ΕΠΟΧΕΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1966 - Helioskiosk

11
ΕΠΟΧΕΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1966 42 ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΡΟΔΗ ΡΟΥΦΟΥ ’Απολογία μιάς «παρακμής»-α' ΜΙΜΙΚΑΣ ΚΡΑΝΑΚΗ ’Από τό Μεξικό Μ. ΑΛΕΕΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ Ντοστογιέφσκι Α. ΚΟΥΝΑΛΗ ▲ύο γνώμες γιά τή μουσική Π. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ Ο ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης-β' ΧΡ. ΜΑΔΕΒΙΤΣΗ Συνομιλίες HEINZ POLITZER Τόμας Μάν Μ. ΚΡΙΣΠΗ Ό άγώνας γιά τπ γνησιότητα ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ Παν. Μουλλά: Ρομαντικοί προσκυνητές (19ος αιώνας

Transcript of ΕΠΟΧΕΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1966 - Helioskiosk

ΕΠΟΧΕΣΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1966 42Μ ΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΚΑΙ Γ Ε Ν ΙΚ Η Σ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΑΙΕΥΘΥΝΤΗΣ '· ΑΓΓΕΛΟΣ Τ Ε ΡΖΑ Κ Η Σ

ΡΟΔΗ ΡΟΥΦΟΥ

’Απολογία μιάς «παρακμής»-α'ΜΙΜΙΚΑΣ ΚΡΑΝΑΚΗ

’Από τό ΜεξικόΜ. ΑΛΕΕΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΝτοστογιέφσκιΑ. ΚΟΥΝΑΛΗ

▲ύο γνώμες γιά τή μουσική

Π. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ

Ο ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης-β'ΧΡ. ΜΑΔΕΒΙΤΣΗ

ΣυνομιλίεςHEINZ POLITZER

Τόμας ΜάνΜ. ΚΡΙΣΠ Η

Ό άγώνας γιά τπ γνησιότητα

ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Παν. Μουλλά: Ρομαντικοί προσκυνητές (19ος αιώνας

Τό

ανδρικό

pret - a - porter

του

PARIS

ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ 33-35 - ΕΝΑΝΤΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ «ΟΡΦΕΥΣ»

ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ : Ν. & Α. ΤΣ ΙΤΣΟΠΟΥΑΟΣ

ΕΠΟΧΕΣΔιευθυντής: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Σύμβουλοι : Κ. θ. ΔΗΜΑΡΑΣΓΙΟΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ Κ. ΣΚΑΛΙΟΡΑΣ Λ. Β. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΟΤΗΣ X. Δ. ΑΑΜΠΡΑΚΗΣ

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1966, 42ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Ρόδη Ρούφου Σελ.’Απολογία μιας «παρακμής)) 299

Μιμίκας ΚρανάκηΆ π ό τό Μεξικό 306

Μ. ΆλεξανδρόπουλουΝτοστογιέφσκι 312

Χρ. ΜαλεβίτσηΣυνομιλίες 329

Heinz PolitzerΤόμας Μάν 334

Π. Παπαδάτου'Ο ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης- β ' 345

Μάνθου ΚρίσπηΌ άγώνας γιά τή γνησιότητα 354

Ά ρ γ . ΚουνάδηΔύο γνώμες γιά τή μουσική 356

ΧΡΟΝΙΚΑ

ΣΧΟΛΙΑ 357’Αναμνήσεις τοΰ ’Οκτωβρίου — Τό Φεστιβάλ ’Αθηνών — Έ λ . Κο- τσαρίδας

Η ΤΕΧΝΗ 358Μαρίνας Λαμπράκη : "Ε ν α πορτραίτο τοϋ Χολμπάιν στή Συλλο­γή Ντε Ναβάρρο

Μαν. ’Ανδρόνικου : Κ. Α. Ρωμαίος (1874- 1966) 360

ΤΑ Β ΙΒ Λ ΙΑ

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 363Κώστα Στεργιόπουλου, Λ. Β. Κ αραπαναγ ιώτη, Ε. Ν. Πλάτη

(Ρ ίτ α ς Μπούμη Παπα: «Σκιούμα». Νίκου Π αππά: «Μέ δλους καί μέ κανένα». G ar A lpe- ro v i tz : «A tom ic D ip lom acy» . Γ. Ά ντωνοπούλου: «Κεφάλαιον φιλοσοφίας του νεοελληνικούπνεύματος».)

ΔΕΛΤΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 372X. Κ. Μπουσμπουρέλη : «Σκλάβοι καί πολιορκημένοι στη Νότιο ’Αφρική» Πολιτικό ήμερολόγιο 373 Ή τέχνη καί f] έπιστήμη στόν διεθνή ορίζοντα 374 ΟΙ συνεργάτες τοΟ τεύχους 377 Τό σχόλιο του Κώστα Μητρόπουλου 377

ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Παν. Μουλλά : Ρομαντικοί προσκυνητές: Chateaubriand (1806) καί Lamar­tine (1832) 378

ΕΞΟΦΥΛΛΟ

’Εσωτερική άποψη τοΰ Παρθενώνα στά πρώ τα χρόνια τού Ι θ ' αιώνα. (Edw ard Dodwell)

Τ ΙΜ Η Τ Ε Υ Χ Ο Υ Σ Δ ΡΧ . 20

Διεύθυνση : Χρήστου Λαδά 3 Τηλέφωνα : 237.283 — 230.221

Σ Υ Ν Δ Ρ Ο Μ Ε Σ 'Εσωτερικού : Ε τή σ ια δρχ. 200 , έξαμηνιαία δρχ. 100

\ 6« 150 Μαθητές I Εξαμηνιαία δρχ. 75

’Εξωτερικού : ’Ετήσια δρχ. 260, έξαμηνιαία δρχ. 130 (Ή Αποστολή άεροπο-

Σπουδαστές κλπ. : ’Ετήσια δρχ. 210, έξαμηνιαία δρχ. 105 £άχόγως)Π6σΡυν£Τ<Χ' *

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, ΕΙΤΕ ΔΗΜ ΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ, Ε ΙΤ Ε ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΠΙ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ

ηΓ α ΝΑΔΗΜ ΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ

Υπεύθυνοι Διευθυντής ΑΓΓ. ΤΕΡΖΑ Κ Η Σ, Π ιπίνου 40συμφώνως τώ Νόμω * Τυπογραφείου X. ΤΣΑΡΜ ΠΟΠΟΥΛΟΣ, Βασ. Παύλου 106

ΕΚΔΟΤΗΣ : X . Δ. ΛΑΜ ΠΡΑΚΗΓ

ΡΟΛΗ ΡΟΥΦΟΥι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ «ΠΑΡΑΚΜΗΣ»

Α '. Ό φόδος του καθρέφτη

ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΑ χρόνια, ενας έργάτης άνασκαφής βρήκε μ ιά καλοδιατηρημένη Ταναγραία καί τήν

■πήγε, χαρούμενος, στόν προϊστάμενό του ξένο άρ- χαιολόγο. Αύτός ερριξε μ ιά περιφρονητική ματιά στό κομψό γλυπτό κι ευθύς τό πέταξε μακριά του: «Τού­το», φώναξε μέ άγανάχτηση, «δέν είναι έλληνικό! Εί­ναι έλληνιστικό!».

Ή περίπτωση είναι άκραία, άλλά χαρακτηριστι­κή γ ιά τήν πεποίθηση πού εχει έπικρατήσει, στήν έποχή μας, δτι ή έλληνιστική τέχνη καί γενικώτερα ό έλληνιστικός πολιτισμός είναι δχι μόνο ριζικά Αλ­λιώτικος, άλλά κι άσύγκριτα κατώτερος άπό τόν έλ­ληνικό, κι δτι άθέμιτα σχεδόν παρουσιάζεται σά συ- νέχειά του.

Δέν είναι πολύ παλιά αυτή ή πεποίθηση. 'Ο κλασικισμός τού 18ου αιώνα άγκάλιαζε άκόμα τήν έλληνόφωνη Αρχαιότητα σάν ένιαΐο, στατικό σχεδόν σύνολο: ό L essing εβλεπε στό σύμπλεγμα τοΰ «Λαο- κόοντος» Ενα τέλειο δείγμα έλληνικής τέχνης. 'Η δ ιά ­κριση φάσεων στήν πολιτισμική έξέλιξη τοΰ άρχαίου κόσμου είναι εργο τοΰ 19ου αίώνα- τόν δρο «έλληνι- στικός», δημιούργησε γύρω στά 1835 ό D ro y sen , ό Γερμανός Ιστορικός τοΰ Μ. ’Αλεξάνδρου. Τή διάκρι­ση, πού γρήγορα υίοθετήθηκε, Ακολούθησε ή Αξιολό­γηση. Δ ιαπιστώθηκε δτι ορισμένοι θεσμοί, ήθη καί πνευματικές έκδηλώσεις τού έλληνιστικοΰ κόσμου ύστεροΰσαν άπό τ* άντίστοιχα πρότυπα τών κλασι­κών χρόνων, καί μέ τήν άπλουστευτική τάση πού κυ­βερνάει τά μυαλά τών περισσότερων άνθρώπων — Ακόμα καί σοβαρών ιστορικών — ή διαπίστωση γρή­γορα γενικεύτηκε στό χαρακτηρισμό τής έλληνιστι- κής έποχής σάν «έποχής παρακμής».

Τί θά πει, δμως, Ακριβώς «παρακμή»; Καί τί θά πει «άκμή»; Μ εταχειριζόμαστε τούς δρους μ’ εύ- κολία καί οικειότητα. "Εχουν στενά συνυφανθεΐ μέ τήν ιστορική μας όπτική καί συχνά προσδιορίζουν τήν ψυχική μας στάση — καταφατική ή άποφατική— Αντίκρυ σέ πρόσωπα, τεχνοτροπίες κι όλόκληρες ιστορικές περιόδους. "Ας σταθούμε λ ίγο πάνω τους.

Οί λέξεις πού χρησιμοποιούμε — δπως άλλω­στε συμβαίνει καί σ τ ίς κυριώτερες ευρωπαϊκές γλώσ­σες — γ ιά νά είκονίσουμε τ ις διαδοχικές φάσεις τών πολιτισμώ ν μπορούν ν’ άναχθοΟν σέ δύο κυρίως όμά-

δες. Τήν πρώτη δανειστήκαμε Από τή βιολογική έξέ­λιξη τών όργανισμών μέσα στό χρόνο: «άνθηση», «ώριμότητα», «μαρασμός», «Αποσύνθεση». ('Η ίδια ή «Ακμή» — στήν κυριολεξία της κάτι όξύ, αιχμηρό, λ.χ. ή κόψη τού ξυραφιού — σήμαινε γ ιά τούς Αρ­χαίους, δταν μιλούσαν γ ιά τή ζωή ένός Ανθρώπου, τήν ήλικία δπου οί δυνΑμεις του βρίσκονταν στή με- γαλύτερή τους Απόδοση. «Παρακμή» λεγόταν ή έξα- σθένηση πού διαδεχόταν τήν Ακμή). Τή δεύτερη όμάδα άποτελοΰν λέξεις δανεισμένες άπό τήν Αστρονομία καί τή γεωγραφία, κατ’ Αναλογία μέ τήν κίνηση τών ουρανίων σωμάτων ή τή διάταξη τής ύλης μέσα στό χώρο: «άνοδος», «μεσουράνημα», «κορυφή», «πτώση».

Είναι άρκετά φανερά τά αισθητικά ή πραχτικά α ίτ ια πού προσδίνουν Ελξη στό άνθισμένο δέντρο, στόν άκμαΐο άντρα καί στό μεσουράνημα τού ήλιου, καί πού μάς άπωθούν άντίστο ιχα άπό τό μαρασμό, τήν παρακμή καί τό λυκόφωτο. Στόν Αστρονομικό καί στό γεωγραφικό χώρο δέν είναι δύσκολο νά βρεθεί τ ί Αποτελεΐ «μεσουράνημα» ή «κορυφή»· άλλά καί γ ιά Ενα φυτό ξέρουμε πότε άνθίζει, καρποφορεί ή μαραί­νεται. Οί δυσκολίες άρχίζουν μέ τή μεταφορά αυτών τών εικόνων στόν ιστορικό χώρο, είτε σχετικά μέ με­μονωμένες έκδηλώσεις ένός πολιτισμού, είτε σχετικά μέ όλόκληρες ιστορικές περιόδους, έπειδή τότε π α ίρ ­νουν διφορούμενο χαρακτήρα: άλλοτε Εχουν τήν Εννοια άπλών Αντικειμενικών διαπιστώσεων, άλλοτε παίρνουν υποκειμενική Αξιολογική χροιά. Πάντα ένδείκνυται προσοχή στή χρήση τους, γ ια τ ί εύκολα γεννούν έσφαλ- μένες παραστάσεις, έννοιολογικές συγχύσεις καί άδι- καιολόγητες προκαταλήψεις.

"Ας πάρουμε πρώτα τ ίς μεμονωμένες έκδηλώσεις τών πολιτισμών. 'Ό τα ν λέμε δτι στήν Α ή στή Β έπο­χή ή ζωγραφική βρισκόταν σέ «άκμή» ή σέ «παρακ­μή», ή κρίση μας έξυπακούει (α) δτι ή έξέλιξη τής ζωγραφικής διαγράφει, μέσα στόν πολιτισμ ό πού έξετάζουμε, Ενα είδος ποιοτικής καμπύλης πού στό ψηλότερο σημείο της, λέγεται «άκμή» καί στήν κατο­πινή διαδρομή «παρακμή»· (β) δτι είμαστε σέ θέση νά διακρίνουμε δίχω ς άμφισβήτηση αύτό τό ψηλότε­ρο σημείο. Έ δώ , δμως, κρύβονται π α γίδες. Τέτοιου είδους κρίσεις δέν διαπιστώνουν, άξιολογούν. Οί δροι δέν έχουν τ ίπ ο τα τό έπιστημονικά μονοσήμαντο, γ ιά τούτο κι οί πόρτες είναι όρθάνοιχτες γ ιά κάθε αύθαι- ρεσία. "Ας ύποθέσουμε δτι μιλάμε γ ιά τή ζωγραφική τής ’Ιταλικής ’Αναγέννησης: ό Ενας θά τοποθετήσει

'ίσως τήν άκμή της στό 15ο αιώνα, ό άλλος στό 16ο— δίχω ς άλλο έπιχείρημα, τελικά, παρά οτι στόν Εναν αρέσει περισσότερο ό F ilip p o L ip p i λ.χ. καί στόν άλλον ό T iz ian o . Τό ϊδ ιο μπορεΐ νά συμβεί μέ τή μουσική, μέ τήν ποίηση, ώς ενα σημείο μέ τήν άρχιτεκτονική.

Σ ’ ορισμένες περιπτώ σεις, ώστόσο, υπάρχουν άσφαλέστερα κριτήρια. Κ αμμιά φορά ή «παρακμή», δηλαδή ή ποιοτική χειροτέρευση μιας τέχνης, είναι χεροπιαστή κι άναμφισβήτητη, είτε εκδηλώνεται μέ σαφή πτώση τής σχετικής τεχνικής — δπως στή γλυ­πτική τών τελευταίων ρωμαϊκών αιώνων — είτε μέ τήν κατάπνιξη κάθε φαντασίας καί πρω τοτυπίας άπό Ενα στείρο άκαδημαϊσμό, δπως στήν ευρωπαϊκή πο ίη­ση τοΰ 18ου αίώνα. (Προσοχή δμως: τό άτεχνο καί τό τυποποιημένο τό συναντάμε καί σέ πρωτόγονα στά­δια, τότε δμως τό βαφτίζουμε άφέλεια, ιερατικό στυ- λιζάρισμα κ.λ.π. καί τό έπαινοΰμε, σύμφωνα μέ τή σημερινή άντίληψη πού θ’ Αναλύσουμε π ιό κάτω). Πολύ π ιό σίγουρα κριτήρια υπάρχουν, φυσικά, γ ιά τούς τομείς τής έπιστήμης καί τής τεχνικής, δπου τά έπ ιτεύγματα μπορούν νά άποτιμηθοΰν Αντικειμενικά" έκεί, δπως καί στή φιλοσοφία, εΐναι εύλογο νά μιλή­σουμε γ ιά «παρακμή» καί «γερατειά», δταν μετά άπό μιά δημιουργική περίοδο διαπιστώσουμε παρατεταμέ- νη στασιμότητα, άπουσία πρω τοτυπίας κι ερευνάς, τάση πρός τή μηχανική έπανάληψη καί τό δογμ ατι­σμό. Στόν τομέα τών πολιτικών καί κοινωνικών θε­σμών, πάλι, πρέπει νά γ ίνει μ ιά διάκριση: θεμιτό είναι νά πούμε, δτι σέ μ ιά δεδομένη ιστορική περίο­δο ενας θεσμός — ή μοναρχία λ.χ., ή ή δημοκρατία— «παρακμάζει», δταν τόν βλέπουμε νά χάνει τό δυ­ναμισμό, τήν άποτελεσματικότητα, τήν έπιβολή καί τήν αύτοπεποίθησή του. "Οταν, δμως, κρίνουμε μιά διαδοχή καθεστώτων — άς πούμε τή μετάβαση άπό φεουδαρχία σέ άπόλυτη μοναρχία ή άπό άριστοκρα- τ ία σέ δημοκρατία — δέν μπορούμε νά πούμε δτι αυτή καθαυτή ή άλλαγή άποτελεί σημάδι «άκμής» ή «παρακμής» γ ιά τήν κοινωνία πού εΐναι φορέας τών θεσμών, έκτος άν έπιδοθούμε σέ υποκειμενικές ίδεο λογικές Αξιολογήσεις πού είναι έντελώς άλλη υπό­θεση.

"Αν τέτοιοι είναι οί περιορισμοί στή χρήση τήε όρολογίας μας σχετικά μέ μεμονωμένους τομείς ένός πολιτισμού, οί δυσκολίες πολλαπλασιάζονται δταν πρόκειται νά χαρακτηρίσουμε συνολικά μιάν έποχή. 'Υπάρχουν βέβαια κι έδώ περιπτώ σεις, δπου νοείται έ’νας άθροιστικός χαρακτηρισμός, θετικός ή άρνητι- κός: ετσ ι, δέν είναι παράτολμο νά όνομάσουμε «άκ- μαία» τήν Ε λλά δα τού 5ου αίώνα π .Χ ., δπου δλα σχεδόν — εξω άπό τή λυρική ποίηση — βρίσκονται σέ πολύ ψηλό έπίπεδο, fj «παρακμασμένη» τή Δύση τού 6ου αίώνα μ.Χ., δπου κάθε πολιτισμός ψυχορρα­γεί. (Κ αί πάλι βέβαια, χωρούν έπιφυλάξεις· μέ τήν έκ τών υστέρων σοφία μας διακρίνουμε στήν ’Αθήνα τού Περικλή τό σπέρμα τής μελλοντικής πτώσης, δπως μπορούμε νά διακρίνουμε — μέ πολλή καλή θέληση— τήν υπόσχεση κάποιας μελλοντικής άναγέννησης

στά βάρβαρα βασίλεια τών σφριγηλών Φράγκων καί Λομβαρδών. Ά λλά τέτοιοι συλλογισμοί δέν όδηγοΰν πουθενά, γ ια τ ί τελικά κάθε ιστορική περίοδος έγκυ- μονεί δλες τ ίς έπόμενες — κάθε άκμή περιέχει μέσα της τό σπέρμα τής παρακμής καί κάθε νύχτα τήν ύπόσχεση τής αυγής). Τ ί θά πούμε ώστόσο, γ ιά τ ίς έποχές δπου άλλοι τομείς βρίσκονται σέ «άνοδο» κι άλλοι σέ «κάθοδο»; "Ο που λ.χ., ή ποίηση εχει «μαρα­σμό», ένώ ό πεζός λόγος «άνθεΐ»; "Ο που οΐ έπιστή- μες προοδεύουν κι οί τέχνες ξεπέφτουν; "Ο που ή βελ­τίωση τών δρων τής ζωής κι ή όρθολογικώτερη δ ιο ί­κηση συμβαδίζουν μέ μείωση ή απώλεια τής π ο λ ιτ ι­κής έλευθερίας; Πώς θά έκτιμήσουμε τά άλληλοσυγ- κρουόμενα αυτά στοιχεία, πώ ς θά ζυγίσουμε καί θά συγκρίνουμε τό «σύν» καί τό «πλήν» γ ιά νά βγά ­λουμε ενα συνολικό χαρακτηρισμό τής έποχής;

Τέτοια έποχή άκριβώς, μέ μικτά χαρακτηριστι­κά, εΐναι ή έλληνιστική — άν όνομάσουμε ετσ ι, άκο- λουθώντας τήν καθιερωμένη ορολογία, τούς τρεις αιώ­νες πού Εζησε ή έξελληνισμένη ’Ανατολική Μεσόγειος άνάμεσα στό Μ. ’Αλέξανδρο καί στόν Αύγουστο. Πριν δοκιμάσουμε, ώστόσο, νά τήν κρίνουμε σά σύνολο, άς δούμε μερικά άπό τά κύρια χαρακτηριστικά της σέ συνδυασμό μέ μερικές άπό τ ίς μομφές πού τής έπιρ- ρίπτουν.

Ή π ιό κοινή — κι ή π ιό άφελής — μομφή εί­ναι δτι δέ μοιάζει στό «κλασικό θαύμα» πού προη- γήθηκε, στήν ’Αθήνα τού 5ου καί τού 4ου αίώνα. Εί­ναι άλήθεια, δτι έκείνο τό φαινόμενο — ή συγκέν­τρωση μιάς πλειάδας μεγαλοφυών δημιουργών μέσα σέ περιορισμένο χώρο καί χρόνο — δέ γνώρισε έπα­νάληψη στήν άρχαιότητα: οί κατοπινές σημαντικές φυσιογνωμίες εΐναι π ιό σπάνιες καί σκορπισμένες σέ πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση. Μέ τά ίδια αυστηρά κριτήρια, ώστόσο, θάπρεπε νά δεχτούμε δτι όλόκληρη ή Ευρώπη βρίσκεται σ ’ άδιάκοπη παρακμή άπό τό 1550 καί δώθε σέ σύγκριση μέ τή Φλωρεντία τοΰ 15ου αιώνα, μ ιάς κι εχει νά έπ ιδείξει άναλογικά λιγώ τερες μεγαλοφυΐες κατά τετραγωνικό χιλιόμετρο,

^ χ ιλ ιά δ α κατοίκων καί δεκαετία. Παρά νά μετράμε, λοιπόν, τ ίς έποχές μέ μέτρο τά έλάχιστα «θαύματα» τής Ισ το ρ ία ς , π ιό λογικό φαίνεται νά κοιτάζουμε τ ί εχει νά προσφέρει ή καθεμιά τους — είτε σάν υπό­δειγμα ζωής, είτε σά συμβολή στήν πανανθρώπινη πνευματική κληρονομιά.

"Ενας άπό τούς κύριους στόχους τών έπικριτών τής «ελληνιστικής παρακμής» είναι οΐ πολιτικοί της θεσμοί. Πού είναι, μάς λένε, τό ήθος τής έλεύθερης άρχαίας πόλης; Πού οί Μαραθωνομάχοι, πού τό με­γαλείο τού ’Αθηναϊκού δήμου, πού ή θυσία τοΰ Λεω­νίδα; Δέν ελειψαν βέβαια όλότελα στούς έλληνιστι- κούς χρόνους ή ηρωική φ ιλοπατρία κι ή άγάπη τής έλευθερίας — παράδειγμα ή τελική άντίσταση τής ’Αχαϊκής Συμπολιτείας έναντίον τής Ρώμης — άλλά π ιό χαρακτηριστικές γ ιά τήν έποχή είναι οί υπερε­θνικές μοναρχίες, οί θεοποιημένοι ήγεμόνες, οί αυλο­κόλακες, οί μισθοφορικοί στρατοί. Η σύγκριση είναι συντριπτική.

Είναι;"Ο ταν νοσταλγούμε τ ίς άρετές τοΰ κλασικού

στρατιώτη - πολίτη ξεχνάμε, συνήθως, δτι οί άρε­τές αυτές έκδηλώνονταν κατά κανόνα σέ βάρος άλ­λων 'Ελλήνων, καμμιά φορά μέ άγριο φανατισμό. ’Ανάμεσα στους Μηδικούς πολέμους πού σήμαναν τήν άρχή τής κλασικής έποχής καί στήν έκστρατεία τού Μ. ’Αλεξάνδρου πού σήμανε τό τέλος της, οί "Ελλη­νες δέν πολεμούσαν — μ’ έλάχιστες έξαιρέσεις, σάν τού ’Αγησιλάου στήν ’Α σία — παρά ό ενας τόν άλ­λον. ό στενός πατριω τισμός τής πόλης καί τά τα ­ξικά μίση τούς έκαναν νά σφάζονται καί νά τυραν- νιοΰνται άνελέητα άναμεταξύ τους. Τό φαινόμενο δέν έ'παψε, άλλωστε, νά παρουσιάζεται καί στούς πρώτους έλληνιστικούς χρόνους — άλλά στήν π α λ ιά 'Ελλάδα, έκεΐ άκριβώς δπου έπιζοΰσαν τά πά τρ ια ήθη καί έθι­μα. Σ τά μεγάλα έλληνιστικά βασίλεια, άντίθετα, ή εικόνα είναι πολύ διάφορη: έκεΐ οί διαμαχες πήραν μορφή δυναστική — λ ίγο σάν τ ίς εύρωπαϊκές τού 18ου αίώνα — καί διεξάγονταν μ’ επαγγελματικούς στρατούς, χωρίς πάθος καί ξεκλήρισμα πληθυσμών. Οί κανόνες τού πολέμου έξημερώθηκαν πολύ. 'Ο Πτο­λεμαίος πού πάσκιζε ν’ αρπάξει μ ιά πόλη άπό £να Σελευκίδη, δέν είχε κανένα λόγο νά τήν καταστρέψει, οϋτε οί μισθοφόροι του είχαν κανένα λόγο νά μισούν τούς συναδέλφους τους τοΰ άλλου στρατοπέδου — αύ­ριο μπορούσαν νά βρίσκονται οί ίδιοι στή θέση τους. Λ ίγο - πολύ, μπήκε στήν πράξη αύτό πού θεωρητικά πρέσβευαν, άλλά τόσο συχνά ξεχνούσαν οί "Ελληνες τής κλασικής έποχής — ή άντίληψη δτι δλοι άνή- καν στό ’ίδιο πολιτισμένο σύνολο, σέ μιά πολύ μεγά­λη κοινωνία δπου οί διακρίσεις τοπικής καταγωγής, έπαυαν νά έχουν σημασία.

’Αποτέλεσμα αυτής τής έξέλιξης ήταν δτι ό μέ­σος άνθρωπος έπαψε νάναι έ'νας ισόβιος εφεδρος πού κάθε στιγμή μπορούσε νά κληθεί νά υπερασπίσει τήν πόλη του. Οί πολίτες εγιναν π ιό άπόλεμοι — πρά­μα πού θά θεωρηθεί, ώστόσο, φοβερό, μονάχα ά π ’ δσους βλέπουν τήν πολεμική πείρα κι έτοιμότητα σάν ουσιαστικό, δημιουργικό καί πάντα άπαραίτητο στοι­χείο τού κοινωνικού βίου. Δέν έχουμε, έξ άλλου, τό δικαίωμα νά συμπεράνουμε δτι μαζί μέ τό στρατιω ­τικό φρόνημα χάθηκε καί κάθε άθλητικός άνδρισμός: τά γυμνάσια κι οί ’Ολυμπιάδες διατήρησαν τήν αί­γλη τους στή ζωή τών έλληνοφώνων περιοχών, κι ή στρατιωτική θητεία τών έφήβων διατηρήθηκε, στήν ’Αθήνα κι άλλού, ώς τούς ρωμαϊκούς χρόνους. (Τό δτι ή έλληνιστική γλυπτική δέ δείχνει μόνο ιδανικά άνδρικά σώματα, δπως ή κλασική, άλλά παρουσιάζει ποικιλία κι άκόμα καί βάναυσες άκρότητες — άλλού κορμιά μαλθακά ώς τή θηλυπρέπεια, άλλού υπερτρο­φικούς μΰς έπαγγελματιώ ν παλαιστών καί πυγμάχων— δέν άποδείχνει τ ίπ ο τ ’ άλλο, παρά δτι ήταν π ιό ρεαλιστική άπό τήν προηγούμενη). Οϋτε μπορούμε καί νά δεχτούμε σάν έπαρκή άπόδειξη πολιτικού καί ήθικού ξεπεσμού τοΰ έλληνιστικού κόσμου τό γεγο­νός δτι νικήθηκε άπό τή Ρώμη, δπως θέλησαν νά μάς πείσουν άρκετοί ήθικολόγοι ιστορικοί άπό τόν

Πολύβιο ώς τόν B u rc k h a rd t. Καθώς όρθά παρατηρή- θηκε πάνω σ ’ αύτό τό θέμα, «χρέος τής Ισ το ρ ία ς δέν είναι νά έπευφημεΐ τούς ισχυρότερους στρατιω τι­κούς σχηματισμούς»· στό κάτω - κάτω καί οί Ρωμαίοι πού υπόταξαν τόν έλληνισμό τό 2ο αίώνα π.Χ ., — χάρη σ ’ έπιτήδειους διπλωματικούς έλιγμούς τουλά­χιστο δσο καί χάρη σ τ ίς λεγεώνες — είχαν χάσει πολλές άπό τ ίς άρετές τών προγόνων τους.

Παράλληλα μέ τόν έξευγενισμό τών πολεμικών ήθών συντελέστηκαν στούς έλληνιστικούς χρόνους κι άλλα βήματα πρός τήν ’ίδ ια γενική άνθρωπιστική κατεύθυνση. Οί γυναίκες χειραφετήθηκαν κι άρχισαν νά παίζουν ρόλο στά δημόσια πράγμ ατα . Γιά πρώτη φορά άποτολμήθηκε ή διατύπωση τής θεωρίας, δτι δλοι οί άνθρωποι γεννιούνται μέ τά ίδ ια δικαιώ­ματα κι δτι οϋτε ή ιδιοκτησία οϋτε ή δουλεία άποτε- λούν θεσμούς άναπόσπαστους άπό τήν άνθρώπινη φύ­ση. Ή πάλη τών τάξεων δέν έμψανίζει — μ’ έξαί- ρεση, καί πάλι, τήν παλιάν 'Ελλάδα — τήν όξύ- τητα πού είχε στούς κλασικούς χρόνους. 'Η άπώ- λεια τών πολιτικών έλευθεριών εχει ώς άντίκρυσμα, κατά ϊνα μέρος, τήν αύξηση τής ιδιωτικής έλευθε­ρίας, ιδίως σ τ ις μεγαλουπόλεις: στήν ’Αλεξάνδρεια ή στήν ’Αντιόχεια δέ βάραιναν τόν πολίτη οί χίλ ιες γραφτές κι άγραφες ύποχρεώσεις πού περιέπλεκαν τό βίο σ τ ίς άλλοτινές μικρές πόλεις, δπου ό καθέ­νας ήξερε τούς συμπολίτες του καί μπορούσε νά έλέγχει κάθε στιγμή τή συμπεριφορά, τά ήθη, τά φρονήματα καί τ ίς δαπάνες τους. (Δέν ξέρω νά- χει μελετηθεί άρκετά ό ρόλος πού επαιζε στή ζωή τών έλληνικών κλασικών πόλεων ό «συμμορψι- σμός», ή άπαίτηση νά ψέρεται 6 καθένας δπως δλοι οί άλλοι· ρόλος πού διαφαίνεται άπό πολλές έν- δείξεις, άρχίζοντας άπό τ ίς άνώδυνες κοινωνικές συμ­βάσεις πού βρίσκουμε λ.χ., στό θεόφραστο καί φτά- νοντας στή μοίρα τού Σωκράτη καί τού ’Αλκιβιάδη).

Αυτά τά έλληνιστικά φαινόμενα έ'χουν κάποια «σύγχρονη» γεύση. Δέν εΐναι τά μόνα. Στούς ’ίδιους χρόνους άπαντοΰν, άνάκατα, κάμποσα άπό τά στο ι­χεία πού χαρακτηρίζουν, γ ιά καλό ή γ ιά κακό, καί τή δική μας έποχή: γενικευμένη άμφισβήτηση παρα­δοσιακών δογμάτων κι άξιών, κοσμοπολιτισμός καί χλιδή, άτομικισμός καί χαλάρωση ήθών, μεγάλοι διοικητικοί καί οικονομικοί οργανισμοί, βεντετισμοί καλλιτεχνών, συνδικαλιστική όργάνωση, πληθώρα συλ­λόγων καί λεσχών δπου οί άνθρωποι προσπαθούν νά ξεχάσουν τήν καινούρια μοναξιά τους — κι άκόμα μιά νοσταλγία τής άπλής ζωής καί τού «παλιού καλού καιρού» πού έκδηλώνεται μέ τά ποιμενικά ει­δύλλια τών ποιητών, δσο καί μέ τή συνειδητά άρχαί- ζουσα τάση όρισμένης γλυπτικής. "Οσο περισσότε­ρο μελετάμε τούς ’Αλεξανδρινούς έκείνους καί τούς ’Αντιοχεΐς, τούς "Ελληνες τής Περγάμου ή τούς έλ- ληνίζοντες τής Β ακτρίας, τόσο περισσότερο τούς βλέπουμε σά μακρυνούς μας άδελφούς, όμοιοπαθεΐς καί συχνά ομοϊδεάτες: δίχω ς στέρεες ρίζες, σκε­πτικ ισ τές, φιλήδονους, μοιρολάτρες, έκλεπτυσμένους, πότε - πότε παθιασμένους γ ιά δίκαιο καί άρετή —

κατά κανόνα δμως στήν κλίμακα τοΰ Ατόμου η τής οικουμένης, οχι π ιά τής πόλης.

Πολύς λόγος γ ίνετα ι — συνήθως βλοσυρά — γ ιά τήν εισβολή Ανατολικών δεισιδαιμονιών στόν έλληνόφωνο χώρο καί γ ιά τήν Αντίστοιχη έκτόπιση τών πατροπαράδοτων θεών. Εΐν’ Αλήθεια δτι ή "Ισ ις κι ή Κυβέλη άπόχτησαν ναούς καί π ιστούς, δτι ή Αστρολογία γνώρισε μεγάλη διάδοση. Ώ στόσο γ ια ­τ ί ν’ Αποτελεΐ σημάδι «παρακμής» ή Αντικατάσταση προγονικών θεοτήτων μέ άλλες, είσαγόμενες Από τό έξωτερικό, ή καί ή Ανάμιξή τους σέ σύνθετες μορ φές — δπως εΤχε γ ίνει παλιότερα Ανάμεσα σέ προ- ελληνικούς καί σ ’ έλληνικούς θεούς, κι δπως έμελλε νά γ ίνε ι Αργότερα Ανάμεσα σέ θεούς τών «έθνικών» καί σέ χριστιανούς Αγίους; Οί πολλοί χρειάζονται έτσ ι κι Αλλιώς κάποια π ίσ τη , κι δταν ή πα λιά φθα­ρεί τήν άνανεώνουν ή τήν Αλλάζουν. Βέβαια, ή έλλη- νιστική Αστρολογία ήταν έξίσου Αφελής μέ κείνη πού φιλοξενούν σήμερα στά ωροσκόπιά τους οί έφη- μερίδες μας- μερικές, δμως. Από τ ίς μυστηριακές θρησκείες τής Α νατολής χάρισαν στούς όπαδούς των μιάν έλπίδα π ιό παρήγορη κι ένα ήθος άνώτερο Απ’8,τι μπορούσε νά δώσει ή μυθολογία τοΰ όλυμπια- κοΰ δωδεκάθεου. Γ ιά τούς έλάχιστους πάλι πού Αν­τέχουν σ τ ίς γυμνές, ψυχρές κορφές τοΰ ορθολογι­σμού ή έλληνιστική έποχή στάθηκε ή πρώτη, πριν Από τή δική μας, πού προχώρησε τόσο βαθειά τήν άφοβη έρευνα. 'Ο Εύήμερος είχε κιόλας Απογυμνώσει τούς θρησκευτικούς μύθους δταν ό Ά ρίσ τα ρχος δ ια ­τύπωνε τήν ήλιοκεντρική θεωρία του στήν Αστρονο­μία. 'Ο Πύρρων κι ό Σέξτος ’Εμπειρικός έσπρωχναν τό σκεπτικισμό σ τ ίς έσχατές του συνέπειες, ή πλα­τωνική Ά καδημεία δίδασκε τήν Αμφιβολία τόν ίδ ιο καιρό πού ή Στοά πάσκιζε νά έδραιώσει λογικά ένα καινούριο αίσθημα Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας καί πού 6 ’Επίκουρος έδινε σχήμα στή φιλοσοφία τής πνευματικής ήδονής. "Ολες σχεδόν οί έπιστήμες — Από τά μαθηματικά ώς τήν άστρονομία — προχώ­ρησαν μέ μεγάλα βήματα. *0 "Ηρων έψεύρισκε τήν Ατμομηχανή, ό Εύκλείδης έγραφε τή Γεωμετρία του, ό ’Αρχιμήδης δούλευε σ τ ίς Συρακούσες κι ό ’Ερατο­σθένης ύπολόγιζε μ’ Αξιοθαύμαστη προσέγγιση τό μεσημβρινό τής γής, ένώ γ ιά πρώτη φορά στήν Ι σ τ ο ­ρία όργανωνόταν μεθοδικά, στήν ’Αλεξάνδρεια, ή Απο­θησαύριση καί κατάταξη τών Ανθρωπίνων γνώσεων.

"Οσο δμως έχει έπικριθεΐ ή έλληνιστική έποχή γ ιά τή διάδοση τών Ανατολικών δεισιδαιμονιών, άλλο τόσο έχει έπικριθεΐ καί γ ιά τόν άλλο κοσμοθεωρητι­κό της πόλο — τόν όρθολογισμό της· καί μάλιστα Από Αξιόλογους καμμιά φορά στοχαστές, πού συμ­βαίνει δμως, νά συνδέουν τήν «παρακμή» καί τήν άπαρχή κάθε κακοΰ μέ τό θάνατο τοΰ μύθου καί τής π ίσ τη ς (δπω ς έκανε ό J u n g στήν αυστηρή κριτική του γ ιά τόν ευρωπαϊκό όρθολογισμό). ‘Ο N ie tzsche πάντω ς διέκρινε όρθά δτι 6 έλληνιστικός όρθολογι- σμός δέν έκανε π αρά νά συνεχίσει ρεύματα γεννημέ­να στούς κλασικούς χρόνους· έτσι ή παρακμή Αρ­χ ίζε ι, γι* αύτόν, μέ τή νοησιοκρατική αισιοδοξία

τοΰ Σωκράτη πού έρχεται σ ’ Αντίθεση μέ τό «πνεύ­μα τής τραγωδίας». Γ ιά τόν K o e s tle r , τό κακό ξε­κινάει κάπου μέ τόν ’Αριστοτέλη, άπό τότε πού ή έπιστημονική σκέψη ξεχώρισε όριστικά άπό τή με­ταφυσική π ίστη .

Ώ στόσο, οί καταφρονητές τής έλληνιστικής έπο­χής έχουν κι άλλα βέλη στή φαρέτρα τους. Δέν ξέ- φυγε τήν προσοχή τους δτι σ τ ίς εικαστικές τέχνες δσο καί στή λογοτεχνία σημειώθηκαν Αποκλίσεις Από προγενέστερα πρότυπα κι Ιδανικά. Ή γλυπτική, λόγου χάρη, Απομακρύνθηκε Από τή λ ιτότητα τών π α ­λιών δασκάλων: άντί νάναι στυλιζαρισμένη σάν τήν Αρχαϊκή, ή έξιδανικευτική σάν έκείνη τοΰ 5ου αΐ- ώνα, τείνει — μ’ έξαίρεση τήν άρχαΐζουσα κατεύθυνση πού άναφέραμε πρ ίν — πρός τό ρεαλισμό, ή πρός ένα πάθος «μπαρόκ», ή πρός μ ιά χάρη «ροκοκό». Ά λλά γ ια τ ί ν’ Αποτελεΐ τοΰτο μομφή; Κ αμμιά Απότομη διάσπαση δέ σημειώθηκε έδώ· οί έξελίξεις αυτές είχαν Αρχίσει νά δ ια ­γράφονται άπό τόν 4ο κιόλας αίώνα μέ τό Λ ύσιππο καί τό Σκόπα, κι έπιταχύνθηκαν Υσως Από τή γενικευμένη ζήτηση γλυπτών γ ιά τή διακόσμηση πλουσίων έλληνι- στικών σπ ιτιώ ν πού ήταν π ιό μεγάλα, π ιό πολυτελή καί π ιό άνετα άπό τά κλασικά. Ή έξέλιξη τοΰ ίίφους τής γλυπτικής μοιάζει νά υπάκουσε σέ μ ιά νομοτέλεια Ανά­λογη μ’ έκείνην πού όδήγησε, Αργότερα, Από τόν B o tti­ce lli στόν D e lac ro ix καί, σ ’ άλλο τομέα. Από τόν B ach στόν S ch u m an n . Ώ στόσο ό θαυμασμός γ ιά τούς πα- λιότερους δέ συνεπάγεται κατ’ Ανάγκη καταδίκη τών κα­τοπινών: ή κρίση μας δέ θάπρεπε νά έπηρεάζεται Από θεωρητικές προκαταλήψεις ώς πρός τήν κατεύθυνση, Αλλ’ Από τήν ποιότητα τών συγκεκριμένων δημιουργημάτων. Καί πο ιός θ’ άμφισβητήσει (Αντίθετα πρός δ,τ ι συμ­βαίνει μέ Αληθινά παρακμασμένη, κακή γλυπτική σάν τήν ύστερορρωμαϊκή καί τήν περισσότερη πρω τοχρ ιστιανι­κή) τήν ποιότητα τής «Νίκης» τής Σαμοθράκης, τής «Έ - πιθυούσης» τοΰ Φάνι, τών έλληνιστικών Απεικονίσεων Ά - φροδιτών, Φαύνων, παιδιώ ν, χορευτριών ή φιλοσόφων πού πάλλονται άπό κίνηση, χαρά ή μελαγχολία, στοχασμό ή αίσθησιακότητα; Τό ’ίδιο Ισχύει καί γ ιά τή ζωγραφική, δσο τήν ξέρουμε Από σωζόμενα μωσαϊκά σάν τής Δή­λου καί τ ίς το ιχογραφίες τής Πομπηίας.

Μεγάλη τραγω δία δέν υπάρχει στούς έλληνιστι- κούς χρόνους, εΐν* Αλήθεια — δπως δέν υπήρχε τόν 4ο κιόλας αίώνα, δπως δέν υπήρξαν, Αργότερα, Ισάξιοι συ­νεχιστές τοΰ S h ak esp ea re · στή θέση της δμως παρου­σιάζεται ή βουκολική ποίηση κι άνθίζει τό έπ ίγραμμα, πού έχουν συχνά καί λυρική ποιότητα καί χάρη. Παράλ­ληλα γεννιέται τό μυθιστόρημα. Αναπτύσσεται τό δο­κίμιο κι ό σατιρ ικός διάλογος καθώς καί — άλλο «σύγχρονο» φαινόμενο — ή διγλω σσία...

Ά π ό τήν πολύ πρόχειρη τούτη σκ ιαγραφ ία δια- φαίνεται, έλπίζω, δτι άν όρισμένες έκδηλώσεις ψυχικής ζωής πού συνήθως συνδυάζουμε μέ τά νιάτα — τραγική Αντιμετώπιση τής μοίρας, π ίσ τη , πολεμικό ήθος — έ- ξακολούθησαν ή πρωτοάρχισαν νά άτονοΰν στούς έλληνι- κούς χρόνους, συνεχίζονται ή δυναμώνουν άλλες — κρι­τικό πνεύμα, πάθος γ ιά έρευνα, ήμερος κοσμοπολιτι­σμός — π ιό συνυφασμένες μέ τήν ώριμη ήλικία του άν-

θρώπου. Ά ν θελήσουμε λοιπόν νά βγάλουμε μιά συνι- στοιμένη τών χαρακτηριστικών τής έλληνιστικής έποχής, σύμφωνα μέ τήν ορολογία πού άναλύσαμε π ιό πάνω, θά πούμε δτι πρόκειται γ ιά έποχή «ώριμη». Εΐναι ομως λόγος αύτός γ ιά νά τήν παραμερίζουμε μέ τήν μονολε­κτική κρίση «παρακμή» — λέξη πού γ ιά πολλούς συνο­δεύεται άπό παράπλευρους τόνους σήψης, άνημποριάς, γερατειών; Ά λ λ ο ώριμότητα κι άλλο γεράματα. Δ ικα ί­ωμα βέβαια τοΰ καθένα είναι νά τιμάει τόσο άποκλει- στικά τή νεανική ήλικία, καί τόσο νά περιφρονεί τήν ώ­ριμη, ώστε νά ταυτίζει τήν τελευταία μέ τόν έσχατο ξε­πεσμό. 'Ό τα ν ώστόσο μιά τέτοια άξιολογική κρίση γε­νικεύεται σέ συλλογικό φαινόμενο, δταν μ ιά όλόκληρη έ- ποχή — ή δική μας — κρίνει μιάν άλλη μέ τέτοια κρι­τήρια, τότε έχουμε π ιά νά κάνουμε μέ μιάν ένδειξη γ ιά τήν ψυχολογία τοΰ ίδιου τοΰ αίώνα μας, μ’ ένα στοιχείο πού θά κρίνει έμάς τούς κριτές.

Α ν Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ έκατονταετία καταδίκασε σταθερά τούς έλληνιστικούς χρόνους σάν «παρακμή», ό προσδιο­ρισμός τής «άκμής» — σ τ ’ όνομα τής όποίας έβγαινε ή καταδικαστική άπόψαση — παρουσίασε άξιοσημείωτες διακυμάνσεις. Κάποτε τήν τοποθετούσαν στούς «κλασι­κούς» αιώνες, τόν 5ο καί τόν 4ο π.Χ.· έκεΐ τήν τοποθε­τούν άκόμα, άν δέ γελιέμαι, τά σχολικά βιβλία. ‘Ωστό­σο, καθώς είδαμε, ό N ie tz sch e κατατάσσει κιόλας τή σωκρατική φιλοσοφία στήν «παρακμή». Δέν εΐναι τυ­χαίο δτι τήν ίδ ια πάνω - κάτω έποχή ό R usk in ξεκινού­σε στήν Α γ γ λ ία τήν αισθητική έπανάσταση τών «προ - ραφαηλιτών» μέ τήν καταδίκη τής Αναγέννησης καί κά­θε κλασικισμού καί μέ τήν παράλληλη έξαρση τοΰ «Γοτ- θικοΰ τεχνίτη» καί τών ποικίλων «πριμιτίφ». Ά π ό τότε ή μετατόπιση τής «άκμής» πρός τά π ίσω συνεχίστηκε καί γενικεύτηκε. Στούς κύκλους τών σημερινών μυημέ- νων, ή συμμόρφωση μέ τήν πνευματική μόδα ά πα ιτεΐ νά θαυμάζεις τόν Αισχύλο, τούς άρχαϊκούς κούρους καί τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους καί νά μιλάς μέ συγκατά­βαση γ ιά τόν Εύριπίδη, τό Φειδία καί τόν Πλάτωνα. Στήν περιοχή τής τέχνης μάλιστα ή πρωτοπορία έχει κιόλας ξεπεράσει τά γλυπτά τοΰ 6ου αίώνα καί τά με­λανόμορφα ά γγεία γ ιά νά στραφεί πρός τά προϊστορικά Κυκλαδικά άγαλμάτια , άνακαλύπτοντας δτι έξω άπό τό ιστορικό τους ένδιαφέρον έχουν καί άπέραντη αισθητική άξία. (Θάρθει άραγε κάποτε κι ή σειρά τών νεολιθικών έργαλείων, θά γ ίνει άντιληπτό τό «άνεικονικό» τους κάλλος;)

'Η νοσταλγία γ ιά τά πα λιά συνδυαζόταν άλλοτε μ’ ενα είδος άπαισιόδοξου συντηρητισμού καί δυσπιστίας άντίκρυ σέ κάθε τι καινούριο. «Κάθε πέρσι καί καλύτε­ρα»: έτσι θά μπορούσε νά συνοψιστεί ή άντίληψη τού ‘Ησιόδου γ ιά τή βαθμιαία κατάπτωση τής άνθρωπότη- τα ς, άλλά κι ή στάση του Α ριστοφάνη — άπροσδόκητου προδρόμου, σ ’ αυτό τό σημείο, τής τωρινής «ίντελλι- γκέντσιας» — άπέναντι στό Σωκράτη καί στόν Ε ύριπ ί­δη. Σήμερα δμως ή λατρεία τοΰ πολύ παλιού συμβαδί­

ζει, κάπως παράξενα σέ πρώτη δψη, μέ τόν π ιό άκρατο μοντερνισμό. Ή τυπική περίπτω ση είναι τοΰ άνθρώπου πού δηλώνει δτι στή μουσική, ά ς πούμε, παραδέχεται άπό τό ένα μέρος τό Γρηγοριανό άσμα — καί, τό π ο ­λύ, τόν P a le s tr in a ή τό M o n tev e rd i — κι άπό τό άλλο τή σύγχρονη σύνθεση, άπό δωδεκατονική καί πέρα ' τ ί ­ποτα άνάμεσα στό 1650 καί στό 1920. Τό ίδ ιο , μερι­κοί θαυμαστές τών στεατοπυγικών γλυπτών τοΰ 1500 π.Χ. χασμουριούνται μπροστά σ ’ ένα R e m b ra n d t ή ένα M onet άλλά είναι πρόθυμοι νά ένθουσιαστοΰν μπροστά σέ δύο έσώρρουχα κολλημένα πάνω σ ’ ένα τελλάρο, άν αύτό ά π α ιτε ΐ ή καλλιτεχνική μόδα τής χρονιάς. Παράλ­ληλα, κι δχι άσχετα, Αναπτύχθηκαν κι οί άλλες σύγ­χρονες τάσεις: ό λαϊκισμός καί ή λατρεία τοΰ πολύ νέου καί τοΰ βαρβαρικοΰ — τής «Λολίτας» καί τής τέ­χνης τών άγριω ν φυλών.

"Οσο οΐ πόλοι τοΰ θαυμασμοΰ τών συγχρόνων μας άπομακρύνονταν χρονικά καί πο ιοτικά άπό τήν έλληνι- στική έποχή, τόσο έπεφτε αύτή στήν έκτίμησή τους κι ή καταδίκη της γινόταν αύστηρότερη. Πώς ν’ άντέξει ή δύστυχη μικρή Τ αναγραία στή συνδυασμένη έπίθεση τής στεατοπυγικής προγόνου της, τών δγκων τής τω ρι­νής άφηρημένης γλυπτικής καί τών τοτέμ τής Κεντρώ­ας Α φρικής;

Ώ στόσο αύτοί οί τρεις πόλοι τής σύγχρονης ευ­α ισθησίας — τό πολύ παλιό , τό πολύ καινούριο καί τό βαρβαρικό — πρέπει νάχουν κάποιον κοινό παρονο­μαστή. Καί τούτος δέν μπορεί νάναι παρά ή άπουσία ορισμένων κανόνων καί περιορισμών πού χαρακτήριζαν, μαζί μέ κάποιο έπ ίπεδο τεχνικής άρτιότητας, τά δη­μιουργήματα τών συνειδητών πολιτισμών. Ά που σ ία ά- θέλητη, δταν πρόκειται γ ιά έργα πολύ πα λιά ή γ ιά έργα πρωτογόνω ν άρνηση θελημένη, δταν πρόκειται γ ιά έργα συγχρόνων Εύρωπαίων.

’Εκείνος πού καταδίκαζε άλλοτε τήν έλληνιστική τέχνη σ τ ’ δνομα τής κλασικής έδειχνε άσυνέπεια, μιάς κι ή πρώτη είναι φυσική καί άναγκα ία συνέχεια τής δεύτερης, δίχω ς θεμελιακή άλλαγή ύψους' έκεΐνος δμως πού καταδικάζει τήν έλληνιστική τέχνη άλλά μαζί καί κάθε κλασικισμό, λέγοντας δτι τόν συγκινούν άπο- κλειστικά τά προϊστορικά γλυπτά, ή ποίηση τών Πα- πούα (άν ύπάρχει) καί τό θέατρο τοΰ παράλογου είναι ’ίσως συνεπέστερος, άλλά άνησυχητικός. Αύτός μετα­βαίνει σ ’ άλλο γένος, μιλάει άλλη γλώσσα· τό Ιδανικό του δέν έχει π ιά καμμιά σχέση μέ τ ίς άξίες πού ξέρα­με. Στρέφεται πρός δλα δσα άγωνίστηκε ή άνθρωπό- τητα έπί αιώνες κι αιώνες νά ξεπεράσει: πρός τό πρωτόγονο, τό άγουρο, τό χοντροκομμένο — ή πρός τό θελημένα, έγκεφαλικά άντιαισθητικό πού μιμείται τό πρωτόγονο.

Τί υποδηλώνει αύτή ή στροφή — άν κάνουμε ά- φαίρεση τής άπλής άνάγκης άλλαγής, τοΰ πιθηκισμοΰ καί τής έπιδεικτικής διαφοροποίησης άπό τούς «φιλι- σταίους»; Γιά ποιό λόγο ένα σημαντικό μέρος τοΰ «καλλιεργημένου κοινού» καί τών πνευματικών του τα ­γών κυνηγάνε μέ πείσμα τό άναρθρο, τό άτεχνο, τό πρωτόλειο καί τ ίς άπομιμήσεις τους, κι άποστρέφον- τα ι άντίστο ιχα τό περίτεχνο, τό πολύπλοκο, τό έσκεμ-

μένο τών ώριμων πολιτισμώ ν; Διακρίνουν στά Κυκλα­δικά ά γαλμ ά τια καί στή μουσική τών Νέγρων στοιχεία πού περιέχει κι ό δικός τους ψυχικός κόσμος, ή έκεΐνα ακριβώς πού τοΰ λείπουν; Τό δμοιο τούς τραβάει η τό άνόμοιο;

Δέ μιλάμε έδώ γ ιά τούς αληθινούς νεοβαρβάρουις. Τέτοιοι παρουσιάζονται πάντα στήν τελική φάση ένός πολιτισμού, κλείνοντας τόν κύκλο μέ μιάν έπιστροφή σ τ ίς απώ τατες αρχές του. Ή κοσμική νεολαία τών υ­στάτων ρωμαϊκών χρόνων ντυνόταν «οΰννικά», ενα μέ­ρος τής δικής μας παραληρεί υστερικά μ’ ορισμένους πρωτόγονους ρυθμούς. "Αν διαπιστώσουμε δτι ένας έ- π α γγελ μ α τ ία ς ποδοσφαιριστής λ.χ. άγαπάει τήν α­φρικανική μουσική, θά υποθέσουμε δτι τήν άγαπάει έ- πειδή κατά κάποιο τρόπο τοΰ μοιάζει. 'Ωστόσο στήν προκείμενη περίπτωση δέ μάς ένδιαφέρει αύτή ή κατη­γορ ία άνθρώπων· οί έπαγγελμ ατίες ποδοσφαιριστές ά- διαφοροΰν έξ όρισμοΰ γ ιά τήν ιστορία τής τέχνης καί τοΰ πολιτισμοΰ. Μιλήσαμε γ ιά πνευματικούς ταγούς, γ ιά συνειδητούς θιασώτες τοΰ πρωτόγονου καί πολέμι­ους τών ώριμων έποχών — γ ιά πολιτισμένους πού κά­νουν «συνθετικό πρωτογονισμό». Σχετικά μέ τούτους λοιπόν ή άπάντηση στό παραπάνω έρώτημα θά εΐναι καθαρή: τό ανόμοιο εΤναι πού τούς τραβάει — καμμιά φορά μέ τήν ψευδαίσθηση πώ ς εΐναι δμοιο. ‘Ο άνήσυ- χος διανοούμενος θαυμάζει τό άρχαϊκό ή τό βάρβαρο δημιούργημα έπειδή άκριβώς (ευτυχώς γ ιά τόν Υδιο, κι άς μήν τό ξέρει) δ έ ν τοΰ μοιάζει. Οί περίπλο­κοι κι οΐ κουρασμένοι εΐναι πού πασκίζουν νά ταυτι­στούν μέ άρχέτυπα απλότητας καί ρώμης· οί αμαρτω­λοί άποζητάνε τή θέα τής αγνότητας, οΐ σκεπτικιστές τήν π ίστη · καλλιεργημένοι καί νευρωτικοί έπισκέπτες άπό άνεπτυγμένες χώρες εΐναι έκεΐνοι πού ψάχνουν π ρ ίν ά π ’ δλα, στόν τόπο μας, πρωτόγονη γραφικότη­τα — Ζορμπάδες καί Καπετάν Μιχάληδες. Τό σκοτά­δι πού περιβάλλει τούς Μεσαίωνες, ή ομίχλη πού τυ­λ ίγε ι τ ίς χαραυγές τών πολιτισμών προσφέρονται γ ιά έξιδανικευτικές ονειροπολήσεις. 'Ό σ ο π ιό μακρυνή, βουβή καί διαφορετική άπό τή δική μας εΐναι μ ιά έ­ποχή, τόσο π ιό έλεύθεροι νιώθουν οΐ θηρευτές τών χαμένων Παραδείσων νά τή φανταστούν δπως θέλουν: άντιστάσεως μή οϋσης μπορούν νά τής άποδώσουν υ­πέρτατο κάλλος, βαθύτατη σοφία, κάποιαν ικανότητα υπερβατικής κοινωνίας τοΰ Ανθρώπου μέ τό Σύμπαν πού χάθηκε άνεπίστρεπτα...

Φτάσαμε πολύ κοντά σ τ ίς ψυχολογικές ρίζες τής άντιπάθειας πού αισθάνεται ή έποχή μας γ ιά τήν έλλη- νιστική. Είδαμε τήν άντιπάθεια αύτή νά γεννιέται τό 19ο αίώνα, νά άνδρώνεται μαζί μέ μ ιά γενικώτερη άντί- δραση κατά τοΰ κλασικισμού καί τοΰ όρθολογισμοΰ, μα­ζί μέ τήν αυτοκριτική τής Δυτικής Ευρώπης. Είναι π ιά φανερό δτι ώριμες έποχές σάν τήν έλληνιστική μάς ε­νοχλούν έπειδή μάς μοιάζουν: ό W ilde θά τ ίς έλεγε καθρέφτες πού προκαλοΰν τό φόβο καί τήν οργή τοΰ Κάλιμπαν γ ια τ ί τοΰ δείχνουν τό άληθινό του πρόσωπο κι δχι αύτό πού θάθελε νάχει.

Εϊδαμε δτι τά χαρακτηριστικά τοΰ έλληνιστικοΰ κόσμου εΐναι ώριμα, δχι γεροντικά. Τά γεράματα τής

έλληνόφωνης άρχαιότητας θά τά συναντήσουμε πολύ άργότερα, υστέρα άπό διαδοχικές δόσεις έκχριστιανι- σμοΰ — στά χρόνια τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, τοΰ Θεοδο­σίου καί τοΰ ’Ιουστινιανού — πού τή μεταβάλλουν σέ Βυζάντιο. Οΐ έλληνιστικοί χρόνοι μπορεΐ νά βρίσκον­τα ι πέρα άπό τό «μεσουράνημα», άλλά δέν εΐναι άκόμα «δύση». Πιό εύλογο — άν επιμένουμε στή χρήση τέ­τοιων μεταφορικών σχημάτων — εΐναι νά τούς δού­με σάν ένα παρατεταμένο γλυκό άπόγεμα μέ τά πρώ­τα χρυσοκόκκινα φύλλα τοΰ φθινοπώρου· ένα άπόγε­μα δοσμένο σ ’ άναμνήσεις, σέ στοχασμό, στήν ήρε­μη άπόλαυση δίχω ς πολλές ψευδαισθήσεις, σέ σχέ­δια — άκόμα — γ ιά τό μέλλον. Γ ιά νά περιφρονει μ ιά τέτο ια ιστορική φάση, ή δική μας έποχή πρέπει νά νιώθει ή ϊδ ια ή πάρα πολύ νέα — πράμα άπίθανο— ή τόσο ήλικιωμένη πού νά γοητεύεται άποκλειστι- κά άπό τό σφρίγος τής πρώτης νιότης καί ν’ άπε- χθάνεται δ ,τι τής θυμίζει τή φθορά τοΰ χρόνου.

Τό δεύτερο μοιάζει νά συμβαίνει: ύπερώριμο Φά- ουστ, κουρασμένοι άπό τό φόρτο τής γνώσης καί άπό τά πτώ ματα τόσων μύθων πού κουβαλάμε στή μνήμη μας, ζηλεύουμε τήν άφροντισιά τών νεανικών ξεκινημά­τω ν τέτοια θέλουμε νά βλέπουμε, όχι τούς συνομήλι­κους ή καί λ ίγο νεώτερούς μας ’Αλεξανδρινούς καί Ά ντιοχεΐς πού είχαν κι εκείνοι χάσει άπό καιρό τήν πρώτη αύτή δροσιά. Λές καί πιστεύουμε δτι άποφεύ- γοντας τούς καθρέφτες θά ξορκίσουμε τ ις ρυτίδες μας, δτι μπορούμε ν’ άλλάξουμε τήν ήλικία μας μέ μα­νιφέστα, μέ συνταγές ή μέ τήν άποκλειστική έπαφή μέ «άκμαίους» πολιτισμούς — σάν τούς συνταξιούχους πού κυνηγάνε κοριτσάκια...

Δέ θά έξετάσουμε έδώ άν μιά τέτο ια στάση εΐναι πνευματικά έντιμη κι άξιοπρεπής. 0 ’ άρκεστοΰμε νά θυμίσουμε πώς δέν εΐναι ή μόνη δυνατή. Ά π ό τή σ τ ι­γμή πού θά έγκαταλείψουμε τούς συνθετικούς πρω­τογονισμούς καί τ ίς αυταπάτες καί θά κοιτάξουμε τήν άλήθεια κατάματα, ή επικοινωνία μέ τό μακρυνό έλλη- νιστικό μας αδελφό έχει πολλές χαρές νά μάς προσ­φέρει.

Τούτο τό ένιωσε βαθειά καί σωστά ό Καβάφης: είχε τήν οξυδέρκεια νά διακρίνει τή συγγένεια τής έλ- ληνιστικής έποχής μέ τή δική μας καί τό θάρρος νά μήν τήν άπαρνηθεΐ, παρά νά τήν έμβαθύνει μ’ άγάπη καί κατανόηση. Κατάλαβε πώς μιά τέτοια έποχή έχει κι έκείνη πόνο, αίσθημα καί τιμή, πώ ς τά προβλήμα- τά της δέ στάθηκαν μονάχα ταπεινά , πώς μέ τή γλύ­κα τής ζωής της — στραμμένης στήν άναζήτηση τής εύτυχίας — άνακατευόταν, γ ιά τούς έκλεκτούς τουλά­χιστο, μιά νηφάλια κι εύγενική άπελπ ισ ία .

"Ισω ς αύτό εξηγεί γ ια τ ί ό Καβάφης εΐναι τόσον λιγώτερο δημοφιλής, ιδίως στό έξωτερικό άπό έναν Καζαντζάκη: οΐ ήρωές του δέν εΐναι πρωτόγονοι, δέν άνταποκρίνονται στή μόδα πού άναλύσαμε π ιό πάνω. Κι ή μόδα εΐναι παντοδύναμη, θέλει, είπαμε, άρχαϊ- κούς κούρους κι δχι τ ίς άνησυχητικά σύγχρονες φυσιο­γνωμίες τής έλληνιστικής γλυπτικής. Θέλει προσω- κρατικά άποφθέγματα — δσο π ιό δυσνόητα, τόσο τό

καλύτερο — άλλ’ Αδιαφορεί γ ιά τά προβλήματα πού όδήγησαν τόν Στωικό Βλώσσιο στήν αύτοκτονία πάνω στό πεδίο τής μάχης. Θέλει ’Αλκαίο καί Σαπφώ — πολύ δ ίκα ια — άλλ’ άγνοεΐ τό Θεόκριτο, τόν Καλλί­μαχο, τό χιούμορ καί τήν έλαφρή χάρη πολλών έπι- γραμμάτων τής Παλατιανής ’Ανθολογίας.

’Ά ς άγνοήσουμε κι έμεΐς, μέ τή σειρά μας, τή μόδα. ’Ά ς σταθούμε δίχω ς φόβο μπροστά στόν έλλη- νιστικό καθρέφτη, κι άς δούμε άπό π ιό κοντά μερικές όψεις αύτού τού Αδικημένου κόσμου. ’Έχουν νά μάς προσφέρουν αισθητική χαρά, χαμόγελο η συγκίνηση— κι ’ίσως άφορμές γ ιά στοχασμό κι αυτογνωσία.

Στό έρχό μ ενο : ΤΟ Β ' Μ ΕΡΟ Ζ

________________________________ Π Ε Ρ Ι Η Γ Η Σ Ε Ι Σ ________________________________ _

Ή Π νύκα, δπου οί ’Αθηναίοι εκαμναν τίς δημόσιες συνελεύσεις τους, ενα μέρος ανοιχτό

πάνω σ’ εναν απότομο βράχο, στήν αντίθετη πλευρά τοΰ Λυκαβηττού...

Έδώ λοιπόν εγιναν τόσες αδικίες κι’ έκφωνήθηκαν τόσα παράνομα καί απάνθρωπα διατά­

γματα; Αυτός ήταν ίσως ό τόπος πού είδε νά εξορίζεται ό ’Αριστείδης, νά θριαμβεΰη ό Μέλητος,

νά καταδικάζεται σέ θάνατο ό πληθυσμός μιάς ολάκερης πόλης, νά παραδίνεται στή σκλαβιά ενας

ολόκληρος λαός; Ναί, άλλά έδώ επίσης μερικοί μεγάλοι πολίτες ύψωσαν γενναία τή φωνή τους έ-

νάντια στούς τυράννους τής πατρίδας τους, έδώ θριάμβευσε ή δικαιοσύνη κι’ άκούστηκε ή αλή­

θεια. «’Υπάρχει ενας λαός, έ'λεγαν οί απεσταλμένοι τής Κορίνθου στούς Σπαρτιάτες, ενας λαός

πού δέν επιζητεί παρά μόνο τίς καινοτομίες· γρήγορος στή σύλληψη, γρήγορος στήν έκτέλεση, ή

τόλμη του ξεπερνάει τή δύναμή του. Μέσα στούς κινδύνους, δπου ρίχνεται συχνά χωρίς περίσκεψη,

δέν χάνει ποτέ τήν ελπίδα. ’Από φυσικού του ανήσυχος, ζητάει ν ’ άπλωθή πρός τίς εξω χώρες. Ν ι­

κητής, προχωρεί ακολουθώντας τή νίκη του· νικημένος, δέν χάνει τό θάρρος του...».

Κι’ αύτός ό λαός τί άπόγινε; Π ού θά τόν βρώ; ’Εγώ, πού μετάφραζα τό παραπάνω χωρίο

ανάμεσα στά ερείπια τής ’Αθήνας, εβλεπα τούς μιναρέδες τών μουσουλμάνων κι’ άκουγα ομιλίες Χ ρι­

στιανών. Στήν 'Ιερουσαλήμ πήγαινα νά ζητήσω τήν άπάντηση στό ερώτημα τούτο. Κ ι’ δμως, ήξερα

κιόλας άπό πριν τά λόγια τοΰ χρησμού: D om inus m ortificat et vivicat; deducit ad inferos et

reducit. (Chateaubriand)