίρη στην πόρτα και είπε πως η κυρία ήθελε να του μιλήσει στο

σαλόνι. Σηκώθηκε για να βάλει το σακάκι του και το γιλέκο του,

πιο άβουλος παρά ποτέ. Όταν πια ντύθηκε, πήγε κοντά της για να

της δώσει θάρρος. Όλα θα πήγαιναν καλά, να μη φοβάται. Την ά­

φησε να ~λαίει στην άκρη του κρεβατιού και να βογκάει σιγανά:

Ωχ, Θεέ μου!

Ώσπου να κατεβεί, τα γυαλιά του θάμπωσαν τόσο πολύ, που α­

ναγκάστηκε να τα βγάλει και να τα σκουπίσει. Λαχταρούσε να

περάσει μέσ' από τη στέγη και να πετάξει πέρα, σε.κάποιαν άλλη

χώρα, όπου δε θα ξανάκουγε πια για τις στενοχώριες του, κι ω­

στόσο μια δύναμη τον έσπρωχνε να κατέβει, σκαλί σκαλί. Τα αδυ­

σώπητα πρόσωπα του αφεντικού του και της Μαντάμ aτένιζαν

την ήττα του. Στην τελευταία στροφή της σκάλας διασταυρώθηκε

με τον τζακ Μόύνεϋ που ανέβαινε απ' το οφίς κρατώντας δυο μπουκάλια λεμονάδα. Χαιρετήθηκαν ψυχρά, και τα μάτια του

εραστή σταμάτησαν μια στιγμή πάνω στο πρόσωπο, ίδιο μπουλ­

ντόκ, και στα κοντόχοντρα μπράτσα. Όταν κατέβηκε τη σκάλα, α­

ναθώρησε από το τελευταίο σκαλί κaι είδε τον τζακ να τον κοιτά­ζει από την πόρτα της σοφίτας.

Ξαφνικά, θυμήθηκε τη βραδιά που μια απ' τις aρτίστες του μι­

ούζικ χωλ, μια λονδρέζα ξανθούλα, είχε κάνει έναν μάλλον σκα-

Page 72: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

72 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

μπρόζικο υπαινιγμό για την Πόλυ. Η συντροφιά είχε σχεδόν δια­

λυθεί εξαιτίας της βιαιότητας του 'Γζακ. Όλοι είχαν βαλθεί να τον

καλμάρουν. Η αρτίστα του μιούζικ χωλ, λίγο πιο χλομή, χαμογε­

λούσε κι έλεγε πως δεν το 'πε με κακία. Μα ο 'Γζακ δε σταματού­

σε να της φωνάζει πως, αν κάποιος δοκίμαζε να παίξει με την α­

δελφή του, θα του 'σπαζε τα δόντια και θα τον έβαζε να τα κατα­

πιεί: ναι, θα το 'κανε.

Η Πόλυ έμεινε λίγη ώρα καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού,

κλαίγοντας. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και πήγε στον κα­

θρέφτη. Βούτηξε την άκρη μιας πετσέτας μέσα στη νεροκανάτα

και φρεσκάρισε τα μάτια της με το δροσερό νερό. Κοιτάχτηκε

πλάγια στον καθρέφτη και διόρθωσε τη θέση μιας φουρκέτας πά­

νω απ' το αυτί της. Ύστερα πήγε και ξ ανακάθισε στα πόδια του

κρεβατιού. Κοίταζε τα μαξιλάρια κάμποση ώρα, κι η θέα τους ξύ­

πνησε στο νου της κρυφές, αγαπημένες αναμνήσεις. Ακούμπησε

το σβέρκο της στο δροσερό κάγκελο του κρεβατιού και παραδό­

θηκε σε ρεμβασμούς. Καμιά αναταραχή δε φαινόταν πια στο πρό­

σωπό της.

Περίμενε υπομονετικά, σχεδόν χαρούμενα, aτάραχη, κι οι α­

ναμνήσεις της παραχωρούσαν σιγά σιγά τη θέση τους σε ελπίδες

και σε οραματισμούς για το μέλλον. Οι ελπίδες και οι οραματι­

σμοί της ήταν τόσο μπερδεμένοι, που δεν έβλεπε πια τ' άσπρα μα­

ξιλάρια όπου είχε στυλώσει τη ματιά της, κι ούτε θυμόταν πια πως

κάτι περίμενε,

Τέλος, άκουσε τη μητέρα της να τη φωνάζει. Τινάχτηκε όρθια

κι έτρεξε στα κάγκελα της σκάλας.

«Πόλυ! Πόλυ!»

«Ναι, μαμά;»

«Κατέβα κάτω, χρυσό μου. Ο κύριος Ντόραν θέλει να σου μι­

λήσει>>.

Τότε θυμήθηκε τι ήταν που περίμενε.

Page 73: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

-'Ενα συννεφάκι

Πριν από οχτώ χρόνια είχε συνοδέψει το φίλο του στο Νορθ Γου­

ώλ και του είχε ευχηθεί καλό ταξίδι κι ο Θεός μαζί του. Ο Γκάλα­

χερ τα 'χε καταφέρει. Το 'βλεπες αμέσως από τον αέρα που είχε,

του πολυταξιδεμένου, από το καλοκομμένο μάλλινο κοστούμι του,

κι από το άφοβο ύφος του. Λίγοι άνθρωποι είχαν χαρίσματα σαν

τα δικά του, κι ακόμη λιγότεροι μπορούσαν να μην έχουν χαλάσει

ύστερ' από μια τέτοια επιτυχία. Ο Γκάλαχερ είχε το χέρι στην

καρδιά και άξιζε να νικήσει. Ήταν κάτι, να 'χει έναν τέτοιο φίλο.

Οι σκέψεις του Τσαντλεράκου, από την ώρα του μεσημεριανού

φαγητού κι έπειτα, ήταν συγκεντρωμένες στη συνάντησή του με

τον Γκάλαχερ, στην πρόσκληση του Γκάλαχερ και στη μεγαλού­

πολη του Λονδίνου, όπου έμενε ο Γκάλαχερ. Τον έλεγαν Τσα­

ντλεράκο, επειδή αν και ήταν ελάχιστα κάτω από το μέτριο ανά­

στημα, έδινε την εντύπωση πως ήταν κοντός. Τα χέρια του ήταν ά­

σπρα και μικρά, το σκαρί του λεπτοκαμωμένο, η φωνή του σιγανή

κι οι τρόποι του ευγενικοί. Περιποιόταν πολύ τα ξανθά και σαν α­

πό μετάξι μαλλιά και τα μουστάκια του, και συνήθιζε ν' aρωματί­

ζει διακριτικά το μαντίλι του. Τα μισοφέγγαρα των νυχιών του ή­

ταν τέλεια, κι όταν χαμογελούσε, έβλεπες μια σειρά άσπρα, παι­

διάτικα δόντια.

Έτσι που καθόταν στο γραφείο του, στη νομαρχία, συλλογι­

ζόταν πόσες αλλαγές είχαν φέρει αυτά τα οχτώ χρόνια. Ο φίλος

αυτός, που τον είχε γνωρίσει σαν άνθρωπο αναγκεμένο και φτω­

χό, είχε γίνει μια εξέχουσα μορφή της δημοσιογραφίας στο Λον­

δίνο. Παρατούσε συχνά το κουραστικό γράψιμο για να κοιτάξει

έξω απ' το παράθυρο του γραφείου. Το φθινοπωρινό ηλιοβασίλε­

μα άπλωνε τη λάμψη του πάνω στη χλόη και στα δρομάκια. Έλου-

Page 74: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

74 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ζε με μια γλυκιά χρυσαφιά σκόνη τις aσουλούπωτες νταντάδες

και τα γεροντάκια που λαγοκοιμόντουσαν στους πάγκους, τρε­

μόπαιζε πάνω σε όλες τις κινούμενες μορφές -πάνω στα παιδιά

που τρέχανε φωνοκοπώντας στα χαλικόστρωτα δρομάκια, και

πάνω στους περαστικούς μέσ' απ' το πάρκο. Κοιτούσε τη σκηνο­

γραφία και σκεφτόταν τη ζωή και, όπως πάντα όταν σκεφτόταν τη

ζωή, μελαγχολούσε. Τον κυρίευε μια γλυκιά μελαγχολία. Ένιωθε

πόσο ανώφελο ήταν ν' αγωνίζεσαι ενάντια στη μοίρα -αυτή ήταν

η υποθήκη της σοφίας που του κληροδότησαν οι αιώνες.

Αναθυμόταν όλους εκείνους τους τόμους με ποιήματα που είχε

στη βιβλιοθήκη του, στο σπίτι. Τους είχε αγοράσει τότε που ήταν

ακόμη εργένης, και πολλές μέρες, έτσι που καθόταν το βράδυ στο

μικρό σαλόνι πλάι στο χωλ, λαχταρούσε να πάρει έναν τόμο απ'

το ράφι και να διαβάσει κάτι στη γυναίκα του. Αλλά πάντα τον ε­

μπόδιζε η συστολή του, κι έτσι τα βιβλία είχαν μείνει στα ράφια

τους. Πότε πότε, έλεγε από μέσα του μερικούς στίχους, κι αυτό

τον παρηγορούσε.

Όταν σήμανε η ώρα του, σηκώθηκε, αποχαιρέτησε το γραφείο

του και τους συναδέλφους του, κι έφυγε. Ξεπρόβαλε κάτω απ' τη

φεουδαρχική πύλη του Κινγκ'ς Ιννς, μια κομψή, σεμνή σιλουέτα,

και πήρε με γρήγορο βήμα την Ενριέτα Στρητ. Το χρυσαφί ηλιο­

βασίλεμα χλόμιαζε κι ο αέρας είχε ψυχράνει. Μια ορδή βρώμικα

παιδιά γέμιζε το δρόμο. Στέκονταν ή έτρεχαν καταμεσής στο δρό­

μο, ανέβαιναν τα σκαλιά μπρος στις ορθάνοιχτες πόρτες, ή κά­

θονταν σαν ποντικοί στα σκαλοπάτια. Ο Τσαντλεράκος τα αγνόη­

σε. Πέρασε επιδέξια μέσα απ' όλη τούτη τη σκουληκιάρικη μικρο­

ζωή και κάτω απ' τον ίσκιο των βλοσυρών μεγάρων που ήταν a­ραδιασμένα σαν φαντάσματα, και μέσα τους φρύαζε κάποτε η

παλιά αριστοκρατία του Δουβλίνου. Καμιά θύμηση απ' το παρελ­

θόν δεν αναδευόταν στο νου του, που ήταν γεμάτος τωρινή χαρά.

Ποτέ δεν είχε πάει στου Κόρλες, μα ήξερε τι αξία είχε αυτό το

όνομα. Ήξερε πως πήγαιναν εκεί μετά το θέατρο, για να φάνε

στρείδια και να πιουν φίνα κρασιά, και είχε ακούσει πως τα

γκαρσόνια μιλούσαν γαλλικά και γερμανικά. Περνώντας από κει

τα βράδια, είχε δει να σταματούν αμάξια μπροστά στην πόρτα,

και κυρίες πλούσια ντυμένες, που τις συνόδευαν καβαλιέροι, να

κατεβαίνουν και να μπαίνουν βιαστικά. Φορούσαν φανταχτερές

Page 75: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 75

τουαλέτες και γούνες. Τα πρόσωπά τους ήταν πουδραρισμένα,

και ανασήκωναν τη φούστα τους κατεβαίνοντας, σαν φοβισμένες

Αταλάντες. Πάντα περνούσε δίχως να γυρίσει το κεφάλι του να

κοιτάξει. Είχε τη συνήθεια να περπατάει γρήγορα στο δρόμο, α­

κόμη και τη μέρα, κι όποτε τύχαινε να βρεθεί έξω αργά τη νύχτα,

πήγαινε βιαστικά, ταραγμένος, και σαν να φοβότανε. Κάποιες

φορές, ωστόσο, aψηφούσε τις αιτίες του φόβου του. Διάλεγε τα

πιο σκοτεινά και στενά σοκάκια και, καθώς προχωρούσε θαρρα­

λέα, τον συντάραζε η σιωπή που απλωνόταν γύρω απ' τα βήματά

του· τον συντάραζαν οι περαστικές σιωπηλές σιλουέτες και κά­

ποιες φορές, ο ήχος ενός σιγανού γέλιου τον έκανε να τρεμουλιά­

ζει σαν το φύλλο.

Έστριψε δεξιά, προς την Κάπελ Στρητ. Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ,

δημοσιογράφος στο Λονδίνο! Ποιος θα το 'λεγε ποτέ πριν από ο­

χτώ χρόνια; Ωστόσο, τώρα που έφερνε στο νου του τα παλιά, ο

Τσαντλεράκος αναθυμ6ταν πολλές ενδείξεις για τα μελλοντικά

μεγαλε(α του φίλου του. Ο κόσμος έλεγε πως ο Ιγνάτιος Γκάλα­

χερ ήταν αλήτης. Βέβαια, έκανε παρέα με παλιοτόμαρα εκείνο

τον καιρό, μεθοκοπούσε, δανειζότανε λεφτά από δω κι από κει.

Τελικά, βρέθηκε μπλεγμένος σε μια ύποπτη υπόθεση, κάποια

χρηματική συναλλαγή: τουλάχιστον αυτό ήταν μια εκδοχή για

τους λόγους της εξαφάνισής του. Αλλά κανένας δεν αρνιόταν πως

ήταν άνθρωπος με χαρίσματα. Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ είχε ένα ... Κάτι που σ' εντυπωσίαζε, παρά τη θέλησή σου. Ακόμη κι όταν εί­

χε τρύπιους αγκώνες στο σακάκι του, ακόμη κι όταν έμενε aπέ­

νταρος, το πρόσωπό του δεν έχανε το θράσος του. Ο Τσαντλερά­

κος θυμόταν (κι η θύμηση έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν

με κάποια περηφάνια) μιαν απ' τις κουβέντες που έλεγε ο Ιγνά­

τιος Γκάλαχερ όταν τα 'βρισκε σκούρα:

«Και τώρα ημίχρονο, παιδιά» έλεγε ξέγνοιαστα. «Πού είναι η

φιλοσοφική μου σκούφια;»

Αυτός ήταν ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ, ολόκληρος και, που να πάρει

η οργή, δεν μπορούσες παρά να τον θαυμάζεις γι' αυτό.

Ο Τσαντλεράκος τάχυνε το βήμα του. Πρώτη φορά στη ζωή του

αισθανόταν ανώτερος από τους περαστικούς στο δρόμο. Πρώτη

φορά η ψυχή του επαναστατούσε ενάντια στην άχαρη πλήξη της

Κάπελ Στρητ. Καμιά αμφιβολία ως προς τούτο: αν ήθελες να επι-

Page 76: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

76 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τύχεις, έπρεπε να φύγεις. τίποτα δεν μπορούσες να κάνεις στο

Δουβλίνο. Καθώς περνούσε τη γέφυρα Γκράταν, κοίταξε κάτω, τη

χαμηλή όχθη, και τον πλημμύρισε ένα αίσθημα οίκτου για τα κα­

χεκτικά φτωχόσπιτα. Του φάνηκαν σαν μια παρέα αλήτες

μαζεμένοι στην ακροποταμιά, τα παλιόρουχά τους γεμάτα σκόνη

και καπνιά, θαμπωμένοι απ' το πανόραμα που άπλωνε το ηλιοβα­

σίλεμα, σαν να περίμεναν την πρώτη νυχτερινή ψύχρα να τους ξε­

σηκώσει, ν' aποτινάξουν τη νάρκη τους και να φύγουν. Αναρωτή­

θηκε αν μπορούσε να γράψει ένα ποίημα για να εκφραστεί. Ίσως

ο Γκάλαχερ κατάφερνε να του το βάλει σε καμιά εφημερίδα του

Λονδίνου. Ήταν άραγε άξιος να γράψει κάτι πρωτότυπο; Δεν ή­

ταν βέβαιος ποια ιδέα ήθέλε να εκφράσει, αλλά πίστευε πως μια ποιητική στιγμή τον είχε αγγίξει, πως είχε ζωντανέψει μέσα του

σαν ένα βρέφος ελπίδας. Προχώρησε θαρραλέα.

Κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στο Λονδίνο, τον απομά­

κρυνε από την aτάραχη, πεζή ζωή του. Ένα φως άρχιζε να τρεμο­

παίζει στον ορίζοντα της ψυχής του. Δεν τον πήρανε δα και τα

χρόνια, τριάντα δύο ετών. Η ιδιοσυγκρασία του, μπορούσε να πει

κανείς, βρισκόταν ακριβώς στο σημείο της ωρίμανσης. Είχε τόσες

διαφορετικές ψυχικές διαθέσεις και εντυπώσεις, που λαχταρούσε

να τις εκφράσει σε στίχους. Πάσχισε να σταθμίσει την ψυχή του

για να δει αν ήταν ποιητική ψυχή. Η μελαγχολία ήταν η δεσπό­

ζουσα νότα της ιδιοσυγκρασίας του, σκεφτόταν, αλλά ήταν μια

μελαγχολία συγκερασμένη με ρεύματα πίστης, εγκαρτέρησης και

απλής χαράς. Αν μπορούσε να το εκφράσει σε μια ποιητική συλ­

λογή, ίσως μερικοί άνθρωποι να 'στηναν αυτί. Δε θα 'ταν ποτέ α­

γαπητός στο πλήθος, το 'ξερε. Δε θα μπορούσε να συναρπάσει το

πλήθος, θ' aποτεινόταν σ' έναν μικρό κύκλο από συγγενικές διά­

νοιες. Οι άγγλοι κριτικοί ίσως ν' αναγνώριζαν σ' αυτόν έναν ποι­

ητή της κελτικής σχολής, για τη μελαγχολία που θα είχαν τα ποιή­

ματά του. Θα 'βαζε όμως και υπαινιγμούς. Άρχισε να επινοεί

φράσεις και αποσπάσματα από κριτικές που θα γράφονταν για τα

ποιήματά του: Ο κύριος Τσάντλερ έχει το χάρισμα του aρμονικού

και κομψού στίχου ... Μια νοσταλγική μελαγχολία διαπερνά αυτά τα ποιήματα ... Ο κελτικός τόνος. Κρίμα που τ' όνομά του δε φαι­νόταν περισσότερο ιρλανδικό. Ίσως θα 'ταν καλύτερα να 'βαζε α­

νάμεσα το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του: Τόμας Μαλό-

Page 77: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 77

ουν Τσάντλερ. Ή, ακόμη καλύτερα: Τ. Μαλόουν Τσάντλερ. Θα

μιλούσε και του Γκάλαχερ σχετικά μ' αυτό.

Συνέχισε την ονειροπόλησή του τόσο ζωηρά, που προσπέρασε

το δρόμο του και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Καθώς πλησίαζε

στου Κόρλες, άρχισε να τον κυριεύει η πρωινή ταραχή του και

σταμάτησε μπρος στην πόρτα αναποφάσιστος. Τέλος, άνοιξε την

πόρτα και μπήκε.

Τα φώτα και ο θόρυβος του μπαρ τον κράτησαν μερικές στιγ­

μές στην είσοδο. Κοίταξε ολόγυρά του, αλλά τα μάτια του είχαν

ζαλιστεί από τη λάμψη τόσων κόκκινων και πράσινων ποτηριών

του κρασιού. Το μπαρ τού φάνηκε γεμάτο κόσμο, και πως όλος

αυτός ο κόσμος τον κοίταζε με περιέργεια. Έριχνε γρήγορες μα­

τιές, δεξιά ζερβά (ζαρώνοντας ανάλαφρα τα φρύδια του, για να

φαίνεται πως ήρθε για κάτι σοβαρό), μα όταν τα μάτια του ξεθό­

λωσαν κάπως, είδε πως κανένας δεν είχε γυρίσει να τον κοιτάξει:

και να που εκεί -δε γελιόταν- ακουμπώντας τη ράχη του στον πά­

γκο και με τα πόδια του ανοιχτά, στεκόταν ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ.

«Γεια σου, Τόμυ, γερο-ήρωα! Είσαι μια χαρά. Τι θαπάρεις; Τι

τραβά η όρεξή σου; Εγώ πίνω ουίσκι: το ντόπιο είναι καλύτερο α­

πό κείνο που μας έρχεται απ' την aντικρινή πλευρά της θάλασ­

σας. Σόδα; Μεταλλικό νερό; Όχι; Ούτε κι εγώ. Χαλνάει τη γεύ­

ση ... Ε, γκαρσόν, φέρε μας δυο μισά ουίσκι από βύνη, έλα, σαν καλό παιδί ... Λοιπόν, πώς τα πας από τότε που έχω να σε δω; Θεέ μου, πώς γεράσαμε! Βλέπεις καθόλου πάνω μου σημάδια γερα­

τιών, ε; Άσπρισα, αραιώσαν τα μαλλιά μου ... » Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ έβγαλε το καπέλο του και παρουσίασε έ­

να μεγάλο κεφάλι, κουρεμένο με τη μηχανή. Το πρόσωπό του ή­

ταν παχύ, χλομό και ξυρισμένο. Τα μάτια του, γκριζογάλανα, τό­

νιζαν την aρρωστιάρικη χλομάδα του και γυάλιζαν πάνω απ' τη

ζωηρόχρωμη πορτοκαλιά γραβάτα που φορούσε. Ανάμεσα σ' αυ­

τά τα δυο αντίπαλα χαρακτηριστικά εμφανίζονταν τα χείλια, πολύ

μεγάλα, κακοσχηματισμένα και ωχρά. Έσκυψε το κεφάλι του και

ψαχούλεψε με δυο συμπονετικά δάχτυλα τα αραιά μαλλιά στην

κορφή του κεφαλιού του. Ο Τσαντλεράκος κούνησε το κεφάλι του

αρνητικά. Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ ξανάβαλε το καπέλο του.

«Σε καταβάλλει η δημοσιογραφική ζωή» είπε. «Πάντα στο πό­

δι, ψάχνοντας για ύλη, και μη βρίσκοντας κάποιες φορές κι όμως,

Page 78: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

78 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

πάντα πρέπει να 'χεις κάτι νέο. Στο διάβολο, είπα, δοκίμια και τυ­

πογράφοι, για λίγες μέρες. Είμαι καταχαρούμενος, πίστεψέ με,

που ξαναγύρισα στην πατρίδα. Κάνει καλό λίγη ξεκούραση. Νιώ­

θω κιόλας λίγο καλύτερα απ' τη μέρα που ξαναπάτησα στο αγα­

πημένο μου, στο βρώμικο Δουβλίνο ... Ορίστε, Τόμυ. Νερό; Πόσο να σου βάλω;»

Ο Τσαντλεράκος ήθελε το ουίσκι του πολύ νερωμένο.

«Εσύ, παιδί μου, δεν ξέρεις να πιεις» είπε ο Ιγνάτιος Γκάλα­

χερ. «Εγώ το πίνω σκέτο».

«Πίνω πολύ λίγο, κατά κανόνα» αποκρίθηκε σεμνά ο Τσαντλε­

ράκος. «Ένα μισό, ας πούμε, όταν aνταμώνω κάποιον απ' την πα­

λιοπαρέα: αυτό είν' όλω>.

«Λοιπόν» είπε κεφάτα ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ, «στην υγειά μας,

και στην υγειά του παλιού καιρού και της παλιάς γνωριμίας».

Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ήπιαν.

«Αντάμωσα σήμερα μερικούς απ' την παλιά παρέα» είπε ο

Ιγνάτιος Γκάλαχερ. Ο Ο'Χάρα φαίνεται να τα 'χει σκούρα. Τι

δουλειά κάνει;»

«Καμιά. Χαραμοφάης».

«Μα ο Χόγκαν έχει καλή θέση, έτσι;»

«Ναι, είναι στο Κτηματολόγιο».

«Τον aντάμωσα ένα βράδυ στο Λονδίνο, και φαινόταν να τον

φυσάει ... Ο καημένος ο Ο'Χάρα! Το ποτό φταίει;» «Και άλλα πολλά» αποκρίθηκε κοφτά ο Τσαντλεράκος.

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ γέλασε:

«Τόμυ, καθώς βλέπω, δεν έχεις αλλάξει ούτε τόσο δα. Είσαι το

ίδιο σοβαρό πρόσωπο που με νουθετούσε τα κυριακάτικα πρωι­

νά, σαν πήγαινε να σπάσει το κεφάλι μου και η γλώσσα μου ήταν

σαν βούρτσα. Θα 'πρεπε να κάνεις κανένα ταξιδάκι. Ποτέ σου

δεν ταξίδεψες;»

«Έχω πάει στο Άιλ οβ Μαν».

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ γέλασε:

«Στο Άιλ οβ Μαν; Να πας στο Λονδίνο, ή στο Παρίσι. Προτι-

μότερο στο Παρίσι. Θα σου κάνει καλό».

«Έχεις πάει στο Παρίσι;»

«Και βέβαια έχω πάει. Το 'ριξα μάλιστα λιγάκι έξω».

«Και είναι τόσο ωραίο, όσο λένε;»

Page 79: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 79

Ήπιε μια γουλιά ουίσκι όσο ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ τέλειωνε το

δικό του μια και κάτω.

«Ωραίο;» έκανε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ, σταματώντας σ' αυτή τη

λέξη για ν' απολαύσει το άρωμα του ουίσκι του. «Δεν είναι και τό­

σο ωραίο, ξέρεις. Φuσικά, είναι ωραίο ... Μα η ζωή του Παρισιού, αυτό είναι το σπουδαίο. Α, δεν υπάρχει άλλη πόλη σαν το Παρίσι,

γtα το γλέντι, την κίνηση ... Σου ανάβει τα αίματα». Ο Τσαντλεράκος τέλειωσε το ουίσκι του, κι ύστερα από λίγη α­

μηχανία, κατάφερε να πιάσει τη ματιά του μπάρμαν. Παράγγειλε

τα ίδια.

«Έχω πάει στο Μουλέν Ρουζ~~ συνέχισε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ,

αφού μάζεψε τα ποτήρια τους ο μπάρμαν, «και σε όλα τα μποέμι­

κα καφενεία. Εκεί να δεις γλέντι! Αλλά δεν είναι για τα καλά

παιδιά σαν κι εσένα, Τόμυ».

Ο Τσαντλεράκος δεν είπε τίποτα, ώσπου έφερε ο μπάρμαν τα

δυο ποτήρια: ύστερα άγγιξε ανάλαφρα με το ποτήρι του το ποτήρι

του φίλου του και aνταπόδωσε την πρόποση. Άρχιζε να αισθάνε­

ται κάπως aπογοητευμένος. Δεν του άρεσε ο τόνος της φωνής του

Γκάλαχερ κι ο τρόπος που εκφραζόταν. Ο φίλος του είχε κάτι το

χυδαίο, που δεν το είχε προσέξει πρωτύτερα. Μα ίσως να 'ταν μο­

νάχα αποτέλεσμα της ζωής του στο Λονδίνο, μέσα στη φασαρία

και στον ανταγωνισμό του Τύπου. Η παλιά προσωπική γοητεία ε­

ξακολουθούσε να υπάρχει κάτω από το νέο φανφαρόνικο ύφος.

Και, το κάτω κάτω, ο Γκάλαχερ είχε ζήσει, είχε δει τον κόσμο. Ο

Τσαντλεράκος κοίταξε το φίλο του μ' ένα αίσθημα ζήλιας.

«Στο Παρίσι όλα είναι χαρούμενα» είπε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ.

«Πιστεύουν στην απόλαυση της ζωής δε βρίσκεις πως έχουν δί­

κιο; Αν θέλεις στ' αλήθεια να γλεντήσεις, πρέπει να πας στο Πα­

ρίσι. Και, ξέρεις, οι Ιρλανδοί έχουν μεγάλη πέραση στο Παρίσι.

Σαν άκουσαν πως είμαι από την Ιρλανδία, με πνίξανε στ' αγκα­

λιάσματα, σου λέω».

Ο Τσαντλεράκος ήπιε τέσσερις πέντε γουλιές απ' το ποτήρι

του.

«Για πες μου» ρώτησε, «είν' αλήθεια πως το Παρίσι είναι τό­

σο ... ανήθικο όσο λένε;» Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ έκανε μια πλατιά χειρονομία με το δεξί

του χέρι.

Page 80: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

80 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Όλα τα μέρη του κόσμου είναι aνήθικα. Βέβαια, σtο Παρίσι

βρίσκεις μερικά πιπεράτα γλέντια ... Πήγαινε λόγου χάρη σ' ένα φοιτητικό χορό ... Είναι λιγάκι ζωηρός, αν θέλεις, σαν έρθουν σtο κέφι οι κοκότες. Ξέρεις τι είναι, φαντάζομαι».

«Έχω ακουσtά γι' αυτές» είπε ο Τσαντλεράκος.

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ aποτέλειωσε το ουίσκι του και κούνησε

το κεφάλι του.

«Α» έκανε, «μπορείς να λες ό,τι θες, μα δεν υπάρχει άλλη γυ­

ναίκα σαν την Παριζιάνα -για το σtυλ, για το κέφι ... » «Ώσtε είναι ανήθικη πόλη» είπε ο Τσαντλεράκος με δειλή επι­

μονή. «Θέλω να ποο, σε σύγκριση με το Λονδίνο ή το Δουβλίνο ... » «Το Λονδίνο!» έκανε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ. «Δεν πιάνει χαρ­

τωσιά μπρος σtο Παρίσι. Ρώτα τον Χόγκαν, αγόρι μου. Του έδει­

ξα λιγάκι το Λονδίνο τότε που ήρθε. Θα σου ανοίξω τα μάτια ... Έλα, Τόμυ, τι το λιβανίζεις το ουίσκι σου; Ρούφα το!»

«Μα ... » «Ωχ, έλα τώρα, δε θα σου κάνει κακό ακόμη ένα. Τι θα πάρεις;

Το ίδιο μάλλον ... » «Μα ... Τέλος πάντων». «Φρανσουά ... Τα ίδια. Θα καπνίσεις, Τόμυ;» Έβγαλε τη θήκη με τα πούρα. Οι δυο φίλοι άναψαν πούρο και

κάπνιζαν δίχως να μιλούν, ώσπου ήρθαν τα ποτά τους.

«Να σου πω τη γνώμη μου» είπε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ σε λίγο,

ξεπροβάλλοντας μέσ' από σύννεφα καπνού, «είν' ένας αλλόκοτος

κόσμος. Μιλάς γι' ανηθικότητα! Έχω ακούσει... Τι λέω; Έχω

γνωρίσει περιπτώσεις ανηθικότητας ... » Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ κάπνισε λίγη ώρα συλλογισμένος, κι ύ­

σtερα, σε ήρεμο τόνο ισtορικού, άρχισε να σκιτσάρει σtο φ~

του μερικές εικόνες της διαφθοράς που βασίλευε στην Ευρώπη.

Μίλησε για τα βίτσια σtις διάφορες πρωτεύουσες, κι έδειχνε ν' α­

πονέμει τον κότινο σtο Βερολίνο. Για μερικά, δεν μπορούσε να

εγγυηθεί (του τα είχαν διηγηθεί φίλοι του), όμως γι' άλλα είχε

προσωπική πείρα. Δε φείσθηκε κανενός, ούτε για την κοινωνική

του θέση ούτε για την καταγωγή του. Αποκάλυψε πολλά μυσtικά

από μονασtήρια της ηπειρωτικής Ευρώπης, περιέγραψε μερικές

συνήθειες που ήταν της μόδας στην υψηλή κοινωνία, και κατέληξε

να διηγηθεί με λεπτομέρειες ένα περισtατικό για μια εγγλέζα

Page 81: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 81

δούκισσα -περισtατικ6 που ήξερε πως ήταν αλήθεια. Ο Τσαντλε­

ράκος έμεινε μ' ανοιχτ6 το σt6μα.

«Ε» είπε τελειώνοντας ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ, <<tουλάχισtον ε­

δώ, σtο καθυσtερημένο Δουβλίνο, δεν ξέρουν τίποτε απ6 τέτοια».

«Π6σο μον6τονο θα σου φαίνεται» είπε ο Τσαντλεράκος, <<ύ­

στερ' απ6 τα άλλα μέρη που έχεις πάει!»

ο«Να σου πω» του αποκρίθηκε, «είναι μια χαλάρωση, ξέρεις, να

'ριχεσαι εδώ. Και, τέλος πάντων, είναι η πατρίδα, 6πως και να το

κάνεις. Δεν μπορείς να μη νιώθεις κάτι γι' αυτήν. Το 'χει η φύση

του ανθρώπου ... Μα πες μου κάτι για σένα. Ο Χ6γκαν μου έλεγε πως έχεις δοκιμάσει τις χαρές του γάμου, πάνε δυο χρ6νια τώρα,

ε;»

Ο Τσαντλεράκος κοκκίνισε και χαμογέλασε.

«Ναι» αποκρίθηκε, <<τον Περασμένο Μάη έκλεισε χρ6νος που παντρεύτηκα».

«Ελπίζω πως δεν είναι πολύ αργά για να σε συγχαρώ. Δεν ήξε­

ρια τη διεύθυνσή σου, αλλιώτικα θα το 'χα κάνει απ6 τ6τε».

Του έσφιξε το χέρι.

«Λοιπ6ν, Τ6μυ» συνέχισε, «εύχομαι σ' εσένα και σtούς δικούς

σου κάθε ευτυχία, παλι6φιλε, και λεφτά με τη σέσουλα, και να

μ:.ην πεθάνεις ποτέ ώσπου να σε σκοτώσω. Και σ' το εύχεται ένας

αληθιν6ς φίλος, ένας παλι6φιλος. Το ξέρεις;»

«Το ξέρω».

«Παιδιά;»

Ο Τσαντλεράκος ξανακοκκίνισε.

«Έχουμε ένα παιδί» αποκρίθηκε.

«Γιο ή κ6ρη;»

«Αγοράκι».

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ τον χτύπησε τρανταχτά αλλά φιλικά στην

πλάτη.

«Μπράβο. Δεν αμφέβαλα ποτέ για σένα».

Ο Τσαντλεράκος χαμογέλασε, κοίταξε ντροπαλά το ποτήρι του

και δάγκωσε το κάτω χείλι του με τρία κάτασπρα, παιδικά δ6ντια.

«Ελπίζω να περάσεις μια βραδιά μαζί μας» είπε, «Πριν γυρί­

σεις σtο Λονδίνο. Η γυναίκα μου θα χαρεί πολύ να σε γνωρίσει.

Θ' ακούσουμε λίγη μουσική και ... » «Ευχαρισtώ πάρα πολύ, παλι6φιλε» είπε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ,

Page 82: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

82 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«λυπάμαι που δεν aνταμώσαμε νωρίτερα, Μα πρέπει να φύγω

αύριο βράδυ».

«Τότε, απόψε ... ;» «Λυπάμαι πάρα πολύ, μα ξέρεις, είμαι εδώ με κάποιον άλλον,

ένα πολύ συμπαθητικό παιδί, και συμφωνήσαμε να πάμε σ' ένα

σπίτι για κανένα χαρτί ... Αν δεν ήταν αυτό ... » «Α, τότε ... » «Μα ποιος ξέρει» είπε ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ, <<του χρόνου μπο­

ρεί να 'ρθω για λίγες μέρες, τώρα που έσπασε ο πάγος. Είναι μια

ευχαρίστηση που απλώς αναβάλλεται».

«Ωραία, αλλά την επόμενη φορά θα περάσουμε μια βραδιά μα­

ζί, σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι. Αν έρθω του χρόνου, έχεις το λόγο της τιμής μου».

«Και σαν επιστέγασμα της συμφωνίας, θα πιούμε ακόμη ένα»

είπε ο Τσαντλεράκος.

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ έβγαλε ένα μεγάλο χρυσό ρολόι και το

κοίταξε.

«Μα θα 'ναι το τελευταίο» είπε, «γιατί, ξέρεις, έχω ραντεβού».

«Α, ναι, ασφαλώς» είπε ο Τσαντλεράκος. «Ωραία λοιπόν, ας

πιούμε ακόμη ένα deoc an doirus, όπως το λέμε στη γλώσσα μας το ουισκάκι».

Ο Τσαντλεράκος παράγγειλε τα ποτά. Το κοκκίνισμα που είχε

ανέβει στο πρόσωπό του εδώ και λίγο, εξακολουθούσε να μένει.

Ένα τίποτα τον έκανε να κοκκινίζει, και τώρα αισθανόταν ζέστη

και έξαψη. Τα τρία ουισκάκια τον είχαν χτυπήσει στο κεφάλι, και

το βαρύ πούρο του Γκάλαχερ τού είχε θολώσει το μυαλό, επειδή

ήταν άνθρωπος εγκρατής, με αδύνατη κράση. Η περιπέτεια ν' a­νταμώσει τον Γκάλαχερ ύστερα από οχτώ χρόνια, να βρεθεί με

τον Γκάλαχερ στου Κόρλες, τριγυρισμένος από φώτα και θόρυβο,

ν' ακούσει τις ιστορίες του Γκάλαχερ, και να συμμεριστεί για ένα

σύντομο διάστημα την αλήτικη και θριαμβευτική ζωή του Γκάλα­

χερ, είχε ταράξει την ισορροπία της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας

του. Αισθανόταν έντονα την αντίθεση της δικής του ζωής και της

ζωής του φίλου του, και του φαινόταν αδικία. Ο Γκάλαχερ ήταν

κατώτερός του και σε καταγωγή και σε μόρφωση. Ήταν βέβαιος

πως μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο απ' ό,τι είχε κάνει ή θα έ­

κανε ποτέ ο φίλος του, κάτι ανώτερο από μια κοινή δημοσιο-

Page 83: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 83

γραφική εργασία, φτάνει να του δινόταν ευκαιρία. Τι τον εμπόδι­

ζε σ' αυτό; Η αναθεματισμένη η δειλία του. Λαχταρούσε να δι­

καιωθεί κατά κάποιον τρόπο, να διεκδικήσει την ανδροπρέπειά

του. Κατάλαβε τι κρυβόταν πίσω απ' την άρνηση του Γκάλαχερ να

δεχτεί την πρόσκλησή του. Ο Γκάλαχερ του έκανε χάρη με τη φι­

λία του, όπως έκανε χάρη στην Ιρλανδία με την επίσκεψή του.

Ο μπάρμαν τούς έφερε τα ποτά τους. Ο Τσαντλεράκος έσπρω­

ξε το ένα ποτήρι προς το μέρος του φίλου του και πήρε το άλλο.

«Ποιος ξέρει» είπε καθώς σήκωναν τα ποτήρια τους, «όταν ξα­

νάρθεις του χρόνου, μπορεί να έχω την τιμή να ευχηθώ τα δέοντα

στον κύριο και την κυρία Ιγνατίου Γκάλαχερ».

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ, πίνοντας, έκλεισε εκφραστικά το ένα

του μάτι πάνω απ' το σηκωμένο ποτήρι του. Έπειτα πλατάγισε α­

ποφασιστικά τα χείλια του και είπε:

«Κανένας κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο, αγαπητέ μου. Πρώ­

τα θα πάρω φόρα να γνωρίσω λιγάκι τη ζωή και τον κόσμο, κι έ­

πειτα θα βάλω το κεφάλι στον τορβά, αν το βάλω ποτ6>.

«Κάποια μέρα, θα το βάλεις» είπε ήρεμα ο Τσαντλεράκος.

Ο Ιγνάτιος Γκάλαχερ γύρισε προς το μέρος του φίλου του την

πορτοκαλιά γραβάτα και τα γαλανά του μάτια:

«Νομίζεις;»

«Θα το βάλεις το κεφάλι σου στον τορβά» επανέλαβε με στα­

θερή φωνή ο Τσαντλεράκος, «όπως όλοι, όταν βρεις εκείνην που

σου ταιριάζει».

Είχε δώσει κάποια έμφαση στον τόνο της φωνής του, και κατά­

λαβε πως είχε προδοθεί. Ωστόσο, μόλο που το κοκκίνισμα είχε γί­

νει πιο έντονο στα μάγουλά του, δε δείλιασε μπρος στη ματιά του

φίλου του.

Ο Ιγνgτιος Γκάλαχερ τον κοίταξε για λίγο κατάματα κι ύστερα

είπε:

«Αν συμβεί ποτέ αυτό, μπορείς να στοιχηματίσεις και το τελευ­

ταίο σου σελίνι πως δε θα 'ναι από έρωτα και σαχλαμάρες. Θα

παντρευτώ τα λεφτά. Η λεγάμενη θα 'χει μια στρογγυλή κατάθε­

ση στην τράπεζα, ειδεμή δε μου κάνει».

Ο Τσαντλεράκος κούνησε το κεφάλι του με αμφιβολία.

«Μα, άνθρωπε του Θεού» έκανε ζωηρά ο Γκάλαχερ, «Δε με

ξέρεις καλά. Μια λέξη μονάχα να πω, θα 'χω αύριο κιόλα και τη

Page 84: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

84 τzΕΗΜΣ τzοΥΣ

γυναίκα και τα λεφτά. Δεν το πιστεύεις; Μα εγώ το ξέρω. Υπάρ­

χουν εκατοντάδες -τι λέω;- χιλιάδες πλούσιες Γερμανίδες και

Εβραίες, βουτηγμένες στα λεφτά, που θα με παρακαλούσαν ... Πε­ρίμενε λιγάκι, και θα δεις αν παίζω τα χαρτιά μου μαστορικά.

Όταν βάλω κάτι στο νου μου, το κάνω, άκου με που σου λέω. Πε­

ρίμενε και θα δεις».

Σήκωσε το ποτήρι στα χείλια του, ήπιε μέχρι τον πάτο κι έβαλε

τα γέλια. Ύστερα κοίταξε μπροστά του συλλογισμένος και είπε

πιο ήρεμα:

«Αλλά δε βιάζομαι. Μπορούν να περιμένουν. Δεν έχω καμιά

όρεξη να δεθώ με μια γυναίκα, για να ξέρεις».

Έκανε με τα χείλια του τάχα πως δοκιμάζει, και στράβωσε το

μούτρο του:

«Έχουμε καιρό ακόμα, λέω γω».

Ο Τσαντλεράκος καθόταν στο σαλόνι, μ' ένα μωρό στην αγκα­

λιά. Για οικονομία, δεν είχαν υπηρέτρια, μα ερχόταν η μικρότερη

αδερφή της Άννυ, η Μόνικα, καμιά ώρα το πρωί και το aπόγεμα,

και βοηθούσε. Μα η Μόνικα είχε φύγει προ πολλού. Η ώρα ήταν

εννιά παρά τέταρτο. Ο Τσαντλεράκος είχε γυρίσει σπίτι αργά,

περασμένη η ώρα για το τσάι, και ξέχωρα, είχε ξεχάσει να φέρει

το πακέτο με τον καφέ από του Μπιούλι. Φυσικά, η γυναίκα του

ήταν μουτρωμένη και του αποκρινότανε κοφτά. Είπε πως μπο­

ρούσε να κάνει και δίχως τσάι, μα όταν πλησίαζε η ώρα που θα

'κλεινε το μαγαζί της παρακάτω γωνιάς, αποφάσισε να πάει η ί­

δια ν' αγοράσει ένα τέταρτο της λίμπρας τσάι και δυο λίμπρες ζά­

χαρη. Του έβαλε στα χέρια το μικρό που κοιμότανε και του είπε:

«Ορίστε. Πρόσεχε μην το ξυπνήσεις».

Μια μικρή λάμπα με άσπρο αμπαζούρ ήταν πάνω στο τραπέζι,

και το φως της έπεφτε σε μια φωτογραφία μέσα σε κοκάλινη κορ­

νίζα. Ήταν φωτογραφία της Άννυ. Ο Τσαντλεράκος την κοίταζε,

με τη ματιά του σταματημένη πάνω στα λεπτά, σφιχτά χείλια. Φο­

ρούσε την ανοιχτογάλαζη καλοκαιρινή μπλούζα που της είχε φέ­

ρει δώρο ένα Σάββατο. Του είχε στοιχίσει δέκα σελίνια και έντε­

κα πένες -αλλά τι αγωνία και νευρικότητα μαζί! Τι είχε τραβήξει

εκείνη τη μέρα, να περιμένει στην πόρτα του μαγαζιού ώσπου ν'

αδειάσει από τον κόσμο, να στέκεται μπροστά στον πάγκο και να

Page 85: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 85

φαίνεται γεμάτος άνεση, όσο η κοπέλα στοίβαζε μπροστά του γυ­

ναικείες μπλούζες, να πληρώσει και να ξεχάσει να πάρει τα ρέ­

στα, να τον φωνάξει πίσω η ταμίας για να του τα δώσει, και τέ­

λος, για να κρύψει το κοκκίνισμά του καθώς έβγαινε απ' το μαγα­

ζί, να κάνει πως εξετάζει το δέμα για να δει αν ήταν καλά δεμέ­

νο. Σαν έφερε την μπλούζα στο σπίτι, η Άννυ τον φίλησε και είπε

πως ήταν πολύ ωραία και κομψή -αλλά, σαν άκουσε την τιμή, πέ­

ταξε την μπλούζα πάνω στο τραπέζι Ι(αι είπε πως ήταν κλεψιά να

ζητούν δέκα σελίνια και έντεκα πένες γι' αυτό το πράγμα. Στην

αρχή, ήθελε να τη δώσει πίσω, μα όταν τη δοκίμασε, ενθουσιά­

στηκε με την μπλούζα, προπάντων με το σχέδιο των μανικιών, τον

ξαναφίλησε και είπε πως ήταν μεγάλη καλοσύνη του που τη σκέ­

φτηκε.

Χμ ... Κοίταξε ψυχρά τη φωτογραφία μες στα μάτια, κι αυτά τού απο­

κρίθηκαν εξίσου ψυχρά. Βέβαια, ήταν όμορφα τα μάτια, όπως ή­

ταν όμορφο και το πρόσωπο, μα έβρισκε κάτι το φτηνό σ' αυτά.

Γιατί να 'ναι τόσο λίγο ευαίσθητη και τόσο λίγο κυρία; Η ψυχρό­

τητα των ματιών της τον θύμωνε. Τον aπωθούσαν και τον προκα­

λούσαν, ούτε πάθος είχαν ούτε γοητεία. Ο νους του πήγε σε κείνο

που του 'χε πει ο Γκάλαχερ, για τις πλούσιες Εβραίες. Εκείνα τα

μαύρα ανατολίτικα μάτια, σκεφτότανε, πόσο ήταν γεμάτα πάθος,

γεμάτα ηδονική νοσταλγία! ... Γιcίτί να παντρευτεί τα μάτια της φωτογραφίας;

Ξανάρθε στα συγκαλά του μ' αυτή την ερώτηση και κοίταξε

νευριασμένος ολόγυρα το δωμάτιο. Βρήκε κάτι το φτηνό στα κομ­

ψ<i έπιπλα που είχε αγοράσει με δόσεις. Η Άννυ τα 'χε διαλέξει και του τη θύμιζαν. Κι αυτά ήταν νόστιμα και επιτηδευμένα. Κάτι

σαν θυμός με την ίδια του τη ζωή ξύπνησε μέσα του. Δε θα μπο­

ρούσε να ξεφύγει από τούτο το σπιτάκι; Ήταν πάρα πολύ αργά

για να δοκίμαζε να ζήσει aψήφιστα σαν τον Γκάλαχερ; Να πήγαι­

νε στο Λονδίνο; Έπρεπε να ξοφλήσει και τα έπιπλα. Να μπορού­

σε μονάχα να γράψει έναν τόμο ποιήματα και να τα εκδώσει, αυ­

τό θα του άνοιγε το δρόμο.

Ένας τόμος ποιήματα του Μπάυρον ήταν μπροστά του, πάνω

στο τραπέζι. Τον άνοιξε προσεχτικά με το αριστερό του χέρι για

να μην ξυπνήσει το μωρό, κι άρχισε να διαβάζει το πρώτο ποίημα:

Page 86: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

86 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Οι άνεμοι σωπάσανε, σκοτάδι απλώνεται βουβό,

και ούτε καν ο Ζέφυρος δεν τριγυρνάει ακόμα,

καθώς της Μαργαρίτας μου τον τάφο πάω να ξαναδώ,

και να σκορπίσω λούλουδα στ' αγαπημένο χώμα.

Σταμάτησε. Ένιωθε το ρυθμό του στίχου ολόγυρά του μέσα

στο δωμάτιο. Τι μελαγχολικά που ήταν! Θα μπορούσε άραγε να

γράψει κι αυτός έτσι, να εκφράσει τη μελαγχολία της ψυχής του;

Ήταν τόσα πολλά που ήθελε να περιγράψει: τα συναισθήματά

του για τη γέφυρα Γκράταν πριν λίγες ώρες, λόγου χάρη. Αν μπο­

ρούσε να ξαναβρεί εκείνη την ψυχική διάθεση ... Το μωρό ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει. Παράτησε την ποίηση

και προσπάθησε να το κάνει να σωπάσει· εκείνο όμως δεν έλεγε

να σταματήσει. Άρχισε να το κουνάει πάνω κάτω στα χέρια του, μα

το στριγκό κλάμα του έγινε πιο δυνατό. Το νανούρισε πιο γρήγο­

ρα, καθώς τα μάτια του άρχισαν να διαβάζουν τη δεύτερη στροφή:

Μες στο στενό αυτό κελί κείτεται το κορμί της,

το κορμί αυτό που κάποτε ...

Ανώφελο. Δεν μπορούσε να διαβάσει. Δεν μπορούσε τίποτα

να κάνει. Το κλάμα του μωρού τού τρυπούσε τα τύμπανα των αυ­

τιών του. Ανώφελο, ανώφελο! Ήταν καταδικασμένος σε ισόβια

δεσμά. Τα χέρια του έτρεμαν απ' το θυμό του, κι άξαφνα έσκυψε

πάνω απ' το μωρό και φώναξε:

«Πάψε!»

Το μωρό σταμάτησε μια στιγμή, του 'ρθε ένας σπασμός απ' το

φόβο, και ξανάρχισε να στριγκλίζει. Τινάχτηκε όρθιος κι άρχισε

να πηγαινοέρχεται με γρήγορο βήμα μέσα στο δωμάτιο, πάνω κά­

τω, με το μωρό στην αγκαλιά. Το πιάσανε λυγμοί, του κοβόταν η

ανάσα τέσσερα πέντε δευτερόλεπτα, κι ύστερα ξανάρχιζε. Ο λε­

πτοί τοίχοι της κάμαρας αντηχούσαν και πολλαπλασίαζαν το σα­

ματά. Πάσχισε να το μερώσει, μα εκείνο έκλαιγε πιο σπασμωδι­

κά. Κοίταξε το σκεπασμένο και τρεμουλιαστό πρόσωπο του μω­

ρού κι άρχισε ν' ανησυχεί. Μέτρησε εφτά αναφιλητά στη σειρά,

δίχως σταμάτημα στο ανάμεσό τους, κι έσφιξε τρομαγμένος το

μωρό πάνω στο στήθος του. Αν πέθαινε! ...

Page 87: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ 87

Η πόρτα άνοιξε απότομα και η γυναίκα όρμησε μέσα κοντανα­

σαίνοντας:

«Τι έχει; Τι έχει;»

Το μωρό, ακούγοντας τη φωνή της μητέρας του, άρχισε να

στριγκλίζει μέσα σ' έναν παροξυσμό από αναφιλητά.

«Δεν είναι τίποτα, Άννυ ... Δεν είναι τίποτα ... Μόλις έφυγες άρ­χισε να κλαίει ... » Η Άννυ πέταξε χάμω τα πακέτα της κι άδραξε το παιδί απ' τα

χέρια του πατέρα του.

«Τι του 'κανες;» του φώναξε, κοιτάζοντάς τον κατάματα. Ο

Τσαντλεράκος βάσταξε τη ματιά της μια στιγμή, κι ύστερα έκλει­

σε η καρδιά του, καθώς διάβασε το μίσος στα μάτια της. Άρχισε

να τραυλίζει:

«Δ ... δεν είναι τίποτα ... Α. .. α ... άρχισε να κλαίει ... Δεν μπορού-σα ... Δεν του έκανα τίποτα ... Τι ... »

Δεν του έδωσε προσοχή, κι άρχισε να σουλατσάρει πάνω κάτω

μέσα στο δωμάτιο, σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της, ψιθυρί­

ζοντας:

«Μωρό μου! Μωρουδάκι· μου! Φοβήθηκες, αγάπη μου; Έλα

τώρα, αγαπούλα μου! Έλα, το μωρό μου!. .. Άρνου, άρνου, αρνου­λάκι, της μανούλας του τ' αρνάκι! ... Έλα, να το χαρώ ... » Ο Τσαντλεράκος ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν από

ντροπή, και τραβήχτηκε μακριά απ' το φως της λάμπας. Αφου­

γκραζ6ταν όσο καταλάγιαζαν τ' αναφιλητά του μωρού, και δά­

κρυα μεταμέλειας άρχισαν ν' ανεβαίνουν στα μάτια του.

Page 88: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Αναποδιές

Το κουδούνι χτύπησε φρενιασμένα, κι όταν η μις Πάρκερ πήγε

σι:ον ακουσι:ικό σωλήνα, μια φρενιασμένη φωνή τσίριξε με προ­

φορά της Βόρειας Ιρλανδίας:

«Στείλτε μου τον Φάρινγκτον!»

Η μις Πάρκερ ξαναγύρισε στη γραφομηχανή της, λέγοντας σε

κάποιον που έγραφε σ' ένα τραπέζι:

«0 κύριος Άλεην σε ζητάει πάνω». Ο άλλος μουρμούρισε από μέσα του στο διάολο! κι έσπρωξε πί­

σω την καρέκλα του για να σηκωθεί. Όταν σι:άθηκε όρθιος, ήταν

ψηλός και γεμάτος. Είχε κρεμασμένο μούτρο, σκούρο κόκκινο, με

ξανθά φρύδια και μουσι:άκια: τα μάτια του ήταν λίγο γουρλωμένα

και το aσπράδι τους πολύ θαμπό. Ανασήκωσε το χώρισμα, και

περνώντας ανάμεσα σι:ους πελάτες, βγήκε από το γραφείο με βα­

ριά περπατησιά.

Ανέβηκε τη σκάλα με την ίδια βαριά περπατησιά, ώσπου έφτα­

σε στο δεύτερο πλατύσκαλο, που μια πόρτα είχε μια μπρούντζινη

πλάκα με την επιγραφή κ. Άλεην. Εδώ σι:αμάτησε, ξεφυσώντας α­

πό την προσπάθεια που είχε κάνει κι από αγανάκτηση, και χτύπη­

σε την πόρτα.

Η τσιριχτή φωνή φώναξε:

«Εμπρός!»

Μπήκε σι:ο γραφείο του κυρίου Άλεην. Την ίδια σι:ιγμή, ο κύ­

ριος Άλεην, ένας κοντούλης που φορούσε γυαλιά πάνω σ' ένα ξυ­

ρισμένο πρόσωπο, ανασήκωσε το κεφάλι του από μια στοίβα έγ­

γραφα. Το κεφάλι του ήταν τόσο ρόδινο και φαλακρό, που έμοια­

ζε με μεγάλο αυγό ακουμπισμένο πάνω σι:α χαρτιά. Ο κύριος

Άλεην δεν έχασε ούτε στιγμή:

Page 89: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ 89

«Φάρινγκτον; Τι σημαίνουν όλ' αυτά; Γιατί θες να σου γκρινιά­

ζω πάντα; Μπορώ να σε ρωτήσω γιατί δεν έβγαλες αντίγραφο για

το συμβόλαιο Μπόντλυ και Κέργουαν; Σου είπα πως πρέπει να

'ναι έτοιμο στις τέσσερις η ώρα».

«Μα ο κύριος Σέλυ είπε ... » «0 κύριος Σέλυ είπε ... Σε παρακαλώ να κάνεις ό,τι λέω εγώ, κι

όχι ό,τι είπε ο κύριος Σέλυ. Πάντα έχεις δικαιολογία για ν' aπο­

φεύγεις τη δουλειά. Λοιπόν, σε προειδοποιώ πως αν δεν έχει α­

ντιγραφεί το συμβόλαιο απόψε, θα σε αναφέρω στον κύριο Κρό­

σμπυ ... Άκουσες τι σου είπα;» «Μάλιστα».

Άκουσες; ... Α, κι ακόμη ένα ζητηματάκι! Όταν σου μιλώ, είναι σαν να μιλώ στον τοίχο .. Κατάλαβέ το μια για πάντα πως έχεις μι­σή ώρα στη διάθεσή σου για το μεσημεριανό φαγητό, και όχι μιά­

μιση. Ας ήξερα πόσα πιάτα τρως στην καθισιά σου ... Κατάλαβες τι σου είπα;»

«Μάλιστα».

Ο κύριος Άλεην έσκυψε πάλι το κεφάλι του πάνω στα χαρτιά.

Ο άλλος στύλωσε τα μάτια του στο γυαλιστερό κρανίο που διηύ­

θυνε τις δουλειές των Κρόσμπυ και Άλεην, υπολογίζοντας με το

μάτι ίσαμε ποιο βαθμό ήταν εύθραυστο. Ένας σπασμός λύσσας

άδραξε το λαρύγγι του για μερικές στιγμές, κι ύστερα πέρασε, α­

φήνοντας μια αίσθηση δίψας. Κατάλαβε τι σήμαινε αυτή η αίσθη­

ση και πως του χρειαζόταν ένα καλό βραδινό μεθύσι. Ο μισός μή­

νας είχε περάσει, κι αν κατάφερνε να 'χει εγκαίρως έτοιμο το α­

ντίγραφο, ίσως να του 'δινε ο κύριος Άλεην μια εντολή για τον

ταμία. Στεκόταν ακίνητος, με τα μάτια στυλωμένα στο κεφάλι

που ήταν σκυμμένο πάνω στα στοιβαγμένα χαρτιά. Ξαφνικά, ο

κύριος Άλεην άρχισε ν' αναστατώνει τα χαρτιά, ψάχνοντας για

κάτι. Ύστερα, σαν να μην είχε αντιληφθεί την παρουσία του άλ­

λου μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανασήκωσε πάλι το κεφάλι του λέγο­

ντας:

«Λοιπόν, θα στέκεσαι εκεί όλη μέρα; Στην τιμή μου, Φάριν­

γκτον, δεν έχεις φιλότιμο}},

«Περίμενα να δω ... » «Ωραία, δε χρειάζεται να περιμένεις να δεις. Κατέβα και κάνε

τη δουλειά σου».

Page 90: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

90 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ο Φάρινγκτον κίνησε για την πόρτα με βαριά περπατησιά, και

καθώς έβγαινε απ' το γραφείο, άκουσε τον κύριο Άλεην να του

φωνάζει πως, αν το συμβόλαιο δεν αντιγραφεί ώς το βράδυ, θα το

αναφέρει στον κύριο Κρόσμπυ.

Γύρισε στο τραπέζι του, στο πιο κάτω πάτωμα, και μέτρησε τις

σελίδες που απόμεναν ν' aντιγραφούν. Έπιασε την πένα του και

τη βούτηξε στο μελάνι, μα εξακολουθούσε να κοιτάζει σαν βλά­

κας τις τελευταίες λέξεις που είχε γράψει: Εις ουδεμίαν περίπτω­

σιν ο ειρημένος Μπέρναρντ Μπόντλυ μέλλει ... Άρχιζε να βραδιά­ζει και σε λίγα λεπτά θ' άναβαν το γκάζι: τότε θα μπορούσε να

γράψει. Κατάλαβε πως έπρεπε να σβήσει τη δίψα του. Σηκώθηκε

απ' το τραπέζι του, ανασήκωσε πάλι το χώρισμα, και τράβηξε να

βγει απ' το γραφείο. Καθώς περνούσε για να βγει, ο προϊ­

στάμενος του γραφείου τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Εντάξει, κύριε Σέλυ» είπε ο Φάρινγκτον, δείχνοντας με το δά­

χτυλο για να του δώσει να καταλάβει το αντικείμενο της εξόδου

του.

Ο προ"ίστάμενος του γραφείου κοίταξε την κρεμάστρα των κα­

πέλων, και βλέποντας πως ήταν όλα στη θέση τους, δεν είπε τίπο­

τα. Ο Φάρινγκτον, μόλις βγήκε στο πλατύσκαλο, έβγαλε απ' την

τσέπη του ένα σκουφί, το φόρεσε και κατέβηκε βιαστικά την τρι­

ζάτη σκάλα. Από την εξώπορτα πήγε τοίχο τοίχο, στα κλεφτά, ως

τη γωνιά, και χώθηκε σε μια πόρτα. Τώρα ήταν ασφαλισμένος στο

σκοτεινό καταφύγιο του μαγαζιού του Ο'Νηλ, και γεμίζοντας το

παραθυράκι που επικοινωνούσε με τον μπουφέ, με το ξαναμμένο

πρόσωπό του, που το χρώμα του έμοιαζε σαν σκούρο κρασί ή

σκούρο κρέας, φώναξε:

«Ε, Πατ, πιάσε μια μπίρα, σαν καλό παιδί!»

Ο μπάρμαν τού έφερε ένα ποτήρι μπίρα. Το ήπιε μονορούφι

και ζήτησε ένα σπόρο σέλινο. Έβαλε μια δεκάρα πάνω στον πά­

γκο, κι αφήνοντας τον μπάρμαν να την ψάχνει στο μισοσκόταδο,

ξεπόρτισε πάλι στα κλεφτά, όπως είχε μπει.

Σκοτάδι και βαριά καταχνιά ακολουθούσε το σούρουπο του

Φλεβάρη, και τα φανάρια της Γιούστας Στρητ ήταν αναμμένα.

Προχώρησε τοίχο τοίχο, ώσπου έφτασε στην πόρτα του γραφείου,

κι αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να τελειώσει απόψε το αντίγρα­

φο. Στη σκάλα, μια βαριά νοτερή μυρωδιά από άρωμα τού χτύπη-

Page 91: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ 91

σε τη μύτη: σίγουρα θα 'χε έρθει η μις Ντελακούρ, όσο εκείνος

βρισκόταν στου Ο'Νηλ. Έχωσε πάλι το σκουφί του στην τσέπη

και ξαναμπήκε στο γραφείο με ύφος αδιάφορο.

«Σε ζήτησε ο κύριος Άλεην» είπε ο προ'ίστάμενος με ύφος αυ­

στηρό. «Πού ήσουν;»

Ο Φάρινγκτον κοίταξε τους δυο πελάτες που στέκονταν στον

πάγκο, σαν να 'θελε να πει πως η παρουσία τους τον εμπόδιζε ν'

απαντήσει. Καθώς οι δυο πελάτες ήταν αρσενικοί, ο προ'ίστάμε­

νος ανασήκωσε τους ώμους του και γέλασε.

«Το ξέρω αυτό το κόλπο» είπε. «Πέντε φορές τη μέρα, είναι

κάπως ... Έλα, κουνήσου, πήγαινε στον κύριο Άλεην τα αντίγρα­φα της αλληλογραφίας μας για την υπόθεση Ντελακούρ!»

Αυτό το κατσάδιασμα μπροστά σε πελάτες, το προηγούμενο α­

νεβοκατέβασμα της σκάλας, κι η μπίρα που είχε καταπιεί τόσο

βιαστικά, τον είχαν κάνει άνω κάτω, κι όπως κάθισε στο τραπέζι

του για να πάρει αυτά που του ζητούσαν, κατάλαβε πως δεν είχε

καμιά ελπίδα να τελειώσει την αντιγραφή του συμβολαίου πριν α­

πό τις πέντε και μισή. Η σκοτεινή, υγρή νύχτα πλάκωνε ολοένα,

και λαχταρούσε να την περάσει στο μπαρ, πίνοντας με τους φί­

λους του ανάμεσα στα φώτα του γκαζιού και το σαματά των ποτη­

ριών. Έβγαλε την αλληλογραφία για την υπόθεση Ντελακούρ και

σηκώθηκε. Ευχόταν μόνο να μην ανακαλύψει ο κύριος Άλεην πως

έλειπαν τα δυο τελευταία γράμματα.

Το άρωμα είχε αφήσει τη διαπεραστική του μυρωδιά στη σκά­

λα, ίσαμε το γραφείο του κυρίου Άλεην. Η μις Ντελακούρ ήταν

μια μεσόκοπη γυναίκα με εβραίικα χαρακτηριστικά. Έλεγαν πως

ο κύριος Άλεην έκανε τα γλυκά μάτια -στην ίδια ή στα λεφτά της.

Ερχόταν συχνά στο γραφείο κι έμενε πολλή ώρα κάθε φορά. Κα­

θόταν τώρα πλάι στο τραπέζι του, τυλιγμένη στα αρώματα,

χα'ίδεύοντας το χερούλι της ομπρέλας της, και κουνούσε το μεγά­

λο μαύρο φτερό του καπέλου της, σαν να 'γνεφε. Ο κύριος Άλεην

είχε στρίψει προς το μέρος της την καρέκλα του και είχε βάλει με

αφέλεια το δεξί του πόδι πάνω στο αριστερό του γόνατο. Ο Φά­

ρινγκτον ακούμπησε την αλληλογραφία πάνω στο τραπέζι και υ­

ποκλίθηκε με σεβασμό, μα ούτε ο κύριος Άλεην ούτε η μις Ντελα­

κούρ πρόσεξαν την υπόκλισή του. Ο κύριος Άλεην χτύπησε ανά­

λαφρα με το δάχτυλό του την αλληλογραφία, κι ύστερα το κούνη-

Page 92: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

92 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

σε προς το μέρος του Φάρινγκτον, σαν να 'θελε να πει: Εντάξει,

μπορείς να πηγαίνεις.

Ο Φάρινγκτον ξαναγύρισε στο κάτω γραφείο και κάθισε στη

θέση του. Στύλωσε τα μάτια του στη μισοτελειωμένη φράση: Εις

ουδεμίαν περίπτωσιν ο ειρημένος Μπέρναρντ Μπόντλυ μέλλει ... και σκέφτηκε πόσο παράξενο ήταν που οι τρεις τελευταίες λέξεις

άρχιζαν με το ίδιο γράμμα. Ο προ·ίστάμενος βάλθηκε να ζορίζει

τη μις Πάρκερ να κάνει γρήγορα, λέγοντας πως δε θα προφτάσει

να 'χει δακτυλογραφήσει τα γράμματα την ώρα που πρέπει να

ταχυδρομηθούν. Ο Φάρινγκτον αφουγκράστηκε μερικά λεπτά το

κροτάλισμα της γραφομηχανής, κι ύστερα βάλθηκε να τελειώσει

την αντιγραφή. λλλά το μυαλό του δεν ήταν στη δουλειά του, ο

νους του τριγυρνούσε στα φώτα και στο θόρυβο του καφενείου.

Απόψε ήταν βραδιά για ένα ζεστό πόντσι. Στρώθηκε στη δουλειά

της αντιγραφής, μα όταν το ρολόι χτύπησε πέντε, είχε να γράψει

ακόμα δεκατέσσερις σελίδες. Στο διάβολο! Δε θα τις τέλειωνε

ποτέ στην ώρα τους. Λαχταρούσε να βλαστημήσει φωναχτά.

Ήταν τόσο λυσσασμένος από το κακό του, που έγραψε Μπέρναρντ

Μπέρναρντ αντί Μπέρναρντ Μπόντλυ, κι έπρεπε να ξαναρχίσει τη

σελίδα σε καθαρό χαρτί.

Του ερχόταν να κάνει το γραφείο Γης Μαδιάμ, το κορμί του

λαχταρούσε να κάνει κάτι, να ορμήσει έξω, σ' ένα όργιο βιαιότη­

τας. Όλες οι ταπεινώσεις της ζωής του τον έκαναν να λυσσάει ... Δε θα μπορούσε να ζητήσει από τον ταμία, κρυφά, μια προκατα­

βολή; Όχι, ο ταμίας δεν ήταν άνθρωπος με καρδιά, δε θα του έδι­

νε προκαταβολή ... Ήξερε πού θ' aντάμωνε τα παιδιά, τους φί­λους του: τον Λέοναρντ, τον Ο'Χάλοραν, τον Νόουζυ Φλυν. Το

βαρόμετρο έδειχνε διάθεση για ξεφάντωμα.

Είχε παραδοθεί τόσο πολύ στη φαντασία του, που χρειάστηκε

να φωνάξουν δυο φορές τ' όνομά του για να πάρει είδηση. Ο κύ­

ριος Άλεην και η μις Ντελακούρ στέκονταν έξω από το γκισέ, και

όλοι οι υπάλληλοι είχαν γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος του, πε­

ριμένοντας πως κάτι θα συμβεί. Σηκώθηκε απ' τη θέση του. Ο κύ­

ριος Άλεην άρχισε μια πανταχούσα, λέγοντας πως έλειπαν δύο

γράμματα. Αποκρίθηκε πως δεν ήξερε τίποτα, πως είχε κάνει πι­

στή την αντιγραφή. Η πανταχούσα συνεχίστηκε: ήταν τόσο αμεί­

λικτη και βίαιη, που μόλις μπορούσε να συγκρατηθεί και να μην

Page 93: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ 93

κατεβάσει τη γροθιά του στο κεφάλι αυτού του ανθρώπου που

στεκόταν μπροστά του.

«Δεν ξέρω τίποτα για τις άλλες δυο επιστολές» είπε με ηλίθιο

ύφος.

<clεv ξέρεις τίποτα; Φυσικά δεν ξέρεις τίποτα» είπε ο κύριος

Άλεην. «Και, δε μου λες» πρόσθεσε, αφού κοίταξε πρώτα την κυ­

ρία που στεκόταν πλάι του, σαν να ζητούσε την έγκρισή της, «με

παίρνεις για βλάκα; Με νομίζεις ντιπ ηλίθιο;»

Τα μάτια του Φάρινγκτον πήγαιναν από το πρόσωπο της γυναί­

κας στο αυγουλωτό κεφάλι του άντρα, και πάλι πίσω· και σχεδόν

χωρίς να το καταλάβει, η γλώσσα του βρήκε μια εύστοχη απάντη­

ση.

«Δε νομίζω πως είναι η πρέπουσα ερώτηση ... » Οι υπάλληλοι έμειναν με κομμένη την ανάσα. Όλοι ήταν κατά­

πληκτοι (κι ο δράστης όχι λιγότερο απ' τους άλλους), και η μις

Ντελακούρ, που ήταν παχιά και καλόκαρδη, άρχισε να χαμογελά­

ει. Το πρόσωπο του κυρίου Άλεην πήρε μια κόκκινη απόχρωση ά­

γριου τριαντάφυλλου, και το στόμα του συσπάστηκε μ' έναν πα­

ράφορο θυμό νάνου. Κουνούσε τη γροθιά του μπροστά στο πρό­

σωπο του άλλου, τόσο γρήγορα, που άρχισε να τρέμει, σαν έμ­

βολο ηλεκτρικής μηχανής».

«Αυθαδέστατε! Παλιάνθρωπε! Αυθαδέστατε! Θα ξεμπερ­

δέψεις καλά μάζί μου! Στάσου και θα δεις! Θα ζητήσεις συγνώμη για την αυθάδειά σου, ειδεμή θα φύγεις από το γραφείο τούτη τη

στιγμή! Ακούς τι σου λέω; Θα φύγεις από δω αν δε μου ζητήσεις

συγνώμη!»

Στεκόταν σε μια πόρτα αντίκρυ στο γραφείο, περιμένοντας να

δει αν ο ταμίας θα 'φευγε μοναχός. Όλοι οί υπάλληλοι είχαν φύ­γει, και τέλος βγήκε ο ταμίας μαζί με τον προϊστάμενο. Άδικα θα

επιχειρούσε να του μιλήσει, αφού ήταν με τον προ"ίστάμενο. Κα­

ταλάβαινε πως η θέση του ήταν δύσκολη. Υποχρεώθηκε να ζητή­

σει ταπεινά συγνώμη από τον κύριο Άλεην, μα ήξερε πως το γρα­

φείο θα 'ταν πια γι' αυτόν σωστή σφηκοφωλιά. Θυμόταν με ποιο

τρόπο είχε πετάξει ο κύριος Άλεην απ' το γραφείο τον καημένο

τον Πικ για να βάλει τον ανιψιό του. Αισθανόταν εξαγριωμένος,

διψασμένος και εκδικητικός, δυσαρεστημένος με τον εαυτό του

Page 94: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

94 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

και με όλο τον κόσμο. Ο κύριος Άλεην δε θα τον άφηνε σε χλωρό

κλαρί. Είχε φερθεί πολύ aνόητα τούτη τη φορά. Δεν κρατούσε

καλύτερα τη γλώσσα του; Αλλά ποτέ δεν τα 'χαν ταιριάσει αυτός

και ο κύριος Άλεην, από τη μέρα που ο κύριος Άλεην τον είχε

πιάσει να μιμείται τη βορειο"ίρλανδέζικη προφορά του για να δια­

σκεδάσει τον Χίγκινς και τη μις Πάρκερ: αυτή ήταν η αρχή. Θα

μπορούσε να ζητήσει δανεικά από τον Χίγκινς, μα σίγουρα δε θα

του περίσσευαν. Φuσικά, με δυο οικογένειες στο κεφάλι του ... Ένιωσε πάλι το μεγάλο κορμί του να λαχταράει τη θαλπωρή

του καφενείου. Η καταχνιά είχε αρχίσει να του φέρνει σύγκρυο,

κι αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να δανειστεί από τον Πατ στου

Ο'Νηλ. Δε θα μπορούσε να του πάρει πάνω από ένα σελίνι, κι ένα

σελίνι δεν ήταν τίποτα. Ωστόσο, κάπου έπρεπε να βρει λεφτά: εί­

χε ξοδέψει την τελευταία του πεντάρα για την μπίρα, και σε λίγο

θα 'ταν πολύ αργά για να βρει λεφτά από οπουδήποτε. Ξαφνικά,

καθώς πασπάτευε την αλυσίδα του ρολογιού του, του ήρθε στο

νου το ενεχυροδανειστήριο του Τέρρυ Κέλλυ στη Φλητ Στρητ. Αυ­

τό ήτανε! Πώς δεν το 'χε σκεφτεί νωρίτερα;

Πέρασε με γρήγορο βήμα το στενοσόκακο του Τεμπλ Μπαρ,

μουρμουρίζοντας πως όλοι μπορούσαν να πάνε στο διάολο, μια

και θα το 'ριχνε έξω απόψε. Ο υπάλληλος του Τέρρυ Κέλλυ είπε:

Πέντε σελίνια! αλλά εκείνος επέμεινε στα έξι σελίνια, και τελικά

το πέτυχε. Βγήκε χαρούμενος απ' το ενεχυροδανειστήριο, στρι­φογυρίζοντας τα νομίσματα ανάμεσα στο μεγάλο του δάχτυλο και

στα υπόλοιπα. Στην Γουέστμορλαντ Στρητ, τα πεζοδρόμια ήταν

γεμάτα νέους και κοπέλες που γύριζαν απ' τη δουλειά τους, και

κουρελιάρικα παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί διαλαλώντας τις βραδι­

νές εφημερίδες. Διέσχιζε το πλήθος κοιτάζοντας το θέαμα με πε­

ρηφάνια και ικανοποίηση, κι έριχνε κατακτητικές ματιές στα κο­

ρίτσια που σκολνούσαν από τα γραφεία. Το κεφάλι του ήταν γε­

μάτο από τα κουδουνίσματα των τραμ κι από το τρίξιμο των τρου­

λέδων, κι η μύτη του οσφραινόταν κιόλα τον καρουλιαστό αχνό

απ' το ποντς. Καθώς προχωρούσε, προετοίμαζε τις φράσεις για

να διηγηθεί το επεισόδιο στην παρέα:

«Λοιπόν, τον κοίταξα ψυχρά, καταλαβαίνετε ... Την κοίταξα κι εκείνην. Ύστερα τον ξανακοίταξα κάμποση ώρα, καταλαβαίνε­

τε ... Δε νομιΊ;,ω Πως είναι η πρέπουσα ερώτηση, του λέω».

Page 95: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ 95

Ο Νόουζυ Φλυν καθόταν στη συνηθισμένη του γωνιά στου Ντέ­

ηβι Μπυρν, και σαν άκουσε την αφήγηση, κέρασε τον Φάριν­

γκτον μια μισή, λέγοντας πως δεν είχε ξανακούσει παρόμοιο κα­

τόρθωμα. Ο Φάρινγκτον, με τη σειρά του, τον κέρασε ένα ποτήρι.

Σε λίγο ήρθαν ο Ο'Χάλοραν κι ο Πάντυ Λέοναρντ, και τους ξανα­

διηγήθηκε το επεισόδιο. Ο Ο'Χάλοραν τους κέρασε όλους ζεστό

ποντς και διηγήθηκε την απάντηση που είχε δώσει στον προ·ίστά­

μενό του τότε που δούλευε στου Κάλαν, στη Φάουνες Στρητ·

ωστόσο, καθώς η απάντηση που είχε δώσει ήταν παρόμοια με των

αθυρόστομων τσομπάνηδων στα ειδύλλια, παραδεχόταν πως δεν

ήταν τόσο έξυπνη όσο η απάντηση του Φάρινγκτον. Πάνω σ' αυ­τό, ο Φάρινγκτον είπε στα παιδιά να τελειώνουν με το ποτό τους

για να πιουν ακόμα ένα.

Πάνω στην ώρα που παράγγελναν τα δηλητήρια, να σου κι ο

Χίγκινς! Φυσικά, ήρθε και κάθισε μαζί με τους άλλους. Του ζήτη­

σαν να διηγηθεί και τη δική του εκδοχή, και το 'κανε με πολύ

μπρίο, επειδή η θέα πέντε ζεστών ουίσκι του είχε ανοίξει την καρ­

διά. Όλοι έσκασαν στα γέλια όταν τους έδειξε πώς κουνούσε ο

κύριος Άλεην τη γροθιά του μπροστά στο πρόσωπο του Φάριν­

γκτον, κι ύστερα μιμήθηκε τον Φάρινγκτον, που είπε: Η ψυχραι­

μία μου, αι5ερφάκια μου, δε λέγεται, ενώ ο Φάρινγκτον κοιτούσε

τη συντροφιά με τα βαριά κίτρινα μάτια του, χαμογελώντας και

ρουφώντας πότε πότε με το κάτω χείλι του σταλαματιές ουίσκι απ'

τα μουστάκια του.

Όταν τέλειωσε κι αυτός ο γύρος, σταμάτησαν. Ο Ο'Χάλοραν

είχε λεφτά, αλλά κανένας απ' τους άλλους δυο δε φαινόταν να

'χει, κι έτσι η παρέα έφυγε από το μαγαζί κάπως aνόρεχτα. Στη

γωνία της Ντιουκ Στρητ, ο Χίγκινς και ο Νόουζυ Φλυν έστριψαν

αριστερά, ενώ οι άλλοι τρεις γύρισαν πίσω, προς το κέντρο. Ψι­

λόβρεχε στους κρύους δρόμους, και σαν έφτασαν στο Γραφείο

Μέτρων καί Σταθμών, ο Φάρινγκτον πρότεινε να πάνε στο Σκωτς Χάουζ. Το μπαρ ήταν γεμάτο κόσμο και θόρυβο από γλώσσες

και ποτήρια. Οι τρεις φίλοι προσπέρασαν τους κλαψιάρηδες

πουλητές σπίρτων στην πόρτα, και συμμαζεύτηκαν στη γωνιά του

πάγκου. Άρχισαν να διηγούνται ανέκδοτα. Ο Λέοναρντ τούς σύ­

στησε σ' έναν νεαρό που τον έλεγαν Γουέδερς, έκανε τα ακροβα­

τικά νούμερα στο τίβολι και περνούσε για aρτίστας. Ο Φάριν-

Page 96: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

96 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

γκτον κέρασε όλη την παρέα. Ο Γουέδερς είπε πως θα 'παιρνε

«ένα μικρό ιρλανδέζικο με Απολλινάρις». Ο Φάρινγκτον, που ή­

ξερε από ποτά, ρώτησε τα παιδιά αν ήθελαν κι αυτά Απολλινά­

ρις, αλλά τα παιδιά είπαν του Τιμ να 'ναι ζεστά τα δικά τους πο­

τά. Η κουβέντα γύρισε στα θεατρικά ζητήματα. Ο Ο'Χάλοραν

κέρασε ένα γύρο, κι ύστερα ο Φάρινγκτον άλλον έναν, ενώ ο

Γουέδερς διαμαρτυρόταν πως η φιλοξενία παραήταν ιρλαν­

δέζικη. Υποσχέθηκε να τους πάει στα παρασκήνια και να τους

συστήσει σε όμορφες κοπέλες. Ο Ο'Χάλοραν είπε πως αυτός κι ο

Λέοναρντ θα πήγαιναν, μα ο Φάρινγκτον δε θα 'θελε να πάει ε­

πειδή ήταν παντρεμένος -και τα βαριά κίτρινα μάτια του Φάριν­

γκτον λοξοκοίταξαν τη συντροφιά, για να δείξει πως κατάλαβε

το πείραγμα. Τους κέρασε κι ο Γουέδερς και υποσχέθηκε να

τους aνταμώσει αργότερα στου Μόλιγκαν, στην Πούλμπεγκ

Στρητ.

Σαν έκλεισε το Σκωτς Χάουζ, πήγαν στου Μόλιγκαν, στην πί­

σω σάλα, κι ο Ο'Χάλοραν παράγγειλε για όλους ζεστά «σπέ­

σιαλ». Όλοι τους άρχισαν να νιώθουν στο κέφι. Πάνω στην ώρα

που ο Φάρινγκτον παράγγελνε άλλον ένα γύρο, ήρθε ο Γουέδερς.

Προς μεγάλο ξαλάφρωμα του Φάρινγκτον, ήπιε ένα ποτήρι, «μπί­

τερ» τούτη τη φορά. Τα λεφτά άρχιζαν να λιγοστεύουν, μα ήταν α­

κόμη αρκετά για να συνεχιστεί το γλέντι. Σε λίγο μπήκαν δυο κο­

πέλες με μεγάλα καπέλα κι ένας νεαρός με καντριγιέ κοστούμι,

και κάθισαν σ' ένα τραπεζάκι εκεί κοντά. Ο Γουέδερς τους χαι­

ρέτησε και είπε στη συντροφιά πως έρχονταν από το τίβολι. Τα

μάτια του Φάρινγκτον γύριζαν κάθε στιγμή πάνω στη μιαν από τις

δυο κοπέλες. Η εμφάνισή της είχε κάτι το εντυπωσιακό. Μια πε­

λώρια εσάρπα από μουσελίνα γαλάζια προς το παγονί ήταν τυλιγ­

μένη γύρω στο καπέλο της και δεμένη σε μεγάλο φιόγκο κάτω απ'

το πηγούνι της, και φορούσε κίτρινα χτυπητά γάντια που έφταναν

ίσαμε τον αγκώνα. Ο Φάρινγκτον κοίταζε με θαυμασμό το παχου­

λό της μπράτσο, που το κουνούσε πολύ συχνά και με χάρη, κι όταν

ύστερ' από λίγη ώρα ανταποκρίθηκε στη ματιά του, θαύμασε ακό­

μα περισσότερο τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Η έκφραση της λο­

ξής ματιάς τους τον μάγεψε. Τον κοίταξε μια δυο φορές, κι όταν

έφευγε με την παρέα της, περνώντας, άγγιξε ανάλαφρα την καρέ­

κλα του και είπε Όου, παρντόν! με λοντρέζικη προφορά. Την πα-

Page 97: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ 97

ρακολούθησε με το μάτι που έβγαινε απ' τη σάλα, με την ελπίδα

πως θα γύριζε να τον κοιτάξει, αλλά η ελπίδα του διαψεύστηκε.

Βλαστήμησε που δεν είχε λεφtά, βλαστήμησε κι όλα τα κεράσμα­

τα που είχε κάνει, ιδιαίτερα τα ουίσκι και τα Απολλινάρις που εί­

χε κεράσει τον Γουέδερς. Αν ήταν κάτι πού σιχαινότανε, ήταν οι

σελέμηδες, ήταν τόσο συγχυσμένος, που δεν καταλάβαινε πια τι

κουβέντιαζαν οι φίλοι του.

Όταν του έβαλε τη φωνή ο Πάντυ Λέοναρντ, κατάλαβε πως

κουβέντιαζαν για δύναμη και παλικαριά. Ο Γουέδερς έδειχνε

τους μυώνες του στη συντροφιά και καυχιότανε τόσο πολύ, που οι

άλλοι δύο κατέφυγαν στον Φάρινγκτον για να σώσει την εθνική

τιμή. Ο Φάρινγκτον ανασκούμπωσε το μανίκι του κι έδειξε τους

μυώνες του στη συντροφιά. Εξέτασαν τα δυο μπράτσα, τα συγκρί­

νανε, και τελικά συμφώνησαν να παραβγούν σε δύναμη. Σήκω­

σαν τα ποτήρια τους, ακούμπησαν τον αγκώνα τους πάνω στο

τραπέζι και χούφtιασαν ο ένας το χέρι του άλλου. Όταν ο Πάντυ

Λέοναρντ θα 'λεγε Εμπρός, θα πάσχιζε ο καθένας να κατεβάσει

το χέρι του άλλου πάνω στο τραπέζι. Ο Φάρινγκτον φαινότανε

πολύ σοβαρός και aποφασισμένος.

Άρχισε ο αγώνας. 'Υ στερα από κάπου τριάντα δευτερόλεπτα, ο Γουέδερς κατέβασε σιγά σιγά το χέρι του αντιπάλου του πάνω

στο τραπέζι. Το σκούρο σαν κρασί πρόσωπο του Φάρινγκτον έγι­

νε ακόμα πιο σκουροκόκκινο από το πείσμα κι από την ταπείνω­

σή του που νικήθηκε από ένα παιδαρέλι.

«Δεν είναι σωστό να βάζεις το βάρος του κορμιού σου πίσω απ'

το μπράτσο σου» του είπε. «Να παίζεις τίμια».

«Ποιος δεν παίζει τίμια;» έκανε ο άλλος.

«Εμπρός, άλλη μία. Όποιος νικήσει δυο φορές στις τρεις».

Ξανάρχισαν. Οι φλέβες φούσκωσαν στο μέτωπο του Φάριν-

γκτον, και το χλομό πρόσωπο του Γουέδερς έγινε παπαρούνα. Τα

χέρια και τα ι.ίπράτσα τους τρέμαν από το ζόρισμα. Ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, ο Γουέδερς πάλι αργοκατέβασε το χέρι του

αντιπάλου του πάνω στο τραπέζι. Ένα μουρμουρητό θαυμασμού

υψώθηκε από τους θεατές. Ο μπάρμαν, που στεκότανε πλάι στο

τραπέζι, κούνησε το κόκκινο κεφάλι του προς το μέρος του νικητή

και είπε με απλο"ίκή οικειότητα:

«Ε, αυτό είναι το κόλπο».

Page 98: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

98 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Τι στο διάολο ξέρεις εσύ από τέτοια;» τον αποπήρε ο Φάριν­

γκτον έτοιμος για καβγά. «Τι χώνεις τη μούρη σου;»

«Σςς ... Σςς!» έκανε ο Ο'Χάλοραν, βλέποντας να φουντώνει ο θυμός στο πρόσωπο του Φάρινγκτον. «Ένα ποτηράκι, παιδιά.

Ένα μικρό, και το διαλύουμε».

Ένας άνθρωπος πολύ κατσούφης στεκότανε στη γωνία της γέ­

φυρας Ο'Κόνελ, περιμένοντας το τραμ για να τον πάει σπίτι του.

Κουφόβραζε μέσα του ο θυμός κι η μνησικακία. Ένιωθε ταπεινω­

μένος και άκεφος δεν αισθανότανε καν μεθυσμένος, και είχε μο­

νάχα δυο πεντάρες στην τσέπη του. Βλαστήμησε την ώρα και τη

στιγμή. Τα 'χε σκούρα στο γραφείο, είχε ενεχυριάσει το ρολόγι

του, είχε ξοδέψει όλα του τα λεφτά, και δεν είχε καν μεθύσει. Άρ­

χισε πάλι να διψάει και λαχταρούσε να ξαναγυρίσει στο ζεστό,

πνιγερό καφενείο. Είχε χάσει τη φήμη του δυνατού άντρα, τον εί­

χε νικήσει δυο φορές ένα παιδαρέλι. Η καρδιά του φούσκωνε α­

πό φούρκα, κι όταν συλλογιόταν τη γυναίκα με το μεγάλο καπέλο,

που είχε τριφτεί πάνω του και είχε πει Παρντόν!, η φούρκα του

πήγαινε να τον πνίξει.

Το τράμ τον έβγαλε στη Σέλμπορν Ρόουντ, κι έστριψε το μεγ~­

λο κορμί του ακολουθώντας τον τοίχο του στρατώνα. Απεχθανό­

ταν να γυρίζει σπίτι του. Όταν μπήκε από την πλα"ίνή πόρτα, βρή­

κε την κουζίνα αδειανή και τη φωτιά στο φουρνέλο σχεδόν σβη­

στή. Βρυχήθηκε προς το πάνω πάτωμα:

«Άντα! Άντα!»

Η γυναίκα του ήταν μια κοντούλα με σουβλερό πρόσωπο, που

τρομοκρατούσε τον άντρα της σαν δεν ήταν πιωμένος, και που την

τρομοκρατούσε εκείνος όταν μεθούσε. Είχαν πέντε παιδιά. Ένα

αγοράκι κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο Φάρινγκτον, πασχίζοντας να ξεχωρί-

σει στο σκοτάδι.

«Εγώ, μπαμπά».

«Ποιος είσαι; Ο Τσάρλυ;»

«Όχι, μπαμπά. Ο Τομ».

«Πού είν' η μάνα σου;»

«Πήγε στην εκκλησία».

«Ωραία. Σκέφτηκε ν' αφήσει καθόλου φαγητό για μένα;»

Page 99: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ 99

«Ναι, μπαμπά, θα ... » «Άναψε τη λάμπα. Τι σου κατέβηκε να 'χεις το σπίτι θεοσκό­

τεινο; Τ' άλλα παιδιά έχουν πλαγιάσει;»

Έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα, όσο το αγοράκι άναβε τη λά­

μπα. Άρχισε να μιμείται τη μονότονη φωνή του γιου του, λέγο­

ντας, σαν να μονολογούσε: Στην εκκλησιά. Στην εκκλησιά, παρα­

καλώ! Σαν άναψε η λάμπα, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι

και ούρλιαξε:

«Τι έχει να φάω;»

«Θα ... »

Τινάχτηκε όρθιος, φρενιασμένος, κι έδειξε το φουρνέλο:

«Σ' αυτή τη φωτιά; Την άφησες να σβήσει! Μα το Θεό, θα σε

μάθω να το ξανακάνεις, αν σου βαστάει!»

Πήγε στην πόρτα και άδραξε τη βέργα που ήταν από πίσω.

«Θα σε μάθω εγώ, ν' aφήνεις τη φωτιά να σβήνει!» είπε, ανα­

σκουμπώνοντας τα μανίκια του για να 'ναι το μπράτσο του πιο ε­

λεύθερο.

Το αγοράκι φώναζε Αχ, μπαμπά! κι έτρεχε κλαψουρίζοντας

γύρω απ' το τραπέζι, μα εκείνος όρμησε πίσω του και τ' άδραξε

απ' το σακάκι. Το αγοράκι κοίταξε ολόγυρα σαν τρελό, αλλά μη

βλέποντας γλιτωμό, έπεσε στα γόνατα.

«Λέγε, θ' aφήσεις άλλη φορά τη φωτιά να σβήσει;» και του κά­

θισε μια δυνατή με τη βέργα. «Άρπα την, παλιόσκυλο!»

Το αγοράκι στρίγκλισε απ' τον πόνο καθώς η βέργα του χαρά­

κιασε το μερί. Έσμιξε τα χέρια του ψηλά, κι η φωνή του τρεμού­

λιασε απ' το φόβο:

«Αχ, μπαμπά! Μη με δείρεις, μπαμπά! Και ... και θα πω ένα Χαίρε Μαρία για σένα ... Θα πω ένα Χαίρε Μαρία για σένα, μπα­μπά, αν δε με δείρεις ... Θα πω ένα Χαίρε Μαρία ... »

Page 100: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Των Αγίων Πάντων

Η διευθύντρια τής είχε δώσει άδεια να βγει, αφού πρώτα θα σερ­

βίριζε το τσάι στις γυναίκες, και η Μαρία aνυπομονούσε να 'ρθει

η ώρα για την ελεύθερη βραδιά της. Η κουζίνα λαμποκοπούσε ο­

λοκάθαρη κι η μαγείρισσα είπε πως μπορούσες να καθρεφτιστείς

στα μεγάλα χάλκινα καζάνια. Η φωτιά λαμπάδιαζε μια χαρά_ και

σ' ένα από τα πλα"ίνά τραπέζια ήταν τέσσερις πολύ μεγάλες φρα­

τζόλες. Αυτές, οι φρατζόλες φαίνονταν άκοπες, αν πήγαινες όμως

πιο κοντά, θα 'βλεπες πως ήταν κομμένες σε ομοιόμορφες χο­

ντρές φέτες, έτοιμες για το τσάι. Τις είχε κόψει η ίδια η Μαρία.

Η Μαρία ήταν πολύ πολύ κοντή, μα είχε πολύ μακριά μύτη και

πολύ μακρύ πηγούνι. Μιλούσε λιγάκι με τη μύτη, πάντα καλοσυ­

νάτα και γλυκά: Ναι, χρυσή μου και Όχι, χρυσή μου. Πάντα αυτήν

έστελναν όποτε τσακώνονταν οι γυναίκες πάνω απ' τις σκάφες

τους, και πάντα κατάφερνε να τις μονιάσει. Μια μέρα, η προϊστα­

μένη τής είχε πει:

«Μαρία, είσαι μοναδική για να μονιάζεις!»

Κι η υποδιευθύντρια και οι κυρίες του Συμβουλίου είχαν ακού­

σει τον έπαινο. Κι η τζίντζερ Μούνεϋ έλεγε πάντα πως δε θα τα

πήγαινα καλά μ' εκείνη τη χαζή της λάντσας, αν δεν ήταν η Μα­

ρία. Όλοι την αγαπούσαν τη Μαρία.

Οι γυναίκες θα 'πιναν το τσάι τους στις έξι, κι η Μαρία θα μπο­

ρούσε να φύγει πριν απ' τις εφτά. Από το Μπώλσμπριτζ ίσαμε το

Πίλαρ, είκοσι λεπτά· από το Πίλαρ ίσαμε το Ντραμκόντρα, είκοσι

λεπτά· και είκοσι λεπτά για ν' αγοράσει τα πράγματα. Θα 'ταν ε­

κεί πριν από τις οχτώ. Έβγαλε το πορτμονέ της με τ' ασημένία θη- _ λυκωτήρια και ξαναδιάβασε τις λέξεις Ένα -δώρο από το Μπέλφαστ:. Το αγαπούσε αυτό το πορτμονέ, επειδή της το είχε

Page 101: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΊΩΝ 101

φέρει ο τζο πριν από πέντε χρόνια, σαν είχε πάει στο Μπέλφαστ

μαζί με τον Άλφι, τη Δευτέρα της Πεντηκοστής. Μέσα στο πορ­

τμονέ ήταν πέντε σελίνια και μερικές πενταροδεκάρες. Αφού

πλήρωνε το τραμ, θα της απόμεναν πέντε στρογγυλά σελίνια. Τι

ωραία βραδιά που θα περνούσαν, μ' όλα τα παιδιά να τραγου­

δούν! Έλπιζε μονάχα πως ο τζο δε θα γύριζε σπίτι μεθυσμένος.

Ήταν τόσο διαφορετικός σαν έπινε.

Της είχε πει πολλές φορές να πάει να μείνει μαζί τους μα θα

'νιωθε πως τους έπεφτε βάρος (αν και η γυναίκα του τζο ήταν πά­

ντα τόσο καλή μαζί της) κι άλλωστε είχε συνηθίσει στη ζωή του

πλυντηρίου. Ο τζο είχε καλή καρδιά. Αυτή τους είχε μεγαλώσει,

τον τζο και τον Άλφι, κι ο τζο συνήθιζε να λέει:

«Η μαμά είναι μαμά, αλλά η Μαρία είναι η καθαυτό μητέρα

μου».

Ύστερα από τη διάλυση του σπιτικού, τ' αγόρια τής είχαν βρει

αυτή τη θέση στο πλυντήριο Το Φωταγωγημένον Δουβλίνον, και

της άρεσε. Πρωτύτερα, είχε τόσο κακή γνώμη για τους προτεστά­

ντες, μα τώρα έβρισκε πως ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, κάπως ψυ­

χροί και σοβαροί, μα ωστόσο πολύ καλοί άνθρωποι για να ζεις

κοντά τους. Έπειτα, είχε και τις γλάστρες της στη σέρα, και της ά­

ρεσε να τις φροντίζει. Είχε ωραίες φτέρες και φίκους, και όποτε

ερχόταν κάποια να τη δει, πάντα τής έδινε μια δυο καταβολάδες

από τη σέρα της. Ένα πράγμα δεν της άρεσε, κι αυτό ήταν οι επι­

γραφές με θρησκευτικό περιεχόμενο στον τοίχο, μα η διευθύ­

ντρια ήταν τόσο καλή, τόσο ευγενική.

Όταν η μαγείρισσα τής είπε πως όλα ήταν έτοιμα, πήγε στο

δωμάτιο που ήταν για τις γυναίκες και βάλθηκε να σημαίνει το

μεγάλο κώδωνα. Ύστερα από λίγα λεπτά, άρχισαν να 'ρχονται οι

γυναίκες, δυο δυο, τρεις τρεις, σκουπίζοντας τα χέρια τους που ά­

χνιζαν πάνω στα μεσοφόρια τους, και κατεβάζοντας τα μανίκια

της μπλούζας στα κόκκινα μπράτσα τους, που άχνιζαν κι αυτά.

Κάθισαν μπρος στα πελώρια φλιτζάνια τους, που η μαγείρισσα κι

η χαζή τα γέμιζαν με ζεστό τσάι, ανακατεμένο κιόλα με γάλα και

ζάχαρη, από πελώριες κανάτες. Η Μαρία επιστατούσε στη μοιρα­

σιά της φρατζόλας, και κοίταζε να 'χει τις τέσσερις φέτες της η

κάθε γυναίκα. Όσο τρώγαν, τα γέλια και τ' αστεία παίρναν και

δίνανε. Η Λίζι Φλέμινγκ είπε πως εφέτος πια η Μαρία σίγουρα

Page 102: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

102 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

θα 'βαζε το δαχτυλίδι του aρρεβώνα, και μόλο που η Φλέμινγκ το

'χε πει αυτό κάμποσες παραμονές των Αγίων Πάντων, η Μαρία

γέλασε και είπε πώς ούτε δαχτυλίδι θέλει ούτε άντρα -κι όταν γέ­λασε, τα γκριζοπράσινα μάτια της σπίθισαν από ντροπαλή απο­

γοήτευση, κι η μύτη της σχεδόν άγγιξε την άκρη του πηγουνιού

της. Ύστερα η 'Γζίντζερ Μούνεϋ σήκωσε το φλιτζάνι της και ήπιε

στην υγεία της Μαρίας, όσο οι άλλες χτυπούσαν τα φλιτζάνια

τους πάνω στο τραπέζι, και είπε πως κρίμας που δεν είχε ένα κα­

νάτι μπίρα για να το πιει στην υγειά της. Κι η Μαρία πάλι γέλασε,

ώσπου η άκρη της μύτης της λίγο έλειψε ν' αγγίξει το πηγούνι της,

και το κοντό κορμί της να κοπεί στα δυο, γιατί ήξερε πως η Μού­

νεϋ δεν το 'πε με κακία, μόλο που, βέβαια, ήταν γυναίκα δίχως α­

νατροφή.

Μα τι χαρά ένιωσε η Μαρία όταν οι γυναίκες τέλειωσαν το

τσάι τους, και η μαγείρισσα με τη χαζή άρχισαν να σηκώνουν τα

σερβίτσια! Πήγε στη μικρή κρεβατοκάμαρά της, και καθώς θυμή­

θηκε πως αύριο το πρωί είχε λειτουργία στην εκκλησία, άλλαξε τη

θέση της βελόνας στο ξυπνητήρι, από τις εφτά η ώρα στις έξι.

Ύστερα έβγαλε το φουστάνι της δουλειάς και τα παπούτσια του

σπιτιού, άπλωσε το καλύτερο φουστάνι της πάνω στο κρεβάτι, κι

ακούμπησε τα καλά της γοβάκια πλάι στα πόδια του κρεβατιού.

Άλλαξε και μπλούζα, και καθώς στεκόταν μπρος στον καθρέφτη,

σκεφτόταν πώς ντυνότανε την Κυριακή πρωί, τότε που ήταν κοπε­

λίτσα, για να πάει στη λειτουργία, και κοίταξε με ξαφνική στοργή

το κορμάκι της, που τόσες φορές το είχε ντύσει με τα καλά της. Μ'

όλα τα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω του, βρήκε πως ήταν

καλοφτιαγμένο κορμάκι.

Όταν βγήκε, οι δρόμοι γυάλιζαν απ' τη βροχή, και χάρηκε που

είχε για τέτοιες περιστάσεις το παλιό της καφετί αδιάβροχο. Το

τραμ ήταν γεμάτο, κι αναγκάστηκε να καθίσει σ' ένα αναδιπλού­

μενο, στην πέρα άκρη του τραμ, aντικρίζοντας όλους τους άλλους

επιβάτες, με τις μύτες των παπουτσιών της μόλις ν' αγγίζουν χά­

μω. Αράδιασε στο νου της όλα όσα είχε να κάνει, και σκέφτηκε

πόσο καλύτερα ήταν να 'σαι ανεξάρτητος και να 'χεις στην τσέπη

σου δικά σου λεφτά. Έλπιζε πως θα περνούσαν ωραία τη βραδιά.

Ήταν βέβαιη γι' αυτό, μα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί τι κρίμα

που ήταν, που ο Άλφι κι ο 'Γζο δε μιλιόνταν. Τώρα ήταν τσακωμέ-

Page 103: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ 103

νοι, μα στα νιάτα τους ήταν οι καλύτεροι φίλοι· μα τέτοια είναι η

ζωή.

Κατέβηκε από το τραμ της στο Πίλαρ και ξεκίνησε με γρήγορο

βήμα μέσ' από το πλήθος. Πήγε στο ζαχαροπλαστείο του Ντάου­

νες, μα το μαγαζί ήταν τόσο γεμάτο κόσμο, που πέρασε πολλή ώ­

ρα ώσπου να 'ρθει η σειρά της. Αγόρασε δώδεκα κεκάκια της

μιας πένας, και τέλος βγήκε απ' το κατάστημα φορτωμένη με μια

μεγάλη σακούλα. Ύστερα σκέφτηκε τι άλλο θ' αγόραζε: ήθελε ν'

αγοράσει κάτι πραγματικά καλό. Σίγουρα θα 'χαν ένα σωρό μήλα

και καρύδια. Δεν ήξερε κι αυτή τι ν' αγοράσει, και το μόνο που

μπορούσε να σκεφτεί, ήταν τα γλυκά. Αποφάσισε ν' αγοράσει δα­

μασκηνόπιτα, μα η δαμασκηνόπιτα του Ντάουνες δεν είχε από

πάνω αρκετή πάστα αμυγδάλου, κι έτσι πήγε σ' ένα άλλο μαγαζί,

στη Χένρυ Στρητ. Εδώ, έκανε πολλή ώρα ν' αποφασίσει, και η

στυλέ πωλήτρια πίσω απ' τον πάγκο, προφανώς ενοχλημένη, τη

ρώτησε αν ήθελε ν' αγοράσει καμιά γαμήλια τούρτα. Αυτό έκανε

τη Μαρία να κοκκινίσει και να χαμογελάσει της κοπέλας, εκείνη

όμως το πήρε πολύ στα σοβαρά, κι έκοψε τελικά ένα μεγάλο κομ­

μάτι δαμασκηνόπιτα, το τύλιξε και είπε:

«Δυο σελίνια και τέσσερις πένες, παρακαλώ».

Κατάλαβε πως θα 'πρεπε να μείνει όρθια στο τραμ για το

Ντραμκόντρα, γιατί κανένας από τους νεαρούς δε φάνηκε να την

πρόσεξε, μα ένας ηλικιωμένος κύριος της έκανε θέση. Ήταν πα­

χύς, φορούσε καφετί σκληρό καπέλο, είχε τετράγωνο πρόσωπο

και γκριζωπό μουστάκι. Η Μαρία βρήκε πως είχε ύφος συνταγ­

ματάρχη, και σκέφτηκε πόσο πιο ευγενής ήταν από τους νεαρούς

που έκαναν πως δεν την είδαν και κοίταζαν ολόισια μπροστά

τους. Ο κύριος άρχισε να της κουβεντιάζει για τη γιορτή των

Αγίων Πάντων και για το βροχερό καιρό. Φανταζόταν, είπε, πως

η χαρτοσακούλα θα 'ταν γεμάτη γλυκά για τα παιδιά, και πως ή­

ταν σωστό να διασκεδάζουν τα παιδιά όσο ήταν νέα. Η Μαρία

συμφωνούσε μαζί του και aποκρινόταν με σεμνότυφα νεύματα

και με ξεροβηξίματα. Ήταν πολύ περιποιητικός μαζί της, κι όταν

η Μαρία σηκώθηκε για να κατεβεί στην Κάναλ Μπριτζ, τον ευχα­

ρίστησε κι έκανε μια μικρή υπόκλιση, υποκλίθηκε κι εκείνος και

τη χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του μ' ένα ευγενικό χαμόγελο,

κι όσο πήγαινε η Μαρία πάνω στο πεζοδρόμιο, με το κεφαλάκι

Page 104: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

104 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

της σκυφτό κάτω απ' τη βροχή, σκεφτότανε τι εύκολο που είναι να

γνωρίσεις έναν κύριο, έστω κι αν έχει πιει καμιά γουλιά.

Όλοι είπαν,Α, να κι η Μαρία! όταν μπήκε στο σπίτι του τζο. Ο

τζο ήταν εκεί, είχε έρθει απ' τη δουλειά, κι όλα τα παιδιά φορού­

σαν τα κυριακάτικά τους. Ήταν και τα δυο μεγάλα κορίτσια από

το πλα"ίνό σπίτι, κι έπαιζαν όλοι μαζί διάφορα παιχνίδια. Η Μα­

ρία έδωσε τη σακούλα με τα κεκάκια στο πιο μεγάλο αγόρι, τον

Άλφι, να τους τα μοιράσει, και η κυρία Ντόνελυ είπε πως ήταν με­

γάλη της καλοσύνη να φέρει τόσο μεγάλη σακούλα με κεκάκια, κι

έβαλε όλα τα παιδιά να πουν:

«Ευχαριστώ, Μαρία».

Μα η Μαρία είπε πως είχε φέρει κάτι το ιδιαίτερο για τον μπα­

μπά και τη μαμά, κάτι που σίγουρα θα τους άρεσε, και βάλθηκε

να ψάχνει για τη δαμασκηνόπιτα. Έψαξε στη σακούλα από του

Ντάουνες, και ύστερα στις τσέπες του αδιάβροχου, ύστερα στην

καπελιέρα του χωλ, μα πουθενά δε βρέθηκε. Ύστερα ρώτησε όλα

τα παιδιά αν την είχε φάει κανένα τους, κατά λάθος φυσικά, μα ό­

λα τα παιδιά είπαν όχι, και έδειξαν να μην τους αρέσει να τρώνε

τίποτα αν ήταν να τα κατηγορούν για κλεψιά. Όλοι είχαν κάποια

λύση για το μυστήριο, και η κυρία Ντόνελυ είπε πως ήταν ολοφά­

νερο ότι η Μαρία την είχε αφήσει στο τραμ. Η Μαρία αναθυμή­

θηκε πόσο την είχε κάνει να τα χάσει ο κύριος με το γκριζωπό

μουστάκι, και κοκκίνισε από ντροπή, απογοήτευση και στενοχώ­

ρια. Στη σκέψη πως είχε αποτύχει η μικρή της έκπληξη, και πως

είχε πετάξει δυο σελίνια και τέσσερις πένες, λίγο έλειψε να κλά­

ψει.

Μα ο τζο είπε πως δεν πειράζει, και την έβαλε να καθίσει κο­

ντά στη φωτιά. Ήταν πολύ περιποιητικός μαζί της. Της μίλησε για

το γραφείο και της ανάφερε μια έξυπνη απάντηση που είχε δώσει

στο διευθυντή. Η Μαρία δεν κατάλαβε γιατί ο τζο γελούσε τόσο

πολύ για την απάντηση που είχε δώσει, μα είπε πως ασφαλώς ο

διευθυντής θα 'ταν πολύ ανάποδος άνθρωπος. Ο τζο αποκρίθηκε

πως δεν ήταν και τόσο κακός αν ήξερες πώς να τον πιάσεις, και

πως ήταν υποφερτός άμα δεν του πήγαινες κόντρα. Η κυρία Ντό­

νελυ έπαιξε πιάνο για τα παιδιά, που χόρεψαν και τραγούδησαν.

Ύστερα τα δυο κορίτσια από το πλα"ίνό σπίτι μοίρασαν καρύδια.

Αδύνατον να βρεθούν οι καρυοθραύστες, κι ο τζο λίγο έλειψε να

Page 105: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝ'fΩΝ 105

θυμώσει γι' αυτό, και ρωτούσε πώς φαντάζονταν πως θα 'σπαζε η

Μαρία τα καρύδια δίχως καρυοθραύστη. Μα η Μαρία είπε πως

δεν της αρέσουν τα καρύδια και να μη σκοτίζονται γι' αυτό. Τότε

ο τζο τη ρώτησε αν ήθελε ένα μπουκάλι μπίρα, και η κυρία Ντό­

νελυ είπε πως υπάρχει και κρασί πορτό στο σπίτι αν το προτιμάει.

Η Μαρία είπε πως θα προτιμούσε να μην πάρει τίποτα, μα ο τζο

επέμενε.

Η Μαρία δεν του χάλασε το χατίρι, κάθισαν κοντά στη φωτιά

κουβεντιάζοντας για τα περασμένα, κι η Μαρία σκέφτηκε πως

καλά θα 'ταν να 'λεγε έναν καλό λόγο για τον Άλφι. Μα ο τζο έ­

βαλε τις φωνές κι είπε να τον κάψει με το αστροπελέκι του ο Θε­

ός αν ξαναμιλήσει του αδερφού του, κι η Μαρία ζήτησε συγνώμη

που έβγαλε το ζήτημα στη μέση. Η κυρία Ντόνελυ είπε του άντρα

της πως ήταν μεγάλη ντροπή να μιλάει έτσι για την ίδια του τη

σάρκα και το αίμα, κι ο τζο είπε πως ο Άλφι δεν ήταν πια αδερ­

φός του και λίγο έλειψε να τσακωθούν πάνω σ' αυτό. Μα ο τζο

είπε πως το παραβλέπει, για το χατίρι της βραδιάς, και ζήτησε απ'

τη γυναίκα του ν' ανοίξει κι άλλες μπίρες. Τα δυο κορίτσια από το

πλάι διοργάνωσαν παιχνίδια της παραμονής των Αγίων Πάνtων,

και σε λίγο όλα ήταν πάλι ωραία και καλά. Η Μαρία πετούσε στα

ουράνια που έβλεπε τα παιδιά τόσο χαρούμενα και τον τζο και τη

γυναίκα του τόσο μονιασμένους. Τα κορίτσια από το πλάι έβαλαν

μερικά πιατάκια στο τραπέζι κι ύστερα έφεραν στο τραπέζι τα

παιδιά, με τα μάτια δεμένα. Το ένα πήρε μια σύνοψη, και των άλ­

λων τριών τα πιατάκια είχαν νερό μονάχα· κι όταν ένα απ' τα κο­

ρίτσια βρήκε το δαχτυλίδι, η κυρία Ντόνελυ κούνησε το δάχτυλό

της στο κορίτσι, που κοκκίνισε, σαν να 'θελε να πει: Α, ξέρω τι έ­

χεις στο νου σου! Ύστερα επέμειναν να δέσουν τα μάτια της Μα­

ρίας και να την πάνε στο τραπέζι, να δουν τι θα 'ταν το τυχερό της

κι όσο της έδεναν τα μάτια, η Μαρία όλο γελούσε, ώσπου λίγο έ­

λειψε ν' αγγίξει η άκρη της μύτης της την άκρη του πηγουνιού της.

Την πήγαν στο τραπέζι ανάμεσα σε γέλια και αστεία, και σή­

κωσε το χέρι στον αέρα, όπως της είπαν να κάνει. Κούνησε το χέ­

ρι της από δω κι από κει στον αέρα, και το κατέβασε πάνω σ' ένα

πιατάκι. Ψαχούλεψε με τα δάχτυλά της κάτι μαλακό και υγρό και

παραξενεύτηκε που κανένας δε μιλούσε και δεν της έλυναν τα

μάτια. Πλάκωσε μια σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα κι ένα μουρ-

Page 106: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

106 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

μουρητό σαν να τσακώνονταν. Κάποιος είπε κάτι για τον κήπο,

και τέλος η κυρία Ντόνελυ είπε κάτι με πολύ θυμωμένο ύφος σ' έ­

να από τα πλα'ίνά κορίτσια, και να το πετάξει έξω αμέσως: αυτά

δεν ήταν αστεία. Η Μαρία κατάλαβε πως κάτι δεν έκανε καλά,

και πως έπρεπε να το ξανακάνει: και τούτη τη φορά έπιασε τη σύ- · νοψη.

Ύστερα η κυρία Ντόνελυ έπαιξε στο πιάνο για τα παιδιά το

Χορό της κυρα-Μακλάουντ, κι ο τζο έβαλε με το ζόρι τη Μαρία

να πιει ένα ποτήρι κρασί. Σε λίγο, όλοι ήταν στο κέφι, και η κυρία

Ντόνελυ είπε στη Μαρία πως θα μπει σε μοναστήρι πριν περάσει

ο χρόνnς, μια και βρήκε τη σύνοψη. Η Μαρία δεν είχε ξαναδεί

ποτέ τον τζο τόσο καλό μαζί της όσο τούτη τη βραδιά, όλο

ευχάριστες κουβέντες και αναμνήσεις από τα παλιά. Είπε πως ή-

. ταν όλοι τόσο καλοί μαζί της. Τέλος, τα παιδιά κουράστηκαν και νύσταξαν, κι ο τζο ρώτησε

τη Μαρία αν ήθελε να πει κανένα τραγουδάκι πριν φύγει, ένα α­

πό κείνα τα παλιά τραγούδια. Η κυρία Ντόνελυ είπε Έλα, Μαρία,

σε παρακαλώ! κι η Μαρία αναγκάστηκε να σηκωθεί και να στα­

θεί πλάι στο πιάνο. Η κυρία Ντόνελυ πρόσταξε τα παιδιά να σω­

πάσουν και ν' ακούσουν το τραγούδι της Μαρίας. Ύστερα έπαιξε

το πρελούντιο και είπε: Τώρα, Μαρία! και η Μαρία, κόκκινη ίσα­

με τ' αυτιά, άρχισε να τραγουδάει με ψιλή, τρεμουλιαστή φωνή.

Τραγούδησε το Πως ζούσα σε μαρμάρινα παλάτια, και σαν έφτα­

σε στη δεύτερη στροφή, τραγούδησε πάλι απ' την αρχή:

Πως ζούσα σε μαρμάρινα παλάτια

μ' aσκέρι και με δούλους, στ' όνειρό μου είδα,

και σ' ολωνών αυτών τα μάτια

πως ήμουνα η περηφάνια κι η ελπίδα .

. Για τ' αμέτρητα καμάρωνα τα πλούτη, για ονόματα προγόνων ξακουσμένα,

μα μέσα σε όλη την ευτυχία τούτη,

λογάριαζα πιο πολύ πως αγαπάς εμένα.

Ωστόσο, κανένας δεν της φανέρωσε το λάθος της κι όταν τέλει­

ωσε το τραγούδι της, ο τζο ήταν πολύ συγκινημένος. Είπε πως τί-

Page 107: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ 107

ποτα δεν ήταν σαν τον παλιό καιρό και σαν τα περασμένα, κι όσο

γι' αυτόν, καμιά μουσική δεν ήταν σαν του καημένου του γερο­

Μπαλφ, κι ας λένε ό,τι θέλουν· και τα μάτια του ήταν τόσο γεμάτα

δάκρυα, που δεν μπορούσε να βρει αυτό που έψαχνε, κι αναγκά­

στηκε στο τέλος να ρωτήσει τη γυναίκα του πού ήτανε το τυρμπου­

σόν.

Page 108: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Οδυνηρόν γεγονός

Ο κύριος τζέημς Ντάφυ κατοικούσε στο Τσαπελίζοντ, επειδή ή­

θελε να ζει όσο γίνεται πιο μακριά από την πόλη, που ήταν πολί­

της της, κι επειδή έβρισκε όλα τ' άλλα προάστια του Δουβλίνου

πρόστυχα, μοντέρνα κι επιτηδευμένα. Έμενε σ' ένα παλιό μελαγ­

χολικό σπίτι, κι απ' τα παράθυρά του έβλεπε σ' ένα αχρηστεμένο

ποτοποιείο, ή πέρα, το ρηχό ποτάμι, που πλάι του είναι χτισμένο

το Δουβλίνο. Οι ψηλοί τοίχοι της δίχως χαλί κάμαράς του δεν εί­

χαν κανένα κάδρο. Μόνος του είχε αγοράσει το κάθε έπιπλο της

κάμαρας: ένα μαύρο σιδερένιο κρεβάτι, ένα σιδερένιο λαβομά­

νο, τέσσερις κοινές καρέκλες, μια κρεμάστρα για τα ρούχα, έναν

κουβά για τα κάρβουνα, ένα παραβάν και σκαλιστήρι για το τζά­

κι, κι ένα τετράγωνο τραπέζι, μ' ένα αναλόγιο πάνω του. Σ' ένα

βαθούλωμα του τοίχου είχε φτιάξει μια βιβλιοθήκη με ράφια από

σανίδες. Το κρεβάτι είχε άσπρα σεντόνια και μια μαύρη και

κόκκινη κουβέρτα σκέπαζε τα πόδια. Ένας μικρός καθρέφτης

του χεριού κρεμόταν πάνω από το λαβομάνο, και μια λάμπα με ά­

σπρο σκιάδι ήταν το μόνο στόλισμα πάνω στο τζάκι. Στα σανιδέ­

νια ράφια, τα βιβλία ήταν aραδιασμένα κλιμακωτά, ανάλογα με

το μέγεθός τους. Όλα τα έργα του Γουόρντσγουορθ ήταν στο κα­

τώτερο ράφι, και στο πάνω πάνω ράφι, στη γωνία, ήταν ένα αντί­

τυπο της Κατηχήσεως του Μέυνουθ, ραμμένο σ' ένα πάνινο κά­

λυμμα από σημειωματάριο. Πάνω στο αναλόγιο ήταν πάντα ό,τι

χρειάζεται για γράψιμο. Μέσα στο αναλόγιο ήταν η χειρόγραφη

μετάφραση του Μιχαήλ Κράμερ του Χάουπτμαν, με τις σκηνικές

οδηγίες του έργου γραμμένες με κόκκινο μελάνι, και μια μικρή

δέσμη χαρτιά, πιασμένα μαζί μ' ένα χάλκινο συνδετήρα. Σ' αυτά

τα χαρτιά ήταν γραμμένη μια φράση εδώ κι εκεί, και σε κά-

Page 109: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΔΥΝΗΡΟ ΙΈΓΟΝΟΣ 109

ποια στιγμή ειρωνείας είχε κολληθεί στο πρώτο φύλλο ο τίτλος

μιας διαφήμισης για χολόλιθους. Όταν ανασήκωνες το καπάκι

του αναλογίου, αναδινόταν μια ελαφριά μυρωδιά, η μυρωδιά

καινούργιων μολυβιών από ξύλο κέδρου, ή ενός μπουκαλιού κόλ­

λας, ή κάποιου παραγινωμένου μήλου, που θα 'χε μείνει εκεί και

ξεχάστηκε.

Ο κύριος Ντάφυ σιχαινόταν οποιαδήποτε εκδήλωση σωματι­

κής ή διανοητικής διαταραχής. Ένας γιατρός του μεσαίωνα θα

τον αποκαλούσε αατούρνειο*. Το πρόσωπό του, που φανέρωνε

την ηλικία του, είχε το καφετί χρώμα των δρόμων του Δουβλίνου.

Στο μακρουλό και μάλλον μεγάλο κεφάλι του φύτρωναν μουντά

μαύρα μαλλιά, κι ένα μαύρο μουστάκι μισοσκέπαζε ένα κατσού­

φικο στόμα. Και τα κόκαλα κάτω απ' τα μάτια έδιναν στο πρόσω­

πό του μια τραχιά εμφάνιση, αλλά δεν είχαν καμιά τραχύτητα τα

μάτια του, που καθώς κοίταζαν τον κόσμο κάτω απ' τα μαύρα

φρύδια τους, έδιναν την εντύπωση ανθρώπου πάντα έτοιμου να

χαιρετίσει ένα λυτρωτικό ένστικτο στους άλλους, αλλά συχνά α­

πογοητευμένου. Ζούσε σε μικρή απόσταση από το σώμα του, κοι­

τάζοντας τις ίδιες του τις πράξεις με λοξές ματιές γεμάτες αμφι­

βολία. Είχε μια παράξενη αυτοβιογραφική συνήθεια που τον έκα­

νε να συνθέτει μέσα στο νου του κάπου κάπου μια σύντομη φρά­

ση για τον εαυτό του, που να περιέχει ένα υποκείμενο στο τρίτο

πρόσωπο κι ένα ρήμα σε παρελθόντα χρόνο. Δεν έδινε ποτέ

ελεημοσύνη σε ζητιάνους και περπατούσε με βήμα σταθερό και

ρωμαλέο.

Από χρόνια ήταν ταμίας σε μια ιδιωτική τράπεζα στην Μπά­

γκοτ Στρητ. Πήγαινε κάθε πρωί από την Τσαπελίζοντ Στρητ με το

τραμ. Το μεσημέρι έτρωγε στο εστιατόριο του Νταν Μπαρκ, ένα

μπουκάλι ξανθιά μπίρα κι ένα πιdτο παξιμάδια από aραρούτι. Συνήθως πήγαινε σ' ένα εστιατόριο της τζωρτζ Στρητ, όπου ένιω­

θε ασφαλισμένος από τη συντροφιά της χρυσής νεολαίας του

Δουβλίνου, και παράλληλα ήταν βέβαιος για την απόλυτη τιμιότη­

τα του λογαριασμού. Στις τέσσερις ήταν ελεύθερος. Τις βραδιές

του τις περνούσε είτε μπροστά στο πιάνο της σπιτονοικοκυράς

• Μελαγχολικός, μονόχνωτος, επηρεασμένος από το άστρο Κρόνός (Σ.τ.Μ.).

Page 110: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

110 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

του είτε τριγυρνώντας στα προάστια. Η αγάπη του για τη μουσική

του Μότσαρτ τον έφερνε καμιά φορά στην όπερα ή σε κανένα

κονσέρτο: αυτές ήταν οι μόνες διασκεδάσεις της ζωής του.

Δεν είχε ούτε συντρόφους ούτε φίλους, ούτε στην εκκλησία πή­

γαινε, ούτε πίστευε. Ζούσε την πνευματική ζωή του δίχως καμιά

επικοινωνία με άλλους, επισκεπτόταν τους συγγενείς του τα Χρι­

στούγεννα και τους συνόδευε στο νεκροταφείο όταν πέθαιναν.

Εκτελούσε αυτά τα δυο κοινωνικά καθήκοντα προς χάρη της πα­

λαιϊκής αξιοπρέπειας, αλλά δεν έκανε καμιάν άλλη παραχώρηση

στις συνθήκες που κανονίζουν την αστική ζωή. Επέτρεπε στον ε­

αυτό του να σκεφτεί πως σε ορισμένες περιστάσεις θα 'κλεβε την

τράπεζά του, μα καθώς δεν παρουσιάστηκαν ποτέ αυτές οι περι­

στάσεις, η ζωή του κυλούσε ομαλά, μια ιστορία δίχως περιπέτειες.

Ένα βράδυ, βρέθηκε να κάθεται πλάι σε δυο κυρίες στη Ροτό­

ντα. Η αίθουσα, με aραιούς θεατές και σιωπηλή, προάγγελνε θλι­

βερή αποτυχία. Η κυρία που καθόταν πλάι του, κοίταξε ολόγυρα

μια δυο φορές την έρημη σάλα, κι ύστερα είπε:

«Τι κρίμα να 'χει τόσο λίγο κόσμο απόψε! Είναι τόσο σκληρό

για τους aρτίστες να τραγουδούν μπροστά σε άδεια καθίσματα!»

Ο Ντάφυ πήρε τα λόγια της σαν πρόσκληση για κουβεντολόι.

Παραξενεύτηκε που φαινόταν τόσο λίγο δειλή. Όσο κουβέντια­

ζαν, πάσχιζε να την αποτυπώσει μόνιμα στο μνημονικό του. Σαν

έμαθε πως η κοπελίτσα πλάι της ήταν κόρη της, υπολόγισε πως η

ίδια θα 'ταν ένα δυο χρόνια νεότερή του. Το πρόσωπό της θα 'ταν

στα νιάτα της ωραίο, είχε μείνει έξυπνο. Ήταν αυγουλωτό, με έ­

ντονα χαρακτηριστικά. Τα μάτια, πολύ σκούρα γαλανά και κα­

θαρά. Το βλέμμα τους είχε στην αρχή έναν τόνο δυσπιστίας, που

ωστόσο συγκεράστηκε από κάτι που φαινόταν σαν λίγωμα της κό­

ρης του ματιού μέσα στην ίριδα, φανερώνοντας για μια στιγμή μια

ιδιοσυγκρασία μεγάλης ευαισθησίας. Η κόρη του ματιού γρήγορα

ξαναβρήκε τη σταθερότητά της, αυτό το ταμπεραμέντο που απο­

καλύφθηκε, το ξανασκέπασε η σύνεση, και η ζακέτα της, από

αστρακάν, που τη φούσκωνε ένα στήθος κάπως γεμάτο, φανέρω­

σε μια έκδηλη δυσπιστία.

Την aντάμωσε πάλι, έπειτ' από μερικές εβδομάδες, σ' ένα κον­

σέρτο στο Έρλσφορτ Τέρρας, και άδραξε την ευκαιρία, τις στιγ­

μές που η προσοχή της κόρης της ήταν αποσπασμένη αλλού, γία

Page 111: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΔ ΥΝΗΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ 111

να δώσει στη συνομιλία τους κάποια οικειότητα. Του ανέφερε τον

άντρα της μια δυο φορές, όχι όμως μ' έναν τρόπο που έλεγε πως

δε γινόταν τίποτα. Το όνομά της ήταν κυρία Σινάικο. Ο προ-προ­

πάππος του άντρα της είχε έρθει από το Λεγκόρν. Ο άντρας της

ήταν πλοίαρχος σ' ένα εμπορικό καράβι που έκανε τη γραμμή

Δουβλίνο-Ολλανδία, και είχαν ένα παιδί.

Όταν τη συνάντησε τυχαία για τρίτη φορά, βρήκε το θάρρος να

της δώσει ραντεβού. Κι εκείνη πήγε. Αυτή ήταν η πρώτη από πολ­

λές συναντήσεις πάντα aντάμωναν το βραδινό, και διάλεγαν τις

πιο ήσυχες συνοικίες για τον περίπατό τους. Ο κύριος Ντάφυ σι­

χαινόταν ωστόσο τις λαθραίες καταστάσεις, όπως τώρα, που ανα­

γκάζονταν ν' ανταμώνουν στα κλεφτά, κι επέμεινε να τον καλέσει

στο σπίτι της. Ο καπετάν Σινάικο ενθάρρυνε τις επισκέψεις του,

νομίζοντας πως ήταν γαμπρός για την κόρη του. Είχε βγάλει τόσο

απόλυτα τη γυναίκα του από την πινακοθήκη της ηδονής, που δεν

υποψιαζόταν πως ένας άλλος μπορούσε να ενδιαφερθεί γι' αυτήν.

Και καθώς ο σύζυγος βρισκόταν συχνά σε ταξίδι και η κόρη τους

έβγαινε για να δίνει μαθήματα μουσικής, ο κύριος Ντάφυ είχε

πολλές ευκαιρίες να χαρεί τη συντροφιά της κυρίας. Δεν είχαν

ποτέ ώς τότε, ούτε αυτός ούτε εκείνη, τέτοια περιπέτεια, και κα­

νένας απ' τους δυο δεν έβλεπε τίποτα το παράτυπο. Σιγά σιγά, οι

σκέψεις του ανακατώθηκαν με τις δικές της. Της δάνειζε βιβλία,

της έλεγε τις ιδέες του, κι έτσι την έκανε να συμμετέχει στην πνευ­

ματική ζωή του. Εκείνη τον άκουγε προσεχτικά.

Κάποιες φορές, σαν ανταπόδοση στις θεωρίες του, διηγούνταν

κάποιο γεγονός της ζωής της. Με σχεδόν μητρική φροντίδα, τον

παρακινούσε να εκδηλώνεται ελεύθερα: έγινε εξομολογητής του.

Της είπε πως, για ένα διάστημα, είχε πάρει μέρος στις συνελεύ­

σεις κάποιου ιρλανδικού σοσιαλιστικού κόμματος, και είχε νιώ­

σει μονάχος ανάμεσα σε μια ομάδα σοβαρούς εργάτες, σε μια σο­

φίτα κακοφωτισμένη από μια λάμπα του πετρελαίου. Όταν το

κόμμα χωρίστηκε στα τρία, το κάθε τμήμα με τον δικό του αρχηγό

και τη δική του σοφίτα, είχε πάψει να πηγαίνει. Οι συζητήσεις

των εργατών, είπε, ήταν πολύ δειλές το ενδιαφέρον τους για το

ζήτημα των μισθών, υπέρμετρο. Έβρισκε πως ήταν υπερβολικά

σκληροί ρεαλιστές, και πως περιφρονούσαν την ακριβολογία,

προΤόν μιας άνεσης πέρα από τις δυνατότητές τους. Της είπε πως

Page 112: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

112 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

για κάμποσους αιώνες δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να συμβεί

κοινωνική επανάσταση στο Δουβλίνο.

Τον ρώτησε γιατί δεν έγραφε τις ιδέες του. Ποιος ο λόγος; της

είπε με κάποια προσεχτική ειρωνεία. Να συναγωνιστεί με τσαρ­

λατάνους δημαγωγούς, ανίκανους να σκεφτούν με ειρμό ούτε για

εξήντα δευτερόλεπτα; Να υποβληθεί στην κριτική μιας χοντροκέ­

φαλης αστικής τάξεως, που εμπιστευόταν την ηθική της σε αστυ­

νομικούς και την καλλιτεχνία της σε θεατρώνες;

Πήγαινε συχνά στη βιλίτσα της έξω απ' το Δουβλίνο, και συχνά

περνούσαν μονάχοι τις βραδιές τους. Σιγά σιγά, όσο έσμιγαν οι

σκέψεις τους, κουβέντιαζαν για θέματα λιγότερο ξένα. Η συντρο­

φιά της ήταν σαν ένα θερμό έδαφος για κάτι εξωτικό. Πολλές φο­

ρές, άφηνε να τους τυλίξει το σούρουπο, αποφεύγοντας ν' ανάψει

τη λάμπα. Το σκοτεινό, διακριτικό δωμάτιο, η απομόνωσή τους, η

μουσική που παλλόταν ακόμη στ' αυτιά τους, όλ' αυτά τους ένω­

ναν. Αυτή η αρμονία του έφερνε μια έξαρση, aπάλυνε τις τραχιές

γωνιές του χαρακτήρα του, συναισθηματοποιούσε την πνευματική

του ζωή. Κάποιες φορές, έπιανε τον εαυτό του ν' αφουγκράζεται

τον ήχο της ίδιας του της φωνής. Φανταζόταν πως στα μάτια της υ­

ψωνόταν σε υπόσταση αγγελική, κι όπως δενόταν ολοένα περισ­

σότερο με τη θερμή φύση της φίλης του, άκουγε την παράξενη, α­

πρόσωπη φωνή, που αναγνώριζε για δική του, να επιμένει στην α­

νίατη μοναξιά της ψυχής. Δεν μπορούμε να δοθούμε, έλεγε η φω­

νή: ανήκουμε στον εαυτό μας. Το τέλος σε όλες αυτές τις συ­

νομιλίες, ήταν πως η κυρία Σινάικο, μια βραδιά που είχε φανερώ­

σει όλα τα σημάδια μιας ασυνήθιστης ταραχής, άδραξε το χέρι

του με πάθος και το έσφιξε πάνω στο στήθος της.

Ο κύριος Ντάφυ έμεινε κατάπληκτος. Η ερμηνεία που είχε δώ­

σει στα λόγια του η κυρία Σινάικο, τον απογοήτευσε. Μια ολό­

κληρη βδομάδα δεν τι;ήγε να τη δει. Ύστερα της έγραψε, ζητώ­

ντας της να τον συναντήσει. Και καθώς δεν ήθελε να διαταραχτεί

η τελευταία τους συνάντηση από την επίδραση που θα είχαν πάνω

τους οι γκρεμισμένες πια εξομολογήσεις τους, συναντήθηκαν σ' έ­

να μικρό ζαχαροπλαστείο κοντά στην είσοδο του πάρκου. Ήταν

ένας ψυχρός φθινοπωριάτικος καιρός, αλλά μ' όλο το κρύο, τριγύ­

ρισαν κάπου τρεις ώρες στα δρομάκια του πάρκου. Συμφώνησαν

να διακόψουν τις σχέσεις τους: κάθε δεσμός, της είπε, είναι ένας

Page 113: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΔ ΥΝΗΡΟ ΙΈΓΟΝΟΣ 113

δεσμός με τη θλίψη. Όταν βγήκαν από το πάρκο, προχώρησαν

σιωπηλοί προς το τραμ· μα εδώ, εκείνη άρχισε να τρέμει τόσο δυ­

νατά, που αυτός φοβήθηκε μια υπαναχώρηση από μέρους της, κι

έτσι την αποχαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε. Ύστερα από μερικές

ημέρες, έλαβε ένα δέμα που είχε μέσα τα βιβλία του και τα κομ­

μάτια της μουσικής.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο κύριος Ντάφυ ξαναγύρισε στο

μονότονο τρόπο ζωής του. Το δωμάτιό του εξακολούθησε να εί­

ναι μάρτυρας της ηρεμίας του νου του. Το αναλόγιο της μουσικής

ήταν φορτωμένο με μερικά καινούργια κομμάτια, και στα ράφια

του φιγουράριζαν δυο βιβλία του Νίτσε: Τάδε έφη Ζαρατούοτρα

και Η εύθυμη επιοτήμη. Σπάνια έγραφε στις κόλλες το χαρτί που

ήταν επάνω στο γραφείο του. Ένα από τα αποφθέγματά του, που

το 'χε γράψει δυο μήνες μετά την τελευταία του συνάντηση με την

κυρία Σινάικο, έλεγε: Δεν μπορεί να υπάρξει έρωτας μεταξύ αν­

δρών, επειδή δεν πρέπει να υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις, και

δεν μπορεί να υπάρξει φιλία μεταξύ άνδρα και γυναίκας, επειδή

πρέπει να υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις. Δεν πήγαινε σε συναυ­

λίες, για να μην τη συναντήσει. Ο πατέρας του πέθανε· ο μικρότε­

ρος μέτοχος της τράπεζας αποσύρθηκε. Ωστόσο, αυτός εξακολου­

θούσε να πηγαίνει κάθε πρωί στη δουλειά του με το τραμ, και κά­

θε βράδυ να γυρίζει με τα πόδια στο σπίτι, αφού έτρωγε με μέτρο

στην τζωρτζ Στρητ και διάβαζε τη βραδινή εφημερίδα για επι­

δόρπιο. Ένα βράδυ, καθώς ετοιμαζόταν να βάλει σι:ο σι:όμα του

ένα κομμάτι κορνμπήφ και λάχανο, το χέρι του σταμάτησε. Τα

μάτια του σι:υλώθηκαν σε μια παράγραφο της βραδινής εφημερί­

δας που είχε στηριγμένη πάνω στην καράφα του νερού. Άφησε

πάλι το πιρούνι με το κορνμπήφ στο πιάτο του, και διάβασε την

παράγραφο με προσοχή. Ύσι:ερα ήπιε ένα ποτήρι νερό, έσπρωξε

το πιάτο του σι:ο πλάι, δίπλωσε την εφημερίδα στα δύο, μπροσι:ά

του, ανάμεσα σι:ους αγκώνες του, και ξαναδιάβασε την παράγρα­

φο κάμποσες φορές. Μέσα στο πιάτο άρχισε να σχηματίζεταt ένα

κρύο άσπρο λίπος γύρω σι:ο λάχανο. Η σερβιτόρα ήρθε και τον

ρώτησε μήπως το φαγητό δεν ήταν καλομαγειρεμένο. Αποκρίθη­

κε πως ήταν πολύ καλό, κι έφαγε μερικές μπουκιές με το ζόρι.

Ύ σι:ερα πλήρωσε κι έφυγε.

Περπατούσε γρήγορα μέσα σι:ο σούρουπο του Νοέμβρη, χτυ-

Page 114: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

114 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

πώντας κανονικά το χοντρό μπαστούνι του από ξύλο φουντου­

κιάς, με την άκρη της εφημερίδας να ξεπροβάλλει από την τσέπη

του σφιχτού σγουρόμαλλου πανωφοριού του. Στον έρημο δρόμο

που οδηγεί από την είσοδο του πάρκου στο Τσαπελίζοντ, σιγάνέ­ψε την περπατησιά του. Το μπαστούνι του χτυπούσε χάμω λιγότε­

ρο έντονα, κι η ανάσα του, βγαίνοντας ακανόνιστα, σχεδόν με κά­

τι σαν αναστεναγμό, άχνιζε μέσα στη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα.

Σαν έφτασε στο σπίτι του, ανέβηκε αμέσως στην κρεβατοκάμαρά

του, έβγαλε την εφημερίδα από την τσέπη του και ξαναδιάβασε

την είδηση στο αδύναμο φως που έμπαινε απ' το παράθυρο. Δεν

τη διάβασε φωναχτά, αλλά κουνώντας τα χείλια του σαν παπάς

που διαβάζει τις προσευχές από μέσα του. Να τι έλεγε η είδηση:

ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΝΔΗΡΟΝ ΣΥΝΤΝΕΥ ΟΔ ΥΝΗΡΟΝ ΓΕΓΟΝΟΣ

Σήμερον, εις το Νοσοκομείον της πόλεως του Δουβλίνου, ο αναπληρω­

τής ανακριτής αιφνιδίων θανάτων (εν απουσία του κυρίου Λέβερετ) ε­

ξήτασε το πτώμα της κυρίας Έμιλυ Σινάικο, ηλικίας σαράντα τριών ε­

τών, ήτις εφονεύθη χθες το εσπέρας εις τον σταθμόν του ανδήρου Σύ­

ντνεϋ. Από την ανάκρισιν προέκυψεν ότι η θανούσα, ενώ επεχείρει να

διέλθη δια των γραμμών, εκτυπήθη υπό της aτμομηχανής της εκ Κίνγκσ­

ταουν βραδείας αμαξοστοιχίας της !Οης μ.μ., υποστάσα τραύματα εις

την κεφαλήν και την δεξιάν πλευράν, άτινα και επέφερον τον θάνατον

αυτής.

Ο Ί'ζέημς Λένον, οδηγός της aτμομηχανής, κατέθεσεν ότι υπηρετεί α­

πό δεκαπενταετίας εις την σιδηροδρομικήν εταιρείαν. Ακούσας το σφύ­

ριγμα του σταθμάρχου, έθεσεν εις κίνησιν την αμαξοστοιχίαν, και μετά

εν ή δύο δευτερόλεπτα την εσταμάτησεν, ακούσας δυνατάς κραυγάς. Η

αμαξοστοιχία έβαινε βραδέως.

Ο Π. Ντιουν, aχθοφόρος του σταθμού, εδήλωσεν ότι, καθώς η αμαξο­

στοιχία ητοιμάζετο να εκκινήση, είδε μίαν γυναίκα να επιχειρή να διέλ­

θη δια των γραμμών. Έτρεξε προς το μέρος της φωνάζων, αλλά προτού

δυνηθή να την φθάση, την εκτύπησεν ο αποκρουστήρ και την έρριψε χα­

μαί.

Εις ένορκος: Είδατε την γυναίκα να πίπτει;

Μάρτυς: Μάλιστα.

Ο aρχιφύλαξ Κρόλυ κατέθεσεν ότι όταν έφθασε, εύρε την θανούσαν

Page 115: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΔ ΥΝΗΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ 115

κειμένην επί του αναχώματος, προφανώς νεκράν. Μετέφερε το πτώμα

εις την αίθουσαν αναμονijς, μέχρι της αφίξεως του φορείου.

Ο αστυφύλαξ 57 επεβεβαίωσε τα ανωτέρω. Ο δ6κτωρ Χάλπιν, χειρούργος εις το Νοσοκομείον της πόλεως του

Δουβλίνου, κατέθεσεν ότι η θανούσα είχε δύο κάτω πλευράς τεθραυσμέ­

νας και υπέστη σοβαρούς μώλωπας εις τον δεξι6ν ώμον. Η δεξιά πλευρά

της κεφαλής είχε κτυπήσει κατά την πτώσιν. Τα τραύματα δεν ήσαν αρ­

κούντως σοβαρά ώστε να προκαλέσωσι τον θάνατον εις φυσιολογικόν ά­

τομον. Ο θάνατος, κατά την γνώμην του, οφείλεται πιθανότατα εις κλονι­

σμ6ν και αιφνιδίαν καρδιακήν ανεπάρκειαν.

Ο κύριος Χ. Πάτερσον Φίνλεϋ, εκ μέρους της σιδηροδρομικής εται­

ρείας, εξέφρασε την βαθείαν λύπην του δια το δυστύχημα. Η εταιρεία εί­

χε ανέκαθεν λάβει παν μέτρον, ώστε ο κόσμος να διέρχεται τας γραμμάς

μόνον δια των γεφυρών, τοποθετήσασα προς τον σκοπόν τούτον ειδοποι­

ήσεις εις όλους τους σταθμούς, και εγκαταστήσασα ειδικάς κιγκλίδας εις

τας ισοπέδους διαβάσεις. Η θανούσα εσυνijθιζε να διαβαίνει τας γραμ­

μάς αργά κατά την νύκτα, από του ενός αναχώματος εις το άλλον· και έ­

χων υπ' όψιν ωρισμένας άλλας περιστάσεις, δεν νομίζει ότι οι υπάλληλοι

του σιδηροδρόμου είναι άξιοι μομφής.

Ο πλοίαρχος Σινάικο, εκ Λέοβιλ, σύζυγος της θανούσης, κατέθεσεν

επίσης. Εδήλωσεν ότι η θανούσα ήτο σύζυγός του. Δεν ευρίσκετο εις

Δουβλίνον κατά την ώραν του δυστυχήματος, αφιχθείς εκ Ρότερνταμ μό­

λις την πρωίαν ταύτην. Είχον συζευχθή προ είκοσι δύο ετών και είχον

ζήσει ευτυχείς μέχρι προ δύο περίπου ετών, ότε η σύζυγός του ήρχισε να

χάνη την αίσθησιν του μέτρου. Η δεσποινίς Μαίρη Σινάικο είπεν ότι η

μακαρίτις μήτηρ της εσυνijθιζε να εξέρχεται την νύκτα δια να αγοράζη

οινοπνευματώδη ποτά. Αύτη, η μάρτυς, είχε συχνάκις επιχειρήσει να

νουθετήση την μητέρα της, και την είχε προτρέψει να γίνη μέλος κοινω­

νικQύ σωματείου. Είχεν επιστρέψει εις την οικίαν της μίαν ώραν μετά το

δυστύχημα.

Η ετυμηγορία των ενόρκων ήτο σύμφωνος με την ιατρικήν μαρτυρίαν

και απήλλαξε τον Λένον πάσης κατηγορίας.

Ο αναπληρωτής ανακριτής είπεν ότι το γεγονός είναι λίαν οδυνηρόν,

και συνελυπήθη τον πλοίαρχον Σινάικο και την θυγατέρα του. Συνέστη­

σεν εις την σιδηροδρομικήν εταιρείαν να λάβη σοβαρά μέτρα δια να α­

ποφευχθή το ενδεχόμενον παρομοίων δυστυχημάτων εις το μέλλον. Ου­

δείς ένοχος.

Page 116: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

116 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ο κύριος Ντάφυ σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα και

κοίταξε από το παράθυρο το άχαρο βραδινό τοπίο. Το ποτάμι κυ­

λούσε ήρεμα πλάι στο έρημο ποτοποιείο, και κάθε τόσο άναβε έ­

να φως σε κάποιο σπίτι, πέρα, στη Λιούκαν Ρόουντ. Τι θάνατος!

Ολόκληρη η αφήγηση του θανάτου της τον έκανε να επαναστατεί,

να επαναστατεί κατά του εαυτού του, όσο συλλογιόταν πως της εί­

χε μιλήσει γι' αυτά που θεωρούσε ιερά και όσια. Οι τετριμμένες

φράσεις, aνόητες εκφράσεις συμπάθειας, οι προσεχτικές λέξεις

κάποιου ρεπόρτερ που πάσχιζε ν' αποκρύψει τις λεπτομέρειες ε­

νός κοινού, χυδαίου θανάτου, αναστάτωναν το στομάχι τουό Δεν

είχε εξευτελίσει μονάχα τον εαυτό της είχε ξευτελίσει και τον ί­

διο. Έβλεπε τη βρωμερή έκταση του βίτσιου της, τρισάθλιου και

αηδιαστικού. Συντρόφισσα της ψυχής του! Σκέφτηκε εκείνα τα ά­

θλια ναυάγια, που τα είχε δει να κουβαλούν κανάτες και μπουκά­

λια για να τους τα γεμίσει ο μπάρμαν. Δίκαιε Θεέ, τι θάνατος!

Ολοφάνερα ακατάλληλη για τη ζωή, δίχως τη δύναμη ν' ακολου­

θήσει ένα σκοπό, εύκολη λεία της συνήθειας, ένα από τα ναυάγια

εκείνα, που πάνω τους έχει στηριχτεί ο πολιτισμός. Μα να 'χει πέ­

σει τόσο χαμηλά! Είναι ποτέ δυνατόν να 'χε τόσο οικτρά aπατη­

θεί γι' αυτήν; Αναθυμήθηκε το ξέσπασμα εκείνης της βραδιάς και

το εξήγησε πιο αυστηρά παρά ποτέ. Δε δυσκολευόταν, τώρα πια,

να εγκρίνει το δρόμο που είχε ακολουθήσει.

Καθώς λιγόστευε το φως Κι ο νους του άρχιζε να πλανιέται στα

παλιά, του φάνηκε πως το χέρι της άγγιζε το δικό του. Η ταραχή,

που αρχικά τον είχε χτυπήσει στο στομάχι, τώρα τον χτυπούσε

στα νεύρα. Φόρεσε βιαστικά το πανωφόρι του και το καπέλο του

και βγήκε. Ο ψυχρός αέρας τον χτύπησε στο κατώφλι και χώθηκε

στα μανίκια του πανωφοριού του. Σαν έφτασε στην ταβέρνα, στο

Τσαπελίζοντ Μπριτζ, μπήκε και παράγγειλε ένα ζεστό πόντσι.

Ο κάπελας τον σερβίρησε με κάθε περιποίηση, αλλά δεν aπο­

τόλμησε να του κουβεντιάσει. Στο μαγαζί ήταν πέντ' έξι εργατικοί

και συζητούσαν για την αξία που είχε κάποιο κτήμα στο Κιλντέαρ.

Έπιναν κάθε τόσο από τα πελώρια ποτήρια της μισής λίτρας,

φτύνοντας χάμω συχνά, και σέρνοντας κάποιες φορές τα πριονί­

δια με τα χοντροπάπουτσά τους πάνω στις φτυσιές. Ο κύριος Ντά­

φυ καθόταν στο σκαμνί του και τους κοίταζε δίχως να τους βλέπει

ούτε να τους ακούει. Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν κι αυτός πα-

Page 117: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΔ ΥΝΗΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ 117

ράγγειλε ένα δεύτερο πόντσι. Το 'πινε γουλιά γουλιά. Στο μαγαζί

βασίλευε η σιωπή. Ο κάπελας, ακουμπισμένος στον πάγκο, διά­

βαζε την εφημερίδα και χασμουριόταν. Πότε πότε, κάποιο τραμ

ακουγόταν να τσιρίζει έξω, στον έρημο δρόμο.

Έτσι που καθόταν, ξαναζώντας τη ζωή του μαζί της και αναπο­

λώντας διαδοχικά τις δύο εικόνες, μ' αυτές που τώρα τη φανταζό­

τανε, το πήρε απόφαση πως είχε πεθάνει, πως είχε πάψει να υ­

πάρχει, πως είχε γίνει μια θύμηση. Άρχισε να αισθάνεται κάτι

σαν ενοχή. Αναρωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να 'χε κάνει. Δεν

μπορούσε να συνεχίσει μαζί της, παίζοντας μια κωμωδία απάτης

δεν μπορούσε να συζήσει μαζί της φανερά. Είχε κάνει ό,τι του εί­

χε φανεί καλύτερο. Ήταν άξιος μομφής γι' αυτό; Τώρα που είχε

φύγει, καταλάβαινε πόση μοναξιά θα 'χε στη ζωή της, να κάθεται,

τη μία νύχτα μετά την άλλη, μονάχη σ' εκείνο το δωμάτιο. Κι η δι­

κή του ζωή θα 'ταν μοναχική, ώσπου να πέθαινε κι αυτός, να

'παυε να υπάρχει, να γινόταν μια θύμηση, αν τον θυμότανε ποτέ

κανείς.

Ήταν περασμένες εννιά σαν έφυγε από το μαγαζί. Η νύχτα ή­

ταν κρύα και σκοτεινή. Μπήκε στο πάρκο από την'πρώτη καγκε­λόπορτα και προχώρησε κάτω απ' τα πένθιμα δέντρα. Περπατού­

σε στα μελαγχολικά δρομάκια, εκεί που είχαν περπατήσει μαζί

πριν.από τέσσερα χρόνια. Λες κι ήταν κοντά του, μέσα στο σκο­τάδι. Στιγμές στιγμές, του φαινόταν πως ένιωθε τη φωνή της να

ψαύει το αυτί του, το χέρι της να ψαύει το δικό του. Στάθηκε ακί­

νητος κι αφουγκράστηκε. Γιατί της είχε στερήσει τη ζωή; Γιατί

την είχε καταδικάσει σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του υπόσταση

να σωριάζεται.

Σαν έφτασε στην κορυφή του λόφου Μάγκαζιν, σταμάτησε και

κοίταξε το ποτάμι προς το μέρος του Δουβλίνου, που τα φώτα του

άναβαν κοκκινωπά και φιλόξενα μέσα στην κρύα νύχτα. Κοίταξε

κάτω, την πλαγιά, και στη βάση της, στον ίσκιο του μαντρότοιχου

που έκλεινε το πάρκο, είδε μερικές ανθρώπινες σιλουέτες, πλα­

γιασμένες. Αυτοί οι aργυρώνητοι και λαθραίοι έρωτες τον γέμι­

ζαν απελπισία. Αναμάσησε τη χρηστότητα της ζωής του: ένιωσε

aπόβλητος από το γλέντι της ζωής. Ένα ανθρώπινο πλάσμα φά­

νηκε να τον αγαπάει, κι αυτός είχε απαρνηθεί τη ζωή της και την

ευτυχία: κι αυτός την είχε καταδικάσει στην ντροπή, σ' έναν επαί-

Page 118: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

118 ΤΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

οχυντο θάνατο. Ήξερε πως αυτά εδώ τα πλαγιασμένα πλάσματα,

κάτω, πλάι στο μαντρότοιχο, τον κοίταζαν και ήθελαν να φύγει.

Κανένας δεν τον ήθελε: ήταν aπόβλητος από το πανηγύρι της ζω­

ής. Γύρισε τη ματιά του κατά το γκρίζο και γυαλιστερό ποτάμι

που φίδωνε προς το Δουβλίνο. Πέρα απ' το ποτάμι είδε ένα εμπο­

ρικό τρένο να ξεπροβάλλει από το σταθμό του Κίνγκσμπριτζ, ίδιο

σκουλήκι με φλογερό κεφάλι, φιδώνοντας μέσα στο σκοτάδι, φι­

λόπονο κι επίμονο. Αργοπέρασε και χάθηκε απ' τα μάτια του, κι

ωστόσο είχε ακόμη στ' αυτιά του το θόρυβο της aτμομηχανής, κα­

θώς επαναλάμβανε τις συλλαβές απΈ το όνομά της. · Γύρισε απ' τον ίδιο δρόμο που είχε έρθει, με το ρυθμό της a­

τμομηχανής να σφυροκοπάει στ' αυτιά του. Άρχιζε ν' αμφιβάλλει

για τα όσα του έλεγε το μνημονικό του. Σταμάτησε κάτω από ένα

δέντρο κι έμεινε ώσπου να σβήσει πέρα ο ρυθμός. Δεν μπορούσε

να τη νιώσει κοντά του μέσα στο σκοτάδι, ούτε τη φωνή της ν' αγ­

γίζει το αυτί του. Αφουγκράστηκε μερικά λεπτά. Τίποτα δεν α­

κουγόταν, η νύχτα ήταν απόλυτα σιωπηλή. Πάλι αφουγκράστηκε:

απόλυτη σιωπή. Ένιωσε ολομόναχος.

Page 119: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Μια επέτειος στο εκλογικό κέντρο

Ο γερο-Ί'ζακ μάζεψε τη χοβολη μ' ένα κομμάτι χαρτόνι και την

άπλωσε προσεχτικά πάνω στα σωριασμένα κάρβουνα που είχαν

αρχίσει να χλομιάζουν. Όταν τα κάρβουνα σκεπάστηκαν με το

αραιό στρώμα της χόβολης, το πρόσωπο του γέρου σκοτεινίασε,

μα καθώς βάλθηκε να φυσάει πάλι τη φωτιά, ο ζαρωμένος ί­

σκιος του ψήλωσε στον πίσω τοίχο, και το πρόσωπό του ξανα­

φωτίστηκε σιγά σιγά. Ήταν ένα γέρικο πρόσωπο, πολύ κοκα­

λιάρικο και τριχωτό. Τα υγρά γαλανά μάτια κοίταζαν μισόκλει­

στα τη φωτιά, και το σαλιάρικο στόμα άvοιγε χαλαρό πότε πότε, μασώντας μηχανικά μια δυο φορές σαν έκλεινε. Σαν άρπαξε κα­

λά η χόβολη, άφησε το χαρτόνι ακουμπιστά στον τοίχο, αναστέ­

ναξε και είπε:

«Τώρα είναι καλύτερα, κύριε Ο'Κόνορ».

Ο κύριος Ο'Κόνορ, ένας νέος άντρας με γκρίζα μαλλιά, που το

πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από ένα σωρό εξανθήματα

και σπυριά, μόλις είχε βγάλει την καπνοσακούλα του κι είχε αρχί­

σει να στρίβει τσιγάρο, μα σαν του μίλησε ο άλλος, παράτησε το

στρίψιμο κι έπεσε σε συλλογή. Έπειτα ξανάρχισε να στρίβει το

τσιγάρο του συλλογισμένος, και ύστερ' από μια στιγμή αποφάσι­

σε να σαλιώσει το τσιγαρόχαρτο.

«Είπε ο κύριος τίρνεϋ πότε θα γυρίσει;» ρώτησε με βραχνή

φωνή.

«Δεν είπε».

Ο κύριος Ο'Κόνορ έβαλε το τσιγάρο του στο στόμα κι άρχισε

να ψαχουλεύει τις τσέπες του. Έβγαλε ένα πακέτο κάρτες από

λεπτό χαρτόνι.

«Να σας φέρω σπίρτω> είπε ο γέρος.

Page 120: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

120 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Άφησε ... Θ' ανάψω μ' αυτό». Διάλεξε μιαν από τις κάρτες και διάβασε αυτά που ήταν τυπω­

μένα πάνω της:

ΔΗΜΟτΙΚΑΙ ΕΚΛΟΓΑΙ

Συνοικία Χρηματιστ:ηρίου

Ο κύριος Ρίτσαρντ Ι Υίρνεϋ ζητεί ευσεβάστως την εύνοιαν της ψή­

φου σας και την επιρροήν σας κατά τας προσεχείς εκλογάς εις την

συνοικίαν του Χρηματιστηρίου.

Ο κύριος Ο'Κόνορ είχε προσληφθεί από τον εκλογικό πράκτο­

ρα του Τίρνεϋ για να ψηφοθηρήσει σ' ένα τμήμα της συνοικίας,

μα καθώς ο καιρός ήταν κακορίζικος και τα παπούτσια του έμπα­

ζαν νερά, περνούσε ένα μεγάλο μέρος της μέρας του καθισμένος

κοντά στ:η φωτιά, στ:ο εκλογικό κέντρο της Γουίκλοου Στρητ, μαζί

με τον τζακ, το γεροεπιστ:άτη. Κάθονταν έτσι από την ώρα που η

σύντομη μέρα είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήταν έξι Οκτωβρίου,

έξω ήταν μελαγχολικά κι έκανε κρύο.

Ο κύριος Ο'Κόνορ έσκισε ένα κομμάτι από την κάρτα, κι αφού

το άναψε στη φωτιά του τζακιού, άναψε το τσιγάρο του. Καθώς το

άναβε, η φλόγα φώτισε ένα σκούρο, γυαλιστ:ερό φύλλο κισσού

στ:ο πέτο του σακακιού του. Ο γέρος τον κοίταξε προσεχτικά μια

στ:ιγμή, κι ύστ:ερα ξαναπήρε το χαρτόνι κι άρχισε ν' αργοφυσάει

τη φωτιά, όσο κάπνιζε ο άλλος.

«Α, ναι» είπε, συνεχίζοντας μια προηγούμενη κουβέντα, «είναι

δύσκολο ν' αναθρέψεις παιδιά. Ποιος θα το 'λεγε πως θα κατα­

ντούσε έτσι! Τον έστ:ειλα στ:ους Χριστ:ιανούς Αδελφούς, κι έκανα

ό,τι μπορούσα γι' αυτόν, μα εκείνος μπεκρολογάει. Πάσχισα να

τον κάνω άνθρωπο».

Παράτησε πάλι βαριεστημένος το χαρτόνι.

«Αν δεν ήμουνα γέρος, θα του άλλαζα τον αδόξαστ:ο. Θα 'πια­

να το μπαστ:ούνι και θα τον έδερνα όσο βαστούν τα κότσια μου, ό­

πως έχω κάνει πολλές φορές ίσαμε τώρα. Η μάνα του, καταλαβαί­

νετε, τον έχει παραχα"ίδεμένο, μη στ:άξει και μη βρέξει ... » «Αυτό τα χαλνάει τα παιδιά» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Σίγουρα είναι αυτό» επιβεβαίωσε ο γέρος. «Και ούτε ένα ευ­

χαριστώ, αναίδεια μονάχα και τίποτ' άλλο. Μου βάζει τη φωνή ό-

Page 121: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕΊΈΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΊ'ΡΟ 121

ταν με δει να 'χω πιεί ένα ποτήρι παραπάνω. Πού πάει ο κόσμος,

όταν τα παιδιά βγάζουν γλώσσα στον πατέρα τους;»

«Πόσων χρονών είναι;» ρώτησε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Δεκαεννιά».

«Γιατί δεν τον βάζεις σε καμιά δουλειά;»

«Αμ' του κάνω και τίποτ' άλλο, του μεθύστακα, από τότε που

βγήκε απ' το σκολειό; Δε θα σε θρέψω εγώ, του λέω, κοίταξε να

βρεις δουλειά. Μα είναι χειρότερα σαν έχει δουλειά, πίνει ολάκε­

ρο το μεροκάματο».

Ο κύριος Ο'Κόνορ κούνησε το κεφάλι του συμπονετικά, κι ο

γέρος σώπασε, με τη ματιά του στυλωμένη στη φωτιά. Κάποιος ά­

νοιξε την πόρτα της κάμαρας και φώναξε:

«Ε, τ' είν' εδώ, φραμασονική συνεδρίαση;»

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο γέρος.

«Τι κάνετε στα σκοτεινά;» αντιρώτησε η φωνή.

«Εσύ 'σαι, Χάινες;» ρώτησε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Ναι. Τι φτιάνετε στα σκοτεινά;» είπε ο κύριος Χάινες, προχω­

ρώντας στη λάμψη της φωτιάς.

Ήταν ένας άντρας νέος, ψηλός και λυγερός, με ανοιχτο­

κάστανο μουστάκι. Σταλαματιές βροχής, έτοιμες να πέσουν, κρέ­

μονταν γύρω στο μπορ του καπέλου του, κι ο γιακάς του κοντού

πανωφοριού του ήταν ανασηκωμένος.

«Λοιπόν, Ματ, τι γίνεται; Πώς τα πάμε;» ρώτησε τον κύριο

Ο'Κόνορ.

Ο κύριος Ο'Κόνορ κούνησε το κεφάλι του δεξιά ζερβά. Ο γέ­

ρος παράτησε το τζάκι, κι αφού τριγύρισε σκοντάφτοντας μες στο

δωμάτιο, γύρισε με δυο καντηλέρια, που τα 'χωσε το ένα μετά το

άλλο στη φωτιά, κι ύστερα τ' άφησε πάνω στο τραπέζι. Ένα γυ­

μνό δωμάτιο φανερώθηκε, κι η φωτιά έχασε το χαρούμενο χρώμα

της. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί, εκτός από ένα αντίγραφο εκλογικού

λόγου κολλημένο σε μια μεριά. Στη μέση της κάμαρας ήταν ένα

τραπεζάκι, στοιβαγμένο με χαρτιά.

Ο κύριος Χάινες ακούμπησε στο μάρμαρο του τζακιού και ρώ­

τησε:

«Σε πλήρωσε ή ακόμα;»

«Όχι ακόμα» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ. «Ελπίζω να μη μας αφή­

σει απόψε στα κρύα του λουτρού».

Page 122: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

122 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ο κύριος Χάινες γέλασε.

«Α» είπε, «θα σε πληρώσει. Μη φοβάσαι».

«Ελπίζω να φανεί εντάξει σ' αυτό, αν θέλει να γίνει δουλειά»

είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Τι λες κι εσύ, Ί'ζακ; ρώτησε κορο'ίδευτικά το γέρο ο κύριος

Χάινες.

Ο γέρος ξαναγύρισε στην καρέκλα του κοντά στη φωτιά, λέγο-

ντας:

«Αυτός τον φυσάει. Δεν είναι σαν το άλλο κουμάσι».

«Ποιο άλλο κουμάσι;» ρώτησε ο κύριος Χάινες.

«Τον Κόλγκαν» αποκρίθηκε ο γέρος περιφρονητικά.

«Το λες αυτό γιατί ο Κόλγκαν είναι εργάτης; Ποια είναι η δια­

φορά ανάμεσα σ' έναν καλό, τίμιο χτίστη και σ' έναν κάπελα; Ε;

Δε μου λες; Ο εργάτης δεν έχει το δικαίωμα να 'ναι στο σωματείο

σαν οποιονδήποτε άλλον, και μάλιστα με περισσότερα δικαιώμα­

τα από κείνους τους λιμοκοντόρους, που είναι πάντα με το καπέ­

λο στο χέρι μπροστά σε όποιον τον φυσάει; Δεν είν' έτσι, Ματ;}}

ρώτησε ο κύριος Χάινες τον κύριο Ο'Κόνορ.

«Σαν να 'χεις δίκιο» αποκρίθηκε αυτός.

«Είν' ένας απλός, τίμιος άνθρωπος, που δεν πάει συμφεροντο­

λογικά. Βάζει υποψηφιότητα για ν' αντιπροσωπέψει τις εργατικές

τάξεις. Αυτός που σ' έχει στην εργασία του, θέλει μονάχα να βά­

λει στο χέρι κάποια δουλειά».

«Δε λέω, βέβαια, οι εργαζόμενες τάξεις θα 'πρεπε ν' αντιπρο­

σωπεύονται}} είπε ο γέρος.

«0 εργάτης» είπε ο κύριος Χάινες, «μονάχα κλοτσιές εισπράτ­τει, και ούτε δεκάρα. Μα ο εργάτης τα παράγει όλα. Ο εργάτης

δεν ψάχνει aργομισθίες για τους γιους του και για τ' ανίψια και

τα ξαδέρφια του. Ο εργάτης δε θα σύρει στη λάσπη την τιμή του

Δουβλίνου για να ευχαριστήσει έναν γερμανό μονάρχη».

«Δηλαδή;» ρώτησε ο γέρος.

«Δεν ξέρεις πως θέλουν να καλωσορίσουν με προσφώνηση τον

Μεγαλειότατο Βασιλέα Εδουάρδο, αν έρθει του χρόνου; Τι σχέ­

ση έχουμ' εμείς μ' έναν ξένο βασιλιά;»

«0 δικός μας δε θα ψηφίσει για την προσφώνηση» είπε ο κύ­ριος Ο'Κόνορ. «Βάζει υποψηφιότητα με τον εθνικό συνδυασμό».

«Ναι;» έκανε ο κύριος Χάινες. «Περίμενε και θα δεις αν θα

Page 123: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕτΕΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝ'ΓΡΟ 123

ψηφίσει ή όχι. Τον ξέρω. Δεν είναι ο Πείξος Δείξος Τίρνευ;»

«Μα το Θεό! Ίσως να 'χεις δίκιο, 'Γζο» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

Σωπάσανε. Ο γέρος ξανάρχισε να μαζεύει χόβολη με το χαρ­

τόνι. Ο κύριος Χάινες έβγαλε το καπέλο του, το τίναξε, και κατέ­

βασε το γιακά του πανωφοριού του, φανερώνοντας έτσι ένα φύλ­

λο κισσού στο πέτο.

«Αν ζούσε αυτός ο άνθρωπος» είπε, δείχνοντας το φύλλο, «δε

θα 'χαμε ανάγκη να συζητάμε για προσφωνήσεις».

«Αυτό είν' αλήθεια>} είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Θεός σχωρέσ' τα εκείνα τα χρόνια>} είπέ ο γέρος. «Είχανε κά­

ποια ζωντάνια>}.

Πάλι σωπάσανε. Ύστερα έσπρωξε την πόρτα και μπήκε ένας

ζωηρός κοντούλης με ξεπαγιασμένα αυτιά, ρουφώντας τη μύτη

του. Πήγε γρήγορα κοντά στη φωτιά, τρίβοντας τα χέρια του σαν

να 'θελε να τα κάνει να πετάξουν σπίθες.

«Δεν υπάρχουν λεφτά}} είπε.

«Καθίστε εδώ, κύριε Χέντσι}} είπε ο γέρος, προσφέροντάς του

την καρέκλα του.

«Α, μην ενοχλείσαι, 'Γζακ, μην ενοχλείσαι}} είπε ο κύριος Χέ­

ντσι.

Χαιρέτησε μ' ένα μικρό κούνημα του κεφαλιού τον κύριο Χάι­

νες Και κάθισε στην καρέκλα που iου άδειασε ο γέρος. «Έκανες την Ώντζιερ Στρητ;}} ρώτησε τον κύριο Ο'Κόνορ.

«Ναι}} του αποκρίθηκε, αρχίζοντας να ψάχνει τις τσέπες του

για σημειώσεις.

«Πήγες στον Γκράιμς;}}

«Πήγα>}.

«Λοιπόν; Τι λέει;}}

«Δεν εννοεί να το υποσχεθεί. Μου είπε: Δε θα πω σε κανέναν

ποιον πρόκειται να ψηφίσω. Ωστόσο, νομίζω πως θα 'ναι εντά­

ξει}},

«Πώς αυτό;}}

«Με -ρώτησε ποιοι τον πρότειναν για υποψήφιο, και του είπα·

ανέφερα το όνομα του πατερ-Μπαρκ. Νομίζω πως θα 'ναι εντά­ξει}},

Ο κύριος Χέντσι άρχισε να ρουφάει με τη μύτη και να τρίβει τα

χέρια του πάνω απ' τη φωτιά τρομερά γρήγορα. Ύστερα είπε:

Page 124: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

124 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Για τ' όνομα του Θεού, 'Γζακ, φέρε μας λίγα κάρβουνα. Θα

'χουν μείνει μερικά».

Ο γέρος βγήκε από το δωμάτιο.

«Δεν υπάρχει ενθουσιασμός» είπε ο κύριος Χέντσι κουνώντας

το κεφάλι του. «Ρώτησα το λουστράκο, μα είπε: Ω, τώρα, κύριε

Χέντσι, σαν βλέπω τη δουλειά να πηγαίνει καλά, δε θα σας ξεχά­

σω, να 'στε βέβαιος γι' αυτό. Το παλιόπαιδο! Μα πώς θα μπορού­

σε να 'ταν διαφορετικά;»

«Τι σου έλεγα, Ματ;» έκανε ο κύριος Χάινες. «Πείξος Δείξος

Τίρνεϋ».

«Α, είναι παμπόνηρος» είπε ο κύριος Χέντσι. «Δεν τα 'χει άδι­

κα τα γουρουνίσια του ματάκια. Που να τον πάρει ο διάολος! Δεν

μπορούσε να πληρώσει σαν άνθρωπος, αντί για κείνα τα: Ω, ξέρε­

τε, κύριε Χέντσι, πρέπει να μιλήσω του κυρίου Φάνινγκ ... Έχω ξο­δέψει ένα σωρό λεφτά. Ο διαολοτσιγκούνης! Ξεχνάει τον καιρό

που ο πατέρας του είχε εκείνο το φτωχομάγαζο στο Μαίρη Λέ­

ην».

«Μα είναι αλήθεια;» ρώτησε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Ναι, μα το Θεό. Δεν τ' άκουσες ποτέ σου; Και πηγαίνανε την

Κυριακή πρωί, πριν ανοίξουν τα σπίτια, για ν' αγοράσουν κανένα

γιλέκο ή παντελόνι. Μα ο γερο-μπαμπάκας του πάντα είχε ένα

μαύρο μπουκαλάκι σε μια γωνιά. Το πιστεύεις τώρα; Είναι όπως

σου το λέω. Εκεί πρωτόδε το φως της μέρας».

Ο γέρος γύρισε με κάτι λίγα κομμάτια κάρβουνο, που τα τοπο­

θέτησε προσεχτικά στη φωτιά.

«Καλή αρχή» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ. «Πώς φαντάζεται πως

θα του δουλέψουμε αν δεν πληρώσει;»

«Δε βαστάω άλλο. Ελπίζω να βρω τους δικαστικούς κλητήρες

στο χωλ σαν θα πάω σπίτι».

Ο κύριος Χάινες γέλασε κι ετοιμάστηκε να φύγει.

«Όλα» είπε, «θα 'ναι μια χαρά σαν θα 'ρθει ο βασιλιάς Έντυ.

Λοιπόν, παιδιά, εγώ του δίνω προς το παρόν. Θα σας ξαναδώ.

Γεια χαρά!»

Βγήκε από το δωμάτιο με σιγανή περπατησιά. Ούτε ο κύριος

Χέντσι ούτε ο γέρος αποκρίθηκαν, μα καθώς έκλεινε η πόρτα, ο

κύριος Ο'Κόνορ, που κοίταζε άκεφος τη φωτιά, φώναξε ξαφνικά:

«Γεια σου, 'Γζο!»

Page 125: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕ'fΕΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝτΡΟ 125

Ο κύριος Χέντσι περίμενε μερικές στιγμές, κι ύστερα έδειξε με

το κεφάλι του προς το μέρος της πόρτας:

«Δε μου λες, γιατί έρχεται ο φίλος μας εδώ; Τι θέλει;»

«0 καημένος ο 'Γζο!» έκανε ο κύριος Ο'Κόνορ, πετώντας τη γόπα του στη φωτιά, <<τα 'χει σκούρα από λεφτά, όπως όλοι μας».

Ο κύριος Χέντσι έβηξε δυνατά κι έφτυσε μια τέτοια ρέχα, που

λίγο έλειψε να σβήσει η φωτιά, που διαμαρτυρύθηκε τσιρίζοντας.

«Για να σου πω την καθαρή και ειλικρινή μου γνώμη» είπε,

«νομίζω πως είναι βαλτός από την άλλη παράταξη. Είναι σπιού­

νος του Κόλγκαν, αν ρωτάς τη γνώμη μου. Πήγαινε, του λένε, μια

·βόλτα από κει, και κοίταξε να μάθεις πώς τα πάνε. Δε θα σε υπο­

ψιαστούν. Μπήκες;»

«Α, ο καημένος ο 'Γζο δεν είναι τέτοιος» είπε ο κύριος Ο'Κό­

νορ.

«0 πατέρας του ήταν άνθρωπος καθωσπρέπει και aξιοσέβα­στος>> παραδέχτηκε ο κύριος Χέντσι. «0 καημένος ο γερο-Λάρυ Χάινες! Πολλά ωραία κόλπα έκανε στον καιρό του! Αλλά πολύ

φοβάμαι πως ο φιλαράκος μας δεν είναι δεκαεννιά καράτια. Να

πάρει η οργή, μπορώ να καταλάβω έναν άνθρωπο να τα 'χει

σκούρα, όμως δεν μπορώ να καταλάβω άνθρωπο που σπιουνεύει.

Δεν έχει μέσα του λίγο ανδρισμό;»

«Δεν του κάνω θερμή υποδοχή σαν έρχεται» είπε κι ο γέρος.

«Ας πάει να δουλεύει για το κόμμα του και να μην έρχεται εδώ να

κατασκοπεύει».

«Δεν ξέρω» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ δισταχτικά, βγάζοντας τσι­

γαρόχαρτο και καπνό, «νομίζω πως ο 'Γζο Χάινες είναι ντόμπρος

άνθρωπος. Είναι κι έξυπνος, έχει δυνατή πένα. Θυμάστε εκείνο

που είχε γράψει;»

«Μερικοί από τούτους τους σουλατσαδόρους και τεμπέληδες

παραείναι εξυπνάκηδες, αν θες τη γνώμη μου» είπε ο κύριος Χέ­

ντσι. «Ξέρεις ποια είναι η καθαρή ειλικρινής μου γνώμη για μερι­

κούς από τούτους τους τζουτζέδες; Πιστεύω πως οι μισοί από

δαύτους είναι μίσθαρνοι του γκουβέρνου».

«Κανένας δεν ξέρει» πέταξε το λόγο του ο γέρος.

«Α, μα εγώ το ξέρω για σίγουρο, είναι γεγονός. Είναι πληρω-

μένοι από το γκουβέρνο ... Δε λέω πως κι ο Χάινες ... Όχι, που να πάρει η οργή, νομίζω πως είναι κάπως καλύτερος ... Μα είναι κά-

Page 126: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

126 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ποιος μικροαριστοκράτης, αλλήθωρος -ξέρεις για ποιον πατριώ­

τη μιλάω;»

Ο κύριος Ο'Κόνορ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ένας

κατευθείαν aπόγονος του ταγματάρχη Σιρ, παρακαλώ! Ω, τι καρ­

διά μεγάλου πατριώτη! Είναι άξιος να πουλήσει την πατρίδα του

για δυο δεκάρες, ναι, και να ευχαριστήσει γονατιστός τον Παντο­

δύναμο Χριστό που του 'δωσε μια πατρίδα για πούλημα».

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Εμπρός!» είπε ο κύριος

Χέντσι.

Κάποιος που έμοιαζε με φτωχό κληρικό ή με φτωχό ηθοποιό

εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Τα μαύρα ρούχα του ήταν

σφιχτοκουμπωμένα στην κοντή κορμοστασιά του και ήταν αδύνα­

το να πεις αν φορούσε κολάρο κληρικού ή λα"ίκού, επειδή ο για­

κάς της χιλιοτριμμένης ρεντιγκότας του, που τα μετάλλινα κου­

μπιά της αντανακλούσαν το φως των κεριών, ήταν ανασηκωμένος

γύρω στο λαιμό του. Φορούσε ένα στρογγυλό καπέλο από σκληρό

μαύρο κετσέ. Το πρόσωπό του, που γυάλιζε από σταλαματιές

βροχής, είχε την εμφάνιση βρεμένου κίτρινου τυριού, εκτός από

εκεί που δυο βούλες ροζ φανέρωναν τα ζυγωματικά του. Ξαφνι­

κά, άνοιξε το πολύ μεγάλο στόμα του για να εκφράσει απογοή­

τευση, και ταυτόχρονα άνοιξε τα πολύ μεγάλα γαλανά του μάτια,

για να εκφράσει ευχαρίστηση και έκπληξη.

«Α, πάτερ Κήον!» έκανε ο κύριος Χέντσι και πετάχτηκε από

την καρέκλα του. «Εσείς είστε; Ελάτε μέσα!»

«Α, όχι, όχι» είπε γρήγορα ο πάτερ Κήον, σουφρώνοντας τα

χείλια του σαν να μιλούσε σε παιδί.

«Δε θα μπείτε να καθίσετε;»

«Όχι, όχι» ξαναείπε ο πάτερ Κήον με σιγανή, γλυκιά, βελούδι­

νη φωνή. «Να μη σας ενοχλήσω! Έψαχνα μόνο για τον κύριο Φά­

νινγκ ... » «Θα 'ναι σίγουρα στο Μαύρο Αετό» είπε ο κύριος Χέντσι.

«Μα γιατί δεν μπαίνετε να καθίσετε ένα λεπτό;»

«Όχι, όχι, ευχαριστώ. Ήθελα μονάχα κάτι να του πω. Ευχαρι­

στώ και πάλι».

Τραβήχτηκε από την πόρτα, και ο κύριος Χέντσι πήρε ένα κερί

και πήγε να του φέξει για να κατεβεί τη σκάλα.

«Α, μηνενοχλείστε, παρακαλώ!»

Page 127: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΊΊ'Ο

«Καθόλου, μα η σκάλα είναι τόσο σκοτεινή ... » «Όχι, όχι, βλέπω ... Και πάλι ευχαριστώ». «Εντάξει τώρα;»

«Εντάξει, ευχαριστώ ... Ευχαριστώ».

127

Ο κύριος Χέντσι γύρισε με το καντηλέρι και το άφησε πάνω

στο τραπέζι. Μια σιωπή για μερικές στιγμές.

«Για πες μου, Τζων» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ ανάβοντας το τσι-

γάρο του με μιαν άλλη κάρτα.

«Ναι;»

«Τι είναι ακριβώς ο λεγάμενος;»

«Ρώτησέ με κάτι άλλο» αποκρίθηκε ο κύριος Χέντσι. «0 Φά­νινγκ και του λόγου του μου φαίνονται πολύ μονιασμένοι. Είναι

συχνά μαζί στου Κάβανα. Είναι καθαυτό παπάς;»

«Μμμ ... έτσι νομίζω. Νομίζω πως είναι αυτό που λένε μαύρο πρόβατο, aπόβλητος. Δεν έχουμε πολλούς τέτοιους, δόξα τω

Θεώ! Μα έχουμε ωστόσο μερικούς ... Είναι δυστυχισμένος άνθρω­πος».

«Και πώς τα βγάζει πέρα;»

«Αυτό είναι άλλο μυστήριο».

«Είναι σε κανένα παρεκλήσι, σε καμιά εκκλησία, σε κάποιο ί­

δρυμα, ή ... » «Όχι» αποκρίθηκε ο κύριος Χέντσι. «Νομίζω πως ταξιδεύει

για λογαριασμό του ... Θεέ μου, συχώρεσέ με» πρόσθεσε, «νομίζω πως τα 'χει πιει τα ποτηράκια του».

«Τι θα 'λεγες για καμιά γουλιά;»

«Κι εγώ διψάω» είπε ο γέρος.

«Είπα τρεις φορές σ' αυτόν το λουστράκο να στείλει απάνω μια

ντουζίνα μαύρες μπίρες» είπε ο κύριος Χέντσι. «Του το ξανάπα

και πριν ανεβώ, μα ήταν με το πουκάμισο, ακουμπισμένος στον

πάγκο, κι είχε ψιλή κουβέντα με τον Κάουλυ, το δημοτικό σύμ·

βουλο».

«Γιατί δεν του το θύμισες;»

«Μα δεν ήθελα να τον δια κόψω όσο κουβέντιαζε με τον Κάου­

λυ. Περίμενα, ώσπου έπιασα τη ματιά του και του είπα: Για κείνο

το ζήτημα που σου μίλησα ... Εντάξει, κύριε Χι αποκρίθηκε. Σίγου­ρα το ξέχασε, ο χαμένος».

«Κάτι μαγειρεύεται» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ συλλογισμένος.

Page 128: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

128 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Τους είδα χτες και τους τρεις μαζεμένους, να κουβεντιάζουν στη

γωνία της Σόφολκ Στρητ».

«Νομίζω πως το ξέρω το παιχνίδι τους» αποκρίθηκε ο κύριος

Χέντσι. «Πρέπει να χρωστάς λεφτά στους παπάδες την σήμερον

ημέρα αν θες να βγεις δήμαρχος. Μα το Θεό! Σκέφτομαι σοβαρά

να παπαδέψω κι εγώ. Πώς σας φαίνεται; Θα 'κανα γι' αυτή τη

δουλειά;»

Ο κύριος Ο'Κόνορ γέλασε.

«Ε, αν είναι για να χρωστάς λεφτά ... » «Να βγαίνω από το δημαρχείο με το αμάξι, με όλο το σκυλολόι,

και με τον τζακ από δω να στέκει πίσω μου με πουντραρισμένη

περούκα, ε;»

«Κι εμένα να με κάνεις γραμματέα σου».

«Ναι. Και τον πάτερ Κήον προσωπικό μου εφημέριο. Θα 'χα με

οικογενειακό γλέντι».

«Ειλικρινώς, κύριε Χέντσι» είπε ο γέρος, «θα 'σασταν καλύτε­

ρος από μερικούς μερικούς. Κουβέντιαζα μια μέρα με το γερο­

Κήγκαν, το βαστάζο. Και πώς σου φαίνεται το καινούργιο σου α­

φεντικό, Πατ; του λέω. Δεν έχει πολλή δουλειά τώρα στο σπίτι του

λέω. Δουλειά! μου λέει. Είναι άξιος vα ζει μυρι1;οντας το κουρελό­

πανο του λαδιού. Και ξέρετε τι μου 'πε; Μάρτυς μου ο Θεός, δη­

λώνω πως δεν τον πίστεψα» . «Τι είπε;» ρώτησαν μαζί ο κύριος Χέντσι και ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Μου λέει: τι θα :.1.εγες για έναν Λόρδο Δήμαρχο του Δουβλί­

νου, που στέλνει ν' αγοράσει μισό κιλό μπριζόλες για το φαγητό

του; Πώς σου φαίνεται για αριστοκρατική ζωή; μου λέει. Πουφ!

του λέω. Μισό κιλό μπριζόλες μου λέει, να 'ρχονται στο μέγαρο της

Δημαρχίας; Πουψ! του λέω, τι λογής άνθρωποι ζούνε στον κόσμο;»

Σ' αυτό το σημείο, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, κι ένας

νεαρούλη ς έχωσε μέσα το κεφάλι του.

«Τι τρέχει;» ρώτησε ο γέρος.

«Από το Μαύρο Αετό» είπε το αγόρι, μπαίνοντας λοξά και α­

φήνοντας χάμω ένα καλάθι μ' έναν κρότο μπουκαλιών.

Ο γέρος τον βοήθησε να μεταφέρει το καλάθι στο τραπέζι και

μέτρησε το περιεχόμενο. Μετά τη μεταφορά, το αγόρι πήρε το

καλάθι και ρώτησε:

«Τα μπουκάλια;»

Page 129: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕ'ΓΕΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΠΚΟ ΚΕΝτΡΟ 129

«Ποια μπουκάλια;» είπε ο γέρος.

«Δε θα μας αφήσεις πρώτα να τα πιούμε;» είπε ο κύριος Χέ-

ντσι.

«Μου είπαν να ζητήσω τα μπουκάλια».

«Έλα αύριο» είπε ο γέρος.

«Ε, μικρέ!» είπε ο κύριος Χέντσι, «δεν πετάγεσαι μια στιγμή

στου Ο'Φάρελ να του ζητήσεις να μας δανείσει ένα τιραμπούρο;

Για τον κύριο Χέντσι, να του πεις. Πες του πως ούτ' ένα λεπτό δε

θα το κρατήσουμε. Άφησέ το εδώ το καλάθι!»

Το παιδί βγήκε και ο κύριος Χέντσι άρχισε να τρίβει χαρούμε­

να τα χέρια του, λέγοντας:

«Ε, δεν είναι και τόσο κακός, στο κάτω κάτω. Πάντως, κράτη­

σε το λόγο του».

«Δεν υπάρχουν ποτήρια» δήλωσε ο γέρος.

«Μη χολοσκάς γι' αυτό, τζακ. Πολλοί καλοί άνθρωποι έχουν

πιει πριν από μας απ' το μπουκάλι».

«Πάντως, είναι καλύτερα απ' το τίποτα» είπε ο κύριος Ο'Κό­

νορ.

«Δεν είναι κακός. Μονάχα που ο Φάνινγκ δεν τον χωνεύει.

Έχει καλή καρδιά, με το δικό του τρόπο».

Το παιδί γύρισε με το τιραμπούρο. Ο γέρος άνοιξε τρία μπου­

κάλια κι έδινε πίσω το τιραμπούρο, όταν ο κύριος Χέντσι είπε στο

παιδί:

«Θα 'θελες μια γουλιά, μικρέ;»

«Αν έχετε την καλοσύνη».

Ο γέρος άνοιξε γκρινιάζοντας ακόμη ένα μπουκάλι και το 'δω-

σε στο παιδί.

«Πόσω χρονώ είσαι;» ρώτησε.

«Δεκαεφτά» είπε το παιδί.

Και καθώς ο γέρος δεν είπε τίποτ' άλλο, το παιδί πήρε το μπου­

κάλι και είπε: Τα σέβη μου εξ όλης καρδίας προς τον κύριο Χέ­

ντσι, ήπιε το περισσότερο περιεχόμενο, άφησε το μπουκάλι στο

τραπέζι και σκούπισε το στόμα του με το μανίκι του. Ύστερα πή­

ρε το τιραμπούρο και βγήκε από την πόρτα λοξά, μουρμουρίζο­

ντας κάποιο χαιρετισμό.

«Έτσι γίνεται πάντα η αρχή» είπε ο γέρος. «Κατά μάνα κατά

κύρη» είπε ο κύριος Χέντσι.

Page 130: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

.130 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ο γέρος μοίρασε τα τρία μπουκάλια που είχε ανοίξει, και ή­

πιαν και οι τρεις μαζί. Ύστερα έβαλε ο καθένας το μπουκάλι του

πάνω στο ράφι του τζακιού για να το 'χει πρόχειρο, και ανάσανε

βαθιά από ευχαρίστηση.

«Λοιπόν, έκανα σήμερα καλή δουλειά» είπε σε λίγο ο κύρίος

Χέντσι.

«Αλήθεια, Ί'ζων;»

«Ναι. Του εξασφάλισα κάνα δυο σίγουρες ψήφους στην Ντώ­

σον Στρητ, ο Κρόφτον κι εγώ. Μεταξύ μας, τον ξέρετε τον Κρό­

φτον. Καλό παιδί, δε λέω, μα δεν αξίζει τίποτα για προπαγανδι­

στής».

Πάνω στην ώρα, μπήκαν δυο άντρες. Ο ένας ήταν πολύ παχύς,

το κοστούμι του, από μπλου μάλλινο ύφασμα, λες και κινδύνευε

να κρεπάρει από το πάχος του. Είχε μεγάλο πρόσωπο, που έμοια­

ζε με βοδιού στην έκφραση, γουρλωμένα γαλανά μάτια και γκρι­

ζωπό μουστάκι. Ο άλλος, που ήταν πολύ πιο νέος και αδύνατος,

είχε λιγνό πρόσωπο, δίχως γένια και μουστάκια. Φορούσε ένα

πολύ ψηλό διπλό κολάρο και σκληρό καπέλο με μεγάλα μπορ.

«Γεια σου, Κρόφτον» είπε ο κύριος Χέντσι στον χοντρό. «Κατά

φωνή ... » «Πόθεν έρχεται το τερψιλαρύγγιον;» ρώτησε ο άλλος, που ή­

ταν πολύ νεότερος. «Γέννησε η γελάδα μας;»

«Α, φυσικά, ο Λάιονς μπανίζει πρώτα το πιοτό!» είπε ο κύριος

Ο'Κόνορ γελώντας.

«Έτσι μαζεύετε ψήφους εσείς;» είπε ο κύριος Λάιονς. «Κι ε­

μείς οι καημένοι, ο Κρόφτον κι εγώ, γυρίζουμε μέσα στο κρύο και

στη βροχή για ψήφους ... »

«Βρε κωθώνι» είπε ο κύριος Χέντσι, «εγώ, μέσα σε πέντε λε­

πτά, μαζεύω περισσότερες ψήφους απ' ό,τι εσείς οι δυο σε μια

βδομάδα».

«Άνοιξε δυο μπουκάλια μπίρα, Ί'ζακ» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Πώς να τ' ανοίξω, αφού δεν υπάρχει τιραμπούρο;»

«Στάσου, στάσου να δεις» είπε ο κύριος Χέντσι, και σηκώθηκε

μεμιάς. «Έχεις δει ποτέ σου αυτό το κόλπο;»

Πήρε δυο μπουκάλια από το τραπέζι, τα πήγε στο τζάκι και τα

'βαλε χάμω, μπροστά στη φωτιά. Ύστερα ξανακάθισε κοντά στη

φωτιά και ήπιε ακόμη μια γουλιά απ' το μπουκάλι του. Ο κύριος

Page 131: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕΊΈΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΌ ΚΕΝ'ΓΡΟ 131

Λάιονς κάθισε στην άκρη του τραπεζιού, έσπρωξε πίσω το καπέ­

λο του προς το σβέρκο, κι άρχισε να κουνάει τα πόδια του.

«Ποιο είναι το μπουκάλι μου;» ρώτησε. «Αυτό, παιδί μου» είπε

ο κύριος Χέντσι.

Ο κύριος Κρόφτον καθόταν πάνω σε μια κάσα, με τα μάτια

στυλωμένα στο άλλο μπουκάλι, μπροστά στο τζάκι. Δε μιλούσε,

για δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος, αρκετός και μονάχος του, ήταν

πως δεν είχε τίποτα να πεί· ο δεύτερος λόγος ήταν πως θεωρούσε

τους άλλους της παρέας κατωτέρους του. Ήταν πρωτύτερα ψηφο­

θήρας του Γουίλκινς, του συντηρητικού, μα όταν οι συντηρητικοί

αποσύρανε τον υποψήφιό τους, διαλέγοντας το μικρότερο από

δυο κακά, για να υποστηρίξουν τον εθνικιστή υποψήφιο, τον εί­

χαν προσλάβει για να προπαγανδίσει υπέρ του κυρίου τίρνεϋ.

Σε λίγα λεπτά, ακούστηκε ένα θριαμβευτικό Ποκ! καθώς πετά­

χτηκε ο φελός από το μπουκάλι του κυρίου Λάιονς. Ο κύριος

Λάιονς πήδηξε κάτω από το τραπέζι, πήρε το μπουκάλι του και το

ξανάφερε στο τραπέζι.

«Ίσια ίσια που τους έλεγα, Κρόφτον» είπε ο κύριος Χέντσι,

«πως πήραμε σήμερα μερικές καλές ψήφους».

«Από ποιους;» ρώτησε ο κύριος Λάιονς.

«Να, πρώτον πήρα τον Πάρκς, δεύτερον πήρα τον Άτκινσον,

πήρα και τον Γουάρντ της Ντώσον Στρητ. Πρώτης τάξεως κι αυ­

τός, απ' τους παλιούς, κύριος με τα όλα του, παλιός συντηρητικός!

Μα, εθνικιστής δεν είναι ο υποψήφιός σας; μου λέει. Είναι aξιοσέ­

βαστος άνθρωπος του λέω. Είναι υπέρ κάθε μέτρου που θα ωφε­

λήσει τον τόπο. Είναι μεγάλος φορολογούμενος του λέω. Έχει με­

γάλη κτηματική περιουσία και τρεις επιχειρήσεις, και δεν είναι

και προς δικό του συμφέρον να ελαττώσει τους φόρους; Είναι δια­

κεκριμένος και σεβαστός πολίτης του λέω, και σύνδικος στις πτω­

χεύσεις, και δεν ανήκει σε κανένα κόμμα, καλό ή κακό. Έτσι πρέ­

πει να τους κουβεντιάζεις».

«Και σχετικά με την προσφώνηση στο βασιλιά;» ρώτησε ο κύ­

ριος Λάιονς, αφού ήπιε και πλατάγισε τα χείλια του.

«Πρόσεξε τα λόγια μου» είπε ο κύριος Χέντσι. «Αυτό που θέ­

λουμε σ' αυτό τον τόπο, όπως είπα στο γερο-Γουάρντ, είναι το κε­

φάλαιο. Ο ερχομός εδώ του βασιλιά, σημαίνει μια εισροή από λε­

φτά στον τόπο. Οι πολίτες του Δουβλίνου θα 'χουν μεγάλο όφε-

Page 132: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

132 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

λος. Κοίτα όλα τα εργοστάσια πέρα στην παραλία: κλειστά! Κοί­

τα πόσα λεφτά θα μπουν στον τόπο αν βάλουμε μονάχα μπροστά

τις παλιές βιομηχανίες, τις υφαντουργίες, τα ναυπηγεία και τα

εργοστάσια. Αυτό που μας χρειάζεται, είναι τα κεφάλαια».

«Κοίτα δω, Ί'ζων» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ, «γιατί να κάνουμε

υποδοχή στο βασιλιά της Αγγλίας; Ο ίδιος ο Παρνέλ δεν ... » «0 Παρνέλ έχει πεθάνει» τον έκοψε ο άλλος. «Να πώς το βλέ­

πω εγώ. Αυτός ο άνθρωπος ανέβηκε στο θρόνο αφού η γρια-μάνα

του τον κράτησε μακριά, ώσπου ασπρίσανε σχεδόν τα μαλλιά του.

Είναι άνθρωπος κοινωνικός κι έχει καλές προθέσεις για μας. Εί­

ναι ένας καθωσπρέπει, λογικός άνθρωπος, αν ρωτάς τη γνώμη

μου, και διόλου aνόητος. Λέει στον εαυτό του: Η γρια δεν πήγε

ποτέ να δει αυτούς τους αγριάνθρωπους τους Ιρλανδούς. Μα το

Χριστό, θα πάω εγώ να δω τι λογής άνθρωποι είναι. Και θα

προσβάλουμε τον άνθρωπο αν έρθει εδώ για φιλική επίσκεψη; Ε;

Έχω δίκιο, Κρόφτον;»

Ο κύριος Κρόφτον κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

«Ωστόσο» αντέταξε ο κύριος Λάιονς, «η ζωή του βασιλιά Εδου­

άρδου δεν είναι αυτή που ... » «Περασμένα ξεχασμένα. Εγώ θαυμάζω προσωπικά τον άν­

θρωπο. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, όπως εσύ κι εγώ.

Του αρέσει ένα ποτήρι γκρογκ, ίσως και να το ρίχνει λιγάκι έξω,

είναι και φίλαθλος. Τι διάβολο, δεν μπορούμε να ομολογήσουμε

το σωστό, εμείς οι Ιρλανδοί;»

«Όλ' αυτά ωραία και καλά» είπε ο κύριος Λάιονς, «μα κοίτα

και την περίπτωση του Παρνέλ».

«Για τ' όνομα του Θεού! Τι σχέση έχει το ένα με τ' άλλο;»

«Αυτό που θέλω να πω» συνέχισε ο κύριος Λάιονς, «είναι πως

έχουμε τα ιδανικά μας. Και θα κάνουμε υποδοχή σ' έναν τέτοιο

άνθρωπο; Είσαι της γνώμης πως ο Παρνέλ, ύστερα απ' όσα έκανε

για μας, ήταν κατάλληλος για αρχηγός μας; Και τότε, για ποιο λό­

γο τα κάνουμε όλ' αυτά για τον Εδουάρδο τον Έβδομο;»

«Σήμερα είναι η επέτειος του Παρνέλ» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ,

«Κι ας μην τσακωνόμαστε αναμεταξύ μας. Όλοι τον σεβόμαστε

τώρα που πέθανε και πάει -ακόμα και οι συντηρητικοί» πρόσθε­

σε, και στράφηκε προς τον κύριο Κρόφτον.

Ποκ! Ο καθυστερημένος φελός τινάχτηκε απ'. το μπουκάλι του

Page 133: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕ'fΕΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝ'fΡΟ 133

κυρίου Κρόφτον. Ο κύριος Κρόφτον σηκώθηκε απ' το κασόνι του

και πήγε στο τζάκι. Όταν γύρισε με τη λεία του, είπε με βαθιά φω­

νή:

«Η δική μας πλευρά τον σέβεται, επειδή ήταν κύριος με τα όλα

του».

«Σωστά μίλησες, Κρόφτον» φώναξε με ενθουσιασμό ο κύριος

Χέντσι. «Ήταν ο μόνος που μπορούσε να κρατήσει σε τάξη όλο ε­

κείνο το σκυλολόι. Κάτω, βρωμόσκυλα! Κάτω, κοπρόσκυλα! Έτσι

τους μεταχειριζότανε. Έλα, Ί'ζο! Έλα μέσα» φώναξε, καθώς πή­

ρε το μάτι του τον κύριο Χάινε ς στην πόρτα.

Ο κύριος Χάινες μπήκε με αργή περπατησιά.

«Άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι μπίρα, Ί'ζακ» είπε ο κύριος Χέντσι.

«Ωχ, ξεχνάω πως δεν έχουμε τιραμπούρο! Έλα, δώσ' μου το

μπουκάλι να το βάλω στη φωτιά».

Ο γέρος τού έδωσε ένα μπουκάλι κι εκείνος το ακούμπησε κο­

ντά στη φωτιά.

«Κάθισε, Ί'ζο» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ, «ίσια ίσια που κουβε­

ντιάζαμε για τον αρχηγό».

«Ναι, ναι» έκανε ο κύριος Χέντσι.

Ο κύριος Χάινες κάθισε πάνω στο τραπέζι, κοντά στον κύριο

Λάιονς, μα δεν είπε τίποτα.

«Ωστόσο» είπε ο κύριος Χέντσι, «είν' ένας από δαύτους που

δεν τον aπαρνήθηκε. Μα το Θεό, λέω πως αυτός είσαι εσύ, Ί'ζακ!

Ναι, μα το Θεό, του παραστάθηκες σαν άντρας!~~

«Αχ, Ί'ζο» είπε ξαφνικά ο κύριος Ο'Κόνορ. «Απάγγειλέ μας

αυτό που έγραψες -θυμάσαι; Το 'χεις πάνω σου;»

«Αχ, ναι!» συνηγόρησε ο κύριος Χέντσι. «Απάγγειλέ μας το.

Κρόφτον, έτυχε να τ' ακούσεις ποτέ; Άκουσέ το τώρα λοιπόν: εί­

ναι σπουδαίο».

«Εμπρός, Ί'ζο, λέγε να τ' ακούσουμε» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

Ο κύριος Χάινες δε φάνηκε να θυμάται αμέσως τι εννοούσαν,

αλλά το σκέφτηκε λίγη ώρα και είπε:

«Α, λέτε για κείνο ... Είναι παλιό τώρα πια». «Έλα, λέγε το» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ.

«Σςς ... Σςς ... » έκανε ο κύριος Χέντσι. «Εμπρός, Ί'ζο!» Ο κύριος Χάινε ς δίστασε λίγο ακόμα. Ύστερα, μέσα στην α­

πόλυτη σιωπή, έβγαλε το καπέλο του, το άφησε πάνω στο τραπέ-

Page 134: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

134 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ζι και σηκώθηκε. Φαινόταν σαν να 'λεγε το ποίημα από μέσα του

για δοκιμή. Ύστερα από μια μάλλον μακριά παύση, απάγγειλε:

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΕΛ

6η Οκτωβρίου 1891

Ξερόβηξε μια δυο φορές, κι ύστερα άρχισε ν' απαγγέλλει:

Απέθανε. Ο άστεφνος ο βασιλιάς μας πάει.

Ω Ιρλανδία, θρήνησέ τον με οδύνη τόση,

γιατί απέθανε αυτός, που η βάρβαρη ορδή

σημερινών υποκριτών μας, έχει θανατώσει.

Αυτός που από τη λάσπη τους ύψωσε στη δόξα

κείτεται σκοτωμένος από τ' άναντρα σκυλιά,

και πάνω στη νεκρική πυρά του βασιλιά της,

της Ιρλανδίας χαθήκαν τα όνειρα τα παλιά.

Σε παλάτια, σπίτια ή φτωχές καλύβες,

όπου η ιρλανδική καρδιά και αν χτυπάει,

εκείνον που τη μοίρα της θα Χε σφυρηλατήσει,

θρηνολογεί γιατί μας έφυγε και πάει.

Την Ιρλανδία του θα Χε παντού ανυψώσει,

την πράσινη σημαία της θα Χε αναπετάσει,

τους σάρδους της και τους πολεμιστές θα Χε υμνήσει

και μπρος στα μάτια των εθνών θα 'χε δοξάσει.

Ονειρευότανε (μα όνειρο ήταν μονάχα)

ελευθερία: μα καθώς ν' αδράξει λαχταρούσε

αυτό το αγαπημένο είδωλο, η προδοσία

τον χώρισε απ' ό,τι τόσο, τόσο αγαπούσε.

Ντροπή και καταισχύνη στ' άναντρα χέρια,

που τον αφέντη τους μ' ένα φιλί προδώσαν

στον όχλο των δουλοπρεπών αρχιερέων

που τον μισούσανε -σ' αυτόν τον παραδώσαν.

Στη μνήμη αυτών που άτιμα επιχειρήσαν,

εκείνου που τους πλήρωσε με καταφρόνια

Page 135: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΣΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΊ'ΡΟ

το τόσο τίμιο να ρυπάνουν όνομά του,

άμποτε καταισχύνη να 'πεφτε αιώνια.

Ευγενικός κι aτρόμητος έως το τέλος,

έπεσε όπως οι δυνατοί και οι μεγάλοι,

κι ο θάνατος τον έχει τώρα ενώσει

με τους ήρωες, στης Ιρλανδίας την αγκάλη.

Κοιμάται ήρεμα· κανέν' ανθρώπινο πάθος

ή διαμάχη τον ύπνο του δεν τον ταράζει,

και η ευγενική φιλοδοξία, στις κορφές

της δόξας ν' ανεβεί, έπαψε να τον κράζει.

Είχαν τον τρόπο τους να τον συκοφαντήσουν.

Μα, Ιρλανδία, κοίτα, το πνεύμα του θ' αντέξει,

μπορεί όπως ο Φοίνικας από τις φλόγες

να υψωθεί όταν η μέρα κάποτε θα φέξει,

η μέρα που την ελευθερία θα μας φέρει.

Τότε μια πρόποση λυπητερή θα γίνει

με την κούπα που θα υψώσει η Ιρλανδία

στη χαρά -μια πρόποση στου Παρνέλ της τη μνήμη.

135

Ο κύριος Χάινες ξανακάθισε πάνω στο τραπέζι. Το τέλος της

απαγγελίας του το ακολούθησε μια σιωπή, κι ύστερα ξέσπασαν

χειροκροτήματα: ώς και ο κύριος Λάιονς χειροκροτούσε. Οι ε­

πευφημίες συνεχίστηκαν λίγη ώρα. Όταν τέλειωσαν, όλοι οι α­

κροατές ήπιαν απ' τα μπουκάλια τους αμίλητοι.

Πόκ! Ο φελός τινάχτηκε απ' το μπουκάλι του κυρίου Χάινες,

αλλά ο κύριος Χάινες έμεινε καθισμένος στο τραπέζι, κατακόκκι­

νος και ξεσκούφωτος. Δε φαινόταν να 'χει ακούσει την πρόσκλη­

ση του μπουκαλιού.

«Καλέ μου τζο» είπε ο κύριος Ο'Κόνορ βγάζοντας τα τσιγαρό­

χαρτα και την καπνοσακούλα, για να κρύψει καλύτερα τη συγκί­

νησή του.

«Πώς σου φάνηκε λοιπόν, Κρόφτον;» φώναξε ο κύριος Χέντσι.

«Δεν είναι ωραίο;»

Ο κύριος Κρόφτον αποΚρίθηκε πως ήταν πολύ ωραίο λογοτε­

χνικό κομμάτι.

Page 136: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Μια μητέρα

Ο κύριος Χόλοχαν, βοηθός γραμματέας του συλλόγου Έιρε

Άμπου, αλώνιζε το Δουβλίνο κοντά ένα μήνα, με τα χέρια και τις

τσέπες του γεμάτα βρώμικα χαρτιά, κανονίζοντας τη σειρά των

κονσέρτων. Κούτσαινε από το ένα πόδι, και για τούτο οι φίλοι του

τον έλεγαν Πηδηχτό Χόλοχαν. Τριγυρνούσε αδιάκοπα, στεκόταν

ώρες στις γωνιές των δρόμων συζητώντας και κρατώντας σημειώ­

σεις τελικά ωστόσο, όλα τα ταχτοποίησε η κυρία Κήρνι.

Η δεσποινίς Ντέβλιν είχε γίνει κυρία Κήρνι από πείσμα. Είχε

μορφωθεί σ' ένα αριστοκρατικό σχολείο καλογραιών και είχε μά­

θει γαλλικά και μουσική. Όπως ήταν από φυσικού της ψυχρή και

αλύγιστη, είχε λίγες φίλες στο σχολείο. Σαν έφτασε σε ηλικία γά­

μου, την έστειλαν σε πολλές συναναστροφές, και σ' αυτές θαυμά­

στηκαν πολύ οι άψογοι τρόποι της και το παίξιμό της. Καθότανε

μέσα στον παγερό κύκλο των ταλέντων της, περιμένοντας να τ' α­

ψηφήσει κάποιος γαμπρός και να της προσφέρει μια περίλαμπρη

ζωή. Αλλά οι νέοι που της σύστηναν ήταν πολύ κοινοί και δεν

τους ενθάρρυνε, πασχίζοντας να παρηγορήσει τις ρομαντικές ε­

φέσεις της με το να τρώει ένα σωρό λουκούμια στα κρυφά. Ωστό­

σο, καθώς περνούσαν τα χρόνια κι οι φίλες της άρχισαν να την

κουτσομπολεύουν, τις έκανε να σωπάσουν με το να παντρευτεί

τον κύριο Κήρνι, υποδηματοποιό στην Προκυμαία Όρμοντ.

Ήταν πολύ μεγαλύτερός της. Η συνομιλία του, σοβαρή, γινό­

ταν κατά διαστήματα μέσ' από τη μεγάλη, καστανή γενειάδα του.

Ύστερα από τον πρώτο χρόνο έγγαμης ζωής, η κυρία Κήρνι είχε

αντιληφθεί πως ένας τέτοιος άντρας θα της πήγαινε καλύτερα α­

πό έναν ρομαντικό, αυτή όμως δεν παρατούσε ποτέ τις ρομαντι­

κές ιδέες της. Ήταν εγκρατής, οικονόμα και ευσεβής. Εκείνος

Page 137: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑΜΗΤΕΡΑ 137

μεταλάβαινε κάθε πρώτη Παρασκευή, κάποιες φορές μαζί της,

πιο συχνά μόνος του. Αλλά η δική της θρησκευτική πίστη ποτέ δεν

εξασθένησε· και ήταν καλή σύζυγος. Σε δεξιώσεις ή γλέντια σε

ξένα σπίτια, μόλις ανασήκωνε τόσο δα το φρύδι της, εκείνος ση­

κωνόταν για ν' αποχαιρετήσει, και όταν τον πείραζε ο βήχας του,

του σκέπαζε τα πόδια με το πουπουλένιο πάπλωμα και του έφτια­

χνε ένα δυνατό πόντσι με ρούμι. Όσο για κείνον, ήταν ένας πατέ­

ρας πρότυπο. Πληρώνοντας ένα μικρό ποσόν κάθε βδομάδα σε

μια εταιρεία, εξασφάλιζε για καθεμιά από τις δύο κόρες του μια

προίκα από εκατό λίρες όταν θα γίνονταν είκοσι τεσσάρων χρό­

νων. Τη μεγαλύτερη κόρη του, την Καθλήν, την έστειλε σ' ένα κα­

λό σχολείο καλογραιών -εκεί έμαθε γαλλικά και μουσική- κι ύ­

στερα στην Ακαδημα·ίκή Σχολή. Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο, η κυρία

Κήρνι έβρισκε την ευκαιρία να πει σε κάποια φίλη:

«0 καημένος ο άντρας μου μας στέλνει στο Σκέρις για μερικές βδομάδες».

Αν δεν ήταν το Σκέρις, ήταν το Χάουθ ή το Γκρέηστοουνς.

Σαν άρχισε να εκτιμάται η Ιρλανδική Αναγέννηση, η κυρία

Κήρνι αποφάσισε να επωφεληθεί από τη φήμη της κόρης της κι έ­

φερε έναν ιρλανδό δάσκαλο στο σπίτι. Η Καθλήν και η αδελφή

της έστελναν στις φίλες τους ιρλανδικές καρτποστάλ, και οι φίλες

τους τούς απαντούσαν με άλλες ιρλανδικές καρτποστάλ. Ορισμέ­

νες Κυριακές που ο κύριος Κήρνι πήγαινε με την οικογένειά του

στον καθεδρικό ναό, ένα μικρό πλήθος μαζευόταν μετά τη

λειτουργία στη γωνία της Καθήντραλ Στρητ. Όλοι ήταν φίλοι των

Κήρνι -μουσικόφιλοι ή εθνικιστές- και αφού εξαντλούσαν το

κουτσομπολιό, έδιναν τα χέρια, γελώντας για τη διασταύρωση τό­

σων χεριών, και αποχαιρετιόνταν σε ιρλανδική γλώσσα. Σε λίγο

το όνομα της μις Καθλήν Κήρνι άρχισε ν' ακούεται συχνά στα χεί­

λια του κόσμου. Έλεγαν πως ήταν πολύ καλή μουσικός και πολύ

νόστιμη κοπέλα, επίσης πως υποστήριζε την κίνηση σχετικά με τη

γλώσσα. Η κυρία Κήρνι ήταν πολύ ευχαριστημένη γι' αυτό. Δεν

παραξενεύτηκε λοιπόν, όταν ο κύριος Χόλοχαν ήρθε μια μέρα

και της πρότεινε, να συνοδέψει η κόρη της στο πιάνο μια σειρά α­

πό τέσσερις μεγάλες συναυλίες, που θα 'δινε ο σύλλογός τους

στην Παλαιά Αίθουσα Συναυλιών. Τον πήγε στο σαλόνι, τον έβα~

λε να καθίσει, κι έφερε την καράφα με το κρασί κι ένα ασημένιο

Page 138: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

138 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

κουτί, σε σχήμα βαρελιού, με μπισκότα. Συζήτησε τις λεπτομέρει­

ες με καρδιά και με ψυχή, συμβούλεψε και απέτρεψε, και τελικά

διατυπώθηκε το συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο η Καθλήν θα έ­

παιρνε οχτώ γκινέες για τις υπηρεσίες της, που θα συνόδευε με το

πιάνο τα τέσσερα μεγάλα κοντσέρτα.

Καθώς ο κύριος Χόλοχαν ήταν πρωτάρης σε τέτοια λεπτά ζη­

τήματα -να συνταχτούν οι αγγελίες και να καταρτιστεί το πρό­

γραμμα- τον βοήθησε η κυρία Κήρνι. Είχε τακτ. Ήξερε ποιων

αρτίστ το όνομα έπρεπε να τυπωθεί με κεφαλαία γράμματα και

ποιων με μικρά. Ήξερε πως δε θ' άρεσε στον πρώτο τενόρο να

'ρχεται μετά τα κωμικά νούμερα του κυρίου Μηντ. Για να διατη­

ρηθεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του κοινού, έχωσε τα αμφίβολα

νούμερα ανάμεσα στα παλιά και αγαπητά. Ο κύριος Χόλοχαν ερ­

χόταν στο σπίτι της κάθε μέρα να τη συμβουλευτεί για κάτι. Πά­

ντα τον συμβούλευε με τρόπο φιλικό -πραγματικά θερμό.

Έσπρωχνε την καράφα προς τον κύριο Χόλοχαν λέγοντας:

«Εμπρός, σερβιριστείτε».

Κι όσο εκείνος γέμιζε το ποτήρι του, τον ενθάρρυνε: «Μη φο­

βάστε! Μην το φοβάστε!»

Όλα πήγαιναν καλά. Η κυρία Κήρνι αγόρασε λίγο ροζ μετα­

ξωτό από το κατάστημα Μπράουν Τόμας για να γαρνίρει μπρο­

στά το φόρεμα της Καθλήν. Στοίχισε ακριβούτσικα, μα υπάρχουν

περιστάσεις που ένα μικρό έξοδο είναι δικαιολογημένο. Πήρε

καμιά δωδεκαριά εισιτήρια των δύο σελινιών για το τελευταίο κο­

ντσέρτο και τα 'στειλε σε κάτι φίλους, που διαφορετικά δεν μπο­

ρούσε να τους έχει εμπιστοσύνη πως θα πήγαιναν. Δεν ξέχασε τί­

ποτα, και χάρη σ' αυτήν έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν.

Τα κοντσέρτα θα δίνονταν Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και

Σάββατο. Σαν έφτασε η κυρία Κήρνι με την κόρη της την Τετάρτη

το βράδυ στην Παλαιά Αίθουσα Συναυλιών, δεν της άρεσε η κα­

τάσταση. Μερικοί νεαροί με φανταχτερές γαλάζιες κονκάρδες

στο σακάκι τους, στέκονταν χασομέρηδες στο χωλάκι της εισό­

δου· κανένας τους δε φορούσε σμόκιν. Προσπέρασε μαζί με την

κόρη της και μια ματιά από την ανοιχτή πόρτα της αίθουσας της

φανέρωσε την αιτία της ραθυμίας των νεαρών. Στην αρχή, ανα­

ρωτήθηκε μήπως είχε κάνει λάθος στην ώρα. Μα όχι, ήταν οχτώ

παρά είκοσι.

Page 139: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑΜΗΊΈΡΑ 139

Στο φουαγιέ των καλλιτεχνών, πίσω από τη σκηνή, τη σύιπη­

σαν στο γραμματέα του συλλόγου, τον κύριο Φιτζπάτρικ. Του χα­

μογέλασε και τον χαιρέτησε με χειραψία. Ήταν κοντούλης,

με χλομό, ανέκφραστο πρόσωπο. Πρόσεξε πως φορούσε το μα­

λακό καφετί καπέλο του aτημέλητα, στο πλάι, και πως η φωνή

του ήταν μονότονη. Κρατούσε στο χέρι του ένα πρόγραμμα, και

όσο της μιλούσε, μασούλιζε μιαν άκρη του, που είχε καταντήσει

ένας υγρός πολτός. Φαινόταν να παίρνει ανάλαφρα τις

aπογοητεύσεις. Ο κύριος Χόλοχαν έμπαινε κάθε λίγα λεπτά με

ειδήσεις από τη θυρίδα για τα εισιτήρια. Οι αρτίστ κουβέντιαζαν

νευριασμένοι αναμεταξύ τους, ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές στον

καθρέφτη και τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τις νότες που κρατού­

σαν στο χέρι. Όταν η ώρα πλησίαζε οχτώ και μισή, οι λιγοστοί α­

κροατές ιπην αίθόυσα άρχισαν να εκφράζουν την ανυπομονησία τους. Ο κύριος Φιτζπάτρικ γύρισε στο φουαγιέ, χαμογέλασε αό­

ριστα και είπε:

«Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, υποθέτω πως καλύτερα ν' αρχί­

σουμε το χορό».

Η κυρία Κήρνι υποδέχτηκε την πολύ συρτή τελευταία συλλαβή

με μια γρήγορη περιφρονητική ματιά, κι ύστερα είπε ιπην κόρη

της ενθαρρυντικά:

«Είσαι έτοιμη, χρυσή μου;»

Μόλις βρήκε την ευκαιρία, φώναξε τον κύριο Χόλοχαν παρά­

μερα και τον ρώτησε τι σήμαινε αυτή η κατάσταση. Ο κύριος Χό­

λοχαν δεν ήξερε. Είπε μονάχα πως η επιτροπή είχε κάνει λάθος

να διοργανώσει τέσσερα κοντσέρτα: τέσσερα ήταν πάρα πολλά.

«Και οι αρτίστ;» είπε η κυρία Κήρνι. «Βέβαια, βάζουν όλα τους

τα δυνατά, μα η αλήθεια είναι πως δεν είναι καλοί».

Ο κύριος Χόλοχαν παραδέχτηκε πως οι αρτίστ δεν ήταν καλοί,

αλλά είπε πως η επιτροπή είχε αποφασίσει να πάνε όπως όπως τα

πρώτα τρία κοντσέρτα, και να κρατήσει όλα τα ταλέντα για το

σαββατόβραδο. Η κυρία Κήρνι δεν είπε τίποτα, αλλά όσο τα μέ­

τρια νούμερα ακολουθούσαν το ένα το άλλο ιπην εξέδρα, και οι

λίγοι άνθρωποι στη σάλα λιγόστευαν ολοένα, άρχισε να μετανιώ­

νει που είχε ανακατευτεί σε τέτοιο κοντσέρτο. Ήταν κάτι που δεν

της άρεσε σε όλ' αυτά, και το αόριστο χαμόγελο του κυρίου Φιτζ­

πάτρικ τη θύμωνε πολύ. Δεν είπε τίποτα, και περίμενε να δει το

Page 140: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

140 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τέλος. Το κοντσέρτο τέλειωσε λίγο πριν από τις δέκα και όλοι έ­

φυγαν βιαστικοί για τα σπίτια τους.

Στο κοντσέρτο της Πέμπτης ήρθε κάπως περισσότερος κόσμος,

μα η κυρία Κήρνι πρόσεξε αμέσως πως η αίθουσα ήταν γεμάτη

χαρτιά. Το ακροατήριο φερνόταν άτοπα, σαν να 'ταν το κοντσέρ­

το μια ανεπίσημη γενική δοκιμή. Ο κύριος Φιτζπάτρικ φαινόταν

να το γλεντάει, αδιαφορώντας :iτως η κυρία Κήρνι παρακολου­

θούσε θυμωμένη τη διαγωγή του. Στεκότανε στην άκρη της κουρ­

τίνας του βάθους, και κάθε τόσο ξεπρόβαλλε το κεφάλι του κι a­ντάλλαζε γέλια με δυο φίλους του, στη γωνιά της γαλαρίας. Στο

διάστημα της βραδιάς, η κυρία Κήρνι πληροφορήθηκε πως θα ε­

γκαταλειπόταν το κοντσέρτο της Παρασκευής, και πως η επιτρο­

πή θα κινούσε γη και ουρανό για να εξασφαλίσει μια γεμάτη αί­

θουσα το σαββατόβραδο. Σαν τ' άκουσε αυτό, έψαξε να βρει τον

κύριο Χόλοχαν. Τον στρίμωξε καθώς πήγαινε βιαστικά, κουτσαί­

νοντας, ένα ποτήρι λεμονάδα σε μια δεσποινίδα, και τον ρώτησε

αν ήταν αλήθεια. Ναι, ήταν αλήθεια.

«Όμως, φυσικά, αυτό δε μεταβάλλει το συμβόλαιο» είπε εκεί­

νη. Το συμβόλαιο ήταν για τέσσερις συναυλίες.

Ο κύριος Χόλοχαν φαινόταν βιαστικός τη συμβούλεψε να μι­

λήσει του κυρίου Φιτζπάτρικ. Η κυρία Κήρνι άρχισε ν' ανησυχεί.

Φώναξε τον κύριο Φιτζπάτρικ, που ήταν στην κουρτίνα, και του

είπε πως η κόρη της είχε υπογράψει για τέσσερις συναυλίες, και

φυσικά, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, θα 'πρεπε να

πάρει το ποσόν που είχε οριστεί αρχικά, είτε δώσει είτε δε δώσει

ο σύλλογος τα τέσσερα κοντσέρτα. Ο κύριος Φιτζπάτρικ, που δεν

είχε καταλάβει με την πρώτη το επίμαχο ζήτημα, φαινόταν ανίκα­

νος να δώσει λύση σ' αυτή την ανωμαλία, και είπε πως θα υπο­

βάλει το ζήτημα στην επιτροπή. Ο θυμός της κυρίας Κήρνι άρχιζε

να τρεμουλιάζει τα μάγουλά της κι έκανε ό,τι μπορούσε για να μη

ρωτήσει:

«Και ποια είναι η Επιτροπή, παρακαλώ;»

Αλλά κατάλαβε πως αυτό δε θα 'ταν σωστό για μια κυρία, κι έ­

τσι σώπασε.

Νωρίς την Παρασκευή το πρωί, ξαπόλυσαν μερικά παιδιά

στους κυριότερους δρόμους του Δουβλίνου, για να μοιράσουν αγ­

γελτήρια. Ειδικές διαφημίσεις στις απογευματινές εφημερίδες υ-

Page 141: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑΜΙΠΕΡΑ 141

πενθύμιζαν στο φιλόμουσο κοινό την απόλαυση που τους περίμε­

νε την κατοπινή βραδιά. Η κυρία Κήρνι είχε κάπως καθησυχάσει,

αλλά έκρινε καλό να ανακοινώσει στον άντρα της ένα μέρος από

τις υποψίες της. Την άκουσε προσεχτικά και είπε πως θα 'ταν ί­

σως προτιμότερο να τη συνόδευε το σαββατόβραδο στο κοντσέρ­

το. Έμεινε σύμφωνη. Σεβόταν τον άντρα της με τον ίδιο τρόπο

που σεβόταν το Κεντρικό Ταχυδρομείο, σαν κάτι μεγάλο, στέρεο

και σίγουρο, και μόλο που ήξερε τον περιορισμένο αριθμό των

προσόντων του, εκτιμούσε την αφηρημένη έννοια της αξίας του

σαν αρσενικού. Χάρηκε που της είχε προτείνει να πάει μαζί της.

Ανασκόπησε τα σχέδιά της.

Έφτασε η βραδιά του μεγάλου κοντσέρτου. Η κυρία Κήρνι, με

τον άντρα της και την κόρη της, έφτασαν κι αυτοί στην Παλαιά

Αίθουσα Συναυλιών τρία τέταρτα πριν από την ώρα που θ' άρχιζε

η συναυλία. Κατά κακή τύχη, η βραδιά ήταν βροχερή. Η κυρία

Κήρνι άφησε στη φύλαξη του άντρα της το πανωφόρι και τις νότες

της κόρης της, και βάλθηκε να ψάχνει σε ολόκληρο το κτίριο τον

κύριο Χόλοχαν ή τον κύριο Φιτζπάτρικ. Δεν μπόρεσε να βρει κα­

νέναν απ' τους δυο. Ρώτησε τους επόπτες αν ήταν στην αίθουσα

κανένα μέλος της επιτροπής, και ύστερα από μεγάλες δυσκολίες,

ένας επόπτης έφερε έξω μια κοντουλή γυναίκα που την έλεγαν

μις Μπηρν, και η κυρία Κήρνι της εξήγησε πως ήθελε να δει έναν

από τους υπεύθυνους. Η μις Μπηρν τούς περίμενε από στιγμή σε

στιγμή, και ρώτησε αν μπορούσε να την εξυπηρετήσει αυτή. Η κυ­

ρία Κήρνι κοίταξε ερευνητικά το ηλικιωμένο πρόσωπο με την έκ­

φραση της εμπιστοσύνης και του ενθουσιασμού, και αποκρίθηκε:

«Όχι, ευχαριστώ».

Η κοντουλή γυναίκα έλπιζε πως θα γέμιζε η αίθουσα. Κοίταξε

έξω τη βροχή, ώσπου η μελαγχολία του βρεμένου δρόμου έσβησε

όλη την εμπιστοσύνη και τον ενθουσιασμό από τα ζαρωμένα χα­

ρακτηριστικά της. Αναστέναξε ανάλαφρα και είπε:

«Ας είναι! Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, ένας Θεός το ξέ­

ρει».

Η κυρία Κήρνι αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στο φουαγιέ. Οι αρτίοτ άρχισαν να καταφτάνουν. Ο μπάσος κι ο δεύτερος

τενόρος είχαν έρθει κιόλας. Ο μπάσος, ο κύριος Ντάγκαν, ήταν έ­

νας ψηλόλιγνος νεαρός με αραιό μαύρο μουστάκι. Ήταν γιος

Page 142: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

142 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

πορτιέρη σ' ένα μέγαρο με γραφεία, και οι βαθιές, μακρόσυρτες

νότες που τραγουδούσε από παιδί, αντηχούσαν στο χωλ. Από τού­

τη την ταπεινή θέση είχε υψωθεί, ώσπου έγινε ένας πρώτης τάξε­

ως αρτίστ. Είχε τραγουδήσει σε όπερες. Μια βραδιά που είχε αρ­

ρωστήσει ο αρτίστ της όπερας, είχε αναλάβει το ρόλο του βασιλιά

στην όπερα Μαριτάνα, στο Βασιλικό Θέατρο. Τραγούδησε με με­

γάλο αίσθημα και όγκο φωνής, και η γαλαρία τον χειροκρότησε

θερμά -αλλά, δυστυχώς, χάλασε την καλή εντύπωση όταν σκούπι­

σε τη μύτη του μια δυο φορές, από αφηρημάδα, με το γαντοφορε­

μένο χέρι του. Ήταν ταπεινός και λιγομίλητος. Μιλούσε τόσο σι­

γανά, που κανένας δεν τον πρόσεχε, και δεν έπινε άλλο από γά­

λα, για χατίρι της φωνής του. Ο κύριος Μπελ, ο δεύτερος τενόρος,

ήταν ένας κοντούλης με ξανθά μαλλιά, που κάθε χρόνο έπαιρνε

μέρος στο διαγωνισμό του Φέις Σεόιλ. Στον τέταρτο διαγωνισμό

βραβεύτηκε με χάλκινο μετάλλιο. Ήταν εξαιρετικά νευρικός, ζή­

λευε τρομερά τους άλλους τενόρους, και έκρυβε τη νευρική του

ζήλια κάτω από εκδηλώσεις φιλίας. Είχε την ιδιοτροπία να δίνει

στους άλλους να καταλαβαίνουν τι μαρτύριο ήταν γι' αυτόν ένα

κοντσέρτο. Έτσι, σαν είδε τον κύριο Ντάγκαν, σίμωσε και τον

ρώτησε:

«Παίρνεις μέρος κι εσύ;»

«Ναι» αποκρίθηκε ο κύριος Ντάγκαν.

Ο κύριος Μπελ γέλασε, άπλωσε το χέρι του και είπε:

«Κόλλα το!»

Η κυρία Κήρνι προσπέρασε τους δυο νέους και πήγε στην ά­

κρη της κουρτίνας, για να ρίξει μια ματιά στην αίθουσα. Τα καθί­

σματα γέμιζαν γοργά κι ένας ευχάριστος θόρυβος κυκλοφορούσε

στη σάλα. Γύρισε στο φουαγιέ και σιγοκουβέντιαζε με τον άντρα

της. Η συνομιλία τους είχε για θέμα, φυσικά, την Καθλήν, επειδή

και οι δυο τής έριχναν συχνά ματιές εκεί που κουβέντιαζε όρθια

με μιαν από τις εθνικόφρονες φίλες της, τη μις Χήλυ, την κοντράλ­

τα. Μια άγνωστη γυναίκα με χλομό πρόσωπο, μπήκε στο φουαγιέ

και προχώρησε. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν με περιέργεια

την αδύνατη σιλουέτα της με το ξεθωριασμένο γαλάζιο φουστάνι.

Κάποια είπε πως ήταν η Μαντάμ Γκλυν, η σοπράνο.

«Αναρωτιέμαι πού την ξετρυπώσανε» είπε η Καθλήν στη μις

Χήλυ. «Δεν έχω ξανακούσει γι' αυτήν».

Page 143: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

MIAMH'fEPA 143

Η μις Χήλυ χαμογέλασε υποχρεωτικά. Ο κύριος Χόλοχαν μπή­

κε κουτσαίνοντας στο φουαγιέ εκείνη τη στιγμή, και οι δυο νεα­

ρές τον ρώτησαν ποια ήταν η άγνωστη γυναίκα. Τους είπε πως ή­

ταν η Μαντάμ Γκλυν από το Λονδίνο. Η Μαντάμ Γκλυν πήγε και

στάθηκε σε μια γωνιά, κρατώντας γερά ένα ρολό νότες μπροστά

της, και αλλάζοντας κάθε τόσο την κατεύθυνση της φοβισμένης

ματιάς της.

Η σκιά προστάτεψε το ξεθωριασμένο φουστάνι της, μα έπεσε

εκδικητική στο μικρό βαθούλωμα πίσω, στο σπόνδυλο του λαιμού

της. Ο θόρυβος στη σάλα ακουγόταν πιο δυνατός. Ο πρώτος τενό­

ρος κι ο βαρύτονος έφτασαν μαζί. Ήταν κι οι δυο καλοντυμένοι,

γεμάτοι και με ύφος ευχαριστημένο, κι έφεραν μια πνοή ευμάρει­

ας στη συντροφιά.

Η κυρία Κήρνι τούς παρουσίασε την κόρη της και κουβέντιασε

μαζί τους φιλικά. Ήθελε να τους καλοπιάσει, μα ενώ από τη μιά

πάσχιζε να 'ναι ευγενική μαζί τους, τα μάτια της, από την άλλη,

παρακολουθούσαν τα κούτσα κούτσα πάνε κι έλα του κυρίου Χό­

λοχαν. Μόλις μπόρεσε, ξέφυγε με κάποια δικαιολογία Και τον πήρε το κατόπι:

«Κύριε Χόλοχαν, θέλω να σας μιλήσω μια στιγμή».

Κατέβηκαν σε μια παραμεριά του διαδρόμου. Η κυρία Κήρνι

τον ρώτησε πότε θα πληρωθεί η κόρη της. Ο κύριος Χόλοχαν α­

ποκρίθηκε πως αυτό το ζήτημα το 'χε αναλάβει ο κύριος Φιτζπά­

τρικ. Η κυρία Κήρνι είπε πως δεν είχε καμιά δουλειά με τον κύ­

ριο Φιτζπάτρικ. Η κόρη της είχε υπογράψει ένα συμβόλαιο για ο­

χτώ γκινέες κι έπρεπε να πληρωθεί. Ο κύριος Χόλοχαν είπε πως

δεν ήταν δική του δουλειά.

«Γιατί δεν είναι δική σας δουλειά;» ρώτησε η κυρία Κήρνι.

«Εσείς ο ίδιος δεν της φέρατε το συμβόλαιο; Πάντως, αν δεν εί­

ναι δική σας δουλειά, είναι δική μου, και εννοώ να την ξεκαθαρί­

σω».

«Καλά θα κάνετε να μιλήσετε με τον κύριο Φιτζπάτρικ» είπε

ξεκάθαρα ο κύριος Χόλοχαν,

«Δεν έχω καμιά δουλει~ με τον κύριο Φιτζπάτρικ» επανέλαβε η

κυρία Κήρνι. «Έχω το συμβόλαιό μου και εννοώ να εκτελεστεί».

Όταν γύρισε στο φουαγιέ, τα μάγουλά της ήταν λίγο αναμμέ­

να. Εδώ επικρατούσε ζωηρότητα. Δυο άντρες με ένδυμα περιπά-

Page 144: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

144 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

του και όχι βραδινό, είχαν κάνει κατοχή του τζακιού και κουβέ­

ντιαζαν με οικειότητα με τη μις Χήλυ και το βαρύτονο. Ο ένας ή­

ταν ο ρεπόρτερ της εφημερίδας Ελεύθερος, και ο άλλος ήταν .ο

κύριος Ο'Μάντεν Μπαρκ. Ο ρεπόρτερ του Ελεύθερου είχε έρθει

για να πει πως δεν μπορούσε να περιμένει για το κοντσέρτο επει­

δή έπρεπε να κάνει ρεπορτάζ για μια διάλεξη ενός αμερικανού

παπά στο Δημαρχείο. Είπε ν' αφήσουν στ' όνομά του τις λεπτομέ­

ρειες για το κοντσέρτο στα γραφεία του Ελεύθερου και θα φρό­

ντιζε αυτός να δημοσιευτούν. Ο ρεπόρτερ ήταν ένας πενηντάρης

με γκρίζα μαλλιά, γλυκιά φωνή και προσεχτικούς τρόπους. Κρα­

τούσε στο χέρι του ένα σβησμένο πούρο, που το άρωμα του κα­

πνού του ήταν διάχυτο γύρω του. Δεν είχε έρθει με την πρόθεση

να μείνει έστω μια στιγμή, επειδή βαριόταν εξαιρετικά τα κο­

ντσέρτα και τους αρτίστ, μα ωστόσο έμεινε, ακουμπώντας στο

ράφι του τζακιού. Η μις Χήλυ στεκότανε μπροστά του, κουβε­

ντιάζοντας και γελώντας. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος ώστε να μην

πάει ο νους σου σε υποψίες για την αιτία της ευγενικής συμπερι­

φοράς της, αλλά και αρκετά νέος σε διάθεση, ώστε να βρίσκει

ευχαρίστηση. Η θέρμη, το άρωμα και οι πιθανότητες του κορμιού

της τραβούσαν τις αισθήσεις του. Είχε την ευχάριστη αντίληψη ό­

τι το στήθος που έβλεπε ν' ανεβοκατεβαίνει απαλά κάτω απ' τα

μάτια του, ανεβοκατέβαινε γι' αυτόν εκείνη τη στιγμή, πως το γέ­

λιο, το άρωμα και οι μελετημένες ματιές ήταν γι' αυτόν. Όταν

δεν μπορούσε πια να μείνει περισσότερο, την καληνύχτισε με λύ­

πη του.

«0 Ο'Μάντεν Μπαρκ θα γράψει το σημείωμα» εξήγησε στον κύριο Χόλοχαν, «Και θα φροντίσω να δημοσιευτεί».

«Ευχαριστώ πολύ, κύριε Χέντρικ» είπε ο κύριος Χόλοχαν. «Εί­

μαι βέβαιος πως θα το φροντίσετε. Δε θέλετε να πάρετε κάτι πριν

φύγετε;»

«Δε θα 'λεγα όχι» αποκρίθηκε ο κύριος Χέντρικ.

Μέσα από στριφογυριστούς διαδρόμους, κι αφού ανέβηκαν

μια σκοτεινή σκάλα, έφτασαν σ' ένα απομονωμένο δωμάτιο. Ένα

γκαρσόνι άνοιγε μπουκάλια για μερικούς κυρίους που ήταν εκεί.

Ένας από τους κυρίους αυτούς ήταν ο κύριος Ο'Μάντεν Μπαρκ,

που είχε ανακαλύψει ενστικτωδώς το δωμάτιο. Ήταν ένας γλυκο­

μίλητος, πάνω από μεσόκοπος άντρας, που ισορροπούσε το επι-

Page 145: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

MIAMH'fEPA 145

βλητικό του κορμί, όταν στεκότανε, πάνω σε μια μεγάλη μεταξω­

τή ομπρέλα. Το μεγαλόστομο δυτικό όνομά του ήταν η ηθική ομ­

πρέλα, που πάνω της ισορροπούσε το λεπτό πρόβλημα των οικο­

νομικών του. Τον σεβότανε όλος ο κόσμος.

Στο διάστημα που ο κύριος Χόλοχαν περιποιότανε το συντάκτη

του Ελεύθερου, η κυρία Κήρνι μιλούσε τόσο ζωηρά στον άντρα

της, που ο κύριος Κήρνι αναγκάστηκε να της πει να χαμηλώσει τη

φωνή της. Οι συνομιλίες των άλλων στο φουαγιέ είχαν καταλα­

γιάσει. Ο κύριος Μπελ, ο πρώτος που θα 'βγαινε να τραγουδήσει,

στεκόταν έτοιμος, με τις νότες στο χέρι, αλλά η συνοδός στο πιάνο

δε φαινόταν πουθενά. Ασφαλώς κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο κύριος

Κήρνι κοίταζε ολόισια μπροστά του, χα"ίδεύοντας τα γένια του, ό­

σο η κυρία Κήρνι μιλούσε στ' αυτί της Καθλήν, σιγανά αλλά ζωη­

ρά. Ο πρώτος τενόρος, ο βαρύτονος και η μις Χήλυ στέκονταν μα­

ζί, περιμένοντας ήρεμα, αλλά τα νεύρα του κυρίου Μπελ ήταν πα­

ρατεντωμένα, επειδή φοβόταν πως οι ακροατές θα νόμιζαν πως

είχε αργήσει να 'ρθει.

Ο κύριος Χόλοχαν και ο Ο'Μάντεν Μπαρκ μπήκαν στο δωμά­

τιο. Η σιωπή που επικρατούσε έπεσε αμέσως στην αντίληψη του

κυρίου Χόλοχαν. Πλησίασε την κυρία Κήρνι και της μίλησε με ύ­

φος σοβαρό. Όσο κουβέντιαζαν, ο θόρυβος δυνάμωνε στη σάλα.

Ο κύριος Χόλοχαν ήταν κατακόκκινος και ταραγμένος. Μιλούσε

με ευφράδεια, μα η κυρία Κήρνι έλεγε κοφτά, κατά διαστήματα:

«Δε θα παίξει. Πρέπει να πάρει πρώτα τις οχτώ γκινέες της».

Ο κύριος Χόλοχαν έδειξε aπελπισμένος προς το μέρος της σά­

λας, όπου το ακροατήριο χειροκροτούσε και χτυπούσε τα πόδια

του. Έκανε έκκληση στα αισθήματα του κυρίου Κήρνι και της

Καθλήν. Μα ο κύριος Κήρνι εξακολούθησε να χαϊδεύει τα γένια

του και η Καθλήν κοιτούσε χάμω, κουνώντας τη μύτη του και­

νούργιου της παπουτσιού. Η κυρία Κήρνι επανέλαβε:

«Δε θα παίξει δίχως τα λεφτά της».

Ύστερα από μια ζωηρή λογομαχία, ο κύριος Χόλοχαν έφυγε

βιαστικά, κούτσα κούτσα. Σιωπή πλάκωσε το δωμάτιο. Όταν η έ­

νταση της σιωπής έγινε κάπως ανυπόφορη, η μις Χήλυ είπε στο

βαρύτονο:

«Έχετε δει καθόλου την κυρία Πατ Κάμπελ τούτη τη βδομά­

δα;»

Page 146: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

146 τzΕΗΜΣ τzοΥΣ

Ο βαρύτονος δεν την είχε δει, αλλά του είχαν πει πως ήταν πο­

λύ καλά στην υγεία της. Η συνομιλία σταμάτησε αυτού. Ο πρώτος

τενόρος έσκυψε το κεφάλι του κι άρχισε να μετράει τους κρίκους

της χρυσής αλυσίδας που ήταν απλωμένη στο γιλέκο του, χαμογε­

λώντας και μουρμουρίζοντας σποραδικές νότες, για να δει τον α­

ναπαλμό του στήθους του. Κάθε τόσο, όλοι έριχναν ματιές στην

κυρία Κήρνι.

Ο θόρυβος έξω στη σάλα είχε δυναμώσει σε φωνοκόπι, όταν ο

κύριος Φιτζπάτρικ όρμησε στο δωμάτιο, με τον κύριο Χόλοχαν

πίσω του, που κοντανάσαινε. Τα χειροκροτήματα και τα ποδο­

κροτήματα στην αίθουσα συνοδεύονταν πότε πότε με σφυρίγμα­

τα. Ο κύριος Φιτζπάτρικ κρατούσε μερικά χαρτονομίσματα στο

χέρι του. Μέτρησε τέσσερα στο χέρια της κυρίας Κήρνι και είπε

πως θα της έδινε τ' άλλα μισά στο διάλειμμα.

«Λείπουν τέσσερα σελίνια» είπε η κυρία Κήρνι.

Μα η Καθλήν μάζεψε τη φούστα της και είπε: «Εμπρός, κύριε

Μπελ» στο πρώτο νούμερο, που έτρεμε σαν φύλλο λεύκας. Ο τρα­

γουδιστής και η συνοδεύτρια στο πιάνο βγήκαν μαζί. Ο θόρυβος

στη σάλα σταμάτησε. Μια σιωπή μερικά δευτερόλεπτα, κι ύστερα

ακούστηκε το πιάνο.

Το πρώτο μέρος του κοντσέρτου είχε μεγάλη επιτυχία, με εξαί­

ρεση τη Μαντάμ Γκλυν. Η καημένη τραγούδησε το Κiλαρνι με

μιαν άχρωμη λαχανιασμένη φωνή, με όλη την επιτήδευση του πα­

λιού καιρού στον τόνο και την προφορά, πιστεύοντας πως αυτό έ­

δινε χάρη στο τραγούδι της. Λες και είχε αναστηθεί από κάποιο

πολύ παλιό θεατρικό ιματιοφυλάκιο, και το πιο πρόστυχο τμήμα

από το ακροατήριο κορόιδευε τις κλαψιάρικες στριγκλιές της στις

ψηλές νότες. Όμως ο πρώτος τενόρος και η κοντράλτα κατα­

χειροκροτήθηκαν, λίγο έλειψε να γκρεμιστεί η αίθουσα. Η Κα­

θλήν έπαιξε μια εκλογή από ιρλανδικούς σκοπούς, που απέσπα­

σαν άφθονα χειροκροτήματα. Το πρώτο μέρος τέλειωσε με μια

συγκινητική πατριωτική απαγγελία από μια δεσποινίδα, που κα­

ταγινόταν με ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Της άξιζαν

τα χειροκροτήματα, και όταν τέλειωσε, οι άντρες βγήκαν για το

διάλειμμα ικανοποιμένοι.

Όλο αυτό το διάστημα, το φουαγιέ ήταν μια ερεθισμένη σφη­

κοφωλιά. Σε μια γωνιά ήταν μαζεμένοι ο κύριος Χόλοχαν, ο κύ-

Page 147: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜIΑΜΗΊΈΡΑ 147

ριος Φιτζπάτρικ, η μις Μπηρν, δυο από τους νεαρούς επί της υπο­

δοχής, ο βαρύτονος, ο μπάσος και ο κύριος Ο'Μάντεν Μπαρκ. Ο

κύριος Ο'Μάντεν Μπαρκ είπε πως ήταν η σκανδαλωδέστερη δια­

γωγή που είχε δει στη ζωή του. Ύστερα από τούτο, είπε, η μουσι­

κή σταδιοδρομία της μις Καθλήν Κήρνι στο Δουβλίνο είχε τελειώ­

σει. Ρώτησαν το βαρύτονο π-οια ήταν η γνώμη του για τη διαγωγή

της κυρίας Κήρνι. Θα προτιμούσε να μην το σχολιάσει. Είχε πλη­

ρωθεί και ήθελε να 'χει σε εκτίμηση τους αρτίστ. Οι επί της υπο­

δοχής και οι επί των λογαριασμών συζητούσαν ζωηρά για το τι .έ­

πρεπε να γίνει στο διάλειμμα.

«Συμφωνώ με τη μις Μπηρν» είπε ο κύριος Ο'Μάντεν Μπαρκ.

«Μην της πληρώσετε τίποτα».

Σε μιαν άλλη γωνιά ήταν η κυρία Κήρνι κι ο άντρας της, ο κύ­

ριος Μπελ, η μις Χήλυ και η δεσποινίς που είχε απαγγείλει το πα­

τριωτικό κομμάτι. Η κυρία Κήρνι έλεγε πως η επιτροπή τής είχε

φερθεί σκανδαλωδώς. Δεν είχε τσιγκουνευτεί ούτε κόπο ούτε έ­

ξοδα, κι αυτό ήταν η ανταμοιβή της.

Νόμισαν πως είχαν να κάνουν με μιαν άπειρη κοπελίτσα και

πως μπορούσαν να την τυλίξουν. AJJ..ά τους είχε δείξει πως λα­

θεύτηκαν πάνω σ' αυτό. Δε θα 'χαν τολμήσει να της φερθούν έτσι

αν ήταν άντρας. Όμως θα φρόντιζε αυτή για τα δικαιώματα της

κόρης της: αυτήν δε θα την κορόιδευαν. Αν δεν την πλήρωναν ώς

την τελευταία πεντάρα, θα 'κανε να βουίξει το Δουβλίνο. Φυσικά,

λυπόταν για λογαριασμό των αρτίστ. Μα τι άλλο να κάνει; Από­

δειξη ο δεύτερος τενόρος, που είπε πως κατά τη γνώμη του δεν

της φέρθηκαν καλά. Ύστερα επικαλέστηκε τη γνώμη της μις Χή­

λυ. Η μις Χήλυ ήθελε να πάει στην άλλη παρέα, αλλά δεν της άρε­

σε να κάνει κάτι τέτοιο, επειδή ήταν φίλη της Καθλήν, και οι Κήρ­

νι την είχαν καλέσει συχνά στο σπίτι τους.

Μόλις τέλειωσε το πρώτο μέρος, ο κύριος Φιτζπάτρικ και ο κύ­

ριος Χόλοχαν πλησίασαν την κυρία Κήρνι και της είπαν πως τις

άλλες τέσσερις γκινέες θα τις πλήρωναν μετά τη συνεδρίαση της

επιτροπής, την ερχόμενη Τρίτη, και πως στην περίπτωση που η

κόρη της δε θα 'παιζε στο δεύτερο μέρος, η επιτροπή θα θεωρού­

σε άκυρο το συμβόλαιο και δε θα πλήρωνε τίποτα.

«Δεν έχω δει καμιά επιτροπή>> αποκρίθηκε με θυμό η κυρία

Κήρνι. «Η κόρη μου έχει το συμβόλαιό της. Θα πάρει στο χέρι

Page 148: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

148 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τέσσερις λίρες και οχτώ σελίνια, ειδεμή δε θα ξαναπατήσει σ' αυ­

τή την εξέδρα».

«Εκπλήττομαι για σας, κυρία Κήρνι» είπε ο κύριος Χόλοχαν.

«Ποτέ μου δε φανταζόμουν ότι θα μας φερνόσαστε μ' αυτό τον

τρόπο».

«Κι εσείς με ποιον τρόπο μου φέρεστε;» ρώτησε η κυρία Κήρνι.

Το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει μ' ένα χρώμα μουντωμένο

απ' το θυμό, λες κι ήταν έτοιμη να χειροδικήσει.

«Ζητώ τα δικαιώματά μου» είπε.

«Θα 'πρεπε να 'χετε κάποια αντίληψη της ευπρέπειας» της α­

ποκρίθηκε.

«Ναι, αλήθεια; Κι όταν ρωτώ πότε θα πληρωθεί η κόρη μου, να

μην μπορώ να πάρω μια καθωσπρέπει απάντηση ... » Ανασήκωσε το κεφάλι της περήφανα και είπε με ύφος υπερο­

πτικό:

«Να μιλήσετε με το γραμματέα γι' αυτό το ζήτημα. Δεν είναι δι­

κή μου· δουλειά. Και να μη με σκοτίζετε».

«Νόμιζα πως είστε κυρία» είπε ο κύριος Χόλοχαν και την πα­

ράτησε απότομα.

Ύστερα από τούτο, όλοι καταδίκασαν τη διαγωγή της κυρίας

Κήρνι: και όλοι ενέκριναν το φέρσιμο της επιτροπής. Στεκότανε

στην πόρτα, εξαγριωμένη από τη λύσσα, συζητώντας με τον άντρα

και την κόρη της και χειρονομώντας. Περίμενε ώσπου να 'ρθει η

ώρα για το δεύτερο μέρος, με την ελπίδα πως θα 'ρχόταν να της

μιλήσει κάποιος από την επιτροπή. Αλλά η μις Χήλυ είχε την κα­

λοσύνη να δεχτεί να παίξει ένα δυο ακομπανιαμέντα. Η κυρία

Κήρνι αναγκάστηκε να παραμερίσει για να περάσει ο βαρύτονος

και η κοπέλα που θα τον συνόδευε στο πιάνο, και να βγουν στην

εξέδρα. Έμεινε ακίνητη μια στιγμή, σαν οργισμένο μαρμάρινο ά­

γαλμα, κι όταν χτύπησαν στ' αυτιά της οι πρώτες νότες του τρα­

γουδιού, άρπαξε την μπέρτα της κόρης της και είπε στον άντρα

της:

«Φέρε ένα αμάξι!»

Ο άντρας της βγήκε μεμιάς. Η κυρία Κήρνι τύλιξε την κόρη της

με την μπέρτα και ακολούθησε τον άντρα της. Καθώς έβγαινε από

την πόρτα, σταμάτησε και κοίταξε τον κύριο Χόλοχαν κατάμου­

τρα.

Page 149: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΜΙΑΜΙΠΕΡΑ 149

«Δεν ξόφλησα μαζί σας» του είπε.

«Εγώ όμως ξόφλησα μαζί σας» είπε εκείνος.

Η Καθλήν ακολούθησε τη μητέρα της πειθήνια. Ο κύριος Χό­

λοχαν άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο, μια πάνω μια κάτω, για

να του πέσει η έξαψη, επειδή ένι(Ι}θε το δέρμα του να καίει.

«Καθωσπρέπει κυρία!» μουρμούρισε. «Α, πραγματικά καθωσ-

πρέπει κυρία!»

«Έκανες το σωστό, Χόλοχαν» είπε ο κύριος Ο'Μάντεν

Μπαρκ, γέρνοντας επιδοκιμαστικά πάνω στην ομπρέλα του.

Page 150: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Ευλογία

Δυο κύρωι που έτυχε να βρίσκονται σtους νιπτήρες εκείνη τη

σtιγμή, πάσχισαν να τον σηκώσουν, μα σtάθηκε αδύνατον. Κειτό­

τανε σωριασμένος σtα πόδια της σκάλας, που την είχε κουτρου­

βαλήσει. Κατάφεραν να τον γυρίσουν ανάσκελα. Το καπέλο του

είχε κυλήσει λίγα μέτρα πιο πέρα, και τα ρούχα του ήταν πασα­

λειμμένα με βρωμιές και λασπόνερα από κει που είχε πέσει

μπρούμυτα. Τα μάτια του ήταν κλεισtά και ανάσαινε βογκώντας.

Ένα λεπτό αυλάκι αίμα έσtαζε από τη γωνιά των χειλιών του.

Οι δυο κύρωι κι ένα γκαρσόνι τον ανέβασαν και τον ξάπλω­

σαν χάμω, σtο πάτωμα του μπαρ. Μέσα σε δυο λεπτά, βρέθηκε

τριγυρισμένος από κόσμο. Το αφεντικό του μπαρ τούς ρωτούσε ό­

λους ποιος είναι κι αν ήταν κανένας μαζί του. Κανένας δεν ήξερε

ποιος είναι, μα ένα γκαρσόνι είπε πως του είχε σερβίρει ένα πο­

τηράκι ρούμι.

«Ήταν μονάχος;» ρώτησε το αφεντικό του μπαρ.

«Όχι. Ήταν και δυο κύριοι μαζί του».

«Και πού είναι τώρα;»

Κανένας δεν ήξερε. Μια φωνή είπε:

«Τραβηχτείτε ν' ανασάνει ο άνθρωπος. Είναι λιποθυμι­

σμένος».

Ο κύκλος των περιέργων χαλάρωσε και πάλι σφίχτηκε, λες και

ήταν από λάσtιχο. Μια σκούρα μεντάγια από αίμα είχε σχηματι­

σtεί κοντά σtο κεφάλι του ανθρώπου, σtο ψηφιδωτό πάτωμα. Το

αφεντικό του μπαρ, ανησυχώντας για την γκρίζα χλομά~α που εί­

χε το πρόσωπο του ανθρώπου, έσtειλε να καλέσει κάποιον αστυ­

φύλακα.

Ξεκούμπωσαν το κολάρο του ανθρώπου και του έλυσαν τη

Page 151: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΑ 151

γραβάτα. Άνοιξε τα μάτια του μια σtιγμή, ανασtέναξε και τα ξα­

νάκλεισε. Ένας από τους κυρίους που τον είχαν μεταφέρει επά­

νω, κρατούσε σtο χέρι του ένα ξεθωριασμένο ψηλό καπέλο. Το α­

φεντικό του μπαρ τούς ρώτησε όλους ποιος ήταν ο τραυματίας και

τι είχαν απογίνει οι φίλοι του. Η πόρτα του μπαρ άνοιξε, και μπή­

κε ένας πελώριος αστυφύλακας. Ένα πλήθος που τον είχε ακο­

λουθήσει καθώς ερχόταν, μαζεύτηκε έξω απ' την πόρτα, πασχίζο­

ντας να δει απ' τα τζάμια.

Το αφεντικό του μπαρ άρχισε αμέσως να διηγείται ό,τι ήξερε.

Ο αστυφύλακας, ένας νέος με χοντρά, ακίνητα χαρακτηρισtικά,

άκουγε προσεχτικά. Αργοκουνούσε το κεφάλι του δεξιά ζερβά,

από το αφεντικό του μπαρ σtον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος

χάμω, σαν να φοβόταν πως ήταν θύμα κάποιας aυταπάτης. Ύ σtε­

ρα τράβηξε το γάντι του, έβγαλε από τη ζώνη του ένα σημειωμα­

τάριο, σάλιωσε το μολύβι του κι ετοιμάστηκε να γράψει. Ρώτησε

με υποψιασμένο επαρχιώτικο τόνο:

«Ποιος είναι; Πώς τον λένε και πού μένει;»

Ένας νέος με κοσtούμι ποδηλατιστή άνοιξε δρόμο μέσ' από

τον κύκλο των θεατών. Γονάτισε πλάι σtον τραυματία και ζήτησε

να φέρουν νερό. Γονάτισε κι ο αστυφύλακας για να βοηθήσει. Ο

νέος έπλυνε το αίμα από το σtόμα του τραυματία κι ύσtερα ζήτη­

σε ένα ποτηράκι κονιάκ. Ο αστυφύλακας επανέλαβε τη διαταγή

με επιτακτική φωνή, ώσπου ένα γκαρσόνι ήρθε τρέχοντας μ' ένα

ποτήρι. Έχυσαν με το ζόρι το κονιάκ μέσα σtο λαιμό του ανθρώ­

που. Ύσtερα από λίγα δευτερόλεπτα, άνοιξε τα μάτια του και

κοίταξε ολόγυρά του, και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, πάσχι­

σε να σηκωθεί όρθιος.

«Είσtε καλά τώρα πια;» τον ρώτησε ο νέος με το ποδηλατικό

κοσtούμι.

«Πφ ... δεν είναι τίπ'τα» είπε ο τραυματίας, πασχίζοντας να ση­κωθεί.

«Τον βοήθησαν να σtαθεί σtα πόδια του. Ο μαγαζάτορας είπε

κάτι για νοσοκομείο, και μερικοί από τους θεατές είπαν τη γνώμη

τους. Του φόρεσαν το τσαλακωμένο ψηλό καπέλο. Ο αστυφύλα­

κας ρώτησε:

«Πού κατοικείτε;»

Ο άνθρωπος, δίχως ν' αποκριθεί, άρχισε να σtρίβει το μουσtά-

Page 152: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

152 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

κι του. Δεν είχε πάρει στα σοβαρά το ατύχημά του. Δεν είναι τί­

ποτα, είπε, μονάχα ένα μικρό ατύχημα. Μιλούσε πολύ μπουκωμέ-

να. 1

«Πού κατοικείτε;» επανέλαβε ο αστυφύλακας.

Ο άνθρωπος ζήτησε να του φέρουν αυτοκίνητο. Όσο συζητού­

σαν πάνω σ' αυτό, μπήκε στο μπαρ ένας ξανθός, ψηλός άντρας,

ζωηρός, με μακρύ κίτρινο πανωφόρι. Βλέποντας το θέαμα, έβαλε

μια φωνή:

«Γεια σου, Τομ παλιόφιλε! Τι έπαθες;»

«Πφ ... δεν είναι τίπ'τα» αποκρίθηκε. Ο καινουργιοφερμένος κοίταξε τον αξιοθρήνητο άνθρωπο που

στεκόταν μπροστά του, κι ύστερα γύρισε κι είπε του αστυφύλακα:

«Εντάξει, aστυφύλαξ, θα τον πάω σπίτι του».

Ο αστυφύλακας άγγιξε με το δάχτυλο το κράνος του και απο­

κρίθηκε:

«Μάλιστα, κύριε Πάουερ!»

«Έλα, Τομ» είπε ο κύριος Πάουερ, πιάνοντας το φίλο του από

το μπράτσο. «Κανένα κόκαλο σπασμένο. Τι; Μπορείς να περπα­

τήσεις;»

Ο νέος με το ποδηλατικό κοστούμι έπιασε τον άνθρωπο από τ'

άλλο μπράτσο κι ο κόσμος παραμέρισε.

«Πώς τα 'παθες τέτοια χάλια;» ρώτησε ο κύριος Πάουερ.

«0 κύριος κουτρουβάλησε τη σκάλα» εξήγησε ο νέος. «Σας εί-μαι καταϋπο'ρεωμένος, κύριε}} είπε ο τραυματίας.

«Παρακαλώ}}.

«Να πιούμε κάτι;}}

«Όχι τώρα, όχι τώρα ... }} Οι τρεις τους βγήκαν από το μπαρ, κι ο κόσμος σκόρπισε από

την πόρτα στο πεζοδρόμιο. Το αφεντικό του μπαρ οδήγησε τον α­

στυφύλακα στη σκάλα, για να επιθεωρήσει το μέρος όπου έγινε

το ατύχημα. Έμειναν σύμφωνοι πως ο κύριος θα 'χε παραπατή­

σει. Οι πελάτες ξαναγύρισαν στον πάγκο κι ένα γκαρσόνι κατα­

πιάστηκε να καθαρίσει το πάτωμα από το λίγο αίμα.

Όταν βγήκαν από το μπαρ στην Γκράφτον Στρητ, ο κύριος Πά­

ουερ σφύριξε για ταξί. Ο τραυματίας ξαναείπε όσο καλύτερα

μπορούσε:

«Σας είμαι καταϋπο'ρεωμένος, κύριε. Ελπίζω να ξανανταμώ-

Page 153: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥ Λ Ο ΓΙΑ 153

σουμε. Τ όν'μάμ' είναι Κέρναν». Το τράνταγμα και ο πόνος που

άρχιζε να νιώθει, τον είχαν κάπως ξεμεθύσει.

«Παρακαλώ. Ούτε λόγος να γίνεται» είπε ο νέος.

Αποχαιρετίστηκαν με χειραψία. Ανέβασαν στο αυτοκίνητο τον

κύριο Κέρναν που, όσο ο κύριος Πάουερ έδινε οδηγίες στον οδη-

γό, ξανάρχισε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στον νέο και τη

λύπη του που δεν μπορούσαν να πιουν κάτι μαζί.

«Μιαν άλλη φορά» είπε ο νέος.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε προς την Γουέστμορλαντ Στρητ. Κα­

θώς περνούσαν μπρος από το Γραφείο Οδοποιίας, το ρολόι έδει­

χνε εννιά και μισή. Τους χτύπησε ένας τσουχτερός λεβάντες που

φυσούσε από τις εκβολές του ποταμού. Ο κύριος Κέρναν ήταν ζα­

ρωμένος απ' το κρύο. Ο φίλος του τον ρώτησε πώς είχε συμβεί το

ατύχημα.

«Δεν ξέρ'ο;ι» αποκρίθηκε. «Η γλώσσαμ' πληγώθ'κε». «Για δεί­

ξε μου».

Έσκυψε πάνω από το κάθισμα του αυτοκινήτου και κοίταξε

μέσα στο στόμα του κυρίου Κέρναν, μα δεν μπορούσε να δει.

Άναψε ένα σπίρτο, και προστατεύοντάς το με τις χούφτες του, ξα­

νακοίταξε μέσα στο στόμα που άνοιγε πειθήνια ο κύριος Κέρναν.

Το κούνημα του αυτοκινήτου έφερνε το σπίρτο πότε κοντά και πό­

τε μακριά απ' το ανοιχτό στόμα. Τα κάτω δόντια και τα ούλα ήταν

σκεπασμένα με πηγμένο αίμα κι ένα ελάχιστο κομματάκι από τη

γλώσσα φαινόταν να 'χει κοπεί με τα δόντια. Το σπίρτο έσβησε.

«Άσκημη δουλειά» είπε ο κύριος Πάουερ.

«Πφ ... δεν είναι τίπ'τα» έκανε ο κύριος Κέρναν, κλείνοντας το στόμα του και ανεβάζοντας το γιακά του λερωμένου πανωφοριού

γύρω στο λαιμό του.

Ο κύριος Κέρναν ήταν περιοδεύων αντιπρόσωπος της παλιάς

σχολής, που πίστευε στην αξιοπιστία του επαγγέλματός του. Ποτέ

δεν τον είχαν δει στην πόλη δίχως ψηλό καπέλο, κάπως καλά δια­

τηρημένο, και γκέτες, και χάρη σ' αυτά τα δυο, έλεγε, ένας ά­

ντρας μπορούσε πάντα να περάσει από επιθεώρηση και να 'ναι ε­

ντάξει. Συνέχιζε την παράδοση του Ναπολέοντα του Τρίτου, ανα­

φέροντας κάποιες φορές ανέκδοτά του και παρωδώντας τον. Στις

σημερινές μεθόδους εργασίας έκανε την παραχώρηση μονάχα ώς

το σημείο να 'χει ένα γραφείο στην Κρόου Στρητ, που στο παρα-

Page 154: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

154 τzΕΗΜΣ τzοΥΣ

θυρ6φuλλό του ήταν γραμμένο τ' 6νομα της φίρμας του και η δι­

εύθυνση -Λονδίνον Ε.Κ. Πάνω σtο τζάκι αυτού του μικρού γρα­

φείου ήταν παραταγμένο ένα τάγμα τενεκεδένια κουτιά, και σtο

τραπέζι, μπρος σtο παράθυρο, τέσσερα πέντε φλιτζάνια, συνήθως

μισογεμάτα μ' ένα μαύρο υγρ6. Απ6 τούτα τα φλιτζάνια δοκίμαζε

το τσάι ο κύριος Κέρναν. Έβαζε σtο σt6μα του μια γουλιά, την

κρατούσε ψηλά ώσπου να κορεσtεί ο ουρανίσκος του κι ύσtερα

την έφτυνε σtο τζάκι. Ύ Οτερα σtεκ6ταν ακίνητος μια σtιγμή για να κρίνει τη γεύση.

Ο κύριος Πάουερ, πολύ νε6τερος σtα χρ6νια, ήταν απ6 τα σtε­

λέχη της Βασιλικής Ιρλανδικής Ασtυνομίας του Δουβλίνου. Η κα­

μπύλη της κοινωνικής του αν6δου έτεμνε την καμπύλη της παρακ­

μής του φίλου του, αλλά η παρακμή του κυρίου Κέρναν μέτριαζ6-ταν απ6 το γεγον6ς πως ορισμένοι απ6 εκείνους τους φίλους που

τον είχαν γνωρίσει σtο αποκορύφωμα της επιτυχίας του, εξακο­

λουθούσαν να τον εκτιμούν σαν χαρακτήρα. Ο Πάουερ ήταν ένας

απ6 τους φίλους αυτούς. Τα ανεξήγητα χρέη του ήταν παροι­

μιώδη σtον κύκλο του· ήταν καλ6καρδος άνθρωπος.

Το αυτοκίνητο σtαμάτησε μπροσtά σ' ένα μικρ6 σπίτι, στην

Γκλάσνεβιν Ρ6ουντ, και ο κύριος Πάουερ βοήθησε τον κύριο

Κέρναν να μπει σtο σπίτι του. Η γυναίκα του τον έβαλε να πλα­

γιάσει, 6σο ο κύριος Πάουερ καθ6ταν κάτω, στην κουζίνα, και

ρωτούσε τα παιδιά σε ποιο σχολείο πήγαιναν και τι βιβλία είχαν.

Τα παιδιά, δυο κορίτσια κι ένα αγ6ρι, ξέροντας την κατάσtαση

του πατέρα τους και επωφελούμενα απ6 την απουσία της μητέρας

τους, άρχισαν να παίζουν μαζί του κάποιο ασtείο παιχνίδι. Τον

παραξένεψαν οι τρ6ποι τους και το λεκτικ6 τους και ζάρωσε το

μέτωπ6 του σκεφτικ6ς. Σε λίγο, μπήκε στην κουζίνα και η κυρία

Κέρναν ξεφωνίζοντας:

«Τέτοιο θέαμα! θα σκοτωθεί καμιά μέρα, κι αυτ6 πια θα 'ναι

το vuν και αεί. Μεθοκοπάει απ' την Παρασκευή».

Ο κύριος Πάουερ φρ6ντισε να της εξηγήσει πως δεν ήταν αυτ6ς

υπεύθυνος, πως βρέθηκε εκεί εντελώς τυχαία. Η κυρία Κέρναν θυ­

μήθηκε τις υπηρεσίες του κυρίου Πάουερ σtα οικογενειακά τσακώ­

ματα, καθώς και τα διάφορα μικρά αλλά καίρια δάνεια, και είπε: «Α, δε χρειάζεται να μου το πείτε αυτ6, κύριε Πάουερ. Ξέρω

πως εσείς είσtε φίλος του, 6χι σαν μερικούς άλλους που κάνει πα-

Page 155: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΠΑ 155

ρέα. Είναι άξιος και καλός όσο έχει λεφtά στην τσέπη του και πα­

ρατάει τη γυναίκα του και την οικογένειά του. Ωραίοι φίλοι! Με

ποιους ήταν απόψε, θα 'θελα να 'ξερα».

Ο κύριος Πάουερ κούνησε το κεφάλι του, μα δεν είπε τίποτα.

«Λυπάμαι τόσο πολύ» συνέχισε εκείνη, «που δεν έχω τίποτα

στο σπίτι να σας προσφέρω. Μα αν περιμένετε μια στιγμή, θα μη­

νύσω ... κάτι από του Φόγκαρτι, εδώ στη γωνία». Ο κύριος Πάουερ σηκώθηκε.

«Τον περιμέναμε να 'ρθει σπίτι με τα λεφtά. Λες και δε θυμά­

ται ποτέ πως έχει σπιτικό».

«Τώρα, κυρία Κέρναν, θα τον κάνουμε ν' αλλάξει. Θα τα κου­

βεντιάσω με τον Μάρτιν. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος. Θα

'ρθούμε ένα από τούτα τα βράδια και θα τα κουβεντιάσουμε>>.

Τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πη­

γαινοερχόταν στο πεζοδρόμιο κάνοντας κινήσεις με τα μπράτσα

του για να ζεσταθεί.

«Μεγάλη καλοσύνη σας να τον φέρετε στο σπίτι» είπε εκείνη.

«Παρακαλώ»,

·Μπήκε στο αυτοκίνητο, και καθώς ξεκινούσε, τη χαιρέτησε εύ­

θυμα βγάζοντας το καπέλο του.

«Θα τον κάνουμε άλλον άνθρωπο. Καληνύχτα, κυρία Κέρναν».

Τα σκεφtικά μάτια της κυρίας Κέρναν παρακολούθησαν το αυ­

τοκίνητο ώσπου χάθηκε. Ύστερα τα aποτράβηξε, μπήκε στο σπίτι

και άδειασε τις τσέπες του άντρα της.

Ήταν μια δραστήρια, πρακτική, μεσόκοπη γυναίκα. Δεν ήταν

πολύς καιρός που είχε γιορτάσει τους aσημένιους γάμους της και

είχε ανανεώσει τις παλιές αγάπες με τον άντρα της, βαλσάροντας

μαζί του, με τη συνοδεία του κυρίου Πάουερ στο πιάνο. Τον και­

ρό που την κορτάριζε ο κύριος Κέρναν, της είχε φανεί καθωσπρέ­

πει άνθρωπος κι ευγενικός: ακόμα και τώρα έτρεχε στην πόρτα

της εκκλησίας, όποτε αναγγελλόταν κάποιος γάμος, κοίταζε κα­

θώς περνούσε το νιόπαντρο ζευγάρι ~αι αναθυμόταν με ζωηρή

ευχαρίστηση τότε που είχε βγει από την εκκλησιά του Άστρου της

Θαλάσσης* στο Σάντυμαουντ, στο μπράτσο ενός εύθυμου και κα­

λοθρεμμένου άντρα, κομψοντυμένου με ζακέτα και ριγέ παντελό-

* Ονομασία της Παναγίας (Σ.τ.Μ. ).

Page 156: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

156 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

νι, κρατώντας χαριτωμένα στο άλλο του χέρι ένα ψηλό καπέλο.

Ύστερα από τρεις εβδομάδες, είχε βρει δυσάρεστη τη ζωή της

παντρεμένης γυναίκας, κι αργότερα, πάνω που άρχιζε να τη βρί­

σκει ανυπόφορη, είχε γίνει μητέρα. Ο ρόλος της μητέρας δεν

παρουσίασε γι' αυτήν aξεπέραστες δυσκολίες, και είκοσι πέντε

ολόκληρα χρόνια κρατούσε άξια το νοικοκυριό. Οι δυο μεγα­

λύτεροι γιοι της είχαν πιάσει δουλειά. Ο ένας εργαζόταν σ' ένα υ­

φασματάδικο στη Γλασκώβη, κι ο άλλος ήταν υπάλληλος σ' έναν

έμπορο τσαγιού στο Μπέλφαστ. Ήταν καλοί γιοι, έγραφαν ταχτι­

κά, έστελναν και λεφτά στο σπίτι πότε πότε. Τα άλλα παιδιά πή­

γαιναν ακόμη σχολείο.

Ο κύριος Κέρναν έστειλε ένα γράμμα στο γραφείο του την κα­

τοπινή μέρα κι έμεινε πλαγιασμένος. Η γυναίκα του τού έφτιαξε

ζωμό από κρέας και του τα 'ψαλε απ' την καλή. Τα συχνά μεθύσια

του τα δεχόταν σαν ένα μέρος από το κλίμα της ζωής τους, τον πε­

ριποιόταν ευσυνείδητα όποτε αρρώσταινε, και πάντα πάσχιζε να

τον κάνει να κολατσίσει το πρωί. Υπάρχουν και χειρότεροι σύζυ­

γοι. Δεν ήταν ποτέ βίαιος από τότε που είχαν μεγαλώσει τ' αγόρια

και ήξερε, πως ήταν ικανός να πάει ίσαμε το τέλος της Τόμας

Στρητ και να γυρίσει πίσω, για να σημειώσει έστω και μια μικρή

εντολή της.

Ύστερα από δυο βραδιές, ήρθαν οι φίλοι του να τον δουν. Η

γυναίκα του τούς ανέβασε στην κρεβατοκάμαρά του, που η ατμό­

σφαιρά της ήταν εμποτισμένη με μια προσωπική μυρωδιά, και

τους έβαλε να καθίσουν κοντά στο αναμμένο τζάκι. Η γλώσσα του

κυρίου Κέρναν, που ο τσουχτερός της πόνος τον είχε κάνει κάπως

οξύθυμο στο διάστημα της μέρας, έγινε πιο ευγενική. Ήταν

ανακαθισμένος στο κρεβάτι, ακουμπώντας τη ράχη του σε μαξιλά­

ρι, και το λίγο κόκκινο στα φουσκωτά μάγουλά του τα 'κανε να

μοιάζουν με ζεστή θράκα. Ζήτησε συγνώμη από τους επισκέπτες

του για την ακαταστασία της κάμαρας, αλλά ταυτόχρονα τους κοί­

ταξε με κάποια περηφάνια, την περηφάνια του παλαίμαχου.

Δεν είχε ιδέα πως ήταν θύμα μιας συνωμοσίας, που οι φίλοι

του -ο κύριος Κάνινγκαμ, ο κύριος Μ'Κόυ και ο κύριος Πάουερ­

είχαν αποκαλύψει στην κυρία Κέρναν, κάτω στο σαλόνι. Ο κύ­

ριος Κέρναν προερχόταν από προτεστάντικη οικογένεια, και μό­

λο που είχε προσηλυτιστεί στον καθολικισμό όταν παντρεύτηκε,

Page 157: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΆ 157

είχε είκοσι χρόνια να πατήσει σε εκκλησία. Και το χειρότερο, του

άρεσε να δίνει μπηχτές στον καθολικισμό.

Ο κύριος Κάνινγκαμ ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για μια τέ­

τοια περίπτωση. Ήταν συνάδελφος του κυρίου Πάουερ, αλλά αρ­

χαιότερος στην υπηρεσία. Η οικογενειακή ζωή του δεν ήταν και

τόσο ευτυχισμένη. Ο κόσμος τον συμπαθούσε πολύ, επειδή ήταν

γνωστό πως είχε παντρευτεί με μια μη παρουσιάσιμη γυναίκα, α­

θεράπευτα μπεκρού.

Έξι φορές της είχε επιπλώσει το σπίτι, και κάθε φορά του το

'σπαγε στη ράχη του.

Όλοι τον σέβονταν τον καημένο τον Μάρτιν Κάνινγκαμ. Ήταν

ένας πολύ συνετός άνθρωπος, έξυπνος και με επιρροή. Η λεπίδα

της γνώσης των ανθρώπων και της φυσικής του οξύνοιας, που είχε

μεγαλώσει από τη μακροχρόνια τριβή με διάφορες υποθέσεις στα

αστυνομικά δικαστήρια, είχε χαλυβδωθεί από σύντομες εμβαπτί­

σεις στα νερά μιας γενικής φιλοσοφίας. Ήταν καλά πληροφορη­

μένος. Οι φίλοι του παραδέχονταν τις γνώμες του κι έβρισκαν

πως το πρόσωπό του έμοιαζε με του Σαίξπηρ.

Όταν της ανακοίνωσαν τη συνωμοσία, η κυρία Κέρναν είχε πει:

«Τ αφήνω όλα στα χέρια σας, κύριε Κάνινγκαμ».

Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα συζυγικής ζωής, της είχαν

μείνει ελάχιστες αυταπάτες. Η τελευταία ήταν γι' αυτήν μια συνή­

θεια, και υποπτευόταν πως ένας άνθρωπος στην ηλικία του άντρα

της δε θ' άλλαζε πολύ πριν πεθάνει.

Είχε τον πειρασμό να βλέπει μια παράξενη συσχέτιση στο ατύ­

χημά του, κι αν δεν ήταν που δεν ήθελε να φανεί χαιρέκακη, θα

'λεγε σ' αυτούς τους κυρίους πως θα 'κανε καλό στη γλώσσα του

κυρίου Κέρναν να κόνταινε λιγάκι. Πάντως ο κύριος Κάνινγκαμ

ήταν άνθρωπος ικανός, και η θρησκεία ήταν θρησκεία. Αυτή η μι­

κρή συνωμοσία μπορεί να 'κανε καλό, και οπωσδήποτε δεν μπο­

ρούσε να βλάψει. Δεν ήταν υπερβολική στο ζήτημα της θρησκείας.

Πίστευε ακλόνητα στην Ιερή Καρδία σαν την πιο χρήσιμη απ' όλες

τις λατρείες της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς και στα ιερά μυστή­

ρια. Η πίστη της περιοριζόταν στην κουζίνα της, μα στην ανάγκη

θα μπορούσε να πιστέψει και στην Ξωθιά~ και στο Άγιο Πνεύμα.

*Ιρλανδική δεισιδαιμονία. Η <<λάμια>> (Σ.τ.Μ.).

Page 158: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

158 'fZEHMΣ'fZO'tt

Οι κύριοι άρχισαν να κουβεντιάζουν για το ατύχημα. Ο κύριος

Κάνινγκαμ είπε πως είχε ακούσει κάποτε μια παρ6μοια περίπτω­

ση. Ένας εβδομηντάρης είχε κ6ψει με τα δ6ντια του ένα κομμάτι

απ6 τη γ'λώσσα του πάνω σε μια κρίση επιληψίας, και η γ'λώσσα

ξανάθρεψε μονάχη της, σε σημείο που δε φαιν6ταν ούτε ίχνος απ'

τη δαγκωματιά.

«Μα εγώ δεν είμαι εβδομηντάρης» είπε ο άρρωστος.

«Θε6ς φυλάξοι!»

«Δε σε πονεί πια;» ρώτησε ο κύριος Μ'Κ6υ.

Ο κύριος Μ'Κ6υ ήταν κάποτε τεν6ρος με κάποια φήμη. Η γυ­

νaίκα του, μια πρώην σοπράνο, έδινε ακ6μη μαθήματα πιάνου σε παιδιά, με φτηνά δίδακτρα. Η γραμμή της ζωής του δεν υπήρξε η

συντομ6τερη απ6σταση μεταξύ δύο σημείων, και κατά σύντομα

διαστήματα είχε αναγκαστεί να ζει με διάφορα μπα'λώματα. Είχε

κάνει υπάλληλος στη σιδηροδρομική εταιρεία, πλασιέ για διαφη­

μίσεις στο Χρόνο της Ιρλανδίας και στον Ελεύθερο, πλασιέ με

προμήθεια σε μια φίρμα κάρβουνου, ιδιωτικ6ς ντετέκτιβ, υ­

πάλληλος στο γραφείο του υποσερίφη, και τώρα τελευταία είχε

γίνει γραμματέας του ανακριτή αιφνιδίων θανάτων.

Τα νέα του καθήκοντα τον έκαναν να ενδιαφερθεί επαγγελμα­

τικά για την περίπτωση του κυρίου Κέρναν.

«Αν πονάει; Όχι πολύ» αποκρίθηκε ο κύριος Κέρναν, «μα εί­

ναι τ6σο αηδιαστικ6. Νιώθω σαν να 'θελα να κάνω εμετ6».

«Είναι απ6 το πι~6» είπε κοφτά ο κύριος Κάνινγκαμ. «Όχι,

νομίζω πως κρυολ6γησα στο αυτοκίνητο. Κάτι ανεβαίνει αδιάκο­

πα στο λαιμ6 μου, φλέγματα ή ... » «Βλέννες» συμπλήρωσε ο κύριος Μ'Κ6υ.

«Ανεβαίνει αδιάκοπα στο λαιμ6 μου. Αηδία».

«Ναι, ναι, είναι ο θώρακας» είπε ο κύριος Μ'Κ6υ, και κοίταξε

με ύφος προκλητικ6 τον κύριο Κάνινγκαμ και τον κύριο Πάουερ.

Ο κύριος Κάνινγκαμ κούνησε το κεφάλι του πως συμφωνεί, και

ο κύριος Πάουερ είπε:

«Περασμένα ξεχασμένα».

«Σου είμαι πολύ υπ6χρεος, παλι6φιλε» είπε ο άρρωστος. Ο κύ­

ριος Πάουερ κούνησε το χέρι του σαν να 'θελε να πει: ούτε λόγος

να γίνεται.

«Εκείνοι οι άλλοι δυο που ήμουν μαζί τους ... »

Page 159: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΑ 159

«Αλήθεια, με ποιους ήσουν;>> ρώτησε ο κύριος Κάνινγκαμ.

«Μ' έναν ... Δεν ξέρω τ' όνομά του. Να πάρει η οργή, πώς τον λένε; Ένας κοντούλης με ψαρά μαλλιά ... »

«Και με ποιον άλλον;»

«Με τον Χάρφορντ».

«Χμ ... » έκανε ο κύριος Κάνινγκαμ. Σώπασαν. Ήταν γνωστό πως ο κύριος Κάνινγκαμ είχε μυστι­

κές πηγές για πληροφορίες. Σε τούτη την περίπτωση, το μονοσύλ­

λαβο είχε πρόθεση ηθική. Ο κύριος Χάρφορντ αποτελούσε κά­

ποιες φορές μέλος μιας μικρής παρέας, που τις Κυριακές, λίγο με­

τά το μεσημέρι, έφευγε απ' την πόλη με την πρόθεση να φτάσει το

γρηγορότερο σε κάποια ταβέρνα στα προάστια: αυτοαποκαλού­

νταν, καλή τη πίστει, οδοιπόροι. Ωστόσο, οι συνάδελφοι οδοιπό­

ροι δε δέχτηκαν ποτέ να παραβλέψουν την προέλευσή του. Είχε

αρχίσει την καριέρα του σαν άσημος τοκιστής, δανείζοντας σε ερ­

γάτες μικροποσά με τοκογλυφικά επιτόκια. Αργότερα συνεται­

ρίστηκε μ' έναν κύριο πολύ παχύ και κοντό, τον κύριο Γκόλντ­

μπεργκ της Τραπέζης Δανείων. Αν και δεν είχε ποτέ ακολουθή­

σει τίποτ' άλλο εκτός από τον εβρα·ίκό κώδικα, οι καθολικοί συ­

μπολίτες του, που κάποτε είχαν πονέσει αμέσως ή εμμέσως από

τους εκβιασμούς του, έλεγαν γι' αυτόν αγανακτισμένοι πως ήταν

Ιρλανδοεβραίος και αγράμματος, και θεωρούσαν πως η ηθική α­

ποδοκιμασία της τοκογλυφίας είχε εκδηλωθεί μέσον του ηλίθιου

γιου του. Άλλες φορές πάλι, θυμόνταν τα προτερήματά του.

«Αναρωτιέμαι πού να 'χε πάει» είπε ο κύριος Κέρναν.

Ήθελε να παραμείνουν αόριστες οι λεπτομέρειες του επεισο­

δίου. Ήθελε να νομίζουν οι φίλοι του πως είχε γίνει κάποιο λά­

θος, πως δεν είχε συναντηθεί με τον κύριο Χάρφορντ. Οι φίλοι

του, που ήξεραν πολύ καλά τις συνήθειες του κυρίου Χάρφορντ

στο ζήτημα του πιοτού, δεν είπαν τίποτα. Μονάχα ο κύριος Πάου­

ερ ξαναεί:τtε:

«Περασμένα ξεχασμένα».

«Ο κύριος Κέρνaν άλλαξε αμέσως θέμα: «Καθωσπρέπει νέος

εκείνός ο γιατρός. Αν δεν ήταν αυτός ... » «Ε, αν δεν ήταν αυτός» είπε ο κύριος Πάουερ, «θα 'ταν μια πε­

ρίπτωση από εφτά μέρες στο φρέσκο, δίχως εξαγορά».

«Ναι, ναι» έκανε ο κύριος Κέρναν, πασχίζοντας να θυμηθεί.

Page 160: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

160 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Τώρα θυμάμαι πως ήταν κι ένας αστυφύλακας. Φαινόταν κα­

θωσπρέπει νέος. Τι συνέβη;}}

«Συνέβη ότι τα 'χες κοπανήσει, Τομ» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ

με ύφος σοβαρό.

«Υποθέτω να τα κανόνισες με τον αστυφύλακα, τζακ» είπε ο

κύριος Μ'Κόυ.

Του κυρίου Πάουερ δεν του άρεσε που χρησιμοποίησε το μι­

κρό του όνομα. Δεν ήταν σχολαστικός σε κάτι τέτοια, αλλά δεν

μπορούσε να ξεχάσει πως ο κύριος Μ'Κόυ είχε ξεσπαθώσει τώρα

τελευταία για να βρει βαλίτζες, ώστε να μπορέσει η κυρία Μ'Κόυ

να εκπληρώσει φανταστικές υποχρεώσεις στην εξοχή. Δυσφορού­

σε περισσότερο για το γεγονός πως ήταν αυτός το θύμα. Αποκρί­

θηκε λοιπόν σαν να 'χε κάνει την ερώτηση ο κύριος Κέρναν.

Η αφήγηση έκανε τον κύριο Κέρναν ν' αγανακτήσει. Είχε ξε­

κάθαρη αντίληψη των δικαιωμάτων του πολίτη, επιθυμούσε να ζει

με την πόλη του υπό όρους αμοιβαία έντιμους, και δυσφορούσε

για οποιαδήποτε προσβολή τού έκαναν αυτοί που αποκαλούσε ά- · ξεστους χωριάτες.

«Για τούτο πληρώνουμε φόρους;}} ρώτησε. «Για να τρέφουμε

και να ντύνουμε αυτούς τους αγράμματους πισινούς; Γιατί δεν εί­

ναι τίποτ' άλλο ... » Ο κύριος Κάνινγκαμ γέλασε. Μονάχα στις ώρες υπηρεσίας ή­

ταν δημόσιοςυπάλληλος.

«Πώς θα μπορούσαν να 'ναι κάτι άλλο, Τομ;»

Μιμήθηκε μια βαριά επαρχιακή προφορά και είπε σε τόνο προ­

σταχτικό:

«65, άρπαξ' το λάχανό σ'!» Όλοι γέλασαν. Ο κύριος Μ'Κόυ, που ήθελε οπωσδήποτε να

πάρει μέρος στη συνομιλία, καμώθηκε πως δεν είχε ξανακούσει

το ανέκδοτο. Ο κύριος Κάνινγκαμ συνέχισε:

«Υποτίθεται ... έτσι λένε, καταλαβαίνετε ... πως η σκηνή συμ­βαίνει στα έμπεδα, εκεί που πηγαίνουν αυτά τα κωθώνια οι ομα­

δάρχες, ξέρετε ... για να τα γυμνάσουν. Ο λοχίας τούς βάζει να σταθούν στη γραμμή, με την πλάτη στον τοίχο και το πιάτο στο

χέρι».

Μιμήθηκε τη σκηνή με κωμικές χειρονομίες.

«Την ώρα του φαγητού, καταλαβαίνετε ... Έχει μπροστά του,

Page 161: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΆ 161

πάνω στο τραπέζι, ένα μεγάλο καζάνι λάχανο και μια μεγάλη

κουτάλα, ίδιο φτυάρι. Παίρνει μια γεμάτη κουταλιά λάχανο και

τους την πετάει, κι οι φουκαράδες πρέπει να την πιάσουν μέσα

στο πιάτο τους: 65, άρπαξ' το λάχανόσ'!» Όλοι ξαναγέλασαν, μα ο κύριος Κέρναν εξακολουθούσε να

'ναι κάπως αγανακτισμένος. Έλεγε πως θα 'πρεπε να στείλει ένα

γράμμα στις εφημερίδες.

«Αυτοί οι γιαχουντήδες εδώ χάμω» είπε, «φαντάζονται πως

μπορούν να διαφεντέψουν τον τόπο. Δε χρειάζεται να σου πω,

Μάρτιν, τι λογής άνθρωποι είναι».

Ο κύριος Κάνινγκαμ κούνησε το κεφάλι του σαν να 'χε επιφυ­

λάξεις.

«Είναι σαν όλα τ' άλλα σ' αυτό τον κόσμο. Υπάρχουν κακοί, μα

υπάρχουν και καλοί».

«Α, ναι, υπάρχουν και μερικοί καλοί, συμφωνώ» είπε ο κύριος

Κέρναν ικανοποιημένος.

Η κυρία Κέρναν μπήκε στο δωμάτιο κι ακούμπησε ένα δίσκο

στο τραπέζι λέγοντας: «Σερβιριστείτε, κύριοι».

Ο κύριος Πάουερ σηκώθηκε για να εξυπηρετήσει και τής πρό­

σφερε την καρέκλα του. Την αποποιήθηκε, λέγοντας πως σιδέρω­

νε κάτω, κι αφού αντάλλαξε ένα γνέψιμο με τον κύριο Κάνινγκαμ

πίσω απ' την πλάτη του κυρίου Πάουερ, ετοιμάστηκε να φύγει α­

πό το δωμάτιο. Ο άντρας της τής φώναξε:

«Και δεν έχεις τίποτα για μένα, κοτούλα μου;»

«Α, για σένα ... Την ξανάστροφη του χεριού μου!» του αποκρί­θηκε στυφά.

Καθώς έβγαινε, της ξαναφώναξε ο άντρας της: «Τίποτα για

τον καημένο το μικρούλη!»

Ήταν τόσο κωμική η φωνή του κι η έκφραση του προσώπου

του, που η μοιρασιά των μπουκαλιών της μπίρας έγινε μέσα σε γε­

νική ευθυμία.

Οι κύριοι ήπιαν, άφησαν τα ποτήρια πάνω στο τραπέζι και κά­

θισαν αμίλητοι. Σε λίγο ο κύριος Κάνινγκαμ είπε στον κύριο Πά­

ουερ με ύφος αδιάφορο:

«Την Πέμπτη το βράδυ είπες, τζακ;}}

«Ναι, την Πέμπτη» του αποκρίθηκε.

«Σύμφωνοι» έκανε ο κύριος Κάνινγκαμ.

Page 162: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

162 ΊΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

«Μπορούμε ν' αvrαμώσουμε στου Μ'Ωλέυ» είπε ο κύριος

Μ'Κόυ. «Είναι το πιο κατάλληλο μέρος».

«Μα δεν πρέπει ν' aργήσουμε» είπε ζωηρά ο κύριος Πάουερ,

«γιατί σίγουρα θα 'ναι γεμάτη μέχρι τα μπούνια».

«Μπορούμε ν' αvrαμώσουμε στις εφτάμισι» είπε ο κύριος

Μ'Κόυ.

«Σύμφωνοι» έκανε ο κύριος Κάνινγκαμ.

«Λοιπόν, στις εφτάμισι στου Μ'Ωλέυ».

Ακολούθησε μια σύvrομη σιωπή. Ο κύριος Κέρναν περίμενε

να δει αν θα τον κατατόπιζαν οι φίλοι του. Ύστερα ρώτησε:

«Τι συμβαίνει;»

<<Α, τίποτα» αποκρίθηκε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Κάπου λέμε να

πάμε την Πέμπτη».

«Στην όπερα;»

«Όχι, όχι» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ, σαν να 'θελε ν' αποφύγει

ν' απαντήσει, «πρόκειται απλώς για μια μικρή ... θρησκευτική υπό­θεση>>.

<<Α>> έκανε ο κύριος Κέρναν.

Πάλι σιωπή. Ύστερα ο κύριος Πάουερ είπε ορθά κοφτά:

«Για να σου πω την αλήθεια, Τομ, πρόκειται να πάμε σε μια

πyευματική άσκηση». * «Ναι» επιβεβαίωσε ο κύριος Κάνινγκαμ, «Ο τζακ, εγώ κι ο

Μ'Κόυ θα πάμε όλοι μαζί να πλύνουμε το κανάτι».

Είπε τη μεταφορική έκφραση με κάποιον απλοϊκό ζήλο, και

σαν να τον ενθάρρυνε η ίδια του η φωνή, συνέχισε:

«Ξέρεις, προτιμότερο να παραδεχτούμε όλοι μας πως είμαστε

μια ωραία συλλογή από παλιανθρώπους -όλοι μας. Το ξανάλέω,

όλοι μας» πρόσθεσε με ωμή ελικρίνεια, και γυρίζοvrας προς τον

κύριο Πάουερ: «Ομολόγησέ το!»

«Ομολογώ» είπε ο κύριος Πάουερ.

«Κι εγώ ομολογώ» είπε ο κύριος Μ'Κόυ.

«Έτσι λοιπόν, πηγαίνουμε όλοι μαζί να ξεπλύνουμε το κανάτι»

επανέλαβε ο κύριος Κάνινγκαμ.

Και σαν να σκέφτηκε κάτι εκείνη τη στιγμή, γύρισε και είπε

στον άρρωστο:

* Όρος της Καθολικής Εκκλησίαc;. Προσωρινή αποχώρηση απ6 τα εγκ6σμια για προετοιμασία σε κάποιο σημανtικ6 θρησκευτικ6 καθήκον(Σ.τ.Μ.).

Page 163: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΆ 163

«Τομ, ξέρεις τι μου ήρθε τώρα ξαφνικά στο νου; Θα μπορούσες

να 'ρθεις κι εσύ μαζί μας, κι έτσι θα 'μαστε ένα σωστό καρέ».

«Καλή ιδέα» είπε ο κύριος Πάουερ. «Μαζί, οι τέσσερίς μας».

Ο κύριος Κέρναν δεν είπε τίποτα. Η πρόταση τον άφηνε αδιά­

φορο, αλλά καταλαβαίνοντας πως κάποιοι θρησκευτικοί παράγο­

ντες θ' ασχολούνταν μαζί του, έκρινε πως χρωστούσε στην αξιο­

πρέπειά του να δείξει ακαμψία. Για πολλή ώρα δεν πήρε μέρος

στη συνομιλία, μονάχα παρακολουθούσε με ύφος ήρεμης εχθρό­

τητας τη συζήτηση των φίλων του για τους Ιησουίτες.

«Δεν έχω και τόσο κακή ιδέα για τους Ιησουίτες» είπε τέλος, ε­

πεμβαίνοντας. «Είναι μορφωμένο μοναχικό τάγμα. Πιστεύω επί­

σης πως οι προθέσεις τους είναι καλές».

«Είναι το εξοχότερο μοναστικό τάγμα της Εκκλησίας, Τομ» εί­

πε ο κύριος Κάνινγκαμ γεμάτος ενθουσιασμό. «0 στρατηγός των Ιησου·ίτών έρχεται αμέσως μετά τον πάπα».

«Δεν υπάρχει αμφιβολία» πρόσθεσε ο κύριος Μ'Κόυ, «Πως αν

θέλεις να γίνει κάτι καλά και άψογα, πρέπει να αποταθείς σε Ιη­

σουίτη. Έχουν μεγάλη επιρροή. Να σου διηγηθώ μια περίπτω­

ση ... »

«Οι Ιησουίτες είναι σπουδαία περίπτωση» είπε ο κύριος Πά­

ουερ.

«Είναι περίεργο με το τάγμα των Ιησουϊτών>> είπε ο κύριος Κά­

νινγκαμ, «πώς ενώ όλα τ' άλλα εκκλησιαστικά τάγματα χρειάστη­

κε κάποτε να μεταρρυθμιστούν, το τάγμα των Ιησουϊτών δε με­

ταρρυθμίστηκε ούτε μία φορά. Ποτέ δεν έπεσε έξω».

«Ναι;» έκανε ο κύριος Μ'Κόυ.

«Είναι γεγονός» αποκρίθηκε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Iστορικά

αποδειγμένο».

«Κοίτα και την εκκλησία τους» είπε ο κύριος Πάουερ. «Κοίτα

το μοναστήρι τους».

«Οι Ιησουίτες είναι για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις» είπε ο

κύριος Μ'Κόυ.

«Φυσικά» επιβεβαίωσε ο κύριος Πάουερ.

«Ναι» είπε ο κύριος Κέρναν. «Για' τούτο και δεν τους χωνεύω.

Μερικοί από τούτους τους κοσμοκαλόγερους, τους ακατάδε­

χτους, τους φαντασμένους, είναι που ... » «Όλοι τους είναι καλοί άνθρωποι, ο καθένας με τον δικό του

Page 164: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

164 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τρόπο» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Το ιρλανδικό ιερατείο το τιμά­

ει όλος ο κόσμος».

«Μα ασφαλώς» είπε ο κύριος Πάουερ.

«Όχι σαν μερικά από τα άλλα ιερατεία, στην ηπειρωτική Ευ­

ρώπη>> είπε ο κύριος Μ'Κόυ, «που είναι ανάξια να φέρουν αυτό

το όνομα».

«Ίσως να 'χετε δίκιο» είπε ο κύριος Κέρναν, μαλακώνοντας.

«Ασφαλώς έχω δίκιο» πήρε το λόγο ο κύριος Κάνινγκαμ. «Δεν

είμαι τόσα χρόνια στην κοινωνία και δεν έχω δει τις περισσότε­

ρες πλευρές της, δίχως να μπορώ να κρίνω χαρακτήρες».

Ήπιαν πάλι, ακολουθώντας το παράδειγμα ο ένας του άλλου.

Ο κύριος Κέρναν φαινόταν να ζυγιάζει κάτι μέσα στο νου του. Εί­

χε εντυπωσιαστεί. Εκτιμούσε πολύ την κρίση του κυρίου Κάνιν­

γκαμ σχετικά με τους χαρακτήρες και τις ικανότητές του σαν φυ­

σιογνωμιστή. Ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες.

«Να, είναι μονάχα μια πνευματική άσκηση, ξέρεις» του εξήγη­

σε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Την κάνει ο πάτερ Πόρντον. Είναι για ε­

πιχειρηματίες, ξέρεις».

«Δε θα 'ναι πολύ αυστηρός μ' εμάς, Τομ» τον βεβαίωσε ο κύ­

ριος Πάο~ερ.

«Πάτερ Πόρντον; Πάτερ Πόρντον;» έκανε ο άρρωστος.

«Μα ασφαλώς τον ξέρεις, Τομ» είπε έντονα ο κύριος Κάνιν­

γκαμ. «Ένας εξαιρετικά εύθυμος τύπος. Είναι άνθρωπος απλός,

σαν εμάς ... » «Α .. ναι ... νομίζω πως τον ξέρω. Πρόσωπο μάλλον κόκκινο,

ψηλός».

«Ακριβώς».

«Για πες μου, Μάρτιν, είναι καλός ιεροκήρυκας;» «Μα ... δεν είναι ακριβώς κήρυγμα, ξέρεις. Είναι κάτι σαν φιλικό κουβεντο­

λόι, ξέρεις, κάτι σαν λογική συζήτηση».

Ο κύριος Κέρναν έμεινε σκεφτικός.

«0 πάτερ Τόμας Μπαρκ, εκείνος ήτανε σπουδαίος!» είπε ο Μ'Κόυ.

«Α, ο πάτερ Τομ Μπαρκ» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ, «ήταν γεν­

νημένος ιεροκήρυκας. Τον άκουσες ποτέ σου, Τομ;»

«Αν τον άκουσα ποτέ μου;» έκανε ο άρρωστος πειραγμένος.

«Μάλλον. Τον άκουσα ... »

Page 165: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΠΑ

«Κι ωστόσο, λένε πως δεν ήτανε καθαυτό θεολόγος».

«Ναι;» είπε ο Μ'Κόυ.

165

«Φυσικά, τίποτα το σπουδαίο, καταλαβαίνεις. Μονάχα κάποι-

ες φορές, λένε, το κήρυγμά του δεν ήταν εντελώς ορθόδοξο».

«Α, ήταν σπουδαίος άνθρωπος!»

«Τον άκουσα μια φορά» συνέχισε ο κύριος Κέρναν.

«Ξεχνάω ποιο ήταν το θέμα της ομιλίας του. Ο Κρόφτον κι εγώ

ήμασταν πίσω πίσω ... ξέρετε, στο ... ξέρετε ... }} «Στο νάρθηκα» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ.

«Ναι, πίσω, κοντά στην πόρτα. Ξεχνάω ποιο ... Α, ναι, ήταν για τον πάπα, για τον προηγούμενο πάπα. Το θυμάμαι καλά. Στην τι­

μή μου, ήταν υπέροχα, το ύφος του, η ευγλωττία του. Και φωνή

του! Θεέ μου, φωνή που την είχε! Ο φυλακισμένος του Βατικα­

νού, τον έλεγε. Θυμάμαι πως ο Κρόφτον μού είπε όταν βγήκα­

με ... »

«Μα ο Κρόφτον είναι διαμαρτυρόμενος, δεν είν' έτσι;» είπε ο

κύριος Πάουερ.

«Βέβαια και είναι, και μάλιστα ένας πολύ καθωσπρέπει δια­

μαρτυρόμενος. Πήγαμε στον Μπάτλερ, στη Μωρ Στρητ ... μα την πίστη μου, ήμουν συγκινημένος, για να πω την αλήθεια του Θε­

ού ... και θυμάμαι καλά τα λόγια του Κέρναν, μου λέει, προ­σκυνούμε διαφορετικούς βωμούς, μου λέει, αλλά η πίστη μας εί­

ναι η ίδια. Μου έκανε εντύπωση, είχε βάλει πολύ σωστά το ζήτη­

μα».

«Ναι, βέβαια, σωστά» είπε ο κύριος Πάουερ. «Πάντα έρχο­

νταν ένα σωρό διαμαρτυρόμενοι όποτε κήρυττε ο πάτερ Τομ».

«Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς και σ' εμάς»

δήλωσε ο κύριος Μ'Κόυ. Κι οι δυο πιστεύουμε στο ... » δίστασε μια στιγμή, «στον Σωτήρα. Μόνο που αυτοί δεν πιστεύουν στον πάπα

και στη Θεομήτορα».

«Όμως φυσικά» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ ήρεμα και θετικά,

«η δική μας θρησκεία είναι η θρησκεία, η παλαιά, αρχική πί­

στη».

«Καμιά αμφιβολία ως προς τούτο» είπε με θέρμη ο κύριος Κέρ­

ναν.

Η κυρία Κέρναν εμφανίστηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμα­

ρας και ανάγγέιλε:

Page 166: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

166 ΤΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

«Ένας επισκέπτης για σας».

«Ποιος είναι;»

«0 κύριος Φόγκαρτι». «Α, έλα μέσα, έλα μέσα!»

Ένα χλομό αυγουλωτό πρόσωπο προχώρησε σtο φως. Το τόξο

του λεπτού ξανθού μουσtακιού του επαλαμβανότανε σtα ξανθά

καμπυλωτά φρύδια, πάνω από μάτια που έδειχναν μια ευχάρισtη

έκπληξη. Ο κύριος Φόγκαρτι ήταν ένας ταπεινός μπακάλης. Είχε

αποτύχει σtη δουλειά του ταβερνιάρη, επειδή τα οικονομικά του

τον είχαν αναγκάσει να συνδεθεί με δευτέρας τάξεως εργοσtά­

σια μπίρας και ουίσκι. Είχε ανοίξει. ένα μαγαζάκι σtην Γκλάσνε­

βιν Ρόουντ και του άρεσε να πισtεύει πως οι καλοί του τρόποι θα

τραβούσαν τις νοικοκυρές της συνοικίας. Φερνότανε με κάποια

χάρη, καλόπιανε τα παιδάκια και μιλούσε με καθαρή προφορά.

Δεν ήταν δίχως μόρφωση.

Ο κύριος Φόγκαρτι έφερε ένα δώρο: ένα μπουκάλι σπέσιαλ

ουίσκι. Ρώτησε ευγενικά για την υγεία του κυρίου Κέρναν, άφησε

το μπουκάλι πάνω σtο τραπέζι και κάθισε με τη gυντροφιά σαν ί­

σος με ίσους. Ο κύριος Κέρναν εκτίμησε ακόμα περισσότερο το

δώρο, επειδή ήξερε πως ένας μικρός λογαριασμός του κυρίου

Φόγκαρτι για είδη μπακαλικής έμενε aπλήρωτος.

«Δε θα σε διαψεύσω, φίλε μου. τζακ, τ' ανοίγεις σε παρα­

καλώ;»

Ο κύριος Πάουερ έκανε πάλι την ιερουργία. Ξ έβγαλε τα ποτή­

ρια και σέρβιρε πέντε μικρές δόσεις ουίσκι. Η ενίσχυση του πο­

τού ζωήρεψε τη συνομιλία. Ο κύριος Φόγκαρτι, καθισμένος άκρη

άκρη σtην καρέκλα, παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«0 πάπας Λέων ο δέκατος τρίτος)) είπε ο κύριος Κάνινγκαμ, «ήταν ένα από τα φώτα του αιώνα. Η μεγάλη του ιδέα, ξέρετε, ή­

ταν η ένωση της λατινικής και της ελληνικής Εκκλησίας. Ήταν ο

σκοπός της ζωής του)>.

«Έχω ακούσει συχνά πως ήταν ένας από τους πνευματωδέσtε­

ρους ανθρώπους της Ευρώπης» είπε ο κύριος Πάουερ. «Δηλαδή,

εκτός που ήταν και πάπας».

«Έτσι ήταν>) πήρε το λόγο ο κύριος Κάνινγκαμ, «αν όχι ο πνευ­

ματικότερος απ' όλους. Το ρητό του, ξέρετε, σαν πάπας, ήταν

Λουξ επί Λουξ- Φως επί Φωτός)>.

Page 167: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΠΑ 167

«Όχι, όχι» έκανε ζωηρά ο κύριος Φόγκαρτι. «Νομίζω πως κά­

νετε λάθος. Ήταν Λουξ ιν τενέμπρις νομίζω - Φως εις το σκότος>>. «Α, ναι» είπε ο κύριος Μ'Κόυ. «Τενέμπρε».

«Επιτρέψατέ μου» επέμεινε ο κύριος Κάνινγκαμ, «ήταν Λουξ

επί Λουξ. Και του Πίου του ένατου, του προκατόχου του, ήταν

Κρουξ επί Κρουξ --δηλαδή Σταυρός επί Σταυρού- για να δείξει τη

διαφορά ανάμεσα στα δυο ποντιφικάτα».

Του το επέτρεψαν. Ο κύριος Κάνινγκαμ συνέχισε:

«0 πάπας Λέων, ξέρετε, ήταν σπουδαίος φιλόλογος, ήταν και ποιητής».

«Είχε ισχυρή προσωπικότητα» πρόσθεσε ο κύριος Κέρναν.

«Ναι» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Έγραψε λατινικά ποι­

ήματα».

«Ναι;» έκανε ο κύριος Φόγκαρτι.

Ο κύριος Μ'Κόυ δοκίμασε το ουίσκι του με απόλαυση και κού­

νησε το κεφάλι του με διπλή πρόθεση, λέγοντας:

«Δεν πρόκειται γι' αστείο, μπορώ να σας το βεβαιώσω».

«Δεν το μάθαμε αυτό, Τομ» είπε ο κύριος Πάουερ, ακολουθώ­

ντας το παράδειγμα του κυρίου Μ'Κόυ, «όταν πηγαίναμε στο ενο­

ριακό σχολείο».

«Πολλοί καλοί άνθρωποι πήγαιναν στο ενοριακό σχολείο» εί­

πε aποφθεγματικά ο κύριος Κέρναν. «Το παλιό σύστημα ήταν το

καλύτερο: απλή, τίμια μόρφωση. Τίποτ' από τούτα τα μοντέρνα

κουροφέξαλα ... » «Πολύ σωστά» είπε ο κύριος Πάουερ.

«Τίποτα περιττό» είπε ο κύριος Φόγκαρτι, κι ύστερα ήπιε με ύ­

φος σοβαρό.

«Θυμάμαι πως κάπου διάβασα» πήρε το λόγο ο κύριος Κάνιν­

γκαμ, «Πως ένα, από τα ποιήματα του πάπα Λέοντα ήταν σχετικά

με την εφεύρεση της φωτογραφίας -βέβαια στα λατινικά».

«Για τη φωτογραφία!» πετάχτηκε ο κύριος Κέρναν.

«Ναι, για τη φωτογραφία» του αποκρίθηκε.

Ήπιε κι αυτός απ' το ποτήρι του.

«Λοιπόν» είπε ο κύριος Μ'Κόυ, «αν το καλοσκεφτείτε, δεν εί­

ναι κάτι αξιοθαύμαστο η φωτογραφία;»

«Μα φυσικά» συμφώνησε ο κύριος Πάουερ, «τα μεγάλα πνεύ­

ματα οραματίζονται».

Page 168: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

168 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Όπως λέει και ο ποιητής: Τα μεγάλα πνεύματα είναι πολύ κο­

ντά στην τρέλα» πρόσθεσε ο κύριος Φόγκαρτι.

Ο κύριος Κέρναν φαινόταν να παιδεύει το νου του. Έκανε μια

προσπάθεια για να θυμηθεί τη διαμαρτυρόμενη θεολογία πάνω

σε κάτι σκαμπρόζικα σημεία, και τέλος αποτάθηκε στον κύριο

Κάνινγκαμ:

«Για πες μου, Μάρτιν, μερικοί πάπες -φυσικά, όχι ο τωρινός

μας, ούτε ο προκάτοχός του, αλλά μερικοί απ' τους παλιούς- δεν

ήταν, όχι ακριβώς ... καταλαβαίνεις ... στο ύψος τους;» Ένα μούδιασμα. Τέλος, ο κύριος Κάνινγκαμ είπε:

«Φυσικά, ήταν και μερικοί κακοί... Ωστόσο, αυτό που κάνει

κατάπληξη, είναι πως κανένας από δα1πους, ούτε κι ο χειρότερος μεθύστακας; ούτε κι ο χειρότερος καθαυτό παλιάνθρωπος, κανέ­

νας τους δεν κήρυξε ποτέ από καθέδρας ούτε μία πλανεμένη δογ­

ματική λέξη. Πες μου, δεν είναι καταπληκτικό;»

«Πραγματικά» είπε ο κύριος Κέρναν.

«Ναι, επειδή όταν μιλάει ο πάπας από καθέδρας, είναι αλάθη­

τος» εξήγησε ο κύριος Φόγκαρτι.

«Ακριβώς» επιβεβαίωσε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Βέβαια, ξέρω

για το αλάθητο του πάπα. Θυμάμαι, ήμουν νεότερος τότε ... Ή μή­πως ήταν που ... » Ο κύριος Φόγκαρτι τον έκοψε. Έπιασε το μπουκάλι για να βά­

λει ακόμα λίγο ουίσκι σε όλους. Ο κύριος Μ'Κόυ, βλέποντας πως

δεν ήταν αρκετό για όλη την παρέα, είπε πως δεν είχε τελειώσει

ακόμη το πρώτο του. Οι άλλοι δέχτηκαν ύστερα από άτονες δια­

μαρτυρίες. Η ανάλαφρη μουσική του ουίσκι, καθώς έπεφτε μέσα

στα ποτήρια, ήταν ένα ευχάριστο ιντερμέτζο.

«Τι έλεγες, Τομ;» ρώτησε ο κύριος Μ'Κόυ.

«Για το αλάθητο του πάπα, πως ήταν το μεγαλύτερο γεγονός σε

ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας».

«Πώς αυτό, Μάρτιν;» ρώτησε ο κύριος Πάουερ.

Ο κύριος Κάνινγκαμ σήκωσε δυο χοντρά δάχτυλα:

«Στην ιερά σύνοδο, ξέρετε, των καρδινάλιων, των aρχιεπισκό­

πων και των επισκόπων, δυο από δαύτους ήταν ενάντιοι, ενώ όλοι

οι άλλοι ήταν υπέρ του αλάθητου. Ολόκληρο το κονκλάβιο, εκτός

από τούτους τους δυο, ήταν σύμφωνο. Αυτοί, όχι. Δεν το δέχονταν».

«Α!~~ έκανε ο κύριος Μ'Κόυ.

Page 169: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΆ 169 Α

«Και ήταν ένας γερμανός καρδινάλιος, που τον έλεγαν Ντόλιν-

γκ ... ή Ντάουλινγκ ... ή ... » «0 Ντάουλινγκ δεν ήταν Γερμανός, αυτό είναι σίγουρο, όπως

σε βλέπω και με βλέπεις» είπε ο κύριος Πάουερ γελώντας.

«Λοιπόν, αυτός ο περίφημος γερμανός καρδινάλιος, όποιο κι

αν ήταν τ' όνομά του, ήταν ο ένας, κι ο άλλος ήταν ο τζων

ΜακΧέηλ».

«Τι;» πετάχτηκε ο κύριος Κέρναν, «μψι:ως είναι ο Ιωάννης του

Τιούαμ;}}

«Είσαι βέβαιος;» ρώτησε ο κύριος Φόγκαρτι, αμφιβάλλοντας.

«Νόμιζα πως ήταν κάποιος Ιταλός ή Αμερικανός ... » «Ήταν ο Ιωάννης του Τιούαμ» επανέλαβε ο κύριος Κά­

νινγκαμ.

Ήπιε μια γουλιά, κι οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του.

Ύστερα συνέχισε:

«Ήταν, που λέτε, όλοι οι καρδινάλιοι, οι επίσκοποι κι οι αρχιε­

πίσκοποι από κάθε γωνιά της γης, κι αυτοί οι δυο που είχαν το

διάβολο μέσα τους, ώσπου τέλος σηκώθηκε ο ίδιος ο πάπας και

δήλώσε πως το αλάθητο ήταν δόγμα της Εκκλησίας από καθέ­

δρας. Την ίδια στιγμή, ο τζων ΜακΧέηλ, που δεν είχε σταματή­

σει τόσες ώρες να συζητάει και να εναντιώνεται, σηκώθηκε και

φώναξε με λιονταρίσια φωνή: Κρέντο!»

<<llισrεύω» είπε ο κύριος Φόγκαρτι.

<<Κρέντο!» είπε ο κύριος Κάνινγκαμ. «Αυτό έδειχνε την πίστη

που είχε. Υ πατάχτηκε μόλις μίλησε ο πάπας».

«Και τι έγινε με τον Ντάουλινγκ;» ρώτησε ο κύριος Μ'Κόυ.

«0 γερμανός καρδινάλιος δε θέλησε να υποταχτεί. Εγ­

κατέλειψε την Εκκλησία».

Τα λόγια του κυρίου Κάνινγκαμ είχαν εντυπώσει την πελώρια

εικόνα της Εκκλησίας στο νου των ακροατών του. Η βα~ιά, βρα­

χνή φωνή του, τους έφερε ρίγη καθώς πρόφερε τη λέξη που δήλω­

νε πίστη και υποταγή. Όταν μπήκε στο δωμάτιο η κυρία Κέρναν,

σκουπίζοντας τα χέρια της, βρέθηκε μέσα σε μια σοβαρή συντρο­

φιά. Δεν τάραξε τη σιωπή, πήγε μονάχα και στάθηκε στα πόδια

του κρεβατιού, ακουμπώντaς στο κάγκελο. «Μια φορά μονάχα είδα τον τζων ΜακΧέηλ, και δε θα το ξε­

χάσω όσο ζω» είπε ο κύριος Κέρναν.

Page 170: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

170 ΤΖΕΗΜΣ Ί'ΖΟΥΣ

Αποτάθηκε στη γυναίκα του για να το επιβεβαιώσει: «Δε σου

το 'χω πει τόσες φορές;»

Η κυρία Κέρναν κσύνησε -to κεφάλι της καταφατικά. «Ήταν στ' αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σερ Ί'ζων Γκρέη. Έβγαζε

λόγο ο Έντμοντ Ντουάγερ Γκρέη, φουσκώνοντας και ξεφουσκώ­

νοντας, και να σου αυτός ο στριφνός γέρος να τον κοιτάζει κάτω

απ' τα δασά του φρύδια ... » Ο κύριος Κέρναν έσμιξε τα φρύδια του, και κατεβάζοντας το

κεφάλι του σαν θυμωμένος ταύρος, κοίταξε τη γύναίκα του κατά­

ματα.

«Θεέ μου!» είπε, ξαναπαίρνονταςτο φυσικό του πρόσωπο, «δεν

έχω ξαναδεί τέτοιο μάτι σε ανθρώπινο κεφάλι. Ήταν σαν να 'λε­

γε: Ωραία σε συγύρισα, νεαρέ μου. Είχε ένα μάτι, ίδιο γερακίσιο».

«Κανένας από τους Γκρέη δεν ήταν της προκοπής» είπε ο κύ­

ριος Πάουερ.

Πάλι μια σιωπή. Ο κύριος Πάουερ γύρισε και είπε της κυρίας

Κέρναν με ξαφνικό κέφι:

«Λοιπόν, κυρία Κέρναν, θα κάνουμε τον άντρα σας έναν καλό,

ευσεβή και θεοφοβσύμενο ρωμαιοκαθολικό».

Με μια κυκλική χειρονομία έδειξε όλη την παρέα: «Θα πάμε ό­

λοι να κάνουμε μια πνευματική άσκηση, να ξομολογηθσύμε -κι έ­

νας Θεός ξέρει αν το 'χουμε ανάγκη ... » <<Αδιαφορώ» είπε ο κύριος Κέρναν, χαμογελώντας κάπως νευ­

ριασμένα.

Η κυρία Κέρναν έκρινε πως θα 'ταν φρονιμότερο να κρύψει

την ευχαρίστησή της. Είπε λοιπόν:

«Λυπάμαι τον καημένο τον παπά που θ' ακσύσει την εξομολό­

γησή σου».

Η έκφραση του κυρίου Κέρναν άλλαξε.

«Αν δεν του αρέσει» είπε απότομα, «μπορεί να ... κάνει εκείνο το άλλο. Θα του πω μονάχα τα παραστρατήματά μου. Δεν είμαι

δα και τόσο κακός άνθρωπος».

Ο κύριος Κάνινγκαμ μπήκε στη μέση αμέσως: «Όλοι μας α­

παρνιόμαστε το Σατανά, αλλά δεν παραμελσύμε τα έργα και τα

ξεφαντώματά του».

«Ύπαγε οπίσω μου Σατανά!» είπε ο κύριος Φόγκαρτι, γε­

λώντας και κοιτάζοντας τους άλλους.

Page 171: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΑ 171

Ο κύριος Πάουερ δε μιλούσε. Αισθανόταν πως οι άλλοι τον εί­

χαν ξεπεράσει σε πονηριά. Ωσtόσο, μια ευχαρισtημένη έκφραση

τρεμόπαιζε σtο πρόσωπό του.

«Το μόνο που έχουμε να κάνουμε» είπε ο κύριος Κάνιvyκαμ,

«είναι να σtαθούμε μ' ένα αναμμένο κερί σtο χέρι και να ανανεώ­

σουμε τις υποσχέσεις που έδωσε ο νουνός μας όταν μας βάφτιζε».

«Α, μην ξεχάσεις το κερί, Τομ, ό,τι κι αν κάνεις» είπε ο κύριος

Μ'Κόυ.

«Τι; Πρέπει να έχω και κερί;»

«Βέβαια» είπε ο κύριος Κάνιvyκαμ.

«Όχι, που να πάρει η οργή!» έβαλε τη φωνή ο κύριος Κέρναν.

«Εδώ, τελεία και παύλα! Τα άλλα είναι αρκετά. Θα κάνω αυτήν

την, πώς τη λέτε, την πνευματική άσκηση και θα ξομολογηθώ

και ... όλ' αυτά τελοσπάντων ... Αλλά όχι κεριά! Όχι, που να πάρει η οργή τα κεριά!»

Κούνησε το κεφάλι του δεξιά ζερβά με κωμική σοβαρότητα.

«Άκου τι λέει!» έκανε η γυναίκα του.

«Τα σβήνω τα κεριά» είπε ο κύριος Κέρναν, βέβαιος πως είχε

εντυπωσιάσει το ακροατήριό του, και εξακολουθώντας να κουνά­

ει το κεφάλι του. «Σβήνω τη μαγική λυχνία».

Όλοι γέλασαν με την καρδιά τους.

«Ωραίος καθολικός» είπε η γυναίκα του.

«Όχι κεριά!» επανέλαβε με πείσμα ο κύριος Κέρναν. «Πάει,

τέλειωσε!»

Η εκκλησία των ΙησουΙτών, σtην Γκάρντινερ Στρητ, ήταν σχε­

δόν γεμάτη, αλλά εξακολουθούσαν κάθε σtιγμή να μπαίνουν κύ­

ριοι από την πλα"ίνή πόρτα, και με την καθοδήγηση του εκκλη­

σιάρχη προχωρούσαν σtους διαδρόμους πατώντας σt' ακροδά­

χτυλα, ώσπου έπιαναν θέση για να καθίσουν. Όλοι οι κύριοι ήταν

καλοντυμένοι και φέρονταν με ευπρέπεια. Το φως των πολυελαί­

ων έπεφτε πάνω σε μια συνάθροιση από μαύρα κοσtούμια και ά­

σπρα κολάρα, διάσtικτη εδώ κι εκεί από φανταιζί κοσtούμια, πά­

νω σε κολόνες από σκούρο πράσινο μάρμαρο και πένθιμες διακο­

σμήσεις. Οι κύριοι κάθονταν σtους πάγκους, αφού ανασήκωναν

λίγο τα παντελόνια τους πάνω από τα γόνατα και τοποθετούσαν

το καπέλο τους μπροσtά τους. Ακουμπούσαν τη ράχη τους σtα πί-

Page 172: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

172 Ί'ΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

σω αναλόγια, και κοίταζαν αόρισtα τη μακρινή κηλίδα από κόκ­

κινο φως που κρεμόταν μπρος σtην αγία τράπεζα.

Σ' έναν πάγκο κοντά σtον άμβωνα καθόταν ο κύριος Κάνιν­

γκαμ και ο κύριος Κέρναν. Στον πάγκο που ήταν πίσω τους, καθό­

ταν ο κύριος Μ'Κόυ μονάχος, και σtον πάγκο πίσω του καθόταν ο

κύριος Πάουερ και ο κύριος Φόγκαρτι. Ο κύριος Μ'Κόυ είχε πα­

σχίσει, δίχως επιτυχία, να βρει θέση σtον ίδιο πάγκο με τους άλ­

λους, κι αφού κάθισε η παρέα σαν τη διάταξη του πέντε σtα τρα­πουλόχαρτα, είχε επιχειρήσει, αλλά δίχως επιτυχία, να πει τ' α­

σtειάκια του. Μια και δεν έγιναν ευχαρίσtως δεκτά, τα παράτη­

σε. Ήταν μάλισtα ευαίσθητος σtην ευπρέπεια της ατμόσφαιρας,

και άρχισε ν' ανταποκρίνεται σtη θρησκευτική της παρόρμηση. Ο

κύριος Κάνινγκαμ, ψιθυριΟτά, τράβηξε την προσοχή του κυρίου Κέρναν σtην παρουσία του κυρίου Χάρφορντ, του τοκι<Πή, που

καθόταν λίγο πιο πέρα, και του κυρίου Φάνινγκ, διευθυντή του

ληξιαρχείου και κατασκευα<Πή δημάρχων, που· καθόταν αμέσως

κάτω από τον άμβωνα, πλάι σ' έναν δημοτικό σύμβουλο που είχε

εκλεγεί τώρα τελευταία. Δεξιά καθόταν ο γερο-Μάικλ Γκράιμς, ι­

διοκτήτης τριών ενεχυροδανεισtηρίων, κι ο ανιψιός του Νταν Χό­

γκαν, που ήταν υπΟψήφιος για τη θέση γραμματέα της δημαρχίας.

Πιο πέρα, μπροσtά, καθόταν ο κύριος Χέντρικ, aρχισυντάκτης

της εφημερίδας Ελεύθερος, κι ο καημένος ο Ο'Κάρολ, παλιός φί­

λος του κυρίου Κέρναν, που ήταν άλλοτε σπουδαία εμπορική

προσωπικότητα. Σιγά σιγά, όσο αναγνώριζε φιλικά του πρόσωπα,

ο κύριος Κέρναν άρχισε να αισθάνεται περισσότερο άνετα. Το

καπέλο του, που του είχε ξαναδώσει σχήμα η γυναίκα του, ήταν

πάνω σtα γόνατά του. Μια δυο φορές τράβηξε με το ένα χέρι τα

μανικέτια του προς τα κάτω, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε ανά­

λαφρα αλλά σtέρεα το μπορ του καπέλου του.

Μια σθεναρή κορμοσtασιά, που το πάνω μέρος της ήταν μέσα

σ' ένα λευκό άμφιο, ανέβαινε με κόπο σtον άμβωνα. Ταυτόχρονα,

το εκκλησίασμα σηκώθηκε, έβγαλε μαντίλια και γονάτισε προσε­

χτικά πάνω σ' αυτά.· Ο κύριος Κέρναν ακολούθησε το γενικό πα­ράδειγμα. Ο ιερέας σtεκόταν τώρα ολόισιος σtον άμβωνα, με τα

δύο τρίτα του όγκου του, που τον σtεφάνωνε ένα. αδρό κόκκινο

πρόσωπο, πάνω από το σtηθαίο.

Ο πάτερ Πόρντον γονάτισε, σtράφηκε προς την κόκκινη φω-

Page 173: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΕΥΛΟΓΙΑ 173

τεινή κηλίδα, σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του και προ­

σευχήθηκε. Ύστερα από λίγη ώρα ξεσκέπασε το πρόσωπό του

και σηκώθηκε. Σηκώθηκε και το εκκλησίασμα και ξανακάθισε

στους πάγκους. Ο κύριος Κέρναν τοποθέτησε το καπέλο του στην

αρχική του θέση, πάνω στα γόνατά του, και γύρισε προς τον ιερο­

κήρυκα ένα πρόσωπο γεμάτο προσοχή. Ο ιεροκήρυκας ανασκού­

μπωσε τα φαρδομάνικα του άμφιου με μια επιμελημένη πλατιά

χειρονομία, και περιέφερε αργά τα μάτια του πάνω στ' aρα­

διασμένα πρόσωπα. Ύστερα είπε:

Ότι τα τέκνα του κόσμου τούτου σοφώτερα εν τη εαυτών γενεά

των τέκνων του φωτός. Ίνα τι ποιήτε εαυτούς εταίρους τω Μαμ­

μωνά της aνομίας, ώστε εν τω θανείν υμών δεχθή υμάς εις αιωνί­

ους μονάς.

Ο πατήρ ανέπτυξε το κείμενο με βροντερή σταθερότητα. Είπε

πως ήταν ένα από τα δυσκολότερα, για σωστή ερμηνεία, κείμενα

των Ιερών Γραφών. Ένα κείμενο που ο τυχαίος παρατηρητής θα

μπορούσε να το εκλάβει πως δε συμφωνεί με την υψηλή ηθική δι­

δασκαλία του Ιησού Χριστού σε άλλα μέρη του Ευαγγελίου.

Ωστόσο, είπε στους ακροατές του, αυτό το κείμενο τού είχε φανεί

ειδικά ταιριαστό για την καθοδήγηση εκείνων, που κλήρος τους

ήταν να καθοδηγούν τη ζωή του κόσμου και που δεν ήθελαν να

καθοδηγούν αυτή τη ζωή με τον τρόπο των υλιστών.

Ήταν ένα κείμενο για εμπόρους και επαγγελματίες. Ο Ιησούς

Χριστός, με τη θε'ίκή του κατανόηση του κάθε μορίου της ανθρώ­

πινής μας φύσης, είχε κατανοήσει πως όλοι οι άνθρωποι δεν εί­

χαν κλίση για μοναστική ζωή, πως η μεγάλη πλειονότητα ήταν α­

ναγκασμένοι να ζουν μέσα στον κόσμο και, ώς ένα βαθμό, για τον

κόσμο: και μ' αυτή τη φράση είχε την πρόθεση να τους δώσει μια

συμβουλή, παραθέτοντας μπροστά τους σαν υπόδειγμα για μια

θρησκευτική ζωή, τούς ίδιους τους λάτρεις του Μαμμωνά, που απ'

όλους τους ανθρώπους ασχολούνται λιγότερο με θρησκευτικά ζη­

τήματα.

Είπε στους ακροατές του πως δεν ήρθε εκείνο το βράδυ με

σκοπό να τους τρομοκρατήσει ή να τους καταπλήξει, αλλά σαν

κοσμικός που μιλάει σε συνανθρώπους του. Ήρθε για να μιλήσει

σε επαγγελματίες, και θα τους μιλούσε με τρόπο πρακτικό. Και

αν του επιτρεπόταν, είπε, να κάνει χρήση μιας μεταφοράς, ήταν ο

Page 174: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

174 Ί'ΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

πνευματικός λογιστής τσuς, και θα 'θελε ο κάθε ακροατής τσu ν'

ανοίξει τα κατάσtιχά τσu, τα κατάσtιχα της πνευματικής ζωής

του, και να δει aν συμφωνούν ακριβώς με τη συνείδησή τσu.

Ο Ιησούς Χρισtός δεν ήταν κανένας σκληρός προ"ίσtάμενος.

Είχε κατανόηση για τα μικρά μας σφάλματα, για τις αδυναμίες

της ανθρώπινής μας φύσης πσu είχε χάσει τον παράδεισο, για

τσuς πειρασμούς αυτής εδώ της ζωής.·Ίσως να είχαμε, όλοι μας

να είχαμε πότε πότε, τσuς πειρασμούς μας ίσως να είχαμε, όλοι

μας είχαμε, τα σφάλματά μας. Αλλά ένα μονάχα, είπε, θα ζητούσε

από τσuς ακροατές τσu: να είναι ευθείς και τίμιοι με το Θεό. Αν

οι λογαριασμοί τσuς συμφωνούν σε όλα τα σημεία, να πσuν:

Έχω ελέγξει τους λσyαριασμούς μου. Τους βρήκα εντάξει.

Αν όμως, όπως μπορεί να συμβεί, υπάρχσuν μερικές ασυμ­

φωνίες, να είναι ειλικρινείς και να πσuν σαν άντρες:

Κοίταξα τους λσyαριασμούς μου. Βρήκα τούτο και τούτο το λά­

θος. Αλλά, με τη χάρη του Θεού, θα το διορθώσω. Θα βάλω σε τά­

ξη τους λσyαριασμούς μου.

Page 175: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

Ο νεκρός

Η Λίλυ, η κόρη του επιστάτη, είχε κυριολεκτικά ξεποδαριαστεί.

Μόλις οδηγούσε έναν κύριο στο μικρό οφίς, πίσω από το γρα­

φείο, στο ισόγειο, για να τον βοηθήσει να βγάλει το πανωφόρι

του, το κουδούνι της εξώπορτας ξαναχτυπούσε, κι έπρεπε να τρέ­

ξει στο γυμνό χωλ για ν' ανοίξει σε κάποιον άλλο καλεσμένο. Κα­

λά που δεν είχε να περιποιηθεί και τις κυρίες. Αυτό το 'χαν ανα­

λάβει η μις Κέητ και η μις 'Γζούλια, και είχαν μέτατρέψει το μπά­

νιο, στο πάνω πάτωμα, σε βεστιάριο κυριών. Η μις Κέητ και η μις

'Γζούλια ήταν τώρα εκεί, φλυαρώντας, γελώντας και κουτσο­

μπολεύοντας, πηγαίνοντας η μια πίσω απ' την άλλη στο κεφαλό­

σκαλο, κοιτάζοντας κάτω, πάνω ωι:ό τα κάγκελα, και φωνάζοντας

τη Λίλυ για να τη ρωτήσουν ποιος είχε έρθει.

Ήταν πάντα μεγάλο γεγονός ο ετήσιος χορός των δεσποινίδων

Μόρκαν, έρχονταν όλοι οι γνωστοί τους, μέλη της οικογένειας,

παλιοί οικογενειακοί φίλοι, τα μέλη της χορωδίας της 'Γζούλιας,

όσοι από τους μαθητές της Κέητ ήταν αρκετά μεγάλοι, ακόμα και

μερικοί από τους μαθητές της Μαίρη 'Γζέην. Ούτε μία φορά δεν έ­

τυχε να μην έχει επιτυχία ο χορός. Χρόνια και χρόνια συνεχιζό­

ταν με μεγάλη επιτυχία, όπως θυμόνταν όλοι: από τότε που. η Κέητ

κι η 'Γζούλια, μετά το θάνατο του αδελφού τους, του Πατ, είχαν

φύγει από το σπίτι στο Στόουνυ Μπάτερ και είχαν πάρει τη Μαί­

ρη 'Γζέην, τη μόνη ανιψιά τους, να κατοικήσει μαζί τους στο σκο­

τεινό, πληκτικό σπίτι, στο Ώσερ'ς Άιλαντ, που είχαν νοικιάσει το

πάνω του πάτωμα από τον κύριο Φούλαμ, το μεσίτη δημητριακών,

που έμενε στο ισόγειο. Αυτό είχε συμβεί πριν από τριάντα γεμάτα

χρόνια. Η Μαίρη 'Γζέην, που ήταν τότε κοριτσάκι με κοντά

φουστανάκια, τώρα ήταν το στήριγμα του νοικοκυριού, επειδή

Page 176: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

176 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

αυτή έπαιζε το όργανο στη Χάντινγκτον Ρόουντ. Είχε απο­

φοιτήσει από την Ακαδημία, κι έδινε κάθε χρόνο ένα κοντσέρτο

των μαθητών της στην Παλαιά Αίθουσα Συναυλιών. Πολλοί μαθη­

τές της ανήκαν σε οικογένειες από την καλύτερη τάξη του Κίν­

γκσταουν και του Ντάλκεϋ. Και οι θείες της επίσης, όσο κι αν εί­

χαν γεράσει, έκαναν το ρόλο τους. Η 'Γζούλια, αν και με εντελώς

γκρίζα μαλλιά, εξακολουθούσε να είναι πρώτη σοπράνο στο

Αδάμ και Εύα, και η Κέητ, πολύ αδύνατη για να βγαίνει έξω συ­

χνά, έδινε μαθήματα μουσικής σε aρχάριους, με το παλιό τετρά­

γωνο πιάνο, στο πίσω δωμάτιο. Η Λίλυ, η κόρη του επιστάτη, τις

υπηρετούσε. Αν και τα μέσα τους ήταν περιορισμένα, λάτρευαν

την καλοφαγία: το καλύτερο από το καθετί -τα τρυφερότερα μο­

σχαρίσια φιλέτα, τσάι των τριών σελινιών και την καλύτερη

μποτιλιαρισμένη μπίρα. Μα η Λίλυ σπάνια έκανε λάθη στις πα­

ραγγελίες, κι έτσι τα πήγαινε καλά με τις τρεις κυράδες της.

Ήταν φασαριόζες, αυτό ήταν το μόνο τους κακό. Αλλά εκείνο

που δεν μπορούσαν να ανεχθούν, ήταν η αυθάδεια.

Φuσικά, είχαν κάθε λόγο να 'ναι φασαριόζες μια τέτοια βρα­

διά. Κι έπειτα, ήταν προ πολλού περασμένες δέκα, και δεν είχαν

φανεί ο Γκάμπριελ κι η γυναίκα του. Ξέχωρα, φοβόνταν μήπως ο

Φρέντι Μάλινς ερχόταν πιωμένος. Δε θα 'θελαν για όλο τον κό­

σμο να τον δουν οι μαθητές της Μαίρη 'Γζέην σ' αυτή την κατά­

σταση. Και σαν ήταν έτσι, ήταν πολύ δύσκολο κάποιες φορές να

τον συμμαζέψεις. Ο Φρέντι Μάλινς πάντα ερχόταν αργά, αναρω­

τιόνταν όμως τι θα μπορούσε να 'χε κάνει τον Γκάμπριελ να

καθυστερήσει: κι αυτό ήταν που τις έκανε να πετάγονται στα κάγ­

κελα κάθε δυο λεπτά, για να ρωτήσουν τη Λίλυ αν είχε έρθει ο

Γκάμπριελ ή ο Φρέντι.

«Ω, κύριε Κόνροϋ» έκανε η Λίλυ σαν άνοιξε την πόρτα στον

Γκάμπριελ, «η μις Κέητ και η μις 'Γζούλια έλεγαν πως δε θα 'ρθεί­

τε ποτέ. Καλησπέρα σας, κυρία Κόνροϋ».

«Το Πιστεύω» είπε ο Γκάμπριελ, «αλλά ξεχνούν πως η γυναίκα μου χρειάζεται τρεις θανάσιμες ώρες για να ντυθεί».

Στεκότανε στην ψάθα και καθάριζε τις γαλότσες του από το

χιόνι, όσο η Λίλυ οδηγούσε τη γυναίκα του στη σκάλα και φώναζε:

«Μις Κέητ, ήρθε η κυρία Κόνροϋ».

Η Κέητ και η 'Γζούλια κατέβηκαν μεμιάς στρατουλίζοντας τη

Page 177: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 177

σκοτεινή σκάλα. Κι οι· δυο τους φίλησαν τη γυναίκα του Γκά­

μπριελ, είπαν πως θέλει σκότωμα που άργησε, και ρώτησαν αν ή­

ταν ο Γκάμπριελ μαζί της.

«Παρών και στην ώρα μου σαν το ταχυδρομείο, θεία Κέητ!

Ανεβείτε κι έρχομαι» φώναξε ο Γκάμπριελ από το σκοτεινό χωλ.

Εξακολουθούσε να τινάζει ζωηρά το χιόνι από τα πόδια του ό­

σο οι τρεις γυναίκες ανέβαιναν τη σκάλα γελώντας για να πάνε

στο βεστιάριο των κυριών. Ένα λεπτό στρώμα χιόνι ήταν απλω­

μένο σαν πελερίνα στους ώμους του πανωφοριού του, και σαν

σκουφάκια στις γαλότσες του, μπροστά στις μύτες και καθώς τα

κουμπιά του πανωφοριού του γλιστρούσαν μ' ένα τρίξιμο μέσ' α­

πό τις κουμπότρυπες που είχαν σκληρύνει από το χιόνι, ένας

κρύος αέρας του υπαίθρου, που μύριζε φρεσκάδα, ξεπιοτάχτηκε

από τις πτυχές.

«Πάλι χιονίζει, κύριε Κόνροϋ;» ρώτησε η Λίλυ.

Είχε προηγηθεί στο οφίς για να τον βοηθήσει να βγάλει το πα­

νωφόρι του. Ο Γκάμπριελ χαμογέλασε για τις τρεις συλλαβές που

είχε χωρίσει η κοπελίτσα τ' όνομά του, και της έριξε μια ματιά.

Ήταν ένα αδύνατο κορίτσι πάνω στην ανάπτυξή του, χλομό, με

μαλλιά ανοιχτόξανθα σαν άχυρο. Το φως του γκαζιού στο οφίς

την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλομή. Ο Γκάμπριελ τη γνώριζε

από παιδάκι, τότε που καθότανε στο πρώτο σκαλοπάτι και νανού­

ριζε μια κούκλα από κουρέλια.

«Ναι, Λίλυ» αποκρίθηκε, «και μου φαίνεται πως θα χιονίζει ό­

λη νύχτα».

Αναθώρησε και κοίταξε το ταβάνι του οφίς, που τρανταζότανε

από το περπάτημα και το σούρσιμο των ποδιών στο πάνω πάτω­

μα, αφουγκράστηκε μια στιγμή το πιάνο, κι ύστερα κοίταξε την

κοπέλα που δίπλωνε προσεχτικά το πανωφόρι του πάνω σ' ένα

ράφι, άκρη άκρη.

«Δε μου λες, Λίλυ» της είπε σε φιλικό τόνο, «πηγαίνεις ακόμα

σχολείο;»

«Μα όχι, κύριε» αποκρίθηκε, «τέλειωσα το σχολείο εφέτος».

«Α, τότε» είπε ο Γκάμπριελ σ' εύθυμο τόνο, «υποθέτω πως μιαν

από τούτες τις μέρες θα πάμε στο γάμο σου με τον νεαρό σου, ε;»

Η κοπέλα τον κοίταξε πάνω απ' τον ώμο της και είπε με βαθιά

πίκρα:

Page 178: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

178 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Οι άντρες την σήμερον ημέρα είναι μονάχα γλυκόλογα κι ό,τι

μπορούν να βγάλουν από σένα».

Ο Γκάμπριελ κοκκίνισε σαν να 'χε νιώσει πως είχε κάνει γκά­

φα, και δίχως να την κοιτάξει, έβγαλε τις γαλότσες του και ξεσκό­

νισε ζωηρά με το κασκόλ του τα λουστρινένια παπούτσια του.

Ήταν ένας γεμάτος άντρας, νέος, μάλλον ψηλός. Το κόκκινο

χρώμα ανέβαινε από τα μάγουλά του στο μέτωπό του, κι εκεί

σκόρπιζε σε μερικές ακανόνιστες βούλες, πιο aνοιχτόχρωμες και

στο ξυρισμένο πρόσωπό του γυαλοκοπούσαν αδιάκοπα οι καλο­

σκουπισμένοι φακοί κι ο επιχρυσωμένος σκελετός των γυαλιών,

που προστάτευαν τα αδύνατα και αεικίνητα μάτια του. Τα λεία

μαύρα μαλλιά του ήταν χωρισμένα στη μέση, και βουρτσισμένα

σε μια μακριά καμπύλη πίσω απ' τ' αυτιά του, κατσαρώνοντας

ανάλαφρα κάτω από το αυλάκι που άφηνε το καπέλο του.

Αφού λουστράρισε τα παπούτσια του, αναστυλώθηκε και τρά­

βηξε το γιλέκο του προς τα κάτω για να 'ρθει πιο στρωτά πάνω

στο παχουλό κορμί του. Ύστερα έβγαλε ένα νόμισμα απ' την τσέ­

πητου.

«Έλα, Λίλυ» της είπε, χώνοντας το νόμισμα στο χέρι της, «έ­

χουμε Χριστούγεννα, δεν είν' έτσι; Να ... μονάχα ένα μικρό ... ». Και πήγε γρήγορα προς την πόρτα.

«Μα όχι, κύριε!» φώναξε η κοπέλα τρέχοντας πίσω του. «Σας

παρακαλώ, κύριε, δεν μπορώ να το δεχτώ».

«Για τα Χριστούγεννα! Για τα Χριστούγεννα!» είπε ο Γκά­

μπριελ, τρέχοντας σχεδόν προς τη σκάλα και κουνώντας το χέρι

του σαν να 'θελε να πει: δεν αξίζει τον κόπο.

Η κοπέλα, βλέποντας πως βρισκόταν κιόλας στη σκάλα, του

φώναξε:

«Ευχαριστώ, κύριε».

Ο Γκάμπριελ περίμενε έξω από την πόρτα της σάλας, ώσπου

να τελειώσει το βαλς, aφουγκραζόταν τα φουστάνια που θρόιζαν

και το σούρσιμο των ποδιών. Ήταν ακόμη ταραγμένος από την

πικρόχολη κι απότομη απάντηση της κοπέλας. Τον είχε κάνει να

μελαγχολήσει, και πάσχιζε να διώξει την κακοκεφιά του, διορθώ­

νοντας τα μανικέτια του και το φιόγκο της γραβάτας του. Ύστερα

έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του ένα μικρό κομμάτι χαρτί

και κοίταξε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει σχετικά με το λόγο

Page 179: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 179

που θα 'βγαζε. Ήταν αναποφάσιστος για τους στίχους του Ρό­

μπερτ Μπράουνινγκ, επειδή φοβόταν πως θα 'ταν ανώτεροι από

την αντίληψη του ακροατηρίου του. Θα ήταν προτιμότερα μερικά

αποσπάσματα από τον Σαίξπηρ ή από τις Μελωδίες, που θα τα

γνώριζαν. Ο αγροίκος κρότος των αντρικών τακουνιών και το

σούρσιμο που έκαναν οι σόλες, του θύμισαν πως ο βαθμός της

μόρφωσής τους είχε διαφορά από τον δικό του βαθμό. Θα γινό­

ταν απλώς γελοίος αν τους απάγγελνε ποιήματα που δεν μπορού­

σαν να καταλάβουν. Θα νόμιζαν πως τους έκανε επίδειξη της α­

νώτερης μόρφωσής του. Θα 'κανε γκάφα και μ' αυτούς, όπως είχε

κάνει γκάφα με την κοπέλα στο οφίς. Είχε λαθευτεί στον τόνο. Η

ιδέα αυτή καθαυτή να βγάλει λόγο, ήταν σφάλμα από την αρχή

μέχρι το τέλος, μια απόλυτη αποτυχία.

Πάνω στην ώρα, οι θείες του και η γυναίκα του βγήκαν από το

βεστιάριο των κυριών. Οι θείες του ήταν δυο κοντές, απλά ντυμέ­

νες γριούλες. Η θεία 'Γζούλια ήταν δυο πόντους πάνω κάτω πιο

ψηλή απ' τις δύο. Τα μαλλιά της, τραβηγμένα χαμηλά πάνω απ'

την άκρη των αυτιών της, ήταν γκρίζα, όπως ήταν επίσης γκρίζο,

αλλά σε πιο σκούρα απόχρωση, το φαρδύ, χαλαρό της πρόσωπο.

Αν και ήταν γεροδεμένη και στεκόταν ολόισια, τα άτονα μάτια

της και το μισάνοιχτο στόμα της τής έδιναν την εμφάνιση γυναί­

κας που δεν ήξερε πού βρισκόταν και πού πήγαινε. Η θεία Κέητ

είχε περισσότερη ζωντάνια. Το πρόσωπό της, που έδειχνε περισ­

σότερη υγεία από το πρόσωπο της αδελφής της, ήταν όλο ρυτίδες

και πτυχές, σαν ζαρωμένο κόκκινο μήλο, και τα μαλλιά της, τυλιγ­

μένα σε πλεξίδες κατά τον ίδιο παλαιικό τρόπο, δεν είχαν χάσει

το καστανό τους χρώμα.

Κι οι δυο τους φίλη σαν τον Γκάμπριελ μ' όλη τους την καρδιά.

Ήταν ο αγαπημένος aνιψιός τους, ο γιος της Έλεν, της μακαρί­

τισσας της μεγαλύτερης αδελφής τους, που είχε παντρευτεi: τον Τ.

Ι. Κόνροϋ των Λιμενικών Εγκαταστάσεων.

«Γκάμπριελ, η Γκρέτα μου λέει πως δε θα πάρετε αμάξι για να

γυρίσετε απόψε στο Μόνκσταουν» είπε η θεία Κέητ.

«Ναι» αποκρίθηκε ο Γκάμπριελ, γυρίζοντας προς τη γυναίκα

του, «αρκετά τραβήξαμε πέρσι, έχω δίκιο; Δε θυμάσαι, θεία Κέ­

ητ, τι κρυολόγημα είχε αρπάξει η Γκρέτα; Τα παράθυρα του βα­

γονιού να κροταλίζουν όλη την ώρα και να φυσάει μέσα cι άνεμος

Page 180: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

180 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

μετά το Μέρριον. Καλοπεράσαμε. Η Γκρέτα άρπαξε ένα τρομερό

κρυολόγημα».

Η θεία Κέητ σούφρωσε τα φρύδια της και κουνούσε το κεφάλι

της με ύφος σοβαρό σε κάθε λέξη:

«Έχεις δίκιο, Γκάμπριελ, έχεις δίκιο. Καλύτερα να φυ­

λάγεστε».

«Μα όσο για την Γκρέτα» είπε ο Γκάμπριελ, «είναι άξια να γυ­

ρίσει με τα πόδια, μες στο χιόνι, αν την άφηνα».

Η κυρία Κόνροϋ γέλασε.

«Μην τον ακούς, θεία Κέητ, έχει καταντήσει τρομερός μπελάς

τι με τα πράσινα αμπαζούρ για τα μάτια του Τομ τη νύχτα, τι να

τον βάζει να κάνει γυμναστική με αλτήρες, τι να υποχρεώνει την

Εύα να τρώει με το ζόρι τραχανά. Το καημένο το παιδί! Σιχαίνε­

ται και που τον βλέπει ... Α, και δεν μπορείς να φανταστείς τι με υ­ποχρεώνει να φοράω το χειμώνα!»

Ξέσπασε_ σ' ένα βροντερό γέλιο και κοίταξε τον άντρα της, που

τα μάτια του, γεμάτα θαυμασμό κι ευτυχία, πήγαιναν από το φό­

ρεμά της στο πρόσωπο και στα μαλλιά της. Οι δυο θείες γέλασαν

κι αυτές με την καρδιά τους, επειδή οι φροντίδες του Γκάμπριελ

ήταν γι' αυτές ένα μόνιμο αστείο.

«Γαλότσες! Αυτό είναι το τελευταίο μέτρο» είπε η κυρία Κόν­

ροϋ. «Όποτε είναι βρεμένοι οι δρόμοι, πρέπει να φοράω τις γα­

λότσες μου. Ακόμη κι απόψε ήθελε να τις βάλω, μα εγώ αρνήθη­

κα. Δε μένει ~αρά να μου αγοράσει μια στολή δύτη».

Ο Γκάμπριελ γέλασε νευρικά και πασπάτεψε τη γραβάτα του ι­

κανοποιημένος, ενώ η θεία Κέητ γελούσε, διπλωμένη σχεδόν στα

δύο, τόσο πολύ χάρηκε με την καρδιά της το αστείο. Το χαμόγελο

έσβησε γρήγορα από το πρόσωπο της θείας τζούλιας, και τα άχα­

ρα μάτια της στράφηκαν στο πρόσωπο του ανιψιού της. Ύστερα

από μια μικρή σιωπή, ρώτησε:

«Και τι είναι οι γαλότσες, Γκάμπριελ;>>

«Οι γαλότσες, τζούλια!» έκανε η αδελφή της. «Θεέ και Κύριε,

δεν ξέρεις τι είναι οι γαλότσες; Τις φοράς πάνω από ... πάνω από τα παπούτσια -δεν είν' έτσι, Γκρέτα;»

«Ναι» αποκρίθηκε η κυρία Κόνροϋ. «Είναι από γκουταπέρκα.

Κι οι δυο μας έχουμε τώρα από ένα ζευγάρι. Ο Γκάμπριελ λέει

πως όλοι φορούν γαλότσες στην Ευρώπη».

Page 181: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 181

«Α, στην Ευρώπη ... » μουρμούρισε η θεία 'Γζούλια αργοκουνώ­ντας το κεφάλι της.

Ο Γκάμπριελ σούφρωσε τα φρύδια του και είπε σαν να 'ταν λί­

γο θυμωμένος:

«Δεν είναι τίποτα το καταπληκτικό, μα η Γκρέτα το βρίσκει πο­

λύ αστείο, επειδή λέει πως η λέξη τής θυμίζει χριστουγεννιάτικα

κάλαντα».

«Για πες μου, Γκάμπριελ» είπε διακριτικά, σε εύθυμο τόνο, η

θεία Κέητ, «έχεις φροντίσει βέβαια για δωμάτιο. Η Γκρέτα έλε­

γε ... » «Α, το δωμάτιο είναι εντάξει» αποκρίθηκε ο Γκάμπριελ. «Κρά­

τησα ένα στο Γκρέσαμ>>.

«Σίγουρα είναι το καλύτερο που είχες να κάνεις. Και τα παι­

διά, Γκρέτα, δεν aνησυχείς γι' αυτά;»

«Ε, για μια νύχτα» έκανε η κυρία Κόνροϋ. «Άλλωστε θα τα

φροντίσει η Μπέσυ».

«Σίγουρα» ξαναείπε η θεία Κέητ. «Τι ξενοιασιά που είναι να

'χεις στο σπίτι μια κοπέλα σαν κι αυτήν, που να μπορείς να την ε­

μπ~στευτείς! Να, αυτή η Λίλυ, δεν ξέρω τι έχει πάθει τελευταία.

Δεν είναι όπως ήταν».

Ο Γκάμπριελ ετοιμαζόταν να ρωτήσει τη θεία του γι' αυτό το

ζήτημα, αλλά εκείνη έκοψε απότομα την κουβέντα για να παρα­

κολουθήσει με το βλέμμα την αδελφή της, που είχε πάει στη σκά~

λα, είχε κατεβεί δυο τρία σκαλιά, και τέντωνε το λαιμό της πάνω

απ' το κάγκελο.

«Α!» έκανε σχεδόν θυμωμένα, «Πού πάει σε παρακαλώ η

'Γζούλια; 'Γζούλια! 'Γζούλια, πού πηγαίνεις;»

Η 'Γζούλια, που είχε κατέβει σχεδόν τα μισά σκαλιά ίσαμε το

στρίψιμο της σκάλας, ξανανέβηκε και ανάγγειλε με όλη της την η­

ρεμία:

«Ήρθε ο Φρέντι».

Την ίδια στιγμή, ένα ξέσπασμα από χειροκροτήματα και μια

τελευταία φιοριτούρα της πανίστας, ανάγγειλαν πως το βαλς είχε

τελειώσει. Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε και βγήκαν μερικά ζευ­

γάρια. Η θεία Κέητ τράβηξε βιαστικά τον Γκάμπριελ παράμερα

και του ψιθύρισε στ' αυτί:

«Ξεγλίστρησε κάτω σαν καλό παιδί, και κοίταξε αν είναι εντά-

Page 182: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

182 ΤΖΕΗΜΣ τzΟΥΣ

ξει, και μην τον αφήσεις ν' ανέβει αν είναι πιωμένος. Είμαι βέ­

βαιη πως είναι πιωμένος. Είμαι βέβαιη γι' αυτό».

Ο Γκάμπριελ πήγε στη σκάλα κι αφουγκράστηκε πάνω απ' τα

κάγκελα. Άκουγε δυο πρόσωπα να κουβεντιάζουν στο οφίς.

Ύστερα αναγνώρισε το γέλιο του Φρέντι Μάλι ν ς. Κατέβηκε τη

σκάλα βροντολογώντας τα πόδια του.

«Είναι τόσο μεγάλο ξαλάφρωμα που ο Γκάμπριελ βρίσκεται ε­

δώ>> είπε η θεία Κέητ στην κυρία Κόνροϋ. «Πάντα αισθάνομαι

πιο ήσυχο το κεφάλι μου σαν είναι εδώ ο Γκάμπριελ ... Ί'ζούλια, κοίταξε να πάρουν η μις Ντάλυ και η μις Πάουερ κανένα αναψυ­

κτικό. Ευχαριστώ για το ωραίο σας βάλς, μις Ντάλυ. Πέρασε πο­

λύ ευχάριστα η ώρα ... » Ένας ψηλός άντρας με ρυτιδωμένο πρόσωπο, σκληρό γκριζω­

πό μουστάκι και σκούρο δέρμα, είπε καθώς περνούσε μαζί με την

ντάμα του:

«Μπορούμε να 'χουμε κι εμείς κανένα αναψυκτικό, μις Μόρ­

καν;»

«Ί'ζούλια» είπε η θεία Κέητ κοφτά, «Κι από δω είναι ο κύριος

Μπράουν και η μις Φάρλονγκ. Πάρε τους μέσα, Ί'ζούλια, μαζί με

τη μις Ντάλυ και τη μις Πάουερ».

«Εγώ θα εξυπηρετήσω τις κυρίες» είπε ο κύριος Μπράουν,

σουφρώνοντας τα χείλια του, ώσπου το μουστάκι του ξεπετάχτηκε

σαν γουρουνότριχες, και χαμογελώντας με όλες τις ρυτίδες του.

«Ξέρετε, μις Μόρκαν, ο λόγος που μ' αγαπούν τόσο πολύ, εί­

ναι ... » Βλέποντας πως η θεία Κέητ είχε ξεμακρύνει, δεν τέλειωσε τη

φράση του, παρέλαβε τις τρεις δεσποινίδες και τις οδήγησε στο

πίσω δωμάτιο. Καταμεσής ήταν δυο τετράγωνα τραπέζια, κολλη­

τά το ένα πλάι στο άλλο, κι η θεία Ί'ζούλια μαζί με την οικονόμο

έστρωναν πάνω σ' αυτά ένα μεγάλο τραπεζομάντιλο. Πάνω στον

μπουφέ ήταν aραδιασμένα πιάτα και πιατέλες, ποτήρια, και στοί­

βες μαχαιροπίρουνα και κουτάλια. Το κλεισμένο καπάκι του πιά­

νου χρησίμευε και σαν μπουφές για φαγητά και γλυκίσματα.

Μπροστά σ' έναν μικρότερο μπουφέ, σε μια γωνιά, στέκονταν

δυο νεαροί κι έπιναν μπίρα.

Ο κύριος Μπράουν οδήγησε τις ντάμες του κατά κει και τους

πρότεινε με μια πλατιά χειρονομία λίγο ζεστό, δυνατό και γλυκό

Page 183: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 183

πόντσι. Μα αυτές είπαν πως δεν πίνουν τίποτε δυνατό, και τότε

τους άνοιξε τρία μπουκάλια λεμονάδα. Ύστερα είπε σ' έναν από

τους νεαρούς να παραμερίσει, πήρε το μπουκάλι κι έβαλε σ' ένα

ποτήρι μια γερή δόση ουίσκι για τον εαυτό του. Οι νεαροί τον κοί­

ταζαν με σεβασμό καθώς έπινε μια δοκιμαστική γουλιά.

«Είναι κατά συμβουλή του γιατρού» είπε χαμογελώντας, «Κι ο

Θεός βοηθός».

Το χαμόγελο έγινε πλατύ στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του, κι οι

τρεις νεαρές ανταποκρίθηκαν στο αστείο του μ' ένα γέλιο που a­ντήχησε σαν μουσική, τραντάζοντας το κορμί τους με νευρικά τι­

νάγματα των ώμων τους. Η πιο τολμηρή είπε:

«Μα ελάτε τώρα, κύριε Μπράουν, είμαι βέβαιη πως ο γιατρός

δε σας είπε ποτέ κάτι τέτοιο».

Ο κύριος Μπράουν ρούφηξε άλλη μια γουλιά από το ουίσκι

του και μιμήθηκε μια λεπτή γυναικεία φωνή:

«Ξέρετε, είμαι η διάσημη κυρία Κάσιντυ, που λένε πως έχει

πει: Κοίτα, Μαίρη Γκράιμς, αν δεν το πιω, βάλε με να το πιω με το

ζόρι, επειδή αισθάνομαι πως το 'χω ανάγκη>>.

Το ξαναμμένα πρόσωπό του είχε γείρει μπροστά κάπως υπερ­

βολικά εμπιστευτικά, και είχε πάρει έναν πολύ λα·ίκό τόνο του

Δουβλίνου, τόσο που οι κοπέλες, μ' ένα ομαδικό ένστικτο, δέχτη­

καν τα λόγια του με απόλυτη σιωπή. Η μις Φάρλονγκ, που ήταν

μαθήτρια της Μαίρη τζέην, ρώτησε τη μις Ντάλυ ποιο ήταν το ό­

νομα του ωραίου βαλς που είχε παίξει, και ο κύριος Μπράουν,

βλέποντας πως τον αγνοούσαν, προσκολλήθηκε αμέσως στους δυο νεαρούς, που φαίνονταν να τον γουστάρουν περισσότερο.

Μια κοπέλα με ξαναμμένα πρόσωπο και με φουστάνι πανσεδί,

μπήκε στο δωμάτιο χτυπώντας ζωηρά τα χέρια της και φωνάζοντας:

«Καντρίλιες! Καντρίλιες!»

Πίσω της ερχόταν η θεία Κέητ, φωνάζοντας κι αυτή: «Δυο κα­

βαλιέρους και τρεις ντάμες, Μαίρη τζέην!»

«Να, ορίστε ο κύριος Μπέργκιν και ο κύριος Κέριγκαν» είπε η

Μαίρη τζέην. «Κύριε Κέριγκαν, παίρνετε τη μις Πάουερ; μις

Φάρλονγκ, επιτρέψτε μου, ορίστε ένας καβαλιέρος, ο κύριος

Μπέργκιν. Α, είμαστε εντάξει».

«Οι ντάμες είναι τρεις, Μαίρη τζέην» είπε η θεία Κέητ.

Οι δυο νεαροί ρώτησαν τις ντάμες αν θα είχαν την ευχα-

Page 184: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

184 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ρίστηση να χορέψουν μαζί τους, και η Μαίρη τζέην στράφηκε

στη μις Ντάλυ:

«Μις Ντάλυ, είστε αλήθεια τόσο τρομερά καλή που παίξατε

τους δυο τελευταίους χορούς, μα έχουμε τόση δυσαναλογία σε

ντάμες απόψε ... » «Δε με πειράζει καθόλου, μις Μόρκαν».

«Μα έχω ένα σπουδαίο καβαλιέρο για σας, τον κύριο Μπάρ­

τελ ντ' Άρσι, τον τενόρο. Αργότερα θα τον βάλω να τραγουδήσει.

Όλο το Δουβλίνο είναι ξετρελαμένο μαζί του».

«Ωραία φωνή, ωραία φωνή!» είπε η θεία Κέητ.

Καθώς το πιάνο είχε αρχίσει δυο φορές το πρελούντιο για την

πρώτη φιγούρα, η Μαίρη τζέην πήρε βιαστικά από τον μπουφέ

αυτούς που στρατολόγησε. Μόλις είχαν φύγει, μπήκε η θεία

τζούλια στο δωμάτιο, κοιτάζοντας κάτι πίσω της.

«Τι dυμβαίνει, τζούλια;» ρώτησε ανήσυχη η θεία Κέητ. «Ποιος

είναι;}>

Η τζούλια, που έφερνε μια στοίβα πετσέτες, γύρισε και είπε α­

πλά στην αδελφή της, σαν να την είχε παραξενέψει η ερώτησή

της:

«0 Φρέντι είναι, Κέητ, και ο Γκάμπριελ μαζί του». Πραγματικά, πίσω της φάνηκε ο Γκάμπριελ, πιλοτάροντας τον

Φρέντι Μάλινς στο πλατύσκαλο. Αυτός ο τελευταίος είχε το ανά­

στημα και την κορμοστασιά του Γκάμπριελ, με πολύ στρογγυλούς

ώμους. Το πρόσωπό του ήταν παχύ και χλομό, με λίγο κόκκινο

μονάχα στους κρεμαστούς χοντρούς λοβούς των αυτιών του και

στα φαρδιά ρουθούνια του. Είχε αδρά χαρακτηριστικά, πλακου­

τσωτή μύτη, μέτωπο κυρτό προς τα πίσω, φουσκωτά και ξεπετα­

χτά χείλια. Τα μάτια του με τα βαριά ματόφυλλα, και τ' α­

κατάστατα αραιά μαλλιά του, τον έκαναν να φαίνεται νυ­

σταγμένος. Ήταν ξεκαρδισμένος στα γέλια, σ' έναν τόνο σουβλε­

ρό, με κάποιο ανέκδοτο που διηγούνταν στον Γκάμπριελ καθώς

ανέβαιναν τη σκάλα, και ταυτόχρονα έτριβε με την αριστερή γρο­

θιά του το αριστερό του μάτι.

«Καλησπέρα, Φρέντι» είπε η θεία τζούλια.

Ο Φρέντι Μάλινς καλησπέρισε τις δεσποινίδες Μόρκαν με το

συνηθισμένο τρόπο του, που φαινόταν ανέμελος εξαιτίας της

βραχνάδας του, και ύστερα, βλέποντας παις ο κύριος Μπράουν

Page 185: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 185

τού χαμογελούσε από τον μπουφέ, πήγε κατά κει με πόδια μάλλον

τρεμουλιαστά, και άρχισε να ξαναλέει με σιγανή φωνή το ανέκ­

δοτο που μόλις είχε πει στον Γκάμπριελ.

«Δεν είναι και τόσο χάλια, ε;» είπε η θεία Κέητ στον Γκά­

μπριελ.

Τα φρύδια του Γκάμπριελ ήταν σουφρωμένα, μα τ' ανασήκωσε

μεμιάς κι αποκρίθηκε:

«Α, όχι, δεν πολυφαίνεται».

«Λοιπόν, είναι ή δεν είναι τρομερός; Και η καημένη η μητέρα

του τον έβαλε να της υποσχεθεί, την παραμονή της Πρωτοχρο­

νιάς. Μα έλα, Γκάμπριελ, πάμε στο σαλόνι».

Πριν βγει από το δωμάτιο μαζί με τον Γκάμπριελ, έκανε νόημα

του~κυρίου Μπράουν σμίγοντας τα φρύδια της και κουνώντας α­

πειλητικά το δάχτυλό της. Ο κύριος Μπράουν αποκρίθηκε μ' ένα

κούνημα του κεφαλιού, κι αφού έφυγε η θεία Κέητ, είπε του Φρέ­

ντιΜάλινς:

«Λοιπόν, Τέντι, θα σου γεμίσω ένα καλό ποτήρι λεμονάδα για

να στυλωθείς».

Ο Φρέντι Μάλινς, που σίμωνε στο κορύφωμα της ιστορίας που

διηγιότανε, αποποιήθηκε νευριασμένος την προσφορά, μα ο κύ­

ριος Μπράουν, αφού του επέστησε πρώτα την προσοχή σε μια α­

ταξία που είχε το ντύσιμό του, γέμισε μέχρι επάνω ένα ποτήρι λε­

μονάδα και του το 'δωσε. Το αριστερό χέρι του Φρέντι Μάλινς

πήρε μηχανικά το ποτήρι, όσο το δεξί του χέρι καταγινότανε μη­

χανικά να διορθώσει την αταξία που είχε το ντύσιμό του. Ο κύ­

ριος Μπράουν, που το πρόσωπο του είχε πάλι γεμίσει κεφάτες

ρυτίδες, πρόσφερε στον εαυτό του ένα ποτήρι ουίσκι, ενώ ο Φρέ­

ντι Μάλινς, πριν φτάσει εντελώς στο κορύφωμα της ιστορίας του,

ξέσπαγε σ' έναν οίστρο σουβλερού, βρογχιτικού γέλιου, και πα­

ρατώντας το γεμάτο ποτήρι του, που δεν το 'χε ακόμα βάλει στο

στόμα του, άρχισε να τρίβει με την αριστερή γροθιά του τ_ο αρι­

στερό του μάτι, επαναλαβαίνοντας λέξεις από την τελευταία φρά­

ση του, όσο του επέτρεπαν οι σπασμοί του γέλιου του.

Ο Γκάμπριελ αδημονούσε όσο η Μαίρη Ί'ζέην έπαιζε το σπου­

δαίο της κομμάτι, γεμάτο σκάλες και δύσκολα μέρη, μέσα στην α­

πόλυτη σιωπή του σαλονιού. Του άρεσε η μουσική, αλλά δεν έβρι-

Page 186: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

186 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

σκε καμιά μελωδία στο κομμάτι που έπαιζε η Μαίρη 'Γζέην, και

αμφέβαλλε αν του έβρισκαν κάποια μελωδία κι οι άλλοι ακροα­

τές, αν και την είχαν παρακαλέσει να παίξει κάτι. Τέσσερις νεα­

ροί, που είχαν έρθει από τον μπουφέ σαν άκουσαν το πιάνο, και

είχαν σταθεί στην ανοιχτή πόρτα, έφυγαν αθόρυβα, δυο δυο, ύ­

στερα από μερικά λεπτά. Τα μόνα πρόσωπα που φαίνονταν να

παρακολουθούν τη μουσική, ήταν η ίδια η Μαίρη 'Γζέην, που τα

χέρια της έτρεχαν πάνω στα κόκαλα του πιάνου, ή που τ' ανασή­

κωνε στις παύσεις σαν χέρια ιέρειας σε δέηση, και η θεία Κέητ,

που στεκόταν πλάι της για να γυρίζει τα φύλλα.

Τα μάτια του Γκάμπριελ, ερεθισμένα από το πάτωμα που γυα­

λοκοπούσε από το τρίψιμο με παρκετίνη, κάτω από το βαρύ πολύ­

φωτο, τριγυρνούσαν στον τοίχο, πάνω απ' το πιάνο. Ένας πίνα­

κας με τη σκηνή του μπαλκονιού από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα

κρεμόταν στον τοίχο, και πλάι του ένα κέντημα που παράσταινε

τους δυο πρίγκιπες που είχαν εκτελεστεί στον Πύργο του Λονδί­

νου, και που το 'χε φτιάξει η θεία 'Γζούλια με κόκκινα, γαλάζια

και καφετιά μαλλιά, σαν ήταν κοριτσάκι. Φαίνεται πως τις είχαν

μάθει να κεντούν στο σχολείο που πήγαιναν στα μικράτα τους. Κι

η μητέρα του τού είχε κεντήσει, σαν δώρο για τα γενέθλιά του, έ­

να γιλέκο από κόκκινο κοτόν περλέ με κεφαλάκια αλεπούδες,

φοδραρισμένο με καφετί σατέν και με στρογγυλά κουμπιά σε

σχήμα βατόμουρου. Παράξενο πώς η μητέρα του δεν είχε ταλέντο

για μουσική, αν και η θεία Κέητ πάντα την έλεγε φωστήρα της οι­

κογένειας Μόρκαν. Τόσο αυτή, όσο κι η θεία 'Γζούλια, φαίνονταν

πάντα κάπως περήφανες για τη σοβαρή και aτάραχη αδελφή

τους. Η φωτογραφία της ήταν μπροστά στον καθρέφτη. Είχε ένα

βιβλίο ανοιγμένο πάνω στα γόνατά της κι έδειχνε κάτι στον Κων­

σταντάιν, που φορώντας ναυτική φορεσιά, ήταν γονατισμένος

πλάι της. Αυτή είχε διαλέξει τα ονόματα για τους γιους της, επει­

δή ήταν πολύ ευαίσθητη στο ζήτημα της αξιοπρέπειας στην οικο­

γενειακή ζωή. Χάρη σ' αυτήν, ο Κωνσταντάιν ήταν τώρα πρώτος

εφημέριος στο Μπάλμπριγκαν, και επίσης χάρη σ' αυτήν, ο Γκά­

μπριελ ήταν διπλωματούχος του Βασιλικού Πανεπιστημίου. Ένας

ίσκιος πέρασε πάνω στο πρόσωπό του καθώς αναθυμόταν·την

πεισματάρικη αντίθεσή της στο γάμο του. Μερικές περιφρο­

νητικές φράσεις που είχε μεταχειριστεί, ερέθιζαν ακόμα το μνη-

Page 187: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 187

μονικό του· κάποτε είχε πει πως η Γκρέτα ήταν μια πονηρή επαρ­

χιώτισσα, κι αυτό δεν ήταν καθόλου αλήθεια για την Γκρέτα. Η

Γκρέτα την είχε περιποιηθεί στο διάστημα της τελευταίας μακρο­

χρόνιας αρρώστιας της, στο σπίτι τους, στο Μόνκσταουν.

Κατάλαβε πως η Μαίρη Ί'ζέην πλησίαζε στο τέλος του κομματι­

ού της, επειδή ξανάπιασε τη μελωδία της αρχής, με τις σκάλες ύ­

στερα από κάθε ακόρντο, κι όσο περίμενε το τέλος, κάθε μνησικα­

κία έσβησε μέσα του. Το κομμάτι τέλειωσε με μια τρέλα από οκτά­

βες στις ψηλές ν6τες και με μια τελευταία βαθιά οκτάβα στα μπά­

σα. Δυνατά χειροκροτήματα κατευόδωσαν τη Μαίρη Ί'ζέην καθώς

ξέφυγε από τη σάλα κοκκινίζοντας και τυλίγοντας νευρικά τις νό­

τες της. Τα δυνατότερα χειροκροτήματα προέρχονταν από τους

τέσσερις νεαρούς, που στην αρχή του κομματιού είχαν καταφύγει

στον μπουφέ, μα είχαν ξαναγυρίσει 6ταν σταμάτησε το πιάνο.

Οι λανσιέδες κανονίστηκαν. Ο Γκάμπριελ βρέθηκε να 'χει για

ντάμα τη μις Άιβορς. Ήταν κοπέλα πρόσχαρη και ομιλητική, με

φακίδες στο πρόσωπο και γουρλωμένα καστανά μάτια. Δε φο­

ρούσε χαμηλό μπούστο, και η μεγάλη αγκράφα στο κολάρο της

είχε πάνω ένα ιρλανδικό έμβλημα κι ένα ρητό.

Όταν στάθηκαν στη θέση τους, του είπε απ6τομα: «Έχω κάτι

να ξεδιαλύνω μαζί σας».

«Μαζί μου;» έκανε ο Γκάμπριελ.

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, με ύφος σοβαρό.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε, χαμογελώντας για το επίσημο ύφος

της.

«Ποιος είναι ο Γ.Κ.;» του αποκρίθηκε, γυρίζοντας καταπάνω

του τα μάτια της.

Ο Γκάμπριελ κοκκίνισε κι ετοιμαζόταν να σουφρώσει τα φρύ­

δια του σαν να μην καταλάβαινε, μα εκείνη του είπε απότομα:

«Α, η αθώα περιστερά! Ανακάλυψα πως εσείς γράφετε στο

Ντέιλυ Εξπρές. Λοιπόν, δεν ντρέπεστε;»

«Γιατί να ντραπώ;» ρώτησε ο Γκάμπριελ, παίζοντας τα ματό­

φυλλά του και πασχίζοντας να χαμογελάσει.

«Ντρέπομαι για λογαριασμό σας» είπε εκείνη ξεκάθαρα.

«Ποιος θα το 'λεγε πως θα γράφατε σε μια τέτοια εφημερίδα! Δε

φανταζόμουν πως είστε Δυτικοβρετανός».

Μια έκφραση αμηχανίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

Page 188: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

188 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ήταν αλήθεια πως έγραφε μια λογοτεχνική στήλη κάθε Τετάρτη

στο Ντέιλυ Εξπρές και πληρωνόταν γι' αυτήν δεκαπέντε σελίνια.

Όμως αυτό ασφαλώς δεν τον έκανε Δυτικοβρετανό. Τα βιβλία

που του έστελναν για να γράψει κριτική, ήταν σχεδόν πιο καλοδε­

χούμενα από την τιποτένια επιταγή. Του άρεσε να νιώθει στα χέ­

ρια του και να ξεφυλλίζει φρεσκοτυπωμένα βιβλία. Σχεδόν κάθε

μέρα, αφού τέλειωνε τις ώρες της διδασκαλίας του στο κολέγιο,

τριγυρνούσε στην προκυμαία όπου aράδιαζαν βιβλία από δεύτε­

ρο χέρι οι βιβλιοπώλες, ή στο βιβλιοπωλείο του Χίκυ στο Μπά­

τσελορ'ς Γουώκ, στου Γουέμπς ή στου Μάσσεϋ στο Άστον' ς Κέη ή.

στου Ο'Κλόχισυ στον πλα"ίνό δρόμο. Δεν ήξερε πώς ν' αντικρού­

σει την κατηγορία της. Ήθελε να της πει ότι η λογοτεχνία στεκό­

ταν πιο ψηλά από την πολιτική. Μα ήταν τόσα χρόνια φίλοι, και

είχαν σταδιοδρομήσει παράλληλα, πρώτα στο πανεπιστήμιο και

ύστερα σαν καθηγητές, και δεν μπορούσε να διακινδυνέψει μαζί

της μια φράση με παχιά λόγια. Εξακολουθούσε να παίζει τα μα­

τόφυλλά του, πασχίζοντας να χαμογελάσει και ψιθυρίζοντας δι­

σταχτικά πως δέν έβλεπε να 'χει σχέση με την πολιτική το γεγονός

πως έγραφε κριτικές για βιβλία.

Σαν ήρθε η σειρά τους να βγουν, ήταν απρόσεχτος και σαστι­

σμένος. Η μις Άιβορς τον έπιασε μεμιάς από το χέρι μ' ένα θερμό

σφίξιμο και του είπε σε μαλακό, φιλικό τόνο:

«Αστειευόμουνα. Εμπρός, πηγαίνουμε απέναντι τώρα».

Όταν ξαναβρέθηκαν μαζί στη θέση τους, του μίλησε για το ζή­

τημα του πανεπιστημίου, κι ο Γκάμπριελ ένιωσε πιο άνετα. Μια

φίλη της τής είχε δείξει την κριτική του για τα ποιήματα του

Μπράουνινγκ, έτσι είχε ανακαλύψει το μυστικό, αλλά της άρεσε

πολύ η κριτική του. Ύστερα είπε ξαφνικά:

«Α, κύριε Κόνροϋ, θέλετε να πάρετε μέρος σε μια εκδρομή στα

νησιά Άραν το ερχόμενο καλοκαίρι; Θα μείνουμε εκεί έναν ολό­

κληρο μήνα. Θα 'ναι υπέροχα στον Ατλαντικό. Πρέπει να 'ρθείτε.

Θα 'ρθει ο κύριος Κλάνσι, ο κύριος Κιλκέλι, κι η Καθλήν Κήρνι.

Θα 'ναι υπέροχα και για την Γκρέτα, αν θα 'θελε να 'ρθει. Είναι

από το Κόναχτ, ε;»

«Το σόι της».

«Όμως θα 'ρθείτε, δεν είν' έτσι;» επέμεινε εκείνη ακουμπώ­

ντας το ζεστό χέρι της στο μπράτσο του.

Page 189: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 189

«Είναι που έχω κανονίσει να πάω ... » «Να πάτε πού;» ρώτησε η μις Άιβορς.

«Ξέρετε, κάθε χρόνο πηγαίνω ένα μεγάλο γύρο με το πο­

δήλατο μαζί με κάτι φίλους, κι έτσι ... » «Αλλά πού;»

«Μα» κόμπιασε ο Γκάμπριελ, «συνήθως πηγαίνουμε στη Γαλ­

λία ή στο Βέλγιο ή στη Γερμανία ίσως ... » «Και γιατί πηγαίνετε στη Γαλλία ή στο Βέλγιο, και όχι στα δικά

μας μέρη;»

«Μα» έκανε ο Γκάμπριελ, «κατά ένα λόγο, για να βρισκόμαστε

σε επαφή με ξένες γλώσσες, και κατά ένα λόγο για αλλαγή».

«Και δεν έχετε τη δική σας γλώσσα για να βρίσκεστε σ' επαφή

-την ιρλανδική;» είπε η μις Άιβορς.

«Μα, αν πρόκειται γι' αυτό» είπε ο Γκάμπριελ, «γλώσσα μου

δεν είναι η ιρλανδική!»

Οι πλα·ίνοί τους είχαν στήσει αυτί για ν' ακούσουν την ανάκρι­

ση. Ο Γκάμπριελ κοίταξε νευριασμένος δεξιά ζερβά και πάσχισε

να διατηρήσει το κεφάτο ύφος του κάτω από τις εξεταστικές μα­

τιές που έκαναν να κοκκινίζει το μέτωπό του.

«Μήπως δεν έχετε τον δικό σας τόπο να επισκεφθείτε» συνέχι­

σε η μις Άιβορς, «Που δεν ξέρετε τίποτε από δαύτον, τον δικό σας

λαό και τη δική σας πατρίδα;»

«Α, για να σας πω την αλήθεια» της πέταξε απότομα ο Γκά­

μπριελ, <<τον έχω αηδιάσει τον δικό μου τόπο, τον έχω αηδιάσει».

«Για ποιο λόγο;»

Ο Γκάμπριελ δεν αποκρίθηκε, γιατί είχε φουντώσει από τη συ­

ζήτηση.

«Για ποιο λόγο;» επανέλαβε η μις Άιβορς.

Έπρεπε τώρα να κάνουν μαζί τη φιγούρα «επισκέψεις», και

καθώς δεν της είχε απαντήσει, η μις Άιβορς είπε ζωηρά:

«Φuσικά, δεν έχετε τίποτα ν' απαντήσετε».

Ο Γκάμπριελ πάσχισε να κρύψει την ταραχή του παίρνοντας

μέρος στο χορό με πολλή ζωηρότητα. Απόφευγε τη ματιά της, για­

τί είχε δει μια στυφή έκφραση στο πρόσωπό της. Μα όταν aντά­

μωσαν στη φιγούρα της αλυσίδας, παραξενεύτηκε νιώθοντάς την

να του σφίγγει σταθερά το χέρι. Τον κοίταξε κορο"ίδευτικά κάτω

από τα σουφρωμένα φρύδια της, ώσπου εκείνος χαμογέλασε.

Page 190: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

190 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Ύ σtερα, καθώς ετοιμάζονταν να ξαναρχίσουν τη φιγούρα της α­

λυσίδας, ανασηκώθηκε σtις μύτες των ποδιών της και του ψιθύρι­

σε σtο αυτί:

«Δυτικοβρετανέ! » Όταν τέλειωσαν οι λανσιέδες, ο Γκάμπριελ πήγε σε μιαν aπό­

μερη γωνιά της σάλας, που καθόταν η μητέρα του Φρέντι Μάλινς,

μια παχιά, ασθενική γριά με άσπρα μαλλιά. Η φωνή της είχε μια

βραχνάδα, όπως του γιου της, και ήταν λιγάκι βραδύγλωσση. Της

είΧαν πει πως είχε έρθει ο Φρέντι και πως ήταν σχεδόν εντάξει. Ο

Γκάμπριελ τη ρώτησε αν είχε κάνει καλό ταξίδι. Κατοικούσε με

την παντρεμένη κόρη της στη Γλασκώβη, κι ερχόταν σtο Δουβλίνο

για λίγες μέρες μια φορά το χρόνο. Αποκρίθηκε μονότονα πως εί­

χε κάνει καλό ταξίδι και πως ο καπετάνιος ήταν πολύ περιποιητι­

κός μαζί της. Μίλησε και για το ωραίο σπίτι που είχε η κόρη της

στη Γλασκώβη, και για τους τόσους φίλους που είχαν εκεί. Όσο η

γλώσσα της πήγαινε ροδάνι, ο Γκάμπριελ πάσχιζε να διώξει ~πό

το νου του την ανάμνηση του δυσάρεσtου επεισοδίου με τη μις Άι­

βορς. Βέβαια η κοπέλα, ή η γυναίκα ή ό,τι κι αν ήτάν, ήταν μια εν­

θουσιώδης σωβινίσtρια, μα το κάθε πράγμα σtον καιρό του.

Ίσως δεν έπρεπε να της απαντήσει μ' εκείνο τον τρόπο. Μα δεν

ήταν σωσtό να τον αποκαλεί Δυτικοβρετανό μπροσtά σtον κό­

σμο, έσtω και γι' ασtείο. Είχε θελήσει να τον γελοιοποιήσει

μπροσtά σtον κόσμο, σtριμώχνοντάς τον με ερωτήσεις και καρ­

φώνοντάς τον με τα κουνελίσια μάτια της.

Είδε τη γυναίκα του να 'ρχεται προς το μέρος του ξεγλισtρώ­

ντας ανάμεσα σtα ζευγάρια που βαλσάραν. Σαν έφτασε κοντά

του, του είπε σt' αυτί:

«Γκάμπριελ, η θεία Κέητ θέλει να ξέρει αν θα κόψεις τη χήνα

όπως πάντα. Η μις Ντάλυ θα κόψει φέτες το χοιρομέρι κι εγώ την

πουτίγκα».

«Σύμφωνος» αποκρίθηκε.

«Θα σtείλει πρώτα τη νεολαία, μόλις τελειώσει αυτό το βαλς,

κι έτσι θα 'χουμε ύσtερα το τραπέζι για μας».

«Χόρεψες;» ρώτησε ο Γκάμπριελ.

«Φυσικά, δε με είδες; Γιατί τσακωθήκατε με τη μις Άιβορς;»

«Δεν τσακωθήκαμε. Γιατί; Έτσι λέει;»

«Κάτι τέτοιο. Θα πασχίσω να καταφέρω αυτόν τον κύριο Ντ'

Page 191: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 191

Άρσι να τραγουδήσει. Σαν πολύ φαντασμένος μου φαίνεται}},

«Δεν τσακωθήκαμε}} ξανάπε ο Γκάμπριελ μουτρωμένος, «ήθε­

λε μονάχα να με πείσει να κάνω ένα ταξίδι στα δυτικά της Ιρλαν­

δίας, και είπα πως δε μου κάνει όρεξψ.

Η γυναίκα του έσμιξε τα χέρια της με ενθουσιασμό και πήδησε

ανάλαφρα απ' τη χαρά της.

«Ναι, ας πάμε, Γκάμπριελ, θα 'θελα τόσο πολύ να ξαναδώ το

Γκάλγουη!}}

«Μπορείς να πάς, αν σ' αρέσει}} της αποκρίθηκε ψυχρά. Τον

κοίταξε μια στιγμή, κι ύστερα στράφηκε στην κυρία Μάλινς:

«Καμαρώστε έναν λαμπρό σύζυγο, κυρία Μάλινς!}}

Κι ενώ εκείνη ξεμάκραινε ανοίγοντας δρόμο μέσ' από τη σάλα,

η κυρία Μάλινς, δίχως ν' ασχοληθεί με τη διακοπή, συνέχισε να

μιλάει του Γκάμπριελ για τα ωραία μέρη που έχει η Σκωτία και

για τα ωραία τοπία. Ο γαμπρός της τους πήγαινε κάθε χρόνο στις

λίμνες και ψάρευαν εκεί. Ο γαμπρός της ήταν περίφημος ερασιτέ­

χνης ψαράς. Μια μέρα, έπιασε ένα ωραίο μεγάλο ψάρι και τους

το 'ψησε ο μάγειρας του ξενοδοχείου για το βράδυ.

Ο Γκάμπριελ δεν πρόσεχε τι του έλεγε. Τώρα που πλησίαζε η

ώρα να σουπάρουν, άρχισε πάλι να σκέφτεται το λόγο που θα

'βγαζε και το απόσπασμα που θ' ανέφερε. Σαν είδε τον Φρέντι

Μάλινς να 'ρχεται για να καλησπερίσει τη μητέρα του, του παρα­

χώρησε την καρέκλα του κι aποτραβήχτηκε κοντά στο παράθυρο.

Το σαλόνι είχε κιόλας αδειάσει, κι από το πίσω δωμάτιο ακουγό­

ταν σαματάς από πιάτα και μαχαιροπίρουνα. Όσοι έμειναν ακό­

μη στη σάλα, φαίνονταν κουρασμένοι από το χορό και είχαν

σχηματίσει μικρές παρέες και κουβέντιαζαν. Τα ζεστά, τρεμου­

λιαστά δάχτυλα του Γκάμπριελ παίζανε πάνω στο κρύο τζάμι του

παράθυρου. Τι δροσερά που θα 'ταν έξω! Τι ευχάριστα που θα

'ταν να περπατάς μονάχος, πρώτα πλάι στο ποτάμι κι ύστερα μέ­

σα στο πάρκο! Το χιόνι θα 'χε καθίσει στα κλωνιά των· δέντρων

και θα 'χε σχηματίσει ένα φωτεινό σκούφο στο μνημείο του Γουέ­

λινγκτον. Πόσο πιο ευχάριστα θα 'ταν εκεί, παρά στο τραπέζι για το σουπέ!

Ξαναδιάβασε τα θέματα της ομιλίας που θα 'κανε: ιρλανδική

φιλοξενία, θλιβερές αναμνήσεις, οι Τρεις Χάριτες, Παρίσι, από­

σπασμα από τον Μπράουνινγκ. Επανέλαβε από μέσα του μια

Page 192: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

192 ΤΖΕΗΜΣ τzοΥΣ

φράση που είχε γράψει στην κριτική του: αισθάνεται κανείς ότι α­

κούει μια μουσική βασανισμένη από τη σκέψη. Η μις Άιβορς είχε

επαινέσει την κριτική. Ήταν ειλικρινής ο έπαινός της; Δεν είχε

ποτέ γεννηθεί καμιά δυσαρέσκεια μεταξύ τους ίσαμε τούτη τη

βραδιά. Τον νευρίαζε η σκέψη πως θα 'ταν κι αυτή απόψε στο

τραπέζι, πως θα τον κοίταζε όσο θα μιλούσε εκείνος, με την κριτι­

κή, κορο'ίδευτική ματιά της. Ίσως και να μη λυπόταν η μις Άιβορς

αν η ομιλία του είχε αποτυχία. Μια ιδέα τού ήρθε στο νου και τον

ενθάρρυνε. Θα 'λεγε, σαν υπαινιγμό για τη θεία Κέητ και τη θεία

τζούλια: Κυρίες και κύριοι, η γενεά που γέρνει τώρα προς τη δύση της, ίσως να είχε τα ελαττώματά της, αλλά, κατά τη γνώμη μόυ, εί­

χε ορισμένα προσόντα φιλοξενίας, aνθρωπιάς, καθώς κι ένα ευ­

τράπελο πνεύμα, προσόντα που η νέα, πολύ σοβαρή και υπερμορ­

φωμένη γενεά που αναπτύσσεται γύρω μας, φαίνεται να τα στερεί­

ται. Πολύ καλό: ό,τι χρειαζόταν για τη μις Άιβορς. Κι ας ήταν οι

θείες του δυο γριές με περιορισμένη μόρφωση.

Ένας ψίθυρος τράβηξε την προσοχή του. Ο κύριος Μπράουν

προχωρούσε από την πόρτα, συνοδεύοντας ιπποτικά τη θεία

τζούλια, που ακουμπούσε στο μπράτσο του, χαμογελώντας και

κουνώντας το κεφάλι της. Μια ακανόνιστη ομοβροντία από χει­

ροκροτήματα τη συνόδεψε μέχρι το πιάνο και καταλάγιασε σιγά

σιγά όταν η Μαίρη τζέην κάθισε στο ταμπουρέ και η θεία τζού­

λια, παύοντας να χαμογελάει, μισοστράφηκε για ν' ακούγεται κα­

λύτερα η φωνή της μέσα στη σάλα. Ο Γκάμπριελ αναγνώρισε το

πρελούντιο. Ήταν από κάποιο παλιό τραγούδι της θείας τζού­

λιας: Στολισμένη για το γάμο. Η φωνή της, δυνατή και καθαρή, έ­

πιασε με θάρρος τις γκάμες που διάνθιζαν το σκοπό, και μόλο

που τραγουδούσε πολύ γρήγορα, δεν της ξέφυγε ούτε η παραμι­

κρή φιοριτούρα. Παρακολουθώντας τη φωνή δίχως να βλέπεις το

πρόσωπο αυτής που τραγουδούσε, αισθανόσουν ότι έπαιρνες μέ­

ρος στη διέγερση που δίνει ένα πέταγμα γρήγορο και σταθερό. Ο

Γκάμπριελ χειροκρότησε δυνατά μαζί με όλους τους άλλους όταν

τέλειωσε το τραγούδι, και δυνατά χειροκροτήματα έφτασαν ίσα­

με τη σάλα από το αόρατο τραπέζι του σουπέ. Τόσο ειλικρινή α­

ντηχούσαν, που ένα ελαφρύ κοκκίνισμα ανέβηκε στο πρόσωπο

της θείας τζούλιας, καθώς έσκυβε για να ξαναβάλει στη θέση

τους τις νότες που ήταν δεμένες με δέρμα κι είχαν το μονόγραμμά

Page 193: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 193

της. Ο Φρέντι Μάλινς, που είχε παρακολουθήσει με το κεφάλι

του γυρτό στο πλάι για ν' ακούει καλύτερα, εξακολούθησε να χει­

ροκροτεί όταν όλοι οι άλλοι είχαν σταματήσει και να μιλάει ζωη­

ρά στη μητέρα του, που αργοκουνούσε το κεφάλι της με ύ(pος σο­

βαρό, πως συμφωνούσε μαζί του. Τέλος, όταν κουράστηκε πια να

χειροκροτεί, σηκιδθηκε απότομα και πήγε βιαστικά εκεί που στε­

κόταν η θεία τζούλια, άδραξε τα δυο της χέρια και τα έσφιγγε,

σαν να μην μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση, ή να τον ε­

μπ<>διζε εκείνος ο γλωσσοδέτης που τον έπιανε κάποιες φορές.

«Τώρα μόλις έλεγα της μητέρας μου» είπε στη θεία του, «Πως

δε σ' έχω ξανακούσει να τραγουδάς τόσο ωραία. Όχι, ποτέ η φω­

νή σου δεν ήταν τόσο καλή όσο απόψε. Με πιστεύεις; Είναι η κα­

θαρή αλήθεια. Στο λόγο της τιμής μου, είναι αλήθεια. Ποτέ δεν έ­

χω ακούσει τη φωνή σου ν' αντηχεί τόσο δροσερή και τόσο ... τόσο καθαρή και δροσερή. Ποτέ».

Η θεία τζούλια τον ευχαρίστησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο και

κάτι ψιθύρισε για κομπλιμέντα, καθώς ελευθέρωνε το χέρι της

απ' το σφίξιμό του. Ο κύριος Μπράουν, που στεκόταν κι αυτός ε­

κεί, άπλωσε προς το μέρος της το χέρι του ανοιχτό, και είπε σε ό­

σους βρίσκονταν κοντά του, σαν κανένας τελάλης σε πανηγύρι,

που παρουσιάζει κάποιο τέρας:

«Η μις τζούλια Μόρκαν, η τελευταία ανακάλυψή μου!»

Γελούσε μονάχος του, ξεκαρδισμένος, όταν ο Φρέντι Μάλινς

γύρισε και του είπε:

«Άκουσε, Μπράουν, ανακάλυψες κάτι που είναι πασίγνωστο.

Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως όσον καιρό έρχομαι εδώ,

δεν την άκουσα να τραγουδάει ούτε για το μισό τόσο καλά. Κι αυ­

τό είναι η καθαρή αλήθεια».

«Ούτε εγώ» είπε ο κύριος Μπράουν. Νομίζω πως η φωνή της

καλυτέρεψε πολύ».

Η θεία τζούλια ανασήκωσε τους ώμους της και είπε με κρυφή

περηφάνια:

«Πριν από τριάντα χρόνια, δεν είχα και τόσο κακή φωνή».

«Τόσες φορές έχω πει στην τζούλια» είπε έντονα η θεία Κέητ,

«Πως πήγαινε χαμένη σ' εκείνη τη χορωδία. Αλ"λά ποτέ δε θέλησε

να μ' ακούσει».

Γύρισε και κοίταξε τους άλλους, σαν να 'θελε να επικαλεστεί

Page 194: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

194 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

τη μαρτυρία τους για ένα aνυπάκουο παιδί, ενώ η θεία Ί'ζούλια

κοιτούσε μπροσι;ά της μ' ένα αόρισι;ο χαμόγελο για κάποια ανά­

μνηση διάχυτη σι;ο πρόσωπό της.

«Όχι» συνέχισε η θεία Κέητ, «κανέναν δεν ήθελε ν' ακούσει,

σκλαβωμένη σε κείνη τη χορωδία μέρα νύχτα, μέρα νύχτα. Στις έ­

ξι η ώρα το πρωί, τα Χρισι;ούγεννα! Και προς τι όλ' αυτά;»

«Ε, δεν είναι κι αυτό για να τιμήσει το Θεό, θεία Κέητ;» είπε η

Μαίρη Ί'ζέην, σι:ριφογυρίζοντας πάνω σι;ο ταμπουρέ του πιάνου

και χαμογελώντας.

Η θεία Κέητ γύρισε και είπε της aνιψιάς της εξαγριωμένη:

«Ξέρω πολύ καλά να τιμώ το Θεό και όλα τα σχετικά, Μαίρη

Ί'ζέην, αλλά νομίζω πως δεν είναι καθόλου τιμητικό για τον πάπα

να βγάζει από τις χορωδίες τις γυναίκες που έχουν εργασι;εί εκεί

σαν σκλάβες όλη τους τη ζωή, και να τους βάζει παλιόπαιδα από

πάνω τους. Υποθέτω πως είναι για το καλό της Εκκλησίας, αφού

το κάνει ο πάπας, αλλά δεν είναι σωσι;ό, Μαίρη Ί'ζέην, δεν είναι

δίκαιο».

Είχε παραφερθεί, και θα συνέχιζε να υπερασπίζει την αδελφή

της, γιατί ήταν θέμα που την πονούσε, αλλά η Μαίρη Ί'ζέην, βλέ­

ποντας πως όλοι οι χορευτές είχαν γυρίσει, είπε ειρηνευτικά:

«Έλα, θεία Κέητ, δημιουργείς σκάνδαλο μπροσι;ά σι;ον κύριο

Μπράουν, που είναι από άλλο δόγμα».

Η θεία Κέητ σι;ράφηκε σι;ον κύριο Μπράουν, που χαμο­

γελούσε γι' αυτόν τον υπαινιγμό σχετικά με το θρήσκευμά του,

και είπε βιασι;ικά:

«Α, δεν αμφιβάλλω πως ο πάπας έχει δίκιο. Δεν είμαι παρά

μια κουτή γριά, και δε θα τολμούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο.

Αλλά υπάρχει και η απλή, τρεχούμενη ευγένεια και η ευγνωμοσύ­

νη. Κι αν ήμουν στη θέση της Ί'ζούλιας, θα το 'λεγα ξεκάθαρα

σι;ον πάτερ Χήλυ, κατάμουτρα ... » «Και ξέχωρα, θεία Κέητ» είπε η Μαίρη Ί'ζέην, «όλοι μας πει­

νάμε, κι όταν πεινάμε, γινόμασι;ε καβγατζήδες ... » «Κι όταν διψάμε, γινόμασι;ε επίσης καβγατζήδες» πρόσθεσε ο

κύριος Μπράουν.

<Πότε, πάμε καλύτερα μέσα, κάτι να τσιμπήσουμε» είπε η Μαί­

ρη Ί'ζέην, «και τελειώνουμε ύσι;ερα τη συζήτηση».

Στο πλατύσκαλο, έξω από τη σάλα, ο Γκάμπριελ βρήκε τη γυ-

Page 195: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 195

ναίκα του και τη Μαίρη Ί'ζέην να προσπαθούν να πείσουν τη μις

Άιβορς να μείνει για το σουπέ. ΑΧλ.ά η μις Άιβορς, που είχε βάλει

το καπέλο της και κούμπωνε το πανωφόρι της, δεν ήθελε να μεί­

νει. Δεν πεινούσε καθόλου, και είχε μείνει ήδη πολύ αργά.

· «Μονάχα δέκα λεπτά, Μόλυ» είπε η κυρία Κόνροϋ. «Δε θα βγεις πολύ από τις συνήθειές σου».

«Να στυλωθείς λιγάκι, ύστερα από τόσο που χόρεψες» είπε η

Μαίρη Ί'ζέην.

«Αλήθεια δεν μπορώ» επέμεινε η μις Άιβορς.

«Φοβάμαι πως δε. διασκέδασες καθόλου» είπε η Μαίρη Ί'ζέην.

«Διασκέδασα πάρα πολύ, σε βεβαιώνω» αποκρίθηκε η μις Άι-

βορς, «μα πρέπει να πηγαίνω».

Μα πώς θα πας σπίτι σου;» ρώτησε η κυρία Κόνροϋ. «Α, είναι

μονάχα δυο βήματα πέρα απ' την προκυμαία». Ο Γκάμπριελ δί­

στασε μια στιγμή, κι ύστερα είπε:

«Αν μου επιτρέπετε, μις Άιβορς, θα σας συνοδέψω, αν είστε

πράγματι υποχρεωμένη να φύγετε».

Μα η μις Άιβορς ξέκοψε προς τη σκάλα.

«Ούτε να τ' ακούσω» φώναξε. «Για τ' όνομα του Θεού, πηγαί­

νετε στο σουπέ σας και μη νοιάζεστε για μένα. Είμαι απόλυτα ι­

κανή να φροντίσω τον εαυτό μου».

«Ξέρεις, καταντάς κωμική, Μόλυ» είπε με ειλικρίνεια η κυρία

Κόνροϋ.

<<Μπήνναχτ λιμπ» τους φώναξε η μις Άιβορς γελώντας, καθώς

κατέβαινε τρέχοντας τη σκάλα.

Η Μαίρη Ί'ζέην στεκόταν και κοίταζε κατά κει που είχε φύγει, με μια κατσούφικη, aπορημένη έκφραση στο πρόσωπό της, ενώ η

κυρία Κόνροϋ έσκυβε πάνω απ' το κάγκελο για ν' αφουγκραστεί

αν έκλεισε την εξώπορτα. Ο Γκάμπριελ αναρωτιόταν αν ήταν αυ­

τός αιτία για την απότομη αναχώρησή της. ΑΧλ.ά δεν είχε φανεί

κακόκεφη, είχε φύγει γελώντας. Κοίταζε στα χαμένα τη σκάλα.

Πάνω στην ώρα, ήρθε στροβιλίζοντας απ' την τραπεζαρία η

θεία Κέητ, σχεδόν στρεβλώνοντας τα χέρια της το 'να με τ' άλλο

απ' την. απελπισία της.

«Πού είναι ο Γκάμπριελ;» φώναξε. «Πού στην έυχή είν' ο Γκά­μπριελ; Όλοι περιμένουν μέσα, και κανένας για να κόψει τη χή­να!»

Page 196: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

196 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Παρών, θεία Κέητ!» φώναξε ο Γκάμπριελ, ζωηρεύοντας ξαφ­

νικά. «Έτοιμος να κόψω ολόκληρο κοπάδι χήνες, αν είναι ανά­

γκη>>.

Μια παχιά, ροδοκόκκινη χήνα ήταν στη μιαν άκρη του τραπεζι­

ού, και στην άλλη άκρη, πάνω σ' ένα κατσαρό χαρτί στρωμένο με

κλωνάρια σέλινο, ήταν ένα μεγάλο χοιρομέρι, κοκκινισμένο με

ψίχουλα από κόρα ψωμιού, και μ' ένα ωραίο χάρτινο φρίλι στο

κάτω μέρος γύρω στο κόκαλο, και πλάι του μια πιατέλα ψητό βο­

δινό. Ανάμεσα στις aντίζηλες άκρες, δυο παράλληλες γραμμές α­

πό πιατέλες με γλυκά και φρούτα: δυο μικροί θόλοι από ζελέ, ο έ­

νας κόκκινος, ο άλλος κίτρινος, μια πιατέλα γεμάτη κύβους

μπλανμανζέ με κόκκινο σιρόπι, μια μεγάλη πράσινη πιατέλα σε

σχήμα φύλλου και με χερούλι σε σχήμα κοτσανιού, και πάνω της

ένα σωρό ξανθές σταφίδες και καθαρισμένα μύγδαλα, μια όμοια

πιατέλα με κύβους από πατικωμένα ξερά σύκα Σμύρνης, μια πια­

τέλα κρέμα πασπαλισμένη με τριμμένο μοσχοκάρυδο, ένα μπωλ

γεμάτο σοκολάτες και καραμέλες τυλιγμένες σε χρυσόχαρτο κι a­σημόχαρτο, κι ένα γυάλινό βάζο με ψηλά κλωνάκια σέλινο. Στη

μέση του τραπεζιού στέκονταν σαν φρουροί μιας πιατέλας που

σήκωνε μια πυραμίδα πορτοκάλια και αμερικάνικα μήλα, δυο κο­

ντοφάρδουλα παλαιικά μπουκάλια από πελεκητό γυαλί, το ένα με

κρασί πορτό και το άλλο με σκούρο σέρρυ. Πάνω στο κλειστό τε­

τράγωνο πιάνο περίμενε μια πουτίγκα μέσα σε μια πελώρια κίτρι­

νη πιατέλα, και πίσω της τρεις ουλαμοί μαύρη μπίρα, ξανθιά μπί­

ρα και μεταλλικά νερά, παραταγμένοι σύμφωνα με το χρώμα της

στολής τους: οι δυο πρώτοι με μαύρη στολή με καφετιές και κόκ­

κινες ετικέτες, ο τρίτος και μικρότερος ουλαμός με άσπρη στολή

και λοξές πράσινες ζώνες.

Ο Γκάμπριελ κάθισε θαρραλέα στο κεφάλι του τραπεζιού, και

αφού κοίταξε την κόψη του μεγάλου μαχαιριού, βύθισε το πιρούνι

του σταθερά στη χήνα. Τώρα αισθανόταν εντελώς άνετα, επειδή

ήταy έμπειρος τεμαχιστής, και δεν του άρεσε τίποτα τόσο πολύ, ό­

σο να βρίσκεται στο κεφάλι ενός καλοφορτωμένου τραπεζιού.

«Μις Φάρλονγκ, τι να σας στείλω;» ρώτησε. «Μια φτερούγα ή

μια φέτα στήθος;»

«Μια μικρή φετούλα στήθος».

«Μις Χίγκινς, εσείς;»

Page 197: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 197

«Α, ό,τι να 'ναι, κύριε Κ6νροϋ».

Όσο ο Γκάμπριελ και η μις Ντάλυ περνούσαν πιάτα με χήνα

και πιάτα με χοιρομέρι και βοδινό, η Λίλυ πήγαινε από τον ένα

στον άλλο με μια πιατέλα ζεστές aφράτες πατάτες τυλιγμένες σε

iιιαν άσπρη πετσέτα. Αυτό ήταν ιδέα της Μαίρη Ί'ζέην, που είχε προτείνει επίσης σάλτσα από μήλα για τη χήνα, μα η θεία Κέητ εί­

χε πει πως μια απλή ψητή χήνα, δίχως σάλτσα από μήλα, ήταν πά­

ντα αρκετά καλή κατά τη γνώμη της, κι έλπιζε Πως δε θα 'τρωγε ποτέ χειρότερη. Η Μαίρη Ί'ζέην περιποιότανε τους μαθητές και

τις μαθήτριές της, και φρόντιζε να 'χουν τα καλύτερα κομμάτια,

και η θεία Κέητ με τη θεία Ί'ζούλια άνοιξαν κι έφεραν από το

πιάνο μπουκάλια μαύρη και ξανθιά μπίρα για τους κυρίους και

μπουκάλια μεταλλικό νερό για τις κυρίες. Γινόταν μεγάλη φασα­

ρία, γέλια και θόρυβος, θόρυβος από διαταγές και κόντρα διατα­

γές, από μαχαίρια και πιρούνια, από φελούς και ξεταπώματα. Ο

Γκάμπριελ άρχισε να κόβει μερίδες για το δεύτερο σερβίρισμα

μόλις είχε τελειώσει το πρώτο, δίχως να σερβιριστεί ο ίδιος. Όλοι

διαμαρτυρήθηκαν με φωνές, κι έτσι συμβιβάστηκε, πίνοντας μια

γερή ρουφηξιά μαύρη μπίρα, επειδή είχε ζεσταθεί κόβοντας τη

χήνα. Η Μαίρη Ί'ζέην κάθισε να φάει με την ησυχία της, μα η

θεία Κέητ και η θεία Ί'ζούλια εξακολουθούσαν το πάνε κι έλα γύ­

ρω στο τραπέζι, σκοντάφτοντας η μια πάνω στην άλλη, πατώντας

η μια την άλλη, και δίνοντας η μια στην άλλη ανεκτέλεστες διατα­

γές. Ο κύριος Μπράουν τις παρακάλεσε να καθίσουν για να τσι­

μπήσουν κάτι, το ίδιο κι ο Γκάμπριελ, μα αυτές είπαν πως δε βιά­

ζονταν για το φαγητό, ώσπου τέλος σηκώθηκε ο Φρέντι Μάλινς,

κι αδράχνοντας τη θεία Κέητ, την κάθισε με το ζόρι στην καρέκλα

της, μέσα σε γενικό γέλιο.

Αφού είχαν όλοι σερβιριστεί με το παραπάνω, ο Γκάμπριελ εί­

πε χαμογελώντας:

«Λοιπόν, αν θέλει κανείς ή καμιά λίγο περισσότερο απ' αυτό

που οι κοινοί άνθρωποι αποκαλούν γέμιση, ας μιλήσει!»

Μια χορωδία φωνές τού είπαν ν' αρχίσει να τρώει ο ίδιος, κι η

Λίλυ του παρουσίασε τρεις πατάτες που του είχε φυλάξει.

«Ωραία» είπε χαμογελαστά ο Γκάμπριελ, πίνοντας ακόμη μια

προπαρασκευαστική γουλιά. «Έχετε την καλοσύνη, κυρίες και

κύριοι, να ξεχάσετε την ύπαρξή μου για μερικά λεπτά;»

Page 198: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

198 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Άρχισε να τρώει δίχως να παίρνει μέρος στη συνομιλία που κά­

λυπτε το σήκωμα των πιάτων από τη Λίλυ. Θέμα της συνομιλίας ή­

ταν ο θίασος της όπερας, που έπαιζε τότε στο Βασιλικό Θέατρο.

Ο κύριος Μπάρτελ ντ' Άρσι, ο τενόρος, ένας μελαχρινός νέος με

κομψό μουστακάκι, επαίνεσε πολύ την πρώτη κοντράλτο του θιά­

σου, αλλά η μις Φάρλονγκ έβρισκε πως το παίξιμό της ήταν μάλ­

λον παρακατιανό. Ο Φρέντι Μάλινς είπε πως ένας νέγρος φύλαρ­

χος τραγουδάει στο δεύτερο μέρος της παντομίμας, στο θέατρο

Γκάιετι, κι έχει μιαν από τις ωραιότερες φωνές τενόρου που είχε

ακούσει ποτέ του.

«Τον ακούσατε;» ρώτησε τον κύριο Μπάρτελ ντ' Άρσι από την

άλλη άκρη του τραπεζιού.

«Όχι» του αποκρίθηκε αδιάφορα.

«Επειδή είμαι περίεργος ν' ακούσω τη γνώμη σας γι' αυτόν»

του εξήγησε ο Φρέντι Μάλινς. «Νομίζω πως έχει σπουδαία φω­

νή».

«Το 'χει ο Τέντυ ν' ανακαλύπτει τα ωραία πράγματα» είπε ο

κύριος Μπράουν με οικειότητα.

«Και γιατί να μην έχει ωραία φωνή;» ρώτησε απότομα ο Φρέ­

ντι Μάλινς. «Επειδή είναι μαύρος;»

Κανένας δεν αποκρίθηκε σ' αυτό, και η Μαίρη τζέην ξανάφε­

ρε την κουβέντα στην πατροπαράδοτη όπερα. Ένας από τους μα­

θητές της τής είχε δώσει ένα εισιτήριο για τη Μινιόν. Φυσικά, εί­

πε, ήταν πολύ ωραία, αλλά την έκανε να σκεφτεί την καημένη την

τζωρτζίνα Μπαρνς. Ο Κύριος Μπράουν πήγαινε ακόμη πιο πέρα

στο παρελθόν, στους παλιούς ιταλικούς θιάσους που έρχονταν

στο Δουβλίνο -ο Τιέτγενς, η Ίλμα ντε Μούρζκα, η Καμπανίνι, η

μεγάλη Τρεμπίλι, ο τζουλίνι, η Ραβέλι, ο Αραμπούρο. Εκείνοι ή­

ταν καιροί, είπε, που μπορούσες ν' ακούσεις αυτό που λέγεται

τραγούδι, στο Δουβλίνο. Διηγήθηκε επίσης πως το Βασιλικό ήταν

κάθε βράδυ γεμάτο μέχρι την πιο πάνω γαλαρία, πως μια βραδιά

ένας ιταλός τενόρος είχε ανακληθεί πέντε φορές στη σκηνή και

είχε πέντε φορές τραγουδήσει το Ως στρατιώτης ας πέσω, πιάνο­

ντας ένα ψηλό ντο κάθε φορά, κι οι θεατές της γαλαρίας, μέσα

στον ενθουσιασμό τους, ξεζεύανε κάποιες φορές τ' άλογα από τ'

αμάξι κάποιας μεγάλης πριμαντόνας, και τα 'σερναν αυτοί μέσα

στους δρόμους ώς το ξενοδοχείο της. Γιατί δεν έπαιζαν πια τις με-

Page 199: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 199

γάλες παλιές όπερες, τη Δεββώρα, τη Λουκρητία Βοργία; Επειδή

δεν μπορούσαν να βρουν τις κατάλληλες φωνές για να τις τραγου­

δήσουν, να για ποιο λόγο.

«Α» έκανε ο κύριος Μπάρτελ ντ' Άρσι, «υποθέτω πως υπάρ­

Χουν και σήμερα καλοί τραγουδιστές σαν εκείνους». «Πού βρίσκονται;» ρώτησε προκλητικά ο κύριος Μπράουν.

«Στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Μιλάνο» του αποκρίθηκε ζωη­

ρά. «Υποθέτω πως ο Καρούζο, λόγου χάρη, είναι εξίσου καλός,

αν όχι καλύτερος απ' όλους αυτούς που αναφέρατε».

«Πιθανόν, αλλά επιτρέψτε μου να σας πω ότι το αμφισβητώ α­

πόλυτα».

«Αχ, θα 'δι να τα πάντα για ν' ακούσω τον Καρούζο να τραγου­

δάει!» είπε η Μαίρη Ί'ζέην.

«Για μένα» είπε η θεία Κέητ, που ξεκοκάλιζε μια φτερούγα,

«μονάχα ένας τενόρος υπήρχε. Που μ' ευχαριστούσε, εννοώ.

Αλλά φαντάζομαι πως κανένας σας δεν τον έχει ακούσει~~.

«Ποιος είναι, μις Μόρκαν;» ρώτησε ευγενικά ο κύριος Μπάρ­

τελ ντ' Άρσι.

«Τον έλεγαν Πάρκινσον» αποκρίθηκε η θεία Κέητ. «Τον άκου­

σα στην ακμή του και νομίζω πως είχε την καθαρότερη φωνή τε­

νόρου που έχει βγει ποτέ από ανθρώπινο λαρύγγι».

«Περίεργο» είπε ο κύριος Μπάρτελ ντ' Άρσι, «δεν έχω καν α­

κούσει το όνομά του».

«Ναι, ναι, η μις Μόρκαν έχει δίκιο» είπε ο κύριος Μπράουν.

«Θυμάμαι πως άκουσα το γερο-Πάρκινσον, μα πάνε χρόνια και

χρόνια».

«Ένας άγγλος τενόρος με ωραία, καθαρή, γλυκιά, μελωδική

φωνή» είπε με ενθουσιασμό η θεία Κέητ.

Όταν τέλειωσε ο Γκάμπριελ, μετέφεραν στο τραπέζι την πελώ­

ρια πουτίγκα. Το κροτάλισμα των πιρουνιών και των κουταλιών

ξανάρχισε. Η γυναίκα του Γκάμπριελ σερβίριζε γεμάτες κουτα­

λιές πουτίγκα και περνούσε παρακάτω τα πιάτα. Μισοδρομής τα

σταματούσε η Μαίρη Ί'ζέην και τα συμπλήρωνε με ζελέ από βα­

τόμουρα ή πορτοκάλι ή μπλανμανζέ και σιρόπι. Την πουτίγκα την

είχε φτιάξει η θεία Ί'ζούλια, και δέχτηκε επαίνους από όλους. Η

ίδια είπε πως δεν την έβρισκε καλοψημένη.

Όλοι οι κύριοι, εκτός από τον Γκάμπριελ, έφαγαν από λίγη

Page 200: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

200 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

πουτίγκα για χάρη της μις 'Γζούλια. Καθώς ο Γκάμπριελ δεν έ­

τρωγε ποτέ γλυκά, άφησαν το σέλινο γι' αυτόν. Πήρε κι ο Φρέντι

Μάλινς ένα κοτσάνι σέλινο και το 'φαγε με την πουτίγκα του. Του

είχαν πει πως το σέλινο ήταν ένα κι ένα για το αίμα, κι εκείνες τις

μέρες ίσα ίσα είχε συμβουλευτεί το γιατρό. Η κυρία Μάλινς, που · δεν είχε μιλήσει όλο το διάστημα του φαγητού, είπε πως ο γιος της

θα πήγαινε στο Μάουντ Μέλρεϋ σε καμιά βδομάδα. Τότε όλοι άρ­

χισαν να μιλούν για το Μάουντ Μέλρεϋ, πόσο τονωτικός ήταν ο α­

έρας εκεί πάνω, πόσο φιλόξενοι ήταν οι καλόγεροι, και πως δε

ζητούσαν ποτέ ούτε μια πεντάρα από τους φιλοξενούμενους.

«Δηλαδή, θέλετε να πείτε» ρώτησε με δυσπιστία ο κύριος

Μπράουν, «πως μπορεί να πάει κανείς εκεί, να μείνει σαν να 'ταν

ξενοδοχείο, να καλοτρώει και να καλοκοιμάται, κι ύστερα να φύ­

γει δίχως να πληρώσει τίποτα;»

«Αλλά, πολλοί δίνουν κάτι για το μοναστήρι όταν φεύγουν» εί­

πε η Μαίρη 'Γζέην.

«Κρίμα που δεν έχουμε κανένα τέτοιο ίδρυμα στη δική μας εκ­

κλησία» είπε απλο"ίκά ο κύριος Μπράουν.

Έμεινε κατάπληκτος σαν άκουσε πως οι καλόγεροι δε μιλούν

ποτέ, πως σηκώνονται στις δύο το πρωί και πως κοιμούνται μέσα

στο φέρετρό τους. Ρώτησε γιατί το κάνουν αυτό.

«Είναι ο κανόνας του τάγματός τους» είπε η θεία Κέητ.

«Ναι, μα γιατί;» ξαναρώτησε ο κύριος Μπράουν.

Η θεία Κέητ επανέλαβε πως ήταν ο κανόνας, δεν υπάρχει γιατί

και ξεγιατί. Ο κύριος Μπράουν, ωστόσο, δεν έδειχνε να καταλα­

βαίνει. Ο Φρέντι Μάλινς τού εξήγησε, όσο καλύτερα μπορούσε,

πως οι καλόγεροι πάσχιζαν ν' αντισταθμίσουν τις αμαρτίες όλων

των αμαρτωλών του κόσμου. Η εξήγηση δεν ήταν πολύ σαφής,

γιατί ο κύριος Μπράουν χαμογέλασε και είπε:

«Μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα, μα ένα αναπαυτικό κρεβάτι με

σούστες, δε θα τους έκανε όσο κι ένα φέρετρο;»

«Το φέρετρο» είπε η Μαίρη 'Γζέην, «είναι για να τους θυμίζει

τα τέλη τους».

Το θέμα, μια και είχε γίνει πένθιμο, θάφτηκε μέσα στη σιωπή,

και στο διάστημά της ακούστηκε η κυρία Μάλινς να λέει ψιθυρι­

στά στον πλα"ίνό της:

«Είναι πολύ καλοί άνθρωποι οι καλόγεροι, πολύ ευσεβείς».

Page 201: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 201

Οι σταφίδες, τα μύγδαλα, τα σύκα, τα μήλα, τα πορτοκάλια, οι

σοκολάτες κι οι καραμέλες έκαναν τώρα το γύρο του τραπεζιού,

κι η θεία Ί'ζούλια επέμενε να πάρουν όλοι ένα ποτηράκι πορτό ή

σέρρυ. Ο κύριος Μπάρτελ ντ' Άρσι δε θέλησε να πάρει ούτε το έ­

vα ούτε το άλλο, μα ο πλα'ίνός του τον σκούντησε με τον αγκώνα

του και κάτι του ψιθύρισε, και τότε δέχτηκε να του γεμίσουν το

ποτήρι. Σιγά σιγά, όσο γέμιζαν τα τελευταία ποτήρια, η συνομιλία

σταμάτησε. Ακολούθησε μια σιωπή που την έσπαζε μονάχα ο ή­

χος του κρασιού και οι καρέκλες που μετακινούνταν. Οι δεσποι­

νίδες Μόρκαν, κι οι τρεις τους, κοιτούσαν το τραπεζομάντιλο.

Κάποιος έβηξε μια δυο φορές, κι ύστερα μερικοί από τους κυρί­

ους χτύπησαν το τραπέζι ανάλαφρα με τα δάχτυλά τους, σαν ειδο­

ποίηση για σιωπή. Έγινε σιωπή, κι ο Γκάμπριελ έσπρωξε πίσω

την καρέκλα του και σηκώθηκε.

Τα χτυπήματα στο τραπέζι έγιναν πιο δυνατά για ενθάρρυνση

κι ύστερα σταμάτησαν ολότελα. Ο Γκάμπριελ ακούμπησε τα δέκα

τρεμουλιαστά δάχτυλά του στο τραπεζομάντιλο και χαμογέλασε

νευρικά στη συντροφιά. Αντικρίζοντας μια σειρά ανασηκωμένα

πρόσωπα, σήκωσε τα μάτια του στο πολύφωτο. Το πιάνο έπαιζε έ­

να βαλς, κι άκουγε τις φούστες να ψαύουν την πόρτα της σάλας,

καθώς περνούσαν βαλσάροντας. Έξω, στην προκυμαία, ίσως να

στέκονταν άνθρωποι μέσα στο χιόνι, να κοιτούσαν ψηλά τα φωτι­

σμένα παράθυρα και ν' aφουγκράζονταν τη μουσική του βαλς. Η

ατμόσφαιρα ήταν καθαρή εκεί έξω. Πέρα, ήταν το πάρκο, με τα

δέντρα φορτωμένα χιόνι. Το μνημείο του Γουέλινγκτον είχε ένα

φωτεινό σκουφί από χιόνι που στραφτοκοπούσε δυτικά, πάνω στη

λευκή έκταση των Δεκαπέντε Στρεμμάτων.

Άρχισε:

«Κυρίες και κύριοι. Σ' εμένα έλαχε απόψε ο κλήρος, όπως και

τα περασμένα χρόνια, να εκτελέσω ένα πολύ ευχάριστο καθήκον,

αλλά ένα καθήκον που φοβάμαι πως οι φτωχικές δυνάμεις μου

σαν ομιλητή είναι πολύ ακατάλληλες γι' αυτό».

«Όχι, όχι!» είπε ο κύριος Μπράουν.

«Αλλά, όπως κι αν είναι, το μόνο που μπορώ να σας ζητήσω α­

πόψε, είναι να λογαριάσετε την καλή θέληση κι όχι την πράξη,

και να μου χαρίσετε την προσοχή σας για μερικές στιγμές, καθώς

θα προσπαθώ να σας εκφράσω με λέξεις ποια είναι τα αισθήματά

Page 202: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

202 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

μου στην παρούσα περίσταση. Κυρίες και κύριοι, δεν είναι η

πρώτη φορά που έχουμε συγκεντρωθεί κάτω από τούτη τη φιλό­

ξενη στέγη, γύρω σε τούτο το φιλόξενο τραπέζι. Δεν είναι η πρώ­

τη φορά που υπήρξαμε αποδέκτες -ή, ίσως προτιμότερο να έλε­

γα: τα θύματα-της φιλοξενίας ορισμένων καλών κυριών».

Έκανε με το μπράτσο του έναν κύκλο στον αέρα και σταμάτη­

σε. Όλοι γέλασαν ή χαμογέλασαν της θείας Κέητ, της θείας τζού­

λιας και της Μαίρη τζέην, που κι οι τρεις κοκκίνισαν από ευχαρί­

στηση. Ο Γκάμπριελ συνέχισε με περισσότερο θάρρος:

«Κάθε χρόνο, αισθάνομαι ολοένα και πιο βαθιά πως η πατρίδα

μας δεν έχει άλλη παράδοση που να την τιμά τόσο πολύ, και που

οφείλει να τη διαφυλάξει τόσο ζηλότυπα, όσο την παράδοση της

φιλοξενίας. Είναι μια παράδοση μοναδική, απ' όσο ξέρω, (και έ­

χω επισκεφθεί ουκ ολίγες χώρες στο εξωτερικό) μεταξύ των ση­

μερινών εθνών. Μερικοί θα έλεγαν ίσως ότι αυτό είναι μάλλον έ­

να ελάττωμά μας, παρά κάτι που να περηφανευόμαστε γι' αυτό.

Αλλά κι έτσι ακόμα, είναι κατά τη γνώμη μου ελάττωμα ηγεμονι­

κό, ένα ελάττωμα που, όπως πιστεύω, δε θα πάψουμε ποτέ να το

καλλιεργούμε. Για ένα πράγμα τουλάχιστον είμαι βέβαιος. Ότι ό­

σον καιρό η στέγη τούτη θα στεγάζει τις κυρίες που προανέφερα

-και εύχομαι μ' όλη μου την καρδιά να τις στεγάζει για πολλά

πολλά χρόνια ακόμη- θα μείνει ζωντανή μεταξύ μας η παράδοση

της γνήσιας, εγκάρδιας, ευγενικής ιρλανδικής φιλοξενίας, που

κληροδότησαν σ' εμάς οι πρόγονοί μας, και που οφείλουμε να την

κληροδοτήσουμε στους aπογόνους μας».

Ένας ψίθυρος εγκάρδιας επιδοκιμασίας διέτρεξε ολόγυρα το

τραπέζι. Ό Γκάμπριελ αναθυμήθηκε για μια στιγμή πως η μις Άι­

βορς δεν ήταν εκεί και πως ήταν αγένεια που είχε φύγει, και είπε

με αυτοπεποίθηση:

«Κυρίες και κύριοι. Μια νέα γενεά μεγαλώνει μεταξύ μας, μια

γενεά που εμψυχώνεται από νέες ιδέες και νέες αρχές. Είναι σο­

βαρή και γεμάτη ενθουσιασμό γι' αυτές τις νέες ιδέες, και ο εν­

θουσιασμός της, έστω κι αν η καθοδήγησή του είναι κακή, πι­

στεύω πως είναι γενικά ειλικρινής. Αλλά ζούμε σε μια σκεπτικι­

στική εποχή, και, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη φράση, μια βα­

σανιστική της σκέψεως εποχή: και κάποιες φορές φοβάμαι ότι

αυτή η νέα γενεά, μορφωμένη ή υπερμορφωμένη όπως είναι, θα

Page 203: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 203

έχει έλλειψη από τα προτερήματα εκείνα του ανθρωπισμού, της

φιλοξενίας, του καλοσυνάτου χιούμορ, που ανήκαν σε μια παλαι­

ότερη εποχή. Ακούγοντας απόψε τα ονόματα όλων εκείνων των

μεγάλων tραγουδιστών του παλιού καιρού, μου φάνηκε, οφείλω

νά ομολογήσω, ότι ζούμε σε μια πιο περιορισμένη εποχή. Εκείνοι οι περασμένοι καιροί, μπορούν, δίχως υπερβολή, ν' aποκληθούν

Μεγάλη Εποχή: κι αν έχουν παρέλθει οι καιροί εκείνοι ανεπι­

στρεπτί, ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι σε συγκεντρώσεις σαν κι

αυτήν εδώ, θα μιλάμε γι' αυτούς με περηφάνια και αγάπη, ότι θα

τιμούμε πάντα τη μνήμη των μεγάλων εκείνων εκλιπόντων, που ο

κόσμος δε θ' αφήσει να πεθάνει η φήμη τους».

«Μπράβο, μπράβο!» φώναξε ο κύριος Μπράουν.

«Ωστόσο» συνέχισε ο Γκάμπριελ με μαλακότερη φωνή, «σε συ­

γκεντρώσεις σαν κι αυτήν εδώ, υπάρχουν πάντα θλιβερές σκέ­

ψεις που έρχονται στο μνημονικό μας: σκέψεις σχετικά με το πα­

ρελθόν, με τα νιάτα, με τις αλλαγές, με απόντα πρόσωπα, που

νιώθουμε την απουσία τους απόψε. Ο δρόμος μας στη ζωή είναι

σπαρμένος με τόσο πολλές θλιβερές αναμνήσεις: κι αν βασανίζα­

με αιώνια το μυαλό μας μ' αυτές, δε θα βρίσκαμε τη δύναμη να

συνεχίσουμε θαρραλέα την εργασία μας μεταξύ των ζωντανών.

Όλοι μας έχουμε ζωντανά καθήκοντα και ζωντανές στοργές, που

απαιτούν, και μ' όλο τους το δίκιο, τις ανένδοτες προσπάθειές

μας».

«Για τούτο, δε θα εντρυφήσω στο παρελθόν. Δε θα επιτρέψω

σε καμιά σκυθρωπή διδαχή να παρέμβει μεταξύ μας απόψε.

Έχουμε συγκεντρωθεί εδώ για μια σύντομη στιγμή, ξεφεύγοντας

από το θόρυβο και το ρεύμα της καθημερινής ρουτίνας μας. Συ­

γκεντρωθήκαμε εδώ σαν φίλοι, μ' ένα πνεύμα καλής συντροφιάς,

σαν συνάδελφοι, κι ακόμη, ώς ένα ορισμένο σημείο, μ' ένα πνεύ­

μα οικειότητας, και σαν καλεσμένοι από τις -πώς να τις aποκαλέ­

σω;- τις Τρεις Χάριτες του μουσικού κόσμου του Δουβλίνου».

Η συντροφιά ξέσπασε σε χειροκροτήματα και γέλια σ' αυτό

τον υπαινιγμό. Η θεία τζούλια μάταια ζητούσε από τους πλα"ίνούς

της να της πουν τι είχε πει ο Γκάμπριελ.

«Λέει πως είμαστε οι Τρεις Χάριτες, θεία τζούλια» της είπε η

Μαίρη τζέην.

Η θεία τζούλια δεν κατάλαβε, μα ωστόσο χαμογέλασε του

Page 204: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

204 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Γκάμπριελ, που συνέχισε με κέφι:

«Κυρίες και κύριοι. Δε θα επιχειρήσω να παίξω απόψε το ρό­

λο που έπαιξε ο Πάρης σε κάποιαν άλλη περίσταση. Δε θα επι­

χειρήσω να διαλέξω ανάμεσά τους. Το έργο θα ήταν άχαρο και

ανώτερο των δυνάμεών μου. Επειδή, όταν τις κοιτάζω τη μια μετά

την άλλη, είτε είναι η κυρίως οικοδέσποινα, που η καλή της καρ­

διά, η πάρα πολύ καλή της καρδιά, έχει γίνει παροιμιώδης για ό­

σους τη γνωρίζουν, είτε είναι η αδελφή της, που φαίνεται να έχει

το χάρισμα της αιώνιας νιότης, και που το τραγούδι της ήταν μια

έκπληξη και μια αποκάλυψη για όλους μας απόψε, είτε όταν κοι­

τάζω -τελευταία στη σειρά αλλά όχι σε αξία- τη νεότερη από τις

οικοδέσποινες, την ταλαντούχο, χαρούμενη, εργατική και καλύ­

τερη απ' όλες τις ανιψιές του κόσμου, ομολογώ, κυρίες και κύρι­

οι, ότι δεν ξέρω σε ποιαν από τις τρεις θα 'πρεπε να απονείμω το

βραβείο».

Ο Γκάμπριελ κοίταξε τις θείες του, και βλέποντας το πλατύ χα­

μόγελο στο πρόσωπο της θείας τζούλιας και τα δάκρυα που είχαν

ανέβει στα μάτια της θείας Κέητ, βιάστηκε να τελειώσει. Ύψωσε

με μια ιπποτική χειρονομία το ποτήρι του με το πορτό, όσο όλα τα

μέλη της συντροφιάς κρατούσαν ένα ποτήρι περιμένοντας, και εί­

πε με δυνατή φωνή:

«Ας πιούμε και στις τρεις μαζί. Ας τους ευχηθούμε υγεία, πλού­

τη, μακροζωία, ευτυχία και ευημερία, και να εξακολουθήσουν για

πολύν καιρό να διατηρούν τη θέση που κέρδισαν μονάχες τους

και που κατέχουν στο επάγγελμά τους, καθώς και την αγάπη και

την τιμητική θέση που κατέχουν στην καρδιά μας».

Όλοι οι καλεσμένοι σηκώθηκαν με το ποτήρι στο χέρι, γύρισαν

προς τις τρεις καθισμένες γυναίκες και τραγούδησαν όλοι μαζί,

με επικεφαλής τον κύριο Μπράουν:

Γιατί είναι καλά κι άξια παλικάρια,

γιατί είναι καλά κι άξια παλικάρια,

γιατί είναι καλά κι άξια παλικάρια,

και κανείς να τ' αρνηθεί δεν μπορεί. ..

Η θεία Κέητ είχε μουσκέψει το μαντίλι της, ακόμα κι η θεία

τζούλια φαινότανε συγκινημένη. Ο Φρέντι Μάλινς κρατούσε το

τέμπο με το πιρούνι της πουτίγκας, και οι τραγουδιστές γύρισαν ο

Page 205: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 205

ένας αντίκρυ στον άλλο, σαν να 'τανε μια μελωδική συνομιλία,

τραγουδώντας ζωηρά:

εκτός αν ψέματα το πει,

εκτός αν ψέματα το πει.

Έπειτα, γυρίζοντας πάλι προς τις κυρίες του σπιτιού, τραγού­

δησαν:

Γιατί είναι καλά κι άξια παλικάρια,

γιατί είναι καλά κι άξια παλικάρια,

γιατί είναι καλά κι άξια παλικάρια,

και κανείς να τ' αρνηθεί δεν μπορεί.

Οι ζητωκραυγές που ακολούθησαν, επαναλήφθηκαν πέρα από

την πόρτα της τραπεζαρίας, από πολλούς από τους άλλους καλε­

σμένους, και συνεχίστηκαν κάθε τόσο, με τον Φρέντι Μάλινς να

διευθύνει, κραδαίνοντας το πιρούνι του ψηλά.

Ο τσουχτερός πρωινός αέρας έμπαινε στο χωλ, εκεί που στέκο-

νταν, ώσπου η θεία Κέητ είπε:

«Ας κλείσει κάποιος την πόρτα. Η κυρία Μάλινς θα πουντιάσει».

«0 Μπράουν είναι έξω, θεία Κέητ» είπε η Μαίρη τζέην. «0 Μπράουν είναι παντού» είπε η θεία Κέητ χαμηλώνοντας τη

φωνή της.

Η Μαίρη τζέην γέλασε για τον τόνο της φωνής της. «Αλήθεια» είπε ειρωνικά, «είναι πολύ πιστός».

«Μας κολλήθηκε όλα τα Χριστούγεννα» είπε η θεία Κέητ στον

ίδιο τόνο.

Γέλασε κι η ίδια καλόκαρδα τούτη τη φορά, και πρόσθεσε βια­

στικά:

«Μα πες του να 'ρθει μέσα, Μαίρη τζέην, και κλείσε την πόρ­

τα. Ελπίζω να μη μ' άκουσε».

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του χωλ και μπήκε ο κύριος

Μπράουν ξεκαρδισμένος στα γέλια. Φορούσε ένα μακρύ πράσι­

νο πανωφόρι με ιμιτασιόν αστρακάν στα πέτα και στα μανίκια,

και μ' έναν αυγουλωτό γούνινο σκούφο στο κεφάλι. Έδειξε έξω

τη χιονισμένη προκυμαία, απ' όπου ερχόταν ένα στριγκό, μακρό­

συρτο σφύριγμα.

Page 206: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

206 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«0 Τέντι}} είπε, «θα φωνάξει όλα τ' αμάξια του Δουβλίνου}}, Ο Γκάμπριελ ήρθε κατά δω απ' το μικρό οφίς, βάζοντας το πα-

νωφόρι του, και είπε κοιτάζοντας ολόγυρα το χωλ:

«Η Γκρέτα δεν κατέβηκε ακόμα;}}

«Μαζεύει τα πράγματά της}} είπε η θεία Κέητ.

«Ποιος παίζει επάνω;}} ρώτησε ο Γκάμπριελ.

«Κανένας. Όλοι έφυγαν}},

«Όχι, θεία Κέητ}~ είπε η Μαίρη τζέην. «0 Μπάρτελ ντ' Άρσι και η μις Ο'Κάλαγκαν δεν έφυγαν ακόμψ.

«Πάντως, κάποιος ψευτοπαίζει στο πιάνω} είπε ο Γκάμπριελ.

Η Μαίρη τζέην κοίταξε τον Γκάμπριελ και τον κύριο Μπράουν

και είπε αναριγώντας:

«Με κάνετε να τρέμω από το κρύο όταν σας κοιτάζω εσάς τους

δυο έτσι κουκουλωμένους. Δε θα μ' άρεσε να ξεπορτίσω τέτοια

ώρω}.

«Εμένα δε θα μ' άρεσε τίποτα περισσότερο τούτη τη στιγμψ}

είπε παλικαρίσια ο κύριος Μπράουν, «όσο ένας ωραίος, γρήγο­

ρος περίπατος στην εξοχή, ή μ' ένα αμαξάκι, μ' ένα καλό άλογο

ζεμένο}},

«Είχαμε στο σπίτι ένα πολύ καλό άλογο κι ένα δίτροχο αμαξά-

κι}} είπε μελαγχολικά η θεία τζούλια.

«Τον αξέχαστο τζόνι}} πρόσθεσε η Μαίρη τζέην γελώντας.

Η θεία Κέητ κι ο Γκάμπριελ γέλασαν κι αυτοί.

«Μα τι το εξαιρετικό είχε ο τζόνι;}} ρώτησε ο κύριος Μπρά­

ουν.

«0 μακαρίτης ο Πάτρικ Μόρκαν, ο πάππος μας δηλαδψ} εξή­γησε ο Γκάμπριελ, «γνωστός τα τελευταία χρόνια της ζωής του και

με τ' όνομα ο γερο-τζέντλεμαν, είχε εργοστάσιο ψαρόκολλας}}.

«Έλα τώρα, Γκάμπριελ}} είπε η θεία Κέητ γελώντας, «είχε ερ­

γοστάσιο κόλλας για κολλάρισμω}.

«Τέλος πάντων, ψαρόκολλα ή κόλλα για κολλάρισμω} έκανε ο

Γκάμπριελ, «Ο γέρος είχε ένα άλογο που το 'λεγαν τζόνι. Κι ο

τζόνι εργαζόταν στο εργοστάσιο του γέρου, ζεμένος για να γυρί­

ζει το μύλο. Όλ' αυτά ωραία και καλά, μα τώρα έρχεται το τραγι­

κό μέρος σχετικά με τον τζόνι. Μια ωραία μέρα, του γέρου του

κατέβηκε να πάει με τ' άλογο σε μια στρατιωτική επιθεώρηση στο

πάρκο}}.

Page 207: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 207

«Θεός σχωρέσ' την ψυχούλα του» είπε συμπονετικά η θεία Κέητ.

«Αμήν» είπε ο Γκάμπριελ. «Λοιπόν, ο γέρος, όπως έλεγα, σέ­

λωσε τον 'Γζόνι, έβαλε κι ο ίδιος το καλύτερο ψηλό καπέλο του

και το καλύτερο κολάρο του, και ξεκίνησε με όλο του το μεγαλείο

από το προγονικό του παλάτι, δηλαδή κάπου εκεί σ' ένα παρασό­

κακο, στο Μπάκ Λέην, νομίζω».

Όλοι γέλασαν, ακόμα και η κυρία Μάλινς, με το ύφος του Γκά­

μπριελ, και η θεία Κέητ είπε:

«Μα έλα τώρα, Γκάμπριελ, δεν κατοικούσε στο Μπακ Λέην.

Μονάχα ο μύλος ήταν εκεί».

«Βγήκε απ' το ανάκτορο των προγόνων του» συνέχισε ο Γκά­

μπριελ, «Και ξεκίνησε με τον 'Γζόνι. Κι όλα πήγαιναν ωραία και

καλά, ώσπου ο 'Γζόνι αντίκρισε το άγαλμα του βασιλιά Μπίλλυ:

και είτε ερωτεύτηκε το άλογο που ίππευε ο βασιλιάς Μπίλλυ, είτε

νόμισε πως βρισκόταν στο μύλο, όπως και να 'ναι, βάλθηκε να γυ­

ρίζει γύρω γύρω στο άγαλμα».

Κι ο Γκάμπριελ βάλθηκε να κάνει το γύρο του χωλ με τις γαλό­

τσες του, μέσα στα γέλια των άλλων.

«Πήγαινε γύρω τριγύρω» συνέχισε ο Γκάμπριελ, «Κι ο γέρος,

που ήταν ένας πολύ πομπώδης γερο-τζέντλεμαν, αγανάχτησε στο

τέλος: Ε, σερ! Τι εννοείς μ' αυτό που κάνεις, σερ; Ί'ζ,όνι! Ί'ζ,όνι! Πο­

λύ παράξενη διαγωγή! Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το

άλογο!»

Τα χάχανα που ακολούθησαν την αναπαράσταση του επεισο­

δίου από τον Γκάμπριελ, διακόπηκαν από δυνατά χτυπήματα στην

πόρτα του χωλ. Η Μαίρη 'Γζέην έτρεξε ν' ανοίξει και μπήκε ο

Φρέντι Μάλινς. Ο Φρέντι Μάλινς, με το καπέλο ριγμένο πίσω και

τους ώμους του μαζεμένους απ' το κρύο, ξεφυσούσε και άχνιζε ύ­

στερα από τα τριγυρίσματά του έξω.

«Ένα αμάξι μονάχα» είπε, «μπόρεσα να βρω».

«Ε, θα βρούμε ακόμη κανένα στην προκυμαίω> είπε ο Γκά­

μπριελ.

«Ναι» είπε κι η θεία Κέητ. «Μην έχετε την κυρία Μάλινς να

στέκεται μέσα ο:το ρεύμα».

Ο γιος της και ο κύριος Μπράουν βοήθησαν την κυρία Μάλινς

να κατεβεί τα σκαλιά της εξώπορτας, και ύστερα από πολλές μα­

νούβρες την ανέβασαν στο αμάξι. Ανέβηκε ύστερα κι ο Φρέντι

Page 208: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

208 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Μάλινς κι έκανε πολλή ώρα ώσπου να την τακτοποιήσει στο κάθι­

σμα, τον βοήθησε σ' αυτό και ο κύριος Μπράουν με τις συμβουλές

του. Τέλος, βολεύτηκε αναπαυτικά, κι ο Φρέντι προσκάλεσε τον

κύριο Μπράουν ν' ανεβεί στο αμάξι. Ύστερα από αρνήσεις και

παρακάλια, ανέβηκε στο τέλος και ο κύριος Μπράουν. Ο αμαξάς

άπλωσε το σκέπασμα πάνω στα γόνατά του κι έσκυψε για να ρω­

τήσει τη διεύθυνση. Τον μπερδέψανε πάνω σ' αυτό, άλλη διεύθυν­

ση έδινε ο Φρέντι Μάλινς και άλλη ο κύριος Μπράουν, ο καθένας

τους με το κεφάλι του έξω από κάθε παράθυρο της άμαξας. Η δυ­

σκολία ήταν για το πού ν' αφήσουν τον κύριο Μπράουν κατά τη

διαδρομή, κι η θεία Κέητ, η θεία 'Γζούλια και η Μαίρη 'Γζέην πή­

ραν μέρος στη συζήτηση από το κατώφλι της πόρτας, η καθεμιά

με αντίθετη διεύθυνση και με άφθονα γέλια όλες μαζί. Όσο για

τον Φρέντι Μάλινς, δεν μπορούσε να μιλήσει από τα γέλια. Μια

έβγαζε και μια έβαζε το κεφάλι του από το παράθυρο, προς μεγά­

λο κίνδυνο του καπέλου του, κι έλεγε της μητέρας του πώς πηγαί­

νει η συζήτηση, ώσπου τέλος ο κύριος Μπράουν φώναξε στο σα­

στισμένο αμαξά πάνω απ' τη χλαλοή του γενικού γέλιου:

«Ξέρεις το Τρίνιτυ Κόλετζ;»

«Μάλιστα, κύριε» αποκρίθηκε ο αμαξάς.

«Πέταξε σαν πουλί για το Τρίνιτυ Κόλετζ!»

«Μάλιστα, κύριε».

Κάθισε μια καμουτσιά στο άλογο και το αμάξι ξεκίνησε βρο­

ντολογώντας για την προκυμαία, μέσα σε μια χορωδία από γέλια

κι aποχαιρετισμούς.

Ο Γκάμπριελ δεν είχε πάει στην πόρτα μαζί με τους άλλους.

Από μια σκοτεινή γωνιά του χωλ κοίταζε ψηλά τη σκάλα. Μια γυ­

ναίκα στεκόταν κοντά στο κεφαλόσκαλο, κι αυτή στα σκοτεινά.

Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, έβλεπε όμως τα τερρακότα

και ροζ-σωμόν βολάν της φούστας της, που το μισοσκόταδο τα

'κανε να φαίνονται μαύρα και άσπρα. Ήταν η γυναίκα του.

Έσκυβε πάνω απ' το κάγκελο και κάτι aφουγκραζόταν. Ο Γκά­

μπριελ παραξενεύτηκε για την ακινησία της και τέντωσε το αυτί

του για ν' αφουγκραστεί κι αυτός. Μα με τη συζήτηση και τα γέ­

λια στη σκάλα της εξώπορτας, μόλις έπαιρνε τ' αυτί του μερικές

συγχορδίες στο πιάνο και μερικές νότες μιας αντρίκιας φωνής

που τραγουδούσε.

Page 209: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 209

Στεκόταν ακίνητος μέσα σtο σκοτάδι του χωλ, πασχίζοντας να

καταλάβει το σκοπό που τραγουδούσε η φωνή, και κοιτάζοντας

ψηλά τη γυναίκα του. Η σtάση της ήταν γεμάτη χάρη και μυσtή­

ριο, σαν να συμβόλιζε κάτι. Αναρωτήθηκε τι συμβολίζει μια γυ­

ναίκα που σtέκεται στη σκάλα, σtα σκοτεινά, και αφουγκράζεται

κάποια μακρινή μουσική. Αν ήταν ζωγράφος, θα τη ζωγράφιζε σ'

αυτή τη σtάση. Η γαλάζια τσόχα του καπέλου της θ' ανάδειχνε τα

μπρούντζινα μαλλιά της πάνω σtο σκοτεινό βάθος, και τα σκούρα

βολάν της φούσtας της θ' ανάδειχναν τα aνοιχτόχρωμα βολάν.

Μακρινή μουσική θα ονόμαζε τον πίνακα αν ήταν ζωγράφος.

Η εξώπορτα έκλεισε και η θεία Κέητ, η θεία Ί'ζούλια κι η Μαί­

ρη Ί'ζέην προχώρησαν σtο χωλ, εξακολουθώντας να γελούν. -«Μα δεν είναι τρομερός ο Φρέντι;» είπε η Μαίρη Ί'ζέην. «Εί­

ναι πραγματικά τρομερός».

Ο Γκάμπριελ δεν είπε τίποτα, έδειξε μονάχα τη σκάλα, εκεί

που σtεκόταν η γυναίκα του. Τώρα που η εξώπορτα ήταν κλεισtή,

το πιάνο και η φωνή ακούγονταν πιο καθαρά. Ο Γκάμπριελ σήκω­

σε το χέρι του και τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Το τραγούδι

φαινόταν να 'ναι σε παλιό ιρλανδικό τόνο, κι ο τραγουδισtής ήταν

αβέβαιος και για τα λόγια και για τη φωνή του. Η φωνή, που την

έκανε παραπονιάρικη η απόσtαση και η βραχνάδα του τραγουδι­

σtή, χρωμάτιζε ανάλαφρα το σκοπό με λόγια που έδειχναν θλίψη:

Αχ, η βροχή πέφτει στα μαλλιά μου,

τ' αγιάζι μούσκεψε τα μάγουλά μου,

_ το μωρ6 μου κείτεται παγωμένο ...

«Α» έκανε η Μαίρη Ί'ζέην, <<τραγουδάει ο Μπάρτελ ντ' Άρσι,

που δε θέλησε να τραγουδήσει ολόκληρη τη βραδιά. Αχ, θα τον

βάλω να τραγουδήσει κάτι, πριν φύγει».

«Αχ, ναι, Μαίρη Ί'ζέην» είπε η θεία Κέητ.

Η Μαίρη Ί'ζέην προσπέρασε τις άλλες κι ανέβηκε τρέχοντας

στη σκάλα, μα πριν φτάσει σtο σαλόνι, σtαμάτησε το τραγούδι · και το πιάνο έκλεισε απότομα.

«Αχ, τι κρίμα!» φώναξε. «Κατεβαίνει, Γκρέτα;»

Ο Γκάμπριελ άκουσε τη γυναίκα του ν' απαντάει ναι, και την

είδε να κατεβαίνει κι αυτή. Λίγα σκαλιά πίσω της ήταν ο κύριος Μπάρτελ ντ' Άρσι και η μις Ο'Κάλαγκαν.

Page 210: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

210 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

«Α, κύριε ντ' Άρσι!» φώναξε η Μαίρη Ί'ζέην, <<τι κακός που εί­

στε! Σας ακούγαμε τόσο συνεπαρμένες, κι εσείς σταματήσατε!»

«Τον παρακαλούσα όλη τη βραδιά, το ίδιο και η κυρία Κόνροϋ»

είπε η μις Ο'Κάλαγκαν, «και μας έλεγε πως έχει αρπάξει ένα τρο­

μερό κρυολόγημα και δεν μπορεί να τραγουδήσει».

«Α, κύριε ντ' Άρσι» έκανε η θεία Κέητ, «αυτό είναι μεγάλη

ψειυτιά!»

«Μα δε βλέπετε πως είμαι βραχνός σαν κόρακας;» είπε εκεί­

νος απότομα.

Πήγε βιαστικά στο οφίς κι έβαλε το πανωφόρι του. Οι άλλοι, a­ποσβολωμένοι από το απότομο ύφος του, δε βρήκαν τι να πουν. Η

θεία Κέητ σούφρωσε τα φρύδια της κι έγνεψε στις άλλες να πα­

ρατήσουν αυτό το θέμα. Ο κύριος ντ' Άρσι, κατσούφης, τύλιγε

προσεχτικά το λαιμό του.

«Είναι ο καιρός» είπε η θεία Ί'ζούλια ύστερα από μια σιωπή.

«Ναι, όλος ο κόσμος είναι κρυολογημένος, όλος» πρόσθεσε

βιαστικά η θεία Κέητ.

«Λένε πως έχουν τριάντα χρόνια να δουν τέτοιο χιόνι» είπε η

Μαίρη Ί'ζέην, «και σήμερα το πρωί διάβασα στην εφημερίδα πως

χιονίζει σ' ολόκληρη την Ιρλανδία».

«Μ' αρέσει να βλέπω το χιόνι» είπε μελαγχολικά η θεία Ί'ζού­

λια. «Κι εμένα» είπε η μις Ο'Κάλαγκαν. «Μου φαίνεται πως τα

Χριστούγεννα δεν είναι πραγματικά Χριστούγεννα αν δεν το 'χει

στρώσει».

«Μα ο καημένος ο κύριος ντ' Άρσι δεν το γουστάρει το χιόνι»

είπε η θεία Κέητ χαμογελώντας.

Ο κύριος ντ' Άρσι ήρθε από το οφίς, κουκουλωμένος και τυλιγ­

μένος, και διηγήθηκε με ύφος μετανιωμένο το ιστορικό για το

κρυολόγημά του. Όλες τού έδωσαν συμβουλές, είπαν πως ήταν

πολύ κρίμα, και τον συμβούλεψαν να προσέχει πολύ το λαιμό του

τη νύχτα με την παγωνιά. Ο Γκάμπριελ κοίταζε τη γυναίκα του,

που δεν έπαιρνε μέρος στη συνομιλία. Στεκόταν κάτω απ' το σκο­

νισμένο φεγγίτη κι η φλόγα του γκαζιού φώτιζε τον πλούσιο

μπρούντζο των μαλλιών της, που την είχε δει να τα στεγνώνει στη

φωτιά πριν από μερικές μέρες. Στεκόταν στην ίδια στάση και φαι­

νόταν να μην προσέχει τη συνομιλία γύρω της. Τέλος, γύρισε

Page 211: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 211

προς το μέρος τους, κι ο Γκάμπριελ είδε πως τα μάγουλά της ήταν

κόκκινα και γυάλιζαν τα μάτια της. Η καρδιά του σκίρτησε με μια

ξαφνική χαρά.

«Κύριε ντ' Άρσι» είπε εκείνη, «Πώς λέγεται το τραγούδι που

τραγουδούσατε πρωτύτερα;>>

«Το λένε Η κοπέλα του Ώφριμ» αποκρίθηκε, «αλλά δεν το θυ­

μάμαι καλά. Γιατί; Το ξέρετε;»

<<ll κοπέλα του Ώφριμ» επανέλαβε εκείνη. «Δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομα».

«Είναι πολύ ωραίο τραγούδι» είπε η Μαίρη τζέην.

«Κρίμα που είναι κλεισμένη η φωνή σας απόψε».

«Μαίρη τζέην» είπε η θεία Κέητ, «μην ενοχλείς τον κύριο ντ'

Άρσι. Δε θέλω να τον σκοτίζουν».

Βλέποντας πως όλοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, τους συνόδε­

ψε στην πόρτα, κι εκεί άρχισαν τα καληνυχτίσματα:

«Λοιπόν, καληνύχτα, θεία Κέητ, κι ευχαρισtώ για την ωραία

βραδιά».

«Καληνύχτα, Γκάμπριελ, καληνύχτα, Γκρέτα!»

«Καληνύχτα, θεία Κέητ, κι ευχαρισtώ πολύ. Καληνύχτα, θεία

τζούλια».

«Καληνύχτα, Γκρέτα, δε σε είδα».

«Καληνύχτα, κύριε ντ' Άρσι. Καληνύχτα, μις Ο'Κάλαγκαν».

«Καληνύχτα, μις Μόρκαν».

«Καληνύχτα και πάλι».

«Καληνύχτα σ' όλους. Στο καλό».

«Καληνύχτα. Καληνύχτα».

Το πρωινό ήταν ακόμη σκοτεινό. Ένα μουντό κίτρινο φως α­

πλωνόταν πάνω απ' τα σπίτια και το ποτάμι κι ο ουρανός έμοιαζε

να κατεβαίνει. Ένας βούρκος χάμω, και μονάχα λουρίδες και

σαν μπαλώματα από χιόνι πάνω σtις σκέπές, σtο παραπέτο της

προκυμαίας και σtα κρηπιδώματα. Τα φανάρια άναβαν ακόμη,

κοκκινωπά μέσα στη θολή ατμόσφαιρα, και πέρα απ' το ποτάμι το

μέγαρο των Δικασtηρίων ορθωνόταν απειλητικό πάνω σtο βαρύ

ουρανό.

Πήγαινε μπρος από κείνον, μαζί με τον κύριο Μπάρτελ ντ'

Άρσι, σφίγγοντας κάτω απ' το ένα της μπράτσο τα παπούτσια της,

τυλιγμένα σε καφετί χαρτί, και κρατώντας με τα δυο της χέρια τη

Page 212: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

212 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

φούστα της ανασηκωτή για να την προφυλάξει από το βούρκο. Η

κορμοστασιά της δεν είχε τώρα καμιά χάρη, κι ωστόσο τα μάτια

του Γκάμπριελ έλαμπαν ακόμη από ευτυχία. Το αίμα σφυροκο­

πούσε στις φλέβες του κι οι σκέψεις οργίαζαν στο νου του,

περήφανες, χαρούμενες, τρυφερές, δυναμικές.

Πήγαινε μπροστά του τόσο ανάλαφρη και τόσο λυγερή, που

λαχταρούσε να πάει πίσω της αθόρυβα, να την πιάσει από τους ώ­

μους και να της πει στ' αυτί κάτι τρελό κι ερωτιάρικο. Του φαινό­

ταν τόσο εύθραυστη, που λαχταρούσε να την υπερασπίσει από

κάτι κι ύστερα να μείνει μονάχος μαζί της. Στιγμές της κρυφής συ­

ζυγικής ζωής τους ξεπετάγονταν σαν άστρα στο μνημονικό του.

Ένας ροζ φάκελος ήταν πλάι στο φλιτζάνι του, στο κολατσιό, κι

αυτός τον χάιδευε με το χέρι του. Πουλιά τιτίβιζαν μέσα στον κισ­

σό, και τρε_μόπαιζε χάμω το σχέδιο της κουρτίνας που τ' άπλωνε ο

ήλιος: δεν μπορούσε να φάει απ' την πολλή ευτυχία. Στέκονταν

στο γεμάτο κόσμο ανάχωμα, και της έβαζε ένα εισιτήριο μέσ' από

τη θερμή παλάμη του γαντιού της. Στεκόταν μαζί της μέσα στο

κρύο, κοιτάζοντας απ' το καγκελωτό παράθυρο έναν άνθρωπο να

φτιάνει μπουκάλια μέσα σ' ένα καμίνι που βρυχιόταν. Έκανε πο­

λύ κρύο. Το πρόσωπό της, μυρωμένο μέσα στον ψυχρό αέρα, ήταν

πολύ κοντά στο δικό του, και ξαφνικά του κατέβηκε η ιδέα και

φώναξε του ανθρώπου μπροστά στο καμίνι:

«Είναι ζεστή η φωτιά;»

Μα εκείνος δεν μπόρεσε ν' ακούσει με το θόρυβο που έκανε το

καμίνι. Τόσο το καλύτερο. Μπορεί ν' aποκρινόταν με καμιά βρισιά.

Ένα κύμα χαράς, ακόμα πιο τρυφερής, ξεχύθηκε από την καρ­

διά του και πλημμύρισε θερμά τις αρτηρίες του. Σαν γλυκιά φωτιά

από αστέρια ξεπετάχτηκαν και φώτισαν τη θύμησή του στιγμές α­

πό τη συζυγική ζωή τους, που κανένας άλλος δεν τις ήξερε ούτε

θα τις μάθαινε ποτέ. Λαχταρούσε να τις θυμίσει και σ' εκείνην

αυτές τις στιγμές, να την κάνει να ξεχάσει τα χρόνια της μονότο­

νης συζυγικής ζωής τους και να θυμάται μονάχα τις εκστατικές

στιγμές τους. Γιατί ένιωθε πως τα χρόνια δεν είχαν στομώσει την

ψυχή του, ούτε τη δική της ψυχή. Τα παιδιά τους, τα γράμματά

του, οι φροντίδες του νοικοκυριού της, δεν είχαν σβήσει ολότελα

την τρυφερή φωτιά της ψυχής τους. Σ' ένα γράμμα που της είχε

γράψει εκείνο τον καιρό, έλεγε: Γιατί λέξεις σαν κι αυτές μού φαί-

Page 213: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 213

νονται aνούσιες και ψυχρές; Μήπως επειδή δεν υπάρχει λέξη αρ­

κετά τρυφερή, ώστε να γίνει τ' όνομά σου;

Σαν μακρινή μουσική απ6 το παρελθ6ν τού έρχονταν αυτά τα

λ6για που είχε γράψει πριν απ6 τ6σα χρ6νια. Λαχταρούσε να μεί­

νει μονάχος μαζί της. Όταν θα 'χαν φύγει οι άλλοι, 6ταν θα 'ταν

οι δυο τους στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, τ6τε θα 'ταν μονάχοι.

Θα της έλεγε σιγανά:

«Γκρέτα».

Ίσως να μην άκουγε αμέσως, γιατί θα γδυν6ταν. Ύστερα, κάτι

στη φωνή του θα την εντυπωσίαζε. Θα γύριζε και θα τον κοιτούσε ... Στη γωνία της οδού Γουάινταβερν βρήκαν αμάξι. Χαιρ6ταν για

το σαματά που έκανε, επειδή τον γλίτωνε απ' το κουβεντολ6ι.

Εκείνη κοιτούσε απ' το παράθυρο και φαιν6ταν κουρασμένη. Οι

άλλοι λέγαν μονάχα ένα δυο λ6για, δείχνοντας έξω κάποιο κτίριο

ή κάποιο δρ6μο. Το άλογο πήγαινε μ' έναν μικρ6, κουρασμένο

καλπασμ6, σέρνοντας πίσω του το παλι6 αμάξι που βροντολογού­

σε, κι ο Γκάμπριελ. ήταν πάλι μαζί της σε μιαν άμαξα, καλπάζο­

ντας για να προφτάσουν το καράβι, καλπάζοντας προς το ταξίδι

του γάμου τους.

Καθώς περνούσε το αμάξι απ' τη γέφυρα Ο'Κ6νελ, η μις Ο'Κά­

λαγκαν είπε:

«Λένε πως ποτέ δεν περνάς απ6 τη γέφυρα Ο'Κ6νελ χωρίς να

δεις ένα άσπρο άλογο».

«Τούτη τη φορά βλέπω έναν άσπρο άνθρωπο» είπε ο Γκά­

μπριελ.

«Πού;» ρώτησε ο κύριος Μπάρτελ ντ' Άρσι.

Ο Γκάμπριελ έδειξε το άγαλμα, που είχε μείνει πάνω του λίγο

χι6νι εδώ κι εκεί. Ύστερα το χαιρέτησε φιλικά μ' ένα νεύμα.

«Καληνύχτα, Νταν» είπε εύθυμα.

Όταν σταμάτησε το αμάξι μπροστά στο ξενοδοχείο, ο Γκά­

μπριελ πήδηξε έξω και, παρά τις διαμαρτυρίες του κυρίου Μπάρ­

τελ ντ' Άρσι, πλήρωσε τον αμαξά. Του έδωσε κι ένα σελίνι πουρ­

μπουάρ. Ο αμαξάς χαιρέτησε στρατιωτικά και είπε: «Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρ6νος, κύριε».

«Επίσης» αποκρίθηκε εγκάρδια ο Γκάμπριελ.

Η Γκρέτα στηρίχτηκε μια στιγμή στο μπράτσο του για να κατέ­

βει απ' το αμάξι, 6σο στεκ6ταν στην άκρη του πεζοδρομίου, καλη-

Page 214: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

214 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

νυχτίζοντας τους άλλους'. Στηρίχτηκε ανάλαφρα στο μπράτσο του, το ίδιο ανάλαφρα όπως όταν χόρευε μαζί του πριν από λίγες ώ­

ρες. Είχε νιώσει περήφανος κι ευτυχισμένος για τη χάρη της και

τη συζυγική της συμπεριφορά. Μα τώρα, ύστερα από τόσες ανα­

μνήσεις που ξαναζωντάνεψαν, το πρώτο άγγιγμα του κορμιού της,

του μουσικού, παράξενου και μυρωμένου κορμιού της, τον έκανε

να νιώσει ένα δυνατό σούβλισμα πόθου. Έτσι που στεκόταν σιω­

πηλή στην πόρτα του ξενοδοχείου, της έσφιξε το μπράτσο κι ένιω­

σε σαν να 'χαν ξεφύγει από τη ζωή τους, από τις υποχρεώσεις

τους, σαν να 'χαν ξεφύγει από το σπίτι και τους φίλους τους, και

να 'χαν παρασυρθεί με γεμάτες πάθος, φλογερές καρδιές, σε μια

νέα περιπέτεια.

Ένας γέρος λαγοκοιμότανε σε μια μεγάλη πολυθρόνα στο χωλ.

Άναψε ένα κερί στο γραφείο, τους προσπέρασε κι άρχισε ν' ανε­

βαίνει τη σκάλα. Τον ακολούθησαν αμίλητοι, τα πόδια τους έκα­

ναν έναν πνιχτό θόρυβο πάνω στο παχύ χαλί της σκάλας. Η Γκρέ­

τα ανέβαινε τη σκάλα πίσω απ' τον πορτιέρη, με το κεφάλι σκυ­

φτό, με τους λεπτούς της ώμους γυρτούς σαν κάτω από κάποιο βά­

ρος, ανασηκώνοντας τη φούστα της με το 'να χέρι. Θα 'θελε να

την αγκαλιάσει απ' τη μέση και να τη σφίξει πάνω του, γιατί τρέ­

μαν τα μπράτσα του από τον πόθο να την αδράξει και μοναχά η

αίσθηση των νυχιών του, που μπήγονταν στις χούφτες του, συ­

γκράτησε τον άγριο πόθο του κορμιού του. Ο πορτιέρης σταμάτη­

σε στη σκάλα για να τακτοποιήσει το κερί που έσταζε. Σταμάτη­

σαν κι αυτοί πίσω του. Μέσα στη σιωπή, ο Γκάμπριελ άκουγε το

λιωμένο κερί να πέφτει στο δισκάκι, και την καρδιά του να χτυπά­

ει στο στέρνο του.

Ο πορτιέρης τούς οδήγησε στο διάδρομο κι άνοιξε μια πόρτα.

Ύστερα άφησε το τρεμουλιαστό κερί του σ' ένα κομοδίνο και ρώ­

τησε τι ώρα να τους ξυπνήσει το πρωί.

«Στις οχτώ» είπε ο Γκάμπριελ.

Ο πορτιέρης τούς έδειξε το διακόπτη του ηλεκτρικού κι άρχισε

-να μουρμουρίζει κάποια δικαιολογία, μα ο Γκάμπριελ τον σταμά­

τησε:

«Δε χρειαζόμαστε φως. Μπαίνει αρκετό από το δρόμο. Και, ά­

κουσε» πρόσθεσε δείχνοντας το κερί, «μπορείς να πάρεις κι αυτό

το ωραίο σύνεργο, σαν καλό παιδί που είσαι».

Page 215: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 215

Ο πορτιέρης πήρε το κερί του, αλλά δισταχτικά, γιατί τον είχε

παραξενέψει αυτή η πρωτότυπη ιδέα. Ύστερα μουρμούρισε κα­

ληνύχτα κι έφυγε. Ο Γκάμπριελ κλείδωσε την πόρτα.

Ένα ωχρό φως από το φανάρι του δρόμου απλωνόταν σαν μα­

κρουλή αχτίδα από το παράθυρο ίσαμε την πόρτα. Ο Γκάμπριελ

πέταξε το πανωφόρι και το καπέλο του σ' έναν καναπέ και πήγε

στο παράθυρο. Κοίταξε κάτω στο δρόμο, για να καταλαγιάσει κά­

πως η ταραχή του. Ύστερα γύρισε κι ακούμπησε σ' έναν κομό, με

την πλάτη γυρισμένη στο φως. Η Γκρέτα είχε βγάλει το καπέλο

και το πανωφόρι της και στεκόταν μπροστά στον ψηλό καθρέφτη

και ξεκούμπωνε το φουστάνι της. Ο Γκάμπριελ περίμενε μερικές

στιγμές, κοιτάζοντάς την, κι ύστερα είπε:

«Γκρέτα».

Ξεμάκρυνε με αργό βήμα απ' τον καθρέφτη και προχώρησε μέ­

σα στη φωτεινή αχτίδα προς το μέρος του. Το πρόσωπό της φαι­

νόταν τόσο σοβαρό και κουρασμένο, που τα λόγια δεν έβγαιναν

από τα χείλη του Γκάμπριελ. Όχι, δεν ήταν ακόμα η στιγμή.

«Φαίνεσαι κουρασμένη» της είπε.

«Είμαι λιγάκι» αποκρίθηκε.

«Μήπως είσαι άρρωστη, αδιάθετη;»

«Όχι, μόνο κουρασμένη}}.

Προχώρησε στο παράθυρο και στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας έξω.

Ο Γκάμπριελ περίμενε πάλι, κι από το φόβο του πως τελικά θα

δείλιαζε, είπε απότομα:

«Ξέρεις, Γκρέτα;»

«Τι συμβαίνει;»

«Τον ξέρεις τον καημένο τον Μάλινς;» είπε βιαστικά.

«Ναι. Λοιπόν;»

«Να, ο καημένος είναι καθωσπρέπει, ωστόσο» συνέχισε ο Γκά­

μπριελ μ' έναν ψεύτικο τόνο στη φωνή του. «Μου επέστρεψε τη

λίρα που του είχα δανείσει, πραγματικά δεν το περίμενα. Κρίμα

που δεν ξεκόβει από κείνον τον Μπράουν, γιατί ξέρεις, δεν είναι κατά βάθος χαλασμένος».

Τώρα έτρεμε από αγωνία. Γιατί φαινόταν τόσο αφηρημένη;

Δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει. Μην ήταν κι αυτή στενοχωρημένη για κάτι; Αν γύριζε μονάχα να τον κοιτάξει, ή αν πλησίαζε από μόνη

της! Να την κάνει δική του, έτσι όπως ήταν, θα 'ταν κτηνωδία.

Page 216: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

216 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Όχι, έπρεπε πρώτα να δει κάποιον πόθο στα μάτια της. Λαχτα­

ρούσε να καταλάβει την παράξενη ψυχική της διάθεση.

«Πότε του δάνεισες τη λίρα;» τον ρώτησε ύστερα από μια μι­

κρή σιωπή.

Ο Γκάμπριελ πάσχιζε να συγκρατηθεί για να μη διαβολοστεί­

λει το βλάκα τον Μάλινς και τη λίρα του. Λαχταρούσε να της φω­

νάξει μέσ' απ' την ψυχή του, να συντρίψει το κορμί της κάτω απ'

το δικό του, να την υποτάξει. Ωστόσο, είπε:

«Α, τα Χριστούγεννα. Σαν άνοιξε εκείνο το μαγαζάκι με χρι­

στουγεννιάτικες καρτποστάλ στη Χένρυ Στρητ».

Τόσο λυσσομανούσε μέσα του ο πόθος, που δεν την άκουσε να

ξεμακραίνει απ' το παράθυρο και να 'ρχεται προς το μέρος του.

Στάθηκε μπροστά του μια στιγμή, κοιτάζοντάς τον παράξενα.

Ύστερα ανασηκώθηκε ξαφνικά στ' ακροδάχτυλα, και ακουμπώ­

ντας τα χέριά της στους ώμους του, τον φίλησε. «Είσαι πολύ γενναιόδωρος, Γκάμπριελ» του είπε.

Ο Γκάμπριελ, τρέμοντας από χαρά για το ξαφνικό φιλί της και

για την παράξενη φράση της, έβαλε τα χέρια του πάνω στα μαλλιά

της κι άρχισε να τα χα"ίδεύει προς τα πίσω, μόλις αγγίζοντάς τα με

τα δάχτυλά του. Το λούσιμο τα 'χε κάνει απαλά και γυαλιστερά. Η

καρδιά του ξεχείλιζε από ευτυχία. Πάνω που το λαχταρούσε, είχε

έρθει από μόνη της σιμά του. Ίσως οι σκέψεις της να 'χαν συναντη­

θεί με τις δικές του. Ίσως να 'χε νιώσει τον παράφορο πόθο του

και να της είχε έρθει μια διάθεση υποταγής: τώρα που τόσο εύκο­

λα του είχε υποταχτεί, αναρωτήθηκε γιατί είχε φανεί τόσο δειλός.

Στεκόταν κρατώντας το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια του.

Ύστερα, γλιστρώντας γρήγορα το μπράτσο του στη μέση της και

τραβώντας την πάνω του, της είπε τρυφερά:

«Γκρέτα, αγάπη μου, τι συλλογιέσαι;»

Δεν αποκρίθηκε ούτε αφέθηκε ολότελα στην αγκαλιά του. Της

είπε πάλι, τρυφερά:

«Γκρέτα, πες μου τι είναι. Νομίζω πως το ξέρω. Το ξέρω;»

Δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερα είπε, και τα μάτια της βουρ­

χώσαν από δάκρυα που άρχισαν να κυλούν:

«Σκέφτομαι εκείνο το τραγούδι, την Κοπέλα του Ώφριμ».

Τραβήχτηκε απ' την αγκαλιά του, έτρεξε στο κρεβάτι και ρί­

χνοντας το μπράτσο της στα κάγκελα του κρεβατιού, έκρυψε το

Page 217: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 217

πρόσωπό της. Ο Γκάμπριελ στάθηκε σαν μαρμαρωμένος μια στιγ­

μή απ' την έκπληξη, κι ύστερα την ακολούθησε. Καθώς περνούσε

μπρος απ' το μεγάλο καθρέφτη, είδε ολόσωμο τον εαυτό του, το

πλατύ, καλογεμάτο στήθος του πουκάμισου, το πρόσωπό του, που

η έκφρασή του πάντα τον έβαζε σε αμηχανία όταν κοίταζε στον

καθρέφτη, και τα γυαλιά του με τον επιχρυσωμένο σκελετό που

λαμποκοπούσε. Σταμάτησε λίγα βήματα μακριά της.

«Τι συμβαίνει μ' αυτό το τραγούδι;» τη ρώτησε. «Γιατί σε κάνει

να κλαις;»

Ανασήκωσε το κεφάλι της και σκούπισε τα μάτια της με την α­

νάποδη του χεριού της σαν παιδάκι. Ρώτησε πάλι, με πιο μαλακό

τόνο στη φωνή του απ' ό,τι είχε λογαριάσει:

«Γιατί, Γκρέτα;»

«Συλλογιέμαι κάποιον, πριν από πολλά χρόνια, που τραγου­

δούσε αυτό το τραγούδι».

«Και ποιος ήταν αυτός ο κάποιος ο πριν από πολλά χρόνια;»

ρώτησε ο Γκάμπριελ χαμογελώντας.

«Κάποιος που γνώριζα στο Γκάλγουεη, τότε που έμενα με τη

γιαγιά μου» αποκρίθηκε.

Το χαμόγελο έσβησε απ' το πρόσωπο του Γκάμπριελ. Ένας μου­

ντός θυμός άρχισε να μαζεύεται στην ψυχή του, και η συγκρατημένη

φωτιά του πόθου του άρχισε να φουντώνει άγρια στις φλέβες του.

«Κάποιος που ήσουν ερωτευμένη μαζί του;~~ ρώτησε ειρωνικά.

«Ήταν ένα αγόρι που γνώριζα» αποκρίθηκε, «τον έλεγαν Μάι­

κλ Φάρεϋ. Τραγουδούσε αυτό το τραγούδι, την Κοπέλα του Ώ-

φριμ. Ήταν πολύ ντελικάτος».

Ο Γκάμπριελ δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να νομίσει η Γκρέτα

πως ενδιαφερόταν για κείνο το ντελικάτο αγόρι.

«Τον βλέπω τόσο καθαρά» συνέχισε εκείνη ύστερα από μια

στιγμή. «Τι μάτια που είχε! Μεγάλα, σκούρα μάτια. Κι είχαν μια

έκφραση ... Μια έκφραση!» «Α, τότε ήσουν ερωτευμένη μαζί του;»

«Κάναμε μακρινούς περιπάτους» αποκρίθηκε, <<τότε που ή­

μουν στο Γκάλγουεη>~.

Μια ιδέα πέρασε απ' το νου του Γκάμπριελ.

«Ίσως γι' αυτό να 'θελες να πας στο Γκάλγουεη μ' εκείνη την'

Άιβορς» είπε ψυχρά.

Page 218: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

218 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

Τον κοίταξε και ρώτησε με έκπληξη:

«Για ποιο λόγο;»

Τα μάτια της έκαναν τον Γκάμπριελ να μη νιώθει άνετα.

Ανασήκωσε τους ώμους του και είπε:

«Πού να ξέρω; Ίσως για να τον δεις».

Αποτράβηξε τη ματιά της από πάνω του και τη γύρισε αμίλητη

σtη φωτεινή ακτίνα προς το παράθυρο.

«Έχει πεθάνει» είπε τέλος. «Πέθανε σαν ήταν δεκαεφτά χρο-

νών μονάχα. Δεν είναι τρομερό να πεθαίνεις τόσο νέος;»

«Τι ήταν;» ρώτησε ο Γκάμπριελ, πάντα ειρωνικά.

«Εργαζόταν σtην εταιρεία του γκαζιού» αποκρίθηκε.

Ο Γκάμπριελ ένιωσε ταπεινωμένος για την αποτυχία της ειρω­

νείας του και για την ανάκληση αυτής της μορφής από τους νε­

κρούς -ένα αγόρι που δούλευε σtην εταιρεία του γκαζιού. Την ώ­

ρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμά­

τος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παρέβαλλε μέσα στο

νου της μ' έναν άλλο. Ντροπή τον κυρίεψε. Είδε τον εαυτό του

σαν μια γελοία μορφή, έναν θεληματάρη για τις θείες του, έναν

νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία που ρητορεύει σε αμόρφω­

τους και εξιδανικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό, η­

λίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μέσα στον καθρέφτη.

Γύρισε την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει

η γυναίκα του την ντροπή που του φλόγιζε το μέτωπό του.

Πάσχισε να διατηρήσει τον ψυχρό ανακριτικό τόνο, μα όταν

μίλησε, η φωνή του ήταν σιγανή και αδιάφορη:

«Υποθέτω, Γκρέτα, πως ήσουν ερωτευμένη μ' αυτόν τον Μάικλ

Φάρεϋ».

«Τον λυπόμουν» αποκρίθηκε.

Η φωνή της ήταν αχνή και θλιμμένη. Ο Γκάμπριελ, νιώθοντας

τώρα πόσο μάταιο θα 'ταν να την κατευθύνει κατά κει που λογά­

ριαζε, της χάιδεψε το χέρι κι είπε κι αυτός θλιμμένα:

«Κι από τι πέθανε τόσο νέος, Γκρέτα; Φυματίωση;»

«Νομίζω πως πέθανε εξαιτίας μου» αποκρίθηκε.

Ένας αόριστος φόβος άδραξε τον Γκάμπριελ σ' αυτή την απά­

ντηση, σαν να χιμούσε καταπάνω του, αυτή τη στιγμή που είχε ελ­

πίσει να θριαμβεύσει, κάποιο ον άυλο κι εκδικητικό, συγκεντρώ­

νοντας δυνάμεις εναντίον του μέσα στον ακαθόριστο κόσμο του.

Page 219: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 219

Αλλά με μια προσπάθεια του λογικού του απαλλάχτηκε από τούτη

την ιδέα κι εξακολούθησε να της χα'ίδεύει το χέρι. Δεν της έκανε

άλλη ερώτηση, επειδή είχε τη διαίσθηση πως θα τα διηγιότανε μο­

νάχη της. Το χέρι της ήταν ζεστό και υγρό: δεν ανταποκρίθηκε

στο σφίξιμο του δικού του χεριού· εξακολούθησε ωστόσο να της

το χα'ίδεύει, όπως είχε χαϊδέψει το πρώτο της γράμμα εκείνο το α­

νοιξιάτικο πρωινό.

«Ήταν χειμώνας» άρχισε εκείνη, «αρχές του χειμώνα, που ε­

τοιμαζόμουν να φύγω απ' της γιαγιάς μου για να 'ρθω εδώ, στις

καλόγριες. Εκείνος ήταν άρρωστος τότε, στο σπίτι που έμενε στο

Γκάλγουεη, δεν τον άφηναν να βγει. Έγραψαν και στους γονείς

του, στο Ότεραρντ. Βρισκόταν σε κατάπτωση, έλεγαν, ή κάτι τέ­

τοιο. Ποτέ δεν έμαθα τι είχε ακριβώς».

Σταμάτησε μια στιγμή κι αναστέναξε.

«Κακόμοιρο παιδί» συνέχισε. «Μ' αγαπούσε πολύ, και ήταν

τόσο καλός. Βγαίναμε μαζί, πηγαίναμε μαζί περίπατο, μακριά

-ξέρεις, Γκάμπριελ, όπως κάνουν στην εξοχή. Θα σπούδαζε τρα­

γούδι, αν δεν ήταν εμπόδιο η υγεία του. Είχε πολύ ωραία φωνή, ο

καημένος ο Μάικλ Φάρεϋ».

«Κι ύστερα;» ρώτησε ο Γκάμπριελ.

«Κι ύστερα, σαν ήρθε ο καιρός να φύγω απ' το Γκάλγουεη και

να 'ρθω στις καλόγρίες, ήταν πολύ χειρότερα στην υγεία του και

δε μ' άφησαν να τον δω, κι έτσι του έγραψα ένα γράμμα, λέγο­

ντας πως θα πήγαινα στο Δουβλίνο και θα γύριζα το καλοκαίρι,

και πως έλπιζα να 'ναι καλύτερα τότε» . Σταμάτησε μια στιγμή για να κάνει τη φωνή της πιο σταθερή, κι

ύστερα συνέχισε:

«Ύστερα, την παραμονή. της μέρας που θα 'φευγα, το βράδυ,

ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο Νανς Άιλαντ, κι έφτιανα τη

βαλίτσα μου, κι άκουσα να πετούν πετραδάκια στο παράθυρό μου. Τα τζάμια του παραθύρου ήταν τόσο βρεμένα, που δεν μπο­

ρούσα να δω, κι έτσι κατέβηκα όπως ήμουν, βγήκα στον κήπο από

την πίσω πόρτα, κι εκεί ήταν ο καημένος, στην άκρη του κήπου, τρέμοντας».

«Και δεν του είπες να γυρίσει σπίτι του;» ρώτησε ο Γκάμπριελ.

«Τον ικέτεψα να πάει αμέσως στο σπίτι του και του είπα πως ή­

ταν θάνατος να στέκει μες στη βροχή. Μα είπε πως δεν ήθελε να

Page 220: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

220 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

ζήσει. Βλέπω ακόμη τα μάτια του, σαν να 'ταν τότε. Στεκόταν

στην άκρη του μαντρότοιχου, εκεί που ήταν ένα δέντρο». «Και γύρισε στο σπίτι του;»

«Ναι, γύρισε. Και ήμουν μόλις μια βδομάδα στις καλόγριες ό­

ταν πέθανε και τον θάψανε στο Ότεραρντ, εκεί που έμεναν οι δι­

κοί του. Αχ, όταν έμαθα πως είχε πεθάνει!»

Σταμάτησε, πνιγμένη στ' αναφιλητά και aποκαμωμένη απ' τη

συγκίνηση, κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, κλαίγοντας μέσα

στο πάπλωμα. Ο Γκάμπριελ της κράτησε το χέρι ακόμα μια στιγ­

μή, αναποφάσιστος, κι ύστερα, μη θέλοντας να γίνει οχληρός την

ώρα της πίκρας της, το άφησε να πέσει ανάλαφρα και πήγε αθό­

ρυβα στο παράθυρο.

Κοιμόταν βαθιά.

Ο Γκάμπριελ, ακουμπισμένος στον αγκώνα του, κοίταξε μερι­

κές στιγμές δίχως μνησικακία τ' ανακατεμένα μαλλιά και το μισά­

νοιχτό της στόμα, κι αφουγκράστηκε τη βαθιά της ανάσα. Ώστε

είχε αυτό το ειδύλλιο στη ζωή της: ένας άνθρωπος είχε πεθάνει γι'

αυτήν. Δεν αισθανόταν σχεδόν καμία πίκρα τώρα, στη σκέψη για

το πόσο μικρό ρόλο είχε παίξει αυτός, ο άντρας της, στη ζωή της.

Την κοιτούσε που κοιμόταν, σαν να μην είχαν ζήσει ποτέ μαζί σαν

σύζυγοι. Τα μάτια του κοιτούσαν πολλή ώρα με περιέργεια το

πρόσωπο και τα μαλλιά της, κι όσο σκεφτόταν πώς θα 'ταν τότε, ε­

κείνο τον καιρό της πρώτης κοριτσίστικης ομόρφιάς της, ένιωθε γι' αυτήν μια παράξενη, φιλική συμπόνια στην ψυχή του. Δεν ήθε­

λε να πει, ακόμα και στον εαυτό του, πως το πρόσωπό της δεν ή".. ταν πια ωραίο, μα ήξερε πως δεν ήταν πια το πρόσωπο που για

χατίρι του είχε αψηφήσει το θάνατο ο Μάικλ Φάρεϋ.

Ίσως να μην του είχε διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία. Τα μάτια

του πήγαν στην καρέκλα, εκεί που είχε πετάξει μερικά ρούχα της.

Ένα κορδόνι μεσοφοριού ταλαντευόταν πάνω απ' το πάτωμα.

Μια μποτίνα στεκόταν ορθή, με το πάνω μαλακό μέρος της γυρτό:

το ταίρι της ήταν πεσμένο στο πλευρό. Απόρησε για τη διέγερση

που είχε νιώσει μια ώρα πριν. Σε τι οφειλόταν; Στο σουπέ που εί­

χαν παραθέσει οι θείες του, στον ανόητο λόγο που είχε βγάλει,

στο κρασί και στο χορό, στο κέφι του όταν καληνύχτιζε στο χωλ,

στην ευχαρίστηση που είχε νιώσει περπατώντας στο χιόνι, πλάι

Page 221: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

ΟΝΕΚΡΟΣ 221

στο ποτάμι; Η καημένη η θεία Ί'ζούλια! Κι αυτή σε λίγο θα 'ταν έ­

νας ίσκιος, μαζί ,.ίε τον ίσκιο του Πάτρικ Μόρκαν και του αλόγου του. Είχε δει για μια στιγμή εκείνη τη χλομάδα στο πρόσωπό της,

όσο τραγουδούσε το Στολισμένη για το γάμο. Σε λίγο καιρό θα

καθόταν ίσως σε κείνο το σαλόνι, ντυμένος στα μαύρα, με το ψη-.

λό καπέλο πάνω στα γόνατά του. Τα στόρια θα 'ταν κατεβασμένα

κι η θεία Κέητ θα καθόταν πλάι του κλαίγοντας και σκουπίζοντας

τη μύτη της, και θα του διηγιόταν πώς είχε πεθάνει η θεία Ί'ζού­

λια. Θ' αποτύπωνε στο νου του μερικά λόγια παρηγοριάς που θα

τα 'βρισκε ανούσια και περιττά. Ναι, ναι, αυτό θα συμβεί πολύ

γρήγορα.

Η ψυχρή ατμόσφαιρα της κάμαρας πάγωνε τους ώμους του.

Τεντώθηκε με προσοχή και ξάπλωσε κάτω απ' τα σκεπάσματα,

πλάι στη γυναίκα του. Όλα, ένα ένα, γίνονταν σκιές. Καλύτερα

να περάσεις θαρραλέα σε κείν9ν τον άλλο κόσμο, μέσα στην απο­

θέωση κάποιου μεγάλου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνε­

σαι με τα γερατιά. Σκέφτηκε πως είχε κλείσει μέσα στην καρδιά

της τόσα χρόνια, η γυναίκα που κοιμόταν πλάι του, την εικόνα

των ματιών του αγαπημένου της, όταν της είχε πει πως δεν ήθελε

να ζήσει.

Μεγαλόψυχα δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Γκάμπριελ. Ποτέ

δεν είχε νιώσει έτσι για καμιά γυναίκα, αλλά καταλάβαινε πως

αυτό ήταν η πραγματική αγάπη. Τα δάκρυα μαζεύτηκαν πιο πυ­

κνά στα μάτια του, και μέσα στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως έ­

βλεπε τη μορφή ενός νέου να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που έσταζε. Άλλες μορφές ήταν εκεί κοντά. Η ψυχή του είχε πλησιά­

σει σε κείνη την περιοχή που κατοικούν τα πλήθη των νεκρών.

Αντιλαμβανόταν τη δύστροπη, τρεμουλιαστή ύπαρξή τους, αλλά

δεν μπορούσε. να την κατ~νοήσει. Η ίδια του η οντότητα ξεθώ­

ριαζε μέσα σ' έναν γκρίζο άυλο κόσμο: ακόμη κι ο στέρεος κό­

σμος που αυτοί οι νεκροί είχαν κάποτε οικοδομήσει κι είχαν ζή­

σει μέσα του, διαλυόταν και χάνονταν.

Ανάλαφρα χτυπήματα πάνω στο τζάμι τον έκαναν να γυρίσει

το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ξανάρχιζε να χιονίζει. Κοιτού­

σε νυσταγμένος τις νιφάδες, aσημιές και θαμπές, να πέφτουν λο­

ξά στο φως του φαναριού. Είχε έρθει γι' αυτόν ο καιρός να ξεκι­νήσει για το ταξίδι του προς τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν

Page 222: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006

222 ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΥΣ

δίκιο: χιόνιζε παντού, σ' ολόκληρη την Ιρλανδία. Έπεφτε σε κά­

θε μεριά του σκοτεινού κεντρικού κάμπου, στους άδεντρους λό­

φους, έπεφτε μαλακά στο Μπογκ οβ Άλεν, κι ακόμα πιο πέρα δυ­

τικά, έπεφτε μαλακά στα θολά, aνταριασμένα κύματα του Σάνον.

Έπεφτε ακόμα και σε κάθε μεριά του ερημικού κοιμητηρίου πά­

νω στο λόφο, εκεί που κειτόταν θαμμένος ο Μάικλ Φάρεϋ. Στοι­

βαζόταν πυκνό πάνω στους γυρτούς σταυρούς και τις ταφόπε­

τρες, πάνω στα κάγκελα της μικρής πόρτας, πάνω στα ξερά αγκά­

θια. Το είναι του aτονούσε σιγά σιγά, όσο άκουγε το χιόνι να πέ­

φτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, να πέφτει ανάλαφρα σαν ερ­

χομός του οριστικού τέλους πάνω σε όλους τους ζωντανούς και

τους νεκρούς.

Page 223: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006
Page 224: Οι Δουβλινέζοι - Τζέημς Τζόυς - 2006