Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη...

372

Transcript of Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη...

Page 1: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 2: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 3: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 4: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 5: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Ε Σ Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Α

ΚΑΙ Σ Τ Η Β Ι Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ( 1 8 7 0 - 1 9 2 2 )

Page 6: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ε Π Ι Τ Ρ Ο Π Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Α Ρ Χ Ε Ι Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Σ Ν Ε Ο Λ Α Ι Α Σ

Σ Π Υ Ρ Ο Σ I . Α Σ Δ Ρ Α Χ Α Σ , Γ Ι Α Ν Ν Η Σ ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ,

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟς Ε . Σ Κ Λ Α Β Ε Ν Ι Τ Η ς

© ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ Αχαρνών 417, Τ.Θ. 1048, 111 43 Αθήνα, τηλ. 210-25 99 485 και 210-25 99 302

ISBN 960-7138-28-7

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 7: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ζ Ι Ζ Η Σ Α Λ Ι Μ Π A

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΚΑΙ ΣΤΗ Β Ι Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α (1870-1922)

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο Α Ρ Χ Ε Ι Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Σ Ν Ε Ο Λ Α Ι Α Σ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

37

Κ Ε Ν Τ Ρ Ο Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ω Ν Ε Ρ Ε Υ Ν Ω Ν Ε. Ι .Ε .

ΑΘΗΝΑ 2002

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 8: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 9: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Στον Θόδωρο

Page 10: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 11: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το πρωί απλώνονταν στην παραλία για να ρουφήξουν τον ήλιο που έλειπε από τη μακρινή πατρίδα τους· σώματα στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο που ανέδιναν όλα ακριβώς την ίδια μυρωδιά καρύδας. Το βράδυ φορούσαν όλες το ίδιο μαύρο φουστάνι, που δεν είχε όμως καθόλου να κάνει με το κομψό «μικρό μαύρο φουστάνι». Τα βαριά σκουλαρίκια που κρέμονταν από τ ' αυτιά τους, οι γυαλιστερές πέρλες και οι χρυσές αλυσίδες εξαφάνιζαν κάθε ίχνος κομψότητας από την εμφάνισή τους. Θυμάμαι και τον ήχο που έβγαινε από τις κάτασπρες, πάντα καλογυαλισμένες γόβες τους με το φαγωμένο τακούνι-στιλέτο" ήταν βα-ρύς και ρυθμικός καθώς έβγαιναν πάντα ομάδες-ομάδες. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '80, που τα κορίτσια των εργοστασίων του Λίβερπουλ και του Μάντσεστερ έρχονταν με τις βραδινές πτήσεις charter στο αεροδρόμιο της Ρό-δου και μετά προωθούνταν προς τη Λίνδο για ολιγοήμερες διακοπές.

Η εικόνα αυτή επανερχόταν συχνά-πυκνά στη μνήμη μου. Μια μνήμη χω-ρίς καμιά ιδιαίτερη απεικόνιση για τις αντίστοιχες γυναίκες-εργάτριες του τό-που μου, παρεκτός για κάποιες μεσόκοπες, κουρασμένες γυναίκες που εμφα-νίζονταν στις διαδηλώσεις και μερικές πωλήτριες, πρώην εργάτριες, που συ-ναντούσα στο πρατήριο του εργοστασίου, όταν πήγαινα στις αρχές του '70 για να αγοράσω φθηνά πλεκτά στη Ν. Ιωνία.

Κ ι όμως, προέρχομαι από μια γενιά που πέρασε από κόμματα και συν-δικάτα, με ατέλειωτες ώρες συζητήσεων για την εργατική τάξη και το «δίκαιο του εργάτη». Κ ι όμως, εκτός από μια ιστορία των «ταξικών και συνδικαλι-στικών αγώνων», όπου ως δρώντα υποκείμενα έμπαιναν και οι «συντρόφισσες», δεν διέθετα κανένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για την εικόνα της εργά-τριας στον καθημερινό χρόνο και χώρο μέσα στον ανθρώπινο περίγυρο. Έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με το παρελθόν της, να αναζητήσω τα ίχνη της και να αποπειραθώ να βάλω σε τάξη όλα αυτά τα σκορπισμένα δώθε και κείθε θραύσματα της μνήμης.

Η εργασία αυτή έχει ως αντικείμενο την ιχνογράφηση της φυσιογνωμίας της ελληνίδας εργάτριας από την εμφάνισή της στον κόσμο της μισθωτής ερ-γασίας ως τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων στην

Page 12: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ελλάδα το 1922, χρονολογία κατά την οποία αλλάζει το κοινωνικό σκηνικό στις ελληνικές πόλεις.

Όταν αρχίζουν τα πρώτα φουγάρα των εργοστασίων να ξεφυτρώνουν ένα-ένα σαν τα μανιτάρια στον Πειραιά και η Αθήνα να αποκτά σιγά-σιγά τα χα-ρακτηριστικά ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, τότε εμφανίζονται επί της οθόνης του ιστορικού γίγνεσθαι οι πρώτες εργάτριες. Είμαστε στα 1870. Μέσα από το καλειδοσκόπιο του ανθρώπινου συρφετού της ελληνικής πόλης οι εργάτριες αρ-χίζουν να ξεχωρίζουν, βγαίνοντας από το σταθμό του τρένου στον Πειραιά, αγοράζοντας κλωστές από τα εμπορικά μαγαζιά της Αθήνας ή βαδίζοντας με γοργό βήμα για να φθάσουν εγκαίρως στα εργοστάσια που βρίσκονται στις παρυφές της Ερμούπολης.

Ποιες ήταν αυτές οι νεοφερμένες γυναίκες; Από πού προέρχονταν; Πώς εντάσσονταν στον κόσμο του καθημερινού μόχθου; Πώς αξιοποιούσαν τον κα-θημερινό χρόνο τους; Ποιες ήταν οι συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι' αυτές;

Αυτά και άλλα ερωτήματα τίθενται σ' αυτήν εδώ τη μελέτη. Θα πρέπει, ωστόσο, να εκφράσω τους φόβους μου ότι ο αναγνώστης πιθανόν να μην βρί-σκει πάντα επαρκείς απαντήσεις. Εκτός από τις υπερβάσεις ή τις μη υπερβά-σεις των δυνατοτήτων που διαθέτει ο κάθε ερευνητής, ελλοχεύει πάντα η «έν-δεια των πηγών». Και όταν εστιάζουμε τον φακό μας στις γυναίκες, η ένδεια μεταμορφώνεται σε σιωπή. Οι γυναίκες-εργάτριες δεν μιλούν οι ίδιες για τον εαυτό τους, δεν γράφουν για το παρελθόν τους. Δεν διαθέτουμε αναλυτικές με-λέτες. Τα ποσοτικά στοιχεία λειτουργούν κάποιες φορές σαν παραμορφωτικοί φακοί και μας εμποδίζουν να ψηλαφίσουμε την εικόνα της εργάτριας. Υπάρχει ακόμα μια ιδεολογική φόρτιση στην ιστορία του εργατικού-συνδικαλιστικού κι-νήματος που οδηγεί σε υπεραπλουστεύσεις, εξαλείφοντας τα ανθρώπινα χαρα-κτηριστικά του προφίλ της ίδιας της εργάτριας.

Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό υλικό για να απεικονίσουμε τη φυσιογνωμία της εργάτριας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ήταν ποικίλες, ετερογενείς και διάσπαρτες. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για δημιουργή-ματα των «άλλων», των κρατικών φορέων και των υποκειμένων της αστικής τάξης που εμπλέκονταν στο ανθρώπινο περιβάλλον της. Η εικόνα της εργά-τριας σχηματίζεται τις περισσότερες φορές με τη διαμεσολάβηση τρίτων. Ο φακός την εντοπίζει διαρκώς να διαπλέκεται με άλλα κοινωνικά μορφώματα και σε αυτήν εστιάζει τις περισσότερες φορές έξω από τον αυτόν καθ' αυτόν εργατικό κόσμο, προκειμένου να καταδείξει το είδωλο της μέσα από τις δια-φορετικότητες των συμπεριφορών και των νοοτροπιών άλλων κοινωνικών ομά-δων. Με κριτήριο την αποστασιοποίηση των πηγών από ιδεολογικά σχήματα και συστήματα αξιών, μπορούμε να χωρίσουμε τις πηγές σε δύο μεγάλες κα-τηγορίες, στις αποστασιοποιημένες και σ' αυτές που διαχειρίζονται τον λόγο

Page 13: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

περί της γυναικείας εργασίας. Έτσι, από τη μια πλευρά έχουμε τις απογρα-φές, τις στατιστικές, τους νόμους και τα βασιλικά διατάγματα, ενώ από την άλλη έχουμε τα καταστατικά και τις λογοδοσίες των φιλανθρωπικών συλλόγων που ασχολούνται με την εργάτρια, τις εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας «επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων», τα άρθρα στον τύπο και τα περιοδικά που σχολιάζουν τη γυναικεία εργασία, αλλά και τα αστυνομικά δελτία των εφημερίδων που αναφέρονται στην ίδια την εργάτρια μέσα από γε-γονότα που ξεπερνούν τα όρια της καθημερινότητας.

Τα γραπτά ίχνη τα οποία αφήνουν οι εργάτριες στα αρχεία, συνιστούν την πολυτιμότερη και βασικότερη πηγή προκειμένου να μελετηθεί και να αναδει-χθεί η φυσιογνωμία τους. Τα αρχεία αυτά, όμως, έχουν τη δική τους λογική και οι πληροφορίες που δίνουν δύσκολα μπορούν να καταχωρηθούν στη μία ή την άλλη κατηγορία. Σ ε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνω ότι κατά την περίοδο της έρευνας το αρχείο της κλωστοϋφαντουργίας των Αφών Ρετσίνα, το οποίο σώζεται στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ήταν αταξινόμητο και μη προσβάσιμο, γι ' αυτό και δεν μελετήθηκε.

Το διαρκές πέρασμα από την αντικειμενικότητα των αριθμών στην υπο-κειμενικότητα που παράγουν τα πρόσωπα-διαχειριστές του λόγου περί της ερ-γάτριας και αντίστροφα, με οδήγησε στην περιγραφή των οικονομικών μηχα-νισμών στους οποίους εντάσσεται η γυναικεία εργασία και στην ερμηνεία νοο-τροπιών και συμπεριφορών.

Το εγχείρημά μου στηρίζεται στην παρακάτω υπόθεση: Η εργάτρια, μια νέα συλλογική φυσιογνωμία, συγκροτείται μέσα από τις διαδικασίες μετάβασης από τον αγροτικό κόσμο, τον αγροτικό χρόνο, το αγροτικό σύστημα παραγω-γής στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Η φυσιογνωμία της εργάτριας εντάσ-σεται μέσα σ' ένα σύστημα αξιών, δημιούργημα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Υπακούει σε ρόλους και υποτάσσεται στα στερεότυπα μιας κοινωνίας με ηθικολογικά πρότυπα. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τη συν-θετότητα του ειδώλου της εργάτριας από διαφορετικές οπτικές γωνίες: επαγ-γελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, εξωτερική εμφάνιση, βαθμός εκ-πολιτισμού.

Στο πρώτο κεφάλαιο θα περιγραφούν οι διαδικασίες σχηματισμού του γυ-ναικείου εργατικού δυναμικού στη νεοελληνική πόλη. Με τη βοήθεια ποσοτικών στοιχείων θα δείξω την έκταση που είχε λάβει το φαινόμενο της γυναικείας εργασίας κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται η μελέτη μου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης η προσοχή θα εστιασθεί στους χώρους εργασίας και στο εργασιακό καθεστώς της εργάτριας για τον κάθε βιομηχα-νικό-βιοτεχνικό κλάδο ξεχωριστά.

Το τρίτο κεφάλαιο αφορά στο «(βλέμμα των άλλων» για την εργάτρια. Μέσα από τα άρθρα των εφημερίδων και των περιοδικών, μέσα από το φιλαν-

Page 14: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

φιλανθρωπικό λόγο και τη φιλανθρωπική δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα γυναι-κεία σωματεία θα δούμε τις συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι' αυτήν.

Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται το πλαίσιο λειτουργίας και η οργανω-τική δομή των χειροτεχνικών εργαστηρίων τα οποία ιδρύουν γυναικείοι σύλλο-γοι με στόχο την εξειδίκευση των απόρων γυναικών στις γυναικείες τέχνες για την άρση του επαγγελματικού αδιεξόδου που δημιουργεί η έλλειψη τεχνικής εκπαίδευσης.

Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται τα φιλανθρωπικά σχήματα τα οποία επικεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στην καταπολέμηση της αμάθειας των «γυναικών και κορασιών του λαού» με την ίδρυση των Κυριακών Σχολείων. Μέσα από τα Κυριακά Σχολεία αναπτύσσεται για τις γυναίκες μια ολόκληρη διαδικασία μετασχηματισμού της μόρφωσης σε επαγγελματική κατάρτιση, αφού με την πάροδο του χρόνου τα ιδρύματα αυτά από σχολεία μετατρέπονται σιγά-σιγά σε σχολές εκμάθησης επαγγελμάτων, προκειμένου να διευρυνθεί ο επαγ-γελματικός ορίζοντας των γυναικών.

Στο έκτο κεφάλαιο θα παρουσιασθούν οι συνθήκες ζωής της εργάτριας. Θα εισέλθουμε στον ιδιωτικό της βίο προκειμένου να ολοκληρώσουμε τη συγ-κρότηση της φυσιογνωμίας της.

Το παράρτημα απαρτίζεται καταρχάς από πίνακες οι οποίοι συντελούν στην αποτύπωση της γυναικείας εργασίας με την παροχή ποσοτικών στοιχείων. Ακολουθούν οι πίνακες που αφορούν τα φιλανθρωπικά σχήματα, διαφωτίζουν τον τρόπο λειτουργίας τους με πολύτιμες πληροφορίες για τα έσοδα και έξοδα που αυτά πραγματοποιούν. Το παράρτημα περιέχει ακόμη κατάλογο των με-λών του Συλλόγου Γυναικών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως. Στον πίνακα αυτό καταγράφονται, επίσης, πληροφορίες για την καταγωγή των γυναικών-μελών του.

Η εργασία αυτή, με ορισμένες αλλαγές που έγιναν, αποτελεί τη διδακτο-ρική διατριβή μου, την οποία υποστήριξα τον Φεβρουάριο του 1999. Θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους που μου συμπαραστάθηκαν στη μακρόχρονη αυτή πε-ριπέτεια. Ευχαριστώ τον καθηγητή μου Σπύρο Ασδραχά που δέχτηκε να τη διευθύνει και με παρότρυνε να την ολοκληρώσω. Τον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη για το χρόνο που μου αφιέρωσε, ακούγοντας και προσπαθώντας να δώσει λύ-σεις στα ερωτήματά μου, άλλοτε συζητώντας και άλλοτε εντοπίζοντας πολύ-τιμο υλικό για τη μελέτη μου. Τον καθηγητή Χρήστο Λούκο που δεν δίστασε κι αυτός με τη σειρά του να θέσει στη διάθεση μου δυσπρόσιτα αρχειακά έγ-γραφα και έντυπα. Τον καθηγητή Μιχάλη Κοπιδάκη για τον ευρηματικό τρό-πο προσέγγισης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής μέσα από τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Τα μέλη της Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου Ελληνι-κής Νεολαίας που δέχθηκαν να συμπεριλάβουν τη μελέτη αυτή στη σειρά των ερευνών και εκδόσεων του ΙΑΕΝ. Το Μάνο Χαριτάτο και τους συνεργάτες τού

Page 15: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΕΛΙΑ που πάντα είναι πρόθυμοι, ακόμη και εκτός ωραρίου, να προσφέρουν αρ-χειακό υλικό στο οποίο στηρίχθηκε ένα μεγάλο μέρος της εργασίας μου. Τον Χρίστο Μανουσαρίδη για τις τυπογραφικές του υποδείξεις. Τον Γιώργο Κέη για τη συμβολή του στην εύρεση βιογραφικών στοιχείων για τις γυναίκες που συμμετείχαν στα φιλανθρωπικά σχήματα. Ευχαριστώ θερμά την Ελένη Μολ-φέση, το Μανώλη Βουρλιώτη, τη Λία Παπαδάκη και την Έ λ λ η Κραββαρίτη που γνώρισαν από κοντά, άκουσαν και συμμετείχαν σ' αυτό το εγχείρημα και ακόμα τη Μαρία Μαυροειδή για την ευσυνείδητη επιμέλεια του βιβλίου αυτού.

Ζητώ εκ των υστέρων συγγνώμη από την οικογένειά μου, τον Θόδωρο, την Αλεξάνδρα και τη Μελισσάνθη, για το χρόνο που τους στέρησα- τους ευ-χαριστώ από καρδιάς που δέχθηκαν να είναι συνταξιδιώτες μου στη δύσκολη αυτή διαδρομή.

Page 16: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 17: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ (1870-1922)

Page 18: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 19: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Η είσοδος των γυναικών ως δρώντων υποκειμένων στον οικονομικό χώρο όπου κυριαρχεί η μισθωτή εργασία, ταυτίζεται με την εντατικοποίηση της μετανά-στευσης προς την πόλη. Για να μελετήσουμε τη διαμόρφωση του επαγγέλμα-τος της εργάτριας επιβάλλεται να ανατρέξουμε στους μηχανισμούς που συγ-κροτούν τη γυναικεία εργατική δύναμη στην ελληνική πόλη. Με δεδομένες τις ελλείψεις και τα προβλήματα αξιοπιστίας και ανομοιογένειας που παρουσιάζουν οι διαθέσιμες στατιστικές, θα επιχειρήσω να απαντήσω στα ακόλουθα ερωτή-ματα: πώς διαμορφώνεται αυτή η τάση εισροής των γυναικών στην πόλη, ποιος είναι ο τόπος προέλευσης και με ποια κριτήρια επιλέγουν οι γυναίκες αυτές το επάγγελμα της εργάτριας.

Επιπλέον, η απόδοση με ποσοτικά στοιχεία της εξέλιξης του γυναικείου εργατικού πληθυσμού θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις διαστάσεις που είχε λάβει το φαινόμενο της γυναικείας μισθωτής εργασίας στην ελληνική κοι-νωνία την εποχή της μελέτης μας.

1. Η Α Ν Α Π Τ Υ Ξ Η ΤΩΝ Π Ο Λ Ε Ω Ν

Ο υπερδιπλασιασμός της εδαφικής έκτασης της Ελλάδας που συντελείται ανά-μεσα στις δύο ακραίες χρονολογίες του πεδίου παρατήρησης (1870-1922), έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού της χώρας από 1.457.894 κατοί-κους (754.176 άνδρες και 703.718 γυναίκες) σε 5.021.790 (2.497.870 άνδρες και 2.523.920 γυναίκες). Στα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Ταυτοχρόνως σημειώνεται και αύξηση του αστικού πληθυσμού της χώρας. Ο αστικός πληθυσμός, από 1 4 % επί του συνο-λικού πληθυσμού που ήταν το 1879, φθάνει το 27 % το 1920. 1 Το φαινόμενο

1. Στον αστικό πληθυσμό περιλαμβάνονται οι οικισμοί με πληθυσμό άνω των 5.001 κατοίκων, βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής τον πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928, τ. II, Αθήναι 1932 και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 1992, σ. 165.

Page 20: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αυτό παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας και του Πειραιά. Από 60.000 κατοίκους που έχει το συγκρότημα το 1870, οι οποίοι αποτελούν το 4 % επί του συνολικού πληθυσμού, φθάνει τους 453.000 το 1920, δηλαδή το 8,19 % επί του συνολικού πληθυσμού.

Κατά το ίδιο διάστημα αυξάνεται ο πληθυσμός των πόλεων που χαρακτη-ρίζονται ως θαλάσσιοι κόμβοι εξαγωγής αγροτικών προϊόντων της ενδοχώρας. Η Πάτρα που εξάγει σταφίδα, από 16.000 κατοίκους (1 % επί του εθνικού πληθυσμού) το 1870, φθάνει τους 30.000 (1 ,03%) το 1920. Τις ίδιες χρονιές αντίστοιχα, η Καλαμάτα που εξάγει σταφίδα, λάδι και σύκα, από 11.000 κα-τοίκους (0 ,4% επί του εθνικού πληθυσμού), φθάνει τους 20.000 (0 ,4%). Ο Βόλος που εξάγει δημητριακά και καπνό, από 11.000 (0 ,4% επί του συνολι-κού πληθυσμού) το 1889 (μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα), το 1920 φθάνει τους 30.000 κατοίκους (0 ,6%). Παρά το γεγονός ότι ο πλη-θυσμός των πόλεων αυτών αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς, παρατηρούμε ότι σε ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού παραμένει στάσιμος, με εξαίρεση το Βόλο. Οι μεταποιητικές μονάδες του Βόλου —κλωστήρια, αλευρόμυλοι, καπνα-ποθήκες, καπνεργοστάσια— αποτελούν πόλο έλξης για τους κατοίκους της θεσ-σαλικής ενδοχώρας.

Στην Ερμούπολη της Σύρου, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, η οποία αποτέλεσε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα το κυριότερο αστικό κέντρο μετά την Αθήνα,2 παρατηρείται το φαινόμενο της συρρίκνωσης του πληθυσμού από 21.000 κατοίκους (1 ,4% επί του συνολικού πληθυσμού) το 1870, σε 19.000 (0 ,4%) το 1920. Οι κυριότερες αιτίες της παρακμής της είναι ο εκτοπισμός της ιστιοφόρου ναυτιλίας από την ατμοκίνητη, η διακοπή των εμπορικών συ-ναλλαγών με τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μ. Ασία, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου το 1893 και η ανάπτυξη της Αθήνας και του Πειραιά.3

Τα στοιχεία μας δίνουν την εικόνα συγκέντρωσης του πληθυσμού στις πό-λεις: η διαδικασία αυτή συντελείται με ιδιαίτερη ταχύτητα στο συγκρότημα της πρωτεύουσας, ενώ τα υπόλοιπα εμπορικά-μεταποιητικά κέντρα εξελίσσονται

2. Για την ανάπτυξη της Ερμούπολης βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη - Αγγελική Φενερλή, Ερμούπολη - Σύρος. Ιστορικό οδοιπορικό, Ερμούπολη - Αθήνα 1999.

3. Για την εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην Ερμού-πολη βλ. Τιμολέων Αμπελάς, Ιστορία της νήσου Σύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς, Ερμούπολη 1874 (ανατύπωση Χρ. Α. Καλημέρης, Ερμούπολη 1998)" Emile Y. Kolodny, «Ερμούπολις - Σύρος. Γέννησις και εξέλιξις μιας ελληνικής νησιωτικής πό-λεως», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Η' (1969-1970), σ. 249-286" Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1986, σ. 84-98· Βασίλης Καρδάσης, Σύρος. Σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου (1832-1857), Αθήνα 1987" Χρήστος Λούκος, «Μια ελληνική πόλη σε παρακμή: η Ερμούπολη το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα», Νεοελληνική πάλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β', Αθήνα 1985, σ. 591-601.

Page 21: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

με μεγάλη βραδύτητα ή περνάνε στη διαδικασία της πληθυσμιακής μείωσης. Ας περάσουμε τώρα στην εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού, προκειμένου να

ανιχνεύσουμε τη συμμετοχή των γυναικών στο σχηματισμό του εργατικού δυ-ναμικού στις πόλεις.

2. Η Ε Ξ Ε Λ Ι Ξ Η Τ Ο Υ Ε Ν Ε Ρ Γ Ο Υ Π Λ Η Θ Υ Σ Μ Ο Υ

Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση των ποσοτικών στοιχείων για την εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού, οι παρακάτω διευκρινίσεις θεωρούνται αναγκαίες.

Καταρχάς οι επίσημες απογραφές του ενεργού πληθυσμού περιλαμβάνουν άτομα ηλικίας 10 ετών και άνω. Μέχρι το 1907 οι απογραφές δεν απεικονί-ζουν τη διάρθρωση του ενεργού πληθυσμού κατά φύλο. Η καταγραφή του ενερ-γού πληθυσμού κατά επαγγέλματα διέφερε από απογραφή σε απογραφή τόσο ως προς την επαγγελματική κατηγορία που υπαγόταν το καθένα από αυτά όσο και ως προς το αντικείμενο του επαγγέλματος, το οποίο δεν καθορίζεται σα-φώς και με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις απογραφές.

Ο παρακάτω πίνακας θα μας βοηθήσει να σχολιάσουμε την εξέλιξη του γυναικείου ενεργού πληθυσμού από το 1907 έως το 1920.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Διαχρονική εξέλιξη του οικονομικά ενεργού πληθυσμού κατά φύλο (1907,1920)

Φύλο Ολικός πληθυσμός Ενεργός πληθυσμός Ποσοστό %

Έτος 1907 Άνδρες 1.324.942 678.718 92,25 Γυναίκες 1.307.010 57.052 7,75 Σ ύ ν ο λ ο 2.631.952 735.770 100,00 Έτος 1920*

Άνδρες 2.497.870 1.391.104 86,40 Γυναίκες 2.523.920 219.188 13,60 Σ ύ ν ο λ ο 5.021.790** 1.610.286 100,00

* Το 1920 έχουν ήδη προσαρτηθεί η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος, η Κρήτη, τα νησιά του ΒΑ. Αιγαίου με την Ίμβρο και την Τένεδο.

* * Μεταγενέστεροι υπολογισμοί: Άνδρες 2.495.316+Γυναέκες 2.521.573 = 5.016.889. Πηγή: Ε . Μακρής, Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός και η απασχόλησις αυτού, Σ τ α τ ι -

στικαί μελέται 1821-1971, Αθήνα 1972, σ. 208.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των απογραφών έχουμε αύξηση του συνο-λικού πληθυσμού από το 1907 ως το 1920 κατά 91 % και αύξηση του ενεργού

Page 22: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γού πληθυσμού κατά 218%. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση της εδαφι-κής έκτασης της χώρας, η οποία συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση του πλη-θυσμού. Πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι κατά το διάστημα της πο-λεμικής περιόδου 1912-1922 σημειώνονται μετακινήσεις και ανταλλαγές πλη-θυσμών. Στην Ελλάδα καταφθάνουν Έλληνες από την Τουρκία, τη Βουλγαρία και τη Ρωσία. Ειδικότερα ο υπερδιπλασιασμός του ενεργού πληθυσμού μπο-ρεί, νομίζω, να αποδοθεί στο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από η ς προσαρτηθείσες περιοχές (Μακεδονία, Θράκη) και οι εξ ανταλλαγών αφιχθέντες πρόσφυγες απασχολούνται αφενός στον τομέα της μεταποίησης και αφετέρου στη διεύρυνση της ομάδας των «παραγωγικών ηλικιών».

Το γυναικείο ποσοστό στον ενεργό πληθυσμό από 7 ,75% που ήταν το 1907, φθάνει στα 13 ,60% το 1920. Η αύξηση του γυναικείου ενεργού πληθυ-σμού συνδέεται με τη διεύρυνση της γυναικείας συμμετοχής στην παραγωγή.

3. ΟΙ Α Π Ο Γ Ρ Α Φ Ε Σ Α Π Ε Ι Κ Ο Ν Ι Ζ Ο Υ Ν Τ Η Ν Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α Σ Τ Η Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Α - Β Ι Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

Στο χρονικό πλαίσιο της μελέτης μου αξιοποίησα τα στοιχεία των απογραφών του 1870 και του 1907, καθώς και αυτά της απογραφής βιοτεχνικών και βιο-μηχανικών επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκε το 1920. Διαπίστωσα ότι για την αριθμητική αποτίμηση της γυναικείας εργασίας υπάρχουν δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία οφείλονται άλλοτε στην ελλιπή καταγραφή των ποσοτι-κών στοιχείων και άλλοτε στην αδυναμία σύγκρισης μεταξύ των απογραφών.

Καταρχάς ένας μεγάλος αριθμός εργαζόμενων γυναικών διαφεύγει από τις στατιστικές. Πρόκειται για γυναίκες, κόρες και συζύγους των εργοδοτών, αλλά και για άλλες που εργάζονται «ατύπως» χωρίς να έχουν σχέση μισθωτής εργασίας. Η κατ' οίκον εργασία δεν καταγράφεται στις στατιστικές. Οι πηγές σιωπούν για τις γυναίκες που απασχολούνται εποχιακά ή γι ' αυτές που για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους ασκούν ταυτόχρονα δύο επαγγέλματα. Η σιω-πή των πηγών αναφορικά με την παράθεση ποσοτικών στοιχείων για τις εργα-ζόμενες γυναίκες δεν είναι ελληνικό φαινόμενο- ακόμη και στην Αγγλία, στη χώρα όπου η γυναικεία εργασία γνωρίζει τη μεγαλύτερη εξάπλωση, η κατα-γραφή τους είναι ελλιπής.4

Ως προς τη σύνθεση του γυναικείου ενεργού πληθυσμού κατά κλάδους δρα-στηριότητας, από τις απογραφές μπορούμε να αντλήσουμε μόνο κάποιες ενδει-κτικές πληροφορίες, γιατί, όπως σημειώσαμε παραπάνω, κάθε φορά χρησιμοποιούνται

4. Για τα αγγλικά δεδομένα, βλ. Peter Hennock, Fit and Proper Persons: Ideal and Reality in Nineteenth Century Local Government, Λονδίνο 1973.

Page 23: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ποιούνται διαφορετικά κριτήρια κατάταξης του πληθυσμού στις ποικίλες κα-τηγορίες επαγγελμάτων. Από τον Πίνακα 2, ο οποίος μας δίνει από τις απο-γραφές του 1907 και του 1920 τον πληθυσμό άνω των 10 ετών κατά φύλο και κατά κλάδο δραστηριότητας, θα αντλήσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενώ στην απογραφή του 1907 οι γυναίκες που απασχολούνται στη «Γεωργία - Κτη-νοτροφία» και «Θήρα - Αλιεία» είναι 6.992, στην απογραφή του 1920 φθάνουν τις 108.775. Είναι φανερό ότι η διόγκωση της γυναικείας απασχόλησης στους τομείς αυτούς οφείλεται στα διαφορετικά κριτήρια κατάταξης ανάμεσα στις δύο απογραφές. Στην απογραφή του 1907 καταγράφονται μόνο οι γυναίκες που απασχολούνται με σχέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ στην απογραφή του 1920 οι κατηγορίες αυτές περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό γυναικών που οι γεωρ-γικο-κτηνοτροφικές δραστηριότητές τους εντάσσονται στο πλαίσιο των οικια-κών καθηκόντων τους.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Κατανομή του πληθυσμού άνω των 10 ετών κατά φύλο και κλάδο δραστηριότητας, 1907 και 1920

Σύνολο Άνδρες Γυναίκες

1907 Γεωργία/Κτηνοτροφία 331.660 324.682 6.978 Αλιεία 5.870 5.856 14 Ορυχεία 4.365 4.325 40 Βιομηχανία 123.561 102.853 19.708 Μεταφορές 87.624 83.497 4.127 Πίστη 3.394 3.374 20 Εμπόριο 72.793 71.904 889 Προσωπικές Υπηρεσίες 33.862 14.404 19.458 Ελευθέρια Επαγγέλματα 31.580 26.435 5.145 Δημόσιες Υπηρεσίες 32.376 32.231 145 Χωρίς προσδιορισμό

Άνευ επαγγέλματος 40.610 31.283 9.327 Χωρίς προσδιορισμό

Άνευ επαγγέλματος 1.146.416 251.931 894.485 Σ ύ ν ο λ ο 1.914.111 953.775 960.336 1920 Γεωργία/Κτηνοτροφία 914.504 805.896 108.608 Αλιεία 11.810 11.643 167 Ορυχεία 8.516 7.623 893 Βιομηχανία 293.210 234.558 58.652 Μεταφορές 78.178 77.038 1.140 Πίστη 9.565 8.909 656 Εμπόριο 131.887 128.624 3.263 Προσωπικές Υπηρεσίες 52.096 19.414 32.682 Ελευθέρια Επαγγέλματα 61.767 50.978 10.789 Δημόσιες Υπηρεσίες 48.753 46.421 2.332 Χωρίς προσδιορισμό

Άνευ επαγγέλματος 123.391 99.151 24.240 Χωρίς προσδιορισμό

Άνευ επαγγέλματος 2.184.333 432.401 1.751.932 Σ ύ ν ο λ ο 3.918.010 1.922.656 1.995.354

Πηγή: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας (ΥΕΟ), Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος ( Γ Σ Υ Ε ) , Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1930, σ. 75.

Page 24: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Από τον Πίνακα 2 παρατηρούμε ότι το 1907 οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 1 6 % του συνόλου των εργαζομένων στον τομέα της βιομηχανίας - βιοτε-χνίας, ενώ το 1920 το ποσοστό είναι 2 0 % .

Ως προς την αναλογία των εργατριών σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό (βλ. και Πίνακα 1) παρατηρούμε τα εξής: το 1907 οι εργάτριες αντιπροσω-πεύουν μόλις το 0 , 7 5 % επί του συνολικού πληθυσμού, ενώ το 1920 το ποσο-στό αυξάνεται και φθάνει περίπου στο 1 ,17%. Αριθμητικά-ποσοτικά η παρου-σία της εργάτριας γίνεται ελάχιστα αντιληπτή στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας.

Βρισκόμαστε στις απαρχές ενός κοινωνικού φαινομένου που δημιουργεί ποικίλες αντιδράσεις: σε μία παραδοσιακή κοινωνία με κυρίαρχο, ακόμα και στις νεοσύστατες πόλεις, τον αγροτικό χαρακτήρα και το πολύ πρόσφατο οθω-μανικό παρελθόν εμφανίζονται οι εργάτριες.

Μετά από αυτή τη γενική παρουσίαση, ας δούμε τα ποσοτικά στοιχεία που μας δίνει για τη γυναικεία απασχόληση στη βιομηχανία - βιοτεχνία η κάθε απογραφή ξεχωριστά.

4. Η Α Π Ο Γ Ρ Α Φ Η Τ Ο Υ 1870

Στην απογραφή του 1870 καταγράφονται για πρώτη φορά εργάτριες. Συγκε-κριμένα, σε σύνολο 556.507 ατόμων που δηλώνουν επάγγελμα, έχουμε 22.665 εργάτες, 5.735 εργάτριες και 1.437.026 άτομα συνολικό πληθυσμό. Ο αριθμός των εργατριών αντιπροσωπεύει το 1 , 0 3 % του πληθυσμού που δηλώνει επάγ-γελμα και το 0,40 % του πληθυσμού ολόκληρης της χώρας. Η εικόνα που προ-κύπτει από την απογραφή είναι γενική και ατελής, γιατί δεν μας δίνει την κατά κλάδο απασχόληση των γυναικών.5 Έ τ σ ι , δεν είμαστε σε θέση να εντο-πίσουμε αν στην κατηγορία «εργάτριες» καταγράφηκαν μόνο οι εργάτριες των εργοστασίων και των εργαστηρίων και όχι και οι γυναίκες οι οποίες εκτελού-σαν γεωργικές εργασίες που συγχέονταν με τις βιομηχανικές, όπως για παρά-δειγμα η βομβυκοτροφία.

Πριν εστιάσουμε την προσοχή μας στην απογραφή του 1907, θα ήθελα να δώσω την πρώτη σαφή εικόνα της γυναικείας απασχόλησης στα ατμοκίνητα βιομηχανικά καταστήματα της χώρας, έτσι όπως καταγράφεται από έναν από τους σημαντικούς παράγοντες του δημόσιου βίου εκείνης της εποχής, τον Αλέ-

5. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον πρόλογο της απογραφής γίνεται μνεία για τις δυ-σκολίες της κατάταξης ορισμένων επαγγελμάτων. Βλ. Υπουργείον Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1870, Αθήνα 1872.

Page 25: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Αλέξανδρο Μανσόλα,6 το 1875. Αν και δεν πρόκειται για απογραφή, θεωρώ σκό-πιμο στο σημείο αυτό να τη σχολιάσω, δεδομένου ότι ο Αλέξανδρος Μανσό-λας, λόγω της δημόσιας θέσης που κατέχει, έχει τη δυνατότητα να αποδώσει με έγκυρο τρόπο την εικόνα της εργάτριας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Εργαζόμενοι στα ατμοκίνητα βιομηχανικά καταστήματα, 1875

Είδος βιομηχανίας Αγόρια Άνδρες Κορίτσια Γυναίκες Σύνολο

Βαμβακοκλωστήρια 234 243 161 447 1.085 Μεταξουργεία — 50 304 515 869 Αλευρόμυλοι 52 755 — 8 815 Ελαιοτριβεία 6 196 — — 202 Μηχανουργεία 128 215 — 343 Βυρσοδεψεία 90 696 — — 786 Εκκοκιστήρια 24 91 — 21 136 Υφαντήρια 9 45 — 184 238 Μεταλλουργεία — 1.904 — — 1.904 Μεταλλευτικά εργοστάσια — 318 — — 318

Θειωρυχεία 2 70 — — 72 Αγγειοπλαστεία 15 80 13 6 114 Υαλουργεία 29 108 26 34 197 Οινοποιεία — 35 — 6 41 Πνευματοποιεία 4 18 — — 22 Σαπωνοποιεία 1 11 — 2 14 Πυριτιδοποιεία 7 21 — — 28 Διάφορα 28 104 20 7 159 Σ ύ ν ο λ ο 629 4.960 524 1.230 7.343

Πηγή: Αλέξανδρος Μανσόλας, Απογραφικοί πληροφορίαι περί των εν Ελλάδι ατμοκίνη-των βιομηχανικών καταστημάτων, Αθήνα 1876, σ. 44.

Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τα όρια των ηλικιών ανάμεσα στα αγόρια και τους άνδρες, καθώς και ανάμεσα στα κορίτσια και τις γυναίκες. Δεν υπάρ-χει δυνατότητα καθορισμού, με βάση τις εν λόγω απογραφικές πληροφορίες για εκείνη την εποχή, της «ηλικίας της νεότητος» και διαχωρισμού της τόσο από την παιδική όσο και από την ώριμη ηλικία. Επιπλέον, δεν μπορούμε

6. Ο Αλέξανδρος Μανσόλας διατέλεσε τμηματάρχης και διευθυντής υπουργείου, αντι-πρόσωπος της Ελλάδας σε ευρωπαϊκά συνέδρια και εκθέσεις, γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της Διεθνούς Εκθέσεως των Παρισίων, γενικός διευθυντής Ταχυδρομείων - Τη-λεγράφου, βασιλικός επίτροπος στην Εθνική Τράπεζα το 1875, μέλος της Επιτροπής επί της Εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας και το 1884 αντιπρόεδρος στην «επί των Ολυμ-πίων και των Κληροδοτημάτων» Επιτροπή.

Page 26: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

να εξακριβώσουμε την ηλικία εισόδου των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Από τον παραπάνω πίνακα γίνεται ορατή η είσοδος των γυναικών στον

κόσμο της μισθωτής εργασίας. Τα κορίτσια απαρτίζουν το 7,13 % και οι γυ-ναίκες το 16,75 % του συνόλου των εργαζομένων στη βιομηχανία. Από το σύ-νολο των εργαζομένων γυναικών και κοριτσιών το 46 ,46% εργάζεται στα με-ταξουργεία και το 3 4 , 6 6 % στα βαμβακοκλωστήρια.

5. Τ Α Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Α Ε Π Α Γ Γ Ε Λ Μ Α Τ Α Σ Τ Η Ν Α Π Ο Γ Ρ Α Φ Η Τ Ο Υ 1907

Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΥ

Στην απογραφή του 1907 καθορίζεται για πρώτη φορά λεπτομερώς η επαγ-γελματική διάρθρωση του πληθυσμού.7 Τα επαγγέλματα χωρίζονται σε 12 κατηγορίες. Η τέταρτη (Δ) κατηγορία «Βιοτεχνία», η οποία έχει ως υπότιτλο «Βιομηχανία, χειροτεχνία, χειρωνακτική», περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθ-μό εργατών. Ε κ πρώτης όψεως το γεγονός ότι η λέξη «Βιομηχανία» εμφανί-ζεται ως υπότιτλος και όχι ως τίτλος αυτής της κατηγορίας, φανερώνει την κυ-ριαρχία της παραδοσιακής βιοτεχνικής - οικοτεχνικής επιχείρησης.8 Σ τ η «Βιο-τεχνία» καταγράφονται 189.442 πρόσωπα, εκ των οποίων 165.618 είναι άν-δρες και 23.824 γυναίκες. Παρόλο που η κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε 97 κλάσεις (υποκατηγορίες επαγγελμάτων), αρκετές από αυτές περιλαμβάνουν περισσότερα από ένα επαγγέλματα. Έτσι, δεν διαθέτουμε ποσοτικά στοιχεία για τις επιμέρους επαγγελματικές υποδιαιρέσεις. Γ ια παράδειγμα, η κλάση «υφανταί, εριουργοί, φλανελλοποιοί, ταπητουργοί, μεταξουργοί, νηματουργοί, ξάνται» περιλαμβάνει πολλά επαγγέλματα, χωρίς να μας δίδονται ξεχωριστά για το καθένα αριθμοί.

Ας σημειωθεί ότι στην κατηγορία «Βιοτεχνία» περιλαμβάνονται οι κλά-σεις/υποκατηγορίες: «Βιομήχανοι άνευ μνείας ειδικότητος» με 2.132 άνδρες και 1.432 γυναίκες και «Χειρώνακτες άνευ μνείας ειδικότητος» με 48.723 άν-δρες και 4.057 γυναίκες. Όσον αφορά τις γυναίκες, αυτό σημαίνει ότι σε πο-σοστό 23 % επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών δεν προσδιορίζεται η επαγγελματική ειδικότητα (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 1). Ασφαλώς σ' αυτές τις κλάσεις εντάσσονται και γυναίκες που εξασφαλίζουν το μεροκάματο δου-λεύοντας εδώ κι εκεί, σε εποχικές, ακόμα και σε ευκαιριακές εργασίες χωρίς ειδίκευση.

7. Στις προηγούμενες απογραφές του 1861 και του 1870 αναγραφόταν το επάγγελμα χωρίς να καθορίζονται επί μέρους επαγγελματικές κατηγορίες.

8. Βλ. Στάθης Τσοτσορός, Η συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939), τ. Α', Αθήνα 1993, σ. 90.

Page 27: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Στην απογραφή του 1907, όσον αφορά τις γυναίκες, τα παραδοσιακά -χειροτεχνικά επαγγέλματα, ιδίως αυτά που σχετίζονται με τη «βελόνα», κυ-ριαρχούν. Έχουμε γυναίκες που ασχολούνται με την υφαντική, την καλαθοπλε-κτική, τη δικτυοπλεκτική, την κεντητική και τη χρυσοκεντητική.

Τα υψηλότερα ποσοστά της γυναικείας απασχόλησης σε σχέση με την συ-νολική γυναικεία απασχόληση στη «Βιοτεχνία» συγκεντρώνονται στις παρακά-τω επαγγελματικές κατηγορίες (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 1): — Ράπται, κατασκευασταί ασπρορούχων, λαιμοδετών,9 ρινομάκτρων 42,49 % — Υφανταί, εριουργοί, φλανελλοποιοί, ταπητουργοί, μεταλλουργοί, νηματουργοί,

ξάνται 16 ,53% — Πλέκται, κεντηταί, χρυσοποικιλταί, κατασκευασταί περικνημίδων 3 , 9 5 % — Πιλοποιοί 3 , 7 0 % — Καπνοκόπται, καπνοσυσκευασταί, σιγαροποιοί, καφεκόπται, κατασκευασταί

ταμβάκου 3,13 %. Όσον αφορά τη γεωγραφική συγκέντρωση της γυναικείας απασχόλησης

(βλ. Παράρτημα, Πίνακας 2), η επαρχία Αττικής (συγκρότημα Αθηνών-Πει-ραιώς) συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου, δηλαδή 40,9 %, ακολουθούν η επαρχία Ζακύνθου με 4 ,39%, Πατρών με 4 , 3 1 % και Κερκύρας με 3,7 %. Τα χαμηλότερα ποσοστά στη γυναικεία απασχόληση παρουσιάζουν οι επαρχίες Μεγαλοπόλεως (0 ,08%) και Παξών (0 ,05%).

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι επιβάλλεται να μιλήσουμε διεξοδικότερα για τις δύο κατηγορίες που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης.

Όπως είδαμε παραπάνω, στην επαγγελματική υποκατηγορία «ράπται, κα-τασκευασταί ασπρορούχων, λαιμοδετών, ρινομάκτρων» έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης. Συγκεκριμένα απασχολούνται 10.124 γυναί-κες και 8.145 άνδρες, δηλαδή η κατά φύλο συμμετοχή σε ποσοστά είναι 5 5 , 4 2 % και 4 4 , 5 8 % αντιστοίχως (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 3).

Από τον Οδηγό της Ελλάδος 1905-1906 του Νικολάου Ιγγλέση1 0 ση-μειώνουμε ότι τα πρόσωπα που ασχολούνται με τη ραπτική διαχωρίζονται ως εξής, ανάλογα με το είδος της ενδυμασίας που κατασκευάζουν: — φραγκοράπτες, δηλαδή ράπτες ανδρικών «ευρωπαϊκών» ενδυμάτων — ελληνοράπτες, αυτοί που ράβουν ελληνικές φορεσιές — ράπτες ιερών ενδυμάτων

9. Το 1884 κατασκευάζεται ο πρώτος εγχώριος λαιμοδέτης. Το 1894 λειτουργούν στην Αθήνα δύο μεγάλα καταστήματα που παράγουν και πωλούν εγχώριους λαιμοδέτες. Το ένα, του Κασδόνη, στην οδό Σταδίου και το άλλο, του Σταθόπουλου, στην οδό Αιόλου. Στα δύο αυτά καταστήματα απασχολούνται συνολικά 50 κορίτσια" βλ. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Η λαιμοδετοποιία», Το Άστυ, αρ. 1157, 13-2-1894.

10. Νικόλαος Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος 1905-1906.

Page 28: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

— ράπτες στρατιωτικών ενδυμάτων — μοδίστρες, που ασχολούνται με την ραπτική των γυναικείων ενδυμάτων

σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό συρμό. Ο Οδηγός της Ελλάδος του Νικολάου Ιγγλέση δεν μας διαφωτίζει για το

πώς και από ποιους συγκεκριμένα κατασκευάζεται η ελληνική φορεσιά. Προ-φανώς γιατί στα αστικά κέντρα, από τα οποία αντλεί το αναγνωστικό κοινό του ο Οδηγός, οι γυναίκες κυκλοφορούν καθημερινές και γιορτές με ευρωπαϊκά ρούχα. Παρόλα αυτά, σχεδόν σε όλα τα σπίτια των μεγάλων ελληνικών πό-λεων μπορεί και σήμερα ακόμα να βρει κανείς φυλαγμένη στην κασέλα μια φορεσιά ή έστω τμήματα μιας φορεσιάς11 η οποία μεταβιβάζεται ως κειμήλιο από τη μητέρα στην κόρη της οικογένειας.

Οι γυναίκες με σχέσεις μισθωτής εργασίας δουλεύουν είτε στα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων (κατασκευάζουν ανδρικά παντελόνια) και στα λαιμοδετο-ποιεία, είτε στα ατελιέ μοδιστρικής. Όσον αφορά την κατασκευή ασπρορούχων, αυτή είναι κατ' εξοχήν γυναικείο επάγγελμα.

Οι περιοχές στις οποίες υπερισχύουν οι άνδρες που ασχολούνται με την ραπτική είναι η επαρχία Καλαμπάκας με ποσοστό 98 ,70%, η επαρχία Φαρσά-λων με 95,80 %, η επαρχία Καρδίτσης με 95,50 % και η επαρχία Ευρυτανίας με 92,75 %. Η συντριπτική υπεροχή των αντρών-ραπτών έναντι των γυναικών-μοδιστρών στην απογραφή υποδηλώνει ότι στις περιοχές αυτές οι άντρες και κυρίως οι γυναίκες στην πλειοψηφία τους εξακολουθούν να ντύνονται με την παραδοσιακή φορεσιά.

Το φαινόμενο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί με γεωγραφικούς και πολιτιστι-κούς όρους. Οι περιοχές αυτές ανήκουν στο κεντρικό συγκρότημα της ηπειρω-τικής Ελλάδας. Η επικοινωνία, εξαιτίας της απόστασης τους από τη θάλασσα, εξασφαλίζεται μόνο μέσω ενός ατελούς οδικού δικτύου. Έ τ σ ι , η διείσδυση του ευρωπαϊκού-δυτικού τρόπου ζωής και των πολιτιστικών φαινομένων που τον συνοδεύουν, όπως είναι η ενδυμασία, καθίσταται δυσχερής. Όσον αφορά τους άνδρες, στην ηπειρωτική ενδοχώρα επικρατούν δύο τύποι ενδυμασίας: η παρα-δοσιακή φορεσιά και αυτός που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νόθο τύπο» ενδυμασίας. Στον τελευταίο η φουστανέλα έχει αντικατασταθεί με το «φράγκι-κο» παντελόνι.

11. Οι περισσότερες φορεσιές αποτελούνται από τα εξής κομμάτια: 1) το πουκάμισο, 2) το καφτάνι, καβάδι, αντερί, σαγιά, γιουρντί, σιγκούνι (είδη φορέματος-πανωφοριού από μάλλινο υφαντό ύφασμα), 3) το φουστάνι, τσούκνα (είδη φορέματος με ή χωρίς μέση), 4) το ζωνάρι, τη ζώνη και την ποδιά, 5) το κοντογούνι, γιλέκι (είδη κοντής με ή χωρίς μανίκια ζακέτας), 6) τα διάφορα εσώρουχα και μικροεξαρτήματα, 7) τα πολύπλοκα κεφαλοκαλύμ-ματα και κεφαλοδέματα, 8) τα στολίδια-κοσμήματα, 9) τις κάλτσες και τα παπούτσια. Βλ. Ιωάννα Παπαντωνίου, «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά 1 (1978), σ. 7.

Page 29: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Οι διαδικασίες για τη μετατροπή της ενδυμασίας ακολουθούν την ίδια τρο-χιά με τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που ξεκινούν με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Όμως δεν θα πρέπει να υποβαθμίσουμε και το ρόλο της μετανάστευσης στην αλλαγή των ενδυματολογικών συνηθειών. Οι μετανά-στες στέλνουν από το Νέο Κόσμο στους συγγενείς τους παλαιά ρούχα, τα απο-φόρια τους, και καινούργια ή επιστρέφοντας πίσω στην πατρίδα τους φορούν δυτικά ρούχα. Μερικά χρόνια μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων μια άλλη ενδυματολογική εικόνα εμφανίζεται με τα στρατιωτικά ενδύματα, τις χλαί-νες, τα σακάκια και τα παντελόνια που φορούν μέχρι να λιώσουν οι απόστρατοι.

Οι ραφτάδες της ανδρικής παραδοσιακής φορεσιάς ανήκαν στα οικογενεια-κά επαγγέλματα των ανδρικών μελών της οικογένειας. Η πελατεία τους κατά γεωγραφική περιφέρεια ήταν κληρονομική. Από την τάξη των ραφτάδων προ-ήλθαν οι «φραγκοράφτες». Επειδή στις ορεινές περιοχές η πελατεία των ρα-φτάδων ήταν συγκεκριμένη και δεν σημειωνόταν αύξηση της ζήτησης ώστε να χρειάζονται περισσότερα χέρια, η κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας παρέ-μεινε ανδρικό επάγγελμα.

Όσον αφορά την κατασκευή της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς, δεν ακολουθείται ένας ενιαίος κανόνας. Πρώτον, γιατί οι φορεσιές διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Δεύτερον, γιατί η κάθε φορεσιά, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελείται από πολλά κομμάτια, το καθένα από τα οποία απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις κοπτικής, ραπτικής, κεντητικής και διαφορετικών ειδών υφάσματα (βαμβακερό, λινό, μάλλινο). Στ ις περισσότερες περιοχές το πουκάμισο, που αποτελεί τη βάση της γυναικείας φορεσιάς και εφάπτεται στο σώμα, το ρά-βουν στα χωριά οι ίδιες οι γυναίκες που το φορούν, ενώ στα αστικά κέντρα και αργότερα στα μεγάλα χωριά οι γυναίκες το αγοράζουν από τους πλανό-διους πραματευτάδες. Επειδή το πουκάμισο δεν εφαρμόζει στο σώμα, μπορεί εύκολα η κατασκευή του να εμπορευματοποιηθεί. Συνήθως το πουκάμισο είναι από βαμβακερό ύφασμα. Οι «επενδύτες» που φοριούνται πάνω από το πουκά-μισο συνήθως έχουν ραφτεί και κεντηθεί από άνδρες, ειδικούς τεχνίτες. Η κα-τασκευή του «φορέματος» γίνεται άλλοτε από άνδρες ράπτες και άλλοτε από γυναίκες ράπτριες, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή.12

Οι περιοχές της Ελλάδας που έχουν πρόσβαση στη θάλασσα και παρου-σιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικείας συμμετοχής στα επαγγέλματα της ραπτικής είναι: οι Κυκλάδες (Επαρχίες Θήρας 73 ,63%, Μήλου 72 ,22%, Νά-ξου 6 8 % , Σύρου 54 ,60%) , τα Ιόνια Νησιά (Επαρχίες Κραναίας 9 1 , 2 5 % , Ζα-κύνθου 9 0 , 4 1 % και Πάλης 89 ,04%) και η Πελοπόννησος (Επαρχίες Επιδαύ-ρου Λιμηράς 83,33 %, Αιγιαλείας 73,66 %, Οιτύλου 70,09 %, Πατρών 68,35 %).

12. Για την περιγραφή και τον τρόπο κατασκευής του κάθε τμήματος της ελληνικής φορεσιάς βλ. Ιωάννα Παπαντωνίου, ό.π., σ. 5-84.

Page 30: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Πραγματικά, η εικόνα που διαμορφώνουμε από την απογραφή του 1907 για τα επαγγέλματα της ραπτικής μας αποκαλύπτει τη διαίρεση του ελληνι-κού χώρου: σε παράλιες πόλεις και στην ηπειρωτική ενδοχώρα. Βρισκόμαστε σ' ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο η παραδοσιακή ελληνική φορεσιά αντι-καθίσταται σιγά-σιγά από την ευρωπαϊκή. Η ευρεία είσοδος των γυναικών στα επαγγέλματα της ραπτικής και της μοδιστρικής είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ταχύτητα με την οποία ενσωματώνεται στην ελληνική κοινωνία η δυτική-ευρωπαϊκή ενδυμασία.

Ας περάσουμε στη δεύτερη κατά σειρά υποκατηγορία επαγγελμάτων που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης. Στην υποκατη-γορία «υφανταί, εριουργοί, φ λ α » π ο ι ο ί , ταπητουργοί, μεταξουργοί, νηματουρ-γοί, ξάνται» καταγράφονται 2.050 άνδρες και 3.939 γυναίκες, ποσοστά 34,23 % και 65,77% αντιστοίχως (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 4).

Διαπιστώνουμε μελετώντας την υποκατηγορία αυτών των επαγγελμάτων ότι είναι συγκεχυμένη η εικόνα της γυναικείας απασχόλησης. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν καθορίζεται αριθμητικά η γυναικεία συμμετοχή σε κάθε κλάδο της υποκατηγορίας ξεχωριστά και στο ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με σα-φήνεια ποιες από τις γυναίκες δουλεύουν ως εργάτριες στα εργοστάσια υφαν-τουργίας και ποιες στις μικρές βιοτεχνίες και οικοτεχνίες που είναι διάσπαρτες στην ελληνική ύπαιθρο.

Τα μεγαλύτερα ποσοστά επί του συνόλου της γυναικείας απασχόλησης στην υποκατηγορία των επαγγελμάτων της υφαντικής παρουσιάζονται στην επαρχία Αττικής (69,20%), στην επαρχία Ζακύνθου (11,22%) και στην επαρ-χία Σύρου (6,98%).

Ας σημειωθεί ότι υπάρχουν πόλεις στην ελληνική ύπαιθρο που φημίζονται για τα προϊόντα υφαντικής τους. Αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: το Αγρίνιο, το Μεσολόγγι, τα Φάρσαλα, τα Τρίκαλα, τα χωριά του Πηλίου παράγουν τέτοια προϊόντα. Στην Πελοπόννησο η Τρίπολη έχει εργαστήρια φα-νελοποιίας και η Καλαμάτα εργαστήρια μεταξοϋφαντικής. Το επάγγελμα της υφαντικής στη Θεσσαλία, κυρίως στη Λάρισα, στον Τύρναβο, στα Τρίκαλα, καθώς και στα χωριά του Πηλίου, ασκείται από άνδρες.

Στους βιομηχανικούς κλάδους της μηχανουργίας, της χημικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας παραγωγής ενέργειας τα ποσοστά γυναικείας απασχόλη-σης είναι μηδαμινά.

Στο τοπίο των γυναικείων επαγγελμάτων που ιχνογραφεί η απογραφή του 1907 αποκαλύπτεται η συνύπαρξη της παραδοσιακής βιοτεχνίας-οικοτεχνίας, η οποία κυριαρχεί στον κόσμο της υπαίθρου, με τις μεταποιητικές επιχειρήσεις των αστικών κέντρων.

Page 31: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

6. Η Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Η Α Π Ο Γ Ρ Α Φ Η Τ Ο Υ 1920

Σ τ η βιομηχανική απογραφή που πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1920 τα επαγγέλματα χωρίζονται σε κατηγορίες σύμφωνα με τους κλάδους παρα-γωγής. Η απογραφή αυτή μας παρέχει μια καλύτερη προσέγγιση των ποσο-τικών στοιχείων που αφορούν τους εργαζόμενους σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων, την ηλικία και την ιδιότητά τους στην επιχείρηση.

Το 1920 οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία-βιοτεχνία σύμφωνα με την απογραφή είναι 146.806 άτομα, δηλαδή 122.340 άνδρες και 24.466 γυναίκες (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 5). Ως προς τον αριθμό των γυναικών, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στην απογραφή δεν καταγράφονται οι γυναίκες που ασχολούνται με την κατ' οίκον εργασία. Για να εξετάσω αναλυτικότερα τη γυ-ναικεία απασχόληση κατά κλάδους παραγωγής και κατά μέγεθος επιχειρήσεων συνέταξα τον Πίνακα 4.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία κατά το έτος 1920

Κλάδοι Αριθμ. γυναικών %

Κατεργασία ορυκτών 246 1,01 Βιομηχανία καπνού 3.417 13,97 Βιομηχανία τροφίμων 3.229 13,20 Βιομηχανία δέρματος 964 3,94 Χημική βιομηχανία 490 2,00 Υφαντουργία 7.119 29,10 Βιομηχανία ενδυμάτων 6.000 24,54 Βιομηχανία χάρτου 1.548 6,33 Βιομηχανία ξύλου 951 3,89

Παραγωγή ενέργειας 39 0,16 Μεταλλουργία/Μηχανουργία 462 1,89 Σ ύ ν ο λ ο 24.466 100,00

Πηγή: Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-2-1920, Αθήνα 1926.

Παρατηρούμε ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών συγκεντρώνονται στον κλάδο της υφαντουργίας (29,10%). Ακολουθούν η βιομηχανία ενδυμάτων (24 ,52 )%,η βιομηχανία καπνού (13 ,97%) και η βιομηχανία τροφίμων (13 ,20%). Τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών παρατηρούνται στον κλάδο παραγωγής ενέργειας (0 ,16%). Τα στοιχεία αυτά μας επιτρέπουν να συμπε-ράνουμε ότι οι γυναίκες συγκεντρώνονται στους παραδοσιακούς κλάδους: στην υφαντουργία, τη βιομηχανία ενδυμάτων και στην κατεργασία αγροτικών προϊ-όντων (τρόφιμα, καπνός). Σ ' αυτό το σημείο είναι, νομίζω, σκόπιμο να υπεν-

Page 32: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υπενθυμίσω ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι προκάλεσαν την αύξηση των υφαντουργικών επιχειρήσεων και των μονάδων επεξεργασίας αγροτικοί προϊόντων. Το γρά-φημα που ακολουθεί μας βοηθά να δούμε με παραστατικό τρόπο τη συμμετοχή των γυναικών κατά κλάδους παραγωγής.

ΓΡΑΦΗΜΑ 1

Συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία, 1920

Πηγή: Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων, 1926.

Πριν περάσουμε στον καταμερισμό της γυναικείας απασχόλησης σε σχέση με το μέγεθος της επιχείρησης, ας δούμε στο παρακάτω γράφημα πώς κατα-νέμονται οι επιχειρήσεις ανάλογα με το μέγεθος τους στο χάρτη της ελληνι-κής βιομηχανίας.

Η μικρή βιοτεχνική επιχείρηση που απασχολεί 1 -5 άτομα καταλαμβάνει το 9 1 , 7 9 % του συνόλου των βιομηχανικών - βιοτεχνικών μονάδων, ακολουθούν οι μεσαίες επιχειρήσεις 6-25 ατόμων με ποσοστό 6 , 9 % επί του συνόλου και τέλος, οι μεγάλες που απασχολούν πάνω από 25 άτομα με ποσοστό 1,31%. Πραγματικά, είναι εμφανής η κυριαρχία της μικρής βιοτεχνίας. Πρόκειται για

Page 33: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΓΡΑΦΗΜΑ 2

Κατανομή των επιχειρήσεων στην ελληνική βιομηχανία κατά μέγεθος, 1920

1-5 άτομα

6-25 άτομα

25+ άτομα

Πηγή: ΓΣΥΕ, ό.π.

μονάδες έντασης εργασίας με ελάχιστες μηχανικές εγκαταστάσεις. Οι βιομη-χανίες-βιοτεχνίες τροφίμων κατέχουν την πρώτη θέση με ποσοστό 4 4 % επί του συνόλου των μικρών και 37 % των μεσαίων μονάδων, ενώ στις μεγάλες μονάδες η καπνοβιομηχανία κατέχει την πρώτη θέση με 2 0 % .

Με το παρακάτω γράφημα και με τη βοήθεια του Πίνακα 5 στο Παράρ-τημα θα δούμε πώς κατανέμεται η γυναικεία απασχόληση σε σχέση με το μέ-γεθος των επιχειρήσεων.

Διαπιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο αριθμό γυναικών συγκεντρώνουν οι με-γάλες επιχειρήσεις ( 2 5 + άτομα), δηλαδή ποσοστό 5 5 , 4 9 % επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών. Ενώ οι υπόλοιπες δύο κατηγορίες, αναφορικά με το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης, παρουσιάζουν μικρή απόκλιση μεταξύ τους.

Σ τ ι ς μεγάλες επιχειρήσεις τα μεγαλύτερα ποσοστά επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών τα συγκεντρώνει η υφαντουργία (44,72 %) και ακο-λουθεί η βιομηχανία καπνού (21 ,31%) .

Έπονται οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις (1-5 άτομα) που απασχολούν το 23,51 % επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών. Σ τ ι ς μικρές επιχει-ρήσεις οι γυναίκες εργάζονται στις βιοτεχνίες ενδυμάτων (44,95 %) και στη βιομηχανία τροφίμων (28 ,96%) .

Την τελευταία θέση καταλαμβάνουν οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (6-

Page 34: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΓΡΑΦΗΜΑ 3

Κατανομή της γυναικείας απασχόλησης κατά μέγεθος επιχείρησης, 1920

1-5 άτομα 6-25 άτομα 25+ άτομα

Πηγή: ΓΣΥΕ, ό.π., σ. 2-9.

25 άτομα) που απασχολούν το 21 % επί του συνόλου των εργαζομένων γυναι-κών. Στην κατηγορία αυτή οι γυναίκες απασχολούνται κυρίως στον κλάδο της βιομηχανίας ενδυμάτων (40 ,63%) , ακολουθεί η υφαντουργία (13 ,85%) και η βιομηχανία τροφίμων (13,27 %).

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να παραθέσω τα αντίστοιχα στοιχεία που αφορούν την ανδρική εργασία, προκειμένου ο αναγνώστης να διαπιστώσει τα αποτελέσματα του μηχανισμού συγκέντρωσης που προκύπτουν από την ανδρι-κή απασχόληση ως προς το μέγεθος των επιχειρήσεων.

Αντίθετα με την πλειοψηφία των εργαζόμενων γυναικών που συγκεντρώ-νεται, όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, στις μεγάλες επιχειρήσεις, το μεγαλύ-τερο ποσοστό των εργαζόμενων ανδρών (64 ,26%) απασχολείται στις επιχει-ρήσεις μικρού μεγέθους (1-5 άτομα). Οι μεγάλες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το μικρότερο ποσοστό (17 ,42%) των απασχολουμένων ανδρών. Ενώ οι μεσαίες (6-25 άτομα) συγκεντρώνουν ποσοστό 18,32 %.

Ας περάσουμε στη συνέχεια στη γεωγραφική συγκέντρωση της γυναικείας απασχόλησης. Ο Νομός Αττικής-Βοιωτίας συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσο-στό εργαζόμενων γυναικών, δηλαδή 3 9 , 0 9 % επί του συνόλου, και ακολουθεί ο Νομός Θεσσαλονίκης με ποσοστό 16 ,60%.

Μετά το σχολιασμό της γεωγραφικής συγκέντρωσης ας επιχειρήσουμε με τον Πίνακα 5 να εντοπίσουμε τις απασχολούμενες γυναίκες σε σχέση με την επαγγελματική τους ιδιότητα στην παραγωγή.

Ο μεγαλύτερος αριθμός των απασχολουμένων γυναικών στην ελληνική βιομηχανία εμφανίζεται ως «εργάτριες». Πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό 8 6 , 2 0 % που έχει σχέση μισθωτής εργασίας. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να παρα-

Page 35: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Επαγγελματική διάρθρωση των απασχολούμενων γυναικών στη βιομηχανία, 1920

Ιδιότητα Αριθμός /ο Κύριοι, αρχηγοί ή διευθύντριες 781 3,19 Μέλη της οικογένειας του εργοδότη 2.272 9,29 Υπάλληλοι 324 1,32 Εργάτριες 21.089 86,20 Σ ύ ν ο λ ο 24.466 100,00

Πηγή: Γ Σ Υ Ε , ό.π.

γνωρίσουμε το γεγονός ότι ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό (9,29 %) είναι μέλη της οικογένειας του εργοδότη. Οι γυναίκες εργοδότριες, που συγκεντρώνουν ποσο-στό 3 , 1 9 % , είναι συνήθως ιδιοκτήτριες εργαστηρίων ενδυμάτων.

Ας στραφούμε στη συνέχεια στην κατανομή του γυναικείου εργατικού δυναμικού σε σχέση με την ηλικία. Η απογραφή χωρίζει το εργατικό δυνα-μικό κατά φύλο σε 2 ομάδες σύμφωνα με την ηλικία: η πρώτη ομάδα περι-λαμβάνει αυτούς που είναι κάτω των 18 ετών και η δεύτερη αυτούς που είναι άνω των 18 (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 6α). Στο σύνολο των απασχολουμένων προσώπων οι γυναίκες κάτω των 18 είναι 9 , 6 8 % και άνω των 18 13 ,32%. Στο σύνολο των απασχολουμένων γυναικών οι γυναίκες κάτω των 18 είναι 42,07 % και άνω των 18 57,93 %. Το μεγαλύτερο ποσοστό στην πρώτη κατη-γορία συγκεντρώνεται στη βιομηχανία ενδυμάτων (36 ,20%), στην υφαντουργία (26,02 %), και στη βιομηχανία χάρτου (23,20 %). Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργατριών που έχουν ηλικία άνω των 18 απασχολείται στην υφαντουργία (48 ,06%), στη βιομηχανία καπνού (38 ,95%) και στη βιομηχανία ενδυμάτων (24,86%).

Σ ε ό,τι αφορά το σχηματισμό της φυσιογνωμίας της εργάτριας από την απογραφή, είναι μάλλον ριψοκίνδυνο να αποτολμήσει κανείς γενικές εκτιμήσεις χωρίς να λάβει υπόψη του τις διαφορετικότητες και τις ιδιαιτερότητες που πα-ρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της στον κάθε βιομηχανικό - βιοτεχνικό κλάδο. Για το λόγο αυτό θεώρησα σκόπιμο να αφιερώσω ειδικό κεφάλαιο, σχολιάζον-τας τις συνθήκες εργασίας και το προφίλ της εργάτριας για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά. Ωστόσο, μια σύνοψη των γενικών πληροφοριών με βάση τα ποσο-τικά στοιχεία της απογραφής του 1920 θα ξεδιαλύνει λίγο τον ορίζοντα της γυναικείας απασχόλησης στη βιομηχανία - βιοτεχνία: — Το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των εργατριών προσελκύεται από

την υφαντουργία (29 ,10%). — Παρά την εμφανέστατη κυριαρχία των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων

Page 36: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των εργατριών (55 ,48%) συγκεντρώνεται στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους.

— Υπάρχει έντονη γεωγραφική συγκέντρωση της γυναικείας απασχόλησης στο Νομό Αττικής-Βοιωτίας.

— Το ποσοστό των γυναικών-εργοδοτριών επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών είναι εξαιρετικά μικρό (3 ,19%).

— Υπερισχύουν οι εργάτριες ηλικίας άνω των 18 ετών.

7. Π Ρ Ο Σ Τ Η Σ Υ Γ Κ Ρ Ο Τ Η Σ Η Τ Η Σ Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Ι Α Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ι Κ Η Σ Δ Υ Ν Α Μ Η Σ

Η επιλεκτική μετανάστευση

Η οικογενειακής μορφής αγροτική ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση αγροτικών προϊόντων προς εξαγωγή που απαιτούν εντατικοποίηση της εργασίας, όπως η καλλιέργεια της σταφίδας, συγκρατούν τον αγροτικό πληθυσμό στην ύπαιθρο.

Όπως παρατηρεί ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος: «Ο μηχανισμός της αγροτικής εξόδου, στην κλασική και αναγνωρίσιμη μορφή του, της διάλυσης δηλαδή των αγροτικών ισορροπιών και της μετατροπής των κατεστραμμένων αγροτών σε βιομηχανικούς εργάτες στην πόλη, δεν ελειτούργησε στην περίπτωση της ελ-ληνικής οικονομίας».13 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στον ελληνικό χώρο δεν έχουμε φαινόμενα βίαιης αποστέρησης των αγροτών από τις ιδιοκτησίες τους, έτσι ώστε αυτοί στη συνέχεια να τροφοδοτήσουν την πόλη με φθηνά ερ-γατικά χέρια. Όμως, παρουσιάζονται μικρότερης έκτασης μετακινήσεις προς την πόλη εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός της υπαίθρου, οι οποίες αξίζει τον κόπο να σχολιαστούν. Ο κόσμος της υπαί-θρου επικοινωνεί με τον κόσμο της πόλης με την ανάπτυξη του δικτύου των θαλάσσιων συγκοινωνιών, με τις ακτοπλοϊκές γραμμές που προσεγγίζουν στα μικρά και μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας εξυπηρετώντας και την εσωτερική εν-δοχώρα με το οδικό δίκτυο και με το σιδηροδρομικό δίκτυο Αθηνών-Πελοπον-νήσου και Θεσσαλίας.

Είναι πιθανό ότι τα κίνητρα των μεταναστών αγροτικής προέλευσης δεν δημιουργούνται μόνο από την ανάγκη επαγγελματικής απασχόλησης. Η έκρη-ξη του φαινομένου της αστικής ανάπτυξης τροφοδοτεί κάθε είδους όνειρα, ου-τοπίες, ενθουσιασμούς, προκαταλήψεις για την πόλη. Η πόλη παρουσιάζεται, κυρίως για τους αγρότες, ως ο ιδανικός τόπος εξεύρεσης εργασίας και επιλογής

13. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Αγροτική έξοδος και σχηματισμός της εργατικής δύναμης», Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β ' , Αθήνα 1985, σ. 521-531.

Page 37: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γής ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Επιπλέον, η προσδοκώμενη βελτίωση του επιπέδου ζωής στην πόλη, η εξασφάλιση κοινωνικής θέσης και η επιθυμία για διαφυγή από το στενό πλαίσιο της κοινωνίας του χωριού ασκούν μια ελ-κτική δύναμη προς αυτήν.14 Ας κρατήσουμε, λοιπόν, αυτή την ελκτική δύναμη της πόλης ως μια συνιστώσα της μετακίνησης των αγροτικών στρωμάτων.

Πριν προχωρήσω θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνιση ως προς τις δυνα-τότητες απασχόλησης που έχουν οι νέες της υπαίθρου στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο θα κατανοήσουμε και το μηχανισμό μετανάστευσης. Δύο δυνατό-τητες επαγγελματικής επιλογής έχουν οι γυναίκες όταν έρχονται στην πόλη: να γίνουν υπηρέτριες15 ή εργάτριες. Η φύση του επαγγέλματος της υπηρέτριας επιτρέπει ή και επιβάλλει την ατομική μετανάστευση.16 Μικρή εξαίρεση απο-τελεί ένας περιορισμένος αριθμός περιπτώσεων, στις οποίες προσλαμβάνεται για να ασκήσει υπηρετικά καθήκοντα όλη η οικογένεια. Όταν οι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την επιβίωση, τότε η οικογένεια είναι υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει το μέγεθος της αποστέλλοντας ένα από τα γυναικεία μέλη της στην πόλη ως υπηρέτρια. Στ ι ς αγροτικές οικογένειες τα καθήκοντα των μελών τους διαφοροποιούνται αναλόγως του φύλου και της ηλικίας.17 Οι άνδρες φρον-τίζουν για τις γεωργικές εργασίες· αυτοί που πλεονάζουν πηγαίνουν στην πόλη ή αλλού, σύμφωνα με την παράδοση, γίνονται ναυτικοί. Οι γυναίκες ασχολού-νται με την οικοτεχνία και με αγροτικές εργασίες που δεν απαιτούν μεγάλη δύ-ναμη, με την καλλιέργεια του λαχανόκηπου, τα κατοικίδια ζώα και τη φροντίδα των παιδιών. Όταν υπάρχει πλεόνασμα γυναικείων χεριών, μία προσοδοφόρα λύση είναι να σταλεί το κορίτσι στην πόλη υπηρέτρια. Το επάγγελμα της υπη-

14. Για το φαινόμενο της μετανάστευσης των αγροτικών πληθυσμών στην πόλη βλ. Louis Bergeron - Marcel Roncayolo, Από την προβιομηχανική στη βιομηχανική πόλη, Αθήνα 1984" Jean-Luc Pinol, Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Αθήνα 2000" Mo-nique Vincienne, Du village à la ville, Παρίσι 1972.

15. Για το επάγγελμα της υπηρέτριας τον 19ο αιώνα βλ. Pamela Horn, The rise and fall of the Victorian servant, Λονδίνο 1975" Anne Mart in-Pugier , La place des bonnes. La donesticité féminine Paris en 1900, Παρίσι 1979" Mar tha Vicinus, Inde-pendent Women and Community for Single Women, Λονδίνο 1985" E . Higgs « D o m e s t i c service and household production», A. Y. John (επιμ.) Unequal opportunities : Women's employment in England 1800-1918, Οξφόρδη 1986, σ. 125-150' Elizabeth Roberts, Women's work 1840-1940, Λονδίνο 1988, σ. 29-32· Geneviève Fraise - Michelle Perrot (επιμ.), Histoire des femmes en Occident, τ. 4: le XIX siècle, Παρίσι 1991, σ. 450-452.

16. Για τη διαδικασία μετανάστευσης της νεαρής αγρότισσας που πρόκειται να ασκή-σει το επάγγελμα της υπηρέτριας στην πόλη βλ. Ζιζή Σαλίμπα, «Από τους φόβους της πόλης: άμυνα και στρατηγικές επιβίωσης των νεήλυδων στην ελληνική πόλη κατά τον 19ο αιώνα», Οι συλλογικοί φόβοι στην ιστορία, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, σ. 75-91.

17. Louise Tilly - Joan W. Scott, Les femmes, le travail et la famille, Παρίσι 1987, σ. 50-51.

Page 38: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υπηρέτριας δεν χρειάζεται καμία εξειδίκευση. Επιπλέον, βάσει της ιδιότητάς της η υπηρέτρια εξασφαλίζει στέγη στην κατοικία των αφεντικών της, φαγητό, μι-σθό και πολλές φορές ρούχα και υποδήματα.

Στον ελληνικό χώρο από την εποχή της Τουρκοκρατίας —τον 18ο αιώνα σίγουρα— γυναίκες από τα νησιά του Αιγαίου, κυρίως από την Ανδρο και την Τήνο, πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη για να εργασθούν ως υπηρέτριες και ως τροφοί. Η ανάπτυξη της συγκοινωνίας μεταξύ των νη-σιών, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης συνετέλεσε στη διευκόλυνση αυτών των μετακινήσεων. Οι συντοπίτες τους ναυτικοί μεσολαβούσαν για την εξεύρεση κατάλληλης κατοικίας, μετέφεραν τις ειδήσεις της πατρίδας τους και τις βοηθούσαν σε περίπτωση ανάγκης. Οι γυναίκες αυτές μετά από μεγάλο ή σύντομο χρονικό διάστημα γύριζαν στο νησί και χρησιμοποιούσαν τις απο-ταμιεύσεις τους για να φτιάξουν την προίκα τους.18

Το 1861 παρουσιάζονται τα πρώτα γυναικεία επαγγέλματα στην επίσημη απογραφή: οι μαίες και οι υπηρέτριες. Θα σταθούμε για λίγο σ' αυτή την απο-γραφή για να σχολιάσουμε τις διαστάσεις που είχε λάβει το «υπηρετικό» επάγ-γελμα. Στην καταγραφή του πληθυσμού κατά φύλα έχουμε 567.334 άνδρες και 529.476 γυναίκες. Η διαφορά αυτή στην αναλογία ανδρών και γυναικών πρέ-πει να αποδοθεί στην ελλιπή απογραφή των γυναικών και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί φυσιολογική, ότι δηλαδή οφείλεται σε υψηλό ποσοστό γεννήσεων αρρένων. Ο Ιωάννης Σούτσος αποδίδει αυτή τη διαφορά σε δύο λό-γους: αφενός μεν στις κοπιαστικές και βαριές δουλειές που κάνουν οι γυναί-κες, αφετέρου δε στην απουσία για βιοποριστικούς λόγους πολλών γυναικών από την Ελλάδα. Ο δεύτερος λόγος βασίζεται στο γεγονός ότι οι άνδρες που ασχολούνται με τη ναυτιλία εκτός Ελλάδας έχουν συμπεριληφθεί στην απογρα-φή, ενώ οι γυναίκες που εργάζονται στο εξωτερικό δεν έχουν συμπεριληφθεί.19

Η εκτίμηση αυτή, παρότι δεν μας βοηθάει να προσεγγίσουμε αριθμητικά τις γυναίκες που εργάζονται ως υπηρέτριες και τροφοί στο εξωτερικό, κυρίως στις πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην Αίγυπτο, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το 1861, την εποχή που εμφανίζονται στην επίσημη απο-γραφή οι 7.724 υπηρέτριες, συνεχιζόταν η επιλεκτική μετανάστευση των γυ-ναικών που προορίζονταν για υπηρέτριες στο εξωτερικό.

Η ατομική μετανάστευση φαίνεται να είναι δυσκολότερη για τις εργάτριες. Υπάρχουν προβλήματα νοοτροπίας τα οποία δεν πρέπει να θεωρηθούν δευτε-

18. Βλ. Ανώνυμος, «Εν κοινωνικόν ζήτημα», Εστία, αρ. 234, 22-6-1880. Στο άρθρο αυτό δίνονται εκτενείς πληροφορίες για τις υπηρέτριες και τις τροφούς των Κυκλάδων που ξενιτεύονται.

19. Ο Αλέξανδρος Μανσόλας καταγράφει αυτή την παρατήρηση του Ιωάννη Σούτσου στο βιβλίο του Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, Αθήνα 1867, σ. 14.

Page 39: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

δευτερεύοντα. Καμία οικογένεια δεν αφήνει εύκολα μια κοπέλα μόνη της να πάει στην πόλη για να δουλέψει. Ο άγνωστος κόσμος της πόλης φαντάζει απειλη-τικός στο νου των χωρικών. Γ ι ' αυτό η διαδικασία μετοικεσίας των χωρικών στην πόλη στηρίζεται πάντα στην αλληλεγγύη που εξασφαλίζουν οι οικογενεια-κές, οι συγγενικές και οι συντοπιτικές σχέσεις. Μέσω των σχέσεων συτών εξα-σφαλίζεται η επιβίωσή τους στην πόλη.20 Εδώ τίθενται και θέματα «τ ιμής» ' 2 1

δεν θεωρείται ευυπόληπτη η οικογένεια που στέλνει μόνο του ένα κορίτσι στην πόλη για να γίνει εργάτρια. Ας λάβουμε υπόψη μας ότι η επαγγελματική ιδιό-τητα της εργάτριας απαιτεί ανεξαρτησία. Το ημερομίσθιο που λαμβάνει της εξασφαλίζει μια αυτονομία, η οποία μπορεί να γίνεται ανεπιθύμητη έως και επικίνδυνη για την οικογένειά της και για τους υποψήφιους γαμπρούς του χωριού.

Υπάρχουν όμως και μια σειρά από οικονομικά προβλήματα που καθιστούν δύσκολη έως αδύνατη την ατομική μετανάστευση για τις γυναίκες που προο-ρίζονται να εργασθούν ως εργάτριες. Το κόστος ζωής στην πόλη είναι δυσβά-σταχτο. Γιατί η εργάτρια που ζει μόνη της στην πόλη πρέπει να καλύπτει με το μισθό της βασικά έξοδα, όπως είναι η στέγη, το φαγητό και η ένδυση. Στο επίπεδο της μεταναστεύουσας οικογένειας επιτυγχάνεται ένα είδος οικονομιών κλίμακας. Πραγματικά, η αγρότισσα που πρόκειται να μεταβληθεί σε εργά-τρια συνοδεύεται συνήθως από την οικογένειά της και σπανιότερα από κάποιο άρρεν μέλος της.

Πολλές φορές, όμως, στην πράξη η διάκριση ανάμεσα στο επάγγελμα της εργάτριας και της υπηρέτριας δεν είναι ευκρινής. Όταν μια κοπέλα πήγαινε «οικότροφος» στο σπίτι ενός εργαστηριούχου ή μιας μοδίστρας ως υπηρέτρια, ταυτόχρονα δούλευε και ως εργάτρια. Εξάλλου οι επιχειρήσεις οικογενειακής μορφής ενίσχυαν αυτό το σχήμα απασχόλησης. Η διπλή ιδιότητα της υπηρέ-τριας που γνώριζε και ραπτική εθεωρείτο προσόν για αυτές που αναζητούσαν εργασία. Η συχνότητα με την οποία επαναλαμβάνεται στις εφημερίδες το στε-ρεότυπο «κόρη γνωρίζουσα ραπτικήν ζητεί θέσιν παρά τινί οικογενεία επί με-τρία αμοιβή ίνα παραμείνη εν αυτή και ράπτη...»2 2 με οδηγεί σε ορισμένες

20. Πέτρος Πιζάνιας, Οι φτωχοί των πόλεων. Η τεχνογνωσία της επιβίωσης στην Ελλάδα τον Μεσοπόλεμο, Αθήνα 1993, σ. 104-105.

21. Για την έννοια της τιμής βλ. Jack Goody, L'évolution de la famille et du ma-riage en Europe, Παρίσι 1985, σ. 38-40' J . Schneider, «L'honneur, la honte, l'accès aux ressources et la transformation des societàs méditerranéennes», Les sociétés ru-rales de la Méditerranée, Recueil de textes anglo-américains réunis par Bernard Kayser, Αιξ-αν-Προβάνς 1986, σ. 201-221.

22. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτών των Μικρών Αγγελιών εντόπισα στις εξής εφη-μερίδες: Νέα Εφημερίς, αρ. 13, 13-1-1891, αρ. 67, αρ. 69, 10-3-1894, αρ. 147, 27-5-1894· Σφαίρα, αρ. 5711, 24-2-1901 και στο περιοδικό Εφημερίς των Κυριών, αρ. 957, 1 έως και 15-12-1908.

Page 40: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σκέψεις που νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να διατυπώσω σε αυτό το σημείο. Φαίνεται ότι οι διαδικασίες για τη διαμόρφωση του επαγγέλματος της

υπηρέτριας το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα έχει ολοκληρωθεί στην ελ-ληνική πόλη. Τα καθήκοντά της είναι καθορισμένα. Γ ι ' αυτό το λόγο η ραπτική των ρούχων αναφέρεται ως μια επιπλέον ιδιότητα, η οποία είναι εκτός των καθηκόντων της.

Εκτός από το μισθό και τα πλεονεκτήματα που παρέχει το επάγγελμα της υπηρέτριας, η κατηγορία αυτή των γυναικών έχει τη δυνατότητα να κερ-δίζει παραπάνω χρήματα ράβοντας όχι μόνο τα ρούχα της οικογένειας που της παρέχει τροφή, στέγη και μισθό, αλλά και τρίτων.

Από τον τρόπο που διατυπώνεται η αγγελία μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν θεωρείται ευνόητο το να έχουν μάθει οι κοπέλες να ράβουν στο σπίτι τους. Φαίνεται πως οι ελληνίδες αγρότισσες δεν γεννιούνται «με τη βελόνα στο χέρι». Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω ότι η χρησιμοποίηση της βελόνας μοδιστρικής απο-τελούσε πολυτέλεια για τα φτωχά στρώματα της ελληνικής υπαίθρου.

Η υπερωκεάνια μετανάστευση

Στο τέλος του 19ου αιώνα στο οποίο εμφανίζεται η υπερωκεάνια μετανάστευση ο αγροτικός πληθυσμός βρίσκεται σε κατάσταση υποαπασχόλησης. Η μετανά-στευση απορροφά τις υφιστάμενες δημογραφικές πιέσεις, ενώ ταυτόχρονα μειώ-νει την εισροή του αγροτικού πληθυσμού στην πόλη. Η Αμερική στο νου των ανθρώπων αντιπροσωπεύει τη νέα « Γ η της Επαγγελίας», τον τόπο όπου εύ-κολα μπορεί να αποκτήσει κανείς ό,τι του χρειάζεται για να επιστρέψει στη συνέχεια στην πατρίδα του εφοδιασμένος για μια καλύτερη ζωή.2 3

Τα προβλήματα του έλληνα αγρότη ήταν πολλά και ποικίλης μορφής. Η φτώχεια, που οφειλόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στη σταφιδική κρίση, η ανε-ξέλεγκτη τοκογλυφία, ο καθημερινός μόχθος για την επιβίωση και οι οικονο-μικές υποχρεώσεις που υπέβαλλε ο θεσμός της προίκας συντελούσαν στη διόγ-κωση της υπερατλαντικής μετανάστευσης.

Ο πίνακας που ακολουθεί θα μας βοηθήσει να σχολιάσουμε με ποσοτικά στοιχεία τη μετανάστευση στην Αμερική.

Από το 1890 μέχρι το 1922 στην Αμερική μεταναστεύουν 498.409 άτομα, εκ των οποίων 442.505 είναι άνδρες και 55.903 γυναίκες. Άρα, το συνολικό ποσοστό των γυναικών στο σύνολο των μεταναστών είναι 12,6 %. Τα ποσοστά των γυναικών μέχρι το 1914 είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά των ανδρών.

Όμως από το έτος 1921 το ποσοστό των γυναικών που μεταναστεύουν αυξάνεται

23. Για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική βλ. Alexander Kitroeff, Griegos en America, Μαδρίτη 1992.

Page 41: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Κατανομή κατά φύλο της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αμερική (1890-1922)

Έτος Άνδρες Γυναίκες % Γυναίκες

1890 1891 1892 1893 1894 1895 1896 1897 1898 1899 1900 1901 1902 1903 1904 1905 1906 1907 1908 1909 1910 1911 1912 1913 1914 1915 1916 1917 1918 1919 1920 1921 1922 Σ ύ ν ο λ ο

464 1.040

604

2.124 546

2.246 2.263 3.655 5.754 7.854

13.885 12.106 , 11.586 22.266 44.647 26.972 18.738 36.580 34.105 28.521 35.143 40.207 11.740 21.093 21.124

2.149 696

11.167 21.551

1.679

60 65 56

51 25 93

132 118 165 261 491 519 558 861

1.636 1.836 1.524 2.555 2.916 3.045 3.501 5.674 3.447 5.699 4.795

453 117

2.831 10.277

2.142

11,5 5,8 8,5

2,4 4.4 4.0 5.5 3.1 2,8 3.2 3.4 4,1 4.6 3.7 3.5 6.4 7.5 9.6 7,9 9,6 9,1

12.4 22,7 21.3 18.5 17.4 14,4 20,2 32,3 56,1

442.505 55.903 12,6

Πηγή: Υ Ε Ο , Γ Σ Υ Ε , Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1930, σ. 137.

νεται και το 1922 υπερβαίνει αυτό των ανδρών. Με βάση το νόμο, συγκεκρι-μένα το Β . Δ . 2 4 / 3 0 Σεπτεμβρίου 1920 «περί μεταναστεύσεως», επιτρέπεται η μετανάστευση παίδων, γυναικών και ανηλίκων θηλέων που έχουν υπερβεί το 16ο έτος, εφόσον συνοδεύονται από σύζυγο, γονέα, ενήλικο αδελφό ή από άλλο

Page 42: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στενό συγγενή. Επίσης επιτρέπεται στις γυναίκες να μεταναστεύουν, εφόσον καλούνται από τα προαναφερόμενα πρόσωπα ή από μνηστήρες που διαμένουν στον τόπο που αυτές θέλουν να μεταβούν.

Όσον αφορά τους άντρες, θεσπίζονται νόμοι που περιορίζουν, όπως άλλω-στε φαίνεται και από τον Πίνακα 6, τη μετανάστευσή τους. Ο ελληνικός νόμος της 24ης Ιουλίου/17ης Σεπτεμβρίου 1920 «περί μεταναστεύσεως και αποδη-μίας» θέτει τους πρώτους περιορισμούς στους άνδρες, γιατί επιτρέπει τη μετα-νάστευση μόνο αυτών που δεν έχουν «ενεστώσα ή καθυστερουμένην στρατιω-τικήν υποχρέωσιν». Παράλληλα και από την πλευρά των ΗΠΑ τίθενται περιο-ρισμοί στη μετανάστευση. Σύμφωνα με τον νόμο της 19ης Μαΐου 1921 ο ετή-σιος αριθμός των εισερχομένων ατόμων ορισμένης εθνικότητας δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 3 % των ατόμων της ίδιας εθνικότητας που βρίσκονταν ήδη στις ΗΠΑ σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1910. 2 4

Ας ξαναγυρίσουμε στις γυναίκες για να ερμηνεύσουμε την αύξηση του αριθμού αυτών που μεταναστεύουν. Από τα προηγούμενα χρόνια έχει δημιουρ-γηθεί στις ΗΠΑ ένα πλεόνασμα αγάμων ανδρών, το οποίο έχει εγκατασταθεί και επωφελείται από το νόμο για εξεύρεση συζύγου. Επίσης, ας λάβουμε υπό-ψη μας ότι την εποχή αυτή ήδη έχουν αναπτυχθεί μεγάλες βιομηχανικές μονά-δες στην Αμερική, κυρίως εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες ζητούν γυναικεία εργατικά χέρια. Τέλος, ας σημειώσουμε ότι με τις οικογενειακής μορφής επιχειρήσεις, όπως είναι τα εστιατόρια, τα παντοπωλεία, τα οπωρο-πωλεία και οι βιοτεχνίες, που ανοίγουν οι Έλληνες στην Αμερική δημιουρ-γούνται ευνοϊκές συνθήκες απασχόλησης για τις γυναίκες. Συνήθως σ' αυτού του τύπου τις επιχειρήσεις απασχολούνται τα μέλη της οικογένειας του ίδιου του ιδιοκτήτη.

Στο χρονικό πλαίσιο της μελέτης μας παρατηρούμε ότι ο πληθυσμός που μεταναστεύει στην Αμερική στη μεγάλη πλειοψηφία του είναι ανδρικός. Οι γυ-ναίκες μένουν πίσω στο χωριό για να καλλιεργήσουν τα χωράφια και να φρον-τίσουν τα παιδιά και τους γέρους γονείς. Έ τ σ ι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση η γυναίκα του μετανάστη να έρθει μόνη της στην πόλη είτε για λόγους κοι-νωνικούς, είτε για λόγους οικονομικούς. Η αναχώρηση του άνδρα επιβάλλει στη γυναίκα νέες ευθύνες. Αναπληρώνει τον άνδρα στις αγροτικές εργασίες. Η οικογένεια και η κοινωνία του χωριού θέτουν υπό έλεγχο τη γυναίκα του με-τανάστη. Η γυναίκα αυτή για λόγους κοινωνικούς και οικονομικούς δεν εγκα-ταλείπει το χωριό της για να έλθει στην πόλη. Όσον αφορά τις θυγατέρες και τ ις ανύπαντρες αδερφές των μεταναστών, αυτές περιμένουν την επιστροφή των τελευταίων για να προικιστούν και να παντρευτούν.

24. Βλ. Γεώργιος Χαριτάκης, Η ελληνική βιομηχανία (βιομηχανία - μεταλλεία - ερ-γασία), Αθήνα 1927, σ. 56.

Page 43: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Είναι φανερό ότι η υπερατλαντική μετανάστευση συμβάλλει στη συγκρά-τηση του γυναικείου πληθυσμού στην ύπαιθρο και παίζει ανασχετικό ρόλο στην είσοδο των γυναικών στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Τα εμβάσματα που προσφέρει ο μετανάστης αδερφός ή πατέρας συμβάλλουν στην καλυτέρευση του επιπέδου διαβίωσης. Επιπλέον, εξασφαλίζουν στις ανύπαντρες κοπέλες ένα καλό γάμο. Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι ο χωρισμός της οικογένειας, που συντελείται με την απουσία ενός ή περισσοτέρων μελών της, ενισχύει τη δια-τήρηση των οικογενειακών δεσμών.

Κατά κανόνα οι γυναίκες των μεταναστών δεν μετατρέπονται σε εργάτριες της πόλης.

Τα δίκτυα της θαλάσσιας επικοινωνίας

Στα μέσα του 19ου αιώνα παρατηρούνται αλλαγές στην ανάπτυξη της ελλη-νικής ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας. Η αγγλική, η γαλλική και η αυστριακή ατμοπλοία αναλαμβάνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου το εμπόριο και τις μεταφορές προϊόντων στη Μεσόγειο. Οι δραστηριότητες της ελληνικής ιστιοφόρου ναυτι-λίας συρρικνώνονται και περιορίζονται στις ελληνικές ακτές. Τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κατασκευή ενός ατμοπλοίου είναι τεράστια για τις περιορι-σμένες οικονομικές δυνατότητες των νησιωτών, ενώ επιπλέον, υπάρχει και έλλει-ψη τεχνογνωσίας για τη ναυπήγηση των ατμοπλοίων. Ταυτόχρονα, στον τομέα της ναυπήγησης παρουσιάζονται ανακατατάξεις. Η κατασκευή των μεγάλων ξύλινων πλοίων περιορίζεται και οδηγείται σε μαρασμό, ενώ αναπτύσσεται η παραδοσιακή ναυπηγική μικρών σκαφών. Οι τόποι που πλήττονται ιδιαίτερα είναι τα νησιά του Αργοσαρωνικού, Υδρα και Σπέτσες, η Μύκονος και η πε-ριοχή της Τροιζηνίας. Όχι μόνο οι εμποροκαραβοκύρηδες των ιστιοφόρων πλοίων, αλλά και οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία, στα σιδηρουργεία, στα φανο-ποιεία, στα σχοινοπλοκεία, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκαθίστανται στον Πειραιά. Τα επαγγέλματα που ασκούν στον τόπο της νέας τους εγκατάστασης έχουν σχέση είτε με τη θάλασσα, είτε με τη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, δουλεύουν ως ναύτες, λεμβούχοι, βουτηχτές, λο-στρόμοι, λιμενεργάτες, ψαράδες, αγωγιάτες, εργάτες στα εργοστάσια, θερμα-στές, λεβητοποιοί, μηχανουργοί κ.ά.

Νομίζω πως αξίζει να παρακολουθήσουμε τον τρόπο που συντελείται αυτή η επιλεκτική μετανάστευση του πληθυσμού. Κατά κανόνα στην αρχή μετανα-στεύουν οι άνδρες της οικογένειας, οι οποίοι αφού εργασθούν κάποιο διάστημα εξασφαλίζουν μια αμοιβή η οποία τους επιτρέπει να φέρουν και την οικογένεια τους —τα γυναικεία μέλη— στην πόλη. Οι νεοαφιχθείσες γυναίκες δημιουργούν μια αποθήκη εργατικού δυναμικού από την οποία επωφελούνται τα εργοστάσια της πόλης. Όπως αναφέρει ο Γιάννης Μπαφούνης, από το 1870 ο Πειραιάς

Page 44: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

έχει πάψει να είναι πόλη των «cé l ibata i res» . 2 5 Οι γυναίκες, που είναι νέες κυ-ρίως κοπέλες, εύκολα βρίσκουν εργασία στα ατμοκίνητα κλωστήρια και υφαν-τήρια του Πειραιά. Στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τα νησιά του Αρ-γοσαρωνικού (Ύδρα, Πόρο, Σπέτσες) και από την Τροιζηνία.26

Εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου η ακτοπλοΐα παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη. Καθημερινά τα μικρά ιστιοφόρα ε-κτελούν δρομολόγια μεταφέροντας εμπορεύματα και ανθρώπους από νησί σε νησί. Τα δίκτυα επικοινωνίας των νησιών με τα μεγάλα ναυτικά κέντρα της Σύρου και του Πειραιά είναι πυκνά. Οι εφημερίδες και οι οδηγοί είναι απο-καλυπτικοί, ενώ από το 1880 οι πειραιώτικες εφημερίδες όχι μόνο περιλαμ-βάνουν στήλη με την κίνηση των πλοίων, αλλά φιλοξενούν στις σελίδες τους και διαφημίσεις. Ο Παντολέων Καμπούρογλου μας πληροφορεί ότι το 1882 στο λιμάνι του Πειραιά τρεις ελληνικές27 και έξι ξένες28 ατμοπλοϊκές εταιρείες εκτελούσαν τακτικά δρομολόγια.29 Τα πλοία διακινούσαν το ταχυδρομείο, εμ-πορεύματα και επιβάτες. Τα δρομολόγια ήταν πυκνά, για παράδειγμα, έξι εβδο-μαδιαία δρομολόγια ξεκινούσαν από τον Πειραιά και εξυπηρετούσαν τη γραμ-μή Αίγινα, Μέθανα, Πόρος, Υδρα, Σπέτσες, Χέλι , Αστρος και Ναύπλιο. Δύο δρομολόγια την εβδομάδα πήγαιναν στις Κυκλάδες: Σύρο, Πάρο, Νάξο, Ίο, Αμοργό και Θήρα. Τρία δρομολόγια την εβδομάδα είχαν ως προορισμό μόνο τη Σύρο, ενώ τέσσερα δρομολόγια την εβδομάδα περνούσαν από τη Σύρο με κατεύθυνση προς λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του εξωτερικού. Η πυκνή αυτή επικοινωνία φανερώνει ότι ήδη είχε συντελεστεί ο σχηματισμός μιας αγοράς.

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ατμοπλοίας είναι η δημιουρ-γία πρακτορείων στα λιμάνια. Εκτός από την έκδοση εισιτηρίων και τη δια-

25. Γιάννης Μπαφούνης, «Ο σχηματισμός του εργατικού δυναμικού στον Πειραιά», Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β ' , Αθήνα 1985, σ. 561-564.

26. Βλ. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Οι φαμπρι-κούδες. Σκέψεις - Τύποι - Εικόνες - Επεισόδια», Ακρόπολις, αρ. 4405, 14-5-1894' Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», Δημοσιεύματα, τ. 4, Αθήνα 1903, σ. 34' P a n a y o t a Tsopela-Sa l iba , Le profil de l'ouvrière dans l'industrie et l'artisanat en Grèce 1870-1922, Mémoire de DEA, Université Paris I-Panthéon-Sorbonne, Παρίσι 1989, σ. 20" Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία 1870-1940, Αθήνα 1995, σ. 53.

27. Η Ελληνική Ατμοπλοία, η Ατμοπλοία Δ. Π. Γουδή και η Πανελλήνιος Ατμο-πλοϊκή Εταιρεία.

28. Η αυστριακή εταιρεία Λόυδ, η αιγυπτιακή Κεδιβιέ, η γαλλική Φρεσινέ, η Εται-ρεία Γαλλικών Διαπορθμεύσεων, η ιταλική εταιρεία Φλόριο.

29. Παντολέων Καμπούρογλου, Ιστορία τον Πειραιώς από τον 1833-1882 έτους, Αθήνα 1883, σ. 9-23.

Page 45: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κίνηση των επιβατών, τα πρακτορεία αυτά αναλαμβάνουν και τη στρατολόγηση εργατών και εργατριών για τα εργοστάσια του Πειραιά και της Σύρου. Μια μι-κρή αγγελία από την πειραϊκή εφημερίδα Σφαίρα μας επιτρέπει να έχουμε μια ιδέα γ ι ' αυτό το δίκτυο εξεύρεσης εργατικού δυναμικού: «Ειδοποίησις του εν Σύρω κλωστηρίου. Παρά του άνω κλωστηρίου ζητούνται εξησκημένοι τεχνίται και τεχνίτριαι. Διά πάσαν πληροφορίαν αποτανθήτωσαν εις τον ενταύθα πρά-κτορα της Νέας Ελληνικής Ατμοπλοίας κ. Ηρ. Κατσιμαντήν».3 0 Είναι φανερό ότι ο πράκτορας φροντίζει και για τη στρατολόγηση εργατικού δυναμικού. Από την άλλη μεριά, τα οργανωμένα γραφεία που εμφανίζονται στους εμπορικούς οδηγούς της Ελλάδας ως «μεσιτ ικά», χρησιμεύουν μόνο για την εξεύρεση υπαλ-ληλικού και υπηρετικού προσωπικού. Μπορούμε, συνεπώς, να υποθέσουμε ότι τα πρακτορεία των ναυτιλιακών εταιριών αποτελούσαν ένα οργανωμένο δίκτυο εξεύρεσης εργατικού δυναμικού.

Μιλώντας για τις επιπτώσεις της ακτοπλοΐας στο σχηματισμό και τη διεύ-ρυνση του γυναικείου εργατικού δυναμικού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αρκετοί από τους βιομήχανους ήταν ταυτόχρονα και πλοιοκτήτες. Συγκεκριμένα, οι ιδιοκτήτες των κλωστοϋφαντηρίων Λαδόπουλου και Φουστάνου στη Σύρο είχαν δικά τους ατμόπλοια και ο Ιω. Δημόκας, ιδιοκτήτης κλωστηρίου, ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ελληνικής Ατμοπλοίας. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι στα τέλη του 19ου αιώνα οι περισσότεροι σιτέμποροι του Πειραιά ήταν και ιδιο-κτήτες ατμοπλοίων.31 Είναι φανερό, νομίζω, ότι η στρατολόγηση εργατικού δυναμικού εντασσόταν στη σφαίρα των δραστηριοτήτων που ασκούσαν τα πρα-κτορεία των ναυτιλιακών εταιρειών.

Τα πολεμικά γεγονότα και ο ρόλος τους στην εισροή γυναικείου εργατικού δυναμικού

Ο σχηματισμός εργατικού δυναμικού, κυρίως στις δύο πόλεις Ερμούπολη και Πειραιά, οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε γεγονότα πολεμικού χαρακτήρα. Το 1822 πρόσφυγες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας από τη Χίο, τα Ψαρά, τις Κυδωνιές, τη Σμύρνη και την Κρήτη δημιουργούν στη Σύρο μια νέα πόλη, την Ερμούπολη, η οποία εξελίσσεται σε σημαντικό επιχειρηματικό κέντρο.32 Ένας μεγάλος αριθμός από τους ανθρώπους που την εποίκισαν βρίσκει απασχόληση ως εργατικό δυναμικό στον δευτερογενή τομέα. Εργάζονται στα ναυπηγεία, στα

30. Σφαίρα, αρ. 6545, 7-11-1903. 31. Γ . Βέκος, Οδηγός του Πειραιώς το 1901, Εμπόριο - Εμποριοναυτιλία - Βιομη-

χανία, σ. 43. 32. Για τη δημιουργία της Ερμούπολης βλ. Τιμολέων Αμπελάς, Ιστορία της νήσου

Σύρου..., ό.π., σ. 734.

Page 46: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

βυρσοδεψεία, στους αλευρόμυλους, στα εργαστήρια χαλβάδων και λουκουμιών και, αργότερα, με την ίδρυση των ατμοκίνητων κλωστοϋφαντουργείων απασχο-λούνται σε αυτά. Το γυναικείο εργατικό δυναμικό σχηματίζεται μέσα στους κόλπους της ίδιας της πόλης. Εξαιτίας της έλλειψης αγροτικής ενδοχώρας, οι γυναίκες απασχολούνται και αυτές αποκλειστικά στα βιομηχανικά εργαστήρια και στην κλωστοϋφαντουργία. Οι πρώτες πληροφορίες για τη γυναικεία απα-σχόληση είναι από το 1836 και αφορούν τη βιοτεχνία βαφής «καλεμκεριών» (μαντιλιών του κεφαλιού), τα οποία βάφονται από γυναίκες και στη συνέχεια εξάγονται.

Στον Πειραιά το 1867-1868, κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστα-σης, καταφθάνουν μαζικά κυνηγημένοι Κρητικοί. Εκεί δημιουργούν τη δική τους συνοικία κάτω από το λόφο της Καστέλας, τα «Κρητικά». Οι γυναίκες πρόσφυγες, λόγω της παράδοσης τους στις υφαντικές τέχνες, φαίνεται ότι δεν δυσκολεύονται να βρουν δουλειά στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του Πει-ραιά, όπως, για παράδειγμα, στο νηματουργείο του Κρητικού και μέλους της επιτροπής για την περίθαλψη των προσφύγων από την Κρήτη Αθανάσιου Βο-λωνάκη, το οποίο ιδρύεται το 1869 και απασχολεί γυναίκες από την Κρήτη. Η προσφορά απασχόλησης στις γυναίκες από την Κρήτη μέσα από τις στήλες των εφημερίδων παίρνει τη χροιά της φιλανθρωπίας. Οι βιομήχανοι που πα-ρέχουν εργασία παρουσιάζονται ως ευεργέτες. Αξίζει τον κόπο να αναφέρω μια αναγγελία που έχει ταυτοχρόνως και τον χαρακτήρα της προτροπής για τους πειραιώτες βιομηχάνους: Ο Δήμος Κουμάνταρος, ιδιοκτήτης κλωστηρίου και υφαντήριου, δέχεται στο εργοστάσιο του κοράσια και γυναίκες προσφύγων και ιδίως κορίτσια που γνωρίζουν την υφαντική. Το παράδειγμα του Κουμάνταρου θα «μιμηθώσι και τα λοιπά εργοστάσια».33 Μοδίστρες από την Κρήτη ανοί-γουν τα δικά τους εργαστήρια στον Πειραιά και την Αθήνα και αποκτούν φήμη. Για τη Μαρία Δραματινού, ιδιοκτήτρια υφαντήριου μεταξωτών υφασμάτων από την Κρήτη, οι διαφημιστικές καταχωρίσεις στο περιοδικό Εφημερίς των Κυ-ριών, προβάλλουν την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων της, τονίζοντας ταυτοχρόνα την προσφυγική της προέλευση.34

Κατά τη δεκαετία των πολεμικών συγκρούσεων, από τον Οκτώβριο του 1912, που άρχισαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστρο-φή το 1922, σημειώνονται μετακινήσεις πληθυσμού στον ελληνικό χώρο, κυ-ρίως στη Μακεδονία. Οι μετακινήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα άλλοτε διώ-ξεων και άλλοτε θεληματικής μετανάστευσης. Συγκεκριμένα φεύγουν 125.000-130.000 μουσουλμάνοι και «βουλγαρίζοντες» αγρότες από τη Μακεδονία, ενώ

33. Σφαίρα, αρ. 2.399, 25-7-1889. 34. Ανώνυμος, «Η ιστορία ενός υφαντηρίου μεταξωτών υφασμάτων», Εφημερίς των

Κυριών, αρ. 733, 19-1-1903.

Page 47: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

έρχονται και εγκαθίστανται στη Μακεδονία 124.000 περίπου Έλληνες από τη Σερβία, τον Καύκασο, τη Θράκη, τη Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη.35 Τα στοιχεία που έχουμε για το συγκρότημα της Αθήνας και του Πειραιά είναι τα εξής: 14.071 έρχονται από τη Μ. Ασία, 408 από τη Βουλγαρία, 1.019 από τη Ρωσία και 1.402 από τα Δωδεκάνησα.36 Οι περισσότεροι από αυτούς απασχο-λούνται ως εργάτες και εργάτριες στα εργαστήρια (ξυλουργεία, ζαχαροπλα-στεία, ραφεία) και στα εργοστάσια. Οι εφημερίδες δίνουν έμφαση στο μαζικό χαρακτήρα που λαμβάνουν αυτές οι αφίξεις χρησιμοποιώντας τον τίτλο «κα-ραβάνια προσφύγων».37

Άραγε οι μετανάστες αυτοί εγκαθίστανται μονίμως στο συγκρότημα Αθη-νών-Πειραιώς ή καταφεύγουν αργότερα στην ύπαιθρο; Σ ε τ ι βαθμό οι μετα-νάστες-αγρότες μετατρέπονται σε εργάτες της πόλης; Ποιες είναι οι συνθήκες και οι δυνατότητες απασχόλησης για τις γυναίκες αυτές που καταφθάνουν ; Δεν διαθέτουμε αριθμητικά δεδομένα, ούτε έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία ώστε να είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε το φαινόμενο της ένταξης αυτών των πληθυσμών στην Ελλάδα. Τα ίδια τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μας οδη-γούν στο να διατυπώσουμε μερικές υποθέσεις.

Διανύουμε την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Από το 1912 μέχρι το 1923 ο ελληνικός στρατός διατελεί σε κατάσταση επιστράτευσης. Οι κατανα-λωτικές ανάγκες τόσο του ελληνικού στρατού, όσο και των συμμάχων στη Μα-κεδονία, καθώς και ο αποκλεισμός από τις δυνάμεις της Entente (1916-1917) δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη ορισμένων βιομηχανικών κλά-δων, όπως αυτός της κλωστοϋφαντουργίας και της βιομηχανίας τροφίμων. Το γεγονός έχει επακόλουθα στη γυναικεία απασχόληση. Τα εργοστάσια αναπλη-ρώνουν την έλλειψη εργατικών χεριών με γυναίκες και κορίτσια. Προφανώς, κάποιες από τις κενές θέσεις εργασίας καλύπτονται από τις γυναίκες-πρόσφυ-γες που καταφεύγουν στην Ελλάδα. Η μείωση του εισοδήματος των οικογε-νειών που έχουν στρατευμένους στρέφει τα γυναικεία μέλη προς αναζήτηση ερ-γασίας. Πολλές γυναίκες, κυρίως αυτές που έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις, στρέφονται προς το φασόν. Οι αποθήκες στρατού και το Λύκειο των Ελληνί-δων στον Πειραιά προσφέρουν «κατ' οίκον εργασία». Αλλά σε αυτό το είδος της γυναικείας απασχόλησης θα αφιερώσω ιδιαίτερο κεφάλαιο.

35. Α. Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακε-δονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, σ. 6-9.

36. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αρχείο Α. Α. Πάλλη, φάκ. 5, Υπουργείον Περιθάλψεως, Πίνακες Στατιστικοί, Συνοπτικοί και Ερμηνευτικοί της Περιθάλψεως Προσφύγων, 1917-1920.

37. Ως χαρακτηριστικό δείγμα βλ. Ακρόπολις, αρ. 10711, 11-9-1914 και αρ. 10179, 18-9-1914.

Page 48: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Η δεκαετία των μεγάλων έργων (1880-1890)

Στο πλαίσιο της αναπτυξιακής πολιτικής που εφάρμοσε στην Ελλάδα η κυβέρ-νηση Τρικούπη εντάσσονται η κατασκευή οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου,38

καθώς και η κατασκευή της Διώρυγας της Κορίνθου. Μέχρι το 1882 ο μονα-δικός σιδηρόδρομος που υπήρχε στην Ελλάδα ήταν ο Αθηνών-Πειραιώς, μή-κους 8 χιλιομέτρων. Τ η δεκαετία της τρικουπικής προσπάθειας 1882-1892 κα-τασκευάσθηκαν σιδηροδρομικές γραμμές μήκους 1.614 περίπου χιλιομέτρων.39

Κατά το ίδιο διάστημα δημιουργήθηκε ένα οδικό δίκτυο συνολικού μήκους 2.043 χιλιομέτρων.40 Ας σημειωθεί, επίσης, ότι στις 16 Νοεμβρίου 1881 άρχισαν οι εργασίες για την κατασκευή της Διώρυγας της Κορίνθου, οι οποίες τελείωσαν το 1893. 4 1

Για την υλοποίηση των έργων και την ανάπτυξη της βιομηχανίας χρειά-ζονταν εργατικά χέρια. Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι στην Ελλάδα το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό ήταν περιορισμένο και ανελαστικό,42 θα δούμε, με βάση τις πληροφορίες που κατάφερα να συγκεντρώσω, πώς τελικά η γυναικεία απασχό-ληση επηρεάστηκε από την απορρόφηση του ανδρικού εργατικού δυναμικού στα μεγάλα έργα. Αλλά πρώτα-πρώτα πρέπει να ξεκινήσουμε από τους άνδρες ερ-γάτες: Ποιος ήταν ο αριθμός τους, ποια η γεωγραφική τους προέλευση και ποιες οι συγκεκριμένες συνθήκες της ζωής τους, δεν το ξέρουμε. Οι λίγες διά-σπαρτες ενδείξεις μας επιτρέπουν να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις. Εκτός από τους αγρότες που εργάζονταν για να κατασκευαστεί ο δρόμος του χωριού τους, στα δημόσια έργα απασχολήθηκαν έλληνες τεχνίτες και εργάτες, καθώς και ξένοι. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί Ιταλοί, Μαυροβούνιοι, Αρμένιοι και

38. Για τις διαδικασίες ανάπτυξης του σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα βλ. Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), Αθήνα 1982.

39. Οι σιδηροδρομικές γραμμές που κατασκευάσθηκαν ήταν ο σιδηρόδρομος Πειραιώς-Αθηνών-Πελοποννήσου, που συνέδεε την Πελοπόννησο (Πάτρα) με την Αθήνα (1882-1892), ο σιδηρόδρομος Πειραιώς-Δεμερλή, που συνέδεε τις βόρειες επαρχίες της Ελλάδας με την πρωτεύουσα (1889-1908), οι σιδηρόδρομοι Θεσσαλίας (1882-1894-1903), ο Βορειοδυτικός σιδηρόδρομος (1887-1892 και 1910-1911), ο σιδηρόδρομος Αττικής (1882-1885), ο Πύρ-γου - Κατακώλου (1881-1882). Βλ. Γεώργιος Χαριτάκης, Η ελληνική βιομηχανία..., ό.π., σ. 35-36.

40. Βλ. Μαρία Συναρέλλη, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα 1830-1880, Αθήνα 1989, σ. 103-104.

41. Για τη δημιουργία της Διώρυγας της Κορίνθου βλ. Εύη Παπαγιαννοπούλου, Η Διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα, Αθήνα 1989.

42. Για την έλλειψη εργατικών χεριών βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η βιομη-χανική επανάσταση και η Ελλάδα, 1832-1871», Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανά-σταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1980, σ. 216-235" Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης..., ό.π., σ. 188-193.

Page 49: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Τούρκοι, που εξασφάλιζαν τα προς το ζην ως μεροκαματιάρηδες στην Ελλά-δα.43 Όσον αφορά τη γυναικεία συμμετοχή, μόνο κάποιες αγρότισσες απασχο-λήθηκαν σε εργασίες βοηθητικές, όπως ήταν η κοπή της πέτρας και το στρώ-σιμο του δρόμου.

Ένα μέρος από τους απασχολούμενους στα έργα υποδομής αντλήθηκε από τη μεγάλη δεξαμενή του εργατικού δυναμικού, τον Πειραιά. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έλλειψη εργατικών χεριών, η οποία είχε επιπτώσεις στις παραγω-γικές δραστηριότητες της πόλης. Για να σχηματίσουμε μια ιδέα για την κα-τάσταση χρειάζεται να αφήσουμε τα φτωχά ποσοτικά στοιχεία και να αναζη-τήσουμε άλλες μαρτυρίες. Οι εφημερίδες της εποχής είναι αποκαλυπτικές. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού σημειώνεται σε δύο κυρίως τομείς: στην οικοδο-μική δραστηριότητα και στη βιομηχανία.44 Στο συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς σταμάτησαν προσωρινά οι οικοδομικές εργασίες και πολλά εργοστάσια αναγκά-στηκαν να αναστείλουν τις εργασίες τους ή και να κλείσουν εντελώς.46 Και τού-το, γιατί οι περισσότεροι έλληνες τεχνίτες χρησιμοποιούνταν στη Διώρυγα της Κορίνθου,46 ενώ οι εργάτες στα έργα οδοποιίας και στην κατασκευή των σι-δηροδρόμων.47 Και εδώ βέβαια πρέπει να τονισθεί πως αυτοί οι εργάτες λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της απασχόλησης άφηναν πίσω τις οικογένειές τους.48

Ας δούμε τώρα πώς αντιμετωπίστηκε η ζήτηση. Πενόμενοι εργάτες και εργάτριες ελληνικής εθνικότητας από την Κωνσταντινούπολη και από άλλα μέρη της Ανατολής μεταναστεύουν στον Πειραιά για εργασία. Αυτό δείχνει ότι η «αποθήκη» των νησιών του Αιγαίου που εφοδίαζε τον Πειραιά με εργατικό δυναμικό έχει εξαντληθεί. Οι εργάτριες, προφανώς λόγω της παράδοσης της Ανατολής στην υφαντική τέχνη, τοποθετούνται αμέσως στα κλωστήρια και υ-φαντήρια. Πρόκειται για μια διεύρυνση κατά εθνικότητα της λεκάνης συλλογής εργατικού δυναμικού. Η μείωση της ηλικίας των γυναικών που εργάζονται στα εργοστάσια είναι μια σοβαρή ένδειξη όχι μόνο της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και της αύ-ξησης της ζήτησης εργατριών. Μήπως τελικά, εκτός από την «εισαγωγή» ερ-γατριών, η έλλειψη εργατικών χεριών, ιδίως στα κλωστοϋφαντουργεία, καλύ-φθηκε εν μέρει και από τις γυναίκες των εργατών, οι οποίες έμειναν πίσω στην

43. Βλ. Μαρία Συναρέλλη, ό.π., σ. 89' Εύη Παπαγιαννοπούλου, ό.π., σ. 82-83. 44. Βλ. Πρόνοια, αρ. 264, 18-3-1883. 45. Οι επιπτώσεις της έλλειψης εργατικών χεριών περιγράφονται αναλυτικά στις εξής

εφημερίδες: Πρόνοια, αρ. 264, 18-3-1883 και αρ. 353, 3-10-1883· Σφαίρα, αρ. 2336, 19-4-1889.

46. Εύη Παπαγιαννοπούλου, ό.π., σ. 82-83. 47. Βλ. Πρόνοια, αρ. 264, 18-3-1883. 48. Βλ. Σφαίρα, αρ. 2336, 19-4-1889.

Page 50: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

πόλη; Σύμφωνα πάντα με τα σχόλια των εφημερίδων, τα εργατικά ημερομί-σθια διπλασιάσθηκαν.49 Το γεγονός αυτό έχω την εντύπωση πως αποτέλεσε ένα σοβαρό κίνητρο για την είσοδο νέων γυναικών στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

49. Βλ. Πρόνοια, ό.π.

Page 51: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α Ν Α Δ Ε Ι Ξ Η ΤΩΝ Π Ο Λ Λ Α Π Λ Ω Ν Π Ρ Ο Σ Ω Π Ω Ν Τ Η Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α Σ

Page 52: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 53: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Από την εργάτρια των κλωστοϋφαντουργείων ως τη μαθητευόμενη κοπέλα του μοδιστράδικου ένας ολόκληρος κόσμος κρύβεται κάτω από την ομπρέλα του γενικού όρου «εργάτρια». Θέλοντας να αναδείξω τις ομοιότητες που συμβάλ-λουν στην ολική σύνθεση του προφίλ της εργάτριας και, παράλληλα, να αξιο-ποιήσω τις διαφορές που μας οδηγούν τελικά στην ανακάλυψη όχι του ενός γενικευμένου, αλλά των πολλαπλών προσώπων της εργάτριας, ανάλογα με το είδος της εκτελούμενης εργασίας, εστίασα την παρατήρηση στις επικρατέστε-ρες μορφές εργασίας, σχολιάζοντας την καθεμία ξεχωριστά.

1. Α Π Ο Τ Ο Ν Α Γ Ρ Ο Τ Ι Κ Ο - Ε Ο Ρ Τ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Χ Ρ Ο Ν Ο Σ Τ Ο Ν Ω Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Α Κ Ο Χ Ρ Ο Ν Ο

Παρακολουθώντας την ένταξη της εργάτριας στην πόλη, διαπιστώνουμε ότι η έννοια του χρόνου μεταβάλλεται, επιβάλλοντας ένα νέο ρυθμό στην καθημερι-νότητά της, διαφορετικό από εκείνον της αγροτικής ζωής. Ο χρόνος κυριαρχεί και εντείνει τη διχοτόμηση του χώρου ανάμεσα στο ιδιωτικό, στην κατοικία, και στο δημόσιο, στο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον.

Πώς σηματοδοτούνται οι αλλαγές αυτές της αντίληψης του χρόνου στο νέο περιβάλλον της ελληνικής πόλης; Ποιες διαδικασίες ακολουθούνται για την εγκαθίδρυση του ωρολογιακά προσδιορισμένου χρόνου εργασίας; Πώς προσαρ-μόζεται η εργάτρια στο νέο χρόνο;

Στον αγροτικό κόσμο, σύμφωνα με το αγροτικό-εορτολογικό ημερολόγιο που πρότεινε ο Françoi s L e b r u n 1 «ο χρόνος είναι κυκλικός, σαν μια ρόδα που γυρίζει συνεχώς. Οι εποχές, που εναλλάσσονται με αμετάβλητο τρόπο καθο-ρίζοντας τις αγροτικές ασχολίες, και οι θρησκευτικές εορτές χρησιμεύουν και

1. Το ημερολόγιο του François Lebrun παρουσιάζει τις κυριότερες αγροτικές ασχο-λίες και θρησκευτικές εορτές κατά τρόπο γενικό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Το ημερολόγιο αυτό είναι απολύτως συμβατό με τον ελληνικό αγροτικό κόσμο. Βλ. François Lebrun , L'Europe et le monde, XVI, XVII, XVIII siècle, Παρίσι 1987 και R o b e r t Muchembled, Société, culture et mentalités dans la France moderne XVI-XVIII siècle, Παρίσι 1994, σ. 88-97.

Page 54: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ως σημεία αναφοράς για τους αγρότες». Στα δικαστικά αρχεία η ανάκληση της μνήμης από τους ενεχόμενους για τον χρονικό εντοπισμό των γεγονότων γι-νόταν σε σχέση με τις θρησκευτικές εορτές και τις αγροτικές εργασίες, που συνδέονται με τις εποχές.2 Η Κυριακή, καθώς και οι εορτάσιμες ημέρες του χρόνου ήταν αργίες για τους αγρότες. Η απασχόληση των γυναικών στην ύπαι-θρο ήταν συνεχής, ο καθημερινός ελεύθερος χρόνος τους ήταν μηδαμινός. Εκτός από τις δουλειές στα χωράφια και τη φροντίδα του λαχανόκηπου και των κα-τοικίδιων ζώων, οι γυναίκες ήταν επιφορτισμένες με το νοικοκυριό και την φροντίδα των παιδιών, εργασίες που επαναλάμβαναν καθημερινά και σε ορισμέ-νες στιγμές της ημέρας. Ο χρόνος εργασίας στα χωράφια άρχιζε με την ανα-τολή και τελείωνε με τη δύση του ήλιου. Ο ιστορικός Ε. P . Thompson , που αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του Customs in common στο μετα-σχηματισμό της αντίληψης του χρόνου και στον τρόπο με τον οποίο επηρέασε ο χρόνος την πειθαρχία μέσα στην εργασία, επισημαίνει ότι στις αγροτικές κοινωνίες η μέτρηση του χρόνου καθορίζεται από τη δουλειά που πρέπει να γίνει. Οι ίδιοι οι αγρότες κυριαρχούσαν στον χρόνο τους και ασχολούνταν με κάτι που εξυπηρετούσε μια αναγκαιότητα. Έ τ σ ι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην «εργασία» και στη «ζωή» δεν ήταν έντονος. Οι κοινωνικές σχέσεις και η ερ-γασία εμπλέκονταν, ενώ ο εργάσιμος χρόνος δεν ήταν καθορισμένος βάσει ωρα-ρίου, μπορούσε να επιμηκυνθεί ή να επιταχυνθεί.3

Κατά τη δεκαετία του 1870 οι περισσότερες κοπέλες στην πόλη για να εργασθούν κατευθύνονταν προς τα εργοστάσια, κυρίως στα κλωστοϋφαντήρια, γιατί εκεί μπορούσαν χωρίς να διαθέτουν τεχνογνωσία να αμειφθούν αμέσως. Η εργασία στο ατμοκίνητο εργοστάσιο δεν απαιτεί ιδιαίτερες τεχνικές γνώ-σεις, απαιτεί όμως συγχρονισμό με την κίνηση των μηχανημάτων και, ταυτό-χρονα, πειθαρχία του σώματος για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποδοτικό-τητα. Πράγματα, δηλαδή, που προϋποθέτουν τον υπολογισμό του χρόνου. Ο χρόνος εργασίας που επιβάλλει το εργοστάσιο, ήταν το πρώτο και κυριότερο πράγμα στο οποίο έπρεπε να μάθουν να πειθαρχούν οι εργαζόμενοι. Το ρολόι, σύμβολο της πολυτέλειας και της κοινωνικής ανόδου, ήταν άγνωστο εξάρτημα. Οι μηχανισμοί μέτρησης του χρόνου ανήκαν πάντα στους άλλους. Η τ α ν η κα-μπάνα της εκκλησίας της ενορίας τους, ο χαρακτηριστικός θόρυβος της μηχανής του τρένου, το σφύριγμα στο εργοστάσιο που τις καλούσε στη δουλειά, το κου-δούνι που σήμαινε την έναρξη και την παύση της ή οι δείχτες του ρολογιού που ήταν, σπανίως, κρεμασμένο στον τοίχο του εργοστασίου. Όσον αφορά την

2. Βλ. Ζιζή Σαλίμπα, «Μόνη και έγκυος: Από τα έγγραφα του Πρωτοκλήτου Δι-καστηρίου των Ανατολικών Σποράδων», Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα, τ. Β', Αθήνα 1998, σ. 255-262.

3. Ε. P. Thompson, Customs in common, Λονδίνο 1991, σ. 358.

Page 55: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ανάγνωση της ώρας από το ρολόι, νομίζω ότι ελαχιστότατες από τις εργάτριες τη γνώριζαν. Τόσο για τον εργοδότη, όσο και για τις εργάτριες ο χρόνος ήταν έννοια ταυτόσημη με τη χρηματική αμοιβή.

Τ ι μένει, όμως, από το αγροτικό παρελθόν στο εργατικό παρόν της εκ-παιδευόμενης στην έννοια του «εργοστασιακού χρόνου» εργάτριας; Οι εργά-τριες παρέμεναν προσκολλημένες στο θρησκευτικό-αγροτικό χρόνο. Επέμεναν στον εορτασμό των Χριστουγέννων, του Πάσχα, επέμεναν να εκτελούν τα θρη-σκευτικά τους καθήκοντα τις ημέρες των νηστειών και να παρακολουθούν τις ακολουθίες των Χαιρετισμών. Από τις εφημερίδες γινόταν θόρυβος για να πει-σθούν οι εργοστασιάρχες να αλλάξουν το ωράριο εργασίας τις Παρασκευές των Χαιρετισμών, προκειμένου το προσωπικό να πηγαίνει στην εκκλησία χωρίς να υπόκειται σε χρηματικό πρόστιμο λόγω εγκατάλειψης της εργασίας του.4 Φαί-νεται ότι το αίτημα των εργαζομένων, που υποστηρίχθηκε και από τις εφη-μερίδες, έγινε αποδεκτό από τους εργοστασιάρχες.5 Εκτός από τα πανηγύρια την ημέρα της εορτής του ενοριακού ναού, κάθε εργοστάσιο είχε και το δικό του προστάτη άγιο. Τ η μέρα της γιορτής γινόταν πανηγύρι που συνοδευόταν από εκκλησιασμό του προσωπικού στην πλησιέστερη του εργοστασίου εκκλη-σία. Το εργοστάσιο «Ανώνυμη Υφαντουργική Εταιρεία το Φάληρον» γιόρταζε στις 29 Ιουνίου, ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου,6 ενώ το προσωπικό του εργοστασίου Μ. Βολωνάκη γιόρταζε της Παναγίας το δεκα-πενταύγουστο.7 Όπως σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός Gérard Noiriel, η αρμο-νία ανάμεσα στον εργοδότη και στους εργαζόμενους συντελείται μέσω του θρη-σκευτικού πνεύματος, το οποίο νομιμοποιεί τις φιλανθρωπικές συμπεριφορές από μέρους του εργοδότη.8

Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα του χρόνου εργασίας, για να δούμε πώς καθορίζεται και τα αιτήματα που διαμορφώνονται για την ελάττωσή του.

Στα πρώτα κείμενα που μιλούν για τις εργάτριες στην πόλη ο χρόνος προσδιορίζεται συχνότερα με βάση την ανατολή και τη δύση του ήλιου παρά με την ώρα, τα τέταρτα και τα λεπτά. Ο εργάσιμος χρόνος στα κείμενα κατα-γράφεται ως «εργατική ώρα». Στο εργοστάσιο κατασκευής παιγνιοχάρτων « Ε λ -πίς», στην Κέρκυρα το 1887, οι εργάτριες «μεταβαίνουσι δε από πρωίας και παραμένουν δι' όλης της ημέρας».9 Η μεγάλη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου δικαιολογεί πλήρως για τις γυναίκες το ρητό «αργία μήτηρ πάσης κακίας»,

4. Βλ. Σφαίρα, αρ. 5409, 4-3-1900. 5. Βλ. Σφαίρα, αρ. 5415, 11-3-1900. 6. Βλ. Σφαίρα, αρ. 5190, 26-6-1899. 7. Βλ. Σφαίρα, αρ. 4004, 14-8-1895. 8. Gérard Noiriel, Les ouvriers dans la société française XIXe-XXe siècle, Παρίσι

1986, σ. 66. 9. Μιχαήλ Μητσάκης, «Εν βιομηχανικόν κατάστημα», Εστία, αρ. 587, 29-3-1887.

Page 56: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γιατί «η εργατική ώρα, από της ανατολής του ηλίου μέχρι δύσεως δεν αφίνει αυταίς ευρύ στάδιον εξαχρειώσεως...».10 Κάθε άλλη ενασχόληση εκτός από το εργοστάσιο, το νοικοκυριό, τον εκκλησιασμό και τη φροντίδα των παιδιών θεω-ρείται όχι μόνο ως σπατάλη χρόνου, αλλά και ως ηθικά ύποπτη.

Κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας των εργοστασίων (1870-1890) δεν έχω εντοπίσει οργανωμένες κινητοποιήσεις των εργατών για την νομοθε-τική κατοχύρωση της χρονικής διάρκειας εργασίας των γυναικών. Το ζήτημα του χρόνου εργασίας, μαζί με τον καθορισμό κατωτάτου ορίου ηλικίας για την εργασία των γυναικών, την απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας, την καθιέ-ρωση υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τη λήψη μέτρων για την προστασία της μη-τρότητας, αποτελούν τα κυριότερα αιτήματα για τη θέσπιση προστατευτικών νόμων για την εργάτρια.

Στην Ελλάδα οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας προκειμένου να θεσπισθούν προστατευτικοί νόμοι για την εργάτρια, προέρχονται από γυναίκες διανοούμε-νες που ανήκουν στην αστική τάξη. Η διευθύντρια του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών Καλλιρρόη Παρρέν ζητά το 1890 να καθορισθούν με νόμο οι ώρες εργασίας των γυναικών.11

Οι πρώτοι που κάνουν μνεία για τα θέματα εργασίας των γυναικών, ειδι-κότερα για το ωράριο, είναι οι σοσιαλιστές που ασπάζονταν τις ιδέες του Σταύ-ρου Καλλέργη. Εμπνευσμένος από τους ευρωπαίους σοσιαλιστές με τους οποίους έχει επαφές, ο Καλλέργης προσπαθεί να εφαρμόσει σχετικά με τη γυναικεία εργασία την απόφαση της Εργατικής Συνδιάσκεψης του Βερολίνου που έγινε από τις 15 έως τις 28-3-1890. Σ τ η Συνδιάσκεψη αποφασίστηκε ότι «θα ήτο επιθυμητόν, τα κοράσια και αι γυναίκες ηλικίας ανωτέρας των 16 ετών να μη εργάζωνται εν τοις εργοστασίοις μήτε τη νύκτα μήτε την Κυριακήν, η πραγ-ματική εργασία των να μη υπερβαίνη καθ' εκάστη τας 11 ώρας, διακοπτομέ-νων τούτων δι' αναπαύσεως μιας και ημισείας ώρας τουλάχιστον. Δύναται να ορισθώσι εξαιρέσεις δι' είδη τινά βιομηχανιών. Δέον να ληφθή πρόνοια παρεμπο-δίσεως των γυναικών από ιδιαιτέρως επικινδύνων τη υγιεία ενασχολήσεων, και ίνα αι λεχώναι μη ώσι δεκταί εν τοις εργοστασίοις τας πρώτας 4 εβδομάδας μετά τον τοκετόν».1 2 Έτσι, την Πρωτομαγιά του 1893 ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός

10. Ε. Κ. Ασώπιος, «Αι γυναίκες εν τη ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία», Αττικόν Ημερολόγιον εκδιδόμενον υπό Ειρηναίου Ασωπίου του έτους 1890, σ. 111-120.

11. Καλλιρρόη Παρρέν, «Δυστυχείς εργάτιδες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 191, 9-12-1890" P a n a y o t a Tsopela-Sa l iba , Le profil de l'ouvrière dans l'industrie et l'arti-sanat en Grèce 1870-1922, Mémoire de DEA, Université Paris I-Panthéon-Sorbonne, Παρίσι 1989, σ. 50· Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία 1870-1940, Αθήνα 1995, σ. 91.

12. Ανώνυμος, «Εργατική συνδιάσκεψις εν Βερολίνω», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 159, Απρίλιος 1890, σ. 97-101.

Page 57: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στικός Όμιλος, που ίδρυσε ο Σταύρος Καλλέργης, προβάλλει το αίτημα να πε-ριορισθούν οι εργάσιμες ώρες «εις οκτώ καθ' εκάστην κατ' ανώτατον όριον και ολιγώτερον διά τας κοπιώδεις και ανθυγιεινάς εργασίας και διά τους παίδας και τας γυναίκας». Στο τελικό όμως ψήφισμα της συγκέντρωσης του Ομίλου στις 2 Μαΐου δεν περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο αίτημα.1 3

Η δημοσιογράφος Ευγενία Ζωγράφου, ύστερα από επιτόπια έρευνα που έκανε για τις συνθήκες ζωής και εργασίας της εργάτριας το 1898, η οποία δημοσιεύθηκε το 1903, 1 4 με υπόμνημά της προς τη Βουλή ζητά και αυτή την ψήφιση νόμου για την προστασία της εργάτριας. Κατά τη διάρκεια της συνε-δρίασης αυτής στις 16-3-1898 ο βουλευτής Γ . Φιλάρετος ζητά να ψηφισθεί και να εφαρμοστεί νόμος για τις εργάσιμες ώρες, το όριο ηλικίας της παιδικής εργασίας και τα θέματα υγείας και ασφάλειας των εργατριών, τονίζοντας ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ο γαλλικός νόμος της 12-6-1893 «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών εν τοις βιομηχανικοίς καταστήμασιν».15

Πραγματικά, όπως διαπιστώνουμε από τις γραπτές πηγές, ο χρόνος με-τασχηματίζεται και συγκεκριμενοποιείται μέσα από τα αιτήματα των ενδιαφε-ρομένων για τη νομοθετική προστασία των εργατριών. Βεβαίως, το κάθε εργο-στάσιο, το κάθε εργαστήριο εφαρμόζει το δικό του ωράριο εργασίας. Όσον αφο-ρά τις ημέρες των αργιών εξαιτίας των θρησκευτικών εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, δεν ισχύει κανένας κανόνας. Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι αρκετά από τα εργοστάσια επιλέγουν τις θρησκευτικές εορτές για να κλείσουν, ε ίτε επειδή έχουν απόθεμα προϊόντων μεγαλύτερο από αυτό που μπορούν να δια-θέσουν (εργοστάσια νηματουργίας), είτε για να επισκευάσουν τα μηχανήματά τους.16 Επειδή ο εργατικός κόσμος είχε ταυτίσει στη μνήμη του και στην κουλ-τούρα του τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές με την έννοια της αργίας, θα ήταν προφανώς πιο εύκολο να δεχθεί απώλεια του ημερομισθίου του κατά τη διάρ-κεια τους, παρά οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα και ο εξορθολογι-σμός των εργασιών δεν έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα εργοστάσια να συντονίζουν τις εργασίες τους, και ιδιαίτερα την παραγωγή τους, με τις απαιτήσεις της αγοράς.

Ο πρώτος νόμος για το χρόνο εργασίας που θεσπίστηκε στην Ελλάδα το

13. Βλ. Γιάννης Ληξουριώτης, «Προστατευτικός νομοθετικός παρεμβατισμός και η εμφάνιση του εργατικού δικαίου στην Ελλάδα: Η περίπτωση της παιδικής εργασίας», Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Γ . Θ. Μαυρογορδάτος - Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ηράκλειο 1988, σ. 212" Panayota Tsopela-Saliba, ό.π., σ. 51.

14. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», Δημοσιεύματα, τ. 4, Αθήνα 1903.

15. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις της 16-3-1898, σ. 460-461. 16. Βλ. Σφαίρα, αρ. 5434, 4-4-1900.

Page 58: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

1909 ήταν για την «Κυριακή αργία». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επιση-μάνω το διαχωρισμό ανάμεσα στην εργάτρια του εργοστασίου και σ' αυτήν του εργαστηρίου. Ενώ στα εργοστάσια από την αρχή της λειτουργίας τους, δηλαδή από τη δεκαετία του 1870, είχε καθιερωθεί εθιμικά η Κυριακή ως μέρα αρ-γίας, στα εργαστήρια, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στο σχετικό κεφάλαιο, λόγω της φύσης της εργασίας αρκετές φορές δεν εφαρμοζόταν η αργία της Κυριακής.

Αργότερα, κατά το διάστημα της εφαρμογής της πολιτικής του Ελευθέ-ριου Βενιζέλου (1910-1920), που είχε ως πρότυπο τον δυτικό φιλελευθερισμό, αναγνωρίσθηκε η αναγκαιότητα της κοινωνικής πολιτικής. Στα πλαίσια αυτά έχουμε και τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις του κράτους για την προστα-σία των εργαζόμενων, ιδιαίτερα των γυναικών και των ανηλίκων.

Παράλληλα, το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητά το 1911 από το κράτος τη θέσπιση προστατευτικών νόμων υπέρ των εργατών και των εργατριών. Σχε-τικά με το χρόνο εργασίας των γυναικών στη βιομηχανία-βιοτεχνία, ζητά την απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας και την προστασία της εγκύου γυναίκας.17

Με το νόμο 4029 της 24 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων» έχουμε τα πρώτα μέτρα για την προστασία των γυ-ναικών. Όσον αφορά το χρόνο, θεσμοθετείται η διάρκεια της εργάσιμης μέρας, η ενδιάμεση ανάπαυση και λαμβάνονται ειδικά μέτρα για τις εγκύους. Επίσης, απαγορεύεται για τις γυναίκες η νυχτερινή εργασία. Συγκεκριμένα για τα παι-διά (αγόρια και κορίτσια) που δεν έχουν υπερβεί το 14ο έτος της ηλικίας τους, ο εργάσιμος χρόνος δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος από 6 ώρες. Βάσει του νόμου απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται παιδιά που δεν έχουν συμπλη-ρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους ως εργάτες. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τα παιδιά άνω των 10 ετών που απασχολούνται στην επιχείρηση των γο-νέων τους ή των κηδεμόνων τους, με την προϋπόθεση ότι δεν κάνουν χρήση μηχανικής ενέργειας.

Για τις γυναίκες δεν επιτρέπεται ο χρόνος εργασίας να είναι μεγαλύτερος από 10 ώρες, ενώ το Σάββατο και τις παραμονές των καθορισμένων από το νόμο εορτών (παραμονή Χριστουγέννων, Ευαγγελισμού) δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από 8 ώρες. Η ώρα εργασίας υπολογίζεται από τη στιγμή της εισόδου στον χώρο, στο εργοστάσιο-εργαστήριο, μέχρι τη στιγμή της εξόδου, αφαιρώντας τον χρόνο για ενδιάμεσες διακοπές. Στον ίδιο νόμο καθορίζεται ότι τα παιδιά πρέπει να διακόπτουν την εργασία τους τουλάχιστον για μισή ώρα, ενώ οι γυναίκες για δύο ώρες. Επίσης δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση εργατριών για 8 συνολικά εβδομάδες πριν και μετά τον τοκετό και οπωσδήποτε

17. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος προς την Διπλήν Βουλήν των Ελλήνων, Αθήνα 1911, σ. 41-42.

Page 59: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ποτε όχι πριν την παρέλευση 4 εβδομάδων από τον τοκετό. Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα οι εργάτριες θεωρούνται ως αδειούχες και δεν επιτρέπεται η οριστική αντικατάσταση τους.18 Εκτός από την Κυριακή, που είναι μέρα αρ-γίας, οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να εργάζονται την ημέρα των Χριστουγέννων, του Ευαγγελισμού και τη Δευτέρα του Πάσχα. Το σώμα των επιθεωρητών και επιθεωρητριών εργασίας είναι αρμόδιο για τη σωστή εφαρμογή των νόμων.

Η εφαρμογή του ωραρίου εργασίας σχετίζεται με τη φύση της εργασίας που εκτελούν οι γυναίκες στον τομέα της μεταποίησης. Στα εργοστάσια, όπου η πειθαρχία της εργασίας είναι επιβεβλημένη για το συγχρονισμό της παρα-γωγής, σε γενικές γραμμές το ωράριο εφαρμόζεται. Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για τον εργοδότη-εργοστασιάρχη που εφαρμόζει το σύστημα αμοιβής σύμφωνα με την απόδοση, ο νόμος περί ωρών εργασίας αποτελεί μια συμφέρουσα λύση· θέτει κάποιο ανώτατο όριο στο κόστος των μισθών, στο οποίο μπορεί να ανταποκριθεί ο εργοδότης. Ενώ στα βιοτεχνικά εργαστήρια, όπου ο ρυθμός της παραγωγής είναι ακανόνιστος γιατί προσαρμόζεται ανάλογα με τη ζήτηση της πελατείας, η εφαρμογή ενός ενιαίου ωραρίου καθημερινής εργασίας είναι ανέφικτη. Ακόμη και για την Επιθεώρηση Εργασίας είναι πολύ δύσκολος ο έλεγχος των μικρών βιοτεχνικών μονάδων.

Κατά την άποψή μου, αυτό που έχει σημασία είναι ότι το ίδιο το κράτος χωρίς κοινωνικούς αγώνες και εργατικές διεκδικήσεις επικυρώνει την έννοια του εργάσιμου χρόνου. Οι νόμοι για τις ώρες εργασίας, ανεξάρτητα αν εφαρ-μόζονταν ή όχι, υποδηλώνουν τη βούληση των αρχών να εκσυγχρονίσουν και να εξευρωπαΐσουν την Ελλάδα. Ο αργός χρόνος είναι συνυφασμένος με το ανα-τολικό-οθωμανικό παρελθόν, ο επιταχυνόμενος χρόνος ταυτίζεται με την οικο-νομική και βιομηχανική ανάπτυξη της Δύσης. Παρόλα αυτά ίχνη του εργά-σιμου χρόνου που καθορίζεται από το καθημερινό δρομολόγιο του ήλιου, ανα-καλύπτει κανείς μέχρι σήμερα με την εφαρμογή του χειμερινού-θερινού ωρα-ρίου στις δημόσιες υπηρεσίες, στις βιομηχανίες-βιοτεχνίες και τα εμπορικά καταστήματα.

Μετά από αυτές τις γενικές διαπιστώσεις, νομίζω ότι επιβάλλεται να σχολιάσουμε την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου για τις πιο ευάλωτες ομάδες γυναικών: τα κορίτσια από 12 μέχρι 14 χρονών και τις έγκυες γυ-ναίκες που στη συνέχεια αποκτούν βρέφη. Η εξάωρη εργασία που επιβάλλει ο νόμος για τα κορίτσια κάτω των 14 ετών, δεν εφαρμόζεται ποτέ γιατί οι επιχειρήσεις δεν έχουν οργανώσει την παραγωγή τους με βάση αυτή τη διάρ-κεια. Επιπλέον, στα εργαστήρια που απασχολούνται τα κορίτσια ως βοηθοί είναι δύσκολο, αλλά και δαπανηρό για τον εργοδότη να κατανέμει τις εργασίες, γιατί θα πρέπει να λειτουργούν με εναλλασόμενο κάθε έξι ώρες προσωπικό

18. Σπ. Μ. Αντύπας, Ελληνική Εργατική Νομοθεσία, Αθήνα 1938, σ. 419-423.

Page 60: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κό.19 Όσον αφορά την παύση εργασίας πριν και μετά τον τοκετό, η διάταξη αυ-τή παρά τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα δεν εφαρμόζεται.20 Ας μην ξεχνάμε ότι οι εργάτριες αντιμετωπίζουν έντονο βιοποριστικό πρόβλημα και δεν είναι εύκολο να χάνουν μεροκάματα. Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ειδικό τα-μείο μητρότητας που να δίνει χρηματικό βοήθημα στις γυναίκες-εργάτριες κα-τά το διάστημα που δικαιούνται να διακόπτουν την εργασία τους πριν και μετά τον τοκετό. Αλλά και η προσωρινή αντικατάσταση της εργάτριας με άλλη που προβλέπει ο νόμος, μπορεί να αποτελεί απειλή για την ίδια, γιατί ποιος εγγυά-ται ότι επιστρέφοντας στην εργασία της ο εργοδότης δεν θα βρει μιαν αφορ-μή για να την απολύσει; Οι γυναίκες-εργάτριες με παιδιά, κυρίως βρέφη, σύμ-φωνα με την επικρατούσα αντίληψη αποδίδουν λιγότερο από τις ανύπαντρες" δεν είναι αφοσιωμένες στο έργο τους και λείπουν όταν τα παιδιά τους αρρω-σταίνουν. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να πειθαρχήσουν στην εργασία τους και στο χρόνο κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.

Τ ι επιπτώσεις είχε για τις εργάτριες η θέσπιση νόμων για τη χρονική διάρκεια της εργασίας τους ; Η μισθωτή εργασία, αναπόφευκτα, οδηγεί τις γυ-ναίκες εκτός των οικογενειακών τειχών, επιβάλλοντας πειθαρχία όχι μόνο στο χρόνο εργασίας, αλλά και σ' όλο τον υπόλοιπο. Οι εργάτριες έπρεπε να διευ-θετούν το χρόνο τους έτσι ώστε να ανταποκρίνονται και στο νοικοκυριό και στις οικογενειακές φροντίδες. Σ ε αντίθεση με το αγροτικό τους παρελθόν, κατά το οποίο μπορούσαν να ρυθμίζουν οι ίδιες το πότε θα έκαναν τις δουλειές τους και πώς θα τις ιεραρχούσαν, αφού τα καθήκοντα που τους ανέθεταν εναρμο-νίζονταν με το ρόλο τους στην οικογένεια, στην πόλη ως εργάτριες έπρεπε να εξοικειωθούν με την επιτάχυνση του χρόνου. Αν αργοπορούσαν λίγα λεπτά, μπορεί να έχαναν το πρωινό τρένο και να υποβάλλονταν σε πρόστιμο.

Εκτός από τις εργάτριες, οι πλανόδιοι έμποροι ρύθμιζαν το χρόνο τους με βάση τον εργοστασιακό χρόνο για να προλάβουν το διάλειμμα ή την ώρα εξό-δου των εργατριών και να στηθούν στην πύλη του εργοστασίου για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Από την άλλη μεριά υπήρχε και ο μικρόκοσμος των εμπορικών καταστη-μάτων της εργατικής γειτονιάς απ' όπου εφοδιαζόταν η εργάτρια τρόφιμα, μα-ναβικά και ψιλικά. Αυτός ο μικρόκοσμος είχε το δικό του ρολόι που υπάκουε στους ρυθμούς αυτών των γυναικών, οι οποίες γύριζαν το βράδυ από τη δουλειά

19. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων το έτος 1921, Αθήνα 1923, σ. 14.

20. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις των Επιθεωρητών Εργασίας του έτους 1913», Δελτίον τον Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, τχ. 4, Εργασία και Κοινω-νική Πρόνοια, Δεκ. 1914, σ. 172-173 και Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Ερ-γασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 54.

Page 61: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

και έπρεπε εκείνη την ώρα να βρουν κάποιο μαγαζί ανοικτό για να ψωνίσουν. Ο καθορισμός του δεκάωρου εργασίας των γυναικών είχε και οικονομικές

επιπτώσεις. Η υπέρβαση του ωραρίου σήμαινε επιπλέον χρήματα για τις ερ-γάτριες. Έ τ σ ι , εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η παραβίαση του εργάσιμου χρό-νου γινόταν με τη συγκατάθεση των ίδιων των εργατριών.21 Αδιαφορώντας για την παραπάνω κούραση και εξάντληση, για την κακή κατάσταση της υγείας της, η εργάτρια έπρεπε να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα για την επιβίωση τη δική της και της οικογένειάς της.

2. Τ Ο Β Ι Β Λ Ι Α Ρ Ι Ο Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Σ

Εκτός από τον καθορισμό των ωρών εργασίας και των κατωτάτων ορίων ηλι-κίας για τις εργαζόμενες γυναίκες στη βιομηχανία-βιοτεχνία, ο νόμος 4029 της 24 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλί-κων» θεσπίζει το βιβλιάριο εργασίας. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπεται σε κα-νέναν. εργοδότη η χρησιμοποίηση προσώπου κάτω των 16 ετών, αδιακρίτως φύλου, εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν είναι εφοδιασμένο με βιβλιάριο εργασίας. Τα βιβλιάρια εργασίας εκδίδονται δωρεάν από το δήμαρχο ή το δήμο όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση, ή από το δήμο καταγωγής του εργαζόμε-νου. Τα βιβλιάρια χορηγούνται στους δημάρχους από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Την έκδοση του βιβλιαρίου ζητά προφορικά το ίδιο το πρόσωπο, ο πατέρας του ή ο αντιπρόσωπος του. Ο δήμαρχος υποχρεώνεται να εκδόσει το βιβλιάριο μέσα σε διάστημα το πολύ τριών ημερών από την αίτηση. Ο δή-μαρχος σημειώνει στο βιβλιάριο το ονοματεπώνυμο του προσώπου, τον τόπο και τη χρονολογία γέννησής του. Επίσης, σε ειδική στήλη του βιβλιαρίου πι-στοποιείται από το δημοτικό γιατρό, ύστερα από εξέταση, ότι το πρόσωπο είναι υγιές, εμβολιασμένο και ικανό να εργασθεί.

Η καθιέρωση του βιβλιαρίου εργασίας είχε σκοπό να θέσει υπό τον έλεγχο και την προστασία του κράτους την παιδική εργασία. Με τη διαδικασία αυτή πιστοποιούνταν η ηλικία του προσώπου που ήθελε να εργασθεί. Επιβάλλοντας ο νόμος ως κατώτατο όριο ηλικίας αρχικά το 12ο και αργότερα το 14ο έτος τυπικά απέβλεπε στο να έχουν τελειώσει τη δημοτική εκπαίδευση τα παιδιά πριν εργασθούν. Όμως, αυτό στην ουσία δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, γιατί δεν απαιτούνταν πιστοποιητικό περάτωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης για την έκδοση του βιβλιαρίου εργασίας.

Η εξακρίβωση της πραγματικής ηλικίας των γυναικών ήταν δύσκολη. Στην

21. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 79.

Page 62: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ελλάδα μέχρι το 1922, σε αντίθεση με τους άνδρες, δεν υπήρχαν για τις γυ-ναίκες ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, ούτε εκδίδονταν πιστοποιητικά γέννησης από τους δήμους. Το μόνο μέσο για να πιστοποιήσει κανείς την ηλικία του ήταν οι εγγραφές των ιερέων που έκαναν τις βαφτίσεις ή οι προφορικές δη-λώσεις των μαρτύρων.

Όταν οι κάτοικοι ήταν ετεροδημότες, η διαδικασία έκδοσης του βιβλιαρίου ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη, δεδομένου ότι ο δήμαρχος της έδρας της επιχεί-ρησης έπρεπε να απευθυνθεί στο δήμαρχο του τόπου καταγωγής του εργαζό-μενου προσώπου για την εξακρίβωση της ηλικίας του ή στο Υπουργείο των Εσωτερικών όταν επρόκειτο για αλλοδαπούς και, επειδή όλα αυτά έπρεπε να γίνουν μέσα σε τρεις μέρες, συνήθως ακολουθούνταν άλλη απλούστερη οδός. Ο δήμαρχος εξέδιδε το βιβλιάριο εργασίας με τη μαρτυρία δύο γνωστών προσώ-πων, που συνήθως ήταν συνάδελφοι του πατέρα, της μητέρας ή του επιτρόπου του ανήλικου προσώπου.22 Έ τ σ ι το προσωπικό της Επιθεώρησης Εργασίας όσες φορές έτυχε να ελέγξει τα στοιχεία του βιβλιαρίου βρέθηκε σε αδιέξοδο, γιατί παιδιά κάτω από 12 ετών είχαν δηλώσει μεγαλύτερη ηλικία από την πραγμα-τική τους προκειμένου να εργασθούν.

Ας δούμε στη συνέχεια τις ευθύνες που αναλάμβανε από το νόμο ο εργο-δότης για τα βιβλιάρια εργασίας των εργαζομένων ανηλίκων.

Στο βιβλιάριο ο εργοδότης κατέγραφε μόνο την ημερομηνία έναρξης και λήξης της εργασίας, ενώ απαγορευόταν οποιαδήποτε άλλη σημείωση, έστω και συμβολική. Το βιβλιάριο φυλασσόταν από τον εργοδότη, ο οποίος ήταν υπο-χρεωμένος να το επιδεικνύει στους εποπτεύοντες για την εφαρμογή του νόμου υπαλλήλους και να το επιστρέφει στο εργαζόμενο πρόσωπο με τη λύση της σύμβασης εργασίας.23

Ο θεσμός του βιβλιαρίου εργασίας ως τεκμήριο ταυτότητας και ελέγχου του εργαζόμενου προσώπου δεν ήταν νέος. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι εργοδότες ασκούσαν έλεγχο στην κινητικότητα των εργατών, γιατί οι τε-λευταίοι δεν μπορούσαν να αναζητήσουν αλλού εργασία αφού οι εργοδότες κρα-τούσαν στα χέρια τους τα βιβλιάρια εργασίας των εργατών τους.24 Οι ιδιοκτή-τες των εργοστασίων του Πειραιά, κυρίως των κλωστοϋφαντουργείων και των σιδηρουργείων, ακολουθούσαν πιστά τις κανονιστικές διατάξεις του βιβλιαρίου.

22. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 13' Panayota Tsopela-Saliba, Le profil..., ό.π., σ. 54-55· Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 96-99.

23. Σπ. Μ. Αντύπας, Ελληνική Εργατική Νομοθεσία, Αθήνα 1938, σ. 454. 24. Βλ. Jacques Donzelot, L'invention du social, Παρίσι 1984, σ. 143-144· Fran-

çois Ewald, Ιστορία τον Κράτους Πρόνοιας, μτφρ. Μαρία Κορασίδου, Αθήνα 2000, σ. 105-106" Μαρία Κορασίδου, Όταν η αρρώστια απειλεί. Επιτήρηση και έλεγχος του πληθυσμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 130-131.

Page 63: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Η εφημερίδα Σφαίρα μας πληροφορεί για το 1880 ότι τα βιομηχανικά κατα-στήματα, για να μην παρουσιάζουν προβλήματα στην παραγωγή εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυναμικού, είχαν συνάψει σύμβαση μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η πρόσληψη εργατών από άλλα εργοστάσια εάν δεν υπήρχε ρητή δήλωση στο βιβλιάριο τους ότι είχαν απολυθεί και ότι μπο-ρούσαν ελεύθερα να εργασθούν σε άλλα εργοστάσια. Η δημοσίευση αυτή έγινε με αφορμή την «παράλειψη» των εργοδοτών να δηλώσουν τη λύση της εργα-σίας του εργαζομένου προσώπου, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο δύσκολη έως και αδύνατη, βάσει της σύμβασης, την πρόσληψή του από άλλο εργοστάσιο.25

Όσον αφορά τη γραπτή ιατρική πιστοποίηση ότι το πρόσωπο ήταν υγιές και ικανό προς εργασία, που αναγραφόταν σε ειδική σελίδα του βιβλιαρίου, το μέτρο αυτό στόχευε στην προφύλαξη από τις ασθένειες όχι μόνο του ίδιου του ανηλίκου, αλλά και όλων των υπολοίπων που συγχρωτίζονταν μαζί του. Λόγω των συνθηκών διαβίωσης τα εργατικά στρώματα ιδιαίτερα μαστίζονταν από τρεις μεταδοτικές ασθένειες: τη φυματίωση, την ευλογιά και την ελονοσία. Λό-γω διαφόρων προλήψεων, αλλά και ελλιπούς ενημέρωσης δεν είχε ενσωματω-θεί στις πρακτικές των εργαζομένων η ιατρική επίσκεψη και η λήψη μέτρων, όπως είναι ο δαμαλισμός, καθώς και η τήρηση των κανόνων υγιεινής, με απο-τέλεσμα οι ασθένειες αυτές να παρουσιάζουν έξαρση. Όμως, το μέτρο αυτό τηρούνταν εντελώς τυπικά, οι δημοτικοί γιατροί πιστοποιούσαν στο βιβλιάριο την ικανότητα χωρίς να εξετάζουν εξονυχιστικά τον ανήλικο.26 Ενώ, λοιπόν, η ιατρική εξέταση θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στην καταπολέμηση των ασθενειών και στην ενημέρωση των εργαζομένων για τις συνθήκες υγιούς διαβίωσης, απέβη εντελώς αναποτελεσματική. Έ τ σ ι φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του νόμου για τη χορήγηση των βιβλιαρίων εφαρμόστηκε επι-πόλαια, τόσο από τις υπεύθυνες αρχές όσο και από τους ίδιους τους εργαζό-μενους. Ας εξετάσουμε, όμως, εάν πραγματικά εκείνη την εποχή ήταν για λό-γους κοινωνικούς εφικτή η εφαρμογή της. Η ανάγκη για επιβίωση της οικο-γένειας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε και τα νεότερα μέλη της, τα παιδιά, έπρεπε να συνεισφέρουν με την εργασία τους. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, κατά την οποία ο προ-στάτης της οικογένειας μπορούσε να είναι επιστρατευμένος και το κόστος ζωής (είδη διατροφής, ενδυμασίας, ενοίκιο, θέρμανση, φωτισμός) ήταν υψηλό. Πραγ-ματικά, για λόγους διαδικαστικούς, αλλά και ουσιαστικούς, ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε από το νόμο το βιβλιάριο εργασίας παρέμεινε ανέφικτος. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι με το βιβλιάριο εργασίας νομιμοποιείται μια κα-

25. Βλ. Σφαίρα, αρ. 11, 17-3-1880. 26. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 13.

Page 64: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κατηγορία εργαζομένων στην οποία ανήκουν τα εργαζόμενα κορίτσια και η οποία μέχρι τότε δεν φαινόταν πουθενά, ούτε στα αρχεία του δήμου και πιθανόν ούτε στα κατάστιχα της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να υφίσταται ακόμα περισσό-τερη εκμετάλλευση από τους εργοδότες.

3. ΟΙ Θ Ε Σ Ε Ι Σ Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Σ Γ Ι Α Τ Ι Σ Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Σ Σ Τ Ο Ε Ρ Γ Ο Σ Τ Α Σ Ι Ο

Η συγκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας και η εισαγωγή μηχανών στον καθορισμένο χώρο του εργοστασίου επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην οργά-νωση της εργασίας. Στ ις περισσότερες μεταποιητικές μονάδες, ιδίως στον το-μέα της βαμβακουργίας, ισχύει το σύστημα της καθετοποίησης της παραγω-γής, το οποίο επιτρέπει έναν ακόμα μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας κατά στάδια επεξεργασίας του προϊόντος. Πραγματικά, το γυναικείο εργατικό δυναμικό συγκεντρώνεται στις μεγάλες μονάδες, όπου ισχύει η μηχανοποίηση και ο καταμερισμός των εργασιών.

Για τη σχέση των γυναικών με τις μηχανές είναι ενδιαφέρον να αναφερ-θούμε στη Michelle Perrot , η οποία εντοπίζει ότι στα εργοστάσια του 19ου αιώνα ξαναβρίσκουμε το σχήμα που ισχύει στις πρωτόγονες κοινωνίες: μόλις εισάγεται μια μηχανή κάπως πιο δύσκολη στη χρήση της, την οικειοποιούνται οι άντρες, ενώ οι γυναίκες απομακρύνονται από τη συγκεκριμένη αυτή δουλειά.27

Συγκεκριμένα στα εργοστάσια η τεχνομάθεια είναι αποκλειστικό πεδίο των αν-δρών. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται με την εκμηχάνιση και απαι-τούν τεχνική εξειδίκευση προορίζονται αποκλειστικά για τους άνδρες. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι είναι πολύ δύσκολο οι γυναίκες να χειρισθούν τον βαρύ μηχανικό εξοπλισμό, όπως για παράδειγμα τα μηχανήματα του τυ-πογραφείου ή τις σιγαροποιητικές μηχανές, γιατί απαιτείται μεγάλη σωματική δύναμη. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι αρκετές από τις παλαιές «παραδοσιακές» θέσεις εργασίας διατηρούνται και συνυπάρχουν στο εργοστά-σιο με τις νέες. Εδώ εμπίπτει η ειδικότητα της υφάντριας. Η θέση αυτή ανή-κει στην κορυφή της πυραμίδας της γυναικείας απασχόλησης στο εργοστάσιο. Οι έμπειρες και δεξιοτέχνισσες εργάτριες μπορούν να εξελιχθούν σε υφάντριες.

Πριν εξετάσουμε για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά τις θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν οι γυναίκες, ας δούμε τις ιδιότητες που προσδιορίζουν τη φύση της γυναικείας εργασίας. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο της γενίκευσης, τις κατα-γράφω: η πειθαρχία του σώματος και της σκέψης στον περιορισμένο χώρο του εργοστασίου, η συνεχής επανάληψη ορισμένων κινήσεων κατά το διάστημα εκτέ-

27. Michelle Perrot , Η εργασία των γυναικών στην Ευρώπη 19ος-20ός αιώνας, μτφρ. Δήμητρα Σαμίου, Ερμούπολη Σύρου 1988, σ. 31.

Page 65: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εκτέλεσης της εργασίας, η ευκολία της εκμάθησης, η οποία γίνεται επί τόπου, η επιδεξιότητα και η ευλυγισία των χεριών, καθώς και η καταβολή αμοιβής ταυ-τοχρόνως με την ανάληψη εργασίας.

4. Η Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α ΤΩΝ Κ Λ Ω Σ Τ Ο Ϋ Φ Α Ν Τ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ω Ν

Από το μεταξουργείο στο κλωστοϋφαντουργείο

Η εικόνα της εργάτριας των κλωστοϋφαντουργείων ποικίλλει. Η γυναικεία ερ-γασία παρουσιάζεται διαφοροποιημένη αναλόγως με το είδος του νήματος. Υ-πάρχει μια ιεραρχία ανάμεσα στις ευγενείς (μετάξι, μαλλί) και στις κατώτερες ίνες (βαμβάκι), η οποία επιβάλλει διαφορετική επεξεργασία για την καθεμία.28

Επίσης, ως προς το μέγεθος, υπάρχουν μεγάλα εργοστάσια που λειτουργούν με τεχνητή κινητήρια δύναμη (υδροκίνητα, ατμοκίνητα, ηλεκτροκίνητα) και βιο-τεχνίες με χειροκίνητους αργαλειούς. Οι γυναίκες εργάζονται σ' όλο το φά-σμα της παραγωγικής διαδικασίας: στα κλωστήρια, στα βαφεία και στα υφαν-τήρια.

Από τον τομέα της μεταξουργίας, ο οποίος έχει από νωρίς σπάσει το φράγμα της οικιακής οικονομίας, ξεκινάει η προσέλευση των γυναικών στο εργοστάσιο. Η μεταξοβιομηχανια εντάσσεται πρώτη στο εργοστασιακό σύστη-μα παραγωγής, με την έννοια της συγκέντρωσης του μηχανικού εξοπλισμού κάτω από μία στέγη. Το πρώτο ατμοκίνητο μεταξουργείο, που ανήκει στον Λουκά Ράλλη, λειτουργεί από το 1844 2 9 στον Πειραιά. Για το εργατικό προ-σωπικό του μεταξουργείου γνωρίζουμε ότι το 1847 απασχολούνται εκατό πε-ρίπου άτομα, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι «άπορα κορίτσια».3 0 Σ ε μια πόλη όπως ο Πειραιάς, που το 1848 ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τους 5.279 κατοίκους,31 η πρώτη αυτή παρουσία των εργατριών δεν πρέπει να πέ-ρασε απαρατήρητη. Στ ις αρχές του 1855 ιδρύεται το πρώτο ατμοκίνητομε-ταξουργείο στην Αθήνα με την επωνυμία «Αθανάσιος Γ . Δουρούτης και Σ ία» . Νεαρές κοπέλες, που στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του μεταξουργείου φθάνουν τις 250-260, εργάζονται εκεί αφού πρώτα διδάσκονται την τέχνη της

28. Annie Fourcau l t , Femmes à l'usine en France dans l'entre-deux-guerres, Πα-ρίσι 1982, σ. 65-66.

29. Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1986, σ. 40.

30. Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην Ιστορία του Ελλη-νικού Μάντσεστερ, Αθήνα 1984, σ. 242.

31. Yanni s Bafounis , La formation d'une ville nouvelle: Le Pirée au XIX siècle (1835-1879), Thèse de Doctorat de 3ème cycle Paris IV, Παρίσι 1985, σ. 16.

Page 66: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μεταξοκλωστικής από ένα γάλλο ειδικό και πέντε γαλλίδες αναπηνίστριες.32

Από το 1870 αρχίζει με γοργό ρυθμό η ίδρυση των πρώτων εργοστασίων βαμβακουργίας. Στον Πειραιά λειτουργούν 9 ατμοκίνητα εργοστάσια κλωστο-ϋφαντουργίας.33 Η εκμηχάνιση στον τομέα αυτό δημιουργεί θέσεις ανειδίκευτης εργασίας, κατάλληλες για τις νεοαφιχθείσες κοπέλες στην πόλη, που δεν δια-θέτουν καμία τεχνογνωσία και έχουν ανάγκη από χρήματα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επανέλθουμε στην πρώ-τη αριθμητική αποτίμηση των εργατριών στα ατμοκίνητα κλωστοϋφαντουργεία της χώρας, όπως καταγράφεται το 1875 από τον Αλέξανδρο Μανσόλα. Συνο-λικά έχουμε 696 άνδρες και 1.632 γυναίκες. Ο αριθμός των γυναικών αναλύε-ται ως εξής: 608 (37 ,3%) εργάζονται στα βαμβακοκλωστήρια, 819 (50 ,1%) στα μεταξουργεία, 21 (1 ,3%) στα εκκοκκιστήρια και 184 (11 ,3%) στα υφαν-τήρια. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γυναικών φαίνεται ότι εργάζεται στα μεταξουργεία δικαιολογείται πλήρως, γιατί, όπως ήδη έχουμε σχολιάσει, αυ-τός ο κλάδος εντάσσεται πρώτος στο εργοστασιακό σύστημα παραγωγής. Ό -μως, η εικόνα της αρμονικής συνύπαρξης που μας δίνουν οι αριθμοί για τη γυ-ναικεία απασχόληση στους τομείς της μεταξοβιομηχανίας και της βαμβακουρ-γίας γρήγορα αλλοιώνεται. Το μεταξουργείο της Αθήνας κλείνει το 1875, ενώ του Πειραιά λειτουργεί μέχρι το 1880. Φαίνεται ότι η μεταξουργία ως παρα-γωγική δραστηριότητα ειδών πολυτελείας δεν μπορεί να μαζικοποιηθεί στο χρο-νικό πλαίσιο της μελέτης μας και μεταφέρεται από τα αστικά κέντρα στις ση-ροτροφικές επαρχίες, αποτελώντας μια εποχική-συμπληρωματική απασχόληση του αγροτικού πληθυσμού.34 Αντίθετα, πολύ γρήγορα διαδίδεται η παραγωγή και η εμπορευματοποίηση του βαμβακερού νήματος. Το 1882 στα οκτώ εργο-στάσια βαμβακουργίας του Πειραιά (νηματουργεία, υφαντήρια, βαφεία) εργά-ζονται 1.316 εργάτριες. Έχουμε, δηλαδή, ένα ποσοστό 6 5 , 8 % εργατριών στον

32. Για το χρονικό της ίδρυσης και για τη λειτουργία του Μεταξουργείου της Αθήνας βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη - Μαρία-Χριστίνα Χατζηϊωάννου, Το Μεταξουργείο της Αθήνας, Αθήνα 1995.

33. Το εργοστάσιο των Αδελφών Ρετσίνα ιδρύθηκε το 1870, το Νηματουργείον και Βαφείον Ελληνικής Βαμβακουργικής Εταιρείας, πρώην Αδελφών Βολανάκη, το 1870, το Κλωστήριον Δημόκα το 1870, το Κλωστήριο Κ. Παναγιωτόπουλου το 1872, το Νηματο-ποιείον Λυγινού και Σία το 1872, το Υφαντήριον και Κλωστήριον Τζάτσου και Σταμό-πουλου το 1874, το Νηματοποιείον, Υφαντήριον και Βαφείον Γεωργίου και Σωτηρίου Βα-ρουξάκη το 1876, το Υφαντήριον και Κλωστήριον Γεωργίου Ν. Νικολέση το 1877. Βλ. Παντολέων Καμπούρογλου, Ιστορία του Πειραιώς από του 1833-1882 έτους, Αθήνα 1883, σ. 78-82.

34. Christina Agriantoni, «Le sort de la soie en Grèce au XIX siècle: du dé-classement des productions domestiques à la marginalisation d'une industrie rural», Cultural and Commercial Exchanges between the Orient and the Greek World, Αθήνα 1991, σ. 37-54.

Page 67: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τομέα της βαμβακουργίας σε σύνολο 2.000 γυναικών που εργάζονται στα βιο-μηχανικά καταστήματα της πόλης.35

Το 1894 ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Ακρόπολις Βλάσης Γαβριηλίδης δημοσιεύει μια σειρά άρθρων με τη μορφή αφιερωμάτων για τον εργατικό κό-σμο στην Ελλάδα με τίτλο «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι». Γ ια τις συνθή-κες ζωής και εργασίας των εργατριών στα κλωστοϋφαντουργεία, τ ις «φαμπρι-κούδες», αφιερώνει ένα άρθρο. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, οι εργάτριες των κλωστοϋφαντουργείων στη συντριπτική πλειοψηφία τους κατάγονται από την Υδρα, τις Σπέτσες, τον Πόρο και τη Σαντορίνη. Ακόμα συναντά κανείς και εργάτριες από τα χωριά της Αττικής και τη Σαλαμίνα.3 6

Στην απογραφή του 1907 στην υποκατηγορία «υφανταί, εριουργοί, φλα-νελλοποιοί, ταπητουργοί, μεταξουργοί, νηματουργοί, ξάντες» έχουμε 2.050 άν-δρες και 3 .939 γυναίκες. Όπως διαπιστώνουμε, ο αριθμός των γυναικών υπερ-βαίνει αυτό των ανδρών. Στην βιομηχανική απογραφή του 1920 οι γυναίκες που απασχολούνται στην υφαντουργία είναι 7.119 και οι άνδρες 8.915. Ο αριθ-μός των γυναικών στην υφαντουργία αντιπροσωπεύει σε ποσοστά το 2 9 , 1 0 % επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών στη βιομηχανία και το 4 4 , 4 % επί του συνόλου των εργαζομένων προσώπων στην υφαντουργία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσω ότι στα εργαζόμενα πρόσωπα στην υφαντουργία, εκτός από το καθεαυτό εργατικό δυναμικό, περιλαμβάνονται οι διευθύντριες και τα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας-ιδιοκτήτριας της επιχείρησης.

Η μορφή της εργάτριας των κλωστοϋφαντουργείων καθιερώνεται, αποτε-λώντας ένα από τα σύμβολα του κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού. Σ ' ένα νεοσύστατο κράτος όπως η Ελλάδα, που προσπαθεί να διαρρήξει τ ις κυρίαρχες δομές του οθωμανικού παρελθόντος, η βιομηχανία και ο κόσμος της εργασίας συνθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία για την είσοδο της σε μια ανα-πτυξιακή διαδικασία που αντιστοιχεί στα δυτικά πρότυπα.

Για το λόγο αυτό θεωρώ ενδιαφέρον να ξεκινήσω τη μελέτη των χαρα-κτηριστικών που καθορίζουν το εργασιακό καθεστώς και τη συμπεριφορά της εργάτριας στο χώρο του εργοστασίου από τα κλωστοϋφαντουργεία.

Η ηλικία

Τα στοιχεία που αφορούν την ηλικία των εργατριών στην κλωστοϋφαντουργία είναι ελάχιστα και ασαφή για τα πρώτα χρόνια της μελέτης μας.

Το 1894, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Βλάση Γαβριηλίδη για τις «φαμπρικούδες», στα κλωστοϋφαντουργεία κυριαρχούν οι κοπέλες ηλικίας από

35. Παντολέων Καμπούρογλου, ό.π. 36. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Οι φαμπρικούδες.

Σκέψεις - Τύποι - Εικόνες - Επεισόδια», Ακρόπολις, αρ. 4405, 14-5-1894.

Page 68: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

16 έως 22 ετών, όμως, μπορεί να συναντήσει κανείς και κορίτσια 8, 9 και 10 ετών, όπως και μεσόκοπες ή ακόμη και μεγάλης ηλικίας γυναίκες, συνήθως χήρες, οι οποίες εργάζονται για να θρέψουν τα παιδιά τους ή για να συμπλη-ρώσουν την προίκα της κόρης τους.37

Από τις 300 εργάτριες του νηματουργείου Λυγινού στον Πειραιά το 1898, ένα ποσοστό 1 0 % έχει ηλικία κάτω των 12 και άνω των 25, έως 50 ετών.38

Από τη βιομηχανική απογραφή του 1920 έχουμε ένα κατά ηλικία διαχωρισμό των εργατριών με όριο τα 18 χρόνια. Έτσι, από τις 5.817 εργάτριες, οι 2.043 (35 ,10%) είναι κάτω από 18 ετών. Για το 1921 μια αναλυτικότερη κλίμακα ηλικιών των εργαζομένων γυναικών σε συνδυασμό με τα χρόνια παραμονής τους στην κλωστοϋφαντουργία μας δίνει η Επιθεώρηση Εργασίας.

Από τις 1949 εργάτριες οι: — 44 είναι 12 ετών (δεν έχουν συμπληρώσει 1 χρόνο εργασίας) — 149 είναι 12-14 ετών (έχουν συμπληρώσει από 1 έως 3 χρόνια εργασίας) — 756 είναι 14-18 ετών (417 έχουν συμπληρώσει από 1 έως 3 χρόνια και 339

από 3 έως 5 χρόνια εργασίας) — 552 είναι 18-22 ετών (7 έχουν συμπληρώσει από 3 έως 5 χρόνια εργασίας,

414 από 5 έως 10 χρόνια εργασίας και 131 από 10 έως 15 χρόνια εργασίας) — 448 είναι πάνω από 22 ετών (163 έχουν συμπληρώσει από 10 έως 15 χρό-

νια εργασίας και 285 πάνω από 15 χρόνια εργασίας). Η κλίμακα των ηλικιών σε ποσοστά είναι: 2 , 2 % 12 ετών, 7 , 6 % 12-14

ετών, 3 8 , 8 % 14-18 ετών, 2 8 , 3 % 18-22 ετών, 2 3 , 1 % πάνω από 22 ετών. Το γεγονός ότι δεν εμφανίζονται εργάτριες κάτω από 12 ετών δεν πρέπει

να μας προκαλεί έκπληξη. Υπενθυμίζω ότι με βάση το νόμο 4029/24-1-1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων» απαγορεύεται η εργασία παιδιών που δεν έχουν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους στις βιομηχανικές, βιο-τεχνικές, μεταλλευτικές, μεταφορικές, οικοδομικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Έ τ σ ι δεν αποκλείεται ορισμένες μικρές εργάτριες να δήλωναν επισήμως ηλικία 12 ετών στα βιβλιάρια εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα να ήταν μικρότε-ρες. Πάντως, το ποσοστό των εργατριών ηλικίας 12 ετών, αν και πρέπει να περιλαμβάνει και εργάτριες μικρότερης ηλικίας, είναι μικρό σε σχέση με τα υπόλοιπα. Το μεγαλύτερο ποσοστό εργατριών έχει ηλικία από 14 έως 18 ετών. Με βάση αυτό το δείγμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν έχουμε πολλές πε-ριπτώσεις κοριτσιών ηλικίας κάτω από 12 ετών που εργάζονται στην κλω-στοϋφαντουργία. Αυτό μπορεί να αποδοθεί είτε στην εφαρμογή της νομοθεσίας, ε ίτε στα ήθη και τη νοοτροπία της ελληνικής οικογένειας, σύμφωνα με τα οποία το κορίτσι μόνο σε περίπτωση εσχάτης πενίας διαβαίνει το κατώφλι του εργο-στασίου σε παιδική ηλικία.

37. Στο ίδιο. 38. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται...», ό.π., σ. 34.

Page 69: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Το μέγεθος και η γεωγραφική συγκέντρωση των επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας

Από τον πίνακα παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (85,3 % επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών στην υφαντουργία απασχολείται στις επι-χειρήσεις με προσωπικό άνω των 25 ατόμων. Πραγματικά, οι εργάτριες συγ-κεντρώνονται στις επιχειρήσεις όπου επικρατεί η εκμηχάνιση της παραγωγής και ο καταμερισμός έργου.

ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Κατανομή των εργαζομένων γυναικών στην υφαντουργία κατά μέγεθος επιχείρησης, 1920

Επιχειρήσεις κατά μέγεθος

Αριθμός επιχειρήσεων

Σύνολο εργαζομένων (Άνδρες+Γυναίκες ) Γυναίκες % Γυναίκες

1-5 ατόμων 226 643 337 4,7 6-25 ατόμων 51 741 712 10,0 25 και άνω 73 7.531 6.070 85,3 Σ ύ ν ο λ ο 350 8.915 7.119 100,0

Πηγή: Υ Ε Ο , Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-12-1920, Αθήνα 1926.

Γεωγραφικά οι κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις εντοπίζονται κυρίως στο συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς,39 στη Σύρο και στις μακεδονικές πόλεις Έδεσσα-Βέροια-Νάουσα.40 Ειδικότερα για το συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς θα ήθελα να επισημάνω ότι ενώ στην αρχή τα εργοστάσια κτίζονται στον Πει-ραιά, σιγά-σιγά αρχίζουν και αναπτύσσονται κατά μήκος του σιδηροδρόμου κοντά στα «νέα προάστια», όπως η Αλυσίδα, τα Πατήσια και αργότερα η Ν. Ιωνία.

Οι θέσεις εργασίας

Τις εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δύο κατη-γορίες: στις ανειδίκευτες, που αποτελούν την πλειοψηφία του κλάδου, και σ' αυ-τές που εκτελούν εξειδικευμένη εργασία.

39. Για τη συγκέντρωση του εργατικού πληθυσμού στην Αθήνα και τον Πειραιά βλ. Πέτρος Πιζάνιας, Οι φτωχοί των πόλεων. Η τεχνογνωσία της επιβίωσης στην Ελλάδα τον Μεσοπόλεμο, Αθήνα 1993, σ. 27.

40. Για την ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας στις πόλεις της Μακεδονίας βλ. Χρή-στος Χατζηϊωσήφ, Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940, Αθήνα 1993, σ. 90-95.

Page 70: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ένα απόσπασμα από την έκθεση της επόπτριας Μαρίας Δεσύπρη μας δίνει μια σαφή εικόνα για την έννοια της ανειδίκευτης εργασίας: «Εν τη βιομηχα-νία ο ρόλος της εργατρίας περιορίζεται εις την παθητικήν επίβλεψιν του διά της μηχανής εκτελουμένου έργου, διά τούτο φαίνεται αρκετή η πρακτική εξει-δίκευσις την οποίαν αποκτά η εργάτρια δι' απ' ευθείας παρακολουθήσεως επί τινα χρόνον της εργασίας συναδέλφου τινός. Δεν πρέπει ως εκ τούτου να θεω-ρηθή ως υπερβολικόν το ότι σχεδόν ουδεμία εργάτρια εν Αθήναις κατανοεί τε-λείως το εκτελούμενον έργον, κατέχει δηλαδή εκείνο το οποίον χαρακτηρίζεται επιτυχώς διά της αγγλικής φράσεως " indus t r i a l inte l l igence"» . 4 1

Στα κλωστήρια εργάζονται με προσηλωμένα τα μάτια τους στις ατράκτους των αυτόματων κλωστήρων που περιστρέφονται μανιασμένα, επιβλέποντας το νήμα προκειμένου να μην κοπεί. Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, με τα χέρια τους συνδέουν το νήμα για να συνεχιστεί η ομαλή λειτουργία του μηχανήματος. Στα υφαντήρια οι εργάτριες παρακολουθούν συνεχώς τους αργαλειούς και όταν χρεια-στεί διορθώνουν την κλωστή.

Εκτός από τις βασικές αυτές εργασίες υπάρχουν και άλλες που αφορούν την προετοιμασία του νήματος για ύφανση. Το διάσιμο, το τύλιγμα και το μί-τωμα ανήκουν στις προπαρασκευαστικές εργασίες του υφαντήριου. Εξαιτίας του σύντομου χρονικού διαστήματος, από ένα έως τρεις μήνες, που απαιτεί η εκμάθηση τους μπορούμε, νομίζω, να θεωρήσουμε ότι και οι εργασίες αυτές δεν απαιτούν ειδική τεχνική κατάρτιση. Ας δούμε, όμως, από κοντά τι ακρι-βώς έκαναν οι γυναίκες στο υφαντήριο κατά την προπαρασκευαστική διαδικα-σία. Οι διαστρούδες τακτοποιούσαν το νήμα για να αποτελέσει στη συνέχεια το στημόνι. Οι καρουλούδες τύλιγαν την κλωστή σε μασούρια για το υφάδι του υφάσματος. Οι γυναίκες που δούλευαν για το μίτωμα περνούσαν το στημόνι του αργαλειού στα μιτάρια.

Στο εξειδικευμένο προσωπικό του εργοστασίου ανήκουν οι υφάντριες και οι κλώστριες. Οι τελευταίες επιστατούν τις εργάτριες στο διάσιμο και στο τύ-λιγμα του νήματος και ξεμπλέκουν το νήμα που μπλοκάρει στα μηχανήματα. Οι υφάντριες, αν και εργάζονται σε μηχανοκίνητους και όχι σε χειροκίνητους αργαλειούς, συνεχίζουν κατά παράδοση ένα γυναικείο επάγγελμα, την υφαντική.

Στ ις μικρές αγγελίες των εφημερίδων οι εργοδότες εκδηλώνουν με σαφή τρόπο τις προτιμήσεις τους.42 Είναι χαρακτηριστικό ότι αναγράφεται η ειδι-

41. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 75' Panayota Tsopela-Saliba, Le profil..., ό.π., σ. 60· Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 73.

42. Για τις μικρές αγγελίες αποδελτίωσα συστηματικά δύο εφημερίδες, μία πειραϊ-κή, τη Σφαίρα από το 1899 έως το 1922 και μία αθηναϊκή με τίτλο Νέα Εφημερίς από το 1894 έως και το 1900.

Page 71: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ειδικότητα της εργάτριας που ζητούν να προσλάβουν. Συνήθως στο κείμενο της μικρής αγγελίας η ειδικότητα της εργάτριας συνοδεύεται από τη λέξη «πεπει-ραμένη». Ζητούνται πεπειραμένες υφάντριες, μεταξοϋφάντριες, εργάτριες μη-χανών πλεκτικής. Μια απόπειρα αποκωδικοποίησης αυτού του τύπου των αγ-γελιών μας οδηγεί στις εξής διαπιστώσεις:

α. Υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο εξειδικευμένο και στο ανει-δίκευτο προσωπικό, τόσο ως προς τη φύση της εργασίας, όσο και ως προς τις χρηματικές απολαβές.

β. Το γυναικείο εξειδικευμένο προσωπικό στα κλωστοϋφαντουργεία δεν είναι μόνιμο, αλλά προσωρινό και, προφανώς, μετακινείται από το ένα εργο-στάσιο στο άλλο μόλις πετυχαίνει καλύτερες συνθήκες εργασίας και μεγαλύτε-ρες απολαβές.

γ. Η επαγγελματική εξέλιξη και η μετάβαση από την κατηγορία του ανει-δίκευτου προσωπικού σ' αυτήν του εξειδικευμένου δεν εξυπακούεται. Είναι πολύ λιγότερο δαπανηρό για τους εργοδότες να προσλαμβάνουν ήδη εξειδικευμένο προσωπικό, παρά να το εκπαιδεύουν στο εργοστάσιο. Αυτό δικαιολογείται, όπως θα αναλύσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, από το γεγονός ότι η επαγγελματική ζωή των γυναικών στο εργοστάσιο είναι βραχύβια. Ένα απόσπασμα από την αγόρευση στη Βουλή των Ελλήνων του εργοστασιάρχη και βουλευτή Θεόδωρου Ρετσίνα είναι αποκαλυπτικό: « Η εκγύμνασις [προσωπικού] απαιτεί κόπους και δαπάνας, το δε σπουδαιότερον είνε, ότι τα βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία θα παραγάγωσι οι ανειδήμονες ούτοι τεχνίται, θα είνε μικράς αξίας, ένεκα της οποίας ο διαγωνισμός αυτών προς προϊόντα ξένης προελεύσεως καθίσταται δυσχερής. Παραλείπω δε να είπω ότι το θήλυ προσωπικόν διατελεί εν αδαη-μοσύνη, διότι, μόλις εκγυμνασθώσι εις τοιούτον σημείον ώστε να παραγάγω-σιν τι άξιον λόγου, συνάπτουσι γάμους, και δεν επανέρχονται εις τας εργασίας των.. .» . 4 3

Το ζήτημα της επιστασίας των γυναικών από άνδρες και όχι από γυναί-κες, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας των κλωστοϋφαντουργείων στην Ελλάδα, λαμβάνει διαστάσεις. Οι εργοδότες, παρά τον κίνδυνο της σε-ξουαλικής παρενόχλησης που εγκυμονεί για τις κοπέλες εργάτριες η παρουσία των επιστατών, προτιμούν να προσλαμβάνουν άνδρες. Το 1889 η Καλλιρρόη Παρρέν σε άρθρο της στο περιοδικό Εφημερίς των Κυριών για τις εργάτριες του κλωστοϋφαντουργείου Ρετσίνα στον Πειραιά αναφέρεται στο θέμα της επι-στασίας των γυναικών από άνδρες του κλωστηρίου: «αγνοούμεν κατά πόσον ο συναγελασμός ούτος ανδρών και γυναικών συντελεί εις το κόσμιον των ηθών

43. «Αγόρευσις Θεοδώρου Ρετσίνα Βουλευτού Αττικής κατά την συζήτησιν επί του Νομοσχεδίου περί τελωνειακού δασμολογίου 30-1-1907», Σφαίρα, αρ. 7528, 6-2-1907.

Page 72: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

των τελευταίων τούτων...».4 4 Σ τ η συνέντευξη που παίρνει η Ευγενία Ζωγρά-φου από τον ιδιοκτήτη κλωστοϋφαντουργείου στον Πειραιά, Σημίτη , όταν τον ρωτάει για το θέμα των ανδρών επιστατών αυτός απαντάει ότι οι εργάτριες έχουν επικεφαλής «εργάτας σοβαρούς, ώστε να εμπνέουν όχι φόβον, αλλά σέ-βας».4 5 Ας κρατήσουμε τις λέξεις «φόβος» και «σέβας» από τη φράση. Οι λέ-ξεις αυτές έχουν διπλή σημασία, από τη μια πλευρά γίνεται μια δήλωση ότι οι εργοδότες έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους άνδρες εργάτες, γιατί είναι ικανοί να επιβάλλουν την απαραίτητη τάξη και πειθαρχία, ενώ από την άλλη πλευρά υπονοούνται ανεπιθύμητες καταστάσεις που μπορεί να συμβαίνουν σε άλλα εργοστάσια. Η ίδια η δημοσιογράφος στις επόμενες σελίδες αναφέρει ότι δυο-τρεις εργάτριες του Πειραιά της κατήγγειλαν ότι «σ' ένα-δυο εργοστάσια κτυπούν οι αρχιεργάτες τις εργάτριες».46 Δεν έχω άλλες ενδείξεις από τις πη-γές για το αν πράγματι οι εργάτριες πέφτουν θύματα ξυλοδαρμών τακτικά ή κατ' εξαίρεσιν ή ακόμη αν πρόκειται για ψευδείς καταγγελίες από μέρους τους.

Συνθήκες εργασίας

Ας μεταφερθούμε στο εσωτερικό των εργοστασίων για να σχολιάσουμε τις συν-θήκες εργασίας που επικρατούν εκεί. Θα ξεκινήσουμε από την περιγραφή των ίδιων των εργοστασίων.

Από άποψη αρχιτεκτονικής μορφής παρατηρούμε ότι ισχύουν δύο τύποι κτιρίων: τα μονώροφα, οδοντωτά κυρίως, και τα πολυώροφα κλωστοϋφαντουρ-γεία. Τα οδοντωτά κτίρια προήλθαν από την Ευρώπη όπου, σύμφωνα με την Κωνσταντίνα Δεμίρη, η δημιουργία τους οφείλεται στην ανάγκη για μεγάλους μονώροφους χώρους παραγωγής με ομοιόμορφο φωτισμό από την οροφή. Το συγκρότημα Λόγγου-Κύρτση-Τούρπαλη, που χτίστηκε στη Νάουσα το 1874, όταν ακόμη η περιοχή ανήκε στην οθωμανική επικράτεια, αποτελεί χαρακτη-ριστικό παράδειγμα.47 Ο ενιαίος φωτισμός της οροφής μειώνει τους κινδύνους οφθαλμολογικών παθήσεων (θάμπωμα), αλλά παρουσιάζει προβλήματα ως προς την θερμότητα. Σημειώνονται απώλειες της εσωτερικής θερμότητας, κρύο το χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι και διαρροές από τη στέγη.4 8 Τα πολυώροφα κτί-ρια με τα πλάγια παράθυρα εξαιτίας των αυξομειώσεων του φωτισμού δημιουρ-γούν οφθαλμολογικά προβλήματα στους εργαζόμενους που αναγκάζονται να πη-

44. Καλλιρρόη Παρρέν, «Γυναίκες εν τη ελληνική βιομηχανία. Τετρακόσιαι εργάτιδες εν τω εργοστασίω Ρετσίνα», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 28, 13-9-1887.

45. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται...», ό.π., σ. 40. 46. Στο ίδιο, σ. 60. 47. Κωνσταντίνα Δεμίρη, Τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία, Αθήνα 1991, σ. 105. 48. Στο ίδιο, σ. 38.

Page 73: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

πηγαινοέρχονται κατά πλάτος στο χώρο κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.49

Η καθαριότητα των χώρων, η υγιεινή και η ασφάλεια των εργαζομένων σ' όλα τα εργοστάσια και όχι μόνο στα κλωστοϋφαντουργεία αποτελεί αρμο-διότητα της κρατικής μέριμνας. Από το 1898 το Υπουργείο Εσωτερικών προ-χωρεί στη σύσταση επιτροπής για την επιθεώρηση των εργοστασίων.50 Έργο της επιτροπής είναι η επιτόπια επίσκεψη στα εργοστάσια και η συγγραφή έκ-θεσης με περιεχόμενο την επικρατούσα κατάσταση, προκειμένου στη συνέχεια το Υπουργείο να φροντίσει ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Στάθηκε αδύνατον, παρά τις προσπάθειές μου, να εντοπίσω την έκθεση-πόρισμα, ώστε να μπορώ να μεταφέρω στη μελέτη την εικόνα της επιτροπής για τις συνθή-κες εργασίας από τη σκοπιά της υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων και ειδικότερα των εργατριών.

Όμως, αν λάβουμε υπόψη μας τα σχόλια των εφημερίδων, η σύσταση της επιτροπής «προς επιθεώρησιν των εργοστασίων» πρέπει να προκάλεσε ανησυ-χίες σε κάποιους που είχαν πρόσβαση στον τύπο, προφανώς στους κεφαλαιού-χους-ιδιοκτήτες των εργοστασίων. Η εύθραυστη εικόνα της ακμάζουσας ελλη-νικής βιομηχανίας θα μπορούσε εύκολα να αμαυρωθεί από την παρουσίαση της στα χαρτιά των αρμοδίων του Υπουργείου. Ωστόσο, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι βιομήχανοι μπορεί και να φοβόντουσαν την επέμβαση του κρά-τους εντός των τειχών του εργοστασίου τους. «Α ι υπό των δημοσίων υπηρε-σιών συνιστώμεναι επιτροπαί νομίζουσιν ότι εκπληρούσι το καθήκον αυτών, αν διαλαλήσωσιν εις το ελληνικόν δημόσιον ότι άπαντα τα ελληνικά ατμόπλοια είνε σεσηπότα και άπαντα τα εργοστάσια του Πειραιώς έχουσι λέβητας και μηχανάς πεπαλαιωμένας ή απείρους μηχανικούς και θερμαστάς. Φοβούμεθα πο-λύ μήπως ο πολύς ζήλος των εναποτελούντων την επιτροπήν ταύτην γίνη πρό-ξενος μεγάλης ηθικής και υλικής ζημίας εις την βιομηχανίαν ημών». 5 1

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι απέγινε τελικά αυτή η επιτροπή, αν και πώς ολοκλήρωσε το έργο της και τ ι χρονική διάρκεια ζωής είχε, όμως αυτό με κανένα τρόπο δεν υποβαθμίζει την αξία του εγχειρήματος. Το κράτος εκδηλώνει την πρόθεσή του για άσκηση ελέγχου στις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων που επικρατούν στα εργοστάσια. Μέχρι να θεσπι-σθούν νομοθετικές ρυθμίσεις για τις συνθήκες υγιεινής, το κράτος έκανε ελέγ-χους στα εργοστάσια. Ο διευθυντής ή ο υποδιευθυντής της αστυνομίας και ο αστίατρος της πόλης επιθεωρούσαν τα εργοστάσια.52 Οι επιθεωρήσεις αυτές

49. Στο ίδιο, σ. 38. 50. Σφαίρα, αρ. 4865, 3-6-1898. 51. Ανώνυμος, «Η επιτροπή προς επιθεώρησιν των εργοστασίων», Σφαίρα, αρ. 4833,

27-4-1898. 52. Ανώνυμος, «Η υγιεινή των εργατών», Σφαίρα, αρ. 7730, 11-10-1907.

Page 74: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γίνονταν συστηματικά; Ποιες ήταν οι κυρώσεις που επιβάλλονταν στους ιδιο-κτήτες των εργοστασίων; Πρόκειται για ερωτήματα που αδυνατώ να απαντήσω γιατί δεν έχουμε σαφή εικόνα για τις ενέργειες των κρατικών φορέων πριν τη θέσπιση των σχετικών νόμων.

Μεταξύ των εργατικών νομοσχεδίων που υποβλήθηκαν το 1911 στη Δ ι -πλή Αναθεωρητική Βουλή, προέχουσα θέση κατέχει ο νόμος 3934 της 19-11-1911 «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας». Ο νόμος αυτός θέτει τις πρώτες γραμμές για τα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι εργοδότες προκειμένου να τηρηθούν οι στοιχειώδεις όροι υγιεινής, όπως λ.χ. καθαριότητας, αερισμού, επαρκούς φωτισμού, και για τις προφυλάξεις από τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το εργατικό προσωπικό όταν χειρίζεται μη-χανές που βρίσκονται εγκατεστημένες στους χώρους εργασίας του.

Την ίδια χρονιά το Υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας με-τονομάσθηκε σε Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Το 1912 στο Υπουργείο αυτό υπάχθηκε το νεοδημιουργηθέν σώμα των επιθεωρητών εργασίας με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας των εργατών, κα-θώς και τον έλεγχο για την τήρηση των εργατικών νόμων. Οι πληροφορίες που μας δίνουν οι εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας αποτελούν μία από τις βα-σικές πηγές μου για τη μελέτη της ζωής της εργάτριας μέσα στο χώρο του εργοστασίου. Πρόκειται για φυλλάδια-δελτία τα οποία μας παρέχουν στοιχεία για τις χρονιές 1912-13 και 1920-22. Οι επιθεωρητές, κυρίως οι δύο επιθεω-ρήτριες εργασίας Μαρία Δεσύπρη [Σβώλου] και Άννα Μακροπούλου, παρακο-λουθούν την εργάτρια στο χώρο εργασίας της, ενώ ταυτοχρόνως αποτυπώνουν το προφίλ της.5 3 Όμως, θα πρέπει να τονίσω ότι πρόκειται για έμμεσες πλη-ροφορίες και όχι για άμεσες, αφού οι ίδιες οι εργάτριες παραμένουν σιωπηλές αφήνοντας τρίτα πρόσωπα να μιλούν γ ι ' αυτές. Πόση δόση αμεροληψίας πε-ριέχουν τα σχόλια, οι περιγραφές των χώρων εργασίας και οι προσωπικές εκτι-μήσεις των επιθεωρητών, ιδίως των επιθεωρητριών, για το εργασιακό και κοι-νωνικό καθεστώς της εργάτριας; Πώς επηρεάζει την αναπαράσταση της πραγ-ματικότητας το «πολιτισμικό σοκ» που υφίστανται οι επιθεωρητές, οι οποίοι ανήκουν στην ελίτ της δημοσιοϋπαλληλίας, όταν διαβαίνουν την κύρια είσοδο του εργοστασίου και συναντώνται με το εργατικό προσωπικό; Τα σχόλια και οι περιγραφές των επιθεωρητών μεταφέρουν την αντίληψη που είχε για την εργάτρια και για το κράτος «πρόνοιας» αυτή η ομάδα των επιθεωρητών που ανήκε στους διανοούμενους της ελληνικής κοινωνίας οι οποίοι εκείνη την εποχή

53. Στην Αγγλία οι πρώτες γυναίκες επιθεωρήτριες εργασίας εμφανίζονται το 1893. Πρόκειται για τις Mary Paterson και May Abraham, βλ. Barbara Harrison, Not only the dangerous trades. Women's work and health in Britain 1880-1940, Έξετερ 1996, σ. 184-186.

Page 75: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ανέλαβαν δημόσια αξιώματα.54 Όμως, τα ποσοτικά στοιχεία που μας παρέχει το σώμα των επιθεωρητών εργασίας για την οικογενειακή κατάσταση, το μορ-φωτικό επίπεδο των εργατριών, την ηλικία και τους μισθούς μας δίνουν αξιό-πιστες ενδείξεις για το κοινωνικό προφίλ της εργάτριας.

Ας αρχίσουμε λοιπόν την περιδιάβαση μας στο εσωτερικό των κλωστοϋ-φαντουργείων για να γνωρίσουμε από κοντά τις συνθήκες στις οποίες δουλεύουν οι εργάτριες.

Πολλά από τα εργοστάσια είναι εγκατεστημένα σε χώρους που έχουν κτι-σθεί για άλλο σκοπό.55 Ένα νηματουργείο στην Ερμούπολη με 120 εργάτριες στεγάζεται σε κτίριο το οποίο άλλοτε ήταν βουστάσιο.56 Βεβαίως, όσα από τα εργοστάσια είναι νέα έχουν κτισθεί με καλύτερες προδιαγραφές απ' ό,τι τα πα-λαιά. Για το 1921 η επόπτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη [Σβώλου] αναφέρει ότι από τα 10 κλωστοϋφαντουργεία τα 4 που είναι καινούργια πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.57

Τα εργοστάσια δεν έχουν ειδικές αίθουσες για εστιατόριο-κυλικείο, νιπτή-ρες και ιματιοφυλάκια. Για το θέμα της σίτισης των εργατριών στο εργοστά-σιο πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τόσο το χρόνο μεσημβρινής διακοπής που ορίζεται από τη νομοθεσία, όσο και την απόσταση των εργατριών από την κα-τοικία τους. Με το βασιλικό διάταγμα της 2 5 / 2 8 Σεπτεμβρίου 1913 ορίζεται για τα κλωστήρια μία ώρα διακοπή για το μεσημβρινό γεύμα. Η χρονική στιγ-μή έναρξης και λήξης της διακοπής καταγράφεται σε πίνακα που βρίσκεται μέσα στους χώρους εργασίας.58 Μέχρι τότε δεν είχε ληφθεί καμία πρόνοια από το κράτος για τη μεσημβρινή διακοπή. Κάθε εργοστάσιο είχε το δικό του κα-νονισμό. Το 1894 στο εργοστάσιο Ρετσίνα το χειμώνα το προσωπικό είχε διά-λειμμα 45 λεπτά, ενώ το καλοκαίρι μία ώρα και 15 λεπτά.5 9 Το 1898 στο νη-ματουργείο του Λυγινού οι εργάτριες διέκοπταν την εργασία τους για μία ώρα το καλοκαίρι και για 45 λεπτά το χειμώνα.60 Προφανώς όσες εργάτριες έμε-ναν κοντά στο χώρο της εργασίας τους πήγαιναν για μεσημεριανό φαγητό στο

54. Γι ' αυτό τον κύκλο διανοουμένων που αντιτασσόταν στον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα και πίστευε στον προστατευτικό και παρεμβατικό χαρακτήρα του κράτους βλ. Αντώ-νης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα 1993, σ. 214-217.

55. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 163-164. 56. Αθανάσιος Τσακαλώτος, Περί της δημοσίας υγείας εν Σύρω και ιδία της φυμα-

τιώσεως, Αθήνα 1914, σ. 26. 57. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 59. 58. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Σπ. Μ. Αντύπας, Ελληνική Εργατική Νομο-

θεσία, Αθήνα 1938, σ. 457-458. 59. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος... Οι φαμπρικούδες...», ό.π. 60. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται...», ό.π., σ. 35.

Page 76: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σπίτι τους, οι υπόλοιπες γευμάτιζαν στις αίθουσες όπου δούλευαν ή στο προαύ-λιο του εργοστασίου ή ακόμη κατέφευγαν στα γειτονικά μικρομάγαζα. Από τα στοιχεία που διαθέτω, η πρακτική της δωρεάν σίτισης των εργατριών εφαρμο-ζόταν μόνο στο Εργαστήριο Απόρων Γυναικών που, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, αποτελούσε ένα φιλανθρωπικό σχήμα. Το 1907 ο δήμαρχος Πειραιά σε συνεργασία με το φιλανθρωπικό σωματείο Σύνδεσμος προς Προστασίαν της Εργάτιδος παρείχε δωρεάν συσσίτιο στις άπορες εργάτριες του Πειραιά, χωρίς τη βοήθεια των εργοδοτών. Από τις 352 εργάτριες κλωστοϋφαντουργείων της Αθήνας το 1921, οι 272 τρώνε στο εργοστάσιο επειδή κατοικούν μακριά.61 Στην πύλη του εργοστασίου συγκεντρώνονται οι μικροπωλητές για να πουλήσουν στις εργάτριες ελιές, τυρί, πορτοκάλια, σταφύλια, ρέγγες και οτιδήποτε άλλο φα-γώσιμο κακής ποιότητας.62 Το ψωμί, απαραίτητο στοιχείο της διατροφής, το φέρνουν οι εργάτριες συνήθως από το σπίτι τους.

Από άποψη καθαριότητας τα κλωστοϋφαντουργεία υστερούν. Έχουν ξύλινα δάπεδα που πολύ δύσκολα καθαρίζονται, δεν έχουν συστήματα εξαερισμού, με αποτέλεσμα να επικρατεί υγρασία, δυσοσμία και σκόνη από τις ίνες των πρώ-των υλών. Ιδιαίτερα η έλλειψη απορροφητικών συστημάτων είναι πολύ επιβλα-βής για την υγεία, γιατί όχι μόνο εμποδίζει την κανονική αναπνοή, αλλά και υποβοηθά την ανάπτυξη ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος, των ματιών, του δέρματος και του πεπτικού συστήματος.63 Πολλά από τα εργοστάσια υπο-χρεώνονται να βάλουν συστήματα εξαερισμού και απορρόφησης, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 17 του νόμου 4029 της 24 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων» και το βασιλικό διάταγμα περί εκτελέσεως του νόμου, η εργασία στα κλωστήρια και υφαντήρια απαγορεύεται ως επικίν-δυνη και ανθυγιεινή για τις γυναίκες κάτω των 18 ετών, εκτός αν κατά την κρίση του επιθεωρητή εργασίας υπάρχουν τέτοια συστήματα που αίρουν τους κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων.

Στο σημείο αυτό επιβάλλονται ορισμένες παρατηρήσεις για την πρόσληψη της έννοιας της καθαριότητας και γενικότερα των εννοιών της υγιεινής από τα ενεχόμενα πρόσωπα και τις δυνατότητες εφαρμογής του σχετικού νόμου. Ας ξεκινήσουμε από τους εργοδότες, που ανήκουν στην αστική τάξη, και το εργα-τικό προσωπικό, για το οποίο ο προϊστάμενος του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας γράφει: « . . . δεν υπάρχει ακόμη παρ' ημίν το ένστικτον και η γνώσις της υγιεινής και καθαριότητος, και τούτο όχι μόνον παρά ταις εργατικαίς τά-ξεσι, αλλά και παρά ταις εργοδοτικαίς και αστικαίς καλουμέναις τοιαύταις».64

61. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 59. 62. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], ό.π.· Ευγενία Ζωγράφου, ό.π., σ. 34. 63. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 164-165. 64. Υπουργείον Εθν. Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 18.

Page 77: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Και στην Ελλάδα από τον προηγούμενο αιώνα η ολοένα και περισσότερο εξαπλωνόμενη συνήθεια της καθαριότητας αποτελεί προνόμιο και βασικό χα-ρακτηριστικό της αστικής τάξης. Πώς όμως στην οπτική του επιθεωρητή δύο κόσμοι που βρίσκονται σε αντιπαράθεση μοιάζουν να συγκλίνουν σ' έναν συγ-κεκριμένο χώρο, στο εργοστάσιο; Η απάντηση απαιτεί να ανιχνεύσουμε δύο στοιχεία: το ρόλο του επιθεωρητή και το χώρο του εργοστασίου. Καταρχάς ο επιθεωρητής είναι ο εκπρόσωπος του κράτους, το οποίο με το νόμο περί υγιεινής και καθαριότητας εκφράζει μια πολιτική υπέρ της δημόσιας υγείας στους χώρους εργασίας. Είναι αμερόληπτος, αταξικός στην εκφορά του λόγου του και φαίνεται ότι επιθυμεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις τόσο από τους ερ-γαζόμενους όσο και από τους εργοδότες. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται η έννοια της καθαριότητας με το εργοστάσιο στις αντιλήψεις του ιδιοκτήτη του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η τήρηση των κανόνων υγιεινής δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τα όρια του ιδιωτικού του χώρου, δηλαδή της κα-τοικίας του, ώστε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης να ενεργοποιηθεί για την λήψη μέτρων. Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενες δεν έχουν καμία απαίτηση, ούτε μπορούν να διακρίνουν καμία διαφορά, πρώτον, γιατί δεν έχουν εκπαιδευθεί στις συνή-θειες της καθαριότητας, —μπορεί και να μην γνωρίζουν τη χρήση των νιπτή-ρων ή την ύπαρξη των μικροβίων— και δεύτερον, γιατί προφανώς στα κλω-στοϋφαντουργεία επικρατούν καλύτερες συνθήκες υγιεινής απ' ό,τι στα άλλα ερ-γαστήρια, ακόμη και στην κατοικία τους.

Για να τηρηθούν όμως οι όροι υγιεινής και καθαριότητας θα πρέπει να υπάρχουν και τα στοιχειώδη μέσα, κυρίως νερό τρεχούμενο σε αφθονία. Στον Πειραιά, την κυριότερη βιομηχανική πόλη, παρατηρείται έλλειψη νερού, αφού το ελάχιστο νερό μεταφέρεται από μακριά. Στ ις άλλες πόλεις υπάρχει νερό αλλά δεν υπάρχουν υδραγωγεία, με αποτέλεσμα τα εργοστάσια να υδρεύονται από πηγάδια. Επιπλέον, σε πολλές συνοικίες που είναι εγκατεστημένα εργοστάσια δεν υπάρχουν υπόνομοι.85 Ά ρ α , ακόμη και να διαθέτουν τα εργοστάσια τις εγκα-ταστάσεις, με την έλλειψη νερού η μέριμνα για την καθαριότητα γίνεται ανώφελη.

Ο νόμος «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργα-σίας» ανήκει σε μια σειρά νομοσχεδίων που άμεσα ή έμμεσα στόχευαν στην προστασία των εργαζομένων.66 Όπως είδαμε, δεν υπήρχε καμία υποδομή για την προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο που όριζε ο νόμος. Ο Αντώνης Λιάκος αποδίδει αυτή την ασυμβατότητα του νόμου με τις ανάγκες και τ ις ρυθμίσεις που ήταν διατεθειμένη η ελληνική κοινωνία να δεχτεί, στο

65. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 18.

66. Για την έννοια της υγιεινής στους χώρους των εργατριών και. τους κινδύνους που εγκυμονεί η έλλειψή της βλ. Barbara Harrison, Not only the dangerous trades..., ό.π.

Page 78: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γεγονός ότι στην Ελλάδα η εργατική νομοθεσία καθιερώθηκε συγκριτικά πολύ αργότερα απ' ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, επωφελούμενη από τα πρότυπα αυτών των χωρών χωρίς ενδιάμεσες δοκιμές. Πράγματι, το χάσμα ανάμεσα στο νόμο και την κοινωνία γεφυρώθηκε με τη μη εφαρμογή του νόμου.67

Το ωράριο εργασίας

Πριν τη θέσπιση του νόμου 4029 της 24-1/7-2-1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων» δεν υπήρχε καμία νομοθετική πρόνοια για την ημερήσια διάρ-κεια της εργασίας των γυναικών στα κλωστοϋφαντουργεία. Όλες ανεξαιρέτως οι γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας εργάζονταν όσο και οι άνδρες, από την ανα-τολή μέχρι τη δύση του ηλίου.

Από τα στοιχεία που διαθέτουμε, θα δώσουμε μερικά παραδείγματα για τα ωράρια εργασίας των κλωστοϋφαντουργείων. Στο εργοστάσιο του Ρετσίνα το 1887 οι γυναίκες εργάζονταν το χειμώνα από τις 6 το πρωί μέχρι τις 6.30 το απόγευμα με μισή ώρα διακοπή για το γεύμα, ενώ το καλοκαίρι από τις 5 το πρωί μέχρι τις 6.30 το απόγευμα με ενδιάμεση διακοπή μιάμισης ώρας.68

Το 1894 το ωράριο στο εργοστάσιο Ρετσίνα μεταβλήθηκε προς το καλύτερο για το προσωπικό. Οι γυναίκες εργάζονταν το χειμώνα από τις 8 το πρωί μέ-χρι τις 5 το απόγευμα με τρία τέταρτα διακοπή για το γεύμα, ενώ το καλο-καίρι εργάζονταν από τις 6 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα με διακοπή 1 ώρας και 15 λεπτών.69 Η μείωση των ωρών της καθημερινής εργασίας απο-τελεί ένα κοινωνικό ζήτημα το οποίο απασχολεί τους γυναικείους συλλόγους, τους δημοσιογράφους και τους πρώτους πυρήνες του εργατικού κινήματος.70

Όταν ο εργοστασιάρχης Λυγινός, το Μάιο του 1894, μειώνει το ωράριο ερ-γασίας του προσωπικού στο νηματουργείο του κατά ένα τέταρτο της ώρας (δη-λαδή το προσωπικό εργαζόταν 11 ώρες και 45 λεπτά), το γεγονός μπαίνει στην εφημερίδα, η οποία με τη σειρά της προτρέπει και τους άλλους βιομήχανους, που δεν έχουν προχωρήσει στη βελτίωση του ωραρίου του εργατικού προσω-πικού, να πράξουν το ίδιο.71 Το κλωστοϋφαντουργείο Λαδόπουλου στη Σύρο

67. Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική..., ό.π., σ. 285. 68. Καλλιρρόη Παρρέν, «Γυναίκες εν τη ελληνική βιομηχανία. Τετρακόσιαι...», ό.π.

και Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 86-87. 69. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Ημερομίσθια 2

δραχμών. Σκέψεις - Τύποι - Εικόνες - Επεισόδια», Ακρόπολις, αρ. 4400, 9-5-1894. 70. Η Καλλιρρόη Παρρέν και η ομάδα του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών δια-

μαρτύρονται για το ωράριο εργασίας των γυναικών στα κλωστοϋφαντουργεία. Η Ευγενία Ζωγράφου υποβάλλει υπόμνημα στη Βουλή, το οποίο συζητήθηκε στις 16-3-1898.

71. Ανώνυμος, «Αι ώραι εργασίας. Πρωτοβουλία αξιέπαινος», Νέα Εφημερίς, αρ. 133, 14-5-1894 και Ανώνυμος, «Το εργατικόν ζήτημα», Νέα Εφημερίς, αρ. 134, 15-5-1894.

Page 79: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

το 1895 έχει ωράριο εργασίας από τις 6 π.μ. έως τις 8 μ ·μ. 7 2 Το 1906 στην Πάτρα, στο εργοστάσιο υφαντουργίας και νηματουργίας Αργ. Αποσκίτου οι ώρες εργασίας είναι 11 έως 12. 7 3 Στο υπόμνημα του Εργατικού Κέντρου Αθη-νών αναφέρεται ότι ο εργάσιμος χρόνος των απασχολουμένων στην κλωστοϋ-φαντουργία είναι από 10 έως 12 ώρες, αναλόγως της εργασίας και των επο-χών, με ανάπαυση μιας ώρας ενδιάμεσα.74 Η παράθεση αυτών των παραδειγ-μάτων μας δείχνει ότι από τον 19ο αιώνα μέχρι τη θέσπιση του νόμου η διάρ-κεια εργασίας στα κλωστοϋφαντήρια ήταν 11-12 ώρες.

Η εφαρμογή του νόμου συνάντησε αρκετές δυσκολίες τόσο από την πλευρά των εργοδοτών, όσο και από την πλευρά των εργατριών. Η υποχρεωτική δε-κάωρη εργασία για τις γυναίκες στα εργοστάσια του Πειραιά το 1912 παρα-βιάζεται λόγω μεγάλης συσσώρευσης εργασίας. Η παραβίαση του δεκάωρου υπενθυμίζουμε ότι γίνεται με τη συναίνεση των ίδιων των εργατριών, οι οποίες αμείβονται επιπλέον για την υπερεργασία τους. Η αμοιβή τους για δυόμισι ώρες εργασίας ισοδυναμεί με το 1 / 3 του ημερομισθίου τους.75 Αντίθετα, το 1913 στη Λάρισα και στο Βόλο εφαρμόζεται ο νόμος.76 Αυτό, σύμφωνα με την άποψη του επιθεωρητή εργασίας, αποδίδεται στο γεγονός ότι οι εργάτριες αμείβονται κατ' αποκοπή και οι εργοδότες δεν έχουν κανένα συμφέρον να πα-ραβαίνουν το νόμο.

Ας στραφούμε πάλι στον εσωτερικό χώρο των κλωστοϋφαντουργείων για να εξετάσουμε το θέμα της αναλογίας του χώρου για τους εργαζομένους. Πράγ-ματι, η ανεπάρκεια του χώρου είναι ένα γεγονός που επισημαίνεται από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας των εργοστασίων στην Ελλάδα. Η Καλλιρρόη Παρρέν μας δίνει μια ανάγλυφη εικόνα της κατάστασης στο υφαντουργείο του Ρετσίνα κατά το 1887: «Α ι μάλλον δε καθ' ημάς ταλαιπωρούμεναι είναι βε-βαίως αι εν τοις υφαντηρίοις εργαζόμεναι, ων η συνώθησις είναι όντως ασφυ-κτική. Εκατόν είκοσιν ιστοί (εργαλειοί) εισί τοποθετημένοι εις απόστασιν απ' αλλήλων μόλις ημίσεως μέτρου, εις τρόπον ώστε η δυστυχής εργάτις μόλις δύναται να κινηθή εν τω περιορισμένω τούτω υπό την κυριότητά της χώρω».7 7

72. Βασιλική Θεοδώρου - Χρήστος Λούκος, Το αρχείο της βιομηχανίας «Κλωστήριον και Υφαντήριον Ε. Λαδοπούλου Υιών εν Σύρω», Αθήνα 1996, σ. 27.

73. Γ . Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, Αθήνα '1972, σ. 207. 74. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π., σ. 21. 75. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 67. 76. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 171. 77. Καλλιρρόη Παρρέν, «Γυναίκες εν τη ελληνική βιομηχανία. Τετρακόσιαι...», ό.π."

Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Ημερομίσθια...», ό.π.· Panayota Tsopela-Saliba, Le profil..., ό.π., σ. 26· Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 87.

Page 80: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Αλλά και πολύ αργότερα, το 1913, η Επιθεώρηση Εργασίας εντοπίζει το πρό-βλημα της ανεπάρκειας του χώρου, το οποίο αποβαίνει εις βάρος της υγείας των εργαζομένων.78

Συχνά ο ρυθμός της ζωής των εργατριών στο κλωστοϋφαντουργείο δια-κοπτόταν απότομα από εργατικό ατύχημα. Γεγονός που μπορεί μεν να ανα-στάτωνε το μικρόκοσμο τους, πιο πέρα όμως πολύ σπάνια γινόταν γνωστό. Ακόμη και ο τύπος της εποχής, που θα μπορούσε ίσως να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, σπανίως δημοσίευε είδηση για εργατικό ατύχημα. Και όταν ακόμη έφτανε σ' αυτό το σημείο, οι πληροφορίες που έδινε ήταν ελλιπέστατες, ο δημοσιογράφος χωρίς σχόλια κατέγραφε την ημερομηνία του ατυχήματος, το όνομα της εργάτριας και το είδος του τραύματος.

Στα κλωστήρια παρατηρούνται τα περισσότερα ατυχήματα εξαιτίας των οδοντωτών τροχών των μηχανημάτων. Προσπαθώντας οι εργάτριες να καθα-ρίσουν τους τροχούς που γύριζαν με ταχύτητα, χωρίς προηγουμένως να στα-ματήσουν το μηχάνημα, ή να αφαιρέσουν κάποια κλωστή από το μηχάνημα, μπορούσε να σκαλώσει το μανίκι τους ή, ακόμα χειρότερα, και η κοτσίδα τους σε αυτούς. Έτσι παρατηρούνται ακρωτηριασμοί χεριών, συνθλίψεις δακτύλων, αποκοπή φάλαγγας δακτύλων. Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι εργάτριες παθαί-νουν πολύ λιγότερα θανατηφόρα ατυχήματα από τους εργάτες. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι ειδικότητες των εργατών σχετίζονται με τη λειτουργία και τη συντήρηση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Οι μηχανικοί, οι λιπαντές, οι θερμαστές και οι βοηθοί τους είχαν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθουν ακόμη και θανατηφόρο ατύχημα απ' ό,τι οι ανειδίκευτες εργάτριες.

Μέχρι να θεσπισθεί ο νόμος «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας» που επέβαλε προφυλακτικά καλύμματα στους οδον-τωτούς τροχούς, οι εργοστασιάρχες για λόγους οικονομίας σπανίως τα προμη-θεύονταν. Με προφυλακτικά καλύμματα εφοδιάστηκαν αμέσως μετά την ψή-φιση του νόμου σχεδόν όλα τα εργοστάσια για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι αφού υπήρχε ο νόμος που προέβλεπε καλύμματα για τις μηχανές, δεν μπορούσαν πλέον να ισχυριστούν οι εργοδότες ότι τα ατυχήματα οφείλονταν στην επιπολαιότητα ή την απροσεξία των εργατριών. Δεύτερον, διότι οι εργά-τριες μπορούσαν να κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, με αποτέλεσμα να έχουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα.

Όσο για τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων, ένα μεγάλο μέρος από αυτά πρέπει να οφείλεται στην ελλιπή ενημέρωση των εργατριών από τους υπεύθυ-νους επιστάτες-αρχιεργάτες για τον χειρισμό και τους κινδύνους που εγκυμο-νεί η χρήση των μηχανημάτων. Αλλά και οι ίδιοι αρχιεργάτες είναι πολύ αμ-φίβολο αν είχαν την απαιτούμενη τεχνογνωσία και εμπειρία ώστε να καθοδηγούν

78. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 164.

Page 81: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γούν τις εργάτριες και να τις προφυλάσσουν από τους κινδύνους του μηχανο-λογικού εξοπλισμού. Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το κοπια-στικό ωράριο των κλωστοϋφαντουργείων μείωνε τα αντανακλαστικά των εργα-τριών, έτσι ώστε αυτές να μην είναι σε θέση να ελέγχουν τις κινήσεις τους.

Από το 1913 το σώμα των επιθεωρητών εργασίας κάνει συστάσεις στις εργάτριες να φορούν στολή με μανίκια μέχρι τον αγκώνα και εφαρμοστά γάντια, ώστε να μην υπάρχουν προεξοχές. Επίσης, προτείνει στους εργοστασιάρχες να χορηγούν σε φθηνή τ ιμή ύφασμα για τις στολές των εργατριών, ώστε αυτές να μπορούν να πληρώνουν το αντίτιμο σε μηνιαίες δόσεις. Σύμφωνα πάντα με τα σχόλια των επιθεωρητών εργασίας, οι εργάτριες αντιδρούσαν στην καθιέρωση στολής από αμάθεια και από διάθεση κοκεταρίας.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι την εποχή που μελετάμε δεν υπήρχε ο θε-σμός της υποχρεωτικής ασφάλισης. Πριν από το νόμο 551/31-12-1914 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος παθόντων εργατών ή υπαλλή-λων», δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για παροχή αποζημίωσης, φαρμακοϊατρι-κής-νοσοκομειακής περίθαλψης ή εξόδων κηδείας. Μια διάταξη του Ρωμαϊκού Δικαίου για αποζημίωση από τον εργοδότη ίσχυε μόνο όταν ο παθών ή τα συντηρούμενα απ' αυτόν πρόσωπα κατόρθωναν να αποδείξουν ότι το αδίκημα οφειλόταν σε υπαιτιότητα του εργοδότη.79 Και, βεβαίως, ο κάθε κατηγορού-μενος εργοδότης ελλείψει νόμου μπορούσε να επικαλεσθεί στο δικαστήριο την επιπολαιότητα ή την απροσεξία του εργάτη και να απαλλαγεί από κάθε υπο-χρέωση. Τα περισσότερα ατυχήματα των εργατριών δεν πρέπει να ακολουθού-σαν τη δικαστική οδό για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, γιατί οι ίδιες αγνοού-σαν τα δικαιώματά τους, έπειτα γιατί φοβόντουσαν τον εργοδότη και στήριζαν τις ελπίδες τους στα ανθρωπιστικά του αισθήματα και τέλος, γιατί η καταφυγή στο δικαστήριο σήμαινε απόλυση από το εργοστάσιο, πείνα και δυστυχία.

Ακόμη και αν φθάνανε στην καταγγελία του ατυχήματος, μια επιτροπή από το Υπουργείο πήγαινε στο εργοστάσιο και εξέταζε την κατάσταση του μηχανικού εξοπλισμού. Σχεδόν πάντοτε, όμως, τα συμπεράσματα της επιτρο-πής ήταν ευνοϊκά για τον εργοδότη και δυσμενή για την παθούσα εργάτρια. Αλλά και ο δρόμος προς το δικαστήριο ήταν δύσβατος, υπήρχε εκμετάλλευση από δικηγόρους, καθώς και άρνηση από τις άλλες εργάτριες και τους εργάτες να προσέλθουν ως μάρτυρες υπέρ της παθούσας στο δικαστήριο,80 ενώ ο εργο-δότης είχε την οικονομική άνεση να πληρώσει ψευδομάρτυρες προκειμένου να

79. Πρβλ. Σπύρος Κορώνης, Η εργατική πολιτική των ετών 1909-1918, Αθήνα 1944, σ. 57.

80. Για το ζήτημα των ατυχημάτων και τα δυσμενή αποτελέσματα που είχαν για τους εργάτες βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 33-35.

Page 82: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

απαλλαγεί από την κατηγορία. Σ ε περίπτωση ανικανότητας προς εργασία λόγω σοβαρού ατυχήματος, όπως π.χ. ακρωτηριασμού, το εργατικό προσωπικό δεν αποζημιωνόταν, αλλά εγκαταλείπονταν στην τύχη του. Ελάχιστοι εργοδότες παρείχαν μικρή χρηματική αποζημίωση.81 Οι στενοί δεσμοί της παθούσας ερ-γάτριας με τους συμπατριώτες της, που αναπτύσσονταν μέσα από φιλόπτω-χους συλλόγους και τοπικά σωματεία, συνέβαλαν σε μια πρόσκαιρη λύση του προβλήματος, παρέχοντας βοηθήματα είτε σε είδος (καύσιμες ύλες, τρόφιμα τις γιορτινές ημέρες), είτε σε χρήμα για τα έξοδα νοσηλείας και ιατροφαρμα-κευτικής περίθαλψης.

Ο νόμος 551/31-12-1914 περί «ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυ-χήματος παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» ορίζει ότι οι εργοδότες είναι υπο-χρεωμένοι να αποζημιώνουν τους εργαζόμενους εάν παρά τη θέληση τους πά-θουν ατύχημα κατά την εργασία τους. Βεβαίως, δικαίωμα για αποζημίωση έχουν αυτοί που λόγω ατυχήματος διακόπουν την εργασία τους για διάστημα περισσότερο από τέσσερις ημέρες. Σ ε περίπτωση θανάτου ο νόμος ορίζει ότι η αποζημίωση δίδεται αναλογικά στους συγγενείς. Τα χρηματικά ποσά που δίνονται στον παθόντα ποικίλλουν ανάλογα με το μισθό και το βαθμό ανικα-νότητας που έχει προκαλέσει το ατύχημα. Και αυτός ο νόμος παρουσίαζε δυ-σκολίες στην εφαρμογή του, αφενός μεν γιατί οι ιδιοκτήτες των μικρών επι-χειρήσεων δεν ασφάλιζαν το προσωπικό, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να απο-φύγουν την ασφαλιστική αποζημίωση, αφετέρου δε επειδή οι εργαζόμενοι είχαν άγνοια για τις διατυπώσεις που απαιτούσαν οι νομικές διατάξεις.

Τελειώνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα θέματα ασφάλισης των εργαζόμενων γυναικών και παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης τα εν-στερνίσθηκε και τα εφάρμοσε πρώτα το φιλανθρωπικό σωματείο Σύλλογος των Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως στο Εργαστήριο Απόρων Γυναικών.

Η αμοιβή

Για την αμοιβή των εργατριών στην κλωστοϋφαντουργία διαθέτουμε περιορι-σμένα ποσοτικά στοιχεία, που είναι εξαιρετικά αποσπασματικά και άνισα κα-τανεμημένα στο χρόνο και στο χώρο. Ωστόσο, θα προσπαθήσω να διερευνήσω τους σταθμητούς και να εντοπίσω κάποιους από τους αστάθμητους παράγοντες που επηρεάζουν την αμοιβή, καθώς και τις μισθολογικές διαφοροποιήσεις. Γ ια την περίοδο από το 1870 έως το 1913 οι πληροφορίες μας βασίζονται στον ημερήσιο τύπο και στο αρχείο της επιχείρησης κλωστοϋφαντουργίας «Αφοί Λα-δόπουλοι». Από το 1913 έως το 1922 οι εκθέσεις της Επιθεώρησης Εργασίας

81. Βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Δυστυχείς εργάτιδες», ό.π.· Panayota Tsopela-Saliba, ό.π., σ. 47" Μιχάλης Ρηγίνος, ό.π., σ. 86.

Page 83: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αποτελούν την κύρια πηγή των πληροφοριών μας. Επειδή, όπως είδαμε, στην κλωστοϋφαντουργία ισχύει ο κατά φύλα καταμερισμός των θέσεων εργασίας, δεν θα με απασχολήσουν ιδιαίτερα οι μισθολογικές ανισότητες που εμφανίζονται ανάμεσα στα δύο φύλα.

Ας ξεκινήσουμε από τα ποσοτικά στοιχεία για να δούμε την αμοιβή σε διάφορες χρονικές στιγμές.

Η Χριστίνα Αγριαντώνη συγκεντρώνει μερικές πληροφορίες για τα μέσα επίπεδα του ημερομισθίου το 1875 σε τρία ατμοκίνητα νηματουργεία του Πειραιά:8 2

Επιχείρηση Γυναίκες ή κορίτσια

Νηματουργείο Λιγυνού 1,25 δρχ. Νηματουργείο Βαρουξάκη 1,50 » Νηματουργείο Ρετσίνα 1,50 »

Το 1876 ο Αλέξανδρος Μανσόλας αναφέρει ότι τα ημερομίσθια των γυ-ναικών στα νηματουργεία ήταν από 1 έως 1,50 δρχ.83 Την ίδια εποχή οι τιμές διατίμησης του ψωμιού στον Πειραιά κυμαίνονταν ανάλογα με την ποιότητα από 0,36 έως 0,48 η οκά,84 και τα φθηνότερα όσπρια, τα φασόλια, είχαν 0,43 δρχ. η οκά.85 Έχοντας ως δείγμα το ψωμί και τα όσπρια, κυρίως όμως το ψωμί, το οποίο αποτελεί και το βασικό στοιχείο της καθημερινής διατροφής των ανθρώπων, παρατηρούμε ότι οι μισθοί των γυναικών ήταν σε χαμηλό επίπεδο.

Το 1894 ο Βλάσιος Γαβριηλίδης στο άρθρο που αφιερώνει για τις «φαμ-πρικούδες» ρίχνει φως και στο θέμα της αμοιβής τους.86 Σύμφωνα με τις πλη-ροφορίες που μας δίνει το άρθρο, το ημερομίσθιο των εργατριών διαφοροποιεί-ται ανάλογα με τη θέση και το είδος εργασίας που εκτελούν. Κατά κανόνα ο μέσος όρος των ημερομισθίων δεν υπερβαίνει τις 2 δρχ. Οι υφάντριες, οι «αρ-γαλειούδες», όπως αποκαλούνται, φθάνουν να κερδίζουν μέχρι και 4 δρχ. ημε-ρησίως, γιατί συνήθως εργάζονται κατ' αποκοπή, με το τόπι του υφάσματος. Αλλά, βεβαίως, αυτές δεν εκπροσωπούν την πλειοψηφία των εργατριών. Επι-πλέον, δεν είναι δυνατό να εργάζεται κανείς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα υπό το κράτος του άγχους και του ανταγωνισμού, διατηρώντας ταυτόχρονα

82. Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης..., ό.π., σ. 196. 83. Αλέξανδρος Μανσόλας, Απογραφικοί πληροφορίαι περί των εν Ελλάδι ατμοκίνη-

τα>ν βιομηχανικών καταστημάτων, Αθήνα 1876, σ. 10. 84. Πέτρος Πιζάνιας - Γιώργος Μητροφάνης, Κίνηση των τιμών στην Ελλάδα ιθ'-

αρχές κ' αι. Πειραιάς - Ερμούπολη - Πάτρα, Αθήνα 1991, σ. 1163-1164. 85. Στο ίδιο, σ. 489. 86. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Οι φαμπρικού-

δες...», ό.π.

Page 84: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υψηλές αποδόσεις. Οι κοπέλες που εργάζονται ως «καλαμούδες»,87 «διαστρού-δες»8 8 και «ανεμούδες»,89 οι οποίες αποτελούν τον κύριο όγκο των εργατριών, κερδίζουν από 0,80 λεπτά έως και 2 δρχ. ημερησίως. Αναφορικά με τα κατώ-τατα ημερομίσθια, σύμφωνα με το άρθρο, στο εργοστάσιο Πυρρή υπάρχουν κορίτσια τα οποία λαμβάνουν 60 λεπτά, καθώς και ηλικιωμένες γυναίκες που αμείβονται μόνο με 1,50 δρχ. ημερησίως. Από το ποσό αυτό δεν έχουν αφαι-ρεθεί οι κρατήσεις που γίνονται στις εργάτριες για το φόρεμα της δουλειάς, ποσό 10 δρχ. περίπου. Ας τονισθεί ότι αυτό το φόρεμα φθείρεται πολύ γρή-γορα, λαδώνεται και μουτζουρώνεται συνεχώς.

Αργότερα, το 1898, από την έρευνα της Ευγενίας Ζωγράφου για τις συν-θήκες ζωής και εργασίας των εργατριών αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες για τα ημερομίσθια σε τρία κλωστοϋφαντουργεία του Πειραιά:9 0

Εργοστάσιο Ημερομίσθια (σε δραχμές)

Νηματουργείο Λυγινού 0,50-1,70 (μέσος όρος 1) Υφαντουργείο Αφών Ρετσίνα 0,50-5 Υφαντήριο Σημ ίτη 0,80-3,50 (μέσος όρος 2,50)

Από τα αναφερόμενα στοιχεία στην έρευνα προκύπτει ότι ελάχιστες είναι οι εργάτριες που αμείβονται με το ανώτατο ημερομίσθιο. Η τ ιμή στη διατί-μηση του ψωμιού είναι από 0,45 έως 0,60 δρχ. η οκά, αναλόγως με την ποιό-τητα, και η μέση τ ιμή των φασολιών 0,53 δρχ. η οκά. Τα γυναικεία ημερο-μίσθια εξακολουθούν να κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα.

Το 1913 η πρώτη έκθεση των επιθεωρητών εργασίας μας παρέχει μια σειρά από πληροφορίες για το ημερομίσθιο των εργατριών της κλωστοϋφαν-τουργίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Οι εργάτριες των υφαντουργείων του Πειραιά λαμβάνουν ως ημερομίσθιο μέχρι και 4,50 δρχ., ενώ οι εργάτριες των υφαντουργείων του Βόλου έχουν ανώτατο ημερομίσθιο 2,50 δρχ. και αυτές της Λάρισας ακόμα λιγότερο, 1,50 δρχ. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι το κατώ-τατο όριο του ημερομισθίου είναι το ίδιο περίπου σ' όλες τις πόλεις και κυ-μαίνεται γύρω στις 0,50 δρχ.91 Εδώ διαπιστώνουμε ότι υπάρχει, όσον αφορά τα ανώτατα όρια των ημερομισθίων, μια γεωγραφική διαφοροποίηση, γεγονός

87. Αυτές που περιτύλιγαν το νήμα στα μασούρια, ξετυλίγοντάς το ταυτόχρονα από την ανέμη.

88. Αυτές που εργάζονταν στις διάστρες, στα όργανα της υφαντικής με τα οποία γινόταν η προετοιμασία του στημονιού.

89. Αυτές που εργάζονταν στις ανέμες, όργανα υφαντικής τα οποία χρησιμοποιούνται για το τύλιγμα του νήματος.

90. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», ό.π. 91. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 182-184.

Page 85: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

που δικαιολογείται αν λάβουμε υπόψη μας ότι το κόστος ζωής είναι υψηλό-τερο στο συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς.

Ας στραφούμε τώρα στη μισθολογική εικόνα που σχηματίζεται με βάση τα στοιχεία που μας δίνει το 1921 η επιθεωρήτρια εργασίας Άννα Μακροπού-λου για τις εργάτριες των κλωστοϋφαντουργείων του Πειραιά:9 2

Από τις 1.949 εργάτριες κλωστοϋφαντουργείων:

47 μαθητευόμενες παίρνουν ημερομίσθιο από 2 δρχ. 238 βοηθοί υφαντουργείων » » από 2 έως 4 δρχ. 486 βοηθοί κλωστηρίων » » από 4 έως 6 » 466 εργάτριες νηματουργείων » » από 6 έως 8 » 712 υφάντριες » » από 9 έως 10 »

Στο σημείο αυτό τίθεται ένα ερώτημα: τ ι κάνουν το μισθό τους οι εργά-τριες, τον δίνουν στην οικογένεια ή τον αποταμιεύουν για να συγκεντρώσουν την προίκα τους; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να συνδέσουμε την οικογένεια της εργάτριας με την αμοιβή της. Ανιχνεύοντας το οικογενειακό καθεστώς των εργατριών στα κλωστοϋφαντουργεία του Πειραιά, η έρευνα της Επιθεώρησης Εργασίας μας δίνει με αριθμούς μια απάντηση.93

Από τις 1.949 εργάτριες είναι: 251 χήρες. Από αυτές 20 χωρίς παιδιά, 231 με ανήλικα παιδιά έως και 7 ετών.

297 παντρεμένες. Από αυτές 65 χωρίς παιδιά, 232 με παιδιά έως και 5 ετών.

642 ορφανές. Από αυτές 460 από πατέρα, 110 από μητέρα, 72 από πα-τέρα και μητέρα.

759 ανύπαντρες με γονείς (πολυμελείς οικογένειες 6-14 ατόμων). Στην πλειοψηφία τους οι εργάτριες των κλωστοϋφαντουργείων είναι ανύ-

παντρες κοπέλες (71 ,90% επί του συνόλου) που συνεισφέρουν στην επιβίωση της οικογένειάς τους. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, από τις παραπάνω εργάτριες μόνο 10-12 αποταμιεύουν τα χρήματά τους και από αυτές μόνο 3-4 μπορούν να διαθέσουν την αμοιβή τους για την προετοιμασία της προίκας τους.

Υπενθυμίζω ότι οι εργάτριες είναι νεαρές κοπέλες που διαμένουν με την οικογένειά τους στην πόλη. Κατά κανόνα η αμοιβή τους αποτελεί τμήμα-συμ-πλήρωμα του «οικογενειακού προϋπολογισμού». Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώ-σεις στις οποίες μια ολόκληρη οικογένεια εργάζεται στο ίδιο εργοστάσιο. Μια οικογένεια τριών ή τεσσάρων ατόμων το 1894 στο εργοστάσιο Ρετσίνα μπο-ρεί να φθάνει τις 15 έως και 20 δρχ. ημερομίσθιο.94 Το ημερομίσθιο, επίσης,

92. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 84.

93. Στο ίδιο, σ. 82. 94. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος... Ημερομίσθια...», ό.π.

Page 86: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την ανεργία που πλήττει τους άνδρες της οικογένειας, οι οποίοι στηρίζονται σε ένα αβέβαιο μεροκάματο, όπως οι κτί-στες, οι μπογιατζήδες και οι πλανόδιοι πωλητές.

Σ τ η συνέχεια θα σχολιάσουμε τις επικρατέστερες μορφές αμοιβής για τις εργαζόμενες γυναίκες στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας.

Από τότε που διάβηκαν το κατώφλι των εργοστασίων οι γυναίκες πλη-ρώνονταν σε χρήμα και όχι σε είδος, όπως συνέβαινε με άλλα γυναικεία επαγ-γέλματα, π.χ. τις υπηρέτριες. Η πληρωμή των ημερομισθίων σε χρήμα, δη-λαδή στο επίσημο νόμισμα του κράτους, κατοχυρώνεται και νομοθετικά με το νόμο 4030/24-1-1912 ο οποίος κωδικοποιείται και εξειδικεύεται στη συνέχεια με το βασιλικό διάταγμα της 24 Ιουλίου/21 Αυγούστου 1920. Στο ίδιο διά-ταγμα ξεκαθαρίζεται το θέμα των κρατήσεων από τους μισθούς. Συγκεκριμέ-να, επιτρέπονται μόνο οι κρατήσεις για τη χορήγηση αντιτίμου τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, οι προκαταβολές μισθού που λαμβάνει το εργατικό προ-σωπικό και τα πρόστιμα.95 Στο σημείο αυτό δεν θα ασχοληθώ περισσότερο με τα συσσίτια, θα σχολιάσουμε όμως όλα τα άλλα θέματα που αφορούν τη μι-σθοδοσία.

Θα ξεκινήσουμε από τις κρατήσεις μισθού για τη χορήγηση ειδών πρώ-της ανάγκης. Ερευνώντας τα αρχεία της επιχείρησης «Κλωστήριον και Υφαν-τήριον Ε . Λαδοπούλου Υιών εν Σύρω» εντόπισα ενυπόγραφα σημειώματα-τεκ-μήρια της χορήγησης στις εργάτριες υφασμάτων που παράγει το εργοστάσιο. Πραγματικά, το εργοστάσιο χορηγούσε προϊόντα του, όπως δρίλια εαρινά, προ-σόψια και αλατζάδες στις εργάτριες, το αντίτιμο των οποίων το κρατούσε τμη-ματικά από το μισθό τους. Δεν γνωρίζω πώς καθοριζόταν η τ ιμή αγοράς αυ-τών των προϊόντων, ούτε τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονταν οι τμηματικές καταβολές για την κάθε εργάτρια. Τα σημειώματα αρχίζουν το 1897 και τε-λειώνουν το 1910. 9 6 Παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτω συγκεκριμένα τεκμήρια για άλλα εργοστάσια, φαίνεται ότι η χορήγηση υφασμάτων στις εργάτριες συ-νηθιζόταν ως πρακτική και αλλού. Ειδικά για τον Πειραιά το 1898, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Ευγενίας Ζωγράφου, δεν συνηθιζόταν η χορηγία ειδών με το σύστημα των κρατήσεων.97

Εκτός όμως από παροχές σε είδος στο εργοστάσιο Λαδόπουλου δίδονται

95. Για μια εκτεταμένη ανάλυση του νόμου βλ. Σπ. Μ. Αντύπας, Ελληνική Εργατική Νομοθεσία, Αθήνα 1938, σ. 517-530.

96. Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αρχεία Νομού Κυκλάδων, Δημοτικό Αρχείο Ερμούπολης, Το Αρχείο της βιομηχανίας «Κλωστήριον και Υφαντήριον Ε. Λαδοπούλου Υιών εν Σύρω», Προσωπικό, φάκ. 4.

97. Η Ευγενία Ζωγράφου απευθύνει έκκληση προς τους εργοστασιάρχες να χορηγούν προϊόντα του εργοστασίου τους (φανέλες, πανιά) έναντι τμηματικών καταβολών. Βλ. Ευ-γενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», ό.π., σ. 60.

Page 87: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

και χρηματικά δάνεια προς τις εργάτριες. Συγκρίνοντας τα δάνεια που δόθη-καν το 1908 με την κατάσταση μισθοδοσίας των εργατριών του ίδιου έτους μπορώ να πω ότι το ποσό που έδιναν ως δάνειο κυμαινόταν στα ίδια επίπεδα με το μισθό δύο εβδομάδων που αναλογούσε σε κάθε εργάτρια. Υπολόγισα ότι η ολική εξόφληση γινόταν μετά από 6 μήνες με τμηματικές κρατήσεις από τη μισθοδοσία.98 Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι σε μια μικρή πόλη, όπως ήταν η Ερμούπολη, με ένα προσωπικό το οποίο εργαζόταν οικογενειακώς και για χρό-νια στο ίδιο εργοστάσιο, όπως αποδεικνύεται και από τα αρχειακά τεκμήρια, η επιστροφή του δανείου εθεωρείτο σίγουρη. Δεν γνωρίζω, λόγω της έλλειψης αρχειακών πηγών στις οποίες είχα πρόσβαση, τ ι γινόταν στα εργοστάσια του Πειραιά, όπου σημειωνόταν συχνή μετακίνηση των εργατριών και δεν αναπτύσ-σονταν προσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτές και στο διοικητικό προσωπικό.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στον Πειραιά για να δούμε το καθεστώς των κρατήσεων που ίσχυε για τις εργάτριες. Από την έρευνα της Ευγενίας Ζωγρά-φου για τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργατριών στον Πειραιά το 1898 θα αντλήσουμε τα στοιχεία μας. Στα περισσότερα εργοστάσια γίνονταν κρατή-σεις 10 % επί των δεκαπενθήμερων πληρωμών. Οι εργοστασιάρχες κρατούσαν αυτό το ποσό για να το αποδώσουν στις εργάτριες μόνο σε περίπτωση έκτα-κτης ανάγκης, δηλαδή αρρώστιας. Οι κρατήσεις όμως χρησίμευαν και ως μέ-σον εκβιασμού των εργοστασιαρχών προς τις εργάτριες που ήθελαν να εγκα-ταλείψουν το εργοστάσιο. Πολλές από τις εργάτριες όταν έβρισκαν αλλού δου-λειά με μεγαλύτερη αμοιβή έχαναν τις καταθέσεις τους.99

Στα περισσότερα εργοστάσια οι εργάτριες πλήρωναν πρόστιμο όταν από αμέλειά τους χαλούσαν τα μηχανήματα (οι αργαλειοί) ή τα προϊόντα (νήματα, υφάσματα) του εργοστασίου. Το ποσόν του προστίμου επιβαλλόταν αυθαίρετα από τον εργοδότη και πήγαινε κατά κανόνα υπέρ του ταμείου του εργοστα-σιάρχη.100

Μετά τον σχολιασμό των μισθολογικών θεμάτων θα εξετάσουμε τους δύο επικρατέστερους τρόπους αμοιβής: την αμοιβή με την απόδοση και την αμοιβή με το χρόνο. Σ ε πολλά κλωστοϋφαντουργεία εφαρμόζονταν και οι δύο τρόποι πληρωμής ανάλογα με τη θέση εργασίας που κατείχε η κάθε εργάτρια. Στα περισσότερα εργοστάσια οι γυναίκες με την ειδικότητα της υφάντριας αμείβον-ταν ανάλογα με την απόδοση της εργασίας τους. Η αμοιβή υπολογιζόταν με βάση τους πήχεις υφάσματος που είχε παραγάγει η εργάτρια συνολικά κατά το διάστημα που μεσολαβούσε από τη μια μισθοδοσία στην άλλη. Συνήθως οι

98. ΓΑΚ, Αρχεία Νομού Κυκλάδων, Δημοτικό Αρχείο Ερμούπολις, ό.π., φάκ. 1 και 4. 99. Ευγενία Ζωγράφου, ό.π., σ. 42" Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας...,

ό.π., σ. 90. 100. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π., σ. 21.

Page 88: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

πληρωμές γίνονταν στο τέλος (το Σάββατο) κάθε πρώτης ή δεύτερης εβδομά-δας. Η αμοιβή σύμφωνα με την απόδοση επέφερε πολύ μεγαλύτερα κέρδη από την ημερήσια,1 0 1 όμως όχι μόνο εγκυμονούσε οικονομικό κίνδυνο, αλλά έβλαπτε και την υγεία των εργατριών. Όταν ο αργαλειός πάθαινε βλάβη τότε η υφάν-τρια δεν πληρωνόταν μέχρι να διορθωθεί.102 Οι υφάντριες για να κερδίσουν πε-ρισσότερα χρήματα επέβλεπαν και διεύθυναν 2 και 3 αργαλειούς ταυτοχρόνως. Αλλά η κατάσταση αυτή δημιουργούσε άγχος και διάφορες στομαχικές παθή-σεις.103 Εκτός από τις υπόλοιπες εργάτριες και οι επιστάτριες των διαφόρων τμημάτων του υφαντουργείου αμείβονταν με βάση τη χρονική διάρκεια της ερ-γασίας τους.104 Από τις καταστάσεις μισθοδοσίας των ετών 1908-1913 του εργοστασίου Ε . Λαδόπουλου στη Σύρο σχηματίζεται μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο αμείβονταν οι εργάτριες ανάλογα με την ειδικότητά τους. Με ημε-ρομίσθιο αμείβονταν αυτές που απασχολούνταν στο μίτωμα,1 0 5 στους πάγκους, στα μασούρια, στις ανέμες, η επιστάτρια και η ράπτρια. Με αμοιβή σύμφωνα με την απόδοση αμείβονταν οι καρουλούδες. Ενώ οι εργάτριες του υφαντήριου, οι διαστρούδες και αυτές που εργάζονταν στα τόπια αμείβονταν, όπως φαίνεται ανάλογα με το πρόσωπο, άλλοτε σύμφωνα με την απόδοση και άλλοτε με ημερομίσθιο.106

Αφού παρακολουθήσαμε τη διαμόρφωση των ημερομισθίων και εξετάσαμε τις μορφές αμοιβής των εργατριών, θα περάσουμε στα κριτήρια που καθορίζουν το ύψος του ημερομισθίου.

Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινίσω ότι στο χρονικό πλαίσιο της μελέτης μου δεν υπάρχει κανένας νόμος για τον προσδιορισμό του κατώτατου ορίου του ημερομίσθιου. Από τα διαθέσιμα στοιχεία και από τις μισθολογικές καταστά-σεις του κλωστοϋφαντηρίου Λαδοπούλου, το ημερομίσθιο των εργατριών δια-φοροποιείται ως προς το ποσό ακόμη και γ ι ' αυτές που κατέχουν την ίδια θέση

101. Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 84 και τις μισθοδοσίες της επιχείρησης «Κλωστήριον και Υφαντήριον Ε. Λαδο-πούλου Υιών εν Σύρω». Βλ. ΓΑΚ, Αρχεία Νομού Κυκλάδων, Δημοτικό Αρχείο Ερμούπο-λης, ό.π., φάκ. 1 και 4.

102. Ευγενία Ζωγράφου, ό.π., σ. 51. 103. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 84" Panayota Tsopela-Saliba, Le profil..., ό.π., σ. 40· Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 73.

104. ΓΑΚ, Αρχεία Νομού Κυκλάδων, Δημοτικό Αρχείο Ερμούπολης, ό.π. 105. Αυτές που περνούν τα νήματα του αργαλειού στα μιτάρια, δηλαδή στα εξαρτή-

ματα με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού για να περνά μέσα από αυτά η σαίτα.

106. Ευχαριστώ τον καθηγητή Χρήστο Λούκο που μου παραχώρησε για τη μελέτη μου αυτό το υλικό πριν τη ταξινόμησή του. Βλ. ΓΑΚ, Αρχεία Νομού Κυκλάδων, Δημοτικό Αρχείο Ερμούπολης, ό.π., Υφαντήριο-Μισθοδοσία.

Page 89: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα λόγια δύο εργατριών του εργο-στασίου Ρετσίνα στον Πειραιά στην Ευγενία Ζωγράφου: «Γράψε, είπε μια μη-τέρα, να τους αυξήσουν το μεροδούλι- έχει πέντε χρόνια στου Ρετσίνα —και μου εδείκνυεν ένα παιδί ασθενικό δεκατεσσάρων ετών— και παίρνει 60 λεπτά την ημέραν, ενώ αυτό που είνε 8 χρόνων παίρνει 80 λεπτά στο κλωστήριον».107

Προφανώς, η φυσική κατάσταση των μικρών ανειδίκευτων εργατριών έπαιζε ρόλο στον καθορισμό του ημερομισθίου τους. Στα μάτια του υπεύθυνου για τον καθορισμό της αμοιβής των εργατριών μια ευτραφής εργάτρια, με μάγουλα ρόδινα, μ' ένα παρουσιαστικό που απέπνεε υγεία θα μπορούσε να αποδώσει πε-ρισσότερο στην εργασία της από μια άλλη με καχεκτικό παρουσιαστικό. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον εργοδότη είναι η απόδοση της εργασίας και με βάση αυτή αμείβονται οι εργάτες. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Ρηγίνο, η βραχυχρόνια παραμονή των εργατριών στο εργοστάσιο δεν επιτρέπει τον σχηματισμό μιας μισθολογικής κλίμακας με βάση την αρχαιότητα, έτσι το βασικό κριτήριο είναι ο βαθμός αποδοτικότητάς τους.108

Ένα άλλο θέμα είναι ποιος παίρνει τα χρήματα, η ίδια η εργαζόμενη ή κάποιο άλλο πρόσωπο; Δεν υπάρχει κανένας κανονισμός που να ρυθμίζει αυτό το ζήτημα. Πιθανότατα, όταν εργάζονται στο ίδιο εργοστάσιο και άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας τα χρήματα μπορεί να τα παίρνει ο πατέρας ή ο αδελφός. Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση του μέθυσου πατέρα ή του κακού αδελφού που έρχεται στο εργοστάσιο για να εισπράξει τις αποδοχές της εργάτριας. Πολ-λές φορές τα άρρενα μέλη της οικογένειας της εργάτριας σπεύδουν στο εργο-στάσιο πριν από το τέλος της εβδομάδας και ζητούν προκαταβολές στο όνομα της εργαζόμενης εργάτριας. Οι ίδιες τότε υπό το κράτος του φόβου των μελ-λοντικών ξυλοδαρμών ικετεύουν με δάκρυα στα μάτια τον υπεύθυνο του εργο-στασίου να καταβάλει μέρος της αμοιβής τους.109 Ο αρμόδιος διευθυντής του εργοστασίου Ρετσίνα σχολιάζει: «Εμε ίς προσπαθούμεν να δίδουμε το χρήμα εις αυτήν την εργαζομένην κόρην αλλ' όταν την δέρνουν εις το σπίτι και έρχε-ται και σου λέγει μόνη της, δώστα του πατέρα!, τότε τ ι να της κάμωμεν εμε ίς ; » . 1 1 0 Όταν οι εργάτριες αρνούνται να αποδεχθούν την κατάσταση αυτή, προκαλούνται επεισόδια που περιγράφονται και στις εφημερίδες. Ο άεργος α-δελφός εργάτριας του νηματουργείου Λυγινού περίμενε την αδελφή του στην έξοδο του εργοστασίου για να της πάρει το μισθό της και όταν αυτή αρνήθηκε,

107. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», ό.π., σ. 50. 108. Βλ. Μιχάλης Ρηγίνος, Παραγωγικές δομές και εργατικά ημερομίσθια στην Ελ-

λάδα (1909-1936), Αθήνα 1987, σ. 250-251. 109. Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος... Ημερομίσθια...», ό.π. 110. Ευγενία Ζωγράφου, ό.π., σ. 39-40· Panayota Tsopela-Saliba, Le profil...

ό.π., σ. 42.

Page 90: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

διά της βίας την οδήγησε στο σπίτι όπου της επιτέθηκε «διά των χειρών και των ποδών» αφήνοντάς την αναίσθητη από τα κτυπήματα στο κεφάλι και το στήθος.111 Ενώ οι γυναίκες έχουν κατακτήσει τη μισθωτή εργασία, δεν έχουν πάντοτε λόγο για την τύχη του μισθού τους.

Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση μας στα κλωστοϋφαντουργεία, ας δώ-δουμε τα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ της εργάτριας: πρό-κειται για νέες κοπέλες που απασχολούνται στο εργοστάσιο μέχρι την ώρα του γάμου τους. Η εργασία που εκτελούν δεν απαιτεί καμία εξειδίκευση, ενώ τους εξασφαλίζει αμέσως μια ικανοποιητική, σε σχέση με τα άλλα επαγγέλματα, αμοιβή. Ο μισθός τους, που κυμαίνεται σε σταθερά επίπεδα, χρησιμεύει ως απαραίτητο συμπλήρωμα για την οικονομική επιβίωση της οικογένειάς τους.

5. ΟΙ Κ Α Π Ν Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Ε Σ

Η εμπορική και η βιομηχανική επεξεργασία του καπνού και η διαμόρφωση των θέσεων εργασίας

Πριν εστιάσουμε τον φακό μας στις συνθήκες εργασίας των γυναικών της βιο-μηχανίας καπνού είναι απαραίτητες μερικές πληροφορίες για τα ελληνικά κα-πνά, προκειμένου να συνδέσουμε το θέμα της γυναικείας απασχόλησης με τις μεταβολές που συντελούνται στη διαδικασία της εμπορικής και βιομηχανικής επεξεργασίας του προϊόντος. Τα χρονικά όρια της μελέτης μας συμπίπτουν με την περίοδο κατά την οποία το εμπόριο και η επεξεργασία του καπνού απο-κτούν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική οικονομία, ενώ παράλληλα οι καπνερ-γάτες συνδικαλίζονται.

Από εμπορευματολογική άποψη τα ελληνικά καπνά υπάγονται στην κα-τηγορία των ανατολικών καπνών και χρησιμοποιούνται από τη διεθνή καπνο-βιομηχανία για την κατασκευή τσιγάρων, αφού αναμιχθούν στα σιγαροποιητικά εργοστάσια του εξωτερικού με καπνά άλλων προελεύσεων. Όσα από τα ελλη-νικά καπνά είναι κατώτερης ποιότητας συνήθως προορίζονται για την εγχώρια κατανάλωση. Η εξαγωγή των ελληνικών τσιγάρων είναι προβληματική την εποχή αυτή, αφενός μεν γιατί αντιμετωπίζει το σοβαρό ανταγωνισμό των ξέ-νων καπνοβιομηχανιών, αφετέρου δε γιατί οι υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί που επιβάλλουν στα σιγαρέτα τα ξένα κράτη καθιστούν σχεδόν αδύνατη την πώ-ληση τους στο εξωτερικό.

Μέχρι το 1900 η συμβολή του καπνού στην εθνική οικονομία δεν είναι σημαντική. Από το 1901 μέχρι το 1914, όμως, παρατηρείται αύξηση τόσο της

111. Σφαίρα, αρ. 4927, 14-8-1898.

Page 91: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

καλλιεργούμενης έκτασης, όσο και της παραγόμενης ποσότητας, γεγονός το οποίο αποδίδεται στην αύξηση της ζήτησης στην εσωτερική και εξωτερική αγο-ρά. Το 1914 η καλλιέργεια και η μεταποίηση του καπνού αυξάνεται απότομα. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο γεγονότα: πρώτον, στην απελευθέρωση της Ανα-τολικής Μακεδονίας και της Θράκης, κατεξοχήν καπνοπαραγωγικών περιοχών, και δεύτερον, στην εισροή των προσφυγικών ομογενών πληθυσμών που προέρ-χονται από καπνοπαραγοίγικές χώρες και γνωρίζουν την καλλιέργεια και την επεξεργασία του καπνού.

Ο καπνός υφίσταται τρεις διαδοχικές επεξεργασίες: τη χωρική, την εμ-πορική και τη βιομηχανική. Στην παρούσα μελέτη δεν θα μας απασχολήσει η χωρική επεξεργασία του καπνού που εκτελείται αποκλειστικά από τους κα-πνοπαραγωγούς αγρότες και τους καπνοκαλλιεργητές. Αυτή συνίσταται στον αρχικό διαχωρισμό του καπνού κατά ποιότητες και στην τακτοποίηση του σε δέματα. Αντίθετα, θα ασχοληθούμε με τους εργαζόμενους, κυρίως με τις γυ-ναίκες, που απασχολούνται στις καπναποθήκες, στο μέρος δηλαδή που συντε-λείται η εμπορική επεξεργασία του καπνού, καθώς και στα καπνεργοστάσια, όπου γίνεται η βιομηχανική επεξεργασία, δηλαδή η μετατροπή του καπνού σε τσιγάρα.

Ας ξεκινήσουμε από την εμπορική επεξεργασία των καπνών, που είναι εντελώς διαφορετική από τη χωρική. Τα στάδια που ακολουθεί είναι: ο καθα-ρισμός του καπνού από τα φύλλα που έχουν υποστεί αλλοιώσεις, ο διαχωρισμός του κατά ποιότητες, η κατάταξή του κατά μεγέθη και κατά χρώματα, ανα-λόγως βεβαίως με τη ζήτηση της αγοράς, και τέλος η δεματοποίησή του με σκοπό τη διατήρηση της ποιότητας και τη μεταφορά του στην αγορά ή στο καπνεργοστάσιο. Υπάρχουν τέσσερις κυρίως τρόποι επεξεργασίας που εφαρμό-ζονται αναλόγως με την ποιότητα και τον τύπο των καπνών.112 Η δαπάνη εμ-πορικής επεξεργασίας αποτελεί το 20 έως και 5 0 % επί του συνολικού κόστους του καπνού. Τα καπνά που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, λόγω του τύπου τους, απαιτούν μεγάλες δαπάνες επεξεργασίας. Αυτό σημαίνει τεράστιο κόστος για τον καπνέμπορο, καθώς και για τα παραρτήματα των ξένων εμπορικών οίκων στην Ελλάδα και μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών καπνών στη διεθνή αγορά.

Οι εργασίες στις καπναποθήκες κατανέμονταν κατά ειδικότητες και κατά

112. Οι τρόποι επεξεργασίας ήταν οι εξής: 1) μπασμάς (κατεργασία καλή και δευ-τέρα), 2) μπασμάς σειρά παστάλ, μπασή μπαγλή, 3) αρμαθοδέματα (καλούπια) τύπου Σμύρνης, 4) αρμαθοδέματα τύπου Ντιζή-Ντενγκί. Το πρώτο και το δεύτερο σύστημα είχαν πολύ δαπανηρή επεξεργασία από την άποψη του κόστους εργασίας. Η επεξεργασία του καπνού σε μπασμά προσέδιδε στον καπνό πολυτελή και ποιοτική εμφάνιση, βλ. Βασίλειος Γ . Βαρβερόπουλος, Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, τ. 15, τχ. Β ' (Απρί-λιος-Ιούνιος), Αθήνα 1935, σ. 151-152.

Page 92: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

φύλα. Οι στιβαδόροι φρόντιζαν για την αποθήκευση των ανεπεξέργαστων κα-πνών. Αυτοί κανόνιζαν πώς θα τοποθετηθούν τα δέματα ώστε να αερίζονται για να μη σαπίσουν. Επίσης εφάρμοζαν κάποιο σύστημα μετακίνησης των δε-μάτων σε τακτά διαστήματα, κυρίως τον Απρίλιο και τον Ιούλιο, μήνες κατά τους οποίους συντελείται η φυσική ζύμωση του καπνού. Ο πρώτος διαχωρι-σμός του καπνού κατά ποιότητες γινόταν από τους αχταρματζήδες, γέρους τε-χνίτες, παλιούς καπνάδες. Σ τ η συνέχεια τα καπνά πήγαιναν στους ντεκτσήδες, ειδικότητα περιζήτητη που απαιτούσε μεγάλη τεχνογνωσία. Οι ντεκτσήδες επε-ξεργάζονταν τα καπνά πρώτης ποιότητας. Ένας καλός ντεκτσής έβγαζε μέχρι και 300 γραμμάρια καπνό ημερησίως. Για να γίνει ένα δέμα απαιτούσε από μία έως είκοσι μέρες, αναλόγως με την ποιότητα του καπνού και την ικανό-τητα του ντεκτσή. Όσα φύλλα δεν ήταν κατάλληλα ο ντεκτσής τα πετούσε. Απ' αυτά οι γυναίκες έκαναν τα παστάλια, ματσάκια με καπνό κατώτερης ποιό-τητας. Οι ντεκτσήδες κάθονταν στο πάτωμα σε μια ψάθα ανά δύο σε κάθε πα-ράθυρο. Οι γυναίκες που έφτιαχναν τα παστάλια κάθονταν δίπλα τους. Σ ε δύο ντεκτσήδες αναλογούσε μία γυναίκα.113 Σ τ η συνέχεια οι δέτες έφτιαχναν τα δέματα του καπνού. Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο οι γυναίκες χρησιμοποιούν-ταν στις καπναποθήκες μόνο ως πασταλτζούδες. Εδώ παρατηρείται και η εξής ιδιομορφία: οι ειδικότητες συνδέονταν μεταξύ τους. Για την ακρίβεια, χωρίς ντεκτσή δεν μπορούσαν να δουλέψουν οι πασταλτζούδες και αντίστροφα.

Οι αναλογίες όμως αυτές ανατράπηκαν όταν τέθηκε το επίμαχο θέμα του τύπου επεξεργασίας των καπνών, που προκάλεσε σοβαρές αναταραχές στους εργαζόμενους στις καπναποθήκες. Ο καπνός εξαγόταν ανεπεξέργαστος, υπό δια-κομετακόμιση, συνήθως στην Τεργέστη, όπου υπήρχαν φθηνότερα εργατικά χέ-ρια για την επεξεργασία του και τη διάθεσή του στη συνέχεια στις διεθνείς αγορές. Είναι φανερό ότι με αυτό το σύστημα οι ανδρικές ειδικότητες απαξιώ-νονταν. Οι εργοδότες είχαν ανάγκη από ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, γ ι ' αυτό προτιμούσαν να προσλαμβάνουν γυναίκες, προφανώς με χαμηλότερο ημερομί-σθιο. Οι πρώτες απόπειρες για την εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών σημειώ-θηκαν το 1909 στο Βόλο από τους εμπορικούς οίκους Σακιρτζιάν και Ματου-σιάν.114 Εξαιτίας των κινητοποιήσεων των εργαζομένων ματαιώθηκαν οι εξα-γωγές. Αργότερα, από το 1916 μέχρι και το 1919, τα καπνά εξάγονταν με τη στοιχειώδη επεξεργασία.

Ας περάσουμε στη συνέχεια στην καπνοβιομηχανία. Γύρω στο 1885 εμφανίζονται τα πρώτα ελληνικά χειροποίητα τσιγάρα.

Στην αρχή αυτά κατασκευάζονται συνήθως στο πίσω μέρος του καπνοπωλείου.

113. Σαπφώ Αγγελούδη, «Η Καβάλα ως καπνούπολη», Αρχαιολογία, τχ. 18, Φε-βρουάριος 1986, σ. 48-53.

114. Βλ. Βασίλειος Γ. Βαρβερόπουλος, ό.π., σ. 165.

Page 93: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Σ ' αυτή τη διαδικασία γυναίκες καθισμένες στο δάπεδο ταξινομούν τα φύλλα, ενώ οι άνδρες αναλαμβάνουν το κόψιμο, την κατασκευή χαρμανιών (ανάμιξη ποικιλιών καπνού), και το φρεσκάρισμα, δηλαδή το ράντισμα των φύλλων κα-πνού.115 Το 1890 έχουμε τα πρώτα εργοστάσια κατασκευής τσιγάρων στην Ελλάδα. Η κοπή του καπνού γινόταν με χειροποίητο χαβάνι και με τη βοή-θεια υποτυπωδών εργαλείων γεμίζονταν τα σιγαρόχαρτα.

Μετά την εκμηχάνιση της μεταποιητικής διαδικασίας του καπνού, που συντελέσθηκε γύρω στο 1909, με την εισαγωγή της καπνοκοπτικής μηχανής και αργότερα με την σιγαροποιητική μηχανή σημειώνονται πολλές μεταβολές. Η μαζική παραγο^γή τσιγάρων απαιτεί και συσκευασία. Έ τ σ ι , πλάι στις κα-πνοβιομηχανίες ανθίζουν κυτιοποιεία, τυπογραφεία και λιθογραφεία που ανα-λαμβάνουν τη συσκευασία των τσιγάρων σε πακέτα. Υπάρχουν όμως και πε-ριπτώσεις στις οποίες οι καπνοβιομήχανοι προσθέτουν στις επιχειρήσεις τους αντίστοιχα τμήματα. Εξαιτίας της εκμηχάνισης, του καταμερισμού της εργα-σίας και της δημιουργίας θέσεων ανειδίκευτης εργασίας αυξάνεται η συμμετοχή των γυναικών. Στην καπνοβιομηχανία οι θέσεις κατανέμονται κατά φύλα. Οι άνδρες δουλεύουν στην παρασκευή μίγματος (χαρμάνι), ως τροχιστές μαχαιριών κοπής καπνού, ως μηχανικοί στις καπνοκοπτικές μηχανές, ως τρίφτες, ως χει-ριστές των σιγαροποιητικών μηχανών, ως τορναδόροι, ηλεκτρολόγοι και αχθο-φόροι. Οι περισσότερες γυναίκες δουλεύουν ως εργάτριες διαλογής φύλλων κα-πνού, ως βοηθοί στις σιγαροποιητικές μηχανές (πολύ λίγες), στη συσκευή σι-γαρέτων, στο τμήμα επικόλλησης ταινιών στα κουτιά και στη συσκευασία δεμάτων.

Μετά την περιγραφή των θέσεων εργασίας στο καπνεμπόριο και στην κα-πνοβιομηχανία, ας δούμε με τη βοήθεια των ποσοτικών στοιχείων που διαθέ-τουμε τον όγκο του γυναικείου εργατικού δυναμικού.

Οι καπνεργάτριες σε αριθμούς

Από την απογραφή του 1907 έχουμε τα πρώτα αριθμητικά δεδομένα για τους εργαζόμενους στα καπνά. Στην υποκατηγορία «καπνοκόπται, καπνοσυσκευα-σταί, σιγαροποιοί, καφεκόπται, κατασκευασταί ταμβάκου» εργάζονται 2.079 άνδρες και 746 γυναίκες, με ποσοστά επί του συνόλου 74,60 % και 26,40 % αντιστοίχως. Οι αριθμοί αυτοί είναι ασαφείς και ανακριβείς, αφενός μεν γιατί περιλαμβάνουν μόνο τους εργαζόμενους στη βιομηχανία χωρίς να καταγράφουν τους εργαζόμενους στο καπνεμπόριο, αφετέρου δε γιατί η κατηγορία περιλαμ-βάνει και τους καφεκόπτες, επάγγελμα που δεν έχει σχέση με τον καπνό. Π ι -

115. Μάνος Χαριτάτος - Πηνελόπη Γιακουμάκη, Η ιστορία του ελληνικού τσιγάρου, Αθήνα 1997, σ. 60.

Page 94: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Πιθανότατα να μπήκε στην ίδια υποκατηγορία γιατί παλαιότερα τα καφεκοπτεία έφτιαχναν και πουλούσαν και τσιγάρα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1920 των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, η βιομηχανία καπνού απασχολεί 3.417 γυναίκες. Με κριτήριο τη συμμετοχή των γυναικών στους βιομηχανικούς κλάδους η βιο-μηχανία καπνού με ποσοστό 13,97 % επί του συνόλου του γυναικείου εργατι-κού δυναμικού στη βιομηχανία-βιοτεχνία έρχεται τρίτη κατά σειρά μετά την υφαντουργία και τη βιομηχανία ενδυμάτων. Στα ποσοτικά στοιχεία που μας δίνει η απογραφή του 1920 δεν διαχωρίζονται με σαφήνεια τα εργαζόμενα πρό-σωπα στην καπνοβιομηχανία από αυτά που εργάζονται στο καπνεμπόριο. Η απογραφή υπολογίζει το δυναμικό που εργάζεται στις καπνοβιομηχανικές επι-χειρήσεις γενικώς.

Η κατά φύλο σύνθεση του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία καπνού, σύμφωνα με την απογραφή του 1920, είναι σε ποσοστά: 51 ,50% άνδρες (9 ,50% κάτω των 18 ετών και 42,40 % άνω των 18) και 48,50 % γυναίκες (10,72 % κάτω των 18 ετών και 37 ,74% άνω των 18 ετών).

Μια αναλυτικότερη κατανομή του γυναικείου εργατικού δυναμικού κατά ηλικίες μας δίνει για το 1921 η Επιθεώρηση Εργασίας. Πρόκειται για 1.410 εργάτριες —αρκετά μεγάλο δείγμα— που εργάζονται στις καπναποθήκες των Σερρών και της Θεσσαλονίκης.

Για να εξετάσουμε καλύτερα την κλίμακα των ηλικιών των εργατριών αυτών συνέταξα τον παρακάτω πίνακα με την κατά ηλικία σύνθεση των ερ-γατριών στις καπναποθήκες Σερρών και Θεσσαλονίκης σε αριθμούς και σε πο-σοστά επί τοις εκατό.

ΠΙΝΑΚΑΣ 8

Η κατά ηλικία σύνθεση των εργατριών στις καπναποθήκες Σερρών και Θεσσαλονίκης

Ηλικίες Σύνολο εργατριών Πόλεις 12-16

αρ· % 17-20

αρ. % 20-30 30-40

αρ. % αρ. % 40-50 αρ. %

50-65 αρ. %

Σύνολο εργατριών

Σέρρες 7 4,4 84 52,8 24 15,0 21 13,2 14 8,9 9 5,7 159 Θεσ/νίκη 77 6,2 623 49,8 384 30,7 73 5,8 54 4,3 40 3,2 1.251 Σ ύ ν ο λ ο 84 6 707 50,1 408 28,9 94 6,7 68 4,8 49 3,5 1.410

Πηγή: Υ Ε Ο , Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις τον προσωπικού επιθεωρήσεως εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων το έτος 1921, Αθήνα 1923, σ. 52.

Από τον πίνακα παρατηρούμε ότι και στις δύο καπνουπόλεις ο μεγαλύ-τερος όγκος των εργατριών είναι από 17 έως 20 ετών, δηλαδή σε ποσοστά,

Page 95: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

5 2 , 8 % για τις Σέρρες, 4 9 , 8 % για τη Θεσσαλονίκη και 5 0 , 1 % επί του συνό-λου και των δύο πόλεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό των καπνεργα-τριών ηλικίας 12 έως 16 ετών είναι χαμηλό, 6 % επί του συνόλου. Είναι φα-νερό ότι στο καπνεμπόριο, σε σύγκριση με άλλους κλάδους, όπως π.χ. στην κλωστοϋφαντουργία, οι κοπέλες δεν εργάζονται από μικρή ηλικία. Όπως προ-κύπτει από τον πίνακα, και μετά τα 20 εξακολουθούν κατά ένα αρκετά ση-μαντικό ποσοστό (43 ,9%) να εργάζονται. Πραγματικά, με βάση το βασιλικό διάταγμα 1 4 / 2 6 Αυγούστου 1913 «περί εκτελέσεως του περί εργασίας γυναι-κών και ανηλίκων Δ Κ Θ ' νόμου ως προς τα εργοστάσια, εργαστήρια, εμπορικά καταστήματα και πρατήρια παντός είδους» απαγορεύεται να δουλεύουν γυναί-κες κάτω των 18 ετών στην κατεργασία καπνών, γιατί λόγω των αναθυμιά-σεων θεωρείται πολύ βλαβερή εργασία.116 Επίσης θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, στο γεγονός ότι στις πόλεις αυτές έχουν εγκατασταθεί προσφυγικές οικογένειες που ψάχνουν για δουλειά. Όπως ήδη αναφέραμε και παραπάνω, οι πρόσφυγες γνωρίζοντας την τέχνη των καπνών απορροφώνται στον κλάδο της καπνοβιομηχανίας. Ο επόμενος πίνακας καταγράφει τη συμμετοχή των εργατριών στη βιομηχανία καπνού αναλόγως του μεγέθους της επιχείρησης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 9

Η συμμετοχή των εργατριών στη βιομηχανία καπνού σύμφωνα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, 1920

Μέγεθος επιχειρήσεων Αριθμός Εργατριών % συνόλου εργατριών

1-5 ατόμων 98 2,9 6-25 ατόμων 427 12,5 25 και άνω 2.892 84,6 Σ ύ ν ο λ ο 3.417 100

Π η γ ή : ΥΕΟ, Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-12-1920, Αθήνα 1926.

Μπορούμε αμέσως να συμπεράνουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (84,6 %) των εργατριών καπνού είναι συγκεντρωμένο στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 25 άτομα και πάνω, δηλαδή στις μεγάλες επιχειρήσεις. Από τον πίνακα επαληθεύεται για την καπνοβιομηχανία το σχήμα που ισχύει και για την κλω-στοϋφαντουργία, σύμφωνα με το οποίο οι γυναίκες απασχολούνται ως ανειδί-κευτο εργατικό δυναμικό στις μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις όπου κυριαρχεί ο καταμερισμός εργασίας και η εκμηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας.

116. Σπ. Μ. Αντύπας, Ελληνική Εργατική Νομοθεσία, Αθήνα 1938, σ. 456.

Page 96: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Μετά την εξέταση των ποσοτικών στοιχείων που διαθέτουμε για τον αριθ-μό των απασχολουμένων εργατριών και την ηλικιακή τους σύνθεση, θα δούμε στη συνέχεια τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν στις καπναποθήκες και στα καπνεργοστάσια.

Συνθήκες εργασίας

Για τις συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν στην Καβάλα, όπου δούλευε το μισό δυναμικό των καπνεργατών της Ελλάδας, έχουμε την αποκαλυπτική μαρ-τυρία του συνδικαλιστή-καπνεργάτη Γιώργου Α. Πέγιου: «Οι ώρες δουλειάς τους το καλοκαίρι ήταν 8 και το χειμώνα 7, γιατί το φως της ημέρας δεν επαρ-κούσε για 8 ώρες. Το ωράριο δουλειάς ήταν: το καλοκαίρι 7 με 11 το πρωί και το απόγευμα 2 με 6. Το χειμώνα 8 με 11.30 το πρωί και το απόγευμα 1.30 με 5. Οι εργάτριες επίσης πιάνανε δουλειά ένα τέταρτο αργότερα από τους άνδρες και σχολούσανε ένα τέταρτο αργότερα από αυτούς. Οι εργάτριες επίσης κάνανε δεκάλεπτο ομαδικό διάλειμμα δυο φορές την ημέρα, πρωί και απόγευμα. Η είσοδος και έξοδος γινόταν με κωδωνοκρουσίες, όπως και τα δια-λείμματα. Σ ε κάθε κεντρική είσοδο των επιχειρήσεων υπήρχε θυρωρός (καβά-ζης), που φύλαγε την είσοδο. Την ώρα που σχολούσαν οι εργάτες τους έψαχνε σε όλο το σώμα, ακόμη και στα πόδια, για να μην έχουν κλέψει καπνά, τις δε γυναίκες τις έψαχνε η καβάζαινα. Την ώρα της δουλειάς επιτρέπονταν οι κα-φέδες και τα αναψυκτικά από τα κοντινά καφενεδάκια.

Η πόλη έμοιαζε με πραγματική κυψέλη, όταν το ανθρώπινο αυτό μελίσσι μπαινόβγαινε στις καπναποθήκες. Με το σχόλασμα πρώτα των ανδρών οι στε-νοί δρόμοι της πλημμύριζαν από μια μάζα ανθρώπων που από μακριά διέκρι-νες μόνο τα κεφάλια τους, καλυμμένα με κόκκινα φέσια και άσπρα ψαθάκια.

Μέχρι να γίνει η αποσυμφόρηση των δρόμων από τους άνδρες, σε 10 λε-πτά της ώρας, επακολουθούσε δεύτερο κύμα πλημμύρας. Αυτήν τη φορά από γυναίκες ντυμένες με μαύρες ποδιές και πολύχρωμες ομπρέλες που κρατούσαν ανοικτές για να προφυλαχτούν από τον καλοκαιρινό καυτό ήλιο». 1 1 7

Ως προς τους χώρους εργασίας έχουμε να παρατηρήσουμε ότι δεν είχαν όλες οι καπναποθήκες και τα καπνεργοστάσια επαρκή φωτισμό και αερισμό. Τα πατώματα ήταν ξύλινα και ήταν δύσκολο να πλυθούν. Η βλαβερή για τον οργανισμό μυρωδιά της νικοτίνης κυριαρχούσε στους χώρους επεξεργασίας του καπνού. Στο Υπόμνημα του Εργατικού Κέντρου Αθηνών για τις συνθήκες ερ-γασίας των εργατών καπνού, αλλά και στις εκθέσεις της Επιθεώρησης Εργα-σίας διαβάζουμε ότι τα κρατικά καπνεργοστάσια, που στεγάζονταν, με ενοίκιο

117. Γιώργος Α. Πέγιος, Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Κα-βάλας (1922-1953), Αθήνα 1984, σ. 27-28.

Page 97: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κατά κανόνα, σε παλαιά οικήματα, ήταν υγρά, ανήλια, σκοτεινά, και βρωμερά. Αντίθετα, οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών καπνεργοστασίων φρόντιζαν να τα κτί-ζουν με ειδικές προδιαγραφές, αντιγράφοντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα.118

Ας δούμε τώρα τους παράγοντες που καθορίζουν και διαμορφώνουν την αμοιβή της καπνεργάτριας. Τα ποσοτικά στοιχεία που διαθέτουμε είναι από την Επιθεώρηση Εργασίας. Προκειμένου να εξετάσουμε αναλυτικότερα το θέμα των ημερομισθίων, συνέταξα τους Πίνακες 10 και 11.

ΠΙΝΑΚΕΣ 10 Α, Β

Ημερομίσθια του εργατικού προσωπικού στις καπναποθήκες Σερρών, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, 1921

Α. Σε δραχμές

Πόλη Άνδρες Γυναίκες 3-6 Γ

7-10 Α

7-10 Γ

10-15 Α

10-15 Γ

15-20 Α

20-22 Α

Σέρρες Θεσ/νίκη Καβάλα

433 656

3.138

150 1.251 1.333

10 23 26

23 541

59

28 65

164

136 598

1.048

88 111 298

112 226

117 148 730

190 309

1.919 Σ ύ ν ο λ ο 4.227 2.734 59 623 257 1.782 497 338 995 2.418

Β. Σε ποσοστά %

Πόλη Άνδρες Γυναίκες 3-6 Α

3-6 7-10 Γ Α

7-10 Γ

10-15 Α

10-15 Γ

15-20 Α*

20-22 Α*

Σέρρες Θεσ/νίκη Καβάλα

433 656

3.138

150 1.251 1.333

2,3 3,5 0,8

14,5 43,3

4,5

6,5 9,9 5,2

85.5 47,8 78.6

20,3 16,9

9,5 8,9

16,9

27 22,6 23,3

43,9 47.1 61.2

Σ ύ ν ο λ ο 4.227 2.734 1,4 22,7 6,1 65,0 11,8 12,3 23,5 57,2

* Δεν υπάρχουν γυναίκες σε αυτές τις μισθολογικές κατηγορίες. Πηγή: ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 53.

Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της φύσης του προϊόντος υπάρ-χει εποχική ανεργία 3-4 μηνών, με αποτέλεσμα στο σύνολο του έτους οι απο-δοχές των εργαζομένων στην επεξεργασία του καπνού να μειώνονται αισθητά. Επίσης ένα άλλο γεγονός που θα πρέπει να επηρεάζει την αμοιβή είναι ότι το χειμώνα εργάζονται μια ώρα λιγότερο απ' ό,τι το καλοκαίρι. Όμως, λόγω έλ-λειψης στοιχείων δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ρυθμιζόταν ή όχι αυτό το ζήτημα.

Όσον αφορά τον αριθμό των απασχολουμένων προσώπων κατά φύλα (βλ. Πίνακα 10), παρατηρούμε ότι στη Θεσσαλονίκη οι γυναίκες εργάτριες είναι

118. Βλ. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π., σ. 9 και Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 21.

Page 98: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 11

Ημερομίσθια τον εργατικού προσωπικού στα καπνεργοστάσια της Αθήνας, 1921

Άνδρες Γυναίκες Ημερομίσθιο (σε δρχ.) % συνόλου Αριθμός % συνόλου

4-5 2 0,8 58 22,0 6-10 48 19,6 198 75,0

11-15 91 37,1 8 3,0 16-20 63 25,7 — —

20-25 22 9,1 — —

26-30 10 4,0 — —

31-35 9 3,7 — —

Σ ύ ν ο λ ο 245 100,0 264 100,0

Πηγή: ΥΕΟ, ό.π., σ. 63 και σ. 72.

περισσότερες από τους άνδρες. Στην πόλη αυτή, επίσης, συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών (43 ,3%) που παίρνει τη χαμηλότερη αμοιβή (3-6 δρχ.). Τα ημερομίσθια των εργατριών στις καπναποθήκες των τριών πό-λεων και αυτών που εργάζονται στα καπνεργοστάσια των Αθηνών στην πλειο-ψηφία τους δεν ξεπερνούν το όριο των 10 δρχ. Σ ε ποσοστά, το 87,7 % των εργατριών στις καπναποθήκες παίρνει ημερομίσθιο από 3 έως 10 δρχ. και το 97 % των εργατριών στις καπνοβιομηχανίες της Αθήνας παίρνει ημερομίσθιο από 4 έως 10 δρχ.

Στον κλάδο του καπνού παρατηρούνται, όπως φαίνεται και από τους πί-νακες, μεγάλες μισθολογικές ανισότητες ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναί-κες. Συγκεκριμένα, το 5 7 , 2 % των ανδρών αμείβεται με ημερομίσθιο από 20 έως 22 δρχ. στις καπναποθήκες των τριών πόλεων. Αυτό αποδίδεται στο γε-γονός ότι στην επεξεργασία του καπνού οι ειδικότητες είναι κατανεμημένες κατά φύλα. Η ιεραρχία που δημιουργείται από τις ειδικότητες παίζει καθορι-στικό ρόλο στη διαμόρφωση των ημερομισθίων. Όπως σχολιάσαμε και πιο πά-νω, οι άνδρες συλλέγουν τα καπνά πρώτης ποιότητας, ενώ οι γυναίκες τις κα-τώτερες ποιότητες.119

Αλλά και στην καπνοβιομηχανία βλέπουμε ότι τα γυναικεία ημερομίσθια είναι πολύ κατώτερα των ανδρικών. Όμως, τα ημερομίσθια των ανδρών στα καπνεργοστάσια είναι χαμηλότερα από αυτά των εργαζομένων στις καπναπο-θήκες. Αναλυτικότερα, το 6 2 , 8 % των εργατών στην καπνοβιομηχανία λαμβάνει

119. Έφη Αβδελά, «Θεσσαλονίκη: ο σοσιαλισμός των "άλλων"», Τα Ιστορικά, τχ. 18-19, Ιούνιος, Δεκέμβριος 1993- Γιώργος Πέγιος, Από την ιστορία..., ό.π., σ. 25-26.

Page 99: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

νει ημερομίσθιο από 10 έως 20 δρχ. και μόνο το 1 6 , 8 % αμείβεται με 20 έως 35 δρχ. Προφανώς η εκμηχάνιση της παραγωγής επιδρά καταλυτικά στα ημε-ρομίσθια. Οι ειδικότητες απαξιώνονται και τα ημερομίσθια διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Όσον αφορά τα ημερομίσθια των γυναικών, και αυτά κυμαί-νονται αναλόγως με τη θέση εργασίας. Οι πιο χαμηλά αμειβόμενες είναι αυτές που εργάζονται στα τμήματα συσκευασίας τσιγάρων και επικόλλησης ταινιών.120

Οι κοινωνικοί αγώνες

Μετά την παρουσίαση των μισθών ας έρθουμε στο ζήτημα των κοινωνικών αγώνων που ξέσπασαν στον καπνεργατικό κλάδο. Ας σημειωθεί ότι υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία που καλύπτει αναλυτικά τις απεργιακές κινητοποιήσεις των καπνεργατών.

Επειδή συνήθως οι γυναίκες δεν γίνονται δεκτές στα σωματεία, άρα δεν συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων121 και επειδή από τα διαθέσιμα στοι-χεία δεν φαίνεται να διαμορφώνουν ένα δικό τους λόγο διατυπώνοντας τις δι-κές τους διεκδικήσεις, η αναφορά μου στο θέμα αυτό θα είναι σύντομη και ελλειπτική. Ο κλάδος των καπνεργατών είναι από τους πρώτους που διαμορ-φώνουν κοινωνική και συνδικαλιστική συνείδηση. Οι καπνεργάτες της Μακε-δονίας από τα τέλη του 19ου αιώνα οργανώνονται σε επαγγελματικά σωματεία. Έ τ σ ι , όταν διαφαίνονται στον ορίζοντα τα πρώτα απειλητικά σημάδια, προ-χωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Από το 1909 μέχρι και το 1916 έχουμε απεργίες σε όλες σχεδόν τις καπνουπόλεις της Ελλάδας.122 Οι περισσότερες απ' αυτές ξεσπούν με αφορμή δύο γεγονότα που έχουν ως αποτέλεσμα τη συρ-ρίκνωση του ανδρικού κυρίως εργατικού δυναμικού και την εισροή γυναικείου ανειδίκευτου. Πρόκειται για την εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών και την ει-σαγωγή των σιγαροποιητικών μηχανών. Τα αιτήματα των απεργών είναι: αύ-ξηση των ημερομισθίων, καθιέρωση της οχτάωρης εργασίας, τήρηση των κα-νόνων υγιεινής στις καπναποθήκες και στα καπνεργοστάσια, φαρμακευτική και ιατρική περίθαλψη, καθιέρωση ορισμένων ποσοστών ανδρών και γυναικών ερ-γαζόμενων στις καπναποθήκες και αναγνώριση των συνδικαλιστικών εκπροσώ-πων στους χώρους δουλειάς. Όσον αφορά το τελευταίο αίτημα, οι άνδρες όχι μόνο θέλουν να διατηρήσουν την «κλειστή ειδικότητα» του ντεκτσή και να μην

120. Βλ. Βασίλειος Γ. Βαρβερόπουλος, Αρχείον Οικονομικών..., ό.π., σ. 159-160. 121. Έφη Αβδελά, ό.π., σ. 176-177. 122. Οι κυριότερες απεργίες σημειώνονται στα εξής μέρη: τον Φεβρουάριο του 1909

στο Βόλο, τον Μάρτιο του 1909 στην Καρδίτσα, τον Φεβρουάριο του 1910 στο Βόλο, τον Μάιο του 1910 στον Πειραιά, τον Μάρτιο του 1911 στο Βόλο, τον Μάρτιο του 1914 στις περισσότερες μακεδονικές καπνουπόλεις και το 1916 στη Θεσσαλονίκη. Βλ. και Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, Αθήνα 71972, σ. 184-205.

Page 100: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

επιτραπεί στις γυναίκες να πάρουν την ειδικότητα αυτή,123 αλλά ζητούν και να ισχύσουν ορισμένες αναλογίες ανάμεσα στο γυναικείο και ανδρικό προσωπικό.

Οι απεργίες των καπνεργατών τελικά δεν αναχαιτίζουν την πρόοδο της τεχνολογίας και δεν εμποδίζουν τη ραγδαία αντικατάσταση των ανδρικών κυ-ρίως ειδικοτήτων από τις μηχανές, ούτε την αλλαγή της μεθόδου επεξεργασίας του καπνού. Εξαιτίας των απολύσεων που σημειώνονται στον κλάδο ήδη από το 1911 πολλοί εργάτες σιγαροποιοί αναχωρούν προς εύρεση εργασίας για τη Γερμανία και την Αίγυπτο.1 2 4

Λίγα χρόνια μετά, στο τέλος της δεκαετίας του '20, γενικεύεται η «τόγκα» ως μέθοδος επεξεργασίας του καπνού. Με τη μέθοδο αυτή μειώνονται τα έξοδα συντήρησης και δεματοποίησης του καπνού, ενώ η χαρμανοποίηση γίνεται με τις καπνοκοπτικές μηχανές των εργοστασίων. Η βασικότερη, όμως, αλλαγή που επιφέρει η «τόγκα» είναι η κατάργηση των ανδρικών ειδικοτήτων, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους εργασίας και την αύξηση του αριθ-μού των καπνεργατριών, οι οποίες αποτελούν φθηνό εργατικό δυναμικό.

Θα κλείσω την παρουσίαση των εργατριών στο καπνεμπόριο και την κα-πνοβιομηχανία με μια διαπίστωση. Και εδώ επαληθεύεται ο γενικός κανόνας: ο καταμερισμός της εργασίας και η εκμηχάνιση της παραγωγής δημιουργούν θέσεις ανειδίκευτης εργασίας που καταλαμβάνονται από τις γυναίκες.

6. Η Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α Τ Η Σ Π Ι Λ Ο Π Ο Ι Ι Α Σ

Από το φέσι στον ευρωπαϊκό πίλο

Η ανάπτυξη της πιλοποιίας στην Ελλάδα συμβαδίζει με τις διαδικασίες εξευ-ρωπαϊσμού της ενδυμασίας. Από το 1870 και μετά το κόκκινο φέσι με τη μαύρη φούντα αντικαθίσταται με γοργούς ρυθμούς από το ευρωπαϊκό καπέλο. Γ ια τις γυναίκες των αστικών στρωμάτων, τις ομογενείς που καταφθάνουν στην Αθήνα, αλλά και τις συζύγους των αξιωματούχων το καπέλο γίνεται το απα-ραίτητο εξάρτημα της ενδυμασίας τους στους περιπάτους στην πόλη, στο τα-ξίδι και στις λουτροπόλεις. Οι άνδρες φορούν καπέλα ψηλά, χαμηλά χειμερινά, ψάθινα θερινά, κούκους, ρεπούμπλικες. Αξίζει τον κόπο, νομίζω, να αναφέρω τους «κουτσαβάκηδες» που χρησιμοποιούν το καπέλο αποκλειστικά για επί-δειξη μιας λαϊκής κομψότητας και τολμηρού γούστου, που εκφράζεται με ιδιόρ-ρυθμα σχήματα και γαρνιρίσματα. Το καπέλο αποτελεί τεκμήριο της κοινω-νικής ένταξης· διαφοροποιεί τ ις αστές από τις γυναίκες των εργατικών στρωμάτων

123. Έφη Αβδελά, ό.π., σ. 178. 124. Βλ. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π., σ. 10.

Page 101: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μάτων και τις αγρότισσες που κυκλοφορούν με ακάλυπτο κεφάλι ή με μαντίλι, καθώς και τους αστούς από τους εργάτες και τους αγρότες με τους κούκους και τις ρεπούμπλικες. Το καπέλο επικρατεί αμέσως. Τα πρώτα χρόνια μια «καθωσπρέπει» κυρία παραγγέλνει για μια σεζόν 5 έως 6 καπέλα, εκτός των επιδιορθώσεων που κάνει στα παλιά! 1 2 5 Έχουμε βέβαια πολλούς τύπους καπέ-λων. Η κατασκευή του κάθε τύπου απαιτεί ιδιαίτερη κατεργασία. Η γυναικεία απασχόληση στον κλάδο της πιλοποιίας σχετίζεται με τον τύπο του καπέλου και το μέγεθος της επιχείρησης.

Όσον αφορά τον αριθμό των απασχολούμενων γυναικών στα πιλοποιεία, τα πρώτα επίσημα ποσοτικά στοιχεία που διαθέτουμε μας παρέχονται από την απογραφή του 1907. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι την εποχή αυτή σ' ολόκληρη την Ελλάδα λειτουργεί ένα μόνο μεγάλο πιλοποιείο με 350 περί-που εργάτες και εργάτριες, το εργοστάσιο του Ηλία Πουλόπουλου. Τα υπό-λοιπα είναι βιοτεχνίες ή εργαστήρια που έχουν χαρακτήρα οικογενειακής επι-χείρησης με ολιγάριθμο προσωπικό. Σύμφωνα με την απογραφή, έχουμε 881 γυναίκες που απασχολούνται στην πιλοποιία. Από αυτές οι 613 βρίσκονται στο νομό Αττικής. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 6 9 , 5 8 % επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών. Ο νομός Κερκύρας έρχεται δεύτερος με 46 γυναίκες απασχολούμενες στην πιλοποιία. Οι αριθμοί της απογραφής φανερώ-νουν ότι ο κλάδος της πιλοποιίας είναι υπερσυγκεντρωμένος στο συγκρότημα Αθηνών-Πειραιά. Πέρα απ' αυτό, ο σχετικά μεγάλος αριθμός των απασχολου-μένων γυναικών μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε για μια ακόμα φορά το πο-λιτιστικό χάσμα που επικρατεί ανάμεσα στο συγκρότημα της πρωτεύουσας και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Το ευρωπαϊκό καπέλο εντάσσεται στις μεταβο-λές που συντελούνται κατά την εξέλιξη της ενδυμασίας. Μεταβολές που μαρ-τυρούν μια κοινωνική κινητικότητα, νεωτεριστικά ήθη και νέες καταναλωτικές αντιλήψεις.

Η απογραφή του 1920 καταγράφει 198 γυναίκες εργαζόμενες στην πιλο-ποιία. Στην απογραφή αυτή έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τον αριθ-μό των εργαζομένων σε σχέση με το μέγεθος της επιχείρησης. Στην απογραφή εμφανίζονται σε ολόκληρη την Ελλάδα 91 πιλοποιεία. Από αυτά, τα 82 είναι επιχειρήσεις με προσωπικό από 1 έως 5 άτομα και απασχολούν 58 γυναίκες και 152 άνδρες. Στ ι ς 8 μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, 6 έως 25 ατόμων, ερ-γάζονται 94 γυναίκες και 26 άνδρες. Και στη 1 και μοναδική επιχείρηση άνω των 25 ατόμων εργάζονται 46 γυναίκες και 17 άνδρες.

Ο αριθμός των 198 εργαζομένων γυναικών στην πιλοποιία για όλη την Ελλάδα που μας δίνει η απογραφή του 1920 θεωρώ ότι είναι πολύ υποτιμημένος

125. Μποέμ [Δημήτρης Χατζόπουλος], «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Καπελλάδικα και καπελλάδες», Το Άστυ, αρ. 1170, 26-2-1894.

Page 102: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μένος. Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε από τις εκθέσεις της Επιθεώ-ρησης Εργασίας.126 Το επόμενο έτος η επόπτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη [Σβώλου] επιθεωρεί 118 επιχειρήσεις πιλοποιίας στην Αθήνα, οι οποίες απα-σχολούν 735 εργάτριες και 139 εργάτες. Η κατά μέγεθος κατανομή των επι-χειρήσεων πιλοποιίας που επιθεωρήθηκαν στην Αθήνα είναι η ακόλουθη.

Επιχειρήσεις με απασχολούμενο προσωπικό: — 83 έως 5 άτομα, — 28 από 6 έως 20 άτομα — 6 από 20 έως 50 άτομα — 1 άνω των 50 ατόμων.

Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους. Η έκθεση της Επιθεώρησης δεν αναφέρει τον αριθμό των απασχολούμενων προσώπων κατά μέγεθος επιχείρησης ξεχωριστά. Όμως μπορούμε να «φωτογραφίσουμε» τις εργάτριες ανάλογα με το είδος της επιχείρησης. — Στα εργοστάσια πιλοποιίας (κατασκευής ανδρικών χειμερινών και θερινών

καπέλων) απασχολούνται, σε σύνολο 325 ατόμων, 214 εργάτριες (29 ,12% επί του συνόλου των εργατριών πιλοποιίας).

— Στα εργαστήρια γυναικείων καπέλων, σε σύνολο 409 ατόμων, απασχολούν-ται 395 εργάτριες (53 ,74% επί του συνόλου των εργατριών πιλοποιίας).

— Στα εργαστήρια κούκων, κασκέτων και πηληκίων απασχολούνται σε σύνολο 140 ατόμων 126 εργάτριες (17 ,14% επί του συνόλου των εργατριών πιλο-ποιίας).

Το ίδιο έτος για τον Πειραιά η επιθεωρήτρια εργασίας Αννα Μακροπού-λου αναφέρει ότι στα 2 εργαστήρια κατασκευής πηληκίων και κούκων εργά-ζονται 9 γυναίκες και στα εργαστήρια γυναικείων καπέλων εργάζονται 132 γυναίκες και 14 άνδρες.

Αν αθροίσουμε το σύνολο των εργαζομένων γυναικών για την Αθήνα και τον Πειραιά, έχουμε 876 γυναίκες και 153 άνδρες. Υπενθυμίζω εδώ ότι ο αριθ-μός αυτός δεν εκπροσωπεί το σύνολο των επιχειρήσεων πιλοποιίας στην Αθή-να και τον Πειραιά, αλλά μόνο αυτές που επιθεωρήθηκαν. Όμως, επειδή οι επιθεωρήσεις αφορούν το συγκρότημα της πρωτεύουσας (Αθήνα-Πειραιά), δη-λαδή εκεί όπου αναπτύσσεται κυρίως ο κλάδος της πιλοποιίας και επειδή κα-λύπτουν, αν όχι όλο τουλάχιστον ένα μεγάλο φάσμα επιχειρήσεων, θεωρώ ότι μέσα από αυτά τα ποσοτικά δεδομένα μπορούμε να λάβουμε μια αντιπροσω-πευτική εικόνα των αναλογιών. Πραγματικά, παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου εργατικού δυναμικού στην πιλοποιία απασχολείται στα εργαστήρια των γυναικείων καπέλων. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μικρού

126. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 60 και 81.

Page 103: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μεγέθους επιχειρήσεις, που στην πλειοψηφία τους δεν ξεπερνούν τα 5 άτομα σε προσωπικό.

Προσδιορίζοντας το εργασιακό προφίλ της εργάτριας: ο χώρος και οι συνθήκες εργασίας

Περνώντας στην περιγραφή των χώρων εργασίας, στο εργοστάσιο ή στο εργα-στήριο, θα σχολιάσουμε τις θέσεις εργασίας των γυναικών, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τις διαφορετικές διαδικασίες κατασκευής που απαι-τούν τα διάφορα μοντέλα (τύποι) καπέλων. Έχουμε λοιπόν τους εξής τύπους: — Γυναικεία καπέλα — Ανδρικά καπέλα (χειμερινά και ψάθινα) — Στρατιωτικά πηλήκια (σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται και τα πη-

λήκια για τους μαθητές, τους διερμηνείς των ξενοδοχείων, τους υπαλλήλους των σιδηροδρόμων)

— Κούκοι για τους αγρότες και τους ταξιδιώτες — Καλεμκεριά για τις αγρότισσες.

Οι γυναίκες για την κατασκευή των καπέλων τους έχουν δύο επιλογές. Κατά την πρώτη επιλογή μπορούν να πάνε σε ένα μεγάλο εργαστήριο-ατελιέ μοδιστρικής να παραγγείλουν την κατασκευή ενός καπέλου, το οποίο να ται-ριάζει απολύτως με το φόρεμα που ράβουν ταυτοχρόνως. Συνήθως οι καλοντυ-μένες γυναίκες για κάθε φόρεμα που ράβουν παραγγέλνουν και ένα καπέλο. Στα μεγάλα ατελιέ μοδιστρικής υπάρχει μια μοδίστρα ειδική για την κατα-σκευή των γυναικείων καπέλων. Η μοδίστρα αυτή είναι έμπειρη και «φιλόκα-λος». Από τις μικρές αγγελίες έχουμε και ενδείξεις για την τ ιμή του καπέλου. Το 1894 το κατάστημα της γνωστής μοδίστρας Γέγγερ δέχεται παραγγελίες για γυναικεία φορέματα από 30 δραχμές και για καπέλα από 3 δραχμές.127

Επειδή η τ ιμή που δίνει η διαφήμιση μου φαίνεται εξαιρετικά χαμηλή για τα δεδομένα της εποχής, αναρωτιέμαι μήπως αυτή η τ ιμή αντιπροσωπεύει μόνο την εργασία και όχι τα υλικά κατασκευής, δηλαδή μήπως τα υλικά χρεώνονταν ξεχωριστά.

Κατά τη δεύτερη επιλογή οι υποψήφιες αγοράστριες των καπέλων δεν έχουν παρά να πάνε στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ερμού και στις παρό-δους της, για να επιλέξουν αυτό που επιθυμούν. Τα περισσότερα καπελάδικα είναι ταυτοχρόνως και εργαστήρια. Πραγματικά, στο πίσω μέρος ή ακόμη και στο πατάρι κατασκευάζουν τις παραγγελίες των πελατισσών τους. Τα μαγα-ζιά αυτά φημίζονται για το λούσο τους. Οι βιτρίνες τους με τα πολύχρωμα

127. Νέα Εφημερίς, αρ. 123, 3-5-1894.

Page 104: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

καπέλα που εκτίθενται προσελκύουν ακόμη και τις πιο απαιτητικές πελάτισ-σες. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού προμηθεύεται από το εξωτερικό μερικά μον-τέλα, 5 έως 6, για κάθε σεζόν. Η κάθε πελάτισσα με βάση αυτά τα μοντέλα και αφού συμβουλευτεί και τα φιγουρίνια που διαθέτει το μαγαζί εν αφθονία μπορεί να παραγγείλει το δικό της καπέλο ή να αγοράσει κάποιο από τα έτοι-μα που στολίζουν τη βιτρίνα. Τα πιλήματα τα προμηθεύονται από τα μαγαζιά που πουλάνε είδη πιλοποιίας. Ενώ τα είδη διακόσμησης, πουλιά, φτερά, άνθη, φρούτα, ταφτάδες, γιρλάντες, φιόγκους, τούλια, τα προμηθεύονται από ειδικά μαγαζιά. Από το 1900 λειτουργεί στην Αθήνα το «βιομηχανικό κατάστημα» των Αφών Παπαγιάννη που κατασκευάζει τεχνητά άνθη. Μια νεομυημένη ερ-γάτρια στην τέχνη της κατασκευής του καπέλου περνά τα πρώτα χρόνια της μαθητείας της στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, για να αγοράζει τα υλικά κατασκευής του καπέλου.

Τα εργαστήρια ανδρικών καπέλων κατασκευάζουν σκληρά καπέλα χειμε-ρινά, ψάθες και ρεπούμπλικες. Φυσικά, δεν έχουν την πολυτέλεια των γυναι-κείων καπελάδικων. Παράλληλα με την κατασκευή, τα μαγαζιά αυτά αναλαμ-βάνουν και επιδιορθώσεις ανδρικών καπέλων. Ο κύριος όγκος των εργασιών τους είναι οι επιδιορθώσεις, στις οποίες οφείλουν τη βιωσιμότητά τους ως επι-χειρήσεις. Το 1894 τα μικρά πιλοποιεία κατασκευάζουν 5.000 έως 6.000 σκλη-ρά καπέλα και ρεπούμπλικες και επιδιορθώνουν τριπλάσια, ακόμη και τετρα-πλάσια, ποσότητα όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά και για τις επαρχίες. Τα μαγαζιά αυτά δουλεύουν και με το σύστημα των παραγγελιών. Συγκεκριμένα, έχουν πράκτορες στις επαρχίες, οι οποίοι αναλαμβάνουν την εξεύρεση πελατών. Η περισσότερη εργασία για την κατασκευή των σκληρών καπέλων γίνεται στο χέρι. Οι γυναίκες εργάζονται ως «γαρνιτόρες», γαρνίρουν, δηλαδή, τα ψάθινα και τα σκληρά καπέλα. Οι άνδρες κάνουν όλες τις υπόλοιπες εργασίες.128

Ξεχωριστός κλάδος της πιλοποιίας είναι η κατασκευή των στρατιωτικών πηληκίων. Τα εργαστήρια αυτά λειτουργούν από την εποχή των Βαυαρών, δη-λαδή από τότε που έχουμε τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας τακτικού στρα-τού. Εκτός από τα καπέλα που προορίζονται για μεμονωμένους πελάτες, οπλί-τες και αξιωματικούς, τα μαγαζιά αυτά αναλαμβάνουν και μαζικές παραγγε-λίες από την κυβέρνηση για στρατιωτικά καπέλα. Επίσης, εδώ κατασκευάζον-ται οι κούκοι για τους ταξιδιώτες και για τους αγρότες. Από την ίδρυσή τους τα στρατιωτικά πιλοποιεία απασχολούν κυρίως γυναικείο εργατικό προσωπικό.

Όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν στα μικρά εργαστήρια, όπως είναι αυτά της πιλοποιίας, η εικόνα που καταγράφεται από τις εκθέσεις της Επιθεώρησης Εργασίας δεν ταιριάζει καθόλου με την πολυτέλεια της βι-

128. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Καπελλάδικα...», ό.π.

Page 105: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

βιτρίνας και της αίθουσας των καταστημάτων όπου υποδέχονται οι μαγαζάτορες την πελατεία τους. Τα εργαστήρια είναι εγκατεστημένα μέσα στα καταστήμα-τα. Στο βάθος του καταστήματος ένα σανιδένιο διαχωριστικό καθορίζει τον χώρο του εργαστηρίου. Αλλοτε πάλι οι εργαζόμενες συνωθούνται στο πατάρι του καταστήματος, όπου τις περισσότερες φορές μια κινητή σκάλα χρησιμεύει ως πρόσβαση στους υπόλοιπους χώρους. Το κυριότερο πρόβλημα των εργα-στηρίων είναι ο κακός φωτισμός" το σανιδένιο διαχωριστικό αφήνει τον χώρο του εργαστηρίου σκοτεινό, στα πατάρια οι εργάτριες δουλεύουν συνήθως με φως που έρχεται από το φωταγωγό.129 Η αναλογία του χώρου σε σχέση με τον αριθμό των εργαζομένων είναι πολύ μικρή. Από τα 95 εργαστήρια γυναι-κείων καπέλων που επισκέπτεται το 1920 η επιθεωρήτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη [Σβώλου], τα 91 πληρούν τις προδιαγραφές καθαριότητας, σε αντί-θεση με άλλα εργαστήρια, όπως τα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων.130

Μετά τα εργαστήρια ας περάσουμε στην περιγραφή του εργοστασίου πι-λοποιίας. Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω ότι μέσα στα χρονικά όρια της μελέ-της μου μόνο ένα εργοστάσιο πιλοποιίας λειτουργεί. Προκειμένου να δούμε από κοντά πώς εργάζονται οι γυναίκες στο εργοστάσιο πιλοποιίας, θα κάνω μια απόπειρα ανασύνθεσης των δραστηριοτήτων αυτού του εργοστασίου, εστιάζον-τας το φακό μου σε δύο κυρίως χρονικές στιγμές, το 1886 χρονολογία της ίδρυσής του και το 1920, χρονολογία που προσεγγίζει το καταληκτικό χρονικό όριο της μελέτης μου. ·

Το 1886 στο κέντρο της Αθήνας, στην Καπνικαρέα, ιδρύεται από τους Ηλία Πουλόπουλο, Γεώργιο Παπασπυρόπουλο και Σακάνη το πρώτο ατμο-εργοστάσιο ψάθινων καπέλλων. Και δεν είναι εσφαλμένος ο χαρακτηρισμός αυ-τός. Αν κρίνει κανείς από τον μηχανολογικό εξοπλισμό, τον όγκο της παρα-γωγής, τον τρόπο επεξεργασίας του προϊόντος και τον αριθμό των εργαζομέ-νων, πραγματικά πρόκειται για εργοστάσιο και όχι για βιοτεχνικό εργαστήριο. Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα προϊόντα του εργοστασίου πωλούν-ται και εκτός Ελλάδας, στην Ανατολή, την Αίγυπτο και την Κύπρο. Το πρό-βλημα της τεχνογνωσίας αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς από τη διοίκηση του ερ-γοστασίου. Στην αρχή έφεραν γάλλους και ιταλούς τεχνίτες για να διδάξουν στο εργατικό προσωπικό την τέχνη της πιλοποιίας.

Εντός του «εκμηχανισθέντος» εργοστασίου επικρατεί ο διαχωρισμός της παραγωγής σε στάδια, ο οποίος καθορίζει και τις θέσεις εργασίας. Κ ι εδώ βλέ-πουμε ότι ισχύει ο κατά φύλα καταμερισμός δουλειάς. Οι εργάτριες ράβουν τις

129. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, 6.π., σ. 62' Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 84.

130. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 61.

Page 106: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

δέσμες της ψάθας και τις μετατρέπουν σε καπέλα. Μια ατμομηχανή μεταδίδει την κίνηση στις ραπτομηχανές μέσω ενός ιμάντα. Σ ε κάθε ραπτομηχανή αντι-στοιχεί και από μία εργάτρια. Το 1887 το εργοστάσιο έχει 25 εργάτριες. Ακο-λουθεί το σιδέρωμα των ψάθινων καπέλων. Το καπέλο στη συνέχεια πρέπει να λευκανθεί. Η λεύκανση χειμώνα-καλοκαίρι γίνεται από ατμοκίνητα μηχανήμα-τα στην αυλή. Τα καπέλα για να λευκανθούν τοποθετούνται σ' ένα μεγάλο δο-χείο γεμάτο θείο.

Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας από τη δυσοσμία του θείου και το δυνατό θόρυβο των μηχανών. Κατά το τελευταίο στάδιο επεξεργασίας τα καπέλα περνούν πάλι σε γυναικεία χέρια. Οι εργάτριες ράβουν χρωματιστές ταινίες, τη φόδρα και τα σύμβολα-σήματα του εργοστα-σίου, που ήταν θεοί της αρχαιότητας, όπως η Δήμητρα, ο Ερμής ή ο Ποσειδώνας.

Το 1890 οι ιδιοκτήτες Πουλόπουλος και Παπασπυρόπουλος ιδρύουν και άλλο εργοστάσιο τυποβαφίας με σκοπό την παραγωγή καλεμκεριών δίπλα ακρι-βώς από το αρχικό. Η εργασία εδώ γίνεται με το χέρι. Ανδρες και γυναίκες με καλούπια φτιάχνουν στάμπες στα μαντήλια και ζωγραφίζουν παραστάσεις με το χέρι. Στην εργασία αυτή απασχολούνται 100 περίπου γυναίκες, εκ των οποίων πολλές Αρμένισσες από τη Σμύρνη που γνωρίζουν την τέχνη. Το εργο-στάσιο για την κατασκευή καλεμκεριών δίνει επίσης εργασία σε εξωτερικούς εργάτες και εργάτριες.

Από το 1887 έως το 1896 το εργοστάσιο βελτιώνει συνεχώς την επεξερ-γασία των καπέλων και με την κατασκευή χειμερινών ανδρικών καπέλων επε-κτείνει την παραγωγή του. Με τη διεύρυνση των εργασιών αυξάνεται και το γυναικείο εργατικό δυναμικό. Έτσι το 1894 το εργοστάσιο απασχολεί 70 κο-ρίτσια. Το 1899 το εργοστάσιο απασχολεί 500 άτομα προσωπικό.

Όσον αφορά την επεξεργασία των καπέλων, παρατηρούμε ότι μέχρι το 1900 το πίλημα εισάγεται βαμμένο και σιδερωμένο από τους μικροκαταστη-ματάρχες. Αυτοί το μόνο που έχουν να κάνουν για να το πουλήσουν είναι να δέσουν και να ράψουν την κορδέλα. Όπως διαπιστώσαμε, το εργοστάσιο πιλο-ποιίας των Ηλία Πουλόπουλου και Γεώργιου Παπασπυρόπουλου προσθέτει για τα ψάθινα καπέλα δύο φάσεις επεξεργασίας, τη λεύκανση και το σιδέρωμα. Ε -νώ για τα χειμωνιάτικα καπέλα τα πιλήματα βάφονται αντί να λευκαίνονται.

Το 1897 στο εργοστάσιο έχουμε την πρώτη μαζική παραγωγή στρατιω-τικών καπέλων. Πρόκειται για 1.000 ναυτικά καπέλα που δωρίζει ο Πουλό-πουλος στο ελληνικό κράτος. Δεν διαθέτουμε στοιχεία για το αν το εργοστάσιο ξαναπήρε παραγγελίες για στρατιωτικά καπέλα. Επίσης, δεν γνωρίζουμε κατά πόσο αυτό το εγχείρημα υπήρξε επιτυχές.1 3 1

131. Για το ιστορικό της επιχείρησης από την ίδρυσή της μέχρι το 1900 βλ. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Καπελλάδικα...», ό.π.

Page 107: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Το 1900 το πιλοποιείο μεταφέρεται σε νέο κτίριο, το οποίο κτίζεται εκ θεμελίων με σκοπό τις ανάγκες της πιλοποιίας. Το νέο κτίριο βρίσκεται στα Πετράλωνα, ακριβώς δίπλα στις γραμμές του σιδηροδρόμου, κοντά στο σταθ-μό. Το γεγονός αυτό διευκολύνει όχι μόνο τη μεταφορά των εμπορευμάτων, αλλά και το εργατικό δυναμικό. Η επιχείρηση μετονομάζεται σε «Ελληνική Βιομηχανία Πιλοποιίας Ηλία Πουλοπούλου και Υιού». 1 3 2

Νέες αλλαγές έχουμε στις φάσεις επεξεργασίας των καπέλων. Ύστερα από κόπους και πειράματα μιας δεκαετίας το εργοστάσιο επιτυγχάνει την κατα-σκευή του πιλήματος των χειμερινών καπέλων. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια τεχνική καινοτομία για την Ελλάδα που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής και τη διεύρυνση του εργατικού δυναμικού. Το πιλοποιείο παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας καθετοποιημένης επιχείρησης. Ας δούμε, όμως, από κοντά τις φάσεις και τα τμήματα παραγωγής. Κι εδώ ισχύει ο κατά φύλα καταμερισμός των θέσεων εργασίας.

Η πρώτη φάση της παραγωγής είναι η κατεργασία των πρώτων υλών του πιλήματος για τα χειμερινά καπέλα. Οι πρώτες ύλες είναι τα χνούδια και τα δέρματα των κουνελιών, των λαγών και το μαλλί των προβάτων merinos. Οι άνδρες βγάζουν το χνούδι από το δέρμα των ζώων. Οι γυναίκες στη συνέ-χεια χειρίζονται τα μηχανήματα (μεγάλους κυλίνδρους) που μετατρέπουν την πρώτη ύλη σε ύφασμα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα στάδια πα-ραγωγής. Το εργοστάσιο καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του καταφέρνει να εξασφαλίζει πάντα πρώτες ύλες. Ακόμη και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πό-λεμο χρησιμοποιεί τα κατεψυγμένα κουνέλια που καταναλώνει ο αγγλικός στρα-τός για την κατασκευή του πιλήματος. Για μια ακόμη φορά βλέπουμε πώς από ένα έκτακτο περιστατικό όχι μόνο διασώζεται, αλλά και αναπτύσσεται μια βιομηχανική επιχείρηση. Η δεύτερη φάση παραγωγής είναι η κατεργασία των πιλημάτων. Το πίλημα κόβεται, ράβεται, σιδερώνεται και αποκτά τη μορφή του καπέλου. Εδώ απασχολούνται άνδρες και γυναίκες. Συγκεκριμένα οι άν-δρες χρησιμοποιούνται στις πρέσες ως πιεστές. Στην τρίτη φάση γίνεται η επε-ξεργασία των καστόρινων πίλων. Η επεξεργασία γίνεται στο τμήμα πιεστη-ρίων, όπου οι άνδρες με τη βοήθεια πρεσών μετατρέπουν το πίλημα σε καπέ-λο. Τα καπέλα σιδερώνονται από νεαρές εργάτριες και νεαρούς εργάτες.

Όσον αφορά την κατασκευή των ψάθινων καπέλων, οι γυναίκες τα συρ-ράβουν και τα σιδερώνουν με μικρά σίδερα.

Το τελευταίο στάδιο είναι αυτό του στολισμού και του φοδραρίσματος των

132. Γ ια το ιστορικό της επιχείρησης βλ. Πανελλήνιου Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταε-τηρίδας 1821-1921, τ. Β', Βιομηχανία - Εμπόριον, Αθήνα 1923, σ. 223-232 και Κωνστα-ντίνος και Σπύρος Αντ. Βοβολίνης, Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν, τ. Α', Αθήνα 1958, σ. 233-254.

Page 108: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

καπέλων. Εδώ εργάζονται αποκλειστικά γυναίκες, που στολίζουν τα καπέλα με μεταξωτές κορδέλες, τα φοδράρουν με μεταξωτό ύφασμα και στο τέλος ράβουν το σύμβολο της επιχείρησης.

Προκειμένου να αντιμετωπισθεί το ζήτημα της προμήθειας φθηνών υλικών για το στολισμό των καπέλων και να εξασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του ερ-γοστασίου, στο πιλοποιείο λειτουργούν μεταξουργείο, λιθογραφείο, ξυλουργείο και μηχανουργείο.

Στο μεταξουργείο τα κουκούλια που αγοράζονται μετατρέπονται σε μετά-ξινη κλωστή, η οποία στη συνέχεια υφαίνεται. Από αυτή παράγονται οι κορ-δέλες και οι φόδρες των καπέλων. Στο τμήμα αυτό απασχολούνται πεπειρα-μένες μεταξοϋφάντριες. Στο λιθογραφείο χαράσσονται και εκτυπώνονται τα σή-ματα και τα εμβλήματα που χρησιμοποιεί το εργοστάσιο.

Στο ξυλουργείο κατασκευάζονται τα κιβώτια από τεχνίτες μαραγκούς και στο μηχανουργείο γίνονται οι επισκευές των μηχανημάτων.

Το προσωπικό που απασχολείται στο εργοστάσιο το 1920-21 είναι 450 άτομα συνολικά.

Κλείνοντας την περιδιάβαση μας στο πιλοποιείο Πουλόπουλου παρατη-ρούμε ότι οι άνδρες απασχολούνται στα τμήματα που απαιτείται ιδιαίτερη μυϊ-κή δύναμη, όπως είναι οι πρέσες, τα ξυλουργικά μηχανήματα και ο εξοπλι-σμός του μηχανουργείου. Οι γυναίκες διεισδύουν στις φάσεις που χρησιμοποιεί-ται νέα τεχνολογία και μαθαίνουν να χειρίζονται τα νέα μηχανήματα, όπως αυτά που μετατρέπουν τις πρώτες ύλες σε πίλημα. Αντίθετα με την εργάτρια των κλωστοϋφαντουργείων που, όπως διαπιστώσαμε, η εργασία της συνίστα-ται στην απλή παρακολούθηση των μηχανημάτων, η εργάτρια του πιλοποιείου δεν εκτελεί με μηχανικό τρόπο την εργασία της. Η εργοστασιακή κατασκευή του καπέλου απαιτεί εξορθολογισμό των εργασιών και καταμερισμό της δου-λειάς, η φύση της ίδιας, δηλαδή, της εργασίας στο πιλοποιείο απαιτεί ιδιαί-τερες γνώσεις. Οι γυναίκες δεν περιορίζονται μόνο στην εκμάθηση «της βελό-νας» και την απλή κίνηση της ραπτομηχανής, αλλά εκπαιδεύονται στον χειρι-σμό των μηχανημάτων και στην τεχνική της μετατροπής της πρώτης ύλης σε καπέλο.

Τελικά, θα πρέπει να κατατάξουμε την εργάτρια του πιλοποιείου στα επαγγέλματα που απαιτούν όχι μόνο εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά και ιδιαί-τερα χαρίσματα, όπως δημιουργικότητα και, γιατί όχι, και καλαισθησία.

Η ηλικία της εργάτριας πιλοποιίας

Για την ανίχνευση της ηλικίας των γυναικών που εργάζονται στον κλάδο της πιλοποιίας συνέταξα τον ακόλουθο πίνακα με τα δεδομένα της Επιθεώρησης Εργασίας. Με βάση τις 735 γυναίκες που εργάζονται στην κατασκευή καπέλων

Page 109: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

λων στην Αθήνα το 1921 χώρισα τον πίνακα σε 3 κατηγορίες, ανάλογα με το είδος των βιομηχανικών-βιοτεχνικών καταστημάτων. Για τις γυναίκες που ερ-γάζονται στα εργαστήρια κατασκευής ανδρικών καπέλων η Επιθεώρηση Ερ-γασίας δεν μας δίνει ποσοτικές πληροφορίες. Ας λάβουμε, επίσης, υπόψη μας ότι στα εργοστάσια ψάθινων και καστόρινων καπέλων παράγονται και τα πι-λήματα που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια των γυναικείων καπέλων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 12

Κατανομή των εργαζομένων γυναικών στην πιλοποιία κατά ηλικία

Εργοστάσια ψάθινων & Εργαστήρια γυναικείων Εργαστήρια κούκων, Ηλικία καστόρινων καπέλων καπέλων κασκέτων & πηληκίων

Αριθμός % συνόλου Αριθμός % συνόλου Αριθμός % συνόλου

12 6 2,8 13 3,3 2 1,6 12-14 32 15,0 36 9,1 7 5,6 14-18 66 30,8 246 62,3 45 35,7 18-20 40 18,7 63 15,9 35 27,7 20-30 51 23,8 35 8,9 33 26,2 30 και άνω 19 8,9 2 0,5 4 3,2 Σ ύ ν ο λ ο 214 100,0 395 100,0 126 100,0

Πηγή: ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.

Τα μεγαλύτερα ποσοστά και στους τρεις τομείς της πιλοποιίας συγκεν-τρώνουν νέες κοπέλες ηλικίας από 14 έως 18 ετών. Τα κορίτσια που είναι 12 ετών είναι λίγα. Εφαρμόζεται, άραγε, η νομοθεσία ή η οικογένεια δεν συνη-θίζει να στέλνει τα κορίτσια στο εργοστάσιο κάτω από μια ορισμένη ηλικία, το όριο της οποίας εντοπίζεται γύρω στα 12 έτη ; Από τον πίνακα επαληθεύε-ται ο γενικός κανόνας που ισχύει για τις γυναίκες εργαζόμενες στην βιομηχα-νία-βιοτεχνία. Ο χρόνος της επαγγελματικής τους ζωής είναι περιορισμένος, οι περισσότερες εγκαταλείπουν την εργασία τους στο εργοστάσιο ή στο εργα-στήριο μετά το γάμο ή, το αργότερο, όταν γεννήσουν το πρώτο παιδί. Η τάση μείωσης του αριθμού των εργατριών μετά την ηλικία των 18 εμφανίζεται ιδιαί-τερα στα εργαστήρια κατασκευής γυναικείων καπέλων, πιθανόν γιατί οι κοπέ-λες αναχωρούν, είτε επειδή παντρεύονται, είτε επειδή έχουν μάθει την τέχνη και είναι έτοιμες να ανοίξουν το δικό τους εργαστήριο. Αντίθετα, στα εργα-στήρια κατασκευής κούκων, κασκέτων και πηληκίων η τάση απασχόλησης μι-κροτέρων ηλικιών εμφανίζεται μειωμένη, γεγονός το οποίο δικαιολογείται από τις ιδιαίτερες και πολύπλοκες τεχνικές γνώσεις (ραπτική-χρυσοκεντητική) που απαιτούν εμπειρία και ωριμότητα, αλλά και το γεγονός ότι τα καταστήματα αυτά μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού αφού απευθύνονται σε μια πε-ριορισμένη και ιδιαίτερη αγορά. Έτσι, οι κοπέλες μετά την εκπαίδευση τους

Page 110: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

108 ΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΡΙΑΣ

στην κατασκευή των πηληκίων δεν έχουν τη δυνατότητα να φύγουν για να ανοί-ξουν δικό τους μαγαζί.

Η αμοιβή

Με βάση τα δεδομένα για τους μισθούς το 1894 και το 1920 συνέταξα τρεις ξεχωριστούς πίνακες. Ο πρώτος (Πίνακας 13) περιέχει τα στοιχεία που πα-ραθέτει το 1894 ο Δημήτρης Χατζόπουλος, ο δεύτερος (Πίνακας 14) και ο τρίτος (Πίνακας 14α) περιέχουν τα στοιχεία που μας δίνει για την Αθήνα και τον Πειραιά το 1921 η Επιθεώρηση Εργασίας. Όσον αφορά τον πρώτο πίνα-κα, πριν προχωρήσω θα ήθελα να διευκρινίσω τα εξής: Πρώτον, ότι δεν πρό-κειται για επίσημα στοιχεία τα οποία δόθηκαν από κρατικό φορέα ή από αρ-μόδια στατιστική υπηρεσία. Δεύτερον, ελλείψει άλλων πηγών δεν μπόρεσα να ελέγξω την αξιοπιστία τους. Τρίτον, ο δημοσιογράφος δεν αναφέρει καθόλου στο άρθρο του τον αριθμό των εργαζομένων που αντιστοιχεί σε αυτές τις αμοιβές.

ΠΙΝΑΚΑΣ 13

Αμοιβή των εργαζομένων στα πιλοποιεία, 1894

Είδη πιλοποιείων Γυναικεία αμοιβή (δρχ.)

Ανδρική αμοιβή (δρχ.)

Τιμή πωλήσεως καπέλου (δρχ.)

-Εργάτριες 0,50-2 (ημερησίως) -0,50-3 (ημερησίως) 1,50-7(ημερησίως)

-πολυτελή 80-100 -συνήθη 30 -κοινά 10-15

Εργαστήρια στρατιωτικών καπέλων

3-5 (ημερησίως)

Εργαστήρια ανδρικών 2-2,50 (ημερησίως) 3-6 (ημερησίως) καπέλων

-αξιωματικών 13-15 -οπλιτών 6-7 -κατώτερης ποιότη-τας 4,50-5 -σκληρά (γκαλές) 16-17 -ρεπούμπλικες 8-17

* Στο εργοστάσιο Πουλόπουλου-Παπασπυρόπουλου υπήρχε ξεχωριστό τμήμα κατασκευής καλεμκεριών.

Πηγή: Μποέμ [Δημήτρης Χατζόπουλος], «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Καπελλάδικα και κα-πελλάδες», Το Άστυ, αρ. 1170, 26-2-1894.

Εργαστήρια/καταστή-ματα γυναικείων καπέλων

-Βοηθός καταστήμα-τος 120(μηνιαίως)

Δεν απασχολούνται

α) Πιλοποιείο Πουλόπουλου -Παπασπυρόπουλου Ρ) Εργοστάσιο καλεμ-κεριών Πουλόπουλου-Παπασπυρόπουλου

-2,50 (ημερησίως) 3,50-4,50(ημερησίως)

Page 111: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Παρά το γεγονός ότι θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στη χρησιμο-ποίηση τέτοιου τύπου δημοσιογραφικών πληροφοριών, έκρινα σκόπιμο να τις αναφέρω, προκειμένου να σχολιάσουμε το εργασιακό καθεστώς της εργάτριας, από την άποψη της αμοιβής της.

ΠΙΝΑΚΑΣ 14α

Αμοιβή εργαζομένων ανδρών και γυναικών στα πιλοποιεία, 1920

Πηγή: ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.

Πριν προχωρήσω στο σχολιασμό των Πινάκων 13, 14 και 14α θα πρέπει να αναφέρω ότι η γυναικεία απασχόληση στην πιλοποιία χαρακτηρίζεται από μεγάλη περιοδική ανεργία, η οποία για τα εργαστήρια γυναικείων καπέλων είναι 6-8 μήνες, ενώ για τα εργαστήρια κούκων και κασκέτων 8-9 μήνες.

Με μια πρώτη ματιά στους πίνακες παρατηρούμε ότι οι μισθοί των αν-δρών είναι υψηλότεροι από εκείνους των γυναικών. Το κοινωνικό προφίλ των εργαζομένων στην πιλοποιία μας δίνει μια εικόνα που δικαιολογεί ως ένα βαθμό

ΙΙΙΝΑΚΑΣ 14

Αμοιβή εργαζομένων γυναικών στα πιλοποιεία, 1920

Είδη πι- Σύνολο ερ-λοποιείων γατριών

Ημερομίσθιο (δρχ.) Μηνιαίος μισθός (δρχ.)

0 2 2-4 4-6 6-8 8-10 10-12 12-15 15-20 20-25 300 300-400

Ψάθινων & 214 — καστόρινων πίλων

— 7 56 52 40 38 10 6 4 1 —

Γυναικείων 395 39 καπέλων

86 117 81 34 16 3 9 — — 1 9

Κούκων, κασκέτων 126 — και πηληκίων

5 17 33 25 26 7 12 1

Ημερομίσθιο (δρχ.) Μηνιαίος μισθός

Είδη πιλοποιείων

Σύνολο ανδρών

Σύνολο έως 15 έως 15 ,15'30 15~3,° 30°-500 300-500 / Άνδρες Γυναίκες Άνδρες Γυναίκες Άνδρες Γυναίκες

γυναικών συνόλου συνόλου συνόλου συνόλου συνόλου συνόλου

Εργοστάσια ψάθινων και 111 214 35,13 94,8 64,87 4,7 — 0,5 καστόρ. καπέλων Εργ/ρια κούκων κασκέτων και 14 126 35,7 99,2 57,1 0,8 7,2 —

πηληκίων

Page 112: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μό αυτή τη μισθολογική ανισότητα. Οι άνδρες πιλοποιοί είναι τεχνίτες ειδι-κευμένοι, ώριμης ηλικίας, οικογενειάρχες, με «κοινωνική μόρφωση», ιδίως εκεί-νοι που εργάζονται στα εργαστήρια ανδρικών καπέλων και έρχονται σε επαφή με τους αστούς πελάτες. Οι εργαζόμενες γυναίκες είναι νεαρές κοπέλες, εκ-παιδευόμενες συνήθως στην τέχνη της πιλοποιίας, οι περισσότερες ικανές να «μεταχειρίζονται τη βελόνα». Είναι απολύτως σαφές ότι οι γυναίκες, σε αντί-θεση με τους άνδρες, έχουν περιορισμένη διάρκεια επαγγελματικού βίου, οι πε-ρισσότερες μέχρι το γάμο. Έτσι , αν συσχετίσουμε το ύψος του ημερομισθίου με τα χρόνια υπηρεσίας στο επάγγελμα τότε μπορούμε, με αυτή την οπτική, να δικαιολογήσουμε τη μισθολογική ανισότητα. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι η εργασία των ανδρών στην πιλοποιία εκτός από την τεχνογνωσία απαιτεί και μυϊκή δύναμη που δεν διαθέτουν οι γυναίκες.

Από τους Πίνακες 14 και 14α βλέπουμε ότι, εκτός από το ημερομίσθιο, ισχύει και ο μηνιαίος μισθός ως τρόπος αμοιβής. Υπενθυμίζω ότι με μηνιαίο μισθό αμείβονται οι επικεφαλής των εργαστηρίων που κατασκευάζουν γυναικεία καπέλα.

Οι εργαζόμενες στα εργαστήρια κούκων, κασκέτων και πηληκίων στην πλειοψηφία τους λαμβάνουν τις υψηλότερες αμοιβές. Η εργασία τους είναι εξει-δικευμένη καθώς απαιτούνται όχι μόνο γνώσεις ραπτικής, αλλά και κεντητικής και χρυσοκεντητικής.

Τα χαμηλότερα ημερομίσθια παρατηρούνται στα εργαστήρια γυναικείων καπέλων. Οι κοπέλες μένουν στα εργαστήρια για πολύ περιορισμένο χρόνο, μέχρι να μάθουν την τέχνη για να ανοίξουν το δικό τους εργαστήριο. Έχουμε να κάνουμε με ένα επάγγελμα που προϋποθέτει μαθητεία. Η μαθητεία για την κατασκευή των γυναικείων καπέλων διαρκεί 3 έως 5 χρόνια. Και φυσικά σε αυτό το χρονικό διάστημα, όπως φαίνεται και από τους πίνακες, οι μαθητευό-μενες αμείβονται ελάχιστα, έως και καθόλου.

Ολοκληρώνοντας την ιχνογράφηση του προφίλ της εργάτριας στην πιλο-ποιία, θα διατυπώσω την άποψη ότι στο μωσαϊκό των επαγγελμάτων η τέχνη της κατασκευής του καπέλου απεικονίζεται ως ένα νέο-εισερχόμενο και πολλά υποσχόμενο επάγγελμα για τις κοπέλες που πρέπει να εξασφαλίσουν το βιο-πορισμό τους. Είναι ένα επάγγελμα που απαιτεί τεχνικές γνώσεις και καλλι-τεχνική τάση. Η τελευταία είναι απαραίτητη για το συνδυασμό των χρωμά-των και των υλικών που συνθέτουν ένα καπέλο. Είναι ένα επάγγελμα που απαι-τεί επιδέξια χέρια και εκλεπτυσμένες γνώσεις.

Page 113: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

7. ΟΙ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Ε Σ Σ Τ Η Χ Α Ρ Τ Ο Π Ο Ι Ι Α

Ε ν α ς κλάδος στον οποίο η παρουσία της εργάτριας γίνεται αισθητή από πολύ νωρίς είναι η βιομηχανία χαρτιού και εκτυπώσεων. Καταρχάς θα πρέπει ανά-λογα με τον τύπο της δραστηριότητας να καθορίσουμε τις κατηγορίες των επι-χειρήσεων που περιλαμβάνει ο κλάδος, προκειμένου να ερευνήσουμε τα χαρα-κτηριστικά και τις συνθήκες εργασίας των γυναικών. Χώρισα, λοιπόν, τις επι-χειρήσεις του κλάδου σε έξι κατηγορίες.

Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή του χαρτιού. Τα προϊόντα που παράγουν είναι χαρτόνι λευκό και χρωματιστό για όλες τις χρήσεις, χαρτί διαφανές, αντιγραφής, απορροφητικό και χαρτί περιτυλίγματος.

Σ τ η δεύτερη κατηγορία υπάγονται οι επιχειρήσεις κυτιοποιίας. Σ ε αυτές παράγονται από πεπιεσμένο χαρτί και χαρτόνι χαρτοσακούλες, πιλοθήκες, κου-τιά για φαρμακευτική χρήση, κουτιά πολυτελείας, κουτιά για τσιγάρα, κουτιά για φυσίγγια, μπομπονιέρες, χάρτινοι δίσκοι για τη ζαχαροπλαστική κ.ά.

Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα εργοστάσια και τα εργαστήρια κατα-σκευής φακέλων, γραμμογραφημένου χαρτιού, επιστολοχάρτων, επισκεπτηρίων και καταστίχων.

Στην τέταρτη κατηγορία υπάγονται τα τυπογραφεία. Στην πέμπτη κατηγορία υπάγονται τα λιθογραφεία και τα χρωμολιθο-

γραφεία. Στην έκτη κατηγορία υπάγονται τα φωτογραφεία και τα φωτοαντιγραφικά

εργαστήρια-φωτοτυπεία. Πρόκειται για εργαστήρια με ηλεκτροκίνητα μηχανή-ματα που βγάζουν παντός είδους φωτοτυπίες από το πρωτότυπο ή από αντί-γραφο. Ήδη από το 1905-1906 υπάρχουν τέτοιου τύπου καταστήματα. Τα μηχανήματα τους χρησιμοποιούνται για να βγάζουν αντίγραφα από λευκώματα με φωτογραφίες αρχαιολογικών και τουριστικών τόπων. Κυρίως, όμως, τα μη-χανήματα αυτά χρησιμεύουν για τη φθηνή, προσιτή σε όλους αναπαραγωγή των εικόνων των βασιλιάδων, που στολίζουν ακόμη και τα πιο φτωχά σπίτια. Η «εκλαΐκευση» της εικόνας των βασιλιάδων οφείλει τα μέγιστα στο μηχάνημα αυτό.133

Προτού ασχοληθούμε με το εργασιακό καθεστώς των γυναικών στον κλά-δο, θεωρώ χρήσιμο να σταθώ στα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία. Μια εικόνα της αποτίμησης σε αριθμούς των γυναικών που εργάζονται στον κλάδο του χαρτιού

133. Στον Οδηγό της Ελλάδος 1905-1906 του Νικολάου Ιγγλέση υπάρχει ξεχωριστή μεγάλη διαφημιστική καταχώριση για το φωτοτυπείο του Β. Παπαγιαννόπουλου που λει-τουργούσε στην Αθήνα. Στο κείμενο της διαφημιστικής καταχώρισης περιγράφονται οι υπηρεσίες που προσφέρει το ηλεκτροκίνητο φωτοτυπείο.

Page 114: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τιού και της εκτύπωσης παίρνουμε από τη βιομηχανική απογραφή του 1920. Ο παρακάτω πίνακας που θα μας βοηθήσει στο σχολιασμό περιλαμβάνει το εργατικό δυναμικό στον κλάδο κατά ηλικίες.

ΠΙΝΑΚΑΣ 15

Κατανομή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία χαρτιού και εκτυπώσεων κατά ηλικία, 1920

Χαρτοποιεία 16 39 1 97 55 104 Κυτιοποιεία 337 139 102 96 476 198 Εργαστήρια φακέλων

και καταστίχων 157 78 116 166 235 282 Τυπογραφεία 72 55 244 836 127 1.080 Λιθογραφεία 225 288 102 302 513 404 Φωτογραφεία 7 6 22 62 13 84 Σ ύ ν ο λ ο 814 605 593 1.559 1.419 2.152

Πηγή: Υ Ε Ο , Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-12-1920, Αθήνα 1926.

Σύμφωνα με τον Πίνακα 15, σε σύνολο 3.571 προσώπων που απασχο-λούνται στον κλάδο χαρτιού και εκτυπώσεων έχουμε 1.419 γυναίκες και 2.152 άνδρες. Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν το 39,75 % και 60,25 % αντιστοί-χως επί του συνόλου των απασχολουμένων προσώπων στον κλάδο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω το εξής: παρά το γεγονός ότι η απογραφή πε-ριλαμβάνει στον κλάδο την επαγγελματική κατηγορία «φωτογραφεία» (φωτο-τσιγκογραφεία, φωτοτυπεία), επειδή το ποσοστό των γυναικών είναι πολύ χα-μηλό, δεν θα ασχοληθώ με τις εργάτριες αυτού του κλάδου.

Το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρουσιάζεται στα λιθογραφεία (36 ,15%), ακολουθούν τα κυτιοποιεία (33 ,54%) και τα εργαστήρια φακέλων και καταστίχων (16,56%).

Όσον αφορά την ηλικία των εργατριών, παρατηρούμε ότι εκείνες που εί-ναι κάτω από 18 χρονών αποτελούν το 5 7 , 3 0 % επί του συνόλου των εργατριών στον κλάδο, έναντι 42,70 % των ηλικιακά μεγαλύτερων. Η κυτιοποιία συγκεν-τρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό εργατριών κάτω από 18 (41 ,40%) και ακολου-θεί η λιθογραφία (27,65%).

Πληρέστερη εικόνα της ηλικιακής κλίμακας παίρνουμε για το 1921 από την Επιθεώρηση Εργασίας για τα κυτιοποιεία-φακελοποιεία της Αθήνας. Σ ε σύνολο 274 εργατριών, οι 23 (8 ,40%) είναι μέχρι 12 ετών, οι 52 (18 ,98%) είναι 12-14 ετών, οι 132 (48 ,17%) 14-18 ετών, οι 56 (20 ,43%) 18-20 ετών,

Είδος επιχειρήσεων Γυναίκες μέχρι 18

Γυναίκες άνω των 18

Άνδρες μέχρι 18

Άνδρες άνω των 18

Σύνολο γυναικών

Σύνολο ανδρών

Page 115: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

οι 6 (2 ,20%) 20-30 ετών και οι 5 (1 ,82%) 30. Πραγματικά και σε αυτό το δείγμα η πλειοψηφία των γυναικών (75 ,55%) είναι κάτω από 18 ετών. Αυτό οφείλεται στις θέσεις ανειδίκευτης εργασίας που δημιουργεί ο εκμηχανισμός του κλάδου. Αντίθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών κάτω από 18 εντοπί-ζεται στην τυπογραφία (41,15 %) και αποδίδεται στο γεγονός ότι το επάγγελμα του τυπογράφου απαιτεί πολύχρονη μαθητεία. Έτσι, τα αγόρια μπαίνουν από νωρίς στον κλάδο της τυπογραφίας για να αποκτήσουν την απαιτούμενη τε-χνική εξειδίκευση.

Για να εξετάσουμε την κατανομή των εργατριών σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων χαρτιού και εκτυπώσεων, με βάση τα στοιχεία της βιομη-χανικής απογραφής του 1920, συνέταξα τον ακόλουθο πίνακα.

ΠΙΝΑΚΑΣ 16

Κατανομή του γυναικείου εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία χαρτιού και εκτυπώσεων κατά μέγεθος επιχείρησης, 1920

Από τη συνολική εικόνα που μας δίνει ο Πίνακας 16, παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εργατριών (62,72 %) συγκεντρώνεται στις μεγάλου με-γέθους επιχειρήσεις, με προσωπικό άνω των 25 ατόμων. Ακολουθούν οι με-σαίες επιχειρήσεις, 6-25 άτομα, με ποσοστό (30 ,58%) και οι μικρές, 1-5 ατό-μων με ποσοστό (6,70 %) επί του συνόλου των εργατριών. Αυτό ενισχύει την υπόθεσή μας ότι στις μεγάλες επιχειρήσεις όπου κυριαρχεί η κατανομή εργα-σίας λόγω του εκμηχανισμού της παραγωγής, συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων γυναικών. Από αυτή την άποψη, η εικόνα της εργάτριας στον κλάδο χαρτιού και τυπογραφικών επιχειρήσεων είναι παρόμοια με αυτή της εργάτριας στην κλωστοϋφαντουργία.

Ας δούμε στη συνέχεια την κατανομή των εργατριών κατά κλάδο και κατά μέγεθος επιχείρησης ξεχωριστά. Στ ι ς επιχειρήσεις άνω των 25 ατόμων η πλειο-ψηφία των εργατριών (53,03 %) συγκεντρώνεται στα λιθογραφεία. Στ ις επιχειρήσεις

Είδος επιχειρήσεων Επιχειρήσεις 1-5 ατόμων

Επιχειρήσεις 6-25 ατόμων

Επιχειρήσεις άνω των 25 ατόμων

Χαρτοποιεία — 27 28 Κυτιοποιεία 41 234 201 Εργαστήρια φακέλων και καταστίχων 31 68 136 Τυπογραφεία 11 63 53 Λιθογραφεία 2 39 472 Φωτογραφεία 10 3 —

Σ ύ ν ο λ ο 95 434 890

Πηγή: ΥΕΟ, Γ Σ Υ Ε , ό.π.

Page 116: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ρήσεις 6 έως 25 ατόμων και στις μικρότερες υπερτερούν οι εργάτριες των κυ-τιοποιείων σε ποσοστά 53 ,90% και 4 3 , 1 0 % αντιστοίχως. Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα σπανίζουν οι μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις κυτιοποιίας.

Η εικόνα, λοιπόν, της γυναικείας απασχόλησης στον κλάδο του χαρτιού και των εκτυπώσεων, όπως σχηματοποιείται από τα ποσοτικά στοιχεία, είναι η εξής: Απασχολούνται νεαρές κοπέλες, οι περισσότερες κάτω από 18 ετών. Ενώ, το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών στον κλάδο εργάζεται στις επιχειρή-σεις λιθογραφίας με τις κυτιοποιίες να έπονται. Οι μεγάλου μεγέθους επιχει-ρήσεις εξαιτίας του καταμερισμού εργασίας και της εκμηχάνισης της παραγω-γής απασχολούν τον μεγαλύτερο αριθμό εργατριών.

Το εργασιακό καθεστώς

Για τη φύση της εργασίας που εκτελούν οι γυναίκες στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή χαρτιού και χαρτονιού δεν διαθέτουμε συγκε-κριμένες πληροφορίες. Προφανώς, ο εκμηχανισμός της παραγωγής επιφέρει τον κατά φύλα καταμερισμό εργασίας. Στην χαρτοποιία, σε αντίθεση με την κλω-στοϋφαντουργία όπου έχουμε και θέσεις εξειδικευμένης εργασίας (υφάντριες, διαστρούδες, ράπτριες), όλες οι εργάτριες απασχολούνται σε θέσεις ανειδίκευ-της εργασίας. Οι άνδρες χειρίζονται τα μεγάλα κυλινδρικά μηχανήματα, ενώ οι γυναίκες εκτελούν βοηθητικές εργασίες, όπως η παρακολούθηση των μηχα-νημάτων σε λειτουργία. Το άνοιγμα της ψαλίδας στις αμοιβές ανδρών και γυ-ναικών στην χαρτοποιία είναι μεγάλο εξαιτίας της διαφορετικής φύσης των εργασιών που εκτελούν στο εργοστάσιο. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το ημε-ρομίσθιο των εργατριών το 1921 κυμαίνεται από 5 έως 6 δρχ. στην Αθήνα και από 8 έως 10 δρχ. στον Πειραιά, ενώ των ανδρών είναι από 10 έως 12 δρχ. στην Αθήνα και από 15 έως 18 δρχ. στον Πειραιά.1 3 4 Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα γενικό ερώτημα: πού οφείλεται αυτή η διαφορά ανάμεσα στα ημερομίσθια στις δύο πόλεις; Η απάντηση στο ερώτημα είναι δύσκολη και παρακινδυνευμένη εξαιτίας της ανεπάρκειας των πληροφοριών. Με κάθε επι-φύλαξη και χωρίς να έχω μελετήσει ιδιαίτερα το θέμα της γεωγραφικής δια-φοροποίησης των ημερομισθίων, θα αρκεστώ σε μια πρόχειρη και ελλειπτική διατύπωση. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται και στο γεγονός ότι στον Πει-ραιά βρίσκονται περισσότερες μεταποιητικές επιχειρήσεις-εργοστάσια χαρτο-ποιίας —άρα έχει προχωρήσει ο εξορθολογισμός της εργασίας και η εκμηχά-νιση της παραγωγής— απ' ό,τι στην Αθήνα όπου κυριαρχούν τα μικρά εργα-στήρια. Επειδή, λοιπόν, οι επιχειρήσεις στον Πειραιά για να λειτουργήσουν

134. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 119.

Page 117: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

χρειάζονται περισσότερο εξειδικευμένα εργατικά χέρια, τα οποία, όπως επα-νειλημμένα έχουμε σχολιάσει, δεν αφθονούν στην Ελλάδα, αναγκάζονται οι ερ-γοδότες, πάντα μέσα στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων τους, να ανε-βάσουν τα εργατικά ημερομίσθια.

Στα κυτιοποιεία οι εργάτριες απασχολούνται κυρίως στην κατασκευή των πακέτων των τσιγάρων. Αυτές οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν την εκτέλεση πα-ραγγελιών που τους δίνουν οι σιγαροβιομήχανοι. Τα μικρά εργαστήρια κατα-σκευάζουν κουτιά για φάρμακα, φυσίγγια, πολυτελείς συσκευασίες για σαπού-νια και αρώματα, χάρτινους δίσκους και κουτιά ζαχαροπλαστικής, καθώς και μπομπονιέρες. Όσον αφορά τις θέσεις εργασίας στα κυτιοποιεία τσιγάρων, οι άνδρες απασχολούνται, ως επί το πλείστον, στα κοπτικά και κυτιοποιητικά πιεστήρια. Οι γυναίκες εργάζονται στο τμήμα της συναρμολόγησης των κου-τιών, στα γωνιοκολλητικά μηχανήματα και στο τμήμα συσκευασίας το)ν κου-τιών. Οι εργασίες που εκτελούν δεν απαιτούν ούτε μυϊκή δύναμη, ούτε τεχνική δεξιότητα. Όσον αφορά τα γωνιοκολλητικά μηχανήματα, αυτά είναι ελαφρές μηχανές που έχουν απλό χειρισμό. Οι συνθήκες υγιεινής στα εργαστήρια είναι κακές. Έ χ ε ι επισημανθεί ότι εκτός από το συνωστισμό του προσωπικού, τον ανεπαρκή αερισμό και φωτισμό, η χρήση της ιχθυόκολλας στα δάπεδα σχημα-τίζει επίστρωμα το οποίο δεν μπορεί ούτε με ξύσιμο να αφαιρεθεί.135

Η κατασκευή φακέλων και καταστίχων στην Ελλάδα αρχίζει να συστη-ματοποιείται από το 1882. Τρία περίπου εργαστήρια λειτουργούν σχεδόν ταυ-τοχρόνως εκείνη την χρονιά στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας —στις οδούς Ερ-μού και Ευαγγελιστρίας— καθιστώντας ορατή την ύπαρξή τους με διαφημίσεις στα περιοδικά και στα ημερολόγια. Από τα εργαστήρια αυτά τροφοδοτείται ολόκληρη η Ελλάδα με φακέλους, κατάστιχα, ριγωτές κόλλες και επισκεπτή-ρια. Τα περισσότερα εργαστήρια εκτός από τη χονδρική πώληση διαθέτουν και κατάστημα στον ίδιο χώρο, όπου πουλούν λιανικώς τα προϊόντα τους.

Στα εργαστήρια απασχολούνται νεαρές κοπέλες ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Το 1894 ο δημοσιογράφος Μποέμ [Δημήτρης Χατζόπουλος] στο πλαί-σιο της έρευνας που κάνει για τον εργαζόμενο κόσμο της Αθήνας μας δίνει την εικόνα τους. Πρόκειται για μικρά κορίτσια ηλικίας 7 έως 20 ετών, που δεν διαθέτουν την κομψότητα των εργατριών της βελόνας και του ψαλιδιού. Είναι φτωχές και ακαλαίσθητα ντυμένες, με ξεβαμμένες κάλτσες, με κοντά τρύπια φορέματα, αλλά φορούν πάντα καθαρές ποδιές.136 Τα κορίτσια αυτά εργάζον-ται κυρίως στα διπλωτήρια, δηλαδή στις μηχανές φακελοποιίας, στις ραπτικές

135. Άννα Μακροπούλου, «Από την εργασία της γυναίκας και του παιδιού», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τχ. 50-51, Αύγ. 1927, σ. 3.

136. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Φάκελλοι και κατάστιχα», Το Άστυ, αρ. 1148, 4-2-1894.

Page 118: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μηχανές, καθώς και στις μηχανές που ριγώνουν τα φύλλα των τετραδίων, των καταστίχων και των επιστολοχάρτων. Οι άνδρες τεχνίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν φοιτήσει στο Πολυτεχνείο, χειρίζονται τα πιεστήρια.

Για τις συνθήκες εργασίας των εργατριών στους φακέλους και στα κα-τάστιχα η μαρτυρία του Δημήτρη Χατζόπουλου είναι αποκαλυπτική: «οι δια-βάται και οι περιπατηταί οι διερχόμενοι διά της οδού Ερμού και Ευαγγελι-στρίας δεν δύνανται να φαντασθώσιν ίσως, ότι όπισθεν των υψηλών μεγάλων υαλοπινάκων, εις τα μεσαία πατώματα, εν μέσω συνεχούς ηλεκτρικού δονισμού, σωρειών μηχανών, γραφικού θορύβου και πνιγμονής στιβών και σωρών χάρ-του ποικίλου εις σχήματα, εις μεγέθη, εις αποτρίμματα, εργάζονται από πρωίας μέχρι νυχτός πτωχά κορίτσια προς κατασκευήν του κομψού εκείνου περιτυλίγ-ματος, όπερ θα εγκλείση μετά τινάς ημέρας τόσα τυπικά, τόσα φλογερά, τόσα ανόητα λόγια.. .».1 3 7 Η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να αλλάζει για αρκετά χρόνια αφού η επιθεωρήτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη βρίσκει τα 15 από τα 17 εργαστήρια που επισκέφθηκε ακάθαρτα και ακατάστατα.138 Συγκεκριμένα, πολλά από τα υπόγεια κυρίως εργαστήρια έχουν πάτωμα από πλάκες, τοίχους υγρούς, ελλιπή φωτισμό και αερισμό, γιατί συνήθως φωτίζονται από τον φω-ταγωγό.1 3 9

Οι χώροι για τα εργαστήρια που διαθέτουν και κατάστημα είναι εντελώς ξεχωριστοί. Κατά κανόνα ο χώρος του καταστήματος βρίσκεται στο ισόγειο, ενώ το εργαστήριο εγκαθίσταται στο ανώγειο ή στο υπόγειο ή ακόμη και στο πίσω μέρος του καταστήματος. Έ τ σ ι η ακαταστασία και η έλλειψη καθαριό-τητας δεν γίνεται ορατή από τους επισκέπτες-πελάτες.

Πριν προχωρήσω στην παράθεση των στοιχείων για τις αμοιβές των ερ-γατριών στα εργαστήρια φακελοποιίας-καταστίχων, θα ήθελα να διατυπώσω μια παρατήρηση για την αγορά εργασίας, που πιθανόν να ισχύει και για άλ-λους κλάδους. Όταν άρχισαν να λειτουργούν, τα εργαστήρια αντιμετώπισαν πολ-λές δυσκολίες ως προς την εξεύρεση εργατικού δυναμικού. Οι κοπέλες στην αρχή έβλεπαν με δυσπιστία την εργασία αυτή, σε σημείο που ένας από τους ιδιοκτήτες, ο Γ . Κοτζιάς, αναγκαζόταν να περιέρχεται μαζί με τη γυναίκα του τις εργατικές γειτονιές και να παρακαλεί τ ις κοπέλες να έρθουν να δουλέψουν στο εργαστήριο του.140 Ό μ ω ς αργότερα αντιστράφηκαν οι όροι και υπήρχαν πολλές κοπέλες πρόθυμες να εργαστούν για να εξασφαλίσουν το βιοπορισμό τους.

137. Στο ίδιο. 138. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 61-62. 139. Άννα Μακροπούλου, «Από την εργασία...», ό.π." Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές

παιδικής εργασίας..., ό.π., σ. 84. 140. Ο Γ. Κοτζιάς ήταν συνέταιρος με τον Α. Πάλλη. Βλ. Μποέμ, ό.π.

Page 119: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Όσον αφορά τα ημερομίσθια των εργατριών, θα προσπαθήσω να αξιοποιή-σω τα ελάχιστα ποσοτικά στοιχεία που διαθέτω για να συμπληρώσω την ει-κόνα του εργασιακού καθεστώτος στην φακελοποιία-καταστιχοποιία. Πάλι από την έρευνα του Μποέμ μαθαίνουμε ότι οι κοπέλες το 1894 κερδίζουν από 0,50 έως 2,50 δρχ. την ημέρα. Η αμοιβή τους κυμαίνεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με αυτή των εργατριών στα εργαστήρια μοδιστρικής και πιλοποιίας. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: οι εργάτριες στα εργαστήρια πιλοποιίας και μο-διστρικής αμείβονται και ταυτοχρόνως μαθαίνουν μια τέχνη που θα τους βοη-θήσει αργότερα να ανοίξουν το δικό τους κατάστημα, ενώ οι άλλες ως ανει-δίκευτες εργάτριες δεν προσβλέπουν σε τίποτα. Η Επιθεώρηση Εργασίας μας δίνει και αναλυτικά στοιχεία για το ημερομίσθιο των εργατριών των εργαστη-ρίων φακελοποιίας και κυτιοποιίας που επιθεωρήθηκαν στην Αθήνα, χωρίς να τα διαχωρίζει κατά επαγγελματική κατηγορία.141 Έ τ σ ι , για το 1921 τα ημε-ρομίσθια των εργατριών κυμαίνονται από 2 έως 15 δρχ.

Ειδικότερα, σε σύνολο 274 εργατριών έχουμε τα εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 17

Ημερομίσθια εργατριών στα εργαστήρια φακελοποιίας και κυτιοποιίας, 1921

Ημερομίσθιο (δρχ.) Αριθμός εργατριών % συνόλου

2 24 8,6 2-4 109 39,9 4-6 89 32,5 6-8 39 14,2

8-10 12 4,4 12-15 1 0,4

Σ ύ ν ο λ ο : 274 100,0

Πηγή: ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 64-65.

Μετά από αυτή την αναλυτική εικόνα ας δώσουμε και μια συνοπτική ει-κόνα για τις εργάτριες στα χαρτοσακουλοποιεία και στα κυτιοποιεία. Ενδει-κτικά, αναφέρουμε ότι τις χρονιές 1920 και 1921 τα ημερομίσθια των εργα-τριών στη χαρτοσακουλοποιία της Αθήνας και του Πειραιά κυμαίνονταν από 4 έως 5 δρχ. και από 5 έως 7 δρχ. αντιστοίχως. Τα ημερομίσθια των εργατριών και των κοριτσιών που ήταν βοηθοί για το 1920 κυμαίνονταν από 4 έως 10 δρχ. και από 2 έως 4 δρχ. αντιστοίχως και για το 1921 από 6 έως 12 δρχ. και από 2,50 έως 5 δρχ. αντιστοίχως.

141. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 64-65.

Page 120: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Με αυτά τα δεδομένα που έχουμε για τους μισθούς το 1921 παρατηρούμε ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα οι εργάτριες στην κυτιοποιία και στη φακελο-ποιία αμείβονται στην πλειοψηφία τους λιγότερο από τις συναδέλφους τους στην κλωστοϋφαντουργία, στα καπνά και στην πιλοποιία.

Ας μεταφερθούμε τώρα στα τυπογραφεία, λιθογραφεία, βιβλιοδετεία για να δούμε τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν σε αυτά.

Παρόλο που έχουμε συνδέσει την ανδρική απασχόληση με την τυπογραφία και τη λιθογραφία, τα στοιχεία που διαθέτουμε πιστοποιούν την παρουσία των γυναικών. Σχετικά με τη δομή και το είδος των εργασιών που εκτελούνται στις τυπογραφικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τα περισσό-τερα τυπογραφεία διαθέτουν και βιβλιοδετείο. Στα τυπογραφεία οι γυναίκες αναλαμβάνουν τις βοηθητικές εργασίες και αυτές που δεν απαιτούν τεχνική εξειδίκευση και μαθητεία. Συγκεκριμένα, πλένουν τις τυπογραφικές πλάκες και συμμετέχουν στη διαδικασία της εκτύπωσης τοποθετώντας χαρτί στο πιεστή-ριο. Εκείνες που είναι σε θέση να ξεχωρίσουν τα γράμματα του αλφαβήτου βοηθούν όταν υπάρχει έλλειψη εργατών στις στοιχειοθετικές εργασίες, τοποθε-τώντας μετά την χρησιμοποίησή τους τα τυπογραφικά στοιχεία στη θέση τους. Οι γυναίκες χρησιμοποιούνται και στις βιβλιοδετικές εργασίες. Στα βιβλιοδε-τεία οι εργάτριες χρησιμοποιούνται κυρίως στις ραπτικές μηχανές, βοηθούν στην κόλληση των εξωφύλλων των βιβλίων και των εντύπων, χειρίζονται τις κοπτι-κές μηχανές του χαρτιού. Ας σημειωθεί ότι και τα βιβλιοδετεία φτιάχνουν μι-κρά και μεγάλα κατάστιχα που προορίζονται για τα υπουργεία και τα εμπο-ρικά καταστήματα.

Οι εργάτριες των τυπογραφείων-λιθογραφείων, με εξαίρεση δύο ή τρία τυπογραφεία στην Αθήνα και το εργοστάσιο γραφικών τεχνών ΑΣΠΙΩΤΗ στην Κέρκυρα, το οποίο θα παρουσιάσουμε ξεχωριστά, περνούν τον εργάσιμο χρόνο τους σε δυσμενέστατες συνθήκες για την υγεία τους. Έρχονται σε επαφή με τα τυπογραφικά στοιχεία που αποτελούνται από μόλυβδο και αντιμόνιο και αναπνέουν χημικά αέρια, με αποτέλεσμα να σημειώνονται κρούσματα δηλητη-ρίασης του λάρυγγα, του στομάχου, του αίματος και των πνευμόνων. Ας τονι-σθεί ότι οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις εκτύπωσης πλήττονται από φυμα-τίωση περισσότερο από όλες τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων.142 Ο εκκω-φαντικός θόρυβος των εκτυπωτικών μηχανημάτων και η συνεχής ορθοστασία επιβαρύνουν την υγεία της εργάτριας, γιατί προκαλούν βλάβες στα αυτιά και φλεβίτιδα. Οι εργάτριες στα κοπτικά μηχανήματα πρέπει να έχουν συνεχώς προσηλωμένη την προσοχή τους, γιατί αλλιώς κινδυνεύουν να χάσουν κάποιο

142. Για τις συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων στα τυπογραφεία και τους κινδύ-νους για την υγεία τους βλ. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π., σ. 7-9.

Page 121: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

από τα δάκτυλά τους. Πραγματικά, παρατηρούμε ότι οι γυναίκες στις επιχει-ρήσεις εκτύπωσης (τυπογραφεία, βιβλιοδετεία, λιθογραφεία) τοποθετούνται σε βοηθητικές θέσεις, που από τη φύση τους απαιτούν κάποια δεξιότητα στα χέρια.

Όσον αφορά το ημερομίσθιο των εργατριών αυτού του κλάδου, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1913 για τις εργάτριες της Αθήνας κυμαίνεται από 1,50 έως 2,50 δρχ. ενώ των ανδρών συναδέλφων τους από 5 έως 6 δρχ. και στην Πάτρα των εργατριών από 1,20 έως 2,50 δρχ. και των εργατών από 3 ,50 έως 5 δρχ. Δεν θα επανέλθω στο ζήτημα της μισθολογικής διαφοράς ανάμεσα στις δύο πόλεις που έθιξα προηγουμένως.143 Το 1920 οι εργάτριες τυπογραφίας-λιθογραφίας της Αθήνας και του Πειραιά κατά μέσο όρο πληρώνονται με ημε-ρομίσθιο 2,50 έως 6,50 δρχ., ενώ το 1921 το ημερομίσθιο κυμαίνεται από 6 έως 10 δρχ.144 Το ημερομίσθιο των εργατριών τυπογραφίας κυμαίνεται σε κα-τώτερα επίπεδα από αυτό των εργατριών στην κυτιοποιία. Και μια διευκρί-νιση: η αύξηση του ημερομισθίου δεν παρατηρείται μόνο στον κλάδο της τυ-πογραφίας, αλλά και σε άλλους κλάδους· μπορεί να αποδοθεί σε οικονομικούς παράγοντες, κυρίως στην πτώση της ανταλλακτικής αξίας της δραχμής και στα πληθωριστικά φαινόμενα που ακολουθούν.

Ας εστιάσουμε τον φακό μας στη συνέχεια στο βιομηχανικό κατάστημα «Νικόλαος Ασπιώτης-ΕΛΠΙΣ» στην Κέρκυρα για να γνωρίσουμε τους χώρους και τις εργασίες που εκτελούν οι νεαρές εργάτριες του εργοστασίου, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό και ίσως μοναδικό παράδειγμα για την εξέλιξη των γραφικών τεχνών στην Ελλάδα για περισσότερο από εκατό χρόνια.

Περί τον βιομηχανικού καταστήματος «Νικόλαος Ασπιώτης-ΕΛΠΙΣ"145

Ο Γεράσιμος Ασπιώτης, γόνος μιας από τις παλαιότερες αρχοντικές οικογέ-νειες της Κέρκυρας, δημιουργεί το 1873 εργαστήριο κατασκευής ενετικού τύ-που παιγνιοχάρτων.146 Ό λ η κι όλη μια τυπογραφική πρέσα αποτελούσε τον

143. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί εκθέσεις... 1913», ό.π., σ. 182. 144. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 120. 145. Βλ. Ζιζή Σαλίμπα, «Περί του βιομηχανικού καταστήματος Νικόλαος Ασπιώ-

της - Ε Λ Π Ι Σ » , Η Τράπεζα. Η Εθνική και το προσωπικό της, τχ. 2, Σεπτέμβριος 1994, σ. 15-17.

146. Στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν πολλών τύπων παιγνιόχαρτα. Οι πιο διαδεδομένοι από αυτούς ήταν ο ενετικός τύπος, που κυκλοφορούσε στα Ιόνια νησιά και στην Πελοπόν-νησο, και ο γαλλικός που κυκλοφορούσε σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Και οι δύο τύποι έχουν συνήθως 52 χαρτιά (φύλλα), τα οποία διαιρούνται σε τέσσερις σειρές με 13 παιγνιό-χαρτα η καθεμιά. Οι σειρές αυτές συμβολίζουν τις τέσσερις κοινωνικές τάξεις έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί από τα μεσαιωνικά χρόνια: η τάξη των ευγενών αντιπροσωπεύεται με σπαθιά, ο κλήρος με κούπες, η τάξη των εμπόρων με νομίσματα (καρό) και οι αγρότες

Page 122: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μηχανολογικό εξοπλισμό της επιχείρησης, ενώ οι λιγοστές εργάτριες χρωμά-τιζαν με τα χέρια τους τις τυπωμένες φιγούρες των παιγνιοχάρτων που είχαν σχεδιαστεί από τον πατέρα του ιδρυτή. Λίγο αργότερα, το 1880, αγοράζονται δύο μεγάλα χειροκίνητα τυπογραφικά μηχανήματα γαλλικής προέλευσης για την εκτύπωση των παιγνιοχάρτων. Το εργαστήριο χρησιμοποιεί αποκλειστικά σχεδόν εργάτριες.

Το 1884 ο Γεράσιμος Ασπιώτης μαζί με τον γιο του Νικόλαο, ο οποίος λίγο μετά ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης, παίρνουν μια μεγάλη απόφαση, να συμβληθούν με το ελληνικό Δημόσιο και να αναλάβουν την αποκλειστικό-τητα της κατασκευής παιγνιοχάρτων. Με βάση το νόμο «περί αποκλειστικού δικαιώματος κατασκευής, εισαγωγής και πωλήσεως των παιγνιοχάρτων εις το Κράτος» οι κατασκευαστές παιγνιοχάρτων στην Ελλάδα καλούνται μέσα σε δέκα μέρες να αποφασίσουν είτε να παραδώσουν τον εξοπλισμό και το υλικό που προορίζεται για την κατασκευή των παιγνιοχάρτων, λαμβάνοντας μια χρη-ματική αποζημίωση, είτε να θέσουν με την υπογραφή σύμβασης με το ελλη-νικό Δημόσιο ολόκληρη τη λειτουργία της επιχείρησης, την παραγωγή και το απασχολούμενο προσωπικό υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Το μονοπώλιο των παιγνιοχάρτων προστίθεται σε μια σειρά από μέτρα, όπως π.χ. η φορολογία του καπνού, του φωτιστικού πετρελαίου και των σιγαροχάρτων, τα οποία απο-βλέπουν στην αύξηση των εσόδων του κράτους.

Ας δούμε, όμως, από κοντά τις διαδικασίες παραγωγής παιγνιοχάρτων, για να εξετάσουμε τις εργασίες που εκτελούν οι εργάτριες. Ένας από τους με-γαλύτερους έλληνες δημοσιογράφους, ο Μιχαήλ Μητσάκης, σε άρθρο του στο περιοδικό Εστία μας δίνει με γλαφυρότητα μια πλήρη εικόνα του βιομηχανι-κού καταστήματος και του τρόπου λειτουργίας του για το 1887.1 4 7 Τα περισ-σότερα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσω για την περιγραφή των εργασιών του καταστήματος εκείνη την εποχή προέρχονται από το άρθρο του.

Στην πρώτη φάση εκτυπώνεται με τα τυπογραφικά μηχανήματα η μπρο-στινή όψη των παιγνιοχάρτων με τις φιγούρες, τα σύμβολα και τους αριθμούς. Επίσης, τυπώνονται οι επιγραφές των κουτιών και τα χαρακτηριστικά των ται-νιών. Μετά την εκτύπωση αυτά παραδίδονται στο τμήμα συγκόλλησης. Η ερ-γασία αυτή είναι αρκετά επίπονη και απαιτεί δεξιότητα. Με τη βοήθεια μη-χανημάτων, αλλά και με το χέρι, πρέπει οι εργάτριες να κολλήσουν με αρι-

με τα μπαστούνια. Σε κάθε σειρά αντιστοιχούν τρία πρόσωπα (φιγούρες). Ο ρήγας ή βα-σιλιάς απεικονίζεται ως γέρος με μούσι και με στέμμα ή καπέλο στο κεφάλι. Η ντάμα ή βασίλισσα απεικονίζεται ως γυναίκα εστεμμένη. Ο φάντης ή βαλές απεικονίζεται ως άνδρας ασκεπής. Στα παιγνιόχαρτα ενετικού τύπου αντί για την ντάμα απεικονίζεται ένας ιππέας, ανώτερος ή κατώτερος αξιωματικός.

147. Μιχαήλ Μητσάκης, «Εν βιομηχανικόν κατάστημα», ό.π., σ. 203.

Page 123: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αριστοτεχνικό τρόπο στο τυπωμένο με τις φιγούρες χαρτόνι ένα λεπτό «χαρτίον», το οποίο έχει ομοιόμορφα διακοσμητικά σχέδια και χρησιμεύει ως οπισθόφυλ-λο. Η επιχείρηση προμηθεύεται το χαρτόνι και το χαρτί από ειδικά εργοστά-σια της Ευρώπης. Η καλή ποιότητα των παιγνιοχάρτων και η αντοχή τους εξαρτάται από τις τεχνικές δεξιότητες των εργατριών του τμήματος συγκόλ-λησης. Σ τ η συνέχεια τα παιγνιόχαρτα πηγαίνουν στο τμήμα της στίλβωσης, όπου οι εργάτριες τους δίνουν τη χαρακτηριστική γυαλάδα, απαραίτητη για ένα καλό αισθητικό αποτέλεσμα. Μετά από όλες αυτές τις εργασίες τα παιγνιό-χαρτα κόβονται και χωρίζονται σε δεσμίδες. Τέλος, ένα ιδιαίτερο τμήμα, αυτό της μέτρησης, είναι υπεύθυνο για το σωστό αριθμό των φύλλων της κάθε δεσμίδας.

Η επιχείρηση καινοτομεί, όχι μόνο ως προς το αντικείμενο, αλλά και ως προς το προσωπικό: παρέχει εργασία αποκλειστικά σχεδόν σε γυναίκες, ενώ οι ολιγάριθμοι άνδρες απασχολούνται σε τυπογραφικές εργασίες. Εβδομήντα πέντε εργάτριες, από οκτώ ετών έως και ηλικιωμένες γυναίκες, εργάζονται με υποδειγματική τάξη και ακρίβεια, σύμφωνα με όσα μας μεταφέρει ο δημοσιο-γράφος Μιχαήλ Μητσάκης. Δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί ότι το εργο-στάσιο αυτό, με τις εργάτριες που φορούν την ομοιόμορφη μπλε ποδιά-στολή, με τα αρχικά του εργοστασίου κεντημένα στο πέτο και την άσπρη ζώνη, μοιά-ζει περισσότερο με παρθεναγωγείο παρά με βιομηχανία όπου κοχλάζουν οι λέ-βητες, βροντούν τα έμβολα και μυρίζει ο ατμός.

Με αμοιβή από 75 λεπτά έως και 1,50 δρχ. την ημέρα αυτές οι γυναίκες εργάζονται από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Κάθονται σε τραπέζια και εργάζονται σιωπηλά, έχοντας μπροστά τους η καθεμιά ένα βιβλίο, στο οποίο σημειώνουν τα είδη που παραλαμβάνουν. Τα βιβλία επιθεωρούνται τακτικά. Μια γυναίκα πτυχιούχος του Αρσακείου είναι η ανώτερη επιμελήτρια. Αυτή επιβλέπει την τάξη του εργοστασίου και κρατάει τα βιβλία της μισθοδοσίας του προσωπικού. Στα ζητήματα του προσωπικού ο εκπρόσωπος του Δημοσίου, που σύμφωνα με τη σύμβαση είναι πάντα παρών στο εργοστάσιο, πιθανότατα το μόνο επιπλέον που μπορεί να κάνει είναι να επιβάλει αυστηρότατη πειθαρ-χία ή και, γιατί όχι, ίσως να διασπείρει και τον φόβο.

Με το νόμο Α Υ Κ της 12ης Απριλίου 1887 σταματάει το ελεύθερο εμπόριο σιγαροχάρτου και «η εισαγωγή, κατασκευή, κατοχή και πώληση του χάρτου αυτού είναι αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους». Η επιχείρηση ΑΣΠΙΩΤΗ, που εν τω μεταξύ έχει επεκτείνει τη δραστηριότητά της και εκτός από παι-γνιόχαρτα κατασκευάζει σπίρτα και διασκευάζει σιγαρόχαρτο, αποδέχεται την πρόταση του κράτους για συνεργασία. Το κράτος της αναθέτει αποκλειστικά τη διασκευή του εισαγόμενου σιγαροχάρτου για χρήση από όλες τις εγχώριες καπνοβιομηχανίες. Παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει εξαι-τίας της παραγωγής των παιγνιοχάρτων, που δεν απέφερε κέρδη, η επιχείρηση

Page 124: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

φαίνεται ότι καταφέρνει να πείσει την κυβέρνηση ότι διαθέτει την υψηλή τε-χνολογία που απαιτεί η παραγωγή σιγαροχάρτου, το οποίο κατασκευάζεται από κλωστοϋφαντουργικές ίνες, όπως το λινάρι, και κανναβοΐνες.148

Επειδή η παραγωγή σιγαροχάρτου ανήκει στον κλάδο του χαρτιού, θεωρώ σκόπιμο να δώσω μερικές τεχνικές λεπτομέρειες της διασκευής του. Στο λεύ-κωμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 ετών λειτουργίας της επιχείρησης ο χαράκτης Α. Τάσσος και ο Φρ. Φραντζισκάκης μας δίνουν πο-λύτιμα στοιχεία για την ιστορία της επιχείρησης και μας διαφωτίζουν για την τεχνική της κατασκευής των προϊόντων της.1 4 9 Ας παρακολουθήσουμε την κα-τασκευή των σιγαροχάρτων. Αρχικά μεγάλα ρολά σιγαροχάρτου εισάγονταν από το εξωτερικό. Σ τ η συνέχεια γινόταν η απαραίτητη υδατογράφηση πάνω στο σιγαρόχαρτο με ειδικό μηχάνημα. Έπε ιτα τα ρολά του χαρτιού κόβονταν σε φύλλα καθορισμένων διαστάσεων ( 6 0 x 8 0 εκ.) και τα φύλλα αυτά τυπώνονταν για λογαριασμό καπνοβιομηχάνων που τα παράγγελναν. Μετά από λίγο διά-στημα αγοράσθηκαν από τη Γερμανία πιο τελειοποιημένα μηχανήματα που από μικρά ρολά χαρτιού έβγαζαν έτοιμα —τυπωμένα και κομμένα— σωληνάρια του ενός τσιγάρου, που πήγαιναν κατευθείαν για γέμισμα.

Στα χρόνια 1902-1903 η διοίκηση της επιχείρησης φέρνει νέου τύπου λι-θογραφικά πιεστήρια και αναλαμβάνει τις πρώτες λιθογραφικές παραγγελίες. Στο εργοστάσιο κατασκευάζονται αφίσες για τους τοίχους των μαγαζιών που διαφημίζουν προϊόντα, μετοχές και ομολογίες, γραμμάτια λαχείων, καρτ-πο-στάλ, ημεροδείκτες, χαρτιά, ταχυδρομικά δελτάρια, επιταγές, κάθε είδους ετι-κέτες, όπως για παράδειγμα για συσκευασίες διαφόρων ειδών και για τα μπου-κάλια. Επίσης, από το 1911 εκτελούνται και οι κρατικές παραγγελίες πότε λιθογραφικών και πότε χαλκογραφικών γραμματοσήμων. Στο διάστημα αυτό τελειοποιείται και η τεχνική της κατασκευής των παιγνιοχάρτων, η οποία γί-νεται πλέον λιθογραφικά σε ενιαίο συμπαγές χαρτόνι με εκτύπωση και των δύο όψεων του παιγνιοχάρτου.

Φθάνοντας στο χρονικό όριο της μελέτης μας (1922) το εργοστάσιο απο-τελείται από τα εξής τμήματα: κατασκευής παιγνιοχάρτων, διασκευής σιγα-ροχάρτου, διακόσμησης σιγαροχάρτου, χρωμολιθογραφείο, και τμήμα κυτιο-ποιίας (εκτέλεση παραγγελιών για την κατασκευή κουτιών για τσιγάρα).

Όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, στο τμήμα κατασκευής παιγνιοχάρτων εξακολουθεί η γυναικοκρατία. Ακόμη και τα καινούργια μηχανήματα, όπως είναι η πρέσα στιλβώσεως και τα στεγνωτήρια παιγνιοχάρτων, τα χειρίζονται

148. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Μάνος Χαριτάτος - Πηνελόπη Γιακουμάκη, Η ιστορία τον ελληνικού τσιγάρου, Αθήνα 1997, σ. 40-41.

149. ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ, Γραφικαί τέχναι 1873-1973, Α. Τάσσος (επιμέλεια-εισα-γωγή) - Φρ. Φραντζισκάκης (ιστορικό αφήγημα), Αθήνα 1973, σ. 15.

Page 125: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

νεαρές εργάτριες. Το τμήμα της διασκευής σιγαροχάρτου αποτελείται, ως επί το πλείστον, από γυναίκες- συγκεκριμένα οι γυναίκες εργάζονται στην κατα-σκευή των σιγαροσωλήνων και στην υδάτινη σφράγιση του σιγαροχάρτου σε ρολό. Ένα άλλο τμήμα στο οποίο απασχολούνται νεαρές, κυρίως, εργάτριες εί-ναι εκείνο της κυτιοποιίας, επειδή εκεί δεν απαιτείται εξειδικευμένη εργασία. Στα λιθογραφικά και τυπογραφικά πιεστήρια απασχολούνται άνδρες. Οι γυναί-κες εκεί κάνουν βοηθητικές εργασίες· τροφοδοτούν τα τυπογραφικά πιεστήρια με χαρτί ή συμμετέχουν στη διαδικασία της εκτύπωσης καθαρίζοντας τα τύμ-πανα της μηχανής offset .

Οι σχέσεις της οικογένειας Ασπιώτη —του πατέρα Γεράσιμου και του γιου του Κωνσταντίνου που αναλαμβάνει στη συνέχεια τη διοίκηση του εργο-στασίου— με το προσωπικό διέπονται από ένα έντονο πατερναλιστικό πνεύμα· Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός αυτό. Καταρχάς, ας σκεφτούμε ότι η επιχείρηση βρίσκεται στην Κέρκυρα, τόπο όπου η φεουδαλική νοοτροπία εξακολουθεί να υφίσταται στη συμπεριφορά των ανθρώπων επιπλέον, ας λά-βουμε υπόψη ότι η Κέρκυρα είναι νησί που έχει μεγάλη, σχετικά με το μέγε-θος του, αγροτική ενδοχώρα, πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει πλεό-νασμα εργατικών χεριών. Ακόμα, οι εργασίες της επιχείρησης, όπως η κατα-σκευή παιγνιοχάρτων και η διασκευή σιγαροχάρτου, απαιτούν κάποια τεχνο-γνωσία και τεχνική δεξιότητα των εργατριών, γεγονός που καθιστά λίγο δύ-σκολη την αντικατάστασή τους. Το εργοστάσιο για να ανταποκριθεί στις καλ-λιτεχνικές ανάγκες που προκύπτουν καθ' όλο το διάστημα της λειτουργίας του μετακαλεί ξένους τεχνίτες, που χρησιμεύουν και ως δάσκαλοι των ελλήνων ερ-γατών και εργατριών. Με λίγα λόγια, η εργασία στο εργοστάσιο των Ασπιώτη δεν έχει πρόσκαιρο χαρακτήρα. Για όλους αυτούς τους λόγους μεταξύ των ερ-γοδοτών και του εργατικού προσωπικού, ιδίως των εργατριών, αναπτύσσονται σχέσεις πατερναλιστικού χαρακτήρα. Οι εργαζόμενοι έχουν δωρεάν ιατροφαρ-μακευτική περίθαλψη. Μέσα στο εργοστάσιο υπάρχει σταθμός πρώτων βοηθειών με δύο κρεβάτια, μόνιμο γιατρό και νοσοκόμο. Στ ις εργάτριες προσφέρεται έναντι ενός συμβολικού τιμήματος μεσημεριανό φαγητό. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε να ισχύει και εδώ, όπως στα κλωστοϋφαντουργεία, το σύστημα των υποχρεωτικών κρατήσεων. Από τις αποδοχές της κάθε εργάτριας κρατούσαν υποχρεωτικά κάθε εβδομάδα το 10%. 1 5 0 Το ποσό αυτό μπορούσε να χρησιμο-ποιηθεί ποικιλοτρόπως" άλλοτε ως προίκα, άλλοτε ως βοήθημα για την αντι-μετώπιση εκτάκτων αναγκών και άλλοτε πάλι χρησίμευε για την πληρωμή των προστίμων που της επέβαλαν οι εργοδότες (για αργοπορία, για βλάβη μηχα-νημάτων κλπ.).

Το 1922 η επιχείρηση ενισχύεται με ελληνοαγγλικά κεφάλαια και μετα-

150. ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ..., ό.π., σ. 17.

Page 126: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μεταβάλλεται σε ανώνυμη εταιρεία με την ονομασία «Αδελφοί Γ . Ασπιώτη Α.Ε.». Δύο χρόνια αργότερα η εταιρεία μεταφέρεται σε νέο κτίριο στην Κέρκυρα. Ταυ-τόχρονα επεκτείνει την επιχειρηματική της δραστηριότητα και στο εξωτερικό, κατασκευάζοντας παιγνιόχαρτα για την Αίγυπτο και κουτιά τσιγάρων για την Αλβανία. Τον Σεπτέμβριο του 1927 συγχωνεύεται με την εδρεύουσα στην Αθή-να επιχείρηση γραφικών τεχνών ΕΛΚΑ Α.Ε. Η εταιρεία αυτή ξεκίνησε τις δρα-στηριότητές της με την επωνυμία Κ. Πανάς & Σία, ως μικρό λιθογραφείο και κυτιοποιείο τσιγάρων στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, το 1917-1918, διατηρώντας πάντα το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης, μετέφερε ένα μεγάλο μέρος των ερ-γασιών της στην οδό Μιχαήλ Βόδα, και αργότερα στο Σταθμό Πελοποννήσου, κοντά στις αποθήκες της Καπνοβιομηχανίας, στην Αθήνα.

Έ χ ω την πεποίθηση ότι ο λόγος της συγχώνευσης ήταν η αλληλοκάλυψη των δραστηριοτήτων των δύο επιχειρήσεων. Η νέα εταιρεία που προέκυψε μετά τη συγχώνευση, ονομάστηκε Ανώνυμος Εταιρεία Γραφικών Τεχνών ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ και είχε έδρα την Αθήνα. Η εταιρεία διέθετε τρία εργοστάσια —ένα στην Αθήνα, ένα στην Κέρκυρα και ένα στη Θεσσαλονίκη— και συνέχισε τις εργα-σίες της και τη συνεργασία της με το ελληνικό κράτος. Το 1938 οι δραστηριό-τητες της εταιρείας ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ Α.Ε. μεταφέρθηκαν σε νέο εργοστάσιο στην οδό Βουλιαγμένης στην Αθήνα. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 το παλαιό εργοστάσιο της εταιρείας στην Κέρκυρα υπέστη ανεπανόρθωτες κα-ταστροφές από τον βομβαρδισμό των ιταλικών αεροπλάνων και έκλεισε αναγ-καστικά και οριστικά. Τα ελάχιστα μηχανήματα και προσωπικά αντικείμενα των πρωτοπόρων ιδρυτών της επιχείρησης μεταφέρθηκαν στην Αθήνα.

Μια και δεν έχω πρόθεση να παρουσιάσω αναλυτικά το ιστορικό της επι-χείρησης, περιορίζομαι να κάνω μερικές διαπιστώσεις. Η επιχείρηση αυτή μας προσφέρει ένα μοναδικό ίσως παράδειγμα για τα ελληνικά δεδομένα: πρόκειται για την πρώτη ελληνική επιχείρηση με μαζική παραγωγή προϊόντων διαφορε-τικών μεταξύ τους, τα οποία στηρίζονται στην τυπογραφική ή λιθογραφική επεξεργασία. Έ χ ω την εντύπωση ότι η ιστορία της επιχείρησης εκτυλίσσεται παράλληλα με την ιστορία της λιθογραφίας. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για ταύτιση της ιστορίας του εργοστασίου, το οποίο λειτουργεί έως το 1973, με την ιστορία των γραφικών τεχνών στην Ελλάδα.

8. ΟΙ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Ε Σ Τ Η Σ Β Ε Λ Ο Ν Α Σ : Μ Ο Δ Ι Σ Τ Ρ Ε Σ , Α Σ Π Ρ Ο Ρ Ο Υ Χ Ο Υ Δ Ε Σ

Η πολυμορφία και οι διαφοροποιήσεις

Τα επαγγέλματα της μοδίστρας και της ασπρορουχούς προσελκύουν τις νεαρές κοπέλες που ενδιαφέρονται να επενδύσουν χρόνο για να μάθουν μια τέχνη και

Page 127: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

να εξασφαλισθούν για όλη τους τη ζωή. Μιλώντας για εξασφάλιση δεν εννοώ μόνο τον οικονομικό βιοπορισμό, αλλά και την οικονομία του «οίκου», καθώς η γυναίκα ως αδερφή, σύζυγος και μητέρα αναλαμβάνει τις ραπτικές εργασίες ολόκληρης της οικογένειας. Το ζήτημα της εκπαίδευσης των γυναικών στα επαγγέλματα της βελόνας θα το εξετάσουμε διεξοδικότερα στο σχετικό κε-φάλαιο.

Το επάγγελμα της μοδίστρας διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος των εκτελούμενων εργασιών και το εργασιακό καθεστώς. Στ ις μικρές αγγελίες και στις διαφημίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών παρουσιάζεται όλο το φάσμα των εργατριών της βελόνας.

Υπάρχουν μοδίστρες που πηγαίνουν στα σπίτια. Κοπέλες που γνωρίζουν καλά ραπτική ζητούν θέση σε οικογένεια «επί μετρία αμοιβή» για να αναλά-βουν τις ραπτικές εργασίες της. Πρόκειται για νεαρές κοπέλες-μοδίστρες χω-ρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, που μένουν σε οικογένειες για να ράψουν τα φορέματα ή τα προικιά της κόρης με αντίτιμο, εκτός από μια μικρή χρημα-τική αμοιβή, την παροχή στέγης και τροφής. Δεν αποκλείεται, βέβαια, η κυ-ρία της οικογένειας να της αναθέτει ραπτικές εργασίες των συγγενών της και των φιλενάδων της ή ακόμη, φανερά ή κρυφά, η ίδια η εργαζόμενη να εξυπη-ρετεί και δικούς της πελάτες.151

Πολλές μοδίστρες δουλεύουν σε σπίτια με μεροκάματο. Μια αστή-νοικο-κυρά καλεί δύο ή τρεις φορές το χρόνο μοδίστρα στο σπίτι της. Οι μοδίστρες εκτελούν ραπτικές εργασίες για τις γυναίκες και τα παιδιά της οικογένειας. Συνήθως οι πελάτισσες τους παραχωρούν τη ραπτομηχανή και το χαρακτηρι-στικό κουτί με τα υλικά ραπτικής. Αλλες φορές η μοδίστρα αγοράζει η ίδια τα υλικά (φόδρες, κλωστές, καρφίτσες, βελόνες, μεζούρα κ.ά.) αντί για την πελάτισσα. Η μοδίστρα βγάζει και κάποια μικρή προμήθεια από τον έμπορο που της πουλάει σε τακτική βάση υλικά. Τις μέρες που το σπίτι έχει μοδίστρα επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Οι γυναίκες της οικογένειας, μικρές και μεγά-λες, την βοηθούν να ράψει όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια, για να τους έρθει η εργασία της οικονομικότερη. Οι μοδίστρες που εργάζονται στα σπίτια αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της εποχικής ανεργίας, κυρίως το καλοκαίρι που θεωρείται νεκρή εποχή. Όσον αφορά την αμοιβή, εκτός από το μεροκάματο που βγάζει, η μοδίστρα εξασφαλίζει και το φαγητό της. Ό μ ω ς , δεν είναι κα-θόλου σίγουρο ότι θα πάρουν στο τέλος της εργασίας τους τη συμφωνημένη αμοιβή, μια και έχουν συμφωνήσει μόνο στα λόγια και όχι στα χαρτιά. Έ τ σ ι το παραμικρό παράπονο της κυρίας για τη δουλειά της μοδίστρας —ένα στραβό

151. Παραθέτω ένα κείμενο αγγελίας ως υπόδειγμα: «Ράπτρια καλώς ησκημένη εν τοις εν Αθήναις ραπτικοίς καταστήμασι ζητεί θέσιν παρά τινι οικογενεία επί μετρία αμοι-βή, ίνα παραμένει εν αυτή και ράπτη», Σφαίρα, αρ. 5711, 24-2-1901.

Page 128: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γαζί, μια κακοραμμένη κουμπότρυπα— μπορούσε να γίνει αφορμή για να μειω-θεί το μεροκάματο.

Εκτός από τις παραπάνω υπάρχουν κοπέλες που δουλεύουν και στα εργα-στήρια. Εντόπισα εργαστήρια ραφής γυναικείων φορεμάτων, ανδρικών ενδυμά-των, ασπρορούχων και παιδικών ενδυμάτων. Ανάλογα με την ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών τα εργαστήρια υπόκεινται σε διαβαθμίσεις. Από τον Οδηγό της Ελλάδος του Νικολάου Γ . Ιγγλέση του 1905-1906 εντόπισα 100 εργαστήρια μοδιστρικής γυναικείων φορεμάτων στην Αθήνα και 13 στον Πει-ραιά. Τα εργαστήρια αυτά διευθύνονται από γυναίκες μοδίστρες και προσφέ-ρουν υπηρεσίες πολυτελείας. Τα περισσότερα βρίσκονται στην οδό Ερμού και στις παρόδους της, όπου κατεβαίνουν οι κυρίες της Αθήνας για να κάνουν τα ψώνια τους. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στις κεντρικές οδούς των «αστικών» συ-νοικιών της Αθήνας, όπως είναι οι οδοί Στουρνάρα στα Εξάρχεια, Σίνα στις παρυφές του Κολωνακίου και Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη. Δεν μου προ-καλεί έκπληξη ότι ο αριθμός των εργαστηρίων μοδιστρικής στον Πειραιά είναι τόσο μικρός, γιατί οι γυναίκες της αστικής τάξης του Πειραιά συνήθιζαν να πηγαίνουν στο κέντρο της πρωτεύουσας για να ικανοποιήσουν τα ενδυματολο-γικά τους γούστα. Όμως, και στις υπόλοιπες γειτονιές, ακόμη και στις πιο απόμακρες, η ματιά του διαβάτη στεκόταν στη μικρή κατοικία με τις κολλη-μένες εικόνες από κάποιο φιγουρίνι στα τζάμια.1 5 2 Επρόκειτο για το μοδιστρά-δικο της γειτονιάς, που χρησίμευε και ως κατοικία της μοδίστρας.

Γυναίκες-ράπτριες απασχολούσαν και τα εργαστήρια ραπτικής ανδρικών ενδυμάτων, τα εμποροραφεία. Οι ράπτριες χρησίμευαν αποκλειστικά και μόνο για το ράψιμο των ανδρικών παντελονιών. Τα εμποροραφεία βρίσκονταν και αυτά στους εμπορικούς δρόμους στο κέντρο της Αθήνας.

Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση μας στα εργαστήρια ραπτικής, θα ήταν παράλειψη νομίζω να μη σταθούμε για λίγο στα μαγαζιά ετοίμων ενδυμάτων. Διασχίζοντας τους δρόμους της Αθήνας, τα εντοπίζουμε κυρίως στο τμήμα της οδού Ερμού που εκτείνεται κάτω από την Καπνικαρέα, στην οδό Αιόλου, και στο Μοναστηράκι στην Πλατεία Δημοπρατηρίου. Στα μαγαζιά αυτά βρίσκει κανείς ρούχα της δουλειάς —εργατικές φόρμες για τους άνδρες, ποδιές για τις γυναίκες— ανδρικά σακάκια, παντελόνια και παλτά. Εργάτες, χειρώνακτες, ένας ολόκληρος κόσμος, αυτός του μεροκάματου, επαρχιώτες, αλλά και κάτοικοι της Αθήνας με μικρό βαλάντιο, που δεν διαθέτουν χρήματα για την εμφάνιση τους, ψωνίζουν έτοιμα ενδύματα. Τα μαγαζιά αυτά χρησιμοποιούν το σύστημα φα-σόν για τη ραπτική των ειδών τους. Όπως θα έχουμε την ευκαιρία να παρα-τηρήσουμε εκτενώς σε επόμενο κεφάλαιο, πολλές γυναίκες, που οι υποχρεώσεις

152. Αριστοτέλης Κουρτίδης, «Αι εργάτιδες των Αθηνών», Εστία, αρ. 405, 2-10-1883 και Panayota Tsopela-Saliba, Le profil..., ό.π., σ. 62.

Page 129: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τους δεν τους επιτρέπουν να εργασθούν εκτός σπιτιού, αναλαμβάνουν την εκτέ-λεση των ραπτικών εργασιών.

Στην πλατεία της Καπνικαρέας, στο διαχωριστικό όριο μεταξύ των μα-γαζιών που εξυπηρετούν τους πλούσιους αστούς και εκείνων για τον κόσμο των λαϊκών στρωμάτων βρίσκεται το κατάστημα νεωτερισμών «Ερμείον», το οποίο λειτουργεί από το 1856. Είναι μια απομίμηση, σε μικρογραφία, του B o n Mar-chais στο Παρίσι.1 5 3 Στα μάτια των Αθηναίων φαντάζει πολυτελές και απέ-ραντο, αφού σε αυτό μπορεί να βρει ο καθένας ό,τι επιθυμεί, από έπιπλα, μέχρι παιδικά ενδύματα. Το κατάστημα διαθέτει τμήμα γυναικείων και ανδρικών εν-δυμάτων, «πανικών», καπέλων και επιπλώσεων για κατοικίες, γραφεία και ξε-νοδοχεία.154 Το τμήμα γυναικείων ενδυμάτων διαθέτει επανωφόρια, ζακέτες, πελερίνες. Παρισινή ράπτρια, φημισμένη στην Αθήνα για το γούστο της, συμ-βουλεύει τις πελάτισσες για την επιλογή του υφάσματος και στη συνέχεια τους παίρνει η ίδια τα μέτρα για να τα ετοιμάσει. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα φορέματα που σύμφωνα με το συρμό της εποχής εφαρ-μόζουν στο σώμα, είναι δύσκολο να ενταχθούν στις διαδικασίες του «έτοιμου ενδύματος», σε αντίθεση με τις ζακέτες, τις πελερίνες και τα επανωφόρια που είναι πιο εύκολο να κατασκευασθούν σε διάφορα μεγέθη. Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψη ότι η ελληνική αγορά έτοιμου ενδύματος είναι πολύ περιορισμένη —οι Ελληνίδες έχουν ενσωματώσει στις συνήθειές τους τη μοδίστρα— είναι οικο-νομικά ασύμφορη η κατασκευή του έτοιμου φορέματος σε πολλά μεγέθη.

Ας εξετάσουμε, με τη βοήθεια του ακόλουθου πίνακα, την εικόνα που μας δίνει η βιομηχανική απογραφή του 1920 για τις εργάτριες στα ασπρόρουχα και στα εργαστήρια ενδυμάτων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 18

Κατανομή του εργατικού δυναμικού στις επιχειρήσεις κοπής και ραφής ενδυμάτων, 1920

Είδος επιχείρησης

Γυναίκες μέχρι 18

Γυναίκες άνω των 18

Σύνολο γυναικών

Άνδρες μέχρι 18

Άνδρες άνω των 18

Σύνολο ανδρών

Ασπρόρουχα Ραφεία

273 1.983

135 889

408 2.872

4 971

7 1.557

11 2.528

Σ ύ ν ο λ ο 2.256 1.024 3.280 975 1.564 2.539

Πηγή: ΥΕΟ, Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-12-1920, Αθήνα 1926.

153. Για τα μεγάλα καταστήματα νεωτερισμών στο Παρίσι βλ. Philippe Perrot, Les dessus et les dessous de la bourgeoisie, Παρίσι 1981, σ. 93-99.

154. Ανώνυμος, «Μία επισκόπησις της οδού Ερμού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 677, 30-9-1901 και Νικόλαος Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος..., ό.π., σ. 638.

Page 130: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Οι επιχειρήσεις, ανάλογα με το είδος των εκτελουμένων εργασιών, χωρί-ζονται σε δύο κατηγορίες: στα εργαστήρια ασπρορούχων και στα ραφεία. Τα εργαστήρια ασπρορούχων ασχολούνται με την κοπή και τη ραφή των πουκα-μίσων, των περιλαιμίων, των περιχειρίδων, των εσωρούχων ανδρών, γυναικών και παιδιών, καθώς επίσης και με την κατασκευή ειδών προίκας (τραπεζομάν-τηλα, σεντόνια, μαξιλαροθήκες κ.ά.). Τα ραφεία ασχολούνται με την κοπή και τη ραφή ενδυμάτων ανδρών, γυναικών, παιδιών, στρατιωτικών και ιερωμένων. Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων σε εργαστήρια και ραφεία είναι αυτός που ακολουθεί και η Στατιστική Υπηρεσία.

Η κατάταξη του εργατικού δυναμικού με βάση την ηλικία των 18 ετών έγινε σύμφωνα με την απογραφή. Για να δώσω την αριθμητική αποτίμηση του εργατικού δυναμικού στις επιχειρήσεις του ενδύματος σε ολόκληρη την ελλη-νική επικράτεια δεν είχα άλλη επιλογή από το να ακολουθήσω την ίδια κατά-ταξη με την απογραφή. Από τον Πίνακα 18 παρατηρούμε ότι έχουμε 5.819 πρόσωπα που απασχολούνται στις επιχειρήσεις του ενδύματος, από τα οποία 3.280 (56,40 %) είναι γυναίκες και 2.539 (43,60 %) άνδρες. Από τις γυναίκες, οι 408 (12,40%) εργάζονται στα εργαστήρια ασπρορούχων, ενώ οι υπόλοιπες 2.872 (87,60%) στα εργαστήρια ενδυμάτων. Από τους άνδρες, οι 2.528 απα-σχολούνται στα εργαστήρια ενδυμάτων και οι 11 στα ασπρόρουχα. Οι γυναίκες αποτελούν, με ποσοστό (97,40%), τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομέ-νων στα εργαστήρια ασπρορούχων. Οι λιγοστοί άνδρες που εργάζονται εκεί έχουν την ιδιότητα του κόπτη. Στον κλάδο των επιχειρήσεων του ενδύματος τα ποσοστά περίπου μοιράζονται, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 53,20% και οι άνδρες το 46,80%. Οι άνδρες δεν εργάζονται μόνο στα εργαστήρια ανδρι-κών ενδυμάτων, αλλά και ως κόπτες γυναικείων σακακιών και παλτών.

Όπως και η πιλοποιία, έτσι και η μοδιστρική αποτελεί μια ένδειξη για την ανάπτυξη των αστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Είναι πολύ χαρακτηρι-στικό το γεγονός ότι στο συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς σημειώνεται η μεγα-λύτερη συγκέντρωση εργαζομένων γυναικών. Συγκεκριμένα, οι εργάτριες που απασχολούνται στα ασπρόρουχα είναι 340 και στα ραφεία 1.537, ποσοστά 83 ,40% και 53,60% αντίστοιχα επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών.

Όσον αφορά τον κατά φύλο και κατά ηλικία διαχωρισμό, οι γυναίκες που είναι κάτω από 18 ετών, με ποσοστό 38,80 %, υπερέχουν στο σύνολο του εργα-τικού δυναμικού και με ποσοστό 68,80 % στο σύνολο των εργαζομένων γυναι-κών. Αντίθετα, στο σύνολο των εργαζόμενων ανδρών υπερέχουν με ποσοστό 61 ,60% οι άνδρες άνω των 18 ετών. Είναι φανερό ότι ο κλάδος του ενδύματος προσελκύει νεαρές κοπέλες που μαθητεύουν στα διάφορα εργαστήρια. Ενώ οι άντρες του κλάδου, που στην πλειοψηφία τους είναι ενήλικες —άνω των 18 ετών— απασχολούνται σε εξειδικευμένες εργασίες ως πεπειραμένοι τεχνίτες.

Πριν περάσουμε στον επόμενο πίνακα, θα ήθελα να διατυπώσω τις επι-

Page 131: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

επιφυλάξεις μου σχετικά με τους αριθμούς που μας δίνει η απογραφή. Έ χ ω την εντύπωση ότι δεν περιλαμβάνει τις κοπέλες που βρίσκονται στα κατώτερα κλι-μάκια του επαγγέλματος, δηλαδή αυτές που εργάζονται ως μοδίστρες στα σπί-τια και αυτές που έχουν μετατρέψει το σπίτι τους σε μοδιστράδικο χωρίς να έχουν άδεια λειτουργίας, διαφεύγοντας έτσι και τον φόρο επιτηδεύματος. Επί-σης η απογραφή δεν μας δίνει καμιά εικόνα για την εργασία του φασόν. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ξεχωριστή κατηγορία για τους κατ' οίκον εργαζομέ-νους. Επειδή λόγω της φύσης της εργασίας είναι δύσκολο να εντοπισθούν οι εργαζόμενοι στο φασόν, το πιο πιθανό είναι να μην έχουν συμπεριληφθεί κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό στην απογραφή.

ΠΙΝΑΚΑΣ 19

Κατανομή των εργαζομένων γυναικών κατά μέγεθος επιχειρήσεων στον κλάδο του ενδύματος, 1920

Είδος επιχειρήσεων

Επιχειρήσεις 1-5 ατόμων

Επιχειρήσεις 6-25 ατόμων

Επιχειρήσεις άνω των 25 ατόμων

Ασπρόρουχα Ραφεία

90 1.331

104 1.030

214 511

Σ ύ ν ο λ ο 1.421 1.134 725

Πηγή: ΥΕΟ, Γ Σ Υ Ε , ό.π.

Υπάρχουν δύο δυνατότητες ανάγνωσης αυτού του πίνακα. Η πρώτη, η κάθετη, μας δείχνει τη συνολική εικόνα της γυναικείας απασχόλησης. Οι πε-ρισσότερες γυναίκες (43 ,30%) εργάζονται στις μικρές επιχειρήσεις 1-5 ατό-μων, ακολουθούν με ποσοστό 34,60 % εκείνες που εργάζονται στις μεσαίες επι-χειρήσεις 6-25 ατόμων και έπονται με ποσοστό 2 2 , 1 0 % αυτές που εργάζονται στις μεγάλες επιχειρήσεις άνω των 25 ατόμων. Αντίθετα, η δεύτερη ανάγνω-ση, η οριζόντια, που μας δείχνει τη γυναικεία απασχόληση ανάλογα με το εί-δος των εργασιών της επιχείρησης, αντιστρέφει τη συνολική εικόνα. Η πλειο-ψηφία των γυναικών (52 ,50%) στις επιχειρήσεις κοπής και ραφής ασπρορού-χων είναι συγκεντρωμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις, ακολουθούν οι εργαζόμε-νες στις μεσαίες με ποσοστό 2 5 , 5 0 % και έπονται αυτές που εργάζονται στις μικρές επιχειρήσεις με ποσοστό 2 2 % . Είναι φανερό ότι η παραγωγή ασπρο-ρούχων μπορεί να μαζικοποιηθεί και να εκμηχανισθεί, επειδή οι βασικές εργα-σίες για την κατασκευή τους (κοπή-ραφή) είναι πολύ πιο απλές από τις απαι-τούμενες για τα υπόλοιπα είδη ενδυμάτων. Στο σημείο αυτό τίθεται ένα ερώ-τημα: έχοντας ως δεδομένο ότι οι αριθμοί της απογραφής είναι υποτιμημένοι, μήπως η εικόνα της γυναικείας απασχόλησης, που παρουσιάζει την πλειοψη-φία των γυναικών να εργάζεται στις μεγάλες επιχειρήσεις, για τα ασπρόρουχα

Page 132: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

είναι πλασματική ; Δεν είναι πολύ λογικό να ξεφεύγουν οι μοδίστρες που πάνε στα σπίτια για να φτιάξουν τα προικιά της νεαρής κόρης ή που δουλεύουν στα μικρά εργαστήρια στις γειτονιές της Αθήνας; Όμως, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαφεύγουν εργάτριες την καταγραφή στην επαγγελματική κατηγο-ρία των εργαστηρίων ασπρορούχων, διαφεύγουν και την καταγραφή στα ρα-φεία. Γ ι ' αυτό πιστεύω ότι οι αναλογίες στην κατανομή των εργαζομένων γυ-ναικών σύμφωνα με το μέγεθος της επιχείρησης δεν ανατρέπονται.

Μια αναλυτικότερη εικόνα των γυναικών που εργάζονται στον κλάδο του ενδύματος μας δίνει το 1921 η Επιθεώρηση Εργασίας με τις επιχειρήσεις-εργαστήρια που επιθεωρήθηκαν στην Αθήνα. Με βάση τα ποσοτικά δεδομένα της Επιθεώρησης Εργασίας συνέταξα τον ακόλουθο πίνακα, ο οποίος συμπε-ριλαμβάνει την κατανομή των εργαζομένων γυναικών κατά κατηγορίες επιχει-ρήσεων και κατά ηλικίες χωριστά.

ΠΙΝΑΚΑΣ 20

Κατανομή των εργαζομένων γυναικών στις επιχειρήσεις ενδύματος κατά ηλικία και κατά κατηγορία επιχείρησης, 1921

Ηλικία Εργαστήρια μοδιστρικής

Εργαστήρια ασπρορούχων

Εργαστήρια ανδρικών

ασπρορούχων

Ραφεία ανδρικών

ενδυμάτων

Εργαστήρια παιδικών

ενδυμάτων Σύνολο

εργατριών

12 15 — 5 21 3 44 12-14 104 6 6 35 6 157 14-18 485 14 50 129 48 726 18-20 92 8 42 49 6 197 20-30 63 4 10 38 5 120 30 & άνω 4 — 2 6 1 13 Σ ύ ν ο λ ο 763 32 115 278 69 1.257

Πηγή". ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 64.

Ο Πίνακας 20 μας επιτρέπει τις ακόλουθες προσεγγίσεις: Πρώτον, έχουμε μια αναλυτικότερη εικόνα, σε σχέση με αυτήν της απογραφής του 1920, για την κατανομή των εργαζομένων γυναικών στα είδη των επιχειρήσεων του εν-δύματος. Έ τ σ ι , σε σύνολο 1.257 εργατριών τα ποσοστά κατανομής τους ανά είδος επιχείρησης είναι τα εξής: το 6 0 , 7 0 % απασχολείται στα εργαστήρια μο-διστρικής, το 2 2 , 1 0 % στα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων, το 9 , 1 0 % στα εργα-στήρια ανδρικών ασπρορούχων, το 5 , 5 0 % στα εργαστήρια παιδικών ενδυμά-των και το 2 , 6 0 % στα εργαστήρια ασπρορούχων. Το δείγμα θεωρούμε ότι είναι αντιπροσωπευτικό, γιατί σημειώνεται μικρή απόκλιση ανάμεσα στα πο-σοστά που δίδει και σ αυτά που σημειώνονται στην απογραφή. Οι περισσό-τερες εργάτριες βρίσκονται συγκεντρωμένες στα εργαστήρια μοδιστρικής" ακο-

Page 133: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ακολουθούν αυτές που απασχολούνται στα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων. Το μικρό-τερο ποσοστό εργατριών φαίνεται ότι απασχολείται στα εργαστήρια ασπρορού-χων. Δεύτερον, έχουμε μια αναλυτικότερη κατανομή σε ομάδες ηλικιών των εργατριών σε σχέση με αυτήν της απογραφής του 1920. Σ ε σύνολο 1.257 ερ-γατριών που δουλεύουν στις επιχειρήσεις του ενδύματος, το 3,5 % είναι ηλικίας 12 ετών, το 1 2 , 5 % είναι 12-14 ετών, το 5 7 , 8 % είναι 14-18 ετών, το 1 5 , 7 % είναι 18-20 ετών, το 9,5 % είναι 20-30 ετών και το 1 % είναι από 30 ετών και πάνω. Κ ι εδώ ο κανόνας επαληθεύεται. Όπως και στις επιχειρήσεις χαρτιού και πιλοποιίας, η πλειοψηφία των εργατριών είναι από 14 έως 18 ετών. Ο χρόνος εργασιακής ζωής τους είναι περιορισμένος, γιατί μετά την ηλικία των 18 ετών οι εργάτριες φαίνεται ότι εγκαταλείπουν το εργαστήριο. Πολύ σπάνια συναντάμε στο εργαστήριο εργάτριες που είναι πάνω από 30 ετών. Από την κατά κλάδο κατανομή των ηλικιών, τα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό (7 ,50%) εργατριών ηλικίας 12 ετών και, παράλληλα, το υψηλότερο ποσοστό (2 ,20%) εργατριών ηλικίας 30 ετών και πάνω. Είναι φα-νερό ότι στα ραφεία των ανδρικών ενδυμάτων οι εργάτριες χρησιμοποιούνται μόνο σε βοηθητικές εργασίες ή στο ράψιμο των παντελονιών αυτές που μπαί-νουν στο επάγγελμα δεν ενδιαφέρονται να μαθητεύσουν για να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί, αφού το επάγγελμα του ράφτη ανδρικών ενδυμάτων βρίσκεται πάντα σε ανδρικά χέρια. Αυτό που τις ενδιαφέρει είναι να μάθουν τα απολύτως απαραίτητα για να είναι επαρκείς στην εργασία τους και για να εξασφαλίσουν το βιοπορισμό τους. Οι κοπέλες που εργάζονται στα ραφεία είναι πιο φτωχές από αυτές στα μοδιστράδικα, γ ι ' αυτό και η ένταξή τους στην εργασία αρχίζει πιο νωρίς και τελειώνει πιο αργά.

Στο χώρο του εργαστηρίου

Αντίθετα με το εργοστάσιο, όπου οι εργάτες δουλεύουν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, το εργαστήριο είναι ένας ανοικτός χώρος.155 Το εργοστάσιο περιβάλλεται από μαντρότοιχο και η πόρτα του ανοίγει μόνο τις καθορισμένες ώρες: όταν μπαίνουν οι εργαζόμενοι για να πιάσουν δουλειά, όταν έχουν διά-λειμμα και όταν σχολάνε. Το εργαστήριο βγαίνει κατευθείαν στο δρόμο. Από τα παράθυρα οι εργάτριες βλέπουν τους περαστικούς και οι περαστικοί με τη σειρά τους χαζεύουν τις εργάτριες. Οι πελάτισσες μπαίνουν στο εργαστήριο, δοκιμάζουν ή διαλέγουν ρούχα, ανταλλάσσουν κουβέντες με τις εργάτριες καί φεύγουν. Οι εργάτριες, κυρίως οι νεαρές μαθητευόμενες, όλη μέρα ανεβοκατε-βαίνουν την οδό Ερμού και τις παρόδους της για να αγοράσουν τα είδη ραπτικής

155. Βλ. Arlette Farge , La vie fragile. Violence, pouvoirs et solidarités à Paris au XVIIIe siècle, Παρίσι 1986, σ. 127-132.

Page 134: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κής (βελόνες, καρφίτσες, φόδρες κ.ά.). Είναι πολύ χαρακτηριστικό το θέαμα αυτών των κοριτσιών με τις ποδιές-στολή του εργαστηρίου, με το απαραίτητο ψαλιδάκι κρεμασμένο με κόκκινη κορδέλα από το λαιμό, και με τα στήθη τους κατάστικτα από ένα πλήθος κεφαλάκια καρφιτσών.166 Αλλες , πάλι, μπαινο-βγαίνουν ή ακόμη και φεύγουν νωρίτερα από το σχόλασμα για να παραδώσουν στα σπίτια των κυριών τα ρούχα που ετοιμάστηκαν. Αυτές είναι οι ευνοούμε-νες της μοδίστρας, αφού καταφέρνουν και αυξάνουν το εισόδημά τους με τα φιλοδωρήματα από τις κυρίες που παραλαμβάνουν τα φορέματα. Είναι φανερό ότι το εργαστήριο είναι ένας ανοικτός χώρος, στον οποίο οι εργάτριες δεν υπό-κεινται στους κανόνες πειθαρχίας του εργοστασιακού χώρου. Κι επειδή ακρι-βώς πρόκειται για ανοικτό χώρο, όπου οι νεαρές επίδοξες μοδίστρες έρχονται σε επαφή όχι μόνο με τις πελάτισσες, αλλά κυρίως με τον κόσμο της αγοράς, όπως είναι ο έμπορος των ειδών ραπτικής ή ο ψιλικατζής της γειτονιάς, έχουν πάρα πολύ καλή πρόσβαση σε πληροφόρηση για όλα τα θέματα γύρω από το επάγγελμά τους. Με λίγα λόγια, γνωρίζουν ποια μοδίστρα-εργοδότρια πληρώ-νει τα περισσότερα, ποια έχει την πιο απαιτητική και με τα πιο πολυτελή γούστα πελατεία, όπου επικρατούν οι καλύτερες συνθήκες εργασίας, ακόμη και ποια από τις μοδίστρες-εργοδότριες μαθαίνει στις νεαρές μαθητευόμενες τα μυ-στικά, την τέχνη του επαγγέλματος. Αυτός ο συλλογισμός, όμως, προκαλεί ερωτήματα: στο εργαστήριο επικρατεί πράγματι η εικόνα που έχουμε στο μυα-λό μας, δηλαδή το «espr i t m a i s o n » ' με όλη αυτή την πληροφόρηση πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει κινητικότητα, πώς είναι δυνατόν οι κοπέλες να μην μετακινούνται από τον ένα οίκο ραπτικής στον άλλον όπου επικρατούν καλύ-τερες συνθήκες εργασίας και ο μισθός είναι μεγαλύτερος; Και εφόσον πραγμα-τικά συμβαίνει αυτό, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι, συγ-κεκριμένα καθήκοντα για την κάθε νεαρή εργαζόμενη; Στο εργαστήριο μοδι-στρικής δεν επικρατούν οι ίδιοι κανόνες εργασιακής πειθαρχίας με αυτούς του εργοστασίου. Όπως διαπιστώσαμε, με το σύστημα των κρατήσεων (10%) επί του μισθού που συνήθως ισχύει στο εργοστάσιο, οι εργάτριες είναι δύσκολο να φύγουν όποτε θέλουν, γιατί χάνουν τα χρήματά τους. Επίσης, στο εργοστάσιο υπάρχουν επίσημες καταστάσεις μισθοδοσίας, από τις οποίες φαίνεται και η κίνηση του προσωπικού, που είναι πολυάριθμο. Στο εργαστήριο μοδιστρικής, λόγω του μεγέθους του, η εργοδότρια δεν έχει ανάγκη να κρατά μισθολογικές καταστάσεις για να πληρώνει τις εργάτριες και προφανώς δεν κάνει ούτε κρα-τήσεις. Ο λ α βασίζονται στη «διά στόματος» συμφωνία. Με βάση αυτά τα δε-δομένα, οι εργάτριες μοδιστρικής είναι δυνατόν να μετακινούνται ευκολότερα από το ένα εργαστήριο στο άλλο απ' ό,τι οι εργάτριες του εργοστασίου που δεν

156. Ανώνυμος, «Η εργαζόμενη γυναίκα. Εκστρατεία του Αστέρος εις τον εργαζό-μενον γυναικείον κόσμον», Αστήρ, αρ. 1084, 9-9-1912.

Page 135: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

διαθέτουν ούτε τη στοιχειώδη πληροφόρηση για το πού επικρατούν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Και ακόμη κι αν περάσουν το διάστημα της μαθητείας τους στο ίδιο εργαστήριο, μόλις μάθουν τα βασικά της τέχνης βιάζονται να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους και λίγους βοηθούς για να δημιουργήσουν το δικό τους εργαστήριο ή για να εργασθούν μόνες τους.157

Τα καθήκοντα των εργατριών στο εργαστήριο δεν είναι συγκεκριμένα. Ανάλογα με το είδος του ενδύματος, με τις απαιτήσεις της πελάτισσας και με τον φόρτο εργασίας οι εργάτριες εναλλάσσονται στους ρόλους και τα καθήκοντά τους. Κατά κανόνα οι εργάτριες περνούν το πρώτο διάστημα της μαθητείας τους, που διαρκεί από 4 έως 6 χρόνια, στις οδούς για να αγοράσουν είδη ρα-πτικής ή κάνουν θελήματα για λογαριασμό της εργοδότριάς τους.158 Ένα από τα καθήκοντά τους είναι και ο καθαρισμός του εργαστηρίου. Στα μεγάλα εργα-στήρια επικρατεί αναγκαστικά ο καταμερισμός εργασίας, οι κοπέλες αποκτούν εξειδίκευση σε μια συγκεκριμένη εργασία, πράγμα που καθιστά ατελή την τε-χνική τους κατάρτιση. Λόγω της έλλειψης συστηματικής εκπαίδευσης οι πε-ρισσότερες μοδίστρες είναι λίγο-πολύ αυτοδίδακτες και δεν γνωρίζουν τα στοι-χειωδέστερα της τέχνης τους, η οποία εκτός από την τεχνική δεξιότητα και κατάρτιση απαιτεί και γνώσεις αισθητικής. Η σύζευξη των χρωμάτων, η αρ-μονία στην ποιότητα του υφάσματος, η διακόσμηση του φορέματος, οι πιέτες που προσδίδουν χάρη στο ρούχο είναι θέματα εντελώς άγνωστα για τις περισ-σότερες μοδίστρες,159 που στερούνται κοινωνικής μόρφωσης, που, επιπλέον, δεν έχουν διδαχτεί ποτέ ούτε στο εργαστήριο τους βασικούς κανόνες αισθητικής και είναι δύσκολο λόγω της κοινωνικής τους προέλευσης να ενταχθούν στους κοσμοπολίτικους κύκλους της Αθήνας, εκεί όπου λανσάρεται η μόδα. Γ ι ' αυτό οι παρισινές μοδίστρες ή όσες ισχυρίζονταν ότι είχαν μαθητεύσει σε παρισινούς οίκους μοδιστρικής ήταν ευπρόσδεκτες από τις πλούσιες αστές. Συχνά παρα-τηρούμε από τις διαφημίσεις ότι οι μοδίστρες χρησιμοποιούσαν ως ψευδώνυμο γαλλικό όνομα ή άλλαζαν με τρόπο που να φαίνεται γαλλικό το όνομά τους προκειμένου να προσελκύουν πελατεία.

Όσον αφορά τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας που επικρατούν στο εργαστήριο, τα πράγματα διαφέρουν ανάλογα με τη φύση των επαγγελμάτων. Τα εργαστήρια γυναικείων ενδυμάτων και ασπρορούχων που διευθύνονται από γυναίκες και η πελατεία τους είναι γυναικεία πληρούν τις απαραίτητες συνθή-κες καθαριότητας. Επιπλέον, ας λάβουμε υπόψη ότι οι εργοδότριες που δια-

157. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 80.

158. Στο ίδιο, σ. 76. 159. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι παρισιναί εργάτιδες και αι ιδικαί μας, Β'» , Εφημερίς

των Κυριών, αρ. 129, 27-8-1889.

Page 136: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

διαμένουν συνήθως εντός των εργαστηρίων ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν το εσω-τερικό τους ευπρόσωπο. Αντίθετα, τα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων είναι κατά κανόνα ακάθαρτα, με πατώματα επιχρισμένα από παχύ στρώμα λάσπης, με τοίχους μαυρισμένους από τα κάρβουνα που χρησιμοποιούν για να πυρώνει το σίδερο των ρούχων. Ιδιαίτερα το χειμώνα στα ραφεία, όπου αναγκάζονται να κλείνουν τα παράθυρα για να ζεσταίνονται, η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή και ανθυγιεινή.160

Η διάταξη του νόμου 4029 /1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων», η οποία προβλέπει εξάωρη εργασία για τις μαθητευόμενες ηλικίας 12-14 ετών, δεν τηρείται στα εργαστήρια, ούτε όμως και η ενδιάμεση ανάπαυση. Τις επο-χές που υπάρχει φόρτος εργασίας οι εργάτριες απασχολούνται και πέραν του θεσμοθετημένου δεκαώρου και κατά κανόνα χωρίς να πληρώνονται για την υπε-ρωριακή τους εργασία. Η οκτάωρη εργασία που ορίζει ο νόμος για το Σάβ-βατο καταπατείται γιατί , σύμφωνα με τις καθιερωμένες συνήθειες, τα φορέ-ματα παραδίδονται στην πελατεία αυτή την ημέρα.1 6 1

Όσον αφορά την αμοιβή των εργατριών της βελόνας, τα ποσοτικά στοι-χεία που διαθέτουμε είναι ελάχιστα, γεγονός που οφείλεται τόσο στην έλλειψη τεκμηρίων (δεν διαθέτουμε αρχεία επιχειρήσεων του ενδύματος), όσο και στην ανυπαρξία κρατικών στατιστικών και δημοσιογραφικών ερευνών για τις αμοι-βές των απασχολουμένων στον κλάδο του ενδύματος. Οπωσδήποτε η οικονο-μική κατάσταση των νεαρών κοριτσιών, που έχουν την πολυτέλεια να μαθη-τεύουν χωρίς τις περισσότερες φορές να πληρώνονται, είναι πολύ καλύτερη από των εργατριών των εργοστασίων, οι οποίες πιάνουν δουλειά για να ξεπεράσουν το όριο της ανέχειας.

Με βάση τις εκθέσεις της Επιθεώρησης Εργασίας συνέταξα τον ακόλουθο πίνακα, ο οποίος μας δίνει την εικόνα της μισθολογικής κλίμακας που επικρα-τεί το 1921 για τις εργάτριες της βελόνας στα εργαστήρια που επιθεωρήθηκαν στην Αθήνα.

Για να συγκρίνουμε καλύτερα τα ποσοτικά δεδομένα που δίνει ο Πίνακας 21, κατέγραψα δίπλα σε κάθε αριθμό το ποσοστό επί του συνόλου των εργα-τριών που αντιστοιχεί σε κάθε επαγγελματική κατηγορία ξεχωριστά. Η τελευ-ταία στήλη, εκτός από τον συνολικό αριθμό των εργατριών που δίνει για κάθε μισθολογική κλίμακα, περιέχει και το ποσοστό ( % ) της αναλογίας του επί του συνολικού αριθμού των εργατριών.

Επιχειρώντας να δώσω στον αναγνώστη μια σαφή εικόνα του τρόπου αμοιβής, χώρισα την πρώτη στήλη σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περι-

160. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 62 και 66.

161. Στο ίδιο, σ. 67.

Page 137: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 21

Ημερομίσθια των εργατριών στις επιχειρήσεις τον ενδύματος στην Αθήνα, 1921

Εργαστήρια Ημερομίσθια σε δραχμές γυναικείων

ενδυμάτων ασπρο-ρούχων

ασπρο-ρούχων

παιδικών ενδυμάτων

ανδρικών ενδυμάτων

Σύνολο

Δεν πληρώνονται 95 12,5 5 7,2 — 100 8,1

2 203 26,6 2 6,2 6 7,1 9 13,2 23 8,3 243 19,8 2-4 195 25,6 7 21,9 22 25,9 18 26,1 57 20,5 299 24,4 4-6 148 19,4 11 34,4 34 40 15 21,7 68 24,5 276 22,5 6-8 56 7,3 5 15,6 11 13 11 15,9 55 19,8 138 11,2 8-10 27 3,4 5 15,6 7 8,2 6 8,7 35 12,6 80 6,5 10-12 10 1,3 2 6,25 3 3,5 2 2,9 20 7,2 37 3 12-15 6 0,8 2 2,9 18 6,5 26 2,1 15-20 2 0,3 2 2,3 2 0,6 6 0,5 20-25 2 0,3 2 0,2

Με μηνιαίο μισθό 300 5 0,7 5 0,4 300-400 8 1 1 1,4 9 0,7 400-500 2 0,3 2 0,2 700 1 0,1 1 0,1 800 2 0,3 2 0,2

1.000 1 0,1 1 0,1 Σ ύ ν ο λ ο 763 100 32 100 85 100 69 100 278 100 1.227 100

Πηγή: ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, ό.π., σ. 64-65

περιλαμβάνει τα πρόσωπα που αμείβονται με ημερομίσθιο, το δεύτερο τμήμα πε-ριλαμβάνει τα πρόσωπα που αμείβονται με μηνιαίο μισθό. Στα πολύ μεγάλα και πολυτελή εργαστήρια μοδιστρικής υπάρχει η άριστη μοδίστρα, που φημί-ζεται για την τέχνη της στη βελόνα και στο ψαλίδι, το γούστο της οποίας συμβουλεύονται οι πελάτισσες· αυτή συνήθως αμείβεται με μηνιαίο μισθό. Ό -πως φαίνεται και από τον πίνακα, οι μοδίστρες που αμείβονται με το μήνα είναι λιγοστές, το ποσοστό τους μόλις φθάνει το 2,5 %.

Η οριζόντια ανάγνωση του πίνακα μας πληροφορεί ότι το 66,7 % επί του συνόλου των εργατριών λαμβάνει ημερομίσθιο από 2 έως 6 δραχμές. Συγκε-κριμένα, το 2 4 , 4 0 % λαμβάνει ημερομίσθιο από 2 έως 4 δραχμές. Το ημερο-μίσθιο των εργατριών στον κλάδο του ενδύματος κυμαίνεται περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτό των εργατριών της πιλοποιίας.

Η κάθετη ανάγνωση του πίνακα μας δίνει αναλυτικά στοιχεία για κάθε επαγγελματική κατηγορία ξεχωριστά. Το 12,5 % των εργατριών στα εργαστή-ρια γυναικείων ενδυμάτων δεν πληρώνεται. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μα-

Page 138: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μαθητευόμενες εργάτριες. Οι εργάτριες γυναικείων και ανδρικών ασπρορούχων αμείβονται καλύτερα από τις μοδίστρες και τις ράπτριες ανδρικών ενδυμάτων. Στα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων οι εργάτριες πληρώνονται καλύτερα, το 24,5 % λαμβάνει ημερομίσθιο 4-6 δρχ., ενώ στα εργαστήρια γυναικείων ενδυμάτων το ημερομίσθιο αυτό αντιστοιχεί στο 19,4% των εργατριών.

Εφόσον το επίπεδο ζωής των εργατριών της βελόνας είναι καλύτερο από αυτό των συναδέλφων τους στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, προφανώς και οι χρηματικές τους απολαβές δεν αξιοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο. Όπως διαπιστώσαμε, οι εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας αγωνίζονται για το καθημε-ρινό φαΐ όχι μόνο το δικό τους, αλλά ολόκληρης της οικογένειάς τους, δεν εί-ναι σίγουρο αν οι ίδιες παίρνουν το μισθό στα χέρια τους και δεν αποφασίζουν πάντα οι ίδιες πού θα αναλωθούν οι απολαβές τους. Αντίθετα, οι εργάτριες της βελόνας και ιδίως αυτές που δουλεύουν στα εργαστήρια μοδιστρικής γυ-ναικείων φορεμάτων είναι ανεξάρτητες. Δύσκολα τα άρρενα μέλη της οικογέ-νειάς τους θα διαβούν τα άδυτα του εργαστηρίου για να ζητήσουν τις απολαβές της αδερφής τους ή της συζύγου τους. Επιπλέον, είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσα ακριβώς χρήματα θα φέρει η εργάτρια της βελόνας στο σπίτι της. Όταν υπάρχει πολλή δουλειά πληρώνεται καλύτερα και όταν εκτελεί παραδό-σεις παίρνει φιλοδώρημα. Σίγουρα έχει κάποιο χαρτζιλίκι στην τσέπη της, με το οποίο εξασφαλίζει μικροπολυτέλειες, όπως μια κορδέλα, μια πούδρα για το πρόσωπο ή περισσεύει κάποιο κομμάτι ύφασμα με το οποίο μπορεί να κατα-σκευάσει το δικό της φόρεμα. Ασφαλώς οι εργάτριες της βελόνας δεν περνούν απαρατήρητες στο δρόμο. Όσον αφορά τα χρήματα που μαζεύουν για την προί-κα τους, η τεχνογνωσία που διαθέτουν και η ραπτομηχανή που αγοράζουν με τα πρώτα χρήματα που κερδίζουν αποτελούν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα για τους υποψήφιους γαμπρούς.

Η μοδίστρα στα μάτια των «άλλων»

Το ιδιαίτερο εργασιακό καθεστώς των νεαρών κοριτσιών που απασχολούνται στα επαγγέλματα της βελόνας παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού τους προφίλ. Αν οι εργάτριες των εργοστασίων δουλεύουν σ' ένα περιβάλλον «κεκλεισμένων των θυρών», μακριά από τις αστικές συνοικίες, οι εργάτριες της βελόνας είναι ορατές, η παρουσία τους συμπληρώνει το ανθρώ-πινο τοπίο του κέντρου της πόλης.

Στ ις περιγραφές των εμπορικών δρόμων της Αθήνας από τις εφημερίδες και τα περιοδικά οι δημοσιογράφοι δεν παύουν να εστιάζουν το φακό τους στα λυγερόκορμα κορίτσια που περιδιαβαίνουν τους δρόμους και ανταλλάσσουν κου-βέντες και πειράγματα με τους έμπορους και τους βοηθούς τους. Η έλλειψη εργασιακής πειθαρχίας, το καθημερινό πήγαιν' έλα στο δρόμο των κοριτσιών

Page 139: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αυτών όχι μόνο ξαφνιάζει, όχι μόνο ξενίζει τους «άλλους», αλλά αναστατώνει και τους κανόνες περί ηθικής της καθεστηκυίας τάξης. Και ποιοι, λοιπόν, είναι οι «άλλοι» ; Εκτός από τους αρθρογράφους των εφημερίδων και των περιοδι-κών, είναι οι γυναίκες των αστικών στρωμάτων οι οποίες έχουν ταυτίσει την έννοια της εργασίας με την πειθαρχία και όχι με την ελευθεριότητα που διέπει τους κανόνες του επαγγέλματος της βελόνας. Το περιοδικό Εφημερίς των Κυ-ριών δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα: «Τα ολίγα των ραπτριών μας καταστή-ματα συναθροίζουσιν ως εν αγέλη πτωχά τινα και άπορα κοράσια, άτινα επί τρία και τέσσαρα έτη περιφέρονται ανά τας οδούς Ερμού και Αιόλου προς αγοράν κλωστών και βελονών, ή μεταφέρουσι τα διά τας κυρίας προωρισμένα φορέματα. Εννοείται ότι ο πλανώδιος αυτός βίος κατ' ουδέν συμβάλλει εις την ηθικήν της κόρης μόρφωσιν. Τουναντίον διανοίγει αυταίς οδόν, πολύ απέχου-σαν της ευθείας».162

Οι μοδίστρες εστερνίζονται μέσα από το επάγγελμά τους νέες συνήθειες, όπως είναι η «ελεύθερη διακίνηση τους» στο δρόμο, αισθητικά πρότυπα τα οποία είναι ασύμβατα με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Σιγά-σιγά υιοθετούν την περιποίηση και την κίνηση του σώματος μέσα από τον συγχρωτισμό τους με τις πελάτισσές τους, καθώς και τους τρόπους καλής συμπεριφοράς που επι-βάλλεται να ακολουθούν. Οι κοπέλες της βελόνας, ακόμη και εκτός του χρόνου και του χώρου εργασίας τους, εύκολα μπορούν να διαφύγουν το άγρυπνο μάτι της οικογένειάς τους. Το ωράριο τους είναι ελαστικό" άρα δημιουργεί προϋπο-θέσεις ελευθερίας χρόνου και κινήσεων. Σίγουρα δεν επικαλούνται μύριες όσες δικαιολογίες για να λείψουν από την οικογενειακή εστία. Αν αναλογισθούμε τα φιλοδωρήματα ή τυχόν επιπλέον χρήματα λόγω φόρτου εργασίας θα μπορού-σαμε να πούμε ότι και ο μισθός τους είναι ελαστικός —η νεαρή μοδίστρα έχει τη δυνατότητα να αποδώσει ακριβή ή ανακριβή λογαριασμό στην οικογένειά της— πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να διαθέσει, αν όχι ολόκληρο, σίγουρα ένα τμήμα της αμοιβής της σε πράγματα που αυτή η ίδια επιθυμεί να αποκτή-σει. Η ελευθερία που έχει η νεαρή μοδίστρα να αγοράζει εκτός από τα απο-λύτως απαραίτητα αγαθά και είδη πολυτελείας, όπως αρώματα, στολίδια για την κοτσίδα της, υλικά για μακιγιάζ, αναστατώνει τους «άλλους». Θεωρείται σπατάλη καθετί που δεν ταιριάζει με τα πρότυπα της εργατικής οικογένειας, καθετί που εξατμίζεται όπως το άρωμα, καθετί που ξοδεύεται για τη βελτίωση της εμφάνισης. Οι μοδίστρες διαφέρουν και στην εκφορά του λόγου τους, χρη-σιμοποιούν «ξενόφερτες λέξεις», κυρίως γαλλικές εκφράσεις. Λέξεις όπως ο κορσές, το σουτιέν, η ρομπ ντε σαμπρ, το σάλι, η εσάρπα, το πατρόν, παρά τις επίμονες προσπάθειες δεν κατάφεραν να επιβληθούν ως εξελληνισμένες. Πραγματικά, οι εργάτριες της βελόνας διαμορφώνουν ένα νέο πολιτισμικό τύπο

162. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι παρισιναί εργάτιδες..., Β'», ό.π.

Page 140: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γυναίκας, που δεν εντάσσεται με κανένα τρόπο στους κοινωνικούς συμβιβασμούς που διαπράττει η γυναίκα της αστικής τάξης, ούτε όμως στους κοινωνικούς και οικονομικούς καταναγκασμούς που βιώνει η γυναίκα των εργατικών στρω-μάτων.

Οι μοδίστρες βρίσκονται κοντά στις αστές, αγγίζουν το σώμα τους όπως οι υπηρέτριες· με μια διαφορά όμως: οι μοδίστρες ασκούν εξουσία στο σώμα των αστών πελατισσών τους. Πρώτα-πρώτα διατηρούν το δικαίωμα να επιλέ-γουν την πελατεία τους, δεύτερον, δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης με αυτή. Ποια πελάτισσα δεν ακούει τη μοδίστρα της, δεν κρέμεται από τα χείλη της προκειμένου να βελτιώσει την εμφανισιακή της εικόνα; Αν σκεφτούμε ότι το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα της εμφάνισης μιας γυναίκας εξασφαλίζει καλό γάμο, είσοδο σε ανώτερα κοινωνικά κλιμάκια και εν γένει την αποδοχή της από τον κοινωνικό περίγυρο, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε την «πολιτισμι-κή αξία» μιας μοδίστρας. Όμως, αυτή η εξουσία που ασκεί η μοδίστρα στο σώμα της πελάτισσάς της τρομάζει γιατί δεν λειτουργεί αμφίδρομα. Η πελά-τισσα δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θέσει υπό τον έλεγχο της το σώμα της μοδίστρας. Οι μοδίστρες από τη μια και οι αστές φεμινίστριες από την άλλη, δημιουργούν ένα δίπολο γύρω από την έννοια της απελευθέρωσης του γυναι-κείου φύλου. Το σώμα της μοδίστρας γίνεται σύμβολο μιας σωματικής-αισθη-σιακής απελευθέρωσης, που ερεθίζει τη φαντασία των «άλλων». Οι μοδίστρες συχνά απασχολούν και το αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων. Νέοι εργάτες απάγουν δεκατετράχρονες και δεκαεξάχρονες μοδίστρες προκειμένου να τις παντρευτούν. Οι γονείς ζητούν από την αστυνομία να βοηθήσει στην ανακά-λυψη του «ερωτικού κρησφύγετου» του ζεύγους.163 Οι εφημερίδες αναπτύσσουν μια μυθολογία γύρω από το σώμα της μοδίστρας: τις αποκαλούν «μοδιστρού-λες», τους προσδίδουν μικρή ηλικία, τις ονοματίζουν με το μικρό τους όνομα και επικεντρώνουν το λάγνο φακό τους σε γεγονότα όπως οι ερωτικές απαγω-γές, οι βιασμοί, οι αυτοκτονίες λόγω ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, τα σαλόνια διασκεδάσεων. Αντίθετα, ο λόγος των αστών φεμινιστριών, έτσι όπως εκφέ-ρεται, γίνεται το σύμβολο μιας διανοητικής απελευθέρωσης που προσπαθεί να καταστείλει καθετί που ερεθίζει την αισθησιακότητα και τη φαντασία των «άλλων».

9. Η Ρ Α Π Τ Ο Μ Η Χ Α Ν Η

Σχολιάζοντας τις μηχανές που γεννήθηκαν τον 19ο αιώνα και επηρέασαν το φάσμα της γυναικείας εργασίας, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε ποια από όλες και σε ποιο βαθμό επέφερε τις περισσότερες αλλαγές. Καμία όμως από

163. Βλ. Σφαίρα, αρ. 9303, 17-1-1913.

Page 141: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αυτές δεν είχε τόσο μεγάλη διάρκεια και δεν εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα όσο η ραπτομηχανή.

Η ραπτομηχανή που εφευρέθηκε το 1844 στην Αμερική από τον El ias Howe συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα: είχε μικρό μέγεθος, ήταν απλή στη χρήση και μείωνε τη χρονική διάρκεια της εκτέλεσης της εργασίας. Η ραπτο-μηχανή προορίζεται για τις γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Η αστή οικοδέσποινα που ασχολείται με την αγωγή των παιδιών και τα οικονομικά του σπιτιού της μπορεί να εκτελεί με τη ραπτομηχανή τις απαραίτητες ρα-πτικές εργασίες, χωρίς να δαπανά πολύ χρόνο και χρήμα. Για τις γυναίκες των εργατικών στρωμάτων που δεν ακολουθούν την οδό του εργοστασίου η ραπτομηχανή αποτελεί το κυριότερο εργαλείο μέσω του οποίου εξασφαλίζεται ο βιοπορισμός τους. Οι παντρεμένες γυναίκες με παιδιά, οι χήρες, αλλά και άλλες γυναίκες που ζουν σε μακρινούς συνοικισμούς και δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στο εργοστάσιο, προσπαθούν να αγοράσουν μια ραπτομηχανή για να κερδίσουν χρήματα. Θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς πόσο χρήσιμη ήταν η ραπτομηχανή για όλες αυτές τις εργάτριες που περνούσαν ώρες ατέλειωτες με την «χειροκίνητη βελόνα».

Η είσοδος της ραπτομηχανής στην ελληνική αγορά εντοπίζεται γύρω στο 1857. Όμως στην αρχή προσέκρουσε σε σοβαρά εμπόδια διότι δεν υπήρχε κα-νείς να διδάξει τη χρήση της. Επιπλέον, η ελληνική αγορά δεν διέθετε ούτε το απαραίτητο τεχνικό προσωπικό για τις επιδιορθώσεις, ούτε είχε φροντίσει για την προμήθεια ανταλλακτικών. Οι προμηθευτές της ελληνικής αγοράς επιλύουν τα προβλήματα στη διάδοση της ραπτομηχανής ως εξής: αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διδασκαλία της χρήσης και την επισκευή της σε περίπτωση βλάβης. Από την εφημερίδα Ποσειδών πληροφορούμαστε ότι ο ιδιοκτήτης καταστήματος ρα-πτομηχανών Δημήτριος Κωνσταντίνου πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει την τεχνολογία της και να ενημερωθεί για τη χρήση της.1 6 4 Η ζήτηση ραπτο-μηχανών προκάλεσε έντονο ανταγωνισμό ανάμεσα στα καταστήματα που τις πουλούσαν. Ξεφυλλίζοντας τον ημερήσιο τύπο παρατηρούμε πληθώρα διαφημί-σεων. Έ τ σ ι , σχηματίζουμε μια εικόνα για τους όρους της αγοράς τους.

Ας δούμε, λοιπόν, από κοντά το σύστημα διάδοσής τους. Οι μηχανές πω-λούνται τοις μετρητοίς αλλά και με δόσεις, ώστε να διευκολύνεται η πελατεία. Τα μαγαζιά που πουλούν τοις μετρητοίς διαφημίζουν τις χαμηλές τιμές τους.1 6 5

Αυτά που πουλούν με δόσεις δίνουν την ευκαιρία στις γυναίκες των φτωχών στρωμάτων να αποκτήσουν μια ραπτομηχανή πληρώνοντας δόσεις 3 δραχμών την εβδομάδα.166 Όλες ανεξαιρέτως οι διαφημίσεις προβάλλουν την στερεότητα

164. Ανώνυμος, «Η ραπτομηχανή», Ποσειδών, αρ. 719, 17-7-1877. 165. Διαφημιστική καταχώριση «Ραπτομηχαναί», Νέα Εφημερίς, αρ. 280, 6-10-1896. 166. Διαφημιστική καταχώριση, Σφαίρα, αρ. 7498, 3-1-1907.

Page 142: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

της κατασκευής, την τελειότητα του συστήματος λειτουργίας και την απλότητα του χειρισμού των ραπτομηχανών. Οι μηχανές πωλούνται με εγγύηση έως και 30 ετών. Τα καταστήματα ραπτομηχανών που ιδρύονται στην Αθήνα φροντί-ζουν για τη διάδοση τους μέσω ενός συστήματος πρακτόρων. Έ τ σ ι γνωρίζουμε ότι ο Πειραιάς, οι Σπέτσες, η Ύδρα, τα Ψαρά, ο Πόρος, η Αίγινα, το Κρα-νίδι, η Ερμιόνη, η Σαλαμίνα, η Ελευσίνα, τα Μέγαρα, η Κόρινθος, το Άργος, το Ναύπλιο πραγματοποιούν αγορές μέσω πράκτορα.167 Τα περισσότερα πρα-κτορεία διαφημίζουν τη δωρεάν διδασκαλία της ραπτομηχανής. Σύμφωνα με την Ιωάννα Παπαντωνίου, σκηνογράφο και ειδική στην ιστορία της ελληνικής φορεσιάς, η εξάπλωση της ραπτομηχανής στην επαρχία συντελείται γύρω στο 1900. Οι προφορικές πληροφορίες που η ίδια συγκέντρωσε επιβεβαιώνουν ότι γύρω στα 1883 στο χωριό Δίδυμα στην περιοχή της Ερμιονίδας υπήρχε μο-δίστρα η οποία διέθετε ραπτομηχανή. Από το 1900 περίπου όλες οι γυναίκες της περιοχής είχαν τη δική τους ραπτομηχανή, το αντίτιμο της οποίας εξο-φλούσαν συνήθως με δόσεις και με πληρωμή σε είδος — σιτάρι, αλεύρι ή λάδι. Ο πωλητής ερχόταν κάθε δεκαπέντε με είκοσι μέρες για να εισπράξει τις δό-σεις, ενώ ταυτοχρόνως επισκεύαζε και τις τυχόν βλάβες.168

Ας αποκρυπτογραφήσουμε, με τη βοήθεια των δεδομένων που διαθέτουμε, την πολυδιαφημιζόμενη μέσα από τις εφημερίδες προσφορά της δωρεάν εκμά-θησης. Οι έμποροι των ραπτομηχανών, εκπαιδεύοντας τις γυναίκες στη ραπτο-μηχανή, αποβλέπουν στη δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού στον τομέα της ραπτικής. Ένα ολόκληρο δίκτυο φασόν πλέκεται μέσα από το σύστημα αγο-ράς μιας ραπτομηχανής. Τα καταστήματα διαφημίζουν τις παραγγελίες που μπορούν να εκτελέσουν. Έ τ σ ι , η Κεντρική Αποθήκη Μηχανών Ραπτικής του Δημητρίου Κωνσταντίνου αναλαμβάνει την εκτέλεση «ραπτικών εργασιών, ασ-προρούχων, μάλλινων, μεταξωτών, προικών, λινοστολών, για οικογένειες, ρά-πτες και υποδηματοποιούς».169 Πραγματικά, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο οι οικογένειες, αλλά και οι ράφτες μπορούν να δώσουν για εκτέλεση τις παραγγε-λίες τους στα καταστήματα πώλησης ραπτομηχανών, αντί αυτοί οι ίδιοι να αναζητήσουν εργάτριες. Είναι φανερό από το παράδειγμα στο χωριό Δίδυμα, όπου κάθε σπιτικό είχε και τη δική του ραπτομηχανή, ότι ασφαλώς αυτή δεν χρησίμευε μόνο για τις ραπτικές εργασίες της οικογένειας, αλλά και για την εκτέλεση διάφορων παραγγελιών. Προφανώς το σύστημα φασόν επεκτείνεται και έξω από τα όρια του συγκροτήματος Αθηνών και Πειραιώς, μέσω των πρακτόρων που διαθέτουν οι καταστηματάρχες. Είναι φανερό, αν λάβει κανείς

167. Σφαίρα, αρ. 9008, 21-1-1912. 168. Βλ. Ιωάννα Παπαντωνίου, «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής πα-

ραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά 1, 1978, σ. 6 και 49. 169. Ποσειδών, αρ. 481, 4-9-1876.

Page 143: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υπόψη από τα δημοσιεύματα του τύπου τις περιοχές στις οποίες εξαπλώνεται η ραπτομηχανή, ότι αυτές συμπίπτουν με τις περιοχές που μαστίζονται από την οικονομική κρίση. Τελικά φαίνεται ότι τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του.

Παράλληλα με την τεχνική εξέλιξη της ραπτομηχανής, η οποία επιτυγ-χάνει την αντικατάσταση της χειροκίνητης βελόνας για την κεντητική, την πλε-κτική και την ραπτική των υποδημάτων, το σύστημα φασόν διεισδύει και σε αυτές τις εργασίες.

Η ευρεία διάδοση της ραπτομηχανής είχε πολλές επιπτώσεις τόσο στη γυναικεία απασχόληση, όσο και στην ανάπτυξη ορισμένων κλάδων της μετα-ποίησης. Η ραπτομηχανή βελτιώνει την παραγωγικότητα των κατ' οίκον εργα-ζομένων γυναικών, αυξάνοντας ταυτοχρόνως τις χρηματικές αποδοχές τους. Α λ -λωστε είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα αντικείμενα της προίκας.

Στον τομέα της μεταποίησης επιτυγχάνεται η μαζικοποίηση της παρα-γωγής ετοίμων ενδυμάτων και ασπρορούχων. Με την εμπορευματοποίηση του έτοιμου ρούχου σε προσιτές τιμές διευρύνεται το καταναλωτικό κοινό.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να σημειώσω μια διχοτομία που παρατηρείται στις ενδυματολογικές προτιμήσεις. Πρόκειται για το ένδυμα προϊόν μηχανοκί-νητης εργασίας που εκτελείται με την ραπτομηχανή και κυκλοφορεί μαζικά στο ίδιο σχέδιο και για το ένδυμα προϊόν της «χειροκίνητης» βελόνας. Στα-διακά τα ραμμένα και κεντημένα στο χέρι ρούχα μπαίνουν στην κατηγορία των ειδών πολυτελείας. Γ ιατί προβάλλουν τη δεξιότητα του/της δημιουργού τους, απαιτούν χρόνο, κοστίζουν περισσότερα χρήματα και καθίστανται αποκλειστικό προνόμιο των ανωτέρων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

10. Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Φ Α Σ Ο Ν

Στα χρόνια του πολέμου

Είναι γεγονός ότι δεν διαθέτουμε αριθμητικά δεδομένα για την ανάπτυξη της κατ' οίκον εργασίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι διάσπαρτες πληροφορίες από ποι-κίλες πηγές μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια ιδέα τόσο για τον μηχανισμό συγκρότησης, όσο και για τις διαδικασίες εξάπλωσης αυτής της μορφής εργα-σίας που απασχολεί κυρίως γυναίκες.

Η συγκρότηση της κατ' οίκον εργασίας συνδέεται με έναν από τους βα-σικότερους άξονες της τρικουπικής πολιτικής, την αναδιοργάνωση του στρατού. Από το 1882 έως το 1887 ο Χαρίλαος Τρικούπης παίρνει μια σειρά από μέτρα για τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου του στρατού. Συγκεκριμένα, ανα-διοργανώνει τη Σχολή Ευελπίδων και ιδρύει σχολές προπαρασκευής στελεχών

Page 144: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

του στρατού και του ναυτικού.170 Επίσης γνωρίζουμε ότι η έκρυθμη κατάστα-ση που επικρατούσε στα Βαλκάνια και ειδικότερα στην Ελλάδα είχε ως απο-τέλεσμα κατά την περίοδο 1880-1895 να αυξηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες.171

Είναι βέβαια φανερό ότι όλοι όσοι φοιτούν στις σχολές θα πρέπει να έχουν κα-θορισμένη ενδυματολογική εικόνα, δηλαδή να φορούν στολή. Η ενιαία ενδυμα-τολογική εικόνα ισχύει και για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς που επιστρατεύονταν για την αντιμετώπιση της προαναφερόμενης έκρυθμης πολε-μικής κατάστασης.

Στην ανάγκη του στρατού για ένδυση οφείλει τη διάδοση και την ανά-πτυξή της η κατ' οίκον εργασία. Ας δούμε ποιες είναι αυτές οι γυναίκες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτής της μορφής εργασίας. Καταρχάς είναι οι συγγενείς (αδελφές - σύζυγοι - χήρες) των επιστρατευμένων, στρατιωτών και αξιωματικών, οι οποίες οφείλουν να αναζητήσουν οικονομικούς πόρους για την επιβίωσή τους. Προφανώς, οι γυναίκες αυτές διαθέτουν και προσβάσεις στους μηχανισμούς διοίκησης του στρατού. Πέρα από αυτές υπάρχουν και εκείνες οι οποίες έχουν ραπτομηχανή και προτίθενται να αναλάβουν εργασία.

Από την πλευρά της παραγωγής υφασμάτων και οργάνωσης της εργασίας χρειαζόταν και η κατάλληλη υποδομή. Ήδη από το 1876 δύο μεγάλα βαμβα-κοϋφαντήρια του Πειραιά, αυτό του Τρίπου-Πανά, καθώς και των Τσάτη και Σταμόπουλου, διευρύνουν τον κύκλο των εργασιών τους παράγοντας ύφασμα για το στρατό.172 Μέχρι το 1885 η Αποθήκη Ιματισμού του στρατού έκοβε με πρωτόγονα μέσα τα ενδύματα, απασχολώντας στρατιώτες ως έκτακτο προσω-πικό. Επίσης στο εργοστάσιο των Αφών Ρετσίνα τοποθετείται μεγάλη ατμο-κίνητη κοπτική μηχανή, η οποία αποβλέπει κυρίως στην εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού.173 Εκτός από την κοπή των στρατιωτικών ρούχων η κυβέρνηση παραγγέλνει στο εργοστάσιο των Αφών Ρετσίνα ύφασμα για βαμ-βακερές στολές του στρατού, για χλαίνες, αμπέχωνα, υποδύτες, σκελέες και

170. Τον Ιούλιο του 1882 αναδιοργανώνει τη Σχολή Ευελπίδων και ιδρύει Σχολή Υπαξιωματικών, τον Απρίλιο του 1884 δημιουργεί Σχολή Προπαρασκευής Υπαξιωματικών. Επίσης ιδρύει ειδικές σχολές για το ιππικό και το πυροβολικό. Τον Μάιο του 1887 ιδρύει τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Όσον αφορά την οργάνωση του Ναυτικού, τον Μάρτιο του 1884 ιδρύει τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Επτά εμποροναυτικές σχολές που ιδρύθη-καν το 1882 στον Πειραιά, την Πάτρα, τη Σύρο, το Αργοστόλι, την Ύδρα, τις Σπέτσες και το Γαλαξίδι συμβάλλουν στη σύσταση ενός μορφωμένου σώματος που θα εντασσόταν στον ελληνικό στόλο. Βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ', Αθήνα 1978, σ. 48-50.

171. Βλ. Κωνσταντίνος Βεργόπουλος, «Η γενικότερη δημοσιονομική πολιτική», Ιστο-ρία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ', σ. 73-76, Αθήνα 1978.

172. Ανώνυμος, «Υφαντήριον Τρίπου-Πανά», Ποσειδών, αρ. 399, 7-6-1876. 173. Σφαίρα, αρ. 1460, 8-11-1885' Πρόνοια, αρ. 742, 12-11-1885· Ανώνυμος, «Εγ-

χώριος Βιομηχανία», Πρόνοια, αρ. 769, 30-12-1885.

Page 145: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υποράμματα φουστανελών για τα ευζωνικά τάγματα.1 7 4 Μέχρι τότε το ύφα-σμα, που ήταν λινάρι, εισαγόταν από το εξωτερικό.175 Το γεγονός ότι το 1885 ένα μεγάλο εργοστάσιο, όπως των Αφών Ρετσίνα, διαθέτει και εργαστήριο ρα-πτικής,1 7 6 μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι εργασίες που έχει αναλάβει από το Δημόσιο δεν είναι μόνο η κατασκευή του υφάσματος και η κοπή, αλλά και η ραπτική των στρατιωτικών ενδυμάτων. Το 1889 το εργοστάσιο των Αφών Ρετσίνα κατασκεύασε 300.000 μέτρα υφάσματος για υποδήτες και σκελέες και 300.000 μέτρα για υποράμματα φουστανελών.177 Το ύφασμα κομμένο παραδί-δεται στην Αποθήκη Ιματισμού του στρατού, η οποία το διαθέτει προς ραφή έναντι αμοιβής στις γυναίκες της Αθήνας και του Πειραιά. Φαίνεται ότι από εδώ και στο εξής η Αποθήκη Ιματισμού διαθέτει οργανωμένο τμήμα παροχής εργασίας.

Για τη ραφή των ασπρορούχων του στρατού από το 1885 ακολουθείται άλλη διαδικασία. Η Αποθήκη Ιματισμού του στρατού παραδίδει το ύφασμα κομμένο στον φιλανθρωπικό Σύλλογο των Κυριών, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη για τη ραφή των ασπρορούχων. Ως προς τον μηχανισμό του φασόν εδώ εντοπίζουμε μία εμπλοκή, διότι ο θεσμός της φιλανθρωπίας ακολουθεί τους δικούς του κανόνες με τη δωρεάν παροχή εργασίας. Γιατί οι παιδαγωγοί του παρθεναγωγείου και οι γυναίκες των εύπορων στρωμάτων της πειραϊκής κοι-νωνίας αναλαμβάνουν να ράβουν δωρεάν εσώρουχα για το στρατό, ενώ οι άπο-ρες γυναίκες παίρνουν «μετριωτάτη αμοιβή». 1 7 8 Αν και δεν γνωρίζουμε το ποσό της αμοιβής ώστε να μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις, από τον τρόπο που προβάλλεται το γεγονός στον τύπο υποθέτουμε ότι πρόκειται για πολύ μικρό-τερο ποσό από το κανονικό. Ο Πειραιάς παρομοιάζεται με «εργοστάσιον ρα-πτικής» όπου οι γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων συνυπάρχουν ειρηνικά, ε ίτε λαμβάνουν αμοιβή, ε ίτε όχι, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο υπέρ του ελληνικού στρατού.179

Με τα γεγονότα του 1897 το ελληνικό φασόν εισέρχεται σε μια δεύτερη φάση ανάπτυξης. Η διαδικασία επιλογής των ραπτριών και διανομής του υφά-σματος αλλάζει. Το Υπουργείο των Στρατιωτικών αφαιρεί από την Αποθήκη Ιματισμού του στρατού την αρμοδιότητα της επιλογής ραπτριών φασόν και αναθέτει τη ραφή των στρατιωτικών ενδυμάτων με εργολαβία στους εμπορο-ράπτες των κοριτσιών του Αρσακείου και στο φιλανθρωπικό σωματείο Έ ν ω σ ι ς

174. Πρόνοια, αρ. 780, 18-1-1886. 175. Ανώνυμος, «Εγχώριος Βιομηχανία», ό.π. 176. Βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης..., ό.π., σ. 333. 177. Σφαίρα, αρ. 2314, 16-3-1889. 178. Σφαίρα, αρ. 1430, 5-10-1885. 179. Σφαίρα, αρ. 1446, 26-10-1885.

Page 146: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σις των Ελληνίδων. Οι εμποροράπτες προσφέρονται να ράψουν δωρεάν τα εν-δύματα του στρατού. Αντίθετα, η Ένωση των Ελληνίδων ακολουθεί άλλες δια-δικασίες. Ιδρύει δύο εργαστήρια, ένα στην Αθήνα και ένα στον Πειραιά, τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την επιστασία για τη ραφή των στρατιω-τικών ενδυμάτων.180 Σύμφωνα με το περιοδικό Εφημερίς των Κυριών ο συνο-λικός αριθμός των απασχολουμένων εργατριών ήταν περίπου 830, εκ των οποίων οι 500 εργάζονταν κατ' οίκον και οι υπόλοιπες στα δύο εργαστήρια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατασκεύασαν 100.000 τεμάχια στρατιωτικών ειδών.181

Δύο μεγάλες αίθουσες στην πλάγια πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς μετατρέπονται σε εργαστήρια ραπτικής. Ταυτοχρόνως η Ένωση απευθύνει εκ-κλήσεις προς τις εύπορες οικογένειες να προσφέρουν ραπτομηχανές, ώστε να διευκολυνθούν οι εργασίες.182 Οι γυναίκες προσλαμβάνονται από την Ένωση των Ελληνίδων για να εργασθούν είτε στις αίθουσες-εργαστήρια του Δημοτικού Θεάτρου, ε ίτε στο σπίτι τους, εφόσον βεβαίως διαθέτουν ραπτομηχανή. Ταυ-τόχρονα, οι εύπορες γυναίκες του Πειραιά αναλαμβάνουν φιλανθρωπική δρα-στηριότητα υπέρ του στρατού, πραγματοποιώντας χρηματικούς εράνους στις συνοικίες του Πειραιά και συγκεντρώνοντας υφάσματα από τους βιομήχανους και τους καταστηματάρχες της περιοχής.183

Ας εξετάσουμε, όμως, από κοντά τις επιπτώσεις που είχαν οι μετατροπές στο σύστημα διανομής εργασίας για τις γυναίκες ράπτριες του φασόν. Κατά το παρελθόν η Αποθήκη Ιματισμού του στρατού έδινε εργασία σε 1.100 περί-που γυναίκες. Με τη διπλή παρέμβαση του θεσμού της φιλανθρωπίας, τόσο από τους εμποροράπτες, όσο και από την Ένωση των Ελληνίδων, προκύπτουν δύο ζητήματα. Καταρχάς μειώνεται το προϊόν της εργασίας που άλλοτε εκτε-λούσαν με το σύστημα φασόν οι γυναίκες που απασχολούνταν στην Αποθήκη Ιματισμού του στρατού. Ας κρατήσουμε επίσης κάποιες επιφυλάξεις για το αν η Ένωση των Ελληνίδων προσλάμβανε τις ίδιες γυναίκες που εκτελούσαν επί σειρά ετών αυτή την εργασία. Το κυριότερο όμως θέμα, το οποίο προκαλεί δυσαρέσκειες στις απασχολούμενες εργάτριες στο φασόν, είναι το μισθολογικό.

180. Ανώνυμος, «Εν αδίκημα προς πολυάριθμον κοινωνικήν τάξιν», Σφαίρα, αρ. 4483, 10-3-1897.

181. «Περίληψις Λογοδοσίας της Ενώσεως των Ελληνίδων», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 581, 20-6-1899.

182. Ανώνυμος, «Τμήμα εν Πειραιεί του Συνδέσμου των Ελληνίδων», Σφαίρα, αρ. 4481, 7-3-1897.

183. Βλέπε σχετικά άρθρα: «Αι εισφοραί υπέρ των μαχομένων στρατιωτών», Σφαί-ρα, αρ. 4526, 3-5-1897' «Αι εισφοραί υπέρ του ελληνικού στρατού», Σφαίρα, αρ. 4527, 5-5-1897' «Ασπρόρουχα διά τον στρατόν», Σφαίρα, αρ. 4538, 15-5-1897' «Λογοδοσία της σύστασης επιτροπής διά την συλλογήν εράνων προς κατασκευήν ασπρορούχων υπέρ των στρατιωτών», Σφαίρα, αρ. 4559, 11-6-1897.

Page 147: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Πραγματικά, από τα στοιχεία μας διαφαίνεται ότι το σύστημα αμοιβής αλλά-ζει. Η Αποθήκη Ιματισμού του στρατού αμείβει με το κομμάτι, ενώ η Ένωση των Ελληνίδων ορίζει ημερομίσθιο. Και εδώ τα πράγματα περιπλέκονται! Γ ια-τ ί το ημερομίσθιο που δίνει η Ένωση των Ελληνίδων είναι 80 λεπτά την ημέ-ρα, προσφέροντας και συσσίτιο. Μια καλή ράπτρια, όμως, αμειβόμενη με το κομμάτι μπορεί να κερδίσει 2-4 δρχ. ημερησίως.

Οι πληροφορίες για τυχόν αντιδράσεις στις μισθολογικές αυτές διαφορο-ποιήσεις περιορίζονται σ' ένα άρθρο της εφημερίδας Σφαίρα, η οποία απευθύ-νει έκκληση προς τα μέλη της Ένωσης των Ελληνίδων και προς τη δημοτική αρχή του Πειραιά να μελετήσουν το ζήτημα της αμοιβής ώστε να μην επι-βαρύνεται η ήδη επιβαρυμένη από τους πολέμους τάξη των φτωχών.184 Τελ ι-κά, όμως, δεν γνωρίζουμε πώς και αν διευθετήθηκε καθόλου αυτό το ζήτημα.

Μετά από τα γεγονότα του 1897 στις τάξεις των εργατριών του φασόν προστίθενται και οι γυναίκες πρόσφυγες από τη Θεσσαλία.185 Οι γυναίκες αυ-τές βρίσκουν εργασία στα δύο εργαστήρια της Ένωσης των Ελληνίδων.

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, εξαιτίας της αυξημένης ζή-τησης για στρατιωτικά ενδύματα, το ζήτημα του φασόν έρχεται ξανά στην επικαιρότητα. Από τη μια πλευρά η Αποθήκη Ιματισμού, που διαθέτει τώρα πια κοπτικά μηχανήματα,186 είναι υπεύθυνη για την επιλογή των κατάλληλων εργατριών, ενώ από την άλλη πλευρά το Λύκειο των Ελληνίδων ζητά και αυτό να αναλάβει τμήμα των ραπτικών εργασιών για να παρέχει εργασία στις άπο-ρες γυναίκες που απασχολούνται στα εργαστήριά του. Αφού οι διαπραγματεύ-σεις των υπεύθυνων κυριών του Λυκείου των Ελληνίδων με τον Διευθυντή της Αποθήκης δεν κατέληξαν πουθενά, οι πρώτες απευθύνθηκαν κατευθείαν στον πρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό των Εξωτερικών και έλαβαν την έγκριση του.187 Έ τ σ ι αναπτύσσονται δύο δίκτυα παροχής εργασίας φασόν, το ένα από το Λύκειο των Ελληνίδων, το άλλο από την Αποθήκη Ιματισμού. Το Λύκειο των Ελληνίδων απασχολεί έναντι αμοιβής 1.300 περίπου άπορες γυναίκες, οι οποίες στο τέλος του 1912 έχουν κατασκευάσει 30.000 πουκάμισα, 1.230 χι-τώνια και 570 περισκελίδες.188 Στο Λύκειο συνεχίζονται οι ραπτικές εργασίες

184. Υπάρχει εκτεταμένο άρθρο το οποίο δίνει αυτές τις αμοιβές και αναφέρεται στις διαφορές που προκύπτουν με τις αλλαγές στην ανάθεση των εργασιών για την ένδυση του στρατού' Ανώνυμος, «Εν αδίκημα...», ό.π.

185. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι εργασίαι του Γυναικείου Συνεδρίου, ημέρα 4η», Εφη-μερίς των Κυριών, αρ. 627, 2-7-1900.

186. Ανώνυμος, «Η χθεσινή επιθεώρησις της Γενικής Αποθήκης Υλικού Στρατού», Σφαίρα, αρ. 9543, 5-11-1913.

187. Για την παροχή εργασίας φασόν και τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει το Λύκειο των Ελληνίδων βλ. Λογοδοσία Λυκείου των Ελληνίδων 1912, Αθήνα 1913, σ. 4-6.

188. Στο ίδιο.

Page 148: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μέχρι και το 1913, με 1.000 γυναίκες, των οποίων δεν γνωρίζουμε το προϊόν εργασίας και το σύνολο των αμοιβών.189

Στην Αποθήκη Ιματισμού του στρατού μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων κατασκευάσθηκαν 400.000 στρατιωτικές στολές.190

Κατά τη διάρκεια των πολέμων ο αριθμός των εργατριών φθάνει τις 9.000 περίπου.191 Ενώ, όμως, το κριτήριο για την ανάθεση εργασίας είναι ο βαθμός οικονομικής ανέχειας της οικογένειας, παρατηρούνται διάφορες παρατυπίες, οι οποίες καταγγέλονται από τις εφημερίδες. Απόστρατοι αξιωματικοί σχηματί-ζουν επιτροπή και επισκέπτονται τον πρωθυπουργό διαμαρτυρόμενοι ότι η διεύ-θυνση της Αποθήκης αρνείται να χορηγήσει ραπτική εργασία στις πτωχότερες οικογένειες.192 Παρά την απουσία σχετικών αφηγήσεων από τις ίδιες τις εργά-τριες, στην εφημερίδα Σφαίρα δημοσιεύεται μια ενδιαφέρουσα άποψη περί της αιτίας των διαμαρτυριών.193 Στο άρθρο τίθεται ένα ερώτημα: να είναι άραγε αληθές ότι οι προϊστάμενοι της στρατιωτικής αποθήκης παρέχουν «κατά προ-τίμησιν» εργασία σε εργάτριες «καλλιπαρείους» ; Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η εκδοχή υιοθετήθηκε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εργατριών αβασάνιστα από τις εφημερίδες ή αν αποκαλύπτει την αλήθεια. Είναι η απλοποιημένη ει-κόνα μιας κατάστασης που επικρατεί και σε άλλους χώρους εργασίας, όπου οι εργάτριες αμείβονται ανάλογα και με τη φυσική τους κατάσταση, η οποία θεω-ρείται ότι καθορίζει και την απόδοσή τους ή πρόκειται για μια έμμεση δια-μαρτυρία που κρύβει ίσως κάποια υπονοούμενα σεξουαλικής φύσεως; Η απάν-τηση στο ερώτημα παραμένει δύσκολη και παρακινδυνευμένη.

Η ανάθεση εργασίας στις «καλλιπάρειες» εργάτριες θυμίζει το μήλο της έριδος. Εδώ έχουμε και τις πρώτες κινητοποιήσεις εργατριών φασόν. Σύμφω-να με το ίδιο άρθρο «υπερδιακόσιαι ατυχείς εργάτιδες εκ των σκληροτέρων υπό της φύσεως αδικηθεισών» διαδήλωσαν στην πόλη του Πειραιά ως ένδειξη δια-μαρτυρίας. Η διαδήλωση κατέληξε στο γραφείο του βουλευτή του Πειραιά Πα-ναγιωτόπουλου. Οι εργάτριες παρακάλεσαν τον βουλευτή να ενεργήσει για την άρση της «αδικίας». Δεν έχουμε ενδείξεις για την τελική έκβαση της υπόθε-σης. Από εδώ και στο εξής το ζήτημα της επιλογής ραπτριών φασόν για τα ενδύματα του στρατού θα γίνει επίμαχο και θα προκαλέσει αντιδικίες.

Μέσα στο 1915 έχουμε πάλι κινητοποιήσεις. Οι εργασίες για την ένδυση του στρατού δίδονται σε εργολάβο, ο οποίος έχει και την ευθύνη της επιλογής

189. Στο ίδιο, σ. 3. 190. Ανώνυμος, «Η χθεσινή επιθεώρησις...», ό.π. 191. Ανώνυμος, «Εργασίες του Συνδέσμου», Ο Αγώνας της Γυναίκας, αρ. 50-51,

1/15-8-1927. 192. Ανώνυμος, «Ραπτική εργασία», Σφαίρα αρ. 9025, 11-2-1912. 193. Ανώνυμος, «Αι εργάτιδες της Στρατιωτικής Αποθήκης», Σφαίρα αρ. 9068,

4-4-1912.

Page 149: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ραπτριών. Οι εργάτριες που μένουν άνεργες διαδηλώνουν στους δρόμους και πάλι. Επισκέπτονται τον υπουργό των Στρατιωτικών Γούναρη, ο οποίος υπό-σχεται να μελετήσει τα αιτήματά τους και να δώσει λύση.1 9 4 Σ τ η συνέχεια, την ίδια χρονιά το παράρτημα Πειραιώς του σωματείου Πατριωτικός Σύνδε-σμος αναλαμβάνει την παραλαβή υφάσματος από την Αποθήκη Ιματισμού και τη διανομή του προς ραφή αποκλειστικά σε άπορες γυναίκες των επιστράτων.

Γ ια το θέμα του τρόπου και της διαδικασίας που ακολουθείται από τον Πατριωτικό Σύνδεσμο για τις προσλήψεις των ραπτριών γνωρίζουμε ότι οι ράπτριες προσέρχονται στο γραφείο του Πατριωτικού Συνδέσμου, όπου παρα-λαμβάνουν προς συμπλήρωση εγγυητική επιστολή για την ορθή εκτέλεση των ραπτικών εργασιών που πρόκειται να τους ανατεθούν. Η επιστολή υπογράφε-ται από «αξιόχρεο» εγγυητή και από τον αστυνομικό υποδιευθυντή. Κατόπιν δίδουν την εγγυητική επιστολή στην πρόεδρο του Συνδέσμου, για να καταγρά-ψει τα ονόματά τους στο «Γενικό βιβλίον» και εκείνη τους παραδίδει βιβλιά-ριο. Στο βιβλιάριο δηλώνεται ο αριθμός των προς ραφή ενδυμασιών. Από τα διαθέσιμα στοιχεία μας για το 1915 γνωρίζουμε ότι 900 οικογένειες αποστρά-των αξιωματικών παρέλαβαν από τον Πατριωτικό Σύνδεσμο 6.000 ενδυμασίες προς ραφή.195

Στα χρόνια του Μεσοπόλεμου το επαγγελματικό καθεστώς των ραπτριών φασόν παραμένει ευάλωτο. Το κράτος δεν προνοεί για συμβάσεις εργασίας, ούτε για αποζημιώσεις. Ας υπενθυμίσουμε ότι το είδος της εργασίας φασόν αποτελεί το ύστατο επαγγελματικό καταφύγιο για τ ις γυναίκες που δεν μπο-ρούν να ξεφύγουν από τις οικογενειακές υποχρεώσεις.

Θα αναγκαστούμε να παρατείνουμε τα χρονικά όρια αυτής της μελέτης, προκειμένου να δούμε πώς διαγράφεται το τέλος της επαγγελματικής σταδιο-δρομίας των ραπτριών που εργάσθηκαν για την ένδυση του στρατού πριν και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Το 1927 η ραφή του ιματισμού του στρατού βάσει σύμβασης με το Δημόσιο παραχωρήθηκε στην εταιρεία Ελ-ληνική Εριουργία Α.Ε . των αδελφών Κυρκίνη. Ο εριουργικός οίκος των αδελ-φών Κυρκίνη λειτουργεί από το 1910 ως κλωστήριο «εγχωρίων ερίων» και υφαντήριο «μάλλινων ειδών ανδρικών, γυναικείων και κλινοσκεπασμάτων». Η εταιρεία από την ίδρυσή της διοχέτευε τα προϊόντα της όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία, αλλά και κατ' αποκλειστικότητα στον ελληνικό στρατό.196 Με την ανάθεση της ραφής του ιματισμού του στρατού στην Ελληνική Εριουργία οι

194. Ανώνυμος, «Αι ράπτριαι εις Αθήνας», Σφαίρα αρ. 9998, 19-5-1915. 195. Ανώνυμος, «Η δράσις του Πατριωτικού Συνδέσμου εις την πόλιν μας», Σφαίρα,

αρ. 10030, 12-10-1915. 196. Για την ιστορία της Α.Ε. Ελληνική Εριουργία βλ. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνι-

κής Εκατονταετηρίδας 1821-1921, τ. Β' , Βιομηχανία-Εμπόριον, Αθήνα 1923, σ. 165-176.

Page 150: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εργάτριες ραφής αντιμετωπίζουν προβλήματα. Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώ-ματα της Γυναίκας από τις σελίδες του περιοδικού που εξέδιδε ο Αγώνας της Γυναίκας αναλαμβάνει την υπεράσπιση των αιτημάτων τους και φροντίζει με υπόμνημά του προς την ελληνική Βουλή για την επίλυσή τους. Με τις πλη-ροφορίες που διαθέτουμε από το εν λόγω περιοδικό θα παρακολουθήσουμε τις διεκδικήσεις των ραπτριών, έτσι όπως εκφέρονται από τις υπερασπίστριές τους. Τα προβλήματα για τις εργάτριες φασόν ξεκινούν από τη σύμβαση της εται-ρείας με το Δημόσιο, γιατί ενώ αυτή περιελάμβανε την υποχρέωση να δίδεται κατά προτίμηση εργασία στους παλιούς εργάτες και εργάτριες, ελλείψει ποι-νικής ρήτρας δεν τηρήθηκε ποτέ αφού η εταιρεία στρατολόγησε νέες ράπτριες. Έτσ ι , 2.300 εργάτριες που ήταν εφοδιασμένες με τα βιβλιάρια-πιστοποιητικά για την εργασία φασόν έμειναν άνεργες. Προβλήματα υπάρχουν και στον τρόπο διανομής της εργασίας, αφού η εταιρεία μπορεί να αναθέτει σε εργολάβους τη διανομή αυτή και την επιλογή των ραπτριών. Η αμοιβή των εργατριών δεν κατοχυρώνεται μέσω τιμολογίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σταθερό το ποσόν.

Είναι φανερό ότι η είσοδος νέων εργατριών στον υπερκορεσμένο κλάδο του φασόν —ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα χρόνια της ειρήνης— οδηγεί τις οικογένειες των παλιών εργατριών στην ανεργία, ενώ εμποδίζει τις νέες να στραφούν προς άλλα επαγγέλματα.

Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας για την επίλυση αυτών των διαφορών σε υπόμνημά του προς την Βουλή των Ελλήνων προτείνει τα εξής μέτρα: α) Να περιληφθεί στην αναθεωρούμενη σύμβαση και να κυρωθεί με ποινική ρήτρα η υποχρέωση της εταιρείας να δίνει εργασία για ράψιμο στο σπίτι στις παλιές εργάτριες Πειραιώς, Αθηνών και Θεσσαλονίκης απ' ευθείας ή διά μέσου των επαγγελματικών τους οργανώσεων, για να αποκλεισθούν οι εργολάβοι, β) Να ιδρυθούν από την εταιρεία γραφεία διανομής του ιματισμού, ειδικά στον Πειραιά, έτσι ώστε να μην αναγκάζονται οι εργάτριες να δαπανούν χρήματα για τα μεταφορικά για να φτάσουν στους Ποδαράδες, όπου βρίσκεται το εργοστάσιο, προκειμένου να παραλάβουν εργασία, γ) Να υποχρεωθεί με τη σύμβαση η εταιρεία να δεχτεί ότι για την πληρωμή της ραφής θα εφαρμόζε-ται τιμολόγιο που θα ορίζεται κάθε φορά από επιτροπή με ισάριθμα μέλη αντι-προσώπους των υπουργείων Στρατιωτικών και Εθνικής Οικονομίας, της εται-ρείας και των εργατριών. Ως βάση του τιμολογίου ορίζεται η υποχρέωση το ημερομίσθιο που υπολογίζεται από την κατ' αποκοπήν εργασία να εξασφαλί-ζει ένα ελάχιστο όριο για την επιβίωση, δ) Να διανέμει η Αποθήκη Υλικού Πειραιώς τα εσώρουχα του στρατού για να τα ράβουν στο σπίτι τους οι παλιές εργάτριες.

Ταυτοχρόνως και το «Σωματείο εργατριών κοπής και ραφής ιματισμού στρατού» υποβάλλει υπόμνημα στη Βουλή ζητώντας την αναθεώρηση της σύμ-

Page 151: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σύμβασης.197 Γ ια το σωματείο αυτό δεν διαθέτουμε στοιχεία ώστε να μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις δραστηριότητές του.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1930, η Μαρία Σβώλου σε άρθρο της στο ίδιο περιοδικό198 γράφει ότι η κατάσταση για τις ράπτριες ιματισμού του στρατού παραμένει η ίδια. Οι εργάτριες που εργάζονται 20-25 χρόνια συνεχώς περι-λαμβάνουν στις διεκδικήσεις τους την καταβολή αποζημίωσης εφόσον δεν τους παρέχεται εργασία. Αλλά και στο αίτημα αυτό οι αρμόδιοι είναι αρνητικοί. Η υπογράφουσα το άρθρο δίνει μια εικόνα για τον τρόπο που διεξαγόταν ο μειο-δοτικός διαγωνισμός για την ανάθεση εργασίας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της οι διαγωνισμοί γίνονταν τις περισσότερες φορές κρυφά. Όταν πήγαινε το «Σωματείο εργατριών κοπής και ραφής ιματισμού στρατού», παρόλο που αναγ-καζόταν να μειοδοτήσει και να κατεβάσει τις τιμές στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, οι αρμόδιες υπηρεσίες επικαλούνταν ένα σωρό κωλύματα, όπως λ.χ. ότι το Σωματείο δεν παρουσίαζε αρκετές εγγυήσεις, προκειμένου να τα ανα-θέσουν σε «γνωστούς εργολάβους». Με τη σειρά τους οι εργολάβοι ανέθεταν τη ραφή των ρούχων στις ίδιες ή σε άλλες εργάτριες με όρους κάτι περισσό-τερο από εξευτελιστικούς. Η Μαρία Σβώλου αποδίδει ευθύνες στο κράτος, το οποίο αποζημίωσε τους άνδρες καπνεργάτες, αμαξάδες, καραγωγείς —οι οποίοι είναι και ψηφοφόροι— επειδή τα επαγγέλματά τους απαξιώθηκαν ή υπερκορέ-σθηκαν, ενώ αδιαφορεί για τις γυναίκες.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μία διαπίστωση. Ο νόμος περί συνεταιρισμού λέει σαφώς ότι στις δημοπρασίες του Δημοσίου προτιμώνται οι συνεταιρισμοί. Γ ια μια ακόμη φορά το κράτος που θεσπίζει τους νόμους για την προστασία των εργαζομένων, τους αγνοεί.

Στον καιρό της ειρήνης

Σ ε αντίθεση με την εργασία φασόν των γυναικών στα ενδύματα του στρατού, η οποία εξαιτίας των προβλημάτων που προκύπτουν στον καιρό του πολέμου βγαίνει στο φως της δημοσιότητας, η εικόνα που έχουμε για την κατ' αποκο-πήν εργασία στον τομέα της μεταποίησης σε καιρό ειρήνης είναι σχηματική και ατελής. Πραγματικά, δεν διαθέτουμε καμία έρευνα και κανένα επίσημο τεκ-μήριο συνολικό και έγκυρο για τον αριθμό, τις συνθήκες εργασίας, καθώς και την ατομική κατάσταση των απασχολουμένων γυναικών.

Προφανώς πρόκειται για εργασία που συντελείται μέσα στους κόλπους της ίδιας της οικογένειας. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, πρόκειται για γυ-

197. Ανώνυμος, «Εργασίες του Συνδέσμου», ό.π., όπου δημοσιεύεται εκτεταμένη αναφορά για την κατάσταση στον κλάδο του φασόν των στρατιωτικών ενδυμάτων.

198. Μαρία Σβώλου, «Οι εργάτριες Ιματισμού Στρατού», Ο Αγώνας της Γυναίκας, αρ. 112-113, 15/31-3-1930.

Page 152: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

γυναίκες που με το γάμο θέτουν τέλος στην εργασιακή τους ζωή στο εργοστά-σιο, για να αφοσιωθούν στα οικογενειακά τους καθήκοντα και γ ι ' άλλες που μοιράζονται με κάποιο μέλος της οικογένειάς τους την ίδια δουλειά. Η εργα-σία στο σπίτι μπορεί να έχει και το χαρακτήρα της συμπληρωματικής απα-σχόλησης. Ο Henry Morgenthau στο βιβλίο του199 μας μεταφέρει με εύγλωτ-το τρόπο μια αρκετά διαδεδομένη εικόνα της γειτονιάς της Αθήνας το καλο-καίρι. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να την παραθέσουμε: «Το βραδάκι, μετά το μεροκάματο, οι γυναίκες και οι νέες κοπέλες βγάζουν τις καρέκλες τους και κάθονται στο ύπαιθρο, συζητώντας ενώ τα δάχτυλά τους δουλεύουν αστα-μάτητα το βελόνι, οι μητέρες για να μπαλώσουν τα ρούχα της οικογένειας και οι κοπέλες για να φτιάξουν κάποια δαντέλα ή κάποιο κέντημα που θα τα που-λήσουν αργότερα σε μάλλον χαμηλές τ ιμές».

Ας δούμε στη συνέχεια τις διάφορες μορφές της γυναικείας απασχόλησης στο σπίτι.

Στον τομέα του ιματισμού οι γυναίκες εργάζονται ως ράπτριες, πλέκτριες και κεντίστρες. Στην υποδηματοποιία οι γυναίκες εργάζονται ως «κορδελιά-στρες», δηλαδή ράβουν με τη βοήθεια της μηχανής το επάνω μέρος του υπο-δήματος. Η τυποβαφική γυναικείων μανδηλιών είναι επίσης μια εργασία η οποία γίνεται συνήθως από γυναίκες στο σπίτι.

Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της κατ' οίκον εργασίας στους παραπάνω τομείς είναι δύο: από την πλευρά των εργαζομένων γυναικών η κατοχή των απαραίτητων εργαλείων —συνήθως ραπτομηχανής— και από την πλευρά της παραγωγής η δυνατότητα καταμερισμού της εργασίας σε διαφο-ρετικά στάδια.

Η σημαντικότερη εργασία που απασχολεί και το μεγαλύτερο αριθμό γυ-ναικών είναι η ραπτική ανδρικών ρούχων. Ειδικότερα τα παντελόνια και τα γιλέκα, επειδή δεν απαιτούν ιδιαίτερη εφαρμογή στο σώμα και πολλές πρόβες, μπορούν να κατασκευασθούν στο σπίτι. Γ ι ' αυτό το λόγο εξάλλου η παραγωγή έτοιμων ανδρικών ρούχων μπορεί εύκολα να εμπορευματοποιηθεί. Οι ράπτριες ανταποκρίνονται στην ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη ζήτηση της αγοράς για φθηνά έτοιμα ανδρικά ρούχα. Η κατασκευή του ανδρικού ενδύματος υπα-κούει σε μια ορισμένη διαδικασία. Ο πελάτης πηγαίνει στο ραφείο (φραγκο-ραφείο), όπου του παίρνουν τα μέτρα. Ένας έμπειρος τεχνίτης κόβει το ύφα-σμα στα μέτρα του πελάτη και στη συνέχεια αυτό διανέμεται στις γυναίκες για ραφή στο σπίτι. Τα υλικά (ύφασμα, κλωστές, φόδρες) παρέχονται από τον εργοδότη-ράφτη.

Τα εργαστήρια μοδιστρικής γυναικείων ενδυμάτων δεν λειτουργούν όπως

199. Henry Morgenthau, An International Drama. Η αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης, Αθήνα 1994, σ. 98.

Page 153: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τα ραφεία. Εκτός από τους κανόνες της σωστής εφαρμογής, η οποία απαιτεί περισσότερες από μία πρόβες, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η γυναικεία ενδυμασία δεν υπακούει στον κανόνα της ομοιομορφίας. Η κατασκευή των τμη-μάτων της γυναικείας ενδυμασίας (παλτά, εσάρπες, πουκάμισα, φορέματα) απαι-τεί ένα στιλ. Η μοδίστρα πρέπει να είναι παρούσα σε όλα τα στάδια της ρα-φής της ενδυμασίας για να προσδώσει το προσωπικό της ύφος, το οποίο πρέ-πει βεβαίως να προσαρμόζεται στο γούστο και στις προτιμήσεις της πελάτισ-σας. Έτσι, το γυναικείο ρούχο αργεί να μπει, σε σχέση με το ανδρικό, στη διαδικασία της μαζικής παραγωγής.

Η κεντητική, η χρυσοκεντητική και το κέντημα με το βελόνι στο σπίτι, δραστηριότητες των οποίων η εκτέλεση απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες, αποτε-λούν για τις γυναίκες μια ακόμη πηγή βιοπορισμού. Η ανάγκη καλλωπισμού της αστικής κατοικίας, αλλά και το κέντημα της προίκας δημιουργούν τις προ-ϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κεντητικής τέχνης. Όσον αφορά τους εργοδό-τες από τους οποίους αναλαμβάνουν παραγγελίες, εκτός από τα καταστήματα που πουλούν ραπτομηχανές υπάρχουν ακόμα τα καταστήματα λευκών ειδών, εργόχειρων και ειδών προικός τα οποία ζητούν γυναίκες για να ανταποκριθούν στην πελατεία τους. Επίσης, ένα τμήμα αυτών των γυναικών παίρνει εργασία από τους φιλανθρωπικούς συλλόγους. Το Εργαστήριο Απόρων Γυναικών και η Ένωσις των Ελληνίδων, γυναικεία σωματεία που θα σχολιάσουμε διεξοδικά σε επόμενο κεφάλαιο, εκπαιδεύουν στην κεντητική τέχνη και συγχρόνως πα-ρέχουν εργασία στις κατ' οίκον εργαζόμενες γυναίκες. Η χρυσοκεντητική χρη-σιμοποιείται για τη διακόσμηση κυρίως των ενδυμάτων των ιερέων και των εξαρτημάτων της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς. Τα ιεροραφεία των Αθη-νών απασχολούν ένα μικρό αριθμό γυναικών.

Ελληνίδες και Αρμένισσες από τη Σμύρνη εργάζονται στην τυποβαφία, που θεωρείται μια κατ' εξοχήν ανατολίτικη εργασία. Συγκεκριμένα, ασχολούν-ται με τη βαφή και διακόσμηση των καλεμκεριών, των τσεμπεριών και άλ-λων γυναικείων μανδηλών για το κεφάλι. Αυτές οι μανδήλες προορίζονται να στολίσουν το κεφάλι των χωρικών γυναικών. Στην Αθήνα το 1890 δίπλα στο εργοστάσιο πιλοποιίας οι κεφαλαιούχοι Παπασπυρόπουλος και Πουλόπουλος ιδρύουν ένα εργοστάσιο τυποβαφίας. Εισάγουν το ύφασμα από την Ευρώπη και είτε το επεξεργάζονται εντός του εργοστασίου, είτε το δίνουν σε γυναίκες έμπει-ρες που εργάζονται στο σπίτι. Οι γυναίκες αποτυπώνουν πάνω στο ύφασμα με τη βοήθεια καλουπιών πολύχρωμες παραστάσεις και ζωγραφίζουν γιρλάντες, πουλιά και δένδρα. Αμείβονται ανάλογα με την αποδοτικότητά τους, με 50 λεπτά ανά δωδεκάδα μανδηλιών.200

200. Χάρη στο άρθρο του Δημήτρη Χατζόπουλου έχουμε μια εκτενή περιγραφή της τυποβαφίας· βλ. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Καπελλάδικα...», ό.π.

Page 154: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Οι κατ' οίκον εργαζόμενες στην υποδηματοποιία, οι κορδελιάστρες, ανα-λαμβάνουν εργασία κατά παραγγελία από τα υποδηματοποιεία της Αθήνας, που κατασκευάζουν υποδήματα από φθηνό δέρμα, τα οποία προορίζονται για την εργατική τάξη. Στην πλατεία Δημοπρατηρίου στο Μοναστηράκι τα υποδημα-τοποιεία πωλούν κατ' αποκλειστικότητα αυτού του τύπου τα υποδήματα.201

Για την αμοιβή της κατ' οίκον εργασίας δεν διαθέτουμε ποσοτικά στοι-χεία, ώστε να μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις. Η ελληνική νομοθεσία, μέσα στα χρονικά όρια αυτής της μελέτης, δεν έχει θεσπίσει κανένα τιμολόγιο στο οποίο να καθορίζεται το επίπεδο αμοιβών. Θα μπορούσαμε, όμως, να διατυ-πώσουμε την υπόθεση ότι η αμοιβή της κατ' οίκον εργασίας υπόκειται σε σο-βαρές διακυμάνσεις που οφείλονται τόσο στις εργαζόμενες, όσο και στους ερ-γοδότες τους. Από τη μια πλευρά υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός γυναικών που ζητά απεγνωσμένα εργασία προκειμένου να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη προς το ζην, ενώ από την άλλη ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργοδοτών δημιουργεί πιέσεις για μείωση του κόστους κατασκευής των προϊόντων. Γ ι ' αυτό οι εργα-ζόμενες αναγκάζονται να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην υγεία τους. Σύμφωνα με το υπόμνημα που υπέβαλε το Ερ-γατικό Κέντρο Αθηνών στη Διπλή Βουλή των Ελλήνων το 1911, οι συνθήκες εργασίας των κατ' οίκον εργαζομένων είναι δυσμενείς. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «εργάζονται εντός της οικίας των, υπό όρους υγιεινής όχι ευμενεστέρους από τους των εργοστασίων. ...συχνότατα η εργασία αυτή είνε καταπονητικω-τέρα της εν εργαστηρίω, διότι ο εργάτης διά να επαρκέση εις τας ανάγκας του, αναγκάζεται να παρατείνη αυτήν επί πολλάς ώρας, με φωτισμόν διά πε-τρελαίου ανεπαρκέστατον, και πλησίον της κλίνης των τέκνων του, πολλάκις».202

Το σχόλιο αυτό συμπληρώνει την εικόνα της εργασίας στο σπίτι.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Η εργασία των γυναικών στο σπίτι χαρακτηρίζε-ται από ασταθείς αμοιβές και εκτελείται υπό δυσμενείς συνθήκες, τόσο από άποψη υγιεινής της κατοικίας-χώρου εργασίας, όσο και από το διαρκές ωρά-ριο που οδηγεί σε φυσική εξάντληση τις εργαζόμενες.

Κ ι εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα που αφορά τις ίδιες τις εργαζόμενες: η εργασία στο σπίτι αποτελεί επιλογή για εκείνες που διαθέτουν ραπτομηχανή και αποφασίζουν να μείνουν στο σπίτι ή μια λύση ανάγκης για την εξασφά-λιση μιας στοιχειώδους αμοιβής όταν οι οικιακές φροντίδες και τα οικογενειακά καθήκοντα στέκουν εμπόδιο στο δρόμο προς το εργοστάσιο; Η απάντηση στο ερώτημα παραμένει δύσκολη. Οι εργάτριες δεν μιλούν ούτε γράφουν για τον εαυτό τους και οι ενδείξεις που διαθέτουμε δεν φωτίζουν αυτή την πλευρά.

201. Βλ. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Υποδηματοποιοί, σανδαλοποιοί και τσα-ρουχάδες», Το Άστυ, αρ. 1149, 7-2-1894.

202. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π.

Page 155: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΔΥΟ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗΣ Ο Θ Ε Σ Μ Ι Κ Ο Σ ΚΑΙ Ο Φ Ι Λ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Κ Ο Σ Λ Ο Γ Ο Σ

Page 156: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 157: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

1. Ο Θ Ε Σ Μ Ι Κ Ο Σ Λ Ο Γ Ο Σ

Εάν προσπαθήσει κανείς να αναπαραστήσει την εικόνα της ελληνίδας εργάτριας μέσα από τα δημοσιεύματα του τύπου της εποχής, διαπιστώνει την ενδημική στον ελληνικό χώρο αντίφαση μεταξύ των προθέσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας που εκφράζουν οι φορείς της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, αφενός, και της κοινωνικής συμπεριφοράς των γυναικών που ασχολούνται με την φιλανθρωπία, αφετέρου.

Οι αντιλήψεις των εφημερίδων ταυτίζονται με την αναπτυξιακή ιδεολογία του κράτους. Με τα άρθρα τους προσπαθούν να διαφωτίσουν και να πείσουν την κοινή γνώμη ότι «η βιομηχανία είναι κλάδος παραγωγικότατος διά την υλικήν ανάπτυξιν της Ελλάδος και εμμέσως και διά την ηθικήν».1 Στ ι ς σελί-δες τους το σύμπαν της βιομηχανίας και η βιομηχανική εργασία παρουσιάζον-ται εξωραϊσμένα στο φως ενός οικονομικού οπτιμισμού που εξαίρει τις αρετές της εργασίας, της απόδοσης και της βιομηχανικής πειθαρχίας.

Ο ελληνικός τύπος, στο πλαίσιο της ιδεολογίας μιας κοινωνικής συνεργα-σίας που μοιάζει να θέλει να προλάβει την απειλή μιας δυνάμει ριζοσπαστικο-ποίησης σύμφωνα με την ευρωπαϊκή εμπειρία, προσπαθεί να εξομαλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις που ενδέχεται να προκαλέσει η εκβιομηχάνιση μέσω του κοινωνικού της ρόλου. Η χορήγηση και η εξασφάλιση του «εντίμου άρτου της εργασίας»2 προβάλλεται ως ο ηθικός ιστός της βιομηχανικής ανάπτυξης.

«Ζητούνται υφάντριαι πεπειραμένα»),3 «ζητούνται εργάτριαι διά το εργο-στάσιον ασπρορούχων»,4 «ζητούνται εργάτριαι διά πάγκους κλωστικής και διά μηχανάς πλεκτικής», 5 «ζητούνται μεταξοϋφάντριαι»6, «ζητούνται εργάτριαι διά

1. Ανώνυμος, «Νέον υφαντήριον», Ποσειδών, αρ. 928, 13-5-1878. 2. Ανώνυμος, «Ο Πειραιεύς και η πολιτική του Δεληγιάννη», Σφαίρα, αρ. 5056,

14-1-1899. 3. Σφαίρα, αρ. 5840, 5-8-1900. 4. Σφαίρα, αρ. 5757, 20-4-1901. 5. Σφαίρα, αρ. 4712, 3-12-1897. 6. Σφαίρα, αρ. 5984, 14-1-1902.

Page 158: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

το εργοστάσιον χαλυβδώσεως».7 Από τις αγγελίες που είναι διάσπαρτες και επαναλαμβάνονται με μεγάλη συχνότητα στις εφημερίδες βλέπουμε ότι οι ερ-γοδότες που ζητούν εργατικά χέρια καθορίζουν όχι μόνο το φύλο, αλλά και τη συγκεκριμένη θέση εργασίας. Η προσφερόμενη θέση έχει άμεση συνάφεια με τις αρετές που συνδέονται από παράδοση με τη γυναικεία φύση, όπως τα λεπτεπίλεπτα χέρια και η υπομονή.

Η περιορισμένη διαθεσιμότητα εργατικών χεριών αποτελεί έναν ανασταλ-τικό παράγοντα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Υπήρχε επιτακτική ανάγκη να επιστρατευθούν οι γυναίκες στην παραγωγή. Αλλά και για τις ίδιες τις γυ-ναίκες η απασχόληση στα εργοστάσια ήταν η ύστατη λύση για την εξασφά-λιση της επιβίωσής τους. Οι εφημερίδες αναλαμβάνουν να καλλωπίσουν το προ-φίλ της εργάτριας, ώστε να πείσουν τον άρτι αφιχθέντα στην πόλη αγρότη που νοιάζεται για την οικογενειακή του τ ιμή, να επιτρέψει στις γυναίκες της οικογένειάς του να εργασθούν στο εργοστάσιο.

Οι λέξεις που έχουν συνειδητά ή ασυνείδητα εφεύρει οι αρθρογράφοι για να αποκαλούν τις εργάτριες, απηχούν τα κοινωνικά ιδεώδη, τις παραδόσεις και τους ηθικούς κανόνες της εποχής: κοράσια, κόραι, θυγατέραι του λαού,8 παρ-θέναι.9 Μια ερμηνεία της χρήσης των παραπάνω λέξεων θα οδηγούσε στο συμ-πέρασμα ότι δεν αποκαλούνται ποτέ «γυναίκες» γιατί η εργασία τους στο εργο-στάσιο αρχίζει από νεαρή ηλικία και σπανίως συνεχίζεται μετά το γάμο.

Πέρα απ' αυτό όμως, οι λέξεις αυτές υπαινίσσονται την άμεση σχέση της υφαντικής τέχνης με την αγνότητα και την αρετή. Η αφοσίωση της κόρης στην υφαντική είναι η έμπρακτη απόδειξη της εργατικότητας, της αποχής της από την κοινωνική σφαίρα και τους κινδύνους που ελλοχεύουν, γεγονός που μπορεί να της εξασφαλίσει το γάμο. Ο αργαλειός, έστω και ο μηχανοκίνητος, λειτουρ-γεί σαν το μέσο που εξορκίζει τη σεξουαλικότητά της.1 0

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχέσης της υφαντικής με την ανυ-παρξία σεξουαλικότητας δίνει ο πεζογράφος Κώστας Χατζόπουλος περιγράφον-τας το κοινωνικό περιβάλλον μιας μικρής πολιτείας της Ρούμελης. Η «Φρό-σω», μία από τις γυναίκες κεντρικές ηρωίδες, όταν αρνείται τα ερωτικά παι-χνίδια και όταν καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να παντρευτεί αφοσιώνεται στον αργαλειό της. 1 1 Το παράδειγμα αυτό δεν είναι ακραίο- οι γυναίκες που

7. Στο ίδιο. 8. Ανώνυμος, «Επαγγελματικαί σχολαί εν Πειραιεί», Σφαίρα, αρ. 4345, 25-9-1896. 9. Πειραιεύς, αρ. 23, 12-12-1876. 10. Στην αγγλική γλώσσα η λέξη spinster έχει διττή ερμηνεία, σημαίνει υφάντρα,

αλλά και γεροντοκόρη. 11. Κώστας Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου, Αθήνα 11915, ανατύπωση

Αθήνα 1971. Το έργο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο Νουμά με τον τίτλο «Η κούλια του Ακροπόταμου» από 11 Ιανουαρίου έως 12 Απριλίου 1909.

Page 159: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

απασχολούνται στο χώρο της ελληνικής υπαίθρου αποκλειστικά με την υφαν-τική, κυρίως στο πλαίσιο της οικοτεχνίας, είναι οι ανύπαντρες γυναίκες ή οι χήρες που αναγκάζονται να επιστρέψουν στην οικογένειά τους. Οι γυναίκες αυ-τές ως αντίτιμο για τη στέγη και την τροφή που τους παρέχει η οικογένεια προσφέρουν τους καρπούς του αργαλειού τους.

Το "άβατον" των εργοστασίων

Οι εφημερίδες σε μια σειρά από άρθρα τους12 πλέκουν το εγκώμιο της εργά-τριας μέσα στο εργοστάσιο ή στο δρόμο προς αυτό. Αυτά τα έντιτλα άρθρα περιγράφουν με ειδυλλιακά χρώματα τη ζωή της εργάτριας στο εργοστάσιο. Ό μ ω ς , για τα πρώτα χρόνια της εργασίας των γυναικών στις ελληνικές πό-λεις δεν έχουμε ολοκληρωμένη και συστηματική πληροφόρηση ούτε από τους εκπροσώπους του τύπου, ούτε από τους κρατικούς φορείς. Ειδικότερα, οι εφη-μερίδες δεν διεξάγουν έρευνες που να βασίζονται σε στατιστικές, σε επιτόπιες επισκέψεις στους χώρους εργασίας, σε ερωτηματολόγια και σε βιογραφίες των ανθρώπων της εργατικής τάξης. Εξαίρεση αποτελεί η έρευνα που έκανε μόνη της η Ευγενία Ζωγράφου για την εφημερίδα Ακρόπολις το 1898 και το 1903 ξεχωριστά σε μορφή φυλλαδίου.13 Το εργοστάσιο αποτελεί «άβατον» για τους μη έχοντες εργασία στο χώρο του.

Οι εφημερίδες όχι μόνο δεν επιδιώκουν να ενημερώσουν την κοινή γνώμη για τη ζωή μέσα στο εργοστάσιο, αλλά αποδοκιμάζουν και κάθε δειλή από-πειρα που γίνεται επίσημα από το κράτος, συγκεκριμένα από το αρμόδιο υπουρ-γείο, με σκοπό τη σύσταση επιτροπής η οποία θα ασχολείται με την επιθεώ-ρηση των εργοστασίων.

Θεωρούν ότι κάθε δημοσίευση σχετικά με τις τυχόν δυσμενείς συνθήκες εργασίας μπορεί να αποτελέσει ένα σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για την πρόοδο της βιομηχανίας, κηλιδώνοντας επιπλέον το καλό όνομα του εργοδότη-εργοστασιάρχη, και εκφράζουν τις ανησυχίες τους: « Α ι υπό των δημοσίων υπη-ρεσιών συνιστάμεναι επιτροπαί νομίζουσιν ότι εκπληρούσι το καθήκον αυτών, αν διαλαλήσωσιν εις το ελληνικόν δημόσιον ότι άπαντα τα εργοστάσια του Πει-ραιώς έχουσι λέβητας και μηχανάς πεπαλαιωμένας..., φοβούμεθα πολύ μήπως

12. Τα πιο χαρακτηριστικά απ' αυτά είναι: Ειρηναίος Κ. Ασώπιος, «Αι γυναίκες εν τη ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία», Αττικόν Ημερολόγιον εκδιδόμενον υπό Ειρη-ναίου Ασωπίου του έτους 1890· Ανώνυμος, «Εργοστάσιον εν Κερκύρα», Νέα Εφημερίς, αρ. 115, 25-4-1889' Μιχαήλ Μητσάκης, «Εν βιομηχανικόν κατάστημα», Εστία, αρ. 587, 29-3-1887.

13. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», Δημοσιεύματα, τ. 4, Αθήνα 1903.

Page 160: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ο πολύς ζήλος των εν αποτελούντων την επιτροπήν ταύτην γίνη πρόξενος με-γάλης ηθικής και υλικής ζημίας εις την βιομηχανίαν ημών». 1 4

Αν θέλουμε, λοιπόν, να ρίξουμε λίγο φως στην ιδιωτική σφαίρα των γυ-ναικών, θα πρέπει να διαβάσουμε με προσοχή τα ψιλά γράμματα των εφημε-ρίδων ή τα αστυνομικά δελτία τους. Μόνο όταν διαταράσσονται οι ρυθμοί της ζωής τους μέσα από εξαιρετικά γεγονότα, όπως εργατικά ατυχήματα, αυτο-κτονίες, απαγωγές εκούσιες ή ακούσιες, ακόμη και διαμαρτυρίες για τις χα-μηλές αποδοχές ή τις συνθήκες εργασίας, μπορούμε να διεισδύσουμε στην ιδιω-τικότητά τους.

Και η φωτογραφία στην υπηρεσία της εκβιομηχάνισης

Συμπληρωματικά με τις εφημερίδες λειτουργούν και τα διαφημιστικά λευκώ-ματα των διαφόρων επιχειρήσεων15 για την κοινωνική προβολή του έργου της βιομηχανίας και της εθνικής οικονομίας ευρύτερα16 ή ακόμη και για τη λήψη δανείου από την τράπεζα.17 Τα λευκώματα αυτά βρίθουν από φωτογραφίες ερ-γατριών. Οι αποδέκτες αυτών των λευκωμάτων είναι κρατικές υπηρεσίες, υ-πουργεία ή πολύ εκλεκτοί πελάτες.

Η απεικόνιση δημοκρατικοποιείται ή, καλύτερα, εκλαϊκεύεται με το πέ-ρασμα από το πορτρέτο ζωγραφικής του βιομηχάνου που βρίσκεται κρεμα-σμένο στο γραφείο του, στη φωτογράφιση των εργατριών. Ο κύριος στόχος της φωτογραφίας είναι η ικανοποίηση της ανάγκης της αναπαράστασης.

Ακόμη και μέσα από αυτές τις φωτογραφίες φαίνεται καθαρά η κυρίαρχη ιδεολογική τάση της κοινωνίας, που συμπίπτει με τις αντιλήψεις των εργοδο-τών. Όπως παρατηρήθηκε ήδη, η κοινωνία βασίζεται σ' ένα σύστημα οικογε-νειακών σχέσεων, οι πάντες ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έχουν συγκεκριμένα δι-καιώματα και υποχρεώσεις. Οι εργαζόμενοι έχουν ρόλο ενηλίκων, εσαεί παι-διών.18 Ο βιομήχανος «αυστηράς ηθικής και ως άτομον και ως οικογενειάρ-χης, αυστηρώς επαγρυπνών επί της αγωγής των τέκνων του»1 9 αναλαμβάνει

14. «Η επιτροπή προς επιθεώρησιν των εργοστασίων», Σφαίρα, αρ. 4833, 27-4-1898. 15. Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, Φωτογραφικό αρχείο ΑΣΠΙΩ-

ΤΗ-ΕΛΚΑ. 16. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1930, τ. Β 1 , Βιομηχα-

νία - Εμπόριο, Αθήνα 1923 και τ. Β2, Αθήνα 1925. 17. Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, Σειρά: Βιομηχανική Πίστη,

Λεύκωμα του εργοστασίου των Γκούτου-Λαναρά. 18. Βλ. Αλίκη Βαξεβάνογλου, «Εργοδότες και εργαζόμενοι στις αρχές του 20ού

αιώνα: από τη μεριά των εργοδοτών», Τα Ιστορικά, τχ. 14-15, Ιούνης - Δεκέμβρης 1991, σ. 99-112.

19. Ανώνυμος, «Κλωστήριο Ρετσίνα», Ποσειδών, αρ. 1175, 7-4-1879.

Page 161: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

το ρόλο του πατέρα που επιθυμεί τη φωτογράφιση των θυγατέρων του, των εργατριών.

Με κριτήριο το χώρο στον οποίο γίνεται η λήψη οι φωτογραφίες χωρίζον-ται σε δύο κατηγορίες: σ' εκείνες που έχουν ληφθεί στην κύρια είσοδο του ερ-γοστασίου και σ' αυτές μέσα στις αίθουσες εργασίας. Η φωτογραφία επιβάλλει τις δικές της νόρμες στη στάση των σωμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη και την τεχνική δέσμευση, βλέπουμε ότι κοινό χαρακτηριστικό όλων των φωτογρα-φιών είναι η στατικότητα, η ακινησία. Το στήσιμο στο φακό επαναλαμβάνε-ται με τον ίδιο τρόπο παντού. Πίσω από αυτές τις στερεότυπες απεικονίσεις των εργατριών, το κάθε ξεχωριστό πρόσωπο χάνεται μέσα στην ομοιομορφία του συνόλου.

Οι εργάτριες απαθανατίζονται μπροστά από την κύρια είσοδο του εργο-στασίου, κάτω ακριβώς από την ταμπέλα του. Φορούν τα κυριακάτικά τους ρούχα, τα μαλλιά τους είναι τραβηγμένα πίσω σε κότσο ή είναι κτενισμένα πλεξούδα και πιασμένα με φιόγκο. Είναι παρατεταγμένες κατά ανάστημα, οι νεαρές είναι καθισμένες οκλαδόν μπροστά, ενώ οι μεγαλύτερες στέκονται πίσω. Τα χέρια είναι ακουμπισμένα αμήχανα στα γόνατα, τα βλέμματα όλων στρέ-φονται πάντα ολόισια προς το φακό. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες κινήσεις, δεν εκ-πέμπεται κανένα παράταιρο προς την «πρέπουσα» σοβαρότητα χαμόγελο. Θυ-μίζουν μαθήτριες παρθεναγωγείου στην ετήσια αναμνηστική φωτογραφία μετά τις εξετάσεις τους.

Όταν φωτογραφίζονται μέσα στις αίθουσες του εργοστασίου, συνήθως στέ-κουν καλοντυμένες ή με την ποδιά του εργοστασίου που φαντάζει σαν σχολική φορεσιά, δίπλα στα μηχανήματα. Τα μηχανήματα πάντα είναι εν στάσει, ποτέ εν κινήσει κι αυτές έχουν ακουμπισμένο το ένα τους χέρι πάνω τους σα να προ-σπαθούν απεγνωσμένα να τα αναδείξουν, ενώ τα μάτια τους κοιτάζουν το φακό.

Η φωτογραφία γίνεται το μέσο με το οποίο ενσαρκώνονται οι φιλοδοξίες του βιομηχάνου και υποδηλώνεται η επιχειρηματική του επιτυχία.

Οι γυναίκες προσελκύονται στη βιομηχανία

Αντίθετα με τη σοβαρότητα και στατικότητα που επικρατεί στις φωτογραφίες, η εξωτερική εικόνα των εργατριών το πρωί στο δρόμο προς την εργασία τους που «παρελαύνουν καθ' ομάδας ως περδίκια, ... γοργαί, ζωηραί, δροσεραί, ευ-σταλείς και αβραί εξ ήβης και νεότητος, με το εκ τσιτίου ή προστύχου αλπαγά φορέματος των και το περισφύγγον κομψώς και αναδεικνύον το πλαστικόν του σώματος των επανωφόριον...»20 κρύβει ένα διάχυτο ερωτισμό.

20. Αριστείδης Κουρτίδης, «Αι εργάτιδες των Αθηνών», Εστία, αρ. 405, 2-10-1883, σ. 631-634.

Page 162: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Οι εργάτριες είναι ελκυστικά κορίτσια στο δρόμο προς τη δουλειά. Παρά την αναμφισβήτητη φτώχεια τους διατηρούν ανέπαφη τη θηλυκότητά τους χω-ρίς να φορούν επίσημο ένδυμα, χωρίς να βρίσκονται στο σαλόνι κάποιου σπι-τιού. Είναι γυναίκες εκτεθειμένες στα μάτια των περαστικών, απελευθερωμέ-νες εκείνη την ώρα από τον κλειστό περίγυρο της οικογένειας.

Μέσα από την πληθωρικότητα των επιθέτων και τη νατουραλιστική αφή-γηση, που δεν μας αφήνουν καμιά δυνατότητα να χαράξουμε σαφή όρια ανά-μεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία, οι εργάτριες μεταβάλλονται σε ιέρειες του «ωραίου φύλου».

Ο κόσμος της εργασίας που εκπροσωπούν οι άνδρες, το «άσχημο φύλο», παρουσιάζεται σα να διαβρώνεται από τις γυναίκες, το «ωραίο φύλο». Η βιο-μηχανική και βιοτεχνική εργασία προβάλλεται σαν πεδίο απαλοιφής αυτής της σεξιστικής ιδεολογίας που επικρατεί σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα.21

Η εργασία αντιμετωπίζεται ακόμη και ως μέσο διατήρησης της γυναικείας καλλονής: «η εργασία, είνε η γυμναστική του σώματος..., αντί της ωχρότητος των χλωρωτικών εξ αδρανούς σκιαγραφήσεως προσώπων διαχέει επί των πα-ρειών (των γυναικών) το ροδόχρουν της υγείας».2 2

Ο τρόπος οργάνωσης της δουλειάς στα περισσότερα εργοστάσια προϋπο-θέτει την υποχρεωτική συμβίωση ανδρών και γυναικών σ' ένα χώρο. Σ ε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία ο κόσμος της αγροτιάς δεν είναι αποκομ-μένος από τον κόσμο της πόλης και οι κοινωνικές συμπεριφορές παραμένουν αναλλοίωτες, το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με το σύστημα ηθικών αξιών που διέπει την ελληνική κοινωνία.

Κατά τα πρώτα χρόνια εμφάνισης της εργοστασιακής απασχόλησης των γυναικών (1870-1890) ο τύπος παίζει το ρόλο του «συνήγορου του διαβόλου», δεν προσπαθεί απλά και μόνο να εξοικειώσει την κοινή γνώμη με τη νέα πραγ-ματικότητα, αλλά εφευρίσκει επιχειρήματα για να εξάρει και να προπαγανδίσει τη γυναικεία εργασία σαν ηθικό συντελεστή απαραίτητο για την οικονομική ανάπτυξη του κράτους.

Μέσα από τα διάφορα άρθρα το πρόβλημα των ευκαιριών απασχόλησης για τις γυναίκες παρουσιάζεται με τους όρους μιας ακραίας και ριζικής διά-ζευξης, στον ένα πόλο της οποίας βρίσκεται το εργοστάσιο, ενώ στον άλλο η απειλή της ανεργίας και η εξαθλίωση. Αυτός ο τρόπος άσκησης πειθούς προς τους αναγνώστες, που εκφράζει μια μανιχαϊκή αντίληψη των πραγμάτων, αντα-νακλά την ιδιομορφία του τρόπου με τον οποίο σχηματίζεται στις πόλεις το εργατικό δυναμικό. Καθώς στην Ελλάδα δεν εμφανίζεται πραγματικό φαινόμενο

21. Ανώνυμος, «Η γυνή ως εργάτης και ως μήτηρ», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 142, Νοέμβριος 1888, σ. 436-439.

22. Αριστείδης Π. Κουρτίδης, ό.π.

Page 163: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μενο αγροτικής εξόδου, οι γυναίκες μέλη προσφυγικών οικογενειών από την καταστροφή της Χίου ή των Ψαρών που τροφοδοτούν τις βιοτεχνικές δραστη-ριότητες της Σύρου ή οι πρόσφυγες της Κρητικής Επανάστασης που τροδοφο-τούν τα κλωστοϋφαντήρια του Πειραιά, δεν έχουν κανένα περιθώριο διαφυγής.

Το εργοστάσιο, όπως περιγράφεται στις σελίδες των εφημερίδων, γίνεται το νοικοκυρεμένο σπίτι μέσα στο οποίο επικρατεί «τάξις και φιλοκαλία»23 και λειτουργεί υποδειγματικά. Ο εργατικός κόσμος αναπαριστάνεται σαν μια κοι-νωνική μονάδα όπου το σύστημα ιεράρχησης των εργασιακών σχέσεων θυμίζει τις φατρίες, τα γένη και τις μεγάλες οικογένειες. Το κλωστοϋφαντήριο αντι-καθιστά το «μπαϊράκι» και μετατρέπεται σε «λαμπρόν τρόπαιον της πειραϊκής βιομηχανίας».24

Όταν οι δημοσιογράφοι αναφέρονται στις εργάτριες, βρίσκουν πάντα την ευκαιρία για ευμενή σχολιασμό της πατερναλιστικής φιγούρας του εργοδότη. Οι κεφαλαιούχοι-βιομήχανοι στην Ελλάδα κρατούν τα ηνία της δημόσιας ζωής με τις πολυσχιδείς δράστη ρ ιότητές τους: συμμετέχουν ενεργά σε φιλότεχνες, φιλανθρωπικές εταιρείες, δημοσιογραφούν, γίνονται δήμαρχοι, τραπεζίτες, βου-λευτές, υπουργοί, όπως για παράδειγμα οι Θεόδωρος Ρετσίνας, Γεώργιος Στρίγκος κ.ά.

Τα συμφέροντά τους, με τον τρόπο που τα παρουσιάζουν οι εφημερίδες, ταυτίζονται με τα συμφέροντα της εθνικής οικονομίας και του ελληνικού κρά-τους. Καμιά εφημερίδα δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις καλές προθέσεις τους, την προστασία και την αγάπη που τρέφουν για το προσωπικό που εργάζεται γ ι ' αυτούς.

Και εδώ, όπως και στις φωτογραφίες, φαίνεται ότι επικρατεί ένα μοτίβο οικογενειακών σχέσεων. Εκφράζεται μια επιθυμία παντοδυναμίας, που είναι κοινή σε όσους έχουν κάποια εξουσία, είτε άρχουν μιας επιχείρησης είτε άρ-χουν μιας οικογένειας. Οι έλληνες εργοδότες θέλουν να δίνουν την εικόνα ότι βρίσκονται στην κορυφή μιας αδιαίρετης κοινωνίας, εποπτεύοντας το σύνολο με «αυταρχική ευμένεια».2 6

Η θητεία στο εργοστάσιο και η προίκα

Το καυτό ζήτημα της κοινωνικής αποκατάστασης μέσω του γάμου που απα-σχολεί τις οικογένειες με κορίτσια, οι εφημερίδες το αναδεικνύουν με την ηθι-κή αξιολόγηση της μισθωτής εργασίας.

Η θητεία ή, καλύτερα, η μαθητεία της γυναίκας στο πατρικό της στις

23. Ανώνυμος, «Εργοστάσιον εν Κερκύρα», ό.π. 24. Ανώνυμος, «Ο Πειραιεύς και η πολιτική του Δεληγιάννη», ό.π. 25. Βλ. Αλίκη Βαξεβάνογλου, «Εργοδότες και εργαζόμενοι...», ό.π., σ. 99-112.

Page 164: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αρετές που απαιτούνται για την ομαλή άσκηση των συζυγικών και μητρικών της καθηκόντων, ολοκληρώνεται μέσα από το στάδιο της προετοιμασίας των προικιών. Τα προικιά, πέρα από τον χρηστικό τους χαρακτήρα, συνοδεύουν κάθε γάμο, τον κατοχυρώνουν και τον εξασφαλίζουν. Είναι μια συνήθεια που μπορεί να παρουσιάζει διαφοροποιήσεις ως προς το ποσόν και το ποιόν. Οι διαφοροποιήσεις αυτές όμως δεν αλλοιώνουν τη δομή και την κοινωνική ση-μασία της δοσοληψίας.26

Γ ι ' αυτό η αξία των προικιών, από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ, δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνο με βάση το νομισματικό τους ισοδύναμο. Χρειά-ζεται να συνυπολογίσουμε και να ενσωματώσουμε σ' αυτήν το χρόνο που δα-πανήθηκε για την παραγωγή τους. Ο χρόνος αυτός έχει συμβολική αξία, μπο-ρεί να θεωρηθεί σαν το διάστημα που δοκιμάζονται και αναπτύσσονται αρετές όπως είναι η εργατικότητα, η υπομονετικότητα και η πειθαρχία.

Οι εφημερίδες, λοιπόν, δεν ανατρέπουν κοινωνικά πρότυπα και κατεστη-μένα όσον αφορά το γάμο και τις προϋποθέσεις του, αλλά υποδεικνύουν τη δυνατότητα αλλαγής ή μετατόπισης του χώρου μέσα στον οποίο η γυναίκα θα θητεύσει προκειμένου να προετοιμαστεί για το γάμο, από την κατοικία στο εργοστάσιο. Στην εργατικότητα αντιτάσσεται η ανηθικότητα, «άλλως η εργα-τική ώρα από της ανατολής του ηλίου μέχρι δύσεως δεν αφίνει αυταίς ευρύ στάδιον εξαχρειώσεως, οίαν θα υφίσταντο καθήμεναι άεργοι εν τοις παραθύροις ή ταις θύραις αυτών».27

Εκτός από θερμοκήπιο καλλιέργειας των απαραίτητων αρετών, το εργο-στάσιο αναδεικνύεται και ως χώρος εξεύρεσης συζύγου, όπου «εκάστη εργά-τρια προσπαθεί να κρατή την θέσιν αυτής, ίνα τύχη καλόν σύζυγον»,28 γ ι ' αυτό λοιπόν «ο προς τους άνδρας συγχρωτισμός γίνεται και ωφελείας πρόξενος, διό-τ ι η των ανδρών παρουσία τας εργάτιδας συγκρατούσα, καθίστησιν αυτάς μάλ-λον περισκεμμένας και συνεσταλμένας».29 Έτσι λοιπόν, ο τύπος θεωρεί ότι η παρουσία των ανδρών λειτουργεί σαν πρόκληση όχι για σεξουαλική παρεκτρο-πή, αλλά για διαφύλαξη της ηθικότητας μέσω της εργασίας.

Αυτή η ανάγκη να αναδείξουν οι δημοσιογράφοι το φαινόμενο της γυναι-κείας εργασίας εκτός του οίκου είναι υψίστης σημασίας, γιατί υποδηλώνει ότι η δουλειά στο εργοστάσιο έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αξίες και δεν είναι με κανένα τρόπο συμβατή με τα κυρίαρχα μοντέλα εκείνης της εποχής.

26. Βλ. Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, «Προίκα ή περί του θηρευτικού βίου των Νεο-ελλήνων», Ο Πολίτης, τχ. 57-58, Ιαν.-Φεβρ. 1983, σ. 35.

27. Ειρηναίος Κ. Ασώπιος, «Αι γυναίκες εν τη ταχυδρομική...», ό.π. 28. Στο ίδιο. 29. Στο ίδιο.

Page 165: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Η φίλεργος και η παρασιτική πόλη

Ο κόσμος της γυναικείας εργασίας στον Πειραιά, σε αντιδιαστολή προς τις αστές φεμινίστριες της Αθήνας, γίνεται αφορμή μέσα απ' τις σελίδες της με-γαλύτερης πειραϊκής εφημερίδας, της Σφαίρας, για ένα ξέσπασμα τοπικιστι-κής αντιπαλότητας ανάμεσα στις δυο μεγάλες πόλεις: την Αθήνα και τον Πει-ραιά. Πριν προχωρήσω, θα ήθελα να ανοίξω μια παρένθεση για να επισημάνω το γεγονός ότι ύστερα από σχολαστική φυλλομέτρηση της παραπάνω εφημε-ρίδας δεν βρήκα καμιά καταχώριση και κανένα σχολιασμό του περιοδικού Εφη-μερίς των Κυριών, το οποίο εκφράζει το φεμινισμό στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Πράγματι, ο Πειραιάς είναι «η φίλεργος και ήρεμος πόλις... διότι δεν αποτελείται ε ιμή από δύο μεγάλας κοινωνικάς τάξεις, την εμποροβιομηχανικήν και την εργατικήν».3 0 Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αυτούς τους χαρα-κτηρισμούς μέσα από τους αριθμούς που διαθέτουμε. Ο πληθυσμός του Πει-ραιά σύμφωνα με την απογραφή του 1896 ήταν 51.000 κάτοικοι. Στα 86 ατμο-κίνητα βιομηχανικά καταστήματα του Πειραιά εκείνη την εποχή εργάζονταν 7.909 άτομα. Αυτό σημαίνει ότι το 15 ,50% του πληθυσμού της πόλης εργα-ζόταν στη βιομηχανία. Ο Πειραιάς, δηλαδή, είναι η καρδιά της οικονομικής ευημερίας του κράτους, είναι μια πόλη με παραγωγικό χαρακτήρα, σε αντί-θεση με τον παρασιτικό χαρακτήρα της Αθήνας, όπου δεσπόζει «η αριστοκρα-τία, η ντιστεγκεδική, η σνομπική, η πιθηκίζουσα κάθε ξένον και γελοίον, κάθε αντεθνικόν, η ξενολάτρις, η άψυχος, η άπατρις, η λεβαντίνικη».3 1 Φαίνεται ότι, υπό το πρίσμα της τοπικιστικής αντιπαλότητας, υποβόσκει μια τοπική συνεί-δηση εχθρική προς την πρωτεύουσα και υποδηλώνονται τάσεις για αυτονομία και κοινωνικές αντιπαραθέσεις.32

Ειδικότερα ο κοινωνικός μετασχηματισμός, όπως παρουσιάζεται στην πει-ραϊκή εφημερίδα, προκαλεί ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον εργατικό γυναικείο πληθυσμό του Πειραιά «όπου μεταξύ των πέντε χιλιάδων εργατίδων, αι πλεί-σται διά να μην είπω όλαι, συντηρούνται εκ του ημερομισθίου των και υπαν-δρεύονται και ευτυχούσιν»,33 και στις γυναίκες της Αθήνας «του καλού λεγο-μένου κόσμου, τα κούφα και μωρά εκείνα πλάσματα, τα τρεφόμενα με τας ψυ-χολογικάς αναλύσεις των γάλλων φεμινίστ, η καθημερινή μελέτη των οποίων

30. Ανώνυμος, «Ανά το άστυ και το επίνειον. Το γυναικείον... ζήτημα», Σφαίρα, αρ. 4969, 3-10-1898.

31. Στο ίδιο. 32. Βλ. Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της Σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και

του Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα 1989, σ. 65. 33. Ανώνυμος, «Ανά το άστυ...», ό.π.

Page 166: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τας εδίδαξεν την περιφρόνησιν προς τα πάτρια, ταις ενέπνευσε την ιδέαν της υπεροχής αυτών επί των ανδρών, τας αφήρεσε το αβρώς γυναικείον, και τας κατέστησε μιξοπαρθένους ουδέν αγνοούσας και τα πάντα επισταμένας».34 Ο αρθρογράφος συγκρίνει τις πειραιώτισσες εργάτριες με τις αθηναίες αστές.

Ο τρόπος με τον οποίο προβάλλει ο αρθρογράφος τη γυναικεία εργασία θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε αυτήν την επιχείρηση «ιδεολογικής προπα-γάνδας». Η εργασία στο εργοστάσιο θεωρείται προσωρινή. Στόχος της γυναί-κας παραμένει ο γάμος και η μητρότητα. Αυτό το μοτίβο της παντρεμένης γυναίκας που μένει στο σπίτι και τη συντηρεί ο άντρας της είναι τόσο δυνατό, που όπως δείχνουν οι στατιστικές εφαρμόζεται πλήρως. Η είσοδος της γυναί-κας στον κόσμο της εργασίας δεν προϋποθέτει τον ηθικό διασυρμό της. Η ερ-γασία δεν θεωρείται ανήθικη.

Κ ι εδώ επιχειρείται να θεωρηθεί ότι η γυναικεία εργασία των ανύπαντρων γυναικών δεν αντιβαίνει τις παραδοσιακές αξίες. Ωστόσο, δεν ανατρέπεται το κυρίαρχο σχήμα: η εργασία για τις φτωχές γυναίκες θεωρείται ως μια κατά-σταση μεταβατική πριν το γάμο.

2. Ο Φ Ι Λ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Κ Ο Σ Λ Ο Γ Ο Σ

Οι χειραφετημένες

Ενώ το κράτος μέσω των εφημερίδων πλέκει το εγκώμιο της εργάτριας και την αναδεικνύει σαν συντελεστή της ηθικής και της οικονομικής αναγέννησης, το περιοδικό Εφημερίς των Κυριών,35 που από τον τίτλο του μπορούμε να συμ-περάνουμε ότι απευθύνεται προς τις Κυρίες, τις γυναίκες δηλαδή των αστικών στρωμάτων, αποτυπώνει τις απόψεις των τελευταίων για την εργάτρια εκεί-νης της εποχής. Σ ε όλη τη διάρκεια της ζωής του το περιοδικό αφιερώνει 81 άρθρα για τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργατριών, καθώς και για τη φιλανθρωπική δραστηριότητα που αναπτύσσεται γύρω απ' αυτές.

Το περιοδικό πλαισιώνει ένας πυρήνας από γυναίκες που προέρχονται κυ-ρίως από το χώρο της εκπαίδευσης με επικεφαλής την εκδότρια δημοσιογράφο Καλλιρρόη Παρρέν.36 Η συντακτική επιτροπή αποτελείται αποκλειστικά και

34. Στο ίδιο. 35. Το περιοδικό αυτό κυκλοφορεί από το 1887 έως το 1917. Είναι εβδομαδιαίο

μέχρι το 1907 και στη συνέχεια εκδίδεται κάθε δεκαπενθήμερο. Το περιοδικό δεν διατίθε-ται μόνο στην ελληνική επικράτεια, αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος της Οθωμανικής Αυτο-κρατορίας και των νησιών του Αιγαίου. Βλ. Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των Κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, Αθήνα 1987.

36. Η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν από την Κρήτη, είχε σπουδάσει δασκάλα και είχε εργαστεί σε ελληνικά παρθεναγωγεία στη Ρωσία και τα Βαλκάνια. Ήταν παντρεμένη με

Page 167: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μόνο από γυναίκες, γιατί τα θέματα που θέλουν να προσεγγίσουν θεωρούν ότι είναι τόσο διαφορετικά όσο και η ανδρική από τη γυναικεία φύση. Η δυνατό-τητα να εκφρασθούν ελεύθερα αυτές οι γυναίκες τους παρέχεται μόνο μέσα από την ασφάλεια που αποπνέει ένα ξεχωριστό-ειδικό έντυπο, όπως αυτό συγκε-κριμ,ένα το περιοδικό, η Εφημερίς των Κυριών.

Όταν ο ημερήσιος τύπος αναφέρεται σ' αυτές τις γυναίκες και στο «γυ-ναικείο ζήτημα», τις ταυτίζει με το φεμινισμό και την ξενική ιδεολογία των «θηλυστών-φεμινίστ». Φαίνεται ότι ήδη στην ελληνική κοινωνία οι γυναίκες αυτές εντοπίζονται και λειτουργούν σαν μια συμπαγής κοινωνική ομάδα. Αυτή η περιγραφικού τύπου ταμπέλα που προσδίδουν σ' αυτές συνοδεύεται από ειρω-νικά σχόλια και παράλληλα κρύβει μια αποστροφή, ακόμη και δυσπιστία των γραφόντων προς καθετί το ξενόφερτο, το μη ελληνικόν.

Αυτή η αντίδραση μπορεί να εκληφθεί και σαν μια τάση γι ' αντίσταση των θεσμικών φορέων της ελληνικής κοινωνίας ενάντια στο φόβο που αποπνέει ένας εκμοντερνισμός, ο οποίος ασφαλώς δεν μπορεί άμεσα και ομαλά να εν-σωματωθεί στις ελληνικές παραδόσεις.

Στο περιοδικό Ανάπλασις, το οποίο αντιπροσωπεύει τις απόψεις των κα-θηγητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καταγράφονται οι αντιδράσεις που προκάλεσαν στους κύκλους της εκκλησίας οι ιδέες της Εφη-μερίδος των Κυριών. Ο αρθρογράφος του περιοδικού στρέφεται εναντίον της Καλλιρρόης Παρρέν, διευθύντριας της Εφημερίδος των Κυριών, γιατί «αντί δι-καιοσύνης και ισότητος επιζητείτε γυναικοκρατίαν του χειροτέρου είδους», ισχυ-ριζόμενος ότι « η τύφλωσις δε προς συγκάλυψιν των διαπραττομένων υπό των γυναικών και άδικος είνε και επιζήμια». Ειδικότερα, το περιοδικό Ανάπλασις είναι κατά της γυναικείας εργασίας, αφενός μεν διότι οι ευκαιρίες προς εργα-σία είναι περιορισμένες και δεν περισσεύουν για τις γυναίκες, αφετέρου δε διότι αντίκειται στα ελληνικά ήθη και έθιμα, σύμφωνα με τα οποία τις γυναίκες οφείλουν να τις συντηρούν οι άνδρες της οικογένειας.37

Από τη μεριά τους οι γυναίκες του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών ποτέ δεν υιοθετούν αυτόν τον προσδιορισμό που περιορίζει τόσο το εύρος των κοι-νωνικών τους αναφορών, όσο και τις διεκδικήσεις τους. Με πρόθεση να προσ-δώσουν έναν οικουμενικό χαρακτήρα στις δραστηριότητές τους και να θίξουν ζητήματα που αγκαλιάζουν τις γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, απορρίπτουν την ταμπέλα των «φεμινίστ» για να μη θεωρηθούν σαν μια μι-μητική απόφυση ενός ξένου κοινωνικού ρεύματος. Πράγματι, αυτοπροσδιορί-ζονται με τη λέξη «χειραφετημένες» και οι διεκδικήσεις τους προβάλλονται στο όνομα της «γυναικείας χειραφέτησης».

το γάλλο δημοσιογράφο I. Παρρέν, ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. 37. Μ. Γαλανός, «Άνδρες και Γυναίκες», Ανάπλασις, αρ. 147, 1-6-1894.

Page 168: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

«Θα ακολουθήσωμεν κατά γράμμα και απαρεγκλίτως τας εν Ευρώπη ομο-φυλοφίλους μας»3 8 δηλώνουν οι γυναίκες του περιοδικού για να τονίσουν ότι βρίσκονται σε επαφή και εναρμονίζονται πλήρως με τις ιδέες και τ ις διεκδι-κήσεις των ξένων γυναικείων κινημάτων. Η Καλλιρρόη Παρρέν εκπροσωπεί το περιοδικό σε διάφορα διεθνή συνέδρια,39 ταξιδεύει συχνά και δεν παραλείπει σχεδόν ποτέ να δημοσιεύει τις εντυπώσεις της και να εκθειάζει τα επιτεύγμα-τα των αντίστοιχων ξένων γυναικείων κινημάτων.40

Αυτές οι γυναίκες προσπαθούν να διαμορφώσουν στην Ελλάδα μια συνεί-δηση φύλου. Όμως, όχι μόνο δεν εναντιώνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία για τη διαφοροποίηση της ανθρώπινης φύσης σε ανδρική και γυναικεία, αλλά την υιοθετούν, ενισχύοντας την κοινή πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι και πρέπει να μείνουν πιο κοντά στη φύση τους από τους άντρες,41 γιατί «αι φυσικαί δυ-νάμεις, η ιδιοσυγκρασία, ο οργανισμός, η ευαισθησία της γυναικός είναι πολύ διάφοροι των ανδρών».42

Ωστόσο, σ' αυτές τις γυναίκες που έχουν κρύψει προ πολλού στο μπαούλο την εθνική ενδυμασία και κυκλοφορούν με ευρωπαϊκά ρούχα, η εργάτρια προ-καλεί τρόμο. Είναι μια πραγματικότητα που δεν συμβαδίζει με τον καθωσπρε-πισμό τους, είναι μια μακρινή απειλή που πλανάται στα τείχη του οίκου τους. Με την έλξη που ασκούν τα φοβερά πράγματα, επικεντρώνουν την προσοχή τους στην εργάτρια.

Εξετάζοντας τις γλωσσικές εκφράσεις του περιοδικού διαπιστώνω μια δι-χοτομία όσον αφορά τους χαρακτηρισμούς και τις ονοματοδοσίες των γυναι-κών. Από τη μια μεριά χρησιμοποιούν τη λέξη «Κυρίες» όταν απευθύνονται στις γυναίκες όχι μόνο του στενού πυρήνα τους, αλλά και σ' εκείνες των με-σαίων και ανώτερων στρωμάτων, ενώ από την άλλη οριοθετούν κοινωνικά και απομονώνουν τις γυναίκες των χαμηλών στρωμάτων χρησιμοποιώντας γ ι ' αυ-τές τη λέξη «γυναίκες» σε περίπτωση που είναι παντρεμένες ή χήρες και «κο-

38. Καλλιρρόη Παρρέν, «Η σχολή της Κυριακής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 135, 8-10-1889.

39. Όπως στα Congrès Français et International des Droits de la Femme, Ιού-νιος 1888, Congrès International des Oeuvres et Institutions Féminines, Ιούλιος 1889 στο Παρίσι, International Congress, Μάιος 1893 στο Σικάγο, Congrès Féministe Inter-national, Απρίλιος 1896 στο Παρίσι και Congrès de la Condition et du Droit des Fem-mes, Ιούνιος 1900 στο Παρίσι, βλ. Ελένη Βαρίκα, ό.π., σ. 213.

40. Εκτός από τα διάφορα άρθρα στην Εφημερίδα των Κυριών η Καλλιρρόη Παρρέν έχει εκδώσει και το βιβλίο Τα ταξείδια μου - Σουηδία.

41. Βλ. Ελένη Βαρίκα, ό.π., σ. 222 και Αλεξάνδρα Μπακαλάκη - Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελλη-νικού κράτους έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, Αθήνα 1987.

42. Καλλιρρόη Παρρέν, «Δυστυχείς εργάτιδες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 191, 9-12-1890.

Page 169: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

«κοράσια» ή «κόρες» σε περίπτωση που εργάζονται σε βιομηχανικό κατάστημα. Ενώ, δηλαδή, προσπαθούν να διαδώσουν την ιδέα για την απόκτηση μιας συλ-λογικής γυναικείας συνείδησης, γίνεται εμφανής μέσα από τις λέξεις «Κυρίες» και «γυναίκες» ο κοινωνικός διαχωρισμός που κυριαρχεί στις ιδέες τους. Όταν η λέξη εργάτρια δεν επιβαρύνεται με επίθετα όπως «δυστυχής» ή «πτωχή» , ταυτίζεται με «το ανθύλλιον του αγρού, το οποίον είναι εγκαταλελειμμένον εις τας βροχάς και τους κεραυνούς και τας καταιγίδας του ουρανού».43

Ασφαλώς η σύνδεση της γυναίκας με τα άνθη, τα οποία συμβολίζουν τη γλυκύτητα, την ευαισθησία και τη θηλυκότητα, είναι κάτι που απαντά συχνά στα λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά κείμενα αυτή την εποχή, προκειμένου να τονισθεί η «γυναικεία φύση».

Ό μ ω ς η φράση αυτή λειτουργεί και σαν κλειδί για την ανάγνωση της ει-κόνας που είχαν για την εργάτρια οι γυναίκες αυτές και φανερώνει τη βίαιη αποκοπή από τη ζεστασιά, την προστασία του θερμοκηπίου αυτού που είναι ο «έσω κόσμος» του οίκου και τη βίαιη είσοδο στην σκληρότητα και την αγριό-τητα που χαρακτηρίζουν τον «έξω κόσμο» της εργασίας.

Η «ορθόδοξη» φιλανθρωπία και τα λαϊκά στρώματα

Ανατρέχοντας πίσω, γύρω στο 1775, στην Αθήνα μέσα από το βιβλίο του Πα-ναγή Σκουζέ Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυραννίας τον Χατζαλή έχουμε μια πλήρη περιγραφή του φαινομένου της φιλανθρωπίας και της φτώχειας.44 Λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο, για να ορισθεί κάποιος ως φτωχός θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: να μην έχει δικό του σπίτι να μείνει, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει ενοί-κιο, να μην έχει εισοδήματα ούτε κάποια τακτική εργασία η οποία μπορεί να του εξασφαλίσει σε μόνιμη βάση υλικά αγαθά, έστω και τη στοιχειώδη δια-τροφή του.

Όπως οριοθετείται η έννοια του φτωχού στην αθηναϊκή κοινωνία της επο-χής του Παναγή Σκουζέ, φαίνεται ότι διαχωρίζεται σαφώς από αυτή του «ζή-τουλα», δηλαδή του ζητιάνου, και του εργάτη. Σ ε μια πόλη 10.000 κατοίκων, όπως είναι η Αθήνα, 1.000 περίπου φτωχοί ζούνε στα «κελλιά», μικρά σπι-τάκια που βρίσκονται στον περίβολο των εκκλησιών.

Η φτώχεια, τόσο σε συμβολικό επίπεδο, όσο και σε πραγματικό, αποτελεί

43. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι άποροι εργάτιδες και το Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 232, 27-10-1891.

44. Παναγής Σκουζές, Το χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυραν-νίας του Χατζαλή, παλιό και νέο χειρόγραφο επιμελημένο και αποκατεστημένο από τον Γ. Βαλέτα, Αθήνα 1948.

Page 170: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

λεί ένα καθεστώς που όχι μόνο δεν αγνοείται από την κοινωνία, αλλά προστα-τευόμενη από την εκκλησία περνά στη σφαίρα της ευσέβειας. Η ανέχεια εκ-λαμβάνεται σαν ένα φυσικό φαινόμενο που εντάσσεται στην κοινωνική τάξη πραγμάτων. Οι φτωχοί δεν είναι αποκλεισμένοι από την κοινωνική ζωή της πόλης.

Η εκκλησία ασκεί τη φιλανθρωπία. Τα θρησκευτικά καθήκοντα των πι-στών συνενώνονται αυτονόητα με την οργάνωση βοήθειας για τους φτωχούς. Η παροχή βοήθειας, πάντα μέσω της εκκλησίας, από τους ενορίτες μπορεί να γίνεται σε είδος, όπως βασικά είδη διατροφής (λάδι, ελιές κ.ά.) και είδη ένδυ-σης (μανδήλια για τις γυναίκες, φέσια) ή με την παροχή προσωρινής απασχό-λησης. Σ ε καμιά περίπτωση δεν βλέπουμε να δίνουν χρήματα στους φτωχούς. Ι σ ω ς γιατί η χρηματική δωρεά ταυτίζεται με τη «διακονιά», κατάσταση που απεύχονται για τους συντοπίτες τους οι Αθηναίοι.

Η πράξη της φιλανθρωπίας αποτελεί την απόδειξη του συναισθήματος αλληλεγγύης, κατ' εξοχήν χριστιανικής αρετής. Ας σταθούμε στην παροχή ερ-γασίας· οι άνδρες και οι γυναίκες βοηθούσαν προσωρινά σε αγροτικές εργασίες και εκτελούσαν διάφορα «θελήματα». Ειδικότερα τις φτωχές γυναίκες οι ενο-ρίτισσες τις μεταχειρίζονταν σαν προσωρινές υπηρέτριες για το γνέσιμο του νήματος και την ύφανση των πανιών.

Στο οθωμανικό σχήμα η πόλη είναι ο τόπος διοίκησης και το κέντρο της εξουσίας και όχι ο τόπος της παραγωγής και της καινοτομίας. Εκεί παράγον-ται προϊόντα πολυτελείας, υψηλής συνήθως καλλιτεχνικής αξίας, αλλά όχι ερ-γαλεία και μηχανές που θα μπορούσαν να ανεβάσουν την παραγωγικότητα της αγροτικής εργασίας ή να αναπτύξουν μια παραγωγική αστική βιοτεχνία.45 Πράγ-ματι, είναι αδύνατον να αναπτυχθεί κάποια αγορά που στηρίζεται σε οικονομι-κές σχέσεις (προσφορά-ζήτηση) και εφαρμόζει νέες σχέσεις στην παραγωγή. Και έτσι, έχουμε ανθρώπους που προτίθενται να προσφέρουν την πάμφθηνη ερ-γατική τους δύναμη σε μια κοινωνία που δεν έχει ακόμη τις απαραίτητες δομές για να την εκμεταλλευθεί.46

Ο αστικοφιλελεύθερος φιλανθρωπικός λόγος

Έναν αιώνα αργότερα στην Ελλάδα έχει αρχίσει η διαδικασία μετασχηματι-σμού των παραδοσιακών δομών. Με τη δημιουργία νέων κοινωνικών στρωμά-των στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος η φιλανθρωπία ξεφεύγει από τους κόλ-

45. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», Επιλογή, 1993, σ. 379-389.

46. Βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Δημογραφικές εξελίξεις - 18ος αιώνας: σταθε-ροποίηση και ανάπτυξη», Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ', Αθήνα 1977, σ. 158.

Page 171: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

πους της εκκλησίας και αρχίζει να στηρίζεται στην ατομική πρωτοβουλία. Ας δούμε, όμως, από κοντά τα στοιχεία που προσδίδουν στην έννοια της

φιλανθρωπίας καινοτόμο μορφή. Η παραδοσιακή φιλανθρωπία, που εκφραζόταν με την παροχή σε είδος,

αντικαθίσταται. Δύο νέα στοιχεία εισάγονται στη διαδικασία της φιλανθρω-πίας, δημιουργώντας ταυτοχρόνως τους δυο πόλους γύρω από τους οποίους αυτή δραστηριοποιείται: η παροχή μισθωτής εργασίας και η παροχή μόρφω-σης, αγωγής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πνευματική ενηλικίωση της γυναίκας. Με φορέα τα διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία αναπτύσσεται η εκπαίδευση στις παραδοσιακές τέχνες και στα οικιακά έργα που σχετίζονται αποκλειστικά με τη γυναικεία φύση.

Το φαινόμενο της φιλανθρωπίας παρεμβαίνει με διακηρυγμένη πρόθεση να αμβλύνει τις συνέπειες της κοινωνικής αδικίας και να βελτιώσει με τη με-γαλοθυμία των παροχών της την κοινωνική θέση της εργάτριας. Το επίθετο «πτωχή» , που συνοδεύει σχεδόν πάντα στα κείμενα του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών τα ουσιαστικά «κόρη» ή «εργάτρια», υποδηλώνει ότι το καθεστώς του εργάτη ή της εργάτριας στη συγκεκριμένη περίπτωση εξομοιώνεται με αυτό της φτώχειας. Οι εργάτριες στα μάτια των φιλανθρώπων ταυτίζονται με τους αναξιοπαθούντες. Επιπλέον, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι τα φι-λανθρωπικά ιδρύματα (Εργαστήρια Απόρων Γυναικών και Κυριακά Σχολεία) απευθύνονται σε γυναίκες κάθε ηλικίας, στην ουσία οι αποδέκτες της φιλαν-θρωπικής δραστηριότητας είναι νέα πρόσωπα. Πρόκειται για τις γυναίκες των φτωχών στρωμάτων που αναζητούν οικονομική διέξοδο με την εργασία τους. Αυτό σημαίνει ότι τα νέου τύπου φιλανθρωπικά σωματεία ενδιαφέρονται για την αποδοτικότητα της επένδυσης. Αντίθετα, το παραδοσιακό φιλανθρωπικό σχήμα ενδιαφερόταν για όλους ανεξαιρέτως τους φτωχούς χωρίς καμιά απώ-τερη οικονομική στόχευση.

Ως προς τους φορείς, η φιλανθρωπία δεν ασκείται πια αποκλειστικά από την εκκλησία, αλλά από φιλανθρωπικά σωματεία που αποτελούνται κυρίως από γυναίκες. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η φιλανθρωπία ανεξαρτητοποιείται από τον πυρήνα της εκκλησίας και αρχίζει να στηρίζεται στην ατομική πρωτοβουλία. Όσον αφορά τις γυναίκες του περιοδικού της Εφημερίδος των Κυριών, αυτές διευρύνουν τις δραστηριότητές τους με τη φιλανθρωπία.47 Θέλουν να παίξουν

47. Σαν παράδειγμα αναφέρω τα εξής: Η Καλλιρρόη Παρρέν ιδρύει το 1890 το Σχολείο της Κυριακής. Από το 1892 συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του Ασύλου Εργατίδων και Υπηρετριών. Το 1897 ιδρύεται με πρόεδρο την ίδια η Οικοκυρική και Επαγ-γελματική Σχολή της Ένωσης των Ελληνίδων. Το 1911 ιδρύει το Λύκειον των Ελληνί-δων, που είναι η πρώτη συστηματική προσπάθεια στην Ελλάδα γυναικείας δράσης και χει-

Page 172: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

το ρόλο των «κοινωνικών αναμορφωτριών» και «ηθικών παιδαγωγών».48

Έχοντας ως στόχο την απομάκρυνση των γυναικών από το εργοστάσιο, το οποίο σύμφωνα με τις αντιλήψεις των φιλανθρωπικών φορέων είναι χώρος που δεν αρμόζει με τις ιδιαιτερότητες της γυναικείας φύσης, οι φορείς ιδρύουν διάφορα εργαστήρια στα οποία εργάζονται άπορες γυναίκες. Το εργαστήριο εί-ναι ένας χώρος αυστηρά γυναικοκρατούμενος, που λειτουργεί από πλευράς ορ-γανωτικής δομής σαν «πρότυπη χειροτεχνική βιομηχανία».

Στ ι ς εκθέσεις, τόσο μέσα στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, επιδει-κνύονται τα προϊόντα των εργαστηρίων, τα οποία αποτελούν τους καρπούς της φιλανθρωπίας.49 Γυναικεία συνέδρια και εκθέσεις συνδέονται μέσω της φιλαν-θρωπίας. Το γεγονός ότι τα συνέδρια γίνονται πολλές φορές ταυτοχρόνως και στο ίδιο μέρος με τις εκθέσεις δεν είναι καθόλου τυχαίο.50

Μέσα από τις εκθέσεις που εκφράζουν την ειρηνική συνεύρεση, τη συνα-δέλφωση των κοινωνικών στρωμάτων ενσαρκώνονται τα δυο πρότυπα: αυτού του αυτοδημιούργητου (self m a d e man) και εκείνου του μόχθου των εργαζο-μένων. Υπάρχει και από τις δυο πλευρές η κοινή αποδοχή: του ρόλου και της αξίας της εργασίας.

Το Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης

Όσον αφορά τις γυναίκες, αξίζει να αναφερθεί η πρώτη απόπειρα αντικατά-στασης των κελλιών του περιβόλου των εκκλησιών με το Ασυλο της Αγίας Αικατερίνης, που ιδρύθηκε το 1893 με σκοπό «την παροχή ηθικής προστασίας και περιθάλψεως των υπηρετριών και εργατίδων, αίτινες στερούνται εργασίας και ευρίσκονται μακράν των γονέων και συγγενών των». 5 1 Το Άσυλο διοικεί-ται από ενδεκαμελές συμβούλιο, το οποίο πλαισιώνουν γνωστές δέσποινες της αθηναϊκής κοινωνίας.52 Αυτό το φιλανθρωπικό σωματείο περιλαμβάνει συνδρομητές

ραφέτησης. Η Καλλιόπη Κεχαγιά, μέλος του πυρήνα αυτών των γυναικών, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Συλλόγου Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως. Η Σωτηρία Αλιμπέρ-τη ιδρύει το 1896 το Σύλλογο «Η Εργάνη Αθηνά» με σκοπό την ενίσχυση της γυναικείας βιοτεχνίας και την οργάνωση πανελληνίων εκθέσεων για τα γυναικεία έργα.

48. Βλ. Danièle Rancière, «La philantrophie au féminin», Pénélope pour l'hi-stoire des femmes 11, 1984, σ. 66.

49. Τα προϊόντα του Εργαστηρίου εκτίθενται στο ελληνικό περίπτερο το 1874 στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης, όπου παίρνουν και το πρώτο βραβείο, στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1889 και στη Διεθνή Έκθεση του Σικάγο.

50. Το 1893 στο Σικάγο ταυτοχρόνως με τη διεθνή έκθεση γίνεται και γυναικείο συνέδριο. Η πρώτη έκθεση στην Ελλάδα γίνεται στο Αγρίνιο (21/25-5-1893). Παράλληλα πραγματοποιείται και συνέδριο με θέμα «Η θέση της γυναικός εν τω οίκω και τη κοινωνία».

51. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 65, 8-4-1893. 52. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από τις: Κλεοπάτρα Βρόσκη πρόε-

Page 173: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μητές με την υποχρέωση καταβολής 12 δραχμών ετησίως, δωρητές με την υποχρέωση καταβολής 200 δραχμών εφάπαξ και ευεργέτες με την υποχρέωση καταβολής από 500 δραχμές και άνω.83

Το Άσυλο στεγάζεται στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Μητροπόλεως 29, σ' ένα ευρύχωρο, ευάερο και ευήλιο οίκημα.54 Εκεί μπορούν να διαμένουν και να διατρέφονται οι εργάτριες και οι μαθητευόμενες που έχουν απασχόληση στα βιομηχανικά καταστήματα αντί 25 δραχμών μηνιαία, ποσό το οποίο κα-ταβάλλουν τμηματικά κάθε Σάββατο. Οι υπηρέτριες έχουν τα ίδια δικαιώμα-τα, με τη διαφορά ότι οφείλουν να καταβάλλουν 0,75 δρχ. καθημερινά. Εάν οι τελευταίες δεν μπορούν να πληρώσουν, η διευθύντρια του Ασύλου λαμβάνει το ποσό αργότερα από την οικογένεια στην οποία τοποθετούνται, η οποία το κρα-τάει από το μισθό τους. Οι υπηρέτριες δεν μπορούν να παραμείνουν στο Άσυλο για διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε ημερών, εκτός αν, παρά τις προσπά-θειες των ίδιων και των κυριών του Ασύλου, δεν βρεθεί η κατάλληλη θέση. Το Άσυλο παρέχει δωρεάν νοσηλεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στις υπη-ρέτριες, με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίες έχουν συστατική επιστολή, που βεβαιώνει για την καλή διαγωγή και την εργατικότητά τους, από οικογένεια στην οποία εργάσθηκαν για τουλάχιστον δύο χρόνια.

Στο Άσυλο ισχύει το ίδιο πρόγραμμα για όλες: πρωινό ξύπνημα στις 6 το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι στις 5" όταν βγαίνουν πρέπει να γυρίζουν το χειμώνα πριν τις 7, ενώ το καλοκαίρι πριν τις 8 το βράδυ. Οι κανονισμοί εί-ναι πολύ αυστηροί, δηλαδή δεν επιτρέπουν σε καμία από τις γυναίκες να δέ-χεται άνδρες μέσα στο Άσυλο ή να συνοδεύεται από αυτούς κατά την είσοδο και την έξοδό της από αυτό. Κάτω από το άγρυπνο μάτι της διευθύντριας του Ασύλου επιτρέπεται σ' αυτές να δέχονται μόνο τις φίλες τους, τους συγγενείς τους και τους «οικογενειάρχες» που ενδιαφέρονται να τις προσλάβουν.

Ως προς τις υπηρέτριες, οι κυρίες που διοικούν το ίδρυμα προσπαθούν να παρέμβουν και να καλυτερεύσουν τις συνθήκες που επικρατούν, με την παροχή μόρφωσης55 και ηθικής διαπαιδαγώγησης. Κυρίως, όμως, στοχεύουν στην προ-στασία της οικογένειας και των τέκνων της αστικής τάξης που «ευρίσκονται εις άμεσον συνάφειαν με τας θεραπαινίδας, τας τροφούς, τας ραπτρίας, τας ερ-

πρόεδρο, Καλλιρρόη Παρρέν γενική γραμματέα, Ναταλία Σούτσου, Φανή Πρετεντέρη, Ευανθία Καντζιλιέρη, Ευφροσύνη Καραπάνου, Θεανώ Δεληγιώργη, Αικατερίνη Καμπά, Αθηνά Σε-ρεμέτη, Αδελαΐδα Στεκούλη και Ευανθία Φαλιέρου.

53. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, ό.π. και Νέα Εφημερίς, αρ. 104, 14-4-1893. 54. «Άσυλον Αγίας Αικατερίνης», Νέα Εφημερίς, αρ. 276, 3-10-1893. 55. Οι οικογένειες που προσλαμβάνουν υπηρέτριες μέσω του Ασύλου έχουν την υπο-

χρέωση να στέλνουν τις υπηρέτριες στο Κυριακό Σχολείο ή στο Επαγγελματικό Σχολείο για να μάθουν μαγειρική. Καλλιρρόη Παρρέν, «Τι γίνεται το Άσυλον;», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 546, 11-10-1898.

Page 174: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εργάτιδας και μεταδίδουσιν εις αυτά τας κακάς έξεις και αρχάς των μετά μεί-ζονος ευκολίας και ταχύτητος».5 6 Οι προσπάθειές τους, όμως, δεν βρίσκουν κα-μιά ανταπόκριση από τις οικογένειες, οι οποίες χρησιμοποιούν, όπως φαίνεται, το Ασυλο σαν μεσιτικό γραφείο που δεν χρεώνει μεσιτικά, αγνοώντας τους στόχους και τους κανονισμούς του.57

Έ ξ ι χρόνια αργότερα, το 1899, το Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης μετα-τρέπεται σε Άσυλον των Εργατίδων προσφέροντας τις υπηρεσίες του αποκλει-στικά στις εργάτριες.

Με την εργασία των γυναικών στις πόλεις γινόμαστε θεατές των δραστη-ριοτήτων που ανταποκρίνονται σ' ένα τύπο φιλανθρωπικής δράσης διαδεδομένο στις εύπορες τάξεις και σ' ένα καταμερισμό των ρόλων στο εσωτερικό της αστι-κής οικογένειας, όπου η οικονομία και η πολιτική αποτελούν δραστηριότητες ανδρικές, ενώ η φιλανθρωπία συνιστά ένα πεδίο δραστηριότητας και κοινωνι-κής προβολής, μια διέξοδο από την ανυπόφορα μονότονη και άδεια ζωή των αστών γυναικών.

Σε αναζήτηση της οικογένειας

Οι γυναίκες του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών αποδίδουν στην οικογένεια τεράστια σημασία και αναδεικνύουν τη μητρότητα σε ύψιστο καθήκον των γυ-ναικών, γιατί «η μητέρα είναι συχνότερον ο ηθικός αρχηγός της οικογένειας και συχνά επίσης ο κύριος υλικός παράγων είτε διά των εισοδημάτων της προι-κός της, είτε διά της προσωπικής της εργασίας».58

Πράγματι, φαίνεται ότι ακολουθούν κατά γράμμα τα ιδεολογικά ρεύματα που αναπτύσσονται στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία. Βρισκόμαστε στην εποχή που τόσο οι ηθικολόγοι, όσο και οι σοσιαλιστές προσπαθούν να ενισχύσουν το ρόλο της οικογένειας μέσα στην κοινωνία. Κυρίως οι δεύτεροι, οι σοσιαλιστές, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια διπλή απαίτηση από τους οπαδούς τους. Μια απαίτηση που δημιουργούν από τη μια, η περιβάλλουσα ηθικολογία και η κριτική που ασκεί η αστική σκέψη στα «άγρια ήθη» των λαϊκών τάξεων και από την άλλη, οι πεποιθήσεις της εργατικής πελατείας τους, για την οποία οικονομία και οικογενειακή ηθική αποτελούν συστατικό της τα-ξικής τους συνείδησης.59

56. «Το Άσυλον των Εργατίδων και ο Θίασος Τσόχα», Νέα Εφημερίς, αρ. 227, 4-10-1893.

57. Βλέπε Εφημερίς των Κυριών, αρ. 420, 26-11-1895 και αρ. 546, 11-10-1898. 58. Ελένη Γεωργιάδου, «Αι εργαζόμεναι γυναίκες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 690,

13-1-1892. 59. Βλ. Histoire de la vie privée, γεν. επιμ. Philippe Ariès - George Duby, τ. 4,

De la Revolution à la Grande Guerre, Michelle Perrot (επιμ.), Παρίσι 1987, σ. 101-102.

Page 175: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Οι γυναίκες αυτές θέλουν να απαλύνουν το διαχωρισμό που έχει δημιουρ-γηθεί ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Βρίσκουν ένα τρόπο υπέρ-βασης της ιδιωτικής σφαίρας ο οποίος αποτελεί ταυτόχρονα και τη δίοδο προς τη δημόσια σφαίρα, προσδίδοντας στην έννοια της μητρότητας μια οικουμενική σημασία που ξεπερνά τα όρια της οικογένειας και αγκαλιάζει ολόκληρη την εθνική κοινότητα.60 Η αναγέννηση του έθνους θα συντελεστεί μέσω της μητρό-τητας και της οικογένειας. Χωρίς τη μητρότητα «οι δεσμοί της οικογένειας παραλύουσιν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εθνικός χαρακτήρ χωρίς οικογε-νειακή ηθική, γιατί ελευθερία άνευ ηθικής, άνευ οικογενειακών αρετών είναι ουτοπία».61

Από το περιοδικό φαίνεται ότι έχει γίνει αντιληπτό πως η έννοια της φτώ-χειας δεν σηματοδοτείται μόνο από την οικονομική ανέχεια, αλλά συνδέεται με συγκεκριμένες συμπεριφορές και νοοτροπίες που ακολουθούν τα υποκείμενά της. Ο πατέρας της οικογένειας η οποία πλήττεται από την εκβιομηχάνιση, παρου-σιάζεται κατ' επανάληψη ως «οινοβαρής»62 και ως εκ τούτου ανίκανος να ανα-λάβει τις πατρικές του ευθύνες. Η σύνδεση της οινοποσίας με τους εργάτες αποκλειστικά, σημαδεύει τις αντιλήψεις της εποχής: «πέριξ ενός οινοπώλου δια-σκεδαστού συντρίβεται το μέλλον της εργατικής οικογένειας».63 Η αναπαρά-σταση αυτή έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας στο αστικό σπίτι. Συνήθειες που έχουν τελετουργικό χαρακτήρα στα αστικά σπίτια, όπως π.χ. αυτή του οικογενειακού τραπεζιού που στρώ-νεται στις μέρες γιορτής, είτε είναι ανύπαρκτες στις εργατικές οικογένειες, ε ίτε διαταράσσονται από τις βρισιές του άσωτου και τυραννικού πατέρα, του οποίου την πατρική εξουσία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει.

Η εικόνα της ανήλικης, απροστάτευτης εργάτριας, η οποία πρέπει να βρει πρότυπο μητρικής και πατρικής εξουσίας, έχει γίνει στερεότυπο για το περιο-δικό. Οι ευθύνες για την απόλυτη αυτή εγκατάλειψη των εργατριών αποδίδον-ται τόσο στο οικογενειακό, όσο και στο εργασιακό της περιβάλλον. Για την

60. Για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η έννοια της μητρότητας στη διαμόρφωση του προτύπου που δημιούργησε και πρόβαλε το περιοδικό Εφημερίς των Κυριών βλ. Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των Κυριών..., ό.π., σ. 178 και Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Αθήνα, 1995, σ. 173-174.

61. Καλλιρρόη Παρρέν, «Και υπέρ των γυναικών του λαού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 189, 25-11-1890.

62. Το επίθετο αυτό συνοδεύει συνεχώς μέσα στο περιοδικό Εφημερίς των Κυριών τη μορφή του πατέρα της εργατικής οικογένειας. Ενδεικτικά αναφέρω: Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι άποροι εργάτιδες και το Κυριακόν Σχολείον», ό.π. και «Αι αδικούσαι και αι αδικού-μενα»), Εφημερίς των Κυριών, αρ. 549, 1-11-1898' Ελένη Γεωργιάδου, «Αι εργαζόμεναι γυναίκες», ό.π.

63. «Βιωτικαί τάσεις», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 20, Οκτώβριος 1874.

Page 176: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

οικογένεια υπάρχει μια γενικευμένη αντίληψη περί της ανικανότητάς της να αναθρέψει και να διαπαιδαγωγήσει μέσα στους κόλπους της τα παιδιά.

Η εργασία στο σπίτι

Η γυναίκα μητέρα που εργάζεται στο εργοστάσιο, παρουσιάζεται εγκλωβισμένη σ' ένα αδιέξοδο χωρίς δυνατότητες διαφυγής. Η λύση για να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση είναι η εργασία στο σπίτι. Η κατ' οίκον δηλαδή επαγγελματική ενασχόληση, η οποία της προσφέρει την ευκαιρία να ασχολείται ταυτόχρονα με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών της.

Όμως κι εδώ υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα, γιατί « τ ι δύναται να πράξη εν τω οίκω, ποίον επάγγελμα να μετέλθη, ποίαν βιομηχανίαν να εξασκήση, παρέχουσα εν ταυτώ τας μητρικάς φροντίδας της εις τα ατυχή τέκνα της; Ου-δεμίαν διότι ουδέν έμαθε, ουδέν εδιδάχθη επάγγελμα, ουδεμίαν τέχνην. Θα κα-ταφύγη εις τα εργοστάσια πλύντρια, διημερεύουσα μακράν των τέκνων της» . 6 4

Η έλλειψη εκπαίδευσης, με την ευρύτερη σημασία του όρου, που συνδυάζει την ηθικο-θρησκευτική μόρφωση με την επαγγελματική κατάρτιση, προβάλλεται ως η κυριότερη αιτία που οδηγεί τη γυναίκα-μητέρα στο εργοστάσιο και συ-νάμα, όπως πιστεύεται, την οικογένεια στον «όλεθρο».

Ό π ω ς παρατηρούμε, εκτός από τη βιομηχανική εργασία και η εκπαίδευση είναι άρρηκτα δεμένη με τη ζωή της εργάτριας. Είμαστε μπροστά σ' ένα φαύλο κύκλο όπου η απασχόληση της γυναίκας από την παιδική της ηλικία στο εργο-στάσιο της στερεί τη δυνατότητα εκπαίδευσης και μετά το γάμο η έλλειψη εκπαίδευσης της στερεί οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική λύση για επαγγελμα-τική αποκατάσταση εκτός από την εργασία στο εργοστάσιο. Οι γυναίκες που ασχολούνται με τη φιλανθρωπία προσπαθούν με κάθε τρόπο να ανατρέψουν αυτό το σχήμα. Στα ιδρύματα που δημιουργούν για την προώθηση της εκπαίδευσης γίνονται δεκτές οι φτωχές γυναίκες κάθε ηλικίας.

Η λύση που προτείνεται από τις σελίδες του περιοδικού για τις γυναίκες που έχουν ανάγκη να εργασθούν ενώ είναι μητέρες, είναι περιβεβλημένη από έντονη ηθικολογία χωρίς καμιά συγκεκριμένη αναφορά σε προβλήματα πρακτι-κής υφής.

Οι γυναίκες του περιοδικού δεν εξετάζουν διεξοδικότερα τον τρόπο διά-δοσης της κατ' οίκον εργασίας και τις συνθήκες ανάπτυξής της. Τ ι γίνεται, λοιπόν, με τις συνθήκες της αγοράς, με τη γνώση και τις αναπαραστάσεις που έχουν οι γυναίκες της Εφημερίδος των Κυριών για την οργάνωση του εμπο-ρίου στον τομέα του ιματισμού; Πόσο καλά είναι σε θέση να γνωρίζουν οι ίδιες τα δίκτυα εξάπλωσης της ραπτομηχανής, η οποία αποτελεί τον απαραίτητο

64. Καλλιρρόη Παρρέν, «Και υπέρ των γυναικών του λαού», ό.π.

Page 177: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τητο τεχνικό εξοπλισμό της νοικοκυράς γ ι ' αυτού του τύπου την εργασία; Ερωτήματα αναπάντητα μέσα από το περιοδικό. Όταν την ίδια εποχή

περίπου στη Γαλλία η εργασία στο σπίτι αποτελεί εθνικό πρόβλημα, το αρμό-διο Γραφείο Εργασίας αναλαμβάνει τη διεξαγωγή στατιστικών ερευνών για τη ζωή και τη δουλειά των εργατριών στο σπίτι και οι εργαζόμενες συνδικαλί-ζονται για την κατάργηση του «δουλεμπορίου των λευκών εργατριών»·6 5 στην Ελλάδα τόσο η εθνικοθρησκευτική ρητορία των φιλανθρώπων γυναικών, όσο και η εμμονή τους στην αναβάθμιση και επαγγελματικοποίηση της οικιακής εργασίας και των γυναικείων τεχνών δεν αφήνουν περιθώρια για μια εκτετα-μένη κάλυψη του πεδίου και του τρόπου με τον οποίον θα συνευρεθούν η μη-τρότητα με τη βιομηχανική εργασία.

Το «κουτί της Πανδώρας» και η μικρέμπορος του δρόμου

Για το περιοδικό Εφημερίς των Κυριών ο χώρος και οι συνθήκες εργασίας των γυναικών ενσαρκώνουν το πιο ζωντανό παράδειγμα οικονομικής και ηθικής εξα-θλίωσης της γυναίκας. Ο χώρος των εργοστασίων του Πειραιά βρίσκεται πολύ μακριά και είναι εντελώς αποκομμένος από τις αστικές κατοικίες. Ο σιδηρό-δρομος το 1869 θα επισφραγίσει αυτό το χωρισμό, εισδύοντας στην πολεοδο-μία του Πειραιά σαν παραπέτασμα ανάμεσα σε δυο κόσμους.66

Το κλωστοϋφαντουργείο των Αδελφών Ρετσίνα στον Πειραιά, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο εργοστάσιο της εποχής, αποτελεί έναν αντιπροσωπευ-τικό χώρο όπου παρουσιάζεται το φαινόμενο της γυναικείας εργασίας στο ερ-γοστάσιο. Η καταγραφή στοιχείων και παρατηρήσεων για τις συνθήκες εργα-σίας των γυναικών στη βιομηχανία έχουν ως σημείο αναφοράς αυτό το συγκε-κριμένο εργοστάσιο. Η συγκέντρωση ενός σχετικά μεγάλου αριθμού γυναικών (400 εργάτριες το 1887) και ο ορθολογισμός στην οργάνωση που απαιτείται για τη λειτουργία του κλωστοϋφαντουργείου, μαγνητίζουν την προσοχή του πε-ριοδικού, με αποτέλεσμα αυτό να μην ασχολείται με άλλες μορφές γυναικείας απασχόλησης.

Το κλωστοϋφαντουργείο των Αφών Ρετσίνα γίνεται για τις γυναίκες των αστικών στρωμάτων το «κουτί της Πανδώρας». Είναι μια απειλή, ευτυχώς μακριά από τα σπίτια τους. Ακόμη κι όταν διαβαίνουν την είσοδο για επί-σκεψη προκειμένου να λάβουν συγκεκριμένες πληροφορίες, φθάνουν μόνο μέχρι το γραφείο του διευθυντή ο οποίος απαντά στις ερωτήσεις τους. Είναι ένας

65. Michelle Perrot , Η εργασία των γυναικών στην Ευρώπη 19ος-20ός αιώνας, μτφρ. Δήμητρα Σαμίου, Ερμούπολη Σύρου 1988, σ. 37.

66. Βλ. Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην Ιστορία του Ελληνικού Μάντσεστερ, Αθήνα 1984, σ. 243.

Page 178: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κλειστός, επτασφράγιστος χώρος στον οποίο η εργάτρια «δεν εργάζεται ως η χωρική υπό τον ελεύθερον αέρα και τον ελεύθερον ουρανόν», αλλά είναι «εν παράρτημα της αψύχου μηχανής».67 Εκεί ελλοχεύουν οι κίνδυνοι που συνοδεύουν τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές της πόλης. Όμως αυτό το κλειστό κου-τί θα ανοίξει για να αναζητηθεί μέσω της φιλανθρωπίας ο χαμένος παράδει-σος, που δεν είναι άλλος από το όραμα για την πραγμάτωση μιας κοινωνικής ειρήνης.

Στην ελληνική πόλη το 1870 μπορεί να έχει κατακτηθεί το προνόμιο να κυκλοφορούν οι γυναίκες ελεύθερα στο δρόμο, όμως η εικόνα της γυναίκας που εργάζεται σε κοινή θέα παραμένει ένα ισχυρό ταμπού για την ελληνική κοι-νωνία. Η εργασία της Ελληνίδας είτε μέσα στο σπίτι, είτε στο εργοστάσιο ισοδυναμεί πάντα με τον εγκλεισμό της σ' ένα χώρο. Η οικειοποίηση του δη-μόσιου-ανοικτού χώρου από τις γυναίκες μέσω της εργασίας τους προπαγαν-δίζεται έντονα και γίνεται μία από τις διεκδικήσεις τους. Βρισκόμαστε μπρο-στά σε μια αντίφαση, η οποία ενδεχομένως οφείλεται στην επιρροή που δέ-χονται οι γυναίκες του περιοδικού από την εικόνα της ξένης εργαζόμενης, συγ-κεκριμένα της παρισινής.

Ενδιαφέρονται να ανασύρουν τη γυναίκα από το εσωτερικό στη βιτρίνα, δημιουργώντας παράλληλα νέες μορφές γυναικείας απασχόλησης. Θέλουν να προσφέρουν μια εναλλακτική λύση αντί του εργοστασίου στο βιοποριστικό πρό-βλημα των γυναικών. Επαγγέλματα όπως η πωλήτρια των εμπορικών κατα-στημάτων και η μικρέμπορος του δρόμου προσφέρονται γ ι ' αυτό το σκοπό. Οι γυναίκες του περιοδικού ζητούν «χαριέστατες και μειδιώσες κοπέλες» να αντι-καταστήσουν στα ζαχαροπλαστεία τον «άξεστο χονδροειδή ημικοιμώμενο υπη-ρέτη» και στα εμπορικά καταστήματα τον «χθες έτι αροτριώντα την γην υπάλ-ληλο».6 8 Θέλουν να εξοικειώσουν την ελληνική κοινωνία με τη φιγούρα της ερ-γαζόμενης που, καταλαμβάνοντας μια θέση στο δρόμο, προσκαλεί δημόσια τους ανθρώπους να αγοράσουν άνθη ή οπώρες.69

Ο κίνδυνος της «αψύχου μηχανής»

Ενώ στον ημερήσιο τύπο δεσπόζει η πατερναλιστική μορφή του εργοδότη ο οποίος προστατεύει από ηθικά ατοπήματα και ευεργετεί με την παροχή εργα-σίας τις άπορες κόρες, στην Εφημερίδα των Κυριών επικρατεί η εντελώς αντί-θετη άποψη.

67. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι αδικούσαι και αι αδικούμενα»), ό.π. 68. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι παρισιναί εργάτιδες και αι ιδικαί μας, Α'», Εφημερίς

των Κυριών, αρ. 128, 20-8-1889. 69. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι παρισιναί εργάτιδες και αι ιδικαί μας, Β'», Εφημερίς

των Κυριών, αρ. 129, 27-8-1889.

Page 179: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Στο εργοστάσιο η εργάτρια εξακολουθεί να μένει απροστάτευτη και να εκτίθεται σε μύριους κινδύνους που υπονομεύουν τη σωματική και ηθική της ακεραιότητα. Το 1890, με αφορμή ένα δυστύχημα που είχε σαν αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του χεριού μιας εργάτριας από τη μηχανή, οι συντάκτριες του περιοδικού ξεσπαθώνουν εναντίον του κράτους και των θεσμικών φορέων.70

Δίνεται στις γυναίκες του περιοδικού, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η ιστορικός Μαρία Κορασίδου, μια χρυσή ευκαιρία να αμφισβητήσουν τα πρό-τυπα της ανδρικής κυριαρχίας και να ασκήσουν κριτική στην ανδροκρατούμενη τάξη πραγμάτων.71 Θεωρούν ότι το κράτος δεν φροντίζει για την καθιέρωση προστατευτικών νόμων υπέρ της εργαζόμενης γυναίκας και ευθύνεται για την πλήρη ελευθερία που παρέχεται στους βιομήχανους προς χάριν της οικονομι-κής ανάπτυξης του τόπου. Κατά το περιοδικό ο αποκλεισμός των «θυγατέρων του λαού» από την εκπαίδευση δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην αδιαφορία των θεσμικών φορέων και της κοινωνίας ευρύτερα, αλλά γίνεται εκ προθέσεως ώστε αυτές να αποτελούν «αμαθή και πειθήνια όργανα [της κοινωνίας] μη δια-κρίνοντα το καλόν από του κακού, το ωφέλιμον από το επιβλαβές».7 2 Η έλ-λειψη εκπαίδευσης αφαιρεί από την εργάτρια τη δυνατότητα του εξανθρωπι-σμού της. Αυτή μεταβάλλεται σε «εν παράρτημα της αψύχου μηχανής, ην κι-νούν αι χείρες της και οι πόδες της, εις έμψυχος παράγων διά τον πολλαπλα-σιασμόν των κεφαλαίων ενός βιομηχάνου».73

Η «άψυχος ατμοκίνητη μηχανή» ασκεί τρόμο στις γυναίκες του περιο-δικού. Το συναίσθημα αυτό δεν πηγάζει μόνο από το γεγονός ότι δεν συμμε-τέχουν, αλλά και από το ότι ούτε καν συναινούν στον απότομο εξορθολογισμό της γυναικείας απασχόλησης που συντελείται υπό την ανδρική κυριαρχία, εντός των τειχών του εργοστασίου. Ο βίαιος αυτός εκσυγχρονισμός εκφράζει μια ρή-ξη, κόβει το νήμα που συνδέει την ιστορία με την υφαντική που είναι κατ' εξο-χήν τέχνη των γυναικών. Ο αργαλειός σηματοδοτεί το πέρασμα των γυναικών στην ιστορική παράδοση. Το ήρεμο και μονότονο μουρμούρισμα της ανέμης που χρησιμοποιεί η Πηνελόπη, η σύζυγος του Οδυσσέα, συνοδεύει τις Καρυά-τιδες της Ακρόπολης, δίνει μεγαλοπρέπεια στο βυζαντινό πολιτισμό, για να αναδειχθεί μέσα από το περιοδικό σαν εθνική κληρονομιά που πρέπει να δια-φυλαχθεί και να αντιπαλέψει τις νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης που απαι-τούνται για τη μετάβαση σε άλλου τύπου παραγωγικές δομές. Το περιοδικό δίνει την εντύπωση ότι μέσω της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης αντιμάχεται

70. Καλλιρρόη Παρρέν, «Δυστυχείς εργάτιδες», ό.π. 71. Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών..., ό.π., σ. 183-184. 72. Καλλιρρόη Παρρέν, «Το μορφωτήριον των θυγατέρων του Λαού», Εφημερίς των

Κυριών, αρ. 347, 10-4-1894. 73. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι αδικούσαι και αι αδικούμεναι», ό.π.

Page 180: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ται τον πυρετό του πλουτισμού και την ευμάρεια της σύγχρονης κοινωνίας.74

Στην Εφημερίδα των Κυριών το θέμα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των εργατριών από τους άνδρες με τους οποίους έρχονται σε επαφή παίρνει δια-στάσεις. Ο κίνδυνος της απώλειας της αγνότητας στην ιδεολογία των γυναι-κών, με την έννοια μιας σεξουαλικής αποστείρωσης, επικεντρώνεται στα διά-φορα άρθρα στις εργάτριες των εργοστασίων και στις μαθητευόμενες ράπτριες που περιφέρονται στην οδό Ερμού. Στο εργοστάσιο για την εργάτρια η ατμό-σφαιρα γίνεται «νοσηρά εν αδιαλείπτω επικοινωνία και επαφή μετά ανδρών αμφιβόλων ενίοτε αρχών και αισθημάτων»,75 ενώ στο δρόμο «η μαθητευόμενη συναλλάσσεται μετά εμπόρων και εμποροϋπαλλήλων πάσης ηλικίας». Όπως για τις γυναίκες των αστικών στρωμάτων η σεξουαλική εκμετάλλευση συμβα-δίζει με την οικονομική που αυτές υφίστανται με το θεσμό της προίκας, έτσι και για τις εργάτριες η σεξουαλική εκμετάλλευση συνδέεται άμεσα με τη βιο-μηχανική εργασία και τον τρόπο οργάνωσής της, πηγάζει, δηλαδή, από τη θέση της στην επαγγελματική ιεραρχία. Προορισμένες να εκτελούν εργασίες που δεν απαιτούν καμία ειδίκευση, γίνονται θύματα των ανδρών που είναι ιεραρχικά ανώτεροι, όπως οι επόπτες και οι αρχιεργάτες.

Χωρίς να θέλουν να αλλάξουν τη θέση της γυναίκας στην παραγωγή με μέτρα που θα προσφέρουν στην εργάτρια επαγγελματική ανέλιξη, όπως εκπαί-δευση και εξειδίκευση στις νέες μορφές εργασίας, οι συντάκτριες του περιοδι-κού προτείνουν για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης την αντι-κατάσταση των επιστατών που είναι υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης και της ησυχίας στο εργοστάσιο με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.76 Εξαιτίας, λοι-πόν, της οικονομικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης η βιομηχανική εργασία γίνεται αντιληπτή σαν πηγή ενός αναγκαίου κακού, σαν αιτία για τη διαιώ-νιση της κατωτερότητας της γυναικείας φύσης.

74. Στο άρθρο «Αι Ελληνίδες εις Έκθεσιν», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 754, 15-6-1903 εκτίθενται όλα τα επιχειρήματα για τη συντήρηση της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης.

75. Καλλιρρόη Παρρέν, «Δυστυχείς εργάτιδες», ό.π. 76. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι γυναίκες εν τη ελληνική βιομηχανία. Τετρακόσιαι εργά-

τιδες εν τω εργοστασίω Ρετσίνα», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 28, 13-9-1887.

Page 181: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο

Ο ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΣ ΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΗ «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ»

Page 182: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 183: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

1. Σ Τ Ο Ν Α Σ Τ Ε Ρ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Φ Ι Λ Α Ν Θ Ρ Ω Π I Α Σ

Το επαγγελματικό αδιέξοδο που δημιουργεί στις γυναίκες των κατώτερων στρωμάτων ο αναλφαβητισμός και η έλλειψη τεχνικής εκπαίδευσης, προσπαθεί να το καλύψει η ιδιωτική πρωτοβουλία διά της φιλανθρωπίας.

Πράγματι, οι ιδιώτες δεν περιορίζονται στον εξωραϊσμό της εικόνας της πόλης με μονοκατοικίες, αλλά ιδρύουν σχολές, νοσοκομεία, νηπιαγωγεία και γυμνάσια.1 Όταν το 1874 ο Γάλλος περιηγητής Henri Belle επισκέπτεται για δεύτερη φορά την ελληνική πρωτεύουσα, μένει έκπληκτος από τις αλλαγές της πόλης, ενώ αμφιταλαντεύεται για τα κίνητρα των φορέων της φιλανθρωπικής δραστηριότητας. Από τη μια παρατηρεί ότι θυσιάζουν μεγάλα ποσά για την κατασκευή οικοδομημάτων, προκειμένου να χαράξουν με χρυσά γράμματα το όνομά τους στην πρόσοψη, ενώ από την άλλη διαπιστώνει ότι επικρατεί στην πόλη μια ατμόσφαιρα εθνικής ανάτασης, η οποία σωστά διευθετημένη και διο-χετευμένη θα μπορούσε να παράσχει σημαντική βοήθεια σε μια κυβέρνηση με πατριωτισμό και διορατικότητα.2

Οι ευεργέτες κατά συντριπτική πλειοψηφία ανήκαν στους αστούς ομογε-νείς της διασποράς. Τα κεφάλαιά τους αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη για την εμψύχωση και την ανάπτυξη των δικτύων της φιλανθρωπίας. Ο Γιώργος Δερτιλής καταγράφει τα κοινά χαρακτηριστικά τους: αλλοδαποί μεταπράτες, Ρωμιοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, Έλληνες στην εθνικιστική ιδεολογία, οι οποίοι προσβλέπουν σε ένα ισχυρό κέντρο που θα τους παρέχει προστασία και, στην ανάγκη, ύστατο καταφύγιο.3

1. Από τη δεκαετία του 1850 την Αθήνα κοσμούν δημόσια κτίρια όπως είναι το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, η Ακαδημία Αθηνών, το Βαρβάκειο Λύκειο και το Αμα-λιείο Ορφανοτροφείο. Λίγα χρόνια αργότερα κτίζονται και οι πρώτες πολυτελείς μονοκα-τοικίες· το τριώροφο μέγαρο στην οδό Καραγιώργη Σερβίας στο Σύνταγμα, ιδιοκτησίας Παύλου Καλλιγά και το μέγαρο Σερπιέρη στην οδό Ακαδημίας αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του οικοδομικού οργασμού που επικρατεί στην πόλη αυτήν την εποχή.

2. Henri Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, μτφρ. Λίνα Σταματιάδη, Α' Μέρος, Αθήνα 1993, σ. 77-78.

3. Γιώργος Δερτιλής, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1 8 8 0 -1909, Αθήνα 1985, σ. 60.

Page 184: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ενώ, λοιπόν, οι ομογενείς είναι απασχολημένοι με τις επιχειρηματικές και χρηματιστικές τους δραστηριότητες, αφήνουν τις γυναίκες της οικογένειάς τους να αναλάβουν εμπράκτως τη διατήρηση των πολιτισμικών δεσμών με την Ελ-λάδα μέσω της ανάμειξης με τη φιλανθρωπία. Επίσης, οι γυναίκες αυτές παί-ζουν το ρόλο του διαχειριστή των κεφαλαίων που δωρίζονται και παρακολου-θούν με άγρυπνο μάτι την ανάπτυξη των φιλανθρωπικών εργασιών.

Μετά από λίγα χρόνια, το 1887, όπως ήδη σχολιάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ένας πυρήνας από ελληνίδες διανοούμενες και παιδαγωγούς που απο-τελεί και τη συντακτική ομάδα του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών αναπτύσ-σει το «φιλανθρωπικό λόγο», ο οποίος αποτυπώνει την ιδεολογία και τις κυ-ρίαρχες αντιλήψεις για τη φιλανθρωπία στη σφαίρα των γυναικείων δραστη-ριοτήτων.

Πράγματι, ο θεσμός της φιλανθρωπίας εμπεριέχει δύο υπό συγκρότηση κοινωνικές ομάδες του ιδίου φύλου, οι οποίες θα μορφοποιηθούν μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργεί το δίπολο της υπεροχής των γυναικών της ομογέ-νειας στο οικονομικό πεδίο και των διανοουμένων γυναικών στο ιδεολογικό πεδίο.

Το φαινόμενο της φιλανθρωπικής δράσης γενικεύεται. Εκτός από τις γυ-ναίκες των ομογενών και εκείνες που πλαισιώνουν την Εφημερίδα των Κυριών, μορφωμένες αστές, αλλά και μικροαστές σύζυγοι και θυγατέρες δημοσίων υπαλ-λήλων αναλαμβάνουν με προθυμία να προσφέρουν τις οργανωτικές τους ικανό-τητες στους συλλόγους και τα σωματεία που δημιουργούνται στην πρωτεύουσα και στις κωμοπόλεις.4

Τα φιλανθρωπικά έργα και οι ιδέες που τα συνοδεύουν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος μέσα στην ελληνική κοινότητα.

2. Σ Υ Λ Λ Ο Γ Ο Σ Κ Υ Ρ Ι Ω Ν Υ Π Ε Ρ Τ Η Σ Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Ι Α Σ Π Α Ι Δ Ε Υ Σ Ε Ω Σ

Η πλέον συστηματική προσπάθεια για τη μαθητεία των γυναικών στις γυναι-κείες τέχνες και για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού γίνεται από το Σύλλογο Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως. Ο Σύλλογος αυτός ιδρύε-ται στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 1872 από 62 κυρίες και αποτελείται από τα-κτικά, επίτιμα και αντεπιστέλλοντα μέλη. Για να θεωρηθεί κάποια ως τακτικό μέλος πρέπει να συνεισφέρει ετησίως, για πέντε χρόνια τουλάχιστον, 20 δρχ. και για να πάρει το δίπλωμα μέλους να καταβάλει εφάπαξ 5 δρχ. Δίπλωμα

4. Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των Κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, 1833-1907, Αθήνα 1987, σ. 102-103.

Page 185: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

δωρητή ή δωρήτριας παρέχεται όταν καταβάλλεται ποσό άνω των 500 δρχ. το χρόνο, ενώ για να θεωρηθεί κάποιος ευεργέτης πρέπει να κάνει εφάπαξ συνει-σφορά τουλάχιστον 2.000 δρχ. Ως αντεπιστέλλοντα ή επίτιμα μέλη μπορούσαν να εκλεγούν Ελληνίδες ή αλλοδαπές οι οποίες με τις γνώσεις τους ή με την κοινωνική τους θέση ήταν σε θέση να προσφέρουν βοήθεια στο Σύλλογο για την πραγμάτωση των στόχων του.

Η ίδρυση του Συλλόγου προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Μεγάλη μερίδα της αυτόχθονης αθηναϊκής κοινωνίας ξεκάθαρα αποδοκίμασε αυτή την πρωτο-βουλία, αποδίδοντάς της τον χαρακτηρισμό της «δυτικής παρεκτροπής». Από τις ίδιες τις γυναίκες, μερικές δεν συμμετείχαν από το φόβο της αποτυχίας, άλλες παρέμειναν διστακτικές και, τέλος, κάποιες, λίγες ωστόσο, αποφάσισαν να συμμετάσχουν.5

Ο κατάλογος των ιδρυτικών μελών αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από ονόματα επωνύμων. Μόνο η ελίτ της ελληνικής κοινωνίας, γυναίκες που συχνάζουν στα σαλόνια των χρηματιστών και τραπεζιτών, μαζί με άλλες που προέρχονται από οικογένειες λογίων ή ανώτατων διοικητικών και πολιτικών κύκλων, ανταποκρίνονται σε αυτή την προσπάθεια (βλ. Παράρτημα, Κατάλο-γος μελών του Συλλόγου υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως).

Οι Ελληνίδες της ομογένειας πλαισιώνουν το Σύλλογο" στις πόλεις Λον-δίνο, Λίβερπουλ, Παρίσι, Μασσαλία, Οδησσό, Ροστόβ, Λειψία, Σμύρνη, Γα-λάτσι, Θεσσαλονίκη6 οργανώνονται επιτροπές για το συντονισμό των φιλαν-θρωπικών δραστηριοτήτων του. Συγχρόνως εγγράφονται ως μέλη και ενισχύουν το Σύλλογο οικονομικά οι Ελληνίδες της Κωνσταντινούπολης, της Λειψίας και της Βιέννης· και όσες απ' αυτές παρεπιδημούν στην Αθήνα, συμμετέχουν ενερ-γά στις δραστηριότητές του. Οι οικογένειες αυτών των γυναικών συνδέονται με τις παραδοσιακές δραστηριότητες της ελληνικής διασποράς, όπως το εμπό-ριο σιταριού με τη Δύση, και με τους κύκλους της haute- f inance της Κων-σταντινούπολης.7 Η ίδρυση του Συλλόγου στην Αθήνα αποτελεί γ ι ' αυτές τις γυναίκες ένα σταθερό σημείο αναφοράς, «ένα δείγμα ενότητος του ελληνισμού, αλλά και της πίστεως των πανταχού εσπαρμένων μελών αυτού εις την μητέρα πατρίδα και εις τον εθνικόν χαρακτήρα του έργου».8 Θα μπορούσε να παρα-

5. Βλ. «Περί της συστάσεως του Συλλόγου. Προσφώνησις της προέδρου Ελένης Παπαρρηγοπούλου αναγνωσθείσα προ της ελεύσεως της βασιλίσσης», Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις των πεπραγμένων από της συστάσεως αυτού μέχρι τούδε, 27 Απριλίου 1873, Αθήνα 1873, σ. 4-5.

6. Στο ίδιο, σ. 36-37. 7. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι οικογένειες Μελά, Ράλλη, Βαλλιά-

νου, των οποίων τα μέλη βρίσκονται διεσπαρμένα στο Λονδίνο, τη Μασσαλία, το Λίβερ-πουλ και το Παρίσι και οι οικογένειες Ζαριφοπούλου και Βαλτατζή στην Κωνσταντινούπολη.

8. Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις... 1873, ό.π., σ. 7.

Page 186: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

παρατηρήσει κανείς ότι το ενδιαφέρον της ελληνικής ομογένειας για τη δημιουργία ενός φιλανθρωπικού σχήματος στη μητρόπολη ίσως εκφράζει και τις βλέψεις κάποιων οικογενειών για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα.

Το γεγονός ότι από τον κατάλογο των ιδρυτικών μελών του Συλλόγου λείπουν ονόματα γυναικών που ανήκουν στις πλούσιες οικογένειες των ομογε-νών της Αιγύπτου και ειδικότερα της Αλεξάνδρειας, δημιουργεί μερικά ερω-τηματικά. Μπορεί απλά να υποθέσει κανείς ότι τα δίκτυα των προσωπικών γνωριμιών στα οποία οφείλει την ύπαρξή του ο Σύλλογος δεν έφθαναν μέχρι την Αίγυπτο. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας, επειδή αποτελούσε ένα μικρό πυρήνα μέσα σε μια κοσμο-πολίτικη κοινωνία όπου ζούσαν παροικίες άλλων εθνών οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά ισχυρών, έπρεπε να διατηρήσει τη συνοχή της και να καλλιερ-γήσει την εθνική συνείδηση9 με ευεργεσίες (κυρίως στον τομέα της εκπαίδευ-σης) προς όφελος της ίδιας της κοινότητας. Το 1843 ιδρύεται στην Αλεξάνδρεια νοσοκομείο για τους Έλληνες της κοινότητας, το 1854 γίνονται τα εγκαίνια της Τοσιτσαίας σχολής, το 1876-8 δημιουργείται ημιγυμνάσιο αρρένων και το 1886 ιδρύεται νηπιαγωγείο. Εξάλλου, το εύρος των εμπορικών δραστηριοτή-των των οικογενειών αυτών10 τους αποκλείει κάθε σκέψη για επάνοδο στην Ελλάδα.

Στο τέλος του πρώτου έτους λειτουργίας του ο Σύλλογος αριθμεί 528 μέλη, εκ των οποίων τα 203 κατοικούν στο εξωτερικό.11

Η εξέταση των βιογραφικών μερικών από τα μέλη του Συλλόγου μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα εντελώς τυπικό παράδειγμα φι-λανθρωπικού σχήματος.

Ζωή Βαλτατζή. Είναι Φαναριώτισσα, κόρη του Στέφανου Καραθεοδωρή, γιατρού του Σουλτάνου και καθηγητή της Βοτανολογίας. Είναι παντρεμένη με τον Ευαγγέλη Βαλτατζή, ο οποίος είναι μέλος πολυπληθούς οικογένειας επι-χειρηματιών και τραπεζιτών. Στα σπίτια της στην Πόλη και την Αθήνα (ένα μεγάλο αρχοντικό στην οδό Ακαδημίας μεταξύ των οδών Σίνα και Ομήρου) συγκεντρώνονται αστοί και διανοούμενοι ομογενείς και Αθηναίοι.12

9. Βλ. Κατερίνα Τρίμη, «Κοινοτική εκπαίδευση, ο ρόλος και η προσφορά των εκ-παιδευτικών ιδρυμάτων στην Ελληνική Παροικία», Αφιέρωμα στην Αλεξάνδρεια - 150 χρό-νια της Ελληνικής Κοινότητας, Καθημερινή, 24-10-1993, σ. 11-12.

10. Εκτός από το εμπόριο του βαμβακιού που βρίσκεται εκείνη την εποχή σε πλήρη άνθιση, οι Έλληνες αυτή την περίοδο ασχολούνται με το εμπόριο ξυλείας, ειδών διατροφής, φαρμάκων και ειδών πολυτελείας.

11. Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις... 1873, ό.π., σ. 21-22.

12. Βλέπε Γιώργος Δερτιλής, Το ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873), Αθήνα 1980, σ. 13, 14, 182, 186.

Page 187: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Αλεξανδρίνα Παπούδωφ. Είναι σύζυγος του Αριστείδη Παπούδωφ, γόνου πλούσιας οικογένειας ομογενών της Ρωσίας, των Χατζηφωτίου, ο οποίος συμ-μετείχε ενεργά στον τραπεζικό όμιλο Βαλτατζή και Συγγρού. Μεταξύ των άλ-λων δραστηριοτήτων του ήταν και μέτοχος στην Α.Ε . Σιδηρόδρομοι Πειραιώς-Αθηνών-Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ).1 3

Ελένη Γ . Σκουζέ. Σύζυγος του Αθηναίου μεγαλοεπιχειρηματία και τρα-πεζίτη Γεωργίου Σκουζέ. Ο Γεώργιος Σκουζές συμμετείχε ενεργά στην υπό-θεση της ίδρυσης σιδηροδρομικού δικτύου.

Φανή Σκαλτζούνη. Από επτανησιακή οικογένεια, με ανάμειξη στις ναυτι-λιακές επιχειρήσεις. Ο σύζυγος της συμμετείχε στον τραπεζικό όμιλο Βαλτα-τζή-Συγγρού και στο Διοικητικό Συμβούλιο της « Α . Ε . του απ' Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου».14

Σμαράγδα Βαλτατζή. Κατάγεται από τη φαναριώτικη οικογένεια Καρα-θεοδωρή. Είναι παντρεμένη με τον τραπεζίτη-επιχειρηματία Σπυρίδωνα Βαλ-τατζή.

Ελένη Παπαρρηγοπούλου. Μεγαλοαστή δέσποινα, σύζυγος του γενικού προξένου της Ρωσίας στην Ελλάδα Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου.

Σμαράγδα Βικέλα. Γυναίκα με σπάνια μόρφωση για την εποχή της. Ε ί -ναι η μητέρα του Δημ . Βικέλα.1 5

Καλλιόπη Κεχαγιά. Παιδαγωγός, απόφοιτος του Αρσακείου, πολυταξιδε-μένη και δραστήρια. Πρωτοστατεί στην πνευματική χειραφέτηση των Ελλη-νίδων. Επισκέπτεται επανειλημμένα γυναικεία εκπαιδευτικά ιδρύματα στη Γαλ-λία, Αγγλία και Αμερική για να συνεισφέρει στον εκσυγχρονισμό του ελληνι-κού εκπαιδευτικού συστήματος. Είναι η πρώτη γυναίκα που δίνει διαλέξεις στον «Παρνασσό».16

Σοφία Σλήμαν. Παιδαγωγός, απόφοιτος του Αρσακείου. Είναι σύζυγος του γερμανού αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν. Στο σαλόνι της συγκεντρώνονται διανοούμενοι και λόγιοι της εποχής.

Ο Σύλλογος έχει ενδεκαμελές διοικητικό συμβούλιο. Πρόεδρος είναι η Ελέ-νη I. Παπαρρηγοπούλου, αντιπρόεδρος η Ελένη Γ . Σκουζέ, γενική γραμματέας η Καλλιόπη Κεχαγιά και μέλη η Σμαράγδα Βικέλα, η Μαρία Μακκά, η Αση-μίνα Τισσαμενού, η Φανή Πρετεντέρη, η Ελένη Αντωνοπούλου, η Αδελαΐς Κα-βανιάρη, η Ολυμπιάς Ολυμπίου και η Βαρίγκα Ρεϊνέκ. Αργότερα προστίθεται

13. Βλ. Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), Αθήνα 1982, σ. 98.

14. Στο ίδιο, σ. 51. 15. Βλ. Κούλα Ξηραδάκη, Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Πρωτοπόρες Ελλη-

νίδες 1830-1936, Αθήνα 1988, σ. 75. 16. Βλ. Κούλα Ξηραδάκη, ό.π., σ. 54 και Ελένη Βαρίκα, I I εξέγερση των Κυριών...,

ό.π., σ. 188.

Page 188: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στα μέλη του Δ . Σ . και η Σοφία Σλήμαν. Ο Σύλλογος τελεί υπό την προστασία της A.M. της Βασίλισσας.

Το συντονιστικό ρόλο σ' αυτές τις προσπάθειες για την ίδρυση και τη λει-τουργία του Συλλόγου έπαιξε η Καλλιόπη Κεχαγιά, αξιοποιώντας τις προσω-πικές της επαφές τόσο με τους κύκλους της ομογένειας, όσο και με την ελλη-νική διανόηση. Αν και ο αρθρογράφος της Οικονομικής Επιθεώρησης θέλει να κρατήσει τους τύπους και δεν αναφέρει ρητά το όνομά της στο άρθρο του για το Σύλλογο, όλες οι υποψίες για το όνομα του προσώπου που «περιήρχετο τας οικίας των Αθηνών και διέδιδε την ιδέαν τοιούτου συλλόγου»17 κατά το χει-μώνα του 1871-72 στρέφονται προς αυτήν.

Οι στόχοι του Συλλόγου είναι συγκεκριμένοι και αναφέρονται με σαφήνεια στο καταστατικό του. Αυτός, λοιπόν, αποβλέπει: στη σύσταση παιδαγωγικών καταστημάτων υπέρ των απόρων, στη διεύθυνση και επιθεώρηση παρθεναγω-γείων, στην έκδοση διδακτικών, ψυχαγωγικών βιβλίων, στη μόρφωση των νο-σοκόμων, στην κατάρτιση υπηρετριών, στη σύσταση εργαστηρίου υπέρ των απόρων γυναικών και στην εισαγωγή βιοποριστικών χειροτεχνημάτων.18

3. Τ Ο Ε Ρ Γ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ο Ν Α Π Ο Ρ Ω Ν Γ Υ Ν Α Ι Κ Ω Ν

Πρώτο και κυριότατο έργο του Συλλόγου Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παι-δεύσεως αποτελεί η ίδρυση του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών, γιατί σκοπός του είναι «ου μόνον η εκπαίδευσις της γυναικός διά της σπουδής γραμμάτων, αλλά και διά της πρακτικής εξασκήσεως εις τας βιοποριστικάς τέχνας».1 9

Οι φιλάνθρωπες κυρίες ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν ένα γυναικοκρα-τούμενο χώρο, ο οποίος θα πληρεί όλες τις προϋποθέσεις, από πλευράς οργα-νωτικής δομής και λειτουργίας, μιας «προτύπου χειροτεχνικής βιομηχανίας».

Το Εργαστήριο Απόρων Γυναικών στην Αθήνα άρχισε να λειτουργεί από τις 22 Οκτωβρίου 1872. Η ίδρυση και η λειτουργία του Εργαστηρίου δεν πέ-ρασαν απαρατήρητες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Στ ι ς σελίδες τους κάθε αναφορά γ ι ' αυτό συνδέεται με τη λέξη «βιομηχανία». Το Εργαστήριο «είναι το πρώτον που θέτει τις βάσεις της εγχωρίου βιομηχανίας»20 και λει-

17. Ανώνυμος, «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Οικονομική Επιθεώρησις, τ. 75, Μάιος 1879, σ. 105-117.

18. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 22, 15-6-1872. 19. Ανώνυμος, «Σύλλογος των Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Πανελ-

λήνιος Σύντροφος, Αθήνα 1891, σ. 438-440. 20. Καλλιρρόη Παρρέν, «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών», Εφημερίς των Κυριών,

αρ. 281, 15-11-1892.

Page 189: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

λειτουργεί «διά την ενίσχυσίν της» . 2 1 Αν υποθέσουμε ότι η γλώσσα των δημο-σιογράφων αποδίδει την τρέχουσα ορολογία και τις ιδεολογικές αντιλήψεις της εποχής της, τότε διαθέτουμε ένα ακόμη τεκμήριο του χρόνου και του τρόπου με τον οποίο μετεξελίσσεται η έννοια του όρου «βιομηχανία». Προφανώς, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η Ελλάδα διανύει την εποχή κατά την οποία ο όρος «βιομηχανία» περιλαμβάνει κάθε χειροτεχνική και βιοτεχνική δραστηριότητα.

Το Εργαστήριο στεγάζεται σ' ένα οικοδόμημα ευπρεπές και ευάερο, που ανταποκρίνεται στους όρους υγιεινής, δωρεά του Δήμου της Αθήνας. Γεγονός που αποτελεί ένδειξη της απήχησης και της κοινωνικής ακτινοβολίας που είχε ο Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, αλλά και του κλίματος υπέρ της φιλανθρωπίας της εποχής. Το κτίριο βρίσκεται σε μία από τις κύ-ριες οδούς της Αθήνας, στην οδό Αμαλίας 38. Αργότερα, με την αύξηση του αριθμού των μαθητευόμενων κοριτσιών, εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου επεκτάθηκε σε συνεχόμενο οικόπεδο που δωρήθηκε από την ελληνική κυβέρ-νηση το 1879.

Η λειτουργία του Εργαστηρίου στηρίζεται από:

— Τακτικές και έκτακτες συνδρομές των μελών του Συλλόγου Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως.

— Τα έσοδα από τις πωλήσεις των προϊόντων του Εργαστηρίου. — Τα κληροδοτήματα και τις ευεργεσίες. Εκτός από το μεγαλοκεφαλαιούχο

Ανδρέα Συγγρό, ο οποίος μέχρι το 1879 είχε προσφέρει 88.000 δρχ. συνο-λικά,2 2 η ελληνική κοινότητα της Βιέννης, η ελληνική κυβέρνηση, ο Δήμος Αθηναίων, η «επί της Εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας Επιτροπή» και ονόματα γνωστά, όπως ο Απόστολος Αρσάκης, προστίθενται στους κρί-κους της αλυσίδας των ευεργετών.23

— Τις εισπράξεις των μερισμάτων από μετοχές της Εθνικής Τράπεζας της Ελ-λάδος, οι οποίες, εξάλλου, αποτελούσαν και μέρος των κεφαλαίων του Ερ-γαστηρίου.

— Τα χρηματικά ποσά που δώριζε κατά καιρούς η βασίλισσα (π.χ. αναπλή-ρωσε έλλειμμα 5.232 δρχ. το 1880). 2 4

21. Ανώνυμος, «Το Εργαστήριον των Απόρων Γυναικών», Νέα Εφημερίς, αρ. 63, 4-3-1893.

22. Ανώνυμος, «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Οικονομική Επιθεώρησις, ό.π.

23. Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις πεπραγμένων από 1-4-1877 μέχρι της 31-3-1878 και από 1-1 μέχρι 31-12-1920, Αθήνα 1921.

24. Ανώνυμος, «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Παλιγγενεσία, αρ. 4728, 29-4-1880.

Page 190: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Η λειτουργία και ο έλεγχος του Εργαστηρίου εξαρτάται από τις αποφά-σεις του ενδεκαμελούς Δ . Σ . του Συλλόγου Κυριών, που διορίζει επιτροπές οι οποίες αποτελούνται από τα μέλη του Δ . Σ . με αρμοδιότητες για: α) τις μα-θητευόμενες στα τεχνουργεία, β) τις κατ' οίκον εργαζόμενες, γ) τη διδασκαλία των μαθημάτων, δ) τα υλικά που εισάγονται, μοιράζονται στα τμήματα του εργαστηρίου και εξάγονται, ε) τις πωλήσεις των προϊόντων και τα λογιστικά.25

Τις αποφάσεις του Δ . Σ . τις υλοποιεί η διευθύντρια γενικών καθηκόντων και οι δασκάλες που είναι επικεφαλής στα διάφορα τμήματα. Η διευθύντρια και οι δασκάλες μπορεί να είναι και αλλοδαπές, είναι έμμισθες και οι τελευ-ταίες λαμβάνουν 30-100 δρχ. το μήνα.26 Όλες διδάσκουν και δουλεύουν ταυ-τόχρονα. Αρκετές από τις δασκάλες στα διάφορα τμήματα είχαν προηγουμέ-νως μαθητεύσει στο Εργαστήριο.

Το Εργαστήριο Απόρων Γυναικών χωρίζεται στα παρακάτω τμήματα: 1. Υφαντικής, που υποδιαιρείται με τη σειρά του σε εργαστήρια υφάνσεως: α) μεταξίνων υφασμάτων, β) βαμβακερών υφασμάτων, γ) εριούχων υφασμά-των και κατασκευής ταπήτων. 2. Ραπτικής. 3. Ποικιλτικής (κεντήματος). 4. Τριχαπτικής (δαντελών).

Το Εργαστήριο δίνει δουλειά με το κομμάτι για το σπίτι και σε εξωτερι-κές εργάτριες-τεχνουργούς (sweating system). Εκτός από τις ανύπαντρες γυ-ναίκες, ο Σύλλογος προσπαθεί να διευρύνει το εργατικό δυναμικό παρέχοντας εργασία σε μητέρες και σε γυναίκες που δεν μπορούν να προσέρχονται καθη-μερινά στο Εργαστήριο. Από τον κανονισμό του Εργαστηρίου προβλέπεται οι εξωτερικές τεχνουργοί να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να παραμείνει άγνω-στο το όνομά τους σε όλους εκτός από το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου και την υπεύθυνη του τμήματος τεχνουργίας.27

Οι μηχανές που χρησιμοποιούν στο Εργαστήριο είναι χειροκίνητα υφαντή-ρια. Το εργαστήριο σ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του δεν χρησιμοποιεί τον ατμό σαν κινητήρια δύναμη.28 Οι πρώτες ύλες, το μετάξι και το μαλλί, εισάγονται από το εξωτερικό στη φυσική τους κατάσταση και υφίστανται κα-τεργασία από τις γυναίκες.

Το τμήμα της υφαντικής είναι το πλουσιότερο τμήμα του Εργαστηρίου,

25. Ανώνυμος, «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Οικονομική Επιθεώρησις, ό.π.

26. Ανώνυμος, «Εργαστήριον των Απόρων Γυναικών», Παλιγγενεσία, αρ. 2958, 10-1-1874.

27. Βλ. «Διοργανισμός του Εργαστηρίου του υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως Συλ-λόγου των Κυριών», Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις... 1873, ό.π., σ. 25.

28. Καλλιρρόη Παρρέν, «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών, Β'», Εφημερίς των Κυ-ριών, αρ. 282, 22-11-1892.

Page 191: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργατριών και καταλαμβάνει μια μεγάλη αί-θουσα, η οποία χρησιμεύει και ως κλωστήριο μετάξης. Κατά μήκος αυτής της αίθουσας υπάρχει σειρά από ειδικές μεταξοκλωστικές μηχανές που έχουν πα-ραγγελθεί στη Γαλλία. Το 1878 το τμήμα της μεταξοϋφαντικής είχε 5 μηχα-νές. « Η λεπτότης, το αφροειδές, η διαφάνεια φθάνουν εις το απροχώρητον. Πέπλοι χρυσουφαντοι, εσθήτες διά χορούς, διά γάμους, εσθήτες πυκναί χον-δρού μεταξωτού αραδωτού, ή και μετά διαφόρων σχεδίων, ρινόμακτρα μετα-ξωτά προκαλούσι την έκπληξιν και τον θαυμασμόν».29 Στα μεταξωτά εργά-ζονται γυναίκες που κατάγονται από μέρη με παράδοση στην υφαντική, όπως είναι το νησί της Κρήτης και η πόλη Κύμη της Εύβοιας. Στην υφαντική των μεταξωτών, εκτός από τις έμπειρες τεχνίτρες, απασχολούνται και μαθητευό-μενες. Ο χρωματισμός των μεταξωτών επιτυγχάνεται με κατάλληλα χόρτα και ρίζες, ενώ το σχέδιο εξαρτάται από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα της κάθε εργάτριας. Εκτός από τα μεταξωτά, το Εργαστήριο διαθέτει στους εν-διαφερόμενους κουκουλόσπορο σε τ ιμή κόστους, ο οποίος εισάγεται από τη Γαλλία.3 0

Το τμήμα υφαντικής των βαμβακερών παράγει υφάσματα λευκά, δίχρω-μα ή πολύχρωμα για θερινά φορέματα, τραπεζομάνδηλα, χειρόμακτρα, σεντό-νια και κουρτίνες. Όλα φημίζονται για την καλή τους ποιότητα, ιδιαίτερα για τη σταθερότητα των χρωμάτων και την καλαισθησία τους.

Στο τμήμα υφαντικής των ερίων κατασκευάζονται κλινοσκεπάσματα και τάπητες. Ηλικιωμένες γυναίκες που δεν μπορούν να υφάνουν, αναλαμβάνουν τον καθαρισμό, το κτένισμα, το στίψιμο και το βάψιμο των ερίων. Υστερα αυτά παραδίδονται στις υφάντριες.

Στην αίθουσα υφαντικής των ταπήτων υπάρχουν 5 ιστοί (1877-78). Ο κάθε ιστός είναι αναρτημένος από πάνω προς τα κάτω στην επιφάνεια του τοί-χου. Σ ε καθεμιά από τις κλωστές η υφάντρια κάνει ένα κόμπο, ενώ κάθε φορά κόβει το μαλλί με μαχαιράκι το οποίο έχει πάνω της κατά τη διάρκεια της εργασίας. Αφού τελειώσει η σειρά, οι κόμποι ισοπεδώνονται με μικρό ξύλινο κόπανο. Σ τ η συνέχεια η υφάντρια με το ψαλίδι κόβει όλες τις εξοχές που δη-μιουργούνται από τις μάλλινες κλωστές, ώστε ο τάπητας να έχει βελούδινη όψη και επίπεδη επιφάνεια. Η τεχνική και τα σχέδια είναι πανομοιότυπα με τους σμυρνέικους και τους περσικούς τάπητες. Με τη διοχέτευση των ταπή-των του Εργαστηρίου στην αγορά «η ακαλαίσθητος βιομηχανία των εντύπων σχεδίων με τας παρωδίας των ανθέων και των άλλων τερατουργημάτων»31

παραμερίζεται.

29. Στο ίδιο. 30. Ανώνυμος, «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών», Πρόνοια, αρ. 613, 5-3-1885. 31. Καλλιρρόη Παρρέν, ό.π.

Page 192: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Με τους τάπητες του Εργαστηρίου αρχίζει να διαμορφώνεται ζήτηση για εγχώριους τάπητες. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπως στο Αγρίνιο, στην Τρίπολη, στη Λευκάδα και στα χωριά της ορεινής Γορτυνίας, αρχίζει η πα-ραγωγή ταπήτων. Βρισκόμαστε στην πρώτη φάση ανάπτυξης της ταπητουρ-γίας, η οποία θα κορυφωθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με τη συμ-βολή της τεχνογνωσίας των προσφύγων.

Το τμήμα της ραπτικής αναλαμβάνει την κατασκευή γυναικείων ειδών επί παραγγελία. Κυρίως ράβονται τα ασπρόρουχα της προίκας. Το τμήμα αυτό συνδέεται με αυτό της ποικιλτικής και της τριχαπτικής. Τα ποικίλματα και τα τρίχαπτα συνδυάζονται για το στολισμό των ασπρορούχων.

Στο τμήμα της ποικιλτικής εργάζονται οι νεαρότερες γυναίκες. Από το τμήμα αυτό παίρνουν εργασία και εξωτερικές εργάτριες.

Ο συρμός επιβάλλει τις δαντέλες. Γ ι ' αυτό το Εργαστήριο από την αρχή της λειτουργίας του δημιούργησε τμήμα τριχαπτικής. Εδώ η δαντέλα πλέκε-ται με διάφορους τρόπους. Η δαντέλα με τα κοπανέλια (τύπου Alençon) επι-κρατεί. Το νήμα είναι μεταξωτό, μάλλινο, λινό ή χρυσό. Η μόδα επιβάλλει τη χρήση της δαντέλας στους πιο παράδοξους συνδυασμούς, δηλαδή σε φορέματα με μουσελίνες, μεταξωτά, γουναρικά και πούλιες. Τα καλύμματα επίπλων (voile de fauteuil), τα κλινοσκεπάσματα, οι μαξιλαροθήκες περιβάλλονται συνήθως με δαντέλα «filet de guipure» η οποία πλέκεται όπως αυτή της Βενετίας και του Cluny της Γαλλίας.

Από την έκθεση πεπραγμένων του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου των Κυριών από 1-4-1877 έως 31-3-1878 έχουμε μια εικόνα για τα οικονο-μικά του Εργαστηρίου. Οι δαπάνες του τμήματος της υφαντικής είναι 29.874,93 δρχ. ενώ τα έσοδα 28.821,65 δρχ., οι δαπάνες στο τμήμα της ραπτικής και ποικιλτικής είναι 26.172,95 δρχ., ενώ τα έσοδα 27.545,98 δρχ., οι δαπάνες στο τμήμα της τριχαπτικής είναι 1.916 δρχ., ενώ τα έσοδα 3.249,65 δρχ. Με αυτά τα δεδομένα το τμήμα της τριχαπτικής φαίνεται ότι είναι το πιο επικερδές.

Μια οικονομική πληγή για το Εργαστήριο είναι πάντα τα οφειλόμενα χρή-ματα από τις παραγγελίες. Οι καθυστερούμενες, επίσης, συνδρομές των μελών δεν βοηθούν τα οικονομικά του.

Εκτός από την επαγγελματική εκπαίδευση, κάθε πρωί από τις 7.30 έως τις 10 οι γυναίκες παρακολουθούν μαθήματα για την απόκτηση στοιχειωδών γνώσεων ανάγνωσης, γραφής και αριθμητικής. Η διδασκαλία, όμως, αυτών των μαθημάτων δεν γίνεται από πτυχιούχο δασκάλα. Στις εργάτριες γίνεται και θρησκευτική διδασκαλία από τον ιερέα του Εργαστηρίου. Προφανώς, πέρα από την ηθική χειραγώγηση των εργατριών τα μέλη του Συλλόγου των Κυ-ριών θέλουν να διαμορφώσουν ένα μοντέλο εργάτριας που ανταποκρίνεται στις αξίες και τα πρότυπά τους.

Τα κορίτσια που δεν γνωρίζουν κάποια τέχνη, διδάσκονται τα προκαταρκτικά

Page 193: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κτικά χωρίς καμιά χρηματική αμοιβή. Αργότερα, εφόσον κριθούν άξια, εργά-ζονται κανονικά στα διάφορα τμήματα.

Ο αριθμός του προσωπικού ποικίλλει από χρονιά σε χρονιά. Το 1872 το Εργαστήριο αρχίζει να λειτουργεί με 120 εργάτριες, το 1887-1888 φθάνει στις 450 ενώ το 1921 απασχολεί 168 εργάτριες. Ο αριθμός των εξωτερικών εργα-τριών, σύμφωνα με τον επόμενο πίνακα, κυμαίνεται από 40 μέχρι 60. Οι ερ-γάτριες στρατολογούνται μέσω των διαφόρων σωματείων στα οποία συμμετέ-χουν οι φιλάνθρωπες γυναίκες. Σύμφωνα με το καταστατικό «της εν Αθήναις Φιλοπτώχου Εταιρείας», στους σκοπούς της Εταιρείας αναφέρεται ότι «στους δυναμένους να εργάζωνται θέλει παρέχει τα προς εργασίαν μέσα, συνεννοουμένη προς τούτο μετά του ενταύθα υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως Συλλόγου των Κυριών και μετ' άλλων καταλλήλων καταστημάτων».3 2

ΠΙΝΑΚΑΣ 22

Το προσωπικό του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών

Έτη Μαθητευόμενες (Α)

Εργάτριες (Β)

Σύνολο (Α—Β)*

Εξωτερικές ( Γ )

Σύνολο (Α—Β—Γ)

1872 — 120 120 — 120 1873-74 50 155 205 — 205 1874-75 — — 200 40 240 1875-76 — — 200 40 240 1876-77 — — 200 40 240 1877-78 100 110 210 60 270 1880-81 — — 200-250 — 200-250 1887-88 — — 450 — 450 1892-93 — — 350 — 350 1920 — — 200 50-60 250-260 1921 — 168 168 — 168

* Για ορισμένα έτη υπάρχει μόνο το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να γίνεται σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε μαθητευόμενες και εργάτριες.

Πηγή: Α. Οικονόμου, «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Οικονομική Επιθεώρησις, τ. 75, Μάιος 1879, σ. 105-117' Ανώνυμος, «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως», Παλιγγενεσία, αρ. 4728, 29-4-1880' Καλλιρρόη Παρρέν, «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών, Α'», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 281, 15-11-1892' Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, «Έκθεσις πεπραγμένων από 1-1 έως 31-12-1920», Αθήνα 1921.

Οι εργάτριες του Εργαστηρίου είναι ηλικίας από 7 έως 70 χρονών. Καμία από τις εργαζόμενες, ε ίτε είναι εσωτερικές, ε ίτε εξωτερικές, δεν

πληρώνεται με ημερομίσθιο, αλλά σύμφωνα με την παραγωγικότητά της. Με

32. «Καταστατικόν της εν Αθήναις Φιλοπτώχου Εταιρείας», Εφημερίς της Κυβερ-νήσεως, αρ. 36, 28-3-1895.

Page 194: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

βάση ειδικό τιμολόγιο η κατώτατη αμοιβή το 1874 είναι 50 λεπτά την ημέρα ενώ η ανώτατη 2 δρχ. Μια εργάτρια υφαίνει κατά μέσο όρο την ημέρα 3-5 πήχεις μεταξωτού, 4-5 πήχεις βαμβακερού υφάσματος και 1 / 4 του πήχη τά-πητα.3 3

Συχνά, στις εορτές και στις εθνικές επετείους διανέμονται δώρα (φορέμα-τα, λευκά πανιά κ.ά.) στις εργάτριες από τις γυναίκες μέλη του Συλλόγου.34

Το 1891 το Εργαστήριο παρέχει και συσσίτιο στο προσωπικό, σε ξεχω-ριστή αίθουσα. Με 12 λεπτά οι εργάτριες και 10 οι μαθητευόμενες μπορούν να προμηθεύονται μια καλή μερίδα κρέατος με χορταρικά και ζωμό τρεις φο-ρές την εβδομάδα και τις υπόλοιπες τρεις φαγητό νηστίσιμο, δηλαδή όσπρια, χόρτα και ελιές.35

Από το 1910 με το κληροδότημα του Ανδρέα Συγγρού το συσσίτιο πα-ρέχεται δωρεάν. Στο Εργαστήριο παρέχεται από το 1910 και δωρεάν ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη στις εργάτριες. Τα έξοδα νοσηλείας και φαρμάκων καλύπτονται από κληροδοτήματα.36 Οι κοινωνικές αυτές παροχές, αν και έχουν εξαιρετική σημασία, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το πολύ χαμηλό επίπεδο των μισθών των γυναικών (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 7), γ ι ' αυτό και ο αριθ-μός των εργατριών λιγοστεύει τα τελευταία χρόνια.

Εκτός από την εκπαίδευση και την παροχή εργασίας σε άπορες γυναίκες, το Εργαστήριο προσπαθεί με ποικίλους τρόπους να συμβάλει στην εμψύχωση της «εγχώριας βιομηχανίας» επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του. Διευκολύ-νει τη σύσταση τεχνουργείων από ικανές τεχνουργούς στην Αθήνα ή στις άλ-λες επαρχιακές πόλεις προκαταβάλλοντας, εφόσον διαθέτει τους προαπαιτούμε-νους οικονομικούς πόρους, τα αναγκαία ποσά για την αγορά μηχανικού εξο-πλισμού και πρώτων υλών.37 Παράλληλα, αναλαμβάνει την έκθεση και πώληση προϊόντων από κάθε γωνιά της Ελλάδας.38 Βρισκόμαστε μπροστά σε μια προ-σπάθεια δημιουργίας ενός στοιχειώδους μηχανισμού αγοράς, δηλαδή σύνδεσης της προσφοράς με τη ζήτηση. Οι διάσπαρτες οικοτεχνίες και τα μικρά βιο-τεχνικά εργαστήρια στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Ελλάδας βρίσκουν μια μικρή δίοδο προς τη μεγάλη πόλη με διαμορφωμένη ζήτηση, για απορρόφηση

33. Ανώνυμος, «Εργαστήριον των Απόρων Γυναικών», Παλιγγενεσία, ό.π. 34. Ανώνυμος, «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών», Πρόνοια, αρ. 228, 28-12-1882. 35. Καλλιρρόη Παρρέν, «Το συσσίτιον του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών», Εφη-

μερίς των Κυριών, αρ. 239, 15-12-1891. 36. Εφημερίς των Κυριών, αρ. 988, 1-6-1910. 37. Βλ. «Διοργανισμός του Εργαστηρίου...», ό.π., σ. 26. 38. «Εν τω εργαστηρίω των απόρων γυναικών δεν ευρίσκονται μόνον τα εν αυτώ

παραγόμενα αντικείμενα, αλλά και εκ πάσης γωνίας της Ελλάδος βιομηχανικά προϊόντα αποστελλόμενα προς πώλησιν, οίον τάπητες, υφάσματα μετάξινα, βαμβακερά και μάλλινα, χειρόκτια Κερκύρας και παν, τέλος, προϊόν της εγχωρίου βιομηχανίας»' «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών», Νέα Εφημερίς, αρ. 16, 16-1-1888.

Page 195: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

των προϊόντων τους πέρα από τα στενά όρια της αυτοκατανάλωσης και του μικρού αγροτικού περίγυρου.

Τα προϊόντα του Εργαστηρίου φημίζονται για την καλή τους σύνθεση, αν-θεκτικότητα και χρωματισμό. Το Εργαστήριο συμμετέχει με τα προϊόντα του σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως το 1893 στην έκθεση του Σικάγου.

Οι αγοραστές μπορούν να διαλέξουν από τα έτοιμα προϊόντα ή να παραγ-γείλουν προϊόντα της αρεσκείας τους. Οι τιμές των προϊόντων του Εργαστη-ρίου καθορίζονται από το Συμβούλιο του Συλλόγου των Κυριών και είναι στα-θερές. Συχνά ανακοινώνεται από τις εφημερίδες ότι το Εργαστήριο κάνει εκ-πτώσεις στα είδη που εκθέτει προς πώληση. Οι εκπτώσεις αυτές διαρκούν συ-νήθως τρεις έως τέσσερις ημέρες.

Τα βαμβακερά αγοράζονται από ντόπιους και ξένους. Οι τάπητες του Ερ-γαστηρίου έχουν μεγάλη ζήτηση. Το Βουλευτήριο, η Εθνική Τράπεζα, το Υ-πουργείο Στρατιωτικών και Οικονομικών, η ίδια η βασίλισσα, αλλά και ξένοι εγγράφονται στον κατάλογο των παραγγελιών για τάπητες. Κάθε επισκέπτης της Αθήνας, ο οποίος επιθυμεί να αγοράσει προϊόντα της εγχώριας χειροτε-χνίας, οφείλει να δει, έστω μόνο και μόνο για να θαυμάσει, τα προϊόντα του Εργαστηρίου.39

Κυρίως, όμως, τα προϊόντα απευθύνονται στις αστές που φτιάχνουν την προίκα τους: «δεν υπάρχει Ελληνίς κόρη, δυναμένη να διαθέσει ποσόν προς κατασκευήν των ασπρορούχων της προικός της, είτε εξ Αθηνών είτε εξ' επαρ-χιών, είτε εκ του εξωτερικού ήτις δεν παρήγγειλεν εδώ την προίκα της και δεν συνέστησεν το Εργαστήριον εις τας φίλας της και τας γνωστούς της» . 4 0

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι προσπάθειες των αστών φιλανθρώπων να εκπαι-δεύσουν φτωχά κορίτσια στα εργόχειρα και να τους παράσχουν εργασία αντα-ποκρίνονταν στη ζήτηση για αγοραστά προικιά εκ μέρους της δικής τους κοι-νωνικής τάξης.41

Η επιτυχία του εγχειρήματος, όσον αφορά την ευχερή διάθεση των προϊόν-των του Εργαστηρίου, πιθανόν να συνδέεται με ένα γενικότερο κλίμα υποστή-ριξης της εγχώριας παραγωγής ως εθνική ανάγκη, η οποία σε ορισμένες πε-ριπτώσεις παίρνει το χαρακτήρα ακραίων εκδηλώσεων κατά των εισαγόμενων ειδών.42 Αμέτοχη σε αυτό το κλίμα δε μένει ούτε η βασιλική αυλή, αγορά-ζοντας τάπητες για το παλάτι.

39. «Ο Εθνικός Σύνδεσμος των Ελληνίδων. Έκθεσις της γραμματέως Μαρίας Κα-λαποθάκη κατά το 1909», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 988, 1-6-1910.

40. Στο ίδιο. 41. Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, «Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα», Αθήνα

1984, σ. 207. 42. Λίγα χρόνια πριν, στις 10-5-1859, στο Πεδίο του Άρεως συνέβησαν σοβαρά

Page 196: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με το Εργαστήριο Απόρων Γυναικών διαμορ-φώνεται στην Ελλάδα ένα νεωτεριστικό σχήμα φιλανθρωπίας, το οποίο συνδέε-ται με την εκπαίδευση και τη συστηματική παροχή εργασίας.43 Ό μ ω ς η πα-ρεχόμενη τεχνική εκπαίδευση στο Εργαστήριο, όπως ακριβώς επισημαίνει το 1921 η επιθεωρήτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη, περιορίζεται στην πρακτική εξάσκηση των εργατριών πάνω σε μια συγκεκριμένη ειδικότητα χωρίς ή με ελάχιστες θεωρητικές γνώσεις.44

Επομένως, το Εργαστήριο δεν παρέχει εφόδια που θα χρησιμοποιηθούν για την επαγγελματική αποκατάσταση και τη βελτίωση των συνθηκών εργα-σίας της εργάτριας στον τομέα της βιομηχανίας με τη διεκδίκηση μεγαλύτερου ημερομισθίου και την άνοδό της στην επαγγελματική ιεραρχία (επιστασία και οργάνωση εργοστασιακής εργασίας).

Αλλά και στον βιοτεχνικό κλάδο, από τα διαθέσιμα στοιχεία μου, δεν βλέ-πω κάποια από τις ιδιοκτήτριες των μεγάλων εργαστηρίων της εποχής να έχει μαθητεύσει προηγουμένως στο Εργαστήριο Απόρων Γυναικών, γιατί, εκτός από τις εντελώς εξειδικευμένες πρακτικές γνώσεις που τους προσφέρει, η απασχό-ληση τους εκεί λόγω των κοινωνικών παροχών έχει μόνιμο χαρακτήρα.

4. Ε Ρ Γ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ο Ν Α Π Ο Ρ Ω Ν Γ Υ Ν Α Ι Κ Ω Ν Ε Ν Θ Ε Σ Σ Α Λ Ι Α

Στο πλαίσιο του κλίματος της φιλανθρωπίας που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ελλάδα το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με τη λειτουργία συλλόγων και εργαστηρίων με σκοπό την εξειδίκευση των απόρων γυναικών στις γυναι-κείες τέχνες, ιδρύεται στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 1899 εταιρεία με την επωνυμία Εργαστήριον Απόρων Γυναικών εν Θεσσαλία.45 Την πρωτοβουλία

γεγονότα, γνωστά ως «Σκιαδικά». Οι φοιτητές και οι μαθητές αποφάσισαν να ενθαρρύνουν την αγορά ντόπιων προϊόντων με τον εξής τρόπο: αντί για τα ψηλά άσπρα καπέλα φόρεσαν ψάθινα από τη Σίφνο, τα «σκιάδια», στολισμένα με γαλανόλευκες κορδέλες. Οι εισαγωγείς καπέλων, επειδή ζημιώνονταν, έστειλαν υπαλλήλους τους με κουρελιασμένα καπέλα για να διακωμωδήσουν τους μαθητές και τους φοιτητές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προκλη-θούν επεισόδια με την αστυνομία. Βλ. Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ' : Νεώτερος Ελληνισμός 1833-1881, Αθήνα 1978, σ. 187 και 480-481.

43. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελ-λάδα (1830-1893), Αθήνα 1986, σ. 281 και Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1995, σ. 192.

44. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων το έτος 1921, Αθήνα 1923, σ. 76.

45. Τα έγγραφα του φακέλου «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών εν Θεσσαλία», Σειρά

Page 197: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

για την ίδρυση του Εργαστηρίου αναλαμβάνει η Βικτωρία Στρέ ιτ , σύζυγος του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας. Η Εθνική Τράπεζα, θέλοντας να αναδείξει τον κοινωνικό της ρόλο, αναλαμβάνει το οικονομικό κόστος και την εποπτεία αυτού του εγχειρήματος. Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, αυτές τις ενέρ-γειες τις ενισχύει με τη συνδρομή του ο μικρόκοσμος που συνθέτει την αστική τάξη της αθηναϊκής κοινωνίας. Φυσικά και αυτή η φιλανθρωπική εταιρεία ενι-σχύεται από την παρουσία της Καλλιόπης Κεχαγιά, η οποία αναλαμβάνει ενεργό δράση.

Σκοπός της εταιρείας είναι η ίδρυση τριών εργαστηρίων στις θεσσαλικές πόλεις Φάρσαλα, Λάρισα και Τύρναβο για τη διδασκαλία και τη διάδοση της υφαντικής τέχνης στις φτωχές γυναίκες. Ταυτόχρονα, όμως, αυτές οι ενέργειες εκφράζουν την πρόθεση της Εθνικής Τράπεζας να βοηθήσει και να υποστηρί-ξει την ένταξη της Θεσσαλίας, περιοχής που είχε πληγεί ιδιαίτερα κατά την καταστροφή του 1897, στην παραγωγική διαδικασία. Η περιοχή της Θεσσα-λίας φαίνεται ότι προσφέρεται για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων. Ήδη με τα χειροκίνητα υφαντήρια που λειτουργούν στις κωμοπόλεις και τα χωριά υπάρχει μια στοιχειώδης, έστω, παράδοση στη βιοτεχνική παραγωγή. Υπάρ-χουν δυνατότητες για στελέχωση της βιοτεχνίας με φθηνό εργατικό δυναμικό, που το αποτελούν κυρίως γυναίκες.46 Το μαλλί ως πρώτη ύλη για την υφαντι-κή βιομηχανία αφθονεί στη Θεσσαλία, γιατί τα 2 / 3 της έκτασης των μεγάλων κτημάτων είναι βοσκότοποι. Επιπλέον, τόσο το θεσσαλικό σιδηροδρομικό δί-κτυο, όσο και το λιμάνι του Βόλου, διευκολύνουν τη διακίνηση των εμπορευ-μάτων μειώνοντας το σχετικό κόστος.

Η χρηματική περιουσία του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών εν Θεσσα-λία, εκτός από τις συνδρομές των μελών της νεοσύστατης εταιρείας, αποτε-λούνταν από κεφάλαιο 51.250 δρχ. κατατεθειμένο στην Εθνική Τράπεζα με τη μορφή εντόκου γραμματίου του ελληνικού Δημοσίου στο όνομα της «Επιτρο-πής Κυριών προς εγκατάστασιν των Θεσσαλών εις τας οικίας των». Το ποσό αυτό είχε συγκεντρωθεί στα ταμεία της Εθνικής Τράπεζας με πρωτοβουλία της Βικτωρίας Στρέιτ από εράνους σε όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές πόλεις και χωριά, τους οποίους διεξήγαν είτε οι τοπικοί σύλλογοι των φιλανθρώπων κυριών, είτε οι δασκάλες της κάθε περιοχής.47 Το Εργαστήριον Απόρων Γυ-

XXII, Εταιρείες, Φάκελος 1 (1161), Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΙΑ/ETE), αποτελούν τη βασική πηγή του κεφαλαίου αυτού.

46. Το 1897 μόνο το Πήλιο διοχετεύει 2.000-3.000 γυναίκες στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία. Βλ. Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Ακτίνες εκ της Θεσσαλίας, Αθήνα 1897, σ. 44· Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιας, Αθήνα 1960, σ. 975· Χαρά-λαμπος Χαρίτος, Το Παρθεναγωγείο Βόλου, τ. Α', Αθήνα 1989, σ. 35.

47. Για τη δομή, τη λειτουργία και τη δραστηριότητα αυτής της Επιτροπής βλ. ΙΑ/ETE, Σειρά XXVI, Κοινωνική και Πολιτιστική Δραστηριότητα ETE, «Έρανοι για

Page 198: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Γυναικών εν Θεσσαλία κατά το διάστημα λειτουργίας του λαμβάνει άτοκες πι-στώσεις από την Εθνική Τράπεζα έναντι των προς πώληση προϊόντων.

Με τον έλεγχο της ομαλής λειτουργίας του Εργαστηρίου επιφορτίζονται στελέχη της Εθνικής Τράπεζας. Ο διευθυντής του υποκαταστήματος Λάρισας Γ . Δεσύπρης γίνεται διευθυντής των Εργαστηρίων, αναλαμβάνοντας την υπο-χρέωση να υποβάλλει τακτικά αναφορές για την πορεία τους στο διοικητικό συμβούλιο των Κυριών. Ο διευθυντής του υποκαταστήματος Βόλου αναλαμβά-νει την ευθύνη του εφοδιασμού των Εργαστηρίων με πρώτες ύλες. Ο διευθυντής του λογιστηρίου στη διοίκηση της Εθνικής Π. Α. Κουτσαλέξης γίνεται σύμ-βουλος για διοικητικά θέματα, ενώ ένας υπάλληλος αναλαμβάνει τα λογιστικά του Εργαστηρίου στην Αθήνα. Όσον αφορά τον τομέα της παραγωγής του Ερ-γαστηρίου, υπάρχει ένας διευθυντής ο οποίος διαχειρίζεται τα οικονομικά του, επιβλέποντας επί τόπου την παραγωγική δραστηριότητα. Επίσης, είναι υπεύ-θυνος για την ορθή κατανομή των εργασιών του Εργαστηρίου, για θέματα προ-σωπικού (προσλήψεις, μισθοδοσία απολύσεις κ.ά.). Διευθυντής του τεχνικού το-μέα διορίζεται ο υφαντής Κωνσταντίνος Σιγάρας, ο οποίος έχει υπό την επο-πτεία του το σχεδιασμό, την εκτέλεση και τη διακίνηση των προϊόντων του Εργαστηρίου.

Τα Εργαστήρια στη Λάρισα, τον Τύρναβο και τα Φάρσαλα αρχίζουν να λειτουργούν από το 1899 με στόχο την παραγωγή και κατεργασία βαμβακε-ρών, μάλλινων και ημιμάλλινων (μικτών) υφασμάτων. Ο μηχανικός εξοπλισμός των Εργαστηρίων συνίσταται σε 69 ξύλινους μικρούς αργαλειούς με τα εξαρ-τήματά τους, οι οποίοι είτε έχουν αγορασθεί, είτε προέρχονται από δωρεές φι-λανθρώπων στην Αθήνα. Επίσης, για τις ανάγκες των εργαστηρίων φέρνουν από την Αγγλία τρεις σύνθετους ευρωπαϊκούς αργαλειούς. Ο καθένας απ' αυ-τούς έχει έξι σαΐτες αντί για μία έως τρεις που έχουν οι απλοί. Επίσης υπάρ-χουν και ραπτομηχανές. Το 1902, όταν αποφασίζεται η παραγωγή μάλλινων υφασμάτων, στο Εργαστήριο που βρίσκεται στη Λάρισα λειτουργεί βαφείο με τον εξοπλισμό του (ατμολέβητα, αντλία και σιδερωτική μηχανή). Ακόμα εγκα-ταστάθηκε και ένα μηχάνημα νεροτριβής που εισάχθηκε από την Τουρκία.

Κατά το διάστημα λειτουργίας των Εργαστηρίων δεν υπάρχει συγκεκρι-μένο πρόγραμμα και σαφής σχεδιασμός ως προς το είδος, την ποιότητα και την ποσότητα των προϊόντων. Δεν ακολουθείται καμία μέθοδος εργασίας. Στην αρχή στρέφονται προς την παραγωγή βαμβακερών κυρίως υφασμάτων, όπως αλατζάδων διαφόρων χρωμάτων και σχεδίων και ντρίλινων υφασμάτων, τα ο-ποία προορίζονται κυρίως για προσόψια, φούστες, σχολικές ποδιές για τα σχο-λεία της Θεσσαλίας και φορέματα. Αργότερα, με την προτροπή του διευθυντή

την εγκατάσταση στα σπίτια τους των απόρων οικογενειών της Θεσσαλίας, Αλληλογραφία του Σωματείου Κυριών (1897-1898)», φ. 14.

Page 199: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

του υποκαταστήματος Λάρισας και διευθυντή του Εργαστηρίου, ο οποίος δεν παύει στις αναφορές που στέλνει προς την Επιτροπή των Κυριών στην Αθήνα να τονίζει «την αφθονία των ερίων στη Θεσσαλία», το Εργαστήριο παράγει μάλλινα και ημιμάλλινα υφάσματα.48

Όλα τα βαμβακερά νήματα τα προμηθεύεται το Εργαστήριο από το εργο-στάσιο των Αφών Ρετσίνα. Τα μάλλινα νήματα τα αγοράζει από διάφορους προμηθευτές, ανάλογα με την ποιότητα και τα προϊόντα που θέλει να κατα-σκευάσει. Από την Ανώνυμη Υφαντουργική Εταιρεία «το Φάληρον» και από αντιπρόσωπο οίκων του εξωτερικού (Γαλλία, Αγγλία) στην Αθήνα αγοράζει νήματα όταν πρόκειται να κατασκευάσει φανέλες και τάπητες' ενώ το νήμα που προορίζεται για την κατασκευή μάλλινων κουβερτών και για χράμια αγο-ράζεται από την τοπική αγορά. Όλα τα μικροεργαλεία, τα υλικά της ραπτι-κής και τα εξαρτήματα των μηχανημάτων τα προμηθεύονται από την Αθήνα. Στο Εργαστήριο δημιουργούνται ποικίλα προβλήματα από τις πρώτες ύλες. Συχνά, ιδίως στην αρχή της λειτουργίας του, τα εργαλεία και τα εξαρτήματα των αργαλειών δεν είναι κατάλληλα για τα προϊόντα που θέλει να παράγει το Εργαστήριο. Τα ντρίλινα νήματα των Αφών Ρετσίνα και τα έρια είναι χον-δρά, με αποτέλεσμα συνεχώς να καταστρέφονται τα ξυλόχτενα και οι σαΐτες. Οι παραγγελίες των νημάτων δεν γίνονται εγκαίρως. Έτσι, λόγω της έλλει-ψης πρώτης ύλης, το Εργαστήριο κατά διαστήματα βυθίζεται στην απραξία.49

Αλλοτε πάλι, οι παραγγελίες για τα νήματα δεν γίνονται το καλοκαίρι, οπότε υπάρχει η δυνατότητα προμήθειας φθηνού νήματος από την τοπική αγορά. Κατά συνέπεια, το κόστος των προϊόντων ξεπερνάει την τ ιμή την οποία αυτά μπο-ρούν να πωληθούν ώστε να γίνουν ανταγωνίσιμα στις αγορές της επαρχίας. Οι πρώτες ύλες, τα μηχανήματα και τα απαραίτητα εξαρτήματα φθάνουν στο Ερ-γαστήριο μέσω του λιμανιού του Βόλου με την εταιρεία Πανελλήνιος Ατμο-

48. Ο Γ. Δεσύπρης, όπως παρατηρούμε στα παρακάτω αποσπάσματα δύο επιστολών-αναφορών του, επέμενε να προσανατολισθεί η δραστηριότητα του Εργαστηρίου στην ανά-πτυξη της εριουργίας: «εκτός των άνω νομίζω ότι ενδείκνυται διά την Θεσσαλίαν, εν η αφθονεί η πρώτη ύλη, η εριουργία και ότι εις τοιαύτην κυρίως δέον ν1 ασχοληθώσι τα ερ-γαστήρια, διότι και η κατανάλωσις των προϊόντων έσται ευκολωτέρα και θα εισαχθή εις τον τόπον βιοτεχνία, ήτις σήμερον ευρίσκεται εν σπαργάνοις, εξ ης μέγα εν τω μέλλοντι διά της τελειοποιήσεως θα αποκομίση κέρδος»" επιστολή του Γ. Δεσύπρη στις 11-12-1899 «προς την διοικούσαν επιτροπήν των εν Θεσσαλία εργαστηρίων απόρων γυναικών», ΙΑ/ ETE, Σειρά XXII, Εταιρείες, φάκ. 1 (1161). «Επειδή ο κύριος του εργαστηρίου σκοπός, κατά την αντίληψίν μου, είναι η αζήμιος και άνευ μειώσεως των κεφαλαίων της εταιρίας παροχή εργασίας εις τας απόρους, ενόμισα ότι ενδείκνυται πρωτίστως η ανάπτυξις της εριουργίας εις τόπον εις ον εξόχως αφθονεί η πρώτη ύλη, δηλαδή τα έρια»' επιστολή του Γ. Δεσύπρη στις 18-6-1900 προς την Βικτωρία Στρέιτ, ΙΑ/ETE, ό.π.

49. «Επί του παρόντος τα εργαστήρια αργούσι δι' έλλειψιν νημάτων»' επιστολή του Γ. Δεσύπρη προς την Βικτωρία Στρέιτ, ΙΑ/ETE, ό.π.

Page 200: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ατμοπλοΐα. Ενώ τα προϊόντα του Εργαστηρίου μεταφέρονται δωρεάν στην Αθήνα, χάρη στην προνομιακή μεταχείριση που παρέχει σε αυτό η εταιρεία Σιδηρό-δρομοι Θεσσαλίας.50

Η επιλογή του προσωπικού του Εργαστηρίου γίνεται κατόπιν απόφασης του διοικητικού συμβουλίου των Κυριών στην Αθήνα. Τα στοιχεία που έχω στη διάθεση μου δεν μου επιτρέπουν να σχηματίσω σαφή εικόνα για τον τρό-πο με τον οποίο επιλέγονταν οι εργάτριες του Εργαστηρίου. Ως προς το ειδι-κευμένο προσωπικό του, σπουδαίο ρόλο έπαιζαν οι φιλίες, οι κατά καιρούς συμ-μαχίες, ακόμα και οι κουμπαριές του διευθυντή του Εργαστηρίου. Ως προς την καταγωγή των γυναικών που εργάζονταν σε αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι για όσες περιπτώσεις έχουμε διαθέσιμα στοιχεία, όπως για τις αρχιεργάτριες και για τις δασκάλες της υφαντικής, αυτές προέρχονταν από τον Τύρναβο. Το Ερ-γαστήριο απασχολούσε εσωτερικές και εξωτερικές εργάτριες. Έδινε δηλαδή αρ-γαλειούς και παρείχε τη δυνατότητα σε άπορες γυναίκες για κατ' οίκον εργα-σία. Το 1899 μοιράσθηκαν 40 αργαλειοί σε διάφορα σπίτια στη Λάρισα.

Όπως σε όλες τις χειροκίνητες βιοτεχνίες της εποχής, έτσι και στο Εργα-στήριο τηρείται μια συγκεκριμένη ιεραρχία με βάση την ειδικότητα του κάθε προσώπου. Κατά σειρά ιεραρχίας υπάρχουν ο επιστάτης, ο αρχιεργάτης ή η αρχιεργάτρια, οι υφάντριες και οι εργάτριες. Οι εργάτριες χωρίζονται στις εξής ειδικότητες: μασουρίστριες, μιταροπλέκτριες,51 καλαμίστριες, χειλώτριες και ράπτριες κουβερτών.

Το Εργαστήριο της Λάρισας είχε έναν αρχιεργάτη, 23 υφάντριες και 16 εργάτριες. Το Εργαστήριο στα Φάρσαλα απασχολούσε έναν αρχιεργάτη, 13 υφάντριες και 16 εργάτριες. Στον Τύρναβο υπήρχε μία αρχιεργάτρια, 17 υφάν-τριες και 13 εργάτριες. Οι υφάντριες άλλοτε ύφαιναν βαμβακερά υφάσματα (αλατζάδες και ποδιές) και άλλοτε μάλλινα. Η διδασκαλία της υφαντικής γ ι-νόταν ταυτόχρονα με την εργασία. Όπως αναφέραμε παραπάνω, το Εργαστή-ριον Απόρων Γυναικών εν Θεσσαλία, σε αντίθεση με όλα τα άλλα παρόμοια φιλανθρωπικά ιδρύματα, απασχολούσε και μερικούς άνδρες ως στελέχη της πα-ραγωγής. Εκτός από τον αρχιεργάτη και τον επιστάτη, διορίζονταν ένας τε-χνίτης, ένας βαφέας και ένας σιδερωτής.

Παρόλο που βρισκόμαστε σε μια περιοχή με βιοτεχνική παράδοση, το κύριο

50. Βλ. την από 5-10-1900 επιστολή της εταιρίας Σιδηρόδρομοι Θεσσαλίας προς τη Βικτωρία Στρέιτ, πρόεδρο της Επιτροπής των Εργαστηρίων, ΙΑ/ETE, ό.π. Εξάλλου, εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε την ευμενή αντιμετώπιση της εταιρείας από την ETE με την παροχή δανείου 2 εκατ. δρχ. το 1901 με επιτόκιο μόνο 5% και συμπληρωματικού δανείου το 1902, 800.000 δρχ. Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Οι Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι..., ό.π., σ. 117-118.

51. Αυτές που εργάζονται στα μιτάρια, στα εξαρτήματα του αργαλειού με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού για να περνά η σαΐτα.

Page 201: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ριο χαρακτηριστικό του προσωπικού που απασχολείται στο Εργαστήριο Από-ρων Γυναικών, ιδίως αυτού που αναγράφεται στις καταστάσεις ως «ειδικευ-μένο», είναι ακριβώς η έλλειψη τεχνικής δεξιότητας. Τα προβλήματα δεν σχε-τίζονται μόνο με το χειρισμό των ευρωπαϊκών αργαλειών, την εισαγόμενη τε-χνολογία, οι οποίοι για να τεθούν σε λειτουργία απαιτούν μια τεχνογνωσία που δικαιολογημένα οι άνθρωποι του τόπου δεν κατέχουν. Ακόμη και εργασίες που θεωρούνται παραδοσιακές, όπως είναι η βαφή των ερίων ή η παραγωγή συγ-κεκριμένων προϊόντων με καλές προδιαγραφές, αποτελούν πρόβλημα δυσεπίλυ-το για το εξειδικευμένο προσωπικό. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η πρόσλη-ψη «ειδικού» με μεγάλο μισθό για την παραγωγή προσοψίων, ο οποίος χρειά-στηκε πολλούς μήνες δοκιμών μέχρι να κατασκευάσει το πρώτο δείγμα.5 2

Στο Εργαστήριο επικρατεί αταξία ως προς τους όρους με τους οποίους εργάζεται το προσωπικό. Οι αμοιβές καθορίζονται «επί υποσχέσει», και όχι με βάση κάποιο γραπτό κανονισμό. Γ ι ' αυτό το λόγο δημιουργούνται συνεχώς παράπονα και διαμαρτυρίες. Σύμφωνα με την εικόνα που μεταφέρει ο διευθυν-τής προς τις Κυρίες για το προσωπικό του εργαστηρίου,53 οι εργαζόμενες χω-ρίζονται σε ευνοούμενες και μη από τον τεχνικό διευθυντή του Εργαστηρίου. Εδώ βρίσκουμε και νύξεις για σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Κάποτε φθάνει από την Αθήνα για να δουλέψει στο Εργαστήριο με υπόδειξη του διευθυντή άπορη κόρη ως «διευθύνουσα», η οποία αμείβεται γενναία (60 δρχ. το μήνα), ενώ είναι εντελώς αδαής στην υφαντική τέχνη. Παράλληλα, η μοναδική υφάντρια που γνωρίζει το χειρισμό του ευρωπαϊκού αργαλειού και διδάσκει ταυτόχρονα τις εργάτριες, λαμβάνει λιγότερα χρήματα ακόμα και από τις μαθήτριές της.

Δύο μορφές εργατικής αμοιβής επικρατούν στο Εργαστήριο, η αμοιβή σύμ-φωνα με το χρόνο εργασίας και η αμοιβή σύμφωνα με την απόδοση. Οι εξει-

52. Η έλλειψη των τεχνικών γνώσεων αποτελεί οικονομική πληγή για τα Εργαστή-ρια, γιατί κατά το διάστημα λειτουργίας τους «η μικρά παραγωγή [των Εργαστηρίων] εβα-ρύνθη δυσαναλόγως με τα της εν γένει διαχειρίσεως έξοδα, τους μισθούς και τας δαπανη-ράς και άνευ αποτελέσματος δοκιμάς των αποσταλέντων τεχνιτών, οίτινες δεν κατείχον τα στοιχεία της τοιαύτης εργασίας»' επιστολή του Γ. Δεσύπρη στις 11-6-1905 προς τη Βι-κτωρία Στρέιτ, ΙΑ/ETE, ό.π. Ενώ για το συγκεκριμένο τεχνίτη αναφέρει ότι: «δεν κέκτη-ται τας γνώσεις των οποίων πρωτίστως έχει ανάγκην τεχνικός διευθυντής τοιαύτης εργα-σίας... μέχρι τούδε ελάχιστα δείγματα της τέχνης του παρείχε και μετά πλείστας δοκιμάς επέτυχε την κατασκευήν προσοψίων τινών»' επιστολή του Γ. Δεσύπρη στις 18-6-1900 «προς την διοικητικήν επιτροπήν των εν Θεσσαλία εργαστηρίων απόρων γυναικών», ΙΑ/ ETE, ό.π.

53. Βλ. τις επιστολές του Γ. Δεσύπρη στις 11-12-1899 «προς την διοικούσαν επι-τροπήν του εν Θεσσαλία εργαστηρίου απόρων γυναικών» και στις 6-11-1899 «προς τον σεβαστόν μου φίλο» (πιθανότατα υπονοεί τον Π. Κουτσαλέξη, σύμβουλο του Εργαστηρίου), ΙΑ/ETE, ό.π., οι οποίες αναφέρονται εκτενώς στα προβλήματα του προσωπικού των Εργαστηρίων.

Page 202: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εξειδικευμένοι εργάτες (βαφέας, σιδερωτής, τεχνίτης, αρχιεργάτης) και η αρχιερ-γάτρια αμείβονται με το μήνα, ανεξάρτητα από το αν λειτουργεί κανονικά ή όχι το Εργαστήριο. Οι υφάντριες και οι καλαμίστριες πληρώνονται ανάλογα με την απόδοση, οι πρώτες με τον πήχη και οι δεύτερες με το πακέτο του νήμα-τος. Οι υπόλοιπες εργάτριες (μασουρίστριες, χειλώτριες και βοηθοί) πληρώνον-ται με ημερομίσθιο, δηλαδή με βάση τη χρονική διάρκεια της εργασίας τους.

Οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού το χειμώνα γίνονται ανυπόφορες εξαιτίας του δριμύτατου ψύχους στα δωμάτια. Μέχρι να τοποθετηθούν ξυλό-σομπες, πράγμα που γίνεται ένα χρόνο αργότερα, το Εργαστήριο δεν λειτουρ-γεί όταν κάνει πολύ κρύο.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο προϋπολογισμός του Εργαστηρίου βαρύνεται με έξοδα διαχείρισης, μισθούς και με τις δαπανηρές και πολλές φορές χωρίς αποτέλεσμα δοκιμές αυτών που παριστάνουν τους ειδικούς, χωρίς να είναι.

Τέτοια προβλήματα συνοδεύουν τις εργασίες του Εργαστηρίου όχι μόνο στο στάδιο της παραγωγής των προϊόντων, αλλά και στη διαδικασία της διά-θεσης τους. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι η δημιουργία αυτών των Εργα-στηρίων και η λειτουργία τους με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς, εξαιτίας της οι-κονομικής υποστήριξης που απλόχερα παρέχει η Εθνική Τράπεζα, εκλαμβά-νεται ως απειλή «αθέμιτου ανταγωνισμού» από τους ντόπιους παραγωγούς.

Στον Τύρναβο το Εργαστήριο λειτουργεί μόνο για έξι μήνες. Το κοινοτικό συμβούλιο της πόλης φαίνεται ότι υποκύπτει στις πιέσεις των υφαντουργών της περιοχής και προτρέπει εγγράφως την Επιτροπή των Κυριών να μη δια-θέτει τα προϊόντα των Εργαστηρίων στη Θεσσαλία. Για να εκβιάσει, μάλιστα, την κατάσταση, αθετεί τη συμφωνία με την οποία αυτό είχε αναλάβει την πλη-ρωμή ενοικίου της κατοικίας στην οποία στεγάζεται το Εργαστήριο.54 Την ίδια τύχη έχει και το Εργαστήριο στα Φάρσαλα. Η κοινότητα αποφασίζει να στε-γάσει στο κτίριο που είχε παραχωρήσει δωρεάν για τη δημιουργία Εργαστη-ρίου το δημοτικό σχολείο.55 Με αυτό τον τρόπο σταματάει η λειτουργία των Εργαστηρίων και τα μηχανήματά τους είτε πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές σε εμπόρους, είτε δωρίζονται σε άπορες γυναίκες.

Παρόλα αυτά γίνονται μεμονωμένες απόπειρες για τη διείσδυση των προϊ-όντων του Εργαστηρίου στις θεσσαλικές αγορές. Στα Φάρσαλα εξακολουθεί να λειτουργεί πωλητήριο. Στ ις πανηγύρεις της Καρδίτσας, των Φαρσάλων και της

54. Αυτές οι αποφάσεις που αφορούν την τύχη του Εργαστηρίου στον Τύρναβο νο-μιμοποιούνται με ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου της πόλης, το οποίο αποστέλλεται στις 15-1-1900 στην πρόεδρο του Εργαστηρίου Βικτωρία Στρέιτ' ΙΑ/ETE, ό.π.

55. Ο Γ. Δεσύπρης με την από 6-11-1900 επιστολή του πληροφορεί τη διοικητική επιτροπή των «εν Θεσσαλία εργαστηρίων απόρων γυναικών» ότι ο πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου Φαρσάλων τον καλεί εγγράφως να εκκενώσει το κτίριο' ΙΑ/ETE, ό.π.

Page 203: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Λάρισας πωλούνται τα προϊόντα. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος Σιγάρας γυρίζει τις θεσσαλικές πόλεις για να εξασφαλίσει κάποιες πωλήσεις ή ακόμη και πα-ραγγελίες. Ένα μικρό τοπικό δίκτυο διακίνησης των προϊόντων δημιουργείται από τον ιερέα των Φαρσάλων, ο οποίος πωλεί στους χωρικούς τα προϊόντα επί πιστώσει.

Ο μεγαλύτερος, όμως, όγκος των προϊόντων διοχετεύεται στην Αθήνα με την εκτέλεση διαφόρων παραγγελιών. Οι Κυρίες της Επιτροπής με τα δίκτυα γνωριμιών και τις επαφές τους σε αυτό το σημείο παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Έ τ σ ι το Εργαστήριο κατασκευάζει τις σχολικές ποδιές του Αρσακείου. Επί-σης αναλαμβάνει παραγγελίες για ερέες (πανωφόρια) των Ρώσων μοναχών στο Ά γ ι ο Ορος. Η διεύθυνση των γυναικείων φυλακών Συγγρού αναθέτει σε αυτό την κατασκευή μάλλινων φανελών. Στο κατάστημα του Χ . Α. Μαλανδρίνου στο κέντρο της Αθήνας βρίσκει κανείς χρωματιστές και λευκές φανέλες που έχουν κατασκευασθεί στο Εργαστήριο κατόπιν παραγγελίας. Μερικές φορές οι αγο-ραστές των προϊόντων του Εργαστηρίου παραπονιούνται για την κακή ποιότη-τά τους, επειδή οι διαστάσεις των υφασμάτων δεν είναι οι κατάλληλες ή επειδή αλλοιώνονται οι χρωματισμοί τους, και επιστρέφουν τις παραγγελίες ή ακόμα αρνούνται να πληρώσουν το αντίτιμο. Τα προϊόντα του Εργαστηρίου πωλούνται τοις μετρητοίς ή επί πιστώσει. Στα θεσσαλικά χωριά, όπου διοχετεύονται σε περιορισμένη κλίμακα, δημιουργούνται προβλήματα στην είσπραξη των πωλή-σεων. Για την είσπραξη των καθυστερημένων οφειλών συνήθως υπάρχει μεσά-ζων που λαμβάνει προμήθεια 2 0 % πάνω στο ποσοστό των εισπράξεων.56

Οι άτοκες πιστώσεις, το άγρυπνο μάτι των στελεχών της Εθνικής Τρά-πεζας και οι παραγγελίες με βάση τις προσωπικές γνωριμίες, δηλαδή με λίγα λόγια, οι συνθήκες θερμοκηπίου που δημιουργεί η Εθνική Τράπεζα για την επιβίωση του Εργαστηρίου, αδυνατούν να υπερπηδήσουν τα εμπόδια που δη-μιουργεί η έλλειψη μιας οργανωμένης αγοράς βασισμένης στην προσφορά και ζήτηση των προϊόντων. Η όλη αυτή προσπάθεια που έχει ένα ευδιάκριτο φι-λανθρωπικό σκοπό, ίσως να βοηθά την Τράπεζα να αυξήσει την επιρροή της στο χώρο της Θεσσαλίας.

Η λειτουργία του Εργαστηρίου σταματάει το 1905. Τ η χρονιά εκείνη δια-τυπώνεται μια καταγγελία: ο υφαντής και επόπτης του Εργαστηρίου Κων-σταντίνος Σιγάρας συνάπτει «εν κρυπτώ συμφωνία μετά τρίτου συνεταίρου προς ίδρυσιν ομοίας επιχειρήσεως».5 7

56. Στο φάκελο υπάρχει κατάσταση με τα ονόματα των επί πιστώσει οφειλετών —στην οποία αναγράφεται για τον καθένα ξεχωριστά ο τόπος διαμονής, η ποσότητα του αγορασθέντος υφάσματος, η ημερομηνία αγοράς και το οφειλόμενο ποσό— καθώς επίσης και ενυπόγραφη δήλωση του μεσάζοντα που επιβεβαιώνει το ποσό της προμήθειας" ΙΑ/ ETE, ό.π.

57. Βλ. επιστολή του Γ. Δεσύπρη στις 1-6-1905 προς τη Βικτωρία Στρέιτ" ΙΑ/ΕΤΕ,

Page 204: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1922, ο Κωνσταντίνος Σιγάρας εργάζεται ως τεχνικό στέλεχος στο εριουργείο «Λαναρά - Κύρτση και Σ ία» που βρίσκεται στη Νάουσα. Το 1938 από την εφημερίδα Χρόνος πληροφορούμαστε την ίδρυση κλωστοϋφαντουργίας-εριουργίας ιδιοκτησίας του Κωνσταντίνου Σιγάρα.5 8

ό.π. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε ότι σχεδόν σε όλες τις επιστολές του ο Γ. Δεσύπρης καταφέρεται εναντίον του Κωνσταντίνου Σιγάρα, τον οποίο κατηγορεί για έλλειψη τεχνογνωσίας, οικονομικές σπατάλες και ατασθαλίες, κακές επιλογές στο σχεδια-σμό των προϊόντων, καθώς και για επιπόλαιους χειρισμούς στη διακίνησή τους. Είναι δύ-σκολο να ξεδιαλύνει κανείς σε ποιο βαθμό είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί αυτοί ή αν πρόκειται απλώς για μια επαγγελματική σχέση κατά την οποία εμπλέκονται οι αρμοδιότητες και μοιραία δημιουργούνται εντάσεις και προσωπικές αντιπάθειες.

58. Ανώνυμος, «Η έρευνα διά την βιομηχανίαν μας. Μία επίσκεψις εις τα εργοστά-σια κλωστοϋφαντουργίας Κωνσταντίνου Σιγάρα. Μία εκπληκτική πρόοδος», Χρόνος, 11-12-1938.

Page 205: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Page 206: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 207: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

1. Η Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Σ Η ΤΩΝ Κ Ο Ρ Ι Τ Σ Ι Ω Ν

Το πρώτο βήμα για τη συστηματοποίηση της εκπαίδευσης των κοριτσιών στην Ελλάδα γίνεται με το νομοθετικό διάταγμα της 6 / 1 8 Φεβρουαρίου 1834 «περί διδασκάλων εν γένει και δημοτικών σχολείων». Με αυτό το νόμο ιδρύονται δημοτικά σχολεία τετραετούς διάρκειας και καθιερώνεται η υποχρεωτική και δωρεάν φοίτηση σε αυτά. Όμως, αυτός ο νόμος δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τα δύο φύλα. Στο άρθρο 58 προβλέπει ότι «τα σχολεία των κοριτσιών, όπου τούτο είναι δυνατόν, πρέπει να ήναι χωριστά από τα των παιδιών, να προΐστανται δε αυτών διδασκάλισσαι». Στην ουσία, δηλαδή, μικτά σχολεία μπο-ρούν να λειτουργούν κατ' εξαίρεση εκεί όπου δεν είναι δυνατόν να γίνει δια-χωρισμός, ενώ για τα σχολεία θηλέων απαιτείται ξεχωριστό κτίριο και δασκά-λες, ζήτημα που δημιουργεί τεράστια προβλήματα λόγω των περιορισμένων οικονομικών των δήμων και της έλλειψης σε δασκάλες που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος αυτή την εποχή.1 Αλλά και από τα διδασκόμενα μαθήματα, τα οποία περιγράφονται στο άρθρο 2, φαίνεται ο διαφορετικός τρόπος αντιμε-τώπισης των αγοριών από τα κορίτσια, αφού οι μαθητές διδάσκονται βομβυ-κοτροφία, μελισσοτροφία και δενδροκομία, ενώ τα κορίτσια «γυναικεία εργό-χειρα». Το πρόβλημα της γυναικείας εκπαίδευσης γίνεται οξύτερο όταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1853 το Υπουργείο Παιδείας με εγκύκλιο απαγορεύει τη συμ-φοίτηση και τη συστέγαση αγοριών και κοριτσιών στα σχολεία.

Παρά τις διακηρύξεις του νομοθετικού διατάγματος του 1834, η εκπαί-δευση στην πράξη δεν ήταν δωρεάν μέχρι το 1911 οι γονείς των μαθητών έπρεπε να πληρώνουν στο δημοτικό ταμείο ένα ορισμένο ποσό (10-50 λεπτά) ως δίδακτρα. Οι άποροι μαθητές, παρά την πρόβλεψη του νόμου για δωρεάν φοίτηση, πλήρωναν επίσης δίδακτρα. Επιπλέον, ουδέποτε το Κράτος παρείχε δωρεάν γραφική ύλη, ενδύματα και βιβλία στους μαθητές.2 Ο νόμος εξασφάλιζε

1. Βλ. Γιάννης Ληξουριώτης, Κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις για το παιδί τον πρώτο αιώνα τον Νεοελληνικού Κράτους, Αθήνα - Γιάννινα 1986, σ. 115-116 και Σιδη-ρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα ( 1 8 3 0 -1893), Αθήνα 1986, σ. 66.

2. Βλ. Χρ. Λέφας, Ιστορία της εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1942, σ. 58-61.

Page 208: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

λιζε στον ανδρικό πληθυσμό μεγάλες δυνατότητες πρόσβασης στην εκπαίδευ-ση. Προφανώς γιατί υπήρχε μεγάλη ανάγκη να στελεχωθεί ο διοικητικός κορ-μός με ανθρώπους που να γνωρίζουν τουλάχιστον ανάγνωση και γραφή. Αντι-θέτως, για τις γυναίκες ο νομοθέτης εκφράζει την εξής αντίφαση: ενώ διαπι-στώνεται και αναγνωρίζεται η ανάγκη της στοιχειώδους εκπαίδευσης και ειδικά της εκπαίδευσης της γυναίκας ως δασκάλας, δεν υπάρχει οικονομική και διοι-κητική υποδομή ώστε να εφαρμοστεί ο νόμος. Συγκεκριμένα, το ελληνικό Δη-μόσιο δεν διαθέτει επαρκή κονδύλια για την ίδρυση σχολείων και τις αμοιβές του διδακτικού προσωπικού. Έ τ σ ι ο τομέας της γυναικείας εκπαίδευσης γίνε-ται αντικείμενο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Για τις γυναίκες των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων και γι ' αυτές που θέλουν να ασκήσουν το επάγγελμα της δασκάλας3 —επάγγελμα κοινωνικά αποδεκτό— ιδρύονται ιδιωτικά σχολεία.

Ας δούμε από τους αριθμούς τις επιπτώσεις που είχαν οι νόμοι της υπο-χρεωτικής εκπαίδευσης στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού.

Από την απογραφή του πληθυσμού το 1870 γνωρίζουμε ότι από τους 1.437.026 κατοίκους εγγράμματοι θεωρούνται οι 251.483, εκ των οποίων οι 207.129 είναι άνδρες και οι 44.531 είναι γυναίκες. Το ποσοστό των αγράμμα-των γυναικών είναι 92 ,60%, ενώ το ποσοστό των αγράμματων ανδρών είναι 67 %.4 Από την ίδια απογραφή παρέχονται οι πρώτες στατιστικές πληροφορίες για την εργασία των γυναικών στα εργοστάσια και στα εργαστήρια της πό-λης. Στην κατηγορία των «γυναικείων επιτηδευμάτων» μαζί με τις μαίες, τις υπηρέτριες και τις μαθήτριες, καταγράφονται και 5.735 γυναίκες ως εργά-τριες.5 Το 1870 ο Αλέξανδρος Μανσόλας αναφέρει ότι από τις 1.741 εργάτριες των ατμοκινήτων εργοστασίων οι 1.390 είναι αναλφάβητες, ποσοστό που αντι-στοιχεί στο 79 ,84%, ενώ το ποσοστό των αναλφάβητων ανδρών είναι 6 1 % . Με δεδομένες τις επιφυλάξεις μας για την εγκυρότητα των αριθμών, μπορούμε εδώ να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις. Το ποσοστό των αναλφάβητων κο-ριτσιών-εργατριών είναι χαμηλότερο σε σχέση με αυτό του συνολικού γυναι-κείου πληθυσμού. Πιθανότατα γιατί οι εργάτριες κατοικούν στις πόλεις, όπου η εκπαίδευση είναι πιο διαδεδομένη από την ύπαιθρο. Το γεγονός αυτό διαπι-

3. Το 1831 λειτουργούν τρία σχολεία στα οποία μπορούν να εκπαιδεύονται τα κορί-τσια για το επάγγελμα της δασκάλας: το σχολείο του Hildner στην Ερμούπολη, η σχολή Hill στην Αθήνα και το σχολείο της Volmerange στο Ναύπλιο, το οποίο μεταφέρεται το 1835 στην Αθήνα. Στα δύο τελευταία σχολεία η κυβέρνηση δίνει υποτροφίες σε μαθήτριες που σκοπεύουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα της δασκάλας. Από το 1837 αρχίζει να λειτουργεί το Διδασκαλείο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, με στόχο την εκπαίδευση της δασκάλας. Ένας ορισμένος αριθμός μαθητριών φοιτά με υποτροφίες είτε της Φιλεκπαιδευ-τικής Εταιρείας, είτε της κυβέρνησης.

4. Υπουργείον Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1870, Αθήνα 1872. 5. Στην προηγούμενη απογραφή του 1861 υπήρχαν μόνο μαίες και υπηρέτριες.

Page 209: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

διαπιστώνεται και από τις απογραφές. Πραγματικά, κατά την απογραφή του 1870 στο Νομό Κυκλάδων η Ερμούπολη έχει το μεγαλύτερο ποσοστό εγγραμμάτων γυναικών με 14%. Ακολουθεί ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας (Αθήνα και Πε ι-ραιάς), με ποσοστό 11,61 % και ο Νομός Κερκύρας στα Ιόνια νησιά, που είχαν παράδοση στην εκπαίδευση, με αντίστοιχο ποσοστό 11 ,84%. Κατά την απο-γραφή του 1907 οι νομοί με το μεγαλύτερο ποσοστό εγγραμμάτων γυναικών είναι ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας (Αθήνα και Πειραιάς) με 40,98 % και ο Νομός Κυκλάδων (Ερμούπολη) με 29,81 %. Ας μη μας διαφεύγει ότι ο ελλη-νικός πληθυσμός είναι κατ' εξοχήν αγροτικός. Η εκπαίδευση των γυναικών δεν υπάγεται στις συνήθειες του κόσμου της ελληνικής υπαίθρου.

Η προϋπόθεση για να εγγραφεί ένα παιδί στο σχολείο είναι να έχει ηλι-κία 6 ετών. Μέχρι το 1895 η υποχρεωτική φοίτηση είναι τετραετής, ενώ από το 1895 καθιερώνεται η εξαετής φοίτηση. Στ ις μεγάλες πόλεις σε κάθε τάξη φοιτούσαν 60 έως 70 μαθητές.

Ας εστιάσουμε τον φακό μας το 1879 στην εργατούπολη της Ελλάδας, τον Πειραιά, για να δούμε τι συμβαίνει και στην πράξη. Για τις 1.200 μαθή-τριες που φοιτούν στα δύο δημοτικά σχολεία η κατάσταση δεν είναι ρόδινη. Ύστερα από πιέσεις των γονιών τους, οι οποίοι απειλούν ότι θα ενημερώσουν και τον αρμόδιο υπουργό, η εφημερίδα Ποσειδών καταγγέλλει την οπισθοδρό-μηση στις σπουδές και την «παραλυσία» που επικρατεί στις διευθύνσεις των δύο δημοτικών σχολείων. Οι μικρές μαθήτριες είναι «πολύ κακώς καταρτισμέ-ναι εις την ανάγνωσιν», η διευθύντρια του ενός σχολείου κατά τη διάρκεια του μαθήματος κάθεται στην έδρα της αίθουσας μαζί με μια άλλη δασκάλα και περνούν την ώρα τους γελώντας και συζητώντας «περί ανέμων και υδάτων», ενώ η τάξη μεταβάλλεται «εις χάβραν»· η διευθύντρια του άλλου σχολείου από το πρωί μέχρι το βράδυ απασχολείται με τα δικά της εργόχειρα. Επιπλέον, οι υπεύθυνες του σχολείου δωροδοκούνται για να προβιβάσουν τις μαθήτριες. Όπως καταγγέλλει η ίδια εφημερίδα, οι διευθύντριες απαιτούν από τις μαθή-τριες να τους καταβάλουν ως δίδακτρα 2, 3 και 4 φράγκα, βρίζοντας και εκ-διώκοντας αυτές που δεν υπακούουν. Φτάνουν, μάλιστα, σε σημείο να αναβά-λουν επί δεκαήμερο τις εξετάσεις των μαθητριών, προκειμένου να εισπράξουν χρήματα απ' όσες περισσότερες μπορούν.6

Ωστόσο, και η εκπαίδευση των γυναικών στα ιδιωτικά σχολεία παρουσιά-ζει σοβαρές ατέλειες. Όπως αναφέρει η Μαρία Σβώλου, τα σχολεία αυτά λει-τουργούν με βάση τον ερασιτεχνισμό του «λίγο απ' όλα». Με τη λίγη φιλολο-γική μόρφωση, τη λίγη ξένη γλώσσα, τη λίγη μουσική, το λίγο χορό, τη λ ίγη οικοκυρική δημιουργούν το πρότυπο της γυναίκας-κούκλας, το οποίο προβάλλεται

6. Βλ. Ποσειδών, αρ. 1242, 16-7-1879.

Page 210: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

λεται σαν το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο του νεοελληνικού πολιτισμού.7 Αυτή, λοιπόν, η «κατ' επίφαση» μόρφωση έχει σοβαρές επιπτώσεις για τις λιγότερο εύπορες γυναίκες, γιατί τις εμποδίζει να ασκήσουν επαρκώς τα οικογενειακά τους καθήκοντα και να σταδιοδρομήσουν επαγγελματικά.

Όπως και στα δημόσια σχολεία, το εκπαιδευτικό σύστημα στα ιδιωτικά σχολεία στηρίζεται στην αλόγιστη αποστήθιση ακατανόητων για τις μαθήτριες ονομάτων και φράσεων. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα αναγνωστικά του δη-μοτικού σχολείου. Το διδακτικό προσωπικό πρέπει να ξοδεύει μερικές ώρες καθημερινά για να μεταφράζει στα παιδιά τα «ελληνικά» των βιβλίων. Κάθε λέξη σχεδόν τους είναι ξένη και διαφορετική από αυτή που μεταχειρίζονται στην ομιλία τους για το ίδιο πράγμα. Συγκεκριμένα, τα παιδιά πρέπει να μά-θουν ότι ο σκύλος λέγεται «κύων», ο πετεινός «αλέκτωρ» κλπ. Έτσι οι μαθη-τές των λαϊκών στρωμάτων, εκτός από τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν για να μάθουν να διαβάζουν, έπρεπε να μάθουν να μεταφράζουν σε γλώσσα απλή τις λέξεις του αναγνωστικού, γεγονός που τους στερούσε την ευχαρίστηση της ανάγνωσης.8

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρατηρούμε ότι διατηρεί ένα έντονο τυπολατρικό χαρακτήρα. Όπως μαρτυρούν τα έγγραφα και οι φωτογραφίες, οι μαθήτριες όλων ανεξαιρέτως των σχολείων, ιδιωτικών και δημόσιων, φορούν τη σχολική ποδιά. Επίσης, οι εξετάσεις στα σχολεία γίνονται το ίδιο χρονικό διάστημα και με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο.

Με αφορμή τον τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων, ας δούμε τι συμβαίνει στα δημοτικά σχολεία του Πειραιά. Για το σχολείο οι εξετάσεις είναι μια «πα-νήγυρις», στην οποία συρρέουν οι γυναίκες των ανωτέρων στρωμάτων για να τιμήσουν «το φυτώριον της εκπαιδεύσεως των κορασιών του λαού» και οι γο-νείς και συγγενείς των μαθητριών που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα. Οι εξετάσεις αποτελούν μια ένδειξη της κοινωνικής ισότητας, την οποία προπα-γανδίζουν και οι νόμοι για την εκπαίδευση. Η διευθύντρια του σχολείου εγκαι-νιάζει την τελετή με λογύδριο κοινωνικού περιεχομένου. Τονίζεται ο ρόλος της εκπαίδευσης των κοριτσιών και η συμβολή της στη δημιουργία οικοδεσποίνων και μητέρων. Στ ις εξετάσεις της Α' Δημοτικής Σχολής Θηλέων στον Πειραιά η διευθύντρια επισημαίνει στην ομιλία της τους κινδύνους και τις δυσάρεστες συνέπειες που ελλοχεύουν στην αναζήτηση της πολυτέλειας και την τάση για

7. Μ.[αρία] Σ.[βώλου], «Διακοσμητική Μόρφωση», Ο Αγώνας της Γυναίκας, Ε/87, σ. 1-2, ανατύπωση του άρθρου από Έφη Αβδελά - Αγγέλικα Ψαρρά, Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία, Αθήνα 1985, σ. 229-242.

8. Για τις δυσκολίες των εργατριών στην ανάγνωση βλ. Αύρα Θεοδωροπούλου, Το Κυριακό Σχολείο Εργατριών, ανατύπωση από το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου 1915, Αθήνα 1916, σ. 9-11.

Page 211: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

επίδειξη των κοριτσιών της εργατικής τάξης.9 Σ τ η συνέχεια οι μαθήτριες εξε-τάζονται με ερωτήσεις πάνω στην ύλη των διδασκομένων μαθημάτων. Η τε-λετή των εξετάσεων κλείνει με άσματα που τραγουδούν οι μαθήτριες. Στο τέ-λος γίνεται επίδειξη των εργόχειρων που έχουν κατασκευαστεί από τις μαθή-τριες. Αυτά εκτίθενται σε μια από τις αίθουσες του σχολείου. Οι εξετάσεις διακόπτονται από τα χειροκροτήματα και τους επαίνους των παρευρισκομένων. Α ρ α το κοινό σημείο ανάμεσα στα δημόσια δημοτικά σχολεία και στα ιδιω-τικά ήταν οι εξετάσεις, οι οποίες διεξάγονταν τις ίδιες ημερομηνίες, σύμφωνα με εγκύκλιο του υπουργείου, και με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο.

Ας δούμε, όμως, με συγκεκριμένα παραδείγματα την κατάσταση που επι-κρατεί στον γυναικείο εργατικό πληθυσμό. Όπως σχολιάσαμε παραπάνω, από την πλευρά του κράτους δεν είχε δημιουργηθεί καμία ειδική υποδομή για να αντιμετωπισθεί το θέμα της κατώτερης εκπαίδευσης των εργατριών.

Η Ευγενία Ζωγράφου, όταν δημοσιεύει τα αποτελέσματα της έρευνας που έκανε το 1898 στον Πειραιά για τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργα-τριών, σημειώνει: «εις τοιαύτην εργατούπολιν δεν υπάρχει ουδέ μία νυκτερινή σχολή δημοσία ή ιδιωτική»' και θέτει το ερώτημα: «κ ι όμως δεν είνε απαραί-τητον; Δεν έπρεπε να υπάρχουν δύο ή τρία σχολεία νυκτερινά ή Κυριακά; Και εκεί να φωτίζεται ο Έλλην και η Ελληνίς εργάτις και εκεί να λαμβάνουν τα πρώτα του ανθρωπισμού διδάγματα;».1 0 Την ίδια περίπου εποχή στον Πειραιά λειτουργούν επτά δημοτικά σχολεία θηλέων.11

Στην ίδια έρευνα παρουσιάζεται ενδεικτικά το ζήτημα της εκπαίδευσης από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Στο εργοστάσιο Σημ ί τη ο διευθυντής θεω-ρεί ότι η ίδρυση Κυριακής ή Λαϊκής Σχολής δεν θα έχει απήχηση στις εργά-τριες, με το επιχείρημα ότι ύστερα από μία εβδομάδα σκληρής εργασίας δεν πρόκειται να θυσιάσουν την μοναδική ημέρα ανάπαυσης που έχουν για να μορ-φωθούν.12 Γ ια τις εργάτριες αυτό που προέχει είναι η εξασφάλιση της επιβίω-σης: «γράμματα; τ ι να τα κάνει τα γράμματα; εμείς θέλουμε ψωμί, ψωμί, ψωμί» , 1 3 απαντά η μητέρα μιας εργάτριας πολύ χαρακτηριστικά. Η δημοσιο-γράφος τονίζει τον «πόθο» που έχουν οι εργάτριες για να μάθουν γράμματα και αποδίδει την αμορφωσιά τους στην ανυπαρξία κρατικής υποδομής και στην αδιαφορία της ιδιωτικής μέριμνας.

Το 1913 ο νόμος περί εκπαίδευσης, ο οποίος επικυρώθηκε με βασιλικό

9. Ανώνυμος, «Εξετάσεις της Α' Δημοτικής Σχολής των Θηλέων», Σφαίρα, αρ. 2391, 14-7-1879.

10. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», Δημοσιεύματα, τ. 4, Αθήνα 1903, σ. 62.

11. Γ . Βέκος, Οδηγός του Πειραιώς, 1901, σ. 130. 12. Ευγενία Ζωγράφου, ό.π., σ. 41-42. 13. Στο ίδιο, σ. 46.

Page 212: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

διάταγμα στις 14 Αυγούστου 1913, καθιστά υποχρεωτική την εξαετή φοίτηση και προβλέπει κυρώσεις τόσο στους γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους σχολείο, όσο και στους εργοδότες οι οποίοι προσλαμβάνουν παιδιά που δεν έχουν συμπληρώσει το 12ο έτος. Όμως, σύμφωνα με τις εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας το 1921, οι περισσότεροι γονείς δεν στέλνουν τα παι-διά τους στο σχολείο είτε διότι δεν έχουν τα υλικά μέσα (ενδύματα, υποδή-ματα, βιβλία), είτε διότι θεωρούν περιττή τη μόρφωση.14 Ενώ οι λίγοι που αποφασίζουν να τα στείλουν, μόλις αυτά μάθουν λίγη ανάγνωση και γραφή, τα αποσύρουν για να εργασθούν και να συνεισφέρουν οικονομικά στο ταμείο της οικογένειας.15 Από φόβο μήπως προκληθεί κοινωνική αναστάτωση το σώμα της Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο έχει ως καθήκον να επιβλέπει την τή-ρηση των νόμων, δεν μπόρεσε να ενεργήσει αποτελεσματικά και να εμποδίσει την παιδική εργασία στα εργοστάσια και στα βιοτεχνικά εργαστήρια. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο αναλφαβητισμός δεν οφειλόταν μόνο σε οικονομι-κούς λόγους, αλλά και σε λόγους νοοτροπίας. Σ τ η συνείδηση του λαού η εκ-παίδευση της γυναίκας θεωρούνταν πολυτέλεια περιττή και επικίνδυνη. Η Αύρα Θεοδωροπούλου εντοπίζει μερικές από τις φράσεις στερεότυπα: «Τα γράμματα δε χρησιμεύουν στο κορίτσι παρά για την ευκολώτερη ανταλλαγή ραβασακιών», « Η γυναίκα κι έτσι παραέχει σηκώσει κεφάλι. Γιατί να της δώσουμε κι άλλα όπλα;».1 6

Από τις αναφορές της Επιθεώρησης Εργασίας θα αντλήσουμε αναλυτικά στοιχεία για το επίπεδο της εκπαίδευσης των εργατριών του Πειραιά. Τα στοι-χεία καταγράφονται στα δελτία της Επιθεώρησης Εργασίας. Σ ε σύνολο 1.949 εργατριών υπάρχουν 1.362 που είναι αμόρφωτες (70%), 324 έχουν φοιτήσει μέχρι την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου, 194 μέχρι την τετάρτη τάξη και μόνο 69 έχουν φτάσει μέχρι την πέμπτη και την έκτη τάξη.17

Η έλλειψη προσωπικών μαρτυριών από την πλευρά των εργατριών, η οποία οφείλεται στην αγραμματοσύνη τους, αλλά και στο γεγονός ότι αποφεύγουν να μιλούν για το παρελθόν τους, δεν μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε σε ποιο βαθμό αυτές είχαν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα της μόρ-φωσης. Τα αρχεία των φιλανθρωπικών συλλόγων και τα δημοσιεύματα του τύ-που σχετικά με την φιλανθρωπική δραστηριότητα συγκροτούν το κύριο σώμα

14. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων 1921, Αθήνα 1923, σ. 12-13.

15. Για τη μόρφωση των εργατών και των εργατριών βλ. Εργατικόν Κέντρον Αθη-νών, Οι εργάται της Ελλάδος προς την Διπλήν Βουλήν των Ελλήνων, Αθήνα 1911.

16. Αύρα Θεοδωροπούλου, Το Κυριακό Σχολείο..., ό.π., σ. 9-11. 17. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 83.

Page 213: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

των πληροφοριών σχετικά με το θεσμό και τις λειτουργίες της μόρφωσης και της επαγγελματικής εκπαίδευσης των εργατριών.

2. Κ Υ Ρ Ι Α Κ Α Σ Χ Ο Λ Ε Ι Α : Ο Μ Ε Τ Α Σ Χ Η Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Σ Τ Η Σ Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η Σ Σ Ε Ε Π Α Γ Γ Ε Λ Μ Α

Η καταπολέμηση της αμάθειας των «γυναικών και κορασιών του λαού», γίνεται το επίκεντρο της γυναικείας φιλανθρωπικής δραστηριότητας. Η Καλλιρρόη Παρ-ρέν και οι γυναίκες που συμμετέχουν στη σύνταξη του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να ιδρύσουν Κυριακό Σχολείο για τις εργαζόμενες γυναίκες. Από το 1887 η Εφημερίς των Κυριών, καταγγέλ-λοντας την έλλειψη πρόνοιας για τη μόρφωση των «τέκνων της εργατικής του λαού τάξεως» από μέρους της κυβέρνησης και του κλήρου,18 επισημαίνει και υποδεικνύει ένα νέο πεδίο συλλογικής δράσης. Αποκλεισμένες από τα δημόσια αξιώματα, οι γυναίκες της Εφημερίδος των Κυριών αυτοχρίζονται «φυσικαί αδελφαί, φυσικαί μητέρες, και φυσικαί προστάτιδες των γυναικών και κορα-σιών του λαού».19

Γ ι ' αυτές η κατάσταση της φτώχειας στην οποία έχουν περιπέσει οι γυ-ναίκες του «όχλου» είναι η κυριότερη αιτία για την αγριότητα των ηθών, για την μη εκπλήρωση των μητρικών τους καθηκόντων, για την πλήρη έλλειψη θρησκευτικού συναισθήματος.20 Η αμάθεια συνδέεται με τη στέρηση και τη φτώχεια. Η έννοια της αμάθειας για τις γυναίκες του περιοδικού περιλαμβάνει όχι μόνο την άγνοια ανάγνωσης και γραφής, αλλά ακόμη και την άγνοια της ελληνικής γλώσσας. Η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας συνδέεται με την εν-δυνάμωση της ελληνικής συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας, γιατί, όπως ισχυρίζεται η Καλλιρρόη Παρρέν μέσα από τις στήλες της Εφημερίδος των Κυριών, «γλώσσα των χωρικών παίδων μέχρι σήμερον εις τα πρόθυρα των Αθηνών και εν μέσαις Αθήναις είναι η Αλβανική». 2 1 Ακόμη, μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1922, από τις 407 μαθήτριες που είναι εγγεγραμμένες στο Κυ-ριάκο Σχολείο που ίδρυσε ο «Σύνδεσμος Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος», οι 190 ήταν πρόσφυγες που αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα.22

18. Καλλιρρόη Παρρέν, «Τα παιδιά του λαού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 39, 29-11-1887.

19. Καλλιρρόη Παρρέν, «Η σχολή της Κυριακής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 135, 8-10-1889.

20. Στο ίδιο. 21. Καλλιρρόη Παρρέν, «Τα παιδιά του λαού», ό.π. 22. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), φάκ. του Συνδέσμου Κυ-

Page 214: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Με την παροχή μόρφωσης οι φιλάνθρωπες κυρίες πιστεύουν ότι μπορούν να παρέμβουν ουσιαστικά όχι μόνο στις διδασκόμενες, αλλά και να διαμορφώ-σουν ηθικά πρότυπα μέσα στην ίδια την εργατική οικογένεια. Η αναπαράσταση που έχουν αυτές οι γυναίκες για την εργατική οικογένεια και τους ρόλους των προσώπων μέσα στους κόλπους της αποδεικνύει το βαθμό στον οποίο έχουν επηρεαστεί από ανάλογες εικόνες της δυτικής κοινωνίας. Παράδειγμα προς απο-φυγή η εργατική οικογένεια που αποτελείται από παιδιά «μικρούς κακουργί-σκους», «αμύστακους λωποδύτες», «δεκαετείς φονείς» και μητέρα που για την ελάχιστη παρεκτροπή «τα υβρίζει», «τα βλασφημεί», τα «ξυλοκοπεί αλύπητα, άπονα». Ο πατέρας, πάλι, είναι «άσωτος, δύστροπος, χαρτοπαίχτης ή μέθυσος».

Όμως, σύμφωνα με το φιλανθρωπικό λόγο η μητέρα της οικογένειας είναι θύμα των καταστάσεων και των στερήσεων μέσα στις οποίες έζησε. Απαλλάσ-σεται πλήρως των ευθυνών της εξαιτίας της αμάθειάς της, η οποία της στερεί τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στα μητρικά της καθήκοντα.23 Σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία, η μητρική φροντίδα δεν βασίζεται σε ένστικτα, αλλά στη μόρφωση και στην πνευματική καλλιέργεια των γυναικών.

Με την ένταξη της μόρφωσης στο φάσμα της φιλανθρωπικής δραστηριό-τητας οι γυναίκες του περιοδικού δεν αποβλέπουν σε κοινωνικές ανακατατά-ξεις, καθώς δηλώνουν ότι «δεν εννοούμεν βεβαίως μόρφωσιν την μετατροπήν του υιού του γεωργού ή του κρεοπώλου εις επιστήμονα, διότι εκ τούτου μάλ-λον βλάβη ή ωφέλεια αμφοτέροις προκύπτει»,2 4 αλλά στην πάταξη της ανηθι-κότητας και της αδιαφορίας για την «πνευματική τροφή». Με τα Κυριακά Σχο-λεία οι γυναίκες της εργατικής τάξης θα αποκτούν τις στοιχειώδεις γνώσεις οι οποίες τους είναι αναγκαίες, τόσο ανάλογα με την κοινωνική τάξη, όσο και με το επάγγελμά τους.25

Καταγγέλλοντας την αδιαφορία των υπουργών, των βουλευτών, αλλά και της εκκλησίας από τις στήλες του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών με σκληρή γλώσσα, οι γυναίκες αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν στον τομέα της εκ-παίδευσης.

Πολύ γρήγορα ιδρύονται Κυριακά Σχολεία από γυναικεία φιλανθρωπικά σωματεία στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας όπως ο Πειραιάς, η Ερμούπολη και η Πάτρα. Τα σχολεία αυτά, τόσο ως προς το σχήμα της λειτουργίας τους, όσο και ως προς τον τρόπο που εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της ζωής τους,

Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, Λογοδοσία Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 29 Ιουνίου 1930 (δακτυλογραφημένη).

23. Βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Η σχολή της Κυριακής», ό.π. 24. Καλλιρρόη Παρρέν, «Τα παιδιά του λαού», ό.π. 25. ΕΛΙΑ, φάκ. του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος,

Λογοδοσία του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος 21-6-1997 (δακτυλογραφημένη).

Page 215: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Κανένα από αυτά τα σχολεία δεν ακολουθεί τα προγράμματα και τους κανονισμούς του Υπουργείου Παιδείας. Οι μαθήτριες χωρίζονται σε τάξεις ανάλογα με τις γνώσεις τους. Η μόρφωση που παρέχουν αυτά τα σχολεία έχει καθαρά πρακτικό χαρακτήρα. Δεν διδά-σκονται ούτε γραμματική, ούτε συντακτικό, ούτε πολύπλοκα μαθηματικά. Τα μαθήματα που κρίνονται απαραίτητα για τη μόρφωση και την πνευματική ανά-πτυξη αυτών των γυναικών είναι: ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, θρησκευτικά, οικιακή οικονομία, ελληνική ιστορία (συνήθως βίους ηρώων και ηρωίδων) και πραγματογνωσία. Αυτοί που διδάσκουν δεν είναι απαραίτητο να έχουν δίπλωμα καθηγητή ή πτυχίο διδασκάλισσας. Ένας ιερέας συνήθως διδάσκει το μάθημα των θρησκευτικών. Οι ώρες που γίνονται τα μαθήματα στα Κυριακά Σχολεία δεν συμπίπτουν με τη θεία λειτουργία της Κυριακής, ώστε να μην εμποδίζον-ται οι εργάτριες να πάνε στην εκκλησία. Στα Κυριακά Σχολεία γίνονται δε-κτές γυναίκες κάθε ηλικίας με τη μόνη προϋπόθεση ότι είναι υγιείς και έχουν πιστοποιητικό εμβολιασμού. Στην πράξη, όμως, φοιτούν κυρίως νέες κοπέλες. Τα περισσότερα σχολεία διαθέτουν γιατρό, ο οποίος εξετάζει τις μαθήτριες και τους παρέχει δωρεάν συμβουλές. Όλα τα Κυριακά Σχολεία παρέχουν στις μα-θήτριες μια στοιχειώδη κοινωνική ζωή με τις εορταστικές εκδηλώσεις ή τις εκδρομές που οργανώνουν οι υπεύθυνες. Με την ευκαιρία κάποιας εορτής ή εθνικής επετείου μοιράζουν και διάφορα δώρα στις εργάτριες για να ενθαρρύ-νουν την προσέλευση και τη φοίτησή τους σ' αυτά. Οι εξετάσεις που γίνονται στο τέλος της υποτιθέμενης σχολικής χρονιάς είναι παρόμοιες με αυτές των δημοτικών σχολείων.

Μέσα από τα Κυριακά Σχολεία αναπτύσσεται για τις γυναίκες μία διαδι-κασία μετασχηματισμού της μόρφωσης σε επαγγελματική κατάρτιση. Τα δύο μεγαλύτερα Κυριακά Σχολεία, της Αθήνας και του Πειραιά, για τα οποία έχου-με στη διάθεσή μας στοιχεία, μετατρέπονται σιγά-σιγά σε σχολές εκμάθησης επαγγελμάτων τα οποία συσχετίζονται με τη γυναικεία φύση. Οι σχολές αυτές έχουν ως στόχο την διεύρυνση των συνόρων στα επαγγέλματα για τις γυναί-κες των εργατικών στρωμάτων. Με την μετατροπή ή τη συγχώνευση των Κυ-ριακών Σχολείων σε επαγγελματικές σχολές δίνεται κάποια διέξοδος στις γυ-ναίκες που θέλουν να μάθουν την ραπτική και άλλες τέχνες χωρίς να υποστούν την εκμετάλλευση της ιδιοκτήτριας (modiste) του εργαστηρίου.

Πριν ασχοληθώ αναλυτικά με τα Κυριακά Σχολεία και τη μόρφωση των κοριτσιών της εργατικής τάξης, θα ήθελα να προτάξω ορισμένες πληροφορίες για το Κυριακόν Σχολείον των Τεχνών, προκειμένου να συσχετισθούν οι μορ-φές των δύο εκπαιδευτικών σχημάτων.

Page 216: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

3. Τ Ο Κ Υ Ρ Ι Α Κ Ο Ν Σ Χ Ο Λ Ε Ι Ο Ν ΤΩΝ Τ Ε Χ Ν Ω Ν

Η λειτουργία Κυριακού Σχολείου δεν ήταν άγνωστη στην Ελλάδα. Στ ις 31-12-1836 με το βασιλικό διάταγμα «περί εκπαιδεύσεως εις την αρχιτεκτονικήν» ιδρύεται στην Αθήνα το Κυριακόν Σχολείον των Τεχνών, στο οποίο διδάσκον-ται την Κυριακή και τις εορτές οι άνδρες και τα παιδιά που επιθυμούν να μορ-φωθούν για να γίνουν αρχιτεχνίτες (μάστοροι) και απλοί τεχνίτες στην αρχι-τεκτονική.26

Το Κυριακό Σχολείο των Τεχνών, το μετέπειτα Πολυτεχνείο, αποτελεί ένα σχήμα παροχής τεχνικής εκπαίδευσης και στοιχειώδους μόρφωσης για τους άνδρες παρόμοιο με τα Κυριακά Σχολεία για τα κορίτσια. Οι κανόνες που διέ-πουν τη λειτουργία του Κυριακού Σχολείου των Τεχνών και η διαδικασία με-τασχηματισμού του σε οργανωμένη τεχνική και καλλιτεχνική σχολή, με καθη-μερινή λειτουργία παραπέμπουν στα Κυριακά Σχολεία που ιδρύονται από τους γυναικείους φιλανθρωπικούς συλλόγους. Μια διαφορά του Κυριακού Σχολείου των Τεχνών από τα Κυριακά Σχολεία για τα κορίτσια είναι ότι την ευθύνη και τα έξοδα λειτουργίας του πρώτου τα έχει αναλάβει το κράτος.27 Στην πρά-ξη, όμως, το Κυριακό Σχολείο των Τεχνών συντηρείται και από τις δωρεές των βιομηχάνων. Μια διεξοδικότερη περιγραφή της δομής και της λειτουργίας του Κυριακού Σχολείου των Τεχνών θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε τις ομοιό-τητες ανάμεσα σε αυτό και στα Κυριακά Σχολεία των κοριτσιών, παρά το ετε-ρόχρονο της λειτουργίας τους.

Το Κυριακό Σχολείο των Τεχνών απευθύνεται στους εργαζόμενους νέους των λαϊκών τάξεων που θέλουν να αποκτήσουν τεχνική εκπαίδευση. Η εγκύ-κλιος που συνέταξε τον Σεπτέμβριο του 1863 η υπηρεσία του Υπουργείου των Εσωτερικών «περί αποστολής νέων εις το Σχολείον των Τεχνών προς μαθη-τείαν» και έστειλε προς όλους τους νομάρχες του κράτους προς ενημέρωση του κοινού, ιδίως όμως της «βιομηχανικής τάξεως» του λαού, απέβλεπε στην πα-ρακίνηση των γονέων που ανήκουν σ' αυτήν την τάξη να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν εκεί.2 8 Η παροχή τεχνικής εκπαίδευσης σε οργανωμένη μορφή έχει ριζοσπαστικό χαρακτήρα, γιατί ξεφεύγει από το παραδοσιακό σύ-στημα της μαθητείας. Η πολύχρονη μαθητεία που δίνει αξία στα επαγγέλμα-τα, αντικαθίσταται από την οργανωμένη εκπαίδευση. Η διδασκαλία, όπως και

26. Βλ. Αντωνία Μερτύρη, Η Καλλιτεχνική Εκπαίδευση των Νέων στην Ελλάδα (1836-1945), Αθήνα 2000, σ. 39-77.

27. Βλ. «Διάταγμα περί εκπαιδεύσεως εις την αρχιρεκτονικήν», Εφημερίς της Κυ-βερνήσεως, αρ. 82, 31 Δεκεμβρίου 1836 / 12 Ιανουαρίου 1837.

28. Βλ. Κώστας Μπίρης, Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα 1957, σ. 173-174.

Page 217: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στα Κυριακά Σχολεία για τα κορίτσια, παρέχεται δωρεάν στους μαθητευόμε-νους. Δεν υπάρχουν όρια ηλικίας για τους μαθητές. Τα μαθήματα που διδά-σκονται, όπως η οικοδομική, η σιδηρουργία, η λεπτουργία, η γλυπτική, η ζω-γραφική και η κεραμοποιία έχουν τόσο θεωρητική, όσο και πρακτική διάστα-ση. Από το 1843, παράλληλα με το Κυριακό Σχολείο των Τεχνών, λειτουρ-γεί σχολείο καθημερινής διδασκαλίας. Οι ώρες διδασκαλίας για το Κυριακό Σχολείο είναι δεκατρείς, ενώ για το καθημερινό σχολείο που λειτουργεί στο Πολυτεχνείο είναι τριάντα. Με αυτό το διαχωρισμό το Σχολείο των Τεχνών απευθύνεται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που φοιτούν στο Κυριακό, που επαγ-γέλονται διάφορες τέχνες και διδάσκονται για να τις τελειοποιήσουν και σ' ε-κείνους που εκπαιδεύονται με μεθοδικό τρόπο και προορίζονται για τη βιομη-χανία, τις τεκτονικές και γεωμετρικές εργασίες.29 Οι μαθητές του Κυριακού Σχολείου παίρνουν ένα πιστοποιητικό μετά το τέλος της φοίτησής τους, εφό-σον δεν έχουν κάνει καμία απουσία, ενώ οι μαθητές του καθημερινού σχολείου μπορούν, εφόσον έχουν απολυτήριο ελληνικού σχολείου, να δώσουν εξετάσεις και να πάρουν δίπλωμα.

Το 1887, σημειώνονται διάφορες μεταβολές στη λειτουργία του Πολυτε-χνείου. Το Κυριακό Σχολείο δεν εμφανίζεται στην περιγραφή της συγκρότησης των Σχολών του Πολυτεχνείου. Η λειτουργία του σταματάει τότε.

4. Η Σ Χ Ο Λ Η Τ Η Σ Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Σ ΤΩΝ Α Π Ο Ρ Ω Ν Γ Υ Ν Α Ι Κ Ω Ν ΚΑΙ Κ Ο Ρ Α Σ Ι Ω Ν Τ Ο Υ Λ Α Ο Υ

Τον Φεβρουάριο του 1890 άρχισε να λειτουργεί στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Εφημερίδος των Κυριών η Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασιών του λαού. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες, η Σχολή ιδρύθηκε με την ευκαιρία των γάμων του διαδόχου με την πριγκήπισσα Σοφία. Σκοπός της Σχολής ήταν «η παροχή ηθικής μορφώσεως και στοιχειώδους πνευματικής ανα-πτύξεως προς τας απόρους γυναίκας και τα άπορα κοράσια του λαού».30 Σ τ η Σχολή μπορούσε να εγγραφεί οποιαδήποτε γυναίκα, ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής τάξης. Η ηλικία των μαθητριών κυμαινόταν από 10 ως 50 ετών.3 1

Από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες λειτουργίας της Σχολής γράφτηκαν γύρω στις 200 γυναίκες. Εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου, που δημιουργήθηκε

29. Στο ίδιο, σ. 166. 30. Καλλιρρόη Παρρέν, «Έναρξις των μαθημάτων της Σχολής της Κυριακής», Εφη-

μερίς των Κυριών, αρ. 152, 11-2-1890. 31. Καλλιρρόη Παρρέν, «Εξετάσεις του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών,

αρ. 241, 29-12-1891.

Page 218: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

από τη μεγάλη προσέλευση των μαθητριών, η Σχολή εκτός από τις τακτικές μαθήτριες είχε και άλλες ως ακροάτριες. Τα κορίτσια κάτω των 10 ετών δεν γίνονταν δεκτά στη Σχολή, με εξαίρεση αυτά που ήταν εντελώς αναλφάβητα και αδυνατούσαν να φοιτήσουν στα δημοτικά σχολεία.32 Οι προϋποθέσεις για την εγγραφή των μαθητριών ήταν δύο: η «χρηστή διαγωγή» και το ενδεικτικό εμβολιασμού. Για τη διεξαγωγή των μαθημάτων ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρ-νασσός παραχώρησε την αίθουσα της Σχολής των Απόρων Παίδων. Το 1894 η Σχολή μεταστεγάστηκε σε ένα παλαιό και ετοιμόρροπο κτίριο στην οδό Αγίας Ειρήνης, στο κέντρο της Αθήνας. Το σχολείο αυτό χρησίμευε ως δημοτική σχο-λή θηλέων τις καθημερινές.33 Οι πρώτες Αθηναίες που ανταποκρίθηκαν σ' αυ-τόν το νεωτεριστικό για την εποχή του θεσμό και προσήλθαν στα γραφεία της Εφημερίδος, ανέλαβαν και τη διδασκαλία των μαθημάτων. Οι μαθήτριες κα-τανέμονταν σε τμήματα ανάλογα με τις γραμματικές τους γνώσεις. Τα διδα-σκόμενα μαθήματα ήταν: θρησκευτικά, ανάγνωση και γραφή, αριθμητική, οι-κιακή οικονομία, ελληνική ιστορία «βιογραφικώς» και πραγματογνωσία. Εκτός από το αναγνωστικό οι δασκάλες δεν χρησιμοποιούσαν άλλα βιβλία.3 4 Η διδα-σκαλία των μαθημάτων γινόταν κάθε Κυριακή 2-5 μ.μ. το χειμώνα και 4-7 μ.μ. το καλοκαίρι. Οι περισσότερες από τις μαθήτριες εργάζονταν σε εργοστά-σια ραπτικής.

Η έναρξη των μαθημάτων της Σχολής γιορτάστηκε με μεγάλη λαμπρό-τητα και αποτέλεσε κοσμικό γεγονός. Στα εγκαίνια παραβρέθηκε η πριγκίπισ-σα Σοφία και εκπρόσωποι του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της Αθή-νας, όπως ο Αλέξανδρος Ρ . Ραγκαβής και ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Θεό-δωρος Δεληγιάννης. Στον εναρκτήριο λόγο της η εμπνεύστρια αυτού του έργου, η Καλλιρρόη Παρρέν, αναφέρθηκε στους σκοπούς λειτουργίας της Σχολής. Στην ομιλία της, όμως, διαφοροποιήθηκε από τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες (πι-θανότατα από το Εργαστήριο Απόρων Γυναικών) που οφείλονταν στις «γεν-ναίες» δωρεές των ομογενών, τονίζοντας ότι η Κυριακή Σχολή θα στηριζόταν στις δυνάμεις των Ελληνίδων. Πιθανότατα υπέβοσκε μια αντίθεση ανάμεσα στις γυναίκες που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την Εφημερίδα των Κυριών, που προέρχονταν κυρίως από τον χώρο της εκπαίδευσης, και στις γυναίκες των

32. Καλλιρρόη Παρρέν, «Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 186, 4-11-1890.

33. Όπως ισχυρίζεται η Καλλιρρόη Παρρέν, οι ελληνικές κυβερνήσεις νοίκιαζαν ως σχολεία τις κατοικίες στις οποίες κανένας ιδιώτης δεν επιθυμούσε να διαμένει εξαιτίας της κακής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν. Βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Η βασίλισσα και το Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 343, 13-3-1894.

34. Καλλιρρόη Παρρέν, «Τι γίνεται εις το Κυριακόν Σχολείον (Λόγος απαγγελθείς υπό της κ. Καλλιρρόης Παρρέν κατά τας εξετάσεις του Κυριακού Σχολείου)», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 348, 17-4-1894.

Page 219: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ομογενών που ενίσχυαν τον Σύλλογο Γυναικών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύ-σεως. Η διδασκαλία των μαθημάτων άρχισε από την ημέρα των εγκαινίων.35

Η Σοφία Σλήμαν δίδασκε πραγματογνωσία, η Καλλιόπη Κεχαγιά και η Ανθή Βασιλειάδου δίδασκαν οικιακή οικονομία, η Ασπασία Σκορδέλη και η Αθηνά Σιγανού ανάγνωση, η Ανθή Βασιλειάδου αριθμητική, η Πιπίνα Βαλλώση και η Καλλιρρόη Παρρέν θρησκευτικά, η Καλλιόπη Κινδύνη ιστορία. Στο μάθημα οικιακής οικονομίας, το οποίο περιλάμβανε και στοιχεία υγιεινής, η Σχολή έδινε μεγάλη έμφαση. Η διάδοση της καθαριότητας και του πνεύματος της οικονο-μίας εντασσόταν στους σκοπούς της φιλανθρωπικής δραστηριότητας.

Η Καλλιρρόη Παρρέν έκανε συνεχώς εκκλήσεις προς όλες τις γυναίκες της Ελλάδας να συνασπισθούν, προκειμένου να ιδρύσουν Κυριακά Σχολεία. Ό -πως η ίδια γράφει στην Εφημερίδα των Κυριών, για την ίδρυση Σχολών της Κυριακής δεν απαιτούνται κεφάλαια, αλλά καλή θέληση και η αφιέρωση τριών ωρών κάθε Κυριακή. Ένα σχολείο του δήμου και πέντε-έξι δασκάλες αρκούν για να αναλάβουν τη διεκπεραίωση αυτού του έργου.36

Κάθε χρόνο στη Σχολή εγγράφονταν 200 έως 300 περίπου μαθήτριες. Η Σχολή χωριζόταν σε τέσσερις τάξεις. Οι μαθήτριες παρακολουθούσαν ανελλι-πώς και με ζήλο τα μαθήματα. Μέσα σε τρεις μήνες παρακολούθησης του μα-θήματος της ανάγνωσης οι μαθήτριες ήταν σε θέση να συλλαβίζουν ευκρινώς.37

Στ ις εξετάσεις της Σχολής, που γίνονταν κάθε χρόνο, οι δασκάλες υπέβαλαν ερωτήσεις σε καθεμία μαθήτρια ξεχωριστά. Αυτές έπρεπε να απαντούν σωστά για να προβιβασθούν.

Η Σχολή της Κυριακής προσέφερε στις άπορες γυναίκες και ευκαιρίες για ανάπτυξη της κοινωνικότητάς τους. Κάθε χρόνο γιόρταζαν τα Χριστούγεννα με μεγάλη επισημότητα. Επειδή οι περισσότερες απ' αυτές εργάζονταν σε ερ-γαστήρια ραπτικής, τα οποία λόγω των παραγγελιών που είχαν κατά τη διάρ-κεια των εορτών είχαν πολλή δουλειά, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στη Σχολή της Κυριακής θα πρέπει να ήταν ένα ξεχωριστό γεγονός γι ' αυτές. Στην εορτή οι μαθήτριες εξετάζονταν στα μαθήματα, απήγγελλαν πατριωτικά ποιή-ματα και τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Η εορτή των Χριστου-γέννων ανακοινώνεται στην Εφημερίδα των Κυριών με τον τίτλο «Το δένδρον των Χριστουγέννων του Κυριακού Σχολείου». Ο τίτλος αυτός έχει πολλαπλή σημασία. Ο στολισμός του δένδρου είναι ένα έθιμο ξένο προς τις ελληνικές παραδόσεις και τα χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα. Αρα, η Σχολή προσπαθεί

35. Για την ημέρα των εγκαινίων βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Έναρξις των μαθημά-των της Σχολής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 154, 25-2-1890.

36. Βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι άποροι εργάτιδες και το Κυριακόν Σχολείον», Εφη-μερίς των Κυριών, αρ. 232, 27-10-1891 και «Τι γίνεται εις το Κυριακόν Σχολείον...», ό.π.

37. Καλλιρρόη Παρρέν, «Η βασίλισσα και το Κυριακόν Σχολείον», ό.π.

Page 220: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

θεί να εισαγάγει και να διαδώσει στις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων την καινοτομία του δέντρου στην εορτή των Χριστουγέννων. Το δένδρο των Χρι-στουγέννων αποτελεί το κέντρο που συσπειρώνει όλη την οικογένεια και γύρω από το οποίο εκτυλίσσεται όλη η εορταστική τελετουργία. Η Κυριακή Σχολή συμβολίζει την οικογένεια, μέλη της οποίας θεωρούνται οι μαθήτριες και οι φι-λάνθρωπες κυρίες. Επιπλέον, με το στολισμό του δέντρου, έθιμο πολυτελές για τα ελληνικά δεδομένα, η Σχολή της Κυριακής προπαγανδίζει την κοινωνική ισότητα μέσω του δικαιώματος στη διασκέδαση κατά τη διάρκεια των Χρι-στουγέννων που πρέπει να έχουν οι άπορες γυναίκες, εφόσον και αυτές «θα έχωσι το Δένδρον των, ως το έχουν αι προνομιούχοι υπό της τύχης ευνοηθεί-σαι υπάρξεις».38 Και, επειδή γύρω από το δέντρο η οικογένεια εναποθέτει τα δώρα, ο τίτλος χρησιμοποιείται και ως άμεση επίκληση προς τους φιλανθρώ-πους της Αθήνας να συμμετέχουν στην εορτή και να προσφέρουν δώρα στο Κυριακό Σχολείο. Δώρα προσέφεραν επίσης στις μαθήτριες και κατά τη διάρ-κεια των εξετάσεων.

Τα δώρα μπορούμε να τα χωρίσουμε στις εξής κατηγορίες: εργαλεία για τη διευκόλυνση των εργασιών τους, είδη ένδυσης και υπόδησης και γραφική ύλη. Γνωστοί εμπορικοί οίκοι της Αθήνας, όπως ο Μαγγιώρος και ο Παπα-σπυρόπουλος, δώριζαν στις μαθήτριες βελόνες πλεκτικής, βελονοθήκες, ποδιές, σχέδια δαντελών, ψαλίδια, σίδερα για σιδέρωμα κ.ά. Για την ένδυση των ερ-γατριών έμποροι, ιδιώτες, ακόμη και μαθήτριες ιδιωτικών παρθεναγωγείων δώ-ριζαν μάλλινα και βαμβακερά υφάσματα, φορέματα, παλτά, περικνημίδες, μαν-τηλάκια, παπούτσια, μοσχοσάπουνα, αρώματα, καθρέφτες κ.ά. Η γραφική ύλη, όπως τα μολυβδοκόνδυλα, οι κονδυλοφόροι, τα τετράδια, τα λευκώματα και τα καλαμάρια, που ίσως θεωρούνταν προϊόν πολυτελείας από τις εργάτριες, απο-τελούσε ένα εξίσου σημαντικό δώρο γι ' αυτές.39 Το σημαντικότερο δώρο για τις μαθήτριες ήταν μια μηχανή ραπτικής Σίγγερ, την οποία προσέφερε στην εορτή των Χριστουγέννων ο εκπρόσωπος του οίκου. Η μηχανή αυτή έμπαινε σε κλήρωση η οποία γινόταν μεταξύ των πιο επιμελών ραπτριών-μαθητριών του Κυριακού Σχολείου.40 Αν σκεφτούμε ότι οι περισσότερες από τις μαθήτριες του Κυριακού Σχολείου δεν είχαν τα οικονομικά μέσα για να αγοράσουν υλικά ραπτικής, η προσφορά της ραπτομηχανής ήταν μεγάλο δώρο. Ο κατάλογος των δώρων με τα ονόματα των δωρητών δημοσιευόταν κάθε φορά στην Εφη-

38. Καλλιρρόη Παρρέν, «Δένδρον του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 239, 15-12-1891.

39. Καλλιρρόη Παρρέν, «Το δένδρον των Χριστουγέννων του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 193, 23-12-1890, «Δώρα υπέρ του δένδρου του Κυριακού Σχο-λείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 240, 22-12-1891, «Η εορτή του δένδρου του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 242, 12-1-1892.

40. Καλλιρρόη Παρρέν, «Η εορτή του δένδρου...», ό.π.

Page 221: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Εφημερίδα των Κυριών. Η προσφορά των δώρων αποτελούσε για τις εργάτριες ένα κίνητρο προσέλευσης και παρακολούθησης των μαθημάτων. Με τα χρήματα που δεχόταν κατά καιρούς η Κυριακή Σχολή από δωρεές του δημάρχου, της βασίλισσας και άλλων, αγόραζε φορέματα και άλλα χρήσιμα για τις εργάτριες είδη.4 1 Στην Εφημερίδα των Κυριών διατυπώνεται η άποψη ότι με τα δώρα η γυναίκα των λαϊκών τάξεων θα εμψυχωθεί, θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη και σεβασμό για τους δωρητές και για την κοινωνία στην οποία ανήκουν αυτοί. Σύμφωνα με τις φιλάνθρωπες γυναίκες, έτσι θα επιτευχθεί η κοινωνική αλλη-λεγγύη και μέσω αυτής η εθνική πρόοδος.42

Για να μπορούν οι μαθήτριες να τραγουδούν σωστά στις εορτές του Κυ-ριακού Σχολείου, στα μαθήματα προστίθεται και αυτό της φωνητικής.

Το 1893 το Κυριακό Σχολείο περιλαμβάνει στα διδασκόμενα μαθήματα το μάθημα της κοπτικής, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις ώρες διδασκαλίας από τρεις σε τέσσερις. Έ τ σ ι , τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του εκτός από τη μόρ-φωση το Κυριακό Σχολείο προχωράει στον τομέα της επαγγελματικής κατάρ-τισης. Για τις κοπέλες που μαθητεύουν στα μοδιστράδικα και αναλώνουν πε-ρίπου δέκα χρόνια για να μάθουν αυτήν την τέχνη, το μάθημα αυτό είναι πολύ χρήσιμο.43 Κατά το διάστημα της μαθητείας τους οι κοπέλες αμείβονται από ελάχιστα έως καθόλου. Το Κυριακό Σχολείο προσπαθεί να καταπολεμήσει τη μαθητεία και να την αντικαταστήσει με την επαγγελματική εκπαίδευση. Για το μάθημα της κοπτικής προσλαμβάνεται για πρώτη φορά έμμισθη δασκάλα. Η αμοιβή της είναι 10 δρχ. το μήνα.44 Η καταπολέμηση της αμάθειας, που έχει ως αποτέλεσμα την εκμετάλλευση των εργατριών, επιτυγχάνεται με τη διδασκαλία πρακτικών μαθημάτων που έχουν σχέση με την εξασφάλιση του βιοπορισμού τους. Η διαδικασία για την επαγγελματική εκπαίδευση των ερ-γατριών έχει αρχίσει. Η ανάγκη διεύρυνσης του επαγγελματικού ορίζοντα των γυναικών με νέα επαγγέλματα οδηγεί στο μετασχηματισμό του φιλανθρωπικού αυτού σχήματος. Οι ιδρύτριες του Κυριακού Σχολείου, με επικεφαλής την Καλ-λιρρόη Παρρέν, προχωρούν το 1897 στην ίδρυση της Επαγγελματικής και Οι-κοκυρικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων. Η επαγγελματική εκπαίδευ-ση που παρέχεται από αυτή τη Σχολή ενσωματώνει τη διδασκαλία των γραμ-ματικών γνώσεων. Πράγματι, το Κυριακό Σχολείο αμέσως μετά την ίδρυση της Σχολής ενσωματώνεται σε αυτήν. Η Κυριακή Σχολή των Απόρων Γυναι-κών και Κορασιών του Λαού μετονομάζεται σε Κυριακόν Σχολείον της Ενώσεως

41. Καλλιρρόη Παρρέν, «Εξετάσεις του Κυριακού...», ό.π. 42. Καλλιρρόη Παρρέν, «Το δένδρον των Χριστουγέννων...», ό.π. 43. Καλλιρρόη Παρρέν, «Εξετάσεις του Κυριακού...», ό.π. 44. Καλλιρρόη Παρρέν, «Το μορφωτήριον των θυγατέρων του λαού», Εφημερίς των

Κυριών, αρ. 347, 10-4-1894.

Page 222: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σεως των Ελληνίδων και λειτουργεί στο κτίριο που στεγάζεται η Επαγγελμα-τική και Οικοκυρική Σχολή. Μαζί με τις άπορες γυναίκες, που μπορούν να παρακολουθούν δωρεάν τα μαθήματα του Κυριακού Σχολείου, οφείλουν να προ-σέρχονται και όσες από τις μαθήτριες της Επαγγελματικής Σχολής είναι αγράμ-ματες κατά τον πρώτο χρόνο της φοίτησης τους σε αυτήν. Τα μαθήματα πα-ραδίδονται από φοιτήτριες της φιλολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου.45

Το 1910 το Κυριακό Σχολείο αποκτά και βιβλιοθήκη. Από τη βιβλιοθήκη μπορούν να δανείζονται βιβλία οι άπορες γυναίκες τόσο για να συμπληρώνουν τις γνώσεις και τη μόρφωσή τους, όσο και για να περνούν μερικές ώρες ανα-ψυχής διαβάζοντας τους έλληνες συγγραφείς.46 Με την ίδρυση δανειστικής βι-βλιοθήκης οι ιδρύτριες προσπαθούν να μεταδώσουν μια αστική συνήθεια στις άπορες γυναίκες, αυτή της ανάγνωσης, καθώς και το αίσθημα της ικανοποίη-σης από την ανάγνωση.

Οι δραστηριότητες του Κυριακού Σχολείου εμπλουτίζονται με τις εκδρο-μές που διοργανώνονται από την Επαγγελματική Σχολή. Σύμφωνα με τις ελ-ληνικές παραδόσεις η γιορτή του Πάσχα τελείται στο ύπαιθρο. Οι μαθήτριες του Κυριακού Σχολείου πηγαίνουν για να γιορτάσουν στο Κεφαλάρι της Κη-φισιάς, όπου ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά.47

Η λειτουργία του Κυριακού Σχολείου ως τμήματος της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων είναι μακρά, καθώς φθά-νει μέχρι το 1973.4 8 Με το Κυριακό Σχολείο πραγματοποιείται μια πρώτη, έστω και αποσπασματική, προσπάθεια διαμόρφωσης ενός μοντέλου εργάτριας με ηθικά και εθνοθρησκευτικά, ανάλογα με το κλίμα της εποχής, ιδεώδη. Πα-ράλληλα, υπό το πνεύμα «της κοινωνικής αλληλεγγύης» γίνονται και οι πρώ-τες απόπειρες οργανωμένης διείσδυσης των αστικών συνηθειών και νοοτροπιών στα λαϊκά στρώματα μέσω των γυναικών.

5. Τ Ο Α Δ Ι Ε Ξ Ο Δ Ο ΤΩΝ Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Ι Ω Ν Ε Π Α Γ Γ Ε Λ Μ Α Τ Ω Ν

«Υπεράνω της ανάγκης του να μανθάνουν αι κόραι του λαού τα στοιχειώδη γράμματα και να τυγχάνωσιν της δεούσης μορφώσεως εν τοις δημοτικοίς σχο-λείοις διά της λειτουργίας αναλόγων δημοσυντήρητων παρθεναγωγείων υπάρ-χει η ανάγκη εκπαιδεύσεως των κορασιών επί τω σκοπώ να εξασφαλισθή αυ-

45. Καλλιρρόη Παρρέν, «Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 815, 12-12-1904.

46. Καλλιρρόη Παρρέν, «Διά τον λαόν», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 983, 15-3-1910. 47. Λογοδοσία Λυκείου των Ελληνίδων 1911, Αθήνα 1912. 48. Στο άρθρο 2 του καταστατικού γίνεται μνεία του Κυριακού Σχολείου, Καταστα-

τικόν της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Ενώσεως των Ελληνίδων, Αθήνα 1973.

Page 223: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αυτοίς στάδιον εντίμου εργασίας διά τας ανάγκας του βίου αενάως πολλαπλασια-ζομένας»,49 γράφει ένας ανώνυμος αρθρογράφος της εφημερίδας Σφαίρα.

Ο επαγγελματικός ορίζοντας ήταν εξαιρετικά στενός για τις γυναίκες. Ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες ήταν υποχρεωμένες να διαλέξουν ανάμεσα στα εξής επαγγέλματα: δασκάλα, ράπτρια και εργάτρια στα εργοστά-σια. Για τις γυναίκες των χαμηλότερων στρωμάτων δεν υπήρχαν ούτε αυτά τα περιθώρια. Για τις πιο φτωχές από αυτές το εργοστάσιο ήταν η προσφορό-τερη λύση. Μόλις έπιαναν δουλειά αμείβονταν. Η τεχνική μόρφωση ήταν εντε-λώς περιττή. Στο σημείο αυτό θα επαναλάβω αυτά που αναφέρει η επόπτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη: «ο ρόλος της εργάτριας περιορίζεται εις την παθη-τικήν επίβλεψιν του διά της μηχανής εκτελουμένου έργου, διά τούτο φαίνεται αρκετή η πρακτική εξειδίκευσις την οποίαν αποκτά η εργάτρια είτε βαθμηδόν εισερχομένη εκ μικράς ηλικίας εις το εργαστήριον και ασχολουμένη διαδοχικώς εις τας διαφόρους ειδικότητας αρχίζουσα εκ των μάλλον ατέχνων, είτε απ' ευ-θείας δι' απλής παρακολουθήσεως επί τινα χρόνον της εργασίας συναδέλφου τ ι-νός (π.χ. εις τα κλωστοϋφαντουργεία αι υφάντριαι). Δεν πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθή ως υπερβολικόν το ότι σχεδόν ουδεμία εργάτρια εν Αθήναις κα-τανοεί τελείως το εκτελούμενον έργον».50

Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ασκήσουν ένα άλλο επάγγελμα, το οποίο απαιτούσε προηγουμένως μαθητεία, αλλά και δεν τις εξασφάλιζε από τον κίν-δυνο της ανεργίας. Το πρόβλημα οξυνόταν γ ι ' αυτές μετά το γάμο με το μεγά-λωμα των παιδιών. Εξαιτίας των οικογενειακών τους υποχρεώσεων δεν μπο-ρούσαν να φεύγουν από το σπίτι για να δουλέψουν στο εργοστάσιο, ενώ ταυτό-χρονα από μόνος του ο μισθός του άνδρα δεν επαρκούσε. Επειδή, λοιπόν, δεν είχαν την πολυτέλεια να σταματήσουν την εργασία τους, υπήρχε ανάγκη να βρουν κάποια απασχόληση η οποία ήταν συμβατή με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις.

Ας δούμε πώς διαγράφεται η κατάσταση για τα υπόλοιπα επαγγέλματα. Οι γυναίκες των μεσαίων αστικών στρωμάτων, που είχαν ανάγκη να ερ-

γασθούν «αξιοπρεπώς», είχαν ως μοναδική επιλογή το επάγγελμα της δασκά-λας. Κάθε ευηπόληπτος πατέρας που ενδιαφερόταν για την εξασφάλιση ενός επαγγέλματος για την κόρη του και είχε κάποια, έστω και στοιχειώδη, οικο-νομικά μέσα, τη σπούδαζε δασκάλα. Η οικογένεια υφίσταται οικονομικές στε-ρήσεις και η κόρη εισέρχεται στον άνισο κοινωνικό ανταγωνισμό των εύπορων συμμαθητριών της.

49. Ανώνυμος, «Επαγγελματικαί σχολαί εν Πειραιεί», Σφαίρα, αρ. 4345, 25-9-1896. 50. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π.,

σ. 58. Βλέπε και Μιχάλης Ρηγίνος, Παραγωγικές δομές και εργατικά ημερομίσθια στην Ελλάδα (1909-1936), Αθήνα 1987, σ. 206-207.

Page 224: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ήδη από το 1887 το επάγγελμα της δασκάλας ήταν υπερκορεσμένο. Ο αριθμός των παρθεναγωγείων ήταν περιορισμένος. Ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, ο οποίος άλλοτε έστελνε κοπέλες να διδάξουν σε παρθεναγωγεία στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Σμύρνη, δεν είχε πλέον δυνατότητες, γιατί οι περιοχές αυτές είχαν πολυπληθή διδασκαλεία. Το 1899 ο αριθμός των διδασκαλισσών ήταν 7.500 περίπου. Εάν υπολογισθεί ότι από αυτές είχαν πραγματική ανάγκη να εργασθούν οι 2.000, τότε για να τοποθε-τηθούν αυτές θα έπρεπε ο αριθμός των σχολείων να είναι τετραπλάσιος.51

Αναγκαστικά οι γυναίκες που δεν μπορούσαν να εργασθούν ως δασκάλες στρέφονταν προς τη δημοσιοϋπαλληλία. Σύμφωνα με το νόμο «περί τηλεφω-νητριών» του 1908, ο οποίος νομιμοποιούσε τη γυναικεία εργασία στα τηλε-γραφεία και στα τηλέφωνα, ανάμεσα στα απαιτούμενα προσόντα για την πρόσ-ληψη γυναικών ως υπαλλήλων ήταν και το «πτυχίον διδασκαλίσσης».52

Το επάγγελμα της μοδίστρας ήταν προσοδοφόρο. Από το πλήθος των φτωχών κοριτσιών που συναθροίζονταν στα ατελιέ, πολύ λίγες κοπέλες με κόπο και αφού περνούσαν διάφορες δοκιμασίες κατόρθωναν να τελειοποιηθούν. Όπως ήδη σχολιάσαμε, οι μαθητευόμενες μοδίστρες τα πρώτα δύο με τρία χρόνια περιφέρονταν στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Πολύ συχνά η μοδίστρα τις χρη-σιμοποιούσε και ως υπηρέτριες στο σπίτι της. Έ τ σ ι , από όλες αυτές που μα-θήτευαν, μόλις μία ή δύο κατάφερναν να ασκούν το επάγγελμα μετά από επτά ή οκτώ χρόνια, διότι στερούνταν συστηματικής μόρφωσης.53 Επιπλέον, οι ερ-γάτριες λόγω του πολύ χαμηλού ημερομισθίου τους βιάζονταν να μάθουν την τέχνη και να εργασθούν μόνες τους. Για όσες μαθήτευαν σε μεγάλα εργαστή-ρια η τεχνική μόρφωση ήταν ακόμη πιο ατελής εξαιτίας του καταμερισμού εργασίας.

Οι ελάχιστες δυνατότητες επιλογής ενός επαγγέλματος, καθώς και η ατε-λής τεχνική εκπαίδευση δεν εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό των γυναικών της εργατικής τάξης.

51. Καλλιρρόη Παρρέν, «Περίληψις λογοδοσίας της Ενώσεως των Ελληνίδων. Τμήμα Επαγγελματικόν και Οικοκυρικόν», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 584, 11-7-1899.

52. Νόμος 3277 «περί τηλεφωνητριών», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 84, 17-4-1908, σ. 312-314. Βλ. Έφη Αβδελά, Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού. Καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα στον δημόσιο τομέα, 1908-1955, Αθήνα 1990, σ. 24 και 124-125.

53. Για το ζήτημα της μαθητείας και τα προβλήματα που προκύπτουν βλ. στο πε-ριοδικό Εφημερίς των Κυριών τα εξής άρθρα της Καλλιρρόης Παρρέν: «Η Ελληνίς χει-ραφετουμένη διά της εργασίας. Καλλιτεχνική και Πρακτική Σχολή», αρ. 33, 18-10-1887, «Αι παρισιναί εργάτιδες και αι ιδικαί μας, Β'», αρ. 129, 27-8-1889, «Η βασίλισσα εις το Κυριακόν Σχολείον», αρ. 206, 31-3-1891. Επίσης, η επόπτρια εργασίας Μαρία Δεσύπρη το 1921 κάνει ακριβώς τις ίδιες παρατηρήσεις, βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύ-θυνσις Εργασίας, Εκθέσεις... 1921, ό.π., σ. 58.

Page 225: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η εργασία των γυ-ναικών έξω από το σπίτι δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στα ήθη της ελληνικής οικογένειας. Οι γυναίκες εργάζονταν μόνο σε περίπτωση έσχατης ανάγκης. Αυ-τό είχε ως αποτέλεσμα οι άνδρες της οικογένειας να μένουν ανύπαντροι για να συντηρούν τα θηλυκά μέλη της ή, στην καλύτερη περίπτωση, να αναβάλλουν το γάμο μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για να προικίσουν τις αδελφές τους. Η οικονομική δυσπραγία που έπληττε τα εργατικά στρώ-ματα αποτελούσε σοβαρό κώλυμα για το γάμο.

Ένα νέο πεδίο δράσης για τους γυναικείους φιλανθρωπικούς συλλόγους αρχίζει να διαφαίνεται. Πρώτα απ' όλα έπρεπε να πείσουν την παραδοσιακή ελληνική κοινωνία ότι «η δουλειά δεν είναι ντροπή». Η θεώρηση της γυναι-κείας εργασίας ως ενός είδους κεφάλαιο, το οποίο μπορεί να αντικαταστήσει την προίκα, είναι μια ιδέα την οποία θα προσπαθήσουν να διαδώσουν οι γυ-ναικείοι σύλλογοι. Σ τ η συνέχεια θα προσπαθήσουν να επιλύσουν το πρόβλημα του βιοπορισμού των γυναικών με διεύρυνση των επαγγελμάτων.

Το καθεστώς της μαθητείας των γυναικών στα εργαστήρια επιτείνει τις σχέσεις εκμετάλλευσης ανάμεσα στην εργοδότρια-μοδίστρα και στη μαθητευό-μενη, χωρίς να παρέχει τους καρπούς της διδασκαλίας. Η σύνδεση της τεχνι-κής εκπαίδευσης με τον βιοπορισμό είναι το επόμενο εγχείρημα το οποίο θα αποτολμήσει η Καλλιρρόη Παρρέν.

6. Η Ο Ι Κ Ο Κ Υ Ρ Ι Κ Η ΚΑΙ Ε Π Α Γ Γ Ε Λ Μ Α Τ Ι Κ Η Σ Χ Ο Λ Η Τ Η Σ Ε Ν Ω Σ Ε Ω Σ Τ Ω Ν Ε Λ Λ Η Ν Ι Δ Ω Ν

Οι πρώτες προσπάθειες για την ίδρυση επαγγελματικής σχολής για τις γυναί-κες επισημαίνονται από το πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών. Το 1887 με πρωτοβουλία της Καλλιρρόης Παρρέν δημοσιεύεται η εξής αναγγελία: «αγγέλλομεν την ίδρυσιν ιδιοσυντηρήτου καλλιτεχνικής και πρακτικής σχολής διά τας γυναίκας, αίτινες αντί ευτελεστάτων μηνιαίων διδά-κτρων θα διδάσκονται: ιχνογραφίαν, υδατογραφίαν, ελαιογραφίαν, ξυλογλυπτι-κήν και ανθοποιίαν, εν ιδίω δε παραρτήματι θεωρητικήν και πρακτικήν οικια-κήν οικονομίαν, καταστιχογραφίαν, κοπτικήν, ραπτικήν, ποικιλτικήν, οικιακήν υγιεινήν, φαρμακολογίαν και μαγειρικήν προϊόντος δε του χρόνου και πάσαν βιοποριστικήν τέχνην». Η δημοσίευση αυτή είχε ως στόχο την κινητοποίηση των φιλανθρώπων γυναικών.54 Η Σχολή θα είχε τη μορφή ανωνύμου εταιρείας,

54. Για το χρονικό της ίδρυσης βλ. Αλεξάνδρα Μπακαλάκη - Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, Αθήνα 1987, σ. 71-72.

Page 226: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

δηλαδή όλα τα μέλη θα συνεισέφεραν ένα ποσό και θα είχαν δικαίωμα ψήφου. Η ίδια αγγελία δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα στις περισσότερες καθημερινές εφη-μερίδες. Τα αποτελέσματα αυτής της απόπειρας ήταν πενιχρά. Μόνο τέσσερις μαθήτριες προσήλθαν για να γραφτούν στη Σχολή. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι οικογένειες που είχαν την οικονομική ευχέρεια να εξασφαλίζουν στις κό-ρες τους τα προς το ζην, προτιμούσαν ακόμη την παροχή θεωρητικής μόρφω-σης, όπως π.χ. την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Όσον αφορά τις ενδιαφερόμε-νες να εκπαιδευθούν για βιοποριστικούς λόγους, από τον τρόπο που διατυπώ-νεται η αγγελία, φαίνεται ότι η Καλλιρρόη Παρρέν και οι συνεργάτιδές της δεν είχαν ξεκαθαρίσει τ ι ακριβώς θα δίδασκαν, πώς θα το δίδασκαν και ποιο θα ήταν το ποσό των διδάκτρων.

Στο λόγο που εκφώνησε η Καλλιρρόη Παρρέν το 1888 στο Διεθνές Συνέ-δριο στο Παρίσι απηύθηνε έκκληση προς την κυβέρνηση και την ελληνική Βου-λή να βοηθήσουν στην ίδρυση πρακτικών επαγγελματικών γυναικείων σχολών. Στο συνέδριο αυτό παρευρέθηκε και ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Δεληγιάννης, ο οποίος της δήλωσε ότι συμφωνεί με αυτό το θέμα. Όπως φαίνεται από το περιοδικό (άρθρα που αναφέρονται σε κοινωνικές εκδηλώσεις) και αργότερα από τις λογοδοσίες του σωματείου Ένωσις των Ελληνίδων, ο Δεληγιάννης είχε στε-νές σχέσεις με τις γυναίκες της Εφημερίδος των Κυριών.

Το 1888, με την ευκαιρία της εικοσιπενταετηρίδας του βασιλιά οι γυναίκες της Εφημερίδος των Κυριών συνέταξαν υπόμνημα για την «παραχώρηση μέσης γυναικείας εκπαίδευσης προς τις Ελληνίδες και για την ίδρυση πρακτικών επαγ-γελματικών σχολών για ευρύτερο στάδιο εργασίας». Το κείμενο αυτό, αφού το υπέγραψαν δύο χιλιάδες Ελληνίδες, στάλθηκε προς ανάγνωση και συζήτηση στη Βουλή. Εξαιτίας των κομματικών ερίδων και του μεγάλου αριθμού των νομο-σχεδίων τα οποία έπρεπε να ψηφιστούν, ουδέποτε έγινε αναφορά στη Βουλή σε αυτό το κείμενο. Το 1891 επί πρωθυπουργίας Δεληγιάννη οι γυναίκες υπέ-βαλαν και πάλι πρόταση για τροποποίηση του προγράμματος των δημοτικών σχολείων με την προσθήκη ορισμένων μαθημάτων για γυναικείες τέχνες και για την ίδρυση επαγγελματικών σχολών.55 Και αυτή η προσπάθεια δεν είχε άμεσα αποτελέσματα.

Το 1896, δέκα χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα σύστασης επαγγελμα-τικής σχολής για την εκπαίδευση των γυναικών, η Καλλιρρόη Παρρέν και οι γυναίκες της Εφημερίδος των Κυριών προχώρησαν στην ίδρυση του σωματείου Ένωσις των Ελληνίδων. Το σωματείο αυτό με επίτιμη πρόεδρο τη βασίλισσα και επίτιμη αντιπρόεδρο την πριγκίπισσα Σοφία φιλοδοξούσε να συγκεντρώσει

55. Για τις ενέργειες που έκαναν η Καλλιρρόη Παρρέν και οι γυναίκες της Εφημε-ρίδος των Κυριών βλ. «Τι εγένετο μέχρι τούδε προς επίτευξιν επαγγελματικής μορφώσεως των γυναικών», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 230, 13-10-1891.

Page 227: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στους κόλπους του όλες τις επιφανείς γυναίκες. Σκοπός του ήταν η προαγωγή «της γυναικείας μορφώσεως, της πνευματικής και χειροτεχνικής εργασίας».56

Για την προαγωγή των στόχων της η Ένωσις των Ελληνίδων από την ίδρυσή της χωρίστηκε στα εξής τμήματα: α) Χηρών και Ορφανών,57 β) Εκπαιδευτικό (παιδαγωγικό),58 γ) Επαγγελματικό, δ) Νοσηλείας.59 Το 1899 ιδρύθηκε και πέμπτο τμήμα, το Φιλανθρωπικό.60 Κάθε τμήμα είχε δικό του πρόγραμμα δρά-σης και γενικό διοικητικό συμβούλιο της Ενώσεως των Ελληνίδων. Το Γενι-κόν Ταμείον εσόδων και εξόδων της Ενώσεως των Ελληνίδων λειτουργούσε ως σύνδεσμος όλων των τμημάτων.

Το 1896 το Επαγγελματικό τμήμα της Ενώσεως ίδρυσε την Επαγγελ-ματική και Οικοκυρική Σχολή. Σκοπός της Σχολής ήταν η μόρφωση καλών νοικοκυρών και καλών τεχνιτριών, καθώς και η ενίσχυση της γυναικείας βιο-τεχνίας με τη σύσταση εκθέσεων και αγορών στις πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.61 Σύμφωνα με τον τίτλο της, η Σχολή απευθυνόταν τόσο προς τις γυναίκες των ευπόρων τάξεων, διότι παρείχε μαθήματα για τη συμπλήρωση της οικοκυρικής τους μόρφωσης, όσο και προς τις γυναίκες των λαϊκών στρω-μάτων για τον πολλαπλασιασμό της «κατ' οίκον μικροβιομηχανίας».62 Η Σχο-λή καλείται να επιλύσει το ζήτημα της επαγγελματικής αποκατάστασης των γυναικών με τη συστηματική παροχή εκπαίδευσης και με τη δημιουργία νέων επαγγελμάτων. Πράγματι, η ίδια η Καλλιρρόη Παρρέν διακηρύττει ότι η Επαγ-

56. Καταστατικόν της Ενώσεως των Ελληνίδων, άρθρο 2, Αθήνα 1915. 57. Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1897, υποκατέστησε το Εθνικό τμήμα. Το Εθνι-

κό τμήμα λειτούργησε καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου με σκοπό την παροχή βοήθειας. Συγκέντρωσε χρήματα από εράνους και ενδύματα (πλεκτά είδη) από ξένα γυναικεία σω-ματεία, κυρίως της Αμερικής. Επίσης κατάρτισε στα σύνορα τέσσερα νοσοκομεία πλήρως εφοδιασμένα με χειρουργικά εργαλεία και έστειλε εκπαιδευμένες νοσοκόμες, ενώ ίδρυσε και πέμπτο στην Αθήνα. Ταυτόχρονα το τμήμα αυτό φρόντισε για την περίθαλψη των προ-σφύγων και για την παροχή εργασίας στις πρόσφυγες εργάτριες. Το τμήμα Χηρών και Ορφανών είχε ως στόχο την παροχή χρημάτων και ισοβίων συντάξεων στις χήρες και τα ορφανά των φονευθέντων στρατιωτικών. Βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι εργασίαι του Γυναι-κείου Συνεδρίου, ημέρα 4η», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 627, 2-7-1900.

58. Με ευθύνη αυτού του τμήματος ιδρύθηκαν και λειτούργησαν φρεβολιανά νηπια-γωγεία, διδασκαλείο νηπιαγωγών και σχολή γυμναστριών. Βλ. στο ίδιο.

59. Το τμήμα αυτό είχε ως στόχο την ίδρυση φθισιατρείου. Επειδή όμως τα χρη-ματικά ποσά που συγκεντρώθηκαν δεν ήταν επαρκή, περιορίσθηκε στην διανομή τους για την κατ' οίκον νοσηλεία των αρρώστων και για την απολύμανση των κατοικιών τους. Βλ. Λογοδοσία της Ενώσεως των Ελληνίδων 1899 και 1900, Αθήνα 1902, σ. 5.

60. Το φιλανθρωπικό τμήμα ιδρύεται για τη διαχείριση του κληροδοτήματος Τσού-φλη, το οποίο διατίθεται για την προίκιση απόρων κοριτσιών. Βλ. Λογοδοσία της Ενώ-σεως των Ελληνίδων 1899 & 1900, Αθήνα 1902.

61. Καταστατικόν της Ενώσεως των Ελληνίδων, άρθρο 9, Αθήνα 1915. 62. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι εργασίαι του Γυναικείου Συνεδρίου...», ό.π.

Page 228: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή στοχεύει στην προστασία των εργατριών και στη χειραφέτηση τους από την τυραννία του εργοστασίου.63

Η Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο του Επαγγελματικού τμήματος. Αυτό είναι αρμόδιο για την οικο-νομική διαχείριση, τις διοικητικές λειτουργίες και τη διεξαγωγή των μαθημά-των. Το διδακτικό έτος της Σχολής αρχίζει τον Σεπτέμβριο και τελειώνει τον Ιούνιο.

Το 1899 στη Σχολή διδάσκονται τα εξής μαθήματα: κοπτική και ραπτική φορεμάτων και ασπρορούχων, μαγειρική, πιλοποιία, ανθοποιία, πλαστική, ζω-γραφική, διπλογραφία, πυρογραφία και ξυλογλυπτική. Από τα γενικά μαθήμα-τα διδάσκονται θρησκευτικά, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ιστορία και οικια-κή οικονομία. Σ τ η Σχολή διδάσκεται το σιδέρωμα των ρούχων. Η φοίτηση στη Σχολή είναι τριετής και οι ώρες των μαθημάτων κυμαίνονται από έξι έως οκτώ.

Φαινομενικά η Σχολή απευθύνεται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, τόσο στις εύπορες όσο και στα εργατικά στρώματα. Ό μ ω ς από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της διαφαίνεται ένας διαχωρισμός με κοινωνικά κριτήρια. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η Σχολή στοχεύει να καλύψει τις ανάγκες όλων των μαθητριών. Η διδασκαλία των «οικιακών καθηκόντων» στις μαθήτριες της α-στικής τάξης απείχε κατά πολύ από τη διδασκαλία για επαγγελματική απο-κατάσταση των μαθητριών που ανήκαν στα εργατικά στρώματα. Ά ρ α , ο δια-χωρισμός αυτός δικαιολογείται και, μέχρι ενός βαθμού, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων αφού και οι ανάγκες τους ήταν διαφορετικές. Είναι αυτονόητο ότι και ο τρόπος ζωής των δύο αυτών κατηγοριών ήταν διαφορετικός. Η αίσθηση και η διευθέτηση του χρόνου ήταν διαφορετική. Για τις γυναίκες της αστικής τάξης υπήρχε ο ελεύθερος χρόνος να ασχοληθούν με ό,τι επιθυμούσαν και η μεσημεριανή ανάπαυλα, έννοιες άγνωστες εκείνη την εποχή για τα εργατικά στρώματα.

Ας δούμε πώς γίνεται αντιληπτός αυτός ο διαχωρισμός. Τα μαθήματα της κοπτικής και ραπτικής, της πιλοποιίας και της μαγει-

ρικής, τα οποία είναι κοινά για όλες τις μαθήτριες, γίνονται διαφορετικές μέ-ρες και ώρες για τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Τα δίδακτρα είναι διαφο-ρετικά για τις δύο κοινωνικές κατηγορίες. Γ ια τα μαθήματα κοπτικής-ραπτι-κής οι εύπορες μαθήτριες καταβάλλουν 10 δρχ. μηνιαία και διδάσκονται δύο φορές την εβδομάδα από τρεις ώρες. Ενώ οι τεχνίτριες και οι εργάτριες κατα-βάλλουν 8 δρχ. μηνιαία και διδάσκονται οκτώ ώρες καθημερινά. Όσες από τις τελευταίες επιθυμούν να παρακολουθήσουν και άλλο μάθημα πληρώνουν 2 δρχ. επιπλέον μηνιαία. Οι δασκάλες που διδάσκουν το μάθημα της κοπτικής-ραπτικής

63. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι μεταρρυθμίσεις της Επαγγελματικής Σχολής», Εφημε-ρίς των Κυριών, αρ. 667, 3-6-1901.

Page 229: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κής δεν είναι οι ίδιες για τις εργάτριες και τις εύπορες γυναίκες. Όπως θα παρατηρήσουμε στη συνέχεια, με κριτήριο την κοινωνική προέλευση των μα-θητριών διαμορφώνονται και οι μισθοί των δασκάλων. Το μάθημα της πιλο-ποιίας γίνεται δύο φορές την εβδομάδα, από τρεις ώρες για τις εργάτριες, ενώ για τις ερασιτέχνες μία.

Στην αρχή της λειτουργίας της Σχολής το μάθημα της μαγειρικής απευ-θύνεται κυρίως σε εύπορες και υπηρέτριες. Η φοίτηση σε αυτό γίνεται με ει-σιτήριο. Για κάθε μήνα ισχύουν τέσσερα εισιτήρια. Το εισιτήριο του μαθήμα-τος των κυριών τιμάται μία δραχμή, ενώ των υπηρετριών κοστίζει πενήντα λεπτά.6 4 Αργότερα γίνεται ξεχωριστά για την κάθε μια από τις ακόλουθες κα-τηγορίες: μαθήτριες των ανωτέρων τάξεων της επαγγελματικής σχολής, κυρίες και δεσποινίδες, μαγείρισσες, διδασκάλισσες μαγειρικής.

Το 1908 στην ύλη της μαγειρικής, που διδασκόταν ως υποχρεωτικό μά-θημα στις δύο τελευταίες τάξεις της Επαγγελματικής Σχολής, περιλαμβανό-ταν η μετατροπή των υπολοίπων από κρέατα, ψάρια, πουλερικά σε νέα φαγητά. Η ανακύκλωση των φαγητών ήταν κάτι που έπρεπε να διδαχθούν απαραιτή-τως οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων για λόγους οικονομίας. Για παράδειγ-μα, το κοτόπουλο την πρώτη μέρα τρώγεται ψητό, τη δεύτερη μέρα αυτό που περισσεύει από το ψαχνό μετατρέπεται σε ατζέμ πιλάφι και την τρίτη μέρα με τα κόκαλα γίνεται σούπα. Αν κρίνει κανείς από τις συνταγές του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών, πολλές από τις οποίες εκτελούνται στο μάθημα της μα-γειρικής για τις «κυρίες και δεσποινίδες», προτείνεται μια κουζίνα πλουσιότατη σε υλικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγνωστα στα λαϊκά στρώματα: π.χ. αγριόπαπιες,65 σάντουιτς από αστακό,66 μπεκάτσες σαλμί,67 μελιτζάνες παρμεζάνα,68 σιρόπι φραγκοστάφυλο.69

Το 1901, όταν η Σχολή μετακομίζει σε ευρύχωρο οίκημα, προσθέτει στο πρόγραμμά της το μάθημα της γυμναστικν']ς και της ωδικής. Αυτά τα δύο μαθήματα δεν διδάσκονταν προηγουμένως εξαιτίας της έλλειψης χώρου και μέσων.70

Η Σχολή διαιρείται στα εξής τμήματα-εφορίες: τμήμα κοπτικής και ρα-πτικής φορεμάτων, τμήμα κοπτικής και ραπτικής εσωρούχων, τμήμα πιλο-ποιίας, τμήμα κοπτικής και ραπτικής παιδικών, τμήμα μαγειρικής, τμήμα σι-

64. Βλ. «Ένωσις των Ελληνίδων, Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή. Όροι δι-δασκαλίας και τιμολόγια», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 587, 19-9-1899.

65. Εφημερίς των Κυριών, αρ. 726, 24-11-1902. 66. Εφημερίς των Κυριών, αρ. 727, 1-12-1902. 67. Εφημερίς των Κυριών, αρ. 811, 14-11-1904. 68. Εφημερίς των Κυριών, αρ. 802, 12-9-1904. 69. Εφημερίς των Κυριών, αρ. 778, 31-1-1904. 70. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι μεταρρυθμίσεις της Επαγγελματικής Σχολής», ό.π.

Page 230: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σιδερώματος, τμήμα ζωγραφικής, τμήμα ανθοποιίας, τμήμα πλαστικής (πυρο-γραφίας, κομψοτεχνίας κ.ά.).71

Από το αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων της Σχολής του έτους 1908 αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες.72 Οι μαθήτριες χωρίζονταν σε πέντε τά-ξεις. Ορισμένα μαθήματα, όπως τα θρησκευτικά, η οικιακή οικονομία, η υγιει-νή και η γυμναστική, διδάσκονταν από κοινού στις δύο πρώτες τάξεις. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, οι μαθήτριες που δεν γνώριζαν ανάγνωση και γρα-φή φοιτούσαν στο Κυριακό Σχολείο. Τα υπόλοιπα μαθήματα της πρώτης τά-ξης ήταν ραπτική, πλέξιμο και κέντημα, μπάλωμα και ιχνογραφία. Το μάθημα της ραπτικής ήταν καθημερινό. Σ ' αυτό διδάσκονταν ραπτική ασπρορούχων, στρίφωμα, πιέτες, πατητή, διπλοραφή, γαζί και κουμπότρυπα και ραπτική παι-δικών ρούχων. Στο μάθημα του πλεξίματος-κεντήματος που γινόταν δύο φορές την εβδομάδα διδάσκονταν κοπανέλια, κροσέ, φεστόνια και τρύπα. Στο μάθημα του μπαλώματος, μια φορά την εβδομάδα, διδάσκονταν να μπαλώνουν κάλτσες και να κάνουν απλά μπαλώματα ασπρορούχων.

Σ τ η δευτέρα τάξη το μάθημα της ραπτικής χωριζόταν σε δύο τμήματα, σ' αυτό που παρείχε θεωρητικές γνώσεις κοπτικής για τα ασπρόρουχα και σ' εκείνο για τα φορέματα. Στο μάθημα του πλεξίματος και του κεντήματος οι μαθήτριες μάθαιναν πιο πολύπλοκες τεχνικές (δαντέλες γαλλικές, αγγλικές και ιρλανδικές, βελονιές, τρυπητά κ.ά.). Το μάθημα του μπαλώματος εμπλουτιζό-ταν με τη διδασκαλία του μπαλώματος των λευκών υφασμάτων.

Τα μαθήματα της τρίτης τάξης ήταν: θρησκευτικά, οικιακή οικονομία, υγιεινή, ραπτική και κοπτική για τις μαθήτριες των ασπρορούχων, ραπτική και κοπτική φορεμάτων, μπάλωμα, σίδερο μια φορά την εβδομάδα, γαλλικά και γυμναστική. Στο μάθημα της ραπτικής και κοπτικής για τις μαθήτριες ασπρορούχων η πρακτική εφαρμογή κοψίματος και τρυπώματος διδασκόταν στις δύο πρώτες τάξεις. Στο τμήμα των φορεμάτων διδασκόταν η θεωρία κο-πτικής φούστας και η πρακτική εκτέλεση, οι ιδιότητες των λινών, βαμβακερών και μάλλινων υφασμάτων και ιχνογραφία των χναριών της φούστας. Στο μά-θημα του μπαλώματος διδασκόταν η επιδιόρθωση σκισμένου και λιωμένου από την πολλή χρήση φορέματος, καθώς και η υφαντική του μάλλινου υφάσματος. Στο σίδερο, μια φορά την εβδομάδα διδασκόταν το σιδέρωμα ασπρορούχων χω-ρίς κόλλα. Στο μάθημα των γαλλικών γινόταν ανάγνωση και ερμηνεία κειμένων που περιείχαν όρους για την τεχνική της ραπτικής, έτσι ώστε οι μαθήτριες να μπορούν αργότερα να διαβάζουν ξένα φιγουρίνια και περιοδικά ραπτικής.

71. Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχο-λής 1901 και 1902, Αθήνα 1903, σ. 6-8.

72. Βλ. Καταστατ ικόν του Οικοκυρικού και Επαγγελματικού Τμήματος και πρό-γραμμα αναλυτικόν της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής, Αθήνα 1909, σ. 10-20.

Page 231: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Τα μαθήματα της τετάρτης τάξης ήταν: θρησκευτικά, οικιακή οικονομία και παιδαγωγική, υγιεινή, ραπτική και κοπτική ασπρορούχων, ραπτική και κο-πτική φορεμάτων, ιχνογραφία και σίδερο μια φορά την εβδομάδα, γαλλικά και γυμναστική. Στα μαθήματα κοπτικής-ραπτικής οι μαθήτριες τελειοποιούσαν τις γνώσεις τους. Στο μάθημα ιχνογραφίας σχεδίαζαν φορέματα, ασπρόρουχα και τα σχετικά χνάρια.

Στην πέμπτη τάξη οι μαθήτριες διδάσκονταν θρησκευτικά, οικιακή οικο-νομία, υγιεινή, νοσηλεία, υγιεινή των παιδιών και των μητέρων, ραπτική και κοπτική φορεμάτων, ιχνογραφία, σίδερο μία φορά την εβδομάδα, γαλλικά και γυμναστική. Σ ' αυτή την τάξη οι μαθήτριες τελειοποιούσαν τις γνώσεις τους. Οι ικανότερες από αυτές συμμετείχαν στη διδασκαλία της ραπτικής και κοπτι-κής φορεμάτων στις μικρότερες τάξεις.

Το 1908 το τμήμα της μαγειρικής συνέχιζε να λειτουργεί στη Σχολή. Τα μαθήματα αυτού του τμήματος απευθύνονταν στις μαθήτριες των μεγαλύτερων τάξεων της Σχολής και είχαν τρίμηνη διάρκεια. Για τις κυρίες και τις δεσποι-νίδες λειτουργούσε ξεχωριστό τμήμα μαγειρικής, τρίμηνης διάρκειας, με δύο μαθήματα την εβδομάδα. Επίσης, ξεχωριστό τμήμα μαγειρικής λειτουργούσε για τις μαγείρισσες, με τρίωρη καθημερινή διδασκαλία, τρίμηνης διάρκειας. Στο μάθημα της μαγειρικής οι μαθήτριες αποκτούσαν θεωρητικές γνώσεις για τα σκεύη, το φωτισμό, τη θέση του μαγειρείου, τη χρήση του φούρνου, τα συ-στατικά των τροφίμων και τη θρεπτική τους αξία και τις κονσέρβες. Στις πρα-κτικές γνώσεις που αποκτούσαν στη Σχολή εντάσσονταν διάφοροι τρόποι μα-γειρέματος και η μετατροπή υπολοίπων από κρέατα, ψάρια και πουλερικά σε νέα φαγητά.

Η κατασκευή τεχνητών ανθέων αποτελούσε ξεχωριστό τμήμα της Σχο-λής. Το τμήμα αυτό διαιρούνταν σε δύο τάξεις. Στην πρώτη τάξη οι μαθή-τριες διδάσκονταν τους συνδυασμούς των χρωμάτων και την κατασκευή απλών ανθέων με την εξής σειρά: μαργαρίτες, μενεξέδες, πασχαλιά, μυόσωτα, παπα-ρούνες, ανεμώνες, κρινάκια, πανσέδες κλπ. Κατασκεύαζαν επίσης σπόρους, μί-σχους, φύλλα και το δέσιμο τους. Οι μαθήτριες μάθαιναν να κόβουν και να σχηματοποιούν τα υλικά με ειδικό μηχάνημα και ψαλίδι. Στη δευτέρα τάξη οι μαθήτριες μάθαιναν να κατασκευάζουν πιο πολύπλοκα άνθη με σπόρους, μί-σχους και με διάφορα δεσίματα. Τα αναγκαία για τα μαθήματα υλικά και η ρύθμιση της εργασίας γινόταν από την υπεύθυνη του τμήματος. Κάθε παρά-δοση και παραλαβή αναγραφόταν σε βιβλίο.

Το τμήμα πιλοποιίας χωριζόταν σε δύο τάξεις. Στην πρώτη τάξη μάθαι-ναν κατασκευή σκελετών, εξαρτημάτων και ραπτική καπέλων. Στη δευτέρα τάξη οι μαθήτριες μάθαιναν σύνθεση και γαρνίρισμα καπέλων.

Επίσης, υπήρχε και τμήμα πυρογραφίας και πυρογλυπτικής με δύο τά-ξεις. Το τμήμα αυτό λειτουργούσε μία φορά την εβδομάδα.

Page 232: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Το τμήμα λογιστικής (διπλογραφίας) είχε δύο τάξεις στις οποίες διδά-σκονταν θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα. Τα θεωρητικά μαθήματα αφορού-σαν φόρους και λαϊκές τράπεζες, ενώ στα πρακτικά μαθήματα περιλαμβανό-ταν η τήρηση οικογενειακών και εμπορικών βιβλίων.

Το 1911 η Σχολή αγοράζει (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 9) με τη βοήθεια της δωρεάς Ροδοκανάκη γραφομηχανή Adler προς 703,50 δρχ. και αρχίζει τη διδασκαλία της δακτυλογράφησης. Το έτος που αποκτά η Σχολή γραφομηχανή δεν είναι τυχαίο. Για πρώτη φορά επιτυγχάνεται μέσα από το Σύνταγμα του 1911 η κατοχύρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και προβλέ-πεται η θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων που θα προσδιορίζουν τα προσόντα τους και τον τρόπο πρόσληψής τους.73 Είναι η εποχή που ξεκινούν οι διαγω-νισμοί για την πρόσληψη των υπαλλήλων.

Με τη διδασκαλία των μαθημάτων της διπλογραφίας (λογιστικής), στενο-γραφίας, και γραφομηχανής η Σχολή στρέφεται προς μια άλλη κοινωνική ομά-δα γυναικών. Σ ' αυτή που προσβλέπει στην εξασφάλιση του βιοπορισμού από τη δημοσιοϋπαλληλία. Όσες γυναίκες δεν μπορούν να εξασκήσουν το επάγγελ-μα της δασκάλας, παρακολουθώντας τα παραπάνω μαθήματα έχουν μεγάλες πιθανότητες να εξασφαλίσουν μια θέση στον δημοσιοϋπαλληλικό τομέα.

Οι γυναίκες που αποφοιτούν από το τμήμα λογιστικής καταλαμβάνουν θέσεις στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι δακτυλογράφοι αποβλέπουν στις δημόσιες υπηρεσίες και οι στενογράφοι διορίζονται κυρίως στη Βουλή.7 4

Επίσης, λειτουργεί και τμήμα αγροτικό, στο οποίο διδάσκονται τα καθή-κοντα της αγρότισσας, την υγιεινή του σπιτιού, τα κατοικίδια ζώα. Διδάσκονται τα μαθήματα της κηπουρικής, της μελισσοκομίας, της βομβυκοτροφίας, της γαλακτοκομίας και της πτηνοτροφίας.75

Το μάθημα της υγιεινής διδάσκεται από τη γιατρό Ανθή Βασιλειάδου. Τη διδασκαλία των θρησκευτικών την αναλαμβάνει ιερέας. Από άνδρες διδάσκεται η διπλογραφία (λογιστική).

Από τον Πίνακα 23 παρατηρούμε ότι το 1901 ο αριθμός των μαθητριών αυξήθηκε σημαντικά εξαιτίας της μεταφοράς της Σχολής σε μεγάλο κτίριο στην οδό Πανεπιστημίου, το οποίο πληρούσε τους όρους υγιεινής και τις προδια-γραφές τις οποίες υποχρεούνταν να τηρούν οι διοικήσεις των σχολείων.76 Τα

73. Σύνταγμα 1864/1911, άρθρα 88, 89, 90, 98, 102. Στο βιβλίο της Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού..., ό.π., η Έφη Αβδελά αναφέρεται εκτενώς σε όλες τις θεσμι-κές μεταρρυθμίσεις της βενιζελικής πολιτικής, σ. 84-86, 124-129.

74. Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των ετών 1911, 1912, 1913, 1914, Αθήνα 1915.

75. Βλ. Καταστατικόν του Οικοκυρικού..., ό.π., σ. 19-20. 76. Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχο-

λής 1901 και 1902, Αθήνα 1903.

Page 233: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 23

Μαθητευόμενες της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων

Έτη Συνολικός

αριθμός μαθητριών

Αριθμός μαθητριών που φοιτούν δωρεάν

Αριθμός μαθητριών με

δίδακτρα

Αριθμός διπλωματούχων

1897-1898 60 35 25 —

1898-1899 135 52 83 —

1899-1900 140 — — —

1900-1901 250 — — 2 1901-1902 230 167 83 9 1902-1903 230 170 60 —

1910-1911 247 100 147 16 1911-1912 250 — — —

1912-1913 250 — — —

1913-1914 250 — — —

1914-1915 250 — — —

1916-1917 200 100 100 8 1917-1918 200 100 100 —

1919-1920 206 — — 17 1920-1921 173 — — 8 1921-1922 241 22 219 14 1922-1923 307 91 216 11

Πηγές: Καλλιρρόη Παρρέν, «Περίληψις λογοδοσίας της Ενώσεως των Ελληνίδων. Τμήμα Επαγγελματικόν και Οικοκυρικόν», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 584, 11-7-1899. Ένω-σις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής 1901 και 1902, Αθήνα 1903" Λογοδοσία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των ετών 1911, 1912, 1913, 1914, Αθήνα 1915" Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οι-κοκυρικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων, έτος 1917, Αθήνα 1918" Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής, έτος 1919, Αθήνα 1920" Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής 1921 και 1922, Αθήνα 1923" Λογοδο-σία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Ενώσεως Ελληνίδων, έτος 1923, Αθήνα 1924.

επόμενα χρόνια μέχρι και το 1922 ο μέσος όρος των μαθητριών που φοιτούν στη Σχολή είναι γύρω στις 230. Συχνά στις λογοδοσίες της Σχολής αναφέρε-ται ότι ο χώρος δεν επαρκεί για την εγγραφή όλων αυτών των γυναικών που ζητούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστρο-φή, κατά το σχολικό έτος 1922-1923, ο αριθμός των μαθητριών διογκώνεται εξαιτίας των αυξημένων αναγκών που είχαν οι γυναίκες πρόσφυγες για εκμά-θηση τέχνης προς βιοπορισμό. Τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της λειτουργίας της Σχολής γράφτηκαν στους καταλόγους της περίπου 2.000 κοπέλες. Από αυ-τές, άλλες για να εκπαιδευθούν επαγγελματικά, άλλες για να αποκτήσουν γνώ-σεις οικοκυρικής και άλλες για να επιδοθούν στις καλές τέχνες.77

77. Λογοδοσία του Επαγγελματικού και Οικοκυρικού Τμήματος των ετών 1907, 1908, 1909, 1910 Αθήνα 1911, σ. 5.

Page 234: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Σ τ η Σχολή φοιτούσαν όχι μόνο γυναίκες από την Αθήνα, αλλά και από τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, καθώς και από πολλούς επαρχιακούς δήμους. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας της φοίτησαν δωρεάν γυναίκες πρό-σφυγες από την Κρήτη και από τη Θεσσαλία.78 Μέχρι το 1914 είχαν φοιτήσει δωρεάν στη Σχολή περίπου 1.000 μαθήτριες, οι οποίες στη μεγάλη τους πλειο-ψηφία ήταν από τη Βουλγαρία, τη Μακεδονία και την Ηπε ιρο . 7 9 Το 1921-22 παρακολουθούσαν στη Σχολή 22 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.

Η Καλλιρρόη Παρρέν, εμπνεύστρια της Σχολής, έλυσε το πρόβλημα της στέγασης όλων αυτών των γυναικών. Προσάρτησε το Άσυλο της Αγίας Αικα-τερίνης, αλλιώς ονομαζόμενο Άσυλο των Εργατίδων, στην Ένωση των Ελλη-νίδων. Εκεί μπορούσαν οι εργάτριες της επαρχίας και του εξωτερικού να διαι-τώνται με ελάχιστα χρήματα.80

Μέχρι το 1915 αποφοίτησαν από τη Σχολή 138 μαθήτριες. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρός αναλογικά με το σύνολο των εγγεγραμμένων μαθη-τριών. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές από τις μαθήτριες πιέζονταν οικονομικά και αναγκάζονταν να διακόπτουν την φοίτηση μόλις καταρτίζονταν τόσο όσο χρειαζόταν για να μπορούν να ασκήσουν ένα επάγγελμα. Από την ίδρυση της η Σχολή αναγνωρίστηκε από το Υπουργείο Παιδείας ως ίδρυμα δημοσίας χρη-σιμότητας.81 Όμως, παρατηρούμε ότι το δίπλωμα που παρείχε η Σχολή στο τέλος της φοίτησης δεν είχε καμιά σημασία για τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητριών. Οι διπλωματούχοι απόφοιτοι στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από την επαρχία ή από τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Όσες γύρι-ζαν πίσω στην πατρίδα τους μετά την απόκτηση του διπλώματος εργάζονταν σε παρόμοιες σχολές ή ίδρυαν δικές τους.82 Γ ια τις υπόλοιπες υπήρχε η δυνα-τότητα να προσληφθούν στη Σχολή ως βοηθοί ή ως δασκάλες. Κατά το σχο-λικό έτος 1900-1901 αποφοίτησαν δύο, εκ των οποίων η μία ίδρυσε επαγγελ-ματική σχολή στη Σπάρτη και η άλλη στην Κρήτη. Από τις εννέα μαθήτριες που αποφοίτησαν το 1901-1902, η μία ίδρυσε δική της σχολή στη Λεμεσό της Κύπρου, τρεις έφυγαν για την πατρίδα τους προκειμένου να εξασκήσουν το επάγγελμα της μοδίστρας και οι υπόλοιπες παρέμειναν ως βοηθοί στη Σχολή. 8 3

78. Καλλιρρόη Παρρέν, «Περίληψις λογοδοσίας της Ενώσεως...,» ό.π. 79. Λογοδοσία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των ετών 1911, 1912,

1913, 1914, Αθήνα 1915. 80. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι εργασίαι του Γυναικείου Συνεδρίου, ημέρα 4η», Εφη-

μερίς των Κυριών, αρ. 627, 2-7-1900. 81. Καλλιρρόη Παρρέν, «Αι εργασίαι του Γυναικείου Συνεδρίου, ημέρα 4η», ό.π.

82. ό.π., σ. 5. 83. ό.π. 82. Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία του Επαγγελματικού... 1907, 1908, 1909,

1910, ό.π., σ. 5. 83. Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής... 1901 και 1902, ό.π.

Page 235: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Τ ι αντιπροσωπεύει αυτός ο αριθμός των αποφοίτων-διπλωματούχων της Σχολής, σε σχέση με τα εργαστήρια μοδιστρικής και καπέλων, στα οποία θα αναζητούσαν ενδεχομένως εργασία οι απόφοιτες;

Από τον Οδηγό της Ελλάδος του 1905-1906 του Νικολάου Ιγγλέση πλη-ροφορούμαστε για τα μεγαλύτερα εργαστήρια μοδιστρικής και καπέλων που λειτουργούσαν στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά. Στην Αθήνα εντοπίσθηκαν 40 καταστήματα μοδιστρικής-μοδιστράδικα που τα διηύθυναν γυναίκες και 2 που τα διηύθυναν άνδρες, 24 καταστήματα γυναικείων πίλων-καπελάδικα που ανήκαν σε γυναίκες, 20 σε άνδρες και 1 κατάστημα εταιρείας. Στον Πειραιά υπήρχαν 13 μοδιστράδικα που οι ιδιοκτήτριές τους ήταν γυναί-κες και 2 με άνδρες ιδιοκτήτες. Πέντε καπελάδικα ανήκαν σε γυναίκες και 8 σε άνδρες.84 Ασφαλώς και διαφεύγουν πολλά εργαστήρια από τον Οδηγό του Ιγγλέση τα οποία βρίσκονταν στις συνοικίες. Ενώ δεν αναφέρονται εργαστήρια του κέντρου τα οποία λειτουργούσαν με ολιγάριθμο προσωπικό. Αν λάβει κα-νείς υπόψη ότι οι περισσότερες από τις διπλωματούχους έφευγαν μετά τη φοί-τηση για την πατρίδα τους, είναι νομίζω φανερό ότι ο αριθμός των διπλωμα-τούχων της Σχολής ήταν ελάχιστος σε σχέση με τους αριθμούς των εργαστη-ρίων της Αθήνας και του Πειραιά.

Το παράδειγμα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής ακολού-θησαν και άλλες πόλεις του ελληνισμού. Η Πάτρα, η Κεφαλλονιά, ο Βόλος, το Γύθειο, η Κέρκυρα ίδρυσαν επαγγελματικά σχολεία. Σ τ η Σάμο λειτουργού-σε η Μαυρογένειος Επαγγελματική Σχολή, στην Αλεξάνδρεια η Μπενάκειος. Το 1907 οι ελληνικές κοινότητες της Τραπεζούντας και της Αδριανούπολης ζήτησαν οδηγίες, προγράμματα και κανονισμούς της Σχολής για να ιδρύσουν δικές τους. Δύο μεγάλα ορφανοτροφεία, το Αμαλίειον στην Αθήνα και το Ορ-φανοτροφείον Θηλέων Ιωάννου και Μαρίας Χατζηκυριάκου στον Πειραιά, άρχι-σαν μαθήματα ραπτικής για τις τροφίμους τους.

Τα έσοδα της Ενώσεως προέρχονταν από ετήσια επιχορήγηση του Δημο-σίου, κληροδοτήματα, δωρεές του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, ιδιωτών, από τα δίδακτρα των μαθητριών της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής και από τις γιορτές. Όποιος ήθελε να συμμετέχει στη γιορτή έπρεπε να καταβάλει το χρηματικό αντίτιμο της πρόσκλησης. Παράλ-ληλα, στις γιορτές γινόταν λαχειοφόρος κλήρωση έτοιμων ειδών, όπως φορέ-ματα, καπέλα, σάλια κ.ά.

Σ ε αντίθεση με το Εργαστήριον Απόρων Γυναικών, το οποίο είχε εξα-σφαλίσει την έμπρακτη υποστήριξη του κράτους, του δήμου και μεγάλα χρη-ματικά ποσά από δωρεές, κυρίως ομογενών, η Οικοκυρική και Επαγγελματική

84. Βλ. Νικόλαος Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος 1905-1906, σ. 659-660, 669, 702,

Page 236: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Σχολή στηριζόταν οικονομικά κυρίως στις συνδρομές και τα δίδακτρα των με-λών. Κατά το διάστημα λειτουργίας της η Σχολή ποτέ δεν έλαβε οικονομική ενίσχυση από το δήμο. Το Δημόσιο από το 1910 μέχρι το 1925 επιχορηγούσε τη Σχολή με 5.000 δρχ. ετησίως. Το ποσό αυτό παρέμεινε σταθερό και δεν αναπροσαρμοζόταν.

Ένα μεγάλο τμήμα των εσόδων της Σχολής καλυπτόταν από τις παραγ-γελίες φορεμάτων παιδικών και γυναικείων, καθώς και ασπρορούχων, αν και κατά ένα πολύ μικρότερο τμήμα τις οποίες αναλάμβανε να εκτελέσει η Σχολή.8 5

Καθημερινά τις ώρες που λειτουργούσε η Σχολή γινόταν η ανάθεση παραγγε-λιών. Δοκιμές των ρούχων μπορούσαν να γίνουν μόνο κατά τις απογευματινές ώρες. Εκτός από τα «κατά παραγγελία» ρούχα που κατασκευάζονταν από τις μαθήτριες τις ώρες του μαθήματος, στη Σχολή λειτουργούσε και ένα δίκτυο φασόν. Στον πίνακα των εσόδων της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχο-λής της Ενώσεως των Ελληνίδων (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 8) υπάρχει ένα κονδύλι «εκ πωλήσεως διαφόρων ειδών» (υφάσματα, είδη ραπτικής κ.ά.). Πρό-κειται για τα είδη τα οποία πωλούσε η σχολή στις γυναίκες —ενδεχομένως και σε χαμηλότερες τιμές από αυτές του εμπορίου— οι οποίες δούλευαν φασόν. Το κονδύλι αυτό αυξάνεται αισθητά από το 1911 και μετά, κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί ως συστηματοποίηση του δικτύου φασόν της Σχολής. Η Σχολή πα-ραχωρούσε δωρεάν τα υφάσματα στις εργάτριες του φασόν, ενώ αυτές αγόρα-ζαν τα είδη ραπτικής από τη Σχολή. Για την αγορά των υφασμάτων φρόντιζε επιτροπή από τα μέλη της Σχολής. Ά λ λ η επιτροπή επιβαρυνόταν με την επί-βλεψη της εργασίας. Άρα, στο πωλητήριο της Σχολής εκτός από τα ρούχα που κατασκευάζονταν κατά παραγγελία, μπορούσε κανείς ν' αγοράσει έτοιμα είδη ρουχισμού. Επιπλέον, η Σχολή εκτελούσε και διάφορες επιδιορθώσεις ρούχων.

Από την Ε κ θ ε σ η Πεπραγμένων της Ενώσεως 1897 και 1898 εντοπίζουμε την πρώτη κατηγορία γυναικών που συμμετείχαν στη διαδικασία του φασόν. Η Καλλιρρόη Παρρέν αναφέρει ότι στη Σχολή λειτουργούσε «έκθεσις διαρκής γυναικείων ειδών, όχι μόνον εκ των εν τη σχολή κατασκευαζομένων, αλλά και έργων κυριών καλών οικογενειών αι οποίαι έχουν ανάγκην να εργασθούν, αλλά δεν θέλουν να γίνη γνωστόν τούτο».8 6 Μια άλλη κατηγορία είναι φτωχές γυ-ναίκες, οι οποίες λόγω υποχρεώσεων δεν μπορούσαν να εργασθούν εκτός σπι-τιού.87 Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι υπάρχει και μια άλλη ομάδα, η

85. Βλ. Καλλιρρόη Παρρέν, «Ένωσις των Ελληνίδων. Οικοκυρική και Επαγγελμα-τική Σχολή», ό.π.

86. Βλ. Έκθεσις των πεπραγμένων υπό της Ενώσεως των Ελληνίδων, συνταχθείσα υπό Καλλιρρόης Παρρέν, έτος 1897 και 1898, εν Αθήναις 1899, σ. 92· Αλεξάνδρα Μπα-καλάκη - Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση α εις τα του οίκου»,... ό.π., σ. 75.

87. Βλ. Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων έτος 1917, Αθήνα 1918, σ. 4.

Page 237: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

οποία αποτελείται από τις μαθήτριες της Σχολής. Ανάμεσα σ' αυτές υπήρχαν άπορες, στις οποίες η εργασία φασόν προσέφερε την ευκαιρία να σπουδάζουν και ταυτόχρονα να κερδίζουν τα προς το ζην. Πράγματι, δεν αποκλείεται ένας αριθμός μαθητριών που είχαν ανάγκη να εργασθούν, να έπαιρναν από την Έ -νωση εργασία φασόν για το σπίτι.

Η κίνηση της πώλησης των ρούχων ήταν εποχική. Ό π ω ς θα διαπιστώ-σουμε παρακάτω, οι προσλήψεις και απολύσεις του προσωπικού ρυθμίζονταν από τον φόρτο εργασίας που δημιουργούσε η εποχική ζήτηση των ρούχων. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο υπήρχε πολλή δουλειά, λόγω της κατα-σκευής χειμερινών ενδυμασιών και επίσημων φορεμάτων για τις γιορτές των

ΠΙΝΑΚΑΣ 24

Έσοδα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων από δίδακτρα,

πωλήσεις φορεμάτων και ασπρορούχων

Έτος Δίδακτρα Εισπράξεις

από πωλήσεις φορεμάτων

Εισπράξεις από πωλήσεις ασπρορούχων

Σύνολο από πωλήσεις φορεμάτων & ασπρορούχων

Σύνολο από δίδακτρα,

φορέματα & ασπρόρουχα

1901 15 39* - 39 54 1902 18 44* - 44 62 1907 30 34 3 37 67 1908 26 32 4 36 62 1909 28 33 4 37 65 1910 30 29 3 32 62 1911 31 29 4 33 64 1912 33 26 6 32 65 1913 38 23 6 29 67 1914 33 34 6 40 73 1917 28 31 6 37 65 1919 25 34 4 38 58 1921 31 21 8 29 60 1922 47 27 9 36 83

* Τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνουν τις εισπράξεις από πωλήσεις φορεμάτων και ασπρο-ρούχων μαζί.

Πηγές: Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής 1901 και 1902, Αθήνα 1903' Λογοδοσία του Επαγγελματικού και Οικοκυρικόν Τμή-ματος των ετών 1907, 1908, 1909, 1910, Αθήνα 1911" Λογοδοσία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των ετών 1911, 1912, 1913, 1914, Αθήνα 1915· Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής Ενώσεως των Ελληνίδων, έτος 1917, Αθήνα 1918· Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής, έτος 1919, Αθήνα 1920' Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής 1921 και 1922, Αθήνα 1923.

Page 238: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Χριστουγέννων. Σ τ η συνέχεια οι ρυθμοί εργασίας ήταν πιο αργοί μέχρι το Μάρ-τιο. Από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο υπήρχε πάλι πολλή δουλειά εξαιτίας της κατασκευής εαρινών και καλοκαιρινών ρούχων και αποκριάτικων ενδυμασιών. Το καλοκαίρι η κίνηση σταματούσε για να ξαναρχίσει το φθινόπωρο. Η Σχολή αναλάμβανε επίσης και το σιδέρωμα των ρούχων. Η εργασία αυτή γινόταν κατά τη διάρκεια του μαθήματος του σιδερώματος ως πρακτική άσκηση.

Με βάση τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στον πίνακα εσόδων της Οι-κοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων (βλ. Πα-ράρτημα, Πίνακας 8) παρατηρούμε πώς διαμορφώνεται το ποσοστό συμβολής των εισπράξεων από τα δίδακτρα και των εισπράξεων από τις πωλήσεις των φορεμάτων και των ασπρορούχων στο σύνολο των εσόδων.

Από τον παραπάνω πίνακα διαπιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της Σχολής προέρχεται από τις πωλήσεις φορεμάτων και ασπρορούχων και από τα δίδακτρα. Τα περισσότερα έτη οι εισπράξεις από τις πουλήσεις των φορεμάτων και των ασπρορούχων υπερβαίνουν το ποσοστό των διδάκτρων. Ας σημειωθεί ότι ο προϋπολογισμός των εσόδων ήταν μια δύσκολη υπόθεση. Η Σχολή κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους πρέπει να είχε απώλειες από τα δίδακτρα. Δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που διέκοπταν στα μέσα της χρονιάς, με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού των προϋπολογισθέντων διδάκτρων. Μια άλλη πηγή εσόδων ήταν το σιδέρωμα των ρούχων. Παρά τις προσπάθειες για έσοδα που κατέβαλε το τμήμα μαγειρικής με ετοιμασία εδεσμάτων και οργά-νωση συσσιτίων για τις εργάτριες (το 1917), τα έξοδα αυτού του τμήματος σταθερά υπερβαίνουν τα έσοδα.

Η Σχολή επιβαρυνόταν με έξοδα (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 9) για το ενοίκιο των γραφείων της, τους μισθούς των διδασκαλισσών και την αγορά υλικών που χρησίμευαν στη διδασκαλία (γραφική ύλη κ.ά.).

Η Σχολή είχε στο έμμισθο προσωπικό δασκάλες και βοηθούς κοπτικής-ραπτικής. Το προσωπικό αμειβόταν μόνο για την χρονική περίοδο που γίνονταν μαθήματα και όχι για όλη τη διάρκεια του έτους. Πολλές φορές εκτός από το μισθό του, ο οποίος ήταν σταθερός, το προσωπικό λάμβανε και ποσοστά επί των πωλήσεων.88 Συνήθως οι βοηθοί της κοπτικής-ραπτικής ήταν απόφοιτοι της Σχολής.

Ο Πίνακας 26 μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε το ποσοστό κατά το οποίο οι μισθοί του προσωπικού επιβαρύνουν το σύνολο των εξόδων. Εκτός από τα δύο πρώτα έτη, που η επιβάρυνση κυμαίνεται κάτω από 50 %, όλα τα υπό-λοιπα έτη, με εξαίρεση το 1913, το ποσοστό της επιβάρυνσης των μισθών επί

88. Από τον πίνακα των εξόδων φαίνονται οι μισθοί. Το 1919 το ποσοστό της πρό-σθετης αμοιβής από τις πωλήσεις ήταν 20%. Βλ. Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής, έτος 1919, Αθήνα 1920.

Page 239: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 25

Αμοιβές του προσωπικού της Οικιακής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων, 1901-1902, 1902-1903 και 1919

Προσωπικό 1901-1902 1902-1903 1919

Διευθύντρια

Ραπτική -κοπτική φορεμάτων

Ραπτική -κοπτική ασπρορούχων

Ραπτική -κοπτική παιδικών φορεμάτων

Πιλοποιία

Ανθοποιία

Σιδέρωμα Μαγειρική Γυμναστική Καλλιτεχνικά

Γαλλικά

Ελληνική γλώσσα Θρησκευτικά Στενογραφία Υπηρετικό προσωπικό

Υγιεινή και στοι-χειώδης νοσηλεία Διπλογραφία Γραφομηχανή

100 δρχ. με παροχή κατοικίας 2 δασκάλες (—) 3 βοηθοί 30 δρχ. 1 βοηθός 50 δρχ. 1 δασκάλα για τις εύπορες 100 δρχ.

70 δρχ.

Σεπτέμβριος & Οκτώβριος 1901 80 δρχ. από το Νοέμβριο 100 δρχ. 150 δρχ. μόνο για το α' εξάμηνο στις αρχές του χρό-νου 80 δρχ., κατόπιν 40 δρχ. 60 δρχ. γυναίκα 25 δρχ. 1 δασκάλα 35 δρχ. αμισθί (από μέλος

Δ.Σ.) αμισθί (από μέλος Δ.Σ.)

ιερέας (—)

135 δρχ. χωρίς παροχή κατοικίας 2 δασκάλες (—) 5 βοηθοί 25 δρχ., συν 10% για κάθε εργασία που εκτε-λείται από το τμήμα της καθε-μιάς

110 δρχ.

100 δρχ.

«επί ιδίω λογαριασμώ» 40 δρχ.

άνδρας 35 δρχ. 1 δασκάλα 35 δρχ. αμισθί (από μέλος Δ.Σ.) αμισθί (από μέλος Δ.Σ.)

ιερέας (—)

2 δασκάλες από 9/ 1918 μέχρι 12/1918 ( - ) 1 δασκάλα από 12/ 1918 μέχρι 3/1/1919 250 δρχ. και 20% επί της εργασίας 2 δασκάλες από 3/ 1919 (—) 180 δρχ. και 20% επί της εργασίας βοηθός 100 δρχ.

εκτελεί και χρέη επι-μελήτριας 70 δρχ.

1 δασκάλα 40 δρχ. 100 δρχ.

70 δρχ. 60 δρχ. 40 δρχ. υπηρέτρια 60 δρχ. υπηρέτης-θυρωρός 70 δρχ.

Π η γ έ ς : Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής 1901 και 1902, Αθήνα 1903· Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχο-λής, έτος 1919, Αθήνα 1920.

Page 240: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 26

Συμμετοχή των μισθών προσωπικού στο σύνολο των εξόδων

Σύνολο Μισθοί Ποσοστό μισθών επί Έτος εξόδων προσωπικού του συνόλου των εξόδων

(δρχ·) (δρχ)

1901 19.159,80 7.831,65 41 1902 22.336,65 10.493,75 47 1907 21.062,55 12.884,30 61 1908 21.561,85 13.470,95 62 1909 22.521,95 14.680,95 65 1910 23.865,10 14.655,30 61 1911 23.524,70 14.733,10 63 1912 21.315,40 12.793,40 60 1913 19.982,90 10.820,15 54 1914 25.059,85 15.690,90 63 1917 23.595,15 14.902,40 63 1919 28.385,70 19.305,70 68 1921 32.454,10 22.107,90 68 1922 41.005,30 28.055,90 68

Πηγές: Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής 1901 και 1902, Αθήνα 1903" Λογοδοσία του Επαγγελματικού και Οικοκυρικού Τμή-ματος των ετών 1907, 1908, 1909, 1910, Αθήνα 1911· Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής 1911, 1912, 1913, 1914, Αθήνα 1915" Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων, έτος 1917, Αθήνα 1918' Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής, έτος 1919, Αθήνα 1920' Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής 1921 και 1922, Αθήνα 1923.

των εσόδων κυμαίνεται από 5 4 % έως 6 8 % . Τα δύο πρώτα έτη ο περιορισμέ-νος αριθμός μαθημάτων δεν απαιτούσε πολλούς δασκάλους. Τα τελευταία έτη, στα οποία αυξάνονται τα μαθήματα, αυξάνεται και το ποσοστό. Επίσης, η αύ-ξηση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, γιατί τα μαθήματα των καλλιτεχνικών και της ελληνικής γλώσσας τα δίδασκαν οι κυρίες-μέλη του Δ . Σ . της Σχολής ενώ των θρησκευτικών ιερέας χωρίς αμοιβή.

Από τις ετήσιες λογοδοσίες της Σχολής προκύπτει ότι τα τμήματα τα οποία παρουσιάζουν τα περισσότερα προβλήματα είναι της κοπτικής-ραπτικής και της πιλοποιίας (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 9). Επειδή οι δασκάλες της κο-πτικής-ραπτικής απασχολούνταν ολόκληρη την ημέρα χωρίς να μπορούν να ανα-λαμβάνουν δικές τους εργασίες, ζητούσαν μεγάλη αμοιβή, με αποτέλεσμα η Σχολή να επιβαρύνεται με επιπλέον έξοδα. Οι δασκάλες της κοπτικής-ραπτι-κής άλλαζαν πολύ συχνά. Το 1919 την παραμονή της έναρξης των μαθημάτων και οι δυο δασκάλες κοπτικής-ραπτικής με επιστολή τους προς το διοικητικό συμβούλιο δήλωσαν ότι θα παραιτούνταν εάν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά τους, τα οποία ήταν: υπερδιπλασιασμός του μισθού τους και συνέχιση της αμοι-

Page 241: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αμοιβής τους κατά τους θερινούς μήνες.89 Τα αιτήματα των δασκάλων απορρίφθη-καν επειδή το μέτρο περί δωδεκάμηνης καταβολής των μισθών έπρεπε να επε-κταθεί σε όλο το προσωπικό, ενώ υπήρχε στενότητα οικονομικών πόρων.

Το τμήμα πιλοποιίας παρουσίαζε προβλήματα για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, λόγω έλλειψης χρημάτων για τη μισθοδοσία πεπειραμένης δασκάλας πιλοποιού. Δεύτερον, λόγω έλλειψης των απαραίτητων υλικών για την κατα-σκευή των καπέλων. Το 1901 οι κυρίες-μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Σχολής έκαναν έρανο και συγκέντρωσαν ένα ποσό (3.300 δρχ.) με το οποίο χρέωσαν την εφορία-τμήμα καπέλων. Με αυτά τα χρήματα αγοράσθηκαν υλι-κά από το Παρίσι. Ό μ ω ς οι προσπάθειές τους απέβησαν άκαρπες. Για να που-ληθούν τα χειμερινά καπέλα, εξαιτίας των ατελειών που παρουσίαζε η κατα-σκευή τους, έγινε λαχειοφόρος κλήρωση.90 Το τμήμα πιλοποιίας δεν αποφέρει έσοδα στη Σχολή καθ' όλο το διάστημα που εξετάζουμε τη λειτουργία της (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 8) . 9 1 Το τμήμα μαγειρικής, λόγω των ακριβών υλικών που προϋπέθετε η διδασκαλία του, είχε περισσότερα έξοδα παρά έσοδα. Από τον πίνακα των εσόδων, παρατηρούμε ότι η Σχολή διέθετε χρήματα για να αγοράζονται εφημερίδες «του συρμού» και φιγουρίνια, έτσι ώστε τα ρούχα που κατασκευάζονταν εκεί να είναι εφάμιλλα σε γούστο, ράψιμο και στυλ με τα μεγάλα ατελιέ μοδιστρικής της Αθήνας.

Πριν στραφούμε στο επόμενο παράδειγμα μετασχηματισμού της γενικής μόρφωσης σε επαγγελματική κατάρτιση, θα επιχειρήσω μια σύντομη ανασκό-πηση αυτού του φιλανθρωπικού σχήματος.

Η Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή της Ενώσεως των Ελληνίδων προσφέρει την απαραίτητη τεχνογνωσία για τον βιοπορισμό τόσο στις γυναί-κες των λαϊκών τάξεων, όσο και σε εκείνες που ανήκουν στα μικρομεσαία στρώ-ματα. Στόχος της Σχολής είναι η εξασφάλιση επαγγέλματος που σχετίζεται με τις γυναικείες τέχνες για τις φτωχές γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων και με το δημόσιο τομέα (δακτυλογράφοι - στενογράφοι) για τις γυναίκες που δεν μπορούν να βρουν δουλειά στον τομέα της γενικής εκπαίδευσης. Η Σχολή προ-σφέρει μια αυστηρή επαγγελματική εξειδίκευση. Αυτό το συμπεραίνει κανείς από το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων. Για παράδειγμα, αυτές που πα-ρακολουθούν τα μαθήματα κοπτικής-ραπτικής δεν μπορούν να παρακολουθή-σουν αυτά της κατασκευής ανθέων, της πιλοποιίας και της λογιστικής γιατί διεξάγονται τις ίδιες ώρες.

89. Το περιστατικό αυτό καταγράφεται λεπτομερώς, στο Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Επαγγελματικής... 1919, ό.π., σ. 3.

90. «Λογοδοσία των πεπραγμένων υπό της Ενώσεως των Ελληνίδων 1901 και 1902», Λογοδοσία της Οικοκυρικής... 1901 και 1902, ό.π., σ. 5.

91. Τα ποσά που αναγράφονται για τα έτη 1901 και 1902 (2.475 και 1.485 δρχ.)

Page 242: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Το ευέλικτο σχήμα οργάνωσης επιτρέπει στη Σχολή να μεταβάλλει το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζει η αγο-ρά εργασίας. Έ τ σ ι παρατηρούμε ότι τα μαθήματα δακτυλογράφησης ξεκινούν στη Σχολή αμέσως μετά την καθιέρωση της πρόσληψης γυναικών δακτυλογρά-φων στις δημόσιες υπηρεσίες.

Για την Ελλάδα η Σχολή υπακούει σε ένα νεωτεριστικό τρόπο οργάνωσης, ο οποίος αφενός μεν καλύπτει τις ανάγκες των μαθητριών, αφετέρου δε εξα-σφαλίζει την οικονομική επιβίωσή της. Η Σχολή προσφέρει πολλές διευκολύν-σεις στις μαθήτριες. Ειδικότερα, υπάρχει στέγη, το Άσυλο της Αγίας Αικα-τερίνης, γ ι ' αυτές που έρχονται από την επαρχία και το εξωτερικό, ωράριο πα-ρακολούθησης βολικό για τις μαθήτριες, δυνατότητα εξοικονόμησης των προς το ζην για τις άπορες με εργασία στο σπίτι.

Ως προς το διδακτικό προσωπικό, παρατηρούμε ότι οι ερασιτέχνες δασκά-λες της πρώτης φάσης λειτουργίας της αντικαθίστανται σε μεγάλο βαθμό από επαγγελματίες.

Συνοψίζοντας, η Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή της Ενώσεως των Ελληνίδων, χωρίς να χάνει τον φιλανθρωπικό χαρακτήρα της, ο οποίος έγκει-ται στην προσφορά τεχνογνωσίας σε άπορες νέες εργαζόμενες, μπαίνει με επι-τυχία στην αγορά του έτοιμου ρούχου, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο μια καλή συμπληρωματική χρηματοδότηση για την απρόσκοπτη λειτουργία της.

7. Τ Ο Κ Υ Ρ Ι Α Κ Ο Ν Σ Χ Ο Λ Ε Ι Ο Ν Τ Ο Υ Ε Ν Π Ε Ι Ρ Α Ι Ε Ι Σ Υ Ν Δ Ε Σ Μ Ο Υ ΤΩΝ Κ Υ Ρ Ι Ω Ν Π Ρ Ο Σ Π Ρ Ο Σ Τ Α Σ Ι Α Ν Τ Η Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ι Δ Ο Σ

Το Κυριακό Σχολείο, ως φιλανθρωπικό σχήμα παροχής μόρφωσης και στη συνέχεια επαγγελματικής κατάρτισης, αναπτύσσεται και στον Πειραιά, την κα-τεξοχήν εργατούπολη της Ελλάδας. Την 1η Ιανουαρίου 1904 ιδρύεται στον Πει-ραιά το σωματείο Σύνδεσμος Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, με σκο-πό την ηθική και υλική προστασία και τη σχετική μόρφωση του εργατικού γυναικείου πληθυσμού της πόλης.92 Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, σύμ-φωνα με τα άρθρα 2 και 3 του καταστατικού του, ο Σύνδεσμος με την έναρξη των εργασιών του προγραμματίζει την ίδρυση Κυριακού Σχολείου, αναγνωστη-ρίου και την οργάνωση θρησκευτικών ομιλιών και διαλέξεων. Ενώ για το μέλ-λον ο Σύνδεσμος δεσμεύεται από το καταστατικό του να καταρτίσει δικά του

είναι οι τμηματικές καταβολές του δανείου που πήραν από το διοικητικό συμβούλιο της Σχολής.

92. Καταστατικόν τον εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, Εν Πειραιεί 1904, σ. 3" ΕΛΙΑ, φάκ. του Συνδέσμου των Κυριών προς Προ-στασίαν της Εργάτιδος.

Page 243: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τμήματα παροχής εργασίας και ταμείο αποταμίευσης. Η παροχή ιατροφαρμα-κευτικής περίθαλψης και η προστασία του ηθικού και του ιδιωτικού βίου των εργατριών του Πειραιά περιλαμβάνονται στους στόχους του Συνδέσμου.

Ο Σύνδεσμος διοικείται από συμβούλιο το οποίο αποτελείται από 20 έως 12 μέλη το ελάχιστο. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του την πρόεδρο, την αντιπρόεδρο, την έφορο, τη γραμματέα και την ταμία του Συνδέσμου. Η έφορος, σύμφωνα με το καταστατικό, είναι υπεύθυνη για την οργάνωση, τη λειτουργία και τη διαχείριση του Κυριακού Σχολείου. Τα μέλη του Δ . Σ . χωρίζονται σε τακτικά, έκτακτα, επίτιμα, αντεπιστέλλοντα, δω-ρητές και ευεργέτες. Τα τακτικά και τα έκτακτα μέλη του Συνδέσμου εκλέ-γονται από την ολομέλεια του διοικητικού συμβουλίου ύστερα από πρόταση τριών μελών. Τα τακτικά μέλη καταβάλουν 6 δρχ. ετησίως. Δωρητές ονομά-ζονται αυτοί που προσφέρουν στο Σύνδεσμο 200 δρχ. και άνω σε χρήματα ή σε είδος και ευεργέτες αυτοί που προσφέρουν 500 δρχ. και άνω. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνήθειες των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, στο κτίριο που στε-γάζεται ο Σύνδεσμος τα ονόματα των ευεργετών και των δωρητών αναγρά-φονται σε πίνακα ο οποίος είναι αναρτημένος πάντοτε στην κεντρική αίθουσα.

Ό λ η η αφρόκρεμα της πειραϊκής κοινωνίας, άνδρες και γυναίκες, πλαισιώ-νει τις δραστηριότητες αυτού του σωματείου, σε αντίθεση με το Κυριακό Σχο-λείο της Καλλιρρόης Παρρέν, στο οποίο, όπως διαπιστώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, συμμετέχουν γυναίκες μόνο, κυρίως από το χώρο της τότε πνευμα-τικής διανόησης. Γνωστοί επιχειρηματίες, όπως ο Κυριάκος Λυγινός, ο Αλέ-ξανδρος Σκουζές, ο Β . Σερπιέρης, και γυναίκες από οικογένειες επιχειρημα-τιών, όπως η Ελισ. Ρετσίνα, η Αργ. Φεράλδη, η Ροδόπη Πρωτοπαπά. Ο Σύν-δεσμος, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των γυναικείων φιλανθρωπικών σω-ματείων, τίθεται υπό την προστασία της βασίλισσας.93

Όπως αναφέρεται στις λογοδοσίες των ετών 1907 έως και 1915, ο Σύν-δεσμος χωρίζει τη δράση του σε δύο σκέλη: στο φιλανθρωπικό και στο εκπο-λιτιστικό. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα του Συνδέσμου περιλαμβάνει την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και συσσιτίου- ενώ η πολιτιστική δρα-στηριότητα περιλαμβάνει το Κυριακό Σχολείο.

Επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσω τον όρο «εκπολιτιστικός σκοπός» ή «εκπολιτιστική δραστηριότητα» που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τις εκά-στοτε προέδρους του Συνδέσμου και προσδιορίζει τις δραστηριότητες του Κυ-ριακού Σχολείου, κατέληξα στις εξής υποθέσεις:

α. Το σωματείο παρουσιάζει ένα σχήμα στο οποίο συνυπάρχουν οι δύο

93. Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγαλειότητας της βασιλίσσης δια-τελούντος Σύνδέσμον των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος των ετών 1907-1910, Εν Πειραιεί 1911. Περιλαμβάνονται τα ονόματα που συνδράμουν το Σύνδεσμο.

Page 244: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μορφές φιλανθρωπίας, η παραδοσιακή και η νεωτεριστική. Η πρώτη, αυτό που ονομάζω παραδοσιακή, συντελείται με την παροχή υπηρεσιών ή ειδών πρώτης ανάγκης στους φτωχούς. Είναι μια σχέση με μονοσήμαντο χαρακτήρα. Η δεύ-τερη, η νεωτεριστική, εκφράζεται με την παροχή εργασίας και μόρφωσης προς τους φτωχούς. Πρόκειται για μια αμφίσημη σχέση, η λειτουργία της οποίας προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή και των δύο σκελών. Οι φτωχοί κοπιάζουν διά της μαθητείας ή διά της εργασίας για να αποκτήσουν τους καρπούς της φιλανθρωπίας. Πιθανότατα, λοιπόν, τα μέλη του σωματείου να χρησιμοποιούν για το Κυριακό Σχολείο τον όρο εκπολιτιστική δραστηριότητα και όχι φιλαν-θρωπική γιατί κατέχουν την έννοια αυτής της διαφοράς.

β. Η χρησιμοποίηση του όρου επιδιώκει να τονίσει τον ευρύτερο ρόλο τον οποίον έχουν αναλάβει οι φιλάνθρωποι μέσω του Κυριακού Σχολείου. Εκτός από την παροχή μόρφωσης στις εργάτριες, θέλουν να μεταδώσουν τα δικά τους πρότυπα και να τις μυήσουν στις δικές τους συμπεριφορές. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν, θέλουν να αναλάβουν το έργον «της εξημερώσεως των λαϊκών κο-ρασιών».94 Θέλουν να τους μεταδώσουν την αγάπη προς την πατρίδα και την οικογένεια. Ζητούν από αυτές να «επαναστατήσουν κατά της ανθυγιεινής κα-τοικίας».9 5 Προσπαθούν με τη θρησκευτική διδασκαλία και την ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος να τις ηθικοποιήσουν και να τις χειραγωγήσουν. Επομένως, το Κυριακό Σχολείο, το οποίο αναγράφεται και ως «εκπολιτιστικό σχολείο», ξεπερνά τα στενά πλαίσια της φιλανθρωπίας, γιατί έχει να κάνει ταυτόχρονα και με την παροχή πολιτιστικών αγαθών.98

Πριν προχωρήσουμε στην αναλυτική παρουσίαση του Κυριακού Σχολείου, θα ήθελα να παραθέσω μερικά στοιχεία για την παροχή περίθαλψης και συσ-σιτίου. Αυτό θα μας επιτρέψει να έχουμε μια σαφή εικόνα των δραστηριοτή-των του Συνδέσμου και να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται αυτές μεταξύ τους.

Οι ασθενείς εργάτριες οι οποίες φοιτούν στο Κυριακό Σχολείο έχουν δω-ρεάν ιατρική παρακολούθηση και περίθαλψη. Δηλαδή, ο Σύνδεσμος χορηγεί γιατρό, φάρμακα, γάλα και κρέας και οτιδήποτε άλλο κριθεί αναγκαίο για την ανάρρωση των μαθητριών-εργατριών και είναι στα όρια των δυνατοτήτων του. Γιατροί του Πειραιά συμπράττουν δωρεάν στη δραστηριότητα του Συνδέσμου. Από το 1915 καθιερώνεται η προληπτική ιατρική για τις μαθήτριες του Κυ-

94. Η φράση «εξημέρωση των εργατριών» αναφέρεται στη Λογοδοσία του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 20-5-1915.

95. Βλ. στο ίδιο. 96. Για τη συνύπαρξη και τη σημασία του πολιτιστικού κεφαλαίου ως στοιχείου της

περιουσίας των κεφαλαιούχων βλ. Αλίκη Βαξεβάνογλου, Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι 1900-1940. Κοινωνική και οικονομική προσέγγιση, Αθήνα 1994, σ. 139-141.

Page 245: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Κυριακού Σχολείου. Κάθε Κυριακή εξετάζονται από γιατρό.97 Η συνήθεια του οικογενειακού γιατρού και της ιατρικής παρακολούθησης ήταν άγνωστη για τα εργατικά στρώματα. Αρρώστιες οι οποίες μπορούσαν είτε να προληφθούν, είτε να θεραπευθούν εγκαίρως, απειλούσαν σοβαρά την υγεία, ακόμη και τη ζωή της εργάτριας. Από τις 350 μαθήτριες του Κυριακού Σχολείου, οι μισές σχε-δόν πάσχουν από αρρώστιες όπως αναιμία, τραχώματα, αδενίτιδες (αμυγδαλές), στομαχικές και δερματικές ασθένειες. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται σε προφυματική κατάσταση.98 Ο Σύνδεσμος πληρώνει και τα έξοδα της νοσο-κομειακής περίθαλψης των εργατριών. Για παράδειγμα, το 1919 εγχειρίζονται στο Τζάννειο Νοσοκομείο του Πειραιά έξι εργάτριες με έξοδα του Συνδέσμου. Κατά το στάδιο της ανάρρωσης προσφέρουν στις εργάτριες για ένα χρονικό διάστημα, ιδίως κατά το καλοκαίρι, διαμονή στην εξοχή. Για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει έγκριση από τον αρμόδιο γιατρό. Στον πίνακα εξόδων (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 11) αναφέρονται τα δαπανηθέντα ποσά για την ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη.

Το 1906 αρχίζει η παροχή συσσιτίου στις φτωχές οικογένειες του Πει-ραιά. Για ένα πλήρες γεύμα η μερίδα κοστίζει 10-20 λεπτά. Στην αρχή της λειτουργίας του στην περιοχή που βρίσκονταν τα εργοστάσια του Πειραιά υπέρ-χε μαγειρείο, το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες του συσσιτίου, την ίδια χρο-νιά όμως κατεδαφίστηκε. Το 1909 ο Δημ. Ομηρίδης Σκυλίτσης, δήμαρχος του Πειραιά και μέλος του Συνδέσμου (κατέβαλε συνδρομή 100 δρχ.) παραχώρησε το επί της κεντρικής οδού Νοταρά πρώην κατάστημα των δημοτικών λουτρών για να χρησιμοποιηθεί από το Σύνδεσμο ως μαγειρείο και ως αίθουσα φαγη-τού. Ο Δήμος χρηματοδότησε και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών μεταφοράς και εγκατάστασης των λεβήτων και των μαγειρικών σκευών.99 Η τροφή μετα-φερόταν με αμαξαγώγια στα εργοστάσια, απ' όπου και την προμηθεύονταν οι εργαζόμενοι. Εκτός από τους εργαζόμενους στα εργοστάσια το συσσίτιο είχε και άλλους αποδέκτες. Ύστερα από αίτηση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθη-νών παρείχε τροφή και στους «φρενοβλαβείς» κρατουμένους στις Τζιτζιφιές. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων μοιράσθηκαν δωρεάν 10.000 με-ρίδες στις οικογένειες των στρατευμένων.100 Από το 1915 το διοικητικό συμ-βούλιο του Συνδέσμου παραχώρησε το συσσίτιο στον Πατριωτικό Σύνδεσμο, ώστε να αποτελέσει ξεχωριστό τμήμα των δραστηριοτήτων του. Το σωματείο

97. Λογοδοσία του Συνδέσμου... 20-5-1915, ό.π., σ. 8. 98. ΕΛΙΑ, φάκ. του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος,

Λογοδοσία... 29-6-1930, ό.π. 99. Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγαλειότητος... 1907-1910, ό.π.,

σ. 4-6. 100. Λογοδοσία του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, Εν

Πειραιεί 10-2-1915.

Page 246: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αυτό συστάθηκε από τη βασίλισσα. Ο Σύνδεσμος, ύστερα από έγκριση του διοι-κητικού συμβουλίου, μαζί με το συσσίτιο προσέφερε 10.000 δρχ., ποσό που είχε καταθέσει ως παρακαταθήκη στην Εθνική Τράπεζα με σκοπό να χρησι-μεύσει ως «θεμέλιος λίθος» για την ανέγερση κατάλληλου κτιρίου για το συσ-σίτιο.1 0 1 Από τις λογοδοσίες των επόμενων ετών πληροφορούμαστε ότι ουδέ-ποτε λειτούργησε το εν λόγω συσσίτιο και ότι ουδέποτε ανεγέρθηκε τέτοιο κτί-ριο. Για την εγκατάλειψη αυτής της φιλανθρωπικής δραστηριότητας διαμαρ-τύρονται ή κάνουν διάφορους υπαινιγμούς με ασαφή τρόπο στις λογοδοσίες τους τα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια.

Το σύστημα της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εφαρμόστηκε και στο Εργαστήριον Απόρων Γυναικών της Αθήνας. Ενώ η παροχή συσσιτίου στο Εργαστήριο Απόρων Γυναικών της Αθήνας περιοριζόταν στις εργάτριες που δούλευαν σε αυτό. Μπορούμε να υποθέσουμε από τον κατάλογο των μελών του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος ότι υπήρχε μεγαλύ-τερη δυνατότητα χρηματικής κάλυψης, όπως και στο Εργαστήριο Απόρων Γυ-ναικών, απ' ό,τι στην Ένωση των Ελληνίδων όπου δεν εφαρμόζονταν με συ-στηματικό τρόπο αυτού του τύπου παροχές (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 10).

Όμως κι εδώ καταγράφονται από το διοικητικό συμβούλιο του Συνδέσμου κα-ταγγελίες και παράπονα για την αδιαφορία και την επικαλούμενη οικονομική δυσπραγία των αρχών και των κατοίκων. Συγκεκριμένα, κατηγορούν την Πο-λιτεία ότι δεν υποστήριξε το έργο του, το δήμο του Πειραιά ότι καθυστερεί την 1.000 δραχμών ετήσια συνδρομή του και τους συμπολίτες τους ότι δεν συνέδραμαν τον Σύνδεσμο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές τους.102

Το Κυριακό Σχολείο αρχίζει να λειτουργεί τον Οκτώβριο του 1904. Από τον εσωτερικό κανονισμό του, ο οποίος αποτελείται από 4 άρθρα, αντλούμε πληροφορίες για τα καθήκοντα των μαθητριών. Οι μαθήτριες πρέπει να προ-σέρχονται στην τάξη πέντε λεπτά τουλάχιστον πριν από την έναρξη του μα-θήματος και να κάθονται στις θέσεις τους. Απαγορεύονται οι συνομιλίες, οι αντεγκλήσεις και οι χειρονομίες μέσα στην τάξη. Αυτές που παραβαίνουν τον κανονισμό επιπλήττονται από τη δασκάλα και αποβάλλονται από την αίθουσα εάν οι παρατηρήσεις της δεν έχουν αποτέλεσμα. Οι μαθήτριες οφείλουν να φοι-τούν ανελλιπώς. Αν απουσιάσουν αδικαιολόγητα στερούνται του δικαιώματος προβιβασμού. Οι εργάτριες «μαθήτριες της Κυριακής» αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα από το Σύνδεσμο, ως μαθήτριες καθημερινού σχολείου. Αν λά-βουμε υπόψη τους κανονισμούς των εργοστασίων, οι οποίοι αναρτώνται σε εμ-φανή σημεία για το εργατικό προσωπικό, μπορούμε να κάνουμε μερικούς συ-σχετισμούς. Στους υπηρεσιακούς κανονισμούς των εργοστασίων αναγράφονται

101. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται με λεπτομερή τρόπο, βλ. ό.π. 102. Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγαλειότητας... 1907-1910, ό.π.

Page 247: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των εργαζόμενων, τα μέτρα πρόληψης των ατυχημάτων, οι ευθύνες των επικεφαλής ειδικών και οι υπηρεσιακές σχέσεις του προσωπικού. Ο κανονισμός του Κυριακού σχολείου και ο κανονισμός του εργοστασίου βασίζονται σε ένα στοιχείο κοινό και για τους δύο, την πειθαρχία. Το σύστημα πειθαρχίας που θέλει να επιβάλει το Κυριακό Σχολείο αντιστοι-χεί πλήρως στο σύστημα πειθαρχίας που επικρατεί στο εργοστάσιο. Εκτός από την παρακολούθηση των μαθημάτων οι εργάτριες θα πρέπει να μαθητεύσουν και να ασκηθούν στην πειθαρχία. Για να συλλάβουμε την έννοια της πειθαρχίας πρέπει να παρακολουθήσουμε το «δρομολόγιο» της ζωής της εργάτριας. Την εποχή που εξετάζουμε οι περισσότερες έρχονται από τον αγροτικό χώρο κα-τευθείαν για να πιάσουν δουλειά στο εργοστάσιο της πόλης. Αυτό έχει ως απο-τέλεσμα να μην είναι σε θέση να ενσωματώσουν αυτομάτως τους κανόνες που τους επιβάλλει η ζωή στην πόλη και στο εργοστάσιο. Δεν γνωρίζουν τίποτα για την ακρίβεια του ωρολογιακού χρόνου στον οποίο πρέπει αναγκαστικά να υπακούουν για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Στο εργοστάσιο οφείλουν να περιορίσουν, ακόμη και να χάσουν, την αυτονομία του λόγου και των κινήσεών τους. Είναι φανερό ότι το Κυριακό Σχολείο του Πειραιά λειτουργεί ως ένας κρίκος, ο οποίος συνδέει τον μικρόκοσμο του χώρου προέλευσης των εργατριών με τη ζωή και τις συνήθειες της εργατούπολης. Κάτι ακόμη σημαντικό για την κοινωνική αγωγή των εργατριών είναι η επαφή τους με άτομα τα οποία δεν ανήκουν στα εργατικά στρώματα, όπως τα μέλη του Συνδέσμου και το διδα-σκαλικό προσωπικό του Κυριακού. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι έρχονται σε επαφή και με μαθήτριες-εργάτριες που δεν είναι συντοπίτισσές τους. Αυτό συμβάλλει στην εξάλειψη του συναισθήματος της εχθρικότητας και της καχυποψίας απέναντι σε κάθε πρόσωπο που δεν ανήκει στο στενό περι-βάλλον της οικογένειάς τους και του χωριού τους.

Για να σχηματίσω το προφίλ των εργατριών-μαθητριών έκρινα σκόπιμο να παρακολουθήσω τη διαδικασία λειτουργίας του Κυριακού Σχολείου, δημιουρ-γώντας ένα σώμα πληροφοριών στο οποίο τα στοιχεία για τις εργάτριες συσχε-τίζονται και συνδέονται με τη δομή του Σχολείου. Αντλώ πληροφορίες από τις ετήσιες λογοδοσίες του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου και από το μα-θητολόγιο του Κυριακού Σχολείου που σώζεται από το σχολικό έτος 1913-1914 έως το 1921-1922.

Στο σημείο αυτό κρίνω απαραίτητο να προχωρήσω στην περιγραφή του μαθητολογίου. Το μαθητολόγιο χωρίζεται σε στήλες. Υπάρχει ξεχωριστή στή-λη με το όνομα και το επώνυμο της μαθήτριας, την ηλικία της, τον τόπο δια-μονής της (οδό και αριθμό, συνοικία), το επάγγελμα του πατέρα, την τάξη στην οποία εγγράφεται, την ημερομηνία εγγραφής και το επάγγελμα της μα-θήτριας. Πρέπει να επισημάνω ότι το μαθητολόγιο συμπληρώνεται σύμφωνα με ό,τι δηλώνουν προφορικά οι ενδιαφερόμενοι και με ό,τι γράφει η συντάκτρια

Page 248: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

του μαθητολογίου. Κατά συνέπεια δεν διαθέτουμε γραπτά τεκμήρια (ληξιαρ-χικά βιβλία, μητρώα βαφτίσεων κλπ.) που να πιστοποιούν την εγκυρότητα αυ-τών των στοιχείων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 27

Μαθητευόμενοι Κυριακού Σχολείου του εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος

Έτη Αριθμός μαθητριών Αριθμός μαθητών Σύνολο

1906-1907 300 — 300 1907-1908 350 — 350 1908-1909 350 — 350 1909-1910 300 — 300 1910-1911 322 — 322 1911-1912 365 — 365 1912-1913 — — —

1913-1914 307 — 307 1914-1915 180 — 180 1915-1916 336 — 336 1916-1917 221 — 221 1917-1918 150 — 150 1918-1919 52 1 53 1919-1920 355 16 371 1920-1921 275 23 298 1921-1922 289 8 297 Σ ύ ν ο λ ο 4.152 48 4.200

Πηγές: Γ ια τα σχολικά έτη 1906-1910, Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγα-λειότητας της βασιλίσσης διατελούντος Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος των ετών 1907-1910, Εν Πειραιεί 1911. Για τα σχολικά έτη 1910-1912 βλ. Λογοδοσία του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος 20-5-1915. Για τα υπόλοιπα σχολικά έτη τα στοιχεία πάρθηκαν από τα διασωθέντα μα-θητολόγια, ΕΛΙΑ, Σειρά: Σύνδεσμος Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργά-τιδος.

Το Σχολείο λειτουργούσε διαρκώς, εκτός από το έτος 1912-1913 εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης. Κατά το διάστημα αυτό το κτίριο στο οποίο στε-γαζόταν το Κυριακό Σχολείο επιτάχθηκε από την κυβέρνηση και χρησιμοποιή-θηκε ως νοσοκομείο.103

Επίσης παρατηρούμε ότι από το σχολικό έτος 1916-1917 μέχρι το 1918-1919 ο αριθμός των μαθητευόμενων μειώνεται αισθητά σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χρονιές. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό το γεγονός, αν λά-βουμε υπόψη τα πολιτικά γεγονότα αυτής της χρονικής περιόδου. Έχουμε τον

103. Λογοδοσία του Συνδέσμου... 10-2-1915, ό.π.

Page 249: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αποκλεισμό της Αθήνας και του Πειραιά από τις δυνάμεις της Αντάντ (1916-1917). Αυτό επηρεάζει έμμεσα και τη ζωή των εργατριών, γιατί σημαίνει ανερ-γία, φτώχεια, κοινωνική αναστάτωση. Εξαιτίας αυτών των περιστάσεων, δεν υπάρχουν περιθώρια για τις εργάτριες να σκεφθούν τίποτε άλλο εκτός από το ψωμί τους.

Φαίνεται ότι το Κυριακό Σχολείο του Πειραιά πρωτοτυπεί: από το 1918 και ύστερα εγγράφονται και αγόρια για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του. Τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνονται τα αγόρια δεκτά στο Κυριακό δεν τα ξέρουμε. Όπως προκύπτει από τα μαθητολόγια, στην πλειοψηφία τους έχουν αδελφή η οποία παρακολουθεί τα μαθήματα του Κυριακού.

Για τον τρόπο «στρατολόγησης» των εργατριών στο Κυριακό Σχολείο δεν διαθέτουμε σαφή τεκμήρια. Όμως, από τα μαθητολόγια με βάση την ημερο-μηνία εγγραφής τους παρατηρούμε ότι αυτές προσέρχονται κατά μικρές ομά-δες. Πραγματικά, την ίδια ημέρα εγγράφονται εργάτριες που δουλεύουν μαζί στο ίδιο εργοστάσιο, κοπέλες που κατοικούν στον ίδιο δρόμο ή ακόμη και στο ίδιο σπίτι ή κοπέλες που το επίθετο τους υποδηλώνει κάποιο βαθμό συγγένειας μεταξύ τους.

Αν λάβουμε υπόψη ότι οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν το σύνολο των μαθητριών που εγγράφονται κάθε χρόνο στο Κυριακό Σχολείο, τότε μπορούμε να διατυπώσουμε τα εξής ερωτήματα: πόσες από τις εγγεγραμμένες μαθήτριες φοιτούν ανελλιπώς καθ' όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και πόσες από αυτές παρακολουθούν τα μαθήματα για περισσότερο από μια σχολική χρονιά; Δεν είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε καθ' όλο το διάστημα λειτουργίας του Κυριακού πόσες από τις μαθήτριες που εγγράφονται φοιτούν κανονικά. Ενδει-κτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι από τις 1.300 μαθήτριες που εγγράφηκαν από το σχολικό έτος 1906-1907 έως το 1909-1910 φοίτησαν ανελλιπώς οι 500.1 0 4

Για το σύνολο των ετών κατά τα οποία φοιτούν οι μαθήτριες στο Κυριακό Σχολείο έχουμε στοιχεία-πληροφορίες για 2.213 μαθήτριες και μαθητές που εγγράφηκαν από το 1913-1914 μέχρι το 1921-1922. Παρατηρούμε τα εξής:

1 μαθήτρια γράφεται επί 5 χρόνια. 26 μαθήτριες γράφονται επί 4 χρόνια. 67 μαθήτριες γράφονται επί 3 χρόνια. 221 μαθήτριες γράφονται επί 2 χρόνια. 1.889 μαθήτριες γράφονται για 1 χρόνο. Στους παραπάνω αριθμούς δεν συγκαταλέγονται 9 μαθήτριες, οι οποίες,

όπως φαίνεται στα μαθητολόγια, εγγράφηκαν δύο φορές την ίδια σχολική χρονιά. Ο Σύνδεσμος δικαιολογεί πλήρως την άτακτη φοίτηση των εργατριών και

104. Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγαλειότητος... 1907-1910, ό.π.

Page 250: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

την αποδίδει σε δύο αιτίες: στην αδιαφορία των γονέων για τη μόρφωση των παιδιών τους και στη «μόνο κατ' όνομα υφισταμένη Κυριακή αργία».105 Παρά το γεγονός ότι από το 1909 ισχύει η Κυριακή αργία, κυρίως στα μοδιστρά-δικα και στα εργαστήρια ραπτικής οι περισσότερες μαθήτριες εργάζονται χω-ρίς διακοπή και τις επτά ημέρες της εβδομάδας.

Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στις γνώσεις και στις δραστηριό-τητες που προσφέρει το Κυριακό Σχολείο στις μαθήτριες.

Όσον αφορά τη διδακτέα ύλη του Κυριακού Σχολείου, τις πρώτες πλη-ροφορίες αντλούμε από τη λογοδοσία του Συνδέσμου των ετών 1907-1910. Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν: στοιχειώδεις «πρακτικές και ωφέλιμες» γραμ-ματικές γνώσεις, στοιχεία γεωγραφίας, «εξέχουσες σελίδες» της ελληνικής ιστο-ρίας, θρησκευτικά, ιερές προσευχές, η αγάπη προς τον πλησίον, προς την πα-τρίδα και προς την εργασία, ο σεβασμός προς την περιουσία των άλλων, η οικοκυροσύνη, η υγιεινή. Επίσης, γίνονταν και ομιλίες για την ηθική διαπαι-δαγώγηση των εργατριών. Το σχολείο χρησιμοποιούσε ως έμμισθο προσωπικό δασκάλους και δασκάλες. Επίσης διατηρούσε έμμισθη επιστάτρια. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί ότι η εκπαίδευση των εργατριών είχε αρχίσει να συστηματο-ποιείται. Η πραγματογνωσία και τα υπόλοιπα «εγκυκλοπαιδικά» μαθήματα δι-δάσκονταν αμισθί από τα μέλη του Συνδέσμου. Ο Αρχιμανδρίτης του Πειραιά πρόθυμα προσφέρθηκε για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Αυτό υποδηλώνει ότι η εκκλησία στον Πειραιά όχι μόνο δεν εναντιώθηκε στην ιδέα της μόρφωσης των εργατριών και στη λειτουργία του Κυριακού Σχολείου, αλλά συμμετείχε ενεργά σ' αυτό το φιλανθρωπικό σχήμα. Ας μη λησμονούμε ότι τις Κυριακές μετά τη λειτουργία στις ενορίες των εκκλησιών λειτουργού-σαν τα «κατηχητικά σχολεία» για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας σύμφωνα με τα εθνικοθρησκευτικά ιδεώδη. Η παράλληλη λειτουργία δύο εντελώς δια-φορετικών φιλανθρωπικών σχημάτων, της εκκλησίας από τη μια και του Κυ-ριακού Σχολείου από την άλλη, θα μπορούσε να γεννήσει ανταγωνισμό, αντι-παλότητα ακόμη και αφορισμούς. Όμως, ο τρόπος που αντιμετώπισε η ορθό-δοξη εκκλησία αυτή την φιλανθρωπική δραστηριότητα και οι τυχόν σχέσεις της με αυτά τα σωματεία, ξεπερνούν τα όρια αυτής της μελέτης. Επίσης, για την ηθική διαπαιδαγώγηση των εργατριών γίνονταν κατά τη διάρκεια του σχολι-κού έτους διάφορες ομιλίες.106

Το 1915 το Κυριακό Σχολείο χωρίζεται σε πέντε τάξεις. Ας δούμε τα μαθήματα που διδάσκονταν σε κάθε τάξη ξεχωριστά.

Τάξη Α' : ανάγνωση (τα γράμματα και οι δίφθογγοι της ελληνικής γλώσ-σας), αριθμητική (πρόσθεση ακεραίων έως το 100).

105. Λογοδοσία του Συνδέσμου... 29-6-1930, ό.π. 106. Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγαλειότητος... 1907-1910, ό.π.

Page 251: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Τάξη Β ' : ανάγνωση, γραφή και γραμματική (α' και β' κλίση), αριθμητική (πρόσθεση και αφαίρεση), «ολίγη» ιστορία και θρησκευτικά.

Τάξη Γ ' : ανάγνωση, γραφή, γραμματική (α', β', γ ' κλίση), αριθμητική (πρόσθεση, αφαίρεση και πολλαπλασιασμός).

Τάξεις Δ ' και Ε ' : αριθμητική, θρησκευτικά, ελληνική ιστορία, γεωγραφία, γαλλικά.107 Το μάθημα των γαλλικών γινόταν από τις κυρίες-μέλη του διοι-κητικού συμβουλίου του Συνδέσμου.

Επίσης, από κοινού όλες οι μαθήτριες διδάσκονταν υγιεινή, θρησκευτικά, γυμναστική και άσματα.

Από το 1920 στο Κυριακό Σχολείο εισάγονται τα μαθήματα κοπτικής-ραπτικής. Τα μαθήματα αυτά έχουν σκοπό την παροχή στοιχειωδών γνώσεων, ώστε οι μαθήτριες να είναι σε θέση να μεταχειρίζονται τη βελόνα, δηλαδή να ράβουν, να επιδιορθώνουν και να μεταποιούν τα ρούχα των ιδίων και της οικο-γένειάς τους. Τα μαθήματα αυτά είναι απολύτως ταυτισμένα με τους «εκπο-λιτιστικούς» στόχους του Κυριακού Σχολείου, σύμφωνα με τους οποίους οι ερ-γάτριες δεν αρκεί μόνο να γράφουν και να διαβάζουν, αλλά πρέπει να εκπαι-δευθούν ώστε να γίνουν καλές οικοδέσποινες και μητέρες. Αξίζει να αναφερθεί ότι το Κυριακό Σχολείο παρέχει στις μαθήτριες δωρεάν γραφική ύλη και βιβλία.

Επίσης από το 1920 εισάγονται και μαθήματα γραφομηχανής για τις μα-θήτριες οι οποίες προορίζονται για υπάλληλοι γραφείων.

Το 1917 ιδρύεται από τον Σύνδεσμο, με την οικονομική συνδρομή επω-νύμων και ανωνύμων Πειραιωτών, υφαντουργείο με σκοπό την αντιμετώπιση της ανεργίας η οποία είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης και μάστιζε την εργατική τάξη. Στο υφαντουργείο βρίσκουν εργασία 50 άπο-ρες μαθήτριες εργάτριες. Στο υφαντουργείο κατασκευάζονται λεπτά βαμβακερά υφάσματα, τα οποία πωλούνται σε ιδιώτες. Το υφαντουργείο κλείνει το 1921 εξαιτίας των διχογνωμιών του διοικητικού συμβουλίου.

Το Κυριακό Σχολείο οργάνωνε και διαλέξεις για την επιμόρφωση των ερ-γατριών. Η Αννα Κατσίγρα-Μελά έδινε συχνά διαλέξεις κυρίως για τα προ-φυλακτικά μέτρα που έπρεπε να παίρνουν οι εργάτριες για την αντιμετώπιση της φυματίωσης. Επίσης η Καλαποθάκη ενημέρωνε τις μαθήτριες για τα μέ-τρα υγιεινής του σώματος και της κατοικίας.

Ο Πίνακας 28, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του μαθητολογίου, παρου-σιάζει τη διάρθρωση των ηλικιών των μαθητών και μαθητριών του Κυριακού Σχολείου.

107. Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι γυναίκες που εργάζονταν ως μοδίστρες ή ως ράπτριες έπρεπε να ξέρουν τις στοιχειώδεις γαλλικές λέξεις για την ανάγνωση των ελληνικών και ξένων φιγουρινιών και για τη δημιουργία πελατείας, αφού στην ελληνική κοινωνία τελικά επικράτησε η γαλλική γλώσσα στην ορολογία της ραπτικής.

Page 252: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 28

Διάρθρωση ηλικιών μαθητών και μαθητριών του Κυριακού Σχολείου του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 1906-1922

Ηλικία Κορίτσια Αγόρια Σύνολο

6 19 3 22 7 36 6 42 8 89 3 92 9 104 10 114

10 215 2 217 11 238 8 246 12 400 8 408 13 369 4 373 14 321 3 324 15 198 1 199 16 98 — 98 17 41 — 41 18 13 — 13 19 8 — 8 20 4 — 4 22 1 — 1 23 1 — 1 25 2 — 2 30 2 — 2

Χωρίς ένδειξη 6 — 6 Σ ύ ν ο λ ο 2.165 48 2.213

Πηγή: ΕΛΙΑ, Σειρά: Σύνδεσμος Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος.

Αν και ο αριθμός των αγοριών είναι πολύ περιορισμένος, κρίνω ότι θα πρέπει να διερευνήσουμε το ζήτημα της ηλικίας φοίτησης χωριστά για τις γυ-ναίκες. Όπως ήδη τονίστηκε, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά προέρ-χονται από τις προφορικές διαβεβαιώσεις των μαθητριών και ενδεχομένως έχουν λογοκριθεί ή έχουν γίνει λάθη και από την υπεύθυνη κυρία η οποία τα κατέ-γραφε, θα αποτολμήσω μερικές διαπιστώσεις.

Για να εξετάσω διεξοδικότερα τις μαθήτριες κατά ηλικία τις χώρισα σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις ηλικίες 6 έως 9 ετών, η δεύ-τερη 10 έως 14 και η τρίτη 15 έως 30 ετών.

Η κατώτερη ηλικία των μαθητριών είναι έξι ετών. Ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το προφίλ τους ανατρέχοντας στις στήλες του μαθητολογίου.

Έτσι, από τις δεκαεννέα μαθήτριες που δηλώνουν ότι είναι έξι ετών, οι δώ-δεκα δηλώνουν ως επάγγελμα «άεργος» ή «οικιακά», τρεις δηλώνουν «εργά-τρια» και μία δηλώνει «μαθήτρια». Οι επτά από αυτές έχουν αδελφές και προ-

Page 253: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

προφανώς έρχονται στο σχολείο μαζί με τις αδελφές τους. Μία μόνο από αυτές τις κοπέλες είναι ορφανή, ενώ οι πατέρες όλων των υπολοίπων φαίνεται ότι εργάζονται ως εργάτες ή ως μικροεπαγγελματίες.108 Ας απαριθμήσουμε τους λόγους για τους οποίους τα κορίτσια αυτά παρακολουθούν τα Κυριακά μαθή-ματα: μερικά από αυτά προορίζονται για εργάτριες, άλλα πρέπει να συνοδεύον-ται και να επιτηρούνται ως μικρότερα από τις μεγαλύτερες αδελφές τους, ενώ άλλα τα στέλνουν οι γονείς τους για να λάβουν από νωρίς «την πρέπουσα αγωγή».

Αλλά και για τις ηλικίες από επτά έως εννέα τα ποσοστά φοίτησης είναι χαμηλά. Αποτελούν το 1 ,6%, 4,1 % και το 4 , 8 % επί του συνόλου. Έ τ σ ι , σύμ-φωνα με αυτό το δείγμα των 2.165 μαθητριών-εργατριών, προκύπτει ότι στην «εργατούπολη» της Ελλάδας, τον Πειραιά, οι περισσότερες γυναίκες αρχίζουν να εργάζονται έξω από το σπίτι αφού συμπληρώσουν τα εννιά τους χρόνια.

Τα ποσοστά φοίτησης των ηλικιών από δέκα έως δεκατεσσάρων ετών αυ-ξάνονται σημαντικά σε σχέση με την προηγούμενη ομάδα. Συγκεκριμένα, στην ηλικία των δέκα ετών το ποσοστό είναι 9,95 % ή περίπου διπλασιάζεται, έντεκα ετών είναι το 1 1 % , δώδεκα το 18 ,5%, δεκατριών το 1 7 % και στην ηλικία των δεκατεσσάρων πέφτει στο 14 ,85%.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητριών δηλώνει ότι έχει ηλικία δώδεκα ετών. Εδώ οφείλω να επισημάνω στον αναγνώστη μια εκδοχή. Σύμφωνα με το νόμο 4029 της 24 Ιανουαρίου 1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων» και του από 14 Αυγούστου βασιλικού διατάγματος, απαγορεύεται η χρησιμο-ποίηση παιδιών που έχουν υπερβεί την ηλικία των δώδεκα ετών, δεν έχουν συμπληρώσει τα δεκατέσσερα και δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές της στοι-χειώδους εκπαίδευσης. Τα παιδιά που είναι κάτω από δεκατεσσάρων ετών πρέ-πει να είναι εφοδιασμένα με πιστοποιητικό το οποίο αποδεικνύει ότι έχουν συμ-πληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Επειδή, λοιπόν, οι κοπέλες του Κυρια-κού Σχολείου δηλώνουν για τη συμπλήρωση του μαθητολογίου ταυτόχρονα με την ηλικία τους και το επάγγελμά τους, υπάρχει ένα μικρό ενδεχόμενο να δη-λώνουν μεγαλύτερη ηλικία από την πραγματική τους. Ό μ ω ς , είναι λογικό οι κοπέλες αυτής της ηλικίας να επιθυμούν να λάβουν τη στοιχειώδη μόρφωση που τους προσφέρεται δωρεάν στο Κυριακό Σχολείο (ανάγνωση και γραφή) προκειμένου να μπορούν να αποκτήσουν την τεχνογνωσία της επιβίωσης στην πόλη. Γ ι ' αυτές που επιθυμούν να ενταχθούν στα επαγγέλματα «της βελόνας» οι στοιχειώδεις γνώσεις του Κυριακού τόσο από τα μαθήματα, όσο και από τις διαλέξεις, είναι απαραίτητες για τη δουλειά τους. Και τούτο διότι παράλ-ληλα με την εργασία τούς προσφέρεται η ευκαιρία να αποκτήσουν μόρφωση.

108. Τα επαγγέλματα των πατεράδων τους είναι: 4 εργάτες, 1 λατόμος, 1 διασαφι-στής, 3 ναύτες, 1 λεμβούχος, 1 υποκελευστής, 1 κλητήρας, 1 υποδηματοποιός, 1 υποκε-λευστής και 1 κτίστης.

Page 254: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Στην τρίτη ηλικιακή ομάδα εντάσσονται οι μαθήτριες από δεκαπέντε έως τριάντα ετών. Το ποσοστό των εργατριών που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών εί-ναι 9 , 15%, δεκαέξι ετών 4 ,5%, δεκαεπτά ετών 2 % , ενώ για τις υπόλοιπες ηλικίες τα ποσοστά μειώνονται στο ελάχιστο. Η μείωση των ποσοστών δεν εκφράζει καμία πρωτοτυπία. Μια κοπέλα που μπαίνει στην ηλικία του γάμου δεν μπορεί να κάθεται στα θρανία ταυτόχρονα. Η ιδιότητα της μαθήτριας δεν είναι συμβατή με την κοπέλα που βρίσκεται στο στάδιο της αναζήτησης συ-ζύγου. Επίσης σ' αυτή την ηλικία οι κοπέλες έχουν ήδη επιλέξει κάποιο τύπο επαγγέλματος. Έ τ σ ι , οι γνώσεις που προσφέρει το Κυριακό Σχολείο δεν κρί-νονται απαραίτητες γι ' αυτές.

Ο ακόλουθος πίνακας, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από το μαθητολό-γιο, μας επιτρέπει να δούμε το επίπεδο της μόρφωσης των εργατριών σε σχέση με την ηλικία τους.

ΠΙΝΑΚΑΣ 29

Μαθητευόμενες κατά ηλικία και κατά τάξη του Κυριακού Σχολείου του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 1906-1922

Τάξεις Ηλικία Α' Β' Γ Δ' Ε' Χωρίς Σύνολο

ένδειξη

6 7 8 9

10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 22 23 25 30

Χωρίς ένδειξη Σ ύ ν ο λ ο Π ο σ ο σ τ ά

19 29 63 51

150 123 165 150 173 100

40 15

5 7 3 1

2 1

1.097

6 20 32 10 54

101 71 61 43 15

9 3 1 1

427

1 6

13 33 34 76 68 41 24 22 11

4

6 16 16 39 47 24 25 15

4 1

1 —

9 24 15

6 4 2

334 194 70

2 4 3

10 9 7

43

19 36 89

104 215 238 400 369 321 198

98 41 13

8 4 1 1 2 2 6

2.165 50,67% 19,72% 15,43% 8,96% 3,23% 1,99% 100%

Πηγή: ΕΛΙΑ, ό.π.

Page 255: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Λαμβάνοντας υπόψη την ύλη που διδάσκονται σε κάθε τάξη στο Κυριακό Σχολείο προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

α. Οι μισές περίπου (50,67 %) μαθήτριες του Κυριακού Σχολείου είναι εντελώς αναλφάβητες και δεν γνωρίζουν τις στοιχειώδεις πράξεις της αριθμη-τικής. Μόνο αυτές που φοιτούν στην Δ ' και στην Ε ' τάξη (12 ,19%) γνωρίζουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.

β. Στ ις ηλικίες από δώδεκα έως και δεκατριών ετών μειώνεται το ποσο-στό αναλφαβητισμού σε σχέση με το συνολικό. Πράγματι, μπορούμε να υπο-θέσουμε ότι αυτές οι κοπέλες έχουν παρακολουθήσει προηγουμένως τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Επίσης, το ποσοστό των αναλφάβητων μαθη-τριών μειώνεται σε σχέση με το συνολικό από την ηλικία των δεκαεπτά ετών και άνω.

Σ τ η συνέχεια, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία θα παρουσιάσω τα επαγ-γέλματα που ασκούν οι μαθήτριες του Κυριακού Σχολείου. Στον Πίνακα 30 που ακολουθεί, καταγράφεται όλο το φάσμα των επαγγελμάτων. Για να απο-φύγω τυχόν προβλήματα που δημιουργεί η σημασία τους στην επεξεργασία των στοιχείων και για να υπάρχει σαφήνεια ως προς το περιεχόμενο του κάθε επαγγέλματος, έκανα πιστή αντιγραφή από τον πίνακα του μαθητολογίου. Γ ι ' αυτό και έκανα ελάχιστες ομαδοποιήσεις. Ο πίνακας αυτός αποτελεί τη φωτο-γραφική αποτύπωση των επαγγελμάτων που δηλώνουν προφορικά οι μαθήτριες τη στιγμή της εγγραφής τους. Ασφαλώς μας διαφεύγουν τυχόν επαγγελματι-κές μετακινήσεις των μαθητριών κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι, επειδή στην πλειοψηφία τους οι μαθήτριες είναι νεαράς ηλικίας, ο πίνακας καταγράφει την απασχόληση των εργατριών στην αφετηρία της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 30

Τα επαγγέλματα των μαθητριών του Κυριακού Σχολείου του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος,

1906-1920

Επάγγελμα Αριθμός % επί του συνόλου

Άεργος 267 12,33% Οικιακά 128 5,92% Μαθήτρια (σχολείου ή επαγγελματικής σχολής) 25 1,15% Υπηρέτρια 48 2,22% Χωρίς ένδειξη (Χ. Ε.) 28 1,29% Χ. Ε. (αναφέρεται το όνομα του εργοδότη, χω-ρίς να αναγράφεται το επάγγελμα της μαθήτριας) 63 2,90% Ορφανή (στη θέση του επαγγέλματος κατα-γράφεται η λέξη «ορφανή» χωρίς άλλη ένδειξη) 9 0,41% Εργάτις (χωρίς περαιτέρω ένδειξη) 70 3,23%

Page 256: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επάγγελμα Αριθμός % επί του συνόλου

Εργάτις ανδρικών ενδυμάτων (άλλοτε αναφέ-ρεται το όνομα του εργοδότη και άλλοτε όχι) 157 7,25% Εργάτις εμπορορραφέα (άλλοτε αναφέρεται

0,41% το όνομα του εργοδότη και άλλοτε όχι) 9 0,41% Εργάτις Επαγγελματικής Σχολής 13 0,60% Εργάτις εργοστασίου (χωρίς περαιτέρω ένδειξη) 7 0,32% Εργάτις ραφείου (χωρίς περαιτέρω ένδειξη) 16 0,74% Εργάτις φορεμάτων 2 0,09% Εργάτις στρατιωτικών ενδυμάτων 16 0,74% Εργάτις σχοινοποιείου 83 3,83% Εργάτις υφαντουργείου 279 12,89% Εργάτις ανθοπωλείου 7 0,32% Εργάτις αρτοποιείου 3 0,14% Εργάτις αρωματοποιείου-κουρείου 8 0,37% Εργάτις ασπρορούχων 9 0,42% Εργάτις βαφείου 2 0,09% Εργάτις βιβλιοδετείου 5 0,23% Εργάτις βυρσοδεψείου 3 0,14% Εργάτις ζαχαροπλαστείου-λουκουμοποιείου 10 0,46% Εργάτις καθεκλοποιείου 12 0,55% Εργάτις καλτσοποιείου 7 0,32% Εργάτις καπέλων 21 0,97% Εργάτις καπνοκοπτηρίου-καπνοπωλείου σιγαρέτων 8 0,37% Εργάτις κεραμοποιίας 16 0,74% Εργάτις κηροπλαστείου 34 1,57% Εργάτις κυτιοποιείου 68 3,14% Εργάτις μακαρονοποιείου 4 0,18% Εργάτις μεταξουργείου 3 0,14% Εργάτις ποτοποιείου 7 0,32% Εργάτις σακουλοποιείου 32 1,48% Εργάτις σάπωνος 2 0,09% Εργάτις υποδηματοποιείου 20 0,92% Εργάτις φακέλων 78 3,60% Εργάτις φανελών 10 0,46% Εργάτις κομβίων, κοπιτσών, κουμποτρυπών 4 0,18% Εργάτις χαρτοποιείου 3 0,14% Κορδελιάστρα 44 2,03% Σιδερώτρια 1 0,04% Πλύντρια 1 0,04% Ράπτρια 257 11,95% Μοδίστρα 248 11,45% Πωλήτρια (εμπορικών καταστημάτων) 2 0,09% Υπάλληλος εμπορικών καταστημάτων (δακτυ-λογράφοι, ταμείο) 16 0,74% Σ ύ ν ο λ ο 2.165 100,00%

Πηγή: ΕΛΙΑ, ό.π.

Page 257: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ας παρατηρήσουμε, λοιπόν, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τον Πίνακα 30 , αν το Κυριακό Σχολείο εκπληρώνει τον στόχο που διακηρύτ-τε ι καθ' όλο το διάστημα της λειτουργίας του: « τ η μόρφωση και τ η διαπαιδα-γώγηση των εργατίδων». Αναλυτικότερα θα εστιάσουμε τον φακό μας στο ε ί -δος της απασχόλησης των μαθητριών του Κυριακού.

Θα διερευνήσουμε στη συνέχεια αν όντως οι μαθήτριες εργάζονται γ ια την επ ιβ ίωση τους ή όχι. Οι μαθήτριες που δηλώνουν «άεργος», «ο ικ ιακά» και « μ α -θήτρια σχολείου ή επαγγελματικής σχολής», αποτελούν το 19 ,40 % του συνό-λου και συνθέτουν την κατηγορία των αέργων ή ανέργων μαθητριών του Κυ-ριακού. Λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό των μαθητριών για την επαγγελμα-τ ική ασχολία του οποίου δεν έχουμε καμία ένδειξη, προκύπτει ότι το 78 ,90 % των μαθητριών στο Κυριακό Σχολείο εργάζεται.

Αν επιχειρήσουμε να χωρίσουμε τα επαγγέλματα που καταγράφονται στον παραπάνω πίνακα προκύπτουν οι εξής κατηγορίες:

α. Εργαζόμενες στη βιομηχανία και τα βιοτεχνικά εργαστήρια: 9 6 , 8 7 % . β. Οικιακές υπηρεσίες (υπηρέτριες, πλύντριες, σιδερώτριες): 2 , 3 0 % . γ . Υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων (ταμίες, πωλήτριες, δακτυλογρά-

φοι): 0 , 8 3 % . Ά ρ α , η πλειοψηφία των εργαζομένων μαθητριών απασχολείται στα εργο-

στάσια του Πειραιά και στα βιοτεχνικά εργαστήρια. Είναι φανερό ότι ο Σύν-δεσμος των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος μέσω του Κυριακού Σ χ ο -λείου πέτυχε να συγκεντρώσει στους κόλπους του και να θέσει υπό την προ-στασία του εργάτριες του Πειραιά.

Ό π ω ς φαίνεται με την πρώτη ματιά, από τον τρόπο που διατυπώνονται τα επαγγέλματα ανακύπτει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Υπάρχε ι ένας κα-ταμερισμός στα επαγγέλματα και μία ιεραρχία. Μια ιεραρχία η οποία ξεφεύ-γε ι και δεν σχολιάζεται από τ ις επίσημες στατιστικές, προφανώς επειδή σημα-τοδοτεί και υποδηλώνει κυρίως την κοινωνική κατάσταση της μαθήτριας και όχι αυτή καθαυτή τ η θέση της στην παραγωγή και στη μισθολογική ιεραρχία.

Πράγματ ι υπάρχουν τρεις διαβαθμίσεις: α. Οι μοδίστρες, β. Οι ράπτριες. γ . Ο ι εργάτριες. Μοδίστρες δηλώνουν όσες έχουν δικά τους εργαστήρια μοδιστρικής ή όσες

μαθητεύουν σε εργαστήρια με σκοπό να γίνουν μοδίστρες. Οι κοπέλες αυτές βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Το επάγγελμα υποδηλώνει οικονομική άνεση, δεδομένου ότι τόσο κατά το στάδιο της μαθητείας όσο και κατά την άσκηση του επαγγέλματος οι κοπέλες δεν αμείβονται, επομένως πρέ-πε ι να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα για να ανοίξουν και να διατηρήσουν το δικό τους εργαστήριο.

Page 258: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ας αποκωδικοποιήσουμε το επάγγελμα της ράπτριας. Υποδηλώνει μια επαγγελματική ειδικότητα. Είναι οι κοπέλες που αναλαμβάνουν με το σύστημα του φασόν να ράψουν ρούχα τα οποία έχουν ήδη κοπεί. Επίσης, μπορεί να είναι εργάτριες σε βιομηχανία ενδυμάτων ή σε βιοτεχνικό εργαστήριο, οι οποίες ερ-γάζονται στο αντίστοιχο τμήμα ραφής. Οι ράπτριες έχουν μια επαγγελματική κατάρτιση. Γνωρίζουν ραπτική. Με βάση τα στοιχεία από το μαθητολόγιο, απασχολούνται σε εργοστάσια, σε εμποροραφεία και σε βιοτεχνίες κατασκευής ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων.

Οι κοπέλες που δηλώνουν ότι είναι εργάτριες προφανώς βρίσκονται σε εξαρτημένη σχέση εργασίας. Ενώ οι δύο προηγούμενες κατηγορίες επαγγελ-μάτων, οι μοδίστρες και οι ράπτριες, προϋποθέτουν έστω και μια στοιχειώδη τεχνική εκπαίδευση, το επάγγελμα της εργάτριας φανερώνει ανειδίκευτη εργα-σία. Οι εργάτριες αποτελούν την πλειοψηφία των μαθητριών του Κυριακού Σχολείου.

Οι κοπέλες που καταγράφονται ως εργάτριες υφαντουργείων συγκεντρώ-νουν τα μεγαλύτερα ποσοστά επί του συνόλου. Αυτές εργάζονται στα μεγαλύ-τερα εργοστάσια του Πειραιά, όπως είναι το εργοστάσιο του Ρετσίνα, το υφαν-τήριο του Σφαέλλου, το εργοστάσιο του Δασκαλάκη, το κλωστήριο του Λυ-γινού κ.ά.

Σ ' αυτό το σημείο τίθεται ένα ερώτημα: τι αντιπροσώπευε για τους εργο-στασιάρχες το Κυριακό Σχολείο και πώς αυτοί αντιμετώπιζαν την ύπαρξη και τη λειτουργία του;

Από τα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε από τις λογοδοσίες του Συνδέσμου προς Προστασίαν της Εργάτιδος προκύπτει ότι υπήρχε ένας τρόπος επίσημης επικοινωνίας ανάμεσα στις φιλάνθρωπες κυρίες, οι οποίες ας μη λησμονούμε ότι στην πλειοψηφία τους ήταν κόρες και σύζυγοι των εργοστασιαρχών, και στους ίδιους τους εργοστασιάρχες-εργοδότες των μαθητριών. Κάθε μαθήτρια ήταν εφοδιασμένη από το Κυριακό Σχολείο με «βιβλιάριο». Στο βιβλιάριο αυτό σημείωναν οι φιλάνθρωπες κυρίες τα χρόνια φοίτησης στο Κυριακό Σχολείο και παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά της μαθήτριας. Από τη μεριά τους οι εργο-δότες έπρεπε και αυτοί στο ίδιο βιβλιάριο να σημειώνουν τις παρατηρήσεις τους για τη συμπεριφορά της στο χώρο εργασίας της. Αυτές που είχαν πολυετή φοίτηση και διακρίνονταν τόσο στο Κυριακό Σχολείο, όσο και στην εργασία τους για τη «χρηστοήθεια» και τη «σώφρονα συμπεριφορά» τους, προικίζον-ταν όταν έφταναν στην ώρα του γάμου.109

Αν και η λειτουργία του Κυριακού Σχολείου ξεπερνά τα χρονικά όρια αυτής της εργασίας, κρίνω ότι έχει ενδιαφέρον πριν περάσω στο επόμενο φιλανθρω-πικό σχήμα να αναφερθώ εν συντομία στην εξέλιξή του.

109. Λογοδοσίες του Συνδέσμου... 20-5-1915 και 29-6-1930, ό.π.

Page 259: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Το 1932 λόγω της αυξημένης ανεργίας στον βιομηχανικό και βιοτεχνικό τομέα, το διοικητικό συμβούλιο καθιερώνει για τις κοπέλες του Κυριακού Σχο-λείου μαθήματα κομμωτικής και μανικιούρ. Οι κοπέλες μόλις ολοκληρώσουν τον κύκλο των μαθημάτων τοποθετούνται σε κουρεία-κομμωτήρια ή πηγαίνουν στα σπίτια.

Το 1935 ο Σύνδεσμος ιδρύει την Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή « Η Μέλισσα», η οποία αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Σ τ η Σχολή, που λειτουργεί για τέσσερις ώρες κάθε Κυριακή, εγγράφονται κυ-ρίως οι απόφοιτοι του Κυριακού Σχολείου. Τα διδασκόμενα μαθήματα είναι: κοπτική-ραπτική, δαντέλες και πιλοποιία. Σ ε αντίθεση με το Κυριακό Σχολείο της Καλλιρρόης Παρρέν το οποίο αφομοιώνεται από την Οικοκυρική και Επαγ-γελματική Σχολή της Ενώσεως των Ελληνίδων, εδώ παρατηρούμε ότι συνεχί-ζεται η λειτουργία του παράλληλα με τη Σχολή «Μέλισσα». Το γεγονός ότι η Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή «Μέλισσα» λειτουργεί μόνο τις Κυ-ριακές, δίνει την ευκαιρία στις γυναίκες του Πειραιά, οι οποίες στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι φτωχές εργάτριες, να εργάζονται όλη την υπόλοιπη εβδομάδα.

Το Κυριακό Σχολείο του Πειραιά διαπλάθει σύμφωνα με τα αστικά πρό-τυπα το χαρακτήρα της εργάτριας και συμβάλλει στη χειραγώγηση της συμ-περιφοράς της. Έτσι οι εργοδότες έχουν μεγάλες πιθανότητες να εξασφαλίζουν ένα πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό.

Αλλά και για τις εργάτριες που αποβλέπουν στην επαγγελματική τους αποκατάσταση, το Κυριακό Σχολείο λειτουργεί ως αγορά εργασίας. Με τα εφό-δια που τους παρέχονται, αλλά και με τις γνωριμίες και τις διαμεσολαβήσεις των φιλανθρώπων κυριών, εξασφαλίζουν ευκολότερα πρόσβαση σε θέσεις ερ-γασίας.

8. Α Π Ο Τ Η Φ Ι Λ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Α Σ Τ Η Ν Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η Π Ρ Ο Ν Ο Ι Α : Τ Ο Κ Υ Ρ Ι Α Κ Ο Ν Σ Χ Ο Λ Ε Ι Ο Ν Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Ω Ν Τ Ο Υ Ε Ρ Γ Α Τ Ι Κ Ο Υ Κ Ε Ν Τ Ρ Ο Υ Α Θ Η Ν Ω Ν

Τον Οκτώβριο του 1911, ένα χρόνο μόλις μετά την ίδρυσή του, το Εργατικό Κέντρο Αθηνών προχωρεί στη δημιουργία του Κυριακού Σχολείου Εργατριών με σκοπό να παρέχει στις εργάτριες δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση —την οποία στερούνταν εξαιτίας της εργασίας τους και της μη αυστηρής εφαρμογής του νόμου περί στοιχειώδους εκπαίδευσης— επαγγελματική μόρφωση και μερικές απαραίτητες σε κάθε γυναίκα, ιδίως όμως στις εργάτριες, γνώσεις για να κα-λυτερεύσουν τις συνθήκες ζωής τους.110

110. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, Σειρά: Το Κυριακόν Σχολείον του Εργατικού

Page 260: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Το Κυριακό Σχολείο Εργατριών συνδέεται οργανικά και οικονομικά με το Εργατικό Κέντρο Αθηνών και αποτελεί μέρος του προγράμματος του για τη μόρφωση της εργατικής τάξης. Υπενθυμίζω ότι τα Εργατικά Κέντρα στην Ελ-λάδα είναι δευτεροβάθμια εργατικά σωματεία που λειτουργούν ως κεντρικοί συ-νασπισμοί των οργανωμένων ελλήνων εργατών και ως εντολοδόχοι τους. Ο στό-χος των Εργατικών Κέντρων είναι να παρέχουν στον μισθωτό με κάθε πνευ-ματικό, ηθικό και οργανωτικό μέσο πλήρη συνείδηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του, καθώς και τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη δημιουρ-γία ενός δικαιότερου και λογικότερου κοινωνικού καθεστώτος.111

Την οργάνωση, το πρόγραμμα των μαθημάτων και την ευθύνη της λει-τουργίας του Κυριακού Σχολείου το Εργατικό Κέντρο τα αναθέτει σε εφορία-επιτροπή κυριών με διευθύνουσα έφορο την Αύρα Θεοδωροπούλου.

Ας εστιάσουμε το φακό μας στην επιτροπή αυτή των κυριών. Η Αύρα Θεοδωροπούλου, ηγετική φυσιογνωμία του φεμινιστικού κινήμα-

τος το οποίο αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο, είναι η σύζυγος του ιδρυτή του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας, βουλευτή Σπύρου Θεοδωρό-πουλου, ο οποίος στο Μεσοπόλεμο διαμόρφωσε την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα. Η Αύρα Θεοδωροπούλου (1880-1963) υπήρξε μια πολυσχιδής προσω-πικότητα. Καθηγήτρια πιάνου και ιστορίας της μουσικής, πήρε μέρος σε πολ-λές συναυλίες και έγραφε μελέτες και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Από πολύ νωρίς είχε κοινωνική δράση. Υπήρξε εθελόντρια νοσοκόμα σε όλους τους πολέμους, από το 1897 έως το 1941. Το 1920 ίδρυσε το Σύνδεσμο για τα Δ ι -καιώματα της Γυναίκας και το 1923 τη «Μικρή Αντάντ των Γυναικών».1 1 2

Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας μέχρι το 1936, οπότε σταμά-τησε να λειτουργεί λόγω της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αντιπροσώπευε τον «αστικό φεμινισμό» σε αντιδιαστολή με τις φεμινιστικές ιδέες που υπο-στήριξαν τα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος αγωνίστηκε για το δικαίωμα της γυναικείας ψήφου, για την ισότητα ανδρών και γυναικών στην εργασία, για την κατάργηση της προστατευτικής νομοθεσίας υπέρ των γυναι-κών, καθώς και για τη βελτίωση της νομικής θέσης της γυναίκας.113

Κέντρου Αθηνών, Κυριακόν Σχολείον Εργατριών, Επαγγελματικόν - μορφωτικόν ίδρυμα, Κανονισμός, Αθήνα 1914.

111. Βλ. Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος..., ό.π., σ. 40-41. 112. Για τα βιογραφικά στοιχεία της Αύρας Θεοδωροπούλου βλ. Εγκυκλοπαίδεια της

Γυναίκας, τ. Δ', Αθήνα 1966, σ. 586. Επίσης, Κούλα Ξηραδάκη, Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Πρωτοπόρες Ελληνίδες 1830-1936, Αθήνα 1988, σ. 124.

113. Βλ. Έφη Αβδελά, «Το αντιφατικό περιεχόμενο της κοινωνικής προστασίας: η νομοθεσία για την εργασία των γυναικών στη βιομηχανία (19ος-20ός αι.)», Τα Ιστορικά, τ. 11, Δεκέμβριος 1989, σ. 339-360" Έφη Αβδελά - Αγγέλικα Ψαρρά, Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μία ανθολογία, Αθήνα 1985, σ. 17-54.

Page 261: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής ήταν: η Αικατερίνη Μαρούλη, η Ελένη Ρουσοπούλου, η Αννα Μελά-Κατσίγρα και η Βέρθα Σ . Λέκα. Όπως διαπι-στώσαμε παραπάνω, η Αννα Μελά-Κατσίγρα ως γιατρός συμμετείχε στα φι-λανθρωπικά σωματεία παρέχοντας συμβουλές για την υγιεινή των γυναικών.114

Η Ελένη Ο. Ρουσοπούλου, φεμινίστρια με μουσική και εγκυκλοπαιδική παι-δεία, ήταν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, σωματείο που ιδρύ-θηκε το 1919 με τη μορφή ομοσπονδίας, στο οποίο συμμετείχαν διάφορες φε-μινιστικές οργανώσεις. Η Βέρθα Λέκα, ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτρο-πής του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, αγωνίσθηκε και αυτή υπέρ των δικαιωμάτων της γυναίκας. Όλες αυτές οι γυναίκες που συμμετείχαν στο Κυ-ριακό Σχολείο ήταν ταυτόχρονα μέλη του Λυκείου των Ελληνίδων.115 Το σω-ματείο αυτό ιδρύθηκε το 1911 1 1 6 από την Καλλιρρόη Παρρέν και άλλα μέλη της Ενώσεως των Ελληνίδων με σκοπό τον «μεταξύ των γυναικών των γραμ-μάτων, των επιστημών, των τεχνών σύνδεσμο, προς εξυπηρέτησιν της προό-δου του φύλου των, προς υπεράσπισιν και προστασίαν αυτών και προς ανα-γέννησιν και διατήρησιν των Εθίμων και Παραδόσεων».117 Στην κυριολεξία πρόκειται για γυναικεία λέσχη, με διάφορες κοινωνικές και καλλιτεχνικές δρα-στηριότητες για την ανάδειξη και διατήρηση των εθνικών εθίμων και παραδό-σεων. Βρίσκεται στον αντίποδα των υπόλοιπων φεμινιστικών οργανώσεων που είχαν ριζοσπαστικό χαρακτήρα.

Μετά τη διερεύνηση της ταυτότητας των μελών της εφορευτικής επιτρο-πής, ας ανιχνεύσουμε το ιδεολογικό πλαίσιο της λειτουργίας του Κυριακού Σχο-λείου του Ε Κ Α και τις διαφορές του από τα προηγούμενα από την άποψη τόσο των νοημάτων, όσο και του λεξιλογίου που χρησιμοποιείται στον λόγο περί αυ-τού. Θα χρησιμοποιήσουμε ως εργαλεία δύο γραπτά τεκμήρια της Αύρας Θεο-δωροπούλου, το ένα είναι το άρθρο της στην εφημερίδα Ακρόπολις, με το οποίο ανακοινώνεται η έναρξη των μαθημάτων 1 1 8 το άλλο είναι ο εναρκτήριος λόγος προς τις εργάτριες.119

Στο άρθρο αποτυπώνεται ο φεμινιστικός λόγος και οι θέσεις της Θεοδω-

114. Η Άννα Μελά-Κατσίγρα διετέλεσε διευθύντρια του Δημοσίου Μαιευτηρίου. Έγραψε βιβλία περί υγιεινής, συμπεριφοράς και ιατρικής, όπως: «Έρως - γάμος», «Για τους αρραβωνιασμένους», «Για τους παντρεμένους», «Ιατρός της οικογένειας», «Ελληνικά προϊόντα και τρόπος διατροφής», «Φυσιοθεραπεία», «Για το αγόρι», «Για το κορίτσι». Επίσης έγραφε άρθρα και μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά.

115. Λογοδοσία Λυκείου των Ελληνίδων 1911, Αθήνα 1912, σ. 32-45. 116. Ελένη Μπόμπου-Πρωτοπαπά, Το Λύκειο των Ελληνίδων 1911-1991, Αθήνα

1993. 117. Λογοδοσία Λυκείου των Ελληνίδων 1911, Αθήνα 1912. 118. Αύρα Θέρου, «Το Κυριακό Σχολείο», Ακρόπολις, 13-10-1911. 119. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Ιδιόχειρο σημείωμα, φάκ. Κυριακό Σχολείο

ΕΚΑ.

Page 262: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Θεοδωροπούλου για τη μόρφωση των γυναικών. Η εργάτρια αντιμετωπίζεται ως υπεύ-θυνη και αυθύπαρκτη ύπαρξη. Το Εργατικό Κέντρο επιδιώκει με τη μόρφωση να καταστήσει την εργάτρια «πνευματικώτερη, άξια νοικοκυρά και γερή μη-τέρα». Με τη μόρφωση και τη «διανοητική ανύψωση» η εργάτρια εξασφαλίζει τα μέσα για να καλυτερεύσει τους όρους της εργασίας της, ενώ ταυτόχρονα γίνεται πιο αποδοτική, επειδή μπορεί να αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνω-σία. Με τη μόρφωση συντελείται και η ισότητα των φύλων.

Απαλλαγμένη από ηθικοπλαστικές εκφράσεις χειραγωγικού χαρακτήρα που χρησιμοποιούν, όπως παρατηρήσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, οι φορείς της φιλανθρωπίας, η Αύρα Θεοδωροπούλου στο άρθρο της διακηρύττει: «Είνε και-ρός πια η γυναίκα μας να μην είναι χανούμισσα, ν' αρχίση ν' ανακατεύεται μαζύ μας στη δουλειά, να τη συνηθίσουμε, να μη μας ξαφνιάζη, να γίνη συν-τρόφισσα και βοηθός μας και όχι σκλάβα μας. Να παύουμε να μαχαιρονόμαστε γιατί ο τάδε κύτταξε την αδερφή μας ή την ξαδέρφη μας. Και σα δούμε τη γυναίκα να τραβάη μπροστά και μεις θα φιλοτιμηθούμε να γίνουμε καλλίτεροι».

Στην εναρκτήρια ομιλία προς τις εργάτριες η Αύρα Θεοδωροπούλου αντι-καθιστά τη λέξη «μόρφωση» με τον όρο «πνευματική τροφή» για να γίνει πε-ρισσότερο κατανοητή. Με απλές εκφράσεις παραλληλίζει την αναγκαιότητα της τροφής για την ανάπτυξη του σώματος με την αναγκαιότητα της πνευματικής τροφής για την ανάπτυξη του νου και της ψυχής. Με την παροχή της «πνευ-ματικής τροφής» η εργάτρια θα μπορεί να αντιληφθεί τον κόσμο γύρω της" θα είναι σε θέση να υπερασπίζεται τον εαυτό της και να μην την ξεγελούν οι άλ-λοι. Επίσης θα αποκτήσει τρόπους συμπεριφοράς προκειμένου να ενσωματωθεί σ' ένα ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο από αυτόν της οικογένειας, του χωριού και της γειτονιάς της. Η «πνευματική τροφή» θα τις δώσει τα εφόδια για να μπο-ρεί να αντιμετωπίσει τις ασθένειες και να προφυλαχθεί από αυτές εφαρμόζον-τας τα κατάλληλα μέτρα υγιεινής. Στην ομιλία της η Αύρα Θεοδωροπούλου εισάγει μια καινοφανή έννοια και λέξη για τις εργάτριες, την «ευχαρίστηση». Την ευχαρίστηση που μπορούν να αντλήσουν οι εργάτριες από την ανάγνωση των βιβλίων. Η ευχαρίστηση της ανάγνωσης βιβλίων και μυθιστορημάτων, προ-νομιακό πεδίο ψυχαγωγίας των γυναικών που ανήκουν στην αστική τάξη, απο-τελεί ένα δικαίωμα, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της Αύρας Θεοδωροπούλου, που πρέπει να κατακτηθεί από τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων μέσω της εκπαίδευσης που τους παρέχεται από το Κυριακό Σχολείο.

Μετά την παράθεση των βασικών ιδεών που διαπνέουν τον λόγο της Θεο-δωροπούλου προς το ευρύ κοινό των εφημερίδων και προς τις εργάτριες-μα-θήτριες του Κυριακού Σχολείου, θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τις δια-φορές του Σχολείου από τα υπόλοιπα φιλανθρωπικά σχήματα.

Σύμφωνα με το άρθρο, η λειτουργία ενός Κυριακού Σχολείου με φορέα το Εργατικό Κέντρο, ανεξάρτητα από το ποιοι έλαβαν την πρωτοβουλία της

Page 263: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υλοποίησης του, για πρώτη φορά ξεφεύγει από τους κόλπους των φιλανθρω-πικών γυναικείων σωματείων. Η παροχή μόρφωσης, πνευματικής καλλιέργειας και εκπαίδευσης δεν στηρίζεται στην προσφορά και στην καλοπροαίρετη βού-ληση των φιλανθρώπων γυναικών. Το Εργατικό Κέντρο, ως κύριος φορέας έκ-φρασης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, διεκδικεί αυτά ακριβώς που προ-σέφεραν αυτοβούλως οι φιλάνθρωπες γυναίκες. Έτσι, σύμφωνα με τις διακη-ρύξεις των φορέων του, στο Κυριακό Σχολείο του Εργατικού Κέντρου η πα-ραδοσιακή δραστηριότητα της φιλανθρωπίας αντικαθίσταται από την κοινωνική πρόνοια. Ως υποκείμενα-φορείς της κοινωνικής πρόνοιας εμφανίζονται οι γυ-ναίκες που είναι μέλη των φεμινιστικών συλλόγων και ως αντικείμενα οι γυ-ναίκες της εργατικής τάξης. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι καμία γυναίκα εργά-τρια ή εκπρόσωπος της εργατικής τάξης δεν εμφανίζεται ως μέλος της επι-τροπής των Κυριών που διοικεί το Εργατικό Κέντρο.

Στο Κυριακό Σχολείο του ΕΚΑ η παροχή μόρφωσης και εκπαίδευσης δεν έχει πλέον ως στόχο την απομάκρυνση των γυναικών από το εργοστάσιο, αλλά την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας τους. Με αυτή τη θεώρηση η εργασία των γυναικών έξω από το σπίτι δεν αποτελεί ηθική απειλή για την οικογένεια. Με την εργασία τους οι γυναίκες εξασφαλίζουν την οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία τους, η οποία συντελείται με τη συνειδητοποίηση των δικαιωμά-των και των υποχρεώσεων που έχουν οι εργαζόμενες γυναίκες, σύζυγοι και μητέρες. Η εργασία για τις γυναίκες, σύμφωνα με τις ιδέες που αναπτύσσει το Κυριακό Σχολείο, δεν αποτελεί «αναγκαίο κακό», αλλά «κοινωνικό αγαθό». Άρα, μπορεί να συνυπάρχει με την έννοια «οικιακό ιδεώδες».

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω τα εξής: οι ιδέες αυτές, βεβαίως, δεν προέρχονταν από τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων, δεν ήταν δηλαδή απόρροια αλλαγών που είχαν συντελεστεί στις κοινωνικές δομές της ελληνικής πόλης. Οι εργάτριες χρησιμεύουν ως μέσα προβολής των ιδεών που εκφράζουν οι φεμινίστριες προς την ευρύτερη κοινωνία. Όπως παρατηρήσαμε στα προη-γούμενα σχήματα της παραδοσιακής φιλανθρωπίας, η εκπαίδευση και η μάθηση στοχεύουν στην ηθική χειραγώγηση της εργάτριας. Εδώ διαπιστώνουμε ότι η επιτροπή των γυναικών που είναι υπεύθυνη για το Κυριακό Σχολείο καθοδηγεί τις μαθήτριες, έτσι ώστε αυτές να συνειδητοποιήσουν ότι είναι ισότιμα μέλη μιας εθνικής κοινότητας με δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Οι οικονομικοί πόροι του Κυριακού Σχολείου του ΕΚΑ είναι οι κατά και-ρούς επιχορηγήσεις του Δήμου Αθηναίων και του Δημοσίου, οι δωρεές ή επι-χορηγήσεις ιδιωτών και το δικαίωμα εγγραφής των μαθητριών. Κάθε μαθή-τρια πληρώνει για την εγγραφή της στο Κυριακό Σχολείο 1 δρχ. και λαμβά-νει δωρεάν το αναγνωστικό βιβλίο της τάξης της.

Για να γίνει γνωστή η λειτουργία του Κυριακού Σχολείου του ΕΚΑ και για να υπάρξει ενδιαφέρον εκ μέρους των εργατριών, οι υπεύθυνες με δικά τους

Page 264: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

χρήματα τυπώνουν και μοιράζουν προκηρύξεις στα διάφορα εργαστήρια της Αθήνας.120 Στ ις προκηρύξεις τονίζεται ο σκοπός του Κυριακού Σχολείου (μόρ-φωση, ηθική και υγιεινή διαπαιδαγώγηση) και η δωρεάν διδασκαλία. Επίσης αναγράφεται η χρονική διάρκεια των μαθημάτων, οι ώρες διδασκαλίας, ο τό-πος διεξαγωγής των μαθημάτων, τα μαθήματα, οι διδάσκοντες, καθώς και η επιστημονική και επαγγελματική ιδιότητά τους.

Πριν στραφούμε προς τις μαθήτριες και την παρουσίαση ποσοτικών στοι-χείων, θα πρέπει να περιγράψω τα μαθητολόγια απ' όπου συγκέντρωσα τις περισσότερες πληροφορίες. Υπάρχουν μαθητολόγια για τις χρονιές 1912-13, 1914-15, 1915-16 και 1921-22. Στα μαθητολόγια υπάρχουν στήλες με το όνο-μα και το επώνυμο της μαθήτριας, την ηλικία, τον τόπο καταγωγής, τη διεύ-θυνση, το όνομα του εργοδότη, την ιδιότητά του και τη διεύθυνση του. Ας σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν συμπληρώνονται όλες οι στήλες.

Το Κυριακό Σχολείο του ΕΚΑ με βάση τον κανονισμό λειτουργίας του, σε αντίθεση με τα προηγούμενα Κυριακά Σχολεία, δέχεται αγράμματες εργά-τριες ηλικίας τουλάχιστον δώδεκα ετών και εγγράμματες τουλάχιστον δεκα-τριών ετών. Η εφορευτική επιτροπή αναγκάστηκε από το δεύτερο χρόνο να θεσπίσει αυτά τα όρια ηλικίας για τις μαθήτριες, καθότι με βάση το νόμο περί υποχρεωτικής εκπαίδευσης τα παιδιά έπρεπε να φοιτούν στο δημοτικό σχολείο μέχρι δώδεκα ετών. Με την έναρξη του Κυριακού Σχολείου προέκυψε το εξής ζήτημα: ανάμεσα στις μαθήτριες ήταν και μερικές κάτω από δέκα ετών. Όταν ερωτήθηκαν οι γονείς που πήγαν να τις εγγράψουν πώς συνέβαινε και εργά-ζονταν ενώ ο νόμος το απαγόρευε πριν κλείσουν τα δώδεκα, αυτοί εξήγησαν πως ως τότε τις έστελναν στο σχολείο, αλλά αφού άνοιξε το Κυριακό μπορού-σαν να τις στέλνουν σε δουλειά όλη την εβδομάδα και να μαθαίνουν και γράμ-ματα. Σύμφωνα με την Αύρα Θεοδωροπούλου, για να μην καθίσταται το Ερ-γατικό Κέντρο συνένοχος στην εκμετάλλευση των κοριτσιών αναγκάσθηκε να βάλει όρια ηλικίας.1 2 1 Αν λάβουμε υπόψη την κατάσταση της ένδειας που ωθού-σε τα φτωχά κορίτσια από νωρίς στη δουλειά και το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν προέβλεπε ειδικά σχολεία (νυχτερινά) για τα εργαζόμενα κορί-τσια, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η λειτουργία των Κυριακών Σχολείων ουδόλως εμπόδιζε την τακτική φοίτηση στα δημοτικά σχολεία. Προφανώς το θέμα για την εφορευτική επιτροπή ήταν η μη καταπάτηση από το Εργατικό Κέντρο των νόμων που θεσπίστηκαν υπέρ της προστασίας των εργατών.

Ας δούμε από τα μαθητολόγια που διαθέτουμε τι συμβαίνει στην πράξη.

120. «Από την εργασίαν. Εργάτιδες-μαθήτριαι», Εστία, 5-6-1912. 121. Βλ. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, Σειρά: Το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών

του ΕΚΑ, Κυριακόν Σχολείον Εργατριών. Επαγγελματικόν - μορφωτικόν ίδρυμα, Κανονι-σμός, Αθήνα 1914.

Page 265: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Για τις χρονιές που διαθέτουμε στοιχεία παρατηρούμε ότι από τις 642 μαθή-τριες που σημειώνεται η ηλικία τους, μόνο οι 50 είναι κάτω από δώδεκα χρο-νών. Και εδώ, όπως και στο Κυριακό Σχολείο του Πειραιά, τα μεγαλύτερα ποσοστά φοίτησης συγκεντρώνουν οι μαθήτριες που είναι από δώδεκα έως και δεκατεσσάρων ετών. Το ποσοστό των μαθητριών που έχουν ηλικία από πέντε έως έντεκα ετών φτάνει στο 12%. Στην ηλικία των δώδεκα είναι 20 ,25%, ενώ στις ηλικίες των δεκατριών και δεκατεσσάρων ετών είναι 16,04% και 15,58% αντίστοιχα. Από την ηλικία των δεκαπέντε ετών και μετά τα ποσο-στά φοίτησης ελαττώνονται σημαντικά.

Αν συγκρίνουμε τα παραπάνω ποσοστά των ηλικιών με αυτά του Κυρια-κού Σχολείου στον Πειραιά, τότε παρατηρούμε τα εξής: Παρόλο που για το Κυριακό Σχολείο του Πειραιά δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ηλικία φοίτησης των μαθητριών, και στα δύο σχήματα το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητριών είναι δώδεκα ετών. Σ ' αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσω τις επιφυλάξεις που διατύπωσα και στο κεφάλαιο για το Κυριακό Σχολείο του Πειραιά σχετικά με την αναγραφόμενη ηλικία. Πιθανώς οι εργάτριες-μαθήτριες να μη δηλώνουν την πραγματική τους ηλικία. Όπως κι αν έχουν τα πράγμα-τα, από τα ποσοτικά στοιχεία που διαθέτουμε για τις ηλικίες προκύπτει ότι για τις μαθήτριες που ανήκουν στα εργατικά στρώματα της Αθήνας και του Πειραιά η ηλικία των δώδεκα ετών αποτελεί το κατώφλι της εισόδου τους στον κόσμο των ενηλίκων. Είναι η στιγμή κατά την οποία μπορούν να διαθέ-σουν ένα μικρό, ελάχιστο πλεόνασμα χρόνου όχι μόνο για να μορφωθούν, αλλά και για να αποκτήσουν την τεχνογνωσία της επιβίωσης στην πόλη. Στ ις με-γαλύτερες ηλικίες η διευθέτηση του κυριακάτικου χρόνου αλλάζει: η οικογέ-νεια απαιτεί μεγαλύτερη συμμετοχή στις οικιακές εργασίες, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει και η διαδικασία για την ανεύρεση συζύγου.

Όπως και στο Κυριακό Σχολείο του Πειραιά, οι μαθήτριες οφείλουν να παρακολουθούν ανελλιπώς τα μαθήματα. Οι μαθήτριες που απουσιάζουν πρέ-πει να προσκομίζουν γραπτό σημείωμα από τον γονέα ή τον κηδεμόνα τους για να δικαιολογήσουν την απουσία. Η απουσία δικαιολογείται μόνο σε περί-πτωση ασθένειας. Όσες από τις μαθήτριες απουσιάζουν τρεις συνεχείς φορές χωρίς να δικαιολογηθούν, διαγράφονται. Μέσω αυτού του περιορισμού και της τήρησης ορισμένων τύπων που ισχύουν στα δημοτικά σχολεία, όπως είναι τα δίδακτρα και η καθιέρωση της σχολικής ποδιάς, οι υπεύθυνες του Κυριακού Σχολείου προσπαθούν να επιβάλουν στις μαθήτριες-εργάτριες ορισμένα πλαί-σια πειθαρχίας. Οι μαθήτριες πρέπει να κατανοήσουν ότι έχουν ορισμένα κα-θήκοντα και υποχρεώσεις. Επιπλέον, αυτός είναι ένας τρόπος για να υποχρεω-θούν τόσο οι εργάτριες, όσο και οι εργοδότριές τους να τηρήσουν το νόμο περί «Κυριακής αργίας». Η αυστηρή αντιμετώπιση του ζητήματος των απουσιών είχε ως αποτέλεσμα να σημειώνονται διαρροές κατά τη διάρκεια του σχολικού

Page 266: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

έτους. Από τις 200 μαθήτριες που είχαν εγγραφεί τον Σεπτέμβριο του 1911, μόλις το 1 / 5 παρακολούθησε τα μαθήματα μέχρι τις εξετάσεις του Ιουνίου.

Η ίδια η Αύρα Θεοδωροπούλου ερμηνεύει αυτό το πρόβλημα ως εξής: η εργάτρια που έλειπε από τα μαθήματα μια ή δυο φορές, έχανε τη σειρά της, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τη συνέχειά τους με ευκολία και ντρεπόταν τις άλλες που την είχαν ξεπεράσει. Επιπλέον, φοβόταν να μαρτυρήσει ότι ο εργοδότης την απασχολούσε τις Κυριακές, μήπως αυτός την έδιωχνε και έχανε τη δουλειά της. Έτσι φαινόταν πιο εύκολο γ ι ' αυτή να σταματήσει το σχολείο.122

Ας περάσουμε τώρα στην επαγγελματική ταυτότητα των μαθητριών του Κυριακού Σχολείου. Ο πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει τα επαγγέλματα που δήλωσαν οι μαθήτριες κατά την εγγραφή τους στο Κυριακό Σχολείο, έτσι όπως τα κατέγραψαν στο μαθητολόγιο οι υπεύθυνες. Υπενθυμίζω κι εδώ ότι ο πίνακας αποτελεί μια στιγμιαία αποτύπωση, επομένως μας επιτρέπει να προ-σεγγίσουμε τα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μαθήτριες μια συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς να μας πληροφορεί για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία αναλυτικότερα.

Στον Πίνακα 31 έχω να κάνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητριών εργάζεται στα εργαστήρια της πόλης. Το ποσοστό των εργατριών που εργάζονται σε εργοστάσια είναι 12%. Οι μαθήτριες που δηλώνουν μοδίστρες εργάζονται στα εργαστήρια μοδιστρικής γυναικείων φορε-μάτων. Οι ράπτριες απασχολούνται στα εργαστήρια ραπτικής ανδρικών ενδυ-μάτων. Από τα στοιχεία του μαθητολογίου παρατηρούμε ότι οι μαθήτριες προ-έρχονται από συγκεκριμένα εργοστάσια και όχι από διάσπαρτα και μεμονω-μένα εργαστήρια. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι υπεύθυνες του Κυριακού Σχολείου φρόντισαν να γνωστοποιήσουν τη λειτουργία του σε ορισμένους εργα-σιακούς χώρους, πιθανότατα εκεί όπου είχαν προσβάσεις, ή ότι δεν βρήκαν ανταπόκριση σε άλλους χώρους. Για παράδειγμα, οι μαθήτριες που καταγρά-φονται ως εργάτριες πιλοποιείου δουλεύουν όλες στο εργοστάσιο του Πουλό-πουλου, όσες καταγράφονται ως εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας εργάζονται σε δύο υφαντήρια, του Σελά και του Ακριβού στα Πατήσια. Οι μαθήτριες που ασχολούνται με εργόχειρα εργάζονται στη Βασιλική Σχολή.

Η τήρηση ορισμένων τύπων σύμφωνα με τα σχολικά πρότυπα ισχύει και γ ι ' αυτό το σχολείο. Οι μαθήτριες υποχρεώνονται να φορούν σχολική ποδιά.

Όμως, στην ενδυματολογική παρουσία των μαθητριών οι υπεύθυνες του Κυ-ριακού Σχολείου του ΕΚΑ αποτολμούν μια σημαντική παρέμβαση: καθιερώνουν τον κόκκινο φιόγκο στα μαλλιά των μαθητριών. Σύμφωνα με τις εφημερίδες που γράφουν για το Κυριακό και περιγράφουν την εμφάνιση των μαθητριών,

122. Βλ. Αύρα Θεοδωροπούλου, «Το Κυριακό Σχολείο Εργατριών», Αθήνα 1916, ανατύπωση από το Δελτίον του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1915.

Page 267: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 31

Τα επαγγέλματα των μαθητριών στο Κυριακό Σχολείο Εργατριών του Εργατικού Κέντρου Αθηνών

Τομείς απασχόλησης Κατ' οίκον εργασία

Συνολικός αριθμός

Ποσοστό επί του συνόλου

Ασπρόρουχα 6 16 2,4 Κορσέδες — 1 0,1 Κάλτσες 5 7 1,0 Γιακάδες — 1 0,1 Μανδήλια — 4 0,6 Εργαστήρια πτερών — 2 0,3 Εργόχειρα 1 6 0,9 Κεντήματα 3 5 0,7 Χρυσοκεντήματα — 2 0,3 Γυναικεία καπέλα — 29 4,3 Κασκέτα — 4 0,6 Παιδικά καπέλα — 2 0,3 Πιλοποιεία — 41 6,1 Κορδέλες Κορδελιάστρες

— 4 0,6 Κορδέλες Κορδελιάστρες — 4 0,6 Εργαστήρια μοδιστρικής Ράπτριες

— 129 19,1 Εργαστήρια μοδιστρικής Ράπτριες — 70 10,4 Βαπτιστικά — 7 1,0 Υφαντουργεία — 21 3,1 Μεταξοϋφαντουργεία — 10 1,5 Ταπητουργεία — 9 1,3 Εργαστήρια φανελών — 24 3,6 Εργαστήρια λουμινίων — 5 0,7 Κυτιοποιεία — 7 1,0 Καθεκλοποιεία — 6 0,9 Τυπογραφεία — 2 0,3 Ομβρελοποιεία — 13 1,9 Υποδηματοποιεία — 1 0,1 Καραμελοποιεία — 4 0,6 Καπνεργοστάσια — 1 0,1 Εργαστήρια ζαχαροπλαστικής — 2 0,3 Υπηρέτριες — 15 2,2 Σακουλοποιεία — 1 ο,ι Κατ' οίκον εργασία 32 32 4,7 Μαμμές — 1 0,1 Μαθήτριες — 7 1,0 Υπάλληλοι — 5 0,7 Οικιακά — 23 3,4 Εργαστήρια παιδικών ρούχων — 7 1,0 Ανθοποιεία — 2 0,3 Χωρίς ένδειξη επαγγέλματος — 144 21,3 Σ ύ ν ο λ ο 47 676 100,0

Πηγή: Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, Σειρά: Το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών του Ερ-γατικού Κέντρου Αθηνών.

Page 268: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

το κόκκινο χρώμα του φιόγκου είναι «σύμβολον της δουλειάς και η φλοξ της μαθήσεως».123

Τα μαθήματα του Κυριακού Σχολείου γίνονται κάθε Κυριακή πρωί. Το σχολικό έτος διαρκεί από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τα τέλη Μαΐου. Οι εξε-τάσεις πραγματοποιούνται μια Κυριακή του Ιουνίου.

Το 1914 το Κυριακό Σχολείο είχε τρεις τάξεις «κατωτέρας» και μία «ανωτέρα». Στ ις τρεις πρώτες τάξεις διδάσκονταν τα εξής μαθήματα:

Ανάγνωση και Γραφή. Το μάθημα της ανάγνωσης περιελάμβανε και θρη-σκευτική διδασκαλία, πραγματογνωσία, ιστορία, γεωγραφία.

Αριθμητική. Διδάσκονταν οι τέσσερις πράξεις των ακεραίων και δεκαδι-κών, η αναγωγή στη μονάδα, η μέθοδος των τριών, ο τόκος, απλή λογιστική και καταστιχογραφία.

Αργότερα προστέθηκε το μάθημα της λογιστικής για να μπορούν οι μα-θήτριες να ανταποκριθούν στη ζήτηση του επαγγέλματος της εμποροϋπαλλήλου και ταμία που είχε δημιουργηθεί.

Υγιεινή. Περιελάμβανε και το μάθημα της ανθρωπολογίας. Ιχνογραφία: σχέδιο ελεύθερο και αντιγραφή αντικειμένων εκ του φυσικού,

προσαρμογή αυτών των σχεδίων για διακοσμητικούς σκοπούς, κεντήματα, δαν-τέλες κ.ά.

Μουσική. Διδάσκονταν μονόφωνα και δίφωνα τραγούδια. Επίσης, τα πρώ-τα στοιχεία της θεωρίας και ανάγνωση ρυθμική και ωδική. Το μάθημα της μουσικής είχε σκοπό να συγκροτηθούν γυναικείες εργατικές χορωδίες.

Οικοκυρική. Διδάσκονταν για την καθαριότητα του σπιτιού, των οικιακών σκευών, μαντάρισμα και μπάλωμα.

Γυμναστική. Στην τετάρτη «ανωτέρα» τάξη διδάσκονταν τα εξής μαθήματα: παιδοκο-

μία και γαλλικά, τα οποία ήταν προαιρετικό μάθημα. Όπως σχολιάσαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, το μάθημα των γαλλικών γινόταν για επαγγελμα-τικούς σκοπούς. Για να εγγραφεί μια μαθήτρια στην «ανωτέρα τάξη», σύμ-φωνα με τον κανονισμό, έπρεπε να έχει παρακολουθήσει τα μαθήματα των προηγουμένων τάξεων ή να έχει φοιτήσει τουλάχιστον για ένα χρόνο στην τρίτη τάξη. Όσες από τις μαθήτριες τελείωναν την «ανωτέραν» τάξη έπαιρναν το απολυτήριο του Κυριακού Σχολείου των Εργατριών του Εργατικού Κέντρου.

Από το 1912 στο Κυριακό Σχολείο γίνονται και μαθήματα μαγειρικής, τα οποία διαρκούν δύο ώρες το καθένα. Οι μαθήτριες διδάσκονται τη «λαϊκή μαγειρική», δηλαδή μαθαίνουν συνταγές για φαγητά που είναι θρεπτικά και προσιτά στα οικονομικά τους. Καθεμιά είναι υποχρεωμένη να έχει τα δικά της υλικά, έτσι ώστε να παρασκευάζει ένα γεύμα για δύο άτομα.

123. «Από την Εργασίαν. Εργάτιδες-μαθήτριαι», ό.π.

Page 269: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Κατά το σχολικό έτος 1914-15 λειτουργεί για πρώτη φορά και «Φροντι-στήριο Βρεφών», το οποίο έχει σκοπό να διαδώσει στις γυναίκες των εργα-τικών στρωμάτων τις στοιχειώδεις γνώσεις που είναι απαραίτητες για κάθε μητέρα προκειμένου να εξασφαλισθεί η υγεία των παιδιών της. Στο Φροντι-στήριο οι μητέρες μπορούν να φέρνουν τα μωρά τους έως την ηλικία των δύο ετών. Τα μωρά εξετάζονται από γιατρό, ζυγίζονται, δίδονται οδηγίες στη μη-τέρα, και αναλόγως των οικονομικών μέσων που διαθέτει της παρέχεται γάλα ή άλλη τροφή για να συμπληρωθεί το μητρικό γάλα, εφόσον αυτό δεν επαρκεί. Στ ι ς εφαρμογές του μαθήματος παιδοκομίας της τέταρτης τάξης εντάσσεται και η παρακολούθηση του «Φροντιστηρίου Βρεφών».

Εκτός από τα μαθήματα, οι εργάτριες των δύο τελευταίων τάξεων κυρίως παρακολουθούν και διαλέξεις. Τα θέματά τους αποβλέπουν στη διαμόρφωση κοινωνικής και επαγγελματικής συνείδησης, καθώς και στη βελτίωση των συν-θηκών ζωής και εργασίας. Με λίγα λόγια, προσπαθούν να μάθουν στις εργά-τριες τα δικαιώματά τους και τις υποχρεώσεις τους. Οι ομιλίες που έγιναν κατά το σχολικό έτος 1921-22 χωρίζονταν σε τρεις σειρές. Τα θέματα της κάθε σειράς ήταν τα εξής: τ ι ενδιαφέρει την εργάτρια ως μέλος της οικογένειας, τ ι ενδιαφέρει την εργάτρια ως επαγγελματία, τ ι ενδιαφέρει την εργάτρια ως μέλος της κοινωνίας.

Η ετήσια τελετή των εξετάσεων ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή των δημο-τικών σχολείων. Οι μαθήτριες εξετάζονταν ενώπιον ακροατηρίου και επακο-λουθούσε γιορτή και η απονομή βραβείων σε όσες διακρίθηκαν. Τα βραβεία ήταν παιδικά βιβλία και τεύχη του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων.

Σ ' αυτό το σημείο είναι, νομίζω, σκόπιμο να παρουσιάσουμε το διδακτικό προσωπικό του Κυριακού Σχολείου, το οποίο, σύμφωνα με την Αύρα Θεοδω-ροπούλου, προσδίδει στο τελευταίο περισσότερο την εικόνα ενός λαϊκού πανε-πιστήμιου παρά ενός Κυριακού Σχολείου.1 2 4 Αμέσως μετά τις εξαγγελίες που έγιναν για την ίδρυσή του επιφανείς επιστήμονες και καλλιτέχνες προσφέρθη-καν να συμβάλουν με τη διδασκαλία τους στην εκπαίδευση των εργατριών. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο που λειτουργεί, ο υφηγητής του πανεπιστημίου Χ . Μακρής διδάσκει θρησκευτικά, η Άννα Κατσίγρα-Μελά, γιατρός και υφη-γήτρια του πανεπιστημίου, διδάσκει υγιεινή, ο ζωγράφος και γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος διδάσκει ιχνογραφία. Το μάθημα της ανάγνωσης, της γραφής και της αριθμητικής το αναλαμβάνουν αριστούχες δασκάλες-απόφοιτες του Αρσα-κείου, η Αγγελική Κροντηρά και η Μαρία Τσιλιμίγκρα. Η Αύρα Θεοδωροπού-λου χρησιμοποιεί την επαγγελματική της ιδιότητα και ως καθηγήτρια του Ωδείου διδάσκει μουσική. Ένας καθηγητής της Γαλλικής Σχολής διδάσκει γαλλικά.

124. Βλ. «Διά τας Κυρίας. Το Κυριακό Σχολείο», Ακρόπολις, 13-10-1911.

Page 270: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ενώ στα προηγούμενα φιλανθρωπικά σχήματα το διδακτικό προσωπικό απαρτιζόταν από τις ίδιες τις φιλάνθρωπες κυρίες που αναλάμβαναν και την ευθύνη της λειτουργίας του, στο συγκεκριμένο η συμμετοχή γνωστών προσω-πικοτήτων στη διδασκαλία αποτελεί μια ένδειξη ότι η ιδέα της εκπαίδευσης των γυναικών της εργατικής τάξης είχε απήχηση εκτός από τις φιλανθρωπι-κές οργανώσεις και σε ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Στην ίδρυ-ση του Κυριακού Σχολείου ανταποκρίθηκαν θετικά διακεκριμένες Ελληνίδες, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, οι δημοτικιστές και μια μεγάλη μερίδα του ημε-ρήσιου τύπου. Ό μ ω ς ένα τμήμα της αθηναϊκής κοινωνίας αντιμετώπισε με δυ-σφορία την ιδέα της εκπαίδευσης και της μόρφωσης των εργατριών από το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας. Έ τ σ ι , το 1915 κατηγορούν τις υπεύθυνες ότι διδάσκουν στις εργατικές τάξεις τον «σοσιαλισμόν» και ότι έχουν συστήσει ορ-γάνωση υπηρετριών η οποία έχει στόχο να ανατρέψει το κοινωνικό καθεστώς. Όμως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υπευθύνων, αλλά και από τα μα-θητολόγια που διαθέτουμε, οι υπηρέτριες που φοιτούσαν στο Κυριακό Σχολείο ήταν μόνο δύο, η μία εργαζόταν στο σπίτι της μητέρας της Αύρας Θεοδωρο-πούλου και η άλλη στο σπίτι του Μανώλη Καλομοίρη.125

Το 1921 το Κυριακό Σχολείο αναδιοργανώνεται σε μορφωτικό και κοι-νωνικό σωματείο με τον ίδιο τίτλο, «Κυριακόν Σχολείον Εργατριών». Ο Σύν-δεσμος Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός αναλαμβάνει τη συ-νέχιση της λειτουργίας του. Η επίβλεψη και η διοίκηση του Κυριακού ανατί-θεται στην πρόεδρο του συμβουλίου του Αύρα Θεοδωροπούλου, τη γραμματέα Μαρία Δεσύπρη και στις συμβούλους Ελένη Κορύλλου και Ρόζα Ιμβριώτου.

Στον κύκλο μαθημάτων της γενικής μόρφωσης προστίθενται μαθήματα για την ειδική-επαγγελματική μόρφωση των γυναικών. Στα μαθήματα αυτά περιλαμβάνεται το σχέδιο, που θεωρείται βασικό, η κοπτική και τα οικοκυρι-κά. Ο Σύνδεσμος επιδιώκει να ιδρύσει τμήματα δίμηνης διάρκειας, συμπλη-ρώνοντας τις κυριακάτικες ώρες διδασκαλίας με απογευματινές ώρες (6-8 μ.μ.) κατά τις εργάσιμες ημέρες. Στα τμήματα αυτά οι μαθήτριες διδάσκονται από έμπειρους τεχνίτες ανθοδετική, κομμωτική, ραπτική εσωρούχων, κοπτική εν-δυμάτων, πιλοποιία και κατασκευή στηθοδέσμων. Στο σχέδιο του υπομνήμα-τος που συντάσσει ο Σύνδεσμος προς το υπουργείο, επισημαίνουμε τα αιτή-ματα και τις διεκδικήσεις του. Ας τα καταγράψουμε: Ζητά από το υπουργείο να αναγνωρίσει το Σχολείο και να το ενισχύσει οικονομικά. Επίσης ζητά τη νομοθετική παρέμβαση του υπουργείου προκειμένου να επιβληθεί στους εργο-δότες η χορήγηση άδειας παρακολούθησης των μαθημάτων στις μαθήτριες και ο υπολογισμός των ωρών διδασκαλίας στις εβδομαδιαίες αποδοχές της κάθε

125. Βλ. Κ. Οικονόμου, «Τα έργα του ανθρωπισμού. Αι εξετάσεις του Κυριακού Σχολείου», Έθνος, 19-6-1915.

Page 271: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εργάτριας. Έτσι, και αυτό το Σχολείο ακολουθεί τον κανόνα: στο ξεκίνημά του παρέχει στις εργάτριες γενική μόρφωση, ενώ αργότερα στρέφεται κυρίως προς την επαγγελματική-ειδική μόρφωση.

Όσα εκτέθηκαν ως εδώ για το Κυριακό Σχολείο των Εργατριών του ΕΚΑ μας οδηγούν σε μερικές διαπιστώσεις. Πρόκειται για ένα σχήμα που φροντί-ζει για την ένταξη της εργάτριας ως ισότιμης ύπαρξης στο εσωτερικό της ελ-ληνικής κοινωνίας και όχι στις παρυφές της. Από παθητικός αποδέκτης της φιλανθρωπικής δραστηριότητας η εργάτρια αναδεικνύεται σε αυθύπαρκτο υπο-κείμενο με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Καλείται να γνωρίσει τους νόμους και να τους σεβαστεί για να βελτιώσει τη θέση της. Η παιδεία που της παρέ-χει το Κυριακό Σχολείο δεν χρησιμεύει μόνο στην εξεύρεση ενός επαγγέλμα-τος για τους χαλεπούς καιρούς, αλλά είναι και η αναγκαία προϋπόθεση για την απόκτηση επαγγελματικής συνείδησης.

Για τις γυναίκες-φορείς αυτού του σχήματος, οι οποίες αργότερα συγκρο-τούν τον πυρήνα του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, το Σχο-λείο αυτό αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο προβολής και εκλαΐκευσης των διεκ-δικήσεών τους.

Page 272: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 273: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ

Page 274: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 275: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

1. Η Κ Α Τ Ο Ι Κ Ι Α Τ Η Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α Σ

Η κατοικία ως χώρος συμβίωσης της εργάτριας με την οικογένειά της απο-τελεί το κέλυφος μέσα στο οποίο η πρώτη αναπτύσσει σχέσεις οικειότητας —αγαθές ή κακές— και αναλαμβάνει συγκεκριμένα καθήκοντα και ρόλους ανά-λογα με την ηλικία και τη θέση που κατέχει στην οικογένεια. Η ελληνίδα εργάτρια κατά κανόνα αποτελεί μέλος κάποιας οικογένειας και κατοικεί πάντα μαζί της. Ως παντρεμένη ζει με τον άνδρα της και τα παιδιά της και ως ανύ-παντρη με τους γονείς της και τα αδέλφια της. Όπως ήδη διαπιστώσαμε, σε αντίθεση με την κοπέλα που προορίζεται για υπηρέτρια και εγκαταλείπει την ελληνική ύπαιθρο για να ζήσει μακριά από την οικογένειά της στην πόλη, η εργάτρια ζει πάντα μαζί με την οικογένειά της ή με κάποιο μέλος της. Από τις διαθέσιμες πληροφορίες, εκτός από το Ασυλο της Αγίας Αικατερίνης, που όπως διαπιστώσαμε προσέφερε στέγη και τροφή στις υπηρέτριες και εργάτριες, δεν συνάντησα άλλα φιλανθρωπικά ή εκκλησιαστικά ιδρύματα τα οποία παρεί-χαν στέγη στην εργάτρια. Αργότερα, το 1921, ο βιομήχανος και επικεφαλής των δύο ανωνύμων εταιρειών Ελληνική Εριουργία και Ελληνική Μεταξουργία Νικόλαος Κυρκίνης άρχισε τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ίδρυση εργατικού συνοικισμού κοντά στα δύο εργοστάσια, δεξιά της σιδηροδρομικής γραμμής που ανεβαίνει στο Ηράκλειο, στην περιοχή Περισσού, στους Ποδα-ράδες. Ο νέος συνοικισμός θα παρείχε στέγη στο εργατικό προσωπικό του ερ-γοστασίου, το οποίο όταν εξοφλούσε με τοκοχρεωλύσιο το αντίτιμο της αξίας της κατοικίας του αποκτούσε την κυριότητά της. Οι εργάτες και οι εργάτριες αποτελούσαν τον κύριο όγκο του προσωπικού των δύο εργοστασίων.1 Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για το ξεκίνημα μιας περιόδου που κορυφώθηκε μετά την έλευση των προσφύγων του 1922 —με την ίδρυση εργατικών κατοικιών από τους βιομήχανους και το κράτος και με τη συστηματική παροχή συσσιτίων στο εργοστάσιο—, κατά την οποία στην Ελλάδα οι εκφάνσεις του πατερναλισμού ακολουθούν πλέον τα δυτικά πρότυπα.

Θεωρώ σκόπιμο να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη μεγάλη πλειο-ψηφία των εργατριών, που συνήθως είναι μέλη πολυμελών οικογενειών, για να

1. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδας 1821-1921, τ. Β ' , Αθήνα 1923, σ. 176 και 212.

Page 276: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

περιγράψουμε τον ιδιωτικό τους χώρο και τις συνθήκες διαβίωσης τους. Θα αντιμετωπίσουμε την εργάτρια στην καθημερινή ζωή της όχι ως μονάδα, αλλά ως μέλος κάποιας οικογένειας.

Το ζήτημα της στέγασης του εργατικού πληθυσμού άρχισε να απασχολεί επισήμως το ελληνικό κράτος από τις 21-8-1920, όταν το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας προχώρησε στη διεξαγωγή έρευνας για τις συνθήκες ζωής και κα-τοικίας των εργατών της Αθήνας και του Πειραιά. Είναι φανερό ότι η μάχη για τη διάδοση της υγιεινής και την καταπολέμηση ασθενειών όπως η φυμα-τίωση, η ευλογιά, ο ελώδης πυρετός (θέρμη) και ο τύφος, έπρεπε να ξεκινή-σει από την εργατική κατοικία και την προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Ο σκοπός της έρευνας ήταν να προσανατολισθεί η ιδιωτική και η κρατική πρωτοβουλία στη λήψη μέτρων προς αντιμετώπιση του ζητήματος της εργατικής στέγης. Πριν από τότε, όπως διαπιστώσαμε, τα φιλανθρωπικά σω-ματεία ασχολούνταν με την εκπαίδευση της εργάτριας στην υγιεινή και την καθαριότητα. Όταν το 1883 η ευλογιά εξακολουθούσε να μαστίζει τους κατοί-κους της Αθήνας και του Πειραιά, η εφημερίδα Πρόνοια συνέδεε την εξάπλωση της ασθένειας με τις επικρατούσες κακές συνθήκες υγιεινής. Παράλληλα, στο ίδιο άρθρο απηύθυνε εκκλήσεις προς τις κρατικές και δημοτικές υπηρεσίες να πάρουν εμπράκτως προστατευτικά μέτρα για την υγιεινή των κατοικιών και των δρόμων.2

Το οικιστικό τοπίο της εξωεργασιακής ζωής της εργάτριας ποικίλλει στις τρεις πόλεις της Ελλάδας, Αθήνα, Πειραιά και Ερμούπολη, που συγκεντρώ-νουν εργατικό πληθυσμό.

Στην Αθήνα οι συνοικισμοί αναπτύσσονται είτε στην καρδιά της πόλης, είτε στις παρυφές της. Οι οικογένειες εγκαθίστανται στις παλαιές συνοικίες μέσα στο εμπορικό κέντρο: Ψυρρή, Μεταξουργείο, Α γ ι ο ι Ασώματοι, Αγία Ε ι -ρήνη, Καλαμιώτου, Γκαζοχώρι και Μοναστηράκι.3 Σ ' αυτές τις γειτονιές ο κάθε υπάλληλος, τεχνίτης ή και εργάτης που διαθέτει μια μικρή κατοικία με αυλή, κτίζει πρόχειρα με λάσπη, ξύλα και τενεκέδες κάποια δωμάτια, τα οποία νοι-κιάζονται αμέσως από τις εργατικές οικογένειες. Ακόμη και αν δεν υπάρχει χώρος για προσθήκες οι ιδιοκτήτες των κατοικιών δεν διστάζουν να μετατρέ-ψουν τα τυχόν διπλά αποχωρητήρια, τα μαγειρεία και τα πλυσταριά σε κατοι-κίες. Έ τ σ ι έχουμε ένα σύνολο από μία ή δύο παράλληλες σειρές ισογείων ή υπογείων δωματίων κατά μήκος μιας αυλής ή γύρω απ' αυτή. Άλλοτε πάλι τα δωμάτια ενός σπιτιού μετατρέπονται σε ξεχωριστές κατοικίες. Οι οικογένειες

2. Πρόνοια, αρ. 330, 22-8-1883. 3. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας/

Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των συνθηκών της εργατικής κατοικίας των πόλεων Αθηνών-Πειραιώς 1921, Αθήνα 1922, σ. 15.

Page 277: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στήνουν το σπιτικό τους σ' ένα δωμάτιο και εάν υπάρχει δεύτερο, αυτό χρη-σιμοποιείται ως αποθήκη, γιατί είναι εντελώς ακατάλληλο για κρεβατοκάμαρα ή για τραπεζαρία. Οι κατοικίες των εργατών στο κέντρο της Αθήνας παρου-σιάζουν προβλήματα αερισμού και φωτισμού, αφού είναι κτισμένες σε στενά δρομάκια όπου οι ακτίνες του ήλιου σπάνια φθάνουν μέχρι τα παράθυρα. Τα δωμάτια φωτίζονται συνήθως από ένα και μοναδικό παράθυρο ή από φεγγίτη. Λόγω έλλειψης χώρου οι αυλές είναι στενότατες.

Το κέντρο της πόλης με τα μαγαζιά τροφίμων και τα χασάπικα μέσα στα οποία σφάζονται τα ζώα και τα αίματα χύνονται στο δρόμο, από άποψη υγιεινής και καθαριότητας δεν προσφέρεται για τόπος κατοικίας. Έτσι, το κα-λοκαίρι από τη ζέστη η δυσοσμία του δρόμου γίνεται ανυπόφορη, ενώ το χει-μώνα τα ισόγεια και τα υπόγεια των κατοικιών αποπνέουν μούχλα από την υγρασία. Κατά κανόνα οι εργατικές κατοικίες δεν έχουν δικό τους αποχωρη-τήριο και επειδή δεν υπάρχουν ούτε δημοτικά το κοινό αποχωρητήριο δεν χρη-σιμοποιείται μόνο από τους ενοίκους αλλά και από το προσωπικό των κατα-στημάτων, καθώς και από τους περαστικούς. Οι ακατάλληλες συνθήκες υγιει-νής καταγγέλλονται και από τις εφημερίδες. Το Γκαζοχώρι παρομοιάζεται με τις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου. Οι κάτοικοι του παρουσιάζονται ως φτω-χοί —απόκληροι της κοινωνίας—, ωχροί, ασθενείς, οι οποίοι επειδή ζουν σε «υγρές τρώγλες γεμάτες από μύκητες» μαστίζονται από πυρετούς ενώ δεν δια-θέτουν χρήματα για να αγοράσουν φάρμακα.4

Πόσο, αλήθεια, απέχει αυτή η εικόνα από εκείνη που περιγράφει με ει-δυλλιακά χρώματα ο Henri Belle για τα σπίτια του κέντρου της Αθήνας το 1874: «Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει το δικό της σπίτι, πολύ συχνά χωρισμένο από τα διπλανά με κήπο ή αυλή γεμάτη πορτοκαλιές, ροδοδάφνες ή αγιοκλή-ματα. Στο εσωτερικό τα δωμάτια είναι μεγάλα, ψηλοτάβανα και ευάερα. Έ -χουν λίγα και απλά έπιπλα, μα το κλίμα ταιριάζει σ' αυτή τη γύμνια. Το κα-λοκαίρι μετακομίζουν στο υπόγειο που είναι σκαμμένο στο βράχο και αρκετά φωτεινό. Η θερμοκρασία του είναι πάντοτε 3 με 4 βαθμούς κατώτερη από αυτή του υπολοίπου σπιτιού».5

Σ τ ι ς παρυφές της πόλης ήδη από το 1870 εμφανίζονται οι πρώτοι εργα-τικοί συνοικισμοί, με ιδιοκτήτες τις περισσότερες φορές τους ίδιους τους εργά-τες, κοντά στον ποταμό Ιλισό.6 Είναι το Βατραχονήσι, το Μετς και ο Νέος Κόσμος που, ενώ βρίσκονται σε θέση ευάερη, αποτελούν εστίες μόλυνσης εξαι-

4. Πρόνοια, αρ. 689, 1-8-1885. 5. Henri Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, μτφρ. Λίνα Σταματιάδη, Α' Μέρος,

Αθήνα 1993, σ. 75. 6. Ανώνυμος, «Εργατικοί Συνοικισμοί», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 2, Σεπτέμβριος

1873, σ. 305-312.

Page 278: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

εξαιτίας των ελών που δημιουργούνται από τα στάσιμα νερά του ποταμού. Τ ις καλύτερες συνθήκες υγιεινής τις συναντάμε στις περιοχές της Κυψέλης, του Αγίου Παντελεήμονα Αττικής, στη Γαργαρέττα και στο Παγκράτι, αφενός γιατί δεν είναι πυκνοκατοικημένες, αφετέρου επειδή υπάρχει η αυλή, που εξαι-τίας του ελληνικού κλίματος αποτελεί έναν εξαιρετικά εκμεταλλεύσιμο χώρο για την οικογένεια.7 Τα παιδιά παίζουν στην αυλή, οι γυναίκες μαγειρεύουν στην αυλή με τον παραδοσιακό κινητό φούρνο (φουφού), αφού στις σπάνιες περιπτώσεις που υπάρχει μαγειρείο αυτό χρησιμοποιείται από όλους τους ενοί-κους ως πλυσταριό. Η μπουγάδα απλώνεται στην αυλή. Κατά κανόνα το κα-λοκαίρι η οικογένεια χρησιμοποιεί την αυλή και ως υπνοδωμάτιο, αφού η ζέ-στη όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και επιβάλλει τον υπαίθριο ύπνο. Ο χώρος της αυλής θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κατεξοχήν γυναικείος, αφού γίνονται εκεί όχι μόνο οι εργασίες του νοικοκυριού, αλλά στήνεται και το κουβεντολόι μεταξύ των γυναικών το βράδυ. Η καθεμιά μετά τη δουλειά μεταφέρει το σκα-μνί της κάμαρας στην αυλή για να εκτελέσει τις ραπτικές εργασίες της οικο-γένειας κουβεντιάζοντας με τις άλλες. Φυσικά όταν δεν υπάρχει αυλή οι γυ-ναίκες της γειτονιάς χρησιμοποιούν το πεζοδρόμιο για τις συναντήσεις τους.

Στον Πειραιά ο σιδηρόδρομος που λειτουργεί από το 1869 επισφραγίζει το χωρισμό των εργατικών από τις αστικές συνοικίες της πόλης.8 Οι τοποθε-σίες Μανιάτικα, Κρητικά, Υδραίικα, που πήραν το όνομά τους από τον τόπο καταγωγής αυτών που έφταναν προς αναζήτηση εργασίας, καθώς και τα Κα-μίνια, η Λεύκα, η Λάκκα του Βάβουλα, η Αγία Σοφία συνθέτουν τις εργατικές περιοχές. Κ ι εδώ οι περισσότερες οικογένειες, δηλαδή ποσοστό 85 %, κατοι-κούσαν σε ένα μόνο δωμάτιο.9 Το 1921 οι 1.000 κατοικίες αριθμούσαν μόλις 1.162 δωμάτια. Από τις 1.000 εργατικές κατοικίες μόνο οι 72 ήταν ανώγειες, οι 837 ήταν ισόγειες και οι 91 υπόγειες.10 Οι κατοικίες παρουσίαζαν τα ίδια προβλήματα με αυτές του κέντρου της Αθήνας. Κι εδώ η ίδια ιστορία επανα-λαμβάνεται: όποιος διέθετε κατοικία με αυλή, κατασκεύαζε με πρόχειρες σα-νίδες, λαμαρίνες και πέτρες οικήματα τα οποία έσταζαν από την οροφή το χει-μώνα με τ ις βροχές και το χωμάτινο πάτωμα είχε τόση υγρασία που αναγκά-ζονταν να βάζουν τα παιδιά να κοιμηθούν στο κρεβάτι των γονιών τους για να τα προφυλάξουν από το κρύο. Η τ α ν φτιαγμένες από πρόχειρα υλικά, είχαν κοινό αποχωρητήριο και κοινό μαγειρείο. Στ ις συνοικίες Λεύκες και Καμίνια

7. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας/ Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των συνθηκών... 1921, ό.π., σ. 19-20.

8. Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870. Εισαγωγή στην Ιστορία του Ελληνι-κού Μάντσεστερ, Αθήνα 1984, σ. 243.

9. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας/ Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των συνθηκών... 1921, ό.π., σ. 31.

10. Στο ίδιο.

Page 279: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

οι κάτοικοι υπέφεραν από πυρετούς εξαιτίας των αποβλήτων και του στάσιμου νερού που προέρχονταν από τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, τα μηχανουρ-γεία και, κυρίως, από τα αγγειοπλαστεία.11

Αν αναζητήσουμε τις επιπτώσεις της αρχιτεκτονικής αυτών των εργατι-κών κατοικιών στην καθημερινή ζωή των γυναικών θα δούμε ότι η αυλή ως κοινόχρηστος χώρος ασκεί μια καταλυτική επίδραση στις προσωπικές και κοι-νωνικές σχέσεις τους. Είναι ο τόπος που αναπτύσσονται τα δίκτυα της «γε ι -τονικής αλληλεγγύης». Οι πληροφορίες για το πού θα βρουν καλής ποιότητας αγαθά στις καλύτερες τιμές ανταλλάσσονται στην αυλή. Τα παιδιά, όταν δεν υπάρχει γιαγιά ή μεγαλύτερα αδέλφια για να τα προσέχουν, αφήνονται στην αυλή, όπου όλο και κάποια γειτόνισσα θα τα προσέχει. Στην αυλή μαθαίνονται και τα μυστικά της στοιχειώδους ραπτικής και κεντητικής.

Θα ήταν παράλογο να μιλήσει κανείς για «ιδιωτικότητα» ή για «διακρι-τικότητα» μεταξύ των διαφόρων οικογενειών που συνέθεταν τους ενοίκους μιας κατοικίας. Εξαιτίας των πρόχειρων υλικών και των κοινόχρηστων χώρων ήταν πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς από τα μάτια και τα αυτιά των υπόλοιπων. Όλα γίνονταν γνωστά, όλα κυκλοφορούσαν με αφάνταστη ταχύτητα μεταξύ των ενοίκων, από το πόσο συχνά μαγείρευαν κρέας, μέχρι τις αιτίες και τις αφορμές για τους τσακωμούς και τους ξυλοδαρμούς που συνέβαιναν τακτικά μεταξύ των μελών μιας οικογένειας.

Στα προβλήματα που παρουσιάζει ο χώρος κατοικίας της εργάτριας εντάσ-σονται και οι καταστροφές από τις θεομηνίες. Οι περιγραφές των εφημερίδων για τις ζημιές στα σπίτια των εργατικών στρωμάτων συχνά παρουσιάζουν ει-κόνες βιβλικής καταστροφής. Τον Νοέμβριο του 1896 μια νεροποντή αλλάζει την εικόνα των συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά: «οικήματα πτωχών ανθρώπων κατέρρευσαν, η περιουσία των παρεσύρθη και απωλέσθη, πολλαί δε ανθρώπιναι υπάρξεις εύρον θάνατον οικτρόν εντός της φοβεράς δίνης των υδά-των... Εκεί όπου εύρισκεν καταφύγιον μεταξύ των φιλτάτων η έντιμος εργα-σία, εκεί απλούνται συντρίμμια και ερείπια και περιφέρονται άστεγοι οικογέ-νειαι, ορφανισθείσαι εντός ωρών και αντηχούσιν οι γόοι και οι κοπετοί των αθώων θυμάτων». Η τ α ν τόσο αναπάντεχη αυτή η νεροποντή, ώστε μια νέα ράπτρια που το πτώμα της βρέθηκε στα σφαγεία «ε ίχε την δακτυλήθραν εις ένα των δακτύλων».12

Τα σπίτια της Αθήνας και του Πειραιά δεν κινδύνευαν μόνο από τις και-ρικές συνθήκες, αλλά και από τους κλέφτες, γιατί τα παραθυρόφυλλα δεν έκλει-ναν καλά και οι πόρτες είχαν ρωγμές. Το αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων ασχολήθηκε συχνά με τις διαρρήξεις φτωχικών κατοικιών. Ένας διαρρήκτης

11. Πρόνοια, αρ. 693, 10-8-1885 και αρ. 697, 17-8-1885. 12. Νέα Εφημερίς, αρ. 321, 16-11-1896.

Page 280: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

το 1893 μπήκε στην κατοικία μιας εργάτριας στα Πετράλωνα και έκλεψε την προίκα της, η οποία αποτελούνταν από 2 σεντόνια, νυφικό φόρεμα, τραπεζο-μάνδηλα, πουκάμισα, περισκελίδες, ένα τόπι χασέ, φούστες, μια μηχανή ρα-ψίματος και 50 δρχ. μετρητά.1 3

Ας μεταφερθούμε τώρα στην Ερμούπολη της Σύρου για να συνθέσουμε το οικιστικό τοπίο. Ο κύριος όγκος των πληροφοριών μας προέρχεται από την έρευνα που έκανε το 1913 ο απεσταλμένος του Υπουργείου Εσωτερικών στη Σύρο, γιατρός Αθανάσιος Τσακαλώτος.14 Βρισκόμαστε την εποχή της διάδο-σης των συνθηκών υγιεινής και καθαριότητας και της απολύμανσης για την καταπολέμηση των μικροβίων. Είναι φανερό ότι ο λόγος περί υγιεινής αφο-ρούσε κατά ένα μεγάλο μέρος και την εργατική κατοικία. Πραγματικά, ο Αθα-νάσιος Τσακαλώτος στη μελέτη του Περ ί της Δημοσίας Υγείας εν Σύρω και ιδία της φυματιώσεως μας προσφέρει πλούσια τεκμήρια για τις συνθήκες κα-τοικίας των εργατικών στρωμάτων.

Οι κατοικίες της Ερμούπολης είναι κτισμένες επάνω σ' ένα «γήλοφο», έχοντας οι περισσότερες την πίσω πλευρά και μέρος των πλάγιων πλευρών χτισμένες μέσα στο λόφο. Είναι κακοχτισμένες, χωρίς την κανονική αναλογία ασβέστη, με αποτέλεσμα η υγρασία, τα νερά των βροχών και των υπονόμων να εισρέουν σε αυτές. Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί, τα παράθυρα μικρά και η κατοικία ούτε αερίζεται, ούτε φωτίζεται επαρκώς. Και στην Ερμούπολη ο ιδιο-κτήτης της κατοικίας ζει στο ανώγειο, ενώ οι εργατικές οικογένειες στο ισό-γειο και στο υπόγειο. Αντίθετα με την Αθήνα και τον Πειραιά, οι κατοικίες της Ερμούπολης δεν διαθέτουν αυλή. Οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν εργα-σίες όπως το πλύσιμο των ρούχων και το μαγείρεμα έξω από την κατοικία, γιατί αυτή δεν διαθέτει υπαίθριο χώρο, ούτε ακόμη και στο δρόμο, επειδή οι δρόμοι είναι στενοί. Οι υπόνομοι είναι λιθόκτιστοι και ουδέποτε πλένονται. Τα αποχωρητήρια των οικιών είναι πρωτόγονης κατασκευής, συνδέονται απευθείας με τον υπόνομο, όπως και ο οχετός του μαγειρείου. Γ ι ' αυτό η αποφορά είναι μεγάλη.1 5 Γ ια τις γυναίκες ο καθαρός αέρας στο ύπαιθρο είναι εντελώς άγνω-στο πράγμα. Ο κυριακάτικος περίπατος γίνεται στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία, αφού οι δύο κύριοι δρόμοι που οδηγούν προς τις εξοχές του Πισκο-πειού και των Βαποριών είναι σε άθλια κατάσταση.16

13. Νέα Εφημερίς, αρ. 218, 6-8-1893. 14. Μετά το Βαλκανικό Πόλεμο οι στρατιωτικοί γιατροί, έφεδροι και μόνιμοι, που

ασχολούνταν με τη μικροβιολογία στέλνονταν στα μεγάλα λιμάνια για να ιδρύσουν συνεργεία, καθώς λόγω της απόλυσης των επιστράτων, υπήρχε ο κίνδυνος μετάδοσης και εξάπλωσης της χολέρας. Ένας από αυτούς ο Αθανάσιος Τσακαλώτος, δημοσίευσε το 1914 τα πορί-σματα της έρευνάς του. Βλ. Αθανάσιος Τσακαλώτος, Περί της δημοσίας υγείας εν Σύρω και ιδία της φυματιώσεως, Αθήνα 1914.

15. Αθανάσιος Τσακαλώτος, ό.π., σ. 21. 16. Στο ίδιο, σ. 20.

Page 281: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Όσον αφορά την επίπλωση των εργατικών κατοικιών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι στοιχειώδης. Το κρεβάτι στο οποίο κοιμάται το αντρόγυνο το μοιράζεται με κάποιο μικρό παιδί. Όταν υπάρχει δεύτερο κρεβάτι, σε αυτό κοιμούνται τα παιδιά της οικογένειας δύο ή και τρία μαζί. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το στρώμα της οικογένειας ακουμπά απευθείας στο χώμα εξαιτίας της έλλειψης των οικονομικών μέσων για να αγοράσουν κρεβάτι. Ένα μικρό τραπέζι με 2-3 καθίσματα (σκαμνιά) για να κάθονται τα μέλη της οι-κογένειας, καθώς και η πατροπαράδοτη κασέλα για τα ενδύματα, αποτελούν τα έπιπλα της οικογένειας. Το 1921 η επιθεωρήτρια εργασίας περιερχόμενη τις κατοικίες των εργατών παρατηρεί το εξής: ενώ δεν υπάρχει κρεβάτι ξε-χωριστό για το κάθε μέλος της οικογένειας, πολλά σπίτια διαθέτουν τον περι-βόητο μπουφέ της αστικής τάξης.17 Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με την εξάπλωση ενός αγαθού του υλικού πολιτισμού που ξεκινάει από τα εύπορα στρώματα της κοινωνίας για να διαχυθεί στη συνέχεια στα υπόλοιπα.

Μετά τη σύνθεση της εικόνας της κατοικίας στις τρεις ελληνικές πόλεις, την Αθήνα, τον Πειραιά και την Ερμούπολη, που έχουν εργατικό πληθυσμό, θα εξετάσουμε το ζήτημα της υγιεινής και καθαριότητας της κατοικίας.

2. ΟΙ Σ Υ Ν Θ Η Κ Ε Σ Δ Ι Α Β Ι Ω Σ Η Σ ΚΑΙ Ο Κ Ι Ν Δ Υ Ν Ο Σ ΤΩΝ Μ Ο Λ Υ Σ Μ Α Τ Ι Κ Ω Ν Α Σ Θ Ε Ν Ε Ι Ω Ν

Οι έρευνες της Επιθεώρησης Εργασίας για τις κατοικίες του εργατικού πλη-θυσμού της Αθήνας και του Πειραιά, του Αθανασίου Τσακαλώτου για τη Σύρο και ειδικότερα για την Ερμούπολη, αλλά και ο ημερήσιος τύπος, επικεντρώνουν την προσοχή τους στο συσχετισμό της κατοικίας και των συνθηκών διαβίωσης με την εξάπλωση των ασθενειών. Στο σημείο αυτό Θα ήθελα να αναφέρω ότι ιδρύονται και σύλλογοι υγιεινής με σκοπό τη διάδοση της υγιεινής και της κα-θαριότητας στα ευρύτερα στρώματα, κυρίως στα εργατικά, του ελληνικού πλη-θυσμού. Επίσης και το Λύκειο των Ελληνίδων αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της φιλανθρωπικής του δράσης στο διαφωτισμό των κατοίκων των εργατικών συ-νοικιών της Αθήνας και του Πειραιά για την πρόληψη της φυματίωσης. Οι γυναίκες ως υπεύθυνες του οίκου είναι αυτές που θα πρέπει να φροντίσουν για την υγιεινή και την καθαριότητα της οικογένειας. Αν και το ζήτημα της σχέ-σης των ασθενειών με τα εργατικά στρώματα είναι γενικό, κρίνω σκόπιμο να το σχολιάσουμε, επειδή η εργάτρια όχι μόνο ανήκει σ' αυτά, αλλά συνάμα απο-τελεί το υπεύθυνο πρόσωπο «εις τα του οίκου».

17. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας/ Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των συνθηκών..., ό.π., σ. 27.

Page 282: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Οι κυριότερες ασθένειες που σχετίζονται με τις συνθήκες διαβίωσης και ιδιαίτερα με την κατοικία, είναι ο τύφος, οι γαστρεντερίτιδες, η ελονοσία και η φυματίωση. Αντίθετα, οι ευθύνες για την πρόληψη και την εξάλειψη της ευλογιάς εναποτίθενται στις κρατικές και δημοτικές αρχές και στους εργοδό-τες-εργοστασιάρχες. Συγκεκριμένα, το κράτος φροντίζει για την προμήθεια του εμβολίου της ευλογιάς. Ενώ οι δημοτικοί γιατροί με έναν ιερέα περιέρχονται τις συνοικίες και τα εργοστάσια και εμβολιάζουν τους κατοίκους. Επειδή πολ-λές φορές, για λόγους προκατάληψης, άγνοιας των κινδύνων ή ακόμη και φό-βου για τον εμβολιασμό, οι αρχές αντιμετωπίζουν την άρνηση των κατοίκων να εμβολιασθούν τότε χρησιμοποιούν ακόμη και την επέμβαση της αστυνομίας.18

Άλλοτε οι ίδιοι οι βιομήχανοι-εργοστασιάρχες αναλαμβάνουν να ρίξουν στους τοίχους των κατοικιών του προσωπικού τους φαινικό οξύ για την απολύμανση τους κατά της ευλογιάς.19

Όπως ήδη διαπιστώσαμε, οι κατοικίες περιβάλλονται, κυρίως στον Πει-ραιά και στην Ερμούπολη, από στάσιμα ύδατα είτε λόγω της τοπογραφικής θέσης τους είτε λόγω των αποβλήτων των εργοστασίων. Αυτό αποτελεί και την κύρια αιτία εξάπλωσης της ελονοσίας. Ο τύφος και οι γαστρεντερίτιδες οφείλονται κυρίως στον τρόπο ύδρευσης καθώς και στην κακή ποιότητα της τροφής. Η συλλογή επαρκούς ποσότητας νερού για ολόκληρη την οικογένεια ανήκει στα καθήκοντα των γυναικών. Εκτός από το βρόχινο νερό που συλλέ-γουν σε στέρνες ή ακόμη και σε τενεκέδες και σε λεκάνες για να το χρησιμο-ποιήσουν είτε για πόσιμο είτε για την καθαριότητα του σπιτιού, υπάρχει και το νερό των φρεατίων που βρίσκονται στις αυλές, στις οδούς και τη βρύση των συνοικιών, από τα οποία προμηθεύονται οι γυναίκες νερό. Δυστυχώς, όμως, επειδή τα φρεάτια είναι ως επί το πλείστον λιθόκτιστα, σε αρκετές περιπτώ-σεις συγκοινωνούν με τους υπονόμους των κατοικιών. Αυτό έχει ως αποτέλε-σμα τη μόλυνση του νερού και την προσβολή αυτών που το χρησιμοποιούν από ασθένειες όπως είναι οι γαστρεντερίτιδες και ο τύφος. Αν και δεν διαθέτω στατιστικά στοιχεία, πιστεύω ότι επειδή οι γυναίκες έρχονταν σε επαφή περισ-σότερο από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας με το νερό —μαγείρευαν, έπλε-ναν τις οικιακές συσκευές και έκαναν και την μπουγάδα του σπιτιού— ήταν και πιο ευάλωτες σ' αυτές τις ασθένειες.

Όσον αφορά την αρρώστια-μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση, που πραγ-ματικά κάνει θραύση στα εργατικά στρώματα, οι κακές συνθήκες υγιεινής στην κατοικία συμβάλλουν τα μέγιστα στη διάδοση της. Τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία μας δίνουν τον αριθμό των θανάτων από φυματίωση στην Ερμούπολη

18. Σφαίρα, αρ. 4573, 27-6-1897 και αρ. 4582, 27-6-1897" Πρόνοια, αρ. 266, 22-3-1883.

19. Σφαίρα, αρ. 4984, 21-10-1898.

Page 283: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

λη: 2 0 το 1910 το 1 0 % των θανάτων οφειλόταν στη φυματίωση, το 1911 το 1 7 % , το 1912 το 1 8 % και το 1913 το 19 ,5%. Οι εργάτριες προσβάλλονταν εύκολα από την ασθένεια. Από τα 60 πρόσωπα που έπασχαν στην Ερμούπολη από πνευμονική φυματίωση το 1913, οι 18 ήταν εργάτριες.21 Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η οικογένεια του προσώπου που έπασχε από φυματίωση δεν ήθελε να το γνωστοποιήσει ευρύτερα. Έτσι πολλές φορές οι γιατροί δή-λωναν άλλη αιτία θανάτου αντί για φυματίωση.

Πώς να αντιμετωπίσουν οι εργατικές οικογένειες το σλόγκαν των υγειο-νομιστών «ο φυματικός διαδίδει την φυματίωσιν», όταν δεν έχουν ούτε τις απαι-τούμενες γνώσεις, αλλά, κυρίως, ούτε την απαιτούμενη οικονομική επιφάνεια για να αντιμετωπίσουν έστω και προληπτικά την ασθένεια. Συγκεκριμένα, δεν διαθέτουν χρήματα για να σταματήσει το πρόσωπο που πάσχει την εργασία του, δεν διαθέτουν χρήματα για να νοικιάσουν σπίτι με δεύτερο δωμάτιο για να απομονώσουν τον ασθενή, δεν διαθέτουν χρήματα για να αγοράσουν τα ιδιαί-τερα σκεύη και πανικά που απαιτούνται για να μην κολλήσει ολόκληρη οικο-γένεια. Τέλος, όταν ο ασθενής πεθάνει, αντί να τα πετάνε ή να τα καίνε, λόγω ανέχειας είτε χρησιμοποιούν τα ρούχα του, το στρώμα του και τα σκεπάσματά του, είτε τα πουλούν στα παλαιοπωλεία ρούχων χωρίς απολύμανση. Ακόμη και στην περίπτωση που τα κάψουν ή τα πετάξουν, δεν υπάρχει καμιά κρατική μέριμνα για τη δωρεάν προμήθεια και αντικατάσταση των στοιχειωδών. Για την επιβαλλόμενη απολύμανση της κατοικίας του φυματικού με φορμόλη δεν υπάρχουν τα απαραίτητα χρήματα, αφού γίνεται με δαπάνη της οικογένειάς του και όχι του κράτους ή του δήμου.

Μετά την εξέταση των κυριότερων ασθενειών σε σχέση με τις συνθήκες διαβίωσης και την εργατική κατοικία θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο θέμα της καθαριότητας και της υγιεινής του σώματος της εργάτριας.

3. Η Π Ο Λ Υ Τ Ε Λ Ε Ι Α Τ Ο Υ Φ Τ Ω Χ Ο Υ : Η Κ Α Θ Α Ρ Ι Ο Τ Η Τ Α Τ Η Σ Ν Ε Α Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α Σ

Σ Τ Ο Ν Π Α Τ Ε Ρ Ν Α Λ Ι Σ Τ Ι Κ Ο Λ Ο Γ Ο Τ Ο Υ 19ου ΑΙΩΝΑ

Προσπαθώντας να ανασυνθέσουμε με βάση τις πέντε αισθήσεις το τοπίο της ελληνικής πόλης στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα ανακαλύπτουμε δύο αντί-θετες εικόνες: στη μια κυριαρχούν ο βόρβορος στον οποίο βυθίζονται μέχρι τα γόνατα οι λαϊκές τάξεις,2 2 οι αναθυμιάσεις των βόθρων και των σφαγείων, οι

20. Αθανάσιος Τσακαλώτος, ό.π., σ. 12. 21. Στο ίδιο, σ. 27. 22. Ανώνυμος, «Τα έργα σας», Ποσειδών, αρ. 1163, 21-3-1879.

Page 284: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

υπαίθριοι κοπριστές και οι ρυπαροί μαχαλάδες του Βατραχονησιού, της Βά-θειας, των Καμινιών- ενώ στην άλλη κυριαρχούν δρόμοι και μαγαζιά με ευρω-παϊκή όψη, η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του Φαλήρου, τα σκιερά μονοπάτια του Βασιλικού Κήπου, και οι βίλες της Κηφισιάς.23 Δημοσιογράφοι, λογοτέ-χνες, όπως ο Ροΐδης και ο Μητσάκης, καθώς και φιλανθρωπικοί σύλλογοι ανα-καλύπτουν και καταγράφουν το τοπίο με τις αντιθέσεις του. Οι συζητήσεις για τον εξωραϊσμό των πόλεων και των ανθρώπων κορυφώνονται με τις προετοι-μασίες για την τέλεση των Α' Ολυμπιακών Αγώνων. Για την ελληνική κοι-νωνία η αποκατάσταση της καθαριότητας αποτελεί σημάδι ευημερίας, υγείας και πολιτισμού.24

Ο Γεώργιος Τυπάλδος, αρθρογράφος του περιοδικού Οικονομική Επιθεώ-ρησις, μας μυεί στις συνήθειες της καθαριότητας που επικρατούσαν στην Αθήνα το 1874. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στο λουτρό με κρύο νερό (ψυχρολουσία), στο λουτρό με χλιαρό νερό, στο λουτρό με θερμό ατμό που γινόταν στα δημόσια λουτρά, καθώς και στα θαλάσσια λουτρά που γίνονταν στις παραλίες.25 Όμως , η τήρηση των συνηθειών της καθαριότητας σχετιζόταν με τις κοινωνικές διαβαθμίσεις και την οικονομική ευμάρεια του πληθυσμού.

Ας δούμε από κοντά τις κοινωνικές ομάδες που εμπλέκονται σ' αυτό το θέμα. Είναι οι νεοφερμένοι της νεοελληνικής πόλης που συνιστούν δύο αντίθε-τους κοινωνικούς πόλους. Οι ομογενείς της διασποράς και οι φτωχοί των πό-λεων. Για τους ομογενείς που συνιστούν την κυρίαρχη αστική τάξη, η καθα-ριότητα αποδεικνύει την οικονομική και κοινωνική τους υπεροχή. Γιατί προϋ-ποθέτει χρόνο, κατάλληλη υποδομή (χώρο και νερό), εξοπλισμό (σαπούνι και ρούχα) και συνήθειες καλής αγωγής. Για τους φτωχούς η έλλειψη καθαριότη-τας, που αναγνωρίζεται από τον ιδρώτα, τις μυρωδιές και τα ντρίλινα ρούχα, αποτελεί ένα σημάδι βαθιάς διαφοροποίησης, ακόμη και περιθωριοποίησης, από

23. Από τη λογοτεχνία και τους περιηγητές μπορούμε να αναζητήσουμε πολλά στοι-χεία που βοηθούν στην ανάπλαση της εικόνας της πόλης. Συγκεκριμένα αναφέρω τα εξής δημοσιεύματα του Εμμανουήλ Ροΐδη στην εφημερίδα Εστία το 1896: «Αθηναϊκοί περίπα-τοι», «Περίπατοι εις τας Αθήνας Β'», «Περίπατοι εις τας Αθήνας Γ'». Ο Μιχαήλ Μητσά-κης το 1887 στο Αθηναϊκαί Σελίδες επανέκδοση στο Πεζογραφήματα, Αθήνα 1988, περι-γράφει εικόνες της Αθήνας. Από τους περιηγητές, ο Henri Belle στο βιβλίο του Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, Αθήνα 1993, σ. 111-115.

24. Ο Georges Vigarello, στηριζόμενος στο έργο του γερμανού κοινωνιολόγου Nor-bert Elias, La civilisation des moeurs, Παρίσι 1973, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο θέμα της καθαριότητας, συσχετίζοντάς το απολύτως με την έννοια του πολιτισμού. Βλ. Georges Vigarello, Le propre et le sale. L'hygiène du corps depuis le Moyen Age, Πα-ρίσι 1991.

25. Γεώργιος Τυπάλδος, «Κοινωνική καθαριότης», Οικονομική Επιθεώρησις, Αθήνα 1874, σ. 318-319.

Page 285: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα της πόλης.26 Η εικόνα τους προκαλεί ανη-συχίες και επιβάλλει την αντιμετώπιση τους. Ένα μέσο για την αντιμετώπιση αυτής της ανησυχίας είναι η διαπαιδαγώγηση των φτωχών στην καθαριότητα. Γ ιατί η καθαριότητα του φτωχού είναι η εγγύηση για την ηθικότητά του. Οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι αναλαμβάνουν τη διάδοση της καθαριότητας. Μιας κα-θαριότητας που ακολουθεί διαβαθμίσεις: από τον δρόμο στην κατοικία και από την κατοικία στο ανθρώπινο σώμα. Ως προς τις εργαζόμενες γυναίκες των κα-τώτερων στρωμάτων, η προσοχή τους εστιάζεται στη νέα εργάτρια, η οποία σύμφωνα με τ ις διακηρύξεις τους βρίσκεται σε «ημικτηνώδη κατάσταση εκ της παντελούς ελλείψεως στοιχειώδους μορφώσεως και ανατροφής».27 Οι υπηρέ-τριες και οι τροφοί λόγω της συγκατοίκησης τους με τις αστικές οικογένειες μπορούν να μυηθούν και να εξοικειωθούν με την καθαριότητα χωρίς να χρειά-ζονται ειδικό εκπαιδευτικό πλαίσιο.

Η νέα εργάτρια ως ηθικός αρχηγός της μελλοντικής της οικογένειας πρέ-πει να λάβει την κατάλληλη αγωγή και εκπαίδευση ώστε να εφαρμόσει και να μεταδώσει σωστές αρχές στα παιδιά της.2 8 Από τα αρχεία των Κυριακών Σχο-λείων που είχα την ευκαιρία να μελετήσω —συγκεκριμένα του Κυριακού Σχο-λείου που ίδρυσε η Καλλιρρόη Παρρέν, του Κυριακού Σχολείου του Πειραιά και του Κυριακού Σχολείου του ΕΚΑ που ιδρύθηκε αργότερα από την Αύρα Θεοδωροπούλου—, παρατήρησα ότι τόσο στις λογοδοσίες τους, όσο και στα έντυπά τους επαναλαμβάνεται τακτικά η έκφραση «εκπολιτισμός της εργά-τριας». Εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα: τ ι ακριβώς σημαίνει εκπολιτίζω τις ερ-γάτριες; Η απάντηση μας δίνεται από τις ίδιες τις πηγές: Σημαίνει ότι οι σύλλογοι αυτοί έχουν σκοπό την ηθική διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση της εργάτριας. Και πιο συγκεκριμένα την παροχή στοιχειωδών γνώσεων, δηλαδή αυτών που αντιστοιχούν στην κοινωνική τους τάξη και στο επάγγελμα τους.29

Εκτός από τα βασικά μαθήματα (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ιερά κα-τήχηση), οι εργάτριες διδάσκονται υγιεινή και καθαριότητα. Και στα τρία Κυ-ριακά Σχολεία τον περισσότερο καιρό το μάθημα της υγιεινής γίνεται από τη γιατρό και συγγραφέα βιβλίων που έχουν σχέση με τη διαπαιδαγώγηση, Άννα

26. Για τη σύνδεση της καθαριότητας με τα κοινωνικά στρώματα βλ. Philippe Perrot , Le travail des apparences. Le corps féminin XVIIe-XIXe siècle, Παρίσι 1984, σ. 107-116.

27. Ανώνυμος, «Θεραπαινίδες και τροφοί», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 250, 24-1 -1893. 28. Ελένη Γεωργιάδου, «Αι εργαζόμεναι γυναίκες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 690,

13-1-1902. 29. Βλ. τις ετήσιες λογοδοσίες του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν

της Εργάτιδος από το 1907 έως και το 1923" τα άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό Εφημερίς των Κυριών επίσης βλ. Αύρα Θεοδωροπούλου, «Το Κυριακό Σχολείο Εργατριών», ανατύπωση από το Δελτίον του Εκπαιδευτικού Ομίλου 1915, Αθήνα 1916.

Page 286: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Κατσίγρα-Μελά. Στο μάθημα της υγιεινής οι μαθήτριες-εργάτριες διδάσκονται να λαμβάνουν προφυλακτικά μέτρα για την αποφυγή δύο κυρίως ασθενειών, της φυματίωσης και της ελονοσίας, καθώς και κανόνες για την καθαριότητα του σώματος τους και την ευπρεπή τους εμφάνιση. Η έννοια της υγιεινής, όπως διδάσκεται, συμπεριλαμβάνει την καθαριότητα και την υγεία. Για να γίνουμε πιο σαφείς, η καθαριότητα αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην υγιεινή και την υγεία. Όμως η καθαριότητα συνδέεται και με την ηθική, προστίθεται δηλαδή στις αρετές γιατί εξασφαλίζει την τάξη. Στον κανονισμό των Κυρια-κών Σχολείων αναγράφεται ότι η εργάτρια για να γίνει δεκτή πρέπει να είναι «καθαρά εις την κεφαλήν και το σώμα της, τακτική εις τα φορέματά της». 3 0

Στον έλεγχο των μαθητριών η καθαριότητα βαθμολογείται. Σ ε αντίθεση με τα σχολεία τακτικής φοίτησης, όπου το μάθημα της υγιεινής είναι δευτερεύουσας σημασίας, τα Κυριακά Σχολεία δίνουν μεγάλη σημασία στην προπαγάνδα υπέρ της υγιεινής, που, σύμφωνα με τις δηλώσεις των υπεύθυνων γυναικών, για τις εργάτριες είναι terra incognita . 3 1 Μεταξύ των γυναικών που ασχολούνται με την εκπαίδευση και αγωγή των εργατριών, και της ίδιας της εργάτριας-μαθή-τριας υποβόσκει μια κοινωνική αντιπαράθεση: αυτή ανάμεσα στην έννοια του «πολιτισμένου» και του «απολίτιστου». Βεβαίως, δεν πρόκειται για αντίθεση της μορφής «καλό»-«κακό», αλλά αναφέρεται σαφώς στις βαθμίδες της εξελι-κτικής πορείας που ακολουθούν οι πρακτικές της καθαριότητας. Η καθαριό-τητα είναι μια διαδικασία που εκδηλώνεται αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο μιας ορισμένης «πολιτισμένης» συμπεριφοράς. Με τις πρακτικές της καθαριό-τητας ο πολιτισμός εισβάλλει σταδιακά στον κόσμο των αισθήσεων. Η μύηση της εργάτριας στην καθαριότητα της χαρίζει υγεία, ευρωστία, την απομακρύ-νει από τη βαρβαρότητα, την εξοικειώνει με νέες συμπεριφορές, όπως είναι η υγιεινή, η απλότητα και η τάξη. Όμως, το οικονομικό χάσμα που δημιουρ-γείται ανάμεσα στα κυρίαρχα αστικά στρώματα και στους φτωχούς των πό-λεων έχει πολιτιστικά επακόλουθα.

Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της εργάτριας, ας διερευνήσουμε γιατί η καθιέρωση της καθαριότητας αποτελεί γ ι ' αυτήν πολυτέλεια.

Ο χώρος που αναλογούσε στην κάθε εργάτρια ήταν ένα κοινό δωμάτιο ύπνου για όλη την οικογένεια και ένα κοινό πλυσταριό για όλους τους συνοί-κους της αυλής.32 Δημόσια γυναικεία λουτρά δεν είχε ούτε η Ερμούπολη33 ούτε η Αθήνα. Τα δημόσια γυναικεία λουτρά στη συνοικία της Μουνιχίας, στον Πει-

30. Κανονισμός του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, Αθήνα 23 Αυγούστου 1912. 31. Βλ. Αύρα Θεοδωροπούλου, ό.π., σ. 5-6. 32. Βλ. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», Δημοσιεύματα, τ. 4,

Αθήνα 1903, σ. 50" Αύρα Θεοδωροπούλου, «Τα Λουτρά των Εργατίδων», Εστία, 18-11-1911. 33. Αθανάσιος Τσακαλώτος, Περί της δημοσίας υγείας εν Σύρω..., ό.π., σ. 29.

Page 287: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Πειραιά, ήταν τα μοναδικά. Εκεί η διεξαγωγή του μπάνιου αποτελούσε πρόβλημα για τις γυναίκες. Από την εφημερίδα Σφαίρα πληροφορούμαστε ότι οι «πετρο-μαχούντες παίδες» έσπαγαν τα τζάμια των λουτρών, με αποτέλεσμα η διαδι-κασία του μπάνιου να παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες για τις γυναίκες.34

Θα έπρεπε να έχει κανείς μεγάλη δόση εφευρετικότητας για να κατορθώσει με τα μέσα αυτά να κάνει ένα γενικό λουτρό. Το 1903 η Ευγενία Ζωγράφου προ-τείνει στους ιδιοκτήτες των εργοστασίων να δημιουργήσουν λουτρά και πλυντή-ρια ενδυμάτων για τις εργάτριες. Το θερμό νερό που εξέρχεται από τις μηχα-νές κατά την εξάτμιση θα μπορούσε να κατευθυνθεί σε ειδική αίθουσα και να χρησιμοποιηθεί για λουτρό των εργατριών. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία μου η πρόταση της δεν εισακούσθηκε. Εκτός όμως από το χώρο για το λου-τρό, οι εργάτριες δεν διέθεταν ούτε τον απαραίτητο χρόνο, ούτε νερό, ούτε σα-πούνι. Στην καλύτερη περίπτωση η τροφοδοσία του νερού γινόταν από τη βρύ-ση του δρόμου που βρισκόταν πολλές φορές σε μεγάλη απόσταση από την κα-τοικία. Σ τ η χειρότερη περίπτωση αντλούσαν νερό από τα πηγάδια ή από δε-ξαμενές. Το νερό ήταν περιορισμένο λόγω της λειψυδρίας κατά τους θερινούς μήνες. Ακόμα και το νερό από τη βρύση του δρόμου διοχετευόταν κάθε δεύ-τερη μέρα το χειμώνα και κάθε τρεις, τέσσερις, έως και πέντε ημέρες το κα-λοκαίρι.35 Πώς οι γυναίκες αυτές θα εξοικονομούσαν νερό ώστε η οικογένεια να κάνει άφθονη χρήση και να περισσέψει για το λουτρό τους;

Το κοινό σαπούνι και το χτένι για τα μαλλιά αποτελούσαν είδη πολυτε-λείας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα Κυριακά Σχολεία των Ερ-γατριών κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και στις εξετάσεις του Ιουνίου προσέφεραν ως δώρα ή ως βραβεία στις εργάτριες σαπούνια και χτένια. Η Ένωσις των Ελληνίδων διένεμε σαπούνια και χτένια στις οικογένειες των λαϊ-κών συνοικιών.

Η διαδικασία των πρακτικών καθαριότητας βασιζόταν στην οικονομία του χώρου, του χρόνου, του νερού, των υλικών και των κινήσεων. Μια πήλινη γα-βάθα με χλιαρό νερό, ένας άδειος κάδος που χρησίμευε και για την μπουγάδα, μια βούρτσα απ' αυτές που τρίβουν τα πατώματα ή ένα σφουγγάρι και ένα κομμάτι φανέλας ήταν τα απαραίτητα υλικά για το λουτρό. Πριν το μπάνιο έπρεπε να τρίψουν το σώμα τους για να ανέβει η θερμοκρασία και να ανοίξουν οι πόροι, μετά με την φανέλα έπρεπε να σκουπιστούν. Όσον αφορά την υγιεινή των μαλλιών, αυτά έπρεπε να βρέχονται και να κτενίζονται καθημερινά. Έπρε-πε να λούζονται τακτικά (δύο φορές την εβδομάδα), έτσι ώστε να μην ανα-πτύσσουν παράσιτα (ψείρες, τριχοφάγο, ψώρα κ.ά.). Η περιποίηση των δοντιών

34. Σφαίρα, αρ. 1287, 16-3-1885. 35. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας/

Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των συνθηκών... 1921, Αθήνα 1922.

Page 288: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

προστίθεται πολύ αργότερα στις πρακτικές καθαριότητας. Το 1911 προσφέρε-ται σκόνη για το καθαρισμό των δοντιών ως βραβείο στις εξετάσεις του Κυ-ριακού Σχολείου του ΕΚΑ.

Το πλύσιμο των ρούχων είναι επίπονο, χρονοβόρο και δαπανηρό. Γιατί οι εργάτριες θα πρέπει να θυσιάσουν την Κυριακή, να εξοικονομήσουν σαπούνι, στάχτη και ξύλα, είδη που δεν προσφέρονται σε αφθονία, για να πλύνουν τα ρούχα τους. Έ τ σ ι θεωρείται κατόρθωμα για τις εργάτριες να τα πλένουν μια φορά το μήνα.

Η διαδικασία του λουτρού αποτελεί έναν ισχυρό αυτοαναγκασμό. Οι εργά-τριες πρέπει να αναπτύξουν τέτοιου τύπου συνήθειες ώστε να χαλιναγωγηθούν. Μέσω της καθαριότητας και της ευπρέπειας διακόπτεται η συμβολική βία που ασκούν οι βρόμικοι και οι ατημέλητοι. Η εργάτρια για να ενταχθεί κοινωνικά και να ξεφύγει από τις αγροτικές της καταβολές πρέπει να αισθανθεί απέχθεια προς τη βρώμα, σεβασμό προς την καθαριότητα, την αίσθηση του καθήκοντος και της εργασίας. Για τα ανύπαντρα κορίτσια της αστικής τάξης η εμφάνιση τους αποτελεί απόδειξη της κοινωνικής και οικονομικής τους κατάστασης και χρησιμεύει κυρίως ως επένδυση για την ανεύρεση συζύγου. Οι εργάτριες πρέ-πει, αντιθέτως, με την εμφάνιση τους να αποδεικνύουν ότι εργάζονται για να ζήσουν και όχι για να ντυθούν. Σύμφωνα με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, οι νέες εργάτριες με την εμφάνισή τους δεν πρέπει να επιδεικνύουν τίποτε άλλο εκτός από την καθαριότητά τους. Πρέπει να φορούν απλά —όχι πολυτελή— και άνετα ρούχα ώστε να διευκολύνονται οι κινήσεις. Η καθαριότητα των ρού-χων απαιτεί την αφαίρεση των λεκέδων και των οσμών. Τα εσώρουχα των γυναικών πρέπει να αλλάζονται μια ή δυο φορές την εβδομάδα.36 Όμως, αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα γιατί οι γυναίκες δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουν λευκό ύφασμα και να ράψουν εσώρουχα. Το λευκό βαμβακερό ύφασμα —κα-τάλληλο για τη ραφή εσωρούχων— θεωρείται πολύτιμο χριστουγεννιάτικο δώρο για τις εργάτριες που φοιτούν στα Κυριακά Σχολεία. Τα κουρελιασμένα βαμ-βακερά ενδύματα της νεοαφιχθείσας στην πόλη εργάτριας πρέπει να αντικατα-σταθούν με καθαρά, ατσαλάκωτα και καλομπαλωμένα ρούχα. Η διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων κοπτικής, ραπτικής και «εμβαλωματικής» στα Κυριακά Σχολεία έχει ως πρωταρχικό σκοπό τη βελτίωση της εξώτερικής εικόνας της εργάτριας.

Αντίθετα, για τις εργάτριες που ντύνονται πολυτελώς, παραβαίνοντας τα πρότυπα της σεμνότητας και της νοικοκυροσύνης, δημιουργείται ένα κλίμα κα-χυποψίας και απόρριψης. Το φαινόμενο παρατηρείται στις νέες που εργάζονται στα εργαστήρια μοδιστρικής και στα καπελάδικα. Προφανώς η επαφή με τις αστές, με τους τρόπους τους και τις νοοτροπίες τους, δημιουργεί στις εργάτριες

36. Παναγιώτης Χριστόπουλος, Μαθήματα Υγιεινής, Αθήνα 1920, σ. 79.

Page 289: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

τριες την επιθυμία της μίμησης. Η πολυτέλεια της νέας εργάτριας προκαλεί αναστάτωση σε όλους γιατί ανατρέπει αποδεκτούς κώδικες και συμπεριφορές. Φανερώνει σπατάλη και υπονοεί ανηθικότητα. Το 1920 η επιθεωρήτρια εργα-σίας Άννα Μακροπούλου σημειώνει ότι αρκετές εργάτριες «διαθέτουν τα πε-ρισσεύματά των εις είδη πολυτελείας, αδιαφορούσαι παντελώς διά το μέλλον των».3 7 Πραγματικά, η εικόνα της καθαρής εργάτριας φανερώνει την εκπαί-δευση της και την υποταγή της στις νέες αρχές που βασίζονται στην υγιεινή του σώματος χαι στη σεμνότητα της ενδυμασίας. Το πνεύμα της νοικοκυρο-σύνης και της αποταμίευσης κυριαρχεί. Η ένταξή της στον κόσμο της εργα-σίας διευκολύνεται. Κάθε άλλη συμπεριφορά —κυρίως η υιοθέτηση της πολυ-τέλειας— αποτελεί παραβίαση των κυρίαρχων αναπαραστάσεων στην κοινωνία.

Η ιδιοκτήτρια μεταξοϋφαντήριου Καρασταμάτη διευκρινίζει τ ι ακριβώς θεωρείται πολυτέλεια για τη νέα εργάτρια και αποκαλύπτει τις ανησυχίες της: « Η ελληνίς εργάτις ουδέν άλλο ιδανικόν έχει δι' ουδέν άλλο φροντίζει ή πώς να αμείβεται καλώς, να έχη μεταξωτό φόρεμα, ωρολόγιον της χειρός, να φορή την καλυτέραν κάλτσαν, να περιποιήται τους όνυχας, το πρόσωπον και την κό-μην της, και να φροντίζει πώς να εύρη ένα σύζυγον, όστις θα εξασφαλίσει εις αυτήν άνετον βίον και αποχήν από πάσης εργασίας εν τω μέλλοντι».3 8 Ας ερ-μηνεύσουμε τον λόγο της: Για το πρότυπο εμφάνισης της εργάτριας έχει δη-μιουργηθεί ένα ηθικό, και αισθητικό σύστημα αναπαραστάσεων, το οποίο βα-σίζεται στη διαφοροποίησή της από τα κυρίαρχα αστικά στρώματα. Γ ι ' αυτό η κατάκτηση της καθαριότητας από τις νέες εργάτριες θα είναι πάντοτε μισή αρχοντιά και ποτέ ολόκληρη.

4. Η Δ Ι Α Τ Ρ Ο Φ Η

Η μετάβαση από την κοινωνία της αυτοκατανάλωσης αγαθών, όπου κάθε νοι-κοκυριό διέθετε λαχανόκηπο, ελιά, αμπέλι και κατοικίδια (κατσίκα, γουρούνι, κότες), στην κοινωνία της εκχρηματισμένης αγοράς σήμαινε για τους νεοαφι-χθέντες κατοίκους της πόλης την εξοικείωση τους με νέα είδη και νέους τρό-πους διατροφής. Ασφαλώς μια μερίδα των κατοίκων που είχαν επαφή με τον τόπο καταγωγής τους και τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τρόφιμα από εκεί δεν άλλαξε εντελώς τη διατροφή της. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς εύστοχα πα-ρατηρεί την οικοδόμηση ενός εξωαγροτικού δικτύου μέσα στους κόλπους της

37. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις τον προσωπι-κού Επιθεωρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων το έτος 1921, Αθήνα 1923, σ. 83.

38. Σπάρτη Καρασταμάτη, «Αι Ελληνίδες της σήμερον», Εργασία, τχ. II, 22-3-1930.

Page 290: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

αγροτικής οικογένειας, καθώς μερικά από τα μέλη της πλαισιώνουν εξωαγρο-τικούς τομείς και δημόσιες υπηρεσίες. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζουν υλικά στηρίγματα σε περίπτωση ανάγκης, ενώ ταυτόχρονα χρησιμεύουν και ως προ-γεφύρωμα για τις μελλοντικές μεταναστεύσεις της οικογένειας.39 Στα υλικά στηρίγματα υπάγονται το λάδι, οι χυλοπίτες, το τυρί, τα παξιμάδια, οι κότες ή ακόμη και το αρνί, που αποστέλλονται σε καλάθια. Τα αγαθά μεταφέρονται από το χωριό με κάποιο συγγενικό πρόσωπο που τα πηγαίνει στο σπίτι ή τα αφήνει στο καφενείο που συχνάζουν συντοπίτες. Στα καφενεία αυτά που φέ-ρουν και το όνομα του τόπου προέλευσης των θαμώνων, π.χ. Νάξος, Σέριφος, Ικαρία, μπορεί κανείς να βρει και να αγοράσει τοπικά προϊόντα που δεν που-λιούνται αλλού, όπως ελιές, τυριά, μυρωδικά βότανα κ.ά. Επίσης και τα πρα-κτορεία των πλοίων και των τραίνων εκτελούν μεταφορές ασυνόδευτων εμπο-ρευμάτων (τροφίμων). Οι κάτοικοι που δεν διατηρούν δεσμούς με τον τόπο κα-ταγωγής τους οφείλουν να προσαρμοστούν σε νέες διατροφικές συνήθειες και να υπακούσουν σε νέους κανόνες.

Το θέμα της διατροφής ανήκει στα γυναικεία καθήκοντα. Οι γυναίκες έπρεπε να εξασφαλίσουν το φαγητό, να το μαγειρέψουν, να μετατρέψουν τα υπολείμματά του σε φαγητό άλλης μορφής για την επόμενη μέρα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο χωριό οι διατροφικές συνήθειες συμβάδιζαν και με μια ορισμένη εποχή. Για παράδειγμα, τα Χριστούγεννα έσφαζαν το γουρούνι και αφού έτρωγαν τα εντόσθια, διατηρούσαν το υπόλοιπο κρέας του στην άλμη και το έτρωγαν όλο τον υπόλοιπο καιρό. Εξασφάλιζαν έτσι στοιχειωδώς τις ανάγ-κες τους σε κρέας. Το Πάσχα έσφαζαν το αρνί ή το κατσίκι και έτρωγαν κρέας. Αντίθετα, στην πόλη, με εξαίρεση το κυριακάτικο φαγητό και τα νηστίσιμα φαγητά της Σαρακοστής και των παραμονών των μεγάλων θρησκευτικών εορ-τών, οι διατροφικές συνήθειες δεν συνδέονταν απολύτως με την εποχή. Η μόνη τέτοια συνήθεια που πέρασε από την ύπαιθρο στην πόλη, κυρίως στους εργα-τικούς συνοικισμούς που ήταν κτισμένοι στις παρυφές της, ήταν τα χόρτα. Οι αγρότισσες της πόλης γνώριζαν ποια χόρτα ήταν τα κατάλληλα και αφού τα μάζευαν τα μαγείρευαν σε διάφορες παραλλαγές. Το συνηθισμένο πιάτο ήταν χόρτα-σινάπια χωρίς λάδι με σκόρδο και ξερό ψωμί.4 0 Το ψωμί οι γυναίκες δεν το ζύμωναν μόνες τους, αλλά το αγόραζαν έτοιμο από τους φούρνους ή από τους πλανόδιους αρτοπώλες. Στα αρτοπωλεία το ψωμί ζυμωνόταν με τη βοή-θεια των μηχανημάτων «υπό των ζυμωτών ακαθάρτων την περιβολήν και το σώμα, μετ' ονύχων πενθούντων και κόμης ρυπαράς και μακράς, προς ην ιδιαι-τέραν τρέφουσιν αγάπην, εντός σκοτεινού ως επί το πλείστον και αραχνοβριθούς

39. Βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινοτικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 1992, σ. 126-127.

40. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», ό.π., σ. 45.

Page 291: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

θούς δωματίου».4 1 Αλλά και το ψωμί, ιδίως κατά την πολεμική περίοδο στην οποία τα άρρενα μέλη επιστρατεύονταν και η οικογένεια βυθιζόταν στην ανέ-χεια, ήταν προϊόν πολυτελείας. Λίγο πριν από την κήρυξη της Ελλάδας σε πτώ-χευση το 1893, στη Σύρο γυναίκες επιτέθηκαν σε πλανόδιο αρτοπώλη και του αφαίρεσαν διά της βίας όσα καρβέλια είχε στο καρότσι του. Η αστυνομία δεν μπορούσε να παρέμβει, γιατί τόσο αυτές που πήραν τα καρβέλια, όσο και οι άλλες γυναίκες της γειτονιάς εξεγέρθηκαν με απειλές εναντίον των αστυνομι-κών, οι οποίοι αποσύρθηκαν χωρίς να κάνουν συλλήψεις. Σύμφωνα με την ανα-φορά του νομάρχη, οι γυναίκες προκάλεσαν αυτό το περιστατικό από την πεί-να.42 Επίσης, το 1894 πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή γυναικών συλλα-λητήριο στο Βόλο, στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου, εξαιτίας της προβλεπό-μενης αύξησης στην τ ιμή του ψωμιού.43

Ένα άλλο φυτό που καταναλώνεται πολύ από τα εργατικά στρώματα ωμό μαζί με το ψωμί είναι το σκόρδο.44 Στο σκόρδο απέδιδαν διάφορες ιδιότητες. Πρώτα-πρώτα πίστευαν ότι έκανε καλό στην υγεία. Μετά θεωρούνταν ότι τους προφύλασσε από «το κακό μάτι». Το σκόρδο το έβαζαν και σε διάφορα φα-γητά, ακόμη και στα χόρτα.

Για να κατανοήσουμε τις διατροφικές συνήθειες θα πρέπει να υπολογί-σουμε και τον παράγοντα χρόνο. Αν σκεφτούμε ότι ο χρόνος για το μαγείρεμα ήταν περιορισμένος και η διαδικασία αρκετά πολύπλοκη —οι εργάτριες διέθε-ταν μόνο το βράδυ για να ανάψουν με τα ξύλα ή τα κάρβουνα τη φουφού, να μαγειρέψουν και να πλύνουν τα υποτυπώδη σκεύη—, τότε θα κατανοήσουμε γιατί εκτός από τα παραπάνω στοιχειώδη προτιμούσαν να μαγειρεύουν φαγητά που κόστιζαν φθηνά και η ετοιμασία τους απαιτούσε λίγο χρόνο. Δύο μεγάλες κατηγορίες φαγητών συγκέντρωναν αυτά τα πλεονεκτήματα: τα όσπρια (φα-σόλια, φακές, ρεβίθια) που μπορούσαν να μπουν στο νερό από το βράδυ της προηγούμενης και να μαγειρευθούν γρήγορα την επόμενη και τα παστά ψάρια που κόστιζαν ακριβότερα, π.χ. λακέρδα, ρέγγες, σαρδέλες και μπακαλιάρος. Τα όσπρια φημίζονταν για τη θρεπτική τους αξία και τα παστά είχαν αλάτι το οποίο χαρίζει ενεργητικότητα στον οργανισμό. Και τα δύο αυτά είδη είχαν το πλεονέκτημα ότι διατηρούνταν για πολλές μέρες. Σπάνια αγόραζαν φρέσκα ψά-ρια, κυρίως ψιλά όπως μαρίδες και σαρδέλες, από τους πλανόδιους ψαράδες. Από τα φρούτα, δύο είδη ήταν διαθέσιμα στην αγορά ανάλογα με την εποχή: τα πορτοκάλια το χειμώνα και τα σταφύλια το καλοκαίρι. Βεβαίως, ας σημειώσουμε

41. Αθανάσιος Τσακαλώτος, Περί της δημοσίας υγείας εν Σύρω..., ό.π., σ. 36. 42. Νέα Εφημερίς, αρ. 140, 20-5-1893. 43. Νίτσα Κολιού, Οι ρίζες του εργατικού κινήματος και ο « Ε ρ γ ά τ η ς » του Βόλου,

Αθήνα 1988, σ. 32. 44. Τζωρτζ Χόρτον, Στην Αθήνα του καιρού μου (1893-1897), Αθήνα 1996, σ. 62.

Page 292: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σουμε εδώ ότι πολλές φορές οι αυλές διέθεταν και οπωροφόρα δέντρα, όπως λεμονιές, μουσμουλιές και συκιές, από τα οποία οι ένοικοι προμηθεύονταν τα φρούτα τους. Το αγνό βούτυρο που χρησιμοποιούσε στο μαγείρεμα των φαγη-τών της η αστική τάξη, η εργατική τάξη το είχε υποκαταστήσει με το αμε-ρικάνικο λίπος.45 Παρά το γεγονός ότι για το κρέας γίνονταν εκκλήσεις από τις εφημερίδες ώστε να βρεθεί τρόπος οι «πενέστερες τάξεις» να το προμη-θεύονται, αυτό ήταν πάντοτε ακριβό και απρόσιτο.46

Οι γυναίκες, όταν δεν ψώνιζαν τρόφιμα με πίστωση από το μπακάλικο της γειτονιάς τους ή από την πύλη του εργοστασίου όπου εργάζονταν, πήγαι-ναν στην αγορά. Όπως τα μπακάλικα, έτσι και η αγορά δεν φημιζόταν ούτε για τη σωστή διατήρηση των προϊόντων που διέθετε, ούτε για τις επικρατού-σες συνθήκες καθαριότητας. Ο διευθυντής της Αστυνομίας του Πειραιά κά-ποιες φορές διενεργούσε επιθεώρηση αυτοπροσώπως στην αγορά της πόλης. Τότε μεγάλες ποσότητες προϊόντων κατάσχονταν τόσο από τα μαγαζιά, όσο και από τους πλανόδιους μπακάληδες που τα πουλούσαν στα πεζοδρόμια. Οπω-ρικά, ταραμάδες, και φαγητά που ήταν σε κατάσταση σήψης καταστρέφονταν «με γέλια, με παρακλήσεις, με ευφυολογίας, με θυμούς, με φωνάς και με χα-στουκιές» του ίδιου του διευθυντή και των κλητήρων που τον ακολουθούσαν.47

Βεβαίως, όπως διαπιστώσαμε και από τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας που επικρατούσαν στους δρόμους, οι επιθεωρήσεις της αστυνομίας δεν επανα-λαμβάνονταν συνεχώς και κατά τακτά διαστήματα.

Οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι που είχαν σκοπό την προστασία της εργάτριας, είχαν επεκτείνει τη δραστηριότητά τους και στο θέμα της σωστής διατροφής. Εκτός από το ότι πρότειναν στους εργοδότες-εργοστασιάρχες τη διενέργεια συσ-σιτίων, όπως διαπιστώσαμε και οι ίδιοι οι σύλλογοι οργάνωναν συσσίτια για τις εργάτριες. Επιπλέον, φρόντιζαν για την εκπαίδευση της εργάτριας, δηλαδή της υπεύθυνης για τη σωστή διατροφή όλης της οικογένειας. Φρόντιζαν να τη μάθουν ποια από τα είδη που ήταν προσιτά στο βαλάντιο της έπρεπε να τρώει και με ποια συχνότητα, με ποιο τρόπο έπρεπε να τα μαγειρεύει και πώς μπο-ρούσε να κάνει οικονομία ετοιμάζοντας νέα φαγητά με τα υπολείμματά τους. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παρουσιάσω το «ειδικό πρόγραμμα» των 17 μαθημάτων μαγειρικής που είχε εντάξει στο πρόγραμμά του το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας.

45. Αθανάσιος Τσακαλώτος, ό.π., σ. 36. 46. Σφαίρα, αρ. 4066, 26-10-1895. 47. Πρόνοια, αρ. 326, 13-8-1883.

Page 293: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

17 Μαθήματα Μαγειρικής Ειδικόν Πρόγραμμα διά το Κυριακόν Σχολείον

«Απλή λαϊκή μαγειρική»

Μάθημα 1ον Το γάλα Πρακτικώς Ριζόγαλον Μάθημα 2ον Το κρέας Πρακτικώς Σούπα και βραστό Μάθημα 3ον Το βούτυρον Πρακτικώς Ψητό Μάθημα 4ον Το έλαιον Πρακτικώς Χόρτον της εποχής με λάδι Μάθημα δον Το άλευρον Πρακτικώς Μακαρόνια Μάθημα 6ον Το άμυλον Πρακτικώς Πατάτες κατά διαφόρους απλούς τρόπους Μάθημα 7ον Τα όσπρια Πρακτικώς Φασόλια Μάθημα 8ον Ψάρια της εποχής Μάθημα 9ον Το αυγό Πρακτικώς Αυγά τηγανητά Μάθημα 10ον Τα όσπρια Πρακτικώς Φακή κατά διαφόρους τρόπους Μάθημα 11ov Χόρτα της εποχής Μάθημα 12ον Αρνί Μάθημα 13ον Διάφορες σούπες Μάθημα 14ον Όσπρια Μάθημα 15ον Εν οιονδήποτε χόρτον μετά κρέατος Μάθημα 16ον Χρησιμοποίησις ή μαγείρεμα εκ νέου υπολοίπων Μάθημα 17ον Χρησιμοποίησις ή μαγείρεμα εκ νέου υπολοίπων ή γλύκισμα

Σύμφωνα με τη σημείωση που ήταν γραμμένη στο πρόγραμμα, τα μα-θήματα της μαγειρικής διαρκούσαν το ελάχιστο 2 ώρες το καθένα. Κάθε μα-θήτρια εκτελούσε τις συνταγές με δικά της υλικά και ετοίμαζε σε κάθε μά-θημα γεύμα για 2 άτομα. Από το πρόγραμμα παρατηρούμε ότι δεν γινόταν μόνο πρακτική εξάσκηση-μαγείρεμα φαγητών, αλλά παρέχονταν και θεωρητι-κές γνώσεις για τα συστατικά, όπως για το γάλα, το βούτυρο, το λάδι, το άμυλο. Ιδιαίτερο βάρος δινόταν στη μαγειρική των οσπρίων. Γενικά πρόκειται για συνταγές βασικών φαγητών, απλές στην εφαρμογή τους, οι οποίες ήταν και προσιτές στις οικονομικές δυνατότητες των εργατριών.

Page 294: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

5. ΟΙ Α Ρ Γ Ι Ε Σ Κ Α Ι ΟΙ Δ Ι Α Σ Κ Ε Δ Α Σ Ε Ι Σ

Πριν προσδιορίσουμε τον χρόνο και τον τρόπο αναψυχής των εργατριών θα πρέπει να διατυπώσουμε ορισμένες γενικές παρατηρήσεις. Ο Μιχαήλ Μητσά-κης στα 1887 περιγράφοντας τις διασκεδάσεις των Αθηναίων σχολιάζει: «Ε ιπέ μου πώς διασκεδάζεις και θα σου είπω ποιος είσαι». Πραγματικά, εκτός από τον περίπατο που γινόταν συνήθως τις Κυριακές στους δρόμους και στους δη-μόσιους κήπους, οι υπόλοιπες διασκεδάσεις στο χρονικό πλαίσιο της μελέτης μας υπόκεινταν σε διαφοροποιήσεις ταξικού χαρακτήρα. Οι πλούσιοι ομογενείς, οι χρηματιστές, ανώτερα και κατώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, άν-θρωποι του παλατιού, αλλά και φοιτητές διασκέδαζαν ως προσκεκλημένοι ή ως οικοδεσπότες στα σαλόνια των αθηναϊκών σπιτιών σε τσάι το απόγευμα ή σε δείπνο το βράδυ. Χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία του πιάνου που αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα της αστικής κατοικίας. Συχνά διοργά-νωναν εκδρομές στο Φάληρο, διέμεναν ή μόνο γευμάτιζαν στα ξενοδοχεία της Κηφισιάς και πήγαιναν στις λουτροπόλεις για ιαματικά λουτρά.

Για να ιχνηλατήσουμε τους χώρους, το χρόνο, τη διάρκεια, καθώς και τον τρόπο αναψυχής των εργατριών θα εστιάσουμε το φακό μας όχι μόνο στην εργάτρια αλλά και στον κοινωνικό της περίγυρο, αφού η διασκέδαση είναι κοι-νωνική και όχι εξατομικευμένη εκδήλωση.48

Οι ημέρες αργίας που αποτελούν τη μοναδική ευκαιρία για ξεκούραση και διασκέδαση των εργατριών, συνδέονται με τις θρησκευτικές γιορτές. Την Κυ-ριακή, όταν μπορούν και εφόσον τους μένει χρόνος, πηγαίνουν στην εκκλησία. Γιατί οι εργάτριες την Κυριακή κάνουν τις δουλειές του σπιτιού που απαιτούν χρόνο και δεν μπορούν να κάνουν τις εργάσιμες ημέρες. Οι εργασίες του νοι-κοκυριού και το πλύσιμο των ρούχων γίνονται το πρωί εκείνης της ημέρας. Μετά το κυριακάτικο φαγητό οι δημόσιοι κήποι της Αθήνας και του Πειραιά προσφέρονται όχι μόνο για τον περίπατο των εργατριών, αλλά και ως «φω-λιά» για τις ερωτικές συναντήσεις τους. Στην Αθήνα, στο Βασιλικό Κήπο με τις δεντροστοιχίες, τα χαλικόστρωτα μονοπάτια, τα ανθισμένα δέντρα, το νερό που περιβρέχει τις ρίζες των δέντρων, τα λουλούδια και τους θάμνους, διασκε-δάζουν όλες οι κοινωνικές τάξεις. Το πρωί πηγαίνουν οι βασιλείς και η συνο-δεία τους, το απόγευμα ο λαός.49 Το 1891 στο Ζάππειο ο Όμιλος των Φιλο-μούσων με σκοπό να «εκδημοκρατίση ολίγον την παραπολύ αριστοκρατίζουσαν

48. Για την κοινωνική ζωή στην Αθήνα βλ. Ματούλα Χ. Σκαλτά, Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1983.

49. Μια πλήρη περιγραφή του Βασιλικού Κήπου και των ανθρώπων που συχνάζουν σ' αυτόν μας δίνει ο Μποέμ [Δημήτρης Χατζόπουλος]. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Μποέμ, Το Άστυ, αρ. 879, 8-9 Μαΐου 1893.

Page 295: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μουσικήν» οργανώνει για όλο τον κόσμο λαϊκές συναυλίες.50 Επίσης, αρκετές εργάτριες όταν διαθέτουν περισσότερο χρόνο τις Κυριακές πηγαίνουν περίπατο με την παρέα τους στην Αλυσίδα, στους κήπους του Ρέντη 5 1 και στο Φάληρο.

Στον Πειραιά τα σημεία που προτιμούν για τη διασκέδαση και τον περί-πατο τους οι εργάτριες είναι η Μουνιχία, οι παραλίες της Φρεαττύδας και του Τσίλερ, καθώς και ο Τινάνειος κήπος.52 Γύρω στα 1900 εγκαινιάζονται στην πλατεία Μουνιχίας και οι λεγόμενες λαϊκές γιορτές που γίνονται τις Κυριακές. Οι διευθυντές των καφενείων συγκεντρώνουν όχι μόνον τις εργάτριες με την παρέα τους, αλλά και όλο τον κόσμο των λαϊκών τάξεων. Ο κόσμος τέρπεται και θαυμάζει τα πυροτεχνήματα που ετοιμάζουν οι μαγαζάτορες της περιοχής.53

Ενώ η αστική τάξη κάνει το «θαλάσσιον λουτρόν» της στο Φάληρο, η εργα-τική τάξη πηγαίνει στα λουτρά της Μουνιχίας και της Φρεαττύδας. Τα λου-τρά της Μουνιχίας είναι αβαθή και ασφαλέστερα, ενώ τα λουτρά της Φρεατ-τύδας είναι καθαρότερα, πιο ευάερα και, επιπλέον, προσφέρουν μεγάλη ελευ-θεριότητα λόγω της κατασκευής τους, γιατί γυναικεία και ανδρικά είναι σχε-δόν ενωμένα. Οι βράχοι της ακτής του Τσίλερ προσφέρονται για ερωτικό κα-ταφύγιο των νεαρών εργατριών. Ο ανώνυμος αρθρογράφος της εφημερίδας Το Α σ τ υ μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα: «ακούομεν μυστηριώδεις ψιθύρους ερχομένους εκ των πέριξ βράχων, οίτινες διά της σκιάς των προστατεύουσι την νύκτα τους έρωτες των νεαρών εργατίδων του Πειραιώς. Και ενίοτε εκ της σκιάς προβάλλει δειλά-δειλά ζωηρόφθαλμος κεφαλή, επί του ώμου της οποίας ακουμβά εν ερωτική εκλύσει άλλη κεφαλή, αρρενωπή αύτη, της οποίας τα χεί-λη εξακολουθούν να ψιθυρίζουν λόγους τρυφερούς. Η αίφνης η όπισθεν νέφους κεκρυμμένη σελήνη αναφαίνεται και αι αργυραί της λάμψεις φωτίζουσι μορ-φάς παιδικάς, μόλις δεκατριετείς, των οποίων τα υποτρέμοντα στήθη παρου-σιάζουσιν εικοσαετή ανάπτυξιν. Και επειδή εις τα θαλάσσια μέρη η γλώσσα δανείζεται εικόνας εκ της θαλάσσης, ο συμπεριπατών φίλος μου ονομάζει τα προκλητικά ταύτα φαινόμενα της προώρου αναπτύξεως κανονιοφόρους».54

Οι παραστάσεις του καραγκιόζη και του φασουλή κυριαρχούν στις από-

50. Ανώνυμος, «Αι λαϊκαί συναυλίαι», Το Άστυ, αρ. 1238, 6-5-1894. 51. Σφαίρα, αρ. 5298, 27-10-1899. 52. Μια λεπτομερή έρευνα των τόπων και του τρόπου που διασκεδάζουν οι κοινωνικές

τάξεις του Πειραιά μας δίνει ο Ανώνυμος δημοσιογράφος. Από την έρευνα αυτή έχω αντλή-σει ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών μου. Βλ. «Πειραϊκά σκιαγραφήματα, Φωτογρα-φικαί εντυπώσεις μετά την εκλογήν, Λουτρά Μουνιχίας και Φρεαττύδος - Μεταξύ Τσίλερ και Φαλήρου - Υπαίθριοι έρωτες -Άγγλοι και Πειραιείς - Ωδικά καφενεία», Το Άστυ, αρ. 226, 20-7-1891.

53. Σφαίρα, αρ. 5468, 15-5-1900. 54. Ανώνυμος, «Πειραϊκά σκιαγραφήματα, Φωτογραφικαί εντυπώσεις μετά την εκλο-

γήν...», ό.π.

Page 296: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

απόκεντρες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Στα καφενεία που βρίσκονται στα Πευκάκια, στο Βαρβάκειο, κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός και στην οδό του Φωταερίου στήνονται παραστάσεις, οι οποίες είναι από τις προ-σφιλέστερες διασκεδάσεις των εργατριών. Στα 1894, το χαρακτηριστικότερο κέντρο που παίζεται ο φασουλής είναι ένα καφενείο δίπλα στον Α γ ι ο Διονύ-σιο στα Πευκάκια. Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο, νομίζω, να περιγράψουμε την ατμόσφαιρα που επικρατεί εκεί.5 5 «Υπηρέτριαι, εξελθούσαι λάθρα της οι-κίας, στρατιώται τινές υπερπηδήσαντες τους τοίχους των στρατώνων, ολίγοι εργάται με τας οικογενείας των και μοδιστρούλες τινές μετά των εραστών των, πάσαι και πάντες φαιδροί και ροκανίζοντες γλυκίσματα υπό το αμφίβολο φως αραιών τινών φανών» απαρτίζουν το φιλοθεάμον κοινό του καφενείου. Οι πα-ραστάσεις του φασουλή χωρίζονται σε πράξεις, στα διαλείμματα των οποίων «ανατολίτις αοιδός» τραγουδάει «περιπαθή» άσματα.

Εκτός από τις παραστάσεις του καραγκιόζη και του φασουλή έχουμε και το θέατρο. « Γ ι α θέατρο τρελλαινόμεθα. Δεν αφήνουμε να μας ξεφύγει καμμία παράστασις» απαντούν σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου της εφημερί-δας Αστήρ το 1912 οι νεαρές εργάτριες εργαστηρίου στην Αθήνα.66 Από τις δηλώσεις των ίδιων των εργατριών φαίνεται ότι πηγαίνουν στο θέατρο της Νεα-πόλεως, στα Παναθήναια και σε άλλα που ανεβάζουν κυρίως επιθεωρήσεις. Ό μ ω ς , όλες οι εργάτριες πηγαίνουν στο θέατρο, ακόμη και αυτές που εργά-ζονται στα εργοστάσια; Για το ερώτημα που ανακύπτει δεν διαθέτω συγκε-κριμένα στοιχεία, διατηρώ όμως επιφυλάξεις ως προς το αν αυτού του τύπου η διασκέδαση έχει ενσωματωθεί στις συνήθειες των εργατριών του εργοστα-σίου ακόμη και ως προς το οικονομικό ζήτημα, δηλαδή αν οι ίδιες μπορούν να δαπανήσουν το χρηματικό ποσό που απαιτείται για να παρακολουθήσουν μια παράσταση. Όπως ήδη έχουμε δείξει στη μελέτη μας, οι εργάτριες της βελόνας οι οποίες εργάζονται στα εργαστήρια εντάσσονται σε ένα ιδιαίτερο ε-παγγελματικό και κοινωνικό καθεστώς, το οποίο προφανώς δικαιολογεί και τ ις συνήθειές τους στον τομέα της αναψυχής. Βεβαίως, για όλες ανεξαιρέτως τις εργάτριες υπάρχουν τα «υπαίθρια λαϊκά θέατρα» και οι πλανόδιοι θίασοι. Σ τ ι ς πλατείες των εργατικών συνοικισμών το καλοκαίρι στήνεται πρόχειρα με σανίδες και σεντόνια μια σκηνή, όπου παίζονται έργα όπως η Γενοβέφα και αμανέδες που, όπως περιγράφεται, «διαρρηγνύουν πλαδαρά στήθη και απε-ξηραμένους εκ του αλκοολισμού φάρυγγας των διαφόρων ορχηστρίδων και αυ-λητρίδων, αι οποίαι ανά πάσαν εσπέραν και μέχρι πρωίας τέρπουν τους κεχη-

55. Οι πληροφορίες μου για το καφενείο προέρχονται από το Ανώνυμος, «Αι Αθήναι Διασκεδάζουν», Το Άστυ, αρ. 1382, 27-9-1894.

56. Ανώνυμος, «Η εργαζόμενη γυναίκα. Εκστρατεία του Αστέρος εις τον εργαζόμε-νον γυναικείον κόσμον», Αστήρ, αρ. 1085, 10-9-1912.

Page 297: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κεχηνότας και πολυπληθείς θαυμαστάς των με τας σπαρακτικάς δυωδίας των». 5 7

Οι εργάτριες της βελόνας στο κέντρο της Αθήνας, όταν σχολούν από την εργασία τους τα απογεύματα του Σαββάτου, έχουν την ευκαιρία να απολαύ-σουν ένα περίεργο θέαμα, «το πανόραμα».58 Προπομπός της κινούμενης εικό-νας, το «πανόραμα» είναι μια συσκευή που αποτελείται από έναν τρίποδα πάνω στον οποίο ακουμπά ένα μεγάλο κιβώτιο με οπές. Όσοι και όσες δώσουν τον οβολό τους στον χειριστή της συσκευής έχουν δικαίωμα να δουν από μία οπή εικόνες από γελοιογραφίες εφημερίδων, φωτογραφίες και εξώφυλλα φυλλαδίων τσιγάρων. Η Νεάπολη της Ιταλίας, το ηφαίστειο του Βεζούβιου, η Βενετία με τα κανάλια της, αναπαραστάσεις από μάχες εναντίον των Τούρκων και ό,τι άλλο κρίνει ο ιδιοκτήτης του «πανοράματος» ότι μπορεί να ερεθίσει τη φαντα-σία του κοινού του, αποτελούν το εικονιστικό υλικό της συσκευής. Μόλις ο θεατής απολαύσει το θέαμα μιας εικόνας ο χειριστής του «πανοράματος» τη βγάζει και τοποθετεί άλλη από το πίσω μέρος της συσκευής, αφού προαναγ-γείλει και σχολιάσει με δυνατή φωνή το περιεχόμενο της. Οι εργάτριες και ολόκληρος ο εργατικός κόσμος του κέντρου της Αθήνας συνωστίζονται γύρω από το «πανόραμα» όχι μόνο γιατί περιμένουν να δουν τις εικόνες, αλλά και για να απολαύσουν το θέαμα του χειριστή, ο οποίος με θεατρικές κινήσεις και με κουδουνίσματα προσπαθεί να γοητεύσει, αλλά και να προκαλέσει τα διάφορα σχόλια και τους αστεϊσμούς του κοινού.

Όσον αφορά τις γιορτές που συνδέονται με παραδοσιακά ήθη και έθιμα, οι εργάτριες ως μέλη των λαϊκών τάξεων γιορτάζουν κυρίως την Καθαρή Δευ-τέρα —πρώτη μέρα της Σαρακοστής— και την Πρωτομαγιά. Οι Απόκριες γιορ-τάζονται στα «σαλόνια» αποκλειστικά από την αστική τάξη με χορούς μεταμ-φιεσμένων και δείπνα. Ας ληφθεί υπόψη ότι κατά την εποχή της Αποκριάς οι εορτάζοντες αστοί και αστές έπρεπε να ξοδέψουν πολλά χρήματα για τα κου-στούμια τους και για την οργάνωση βραδινών εσπερίδων στα σπίτια τους.

Η μόνη κοινή διασκέδαση κατά τις Απόκριες για τα εύπορα και τα φτωχά κοινωνικά στρώματα ήταν η συμμετοχή τους ως θεατές στην παρέλαση που γινόταν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στην Αθήνα (ξεκινούσε από την Πλατεία Συντάγματος και έφθανε στα Χαυτεία) και τον Πειραιά.59

Οι εργάτριες με τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο τις Απόκριες. Ας σχηματίσουμε μια εικόνα. Τρεις εργά-τριες σε καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων, οι δύο φορώντας ανδρικά ενδύματα, η τρίτη τυλιγμένη σε λευκά σεντόνια και με μουτζουρωμένο πρόσωπο αντί για μάσκα, μπαίνουν στο σπίτι μιας άλλης εργάτριας χορεύοντας τον συρτό. Η

57. Επίκουρος, «Τα λαϊκά θέατρα», Σφαίρα, αρ. 5501, 22-6-1900. 58. Βλ. Μιχαήλ Μητσάκης, «Το πανόραμα», Εστία, 18-6-1889. 59. Νέα Εφημερίς, αρ. 40, 9-2-1887, αρ. 44, 13-2-1889 και αρ. 51, 20-2-1889.

Page 298: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

οικοδέσποινα-εργάτρια και η μητέρα της προσφέρουν από ένα πορτοκάλι στην καθεμιά, γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο. Οι επισκέπτριες επαναλαμβάνουν διαρ-κώς το στίχο: « Σ ' αυτό το σπίτι πούρθαμε τα ράφια ειν' ασημένια / Του χρό-νου σαν ματάρθουμε νάνε μαλαματένια!».6 0

Η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, η Καθαρή Δευτέρα, γιορταζόταν στο ύπαιθρο και αφορούσε τα εργατικά στρώματα, «τον ημερομίσθιο εργάτη και την κόρη που από το πρωί έως το βράδυ σκύβει στα κλωστήρια».6 1 Στ ις εξο-χές της Αθήνας, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, στο λόφο του Φιλοπάπ-που και στη μαγευτική τοποθεσία του Κανθάρου (Κρεμμυδαρού) στον Πειραιά συγκεντρώνονται παρέες-παρέες, τρώνε τα νηστίσιμα φαγητά, πίνουν και χο-ρεύουν ελληνικούς χορούς τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια.62

Αλλά και η Πρωτομαγιά ήταν λαϊκή γιορτή. Ο κόσμος ξεχυνόταν στις εξοχές και στα περιβόλια όπου διασκέδαζε τρώγοντας και πίνοντας. Η τ α ν πο-λύ χαρακτηριστικό το θέαμα των ανθρώπων που γύριζαν στο σπίτι τους τρα-γουδώντας στεφανωμένοι με άνθη αργά το βράδυ.63

Φθάνοντας στο τέλος της παρουσίασης των χώρων και του τρόπου δια-σκέδασης και αναψυχής των εργατριών, νομίζω ότι ψηλαφίσαμε τον διαχωρι-σμό που υφίσταται ανάμεσα στα εργατικά στρώματα, μέλος των οποίων είναι η εργάτρια, και στα αστικά ως προς το χώρο, το χρόνο και τον τρόπο διασκέ-δασης. Η ύπαιθρος ανήκει στις λαϊκές τάξεις, τα σαλόνια-ιδιωτικοί χώροι στις αστικές- το πρωί στον Βασιλικό Κήπο συναντά κανείς τον βασιλιά και τη συνο-δεία του, το απόγευμα τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, τις υπηρέ-τριες και τις νταντάδες. Τα ακριβά κουστούμια, οι μάσκες τις απόκριες και τα δαπανηρά γεύματα ανήκουν στα «εξαρτήματα διασκέδασης» των αστών, ενώ οι εργάτριες μεταμφιέζονται με σεντόνια και αντί να φορούν μάσκα, μουτζου-ρώνουν το πρόσωπο τους.

60. Ευγενία Ζωγράφου, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», ό.π., σ. 49. 61. Ανώνυμος, «Το γλέντι του λαού», Σφαίρα, αρ. 5400, 23-2-1900. 62. Στο ίδιο. 63. Πρόνοια, αρ. 286, 2-5-1883.

Page 299: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στο τοπίο της νεοελληνικής πόλης η παρουσία της εργάτριας έχει γίνει αισθητή από το 1870, όταν τα πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια τίθενται σε λειτουργία. Η φυσιογνωμία της αποτελεί ένα από τα σύμβολα του κοινωνικού και οικο-νομικού μετασχηματισμού. Σε μια νεαρή χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, με ασήμαντο προβιομηχανικό τομέα (χειροτεχνιακό και εργα-στηριακό), που προσπαθεί να διαρρήξει τις κυρίαρχες δομές του οθωμανικού παρελθόντος, ο τομέας της μεταποίησης συνιστά μια από τις απαραίτητες προ-ϋποθέσεις για την είσοδο της σε μια αναπτυξιακή διαδικασία που αντιστοιχεί στα δυτικά πρότυπα.

Η μετατροπή της άρτι αφιχθείσας στην πόλη αγρότισσας σε εργάτρια συνοδεύεται από καταλυτικές αλλαγές στο εργασιακό και κοινωνικό της περι-βάλλον. Από τον αγροτικό χρόνο στον εργοστασιακό χρόνο, από την ύπαιθρο στον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο του εργοστασίου και του βιοτεχνικού εργα-στηρίου, η εργάτρια οφείλει κατ' αρχάς να πειθαρχήσει το σώμα της, να ρυθ-μίσει την καθημερινότητά της, έτσι ώστε να ενσωματώσει τις πειθαρχίες που επιβάλλει ο κόσμος της μισθωτής εργασίας.

Ξεκινώντας από την εργάτρια του κλωστοϋφαντουργείου —κυρίαρχη μορ-φή στο εργασιακό σκηνικό— και καταλήγοντας στην εργάτρια της βελόνας των ατελιέ μοδιστρικής, ξετυλίξαμε τον ιστό της γυναικείας εργασίας διεισδύοντας στο καθεστώς και στις συνθήκες εργασίας των γυναικών στον τομέα της με-ταποίησης.

Βρεθήκαμε εμπρός σε μια ανακάλυψη: στα πολλαπλά πρόσωπα της εργά-τριας. Εξυφαίνοντας ένα-ένα ξεχωριστά τα γυναικεία επαγγέλματα παρουσιά-σαμε το πολλαπλό πρόσωπο της εργάτριας έτσι όπως ιχνογραφείται στα ποι-κίλα εργατικά επαγγέλματα. Οι γυναίκες συγκεντρώνονται τόσο στις μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις (άνω των 25 ατόμων) όπου επικρατεί εκμηχάνιση της παραγωγής και καταμερισμός έργου, όσο και στα μικρά βιοτεχνικά εργαστή-ρια. Στα κλωστοϋφαντουργεία, στην καπνοβιομηχανία και στη βιομηχανία χάρ-του οι γυναίκες απασχολούνται κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε θέσεις ανειδίκευτης

Page 300: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

της εργασίας. Οι μικρές επιχειρήσεις του τομέα του ενδύματος, όπως τα ερ-γαστήρια μοδιστρικής, ασπρορούχων και κατασκευής καπέλων, προσελκύουν τις γυναίκες που ενδιαφέρονται για την εκμάθηση τέχνης προκειμένου να εξα-σφαλίσουν τον βιοπορισμό ως εργαζόμενες στα επαγγέλματα της βελόνας.

Ο βαθμός της τεχνογνωσίας που κατέχουν, η ηλικία, η θέση και τα κα-θήκοντα που αναλαμβάνουν εντός του κόλπου της οικογένειας, η οικονομική κατάσταση, που συναρτάται συνήθως με την ίδια την οικογένεια, και το μορ-φωτικό επίπεδο των εργατριών διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο ως προς την επιλογή του επαγγέλματος. Ρίχνοντας φως στο εσωτερικό του κάθε επαγγέλ-ματος εντοπίσθηκαν οι μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές και επιτεύχθηκε ο σχολιασμός της ποικιλότητας των εργασιακών χαρακτηριστικών που συνθέ-τουν τη συνολική εικόνα της ελληνίδας εργάτριας τόσο μέσα στον ίδιο το χώρο εργασίας, στο εργοστάσιο και στο βιοτεχνικό εργαστήριο, όσο και μέσα στη χοάνη των επαγγελμάτων που ορίζουν τον τομέα της μεταποίησης.

Η ανίχνευση της κατ' οίκον εργασίας και του συστήματος φασόν εντάσ-σεται στο πλαίσιο της μελέτης μας. Εκτός από τις συνηθισμένες εργασίες, κέν-τημα, ράψιμο ρούχων και κατασκευή τμήματος των υποδημάτων, εντοπίσαμε ένα μεγάλο δίκτυο φασόν στον κλάδο ραφής των στρατιωτικών ρούχων, όπου απασχολούνται οι συγγενείς των στρατιωτών και αξιωματικών, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο το οικονομικό έλλειμμα που δημιουργείται με την απουσία των ανδρών εξαιτίας των αλλεπάλληλων επιστρατεύσεων.

Από την ανειδίκευτη εργάτρια του κλωστοϋφαντουργείου που επέλεξε το μηχανικό αργαλειό για να εξασφαλίσει αμέσως, χωρίς καμιά χρονοτριβή, τα προς το ζην, στην κομψευόμενη κοπέλα που μαθαίνει να ράβει και να κεντά, επειδή ακριβώς έχει την οικονομική άνεση να μαθητεύσει αμισθί δίπλα στην έμπειρη μοδίστρα και, παραπέρα, μέχρι αυτή που στριμώχνει τα λιγοστά έπι-πλα του σπιτιού της για να χωρέσει μια ραπτομηχανή και να εκτελεί εργασίες φασόν στην κατοικία της, εκτυλίσσεται ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος της γυναικείας εργασίας.

Η συνολική εικόνα της εργάτριας γεννήθηκε σε αυτή εδώ τη μελέτη μέσα από τις επιμέρους διαστάσεις του κάθε γυναικείου επαγγέλματος. Ας την ιχνο-γραφήσουμε. Όσον αφορά την ηλικία, δεν υπάρχει ευρέως διαδεδομένη παιδική εργασία. Η εργάτρια εισέρχεται στον κόσμο της μισθωτής εργασίας συνήθως από την ηλικία των 12 ετών και κατά ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό παρα-μένει εργαζόμενη και μετά την ηλικία των 18 ετών έως τα 30. Το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε ποσοτικά στοιχεία για να συγκρίνουμε την ηλικία του γά-μου με το χρόνο παραμονής των γυναικών στον τομέα της μεταποίησης δεν μας εμποδίζει να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις. Προφανώς υπάρχουν εργά-τριες που συνεχίζουν τη δουλειά και μετά το γάμο τους. Τα δίκτυα αλληλεγ-γύης που αναπτύσσονται μεταξύ των ενοίκων της κατοικίας παρέχουν τη δυ-

Page 301: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

δυνατότητα στην εργαζόμενη μητέρα-εργάτρια να αφήνει τα παιδιά της υπό το άγρυπνο βλέμμα της γειτόνισσας και αυτά να παραμένουν κατά την απουσία της στην αυλή. Ακόμη και όταν δεν υπάρχει γειτόνισσα, λόγω της συνοχής που έχουν μεταξύ τους τα μέλη της ελληνικής οικογένειας, υπάρχει πάντα η μητέρα της εργάτριας ή η πεθερά της ή ακόμη κάποια μεγαλύτερη αδελφή που φροντίζει τα μικρότερα. Ένας άλλος λόγος ο οποίος καθιστά απαραίτητη την παραμονή της εργάτριας στο εργοστάσιο, είναι η δημιουργία «κομποδέμα-τος», η εξοικονόμηση χρημάτων τα οποία θα χρησιμεύσουν στην αγορά κατοι-κίας και διαφόρων πραγμάτων, όπως της πολυπόθητης ραπτομηχανής, που εξα-σφαλίζει την αποδέσμευση της εργάτριας από την εργοστασιακή απασχόληση. Τις εργάτριες μεγαλύτερης ηλικίας τις συναντούμε κυρίως στα εργοστάσια που υπάρχουν εξειδικευμένες θέσεις εργασίας, όπως στα κλωστοϋφαντουργεία και στις καπναποθήκες. Με εξαίρεση τα εργαστήρια κατασκευής στρατιωτικών πη-ληκίων —εργασία που απαιτεί ιδιαίτερη τεχνική δεξιότητα—, στα υπόλοιπα ερ-γαστήρια δεν υπάρχει μεγάλο ποσοστό εργατριών ηλικίας άνω των 20 ετών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργάτριες μπαίνουν ως μαθητευόμενες και φεύγουν αμέσως μόλις μάθουν τα βασικά του επαγγέλματος.

Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα που ανιχνεύθηκε στη μελέτη αυτή είναι η αμοιβή της εργάτριας. Η ελληνίδα εργάτρια κατά κανόνα συμβιώνει με την οικογένειά της, υπακούει στις στρατηγικές της και συνεισφέρει με το μισθό της στο οικογενειακό εισόδημα. Λαμβάνοντας υπόψη τον ισχύοντα στον τομέα της μεταποίησης καταμερισμό της εργασίας κατά φύλα, ο γενικός κανόνας που καθορίζει το ύψος των αμοιβών είναι το είδος της εκτελούμενης εργασίας. Στη βιομηχανία τα χαμηλότερα ημερομίσθια σημειώνονται στις μονάδες που επι-κρατεί η εκμηχάνιση της παραγωγής και ο καταμερισμός έργου. Όσο απλού-στερες είναι οι προς εκτέλεση εργασίες, τόσο μικρότερη είναι και η αμοιβή. Έ τ σ ι στις επιχειρήσεις χαρτοσακουλοποιίας και κυτιοποιίας εντοπίζονται οι μικρότερες αμοιβές. Ενώ οι εργάτριες που ασχολούνται με την εμπορική επε-ξεργασία του καπνού, εξαιτίας της εξειδικευμένης εργασίας που εκτελούν, η οποία δεν μπορεί να εκμηχανισθεί, λαμβάνουν τις υψηλότερες αμοιβές. Στα μι-κρά εργαστήρια, οι εργάτριες που δουλεύουν στα εργαστήρια μοδιστρικής λαμ-βάνουν τη χαμηλότερη αμοιβή, ενώ οι εργάτριες στα εργαστήρια κατασκευής πηλικίων λαμβάνουν την υψηλότερη αμοιβή.

Όμως, το ύψος της αμοιβής καθορίζεται και από αστάθμητους παράγον-τες. Οι προσωπικές προτιμήσεις του εργοδότη ή της εργοδότριας για κάποιες εργάτριες, η ευρωστία, η φυσική ομορφιά μπορεί να επηρεάσουν, όπως διαπι-στώσαμε, το ύψος της αμοιβής, δεδομένου ότι την εποχή αυτή δεν υπάρχει ακόμη σχετική νομοθετική ρύθμιση.

Το μορφωτικό επίπεδο των εργατριών σχετίζεται πάντα με τις οικονομι-κές δυνατότητες της οικογένειάς τους. Όσες καταφέρνουν να ξεπεράσουν το

Page 302: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

κατώφλι της ανέχειας, άρα έχουν την πολυτέλεια να περάσουν λίγα χρόνια μα-θαίνοντας μια τέχνη, κατευθύνονται προς τα επαγγέλματα της βελόνας. Οι υπό-λοιπες βρίσκουν δουλειά στα εργοστάσια, όπου αμείβονται αμέσως μόλις προσ-ληφθούν.

Η αισθητική της εξωτερικής εικόνας της εργάτριας διαφέρει από κλάδο σε κλάδο. Οι εργάτριες των εργαστηρίων μοδιστρικής και κατασκευής καπέ-λων που έρχονται σε επαφή με τις γυναίκες της αστικής τάξης και μπορούν με λίγα έξοδα να κατασκευάζουν τα ενδύματά τους, είναι καλοντυμένες και κομψευόμενες. Αντίθετα, η εξωτερική εμφάνιση της εργάτριας των εργοστα-σίων απεικονίζει το καθεστώς της οικονομικής ανέχειας.

Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες αυθόρμητες κινητοποιήσεις των εργατριών φασόν της Αποθήκης Ιματισμού του Στρατού και τις καπνεργάτριες που συμ-μετέχουν μαζί με τους άνδρες στις μεγάλες καπνεργατικές απεργίες, οι εργά-τριες δεν συνδικαλίζονται, ούτε συμμετέχουν ενεργά στα πολιτικά κόμματα. Οργανώσεις όπως ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Όμιλος του Σταύρου Καλλέργη και συνδικαλιστικές ομοσπονδίες ενσωματώνουν τα αιτήματα των εργατριών στο σύνολο των διεκδικήσεών τους.

Μέσα από τη φιλανθρωπική δραστηριότητα των γυναικείων συλλόγων συν-τελείται η δημιουργία του ειδώλου της εργάτριας, έτσι όπως αντανακλάται μέσα από το βλέμμα των «άλλων». Πρόκειται για είδωλο και όχι για αυτή καθεαυτή την εικόνα, αφού οι μεσολαβήτριες φιλάνθρωπες γυναίκες στο λόγο που παρά-γουν περί εργάτριας δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να προβάλλουν και να επι-βάλλουν την κουλτούρα τους στην εικόνα της. Με στόχο τον «εκπολιτισμό» της εργάτριας, ο οποίος θα συντελεσθεί μέσω της μόρφωσης, της επαγγελματικής εκπαίδευσης για την απομάκρυνση της από το εργοστάσιο και της μύησης της σε νέες συνήθειες, όπως είναι οι κανόνες υγιεινής και καθαριότητας, οι φιλάν-θρωπες γυναίκες προσπαθούν να αναμορφώσουν κοινωνικά την εργάτρια και να την εισαγάγουν στο κυρίαρχο σύστημα αξιών και συμπεριφορών των αστικών στρωμάτων.

Για να ολοκληρώσουμε το μάγμα της φυσιογνωμίας της εργάτριας έπρεπε να διερευνήσουμε το πολιτιστικό σύμπαν εντός του οποίου δρα και κινείται. Η διαμόρφωση της εργατικής κατοικίας, το φαγητό που παρασκευάζει και γεύε-ται η εργάτρια και η οικογένειά της, οι τόποι αναψυχής και οι τρόποι διασκέ-δασης μας υποδεικνύουν τις εκφάνσεις μιας αυτόνομης και πρωτότυπης κουλ-τούρας που παράγεται από την ίδια την εργάτρια.

Πώς επιδρά το πολιτιστικό σύμπαν της εργάτριας στα υπόλοιπα κοινω-νικά στρώματα και κυρίως στις γυναίκες-αστές; Τ ι ίχνη αφήνει ως σήμερα; Είναι προφανές ότι, για να ανιχνεύσουμε το πεδίο που καθορίζεται από τις επιδράσεις της εργατικής κουλτούρας στα αστικά στρώματα, η έρευνα έπρεπε να προχωρήσει σε άλλα θέματα που θα μπορούσαν να μας προσφέρουν νέα στοι-

Page 303: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

στοιχεία σχετικά τόσο με τον υλικό πολιτισμό, όσο και με την κοινωνική συμπε-ριφορά και τη νοοτροπία της εργάτριας. Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον τρόπο που εξαπλώνονται νέοι τύποι υφάσματος, όπως ο αλατζάς, από την ερ-γάτρια στις αστές, νέες συνήθειες, όπως ο εορτασμός της Καθαρής Δευτέρας στην ύπαιθρο και νέες συμπεριφορές που διέπονται από την ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει τα ήθη της εργάτριας.

Η μελέτη της αλληλεπίδρασης των ιδεών, των νοοτροπιών και των συμ-περιφορών στα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη ανάδειξη της εργάτριας ως αυθύπαρκτης οντότητας. Με αυτή τη γενική οπτική ο εντοπισμός των συγκλίσεων και των αποκλίσεων του ελληνικού κοινωνικού ιστού γίνεται εφικτότερος.

Page 304: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 305: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

Πίνακες 1-12

Page 306: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 307: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Κατανομή εργατριών βιομηχανίας και βιοτεχνίας κατά επαγγέλματα, 1907

Επαγγέλματα Αριθμός %

Γαλακτοκόμοι, τυροκόμοι 6 0,03 Σαπωνοποιοί 4 0,02 Αλευροποιοί 17 0,07 Αρτοποιοί, κατασκευασταί μακαρονιών & άλλων ζυμαρικών 62 0,26 Ξυλουργοί, φερετροποιοί, καλαποδοποιοί, πριονισταί, κατασκευασταί

0,26

ξύλινων καρφίων 4 0,02 Επιπλοποιοί, επιπλοτορνευταί, ξυλογλύπται 4 0,02 Χαρτοποιοί 31 0,13 Βυρσοδέψαι 1 0,00 Βιβλιοδέται 4 0,02 Τυπογράφοι 8 0,03 Βαφείς 19 0,08 Πυροτεχνουργοί, σφαιριδοποιοί, φυσιγγιοποιοί 82 0,34 Κατασκευασταί παντοίων μηχανών, εργαλείων, αρότρων Χαλκείς, ορειχαλκείς, σιδηρουργοί, κραββατοποιοί, κλειθροποιοί,

2 0,01 Κατασκευασταί παντοίων μηχανών, εργαλείων, αρότρων Χαλκείς, ορειχαλκείς, σιδηρουργοί, κραββατοποιοί, κλειθροποιοί,

0,01

καρφοβελονοποιοί, μαχαιροποιοί, συρματοπλέκται 35 0,15 Υελουργοί 5 0,02 Αμαξοποιοί, καρροποιοί 1 0,00 Βαρελοποιοί 1 0,00 Κιβωτοποιοί, κυτιοποιοί, φακελλοποιοί 38 0,16 Χρυσοχόοι 8 0,03 Ωρολογοποιοί 2 0,01 Κατοπτροποιοί, πλαισιοποιοί 1 0,00 Φωτογράφοι 18 0,08 Υφανταί, εριουργοί, φλανελλοποιοί, ταπητουργοί, μεταξουργοί, νημα-

0,08

τουργοί, ξάνται 3.939 16,53 Σκυτορράπται, σακκοποιοί, χειροκτιοποιοί, κατασκευασταί δερματί-

16,53

νων ειδών 33 0,14 Πλέκται, κεντηταί, χρυσοποικιλταί, κατασκευασταί περικνημίδων 940 3,95 Αγγειοπλάσται, κεραμοποιοί, πλινθοποιοί 2 0,01 Εφαπλωματοποιοί, στρωματοποιοί, βατοποιοί 26 0,11 Εφιππιοποιοί, σαγματοποιοί 1 0,00 Ψαθοπλέκται, καθεκλοποιοί, σαρωθροποιοί, ψηκτροποιοί 138 0,58 Σχοινοποιοί, δικτυοπλέκται 32 0,13 Ράπται, κατασκευασταί ασπρορούχων, λαιμοδετών, ρινομάκτρων 10.124 42,49 Υποδηματοποιοί 190 0,80 Πιλοποιοί 881 3,70 Κατασκευασταί βαφικών υλών και χημικών προϊόντων χρησίμων

3,70

ταις τέχναις 3 0,01 Ζαχαροπλάσται, χαλβαδοποιοί 6 0,03 Κομμωταί, κουρείς 4 0,02 Καλαθοποιοί, κοφινοποιοί, κοσκινοποιοί 136 0,57 Ζιγκογράφοι, ξυλογράφοι, φωτοτυπωταί, λιθογράφοι, χαράκται,

0,57

γαλβανοπλάσται 1 0,00

Page 308: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επαγγέλματα Αριθμός %

Κατασκευασταί τεχνητών ανθέων, πτερών, στεφάνων Αλλαντοποιοί, ταριχευταί, παρασκευασταί διατηρημένων τροφών

205 0,86 Κατασκευασταί τεχνητών ανθέων, πτερών, στεφάνων Αλλαντοποιοί, ταριχευταί, παρασκευασταί διατηρημένων τροφών 4 0,02 Χύται, πρωτοτυποποιοί 2 0,01 Πλαστιγγοποιοί, χρηματοκιβωτοποιοί, λεβητοποιοί, κατασκευασταί

0,01

θερμαστρών, μύλων 1 0,00 Κατασκευασταί αλεξιβροχίων, μαστιγίων, ράβδων Κατασκευασταί θρυαλλίδων, φωτοβολίδων, άλλων φωτιστικών οργά-

30 0,13 Κατασκευασταί αλεξιβροχίων, μαστιγίων, ράβδων Κατασκευασταί θρυαλλίδων, φωτοβολίδων, άλλων φωτιστικών οργά-

0,13

νων, φελλοποιοί 12 0,05 Μυρεψοί 2 0,01 Ζακχαροποιοί 14 0,06 Κατασκευασταί κομβίων, πορπών 3 0,01 Εκκοκισταί βάμβακος 4 0,02 Μεταλλωρύχοι, λατόμοι, ασβεστοποιοί 40 0,17 Υλοτόμοι, ανθρακείς 6 0,03 Κτίσται, κονιασταί 28 0,12 Σκαφείς, φρεατορύκται 6 0,03 Καπνοκόπται, καπνοσυσκευασταί, σιγαροποιοί, καφεκόπται, κατα-σκευασταί ταμβάκου 746 3,13

Πλύνται, σιδερωταί 417 1,75 Ρητινοσυλλέκται 2 0,01 Οδοκαθαρισταί, ρακοσυλλέκται 4 0,02 Βιομήχανοι άνευ μνείας ειδικότητας 1.432 6,01 Χειρώνακτες άνευ μνείας ειδικότητας 4.057 17,03

Σ ύ ν ο λ ο 23.824 100,00

Πηγή: Υπουργείον Εσωτερικών, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της γενικής απογραφής πληθυσμού της 27-10-1907, Αθήνα 1908

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Γεωγραφική κατανομή απασχόλησης, 1907

Επαρχίες Γυναίκες Άνδρες Σύνολο Γυναίκες % Άνδρες %

Αττικής 9.739 47.736 57.475 16,94 83,06 Βόλου 502 7.501 8.003 6,27 93,73 Πατρών 1.029 6.246 7.275 14,14 85,86 Κερκύρας 884 4.186 5.070 17,44 82,56 Φθιώτιδος 407 4.410 4.817 8,45 91,55 Ηλείας 609 4.136 4.745 12,83 87,17 Λαρίσης 266 4.458 4.724 5,63 94,37 Χαλκίδος 264 4.024 4.288 6,16 93,84 Τρικάλων 268 3.968 4.236 6,33 93,67 Καρδίτσης 193 3.764 3.957 4,88 95,12 Σύρου 450 3.315 3.765 11,95 88,05 Καλαμών 594 2.393 2.987 19,89 80,11 Ζακύνθου 1.046 1.887 2.933 35,66 64,34 Καρυστίας 109 2.690 2.799 3,89 96,11 Τυρνάβου 189 2.589 2.778 6,80 93,20

Page 309: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επαρχίες Γυναίκες Άνδρες Σύνολο Γυναίκες % Άνδρες %

Μεγαρίδος 89 2.516 2.605 3,42 96,58 Κορινθίας 338 2.223 2.561 13,20 86,80 Γορτυνίας

Άρτης 97 2.428 2.525 3,84 96,16 Γορτυνίας

Άρτης 347 2.170 2.517 13,79 86,21 Παρνασσίδος 172 2.026 2.198 7,83 92,17 Λακεδαίμονος 249 1.862 2.111 11,80 88,20 Λοκρίδος 33 2.009 2.042 1,62 98,38 Νάξου 122 1.910 2.032 6,00 94,00 Θηβών 109 1.900 2.009 5,43 94,57 Μεσολογγίου 259 1.686 1.945 13,32 86,68 Μαντινείας 185 1.691 1.876 9,86 90,14 Τριφυλίας 186 1.689 1.875 9,92 90,08 Κραναίας 447 1.352 1.799 24,85 75,15 Θήρας

Άργους 239 1.480 1.719 13,90 86,10 Θήρας

Άργους 517 1.181 1.698 30,45 69,55 Τριχωνίας 260 1.369 1.629 15,96 84,04 Αιγιαλείας 300 1.230 1.530 19,61 80,39 Κυνουρίας Αλμυρού

211 1.298 1.509 13,98 86,02 Κυνουρίας Αλμυρού 79 1.430 1.509 5,24 94,76 Μήλου 59 1.439 1.498 3,94 96,06 Λεβαδείας 52 1.333 1.385 3,75 96,25 Καλαμπάκας 23 1.305 1.328 1,73 98,27 Ναυπάκτου 116 1.200 1.316 8,81 91,19 Κέας 31 1.279 1.310 2,37 97,63 Οιτύλου 304 996 1.300 23,38 76,62 Αγυιάς 49 1.233 1.282 3,82 96,18 Ναυπλίας 111 1.094 1.205 9,21 90,79 Καλαβρύτων Ολυμπίας

120 1.080 1.200 10,00 90,00 Καλαβρύτων Ολυμπίας 59 1.038 1.097 5,38 94,62 Ευρυτανίας Κυθήρων

61 1.005 1.066 5,72 94,28 Ευρυτανίας Κυθήρων 191 867 1.058 18,05 81,95 Λευκάδος 194 832 1.026 18,91 81,09 Πυλίας 138 861 999 13,81 86,19 Γυθείου 250 728 978 25,56 74,44 Βονίτσης 90 879 969 9,29 90,71 Μεσσήνης 82 873 955 8,59 91,41 Σπετσών & Ερμιονίδος 70 836 906 7,73 92,27

Άνδρου 36 846 882 4,08 95,92 Ξηροχωρίου Τήνου

36 799 835 4,31 95,69 Ξηροχωρίου Τήνου 79 743 822 9,61 90,39 Αιγίνης 32 782 814 3,93 96,07 Σάμης 97 668 765 12,68 87,32 Πάλης 287 431 718 39,97 60,03 Σκοπέλου 30 669 699 4,29 95,71 Δωρίδος 55 635 690 7,97 92,03 Επιδαύρου 103 569 672 15,33 84,67 Φαρσάλων 43 629 672 6,40 93,60 Τροιζηνίας 63 576 639 9,86 90,14 Δομοκού 41 580 621 6,60 93,40 Βάλτου 26 471 497 5,23 94,77 Ιθάκης 50 443 493 10,14 89,86 Μεγαλοπόλεως 20 426 446 4,48 95,52 Παξών 12 287 299 4,01 95,99

Ύδρας 26 233 259 10,04 89,96

Πηγή: Υπουργείον Εσωτερικών, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, ό.π.

Page 310: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Κατανομή κατά γεωγραφική περιοχή και κατά φύλο των εγγεγραμμένων στην κατηγορία «ράπται»

Επαρχίες Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες %

Γυναίκες %

Αττικής 1.739 3.905 5.644 30,81 69,19 Αιγίνης 24 12 36 66,67 33,33 Μεγαρίδος 44 23 67 65,67 34,33 Λεβαδείας 115 26 141 81,56 18,44 Θηβών 68 54 122 55,74 44,26 Φθιώτιδος Δομοκού

305 119 424 71,93 28,07 Φθιώτιδος Δομοκού 37 14 51 72,55 27,45 Λοκρίδος 128 18 146 87,67 12,33 Παρνασσίδος 121 67 188 64,36 35,64 Δωρίδος 50 11 61 81,97 18,03 Μεσολογγίου 92 129 221 41,63 58,37 Βάλτου 64 13 77 83,12 16,88 Βονίτσης & Ξηρομέρου 98 39 137 71,53 28,47 Ναυπακτίας 222 28 250 88,80 11,20 Τριχωνίας 108 103 211 51,18 48,82 Ευρυτανίας Πατρών

192 15 207 92,75 7,25 Ευρυτανίας Πατρών 282 609 891 31,65 68,35 Αιγιαλείας 54 151 205 26,34 73,66 Καλαβρύτων 72 94 166 43,37 56,63 Ηλείας 203 415 618 32,85 67,15 Ναυπλίας

Άργους 50 61 111 45,05 54,95 Ναυπλίας

Άργους 30 68 98 30,61 69,39 Σπετσών & Ερμιονίδος 32 30 62 51,61 48,39 Τροιζήνας

Ύδρας 12 25 37 32,43 67,57 Τροιζήνας

Ύδρας 23 23 46 50,00 50,00 Κορινθίας 115 138 253 45,45 54,55 Μαντινείας 165 90 255 64,71 35,29 Γορτυνίας 70 84 154 45,45 54,55 Κυνουρίας 24 49 73 32,88 67,12 Μεγαλοπόλεως 18 20 38 47,37 52,63 Καλαμών 163 285 448 36,38 63,62 Μεσσήνης 47 63 110 42,73 57,27 Πυλίας 37 69 106 34,91 65,09 Τριφυλίας 94 130 224 41,96 58,04 Ολυμπίας 54 43 97 55,67 44,33 Λακεδαίμονος 71 142 213 33,33 66,67 Επιδαύρου Λιμηράς 10 50 60 16,67 83,33 Γυθείου 57 121 178 32,02 67,98 Κυθήρων 13 24 37 35,14 64,86 Οιτύλου 35 82 117 29,91 70,09 Χαλκίδος 120 112 232 51,72 48,28 Καρυστίας 46 34 80 57,50 42,50 Ξηροχωρίου 50 6 56 89,29 10,71 Σύρου Άνδρου

153 184 337 45,40 54,60 Σύρου Άνδρου 27 23 50 54,00 46,00 Θήρας 24 67 91 26,37 73,63 Κέας 19 19 38 50,00 50,00 Μήλου 5 13 18 27,78 72,22 Νάξου 24 51 75 32,00 68,00 Τήνου 20 20 40 50,00 50,00

Page 311: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επαρχίες Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες % Γυναίκες %

Κερκύρας 142 527 669 21,23 78,77 Παξών 14 8 22 63,64 36,36 Λευκάδος 78 65 143 54,55 45,45 Ιθάκης 16 26 42 38,10 61,90 Κραναίας 30 313 343 8,75 91,25 Πάλης 16 130 146 10,96 89,04 Σάμης Ζακύνθου

9 50 59 15,25 84,75 Σάμης Ζακύνθου 56 528 584 9,59 90,41

Άρτης 251 68 319 78,68 21,32 Λαρίσης 292 89 381 76,64 23,36 Αγυιάς Τυρνάβου

38 7 45 84,44 15,56 Αγυιάς Τυρνάβου 81 37 118 68,64 31,36 Φαρσάλων 68 3 71 95,77 4,23 Βόλου 269 189 458 58,73 41,27 Αλμυρού 58 28 86 67,44 32,56 Σκοπέλου 24 10 34 70,59 29,41 Τρικάλων 398 48 446 89,24 10,76 Καλαμπάκας 151 2 153 98,69 1,31 Καρδίτσης 528 25 553 95,48 4,52

Σ ύ ν ο λ ο 8.145 10.124 18.269 44,58 55,42

Πηγή: Ό.π.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Κατανομή κατά γεωγραφική περιοχή και κατά φύλο των εγγεγραμμένων στην κατηγορία «υφανταί»

Επαρχίες Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες % Γυναίκες %

Αττικής 1.209 1.517 2.726 44,35 55,65 Αιγίνης 8 1 9 88,89 11,11 Μεγαρίδος 6 15 21 28,57 71,43 Λεβαδείας Θηβών Φθιώτιδος Δομοκού

20 3 23 86,96 13,04 Λεβαδείας Θηβών Φθιώτιδος Δομοκού

0 8 8 0,00 100,00 Λεβαδείας Θηβών Φθιώτιδος Δομοκού

7 18 25 28,00 72,00

Λεβαδείας Θηβών Φθιώτιδος Δομοκού 0 20 20 0,00 100,00 Λοκρίδος 10 3 13 76,92 23,08 Παρνασσίδος 0 2 2 0,00 100,00 Δωρίδος 0 4 4 0,00 100,00 Μεσολογγίου 2 86 88 2,27 97,73 Βάλτου 0 7 7 0,00 100,00 Βονίτσης & Ηηρομέρου 7 0 7 100,00 0,00 Ναυπακτίας 18 38 56 32,14 67,86 Τριχωνίας 5 62 67 7,46 92,54 Ευρυτανίας 15 17 32 46,88 53,13 Πατρέων 22 83 105 20,95 79,05 Αιγιαλείας Καλαβρύτων

2 5 7 28,57 71,43 Αιγιαλείας Καλαβρύτων 1 1 2 50,00 50,00 Ηλείας 3 16 19 15,79 84,21 Ναυπλίας 4 7 11 36,36 63,64

Page 312: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Επαρχίες Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες %

Γυναίκες %

Άργους 15 92 107 14,02 85,98

Σπετσών & Ερμιονίδος 2 3 5 40,00 60,00 Τροιζήνας 1 20 21 4,76 95,24

Ύδρας 2 0 2 100,00 0,00 Κορινθίας 9 23 32 28,13 71,88

79,25 Μαντινείας 11 42 53 20,75 71,88 79,25

Γορτυνίας 1 2 3 33,33 66,67 Κυνουρίας 39 3 42 92,86 7,14 Μεγαλοπόλεως 0 0 0 0,00 0,00 Καλαμών 8 86 94 8,51 91,49 Μεσσήνης 0 1 1 0,00 100,00 Πυλίας 5 0 5 100,00 0,00 Τριφυλίας 2 0 2 100,00 0,00 Ολυμπίας 0 0 0 0,00 0,00 Λακεδαίμονος 0 28 28 0,00 100,00 Επιδαύρου Λιμηράς 0 1 1 0,00 100,00 Γυθείου 0 13 13 0,00 100,00 Κυθήρων 0 4 4 0,00 100,00 Οιτύλου 2 12 14 14,29 85,71 Χαλκίδος 35 32 67 52,24 47,76 Καρυστίας 7 8 15 46,67 53,33 Ξηροχωρίου 1 3 4 25,00 75,00 Σύρου 89 186 275 32,36 67,64

Άνδρου 1 5 6 16,67 83,33 Θήρας 1 13 14 7,14 92,86 Κέας 0 1 1 0,00 100,00 Μήλου 0 1 1 0,00 100,00 Νάξου Τήνου

0 58 58 0,00 100,00 Νάξου Τήνου 0 11 11 0,00 100,00 Κερκύρας 3 99 102 2,94 97,06 Παξών 0 3 3 0,00 100,00 Λευκάδος 0 12 12 0,00 100,00 Ιθάκης 0 8 8 0,00 100,00 Κραναίας 3 36 39 7,69 92,31 Πάλης 1 147 148 0,68 99,32 Σάμης 0 43 43 0,00 100,00 Ζακύνθου 1 441 442 0,23 99,77

Άρτης 10 67 77 12,99 87,01 Λαρίσης 63 99 162 38,89 61,11 Αγυιάς 36 27 63 57,14 42,86 Τυρνάβου Φαρσάλων

58 92 150 38,67 61,33 Τυρνάβου Φαρσάλων 15 0 15 100,00 0,00 Βόλου 74 99 173 42,77 57,23 Αλμυρού 10 15 25 40,00 60,00 Σκοπέλου 3 7 10 30,00 70,00 Τρικάλων 129 107 236 54,66 45,34 Καλαμπάκας 3 0 3 100,00 0,00 Καρδίτσης 71 76 147 48,30 51,70

Σ ύ ν ο λ ο 2.050 3.939 5.989 34,23 65,77

Π η γ ή : Ό.π.

Page 313: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Κατανομή των γυναικών κατά μέγεθος και κατά κλάδο επιχείρησης, 1920

Κλάδοι Επιχειρήσεις 1-5 ατόμων

Επιχειρήσεις 6-25 ατόμων

Επιχειρήσεις 254" ατόμων Σύνολα

Γυναικών Γενικό Σύνολο

Κλάδοι Σύνολο Γυναίκες Γνν.% Σύνολο Γυναίκες Γνν.% Σύνολο Γυναίκες Γυν.%

Σύνολα Γυναικών

Γενικό Σύνολο

Κατεργασία ορυκτών 1.501 55 0,96 738 43 0,84 1.204 149 1,10 247 3.443 Βιομηχανία καπνού 492 98 1,70 1.500 427 8,31 5.964 2.892 21,31 3.417 7.956 Βιομηχανία τροφίμων 39.408 1.666 28,96 9.713 682 13,27 4.657 881 6,49 3.229 53.778 Βιομηχανία δέρματος 16.317 482 8,38 4.344 295 5,74 2.077 187 1,38 964 22.738 Χημική βιομηχανία 1.895 79 1,37 1.264 163 3,17 2.033 248 1,83 490 5.192 Υφαντουργία 643 337 5,86 741 712 13,85 7.531 6.070 44,72 7.119 8.915 Βιομηχανία ενδυμάτων 8.855 2.586 44,95 3.394 2.088 40,63 2.576 1.326 9,77 6.000 14.825 Βιομηχανία χάρτου 1.057 138 2,40 1.715 493 9,59 1.917 917 6,76 1.548 4.689 Βιομηχανία ξύλου 5.847 157 2,73 1.932 183 3,56 1.154 611 4,50 951 8.933 Παραγωγή ενέργειας 114 0 0,00 398 12 0,23 1.511 27 0,20 39 2.023 Μεταλλουργία, μηχανουργία 8.241 155 2,69 1.800 41 0,80 4.273 266 1,96 462 14.314

Σ ύ ν ο λ ο 84.370 5.753 100,00 27.539 5.139 100,00 34.897 13.574 100,00 24.466 146.806

Πηγή: ΥΕΟ, Γ Σ Υ Ε , Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-12-1920, Αθήνα 1926.

Page 314: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Κατανομή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία - βιοτεχνία κατά ηλικίες, 1920

Κλάδοι Άνδρες κάτω των 18

Άνδρες άνω των 18

Σύνολο ανδρών

Γυναίκες κάτω των 18

Γυναίκες άνω των 18

Σύνολο γυναικών

Γενικά Σύνολο

Κατεργασία ορυκτών 30 338 368 5 35 40 408 Βιομηχανία καπνού 336 2.946 3.282 802 2.606 3.408 6.690 Βιομηχανία τροφίμων 1.047 18.441 19.488 151 660 811 20.299 Βιομηχανία δέρματος 5.890 7.094 12.984 415 310 725 13.709 Χημική βιομηχανία 382 2.845 3.227 154 296 450 3.677 Υφαντουργία 550 1.486 2.036 2.043 3.774 5.817 7.853 Βιομηχανία ενδυμάτων 1.201 2.476 3.677 3.418 2.347 5.765 9.442 Βιομηχανία χάρτου 579 1.590 2.169 845 628 1.473 3.642 Βιομηχανία ξύλου 1.497 3.686 5.183 126 192 318 5.501 Παραγωγή ενέργειας 149 1.356 1.505 0 5 5 1.510 Μεταλλουργία, μηχανουργία 3.073 7.172 10.245 104 250 354 10.599

Σ ύ ν ο λ ο 14.734 49.430 64.164 8.063 11.103 19.166 83.330

Πηγή: Ό.π.

Page 315: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 6Α

Κατανομή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία - βιοτεχνία κατά ηλικίες (%), 1920

Κλάδοι

Κατεργασία ορυκτών Βιομηχανία καπνού Βιομηχανία τροφίμων Βιομηχανία δέρματος Χημική βιομηχανία Υφαντουργία Βιομηχανία ενδυμάτων Βιομηχανία χάρτου Βιομηχανία ξύλου Παραγωγή ενέργειας Μεταλλουργία, μηχανουργία Σ ύ ν ο λ ο

Άνδρες κάτω των 18

Άνδρες άνω των 18

Σύνολο ανδρών

Γυναίκες κάτω των 18

Γυναίκες άνω των 18

Σύνολο γυναικών

7,35 82,84 90,20 1,23 8,58 9,80 5,02 44,04 49,06 11,99 38,95 50,94 5,16 90,85 96,00 0,74 3,25 4,00

42,96 51,75 94,71 3,03 2,26 5,29 10,39 77,37 87,76 4,19 8,05 12,24

7,00 18,92 25,93 26,02 48,06 74,07 12,72 26,22 38,94 36,20 24,86 61,06 15,90 43,66 59,56 23,20 17,24 40,44 27,21 67,01 94,22 2,29 3,49 5,78 9,87 89,80 99,67 0,00 0,33 0,33

28,99 67,67 96,66 0,98 2,36 3,34 17,68 59,32 77,00 9,68 13,32 23,00

Πηγή: Ό.π.

ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Μισθοί του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών, 1921

Τμήματα Αριθμός προσω-πικού

Χωρίς μισθό

Μηνιαίος μισθός (σε δρχ.)* Τμήματα

Αριθμός προσω-πικού

Χωρίς μισθό 10-30 30-50 50-70 70-100 100-150 150-200 200-250 250-300 300-350

Κέντημα 65 14 17 8 4 7 6 3 1 5 —

Ραπτική 65 15 8 13 14 5 7 3 — — —

Τάπητες 10 — — — 1 2 1 5 — 1 —

Υφαντική 16 — 1 — — 3 5 2 1 1 3 Δαντέλα 12 1 3 1 — 3 3 1 — — —

Σ ύ ν ο λ ο 168 30 29 22 19 20 22 14 2 7 3

* Ο μηνιαίος μισθός αντιπροσωπεύει το μέσο όρο της κατ' αποκοπήν εργασίας. Το διδακτικό προσωπικό πληρώνεται με 200-400 δρχ. Πηγή: ΥΕΟ, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων κατά το

έτος 1921, Αθήνα 1923

Page 316: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 8 Έσοδα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής

Κατηγορίες εσόδων

Συνδρομές δημοσίου Εξ έργων ραπτικής — φορέματα — ασπρόρουχα Εκ διδάκτρων εγγραφών Εκ πωλήσεως διαφόρων υλικών (υφάσματα, είδη ραπτικής) Εκ του ταμείου δι' ενοίκιον κατ/τός της Εκ πίλων Εξ ανθέων Εκ σιδερώματος Εκ μαγειρικής Εκ δανείου των μελών Δ.Σ. εις εφορείαν καπέλλων Εξ ενοικίου 2 δωματίων Υπόλοιπο εις το ταμείον Από κ. Τ... δι' επισκευήν οικίας Εκ δωρεών και συνδρομών Εκ καλλιτεχνικού τμήματος Εκ τόκων και δανείων Εκ λαχείου ή χορού Σ ύ ν ο λ ο Ε σ ό δ ω ν

Έτη 1901

1.500,00 7.487,40

2.973,95

111,35

2.475,00 965,30

90,30 72,50 39,00

3.300,00 100,00

158,40

1902 1907 1908 1909

704,90

1.485,00 618,35 142,05 532,95

132,95

361,80 615,50

60,00 —

113,40 1.009,80

500,00 —

1.893,00 —

— 138,55

101,85

157,45 546,30

46,65

1910

1.500,00 4.000,00 6.000,00 6.000,00 5.000,00 9.857,10 — — — —

— 6.985,75 7.122,60 7.792,90 6.986,50 — 533,05 797,65 919,40 810,80

3.940,90 6.099,50 5.751,65 6.643,50 7.056,00

61,55

107,60 433,10 165,05

— 344,20 1.287,35

391,00 1.287,00 1.421,60

97,50 41,00 39,40 —

854,00 —

19.273,20 21.347,65 19.876,90 21.906,05 23.795,30 23.879,65

Πηγή: Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσίαι της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των

Page 317: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων (σε δρχ.)

1911 1912 1913 1914 1917 1919 1921 1922

5.000,00 5.000,00 5.000,00 5.000,00 5.000,00 5.000,00 5.000,00 5.000,00

6.720,85 5.548,90 4.769,20 8.810,95 9.016,15 13.550,10 9.116,00 13.498,15 901,30 1.284,15 1.186,85 1.492,80 1.607,90 1.524,15 3.368,70 4.571,50

7.175,80 7.128,70 7.825,50 8.493,50 8.303,50 9.957,50 13.330,00 23.709,00

885,45 421,60 465,15 770,05 508,90 62,60 1.270,05 1.572,39

71,65 111,30 120 ,20 67,40 — — — —

252,45 134,85 12,90 451,70 — — — —

178,55 201,70 92,90 152,95 211,25 667,05 171,05

— —

-

9.260,75 9.929,60 —

766,00 532,00 1.218,00 681,00 1.450,00 240,00 465,00 —

69,60 51,50 19,00 5,00 18,00 60,00 43,00 719,10 557,45 940,95 23,75 — 201,00 342,85 417,55 —

945,50 — 24,00 — 79,75 186,50 19,50 288,00 23.524,60 21.355,65 20.757,45 25.925,35 26.396,45 40.184,45 43.626,45 49.529,19

ετών 1901 και 1902, 1911, 1912, 1913, 1914, 1917, 1919, 1921, 1922

Έτη

Page 318: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 9 Έξοδα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής

Κατηγορίες εξόδων Έτη

Κατηγορίες εξόδων 1901 1902 1907 1908 1909 1910

Μισθοί προσωπικού 7.831,65 10.493,75 12.884,30 13.470,95 14.680,95 14.655,30 Ενοίκιον Σχολής 4.320,00 5.450,00 4.901,00 4.800,00 4.800,00 5.450,00

Έξοδα τμήματος φορεμάτων — — 1.256,65 711,15 1.230,70 1.064,00

Έξοδα τμήματος ασπρορούχων — — 89,55 90,55 163,60 299,30

Έξοδα τμήματος σιδερώματος — 147,65 25,50 92,20 26,85

Έξοδα τμήματος ανθέων — — 89,05 80,00 56,10 66,15 Έξοδα τμήματος μαγειρικής — — 96,75 178,10 224,65 314,20

Έξοδα τμήματος πιλοποιίας — —

Έξοδα καλλιτεχνικού τμήματος 61,45 220,90 16,45 136,95

Έξοδα αγοράς ετοίμων ειδών 46,90 6,00 —

Έξοδα για αγορά υλικών ραπτικής*

3.216,85 3.348,00 — — — —

Μικρά έξοδα — — 244,50 253,75 238,50 222,40 Φωτισμός — — 329,55 349,70 272,75 256,05 Γραφική ύλη 236,00 15,00 131,80 109,30 15,00 109,80 Καύσιμος ύλη — — 241,50 316,20 248,90 289,30

Έξοδα βιβλιοθήκης — — — — — 302,05 Έπιπλα και σκεύη — — — — 101,90 333,00 Έντυπα (εφημερίδες του συρ-μού) και λογιστικά βιβλία — — — — 105,00 94,00 Εξόφληση δανείων — 1.700,65 — 591,65 — —

Έκτακτα έξοδα — — 588,80 317,20 269,25 245,75

Διάφορα έξοδα** 2.850,30 1.249,25 — — — —

Πληρωμαί Ταμείου Ενώσεως των Ελληνίδων 205,00 80,00 — — — —

Επισκευή - καθαριότητα κατοικίας 500,00 — - — — —

Σ ύ ν ο λ ο 19.159,80 22.336,65 21.062,55 21.561,85 22.521,95 23.865,10

* Στα έξοδα για αγορά υλικών ραπτικής το 1901 και 1902 υπολογίζονται τα έξοδα όλων των * * Στα διάφορα έξοδα καταγράφονται το 1901 και 1902 τα έξοδα φωτισμού, θέρμανσης, η αγορά

Πηγή: Ό.π.

Page 319: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων (σε δρχ.)

Έτη 1911 1912 1913 1914 1917 1919 1921 1922

14.733,10 12.793,40 10.820,15 15.690,90 14.902,40 19.305,70 22.107,90 28.055,90 3.750,00 4.500,00 4.500,00 4.500,00 4.500,00 4.500,00 4.800,00 5.400,00

1.356,90 1.003,35 1.000,00 2.134,25 — 159,90 466,45 589,25

273,05 467,75 733,95 708,75 — 456,70 884,25 2.508,85

17,85 — 45,65 119,95 371,50 — .— —

69,15 86,45 138,50 56,35 — — — —

327,15 201,00 87,70 180,35 211,25 — 707,95 196,05

— — — — — — 193,30 278,00

192,95 81,65 99,95 42,50 — 178,15 19,70 141,50

— — — — — 767,85 116,00

Ζ — 2.124,05 148,20

501,50 —

143,15 199,75 144,35 171,35 204,30 271,55 270,05 262,85 209,65 216,30 188,25 254,40 93,30 162,65 251,85 —

103,85 98,90 66,20 104,75 — 25,25 67,70 —

268,60 161,05 253,45 364,20 — 1.392,00 568,00 828,70

303,10 63,60 — 203,70 — 413,50 55,00 798,70

88,00 15,00 15,00 77,70 348,50 255,70 274,50 806,40 624,85 554,80 897,40 — 90,00 — — —

703,50 359,85

853,40 499,40 393,35 — 85,00 349,00 749,80

— — 427,80 — — — — —

— — — — 157,25 — — —

— 19,00 65,15 57,35 235,60 678,10 670,60 273,30

23.524,70 21.315,40 19.982,90 25.059,85 23.595,15 28.385,70 32.454,10 41.005,30

τμημάτων, ενώ το 1917 τα έξοδα φορεμάτων και ασπρορούχων. επίπλων και διάφορα άλλα έξοδα.

Page 320: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 10

Έσοδα Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος

Έτη 1907 1908 1909 1910 1911 1912 1913 1914

Συνδρομή μελών και συλλόγων 574,00 535,00 386,00 245,87 216,90 487,00 387,00 757,00 Δωρεές — — 500,00 100,00 200,00 145,00 2.000,00 1.350,00 Κληροδοτήματα — — — 500,00 — — — —

Συνδρομή Δήμου Πειραιώς 500,00 — — — — 200,00 — —

Εισπράξεις για το συσσίτιο* — — — — 878,00 2.214,00 50,00 1.432,45 Αντίτιμο πωληθείσης σούστας — — — — — — 100,00 —

Εισπράξεις από εορτές και διαλέξεις 3.220,55 2.936,00 244,25 2.635,50 2.041,20 2.282,10 — 2.630,00

Σ ύ ν ο λ ο 4.294,55 3.471,00 1.130,25 3.481,37 3.785,60 5.328,10 2.537,00 6.169,45

* Αφορούν τις δωρεές επωνύμων για τη διεξαγωγή του συσσιτίου.

Πηγή: Λογοδοσία του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος των ετών 1907, 1908, 1909, 1910, 1911, 1912, 1913, 1914.

Page 321: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 11

Έξοδα Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος

Έ τ η Κατηγορίες εξόδων 1907 1908 1909 1910 1911 1912 1913 1914

Συσσίτιο (ενοίκιο-σκεύη-μισθοί-τρόφιμα-αμαξαγώγια για μεταφορά τροφής στα εργοστάσια) 2.195,72 1.758,70 2.759,00 2.403,90 2.376,55 2.242,30 2.705,80 1.897,10 Μισθοί προσωπικού Κυριακού 75,00 40,00 65,00 — — 272,00 60,00 604,25

Έξοδα εορτών και εκδηλώσεων 628,95 71,25 819,60 887,80 83,50 317,00 - 658,85 Περίθαλψη εργατριών* 688,70 154,55 141,25 85,50 164,60 104,95 70,45 91,00 Εισπράκτορας συνδρομών 25,00 — — — — — — —

Έντυπα, γραφική ύλη** 123,80 297,85 95,30 — 55,00 194,00 — —

Έξοδα Κυριακού 10,00 — 311,30 448,00 69,80 125,00*** — —

Συνδρομή για σεισμόπληκτους — — 25,00 — — — — —

Αγορά ομολογιών — — — — — 2.060,00 — —

Συνδρομή στο Διεθνή Σύλλογο Γυναικών — 25,00 20,00 20,00 25,00 — — 40,00 Διάφορα μικροέξοδα Συνδέσμου — 25,00 — — — — 3,85 —

Σ ύ ν ο λ ο 3.747,17 2.372,35 4.236,45 3.845,20 2.774,45 5.315,25 2.840,10 3.291,20

* Περιλαμβάνει τα φάρμακα, το γάλα, το κρέας ασθενών μαθητριών, τα έξοδα κηδείας των μαθητριών. * * Περιλαμβάνει τη γραφική ύλη του Συνδέσμου, του συσσιτίου, του Κυριακού Σχολείου και τα χαρτόσημα των αποδείξεων.

* * * Εκδρομή εργατριών στην Φανερωμένη.

Πηγή: Ό.π.

Page 322: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΙΝΑΚΑΣ 12

Κατάλογος μελών του Συλλόγου Γυναικών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, 1872-1920

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα

Αβέρωφ Αδαμαντίδου Αιγηνίτου Ελ.

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Ιδρυτικό μέλος

Αντωνοπούλου Βασιλική Χ. Τακτικό μέλος Αντωνοπούλου Ελένη Μιχ. Ιδρυτικό μέλος

Αξελού Λουκία

Απέργη Αικατερίνη Αργυροπούλου Δέσποινα Ιακ. Αρσάκης Απόστολος

Αρχιγένους Ελένη Σαράντη

Βαλιέρη Αικατ. Βαλλιάνου Ευφρ.

Βαλτατζή Ζ ω ή

Βάμβα Ιουλία Βαμβακάρη Μαρία

Βαρβάκη Μ.

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος 1920 Τακτικό μέλος 1920

Ευεργέτης

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος

Βαλσαμάκη Πουλχερία Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Βαλτατζή Σμαράγδα Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Ταμίας, μέλος Δ.Σ. 1882 Ευεργέτισσα, ταμίας 1877

Παρατηρήσεις

Σύζυγος του Διον. Αιγινήτου, Αθη-ναίου γιατρού, καθηγητή Παν/μίου ευεργέτη (Αιγινήτειο Νοσοκομείο) Ομογενής - Οδησσός Το γένος Στεφ. Καραθεοδωρή από την Κωνσταντινούπολη. Αδελφή Σμαράγδας, Ζωής και Μαρίας Μπαλτατζή Οικογένεια από Σύρο - Κωνσταντι-νούπολη - Αθήνα. Συγγενής με την οικογένεια Ροδοκανάκη (Χίος-Σύρος)

Φαναριώτικη οικογένεια -Κωνσταντινούπολη Ηπειρώτης, εγκατεστημένος στη Ρουμανία, γιατρός, πολιτικός, Υ-πουργός Εξωτερικών των Ηνωμέ-νων Ηγεμονιών, εθνικός ευεργέτης Ο σύζυγος Σαράντης ήταν γιατρός από την Αν. Θράκη, καθηγητής Αυτοκρατορικής Ιατρικής Σχολής Κωνσταντινούπολης Ομογενής - Λονδίνο Ομογενής - Μασσαλία. Από τον πατέρα της ανήκει στην οικογένεια Μελά. Αδελφή Σμ. Βικέλα, Λ. Με-λά, Κ. Μελά και Μ. Μελά Οικογένεια ομογενών από Κων-σταντινούπολη, κεφαλλονίτικης κα-ταγωγής. Τραπεζικές εργασίες Ομογενής-Κωνσταντινούπολη. Γέ-νος Καραθεοδωρή, φαναριώτικη οι-κογένεια, σύζυγος Ευαγγέλου Βαλ-τατζή, κεφαλαιούχου, τραπεζίτη Ομογενής - Κωνσταντινούπολη, Γένος Καραθεοδωρή, φαναριώτικη οικογένεια, σύζυγος Σπύρου Βαλ-τατζή, κεφαλαιούχου, τραπεζίτη

Οικογένεια ευεργετών (Βαρβάκειο σχολείο), με φιλανθρωπική δραστη-ριότητα (Αμαλιείο Ορφανοτροφείο) από τα Ψαρά

Page 323: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Βασιλειάδου Βασιλείου Λουκία

Βασιλείου Στυλ. Βενιζέλου Ευριδίκη

Βικέλα Ευφρ. Βικέλα Σμαράγδα

Βλάγκαλη Ελ.

Βλαστού Δεσπ.

Βλαστού Μαρ.

Βλαστού Πηνελόπη

Βολονάκη Τατιάννα

Βουδούρη Ευφρ.

Βούρου-Δεκόζη Αικατ.

Βούρου Μαριγώ

Βουτζινά Μ.

Γαλάνη Ελ. Γαλάτη Πηνελόπη

Γεραλοπούλου Τερψιχόρη Γεωργίου Ελ.

Γκίκα Ελ. Γκινοπούλου Μαρία Γώγου Αγγελική Δάλλα Σοφία

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος 1920

Τακτικό μέλος Δωρήτρια, μέλος Δ.Σ. 1877

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1920

Τακτικό μέλος

Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1882 Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος 1920

Τακτικό μέλος, δωρήτρια Βοηθός δασκάλας Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος 1920 Ιδρυτικό μέλος Μέλος Δ.Σ. 1877

Έφορος Υφαντουργικού Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών

Ομογενής - συγγενής με την οικο-γένεια Μελά

Αρχοντική αθηναϊκή οικογένεια προκρίτων και αγωνιστών Αδερφή Δημήτρη Βικέλα Ομογενής - Κωνσταντινούπολη -Σύρος - Οδησσός. Μητέρα Δημή-τρη Βικέλα, το γένος Γεωργίου Με-λά. Πέθανε το 1901. Αδελφή Λέον-τος, Κωνσταντίνου και Μ. Μελά Οικογένεια ομογενών από την Κων-σταντινούπολη, τραπεζιτών και με-τόχων στην Α.Ε. ΣΠΑΠ Οικογένεια από Χίο - Λονδίνο -Μασσαλία. Συγγενής με οικογένεια Ράλλη Λονδίνο - Ινδίες Οικογένεια από Χίο - Λονδίνο -Μασσαλία. Συγγενής με οικογένεια Ράλλη, Λονδίνο - Ινδίες Οικογένεια από Χίο - Λονδίνο -Μασσαλία. Συγγενής με οικογένεια Ράλλη, Λονδίνο - Ινδίες Οικογένεια Αθηναίων λογίων. Κά-τοικος Πειραιώς Κόρη Λέοντος Μελά

Σύζυγος του Σταμάτη Βούρου-Δε-κόζη. Αθηναϊκή οικογένεια τραπε-ζιτών από τη Χίο - Σύρο Εγγονή του Σταμάτη Βούρου-Δε-κόζη. Αθηναϊκή οικογένεια τραπε-ζιτών από τη Χίο - Σύρο Ομογενής - Μασσαλία. Κεφαλλονίτικη καταγωγή

Ομογενής - Λονδίνο - Αλεξάνδρεια με καταγωγή από τη Χίο - Σύρο Σύζυγος Βασιλείου Μελά

Καταγωγή από Κωνσταντινούπο-λη. Πλούσια φιλανθρωπική δράση

Page 324: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Δαμάσκου Μαριγώ Δαμιανού Αικατερίνη

Δεληγεώργη Ξανθή Δεληγιάννη Ευφ.

Δεμερτζή Μαρία

Δήμος Αθηναίων Διομήδους Βικτωρία

Διομήδους Ελ. Ν.

Δοσίου Μ.

Δούκα Ασπασία Δούμα Σοφία

Δραγούμη Ελία

Δρακοπούλου Αιμιλία Δράκου Κυριακή

Δρομοκαΐτης Ζώρζης

Doumont Ελληνική Κοινότητα Βιέννης Επιτροπή επί της Εμψυχώσεως της Ελληνικής Βιομηχανίας Επιτροπή Ολυμπίων Ευμορφοπούλου Ελπ. Ευμορφοπούλου Μ. Ζαίμη Ελίζα Θ.

Ζαρίφη Ελένη Ζαρίφη Φανή Ζαφειρόπουλος Στέφανος

Ζίφου Δέσποινα

Τακτικό μέλος Ιδρυτικό μέλος

Ιδρυτικό μέλος Τακτικό μέλος. Μέλος Δ.Σ.

Τακτικό μέλος

Ευεργέτης Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Μέλος Δ.Σ. 1877-1882.

Έφορος Ραπτικής του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Δασκάλα ποικιλτικής και σχολικών γνώσεων Ευεργέτης

Τακτικό μέλος Δωρήτρια

Ευεργέτισσα

Ευεργέτισσα Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Ιδρυτικό μέλος

Ευεργέτισσα Ευεργέτισσα Ευεργέτης

Τακτικό μέλος

Οικογένεια από Κωνσταντινούπολη Ομογενής από Κωνσταντινούπολη με υδραίικες ρίζες Οικογένεια πολιτικών Κόρη του προέδρου του Αρείου Πά-γου Ν. Δεληγιάννη και ανιψιά του προέδρου της κυβέρνησης Δελη-γιάννη Οικογένεια πολιτευτών από την Αθήνα

Συγγενής του Αλέξανδρου Διομή-δη, διοικητή της ETE Σύζυγος του Νικ. Νομικού και μη-τέρα του Αλέξανδρου Διομήδη, διοικητή της ETE Οικογένεια δημοσιολόγων και πο-λιτευτών

Ομογενής - Ρωσία

Σύζυγος Μάρκου Δραγούμη (δι-πλωμάτη, ιδρυτή Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμά-των) γένος Νόβικωφ. Άφησε κλη-ροδότημα

Χιώτικη οικογένεια ευεργετών από Ρωσία

Οικογένεια από Χίο - Λονδίνο Οικογένεια από Χίο - Λονδίνο Ομογενής από Ρουμανία - Γένος Μουρούζη. Σύζυγος Θρασύβουλου Ζαΐμη. Κόρη του Αλέξανδρου Μου-ρούζη και της Πουλχερίας Ρωσσέτη Ομογενής - Κωνσταντινούπολη Ομογενής - Κωνσταντινούπολη Οικογένεια με καταγωγή από το

Άστρος Κυνουρίας. Κωνσταντινού-πολη - Μασσαλία Οικογένεια από Χίο - Λονδίνο

Page 325: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Ζωχιού Ναυσικά

Θεοδωράκη Σμαράγδα Θεολόγου Αικατ.

Θεοχάρη Ελένη

Θωμαΐδου Τασία Ιωαννίδης Κων. Ιωαννίδου Ελπίς Α.

Ιωνίδης Κ.

Καβανιέρη Αδελαΐς Καλλέργη Ειρήνη

Καλλέργη Ελένη

Καλλιγά Μαρ. Καλλιφρονά Ελένη

Καλλιφρονά Μ. Δ. Κάππαρη Αργ. Καρά Φιλίππα

Καραμάνου Ιουλία Κάσπαρη Αργυρώ Κασσαβέτη Ευφροσύνη Κασσαβέτη Μ. Καστόρχη Ελ.

Καψαμπέλη Ελ. Κεχαγιά Καλλιόπη

Κεχαγιά Πηνελόπη

Κοβάνου Ευγενία Κοκκίδη Ευφρ. Κοκκώνη Ευθαλία

Κολιάτσου Μαρία

Τακτικό μέλος 1920

Ιδρυτικό μέλος Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Ευεργέτης Τακτικό μέλος

Ευεργέτης

Ευεργέτισσα Δασκάλα Υφαντικής Βαμβακερών, Εργαστήριον Απόρων Γυναικών Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ.

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, έφορος 1920 Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Δασκάλα Υφαντικής Μεταξωτών Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Ευεργέτισσα Τακτικό μέλος, 1920 Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, γεν. γραμματέας Δ.Σ. Τακτικό μέλος

Βοηθός δασκάλας Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1920 Τακτικό μέλος

Οικογένεια του καθηγητή της ια-τρικής Ιωάννη Ζωχιού. Οικογένεια πολιτευτών από την Κέρκυρα

Οικογένεια αγωνιστών - πολιτικών από τα Άγραφα Μεγάλη Κυρία της Βασίλισσας

Όλγας

Οικογένεια κρητικής καταγωγής, αργότερα μεταβαίνει σε Σύρο -Λονδίνο Ομογενής - Λονδίνο. Γενικός πρό-ξενος της Ελλάδας με καταγωγή από τη Μ. Ασία. Ευεργέτης (Ιω-νίδιος Σχολή Πειραιά)

Σύζυγος προξένου στο Μοναστήρι Δημ. Καλλέργη και αδελφή του Ιωάννη Καλλέργη, συζύγου της

Έφης Δραγούμη (αδελφής του Ίωνα Δραγούμη)

Οικογένεια πολιτικών

Οικογένεια πολιτικών Οικογένεια ζακυνθινής καταγωγής Πρώην εργάτρια

Ομογενής - Μασσαλία

Οικογένεια ομογενών του Λονδίνου Οικογένεια ομογενών του Λονδίνου Σύζυγος Καστόρχη, καθηγητή Ρι-ζαρείου Σχολής

Παιδαγωγός από την Προύσα 1839-1905 Σύζυγος του Υποδιοικητή της Ε-θνικής Τράπεζας. Στη Σύρο ίδρυ-σαν την Εταιρεία Ελληνικής Ατμο-πλοίας

Οικογένεια από την Προποντίδα

Page 326: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο

Κολοκοτρώνη Αικατ. Κομάνου Κορδέλλα Ιωάννα

Κοριαλένιου Α.

Κορομηλά Ευφρ.

Κορωνιός Γεώργιος

Κουμουνδούρου Ευθυμία Κούππα Βιολέττα Κούππα Ελένη Κούππα Αικατ. Κουρκουμέλη Ονωρίνα

Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, 1920

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Ευεργέτης

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος 1920 Τακτικό μέλος 1920 Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, αντιπρόεδρος Δ.Σ.

Κυριακού Μαρία Ιδρυτικό μέλος Κωστή Πολ. Τακτικό μέλος Κωστή Σοφία Ν. Τακτικό μέλος

Λαζάρου Π. Χ. Τακτικό μέλος Λάμπρου Θεοδ. Τακτικό μέλος Λάππα Μαρίνα Τακτικό μέλος 1920 Λέκκα Β. Τακτικό μέλος 1920 Λοβάρδου Τακτικό μέλος Λυσίππου Τακτικό μέλος Μακκά Αργυρώ Ν. Τακτικό μέλος 1920

Μακκά Μαρία Γ.

Μάνου Ρωξ. Μαντζαβίνου Ευγενία Μαρσάν Καίτη

Μάτσα Σοφία Μαυρογιάννη Αλεξάνδρα

Μαυρογορδάτου Μαριέττα Λ. Δ. Μαυροκορδάτου Ειρήνη Γ. Μαυροκορδάτου Ελ. Ν.

Μαυροκορδάτου Μ. Μ. Μαυροκορδάτου Χαρ. Α. Μαυρομιχάλη Πολυξένη

Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, γεν. γραμματέας 1920 Τακτικό μέλος 1920 Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1877.

Έφορος Ραπτικής Τακτικό μέλος Ιδρυτικό μέλος Τακτικό μέλος

Το γένος Θεοχάρη. Σύζυγος του Υποδιευθυντή της Εταιρείας Λαυ-ρίου Οικογένεια ευεργετών στο Λονδίνο με κεφαλλονίτικη καταγωγή Σύζυγος Δημητρίου Κορομηλά, εκδότη και συγγραφέα Ομογενής από τη Βιέννη με χιώ-τικη καταγωγή

Ομογενής από τη Μασσαλία Οικογένεια δικαστικών και πολι-τευτών από την Κέρκυρα

Οικογένεια από τη Σμύρνη Οικογένεια από τη Σμύρνη. Συγγε-νής Νικολάου Κωστή, καθηγητή Ιατρικής Ομογενής - Μασσαλία

Αδελφή του Αλέξανδρου Διομήδη

Οικογένεια από Χίο - Σμύρνη. Σύ-ζυγος Νικολάου Μακκά, καθηγητή Ιατρικής Σχολής Σύζυγος Γεωργίου Μακκά, καθη-γητή Ιατρικής Σχολής

Οικογένεια από τη Σμύρνη

Οικογένεια ομογενών στο Λονδίνο, κεφαλλονίτικης καταγωγής

Οικογένεια Μαυροκορδάτου Οικογένεια Μαυροκορδάτου

Οικογένεια Μαυροκορδάτου Οικογένεια Μαυροκορδάτου Σύζυγος του πολιτικού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη

Page 327: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Μαύρου Ασπ.

Μελά Ανδρομάχη

Μελά Ασπασία

Μελά Ελένη Μ.

Μελά Ραλλού

Μελά Τερψιχόρη

Μερκάτη Αικ.

Μεσσηνέζη Αναστ.

Μεσσηνέζη Καλλιόπη

Μεταξάς Γεώργιος Μικρουλάκη Μαρ. Γ. Μόστρα Ελ.

Μόσχοβικ Ευρ. Μουρούζη Ελ. Κ.

Μουτζοπούλου Σοφία Μουτσοπούλου Μαρία Μπαλάνου Ελ.

Μπαλάνου Χαρίκλεια

Μπαλτατζή Χαρίκλεια

Μπασιά Ευγ.

Μωραϊτίνης Κωνστ. Νάζου Έλδα

Νεγρεπόντη Ελένη

Νικολοπούλου Σταματίνα Νοταρά Αντ.

Ξηροταγάρου Άννα

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος 1920

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Ιδρυτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1882 Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Ευεργέτης Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος 1920 Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος 1920

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1920 Ευεργέτισσα, πρόεδρος Δ.Σ. 1920 Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος

Διδασκάλισσα

Οικογένεια ομογενών από τη Ρωσία Κόρη Ερρίκου Σλήμαν, σύζυγος Λέοντος Μελά του Μιχαήλ Ομογενής Μασσαλία - Λονδίνο. Σύζυγος Κωνσταντίνου Μελά Σύζυγος Μιχαήλ Μελά, δημάρχου Αθηναίων. Γένος Βουτσινά (έμπο-ροι, ομογενείς στη Ρωσία). Μητέρα του Παύλου Μελά Σύζυγος Λέοντος Μελά (λογίου -εμπόρου) Ομογενής - Λονδίνο. Σύζυγος Β. Μελά, εμπόρου Οικογένεια από Ζάκυνθο

Οικογένεια πολιτικών από το Αί-γιο. Υπάρχει κλάδος της οικογέ-νειας στη Ρουμανία Οικογένεια πολιτικών από το Αί-γιο. Υπάρχει κλάδος της οικογέ-νειας στη Ρουμανία Γενικός πρόξενος στη Βιέννη Ομογενής - Μασσαλία Θυγατέρα Λέοντος Μελά, σύζυγος Σπυρίδωνα Μόστρα, δ/ντή των Θειωρυχείων Μήλου και ναυπηγού Βασιλ. Ναυτικού

Σύζυγος Κων/νου Μουρούζη, το γένος Μαυρομιχάλη

Οικογένεια καθηγητών Πανεπιστημίου Οικογένεια καθηγητών Πανεπιστημίου Σύζυγος Γεωργ. Μπαλτατζή, κόρη Νικολάου Μαυροκορδάτου Σύζυγος Θάνου Τυπάλδου Μπασιά, αντιπροέδρου της Βουλής, Υπουρ-γού Εθνικής Οικονομίας

Σύζυγος Γεωργίου Νάζου, ιδρυτή και καθηγητή του Ωδείου Αθηνών Οικογένεια από τη Χίο - Αλεξάν-δρεια - Λονδίνο - Ρουμανία

Οικογένεια αγωνιστών Κορινθίας. Κλάδος της οικογένειας βρίσκεται και στην Κωνσταντινούπολη

Page 328: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Οικονόμου Μαργ.

Ολυμπίου Ολυμπιάς

Ορφανίδου Ελισ. Πάγκαλος Α. Πάικου Ευφρ.

Πάλλη Ελένη Ευαγ.

Πάλλης Αλέξ. Παπαρρηγοπούλου Ελ.

Παπαρρηγοπούλου Μ. Κ.

Παπούδωφ Αλέξ.

Παπούδωφ Μαρ. Πασκουάλη Παχή Αιμιλία Περβάνογλου Πηνελόπη I. Πετροκοκκίνου Άννα

Πετροκοκκίνου Ζ.

Πετροκοκκίνου Καλλιόπη

Πλατή Ελ. Πρετεντέρη-Τυπάλδου Φανή Ραζή Καλ.

Ρακτιβάν Μαρία

Ράλλη Ελίζα Α.

Ράλλη Θ. Θ.

Ράλλη Κατ. Α.

Ράλλη Κλειώ Α.

Ράλλη Λουκία

Ράλλη Μαρία Σ.

Ράλλη Νίνα

Ράλλη Σοφία Π.

Ιδρυτικό μέλος

Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος Ευεργέτης Ιδρυτικό μέλος

Ευεργέτισσα, γραμματεύς Δ.Σ. 1882 Τακτικό μέλος 1920 Πρόεδρος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ., Έφορος Ραπτικής Τακτικό μέλος

Ιδρυτικό μέλος Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Ιδρυτικό μέλος Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Σύζυγος Σοφοκλή Οικονόμου, για-τρού. Οικογένεια από Σμύρνη -Κωνσταντινούπολη Σύζυγος καθηγητή Ιατρικής Σχολής Οικογένεια από τη Σμύρνη

Οικογένεια από Χίο - Σύρο - Λον-δίνο

Οικογένεια από Ήπειρο - Κέρκυρα

Λογοτέχνης Σύζυγος Ιωάννη Παπαρρηγοπού-λου Σύζυγος Κων/νου Παπαρρηγοπού-λου, το γένος Στ. Καραθεοδωρή

Γένος Σκουζέ Σύζυγος καθηγητή και συγγραφέα Ιωάννη Περβάνογλου Οικογένεια ομογενών από Χίο -Σύρο - Μασσαλία - Λονδίνο Οικογένεια ομογενών από Χίο -Σύρο - Μασσαλία - Λονδίνο Οικογένεια ομογενών από Χίο -Σύρο - Μασσαλία - Λονδίνο

Οικογένεια ομογενών από την Ο-δησσό, κεφαλλονίτικης καταγωγής Οικογένεια κεφαλαιούχων από τη Μακεδονία Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο Οικογένεια ομογενών Μασσαλία -Λονδίνο

Page 329: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο

Ράλλης Μιχαήλ Ρεβελάκη Ειρ.

Ρεβελάκη Ελ.

Ρέινεκ Βαρίγκα

Ρενιέρη Ανδρομάχη

Ρηγάδη Ριβαρόλα-Ρωκ Ελένη

Ρικάκη Θ. Ροδοκανάκη Μ.

Ροδοκανάκης Θεοδ. Π.

Ροΐδου Κορνηλία

Ρώτας

Σακκαδάκη Μ.

Σαριπόλου Αριάδνη

Σαριπόλου Ευδοκία

Σεβαστοπούλου Ιουλία Δ. Σεκιάρη Σεβαστή Σέρμπου Ελ. Σερπιέρη Λαυρία

Σίνα Βαρωνίσση Σκαλτζούνη Φανή Σκαραμαγκά Δ. Σ. Σκαραμαγκά Ιουλ. Α. Σκαραμαγκά Ιουλ. Δ. Σκουζέ Ελένη Σκουζέ Ελίζα Σκουζέ Ισαβέλλα Σκουζέ Ισαβέλλα Αλεξ. Σκουζές Γεώργιος Σκυλίτζη Αλεξ.

Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Ευεργέτης Τακτικό μέλος, μέλος Δ.Σ. 1877,

Έφορος Ραπτικής Τακτικό μέλος

Ευεργέτισσα, αντιπρόεδρος Δ.Σ.,

Έφορος Υφαντικής Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Τακτικό μέλος

Δωρητής Δασκάλα ερίων και ταπήτων Ιδρυτικό μέλος

Τακτικό μέλος 1920

Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος 1920

Ευεργέτισσα Ιδρυτικό μέλος Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Τακτικό μέλος Ευεργέτισσα,πρόεδρος 1882 Τακτικό μέλος 1920 Τακτικό μέλος Ευεργέτισσα Ευεργέτης Τακτικό μέλος

Αθηναϊκή οικογένεια, ιδρυτές Φι-λομούσου Εταιρείας

Αθηναϊκή οικογένεια, ιδρυτές Φι-λομούσου Εταιρείας Οικογένεια Γερμανού φιλέλληνα Ε-δουάρδου Ρέινεκ, οικογένεια στρα-τιωτικών Σύζυγος του Μάρκου Ρενιέρη από την Τεργέστη, κρητικής καταγω-γής, καθηγητή Νομικής, διοικητή Εθνικής Τράπεζας, πρέσβη

Ο Νικόλαος Ρωκ (Γάλλος) παν-τρεύτηκε την Ευτυχία Μακρή, α-δελφή του πατέρα της Θηρεσίας Μακρή (κόρης των Αθηνών) Οικογένεια πολιτικών Ομογενής, οικογένεια από Χίο -Σύρο - Αλεξάνδρεια - Λονδίνο Ομογενής, οικογένεια από Χίο -Σύρο - Αλεξάνδρεια - Λονδίνο Μητέρα του λογοτέχνη Εμμανουήλ Ροίδη, το γένος Ροδοκανάκη

Αθηναϊκής καταγωγής, σύζυγος του Ν. I. Σαριπόλου, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Το γένος Βικέλα, σύζυγος του Ν. Ν. Σαριπόλου, καθηγητή του Συν-ταγματικού Δικαίου Ομογενής - Λονδίνο Ομογενής - Μασσαλία Ομογενής - Μασσαλία Σύζυγος Φερνάρδου Σερπιέρη (Με-ταλλεία Λαυρίου)

Ομογενής - Λονδίνο Ομογενής - Λονδίνο Ομογενής - Λονδίνο

Ομογενής Λονδίνο. Μητέρα Έλε-νας Βενιζέλου

Page 330: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ονοματεπώνυμο Ιδιότητα Παρατηρήσεις

Σουλτάνη Ευφρ. Τακτικό μέλος Σούτζου Ελ. I. Τακτικό μέλος Σούτζου Ζωή Τακτικό μέλος Κόρη Κ. Μαυροκορδάτου, ομογενής

από Ρωσία, σύζυγος Α. Σούτζου Κόρη Κ. Μαυροκορδάτου, ομογενής από Ρωσία, σύζυγος Α. Σούτζου

Σούτζου Ναταλία Τακτικό μέλος

Κόρη Κ. Μαυροκορδάτου, ομογενής από Ρωσία, σύζυγος Α. Σούτζου

Σπάρταλη Ευφροσύνη Τακτικό μέλος Ομογενής - Λονδίνο Σταματοπούλου Β. Κ. Ν. Τακτικό μέλος Στεκούλη Τακτικό μέλος Στρέιτ Βικτωρία Τακτικό μέλος Σύζυγος Στέφανου Στρέιτ, Υπουρ-

γού Οικονομικών και διοικητή Εθνικής Τράπεζας

Συγγρός Ανδρέας Ευεργέτης Συγγρού Ιφιγένεια Τακτικό μέλος Γένος Μαυροκορδάτου, χήρα Αν-

τωνιάδου. Ομογενής από την Κων-σταντινούπολη, σύζυγος Ανδρέα Συγγρού

Σλήμαν Σοφία Επίτιμο μέλος, μέλος Δ.Σ. 1920

Ταμβάκος Δημήτριος Ν. Ευεργέτης Ταμβάκου Σεπ. Τακτικό μέλος Ομογενής - Λονδίνο Τζάτζου Αθηνά Τακτικό μέλος Τζήρου Ευτέρπη Τακτικό μέλος Τζιτσίνια Ζαμβελ. Τακτικό μέλος Ομογενής - Μασσαλία Τισσαμενού Ασημίνα Τακτικό μέλος Τομπάζη Ευφρ. Τακτικό μέλος Τόπαλη Τακτικό μέλος Τούλη Ελ. Τακτικό μέλος Τριανταφυλλίδου Τακτικό μέλος, Μαριάνθη μέλος Δ.Σ. 1920 Τσαουσοπούλου Αγλαΐα Τακτικό μέλος, Οικογένεια Αθηναίων κεφαλαιού-

μέλος Δ.Σ. 1877, χων Έφορος Υφαντικής

Τσάτζου Αθηνά Τακτικό μέλος Τσουκανάκη Ελευθερία Τακτικό μέλος Ομογενής - Λονδίνο Τυπάλδου -Μπασιά Τακτικό μέλος Ευγενία Ε. Τυπάλδου Ρωξ. Τακτικό μέλος Φραγγά Μαρία Δασκάλα Ραπτικής Χαρίση Πολυξένη Ιδρυτικό μέλος Χιλλ Φ. Μ. Ιδρυτικό μέλος Χορέμη Μαργ. Τακτικό μέλος Χρηστομάνου Μαρία Κ. Τακτικό μέλος Σύζυγος καθηγητή Πανεπιστημίου Χρηστομάνου Μαρία Κ.

Κ. Χρηστομάνου Χριστοφορίδου Ζωή Τακτικό μέλος Ψύχα Αρετή Τακτικό μέλος Ομογενής - Λονδίνο

Page 331: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Κ Α Τ Α Λ Ο Γ Ο Σ Δ Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ω Ν ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΩΝ

Α' Διαγράμματα κειμένου

1. Συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία, 1920 30 2. Κατανομή των επιχειρήσεων στην ελληνική βιομηχανία κατά μέγεθος, 1920 31 3. Κατανομή της γυναικείας απασχόλησης κατά μέγεθος επιχείρησης, 1920 32

Β' Πίνακες κειμένου

1. Διαχρονική εξέλιξη του οικονομικά ενεργού πληθυσμού κατά φύλο, 1907 και 1920 19 2. Κατανομή του πληθυσμού άνω των 10 ετών κατά φύλο και κατά κλάδο δρα-

στηριότητας, 1907 και 1920 21 3. Εργαζόμενοι στα ατμοκίνητα βιομηχανικά καταστήματα, 1875 23 4. Συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία κατά το έτος 1920 29 5. Επαγγελματική διάρθρωση των απασχολούμενων γυναικών στη βιομηχανία, 1920 33 6. Κατανομή κατά φύλο της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αμερική

(1870-1922) 39 7. Κατανομή των εργαζομένων γυναικών στην υφαντουργία κατά μέγεθος επι-

χείρησης, 1920 67 8. Η κατά ηλικία σύνθεση των εργατριών στις καπναποθήκες Σερρών και Θεσ-

σαλονίκης 92 9. Η συμμετοχή των εργατριών στη βιομηχανία καπνού σύμφωνα με το μέγεθος

των επιχειρήσεων, 1920 93 10. Ημερομίσθια του εργατικού προσωπικού στις καπναποθήκες Σερρών, Θεσσαλο-

νίκης, Καβάλας, 1921: Α. Σε δραχμές. Β. Σε ποσοστά % 95 11. Ημερομίσθια του εργατικού προσωπικού στα καπνεργοστάσια της Αθήνας, 1921 96 12. Κατανομή των εργαζομένων γυναικών στην πιλοποιία κατά ηλικία 107 13. Αμοιβή των εργαζομένων στα πιλοποιεία, 1894 108 14. Αμοιβή εργαζομένων γυναικών στα πιλοποιεία, 1920 109 14α. Αμοιβή εργαζομένων ανδρών και γυναικών στα πιλοποιεία, 1920 109 15. Κατανομή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία χαρτιού και εκτυπώσεων

κατά ηλικία, 1920 112 16. Κατανομή του γυναικείου εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία χαρτιού και

εκτυπώσεων κατά μέγεθος επιχείρησης, 1920 113 17. Ημερομίσθια εργατριών στα εργαστήρια φακελοποιίας και κυτιοποιίας, 1921 117

Page 332: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

18. Κατανομή του εργατικού δυναμικού στις επιχειρήσεις κοπής και ραφής ενδυ-μάτων, 1920 127

19. Κατανομή των εργαζομένων γυναικών κατά μέγεθος επιχειρήσεων στον κλάδο του ενδύματος, 1920 129

20. Κατανομή των εργαζομένων γυναικών στις επιχειρήσεις ενδύματος κατά ηλικία και κατά κατηγορία επιχείρησης, 1921 130

21. Ημερομίσθια των εργατριών στις επιχειρήσεις του ενδύματος στην Αθήνα, 1921 135 22. Το προσωπικό του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών 191 23. Μαθητευόμενες της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των

Ελληνίδων 231 24. Έσοδα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελλη-

νίδων από δίδακτρα, πωλήσεις φορεμάτων και ασπρορούχων 235 25. Αμοιβές του προσωπικού της Οικιακής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώ-

σεως των Ελληνίδων, 1901-1902, 1902-1903 και 1919 237 26. Συμμετοχή των μισθών προσωπικού στο σύνολο των εξόδων 238 27. Μαθητευόμενοι Κυριακού Σχολείου του εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών προς

Προστασίαν της Εργάτιδος 246 28. Διάρθρωση ηλικιών μαθητών και μαθητριών του Κυριακού Σχολείου του Συν-

δέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 1906-1922 250 29. Μαθητευόμενες κατά ηλικία και κατά τάξη του Κυριακού Σχολείου του Συν-

δέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 1906-1922 252 30. Τα επαγγέλματα των μαθητριών του Κυριακού Σχολείου του Συνδέσμου Κυριών

Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 1906-1920 253 31. Τα επαγγέλματα των μαθητριών στο Κυριακό Σχολείο Εργατριών του Εργα-

τικού Κέντρου Αθηνών 265

Γ ' Πίνακες παραρτήματος

1. Κατανομή εργατριών βιομηχανίας και βιοτεχνίας κατά επαγγέλματα, 1907 305 2. Γεωγραφική κατανομή απασχόλησης, 1907 306 3. Κατανομή κατά γεωγραφική περιοχή και κατά φύλο των εγγεγραμμένων στην

κατηγορία «ράπται» 308 4. Κατανομή κατά γεωγραφική περιοχή και κατά φύλο των εγγεγραμμένων στην

κατηγορία «υφανταί» 309 5. Κατανομή των γυναικών κατά μέγεθος και κατά κλάδο επιχείρησης, 1920 311 6. Κατανομή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία-βιοτεχνία κατά ηλικίες, 1920 312 6α. Κατανομή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία-βιοτεχνία κατά ηλικίες

(%), 1920 313 7. Μισθοί του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών, 1921 313 8. Έσοδα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελλη-

νίδων (σε δρχ.) 314 9. Έξοδα της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής της Ενώσεως των Ελλη-

νίδων (σε δρχ.) 316 10. Έσοδα Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος 318 11. Έξοδα Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος 319 12. Κατάλογος μελών του Συλλόγου Γυναικών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως,

1872-1920 320

Page 333: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

1. ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΠΗΓΕΣ

Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) — Νομαρχία Αττικής, Υπουργείο Δικαιοσύνης, φάκ. 61. — Αρχεία Νομού Κυκλάδων, Δημοτικό Αρχείο Ερμούπολης, Το Αρχείο της Βιομηχανίας

«Κλωστήριον και Υφαντήριον Ε. Λαδοπούλου Υιών εν Σύρω», Προσωπικό, φάκ. 1 και 4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος — Πρωτόκολλον εξερχομένων εγγράφων Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Ανατολικών Σποράδων

Ιανουάριος - Ιούνιος 1830. — Αποφάσεις Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Ανατολικών Σποράδων Ιανουάριος - Ιούνιος 1830. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών (EIE / ΚΝΕ), Αρχείο A . A .

Πάλλη, φάκ. 5. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), Σειρά: Σύνδεσμος Κυριών Πειραιώς

προς Προστασίαν της Εργάτιδος. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, Σειρά: Το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών του Εργατικού

Κέντρου Αθηνών. Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΙΑ / ETE) — Βιομηχανική πίστη, Λεύκωμα του εργοστασίου των Γκούτου-Λαναρά. — Σειρά XXII, Εταιρείες, Εργαστήριον Απόρων Γυναικών εν Θεσσαλία, φάκ. 1. — Φωτογραφικό αρχείο ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ. — Σειρά XXVI, Κοινωνική και Πολιτιστική Δραστηριότητα ETE, Έρανοι για την εγκα-

τάσταση στα σπίτια τους των απόρων οικογενειών της Θεσσαλίας, Αλληλογραφία του Σωματείου Κυριών (1897-1989), φάκ. 14.

2. ΕΝΤΥΠΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Οι εργάται της Ελλάδος προς την Διπλήν Βουλήν των Ελλή-νων, Αθήνα 1911.

Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1872, 1893, 1895, 1908. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις της 16-3-1898. Σύνταγμα 1864/1911, άρθρα 88-90, 98, 102. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, «Γενικαί Εκθέσεις των Επιθεωρητών Εργασίας του έτους

1913», Δελτίον του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, τχ. 2-4, Εργασία και Κοινωνική Πρόνοια, 1914.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις του προσωπικού Επιθεω-ρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων το έτος 1921, Αθήνα 1923.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας / Επιθεώ-ρησις Εργασίας, Έρευνα επί των Συνθηκών της εργατικής κατοικίας των πόλεων Αθη-νών-Πειραιώς 1921, Αθήνα 1922.

Page 334: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

3. ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Υπουργείον Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1870, Αθήνα 1872. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά

αποτελέσματα της γενικής απογραφής του πληθυσμού κατά την 27ην Οκτωβρίου 1907, Αθήνα 1908.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-12-1920, Αθήνα 1926.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος, της 15-16 Μαΐου 1928, Αθήνα 1932.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1930.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Μηνιαίον Στα-τιστικόν Δελτίον, Αθήνα 1929-1940.

4. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΩΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ

Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις των πεπραγμένων από της συστάσεως αυτού μέχρι τούδε, 27 Απριλίου 1873, Αθήνα 1873.

Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως, Έκθεσις πεπραγμένων από 1-4-1877 μέχρι της 31-3-1878 και από 1-1 μέχρι 31-12-1920, Αθήνα 1921.

5. ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ

Έκθεσις των πεπραγμένων υπό της Ενώσεως των Ελληνίδων, συνταχθείσα υπό Καλλιρρόης Παρρέν, έτος 1897 και 1898, εν Αθήναις 1899.

Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής 1901 και 1902, Αθήνα 1903.

Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία του Επαγγελματικού και Οικοκυρικού Τμήματος των ετών 1907, 1908, 1909, 1910, Αθήνα 1911.

Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των ετών 1911, 1912, 1913, 1914, Αθήνα 1915.

Ένωσις των Ελληνίδων, Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής, έτος 1919, Αθήνα 1920.

Καταστατικόν της Ενώσεως των Ελληνίδων, Αθήνα 1915. Καταστατικόν της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Ενώσεως των Ελληνίδων, Αθήνα 1973. Καταστατικόν του Οικοκυρικού και Επαγγελματικού Τμήματος και πρόγραμμα αναλυτικόν

της Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής, Αθήνα 1909. Λογοδοσία της Ενώσεως των Ελληνίδων 1899 και 1900, Αθήνα 1902. Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής της Ενώσεως των Ελληνίδων,

έτος 1917, Αθήνα 1918. Λογοδοσία της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής 1921 και 1922, Αθήνα 1923. Λογοδοσία Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Ενώσεως Ελληνίδων, έτος 1923, Αθήνα 1924.

Page 335: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

6. Σ Υ Ν Δ Ε Σ Μ Ο Σ Κ Υ Ρ Ι Ω Ν Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Σ Π Ρ Ο Σ Π Ρ Ο Σ Τ Α Σ Ι Α Ν Τ Η Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ι Δ Ο Σ

Καταστατικόν του εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, Εν Πειραιεί 1904.

Λογοδοσία του υπό την προστασίαν της Α. Μεγαλειότητας της βασιλίσσης διατελούντος Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος των ετών 1907-1910, Εν Πε ι-ραιεί 1911.

Λογοδοσία του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, Εν Πειραιεί 10-2-1915.

Λογοδοσία του Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 20-5-191S. Λογοδοσία του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος 21-6-1917,

(δακτυλογραφημένη), Ε Λ Ι Α , φάκ. του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος.

Λογοδοσία Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος, 29 Ιουνίου 1930 (δακτυλογραφημένη), Ε Λ Ι Α , φάκ. του Συνδέσμου Κυριών Πειραιώς προς Προστασίαν της Εργάτιδος.

7. Λ Υ Κ Ε Ι Ο Ν ΤΩΝ Ε Λ Λ Η Ν Ι Δ Ω Ν

Λογοδοσία Λυκείου των Ελληνίδων 1911, Αθήνα 1912. Λογοδοσία Λυκείου των Ελληνίδων 1912, Αθήνα 1913.

8. Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Ε Σ ΚΑΙ Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Α

α) Ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς

Ακρόπολις, 1894, 1911, 1914. Ανάπλασις, 1894.

Αστήρ, 1912. Το Άστυ, 1893-1898. Εστία, 1880.

Ήλιος, 1833. Νέα Εφημερίς, 1888-1896. Παλιγγενεσία, 1874, 1880. Ποσειδών, 1876-1879. Πρόνοια, 1882-1886. Σφαίρα, 1886-1922.

β ) Π ε ρ ι ο δ ι κ ά

Ο Αγώνας της Γυναίκας, Αθήνα, 1924-1927. Εργασία, Αθήνα, 1930. Εστία, Αθήνα, 1883-1888. Εφημερίς των Κυριών, Αθήνα, 1887-1917. Οικονομική Επιθεώρησις, Αθήνα, 1873-1890. Πανελλήνιος Σύντροφος, Αθήνα, 1891.

Page 336: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

9. ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ Α' Ελληνόγλωσσα

Αβδελά Έφη, «Το αντιφατικό περιεχόμενο της κοινωνικής προστασίας: η νομοθεσία για την εργασία των γυναικών στη βιομηχανία (19ος-20ός αι.)», Τα Ιστορικά, τ. 11, Δε-κέμβριος 1989.

— Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού. Καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα στον δη-μόσιο τομέα, 1908-1955, Αθήνα 1990.

— «Θεσσαλονίκη: ο σοσιαλισμός των "άλλων"», Τα Ιστορικά, τ. 18-19, Ιούνιος - Δεκέμ-βριος 1993.

Αβδελά Έφη - Ψαρρά Αγγέλικα, Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μία ανθολογία, Αθήνα 1985.

Αγγελούδη Σαπφώ, «Η Καβάλα ως καπνούπολη», Αρχαιολογία, αρ. 18, Φεβρουάριος 1986. Αγριαντώνη Χριστίνα, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα

1986. Αγριαντώνη Χριστίνα - Φενερλή Αγγελική, Ερμούπολη - Σύρος. Ιστορικό οδοιπορικό, Ερ-

μούπολη - Αθήνα 1999. Αγριαντώνη Χριστίνα - Χατζηϊωάννου Μαρία-Χριστίνα, Το Μεταξουργείο της Αθήνας,

Αθήνα 1995. Αμπελάς Τιμολέων, Ιστορία της νήσου Σύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των

καθ' ημάς, Ερμούπολη 1874 (ανατύπωση Χρ. Α. Καλημέρης, Ερμούπολη 1998). Αντύπας Σπ. Μ., Ελληνική Εργατική Νομοθεσία, Αθήνα 1938. Ανώνυμος, «Εργατικοί Συνοικισμοί», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 2, Σεπτέμβριος 1873. Ανώνυμος, «Βιωτικαί τάσεις», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 20, Οκτώβριος 1874. Ανώνυμος, «Η γυνή ως εργάτης και ως μήτηρ», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 142, Νοέμ-

βριος 1888. Ανώνυμος, «Εργατική συνδιάσκεψις εν Βερολίνω», Οικονομική Επιθεώρησις, αρ. 159, Απρί-

λιος 1890. Ανώνυμος, «Θεραπαινίδες και τροφοί», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 250, 24-1-1893. Ανώνυμος, «Μία επισκόπησις της οδού Ερμού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 677, 30-9-1901. Ανώνυμος, «Η ιστορία ενός υφαντηρίου μεταξωτών υφασμάτων», Εφημερίς των Κυριών,

αρ. 733, 19-1-1903. Ανώνυμος, «Εργασίες του Συνδέσμου», Ο Αγώνας της Γυναίκας, αρ. 50-51, 1/15-8-1927. ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ, Γραφικαί Τέχναι 1873-1973, Α. Τάσσος (επιμέλεια - εισαγωγή), Φρ.

Φραντζισκάκης (ιστορικό αφήγημα), Αθήνα 1973. Ασώπιος Ειρηναίος Κ., «Αι γυναίκες εν τη ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία», Αττι-

κόν Ημερολόγιον εκδιδόμενου υπό Ειρηναίου Ασωπίου του έτους 1890. Βαξεβάνογλου Αλίκη, «Εργοδότες και εργαζόμενοι στις αρχές του 20ού αιώνα: από τη με-

ριά των εργοδοτών», Τα Ιστορικά, τ. 14-15, Ιούνης - Δεκέμβρης 1991. — Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι 1900-1940. Κοινωνική και οικονομική προσέγγιση, Αθήνα

1994. Βαρβερόπουλος Βασίλειος Γ . , Αρχείο/ν Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, τ. 15,

τχ. Β' (Απρίλιος - Ιούνιος), Αθήνα 1935. Βαρίκα Ελένη, Η εξέγερση των Κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην

Ελλάδα 1833-1907, Αθήνα 1987. Βέκος Γ . , Οδηγάς του Πειραιώς, 1901, Εμπόριο - Εμποριοναυτιλία - Βιομηχανία. Belle Henri, Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, μτφρ. Λίνα Σταματιάδη, Α' Μέρος, Αθήνα

1993.

Page 337: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Βεργόπουλος Κωνσταντίνος, « Η γενικότερη δημοσιονομική πολιτική», Ιστορία του Ελλη-νικού Έθνους, τ. ΙΔ ' , Αθήνα 1978.

Bergeron Louis - Roncayolo Marcel, Από την προβιομηχανική στη βιομηχανική πόλη, μτφρ. Πόπη Πολέμη - Ρίκα Μπενβενίστε, Αθήνα 1984.

Βοβολίνης Κωνσταντίνος και Σπύρος Αντ., Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν, τ. Α', Αθήνα 1958.

Γ. Β. [Γαβριηλίδης Βλάσης], «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Ημερομίσθια 2 δραχμών. Σκέψεις - Τύποι - Εικόνες - Επεισόδια», Ακρόπολις, αρ. 4400, 9-5-1894.

— «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Οι φαμπρικούδες. Σκέψεις - Τύποι - Εικόνες - Επεισό-δια», Ακρόπολις, αρ. 4405, 14-5-1894.

Γαλανός Μ., «Άνδρες και Γυναίκες», Ανάπλασις, αρ. 147, 1-6-1894. Γεωργιάδου Ελένη, «Αι εργαζόμεναι γυναίκες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 690, 13-1-1892. Δεμίρη Κωνσταντίνα, Τα Ελληνικά Κλωστοϋφαντουργεία, Αθήνα 1991. Δερτιλής Γιώργος, Το ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873), Αθήνα 1980. — Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909, Αθήνα 1985. Εγκυκλοπαίδεια της Γυναίκας, τ. Δ ' , Αθήνα 1966. Ewald François, Ιστορία του Κράτους Πρόνοιας, μτφρ. Μαρία Κορασίδου, Αθήνα 2000. Ζιώγου-Καραστεργίου Σιδηρούλα, Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα ( 1 8 3 0 -

1893), Αθήνα 1986. Ζωγράφου Ευγενία, «Πώς εργάζονται αι γυναίκες μας», Δημοσιεύματα, τ. 4, Αθήνα 1903. Θεοδωροπούλου Αύρα, «Το Κυριακό Σχολείο», Ακρόπολις, 13-10-1911. — «Το Κυριακό Σχολείο Εργατριών», ανατύπωση από το Δελτίον του Εκπαιδευτικού Ομί-

λου 1915, Αθήνα 1916, σ. 9-11. Θεοδώρου Βασιλική - Λούκος Χρήστος, Το αρχείο της βιομηχανίας «Κλωστήριον και

Υφαντήριον Ε. Λαδοπούλου Υιών εν Σύρω», Αθήνα 1996. Ιγγλέσης Νικόλαος, Οδηγός της Ελλάδος 1905-1906. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ ' , Νεώτερος Ελληνισμός 1833-1881, Αθήνα 1978,

σ. 187 και 480-481. Καλαποθάκη Μαρία, «Ο Εθνικός Σύνδεσμος των Ελληνίδων -Έκθεσις της γραμματέως

Μαρίας Καλαποθάκη κατά το 1909», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 988, 1-6-1910. Καμπούρογλου Παντολέων, Ιστορία του Πειραιώς από του 1833-1882 έτους, Αθήνα 1883. Καρασταμάτη Σπάρτη, «Αι Ελληνίδες της σήμερον», Εργασία, τχ. II, 22-3-1930. Καρδάσης Βασίλης, Σύρος. Σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου (1832-1857), Αθήνα

1987. Κολιού Νίτσα, Οι ρίζες του εργατικού κινήματος και ο «Εργάτης» του Βόλου, Αθήνα 1988. Kolodny Y. Emile, «Ερμούπολις - Σύρος. Γέννησις και εξέλιξις μιας ελληνικής νησιωτικής

πόλεως», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Η' , (1969-1970). Κορασίδου Μαρία, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρω-

πία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1995. —Όταν η αρρώστια απειλεί. Επιτήρηση και έλεγχος της υγείας του πληθυσμού στην Ελ-

λάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα 2002. Κορδάτος Γιάννης, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960. — Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, Αθήνα 21972. Κορώνης Σπύρος, Η εργατική πολιτική των ετών 1909-1918, Αθήνα 1944. Κουρτίδης Αριστείδης, «Αι εργάτιδες των Αθηνών», Εστία, αρ. 405, 2-10-1883. Λεοντίδου Λίλα, Πόλεις της Σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά,

1909-1940, Αθήνα 1989. Λέφας Χρ., Ιστορία της εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1942.

Page 338: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Ληξουριώτης Γιάννης, Κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις για το παιδί τον πρώτο αιώνα του Νεοελληνικού Κράτους, Αθήνα - Γιάννινα 1986.

— «Προστατευτικός νομοθετικός παρεμβατισμός και η εμφάνιση του εργατικού δικαίου στην Ελλάδα: Η περίπτωση της παιδικής εργασίας», Βενιζελισμός και αστικός εκσυγ-χρονισμός, Μαυρογορδάτος Γ. Θ.- Χατζηιωσήφ Χ. (επιμ.), Ηράκλειο 1988.

Λιάκος Αντώνης, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Το Διεθνές Γρα-φείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα 1993.

Λούκος Χρήστος, «Μια ελληνική πόλη σε παρακμή: η Ερμούπολη το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα», Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος, τ. Β' , Αθήνα 1985.

Μακρής Ε. , Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός και η απασχόλησις αυτού, Στατιστικοί με-λέται 1821-1971, Αθήνα 1972.

Μακροπούλου Άννα, «Από την εργασία της γυναίκας και του παιδιού», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τχ. 50-51, Αύγ. 1927.

Μανσόλας Αλέξανδρος, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, Αθήνα 1867. — Απογραφικοί πληροφορίαι περί των εν Ελλάδι ατμοκινήτων βιομηχανικών καταστημά-

των, Αθήνα 1876. (Και στα γαλλικά: Renseignements statistiques sur les établissements industriels à vapeur en Grèce, Αθήνα 1876).

Μερτύρη Αντωνία, H Καλλιτεχνική Εκπαίδευση των Νέων στην Ελλάδα (1836-1945), Αθήνα 2000.

Μητσάκης Μιχαήλ, «Εν βιομηχανικόν κατάστημα», Εστία, αρ. 587, 29-3-1887. — «Αθηναϊκαί Σελίδες», επανέκδοση στο Πεζογραφήματα, Αθήνα 1988. — «Το πανόραμα», Εστία, 18-6-1889. Morgenthau Henry, An International Drama. Η αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος

της εγκατάστασης, Αθήνα 1994. Μπακαλάκη Αλεξάνδρα - Ελεγμίτου Ελένη, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκον» και τα γυ-

ναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπαιδευτική με-ταρρύθμιση του 1929, Αθήνα 1987.

Μπαφούνης Γιάννης, «Ο σχηματισμός του εργατικού δυναμικού στον Πειραιά», Νεοελλη-νική πάλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β' , Αθήνα 1985.

Μπίρης Κώστας, Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα 1957. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Φάκελλοι και κατάστιχα», Το Άστυ, αρ. 1148, 4-2-1894. — «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Υποδηματοποιοί, δανσαλοποιοί και τσαρουχάδες», Το Άστυ,

αρ. 1149, 7-2-1894. — «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Η λαιμοδετοποιία», Το Άστυ, αρ. 1157, 13-2-1894. — «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Καπελλάδικα και καπελλάδες», Το Άστυ, αρ. 1170, 26-2-1894. Μπόμπου-Πρωτοπαπά Ελένη, Το Λύκειο των Ελληνίδων 1911-1991, Αθήνα 1993. Ξηραδάκη Κούλα, Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Πρωτοπόρες Ελληνίδες 1830-1936,

Αθήνα 1988. Πάλλης Α. Α., Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και

Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924. Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Δημογραφικές εξελίξεις - 18ος αιώνας: σταθεροποίηση και

ανάπτυξη», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ', Αθήνα 1977. — « Η βιομηχανική επανάσταση και η Ελλάδα, 1832-1871», Εκσυγχρονισμός και βιομη-

χανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1980. — «Αγροτική έξοδος και σχηματισμός της εργατικής δύναμης», Νεοελληνική πόλη. Οθω-

μανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β 1 , Αθήνα 1985.

Page 339: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της οθωμα-νικής κυριαρχίας», Επιλογή 1993, σ. 379-389.

Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921, τ. Β 1 , Βιομηχανία - Εμπό-ριον, Αθήνα 1923 και Β2, Αθήνα 1925.

Παπαγιαννάκης Λευτέρης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), Αθήνα 1982. Παπαγιαννοπούλου Εύη, Η Διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλ-

μημα, Αθήνα 1989. Παπαντωνίου Ιωάννα, «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φο-

ρεσιάς», Εθνογραφικά 1, 1978. Παρρέν Καλλιρρόη, «Γυναίκες εν τη ελληνική βιομηχανία. Τετρακόσιαι εργάτιδες εν τω

εργοστασίω Ρετσίνα», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 28, 13-9-1887. — «Η Ελληνίς χειραφετουμένη διά της εργασίας. Καλλιτεχνική και Πρακτική Σχολή»,

Εφημερίς των Κυριών, αρ. 33, 18-10-1887. — «Τα παιδιά του λαού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 39, 29-11-1887. — «Αι παρισιναί εργάτιδες και αι ιδικαί μας, Α'», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 128, 20-8-1889. — «Αι παρισιναί εργάτιδες και αι ιδικαί μας, Β'», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 129, 27-8-1889. — «Η σχολή της Κυριακής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 135, 8-10-1889. — «Έναρξις των μαθημάτων της Σχολής της Κυριακής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 152,

11-2-1890. •—«Έναρξις των μαθημάτων της Σχολής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 154, 25-2-1890. — «Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 186, 4-11-1890. — «Και υπέρ των γυναικών του λαού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 189, 25-11-1890. — «Δυστυχείς εργάτιδες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 191, 9-12-1890. — «Το δένδρον των Χριστουγέννων του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ.

193, 23-12-1890. — «Η βασίλισσα εις το Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 206, 31-3-1891. — «Αι άποροι εργάτιδες και το Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 232,

27-10-1891. — «Δένδρον του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 239, 15-12-1891. — «Το συσσίτιον του Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 239,

15-12-1891. — «Δώρα υπέρ του δένδρου του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 240,

22-12-1891. — «Εξετάσεις του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 241, 29-12-1891. — «Η εορτή του δένδρου του Κυριακού Σχολείου», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 242, 12-1-

1892. — «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών, Α'», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 281, 15-11-1892. — «Εργαστήριον Απόρων Γυναικών, Β'», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 282, 22-11-1892. — «Η βασίλισσα και το Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 343, 13-3-1894. — «Το μορφωτήριον των θυγατέρων του Λαού», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 347, 10-4-1894. — «Τι γίνεται εις το Κυριακόν Σχολείον (Λόγος απαγγελθείς υπό της κ. Καλλιρρόης Παρ-

ρέν κατά τας εξετάσεις του Κυριακού Σχολείου)», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 348, 17-4-1894.

— «Τι γίνεται το Άσυλον;», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 546, 11-10-1898. — «Αι αδικούσαι και αι αδικούμεναι», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 549, 1-11-1898. — «Περίληψις λογοδοσίας της Ενώσεως των Ελληνίδων. Τμήμα Επαγγελματικόν και Οι-

κοκυρικόν», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 584, 11-7-1899.

Page 340: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Παρρέν Καλλιρρόη, «Ένωσις των Ελληνίδων. Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 587, 19-9-1899.

— «Αι εργασίαι του Γυναικείου Συνεδρίου, ημέρα 4η», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 627, 2-7-1900.

— «Αι μεταρρυθμίσεις της Επαγγελματικής Σχολής», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 667, 3-6-1901.

— «Αι εργαζόμεναι γυναίκες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 690, 13-1-1902. — «Κυριακόν Σχολείον», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 815, 12-12-1904. — «Διά τον λαόν», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 983, 15-3-1910. — Τα ταξείδια μου - Σουηδία. Πέγιος Γιώργος Α., Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας ( 1 9 2 2 -

1953), Αθήνα 1984. Perrot Michelle, Η εργασία των γυναικών στην Ευρώπη 19ος-20ός αιώνας, μτφρ. Δή-

μητρα Σαμίου, Ερμούπολη Σύρου 1988. Πιζάνιας Πέτρος, Οι φτωχοί των πόλεων. Η τεχνογνωσία της επιβίωσης στην Ελλάδα

τον Μεσοπόλεμο, Αθήνα 1993. Πιζάνιας Πέτρος - Μητροφάνης Γιώργος, Κίνηση των τιμών στην Ελλάδα ιθ'-αρχές κ' αι.

Πειραιάς - Ερμούπολη - Πάτρα, Αθήνα 1991. Pinol Jean-Luc, Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, μτφρ. Ιωάννα Δουράμπεη - Έφη

Κάννερ, Αθήνα 2000. Ρηγίνος Μιχάλης, Παραγωγικές δομές και εργατικά ημερομίσθια στην Ελλάδα ( 1 9 0 9 -

1936), Αθήνα 1987. — Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία 1870-1940, Αθήνα 1995. Ροΐδης Εμμανουήλ, «Αθηναϊκοί περίπατοι, Περίπατοι εις τας Αθήνας β', Περίπατοι εις τας

Αθήνας γ'», επανέκδοση στο Πεζογραφήματα, Αθήνα 1988. Σαλίμπα Ζιζή, «Περί του βιομηχανικού καταστήματος Νικόλαος Ασπιώτης-ΕΛΠΙΣ», Η

Τράπεζα. Η Εθνική και το προσωπικό της, τχ. 2, Σεπτέμβριος 1994. — «Μόνη και έγκυος: Από τα έγγραφα του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου των Ανατολικών

Σποράδων», Η Σάμος από τα Βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα, τ. Β ' , Αθήνα 1998. — «Από τους φόβους της πόλης: άμυνα και στρατηγικές επιβίωσης των νεήλυδων στην

ελληνική πόλη κατά τον 19ο αιώνα», Οι συλλογικοί φόβοι στην ιστορία, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000.

Σβώλου Μαρία, «Οι εργάτριες Ιματισμού Στρατού», Ο Αγώνας της Γυναίκας, αρ. 112-113, 15/31-3-1930.

Σ.[βώλου] Μ.[αρία], «Διακοσμητική Μόρφωση», Ο Αγώνας της Γυναίκας, Ε/87, ανατύ-πωση του άρθρου από Αβδελά Έφη - Ψαρρά Αγγέλικα, Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία, Αθήνα 1985.

Σκαλτά Ματούλα Χ. , Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1983.

Σκουζές Παναγής, Το χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυραννίας του Χατζαλή, γραμμένο στα 1841 από τον αγωνιστή Παναγή Σκουζέ, παλιό και νέο χειρό-γραφο επιμελημένο και αποκατεστημένο από τον Γ. Βαλέτα, 1948.

Σκουτέρη-Διδασκάλου Νόρα, «Προίκα ή περί του θηρευτικού βίου των Νεοελλήνων», Ο Πολίτης, τχ. 57-58, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1983.

— Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα, Αθήνα 1984. Συναρέλλη Μαρία, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα 1830-1880, Αθήνα 1989. Τρίμη Κατερίνα, «Κοινοτική εκπαίδευση, ο ρόλος και η προσφορά των εκπαιδευτικών ιδρυ-

μάτων στην Ελληνική Παροικία», Αφιέρωμα στην Αλεξάνδρεια - 150 χρόνια της Ελλη-νικής Κοινότητας, Καθημερινή, 24-10-1993.

Page 341: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Τσακαλώτος Αθανάσιος, Περ ί της δημοσίας υγείας εν Σύρω και ιδία της φυματιώσεως, Αθήνα 1914.

Τσοκόπουλος Βάσιας, Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην Ιστορία του Ελληνικού Μάν-τσεστερ, Αθήνα 1984.

Τσοτσορός Στάθης, Η συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939), τ. I, Αθήνα 1993.

Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, «Η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι Δ ' , Αθήνα 1978.

— Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 1992.

Τυπάλδος Γεώργιος, «Κοινωνική καθαριότης», Οικονομική Επιθεώρησις, Αθήνα 1874. Φιλαδελφεύς Αλέξανδρος, Ακτίνες εκ της Θεσσαλίας, Αθήνα 1897. Χαριτάκης Γεώργιος, Η ελληνική βιομηχανία (βιομηχανία - μεταλλεία - εργασία), Αθήνα

1927. Χαριτάτος Μάνος - Πηνελόπη Γιακουμάκη, Η ιστορία του ελληνικού τσιγάρου, Αθήνα 1997. Χαρίτος Χαράλαμπος, Το Παρθεναγωγείο Βόλου, τ. Α', Αθήνα 1989. Χατζηιωσήφ Χρήστος, Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1 8 3 0 -

1940, Αθήνα 1993. Χατζόπουλος Κώστας, Ο Πύργος του Ακροπόταμου, Αθήνα 1971. Χόρτον Τζωρτζ, Στην Αθήνα του καιρού μου (1893-1897), Αθήνα 1996. Χριστόπουλος Παναγιώτης, Μαθήματα Υγιεινής, Αθήνα 1920.

Β ' Ξενόγλωσσα

Agriantoni Christina, «Le sort de la soie en Grèce au XIX siècle: du déclassement des productions domestiques à la marginalisation d'une industrie rural», Cultural and Commercial Exchanges between the Orient and the Greek World, Αθήνα 1991.

Bafounis Yannis , La formation d'une ville nouvelle: Le Pirée au XIX siècle ( 1 8 3 5 -1879), Thèse de Doctorat de 3ème cycle Paris IV, Παρίσι 1985.

Donzelot Jacques, L'invention du social, Παρίσι 1984. F a r g e Arlette, La vie fragile. Violence, pouvoirs et solidarités à Paris au XVIIIe siècle,

Παρίσι 1986. Fourcau l t Annie, Femmes à l'usine en France dans l'entre-deux-guerres, Παρίσι 1982. Goody J a c k , L'évolution de la famille et du mariage en Europe, Παρίσι 1985. Harisson B a r b a r a , Not only the dangerous trades. Women's work and health in Britain

1880-1940, Έξετερ 1996. Hennock Peter , Fit and proper persons: Ideal and reality in nineteenth century local

government, Λονδίνο 1973. Higgs E., «Domestic service and household production» John A.V. (ed.), Unequal

opportunities: Women's Employment in England 1800-1918, Οξφόρδη 1986. Histoire de la vie privée, Philippe Ariès - George Duby (γεν. επιμ.), τ. 4, De la Revo-

lution à la Grande Guerre, Michelle Perrot (επιμ.), Παρίσι 1987. Geneviève Fraise - Michelle Perrot (επιμ.), Histoire des femmes en Occident, τ. 4: le

XIX siècle, Παρίσι 1991. Horn P a m e l a , The rise and fall of the Victorian servant, Λονδίνο 1975. Kitroeff Alexander, Griegos en America, Μαδρίτη 1992. Lebrun François , L'Europe et le monde, XVI, XVII, XVIII siècle, Παρίσι 1987.

Page 342: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Mart in-Fugier Anne, La place des bonnes. La domesticité féminine à Paris en 1900, Παρίσι 1979.

Muchembled Rober t , Société, culture et mentalités dans la France moderne X V I - X V I Ι Ι siècle, Παρίσι 1994.

Noiriel Gérard, Les ouvriers dans la société française XIXe-XXe siècle, Παρίσι 1986. Norbert Elias, La civilisation des moeurs, Παρίσι 1973. Perrot Philippe, Le travail des apparences. Le corps féminin XVIIe-XIXe siècle, Πα-

ρίσι 1984. — Les dessus et les dessous de la bourgeoisie, Παρίσι 1981. Rancière Danièle, «La philantrophie au féminin», Pénélope pour l'histoire des femmes

11, 1984. Roberts Elizabeth, Women's Work 1840-1940, Λονδίνο 1988. Schneider J . , «L'honneur, la honte, l'accès aux ressources et la transformation des

sociétés méditerranéennes», Les sociétés rurales de la Méditerranée, Recueil de textes anglo-américains réunis par Bernard Kayser, Αιξ-αν-Προβάνς 1986.

Thompson E. P., Customs in common, Λονδίνο 1991. Tilly Louise - Joan W. Scott, Les femmes, le travail et la famille, Παρίσι 1987. Tsope la-Sa l iba P a n a y o t a , Le profil de l'ouvrière dans l'industrie et l'artisanat en Grèce

1870-1922, Mémoire de DEA, Université Paris I-Panthéon-Sorbonne, Παρίσι 1989. Vicinus Martha , Independent Women and Community for Single Women, Λονδίνο 1985. Vigarello Georges, Le propre et le sale. L'hygiène du corps depuis le Moyen Age, Πα-

ρίσι 1991. Vincienne Monique, Du village à la ville, Παρίσι 1972.

Page 343: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Page 344: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 345: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

αγγειοπλαστεία 277 Αγγλία 20, 185, 196, 197 Αγία Ειρήνη, συνοικία Αθηνών 274 Αγία Σοφία, συνοικισμός Πειραιά 276

Άγιοι Ασώματοι, συνοικία Αθηνών 274 Άγιο Όρος 201 Άγιος Παντελεήμονας, συνοικία Αθηνών

276 Αγριαντώνη Χριστίνα 81 Αγρίνιο 28, 190 αγροτική έξοδος 34 αγροτικός χώρος 160, 245 αγρότισσες 230, 288 αγωγιάτες 41 Αγώνας της Ανεξαρτησίας 43 Αδελφοί Γ. Ασπιώτη Α.Ε.' βλ. Ασπιώτης

Νικόλαος - ΕΛΠΙΣ Αθήνα 18, 44, 63, 68, 100, 102, 103, 108,

114, 117, 119, 124, 126, 127, 130, 133, 136, 143, 144, 148, 163, 167, 186, 187, 192, 207, 218, 221, 247, 261, 274, 277, 279, 284, 294- βλ. και συγκρότημα Αθη-νών-Πειραιώς

Αιγιάλεια 27 Αίγινα 42, 140 Αίγυπτος 36, 98, 103, 184 Ακριβού, υφαντήριο 264 ακτοπλοΐα 42 Αλεξάνδρεια 184, 233 αλεύρι 140, 291 Αλυσίδα, συνοικία Αθηνών 67, 293 Αμαλίειο, ορφανοτροφείο 233 Αμερική, ΗΠΑ 38, 40, 139, 185 Αμοργός 42 αμπέλια 287 αναπηνίστριες 64 Ανάπλασις, περ. 165 Ανατολή 47, 103 ανδρικά ενδύματα: γιλέκο 150" επενδύτες

27" παντελόνια 27, 131, 150' πανωφόρι 159, 201" περικνημίδες 25" περιλαίμια 128· περισκελίδες 145" σακάκια 27, 128" σκελέες 142' χιτώνια 145' χλαίνες 27, 142

Άνδρος 36 ανεργία 84, 95, 109 ανθοδετική 268

ανθοποιία 226, 228, 229, 237, 265 Αντωνοπούλου Ελένη 185 «Ανώνυμη Υφαντουργική Εταιρεία το Φά-

ληρον» 53, 197 «Ανώνυμος Εταιρεία Ελληνική Εριουργία»

273 «Ανώνυμος Εταιρεία Ελληνική Μεταξουρ-

γία» 273 «Αποθήκη ιματισμού του στρατού» 142,

143, 144, 145, 146, 147, 300 Αποθήκη Υλικού Πειραιώς 148 Απόκριες 295 Αποσκίτης Αργ. εργοστάσιο υφαντουργίας

77 αργαλειός 63, 68, 77, 156

Άργος 140 Αργοσαρωνικός 41, 42 Αρμένιοι / Αρμένισσες 46, 104, 151 Αρσάκειο 143, 185 Αρσάκης Απόστολος 187 αρώματα 115 ασθένειες 85, 243, 263" αδενίτιδες 243'

αναιμία 243" γαστρεντερίτιδα 280" δέρ-ματος 243" δηλητηριάσεις 118" ελονοσία 61, 280, 283" ελώδης πυρετός 274, 277· ευλογιά 61, 274' στομάχου 243" τραχώ-ματα 243' τριχοφάγος 285' τύφος 274, 280· φυματίωση 61, 118, 249, 274, 279, 280, 281· ψώρα 285

ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ, Ανώνυμος Εταιρεία Γραφικών Τεχνών βλ. Ασπιώτης Νικό-λαος - ΕΛΠΙΣ

Ασπιώτης Γεράσιμος· βλ. Ασπιώτης Νικό-λαος - ΕΛΠΙΣ

Ασπιώτης Κωνσταντίνος· βλ. Ασπιώτης Νι-κόλαος - ΕΛΠΙΣ

Ασπιώτης Νικόλαος - ΕΛΠΙΣ, βιομηχανι-κό κατάστημα 119-124

ασπρόρουχα 25, 129, 140, 155, 190, 193, 226, 228, 229, 234, 237, 265" ανδρικά 136· γυναικεία 136" στρατού 143

ασπρορουχούδες 124 Άστρος 42 αστυνομία Πειραιά 290

Άσυλο Αγίας Αικατερίνης 232, 240, 273 Άσυλο των Εργατίδων βλ. Άσυλο Αγίας

Αικατερίνης

Page 346: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ασφάλεια εργατών 55, 72, 78 ασφάλιση υποχρεωτική 79 ατμοπλοία 41 Αττική 25, 28, 32, 34, 65, 99, 207 ατυχήματα 78, 79, 80

Βάθεια, συνοικία Αθηνών 282 Βαλκάνια 142 Βαλλώση Πιπίνα 217 Βαλτατζή Ζωή 184 Βαλτατζή Σμαράγδα 185 Βαλτατζής Ευαγγέλης 184 Βαλτατζής Σπυρίδων 185 βαμβάκι 63, 193 Βασιλειάδου Ανθή 217 Βασιλική Σχολή 264 Βασιλικός Κήπος 282, 292, 296 Βατραχονήσι, συνοικισμός Αθηνών 275, 282 Βαυαροί 102 Βενιζέλος Ελευθέριος 56 Βέροια 67 Βιέννη 183 Βικέλα Σμαράγδα 185 Βικέλας Δημήτριος 185 Βοιωτία 32, 34, 207 Βολωνάκης Αθανάσιος 44 Βολωνάκης Μ. 53 Βόλος 18, 77, 82, 90, 195, 197, 233, 289 βότανα 288 Βουλή των Ελλήνων 224 Βουλγαρία 20, 45, 232 βουτηχτές 41 βούτυρο 290, 291 βυρσοδεψεία 44

Belle Henri 181, 275

Γαβριηλίδης Βλάσης 65 γαζί, γάζωμα 228 γάλα 242, 291 Γαλάτσι Ρουμανίας 183 Γαλλία 172, 175, 185, 197 γάμος 41, 107, 162, 164, 252, 256 Γαργαρέττα, συνοικία Αθηνών 276 γαρνιτόρες 102 Γέγγερ, μοδίστρα 101 Γενοβέφα 294 Γερμανία 98 γιατροί 61 Γκαζοχώρι, συνοικία Αθηνών 274, 275 Γορτυνία 190 γουναρικά 190 Γύθειο 233 γυμναστική 227, 237 γυναικεία ενδύματα 151, 189, 196, 219,

228, 234, 284· επανωφόρια 127, 128, 151' εσάρπες 151' ζακέτες 127" πέπλοι 189· ποδιές 196, 198" φούστες 196

δακτυλογράφοι 230, 239, 255

δαντέλες 150, 188, 190, 218, 228" βλ. και τριχαπτική

δασκάλες 221, 222, 227, 230, 232 Δεληγιάννης Θεόδωρος 216, 224 Δεμίρη Κωνσταντίνα 70 Δερτιλής Γιώργος 181 Δεσύπρη-Σβώλου Μαρία 68, 72, 73, 100,

103, 116, 149, 194, 207, 221, 268 Δεσύπρης Γ. 196 Δημόκας Ιωάννης 43 δημόσιοι υπάλληλοι 230 Δημοτικό Θέατρο 144 διάσιμο 68 διασκεδάσεις 292-296 διατροφή 74, 81, 125, 157, 167, 168, 243,

280, 287-291 δικτυοπλεκτική 25 διπλογραφία 226, 230 διπλωτήρια 115" βλ. και φακελοποιία Διώρυγα Κορίνθου 18, 46, 47 Δουρούτης Αθανάσιος και Σία 63" βλ. και

μεταξουργεία Δραματινού Μαρία 44" βλ. και υφαντήρια Δωδεκάνησα 45

Έδεσσα 67 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος 187, 193,

195, 200, 201, 244 Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων 259 Είδη ραπτικής: βελόνες 125, 132, 135, 137"

καρφίτσες 125, 132" κλωστές 125, 150" κορδέλες 106, 136, 265" μεζούρα 125" τούλια 102" φόδρες 125, 132, 150" ψα-λίδι 132, 135

Εκθέσεις 170, 193 εκκλησία 168, 169 ελιές 168, 192, 287, 288 Ελληνική Ατμοπλοία 43" βλ. και Δημόκας

Ιω. Ελληνική Βιομηχανία Πιλοποιίας Ηλία

Πουλοπούλου και Υιού 105" βλ. και Πουλόπουλος Ηλίας - Παπασπυρόπουλος Γεώργιος

Ελληνική Εριουργία Α.Ε. Αφοί Κυρκίνη 147 εμβόλια 280" δαμαλισμός 61

Ένωσις των Ελληνίδων 144, 145, 151, 224, 225, 232, 244, 259, 285

Εξάρχεια, συνοικία Αθηνών 126 Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή η

Μέλισσα 257 Επιθεώρηση Εργασίας 57, 60, 74, 78, 80,

83, 92, 100, 102, 106, 107, 108, 117, 130, 134, 210· επιθεωρητές 75, 79

Επιτροπή επί της Εμψυχώσεως της Εθνι-κής Βιομηχανίας 187

Επιτροπή Κυριών προς εγκατάστασιν των Θεσσαλών εις τας οικίας των 195

εργασία, κατ' οίκον 20, 45, 129, 141, 150, 152, 174-175, 265, 298

Page 347: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Γ Ε Ν Ι Κ Ο Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο 345

εργαστήρια' ασπρορούχων 128, 130, 298" ανδρικών 130" καπέλων 101, 233, 265, 298, 300' μεταξοϋφαντικής 28' μοδι-στρικής 26, 130, 131-138, 219, 233, 264, 265, 297-298, 299, 300· παιδικών ενδυμάτων 130, 265" φανελοποιίας 28" χαλβάδων και λουκουμιών 44" χάρτου και εκτυπώσεων (βιβλιοδετεία, επισκε-πτήρια, επιστολόχαρτα, κατάστιχα, φα-κέλων, φωτοαντιγραφικά) 111-119

Εργαστήριον Απόρων Γυναικών 74, 80, 151, 186-194, 216, 233, 244

Εργαστήριον Απόρων Γυναικών εν Θεσσα-λία 194-202

Εργατική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου 54 Εργατικό Κέντρο Αθηνών (ΕΚΑ) 56, 77,

152, 257, 258, 259, 260, 261, 262, 266, 268, 269

εργάτες κλωστοϋφαντουργείων 200" βαφείς 200· θερμαστές 41, 78" κόπτες 128" λε-βητοποιοί 41' λιπαντές 78' σιδερωτές 200

εργάτριες κλωστοϋφαντουργείων 63-188" α-νεμούδες 82" βοηθοί υφαντουργείων και κλωστηρίων 83' διαστρούδες 68, 82, 86, 114" επιστάτριες 86" καλαμίστριες 82, 198, 200" καρουλούδες 68, 86" κλώστριες 68" μασουρίστριες 198, 200" χειλώτριες 198, 200

εριουργοί 24, 25, 28, 65 Ερμιονίδα 140 Ερμείον, κατάστημα νεωτερισμών 127 Ερμούπολη 18, 43, 73, 85, 207, 212, 274,

278, 279, 284" βλ. και Σύρος Εστία, περ. 120 εστιατόριο-κυλικείο 73 εσώρουχα 227, 286" ανδρών 128" γυναικών

128· παιδιών 128' στρατού 148 Εύβοια 189 Ευρυτανία 26 Ευρώπη 166

Entente 45, 247

Ζάκυνθος 25, 27, 28 Ζάππειο 292 ζαχαροπλαστεία 45 ζωγραφική 226, 228 Ζωγράφου Ευγενία 55, 70, 82, 84, 85, 87,

157, 209, 285

Ήπειρος 232

Ηράκλειο, προάστειο Αθήνας 273

Howe Elias 139

Θεοδωροπούλου Αύρα 210, 258, 260, 262, 264, 267, 268, 283

Θεοδωρόπουλος Σπύρος 258 Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

165 Θεσσαλία 18, 28, 34, 195, 196, 201, 232 Θεσσαλονίκη 32, 92, 95, 124, 148, 183 Θήρα 27, 42 Θράκη 20, 45, 89, 222 Θωμόπουλος Θωμάς 267

ιατρική 243" προληπτική 242 ιατροφαρμακευτική περίθαλψη 79, 80, 123,

241, 243, 244 Ιγγλέσης Νικόλαος 25, 26, 126 Ιλισός 275 Ιμβριώτη Ρόζα 268 Ιόνια νησιά 27, 207

Ίος 42 Ιταλοί 46 ιχνογραφία 228

Καβάλα 94, 95 Καβανιάρη Αδελα'ί'ς 185 καθαριότητα 75, 103, 133, 266, 279, 280,

281-287, 300 καλαθοπλεκτική 25 Καλαμάτα 18, 28 Καλαμιώτου, συνοικία Αθηνών 274 Καλαμπάκα 26 καλεμκεριά 44, 101, 104, 108, 151 Καλλέργης Σταύρος 54, 55, 300 Καλομοίρης Μανώλης 268 Καμίνια, συνοικισμός Πειραιώς 276, 282 Καμπούρογλου Παντολέων 42 Κάνθαρος, Πειραιάς 296 καπέλα 98, 104, 105, 107, 108, 109, 110,

233, 265" κασκέτα 100, 109, 110" κού-κοι 98,100,101" πηλήκια 100, 102,109, 110, 299" ρεπούμπλικες 98, 102" φέσια 94, 98, 168" ψάθες 102, 104

καπναποθήκες 299 καπνεργάτες 88-97, 149" αχταρματζήδες

90" δέτες 90" καπνοκόπτες 25, 91" κα-πνοσυσκευαστές 25, 91" κατασκευαστές ταμβάκου 91" ντεκτσήδες 90, 97' σιγα-ροποιοί 25, 91" στιβαδόροι 90

καπνεργάτριες 88-97" πασταλτζούδες 90 "καπνεργοστάσια 96 Καπνικαρέα 103, 126, 127 καπνοβιομηχανία 297 καπνός 18, 31, 118, 120, 299 καραγκιόζης 293 Καραθεοδωρής Στέφανος 184 Καρασταμάτη, μεταξοϋφαντήριο 287 Καρδίτσα 26, 200 Καστέλα 44 κατηχητικά σχολεία 248 κατοικία εργάτριας 273-279 κατοικίδια ζώα 287

Page 348: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Κατσίγρα-Μελά Άννα 259, 267 Κατσιμαντής Ηρ. 43 Καύκασος 45 καφεκοπτεία 9Γ καφεκόπτες 25, 91 καφενείο 288 κέντημα 150, 151, 188, 228, 265 κεντητές, κεντήστρες 25, 150 κεντητική 25, 27, 151" χρυσοκεντητική 25,

107, 110, 151, 265 Κεντρική Αποθήκη Μηχανών Ραπτικής 140 Κεντρικός Σοσιαλιστικός Όμιλος 54, 55,

300 Κέρκυρα 25, 53, 99, 119, 124, 207, 233 Κεφαλάρι 220 Κεφαλλονιά 233 Κεχαγιά Καλλιόπη 185, 186, 195, 217 Κηφισιά 282, 292 Κινδύνη Καλλιόπη 217 κλινοσκεπάσματα 147, 189, 190 κλωστήρια μετάξης 189 Κλωστήριον και Υφαντήριον Ε. Λαδοπού-

λου εν Σύρω 43, 76, 84, 86 κλωστοϋφαντουργία 40, 42, 44, 45, 47, 60,

123, 221" εργοστάσια: Λαδόπουλου 43, 76, 84, 86· Λυγινού 76, 82" Πυρρή 82" Ρετσίνα Αφών 69, 82, 175" Σημίτη 70, 82, 209· Σταματόπουλου 142

Κολωνάκι 126 κομμωτική 268 κοπτική 219, 226, 227, 229, 236, 237, 238,

239, 249, 257, 268, 286 Κορασίδου Μαρία 177 κορδελιάστρες 150, 152 Κόρινθος 140 Κορύλλου Ελένη 268 Κοτζιάς Γ. 116 κοτόπουλο 227 κουβέρτες 197 κουκουλόσπορος 189 Κουμάνταρος Δήμος 44 Κουτσαλέξης Π. 196 Κραναία 27 Κρανίδι 140 Κρήτη 43, 44, 189, 232 Κρητ ικά , συνοικισμός Πε ιραιώς 276 Κρητική Επανάσταση 44, 161 Κρητικοί 44 Κροντηρά Αγγελική 267 κτίστες 84 Κυκλάδες 27, 207 Κύμη 189 Κύπρος 103, 232 Κυριακή αργία 56, 248, 263, 292 Κυριακή Σχολή 209, 218 Κυριακή Σχολή των Απόρων Γυναικών και

Κορασιών του Λαού 219 Κυριακό Σχολείο 212, 213, 219, 220, 283,

284, 285, 286 Κυριακόν Σχολείον Εργατριών του Εργατι-

κού Κέντρου Αθηνών 257-269, 283, 286

Κυριακόν Σχολείον του εν Πειραιεί Συνδέ-σμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος 240-257, 263, 283

Κυριακόν Σχολείον των Τεχνών 213, 214-215

Κυριακόν Σχολείον της Ενώσεως των Ελ-ληνίδων 219-220

κυτιοποιία 111, 112, 113, 115, 117, 118, 119, 122, 124, 299

Κυψέλη 126, 276 Κωνσταντίνου Δημήτριος 139, 140 Κωνσταντινούπολη 36, 45, 47, 183

λάδι 18, 140, 168, 288, 291 λαιμοδέτες 25 λαιμοδετοποιεία 26 Λάκκα του Βάβουλα, συνοικισμός Πειραιά

276 Λαναράς - Κύρτσης και Σία, εριουργείο

202 Λάρισα 28, 77, 82, 195, 196, 201 Λειψία 183 Λέκα Βέρθα 259 λεμβούχοι 41 Λεμεσός 232 Λεύκα, συνοικισμός Πειραιώς 276 Λευκάδα 190 Λιάκος Αντώνης 75 Λίβερπουλ 183 λιθογραφικά και τυπογραφικά πιεστήρια

123 λιθογραφεία 106, 111, 112, 113, 118, 122,

124 λιμενεργάτες 41 Λιμηρά 27 λινάρι 122, 143 λινοστολή 140 λίπος 290 Λόγγου - Κύρτση - Τούρπαλη, συγκρότημα

70 Λονδίνο 183, 275 λοστρόμοι 41 λουτρό 282, 284, 285, 286, 293

Λυγινός Κυριάκος 241 Λύκειο των Ελληνίδων 45, 145, 259, 279

Lebrun François 51

μαγειρική 226, 227, 229, 236, 237, 239, 278" βλ. και διατροφή" φαγητά

μαγείρισσες 227 Μαγγιώρος, εμπορικός οίκος 218 μαίες 36 Μακεδονία 20, 44, 45, 89, 222, 232 Μακκά Μαρία 185 Μακρής Χ. 267 Μακροπούλου Άννα 72, 83, 287 Μαλανδρίνος Χ., κατάστημα 201

Page 349: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

μαλλί 63, 105, 188, 189, 195, 197, 199 Μανιάτικα, συνοικισμός 276 Μανσόλας Αλέξανδρος 23, 64, 81 μαντήλια 168 μαξιλαροθήκες 128, 190 Μαρούλη Αικατερίνη 259 Μασσαλία 183 Ματουσιάν, εμπορικός οίκος 90 Μαύρη Θάλασσα 18 Μαυροβούνιοι 46 Μαυρογένειος Επαγγελματική Σχολή 233 Μεγαλόπολη 25 Μέγαρα 140 Μέθανα 42 Μελά-Κατσίγρα Άννα 259, 267 Μεσολόγγι 28 μετανάστευση 26, 34, 35 μετάξι 63, 140, 188, 190 μεταξοκλωστική 64 μεταξουργεία 63, 106 Μεταξουργείο, συνοικία Αθηνών 274 μεταξουργός 24, 25, 28, 65 Μετς, συνοικισμός Αθηνών 275 Μήλος 27 μητρότητα / μητέρα 173, 212, 249, 267 Μητσάκης Μιχαήλ 120, 282, 292 μηχανικοί καπτοκοπτικών μηχανών 91 μηχανουργείο 106, 277 μηχανουργοί 41 Μικρά Ασία 17, 18, 45, 232 Μικρασιατική Καταστροφή 44, 190, 231 «Μικρή Αντάντ των Γυναικών» 258 μοδίστρες 37, 38, 44, 222, 223, 255, 256,

294' βλ. και εργαστήρια / ατελιέ μοδι-στρικής

Μοναστηράκι 126, 152, 274 Μουνιχία 284, 293 Μπαφούνης Γιάννης 41 Μπενάκειος Επαγγελματική Σχολή 233 μπογιατζήδες 84 Μύκονος 41

Morgenthau Henry 150

Νάξος 27, 42 Νάουσα 67, 70 ναυπηγεία 43 Ναύπλιο 42 ναυτικοί 35, 36, 41 ναυτιλία 36, 41 Νέα Ελληνική Ατμοπλοία, εταιρεία 43 Νέα Ιωνία, προάστειο 67 Νεάπολη, συνοικία 294 Νέος Κόσμος, προάστειο 26, 275 νήμα: μεταξωτό 190' μάλλινο 190' λινό 190'

ντρίλινο 197" χρυσό 190 νηματουργείο Κρητικού 44 νηματουργοί 24, 25, 28, 83

νοσηλεία 80, 192 Νοταρά, οδός 243

Noiriel Gérard 53

ξάντες 24, 25, 28, 65 ξυλογλυπτική 226 ξυλουργεία 45, 106

Οδησσός 183 Οδοί Αθηνών: Αγίας Ειρήνης 216" Αιόλου

126, 137· Ακαδημίας 184" Αμαλίας 187" Ερμού 101, 115, 116, 126, 131, 137, 178" Ευαγγελιστρίας 115, 116· Μητρο-πόλεως 171· Σίνα 126, 184" Στουρνάρα 126· Φωκίωνος Νέγρη 126

Οθωμανική Αυτοκρατορία 36, 42 οικοκυρική 266 Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή της

Ενώσεως των Ελληνίδων 219, 220, 223-240

οικοτεχνία 28, 35, 157, 192 Οίτυλο Λακωνίας 27 Ολυμπιακοί Αγώνες 282 Ολύμπιος Δίας 296 Ολυμπίου Ολυμπιάς 185 Ομηρίδης-Σκυλίτσης Δημήτριος 243

Όμιλος των Φιλομούσων 292 Ορφανοτροφείο Θηλέων Ιωάννου και Μα-

ρίας Χατζηκυριάκου 233

πάγκος 86 Παγκράτι, συνοικία 276 παιγνιόχαρτα 119, 120, 121" στεγνωτήρια

122 Παναγιωτόπουλος Βασίλης 34 Παναθήναια 294 Πανάς Κ. και Σία 124 Πανελλήνιος Ατμοπλοία 197 Πανεπιστήμιο Αθηνών 220 Παξοί 25 Παπαγιάννη Αφοί, βιομηχανικό κατάστημα

102 Παπαντωνίου Ιωάννα 140 Παπαρρηγόπουλος Ιωάννης 185 Παπαρρηγοπούλου Ελένη 185 Παπασπυρόπουλος Γεώργιος 103,104,108,

151, 218, 264· βλ. και Πουλόπουλος Ηλίας· Ελληνική Βιομηχανία Ηλία Που-λοπούλου και Υιού

Παπούδωφ Αλεξανδρίνα 185 Παπούδωφ Αριστείδης 185 παραδοσιακή φορεσιά 26, 28, 140, 166' αν-

δρική 27' φουστανέλα 26, 143' γυναικεία 27

Παρίσι 183 Παρνασσός 185 Πάρος 42

Page 350: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Παρρέν Καλλιρρόη 54, 69, 77, 165, 211, 217, 219, 223, 224, 232, 234, 241, 257, 259, 283

Πάσχα 53, 55 Πατήσια 67 Πάτρα 18, 25, 27, 119, 212, 233 Πατριωτικός Σύνδεσμος 147, 243 Πέγιος Γιώργος 94 Πειραιάς 18, 25, 41, 42, 43, 44, 45, 47, 63,

64, 66, 70, 71, 77, 81, 82, 83, 84, 85, 87, 99, 100, 108, 114, 117, 119, 126, 140, 143, 144, 148, 163, 175, 207, 208, 210, 212, 233, 243, 244, 247, 248, 274, 277, 279, 293, 294

πελερίνες 127 Πελοπόννησος 27, 28 περίθαλψη 242 Περισσός 273 Πετράλωνα 105, 278 Πευκάκια, συνοικία Αθηνών 294 Πήλιο 28 Πηνελόπη 177 πιέτα 228 πιλοποιία 98-110, 117, 118, 135, 226, 227,

229, 237, 238, 239, 257, 264, 265, 268 Πλατεία Δημοπρατηρίου 126 πλύντριες 255 Ποδαράδες 148, 273 ποικίλματα 190 ποικιλτική 188, 190 πόλεμοι: Βαλκανικοί 27, 30, 44, 45, 61,

145, 146, 147, 243" Α' Παγκόσμιος 105 Πόρος 42, 65, 140 πορτοκάλια 289 πουκάμισο 27, 128, 145, 151 Πουλόπουλος Ηλίας 99, 103, 104, 151" βλ.

και Ελληνική Βιομηχανία Πιλοποιίας Η-λία Πουλοπούλου και Υιού" Παπασπυ-ρόπουλος Γεώργιος

Πρετεντέρη Φανή 185 προίκα 36, 83, 123, 125, 128, 130, 140,

161-162, 190, 193, 223, 278 προσόψια 84, 196, 199 πρόσφυγες 17, 45, 89, 211 Πρωτομαγιά 54, 295, 296 Πρωτοπαπά Ροδόπη 241 πυρογραφία 226, 228

Perrot Michelle 62

Ραγκαβής Αλέξανδρος 216 Ράλλης Λουκάς 63' βλ. και μεταξουργεία ραπτική 28, 37, 218, 226, 227, 228, 229,

234, 236, 237, 238, 239, 248, 249, 257, 264, 268, 286- ασπρορούχων 237' παι-δικών φορεμάτων 237

ραπτομηχανή 106, 138-141, 298, 299 ράπτριες 86, 114, 221, 254, 255, 256, 264,

265· κουβερτών 198

ραφεία 26, 130" ιεροραφεία 151 ράφτες 25, 26, 27' ελληνοράπτες 25" ιερών

ενδυμάτων 25" στρατιωτικών ενδυμάτων 26' φραγκοράπτες 25, 27, 150

Ρεϊνέκ Βαρίγκα 185 Ρέντης, συνοικία Πειραιώς 293 Ρετσίνα Αφοί 142, 143, 197" βλ. και κλω-

στοϋφαντουργεία Ρετσίνα Ελισ. 241 Ρετσίνας Θεόδωρος 69, 161 Ρηγίνος Μιχάλης 87 ρινόμακτρα 25 Ροΐδης Εμμανουήλ 282 Ροστόβ 183 Ρούμελη 156 Ρουσοπούλου Ειρήνη 259 Ρωσία 20, 45

Σακιρτζιάν, εμπορικός οίκος 90 Σαλαμίνα 65, 140 Σάμος 233 Σαντορίνη 65 Σαρακοστή 288, 295, 296 Σελά, υφαντήριο 264 σεντόνια 128 Σερβία 45 Σέρρες 92, 95 Σιγανού Αθηνά 217 Σιγάρας Κωνσταντίνος 196, 201, 202 Σίγγερ, μηχανή ραπτικής 218" βλ. και ρα-

πτομηχανή σιδηροδρομικές γραμμές Αθηνών-Πειραιώς

46" Αθηνών-Πελοποννήσου 34, 185" Θεσσαλίας 198

σιδέρωμα 218, 226, 228, 229, 236, 237 σιδερώτριες 255 σιτάρι 140 Σκαλτζούνη Φανή 185 Σκορδέλη Ασπασία 217 σκόρδο 288, 289 Σκουζέ Ελένη 185 Σκουζές Αλέξανδρος 241 Σκουζές Γεώργιος 185 Σκουζές Παναγής 167 Σλήμαν Ερρίκος 185 Σλήμαν Σοφία 185, 186, 217 Σμύρνη 36, 43, 151, 222 σοσιαλιστές 172 Σούτσος Ιωάννης 36 Σπάρτη 232 Σπέτσες 41, 42, 65, 140 σπίρτα 121 σταφίδα 18, 34' σταφιδική κρίση 38 στενογράφοι 239 Στρέιτ Βικτωρία 195 Στρίγκος Γεώργιος 161 Συγγρός Ανδρέας 187, 192 συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς 25, 47, 67,

83, 99, 100, 140

Page 351: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

σύκα 18 Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών

Γραμμάτων 222, 233 Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παι-

δεύσεως 80, 182-186, 187, 191 Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναί-

κας 148, 258, 269 Σύνδεσμος Κυριών Πειραιώς προς Προστα-

σίαν της Εργάτιδος 211, 240 Συνέδριο Παρισίων 224 Σύνταγμα, πλατεία 295 Σύρος 27, 28, 42, 43, 66, 76, 86, 161, 278,

289" βλ. και Ερμούπολη συσσίτιο 74, 236, 241, 242, 243, 244 Σχολή Απόρων Παίδων 216 Σχολή Ευελπίδων 141 Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών

και Κορασιών του Λαού 215-220 Σωματείο εργατριών κοπής και ραφής ιμα-

τισμού στρατού 148, 149

τάπητες 188, 189, 190, 192, 193, 197 ταπητουργοί 24, 25, 28, 65 Τάσσος Α. 122 Τεργέστη 90 τεχνητά άνθη 102 τεχνίτης 200 Τζάννειο Νοσοκομείο 243 Τήνος 36 Τισσαμενού Ασημίνα 185 Τουρκία 20, 47, 196 τραπεζομάντηλα 128, 189 Τρίκαλα 28 Τρικούπης Χαρίλαος 46, 141 Τρίπολη 28, 190 Τρίπου-Πανά, βαμβακο-υφαντήρια 142 τριχαπτική 188, 190' βλ. και δαντέλες Τροιζηνία 41, 42 τροφοί 36, 171, 283 τροχιστής μαχαιριών κοπής καπνού 91 Τσακαλώτος Αθανάσιος 278, 279 Τσάτη, βαμβακοϋφαντήρια 142 τσιγάρα 115, 122 τσιγαρόχαρτα 120, 121, 122, 123 Τσίλερ, παραλία 293 Τσιλιμίγκρα Μαρία 267 Τσουκαλάς Κωνσταντίνος 287 τύλιγμα 68 Τυπάλδος Γεώργιος 282 τυποβαφική 150 τυπογραφεία, -ία 111, 112, 113, 118, 121,

151 Τύρναβος 28, 195, 196, 198, 200

Thompson Ρ. Ε. 52

υγιεινή/υγεία 55, 61, 71, 72, 74, 78, 118, 152, 217, 229, 230, 237, 248, 249, 262, 266, 267, 274, 278, 279, 280, 283, 300

Ύδρα 41, 42, 65, 140 Υδραίικα, συνοικισμός Πειραιά 276 ύπαιθρος 28, 34, 206, 220, 278, 297 υπηρέτριες 35, 36, 37, 38, 84, 170, 171,

222, 227, 255, 268, 273, 283, 294, 296 υποδηματοποιοί 140, 152 Υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομη-

χανίας 72 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας 59, 72, 148,

193, 257, 274 Υπουργείο Εσωτερικών 60, 71, 214 Υπουργείο Παιδείας 205, 232 Υπουργείο Στρατιωτικών 143, 148, 193 υφαντές, υφάντριες 24, 25, 68, 81, 85, 86,

114, 200, 221 υφαντήρια 44, 47 υφαντουργία 28, 29, 31, 32, 33, 83, 249"

βλ. και κλωστοϋφαντουργία υφάσματα 234" αλατζάδες 84, 196, 198'

αλπαγάδες 159" βαμβακερά 27,188,192, 218, 228, 286· ημιμάλλινα 196, 197" λινά 27, 228· μάλλινα 196, 197, 198, 218' μουσελίνες 190" ντρίλινα/δρίλια 84, 196, 282' ταφτάδες 102" τσίτια 159

φαγητά 36, 136, 227, 266, 287, 288, 300" αγριόπαπια 227' αρνί 288, 291 ' αστακός 227" αυγά 291" κατσίκι 288" κρέας 192, 227, 229, 242, 291" μαρίδα 289· μπα-καλιάρος 289' μπεκάτσα 227" λακέδρα 289' όσπρια 192, 289, 291' ρέγγες 289' σάντουιτς 227' σαρδέλες 289' σταφύλια 289' ταραμάς 290' τυρί 288' φραγκοστά-φυλλα 227' χοιρινό 288" χορταρικά 192, 288· χυλοπίτες 288" ψάρι 227, 229, 291" βλ. και διατροφή, μαγειρική

φακελοποιία 117, 118' βλ. και διπλωτήρια Φάληρο 282, 292, 293 φανέλα 197, 265, 285 φανελοποιοί 24, 25, 28, 65 φάρμακα 192, 242" βλ. και ιατροφαρμακευ-

τική περίθαλψη Φάρσαλα 26, 28, 195, 196, 200, 201 φασόν 45, 126, 129, 140, 141-152, 143,

145, 148, 234, 235, 298 φασουλής 293, 294 Φεράλδη Αργ. 241 Φιλάρετος Γ. 55 Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός 216 Φιλοπάππου, λόφος 296 Φραντζισκάκης Φρ. 122 Φρεαττύδα 293 φωτογραφεία 111, 112, 113

Χατζηφωτίου, οικογένεια 185 Χατζόπουλος Δημήτρης 108, 115, 116 Χατζόπουλος Κώστας 156

Page 352: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Χαυτεία 295 χειρόμακτρα 189 Χέλι 42 Χίος 43, 161 χράμια 197 Χριστούγεννα 53, 55, 56, 57, 217 χρυσοποικιλτική 25

Ψαρά 140, 161 ψαράδες 41 Ψυρρή, συνοικία Αθηνών 274 ψωμί 74, 81, 82, 288, 289

ωδική 227

Page 353: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

GIZI SALIBA

F E M M E S O U V R I È R E S D A N S L ' I N D U S T R I E E T L ' A R T I S A N A T G R E C S (1870-1922)

( R é s u m é )

C'est à part ir de 1870 que la présence de l 'ouvrière devient sensible dans le p a y s a g e de la ville néo-hellénique, au moment où les premières usines à vapeur ouvraient leurs portes . S a physionomie constitue l 'un des sym-boles du développement social et économique. Pour, la Grèce, un p a y s jeune, situé dans la périphérie de l 'Europe, avec un secteur ar t i sanal et industriel négligeable, s 'e f forçant de briser les s t ructures dominantes de son pas sé o t toman, le secteur secondaire const i tue l 'une des conditions préalables à son entrée dans un processus de développement le m e t t a n t en correspondance avec les modèles occidentaux.

A peine arrivée en ville, la paysanne se t rans forme en ouvrière, et cette conversion s ' accompagne de changements rad icaux de sa condition, dans son environnement, au travai l et en société: du t e m p s agricole au t e m p s industriel, du plein air à l 'espace exigu qui lui est impart i à l 'usine et à l 'atelier, l 'ouvrière doit commencer par s ' imposer une discipline q u a n t à son propre corps, une règle quant à sa vie quotidienne, à assi-miler les contraintes dictées par le monde du t rava i l salarié.

De l 'ouvrière des f i latures-t i ssages , personnage m a j e u r sur la scène de l 'emploi, à celle des ateliers de couture, nous avons déployé la toile du travai l des femmes, en pénétrant au sein du régime et des conditions de vie qui furent les leurs.

Nous avons été amenés à une découverte : la plural ité des v i sages de l 'ouvrière. Nous ef forçant de retendre la t r a m e de chacun des métiers féminins, nous avons présenté ce v i sage multiple tel qu'il se dessine à t ravers la var ié té des emplois ouvriers. L e s f emmes se concentrent dans les entreprises de plus de vingt-cinq personnes carastérisées pa r la mé-canisat ion de la production et la répart i t ion des taches mais également dans les petits ateliers a r t i sanaux . Dans les f i latures-t i ssages , l ' industrie du t a b a c ou celle du papier , elles occupent pour la p lupar t des places de t ravai l non qualifié. L e s petites entreprises du secteur de l 'habil lement

Page 354: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

—ateliers de couture, de sous vêtements, ateliers de chapellerie— s'offrent à celles qui sont désireuses d'apprendre un métier leur assurant de quoi vivre de " l 'a igui l le" .

Le degré de savoir-faire dont elles disposent, leur âge, leur position et les devoirs qu'elles assument hors de la famille, leur situation finan-cière habituellement liée à la famille-même et à leur propre niveau culturel, jouent un rôle déterminant en ce qui concerne le choix d'une profession.

Le travail à domicile entre également dans le cadre de cette étude. Outre ses formes habituelles telles que la broderie, la couture en général et la fabrication de chaussures, nous avons repéré un ample réseau de travail à domicile dans la branche de la confection d'uniformes militaires, où sont employées des femmes des familles des soldats et d'officiers: ce travail leur permet de couvrir le déficit financier entraîné par l 'absence des hommes, mobilisés à plusieurs reprises.

De l'ouvrière non qualifiée des filatures-tissages qui a fait le choix du travail d'usine pour s'assurer immédiatement de quoi vivre, sans la moindre perte de temps, à la jeune fille en quête de chic qui apprend à coudre et à broder car elle dispose, précisément, d'une aisance finan-cière lui permettant de suivre un apprentissage non rémunéré aux côtés d'une couturière expérimentée, et ju squ 'à celle qui rapproche les quelques meubles de son intérieur pour ménager l 'espace nécessaire à une machine à coudre et éxecuter du travail à façon chez elle, tout un monde se déroule, le monde du travail au féminin.

L e profil de l'ouvrière est né de l 'étude de chaque branche considérée séparément. Retraçons-là. Du point de vue de l'âge, le travail des enfants ne constitue pas un phénomène largement répandu: l'ouvrière entre habituellement dans le monde du travail salarié après l 'âge de douze ans et y demeure le plus souvent au-delà de l 'âge de quinze ans, voire jusqu 'à trente ans. L e fait que nous ne disposions pas de données chiffrées per-mettant de comparer l 'âge auquel elle se marie et le temps durant lequel elle demeure dans le secteur secondaire, ne nous empêche pas de formuler certaines remarques. En effet, il existe, de toute évidence, des ouvrières qui continuent à travailler après leur mariage: des réseaux divers de solidarité se développant en ville, par exemple les liens entre locataires d'une même maison, donnent à la mère absente la possibilité de laisser ses enfants dans la cour sous l'oeil vigilant d'une voisine. E t même quand il n 'y a pas de voisine, la cohésion de la famille grecque fait qu'il y a la mère de la famille qui travaille, ou sa belle-mère, ou encore une grande soeur pour s'occuper des petits. Se créer une pecule, économiser de

Page 355: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

l 'argent pour l 'achat d'un logement et de divers biens —par exemple cette machine à coudre tant désirée, qui permet à l'ouvrière de se libérer de l'emploi à l'usine— constitue une autre raison rendant indispensable le séjour de l'ouvrière en usine. Par ailleurs, c'est surtout dans les usines que l'on rencontre les ouvrières les plus âgées, là où il y a des places de travail spécialisé, dans les filatures-tissages et les entrepôts de t abac par exemple. Toutefois, si l'on excepte les ateliers de confection de képis militaires, tâche qui exige une habileté technique particulière, on ne trouve pas beaucoup d'ouvrières âgées de plus de vingt ans dans les autres ateliers: entrées comme apprenties, elles les quittent dès qu'elles apprennent les rudiments du métier.

L a question de la rémunération présente aussi de l'intérêt. L e plus souvent, l 'ouvrière grecque vit avec sa famille, obéissant aux stratégies de celle-ci et contribuant par son salaire à son revenu. Si l'on tient compte de la répartition des tâches par sexe dans le secteur secondaire, le critère général définissant le montant des rémunérations est le type de travail exécuté. Dans l'industrie, les salaires journaliers les plus bas correspondent aux usines où sont pratiquées la mécanisation de la pro-duction et la répartition des tâches. Plus celles-ci sont simples, moindre est le salaire. Ainsi est-ce dans les entreprises de fabrication de sacs et de boîtes que l'on rencontre les salaires les plus bas , tandis que les plus élevés vont aux ouvrières employées à la transformation commerciale du tabac , travail spécialisé. En ce qui concerne les petits ateliers, ce sont les ouvrières des ateliers de couture qui reçoivent les plus bas salaires, les plus hauts allant à celles des ateliers de fabrication de képis.

Cependant, le montant de la rémunération dépend aussi d' impon-dérables: il peut être influencé par les préférences particulières mani-festées par l 'employeur, homme ou femme, pour certaines ouvrières, la vigeur, ou la beauté physique de personnes. A cette époque en effet, aucune mesure de règlement du travai l n 'a encore été prise dans ce domaine.

L e niveau culturel des ouvrières est toujours en rapport avec les possibilités financières de leurs familles. Celles qui réussissent à franchir le seuil de la pauvreté et peuvent donc s'offrir le luxe de passer quelques années en apprentissage, se dirigent vers les mérits de l'aiguille. Le s autres trouvent du travail dans les usines, où elles se voient rémunérées sitôt embauchées.

L'esthétique de l 'apparence extérieure de l'ouvrière diffère également selon les branches. Celles des ateliers de couture et de chapellerie, souvent en contact avec des femmes de la classe bourgeoise et capables de se

Page 356: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

monter une garde-robe à peu de frais , s 'efforcent d'être bien habillées et de répondre à une certaine idée du chic. En revanche, l ' apparence de l 'ouvrière en usine reflète un régime d'indigence.

Si l 'on excepte quelques mobil isat ions de la par t des ouvrières du Magas in d 'Habi l lement de l 'armée travai l lant à façon et de celles du t a b a c qui part ic ipent avec les hommes aux grandes grèves de ce secteur, les f emmes ne s ' inscrivent p a s plus dans les syndicats qu'elles ne s'en-gagent dans les par t i s politiques. Des organisat ions socialistes comme

l 'Associat ion Centrale Socialiste et certaines fédérations ouvrières incor-porent leurs revendicat ions à l 'ensemble des leurs.

C'est à t ravers l 'act ivi té de bienfaisance des associat ions féminines que se crée l 'eidolôn de l 'ouvrière telle qu'elle se reflète dans le regard des " a u t r e s " . Car il s 'ag i t bien d 'une idole et non de son image réelle, pu i sque dans les discours des dames patronesses sur l 'ouvrière, ces inter-médiaires ne font autre chose que projeter leur culture sur cette image et la lui imposer . Dans le but avoué de "c iv i l i ser " l 'ouvrière par l 'édu-cation, par la formation professionnelle tendant à l 'éloigner de l 'usine et de l 'initier à des nouvelles hab i tudes telles que les règles d 'hygiène et de propreté, ces dames patronnesses s 'emploient à opérer le redres-sement social de l 'ouvrière, à intégrer celle-ci dans le sy s tème dominant des va leurs et comportements contemporains .

Pour donner une image complète du m a g m a constitutif de la phy-sionomie de l 'ouvrière, il fal lait aussi enquêter sur l 'univers culturel au sein duquel elle agissait . L a disposit ion de la " m a i s o n ouvr ière" , le repas préparé et consommé par la travai l leuse et les siens, les lieux de récréation et modes de distract ion se révèlent a u t a n t d 'express ions d 'une culture autonome et originale produite par l 'ouvrière-même.

Voilà les t ra i t s caractéris t iques de la physionomie de l 'ouvrière grecque. E n ce qui concerne les quest ions posées de cette démarche nous craignons de ne pa s avoir su f f i s amment répondu. E n effet , par delà le problème de savoir si chaque chercheur réussit ou non à se dépasser , il y a également toujours celui de la "pénur ie des sources " . E t lorsqu'on s ' intéresse aux femmes , cette pénurie se t rans forme en silence. Car les ouvrières ne parlent p a s elles-mêmes d'el les-mêmes, n'écrivent pa s sur leur passé . Car il n 'existe pa s d 'études détaillées sur le sujet . Car les données quant i ta t ives , les chiffres dont nous disposons, jouent parfois le rôle de verres dé formants nous empêchant d 'at te indre l ' image de l 'ouvrière. Car l 'histoire " d u mouvement ouvrier-syndical i s te" comporte une charge idéologique conduisant à des s implif ications outrées qui gom-ment les t ra i t s humains du profil de l 'ouvrière même.

Page 357: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Les sources utilisées ici pour décrire la physionomie de l'ouvrière dans l 'industrie et l 'art isanat sont diverses, hétérogènes et éparpillées. Le plus souvent, elles résultent des " a u t r e s " , des vecteurs officiels et des sujets de la classe bourgeoise qui interviennent dans son environne-ment humain: l ' image de l'ouvrière se forme toujours par l 'intermédiaire de tiers. On la repère sans cesse mêlée à d'autres formations sociales, le plus souvent en dehors du monde du travail à proprement parler, lorsqu'on essaie de montrer son image à travers la diversité des compor-tements et mentalités d 'autres classes sociales. Si l'on prend comme critère le caractère des sources par rapport aux formations idéologiques et aux systèmes de valeurs qu'elles reflètent, on peut diviser celles-ci en deux grandes catégories: les sources " indépendantes " et les autres qui produisent un discours idéologique sur le travail des femmes. Ainsi avons-nous d'un côté les statistiques, les lois, les décrets royaux, l 'archive de l'entreprise, — de l 'autre, les archives des associations de bienfaisance, les Rapport s du personnel de l'Inspection du Travail , les articles dans la presse et les revues qui s 'expriment sur le travail féminin mais éga-lement les bulletins communiqués aux journaux par la police, qui com-mentent l'ouvrière à travers des événements qui sortent des limites de la quotidienneté. L e passage incessant de l 'objectivité des chiffres à la subjectivité des personnes gérant le discours sur l'ouvrière et vice-versa, nous a conduit à décrire les mécanismes économiques auxquels est intégré le travail des femmes et à interpréter conduites et mentalités.

On se demande quelle pourrait être la place de ce livre dans la bibliographie europeènne de la question du travail féminin, et plus particulièrement du travail et de la vie sociale de la jeune ouvrière. L a réponse n'est pas facile mais on croit que cette recherche, dans la mesure du possible, s'inscrive dans le sillage de l 'historiographie europeènne, française et italienne surtout, ou les aspects partiels de cette problé-matique ont fait depuis longtemps l 'object de grandes synthèses histo-riques. Puisque, avec un écart de deux ou trois décennies sont apparues dans la société hellénique des phénomènes analogues avec ceux des sociétés europeènnes. On imagine que ce livre pourrait être utile à l'historien comparatiste qui cherche à étudier les effets de l ' industria-lisation de la périphérie europeènne et plus spécialement les retombées de l 'expansion du travail féminin sur la cohésion sociale du pays concerné.

Page 358: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 359: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ σ. 9-13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η Δ Ι Α Δ Ι Κ Α Σ Ι Α Δ Ι Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η Σ Τ Ο Υ Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Ι Ο Υ Ε Ρ Γ Α Τ Ι Κ Ο Υ Δ Υ Ν Α Μ Ι Κ Ο Υ

Σ Τ Η Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Π Ο Λ Η (1870-1922) σ. 15-48

1. Η ανάπτυξη των πόλεων 17 2. Η εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού 19 3. Οι απογραφές απεικονίζουν την εργάτρια στη βιομηχανία-βιοτεχνία . 20 4. Η απογραφή του 1870 22 5. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα στην απογραφή του 1907: Η απει-

κόνιση της εντοπιότητας και του εξευρωπαϊσμού 24 6. Η βιομηχανική απογραφή του 1920 29 7. Προς τη συγκρότηση της γυναικείας εργατικής δύναμης 34

Η επιλεκτική μετανάστευση 34 Η υπερωκεάνια μετανάστευση 38 Τα δίκτυα της θαλάσσιας επικοινωνίας 41 Τα πολεμικά γεγονότα και ο ρόλος τους στην εισροή γυ-

ναικείου εργατικού δυναμικού 43 Η δεκαετία των μεγάλων έργων (1880-1890) 46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Σ Χ Ο Λ Ι Α Ζ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ι Σ Σ Υ Ν Θ Η Κ Ε Σ Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Σ . Α Ν Α Δ Ε Ι Ξ Η ΤΩΝ Π Ο Λ Λ Α Π Λ Ω Ν Π Ρ Ο Σ Ω Π Ω Ν

Τ Η Σ Ε Ρ Γ Α Τ Ρ Ι Α Σ σ. 49-152

1. Από τον αγροτικό-εορτολογικό χρόνο στον ωρολογιακό χρόνο 2. Το βιβλιάριο εργασίας 3. Οι θέσεις εργασίας για τις γυναίκες στο εργοστάσιο

51 59 62

Page 360: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

4. Η εργάτρια των κλωστοϋφαντουργείων 63 Από το μεταξουργείο στο κλωστοϋφαντουργείο 63 Η ηλικία 65 Το μέγεθος και η γεωγραφική συγκέντρωση των επιχει-

ρήσεων κλωστοϋφαντουργίας 67 Οι θέσεις εργασίας 70 Συνθήκες εργασίας 70 Το ωράριο εργασίας 76 Η αμοιβή 80

5. Οι καπνεργάτριες 88 Η εμπορική και η βιομηχανική επεξεργασία του καπνού

και η διαμόρφωση των θέσεων εργασίας 88 Οι καπνεργάτριες σε αριθμούς 91 Συνθήκες εργασίας 94 Οι κοινωνικοί αγώνες 97

6. Η εργάτρια της πιλοποιίας 98 Από το φέσι στο ευρωπαϊκό πίλο 98 Προσδιορίζοντας το εργασιακό προφίλ της εργάτριας: ο

χώρος και οι συνθήκες εργασίας 101 Η ηλικία της εργάτριας πιλοποιίας 106 Η αμοιβή 108

7. Οι εργάτριες στη χαρτοποιία 111 Το εργασιακό καθεστώς 114 Περί του βιομηχανικού καταστήματος «Νικόλαος Ασπιώ-

της-ΕΛΠΙΣ» 119 8. Οι εργάτριες της βελόνας: μοδίστρες, ασπρορουχούδες 124

Η πολυμορφία και οι διαφοροποιήσεις 124 Στο χώρο του εργαστηρίου 131 Η μοδίστρα στα μάτια των «άλλων» 136

9. Η ραπτομηχανή 138 10. Η εργασία φασόν 141

Στα χρόνια του πολέμου 141 Στον καιρό της ειρήνης 149

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Δ Υ Ο Α Π Ο Κ Λ Ι Ν Ο Υ Σ Ε Σ Π Ρ Ο Τ Α Σ Ε Ι Σ Γ Ι Α Τ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Ι Α Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α

Σ Τ Ι Σ Α Π Α Ρ Χ Ε Σ Τ Η Σ Ε Κ Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Σ Η Σ . Ο Θ Ε Σ Μ Ι Κ Ο Σ ΚΑΙ Ο Φ Ι Λ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Κ Ο Σ Λ Ο Γ Ο Σ

σ. 153-178 1. Ο θεσμικός λόγος 155

Το «άβατον» των εργοστασίων 157 Και η φωτογραφία στην υπηρεσία της εκβιομηχάνισης . 158 Οι γυναίκες προσελκύονται στη βιομηχανία 159

Page 361: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

Η θητεία στο εργοστάσιο και η προίκα 161 Η φίλεργος και η παρασιτική πόλη 163

2. Ο φιλανθρωπικός λόγος 164 Οι χειραφετημένες 164 Η «ορθόδοξη» φιλανθρωπία και τα λαϊκά στρώματα . . . 167 Ο αστικοφιλελεύθερος φιλανθρωπικός λόγος 168 Το Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης 170 Σ ε αναζήτηση της οικογένειας 172 Η εργασία στο σπίτι 174 Το «κουτί της Πανδώρας» και η μικρέμπορος του δρόμου . 175 Ο κίνδυνος της «αψύχου μηχανής» 176

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο Φ Ι Λ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Κ Ο Σ Ι Σ Τ Ο Σ ΚΑΙ Η Χ Ε Ι Ρ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η « Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Α »

σ. 179-202

1. Στον αστερισμό της φιλανθρωπίας 181 2. Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως 182 3. Το Εργαστήριον Απόρων Γυναικών 186 4. Εργαστήριον Απόρων Γυναικών εν Θεσσαλία 194

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Τ Ο Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Τ Ι Κ Ο Π Λ Α Ι Σ Ι Ο σ. 203-269

1. Η εκπαίδευση των κοριτσιών 205 2. Κυριακά Σχολεία: Ο μετασχηματισμός της μόρφωσης σε επάγγελμα 211 3. Το Κυριακόν Σχολείον των Τεχνών 214 4. Η Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασιών

του Λαού 215 5. Το αδιέξοδο των γυναικείων επαγγελμάτων 220 6. Η Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή της Ενώσεως των Ελ-

ληνίδων 223 7. Το Κυριακόν Σχολείον του εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών

προς Προστασίαν της Εργάτιδος 240 8. Από τη φιλανθρωπία στην κοινωνική πρόνοια: Το Κυριακόν Σχο-

λείον Εργατριών του Εργατικού Κέντρου Αθηνών 257

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Σ Υ Ν Θ Η Κ Ε Σ Ζ Ω Η Σ σ. 271-296

1. Η κατοικία της εργάτριας 273

Page 362: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

2. Οι συνθήκες διαβίωσης και ο κίνδυνος των μολυσματικών ασθενειών 279 3. Η πολυτέλεια του φτωχού: Η καθαριότητα της νέας εργάτριας στον

πατερναλιστικό λόγο του 19ου αιώνα 281 4. Η διατροφή 287 5. Οι αργίες και οι διασκεδάσεις 292

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σ. 297-300

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΠΙΝΑΚΕΣ 1-12) σ. 303-328

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΩΝ σ. 329-330

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σ. 331-340

ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ σ. 341-350

ΠΕΡΙΛΗΨΗ (RÉSUMÉ) σ. 351-355

Page 363: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 364: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 365: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΙΖΗΣ ΣΑΛΙΜΠΑ

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ (1870-1922)

ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ

(Χρίστος Γ. Μανουσαρίδης)

ΤΗΣ ΚΟΤΙΝΟΣ Α.Ε. ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2003

ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Page 366: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 367: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

1. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεό-τητας, τ. Α'-Β ' , 1986, σ. 725.

2. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), 1986, σ. 467.

3. Γιώργος Παπαγεωργίου, Η μαθητεία στα επαγγέλματα (16ος-20ός αι . ) , 1986, σ. 192.

4. Ματούλα Τομαρα-Σιδέρη - Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: η δημογραφική τύχη της νεότητας, 1986, σ. 231.

5. Κώστας Τσικνάκης, Ελληνικός νεανικός τύπος (1915-1936). Καταγραφή, 1986, σ. 804.

6. Actes du Colloque International Historicité de l'enfance et de la jeunesse, 1986, σ. 709.

7. J o s é Gentil da S i lva , L'historicité de l'enfance et de la jeunesse dans la production historique récente, 1986, σ. 119.

8. Ε λ έ ν η Καλαφάτη, Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (1821-1929). Από τις προδιαγραφές στον προγραμματισμό, 1988, σ. 278 + 88 πίνακες.

9. Αλεξάνδρα Μπακαλάκη - Ε λ έ ν η Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα (1830-1929), 1987, σ. 302.

10. Οντέτ Βαρών, Ελληνικός νεανικός τύπος (1941-1945). Καταγραφή, τ. Α ' -Β ' , 1987, σ. ρ ε ' + 8 2 8 .

11. Ελένη Φουρναράκη, Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματι-σμοί (1830-1910). Ένα Ανθολόγιο, 1987, σ. 630.

12. Μάρθα Καρπόζηλου, Ελληνικός νεανικός τύπος (1830-1914). Καταγραφή, 1987, σ. 205.

13. Ελένη Μαχαίρα, Η Νεολαία της 4ης Αυγούστου. Φωτο-γραφές, 1987, σ. 216.

14. Χρήστος Γ . Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πε-λοποννήσου, 1987, σ. 136.

15. Βίκυ Πάτσιου, «Η Διάπλασις των Παίδων» (1879-1922). Το πρότυπο και η συγ-κρότησή του, 1987, σ. 236.

16. Κώστας Σοφιανός, Το νομικό καθεστώς της παιδικής ηλικίας και της νεότητας ( 1 8 3 3 -1900), τ. Α ' -Β ' , 1988, σ. ι η ' + 1 0 5 5 .

17. Δαυίδ Αντωνίου, Τα προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευσης (1833-1929), τ. Α' , 1987, σ. 759, τ . Β ' , 1988, σ. 960, τ. Γ ' , 1989, σ. 487.

18. Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914). Ανθολόγιο κειμένων - Βιβλιογραφία σχολικών εγχειριδίων, 1988, σ. 789.

19. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, τ. Α ' -Β ' , 1989, σ. 657.

20. Χαράλαμπος, Χαρίτος, Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, 1989, τ. Α' , σ. 400, τ. Β ' , σ. 467. 1989, σ. 404, τ. Β ' , 1989-1994, σ. 405-687.

21. Αλόη Σιδέρη, Έλληνες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πίζας (1806-1861), τ. Α' , 1989, σ. 404, τ. Β ' , 1989-1994, σ. 405-687.

22. P . Moullas, Les concours poétiques de l'Université d'Athènes 1851-1877, 1989, σ. 488.

Page 368: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)

23. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου, Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών AT 700-749 < Γ ε ω ρ γ ί ο υ Α. Μέγα, Κατάλογος Ελληνικών Παραμυθιών -2>, 1994, σ. 271.

24. Δημήτρης I. Κυρτάτας, Παιδαγωγός. Η ηθική διαπαιδαγώγηση στην ύστερη ελληνική αρχαιότητα, 1994, σ. 183.

25. Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη, Τα καταστατικά του Σωματείου (Nazione) των Ελ-λήνων φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας (17ος-18ος αι . ) , 1995, σ. 215.

26. Anna Angélopoulou - Aegli Brouskou, Catalogue raisonné des Contes Grecs: types et versions AT 700-749 <Archives Georges A. Mégas. Catalogue du Conte Grec - 2>, 1995, σ. 285.

27. Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ( 1 8 7 0 -1940), 1995, σ. 173.

28. Λία Παπαδάκη, Το εφηβικό πρότυπο και η Δελφική Προσπάθεια του Άγγελου Σικε-λιανού, 1995, σ. 159.

29. Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φι-λανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα το 19ο αιώνα, 1995, σ. 263.

30. Αντωνία Κιουσοπούλου, Χρόνος και ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία. Η κλίμακα των ηλικιών από τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής (7ος-11ος αι . ) , 1997, σ. 167.

31. Γιάννης Κόκκωνας, Οι μαθητές του Κεντρικού Σχολείου (1830-1834), 1997, σ. 809.

32. Χριστίνα Κουλούρη, Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας. Γυμναστικά και αθλητικά σωματεία (1870-1922), 1997, σ. 447.

33. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Οι χρόνοι της Ιστορίας για μια ιστορία της παι-δικής ηλικίας και της νεότητας, 1998, σ. 399 + 16 εικόνες.

34. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου, Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών AT 300-499 < Γ ε ω ρ γ ί ο υ Α. Μέγα, Κατάλογος Ελληνικών Παραμυθιών -3>, τ . Α΄-Β' , 1999, σ. 975.

35. Δημήτρης Δημητρόπουλος — Ευδοκία Ολυμπίτου, Αρχείο του Κεντρικού Συμβουλίου της Ε Π Ο Ν . Συλλογή Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Κατάλογοι και Ευ-ρετήρια, 2000, σ. 263.

36. Αντωνία Μερτύρη, Η καλλιτεχνική εκπαίδευση των νέων (1836-1945), 2000, σ. 703.

37. Ζιζή Σαλίμπα, Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία ( 1 8 7 0 -1922), 2002, σ. 366.

38. Μαρία Παπαθανασίου, Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο: Παιδιά και παιδική ηλικία σε μια κοινότητα της Δωρίδας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, 2002.

39. Κώστας Λάππας, Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, 2002.

— Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Μελέτες, Τεκμήρια, Συνέδρια για την Ιστορία της Παιδικής Ηλικίας και της Νεότητας. Ερευ-νητικό-Εκδοτικό Πρόγραμμα (1983-1989, 1994-2000). CD ROM, 2003.

— Ιστορικό Αρχε ίο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, Ερευνη-τικό Πρόγραμμα. Διεθνή συμπόσια. Διαρκές σεμινάριο. Δημοσιεύματα. 1983-1989, 1994-2003, 2003, σ. 47.

Page 369: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 370: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 371: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)
Page 372: Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922)