Κατά την Αρχαϊκή εποχή · 1984, Ιστορία της αρχαίας...

68
Γενικό περίγραµµα Ο αρχαϊκός ελληνισµός διαδέχεται στην ελληνική ιστορία τη µεταβατική περίοδο των γεωµετρικών χρόνων. Έως τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., οι Έλληνες ευθυγραµµίζονταν µε τους πιο προο- δευµένους λαούς της Μεσογείου, µπόλιαζαν την τέχνη και την τεχνική µε τη δική τους έµπνευση, εµπορεύονταν στα λιµάνια της Συρίας και της Κιλικίας, ταξίδευαν στα παράλια της Ιταλίας και της Σικελίας, εγκαθίδρυαν αποικίες, συγκροτούσαν τις πρώτες πόλεις και, τέλος, εµβάθυναν την εθνική τους αυτεπίγνωση. Οι δύο αιώνες που ακο- λούθησαν µετά το 750 π.Χ. αποτέλεσαν στην ουσία µια αποφασιστική και συγκλονι- στική στροφή για την ελληνική ιστορία, γιατί έθεσαν τα στέρεα θεµέλια της Kλασικής εποχής και σφράγισαν µε τη δηµιουργική τους πνοή την παγκόσµια ιστορία. Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή, όχι τυχαία, άρχισε η πρώτη γραπτή ιστορική παράδοση µε τη µορφή καταλόγων, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε η δηµιουργική ανθρώπινη προσω- πικότητα µέσα από την άµορφη µάζα του ανώνυµου πλήθους. Ο Ησίοδος, ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας συνδέονται µε τη µεγάλη ανάπτυξη της Ελλάδας, την εµπορική της άνθηση, την οικονοµική εξάπλωση, τον οικονοµικό γιγαντισµό, προ- πάντων όµως µε την αποτίναξη των τυραννικών καθεστώτων και τη φιλελευθεροποί- ηση της πολιτικής ζωής. Έτσι, κατά την περίοδο ανάµεσα στον 7ο και στον 5ο αιώνα π.Χ., ο πολίτης εκφραζόταν για πολιτικά και θρησκευτικά θέµατα. Ο ποιητής δεν ήταν πια ο φτωχός αοιδός που ψυχαγωγούσε τους κύκλους των ηγεµόνων, αλλά ο σύµβου- λος ή ο επικριτής των πολιτικών, ο εκφραστής των λαϊκών πόθων, ο προσφιλής υµνη- τής των θεών, ο καλλιτέχνης που µε ελεύθερο φρόνηµα εξέφραζε την προσωπικότητά του µε τον στίχο. Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι η ποίηση αυτή µε την πολυδιάστατη ανάπτυξή της µπόρεσε να εκφράσει και τον παλµό της ζωής και την πνευµατική δράση και τη µέριµνα του ελεύθερου πολίτη για τα κοινωνικά προβλήµατα, δηλαδή µπόρεσε να αποδώσει την εικόνα του ολοκληρωµένου ανθρώπου. Από την άλλη, µε τον Θαλή τον Μιλήσιο και τους φυσιοκράτες φιλόσοφους της Ιωνίας άρχισε η πρωιµότατη ιστορία της ευρωπαϊκής επιστήµης, ενώ µε τους Σόλωνα, Πιτ- τακό, Περίανδρο, Πεισίστρατο και Πολυκράτη εγκαινιάστηκε η πολιτική ιστορία της ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ Εύξεινος Πόντος Τροία Σινώπη Αθήνα Κόρινθος Βυζάντιο Μίλητος Ναύκρατις Σιδών Αλ-Μίνα Τύρις Κυρήνη Ν. Ρόδος Κνωσός Συρακούσες Καρχιδόνα Γάδειρα (Κάδιξ) Κρήτη ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ∆ΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ TOY ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΥ Κύπρος Σικελία Μασσαλία Εµπόριον Βόλκοι Σαρδηνία Βαλεαρίδες Ρήγια Λοκροί Τάρεντους Σύβαρις Κύµη Καιρέα Κρότων Ίστρος Ολβία

Transcript of Κατά την Αρχαϊκή εποχή · 1984, Ιστορία της αρχαίας...

  • Γενικό περίγραµµα

    Ο αρχαϊκός ελληνισµός διαδέχεται στην ελληνική ιστορία τη µεταβατική περίοδο των γεωµετρικών χρόνων. Έως τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., οι Έλληνες ευθυγραµµίζονταν µε τους πιο προο-δευµένους λαούς της Μεσογείου, µπόλιαζαν την τέχνη και την τεχνική µε τη δική τους έµπνευση, εµπορεύονταν στα λιµάνια της Συρίας και της Κιλικίας, ταξίδευαν στα παράλια της Ιταλίας και της Σικελίας, εγκαθίδρυαν αποικίες, συγκροτούσαν τις πρώτες πόλεις και, τέλος, εµβάθυναν την εθνική τους αυτεπίγνωση. Οι δύο αιώνες που ακο-λούθησαν µετά το 750 π.Χ. αποτέλεσαν στην ουσία µια αποφασιστική και συγκλονι-στική στροφή για την ελληνική ιστορία, γιατί έθεσαν τα στέρεα θεµέλια της Kλασικής εποχής και σφράγισαν µε τη δηµιουργική τους πνοή την παγκόσµια ιστορία.Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή, όχι τυχαία, άρχισε η πρώτη γραπτή ιστορική παράδοση µε τη µορφή καταλόγων, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε η δηµιουργική ανθρώπινη προσω-πικότητα µέσα από την άµορφη µάζα του ανώνυµου πλήθους. Ο Ησίοδος, ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας συνδέονται µε τη µεγάλη ανάπτυξη της Ελλάδας, την εµπορική της άνθηση, την οικονοµική εξάπλωση, τον οικονοµικό γιγαντισµό, προ-πάντων όµως µε την αποτίναξη των τυραννικών καθεστώτων και τη φιλελευθεροποί-ηση της πολιτικής ζωής. Έτσι, κατά την περίοδο ανάµεσα στον 7ο και στον 5ο αιώνα π.Χ., ο πολίτης εκφραζόταν για πολιτικά και θρησκευτικά θέµατα. Ο ποιητής δεν ήταν πια ο φτωχός αοιδός που ψυχαγωγούσε τους κύκλους των ηγεµόνων, αλλά ο σύµβου-λος ή ο επικριτής των πολιτικών, ο εκφραστής των λαϊκών πόθων, ο προσφιλής υµνη-τής των θεών, ο καλλιτέχνης που µε ελεύθερο φρόνηµα εξέφραζε την προσωπικότητά του µε τον στίχο. Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι η ποίηση αυτή µε την πολυδιάστατη ανάπτυξή της µπόρεσε να εκφράσει και τον παλµό της ζωής και την πνευµατική δράση και τη µέριµνα του ελεύθερου πολίτη για τα κοινωνικά προβλήµατα, δηλαδή µπόρεσε να αποδώσει την εικόνα του ολοκληρωµένου ανθρώπου.Από την άλλη, µε τον Θαλή τον Μιλήσιο και τους φυσιοκράτες φιλόσοφους της Ιωνίας άρχισε η πρωιµότατη ιστορία της ευρωπαϊκής επιστήµης, ενώ µε τους Σόλωνα, Πιτ-τακό, Περίανδρο, Πεισίστρατο και Πολυκράτη εγκαινιάστηκε η πολιτική ιστορία της

    ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣΕύξεινος Πόντος

    Τροία

    Σινώπη

    ΑθήναΚόρινθος

    Βυζάντιο

    Μίλητος

    Ναύκρατις

    Σιδών

    Αλ-Μίνα

    Τύρις

    Κυρήνη

    Ν. ΡόδοςΚνωσόςΣυρακούσες

    Καρχιδόνα

    Γάδειρα (Κάδιξ)

    Κρήτη

    ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ∆ΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ TOY ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΥ

    Κύπρος

    Σικελία

    Μασσαλία

    Εµπόριον Βόλκοι

    ΣαρδηνίαΒαλεαρίδες

    ΡήγιαΛοκροί

    ΤάρεντουςΣύβαρις

    Κύµη

    Καιρέα

    Κρότων

    Ίστρος

    Ολβία

    http://map.t02_k04_p001_1

  • Ευρώπης. Έτσι η πνευµατική και πολιτική δηµιουργία έγινε η γέφυρα που συνέδεε φυλές και πόλεις και οικοδόµησε µια ευρύτερη κοινή για όλους πατρίδα, παρά την πολιτική πολυδιάσπαση του χώρου. Βασικό στοιχείο της ελληνικής ενότητας, κατά την Αρχαϊκή περίοδο, υπήρξε η θρησκεία, που µε τη λατρευτική της πράξη εµπλεκόταν στενότατα µε την πολιτειακή ζωή των Ελλήνων και τούτο όχι µόνο µε την παρουσία των Ολυµπίων αλλά και µε το αµέτρητο πλήθος –σαφή έκφραση της πολυµέρειας του ελληνικού πνεύµατος– των τοπικών θεών και θεοτήτων. Πολιτικά η εικόνα του αρχαϊκού κόσµου είναι αυτή της πολιτικής διάσπασης, αν και, παράλληλα µε την αναµφισβήτητη παρουσία φυγόκεντρων δυνάµεων, άρχισαν να δια-φαίνονται και συγκεκριµένες ενωτικές τάσεις. Την εποχή αυτή γεννήθηκε η συνείδηση ότι όσοι µιλούν την ελληνική γλώσσα ανήκουν στο ίδιο έθνος. Επιπλέον, ο δεύτερος ελληνικός αποικισµός προήγαγε τη γνωριµία ανάµεσα στους Έλληνες, και η συµβίωση µε ξένους λαούς ενίσχυσε τους δεσµούς της γλώσσας και της κοινότητας των ηθών και των εθίµων. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι το εθνικό Έλλην απαντάται για πρώτη φορά στον Πάριο ποιητή Αρχίλοχο (Στράβων, 8, 370) κατά τα µέσα του 7ου αιώνα π.Χ. και ότι για πρώτη φορά διαµορφώνονται και παγιώνονται πανελλήνιοι θεσµοί.Είναι πάντως γεγονός ότι η βαθµιαία διαµόρφωση κοινής συνείδησης βρίσκεται σε άµεση σχέση µε τον µεγάλο ελληνικό αποικισµό, ο οποίος σε µεγάλο βαθµό συνδέεται στενότατα µε την ιστορία της Εγγύς Ανατολής την ίδια εποχή. Οι τύχες της Ιωνίας παρέµειναν άρρηκτα δεµένες µε την πορεία ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, µε τον αποικισµό εντάχτηκαν στον ελληνισµό µεθοριακές περιοχές της Ανατολής, όπως η Κυρηναϊκή, ο Εύξεινος, η Αίγυπτος. Η τεράστια αυτή εξάπλωση µε τον αποι-κισµό ξεπέρασε κατά πολύ τα αντίστοιχα επιτεύγµατα των Φοινίκων, µε τους οποίους οι Ίωνες βρίσκονταν σε διαρκείς σχέσεις. Φυσικά η εξάπλωση αυτή των Ελλήνων δεν είναι άσχετη µε τους Χετταίους και την πτώση της αυτοκρατορίας τους, µε τους Φρύ-γες, κυρίως µε τους Λυδούς και, τέλος, τους Πέρσες.Αντίθετα µε την Ανατολή, οι συνθήκες εξάπλωσης του ελληνισµού στη Δύση ήταν πολύ πιο ευνοϊκές. Στη Δύση καµία πολιτική δύναµη δεν κυριαρχούσε και τα ιταλικά φύλα έδειχναν αρκετά µεγάλη ανοχή στην ελληνική εγκατάσταση. Η τεράστια αυτή εξάπλωση του ελληνισµού βρίσκεται, άλλωστε, σε άµεση αλληλεξάρτηση προς τη βαθ-µιαία διαµόρφωση της κοινής εθνικής συνείδησης, οδηγεί τους Έλληνες έξω από τα

    Ανάγλυφη πλάκα (6ος αιώ-νας π.Χ.) από την Πάρο· η

    Κατά την Αρχαϊκή εποχή εφευρέθηκαν τα µέτρα

    http://tmg.t02_k04_p002_1http://tmg.t02_k04_p002_2

  • όρια της πατρίδας και αναδεικνύει την ελληνική τέχνη και την ελληνική καλλιέργεια σε παράγοντες οικουµενικότητας.Ενδιαφέρουσα πολιτικά, την ίδια εποχή, ήταν η γεωγραφική εικόνα της Ελλάδας, κυρίως λόγω της ύπαρξης πολυάριθµων µικροσκοπικών κρατών που προήλθαν από τη διάσπαση των φυλετικών οµάδων. Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν ότι στην περιοχή καθενός από τα κράτη υπήρχε πάντα µια πόλη, ο περιορισµένος χώρος της οποίας συγκέντρωνε την πολιτική, θρησκευτική, πνευµατική και οικονοµική ζωή. Η συγκρό-τηση αυτή υποχρέωνε κάθε ελληνική πόλη να δείχνει µετριοπάθεια στην εξωτερική πολιτική και να αναζητά συµµαχίες µε άλλες πόλεις κάθε φορά που ήθελε να επιδιώξει ευρύτερους σκοπούς. Έτσι, εκτός από την Αθήνα και τη Σπάρτη, που αναπτύχθηκαν υπό ειδικές συνθήκες, ήδη από τους σκοτεινούς αιώνες διαµορφώθηκαν στο έδαφος της κυρίως Ελλάδας και ευρύτερα πολιτειακά συγκροτήµατα, όπως στην κοιλάδα του Πηνειού και των παραποτάµων του, στην Αργολίδα κ.α.Στον τοµέα των τεχνών, η Αρχαϊκή εποχή, από την άλλη, αποτέλεσε νέα αφετηρία. Η διασπασµένη σε πολυάριθµα κέντρα γεωµετρική τέχνη δέχθηκε συνεχείς παρωθήσεις και επιδράσεις από την Αίγυπτο, τη Μεσοποταµία, τη Μικρά Ασία, και το ανεξάντλητο αυτό υλικό γονιµοποιήθηκε από την ελληνική ευρηµατικότητα. Χτίστηκαν τα πρώτα µνηµειώδη οικοδοµήµατα, εφευρέθηκαν τα µέτρα και τα σταθµά, διευρύνθηκαν οι αστρονοµικές γνώσεις, απελευθερώθηκε και ορθώθηκε η ανθρώπινη µορφή στην πλα-στική και για πρώτη φορά η ανθρώπινη σκέψη επιχείρησε να συλλάβει και να ερµη-νεύσει τον κόσµο.Πρέπει όµως να επισηµανθεί ότι ανάµεσα στη δωρική µετανάστευση και στην εποχή των τυράννων (650 π.Χ.), η ελληνική φιλολογική παράδοση παρουσιάζει ένα χάσµα πέντε αιώνων. Η ελληνική ιστοριογραφία γεφυρώνει το χάσµα αυτό µε µυθολογικούς και γενεαλογικούς συνδυασµούς. Διαφορετικός είναι ο δρόµος της σύγχρονης έρευνας, που επιδιώκει να αξιοποιήσει τις πολιτειακές, κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες της πρώιµης Ελλάδας. Έτσι εκµεταλλεύεται σπάνιες αρχαϊκές επιγραφές, µνηµεία, µυθικές παραδόσεις, τοπογραφικά δεδοµένα χώρων λατρείας και καταλήγει, τέλος, σε αναλογικά ιστορικά συµπεράσµατα.Περιορισµένες, επιπλέον, πληροφορίες παρέχει το φιλολογικό υλικό. Πάγιο χρονολο-γικό σύστηµα για την ελληνική µυθική ιστορία συνέθεσε ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (περί

    Γυναικείο κεφάλι, πιθα-νότατα της Ήρας, που

    http://tmg.t02_k04_p003_1

  • το 500 π.Χ.). Είναι, πάντως, γεγονός ότι ο Εκαταίος δεν κατόρθωσε να προχωρήσει πέρα από τον κύκλο της µυθικής ιστορίας. Το απώτατο ελληνικό παρελθόν αναζητά και ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, ενώ, αργότερα, ο Θουκυδίδης παρουσιάζει στην αρχή της Ξυγγραφής του, την Αρχαιολογία, µία επιτοµή της πρώιµης ελληνικής ιστορίας. Πάντως, η πρώτη γενική ιστορία της Ελλάδας ανήκει στον Έφορο τον Κυµαίο.Αλλά και η Ελληνιστική εποχή δεν αντιπαρήλθε αδιάφορη τον αρχαϊκό ελληνισµό. Τα ηρωικά έπη του Βηναίου Ριανού και του Μύρωνα παρείχαν άφθονο υλικό, το οποίο αξιοποίησε ο περιηγητής Παυσανίας.Τέλος, από την πλευρά της αρχαιολογίας, διαφωτιστικές για τον αρχαϊκό ελληνισµό είναι οι ανασκαφές στο ιερό της Ορθίας Αρτέµιδος στη Σπάρτη, στην Ολυµπία, στην Περαχώρα στην Κόρινθο, των Αλών και της Λάρισας κοντά στον Έρµο ποταµό.Αποικισµός

    Ο χαρακτήρας του ελληνικού αποικισµούΗ µεγάλη αποικιακή εξάπλωση των Ελλήνων από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. απο-τέλεσε, όπως έχει επισηµανθεί, την άνοιξη του ελληνισµού, µετά τους τρεις σκοτει-νούς αιώνες που είχαν προηγηθεί. Τα ελληνικά πλοία διέσπασαν τον αποµονωτισµό των προηγούµενων αιώνων, ίδρυσαν τον πρώτο εµπορικό σταθµό στην Αλ Μίνα, στις εκβολές του Ορόντη, και το αντίβαρό της στη Δύση, τις Πιθηκούσες, στη νήσο Ίσκια, διέσχισαν ολόκληρη τη Μεσόγειο, που µετατράπηκε βαθµιαία σε ελληνική θάλασσα και σφράγισαν µε τη δυναµική τους παρουσία την Αρχαϊκή εποχή.Όλα τα στρώµατα της ελληνικής κοινωνίας συµµετείχαν σε αυτήν την εκπληκτική εξόρ-µηση, που κατά βάση εξέφραζε µια νέα αντίληψη ζωής, µπροστά στην οποία ο ελλαδι-κός χώρος φαίνεται στενός και περιορισµένος. Όταν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. η καθο-λική αυτή προσπάθεια είχε προσεγγίσει το απόγειό της, σε ολόκληρο τον χώρο της πλατιάς Μεσογείου, ο ευρύς κύκλος των ακµαίων ελληνικών αποικιών είχε για πρώτη φορά συγκροτήσει µια παγκόσµια δύναµη και «τα πεπρωµένα του ελληνικού έθνους εµπλέκονται από δω και µπρος µε τις τύχες της Ανατολής και της Δύσης» (Bengtson, 1984, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, µετάφρ. Α. Γαβρίλης, σελ. 93).Η κατεύθυνση του δεύτερου ελληνικού αποικισµού, ιδιαίτερα προς τα δυτικά και τα βόρεια, είναι γεγονός ότι ευνοήθηκε από τη διεθνή συγκυρία εκείνων των χρόνων.

  • Προς τα ανατολικά, αναµφισβήτητα, το κράτος των Ασσυρίων αποτελούσε αξεπέραστο φραγµό για την εξάπλωση των Ελλήνων. Γι’ αυτό και στη Συρία απαντούν µεµονω-µένοι εµπορικοί σταθµοί, στις εκβολές του Ορόντη και πιθανόν στο Tell Sucas, που

    Η Αλ Μίνα

    Η φύση και η σπουδαιότητα της Αλ Μίνα, στις εκβολές του Ορόντη, δίχασε τους ειδι-κούς από τότε που η πόλη ανασκάφηκε στη δεκαετία του 1930.Τι ήταν άραγε η Αλ Μίνα; Ένα απλό εµπορικό λιµάνι όπου οι Φοίνικες πουλούσαν τα προϊόντα που έφερναν από το Αιγαίο; Ελληνική αποικία, µέσω της οποίας οι Έλληνες προµηθεύονταν τα προϊόντα της Ανατολής; Πρέπει, πάντως, να επισηµανθεί ότι η Αλ Μίνα δεν ήταν η µοναδική θέση υποδοχής της ελληνικής αγγειοπλαστικής. Τέτοιου είδους προϊόντα έχουν εντοπιστεί σε αρκετές παράκτιες θέσεις, και σε αυτήν την Τύρο ακόµη (όστρακα του 10ου αιώνα π.Χ.), αλλά και σε θέσεις της ενδοχώρας. Εποµένως δεν είναι απαραίτητο σε όλες αυτές τις πόλεις να κατοικούσαν Έλληνες. Σε αυτά τα παράλια η θέση, στην οποία δόθηκε ελληνικό όνοµα, είναι, νοτιότερα της Αλ Μίνα, η Ρας ελ Μποσίτ, που έφερε το όνοµα Ποσείδιον. Αλλά οι ποσότητες ελληνικών κεραµι-κών που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές είναι πολύ µεγαλύτερες στην Αλ Μίνα· µεγάλες όµως είναι και οι ποσότητες µη ελληνικής προέλευσης. Φαίνεται δηλαδή ότι η Αλ Μίνα δεν ήταν απλό λιµάνι όπου οι Φοίνικες πουλούσαν τα προϊόντα τους. Η οµοιότητα των συλλογών συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η Αλ Μίνα ήταν το επίνειο της πόλης Ταινάτ, 50 χλµ. πιο µακριά.Γιατί όµως οι Έλληνες ανέπτυξαν ιδιαίτερες σχέσεις µε την Αλ Μίνα; Όσο και αν τα προ-ϊόντα της Ελλάδας θεωρούνταν εξωτικά στην Εγγύς Ανατολή, όπως άλλωστε τα προϊόντα της Εγγύς Ανατολής για την Ελλάδα, δεν ήταν τόσα και τέτοια ώστε να θεµελιώσουν ένα ουσιαστικό εµπόριο. Τέτοιου είδους εµπόριο δεν µπορούσε να θεµελιώσει ούτε η παρο-δική ζήτηση των αγροτικών προϊόντων. Το πιθανότερο, λοιπόν, προϊόν συναλλαγών, παρά την έλλειψη άµεσων αρχαιολογικών τεκµηρίων, φαίνεται ότι ήταν τα µέταλλα. Άλλωστε στην Εγγύς Ανατολή µπορεί να ανιχνευτεί ένα εκτεταµένο δίκτυο συναλλαγών µετάλλου από την εποχή του Χαλκού.

  • διευκόλυναν τις απευθείας συναλλαγές Ελλάδας και Εγγύς Ανατολής, αποτρέποντας τη χρησιµοποίηση των επικίνδυνων χερσαίων δρόµων της Μικράς Ασίας. Αντίθετα, προς τα δυτικά οι συνθήκες εξάπλωσης των Ελλήνων ήταν περισσότερο ευνοϊκές. Πρώτα-πρώτα γιατί στη Δύση δεν κυριαρχούσε µια ενιαία πολιτική δύναµη και έπειτα τα ανεξάρτητα ιταλικά φύλα όχι µόνο έδειχναν ανοχή αλλά και η εξάρτησή τους από το ελληνικό εµπόριο ήταν άµεση. Πάντως δεν ήταν η πρώτη φορά που κάτοικοι των περιοχών του Αιγαίου ταξίδευαν προς τη Δύση. Λίγο µετά το 1000 π.Χ., µυστηριώδεις

    Οι Ετρούσκοι

    Οι Ετρούσκοι αποτελούσαν µία από τις σηµαντικότερες φυλές της αρχαίας Ιταλίας. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν Ρεζέννα, ενώ οι Έλληνες τους ονόµαζαν Τυρρηνούς. Από το 800 έως το 400 π.Χ. δηµιούργησαν το κρατικό µόρφωµα της Ετρουρίας, που εκτεινόταν στη σηµερινή περιοχή της Τοσκάνης στην κεντρική Ιταλία. Ανέπτυξαν ανθηρό πολιτισµό και ευρύτατες εµπορικές σχέσεις µε τους γύρω λαούς. Κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, αλλά µάλλον µικρασιατικής ή κεντροασιατικής. Η γλώσσα τους ήταν συγγενής προς τα ελληνικά, αλλά δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Κατά τον Ηρόδοτο, προέρχονταν από τη Λυδία, ενώ ο Ελλάνικος θεωρεί ότι ήταν Πελασγοί. Κατ’ άλλους, οι Ετρούσκοι κατήλθαν στην Ιταλία από τον Βορρά. Πάντως η γλώσσα και η καταγωγή τους αποτελεί ιστορικό µυστήριο. Έφθασαν στην Ιταλία κατ’ αλλεπάλληλα µεταναστευτικά ρεύµατα από το 1000 π.Χ. και δέχτηκαν έντονη την επίδραση των Ελλήνων. Σαφώς διαφοροποιηµένοι από τους αυτό-χθονες, δηµιούργησαν πολλά µικρά κράτη-πόλεις, ανεξάρτητα µεταξύ τους. Μόνο οι δώδεκα µεγαλύτερες πόλεις ενώθηκαν και αποτέλεσαν ενιαίο κράτος. Στην αρχή οι Ετρούσκοι νίκησαν τους Έλληνες, αλλά στη συνέχεια ανέπτυξαν στενές εµπορικές σχέ-σεις, όπως άλλωστε και µε τους Καρχηδόνιους. Αδιαµφισβήτητη υπήρξε η επίδραση των Ετρούσκων επί των Ρωµαίων, αν και η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί. Την εξαφάνιση των Ετρούσκων προκάλεσαν οι Ρωµαίοι και αργότερα οι Κέλτες. Αν και εκρωµαΐστηκαν, διατήρησαν τη γλώσσα τους µέχρι τον 6ο αιώνα µ.Χ. Από τον ίδιο αιώνα δεν αναφέρονται πλέον στην ιστορία ως έθνος.

  • πρόσφυγες ή πειρατές εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Ιταλία και έγιναν γνωστοί µε το όνοµα Ετρούσκοι. Ίσως, λοιπόν, οι νέοι άποικοι κατευθύνονταν σε περιοχές που δεν ήταν εντελώς άγνωστες και είχαν το ίδιο ήπιο κλίµα και την ίδια γεωγραφική διαµόρ-φωση µε τη χώρα που άφηναν πίσω. Και αν γενικά στη Δύση οι ιθαγενείς δεν έδειχναν εχθρικές διαθέσεις προς τους νέους αποίκους, δεν πρέπει να παραλειφθεί το γεγονός ότι όσο αυτοί επεκτείνονταν τόσο εντονότερη συναντούσαν την αντίδραση των Ετρού-σκων, των Φοινίκων και των Καρχηδονίων.Είτε όµως κατευθυνόµενος προς την Ανατολή είτε προς τη Δύση ο ελληνικός αποικι-σµός στηρίχτηκε στην πρωτοβουλία πόλεων, κοινωνικών οµάδων και προσωπικοτήτων, χωρίς καµία απολύτως κυβερνητική καθοδήγηση. Σε αυτό άλλωστε διαφέρει ο ελλη-νικός αποικισµός από τον αντίστοιχο ρωµαϊκό. Γιατί πόλεις –ασφαλώς λιγότερες από τους Έλληνες– έχτισαν και οι Ρωµαίοι, πάντα όµως µέσα στο πλαίσιο µιας κυβερνητι-κής πολιτικής και όχι υπό την έµπνευση µιας ατοµικής, µε την ευρύτερη σηµασία του όρου, πρωτοβουλίας.Πρέπει ακόµη να επισηµανθεί ότι σε δύο διακεκριµένες και χωρισµένες µεταξύ τους περιόδους οι Έλληνες επιχείρησαν να ιδρύσουν αποικίες. Η πρώτη στην ουσία άρχισε από χρόνους προηγούµενους των ιστορικών και έφτασε µέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. Κατά το διάστηµα αυτό ο ελληνισµός προσέγγισε τα έσχατα όρια του κοινωνικού και διανο-ητικού βίου. Έπειτα, αφού συµπλήρωσε το πρώτο στάδιο της εσωτερικής του δράσης, περί τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., επιχείρησε τη δεύτερη επέκταση και έχτισε νέες πόλεις και απειράριθµες αποικίες.Κοινό επίτευγµα και των δύο περιόδων του αποικισµού είναι ότι το ελληνικό έθνος επιχείρησε, και σε µεγάλο βαθµό κατόρθωσε, να εξελληνίσει τις χώρες και τις περι-οχές όπου εγκαταστάθηκαν Έλληνες άποικοι. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλέξανδρου διέσπειρε τον ελληνισµό σε όλη την έκταση της νοτιοδυτικής Ασίας, από τη Μεσόγειο θάλασσα µέχρι τον Ινδό ποταµό και από την Κασπία έως την Αίγυπτο. Κατά την πρώτη περίοδο του αποικισµού, εξελλήνισε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας, του Εύξεινου Πόντου, τη Θράκη και ακόµη ολόκληρη την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Και σε τούτο διαφέρει ο ελληνικός αποικισµός από τον νεότερο αποικισµό, την αποικιοκρατία των µεγάλων ευρωπαϊκών λαών, καθώς όχι µόνο δεν εξόντωσε τους ιθαγενείς λαούς, αλλά µετέδωσε σε αυτούς την πολιτιστική του πνοή και δύναµη. Τον ίδιο εκλατινισµό επι-

    Έκτυπο και πρόστυπο στάχυ σε αργυρό νόµισµα

    http://img.t02_k04_p007_1

  • χείρησαν, φυσικά, και οι Ρωµαίοι, όχι όµως στην έκταση των Ελλήνων. Μάλιστα οι Ρωµαίοι στάθηκε αδύνατον να εκλατινίσουν την εξελληνισµένη Ιταλία και Σικελία. Αν και κυριάρχησαν στις περιοχές αυτές, ούτε οι ίδιοι ούτε οι µετέπειτα Λοµβαρδοί, Άραβες, Νορµανδοί µπόρεσαν να εξαφανίσουν το ελληνικό στοιχείο. Μέχρι τον 14ο και 15ο αιώνα µ.Χ. τα δηµόσια έγγραφα συντάσσονταν στην ελληνική γλώσσα και µέχρι σήµερα, στη Σικελία και στην Καλαβρία, τα ήθη, η γλώσσα και τα ονόµατα των χωριών στις περιοχές αυτές ελληνίζουσι.Φυσικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο εξελληνισµός στις χώρες αυτές δεν σηµαίνει ότι οι Έλληνες άποικοι µετέδιδαν στους ντόπιους κατοίκους καθ’ ολοκληρίαν την ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά ήθη και τον ελληνικό χαρακτήρα, αντιπαρερχόµενοι µε περι-φρόνηση τα αντίστοιχα στοιχεία των ιθαγενών. Δέχονταν συνεχείς επιδράσεις και επιρροές, τις οποίες δηµιουργικά αφοµοίωναν. Άλλωστε, οι περισσότεροι από τους αποίκους αποδηµούσαν χωρίς γυναίκες και παντρεύονταν ντόπιες. Οι γάµοι αυτοί διεύ-ρυναν τις σχέσεις των δύο λαών. Ιδιαίτερα οι άποικοι της Ιταλίας και της Σικελίας παρέλαβαν συνήθειες, λέξεις, δοξασίες, µυθικές παραδόσεις των ιθαγενών, στοιχεία που διαφοροποίησαν τη ζωή τους από αυτή των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας. Ο βίος τους έγινε ανετότερος και ίσως ακολαστότερος, όπως παρατηρεί ο Κ. Παπαρρηγόπου-λος (Κ. Παπαρρηγόπουλος, 1992, Η ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. 2, εκδ. Κάκτος, σελ. 233). Τα δηµοκρατικά καθεστώτα στην ουσία ποτέ δεν διατηρήθηκαν, αλλά πολύ νωρίς επιβλήθηκαν οι τυραννίες· η δωρική διάλεκτος των αποίκων αλλοιώθηκε, ακόµη και τα νοµίσµατα και τα ονόµατα άλλαξαν. Αποκαλυπτικό της συγχώνευσης είναι η ίδια η ονοµασία των αποίκων. Οι εντόπιοι λέγονταν Ιταλοί και Σικελοί, ενώ οι Έλληνες άποικοι Ιταλιώτες και Σικελιώτες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να οµολογηθεί ότι στη συνύ-παρξη και στη συγχώνευση των δύο λαών η ελληνική επίδραση υπήρξε επικρατέστερη και διαρκέστερη.

    Tα αίτια

    Δεν ήταν ασφαλώς η πρώτη φορά που ελληνικές πληθυσµιακές οµάδες αναζητούσαν µια νέα πατρίδα έξω από τον ελλαδικό χώρο. Ήδη είχε προηγηθεί ο πρώτος ελληνικός αποικισµός και είχαν διαµορφωθεί οι ζώνες της αιολικής, ιωνικής και δωρικής παρου-

  • σίας στα µικρασιατικά παράλια, µε την ιωνική δωδεκάπολη, την αιολική δωδεκάπολη και τη δωρική εξάπολη. Όσο και αν οι µετακινήσεις των Ελλήνων τουλάχιστον ήταν ασφαλέστερες προς την Ανατολή, λόγω του πλέγµατος των νησιών, και όσο και αν οι µυθικές αφηγήσεις για περιπετειώδεις αναζητήσεις κέντριζαν τη φαντασία, ωστόσο η εγκατάλειψη του γενέθλιου χώρου δεν έπαυε ποτέ να αποτελεί αρκετά δύσκολη δια-δικασία. Κυρίως ήταν το αποτέλεσµα έντονης δυσαρέσκειας, η οποία δεν µπορεί παρά να αναζητηθεί στις συνθήκες ζωής της µητρόπολης, της πόλης δηλαδή που ίδρυσε την αποικία.Σοβαρός λόγος µιας τέτοιας δυσαρέσκειας ήταν ασφαλώς η µεγάλη πενία που κυρι-άρχησε στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσαίωνα και µετά, σε συνδυασµό µε την αναζήτηση καλλιεργήσιµης γης, σε έναν χώρο και σε έναν κλήρο, κατά βάση, αυστηρά περιορισµένο· στις συνθήκες αυτές θα πρέπει να προστεθεί ο βεβαιωµένος, από διάφορες πηγές, υπερπληθυσµός της Αρχαϊκής περιόδου. Ο ποιητής Ησίοδος περιγράφει µε τα µελανότερα χρώµατα τις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν κατά την εποχή του. Στο ποίηµά του Έργα και Ηµέραι παραπονιέται για την απληστία των ευγενών που κατείχαν τα ευφορότερα εδάφη, ενώ στους φτωχούς αγρότες είχαν αποµείνει τα άγονα και τα πετρώδη, που δύσκολα εξασφάλιζαν την επιβίωση των µικροκαλλιεργητών και των οικογενειών τους.Προτείνει, λοιπόν, ο Ησίοδος, τρόπους µε τους οποίους είναι δυνατόν να αυξηθεί η παραγωγικότητα της γης και να περιοριστεί η ταλαιπωρία των καλλιεργητών. Η δουλειά και η αποταµίευση πρέπει να είναι το πρώτο µέληµα κάθε αγρότη, ο οποίος έχει υπο-χρέωση να µοιράσει τη γη του σε ίδια µερίδια στους γιους του. Ο κατακερµατισµός, όµως, του αγροτικού κλήρου θα καθιστούσε ακόµη πιο δύσκολη την επιβίωση· γι’ αυτό και ο ποιητής δεν διστάζει να προτείνει και τον περιορισµό των γεννήσεων (στ. 376). Άλλωστε, είναι γνωστή και από άλλες πηγές η, κατά την ίδια εποχή, εγκατάλειψη των βρεφών.Εξίσου σκληρή ήταν η ζωή των αγροτών, όχι µόνο στη Βοιωτία, την πατρίδα του ποι-ητή, αλλά και στα υπόλοιπα µέρη της Ελλάδας. Το βέβαιο όµως ήταν ότι ο πλούτος συνεχώς συσσωρευόταν στα χέρια των ευγενών και η συσσώρευση αυτή βαθµιαία προκαλούσε την απόλυτη οικονοµική εξάρτηση των µεγάλων µαζών. Γιατί όχι µόνο τα αγροκτήµατα υποθηκεύονταν αλλά και κάθε προσπάθεια βιοτεχνικής παραγωγής από

  • Τα δηµογραφικά δεδοµένα

    Παρά τα ασαφή, ακόµη, αίτια είναι πολύ πιθανό να υπήρξε όντως δηµογραφική έκρηξη κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Ο χάρτης µε τις θέσεις της ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα, κατά τον 8ο αι. π.Χ., αποκαλύπτει πολύ µεγαλύτερη πυκνότητα εγκαταστάσεων από την αντίστοιχη του 9ου και του 10ου αιώνα π.Χ.Δεν πρέπει, όµως, να παραλειφθεί ότι οι άνθρωποι της Αρχαϊκής εποχής, πέρα από τους περιορισµούς του περιβάλλοντος, ζούσαν υπό την παρουσία και την επίδραση καθαρά ανθρώπινων περιορισµών. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι µέχρι το 18ο έτος της ηλικίας ζούσε κάτι παραπάνω από το ήµισυ της ανθρωπότητας. Η νεογνική και νηπιακή θνησιµότητα ήταν αρκετά υψηλές και σε εποχές που ο πληθυσµός παρέµενε στάσιµος, κάτω από 18 ετών ήταν κάτι παραπάνω από το 40%. Σε περιόδους πληθυσµιακής αύξησης η αναλο-γία µπορεί να ήταν 2/3 και λίγο παραπάνω. Σύµφωνα ακόµη µε τις αρχαίες πηγές, ένα µεγάλο ποσοστό παιδιών πρέπει να έχανε κάποιον από τους γονείς του προτού φτάσει στην ηλικία των 18 ετών. Το πιθανότερο είναι ότι λιγότερο από 25% υπερέβαινε την ηλικία των 40 χρόνων και µόλις το 5% υπερέβαινε το εξηκοστό έτος της ζωής του. Πολύ µεγάλη, εποµένως, σηµασία έχει ο δείκτης της θνησιµότητας, όπως και της γονι-µότητας, που είναι φυσικό να επηρεάζονται από τις γενικές κοινωνικές, φυσικές και ιστορικές συνθήκες. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγµα, ότι ο αριθµός των γνωστών θέσεων ταφής στην Αττική από 15 τον 9ο αιώνα π.Χ. εκτινάσσεται σε 50 στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, ο αριθµός των γνωστών ταφών των ενηλίκων, µε σταθερή αύξηση 1% καθ’ όλη τη διάρ-κεια του 9ου αιώνα π.Χ., εγγίζει, στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., τη µέγιστη τιµή του, που ανέρχεται στο 2,5%.Αν και η εξαγωγή συµπερασµάτων είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, σύµφωνα µε µια αισιόδοξη εκτίµηση, ετήσια αύξηση 2% σήµαινε διπλασιασµό του πληθυσµού ανά 35 χρόνια. Ενδεικτικό, ακόµη, της αύξησης του πληθυσµού κατά τους αρχαϊκούς χρό-νους είναι και το µέγεθος των αποικιών. Οι Συρακούσες, για παράδειγµα, έφθασαν τις 500.000 κατοίκους και η Σύβαρις είχε υπό την κυριαρχία της 25 πόλεις.

  • τεχνίτες και εργάτες ήταν καταδικασµένη σε αποτυχία, λόγω του ανταγωνισµού των οικονοµικά ισχυρών. Υπό αυτές τις συνθήκες ένα πλεονάζον πληθυσµιακό δυναµικό δεν είχε άλλη διέξοδο παρά µόνο την αναζήτηση µιας άλλης πατρίδας. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι περιοχές, όπως η Βοιωτία, η Θεσσαλία και η Αττική, που δεν φαί-νεται να συµµετείχαν στον αποικισµό, δεν απέστειλαν αποίκους. Είναι πολύ πιθανόν ένα πληθυσµιακό δυναµικό από τις περιοχές αυτές, αλλά και άλλες, να µετακινήθηκε προς τα µεγάλα λιµάνια του αποικισµού.Παράλληλα µε την αναζήτηση νέων εδαφών προς αγροτική εκµετάλλευση, θα πρέπει να συνυπολογιστούν, από τα πρώτα µάλιστα βήµατα του αποικισµού, οι στόχοι της εµπορικής δραστηριότητας. Στις πόλεις, εξάλλου, η εµπορική κίνηση και η βιοτεχνία που αναπτύχθηκε πρόβαλαν τις νέες ανάγκες. Ο πληθυσµός αυξανόταν, τα προϊόντα της βιοτεχνίας πλήθαιναν και ήταν απόλυτη η ανάγκη να απορροφηθούν σε άλλες αγορές. Η ίδρυση σταθερών και µόνιµων αγορών και στο εξωτερικό ήταν επιτακτική. Αξιόπιστες πληροφορίες για τη διεύρυνση του ελληνικού εµπορίου, κατά την περί-οδο που προηγείται άµεσα του αποικισµού, προέρχονται από τη δυτική Μεσόγειο. Σε τριάντα τουλάχιστον θέσεις, από την Απουλία µέχρι τη Μασσαλία, έχουν εντοπιστεί ελληνικές εισαγωγές, κυρίως αγγεία, κατά τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. Και ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ. ήταν εµφανής η ελληνική επίδραση στα προϊόντα της ετρουσκικής βιοτεχνίας. Αλλά και στο µακρινό Άξενο πόντο τα ευρήµατα συνεχώς πιστοποιούν την επέκταση του ελληνικού εµπορίου. Το ελληνικό εµπόριο αναζητούσε κυρίως θαλάσσιους δρόµους και έτσι εξηγείται η παραµέληση κατασκευής χερσαίων οδών την ίδια εποχή, αν εξαιρεθούν οι ιεροί δρόµοι προς την Ελευσίνα, τους Δελφούς και την Ολυµπία. Φυσικά, οι Έλληνες δεν αντιπαρέρχονταν τους κινδύνους της ναυσι-πλοΐας, τουλάχιστον στην αφετηρία των µεγάλων ταξιδιών. Ο Ησίοδος είναι αποκαλυ-πτικός για τους ενδοιασµούς και τους φόβους των Ελλήνων ναυτικών: Πενήντα µέρες µετά το λιοτρόπι, που ο ήλιος γυρίζει,πιάνει τελειώνει το θέρος µαζί κι ο καιρός του καµάτου,τότε ο καιρός για θνητούς ν’ αρµενίζουνε. Ούτε το πλοίοτότε τσακίζεται, ούτε κι η θάλασσα τρώει τους ανθρώπους·έξω κι αν πρόθυµος ο Ποσειδώνας ο κοσµοταράχτης,είτε κι ο Δίας ο αφέντης θελήσουνε να σε ξεκάµουν·

    Πάπυρος του 3ου αιώνα π.Χ. µε απόσπασµα

    http://tmg.t02_k04_p011_1

  • τι ’ναι δικό τους µαζί και καλών και κακώνε το τέλος. Τότε στρωτοί ’ναι οι αέρηδες, δίχως η θάλασσα πάθος,ξένιαστος τότε µπι στέψου σ’ ανέµους, το γλήγορο πλοίο ρίχ’ το στη θάλασσα, φόρτωσε µέσα καλά το φορτίοκι όσο πιο γλήγορα κάµε για να ’ρθεις στο σπίτι σου πάλι·µην περιµένεις τα νέα κρασιά και τις πρώτες βροχάδες, µη σε πλακώσει ο χει- µώνας και η άγρια µανία του Νότου, που αναταράζει τη θάλασσα, ρίχνει αποπάνω κι ο Δίας χινοπωριάτικες µπόρες και κάνει τροµάρα τον πόντο. (Ησιόδου, Έργα και Ηµέραι, 663-677, µετάφρ. Βασίλης Ρώτας).Είναι, λοιπόν, γεγονός αναµφισβήτητο ότι στην αφετηρία της Αρχαϊκής εποχής η περιοχή του Αιγαίου παρουσίαζε µια περίπλοκη και αντιφατική εικόνα. Συνυπήρχε ο πλούτος και η πολυτέλεια από τη µία και η πενία και η ανέχεια από την άλλη. Παράλληλα, η ανάπτυξη του εµπορίου και της βιοτεχνίας και της ναυτιλίας, διαµόρφωναν µια νέα αστική τάξη που διεκδικούσε µερίδιο στην εξουσία, ανάλογο µε τις υπηρεσίες που προσέφερε. Βαθµιαία, το ταξικό µίσος βάθαινε και πολλαπλασίαζε τις αντιθέσεις και τις αντιπαραθέσεις των κοινωνικών οµάδων. Αυτές οι βαθύτατες και οξύτατες πολλές φορές συγκρούσεις, όπως αυτές στα Μέγαρα, στην Κόρινθο, στη Μυτιλήνη, ανάγκα-ζαν χιλιάδες ανθρώπους να αφήσουν πίσω τους τον γενέθλιο χώρο. Στη Μυτιλήνη τα πράγµατα έφτασαν σε τέτοιο σηµείο ώστε οι Πενθιλίδες, που κατείχαν την εξουσία να περιφέρονται µε ρόπαλα και να χτυπούν αλύπητα τους αντιφρονούντες. Η τάση των κυρίαρχων ήταν να κυβερνούν προς δικό τους όφελος, περιφρονώντας καιτον λαό και τους ευγενείς που δεν ανήκαν στον στενό κύκλο της ολιγαρχίας. Η πολι-τική δυσαρέσκεια υπήρξε άµεσο, πράγµατι, αίτιο του αποικισµού, όχι µόνο για τον λαό αλλά και την αριστοκρατία. Εύστοχα έχει επισηµανθεί «ο αποικισµός υπήρξε παλλάδιο της αριστοκρατίας. Αν δεν βρισκόταν αυτή η διέξοδος ή αν δεν ταίριαζε στην ελληνική ιδιοσυγκρασία, δεν θα µπορούσαν οι αριστοκράτες να διατηρηθούν πολύ, και αυτές σοφά το διέκριναν πως ήταν συµφέρον τους να ενθαρρύνουν τον αποικισµό» (Bury & Meiggs, 1984, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, µετάφρ. Κ.Ν. Πετρό-πουλος, σελ. 107).Η αποµάκρυνση όµως από τον γενέθλιο χώρο, είτε για τον έναν είτε για τον άλλο λόγο, προϋπέθετε γνώση της θάλασσας και των θαλάσσιων ταξιδιών, και όσο πλάταινε η

  • ναυτική εµπειρία τόσο βάθαινε η ναυτική τέχνη. Τα µέσα ναυσιπλοΐας γίνο-νταν συνεχώς πιο ασφαλή και ο θαλάσσιος πλους λιγότερο επικίνδυνος. Την εποχή του Ησίοδου εφευρέθηκε η άγκυρα και βαθµιαία τελειοποιήθηκε η κατασκευή των σκαφών. Ο συνηθισµένος τύπος των πρώτων ελληνικών πλοίων ήταν η πεντηκόντο-ρος, ή καµία φορά τριακόντορος, στενόµακρο δηλαδή σκάφος µε 25 ή 15 αντίστοιχα καθίσµατα, στο καθένα από τα οποία κάθονταν δύο κωπηλάτες. Η πεντηκόντορος διαδέχτηκε τα µικρότερα ελληνικά σκάφη µε 20 κουπιά των οµηρικών χρόνων, αν και οι Φαίακες, όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια, οι οποίοι κατείχαν τα σκήπτρα στη ναυτική τέχνη, διέθεταν πλοία µε 50 κουπιά. Κατά τον Πλίνιο, οι Ερυθραίοι πρώτοι ναυπήγησαν πλοία µε δύο επάλληλες σειρές κουπιών, τα λεγόµενα δίκροτα ή διήρεις. Ωστόσο, η χρήση της διήρους δεν γενικεύτηκε, γιατί περί το 700 π.Χ. οι Κορίνθιοι, και ιδίως ο ναυπηγός Αµεικλής, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, κατασκεύασαν πλοία µε τρεις σειρές κουπιών, τις τριήρεις. Κατ’ άλλους, η πρωτοβουλία ανήκε στους Φοίνικες. Παράλληλα µε τις τριήρεις και οι πεντηκόνταροι δεν έπαυαν να µεταφέρουν τα κύµατα των Ελλήνων αποίκων στις νέες τους πατρίδες. Τέλος, η τριήρης, µε τους 170 κωπη-λάτες της, έµελλε να διαδοθεί και να αποτελέσει το κατεξοχήν τακτικό πολεµικό πλοίο των Αθηναίων και µάλιστα, µε την προσθήκη του εµβόλου, να καθορίζει στο µέλλον τον χαρακτήρα των ναυτικών συγκρούσεων της Ελλάδας.Κατά την ελληνική παράδοση, µάλιστα, η πρώτη ελληνική ναυτική σύγκρουση, πριν από τα µέσα του 7ου αιώνα π.Χ., έγινε ανάµεσα στους Κορίνθιους και στους Κερκυραί-ους. Αν η παράδοση αληθεύει, η σύγκρουση πρέπει να θεωρηθεί ως ένα περιστατικό του ανταγωνισµού αυτών των δύο ναυτικών δυνάµεων για την επέκταση στην Ιταλία και στη Σικελία. Πάντως οι ουσιαστικοί αντίπαλοι της Κορίνθου, κατά την περίοδο αυτή, ήταν οι Χαλκιδείς και οι Ερετριείς. Πρωτοστάτησε ακόµη στο ναυτικό ανταγωνι-σµό και η Αίγινα, ιδιαίτερα στις ανατολικές θάλασσες, αν και η ίδια δεν είχε αποικίες. Οι ισχυροί αντίπαλοι στον ναυτικό ανταγωνισµό στην Ανατολή ήταν οι Έλληνες της Ιωνίας. Η Αθήνα απείχε ακόµη πολύ από τη µετέπειτα πανίσχυρη ναυτική δύναµη.Παράλληλα, ως αιτία του αποικισµού πρέπει να έδρασε η αποθησαυρισµένη στην Οδύσσεια και στις παραδόσεις της Αργοναυτικής εκστρατείας γνώση. Αποκαλύπτει µάλιστα η γνώση αυτή ότι πριν από τον αποικισµό προηγήθηκε µια περίοδος συγκλο-νιστικών ανακαλύψεων και περιπετειών, κυρίως µε Χαλκιδείς πλοιάρχους. Φυσικά στο

    Μεγάλος χάλκινος κρατή-ρας (τέλη 6ου αιώνα π.Χ.),

    http://tmg.t02_k04_p013_1

  • πλήθος και στην ποικιλία των αποικιακών αναζητήσεων, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, δεν φαίνεται να έδρασε λιγότερο η γοητεία των περιπετειών και η κατάκτηση µακρινών παραδόσεων. Δεν είναι όµως αποκοµµένη η διάθεση αυτή των αποίκων από την οικο-νοµική σηµασία της παραλίας και της ενδοχώρας, τη γονιµότητα του εδάφους, τη στάση των αυτοχθόνων, τη σχέση και την επαφή µε χερσαίες συγκοινωνιακές αρτηρίες και θαλάσσιους δρόµους.

    Μητρόπολη και αποικίαΟι άποικοι έφερναν µαζί τους στη νέα πατρίδα ολόκληρο τον κόσµο των παραδόσεων, τη θρησκεία, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής της µητρόπολης. Στην ουσία ένα κοµµάτι της ελληνικής ζωής µεταφερόταν στα απόµακρα παράλια του Εύξεινου και στις ακτές της Ιταλίας και της Σικελίας ή ακόµη και της Γαλατίας και της Ιβηρικής χερσονήσου. Πρώτα, λοιπόν, η έντονη νοσταλγία και έπειτα ο δηµόσιος χαρακτήρας του οικισµού διαµόρφωναν ένα στενότατο δεσµό συγγένειας ανάµεσα στην αποικία και στη µητρό-πολη, που διαφυλασσόταν σχεδόν πάντοτε µε µεγάλη προσοχή. Ο δεσµός αυτός ήταν µια σχέση µητέρας και κόρης, σχέση βαθύτατου σεβασµού, απαλλαγµένη από κάθε δυναστική µορφή. Ήταν όµως φυσικό µια αποικία κοντά στη µητρόπολη να παραµένει πολιτικά εξαρτηµένη περισσότερο από µια άλλη αποµακρυσµένη, αφού και η ίδια η απόσταση από µόνη της πολιτικά την ανεξαρτητοποιούσε. Είτε όµως στη µία είτε στην άλλη περίπτωση οι δεσµοί ανάµεσα στις δύο πόλεις έµεναν σταθεροί και αναλλοίωτοι επί αιώνες, ακόµη και αν το κίνητρο της αποικίας ήταν η πολιτική αντίθεση ή δυσα-ρέσκεια. Αποτελούσε µάλιστα µεγάλη ασέβεια η σύγκρουση και ο πόλεµος µεταξύ µητρόπολης και αποικίας, κατά βάση σπάνιο φαινόµενο στον αρχαίο κόσµο.Ο δεσµός µητρόπολης-αποικίας εκφραζόταν µε τη συνεχή επαφή και επικοινωνία, ιδιαίτερα κατά τις µεγάλες γιορτές και πανηγύρεις. Δεν ήταν σπάνιο ακόµη το φαινό-µενο η αποικία να χορηγεί προνόµια στη µητρόπολη. Η Ολβία, αποικία της Μιλήτου, είχε παραχωρήσει φορολογική ατέλεια στους Μιλήσιους κατοίκους της. Από την άλλη πλευρά πρέπει να επισηµανθεί ότι η µητρόπολη δεν διεκδικούσε δικαιώµατα εξουσίας επί της αποικίας, εκτός από την αναφερόµενη περίπτωση της Κορίνθου, η οποία κάθε χρόνο έστελνε ετήσιους άρχοντες στην Ποτίδαια.

    Απεικόνιση διήρους σε βοιωτικό κρατήρα του 700

    Η πεντηκόντορος ήταν από τους πιο συνηθισµέ-

    http://tmg.t02_k04_p014_1http://img.t02_k04_p014_2

  • Πολιτικές συγκρούσεις και λυρικοί

    Διάχυτος είναι ο απόηχος των πολιτικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων κατά την Αρχαϊκή εποχή στους στίχους των λυρικών. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώ-σεις είναι η αντίθεση που έχει εντοπιστεί ανάµεσα στα σωζόµενα κατάλοιπα της ποί-ησης του Θέογνη και του Αλκαίου. Εύστοχα έχει επισηµανθεί: «Ενώ ο Αλκαίος φωτίζει άστατα, αν και µε πάθος, τα συµφέροντα του κύκλου για τον οποίο έγραφε, οι στίχοι του Θέογνη δείχνουν τα θέµατα που απασχολούσαν την ελίτ των Μεγάρων» (Osborne, 2000, Η γένεση της Ελλάδας 1200-479 π.Χ., µετάφρ. Τούλα Σιέτη, εκδ. Οδυσσέας, σελ. 283). Ο κόσµος του Θέογνη είναι κόσµος βίας και ταραχών. Ο πόθος του πλούτου παραβλέπει φίλους και συγγενείς και είναι βασικό στοιχείο κοινωνικής και πολιτικής υπεροχής. Ο ανταγωνισµός, ακόµη και ανάµεσα σε ευγενείς, είναι έντονος και οι πύλες της εµφύλιας διαµάχης ανοικτές. Τα άτοµα παραπαίουν ανάµεσα στην αφοσίωση και στην ανάγκη και αναζητούν τη σοφία του οκταποδιού, που παίρνει την όψη της πέτρας πάνω στην οποία είναι κολληµένο. Η πολιτεία είναι, όπως η θάλασσα, σε τρικυµία. Στην ίδια παραζάλη βρίσκεται η πόλη κατά τον Αλκαίο. Όσο πιο γενική είναι η ποίηση του Θέογνη –δεν αναφέρεται σε συγκεκριµένα γεγονότα– τόσο πιο προσωπική είναι η ποί-ηση του Αλκαίου, από την οποία σαφώς αποκαλύπτεται η ανάµειξή του στις πολιτικές διενέξεις. Θρηνεί γιατί ο λαός υποστήριξε τον Πιττακό και καλεί σε δράση συµµετέχο-ντας ο ίδιος σε συνωµοσία. Παριστά τον εαυτό του ως άνθρωπο που αυτοεξορίστηκε και εγκατέλειψε την πατρίδα του στον αγώνα εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. Ακόµη και από τους Λυδούς έπαιρνε χρήµατα για να νικήσει τον παµπόνηρο εχθρό του. Τα αποσπάσµατα είναι χαρακτηριστικά των ιδεών του Θέογνη και του Αλκαίου:

    Πανούργον άνδρα, Κύρνε µου, µη γελαστείς και κάνεις·αλήθεια τι σε ωφελεί το φαύλο να ’χεις φίλο;Στον πόνο και στη λύπη σου αυτός δε θα συντρέξει,κι απ’ τ’ αγαθά που έχει αυτός ποτέ δε θα σου δώσει.

    Κι αν τους κακούς ευεργετείς, µάταιη χάρη κάνεις·µοιάζει σαν σπέρνεις θάλασσα και απέραντα πελάγη·

  • Πολιτικά οι άποικοι, σε αρκετές περιπτώσεις, διατηρούσαν το σύστηµα διοίκησης της µητρόπολης. Ο Τάρας, σπαρτιατική αποικία στην Ιταλία, κυβερνάτο, όπως η Σπάρτη, από εφόρους. Εφόρους είχε και η Ηράκλεια, αποικία την οποία έχτισαν αργότερα οι Ταραντίνοι, όπως και οι Ευεσπερίδες, δωρική αποικία στη Λιβύη. Γενικά, οι άποικοι διατηρούσαν τα ίδια ήθη και έθιµα, την ίδια διάλεκτο, το ίδιο αλφάβητο και το ίδιο ηµερολογιακό σύστηµα µε τη µητρόπολη. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι όταν η αποι-κία γινόταν και αυτή µητρόπολη, χτίζοντας µια νέα πόλη, ήταν έθος να αναζητά οµό-φωνα τον οικιστή ανάµεσα στους κατοίκους της δικής της µητρόπολης. Το Βυζάντιο, µεγαρική αποικία, όταν ίδρυσε τη Μεσηµβρία, αναζήτησε τον οικιστή στα Μέγαρα.Η τελετή αναχώρησηςΗ ηγεσία της µαζικής εξόδου ανήκε κατά κανόνα στην ελληνική αριστοκρατία. Από τις

    τι ούτε σαν σπείρες θάλασσα σπαρτά καλά θερίζεις,και σαν κακούς ευεργετείς απολαβή δε θα ’χεις.Αχόρταγ’ η φύση των κακών· και σ’ ένα αν αποτύχεις,όλες οι προηγούµενες ξεχνιούνται ευεργεσίες.Μα οι ευγενείς κάθε καλό µέγα το θεωρούνε,(Θέογνις, 105-110, µετάφρ. Χρίστος Ρώµας)

    Δία πατέρα, οι Λυδοί, τα δεινά µαςλυπούµενοι, έδωσαν δυο χιλιάδες χρυσά,µήπως µπορέσουµεστην ιερή µας την πόλη να µπούµε,

    δίχως καλό να δουν από µαςκαι ούτε µας γνώριζαν· όµως εκείνος –αλεπού πονηρή – το εγχείρηµα εύκολο δείχνοντας,έλπιζε το σκοπό του να κρύψει.(Αλκαίος, 69 P.Oxy., 1234, fr. 1, µετάφρ. Κώστας Τοπούδης)

    Οι δεσµοί ανάµεσα σε µητρόπολη και αποικία ήταν

    http://tmg.t02_k04_p016_1

  • τάξεις της προέρχονταν οι ιδρυτές των αποικιών, οι οικιστές. Όσοι από αυτούς απο-φάσιζαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη, αναχωρούσαν υπό την προστασία και τη φροντίδα της γενέθλιας πόλης, της µητρόπολης. Η πόλη είχε εκλέξει τον οικιστή, που διακρινόταν για την αριστοκρατική του καταγωγή, την ευφυΐα και τη δραστηριότητά του. Σε αυτόν, άλλωστε, µετά τον θάνατό του αποδίδονταν τιµές ήρωα. Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι ο δεύτερος ελληνικός αποικισµός είχε δηµόσιο χαρακτήρα και η µητρόπολη πρωτοστατούσε στην ίδρυση της νέας πόλης.Η πολιτική σπουδαιότητα του αποικισµού καθαγιαζόταν από τη θρησκεία, αφού σε κάθε ίδρυση αποικίας βασική προϋπόθεση ήταν η συγκατάθεση του θεού. Και αυτή, όπως είναι γνωστό, εκφραζόταν µέσω των µαντείων. Όσο και αν ο πρώτος από τους

    Άποικοι, έποικοι, κληρούχοι

    Η ελληνική γλώσσα αποτύπωσε µε εκπληκτική ευκρίνεια τους νέους όρους ζωής που διαµόρφωσε ο αποικισµός. Έτσι, οι µεταναστεύοντες ονοµάστηκαν άποικοι (από+οίκος), γιατί εγκατέλειπαν την οικεία πόλη και έχτιζαν µια νέα πατρίδα στην ξένη γη. Η λέξη απαντά στον Ηρόδοτο (5, 97), στον Θουκυδίδη (1, 24, 35. 7, 57) και στον Ξενοφώ-ντα (Αν. 5, 3, 2), και σαφώς διαφοροποιείται από την οµόρριζη έποικοι. Κατά τον Ι. Οικονοµίδη (Εποικίοις Λοκρών γράµµασι, Αθήνα, 1869) «οι µεν υπό της πόλεως εκπεµπόµενοι, όταν εις χώραν όλως µη οικουµένην, µεταναστεύωσι, λέγονται άποικοι των εκπεµπόντων ουχί δε και έποικοι οι αυτοί όταν δε τουναντίον εις γην οικουµένην µεταχωρώσιν είτε ιδίαν οίκησιν κτίζοντες είτε αλλοτρίαν καταλαµβάνοντες, προς µεν τους εκπέµποντας καλούνται οµοίως άποικοι προς δε τους δεχοµένους ή εκχωρήσαντας ονοµάζονται έποικοι».Συναφής προς τον αποικισµό ήταν και ο θεσµός των κληρούχων, τον οποίο εφάρµοσε αργότερα η αθηναϊκή δηµοκρατία. Οι κληρούχοι ήταν Αθηναίοι πολίτες, στους οποίους διανέµονταν κλήροι γης σε κατακτηµένες ή συµµαχικές περιοχές. Οι κληρούχοι όµως παρέµεναν Αθηναίοι πολίτες και ήταν υπόχρεοι στρατιωτικής ή άλλης υπηρεσίας προς το κράτος. Εξέλεγαν δικές τους αρχές, αλλά πάντοτε υπό την επιτήρηση της Αθήνας, στη δικαστική εξουσία της οποίας υπάγονταν.

  • θεούς που συνδεόταν µε τον χώρο της µαντείας ήταν ο Δωδωναίος Ζευς, τον κυρίαρχο ρόλο στην ίδρυση των αποικιών έπαιξε κατεξοχήν ο Δελφικός Απόλλων, κυρίως λόγω της κεντρικής γεωγραφικής θέσης του µαντείου των Δελφών στον ελλαδικό χώρο. Τη συµβουλή του Απόλλωνα ζητούσαν οι άποικοι πριν από την αναχώρησή τους, αλλά και κάθε δυσκολία µε τη βοήθειά του την αντιµετώπιζαν. Υπό αυτή την ιδιότητά του στα Μέγαρα τιµούσαν τον Απόλλωνα µε το επώνυµο Αρχαγέτας και στην Αίγινα ως Οικίστην και Δωµατίτην. Αποκαλυπτικοί για την ιδιότητα αυτή του Απόλλωνα είναι και οι στίχοι του Καλλίµαχου:... οὗτος Φοῖβος γάρ ἀεί πολίεσσι φιληδεί κτιζοµένης δέ θεµείλια Φοῖβος ὑφαίνει (Ύµνος Απόλλ., 54).Ο Θουκυδίδης παραδίδει στην Ξυγγραφή του (6.3) το χρονικό της ίδρυσης της Νάξου και των Συρακουσών στη Σικελία, κατά τον εξής τρόπο: «Πρώτοι από τους Έλληνες οι Χαλκιδείς από την Εύβοια, µε οικιστή τον Θουκλέα, έχτισαν τη Νάξο. Ίδρυσαν και βωµό προς τιµήν του Αρχηγέτη Απόλλωνα, που σώζεται και σήµερα έξω από την πόλη. Σ’ αυτόν πρώτα θυσιάζουν οι θεωροί, όταν φτάσουν στη Σικελία. Τις Συρακούσες έχτισε την επόµενη χρονιά ο Κορίνθιος Αρχίας, που καταγόταν από τους Ηρακλείδες. Αυτός έδιωξε τους Σικελούς από το νησί, στο οποίο είναι χτισµένη η εσωτερική πόλη, χωρίς πια να κατακλύζεται από τη θάλασσα» (Μετάφρ. Δ. Δρακόπουλος).Η αποστολή της αποικίας γινόταν µε πανηγυρικό τρόπο. Λαµπρές γιορτές σφράγιζαν την αναχώρηση των αποίκων. Οι άποικοι ξεκινούσαν παίρνοντας µαζί τους από τον βωµό της µητρόπολης το ιερό πυρ, το οποίο διατηρούσαν άσβεστο στον βωµό της νέας πατρίδας. Οι δεσµοί όµως των αποίκων µε τις µητροπόλεις δεν σταµατούσαν εδώ. Οι άποικοι δεν έπαυαν να παίρνουν µέρος στις µεγάλες θρησκευτικές γιορτές της µητρόπολης και όταν αυτοί τύχαινε να ιδρύσουν αποικία ζητούσαν από τη µητρόπολη να διαλέξει οικιστή. Η παράβαση των καθιερωµένων κανόνων συνεπαγόταν, κατά την αντίληψη των Ελλήνων, την αποτυχία της προσπάθειας.Ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες (5, 42) αναφέρεται σε µια αποτυχηµένη προσπάθεια αποι-κίας, κατά την ίδρυση της οποίας δεν τηρήθηκαν οι καθιερωµένες ιερές διαδικασίες. «Ο Δωριεύς δεν ανεχόταν να ζήσει υπό την βασιλεία του Κλεοµένη. Ζήτησε, λοιπόν, από τους Σπαρτιάτες να τον βοηθήσουν για να ιδρύσει αποικία.

    Η αποικία Κρότων χτίστηκε µετά από χρησµό του Δελ-

    http://tmg.t02_k04_p018_1

  • Δεν ζήτησε, όµως, χρησµό από τους Δελφούς και δεν ακολούθησε τα καθιερωµένα έθιµα. Έφυγε, λοιπόν, οργισµένος για τη Λιβύη. Είχε µαζί του ως οδηγούς κατοίκους της Θήρας και σαν έφτασε στον Κίνυπο ποταµό, στο πιο ωραίο µέρος της Λιβύης, έχτισε την αποικία του. Τρία χρόνια αργότερα τον έδιωξαν οι Μάκες, οι Λίβυοι και οι Καρχηδόνιοι» (Μετάφρ. Δ. Δρακόπουλος).

    Μορφή αποικιών

    Συνήθως η παλαιότερη ιστορική έρευνα διέκρινε τις αποικίες σε δύο κατηγορίες: αποι-κίες εγκατάστασης και αποικίες εκµετάλλευσης. Οι πρώτες ήταν οι περισσότερες και αποτελούσαν αγροτικές εγκαταστάσεις που εξελίχτηκαν σε πόλεις της ελληνικής δια-σποράς. Σε πολύ µακρινά µέρη, όµως, όπου η προσέγγιση των ελληνικών πλοίων ήταν απαραίτητη για την προµήθεια πρώτων υλών, οι Έλληνες ίδρυαν ένα είδος εµπορικών πρακτορείων, που αποτελούσαν τις αποικίες εκµετάλλευσης. Σε αυτήν, άλλωστε, την κατηγορία εντάσσονταν και οι περισσότερες από τις φοινικικές αποικίες. Πάντως πολ-λοί από τους σύγχρονους µελετητές θεωρούν –και όχι άδικα– ότι µια τέτοια διάκριση των αποικιών ήταν λανθασµένη· και τούτο γιατί κάθε ίδρυση αποικίας αποτελούσε µεµονωµένη περίπτωση, που απαιτούσε ιδιαίτερη µελέτη. Σε µια τέτοιου είδους προσέγγιση δεν µπορεί να παραγνωριστεί το µέγεθος και το εκτόπισµα των πλοίων της εποχής, τα οποία προϋπέθεταν µια απλή και επίπεδη παραλία ως αποβάθρα. Η πύκνωση, εποµένως, των εµπορικών συναλλαγών συνδέεται µε τη διαφοροποίηση του εµπορικού και πολεµικού σκάφους, περίπου από το 700 π.Χ. Το υπερπόντιο, όµως, εµπόριο εγκαινιάστηκε στην ουσία από την εποχή του Πολυκράτη και του Πεισίστρα-του. Τότε µόνο, σε συνδυασµό µε τη διάδοση του νοµίσµατος, η ελληνική οικονοµία απέκτησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διήρκεσαν µέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., όπως αποκαλύπτεται από την παρουσία κορινθιακών αγγείων στην Ιταλία, µιλησιακών στη νότια Ρωσία και µελανόµορφων αττικών αγγείων σε ολόκληρο τον χώρο, από τη Μασ-σαλία µέχρι την κεντρική Μικρά Ασία και από τον Εύξεινο µέχρι τη Ναύκρατη. Χάλκινο αγαλµατίδιο της

    θεάς Αθηνάς από την Ιµέρα

    http://tmg.t02_k04_p019_1

  • Άποικοι και ιθαγενείς

    Επί δύο και πλέον αιώνες, οι Έλληνες εξαπλώνονταν συνεχώς σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσµο, ίδρυαν πόλεις, γνώριζαν νέους λαούς και έρχονταν σε επαφή µε πλήθος κόσµου. Με όλους αυτούς τους λαούς οι άποικοι διατηρούσαν συνήθως ειρηνικές σχέσεις, κυρίως λόγω των εµπορικών συναλλαγών. Τα προϊόντα της ελληνικής βιο-τεχνίας ήταν περιζήτητα και, πέρα από αυτό, οι Έλληνες εντυπωσίαζαν τους ιθαγε-νείς µε τις γιορτές, τους αγώνες, τις θυσίες, τους τρόπους ζωής τους γενικότερα. Τα λείψανα όµως ακροπόλεων και οχυρών, τα οποία έχτιζαν οι άποικοι, αποκαλύπτουν

    Απόλλων, ο θεός των αποίκων

    Ο Απόλλωνας υπήρξε ο σταθερός προστάτης και σύµβουλος των οικιστών και των αποί-κων. Οι Δωριείς, για τους οποίους ήταν ο κυριότερος θεός, πίστευαν ότι οι νόµοι των νέων πολιτών υπαγορεύτηκαν από αυτόν ή τελούσαν υπό την προστασία του.Ο ιδρυτής όµως και νοµοθέτης των Δωριέων συνδεόταν και µε τους Ίωνες, γιατί βρι-σκόταν σε άµεση σχέση µε τις ναυτικές αποστολές και επιχειρήσεις. Αυτός οδηγεί το σµήνος των αποικιών στη θάλασσα µε την επωνυµία Δελφίνιος, θεός της ναυτιλίας. Σύµφωνα µε τον οµηρικό ύµνο, η λατρεία του θεού µεταφέρθηκε από την Κρήτη στους Δελφούς. Όταν δηλαδή ο θεός νίκησε τον δράκοντα, είδε στο πέλαγος µακριά Κρήτες εµπόρους· ρίχτηκε στη θάλασσα, κατέλαβε το πλοίο και µε τη θεία έµπνευσή του το οδήγησε στους Δελφούς και κατέστησε τους εµπόρους ιερείς του ναού του. Ο θεός επονοµάζεται Δελφίνιος, λέξη που απηχεί τη σχέση του µε τα δελφίνια που ταξιδεύουν στη Μεσόγειο, όταν η θάλασσα είναι γαλήνια και λουσµένη στο φως. Έτσι, ο Δελφίνιος Απόλλων, µε σύµβολο το δελφίνι, γίνεται ο εκφραστής του ηλιακού φωτός και ο προ-στάτης της ναυσιπλοΐας. Η αγγειογραφία διέσωσε παραστάσεις του θεού που ταξιδεύει πάνω στα κύµατα, συνοδευόµενος από σµήνος δελφινιών, ενώ η λατρεία του επιβεβαι-ώνεται σε νησιά και τροµερά, για τους ναυτικούς, ακρωτήρια σε όλες σχεδόν τις ακτές, από τη Μίλητο µέχρι τη Μασσαλία.

    Σκηνή σύγκρουσης ελληνι-κού µε φοινικικό πλοίο σε

    http://img.t02_k04_p020_1

  • ότι δεν απουσίαζαν και οι συγκρούσεις ανάµεσα στους νεοφερµένους και στους αυτό-χθονες. Δεν πρέπει ακόµη να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η πολεµική ετοιµότητα των αποίκων ήταν απαραίτητη, καθώς µάλιστα αποτελούσαν µειοψηφία σε σχέση µε τον ντόπιο πληθυσµό. Η πολεµική αυτή επιδεξιότητα των αποίκων φαίνεται ότι είχε ιδιαίτερη σηµασία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κατά τα µέσα του 7ου αιώνα Ίωνες µισθοφόροι χρησιµοποιήθηκαν από τον φαραώ Ψαµµήτιχο σε εκστρατεία του εναντίον των λαών της Νουβίας. Στα σπέη (σπήλαια) µάλιστα του Αµπού Σιµπέλ, ένας από τους Έλληνες µισθοφόρους χάραξε το όνοµά του στο πόδι του κολοσσιαίου αγάλµατος του φαραώ Ραµσή· και το όνοµα αυτού, Άρχων Αµοιβίκου, διασώθηκε µέχρι τις µέρες µας. Η κατάκτηση επίσης εύφορων εδαφών της Ιταλίας και της Σικελίας οδήγησε τους αποίκους σε συγκρούσεις µε τους ντόπιους πληθυσµούς και διεύρυνε το ρήγµα των εχθρικών σχέσεων. Γνωστές είναι ακόµη οι συγκρούσεις των Ελλήνων µε τους Καρχηδόνιους είτε στη Σικελία είτε στην Αφρική. Αποκαλυπτικό στοιχείο των συγκρούσεων αυτών αποτελεί ο τάφος Έλληνα οπλίτη στην Υτίκη της Β. Αφρικής, στη σηµερινή Τύνιδα.Πέρα όµως από τις σχέσεις και τις επαφές των αποίκων µε τους ιθαγενείς, ιδιαίτερη σηµασία είχε η διεκδικητική αποικιακών εδαφών παρουσία, κυρίως από τους Φοίνικες στη Δύση και τους Λυδούς στην Ανατολή.Οι Φοίνικες ήταν λαός σηµιτικής καταγωγής που κατοικούσε στη Φοινίκη, την παραθα-λάσσια δηλαδή περιοχή που εκτεινόταν από τη Συρία µέχρι την Παλαιστίνη. Το όνοµα των Φοινίκων προέρχεται είτε από την αφθονία των φοινίκων που φύονταν στην περι-οχή τους είτε από την ελληνική λέξη φοίνιξ, που σηµαίνει πορφύρα. Το όνοµα αυτό ταυτίζεται µε την εβραϊκή ονοµασία της Γης Χαναάν. Κατά τον Ηρόδοτο, εγκαταστά-θηκαν στην περιοχή προερχόµενοι από την Ερυθρά θάλασσα. Η γλώσσα τους ήταν παραπλήσια της αραµαϊκής και της εβραϊκής. Είχαν διακριθεί ιδιαίτερα στη ναυτιλία, στο εµπόριο, στην κατεργασία του ξύλου, της υάλου (γιαλιού), των µετάλλων και στη χρωµατουργία. Ήδη από τις αρχές της 2ης χιλιετίας είχαν ιδρύσει µεγάλες πόλεις-κράτη και σηµαντικά λιµάνια, όπως ήταν η Σιδών, η Ουγκαρίτ, η Τύρος, η Βύβλος κ.ά. Περιέπλευσαν τη Μεσόγειο και ίδρυσαν αποικίες στην Ισπανία, στη Σικελία και στη Β. Αφρική. Η σηµαντικότερη απ’ όλες υπήρξε η Καρχηδόνα, που χτίστηκε περί το 800 π.Χ. και έµελλε να σφραγίσει την ιστορική της πορεία µε τους συνεχείς αγώνες κατά

    Φοινικικό αρωµατοδοχείο του 7ου αιώνα π.Χ. που

    http://tmg.t02_k04_p021_1

  • των Ρωµαίων.Ενιαίο κράτος οι Φοίνικες δεν δηµιούργησαν ποτέ παρά µόνο µια συνοµοσπονδία πόλεων. Ακόµη και όταν υποτάχθηκαν διαδοχικά στους Αιγύπτιους, στους Ασσύριους, στους Βαβυλώνιους και στους Πέρσες δεν ενώθηκαν σε ενιαίο κράτος. Στο τέλος ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε τη Φοινίκη και την ενσωµάτωσε στο απέραντο κράτος του. Το 63 π.Χ. οι Ρωµαίοι κατέστησαν τη Φοινίκη ρωµαϊκή επαρχία και έκτοτε οι Φοίνικες έπαψαν τα αναφέρονται στην ιστορία.Μετά την πτώση του µινωικού και µυκηναϊκού κόσµου, φαίνεται ότι οι Φοίνικες κυρι-άρχησαν στην ανατολική Μεσόγειο. Στα οµηρικά µάλιστα έπη χαρακτηρίζονται ως δραστήριοι έµποροι, παράτολµοι ναυτικοί και πανούργοι πειρατές. Τα προϊόντα της φοινικικής βιοτεχνίας, η οποία φέρει σαφή την επίδραση της αιγυπτιακής, της ασσυ-ριακής και χεττιτικής τέχνης, έγιναν πασίγνωστα στη Μεσόγειο, όπως επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογική έρευνα. Κατά την ελληνική υστερο-γεωµετρική δηµιουργία (8ος αιώνας π.Χ.) οι Έλληνες επηρεάστηκαν εµφανέστατα από τους Φοίνικες. Φοινικικές λέξεις εισήχθησαν στο ελληνικό λεξιλόγιο και φοινικικές θεότητες εµπλούτισαν το ελληνικό πάνθεο, όπως οι Κάβειροι στη Σαµοθράκη και ο Μελικέρτης στον Ισθµό, τον οποίο δεν µπορούµε παρά να συνδέσουµε µε τον θεό Melkart. Το σπουδαιότερο όµως γεγονός σε ολόκληρη την πολιτιστική ιστορία της Ευρώπης είναι η εισαγωγή του φοινικικού συµφωνικού συστήµατος γραφής.Οι Λυδοί ήταν η άλλη ανατολική δύναµη, µε την οποία πολύ νωρίς οι Έλληνες άποικοι της Μικράς Ασίας ήρθαν σε επαφή. Κατοικούσαν τη µέση χώρα της δυτικής παραλίας της Μικράς Ασίας, που προηγουµένως ονοµαζόταν Μαιονία, στα νότια του όρους Τµώ-λου. Ολόκληρη αυτή η περιοχή αποτελούσε το κράτος των Λυδών και έφερε το όνοµα Λυδία. Το ανατολικό τµήµα της Λυδίας είχαν καταλάβει οι Φρύγες, µε τους οποίους, κατά κάποιον τρόπο, ιστορικά οι Λυδοί συµπορεύονται.Οι Λυδοί, λοιπόν, ήταν αρχαία εθνότητα, ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, που εγκαταστά-θηκε στην περιοχή κατά την 2η χιλιετία π.Χ. Γενάρχης τους ήταν ο Άτυς, ο γιος του Μάνη. Οι Φρύγες, από την άλλη, ήταν και αυτοί αρχαία εθνότητα, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που από τη βαλκανική, όπου ήταν εγκατεστηµένοι, πέρασαν στη Μικρά Ασία περί τον 12ο αιώνα π.Χ. και ίδρυσαν το κράτος των Φρυγών. Συνετέλεσαν στη διάλυση της αυτοκρατορίας των Χετταίων και ίδρυσαν µαζί µε τους ντόπιους σηµαντι-

    Πρωτοαιολικό κιονόκρανο του 7ου αιώνα π.Χ. που

    http://tmg.t02_k04_p022_1

  • κές πόλεις, την Απάµεια, τη Λαοδίκεια, το Δορύλαιο. Ένα σηµαντικό φρυγικό στοιχείο κατόρθωσε να διεισδύσει στη Λυδία και να υπερισχύσει. Γι’ αυτό και στο οµηρικό έπος δεν γίνεται λόγος για Λυδούς, αλλά για Μαίονες· υπό το όνοµα φαίνεται ότι δηλώνο-νται οι Φρύγες, έποικοι ή κατακτητές.Στις αρχές το�