Άπαντα Σολωμού (τόμος 2) - Ιστορικές Εκδόσεις...

156
· ' ' ' . « - : I « 149

description

 

Transcript of Άπαντα Σολωμού (τόμος 2) - Ιστορικές Εκδόσεις...

JΊ[ΕΑΕΤΗΜΑΊΆ

Προς τοις άλλοις μετέφρασε και τον ''fμνον εις η)ν Ελευ~ρίαν ιτα­λιστί, κα~ η μετάφρασις σώζεται ανέκδοτος παρa .τφ κ. Δημητρίφ

Λο~τζΌ Σολωμφ.

Εκτος των σονέττων αυτοσχεδίαζε δίστιχα, τετράστιχα όταν έ-

6λεΠέ τι προσφιλες αvτφ, η ήκουε κάτι, η συνέ6αινέ τι. · Ενίοτε αντα τα έγραφεν ο ίδιος εις τεμάχια χάρτου ή έξωφύλλου 6ι6λίου, η τα ε­

γραφον οι οικεlοι του. Εκ i:ούτων πολλa απωλέσθησαν η παρέπεσαν,

· και κατa καιρούς, τυχαίως ευρίσκονται. Εδημοσιεύσαμεν άλλοτε εις τα π θ , ' ' ' . « ανα ηναια» τοιαυτα μικρα ποιηματα.

Εσχάτως ο πεφιλημένος ημίν κ. Δημήτριός Λο~τζης ευηρεστήθη

να μας κάμη γνωστa τα εξής, τα οποlα ανεύρεν:

-Αγάπα για να ζήσεις,

Ζήσε για ν' αγαπάς.

Σημειωτέον ότι ενίοτε ο ποιηη1ς εκ γνωστού aποφθέγματος έκαμνε

δίστιχον. IδoiJ τώρα και τι να ιταλικά, τα οποία και μεταφράζομεν:

Μετάφρασις : «Το κου6άρι»

<<Σε δροσάτο aπριλιάτικο αέρι, η Φίλιδα εμάζωνε άσπρο γνέμα­

κ' έκανε κου6άρια. Εκείνα πότε ξεφεύγανε μακρυά της, πότε εσφίγ­

γοντο στα χέρια της. Α! να μην είμαι 'γ<b έκειο τό κουδάρι I Ποτέ μου δε 1'tά της ή­

μουνα άγροικος καί Οε να εστριμονόμουνα πάντα κοντά της».

« Ο Τιθωνος κ' η Αvγtν~

«Καθ<bς την παμπάλαιη 6ελανιδιιl περικυκλώνει ο πράσινος κισ­

σός, έτσι η χαριτωμένη Αυγο1J"ΜJ. αγκαλιάζει τον τιθωνό της.

Μονάχα κρ-ί'<Χ φιλιa πλημμvρίζουνε το όμορφό της πρόσωπο. Μπο­

ρούσε να τον ξανανιώσΌ εκείνη, που ξανανιώνει την ημέρα».

149

ΑΠΑΝΤΑ ΣOΛSlMOr

cΠες μον, πως ε(ναι δυνατό, εκείνη η παγωμένη καρδιά σου νιi

ξυmιήστι τον iρωτα στην ευαlσθητη εv~χνία; Οι 6ελανιδιlς με σένανε μοιάζουνε. Κάθοvνται ψυχρές στα 6ουνa

και με το τρίξιμο ανάδουνε εκείνη τη φωτιά, ποο δέν €χουνε».

Επιγραμμα

cΑνάμε<Jα στα γέλια και στα δάκρυα τρέχει η ζωή. Αλλ' ο dν­

θρωπος θα ζτι, όταν τελειώστι η ζωή).

Εις τά χειρόγραφα είναι και ένα χαρτl με τό έξής τετράστιχον:

« Αν του Δενδρινού μου γράφω το εύγενικο όνομα, σέ μέ σε6αστο κι' άγαπητό· να, ΠΟύ τώρα aκόμα δε μου φαίνεται δειλΟ αmο το νεανικό μου τραγούδι,

' I .

χωρις πε_~ρα.

c Αν του Δενδρινο\1 μου γράφω .to ευγενικό όνομα, σt με σε6αστο κι' αγαπητό· να, που τώρα ακόμα δε ~ιου φαlνεται δειλΟ α'ύτο το νεα­

νικό μου τραγούδι, χωρις πε1ρα.

ΔΙΟΝΤΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Βε6αίως το τετράστιχον τούτο, το Οπο[ον ο ποιητi]ς έστειλε τφ Δενδρινψ, 6ε6αιοί ότι ·θά συνώδευε νεανικόν του ποίημα, του. όποlου η τύχη μας είναι άγνωστος.

Β'

Ως γνωστόν τφ 1828 ο Ποιητής μας ανεχώρησεν εις Κέρκu­

ραν αφού κατέστησε γενικοtις επιτeόπους, ηι 19 Νοεμδρίον του ιδ(οu έτους 1828, τον Ιωάννην Γαλ6άνην καί τόν Εμμανουψ. Λεονταράκην.

'Επειτα επαvήλ3εν εις ΖάΚννθ.ον κάι το '29 Οκτω6ρίου του lτοuς 1831 καθιστq. γενικούς πληρεξουσ(οvς τον αδελφόν του Δημήτριον και iον Ιωάννην Γαλ6άνην, και εκ νέου μετέ6η εις την πeωτεοου\Jαν των

Νήσων. :Σημειωτέον ότι ττι 5) 17 Ιουλ(ου του έτους 1828 διενεμήθη η πε·

ριουσ(α των δύο αδελφών κατόπιν εκτιμήσεως τών ΠQαγματογνομόνων,

γενομένης ττι 14)26 lονν(ου. Της πατρικής οικ(ας -η, ως κοινώς λέ·

ιsο

MEΛETIDIATA

γεται εν Επτανήσφ της ντομενικάλε - της κειμένης εν τrι Π λα τε~

Σολωμού αρ. 18 υπο των σεισμών του 1893 δυστυχώς καταστραφεί­σης, ο ποιητi]ς ε'λα6ε το άνω μέρος και ο c:iδελφός του το κάτω.

Κατά καιρον όμως ο Ποιητ1}ς μετιδαινεν ει.ς την γενιτει.eαν νή­

σον επί τινας ημέρας, αλλ' η τακτικη διαμονή του ήτο η Κέρκυρα. Και εις την Κέρκυ(Ι'αν χάριν ησυχίας, επt μήνας έμενεν εις την εξοχήν.

Ο γνωστΟς λόγιος Μάριος Π tιρης εν τn αvrοδι.ογραφ~ αυτού

γράφει; « ... διο ευριοκόμην τοιουτοτρόπως αναίσθητος και εκτος του εαυ­

τού μου, ώστε ημέλησα και λυπούμαι, του να σχετισθώ μετa του κυρίου

:Σολωμού, εκείνου του ενδόξου ποιητοiι 'Ελληνος και Ιονίου, δήλα δη της Ζακύνθου, συγγραφιως του υψίστου ύμνου εις την Ελευθερίαν

και -ως μοι λέγουσι- άλλων ωραι.οτάτων ποιήσεων είς την νεοελ­

ληνικήν, αι οποίαι εις το μέλλον θα τον αναδείξουν δια αληθή δημιουρ­

γον της γλώσσης μας, -ως ο Δάντης η ο Πετράρχης- της νεοελ­

ληνικής, όστις ακόμη περιμένει μίαν μεγίστην διάνοιαν δια να την φέ­

ρn εις την ωριμότητα και στερεώσn τον αληθή αυτής χαρακτήρα. Κα­τά τους πρώτους μήνας της επανόδου μου εις την Κέρκuραν αvrος ευρί­σκετο εις την Ζάκυνθον καc επήγαινε και ήρχετο Fo της Ζακύνθου εις Κέρκυραν, επασχολούμενος με μίαν πολ\ι ενδιαφερουσαν δίκην. Α­

φού την εκέρδισεν επάνήλitεν εις την συνήθη διαμονήν, δήλα δη εις

την Κέρκυραν, την οποίαν εξέλεξε δια να διαμείνn, Lσως διότι αύτη παρέχει εις τους μελετητάς περισσοτέρας ευκολίας. Εiναι νέος υψηλής διανοίας και θερμής θελήσεως, υπερ6ολικiι προικισμένος από τα δώρα

της τύχης. Ευτυχης ούτος, όστις ζυ ελ.Wθερος και μόνος και 6λως aφιε­

ρωμένος εις την τέχνην εκείνην, ήτις τον άνθρωπον αφαιρεί απο τον

τάφον ΚαL τον διατηρεί εις την ζωήν;ι;,

Ο Σολωμος πάντοτε 6οήθειαν έδιδεν εις τους απόρους λογίους

και εις τούς εν γένει αν&ρώπους των γραμμάτων. Όταν τις του εζήτει

6οήθειαν και δεν είχεν την στιγμην εκείνην χρήματα, πολ\ι εστενοχω­ρείτο και έλυπείτο.

Οι τακτικοι. αναγνώσται των «Παναθηναίω~ θα ένθυμούνται ότι εις το τεύχος 56 ο αγαπητος φίλος και λόγιος .επιστήμων κ. Αντ. Μά­

τεσις εδημοσίευσεν επιστολi]ν του Σολωμού γραφείσαν τu 1 Ιουνίου

του έτους 1833 προς τον γνωστον ποιητi}ν και πατριώτην Γεώργιον τ έ . < 1 I ξ' 1 ερτσ την, εις την οποιαν αναγινωσκεται και η ε ης περικοπη;

151

ΑllΑΝΊΆ ΣΟΛ~ΜΟl'

« ... Αλλ' αν κ' εγω ακόμη 1)μουν τόσο πτωχός, όπως ήμουν τότε

όταν έστειλε καί μου εζήτησεν εκείνα τα δέκα όδολα, που δέν τά ε(χα

- και ο Γλα6άνης το γνωρίζει- που δεν τά είχα οvδε αν ήθελα να

τα στερηθώ .. .»: ΊΌ κε !.μενον τής επιστολής του Σολωμού έχει DIECI OBOLI δέ­

κα όβολα και ο κ. Μάτεσις μετέφρασεν ολίγα χρ1Ίματα, νομίζων ότι ήτο

φράσις και όχι πραγματικη έκφρασις. Ο Τερτσέτης δια επιστολής του,

ήτις σώζεται μεταξv των επιστολών του Σολωμαό, εζήτησε δέκα τάλλη­ρα 1 αλλα δυστυ'χώς την στιγμijν εκείνην ο ποιητής μας δεν τά είχε, Ο Σολωμος υπεν&υμίζων εις τόν φίλον του το γεγονος εlπέ δέκα ό6ολα,

δια να δείξη το μικρον ποσόν, διότι πράγματι διά τόν Σολωμον τό τάλ­ληρον είναι ό6ολον. Την επιστολijν ταύτην του Τερτσέτη την δημοσι­

εύομεν διότι έχει την αξίαν της. Ειναι γραμμένη ιταλιστt και δημοσι­

εύομεν μόνον την μετάφρασιv.

«Πάτραι 28 Σεπτεμδρίου 1830

<< Αξιότιμε φίλε,

« Απο ενος περίπου μηνος λείπω απο την Ζάκυνθον και εύρίσκο­

μαι είς Πάτρας. Είναι σχεδον είκοσι ήμέραι, όπου εσκέφθην να σας

γράψω, παρακινηθείς, σας ορκίζομαι, απο την επιθυμίαν του νά δια­

Ο'ιι.εδάσω μέρος της ενοχλήσεως εκείνης, τήν οποίαν σας εδωκα με την

επιστολήν μου, ήτις φυσικι\ πολiJ μέ διετάραξεν, ως διέκρινα άπο τας

. γραμμάς, αι οποίαι με αφεώρουν εις την επιστολήν, την οποίαν εγρά­ψατε εις τον Γαλ6άνην, καί ήθελον ώς κοινώς λέγεται ν' αλλάξω άλλο

6αρέλι, και το aντικε ίμενον της επιστολής μου θα ήτο να σας τέρψω

με την περιγραφtjν ενος σχολαστικοΌ λογιωτάτου, τον οποίον εγνώρισα

εδώ και πιστεύω ''α μην υπάρχη υπο τόν ουρανον όμοιος προς αυτόν. Μόλις η l\'Ιοιρα με έφερε διά να τον αχούσω ι::νόμιζα ότι έ6λεπα όνειρον

αληθινόν, άλλ' έπειτα εξί•πνησα καί επέστρεψεν ο νους μου εις τας

μεγάλας διασκεδάσεις και περιπαίγματα, τά όποία εκάμαμεν χάριν του

Ρο'ίδη, του οποίου ο ρηθε\.ς λογιώτατος με εφερεν εις την μνήμην την ηλικίαν καί τα χαρακτηριστιw λεπτομερώς. Κι' ενφ τον έδλεπον ενδε­

δυμένον αρδαvίτικα, περισσότερον μου διήγειρε την ιλαρότητα. Ω I πόσας φορCις σας επεθύμησα να ε(σftε εδώ παρών. Σας ορκίζομαι ότι από την καρδίαν σίtς θα έφευγε-ν οποιανδήποτε και αν είχατε λύπην.

Κι' όσον περισσότερον εθΗί>ρουν α'U'OOv τον λογιώτατον, του απέδιδον

!52

ΜΕΛΕΤΗΜΑΊΆ

την ενέργειαν του φυτού έκείνου, το όποιον Οί Σπαρτιάται εδωκαν είς

τον υιον του Ιθακησίου.

Ανέ6αλα δια την ακόλουθον ημέι>αν να σας γράψω λεπτομερό>~

περl του λογιωτάτου τούτου, περl της πατρίδος του, των ρητορικών

σχημάτων, αλλa την νί,κτα εt-είνην με κατέλαβε ο επιδημικος πυρετcς

της πόλεως ταύτης, όστις έχει 6ασανιστικον χαρακτήρα και απο δέκα

και έξη ημέρας με αφ1iκε και ελπίζω δια της κινίνης νσ. μη μου κάμη

dλλην έφοδον. ·

Δεν δύναμαι νά φί,γω τόν πειρασμον του νά σdς είπω κάτι περl

του λογιωτάτου. Είναι Κί,πριος καί αδελφος του επισκόπου Πατρι:όν. Ήλθεν εις την οικ(αν τοίJ Μπότσαρη δια νά προσκυνήση τον Μητρο·

πολίτην Άρτης και δια να δικαιολογήση τον αδελφόν του όστις δεν

ήτο εις τήν πόλιν. Ήρχισε το προοίμιόν του με πολλCις στροφCις της

κεφαλής και πνευματικCι μειδιάματα προς τους παρευρισκομένους. Έ­

πειτα ήρχισεν, ομιλών ως ενόμιζε με την καθαρaν έλληνικήν, οτε μέν

εχαμήλωνε την φωνiιν επίτηδες οτε δε την aνύψωνε. Εις κάθε λέξιν, την οποlαν έλεγεν, εφούσκωνεν ως εκ θαυμασμού. Κάθε όνομα συνέ­

δεε με πολλa επίθετα και συνηθίζι:ι να κάμη νεύματα με τάς χείρας

και τους πόδας. Θά έλθη ίσως η ψιέρα, κα{}' ην θα ξανα'ίδωθ<Ομ.εν και

Οα ε(πωμεν προφορικcbς και ται!τα και άλλα πλf.ον ένδιαφέροντα. Δεν τολμώ να σας εί:τω να ελθήτε είς τα μέρη ταύτα, είς τα οποία παραπολiJ

βασιλεύουν αι ασθένειαι.

Η ασθένεια, γλυκύτατε φίλε, μέ αφήρεσε και τα αλόγιστα χρή­

ματα τα οποία είχον και έλαδα μαζί μου, διότι ανεχώρησα απο την Ζά­

κυνθον χωρtς να ι!,χω τα μέσα, των οποίων είχον ανάγκην καί περt των ο:τοίων σάς έγραψα και μόνον ενεπιστεί.{}ηv εις σας την Καλi]ν Θεaν

και γιο{ιάτος απο παρηγορίαν ανεχώρησα. Ένεκα της φιλίας, ήτις με συνδέει με την οικογένειαν Μπότσαρη, διαμένω εις την οικlαν της οικο­

γενείας ταύτης με όλην την οικειότητα, αλλa δεν μου συμφέρει να μείνω

εδώ και επιθυμώ ''α μεταβώ εις Ναί,πλιον και Αίγιναν, όπου ο Μου­

στοξίJδης δύναται νά με τοποθετί1σ11 εις τι σχολείον. Τα δικαστήρια

είναι εις Βοστίτσα και όχι εις Πάτρας και συνεπ(ός δεν δύναμαι να

έχω ουδεμlαν ωφέλειαν. Όθεν, αν κατιi τίιχην, έχετε δέκα τ&λληeα νά

μου στείλετε μόνον δια να κάμω το ταξείδι απο εδώ εις Αίγιναν, θα ' . I λ' Α ' ' δ' 'λλ ξ ' μου καμε1:ε ανεκτιμητον κα ον. π αυτα τα εκα τα ηρα ε αρταται

όλη η τύχη μου και ενθυμη1'tήτε τον πτωχον φίλον σας. Αν δύνασθε.

να μου αποστείλετε συστατικ1Jν επιστολ1)ν δια τον Αυγουστίνον Καπο­δίστριαν η επειδη είσθε στενος φίλος με τον Μουστοξύδην, αν τού γρά-

!53

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛωt:Οr

ψετε γραμμάς τινας δι' εμέ, θα με ευεργετήσετε. Ο κ. Κωνσταντίνος Γεροστάθης {}α εμ6άση χρήματα εις την κυρίαν Μπότσαρη και εάν αι περιστάσεις σας τό επιτρέπουν, εις αvτόν εγχειρίσετε τα άνω χρήματα και τήν επιστολi}ν μέ την διεύθυνσιν «Γεώργιον Τερτσέτην διαμένοντα εις την οικCαν του κυρίου Κώστα Μπότσαρη». Σας παρακαλώ, · αξιότιμε φίλε, ούτε περ-l · τούτου, ούτε περl της ασθενείας μου να μ ή ειπήτε τίπο­

τε εις τόν Γαλδάνην, διά ''α μη τα μάθη η οικογένειά μου καί λυπηθtι. Αγαπάτε με, και συγχωρήσατέ με, και την συγχώρησιν σας την

ζητώ μέσα από την καρδίαν μου.

Ο υμέτερος Τ Ε Ρ Τ Σ Ε Τ Η Σ»

Η διεύ-&υνσις της επιστολi'jς ε(ναι ελληνικό.: «Προς τον ευγενέ­

στατον Κόμητα Διονύσιον Σαλαμόν, Κορφούς».

Σημειωτέον 6τι ο Τερτσέτης ηγαπάτο πολiJ απο την οικογένειαν Μπότσαρη καί ήτο καί ο οικογενειακός διδάσκαλος.

Του πρώτου· ταξειδίου επιστολάς δεν ε\Jρεν ο κ. Λούντζης :Σολω­

μός. Μόνον του δευτέρου. Εις τάς έπιστολάς ταύτας θa ίδu ο αναγνώ­

στης ότι ο ποιητής μας πολλάκις ε(ναι πρακτικώτατος, φροντίζων πολ\ι

δια τα οικονομικά του, ότι μέγα ήτο το ενδιαφέρον διά -τον αδελφόν

του και την οικογένειάν του, ότι πολλάκις συνεδούλευε τον αδελφόν

του, ότι ο αδελφός του επίσης τόν συνεδουλεύετο δια τα πολιτικά, εις

τά οποία ούτος ήτο έκ των δρ<οντων. Δυστύχημα ότι πολλαl επιστολαi.

εκάησαν, διότι την σήμερον -lta ε(χον ιστορικi]ν aξίαν μεγάλην. · Ιδου η πρώτη, την οποίαν έστειλεν εις τον άδελφόν του, περιγρά­

φουσα και το αίσιον ταξείδι.

«Κέρκυρα, Ε. Ν. 6 Νοεμδρίου 1831. Αγαπητέ μου Δημήτριε,

Το ταξείδι μας ήτο {}αυμαστό· εντελώς παράδοξο διά την εποχήν·

ουδε την παραμικeά έλπίδα είχαμεν δι' αύτό. Η θάλασσα ήτο ένα

αληθινο καθρ'έφτι, που ετρέχαμε με θαυμαστή ταχύτητα, χωρlς ''ά το

καταλά6ωμε· και κατCι τας τρεις μετα το μεσονίΙΚτιον τής ήμέρας, που

σας άφισα, εφθάσαμεν εις Κέeκυραν. Ολίγον έπειτα πού εφθάσαμεν ήρχισε ή θάλασσα να ταράζεται· κιχL όταν επατήσαμε τό πόδι στη ξη-

154

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

ρά, εννοήσαμε ότι μας φιλοξενεί ο χειμώνας. Εύρηκα εκείνους τ()Vς

ολίγους φίλους που μας περιμένανε· όλους χαροvμενους yιά την συμφι­λί.ωσίν μας, δια την οποίαν πάντα έδειξαν την μεγαλειτέραν επι-&υμίαν.

Τούτοι όλο~ σε χαιρετούνε. Αλλ' όμως «Κάθε καλΟ έχει το κακό τ~ έλΕγε τραυλίζοντας ο συχωρεμένος θείος κόντε Στέφανος· καί εγιh ευ­ρ(σκομαι σ' ένα· ξενοδοχείο. Εκε·ίνοι που μπορούσαν να μου πeοσφέ­

ρουν το σπ(τι των, το προσέφεραν, α"λλ' εγιh δεν το εδέχτηκα. Και πε­ριμένω εδώ να μού ετοιμάσουνε τρία καλa δωμάτία σε ωραι.Qτάτη θέσι

και δια ησυχία και δια αέρα και δια ήλιο, που κατορθώσαμε να εύρου­με, γιατl ο δυστυχής μου πατεράκης απο πολiιν καιρο ήτο άρρωστος.

Γυρεύουν έξη μήνες νοίκι προκαταβολικά λοιπόν, σεις κύριοι πληρε­

ξούσιοι, διατάξετε τον κύριον Στέφανο με τον τρόπο, που καλλίτερα

γνωρίζετε.

Με ολη τη στενοχωρία της θέσεως πού βρίσκομαι, και του καιρού,

δέν αμέλησα νά γυρίσω με την κυρία Μαντζάρου διά να εύρω τα χει­ρόκτια. Εδώ δέν θα κάμουμε τίποτε· καί εκείνη γυρεύει δια τα παιδιά

της· θά γείvn το καλλίτερο. θα γράψωμε στη Νεάπολι 6που θα ε-6-

ρωμε ωραιότατα. Καί η κυρία Ελένη ας κάμτι με τα χεράκια της δύο

χειροκτιάκια διά δείγμα και να μου τα στείλτι, καί τci πράγματα θα πάνε καλά. Τότε ο πάπας χωρtς μουστάκι -3α φέρτι προσωπικώς εις τας

κόρας τα παραγγελμένα χειρόκτια και η μικρη πολύλογος και η άλλη

η μικρότερη η ολιγόλογη θα είναι ευχαριστημέναι. Ας φιληθοίίνε και

οι δύο απο μέρος μου -και ας χαιρετηθΏ ακρι6a η κουνιάδα. Χαιρέτα ·

μου και την οικογένειαν του Ρο6έρτου και · συ αγάπα πάντοτε τον Δ. ΣΟΤ

«Τ.Γ.: Χαιρέτα μου τον κόμητα Π. Μερκάτη, το Ματεσάκι, τον

Κομιώτην, τον Ταγιαπιέρα, τον Πελεκάπη, τον Κοριανίτη τον Μα(.)t·

νέλλο, τον :Μάτσαν, τον Διαμαντόπουλο, τον Κοκκίνη, τον Δομενεγίνη

καί άλλους που εις τό'' νου μου τώρα δέν έρχονται. Αφίνω ανοικτό το γράμμα δια την μητέρα μας διά νά μη 6αρύνη

πολ.U το δικό σου. · ΑλλΟ. σύ πριν της το δJJσrις σφράγισέ το~.

Εν τη επιστόλι1 ταύτη αναφέρεται οτι οι εν Κερκύρ~ φίλοι εχά­ρησαν δια τψ σvμ.φιλίωσιν των δύο αδελφών, Το αίσιον της διχονοίας

ήτο ότι οι δύο αδελφοt κατιοκουν εις την ρηθείσαν οικίαν Πλατείας Σολωμοι\ ο μεν ποιητiJς εις την πρώτην οροφήν, ο δέ αδελφός του εις

!55

ΜΕΛΕΤΉΜΑΤΑ

γιδος του ταχυδρομε(ου φαίνεται ότι εστάλη τη 1 Δεκεμδρίου του 1831.

Κέρκυρα

«Αγαπητε Δημήτριε

« 'Ελαδα την αγαπητ1Ί σου και χαίρομαι ότι όλοι είσθε καλά και συ και η κουνιάδα μου και τα κορ(τσια. Ο Παπάς ετοιμάζεται και η

κόρη θα τον δεχθι1 με τον κ. · Ανδρέαν Γαήταν· στείλε μου τα δύο χει­ροκτιάκια δια το μέτρο, διατl μία απ' αυταίς ταις ημέραις θα είναι εύ­καιρία δια τη Νεάπολι. Είμαι εις το νέο σπίτι καί είμαι ευχαριστημένος.

Έκαμα έξοδα δια κουρτίνες καί θα κάμω και άλλα δια άλλα. Επηρα πενήντα κολονάτα απο τον κ. Στέφανον.

Με ωραίο τρόπο μάθε απο την Ελένην πόσο εστοίχισε εκει.Ο το

χτένι, που μου αγόρασε· πλήρωσέ το και 6άλτο στο λογαριασμο λέγον­τας εις αυτη ότι έλαδες τα χρήματα απο τον Γαλδάνη, που θα φαvιΊ που τα έλζtδε α.πο εμέ. Στείλε όσο μπορείς γληγορώτερα ένα 6αρελάκι

απο πολiι καλη δερδέα και δάλ'τη στο . λογαριασμό, αλλοιώς, μου αφαι­ρε(ς την ελευ&ρίαν να ωφεληθώ απο σέ καί θα αποτανθrο εις ξένο πρόσωπο. Χαιρέτα μου την Ελένην, την Αννέτα, την Αγi'ελική, το''

κ. Αρδανιτάκη και όσους άλλους νομίζεις. Σου συσταίνω τα πράμα­

τα μου.

Ο αφωσιωμένος αδελφός σου

Δ.

Τ.Γ.: Η κυρία Ελένη θα κάμη πολiι καλά αν διορίση να μου

κάμουν δ{,ο- τe-ία ζευγάρ!α σετόνια χειμωνιάτικα και έξι ντεμένες». 1

«Κέρκυρα 20 Δεκφ6ρίου Ε.Ν. 1837 Αγαπητε Μίμη,

Δι' εκείνην την λέξιν οπου σου ειJτον επl του προκειμένου, σχεδbν προ δύο ετών, όταν εξέφρασες παράπονα δια μίαν υπόθεσιν, η οποία

σου εξιfφυγε,•, είχον εις την ψυχήν μου δύο δεδαιότητας ως δάσιν. Η

μία ήτο της ε·νωσεώς μας, η άλλη, ότι ε(χον προς σε μίαν μεγάλην υπο­

χρέωσιν. Και αί δύο εξηφανίσθησαν τουλάχιστον απο τα γεγονότα.

Όθεν αν απο τόν Νοέμδριον του 1833, 6τε συνελήφθη η σκέψις της

ενώσεως, δεν μένει έως τώρα Πι.Jρa μία πρόθεσις, τί αρά γε να σκέ­

πτεταί τις δια το μέλλον; Εα.ν πράγματι αι δυσκολίαι θα νικηθοιfν,

1 . Αι δύο σ.Ο'tσ.ί λέξεις ε(νσ.ι zις τrι·ι επ~στολΎjν ελλrινικόt . γpσ.μμένσ.ι.

Ί56

ΑΠΑΝΤΑ .ΣΟΛ~ΜΟr

την δευτέραν. Η πρώτη οροφη ήτο πολiι στενόχωρος. Επί πλέον ο αδf.λφός του είχε κα' τας αποθήκας. Ο ποιητi]ς ε(χε καί αυτός μίαν

αποθήκην με ά/λην ε iσοδον, ένθα διεφύλαττε διάφορα πράγματά του. Ί'ης αποθήκης ταύτης ομοίαν κλε..ιδα ε{χε ο αδελφός του. Επειδη ο ποι­

ητi}ς ήθελε να τοποθετήση εκs ί τά αντικείμενα αξίας, αντικατέστησε

την κλειδωνιάν. Τούτο δυσηρ έστησε τόν αδελφόν του και επιστατούν­τος του υπηρέτου του αδελφού του, η θύρα διάζεται. Δικαίως ο ποιη­

τής ωργίσθη, αλλa φίλος της ησυχίας και αποφεύγων τα σκάνδαλα και των αέργων τα σχόλια κατέφυγεν είς τον διοικητην της νήσου. Αλλ' έπειτα συμφώνως με τας φιλησύχους αρχάς του, κατέθεσε την κλειδιi

της απο{tήκης εις τον συμ6ολαωγράφον Γ. Δικόπουλον με την σκέψιν

να μετοίκήση. 'Επειτα όμως εγένετο η διανομή, ως είπομεν ανωτέρω, της πατρικής περιουσίας, και, ορθώς σκεπτόμενος απεφάσισε να εκλέ­

ξιι ως τόπο,• διαμονής την Κέρκυραν. Η ανωτέρω επιστολij μας επι-

6ε6αιοί ότι η παλαιa μεταξv των αδελφών αγάπη είχεν επανέλθει. Ο

Σολωμός πάντοτε προσεπάθει να ευχαριστήση τους συγγενείς του. Με-, ' Μ ζ' ζ' λ λ' ' τα της κυριας αντ αρου συ υγου του περι α ητου μουσουργου, προ-

σπαθεί να εύρ11 χειρόκτια δια την Ελένην, σύζυγον του αδελφού του, και τας θυγατέρας. Η Ελένη ήτο της οικογενείας Αρ6ανιτάκη και

εγέννησε Μο κόρας την Αγγελικήν, ήτις απέ{}ανε και την απη{}ανά­

τισεν ο ποιητi]ς δια ολίγων στίθων και δι' επιστολών, τας οποίας κατω­τέρω ο ευμενi]ς αναγνώστης θα αναγνώσrι, και την Άνναν, ήτις εγέ­

νετο σύζυγος του Νικολάου Λούντζη πατρος του ζώντος κ. Δημητρίού,

όστις ευηρεστήθη να μας παραχωρήση τας επιστολάς, ας δημοσιεύο­

μεν. Ο Ρο6έρτος ήτο ετερομήτριος αδελφός του, λα6ι1>ν δια σύζυγον

την Στέλλαν Μακρή και ετέκνωσε πολλa παιδία, τα οποία απέθανον , 'ζ Μ , I , 'ζ Ν ~ 1~ καί μονον επε ησεν η πετινα, ητις εγενετο συ υγος του ικοwου

Κυ6ετού της όπο(ας οι απόγονοι ζώqιν.

Εκ της επιστολής ταύτης μανθάνομεν ποιοί ήσαν οι καλλίτεροι αmού φίλοι οίτινες έμειναν εις τον νουν του. Ο Ματεσάκης είναι ο

γνωστός Αντώνιος Μάτεσης ό συγγραφε1'>ς του Βασιλικου και άλλων

έργων.

Ο αναφερόμενος Παπ&.ς δεν ε(ναι άν{}ρωπος, σJ..λΟ. iργον , ως εις τας κατωτέρας επιστολaς δηλούται.

Η επομένη επιστολη &ν φέρει ημερομην(αν. ~ Αλλ' εκ της σφρα-

!57

ΑΠΑΝΤΑ Σ:ΟΛΩΜΟr

τις η ανάγκη να επιταχυνθ'ή η θεραπεία; Εγω δεν δλέπω ουδεμίαν ζη­μίαν με το να περιμένωμεν · και, αν τούτο συμ6t\, συ 3ά με ικανοποιή­σrις εις τρόπον, ώστε να μη έχω πολλfιν ζημίαν. Χαιρέτα τον Γαλοο­νην μας».

Ο αγαπητός σου

Δ.

Η επομένη επιστολη εταχυδρομ'ήθη τtΊ 10 Ιουλίου του 1838. «Είμαι ηναγκασμένος να σου γράψω. Θα ειπήτε εις τον άριστον

και. κατατρεγμtνον, ότι εγω ποτε δεν θά χάσω κατ' Ο'ίιδένα λόγον την

αγάπην την οποlαν αισθάνομαι προς αύτόν, και ας αφήστι τα πράγμα­τα να τρέξουν χωρlς νά ·άνησυχήσrι. · Εγω δεν σου λέγω τtποτε άλλο, παρά dτι ευρίσκομαι εις τάς χείρας και εις τήν φροντίδα του Κάνδυλα, τον οποίον μοu έστειλεν ο αγαθος θεό9.

Δ. Σ.

Η παρούσα επιστολη άνευ ημερομην(ας εστάλη ττι 20 Ιουλίου του 1888.

c Αγαπητs·Δημήτριε, Με μεγάλην χαρaν και συγκίνησιν εtδον την άφιξιν της επιστο­

λ'i]ς σου, αλλ' η ανάγνωσίς τής μ' ελύπησε. Τώρα απο εμl δεν μένει

άλλη συμ6ουλη παρά να σε παρακαλέάw και εξορκίσω να σκεφθι\ς σο-6αρ<Ι>ς επl του πράγματος. Πιθανον· νά εtσαι απατημένος εις dλα καθ'

6λα. Σκέψου άνευ πάθους και θα ιδί1ς. ΑΊJ..α θαυμάζω πως δέν 6λέ­πεις καθαριl το αίτιον διά το οποίον μερικοt σας κολακεύουν Ι Όλαι

αuταt α~ ταραχαt της διανοlας, η οποlα δεν δλέπει πέραν του κ~λοιt,

τον οποίον η ~δlα εχάραξε, σου αφαιρούν την αλη~ όψιν του πρά­

γματος. Ησύχασε, σου επαναλαμδάνw, κα' θα διακρlνnς τα πάντα. Δεν δύναμαι να εκτα{}ίό. Καλλίτερα προφορtκιί>ς. Εαν ζητi\ς .fην

γαλήνη" εκτος του εαυτού σου και του δικαίου, την ζητείς ματαίως.

Π ρέπει ημείς να την ζητήσωμεν τοιουτοτρόπως προτού μας καταλάδrι

το γήρας. Είμαι 6έ6αιος ότι ούτw {}ά εvρτις την ικανοποίησιν. Μου

φαίνεται ότι τας ραδιουργίας της πολιτικής δεν τας αντιλαμ6άνεσαί·

ακόμα περισσότερον υποχρεούσαι να σκεφθiις δια νά μη μετανοήστις 6ταν τό κακον θά ε(ναι αθεράπευτον».

Ο Δ. ΣΟΤ

158

ΜΕΛΕΤΗΜΑΊΆ

Εκ της σφραγιδος φαlνεται ότι η επομένη επιστολη εστάλη εις

Ζάκυνitον τη 5 8)6ρίου 1838.

«Α γαπητε Μίμη,

Είδον το γραψιμόν' σου μέ χαράν και συγκ(νησιν. · Από πολλού το επεθύμουν δl.ά να μάθω ότι δέν είσαι έντελώς δυσαρεστημένος. Γράψε μου με την ησυχίαν σου, αλλa και γρήγορα, έστω δοο γραμμάς. ΑUτο

θα μου δώσn την παρηγορlαν. Εις το ζήτημα του Κοκκ(νη κάμε όπως καλλίτερα νομίζεις, δια να του είσαι ωφέλιμος. ΑuτΟς μου έγραψεν. · Ενόμιζα Οτι ήθελε πολλάς θυσίας και δεν σου άΠήντησα. Μου ήλθεν η επιστολή του εις στιγμήν, καθ' ην είχον κατά νουν νά φVγω απο

εδώ: Γιατί αδελφέ μου, με 'ν.ιόσανε 1 ότι δεν εtμαι ικανος να αρνη3ώ'

με πειnμένουν εις τον δρόμον και με γδύνουν. Εις την εξοχήν όπου συ­χνά καταφεVγω, είναι πενία, που εμπνέει τρόμον. Επl τέλους παρετή­

ρησα ότι, όταν έχω την δύναμιν να είπω όχι αισθάνομαι χειρότερα απο την ημέί,>αν, κατά την οποlαν δlδω ό,τι δέν lπρεπε. Αλλ' εις όποιαν

χώραν υπάγω θα είμαι ο ίδιος. Εξ άλλου τα γενικΟ. έξοδα μένουν ως

εtναι, και με τον καιρον ελαττώνονται. Τοιουτοτρόπως θα έχω με­γαλητέραν ευκολlαν να ησυχάσω την καρδίαν μου, πολ\ι πολ\ι συγκινη­

μένην μετa την άρνησιν, τόσον που να μου αφαιρέσn την ειρήνην και

την ησυχίαν, πολ\ι αναγκαίας διά την μελέτην, μοναδικον αγαθόν, το

οποίον η Θεία Πρόνοια ευηρεστήθη να μου αφίσu.

Επιθυμώ να μάθω τάχιστα αν ακόμη είσαι εναντίος να δώσt~ς την κόρήν στην ξενητειά. Ο :υιός του κόμητος θεοτόκη, έγγονος του 6αρώνου, ε(ναι απΟ τους πρώτοvς κυρίονς της χώρας ταύτης' εtναι νέος,

όχι άσχημος και με καλiιν καρδιάν. Έκαμα την πρώτην απόπειραν καί

όταν εLναι εις ασφαλή λιμένα, θα έλ3J1ς νά τελειώσtJ».

Ο Δ. ΣΟΤ

'Απαντες οι σύγχρονοι ~ι ηγούνται τάς ελεημοσύνας και την αγά­

πην του ποιητού προς τον πάσχοντα πλησίον. Ήτο αδύνατον νά αρνη­

θή την συνδρομήν του εις οιονδήποτε. 'Ε /!. ' Ζ ' θ ' δ 'Α.. ' ' νας σεuαστος ακυν ιος ιατρος μας ιηγηvι 1 , οτι ευρισκομε-

νος εις Κέρκυραν ως φοιτητής, είδεν ημέραν τινα τον ποιητfιν ακο­

λουθούμενον απο επαίτας. Επειδiι δεν είχε χρήματα να τους ελεήση, επήγεν εις ·τινσ. αρτοπώλην και τον διέταξε να δώσu εις αυτούς όσον

1. Αιιτα.ι α.ι λέξειι; ε(να.ι ελλ'rjνtχιi γρα.μμένα.ι α.πό τον ΠOt'rjtijν.

159

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΑΩΜΟr

ψωμί ήθελον και να στείλη έπειτα τον λογαριασμον εις την οικίαν του. Τους πρόσφυγας Ι ταλοvς αδρώς ε6οήθει. Το αυτο κρυφa έκαμνε ν εις τας πτωχaς οικογενείας τας μη δυναμένας νά θυροδέρνουν. Ημέ­

ραν . τινα ήκουσεν ότι επρόκειτο να. γίνη έξωσις μιας πτωχής οικογε­νείας με έξη παιδιa και με dρρωστον τον πατέρα. Αμέσως επροσκά­

λεσε τον νοικοκύιιην του σπιτιού. Επλήρωσε τά χρεωστούμενα και επρο­

πλήρωσε διά dλ'Μ>ν νέρν χρόνον. Όταν επιlγεν η μητέρα κλαίουσα να

τον εύχαρισηΊσrι. εfπε εις αυτήν: Δεν ξέρω τι μου λές.

Καί η επομένη άνευ ημερομηνίας, εταχυδρομήθη ηι 5 Φε6ρουα­

ρίου του 1839. «Καλώς να έλθης εις τας αγκάλας μου, έστω κα~ με τον τρόπον,

κατa τον οποίον θέλεις. Δεν εσκέφθην, αλλ«Χ 6λέπω ότι θα μ' ε~δοποlει

t} ειλικρίνεια με ανωφελή ενόχλησιν αμφοτέρων. Δεν θα εύρης πλέον

τt}ν φιλάv&ρωπον καί την αρίστην Κατσαtτη. Ειπε του κυρίου μας Γαήτα, αν θ' αργήσn ό υιός του να έλθη,

ας eιύρ:η τρόπον να λάβω το ταχύτερον μερικa διδλία, τά οποία από πολλού. καιροι\ έλα6εν ο Αντώνιος δια με dπο το Π αρ{σι. Ερώτησε επίσης τον νέον Κάνδυλαν αν έχη τ(ποτε δια. με».

Ο Δ. ΣΟ"ί'

Άνευ ημερομηνίας· η σφραγίς φέρει τήν 21 Ιουνίου του 1839.

« Αγαπητε Μίμη, Αυτο είναι πολύ. Ένα καλόν, ότι ε(ναι μεγάλα τα παραδείγματα,

τά οπο{α δίδω' αλλ&. πρέπει να μάθω αν είναι καλά. Καθετί ολίγον,

ωφελεί. Δύο γραμμαί μ' αρκούν. Είσαι ευχαριστημένος; Σου αφίνουν

την ευτυχlαν σου; Απο τας ολίγας γραμμάς σου, μου φαίνεται ναι.

Μόλις φθάσουν τά 6ι6λία εις τον Γαήταν, στείλε μου τα με το

ίδιον δέμα και σύστησέ τα με .το aτμόπλοιον. Ερεύνησε πώς, αφού εστά­

λησαν απο την Γαλλίαν τόσον καιρον τώρα, ακόμη δεν έφθασαν. Αυτος έμεινε τόσον καιρον εις ~ην Ιταλίαν!

Γράψε μου περί τούτου και αγάπα τον Δ. ΣΟΤ»

160

«Κέρκ.νρα, 15 Δεκ.εμ6ρtσυ Ε.Ν. 1839 Α γαπητε Δημήτριε,

Ίδο\ι είμαι καλλίτερα απΟ τά κατάγματα της κ.λει.ΟΟς και απΟ τοος μώλωπας της ·κεφαλής κ.αί. του σώματος και απΟ κάθε κ.ακ.Ον -dλος, το οποίον υπέστην .αντι του. φοβερού και αιφνιδίοu θανάτου.

Έλα6α την επιστολήν σου. Αλλ' · ο άφοσιωμένος μας, πρός τον όποlον ε&tον ό,τι μου γe&.φεις περt των π{?αγμ&.των, τα οποtα τον έγ~­ψες, δεν ειξεύρει τίποτε. Αυtος δεν ε'λαδεν ονδεμlαν επιστολήν σου. Όθεν σκέ·ψου να μου γράΨnς δια ησνχ(αν του. Στεtk μον τα χειρό­κτια των κοριτσιι:όν. Οι φCλοι μας είναι περισσότερον φlλοι από πρώτα,

όθεν έσο εύθυμος καί. γέλαι,

Ο αδελφός σου Δ.

Η σφeαγtς του ταχυδρομε(ου φέρει την ημερομηνlαν 21 Νοεμ­

f>ρίου του 1840. «Ιlραγματικώς εδώ διεδόθη οτι εις την Ζάκυν&ν αι καταστρο­

φαt υπηρξαν πολtι μεγ&.λαι' αλλ' εγ(:) εχάρην μόλις έμαθον 6n οι πόδες των αγαnητ<Qν μου τας πατούν.

Χαιρέτα μου την οικογένειαν όλην, τόν Γαλ6άνην και τον Λούv­

τζην. Δύνασαι να μου γράΨnς μίαν απλήν επιστολήν, είς την οποίαν να

μου σημειώG'ης το πλεονάζον, το οπο(ον η κυ6έρνησις εδαπάνησεν εω · τώeα δια τα τελωνεία' το πλεονάζον το οποών θά δαπανήσu, πως δεν ε(ναι ικανα τα παρόντα έξοδα ώς και τα παρελθόντα· πως θα αναγκα­

σθ{ι εντος ολίγου να δαπανήστι αρκ.ετον ποσον δια δίκας κτλ. Όλα

α.υτ(ι Μναται να τα οικονομήσu λαδούσα τα έγγραφά μου αντl. μιας μετεtίας δόσεως χρηματικής· λα6ούσα όλην εκείνην την έκτασιν γης με τό περιεχόμενον, επι της οπο(ας θα οίκοδομήστι τα δικαστήρια η ό,τι

άλλο τu αναγκαίοι. Η σiιγμη αύτη, αληθιJς δεν είναι κατάλληλος, και προς τούτο έπρεπε να αποταθώ εις πρόσω~ έχοντα πολλ1)ν δραστηριό­τητα, αλλα και πολλας ανάγκ.ας. θα ενεργήσω εγώ. Π ρόκ.ειτα~ περl του

συμφέροντός των. Αν δεν τό κατορθώσω, θα μου υποδείξnς τον τρό­

πον, τον οποίον πρέπει νά. μεταχειρισθώ, Οπως εγώ, 'χωρtς ' νά. σε εκθέ­σω, δυνηθω νά. λάδω έκ,είνα τα χρήματα τά. οπο·lα η κυβέρνησις θα

έδιδεν είς τον Μακρήν. 'Αλλa σιωπή».

Ο Δ. ΣΟΤ

161

-: >:: j;'Ο:~'.Σbλωμ.Q§•.<tο'3έκιitiliρ-6;ωu~ν'ιο;tι γράφει εις την επιστολην ταύ­

tΙ)''· · Επι τοϊι χρέους ε'λα6εν άΠο τον Μακρην :tήv'dvβΦεeομ&νηv', έκτα­qιν~-.,· ή'tι.g_; παρεiώρ:ήθη:;ιιεις ;.:την; · _Κn6'έρ;vησ'.ι-ν:vμe ' m'):V;,1:fποχ-ρi(δσιν ·fVά τοu

δ:ίδn ;: εΠtτωρ:ισμένοvi}χρό:vον J θ;tη{Jίωg.;.Jiάλληρα .! 2:;0QP ;::\i ;;··,.Χ /~Π . .tι·;-ω..•:,~:;.!

·Η κατασχροψη.,.:i)η~·(u~οlι,t~·ο .• ποιήτ·ηι;,':άναφέ:ρει; :εi:ς τηνσaQχήν ,·της επιστολ1Jις ε,(να~ η~.τσίιφ:εισμ()\ίι του ' ιΆ.yίουι .Δ:ουκά.\,~ ;·:·' ;:'; .γ, :ι : τ

~.._ '~\·~-~ ~.;-ισ:τ ~:~f{)Jt,.._;· υ τ

:.:{:') !Ι"~',.,\Ο'.; ... "!,:ι;~~-:~1- .. ,.,x:.::J .iJ-ιi~H.i ' .. "'i·Ί

. ~ ί \' +

. ::::,: ~~~ -·· :: :ι~: ό'!\.t() -~-;(;r:r) .'fti(.j~,-~i~,Ό:.:.~~~ .:~η: ,~_(i;,J? ::.· ΩΗ ~iC~\;·.;:.:· J(: ·;;~<O.t.H~ i'..X ·.,·:ι1~· ,(Ι~τ~_.;,

Δια τάς δύΟ εΠομένας ' επιστολάς πρέπεJ:";yp. . Π~,o1~-~W_~y 1.,,ρμy~~' γραι.ι._!fιlς, i&~~,.:Yq μ~θn ο ευμενΎ]ς ημών αναγνώστης ότi πρόκειται περι , .•. , ; "' ~·. .,.J .) '-+' '·-· ___. .... , \ ••

τοu θανa1Όύ της ανεψιάς του ποιητού Αγ.γελικής. Η πολύτιμος αύτη κόρη ητο εκ φύσεως προικισμένη μέ γενναία αισθήματα, με καρδίαν

~ΕΥι*ληνr ε Q,:?J%m9~< :rηχ , !~~1mτζεν,, ,η ,j λ~)i~~yη ,~ι ;~~f~,~~λι~~ την ηyάπα, διότι πaντοτε ' σι<όπηλή 'πάρετήρέι ·· κα'ι' εσκέπτεψ,! 1" Ω.,ς: , ο }1.-Jψ

Y~WPimς;,~ί~~r ~?J;. ~~.i.ι~~ιφ>,λ~?Ξ ~~.:-·iΡ~Έ~~Υ·~?υι;. ,~,8,3~~e' \ ,}Q, 'ι~9f~υ1jryl εΠέ­~Υ!tt~( V,<J ~δη,,'Q _,-?ψc.QtJ ,_-~;\'?) .-,δm/!υζyyoν_7 :rqν. ?!~~;ηψ :~ .~~o~η\1~ ,- ~,-,.:'f~ft~ στος μας είναι η αΠάVτησίς τον αδελψοv .~3Ή~-,~,ιf~\}όι~Υ;tt;ιν. ;Ρ~{~~~α~~~

. λΟ. f • ' I ... . : '

ε.~,ι;, τας ~!.στ,ιι._ ς , 'W;ιι~χ.~μ,εΥ , ~.π , q.ψ~Υ·.,, ., ,,, ._ .,, .. ,·. . .. ., .. , .,..,_ .. ,,. / ... .. ~_,;!.,. '"·"' · ···--· - ~•-! .•. ~----", .. "· .. ~,. ,.,_~ .. _, . ·,· ... •"· , , .... .-. ι ; .~_~.., ..• •. : ι._ ..

j'' .::~ιgψ~η ρμw_ς1:;ςQυ, ,q~~λ!Jιο.v,~Jο~_, τη~οι:~i6,_;.γ~πρ,ι.~ίρ~ ι.~7.,:3 γ,ρ,4~~~ ' ' ' ' ' Σ ' ' Μ 'λά οιι ; επy~Η:;ςο,.;v,ά Ύ.\Χtι ~σ·.:'ϊΥ,α.μ?ς !!-Ft.~ τσ,υ . , ;t~9"!Xr:V~ )tQμψ,ιις_\J. _ -~σ,σα ... ~: : Ι::ι-3~~7,, τ9ν,. 1Υ~.Μ~\tι"1 n'Q,~}ΑrΜξσ,σά~1·..,~~ι. α~τός, , ρ :·Ρ~ελφq?1 ~.?:V• :ι;ι:ι,ηη-

·~ .. , . · ' · · Αλ ' ' .. · ' · Δ Σ λω ' .. , το.~ •. , •,ι:t,ι> §Ί:tΧ<:!QΨ't'ΙJΗΕ,~~9~ ν ._ , λp., Q~ ::-η, ~μη,σσμ . .. Όιbοr 9 , . !λΡΥι qy,τ:ε \1,:~9ρη , ~)~ε~y,. : Δ,ι~.:~Ούf8,;J,R σwο~κfeιο~\~:γαy_~γψι~ 'π.ρ9S ,μεγίρτην ,λ~ jtη~: τ~ψ'"~q:ι;_(>,9ς;,της ,.κόρης, ~~~~Ο;Jα; QV~9.S.: έ;γρ_αφε , προς μ>ν, ., α,δε~φόy ~9.υ -~~ψΨ:6Υ~τ,ο;rι .. ςJ9ό.οv:~~ή~η,j W.στ,~.[q~ιΎο.y,c~~~ι:ΙJΙε ;rα,.,χ~σn, ~~~ -;;~η~ ~~ν ~- ~:tqγΛ1 ;·;l,l.c ;!λ-ή-cl1~ . κ~~-.~ή,,.~qρη , iι-τ~~ τ~ . ,μ~:τ~νόηqαν,. 2· Α]#ι. ~ρ,~:U }~Ι?Υ4· 1ι ιiρy:ηιi,ιζ; ,Jφλiι,. ~.ιχε ., ~,1Jσαρsερ~ήσε.~ , την:. οι~ογέ-y~ιαν .. : !Μ.;εσ,q~λα. 7 Α-?<().1 ~~QΗβ,~λfχο;ν ·9.VΜ:ά~ει, Q,~ . yρyε ίς ~η~ ;:Φέιι~; ,νq .~ώ~ουν,, q~ζηγογ:: §~ς , :ι:ην. ~ιiήν,. ·φv,, .α~ελφον Ί·<?υ· ,Σ τ~φι;ίνου~ ~~!1q~~~ . η . J~ν: Διρyy~!<Ρν )~αρ_ei.,ρ, ΑΜ' ,.tμειyα.ν ,, αu:c!l απλι:ιι ιδξα:ι. }. Iy.J,ε,τ(l . -ι;ίvά .-κq.ιρον .. ,.φ,φipι.ι:Jαy), ·!Qν

, . . • . '· Ή ~ .. . . ·. . νή . λ ' . . Δ ' '1\,f λ' ... 'Η , γαμρ;ν 1~rις, , με .~9~\- ε'-!γ.ε ~αι, π ι>νσ,~ο,ν .. _.ημ.'9τ~ριογ~ ":~:'\'9lq ,~~ν •. :·. ,·~(),-:

ρη, ε.~Χ~~γ~ν ;~Q~ία~~ της ~οσμ~'Ψ111' ~~~ 4λ~"'' · JJρq,ς;ι·~~ ~!Χε:: σ.χηι.φτ~!!~~ την πεποCθησιν ότι τα αισθήματα , .~υΉ]ς., ~~έ_φερι:ι.ψ;.ιmb;: .·,τα )~α,~σβ~μc}f~ του μέλλοντος συζύγου της. Δέν έβλεπε ρόδινον τό 'fιέλλον της. Αλλά, , __ _..,, ", r

1. «Πσ.vσ.θ-Ιjvσ.ισ.•, τδμ. ΗΙ, σελ. 166.

1:62(

ως: ε'(ΙΠέiiΗ)ς . Οτηιάτηρ;· ώφει.λεr' ν.α . 'iJσφκούσyι: εις τον~ ι γονείς/Ό~ . ·ό'ποίοL το συνο~κέσιον ;tomo ενόμιζοv κατάλληλον, •κα,6~ όλα.~η.,· .···· _"' \ '',('.-

,. , . Α:υ~τyχΦς; έyφ, ή~~ν,.ιΜ.α έ19ψg.:. ~ια νq ;τ~qθiι :λl'" μ'Ιqτήρι.Q:ν του γ.4μοv,~ εδηλητηρ~~θη ;η .iόρη~~~ι:;~θι,ιvε).ττlJ 2ί .. ;AwQ~p;vόυ, ,;ιnι ,cJ,8Q~ • . :Q ιΑγ.γ,~"Ι:σs ~ ~ήζ9ς,., _ότ.~ · ·· ;~J!}; "τq:. ,τ€σσ~ρφχ~Ύ1~ή~QΟιVψtw~ε.ίτον,ργο.ν. εδημοg,(ξ"9ε -χ~χρ~λογ~ _: .:'Q}Ι;· .κό.ιτης, . .u~ι rc~· .~ι. , οκ~,<tημέQq.ς ;~~ολν

. υ#φερεν.η Q~ 'i σ:mι~·ρονρί. 'cτη~ . διη:y!Wνται 1 ο~ ι. : .άμα. ,έφερεν η. ~~tρια τ9 ' J vιιμφ~κ9ν. φό.ρ.~tψ,; (;t~ ~ εw,.Q_ρ~q~ 'I ~~ι ηθ,t~JΙοt:._; (Υ~ ;.μεί ΠΙ :.μβλ,cανrό :• έCQ,ζ ΡΗ>Υ ~ξ,&ψyχη9~·.;.:Ά~ι .:»έ. αmο_, ;r,ην -, εν:ι:q,φίαι:JαΥ . •... . ;,;) .,,· ,·_ ., ;;• .· ... • , ρ .~ο_λο)μος, ?tσ.!~~ τας 1Jμέρqςz~'liρ:U "&~!J,t;~ήματq&, •:ε(χ~·, )(αΚ~V ~ΠρQ~ . ·, θ · .. δ -·, . · 'Ε δ !11,__ · ' ' αψ . η~ην \ μ~ τ:nν~ α-yεψιc;ν ,τ~υ. , .. ~ρ~ψ~,. 1 , ~ :;τ<)n Υ}Ισκυχημα, .πQιrιμα,

-rου ~oίpy Q. ,Π ο~:ιι?-,άς • .'ά~~χώς, μό,νQ.:γ,_1 Q:tίχoy,c; :)rιδwή~- ν..~μ~vQ'rl • . , Ο, Δ,ημήtριοs )\f_ινΟ?τός. ' wι,ς,. ~-~ε6~(ωσεν.ι ; ,ρ~.~ ~ο -.~ιητηςι .. tP"t~_ι.λt;v .;ε~ ,z~: κ:υ,νθ_9Υ 9λόκληρον το .. ~ο(ημι;ι., ,pψ:ι9 ~δ~§~~εν, : ά~~.δ,&ν: το · ~ρ4tησ~ν. ~.~ς , )'ην. ~νήμην, .οu~ε. ~μiχ~ανJίγρ~φον •. , -~ο ; ;τ ) ,.,, ,, . , , · .. ': ,, ... , ·;'

· Ιδόυ αι δ~ο επιστολαt αϊ άφορώσαι τον θάνατον της ,_αν,εwφg ;τ~ν. ι 'ι ,~ >" ~-.-- . _::.'::_,-·:, -~~: ... ~ί '\ · .~ ;/;;'._• :;ι-<\,ι 1(~;;,;_ί{f~_::-;<f~~ · :. :1.;- :~ .. ,:;,

, , , . ~ , . .. .. .. , , . .' . , ~ξρ~υρα, 8,. ~EJ:tτ~Jf6ρ,ίQ.U , ~ •.. ,~ . . 1β5.() ,~.,;·.)Το :.dμε~gΡ,;.ζμ,~Ύι4:~~ν~ ! μέ,r~οp~οί91Ύ_;,n: ~Ρ~Η ~.?~3~άτJ)~~·;~Α~:· επι~ Υ~~ς ,~}"',4~;~~, ~~" )~~ 1όσ~ :t99Ιtείψν,}~Χ>mΥ; ,]1ίf8Y}ζQyyp.: ':!3· ~~~ι:1: 6~~'r'! , !1)ν , νπ~.ρ_ξί;v, ,τηs, ,έξήyε_~ρεΥ: ,,~Ύ~ός ιψγ τ,οχ)(~Ύ!1~ί:Εf:~ryθ~γι;ια~ σμόν. Χιλιάδες . χιλιάδων . άνδρ<Ι>ν θa ηδύναντο να· μ&-&ουν απο αυτην

Π<ϊ>ς, ινα ζήσοvν και πως ν' αποθάνοuν. Η τελευταία αυτής σκέψις, μα­

κρaν άΠο τούς θησαυρο\ις του πόνου, που έμελλον νά πέσουν έπt του φερέτρου της, εστράφη μόνον προς εκείνους, οι οποwι ενδομύχως τήν

ηγάπηόα:ν,, ·.και~·:ι~πεθύ,μησε j.νά μετ(ιια<:Jθiι · tι .α:yωνία<.rτ<.Qν.,;Είμαι. ε:yili ικα­νός. νά σ:υν.τρέcSω !.ε:ις την επιθvμ,(αν·-της, ... •έξυψσύμεν.οςψ:t· δύγομιν προς

αυτήν, . η .. οποία ; εις τijνΞπατρίδα ·του ι Αγαit.οu. · :όπου :·ιiεta Πόθου·· την έσυρεν . ο 't'ρόπος ; τη<;" ζω'ή;. καt ·. του :•θα-νάτου ·.της, θα μας. ψυλά~τη άΠΟ

τους τόσους μανιώδεις; που · .ει ναι γύρω μας. Ψοιου'ΥοτρόΠφς; το σyμ6aν

~?Vτο., τό;,οποίον με . την. σκ.ιάν., του-:-ήλθε .,κρ:ύφιο:ν ' κα~ i ισχvρόν, · ~ι τόσα ετη,· νq. .; μου ταρά.ξτιτόν _; νο:υν, μου ανο(γει, τώρα , πο.u ' σννέδή,_. πηγηv

γνό>σεως κα. ι • παρ·r}:'(.ορίας. · :Ζω --με τ1}ν Ό6ε6αιότητα >οτι ;:ο .~ός ' Qιi , χα~

ρ(σn τάχιστα το αυτο και είς τrιν ιδικήν σοv ψυχήν».

·' ·: ·'' . ~.,., . ,, .·: ., '•": '··~· · Ο, 4ΙQΝ~~~Ο~ .-ΣΟΤ '·. '~ '.. :"! ~; : :. . ι' . . ? :;--·τ:

Ράϊνερ:ι>. ~ .,

'1'63

ΑΙΙΑΝΤΑ :ΕΟΛWΙΟr

Τη 22 του ιδίου μηνος εταχυδρόμησεν ο ποιητi}ς τι)'' · εξής επι­στολΊ]ν συνεχϊςουσαν την προηγουμένην.

«Ε~ tη:ν επι.στολ;i)νt την οποίαν σο-υ έγραψα tην 8 Σεπτεμ6ρLον, την οποίαν ειξεύρω ότι έλα6ες, προσθέτω ότι, συλλογιζόμενος την ευ­

λογημένην κόι;mν καί την φύσιν της, είδα ότι. επειδη δεν ηδύνατο να διάγn τον 6ίον, τον όΠοίον ζω εγω κα~ ο οποίος ήτο ο μόνος aρμόζων δι'

αυτ'ί)ν, διότι την ημπόδιζαν το φύλον της και ό τόπος εις τον οποίον εζη εξ ανάγκης, θά ευρίσκετο εις περιστάσεις, αι οποία.ι θα διετάρατ­

τον την ψυχ1)ν της και ίσως v.αί τό πνε\ψα fl}ς. Εκτος τούτου, εγrο πιστεύω, ότι παν ό,τι συμ6αίνει εδώ κάτω, €ρχετάι πάντοτε εγκαίρως,

όπως και αν φαCνεται εί.ς ημάς, που ολίγον ζοvμεν καί. ολίγον 6λέ.-rtο­μεν. 'Εκαμα εγω μάλιστα και μακρaς συνομιλίας μαζί τt)ς, ως να ήτο

ζωνταν1). Και ακόμη, εσυζητήσαμεν περi του συμδάντος το οποίον, από πολλού περιεμένετο, Την ηρώτων επt πολλi}ν ώραν αν κάνn κρύον. Προνοητικώς μού απήντησε ναι, αν και έκανε πολλi}ν ζέστην. Εγω την επίστευσα.

«Εί.ς την επιοτροφήν σου δέν θά ε(μαι πλέον εδώ. Επt ολ(γους μήνας πρέπει να ε.ύρω τηv γαλήνην εις τας σπουδάς μου της οικίας

εις Νεάπολιν. Όθεν να διασ6ής να μου στείλnς διακόσια η τριακόσια τάλληρα. Μου αναγχαίουν δια το ταξείδι., δια έκτακτα έξοδα, τα οποία έκαμα καί διότι επέρασε μισος μήνας διά να μου στείλnς το μηνιαl.ον».

Δ. Σ.

Θα παρετήρησεν ο· αναγνώστης οτι ο ποιητής, ως πολλοt άλλοι. με­

γάλοι άνδρες έ6λεπεν οράματα. 'Επασχεν άπο -όπερδιέγερσιν του εγκε­

φάλου. ·ο αδελφός του εις τινά επιστολijν του 1853, γράφει ότι ο ποιητi}ς απο νεανικής ηλικίας ώραματίζετο και ένόμιζεν ότι συνδιελέ­

iετο μΕ προσφιλή πρόσωπα aποθαμένα η απόντα. Η μικρ{ι αύτη επιστολi} δεν φέρει καμίαν ημερομηνίαν αλλ' εκ της

ε,;τιγραφής αποδεικνύεται ότι ό αδελφός του τόtε ήτο ύψηλότατος, δηλα δη Πρόεδρος της Γερουσίας. 'Ώστε εδώ iχει την {}έσιν της. '

«Μέ μεγάλην χαρaν ανέγνωσα, αδελφέ μου ευλογημένε, τας λέ­

ξεις σου. Όσα περισσότερα δια λογαριασμόν μου δύνασαι να δώσης

εις τον ανεκτίμητον φίλον, τόσον θα μείνω περισσότερον ευχαριστη­

μένος. Ας καταδεχθή αύτος να τά δεχθ'ή.

\64

Η ο~χία <mου έμ.ενεν η μ.ητέeα μαs, αδ~ιανέμ.ητο; ε(ναι: ~ιατι &ν t'ήν δίδεις;

Δ.Σ.

Δεν φέQΕι η κατωτέρω ημερομηνία, ouδt εστάλη διά του ταχuδρο­

μείου, άλλ' εγράφη διαρκούντος τσυ πένθονς δια την ανεψLάν τον, ως αποδεικνύει τα fΨύρον δουλοκέρι' ώστε εδώ ε(ναι η σειρά της.

«Έχεις όλα τα δίκαια, αλλa κάμε, ό,τι σοο ζητώ. Μη αφαιρέοuς

την αγάπην σου απο τον Νικόλαον. Το παν τώρα, δι• αγάπην μου·

Επειτα itα εύρτις την παρηγορίαν μόνος σου. Δεν Μνασαι σν ποτέ νά λείΨnς από τα τέκνα της Ανέττας. Ό3εν, πρός χάριν αυτής της ι­δίας, η οποία τώρα μας προστατεύει, συγχώρεσε τον Ν ~κόλαwν. Ο κακόγνωμος ο κόσμος θα αναγνωρίστι και εις τούτο το μεγαλε{(W τw χαρακτήρος σου. Προσπάθησε να λησμονήστις τα πάντα καί .δείξε την μεγάλην ψυχήν, την οποίαν έχεις.

«θα σου γράψω εκτενέστερον, δι,9τι εντος ολίγου η παρούσα ανα­

χωρεί. ~ ΑπΟ πολλού δεν συνέ6η, ουδέ θα σνμ6iJ ίσως να κάμω lκταιιτα

έξοδα. Μόνον καμι« δεκαριa ημΕρας προ του Πάσχα νά λά6ω εκατόν

κολλονάτ<D . Ο ΔΙΟΝΤΣΙΟΣ ΣΟΤ

Ο αναφερόμενος Νικόλαος είναι ο Λούντζης.

ΣΠ. ΔΕ ΒΙΑΖΗΣ

165

'.."'U·J γΓn~J .~-.ιί.{;: '3-~υ~ f!'T σΊ··(rσJ· dj .. ~ ,_i:.Xf \j'i')

.J_jY~~ :,:.;{· :-ι,:.;, t!!.~:~ ::-:ι "":';f:Υι'ι. 1:r::· ?(1"<η-\·γ{'f1f·~. :ψ: ,t: .υ ο η ·::;'_-;·.;(γ·; .χ). Λ) η Χ . ..

,<~:-[t·χ·(ι/ :.ι{'Γ.Ι•Α.Υ{ :.;.;

:::~t.~~σ ~~':<:1~:·-g:'('f{; {Υ JO'(-~ . -~ιi.'• ~ {<t 1r~ ,;γij~;~ -:'.fΟ•}Ξ·:: ~-~?~~rj"~>~ ~ ιι:ο: }J .i·.~_-; '.'· ·_; ; ···η :nf}v.

,) 3~}:.-t:Ι}~

·.n-.W~)~·~~~ •.U.!-H!}( .(; t ;:, .ι ) {J} r1 ·(}iηιπ::- {ι~j ;.1δ·.:υ :fHJ-:~ ~Ί;tJ 1/ 3·:·~ t_;~,.\!~/.,;~ ·τt {/!~./ι.. :.i-'~

. -~~r:r·.:,.·,_~ {') f.t)i~lι.~ ~~" I.>.J?·~ .i,J.'I r ;··;η υ(~)': ::·,):} \j.~λη Γ ~-~ '{μι;..:~/~ .ό. Η~.:::'1.'~ Ι/i: ιcJ1:.

:·?.1fι9 -~tημ V"fΓJ' ·j'() r: '~(μ·1· t, ..

"., . ,ΔΠΟ: Ί;,QNJRl®NnΚAI:ζfA ΕΉ?ΙΥ':Α ~ΟΈ· .~(i}'i\!~Μ0'fτ>υ . . ~ I , ~ ·• · '· · ,~. , \ . ,?,1-11

~ιJ\{:rr .~" ·;;\ f;:H1 ΩΤ\:.{.i i.:ΛJ!JO X"J..J pΊ.f VJn jY:η)!9K; Xι!'-3

'~y~u.,·~ΉMQQt,ιrji\[(ας;ιt.~:tQ<χii.JδQμήQq ~ο'f.ιωg , ημ~ .:,Mn'e'irl't>u3 l8~1.1 J:\Ji1, ;;,υ,;) «Χ{1,~.~ρ,.'t~~.ιr τ~:Ρ31;(ψ~;~eρ,t .. ΓqQ~χμο.u c.είnεν~<ά:u:rο.ςπο 'ocUQ~ς ~~tάηζν ~'i)~J~}~~j' .;τ:ή~ ;'~ffi.'δ,ι4χtι~~·r~~,ρ~νιwj.,νι \:'κα~.rαπΟiy~ωμΌ~ν;>Ο\i" δtγ"; άJg~ν. λ,q~gτ.ό;νct·ι.μν,,,,~ουq~ s~}(%0 ;: Χ-ε·iλο_ς ·~οΗ φ.ρ«σetς ό:ιων;χ<ε-n'ι:.· ~q~ μρ~~:~·:;· .JX!I-1·3 ,. !1 ·~;{i) ?L~·ο9α;;:ςσ9JΊ: l}J\6 \~6?~ -!sοί σ~ #~α.Ψ:\%Ύ.~~ς.: }1(Ε{?1· r!~\1;® ι~f:!JΕtιiΝφε{\!Ι'!;ι :;τLς;θι(ίbο:εκitκόι;~:χδι&tt·· ~(~~Lo σ'Έ~ 'ΥJ.Ι;<,ι,ί~-~6'υ α§·(~~ (φiθη;fyερ?{Ο.~.ΥΓtμΈ 6λnv ιιtην, ;tVνι:iμ,;t'\iλtων. ηττ

«Το εννοαι άπο τα ολίγ~.) ,~~rμqτ:q;Ι:-iίχ3οποίq iείδα ~i) ήκο.vσα:~ι J;ο « Αλλa ιfχ~ ·9Υ ι ~ηy, ·.,:rισ'll~!i\V~) /J~:ιi~J διό~J.β(-σαι:;:.<fξ,ιQg) α'ύ'f!\ξ. tNtt> άΠΟ·

φ,~qίgf.!)με~.,}'l/~ .; !t'Q'Vσ χ~g~ν;:if~έήει:ι:,να ιέi(ν.αι .\J9 (Ιέύλογθ'V·~ J'OO' οΠbtον ν' αφοριl- κατ' ευθε(αν καί αποκλειστικό>ς,/ημ.ά\}J~ς ιί~ίο'\)g~r,,\.ι>:~ κ:χ (ζι''"~\

« 'Ελα6ον τα χρήματα καί τά σκαλτσούνια, αλλΟ. δέν ε(ναι ζεύγη

~ί?W,σι ,r~}~'·'~yα1υΝ α; λ~Ρβ>,ρ.f:Η~'\ τηντ μf,:V\'Ιλε~έρ'αv::< τά.)tύτη·ψτ μίαν 6aρέλα /l §ι ι ι ι ι , • Ι 'j\, ι;_ ' (' • '~ ~~~vψ,~γq~ιφ}'; 'i'J :r~g~gα~mv ;,ε:~~ ~.ψM.1'\'Jii ,o.~~.,., .. j ~ _: π'· ,J ::ι~r3 ι:;υc .1

, . : ;W:αγαπητόςποο'i!Ι' ' ,., .,:;{ ' >(' ) • .. , .ιr,τ,

;i;:τ :ι~) JJ~:tn::t ·;χ:λ . ./ιLλ rr ~-rοg 3.ι.~μο vxjn υοπ ~ J.. . ~ .. · • • cu llν<) >. ~.! ~-t--... •

,,, /.·:.~;, c:~)9~~·~,~:~~~:~: ~.:~~~ν:~ι: Ί.i):;~;;J·~;;(~~;~~~~~1 , .~::~·\ 3~; ;:::~ :;;; ·':~~ση Χ 1

'

Η : ~Qούσα επιστολη 'δεν ψέρει ;η~ομηνtα.ν .3καμ;lαν,η•.tγρ'άφη το 18~~,--. " ,,.,)~ .. /~ 1J f} J:o::.e (rx_nr:-;v 'i'ο·σΟτ 3:σ/i Ξ ;,l ·:)o β~4}-~)J-i~ ΙΙ "~:

~ ':.:;:ι:~~~i+§~'.;XJWT~ rΧ~ραN~nv, ~w ·E~yyελι.QJfw:t•dεvH~rQ'Φ.'11:ro :,f.J"'''δυ..; ~WΧ~~'- i Eλw~J ~q.~, σ~,(f'Ιt€L,'f:~') f1';r,~ \όλίγ,α~4Qας, ,.η!1ο,wη·~υξ. <tονι 5 !ιόόfίόν .« ~f).~~xrH~Mif ~α~ :ι1t~~f,ι1.;,• ~όνt~; ~~ότιι ::w(~,Ε!,~ι :έχω:,.':Πολλ.ην,ι;.j,{>~ltιr,ι .. ω:ΑΛΙλ~, ίqffi~ ~\m,~ ).~r~γ~;η; Υ,~' ~ρψ~t)§{#;ι,~~~ερ.~.')J~1,3yα;Όπεριπ~τiJg >Π\ιρίqdό'"' τ;ε,wν", ~,~~~ '-μ~!ιl.~~j~~.WΦ· :Μ:w~ λξγ,Ονν ιότι\3~λύ;,~χαίνει-g. ,Θd: ι 3fίω· ε~ς I!)V Υ:Υ~.Ιά~ψαy~? . v(!XΓJ Ι):ιιlυχη. !;(;~ {Jυω~Ί(~ι)η uJ;.\I J:·x_ . . . ;: .ι. ':

!{'": ~:1\f;ν .&Ύι~·:μμρ,:ημ.q~ • .!fΝ<:,ι !'ψ ~~~~ Ν.ΦJιμοuχJσ1ίε.ΙΙλΧΙι; ι~w ι6ψ.λι• της καλλιτέρας 6iρδι!.ας, της οποίας εlχοyψσ.\ιa~ν:.ηvJ:~ nv ''' νο (\"'"··i J· '' ['J' : :~.:- ·: (;"•('-ΩJ"'-)'{1γ ,fY;';-)3 tf'(;":;:fί :ί()I:. ιΗ}} ;{γ._~.)/\ .:: δΩ Ο. Ξ;';,(; σ :τ 6πΛ

.. 1Ό " Η λέ~ι~,' Ε"υ~γyελ:σμό,;_, μν~ι_ ΧΡ~.ι+μέν:rι _εf,.λ:ην~~ιrτf;φΓ-Ν'J' Λ'Ί'~';μ.;t'[ ι ·σc l,r

1-... -,, .. ·, ·:rr --, ._ ..• ,(~γ<~·J1"·~ :;: τ~τ _;.f.1-j , η,.tJJ-to0 .1l .~.!.υΛJ;3 ·'~':, il..!.L~- · -~ J "" λ "~ .~--~..__...._,; _ _;.,_ _.....

; Ι . ) <:;' l)~,_:ι,, <:' ,· ·'" ' .. ~·. ,,ι ,. ο>\• .,.: <.. _..__. ,. <... ''· . ~ i'; " ~ ' ,.:• !

1:67

.ΑΙΙΑΝΤΑ :ZOΛmt:Or

c:Χαιρέτα με την Ελένην, τα κορίτσια καί τον ΓαλΜ-Υηv:.. Ο Δ. ΣΟΤ

Εταχuδρομήθη τη 2 Φε6ρουαρlου 1842.

< 'Ελα6ον την πολυαγαπημένην επιστολήν σου την ιΜαν ημέραν, κατα την c>ποίαν εγύρισα απο την εξοχήν, όπου διέμεινα επι δεΚάΠέντε ημέρας. Με πολλήν εvχαρlστησιν -&ά ακούσω αΠQ σε, ό,τι σε αφορ~

διότι εγω δεν 6λέπω κανένα. Σε παρακαλώ 6σον δwασαι να μην εκ-&έ­σnς την υγείαν σου ουδέ να στενοχωρήσαι χάριν των _υποθέσεων, αλλα να κρατtις σταθερaν και ιδικήν σου την ενδόμυχον δύναμιν ανεξαρ­

τήτως απΟ αuτάς. Π ρο παντος τούτο εlναι τώρα άναγκαlον, όταν σχε­δbν · όλα προχωρούν ως παραμύθι. Η διαφθορα εtναι τόσον γενική και έχει τόσας 6αθείας ρίζας, ώστε μου προξενε( κατάπληξιν. Με τοwύ­

την σταθερότητα, νομίζω δυνατήν, μίαν ηθικήν αναγέννησιν, αρκε{ όμως, οι αίτιοι αuτής να tκλεlψοvν εντελώς.

cΔ.εν λέγω άλλο καί ε(μαι ο ιδικός σου άγαπητός~.

c:Τα εκατον τάλληρα ε'λαδον κατa τας αρχaς του μηνός: θα ήρ­χοντο καταλληλότερα προτήτεραι.

Ο ποιητής πολu ελυπείτο δια την διαφθορaν των ήμερών του.

Τφ ιδίφ έτει, ττι 25 Μαρτίου, έγραφε προς τον φlλον του Γεώργιον Τερτσέτην τα εξτjς:

cΕtνα χρόνια 21, πού σάν σήμερον η Ελλaς έσπασε τάς αλύσεις. :t Η ημέρα αύτη του Εοογγελισμού ε(ναι ημέρα χαράς και δακρύων.

:. Χαρa δια το μέλλον, Μκρυα δια την παρελitούσαν δουλείαν.

~ Τί νά είπω δια το παρόν; » Η διαφθορ(ι εlναι τόσον γενική καί έχει τόσας 6αθείας ρίζας,

» ώστε πeοξενεί κατάπληξιν. JΟ"ταν οι αίτιοι αυτής παταχθούν εντε­:. λώς εlναι δυνατi} μία ήθικη αναγέννησις. Τότε - τό μέλλον μας θα

:. ε(ναι μεγάλο, αν όλα στηριχθούν εις την ήθικήν, αν η δικαιοσύνη

) θριαμδεύση, αν τα γράμματα καλλιεργηθούν, οχι προς ματαlαν επί­

» δειξιν, αλλα προς ωφέλειαν του λαου, ο όΠοίος lχει ανάγκην από

» ανατροφήν και απο μόρφωσιν όχι σχολαστικήν. θα tχωμεν - η

> μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας- μlαν ηθικήν αναγέννησιν τόJε κqί

> to μέλλοy 1'hl είναι μεγάλο), !uro τούδε ο άδελφΟς του ποιητού εLvαι 'Τπαρχος με τον τίτλον

του PREST ANTISSIMO εκλαμπρότατος. Εις τάς επιστολιlς προς τόν

\ 68

αδελφόν του π&ντοτε έ3ετεν ο ποιηd)ς είς την διεύθννσιν τον αρμζόντπ τίτλον, δηλα δή, πρός τόν ευγενή· κόμητα. ".ΑπΟ τούδε γράφει προς τον

εκλαμπρότατον κόμητα. Καί όταν ο αδελφός του έπειτα ε'λα6ε το ύψι­στον της πολιτείας υπούργημα το του Προέδρου της Γερουσίας, του

Π ρίγκηπος με τον τίτλον του Τψηλοτάτου, τότε επέγραφε προς την

Αυτού Τψηλότητα. Ο ποιητljς σννείθιζεν ενώπιον τρίτου να αποδίδτι πάντοτε τον αρμόζοντα τίτλον iστω αν ήτο _αδελφός, συγγενi}ς η οικεtος·

διετήρει πολiι τους τύπους.

Εταχυδρομήθη τ1J 5 Δεκεμβρίου του 1842.

« Η καλοσύνη του Καντακίτη και ο τρόπος με τον οποίον μ' ωμί­λησε δια σε, με παρακινούν να αναλάδω . το μέρος, το οποίον αυτος ζ η­

τε ι απο σε. Συ θά το ιδήc; εις το Ί'πόμνημα, το οποίον εσωκ,λείω προς

χρήσιν σοu -καί θά τό καύσης αμ.έσως. Η ωτό.ντησ(ς σοu νά ε(να\ το\α{•­

τη, ώστε νά δυνηθώ να την δια6άσω εις τόν Κοντακίτην.

«Είμαι υπερ6ολικa aνήσυχος, διότι παρήλθον τρία ταχυδρομεία αφ' ότου σου έστειλα μίαν επιστολήν, όπου σου έγραφα περl ανθρώπων

καί πραγμάτων και δεν ήθελα νά χαθή. Απάντησιν δεν έλαβα.

« Έχεις εις την οικίαν σου πρόσωπον προς το οποίον θα δυνηθiι ο Κάνδυλας ν' αποταθή δια τιvα μικρa πράγματα, τά οποία άΠο εκε{ μου χρειάζονται; Εις την περίστασιν ταύτην το πρόσωπον αυτ9 θα έδι­

δε διαταγάς σου εις τον Κάνδυλαν δια πράγματα; τα οποία δύνανται να χρησιμεύονν δια σε κάι ούτω θα έχωμεν ισορροπίαν εξόδων.

d'ράψε με περοl τούτου και περt •ων επιστολών. Δ.Σ.

Εστάλη τη 25 Δεκεμβρίου του 1842.

<Σκέπτομαι 6τι η σιωπή μου itά σου εCναι ευαρ.εστοτέρα απο την κε­

νην φλυαρίαν των άλλων. Αυταl αι ολίγαι γραμμαL έχονν σκοπον να σε

πείσουν και να σε 6ε6αιώσουν δι' ό,τι σου έγραψα εις την επιστολήν, η · οποία κατεστράφη. Εις όλα και καθ' όλα. Ημείς προχωροuμεν εις σο-

6αρaς ημέρας, αι οπο(αι επιταχwθησαν απΟ τους κακολόγους. ΣΟύ συ­

σταίνω την σννήθη καί εντελώς ώριμον · σwεσιν>. Μένω ο αγαπητός σου αδελφος

Δ.

169

.ι ψ i.; «:Θ φέ<6λ.έ1ς χχ:ωρ l-ς !εο:ttφ'ύ~ξι\ί; rνa• .με ι iδια.τaσσηςςr ;~σάκtζ'ι λ ο 1tρ:όκεtτb.ι:

διοο σ~!_; .αλλ;(χ.Ι:δΙ' ~λλουg);ε~ίν.c:χ;ι fορ&θν- ν.σ:- μη~r'ε1!Ιεμ:6ω. ;'· Βκεί~(}t' Q\i, >κύeιoL πραγμαJικώg:,;iιχQiι:ν. ';δ(κάιον, ntαb<t~: rιηιΨερουσ(αϋΗναι -mκώς δtα:tteiι~l -γrfijiiλεuθέρως:;• :;·Θ.ςτ προστ.ρέξουν;;'εtg :.το~.Λο.Υδ~νο:ν ; μS συντόtlό'Ο"ζ• 'Κ'αι;~; ωτολ

~ ~ ' , ~- 'ξ 'Ρ~ • '>'! . ' ' ( . f!. ' '/l._ .,., ' ' , ' τ?n.ι:;σμαιτ~κqι;''··~Ι) εις. ,:? .ιiiι./i1(tr.f)ΎO~ς .tνά''JΕ μ'αt ι.eεοοιος·ο.:tυ.: ,:μσ-cιy.μΊfιειναr:

κατάλληλος. Εκτος τούτου, είναι καιρος νά πq.ύσοuν ~οι~j dvθ~ωπσ.ι{;τήξ

χώρας αυτής να μάχωνται με την σκιάν των. Εδώ οι επαρχιακοl σύμ­

δουλοι είναι παραπολu φ~~~ύθεροι ,κqί δέν .επ_ιτρέποvχ να ~οδο~ι;ιτούν­ται τα δικαιώματά τω"V'! 1n·ρdχ:eΈς:cε8M5ici:t., \ιέdν ''δεlfWli~i"\0 ' t~'tιiμπρό­τι;χτος ,επροσπάθησε να μέ πλησιάσ-η. Αψ έχου.γ μεγάλο άδ~κον .;ν.,α υπο­χ t>'~&σ.ό\J~'-<i~~·ρωiτόυξ ; 1η6~μό\!' χαg~~τη~bς"\ι1i~:-'λη'όι~ό~η·&b'if{ί'-<t'ό/ 'ε.~υτόν_ τ(fτJς?' Ά~Ν:.οt"·ψ&~ρ'ίζο-ιλi" (δtt fΥς ·~ ~l{:~~τη;;aξr των:~Hλ!J..ill~":_υ'J\:~ίf[ε ι' ?thtι{il;" τi5' 'btco1{(i~Λt;:{J.J/.6λιΔξ' 11ti~έ ί~&ι · ;ti:K '~& '"tj1θε~dv ~& =;ttit-ξό!Jν ~~ό~{όtβ~?ιόξtφ~:~ riJρ- J6!o{{\\~' iμ'"Πi:<ffεύθ(D! 'Πξ i8 ~hρ'ii?Κcti::i? i8':6ib(o\i σiλιΔ'.:vα '&oυ''f(jflj;\

, ·ι λ '' ' .• '· .· .

ερωτώ, .. είναι 6'έ?acoν'''fftί' dί0'im8Ί:d8dt-'1iiiH ~έ\1' &Yo(y&v%'{' ε'ις t~}taχu:-δ-- ~ ι :-, t Ί{1t~Η"'···; 'iι'!:.:π· ·~ .:- ·: -ilf\ T , .._~·i:}ι .. ι'ft'-1 ..-\'iϊ λλ· ·r· ··λ· ~,-\ ""ΙΙ ·.('! t 'ΓιΓ·~-~.s"" !'i !(Jf(; j i){~ \j- .Tι: U ;ρ i~~,· ~::;. ρ<ψ~ί~γ~t·: οωι-· ειναι :_ όl 'UΠ:ct η οι . τ:οv> ταχύορ,c:Ιμέ"ιQύ, . · · · -. ,.

··)i!t(i)'.' '7_,~;).(~:(:~:·, :;~ ':·::·j;,·~,::· .,:;,). ~·ro.-'": ;·; ~':-~.:~;., 1~::~· ,, .;~~:e;:~J,:·~,;);Ό::ζ ~:.,, ~;gj~j;~~ qx; ;..~3 rt'c~~ ... ( ::.~/~ \~!)\~}Ίt{:· (.~ τ :-:- c·~~::: "{:;~.r~,ι.~_~ηλ~:!·!~ ·.H}f.t ·:z~_;)x:;·o; '~"fι.1 ;;.~--~ -;;- ):iχΞι .'r

--~:?.Χ3 (})":,.::.; -ο}ι·; ·{cΟ .ι. :ι:.π· ,:Χ.'"~J:μ·.~γ~~9!t. .{Η;; .χ.;;~ ~);_,· .,-;· λιΚ) r){~ ~·\-r·(-;:r•: .:σ ,~ν· ~ :::ι.λ:~_."f; .,~:l~.fi n

:!'ro ,~~)1~~9Ήσc~Υι ~~4~:1~1~Χ'+§ι~,8!f,~@π:rηγ,}~~~r~~11Υ\Ι'γ]lυ~ηy- ~κ λ! 2 Σ.!'.\'\!',\~\·~:;{} 1.1~1υ/~σ J}.:f ._n'!· ro.i.~ ·~ .. J:.~ ,:~·~r.. ,1.1J(~ ~r .o;:; ~~.,,-(}~.- jJ)! "V·fn· ;:.t .:. , υ·σ-;..ι ~:; !.Y'{f··::·:r.:.J•~· ~:r.f:{

« JΊ,,~υff.~gα.sr:~t;~,~f.ΠMV.P~JHΔς.:: :-P zwρ{\?,ς;,$~~σ J:L0f.·, ιι~ΉΥ;yfι,~~φ~, f~~~,~ ωραίαν εμπιό-τευτι~m,-:,~~Ηtp~ήχ; g~\1-J; . ~,?,υ ~)!(ΥJ~λογ{J[ιf!- 3~τιa,j"FHf:Pf.f. δέν ~~Δέγραψα απο εκείνο, το όποίον 'προ δέκα ημεριόν μου ειπε να σοίι γράψω. Και αι λέξεις του ήσαν αύταί :

«Ειπέτε εις τόν αδελφόν. Sσctςt 6:τ-ο• έχ-ιiσ,ε."ν.! i'9'ιi· μεγqJ;ο~ • (ρίλο'\ϊ, αλλ' » ότι του μένει ένας άλλος>>. Μόλις f. ίδα ότι έννοσVσε τόν έυατόν του,

τaυ ;ψ:τή~τησ:α~ ~:r«'Δίδφσπuσre:ιν : .'ε ~φιa ύπ'Dν:οu9vΙ·:αυ.~ε'[ή >Μγσ,ν,:;.κα~.-{}fi.' απο­» vψ~γω/ν~ ιrο:ουτ ιy..ριl.ψ.ωψωg:ι:ΙΧρα~τ\ή'θiι».ί Αυ11οζ Elίtt~~χ θψ:πολvt,m-J~ίπε :' >?: :~Ιlισ::uέ; 3 πqτf. :;; Rϊε:Φi] c.; εfιδήκε .ε;ι~; iif στάδι:ύνΙtΛ•ti: τσν :'αφίσειr&'' \fί!:itο » J<δι{Χ:rρέξ:rψ -:~ε:t:aξiι: ;iω~ HiλλCW, ''±Uα@ηJ!Ιίσύμέiνσςi.li'θ.ιη.ff.έ:ρtγ:εΥςχ με}yάλ'Ι'};ν »'J·αμη-ϊαν.~νJ·,«ίιυ:εμέ» ;?ΙJυ:!· C.nη 'f:':"J~;Γύ·:&χr...σ 'Jt.:'{ }η~'.QΥ..{. ι :: ~.· ~ r;·J":J.!).?..i.;{ϊ" ·;;/••).t')ff

.. «f}α γράψφ λεπτο'μέ1ρ&t:~ν,'6ο~Χ'Μ'ξ, ::~ιδπ~~ί.ν\Ζι: ff&.~~v\όX,τ(q ' ~ί:ι-:ί1 '-iμfl2 vii'' Ίi€ ('fov 1 Mερ9..Wt1)~~1'·rμ'αζ· ί({[J{f(bν δε άναχωρεί τό aτμόπλοιον το χάρα­γμαι\ Π ρέπει να γράψω κάτι δια συμδουλi]ν και δια επίπληξιν.

' :•< ""'' ' : ' ·: ••< -'· · -ι·«Κέρ;?tυρα: 2 ΔέΚiμ6·ρ'fον .Ε;Νι; , 1'832' J.'': -~ ~;γq,ιrητ,&;Δημ:iιtρι:β;χ.,ι: ;,-\ ~;:\_:, 0 ':":; J'"C : U j · .. 0.Αi"ρ (' , ~- ,: οΉ41'~< τα 1,(ί8}~~~λονιi~.(ι;yτης ·,:~Υ,')ψ.ήαεως, -&ιq_επeιiχ6.η-σqy ; jέ.ωςr::tψρα. Qλ(γfl, ·1Ψ..λJJOO; "εκτ9g- .-;r~ <~~.~ ·'fq io;ψ4J.i~α6~ ;WJ:9 1τqν.}'αλ6ά,y:rjν. ,,~Qθ~ν είμεθα ηναγ~αμέ,~ο.~ yι;ι,-. κΡ.~φμενr,'Κλήqε~ς.;2.ιθ!Χ , λά.6τι~ ';σηνά.λψyμαι· ~.ικα~·

ι λλο ' τ ' · · -· · 'ξ δ · ' 'δ n ι 1?;Ύ Κ?, ,,\, Xff.;t'<.qY;~.: φq~:: ~π.~;vg_αν,,fα _ε."'τψ~τα ,ε,_ ο ~ .. κ~ι,~9:, τφι;J~- ~'!α ε-

ν,ι;ι;~) μ:~ΧQΥ, ,ia Jt~κτt~μ. ; ~~p~: ,ρ\! ρ,~~~€σπ~S!Ις , ιt~'! ... ! ~(να~,.ρ ~τlf!q,.,Δόί~ϊ λ!1~ ' ·:ε~,: .. Μ,ι~ά~,δ?~~~~- Αι . ~έg,g.g._R_ε~ ~οκιμ,,g.q}LΚ1 , ο~:,:μή:~~~ · Η,~, δ~~.~,ι9~~' , ι),τ,ι. δ ' δ' ( ' 11 ' ' Έ' .,θ .. , .. δ' .. . f,ν,ι,m;~μ<f,~ ~~;..f. .~ft}; ~~~ι,1~,~~· · ; ιy,t,\,~ , μ~ .ι~ψ>Π9~ ·}:Υρ:~μ~~τ~Ύ·'Ι ιt . }ψ,~ Jffl~· λ~τlχ~~~ · και - ~~~~Ψ: τ~, ~lf~ψν ,~ε'?:ι~g~τεQρ.ν, .. ε}ΟΟW~QεJ,1 ~ιγ,~ι,-.fi;ν1t,~φ," ~<?.~ . ~-~,~ι~~~~~ , :~~lt~o?:'g , ~~: υ~Ρ,~ε~~ς;, ~~δ'~~ψ~ετ;~ ;RλJ?~ν~t~eι,~~~~~~ R.ο~ .;~'fι~ω~ τ~ 1 ~~~J't)~ f~~ε ~~ τι;ιν~ ~-,;~~~(?ψ . ,f-~ ~-~ν>, ,-9 .. Ί; ~'.Αρ~ιι:f. _ετ~ι, μ~χ,,~ ~\") "ψW/A:qYQ~ }· / (':f .-r :·-: ._ .. :··?/ 'J('c-; -; ... ί'<:,;c .: λ··' '.( (...; ' :::! ; •'μ_ ,,_,& .>.: .• 1·; r:·l.~_,: ; , ·-··_π ;. ' :

· ,,/. ,~'{ft8Υ~~9Ι;Ι<ffι,~ν :Ή~~zτι . (9Bl!fς,; iY(J. :•M0fPΉ;Y-<9\.W~~ τ σ,_~. Η~Ψl~Ρ-,~~,-τ μ~ ~~g~~ι;r.~~,~~~(i~ζογ~~ ~-~ . ~~ ν.~::ά~~~~ρ~~(δμ,εν ( t?Υ·, ;~α,λα,ι~r;: ~RΠll~Y;',;. ~γσί~Η~ αι οποίαι; επειδi] είναί' με' ευγενείς τρόπους, δεv είνάι δ~q?W,~~YnY,cg )~~~; νουν μεγάλα ι. . , ,., , , ,.

, , ":., ~~'), ;:_::·~ ;r.,. ·r .J.i".i'-ι \:~: ~ ~-;· ~! -·(,. -~:\:' .i t· ~ ~y 1

Ο λορδ ;('l~γγεντ ειναι έδω». . .. ·. -. "-• ,-,~;r, ,~;(;. •.•'.!;. i''··<· π 'JOT ι: , ,ι.ι ;;~: rc'ς .:'.'·! .'J " ό\iΎmiη~όζ '8(J~i 'aδελφος

~-~- .. ι, Δ.

:ι . :id~~Φ~μt~ό~} ΆοΊ~ηζ ~~idΨΙταλSξ πρόσφυξ, σ~άι+α ήτο κψ ποιη­τής. Τφ 1854 ήρχισε νά τυπώνυ εις την Bενεil<iV'ϊtiiζ"ftdίη'O:itξ ~όυ υπο το·Ψτί't~όΨSΆGΘ1Ο>!J!Η>Υ,ΕRSfi"6' j :.~π χ•/. :,•· ·:·: τ;1 τ\ ·, ·r :,,.Γ

_, , ~: ... \·: ~\' υ ;.;. ι;~ . ~Κέρκ~(>αι::29: : '> 1ο1.1λίό14833

;<"Ι.ι:,:->;«Αγ.WτητεΔημή;cριε)' •· ;_· '''!" ' '~ .'~,\ ••ιο· ':'! .) χ•.'; ,:>' -"' '' ~-ην.,άλλr]~ ίφο~v- δέv ::- σε- .έγ~αψα , :διότι :rο/ατμ'όπλοιοv•-' άνεχώρησε-v; dλ~ην. :.ώρ_αv . ~άΠο την, ωρ:ισμέ.vtιν: κ:άί:• εγQ), . -.ο ο~οίος ζω, εκτθ-ς >του·, κόσiιο-υ:;

1:71 :

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛωΙΟr

το έμαθα αργά. Είμαι καλιl και επιθυμώ να μάθώ το αύτο δια σας. Εις ένα δεματάκι σκεπασμέ:νον απο δύο μανδήλια της γυναικαδέλφης, πού

θα λ&6ΊJς απο τον ιππότην Βούλτσον, είναι ολίγη τσοκολ&τα διά την Ελένην, δίί>δεκα μανδήλια και δώδεκα ζευγάρια χερόκτια δια να τα μοιράσουν τα ανεψιδάκια. Εις πρώτην ευκαιρίαν θα τους στείλω παιχνί­

δια. Η Ελένη η οποία αγαπ~ την τσοκολάταν, νά με ειδοποιήσΊJ aμα

την τελειώσΊJ και παρακαλώ τούτο να γίνΊJ γλήγορα και tα παιδιa να

με διατάξουν ό,τι θέλουν με την ειλικρίνειαν εκείνην που αξίζω.

Εκείνος ό φιλος μου κ&.μνΗ υπερ6ολικσuς επαίνους εις όλον τον κόσμον, αλλιl, όταν με 6λέπει: «γλήγορα φεύγει, αιτλώνει . τα φτεριl και πετάει». θα σού φέρΊJ τΟύς χαιρετισμούς μου ο δόκτωρ Ζαμπέλιος· εCναι

νέ.ος πολtι μορφωμένο; Καί aριστος. Να του ε(σαι ευγενής.

Κράξε και εκείνον τον Ιωσηφ τον αμαξηλάτην και ρώτησέ τον η έκαμε δια την aμαξαν του Φωσκάρδη - Μίλησέ του κρυφa απο

όλους, εκτος της Ελένης, η οποία το ειξεύρει. - Την ε(δον, εlναι πρά­γμα το οποίον θα το έχουν τα παιδιa των παιδιών μας, Και, η πρώτη α­

γορa θα ήτο χίλια κολλονάτα: τώρα αν αυτός ο Ιωσήφ, με όλα τα σι­

δηρικιl κατώρθωνε να την πάρΊJ δια 150 {}α ήτο πολtι καλον ώτόκτημα. Ειπέ του να ενεργήσrι, και εν περιπτώσει ας πλησιάσn τα διακόσια η ας τού δώσΊJ τα διακόσια· αλλ' όχι περισσότερον· και την θέτεις εϊ.ς τό

κατώγιόν σου. Απάντησέ μου δια τούτο, δια τας ύποθέσεις σου καί δια

ται; ιδικά; μου. Μου έγραψεν ο δόκτωρ Σιγούρος καί φαίνεται πολ\J ευχαριστημένος.

Τγίαινε συ, η Ελένη και τα παιδιά.

Χαιρέτα με και φίλησε Fιt μέρους μου τον ευγενή aνθρωπο~.

Δ. Σ.

«Κέρκυρα 2 Σεπτεμ6ρίου 1833 Ε. Ε. « Αγαπητε Δημήτριε, \

Ειμαι πολ\ι ανήσυχο; δια τας ειδήσ\ις, αι οποίαι έφθασαν εδώ περl της σταφίδος· εδώ λέγεται ότι εχάθη το 'τρίτον. Γράψε μου εaν συ την διέσωσε;.

« Ο οικοδεσπότης μου μου λέγει ότι ο κύριος Κρόζορ, γενικος τα­

μίας, ίσως έλθη ως την Ζάκυνθον με τούτο το aτμόπλοιον. Ειναι φίλος μου κα; ο μόνος Άγγλος, μέ τον οποίον συνδέομαι. Είναι άν{}ρωπος

πολ\ι γραμματισμένος και με χαρακτήρα. Τα άλλα σου τα λέγω προφο-

172

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

ρικως. Δεν μO'IJ εlπεν ότι θα έλ~, άλλ' αν ε'λθτι πήγαινε να τον εύρτις

καί εί.Πέ του ότι γνωρίζεις την φιλίαν μας.

Ό,τι δύνασαι να κάμης εις αυτόν σκέψΟυ ότι 10 κάνεις εις εμt τον ίδιον. Π ιθανον νά μη δεχθΏ τCποτε, αλλα πρόσφερε τα πάντα καί. τ·ην

κατοικίαν· και αν δεχθή - μή το λάδης ως προό6ολi}ν Δημήτρη μου -όλα τά έξοδα θέλω aφεύκτως να ε(ναι εις 6άρος μου. Οδήγησέ τον εις

την εξοχήν, κάμε τέλος πάντων, ό,τι πρέπει διάνα μείντι ευχαριστημένος.

Η υπόθεσις των κουκλών δια τα κορίτσια, iλα6ε τας συνη{}ισμέ­νας περιπετείας" συ όμως ειπε εις αυτa ότι γλήγορα {}α τας λά6ουν.

Ειπε εις τόν Βούλτσον να ξαναστείλτι αύτο το μέτρον της κεφαλής

του Στεφάνου, διότι εχάθη. Περιμένω είδήσεις δια την άμαξαν. Τον Ιωσi}φ δεν εtδον πλέον· ήλθεν εις Ζάκυνθον;

Ευχαρίστησε την γυναικαδέλφην δια όλην εκείνην την αφθονίαν

των πραγμάτων, τά οποία μου έστειλεν η μαλλον ευχαρίστησέ την δια

τό πράγμα και επCπληξέ την δια την αφθονίαν. Χαιρέτα και τα κορίτσια

και τον ευγενή Κύριον προς τον οποίον itα γράψω καi μένω».

Ο αγαπητός σου

Δ. Σ .

Θα είδεν ο αναγνώστης ότι εις την επισιολi}ν 9 Δεκεμ6ρίου 1832 είναι ο ποιητi}ς ενθουσιασμένος με τον Λόλλην ιδίως διότι ·ήτο τίμιος

και εις την ανωτέρω δια τον Κρόζορ (ΚRAUSURD) διότι εtχε χα­

ρακτη(!α. Σημειωτέον ότι ο Σολωμος ήτο θιασιώτης με τους είλικρινείς,

έντιμους και έχοντας χαρακτήρα. Οvτοι ήσαν κύριοι της καρδίας του. · Ιδιαιτέρως απέφευγε τούς ιδιοτελείς καί διπροσώπους και φαύλους και

φ6ονερούς.

Η επομένη επιστολη εtναι &νευ ημερομηνίας, αλλ' εκ της σφρα:γί­

δος του ταχυδρομείου Κερκύρας μανθάνομεν ότι εταχυδρομήθη τη 29 Οκτωδρίου 1833. Η επιστολη αύτη είναι συνέχεια μιας προηγουμένης, ήτις η κάπου παρέπεσεν η κατεστράφη. Ιδοiι αύτή.

« Επιστολη δευτέρα. Διά6ασε πρώτα την άλλην. Ο Ιω&.ννης ειδοποιηθείς, φαίνεται, περl της θέσεως όπου περιπα­

τώ, ήλθε · να με εύρη · και με σδυσμένην φωνfιν μου είπε : καλη σπέρα. Εγ<b επροχώρησα κω αυτος έπειτα άΠο ολίγον εσκέφθη να γυρίση πίσω

καί. να περιπατll άπάνου και κάτου, όχι πλέον ταπεινα καί. χαμένος ω;

πρότερον, αλλα με αυθάδειαν. Τώρα αν εφΜσαμεν εις αύtο το σημείον

173

ΑΠΑΝτκ :~οΑΩΜΟr

με άν6ρωπον, Ο iόΠΟ(ο'ς έφaγεν έ:ιτι ~τόσοv χρόνον,· τό · ψωμ( · μου;· ο&εν :Qέλ.ω

να με(ντι ουδεμία υποχρέωσις. '.Οθεν 'στείλε ·αμέσφg •. κΜσίν :εις:αυτο~ς τους , Κυρ-ίούς "της οτκ1ας μόυ 'πλησίόν •:της · 6ρύ·qης διά· ν~ . τη~ αδει&σουν αμέσως~ διότ'ι:·την θέλαι δια rχι)ήσιν μου: · η.ρ&γμ:'ατι· ·θα ε'λθωλαιΠ-3-α κιt~

θήσω ·εκει. : ·Λ.V συ - έiτις .δυσκολ~ν φόρτωσε όλiχ ~ τά . 6άρη .εις .εμε και: ειπέtους ·οτισ\{έιςμάτην· έ{ρ'ερες·· αντιρρήσεις. ·ι ,ι 1/·.·,. ,· ·' ,

· · θά ·1ρ.Ο'ι:J ·. κακοφαvή · άν: α~· . ·δυσκολίαι · σου ; είναt άvυΠέρ6λητο~.· Εις την Περtστασιν ταϋτην αναyκάζομαι νii. σΟυ· αφαιρέσω το Πληρεξόύσιον, διόtι ο;τ~ ζητώ, θ'έλαι .ν/i· έι',<η 6έ6αίον 'ctποτέλεσμα. ' λπ&:Ιιτησέ-'μο'\.1 ·με : το ίδιΟν r aτμόπλοιον περt. :του αντικειμένου, τούτου• :και ' αν"· θέλ'[}ς ενέργησε

ιιι:ίέσωζ; ::Μη σό'υ ' Κακοφανή 'παρακαλώ Καt μη iκΜ6τις τουτο <Ο& στιγμι" αίον πειρασμό,•, διότι δεν ε ίναί} · Ενθιυμού - δ iii · ιδίαν μου χρήσίν~ άλλώς

τσ ; πρilηrμα . δίαιωνίζεται· καv ε.γω θέλω νά τελειώστι;τάχιστα· αύτiι 3) υπό­θεσις··tων εκατ(,ν "):αλλήι}ων,, τα οπο~α · αύτοl οίΚονομούν :καt · δεν πρέπει να iq ·οικονομήσουν &ιg 6άρ'Ος της :υπ:ομονήg μ'Ο.:υ' ' αν.· οχι cdλλο~ · \Χυτος είναι ό φαύλος; ~ τον οποlον. μdύ πiριέγραφεyΆ ο Γαλ6.άνης: · αυτος ·Ο οποί­ος είΧε: χάσ!'ι, με ένα σύντροφον, άγνωστον εις εμε ποσόν, και εκατηγο­

ρ-ή~ εις τον Γαλ6άνην ως κλέπτης των ενδυμάτων, τα οποία έλειπαν απο τον φίλον του καί τα οποία ευρέθησαν μέσα εις το κιβώτιον ποv το

ήνοιξαν δια . της 6ίας. Με τοιούτους άνθρώπους χρειό.ζοντα~ ματσουκιες :ιτόλλΕς · εις ·. το - κεφάλι, .άλλέως: ταπεινότατος : δούλος. · Αυτiιν την ._θέλησίν

μΌυ ' Έtπέ την εις :τον Γαλδαvην,• προς τον - ι>ποίον δέν έχω καιρΟν· να γράψφ και ciν : Μ>όη: εναντία.ν · συμ6ονλήν, . συμ6Όύλ~υσέ .τον καί συ .εκ μέρους μου ·να· ψ ή- δί~τι συμ6ουλας εις . δκείνον όστις δεν του . ζητεί. . Σκέ­ψου ότι καί- ή παραμιiρ(ι φειδώ, την όΠο(αν -3-α δείξτι κανεlς πρός αυτόν, θα τον κάμ,τι να περάσrι τα· όρια και . vά δώσrι περισσοτέραν τροψi)ν εις

την τρελλiιν ιδέαν τον». '" · . ; ~' . ' Δ. Σ.

- «r.Γ: : · ΜΎι · ~ι.<tfις εις τον.Ταλ6άνην ~ην ~ υπόθεσιν της κλοπής; διότι

πολiJ με εσύστησεν να μη το ειπώ». · ·· ·' · · ·

Αύτη εlναι η μόνη εκ των επιστολών, ας έχομεν υπ' Οψιν, εις την

οποίαν ο ποιητης εiναι · θυμωμένοi;1 αλλ' ο · θυμός του Περνούσε yρήγορα

καi.• εντος ··ολίγων λεπτών ήτο ήρεμος ως άγγελος~· Τήν φορaν · ταύτην φαίνετ~ι .τόσον θ-υμωμένος ο ποιητής μας, διότι . εμίσει φο6ερα· τούς αγνώμονί;Χ'ς( με τσi.ις ·οποίους αμέσως διέκοπτε··πάσαν σχέσιν.

- 1• .• '~) ~ c-' . , ~· '

τ:>Λ -~ ' " ·ι· . ,χ<ίι."' ·"i .::;, γ : :τ ~έρΚυρα -25 · ·lgνo~~()'\i·:~E/ -N:. :,t-835 ''v ,. ιΔ.ιά ! το;ι:ο~ομα. r:rόυ.τΘεού; ; ιεaν:-vσειευχαe ισ.τ1J κάι σε ' αι(ρελt\> >ν~( ε'λθ'ης ·εδψ,σ:αιφελε/ι -.?tαv . e;Uχαριστ~ί :και::; ~με·· ::yα .; σε ! ;lδω~ .:.ηαρθ ·λn.ίπ(ιν -α.μέσως

τ~το το aτμόπλοιον, άλλως θα περιμέντις πολλ4ςΊ -rιμέ•ρcigi': Ει~ιιrας '7 Ψε6ρουα~.ίου ~ θα ;ι.μξτά6ι)r.·ειςλ;Α-γκΦvα\r :\δια'c\ια ;_φέ~tτ J; tον :::σtράτηγον

W;QDJΓΘRD, ,q; 'οπ~ίοςέγε~νε Αό!?δο9J 1\{δγαc; ι··Αρμοστης, ~ροσω·ριvο}ζ·.

·'i{) ;;~όρδος .ανα~ω,ρεί ' εντος ε-ίκο:σιν, ; ημερrο~ :· καv · ·τ&>ρά ~Πηγαtνεν εϊ~ '(aς Νήσους με πολλijν συνοδείαν ανδρών και γυναικών-. -1\ι . κύρίαt "μάς ;θα

έχουν εργασίαν. Μέ τούτο τό ατμ.όπλοιον έρχετα~ν'Q.rΧ,,q~ρ:ε~ήqυ ~ :r-~~ Nή­

:fψ,~ς:: ~.!XLf.f:tVνoώ αν πρώτα πηγαίνη εις την Ζάκυνθον η Κεφαλληνίαν. ο ~ότης Πtτριτσόπουλος, οστις είναι της συνοδΕίας, μου εlπεν ότι θα σέ επισκεφθή' εγω δε του απήντησα ότι εσυ θα επήγg~'Ιι_ες,-:πρώτος,

~.~~!~. -;Pt,~- 1ε~Λ~,~~ι _ yις ·,fηy:_}(_~~yρp-::-ι::.:f?% ~9,~~ρ,~ ~Ιfέg~ς .:- , 1. \1 fPf:!Jε μου τά 1 OO);~?~R;.J4~-~, :liRVι- ι:ιΙΙν:ος.: ~ ;·,χ ~q~, R~~~9~-Y ΛΥc: pv,,q; ){~pς,., ~-~~.!Υ ψ, .YC1. πεισθriς ότι δεν είνα'ι πράγμα; δια το οποίον πρέπει να είμεθα πολv ευ-

χαριστημένο~. καί αν εχης άδικον να γελάς πάντοτε. Μου εlπαν ότι είσαι ~i5θύμος'- τ4ρ<ψ Κitι"1t{5b'σέltι.::.;rαχυς/)Εσυ παχύς; Μήπως είσαι παραγεμ.ι­,σμέΥ..Ο<;i ;" με φορ~ματα.;:• Αυτσ. θaι;-' τσι .. tδω\• έyrο~ <ο.4διος,·; :ΚΟ:ι ,;;-α.V.; δε~ . είναι χαt ,., ε.tσ.αι~' ~pα'{μα11ικώς :παi;:Uς, . χ-α:-tρlrμαι~ ~.θτι ~_επρ(iγμ:ατόποιήθη ; ά~τη · ;η ·ε.πtθυμ(α,;• σο:ίί ;:.: .ΕCθf ·- νci ηδυνάμη.v: • να , :τίαρ:ηγορηοω..- διh μ.ί'<t-V-'JέΠtθϋμίαv

.μοv; vδηλα: δη: ·.ι\ιg.: • γείνωπίσ~vός !) <,Οστμ>g~tδή:π;φ:τε : ιχν&ένα~.' · α'δέλΦος. · Ίtένη πάντοτε .. iιiαχ~ς,·μάζ1 ., !Ψ iρν rqλλ.οiν, ::;ο1: ένας; :π!Χχiιg irκα.ι ''Ο: :αλλ&gκισχνός:; · η ιqχyοι,.:~~~ Qιι ~Ψ> .δ_ξΝ π,ε.ι~4ζε,ι~ .χ~ρκεiχνιi,, μη ,:.~,ιyω ,_:vπε~Θλή.; :c'Δiν έχω -~sχ ιρi>ty.:,νιχ σ<!υ :Υ:ρμψφ άλ~_~>-: .. ; Χ''·.:.:~ :•• ·'-"' ι·-·Δ Η:{\},\ .\.:/· ';'•;''

~:;-··_,···iΓ•ι )~{ . (:,.: .·~~<' .--. .t":.. . : tt ... 1 ~·θr..:.~ ·r~~.. ·." ·: ... )i~ ~-π . _ >;· . "'λι-; . ω .Α~~~ 1.sq;,<ωιψ ·~~ι;J.'fOM.Jν,j o; .~ρλω~ός, -~:yρqψc; ' τα,_εξηςι, άφού :· την

! . , . .... . - ' .J?,. \ΧΕ σφρ~γισ,ε,ι:: ι . ι:·, ~, .. , ):'>'>"'···. · ., .c'.'-' '<-·J:-'<::' ; ,_.,-" _.,_ .. . ·._, _.;

'" , ~ . «Φ.§_ρε ~α_μζαν, ί;ίλλη:y : με~άφρgp,~\! ,,tο~- ~έλ~ιγ~. !!·· .;-. ;_; •.\.::;-:,- ,,!

. . "-' ,:. , : • _, ~ 'i :·:'/υ : σ.;·,.- '--'>.:~ . .

«Κέρκ_υ,ρα,·β 1Ιουλί9υ :;1, 836· Ε; Ν­

'·~: ~-):~~Ψ.~.i:~ρ?ς ~ο:uς . μου. -~γψ~ψ!ΧΎ .,~ώ,~α ;'fαi,,~ι~.;ro, . ~α,e~;~6pγ,;_; Ιδο.υ §-ι;,~ ~~g~1~ τή;ν, εtτι{ty,ιψ.ηι, ~~~· ·,τ_!]~ , ι):τ_~.ί~Ύ αyq~cq ,~άχtψf .v~.; ~μ,ω .. ο~qν δύναμαι· έχε ομως και όυ υπομονήν, διότι συ αγνοεi:ς πόσηy _έχ_ω εγ<ί>. ] , f λ f ' λέ'ξ δ f θ I ' . ,,q~~~~i,11;.~υ .J?~v _ μχ.ιστqy ιι: .ι,σ,ην:.~s . ιy7 ~,. ι.α. yα._;μq . ~Λ'Qτ~ . ~ι-σα,ι : ~vχαρ~ιστη-

--μένος: καt να; χύσης ~αυτηv-:τηον -ρανίδα• άΠο :t)ά-λόαμον·-ει~ · την/~Χή~ μου.

· ΠολλΛ ·ε~Q);.~~:~~~ .~~~:Κ~~λ~ -~~αμ~ - ~~ ·'f~ "~ι2f>dr.x~ς ~~τ~ib:QιQ~.>·tν

r17 5

AIIANTA 110Λ!2Μ:Οr

τούτοις μη χάσης καιρον καί είπε εις τό γαττάκι ότι εμαθα, αν καί δεν

μου έγραψε τίποτε, ότι εκεινο το δείνα α'ί!λάκι παλαιόν ελέχθη απο τον κόκκινον φίλον 6τι «τώρα είναι αμυνόμενος · και ελπ(ζεται με τόν καιρόν θα αναγκασθή να φιίγη». ·

Αύτός ό δείνα ττι είπε να λέΎΊJ αντaς τας λέξεις εις την σννειθι­σμένην οικίαν· και τό γαττάκι, τό οπο{ον δεν μου έγραψε τίποτέ, ας μά­

θη ότι το γνώρίζω •. Είναι καλΟν Vά μη χάνεται ο καιρός και να το μάittl σ.μέσως όποιος πρέπει.

Χαίρε ά.Πο καρδίας».

Απ' ε'ξω.

Δι~ σοu

Δ.

«Χαρτια δια να δοθούν εις τας χείρας του Κ. Δ. Σολωμόν, συστη­

μένα ει~ την φιλίαν του ευγενεστάτου κυρ. Δ.Δ. Φραγκοπο'ιί~.

«Κέρκυρα 1 Αύγο'ιίστου Ε. Ν. 1836

Αυται αί ολίγαι γραμμαί σου άνεκούφισαν τήν ψυχήν μου, η οποία ήτο 6αρειa ά.Πο ονοήτους προαισθήσεις. Είναι πολ\ις καιρος οπο\ι με

διαταράττουν. Αν καί 6λέπω 6τι ματαιούνται, δεν μ' αφίνουν ·μ' όλον τούτο. Έρχονται μόναι των απο μίαν φαντασίαν νοσηρaν και σννεπώς

ετοίμην, και όταν εγrο άγρυπνώ, εις όνειρα φλόγερού πυρετού.

Τώρα που σου γράφω είμαι πολ\ι ήσυχος. Και συ να εlσαι πάν­

τοτε καλα και ε-uθυμος. Δια να το επιτ'ιίχης πρέπει να μην έχεις δυνατaς

επιθυμίας δια πράγματα τα οποία δεν εξαρτώνται κατ' ευθείαν απο σε.

Να μη λυπηθής λοιπόν αν μάθnς ότι τον Ρώσην, τόν οποίον εσ'ιίστησες,

ούτε τον σκέπτονται και ότι αντ' αυτού διω(!ίσθη ο Καρ6ελλάς. Τουλά­χιστον ο Πλαίσας απεφάσισε να συστήσn εις τόν Πρίγκηπα 1 τον

Δικόπουλόν μας και έλαβε συμείωσιν. Ειπε εις τον έντιμον νέον ότι η

ημέρα του διοeισμο{, θα είναι ημέρα εορτής δια την καρ.δίαν μου και να €χη υπομονήν. Εσiι συσταίνεις τον ένα καί τον άλλον και λησμονείς

ό,τι σου ε&ι:α καί σοu έγραψα.

Συνωμrλησα επl ώιrας με τον κόκκινον· λοιπον ειπt εις την γάτταν ότι αυτος μου €λεγε ότι παρ' όλίγον ό εκλαμπρότατος 2 τον · επέ-rαε και

ι. ο Πp6ε8ρος; 't'% Γεpοιισ!οι~j tλtyετο Πρίyχ'Ιjψ μt 'tOV -.!-.λοv rψ1Jλ6-.~-.ος;. 2. Ο Γεροιισιοισ-.-Ιjb, ο Πρ6ε~ροb -.'1/b Bouλ'ljς;, τ~ μέλ1j τοu ιtνωτιiτοu Σuμδο:ι·

λ!οι.~ τ·% 1\ιχοιιοσύνη\; χοιι ο ·rποιpχο~, πpοσ1jyορeόοντο Εχλσιμπρδt~τοι.- "ΑJ.λ• ~πeι· ~"ή πρόχει-.οιι περι 1\ιορισμού, tννοει ο πoι1Jtij~ χά.ποιον Γεροuσι~στ-Ιjν.

176

αύτη δεν ήιο η τελευταία φορά. Καl καλιl νά πάθtι τό γαττάκι, διότι επείσμωdε να μεταδη εις Ζάκυνθον εναντίον τών συμδουλών μου. Εγω απήντησα ότι εφ' όσον ζη η γάττα δεν θά μετατεθή παρa με προ6ι6ασμ0ν

- και είς τούτο είπε: αυtος είναι άλλος λογαριασμ.Ος - καί ότι ή

προσ6ολη -ltα εγένετο εις αmόν καί όχι εις άλλους άπο εκεl. Πρόσεχε ότι εγω συσταίνω πάντοτε περισσότερον εις την γάτταν την υπό-ιtεσίν μας.

Ήδη εννόησα ότι το πράγμα πηγαίνει πολυ καλά.

Ό,τι κάμtι ο Θεος ως προς τον Φλαμπουριάρην. Θα ομιλήσωμεν όταν Ελθn η ώρα. Εγω θα γράψω τας παρατηρ1)σεις μου, ως προς τας

διαπραγματεύσεις, υπερ η κατά, σύ δε προσθέτεις τας ιδικάς σου και aποφασίζεις .

Ειπε εις τον Λούντζην ότι εντος ολίγου θα του ξαναγράψω, ότι η επιστολή του με εσυγκίνησεν. "Ομως ένόμιζον ότι θα εννοούσε τον

λόγον δια τόν οποίον δέν ερχομαι είς τψ Ζάκυνθον. Τώρα επωφελού­

μαι απο τας εγκαρδιακaς προσφοράς του· ας μου στείλtι λοιπον με το

α.τμόπλοιον tον Τάρταρον του Σχίλλερ και με τόν καιρόν, καί με όλην

την ησυχίαν του, μεταφράζων μίαν σελίδα την ημέραν να μου στείλtι

την «Π ραγματείαν περl του Αφελούς και Αισθηματικού» του ιδίου.

Νομίζω ο τίτλος να είναι ακριβώς: «Περl της aφελούς και αισθημα­

τικής ποιήσεως.

Γράφε μου συχνa καί χωρlς να λογαρ-ιάζtις. 'Εως ου άνοίξω τας

επιστολάς σου πιάνεται η αναπνοή μου.

Χαιρέτα με τα κορίτσια, την Ελένην και τόν Γαλ6άνην. Σου συ­

σταίνω να ε(σαι εvθvμος.

Πότε θα σέ ξανα"ίδώ;

Ο ΔΙΟΝΤ:ΈΙΟΣ ΣΟΤ

Στείλε μου χωρlς να τό καταλά6tι ο Λούντζης το μέτρον της κε­

φαλής του. Ήθελον να του στείλω δια ανάμνησιν ένα καπέλον απο ψά­

Ί'tαν λεπτοτάτην. Νομίζεις ότι θα τον ευχαριστήσtι τούτο; Αν όχι, ειπέ μου τί άλλο πραγμα».

Η επομένη επιστολη είναι άνευ ημερομηνίας, εταχυδρομήθη όμωc

τη 20 Νοεμ6ρίου 1837.

((, Α γαπητε Μίμη, Ο καιρος με σφίγγει και δεν με αφίνει νά γράφω πολλά. ·Ηδύ­

οοσσο να ένεργήσυς χωρlς να μιλήσης' αλλ' αφού το είπες, λέγω και

177

ΑΠΑΝΤΑ ~OΛQMOr

. εγω ότι προ παντος θέλω \'α "'ληρώσης το χρέος μου. Αυτο μόνον θέλω. · Εαν έχnς ακόμη ιδέαν περι συμ6ιώσεώς μας, κάμε γλήγορα, δια να μη κάμω άλλα χρέη καί να μου ορίστις 6σον νομίζεις χωρtς να σου είμαι

6άρος. Εγι!> -3α σε παρεχιί>ρουν τα πάντα εaν δεν εναντιούτο η ιδική

μου και η ίδική σου άξιοπρέπεια. Ποτέ μου δεν θα αλλάξω την διαθή­

κην μου, την οποίαν μου ύπαγόρευσε τό καθήκον εν πλήρει ομονοίι.ι

προς την αφοσίωσιν.

Εγώ δεν θά φύγω απο την μοναξιάν, εις την οποίαν ζω από τινών ετών, εψη όταν τελειώση η ζωή μου· μάλιστα θά ενταφιασθώ με αυτήν, όπως λάδω παρηγορίαν τινιl απο την πλήρη ουναίσθησιν του καθήκον­τός μου. Λυπούμαι 6τι δέν δύναμαι να εκταθώ επl του ζητήματος τού­του>.

Μένω ο αγαπητός σου αδελφός

Δ.

«Κέρκυρα, 9 Δεκεμδρίου Ε. Ν. Αδελφέ. Θά γνωρίζης ήδη, ότι απο πολλοϋ καιρού ζι:όμεν περι­

κυκλωμένοι απο πολλaς άσθενείας κω απο πολλοvς θανάτους. Είναι ολι­

γάρι6μοι μεν, αλλa ολονέν αυξάνουν και μετέβαλαν μορφΎjν και όλα τα

μέρη. Δεν πηγαίνω εις την Ιταλίαν καί εκεί - εκεί - δεν θα ζήσω

ποτέ. Όθεν πιιέπει νά σου ε&τω οτι η διαθήκη μου, την οποίαν έκαμα

προ έτών καί σου αφίνω όλα, έχει κατατεθή είς τόν συμδολαιογράφον Μάνεσην, ο οπο(ος τ<iψα δεν εξασκεί πλέον το επάγγελμα. Κατιl τας

έπτιl του περασμένου μηνος 1iλθε να μ' εύρη ένας αγαπητος είς την μο­

ναξίαν του περιπάτου μου και μου είπεν ότι εκείνην την ημέραν εώρ­

ταζες το ονομ<χ (!()tJ. · εγω fΠtj)'<l εις t1]V οικίαν Καί δεν έκαμα άλλο Παριl

να κλαίω. · Αλλa με τα δ<χκρυα ελησμδνησα ''α πιω είς την υγε(αν σου·

έπιεν όμως μία αγίη οικογfνε.ια, την οποίαν έχω πάρει μαζί μου κατ•· έμπνευσιν του αγαθοί• Θ<οιJ, ο σποiuς ε'λαδε Δεος δι' ψέ. Αντη πίνη

είς τήν υγείαν σου κιi(}ε Κυιιιακ{Jν. Όθεν, πιστεί1ω, ότι τούτο μεσιτεύει

δια σέ παρc:'χ τφ άγαθ<~ θε<iι~~. Ο ιδικός

Δ. Σ.

Η οικογένεια αυτή, την όποίαν ό ποιητης εξετίμησεν, είναι η του Κάνδυλα, τον οποίον είς τας επιστολάς του συχνa άναφέρει· τόν

υπηρέτει δε και ήτο έντψος και ενγνώμων.

178

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

Τιορα μία παρέν{}εσιν εις τας επιστολιΧς τσυ :Σολωμού.

Ως γνωστον τφ 1851 ό περιλάλητος ποιητΎ]ς. Ρεγάλδης ήτο εις

την Κέρκυραν. Ούτος τη 14 Σεπτεμδρ(ου του έτους τούτου lγραψεν επιστολην προς τόν φίλον του Jt~ιητην Ζαλοκώστα εξ ης μεταφράζομεν

το εξ·ής απόσπασμα, τό οποίον αφορ* τόν :Σολωμόν μας.

« ... :Σολωμός, Θωμασέος, Μουστοξύδης, ιδοiι τρία ωραιότατα άστρα του κερκυρα·ίκού ουρανού, και εγω αγάλλομαι ανάμεσα εις τήν λάμψιν

αυτών των ενδόξων. Σεις θέλετε, εγω δεν σας παρενόησα, να σας ομι­Η,σω μόνον δια τον Σολωμόν' και δια να σας ευχαριστήσω, σας λέγω ότι ή συναναστροφή του ε(ναι θαυμάσιος συνδυαόμος ποιήσεως και λο­

γοτεχνίας. Απο την ομιλίαν του αστράπτουν συχνιΧ μεγάλαι εικόνες και όταν στρέφη τόν λόγον εις τους συγγραφείς οιασδήποτε εθνικότητος,

τους ανατέμνει με σπανίαν τέχνην. Ζή μονήρης, φεύγει την επικοινω­

νίαν των ανθρώπων. Όποιος αγαπ<f νά. τον ίδι], ας πά11 εις τούς προ­

μαχώνας του φρουρίου, και μετι'χ την μεσημδρίαν θα τόν ίδ11 να περι­

παηj παρά την αγγλικην εκκλησίαν 1 ευχαριστημένος με μίαν ήσυχον ι ξ' Ι . . ι ι ι 11 ι

σκιαν, μετα υ του ναου και μιας ραχεως ανηφορικου πυργοτου υρα-

χου. ΣυχνιΧ ανακατιονεται μέ τα παιγνίδια τών παιδιών, τά οποία πη­

γαίνουν εις το σχολείον, πλησίον της εκκλησίας. Απο το μειδίαμα της

παιδικής ηλικίας πετ~ ως άετος και μελετ~ τα άσματα του Λάμπρου

και του Μεσολογγίου. Επέρασα μαζί του ευτυχισμένας ώρας. Π ολU

μ' ετίμησεν. Αγαπq. τους Ιταλοvς και έχει ψυχην ρυθμιζομένην απο

ευγενέστατα αισ&ήματα. Και διά τούτο δέν πρέπει να θαυμάζτι τις εάν με περιεποιήθη ευγεΥέστατα. Δια τώρα αρκεί. Π ροσ1tέτω ακόμη κάτι.

Δεν αγαπ~ την νέαν γλιl)σσαν, την οποίαν οι λόγιοι καταγίνονται να

εισαγάγουν εις την Ελλάδα. Αι διορθώσεις των λογιωτάτων είναι, κατ' αυτόν, παραμορφώσεις. Αυτος θα ήθελε να μείντι αγνΎ] η γλώσσα του λαοu. - Επl τοϋ ζητήματος το·uτου 1)κουσα πολλο\Jς να συζητούν, α"λλ'

ακόμη δεν ειξεύρω Είς ποίον των διαμαχομένων ανήκει η δάφνη. Αι

γλώσσα ι δημιουργούνται απο τούς λαο\Jς καί όχι απο τας :Ακαδημίας.

ΟΊ κανόνες λαμδάνονται από τα έργα των μεγάλων συγγραφέων και ιδίως των ποιητών και ουχt άπο τους λογιωτάτοvς. Συμφώνως με τας

1. Μετ~ τ'Ι'jν ένωσιν, ~1 έκχλ'Ι'jσ!σι σιότ-η τών 8ισιμσιρτuρομένων , μετεολήθΥj ει\; οpθό/Ιοξον, σ.ψιεpωμέv-η ε ις τον Ά-y ιον Γεώp-yιοv.

179

ιιρχ~ς ταύτας, ο Σολωμος είναι νικητής: άλλο. ίσως διά την Ελλάδα υπάρχει εξαίρεσις, εις τήν οποίαν πρέπει να προσέξωμεν ... ».

~λείομεν την παρένθεσιν και συνεχίζομεν τας επιστολaς του Σο­λωμού μας.

«Κέρκυρα. 12 Ιουνίου Ε.Ν. 1853

Φίλτctτέ μου αδελφέ,

Π α~ολt• εγέλασα που ό ''l"παρχος σου ε~ητησε νέον πληρεξού­

σιον, και δυνατ~ εCπα εις την μοναξίαν της αιθούσης μου αυτ{ις τας λέξεις. Εύγε Ι εσv ζητείς καιρόν, διά να περιπλέξυς το πράγμα, υποθέ­των ότι εγω εδώ έχω εχ~ροiις όλήν τrιν Γερουσίαν. ΚαΜλου μάλιστα! Όταν αυτος 1Ίλθεν εδώ, .όλοι ήσαν περίεργοι, εκτος εμού. Δεν ηξεύρω εaν εννόησες τους άλλους, οι οποίοι υποσmπτουν εις το νομοθετικΟν

σώμα, με την 6εδαίωσιν ότι εγω είμαι ο γά.ίδαρος εκείνος, ο προ τριά­

κοντα ετών. Αυτοl καμαρώνουν ως προστάται του Μακρή. ΑΊJJι. το δέ­

οαιον ε(ναι ότι εις τους κυρίους εκείνους δεν αρέσει νά έχω εγω την

ευμάρειάν μου κοί οvτε νά προστεθούν έστω καί μία εικοσάδα λεπτa

εις τά πλούτη, τα οπο~ οι ιδικοί μου κατέχουν. Η υπόθεσίς μας όμως

ετελείωσε μετά τίνας ημέρας απο της τρομερής σκηνής, μ(Χλιστα τρομε­ρωτάτης, ήτις συνέδη μεταξiJ εμού καί του W ARD εις τα ανάκτορά

του, και 1)τις ετελείφσεν, αφού μου έδωσαν διασαφήσεις εκ μέρους του

Λόρδου δια μέσου του Δούσμανη, με πλήρη ίκανοποίησιν αμφοτέρων.

Δεν δυνάμεθα ημείς να εvρωμεν καταλληλοτέραν στιγμην δια ν' αποκτiιJ

σωμεν, ό,τι επιθuμουμεν, έaν σύ δύνασαι ως άνταλλαγην κάτι τι νά

προσφέρυς εις την Κυδέρνησιν, κdτι τι όμοιον με το παρον συμφέ­ρον, διά το υπόλοιπον τού χρέους του Μακρή. Αυτος θά το προσέφερε χωρlς ημείς να κινη{}ούμεν. Ο Νικόλαος δύναται νά σε συνδράμυ. Πα­

ρατηρήσατε σεις διά ποία οικήματα έχει χρείαν η Κυδέρνησις και ημείς να της προσφέρωμεν ωφελείας καί να σχηματίσωμεν ποσον προς ελάτ­

τωσLν τοιι τόκου.

Δια την χιλιοστi}ν φοράν, ό κόμη; Δούσμανης, στενΟς φlλος ιδι­κός σου και ιδικός μου, μ' επιφορτίζει να σου γράψω παν 6,τι αυτός πανταχού λέγει υπερ σου. Γράψε μου τέσσαρας γραμμaς δια να δυνη­θω να τοιι τας δια6άσω.

Μου χρειάζονται τούλάχιστον έκατ'ον εlκοσι τάλληρα. Εύρε τα και στειλέ μου τα. Με εδδομήκοντα τό μήνα δεν είναι δυνατον νά ζήσω,

180

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

ουδf. με τας φροντίδας της άγίας οίκογενείας, την οποίαν η θεία Π ρό­νοια μου έστειλε διά τά γηρατειά».

Ο ΔΙΟΝΊ'ΣΙΟΣ ΣΟΊ'

Εταχuδρομήθη τη 28 Αύγούστου 1853.

«26 Αυγούστου << Όταν μοϋ έγραψες, τίποτε δεν ε(χεν έλ3ει άΠο αuτού διά την

ΓεQουσίαν. Δεν ηξεύρω αν σήμερον. Όμως θα διορθωθούν όλα. Δια-6άζω εις την επιστολήν σου ότι με τον Μακρήν εσυμφώνησες διά τό

υπόλοιπον. Π ρέπει να είπη τις ότι ή μεγάλη λύπη που εlχες τότε, δεν σε άφησε διόλου να προσέξης. Εγοο σου έγραφα ότι με ανταλλαγάς,

επιδοη6ουμένας υπο του Νικολάου μας, ήτο η στιγμη ν' αποκτήσωμεν απο την Γερουσίαν ό,τι λογικώς ηθέλαμεν. Όθεν, σν τα έκαμες και συ

διώρθωσέ τα. Ω μίλησα με τόν -Ιούλιον - ο οΠοίος μου εtπε να χαι­

ρετίσω σε και τον Ν ικόλαον καί νά σας γράψω, ότ~ πολiι ευχαριστήθη

απο σας- και μου είπε πως θα γίvυ, και αυτος θα μας 6οηθήίJtι αυτού κιiτω και έδώ.

Ημείς θα προσθέσωμεν εκεLνο το υπόλοιπον εις το σvμ.6όλαιον με

την Κυδέρνησιν. Όταν είπον εις τον Ιούλιον νά ελαττώσωμεν τον τό­κον, ~ιου απήντησεν: <<-Αφήσατε να ενεργήση ο αδελφός σας και μή κά­μετε πόλεμον κατa των συμφερόντων σας».

Ο ΔΙΟΝΊ'ΣΙΟΣ ΣΟΊ'

«Κέρκυρα 27 Ιανουαρ{ου Ε. Ν. 1845 Δεν ήλπιζα να τον χάσω, και αυτός ο Lδιος μου το εtχε δεδαιώσει

εις μίαν επιστολήν του. Τώρα μου μένει μόνον η μνήμη του, η οποία

επλουτίσθη με παρηγόρους ανακαλ{ψεις, κατa τάς τελευταίας μακρυνaς

συναναστροφάς. Αυτος εξεδήλωσε πλείστας λογικας βλέψεις εις πολύ

λεπτa ζητήματα, καt ο τρόπος του κρίνειν τοος ανθρωπίνου; λογισμο\ις

εφαίνετο γονιμ(οτατος και Π(.>Ο πάντων τας γυναίκας, των οποίων την

δό ' έ ' ' δό ι ' ' εν μυχον φυσιν συν χε:ε: με με:ρικα γεγονοτα, ι τL ευρεν αυτα σνχνο-

τατα. Εις τας τόσας συνομιλίας, τας οπο(ας έκαμνον περl πραγμάτων

και αν6ρώπων διαφόρων τόπων και χρόνων, έ6λεπον αυτόν, ο οποίος vπήρξε πάντοτε αγαθός, νά γίνεται άριστος και έχαιρον 6λέπων φανερa tό 6άθος των σκέψεών του, τας οποίας συνήθιζε με απλούν τρόπον, \'α κρv6η από τους οφθαλμοi1ς του κόσμου. Τοιουτοτρόπως ο φίλος μας,

181

ΑΠΑΝΤΑ ΣQΛgMor

μίαν στιγμην προτο-ύ να άφίστι τό θνητόν του : μέρος είς τον τάφον, άνέ~ πτυξεν όλαs τάς δυνάμεις του, δια να παρευρεθι1 επαξίως είς το δασί­

λειον της άρετής καί της αγάπης, όπου εκεί θα εξακολουθήστι να μάς

εlναι ωφέλιμος εις τα πράγματά μας τά πλέον εtιγενiΊ».

Δ. Σ.

Αγνοοvμ.εν το ονομα τοv αποθανόντος, δια τόν οποίον έγραψεν αύ­τήν την έπιστολην ο ποιητής.

Δέν φέρει η κατωτέρω ημερομηνίαν, ούδέ καθαριl εlναι η σφρα­γtς τού ταχυδρομείου 20 Αυγούστου του 1845 η 1846. Ο tελευταίοι; αριθμΟς δΕν καλοφαίνεται.

Και δια σένα, Δημήτρη μου, και διά τόν αξιώτατον νέον εvχαρί­

στως παραιτούμαι της παλαιάς μου συνηθείας καΙ. θa ένήργουν. · Αλλσ. μάθε ότι οι συντρέχοντες είναι πολλοί, και μεταξiι τούτων, κdποιος, δι.Cι των οποίων ο Μπάρμπας, δια πολλοiις λόγουζ δέν δύνεται νά λείΨrJ. ·Ώσ­

τε είμαι πρόθυμος νά ενεργήσω υπέρ σοv άλλην φοράν. · Α'ΊJ...α σύ φρόν­τισε νά μέ είδοποιήστις εγκαίρως, διότι ε(ναι έποχαt τινές, κατa τας

οποίας άποσύρομαι άπο όλους καί από όλα. Αλλa και είς αυτην την περί­

στασιν, αντt νά ένθυμίσουν τόν λόγον είς τόν Μπάρμπαν οι aλλοι, κάμε

τρόπον νά τον λησμονήστι ό νέος».

Ό άγαπητός σου Δ.

Εταχυδρομή{}η .τί) 4 Φεδρουαρίου του 1849.

«Κάτι τι aκόμα γιά την συμπλήρωσιν τής ησυχίας σου. Μάθε ότι

από τά λεχθέντα Wτο τόν Κ. .. δεν εγράφη είς τά πρακτικΟ. ούδε μία

λέξις, διόtι έμεινε μόνος· ιδοί1 το αίτιον ότι ο έντιμος φίλος σου δtν

ειδοποιήθη δια τά συμδάντα. Ο φίλος εί.ς τόν δ'ρόμον τρεΚλίζει. ι Ο οχλος δέν έχει όφθαλμοvς για να ίδη τάς μεγάλας άρετάς του, άλλά

6λέπει φανερa είς την Σπανιάδα, όπου κατοικεt, τίς φανέλες του γιομά­

τες απο μπαλώματα. Μετa τό συμδάν iλα6α άΠΟ τόν Ποτέρη έλάχιστα,

μέτρια καί μέγιστα δείγματα της αύθορμήτου αγάπης του. Πολiι άξιο­

σημείωτα, και εγω άπήντησα · σκεπασμένα όμως, με προσωπίδα, αλλά

fίς τρόπον ~ά εννο1Ίση ότι κατανοώ και του εlμαι ειr{νώμων. Άλιλως

182

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

δεν θέλω να εκλά6τις δια αστείον την σκέψιν μοu. Εαν ο οφθαλμός μου δεν μέ απατ~ ο κ ... εχει τάσιν είς την φρενο6λά6ειαν:t.

Ο Δ. :ΣΟΤ

Ο Κ ... ήτο τότε Γερουσιαστi]ς Ζακύνθου.

Εταχυδρομήθη ττι 27 Μαρτ. του iτους 1846. «Ο λοχαγάκης 1 ο επιφέρων την παρούσαν εκαμε την ανοησίαν να

μού κάμτι την συνήθη ομιλίαν της φιλίας σου, αU' εις κακfιν στιγμήν,

διότι προ τινών ημερίόν μ' ε6ε6αίωσαν ότι αυτος ε(ναι περίφημος νά κά­

μτι τόν δλάκα οοάκις τού συμφέρει. Όθεν εγrο κα-&αρά, α'λλ.ά. με αυξά­

νουσαν τρικυμίαν, απήντησα ότι ποτέ δεν θα σΟύ γράψω περt τΟύ προ­

κειμένου, παρ<Ί δια να σ~ εν{tαρρύνω εις την πορείαν σου· ότι οι αξιό-. I

τιμοι υπουργικοί δεν καταδέχονται να εξασφαλίζωνται με αντον τον

τρόπον· ότι δυστυχία εις τον κόσμον, εaν εγκαταλείψωμεν, κατa τας

ανάγκα~ των, τούς φίλους μας τους οποίους ημείς άληθινa νομίζομεν

αθώους· ότι αυτο-Uς τους λόγους τους ήκουσα καί προ του συμβάντος

του ενεχειροδανειστηρίου· ότι, με όλα ταύτα, εξεφράσθησαν εύχαρι­

στίαι προς τους καλο-Uς δια τάς καλάς των προθέσεις' αλλά, ως προς τους tίλλους, τούς οποίους εγrο καλα γνωρίζω, ας σκεφθούν έaν όταν ή­

σαν τοποτηρηταί, εγέμιζαν. τάς αναφοράς των απο ψεύδη πο'λλ.ά. η ολίγα και εaν 11σαν μέχρι του λαιμοu δυθισμένοι εις τα εγκλήματα' ότι

η διάθεσίς των ήτο νά σε ταράξουν' καί εν η περιπτώσει αναλά6ουν το

αξίωμα, -&α τους δείξω εγrο πως ενοχλούν' και ότι - αUb. ένας

Άγγλος τον περιέμενε κατ<Ί μέρος καί δεν iλα6α την ευκαιρίαν να του

ειπώ κάτι τι, το όποίον πολiι μ' ενδιέφερε, ότι προς ενος μηνος δεν

επρεπε 'νά σε ενοχλήσουν δια κανένα λόγον, και προ πάντων δια ένα

μόνον ο οποίος ε(ναι απλούστατα ότι έτσι θέλω εγώ. Επροχώρησεν από

την άμαξαν η Τάσσιο, με επρωτοχαιρέτησεν αλλa: την απ~δοκίμασα και

μάλιστα. περιφρονητικώς.

«Σήμερον (25) επήγα δια νά εύρω τον έντιμον φίλον, αλλ' οίιδε τον ειδοποίησα, διότι ήτο αδιάθiτος καί εγrο αφήκα το επίσκεπτήριόν μού. Μη δίδτις πότέ τα γράμματά σου εις έπι6άτην διότι αργώ νά το λά6ω.

«Εις όλα τα μέρη της γης αι επαναστάσεις επιπίπτουν ως αγέλη

στρουθίων. Μα την αλήθειαν είναι ωραία η σκέψις τινών κυρίων να

εμποδίσουν τού Θεού τας αποκρύφους δουλaς δια την τύχην τοϋ ανθρώ-

1. Ο ποι-ητ-ής; · γρciφε ι περιφρον-ητικός; Capitanuzzo.

183

ΑΙΙΑΝτΑ ΣΟΛ~ΜΟr

που: Τί γλήγορα που κά,•ουν δια να φαίνωνται καλοί, ε I λλλά μέγας

ο κυκεών, μεγάλος ο αγών! Τό ξέρομεν και ημείς, αλλ' είς το τέλος

ο καρπος θα είναι η ευεργεσία». Ο Δ. ΣΟΤ

Εκ της σφραγίδος φαίνεται ότι έταχυδρομήθη tη 21 Απριλίου του έτους 1846.

« Αγαπηtε Μήμη, «Εuχαριστήθην πολi• ότι σου ήρεσαν έκείναι αι ολίγαι λέξεις. Πcια­

γματικώς εξ'Ι']λ~ον εκ της καρδίας. Αλλά η σκέψις τας είχε συλλάβει με

άλλα τρία πραγματάκια, δι' εμε μεyάληs άξίας, .τα οποία έπει!α παρέ­λειψα, διότι δεν ήρχοντο επl του χάρτου αυθόρμητα. Θά τα γράψω

όταν εκ νέου μου έλθη η διάθεσις.

«Χθες επέστρεψα απο την εξοχην - γράφω τη 20 Απριλίου Ε.Ν. - και εύρον την 6ερδέαν, ήτις είναι καλ<1. Επήγα είς την εξο­χην όκτω ημέρας πριν, και οκτω η εννέα μίλια μα.κρΟ.ν της πόλεως, αίJJ:ι. και εκε( έφθανε 6ροντοκοπού'σα η θρησκευτικη έκφρασις των η­

μετέρων~

«Ως προς τον φίλον, οκτοο ημέρας μετΟ. την άφιξίν του. ήλθε μίαν . πρωίαν κατΠ. την ώραν του πρώτου μου -όπνου καΙ. εt.πεν εις τον Κάνδυ­

λαν ότι θα ίδωθούμεν εις τον δρόμον.

«Δεν τον ε(δον ποτέ.

«Από την 6ερδέαν εννόουν Vά μου στείλης οχι ένα βαρέλι, αλλά

μία 6αρέλα. 1 Αργότερα να το κάμης δια να παλαιώση εις τaς φιάλας.

Επιθυμ& να μάθω αν εlσαι · καλά και ευτυχής».

Ο Δ. ΣΟΤ

«Δεν συνήντησα κανένα από τους Χαλδαίους μας εις την 6ραχεtαν γραμμήν, την οποίαν διέρχομαι · δια να μετα6ιο εις το φρούριλ)ν 6που

ευρίσκω φίλους δύο, τριων και τεσσάρων ετιον. Τον μόνον κατσίδην

είδον μακρόθεν με τας χείρας όπισθεν διά νά δηλώστι ότι αφού ~χασεν

όλα τα επίγεια μεγαλεία, τα εγκαταλείπει. Ο Θεος να τόν φυλάξη».

1. Τιι~ έξ'ΙJ α.υτόr.~ λέξει\i ελλ'Ι'jνικόr. έγροιψεν ο ποι'Ι]τi)ς.

184

ΜΕΛΕΤΉΜΑΤΑ

Η παρούσα έταχυδρομήθη τη 20 · Ιουνίου του 1846.

«Νομίζω πράγμα αναγκαίον νά σε ειδοποιήσω ότι αυiος δ κύριος;

Λόρενς, ο οποίος έρχεται εις την Ζάκυνθον, είναι μεταξ\ι των καλd>ν

Άγγλων ο καλλίτερος. Απ' αυτόν θά ακούσετε καί άλλα και να του

ειπήτε όλα. «Χαίρει όλην την εμπιστοσύνην του Λορδ τούτου ως έχαιρε καί

του αποθαμ~νου. Τον παρεκάλεσε να αφίσrι την εξοχικήν του μοναξW.

και να δεχθή την θέσιν εκεlνην. Φρόντισε όπως πιστεύσυ ότι δέν με­

ταχειρίζεσαι μαζί του τάς προφυλάξεις εκείνας, τας οποίας μεταχει­

ρίζεσαι δι' όλους».

Δ. Σ.

«Κέρκυρα 16 Οκτωβρίου 184()

«Αγαπητέ μου Δημήτρη . « Οφείλω απείρους ευχαριστίας δια την προσφορaν την γενομέ~

\'ην από την αγα6ότητα της ψυχής. Αλλ' ε(ναι ευχάριστον να ίδυ τις, ότι τινες συμπτώσεις, καίτοι παρατεινόμεναι, δέν ηδύναντο να ανακό­

ψωσι τψ• ζω{lν μου, κατa τον τρόπον, πού εγω 3έλω. Την ευεργετικην

ταύτην 6ε6αιότητα εδοκίμασα επl πολλαuς χρόνους συμπεριλαμβανομέ­

νης της εποχής κατa την οποίαν εδα) ήτο ε(δος πανι~λούς. Μίαν ημέραν

εμέτρησα δ(ί)δεκα φέρετρα. Εύχομαι να ζ{lστις υγιης καί ευτυχής».

Ο αγαπών σε αδελφός σου

ΔΙΟΝΤΣΙΟΣ

Εστάλη εις το ταχυδρομείον τη 12 Δεκεμ6ρίου του 184 7 έτους.

« 'Ελα6ες τας δύο λέξεις μου; Με αυτaς σου εlχον άναγγείλει διτ­τως, νομίζω, ότι τα πράγματα τα κατάφερα καλά. Αλλά, δια να στε­

ρεωθούν, πρέπει συ να μέ πληροφορήσυς σοβαρά, αν νπάρχουν αμφι­

~ολίαι.

«Θα μου γράψης συyχρόνως ότι εις την Συναγωγήν ... Στείλε μου αν δύνασαι ολίγα χρ'ήματα καί προσπάθησε νά προχωρήση ή υπόθε­σις εις την κληρονομίαν τού Γαλ6άνη. Η δημοπρασία δεν αναδάλλεται.

185

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛΏΜΟr

'rπάρχει ο 'rπουργός, ο οποίος την διέταξε. · Εαν ό Μακρής :rtροτάξη την μελετηθε{σαν υπόθεσιν, εσκέφθην τον τρόπον να την aποσύρω.

Ο Δ. ΣΟΊ'

Ί'.Γ. « Επεθύμοuν επίσης να αποφασίσης να μη αφίσης την γαλή­νην σου εις την διάθεσιν όλων τών συμ6ε6ηκότων της ημέρας εί.ς τού­

το νομίζω ότι σε παρακινε( και ο αγαπητότατός μας Αναστάσιος. Ο

θάνατος του μικρού παιδιού, αναγινώσκοντος έμού δυνατά, παρεμέρισε

μίαν τρομερaν παρεξήγησιν, η όποία άφού έπειτα tξωμαλύνθη, άψηκε

την ψυχήν μου άδιάφοροv δια το δυστυχισμένον μικρον πλάσμα.

Εταχυδρομήθη τη 28 Δεκεμδρίου τοιi 1847.

«Φρόντισε, άγαπητέ, τό ταχύτερον να μου στείλης δι' αϋτδν τον

γέροντα, τρεις χιλιάδες διακόσια κολλονάτα, διότι ήναγκάσθην νά φύ­

γω άπο την οικίαν του, δια κdτι. τι ακατανόητον, το οποίον δεν δύνα­

ται νά γραφή.

Ο Δ. ΣΟ'r

Π ρέπfι να σημι::ιώσωμεν ενταύθα οτι τό 1849 ό ποιητης επαρα­σημοφορήθη ύπο του Όt:Ιωνος. Τα σχετικι1 διατάγματα εύρέθησαν εϊς τα έγγραφα τη~; οίκογεινείας Λούντζη - Σολωμού.

Ι δ01:• αυτά :

ΟΘΩΝ

ΕΛb:Ω ΘΕΟ'Υ' ΒΑΣΙΛΕ'Υ'Σ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

« Λπονέμομεν εις τον κόμητα Διονύσιον Σολωμον εις Ζάκυνθον τον Χρυσουν Σταυι,>ον των , Ιπποτών του Ημετέρου Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος, Και τον διευθύνομεν προς αύτον κατa το άΠΟ Αης Ιου­νίου ~ωλγ Ήμέτερον Διάταγμα.

186

ΜΕΛΕΤΉΜΑΤΑ

«Προς κύρωσι ν τούτου έκδίδομεν το παρόν ύπογεγραμμένον παρ'

Ήμών και προσυπσγεγραμμένον παρά του Ημετέρου επί του Βασι­

λικού Οίκου και των Εξωτερικών Τπουργού.

Εν Αθήναις την 3 Φεδρουαρίου 1849. ΟΘΩΝ (Τ.Σ.)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΟΝΤΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΤΟ ΕΠΙ TOf ΒΑΣΙΛ. OIKOf ΚΑΙ ΕΠΙ Τ2Ν E:S:2TEPIK2N

ΣΧΕΣΕ~Ν fΠOfPlΈION

Αριθμός 403.

Προς τον Κόμητα Κύριον Διονύσιον Σολωμόν

« ·'Εχομεν την εi..tχαρ.ίστησιν να σας κοινοποιήσωμεν, ότι δια του

απο 3 Φε6ρουαρίου Β. Διατάγματός Της, ·Η Αύτού Μεγαλειότης, ο

Σε6αστος ημίόν Βασιλε\ις ευηρεστήθη, επt τη προτάσει ημών, να σας άπονείμn τόν Χρυσούν Σταυρον των ΙπποτιΟν του Β. Αύτού Τάγμ,α­

τος του Σωτήρος, καθό διακριθέντα δια των έλληνικών αισ{}ημάτων σας

των εκφραζομένων εις πολλaς ημών ποιήσεις, αίτινες διήγειραν ενθου­

σιασμόν κατiχ τόν ύπέρ της Εθνικής ανεξαρτησίας Αγώνα.

«Συγχαίροντες ύμάς διά τό οποίον λαμ6άνετε iντιμον τούτο δείγμα

Β. Ευμενείας, σας δια6ιδάζομεν εν τφ παρόντι το άπονψηθέν 'Uμίν

παράσημον ως και το συνοδεi.Jον τούτο Βασιλ. Δίπλωμα.

«Δράττομεν δέ συγχρίJνως τήν ευκαιρίαν δια να σάς έκφράσωμεν

τα αισθήματα της πρός ημάς διακρινομένης υπολήψεώς μας.

Εν Αθήναις την 10 Φεδρουαρίου 1849. Ο Τπουρ'γος

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΟΝΤΟΣ I. ΒΑΡΛΑΜΗΣ

Ο μακαρίτης φ(λος μας λόγιος καί ποιηηΊς Παναγιώτης Ματα­

Qάγκας μας επε6ε6αίωσεν 6τι ή απονομη του παρασήμου εις τον εihιι­

κον ποιητήν, δυσηρέστησε τους αδελφο\ις ποιητaς Σούτσου, διότι ενό­

ιιιζαν ότι δεν ήτο άξιος τοιαύτης τιμής!

1~7

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΑΩΜΟΓ

.ΣΓΝΕΧΙΖΟιίΕΝ TQPA ΤΑ.Σ ΕΠΙΣΤΟΛΑΣ

Άνευ ημερομηνίας, εστάλη τη 7 Απριλίου τού έτους 1849 εις

το ταχυδρ()μείον .

•. Α 1\ I I . Ι ζ Ι Q λ I (ωεν uα ηργοπορουν να σε γραψω αν ενομι ον οτι uα ε υποσουν.

Τώρα ιδού, σου γράφω την ημέραν της γεννήσεώς σου, έπειτα από ολί­

γον καιρον καθ' ον· η ορφανία μας κατέλαβε και μετ' αυτής μία τρικυ­

μία έπανελθούσα προχθές, ψις μάς ηπείλει την τελείαν καταστροφήν.

Ο Θεός μάς έσωσεν και τας δύο φορ(χς και σε έ\tεσεν αρχηγόν της χιίJ­ρας, και ήνοιξες ευτυχές μέλλον. Ας iίναι η ζωή σου γιομάτη άπο ημέ­

ρας καί,αι ημέραι γιομάται απο ευλογίας».

Ο Δ. ΣΟΎ'

«Εάν δέν προφθάνιlς νά μου στείλυς μέ τό aτμόπλοιον τούτο μία 6αρέλα 1 αρίστης παλαιάς δερδέας, η οποία νά μήν εtναι γλυκειά, στεί­λε μου τέσσαρας φιάλας, διότι με αυτας πρέπει αμέσως είς μακρυvην εξοχi]ν να σωθώ ά:n:ο τους δαμ6άρους θοροοους και πυροδολισμ~ς του Μεγάλου ΣαΜάτου, οίτινες διαρκούν έπt τρεις ημέρας και νύκτας».

1. Λ~ δύο οιύτιχι λέξει~ syp!tφησιχν ι;λληνικά.

188

«Κέρκυρα, 14 'Απριλίου 1854

« Αγαπητε Δημήτριε,

Δεν iλα6α τό συνάλλαγμα καί είναι δύο d1ραι, πού μέ καθησύχασεν

ο Μερκάτης δια την υγείαν σου. Θα ειπής εις τον Κυ6ετον ότι αυτος γνωρ[ζει καλλίτερά μου τά πρόσωπα, με τα οποία έχει να κάμu. Συ όμως,

''α προφυλαχθι\ς, μη ζ1iτιiς απο αυτα τίποτε, ούτε ά.'t' ευθείας, ούτε πλα­γίως. Έχομεν να κάμωμεν με ανθρώπους κρυψίνους και κι6δήλους. Μείνε

σταθερος και μη ζηη)ς τίποτε, καί Μ σου ειπώ τα πάντα. Δεν επιδοκιμά­ζω, αι επιστολαί, tας οποίας έγραψες, να δια6ασ1tούν απο τον μεγάλον

φίλον I καί απο τον μπάρμπα. Ί'γίαινε». Δ.Σ.

π αραθέτομεν τώρα όσας επιστολaς ε(ναι aνευ ήμερομην(ας και ουδε εκ της σφραγίδος tου ταχυδρομείου, διακρίνεται τίποτε. Εκ τούτων τινες

εστάλησαν με επι6άτας.

« Απο τον Ιούλιον Τυπάλδον, tον οποίον πάνtοτε ηγάπησα, θα λά6uς μίαν επιστολήν, άμα φθάσυ αυτού. Θα πας προσωπικώς και μέ

αγάπην να τον συναντήσrις, συ και οι άλλοι οι ιδικοί μας».

~~ Ο δυστvχijς αδελφός σου εσώθη εκ νέον. Τούτο οφείλεται την

πρώτην φοeaν εις μόνον τόν Τοeναμπόνην, μαθητην κα~ φίλον των ενδο­

ξοτέρων ανδρών της Ιταλίας και της Γαλλίας, και. την δευτέραν φοράν,

εις αυτον καθοος και εις τον Λα6ράνον μας, τον οποlον συ γνωρ(ζεις. θα τους tvθυμη&(Ίς όταν έλθuς εδώ και θα έλθουν να σέ ιδούν μέσα εις τα

χρυσωμένα σίδερα του παλαιού κλου6ιού σου.

«Ί'ο έργον των συνεπλήρωσαν αι καλαl φροντίδες, 't'fμέραν και νύ­

κτα, της αγίας αυτής οικ~ενείας, δια την οποίαν, θα σου αφαιρέσω κάτι

απο την δια-ιtήκην μου - θα συνεννοη-Ιtούμεν, διότι και εις τούτο δεν θέ­

λω να μη είσαι ευχαριστημένος- και π~έπει να την ξανακάμω κατα τον

νέον νόμον.

189

AIIANTA ΣΟΛgΜΟr

« Εδιiι δέν με καταχρώνται πλέον ουδε · ένα φαρδίνι, και εις τήν

οικίαν μου εισέρχει-αι ή Χάρις ι-ου Θεού, και πρόθυμα έξοδεύω. Ε\.ς αvτας όμως t'άς στιγμάς, ένεκα των περιστάσεων καί της άνάγκης να μη

χάσω ι-ίποτε απο την ευμάρειαν της ζωής, την οποίαν άπολαμδάνω όταν μου στέλλης, μου χρειάζονται εκατον και τεσσαράκοντα κολλονάτα. Ημ­

πορείς να μου τα στείλης με την ησυχίαν σου.

«Ξαναδιαδάζω την τελευταίαν έπιστολήν σου, διόι-ι όταν την έλα6α ήμην ζαλισμένος καί δεν εκατάλα6α καλά».

« Αδελφέ,

Ο άδελφός σου

Δ

«Μίαν ωραίαν αυγήν, άμα ηνοιξαν το παράθυρον, προχθές, αγαπη­τόν ως το φως που εισήρχετο , μου έδωκαν τό γράμμα σου εις το κρε6-6άτι. Το έδιά6ασα μέ άπειρον χαράν, τόσον ώστε καθ' όλην την ημέραν έμεινα με αυτήν, χωρ\.ς νά συλλογίζωμαι τίποτε άλλο. Ούτε εδιά6ασα, ούτε

ωμίλησα με κανένα, παρa μόνον όταν είς κάποιον έλεγον τήν χαράν μου.

<ζ Αλλά, πρέπει αμέσως νά σου είπώ: ό,τι ο στρατος και οι πολίται . Άγγλοι έχουν επισημότερον να επιδείξουν, όλοι αvτοt μου ανα6έτουν

να σε χαιρετήσω και να σου γρ&ψω μέ τάς πλέον ευγενείς και φιλιΚι'χς

φράσεις που δύναμαι. Ο ίδιος ό κ. FINUCHEN, ό οποίος κακολογε.ί όλον τον κόσμον, ομιλεί καλeχ δια σε. Ούτος μου ανέθεσε να σου προσφέ­

ρω τα σέ6η του.

«Σέ χαιρετούν πρωτίστως ο συνταγματάρχης Άδαμ, ο συνταγμα­

τάρχης HELI , ο συνταγματάρχης FINUCHEN καί άλλοι διακεκριμέ­νοι. Ο κύριος BLAIR ε (χε την ευγενή συγκατά6ασιν να μου στείλη

ένα μπιλ~έττο και με παρiκάλει νά μη λησμονήσω να σου γράψω τας εκφράσεις σε6ασμού τας οποίας δια σέ μου έλεγεν : Εγω του απήντησα : «Δύναμαι να στερήσω άπο τόσην ευχαρίστησιν και τόσην τιμήν, το μόνον

πρόσωπον που έχω ει.ς τον κόσμον;» Οι καλλίτεροί μας φίλοι είναι ό

Φρα(ζερ, ο Ρfιδ του συμ6ουλίου, ο GISBORN και τινες άλλοι. Πολλάκις ο κόμης Δούσμανης μου είπε ευγενείς λέξεις τας οποίας λέγει πανταχού.

Ο Μαρκοράς μας, χθες μου έλεγεν: « 'Ακουσε: Αν έμ6αινα εις την

ψυχην του Μπάρμπα, θα έ6λεπα ότι αυτος πραγματικ<ι)ς σέ6εται μόνον

τόν άδελφόν σου». Εγω του απήντησα: «Ό,τι ήμπορ& νά του κάμω

εlναι νά μήν τον λυπήσω».

19.0

ΜΕΛΕΤΗ!ΙΙΑΤΑ

«Τρέχω διότι το ταχυδρομείον θα κλείση και αγνοώ αν γράφω με έννοια ν.

«Ζω εδώ, χωρlς να μου κλέπτη κανεlς ούτε ένα ο6ολον. Μου τα προ­

σέχουν όλα. Ό,τι εξοδεί•ω, εξοδεύεται πραγματικώς. ΑΊ.J.} έχω άνάγκην απο μίαν μικρaν 6οήθειαν. Αν δύνασαι, χωρtς να ενοχληθi\ς, στει'λέ μου τψ ,θά μου κάμης πρ-άγμα ευχάριστον».

Ο άδελφός σου. - Δ.

«'Υ'.Γ. Θα σου γράψω λεπτομερώς πως είμαι και πως περνώ. Δυστυχώς, τοιαύτη έΠιστολη δεν ευρέθη εις την αλληλογραφίαν, που

έχομεν υπ' όψν. Ελπίζομεν να ευρεθιΊ. ~α εκά!J, νομίζομεν ότ δεν υπήρ­

ξε λόγος.

« Ελπίζω με το γραμμhτάκι να πάνε καλά. Επικροτώ πληρέστατα εις ό,τι Εκαμες διά τον παλαιΟv και πιστον φίλον. Απο την εξοχήν, όπου σχεδΟν καθ' εκάστην μεταδαίνω, εφ' αμάξης δια νά σωθώ απο το κακον

που με απειλεί και απο τους ιατρούς, επιστρέψας εύρον την ευλογημένην

επιστολήν σου, η οποία μου αφήρεσε την αιτόνοιαν ότι η υπόθεσις επήγε

κακa και ότι συ ήσουν άρρωστος.

«Να μου το'· χαιρετq.ς φιλικώτατα, και ειπέ του να ενθυμηθτι ότι

και εγω είμαι ιδικός του και κατέγεινα μέ τον νουν περl της υπο1'tέσεώς

του περισσότερυν, παρ' όσον πιστεύει.

« Εντος δύο μηνών ο Μπάρμπας θα έχη άλλου άλλους άνεψιούς.

Αλλa σιωπή».

Ο Δ. ΣΟΤ

« Α γαπητε αδελφέ, «:Σε χαιρετά ο Π έπε Κουαρτάνος μας. Και ο ευγενiις και άμόλυντος

BLAIK' όστις είχε την συγκατά6ασιν νά μ' εύρη και μου ε(πε σπουδαίας λέξεις δια σε καi. μου εσύστησε να μη τας αλησμονήσω. -Εγω του απάν­

τησα: «Δεν έχω άλλον εις τον κόσμον παρa αυτόν' ήμπορώ νά μη τοιι

τας είπω, αφοtι θα τον ευχαριστήσουν και θα τον τιμήσουν;» Όλοι οι

συνταγματάρχαι, όλοι επl τέλους οι ανώτεροι αξιωματικοl καί πολ1.ταL

μου ανα1'tέτουν να σου γράψω τα δα-&ί•τερα σέδη των· Ο Φραιζερ, ο

UISBORN, προ παντός, δημοσίως και καθ' εκάστην στιγμήν. Ο Μαρ­Κοράς προ μιας ώρας: μου είπε: « Αν έμ6αινα εις την ψυχην του

W ARD, θα ηδυνάμην να ορκισθω ότι μόνον τόν άδελφόν σου άγαπQ.>>. Ο Ρηδ πάντοτε με ερωτq. δια σε. Ως προς τον νέον Μπάρμπαν μου

φαίνεται ότι έχει ορεξιν να μου φερθή με νέουζ τρόπουζ, αλλ' εγω μέ

τον πρέποντα σε6ασμον ετοιμάζομαι νά του δώσω ένα μάθημα, ως του

191

AllAN'fA .ΣΟΔωt:Οr

"δ 'λλ ' π , ' {!f{! ' \ ε _ωσα και α ην ψοραν. ρεπει νά μεινn οεοαιος οτι με αυτους ταυς

δεσμοiις δύναται εκ νέου να δε-tfι1, αναλαμ6άνω ε yro νά τον υποχρεώσω δι' όλην την αιωνιότητα. Ζώμ€ν εις τρομεροiις καιρσύς, οι οποίοι ολοένα χειροτερεύουν και δια πολλας γενεάς δεν υπάρχει -&ραπεία~ Μάθε, Δημή­

τρ_η μου, ότι ζω μέσα ι::ις την ησυχίαν και εις την καλiιν πίστιν εντί-θ ' - υς,.ι. ' δ λ' δ' ' .!1! λο- 'Ο μων αν ρωπων . .ι:.οω τιποτε εν μου κ επτουν, ου ε ενα σuο ν. ,τι

εξοδεύεtαι, εξοδεύεται αληθινά. Θα σου γράψω λεπτομερέστατα προσε­

χιι')~. JΟμως έχε το νου σου, αν προ της ωρισμένης προθεσμίας δύνασαι να μου στεlλης 6οήθειαν, χωρlς νά ενοχληθτ\ς.

Ο ΔΙΟΝΤΣΙΟΣ ΣΟΤ

«Φίλ 'tατέ μου, « 'Ερχετάι εις Ζάκυνθον η κόμησσα Όρσολα, και μου εμήνυσε με

τον κόμψα Αναστάσιον "ότι γνωρίζει που την αγαπώ και επιθυμεί να κάμtις και συ το αύτό''. Επιθυμεί να την συνδράμnς διά του "λόγου, εις

μίαν υπόθεσιν, την οπσίαν έχει με τον Μεσσάλαν. Κάμε το κάλλίτερον,

άλλ' έσο σταθερος εις το να μη ζηηiς ποτε τίποτε. Θα σου ει.πώ».

Ο αγαπητός σου

Δ.

«Έρχονται αυτού κάμποσοι χασομέρηδες. Σου συνιστώ, όποιος απο αυτοiις προσπαθήσn να σε περιπλέξη υπερ αυτοό σταi.ς νέες 6ρωμοδου­

λιές, να τον περγε/4ς κατά πρόσωπον αναφανδόν, μια φορa για πάντα.

~ίνη η οικογένεια από αρκ.τόμυς, με την οποίαν σε iφερu εις συνά­

φειαν, είναι ικανiι να εύρη ψωμl δLά τον εαmόν της και να μη δώση εις κανένα ούτε ένα σπυρl 'ρίζι. · ΑπΟ λάθος δικό μου έχασες εσυ ελ~rον εις ιJυνάφειαν μ' αύτήν, και με κόπον κατώρθωσαν να φέρω μερικήν τινά θεραπείαν. Όσον περισσότf.ρον υψώνεις αυτοiις τους άνθρώπους τόσον,

όταν παρουσιασθiJ περίστασις, σε κατα6ιοοζουν. Ελπίζω να iλα6ες την

επιστολήν μου η Μοία περιέκλειε καί επιστολην του Κοργιανίτη:..

Ο Δ. ΣΟΤ

Κατά το προφυλακτικον σύστημά του ο ποιητης καλεί αρκτόμυς (MARMOTTE) την άγνωστον εις ημάς αυτην οικογένειαν, της δ(δει

δηλαδή, το όνομα του τρωκτικου εκείνου ζώου αρκτόμυς (ARCTOMΊ'S MARMOTA) πού δυσκόλως πιάνεται, φροντίζει δια την σωτηe{αν του κ.αι κατά τόν χειμώνα εις ασφαλεστάτας όπάς διαμένει εν νάρκη. Ση-

\92

MEΛETIDIATA

μειωτέον ότι μεταφοριΥ.ώς ιταλιστι λέγεται ΜΑRΜΟττ Α ο ακαμάτης,

ο μη κοινωνικός, ο άσχημος και οι τοιούτοι. · Αλλ' εδώ ο ποιητης δίδει την πραγματικην σημασίαν. Δια τούτο ο αδελφός ωι:αντών του λέγει:

LE MARMOTTE RESTERANNO SEMPRE NELLE LORO ΤΑ· ΝΕ, δηλά δη : «οι αρΚτόμυς θα διαμένουν πάντοτε εις τας οπάς τ~.

c8 ;Μαtον, Ε. Ν.

«'Σου γρ&φω απο Π lλεκα, &που ζω από είκοσι ν ημερών και όπου έρχεται καί μ' επισκέπτεται ο αγαπητότατός μον Φeαί.ζεe έφιππος·

μοιι υπεσχέθη 6τι θα έρχεται συχνότερα, αν και απέχει εννέα μ(λια απΟ την πόλιν. Εδώ έγw χα(ρομαι την γαλήνην Πσιι δεν ηδυνήθην να εvρω

παρά ολίγας ημέρας προ του Πάσχα, κατά τάς οποίας η διάνοιά μου ησύ­

χασε με την 6ε6αιότητα εκεlνου, που εlχε συλλάβει διά σε και το οπο(ον σημεία τι-..ά αόριστα και 6αθέα ηλθαν έξωθεν να επι6ε6αιώσουν. Μερι­

κοl παλιάγltρωποι της . εΠοχής ητοιμάζοντο μέ τον Μπάρμπαν νά σου κά­μουν μεγάλον κακόν. Αλλ' εγ<l> επέτυχα ώστε σότος ο τελευταίος νά με

6λέπη καθ' εκάστην · με την εξοχωτέραν μερ(δα των . συμπολιτών του, οι οποίοι πάντοτε μου λέγουν να σε χαιρετήσω και μ' ερωτούν δια σε και

μου ομιλοw με το μεγαλήτερον σέ6ας, και μεταξ\ι τούτων άνθρωποι με

τους οπο(ους δεν είχες ποτέ σχέσεις, ω; ο Γουδάους. - Εν4> έγώ ειρ­-γαζόμην όπως συνηθίζω, εκείνοι δε οι κύριοι υπούλως, διεδόθη ότι πλη· σιάζει η πτώσις του υπουρ.γείου. Τότε εtπα εις τους ημετέρους και εις

τους 'Α γγλους. «Θα ίδωμεν μίαν κωμφδίαν αληθινά ωραία ν: ο αδελφός μpυ επολιτεvθη με αληθή οξVνειαν σvμφωνα με τόν καιρόν μας ΠΟύ απαι­

τεί δαθμιαίας μεταρρυθμίσεις. θά ίδωμεν ότι το ύΠουργεί.ον θα επι­

κυρώση τα όσα είπεν ο αδελφός μου εις τον W ARD». Χαριτωμένα πρά· γματα εlχα να σΟ'\J γράψω, σλλ« μου ' λείπει ο καιρΟς και σού γράφω με

δίαν. Η τύχη ηυδόκησε νά δια6άσώ τον λόγον του νέου υπουργού, όστις άνε6άζέι ως τα ιiστρα το όνομά σου, καί, δια να σε ευχαριστήσn τε­

λείως, κάμνει λεπτον υπαινιγμον και του ιδικού μου ονόματος. Όσον δια το μέλλον, 6λέπω πολλά πράγματα και ίσως, σου τά γράψω. Ο

αστυνομικος κλητΎjρ πηγαίνει εις την πόλιν και εγ<h πρέπει με δυσαρέ­σκειάν μου. να σταμαη')σω. Στείλε μου εγκαίρως τό μηναίον έως -ι-ας

18 του μηνος Ιουνίου . Λάδε την καλωσύνην να πληρώσης ό,τι οφείλω

εις τον Ρά'ίνερ. Πίστεψέ με δεν ηδυνήθην να μη δαπανήσω τα περισ­σείιματα. Τώρα θα τα οικονομήσω. Ειπε εις τόν Ρά'ίν~ρ. ότι έμει{~";τολ.Ον

_/

καιρον εις την εξοχήν, όπου δεν 6λέπω τον Μερκάτην λυπημένον απο

οικογενειακά συμ6άντα. 193

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛQΜΟr

«Το καλλίτερον πράγμα, που η ζωi} δύναται νά μου παρέχn, είναι

το νά διαβάζω είς τας επιp-τολάς σου: εtμαι καλά. Δια6άζω και ξανα­

διαδάζω αυτaς τας λέξεις, επί τινάς ημέρας καί -όστερα, αν καί γελω

με τον εαυτόν μου. πάλιν τάς διαδάζω: ε{μαι καλά.

«·'Ολα, όσα μου γράφεις ε(ναι καλά. Όμως, αν η υπόθεσις του

Μακρή δεν είναι τελειωμένη, γράψε μου με ποιόν τρόπον νά σου στείλω

εξήντα κολλονάτα απο το περίσσευμά μου δια να μή λείΨης συ να μου στείλυς τα εκατον διά .δύο μήνας. Και ούτω κατ' εξακολούθησιν κάθε

δύο μήναςς.

ο αγαπητός σου ΔΙΟΝΎ'ΣΙΟΣ

«Σου έγραφα, εις μίαν έπιστολήν μου μέ ποιόν τρόπον εtναι δυνατον

νά σου στείλω εξψιτα κολλονά.τα, και σύ επί δύο μήνας να εξακολου­

θι1ς να μου στέλλης τά εκατόν. Και ούτω πάντοτε και κάθε δύο μήνας

προκαταδολικώς. Ήθελα, μάλιστα να σου τα στείλω · με τον Λούντζην rΊ.λλ' αυτος πολv άργa με συνήντησε.

«Σοϋ έγραφα επίσης διά το παιδιάστικο διά6ασμα και ξαναδιά6ασμα

των λέξεων: «Είμαι καλά». Τώρα, φρόντιζε να μου τας γράφης πάντοτε

δια νά ειμπορω την στιγμην έκείνην να αισθάνωμαι τόν εαυτόν μου εύ­

τυχή».

Ο ΔΙΟΝΎ'ΣΙΟΣ ΣΟΎ'

Αυταt fίναι αι επιστuλαi. του ποιητού μας προς τον αδελφόν του,

τας οποίας μέ τόση~ εύγένειαν μας παρε.χώρησεν ο φίλτατός μου κόμης Δημήτριος Λούντζης Σολωμός.

Ο ποιητlις ήτο πολu γεννιιιος και έλεήμων, ο δε αδελφός του, μη έχων τά αισθ1ηιατα ταύτα πολ\ι ανεπτυγμένα, πάντοτε του εσύσταινε

οικονομίαν. Ως προς το κρασl δεf!δέαν, έγραφεν ο αδελφός του ότι του

έστελλε πάντοτε απο την καλλιτέeαν ποιότητα. ·Ενίοτε, τον παρεκάλει να

μη πίνυ πολiι κρασL κιιί του έγραφεν ότι και οι φίλοι -rου itα ιiπινι:ίν

διότι ποΜ συχνu του εζήπι άποστολην από δαρέλας με δερδέαν. Πολλάκις του έγραφεν ότι δεν του στέλλει σταφίδα, διότι του

είναι άχρηστος. Αν ομως 1)-Ιtελε δια τους φίλους, του έστελλεν απο την

εκλεκτiιν καζαλίνα,. την οποίαν εκράτει προς οικιακην χρήσιν. Ο ποιη­

τής ηγάπα υπερ6ολικu τά παξιμάδια με σταφίδα ζυμωμένα στό σπήτι.

Διο ο αδελφός του τακτικa του έστελλεν αρκετον ποσον απο αυτά.

Ο αδελφός του πολv ευχαριστε(το με τάς συμδουλάς, τάς οποίας

του εστελλε και του εξέφραζε ευγνωμοσύνην. Δυστύχημα ε(ναι, οτι οσάκις

194

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

του εστελλεν ό ποιητης ύπομνήματα ιδιοχείρως γραμμένα., του εδιδε και

την εντολfιν να τά καύση. Και τα έκαιεν. ·Επειδη ο αδελφός του εlναι πολiι συνδεδεμένος με τήν ιστορίαν της

Επτανήσου, δημοσιεύομεν το έξής άπόσπασμα, έν μεταφριάσει, εξ επι­

στολής της 19 Ίουλίου τού 1849, το οποίον άφο'ρό. τόν έαυτόν του.

«Μάθε, λέγει προς τον ποιητήν, μάθε όμως ότι δεν μ' αρέσει νά

παραδίδωμαι εις ονειροπολήματα, ουδε έχουν δι' εμε τα δημόσια vπουργή­

ματα τοιαύτην και τοσαύτην επιρροi)ν ό)στε νά με αποπλανήι:ιουν. Ε(ναι

τώρα σχεδΟν πέντε έτη, καί αυτη ή θέσις παρήγαγεν εις εμε ως καρπον

μόνον πικρίας, έχθρας παντός είδους και μίση και καταδρομάς. 'Επειτα

απ' όλα αύτa ημπορεί κανεtς να ε(ναι εύχαριστημένος; Θα μοϋ είπης:

Διατl δεν aποσύρεσαι εις την ήσυχον ζωήν; Διότι τότε γίνομαι. το σκοπό­

σημον όλων εκείνων των λυσσασμένων σκύλων, άπο τήν . μανίαν των ο­

ποίων πρέπει νά. προφυλαχθώ».

Τον ποιητην έσέδοντο πολυ ολοι Οί Άγγλοι. Οϊ ανώτεροι ~ξιωματι­κοί και ο Αρμοστi]ς ο ίδιος οσάκις τον συνήντων, εσ..:αματούσαν δια να

τον χαιρετήσουν. Και ο ΑρμοστΎjς εφ' αμάξης ευρισκόμενος μετό. της συ­νοδίας, διέτασσε να σταματήση η ciμαξα όπως τον χαιρετήση. -Επίσης

τό άνθος της κερκυρα·ίκης κοινωνίας μεγάλως τον εσέδετο, ως καί ο λαός. Γνωρίζων τούτο ό άδελφός του, ενίοτε πιεζόμενος του εσύσταινε

φίλον η γνώριμον δια ρουσφέτι, αλλ' ό ποιητi)ς εθύμωνε, διότι ουδέποτε r}-&ελε να συστήση άν-&ρωπον. Και όταν υπεχρέούτο 'να το κάμη, το έ­

καμνε με στενοχωρίαν.

· Ο ποιητi]ς δεν ήθελε νά του επιδάλλωντΟ.ι. ·'Η θελε νά τιμωρψαι

η κακία, να ε(ναι ελευθέρα 1) δικαιοσύνη, να μη πιέζωνται αι αρχαl δια

να κάμουν άδικίας· να τιμώνται και να 6ρα6εύωνται οι ενάρετοι καί οι τίμιοι. Τούτο φαίνεται και εκ των επιστολών του αδελφού του.

. Επιστολη του αδελφού του της 13 Οκτωβρίου του 1856 του δίδεL λογαριασμον των εισπραχθέντων και τελειώνει με την ευχάριστον είδη­

σιν ότι: «το προ σε χ ες έτος, ελπίζω, θα ευρεθfις ελεύθερος απο κάθε

χρέος καί χαίρομαι ολοψύχως διότι μεγάλη είναι η ικανοποίησις νά μη

χρεωσηί κανεtς εις καvένα». Δυστυχώς της χαροποιάς ταύτης ειδήσεως, ο ποιητΎjς δεν ειδε την πραγματοποίησιν, διότι, έπειτα' απο τέσσαρας

μi]να~ άπέθανε. ΣΠ. ΔΕ ΒΙΑΖΗΣ

«Ιle<ν <χθ'ij ν <:ο:ιοι. », 15 Νοεμορ!οιι 1909, σ. 82

195

AllANTA ΣΟΛ2ΜΟr

ΑΝΕΚΔΟΤΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΤΟΤ ΣΟΛΩΜΟΤ

Φίλτατε κvρι.ε Μιχαηλίδηs

Ταξινομών πρό τιν6ς αρχαία χειρόγραφα εν τφ μικQΦ οικογενεια­

κψ μον αρχείφ ευρ6ν μίαν ιταλικi)ν επιστολi)ν με χρονολογίαν τον 1833 απευθννομένην προς τόν Γεώργιον Τερτσέτην. ·Ανεγνώρισα αμέσως την

γραφ1)ν τσυ Σολωμού, γνωστήν μου εξ άλΛων ιταλικών aυτογράφων του.

Με συγκίνησιν ανεζήτησα την υπογραφi}ν καί ευρόν τα δύο αρχι.κ(ι D. S. Μετa την ανάγνωσιν ομως επείσθην ότι, καί τα στοιχεία εκείνα αν ε'λειπον, ήρκει το περιεχόμενον δι.α να με 6ε6αιώστι αδιστάκτως.

Παραδίδω δια των «Παν~θηναίων~ εις την δημοσιότητα το πο­λύτιμον εύρημα. Π ολύτιμον διότι εν ττι επιστολή τaύττι περιέχεται ολό­

κληρον πρόγραμμa και ολόΚληρος πολεμική, ονχt ως σάλπισμα προς το κοινόν, άΊJ...t ως φιλικη έξομσλόγησις και φιλικi) μομψη και παραίνεσις.

Σσυ στέΊJ...ω τό ιταλικον κείμενον καί δοκίμιον μεταφράσεως. Προσθέτω μόνον τας εξής ιστορικclς εξηγήσεις. .

Η επιστολi) ενρέθη μεταξυ της αλληλογραφίας τσυ Τερτσέτη

προς τόν Αντώνιον Μάτεσιν (1794 - 1875) τον ποιητi)ν τσυ cΒασι­

λικσώ. ΤΟύζ δύο τούτσυς άνδρας συνέδεον στενi) συγγένεια και φιλία

και κοινος θαυμασμός καt αγάπη προς τον Σολωμόν και το έρ­

γον του. Η αΊJ...ηλογeαφία των είναι ογκωδεστάτη, διαρκο-ύσα επι μίαν

σχεδΟν πεντηκονταετίαν απο της πρώτης εκ Ζακύνθου αναχωρήσεως του Τερτσέτη μέχρι τον -/}ανάτον του.

Ο Σολωμος επαΥελθών δι' ολίγας ημέρας εκ Κερκύρας εις Ζά­

κυνθον κατa το 1833 ευρίσκετο εν μέσφ ταυ κύκλου των νεανικών του φίλων, οίτινες τον ε{}εώρουν ως διδάσκαλον. Εκείθεν έγραψε προς τον Τερτσέτην, διαμέyοντα τότε εν Ναυπλίφ και την επιστολi)ν ταύτην

φαίνεται ότι κατόπιν ο Τερτσέτης έστειλε προς τόν Μάτεσιν. Το ποίη­

μα, περι ου ο λόγος εν τ:η επιστολi1. ε(ναι αναμφιβόλως το «Φίλημα», γραφεν επι τη ευκαιρία της καθόδου του Όθωνος και δημοσιευθέν εν Ναυπλίφ τω 1833, το αρχόμενον δια των στιχων.

Ελλάδα μου, πατρίδα μου,

Ω τάφε των γονειών μου ...

Αλλa ποιά αρα γε να είναι τα πεζά, τα οποία τόσον εσκανδάλισαν

τον Σολωμον εν Κέρκύeα; Μ' όλας τάς εeεύνας μοv δεν ηδυνήθην

196

να εύρω δημοσίευμα του Τερτσέτη προ του 1833. Επίση~, αγνοώ ποιος είνα~ ο υπαινισσόμενος C πρός ον ηδύνατο εν ενδεχομέν~ιι; οιΚονομι~

, ' ' τ ' · · ο ' μά καις αναvκαις να καταφυγη ό ερτσετης. - . ψε(?Qμενος αις ρ-

τυς της παροδικής ανεχείας του ποιητού είναι ο Ιωάννης Γα.λδάνης

πατijρ του αοιδίμου καθηγητού, εις εκ των εγκριτωτέρων εν Ζακννιtω δικηγόρων της ε.<τοχής, νομ{ζω δε και δικηγόρος του Σολωμο{, εν τη πολυθρυλήτφ δίκτι. ·

Αθήνησι 3 Ιανουαρίου 1903.

ο σο~ Α. Σ. ΜΑτΕΣΙΣ

Μετάφρασις:

Ζάκυνθος, 1 Ιουνίου 1833, π.ε. - Εδιά6ασα; Αν · μου είχες

στε(λτi το πο(ημα πριν το τυπιοσΊJς - αυτο θα κάμuς dλλην φόρaν -τώρα -&α ήμεθα πλέον ευχαριστημένοι και οι &ύο μας, τόσσV δια το

νόημα της τέχνης, όσον και δια την μορφήν, ~ου το εζήτησες. Και δια τό σύνολον καί δια τα μέρη. Μα και τώρα όπως είναι., μένω ευχα­

ριστημένος. Τα ελαττώματα, που δεν ε(ναι όλίγα, τα φθάνουν οι εtιμορ­

φιές. Όσον δια τες στροφές 2, 6, 7, 8, 9, 10 ακροάσου καλά . 'fζώρ­τζη μου - και θ' ακούστις απο με χειροκρότημα - χειροκρότημα

πού δεν έχει τέλος. Οι στροφές αυτές είναι η έκφρασι ψυχής γαλήνιας, αθι:Jας κα ·. αρμονικής· και εγd> διαβάζοντάς τες; εγνώρισα πως ήταν δικές σου. Δια την γλώσσαν πηγαίνει εκείνο πού λέγει ο Μικια6έλλος,

δι' όλους τους θεσμοiις των ανθρώπων, ότι μόνη σωτηρία σε κάθε δια­

φl}ορaν εtναι η επιστροψη στες . αρχές. Οι διδάσκαλοι της Ελ­λάδος γυρίζουν πολ'i'ι οπίσω. Αυτο δεν ειναι επιστροφη στες αρ­

χές. Χαίρομαι νά πέρνωνται για ξεκίνημα τα δημοτικ<ι τραγού­

δια, '~)θελα όμως, · όσοι μεταχειρίζονται την κλέφτικη γλώσσα ''α

πέρνουν την ουσίαν της και όχι την μορφήν, μ' εννοείς; _ Και όσον

δια τήν ποίησι πρόσεχε καλά, Τζώρ-rζη μου, ότι κάλο είναι βέβαια να θεμελιώνεται κανεlς σ' αυτa τά τραyούδια, αλλα. δεν είναι καλΟ να στα­

~ιατ~ εκεί. Π ρέπει να υψώνεται κατακόρυφα. Η κλέφτικη πο(-ησι είναι

εύμορφη καί ενδιαφέρουσα, δίότι με αυ-tΎjν άνεπιτήδευτα επαράστησαν

οι κλέφτες την ιδική τους ζωή, τες ίδέες και τα αισθήματα. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον 'ς το δικό μας στόμα. Το έθνος ζητεί απο 'μας τόΥ θησαυρον της διανοίας μας, της ατομικής, ενδυμένον εθνικά. Αν ήμεθα

197

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛ2ΜΟr

μαζί, {}α ωμιλούσα, πιστεύω, καθαρώτερα. Εδώ με 6ιάζουν να κλείσω

το γράμμα, . σiλ&. θέλω να κλέψω καιρόν, γιατl ε χω ακόμα κάτι απαραί­τητο νά σου ειπώ. Το ποιηματάκι σου αυτο ήλθεν εγκαίρως να με παρη­γορήσΊJ γαιτt μ' ετάραξαν πολv στην Κέρ-ιιυρα εκείνα τα πεζά σου.

Πως λοιπόν, έλεγα; 'Τστερ' απο τόσα και τόσα που είπαμε και τόσο που. εγελάσαμε και τόσο που αγανακτήσαμε, πηγα(νει χαι αυτος με την

φατρίαν εκείνων που σκοτώνουν τον πολιτισμον τής :Ελλάδος; Τόσο

μεγάλη έγινεν η θάλασσα της ένοχης συνήθειας, όπου δράζει γuρω του, Ο)στε τον έκαμε να πιστέΨn ότι τά τελευταlα της ακρογιάλια κλε(νουν όλην την Ελλάδα; Το κό:μνει άραγε απο ανάγκην; Αλλ' αν κ' εγω ακόμη ήμουν τόσο πτωχος όπως ήμουν τότε όταν έστειλε χαι μου εζήτησεν

εκείνα τα ολίγα χρ-ήματα, που δεν τα είχα,-καί ο Γαλ6άνης το γνωρlζει

-που δεν είχα οVτε απο το ψωμί μου να τα οικονομήσω, γιατι δεν κατέ­

φευγε στον Κ. καλλίτερα, παριΧ να κάμΊJ τόσην καταστροφήν ; Μόνο μία σκέψι με παρηγορούσε· ότι έγινες και συ μέλος της Συναγωγιlς και έρρι­

ξες το ίδιο κουρέλι στους ώμους, κινούμεν()ς καt ψάλλοντας όπως αυτοί,

δια νά ημπορέσης ύστερα, όταν Ελθη η ώρα, να τους συντρίΨnς. Ομι­

λώντας με τον Μάτεσιν του είπα αυτήν την υποψία και την εδυνάμω­σα ενθυμούμενος πόσο μίαν ημέρα κατηγορούσα μαζί σου τον εαυτόν

μου ότι με τόσον ολίγη φρονημάδα ήρχισα να περιγελώ την Βαδέλικην γλώσσαν τους, πριν ακόμη προοδεύση η ιδική μας. Και εκείνος μου

εδεδαίωσε την υποψίαν, άΠο μερικιΧ λόγια, που του έγραφες εις ένα

γράμμα σου. Όπως και αν είναι, γράψε μου, καθαρα δι' αυτο το ζή­τημα χαι δια χίλια άλλα και πρόσεχε γράφοντας να μη φορέσης τα μα­

νικέτια, αλλa να πετQ.ς έξω ό,τι σου έρχεται, σαν να συνωμιλούσαμε.

Δεν θαήτο καλο να ερχόσουν εδώ δια κανένα μήνα; Θα ήτο καλο

και δια τους δύο μας. Τότε θ' ανέβαλλα κ' εγω το ταξίδι μου της Κερ­κύρας. Μα εδ<ι) δεν μ' αφίνουν νά γράψω ούτε μία λέξι. Και δεν μου · μένει καιρος παριΧ μόνον διά να σοϋ ε(πώ ότι είμαι πάντοτε ο πολυα­

γαπu)ν σε φίλος.

Δ. Σ.

Τ.Γ. Γράψε αμέσως.

Επl της επιστολ1Ίς του Σολωμού σώζεται ακόμη σφραγlς απο ι­σπανικον κηρόν, της οποίας δίδομεν ανωτέρω το άποτύπωμα.

198

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΤ ΔΙΟΝΤΣΙΟΤ ΣΟΛΩΜΟΤ

(Μ' ΕΝΑ ΕΠΙΜΕΊ'ΡΟ)

~τα γράμματά του προς τον αδελφόν του το Δημήτρη τρεις φορες αναφέρει ο Σολωμος τη διαθήκη ·ωυ:

α) Την πρώτη φοριl σ' ένα γράμμα 1 πού μπορεί να χρονολογη-8εί με ασφάλεια στίς 20 τού Νοέμδρη του 1837. Σ' αυτό, καθιΟς και στό επόμενο (χρονολογημένο ακρι/Sως ένα μήνα αρ-γότερα, στις 20 του

Δεκέμδρη του ίδιου χρόνου) γίνεται λόγος για ένα σχέδιο που το συλ­

λογίστηκαν ίσως για μιά στιγμή, δεν τό πραγματοπο(ησαν όμως, να

συγκατοικήσουν, δηλαδή, τα δυό αδέρφια: « Αν εξακολουθείς νά έ­

χεις την ίδέα να ζήσουμε μαζί, κάμε γρήγορα, σε παρακαλώ, για νά

μήν έχω να κάνω άλλα χρέη, και 6ρισέ μου ό,τι νομίζεις, χωρtς να σου

είμαι καθόλου 6άρος. Έγ<h θα σου τα παραχωρούσα καί όλα ακόμη, αν αυτο δεν ήταν riντίθετο καί. στη δική μου καί στη δική σου την α·

ξιοπρέπεια. ΟιJτε καί {}' αλλάξω ποτε τη διαθήκη ~Ού μου την υπα­γόρεψε τό καθήκον σε απόλυτη συμφωνία με την αγάπη».

δ) Τη δεύτερη φοριl αναφέρεται η διαθήκη πολλa χρόνια αργό­τερα, σ' ένα συγκινητικο γράμμα 2 μέ χρονολογία 9 του Δεκέμβρη χω­ρtς όμως νά δηλώνεται καί ο χρόνος, που φαίνεται δμως πως είναι του

1852 - μια χρονιa πού είχαν πέσει στην Κέρκυρα πολλες αρρώστειες.

« ΑδερφΕ» γράφει «θα ξέρεις κιόλας πως απο πολuν καιρο ζούμε περι­κυκλωμένοι απο πολλΕς αρριώστειες κι απb πολλο-uς θανάτους». Τώρα οι αρρώστειες είναι λιγότερες, όμως πιό δαριές, το πιο πολ\ι τύφος. Κι

απάνω στην προοπτικη ένος ενδεχομένου 3ανάτου εξακολουθεl τό γράμ­μα σάν υποθήκη, πως στην · Ιταλία δεν πρόκειται να πάει, και «Εκεί -έκεί» ( στή Ζάκυνθο, δηλαδη) δε θα ζήσει ποτέ. «Π ρέπει λοιπον να

σοιΙ πω πως τη διαθήκη μου, που την έχω ετοιμάσει πoλ"JJJ. χρόνια τώ-

1 • .Σπuρ. Δε Βιliζ'Ι)ς Ποιvοιθ-.')νοιιοι 18, 1909, 116. 2. Παναθfιναια 19, 1909) 10, 82.

199

ΑΠΑΝΤΑ .ΣΟΛgΜοr

ρα κι όπου σου τ' αψήνω όλα, την έχω καταθέσει στον συμ6ολαιογράφο

Μάνεση που δεν ασκεί πια το επάγγελμα».

γ) Τέλος, σ' ένα άiJ.o γράμ"μα, 1 αχρονολόγητο κι αυτό, του ίδιοv

όμως καιρού πάνω κάτω (1852 - 53) -γράφει, ύστερ' απο κάποια αρρ<ί>­στεια που πέρασε: « Ο δυστυχισμένος σου ο αδερφος σώθηκε πάλι». Την πρώτη ψορa μ• έσωσε ο Τορναμπόνης, τώρα ο Λα6ράνος - -θυμήσου

τα ονόματα όταν lρθεις εδώ. Το έργο τους το συμπληρώσαν οι εξαι­ρετικες (θεικές, γράφει Κατa λέξη) φροντίδες ΠΟύ μου έκανε μέρα νύ­

χτα αυτΎι η αγία οικογένεια, «Που γιά χάρη της θα σου αφαιρέσω κάτι απο τη διαθήκη μου (θα τα συμφωνήσουμε, γιατι δε θέλω ούτε και σ' αvτο νa ·δυσαρεστη{)οείς)».Την «άγια οικογένεια» αυτη τη μνημονεύει

· συχνa στα γράμματα τούτης της εποχής, ο Σολωμός. Φαίνεται πως την πήρε κοντά η>υ απο φιλανθρωπία η και για να τον κοιτάζει, και δεν

ε(ναι απίθανο να είναι η οικογένεια _του υπηρέτη του του Κάνδυλα.

Έξω απο τη μνεία αυτi] στα γράμματά του, είχε 6ρει ο κ. Α. Χ. Ζώηζ στο aρχειοφυλακείο Ζακύν-3-ου τα λείψσ.να απο μια δια~κη τuυ

~ολωμού. 2 Στα χαρτιa του συμ6ολαιογράφου Γ. Δικόπουλον υπήρχε. το «επικάλυμμα:. ( φάκελος;) μονάχα της διαθήκης μέ τις ακόλοι:-3-ες πληροφορίες: στίς 19 Νοέμ6ρη (1 Δεκέμ6ρη του 1828 ο Διονύσιος

· Σολωμος κάλεσε σΠίτι του τον συμ6ολαιογράφο και εκε{, μπρος στους μάρτυρες Ανδρέα Γαέτα, Δημήτριο Κοκκίνη, και Ιωάννη Γαλ6άνrι

(δικηγόρο πατέρα του γιατρού, και πολ.Ο φ(λο του Σολωμού) του παρέ­δωσε σφραγισμένη την ιδιόχειιn~ διαθήκη του. Οι μάρτυρες ορκίστηκαν

πως θα κρατήσουν τό μυστικό. Κι αργότερα μια άλλη σημείωση: πως

στις 5/17 Οχτώδρη 1831 ο συμδολαιογράφος προσκαλέστηκε πάl.ι

στο σπ(τι του )Jολωμού και aποσφράγισε η) διαθήκη. Ο κ. Λ. Ζώης,

ερεύνησε στο αρχειοφυλακε(ο για να 6ρει μια δεvτερη διαθήκη, οι έ­ρευνές του όμως στάθηκαν άκαρπες.

Οι δύο χρο·Ι'ολογίες- κατάθεση της διαθήκης και απροσφράγιση

,___ μπορούν ωστόσο χάτι να μας πουν. Την ίδια μέρα που καταθέτει

η) διαθήκη, στις 19 Νοέμ6ρη 1828, ο Σολωμός ορίζει στον ίδιο συμ-

6ολαιογράφο γένικούς τους επιτρόπους · τον Ιωάννη Γαλ6άνη και τον

Εμμι:iνουi)λ Λεονταράκη, τον άντρα της μητέρας του, γιατι ετοιμαζό­

ταν να φύγε~ για την Κέρκυρα. Την εποχη εκείνη δρισκόταν σε διά­

σταση με τον αδερφό του το Δημήτρη και . είχαν προηγηθεί διάφορες

1. Πιχνιχ91; νσ.ισ. 19, 1909) 10, 230 ~

2. Πεptαδι;:ό Ιόν ιο, ανθολοy!~. 10, 1936, τεuχο~ 113 -115.

200

MEΛETIDIATA

προστι_>ι6lς ανάμεσό τους. Στα 1831, ο Σολωμος γυρίζει γιά πρώτη φορι':ι στη Ζάκυνθο, δεν ξέρουμε πότε ακQιδως, 1 στο διάστημα όμως

του ταξιδιού αυταU συμφιλι(οθηκε με τον αδερφό του. Στις 29 Οχτόr

δρη 1831 έχουμε νέο πληρεξούσιο, όπου ορίζεται επίτροπος ο Γαλ6άνης, πάλι, αυτiι τη φορι':ι 6μως μαζl με το Δημήτρη. Για · τη συμφιλ(ωση τους

μιλά ρητa ο Σολωμός και στο πρώτο γράμμα που έστειλε του αδερφού

του απο την Κέρκυρα. Η ακύρωση της διαθήκης ε(ναι το αποτέλε­σμα της συμφιλίωσης αυτής. Ψυχραμένος καθrος 6ρισκόταν με τον α­

δερφό του στα 1828 ασφαλώς θα του άφηνε πολiJ λίγα με τη διαθήκη

του, αν δεν τον αποκλήρωνε Κι ολότελα. Με την ακύρωση θέλησε τώρα

να επανορθώσει την αδικία.

Έκαμε αμέσως άλλη δια-ιtήκη- η πότε την έκαμε; Η πληροφορία

πού μας δίνει ό ΣολωμΟς στο δεύτερο γράμμα, πώς τη διαθήκη την είχε

καταθέσει στο συμ6σλαιογράφο Μάνεση, . ήταν ένα στοιχείο πολύτιμο, πού μπορούσε να μας 6οηθήσει για την ανακάλυψή της. Έτσι με το

μέσο του πάντοτε πρόθυμου και σε6αστοt'ι φίλου κ. Λ. Χ. Ζώη, ζήτησα πληροφορίες α.Πο το aρχειοφυλακείο Ζακύνθου, πήρα 6μως την απάν­τηση πως συμ6ολαιογράφος Μάνεσης δεν υπάρχει στην Ζάκυνθο, παρά

μόνο στον 18ο αιώνα. Ο Μάνεσης του γράμματος -&α έπρεπε, λοιπόν,

νά εtναι συμβολαιογράφος στην Κέρ-κυρcί κ' έπρεπε της Κέρκυρας τα αρχεία να ερευνηθούν.

Στο μεταξ\J όμως ο σεδαστος φίλος κ. Μαρίνος Σιγούρος, που

6r,ισκόταν τότε στην Κέρκυρα, στάθηκε τυχερός ν' ανακαλύψει τη δια­

θ{lκη του Σολωμού κα~ μου -rην έστειλε · μαζl με διάφορες άλλfς πολύτιμες

πληροφορ(ες δίνοντάς μου, με τη γενναιοφροσίJVη που τον χαρακτηρί­

ζει, καί την άδεια να τη δημοσιιfψω.

Iδoit τό κείμενο της διαθήκης:

Κέρκυρα, 23 είκοσι τρεις του Ν οέμ6ρη 1835 τριάντα π6,•τε, ετος ,

νεο.

Θέλοντας εγrο ο υπογεγραμμένος να διαθέσω τα πράματά μου γιά

την περίΠτωση ξαφνικού θανάτου, με τούτη μόυ τη ( ••• ) 2 διαθήκη δια-

1. Γι~ τδ: τ~ξί~ισι τοu Σολωμοό στ~J Ζιiχu·ιθο ~λέπε:. r. Ζώροc, (ΠεφσιΥχιί) rράι.ι­μσιτο; 2, 194·2, 172. Είμ~ι υποχρεωμένο~ ΙΙ/! έ:trι.•ιοpθώσω μιδ: πσιpιίλetΦΥΙ ποt> ~ε\' έr.ρεπε νό: ε[χε γίνει, ότι 1) ΜοΥ} τοιι ιίρθροu, η χpΥ)σψοπο!-rJσΥJ ~Υ)λ~ή των πλΥJ­ρο:pοριύ'ν τ'tjς • Εφτ;μεpίδο\; Ιο·ιίων Νijσων• οφείλsτσιι σε ~ιxofj μου uπό~eι;Υ).

2. Δεν μπόρzσιz νοι εξσιχριΜισω τ-η οrιμιχσlιχ τη\; Ηξ'Υjς cedotare. Μήπω~ εlνιχ.ι ).ιίθος γ potq> ι κό ; ·

201

ΑΠΑΝΤΑ :ΣΟΛQΜΟf

λέγω κ' έγκαθιστώ γενικό μου κιληρονόμο τον πολυαγαπημένο μου άδελ­

φο Δημήτριο κόμητα Σολωμο του ποτέ κόμητα · Νικολάου.

Διονύσιος κόμης Σολωμος του ποτέ κόμητα Νικολάου.

Η διαθήκη εtναι ιδιόγραφη, Καί μάλιστα κατα τόν κ. Μ.

Σιγούρο, «τό πιο καλλιγραφημένο και πρυσεχτιΚο χειρόγραφο του Σολω­μού που είδε». Στό πίσω μέρος σημειώνεται η κατάθεση, που έγινε στις

11)23 Νοέμβρη 1835 ώρα 2 μ.μ. στον συμδολαιογράφο Κερκύρας Θεόδωρο Μ&νεση του ποτε Ευσταθlου. Για μάρτυρες υπογράφουν: Α.

Σωμερίτης (της γνωστής ζακυl}ινής οικογένειας); Π. Βρά"ίλας (ο φι­λόσοφος και διπλωμάτης) και Θωμάς Δημουλίτσας. Η διαθήκη δημο­

σιεύεται στό ειδικο διδλίο Π{)ύ σώζεται στο αρχειοφυλακειο της Κέρκυ­

ρας: «Βιβλίον δημοσιεύσεως (μυστικών) δια{)ηκών απο 4 Ιανουαρίου

1843 έως 6 Μα'ίου 1857» (Α' τόμος. Πρωτοδικεiον δεσμις 2258). Στη σελίδα 342 η πράξη του δικαστηρίου (23 Φεδρουαρίου 1857) που δη­μοσιεύει τη διαθήκη. · AJto κάτω υπογράφει ο αρχειοφύλακας καί δε-6αιώνει ότι παρέλα6ε τη διαθήκη. - Τη διαθήκη τη διαβιβάζει στον

έπαρχο ο δικηγόρος Π έτρσς Κουαρτάνος (ο φίλος του Σολωμού και

εκδότης των ιταλικών ποιημάτων). Όλα αύτa άπο τις πληροφορίες του κ. Μ. Σιγούρου.

Ξερη ίσως φαίνεται στήν πρώτη ματιa καί υπόfhση πολυ «οικογε­νειακi]» η διαθήκη του Σολωμού. Όμως καί το πιο ξερό, και το πιο

«οικογενειακο» χαρτι παίρνει άλλη όψη όταν δγαίνει απο τό χέρι του

ποιητή. Στη διαθήκη είναι θαυμαστη η λιτότητα στην έκφραση· (εκεί­

νο τό CARISSIMO, αίφνης δίπλα στην επίσημη αναγραφη όλόκληροου του ονόματος και του τίτλου, που ξαναγυρίζει δυο φορές). Κοιταγμέ­

νη απο πιο κοvτa η «ξερ1Ί» αυτη διαθήκη έχει πCσω της ένα δράμα -το φοδερο δράμα που δηλητηρίασε τη ζωi] του Σολωμού, την οίκογε­

νειακη δίκη ,την αντίθεση με τη μητέρα.

Το 1831 ο Σολωμός άκυρώνει την παλι<i διαθήκη, ύστερ' απο τη

συμφιλίωση, καθώς είδαμε, με τόν αδελφό του. Δε {}α έκαμε αμέσως:

αλλη. Δεν ύπήρχε ~νάγκη. Κανονικa ο αδερφος θα Κληρονομοuσε τον αδερ'φο και την . κληρο,•ομια θα τη μοιραζόταν κ' η μητέρα. Από το

1833 όμως αρχίζει η τραγωδια της δίκης. Ο Ιωάννης Λεονταράκης

202

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

παρουσιάζεται σάν τρίτος αδερφός από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα-- νόμιμος μεταθανάτιος γιος τού κόμητα Σολωμού. Αν κέρδιζε,

ο ποιητi]ς θα έχανε ολότελα την περιουσία του, κα~ είχε αποφασίσει, οπως μας λέει ο Πολυλάς, να εγκατασταθεί στο Παρίσι καί να μετα­φράζει νέα γαλλικιΧ 6ι6λία στα ιταλικιΧ γιά να κερδίζει το ψωμί του.

Μεγαλύτερο όμως απο το υλικο ήταν το η~ικό χτύπημα. Ο Διονύσιος, αντίθετα, καθως φαίνεται, απο το Δημήτριο, χώρια απο τη μεγάλη

στοργη καί την αγάπη που έτρεφε προς τη μητέρα του εtχε κρατήσει

και επαφi] με τη νέα της οικογένεια. Στο σπίτι του Λεονταράκη, κατa

τη μαρτυρία του Μάτεση, 1 μαζε{•ονταν οι φίλοι του Σολωμο-ό, και φε-ύ­

γοντας το 1828 για την Κέρκυρα επίτροπό του αφήνει μαζi με το Γαλ-6άνη και τον · Εμμανοιrηλ {\εονταράκη. Γι' αυτο και η στάση τής μη­τέρας τον πίκρανε θανάσιp.α. Στα χαρτιιΧ τής δίκης, 2 6ρίσκεται η κα­τάθεσή της, χρονολογημένη 8)20 Γενάρη 1836, καθως καί του «πα··

τρυιού» (του Ιωάννη) του Λεονταράκη. Η μητέρα ρητCr. εκεί ομολο­γε( πως ο Γιάννης είναι γιος του κόντε Σολωμού καί πως εκείνη τότε

αναγκάστηκε νά πεί ψέματα για να σώσει τ' άλλα της δυό παιδιά. 3

Η κατάθεση εlναι, 6t6αια, υστερώτερη απο τη χρονολογία της

διαθήκης. Π ρέπει 6μως να υποθέσουμε πως από την αρχη της δίκης

θά είχε δείξει προς τα που γέρνει η καρδιά της, κι αυτο ήταν τό μεγα­Μτερο ηθικο χnΙΠημα γιά το Σολωμό. Ολόκληρη άλλωστε ή οικογέ·

νεια Λεονταράκη ανακατεύτηκε φανερά στην υπόθεση υποστηρίζοντας τον Ιωάννη, και ο «πατρυός>> Εμμανουηλ με την κατάθεσή του καί ο άλλος

άδερφος Σπυρίδων Λεονταράκης που προσπαθούσε - οπως γράφουν

Οί δικηγόροι των Σολωμι6ν - να εξυπηρετήσει με κάθε τρόπο τον

<<ετεροθαλή» Ιωάννη .

Η ύπόθεση του · Ιωάννη είχε γίνει, καθως φαίνεται, κοινη ύπό­

θεση της οικογένειας Λεονταράκη, και με το μέρος της καινούριας της

οικογένειας (είχε έξω απο το Γιάννη και το Σπύρο και άλλες δυό κό­

ρες) τάχτηκε ανεπιφύλαχτα - οπως ήταν φυσικο και μοιραίο - και

ή μητέρα. Η διαθήκη, λοιπόν, δεν ε(ναι μια πράξη που θέλει να χτυπή­

σει τη μητέρα μόνο, αλλιΧ μαζί της κι ολόκληρη την οίκογένεια Λεον-

1. 'Απ-:ιντ:Χ, Αντωνίοι.ι :Μ&.τεσ-η, Ζοcκ!Jνθο;; 1881, σελί~σι. 87 κσι.ι σ-ημε!ωσ-η 47. 2. Στο ιδιωτικό σι.ρχ~ιο ΣολωμcιJ - ΖεpοοΜ-η. Βλέπε: Δ. Πολιτ-η: •Γpliμμοιτcι;

τσ'J Σολωμοό κcι;ι τ-η~ μ-ητέpcι;~ το'J », Νέcι; ~στ(cι;, 29) 30, 1941, τεόχ-η 347-350. 3. Τήν κcι;~ιtθεc-η 1-ης μ-η•ιρrΛς δεν 1-η ζ-ή1-ησε 10 δικιtσ11jριο οό1ε οι .Σολωμοί,

ποφ:Χ. ο 1ω.Χνν-ης. ΙΙ~όσωπο iμεσιt ενδιιtφερόμενο κιtθώ' i)τιtν, 1) κιtτdθεσ'ij τ"Ι)ς δεν μποροiισε νi ε ίνα~ ά.ν-.ικειμενικij, χα:ι γι' α:uτό κα:ι δεν τ'ι)ς δίνοuν σ'Υjμα:σ!α: ο\ α:πο·

φciσει~ των δικιtστηρίων.

203

ΑΠΑΝΤ Α ΣΟΑ!2ΜΟf

ταράκη. 'Γο Νοι'ψδρη του 1835 η δίκη δεν εtχε τiλειώσει ακόμη, 6ριι­σκόταν ίσωι; στο πιο κρίσιμο σημείο της. Αν πέθαινε ξαφνικα ο Σο­λωμΟς («ΙΝ CASO D' IMPROYVISA MORTE») τα μισa η του­λάχιστο r!να μεγάλο μέρος της περιουσίας του θα το κληρονομοUσε η μητέρα, ουσιαστικ<l δηλαδη η οίκογένεια ΛεονταράΚη και ο Ιωάννης, ο υποκινηη)ς όλης της τραγωδίας. Κι αυτο δέδαια με κανέναν τρόπο

δεν τό ήθελε ο ποιητής.

Ο Σολωμος Ε'τσι μέ τή διαθήκη του · επισημοποιούσε χα τα έναν

τρόπο, τη μόνωσή το~. Τώρα δεν έχει στον κόσμο άλλον ωτο τον αδερφό του, και δεν παύει νά του το γράφει στα γράμματά του, που 6σο πάνε

γίνονται και πιο τρυφερά, πιο στοργικά. Δεν ε(ναι μόνο με τη μητέρα

που κό6ει κάθε δεσμό, ε(ναι και με τη Ζάκυν-ιtο, με τις εύθυμες νεανι­

κες συντροφιές (τον Ταγιαπέρα, το «Ματεσάκη», το Ροtδη), με τον εύκολο κόσμο των αυτοσχέδιων ιταλικών ποιημάτων, του ιΤμνου, του

Λ&μπρου («ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα»). Την εποχη αυτiιν ακρι­δώς άρχίζει η νέα περίοδο στην ποίηση του Σολωμού με τον Κρητικο

και το Β' Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, περίοδο τόσο

διαφορετικη απο την πρώτη. Αν της πρώτης ο χαρακτήρας είναι ο aυτοσχεδιασμός, το πλούσιο και αυθόρμητο ανάδρυσμα, τη δεύτερη τη

χαρακτηρίζει η συλλογή, η μελέτη, το δούλεμα και το ξαναδούλεμα tου στίχου -. και η μοναξιά. « Εγι'ο δε 3' αφήσω τη μοναξιά μου» - γρά­

φει στα 1837 -,«όπου ζω κάμποσα χρόνια τώρα, παριΧ μόνο όταν αφή­σω και τη ζωή». Κ' έVα χρόνο αργότερα: «τη γαλήνη και την ησυχία που μου χρειάζονtαι για τη μελέτη, το μοναδικο αληθινο αγαθο που

η θε(α Πρόνοια έστρεξε να μου αφήσει».

Όσο κι αν δε φα(νεται απο τήν πρώτη στιγμή, η τόσο σύντομη και

«ξερη» διαθήκη του Σολωμού μας ανοίγει κι αυτη ένα δρόμο προς την ψυχική του ιστο!?(α .και πρός το iργο του ποιητή. Κι απ' αυτη την άπο­

ψη δεν είναι κείμενο χωρlι; ενδιαφέρον. ΛΙΝΟΣ Π ΟΛΙΤΗΣ

ΕΠΙΜΕτΡΟ

Το Στεφανοχάρτι και η Δια&ήκη της μητέ~ας του Σολωμού

Με τ-ην ευκαιρία πού έγινε λόγος για τη μητέρα του Σολωμού και

τις σχέσεις της με τον ποιητή, καλΟ {}α ήταν εδ(Ο να δημοσιευτοιiν δυο

204

ΜΕΔΕΤΗΜΑΤΑ

uνέ.κδοτα κείμενα και να διορθωθούν και να συμπληρωθούν οι πληρο­

φορίες ενός προηγούμενου άρθρου. 1

Ι. τ ό στεφανοχ άρτι Η Αγγελικη . Νίκλη ζούσε, καθrος ξέρουμε, στο σπίτι του Νικο­

λάοv Σολωμού απο τά 1796 περίποιι και απόχτησε μαζί τοv δυο παιδι&, τον Διονύσιο στα 1798 και τον Δημήτρη στά 1802. Μια μέρα πριν πε­θάνει ό γέρο Σολωμος «ευρισκόμενος εν άσθενεί~ 6αρυτάττι και. φο-

8ούμενος το άωροv του θάνάτου ... έΚρινε δια έργον σωτηρ[ας της ψυ­χής του να στεφθιΊ και να λάδΌ διά γυναίκα tου νόμιμον και ευλογη­

τικitν την κυρίαν Α γγελικijν θυγατέρα του Δημητρίου Ν ίκλη, με την

οποίαν συνέζησε σχεδον χρόνους ένδεκα ( 11) καί με αυτΥjν εγέννησε

δύο υιούς». Τό χαρτi του γάμου, όπου περιέχονται και οι φράσεις αυ­

τες έχει δημοσιεvτε~ απο τον Σπυρ. Δε Βιnt.η (Παναθήναια, 6, 1903,

G74) καί ξαναδημοσιεύτηκε στον Άγνωστο Σολωμο του · Κ. Καιροφύ­λα (σ. 55) . . Π ρέπει εδώ να σημειωθεί ότι την ημέρα του γάμου ο. γέ­ρος Σολωμός, γνενημένος στα 1737, t)ταν ογδόντα χρονών, ενώ η Αγ­

γελικij εικοσιτριών το πολiι - πολiι είκοσι πέντε. 2 Την επόμενη μέρα, 28 · του Φλε()άρη , ο Νικόλαος Σολωμος έκλεινε τα μάτια.

Αδημοσίειιτο, όσο ξέρω, είναι το στεφανοχάρτι τοv δεvτερου γά­

μου της Αγγελικ'Ι'jς με το Μανόλη Λεονταράκη - ο γάμος έγινε κρυ­

φa και διαστικa στις 15 Αυγούστου του ίδιου χρόνου 1807. Τό πρω­τότυπο ι3ρίσκεται ανάμεσα σ.τα χαρτι« τοv αρχείου Σολωμου - Ζερ­

δούδη (δλέπε παραπάνω) και αξίζει να δημοσιεύτεί, ακόμα καί σα δεί­γμα γλωσσικο της εποχής. Όπως φαίνεται απο τα πολλα λάθη και απο

το γραφικο χαρακηΊρα, ο παπα - Χρύσ,ιχνθος Σκιαδόπουλος πάρα πολv

λίγα γράμματα είχε μά-ιtει. (το χαρτl το παρουσιάζει στο δικαστήριο ο Ιωάννης στις 8 Φλει3άρyj 1836).

1807 15 ετη παλεω ζάκηθο κdνουμεν πηστη 6ε6εά εμής ηεvρες

Χρίσα.ν{)ος ηερομόναχος σκιαδΟπουλος κ(αι) μάρτηρες ηπουγεγραμέ­

νη ωτι εστεφανόθι η κηρίαν ακέλικα νήκλη μετά τον ιiανόλη λεωταράκη διαν ηορολογ{ας εμού του ηεύρεος παροτόν τον αφτόν ηπογεγραμένον

μαρτηρόν κ(αι) αφίνουμε ης εδήξης της αλήi)ηας την παρό μας πιστο­

πήησης μεθοόρκου. Χρίσανθος ηερομόναχος σκηαδόποvλος δε6εώνο με τον νόρκο μου.

1. Α. Πολ!τ'Ι) «Γρά.μμσ.τα. του Σολωμοu κα.ι τ11~ μ'Υjτlρα.~ τοu• Νέα. Εστlσ.; ό.π. 2. Α. ΙΙολ!τη •Γρci.μ.μα.τι:ι •ου Σο~,ωμοό ... • κτλ., ό.π.

205

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛ!2ΜΟr

Το ου και το στ άποτελοι~ν ένα ψηφίο. Κάθε λέξη χωρίζεται με μια

τελεία, όμως τα εγκλιτικa ε(ναι κολλημένα στην προηγούμενη λέξη. Με­ταγράφουμε το κείμενο στή σωστi] φωνητική καί ορθογραφία:

1807 αυγοί•στου 15 έτει παλαιq), Ζάκυθο.

Κάνουμεν πίστη δεδαία εμείς ιερεiις Χρύσανθος ίερομόναχος :Σκια­

δόπουλος και μάρτυρες υπογεγραμμένοι ότι εστεφανώθη η κυρία · Α (γ)­γ έλικα Ν ίκλη μετa τον Μανόλη Λεονταράκη δια ιερολογίας εμο'ύ του

ιερέως παρόντων των αυτών υπογεγραμμένων μαρτύρων, καί άφήνουμε

εις ένδειξις της άληθείας την παρό μας πιστοποίησις μεθ' όρκου. Χρύ­

σανθος ιερομόναχος Σκιαδόπουλος δεδαιώνω με τον όρκο μου.

2. Η Δια&ήκη

Στο liρθρο για τα γράμματα του Σολωμού και της μητέρας του, (Νέα εστία, ο, π . ) δημοσίεψα και τη μετάφραση ενος γράμματος του

συμδολαιογράφου Δ. Καροελα πρός τον Ιωάννη Σολωμο (Λεονταράκη) της 18 Αυγούστου 1859, που τον rlίληροφορούσε για το θάνατο τής

μητέρας του και για τη διάθήκη της. Μέ τή μεσολάδηση του πολύτιμου και σεδαστού φίλου κ. Λ. Ζώη, ζήτησα πάλι να ερευνηθοvν στη Ζάκυνθο τα αρχε(α του συμ6ολαιογράφου αυτού γιά να δρεθεί η δια­

θήκη. Π ραγματικa ο κ. Λ. Χ. Ζώης ε(χε την καλοσύνη νά φ~οντίσει

να μου στείλει άντίγραφο της διαθήκης - τον ευχαριστώ κι άπο εδι:b

~ερμά.

Δημοσιείιοντας το γράμμα του Καρδελά καί παρασυρμένος απο τήν

κακη ιταλικi] διατίιπωση: <<LA ΜΕτ Α DELLE SUE DOTI» - στον πληθυντικο - είχα νομίσει πως η Αγγελική κληροδοτΟ'uσε στο Διονί•­

σιο και στο Δημtμρη τα μ,ισCι «απο τα υπάρχοντά της», κάνοντας και

την επιφύλαξη, πως άν ήταν στον ενικο (DELLA SUA DOTE) θα

έπρεΠε να εννοήσουμε τα 400 τζεκίνια πού της είχε άφήσει ο γέρο Σο­λωμος στην περίπτωση πού θά ξαναπαντρευόταν και πού της τα έδωσαν

πραγματικa οι επίτροποι των ανηλίκων τήν παραμ,ονη του γάμου της

με τον Λεονταράκη. Με το κείμενο της διω'tήκης χαίρομαι που ξεκαθα­

ρίζει το ζήτημα κα.ί διορθώνεται το λάθος.

Επίσης με τη διαθήκη έχουμε θετικa μαρτυρημένο ό,τι μόνο απο τα δημοσιευμένα γράμματα τής μητέρας νά συμπεράνουμε μπορούσαμε

για τις δύο της κόρες, την Τζόγια, που ήταν παντρεμένη στήν Πάτρα

206

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

(«εις αλλοδαπή»), και την Α ννέτα, παντρεμένη με τόν Ευάγγελο Ι γ­

γλέση στην Κεφαλονιά. ι

Η Αννέτα Ίγγιλέση πέθανε κατa τό 1852. Λίγον καιρο πριν η Αγγελικη είχε μείνει μαζί της στην Κεφαλονιa δυο χρόνια, 2 κι απο

κει πήρε μαζί τη ςστη Ζάκυνθο μια της θυγατέρα, πού έμεινε πια, φαί­

νεται, οριστικa μαζί της. Μας τα περιγράφει ζωντανa η ίδια σ' ένα

απο τα γράμματα: «όπου έχασα την Αννέτα μου καί άφησε επτa τέ­

κνα ανήλικα, στοχάσου τι μεγάλη συφορa ήταν εκείνη. Όντας έκατσα

δυο χρόνους εις την Κεφαλονιa με έκαμε και έπήρα μίαν της -8-υγατε­

ρο~λα δια να την δάλω σέ σκολειό, και μέ εκείνηνε 6ρίσκουμαι και με

εκείνηνε έχω ορισμόν, διότι είμαι έρμη καί σκοτεινη σαν την καλαμιeχ

εις τόν κάμπο ... ». Ιδου τώρα τό κείμενο της ανέκδοτης αυτής δια{}ήκης (αρ. 6837

του «Εύρετηρίου»' - διορθώνω τα λίγα ορθογραφικa λάθη) ;

Εν Ζακύνθ~ σήμερον την πρώτη 1) 13 δέκα τρεις Δεκεμ6ρ-(ου

1854 χιλίων οκτακοσίων πενήντα τέσσαρα ημέραν τετράδη ώρας 11 Ενδεκα προμεσημ6ρινάς. Π ροσκληθεtς εγd> ο υποσημειούμενος συμ6ο­

λαιογράφος είς την οικkν του κυρίου Χαράλαμπου Κοκορόπουλου κε(­

μενη εν τη ενορ~ της Ευαγγελιστρίας όπου φερitεlς και αναδaς εις τό

δεύτερο πάτωμα της οικίας και εμδaς εις ένα δωμάτιον προς τό ανα­

τολικόν μέρος αυτής ηύρα την Κυρίαν Αγγελικη Νίκλη ποτέ Δημητρίου

χήρα γυνη του αποδιώσαντος κυρίου Εμμανουi}λ Λεονταράκη κάτοικος

εις την παρούσαν οικίαν ήτις ούσα κλινήρης απο ασθένεια πλην χαιρό­

μενη 'τον νουν και τας φρένας υγιείς με επαρεκάλεσε να της εκθέσω την παρούσαν της δ'ιαθήκην καί ύστερήν της θέλησιν ως ομοίως επαρε­κάλεσε και τους εδώ παρόντας μετ' αυτής συντροφιασμένους γνωστούς μου ικανΟ'uς και ανεξαιρέτους μάρτυρας κυρίους Νικόλαον Ζησιμό­

πουλον πτ. Ιωάννου κάτοικον εις την συνοικίαν της Οδηγητρίας, Κων­

σταντίνον Κοντούλη του Δημητρίου εκ της ενορίας της Ευαγγελιστρίας και Ιωάννης Τζυλιάνης λέγω Τζιτζιλιάνης ποτέ Γεωργίου απο την πε­

ριοχην της Αναλήψεως να την μαρτυρήσουν δια της υπογραφής των,

την οποίαν κυρία Αγγελικη γινώσκουσι οι ρηιtέντες κύριοι μάρτυρες

1. Τrι μσφτuρι~ τrιν iχouμe κι σιπb cιλλοδ, σιπb μιαιν σιltrισrι ι;νός Γεωρyίοu Κεροφόλοικο~ ποτs Ιωltννοu οιπό χώροιν προς το Πολιτικό Δικοιστ'ήριο Ζοικόvθοu σχετικd; με cιπσ;ίτrισ'ή τοu χρεωστιχ'ή «ενcιντ(ον τοο ποτέ xup(ou Εμμοινοu'ήλ Λεον­

τοιpltκΊJ ποτέ ΓpΎJyopίou, κά.τοικος τ'Ι'jς ν'ήσοu Ζοικύνθοu κσ;ι πσ;pιστσ;νόμενος χσ;τi τό πσ;ρον σ;πο τα, θurατέρσ;\; τοu κuρια.ν Αννέτα. κα.ι Τζόγια. Λεοντα.ριίχ'!J ποτε -Εμ­μσ;νοuήλ», (δ'Ι'jμοσιεuμέν'Ι'j στ'Ι'jν · -Εφ'Ι'jμερ!δσ; Ιον(ων Νήσων• 1850, rtρ. 104).

2. Λ. Πολίτ'ΙJ, δ.π. 207

AllAN'lΆ ~ΟΛ~ΜΟf

ως και έγ<l> την γνωρίζω καί. μετ' αυτών ουδεlς απο ημάς iχει νόμιμον

εξαίρεσιν, των όποίων μαρτύρων πριν να αρχίσω έδωσα, και.. αυτοt

tκτέλεσαν τον παρι'χ του νόμου διακελευόμενον όρκον της εχεμυθείας ό­

πως διατηρήσωσι μυστικCις τας διατάξεις της αυτής ~ιατάχτρας, επομέ­

νως καθίσας εγω ο συμδολαιογράφος σιμa εις την κλίνην της αύτr)ς κυ­

ρ(ας Αγγελικ1Ίς 1Ίρχισεν αύτi} να μου υπαγορείm εις την καθομιλου­μένην ημών γλώσσαν την οποίαν άπαντες ημείς την εννοούμεν ως ακο­

λουθεC. Όταν ό Θεος με καλέσυ απο ετούτην εις την άλλην ζωην θέλω

να ενταφιάζουν το σώμα μου εις τόν ναον της ''.i'περαγίας των Α γγέ­λων είς το κοινοτάφιον του ποτΕ συμδίου μου, είς τόν όποίον ναον άπα­

ρατώ ένα φόρεμά μου καινούριο μεταξωτό μαύρΏ, όπως με αυτο γίνη

ένα φελόνι διά νά με μνημονεύουν οι κατa καιρον εφημέριοι τQυ αυτού

ναού. Απαρατώ των υιών μου κυρίων Διονυσίου και Δημητρίου κόμη­

των Σολομο ποτ€ κόμητος Νικολάου το ήμισυ της προικός μου διά νά το κάνουν ό,τι θέλουν καί /Jούλονται. Έ·cι λέγω απαρατd> του υιού μου Ιωάννη και της {}υγατρός μου Τζόγιας αμφότεροι ευρισκόμενοι εις αλ­

λοδαπη δια μίαν φορ·α τάλληρα δίστηλα δέκα του καθ' ενός δια να τα

λαμ6άνουν απο τον κάτωθεν κληρονόμον μου που θέλίο διορίσω. Έτι

λέγω εις όλο μου το επίλοιπο πράγμα τόσον κινητΟν καθΟ>ς καί ακίνη­

τον και εις κά-3ε μου αξίωσιν καί δικα(ωμα αποκαταστήνω δια γενικήν

μου και νόμιμον κληρονόμα την άγαπητήν μου εγγόνα Ελένην · Ι γγλέση

θυγάτηρ του κυρίου Ευάγγελου ·1 γγλέση καί της θυγατρός μου Άν­

νας, τό οποίον πρilγμα μου και δικαιώματά μου θέλει τό κάμνει αύτ1)

ό,τι Οέλει καί 6ο\ιλεται, και επειδη η αυτci] κληρονόμα μου ε(ναι άνήλι­

κος άΠοκατασταίνω διά έπιτροποκηδεμόνα της τόν άνω μελετημένο πα­

τήρ της κύριον Ε\ιάγγελο Ιγγλέση, της οποίας κληρονόμας μου δίδω

χρέος νά μου κάμηι την έξοδια της θανής μου και καλι'χ της ψυχής

μου έως του χρόνου και να Μδτι και τα ανωτέρω δίστηλα εlκοσι όπου απα­

ράτησα τοϋ υιού μου Ιωάννου και της θυγατρός μου Τζόγιας, ωσαύτως δε νά. δίδη καί προς την κυρίαν Αίκατερίνην Κοντζογιαννόπουλο συμ­

δία του κυρίου Χαράλαμπου Κοκορόπουλου τάλληρα δίστηλα οκτω και

μισο ( 8 1/2) οπου πρό ημερών · παρ' αύτ<bν εδανε(σθην δια χρέος μου.

· Π ρός ησυχίαν. . της συνειδήσεόJς μου διαδηλώ ότι μόλον ότι ο κύριος

Νικόλαος Δημητρόπουλος ε(ναι πληρεξούσιος του άνω μελετημένου γα­

μπρού μου κυρίου Ι γγλέση αύτος δεν iλα6ε ποτε κανέν χρηματικον πο­

σάν από την περιουσία του αυτού γαμπρού μου διότι εr<ο μόνον τά ελ(ι­δαινα και δεν θέλω αυτός από τινας να επιδαρυνθιΊ. Ούτως έκαμε τέλος

ή aνωθεν διατάχτρα εις την παρούσαν της διαθήκην την όποίαν εγω ό

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

συμδολαιογράφος έγραψα παρησία αυτής καί των μαρτύρων χωρlς δια­

κοπijν χωρlς παρεκτροπη εις ετέρας πράξεις και χωρlς ονδεlς απο ημάς να εξέλθη απο το παρον δωμάτιον καί παρησία της αυτής διατάχτρας καί

μαρτύρων ανέγνωσα την παρούσαν με καθαρa την φωνην και μεγαλο­φώνως, η οπο(α κυρ(α Αγγελικη καλώς άκουσε ταύτην την επιβεβαιοί καθ' άπαντα . Αμέσως θέλω κάμει το παριΊ του νόμου διακελευόμενον

αντ(γραφον της παρ-ούσης διά να το παρουσιάσω εις το εντα-όθα Επαρ­

χείον. Ως τόσο η παρούσα διαθήκη καθιbς και το aντίγραφον υπογρά­

φεται παρa μόνον των μαρτύρων, διότι η διατάχτρα ωμολογήθη αγράμ­ματος και υπογράφουν με την προσθήκηv γραψ&εlσαν είς το περιθώ­ριον λέγουσα «Και μισο 8 1/2» ήτις κάμνει μέρος της παρούσης διαθή­κης. Διαδηλούται 6τι οι ρηθέντες μάρτυρες ωιmίσθησαν θέσαντες την

χείρα τους επί της άγίας εικόνος της Θεομήτορος και ούτω και αί μαρ­

τυρίαι. - Νικόλαος Ζησιμόπουλος παριbν παρακαλεστός με{}' όρκου μου

μαρτυρώ.

--Κωνσταντίνος Δ. Κοντούλης παροον παρακαλεστός μεθ' όρκου

μου μαρτυρώ.

-Ιωάννης Τζιτζιλιάνης ποτε Γεωργίου παρΟΟν παρακαλεστος μαρ­

τυρώ μεθ' όρκου. -Δημήτριος Καρδελλάς πτ. Ιωάννου Συμβολαιογράφος.

Λ. Π.

209

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ

ΤΠΟθ:ΕΣΗ

Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρ(α, δεκαπέvtε χρονdνν 1ώρη, τάζον­

τας της νά τη στεφανωθή, κι.' Ελα6ε μ' αuti} τέσσερίι τέκνα, μιi.t θuyα­τέρα χαί. τρi.α αρσενικά, και τα έρριξε εις ορφανοτροφείο. Δεκα­

πέντε χρόνοι εtχαν περάσει κι' tζούσε η Μαρ(α εις το σπίτι τοu Λά­

μπροο aστεφάνωτη, και την εμάραινε η ατιμi.α της και, ακοίμητη μέ­

ριμνα, η dγνωσrη 'tVχη των παιδι.ών της. Εις αντο εφαίνετο άδι.άφοQΟ; ο Λάμπρος, και αναίσθητος εις τον πόνο της δuαtνχισμένης μητρός• και

εΊ.ς εκε(νες τες · ημέρες, τούτος ο καχοήθης αλλα μεγαλόψuχος άνδρας,

ενωμένος με τοuς 'Ελληνες επολεμ.ούσε τόν . Αλη Πασά, παeακινοψε­νος και απΟ τα δίκαια των Ελλήνων και aπΟ την επιθuμ(α να εκδι.κήση

τον θάνατο ενός ιερομ.ονάχοu, αδελφοΥ της Μαρίας, τον οπο.:ΟV είχε κάψει ζωντανΟν ο τύραννος της Ηπείρου. ( .Εδώ&ν ο ποιητfις ελάβαινε άφορμή - ειτε επεισοδικώς εtτε αλλέως αγνοώ - να παραστήση tον άγων dνδρα, οπο\ι μέσα είς το μαρτvριο έβλεπε θεία οράματα κι' έπρο­φήτεuε την αναγέννηση της ·Ελλάδας). &ις το στρατόπεδο, όπου trtαν

ο Λάμπρος, κ' ενω αντός · με τη φuσικη Μναμη τοu λόγου τοu ενθο~ σίαζε τοuς συντρόφους τοu, παροuσι.άζεται ένας νέος, Τοορκος, κα&

τούς ειδοποιει ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται, εις έναν διορισμένον καLQb

και τόπο να τοuς σtήσοuν καρτέρι για να tοος καtαστ(?έψουν. Μετα ταύtα ο νέος δείχνει όtι κάτι άλλο έχει να φανερώσει μuστικcl τοu Λά­μπρου, τοu οποίου μιλεί άφο6α, επειδη εκεινος τον εφύλαξε aπΟ την όeγή · των άλλων πολεμιστάδων όταν επαροuσι.άσθηκε εις to σtρατόπεδο· τοu ξεσκεπάζεται ότι εtναι κόρη και ότι εμίσησε tουζ ομογενεί; της,

αφοU τοος είδε να θuσι.άσοuν μ(α χριστιανi) φιλινάδα - της, αγά· πησε τοuς Χριστιανο\ις μόλις εtδε πόσον ήσυχα εκε(νη η νέα επήγαι­

νε εις το θάνατο, και ενθυμοψενη πόσα αύτή της €λεγε για τη δVναμη

τοu ΣταυρΟ'ό, παρακαλεL τον Λάμπρο, για το καλο ΠΟ'i:ι τοος έκαμε εκεt­

νη την 'Jμέρα, να τη 6αφtlση. Ή ΦQαιότης της κόρης και η ~\ιαισθη-

211

ΑΙΙΑΝΤΑ ΣΟΑΩΜΟΙ

σία της εμπνέουν του Λάμπρου σφοδρότατον έρωτα· και γλήγορα κα­τορθώνει νά πλανέση το άδύνατο καί αισθαντικο κοράσι, καθ<hς είχε aπατήσει πολλές άλλες η μαγευτικη χάρη τού τρόπου καί της ομιλ(ας του .Ποτε όμως, μέσα εις καμ(αν dλλη αγκαλιά, δέν εtχε αισθανθή ο Λάμπρος τόσο 6αθtα να ταραχθή ή συνείδησή του· και μtαν ')μέρα,

ενili εκοtταζε τά χαριτωμένα κινήματα της -χόρης οποu εμιλοiισε, ξανοί­γει εις τη δεξιά της παλάμη αιματώδη σταυρό, και είς το λαιμό της

πλεξίδα, τα ίδια γνωρίσματα τα οποία ειχε κάμει της θυγατρός της ή Μαρία, όταν αυτος έμελλε να την άρπάξη για πάντα άπο την μητρικi]ν

αγκάλη. Σέρνει ο Λάμπρος φωνi] φρίκης, καί η δυστυχισμένη νέα άΠΟ

το στόμα του παiρός της μαθαίνει την άνέκφραστη συμφορά της.

Ευρίσκεται ο Λάμπρος μόνος μέ τη θυγατέρα του εις μ(α βάρκα

εις τη μέση της λίμνης· εtναι φεγγάρι· αυτή, καθισμένη εις την πρύμνη,

μακι>ι.Cι απΟ τόν πατέρα της, μη λάχη και τον εγγίξη, και με ξέπλεκα τά μαλλι.Cι άφημένα εις το πρόσωπό της, νά φυλαχθή άΠο το φως, όλη μα­

ζωμένη μελετάει τη συμφορά της. Λάμνει ο Λάμπρος καί δεν την κοι­

τάζει' Εξαφνα ακούει 6ρόντο· γυρίζει· - η κόρη ερίχθηκε εις τη λί­μνη. θα πάη νά τη γλιτώση; η, καλύτερα, 6α την αφήση; ΕνίΚησε εις

την ψυχή του το δεύτερο. Απομακι>αίνεται μέ 6ία, να έ6γη απΟ τη

λίμνη οποiι σκεπάζει το κορμt της θυγατρός του. Είς α'Ut"f) την ίδια νυ­

χτιά, παραμονη του Πάσχα, η Μαρία, τής οποίας τιταν άγνωστα τα

· πάντα, έστεκε μονάχη είς tό παραWρι περιμένοντας τόν Λάμπρο, καί.

μ· όλον ότι εκόντευε να ξημερώση η Λαμπρή, όμως αυτή ετραγουδοϋσε

λυπηρ<\ τραγοvδια. Φθάνει ε-χείνος και την ξαφνίζει με την τρομαγμέ­νην 6ψη του' και στενεμένος απΟ. τες tρώτησες της γυναικός, ζαλισμέ­

νος απΟ τον τρόμο, της ξεμυστηρεύεται ό,τι του συνέδη-χε.

Τό εσπέρας της Λαμπρής η δυστυχi]ς Μαρία δέεται με συντρι6η καρδίας καί με άκρα ταπείνωση· ο Λάμπρος ευρισκόμενος εις τ'Ι)ν έκ-

~. ι ,ι_ ι ι ' ι ~- ι κ~~οησια, ΙRJ.O'U ε χε προσψυγει να ευ~η πα(Π}γοeια εις ~ην απειw~ισια ~ου,

απιστεί τελοσπάντων εις την δύναμη της μετάνοιας, καL ενώ προσπαθει

νά πνtξη, καθώς εtχε κάμει πάντοτε, τη φωνη της συνε(δησης και νά

φVγη wτb την εκκλησία, iδο-6, η θε(α Δlκη το\ί στέλνει απο τό μνήμα

212

Ο ΑΑΜΠΡΟΣ

τα τρ(α αρσενικ(ι παιδιά του, οποtι τόν κυνηγούν καί δεν τόν αφήνου"

να φύγη απο τον ναο του θεου προtν τού φιλήσουν στανικώς το στόμα.

Τής Μαρίας επάρ-6-η ο νους, αδύνατος να υπομείνη τό δάρος τό­

σης συμφοράς· και εις την τρέλα της η δύστυχη, μεταξiι είς τ' dλλα, ζητάει να στεφανωθή με τόν Λάμπρο· καί τούτος για να την ησυχάση διορίζει να ετοιμασθή τάχα ο γάμος.

Ο Λάμπρος aπελπισμένος γκρεμίζεται απο ένα δράχο καί πέφτει

εκεί όπου είχε καταποντισθή η θυγατέρα του. Τέλος α\ιτού φθάνει Και

η Μαρία, τρελή, και θαρρώντας ότι τα βάθη της λ(μνης, όπου μέσα έ6λεπε aπαράλλακτα τον ουρανό, τά δέντρα και την πρασινάδα, ηταν

άλλος κόσμος, και eλπίζοντας να ζήση εις εκείνον ησυχότερί:ι, ρίχνεται

με χαρ<ι εκεί μέσα και πνίγεται.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

« Εκειος που ακούει και τη δροσιΟ: ποiι στάει Βλέπει τα 6άσανά μου και 6ογγάει.»

2

«Βλέπεις το{rrους τους τάφους; Καμμι& μέρα ·Εδώ μέσα και συ &έ να κοιμd.σαι, 'Ε ' · ' λ' .Q'λ ρ_ .. .... ως οπου απο ψη α u ε ει ο ου ιση

Η σάλJr.ιγγα η στερνf] να σε ξυπvήση.»

3

«Και δέ σ' είδα ποτε δάκρυα να χύση ς, π ' λi ' ' , αρα ιγη στιγμη πριν μ ατιμησης.»

21~

4

cΤρέχω και κάνω σtό δεξ( της Χ~' Αιματώδη σταυρο μ' ένα μαχαίρι.~

5

cΚι.' 6ταν άΚούω ξένο παιδt κοντά μου Μάνα, να λέη, μον σχιζε-tαι. η καρδιά μον.:.

6

cNa γελά και να κλαίη και να κοιμάται.:.

7

c:· Αλλa πίΧντα στην ~ημη την κλίνη, Πάντα D-ανάτοι, δυστιιχι~ καί -6-Qήνοι.~

8

~Τραβάω σuλλογισμένη όλη τη μέρα, Κι' έπειτ' . σπ' τό φαρμακισμένο δείπνο Γ

ι ι · ι _ ι

ιοματο μαυρα ονειρατα τον υπνο.~

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ THl: ΜΑΡΙΑΣ •

9

Μου φαίνεται παις πάω και. ταξιδεύω Στην ερμιa του πελάγου εις τ' όν~ιρ6 μου· Με το κύμα, με τς' ανέμους παλεύω Μοναχή, και δεν είσαι εις το πλευρό μου· Δε δλέπω με το μάτι όσο γιιρεύω

* Το όνε1ρο, to οποtο η Μαρία διηγείται του Λάμπρου, προει~ιζε, ως μας διΜσκει μ(α σημε(ωση του Ποιητή, την καταστροψη τού ποιή­ματοι;· lμελλεν ανΠι και η -Ιhrγατέρα της να τελειώσουν καταποντισμένες.

214

O . .ΛAJOIPOJ

ΠάQεξ τον O'UQavO στον κίνδυνό μου· τονε τηράω, 6όη&α, τσυ λέω, δεν .. i:ι.ω Παν(, τιμόνι, και το πέλαο τρέχω.

Κι' . ό,τι τέτοια τσυ λέω, μέσα με &άQρο; Ν α σσυ τα τρία τ' αρσενικa πεnσύvtαι· Του καραβιού τα ξύλα απΟ το βάρος Τρίζσυν τόσο που φαίνεται κaι σκι.ούνtαι·

Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος, Καt στριμωμένα αύτa κρυφομιλιοίινtαι, Κι' αφσύ έχσυν τα κρυφa λόγια 'πωμένα, Λάμνσυν με κάτι κσυπιa τσακισμένα.

Μ' ένα mκρο χαμόγελο στο στόμα 'Έρχεται η κόρη εκεί και μέ σιμώνει· Της τυλίγει ένα σά6ανο το σώμα, ή ου στον αέρα όλόασπρο φουσκώνει. · Αλλa πλια χλωμιασμένο είναι το χρώμα Του χερισό που ομπροσtά μου αντι.σηκώνει, Και της τρέμει, όπως τρέμει το καλάμι, Δείχνοντας το σταυρο στην aπαλάμη.

Και 6λέπω απ' το σταυρο και βγαίνει αLμα Μαύρο μαύρο, και τρέχει ωσclν τή .()ρύση· Μου δείχνει. η κόρη ανήσυχο το 6λέμμα,

Τάχα πως δεν μπορ~ να με 6οηθήση. Όσο εκειa τα κουma σχίζΟ'U'\t το ρέμα, Τόσο το κάνσυν γύρω μου ν' αυξήση· :Συχνοφέγγει αστραπή, σχίζει το οκότό;, Και τη~ δοονriι~ πολυ6ουίζει ο κρότ~.

Και τα κύματα πότε μας πηδ(ζσυν, Που στα νέφη σου φαίνεται πώς νάσαι, Και π6τε τόσο α~λπιmα gu&(ζouν,

215

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛQΜΟr

Που μην ανοίξη ή κόλαση φοδάσαι· Οι κουπηλάτες κατα μέ γυρίζουν, Βλασφημούν, καί μου λένε: Ανά{)-εμά σε. Η {)-άλασσα αποπάνου μας πηδάει, Και το καρά6ι σύψυχο 6ουλιάει.

Με χέρια και · μέ πόδια ενώ σ' εκείνη Την τρικυμιά, που μ' άνοιξε το μνήμα, Τινάζομαι με 6ία, και δε μ' αφήνει Ν α 6γάλω το κεφάλι απο το ικύμα, Βρίσκομαι η έρμη ανάποδα στην κλίνη, Που άλλες φορες τη ζέσταινε το κρίμα, Καί πικρότατα κλαίω πώς εtναι δί.χως Το στεφάνι που μοταξες ο τοίχος.

Ο MAP'rrPAl:

ΚαθΟ>ς εσημείωσα εις την υπόθεση, έμπαινε εις τό σχέδιο 't'ου ποιή­. ματος ένας ιερέας θυσιασμένος απο τον Αλη πασά.

10

Έψεvαν τον ιερέα. και ο Αλijς εφι:bναζε των δούλων του,

Τα κάρδουνα του σκύλοv ανάρια ανάρια. Είχε μίαν απίστευτη ιλαρότητα. Πως; τάχα αναπαύεται εις δρο­

σερη χλωρασιά; Και ο Άλης περιπαίζοντάς τον: «Τι σου φαίνεται, άγιε άνθρωπε ; δλέπω καλα ότι είσαι συνηθισμένος νά θαυματουργής· ολοέ­

να γυρίζεις, δίχως νά κινάς μήτε χέρι μήτε πόδι, κι' είσαι όλος ένας

κομμάτι. Ε~ε σου· παρακάλει τον Ιησού να σε σώση το γληγορότερο.)

Τότε ο ιερέας κινώντας τά χεuλη του πλέον φλογερa απ' τ' αv&ράκια, έλεγε : «Ε-uλογημένη τούτη η φλόγα I Ακούω φτερούγιασμα που έρχε­ται μακρόθε καί μου φέρνει την ευωδία του κρίνου. Α I σε θω!,)ώ, &.γιε ·Άγγε,λε: Βέ6αια εσiι θα έ6ρεξες δροσι« απάνου εις τούτα τα κάρδου­''α, 6μοια μ' εκείνη των παιδιών εις την κάμινο. Τι κάνεί. αvτός; Τεν­

τώνει τ' αθάνατο δάχτυλο καί γράφει εις τον αέρα, ωσaν εις μάρμαρο,

με πύρινΕς γραμμες πράματα m οποία δε_ν . .εννοri>.»

216

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ

Εtς το όραμα του ιερέά εφαίνετο ο θάνατος τού Πατριάρχη και οι

6ασιλεις της Ιεράς Ενώσεως ποv εκαταπολεμο{ισαν την Ελενθερlα. 'Ε6λεπε και Τούρκων κεφαλες αιrοU ερο6ολούσαν μέσα εις τον λάκκο που ετριγύ{Jιζε το πολιορκημ{νο Μεσολόγγι, και ο ενθουσιασμένος μάρ­τvρας τοvς εφώναζε :

Στα&fιτ' εχει· δε σας ξυπνάε~ στον λάχχον Η κραυγiι των σκυλιών και των κοράκων.

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΕ ΤΗ θfΓΑΤΕΡΑ TOr

11

« Επήγαινε με 6ία και δεν αργούσε· Κοίτα\ζέ με να ιδiις πως εκοιτοίισε.:.

12

« Ετέλειωσες της itλίψης τον αγώνα· Έλ , ' ' α κοντα μου, ερωτικη τρυγονα.»

13

Γυναίκα, ωϊμέ, την εδική του κόρη !

14

κ , ' 'δ , αι τρι γυρου τ αυτι εν αγρικαει

Πάρεξ το ρεύμα οχ το κουπ\. που στάει.

217

218

15

Τρέμει στην ΠQψ.νη η κόρη κα&ι.σμένη, Ξέπλεκα ομπρΟς αις κάτον τα μαλλιά της, Να μη δη το φεγγάρι. ποu προ6α(νει..

16

ΛογLάζ~... . . . . . · . . . . . . . . . . . . . .. Κάh εμπόδιο πον 6ς~ίσκει Ο't'ό κονπ( τσυ, Πως το ΚΟQμL της tυγατρός τον άμπώχνει.

17

Και. μήπαις, στη στι.γμη ΠΟύ itέ ν' ας»άξη, Το κύμα σnι οτεQι.ά "tσu την πετ&;η.

ΔΤΟ ΑΣΜΑΤΑ

ΟΠΟΤ ΤΡΑΓΟΤΔΑΕΙ Η ΜΑΡΙΑ

Ή Μαρ(α στέκει στό παραWρι οπο\ι αγναντεύει τη θά).ασσα πε­eιμένονfας 'tOV Λάμπρο· τραγουδάει η απαοηγόρητη μάνα, πQώτ'α «rα δύο · Αδέλφιαι, καi. -όcnερ' από μικρiι παύση την cΊ'ρελή Μάνο.

ο~ δνcmιχε~ -σημειώνει ο ποιη-rής- σννηθοVν να 'fQayouδό(;v dσμα-rα ανάiογα μt τrιv 'Χα'ι'άστασή 'fouς.

18

ΤΑ ΔΤΟ ΑΔΕΛΦΙΑ

Ομο(~ τ' άyyελούδια, Ανέσπερα · αστέρια, Του Πλάστη απ' τα χέρια, Ε6γα(ναν λαμπρά·

Κι' εφώναξαν: χαίρε, Νεοφώτιστο ~άμα! Κι' εδένοντο άντάμα Με την αγκαλιά.

Και τ' άνθη ωr.' τα δέντρα Ξmέφτουν, ίδέζ τα, Παράπολυ η ζέστα Τοο ηλιοiι τα 6αρεί·

219

220

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΑ!2ΜΟr

.... , ,

.::.εJtεφτουν αναμεσα

Σ I I τα χορτα του τοπου,

Ως πέφτει του ανftρώπου Του . μαύρου η ζωή.

Η Αυγούλα που νάναι; Κοντεύει το 6ράδυ, Που μαύρο σκοτάδι .... λ , .::.απ ωνει στη γη.

Πηγαίνει εκεί πούναι ΨηλΟ κυπαρίσσι, Πηγαίνει στη 6ρύση· Δεν είναι ούδ' εκει

Στ' αλώνι, στ' αμπέλι, Στό δρόμο κοιτ-άζει, Και τέλος φωνάζει : «Αυγούλα μου, Αυγή!»

«Αυγή μου» συχνότατα Του ε6γήκε απ' τα στή{}η, Και «Αυγή~ μου εκρί{Jη Μία άλλη φωνή·

Πως είν' της Αυγούλας Ο ΑνftΟς εστοχάσ{Jη Και πρ~μα ε6ιάσtJ-η Κατα την Αυγή.

Ε I I γυρευε ανησυχος,

Ω \ I

σαν περιστερι,

Για νάδρη το ταίρι, Και δεν του .6ολεί·

Και τρέχει και τρέχει Παντού να κοιτ~η

Ο ΛΑΜΙΙΡΟ.Σ

Και δίχως να κράξη Δ ι ι

εν μνεσκει στι γμη.

Στο μάτι μακρόitεν Ο τοίχος ασπρίζει Και γύρω του α'Vθ-ίζει Η δάφνη, η μυρτιά·

Αλλa &νανθη κλα(ει Ομπρος εις τη &ύρα Του ανθ-ρώπου τη μοίρα Κλωνόγυρτη ετιά.

Την είδε προδαίνοντας · Σ ι ι ι ξ τη μεση, κι εφωνα ε:

«Αυγούλα μου, ετρόμαξε Ο · Ανθ-ός σου πολύ»·

Ετούτα λαλώντας Κοντά της πηγαίνει· Η Αuγούλα σωπαίνει Και δεν του μιλεί.

Προσκέφαλο κόκκινο Της κείται αποικάτου, Κρε6άτ~ ~ανάτου Στενο και πικρό·

θανάτου στεφάνι Τριyύρου στην κόμηοι ΕLν' όμορφη ακόμη :Στην όψη πολύ.

σ 'Αγγελος ίσως, Που παίρνει το μίλημα, Τη~ πήρε με φίλημα Γλυκο την ψυχή·

221

222

Γιατt έχει χαμόγελο Ακόμη σtο <π6μα, Ποο λές καί στο χώμα Δέν ΠQέπει. να μπη.

Δεν είν' πεiαμένη• Την 6ψη τηQάtε• Κοιμάται, κοιμάται, Εις -όπνον 6α&ύ·

Ανήσυχου ονείρου ΤQομάqα μαυQίλα, Στα χέρια, στα χείλα, Τα χQώματα σ6η~.

Τή γύQειιε τόσο, ΚαΊ. τέλο; την 6ρέσκει., Ακίνητος μνέσκει Για να τη &ωρη.

(Καθltει εις τό προσκέφαλο σιμa στην Ανγοuλα)

Αiώα πεταλο-ύδα, Στης; κάψας; τη λαύQα, Γυρεύει. μιαν αύρα Για να δροσι.σθή~

Κι' εκεί κατa τύχη Σε μνήμα αιχουμπά.ει, Που ξάφνου φυσάει Μια αύρα γλυκή·

Το φύσημα αιmΜνεται ΠΟύ στέλνει t' aγέρι. Κι' ή αi}ώιι δέν ηξέQει Που χά&εtαι., πσυ.

Ο Δ.AJOIPOJ

«Ψυχή μ.συ:. την κράζa Το ανήλικο οτ6μα• Δεν ξέρει. το σώμα· Πίος είναι. WXQ6·

Πως εiν~ στον τόπο, Πσυ δρ6μο δεν έχει. Λαμπρa να μην τρέχη Λευκόtατο φως.

Γλυκ6φωνο σήμαντρο Πον κράζει. ω( το σπίτι ΤΟν γέρw ερμίτη Ν α πη .το σπερνό.

. Ω οήμαντeο, οπ6τε. Καλ&ίς εις τό μυριστι-

' , κο πανηγυρι.,

Η ηχώ σον τ~·

Αλλ' όπΟ"tε, αι σήμαντρο, Πεitαίν~ αitώοι, Κι.' άQΥΟ μοιρολόι. Αρχίζεις -πικρή·

Τον ήχο, πσυ τώρα Συ κάνεις, μην πάψης Αλλ' άQγειε να κλάψηζ Αν&ρώπσυ &ανιf

Κι' εym 3έλει π<ΧQα­χαλέσω τηv φύση, Να μη σε γκρεμ(ση Σεισμού ταραχή.

223

224

ΑΙΙΑΝΤΑ ΣΟΛS2ΜΟf

Του Εσπέρου τη λάμψη Θωρώ να προοάλη Στην έ'ρμην αγκάλη, Ψηλa τ' ουρανού.

κ ι I _(\. ,

ι εκειστουν·ανατου

Τς Αυγούλας κρε6άτι Συρίζει δρασάτη Πνοi} του 6ραδυού,

Και τ' άν8η απ' τό σώμα Τ ι; Α υγήι;; εσκορπούσε, Την κόμη κινούσε Τς Αυγής και τ' Αν&ού.

Της παίρνει με χέρι Αργο το στεφάνι, Το 6άνει, το 6γάνει Απ' την κεφαλή.

« Η μέρα 6ραδιάζει. Αυγούλα, πηγαίνω Κοντά σου πε{)-αίνω Αν μείνω μ' εσέ.

» Αυγούλα αν δεν έλ{)-ης, Γ ' ,

ι α παντα σε αρνουμαι · Φο6ούμαι, φο6ούμαι, Μην ~6γουν νεκροί.

» Αυγούλα για ξύπνα, Γtα ξύπνα, κt' αν λάχη Και σ' εύρουν μονάχη, Πεfi-αίνεις και σu».

Σ ' ' τη μανα παγαινει,

Την 6ρέσκει που κλαίει,

Ο ΛΑJΙΠΡΟ.Σ

Και, ~Μάνα», της λέει «Μην κλαις πΟ'ύμαι δω.

) Η Αuγούλα κοιμάται, Αλή~ε~α σΟ'\1 λέω· Μην κλαις, γιατl κλαίω, Μανούλα, κι' εγώ·

-. Ιδοiι το στεφάνι· Μην γέρνεις στην άλλη Μεριa το κεφάλι, Τα μάτια μην κλειής•

»Στ' αφήνω στα γόνατα, Κι' ακόμη αν αργήση

· Η Αυγlι να ξυπνήση, Εμk τό φορείς».

Η ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ

Η ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

ΤΡΑΓΟΤΔΙ

19

Τώρα που η ξάστερη Νύχτα μονάχους Μαςηύρε aπάντεχα, Και εκεί στους 6ράχους Σχίζεται η {}άλασσα Σιγαλινά.

Τώρα πού ανοίγεται Κ~εκαρδία Στη λύπη, ακούσετε Μίαν ιστορία,

225

226 .

Α.ΠΑΝτΑ .ΣΟΛQΜΟr

Που την αισitάνονται, Τάσωfuκά.

Σε κοιμητήeιο Είναι στημένα Δ

, , υο κυπαρισσια

· Αδελφωμένα Που πρασινίζουνε Μες στους σταυρούς.

· Οταν μεσάνυχτα Κατα6ουίζουν Οι άνεμοι, .σ.ν τίi6λεπες Παις κυματίζουν. Έλεες παις κeάζουνε Τους ζωντανούς ..

Δύο άδέλφια δύστυχα Κοιμούνται κάτου Τον ανεξώtνητον 'Τπνον -θ-ανάτου, Κι' έχασε η μάνα τους τα λογικά.

Τά μαύρα! έΠαίζανε Εκε{ όπου στέκει Ο πύeγος, κι' έπεσε Τ' αστροπελέκι, Κι' άψυχα τ' άφησε τα -&λι6εeά.

Ροδοστεφάνωτα, Ασπeοεντυμένα, Τα κατε6άσανε Α γκαλιασμένα Μέσα εις την ύστερη Αλησμονιά,

Ο ΛΑΜΙΙΡΟΣ:

Δέν άκουες -βάδισμα Χαμένου σκύλου· Πουλιού δέν άκουες Λάλημα η χείλου, ·Ή κλωνοφλίφλισμα Ν α πνέη τερπνά.

Ν ερομουρμούρισμα · ΟpταU αναδρύζει Καί τς επι τύμδιες Πέτρες δροσίζει Μόλις αντίσκοδε Τη σιγαλιά. Θανής δεν έμνεσκαν 'Αλλα σημεία Πάρεξ του λί6ανου Η μυeωδία Οπου εχυνότουνε Στην ερημιά.

( Η δνστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας).

Στέκει, μυeίζεται Εις τον αέρα, Και συλλογίζεταέ,­

·Μαύρη μητέρα, -Σαν κάτι νά-6-ελε Να &υμη&ή.

Στον τοίχο σύρριζα Σκύφτει, κοιτάει, Γλυκολυπούμενη Χαμογελάει Κατa τα εντάφια Χ Ι Ι

ορτα πικρα.

227

228

ΑΠ.ΑΝΤΑ ΣΟΛΩΜΟr

κ \ I

ατα τα συyνεφα,

Κατ&. τ' αστέρια, τ ρεμομανι.άζονtας Ρίχτει τα χέρια, Και κλαίει και ρυάζεται τρομαχτικά.

Της πέφτουν έπειτα, Καί. λη{}-αργίζει, Και πάλε αρχίναε Ν α τρι γυρίζη, . Το περιτείχισμα, Πασπατευτά.

Γύριζε, γύριζε, Τέλος εμπαίνεlί Στο σημαvτήριο, Καί τ' ανε6αίνει Τα ιχvη αλλάζσvtας Σπονδαχτικά.

Ή τσv στην άλαλη Τη μσv~ία Στρογγυλοφέγγαρη Φωτοχυσία, Σαν τη λαμπρόπλαστη Πρωτσvυχτι.ά·

'Ομως,η~η, Ξεφρενωμ.έvη, Κοιτάζει ολόγυρα Τετρομασμένη, Πράχνει τα σήμαντρα, Κράζει σφιχτά.

«Γλήγορα ας φύγουνε Απ' τα λαγκάδια KεLa τα φρLχτό-tατα

Ο λΑΙΙΠΡΟΣ:

Πυκνa σκοτάδια· Αχ! με πλακώνουνε Μες στην καρδιά.

» Γλήγορα ας φύγουνε, Δεν τα πομένω, Μοιάζουνε, μοιάζουνε Με τό σχισμένο Ρ I f ουχο που ~ασε

τ α δύο παιδιά:. .

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα Της εκκλησίας, Γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι Της ερημίας Αποκρι νόντανε φ \ ' ριχτα φριχτα.

» Απο την έρημη Αναφωνήτρα, Πούναι εις τους δύστυχους Παρηγορήτρα, Είχαν δυο ξέμετρα Τα δυο παιδιά·

~ Τάχrο στον κόρφο μου Και τα φυλάω· Με αυτa τα ξέμετρα Θενα μετράω Τα δυ6 τους μνήματα Κα&ημερνά~.

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα Της εκκλησίας, Γκλαν γκλάν οι αντιλαλοι Της ερημίαζ Απσχρινόντανε Φριχτa φριχτά.

229

230

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛQΜΟr

«Βραχνο το ψάλσιμο· Τά κεριa αχνίζουν Του νεκι)οκρέ6ατου Τα ξύλα τρίζουν Αργa τα σήμαντρα

Και τρομερά. »Ναι, ναι, απε&άνανε· Μέσα στο σκότο τ ά κατε6άσανε -. Ακούω τΟν κρότο -Τα κατε6άσανε Bα{)'La .6α·θιά».

Γλαν γκλαν τά σήμαντρα Της εκκλησίας, Γκλαν γκλσ:ν οι αντίλαλοι Της ερημίας Αποκρινόντανε Φριχτa φριχτά.

,«Γιατί τινάζετε π

, , ανω τους χωματα;

Μη, μη σκεπάζετε Τα μικρa σώματα Πού άΠοκοιμή&ηκαν Γλυκά, γλυκά».

» Αύριο {}α κόψουμε Κάτι λουλούδια, Αύριο {}α ψάλουμε Κάτι τραγούδια, η Εις την Πολύαν&η Πρωτομαγιά~.

Γλαν γκλαν τα σήμαντρα Της εκκλησίας, Γκλαν γκλαν οι άντίλαλοι

Της ερψίας Αποκρι νόντανε Φριχτa φριχτά.

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ

Γκλαν γκλαν παράδερνε Με τά γλωσσίδια, Κι' έματαρχίναε,

Κ' έλεε τα ίδια Ως όπο.U εδράχνιασε Θανατερά.

Ν α, πού δροσό6ολη Αύρα ξυπνάει Και ψι~ρίζοντας Μοσχοδολάει Απο τα αρώματα τ ά αύγερι νά·

Στα φύλλα επέρναε Και της καρδίας, Σαν τα κινήματα Της φαντασίας Πού ζωγραφίζουνε Την ευτυχία·

Εκείν' η δύστυχη Τρα6άει την άχνα, Βα-3-ιa τα αισ&άν&ηκε Μέσα στα σπλάχνα, Αχ! κι' έκατέ6ηκε Στην ερημιά.

Με λύπη εγκάρδια · Ε-θ-εωρούσε

231

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛQΜΟr

Όλα τα μνήμάτα Και τα μετρούσε Με τt αργο κ(νημα Της κεφαλής.

20

ΤΟ :EEMtΣTHPErMA

-Αφού έπανσε ή Μαρία να τραγοvδήση, επιστρέφει ο Λάμπρος από τη λίμV') όπου ε{χε ~tαποντισθη η θυγατέρα τους. Η Μαρlα τνν ilγει:

Λάμπρε δεν εστοχαζόμονν να έρθης τόσο γλήγορα· εγώ ετραγοv­

δούσα' άλλό τί έχεις;

1Η μιλιά σου 6ραχνή, ~αμπΟ το βλέμμα Κι' έχεις fl'ώριa σαν να μήν εtχες αtμα.

Ο Λάμπρος, δίχως να προφέρη λόγο, της ρίχνει την πλεξίδα, ~ι εκεί­νη παίρνοντάς την από χάμου c: Α 1:. φωνάζει. «'Ι'ι; την ηύρες ωτε3α­

μένη εις ε1(Ε(νη την ερμιcl τη θυγατέρα μας; Η της εtδες να της κvμα­τίζη εις to λαιμΟ τούτη η πλεξ(δα, ενώ σου άπλωνε το χέρι ψωμοζητών­τας; Της είδες το στανρο εις την παλάμη;

:. ·Α! μα τη σημερινή, πες μου τα όλα.:.

Και ο Λάμπρος:

«Συφορa καί μαυρίλα! ., Ακου τρομάρα Που του ανΟ-ρώπου η ψuχη δεν απομένει· Ω! του Θεού μ' εχτύπησε η κατάρα Σ' €:vαν τρόπο!» Καί μία στιγμη σωπαίνει· Κι: έπειτα αργά, και με φωνi)ς τρομάρα, « 'Ακου~ , πάλι της λέει «δυστυχισμένη, Πράμα φριχτο που κανενού δεν τόπα· Να σου το πω;» Κι' εκείνη του λέει: «Σώπα».

Αλλά ο Λάμπριος της φανερώνει ότι ειχε κάμει, χωρ\ς να τη γνfiJ-ίζ ' δ ' ' Τ' έ ' δ' ' ρι η, γυναικα την ε ικη του κορη. οτε μ νουν αφωνοι και οι υο· τε-

λος τους ετάραξε ο ήχοι; των σημάντρων, έΠειδη χαράζει η ημέρr> της

232

Ο ΛλJιΙΠΡΟΕ

Ααμπρ&ς· και τότε εσίμωσαν τα χείλη να δώσουν το φιλt του Πάσχα,

χαι. δεν το έδωσαν.

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΕ ΛΑΙΙΠΡΗΕ

21

Καitαρότατον ήλιο επρομηνούσε Της ανyής το δροσάτο ύστερο αστέρι, Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε Τ' qυρανού σε κανένα απΟ τα μέρη· Και απΟ κει κινημένο αργοφυσσύσε Τόσο γλυκο στο πρόσωπο τ' αέρι, Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα: Γλυκιa η ζωfι και ο 3-άνατο; μαυρίλα.

Χριστο; ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, ι ολοι, μικρο't μεγάλοι, ετοιμαστητε· Μέσα στε; εκκλησιΕς τες δαφνοφόρες Μέ το φως της χαράς σuμμαζωχτήτε· · Ανοίξετε αγκαλιΕς ειρηνοφόρες Ομπροστa στους Αγίους, και φιληflήτε· Φιληfiήτε γλυκa χείλη με χείλη, Πέστε ;ΧριστΟς Ανέστη εχ{}ροt καί. φίλοι.

Δάφνες εις κάitε πλάκα έχουν οι τάφοι, Και 6ρέφη ωρί:χiα στην αγκαλιa οι μανάδες· Γλυκόφωνα, κοιτώντας -rες ζωγραφι­σμένες W(όνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι Απο το φως που χύνουνε οι λαμπάδες κ 'Α ' λ' ' ' ' αuε προσωπο αμπει απ τ αγιοκερι

Οπου κρατούνε οι Χρι~ιανοl στο χέρι.

22

Βγαίνει, γιατl. στά σω{}ικά του ανάφτει κ f I .Q.I αι για πρωτο απαντα τον νεκρουαφτη.

233

234

ΛΠΑΝΤΑ ΣΟΛΏΜΟr

23

Κανεlς δεν του μιλεί και δέν του δίνει Το φιλi το γλυκο που φέρνει ειρήνη.

24

Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω Ν1' αγρικη{}ή στης κόλασης τον πάτο.

Η ΔΕΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

ΚΑΙ ΊΌ ΟΡΑΜΑ TOf ΛΑΜΠΡΟr

ΤΟ ΕΣΠΕΡΑΣ 'fHZI ΛΑΜΠΡΠ.Σ

25

Και προδαίνει ή Μαρία λίγη νά πάρη Δροσιa στά σω{}ικa τά μαραμένα· Είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι Δέ .6γαίνει να σκεπάση άστρο κανένα· Περίσσια, μύρια, d' όλη τους τη χάρη, Λάμπουν άλλα μονάχα, άλλα δεμένα· Κάνουν και κείνα · Ανάσταση πού πέφτει Του ολόστρωτου πελάτου μές στον κα{}ρέφτη.

«Τα μαλλιa σέρνω στά λιγνά μου στή{}η· Δένω σταυρο τά χέρια· Ουράνια, {}εία! Πέστε Εκείνου πού σήμερα αναστή&η Ν ά ελεη&ή τη μαύρη τη Μαρία. Μέρα είναι Αγάπης « 'Αδης ένική{}η· Καίονται τα σπλάχνα, καίονται τα στοιχεία· Καί η πυρκα'ίa του Κόσμου αναγαλλιάζει Και κατ' Αυτον τη σπί{}α της τινάζει.

» Ο Οϋρανος · Αλληλούια ηχολογάει· Κατa την γην ερωτευμένος κλίνει· Ζη του νερού καί η στάλα οπαu κολλάει Στο ποτήρι· · Αλληλούια έγώ κ' εκείνη·

Ο ΛΑΜΠΡΟ11

Όταν η Πύλη ακούστηκε να σπάη, Τι χλαλοη στον κάτου κόσμο εγίνη; Χαίρεται μέσα η ά6υσσο και ασπρίζει· Ο περασμος του Λυτρωτ'ή σφυρίζει.»

Στην εκκλησίαν ώστόσο ο Λάμπρος μένει, 'Οπου ανfi'ρόmου πνοiι δεν άγρικιέται. Απ' ένα εις ciλλο στοχασμο πηγαίνει· Εtναι ο νους του :έρμος κόσμος πο.U χαλιέται. Μές ωτο το στασίδι άγάλι 6γαίνει, Και οχ την ψυχή του ο στεναγμος πετιέται· Μόνον οι σκόρπιες δάφνες που εμυρίζαν Εκέ που αύτδς έπερπατούσε ετρίζαν.

Και το πρόσωπο γέρνει ωσaν τη δειάφη κ λ \ I . λ' I αι χαμη α τουτα τα ογια ριχτει·

«Κουφοί άκίνη' οι Α γίοι, κα{}rος και οι τάφοι· Είπα κι' έκραξα οος τ' άγριο μεσανύχτι. 'Αντρας (κ' ή μοίρα ό,τι κι' α Wλη ας γράφη) Του εαυτού του είναι Θεός, και δέχτει Στην άκρα δυστυχία· μες στην ψυχή μου Κά{}ου κρυμμένη, απελπισιά, καί κοίμου.»

Πάει για νάδγη στη Μρα άργά, καί ανοίγει, Λεπτiι φωνη του λέει, Χριστος ανέστη. Εις την 'άλλη πηδάει, και φωνη όλί γη κ ' λ' χ \ ' αι . παρομοια, του εει, ριστος ανεστη.

Απδ την τρίτα, πολεμάει να φύγη, Και μια τρίτα του λέει, Χριστος ανέστη. Αυτοκίνητες πάντα ανοι γοκλείουνε Οί τρεις {}ύρες κάι αχο δέν προξενούνε.

Καί tδοiι τρία σαν άδέλφια έρμα και ξένα, Που έν' αγιοκέρι σδησμένο δαστούσαν, Όπου στρίψη, όπου πάη, τ' απελπισμένα

Γοργ<Χ. πατήματά του ακολουitούσαν. Λιγδερa και πλατιa κι' όλα σχισμένα Τα λαμπριάτικα ρούχα οποiι φορούσαν.

235

236

ΑΠΑΝΤΑ 110ΛQΙιΙΟr

Στα μπροστινά, στα πισινa στασίδια, ~Ολο σιμά του σειούνται τα ξεοκλίδια.

Ποτέ δev τdχει εις τη φυγή του ανάρια· Εδ \ ' - , ' , ω εκει, μπρος οπισω, απαwυ κατου·

Βαρο\Jν όμοια tήν πλάκα όχτω ποδάρια, Τρέχουν ίσια, κι' ακούονται τα δικά του. Ν α φύγη μία στι γμη τ' 'Αδη τα χνάρια Σπρώχνει μάταια μακρίο τό πήδημά του, Σαν τ' άστρο που γοργ&. τό καλοκαίρι Χύνεται πέντε δέκα οργιες αστέρι.

Έτσι ενωμένοι εκάμανε τριάvtα Φορες την εκκλησιa που 6οfι στέρνει. Σα νάχε μέσα itυμιατ&. σαράvtα, Μυρωδι&. λι6ανιου τη συνεπαίρνει. Πάντα με 6ία το τρέξιμο, και πάντα Ο ζωντανΟς τ' αραχνιασμένα σέρνει· Σκύφτουν, πολ\ι κρυφομιλοUν, και σειέται Το 6αμπάκι, που λες καΙ. ξεκολλιέται.

Αχ ! ποιος ειδε τα χέρια να σηκώνη Η Παναγία, τα μάτια της να κλείση; Αχ1 ποιος ειδε το Πάσχα αtμα νά ιδρώνη Ο Χριστόζ, και παντού να κοκκινίση; Τι συφορ&. την εκκλησι&. πλακώνει, Οπο\ι την ίδια μέρα ε(χε βροντήσει Απο τόσεζ χαρες και ψαλμωδίες, Πούχε αντιλάμψει α.πο φωτοχυσίες I

Βρίσκεται στ' ~Α γιο Ηήμα, ανατριχιάζει, Και πέφτει ομπρός τους γονατισ"t'ος χάμου, Με τρομάρα κοιτάει και τους φωνάζει: «Σας γνωρίζω· τι Wλτε; Είστε δικά μου. Του κα&νος το πρόσωπο μου μοιάζει· Αλλa πέστε τι Wλτε έτσι κοντά μου; Συχωράτε και πάψτε. - · Αμέτε πέρα· Δεν είναι ακόμα Παρουσία Δευτέρα.~

Ο ΔΑΜΙΙΡΟΣ

» Ω κολασμένα, αφήτε μου τά χέρια.» Χείλη με χείλη τότε έκολληfiηκαν. 'Ο σα εδωσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια Στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια ειφtήκαν. Αφού στόν κόσμο ελάμψανε τ' αστέρια, Τέτοιου τρόμου φιλιa δεν εδο&ήκαν. Φτυαuνε τα χείλη σαν απο φαρμάκι· Μέσα του επήε το νεκρικο 6αμπάκι.

Στέκει σα μάρμαρο ως που ξημερώνει, κ

' I I __ Q I /

ι ειναι φευγατοι οι πt--υαμενοι νεοι·

Τήν τρομασμένη κεφαλη ψηλώνει Και 6αριό. νεκρολί6ανα αναπνέει. Τέλος πάντων τα μάτια άγρια καρφώνει Σ τες δάφνες, και πολληώρα έπειτα λέει: «Σύρε, σημείο χαράς», και φουχτωμένο Με τα δυό, το χτυπάει στο Σταυρωμένο.

«Κόλαση; την πιστεύω· ειναι τη· αυξάνει, Κ~' όλη φλογοδολάέι στα σω{}ικά μου. Απόψε Κάποιος που ό,τι -θ-έλει κάνει Μpστειλε απο το μνήμα τα παιδιά μου. Χωρiς να τη γνωρίζω εχfi'ες μου 6άνει Τη {tυγατέρα αισχρa στην αγκαλιά μου. Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση Τον Εαυτό του, γιατi μ' έχει πλάσει.»

Σηκώνεται και παίρνει την πεδιάδα, Σχίζει κάμπους και δάση, όρη, λαγκάδια· Στα μάτια του Έίναι μαύρη η πρασινάδα, τα νερa καί. tά δέντρα είναι μαυράδια· Χύνεται με μεγάλη ογληγοράδα, Και γύρου ας είναι, ό,τι {}ωρεί, σκοτάδια. Κι' ακόμη λέει πως κwηγιέται, ακόμα Τα 6αμπάκια του χάρου ακούει στο στόμα.

Έτσι ο φονι<lς που κρίματα έχει πλή-θ-ια, Εάν φ-θ-άσει να του κλείση ύπνος το μάτι,

2J7

Βγαίνουν μαζl και πατούν τα στήitια Οι κρυφό: σκοτωμένοι, α(μα γιομάτοι. Μεγαλόφωνα κράζοντας δοή~εια Γυμνος πετιέται οχ τό ζεστο κρεδάτι, Κι' έχει τόση μαυρίλα ο λογι<1μός του, Που μέ μάτια ανοιχτα τους δλέπει ομπρός του.

Η ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

26

Ο πωtaς γιά το γάμο όλα έτοιμάζει, Κι' εtναι αναμμένα τά κεριa του γάμου· Ο Λάμπρος τρομασμένος τηνe κρίζει : «Σήκω, δυστυχισμένη , έλα κοντά μου.:. Εις τη φωνfι του Λάμπρου ανατριχιάζει Και παρευ&Uς σηκώνεται απο χάμου Και τραγουδάει, και τραγουδώντας κλάίει· Καί αυτός, «Μην κλαις, μην τραγουδάς», της λέει.

Ο ~ΑΝΑΤΟ~ TOr ΛΑΜΙΙl'ΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

27

Και εξεψύχηqε ό Λάμπρος με τό στόμα ολόνοιχτο, όχι εις 't'iJν

ανάπαψη του Κυρίου. Αλλό. ποιός θa του κλείση τό μάτια; Που ε(ναι

η Μαρία, ή δύστυχη Μαρία; Αυτη λείπει απο τα χαράματα. Επεριπλα­

νάτο είς τον κάμπο μονάχη χαμογελώντας, και οι aχτίνες του ηλίου,

οπού ανατέλλC?ντας εκάλσVσε τούς θνητούς νά χαρούν τη ζωή, άναγάλ­λιαζαν μέσα εις όλα τα ησυχώτατα νερa της ερημίας· ολόστρωτη ακίνη­

τη ήταν η μέση της λίμνης ωσaν γαλάζια . κόρη όφθαλμού που μένει

ατάραχη όταν του μέλλοντος μέριμνα δέν έρχεται να την πειράξη. Αλ

'λα εις την άκρη της λίμνης έδ<ό καί εκεί σκόρπια τα δέντρα που την

ετριγύριζαν εξαναφαίνονταν εις τό μάτι απαράλλαχτα 6πως είναι . . Η μαύρη Μαρία επλησίασε αυτού, αφού εγύρισε όλα εκεϊ:να τα μ.έι_>η, και

ολέποντας τα αντικείμενα εκεί μέσα να αντανακλώνται, είς το τυφλω­

μένο λογικό της εφαντάσ{}ηκε ότι εκείνος ήταν άλλος κόσμος· εκοντο·

στάθηκε, και ύψώνοντας τα μακριά της χfρια και δεtχνοντας εις την

238

Ο ΛΑΜΠΡΟ:Σ

όψη της το χαμόγελο της τρέλας, εμουρμούρισε εi.ς τά χείλη της: c· Ε­

κείνος gέ6αια θέ να είναι κόσμος καλύτερος από τουτον, κι' εγrο θα ετοιμασθώ να πάω εκεί. Θα ιδίό, ~άχα, θα ιδώ αν κι' εκει πέρα δεν {tα

ευρεθή οtίτ' ένα χέρι ελεημονητικό νά απλωθή προς εμένα. Γιατl εις τη γη τούτη έχω τόσους καιροiις οποiι διαδαίνω ξιπασμέ"η άνάμεσα εις το­σα πρόσωπα ξένα ως να ε(χα πρωτοφανΎι τώρα ομπροστά τους. Θα πάω

εκεί πέρα· ας στολισθ.ώ λοιπον όσο μπορέσω καλύτερα, μη με καταφρο­

νέσουν οι νέοι ξένοι εκεί κάτω.»

Έτσι λέγοντας &τλωσε τά λιγνά της δάχτυλα . εις κάtι αγριόχορτα ΟΠ~ εφύτρωναν εις την ερημ(α, Επλεξε με αυτa ένα στεφάνι εις την τρισά{tλια κεφαλή της, iδαλε εις το λαιμό της την πολυστέναχτη πλε­

ξίδα,

Καί εiς το κύμα, που δλέπει ως τόν κα-ιtρέφτη, Ξανακοιτάει, χαμογελάει, καί πέφτει.

28

Και 6λέπει μέσα στα νεριl καi)-άρια 'Αλλος λάμπει ουρανός, άλλα κλωνάρια·

29

«Σκύφτω έδώ μέσα, καί ξανοίγω ομπρός μου Αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου.»

30

Η ΜαρLα ενώ πηγαίνει να καταποντισitη, κοιτάζει κατα γης, καί δλέποντας τον ίσκιο της λέει: <ι: Εσiι λοιπόν θέλεις νά με ακολουθήσης;

σου εδά(!Uνε λοιπον ή ζωiι εις τούτο τον κόσμο. Ποία είσαι συ; Δε θυ­μούμαι να σ' εχω ιδεl ποτέ μου· και είναι πολiι παράξενο να με ακολου­

θάς τώρα, οπου είμαι τόσο δυστυχισμένη• φ<ιίνεσαι ωσaν μία τρελη α'ύ­

τού κατα γης· φυλάξου απο τους άντ(!Ες, απο τα ευωδιασμένα λούλουδα

οποiι αυτοt δαστούv εις τον κόρφο τους για να μαγεvουν, άπο τα ψιθυ­

ρίσματά τους, απο τες κρυφες ματιές .. .>.

239

ΑΠΑΝΤΑ .ΣΟΛWΙΟr

31

'Εμελλε νά τελειώση τό ποίημα μέ την ακόλονθη παρομο(ωση, εις

τψ οπο(αν επαρασταίνετο η τύχη του Λάμπρου, της γυναικός του και

των τέκνων το"ς: Ήταν αΜνατο δέντρο εις ένα δάσος κι' άπλωσε τα κλωνάρια το"

εις ιί.λλ,ο δέντρο· τέσσερα 6λαστάραι ε6γήκαν από τον κορμό τον· επέρα·

σε το άστροπελέκι και δεν dφησε ό:Αλο ειμή το χώμα όπο" εtχαν ρLζώσει,

240

Και. δέν iμεινε μήτε tνα κλωνάρι, Φιλέρημο πουλάκι νά κα{}ίση, Το 6ράδι, την αυγή, να κιλαϊδήση.

ΑΠΟΣΠΑ.ΣΜΑΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ

32

Στην κορυψη της .ftάλασσας πατώντας Στέκει, και. δε συγχύζει τα νερά της. Πον στα 6ά{}η τους μέσα ολόστρωτα όvtας Δέν έδειχναν 't'ό -3-είον ανάστημά της. Δίχως αύρα να πνέη, φεγγο6ολώντας Η αναλαμπfι του φεγγαριού κοντά της Συχνότρεμε ,σά νάχε επι{}υμήσει Τα ποδάρια τά .ftεια να της φιλήση.

33

Κείfi'ενε με το μάτι όποιος γυρεύει Για να ιδή τη -8-ωριa τη μακρυσμένη, Της Αφρικής τη {}άλασσ'α αγναντεύει Πάvtα αφράτη και πάντα αγριωμένη.

34

Θανάτσυ ετιά, που τά κλωνάρια γέρνεις Στην κατοικιa την ύστερη τ' ανftρώπου.

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ

35

Εaν την άκρην του ο ζέφυρος δεν γγίζει, Σ 'λ , t \ ίζ τε νει ακινητον ισκιο οπου μαυρι ει.

36

Εις την άρπα γλυκa γέρνει το στήitος.

37

Και φωνάζει: « Ω ΠαρWνα, ω Ψυχοοώστρα!:.

241

Στρ. στίχ. 2. 7, 8

3. 5-8

Στροφ. 33-35.

Στρ. στίχ. 5. 5, 6

6. 6.

ΑΠΑΝΤΑ .ΣΟΛQΜΟΧ

ΠΑΡ ΑΛΛΑΓ ΑΙΣ

Απόσπ. ΙΧ. Κ' 6τειτ' άΠ' τα κρυφa λόγια, 'πσυ κάμνουν, Παίρνουν κουπt τσακισμένο καί λάμνουν. Ν α σσυ και η κορασιa καί με σιμόνει · Κ' ένοο φσυσκόνει αισ8-άνομαι τη δρώμα Του λι6ανι0ύ, 'που την καρδιa πλακόνει, . Και το χέρι, 'που τρέjιει ωσaν καλάμι, Μσu δείχνει το σταυρο 'ς την άΠαλάμη.

Απόσπ. XVIII. 'Στσu αι{)-έρος τήν έρημη γαλάζιαν αγκάλη Τη λάμψι του Έσπερσυ e-ωρώ να προδάλn Καί 6γαίνει η δροσόδολη πνοit τσυ .δραδυσύ.

Κ' εκεί μέ το δύστυχο τς Αυγοvλας κρε66άτι Τα λούλουδα εσκόρπουνε φυσώντας δροσάτη, Την κόμη ανακάτονε τς Αυγής και τ' Α~ού.

Απόσπ. ΧΙΧ. κ~ έμεινε η μάνα τους · Στη συφορά.

· Ελεεινά.

:Στρ. 7. Κατόπιν αυτής της στροφής εv~,>ίσκεται σ6vμμ.έvη η εξής·

242

Σιωπi] τα σήμαντρα Όπου τα 'κλάψαν, Σιωπl] τα σύνεργα Όπου τα ίtάψαν,

» 24.

Στρ. στίχ. 17. 1, 2

24.

στίχ. ι, 2.

~ 3. » 6.

ΠΑΡΑΛΛΑΙ'Ε.!:

Σιωπi] τα ψάλματα Τα λυπηρά. Ν ά 'μπτι, άλλα μάταια, -Πισitοδρομίζει, Και παίρνει απ' ε'ξω-&ε, Και. τριγυρίζει Το περιτείχισμα Πασπατευτά.

Και αυτη απο λύπησι Τετυφλωμ.ένη Βραχνο -i:o ψάλσιμο Του καλογήρου, Αχνό. τα εντάφια, Κεριa τρι. γύρου· Αργa τα σήμανtρα Και τρομερά. Θαμπογυρ(ζει εδώ , κ' έκεί το 6λέμμα, Και την όψι itωρώ σαν δίχως αtμα. Μiλειε, Λάμπρε, ικαί 'πες μου ο,τι κι' αν ήναι. Α! του Θεού μ' επλάκωσε η κατάρα.

'Απόσπ. xxv Στρ. 6. θέτω εδώ, Οχι αις dλλη γραφή. αλλα δυσκολευόμενος ποu άλλο-ό νά ταις -&έσω άρμοδιώτερα ταις εξής στροφα~ς, η οπσίαις ίσως δεν

έγράφθηκαν _ειμη ως δόκιμον Μέτρου·

Φωνούλα με πίκρα με κράζει· Εκύτταξα απάνοu ικαί κάτου· Πετιέται κρε66άτι itανάτου, Κλειούν &ύραις, ανοίγουν, χωρις Ν' ανοίξt), νά κλείσn κανείς.

Ανοίγοντας, κλειώντας, οι &ύραις . Καμμιa δεν έκάναν ανtάρα· Μέ mάνει μεγάλη τρομάρα· « Αχ!~ κάνει το στόμα να 'πη, Και 6γαίνεί χαμένη φωνή.

243

ΑΠΑΝΤΑ ΣOAQMOr

Παγαίνει το πόδι 'ς τη {tύρα, 'Που κλειέεται και πλειa δεν ανοίγει· Ξετρέχει 'ς την άλλη να φύγn, Και κλειέται, και φfl'άνει μ' όρμη 'Στην τρίτα, καί κλειέται κι' αύτή.

~τρ. 9. Εις τό χειρόγραφο τον Λάμπροv ευρίσκεται η εξής στροφή·

244

Κ' ενψ το στόμα ανοι γοκλεί 'Που μου έσταξε φαρμάκι, 'Στα χείλη του αναδεύοτουν Το νεκρικο 6αμπάκι.

9. Τούτης της στροφής η εικόνα ευρίσκεται διαφορετικά παραστη­μένης εις τους tξfις στίχον;·

Γιατt ενΦ περπατεί και παραδέρνει Όπου δεν ειν' παρa νερά, κλωνάρια, Ο παραλογισμός του ομπρΟς του φέρνει Τ' αιtλια του κρίματός του απομεινάρια.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΣ ΤΟΤ ΕΚΔΟΤΗ

1. Χειρόγραφο όπου περιέχονται εκτός των στίχων, διάφορα σχε­διάσματα, και στοχασμοί, εις ιταλικη γλwσσα γραμμένοι, περl. του ποιή­

ματος απο αυτa εμόρφωσα την Τπόθεσι και εδιάταξα τ' αποσπάσματα.

Απο τα ιταλικα εμετάφρασα τα 6σα εχρησίμευαν να συμπληρώσουν

τους στίχους. - Του XXV Αποσπ. το οποίον ο Ποιητf]ς είχε δημοσι­

εύσει ( Ίδ. Σημ. 4) ,δεν ευρίσκονται είς το χειρόγραφο ειμη ολίγοι

ατελειοποίητοι στίχοι.

2. Τό όνειρο, τό οπο{ο η Μαρία διηγεCται του Λάμπρου, προεικό­νιζε, ως μας διδάσκει μία σημείωσι του Ποιητή, την καταστροψη του

πο ιψιατος· έμελλεν αυτη καί η -&υγατέρα της να τελειώσουν καταποντι­

σμέναις.

3. Εκκλησία της Θεοτόκου, εις την έξοχη της Ζακύνθου.

4. Το μέρος τούτο του ποιήματος εστερξε ο ποιηη1ς να δημοσιευθτΊ εις την Ιόνιον Ανθολογίαν (Φάκελλος Α' Ιανουαρ. 1834), όθεν και το λαμ6άνω· μόνον εδιόρθωσα εις κάποια μέρη την αμελημένη στίξι,

και ένα τυπογραφικό λάθος εις τη Στροφη 2, στίχ. 8 το οποίον αφανίζει το νόημα. Η Ιόνιος Ανθολογία, και κατόπι της 6σοι εξανατύπωσαν

τούτο το κομμάτι, έχουν'

Και κατ' Α"Υ'ΤΩ Ν τη σπιθα της τινάζει.

Είναι όμως δέδαιο ότι ο ποιητi]ς είπε και έγραψε·

Και κατ' ΑΤΤΟΝ τη σπίθα της τινάζει.

Εννοcόντας, ως το δλέπει κα·Μνας, Εκείνον που σήμερα αναστήθη.

5. Έδαλα τούτη τη στροφη με τα Αποσπάσματα του Λάμπρου, διότι εξάγω απο μία σημείωσι του ποιητή ότι εις τό σχέδιο έμ;,;αινε η « Αναδυομένη Αφροδίτη». - Η στροψη δεν ευρέθηκε εις τά χει­

ρόγραφα' έγεινε όμως γνωσηΊ προ πολλού, αφού την εμελοθέτησε α­

ξιόλογα ο ονομαστος Μουσικοδιδάσκαλος ο Ιππότης Νικόλαος Μάντσα­

ρος.

245

Α.ΠΑΝΤΑ :ΣΟΛΩΜΟr

ΠΡΟΣΘΉΚΗ (α)

Εις τό Άποσπ. XVIII. Μεταξiι των στροφ. 39 καί 40.

«Στη μάνα παγαlνει,

Την 6ρέσκει 'που κλαίει, Καί, <Μάνα», της λέει

«Μην κλαις, 'πού 'μαL δω:..

α) Καί αυτ'ήν χρεωστούμε εις τον Ιππ. Ν. Μάvtσαρον, εις τοu

οποίου τα μουσικiι τετράδια ευρέ,'}ηκε. Όταν την ε'λα6α τό Απόσπασμα

ε(χεν ήδη εδyή α."tο τα πιεστήι_)ια.

246

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

18

.... ; ............................. . • .. ..... .

. .. . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ..... Εκοίταα, κι ' ήτανε μακριa ακόμη τ' ακρογιάλι· Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι! Τρία aστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο, Πολυ κοντa στην κορασια με 6ρόντημα μεγάλο· Τα πέλαγα στην άστραuτη κι' ό ουρανος αvτήχαν, Οι ακρογιαλιες και τά 6ουνa μ' όσες φωνες κι αν είχαν.

19

Πιστέψετε π' ό,τι {}άπω ειν' ακρι6η αλή{}εια, Μα τες πολλες λα6ωματιες πού μόφαγαν τά στή{}ια, Μα τοvι; συντρόφους :πιόπεσαν στην Κρήτη πολεμώvtαι;,

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι' έγοο το σά6ανο τινάζω, Καί σχίζω δρόμο και τς αχνΟ'uς άναστημένους κράζω; «Μην εlδετε τήν ομορφιa που την Κοιλάδα αγιάζει; π ' δή ' ' ι ι Ί 'ζ εστε, να ι τε το καΑ.ο εσεις κι ο, τι σας μοια ει.

Καπνος δε μένει απο τη γη· νιος ουρανος εγίνη. Σαν πρώτα εγrο την αγαπω και {}ά κρι{}ώ μ' αύτήνη. - Ψηλa την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια Στη &ύρα της Παράδεισος ΠΟύ εδγήκε με τραγούδια· Έψαλλε την · Ανάσ-rαση χαροποιa ή φωνή της, Κί' έδειχναν ανuπομονιa γιά νάμπη στο κορμί της Ο Ουρανος ολόκληρος αγρ(καε σαστισμένος, Το κάψιμο άργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος

. Καί. τώρα ομπρος την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει· Όμως κοιτάζει εδώ κι' εκεί και κάποιονε γυρεύει.»)

247

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛQΜΟr

20

Ακόμη ε6άστουνε η 6ροντη ................. . Κι' η {}άλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλο που 6ράζει, Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία καί πάστρα, Σαν περι6όλι ευώδησε κι' εδέχτηκε όλα τ' άστρα· Κάτι κρυφο μυστήριο εστένεψε τη φύση, Κά&ε ομορφιa νά στολιστή και τό &uμο ν' αφήση. Δ ' ' , .Q 'λ , εν ειν πνοη στον ουρανο, στη uα ασσα, φυσωντας

Ούτε όσο κάνει στον ανftο η μέλισσα περνώντας, Όμως κοντa στην κορασιά, που μ' έσφιξε κι' εχάρη, Εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρο φεγγάρι· Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκεί&ε 6γαίνει, Κι' ομπρός μου ιδου πού 6ρέ&ηκε μιά φεγγαροντυμένη. Έτρεμε το δροσάτο φως στη {}εϊκιa {}ωριά της, Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσα μαλλιά της.

21

Εκοίταξε τ' αστέρια, κι' εκείνα αναγαλλιάσαν, Καί την αχτι νοοόλησαν και δεν την εσκεπάσαv Κι' απΟ το πέλαο, πού πατεί χωρiς να το σουφρώνη, κ

, , ' , , υπαρισσενιο αναερα t' αναστημα σηκωνει,

Κι' άνεί τς αγκάλες μ1 έρωτα καΊ. με ταπεινοσύνη, Κι' έδειξε πάσαν ομορφιa και πάσαν καλοσύνη. τ , ' ' , λ 'ζ οτε απο φως μεσημερνο η νυχτα π ημμυρι ει,

Κι' η χτίσις έγινε ναος που ολούftε λαμπυρίζει. Τέλος σ' εμe που 6ρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείftρα, Καταπrος στέκει στο Βορι&. η πετροκαλαμί&ρα, Όχι στην κόρη, αλλa σ' εμε την κεφαλή της κλίνει· τ 'ζ ll, ''ζ', ην κοιτα α ο υαριομοιρος, μ εκοιτα ε κι εκεινη.

Έλεγα πως την ειχα ιδει πολυν κίηρον οπίσω, καν σε ναο ζωγραφιστη με ftαυμασμο περίσσο, Κάνε την ε(χε ερωτικ&. ποιήσει ο λογισμός μου, Καν τ' όνειρο, όταν μ' έ&ρεφε το γάλα της μητρός μου· 'Η 'λ'λ '' ' τανε μνημη πα αιη, γ υκια κι αστοχισμενη,

Που ομπρός μου τι~)ρα μ' όλη της τη δύναμη προ6αίνει · Σαν το νερο που τό &ωρεί το μάτι ν' αναορύζη

24Η

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Ξάφνου οχ τα 6ά&η του .6ουνού, κι' ο ήλιος το στολίζει. Βρύση έγινε το μάτι μου, κι' ομπρός του δεν ε3-ώρα, Κι' ~ασα τό 3-εϊκο πρόσωπο για πολλη ώρα, ΓιατΊ. άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωihκά μου, Που ετρέμαν καί δεν μ' άφηναν να δγάλω τη μιλιά μου· Όμως αυτοί, ειναι -&εοί, και κατοικούν απ' όπου Βλέπουνέ μες στην ά&υσσο και στην καρδιa τ' αν3-ρώπου, Κι~ ένοιωfl-α πως μού διάδαζε καλύτερα το νου μου Πάρεξ αν ή-&ελε της πω με fi'λίψη του χειλιού μου: «Κοίτα με μες στα σω3-ικά, πού φύτρωσαν οι πόνοι . . . .. . . .. . . . .. .. .. . .. . . .. .. .. . . .. .. . .. . . . . . . .. . . . . . . . . . .. ... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 'Ομως εξεχειλίσανε τα δά&η της καρδιάς μου· Τ' αδέλφια μου τα δυνατα οί Τούρκοι μου τ' αδράξαν, τ δ λ \ I I ι 'ξ ην α ε φη μου ατιμησαν κι · αμεσως την εσφα αν,

ΊΌν γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το 6ράδυ Και την αυγiι μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι. Στην Κρήτη ............................. . Μακριά 'πο κει-&' εγιόμισα τες φούχτες μου κι' s6γήκα. Βόη-&α, Θεά, το τρυφερο κλωνάρι μόνο νάχω· Σε γκρεμο κρέμουμαι δα3-ύ, κι' αυτο 6αστώ μονάχο.»

22

Εχαμογέλασε γλυκa στον πόνο της ψυχής μου, Κι' εδώ~ρυσαν τα μάτια της, κι' εμοιάζαν της καλής μου. Εχάitη, αλιά μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα Σ 1 1

' 'λ ' 'δ το χερι, πουχα σηκωτο μο ις εγω την ει α.-

Εγrο απο κείνη τη στιγμή, δεν έχω πλια το χέρι, Π' αγνάντευεν Άγαρηνο κι εγύρευε μαχαίρι· Χαρa δέν τούναι ό πόλεμος τ' aπλώνω του δια6άτη Ψωμοζητώντας, κι' έρχεται με δακρυσμένο μάτι· κ ,, , δ ' , ζλ'

ι οταν χορτατα υστυχια τα ματια μου α ευουν~

Αργά, κι ' ονι:ίρατα σκληρό: την ξαναζωντανεύουν, κ

1 7 1 'λ I λ' I αι μεσα στ αγριο πε αγο τ αστροπε εκι σκαει,

κ ' .Q 'λ . ' ' ζ ' ι η u·α ασσα να κα-:απιη την κορη ανα ηταει,

Ξυπνώ φρενίτης, κάfi'ομαι, κι' ο νους μου κινδυνεύει, κ . b I λ' I Ι λ Ι αι uανω την πα αμη μου, κι αμεσως γα ηνευει·

249

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛΩΜΟr

τ I •Ι ζ 1 I 1· Ι δ' α κυματα εσχι α μ αυτο, τ αγρια και. μυρω ατα,

Με δίι"Vαμη πού δεν εtχα μήτε στα πρώτα νιάτα, _ Μήτε όταν έκροτούσαμε, πετώντας τά. {}ηκάρια, Μάχη στενf} με τους πολλοiις όλί γα παλληκάρια, Μήτε όταν τον μπομπό - · Ισοiιφ καί τς άλλους δύο 6αρούσα Σύρριζα στο Λα6ύρι ν&ο π' αλαίμαργα πατούσα. Στο πλέξιμο το δυνατο ο χτύπος της καρδιάς μου-Κι' αυτο μου τ' αύξαιν'-έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . '· ........ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . · Αλλa 'tό πλέξιμ' άργουνε, και μου τ' αποκοιμούσε, Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οποiι με προ6οδούσε. Δεν είναι κορασιάς φωνl} _στά δάση που φουντώνουν, Και δγαίνει τ' άστρο τού 6ραδιού καί τα νερa ~ολώνουν, Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τρaγουδάει, Τού δέντρου καΊ. του λουλουδιού που άνοίγει και λυγάει· Δέν ειν' αηδόνι κρητικο πού παίρνει τη λαλιά του Σε ψηλοiις 6ράχους κι ' άγριους οπ' έχει τη φωλιά του, Κι' αντι6ουtζει ολονuχτtς άπο πολλη γλυκάδα ·Η -8-άλασσα πολiι μακριά, Πολiι μακριa η πεδιάδα, Ώστε που πρό6αλε ή αύγ1ι καί λιώσανε τ' αστέρια, Κι' άκούει κι' αiΥΠ} και. πέφτουν της τα ρόδα απο τα χέρια· Δεν ειν' φιαμπόλι το γλυκο οπου τ' αγρίκαα μόνος Στον Ψηλορίτη όπου συχνa μ' έτρά6ουνεν ο πόνος Κι~ ε6λεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανlς να λάμπη ΚαΊ. του γελούσάν τα 6ουνά, τά. πέλαγα κι' οι κάμποι· Κι' ετάραζε τά σπράχνα μου έλευ~εριάς ελπίδα Κι' εφώναζα: ω ~ε'ίκιa- κι' όλη αίματα Πατρίδα! Κι' άπλωνα κλαίοντας κα:τ' αυτi] τά χέρια με καμάρι· Καλη V η μαύρη πέτρα της και τό ξερο χορτάκι. Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι νά ταιριάζη , Ίσως δε. σώζεται στή γη ήχος που να του μοιάζη· Δ ' λ' ' λ ' εν ειναι ογια· ηχος επτος .............. . . Δεν·ή-8-ελε τον ξαναπή ο αντίλαλος κοντά του. Αν είνΆ δέν ήξερα κοντά, (ίν ερχονται απο πέρα· Σαν του Μα'ίού τές ευωδιες γιομίζαν τον άέρα. Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ................ . . Μόλις ειν' έτσι δυνατος ο Έρωτας και ο Χάρος.

250

Ο ΚΡΗτΙΚΟ:Ζ:

Μ' άδραχνεν όλη την ψυχή, και νάμπη δεν ημπόρει Ο ουρανός, κι' ή fi'άλασσα, κι' η άκρογιαλιά, κι η κόρη· Μέ άδραχνε, και, μ' έκανε συχνa ν' αναζητήσω Τη σάρκα μου να χωρισ&ώ και να τον ακλοv&ήσω. Έπαψε τέλος κι' άδειασεν η φύσις κι' η ψυχή μου, Που εστέναξεκι' εγιόμισεν ευ&υς όχ την καλή μου· Και τέλος φ{}άνω στό γιαλο την αρρα6ωνιασμένη, Την απιitώνω μέ χαρά, κι' ήτανε πε{)-αμένη.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

18, στίχ. 7

Με σκο-ύξιμο πολυ μακρυa πολw καιρον αvτήχαν.

19 στίχ. 2, 3.

Μά τά μυστήρια τ' άχραντα οπου τά μνέω και τρέμω, Μ ' ' α την ημερα τη στερνη . ... . .... ; ... . Όταν fi'' αντι6οήσουν οι νέοι αντίλαλοι, όχι πλέον οί παλαιοί Που εμάttαν τη 6λαστήμια και τη ψευτιά ...

· Απο του αν{tρ{QΠου τη ·μιλιά, που ναι πνοi] του Πλάστη.

στίχ. 5, 6.

Βάρει, καλή μου Σάλπιγγα, και τά σεμνά της κάλλη, Τά δροσερά, τα ευωδικά, να ξαναν(Ησ01Ν πάλι, κ' ' 'i: ' ' ~ ' '1!. 'ζ εyω .,υπνω και γ~~.ηyορα το σαuανο τινα ω,

στίχ. 11 τρέμουν οί αvD-ol 'ς τό πρόσω.;·το που 'ναι 'σάν άστρο vέο.

στίχ. 13 Έψαλλε την Ανάστασιν ο <ι)ραίος άΠοπσερίτης,

στίχ. 16 Και ό κόσμος, οπού έτίμησε · λίγον καιρο πατώντας, Το σκάψιμό του αργοπορά μακρυοσπιitοδολώντας

251

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛ2ΜΟr

20 στίχ. 4 Σαν περιδόλι ευώδησε καί. τ' άνθη του ήταν τ' άστρα. Σαν περι6όλι ευώδησε καί λουλουδιάζει απ' άστρα.

στίχ. 5, 6

Λες και εσυνέ6ηκε μυστήριο εις τη φύσι, Που την εστένεψς. γλυκa τέτοια μορφη νά 'ντύση.

κ ., ' ι ι ι ατι κρυφο μυστηριο εστενεψε τη φυσι

Τήν αγριάδα να γδυ&iJ κι' όλο ωμορφιαίς να χύση.

Ολ' ωμορφιαίς να στολιστή και το -θυμο ν' αφήσn.

στίχ. 7, 8 Φυσηματιa παραμικρη τό πέλαο δε .6γάνει , Σε περι6όλι να σεισήι η ρόδο η τουλουπάνι .,

στίχ. 9, 10 Αλλa το φως του φεγγαριού, 'σαν να 'φυσσόσε · ανέμι, Στρογγυλό, μέγα, λαγαρό, κοντa 'ς την κόρη τρέμει.

Σα να '&έλε να φιλη&rί το ά{}-άνατο ποδάρι, Έτρεμε, δίχως να φυσ~, κοντά της το φεγγάρι. Κ' εκείνο, πώμεινε, απ' αυτη 6λέπω και ξεκολλιέται, Καί ησυχάζει άκίνητο αφού πολλη ώρα σειέται.

στίχ. 10 Απλώ&η ανακατώ&ηκε τό λαγαρο φεγγάρι.

Ανακατώ&ηκε πολ.U τό στρογγυλο φεγγάρι.

Έτρεμε τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρο φεγγάρι.

21 στίχ. 3, 4. κ ' ' ' ' λ' ' ' . 'λ 'ζ ρινος τ αναστημα ψη ο, που ο η ιος το φωτι ει,

Στέκει 'ς το πέλαο 'σαν αφρος χωρlς να το συγχίζτι .

στίχ. 4. Κυπαρισσένιο καl χυτο τ' ανάστημα σηκόνει. Κυπαρισσένιο άνάστημα με χάρι αντισηκόνει.

252

Ο ΚΡΗτΙΚΟΣ

στίχ. 5. Κ' είχε τς άγκάλαις ανοιχταίς 'π' aστράφτανε 'σαν κρίνοι.

στίχ. 5, 6. Εις την αγάπη τ' Ουρανου, 'που τόση δόξα εντύ{)η, Μ' άγάπη ανταποκρίνεται, 'που τς έτρεμαν τα στή&η.

στίχ· 6. Κι' ανάδρυσε κά-8-ε ωμορφιa και κά-8-ε καλοσWη.

στίχ. 9, 10 Τέλος 'ς εμέ 'που δρίσκομουν ομπρός της με τα ρεί-θ-ρα, ΕγΦ τό σίδερο κι' αυτf] η πετροκαλαμΗtρα,

'Σ τη μυστικiι γαλήνη εγrο στημένος μες τα ρείitρα Μνέσκω 'σαν κάτα τον Βορηά η πετροκαλαμί-6-ρα·

Ω σαν Βορηάς αυτή, κ' εγrο 'σι- ι πετροκαλαμίtρα.

στίχ. 14-16

Καν 'ς · .Εκκλησιa ζωγραφιστή, κάν εις τη φαντασιά μου, Καν όταν 'J}μουνα μικρος 'ς τα άδεια τα ονείρατά μου.

στίχ. 17. Ήτανε γνώρα παλαιη κτλ.

στίχ. 19, 20. Ωσav το ρεύμα το γλυκΟ οπ' εξαφνα ανα6ρύζει Απο το σκότος τσυ 6ουνού, κι' ο ήλιος τό στολίζει.

Σαν απο 6ράχο σκοτεινό 6ρύσ' ηλιοσrολισμένη. :Σκοτεινού 6ράχου και δα-6-υσύ .δρύσ' ηλιοστολισμένη.

στίχ. 26. Γνωριζεt8 την d&υσσο κτλ.

στίχ. 29. Τουτ' η ψυχη ειναι 6αitειά, κ' εγιόμισ' απο πόνο.

253

ΑΠΑΝΤΑ 110ΛΏΜ0f

στίχ. 38.

Μία φούχτα απο το χrομα της εγιόμισα κ' έ6γήκα. Εγιόμισα οχ τό χώμα της ταις φούχταις μου κ' ε6γήκα.

στίχ. 4:0. Κρεμιοόμαι αΠο την a&υσσο κι' αmο 6αστώ μονάχ.ο.

22 στίχ. 1 - 4. Χαμογελά κ' εδάκρυσε 'ς τον πόνο της ψυχής μσu, Και είς τέτοιο σχήμα εφάνηκε πως 'μοιάζει της καλής μου. Όμως εγίνηκ' άφαvτη οχ του πελάου την άκρη, Κι' αγροίκησα 'ς το χέρι μου 'που του έσταξ ' ένα δάκρυ.

στίχ. 9-12.

Οπότε νύχτα αργa πολiJ ~· ύπνος σκληρος πλειa ζωντανa τα ξαναφέρνει ομπρός μου· Κ' η -6-άλασσα, 'που μέσα της τ' αστροπελέκι σκάει, Με τη φωνi] του λειονταριού την κόρη μου ξυπνάει.

στίχ. 15.

Και τα νερa 'σχιζα μ' αVτο τα μυριομυρωδάτα.

στίχ. 22. Καί 'ς τό κεφάλι το χρυσο 6αρεί τό καρδιοχτύπι.

στίχ. 25.

Αλλa το δεινο πλέξιμο γλυκa μ' αργοπορούσε.

στίχ. 22-25.

Εδώ ή{}ελε να fiiσn ο ποιητi]ς μίαν παρομοίωσι, της όποίας έχομε τους εξής στίχους αυτοι όμως δέν ευρίσκονται εις το ύστερο σχεδίασμα.

Πάει 'σαν αλάφι, 'πώφυγε του κυνηγού τα δέλη, Καί. φεύγει κι' απο τ' αν&ηρΟ: κρεμάμενα κλωνάρια, Κι' απο τον μαύρον ί:σκιο του 'σε ρεύματα κα-6-άρια.

254

Ο ΚΡΗ'l'ΙΚΟΣ

στίχ. 36.

Κι' ακούει κι' α'Ut'l} και πέφ~ονν της οί κρίνοι άΠο τα χέρια.

Κατόπι τούτου του στίχου ευρίσκονται σ6υσμένοι οί έξ'ής·

Και. τότε απλ<h•ει, φεύγοντας τα πράσινα φτερά του, ΚαΊ. χάνεται όπως χάνονται όλα τ'α πάντα κάτου. ·

στίχ. 39, 40. Κι' ο ήλιος μεσουρανής ανά6ρυζε λαμπράδες, Καί του 'γελούσαν τα 6ουνά, τα πέλαγα, ή πεδιάδες.

στίχ. 43. Κ' εκύτταα, κ' έκλαια, κι' άπλονα τά χέρια μέ καμάρι. Κι' απλόνω κλειώντας itλι6ερa τά χέρια μέ καμάρι.

στίχ. 46. Εδώ ήθελε κατ' αρχaς ο ποιητης νά προσθέση'

Η ταν εντύπωσι ανεκδιήγητη, οποίαν κανεiς 'ίσως δεν εδοκίμασε, είμi} ο πρώτος άνitρωπος, ότ'αν επρωτοανάπνευσε, και ο ουρανός, ή γη καί η -&άλασσα, πλασμένα γι' αυτόν, ακό­μη εις όλη τους τήν τελειότητα, αναγαλλιάζανε μέσα εις την ψυχή του,--

Γλυκειa ζωή, 'που το πουλi μισοπλασμένο ακόμα Είχε προτήτερα αισ6αν&ή με τον κειλαϊδισμό του, Και τον αέρα έχτύπουνε με τό ζεστο φτερό του• Κι' ο άέρας ο αμύλυντος, το δέντρο 'πουχε ανitίσει, Το ·~αρτερούσαν ν' αναιδή να πρωτοκειλαϊδήσn, -

Έως 6που εις τη μέ-&η τού νοος και της καρδιάς του, τον έπιασε, σ-όμ6ολο του -8-ανάτου: ο ύπνος, ό-8-εν αυτος έμελλ' έπειτα να ξυπνήση καί να ευρε&fι σιμά του

Της ώμορφιάς βασίλισσα και να γενrj δική του.

στίχ. 59, 60· Έφ,<tασα τέλος '; το γιαλο την αρρα6ωνιασμένrJ, Σφίγγω την μες την αγκαλιά, κ" ήτανε 'πε-&αμμένη.

255

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛQΜΟr

ΣΗΜΕΙΩΣΙ ΤΟΤ ΈΚΔΟΤΗ

α) Ως είναι φανερον απο την αρχη τούτου του Αποσπάσματος,

αυτό ήταν συνέχεια Ποιήματος, του οποίου ο μqκαρίτης είχε συνθέσει,

η τουλάχιστον σχεδιάσει, τα δεκαφτά πρώτα κεφάλαια. Απο αυτά δεν

ευρίσκεται ίχνος εις τα σωζόμενα χειρόγραφα.

Τα πεζa όσα απαντόwται εις ταις Παραλλαγαίς τα εμετάφρασα

απο την ιταλική.

256

ΟΙ ΕΛΕΤΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

(ΑΠΟΣJΠΑΣJΜΑΤΑ)

Εφάρμοσε εις την πνευματικ1Ί μ.ορψη την Ι.στορlα του φυτοv, το

οποίον aρχινάει από το σπόρσ και γυρίζει εις αυτόν, αφσύ περιέλθη, ως δαθμοVς ξετυλιγμοu, όλες τές ψυτικες μορφές, δηλαδη τη ρίζα, τον

κορμό, τα φύλλα, τ' άνθη και τους καρπούς. Εφάρμ.οσέ την καί σκέψου

6αθιa την υπόσταση του υποκειμένου, και τη μορψη της τέχνης. Π ρόσε­ξε ώστε τούτο το έργο να γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται.

Μία μεστη και ωραία δημοκρατία ιδεών οι οποίες να παρασταίνο"''

ουσιαστικa τον εις τές α~σθησες αόρατο Μονάρχη. Τότε είναι άληθινο ποίημα. Ο Μονάρχης, οπσV μένει κρυμμένος γι.α τές αίσθησες και γνω­

ρίζεται μόνο απο το πνε'όμα, μέσα εις το οποίον εγεννή&ηκε, ε'ναι έξω

απο την περιφέρεια του Καιρού· αλλa μία δημοχρα-tία ιδεών ενεργεί. αισθητa μέσα εις τα όρια τΟ'U Καιρού.

Σκέψου 6αθια και σταθεριΧ (μία φορa για πάντα) τη φύση της

Ιδέας, πριν πραγματοποιήσης το ποίημα. Εις αυτΌ -&α ενσαρκωθή το

. ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης

φύσης, η Πατρίδα και ή Πίστις. Ο θεμελιώδης ρυθμος του ποι1Ίματος ας ειναι, απο την αρχή ως

το τέλος, το Κοινο και το Κύριο (PROPRIO), συρριζωμένα και ταυ-

ΙΧ) Τιt Αποσπcίσμιιτι:t τοο ποι'ijμι:tτο,, Το Μ~σολόyyι, ~τοι, Οι Ελε6θεροι Πολιοpχημέ~οι , αι.~'fριοuν εις; τpίαι. διι:tςpορετιχά. Σχεδtcίσμι:tτct. Τό cιρχcιtότ~ρο 'Ιjτc;ι,.ν, ω, q;ι:t!νετι:tι, σιινθεμέ11ο ει, ε{~ο, προφ'Υ)'Ι!ιχοό θρ-ήνοu ~ί~ το Πέσιμο τοu Μeσο­λοrrιοό χαι.ι λuραό ει~ το σχήμσ:· τό δεότερο, περιεχτιχώτερο σόνθεμσ: χοιι eπι­χό, εις; το !Jποίο'V ~ιχο'V!ζο'Vτο τ~ πο:θ-Ιjμο:τοι τω'V yεννοι!ων cι.yων•στ.ιt/:ων ειι; το:ιι; οστερινΙΙt~ 'ijμέρσ:ις; τ1Jς; πολιορχιοι, iω~ 'ποιι έκοιμαι.ν το γιοιιpούοι· τ? ·ψ!το, ~σ:ν~πλα.σμ.οι τοu δεuτspou, και.t ΙΗς; τό μέτρο, χι:ιι εις; τ1J μορφi).

Ι!'ί~ τ·φ τιtξιν τψ οπο!σ:ν έδωσιΙ εις; τσr. Αποσπιtσμ!iτοr. τοιι κιtθe .Σχεδι!t.σμ"τος;, ο;χeολοόθ1Jσοι -;-ην ις;1.ορική σιινέχeιο:,. όπο•J ο:ι'ι-tή είνι:tι ςpctνερij.

Διciφορι:ιις; μeλέτι:tt' εις; το πο!ημοr. πεptέχοuν τιt χειρόyροr.φcι. 'tOI)~ ::τοχιισμοίις; τ.οuτοuς, εις; ιτι:ιλιχ'ή yλώσσοι γρι:ιμμένοu,, ct\lct"('Xciσθ'I)Κor. νιt μετα:::pρd.οω χοιι "" τοο~ τψ;τciξω, ω' εισι:tγωγ1jν ει, τιt τρ!ι:t Σχε~tιiσμ«τοr., ~ιιt. Μο λόγοtι,, 1:pώτον, lτι τ&. ''οήμι:tτα: χα:θ' εcιuτά εtνα:ι ctξιόλοyαι.· δεότιρον, ότι α:uτιi ε(νσ;ι ωσlι.ν 1j ψuχή e­v6; πλciσμcι.τος;, τοιι οπο!οιι ~έν σώζοντα:ι είμή κcίποιιχ μέλ'Υ) cιτsλειοπι>!'Ι)τσι.

Εiνα:ι ομοιω, μετcι.φρι:ισμένα: από τ'Ι)ν ιτα:λικήν ιlσσ: itλλσ: πsζ&. όtποιντώντο:ι εtς; τι:t Σχεδιcίσμα:τοι Β' χοιt Γ'.

257

A.II!NTA .EO.ΛmiOr

't'ισμένα μέ τη γλώσσα· ας εργάζεται (το ποίημα) αδιάκοπα γιά την

άληθινi)ν ουσία, αλλά εις τρόπον ώστε να μη το καταλά6ονν ειμiι οι νόες οι γυμνασμένοι και 6αθείς. ΕΙ.ς τούτο -θα φθάση τινaς με τρόπον

απΜ, πλοvσιον όμως από δεσίματα, Ορέφοντας τη Μορφiι με τύπου; bη­

μοηκούς, λ.χ. ετοιμοθάνατος, - χρνσοπηγή, __:._ χρυσοπράσινα κ.α. Ο θεμελιώδης ρνθμός ας στuλωθή εις το κέντρο τη~ Εθνικότητος

και ας νψώvεται κάθετα, ενω το νόημα, απΟ το οποίο πηγάζει η Ποίη­

ση, και το οποίο αmfι ύΠηρετε~ άΠλώνει δαθμηδον τσuς κVχλους του. Όλο το Ποίημα ας εκφράζη το Νόημα, ωσaν ένας αmοόπαρχτο;

κόσμος, μα-6-ηματιχa βαθμολογημένος, πλοvσιος και 6αθύς. Μέσα εις

αυτό το δρόμο μονάχα συγχωρείται να προξένήση τινάς, με τα διάφορα

ακόλουθα εφευρήματα, τες πλi.ον μεγάλες και φοδερtς εντύπωσες. Αυτο

δεν έγινε ποτε aρκετa καλά. Όσοι εδοκίμασαν να ντο κάμουν (ως ο Ευ­

ριπίδης, και μ' αυτον . οι περισσότεροι των νεωτέρων, οι οποίοι είναι παιδιά του), έμειναν ε'ξω aπό τήν ' Ιδέα καί όποιος έχει νου δεν το υπο­φέρει.

Εις το ποίημα του Χρέους ι μακρινi) πρέπει νά είναι η φριχ,t'ή αγωνία μέσα εις τη δ'υσ'rυχία και ειςτο\ις πόνους όπως εκεiθε φανερώθη

aπείραχτη καί άγια η διανοητικη και ηθικfι Παράδεισος. -Πραγματοποίησε τούτη την ·Ιδέα: όλοι οι ανθρώπινη δεσμοt -

πατρός - αδελφοV, - γυναικός, - ριζωμένοι εις την τη, και με αv­τούς ο ενθουσιασμος της .δόξας· - τους αρπάζετ(U ή γη, και τοιοuτο­

τρόπωι; αναγκάζονται να ξεσκεπάσουν εις τα Μθη της την cιγιοσWη

της ψυχής τους. Εί.ς ταν πάτο της εικόνας πάντα ή ΕΛΜδα με το μέλ­λον της. Από την αρχη ως το τέλος περνάνε άΠο πόνον εις πόνον έως

τον άκρον πόνο, τοτε έτρεξε ή θάλασσα, και η ψυχή τους έπλεε εις την

πίκρα καί ετρέκλιζαν ωσaν μεθυσμένοι. Τότε ο εχθρΟς τονς ζψεi v' αΛλαξοπιστήσουν. Ο Άγιος Αiιγουστίνος λέγει, Οτι ύ Σταυρος είναι 1'\ καθέδρα της άληθινής σοφ(ας· επειδη όσα ο ΙησοVς εις τρεις χρ~ εδίδαξε με το Ευαγγέλιο, όλα τα ανακεφαλαίωσε εις τρεις ώρες από­

νου εις το Σταυρό.

Έντονες δύναμες~ οι οποίες ξετυλίζονται εις φυσικοε-θνιχa οργα-

, να, εις μία μικW\ γη· δwαμες μεγάλες κά6ε λογή~. οί οποίες' ιμψt.ιχώ­νονν το ξετύλιγμα όπου ακατάπαυτα προχωρεί μεγάλύτερο. Ενώ α'Ο­

ξαίνει, κάμε ώστε άνάμεσα εϊς τές νικηφόρες ένάντιες δύναμες να εν­

ρίσκεται η εν6ύμηση της περασμένης δόξας. - Οι Αδε~ποιτοι-

258

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΔΙΟΡ:κmmΝΟΙ

Μελέτησε καλα τη φVση της Ιδέας, και το -οπερφυcnΧό και yεννηa.χb

δάθΟζ της ας πετάξη €ξω το φυσικΟ μέ(.fοζ και τΟΟτο ·α; τεθή α6ίαιnα εις 6ργανα εθνLκά.

-AIJJ:J. 6πως φ&άση τιν(ι; εις τοVτο, ανάγκη να μελετήση tcw \ΙΠδ­στατικΟν ίσκιcw, οποiι θα 6γάλ'Ι) έξω τα σώματα, μέσ' από τα ωτο(α αu­

τός θα φανερωθή με εκείνα ενσποLημένος. Και μέσα εις αντa τα σώ­ματα ας εκφρασθή, εις όλα τα μέρη του έργσυ, η εθνικότης όσο το &v­νατό πλέον εκτεταμένη. Τοιουτοτρόπως η Μεταφυσιχi} έγινε Φuσιχή.

Πάρε καί. σύμπηξε δννατa μίαν πνεuματικi) δύναμη, και κατα·

μέι>ισέ την εις τόσσυς χαραχτήρες, ανδρών και. γννα.ικών, εις τους οπ.οl­

ους ν' ανταποκρίνωνται εμπράκτως τα πάντα. :Σκέψοv καλΔ αν τούτο θα γένη ρωμαντικά, η, αν είναι δννατό, κλασLκά, η ειs είδος μιχτό, α.λ­iJι νόμιμο. Του δεuτέρου είδους άκρο παράδειγμα ε(ναι ο "'ΟμηQΟζ' fOV

πρώτου ο :Σέικσπηρ· τΟ'ύ t(.)ιτου δεν γνωρίζω. Η απόλυτη ,$παρξη τοu ποιήματος ας εlναι πολυσήμαντη' - μlα

από τις σημασίες: η μικρi) γη έως τότε δίχως δόξα, δίχως όνομα δια

μιας υψώνεται εις το άκρο της δόξας, πρώτα με το να σηκω{}ή, και

iπει't'α με το να 6ασταχθή, Wτοκρούοντας πολλες δύναμες, και από εχε~ πέφτει εις την 6αθύτατη δυστυχία. Τοιουτοτρόπωc; . μία ενότης πo'JJ.Ji.Jν δυνάμεων φανεeώνεται εις την ισοζυγία 't'ων μοeφών. Το νόημα. είνα• πάντα το αντο από. την αρχη ωι; το τέλος, όπου είναι η λέξη αιματο­τσακισμένα· -κι' έτσι τωόντι κάθε λέξη ε6yήκε μ.εστη απΟ το νόημα,

και 't'o έeγο δε(χνεtαι ατομικό, σόμφωνο με 't'O πνεψα της Γενικότητ~ που το εγέννησε.

Το ποίημα ας έχη a.σώμα.τη ψυχή, η οποία απορρέε~ από τcw θεό, και αφΟΟ σωματοποιηθή εις τα ό~ανα καιρού, τόπου, εθνικότητος, γλώσσας, με τους διαφορετιχοiις στοχασμούς, αισ6ήματα, χλ(σεις χ.ά. (ας γένη ένας μικρΟς σωματικός κόσμοι; ικανος να τη φανεeώση)ι -rι­

i« επιστρέφει εις τον θεό'·

~ε Μο πέφτεL απο 6v&o ως πον δεν ήταν άλλQi, Εκειi' εδγήκε aνίκητος·

ΚοCταξε να σχηματ(σης 6αθμηδ0ν ωσάν μίαν αναΜθρα από ~οκο­

λίες, τες οποείες i}α υπερ600ν εκείνοι οι Μεγάλοι ,με όσα οι αίσΟησες

απορ(>ΟφΟ'&ν από τα εξωτερικά, τα οποία η τους τρα6Wν με τα κάλt.η 'f~, η τοοι; 6ιάζονν με την ανάγκη και με τον πόνο, έως εις τη 6ε6αι&

τητα του θανάτου, αλλΔ εξαιρέτως με την ενθύμηση της περασμέ~ς

259

ΑΠΑΝΤΑ :ΣΟΛωΙΟr

δόξας. Όλα αυτά, 6σο μεγαλύτερα ε{ναι καί πλi.ον διάφορα, εις τόσο υψηλότερο στuλοπόδι σταίνουν την · Ελε'U'Dερία, μεστi}ν απο το Χρέο;,

δηλαδή, απ' όσα περιέχει η Ηθική ή θρησκεία, η Παtριδα, η Πσλι.­ηκή κ.α.

Κάμε ώστε · ο μικι>ος Κύκλος, μέσα εις τόν οποί.ο κινιέtαι η πολιορ­κημένη πόλη, να ξεσκεπάζη εις την ατμόσφαιρά tου τα μεγαλύτει>α συμ­φέι>οντα της Ελλάδας, για την vλικη θέση, οποiι αξίζει 'fόσο για εκεί­

''ους οπού Wλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οποiι .θέλουν να την

cιρπάξουν, - και γlά την ηθικi) θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της

Ανθρωπότηtος. Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. - Ι δες τον Π ρομ.ηθέα και εν γένει τα σvγγράμμ.ατα του Αι­

σχύλου. - Ας φανή καθαρa η μικρότης του τόποο και ο σιδερένιος και ασύντι>ιφτος κύκλος οποiι την εχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως άΠΟ tη μικρότητα του τόπου, ο οποιος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμ.ες, -&έ­

λε~ ει>γουν οι Μεγάιλες Ουσίες.

Μεινε σταθερός εις τούτη την υψηλη θέση. Η θλίψη τους στέ­κεται εις to να θυμούνται την ευτυχισμένη κατάστασή τους, όθεν iπρεπε να 6λαστήση το καλο της πατρίδας. Τώρα αισθάνονται ότι θα χάσουν τά πάντα· το αισθάνονται 6αθμηδόν , και επομένως ολικώς. Η πείνα δεν

μπαίνει εις αυτον τον κύκλον ειμη μόνον ως εξωτερικη δύναμη, την οποίαν υπειwικοVν καθώς όλες τες dλλες.

Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων, μεταξv άνδρών και γυναικών.

Εκεινοι ας αισθάνωνται όλα, κι' ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη' τούτες ας νικάνε καί αυτές, αλλ' ωσάν γυναίκες.

:Σ Χ Ε Δ Ι Α :Σ Μ Α Α'

ι

Τότες έταραχτήκανε τα σω3ικά μου καί Ελiγα πως ήρ6ε ώρα νά ξεψυχήσω· κι' ευρέθηκα 1 σε σκοτεινο τόπο καί 6ροντερο που εσκιρτού­

σε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει όγλήγορα, ωσaν το χόχλο στο

νερο που αναδράζει· ετότες εκατάλαδα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγ­

γι· αλλα δεν έ6λiπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τή λί­μνη, μήτε τή θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα μήτε τον ουρανό• εκα­

τιiσκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη 6ροντη και

άστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, καί ιδοv μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν

του λαγού το α~ιια, όπου η σπίθα έγγιζε κι' έσδενότουνε· και με φωη'ι που μου εφα(νονταν πώς νικάει τήν ταραχη του πολέμου άρχισε:

«Τό χάραμα έπήρα Του Ήλιου το δρόμο, Κρεμώντας τη λύρα Τη δίκαιη στον ώμο,­Κι' απ' όπου χ aράζει Ως όπου 6υ6-ά,

'Γά μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον απο τούτο το αλωνάκι».:'

1. Αρπάζεται ο ποιητης απο το πνεύμα μέσα εις το πολιορκημένο

Μεσολόγγι.

2. Δηλαδ-1'], το Μεσολόγγι. - Τα λόγια, οποv συμπληριόνουν την

έννοια των στίχων, τα έχω απο το στόμα του ποιητή.

261

ΑΙΙΑΝΊΆ Σ:ΟΛΟΜΟr

2 3

Παράμερα στέκει Ο άνtρας και χλαίa· Αρyfι. τό τουφέκι :Σηκώνει καί. λέει: cΣε τούτο το χέQL τι κάνει; εαύ; Ό εχfi'ρ6ς μου το ξέρει Πω; μου εισαL 6αρύ,,

Τη; μάνα; ω λαύρα! Τα τέκνα τριγ.ύρσu ~αρμένα και μαύρα, Σαν ισκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Και βρίσκει σπυράκι. Και μάνα φitονεί.

3

Γρικούν να ταράζη 4

Του εχ{t-ρού τον άέqα Μιαν dλλη, που μοιάζει Τ' ανtlλαλου πέρα• Και ξάφνου πετιέται Με τρόμου λαλιά· Πολληώρα γρικιέται, Κι.' ό κόσμος βροντά.

S. Από τα · Ιδιόyραφά δεν είναι φανερό. τούτο το Μμμάτι και το εξής να πε()ιέχωνtαι. ει.ς το Άσμα της Γνναικόc;' άλλα μου φαt­νε:mι, Οtι το IV A:r.όmc. ε~ το οποίο πeοεικονιζε'fαι. w dσφο tον :Μ!<Μlοyγι.Ού ,αQμόζιι εις τη θtόπνε'U<Π'η ΨάλtQα. ·

4. Διά vά εννοήστις τούτη τη mροφή. -'Ιδι τοο. Β' Σχε&Δσμα~ ω ΙΙΙ ~Απόσπ.

262

ΕλΕrθΕΡΟΙ IIOAIOPXIDIENOI

4

Αμέριμνον 6νtας Τ' Αράπη το στ6μα Σφυρίζει, περνώvtας Στου Μάρκου το χώμα· Δια.6αίνει, κι' άγάλι .... λ, ' I .:.απ ωνετ εκειι

που ε6γήκ' η μεγάλη Του Μπάιρον ψυχή.

5

Προ6αίνει. και κράζει Τά i3νη σκιασμένα.

6

Και ω πείνα καί φρίκη! Δε σκούζει οικυλί!

7

Και η μέρα προ6αίνει., Τα νέφια Ο'υ'Vtρί6ει· Ν α, η νύχτα που δγαίνει Κι/ αστέρι δεν κρύδει.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

'Απόσπ. Ι. Στίχ. 3. Βαστώντας τη λύρα Στ(χ. 3, 4 Καί μώκρουζ' η λύQα

Η δίκαιη 'ς τον ώμο.

- Απόσπ. ΙΙ

Στίχ. 2· Σουλιώτη;, και κλαίει·

263

ΑΠΑΝΤΑ ΣΟΛΩΜΟr

Απόσπ. ΠΙ.

Στίχ. 1-4 Χαμένη γροικάνε Σ το υεχitρού τόν άέρα Μιαν άλλη, 'σαν να 'ναι Τ' αντίλαλου πiρα·

Στίχ. ι, 2 Σκληρa περιπαίζει · Σ του εχitρού τον αέρα

Στίχ. 3, 4. Η απάνttρωπη ,μοιάζει Τ' άντeλαλου πέρα.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β'

·' Ακρα του τάφου σιωπf} στον κάμπο βασιλεύει· Λαλει πουλί, παίρνει σπυρί, κι' η μάνα τό ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει· Στέκει ό Σουλιώτης ο καλος παράμερα και κλαίει ; c'Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι; Οπο\ι συ μούγινες 6αρ\ι κι' ο 'Α γαρηνος το ξέρει.~

Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητης παραστα(νει τήν Φύση,

εις τη στιγμη πού είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οπο(α, με όλα τ' άλλα και ύλικα και ηθικα ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορ­

κημένους ιδο\ι οι Στοχασμοt του ποιητή:

Η ζωfι πού ά.νασταίνεται μέ όλες της τες χαρές άνα6ρύζοντας

ολουθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη είς όλα τά οντα' η ζωη ακέραιη,

άΠ1 όλα της φύσης τα μέρη, θέλει Vά κατα6άλη τήν ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια καί 6ά~ος συγχωνευ­μένα τά οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη ψύση στήν επιφάνεια

καί εις το 6ά{}ος της.

Η ωραιότης της φύσης που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθροlις την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις

το1!ς πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

264

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚ}Ο(ΕΝΟΙ

Ο Απρίλης μέ τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Κι' όσ' άν&ια βγαίνουν και Κ~QΠΟL τ6σ' άρματα σε κλειούνε.

Λευκο βουνάκι προοατα κινούμενο βελάζει, Και μες στη iάλασσα βαiιa ξαναπετιέ't'αι πάλι, κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη. κ λl ι .ι ι ι _Q_ I ύδ αι μες στης ιμνης τα νερα, οπ εφυασε μ ασπσ α,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Ιlου ευά~ιασε τον ύπνο της μέσα σ't'ον άγριο κρίνο· τ λ '~~ ,, λ'' . ο σκου ηκακι ορισκεται σ ωρα γ υκια κι εκεινο.

Μάγsμα η φύσις κι' όν~ιρα στην ομορφιΟ: και χάρη, Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερο χορτάρι· Μέ χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεiάνη σήμερα χίλιες φορες πεitαίνει.

Τρέμ' η ψυχη και ξαστοχά γλυκι:l τον έαυτό της.

J

Εν<.ό ακο~εται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οποiι κινδυ­

νεvει να ξvπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον ώστε να ολιγοστέψη η α\•tρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων

, σαλπίζει κράζοντας τους άλλους είς συμβούλιο, καί η σ6ημένη, 'Κλαγ­

γη, οπού βγαίνει μέσ' απο το αδυνατισμένο στήθος του, · φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινει έναν Αράπη να κάμη d,τι περι-γράφουν οι στίχοι 4--12: .

<<Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιού τά μάγια με 6ία, Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κάψουν την αντρεία:..

Χαμένη, αλίμονον! κι' οκνf] τη σάλπιγγα γρικάει· ΑλλΟ: πως φitάνει στον εχitρο και κάit' ηχrο ξυστνάει; Γέλιο στο σκόρπιο στράτέυμα σφοδρο γεννο6ολιέται, Κι' η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανlς πετιέται· Και μέ χαρούμενη πνοη το στήitος το χορτάτο,

265

.AIIAN'rA :ZOΛWIOt

Τ' aρά-θυμο, το δυνατό, κι' όλο ψυχες γιομάτο, Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα, Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα· Τέλος μακριa σέρνει λαλιά, σaν το πεσούμεν' dστρο, Τοανlι λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητη κατa το κάστρο.

4

Μόλις tπαοοε τό σάλπισμα ό Αράπης, μία μuριόφωνη 6όή α­κούε'fαι εις 'tO tχθρι.κό στρατόπεδο 1CαοΙι η 6ίγλα 'fσίι κάστ~ αχvfι σαν

το χάρο. λέει των Ελλήνων : «Μπαίνει ό εχθρι.κΟς σrόλο9. Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπσυ η ελπίδα aπάντεχε να ιδή τά φιλικά καQά6ια. Τό'fε ο εχθρΟς εξανανέωσε τήν χραuγή~ καi. εις αVtήν

αντιδόησαν οι νεόφ&σrοι μεσ' από τα καράβια. Μετά ταUτα μία ακα τάπαuστη 6ροντή ~νε τον αέρα Vά τρέμη πολλiι ώρα, και εις αuτi)ν την 'Σ'QΙ.Κνμία.

Η μαύρη γη Ο'Κιρτά αις χσι..")..)) μέζ το νερο που δράζει.

- 'FtJ>ς εκείνη τη στιyμη οι πολιορκημένοι εtχαν υπομείνει πολλούς αγώνες μέ κάποια ελπίδα να φθάση () φιλικός στόλος και. να σuντρiψη (σως τόν σιδερένιο κύκλο οπο\ι 'Σ'ονς περιζώνει' τώρα οπο\ι lχασαν κάθε

ελπιδα, και ο εχfρός 'fouς τάζει νά τοuς χαρίση τη ζωή αν ώ.λαξοπι­σrήσουν, η uστε(Wή τοuς 'αντίσταση τσυς aποδείχνει Μάρwρες.

5

.. .... Στην πeισμωμένη μάχη :Σφόδρα σκιρτούν μακριa πολ\.ι τα πέλαγα κι.' οι βράχοι, Καi. τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια, Κι' όταν 3ολώσουν τά νερά, κι' όταν εδγσύν τ' αστέρια. Φο6ούνtαι γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε, Κι' οί ξένοι ναύκληροι μακριa πικραίνονται και λένε: c Αραπιd; άτι, Γάλλου νους, σπα3l Τουρκιdς μολύ6ι, Πέλαγο μέγα 6ράζ' ο εχfi'ρος προς το φτωχο καλοοι».

6

-'Ενας πολέμαρχος ξάφνου άΠΟμακραίνεται απο τον κι'nι.λο, ό.:τοu

266

ΕΑΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡ:κ:mιΕΝΟΙ

εiνιιι συναγμένοι εις συμβούλιο γιά το γιουρούσι, γιατι τόν sπΜκωσε

η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της dκρας δvσrοχLας, ότι εις εχεινο 'tO Cδιο μέρος, εις τες λαμπρ€ς ημέρες της ν(κης, είχε πέσει

χοπιασμένος αΠΟ τον ποlεμικδν άγώνα, και auτoo επρωτάκουσε, από

τα χείλη της άγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, η οποία

lως τότε είχε με(νει άγνωστη εις την απλη καί ταπεινή ψυχή του.

Μακριa απ: όπ' ήτα' ανtίσtροφος κι' ακίνητος εστή&η· Μόνε σφοδρct. ~ροντοκοπούν τ' αρματ-ωμfνα στή&η· c Εκεί 'ρitε το χρυσότερο απο τα ονείρατά μου· Με τ' dρματ' όλα 6ρόvrησα τυφλΟς του κόπου χάμου Φωνη 'πε: - Ο δρ6μος σου γλυκΟς και μοοχο6ολισμένος Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος· Παλληκαρa και μορφονιέ, γειά σου, Καλέ, χαρά σου!

· Άκου! νησιά, στεριες της γης, εμάttαν τ' όνομά σου.­Τούτος, αχ! που ν' ο δοξαστος κι' η ttείκιa {}ωριά του; Η αγκάλη μ' έτρεμ' ανοιχτη κατ-a τ-α γ6νατ-ά τ-ου. Έριξε χάμου τα χαρτιa με τς είδησες του κόσμου

Η ~ορασιιl τρεμαμένη .... Χαρa της έσ6υε τή φωνή, 'πΟύ 'ν' τώρα αποσ&υμμένη· 'Αμε, χQ"Uσ' όνειρο, και συ με τη σα6ανωμένη. Εδώ 'ναι χρεία να καται6ώ, να σφίξm το σπαttί μου, Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κ' έγ' όλη τη πνοή μοο· Τά 'λ( γα απομεινάρια της πείνας και τς' α\-tρε(ας,

• I ι I I I 1 I I ι I I 1 I I 1 I I 1 Ι I 1 Ι Ι 1 I Ι 1 ι Ι 1 ι ι 1 ι ι 1 ι ι ι ι

Γκόλφι να τdχω στο πλευρο και να τα 6γάλω πέρα, Που μ' ~ραξαν μ' απανtοχή, φίλο, αδελφο πατέρα· Δρόμ' αστραφτa να σχίσω τους σ' εχ{}ροiις καλa {}ρεμμένους, Σ' εχ&ροiις πολλούς, πολλ' · α'ξιους, πολλa φαρμακωμένους Να μείvης, χωμα πατρικό, για μισητο ποδάρι· Η μαύρη πέτρα σου χρυση και το ξερο χορτάρι~. cΘύρε; ανοιξτ' ολ6χρυσες για την γλυκιaν ελπίδαι.

7

Κρυψη χαρa 'ατραψε σ' εσέ· κάτι καλό 'χει ο νου; σου· Π~, να το ξεμυστηρευτής 3ες τ' αδελφοποιτο\ι σου;

267

ΑΠΑΝτΑ ΣΟΛQΜ:Οr

Ψυχη μεγάλη και γλυκιά, μετa χαράς σ' το λέω: Θαυμάζω τές γυναίκες μας καί στ' όνομά τους μνέω.

Εφο6ή3ηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα. Για η δύναμη δέν ειν' σ' aυτες ίσια με τ' άλλα δώρα.

Απόψε, ενώ ε(χαν τα παράθυρα ανοιχτa γιά τη . δροσιά, μlα άΠ'

αυτές, η νεώτερη, επήγε νά τά κλεlση άλλά μlα άλλη της εlπε : «Όχι, παιδί μου • άφησε νdμπη η μυρωδιιl άΠο τά φαγητά ε{ναι

χQEla νά σννηθίσουμε'

Μεγάλο πράμα η υπομονή t •. . . Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός κλει itησαυροiJς κι' εκείνη.

Εμείς πρέπει νά έχουμε υπομονή, αν και έρχονται οι μ"(Ι<~ιές

Απ' όσα δίν' η -θ-άλασσα, απ' οσ' η γη, ο αέρας:..

Κι' έτσι λέγοντας, εματάνοιξε τό παράθυρο ΚΟ.ί η πολλή μυρωδιά τών αeωμάτων εχννότουν μiσα κι' εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη

είπε : «Και τό αεράκι μας πολεμάει». ~ ΜLά dλλη έστεκε σιμά εις -;ο

ετοιμοθάνατο παιδί της,

κ , ' . , δ ' ' , λ , ι αφ σε το χερι του παι ιου κι εσωπασε ι γακι,

Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα τό -6αμ6άκι.

Καί άλλη εtπε χαμογελώντας, νά διηγη&η κάθε μια τ' όνειρό της .

Κι' όλες εφώναξαν μαζι κι' είπαν πως ε(δαν ένα. Κι' ό,τι αποφάσισαν μαζt να πουν τά ονείρατά τους, Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην ύπνοφαντασιά τους.

Καί μ(α εfπε: «Μοϋ εφαινότου ότι όλοι εμείς, άντρες καt γυναίκες ,

παιδιa καt γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρa ποιά μεγάλα κι' ετρέχα­με άνάμεσα εις τόπους φωτεινοίrς, εις τόπους σκοτεινούς σε λαγκάδια,

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΙDΙΕΝΟΙ

σε yχ.ρεμο\ις απάνον κάτου, κ.~' ιbτειτα tφθάναμε μαζl στή W.λασσα

με πολλiι ορμή,

Και μές στη ~άλασσα γλυκα δαστούσαν τά νερά μας:..

Και μLα δεύτερη, εl.πε:

«Εγrο 'δα δάφνες. -Κι' εγrο φως .......... ... .. . -Κι' εγrο σ' φωτια μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της»

Και αφού όλες εδιηγήθηκ.αν τά ονείρατά τονς, εκ.είνη ποVχε το παιδl ετοιμοθάνατο είπε: « Ιδές, κ.αι εις τα ονείρατα ομογνωμοιlμf, καθd>ς εις τη θέληση κ.αι εις όλα τ' άλλα έργα~. Και όλες οι άλλες εσυμ­

φώνησαν κ.ι' ετριγύρησαν με αγάπη το παιδί της ποVχε ξεψυχήσει .

. Ιδο{,, αντες οι γυναίκ.ες φέρονται θαυμαστά' αtιτες ε(ναι μεγαλό­

ψυχες, κ.α ι λένε ότι μαθαίνουν απο μας, δε δειλιάζουν μολονότι τοuς επάρθηκ.ε η ελπίδα ΠΟ'ύ ειχαν να γεννήσονν τέκνα για τη δόξα κ.αι γιt.ι

τήν εντvχία. Εμείς λοιπΟν μπορούμε νά μάθουμε άπ' αuτες και να τες

λατρεύουμε έως την tίστερην · ώρα. - Π ες μου και σύ τώρα γιατt εχθές, ύστερι' απο το συμοούλιο, ενω εστεκ.όμαστε σιωπηλοί, ά..-τομακ.ρύ­

θηκες ταραγμένος'

Να μου τό πης να τόχω γω γκολφισταυρο στον άδη. Εχαμογέλασε πικρa κι' όλοmtενε κοιτάζει· Κι' ανεί πολυ τα 6~έφαρα τα δάκρυα να 6αστάξουν.

Παρασταίνεται ο Ιμπρα'ίμ Πασάς συλλογιζόμενος τή σημαντικό­τητα τής γης, την οποία -&έλει να κυριέψη, κ.αι τον πόνο κ.αι την εν~

τροπή του αν δεν το κ.ατορθώση.

Kαitroς εκεί στην Αραπιά . ... ... ... . . Χύνεται ανάερα το σκυλl. της δίψας λυσσιασμένο. Μες στην ψuχη την αγρικά σά σπί-6'α στη φωτιά της. Καί συχνa τούπ' η αράiruμη καί τρίσοαi}η ψυχή του :

.«Κάμποι , δουνα καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.»

269

«Σ' τουφέκι αλλάξαν και σπα~t το δίχτυ και τ' αγκίστρι.» <<Μάνα καλη παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.~ «Αιώνια ή~ελ' 1}τανε ο πόνος κι' η ντροπή μου.»

9

Ετούτ' είν: ύστερη wχτιά· όλα τ' αστέρια 6γάνει· Ολοwχτl.ς άνέ6αινε η δέηση, το λι6άνι.

Ο Αράπης, τρα6ηγμένος από τη μυρωδιΟ. ποv εσχ.ορπούσε το θv­μία~ περίεργος και αvuπόμο~, μέ 6ιαστικc1 πατήμαtα πλησιάζεL ε.,. το τείχος,

Και απάνου, ανάγκη φο6ερή I αχυλt δεν του 'λυχτάει.

Και ακροάζεται αλλΟ. τη vυχτικη γαλήνη δεν αντίσχ.ο& μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ή3ελε Πής ότι εfχε παvσει η ζωή• οι ή­ρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τσuς, λόγια λένε

Για την αίωνιότητα, που μόλις τα χωράει· Στά μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ, οι στοχασμοί του;· Του; λέει μεγάλα και πολλa η τρίσ6α&η ψυχή του;. Αγάπη κι' έρωτας καλού τα σπλάχνα του~ τινάζουν· Τά σπλάχνα τους κι' η ~άλασσα ποτε δεν ησυχάζουν­Γλυκια κ' ελεύftερ' η ψuχη σα νάτανε 6γαλμένη, Κι' υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φiαρμένη.

10

Αφου έκαψαν τα κρε6άτια, οι γυναίκες παρακαλούν τούς άντρες να

τες αφήσουν να κάμουνε άντάμα, εις το σπήλαιο, την νστε(Ιiινi) δέηση. Μι' απ' αυτές, ή γεροντότερη μιλεί γιa τες άU.ες: c Άχοuσε παι.δ( μοv, κάι το'ίίτο απο το στόμα μον,

Πούμ' όλη κάτου απΟ τη γη κι' f:να μπσυτσσύνι σ:ιr.' έξω. Ορκίζουν σε στη στάχτ' αυτfι .............. . Και στά κρε.6άτια τ' άτυχα με το σεμνΟ στεφάνι·

270

ΕΛΕΙ'θΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Ν' άφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ' εκείνο, Νά κάμουμ' άμα το στερνΟ χαιρετισμο καί. {}ρήνο.:.

Kt' επειδη εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόχρwη,

Όλε; στη γη τα γάνατα εχτύπησαν όμπρός του, Κι' ε6άστααν όλες ~ατ' αυτΟν τη χούφτα σηκωμένη, Και με πικρο χαμόγελο την οψη τη φl}αρμένη, Σα νά-6-ελ οοπλαχνα ο Θεος 6ρέξη ψωμi σ' εκείνε;.

ι ι

Οι γυναίκες εις τες οποίες έως τότε ε(χε φανή όμοια μεγαλ<>ψvχία με 'tΟ'ίις άντρες, όταν δέονται και αιπές, δειλι.άζονν λιγάκL και κλαίνε·

όθεν προχωρεί η Πράξη· διό·η όλα τα φερσίματα των γυναικών αντι­χτιιπσύv εις την καρδι.α των πολεμιστάδων, και αύτη είναι η υστερινή

εξωτερικη δύναμη ποu τους καταπολεμάει, από την οποίαν, αις απ' όλες

τες dλλες αντοι δγαίνονν ελεύθεροι.

ι2

_Είναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνι.ρω­

πη, ώστε να αισθάνεται όλα τα πα-3ήματα, και καθαριζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να άναπνέη την Παράδεισο.

Πολλες πληγλς κι' έγλύχαναν γιατ> έσταξ' αγιομύρος.

Μένει άγρwΜ} μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του d.γώνος,­

δεν τά φοοο:rαι τά παιδιά της μη δειλιάσουν εις τά μάτια τη~ είναι φα­νερa τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τοuς·

Στον τέκνον σύρριζα το νου, Θεου της μάνας μάτι· Λόγο, έργο, νόημα ................. . A,r,o το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρσυμό του.

Γιά τσύτο αvri} είναι

Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ' όχι γιa τη Μοίρα,

271

ΑΠΑΝΤΑ lJOΛ~MOf

Και μες στην τρίσδαt)η ψυχη ο πόνος της 'πλημμύρα,

Επειδi} 6λέπει τον εχθρον άσπονδον, άπονον απο το πολiι πείσμα,

και καταλαδαίνει ότι αν το Έλεος €χυνε μες στα σπλάχνα τον όλοvς τούς

θησαυρούς του, τΟ'Uτοι

Τριαντάφυλλά 'ναι {}εϊκa στην κόλαση πεσμένα.

13

Μένουν οι Μάρτυρες μέ τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή,

να φέξη για νάδγουνε στο γιουρούσι, και ή φοδερη αυγή,

Μνήσt)ητι, Κύριε - είναι κοντά· Μνήσ{)ητι, Κύριε - εφάνη! Έπαψαν τα φιλιa στη γη ................... . Στά στήttια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Μία χούφτα χώμα νά κρατοο και να σωitώ μ' εκείνο. 'Ιδου, σεισμος και δροντισμός, κι' εδάστουναν ακόμα, Που ο κύκλος φitάνει ο φοδερος με τον αφρο στο στόμα, Κι' εσχίσ{}η άμέσως, κι: έδαλε στης Μάνας τα ποδάρια Της πείνας και του ... τά λίγα απομεινάρια· τ' απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα, Τα γόνατα και τα σπα&ιa τα ματοκυλισμένα.

14

Το μάτι μου έτρεχε ρονιa κι' ομπρός του δεν εitώρα, Κι' έ:χασα αυτο το {}εϊκο πρόσωπο γιά πολλη ώρα, Π' άστραψε γέλιο α{}άνατο, παιγνίδι της χαρdς του, Στο φως της καλοσ\Μ]ς του, στο φως της ομορφιάς του.

15

Έχε όσες έχ' η Ανατολiι κι' όσες ευχeς η δύση.

]6

Μ' όλον που τότ' aσάλευτος στο νου μ' ό νιος έστή{}-η, Κι' ειχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στή&η.

272

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

17

Κι' άνθιζε μέσα μου η ζωη μ' όλα τα πλούtια πόχει·

18

Συχνa τα στή{)ια εκούρασα, ποτε την ~αλοσύνη.

19

Ο υιός σου κρίνος με δροσιa φεγγαροστολισμένος.

20

Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.

21

Ανάξιε δούλε του Χριστού, κάτου τα γόνατά σου.

22

Για κοίτα κει χάσμα σεισμού 6α{}ιa στόν τοίχο πέρα, Και 6γαίνουν άν{}ια πλουμιστa και τρέμουν στόν αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσο μελισ'σολ6ι, 'Ασπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κροοουνε τη χλάη.

23

Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολ.tJ δα-3-ιa στη χτίση· Η Ανατολη τ' aρχίναγε κι' ετέλειωνέ το η Δύση. κ ' Α λ' ' ' Δ' ' αποι απο την νατο η κι απο τη υση καποι·

Κα{}' ήχος είχε και χαρά, κά{}ε χαρa κι' άγά.πη.

24

Κάνε σψ.a κι' εtναι ψιλές, κάνε 6αριες και πέρα, Σαν τσυ Μαϊού τες ευωδιtς γιομ6ζαν τον αέρα.

273

25

Η όψη ομπρ6ς μου φαίνεται, και μές στη ~άλασσ' Οχι, 'Q f. ' , ' Jλ ι ι μορφη ως ε~ναι τ ονειρο μ ο α τα μαγια ποχει.

26

Χρυσ' Ονειρο η8iλησε τό πέλαγο ν' αφήση, Το πiλαγο, που πάτοννε χωρiς να τό συγχύση.

27

Κι' iφυγε το χρυσ' όνειρο ως φεύγουν όλα τ' άλλα.

28

'Η ταν με σένα τρεις χαρες σtήν πίκρα φυτρωμένες, 'Ομως για μένα στη χαρa τρεις πίκρες ριζωμένες.

29

!QλoL σσ.ν €νας, ναί, χτυπσύν, όμως εσU σαν όλους.

30

Του πόνου eστρέψαν οί πηγες απο τό σω-&ι.χό μου, Έστρωσ' ό νούς, κι' ανέβηκα πάλι στον εαυτό μσu.

31

Τό γλυκΟ σπίτι της ζωής πούχε χαρa καΙ. δόξα.

32

Παοάπονο χαμ.Ος καιρού σ' ο, τι κανεlζ κι' α χάση.

274

ΕΛΕΙ'θΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡ:κ:ΗΜΕΝΟΙ

33

Χαρa στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα, Που μοοειξε σκληρ' Ονειρο στό σάδανο κλεισμένα.

34

. . . . . . . .. . .. . . . . . .. . Και μετά 6ίας Τί. μόστει.λες, χρυσοπηrfι της Παντοδυναμίας;

35

·'Εστρωσ' έδέΧ'3' η -θ-άλασσα άντρες ριψοκινδύνους, Κι' εδέχitηκε στα 6άitη τους τόν ουρανό κι' εκείνου;.

36

Ηάνt' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια τη; ψιJχή; μσυ.

37

· ΟπσUν' ερμι.a και σκοτεινι.a και τΟ\ί θ-ανάτου σπCτι..

38

Το πολιορχούμενο Μεσολόγγι €χει τριγύρω χάνταχα.

Ιlόφαγε κόκκαλο πολ\ι του Τούρκου και τ' · Αράπη.

39

Χθ-ες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλ,.,)yy αέρα.

40

Πάλι μου ξίπασε τ' αυτι γλυκιάς φωνής αγέρας, Κι." έπλασε τ' άστQο της νυχτος και τ' άστρο της "}μέQας.

275

ΑΠΑΝΊΆ ΣΟΛQΜΟΙ

41

' Ολίγο φως και μακρινο σε μέγα σκότος κ' έρμο.

42

Κι' όποu η δουλή τους συφορά, κι' όπου το πόδι χάρος..

43

Σέ δυ{}ο πέφτει απο 6υ{}ο ως που δεν ήταν άλλος Εχει{}~ ε6yηχε αν(χητος. -

44

Φως πού πατεί χαρούμενο τόν 'Αδη και το χάρο.

45

Ο αριθμΟς τοv εχθρού,

Τόσ' άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσ6αitος αιitέρας.

46

Η :~Wtlδα περνάει απο φριχτ-ι)ν ερημία με

Τα χρυσοπράσινα φτερa γιομάτα λοuλουδάικια.

47

Χάνονται τ' άνitη τα πολλά, πούχ' άσπρα με τα φύλλα-

Γιά να μου ξεμυστηρεu{}ή τα αινίγματα τα itεία.

49

Σ' ελέγχ'' η πέτρα που κρατείς και κλει φωνl) κι' αυτήνη.

276

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

50

Μες στ' Άγιο Βήμα της ψυχής.

51

Η δύναμή σου πέλαγο, κ' η {}έλησή μου δράχος.

52

Σ ' 1 ' ' 'λλ ' _Q. , τον κοσμο τουτον χυνεται και σ α ους κοσμους φυ·ανει.

53

Με φουσκωμένα τα πανιa περήφανα κι' ωραία.

54

π λλ '' ' δ , , ο οι ν οι ρομοι ποχει ο νους.

55

' Η · 6oi] του εχ-Ιtρικού στρατοπέδου παρομοιάζεται με τον άνεμο.

Οποv περνάει το πέλαγο και κόδεται στο δράχο.

56

Και το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι, Κι' εχόρευε κι' εδέ.λαζε στο φουντωτο λιδάδι.

57

Ωγη .......... . ......... . ...•... Ο Ουρανος σε προσκαλεί κι' ή Κόλαση δρυχίζει.

Και με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.

277

59

Και tt; ατάQαχε; πνοες τες πολυαγαπημένες.

60

Οι Έλληνες, με την ελπίδα νά φθόση ο φι.λ~ Ο'fόλοι;, 'ΚΟLtάζοuν τον μαχρινο ξάστερον ορ(ζοντα κι' ε-dχονται

Ν α i6λωνε στα μάτια τους με κάτι πού προ6α(νει.

61

Κι' επ6τιοi μου την ψυχ~ ποο χ6ρτασεν αμέσως·

ΠΑΡ ΑΛΛΑr ΑΙΣ ..

Απ6σπ. Ι.

1:τCχ. !. ··Εκάfuσε εκειλάϊδισε γλυκ6φrονο πουλάκι: Η μαύρη μάνα το φ~ονει πω; ηυρ' ένα σπει.ράχι.

ΉQ32, mtειλάι8ισs γλυκά πουλι 'που ταξειδεύει, Η-δρε σπειρt κ' επi)ρε το, κ' η μάνα το ζηλεύει.

cΜ6νε ~ανο(γrο και φθ-ονώ πουλl 'ς το πέταμμά του, Και,'; τό σπειράκι 'πrο,ρηκε, και 'ς τη γλυκειά χαρά του:..

·cΠολw καιρο το 6άσταξα μέσα 'ς την ~μη αγκάλη, :.Κ' εφθ-6νεσα μι~ο πουλί, 'που 'βρε σπειρι κ' ελάλει.

:. 5, 6. Και το τουφέκι το πιστο σηκ6νει μ' αργοΊέρι· cΈρμοr ιrU μώγειν~ .6αρύ· ο . ΑyαρηVΟς τ<J 'ξ~ρει).

) 5. < Ερμιάς σπα-8-l rκαι σκοτεινιaς, 'σαν τι σ' /:ι_ ω 'ς το χέρ';)

-Εις αρχαιότερο χειρόγραφο, κατόπι του G στlχον ακολονθούν οι

έSής'

Σciλm γγα, ιδού, χrορtς πνοή αυτο\ις τους lσκιους κράζει (α) ---

Ι α) -'Α~.

Χαμένη σάλπιγγα, τι θες κ' αuτοuς τοος lσκιους κράζειι;;

278

ΕΛΕΥθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Κοινούντ' ανάκατα κι' άΚοϋν μιaν aλλη 'που της' μοιάζει. Γέλιο σφοδρο το τούρκικο στράτευμα συνεπα(ρνει, Κ' η αναγελάστρα σάλπιγγα τρόμου λαλιa ξεσέρνει.

AU' επειδή αϋtοt οι στίχοι δεν είναι ειμή τό αρχικΟ σχtδιο τον ΙΙΙ Αποσπάσ., δεν τους ίtθεσα εις το κείμενο.

Απόσπ. 2

Στ(χ. 6-9. Καί μες της' λίμνης' τα νερά, με πό{)οο και μ' ασπούδα, Έπαιξε με τόν ίσκιο της '6ωδάτη πεταλούδα, 'Ο ξ' ' ι' , ι που ε ενυχτησε ωμορφα μεσα ι; τον αγριο κρινο·

Και το σκουληκι '6ρίσκεται 'ι; ώρα γλυκειa και 'κείνο.

:. 7, 8. Εκεί 'χε με τον ίσκιο της η λεφτερίδα ... 'Όλ' άγριόκρινου '6ωδιαίς, Οπ' είχε ξενυχτήσει.

:. 10. Όνειρο μέ τα μάγια του παντού ώμορφιa και. χάρι,

στ. 12· 'Σε χίλιαις 6ρύσες _χύνεται, 'σε χ(λιαις γλώσσαις κρα(νει·

Μέ χίλι.αις 6ρύσε; χύνεται μέ χίλια μάγια δένει.

Κ' όμοια 'ι; τ' aνθ-ρώπου την ψυχη η φύσι καται6αίνει.

Η φύσις Πηγάζει από πολλαίς πηγαίι; με όλα της τά μάγια.

Και σv, τι θες αντίπερα, 'που 'σαν ηχοο της 'μοιάζεις;

Σώπαινε, σά~ιγγα οκνηρή, 'π' α-ύτ~ τους ίσκιους κράζεις,

· Και συ, σκληρή, 'π' αντίπερα ωσιΧν ηχώ της 'μοιάζεις.

Ανακατόνονται, κινούν, αργοί, συλλογισμένοι,

. 'Π.ού σά~ιγγα τοος έκραξε λεπτή, μικρή, χαμένη' Και γροικούν πέρ' αντίπερα μίαν dλϊ.η, 'που της 'μοιάζει.

279

.Α.ΙΙΑΝΤ.Α WΛ~M:Of

Απόσπ. 3

Σήκω, καλή μου σάλπιγγα! και ορόντα χέρι χέρι· Εδώ 'ναι κόραις ά6γαλταις, κι' άπραγοι νέοι, και γέροι.>>

χ , λ ' I ' , 'λπ , αμενη, α οιμονον. κι οκνη τη σα .ιγγα γροικαει·

Αλλό. πως φθ-άνει αντίπερα και την ηχω ξυπνάει; Γέλιο 'ς το σκόρπιο στράτευμα τ' εχ-&ρού γεννοt>ολιέται, Κ' η αναγελάστρα σάλπιγγα μεσουρανής πετιέται· Κ' ελεύftερη, χαρούμενη, γύρού 6αρεί, και πέρα Ηχοποντεί 'ς τον άπειρο και κα-&αρον αέρα· κ 'λ I ' f λ λ f ' I αι τε ος παντων μακρυνη σερνει α ια, σαν αστρο,

Μίσους λαλιά, τρόμου λαλιά, (ρητη κατό. το κάστρο.

Άλλως. Στίχ. 1, 2. «Σάλπιγγα, δάρει 'γρήγορα ........... · ...... .

τ aμάγια κόψ' του τραγουδιού, μη κόψουν την aντρεία». » 5. Γέλιο 'ς τ' εχttρού το στράτευμα σφοδρο γεννοδολιέται,

'Ασδεστο γέλιο 'ς το πλατυ στρατόπεδο γροικιέται, » 7, 8. Καί δαρεί γύρου ελεύftερα τον κα-\}αρον αέρα,

Μ' ηχο\Jς πολλούς, πολλώ' λογιώ, κι' ώρα πολλη και πέρα. >> » Κ' ελεύθ-ερη, και πρόσχαρη, γύρου δαρεί, καί πέρα

'Τρικύμισε κόσμος ηχοl τον ξάστερον αέρα·

» 8. Πλημμύρα ηχο\. 'τρικύμισαν τον ξάστερον αέρα.

Λογιων ηχοl 'πηλημμύρισαν τον ξάστερον αέρα. Κόσμος ηχοl 'ς τον κα-&αρό, 'ς τον άπειρον αέρα.

» 9. Τέλος οαρεί τρόμου λαλιa καί χύνεται, 'σαν άστρο,

κ; ε'ξαφνα τέλος μακρυνf] λαλιό. 'σύρε, 'σαν άστρο, Τού μάκρου τέλος ή σκληρη σέρνει λαλιά, 'σάν τ' άστρο,

Τρόμου 'ψηλη χύνει λαλιά, καί δγάν' ηχο\Jς πολληώρα.

» 9, 10. Χύνει κλαγγη χαρούμενη μακρυό. παντού, 'σαν άστρο, Τέλος δαρεί τρόμου λαλια 'ρητη κατα το κάστρο.

» 10. Κ' ηχοδολάει οροντόφωνα κατa το μα-όρο κάστρο.

Κ' ηχολογάει βροντόφωνα κατa το μαύρο κάστρο.

280

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Άπόσπ. 5

στίχ. 2. Πολλa 'μερόνuχτ' έσκιρταν τα πέλαγα κ' οί 6ράχοι. >> 3. Απο το 6γάλσιμο του ήλιου 'ς τα κύματα αναμμένα. » 5. Καί τά νησάκια ολόγυρα παρακαλούν και τρέμουν. » 5-8. << Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπα\tl Τουρκιάς μολύδι,

Πέλαγο μέγα δράζ' ο εχitρος προς τό φτωχο καλύ6ι.» Απάνου 'ς τό κατάστρωμα οί καλοl ναύταις λένε, Και τα νησάκια ολόγυρα παρακαλα6ν, και κλαίνε.

» 7 ,8. ΤουρΚιa με δύναμι Αραπιά, με νου Ιταλού και Γάλλου, Τουρκαραπιa με δύναμι κτλ. Σ' ε'ζωσ' ό εχ\tρός, 'σα 'πέλαγο με δίχως ακρογιάλι. 'Αλογ' Αράπη, Γάλλου νους, Τούρκου όδηγ{ι μολύδι.

Απόσπ. 6

» 5. Φωνf) 'π' «Ο δρόμος σου ώμορφος και λούλουδα . I

σπαρμενος.

Περιδόλι ό δρόμος 'που πατείς, κι' ο ήλιος μαγεμένος

Ο δρόμος μοσχοδολητός, κι' ο ήλιος μαγεμένος » 6. Στέκει 'ς το χώμα, 'που πατείς, ο ήλιος λατρεμένος >> 8. Άκου! στερηαίς ,νησιa της γης, ηχούν με τ' όνομά σου.

» 10. Η άγκάλη μ' ελαχτάριζε κτλ. » 14. Της δόξας όνειρο χρυσό, τι \tες με και συ τώρα; >> 22. Σε πολλαuς λύκους με πολ.U μίσος, , {}ροφή, και λύσσα.

π 'δ ' I I .(\..... Ι I ' αιγνι ι το, που σταvιι με, τεραστιο το, που μενει.

Οι εχ{}ροl χορτάτοι κι' άξιοι, πολλοl και {}υμωμένοι.

Απόσπ- 7 1 1 2 κ ' ' ! λ I λ' 1 1

στιχ. , . ρυφη χαρα σε π ακωσε, μου εει το προσωπο σου,

Γεια, να τη ξεμυστηρευ&rJς 'ς τον αδελφοποιτό σου.

»1, 2. Βίγλα, 'που απόψε εδίγλιζες ........... . Κάτσε, και τ' αδελφοποιτού γλυκa ξεμυστηρέψου. » 1. Βίγλα, γεια, 'πες τι εστά{}ηκε απόψε, παλληκάρι. » 2. Γειά, κά{}ισ', αδελφοποιτέ, και ξεμυστήρεψέ μου. » 13. Εσπούδι;.ξα τη γνώμη τους 'ς την υπνοφαντασιά τους.

» » Το που 'χε ο νους τους το σκοπο 'ς την ύπνοφαντασιά τους.

281

~ 17. Να το 'χω γκόλφι και οταυρο καί μέσα 'ς το μνημούρι.

Για δεν εμίλησε ποτε του τάφου η πέτρα ...

Απόσπ. 8

:. 7. Μάνα τρανf] παλληκαριών, και κάμε τη 'δική σου·

Απ6σπ. 9

οτίχ. ~8. Κ' 'Ο'ψόναν 'ς το χαμόγελο την όψι τη φ3αqμένη.

Απόσπ. 17 Αχ! γιατί μσu : ~· ο νει.Ος μπροοτΟ. με τη itεtκι.Ο. &ωριά

του,

Κ' iπαιξε με το φως του ήλιου, κι' ·αmΟς με τα μαλλιά του t

Απ6σπ. 21

~ 1. Χάσμα σεισμού 'που 6γάν' avO-~, και τρέμουν 'ς τον

Απόσπ. 23

:. 1. Εκρυφανά6ρυζε 6α&υa κ' εγιόμιζε τη Χ τίσι. Τρίσ6α&ο εκρυφανάι6ρυζε κ' tπότιζε τη Χ"Cίσι. Κρυφανα6ρύζει τρίσ6αitο, και πλημμυρίζ' η Χτίσι. Κρυφανα6ρύζει τρίσ6α&ο κ' εχόρταινε τη Χτίσι.

" Απόσπ. 24

, αερα.

Τούτοι οι δύο στίχοι ανήκουν είς τούτο το ποίημα κα-8-rο; τοο; άκουσα απο τον ποιητή· ο δεύτερος S'Ορίσκεται εις το Από­σπ., Ο ΚρητιΟς 20, :Στ. 50. · Ο πρώτο; δεν σώζεται εις τα χειρόγραφα.

Απ6σπ. 30

Του πόνου εσtρέψαν η πηγαίς απΟ τα φυλλοκάρδια.

282

Και μέσα πάΜ εyUρισε η ψυχη και καλοκάQ&α.

Απ6σπ.37

· .ΑπΟ το οτ6μα του ποιητή· Οπου '.,' εQμιά, και. σκοτεινι;ά, και κατοικιa του χάQου.

Απ6σπ . . 38

Ει; τα χειQδyQαφα• Κ' εδέχi)η κόκκαλο πολ\J κτλ •

. . ΕπQοτίμησα τη γραψη του κει.μένου, την οποίαν dκοοοα απΟ τον ποιητή.

283

Το άγα;λμσ; τοu Ποι'Ι)τ~ στn Ζοcκuνθο. Έργον Γεωργίοu Βροt\τοu

- Εκ της eκθέσεω;; Σολωμtιύ'tοιιΓσ;λλικο[ι Ινστιτούτου Αθ'Ι)νών

Σ Χ Ε Δ Ι Α Σ Μ Α Γ'

1

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, Κι' αν στο κρυφο μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου Με λογισμο και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τά μάτια, Τά μάτια τούτα, νά σ' ιδουν μες στο πανέρμο δάσος, Που ξάφνοΙJ σου τριγύρισε τ-' α&άνατα ποδάρια (Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βα'ίώνε! Το -θ-εϊκό σου πάτημα δεν άκούσα, δεν ει'δα, Ατάραχη σαν ουρανος μ' όλα τα κάλλη πόχει, π I I Ι I' Ι

ου μερη τοσα φαινονται και μερη ναι κρυμμενα

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου, Κι' ευ&uς εγοο τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω; Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερο χορτάρι.

( Η ΘεCι. απαντάει εις τόν ποιητη και την προστάζει να ψά.λη την

πολιορκία του Μεσολογγιού). ·

Έργα καί λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω­Λούλουδα μύρια, πούλουδα, πού κρύ6ουν τό χορτάρι, Κι' άππρα, γαλάζια, κόκκινα, καλούν χρυσο μελίσσι. Έκει&ε με τους αδελφούς , εδώ-θ-ε με το χάρο.-Μες στά χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια, Καί. σα -θ-ολώσουν τα νερά, και τ' άστρα σα πλη{}ύνουν, ,_. I I λ I 'λ 1 Jl I .:=.αφνου σκιρτουν οι ακραγια ιες, τα πε αγα κι οι υραχοι.

« Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, Οόλι Τουρκιάς, τόπ' Άγγλου! Πέλαγο μέγα πολεμά, οαρεί το καλυοάκι·

285

Κι' αλιά! σέ λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήβια μένοw · Α&άνατή 'σαι, ποο ποτέ, βροντή, &ν ησυχάζει.;;• Στην πλώρη, ποο ιrχι.ρτά, γυρτός, τούτα 'πε ο ξένο; ναύτη;. Δειλιάζουν yύρσυ τα. νησιά, παρακαλσύν και κλαLνε, Καί. με λιβάνια δέχεται και. φ<bτα τον καημό ταυ; Ο οταυροt6λωτος ναΟς και το φτωχο ξωκλήσι, Το μίσος 6μ.ως έβγαλε και κει:νο τη φωνή τσυ: cΨαρΟ'ύ, τ' αγκίστρι π' άφησες, αλλού να ρ(ξης άμε.~

Μ~ στα χαράματα συχνά, και. ~ στα μεοημέQια,, Κι' όταν itολώσσυν τα νερά, χι' 6ταν πληtύνοw τ' ιίατQα, Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα. mλαγα χι.' ο~ &Qάχοι.. ΓέQο; μακριά, π' απί&ωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του, Το πέτα,ξε, τ' άοτόχησε, καΙ. περιτριyuρνώντα;: « Αραm.<iς άτι, Γάλλου νονς, 6όλι Τουρχι.flς, τοπ' 1Αγγλσυ! Πέλαγο μέγ' άλίμονο I βαρεί το καλυ6άχι • 1iε λίyην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στή&η μένοw Α&άνατή 'σαι, που, 6ροντή, ποτS δεν ησυχάζει;; Πανερημιa της γνώρας μσυ, itέλω μ' ~ιιε να ~άψης.~

8

Δεν τους 6αρα(ν' ο πόλεμο;, αλλ' eγι.νε πνοή τους, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κι' εμπ6δισμα δέ'Υ εt.ναι Στες χορασι.Ες 'Vά τραγσυδοUν και στα παιδιΔ να. παιζουν •

. ΑπΟ τό μαύρο σύγνεφο κι' αΜ τη μαύρη m(Jσα,

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .... Αλλ' ήλιος, αλλ' aόρατος αι{)-έρας κοσμοφ6Qος

•ο στύλος φανερώνεται ,με κάτου μαζωμένα Τα παλληκάQια τα καλά, μ,' απάνου τη σημαία, Που μουρμουρίζει και μιλεί και τό :ΣτάυρΟν άπλών& Παντ6γυρα στον ομορφον άέρα της aντρεία;, Κι' ό ουρανΟς καμάρωνε, κι' η yη χειροκροτούσε· Κά&ε φωνη κινούμενη κα'ta 'to φώς μι.λουσε,

286

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΙΙΟΛΙΟΡΚΗιι:ΕΝΟΙ

Κι' εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάιπης : « Όμορφη, πλούσια, κι' άπαρτη, και σε6αστή, κι' αγία!:.

5

Απο την άπειρην ερμιa τά μάτια μα&ημένα Χαμογελάσαν κι' άστραψαν, κι' εl.παν τα μαύρα χείλη: «Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι μέ τη 6oi) πού στέρνεις· Μπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπις καπνίζεις Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς, άφρό, σαλιγκοκαύκι.» Και τώρα, δα, τ' αρά&υμο πάτημ' αργοπορώντα;, Κατa το κάστρο το μικρο πάλι κοιτά, και σφίγγει, Σφίγγει στενa τη σπά&η του στο λαδωμένο στή&ς, Π' αγρίκα μέσα την καρδιa μεγάλη και τη 6-λίψη.

6

Ο ΙΙΕΙΡΑ.Σ:ΜΟ.Σ:

Έστησ' ο Έρωτας χορο με τον ξαν&ον Απρίλη, Κι' η φύσι; ηύρε τήν καλη ~αι τη γλυκιά τη; ώρα, Και μες σriι σκιa που φούντωσε και κλει δροσιΕς και μ6σχσυς Ανάκουστος κιλαϊδισμος και λιπο&υμισμένος. Νερa καitάρια και γλυκά, νερa χαριτωμένα, Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχο6ολισμένη, Και παίρνουνε τό μόσχο της, κι.ι' αφήνουν τη δροσιά τους, Κι' ούλα στον t1λιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγi)ς τοuς, Τρέχουν εδώ, τρέχουν έχει:, και χάνουν σαν αηδόνι.α. Εξ' ανα6ρύζει κι' ή ζωiι σ' γη, σ' ουρανό, σε ~ύμα. Αλλfι. στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι' άστρο, Ακίνητ' όπου κι' αν ιδής, και κάτασπρ' αις τον πάτο, Με μικρον ίσκιον άγνωρον έπι:iιξ' ή πεταλούδα, Που 'χ εύωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. 'Αλαφροίσκιωτε καλέ, για Πές απόψε τι 'δες· Νύχτα γιομάτη 6-αύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρις ποσώς γής, ουρανΟς και. 3άλασσα να π:νένε, Ουδ' όσο καν' η μέλισσα κοντa στο λουλουδάκι, Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,

287

AIIANTA ΣΟΛι;ΙΜΟf

.Μονάχο ανακατώ{}ηκε το στρογyυλο φεγγάρι, Κι' όμορφη δγαίνει ~ορασιa ντυμένη μέ τό φως του.

7

Έρμα 'ν' τα μάτια, 'που καλείς, χρυσε ζωής αέρα.

8

Εις το ποίημα εν' άΠο τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κό­

ρη, όρφανή ,την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναικες είχαν ανα­θρέψει και την αγαπούσαν όλες ως θυγατέρα -w:uς. π έφτει εις τον πό­

λεμον ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποi.ον αυτij είχε άγα­

πήσει εις τον και(?Ον της ευτυχίας· ώστε απΟ το άκ(?ο της ελπίδας η καρ­

δια της 6~θίζεται εις την λύπη' ευρίσκει όμως παρηγορία κοιτάζοντας τ' αγαπημένα πι?όσωπα και το υψηλο παράδειγμα των άλλων γυναικών. Αυτa α~κο-Jν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε το-ότο το κομμάτι, εις το

οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον

οποίον είδε στ' όνειρό της να της προσφέρη τα φτερά του· γυρίζει έπει­

τα προς τες γυναίκες νά τους είπη, ότι αυτη τα θέλει τά φτερa πραγμα­

τικως, αλλ' όχι για να φύγη, σλλa γιά να τα κρατή κλεισμένα εκεί κοντά

του; και να περιμένη μαζί τους την ώρα του 1'tανάτου. Μετa ταVτα ανα­

τρέχει η φαντασία τΙ)ζ εις άλλα περασμένα' πως την επαρηγορούσαν,

ι;νώ εκείτετο άρρωστη, «οί άτάραχες πνοές οί πολυαγαπημένες» των άλ­λων γυναικών οποv εκοιμο.Jνταν κοντά της και τέλος πως είχε ιδεί τον

νέον νά χορεύη, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.

Άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου; Στ' 'όνομ' ΑυτοιΊ που σ' τάπλασε, τ' αγγειο τς ερμιάς τα itέλει. 1δού, πού τα σφυροκοπώ στον ανοιχτΟν αέρα, Χωρ'i.ς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, 6ασίλισσές μου! Τα Wλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα, Εδ I I Ι I /2 I I ω π αγα.πης τρεχουνε ορυσες χαριτωμενες.

Κι άκουα που 'λέγετε: «Πουλί, γλυκιa πούν' ή φωνή σου!» · Αηδονολάλειε στήitος μου, πριν το σπαitι σε οχ ίση· Καλες πνοές παρηγοριa στη 6αριά νύχτα κι~ έρμη· Με σας να πέσω στο σπαitί, κι' άμποτε νάμαι πρώτη! Το στρα6ο φέσι στο χορο τ' ,άνfi-ια στ' αυτι στολίζει,

288

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΙΙΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο, Και στη -6-ωρι~ του ει ν' ομορφο το φως και. μαγεμένο!

9

Τα σπλάχνα μου κι' η -6-άλασσα ποτε δεν ησυχάζουν, · Κι' όσ' άν&ια -θ-ρέφει και καρπο\ις τοσ' άρματα σέ κλεLούνε.

10

Φεύγω τ' αλόγου την ορμη και του σπα-8-ισό τόν τρόμο. Τ' ονείρου μάταια πι-6-υμιά, κι' άvει.ρο αmή 'ν' η ιδια! ·Εγύρισε η παράξενη το\J κόσμου ταξιδεύτρα, Μούπε μέ -8-ειό χαμόγελο .6ρεμένο μ' ένα δάκρυ: Κόψ' τ.ο νερο στη μάνα του, μπάσ' το στο περι6όλι, Στο περι66λι της (ψυχής το μοσχανα&ρεμμένο.

11

Μία των γυναικών πρ-οσφεύγει είς τό στοχασμ.Ο τO'IJ θανάτου ωι;

μόνη σωτηρία της με τη χαρa την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,

Όπου 'δε σκιάς παράδεισο ~αι. τηw χαιρετάει Μέ του φτερού το σάλαγο_ και με κανέναν ήχο,

είς την στιγμην αιτοtι είναι κοπιασμένο απο μακρινο ταξίδι, εις τη φλό-γα καλοκαιρινου ήλιου. ·

12

Και 6λέπω πέρα τα παιδιa και τες αντρογυναίκε; Γύρου στη φλόγα π' άναψάν, και ~λιδερa τη -6-ρέψ'αν Μ' αγαπημένα πράματα και με σεμν'd κρs6άτια, Α I I δ' 'ξ δ' κινητες, αστεναχτες, . ιχως να ·ρι ουν ακρυ·

Και γγίζ' η σπίitα τα μαλλιa και τα λιωμένα ρούχα· Γλήγορ.α, στάχτη, να φανr]ς, οι φούχτες να γιομίσουν.

289

ΑΠΑΝΤΑ .ΣΟΛωt:Οr

13

Ει 'έ . ι δ λ 1 1 ιν τοιμα στην ασπον η π ημμυρα των αρματων

Δρόμο να σχίσουν' τα σπαθιά, κι' ελεύ&εροι να μείνουν, Εκείitε με τους αδελφούς, εδώitε με το χάρο.

1~

(Μία γυναίκα εις το γιουρούσι)

Τουφέκια τούρικικα σπαitιά! Το ξεροκάλαμο περνά.

15

Σαν ήλιος όπου ξάφνου σκει πυκνa και μαύρα νέφη, Τ' όρος 6αρεί κατάραχα και σπίτια ιδες στη χλόη.

ΠΑΡ ΑΛΛΑΓ ΑΙΣ

Απόσπ. 2

στίχ. 3. Λογισμος κ' έργο κι' όνειρο, κλπ. έχει το μόνο χειρόγραφο, το οποtον εύρίσκεται τούτον τον άΠΟσπάσματος.

Επροτ(μησα να θέσω εις το κείμενο το στίχο ως τον άκουσα απο τον

ποιητή, επειδfι αvτη η γραψη μσV φαίνεται σαφέστερη.

στίχ. 6. Το πέλαο ξάφνου μακρυa μουγκο6ολ~ και σειέται. » 7. Αχ! τ' άλογο της Αραπιάς καλa χαλινωμένο,

Και με του Τούρκου τ' άρματα νους Ιταλού και Γάλλου.

» 9. 'Σε 'λ(γο μένουν άφραχ-rα τα 'λίγα στήitια πώχει. » 10. Ακοίμητή 'σαι, 'που ποτέ, 6ροντή, δεν ησυχάζεις; » 13. Και δέχεσαι με λι6ανιαίς κτλ. » 15,16. Το μίσος όμως έ6γαλε την έχitρα της ψυχής του.

«Ψαρού , το δίχτυ 'π' άφησε;, να πψ; αλλού να τρίξtlς».

Κι' οφ{Μνος είδε, κ' έρριξε της αδικιάς τό μίσος.

290

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

{<Καλά 'καμες, περήφανη, 'ς εσε να στέρξ' ό κόσμος­Ν α ιδiJ το δίχτυ, 'π' άφησες, πως π~ αλλσύ να tρίξτι;.~

Κι' ο φ&όνος εσαίτεψε την αδικια του μίσους· «Δίχτυ, ψαρού περήφανη, να π~ αλλού να tρ~ξτις.:.

Α π ό σ π. 2 δ ί ς.

στίχ. 4,5. Η γραφiι του κειμένου εί,·αι από το στόμα του ποιη-τή· εις τα χειρόγραφα'

Ψ αρας μακρυά, , 'π' απί\}-ωσε' ς τ' αγκίστρι τη ζω~ του, τ' αστόχησε τρισεύγενα, κ' εφώναξε σκωμένος

Απόσπ. 3-4 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . · . . . τα παλληκάρια Σ

, , - , τον ισκιο της απειραχτης και ..... σημαιας,

Και μ' όλα τ' άρματα 6ροντουν τυφλa του κόπου χάμου, (α)

Κ' ευφραίνονται τα μάτια τους, κ' ευτύχησαν κυττώντας

Ταις κορασιαις να τραγουδούν, καί τα παιδιa να παίζουν.

Από σ π. 4.

στίχ. 3. · Αλλ' ήλιος μέγας κι' άσδυστος, αιWρας κοσμοφόρος Αλλ' ήλιος, αλλ' αμέτρητος αι{}έρας κτλ.

Αλλ' ήλιος, αλλ' ακλόηστος κτλ. Αλλ' ·ήλιος, αλλ' ατάραχος κτλ.

στίχ. 6,1. Που μουρμουρίζει, καί. μιλεί ,και το σταυρο τενtόνει Στον ώμορφο κι' ατάραχον ελευ{}εριάς αέρα.

στίχ. 7. Σταις ώμορφαις , κ' ελεύυ'εραις, κ' ειιτυχισμέναις αύραις.

» 8. Κι' ο ουρανος τη '6λόγουνε κ' η γη τη 'χαιρετούσε.

(α) Άλλως· Καί χάμου μ' όλα τ' άρματα 6ροντούν τυφλά του

κόπου.

291

ΑΠΑΝΊΆ ΣΟΛΩΜΟr

:. 9,1 Ο. . .. ανΒ-ρώπι νη μιλιά, κά.ι 'σέ στεφάνι πλέκει Τα πλούσια και τρισεύγενα του πόί)-ου λουλουδάκια .

. . . η πρό&υμη γλυκειa φωνi} σε κράξει, ΣκορπώVtας τα τρισεύγενα τς αγάπης λουλουδάκια.

11 Α , , ' ' /l ' ' , » . . νικητη σαι κι ωμορφη , και σεοαστη κι αγια.

Απόσπ. 5

στ(χ. 3..;......5. Τους έδωσα εις το κείμενο καθ<hς τους άκουσα συχνa απο τόν ποιητή. Εις τά χειρόγραφα ευρ(σκονται μόνον οϊ έξής'

Γέρνεις, παιδάκι 'ς τη 'μπασιά, καί στέρνεις τη φωνή σου·

Γροικώ σε, γλάρε, 'που ξερνq.ς φλούντσια στριδιού 'ς το δράχο·

Δουλειά 'χεις γδυμνοσάλιγκα, καί 6λέπω τους άφρούς σου.

Ξερνώντας τα φλουντσόστριδα, γλάρε, δαρείς τό 6ράχο.

Γλάρε, στριδόφλουντσa ξερν~ ,πολυν αφρό, σαλίγκι .

στ(χ. 4. 'Ο στίχος δεν εύρίσκεται είς την σειρά, όμως άλλου καΙ. εις άλλη μορφή·

Κατακαμπής ο· κυνηγος λαγό δε να καπvίζη.

Μακρυa λαγό δε ό κυνηγος κατακαμπής ν' αχνίζη , στίχ. 6..ι9. Τώρα με τt') πανάγρια ~ωριa ταπεινωμένη

292

κ .. ' .ll' ' λ ll. ' f .ll υττ~; και σφιγγει το σπαuι ς το αυωμενο στηuος,

'Που μέσα αγροίκα την ψυχη μεγάλη καi τη &λίψι.

Και τώρα Πάλε 6αρwντας με το νου κατa το φως, και πάλε Κυττώντας, και τ' αρά&υμο πάτημ' άγροπορrοντας, Καταπλακόνει το σπα~l 'ς το λαδωμένο στή&ος, Π' αγροίκίχ μέσα την καρδιa μεγάλη και τη fi'λίψι.

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

>> 7 ,8. Κατa τό κάστρο τό μικρό, και με τα δυο τQυ χέρια Σφίγγει σφιχτ&. τη σπά&η του κτλ.

Απόσπ. 6

στίχ. 1-4. Έτσι τους άκουσα συχνa απο τον ποLητή· τά χειρόγραφα . Ι

εχοvν:

Ο Έρωτας εχόρέψε μέ τον ξανftον · Απρίλι, Κ' η φύσις όλη ορίσκεται μες τη γλυκειά της ώρα. Εις τ' ουρανού την πλατωσιά, και 'ς τιχ κρυφa του

6άταu.

·Α νάκουστοι κελαϊδισμο't και λειπο&υμισμένοι. στίχ. 3-4. Σ του 1ροδισμένου ... μες τον πυκνΟ Κρυψιώνα

Α νάκουστοι · κελα.ίδισμο't καί λι γο&υμισμένοι.

Κω φέρνουν οι αέριδες, χορτάτοι νερατσάνflη, Α νάκουστους κελαϊδισμοiις και λειπο&υμισμένους.

Σε γη, 'σε κύμα, 'σέ γιαλό, Με ρόδο, με γιοφύλλι, (Πόδι, Κύρ' Έρωτα, χρυσο) Τώρα · που έστησε χορο Με τον ξαν&ον · Απρίλι.

Σ τη φράχτη μες τη φουνtωτή, Χαριτωμένη τώρα, 'Οπου δροσιαiς ·καί μόσχους κλει, Κ η φύσις ηύρε την καλij Και τήν γλυκειά της ώρα.

Δ , , . λ ' ' ροσιαις και μοσχους κ ει κι αυτος

ο οάτος φουνtωμένος, κ I ! I λ ' αι μεσ ακουστηκε γ υκος

·Ανάκουστος κειλαϊδισμός, Καί. λειπο&υμισμένος.

στίχ. 5-9. Ενφ ξουit' ωραιότατα '\ιερa χαριτωμένα Πέφτουνε μες την ά&υσσο ........... .

293

ΑΠΑ.ΝτΑ ΣΟΛΏΜΟr

Και χαίρονται io μόσχο της και δίνουν τη δροσιά τους,

Μ' όλα τά πλουσιοπάροχα καλa της νερομάνας Και τα νερa σπουδάζουνε και κάνουν 'σαν αηδόνια.

στίχ. 7. Και παίρνουνε τό μόσχο της · γιατη δροσιa 'π' . , αφ ι νουν.

Είς χωριστό χειρόγραφο ευροίσκονται οι εξής δύο στίχοι·

Νεράκι, 'π' αηδονολαλείς, καΊ. «ρές με σπουδά '; τ ,άνDη,

Σ δ, , . δ ' ' ' , ου ινουνε το μοσχο τους για τη ροσια π αφινεις.

:t 11-14. Αλλa 'ς της λίμνης το νερο 'π' ασάλευτό 'ναι κι' άσπρο,

Ασάλευτ' όπου κι' αν ιδής, καί κάτασπρ' ως τον πάτο,

Με μικρον ίσκιον έπαιξε χρυσή πεταλουδούλα, 'Που '6ώδισε τον ύπνο της μέσα 'ς τον άγριο κρίνο.

:t 14. 'Που 'πέρασε ευωδικιa νύχτα 'ς τον άγριο κρίνο.

Όπου 'χε 'ς τ' αγριόκρινου τους μόσχους ξενυχτήσει.

· Απο το στόμα του ποιητή· 'Που μέσα 'ς τον αγριόκρινο γλυκά 'χε ξενυχτήσει.

Η αρχαιότερη μορφ1l των στίχ. 1-14, εις τσVτο το Γ' Σχεδ{α­σμα,ήταν·

Λευκο 6ουνάκι πρό6ατα, 'που σειέται και 6ελάζει, Καί μες της λίμνης τα νερa στρωτά, γλυκά,

καitάρια, (α)

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, 'Π , δ , , , , I

ου ευω ιασε τον υπνο της μεσα ς τον αγριο κρινο.

:t 15. Γεια, 'πες, αλαφροtσκιωτε, 'ς τη λίμνη άΠόψε τι - δες.

(α) Άλλως· ':Σ της έρμης λιμνης τα νερa ολόστρωτα καθάρια.

294

ΕΛΕrθΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Εσύ σκιον έχεις αλαφρό, και 'πέr αΠόψε τι δες. » 19. Στη λίμνη κλει )(.άτι λευκο διπλώντας το φεγγάρι.

Κάτι λευκο κι' ατάραχο τυλίζει το φεγγάρι. στίχ. 19-21. Εκεί 'που η λίμνη 'φούσκωσε :ς το στρογγυλο

' φεγγαρι,

Σ ' ' ι λ ' ~'ζ υχνα το φως του φεγγαριου ~ατι ευκο τυι.ι ει,

Κ ε6γήκε κόρη -8-ε"ίκια και φεγγαροντυμένη.

Σε κάτι απάνου ατάραχο, 'π' ασπρίζει μες τη λίμνη , Εσυχνανακατώ{}-ηκε το στρογγυλο φεγγάρι , Κι ώμορφη 6γαίνει κορασια και -8-ε"ίκια 'ς το φως

του.

Κι ώμορφη 6γαίνει κορασια στημένη με το φως του.

Από σ π. 7

Αγαπημένα σε καλεί, δροσάτα σε χαϊδεύει, ΓλυκΟς αέρας κα-θ-αρός, .μοσχο6ολιαLς χορτάτος, Κι ανάκουστους κελα"ίδισμούς , και λειπο-8-υμισμένους.

Γλυκα χα"ίδεύει δροσερος της ευωδιaς αέρας Μ · ανάκουστ-ους κελαιδισμΟ'uς καί λειπο-8-υμισμένους. Καλείς, χρυσε της ευωδιας , της ωμορφιάς αέρα.

lv,Iη με χα"ίδε{η]ς, δροσερες της ωμορφιάς αέρα.

Απ όσπ. 8

στίχ. 1. Φτερά 'χετε, 'π' ανέγγιαχτα παντού πετούν, Αγγέλοι.

» 1-6. Παντού πετούν κ' είν' άφ{}αρτα, Α yγέλοι , τα φτερά σας.

'Στ' 6νομ' ΑυτσU , 'που τα 'πλασε, τ' αγγειο τς ερμιάς τα itέλει.

· Ιδού, μ' ασπm!δα τα φορώ, μ' αλαιμαργια τ-α σφ(γγω,

295

ΑΙΙΑΝΤΑ ΣΟΛ~ΙΟr

Να τά 'χω 'δω, και να τα κλειώ, να τα κρατώ · κλεισμένα,

Εδω 'που τρέχουνε για με γλυκειαίς αγάπης 6ρύσες, » 3,4. Και αμέσως τα σφυροκοπώ 'ς τον ανοιχτον αέρα,

Χωρiς φιλί, χαιρετισμό, χωρlς ματιa να δώσω.

Όχι φιλί, χαιρετισμό, μήτε ματιa να &ό)σω. >> 9. Παρηγοριa καλαίς πνοαίς, ψυχη της έρμης νύχτας.

Γλυκαίς :τrνοαίς παρηγοριa κτλ.

Έσπρωξ' απόψε κατα σας τα χέρια 'που 'χαν Wρμη· Παρηγοριa καλως mιοαίς 'ς τη μαύρη νύχτα κ' έρμη.

11 13 τ 1!.' I ' ' ) ι __ Q ) ' . ' » . . - . · . ο στραοο φεσι ς το χορο τ ανυια ς τ αυτι

στολίζει, Στοχαστικa τα μάτια του τριγύρου δεν κυττάζουν, Κω δείχνουν την αγά:τη τους για τον απάνου κόσμο· Α ' ' ~Q ' ' ' χ. · ς τη υωρια του ν ωμορφο το φως και

μαγεμένο. στίχ. 12,13. Βάνουν αγάπη 'ς τα 'ψηλα τα μάτια κι' η -8-ωριά

του,

Κι' άπάνου της ειν' ώμόρφο το φως και μαγεμένο.

τ I Ι Ι '' Ι Ι α ματια χ_υνουν ερωτα κατ ατον ανου κοσμο,

Οπού τον αλαφρόδενε 'ς τη γη μέ το χορό του, Και 'ς τη 1τωριά του κτλ.

Δεν' ελο:φρa τον ουρανο 'ς τη γη μέ τό χορό του.

Απόσπ. 10

στίχ. 4. Μου πε με {)είο χαμόγελο οπ' έσταξ' ένα δάκρυ· » 6. 'Σ τό περιδόλι της ψυχfις το μοσχαναστημένο.

'Σ το περι6όλι της ψυχής τό μοσχο6ολισμένο.

Α π ό σ π. 11

Τούτο το Απόσπ. το έχω απο το στόμα του ποιητη.

296

ΕΛΕΙ'θΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚJDΙΕΝΟΙ

Απόσπ. 12

στίχ. 2-,--4. Του κειμένου η γραφiι είναι απο το στόμα του ποιητή· τά χειρόγραφα iχοvν·

Γύρου 'ς τη φλόγα, 'π' άναψαν και την ετριγυρίσαν, Κυττάζουν δίχως κίνημα, κυττάζουν δίχως δάκρυ, Τ' αγαπημένα πράμματα και τα σεμνa κρε66άτια·

στίχ. 2,3. Και μες τη φλόγα, 'π' άναψαν μέ τα 'δικά τους χέρια,

Κυττάζουν δίχως κίνημα, κυττάζουν δίχως δάκρυ, στίχ. 4. Ακίνηταις, αδάκρυtαις, κυττώντας, μελετώντας.

Κυττώνtας μεσ' ακίνηταις, αδάκρυταις κυττώνtας.

Απόσπ. 13-14

Τούτα τα δύο · Αποσπ. τ' άκουσα από τον ποιητή. Ειι; τα χειρό­

γραφα δεν εύρ(σκεται ειμη ο γ' στίχ. του ΧΙΙΙ Αποσπ. - Ίδ. και τοu Π. Αποσπ. στίχ. δ'.

Απ όσπ. 15 Τ' όρος 6αρεί κατάραχα σκιώντας τα νέφη ο ήλιος, Και φανερa σου γένονται τα σπίτια μες τη χλόη.

297

Ο ΠΟΡΦΤΡΑΣ

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Νέος Άγγλος στρατιώτης έκατασπαράχτηκε α..-ι:ο έναν πόρφυρα­

έι σι ονομάζεται t'ις την Κέρκυρα το θαλασσινο τέρας, το λεγόμενο καί σμπρ ίλιος, σκυλόψαρο, και μ~ το αρχαίο του όνομα, σωζόμενον ακόμη,

καρχαρίας, το γαλλιστl REQUIN - ενώ ε.κολυμποιJσε μέσα εις το λι­

μένα της Κέρκυρας, και τήν ακόλου{}ην ημ~ρα τα κύματα έδγαλαν εις

τ' ακρογιάλι του Κάστρου ένα άΠομεινάρι απο τό σώμα. Τό πραγμα­

τικό αυτό συμ6ε6ηκός είναι ή υπόθεση τούτου του ποιήματος ... Τα α­ποσπ. 3-'----5 ε(ναι εις το στόμα του κολυμπιστ{ι, είς τήν στιγμην οπού λα­τρεύει τες όμορφιf.ς της φύσης, ολίγο πριν άπαντήση τό τέρα; του πε­

λάγου.

1

Η Κόλασι1 πάντ' άγρυπνη σου στή{}ηκε τρι γύρου· Αλλa δεν έχει δύναμη πάρεξ μακρια καί πέρα Μακριά, 'πο την Παράδεισο, και συ σ' εσέ 'χεις μέρος Μέσα στα στή-θια σου τ' ακούς, Καλέ, νά λαχταρίζη;

Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρη πρώτη χαρι:l του ήλιου, Ν ' . λ~ ' ' δ ' ' . ' ' I .αι πρωτη, α '" ομως ευτερη απο το προσωπο σου.

3

χ λ 'δ ' · λ ' ' ' 'λ' 1 I « ι ι α ες αστρα ·στο ουτρο μ εμε να στει η νυχτα . » 4

«Γελaς και συ στά λοίιλουδα, χάσμα του δράχου μαύρο.»

298

ΑΠΑΝΤΑ .ΣΟΛωt:Οr

5

«Κοντά 'ναι τό χρυσόφτερο και κατa δω γυρμένο, Π' άφησε ξάφνου τό κλαδl για τοϋ γιαλού την πέτρα, Και κει γρικά της {tάλασσας και τ' . ουρανού τά κάλλη, Και κει τραδά τόν ήχο του μ~- όλα τά μάγια πΟχει. Γλυκά 'δεσε τι) \}άλασσα καί την έρμιa του 6ράχου, κ ! Ι 1'- I I /?. 'λ αι τ ασπρο κρα':,ει παρωρα, και πρεπει να προυα η.

ΙΙ , I , I . / !\. Ι I

ουι.ι, πουΛακι, που σκορπας το υ·αυμα της φωνης σου,

Εtιτυχισμος ά δεν εtναι το \}αύμα της φωνής σου, Καλο στη γη δεν άν{}ισε, στόν ούρανο κανένα. ΑλλΆ αχ! να δώσω μί.α πλεξιά, και νάμαι και φfiοασμένος, 'Ακόμ' aφρέ μου, να οαστά:ς, καί νάμαι γυρισμένος, Με δύο φιλιa της μάνας μου, · μέ φούχτα γη της γης μου.»

6

<,Φιλώ τα χέρια μ' καί γλυκa τό στή{}ος μ' αγκαλιάζω. Ανοιχτa πάντα κι' α γρυπνά τά μάτια της ψυχijς μου. Ποιά πηγiι τάχα σέ γεννά, χαριτωμένη 6ρύση;»

7

Φύση, χαμόγελ1 άστραψες κι' εγίνηκες δική του· · Ελπίδα, τόδ~σες: το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις· Ν •os .. όσι•οs ό!-"οε-ψοs οττu.Ύτο~ τναε-δ.s ..,α ..... αλσσόvηs. Γ ' ' . δ' υρου κο ι τα να τον ι η ..................... . Κατa το στι1{}ος το πλατu και το ξαν&ο κεφάλι, κ ' λ , ' ' ' .QΙ ' ' ' ' ι α ι α. μακρια ναι το σπαυι, μακρια ναι το τουφεφι.

· Αλλ• <)πως έσχισ' εύκολα 6ά{tος τρανο κι' ε6γήκε, l{ι' όρμησε ... ~ · ........................... ·· Κατa τόν κάτασπρο λαιμο που λάμπει ωσaν τον κύκνο, Κατα το στή{tο; το πλατu καί το ξαν{}ο κεφάλι, Κατa τη μεγαλόψυι.η γλυκιa πνοη τής νιότης, 'Ε ' . τ σι κι ο νιος .......................... . Της φύσης απο τς όμορφες και δυνατες αγκάλες, Οπο\ι τόν εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλοίJσε,-Κι' ευ&Uς ξυπνά στ' ελεύ{}ερο γυμνο κορμl π' αστράφτει,

299

Ο ΠΟΡΦrΡΑΣ

Την τέχνη του κολυμπιστή μ' αvτην του πολεμάρχου.

8

Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοiι χαρa γεμίζει· 'Αστραψε φως κι' εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του· Οι κόσμοι γύρου ν' άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν, . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . .. • . . . . . . . . . . .... Απομεινάρι {tαυμαστο ερμιάς και μεγαλείου, Όμορφε ξένε και καλέ, και στον οοο της νιότης, 'Αμε καt δέξου στο γιαλο του δυνατού την κλάψα.

Απόσπ. 1

στίχ. 1. Της Κόλασις η δύvαμες σου 'στήθηκαν τρι yUρου, 'Αλλαις κρυφαίς, πολiJ κρυφαίς, κι' άλλαις

ξενtροπιασμέναις,

300

Απόσπ. 2

Βγαίνει το tρόδο it-αυμαστό, πρώτη χαρa του ήλιου, Αλλ' όμως δεύτερη, Καλέ, απο το πρόσωπό σου!

Απόσπ. 3

«Και χίλι' αστέρια 'ς τό λουτρο μ' έμενα κολυμπούνε! » «Χίλι' άστρα 'ς το λουτρό μ' εμέ, κ' εγώ, κ' εγοο μ'

6Κεινα!»

Απόσπ. 4

κ ' 1 ' _Q 'λ 1 1

,. λ ι αναμεσα ς της υ α ασσας και τ οuρανοu τα καΛ η,

'Πού 'ναι . . .... '; τό φως δεμένα, 'ς την αγάπη, Είσαι καί συ, κατσάδραχο 'σαν νύφη στολισμένο. ·~ τ' άν3η γελψ; κ' εισ' ώμορφο, χάσμα του 6ράχου

μαύρο.

Απόσπ. 5

σrίχ. 1,2. Κι' άφησες τ' ώμορφο κλαδt για του καλσύ την πέτρα, κ 1 'λ I 1 \ 'δ λ I I ι ασα ευτα σαι κατα ω, που ακι, γυρισμενο·

'Πες μου μη δεν ε(σαι της γης ·τα μάγια τής φωνής

σου;

» 6. Τον κειμέ~ου η γραφij εtναι από το στόμα του ποιητή' εις τα

χε~ρόγραφα·

Τ' αστρl. 'ς τα κάλλη του καλο\ιν, καί πρέπει να προ6άλτι.

Καί πρέπει να 6ηι πάρωρα τ' άστρΙ. 'ς την ωμορφιά του.

Κι' α' δεν ειν' ώρα για τ' ασrρί, 6-ε νa συρ&iJ κάi να '6ηι.

στ. 10-12. Δέν τό 'λπιζα να · ν' η ζωfι μέγα καλο καί nρrοτο! 'Αλλ' αχ! αλλ' αχ! να 'μπόρουνα 'σαν ασrραπiι να

τρέξω!

Βγαλμέν' αστρl νά μην ήναι, και να 'μαι γυρισμένος, Με της μητρός μου φίλημα, με φο\ιχτα γη της γης μου.

Απόσπ. 6

στίχ. 1. Του κειμένου η γραφij ε(ναι από το στόμα του ποιητή· εις

το χειρόγριιφο·

κ; ή φύσις όλη του γελQ. κaι γένεται 'δική τσυ. στίχ. 2,3. Ελπίδα, τον αγκάλιασες και του 'κρυφομιλούσες,

Και του 'σφιχτόδεσες τόνου μ' όλα τα μάγια 'πώχεις. ΝειΟς κόσμος δόξας και χαρdς αν{}ίζει 'ς την ψυχή του.

» 5. 'Αλλ' απαντούν τα μάτια του τρανο -&εριο πελάγου·

» 7-11. -Απο το στόμα τού ποιητή· το τέλος το-υ 8 στLχοv μού έφvγε απο τη μνήμη. Εις το χειρόγραφον εuρ(σκεται μόνον ό 7 στLχος, έτσι·

Αλλ' όπως Wχισ' εύκολα 6α&υa νερa κ' ε6γήκε.

301

Ο ΠΟΡΦrΡΑΣ

» 16. Την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμη της μάχης.

Απόσπ. 7

Ή μεγαλόψυχη πνοiι ευτύχησε πριν πάΨη· 'Άστραψε φως, κ' εγνώρισε γοργa τον εαυτό του· Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοfι χαροκοπιέται.