Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία...

123
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κώστας Παλούκης Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας του 1870 της πρωτεύουσας στην Ερμούπολη. Η αναζήτηση μιας ιδιαίτερης πολιτικής σκηνής

description

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να ανιχνεύσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη της Ερμούπολης τα μέσα της δεκαετίας του 1870 σε συσχέτιση με το πολιτικό κλίμα της Αθήνας. Η έντονα αστικοποιημένη ζωή της πόλης της Ερμούπολης προϊδεάζει για μια έντονη πολιτική δραστηριότητα και για όξυνση των πολιτικών παθών, ιδιαίτερα σε μια μεταβατική περίοδο τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Σύρο όπως είναι η δεκαετία του 1870.

Transcript of Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία...

Page 1: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κώστας Παλούκης

Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών:Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της

δεκαετίας του 1870 της πρωτεύουσας στην Ερμούπολη.Η αναζήτηση μιας ιδιαίτερης πολιτικής σκηνής

Μεταπτυχιακό Σεμινάριο: Η πόλη στο 19ο αιώνα, η περίπτωση της ΕρμούποληςΔιδάσκων: Χρήστος Λούκος

Page 2: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Ζωγράφου Νοέμβριος 2002

2

Page 3: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Περιεχόμενα

Εισαγωγή: Παρουσίαση των στόχων και των μεθοδολογικών εργαλείων σελίδα 3

Κεφάλαιο Πρώτο: Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός τον 19ο αιώνα:πολιτική συγκυρία και κοινωνική συγκρότηση σελίδα 4

Ενότητα Πρώτη: Η περίοδος μέχρι το 1864 σελίδα 4

Ενότητα Δεύτερη: 1862: Η Ερμούπολη εντάσσεται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό: οικονομία και πολιτική σελίδα 9

Κεφάλαιο Δεύτερο: Η Ερμούπολη, κοινωνία και πολιτική σελίδα 12 Ενότητα Πρώτη: Συγκριτική μελέτη των δεδομένων γύρω από τα χαρακτηριστικά των αντιπροσωπευτικών δομών στην Ερμούπολη των δεκαετιών 1860 και 1870 σελίδα 14Ενότητα Δεύτερη: 1862. Η Ερμούπολη εντάσσεται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Οικονομία και πολιτική σελίδα 19

Κεφάλαιο Τρίτο: Η Ερμούπολη απέναντι στην Αθήνα: Τα δημοτικά του 1974 σελίδα 23

Ενότητα Πρώτη: Η τοπική πολιτική σκηνή σελίδα 23

Ενότητα Δεύτερη: Η κεντρική πολιτική σκηνή. Αναζήτηση στοιχείων σύνδεσης με την Ερμούπολη σελίδα 35

Κεφάλαιο Τέταρτο: Η Ερμούπολη απέναντι στην Αθήνα: η κυβερνητική κρίση του 1874 σελίδα 39

Ενότητα Πρώτη: Η πτώση της κυβέρνησης Δεληγεώργη και η άνοδος του Βούλγαρη. Αντανακλάσεις της διαρκούς κυβερνητικής κρίσης στο νομό Κυκλάδων και η πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές σελίδα 39

Ενότητα Δεύτερη: Απέναντι στο «Τίς Πταιει;» του Τρικούπη και τις φημολογίες περί συνταγματικής εκτροπής σελίδα 47

Ενότητα Τρίτη: Οι εξελέγξεις και και η συζήτηση για τον προϋπολογισμού σελίδα 54

Ενότητα Τέταρτη: Η όξυνση της πολιτικής κρίσης σελίδα 61

Κεφάλαιο Πέμπτο: Συμπεράσματα σελίδα 66

Παράρτημα: Πίνακες σελίδα

Βιβλιογραφία σελίδα

3

Page 4: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ΕισαγωγήΠαρουσίαση των στόχων και των μεθοδολογικών εργαλείων

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να ανιχνεύσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη της Ερμούπολης τα μέσα της δεκαετίας του 1870 σε συσχέτιση με το πολιτικό κλίμα της Αθήνας. Η έντονα αστικοποιημένη ζωή της πόλης της Ερμούπολης προϊδεάζει για μια έντονη πολιτική δραστηριότητα και για όξυνση των πολιτικών παθών, ιδιαίτερα σε μια μεταβατική περίοδο τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Σύρο όπως είναι η δεκαετία του 1870.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, η εργασία αυτή αναζητά τους τρόπους με τους οποίους αναπαριστάται, μεταφράζεται, και αναπαράγεται στην Ερμούπολη της Σύρου το έντονο πολιτικό κλίμα της Αθήνας κατά τα έτη 1874-75. Οι διαδρομές που θα ακολουθήσουμε στην παρούσα εργασία για να προσεγγίσουμε το στόχο μας διαχωρίζονται σε δύο κεντρικά αλληλοεπιδρούμενα πεδία: το πεδίο της καθεαυτό πολιτικής ως στοιχείο του εποικοδομήματος, που αποτελεί και το βασικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας, και το πεδίο της οικονομίας, η υλική βάση, ως ερμηνευτικό εργαλείο για την κατανόηση του πρώτου, εφόσον στην πραγματικότητα τα δύο αυτά πεδία συναπαρτίζουν και συγχέονται σε μια ενιαία και αδιάσπαστη κοινωνική δομή που σε κάθε περίπτωση αποτελεί τον ενιαίο κοινωνικό σχηματισμό της πόλης της Ερμούπολης, της νήσου της Σύρας, του νομού των Κυκλάδων ή, σε ένα ευρύτερο επίπεδο, του Ελλαδικού κράτους. Παράλληλα, παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται ο δημόσιος χώρος στην Ερμούπολη, κυρίως μέσω του τύπου, και επιχειρεί να ανασυγκροτήσει το τοπικό πολιτικό σκηνικό με όλες τις ιδιαιτερότητες και τις εκφάνσεις που το υλικό και ο χαρακτήρας μιας μεταπτυχιακής εργασίας το επιτρέπουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τα πολιτικά φαινόμενα ως αντανακλάσεις και ως ένα βαθμό επιφαινόμενα προϊόντα κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων που λαμβάνουν εξέλιξη στον ίδιο και στον περιβάλλοντα χώρο της πόλης. (Αν και πάντα λαμβάνουμε υπόψη μας τη σχετική αυτονομία που μπορεί να χαρακτηρίζει τα δύο αυτά πεδία, χωρίς όμως ποτέ να διασπάται η ενιαιότητάς τους.) Αυτό σημαίνει ότι αναζητούμε κάτω από περίβλημα του πολιτικού λόγου και των πολιτικών συμφερόντων ταξικά συμφέροντα, κάτω από τα ιδεολογικά προτάγματα και την πολιτική δράση οικονομικές τάσεις και πιέσεις προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Κατά μια έννοια η παρούσα εργασία προσπαθεί μέσω της πολιτικής να αναδείξει στοιχεία της ιδεολογίας, της λειτουργίας και της δράσης της άρχουσας τάξης. Να ανασυγκροτήσει το προφίλ της, το χαρακτήρα και την ιδιαίτερη προσωπικότητά της. Με τον όρο άρχουσα τάξη εννοούμε το σύνολο των φυσικών προσώπων που με βάση το ρόλο τους συγκροτούν μέσα στον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό όχι μόνο ως φυσικό άθροισμα, αλλά κυρίως μέσα από σχέσεις (πολιτικές, παραγωγικές, οικονομικές, ιδεολογικές, οικογενειακές, έμφυλες, θεσμικές, θρησκευτικές κ.α.) ένα συνεκτικό κοινωνικό στρώμα, την τάξη, που με οποιοδήποτε τρόπο, οποιοδήποτε μέσο και υπό οποιαδήποτε ιδιότητα ασκεί εξουσιαστικό και ηγεμονικό ρόλο στην κοινωνία, την επηρεάζει, την κατευθύνει και την καθοδηγεί. Κυριαρχεί πάνω σε όλες τις υπάλληλες τάξεις και αγωνίζονται για να επιβεβαιώσει, να αναπαράγει και να διευρύνει την ηγεμονία της και την κυριαρχία της. Ως γνωστόν και ειρρημένον υπό του Καρλ Μαρξ, η πάλη αυτή μεταξύ των διαφόρων τάξεων κινεί την ιστορία.

Η επίτευξη των παραπάνω στόχων όμως δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει κάποιους γενικότερους προβληματισμούς που προκαλεί η μελέτη της σχέσης ανάμεσα σε μια πόλη της ελλαδικής περιφέρειας και την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Συνεπώς, σε ένα δεύτερο επίπεδο επόμενος στόχος θα πρέπει να είναι η αναζήτηση μέσα από τις καταλήξεις της παραπάνω μελέτης του βαθμού κοινωνικοπολιτικής και φαντασιακής σύνδεσης ανάμεσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό της νησιωτικής περιφέρειας με τα ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της Ερμούπολης της Σύρου και το διοικητικό και πολιτικό κέντρο της χώρας, την Αθήνα κατά την περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 1870. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αγγίζοντας την Ερμούπολη μελετούμε μια συνιστώσα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Εκ

4

Page 5: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

των πραγμάτων, λοιπόν, θα αναδυθεί μέσα από τις επιμέρους απαντήσεις μια συνολική εικόνα για την Ελλάδα της περιόδου.

Γίνεται σαφές ότι στην ουσία οι εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα από την έρευνα όλων αυτών των σχέσεων και των πλευρών θα αφορούν όχι μόνο συνολικά την κοινωνία της Ερμούπολης ως ιδιαίτερη πόλη και ως πόλη της Ελλάδας της συγκεκριμένης περιόδου, αλλά και ως πόλη του 19ου αιώνα, ζήτημα το οποίο απασχολεί κατά βάση το σεμινάριό μας.

Τέλος, η μελέτη της πολιτικής σκηνής της Ελλάδας του 19ου αιώνα μέσα από τα δημοτικά και πολιτικά πράγματα αυτόματα γεννάει συνισρμούς με τη σύγχρονη πραγματικότητα αφού ο σύγχρονος ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός και σύσγχρονο πολιτικό σύστημα στα τέλη του 20ου

και αστις αρχές του 21ου αιώνα έχει τις ρίζες στου σε εκείνο του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα., μπορούμε μέσα από τη μελέτη των εκλογών ακόμη ως θεσμών να εκτιμήσουμε διαφορές και ομοιότητες.

5

Page 6: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Κεφάλαιο ΠρώτοΟ ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός τον 19ο αιώνα:

πολιτική συγκυρία και κοινωνική συγκρότηση

Ενότητα ΠρώτηΗ περίοδος μέχρι το 1864

Το βασικό πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος την μεταπολιτευτική περίοδο, την περίοδο αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του συντάγματος του 1864 και την ενθρόνιση του Γεωργίου Α΄, ήταν ότι η επανεμφάνιση του λαϊκού παράγοντα με την επανάσταση του 1862 στο πολιτικό προσκήνιο οδήγησε με τη ρύθμιση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άρρενες υπηκόους σε ένα πολύ δημοκρατικό συνταγματικό καθεστώς το οποίο εμπόδιζε τα ηγετικά τμήματα της κυρίαρχης τάξης να ασκήσουν με απόλυτο και ελεύθερο τρόπο την ηγεμονία τους στην κοινωνία. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πληρέστερα τις διεργασίες που συντελούνται την μεταπολιτευτική περίοδο θα πρέπει να ανατρέξουμε στις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους.

Το οικονομικό σύστημα που επικράτησε ως κυρίαρχο στην μετεπαναστατική Ελλάδα στα 1830 δεν αντανακλούσε με καμία δύναμη σε ένα σύστημα καπιταλιστικών σχέσεων. «Ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού ζει ... στους ρυθμούς της οικονομίας του χωριού, που στηρίζεται στην αυτάρκεια· στο πλαίσιο δηλαδή εκείνης της «στατικής» ισορροπίας της υπαίθρου, όπου ο καταμερισμός της εργασίας δεν έχει προχωρήσει και όπου η δευτερογενής παραγωγή, όταν ξεπερνά τα όρια του αγροτικού νοικοκυριού και της αυτοκατανάλωσης βρίσκεται, στην καλύτερη περίπτωση, στα χέρια των πλανόδιων εποχικών τεχνιτών, που ασκούν την τέχνη τους συμπληρωματικά προς την κύρια αγροτική τους απασχόληση.»1 Δεν είναι όμως η Οθωνική Ελλάδα ένας κοινωνικός παράδεισος, στον οποίο οι παραγωγικές τάξεις είναι αυτόνομες οικονομικά και πολιτικά. Το οικονομικό σύστημα παραγωγής τείνει προς την αυτάρκεια, αλλά δεν είναι αυτάρκες. Είναι σαφές ότι υπάρχει κοινωνική διαφοροποίηση. Υφίσταται μια κυρίαρχη άρχουσα τάξη, η οποία προέρχεται από τα προεπαναστατικά ηγετικά στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας και από τα στρώματα που ηγήθηκαν της επανάστασης. Αυτά τα στρώματα μαζί με τους βαυαρούς που εισέρχονται με τον Όθωνα συγκροτούν το κράτος διαμορφώνοντας μια αστική κρατική άρχουσα τάξη.

Τα ηγετικά αυτά τμήματα αποτελούσαν κατά ένα μέρος προϊόντα εκείνων των οικονομικών δυναμικών καπιταλιστικής κατεύθυνσης που είχαν συμπαρασύρει από το τέλος του 18ου αιώνα περίπου την οικονομία της ευρύτερης περιοχής στη νεωτερική εποχή (συγκεκριμένα με την επέκταση των εμπορευματικών μονοκαλλιεργειών, με την πρωτοεκβιομηχάνιση και με την ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας). Οι δυναμικές αυτές ήρθαν σε τελμάτωση, ιδιαίτερα μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την αποκατάσταση της οικονομικής λειτουργίας στην Ευρώπη. Τα αστικά στρώματα που εξέφρασαν αυτές τις δυναμικές περιήλθαν σταδιακά σε κρίση και αδυναμία επιβεβαίωσης της μέχρι τότε κατακτημένης κοινωνικής θέσης ως τάξη. Το οθωμανικό κοινωνικό πλαίσιο με τις υψηλές φορολογικές απαιτήσεις και τις παραδοσιακές δομές αποτελούσε εμπόδιο για την πραγμάτωση της υπέρβασης της κρίσης και της κοινωνικής ταξικής αναπαραγωγής των φορέων τους. Επομένως η σύγκρουση με το οθωμανικό κράτος ήταν μονόδρομος για αυτούς διεκδικώντας την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία. Η φύση της παραγωγικής βάσης των αστών και το κυρίαρχο ιδεολογικό πνεύμα του διαφωτισμού τους έσπρωξε σε αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα οραματικά προτάγματα για το νέο κράτος. Με αυτά τα στρώματα συμπορεύτηκαν στρατιωτικές ομάδες με κυριαρχικό ρόλο στην περιοχή ή αποστρατευμένοι μισθοφόροι των ναπολεόντειων πολέμων που είχαν μείνει χωρίς δουλειά.

Η συμμετοχή όμως των κατώτερων παραγωγικών στρωμάτων στην επανάσταση δημιούργησε ένα πολύ πιο σύνθετο κοινωνικοπολιτικό τοπίο στην επαναστατημένη Ελλάδα. Οι αγρότες οι οποίοι πλήττονταν στην πραγματικότητα από την οικονομική κρίση πολύ περισσότερο

1 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, ΙΑΕΤΕ Αθήνα 1986, σ. 15

6

Page 7: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

από τους προύχοντές τους διατηρούσαν τις δικές τους επιδιώξεις για τη μελλοντική κοινωνία εμποδίζοντας τις ηγετικές ομάδες να επιβάλλουν τις δικές τους επιδιώξεις. Το δικό τους όραμα που δεν μπορούσε να αποκρυσταλλωθεί ιδεολογικά με ξεκάθαρη πολιτική συγκρότηση, αλλά μόνο κοινωνικά ως δυναμική ήταν η φορολογική-οικονομική, κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση από τα δεσμά της οθωμανικής φεουδαλικής τάξης που σήμαινε απόκτηση αγροτικού κλήρου και παραγωγική κατεύθυνση προς «κλειστή αυτάρκη οικονομία». Οι τάσεις αυτές έρχονταν σε σαφή αντίθεση με τις προσδοκίες των ηγέτιδων ομάδων της επανάστασης.

Ήταν επόμενο, λοιπόν, οι παλαιές και νέες ελίτ που ηγεμόνευσαν στο νέο ελληνικό κράτος να αδυνατούν να οικειοποιηθούν την απελευθερωμένη από τους Οθωμανούς αγιάνηδες αγροτική γη αφού έχοντας να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό εχθρό χρειάζονταν διευρυμένη συναίνεση και συμμετοχή από τις λαϊκές αγροτικές/ κτηνοτροφικές μάζες. Έπρεπε αναγκαστικά να λάβουν υπόψη ή και να υιοθετήσουν τις δικές τους διεκδικήσεις. Κατά συνέπεια, λοιπόν, αδυνατούσαν να επιβάλλουν και να αναπαράγουν δομές εμπορευματικής καλλιέργειας. Αδυνατούσαν να δημιουργήσουν μια αριστοκρατία της γης, αδυνατούσαν να υποτάξουν την αγροτική παραγωγή στο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου αδυνατούσαν να συγκροτηθούν ως άρχουσα τάξη με βάση ένα οικονομικό σύστημα παραγωγής. Η επανάσταση είχε ανατρέψει σε βάρος τους την προεπαναστατική ταξική ισορροπία.

Γίνεται αντιληπτό το γεγονός, ότι οι επαναστάτες κατά τη διάρκεια της επανάστασης δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν κράτος, δεν οφείλεται μόνο στη μικροπολιτική αντιπαλότητα κάποιων ηγετών. Αντίθετα, ο χαρακτήρας της μεταξύ τους σύγκρουσης που είχε τη βάση τη φατρία, μια διαταξική συσσωμάτωση, δείχνει πως επρόκειτο για διεκδίκηση της εξουσίας όχι από φυσικά πρόσωπα, αλλά από διαφορετικούς κάθετους κοινωνικούς συνασπισμούς, από αυτόνομες συμπυκνώσεις συσχετισμών ταξικής ισορροπίας. Οι κοινωνικοί αυτοί συνασπισμοί εμπεριείχαν διεκδικήσεις που αφορούσαν και τα κατώτερα στρώματα και εμπόδιζαν τα ηγετικά τμήματα να συνενωθούν σε ενιαία άρχουσα τάξη και να επιχειρήσουν συνολικά να επιβληθούν μέσα από τη πραγμάτωση του κράτους πάνω στα κατώτερα στρώματα. Εμπόδιζαν την οριζοντιοποίηση της ταξικής κυριαρχίας φέρνοντας στην επιφάνεια την ανάγκη της ύπαρξης κάθετων μορφών κυριαρχίας.

Με το τέλος, λοιπόν, του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα προέκυψε μια κατάσταση «καταστροφικής ισορροπίας»: καμία πολιτική δύναμη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να διεκδικήσει με επιτυχία την πολιτική ηγεμονία πάνω στις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Παράλληλα, καμιά πολιτική δύναμη δεν ήταν τόσο «αδύνατη» ώστε να επιτρέψει την κυριαρχία κάποιας άλλης. Το αποτέλεσμα, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις «καταστροφικής ισορροπίας, ήταν ο βοναπαρτισμός. Συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του αρχηγού του κράτους και δικτατορική διακυβέρνηση σε ανεξαρτησία από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις.»2 Η προσπάθεια του Καποδίστρια στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία, διότι δεν κατείχε αρκετή εξωγενή δύναμη για να επιβάλλει στις κεντρόφυγες δυνάμεις το κράτος. Αυτό όμως ως γνωστό έγινε εφικτό μόνο με τον ερχομό του Όθωνα και του βαυαρικού στρατού.

Επιβλήθηκε εκ των άνω και χωρίς τη συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα ένα αυταρχικό ελέω θεού μοναρχικό καθεστώς. Δεν είναι καθόλου τυχαίοι ότι όλοι οι μέχρι τότε ριζοσπάστες δημοκρατικοί ηγέτες και η Εθνοσυνέλευση αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την μοναρχική επίλυση. Ήταν μια επίλυση του προβλήματος που προέκυπτε όχι μόνο αναγκαστικά με τη δύναμη των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και από εσωτερική ανάγκη. Τα τμήματα της επαναστατικής ελίτ κατάφεραν προσωρινά γύρω και με βάση το μονάρχη να απαγκιστρωθούν ως ένα βαθμό από τις κοινωνικές τους βάσεις, να συνενωθούν σε άρχουσα τάξη αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της κρατικής μηχανής. Το κράτος δεν αποτελεί μόνο όργανο ή μηχανισμό της ηγεμονίας τους, αλλά οι ίδιοι συναποτελούν το κράτος ως συλλογική ηγεμονεύουσα δύναμη με την προνομιακή συμμετοχή τους στην κρατική διοίκηση. Η οικονομική τους βάση μέσα από την οποία πετυχαίνουν την ταξική κυριαρχία επί της κοινωνίας αντλείται από ίδιο κράτος είτε με τη μορφή

2 Βλ. Μηλιός Γ., Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2000, σ. 293. Σε υποσημείωση του παραπάνω χωρίου ο συγγραφέας προτρέπει την προσοχή σε ένα σημείο: «Ο βοναπαρτισμός προκύπτει ως αποτέλεσμα της «καταστροφικής ισορροπίας» ανάμεσα στις δρώσες κοινωνικοπολιτικές

7

Page 8: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

του μισθού, είτε με τη μορφή της υπαιξέρεσης, της δωρεάς είτε με άλλες μορφές. Είναι η νομή των προσόδων του είτε αυτοί προέρχονται από εξωτερικό ή εσωτερικό δανεισμό είτε από τη βίαιη απόσπαση χρηματικών προσόδων με τη μορφή φορολογίας από τους αγρότες. «Η πρωτογενής συσσώρευση, αλλά και η αναδιανομή του κοινωνικού πλεονάσματος περνούσαν πρωταρχικά μέσα από το κράτος, το οποίο κατ’ αυτόν τον τρόπο έθετε τους όρους και τα όρια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Παράλληλα, έως το 1871, το κράτος εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης των μισών περίπου – και μάλιστα των περισσότερων εύφορων – από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις της χώρας. Η παραγωγή λοιπόν και μεγάλο μέρος της απασχόλησης εξαρτιόταν , άμεσα ή έμμεσα, από τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους.»3

Αντανακλώντας, όμως, το εποικοδόμημα του νέου κράτους τόσο στην παράδοση της επανάστασης όσο και σε μια υλική βάση αστικής λειτουργίας αποκτά μια δομή αστική παρά τον απολυταρχισμό. Αυτό σήμαινε ότι ήταν υπαρκτή η δυνατότητα να λειτουργήσουν μέσα στα πλαίσιά του καπιταλιστικές μορφές παραγωγικών σχέσεων, όπως και λειτούργησαν για παράδειγμα στη Σύρο, ή ότι ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν. Το δεύτερο αυτό αποτελούσε σαφή πρόθεση της άρχουσας τάξης. Το γεγονός ότι η Δύση ήταν το πρότυπο αντανακλά σε έναν τέτοιο ιδεολογικό προσανατολισμό. Είναι μάλιστα γνωστό ότι η οθωνική διοίκηση επιχείρησε να προωθήσει την ίδρυση μανιφατούρας, αποτυχημένα βέβαια καθώς δεν το επέτρεπαν οι κοινωνικοί όροι4.

Κατά τον ίδιο τρόπο απέτυχε και η προσπάθεια του Όθωνα και του περιβάλλοντός του5 να μονιμοποιήσει τα βοναπαρτικά στοιχεία του καθεστώτος του διευρύνοντας και αναπαράγοντας τον μηχανισμό εξουσίας του δίνοντας μια υλική βάση στο εποικοδόμημα του οποίου προϊστατο. Η προσπάθειά του6 να δομηθεί μια αγροτική οικονομία που θα είχε ως παραγωγική βάση αυτόνομους καλλιεργητές επί των οποίων θα λειτουργούσε κυριαρχικά πλέον η άρχουσα κρατική τάξη που είχε συγκροτηθεί πέριξ του, ως αριστοκρατία της γης, παρότι ήταν μια προσπάθεια που αντανακλούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στο μετεπαναστατικό επίπεδο ταξικής ισορροπίας, έβρισκε εμπόδια στις διαθέσεις των ηγετικών ομάδων. Η «καταστροφική ισορροπία» συνέχιζε να υφίσταται τόσο μεταξύ των υπαρχόντων κοινωνικών συνασπισμών όσο και μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, των αγροτοκτηνοτρόφων και των κομματαρχών τους. Η αδυναμία της διανομής των εθνικών γαιών, ακόμη και αυτή η δέσμευσή τους από τα δάνεια, τα οποία νεμόταν η άρχουσα τάξη, ανταποκρίνεται στα δομικά χαρακτηριστικά του οθωνικού βοναπαρτικού καθεστώτος.

Επομένως, στην ουσία το πρόβλημα της ηγεμονίας επί των υπάλληλων τάξεων δεν είχε επιλυθεί. Η «καθετοποίηση» της κυριαρχίας με την ενοποίηση των ηγετικών τμημάτων της επανάστασης σε μια ενιαία άρχουσα κρατική τάξη υπό το πρόσωπο του Όθωνα, ήταν τεχνητή, χωρίς κοινωνική γείωση, εφόσον δεν αντανακλούσε σε ένα σύστημα παραγωγής, παρά τις όποιες προσπάθειες του βασιλικού περιβάλλοντος. Ήταν καθαρά πολιτική, εκ των άνω επιβεβλημένη με την υποστήριξη των αρχουσών τάξεων άλλων χωρών, των Μεγάλων Δυνάμεων που ήταν καταστατικά οι εγγυήτριες δυνάμεις. Στην πράξη οι «οριζόντιοι συνασπισμοί» διαιώνιζαν την ύπαρξή τους μέσω των κομμάτων, η «καθετοποίηση» των μηχανισμών συναίνεσης επιβίωνε, εκφυλισμένη όμως πλέον με τη μορφή των πελατειακών σχέσεων. Η επιβολή της ηγεμονίας είτε πετυχαινόταν μέσω της ανοιχτής βίας (επέμβαση του στρατού στην Μάνη, την Αιτωλοακαρνανία, 3 Βλ. Σωτηρέλης Γ., Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα 1864 – 1909, Θεμέλιο Αθήνα 1991, σ. 944 «... Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου κράτους έγινε συχνά λόγος περί βιομηχανίας. Πρόσφατα απελευθερωμένη, η Ελλάδα ήταν τότε ένα είδος «παρθένας γης», ελκυστική για τους ονειροπόλους ή και τους τυχοδιώκτες, για τους δυτικότροπους μεταρρυθμιστές ... ή ακόμα και για κάποιους επιχειρηματίες ή τεχνίτες που επιθυμούσαν, από φιλοπατρία, να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τόπου. Συγκεκριμένα έγινε κατ’ επανάληψη λόγος περί δημιουργίας μεγάλων εργαστηρίων (manufactures), συγκεντρωμένων μονάδων παραγωγής που η χώρα αγνοούσε ως τότε. Ο νεαρός βασιλιάς Όθων και το περιβάλλον του έμοιαζαν γοητευμένοι από την προπτική της προνομιούχου «βασιλικής μανιφακτούρας», θεσμού που τόσο είχε συμβάλλειστην ενίσχυση της δύναμης και του γοήτρου ορισμένων προηγμένων χωρών, όπως η Γαλλία». Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές ..., ό.π., σσ. 15 - 165 Τον ίδιο στόχο επιχείρησε και πρωτύτερα ο Καποδίστριας με το κόμμα των Ναπαίων, εγχείρημα που τελικά απέτυχε με τη δολοφονία του.6 Ο Πετρόπουλος γράφει «... Πιο γρήγορα υποστήριξε και διεύρυνε μια πολυάριθμη τάξη μικρογαιοκτημόνων με σκοπό να τη χρησιμοποιήσουν ως βασικό στήριγμα του καθεστώτος του.» Βλ. Πετρόπουλος Τ., Πολιτική συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833 – 1843), Αθήνα, ΜΙΕΤ, σ.321

8

Page 9: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

καταστολή του κινήματος του Παπουλάκου, βίαιη απόσπαση των φόρων) είτε αποτύχαινε επιτρέποντας την ύπαρξη παράλληλων εξουσιών π.χ. ληστές (που όμως τελικά ενσωματώνονταν στον μηχανισμό εξουσίας μέσω της σχέσης με τα κόμματα). Η σε βάρος της ηγεμονεύουσας συγκροτημένη ιστορική ταξική ισορροπία δεν είχε αναιρεθεί.

Παρόλαυτά, η κρατική αστική τάξη διατηρούσε ως προοπτική και ως στόχευση την ανατροπή αυτής της ισορροπίας, πράγμα που σήμαινε κατάργηση του οθωνικού βοναπαρτισμού. Οι πρώην φαναριώτες φορείς του διαφωτισμού, οι έμποροι και οι κεφαλαιούχοι αστοί που υποκίνησαν την εξέγερση του 1821, οι ντόπιοι προύχοντες που προσέβλεπαν στην αποτίναξη του σουλτανικού ζυγού και τη δική τους ηγεμονία, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που έζησαν την ελευθερία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχαν μπολιαστεί με τα ιδανικά της αστικής δημοκρατίας και διατηρούσαν την αστική τους συνείδηση. Υφίσταντο ως δυναμικές και εμπόδιζαν τη διατήρηση και αναπαραγωγή του απολυταρχισμού. Μόνο ένα αστικοδημοκρατικό καθεστώς ως πολιτικό εποικοδόμημα μπορούσε να εκφράζει την ηγεμονία των αστικών ηγέτιδων ομάδων. Υπήρχαν οι θεσμικές βάσεις, απουσίαζαν οι καπιταλιστικές σχέσεις, ήταν εμπόδιο η κοινωνική ισορροπία. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε διαφορετική προοπτική για την Ελλάδα. Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων ήταν μονόδρομος. Η διαδικασία αυτή είχε τεθεί σε εξέλιξη από τη στιγμή που το βοναπαρτικό καθεστώς του Όθωνα αποτύγχανε να αναπαραχθεί με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται σιγά – σιγά η εξουσία του.

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις διαδικασίες αυτές. Η επιβολή της φορολογίας ως εξωοικονομική διαδικασία απόσπασης υπεραξίας από την υπερεργασία των αγροτικών παραγωγικών τάξεων από την πλευρά του συλλογικού επικυρίαρχου που ήταν το κράτος – άρχουσα τάξη προκαλούσε βίαιη ρήξη στις τάσεις προς αυτάρκεια των αγροτικών οικογενειακών μονάδων. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια μορφή βίαιου εκχρηματισμού, εφόσον οι παραγωγικές τάξεις έπρεπε να κατέχουν χρήμα για να μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Ταυτόχρονα, ο παράγοντας του δανεισμού κατά τον οποίο οι έμποροι έλαβαν τη μορφή τοκιστών διεύρυνε τον οικονομικό τους έλεγχο επί των αγροτών και επέτεινε την πίεση για εκχρηματισμό προς μεγαλύτερο καταμερισμό εργασίας. Στην πράξη η φορολογία και η τοκογλυφία δημιουργούσαν την ανάγκη της εργασίας για την παραγωγή προϊόντων με αξία οικονομικής συναλλαγής, επέβαλλε δηλαδή με εξωοικονομικό τρόπο την κυριαρχία του νόμου της αξίας στην αγροτική παραγωγή και ότι αυτό συνεπάγεται, την ανάγκη δηλαδή κατοχής χρήματος για την προσπόριση των αναγκαίων. Επέβαλλε την πρόσθετη εργασία η οποία παρήγαγε αξία και εφόσον γινόταν με σκοπό την ικανοποίηση της αποπλήρωσης του φόρου και δεν καρπωνόταν από τον παραγωγό, ήταν υπερεργασία και τον προϊόν της υπεραξία. Οι αγρότες προσάρμοζαν τις καλλιέργειές τους στις ανάγκες της αγοράς με συνέπεια να υποταχθούν οικονομικά και κατά συνέπεια και κοινωνικά στους εμπόρους. Η εμπορευματική μονοκαλλιέργεια επέστρεψε, ενώ μηχανισμοί πρωτοεκβιομηχανικοί επανεμφανίστηκαν7. Υπήρξε δηλαδή ένας καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας που έσπαζε την αυτάρκεια. Η επιβολή και η διεύρυνση του κράτους, και όσο αυτή εξελισσόταν και παγιωνόταν στις δεκαετίες που ακολουθούσαν, έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία, εφόσον οι αγρότες δεν είχαν άλλη διέξοδο.

Η διεύρυνση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας οδηγούσε σταδιακά σε διεύρυνση της κοινωνικής διαφοροποίησης. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρήκε επιτέλους οικονομική βάση, απέκτησε κυριαρχικές λειτουργίες, μπορούσε να αποστασιοποιηθεί ως ένα βαθμό από το κράτος ή τουλάχιστον κάποια κομμάτια της και να στηριχθεί αυτόνομα και αυτοδύναμα στην κοινωνία. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι σιγά σιγά ανατρεπόταν η ταξική ισορροπία υπέρ της μέσω των υπο διαμόρφωση εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, ενώ βέβαια άρχισε να διευρύνεται η κοινωνική διαφοροποίηση. Το κίνημα του 1843 αποτελεί μια έκφανση της πίεσης προς αυτήν τη πορεία. Κατά την άποψή μου το κίνημα του 1843 επιβεβαιώνει την άποψη ότι η ταξική πάλη προηγείται των παραγωγικών σχέσεων στη διαλεκτική ιστορική κίνηση. Δηλαδή πρώτα αλλάζει η ταξική ισορροπία στις κοινωνικές σχέσεις προκαλώντας κενά και δυναμικές προοπτικές στο χώρο οικονομίας και έπειτα δημιουργούνται οι

7 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές ..., ό.π., σσ. 77 - 165

9

Page 10: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

προϋποθέσεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη που με τη σειρά τους πιέζουν τις κοινωνικές σχέσεις για νέες ανατροπές. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το κίνημα εκδηλώθηκε όταν η οικονομική βάση του απολυταρχικού Οθωνικού καθεστώτος, τα δάνεια, έπαψαν να υπάρχουν, όταν το ίδιο το καθεστώς αδυνατούσε να αναπαραχθεί και περνούσε εσωτερική κρίση, εφόσον τα βοναπαρτικά του χαρακτηριστικά αλλοιώνονταν και τα ηγετικά τμήματα ενιαιοποιούνταν πάνω σε μια οικονομική βάση γειωμένη στην παραγωγή, είχαν ενδυναμωθεί και διευρυνθεί και ζητούσαν βέβαια και μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής στη διοίκηση της κοινωνίας και τη διαχείριση του κράτους. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών ήταν το Σύνταγμα του 1844, το οποίο δεν ικανοποιούσε φυσικά όλες τις επιδιώξεις. Η οριζοντιοποίηση των μορφών κοινωνικής συναίνεσης μπορεί να συνέχιζε να είναι ανολοκλήρωτη και οι κάθετοι κοινωνικοί συνασπισμοί να διατηρούσαν τη δυναμική τους, αλλά ήταν πια σαφώς περιορισμένη. Η άρχουσα τάξη είχε την ικανότητα πια να χειραγωγεί αυτόνομα τις κατώτερες τάξεις εκφυλίζοντας τις οριζόντιες σχέσεις σε πελατειακές σχέσεις. Ο απολυταρχισμός δεν ήταν πια τόσο αναγκαίος για την επιβεβαίωση της ηγεμονίας της. Η επανεμφάνιση των τριών κομμάτων (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό) και η δομική πια μέσα από το κοινοβούλιο διαπλοκή τους με το κράτος έφερε στην επιφάνεια έναν καλύτερο για την άρχουσα τάξη τρόπο αναίρεσης της μετεπαναστατικής κοινωνικής ισορροπίας. Το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην Πρώτη του 1844 και τη Δεύτερη του 1864 Συντακτική Εθνοσυνέλευση είναι η περίοδος κατά την οποία οι πελατειακές σχέσεις αναπτύχθηκαν. Από τη μια, λοιπόν, και «ο ίδιος ο πολίτης, μέσω της ψήφου, αποκτούσε διαπραγματευτική δύναμη. Ήταν πλέον υπολογίσιμος παράγοντας της πολιτικής ζωής και η κρατική εξουσία έπαψε να του φαίνεται μακρινή και απρόσωπη, καθώς είχε εύκολη πρόσβαση σε κάποιους ορατούς – και εξαρτημένους από αυτόν – αντιπροσώπους της.»8 Από την άλλη, όμως, η διεύρυνση των πελατειακών σχέσεων ήταν μια διαδικασία κατά την οποία η διαμεσολάβηση μεταξύ εξουσίας και πολίτη ολοένα και περισσότερο γινόταν πιο προσωπική. Η υπαγωγή γινόταν άμεση και συγκεκριμένη, οι κατώτερες κοινωνικές ομάδες δε γίνονταν αντιληπτές από την εξουσία ως τάξη, όπως γινόταν με το απολυταρχικό Οθωνικό καθεστώς, αλλά ως πρόσωπα. Η ταξική ισορροπία δηλαδή αναιρούνταν σταδιακά υπέρ των ηγέτιδων τάξεων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτήν την περίοδο το πρόσωπο του Όθωνα έπαψε να είναι αγαπητό στους αγρότες, όπως ήταν μέχρι τότε. Ο Όθωνας απέτυχε να φτιάξει μια τάξη μικροϊδιοκτητών που θα αποτελούσε τη βάση της κυριαρχίας του και η σχέση του με την κοινωνία διεμβολίστηκε από τις πελατειακές σχέσεις. «Τα πελατειακά δίκτυα όμως κατά τη διάρκεια της περιόδου 1844 – 1862, σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσαν υπολογίσιμη παράμετρο για την έκβαση των εκλογικών αναμετρήσεων. ... Σχετικοποιούνταν συνεχώς από τις εκλογικές επεμβάσεις του Στέμματος και των αυλικών κυβερνήσεων, που προσέδιδαν συχνά στις εκλογές παρωδιακό χαρακτήρα ... .»9 Το Οθωνικό σύστημα διακυβέρνησης ως διαδικασία αναίρεσης των κοινοβουλευτικών κεκτημένων ήταν εκείνο που τελικά συνέχιζε να λειτουργεί συνεκτικά γύρω από την ηγεμονία της κρατικής αστικής τάξης

Σε ένα άλλο επίπεδο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι όσο προχωρούσε η καπιταλιστικοποίηση της κοινωνίας και αυξανόταν το χάσμα μεταξύ των τάξεων, οι πλούσιοι γίνονταν πιο πλούσιοι και πιο δυνατοί, οι φτωχοί πιο φτωχοί και πιο αδύνατοι, όσο έσπαζαν οι κάθετοι μηχανισμοί κοινωνικής συναίνεσης, εμφανιζόταν η ανάγκη για συναίνεση μέσω της ιδεολογικής χειραγώγησης. Η έξαρση της ληστείας που έλαβε τα μέσα του 19ου αιώνα χαρακτηριστικά επιδημικά αποτελούσε το μόνο καταγεγραμμένο τρόπο για τις ελληνικές αγροτικές μάζες δράσης, αντίστασης και σύγκρουσης με το κράτος10. Δεν είναι τυχαίο που από εκείνη την εποχή θα επιστρατευθεί και ο εθνικισμός. Η Μεγάλη Ιδέα του Ιωάννη Κωλλέτη αποτελούσε σίγουρα για τις αγροτικές μάζες, μια υπόσχεση, ένα όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Εξάλλου, η καπιταλιστικοποίηση των σχέσεων παραγωγής και η εμπορευματικοποίηση της

8 Βλ. Σωτηρέλης Γ., ό.π., σ. 989 Βλ. Σωτηρέλης Γ., ό.π., σ. 9910 Έχουμε μάλιστα και ιδεολογικοποίηση της ληστείας με κείμενο του γιου του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Δημήτριου Παπαρρηγόπουλου ο οποίος δήλωνε αναρχικός και πέθανε από απεργία πείνας. Στην πραγματικότητα, εφόσον και όσο η ληστεία εντασσόταν στους μηχανισμούς εξουσίας, επρόκειτο για προνομιακή διατήρηση του status quo της μετεπαναστατικής ταξικής ισορροπίας που είχαν απωλέσει οι αγρότες, αλλά οι ομάδες των ληστών τη διατηρούσαν. Ήταν δηλαδή περισσότερο ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, όπως παλιότερα οι αυτάρκεις γεωργοί.

10

Page 11: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

οικονομίας περνούσε μέσα από την ολοκλήρωση της κυριαρχίας του κράτους, την ενιαιοποίησή του διοικητικά και πολιτικά για να μπορέσει να ενωθεί και παραγωγικά. Η κατασκευή ενός ενιαίου εθνικού χώρου περνούσε βέβαια μέσα από την κατασκευή μιας ενιαίας εθνικής συνείδησης, μιας ενιαίας εθνικής γλώσσας μιας ενιαίας εθνικής φαντασιακής κοινότητας, αυτής του ελληνικού έθνους, με τους εχθρούς της και τους φίλους της. Ο εθνικιστικός παροξυσμός των επόμενων δεκαετιών αντανακλά στη δυσκολία του οθωνικού καθεστώτος να εκπληρώσει δομικά το ρόλο του ως βοναπαρτικό καθεστώς, ως δηλαδή εξισορροπητικός παράγοντας και για αυτό κατέφυγε και προσωπικά ο ίδιος ο Όθωνας στη χρήση της ιδεολογίας.

Η διαδικασία διάλυσης των συνασπισμών εξουσίας έτσι όπως είχαν δομηθεί μετεπαναστατικά γύρω από τα τρία κόμματα, διαδικασία που ξεκίνησε μετά το 1854 (χρονιά έναρξης της κατοχής του Πειραιά από τα συμμαχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου), στην πράξη αποδόμησε τον μηχανισμό εξουσίας με τον οποίο οι κάθετοι συνασπισμοί μέσα από τη συμμετοχή στο κράτος ακυρώνονταν ως τέτοιοι. Η κατοχή μπορεί να μην επέτρεψε την άμεση εμφάνιση αυτών των διαλυτικών τάσεων, αλλά συνέτεινε σε αυτήν την εξέλιξη κάνοντας εμφανή την αδυναμία του οθωνικού καθεστώτος να επιβληθεί κυριαρχικά. Η προσπάθεια των πολιτικών, δηλαδή της «κρατικής αστικής τάξης», για απόκτηση της πολιτικής αυτονομίας από το βασιλιά στη διαμεσολάβηση μεταξύ κράτους και πολιτών και η πίεση για κοινωνική ανέλιξη των νέων μικροαστικών ομάδων που γεννήθηκαν από τις διαδικασίες καπιταλιστικοποίησης σε συνδυασμό με την πίεση για κοινωνική ανέλιξη των φοιτητών δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση η οποία εφόσον συνδέθηκε με τις λαϊκές τάξεις πήρε τη μορφή εξέγερσης. Από το 1859 ο λαϊκός παράγοντας έκανε ξανά εμφανή την παρουσία του με τη σταδιακή ενδυνάμωση της ληστείας, αλλά και τις εξεγέρσεις που οδήγησαν τον Οκτώβριο του 1862 στην έξωση του Όθωνα.

Η κατάσταση κατά τη διάρκεια της μεσοβασιλείας σημαδεύτηκε από έντονες συγκρούσεις μεταξύ νέων πολιτικών μερίδων που αναδείχθηκαν μέσα από τον αντιδυναστικό αγώνα. Το πολύ σημαντικό σε αυτούς τους νέους κοινωνικούς σχηματισμούς ήταν ότι πλέον διαχωρίζονταν με βάση ιδεολογικές διαφορές ακολουθώντας τα πρότυπα της γαλλικής εθνοσυνέλευσης. Οι «ορεινοί» με ηγέτη τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο ήταν οι συντηρητικοί και οι «πεδινοί» με τον Δημήτριο Βούλγαρη τον ηγέτη της εξέγερσης οι ριζοσπάστες. Άλλα δύο σχήματα ήταν του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τις δυτικές φιλελεύθερες ιδέες και είχε επιρροή στους φοιτητές και τους κατώτερους αξιωματικούς, και του Θρασύβουλου Ζαΐμη με μετριοπαθή πολιτική, ένα κόμμα με τοπική βάση την Πάτρα το οποίο θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι το 1909. Η είσοδος των επτανήσιων πολιτικών ενίσχυσε τις ριζοσπαστικές τάσεις.

Ενότητα ΔεύτερηΗ δεκαετίες του ‘60 και του ‘70

Αποτέλεσμα της Οκτωβριανής Εξέγερσης του 1862 ήταν το Σύνταγμα του 1964 το οποίο θέσπισε την καθολική ψηφοφορία για τους άρρενες επεκτείνοντας τη σχεδόν καθολική ψηφοφορία του Συντάγματος του 1844. Από τη μια η καθολική ψηφοφορία αποτελούσε παγίωση των πελατειακών σχέσεων και κατά συνέπεια παγίωση της κυριαρχίας της κοινωνικής κάστας που αναδείκνυαν αυτές. Από την άλλη όμως ήταν ένα κεκτημένο για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που λειτουργούσε ως εμπόδιο για την εφαρμογή μιας καθαρής ταξικής πολιτικής και τη συγκρότηση μιας ισχυρής πλειοψηφίας που θα την επιβάλλει. Ο Σωτηρέλης αναφέρει ότι υπήρχε «μια μεγάλη μερίδα προκρίτων που αντιδρούσε στην συνταγματική καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, διότι διέβλεπαν σε αυτήν μελλοντικούς κινδύνους κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής τους.»11 Η επανεμφάνιση, λοιπόν, του λαϊκού παράγοντα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό μέσα από την εξέγερση δημιούργησε νέες δυσκολίες για την άρχουσα τάξη και μια νέα ιστορική ταξική ισορροπία την οποία η άρχουσα τάξη θα έπρεπε να υπερβεί αναιρώντας την. Η παρέμβαση του θρόνου ήταν ανάγκη να συνεχίζει να υφίσταται ώστε να διατηρεί το καθεστώς την ισχύ του. Τα νέα πολιτικά κόμματα που εμφανίστηκαν δεν ήταν σε θέση να απεγκλωβιστούν από

11 Βλ. Σωτηρέλης Γ., ό.π., σ. 100

11

Page 12: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

τις καθετοποιημένες μορφές διεκδίκησης της εξουσίας αδυνατώντας να σχηματίσουν μια ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία. Στην πραγματικότητα υφίστατο ακόμα η αδυναμία της κρατικής αστικής τάξης να κυβερνήσει αυτόνομα χωρίς την παρέμβαση του βασιλιά. Ο βασιλιάς λειτουργώντας εγγυητικά ως προς το καθεστώς μπορούσε δομικά να ξεπερνάει τα εμπόδια της καθολικής πλειοψηφίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι και ο νέος βασιλιάς, ο Γεώργιος Α΄, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα ύστερα από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, λειτούργησε την πρώτη δεκαετία με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε και ο προηγούμενος.

Το 1864, το νέο Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα στο βασιλιά να ορίζει άσχετα με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία κυβέρνηση. Η δυνατότητα αυτή αντιπαραθέτει τη βούληση του θρόνου με τη λαϊκή βούληση, όπως εκφράζεται και αναδεικνύεται μέσα από τους μηχανισμούς συναίνεσης της αστικής αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ουσιαστικά αυτή η δυνατότητα τέθηκε σε ισχύ ως μια δικλείδα ασφαλείας από τη μεριά της άρχουσας τάξης, ένας μηχανισμός εξισορρόπησης απέναντι στην καθολική ψηφοφορία. Αυτή η δυνατότητα όμως κατέστησε το θρόνο ενεργό συμμέτοχο στα πολιτικά πράγματα της πολιτείας, ένα σημαντικό παράγοντα του καθορισμού του παιχνιδιού της εξουσίας. Σε όλη τη μεταπολιτευτική δεκαετία από το 1864 έως το 1874 η παρέμβαση του βασιλιά ήταν καταλυτική, καθώς συνήθως επέλεγε κυβερνήσεις μειοψηφίας οι οποίες καταλαμβάνοντας την εξουσία διενεργούσαν εκλογές κατά τις οποίες χρησιμοποιώντας τη νοθεία κατάφερναν να τις κερδίσουν. Στην πραγματικότητα αυτός ο τρόπος ήταν ο μοναδικός που έδινε τη δυνατότητα στην άρχουσα τάξη να επιβληθεί μέσω ενός προγράμματος διακυβέρνησης που θα εξέφραζε τα συμφέροντά της θέτοντας δομές στην παραγωγή και στην κοινωνία που θα ανέτρεπαν υπέρ της συνολικά τους συσχετισμούς. Ο στόχος θα ήταν στην επόμενη φάση να υπερβεί τις αδυναμίες που δημιουργούσε για την ίδια το δημοκρατικό σύστημα. Η αποκάλυψη της καταστροφικής ισορροπίας κατά την περίοδο της μεσοβασιλείας, κατά την οποία η απουσία ενός ηγεμόνα επέτρεψε την πρόκληση συγκρούσεων μεταξύ των κομμάτων και των ανταγωνιζόμενων συνασπισμών συμφερόντων και εξουσίας, έκανε φανερή την αναγκαιότητα ενός νέου μονάρχη.

Στη βουλή την περίοδο που εξετάζουμε υπάρχουν πέντε αρχηγικά κόμματα γύρω από τους Δ. Βούλγαρη, Κουμουνδούρο, Δεληγιώργη, Ζαΐμη και Τρικούπη. Το κόμμα του Τρικούπη είχε σχετικά πρόσφατα εμφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο και γι’ αυτό ονομάστηκε το «πέμπτο κόμμα».12

Στις 17 Δεκεμβρίου 1867 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου με υπουργό εξωτερικών τον Χαρίλαο Τρικούπη υπέβαλε στο βασιλιά την παραίτησή της. Ακολούθησαν πέντε εκλογικές αναμετρήσεις και με την παρέμβαση του Γεωργίου μια σειρά ασταθών πολιτικά κυβερνήσεων. Στις 20 Δεκεμβρίου 1967 ορκίστηκε η κυβέρνηση του Μωραϊτίνη. Στις 25 Ιανουαρίου 1968 ο Γεώργιος όρκισε την έκτη κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη με υπουργό εξωτερικών τον Δεληγιώργη. Η νέα κυβέρνηση διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές. Στις εκλογές της 21ης Μαρτίου του 1968 το κόμμα του Βούλγαρη χρησιμοποιώντας βία και νοθεία έλαβε περίπου 114 έδρες και ο Κουμουνδούρος με το Δεληγιώργη 70 υποστηρικτές. Ο Βούλγαρης κυβέρνησε για ένα χρόνο ακριβώς. Στις 21 Φεβρουαρίου με αιτία περίπτυξη του κρητικού ζητήματος Βούλγαρης παραιτήθηκε αρνούμενος να αποδεχτεί μια δήλωση των Μεγάλων Δυνάμεων με βάση την οποία θα έπρεπε να διέπονται οι σχέσεις της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Δεληγιώργης αρνήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση που θα αποδεχόταν τις προσταγές των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 25 Ιανουαρίου ο Γεώργιος όρκισε τον Ζαΐμη πρωθυπουργό ο οποίος αποδέχθηκε τη δήλωση των δυνάμεων. Η νέα κυβέρνηση προκήρυξε εκλογές και επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο σενάριο. Στις εκλογές της 16 Μαΐου 1869 ο Ζαΐμης συγκέντρωσε 100 υποστηρικτές από τους οποίους οι 35 ήταν επιρροής Δεληγιώργη, ο Κουμουνδούρος 50 και ο Βούλγαρης 30. Ο Ζαΐμης οδηγήθηκε σε παραίτηση εξαιτίας του ζητήματος που προκλήθηκε με την εκτέλεση από ληστές μιας ομάδας Άγγλων διπλωματών στο Δήλεσι. Στις 9 Ιουλίου 1870

12 Είχε συσπειρώσει ριζοσπαστικά και φιλελεύθερα στοιχεία ανάμεσα στα οποία ήταν και ο γνωστός επτανήσιος πολιτικός Κ. Λομβάρδος ο οποίος λόγω της ηλικίας του ξεκίνησε ως αρχηγός του νέου κόμματος για να παραμερίσει αργότερα τη θέση στον ανερχόμενο Χαρ. Τρικούπη. Άλλα ονόματα ήταν ο Δ. Ράλλης, Α. Πετμεζάς, Ευθ. Κεχαγιάς, Αν. Σιμόπουλος, Διον. Κολυβάς, Γ. Σέρβος, Ιακ. Πολυβάς κ.α.

12

Page 13: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ορκίστηκε η τρίτη κυβέρνηση Δεληγιώργη και στις 3 Δεκεμβρίου 1870 η τέταρτη κυβέρνηση Κουμουνδούρου με την υποστήριξη του Ζαΐμη διακηρύσσοντας ουδετερότητα στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και θέτοντας ως σκοπό να αντιμετωπίσει τη ληστεία και να αναπτύξει τους ορυκτούς πλούτους της χώρας. Στις 19 Οκτωβρίου ηττήθηκε στο ζήτημα της παροχής άδειας λειτουργίας ορυχείου σε μια γαλλοϊταλική εταιρεία. Στις 28 Οκτωβρίου 1871 ορκίστηκε η δεύτερη κυβέρνηση Ζαΐμη, αλλά ηττήθηκε στο ίδιο ζήτημα. Λίγους μήνες αργότερα, 25 Δεκεμβρίου 1871, ορκίστηκε η έβδομη κυβέρνηση Βούλγαρη, αλλά ηττήθηκε στο ζήτημα του προϋπολογισμού. Προκηρύχθηκαν εκλογές στις 26 Φεβρουαρίου 1872 κατά τις οποίες ο Βούλγαρης έλαβε 65 έδρες, ο Κουμουνδούρος 65, το πρωτοεμφανιζόμενο πέμπτο κόμμα του Λομβάρδου – Τρικούπη 10, του Ζαΐμη 15, του Δεληγιώργη 15 και 20 ανεξάρτητοι. Στην πραγματικότητα νικητής αναδείχθηκε ο Βούλγαρης ο οποίος είχε με το μέρος του και τον κομματικό μηχανισμό. Τον Ιούλιο ηττήθηκε όμως και αυτός στη βουλή. Στις 8 Ιουλίου 1872 ορκίστηκε η τέταρτη κυβέρνηση Δεληγιώργη. Αυτός με τη σειρά του έχοντας την υποστήριξη του βασιλιά και των μεγάλων δυνάμεων προκήρυξε νέες εκλογές προκαλώντας τη συνένωση όλων των αντιπάλων του. Στις εκλογές της 27ης Ιανουαρίου 1873 ο Δεληγιώργης έλαβε χρησιμοποιώντας τα γνωστά μέσα 85 έδρες, αλλά ηττήθηκε από την ενωμένη αντιπολίτευση (Κουμουνδούρος, Βούλγαρης, Λομβάρδος – Τρικούπης, Ζαΐμης) που έλαβε 95. ο Δεληγιώργης κατάφερε να διατελέσει πρωθυπουργός 19 μήνες – πολύ περισσότερο από κάθε προκάτοχό του κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε βασιλείας του Γεωργίου. «Έπειτα από μια ακόμα παρατεταμένη κυβερνητική κρίση, ο Βούλγαρης υποσχέθηκε, πιεζόμενος από το βασιλιά, να σχηματίσει συνασπισμό με τον Κουμουνδούρο και τον Ζαΐμη. Ο συνασπισμός όμως αυτός δεν ήταν παρά υπόθεση μερικών μόνο εβδομάδων και το σχέδιο να γίνει πολιτική συμμαχία με ηγέτες τον Βούλγαρη και τον Δεληγιώργη δεν οδήγησε πουθενά. Κατά τα τέλη Απριλίου ο βασιλιάς κάλεσε τον Κουμουνδούρο ο οποίος πρόβαλλε ... αξιώσεις που ισοδυναμούσαν ουσιαστικά με πλήρη έλεγχο της εξωτερικής και πολιτικής. ... Ο βασιλιάς απέρριψε τα αιτήματα αυτά. Διέλυσε τη βουλή και επέμεινε να παραμείνει πρωθυπουργός ο Βούλγαρης ωσότου διεξαχθούν εκλογές.»13

Στα 1874 φαίνεται πως αυτή η κατάσταση είχε φτάσει στα όριά της. Ο βασιλιάς δεν είχε καταφέρει να συγκροτήσει μια ισχυρή φιλοβασιλική παράταξη, όπως επιθυμούσε. Εκείνο που είχε καταφέρει ήταν να αναπαράγει μέσα από μια πολιτική του διαίρει και βασίλευε την αδυναμία να συγκροτηθεί ένας ισχυρός πόλος ο οποίος θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία, να την κατακτήσει και να επιβάλλει ένα αστικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Ήταν επόμενο λοιπόν να δημιουργηθεί μια τέτοια κρίση.

Η ενέργεια της ανάθεσης εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Δημ. Βούλγαρη, ο οποίος δεν ήταν αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης αυτή πυροδότησε αντιδράσεις και κλίμα δυσαρέσκειας απέναντι στο βασιλιά. Ο Βούλγαρης προκήρυξε εκλογές οι οποίες έμειναν στην ιστορία γνωστές για τη νοθεία από την τότε κυβέρνηση οδηγώντας σε όξυνση της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης. Με τις εκλογές αυτές το κόμμα του Βούλγαρη έλαβε στις 190 έδρες 92 με 94 φιλικά προσκείμενους βουλευτές και σύμπασα η υπόλοιπη αντιπολίτευση γύρω στις 90 με 96. Η εντολή κυβέρνησης δόθηκε στον Βούλγαρη. Αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης αυτής ήταν το γνωστό άρθρο του Χ. Τρικούπη «Τίς Πταιει;» στην εφημ. Καιροί το οποίο δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου 1874, μια εβδομάδα μετά τις εκλογές. Στο άρθρο αυτό ο μεσολογγίτης πολιτικός άσκησε δριμύτατη κριτική στις πολιτικές πρακτικές της εποχής και ιδιαίτερα στην τακτική του θρόνου να διορίζει και να παύει κυβερνήσεις χωρίς να υπάρχει δεδηλωμένη υποστήριξη από την βουλή θέτοντας για πρώτη φορά την ανάγκη να υποτάσσεται ο βασιλιάς στην επιθυμία της πλειοψηφίας της βουλής. Συγκεκριμένα στο άρθρο αυτό ο Τρικούπης θεωρούσε ότι από το 1968, όταν για πρώτη φορά δόθηκε εντολή σε αρχηγό που δεν κατείχε την πλειοψηφία στη βουλή, και ύστερα, όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν, άσχετα με το αν ήταν επιτυχημένες ή αποτυχημένες, χρησιμοποίησαν τον κρατικό μηχανισμό για τη νόθευση της εκλογικής διαδικασίας. Τελευταίο παράδειγμα αποτελούσε γι’ αυτόν η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση. Έτσι θεωρούσε κατηγορώντας εμμέσως πλην σαφώς τον ίδιο τον βασιλιά ότι ούτε ο Βούλγαρης, ούτε ο Ζαΐμης και Δεληγιώργης ανέλαβαν την εξουσία «καθ’ υπόδειξιν των αντιπροσώπων του έθνους … και οι

13 Βλ. Dakin D., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, Μ.Ι.Ε.Τ. 1998, σ. 193

13

Page 14: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

τρεις υπήρξαν πρόεδροι προσωπικής κυβερνήσεως … τουτέστιν … ουδεμίαν ηθικήν ευθύνην φέρει το έθνος επί τη διαγωγή των προσώπων τούτων».14 Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι για το πρόβλημα αυτό δεν έφταιγε η βουλή, αλλά ότι ήταν αδυναμία του Συντάγματος το οποίο τους έδινε τη δυνατότητα να έχουν πολιτική ύπαρξη μέσω της υποστήριξης του Στέμματος. Στη συνέχεια πάλι εμμέσως πλην σαφώς κατηγόρησε το Στέμμα ότι κατήργησε μετά από πίεση ξενικού παράγοντα την κυβέρνηση Κουμουνδούρου που κατείχε την πλειοψηφία στη βουλή. Ο ίδιος θεωρούσε ότι το προνόμιο να ορίζεται κυβέρνηση που να κατέχει την πλειοψηφία στην βουλή, μπορεί να μην αναγραφόταν ρητά στο Σύνταγμα, αλλά απέρρεε όμως από τους περιορισμούς που προέκυπταν «εκ των επίσης εκ του Συντάγματος καθιερωμένων δικαιωμάτων της Βουλής». Κατά τον ίδιο η τελευταία επανάληψη αυτής της κατάστασης δείχνει ότι το πρόβλημα θα συνεχίσει να αναπαράγεται μέχρι να οδηγήσει στην καταστροφή. Η λύση που υπήρχε ήταν ή να υποταχθεί το έθνος στην αυθαιρεσία ή να επαναστατήσει. Ουσιαστικά, δηλαδή απειλούσε τη μοναρχία. Ο ίδιος όμως θεωρούσε την επανάσταση πέρα από έσχατο καταφύγιο του λαού και αποτροπιατικό και ότι χαρακτηριστικό «των ελευθέρων λαών είναι δι’ ειρηνικών μέσων να επιβάλλωσιν εις τους άρχοντας τον σεβασμόν». Κατέληξε λοιπόν, ότι «ίνα επέλθη θεραπεία πρέπει να γίνει ειλικρινώς αποδεκτή η θεμελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία λαμβάνονται εκ της πλειοψηφίας της βουλής».

Ο Τρικούπης θεωρούσε σημαντικό μειονέκτημα την ύπαρξη πολλών μικρών κομμάτων πιστεύοντας ότι η ύπαρξη ενός πολωτικού δικομματικού συστήματος θα βοηθούσε τη χώρα να ξεπεράσει τα προβλήματα καθώς θα υπήρχαν ισχυρές κυβερνήσεις με ισχυρή πλειοψηφία στη βουλή. Σε αυτό το σημείο για πρώτη φορά στο κείμενο κατηγορεί άμεσα την βασιλεία ότι ενόσω «προσφέρει την εξουσίαν, την διάλυσιν και τας επεμβάσεις ως βραβείον εις τα εν τη Βουλή μειονοψηφίας, θα πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον οι μνηστήρες της αρχήςּ όταν όμως αποφασίση ειλικρινώς να δηλώση ότι μόνον την πλειονοψηφίαν καλεί εις την εξουσίαν» τότε θα δημιουργηθεί ένα διπολικό πολιτικό σύστημα εναλλαγής της εξουσίας που θα εξομαλύνει και θα ισορροπήσει την κατάσταση. Και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν πταιει το πολίτευμα, δεν πταίουσιν οι αντιπρόσωποι του έθνους, δεν πταίει το έθνος, αν η βουλή είναι κατετμημένη εις πολλά κόμματα και δεν έχει ετοίμην πλειονοψηφίαν, όταν ζητηθή. Ας αφεθή να λειτουργήσει το πολίτευμα εν τη βεβαιότητι ότι εκ της πλειονοψηφίας της βουλής μορφώνεται η κυβέρνησις και ταχέως θα ίδωμεν την Βουλήν συντασσομένην εις δύο κόμματα». Το κείμενο αυτό ήταν αρκετά ριζοσπαστικό για την εποχή του, ενώ για πρώτη φορά θιγόταν δημοσίως ο βασιλιάς φτάνοντας στο σημείο ακόμη και της απειλής. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να δεχτεί μεγάλη αντίδραση από την κυβέρνηση, ενώ ήταν αρκετοί που είδαν θετικά την κίνησή του. Τα φύλλα της εφημερίδας Καιροί κατασχέθηκαν και ο Τρικούπης στάλθηκε στο ανακριτή και φυλακίστηκε για 4 μέρες.

Όταν αποφυλακίστηκε έγραψε ένα νέο άρθρο με τίτλο «Παρελθόν και Ενεστώς». Σε αυτό περιγράφοντας τον Όθωνα ως έναν πολύ καλό βασιλιά που αγαπούσε το έθνος, αλλά η αντίδρασή του απέναντι στις συνταγματικές ελευθέριες και τον κοινοβουλευτισμό δεν του επέτρεψαν να παραμείνει βασιλιάς, υπονοούσε τον Γεώργιο και τη στάση του απέναντι στα πολιτικά ζητήματα. Ουσιαστικά, πάλι προκαλούσε το βασιλιά και τη μοναρχία. Με την αρθρογραφία του αυτή ο Τρικούπης εισέρχεται δυναμικά στον πολιτικό στίβο και ουσιαστικά αναλαμβάνει την ηγεσία της αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση του Βούλγαρη. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η σχετική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργεί τις ανάγκες για ένα εκσυγχρονισμένο αστικό κράτος. Ήταν απαραίτητη δηλαδή για την διευκόλυνση της αστικοποίησης της παραγωγής η ύπαρξη μιας ισχυρής κυβέρνησης η οποία θα αναλάμβανε με ισχυρή πλειοψηφία στη βουλή να εφαρμόσει ένα εκσυγχρονιστικό αστικό πρόγραμμα, κάτι που με την μέχρι τότε κατάσταση δεν μπορούσε να γίνει. Η απάντηση που έδινε ο βασιλιάς και ο Βούλγαρης σε αυτήν την ανάγκη ήταν να συντηρητικοποιηθεί το πολίτευμα, ενώ η απάντηση όπως είδαμε του Τρικούπη να σταθεροποιηθεί η πολιτική κατάσταση και να συγκροτηθούν δύο ισχυροί πόλοι. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Τρικούπης απαντούσε με έναν άλλο τρόπο στο ίδιο πρόβλημα και ζήτημα που απαντούσε και ο βασιλιάς: πως θα αναιρεθεί το σύνταγμα.

14 Τρικούπης Χ., «Τις Πταίει;», Καιροί, 29 Ιουνίου 1874.

14

Page 15: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Εντωμεταξύ η πολιτική κρίση οξύνεται με τις “εξελέγξεις” και τη διαδικασία της ψήφισης του προϋπολογισμού. Οι εξελέγξεις ήταν μια μετεκλογική διαδικασία κατά την οποία η νέα βουλή αποφάσιζε αν η εκλογική διαδικασία έγινε κανονικά στα διάφορα εκλογικά τμήματα. Διαφορετικά ακύρωνε τις εκλογές στις περιοχές που έκρινε παραβιάσεις του συντάγματος και του εκλογικού νόμου. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε η μερίδα εκείνη που είχε μια σχετική πλειοψηφία να περιορίσει τη δύναμη του αντιπάλου του και τελικά να αλλοιώσει το εκλογικό αποτέλεσμα. 15

Οι εξελέγξεις κράτησαν περίπου δύο μήνες και η ακύρωση της εκλογής όλων των βουλευτών στο νομό Αττικής το Νοέμβρη του 1874 έδειξε ότι η κυβέρνηση Βούλγαρη ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει την ίδια πολιτική. Έτσι, η αντιπολίτευση αποφάσισε να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα με το να απόσχει από τη βουλή και από τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό που άρχισε να συζητιέται την ίδια περίοδο. Με τον τρόπο αυτό εμπόδιζε τη βουλή να έχει απαρτία και γενικώς παρακωλυόταν η δυνατότητα της κυβέρνησης Βούλγαρη να ασκήσει κυβερνητική εξουσία. Η περίοδος των Χριστουγεννιάτικων διακοπών απλώς αποτέλεσε ένα διάλειμμα. Η ρήξη που είχε επέλθει ήταν αδύνατον να κλείσει καθώς η αντιπολίτευση συνέχιζε να απουσιάζει από την βουλή επομένως το νέο έτος ξεκίνησε κληροδοτώντας την κρίση.

Τα «στηλιτικά» την άνοιξη του 1875 ήταν το αποκορύφωμα των αυθαιρεσιών. Οι κυβερνητικοί στην προσπάθειά τους να δώσουν λύση στο πρόβλημα της απαρτίας της βουλής θεώρησαν ότι απαρτία «δύναται να θεωρηθή το ήμισυ πλέον ενός, ουχί πλέον του όλου των βουλευτών, ους αντιπροσώπους αποστέλλει ο ελληνικός λαός, ως μέχρι σήμερον εθεωρείτο, αλλά του όλου των τυχαίως υπαρχόντων μόνο βουλευτών, ήτοι αφαιρουμένων των μη εισέτι ορκισθέντων, εκείνων, ων εισέτι αι εκλογαί δεν επεκυρώθησαν και μη υπολογιζομένων εκείνων, ων αι θέσεις, δι’ ουσδήποτε λόγους, κεναί διατελούσιν»16. Με αυτόν τον τρόπο η βουλή εξέλεγξε πρόεδρό της από το κόμμα του Βούλγαρη. Η αντιπολίτευση απηύθυνε έντονη διαμαρτυρία στο βασιλιά, ενώ η γενική αγανάκτηση αυξανόταν καθημερινά. Στα άρθρα αυτά εμμέσως πλην σαφώς, διατυπώνονταν καταγγελίες ότι ο θρόνος και η κυβέρνηση προετοίμαζαν ολοκληρωτική κατάργηση του Συντάγματος. Σε μόνιμες και στερεότυπες στήλες των εφημερίδων καταγράφονταν καθημερινά τα ονόματα των βουλευτών που συνήργησαν στο πραξικόπημα του Βούλγαρη. Οι βουλευτές αυτοί ονομάσθηκαν «Στηλίται», από τη στήλη της εφημερίδας, και τα γεγονότα «στηλιτικά». Ο Γεώργιος, ανήσυχος από την έκρυθμη κατάσταση και φοβούμενος για τον θρόνο του απέπεμψε τον Βούλγαρη και προχώρησε σε κινήσεις τέτοιες που να καταλαγιάσουν την οργή της κοινής γνώμης. Έτσι πρότεινε στον Κουντουριώτη να αναλάβει την πρωθυπουργία. Αυτός αρνήθηκε αντιπροτείνοντας τον Τρικούπη. Τότε ο βασιλιάς επανέλαβε τη συνήθη πρακτική του με το πρόσωπο που είχε πολεμήσει αυτήν την πρακτική. Ο Τρικούπης έγινε πρωθυπουργός και έμεινε στην κυβέρνηση από τις 27 Απριλίου 1875 έως τις 15 Οκτωβρίου 1875, χωρίς να έχει την πλειοψηφία στη βουλή. Οι εκλογές πάντως που διενήργησε ο Τρικούπης ήταν οι πρώτες οι οποίες χαρακτηρίζονται από όλους τους ερευνητές ότι ήταν πραγματικά τίμιες. Το κόμμα του Κουμουνδούρου που βγήκε πρώτο στις εκλογές ανέλαβε και την κυβέρνηση.

15 Για τις εξελέγξεις βλ. Σωτηρέλης Γ., ό.π., σ. 295 - 33316 Εξέγερσις, αρ.φ.31, 20 Μαρτίου 1875.

15

Page 16: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Κεφάλαιο ΔεύτεροΗ Ερμούπολη, κοινωνία και πολιτική

Η Ερμούπολη, πρωτεύουσα του νομού των Κυκλάδων, αποτελεί για την ελληνική επικράτεια του 19ου αιώνα έναν πολύ ιδιαίτερο κοινωνικό σχηματισμό. Ως οικισμός συγκροτήθηκε από τους ορθόδοξους πρόσφυγες των κατεστραμμένων από τους Οθωμανούς επαναστατημένων περιοχών κατά την περίοδο του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι καθολικοί της Σύρου που βρίσκονταν σε προνομιακό καθεστώς υπό την προστασία της Γαλλίας και της Αγίας Έδρας, δε συμμετείχαν στην επανάσταση και συνέχισαν να εκτελούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον Σουλτάνο. Εκτός από κάποιες εξαιρέσεις στο σύνολό τους κράτησαν ουδέτερη στάση απέναντι στους εξεγερμένους. Ο συνδυασμός αυτός της ουδετερότητας του νησιού σε μια περίοδο καταστροφής των εμπορικών κέντρων του ελληνοχριστιανικού κεφαλαίου εκτιμήθηκε ως ευνοϊκή από ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων που ήταν έμποροι – κεφαλαιούχοι για την επανακίνηση του εμπορίου. Στα 1924 ιδρύθηκε η πόλη του εμπορίου, «η πόλη του Ερμή», για να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας τον 19ο αιώνα έως την παραχώρηση αυτής της πρωτιάς στον Πειραιά στις αρχές του 20ου.

Η πρωτεύουσα της Σύρου – βασικός συνδετικός κρίκος του εμπορίου ανάμεσα στη «Δύση» και την «Ανατολή» καθώς αποτελούσε το σημαντικότερο διαμετακομιστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, «αποθήκη της Ανατολικής Μεσογείου» την ονομάζει η Αγριαντώνη17 – είχε αναμφισβήτητα όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης, για τα δεδομένα της εποχής, «δυτικής» πόλης ή μάλλον καλύτερα μιας «δυτικής» πόλης στην «Ανατολή» ή στις «παρυφές» της «Ανατολής». Ήταν ένα λιμάνι που λειτουργούσε μέσα στον ενιαίο οικονομικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά παράλληλα ήταν ενταγμένο πολιτικά στην Ελλάδα, ένα κράτος με αστικές δομές. Η ιδιαιτερότητα αυτή έδωσε βέβαια μια προνομιακή θέση στην Ερμούπολη στον ευρύτερο οικονομικό χώρο της Εγγύς Ανατολής. Με την απογραφή του 1870 η Ερμούπολη έχει περίπου 21.000 κατοίκους και είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό μετά την Αθήνα που έχει μόλις τους διπλάσιους (44.000).

Δικός μας στόχος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι να καταλάβουμε τις διαστάσεις που λαμβάνει η πολιτική αντιπαράθεση του πολιτικού κόσμου της πρωτεύουσας στα μέσα της δεκαετίας του 1870 στη Σύρο. Κατά πόσο δηλαδή αφορούν αυτές οι συγκρούσεις τον συριανό μικρόκοσμο, αν και σε ποιο βαθμό μεταφέρονται στο νησί και εάν μεταφέρονται με ποιο τρόπο σημασιοδοτούνται και εντυπώνονται στην τοπική δημοτική πολιτική σκηνή. Δηλαδή εάν, όταν μεταφέρονται, εκφράζουν στο νησί πέρα από τις γενικότερες διαφοροποιήσεις που έχουν να κάνουν με την αθηναϊκή πραγματικότητα αντιπαραθέσεις που συνδέονται με την τοπική πραγματικότητα. Μέσα από τη μελέτη αυτή θα αντιληφθούμε τελικά το βαθμό φαντασιακής σύνδεσης με την υπόλοιπη χώρα και κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής ενσωμάτωσης της Ερμούπολης στην ελληνική πραγματικότητα.

Τα μέσα με βάση τα οποία θα προσεγγίσουμε την περίοδο και θα επιχειρήσουμε να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα στη Σύρο είναι καταρχήν ο τοπικός τύπος της εποχής. Ο τύπος, το μεγάλο αυτό πλεονέκτημα των μελετητών της σύγχρονης ιστορίας σε σχέση με τους μελετητές των άλλων εποχών της ανθρώπινης ιστορίας, αποτελεί σίγουρα την καλύτερη πηγή για όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας18. Ο πολιτικός λόγος, οι αναφορές σε γεγονότα, οι αναφορές σε ζητήματα και προβλήματα της καθημερινότητας της τοπικής κοινωνίας και σε πρόσωπα και το πρίσμα που υιοθετεί η κάθε 17 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1988 ΙΑΕΤΕ, σ. 8418 Οι εφημερίδες που χρησιμοποιούμε είναι η Πανόπη, η Εξέγερσις και η Ερμούπολις. Η Πανόπη σε σχέση με τις υπόλοιπες είναι η πιο πολιτική. Δηλαδή η αρθρογραφία της αφορά περισσότερο την κεντρική πολιτική σκηνή. Η Εξέγερσις είναι η δηλωμένη τρικουπική εφημερίδα που υποστηρίζει το ανανεωτικό πολιτικό πρόταγμα του Τρικούπη. Στα δημοτικά υποστηρίζει τον δήμαρχο Βαφιαδάκη. Η «Ερμούπολη» είναι η φίλα προσκείμενη στην κυβέρνηση Βούλγαρη εφημερίδα που ασκεί δριμεία αντιπολίτευση στο δήμαρχο.

16

Page 17: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

εφημερίδα απέναντι σε αυτά αναδεικνύουν την εικόνα της πόλη της Ερμούπολης ως κοινωνία πολιτών. Άλλες πηγές είναι πολιτικά κείμενα και βιβλία της εποχής, καθώς και μεταγενέστερα άρθρα και μονογραφίες για την πολιτική και οικονομική ιστορία της περιοχής.

Το εμπόριο εισαγωγικό και διαμετακομιστικό, αποτελούσε για το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα το κέντρο της οικονομίας της «πόλης του Ερμή» και κυριαρχούσε ολοκληρωτικά επί των άλλων τομέων της οικονομίας. Κι όπως ήταν επόμενο, η τάξη των εμπόρων κεφαλαιούχων, εφοπλιστών και τραπεζιτών αποτελούσε την άρχουσα τάξη της πόλης.

Δε συγκροτούσε όμως μόνο το εμπόριο την παραγωγική βάση της Ερμούπολης, αντίθετα επρόκειτο για μια πόλη με σημαντικό βαθμό καταμερισμένης κοινωνικής εργασίας. «Η Ερμούπολη είναι το πρώτο – και το μόνο, στο πρώτο μισό του αιώνα – αστικό κέντρο της Ελλάδας με την πλήρη σημασία του όρου: με μια οικονομία αγοράς ανεπτυγμένη και κυρίαρχη, με νέες σχέσεις παραγωγής και με διαφοροποιημένη κοινωνική δομή. Ανάμεσα στους πρόσφυγες που την εποίκισαν, βρίσκονται πλήθος άποροι άνδρες και γυναίκες, τεχνίτες, ναυτικοί, χειρώνακτες, που θα σχηματίσουν τον πρώτο πυρήνα εργατικού πληθυσμού. Ένα εργατικό δυναμικό σταθερό και συχνά ειδικευμένο, που θα στηρίξει την ανάπτυξη των πρώτων βιοτεχνιών της πόλης: βιοτεχνίες τροφίμων, σαπουνιού, κατεργασίες μετάλλων, βαφής υφασμάτων» και ναυπηγικής.19

Κατά τη διάρκεια των μέσων του 19ου αιώνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια η οικονομία της Ερμούπολης θα μεταβεί σε ένα διαφορετικό στάδιο, εκείνο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του 1840 η πόλη αρχίζει να ζει σε κλίμα προσωρινότητας, υπό διαρκή αναστολή κατά κάποιο τρόπο. Ο ενιαίος οικονομικός και γεωγραφικός χώρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον οποίο συνεχίζει να συμμετέχει συντηρείται πάνω σε μια εύθραυστη ισορροπία που ήδη έχει αρχίσει να ανατρέπεται καθώς η πολιτική ρήξη επεκτείνεται. Επίσης, είναι από πολύ νωρίς ορατός ο κίνδυνος να απολέσει η Ερμούπολη την προνομιακή της θέσης λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της αντικατάστασης της ιστιοφόρος ναυσιπλοΐας, αν και σε μια πρώτη φάση καταφέρνει να επιβιώσει.20 Τη δεκαετία του 1840 συρρικνώνεται το διαμετακομιστικό εμπόριο, τη δεκαετία του 1860 μένει στάσιμο το εσωτερικό εμπόριο και στα 1885/6 καταρρέει.21 «Η επέκταση των ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών στην Ανατολική Μεσόγειο επέφερε αλλαγή στους όρους που αποκλειστικά είχαν καθορίσει την ανάπτυξη της Σύρου σε διαμετακομιστικό λιμάνι της περιοχής. Και αυτό διότι οι διεθνείς ατμοπλοϊκές γραμμές συνέδεσαν απευθείας τα λιμάνια της Δυτικής Ευρώπης με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ανατολής και κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Η διαμεσολάβηση της Σύρου έγινε περιττή. 22 Ο δρόμος προς τη βιομηχανία αποτελούσε τη μόνη διέξοδο.

Ενότητα ΠρώτηΣυγκριτική μελέτη των δεδομένων γύρω από τα χαρακτηριστικά των δομών

κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης στην Ερμούπολη των δεκαετιών 1860 και 1870

Η κυρίαρχη άποψη για τη σχέση των συριανών με την κεντρική πολιτική σκηνή είναι εκείνη που σημειώνει ο Βασίλης Καρδάσης στο «Σύρος, σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου (1832 –1857), ότι δηλαδή «εκείνο που χαρακτηρίζει την πολιτική συμπεριφορά των Ερμουπολιτών είναι η αδιαφορία για συμμετοχή στην ευρύτερη ελληνική πολιτική σκηνή. Σε αντίθεση με τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα άλλων γεωγραφικών χώρων όπως της Πελοποννήσου, της Στερεάς , των νησιών του Αργοσαρωνικού, τα οποία μονοπώλησαν την κρατική διοίκηση στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, οι έμποροι της Σύρου δεν παρουσιάστηκαν σε καμία περίπτωση στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων. Μάλιστα, οι

19 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές...., ό.π., σ. 8820 Βλ. Καρδάσης Β., Σύρος Σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου (1832 – 1857), ΜΙΕΤ Αθήνα 199921 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές...., ό.π., σ. 8822 Βλ. Καρδάσης Β., «», Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας,

17

Page 18: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

μαρτυρίες του συριανού τύπου συγκλίνουν στο ότι μάλλον με δυσφορία οι Ερμουπολίτες αντιμετώπιζαν ακόμη και αυτή την απλή συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές. Ο αριθμός των υποψήφιων βουλευτών σε σπάνιες περιπτώσεις ξεπερνούσε τον αριθμό των εκλεγομένων. Ταυτόχρονα παρατηρείται το φαινόμενο να υποβάλλουν υποψηφιότητα πολιτικοί που δεν είχαν καμιά άμεση σχέση με το τοπικό κοινωνικό πλαίσιο, ακριβώς εξαιτίας της αδιαφορίας των Ερμουπολιτών για το βουλευτικό αξίωμα. Οι βουλευτές Σύρου, τουλάχιστον για την περίοδο που μας αφορά (1832 – 1857, Κ.Π.), δεν είχαν ούτε την ελάχιστη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία της πόλης.»23 Υποστηρίζει την άποψη αυτή αναφέροντας τις εκλογές δύο προσώπων ξένων με το κοινωνικό πλαίσιο της πόλης, την εκλογή του Ι. Κωλλέτη το 1844 και του Δ. Χρηστίδη το 1849. Επίσης, αναφέρει ότι από τους 6.000 πολίτες που είχαν δικαίωμα ψήφου μόνο οι 1.500 ψήφισαν, τέλος, μεταφέρει απόσπασμα από την εφημερίδα Αίολος που υποστηρίζει ότι κανείς δεν επιθυμεί το βουλευτικό αξίωμα και για αυτό εκλέχτηκαν σε αυτές τις εκλογές τρεις βουλευτές αντί τέσσερις που δικαιούταν η Ερμούπολη.24 Αν πράγματι αυτή εικόνα ισχύει για την Ερμούπολη μέχρι την έξωση του Όθωνα, μάλλον για την επόμενη περίοδο το κλίμα αντιστρέφεται, χωρίς ίσως να φτάνει στα επίπεδα συμμετοχής των άλλων περιοχών

Η μελέτη στοιχείων από την εκλογή βουλευτών στη Σύρο συγκριτικά με ένα άλλο νησί, την Άνδρο, μπορούν να μας οδηγήσουν σε κάποια συμπεράσματα. Η μεγάλη διαφορά με την Άνδρο είναι ότι όλο το νησί της Σύρου λειτουργεί ως πόλη. Ο παραγωγικός ιστός, ακόμη και της ενδοχώρας, είναι υποταγμένος στον αστικό (αστικό με την έννοια της πόλης). Η Χώρα της Άνδρου απλώς είναι το μέρος που κατοικούν οι μεγαλογαιοκτήμονες/ μεγαλέμποροι (αυτοί που καρπώνονται δηλαδή και διαχειρίζονται το προϊόν της αγροτικής παραγωγής) του νησιού (ο χαρακτήρας δηλαδή του εμπόρου της Σύρου με τον έμπορο της Άνδρου είναι εντελώς διαφορετικός). Η ιδιαιτερότητα της Ερμούπολης έγκειται στο ότι είναι μεγάλη πόλη με παραγωγική δομή πόλης και λειτουργεί ως τέτοια σε μια χώρα που δεν υπάρχουν αντίστοιχες τέτοιες μεγάλες πόλεις.

Κρατώντας επιφυλάξεις για την αυθαιρετότητα των πινάκων, πρώτον, εξαιτίας των επιλογών της συγκέντρωσής τους από την πηγή μας, δηλαδή τον υποναύαρχο Λεωνίδα Μπίστη, δεύτερον, εξαιτίας των αδυναμιών από άγνοια και όχι από υποτίμηση ή υπερτίμηση του Μπίστη και, τρίτον, από την αυθαιρεσία των δικών μας επιλογών. Ως προς το τελευταίο ο κάθετος διαχωρισμός σε τρεις περιόδους γίνεται κατά κύριο λόγο σε χρονολογική βάση, αν και η χρονολογική βάση ακολουθείται και από διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική κατάσταση των δεκαετιών 60 και 70 στην Ελλάδα είναι διαφορετική από την πολιτική κατάσταση των δεκαετιών 40 και 50 επειδή ακριβώς έχει μεσολαβήσει η έξωση του Όθωνα, τα γεγονότα της μεσοβασιλείας, η έλευση του νέου βασιλικού οίκου και το νέο σύνταγμα. Η μεταπολιτευτική περίοδος έχει σημαδευτεί από αστάθεια του πολιτικού συστήματος, συνεχείς παρεμβάσεις του βασιλιά, ενώ οι κυβερνήσεις χαρακτηρίζονταν από πολιτική αδυναμία να επιβάλλουν ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα που οδηγήσει σε ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων και σε επιβεβαίωση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης όχι μέσα από έκτακτες καταστάσεις όπως η παρέμβαση της αυλής, αλλά αυτοδύναμα. Η δεκαετίες του 80 και του 90 είναι οι δεκαετίες σταθεροποίησης του πολιτικού καθεστώτος με την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος, καθώς οι αστικές πολιτικές δυνάμεις μπορούν να συγκροτήσουν αυτόνομες πλειοψηφίες επιβάλλοντας το πρόγραμμά τους χωρίς να χρειάζεται η παρέμβαση του βασιλιά.

Οι ενδείξεις του πίνακα 1, όσο αφορούν την περίπτωση της Σύρου, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι συμβαδίζουν με τις πιο πάνω διαπιστώσεις για τις περιόδους στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Οι δύο πρώτες περίοδοι υποδηλώνουν μια αστάθεια στο τοπικό πολιτικό σύστημα, εφόσον κάτι τέτοιο μπορεί να εξαχθεί από τη μη σταθερότητα στις αναδείξεις των βουλευτών, η οποία εμφανώς αναιρείται τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αντίθετα, η Άνδρος

23 Βλ. Καρδάσης Β., Σύρος ..., σ. 33 - 3424 Βλ. Καρδάσης Β., Σύρος ..., σ. 299 - 300

18

Page 19: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

παρουσιάζει μεγαλύτερη σταθερότητα στην επανεκλογή βουλευτών, γεγονός που γίνεται καθαρά αντιληπτό πέρα από τον ίδιο τον πίνακα 1, με μια γρήγορη ματιά στα στοιχεία από τα οικογενειακά ονόματα των υποψηφίων, αλλά και από τις συνεχείς επιτυχίες των ίδιων προσώπων που αρκετές φορές τέμνουν τις συμβατικές φόρμες που θέσαμε με τη δική μας περιοδολόγηση, καθώς επανεκλέγονται συνεχώς τόσο τη δεκαετία του 50 όσο και του 60. ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι για την Άνδρο η ισόρροπη αυτή κατάσταση ανατρέπεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Δηλαδή οι δύο αυτές εκλογικές περιφέρειες – νησιά των Κυκλάδων παρουσιάζουν αντίθετες τάσεις.

Στην Άνδρο η επαγγελματική κατηγορία (βλ. Πίνακα 2) από την οποία προέρχονταν οι βουλευτές τις δεκαετίες του 1860 και 1870, όσο και τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, του 1840 και 1850, ήταν συγκεκριμένη και κυριαρχούσε κατά απόλυτο ποσοστό. Το γεγονός ότι το 74% για τις δεκ. 1840 και 50 ή το 76,9% για τις δεκαετίες 1860 και 1870 των βουλευτών της Άνδρου είναι δηλωμένοι ως κτηματίες φανερώνει την πολιτική ηγεμονία της κοινωνικής τάξης που κυριαρχούσε επί της υλικής βάσης του νησιού, εκείνης που κατείχε τη γη, που προσποριζόταν υπεραξίες με προέλευση την καλλιέργεια της γης. Ο οικονομικός χαρακτήρας των αντιπροσώπων του νησιού της Άνδρου στη Βουλή αντανακλά σε μια οικονομική λειτουργία και ταξική συγκρότηση που συνάδει με το μέσο όρο της υπόλοιπης Ελλάδας. Επρόκειτο δηλαδή για ένα νησιώτικο κοινωνικό σχηματισμό ο οποίος λειτουργούσε σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας με τους ίδιους μηχανισμούς που λειτουργούσε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός της περιόδου.

Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν τα πράγματα στη Σύρο(βλ. επίσης Πίνακα 2). Για την περίοδο 1840 και 1850 το μεγαλύτερο ποσοστό βουλευτών είναι «αγνώστου επαγγέλματος» για τον Λ. Μπίστη, ενώ το 25% είναι έμποροι. Το γεγονός ότι η εμπορική δραστηριότητα είναι η οικονομική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει την άρχουσα τάξη της Σύρου όλη αυτήν την περίοδο, μας οδηγεί στην υπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών «αγνώστου επαγγέλματος» λογικά θα πρέπει να είναι έμποροι. Δηλαδή πιθανόν το ποσοστό εμπόρων βουλευτών να είναι πάνω από το μισό των εκλεγμένων βουλευτών. Μια άλλη σκέψη, ότι δεν είναι γνωστό το επάγγελμα επειδή προέρχονται τα συγκεκριμένα 6 πρόσωπα από περιοχές εκτός Σύρου για να τα γνωρίζει 100 χρόνια μετά ο Μπίστης θεωρητικά είναι πιθανή. Γνωρίζουμε όμως πως τα 2 από αυτά προέρχονται από τη Σύρο, τα δύο από την κοντινή Μύκονο και μόνο τα τρία είναι αγνώστου καταγωγής από τα οποία ο ένας λέγεται Καλλέργης, δηλαδή είναι κρητικής καταγωγής και το πιο πιθανό είναι να έμπορος όπως και όλοι άλλοι εκείνη την εποχή της οικογένειας των Καλλέργηδων (κτηματίας στην Σύρο αποκλείεται να ήταν, όπως βέβαια και όλοι οι υπόλοιποι «αγνώστου επαγγέλματος»). Η πρώτη υπόθεση φαίνεται μάλλον πιο κοντά στην πραγματικότητα. Οι περισσότεροι βουλευτές Σύρου πρέπει να ήταν έμποροι. Το κοινό με την Άνδρο την περίοδο αυτή είναι τότε ακριβώς αυτό ότι οι περισσότεροι βουλευτές προέρχονται από την οικονομική δραστηριότητα που αποτελεί τη βάση της παραγωγής και στους δύο κοινωνικούς σχηματισμούς.

Πηγαίνοντας στην επόμενη περίοδο (δεκ.60 και 70) παρατηρούμε ότι τα πράγματα αλλάζουν στη Σύρο, ενώ στην Άνδρο παρέμεναν το ίδιο (βλ. επίσης Πίνακα 2). Σε πλήρη αντίθεση και με την προηγούμενη περίοδο (δεκ.40 και 50), αλλά και με την πραγματικότητα του άλλου συνεξεταζόμενου νησιού, η οικονομική βάση των βουλευτών της επαρχίας Σύρου δε χαρακτηρίζεται από σταθερότητα σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά υπάρχουν πολλοί βουλευτές με διαφορετικές επαγγελματικές ταυτότητες. Τώρα αν αυτή η έντονη διαφοροποίηση στην οικονομική καταγωγή των βουλευτών συνδέεται με την αστάθεια των προσώπων στις βουλευτικές έδρες (βλ. Πίνακα 1) μάλλον είναι ένα ζήτημα προς διερεύνηση παρά μια βέβαιη σχέση αιτιότητας. Κατά την άποψή μου το γεγονός ότι οι βουλευτές της Σύρου δεν προέρχονται από μια συγκεκριμένη οικονομική ομάδα που εμφανώς θα παρουσιαζόταν με αυτό τον τρόπο (δηλαδή την κατοχή βουλευτικών θέσεων) κυρίαρχη του παραγωγικού συστήματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Άνδρου ή της Σύρου την

19

Page 20: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

προηγούμενη περίοδο, πολύ λίγο επηρεάζει τη μη σταθερότητα στις επανεκλογές των βουλευτών. Εκεί που θα πρέπει να δώσουμε σημασία είναι στις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εκείνη την περίοδο στην παραγωγική βάση του νησιού, τη σταδιακή μετάβαση δηλαδή στη βιομηχανία και την ανάδειξη μιας νέας αστικής τάξης, της βιομηχανικής, που μπορεί να προέρχεται είτε από μικροαστούς που ανελίχθηκαν κοινωνικά είτε από εμπόρους που μετεξελίχθηκαν.

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ποιές είναι οι ιδιαιτερότητες στην πολιτική αντιπροσώπευση που επιβάλλει η διαφοροποίηση στην κοινωνική δομή της Σύρου την περίοδο 1860 και 1870. Πρώτον και βασικότερο η παραγωγική βάση της Ερμούπολης, ως ανεπτυγμένες καπιταλιστικές σχέσεις διακρίνεται από μεγάλο βαθμό καταμερισμού εργασίας. Αυτό συνεπάγεται ότι τόσο οι αρχόμενες όσο και οι άρχουσες τάξεις διαφοροποιούνται έντονα μεταξύ τους ως προς την παραγωγική τους ειδίκευση. Η διαφοροποίηση αυτή στην παραγωγή επεκτείνεται και στην κοινωνική και πολιτική τους ταυτότητα, εφόσον αποδεκτούμε ότι η θέση στην παραγωγή παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας τους ατόμου, χωρίς βέβαια να υποτιμούμαι άλλους παράγοντες, επηρεάζοντας καταλυτικά στον τρόπο που δρα και λειτουργεί το άτομο ως πολίτης και στους ρόλους που αναλαμβάνει μέσα στην κοινωνία. Είναι λογικό, επομένως, οι πολιτικοί «άρχοντες» του τόπου να μην προέρχονται από μια συγκεκριμένη οικονομική κατηγορία, αλλά από πολλές και διαφορετικές. Στην περίπτωση της Ερμούπολης υπάρχει αντιπροσώπευση από όλες σχεδόν της οικονομικές και κοινωνικές ομάδες που δρούσαν την εποχή του 19ου αιώνα στην Ελλάδα ηγεμονικά στην κοινωνία25, που συγκροτούσαν την άρχουσα τάξη (δικηγόροι, γιατροί, αξιωματικοί, έμποροι, τραπεζίτες, διπλωματικοί, κρατικοί υπάλληλοι, μηχανικοί, κ.α.). Η μεγάλη τομή όμως που διαφοροποιεί την Ερμούπολη του 60 και του 70 με την Ερμούπολη του 40 και του 50 ή και με την Άνδρο και των τεσσάρων δεκαετιών γίνεται στον τρόπο που οι κυρίαρχες τάξεις ασκούν την ηγεμονία τους και συνδέονται με το κεντρικό κράτος. Η βιομηχανική αστική τάξη, σε αντίθεση με τους εμπόρους/ δανειστές/«αριστοκράτες» της γης της Άνδρου και τους εμπόρους/ χρηματιστές της Ερμούπολης που ασχολούνται με το διαμετακομιστικό εμπόριο μακράς απόστασης και κυριαρχούσαν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, δεν εκφράζει την ηγεμονία της πάντοτε με άμεσο και προσωπικό τρόπο, δηλαδή με την ενεργή συμμετοχή της στα πολιτικά πράγματα, αλλά την εκφράζει κυρίως μέσα από διαμεσολαβήσεις, χωρίς να σημαίνει ότι δεν ενεργεί πολλές φορές ή κομμάτια της και με άμεσο τρόπο. Επειδή, στις «αμιγώς» καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή σε εκείνες που βασίζονται στην μισθωτή εργασία, η ταξική διαφοροποίηση είναι πιο έντονη και πιο ορατή, καθώς ο εργάτης δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής και ούτε μπορεί να ασκήσει κάποιο έλεγχο στην παραγωγική διαδικασία, αλλά απλώς πουλάει ως «εμπόρευμα» τη χειρονακτική του δύναμη και τη διανοητική του ικανότητα, η κυρίαρχη αστική τάξη για να καταφέρνει να επιβάλλεται, ασκεί και να διευρύνει την ηγεμονία της χρησιμοποιεί διαμεσολαβητές. «Αναθέτει» δηλαδή σε πρόσωπα που εξαιτίας του επαγγελματικού τους αντικειμένου μπορούν και αποκτούν αίγλη και κερδίζουν την εμπιστοσύνη του κόσμου να αναλαμβάνουν να πετύχουν τη συναίνεση που χρειάζονται για να πετύχουν την εφαρμογή της ταξικής τους πολιτικής.

Επίσης, το ίδιο το επαγγελματικό αντικείμενο του αστού βιομηχάνου δεν επιτρέπει την ύπαρξη του αναγκαίου ελεύθερου χρόνου για την ενασχόληση με τα πολιτικά χωρίς να θίγονται τα προσωπικά του συμφέροντα. Για αυτό η βιομηχανική αστική τάξη προτιμάει να μεταφέρει μερίδια της εξουσίας της που απορρέουν από την κατοχή του κεφαλαίου και των μέσων παραγωγής στους «οργανικούς διανοούμενους» οι οποίοι αναλαμβάνουν για το δικό της συμφέρον να οργανώσουν την κοινωνία. Η ανάθεση μπορεί να είναι συνειδητή, αλλά μπορεί να προέρχεται και εκ του αποτελέσματος, εφόσον οι ίδιοι οι αστοί βιομήχανοι δεν ασχολούνται με τα πολιτικά ζητήματα. Κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει και η τάση όσο θα αυξάνονται τα βιομηχανικά μεγέθη να μεταβιβάζονται εξουσίες και μέσα στο εργοστάσιο

25 Κατά αυτόν τον τρόπο η Ερμούπολη αποτελεί το πρότυπο ελληνικής πόλης του 19ου αιώνα και αποτελεί από κάθε άποψη αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

20

Page 21: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

στους «οργανικούς διανοούμενους», στους τεχνικούς, αλλά αυτή είναι μια διαδικασία που στην Ελλάδα θα τη δούμε τον επόμενο αιώνα, όταν οι καπιταλιστικές σχέσεις στην Ελλάδα θα περάσουν στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Αντίθετα, οι έμποροι/ κτηματίες με τα χαρακτηριστικά της ανδριώτικης κοινωνίας ή οι έμποροι και της συριανής λειτουργούν άμεσα συμμετοχικά στη διακυβέρνηση των κρατικών υποθέσεων, θα λέγαμε τείνουν να ασκούν άμεσα την ηγεμονία τους ως τάξη. Αυτό συμβαίνει πρώτον διότι ο χρόνος το επιτρέπει και δεύτερον διότι η οικονομική τους δράση ως επιχειρηματίες μονάδες ενέχει τη λογική να μην αναθέτουν σε άλλους τις υποθέσεις τους εκτός και συνδέονται με δεσμούς αίματος. Βέβαια, οι τάσεις αυτές επικρατούν κυρίως στους πιο παραδοσιακούς ανδριώτες καθώς στη Σύρο οι δεσμοί αίματος αντικαθίστανται με δεσμούς κοινών συμφερόντων που συγκροτούνται στη βάση της καταγωγής (Χιώτες – αντιχιώτες) και λειτουργούν ως συνασπισμοί πάνω σε πιο ορθολογικοποιημένες νόρμες.

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Ερμούπολη αλλάζει σημαντικά τον τρόπο ηγεμόνευσης των κυρίαρχων τάξεων στην κεντρική πολιτική σκηνή και η διαμεσολάβηση γίνεται μέσω προσώπων άσχετα με την οικονομία, παρότι μέχρι και την δεκαετία του 1930 παρουσιάζεται το φαινόμενο να εκλέγονται κάποιοι βιομήχανοι βουλευτές. Μέχρι τις αρχές του νέου αιώνα πάντως δεν υπάρχει καταγεγραμμένη περίπτωση βουλευτή από τη Σύρο να είναι βιομήχανος. Ασχολούνταν περισσότερο με τα τοπικά ζητήματα. Το φαινόμενο αυτό πάντως της εκλογής βιομηχάνων ως πολιτευτών είναι σχετικά περιορισμένο και αντανακλά τόσο στο επίπεδο της ταξικής πάλης (όταν το αστικό σύστημα αμφισβητείται, τότε οι βιομήχανοι υποχωρούν από την πολιτική για να μην προκαλούν και αφήνουν τη θέση στους επαγγελματίες πολιτικούς) όσο και στην εξέλιξη της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων26.

Σε πλήρη αντίθεση με ότι συμβαίνει στον τρόπο αντιπροσώπευσης της κυρίαρχης τάξης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, παρατηρούμε ότι στο τοπικό πολιτικό σκηνικό τα βιομηχανικά αλλά και εμπορικά αστικά στρώματα της Ερμούπολης συνεχίζουν να αντιπροσωπεύονται με άμεση δική τους συμμετοχή (βλ. πίνακα 4). Δηλαδή ενώ επιλέγουν να αφήνουν τα κεντρικά ζητήματα σε μορφωμένους ανθρώπους ώστε να είναι ικανοί να λειτουργήσουν ως «οργανωτές της κοινωνίας» προς όφελος της αστικής τάξης, καθώς εκείνοι θα ασχολούνται με τις επιχειρήσεις τους και με το πως θα αυξήσουν τον πλούτο τους άρα και τη δύναμή τους επί των κοινωνικών σχέσεων και ισορροπιών, στα τοπικά ζητήματα αισθάνονται τη δύναμη να ασκήσουν μόνοι τους την ηγεμονία. Αυτό συμβαίνει ίσως διότι η συμμετοχή στα τοπικά πράγματα μπορεί να εκλαμβάνεται και ως άμεση προέκταση των οικονομικών τους συμφερόντων, κάτι που δεν εκλαμβάνεται για τα κεντρικά ζητήματα, και τέλος διότι ίσως η ηγεμονία τους επί της Ερμουπολίτικης κοινωνίας να είναι τόσο απόλυτη και αναμφισβήτητη ώστε να μη χρειάζονται μεσολαβητές, να μη χρειάζονται δευρυμένες συναινέσεις και εκπτώσεις από το αστικό εκσυγχτονιστικό τους πρόγραμμα. Πράγματι τα συμφέροντα τα οποία διαπλέκονται με τη βιομηχανία την περίοδο των δεκαετιών 1860 και 1870 βρίσκονται σε φάση ενδυνάμωσης, καθώς η βιομηχανία αντικαθιστά το εμπόριο.

Και πάλι όμως η έντονη κριτική που δέχεται ο δήμαρχος της πόλης Βαφιαδάκης από τους αντιπάλους του ότι δεν ασχολείται με το δήμο, αλλά αφήνει τη διοίκηση σε άλλους είναι ενδεικτική ίσως μιας εγγενούς τάσης που πιθανόν να χαρακτηρίζει συνολικά το σώμα των εσυγχρονισμένων καπιταλιστών ή/και βιομηχάνων, μιας τάσης να αναθέτουν σε άλλους ελεγχόμενους από τους ίδιους την άσκηση της εξουσίας. Επίσης, πάλι δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι σε αυτήν ακριβώς τη φάση, όπως θα δούμε και σε παρακάτω κεφάλαιο,

26 Δηλαδή οι πρώτοι βιομήχανοι της εποχής του ελεύθερου ανταγωνισμού και του καπιταλισμού τύπου «Μάντσεστερ» που αντιπροσώπευε η συριανή βιομηχανία στην Ελλάδα βρίσκονται πιο κοντά στα χαρακτηριστικά του εμπόρου της εποχής, του ενός ατόμου που λειτουργεί αυτόνομα χωρίς διαμεσολαβήσεις. Επομένως, μπορούσαν να δρουν πολιτικά και οι ίδιοι ως άτομα πολύ περισσότερο σε σχέση με τους βιομήχανους της εποχής μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τον πόλεμο και μετά η άσκηση της πολιτικής αποτελούσε δουλειά των πολιτικών.

21

Page 22: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

προτάσσεται από τους αντιπάλους ένα άλλο πρότυπο δημάρχου, του δημάρχου επαγγελματικής απασχόλησης με τα δημοτικά, ενός επαγγελματία πολιτικού. Για αυτό ο αντίπαλος του Βαφιαδάκη Παρασκευάς είναι γιατρός, επάγγελμα που χρήζει μεγάλη αναγνώριση από την ελληνική κοινωνία σχεδόν από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους έως και τις ημέρες μαςκαι είναι ένας άνθρωπος που φέρεται να ασχολείται συστηματικά με τα δημοτικά.27 Το γεγονός ότι ο Παρασκευάς εκφράζει τα συμφέροντα της μερίδας της αστικής τάξης που υποχωρεί, δηλαδή εκείνης των μεγαλεμπόρων, ενώ ο Βαφιαδάκης εκείνης που συσχετίζεται με τη βιομηχανία, δηλαδή εκείνης που κυριαρχεί πια, μπορεί να εξηγήσει την επιλογή από τη μία ενός γιατρού και από την άλλη ενός καπιταλιστή. Οι αστικές ομάδες που υποχωρούν χρειάζονται μεγαλύτερη συναίνεση και για αυτό τείνουν να θέλουν να προσεγγίσουν περισσότερο τα κατώτερα στρώματα. Αντίθετα, οι αστικές ομάδες που κυριαρχούν δε χρειάζεται διότι έχουν τη δύναμη να ελέγχουν τις κατώτερες τάξεις μέσα από τις ίδιες τις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Η Ερμούπολη της δεκαετίας 60 και 70, είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός σε μετάβαση που βιώνει τη διεύρυνση των παραγωγικών σχέσεων σε νέες μορφές. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την περίοδο 1880 και 1890 κανένας βουλευτής δεν είναι έμπορος, επίσης κανένας δεν είναι βιομήχανος, ενώ φαίνεται ότι έχει παγιωθεί το σύστημα της διαμεσολάβησης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των βουλευτών είναι δικηγόροι, γιατροί και αξιωματικοί. Μόνο δύο είναι τραπεζίτες (η παλιά μορφή του εμπόρου που ήταν μεταξύ άλλων και έμπορος χρήματος συνέχισε να υπάρχει μέχρι την παγίωση των τραπεζών) και υπάρχει και ένας λογοτέχνης. Βιομήχανοι θα εμφανισθούν βουλευτές με το πέρασμα στο νέο αιώνα. Σε αυτό ίσως να συνέβαλλε η κρίση που περνούσε η συριανή βιομηχανία πράγμα που τους ώθησε πιθανόν στην άμεση συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα.

Τέλος, η απάντηση στο ζήτημα της έλλειψης ενδιαφέροντος των Ερμουπολιτών για την κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας τις δύο πρώτες δεκαετίες είναι εμφανής. Η οικονομία και κατά προέκταση και η κοινωνία λειτουργούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό με δικούς της ρυθμούς, εντελώς διαφορετικούς με της υπόλοιπης Ελλάδας. Η Ερμούπολη βρισκόταν ουσιαστικά ενταγμένη όχι στον οικονομικό ιστό του Ελλαδικού κράτους, αλλά στο Οθωμανικό. Επομένως, πολύ μικρές απαιτήσεις θα είχαν από την Αθήνα. Εξάλλου, όπως φαίνεται η δομή του πολιτικού οικοδομήματος που εξέφραζε το οθωνικό καθεστώς δεν αντανακλούσε σε ανάγκες μιας εκσυγχρονισμένης και ταξικά οριζόντια δομημένης κοινωνίας όπως ήταν η Ερμούπολη. Όσο όμως η Σύρος θα ενοποιείται οικονομικά με την ηπειρωτική Ελλάδα τόσο θα αυξάνεται και το ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Όσο η συριανή αστική τάξη θα έχει την ανάγκη να λειτουργήσει ως κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης τόσο περισσότερο θα εντάσσεται στο ενιαίο εθνικό πολιτικό σκηνικό.

Αντίθετα, στην τοπική πολιτική σκηνή η συριανή αστική τάξη συνεχίζει να πολιτεύεται, γιατί ακριβώς αισθάνεται ολοκληρωτικά κυρίαρχη και έχει ανάγκη να ελέγχει το τοπικό κράτος (βλ. παρακάτω κεφ. 3ο).

Ενότητα Δεύτερη1862: Η Ερμούπολη εντάσσεται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό: οικονομία και πολιτική

Πάντως, η δεκαετία του 1860 εάν μέχρι τότε το ενδιαφέρον των Ερμουπολιτών με τις υποθέσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής ήταν περιορισμένο, μπαίνει με τη δυναμική εμφάνιση των Ερμουπολιτών στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Στις 28 Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε στην Ερμούπολη της Σύρου κίνημα εναντίον του Όθωνα. Ήδη είχε προηγηθεί κίνημα την 1η Φεβρουαρίου στο Ναύπλιο το οποίο κατεστάλη στις 8 του ίδιου μήνα, ενώ τον Οκτώβριο ύστερα από εξέγερση στο φρούριο της Βόνιτσας που επεκτάθηκε στο Μεσολόγγι και την Πάτρα και, τέλος, στις 10 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε με οξύτητα στον Πειραιά και στην

27 Ακόμα και εάν δεν ισχύει η σχέση Βαφιαδάκης= δεν ασχολείται, Παρασκευάς= ασχολείται μόνο και μόνο η επιλογή τους να αναδειχτεί μια τέτοιου είδους διαφοροποίηση είναι ενδεικτική

22

Page 23: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Αθήνα. Η κυβέρνηση του Γενναίου Κολοκοτρώνη αναγκάσθηκε τότε να παραχωρήσει τη θέση της σε προσωρινή κυβέρνηση, που σχημάτισαν οι δύο παρατάξεις της οθωνικής αντιπολίτευσης – η παράταξη του Δημητρίου Βούλγαρη κι η παράταξη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη – κι όταν η βασιλική θαλαμηγός έφτασε στον επαναστατημένο Πειραιά, ο Όθωνας αντί ν’ αποβιβασθεί, προτίμησε ν’ αναχωρήσει με αγγλικό πλοίο στο εξωτερικό, παρά την επιμονή της Αμαλίας να καταφύγουν στη Μάνη κι από κει ν’ αντισταθούν.

Από τον Κώστα Κριτσίνη παίρνουμε τις πληροφορίες για την εξέγερση της Σύρου. Στη Σύρο είχαν μετατεθεί δυσμενώς για πολιτικούς λόγους αξιωματικοί αντικαθεστωτικοί, όπως ο Φρούραρχος του νησιού υπολοχαγός Νικόλαος Λεωτσάκος και ο εκτοπισμένος αξιωματικός του πυροβολικού Περικλής Μωραϊτίνης. «Οι δύο αυτοί στρατιωτικοί αποτέλεσαν τον πυρήνα της εξέγερσης στη Σύρο. Ήρθαν σε συνεννόηση με αρκετούς εξέχοντες Ερμουπολίτες και τα ξημερώματα της 28ης Φεβρουαρίου του 1862, η φρουρά της Σύρου μ’ επικεφαλής τον Λεωτσάκο, ύψωσε την επαναστατική σημαία. Ο δήμαρχος της Ερμούπολης Δαμαλάς κάλεσε αμέσως σ’ έκτακτη συνέλευση το δημοτικό συμβούλιο όπου χωρίς δισταγμούς κι αντιλογίες αποφασίστηκε η επίσημη προσχώρηση του Δήμου της Ερμούπολης στην Επανάσταση. Ο νομάρχης όμως Α. Αλεξανδρόπουλος έμεινε πιστός στον Όθωνα και, για να μη συλληφθεί, διέφυγε στην Άνω Σύρο. [...] Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, η πλατεία της Σύρου σημαιοστολίστηκε κι οι ιερείς του νησιού, επικεφαλής του λαού που πανηγύριζε, δεήθηκαν για την ευόδωση της επανάστασης. Το δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Αλ. Αλεξάνδρου, διόρισε επιτροπή για τη διοίκηση του νησιού, που αποτελέστηκε από τους Α. Ευμορφόπουλο, Δ. Παρασκευά, Δ. Κάλαρη, Ι. Παλαιολόγο, Ι. Σακοράφο, Δ. Παπανικολή, με πρόεδρο το δήμαρχο Αμβρ. Δαμαλά, ενώ παράλληλα συγκροτήθηκε και στρατιωτική επιτροπή από τους Ν. Λεωτσάκο, Π. Μωραϊτίνη και Αρ. Τζάντζο. Η φρούρηση της πόλης ανατέθηκε δε τέσσερις αστυνομικούς, τους Ανδρ. Κοσμά, Π. Σεβαστόπουλο, Γ. Ζερλέντη και Ι. Σακοράφο. Στη συνέχεια, το δημοτικό συμβούλιο ζήτησε από την «Ελληνική Ατμοπλοΐα» δυό ατμόπλοια, την «Ομόνοια» και την «Καρτερία» για τη μεταφορά των ανδρών του Λεωτσάκου στην Τήνο και στην Κύθνο. Το σχέδιο απόβλεπε στην παραλαβή από την Τήνο του εκεί στρατιωτικού αποσπάσματος, την απελευθέρωση και παραλαβή από την Κύθνο των εκεί πολιτικών κρατουμένων και τη διαπεραίωση των επαναστατών στη Χαλκίδα, όπου φρούραρχος ήταν ο αδελφός του Λεωτσάκου. [...] Η κυβέρνηση όμως, που είχε ήδη ενημερωθεί από μήνυμα του νομάρχη της Σύρου (ο οποίος είχε καταφύγει στην Άνω Σύρα, το ενδιαφέρον εδώ βρίσκεται στο γεγονός ότι οι καθολικοί συμπαρατάχτηκαν με τους οθωνικούς), έστειλε κατά των επαναστατών την πολεμική κορβέτα «Αμαλία» μ’ ένα λόχο στρατού [...]. Το μεσημέρι της 1ης

Μαρτίου, τα δύο αντίπαλα πλοία έφτασαν ταυτόχρονα στην Κύθνο.» Μετά από επιβίβαση των στρατευμάτων ακολούθησε ένοπλη σύγκρουση και τελικά οι επαναστάτες ηττήθηκαν. «Έπειτα από όλα αυτά τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1862, η κυβέρνηση έπαψε το δημοτικό συμβούλιο και τον δήμαρχο [...].»28

Την απάντηση γιατί οι ερμουπολίτες, εκεί που μέχρι το 1856 ενδιαφέρονταν πολύ λίγο για την κεντρική πολιτική σκηνή, ξαφνικά εντάσσονται σε αυτή με τόσο βίαιο τρόπο την έχουμε λίγο πολύ προσεγγίσει. Το κίνημα εναντίον του Όθωνα δεν ήταν ένα κίνημα «από τα κάτω» αναδυόμενο, αλλά ήταν ένα κίνημα που ξεκίνησε «από τα πάνω». Ξεκίνησε με πρωτοβουλία αξιωματικών και προσώπων με επιφάνεια στην πόλη και το αγκάλιασε σχεδόν το σύνολο της άρχουσας τάξης με επίσημο μάλιστα τρόπο, καθώς συμμετείχε με απόφαση και το δημοτικό συμβούλιο. Η εμμονή στις λεπτομέρειες του κινήματος δεν έγινε ασυνείδητα από υπερβολική χρήση των πηγών, αλλά συνειδητά για να καταδείξουμε την ένταση της αλλαγής στο χαρακτήρα του πολιτικού κλίματος της πόλης. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία της άρχουσας τάξης λειτουργεί επιθετικά, εναντίον του οθωνικού καθεστώτος δείχνει ότι υπάρχει πια μια ασυμβατότητα μεταξύ της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της Ερμούπολης και εκείνης του ελληνικού κράτους.

28 Βλ. Για όλα Κριτσίνης Κώστας, «Το Κίνημα του 1862 στη Σύρο εναντίον του Όθωνα»,

23

Page 24: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Πράγματι, η κοινωνία της Ερμούπολης στα τέλη της δεκαετίας του 50 και της δεκαετίας του 60 είναι μια κοινωνία σε κρίση. Η παρακμή του διαμετακομιστικού εμπορίου συμπαρέσυρε συνολικά τη συριανή οικονομία ακόμη και τις πρώιμες βιοτεχνικές – βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες εξαρτώνταν άμεσα από το εμπορικό κεφάλαιο. Η στροφή προς τη βιομηχανία είναι επιβεβλημένη από τα πράγματα, αποτελεί τη μόνη διέξοδο της εμπορικής άρχουσας τάξης για να αναπαράξει και συνεχίσει να διατηρεί την κυριαρχία της επί της κοινωνίας. Η δεκαετία του 60 αποτελεί για την Ερμούπολη τη μεταιχμιακή περίοδο, τη περίοδο εκκίνησης προς τη βιομηχανία. Έτσι, μπορεί τη δεκαετία του 1870 και συγκεκριμένα μεταξύ 1868/9 και 1874/5 να τοποθετείται η φάση της πρώτης «απογείωσης» της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί μια απότομη τομή. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Σύρος συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία εκβιομηχάνισης από πολύ πιο νωρίς. Η φύση των εμπορικών εργασιών την περίοδο του 19ου αιώνα, με κύριο χαρακτηριστικό τα υψηλά ποσοστά ρίσκου και μεταβλητότητας της αγοράς, είχε επιδράσει στα «γονίδια» επιχειρηματικότητας των συριανών κεφαλαιούχων. Δεν ήταν δύσκολο, λοιπόν, για ένα μεγάλο κομμάτι από αυτούς να στραφούν και σε άλλους τομείς της παραγωγής, αν και η πλειοψηφία των πρώτων βιομηχανιών της Σύρου συνιστούν επέκταση και εξέλιξη βιοτεχνιών29. Η Αγριαντώνη αναφέρεται τόσο στην περίοδο έναρξης αυτής της πορείας όσο και για τη σχέση εμπόρων κεφαλαιούχων και βιομηχανίας: «Οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής ευνοούν την υπόθεση ότι οι μεγαλέμποροι – τραπεζίτες δεν υπήρξαν αμέτοχοι στα πρώτα βήματα της βιομηχανίας. Η περίπτωση της Ερμούπολης είναι ένα καλό παράδειγμα. Πράγματι, φαίνεται ότι, όταν ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1850, η ανάπτυξη του ερμουπολίτικου εμπορίου έφτασε σε κάποια όρια, όταν η ναυτιλία άρχιζε να παρακμάζει, ενώ γινόταν φανερό ότι έφτανε πλέον στο τέλος της η κυριαρχία της Σύρας στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, η ομάδα των Χιωτών μεγαλεμπόρων-τραπεζιτών, που έλεγχε την οικονομία της πόλης, είδε με καλό μάτι τη βιομηχανική προοπτική»30

Η απογείωση αυτή θα ανακοπεί από τα μέσα της ίδιας δεκαετίας για να περιέλθει στα όρια της στασιμότητας31. Στην υποσημείωση αυτού του αποσπάσματος παραθέτει την αναφορά του γάλλου προξένου στα 1871: «Οι έμποροι δεν έχουν πλέον ψευδαισθήσεις και ήδη τα κεφάλαια αποσύρονται από το εμπόριο για να στραφούν σε βιομηχανικές επιχειρήσεις». Η δεκαετία του 1870, επομένως, αποτελεί για την κοινωνία της Ερμούπολης μια εποχή σχετικής εξόδου από την κρίση που είχε περιέλθει κατά την προηγούμενη περίοδο. Ήταν μια περίοδος σταθεροποίησης, θα λέγαμε, μια περίοδος κατά την οποία οι νέοι προσανατολισμοί που είχαν ανοιχτεί στη συριανή οικονομία σταθεροποιούνται και επεκτείνονται, ενώ παλιότερες κατευθύνσεις προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες.

Η φάση της εκβιομηχάνισης και της βιομηχανικής ανάπτυξης στη Σύρο δεν είναι όμως μια υπόθεση που αφορά μόνο την ομάδα των κεφαλαιούχων ή την κυρίαρχη οικονομικά τάξη, αλλά μεταλλάσσει συνολικά τις κοινωνικές δομές της πόλης και του νησιού. Η παρακμάζουσα ιστιοφόρος εμπορική ναυτιλία την περίοδο αυτή προκαλεί στα κυκλαδίτικα νησιά κρίση πληθυσμιακής υπερσυσσώρευσης, καθώς ο γεωμορφικός χώρος των νησιών και οι υπάρχουσες παραγωγικές δομές και ταξικοί συσχετισμοί δε βοηθούν στην κάλυψη των αναγκών των πρώην ναυτών. Παράγεται ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό το οποίο ακολουθεί πορεία αγροτικής εξόδου. Την ίδια περίοδο, αγροτική έξοδος πραγματοποιείται και από τους ηπειρωτικούς ορεινούς όγκους, δημιουργούνται δηλαδή ευρύτερα στην Ελλάδα οι κοινωνικοί όροι για την εκβιομηχάνιση. Στη περίπτωση της Ερμούπολης της Σύρου παρατηρούμε, λοιπόν, ότι διαμορφώνεται τόσο στον περιβάλλοντα γεωγραφικό, οικονομικό και διοικητικό χώρο όσο και στην ίδια την πόλη μια μορφή κοινωνικού ζητήματος. Ένα κοινωνικό ζήτημα που η άρχουσα τάξη της Ερμούπολης καλείται καταρχήν να αντιληφθεί και να αναγνωρίσει και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει. Η άρχουσα τάξη της Σύρου ήταν αρκετά ενημερωμένη, για τα 29 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές ..., ό.π., σσ. 149 - 15030 Βλ. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές ..., ό.π., σ. 17831 Βλ. Αγριαντώνη Χ., «Η Ελληνική Βιομηχανία τον 19ο αιώνα. Περιοδολόγηση. Προβλήματα ολοκλήρωσης.», Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, σσ. 397 – 404, σ. 397

24

Page 25: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

δεδομένα της Ελλάδας την εποχή εκείνη, για την κοινωνική πραγματικότητα της Δύσης και τα φαινόμενα αμφισβήτησης της ηγεμονίας της αστικής τάξης από το ισχυροποιούμενο πολιτικά προλεταριάτο. Φαίνεται, και αυτό προκύπτει τόσο από μια πρόχειρη ανάγνωση του τύπου της εποχής όσο και από τις διαπιστωμένες παρεμβάσεις κοινωνικής πρόνοιας, πως έχει αντιληφθεί τους κινδύνους που εγκυμονεί η κατάσταση αυτή.

Σε ένα άλλο επίπεδο τώρα, η αποδυνάμωση των μέχρι τότε κυρίαρχων δομών που στηρίζονταν στο εμπόριο συντελεί σε αποδυνάμωση της κυρίαρχης εμπορικής αστικής τάξης και δίνει τη δυνατότητα σε μεσαία αστικά στρώματα που έχουν ως βάση τη βιοτεχνική παραγωγή να ανελιχθούν κοινωνικά διευρύνοντας και εξελίσσοντας τους δικούς τους παραγωγικούς μηχανισμούς. Δηλαδή δημιουργείται ένα κενό στις παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις, απελευθερώνεται ένας χώρος, θα λέγαμε, στην οικονομία και μια δυνατότητα στην κοινωνία λόγω της αγροτικής εξόδου που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη βιοτεχνία να αναπτυχθεί και να μεταλλαχθεί σε βιομηχανία. Μέσα σε αυτά δεδομένα η μέχρι πρότινος κυρίαρχη τάξη των εμπόρων, χρηματιστών, εφοπλιστών πρέπει ή να υποχωρήσει και να εκλείψει ή να προσαρμοστεί και να μεταφέρει το επίκεντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε άλλους τομείς. Ο κίνδυνος από την ανέλιξη των βιοτεχνών έδειξε προφανώς το δρόμο. Το εμπορικό κεφάλαιο μετεξελίχθηκε σε βιομηχανικό στην προσπάθειά του να ελέγξει και να υποτάξει την τάση προς την εκβιομηχάνιση. Αδύναμο να την εμποδίσει έγινε φορέας της ανάπτυξής της ελέγχοντας την. Επομένως, η φάση της εκβιομηχάνισης στην Ερμούπολη, όπως και ευρύτερα στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, δεν πρόκειται απλώς για μια μετακίνηση επιχειρηματικού ενδιαφέροντος κάποιων εμπόρων, αλλά αποτελεί μέρος της συνολικής προσπάθειας των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, της κυρίαρχης οικονομικής εμπορικής τάξης, να επιβεβαιώσει και να επεκτείνει τις σχέσεις εξουσίας και την κυριαρχία της. Αποτελεί προϊόν της ταξικής πάλης του ερμουπολίτικου κοινωνικού σχηματισμού και γενικότερα του ευρύτερου ελλαδικού. Οι διαδικασίες αυτές στην υλική βάση της κοινωνίας εκ των πραγμάτων γεννούν αντιθέσεις και σε όλες τις εκφάνσεις του εποικοδομήματος. Αυτές τις αντιθέσεις θα επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε κάτω από το περίβλημα των πολιτικών συγκρούσεων τόσο στην Ερμούπολη όσο και στην Ελλάδα.

Η κοινωνία της Σύρου, λοιπόν, βιώνει την κρίση σε διαταξικό επίπεδο, αναζητεί στη λύση, ξεσπάει εναντίον του οθωνικού καθεστώτος. Ιδιαίτερα η άρχουσα τάξη αισθάνεται ότι το οθωνικό καθεστώς, το οποίο δομικά είναι ένα καθεστώς ταξικής ισορροπίας, ευνοεί στο «μπλοκάρισμα» της πορείας προς τον «εκσυγχρονισμό», δηλαδή στην κίνηση της οικονομίας προς τα εμπρός μέσα από μεταβολή των παραγωγικών σχέσεων υπέρ της αστικής τάξης. Το οθωνικό καθεστώς πρέπει να καταργηθεί ώστε να μπορέσει η αστική τάξη να εφαρμόσει ελεύθερα το πρόγραμμα του αστικού εκσυγχρονισμού, την πολιτική που θα τη διασώσει. Η αδιαφορία για την κεντρική πολιτική σκηνή της προηγούμενης περιόδου μεταστρέφεται σε σύγκρουση.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι συμμετείχε στην εξέγερση και η εταιρία «Ελληνική Ατμοπλοΐα» όπως και το σύνολο της άρχουσας τάξης. Η μη συμμετοχή, αλλά και η συμπαράταξη των καθολικών με τους οθωνικούς υποδεικνύει μια κοινωνία δίπλα από την «σύγχρονη» Ερμούπολη που δομείται πάνω σε παραδοσιακές οικονομικές βάσεις, συνειδητά αντιθετικές με εκείνες της κάτω πόλης. Η διατήρηση του οθωνικού καθεστώτος για του καθολικούς συριανούς σήμαινε επιβεβαίωση του δικού τους κοινωνικοπολιτικού συστήματος.

Έχουμε ήδη διατυπώσει την άποψη ότι η μερίδα του Βαφιαδάκη εξέφραζε τη νέα ντόπια αστική τάξη, δηλαδή αστικά στρώματα με παραγωγική βάση τη βιομηχανία, που ερχόταν σε σύγκρουση με την παραδοσιακή εμπορική αστική.

25

Page 26: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Κεφάλαιο ΤρίτοΗ Ερμούπολη απέναντι στην Αθήνα: Τα δημοτικά του 1974

Ενότητα ΠρώτηΗ τοπική πολιτική σκηνή

Οι χρονιές 1874/1875 που θα μας απασχολήσουν, χρονιές κρίσης του ελλαδικού πολιτικού συστήματος, όπως διαπιστώνουμε, ταυτίζονται χρονολογικά με την ανακοπή της αναπτυξιακής τάσης της ελληνικής βιομηχανίας, μέρος της οποίας και η ερμουπολίτικη.

Στα 1874 έχουμε δύο εκλογικές διαδικασίες που μας ενδιαφέρουν. Τις δημοτικές εκλογές και τις βουλευτικές εκλογές. Το πρώτο δεκαήμερο του 1874, στις 4 Ιανουαρίου 1874, διεξήχθησαν οι δημοτικές εκλογές στο Δήμο της Ερμούπολης, όπως βέβαια και σε όλους του δήμους της Ελλάδας. Οι ελλαδικοί δήμοι αποτελούσαν από την εποχή του Όθωνα διευρυμένες περιφέρειες που κάλυπταν εκτός από τον οικιστικό χώρο μιας πόλης και τις γύρω περιοχές, όπως περίπου συμβαίνει σήμερα με τους λεγόμενους καποδιστριακούς. Ένα ανυπόγραφο πολιτικό φυλλάδιο με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1874 αποτελεί την πηγή που μας εντάσσει κατευθείαν στο τοπικό πολιτικό κλίμα της εποχής. Το φυλλάδιο αυτό γράφτηκε και κυκλοφόρησε μερικές μέρες μετά τις εκλογές και απαντάει στις κατηγορίες που . Ο συγγραφέας, ο οποίος είναι άγνωστος, υπερασπίζει ως τρίτος το πρόσωπο του μόλις εκλεχθέντα δημάρχου Βαφιαδάκη ο οποίος είχε δεχθεί σφοδρότατη κριτική κατά τον προεκλογικό αγώνα. Δεν αυτοπροβάλλεται ούτε ως ανεξάρτητος, αλλά ούτε ως «κομματικός» λειτουργώντας μέσα στα πλαίσια της πολιτικής πρακτικής και ηθικής της εποχής. Δεν είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε σε υποθέσεις γύρω από το όνομα του συγγραφέα. Επειδή όμως δείχνει καλά ενημερωμένος γύρω από τα γεγονότα, τις καταστάσεις και τα διαπλεκόμενα πρόσωπα εκτιμούμε πολύ λογικά ότι ανήκει στο στενό πολιτικό περιβάλλον του δημάρχου. Η μετεκλογική κυκλοφορία του φυλλαδίου έχει το χαρακτήρα αποτίμησης του προεκλογικού αγώνα, ενός αγώνα που κατά τον συγγραφέα «θέλει αφήσει εξαιρετικήν εποχήν» εξαιτίας της σφοδρότητας της σύγκρουσης. Σε καμία περίπτωση το κείμενο δε δείχνει διάθεση ρεβανσισμού και εμπάθειας ούτε κομπάζει για τη νίκη, αλλά παρόλαυτά δε διστάζει να καταφερθεί εναντίον και να ειρωνευτεί κάποιους από τους πρωτοστατήσαντες αντιπάλους. Αποτελεί όμως εμφανώς την απάντηση του ίδιου του δημάρχου σε όλες τις κατηγορίες και τις αντίπαλες προεκλογικές συμμαχίες. Είναι θα λέγαμε με βάση τη σύγχρονη πολιτική ορολογία η ανάγνωση του «μηνύματος» από την πλευρά του Βαφιαδάκη. Η ανάγκη για ένα τέτοιο κείμενο ίσως να προκύπτει από την έλλειψη υποστήριξης από εφημερίδες, όταν όπως φαίνεται τον προεκλογικό μέτωπο των αντιπάλων σήκωσαν συγκεκριμένες τοπικές εφημερίδες. Η εφημ. Πανόπη και η εφημ. Ερμούπολη είναι οι εφημερίδες που γνωρίζουμε ότι είχαν ταχθεί εναντίον του. Υπέρ του Βαφιαδάκη είχαν ταχθεί η εφημ. Πατρις και μάλλον η εφημ. Το Μέλλον της Ερμούπολης. Η τελευταία αποτελεί την προηγούμενη εφημερίδα του αρχισυντάκτη της εφημ. Εξέγερσις, για την οποία είμαστε βέβαιοι για τα φιλικά αισθήματα ως προς το δήμαρχο. Από αυτές δυστυχώς είχαμε πρόσβαση μόνο σε δύο που αναφέρονταν στα δημοτικά του 1874, την εφημ. Ερμούπολη και την εφημ. Πατρίς.

Από την πρώτη σελίδα του προαναφερθέντος φυλλαδίου τίθεται η βάση των πολιτικών διαχωρισμών. Ο λόγος περί Χίων και περί Πελλοπονησίων και γενικότερα η αναφορά σε κομματικούς συνασπισμούς με βάση τον τόπο καταγωγής υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Ερμούπολη ως κοινωνία των πολιτών εκείνη την εποχή. Από την αρχή της συγκρότησης της πόλης οι πολιτικοί συνασπισμοί δομήθηκαν με βάση τον τόπο προέλευσης έτσι από τη μία υπήρχε το κόμμα των Χιωτών μεγαλέμπορων οι οποίοι είχαν δική τους λέσχη στην οποία συναθροίζονταν και από την άλλη οι Ψαριανοί, οι Κρητικοί, οι Πελοποννήσιοι και άλλοι. Τη δεκαετία του 1870 ο τρόπος αυτός πολιτικής διαίρεσης του κοινωνικού κορμού της πόλης συνέχιζε να υπάρχει, με τη διαφορά ότι, όπως θα δούμε παρακάτω, φαίνεται ο ρόλος των Χίων να έχει υποβαθμιστεί, ενώ αντίστοιχα να έχει αναβαθμιστεί σημαντικά ο ρόλος των Κρητών και των Πελοποννησίων.

26

Page 27: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Είναι φανερό ότι ο ερμουπολίτικος κοινωνικός σχηματισμός από την εποχή της συγκρότησής του δεν ξέφευγε στα γενικά χαρακτηριστικά της πολιτικής δομής του από την υπόλοιπη Ελλάδα παρά τη σαφή και έντονη ταξική διάρθρωση. Οι μηχανισμοί συναίνεσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης λάβαιναν στη Σύρο μια ιδιαίτερη μορφή όχι μέσα από τις φατρίες και τα ξενικά κόμματα, αλλά μέσα από τα κόμματα καταγωγής. Τα ζητήματα ταξικής πάλης αναιρούνταν ή και επιλύονταν στο επίπεδο της υλικής βάσης με ανάλογο τρόπο των ηπειρωτικών πελατειακών σχέσεων, μέσα δηλαδή από πατρονάρισμα των φτωχών οικογενειών των ναυτών και ναυτεργατών από τους μεγαλέμπορους και τους μεγαλοκαραβοκύρηδες, ενώ στο ιδεολογικό επίπεδο μέσα από την συμμετοχή και τη συσπείρωση στην ταυτότητα καταγωγής. Ο δήμος ο οποίος λειτουργούσε ως τοπικό κράτος αποτελούσε εκτός από μηχανισμό επιβολής της ηγεμονίας συνολικά της εμπορικής αστικής τάξης και μέσο επιβολής της ηγεμονίας του κάθε συνασπισμού εξουσίας. Παρά τις όποιες ομοιότητες με την υπόλοιπη Ελλάδα στη συγκρότηση των συνασπισμών εξουσίας, το τοπικό κράτος της Ερμούπολης αντανακλούσε σε εντελώς διαφορετικό βαθμό ταξικής ισορροπίας, αφού η κυρίαρχη τάξη φαίνεται ότι είχε την οικονομική δύναμη να εφαρμόζει ελεύθερα και ολοκληρωτικά την πολιτική της ηγεμονία επιβεβαιώνοντας, διευρύνοντας και αναπαράγοντας την ταξική της κυριαρχία. Η Ερμούπολη μπορεί να ήταν προϊόν της επανάστασης, αλλά δεν προήρθε από εγγενείς τάσεις της μετεπαναστατικής κοινωνίας, αλλά ως παρεπόμενη συνέπεια. Σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία δεν είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που θα μπορούσε να έχει μια πόλη της εποχής της στην Ελλάδα32.

Ο πολιτικός διαχωρισμός με βάση την καταγωγή στην Ερμούπολη του 19ου αιώνα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αναδεικνύει με τον ευκρινέστερο τρόπο το βαθμό εθνικής ομογενοποίησης της Ελλάδας. Μια πόλη στην οποία κατοικούν άνθρωποι με καταγωγή από όλες τις περιοχές της χώρας η τοπική ταυτότητα είναι αυτή που τους χαρακτηρίζει. Πιθανόν αυτή η ταυτότητα να ενέχει όμως εκτός από πολιτισμικά χαρακτηριστικά (γλώσσα, ήθη, συνήθειες) και οικονομικά χαρακτηριστικά.

Ως προς αυτό μπορούμε να έχουμε δύο προσεγγίσεις ως υπόθεση εργασίας. Μια πρώτη που εκτιμά ότι ο τρόπος αντανάκλασης στο πολιτικό εποικοδόμημα των διαφορών μιας ομοιογενούς παραγωγικά κυρίαρχης τάξης, όπως ήταν η εμπορική αστική τάξη της Ερμούπολης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν τα συμφέροντα συνολικά της κυρίαρχης τάξης ώστε να ιδεολογικοποιούνται. Οι στρατηγικές επομένως αναγκαστικά αντανακλούν σε εμπορικούς ανταγωνισμούς και όχι σε διαχωρισμούς μεταξύ βιομηχανικών και εμπορικών συμφερόντων ή γαιοκτημονικών και εμπορικών ή ο,τιδήποτε άλλο. Σε μια τέτοια κοινωνική συγκρότηση οι προγραμματικές διαφορές και οι πολιτικές συγκρούσεις, οι πολιτικοί συνασπισμοί και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί τους εκ των πραγμάτων βασίζονται στις προσωπικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Επομένως, είναι λογικό και επόμενο οι συμμαχίες να διαμορφώνονται με βάση τις οικογενειακές σχέσεις και τον τόπο καταγωγής. Τα μπλοκ εξουσίας υπερβαίνουν αυτόν τον τρόπο οργάνωσης, όταν υπάρχει έντονος καταμερισμός της εργασίας και μεγάλη διαφοροποίηση στις παραγωγικές δυνάμεις, οπότε διαμορφώνοται αντιθετικά ως προς τα χαρακτηριστικά τους ηγετικά μπλόκα και στρατηγικές οπότε το ζήτημα δεν είναι κάποιοι έμποροι να υπονομεύσουν κάποιους άλλους εμπόρους, αλλά κάποιοι βιομήχανοι να υπονομεύσουν και να υποτάξουν όχι κάποιους άλλους βιομήχανους, αλλά κάποιους εμπόρους ή κάποιους γαιοκτήμονες.

Μια δεύτερη υπόθεση εργασίας, λοιπόν, θα μπορούσε να αναζητά τις αιτίες των πολιτικών διαχωρισμών στην Ερμούπολη του πρώτου μισού του 19ου αιώνα στη σύγκρουση διαφορετικών παραγωγικών δομών. Δηλαδή ανάμεσα στους εμπόρους που εκφράζουν την κυρίαρχη μορφή οικονομίας στην πόλη, το εμπόριο, και στους βιοτέχνες που εκφράζουν μια δευτερεύουσα συμπληρωματική, την βιομηχανία. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση τόσο ο μέσος όρος των προσώπων που συναπαρτίζουν μια κοινότητα καταγωγής όσο και η ιδεοτυπική αναπαράστασή της μπορεί να ταυτίζεται με συγκεκριμένες οικονομικές ασχολίες και επαγγέλματα. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η χιώτικη μερίδα ήταν το κόμμα που εξέφραζε τα

32 Εκείνο που θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε είναι κατά κάποιο τρόπο μια «υπερφυσική» έκταση των αστικών χαρακτηριστικών για τα δεδομένα της περιόδου και της περιοχής. Δηλαδή υποστηρίζουμε ότι υπήρχε δυσαναλογία όσον αφορά το μέγεθος και τα μοντέρνα χαρακτηριστικά της πόλης σε σχέσει με το βαθμό ανάπτυξης των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων τόσο στην Ελλαδική όσο και στην Οθωμανική επικράτεια.

27

Page 28: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

συμφέροντα της κυρίαρχης εμπορικής αστικής τάξης που ταυτιζόταν με τους Χιώτες, ενώ η αντιχιώτικη να εξέφραζε τα μεσαία αστικά στρώματα βιοτέχνες και εμπόρους. Επομένως, όταν ανατράπηκε η σχέση εμπορίου – βιομηχανίας υπέρ της δεύτερης ανατράπηκε και η σχέση των δυο μπλοκ. Κατά την άποψή μου η πρώτη υπόθεση είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, διότι γνωρίζουμε ότι η βιοτεχνία της περιόδου ήταν εξαρτημένη από το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων. Η δεύτερη υπόθεση ταιριάζει πιο πολύ στην κατάσταση της δεκαετίας του ’70, κατά την οποία οι μετεξελιγμένοι βιοτέχνες σε βιομήχανους και οι από ανάγκη μεταλλαγμένοι έμποροι σε βιομήχανους διαμορφώνουν νέα μπλοκ εξουσίας με διαφορετικές στρατηγικές. Αλλά αυτές οι στρατηγικές δεν αντανακλούν σε ταυτότητες καταγωγής, αλλά τις υπερβαίνουν και τις σπάνε.

Επιστρέφοντας στα πολιτικά πράγματα της δεκαετίας του ‘70 ας προσέξουμε τις συμμαχίες όπως περιγράφονται στο κείμενο. Γράφει ο αρθρογράφος για την εκλογή του 1971, την πρώτη εκλογή του Βαφιαδάκη, : «Ο κ. Βαφιαδάκης είχε πεισθή προ τετραετίας ν΄αναδεχθεί την Δημαρχικήν Αρχήν, υπακούσας εις την γενικήν του τόπου θέλησιν. Και αυτοί δε εκ των Χίων, οι δια την εμπορικήν υπεροχήν του κ Βαφιαδάκη ανέκαθεν πολέμιοι αυτού, προσήλθον αυτώ προ τετραετίας× ούτω κατά την προηγθείσαν εκλογήν ηνώθησαν όλοι υπό τον Βαφιαδάκην, εκτός των Πελοποννησίων, οίτινες εκ φιλοτιμίας υπεστήριξαν ίδιον υποψήφιον τον εκ Πελοποννήσου Δημήτριον Παπαδάκην. Τότε το πρώτον ο Μάρκος Μηλαϊτης εκ των ιατρών της Ερμουπόλεως, καταληφθείς υπό του οίστρου της δημαρχομανίας, υπεστήριξεν εαυτόν δήμαρχον. Οι την αντίθετον του κ. Βαφιαδάκη εκ των Χίων αποτελούντες μερίδα, στιγμιαίως μόνον προσήλθον αυτώ, καθό μη ομονοούντες ούτε υποχωρούντες αλλήλοις και μόνον δια του κρίκου των ατομικών παθών συνδεόμενοι και συμμαχούντες εν τω κατά Βαφιαδάκη πολέμω× όθεν απεσκίρτησαν μετά την εκλογήν, απειλούντες έκτοτε, ότι αυτοί οι αναδείξαντες αυτόν Δήμαρχον θέλουν τω αφαιρέσει το δημαρχικόν αξίωμα.»33 Ο Βαφιαδάκης παρότι παρουσιάζεται ως πολιτικός αντίπαλος των χιωτών υποστηρίχτηκε από αυτούς στις εκλογές του 1870, ενώ αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς η υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ερμουπολιτών παραγόντων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα εμπορικά συμφέροντα, παρά τους προσωπικούς ανταγωνισμούς, είναι εκείνα που καθόρισαν τις επιλογές των χιωτών και συσπείρωσαν τον εμπορικό κόσμο γύρω του. Ο Μάρκος Μηλαϊτης είχε κατέλθει και στις εκλογές του 1870. Πάντως, μετά την εκλογή του 1870 οι Χίοι παρουσιάζονται να αλλάζουν στάση και να ασκούν αντιπολίτευση στον Βαφιαδάκη. Ο αρθρογράφος δεν αναφέρει κάποια ερμηνεία για αυτήν την μεταστροφή. Στη σκέψη του θα λέγαμε ότι φαίνεται φυσιολογική αντίδραση. Απλώς εκείνος τους ασκεί κριτική για μη εποικοδομητική αντιπολίτευση και για εμπάθεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στους Πελοποννήσιους παράγοντες οι οποίοι παρουσιάζονται να λειτουργούν αυτόνομα και να κατεβάζουν δικό τους ψηφοδέλτιο στα 1870, κάτι όμως που δε θα επαναληφθεί στα 1874.

Το κείμενο γρήγορα φτάνει στην προεκλογική ζύμωση των εκλογών του 1874. Παρουσιάζει τον Βαφιαδάκη ως ανιδιοτελή που δεν ενδιαφέρεται να επαναδιεκδικήσει το αξίωμα, αλλά υποκύπτει στις πιέσεις των συμπολιτών του, ενώ δεν αναλαμβάνει καμία προεκλογική καμπάνια. Αντίθετα, παρουσιάζει τους αντιπάλους του να μηχανορραφούν και να προσπαθούν να δημιουργήσουν διάφορες συμμαχίες. Οι πλειοψηφία των Πελοποννησίων παρουσιάζεται να συμπαρατάσσεται με τον Βαφιαδάκη παρά τις δελεαστικές προτάσεις των Χίων. Τελικά, υποψήφιος αντίπαλος του Βαφιαδάκη αναγορεύτηκε ο δημοτικός γιατρός Παρασκευάς, αφού δεν μπόρεσαν οι Χιώτες παράγοντες να συμφωνήσουν σε ένα πρόσωπο από τους ίδιους. Τρίτος υποψήφιος εμφανίζεται ένας άλλος δημοτικός γιατρός ο Μάρκος Μηλαϊτης, ο οποίος είχε και στις προήγουμενες εκλογές διεκδικήσει το δημαρχικό αξίωμα. Ο Μηλαϊτης έχει με βάση τη σημερινή ορολογία τα χαρακτηριστικά του «ανεξάρτητου» υποψήφιου, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην οποία θα επανέρθουμε. Τελικά, όμως ο Μηλαϊτης συμπαρατάχθηκε με τον Παρασκευά.34

Στρεφόμενοι στις εφημερίδες που βρήκαμε βλέπουμε ότι και τα δύο έντυπα μόνο την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου στην ουσία εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ κάποιου. Οι λόγοι της καθυστέρησης αυτής μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι μόλις την τελευταία εβδομάδα ολοκληρώθηκαν οι διεργασίες των συμαχιών, αλλά και ξεκαθάρισε το τοπίο των υποψηφιοτήτων οι οποίοι ήταν αρχικά περισσότεροι από τρεις για να καταλήξουν πολύ λίγο 33 Βλ. Η Δημοτική Εκλογή του Δήμου Ερμουπόλως του 1874, Ερμούπολη 16 Ιανουαρίου 1874, σ. 134 Βλ. Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 20

28

Page 29: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

πριν την κάλπη σε δύο. Επίσης, βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει σε κάθε εκλογική διαδικασία, τα πράγματα οξύνονται συνήθως την τελευταία εβδομάδα. Οι εφημερίδες προτιμούν μέχρι τότε να μην εκδηλώνουν ανοιχτά την υποστήριξή τους.

Η εφημ. Ερμούπολις ανέφερε τον αριθμό εννέα για τους αρχικούς υποψηφίους, χωρίς όμως να τους κατονομάσει ή να περιγράψει τις διαδικασίες που στα τέλη του Δεκεμβρίου 1873 τους περιόρισαν σε τρεις, δηλαδή τους Βαφιαδάκη, Μηλαϊτη και Παρασκευά. Η εφημερίδα τίθεται ανοιχτά εναντίον του Βαφιαδάκη και επιτίθεται σε αυτόν. Στο φύλλο της 22 Δεκεμβρίου 1873 τον καλεί με φανερά αρνητική διάθεση να παρουσιάσει το έργο του και να λογοδοτήσει απέναντι στο λαό της Ερμούπολης, «ενώπιον του οποίου θα εμφανισθή και πάλιν ο κ. Βαφιαδάκης να ζητήση τας ψήφους».35 Στο επόμενο φύλλο επιτίθεται στον δήμαρχο και ανοιχτά υποστηρίζει τον Παρασκευά. Κατηγορεί τον δήμαρχο για αλόγιστες δαπάνες, για κακή οικονομική κατάσταση του δήμου και για αδιαφορία ως προς δημοτικές τις υποχρεώσεις του για να καταλήξει ότι «κατά την τετραετή δημαρχίαν δεν απεδείχθη δήμαρχος ευδόκιμος και κατάλληλος». Για τον Παρασκευά γράφει ότι έχει σπουδαίαν υποστήριξην παρά των νοημόνων, ανεξαρτήτων και αφατριάστων πολιτών. Είναι ανήρ ρέκτης, ικανός και νοήμων και ανεξαρτητος το φρόνημα. Ως δημοτικός σύμβουλος διέπρεψεν επί ορθοφροσύνη, ανεξαρτησία φρονήματος και φειδωλία των δημοτικών προσόδων. Η παρουσία αυτού εν προηγουμένοις δημοτικοίς συμβουλίοις διέσωσε σπουδαία ποσά χρημάτωνκαι καταπολέμησε την σπατάλην υπό τοιόνδε ή τοιόντε πρόσχημα.» Για να καταλήξει πως «ο κ. Δ. Παρασκευάς αναδεικνυόμενος δήμαρχος Ερμουπόλεως θέλει εργασθή μετά ζήλου και θέλει ανορθώσει τα δημοτικά πράγματα και την δημοτικήν αξιοπρέπειαν». Για τον Μηλαϊτη φέρεται θετικά, αλλά εκτιμά ως αρνητικό το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ εκλεγεί σε δημοτικό συμβούλιο. Θεωρεί όμως πως οι ψήφοι που θα πάρει είναι ψήφοι καταδίκης της πολιτικής του Βαφιαδάκη. Τέλος, προειδοποιεί τους Πελοποννησίους οι οποίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν τον πρώην δήμαρχο με πέντε δικούς τους στο ψηφοδέλτιό του πως στην πραγματικότητα ο Βαφιαδάκης δεν τους συμπαθεί και για αυτό θα τους υπονομεύσει.36

Η εφημ. Πατρίς στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου 1873 αναφέρεται σε τέσσερις αρχικούς υποψηφίους. Ο τέταρτος ήταν ο έμπορος Περικλής Σεβαστόπουλος για τον οποίο η εφημ. Ερμούπολις δεν ανέφερε τίποτα. Κατά την εφημερίδα ούτε ο Σεβαστόπουλος ούτε ο Παρασκευάς εκφράζουν ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα αρχών, αλλά στηρίζουν τις δυνάμεις τους στις προσωπικές τους σχέσεις και φιλίες. Οι δύο συνενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον Βαφιαδάκη καθώς οι πολιτικές τους μερίδες μειονεκτούσαν σε σχέση με αυτόν. Συγκεκριμένα παρουσιάζει το Σεβαστόπουλο να επιθυμεί να αναδειχτεί αρχηγός της αποκαλούμενης χιακής μερίδας ώστε να αντιμετωπίσει τον Βαφιαδάκη, αλλά η ίδια η εφημερίδα θεωρεί ότι η χιακή μερίδα δεν υφίσταται πλέον εφόσον από την προηγούμενη εκλογή συμπαρατάχθηκε με τον Βαφιαδάκη για να αντιμετωπίσει τον τότε υποψήφιο των Πελλοπονησίων Δημ. Παπαδάκη και ένα πολύ μεγάλο μέρος της παρέμεινε με τον Βαφιαδάκη. Στο Σεβαστόπουλο ίσως να αναφέρεται και το φυλλάδιο «Η Δημοτική Εκλογή ...» όταν αναφέρει ότι οι χιώτες δεν κατάφεραν να αναδείξουν υποψήφιο δήμαρχο έναν από αυτούς. Η δύναμη του Σεβαστόπουλου εκτιμάται ως μικρή καθώς εκπροσωπεί τους λίγους εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι από τον Βαφιαδάκη και για αυτό παραιτήθηκε υπέρ του Παρασκευά. Όσον αφορά τους Πελοποννησίους η εφημερίδα εκτιμά ότι η ήττα τους κατά την προηγούμενη εκλογική μάχη του 1870 τους οδήγησε έξω από το παιχνίδι της εξουσίας. Με πρωτοβουλία του εμπόρου Νικολάου Πετρόπουλου συνήλθαν σε συγκέντρωση και συγκροτώντας μια επιτροπή αποφάσισαν να συμμαχήσουν με τον Βαφιαδάκη. Το γεγονός ότι ο συντάκτης της εφημ. Πατρίς Γεώργιος Ποσειδών κατάγεται από την Πελοπόννησο37 μπορεί να σημαίνει και συγκεκριμένη πολιτική συμπόρευση με πολιτευόμενοιυς Πελοποννήσιους οι οποίοι συντάχθηκαν με τον Βαφιαδάκη. Η εφημερίδα ρητά υποστηρίζει τον Βαφιαδάκη καλώντας τους πολίτες αφού «καταμετρήσωσι τα πράγματα και τας περιστάσεις ... ν’ αποφασίσωσι δια πανηγυρικής εκλογής να υποστηρίξωσι τον νύν και επαξίως δημαρχούντα Κύριον Δημήτριον Βαφιαδάκην». Εάν, λοιπόν, οι αντίπαλοι του Βαφιαδάκη δεν έχουν ούτε αρχές ούτε και ρεύμα στην κοινωνία («ασθενείς αντιπάλους» τους ονομάζει η εφημερίδα), ο ίδιος τα έχει όλα× 35 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 467, 22 Δεκεμβρίου 187336 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 468, 30 Δεκεμβρίου 187337 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 473, 2 Φεβρουαρίου 1874

29

Page 30: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

«αντιπροσωπεύει την ιδέαν των βιομηχανικών της πόλεως τάξεων και τον εμπορικόν και επιχειρηματίαν νουν× διακεκριμμένος και πρώτιστος ων εν Ερμουπόλει κεφαλαιούχος και παρ’ αυτών των έχθιστα προς αυτόν διακειμένων ομολογείται ως ο προστάτης της βιομηχανίας και ο τας σπουδαιοτέρας δια της τολμηράς κυκλοφορίας απείρων κεφαλαίων παρέχων ευκολίας εις την ναυτιλίαν του τόπου και το εμπόριον ...» Ο Βαφιαδάκης «κέκτηται ομολογουμένως την μεγαλυτέραν εν τω τόπω επιρροήν, έχει περί εαυτόν τα ζωτικότερα και ισχυρότερα εν τω τόπω στοιχεία», ενώ έχει την υποστήριξη και του κρητικού στοιχείου το οποίο «θεωρείται ως το τριτεύον [στοιχείο] κατά τους ψήφους εν Ερμουπόλει»38

Εάν γενικά οι εκλογές του 19ο αιώνα φέρνουν κατευθείαν στο μυαλό μας πελατειακούς μηχανισμούς οι οποίοι χωρίς πολιτική και προγραμματική βάση συγκρούονται μεταξύ τους με βάση τις ψεύτικες υποσχέσεις, η εκλογική αναμέτρηση του της 4ης Ιανουαρίου του 1874 στην Ερμούπολη ανατρέπει αυτήν την εικόνα. Ένδειξη του γεγονότος ότι οι δημοτικές εκλογές του 1874 υπερέβηκαν σε κάποιο βαθμό τις διαφορές με βάση την καταγωγή, χωρίς βέβαια να τις αναιρέσουν, είναι η περίπτωση των συγγενών και στενών πολιτικών του αποθανόντος αρχηγού της χιακής μερίδας υποστήριξαν το ψηφοδέλτιο του Βαφιαδάκη. Μια κατάληξη που διέσπασε το κόμμα των Χίων και επέτρεψε στην εφημ. Πατρίς να εκτιμήσει τη μη ύπαρξη πλέον αυτού του κόμματος. Επομένως, είμαστε στη θέση να υποστηρίξουμε πως, χωρίς να εκλείπουν από τον τρόπο που δομούνται τα τοπικά κόμματα τα παραδοσιακά ερμουπολίτικα χαρακτηριστικά, είναι σαφές ότι η πολιτική αναμέτρηση του 1874 στηρίζεται πάνω σε προγραμματικές αρχές που αναδεικνύουν διαφορετικές αντιλήψεις για τη διαχείριση των ζητημάτων του Δήμου και διαφορετικές εκτιμήσεις για το «συμφέρον» της πόλης.

Αυτές οι διαφορές θα μπορούσαν να συγκριθούν και να οριστούν με σημερινούς ιδεολογικούς διαχωρισμούς, αλλά αυτό ενέχει βέβαια τον κίνδυνο μιας ανιστορικής πρωθύστερης επέκτασης στο παρελθόν σημερινών πολιτικοϊδεολογικών σταθερών. Παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε σε αυτές τις συγκρούσεις κάποιες πρώιμες τάσεις ιδεολογικών διαχωρισμών που κυριάρχησαν στον ελληνικό 20ο αιώνα και που ενέχουν το στοιχείο της ιδεολογικοποιημένης διαφοροποίησης. Εκείνο το οποίο όμως θα πρέπει κρατήσουμε είναι πως οι ερμοπουλίτες ψηφοφόροι του 1874 δεν ψήφιζαν μόνο με βάση την ένταξή τους σε κάποια τοπική ταυτότητα, ούτε με βάση μόνο τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης των κομματικών συνασπισμών, αλλά ως ένα πού μεγάλο βαθμό ίσως και κυρίως ψήφιζαν με βάση το καλύτερο πολιτικό πρόγραμμα× εκείνο που κατά την εκτίμησή τους θα απαντούσε καλύτερα στα δικά τους προβλήματα. Οι πολιτικές όμως διαφορές και συσπειρώσεις με βάση τους τόπους καταγωγής δεν εξαφανίζονται, αλλά υφίστανται ακόμη αν και με μικρότερη δυναμική διαμορφώνοντας ένα θα λέγαμε μεικτό σύστημα ισορροπιών και συμμαχιών.

Πάντως, ο τρόπος αυτός εκλογικής συμπεριφοράς και κοινωνικής συγκρότησης υποδεικνύει έναν εξελιγμένο αστικό κοινωνικό σχηματισμό με ταξική δομή καπιταλιστική, στην οποία η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης και η συναίνεση και η ενσωμάτωση των κατώτερων τάξεων στο πολιτικό σύστημα επιτυγχάνεται με πολιτικά μέσα και όχι με μηχανιστικά-πελατειακά. Οι αντίπαλες μερίδες της άρχουσας τάξης αναδεικνύουν επιλεγμένα ζητήματα από τα προβλήματα των κατώτερων τάξεων, συνήθως εκείνα που μπορούν να επιλυθούν με μικρό κόστος για τους ίδιους και με μεγάλο κόστος για τους ενδοαστικούς αντιπάλους τους. Μέσα από την οικονομική τους δύναμη και τη δυνατότητα κατεύθυνσης της υπαρκτής πλέον κοινής γνώμης χρησιμοποιώντας τον ελεγχόμενο τύπο, πολώνουν το κλίμα πάνω σε αυτά τα συγκεκριμένα διλήμματα και αναγκάζουν του πολίτες να τοποθετηθούν και να επιλέξουν με βάση αυτά. Φυσικά τα ζητήματα αυτά επιλύονται πάντοτε μέσα στα διαχειριστικά πλαίσια του δήμου, αλλά μπορούν να αποτελέσουν ιδεολογική διαφοροποίηση μέσα στα αστικά πλαίσια. Ο κοινωνικός αυτός τρόπος συγκρότησης αντανακλά βέβαια σε μια διαφορετική παραγωγική βάση από εκείνη στην οποία κυριαρχεί η κεφαλαιοκρατική εμπορευματική οικονομία. Αυτή νέα παραγωγική βάση που είναι η βιομηχανική οικονομία θέτει σε εκκίνηση νέες μορφές κοινωνικής ενσωμάτωσης των κατώτερων τάξεων, αλλά και νέες μορφές ενδοαστικής σύγκρουσης.

38 Βλ. για όλα εφημ. Πατρις, αρ. 406, 31 Δεκεμβρίου 1873

30

Page 31: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Η άποψη που υποστηρίζει η εφημ. Ερμούπολις ως προς το προφίλ του σωστού δημάρχου, προφίλ που ταιριάζει στην περίπτωση του Παρασκευά και βέβαια δεν ταιριάζει στον Βαφιαδάκη, φανερώνει την τάση εμπέδωσης στα πολιτικά ήθη την εποχής μιας νέας αντίληψης για τον κοινωνικό χαρακτήρα των προσώπων που ασκούν την εξουσία και κατ’ επέκταση για τον ίδιο τον μηχανισμό άσκησης της ηγεμονίας. Στο φύλλο της 4ης Δεκεμβρίου, στην αρχή της προεκλογικής περιόδου, η εφημερίδα παρουσιάζεται να διαφωνεί με το συνήθη τρόπο ανάδειξης υποψηφίων που είναι «η επί τω αυτώ συρροή ανδρών καλής τάξεως και σύνταξις καταλόγου περιλαμβάνοντος ανθρώπους αποκτήσαντας χρήματα και αξιούντας δια τούτο να καταλάβωσι δημοτικάς θέσεις [υπογρ. Κ.Π.]», διότι ακόμη και εάν «ήναι ικανοί», ακόμη και εάν είναι «πρόθυμοι να εργάζωνται υπέρ των δημοτικών πραγμάτων» όταν είναι «να γείνη δημοτικόν συμβούλιον καταντά δύσκολος η απαρτία και οι δημοτικοί κλητήρες ευρίσκονται εις αέναον κίνησιν ειδοποιούντες και προσκαλούντες αυτούς γενομένους συμβούλους ή παρέδρους».39 Σε επόμενο φύλλο και μέσα στην ένταση του προεκλογικού αγώνα ο αρθρογράφος θα γίνει ακόμη πιο συγκεκριμένος «ο τέως δήμαρχος [βιαζόταν πολύ να τον κηρύξει τέως] και ως τοιούτος υποψήφιος ... στερείται των κυριωτέρωνν προσόντων, άτινα πρέπει να κέκτηται δήμαρχος δήμου, τοιούτου, οίος ο της Ερμουπόλεως.» Δεν τα έχει αυτά τα προσόντα ο Βαφιαδάκης διότι ως «άνθρωπος πλουσιώτατος και πολυάσχολος και σπουδαία διαχειριζόμενος κεφάλαια ίδια και ξένα δεν απεφάσισε να θυσιάση χρόνον όπως εργασθή υπέρ του δήμου, τα ίδια συμφέροντα απορροφώσιν όλον τον νουν και τον χρόνον του.»40 Μάλιστα, σημειώνει ο αρθρογράφος πως άλλος στην ουσία ασκούσε στη θέση του δημάρχου τις υποχρεώσεις του. Και καταλήγει πως ο Παρασκευάς « μόνος και αυτοπροσώπως θέλει ενεργεί και ως ανήρ νοήμων και δραστήριος δεν θα έχει ανάγκη αντιληπτόρων και δεν θα υπογράφη τυφλοίς όμμασι [κάτι δηλαδή που ο Βαφιαδάκης υπονοείται πως κάνει, Π.Κ.], ούδέ θα παρουσιάζη εις το συμβούλιον προς συζήτησιν ζητήματα, τα οποία επί τε του παρόντος και επί πολλών έτι ετών ακόμη εις το μέλλον θα θεωρώνται κατακριτέα και γελοία [θα γνωρίζει δηλαδή ποιά θέματα αφορούν ή όχι το δημοτικό συμβούλιο]»41. Ο Βαφιαδάκης ως πλούσιος δεν είναι ικανός για δήμαρχος, ενώ ο Παρασκευάς μη όντας πλούσιος είναι. Το δημαρχικό αξίωμα χρειάζεται επαγγελματίες πολιτικούς και όχι ερασιτέχνες. Χρειάζεται μορφωμένους ανθρώπους ικανούς να οργανώνουν την κοινωνία πολιτών. Τέλος, στο σημείο αυτό θα επαναλάβουμε τη θέση μας ότι η τελική επιλογή από χιώτικη μερίδα ενός γιατρού με μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρυσμα αντί ενός καθαρόαιμου αστού είναι ενδεικτική της αδυναμίας των αστικών αυτών τρωμάτων που έχουν την ανάγκη να προσαιτεριστούν και όχι να επιβληθούν επί των κατώτερων στρωμάτων.

Το μείζων θέμα που αναδείχτηκε στις εκλογές του 1874 ως πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στις πολιτικές μερίδες ήταν το ζήτημα της τιμής του άρτου. Ο δήμαρχος είχε τη δυνατότητα να καθορίζει την τιμή του άρτου ή να επιλέξει εάν θα την καθορίσει ή όχι. Ένα ζήτημα που σήμερα αυτονόητα θεωρείται υπόθεση του κεντρικού κράτους στον 19ο αιώνα αποτελούσε υπόθεση των δήμων οι οποίοι με αυτόν τρόπο λειτουργούσαν ως τοπικό κράτος - επέκταση του κεντρικού κράτους. Βέβαια σήμερα μετά την τελευταία μεταρρύθμιση, οι δήμοι επανακτούν σταδιακά τα χαρακτηριστικά τοπικού κράτους και στην ουσία η λεγόμενη οικονομική αυτονομία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μεταθέτει αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους στο τοπικό. Ο αρθρογράφος με τη δική του «κομματική» ματιά θίγει το ζήτημα κατηγορώντας τους αντιπάλους του. «Οι αναλαβόντες, ως ανωτέρω, [δηλαδή οι Παρασκευάς και Μηλαϊτης που ανέφερε σε πιο πάνω σημείο, Κ.Π.] την πάλην εύρον ως το προχειρότερον, αλλά και το δραστικότερον εν ταυτώ όπλον το ζήτημα του άρτου. Ο πολυπληθής εργατικός πληθυσμός της Ερμουπόλεως τρέφεται με άρτον αγοραίον× εθεωρήθη, λοιπόν, αναγκαιότατον προς επίτευξιν του σχεδίου να διαβουκωλήσωσι τον λαόν επί του ζητήματος τούτου. Δι’ ενός δημοσιογραφικού οργάνου, ασχημίζοντος την ελληνικήν δημοσιογραφίαν, διεσάλπιζον άπαξ μεν της εβδομάδος προ των εκλογών, καθ’ εκάστην δε ημέραν κατά τας εκλογάς δια γλώσσης χυδαίας και μεστής βωμολοχιών, ότι τον άρτον πωλεί εις τιμήν υπέρογκον ο Δήμαρχος και ελλειπή, ότι τούτο πράττει, όπως καταπιέζη τον λαόν και οφελήται× τα

39 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 464, 4 Δεκεμβρίου 187340 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 468, 30 Δεκεμβρίου 187341 Βλ. ό.π.

31

Page 32: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ληρήματα δε ταύτα ανέπτυσσον και προφορικώς οι εκλεκτοί του κόμματος εις τας κατωτέρας τάξεις.»42

Η εφημερίδα στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας είναι η Πανόπη του Κυτριλάκη (αναφέρεται στο ίδιο το κείμενο). Η εφημερίδα υποστηρίζει την παρεμβατική πολιτική του δημάρχου στο ζήτημα του άρτου. Ζητά τον καθορισμό της τιμής του σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορεί ο φτωχός εργάτης να το αγοράζει. Τη θέση αυτή θα συνεχίσει να υποστηρίζει και τους επόμενους μήνες. Η θέση του κόμματος του Βαφιαδάκη όπως παρουσιάζεται στο γνωστό φυλλάδιο είναι η υποστήριξη του ελεύθερου ανταγωνισμού. Γράφει, λοιπόν, : δύο συστήματα ανέκαθεν καθιερώθησαν × ο ελεύθερος διαγωνισμός και αι διατιμήσεις. Εκ της ενδελεχούς πάλης των δύο συστημάτων, εξήλθε θριαμβεύσαν το του ελεύθερου διαγωνισμού. Εις άπασαν την Ευρώπην την τιμήν του άρτου προσδιορίζει ο Νόμος της προσφοράς και της ζητήσεως, αναλόγως της αφθονίας ή ελλείψεως των σιτηρών. Οσάκις εν τη αγορά εκτίθεται ποσόν κατώτερον της πραγματικής ζητήσεως, τινές των αγοραστών, μη ευρίσκοντες άρτον, διαγωνίζονται μετά των άλλων και η τιμή αυξάνει κατά λόγον της επιθυμίας προς απόκτησιν×

Έχομεν λοιπόν διαγωνισμόν αγοραστών, όπερ δηλοί σπάνιν, έλλειψιν σιτηρών. Όταν πάλιν το εκτιθέμενον προς πώλησιν ποσόν υπερβαίνη τη ζήτησιν, επέρχεται ο διαγωνισμός των πωλητών× ο εις καταβιβάζει την τιμήν, ο έτερος διαγωνιζόμενος πράττει το αυτό και ούτως η τιμή εκπίπτει× σημείον, άρα, ότι υπάρχει περίσσεια, αφθονία σιτηρών× αλλά και εις τας δύο περιστάσεις η τιμή του ‘αρτου δεν μεταβάλλεται αυθαιρέτως, αλλ’ ακολουθεί την τιμήν της ύλης, εξ ής παράγεται, την τιμήν του σίτου, με την προσθήκην μικρού κέρδους. Δεν αφίνει δε ο ελεύθερος διαγωνισμός την τιμήν του άρτου υπερτέραν της του σίτου, διότι επέρχεται ο διαγωνισμός των πωλητών, όστις υποδεικνύει, ότι το συμφέρον του πωλητού ευρίσκεται εις την μεγαλειτέραν κατανάλωσιν με μικρόν κέρδος παρά εις την μικροτέραν κατανάλωσιν με κέρδος μείζον. Τωόντι, συμφερώτερον είναι να πωλήσητε 100 άρτους προς λεπτά 50, ή 45 άρτους προς λεπτά 55 – 60.»43

Για το συγγραφέα η επιστήμη έχει λύσει το οικονομικό αυτό πρόβλημα αμετάκλητα. Μάλιστα, θεωρεί την Ερμούπολη ιδανική περίπτωση πόλης για την εφαρμογή αυτού του συστήματος, διότι είναι μια πόλη με πάρα πολλά «εργοστάσια σίτου» και πολλούς σιτέμπορους. Στη συνέχεια «ιδεολογικοποιεί» το ζήτημα και αναφερόμενος σε λόγια του Φουσσέ, αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας επί Ναπολέοντος Α, υπερασπίζει επί της αρχής το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του πολίτη και της μη περιστολής τους παρά μόνο σε έκτακτη ανάγκη. Συνεχίζει υπερασπίζοντας το δικαίωμα της ελευθερίας της βιομηχανίας και του εμπορίου και καταλήγει σε ένα κλασσικό ιδεολόγημα του οικονομικού φιλελευθερισμού ότι δεν είναι δίκαιο αυτοί που υπερασπίζονται την προστασία μιας τάξης, να καταπιέζουν «τας πολυαρίθμους τάξεις τας εργαζομένας εις παραγωγήν». Τριάντα χρόνια πριν το «Κοινωνικό Ζήτημα» του Σκληρού και τριαντατέσσερα πριν την άνοδο στην εξουσία των Φιλελευθέρων, οπότε και εντάχθηκαν στον επίσημο πολιτικό λόγο οι έννοιες των διαφορετικών τάξεων με τα διαφορετικά συμφέροντα, έχουμε στην Ερμούπολη της Σύρου λόγο περί τάξεων που δεν πρέπει η μια να καταπιέζει την άλλη, εννοώντας φυσικά τη βιομηχανική τάξη ως καταπιεζόμενη από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο λόγος αυτός στο σύνολό του είναι συνειδητά λόγος φιλελεύθερος αστικός δίνοντας επομένως στο κόμμα ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό στίγμα. Ο συγγραφέας παρουσιάζεται να κατέχει την ιστορική γνώση της σημασίας των όρων και της πορείας των προσώπων και των καταστάσεων (Ναπολέοντας, Γαλλική Επανάσταση) που εισήγαγαν και υποστήριξαν στην Ευρώπη τις φιλελεύθερες ιδέες από μέρους του συγγραφέα. Το φιλελεύθερο αυτό λόγο θα συναντήσουμε στη συνέχεια σε μια εφημερίδα υποστήριξης της πολιτικής μερίδας του Βαφιαδάκη, την «Εξέγερση».

Έχουμε, λοιπόν, από τη μια παράταξη με χαρακτηριστικά Φιλελεύθερους Κόμματος. Εάν τελικά η πολιτική αντιπαράθεση ξεπερνάει τις τοπικές διαιρέσεις και αποκτά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ποιο είναι το στίγμα του άλλου κόμματος. Μήπως προσιδιάζει σε εκείνο του μετέπειτα Λαϊκού κόμματος. Πριν φτάσουμε όμως στον αντίπαλο συνδυασμό, ας επιστρέψουμε στην περίπτωση του Μάρκου Μηλαϊτη. 42 Βλ. Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 4- 5 43 Βλ. Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 5- 6

32

Page 33: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Διαβάζουμε στο κείμενο όσα αναφέρονται στο πρόσωπό του. Για την πρώτη υποψηφιότητα στις εκλογές του 1971: «Τότε το πρώτον ο Μάρκος Μηλαϊτης εκ των ιατρών της Ερμουπόλεως, καταληφθείς υπό του οίστρου της δημαρχομανίας, υπεστήριξεν εαυτόν ως δήμαρχον.» Για τη δεύτερη υποψηφιότητα του 1974, που έχει και περισσότερο ενδιαφέρον: «Εξ ετέρου ο Μάρκος Μηλαϊτης δημοτικός και ούτος ιατρός σπουδαίος προειλήφετο εις τον εκλογικόν αγώνα. Ο κ. Μηλαϊτης ουδέποτε εσκέφθη, αν δύναται να φέρη επί των ώμων του τοιούτον δεινόν φορτίον. Οι έγκριτοι πολίται χλευαστικώς περί αυτού ωμιλούν, αλλ’ ούτος, κατανοήσας κάλλιον παντός άλλου τα άγοντα προς την επιτυχίαν μέσα, ειργάζετο κατά τον εξής αστείον τρόπον. Επί τέσσερα έτη συνηγελάζετο μετά των εκλογέων της κάτω τάξεως, συμπεριπατών και συνευθυμών μετ’ αυτών, ουδέν άλλον εκζητών ή την ψήφον εκάστου εν καιρώ δημοτικής εκλογής. Ων δημοτικός ιατρός και πληρονόμενος υπό του δήμου, όπως δωρεάν τους ενδεείς ασθενείς επισκέπτηται, εξετέλει το καθήκον τούτο μεθ’ υπερμέτρου προθυμίας και δραστηριότητος. Αποκρύπτων όμως, οτ’ ήτο υποχρεωμένος να χορηγή άνευ αμοιβής την ιατρικής συνδρομήν του, καθό υπό του δήμου πληρονόμενος, έλεγεν, ότι δεν θέλει αμοιβήν, διότι είναι προωρισμένος να βοηθή τους πρωχούς, εξέδιδε δε απειρίαν συνταγών υπέρ των εκλογέων, οίτινες ούτως επρομηθεύοντο υπό του δημοτικού νοσοκομείου× αλλ’ ο κ. Μηλαϊτης κατεδείκνυεν ότι τα φάρμακα προσφέρει ουχί ο δήμος, αλλ’ αυτός ως απεσταλμένος να βοηθή τους πτωχούς!

Εκτός τούτων έλεγεν εις στους εκλογείς, ότι ο Βαφιαδάκης είναι πολύ πλούσιος και δεν φροντίζει δια τους πτωχούς, ενώ αυτός ανήκει εις τας τάξεις του, ότι εκλεγόμενος δήμαρχος, θέλει προσδιορίσει την τιμήν του άρτου εις λεπτά είκοσιν, ότι θέλει κατασκευάσει φούρνους εκλεκτούς, όπως ο άρτος ψήνεται καλώς× δεν έλειπε δε να υπόσχηται εις όλους δημοτικά αξιώματα και το αφορολόγητον των ένδεων».

Καταρχήν, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που παρουσιάζεται το ενδιαφέρον του γιατρού για τις εκλογές. Πρόκειται για δημαρχομανία. Για τον συγγραφέα ο μόνος που δεν είναι κατειλημμένος από τη λαγνεία του δημαρχικού θώκου είναι ο Βαφιαδάκης, ο οποίος είναι πανθομολογουμένως άξιος και κατάλληλος για αυτήν την θέση. Η κριτική αυτή, πέρα από τη εμφανή διάθεση να υποτιμήσει με «γκρίζα διαφήμιση», θα λέγαμε σήμερα, τον αντίπαλο, έχει μια βάση η οποία επιτρέπει στον συγγραφέα να θεωρεί ότι το αναγνωστικό κοινό του θα αναγνωρίσει ως έγκυρη τη διαπίστωσή του για τον Μηλαϊτη. Πιθανόν, λοιπόν, ο Μηλαϊτης να έχει παραβιάσει πράγματι κάποια ήθη της πολιτικής συμπεριφοράς της εποχής, που νομιμοποιεί στις συνειδήσεις των πολιτών την δημόσια μομφή. Τόσο ο Βαφιαδάκης όσο και ο Παρασκευάς δεν αυτοπροτάθηκαν, αλλά τους έγινε η πρόταση από άλλους. Η πρόταση αυτή είχε το χαρακτηριστικό της τιμής και της αναγνώρισης της αξίας τους από κάποιους συμπολίτες, αλλά στην ουσία υποδεικνύει την οργανωμένη δράση των κομματικών μηχανισμών. Αντίθετα, ο Μηλαϊτης όχι μόνο δεν κατείχε κάποια είδους τέτοια αναγνώριση, αλλά οι «έγκριτοι πολίτες», δηλαδή προφανώς οι «πλούσιοι», όχι μόνο τον υποτιμούσαν, αλλά και τον χλεύαζαν. Ο Μηλαϊτης, λοιπόν, με βάση τα σημερινά δεδομένα είχε το χαρακτηριστικό του «ανεξάρτητου», καθώς εμφανώς δε συνδεόταν, τουλάχιστον αρχικά, με κάποιο κομματικό μηχανισμό. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι τα κόμματα συνιστούσαν στην πράξη συνασπισμούς συμφερόντων των ανταγωνιζόμενων ενδοαστικών ομάδων, η έννοια της ανεξαρτησίας του Μηλαϊτη αποκτά ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Αν όμως δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, τότε εκπροσωπούσε των κατώτερων; Υπήρχε δηλαδή στην Ερμούπολη του 1870 ένα διακριτό σοσιαλιστικό αριστερό πρόγραμμα εργατικής πολιτικής; Και στην περίπτωση που ο Μηλαϊτης δεν ήταν ένας μοναχικός πολιτικός, μπορούμε να μιλάμε για ένα τρίτο ταξικό κόμμα;

Το πολιτικό του πρόγραμμα όπως παρουσιάζεται από τον αντίπαλό του, και δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε την ειλικρίνειά του, έχει τα χαρακτηριστικά ενός ταξικού λόγου και η συμπεριφορά του δείχνει πρακτικές σοσιαλδημοκρατικές. Για το Μηλαϊτη ο Βαφιαδάκης είναι πλούσιος και για αυτό εμμέσως πλην σαφώς αποτελεί την αιτία της μη φροντίδας των φτωχών. Ο ίδιος οποίος προέρχεται από τις χαμηλές τάξεις είναι ο πραγματικός εκφραστής των συμφερόντων τους. Μπορούμε να φανταστούμε έξω από τα λόγια του κειμένου τον ίδιο τον Μηλαϊτη να καταγγέλλει στις αγορεύσεις του την πολιτική του Βαφιαδάκη. Συγκεκριμένα, μιλούσε για προσδιορισμό της τιμής του άρτου στις 20 δραχμές, στη δημιουργία εκλεκτών φούρνων, πιθανόν δημοτικών, την κατάργηση των φόρων για τους ενδεείς (με τη σημερινή

33

Page 34: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

πολιτική ορολογία τους μη έχοντες). Ο συγγραφέας, όμως, αναφέρει και ένα άλλο στοιχείο του προγράμματός του το οποίο μοιάζει από τη φαινομενική υπερβολή να μην προέρχεται από τα λόγια του Μηλαϊτη, αλλά να είναι προϊόν γκρίζας κριτικής: «υπόσχηται εις όλους δημοτικά αξιώματα». Πράγματι, είναι παράξενο και υπερβολικό να υπόσχεται σε όλους δημοτικά αξιώματα και οι προηγούμενες θέσεις του δείχνουν ότι διέπονται από μια ορθολογική συνοχή στην αποτίμηση της πραγματικότητας. Είναι σαφές ότι δεν μπορούν όλοι να καταλάβουν δημοτικά αξιώματα. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρει ο αρθρογράφος τα λόγια του Μηλαϊτη, που φαίνονται λογικά, δεν μας επιτρέπει να τον κατηγορήσουμε ότι ψεύδεται. Θα μπορούσαμε όμως να υποθέσουμε ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε ο Μηλαϊτης. Ότι στην πραγματικότητα πιθανόν να μην έλεγε να καταλάβουν όλοι δημοτικά αξιώματα, με την έννοια να γίνουν όλοι δημοτικοί άρχοντες, αλλά ότι ο δήμος να εξουσιάζεται από όλους. Εάν το τελευταίο ισχύει πραγματικά τότε πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα 48 χρόνια πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ, σε μια πολύ πρώιμη εποχή για την Ελλάδα.

Αν και όλα δείχνουν πως πρόκειται για προγραμματικές θέσεις σοσιαλδημοκρατικές πλήρως αντίθετες με εκείνες του φιλελευθερισμού που εξέφραζε το κόμμα του Βαφιαδάκη, θέσεις που υπεράσπιζαν την παρέμβαση του κράτους υπέρ των πτωχών και εναντίον των πλουσίων, που πιθανόν να ξεπερνούσαν τη λογική της προοδευτικής διαχείρισης των πραγμάτων και να έφταναν στο σημείο να μιλούν για ένα διαφορετικό πιο δημοκρατικό και πιο κοινωνικό πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης του τόπου. Επομένως παραμένει ανοικτό το ερώτημα διότι δεν έχουμε δυστυχώς τα στοιχεία εκείνα που θα μας επέτρεπαν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ενός τρίτου κόμματος, όσο και αν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, όπως το γεγονός ότι ο Μηλαϊτης λειτουργούσε αντιπολιτευτικά καθόλη τη διάρκεια της τετραετίας, και ούτε βέβαια να παρακολουθήσουμε τη δράση και την πορεία του πέρα από τη συγκεκριμένη φάση.

Τέλος, ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας βλέπει την πολιτική δράση του Μηλαϊτη. Ο χαρακτηρισμός «ειργάζετο κατά τον εξής αστείον τρόπον» προκύπτει από μια ιδιομορφία σε σχέση με τον τρόπο δράσης των αστών πολιτικών και αποδεικνύει τη δυσκολία του συγγραφέα να κατανοήσει τι ακριβώς ήταν ο Μηλαϊτης. Αντιλαμβάνεται ως μειωτικό για τον γιατρό το γεγονός ότι συναγελάζεται με τις κατώτερες τάξεις. Ο υποψήφιος δήμαρχος της άλλης μεγάλης παράταξης ήταν εξίσου δημοτικός γιατρός. Επομένως, η θέση του δημοτικού γιατρού θα πρέπει να ήταν μια θέση με κύρος όχι μόνο ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις, αλλά ανάμεσα και στις ανώτερες, όπως βέβαια πάντα ήταν το επάγγελμα του γιατρού στην ελληνική κοινωνία. Επίσης, τον κατηγορεί ότι κοροϊδεύει τους φτωχούς πολίτες καθώς υποστηρίζει πως με δική του πρωτοβουλία βοηθάει τους φτωχούς και όχι όπως οφείλει ως δημοτικός γιατρός. Στην πραγματικότητα βέβαια με βάση τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα ο Μηλαϊτης δεν έλεγε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι, ότι «δεν θέλει αμοιβήν, διότι είναι προορισμένος να βοηθή τους πτωχούς». Πράγματι δε χρειαζόταν οι φτωχοί να τον πληρώνουν διότι αυτή ήταν η δουλειά του. Επίσης, κάποιος που γνωρίζει στο ελάχιστο τις συνήθειες της εποχής εκείνης, αλλά και γενικότερα τις σχέσεις στην Ελλάδα δημοσίων γιατρών και ασθενών υποψιάζεται τη συνήθεια οι γιατροί να δέχονται από τους ασθενείς δώρα. Πιθανόν ο Μηλαϊτης απλώς να ήταν περισσότερο τίμιος σε σχέση με τους άλλους δημοτικούς γιατρούς. Η εικόνα που αναδεικνύεται από το κείμενο για τη μορφή του Μηλαϊτη είναι εκείνη του «λαϊκιστή», δηλαδή του πολιτικού που υπόσχεται στο λαό για να του κερδίσει την ψήφο του (Επί τέσσερα έτη συνηγελάζετο μετά των εκλογέων της κάτω τάξεως, συμπεριπατών και συνευθυμών μετ’ αυτών, ουδέν άλλον εκζητών ή την ψήφον εκάστου εν καιρώ δημοτικής εκλογής).

Ως προς το άλλο κόμμα, τη μερίδα του Παρασκευά η εμμονή στο ζήτημα του άρτου, ως πολιτική παρέμβασης του κράτους στην οικονομία είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο μιας πολιτικής που ταιριάζει στο πρότυπο της λαϊκής δεξιάς σε σύγκρουση με την εκσυγχρονιστική φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη. Ο κρατισμός της πολιτικής αυτής μερίδας όμως δε φαίνεται να εξαντλείται μόνο σε επιμέρους διαχειριστικά θέματα όπως είναι το ζήτημα του ψωμιού. Αντίθετα μέσα από το λόγο μιας εφημερίδας που υποστηρίζει το κόμμα αυτό, της εφημ. Ερμούπολις μπορεί κανείς να διακρίνει μια συνολική άποψη για το ρόλο του κράτους και τη σχέση δήμου και κράτους. Όταν στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου η εφημερίδα εντείνει την επίθεση στον νύν δήμαρχο τον κατηγορεί για σπατάλες μεταξύ άλλων συγκροτεί και την εξής άποψη: «Είναι εξευτελισμός δια

34

Page 35: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

τον δήμον Ερμουπόλεως να λέγη ο δήμαρχος αυτής, διακιολογών την κακήν οικονομικήν κατάστασιν του δήμου, ότι η κυβέρνησηις φορολογεί τον δήμον δια δημόσια έργα και κτίρια, δια τα οποία το δημόσιον και ουχί το δημοτικόν ταμείον πρέπει να συνεισφέρη. Όταν οι υπουργοί ευρίσκωσιν υποτελείς δημάρχους οίτινες εκλιπαρούσι αυτούς δι’ ιδιωτικάς απαιτήσεις, όταν βλέπωσι δημάρχους αγνοούντας την αποστολήν των και θυσιάζοντας τα δημοτικά συμφέροντα χάριν ιδίων απέναντι της κυβερνήσεως, δεν είναι παράδοξον ν’ απαιτώσιν οι υπουργοί δημοτικά χρήματα δι’ αποθήκας τελωνείων, αφού ευρίσκονται δημοτικοί άρχοντες ψηφίζοντες ταύτα. Δια το κεφάλαιον τούτο των απαιτήσεων της κυβερνήσεως από τον δήμον παραπέμπομεν τον δήμαρχον Ερμουπόλεως κ. Βαφιαδάκην εις Μύκονον,44 όπως λάβη παράδειγμα αξιομίμητον από τον αξιότιμον δήμαρχον αυτής, όστις λαμβάνει από της κυβερνήσεως πάντοτε και δεν δίδει, γνωρίζων κάλλιστα, είπερ τις και άλλος δήμαρχος, να εξυπηρετή τον δήμον και τα συμφέροντα αυτού και να εκμεταλλεύηται τας αδυναμίας υπουργών και κυβερνήσεων.»45 Η θέση της εφημερίδας είναι σαφής. Το κράτος πρέπει να πληρώνει και όχι ο δήμος. Ο καλός δήμαρχος ζητάει από το κράτος και ποτέ δε δίνει σε αυτό και κρίνεται κατά πόσο πετυχαίνει να πάρει τα μέγιστα δίνοντας τα ελάχιστα. Δεν πρέπει ο δήμος να λειτουργεί ως ένα τοπικό κράτος, αλλά είτε ως διεκπεραιωτής – μεσολαβητής του κράτους λειτουργώντας με τη μορφή του εφραστή των συμφερόντων των πολιτών απέναντι σε αυτό, είτε ως αγωνιστικός δήμος διεκδικητής – υποστηρικτής των λαϊκών συμφερόντων. Αυτή η αντίληψη της εφημερίδας συνέχεται άρρηκτα και αποτελεί το επόμενο στάδιο μιας σκέψης που καταδικάζει και απορρίπτει τους δημοτικούς φόρους και συνολικά τους έμμεσους φόρους. Έτσι, στο φύλλο της 22 Δεκεμβρίου 1873 ασκεί δριμύτατη κριτική στην απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλλει νέο φόρο οδοποιίας. Κατά τους επόμενους μήνες η εφημ. Ερμούπολις θα πρωτοστατήσει στο αίτημα του εμπορικού συλλόγου «Ερμής» να καταργηθούν οι δασμοί στο λιμάνι της Ερμούπολης ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση που μαστίζει τον εμπορικό κόσμο.

Δεν είναι όμως μόνο το πολιτικό πρόγραμμα που θυμίζει τη σύγκρουση Λαϊκού και κόμματος Φιλελευθέρων, αλλά και οι κοινωνικές ομάδες της άρχουσας τάξης που εκπροσωπεί το κάθε κόμμα. Το ένα είναι το κόμμα της παλαιάς αριστοκρατίας, των μεγαλεμπόρων που έστησαν την πόλη και για χρόνια ηγεμόνευαν πολιτικά και κυριαρχούσαν ταξικά και το δεύτερο είναι το κόμμα της νέας αστικής τάξης που συγκροτήθηκε με την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Το κόμμα του Βαφιαδάκη είναι ο εκφραστής της πολιτικής των αστικών στρωμάτων που ανελίχθηκαν κοινωνικά με την εμφάνιση της νέας οικονομίας, βιοτέχνες που μετεξελίχθηκαν σε βιομηχάνους μικροέμποροι που εξελίχθηκαν σε μεγαλέμπορους, αλλά συνδέονταν περισσότερο με την τοπική βιομηχανία, παρά με το παραδοσιακό συριανό μεγαλεμπόριο. Δεν υποστηρίζουμε δηλαδή ότι όλοι οι βιομήχανοι ήταν με τον Βαφιαδάκη και όλοι οι μεγαλέμποροι με τους Χιώτες. Στις οικονομικοπολιτικές σχέσεις τα πλέγματα συμφερόντων οικοδομούνται όχι με βάση το επάγγελμα, αλλά με βάση τη μορφή οικονομίας. Δηλαδή υποστηρίζουμε ότι το ένα κόμμα εξέφραζε ένα πλέγμα συμφερόντων γύρω από την παραδοσιακή συριανή οικονομία που είχε ως επίκεντρο το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων και σε αυτό το πλέγμα εντάσσονταν κάποιοι βιομήχανοι που είχαν πολιτικές οικονομικές σχέσεις με αυτήν την οικονομία. Το άλλο κόμμα υποστήριζε ένα πλέγμα συμφερόντων γύρω από τη βιομηχανική παραγωγή και προφανώς μια μερίδα εμπόρων που συνδέονταν με αυτό.

Η μελέτη του λόγου της εφημ. Ερμούπολις46 σε συσχετισμό με το φυλλάδιο για τις εκλογές αναδεικνύουν αυτόν τον διαχωρισμό. Την επομένη ημέρα των εκλογών η εφημ. Ερμούπολις κατηγορεί τον Βαφιαδάκη για δωροδοκία και ανήθικη πολιτικά συμπεριφορά. Υπονοεί πως ο δήμαρχος δεν πλούτισε με τίμιο τρόπο και θίγει εμμέσως την καταγωγή του αναφερόμενη στην «νοήμων τάξις», δηλαδή την τάξη των αρχόντων, η οποία αποδοκίμασε τον Βαφιαδάκη.

44 Η εφημ. Ερμούπολις στηρίζει ανοιχτά τον πρώην δήμαρχο Μυκόνου Καμπάνη. Μάλιστα, τον υποστηρίζει σε σχέση με τον Παρασκευά της Ερμούπολης πολύ περισσότερο αφού του αφιερώνει ολόκληρο πρωτοσέλιδο και πολύ περισσότερα εγκωμιαστικά άρθρα.45 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 468, 30 Δεκεμβρίου 187346 Η οποία πάντως εφημ. Ερμούπολις είναι το μοναδικό έντυπο από όσα κοιτάξαμε το οποίο μεταφέρει ειδήσεις από τη Χίο. Αυτό είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι εκφράζει τα συμφέροντα του χιώτικου παρηκμασμένου πρώην μεγαλεμπορικού αστικού στοιχείου. Για παράδειγμα βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 475, 16 Φεβρουαρίου 1874

35

Page 36: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Αντιπαραβάλλει στους εγκληματίες και πτωχούς και χρεωκόπους που αντιπροσωπεύουν τον δήμαρχο με τους νοήμωνας οι οποίοι είναι αυτοί που καταστράφηκαν εμπορικώς και οι οποίο όμως διατηρούν ακόμα την υπόληψή τους στην Ερμούπολη. Στο σημείο αυτό γίνεται απόλυτα σαφής η αντανάκλαση των συμφερόντων από τη μία οι παρακμάζοντες «αριστοκράτες» μεγαλέμποροι και από την άλλη οι πρωήν ταπεινοί βιοτέχνες και μικρέμποροι και νυν πλούσιοι βιομήχανοι.47 «[Ο Βαφιαδάκης] καταδιώκει τους ευγενείς, διότι αυτός κατάγεται εκ γένους μικρού! Καταδιώκει τους ικανούς, διότι είναι ανίκανος»48 Οι ευγενείς και οι ικανοί είναι η παλιά άρχουσα τάξη.

Για παράδειγμα, η μαρτυρία της εφημ. Ερμούπολις πως έδρα του προεκλογικού αγώνα του δημάρχου ήταν εκτός των άλλων και τα γραφεία της «Ελληνικής Ατμοπολοϊας» μπορεί να μας δώσει μια γεύση για την υλική βάση πάνω στην οποία είχαν συγκροτηθεί τα κόμματα49. Νομίζω πως με αυτήν την πληροφορία μπορούμε να συμπληρώσουμε το παζλ των κοινωνικοοικονομικών μπλοκ που εξέφραζαν τα δύο κόμματα. Από τη μία ήταν οι παλιοί μεγάλοι έμποροι που δεν μπρούσαν να προσαρμοστούν και να εκσυγχρονιστούν ώστε να γίνουν ανταγωνιστικοί μέσα στις νέες οικονομικές συνθήκες και κατέληξαν στην παρακμή και από την άλλη πέρα από τους βιομηχάνους τα εμπορικά εκείνα συμφέροντα τα οποία είχαν τα κεφάλαια που τους οδήγησαν με επιτυχία στον εκσυγχρονισμό αντικαθιστώντας τα ιστιοπλοϊκά πλοία με τα ατμοπλοϊκά. Επίσης, η περιγραφή των χαρακτηριστικών των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων του ψηφοδελτίου του Βαφιαδάκη επιβεβαιώνει τις παραπάνω αναλύσεις μας. Ο Ελπιδοφόρος Λαδόπουλος, «εκ των πρώτων εμπόρων Ερμουπόλεως, ανήρ χρηστός και λίαν ευυπόληπτος»50. Σταύρος Χρυσός, « ο μεγαλείτερος εργοστασιάρχης». Ζώρζης Νεγρεπόντης, «πλούσιος και ανεξάρτητος τραπεζίτης», Νικ. Πετρόπουλος, «περίβλεπτον θέσιν εν τω εμπορικώ κόσμω δια της φιλοπονίας και του επιχειρηματικού πνεύματός του καταλαβών και εκ Πελοποννήσου καταγόμενος». Εμμανουήλ Σαλούστρος, «γνωστότατος διευθυντής ενός των πρώτων βυρσοδεψικών εργοστασίων». Σ. Λάμπρου, «εκ των ανεξαρτήτων51 και ευκαταστάτων εμπόρων». Γ. Βουτζινάς και Ζ. Τζερλέντης για τους οποίους δε γνωρίζουμε το επάγγελμα. Ζ. Βούρος, ο οποίος διατελούσε επί χρόνια πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Γ. Βέλτζος, «εργοστασιάρχης και σπουδαίος κτηματίας». Γ. Γαλάτης, «νέος πεφωτισμένος υιός του διαπρεπούς δικηγόρου Στεφ. Γαλάτη και γαμβρός επί θυγατρί του Ιω. Ροδοκανάκη», Γεώργιος Γλύκας, «ιδρυτής του πρώτου εν τη πόλει ημών σχοινοποιείου». Κ. Γ. Ποσειδώνας, Πελοποννήσιος, διακεκριμένο μέλος του δικηγορικού συλλόγου Ερμουπόλεως, Δ. Βαλτετζιώτης, Πελοποννήσιος, φαρμακοποιός. Ι. Κελμπέρης, Πελοποννήσιος.

47 «Τα δημόσια και δημοτικά γραφεία και η «Ελληνική Ατμοπλοία» είναι κέντρα ενεργείας δια τας εκλογάς. Άπαντες οι δημοτικοί υπάλληλοι και τα αστυνομικά σμήνη διασταυρούσι τας οδούς, σύροντας υποψηφίους εις τα εκλογικά τμήματα, όπως ψηφοφορώσιν υπέρ του τέως δημάρχου κ. Βαφιαδάκη, όστις δια της φανερά ενεργούμενης δωροδοκίας υπό τα όμματα των αρχών (πρόκειται για μάλλον νύξη προς την κυβέρνηση) επιδιώκει την επιτυχίαν. Εγκληματίαι και πτωχοί και χρεωκόποι στερούμενοι των πολιτικών διακιωμάτων ψηφοφορούσιν και αντιπροσωπεύουσι τον υποψήφιον κ. Βαφιαδάκην κατά την ενεργούμενην εκλογήν. Είναι μέγιστοςδι’ αυτόν εξευτελισμός δια τοιούτων ανθρώπων και μέσων, δι’ ών ταχυδακτυλουργικώς πως ηύξησε την περιουσίαν του, να επιδιώκη την επιτυχίν εν τόπω, ον αξιοί ν’ απορροφήση μετά πάντων εν αυτώ είτε ευθέως είτε σκολιώς, ως δύναται, καταφρονών την ανεξαρτηφίαν και την τιμιότητα του πολίτου. Η νοήμων τάξις απεδοκίμασε την δημαρχίαν του κ. Βαφιαδάκη και δια συνελεύσεων και διαδηλώσεων εξεδήλωσε την αποδοκιμασίαν. Αυτός και οι περί αυτόν αποδοκιμάζονται υπό του ανεξαρτήτου κοινού της Ερμουπόλεως, διότι δεν είναι ανεπίληπτοι ενώπιον της κοινής γνώμης και εν τη συνειδήσει των πολιτών και διότι ναυάγια, πτωχεύσεις και πανολεθρίας έφερον παντού, ένθα έβαλον οι άνθρωποι ούτοι τον δάκτυλον ή ανεμίχθησαν ή ανερρυθριάστως επεκάθισαν . η νοήμων και ανεξάρτητος τάξις των πολιτών καταπολεμεί τον κ. Βαφιαδάκην και τους συνεργούς αυτού, οίτινες εν κρυπτώ και παραβύστω συνεδριάζοντες και εν την «Ελληνικήν Ατμοπλοϊαν»ορμητήριον έχοντες, κατεφρόνισαν πάσαν δικαίαν των πολιτών παρατήρησιν και αίτησιν, μηδεμίαν ακρόασιν δίδοντες, λυσσωδώς και μανιωδώς πολεμούντες αυτούς δια δημοτικών μέσων και κοινών χρημάτων και ταμείων και δια του όγκου των εις χείρας αυτών, ας εκμεταλλεύονται πάνυ επιτηδείως και αναιδώς.» Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 469, 5 Ιανουαρίου 187448 Βλ. Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 1149 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 469, 5 Ιανουαρίου 187450 Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι σύντομα η οικογένεια Λαδόπουλου θα μεταφέρει το οικονομικό της ενδιαφέρον στη βιομηχανία.51 Η έννοια «ανεξαρτητος έμπορος» ίσως να υπονοεί την ανεξαρτησία από τα μεγάλα και παραδοσιακά εμπορικά συμφέροντα.

36

Page 37: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Οι πάρεδροι ήταν Εμμ. Ζερβουδάκης, «εκ των πλουσιωτέρων και χρηστοτέρων εμπόρων, Γεώργιος Ζωγραφάκης, «γνωστού εμπόρου», Αντώνιος Μαρινάκης «διατηρούντα εν των μεγαλειτέρων βυρσοδεψικών καταστημάτων, Ιωάννην Αγκάν, «αρχαίον Ερμουπολίτη52 και κτηματίαν», Παπαλεξόπουλος Θ., Πελοποννήσιος. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των υποψηφίων είναι βιομήχανοι, ένα άλλο έμποροι και ένα μικρότερο δικηγόροι.53 Η περίπτωση Σαλούστρου είναι η ενδεικτικότερη ενός προσώπου που ανελίχθηκε κοινωνικά από τη θέση του μεσοαστού βιοτέχνη στη θέση του μεγαλοαστού βιομηχάνου.

Το γεγονός ότι οι Χιώτες στην πρώτη εκλογή του 1870 είχαν υποστηρίξει τον Βαφιαδάκη θα πρέπει πέρα από το να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης που εάν την κάναμε εμείς τότε η εργασία μας, που ήδη έχει διογκωθεί απελπιστικά, θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια μιας σεμιναριακής εργασίας. Μια πρώτη ερμηνεία θα βασιζόταν πάνω σε διαφοροποιήσεις καταγωγής. Όλοι οι Ερμουπολίτες συμμάχησαν στο πρόσωπο του Βαφιαδάκη εναντίον των Πελοποννησίων. Μία δεύτερη ανάγνωση θα έβλεπε ότι η αρχική συμμαχία αποτελούσε την αρχή μιας πορείας. Η Αγριαντώνη υποστηρίζει πως η βιομηχανία στην Ερμούπολη δεν αναπτύχθηκε μόνο μέσα από την εξέλιξη των υπαρχουσών βιοτεχνιών και τη μετατροπή των μεσαίων βιοτεχνών σε βιομηχάνων αστών, αλλά και τη μεταπήδηση κεφαλαιϊκών αποθεμάτων αδιάθετων εξαιτίας της κρίσης από το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων στη βιομηχανία.54 Η συμμαχία του 1870 ίσως να δείχνει μία αρχική σύγχιση των συμφερόντων μέσα από μια προσωρινή ενοποίηση. Γρήγορα όμως είδαμε ότι το αρχικό αυτό μπλοκ διασπάστηκε σε δύο με βάση τα γνωστά χαρακτηριστικά. Αλλά ένα κομμάτι και μάλιστα το πιο δυναμικό των μεγαλεμπόρων (οι επίγονοι και οι απόγονοι του αρχηγού της χιακής μερίδας) παρέμειναν στην πλευρά του Βαφιαδάκη. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η μεταβίβαση της ηγεμονίας στο νέο μπλοκ εξουσίας έγινε καταρχήν με διάσπαση του μέχρι τότε ηγεμονεύοντος συνασπισμού εξουσίας κατά τη διάρκεια της τετραετίας και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε μέσα από εκλογικές διαδικασίες. Ο ίδιος ο Αμπελάς, πρώτος ιστορικός της Ερμούπολης ο οποίος ολοκλήρωσε το σύγγραμμά του ακριβώς τη χρονιά της δεύτερης εκλογής του Βαφιαδάκη, γράφει: «Η εκλογή του τελευταίου τούτου Δημάρχου δις μάλιστα εκλεχθέντος τοιούτου, δεν είνε άσχετος προς την από τινών χρόνων τροπήν της πόλεως ιδίως επί την βιομηχανίαν, μεθ’ ης ούτος συνέδεσε τα σπουδαία αυτού συμφέροντα.»55

Έχουμε, λοιπόν, στην Ερμούπολη του 1870 ένα κόμμα που μοιάζει με το μετέπειτα κόμμα των Φιλελευθέρων, ένα κόμμα που μοιάζει με το μετέπειτα Λαϊκό και ένα κόμμα που μοιάζει με ένα πρώιμο ΣΕΚΕ. Μάλιστα, η συμπόρευση του σοσιαλδημοκράτη Μηλαϊτη με το κόμμα των Χιωτών θυμίζει την εκλογική σύμπραξη του ΣΕΚΕ στα 1920 με την Ενωμένη Αντιπολίτευση του Γούναρη στα 1920. Οι δύο αυτές αντιλήψεις εφόσον εκφράζουν, η σοσιαλδημοκρατική ανοιχτά και η λαϊκή δεξιά έμμεσα56, μορφές της εργατικής πολιτικής που συγκρούονται εμφανώς με το εκσυγχρονιστικό αστικό πρόγραμμα μπορούν να συμμαχούν. Η εφημ. Ερμούπολις υποστήριζε τον Μηλαϊτη ακόμη και πριν την τελική συμμαχία με τον Παρασκευά γράφοντας λίαν επαινετικά λόγια.: «Ο τρίτος υποψήφιος δήμαρχος κ. Μ. Μηλαϊτης, ιατρός, είναι ανήρ επίσης ενεργητικός και φίλος της προόδου και εμπνέεται υπό ευγενών αισθημάτων, αλλά είναι νέος έτι και πώποτε δεν εχρημάτισεν ως δημοτικός σύμβουλος ή πάρεδρος. ... όσας [ψήφους] λάβη, θα ήναι μια μεγάλη και πάνδημως διαμαρτύρησις των Ερμουπολιτών κατά του τέως δημάρχου κ. Βαφιαδάκη...»57. Η ανάδειξη του ζητήματος του άρτου ίσως να συνδέεται με αυτήν τη συμμαχία. Συμπορεύσεις «αριστεράς και δεξιάς»58 είναι δυνατή πριν την εποχή κατά την οποία τα πολιτικά σχήματα στην

52 Το γεγονός ότι αναφέρεται στην παλαιότητά του δείχνει ή την έλλειψη γενικά παλιών Ερμοπουλιτών ή την έλλειψη παλαιών Ερμοπουλιτών στο ψηφοδέλτιο του Βαφιαδάκη.53 Βλ. για τα ονόματα των υποψηφίων Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 11 – 12 54 Βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η Ελληνική Βιομηχανία ...», ό.π.55 Βλ. Αμπελάς Τ., Ιστορία της Νήσου Σύρου, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Ερμούπολη 1874× φωτομηχανική επανέκδοση: Ερμούπολη 1998, σ. 69556 Ο χαρακτήρας κομμάτων τύπου λαϊκού κόμματος ενσωματώνει τις κοινωνικές αντιδράσεις των εργαζομένων ενάντια στον αστικό εκσυγχρονισμό. Εφόσον κάποια τμήματα της άρχουσας τάξης θίγονται και αυτά από τον αστικό εκσυγχρονισμό της δίνεται η δυνατότητα να συγκροτεί δυναμικά μπλοκ αντίστασης με μεγάλη κοινωνική βάση.57 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 468, 30 Δεκεμβρίου 187358 Σε εισαγωγικά διότι δεν υπήρχε τότε αυτός ο διαχωρισμός.

37

Page 38: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Ελλάδα αποκρυσταλλώσουν ιδεολογικά τις διαφορές τους και ενταχθούν στο πλαίσιο, αριστερά δεξιά.

Ο Βαφιαδάκης έλαβε 1881 ψήφους και ο Δ. Παρασκευάς 1233. Η ήττα των αντιπάλων του Βαφιαδάκη ήταν συντριπτική, καθώς το ψηφοδέλτιό τους έβγαλε μόνο 5 συμβούλους συν ένας ο Παρασκευάς, ενώ το ψηφοδέλτιο του Βαφιαδάκη 15 συμβούλους συν τον δήμαρχο. Εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι απέναντι στον Βαφιαδάκη αντιπαρατέθηκαν δύο πολιτικά προγράμματα και δύο μηχανισμοί τότε πραγματικά η νίκη του Βαφιαδάκη ήταν πολύ μεγάλη και αποτέλεσε τομή στην πολιτική κοινωνία της Ερμούπολης. Την επομένη των εκλογών, 5 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε το άρθρο της εφημ. Ερμούπολις που παραθέτουμε στην υποσ. 45. Το άρθρο αυτό φαίνεται από αναφορά της ίδιας εφημερίδας στο επόμενο φύλλο της πως προκάλεσε μεγάλη αντίδραση από τη μερίδα του Βαφιαδάκη, αλλά και προσωπικά στον ίδιο οι οποίοι στη λέσχη «Ελλάδα» «εκρότουν και εβρόντουν και εκτός αυτής πυρ και φλόγας εκβάλλοντες από του στόματος». Πάντως, η εφημερίδα προσπαθεί να μειώσει το γεγονός υποστηρίζοντας ότι γράφτηκε «εν εκλογική εξάψει και απροσεξία» και παραδεχόμενη το λάθος της. Επίσης, εκτιμά πως τα λόγια της παραμορφώθηκαν και διεστραβλώθηκαν και λυπάται για τον πάταγο που προκάλεσαν υποσχόμενη στο εξής να είναι πιο προσεκτική.59 Παρ’ όλ’ αυτά στο πρωτοσέλλιδο του ίδιου φύλλου η εφημερίδα συνεχίζει να κατηγορεί το δήμαρχο για εξαγορά ψηφοφόρων. Το ίδιο και στο επόμενο. Από τις μετεκλογικές αυτές πολιτικές εκρήξεις μπορούμε να κατανοήσουμε και την αναγκαιότητα που προκάλεσε τη δημοσίευση του γνωστού φυλλαδίου Η Δημοτική Εκλογή του Δήμου Ερμουπόλως του 1874, που κυκλοφόρησε στις 16 Ιανουαρίου.

Ενότητα ΔεύτερηΗ κεντρική πολιτική σκηνή. Αναζήτηση στοιχείων σύνδεσης με την Ερμούπολη

Από την ανάγνωση των εφημερίδων προκύπτει μια σχέση ανάμεσα στις πολιτικές μερίδες της Ερμούπολης που περιγράψαμε πιο πάνω με της πολιτικές μερίδες της Αθήνας. Αυτή τη σχέση θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε, να οριοθετήσουμε και να ερμηνεύσουμε στην ενότητα αυτή. Την περίοδο αυτή πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Δεληγιώργης. Στις 11 Ιουλίου 1872 ο βασιλιάς Γεώργιος κάλεσε τον μέχρι τότε πρωθυπουργό Βούλγαρη που είχε ισχυρή πλειοψηφία και με αφορμή το ζήτημα της άμεσης επίλυσης της σύμβασης για τα ορυχεία του Λαυρείου τον εξώθησε σε παραίτηση κινούμενος στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας. Στις 12 Ιουλίου παρουσιάστηκε στη Βουλή νέος πρωθυπουργός ο Δεληγιώργης με 15 βουλευτές ο οποίος θα μπορέσει να κυβενήσει όλο το καλοκαίρι λόγω της διακοπής των εργασιών της βουλής. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1873 θα συγκεντρώσει 85 βουλευτές έναντι 95 της Ενωμένης Αντιπολίτευσης. Ο Δεληγιώργης θα ανατραπεί το Φεβρουάριο του 1874.

Ο Γ. Δερτιλής εκτιμά ότι τα πρωτεύοντα αίτια της αλλαγής ήταν οι δύο ανομολόγητες επιδιώξεις του Γεωργίου. «Η μία ήταν ακόμη δευτερεύουσα, είχε όμως επέιγοντα χαρακτήρα: η ανάγκη για για μετριοπάθεια στην εξωτερική πολιτική, σε σχέση με του Βουλγαρικό. Η άλλη είχε πρωταρχική σημασία για τον Γεώργιο: ήταν η αύξηση της δύναμης του Θρόνου.» Η πρόθεση αυτή ταυτίστηκε συγκυριακά με την εμφάνιση στον οικονομικό και πολιτικό χώρο των ομογενών κεφαλαιούχων. «Ο Βασιλιάς αισθάνθηκε και πίστεψε ότι αποκτούσε επιτέλους ένα κοινωνικό και πολιτικό έρεισμα, μια ολιγάριθμη αλλά πανίσχυρη νέα τάξη, η οποία και θα τον στήριζε στην προσπάθειά του να αυξήσει τη δύναμη του Θρόνου. Όταν ήρθε ο καιρός της μελέτης ενός συγκεκριμένου σχεδίου και της απόφασης να εφαρμοστεί, οι ομογενείς όχι μόνο δεν αρνήθηκαν την υποστήριξή τους, όχι μόνο δε δήλωσαν επιφυλάξεις για τις μελλοντικές επενδύσεις τους, όπως θα ήταν φυσικό εν όψει της πολιτικής αναταραχής, αλλά απεναντίας ενθάρρυναν τον Γεώργιο να πάρει την απόφαση και να προχωρήσει στην αλλαγή».60 Το 1874 θα μπορούσε να επιχειρήσει την αναθεώρηση του Συντάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του, αλλά γνώριζε καλά ότι χρειαζόταν για την επίτευξη αυτού του στόχου να προηγηθούν οι κατάλληλες διεργασίες μέσα στην κοινωνία.

59 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 470, 12 Ιανουαρίου 187460 Βλ. Δερτιλής Γ. Το ζήτημα των τραπεζών (1871 – 1873), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989, σ. 116 - 7

38

Page 39: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Οι κεφαλαιούχοι ετοίμαζαν τις μεγαλύτερες ιδιωτικές επενδύσεις που προτάθηκαν ποτέ σε οποιαδήποτε Ελληνική Κυβέρνηση του ΙΘ΄ Αιώνα. Οι πρωτοβουλίες αυτές χρειάζονταν ένα αστικό εκσυγχρονιστικό σχέδιο που θα δημιουργούσε τις βάσεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, αλλά και μια πολιτική αρωγή για την αντιμετώπιση των ενδοαστικών συγκρούσεων με τα παλιά ανώτερα στρώματα που θα θίγονταν, αλλά και για τις αντιδράσεις από τα κατώτερα στρώματα αφού μια καπιταλιστική εκκίνηση θα σήμαινε διαδικασίες αγροτικής εξόδου και προλεταριοποίησης, διαδικασίες που θα μπορούσαν να γίνουν εφαρμόσιμες μόνο με την επίθεση στις ιδιότυπες κοινωνικές ελευθερίες που διείπε τον ελληνικό αγροτικό κόσμο (αυτοκαταναλωτική οικονομία, ανεξαρτησία στα βουνά). Επομένως, το κοινωνικό κόστος ενός εκσυγχρονιστικού πολιτικού προγράμματος επέβαλλε την ανάγκη ενός αυταρχικού πολιτικού συστήματος που θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο από μια ισχυρή κυβέρνηση τόσο μέσα στο κοινοβούλιο όσο και μέσα στην κοινωνία. Από τη μία όμως οι κοινωνικές και ταξικές ισορροπίες που δεν επέτρεπαν την συγκρότησης μιας τέτοιας συγκρότησης μέσα στα πλαίσια ενός συνταγματικού πλαισίου τόσο δημοκρατικού όσο το υπάρχον και από την άλλη η παρελκυστική πολιτική του Θρόνου που δε θα επέτρεπε ποτέ τη συγκρότηση μιας τέτοιας ανεξέλεγκτης από τον ίδιο κυβέρνησης ήταν οι συνθήκες εκείνες εμπόδιζαν την ευόδωση μιας τέτοιας προοπτικής. Τα σχέδια αυτά δε θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα χωρίς την ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών που είχε διαμορφώσει η επανάσταση του 1862 και το Σύνταγμα του 1864. Επομένως, βασιλιάς και ομογενείς κεφαλαιούχοι βρίσκονταν σύμμαχοι ως προς τη στόχευση της υπέρβασης του υπάρχοντος κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού συστήματος. «Τον Ιούνιο 1872 οι ομογενείς είχαν πολλούς λόγους ν’ ανησυχούν για τα σχέδιά τους. Οι περισσότερες απειλές προέρχονταν από τη δραστηριότητα Κυβέρνησης Βούλγαρη× η φυσικότερη αντίδραση ήταν η αναζήτηση προστασίας στην Αυλή.»61 Στη φάση εκείνη φαίνεται πως δε μπορούσε ο Βούλγαρης να εκφράσει αυτήν την πολιτική. Ο Δερτιλής μας εξηγεί τους λόγους: «Μέσα στις ελληνικές συνθήκες, όπως διαμορφώνονται τον Ιούλιο του 1872, εκείνο που κυρίως χρειάζονται οι ομογενείς και ο Βασιλιάς είναι μια Κυβέρνηση ευάλωτη στις πιέσεις τους. Ο Βούλγαρης μπορεί να ήταν περιβόητος για τις καλπονοθεύσεις και τους παλικαρισμούς των κομματαρχών του, ήταν όμως όχι μόνο έντιμος αλλά και ισχυρός πολιτικός – ίσως ο ισχυρότερος στην Ελλάδα του 1872. Ο υπουργός του μπορεί να περνούσε, χαριστικά, ένα διφορούμενο άρθρο σε κάποιο διάταγμα, ο ίδιος όμως δε θα υπέγραφε εύκολα χαριστικές συμβάσεις για να κερδίσει με εύνοια μια πρωθυπουργία.»62 Αναμφισβήτητα, αντανακλούσε σε εκείνη τη φάση στο πρόσωπο του Βούλγαρη, τον πρωτεργάτη της εξέγερσης του 1862 που δημιούργησε τις υπάρχουσες συνθήκες, το παλιό πολιτικό σύστημα που βασιζόταν στις μετεπαναστατικές κοινωνικές και ταξικές ισορροπίες και έβρισκε πολιτικό εκφραστή η μέχρι τότε κυρίαρχη κοινωνικοϊκονομικά «ιδιότυπη κρατική αστική τάξη», η οποία απειλούταν από την εμφάνιση μιας αμιγούς αστικής.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Εθνική Τράπεζα υποστήριζε άμεσα την Ενωμένη Αντιπολίτευση, εφόσον συμμετείχε σε αυτή ο υποδιοικητής της Κεχαγιάς. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι ο Κεχαγιάς δεν άνηκε στο κόμμα του Βούλγαρη, αλλά στο κόμμα των Τρικούπη – Λομβάρδου63, το κόμμα που εκείνη την εποχή ξεκάθαρα ασπαζόταν τις φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες και βέβαια τον αστικό εκσυγχρονισμό. Βέβαια υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον αστικό εκσυγχρονισμό που επαγγελόταν το κόμμα αυτό με τον εκσυγχρονισμό που προήγαγε η συμμαχία Βασιλιά – ομογενών. Η διαφορά έγκειται στο ότι οι δεύτεροι ήθελαν εκ των άνω τα να συγκροτήσουν μια νέα οικονομική πραγματικότητα με βάση μια αστική τάξη εξωοικονομικής προέλευσης ως προς τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και για αυτό χρειάζονταν ένα αυταρχικό συγκεντρωτικό καθεστώς. Οι πρώτοι πάλευαν για την εκ των ένδον ανατροπή των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων και τον εκσυγχρονισμό με βάση τις δυναμικές ντόπιας λληνικής αστικής τάξης. Ο δικός τους εκσυγχρονισμός θα βασιζόταν σε ενδοοικονομικούς καταναγκασμούς και θα πετύχαινε τη συναίνεση των ίδιων των κατώτερων τάξεων μέσα από ένα ισχυρό διπολικό αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα προϊόν της ίδιας της συνταγματικής πραγματικότητας. Είναι προφανές ότι το πρώτο σχέδιο είχε εγγενείς αδυναμίες πραγματοποίησης

61 Βλ. Δερτιλής Γ., ό.π., σ. 12562 Βλ. Δερτιλής Γ., ό.π., σ. 135 – 663 Βλ. Δερτιλής Γ., ό.π., σ. 82

39

Page 40: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

και δε μας ξαφνιάζει καθόλου που τελικά φάνηκε οι ομογενείς να μην ενδιαφέρονται για αυτό, αλλά μόνο για να κερδοσκοπήσουν. Κατά τον ίδιο τρόπο το κόμμα του Λομβάρδου – Τρικούπη – Κεχαγιά μόνο συγκυριακά θα μπορούσε να συμμαχήσει με τον Βούλγαρη, καθώς αντικειμενικά οι προσανατολισμοί τους και ο πολιτικός χαρακτήρας τους ήταν εχθρικός, εφόσον εξέφραζαν διαφορετικές μερίδες της ντόπιας αστικής τάξης. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω από την Εθνική Τράπεζα δεν συνιστούσαν κομμάτι της «ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης», όσο και αν διαπλεκόταν πολιτικά και οικονομικά μαζί της. Αποτελούσαν μια καθαρή μορφή κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης.

Επομένως, για την περίσταση αυτή ιδανικός πρωθυπουργός ήταν «ένας αδύναμος Πρωθυπουργός, έστω και έντιμος, όπως ασφαλώς ήταν ο Δεληγιώργης,» ο οποίος «θα μπορούσε να υποκύψει σε πιέσεις ξεγελώντας και ο ίδιος τον εαυτό του με την ιδέα ότι, υποκύπτοντας, ευεργετεί τον διψασμένο για κεφάλαια τόπο του. Ο Βούλγαρης δεν είχε τόση ανάγκη από την υποστήριξη των Πρεσβειών, του Θρόνου και των ομογενών όση ο Δεληγεώργης. Ο ένας είχε ήδη την εύνοια της Αγγλίας, έστω και χλιαρή, ο άλλος είχε τη συμπάθεια των Γάλλων, άχρηστη λόγω του Λαυριωτικού.»64 Ο Δεληγεώργης, επομένως, ως πρωθυπουργός, αν και κατά την άποψη του Δερτιλή «θα διαψεύσει εκείνους που στηρίζουν τα σχέδια ή τις ελπίδες τους στη δική του αδυναμία» 65, θα εκφράσει σίγουρα την οικονομική και πολιτική τάση της εποχής του. Τα όποια εμπόδια έθεσε σε αυτά τα σχέδια δεν τα έθεσε λόγω εντιμότητας, αλλά διότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις προθέσεις ενός μεγάλου επενδυτικού και εκσυγχρονιστικού σχεδίου και της δυνατότητας για συναίνεση της εφαρμογής τους ή και της δυνατότητας των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας να ανταποκριθούν σε αυτήν την πρόσκληση. «Ο Δεληγεώργης θα κυβερνήσει δεκαεννέα ολόκληροους μήνες, στηριγμένος πάντα στην εύνοια του θρόνου× θα αναπτύξει μια πρωτοφανή για την Ελλάδα δραστηριότητα, στηριγμένος κυρίως στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες του Συγγρού: στις 2 Νοεμβρίου 1872 θα υπογράψει τη σύμβαση με την πιστωτική× στις 15 Φεβρουαρίου 1873 θα λύσει το Λαυριωτικό, με την εξαγορά της γαλλοϊταλικής εταιρείαας από τον Συγγρό× στις 29 Απριλίου θα παραχωρήσει στη νέα εταιρεία τις εκβολάδες× στις 17 Μαϊου θα υπογράψει δεύτερη σύμβαση με την Πιστωτική× και στις 23 Μαϊου 1873 θα την υποβάλλει στη Βουλή μαζί με ένα εντυπωσιακό πλέγμα από διάφορες άλλες οικονομικές συμβάσεις και νομοσχέδια: οδοποιία, δημόσια δάνεια, κτηματική τράπεζα, σιδηρόδρομοι Στεράς και Πελοποννήσου. Πολλά από αυτά τα σχέδια δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Ωστόσο, η ελληνική και πολιτική ζωή θα επηρεαστεί βαθιά όχι μόνο από τα σχέδια που τελικά πετυχαίνουν, αλλά και από τις διαμάχες που οδήγησαν στις αποτυχίες.»66 Αναμφισβήτητα, η κυβέρνηση Δεληγιώρη, η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε διάρκεια κυβέρνηση, αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα στην Ελλάδα για τον αστικό εκσυγχρονισμό.

Η αναφορά μας στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό της περιόδου μας αφορά εφόσον οι εφημερίδες της Ερμούπολης αναφέρονται σε αυτό και κατ’ επέκταση τα κόμματα που εκπροσωπούν φαίνονται να διαπλέκονται. Για παράδειγμα η εφημ. Ερμούπολις φαίνεται, αν λάβουμε υπόψη μας το άρθρο ενάντια στην έμμεση φορολογία που επέβαλλε η κυβέρνηση, πως τίθεται ενάντια στην κυβέρνηση Δεληγιώργη.67 Από την εφημ. Πατρίς και το φυλλάδιο για τα δημοτικά βλέπουμε ότι οι αντίπαλοι του Βαφιαδάκη κατηγορούν τον νομάρχη Κυκλάδων Δεληγιάννη για υποστήριξη του κόμματος του δημάρχου. Επίσης, παρουσιάζεται η εφημ. Πανόπη να καλεί τον Νομάρχη Δηλιγιάννη να πάρει θέση ως προς τα δημοτικά ξεκαθαρίζοντας ότι δεν στηρίζει τον Βαφιαδάκη. Η εφημ. Πατρίς υποστηρίζοντας τον Δεληγιάννη θεωρεί πως δε «δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήση σε οιανδήποτε ανόητον ερώτησιν» που του θέτει η αντίπαλη εφημερίδα, ενώ θεωρεί ότι με αυτήν την ερώτηση επιχειρεί να τον παγιδεύσει.68 Πάντως, γενικά όσον αφορα την εφημ. Πατρίς ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στον Δεληγιώρη και σε άλλα

64 Βλ. Δερτιλής Γ., ό.π., σ. 13665 «Με αξιοθαύμαστη επιμονή και ευστροφία θα χρησιμοποιήσει τη βασιλική εύνοια, χωρίς να προσφέρει ουσιαστικά ανταλλάγματα στο Στέμμα× θα διαπραγματευτεί σκληρά στο Λαυριωτικό,...× θα προσπαθήσει, τέλος, να αντισταθεί στους ομογενείς κεφαλαιούχους επιβάλλοντας τους δικούς του όρους». Βλ. Δερτιλής Γ., ό.π., σ. 13766 Βλ. Δερτιλής Γ., ό.π., σ. 11567 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 467, 22 Δεκεμβρίου 187368 Βλ. εφημ. Πατρίς, αρ. 406, 31 Δεκεμβρίου 1873

40

Page 41: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

θέματα που συνδέονται με αυτόν δείχνουν ευμένεια προς την κυβέρνησή του. Τέλος, στο φυλλάδιο για τις εκλογές αναφέρεται ως κατηγορία από την πλευρά της μερίδας του Παπαδάκη, ότι ο νομάρχης, ο οποίος καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια προυχόντων της Πελοποννήσου, «μετέτρεψε την θέλησιν των εκ Πελοποννήσου εκλογέων υπέρ του κ. Βαφιαδάκη, ενώ ήθελον ψηφίση υπέρ του κ. Μηλαϊτη ή Παρασκευά!»69 Ο αρθρογράφος του φυλλαδίου στην αντίκρουση αυτής της κατηγορίας δεν αρνείται πουθενά τη φιλική διάθεση του νομάρχη προς τον Βαφιαδάκη. Απλώς ειρωνεύεται την απόδοση τόσης μεγάλης δύναμης στον νομάρχη και της επιρροής του στους εκλογείς.70 Δεν αποκλείεται όμως πράγματι η παρουσία του Δηλιγιάννη στην Ερμούπολη να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη συμμαχία Πελοποννησίων με τον Βαφιαδάκη.

Είμαστε, λοιπόν, σε θέση να υποστηρίξουμε ότι ο Βαφιαδάκης στήριζε τον Δεληγιώργη και υποστηριζόταν από τον εκπρόσωπο του κράτους στην περιοχή, δηλαδή τον Δηλιγιάννη. Υπήρχε ταύτιση των μερίδων. Από την άλλη η δημοτική αντιπολίτευση φαίνετι ότι στήριζε την Ενωμένη Αντιπολίτευση των Αθηνών. Αυτό το οποίο δεν ξεκαθαρίζεται είναι με ποιό ακριβώς αντιπολιτευόμενο στη βουλή κόμμα συμπορευόταν η κάθε μια αντιπολιτευόμενη στην Ερμούπολη εφημερίδα, αφού εκείνη την εποχή η αντιπολίτευση στη βουλή ήταν ενιαία. Σε αυτό το σημείο εμείς το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως δεν πρέπει με κανένα τρόπο να υποστηρίζουν το κόμμα του Τρικούπη – Λομβάρδου, διότι ακριβώς το ιδεολογικό του πλαίσιο είναι πολύ προοδευτικό και δε συνάδει με τοχαρακτήρα ούτε των δύο εφημερίδων ούτε ταυτίζεται με τις στρατηγικές που ακολουθούν τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω απί τις εφημ. Πανόπη και Ερμούπολις. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι λογικό να υποστηρίζουν το κόμμα του Ζαϊμη καθώς το ζαϊμικό κόμμα είχε μια στενή εκλογική βάση μόνο στη δυτική Πελοπόννησο, ήταν δηλαδή ένα τοπικό κόμμα. Το πιο πιθανό είναι, λοιπόν, να στηρίζανε ένα από τα δύο εναπομείναντα κόμματα που ήταν και τα πιο ισχυρά της Ενωμένης Αντιπολίτευσης, δηλαδή το κόμμα του Βούλγαρη ή το κόμμα του Κουμουνδούρου. Κατά την άποψή μου η εξέλιξη των πραγμάτων, όπως θα την παρακολουθήσουμε στη συνέχεια δείχνει πως η εφημ. Ερμούπολις ακολουθεί και υποστηρίζει τον Βούλγαρη, όταν αυτός ήταν στην κυβέρνηση, ενώ η εφημ. Πανόπη θα ακολουθήσει τη νέα Ενωμένη Αντιπολίτευση. Επομένως, μπορούμε να εικάσουμε ότι υποστήριζε το κόμμα του Κουμουνδούρου.

Πάντως, φαίνεται πολύ λογικό το εκσυγχρονιστικό κόμμα του Βαφιαδάκη εκφραστής των βιομηχανικών συμφερόντων να υποστηρίζει μια εκσυγχρονιστική κυβερνητική πολιτική, όπως ήταν αυτή που επιχειρούσε να εφαρμόσει ο Δεληγεώργης. Την ίδια περίοδο ήταν βουλευτής και ο αδελφός του δημάρχου Αμβρόσιος Βαφιαδάκης. Δε γνωρίζουμε όμως με ποιό κόμμα ήταν, υποθέτουμε το Δεληγιωργικό. Επίσης, φαίνεται πολύ λογικό η παλιά εμπορική αστική τάξη να υποστηρίζει τον Βούλγαρη, το πρόσωπο με το οποίο είχε συμπορευτεί στην εξέγερση του 1862 και εκπροσωπούσε το σύστημα που γεννήθηκε με το σύνταγμα του 1864.

69 Βλ. Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 2370 «Αστειοτέρα ένστασις δεν απαντάται εις τα εκλογικά χρονικά! Ο Νομάρχης είπε τοις Πελοποννησίοις να ψηφίσωσιν υπέρ του κ. Βαφιαδάκη και εγένετο! Πάντες υπήκουσαν εις το κέλευσμα του κ. Νομάρχου και ιδού η ήττα των υποψηφίων του λαού!» Βλ. Η Δημοτική Εκλογή ..., ό.π., σ. 23

41

Page 42: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Κεφάλαιο ΤέταρτοΗ Ερμούπολη απέναντι στην Αθήνα: η κυβερνητική κρίση του 1874

Ενότητα ΠρώτηΗ πτώση της κυβέρνησης Δεληγεώργη και η άνοδος του Βούλγαρη. Αντανακλάσεις της διαρκούς κυβερνητικής κρίσης στο νομό Κυκλάδων και η πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές

Από το Φεβρουάριο του 1874 φαίνεται το ενδιαφέρον της εφημ. Ερμούπολις να απομακρύνεται από τα δημοτικά και να κεντρίζεται από τις σημαντικές εξελίξεις που διαδραματίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι καθυστερεί η συγκρότηση της βουλής για τη δεύτερη περίοδό της, διότι δεν έχει απαρτία και αναμένεται η προσέλευση των βουλευτών από την επαρχία όπως την επίτευξη απαρτίας. Η Ενωμένη Αντιπολίτευση ετοιμάζεται να ρίξει την κυβέρνηση, ενώ ο προϋπολογισμός δεν είχε ακόμα ψηφισθεί.71 Όταν επιτέλους συγκλήθηκε η βουλή την Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 1874 με απαρτία, η κυβέρνηση ηττήθηκε στην ψηφοφορία για την εκλογή νέου Προέδρου της Βουλής με 15 ψήφους διαφορά, καθώς η ενωμένη αντιπολίτευση κατάφερε να συσπειρώσει τους οπαδούς της. Ο κυβερνητικός υποψήφιος Ι.Ν.Δεληγιάννης έλαβε 72 ψήφους και ο Θ.Λ. Ζαϊμης 87 ενώ υπήρχαν και 2 λευκές ψήφοι. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση είχε χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή. Η κυβέρνηση επιχείρησε να περάσει δια προτάσεως του υπουργού Οικονομικών Χρηστίδη που εκλεγόταν στη Σύρο τον προϋπολογισμό ως κατεπέιγοντα, αλλά η αντιπολίτευση αρνήθηκε.

Η εφημ. Ερμούπολις ανοιχτά ταυτίζεται με την αντιπολίτευση όπως βλέπουμε στο άρθρο που αναφέρεται στον εναρκτήριο λόγο του Ζαϊμη, κατά τον οποίο ο νέος πρόεδρος της βουλής ευχαριστεί την αντιπολίτευση και κρίνει ως αναγκαία την υπεράσπιση των θεσμών. Την επομένη η κυβέρνηση Δεληγεώργη υπέβαλε την παραίτηση στον βασιλιά ο οποίος και την έκανε αποδεκτή. Γράφει η εφημ. Ερμούπολις: «Ούτω παρήλθε και η κυβέρνησις αυτού, κυβερνήσασα το κράτος επί δεκαεννέα ολόκληρους μήνες, καθ’ ούς ανεκινήθησαν εν αυτώ μεγάλαι επιχειρήσειε και εψηφήσθησαν συμβάσεις δι’ έγα μεγάλα, εξ ών ουέν επραγματοποιήθη.»72 Στη συνέχεια η εφημερίδα περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση νέας κυβέρνησης. «Την παρελθούσαν τετάρτην προσεκλήθησανπερί 1 ώραν μ.μ. εις τα ανάκτορα οι τρεις αρχηγοί της αντιπολιτεύσεως κκ Βούλγαρης, Ζαϊμης και Κουμουνδούρος, εις ους ο βασιλεύς εδείξατο οικειότατα, σφύγξας τας χείρας ενός εκάστου εν τω γραφείω, προσκαλέσας αυτούς να καθίσωσιν, αφού και αυτός εκάθισεν. Ο βασιλεύς ηρώτησεν αυτούς, αν ήναι σύμφωνοι και έτοιμοι να διαδεχθώσι την κυβέρνησιν, ούτοι δε απήντυησαν καταφατικώς, προσθέσαν ότι εις αυτών προσκαλούμενος θα έχη την υποστήριξην των άλλων δύο. Απεχαιρέτησαν τον βασιλέα και κατήλθον τας κλίμακας των ανακτόρων ευχαριστημένοι. Την εσπέραν της αυτής ημέρας ο βασιλεύς μετεπέμψατο εν τοις ανακτόροις τον κ. Βούλγαρην, εις ον ανέθηκε τον σχηματισμόν της νέας κυβερνήσεως και μεθ’ ού συνωμίλησεν επί μίαν ώραν. Ο κ. Βούλγαρης αναλαβών τον σχηματισμόν νέου υπουργείου εζήτησε και καιρόν τινα, όπως αναλόγως των περιστάσεων ενεργήση και συσκεφθή μετά των φίλων και των λοιπών αρχηγών της αντιπολιτεύσεως. Περιήλθε τας οικίας των κ.κ. Κουμουνδούρου και Ζαϊμη, προσεκάλεσε παρ’ αυτώ διαφόρους βουλευτάς, συνεσκέφθη περί του πως σχηματιστέον το υπουργείου, αλλά και πόνοι και δυστοκία του νέου υπουργείου ανεφάνησαν και εγενήθησαν, απρόβλεπτοι και απροσδόκητοι! Ψυχρότης και διάστσις επήλθε μεταξύ των κ.κ. Κουμουνδούρου και Ζαϊμη και ο κ. Βούλγαρης περιήλθεν εις την αναπόφευκτον ανάγκην, όπως σχηματίση υπουργείον αποκλειστικόν και μονομερές, απαρτιζόμενον εκ φίλων και οπαδών της ολιγομελούς μερίδος του.» Η εφημερίδα δεν αναφέρει ούτε στη συνέχεια τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκαν οι άλλοι δύο αρχηγοί να συμφωνήσουν και εμμέσως πλην σαφώς έριξε σε αυτούς το βάρος της μη συγκρότησης ενιαίας κυβέρνησης καταλήγοντας να επιρρίπτει ευθύνες στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας που

71 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 473, 2 Φεβρουαρίου 187472 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 474, 9 Φεβρουαρίου 1874

42

Page 43: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

αποτελείτο από κόμματα χωρίς αρχές, αλλά με προσωπικά αρχηγικά συμφέροντα. 73 Όλο το επόμενο διάστημα της πολιτικής κρίσης η εφημ. Ερμούπολις θα αποτελέσει το μεγαλύτερο, πιστότερο και ενθερμότερο υποστηρικτή του Βούλγαρη.

Παρ’ όλ’ αυτά φαίνεται ότι δεν έσπασε ολοκληρωτικά η συμμαχία των τριών. Από τα κόμματα της πρώην αντιπολίτευσης πάντως το κόμμα των Λομβάρδου – Τρικούπη – Κεχαγιά φαίνεται να ανέλαβε το πολιτικό βάρος της κριτικής στην προηγούμενη κυβέρνηση ερχόμενο σε άμεση σύγκρουση με τους εκπροσώπους του Δεληγεώργη, ενώ η νέα κυβέρνηση και η υπόλοιπη συμπολίτευση φάνηκε να μην ενδιαφέρεται τόσο για πολιτικούς «ρεβανσισμούς». Η προσοχή μας, πάντως, επικεντρώνεται ιδιαιτέρως στον πρώτο λόγο του Βούλγαρη στη βουλή ως πρωθυπουργού και συγκεκριμένα στην υπόσχεση «εις την απαρέγκλιτον τήρησιν των όρων του Συντάγματος και των υπαρχόντων θεσμών», καθώς θα είναι η δική του τελικά κυβέρνηση που θα επιχειρήσει πρώτη να αμφισβητήσει ανοικτά και θα παραβεί εντελώς πραξικοπηματικά τις διατάξεις του συντάγματος.74 Ενδιαφέρον έχει, τέλος, το γεγονός ότι παρουσιάζεται η αναγκαιότητα από τη συμπολίτευση και την ίδια την εφημ. Ερμούπολις για τη θεσμοθέτηση νόμου περί ευθύνης υπουργών, που δεν υπήρχε εκείνη την εποχή, θυμίζοντας αρκετά ανάλογες σύγχρονες συζητήσεις στη βουλή.75 Τελικά, διεξήχθηκε η συζήτηση για την κυβέρνηση Δεληγιώργη για να λήξει κάπως άδοξα ύστερα από δύο συνεδριάσεις με αφορμή την αναφορά του Λομβάρδου στην αβασίλευτη δημοκρατία. Ο συγκεκριμένος λόγος του Λομβάρδου προετοιμάσε και άνοιξε, θα λέγαμε, το δρόμο για το περίφημο άρθρο του Τρικούπη με τίτλο «Τις Πταίει:», όταν θα εκδηλωθεί η νέα πολιτική κρίση μετά τις εκλογές του 1874. Ο ζακυνθηνός ριζοσπάστης πολιτικός αφού επιτέθηκε με παραδείγματα στον Δεληγεώργη για παράβαση της πολιτικής ηθικής και της συνταγματικής νομιμότητας κατέλειξε στην άποψη ότι όλοι οι Έλληνες είναι στην ουσία δημοκράτες, παρότι είναι φιλοβασιλικοί εν καιρώ βασιλείας. Αποδέχονται το βασιλιά διότι είναι ανίκανοι να αποδεκτούν έναν από τους ίδιους άξιο να καταλάβει το ύπατο αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας, ενώ εκτίμησε ότι είναι αδύνατον στην Ελλάδα να συγκροτηθεί βασιλικό κόμμα. Στη συνέχεια καταδίκασε την πολιτική επιλογή του Δεληγεώργη να στηριχθεί στην βασιλική εύνοια για να κρατηθεί στην εξουσία. «Η ένωσις των διαφόρων κομμάτων σκοπεί την αποτροπήν προφανών κατά της πατρίδας κινδύνων . πρέπει να παύσωσιν αι κυβερνήσεις των αυλιών αντιθαλάμων και να γίνωνται δια της πλειοψηφίας της βουλής.» Τέλος, έθεσε ως στόχο της κυβερνητικής συμμαχίας του πέμπτου κόμματος με τα άλλα τρία την αποτροπή αυτής της προοπτικής. Τα λόγια του Λομβάρδου προξένησαν μεγάλη αντίδραση, ενώ η ίδια εφημερίδα τοποθετείται αρνητικά απέναντί του όσο και απέναντι στις απόψεις του θεωρώντας ότι στις συνειδήσεις του ελληνικού λαού η έννοια δημοκρατία εμπειρικά από την περίοδο που η χώρα παρέμεινε αβασίλευτη έχει γίνει ταυτόσημη με την έννοια τρομοκρατία. Ο Κουμουνδούρος αμέσως ανέλαβε να διαχωριστεί από τον Λομβάρδο λέγοντας πως οι πράξεις του είχαν την υποστήριξη της βασιλείας και με βάση αυτό το πρόγραμμα έγινε η συμπαράταξη της παλαιάς ενωμένης αντιπολίτευσης. Μια σειρά βουλευτών υποστήριξαν τον Λομβάρδο και το δικαίωμά του να διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του. Ακολούθησε ψηφοφορία πάνω στο ζήτημα του Λομβάρδου. Από τους 170 παρόντες βουλευτές οι 123 ψήφισαν κατά, 29 υποστήριξαν τον Λομβάρδο και 18 αποχώρησαν. Πάντως, πέρα από αυτήν τη μικρή κρίση η νέα συμπολίτευση φαίνεται να δυσκολεύεται να διατηρηθεί ενιαία.76

Στα μέσα Μαρτίου ο Βούλγαρης υπέβαλε την παραίτησή του στο βασιλιά ύστερα μία ήττα στη βουλή εξαιτίας της αμφισβήτησης της κυβέρνησης από μερίδα βουλευτών με αρχηγό τον Δηλιγιάννη. Ο βασιλιάς την έκανε αποδεκτή και πρότεινε στον Δεληγεώργη να αναλάβει πρωθυπουργός. Ο τελευταίος αρνήθηκε αναγνωρίζοντας πως δεν είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έτσι, επανήρθε ο Βούλγαρης με νέα εντολή διατηρώντας το υπάρχον κυβερνητικό σχήμα.77 Το οκταήμερο αυτό της πολιτικής κρίσης του Μαρτίου προεξάρχοντος του Δηλιγιάννη προέκυψε σημαντικό πολιτικό ζήτημα με τη διοικούσα επιτροπή του Καθιδρύματος της

73 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 474, 9 Φεβρουαρίου 187474 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 475, 16 Φεβρουαρίου 187475 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 476, 23 Φεβρουαρίου 187476 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 477, 2 Μαρτίου 187477 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 480, 23 Μαρτίου 1874

43

Page 44: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Ευαγγελίστριας στην Τήνο, δηλαδή το ίδρυμα διαχείρισης των εσόδων του Ναού της Ευαγγελίστριας. Μέσα στο διάστημα των δύο δεκαετιών από την οικοδόμηση του ναού, η Τήνος είχε εξελιχθεί στο χριστιανόρθοδοξο λατρευτικό κέντρο της ελλαδικής εκκλησίας και η εκκλησία της απέκτησε μεγάλη οικονομική σημασία και ταυτόχρονα μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον που ξέφυγε από τα στενά τοπικά όρια του νησιού προκαλώντας παρεμβάσεις από τη μεριά της κυβέρνησης. Εμάς μας απασχολεί επειδή κατά αυτό τον τρόπο βλέπουμε να διαπλέκεται το τοπικό με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Πρόκειται μια υπόθεση που αφορά την πολιτική κοινωνία της Ερμούπολης αφού συνέπεια αυτών των γεγονότων είναι η αντικατάσταση του νομάρχη Κυκλάδων, ο οποίος ταυτόχρονα επιτίθεται στην Κυβέρνηση ως βουλευτής μέσα στο κοινοβούλιο και προκαλεί την πρόσκαιρη πτώση της. Ο Δηλιγιάννης μέσα από τη θέση του νομάρχη προσπάθησε να εντείνει και να εκμεταλλευτεί την κρίση προς όφελος προσώπων και συμφερόντων προφανώς της δικής του κομματικής υποστήριξης στο νομό. Η κυβέρνηση μόλις είχε ανανεώσει τη θητεία της διοικητικής επιτροπής διαχείρισης του Ναού η οποία επρόκειτο να ορκιστεί τις ημέρες της κυβερνητικής κρίσης. Ο Δηλιγιάννης στέλνει ένα πολεμικό πλοίο από τη Σύρο στην Τήνο και διατάσει την αναστολή της ορκωμοσίας. Ο έπαρχος Τήνου όμως ύστερα από τηλεγραφική επικοινωνία με τον αρμόδιο υπουργό δεν υπακούει στις εντολές του νομάρχη. Η κυβέρνηση παύει τον νομάρχη, του χρεώνει σε πρόστιμο τα έξοδα μετακίνησης του πολεμικού ατμόπλοιου και τον παραπέμπει σε δίκη. Η εφημ. Πανόπη από την οποία παίρνουμε τις πληροφορίες καταγγέλλει την πολιτική χρήση ενός θεσμού με τέτοια σημασία, στέκεται εναντίον των πρακτικών του Δηλιγιάννη κατηγορώντας τον για φατριασμό και υπερασπίζεται τις κινήσεις της κυβέρνησης ως δικαιολογημένες και νομιμοποιημένες. Η άλλη πλευρά φαίνεται ότι δεν υποστηρίζεται από εφημερίδες των Κυκλάδων, αλλά από εφημερίδες της πρωτεύουσας εκκινώντας ένα νέο αντιπολιτευτικό κλίμα. Η εφημερίδα Αυγή κατηγορεί την επιτροπή ότι λειτουργεί πελατειακώς και ωφελεί τους κομματικούς της φίλους και όχι τους φτωχούς.78

Από αυτό το γεγονός επιβεβαιώνονται από τη μία οι υπαρκτές διασυνδέσεις τοπικού κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Η εφημ. Πανόπη του Κιτριλάκη, η οποία αποτέλεσε κατά τη διάρκεια των εκλογών μαζί με την εφημ. Ερμούπολις το βασικό πολιτικό όργανο υποστήριξης της παράταξης του Παρασκευά και πρωτοστάτησε σε επιθέσεις εναντίον του Βαφιαδάκη, τίθεται υπέρ της κυβέρνησης Βούλγαρη – Κουμουνδούρου, ενώ ταυτόχρονα ένα ζήτημα «τοπικό», αλλά που τελικά αφορά τη διαχείριση τεραστίων ποσών, συμβάλλει σε μια πρόσκαιρη κυβερνητική κρίση.

Η εφημ. Πανόπη του Κιτριλάκη ασχολείται επισταμένα με τα πολιτικά πράγματα της Αθήνας κατά την περίοδο πριν τις βουλευτικές εκλογές. Από τα άρθρα διαπιστώνουμε μια έμμεση, αλλά όχι ανοιχτή υποστήριξη της κυβέρνησης Βούλγαρη. Έτσι, εκτιμά ότι «η δε κυβέρνησις» μπροστά στις προσπάθειες των συμμάχων να την ωθήσουν σε παραίτηση «ορθώς ποιούσα οικονομεί τας περιστάσεις εώς κηρύξη την λήξιν της συνόδου».79 Αρνείται τις κατηγορίες για την ύπαρξη «αυλικού κόμματος» το οποίο ταυτίζεται με το «υπουργικό», δηλαδή την κυβέρνηση.80

Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα άρθρο που επιχειρεί να ερμηνεύσει την κρίση το οποίο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη τον Απρίλη του 1974. Το άρθρο αυτό το οποίο αποτελεί αναδημοσίευση ενός κειμένου που συνέγραψε και μοίρασε δωρεάν ο Ερμουπολίτης Ιωάννης Σπηλιωτάκης. Το κείμενο αναδημοσίευσαν τόσο η εφημ. Ερμούπολις όσο και η εφημ. Πανόπη. Ο αρθρογράφος παραδέχεται ότι η Ελλάδα «ούτε οπισθοδρομεί ούτε προοδεύει» και ότι δεν έχει πλέον μεγάλους άνδρες. Κατά την εκτίμησή του «η ενεστώσα [κατάσταση, Κ.Π.] είναι θυγατήρ της βασιλείας του Όθωνος και της Βαυαροκρατίας, εγγονή δε της επαναστάσεως». Και επιχειρηματολογεί πάνω στο τελευταίο υποστηρίζοντας ως αιτία της συνεχούς κρίσης των θεσμών την αδυναμία της επανάστασης να αναδείξει έναν πολιτικό άνδρα ισχυρό που θα ήταν θεμελιωτής των νέων θεσμών. Συνεχίζοντας, παρατηρεί: «Αι κυριώτεραι ελλείψεις της Ελλάδος ήταν δύω. Εστερείτο αυτή πολιτικής ανατροφής πρεπούσης εις ελεύθερον Κράτος και ανίκανος ην να συστήση Εθνικήν Κυβέρνησιν. Εκ των δύω τούτων ελαττωμάτων το δεύτερον ήν το δεινότερον, το μάλλον επείγον και το υπέρ παν άλλο επηρεάσαν το μέλλον αυτής.» Θεωρεί ότι μπορεί οι

78 Για το ζήτημα με το ίδρυμα της Τήνου βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 163, 21 Μαρτίου 1874, αρ. 164, 28 Μαρτίου 1874, αρ. 165, 4 Απριλίου 187479 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 164, 28 Μαρτίου 1874 80 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 166, 11 Απριλίου 1874

44

Page 45: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

πολιτικοί του αγώνα να ήταν ικανοί να διοικήσουν σε επαρχιακές κυβερνήσεις δεν μπορούσαν όμως να κυβερνήσουν σε κεντρικό επίπεδο, αδυνατούσαν να συγκροτήσουν κεντρική διοίκηση. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή πολύ σωστά ότι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η συνεχής κρίση ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης που αναδείχτηκε από την επανάσταση. Κρίση που φαινομενικά στο επίπεδο της διαχείρισης του πολιτικού συστήματος γίνεται αντιληπτή από την απουσία μιας προσωπικότητας που θα μπορεί να επιβληθεί κεντρικά και συνενώσει ή συνολικά μιας κυβέρνησης. Εύστοχα αντιλαμβάνεται ότι αυτή η αδυναμία προκύπτει από τις συνθήκες που κληροδότησε η επανάσταση στο νέο κράτος, αλλά με καμία δύναμη δεν επρόκειτο για μια υστέρηση σε μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες με ικανότητες. Αντίθετα, οι πολιτικοί του αγώνα ήταν σαφώς γνώστες του τρόπου λειτουργίας ενός ευνομούμενου κράτους «δυτικού τύπου», δηλαδή αστικού, και αυτό αποδεικνύεται από τα ίδια τα συντάγματα. Αλλά και από τους χώρους προέλευσης του καθενός. Η κατάληξη όμως αυτού του κειμένου είναι εκείνη που προκαλεί περισσότερο την προσοχή μας. Κατά την άποψή του, λοιπόν, «ο ελληνικός αγών ήν πρόωρος κατά την γνώμην πάντων των δοκιμότερων ανδρών αυτής× κατά την γνώμην και του Καποδίστρια και του Μαυροκορδάτου».81 Ο αρθρογράφος εκφράζει μια αναθεωρητική άποψη για την ίδια την επανάσταση που φαίνεται ότι ήταν διαδεδομένη εκείνη την εποχή αντανακλώντας σε μια σαφή συντηρητική τοποθέτηση απέναντι σε ζητήματα της συγκυρίας. Αλλά αντανακλά και σε μια οπτική της εποχής για το ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας που αμφισβητούσε την ένοπλη πάλη και υποστήριζε την επικράτηση επί της οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των έσω του «ανώτερου πολιτισμικά και οικονομικά» ελληνικού στοιχείου. Ιδιαίτερα στους εμπόρους της Ερμούπολης που συνδέονταν με την Αυτοκρατορία περισσότερο από άλλους οικονομικούς παράγοντες, η θέση αυτή θα πρέπει να ήταν κυρίαρχη και κατέληγε σε μια φίλο-οθωμανική πολιτική στη διπλωματία.

Τελικά, οι Κουμουνδούρος, Ζαϊμης και Λομβάρδος απομακρύνθηκαν από τη συμμαχία με αποτέλεσμα να αδυνατεί η νέα κυβέρνηση να ψηφίσει προϋπολογισμό και να οδηγηθεί στα μέσα του Απριλίου σε νέα δεύτερη παραίτηση. Είναι φανερό πως μια καταστροφική ισορροπία πολιτικών δυνάμεων εμποδίζει την επίλυση του ζητήματος της διακυβέρνησης της χώρας. Η εξέλιξη αυτή δυσαρέστησε την εφημ. Ερμούπολις η οποία ξέσπασε εναντίον του φατριασμού που διακρίνει τα κόμματα τα οποία κατά την άποψή της συμφωνούν μόνο στο να ρίχνουν κυβερνήσεις. Τόσο ο Κουμουνδούρος όσο και ο Ζαϊμης αρνήθηκαν να αποδεκτούν κυβερνητική εντολή προβάλλοντας μεταξύ άλλων ως αξιώσεις την απομάκρυνση συγκεκριμένων προσώπων από το αυλικό περιβάλλον, αξιώσεις που φυσικά δεν έγιναν αποδεκτές από τον Γεώργιο. Η εφημ. Ερμούπολις καταδικάζει τη συμπεριφορά των τριών κομμάτων.82 Το ίδιο και η εφημ. Πανόπη υπερασπιζόμενη τον Βούλγαρη κατηγορεί τον Κουμουνδούρο για υπερβολικές απαιτήσεις στους όρους που έθεσε για να σχηματίσει κυβέρνηση αποδίδοντάς του πρόθεση να δυσφημίσει το βασιλιά. Ο Κουμουνδούρος είχε, επίσης, ζητήσει ελευθερία κινήσεων για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με σκοπό να σπάσει τις καλές διπλωματικές σχέσεις. Γράφει, λοιπόν, η εφημερίδα «Ο κ. Κουμουνδούρος αιτησόμενος παρά του βασιλέως να δοθή αυτώ πλήρης συνδρομή προς αλλαγήν της εξωτερικής πολιτικής, ήτοι το να χαλάσωμεν τον δεσμόν φιλιών μετά της Τουρκίας». Η Πανόπη επικροτεί τη φιλειρηνική γραμμή του Βούλγαρη για επίλυση του βουλγαρικού ζητήματος, το οποίο βρισκόταν την εποχή εκείνη σε ένταση. Υπενθυμίζει ότι η αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση Δεληγιώργη ότι κληθείσα εκ της μειοψηφίας διέλυσε τη βουλή και υπερασπίζει τον βασιλιά απέναντι στις κατηγορίες για παρέμβαση στο κυβερνητικό και υπουργικό έργο.83 Ο Δεληγιώργης αφού κλήθηκε από το βασιλιά και απέτυχε και αυτός με τη σειρά του να σχηματίσει κυβέρνηση. Την Παρασκευή 26 Απριλίου 1874 ο Βούλγαρης ανάγνωσε το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής ορίζοντας τις εκλογές στις 23 Ιουνίου και την 1 Αυγούστου ημέρα έναρξης των διεργασιών της νέας βουλής. Κατά την εφημερίδα Ερμούπολις η κυβερνητική κρίση επισπεύτηκε από το επισόδιο του Λομβάρδου. «όπερ επετάχυνε το αναπόφευκτον ρήγμα της συμμαχίας!»84. Και για τις δυό εφημερίδες συνιστά πρόβλημα οι συνεχείς εκλογικές συγκρούσεις.

81 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 166, 11 Απριλίου 1874 και αρ. 167 19 Απριλίου 187482 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 484, 20 Απριλίου 187483 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 169, 2 Μαϊου 187484 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 485, 27 Απριλίου 1874

45

Page 46: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων ένα άρθρο της εφημ. Ερμούπολις μας δίνει μια γεύση για τον τρόπο που αντιδράει η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. «Η επαρχία Σύρου, ήτις τέως ήτο όλως αδιάφορος προς τας εκλογάς, και αντιπροσωπεύετο εν τη βουλή παρά βουλευτών, μη κατοικούντων εν αυτή, διότι οι κάτοικοι αυτής προτιμώσι να εξακολουθώσι τας εμπορικάς και βιοποριστικάς εργασίας των παρά να μεταβαίνωσιν εις Αθήνας ως βουλευταί, σήμερον βαθέως αισθάνεται την αδιαφορία αυτής, βλέπουσα, ότι η αδιαφορρία αυτή κακόν προξενεί εις την επαρχίαν και εις το κράτος και εις του κατοίκους της. Κοινόν αίσθημα και κοινή επιθυμία επικρατούσι σήμερον εν Ερμουπόλει, όπως η επαρχία Σύρου παύση εκλέγουσα βουλευτάς ανθρώπους μη κατοικούντας μηδέ φαινομένους εν αυτή, και εκλέξη βουλευτάς άνδρας μεταξύ των κατοίκων της, οίτινες δύνανται ν’ αντιπροσωπεύσωσι το πνεύμα των κατοίκων της επαρχίας και οίτινες επανερχόμενοι να μη εντρέπωνται τους συμπολίτας των, ότι εν Αθήναις μεταβάντες άλλως έπραξαν παρά την γνώμην και την θέλησιν αυτών, ή αδιαφόρησαν προς τας ανάγκας της πόλεως και της επαρχίας. Ευχόμεθα όπως οι εκλογείς εννοήσωσι το καθήκον των κατά τας προσεχείς εκλογάς, ίνα μη αδικήσωσιν εαυτούς, την επαρχίαν και την πατρίδαν»85. Είναι σαφές ότι, πρώτον, η κρίση που διέρχεται η Ερμούπολη την περίοδο αυτή έχει στρέψει την αδύναμη εμπορική αστική τάξη προς την Αθήνα. Δεν υπάρχει πια η παλιότερη έπαρση. Η έννοια του Ερμουπολίτικου πατριωτισμού έχει αλλάξει. Καλός ερμουπολίτης πολίτης δεν είναι αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για την πόλη του και αδιαφορεί για τα κομματικοποιημένα κοινά της Αθήνας με τα έντονα πάθη. Ο «καλός» ερμουπολίτης πολίτης πλέον πρέπει να αντιλαμβάνεται το «καλό» της πόλης του μέσα από το «καλό» της ενιαίας πατρίδας, της Ελλάδας και να ασχολούνται με τα κοινά της χώρας. Η ανάγκη οδήγησε στο να συνδεθεί η φαντασιακή κοινότητα της Ερμούπολης πιο στενά με την ελλαδική φαντασιακή κοινότητα. Ο εμπορικός κόσμος της Ερμούπολης αντιλαμβάνεται ότι ο μόνος τρόπος να διασωθεί είναι να επηρεάσει το νομικός καθεστώς που διέπει τους δασμούς και γενικότερα να στρέψει την κρατική πολιτική σε ενισχυτικά μέτρα υπέρ της ναυτιλίας και του εμπορίου. Έτσι, υιοθετούν ως πολιτική αντίληψη, αυτοί οι παλιοί φιλελεύθεροι αστοί, την παρεμβατικότητας του κράτους. Αυτήν την αντίληψη την είδαμε και στις δημοτικές εκλογές. Σε προηγούμενα φύλλα η εφημ. Ερμούπολις όχι μόνο θα υποστηρίξει, αλλά και θα δημοσιεύσει ολόκληρο το κείμενο του Εμπορικού Συλλόγου «Ερμής» που υποστηρίζει το αδασμολόγητο του λιμανιού της Ερμούπολης. Αλλάζει, λοιπόν, η στρατηγική της εμπορικής αστικής τάξης, την αλλαγή αυτή και τα χαρακτηριστικά της θα μελετήσουμε αναλυκότερα σε επόμενο κεφάλαιο, όταν θα έχουμε μια πιο συνολική εικόνα.

Στο φύλλο της 11 Μαϊου η Ερμούπολις επιτίθεται στην πρώην κυβέρνηση Δεληγεώργη και αναφέρεται στις θετικές προσπάθειες της κυβέρνησης Βούλγαρη να καλύψει τα λάθη και τις καταστροφές που προξένησσε αυτή86. Η Πανόπη στο αντίστοιχο φύλλο συνιστά στο Βούλγαρη να συγκροτήσει συγκεκριμένο προεκλογικό πρόγραμμα για να συναγωνιστεί τα άλλα κόμματα, για να μπορέσει να διαχωριστεί πολιτικά και ιδεολογικά από τους πρώην συμμάχους του και νυν αντιπάλους του. Συνολικά, πάντως η εφημερίδα ασκεί κριτική τόσο στον Βούλγαρη όσο και στα άλλα πολιτικά σχήματα για την έλλειψη προγραμματικής αντιπαράθεσης κατά την προεκλογική περίοδο που μόλις ξεκίνησε.87 Γενικά, κατά τη διάρκεια των διαδικασιών συγκρότησης των ψηφοδελτίων, η εφημερίδα Πανόπη παρουσιάζεται προεκλογικά να μην υποστηρίζει επίσημα κάποιο κόμμα ούτε το κόμμα του Βούλγαρη. Αντίθετα, προβάλλει την ανάγκη να καταδικαστεί ο κομματισμός τον οποίο χρωματίζει αρνητικά χαρακτηρίζοντάς τον ως φατριασμό. Επίσης, εναντιώνεται στις κομματικές λίστες και συγκεκριμένα στο διαχωρισμό κυβερνητικών και μη κυβερνητικών υποψηφίων. Εκτιμά ότι στην περίπτωση της Σύρου υπάρχουν πολλά αφατρίαστα πρόσωπα ικανά να διεκδικήσουν το βουλευτικό αξίωμα, αλλά τελικά δειλιάζουν μπροστά στην δύναμη των κομμάτων. Τελικά η εφημερίδα υποστηρίζει επίσημα κάποιο πρόσωπο, τον Λεωνίδα Ευμορφόπουλο, διότι προβάλλει το αίτημα της απαλλαγής του λιμανιού της Σύρου από τους τελωνειακούς δασμούς, οι οποίοι βαραίνουν το εισαγωγικό εμπόριο. Το αίτημα αυτό την περίοδο εκείνη τίθεται ως κεντρικό αίτημα από το Εμπορικό Επιμελητήριο Ερμούπολης με την

85 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 487, 4 Μαϊου 187486 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 488, 11 Μαϊου 187487 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 170, 9 Μαϊου 1874

46

Page 47: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

δημοσίευση συγκεκριμένου φυλλαδίου που αναλύει τα επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης των δασμών. Αποτελεί μια πρόταση του εμπορικού κόσμου της Ερμούπολης προς την κεντρική κυβέρνηση να αντιμετωπιστεί η κρίση του κλάδου. Η Πανόπη, ως εφημερίδα που όπως έχουμε διαπιστώσει ταυτίζεται με τα παραδοσιακά μεγάλα εμπορικά συμφέροντα, θα αποτελέσει το βασικό υπερασπιστή αυτής της θέσεως, θα αφιερώσει πολλά πρωτοσέλιδα και πάρα πολλά άρθρα. Ενδιαφέρον πάντως έχει ότι η εφημερίδα στο φύλλο αυτό ασκεί κριτική στο κυβερνητικό κόμμα, δηλαδή στο Βούλγαρη, καθώς το καλεί, πρώτον, να ανακοινώσει στον ελληνικό λαό τους λόγους που διέλυσε τη βουλή πριν ηττηθεί σε κάποια κοινοβουλευτική διαδικασία, δηλαδή χωρίς επίσημα στη βουλή οι αντιπρόσωποι να αμφισβητήσουν την κυβέρνηση και, δεύτερον, να ανακοινώσει το επαγγελόμενο κυβερνητικό πρόγραμμα για το οποίο έχασε την υποστήριξη και για χάρη του οποίου διεξάγονται οι εκλογές.88 Παρατηρούμε, λοιπόν, μια φαινομενική άρνηση προεκλογικά της εφημερίδας, την οποία είχαμε παρακολουθήσει να υποστηρίζει προγραμματικά την κυβέρνηση Βούλγαρη, π.χ. στα εθνικά θέματα, και ταυτίσει με την τοπική εκείνη μερίδα που συνδεόταν με την κυβέρνηση, να στηρίξει στην προεκλογική μάχη το κόμμα του Βούλγαρη. Η εφημερίδα θεωρεί, πάντως, αναγκαία μια ισχυρή, διαρκή και ανεξάρτητη κυβέρνηση. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι εμφανίζεται μια τάση μετατόπισης της υποστήριξης από την πλευρά της εφημερίδας, αλλά τελικά αυτό δεν ισχύει. Το γεγονός ότι ξαφνικά η εφημερίδα μετά από μια πολύ πολιτικοποιημένη και έντονα κομματικοποιημένη δημοτική προεκλογική περίοδο στην οποία η ίδια η εφημερίδα έπαιξε καταλυτικό ρόλο και ταυτίστηκε με συγκεκριμένα κόμματα αποφασίζει ότι ο κομματισμός είναι αρνητικός, δείχνει ότι σε ένα μεγάλο βαθμό δεν την αγγίζουν τα γενικά πολιτικά ζητήματα ή ότι για κάποιο λόγο τον οποίο εμείς αγνοούμε επιλέγει να μην αναμειχθεί .

Στο ίδιο φύλλο αναφέρεται ότι ο δήμαρχος αμέσως μετά την ορκωμοσία του νέου δημοτικού συμβουλίου ζήτησε και έλαβε απεριόριστη άδεια και μετέβη στην Αθήναμε σκοπό να πετύχει την υποστήριξη του αδελφού του.89 Η εφημερίδα Πανόπη είναι κατηγορηματική εναντίον του. Γράφει σε επόμενο φύλλο: «Εν’ ω χρόνω πάσα η Επαρχία Σύρου και ιδίως η Ερμούπολις σκέπτεται τινί τρόπω από κοινού να προβή εις εκλογήν αντιπροσώπων, δυνάμεων να προστατεύσωσι τα συμφέροντα και τας ανάγκας του τόπου, ότινα και σπουδαία και σοβαρά είναι, παρά τη κυβερνήσει, ο κ. Δήμαρχος Ερμουπόλεως μονομερώς σκεπτόμενος, και περί ενός και μόνου φροντίζων, ήτοι να αναδείξη βουλευτήν τον αδελφό του Αμβρόσιον, ον παύεται τα πάντα βυσσοδομών και υπούλως συταράσσων. Ο κ. Βαφιαδάκης συναισθανόμενος το δυσάρεστον σημείνο εις ο περιέστη το εμπόριον της Σύρου και εννοών ότι ο Αμβρόσιός του δεν είναι το κατάλληλον πρόσωπον δια να αντιπροσωπεύση την επαρχίαν μας, οφείλει να αρνηθή αυτώ πάσαν συνδρομήν διότι άλλως θα επικυρώση την περί αυτού επικρατούσαν ιδέαν ότι καταστρέφει πάσαν το μέλλον και την ευδαιμονίαν της Σύρου αφορώσαν επιχείρησιν.» 90 Στην Αθήνα μαθαίνουμε από την εφημ. Ερμούπολις πως «ο υπουργικός συνδυασμός υποψηφίων βουλευτών της επαρχίας Σύρου εσχηματίσθη ως εξής× Αμβρ. Βαφιαδάκη, Δ. Παρασκευά, Αν. Πετρίτση και Σ. Δελασούδα»91. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως οι δύο αντίπαλοι στο τοπικό πολιτικό σκηνικό συμπαρατάσσονται στο ίδιο στρατόπεδο όσον αφορά τα πολιτικά πράγματα στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Οι Βαφιαδάκηδες επιχείρησαν να προσεγγίσουν με την επίσκεψη του δημάρχου στην Αθήνα το κυβερνητικό στρατόπεδο του Βούλγαρη, πράγμα το οποίο φαίνεται πως επετεύχθη αρχικά. Υπήρχαν όμως διαφωνίες ανάμεσα στους κομματάρχες στην πόλη, που είχαν ως βάση τις τοπικές πολιτικές έριδες και κοινωνικοπολιτικούς συνασπισμούς οι οποία φάνηκε προς στιγμή να αναιρούνται σε κεντρικό επίπεδο. Για αυτό ακριβώς το λόγο γράφει η εφημ. Ερμούπολις πως «είναι εντροπή να σχηματίζετααι εν Αθήναις υπουργικός συνδυασμός. Τοιούτος ενταύθα επιτυχέστερος δύναται να γείνη ή εν Αθήναις×» Και επιχειρηματολογεί πως «ενταύθα ευρισκονται οι εκλογείς, οίτινες θα αναδείξωσι τους βουλευτάς, το δε πνεύμα των εκλογέων είναι υπέρ της κυβερνήσεως». Είναι φανερό πως οι πραγματικοί λόγοι που επιδιώκει η εφημ. Ερμούπολις τη συγκρότηση του συνδυασμού με διεργασίες που θα λάβουν χώρα στο νησί Πιθανόν, γιατί ακριβώς στο τοπικό επίπεδο οι Βαφιαδάκηδες είναι πιο αδύναμοι μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο (για

88 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 171, 16 Μαϊου 187489 Βλ. για όλα τα παραπάνω εφημ. Πανόπη αρ. 171, 16 Μαϊου 187490 Βλ. εφημ. Πανόπη αρ. 173, 30 Μαϊου 187491 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 489, 25 Μαϊου 1874

47

Page 48: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

αυτό μετέβηκε στην Αθήνα ο δήμαρχος). Στην Ερμούπολη οι αντίπαλοί των Βαφιαδάκηδων αισθάνονται πιο δυνατοί μέσα σε στα πλαίσια του κυβερνητικού στρατοπέδου. Υπάρχει μια έντονη κρίση ανάμεσα στους νέους άσπονδους φίλους. Έτσι, ο Παρασκευάς παρουσιάζεται έτοιμος να αποχωρήσει από το σχήμα, εάν δεν εξαιρεθεί ο Αμβρόσιος Βαφιαδάκης. Η εφημ. Ερμούπολις υποστηρίζει τον Παρασκευά γράφοντας ότι είναι καλύτερο να μην ενταχθεί ο Βαφιαδάκης στον συνδυασμό. Το ίδιο και η εφημ. Πανόπη. Η αντίθεση της τελλευταίας στον Αμβρόσιο Βαφιαδάκη, που στηρίζεται στην απόδοση πρόθεσης καταστροφής του μέλλοντος και της ευδαιμονίας της Σύρου. Πιθανόν, να έχει ως αφετηρία μια διαφορετική στάση του Αμβρόσιου απέναντι στο ζήτημα των τελών.

Οι διεργασίες αυτές δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι τις 8 Ιουνίου, οπότε κατά την εφημ. Ερμούπολις «μη σχηματισθέντος του υπουργικού [συνδυασμού], δεν δύναται να σχηματισθή ο ανθυπουργικός»92. Η φράση αυτή μας δίνει την εντύπωση της απουσίας ιδεολογικών και προγραμματικών αναφορών, της έλλειψης δεδομένων συμμαχιών και μιας πολιτικής ασυνέχειας μεταξύ των τοπικών και των κεντρικών κοινωνικοπολιτικών συνασπισμών. Ο κάθε παράγοντας ανάλογα με τους σχηματισμούς δύναμης θα ετίθετο είτε με τον τον κυβερνητικό είτε με τον αντικυβερνητικό συνδυασμό. Έτσι, η τελική έκδοση του κυβερνητικού συνδυασμού που δημοσιεύτηκε στις 14 Ιουνίου 1874 είναι οι Π. Σεβαστόπουλος, Γ. Μπούμπουλης, Αν. Πετρίτσης και Σ. Δελασούδας και η εφημ. Ερμούπολις γράφει: «Ο συνδυασμός ούτος απαρέσκει τω δημάρχω Ερμουπόλεως κ. Βαφιαδάκη»93. Με το που συγκροτήθηκε ο υπουργικός συνδυασμός αμέσως συγκροτήθηκε και ο αντικυβερνητικός: «ο δε αντίθετος εγένετο σχεόν αυτομάτως εκ των υπολοίπων , ήτοι εκ των κ.κ. Δ. Χρηστίδη, Ν. Ράλλη, Ν. Σούτσου και Γ. Μαραγκού. Ο κ. Αμβρόσιος Βαφιαδάκης όστις χάριν και ένεκεν του αδελφού του δημάρχου ήτο πέτρα σκανδάλου και εμπόδιον του υπουργικού συνδυασμού, δεν προσελήφθη εις συνδυασμόν τινά, η δε κάλπη του τίθεται μόνη94, άνευ συνδυασμού μετ, ουδένος. Ο δήμαρχος κ. Βαφιαδάκης υποστηρίζει τον ανθυπουργικόν συνδυασμόν. Παρατηρητέον όμως ότι ο υπουργικός λεγόμενος συνδυασμός δεν απαρτίζεται αποκλειστικώς εκ φίλων της κυβερνήσεως.»95 Συνολικά, οι υποψήφιοι βουλευτές της επαρχίας Σύρου ήταν: ο Αλεξάνδρου Γεώργιος, ο Βαφιαδάκης Αμβρόσιος, ο Δελασούδας Συμεών, ο Ιουστινιανός Αντώνιος, ο Κατσάκος Κωνσταντίνος, ο Μαραγκός Γεώργιος, ο Μπούμπουλης Γεώργιος, ο Ξανθής Κωνσταντίνος, ο Παρασκευάς Δημήτριος, ο Πετρίτσης Αντώνιος, ο Πολύδωρος Πέτρος, ο Ράλλης Νικόλαος, ο Σεβαστόπουλος Περικλής, ο Σούτσος Νικόλαος, ο Στέφανος Αντώνιος, ο Στέφανος Γρηγόριος, ο Χειλάς Νικόλαος και ο Χρηστίδης Δημήτριος. Ο εκλεκτός της ερφημ. Πανόπης Ευμορφόπουλος δεν κατάφερε να βρει υποστηρικτές και να τεθεί υποψήφιος. Πολλοί από αυτούς που αρχικά είχαν καταθέσει υποψηφιότητα όπως ο Παρασκευάς ή ο Βαφιαδάκης δε συμμετέχουν στον προεκλογικό αγώνα, δηλαδή αποσύρονται. Για τους υπόλοιπους δε γνωρίζουμε κάποιο στοιχείο.

Η εφημ. Πανόπη θέτει τα πολιτικά ζητήματα εκείνα με βάση τα οποία οι πολίτες θα πρέπει να κρίνουν και να επιλέξουν τους βουλευτές. Ελεύθερος λιμένας από δασμούς, ευκολίες για το ναυπηγείο, ατέλεια στα εργοστάσια, σεισάχθεια από τους βαρύνοντας την ανυτικήν τάξιν αδίκους φόρους, σύσταση εφετείου στην πρωτεύουσα του νομού, κατασκευή πακτωτηρίου, κατασκευή ναυτικής δεξαμενής. Βουλευτές της επαρχίας Σύρου εκλέχθηκαν οι Γ. Μπουμπούλης με 2973 ψήφους, ο Ν. Σούτσος με 2.895, ο Α Πετρίτσης με 2877 και Π. Σεβαστόπουλος με 2741. Οι τρεις είναι κυβερνητικοί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Σούτσος, του αντιπολιτευόμενου κόμματος, δημοσιεύει το ευχαριστήριό του προς τους εκλογείς από την εφημερίδα Πανόπη.96

Το συμπέρασμα οποίο μπορούμε να εμείς εξάγουμε από αυτές τις διαδικασίες είναι ότι παρά το συγκεχυμένο χαρακτήρα των συμμαχιών και την έλλειψη σαφών ιδεολογικών οριών μεταξύ των αντιπάλων, τελικά οι συνδυασμοί όπως κατέληξαν δεν είναι τυχαίοι. Υπάρχει μια υποτυπώδης πολιτικοϊδεολογική βάση. Καταρχήν, η σταθερά η οποία είναι δεδομένη για την πολιτική

92 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 491, 8 Ιουνίου 187493 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 492, 15 Ιουνίου 187494 Φαινεται πως οι προσωπικές κάλπες εκάστου βουλευτή τίθονταν μαζί στη σειρά εάν ανήκανε στο ίδιο κόμμα για να ξεχωρίζει και να καταλαβαίνει ο ψηφοφόρος ποιός είναι με ποιόν95 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 493, 22 Ιουνίου 187496 Βλ. εφημ. Πανόπη αρ. 173, 30 Μαϊου 1874

48

Page 49: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

κατάσταση της Σύρου είναι ότι το μπλοκ που εκφράζει η εφημ. Ερμούπολις υποστηρίζει τον Βούλγαρη σε βάση πολιτικών και ιδεολογικών αναφορών. Αντίστοιχα πρέπει να υπάρχει και ένας σκληρός πηρύνας που συγκροτήθηκε από πρόσωπα και συμφέροντα που συνδέονταν με τη νέα υπό διαμόρφωση Ενωμένη Αντιπολίτευση (ξεχωρίζουμε τον Χρηστίδη, ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης Δεληγεώργη). Πιθανόν, όμως κάποιοι σημαντικοί παράγοντες του τόπου με μεγάλα συμφέροντα, όπως οι Βαφιαδάκηδες, να επιχειρούν να παίξουν ένα διπλό ρόλο, ο οποίος όμως απέτυχε λόγω της παραδοσιακής συσχέτισης του Βαφιαδάκη με την αντιπολίτευση εμποδίζοντας την αποδοχή του Αμβροσίου από τους αντιπάλους του ως σύμμαχος.

Γενικά, ενώ αρχικά βλέπουμε ότι την περίοδο πολιτικής έντασης στο δήμο της Ερμούπολης τα ζητήματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής διαπλέκονται και συνδέονται ανοιχτά με εκείνα της τοπικής πολιτικής σκηνής. Οι συνειδήσεις ακολουθούν μια συνέχεια και μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο διακριτούς κοινωνικοπολιτικούς συνασπισμούς με μια ιδεολογική συνέχεια και με μια συγκεκριμένη ταξική βάση που διαπερνούν όλα τα επίπεδα. Ενώ, λοιπόν, στις δημοτικές εκλογές το πολιτικό κλίμα στην Ερμούπολη ήταν πάρα πολύ οξυμένο, στις βουλευτικές δεν έχουμε έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Μάλιστα, φαίνεται οι απόλυτες καθετοποιημένες σχέσεις να χαλαρώνουν. Εάν το συμπέρασμα αυτό είναι πραγματικό και όχι εικονικό, δηλαδή δεν έχουμε παρασυρθεί από την ιδιαιτερότητα δύο εφημερίδων μπορούμε να σχηματοποιήσουμε αυτές τις τάσεις.

Εάν, λοιπόν, οι τοπικές συμμαχίες και συνασπισμοί εξουσίας τείνουν να επανακαθορίζονται όταν πρόκειται για γενικά πολιτικά ζητήματα, έχουμε ένα πολιτικό φαινόμενο. Για παράδειγμα ένα αντίστοιχο φαινόμενο βλέπουμε και σήμερα να υφίσταται στις σχέσεις κεντρικής και τοπικής πολιτικής σκηνής, δηλαδή για παράδειγμα σε κεντρικό επίπεδο πολλοί τοπικοί παράγοντες ταυτίζονται με ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, αλλά σε τοπικό επίπεδο να διασπώνται και μερικές φορές να συγκροτούν και αντίπαλα ψηφοδέλτια με υποψήφιους και από άλλα κόμματα. Στην περίπτωση της Ερμούπολης αυτή η σχέση φαίνεται να λειτουργεί αντίστροφα. Δηλαδή πρόσωπα και συμφέροντα που συνενώνονται σε ένα ενιαίο ντόπιο πολιτικό συνασπισμό σε κεντρικό επίπεδο να επιλέγουν διαφορετικούς κομματικούς μηχανισμούς.97 Αυτό το φαινόμενο πιθανόν να συνδέεται με την έλλειψη σε κεντρικό επίπεδο ενός διπολικού πολιτικού συστήματος, όπως όμως συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο (προεκλογικά στις δημοτικές της Ερμούπολης είχαμε δύο μπλοκ και όχι τρία ή τέσσερα). Όταν και σε κεντρικό επίπεδο συγκροτούνται δύο πόλοι, όπως την φάση πριν την προεκλογική περίοδο οπότε λειτουργούσε το δίπολο κυβέρνηση αντιπολίτευση, τότε παρατηρούμε πως υπάρχει η τάση οι τοπικοί διπολικοί συνασπισμοί να διαπλέκονται με τους κεντρικούς. Τελικά, λοιπόν, λίγες μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 1874 όταν στο κεντρικό επίπεδο προεκλογικά οι πόλοι επανασυγκροτήθηκαν στη σχέση κυβέρνηση και ενωμένη αντιπολίτευση, επανασυγκροτήθηκαν και οι πόλοι σε τοπικό επίπεδο με μια σχετική καθαρότητα.

Το μπλοκ που στην Ερμούπολη ήταν ενάντια στον δήμαρχο και ενάντια στην κυβέρνηση Δεληγεώργη στηρίζει την κυβέρνηση Βούλγαρη. Αυτά τα δύο μπλοκ εκφράζουν το ένα σε τοπικό και το άλλο σε εθνικό επίπεδο τα τμήματα της άρχουσας τάξης που συγκρούστηκαν με την οθωνική μοναρχία και είχαν ως οικονομική βάση σε άμεση διαπλοκή είτε το ίδιο το κράτος και είτε το διαμετακομιστικό εμπόριο. Τα τμήματα αυτά της αστικής τάξης αδυνατούν να υπερβούν και να ξεπεράσουν την κρίση που διέρχονται συντηρητικοποιούνται και αναζητούν τη θεσμική ασφάλεια πίσω από το πρόσωπο του βασιλιά μέσω του προσώπου του Βούλγαρη. Ο βασιλιάς αφού απέτυχε να διευρύνει τις εξουσίες του και τον ηγεμονικό του ρόλο του με βάση μια νέα αστική τάξη, πείραμα που δοκίμασε σε συμμαχία με τους ομογενείς κεφαλαιούχους και εφαρμόστηκε μέσω του Δεληγεώργη, θα στραφεί στο παλαιό συνασπισμό εξουσίας και θα επιχειρήσει ξανά μέσω του Βούλγαρη, αυτή τη φορά να πετύχει τους στόχους του. Ενδεικτικό των

97 Την άποψή μας επιβεβαιώνει και ένα παράθεμα από ένα άρθρο της εφημερίδας Εξέγερσις, το οποίο θα αναλύσουμε στην επόμενη ενότητα: «Ειμί φίλος των πολιτικών αρχών του Κ. Δεληγεώργη, έλεγε ημίν κατά τας τελευταίας βουλευτικάς εκλογάς εις των εντάυθα πολιτικών κομματαρχών, αλλά δεν δύναμαι να υποστηρίξω τον Κ. Χρηστίδη, διότι τούτο βλάπτει τα εν τοις δημοτικοίς, συμφέροντά μου». Το συγκεκριμένο πρόσωπο ενώ πρόσκειται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό στο Δεληγιανικό κόμμα, αρνείται να υποστηρίξει τον Χρηστίδη που είναι δηλιγιαννικός επειδή ταυτίζεται με αντίπαλα δημοτικά συμφέροντα. Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 4, 27 Αυγούστου 1874

49

Page 50: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

νέων συμμαχιών του Βούλγαρη, δηλαδή της προσέγγισης του βασιλιά, στη θέση του Δεληγεώργη, είναι η υπουργοποίηση του ακραιφνή βασιλόφρονα Γρίβα στη θέση του Υπουργού Στρατριωτικών. Βέβαια, όπως θα δούμε, με αυτήν την τελευταία απόπειρα θα αποτύχουν τελειωτικά τα φιλομοναρχικά σχέδια.

Τον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα του ψηφοδελτίου της ομάδας των βουλευτών που επιλέχτηκαν ως υπουργικοί μας δίνει το θριαμβολογικό άρθρο της εφημ. Ερμούπολις για την επιτυχία του Γ. Μπούμπουλη να εκλεγεί βουλευτής. Είναι «ο διακεκριμένος αξιωματικός του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και δραστήριος υπουργός ναυτικών άλλοτε» οποίος με συγκεκριμένα παραδείγματα που αναφέρει ο αρθρογράφος έχει αποδείξει το πραγματικό του ενδιαφέρον για την ελληνική ναυτιλία (που στη σκέψη των Ερμοπουλιτών ταυτίζεται με τη συριανή ναυτιλία) και επομένως θα πρέπει να ξαναπάρει αυτή τη θέση. Ο Μπούμπουλης είναι ο εκλεκτός, ο πραγματικός εκφραστής των ερμοπουλίτικων εμπορικών συμφερόντων ο οποίος υποστηρίχτηκε στο πλευρό του Βούλγαρη. Οι συριανοί έμποροι ζητάνε μέσω της κατάληψης της θέσης του Υπουργού Ναυτιλίας από έναν δικό τους, πρώτον, την ανταπόδωση από τον Βούλγαρη της υποστήριξης σε αυτόν και, δεύτερον, την προσδοκία ότι η κυβέρνηση θα είναι περισσότερο δικιά τους θα συμμετέχουν δηλαδή κατά ένα τρόπο στην άσκηση της πολιτικής ηγεμονίας και της δθακυβέρνησης της χώρας, θα εξυπηρετεί δηλαδή με μεγαλύτερο ενθουσιασμό τα υλικά τους συμφέροντα σε μια περίοδο κρίσης.98 Προφανώς, η νίκη του αντιβαφιαδικού συνδυασμού στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 1874 είναι η απάντηση, είναι η ρεβάνς στην ήττα στις δημοτικές εκλογές του Ιανουαρίου 1874. Φαίνεται πως το αντιβαφιαδικό μπλοκ τα καταφέρνει καλύτερα σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο από ότι στο τοπικό. Ο ειρωνικός λόγος τον που χρησιμοποιεί η εφημ. Ερμούπολις στην αποτυχία του δημάρχου να εκλέξει βουλευτές της υποστήριξής του, ενώ παρουσιάζεται τόσο δυνατός παράγοντας, είναι ενδεικτικός αυτής της αδυναμίας. Η νίκη αυτή, θα λέγαμε, έπαιξε κατά ένα τρόπο εξισορροπητικό ρόλο. Οι μέν έχουν το δήμο, οι δε την κυβέρνηση, όταν οι τελευταίοι προς στιγμήν δεν είχαν τίποτα από τα δύο.

Το μπλοκ που με επικεφαλής τον δήμαρχο και με υλική βάση τη βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο γύρω από αυτή ταυτίστηκε με το «εκσυγρονιστικό» πρόγραμμα του Δεληγεώργη, αφού θα προσπαθήσει σε ένα πολιτικό περίγυρο αρκετά συγκεχυμένο ιδεολογικά και προγραμματικά να προσεταιριστεί το νέο δυνατό του παιχνιδιού, δηλαδή τον Βούλγαρη, γρήγορα θα αποκλειστεί από τους φυσικούς σύμμαχους του τελευταίου και φυσικούς του δικούς του εχθρούς. Το μπλοκ αυτό, αδύναμο αρχικά να διαπλεχτεί με συμφέροντα στο εθνικό πολιτικό σύστημα που εκφράζουν με ακρίβεια τις δικές του στρατηγικές, αργότερα την επόμενη δεκαετία θα ταυτιστεί με το αστικό «εκσυγχρονιστικό» πρόγραμμα του Τρικούπη.

Ενότητα ΔεύτερηΑπέναντι στο «Τίς Πταίει;» του Τρικούπη και τις φημολογίες περί συνταγματικής εκτροπής

Γενικώς, όπως και πιο πάνω διαπιστώσαμε, η αντανάκλαση των πολιτικών γεγονότων της κεντρικής πολιτικής σκηνής μπορούν και επηρεάζουν είτε έμμεσα είτε άμεσα την τοπική πολιτική σκηνή και αντίστοιχα οι πολίτες της Ερμούπολης αισθάνονται ότι τα ζητήματα αυτά τους απασχολούν πλέον άμεσα. Η περίοδος όμως που ακολουθεί μετά τις εκλογές θα διαφωτίσει ακόμη περισσότερο τη σχέση αυτή.

Με το τέλος των εκλογών, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, αρχίζει για το ελλαδικό πολιτικό σκηνικό μια πολύ μεγάλη κρίση (νοθεία στις εκλογές, ο Τρικούπης με το «Τίς πταίει;», οι εξελέγξεις, ο προϋπολογισμός, η παρέμβαση του βασιλιά με την καθαίρεση του Βούλγαρη). Μερικοί από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς της περιόδου, όπως ο οι Δεληγεώργης, Λομβάρδος και Χρηστίδης απέτυχαν να εκλεγούν. Μάλλιστα, ακόμη και η ίδια η εφημ. Ερμούπολις διερωτώταν για την αποτυχία του Λομβάρδου, καθώς η ίδια εφημερίδα σε παλαιότερο φύλλο αναφερόταν στον ιδιαίτερο ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχονταν μαζικά οι Ζακυνθινοί τον Λομβάρδο όταν κατέφτανε στο νησί. Το ίδιο αναρωτιέται και για τον Χρηστίδη. Ο νικητής των εκλογών Βούλγαρης έχει κατά την εφημ. Ερμούπολις πλέον μια πλειοψηφία γύρω

98 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 494, 29 Ιουνίου 1874

50

Page 51: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

στους 140 βουλευτές, άποψη μάλλον πολύ αισιόδοξη.99 Όπως είναι γνωστό και έχουμε αλλού αναφέρει το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών αμφισβητήθηκε πολύ έντονα από την αντιπολίτευση, με αποκορύφωμα το άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τον τίτλο «Τις Πταίει;» στην εφημ. Καιροί στις 29 Ιουνίου 1874.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της εφημερίδας Εξέγερσις, η οποία αποτέλεσε υποστηρικτής της μερίδας του Βαφιαδάκη. Η εφημ. Εξέγερσις εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας δημοτικής αρχής και σχεδόν αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές, την περίοδο της όγδοης και τελευταίας κυβέρνησης του Δημητρίου Βούλγαρη. Η εφημερίδα αυτή υποστηρίζει ότι εκφράζει τις απόψεις και τις αντιλήψεις της πόλης, αυτό δηλαδή που ορίζουμε ως κοινή γνώμη. Συνολικά ιδωμένη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δημοκρατική και φιλελεύθερη ριζοσπαστική. Μάλιστα, θα διακινδυνεύαμε εύκολα να συνδέσουμε το φιλελευθερισμό της με τον φιλελευθερισμό του φυλλαδίου υποστήριξης του Βαφιαδάκη. Θα μπορούσε να υπάρχει και ταυτότητα των προσώπων, αλλά αυτό σίγουρα δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ο ίδιος ο τίτλος, «Εξέγερσις», προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο άρθρο με τον τίτλο «Πρόγραμμα», το εναρκτήριο άρθρο της εφημερίδας που δηλώνει τους στόχους και δίνει το στίγμα, ότι « πρώτιστος σκοπός της ημετέρος εφημερίδος έσται η εφημ. Εξέγερσις του ελληνικού λαού από της μαραινούσης αυτόν Αδιαφορίας, εν τη κοιτίδι της οποίας λικνιζόμενος, υπνόττει!» Το δημοκρατικό πνεύμα είναι ευδιάκριτο: στόχος είναι να ξυπνήσει ο λαός από τον ύπνο της αδιαφορίας και να ασχοληθεί με τα πολιτικά.

Παρ’ όλα αυτά η εφημερίδα προτρέχει να αποποιηθεί οποιαδήποτε σύνδεση αυτής της επιδιωκόμενης αφύπνισης με τα τεκταινόμενα της πολιτικής συγκυρίας, δηλαδή την κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση Βούλγαρη για υπονόμευση των πολιτικών ελευθεριών. Γι’ αυτό ξεκαθαρίζει τη θέση της ότι δεν δημιουργήθηκε με σκοπό να ασκήσει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση λέγοντας ότι «ουδόλως σκοπούμεν ν’ αναπετάσσωμεν την σημαίαν των πολιτικών ελευθεριών εν χώρα, ήτις κρατεί αυτήν αναπεπταμένην από των αρχαιοτάτων αιώνων και ήτις ειρωνικώ μόνον μειδιάματι υποδέχεται την περιφρούρισην των επαπειλουμένων, δήθεν, ελευθεριών τούτων…,» παίρνοντας σαφώς αποστάσεις από τη γραμμή που ακολουθούσε σύμπασα η αντιπολίτευση. Η εφημερίδα αποδέχεται την κριτική που γίνεται στον τύπο και στη δημοσιογραφία ως τέταρτη εξουσία, συγκεκριμένα χρησιμοποιεί την έκφραση για τη δημοσιογραφία «τέταρτον της πολιτικής αμάξης τροχόν» και αποδέχεται ότι υπάρχει δογματισμός και σύνδεση του τύπου με συμφέροντα. Οι εκδότες της εφημ. Εξέγερσις διαχωρίζουν τη θέση τους λέγοντας ότι έχουν το «γνώθι σαυτόν» και ότι αντιλαμβάνονται τις υπαρκτές δυσκολίες που προϋποθέτουν μια καλή δημοσιογραφία. Οι ίδιοι όμως πιστεύουν ότι δεν είναι δύσκολο να υπάρξει δημοσιογραφία «εντελώς διαζευγνυμένη από παντός ό, τι πέφυκε πονηρόν και σαπρόν εν τη κοινωνία ταύτη» η οποία δε θα αντιγράφει τις ασχήμιες μόνο, αλλά θα ασχολήται … εις το φωτίσαι και διδάξαι εκ του κατακειμένου εν τη πήρα της εαυτής μαθήσεως, έστω και πενιχρής θησαυρού, τους εαυτής αναγνώστας»100.

Στη σκέψη των συντακτών της εφημ. Εξεγέρσις όλοι οι πολιτικοί είναι συνυπεύθυνοι για τα δεινά του τόπου και αυτό οφείλεται στην κυρίαρχη αντίληψη που επικρατεί στην κοινωνία να μην ασχολούνται οι πολίτες με τα κοινά αφήνοντας έτσι τους πολιτικούς να αυθαιρετούν. Έτσι, η εφημ. Εξέγερσις βασικά θα πολεμήσει το μεγάλο κίνδυνο για τη δημοκρατία και την ελευθερία την «Αδιαφορία». Ξεκινώντας, λοιπόν, να μελετήσουμε την πολιτική κατάσταση στη Σύρο βλέπουμε ότι το επίπεδο της πολιτικής σκέψης στην πόλη είναι καταρχήν υψηλό, ενώ είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός που μπορεί και γεννάει συγκροτημένη πολιτική σκέψη που ενέχει την κριτική και την πίστη στην δημοκρατία. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε το λόγο αυτόν στη δημοκρατική παράδοση του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης, αλλά η εφημερίδα ποτέ δε θα αμφισβητήσει το πολίτευμα και τη βασιλεία, αντίθετα σε κάποια σημεία θα την υπερασπιστεί. Έχει όμως μια «αριστερή» για την εποχή της άποψη για το ρόλο του μονάρχη. Πιστεύει στο συνταγματικό «ανεύθυνο» και μάλλον πίσω από αυτό κρύβεται το αγγλικό πρότυπο, κάτι δηλαδή που ξεκάθαρα υποστήριζε και ο Τρικούπης. Συνεπώς, φαίνεται πάρα πολύ λογικό που η έκδοση της νέας εφημερίδας ενόχλησε το πολιτικό κατεστημένο της κυβέρνησης Βούλγαρη. Έτσι, 99 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 494, 29 Ιουνίου 1874100 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 1, 4 Αυγούστου 1874

51

Page 52: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

εξηγείται ίσως και η αρχική προσπάθεια της νομαρχίας Κυκλάδων να απαγορεύσει και να κηρύξει παράνομη την κυκλοφορία της, παρότι αντίθετα από άλλες εφημερίδες της εποχής δεν ασκούσε δριμύτατη κριτική στην κυβερνητική πολιτική και διατηρούσε αποστάσεις από την αντιπολίτευση. Ήδη την κίνηση αυτή του νεοδιορισμένου νομάρχη Θεοχάρη έχουμε συνδέσει με τις εξελίξεις τόσο στο κεντρικό όσο και στο τοπικό πολιτικό σκηνικό.

Η άποψη της εφημερίδας για την γενικότερη πολιτική κατάσταση της Αθήνας και της Ελλάδας η οποία διυλιζόταν μέσα από μια συνειδητά προβεβλημένη ιδιαιτερότητα, την ιδιαιτερότητα της τοπικότητας η οποία έφτανε μερικές φορές και στα όρια ενός τοπικού σωβινισμού. Μάλιστα θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι ο λόγος της για τα κοινά το πρώτο εξάμηνο της κυκλοφορίας της, δηλαδή το τελευταίο εξάμηνο του 1874, αποτελούσε το πεδίο ετεροπροσδιορισμού της ερμουπολίτικης ταυτότητας και συνείδησης σε σχέση με την Αθήνα ή/ και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η εφημ. Εξέγερσις, λοιπόν, και κατά την άποψη της ίδιας και η κοινή γνώμη της Ερμούπολης είναι ουδέτερη απέναντι στην Αθήνα εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς της και της τοπικότητάς της.101 Στην πραγματικότητα βέβαια, όπως θα διαπιστώσουμε, η στάση της εφημερίδας μέχρι την άνοιξη του 1875 δεν είναι γραμμικά ουδέτερη, αλλά παρουσιάζει αποκλίσεις.

Η εφημ. Εξέγερσις συμμετέχει, λοιπόν, ενεργά συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο τον Αύγουστο του 1874, το πολιτικό κλίμα στην Αθήνα βάραινε με τα άρθρα και την αντιπολιτευτική κίνηση του Τρικούπη. Οι εκδότες της ασχολήθηκαν με το θέμα, πράγμα που δείχνει ότι απασχόλησε την τοπική κοινωνία. Στο δεύτερο φύλλο, που κυκλοφόρησε στις 12 Αυγούστου 1874, στην πρώτη σελίδα υπήρχε ένα άρθρο με τίτλο «Τίς πταίει; και τίς δεν πταίει;», το οποίο εμφανώς παρέπεμπε στην αρθρογραφία του Τρικούπη. Το άρθρο αυτό συνεχίστηκε και στα επόμενα δύο φύλλα. Πιθανόν η ανάγκη να προέκυψε πιο συγκεκριμένα από κάποια αναδημοσίευση από άλλη εφημερίδα των τρικουπικών κειμένων ή υποστήριξη αντίστοιχων θέσεων από ερμουπολίτες είτε σε άρθρο είτε σε λόγο δημόσιο χώρο, κάτι όμως το οποίο δε διαφαίνεται από κάπου. Το κείμενο αυτό απαντάει σε ερωτήματα και ζητήματα που τίθονταν επιτακτικά εκείνη την περίοδο στην ελληνική κοινωνία. Ο συντάκτης αφού δεχθεί ως κοινό δεδομένο για όλες τις πλευρές την αναγνώριση υπαρκτών προβλημάτων στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, παραθέτει τις αντικρουόμενες προτεινόμενες λύσεις. Η πιο συντηρητική, η οποία εμφανώς μοιάζει με την πολιτική του Βούλγαρη, υποστηρίζει ότι την ευθύνη φέρει το πολίτευμα που είναι φιλελεύθερο και δημοκρατικό και δεν επιτρέπει την ύπαρξη βιώσιμης κυβέρνησης εξαιτίας της καθολικής ψηφοφορίας και τίθενται εναντίον της ελευθερίας του τύπου. Στη συνέχεια αναφέρεται και στις απόψεις της αντιπολίτευσης. Πρώτα, στην άποψη εκείνων που καταφέρονται εναντίον του συνόλου του πολιτικού κόσμου, θέση που εκφράστηκε και από την εφημ. Πανόπη, σα να μην είχαν συμμετέχει οι ίδιοι ποτέ στην κυβέρνηση και έπειτα έμμεσα στη θέση του Τρικούπη που χαρακτηρίζεται ως η φιλελεύθερη και η οποία ασκεί κριτική στο ρόλο του βασιλιά. Τέλος, παρουσιάζει και την ακραία φιλομοναρχική άποψη περί καταργήσεως της συνταγματικής δημοκρατίας. Σε όσους αμφισβητούν το πολίτευμα από συντηρητική πλευρά ο αρθρογράφος της εφημ. Εξέγερσις απαντά με μια θετικιστική και νομοτελειακή οπτική. Εξετάζοντας την ιστορική πορεία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το συνταγματικό πλαίσιο βρίσκεται σε μια σταδιακή εξέλιξη προς περισσότερο φιλελεύθερες και δημοκρατικές βάσεις, ότι έχει μια «ακατάσχετη τάση προς την τελειοποίησιν των φιλελεύθερων αυτού θεσμών». Επομένως, το πολίτευμα της Ελλάδας προοδεύει από την ίδρυση του κράτους σε ολοένα και δημοκρατικότερες μορφές και, επομένως, δε δύναται να νοηθεί οποιοδήποτε πισωγύρισμα. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα το ελληνικό Σύνταγμα δεν αφέθηκε ποτέ να λειτουργήσει σωστά ώστε να μπορέσει η ελληνική κοινωνία να βγάλει το συμπέρασμα εάν είναι

101 Το κείμενο που μας δείχνει καθαρά αυτήν την οπτική είναι το άρθρο με τίτλο «Το φρόνημα του λαού της Ερμουπόλεως περί της σημερινής πολιτικής καταστάσεως» που κυκλοφόρησε στις 5 Νοεμβρίου του 1874, το οποίο κατά τα λόγια του συντάκτη της αντικατόπτριζε τη θέση της κοινής γνώμης της πρωτεύουσας των Κυκλάδων, αν και το κείμενο αυτό είναι γραμμένο μέσα σε μια πολύ συγκεκριμένη συγκυρία, όταν η εφημερίδα παρουσιάζεται αυστηρά ως ουδέτερη. Το κείμενο αυτό θα μας απασχολήσει αργότερα στη συνέχεια

52

Page 53: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

κατάλληλο ή ακατάλληλο και χρειάζονται κάποιες διατάξεις του αλλαγές. Ας το αφήσουν, λοιπόν, όλες οι κυβερνήσεις να εφαρμοστεί και ας μην θέτουν εξαρχής ως ζήτημα την αλλαγή του.102

Απέναντι στην ισοπεδωτική απαξίωση συνολικά των πολιτικών, η εφημερίδα πάλι με μια θετικιστική ματιά εξηγεί ότι είναι λογικό αφού η χώρα έχει ιστορία μόνο σαράντα χρόνια να μην έχουν ωριμάσει οι συνθήκες που θα γεννάνε άξιους πολιτικούς. Κατά την άποψή της θα πρέπει να κριθούν με τα μέτρα μιας χώρας με 40 χρόνια μόνο ελεύθερο βίο, ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχει βελτίωση και σε αυτόν τον τομέα. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι έχουν εμφανιστεί νεώτερες πολιτικές αντιλήψεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν παρά την κακή παράδοση σε καλύτερες εποχές. Στη συνέχεια ασκεί κριτική στην απόδοση ευθυνών στον μονάρχη. Ο πυρήνας της σκέψης του αρθρογράφου ακολουθεί την εξής λογική συνέχεια. Είναι λάθος να ασκούμε κριτική στον μονάρχη, γιατί ο μονάρχης είναι άνθρωπος και κάνει λάθη. Ο λαός όμως επειδή γνωρίζει ότι «οι βασιλείς δεν είναι άγγελοι» κατοχύρωσε συνταγματικά την «πολιτική ανευθυνότητα» του και περιόρισε τις αρμοδιότητές του. Επομένως, για τον ερμουπολίτη δημοσιογράφο το βάρος των ευθυνών πέφτει στους πολιτικούς που είναι πολιτικά υπεύθυνοι, αφού εκείνοι υπογράφουν τις αποφάσεις του και είναι ανίκανοι να αντισταθούν σε αυτόν. Το ενδιαφέρον σε αυτό το άρθρο βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν υπερασπίζεται το πρόσωπο του βασιλιά όπως θα δούμε στη συνέχεια να γίνεται από τους συντάκτες της εφημ. Πανόπη. Δεν αρνείται ότι και ο βασιλιάς έχει ευθύνες. Πολύ έξυπνα, όμως, είδαμε ότι ενώ το αφήνει να εννοηθεί, το ξεπερνάει χωρίς να αγγίξει αυτόν τον σκόπελο. Το ζήτημα, επομένως, είναι «ν’ αποκτήσωμεν πολιτευομένους, οίτινες αναβαίνοντες επί του Υπουργικού εδωλίου, να μην αποβάλλωσι το θάρρος, όπως υποστηρίζωσι τας εαυτών πεποιθήσεις απέναντι της λάμψεως της βασιλικής αλουργίδος, εν όσω δεν απολαύσωμεν υπουργούς, οιυχί λόγω, αλλά πράγματι υπευθύνους απέναντι του Έθνους, αδίκως αείποτε θα καταφερώμεθα εναντίον φαντασιωδών παραπτωμάτων της βασιλείας, ής, χάριν βελτιώσεως των κακώς κειμένων, συμφέρει ημίν να υποστηρίζωμεν, όλαις δυνάμεσι, το ανεύθυνον και απαραβίαστον!»103 Τέλος, απέναντι στη γνώμη που επιρρίπτει ευθύνες για την κατάσταση στον ελληνικό λαό, ο συντάκτης της εφημ. «Εξέγερσις» θεωρεί ότι οι πραγματικοί υπεύθυνοι είναι οι καθοδηγητές του, οι μορφωμένοι και οι πολιτικοί που δεν προσπαθούν γι’ αυτό.104

Το άρθρο αυτό κατά την άποψή μου, αν και παρουσιάζεται αποστασιοποιημένο από το άρθρο του Τρικούπη, διαπνέεται από τις ίδιες αρχές και θέτει τους ίδιους στόχους την απρόσκοπτη εφαρμογή και λειτουργία του συντάγματος, την υπεράσπιση της καθολικής ψηφοφορίας και την αμφισβήτηση του μονάρχη. Φτάνει μάλιστα να γίνει αρκετά προκλητικό και ριζοσπαστικό καθώς στην πράξη καλεί συσπείρωση των πολιτικών εναντίον του μονάρχη που από τη φύση του διέπεται από τάσεις συγκεντρωτικές και μάλιστα υπόσχεται ότι το επόμενο Σύνταγμα, αφού η πορεία των θεσμών εξελίσσεται επί το δημοκρατικότερον, θα είναι ακόμη δημοκρατικότερο και η έννοια δημοκρατικότερο σε αυτήν την εποχή συνδέεται με τον περιορισμό των βασιλικών δικαιωμάτων. Με αυτό το άρθρο η εφημ. Εξέγερσις τίθεται πολιτικά με την πλευρά της αντιπολίτευσης, παρά το γεγονός ότι αυτοπαρουσιάζεται ως ουδέτερη. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει όμως η μεταφορά ενός παραθέματος στο επόμενο φύλλο από την εφημ. Κλειώ που αναφέρεται στο άρθρο του Τρικούπη. Η εφημ. Εξέγερσις ρητά το οικειοποιείται και θεωρεί ότι ταυτίζεται με τις δικές τις απόψεις. Κατά την άποψη της εφημ. Κλειώ ο βασιλιάς δεν αθωώνεται, αλλά μαζί του δεν αθωώνεται ούτε το σύνταγμα.105 Βασική αιτία της μη λειτουργίας του Συντάγματος δε θεωρεί ότι είναι η έλλειψη καλών και ικανών πολιτικών. Θεωρεί ότι είναι η έλλειψη μιας ισχυρής κοινής γνώμης. Η ύπαρξη ισχυρής κοινής γνώμης θα περιορίσει τις ανομίες του μονάρχη και των πολιτικών χωρίς να χρειάζεται να τους αλλάζει. Η θέση αυτή για δυναμική δημοσιογραφία και ενεργητικότητας παρεμβατικότητας του πολίτη μας θυμίζει το εναρκτήριο άρθρο της εφημ. Εξέγερσις (βλ. πιο πάνω). Όταν «θα σχηματισθή παντοδύναμος κοινή γνώμη»

102 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 2, 12 Αυγούστου 1874103 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 3, 22 Αυγούστου 1874104 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 4, 27 Αυγούστου 1874105 Η ιστορία όλης της παρελθούσης τριακονταετηρίδος μαρτυρεί αιδήλως, ότι ούτε ο βασιλεύς ούτε το πολίτευμα πταίει, τουλάχιστον ούτε μόνος ο βασιλεύς, ούτε μόνον το πολίτευμα.

53

Page 54: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

τότε «θα σχηματισθή και κυβέρνησις πανίσχυρος».106 Ο τελευταίος αυτός στόχος, δηλαδή η ύπαρξη μιας πολιτικής σταθερότητας μέσα στα υπάρχοντα συνταγματικά πλαίσια μέσω μιας σταθερής πλειοψηφικής κυβέρνησης που θα βασίζεται στην ενεργή συμμετοχή του έθνους ως κοινωνία των πολιτών, πέρα από το γεγονός ότι θυμίζει σημερινό εκσυγχρονιστικό λόγο, ταυτίζεται και με το στόχο του Τρικούπη, άσχετα με το αν διαφωνεί με τις πρακτικές του.

Επομένως, δε θα ήταν άστοχο να υποστηρίζαμε πως στη φάση αυτή η εφημ. Εξέγερσις στηρίζει κριτικά την αντιπολίτευση, και μάλιστα συμπαρατάσσεται με ριζοσπαστικότερη εκδοχή της, αυτή του Τρικούπη, με την οποία φαίνεται να συμφωνεί ιδεολογικά και πολιτικά. Γενικά δεν έχουμε ρητές αποδείξεις, αλλά υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που το υποδεικνύουν. Για παράδειγμα, στο άρθρο «Τις πταίει; Και τις δεν πταίει;» η χρήση μιας συγκεκριμένης έκφρασης ως επιχείρημα για την απόδειξη των ευθυνών των ηγετών της κοινωνίας για την αρνητική πορεία της χώρας υποδεικνύει έμμεσα, σα να ξεφεύγει κατά λάθος, ταύτιση με το κόμμα του Δεληγιώργη.107 Ακόμη εσωτερικά άρθρα μπορεί υποψιάζουν τον αναγνώστη για κάποια ευμένεια προς την αντιπολίτευση. Για παράδειγμα στο πέμπτο φύλλο ασκεί κριτική στον Υπουργό Παιδείας για τη μετάθεση κάποιου καθηγητή από τη Σύρο στην Κεφαλονιά, η οποία τελικά ανακλήθηκε. Στη συνέχεια βλέπουμε ότι η εφημερίδα δέχεται διώξεις για παράβαση του άρθρου 55ου «περί εξυβρίσεως και περί Τύπου Νόμου» και προσκαλείται «όπως δόση λόγον της εκνόμου διαγωγής του». Ο λόγος για τον οποίο διώκεται δεν αναφέρεται, αλλά μπορούμε να εικάσουμε ότι πρόκειται για άρθρο στο οποίο έθιγε το βασιλικό θεσμό και κατ’ επέκταση το πρόσωπο του Γεωργίου. Επίσης, ειρωνεύεται εφημερίδες και συγκεκριμένα τη «Φωνή» της Κέρκυρας η οποία επιθυμεί ανοιχτά «τον προσεχή περιορισμόν του Συντάγματος» και κινδυνολογεί εμφανίζοντας ανύπαρκτο κομμουνιστικό κίνδυνο.108 Ενδιαφέρον προκαλεί στο ίδιο φύλλο και η ως εξής αναφορά στο αθωωτικό βούλευμα του Τρικούπη: «Την μετάθεσιν των εκδόντων το αθωωτικόν υπέρ Τρικούπη βούλευμα πρωτοδικών επηκολούθησε και η μετάθεσι 3 εφετών, επικυρωσάντων το ανακοπέν τούτο βούλευμα, ..., ώστε επικυρούται ήδη η πεποίθησις, ότι ενέκα του λόγου τούτου τιμωρούνται.»109 Η εικόνα που μας δίδεται τελικά ως προς την πολιτική ένταξη της εφημερίδος κατά την περίοδο αυτή είναι αντιφατική και θα συνεχίσει να είναι αντιφατική. Εμείς απλώς μπορούμε διαπιστώνουμε ότι πίσω από την ρητή ουδετερότητα υπάρχει μια ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση σε αντιπολιτευτικές απόψεις.

Από την πλευρά της εφημ. Πανόπη βλέπουμε αρχικά εξίσου να διατηρούνται ίσες αποστάσεις από αντιπολίτευση και συμπολίτευση. Το πιο πιθανό είναι τον Ιούλιο του 1875 οι συντάκτες της εφημερίδας να βρίσκονται σε σύγχυση απέναντι στις κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης. Γρήγορα, όμως, μέσα στους επόμενους μήνες η αρθρογραφία της θα τοποθετηθεί υπέρ της αντιπολίτευσης. Η μεγάλη διαφορά όμως ανάμεσα στις δύο εφημερίδες είναι ότι η μια αποτελεί μια συντηρητική αστική εφημερίδα, ενώ η άλλη μια ριζοσπαστική αστική εφημερίδα. Επομένως, οι απόψεις της εφημ. Πανόπης για τα ζητήματα της συγκυρίας είναι εκ των πραγμάτων διαφορετικές επί το συντηρητικότερο, άσχετα με το γεγονός ότι μπορεί ανοιχτά να ταυτίζεται με την αντιπολίτευση. Αυτό δείχνει ότι η αντιπολίτευση δεν αποτελούσε ένα ενιαίο πολιτικοϊδεολογικό μπλοκ, γεγονός το που φανερώνει και η ύπαρξη πολλών κομμάτων. Για το ζήτημα του διαχωρισμού των κομμάτων η εφημ. Πανόπη φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη της εφημ. Πατρίς που χωρίζει τα κόμματα σε επτά. 1) Κουμουνδουριστάς ή συνταγματικούς, 2) Δεληγιωργιστάς ή ελευθερόφρονας, 3) Βουλγαριστάς ή απολυτόφρονας, 4) Γριβιστάς ή δεσποτικούς, 5) Ζαϊμιστάς ή μετριόφρονας, 6) Λομβαρδιστάς ή δημοκρατικούς, 7) Βαλαωρητικούς ή Αυλικούς και ένα όγδοο το των κομμουνιστών(!, Κ.Π.).

Η αρχική δική της απάντηση στο δημόσιο διάλογο που άνοιξε μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Τρικούπη είναι υπερασπιστική του προσώπου του Όθωνα και επιθετική απέναντι σε εκείνους που τον έδιωξαν. Βρίσκει το πρόβλημα στο εκλογικό σύστημα της καθολικής

106 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 5, 3 Σεπτεμβρίου 1874107 Βλ. υποσημείωση αρ. 55108 Προκαλεί έκπληξη η παρακολούθηση εφημερίδων τόσο μακρινών περιοχών, όπως η «Φωνή» της Κέρκυρας. Ή οι συντάκτες είναι καλά ενημερωμένοι ή απλώς το συγκεκριμένο δημοσίευμα έγινε γνωστό από άλλες εφημερίδες που το ειρωνεύονται εξίσου. Για όλα τα παραπάν παραθέματα βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 5, 3 Σεπτεμβρίου 1874109 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 5, 3 Σεπτεμβρίου 1874

54

Page 55: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ψηφοφορίας και θεωρεί ότι γενικά τα πολιτικά πρόσωπα που νέμονται την εξουσία στην Ελλάδα είναι άθλια. Εμφανίζεται δηλαδή για άλλη μια φορά ρεβιζιονιστική απέναντι σε βασικά ζητήματα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας. Αν και η αποκατάσταση του Όθωνα αποτελεί κοινό τόπο στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της εποχής, βλέπει ένα διαφορετικό Όθωνα ο Τρικούπης, ένα Όθωνα καλό ηθικά και ως προς τις προθέσεις, αλλά ανίκανο πολιτικά να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις και ένα διαφορετικό Όθωνα η Πανόπη. Η Πανόπη βλέπει προβληματικά τα πρόσωπα που ασκούν την πολιτική, τα οποία σε ανεξάρτητα από τη δυναστεία δημιουργούν τα ίδια ζητήματα και φυσικά το σύστημα της καθολικής ψηφοφορίας, που τους επιτρέπει να παίζουν αυτόν το ρόλο.110 Στο φύλλο της 14 Αυγούστου 1874, με ένα άρθρο της σύνταξης με τίτλο «Τέκνον της ανομίας η απώλεια» ξεκαθαρίζει τη θέση της απέναντι σε αυτό το ζήτημα. Βασικός τόπος αυτού του κειμένου είναι η υπεράσπιση του προσώπου του Γεωργίου. «Δεν πταίει λοιπόν ο βασιλιάς ούτε το έθνος, εφ’ όσον ο μεν βασιλιάς πάντοτε εμμένων εν τω κύκλω των υπό του Συντάγματος κεχορηγημένων αυτώ προνομίων...» Δε φταίει ο βασιλιάς, όπως ο Τρικούπης τον κατηγορεί αφού ασκεί τα νόμιμα προνόμια και δικαιώματα που του αποδίδει το Σύνταγμα. « ..., Ενήσκησεν αυτά [δηλαδή τα κεχορηγημένα αυτώ προνόμια], εν ίση και κοινή μοίρα τους πάντες τιθέμενος, αποτροπιαζόμενος δε μόνο εκείνας των κυβερνήσεων οίαι κακήν ποιούμεναι χρήσιν της εξουσίας, πανταχού του κράτους διέδωκαν την προς τους κειμένους νόμους ασέβειαν ...». Άσκησε το δικαίωμα να διαλύει και να ορίζει κυβέρνηση όχι μεροληπτικά υπέρ ενός συγκεκριμένου πολιτικού, αλλά εξίσου σχεδόν με όλους τους πολιτικούς. Οπότε δε πρέπει να τον μέμφουμε για αυτό. Όλες οι κυβερνήσεις που δοκίμασε συμπεριφέρθηκαν με τον ίδιο ασεβή τρόπο απέναντι στους θεσμούς και το Σύνταγμα. Ο βασιλιάς τους δοκίμασε όλους και με το δικό του τρόπο αντιτάχθηκε «εννόμως κατά της αυθαιρεσίας και επιβουλής αυτών ταύτης». Το έθνος ευθύνεται «εφ’ όσον αγγύστως και μέχρι ασυγγνώστου βαθμού ανοχής υπέκυψε πάντοτε εις την πανάθεσμον βίαν και υπέμενεν εν αναλγησία πολλή πάσαν καταδρομή τοιούτων ανδραποδίστων.» Το έθνος αν ευθύνεται για κάτι, ευθύνεται μόνο επειδή δεν αντέδρασε. Στην πραγματικότητα όλη η ευθύνη βαραίνει τους «κακούς» πολιτικούς οι οποίοι δεν είναι «Έλληνες υπουργοί», αλλά είναι «ανδραποδισταί» δηλαδή προδρότες. Η εφημερίδα περιμένει από τον Γεώργιο να παρέμβει και να παύσει την νέα κυβέρνηση, παρά την ισχυρή πλειοψηφία και καταλήγει: «Ζήτω το Σύνταγμα και η Βασιλεία! Ζήτω το έθνος και η Πατρίς! Ας παύση πλέον να δεσπόζη ημών η άθεσμος βία και το δικαίωμα του ισχυροτέρου.» 111 Τοποθετείται ανοιχτά εναντίον της κυβέρνησης, αλλά βλέπουμε να τη διαχωρίζει ένα ιδεολογικό χάσμα από τον ριζοσπαστικό λόγο του Τρικούπη. Μάλιστα, δεν κατηγορεί μόνο την κυβέρνηση για την οποία αποδέχεται ανοιχτά και κατηγορηματικά ότι χρησιμοποίησε βία και νοθεία στις εκλογές, αλλά και την αντιπολίτευση για τις φήμες που κυκλοφορεί για επικείμενη πραξικοπηματική συνταγματική εκτροπή. Η εφημερίδα υποστηρίζει την αναγκαιότητα επίλυσης του ζητήματος μέσα στα νόμιμα συνταγματικά πλαίσια. Το τελευταίο αφορά και τις δύο πλευρές, δηλαδή αφορά και τη στάση της αντιπολίτευσης η οποία με την αμφισβήτηση του αποτελέσματος οδηγεί εν δυνάμει σε εκτροπή από κοινοβουλευτικούς δρόμους αντιπολίτευσης επιλέγοντας ριζοσπαστικές εξωσυνταγματικές μεθόδους.112 Το 1874, 10 χρόνια ακριβώς μετά την Συντακτική Συνέλευση που ψήφισε το Σύνταγμα, υπήρχε η δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος. Αυτήν τη δυνατότητα επιχειρούσε φαίνεται να εκμεταλλευτεί ο Γεώργιος μαζί με τον Βούλγαρη. Επίσης, η παρατεταμένη διακοπή των διαδικασιών της βουλής που κράτησε από τον Αύγουστο μέχρι τα τέλη Σεπτέμβρη υπέθαλψε ένα κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας με τη διάδοση φημολογιών συνταγματικής εκτροπής. Το αίτημα για έναρξη των κοινοβουλευτικών συνόδων συνδέθηκε από την πλευρά της αντιπολίτευσης με τις εξελέγξεις, τη διαδικασία δηλαδή αυτοελέγχου της νομιμότητας των εκλογών.

Σε επόμενο φύλλο η εφημ. Πανόπη θα εντείνει την επίθεση κατά της αντιπολιτεύσεως ή πιθανόν κατά μερίδας της αντιπολίτευσης. Μια αγγλική εφημερίδα δημοσίευσε την φημολογία «ότι ο βασιλεύς της Ελλάδος και οι υπουργοί αυτού εργάζονται υπέρ του περιορισμού των συνταγματικών θεσμών και της αυξήσεως των βασιλικών προνομίων, ... υπέρ της αναθεωρήσεως του συνταγματικού χάρτου». Η Πανόπη αρνείται κατηγορηματικώς αυτήν την πιθανότητα, αλλά

110 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 181, 25 Ιουλίου 1874111 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 182, 14 Αυγούστου 1874112 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 184, 29 Αυγούστου 1874

55

Page 56: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

δεν αρνείται ότι ίσως κάποιοι υπουργοί επιδιώκουν κάτι τέτοιο ως βασιλικότεροι του βασιλέως, αλλά τελικά προσφέρουν στη βασιλεία τη «χείριστη υπηρεσία». Για ακόμη μια φορά η εφημερίδα επιχειρεί να υπερασπίσει τον θρόνο.113

Απέναντι στο ίδιο ζήτημα, δηλαδή στην καλλιέργεια φημολογιών ότι μεθοδεύεται συνταγματική εκτροπή η εφημ. Εξέγερσις κρατά μια πιο επιθετική στάση απέναντι στην κυβέρνηση. Καταρχήν αποδέχεται τη φημολογία. Δε κατηγορεί δηλαδή την αντιπολίτευση ότι αποτελεί έργο της, αλλά αποδέχεται τις φήμες ως πραγματικά πρόθεση κάποιων κύκλων. Θεωρεί, όμως, πως τα σχέδια αυτά ναυάγησαν όταν ήρθαν στη δημοσιότητα, καθώς συνάντησαν αντίδραση τόσο από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όσο και από τη πλειοψηφία του τύπου. Στη συνέχεια κατακεραυνώνει τόσο την ρητορεία που αναδεικνύει «συνταγματικές ελλείψεις» όσο και το θράσος να ονειρεύονται κάποιοι τη μεταρρύθμιση θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Γράφει: «Το μεν εν ισχύει σήμερον μεταξύ του ελληνικού λαού και του συνταγματικού αυτού ηγεμόνος πολιτικόν συμβόλαιον επιτρέπει μόνον, κατά τας εν αυτώ διατυπώσεις την μεταρρύθμισιν των μη θεμελιωδών αυτού διατάξεων, οι δε θιασώται της τροποποιήσεως ονειρεύονται, καθ’ α μετά θρασύτητος, δια των οργάνων των, διακηρύττουσιν, ουδέν ήττον ή την καταστροφήν των σπουδαιοτέρων αστυκών του πολίτου δικαιωμάτων, ήτοι την ακροτηρίασιν πλείστων όσων εκ των θεμελιωδών διατάξεων του πολιτεύματος, ασπερ εδημιούργησεν η εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις. Αποκαλύπτως εξαιτούνται την κατάργησιν της καθολικής ψηφοφορίας, την δέσμευσιν του Τύπου, την ανίδρυσιν της Γερουσίας και τον περιορισμόν των δικαιωμάτων της Βουλής». Η εφημερίδα πιστεύει ότι αυτές οι φιλοδοξίες βάζουν τη χώρα σε νέες περιπέτειες, υποστηρίζοντας ότι σπρώχνουν το λαό προς την αταξία, δηλαδή σπάνε την κοινωνική συνοχή και προκαλούν επικίνδυνες εκρήξεις. Πάντως, είναι σίγουρη πως «οι την Χίμαιραν της απολύτου Μοναρχίας πλάττοντες» είτε καταφέρουν να περιορίσουν το σύνταγμα είτε όχι θα βρουν απέναντι τους το σύνολο του ελληνικού που θα αποκαταστήσει γρήγορα «τας παρ’ ημών λατρευομένας φιλελεύθέρας αρχάς».114

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι απόψεις των δύο εφημερίδων συνολικά αποκλίνουν παρά το γεγονός ότι πολιτικά εντάσσονται στην αντιπολίτευση. Η εφημ. Πανόπη εντάσσεται ανοιχτά με την αντιπολίτευση ή με μερίδα της αντιπολίτευσης αφού πολιτικά και ιδεολογικά διαχωρίζεται εμφανώς από τις αντιλήψεις του Τρικούπη. Η εφημ. Εξέγερσις ενώ ο πολιτικός της λόγος βρίσκεται στο ίδιο ιδεολογικό ρεύμα του Τρικούπη, μόνο έμμεσα μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπάθεια προς την αντιπολίτευση, ενώ ανοιχτά διατείνεται αρνητικά προς αυτήν. Δεν ασκεί όμως προγραμματική κριτική, όπως η εφημ. Πανόπη, αλλά διαχωρίζει την πολιτική της γραμμή και στρατηγική. Η εφημ. Πανόπη κατηγορεί την αντιπολίτευση για κινδυνολογία φημολογιών περί συνταγματικής εκτροπής, ενώ η εφημ. Εξέγερσις ασπάζεται αυτήν την κινδυνολογία. Η πρώτη υποστηρίζει το βασιλιά ως πρόσωπο και τίθεται σαφώς υπέρ της βασιλείας× η δεύτερη τον αποδέχεται ως θεσμό, αλλά τον αμφισβητεί ως πρόσωπο και τίθεται μάλλον συνολικά εναντίον της μοναρχίας. Το ζήτημα που μένει ανοιχτό είναι το γιατί η εφημ. Εξέγερσις δεν υποστηρίζει την αντιπολίτευση ανοιχτά.

Επιστρέφοντας στην εφημερίδα Ερμούπολις βλέπουμε να ξεκαθαρίζει το τοπίο και να καταλαβαίνουμε ποιοί είναι με ποιούς. Έτσι, λοιπόν, εάν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε τους υποστηρικτές των απόψεων του Τρικούπη στην Σύρο, θα τους βρούμε κατά την εφημ. Ερμούπολις στο πρόσωπο όλων εκείνων που άσκησαν βία και νοθεία κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών, δηλαδή εμμέσως πλην σαφώς τη μερίδα του Βαφειαδάκη. Η ίδια η εφημερίδα απαντά πως οι πρόσφατες εκλογές ήταν οι πιο τίμιες που είχαν διεξαχθεί ποτέ στην πόλη και θεωρεί πως η αποτυχία του Χρηστίδη οφείλεται στη βία της κυβέρνησης, αλλά στην αδυναμία του ίδιου να πείσει τους ψηφοφόρους του να τον επανεκλέξουν.115 Η απάντηση της εφημερίδας σε όσους κατηγορούν την παρούσα κυβέρνηση είναι ότι αυτοί ήταν που τα έκαναν αυτά και ο λαός δεν το ξεχνά και ούτε τους πιστεύει και καλεί την παρούσα κυβέρνηση να «φιμώση τα στόματα των αντιπάλων της δια της αυστηράς διοικήσεως της εξουσίας, αποδεικνύουσα εις το κοινόν, ότι η αποστολή της αποβλέπει εις τον υψηλόν σκοπόν ουχί μόνον εις το να κατέχη απλώς την

113 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 187, 26 Σεπτεμβρίου 1874114 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 6, 9 Σεπτεμβρίου 1874115 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 495, 6 Ιουλίου 1874

56

Page 57: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

εξουσίαν». Ως προς τα γεγονότα της σύλληψης του Τρικούπη η εφημ. απλώς τα αναφέρει άνευ σχολιασμού.116 Σε επόμενο φύλλο έρχεται η δική της θεωρητική απάντηση στον δημόσιο διάλογο που ξεκίνησε. Υπερασπίζεται το βασιλιά βάζοντάς τον μαζί με τον λαό να κατακρίνουν τους πολιτευόμενους ρίχνοντας όλο το βαρός της ευθύνης σε αυτούς οι οποίοι πρέπει να συνετιστούν και να παψουν να προδίδουν τα συμφέροντα του έθνους» χάριν της ιδίας φιλαρχίας». Δε διαφωνεί πως ο βασιλιάς ως άνθρωπος έχει αδυναμίες, αλλά ο ρόλος των πολιτικών είναι να καταπνίγει τις πλεονεξίες που του γεννά η ανθρώπινη φύση. Αυτό συμβαίνει όμως όταν τον αγαπούν και τον συμβουλεύονται και εννοείται όχι όταν συμβαίνει το αντίθετο. Εξάλλου, όμως πολλές φορές βασιλείς αμέτοχοι που σέβονται τους όρκους τους κατηγορούνται άδικα. Ο βασιλιάς, μάλιστα, πολλές φορές έκανε μάταια εκκλήσεις προς το λαό να επιλέγει τους σωστούς πολιτικούς. Τέλος, η εφημερίδα γενικώς παρουσιάζεται υπέρμαχος του συντάγματος το οποίο πιστεύει πως ο ελληνικός λαός αγαπά περισσότερο από ότι άλλοι λαοί το δικό τους.117

Εξηνταπέντε μόνο βουλευτές παρουσιάστηκαν στην ορκομοσία ενδεικτικό γεγονός της κρίσης που θα επερχόταν και που μόλις είχε αρχίσει. Η έναρξις των προκαταρκτικών εργασιών της βουλής θα αρχίσουν το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, οπότε θα πρέπει να ψηφιστεί ο προϋπολογισμός του 1874 και ο προϋπολογισμός του 1875. Κατά τα τέλη Αυγούστου, όταν το ζήτημα της αναθεώρησης του συντάγματος βρίσκεται στην επικαιρότητα η εφημ. Ερμούπολις θα υποστηρίξει αυτήν την αναγκαιότητα κατηγορώντας τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες για υπερβολή. «Η δεκαετής πείρα απέδειξεν, ότι ανάγκη είναι όπως ο συνταγματικός ημών χάρτης λάβη τροποποιήσεις τινάς επί τινών άρθρων αυτού ων το σφαλερόν πάντες κατείδομεν. Η συγκάλεσις της Συνελεύσεως και υπ’ αυτής τροποποίησις του συντάγματος δέον να γείνωσι καθά προβλέπει αυτό το σύνταγμα και επομένως ουδεμία κυβέρνησις δύναται να κατηγορηθή επί τοιαύταις νομίμοις ενεργείαις.»118 Πάντως, στο επόμενο φύλλο ο αρθρογράφος μπροστά στην έλλειψη απαρτίας και του εμφανούς επερχόμενου κωλλύματος και διαιώνησης της ακυβερνησίας δε θα δειλιάσει να εκδηλώσει την αηδία του για ένα τέτοιο συνταγματικό βίο, «όσω και αν φωνάζουσι τινες συνηγορούντες υπέρ τοιαύτης συνταγματικής κωμωδίας» ρίχοντας τις ευθύνες για την έκρηξή του αυτή στους ίδιους τους βουλευτές.119 Θεωρεί πως με το μην εκπληρούν τις υποχρεώσεις τους οι βουλευτές εξεγείρουν την αντιπάθεια του ελληνικού λαού στο σύνταγμα. Πάντως, η εφημερίδα αναφέρει πως η κυβέρνηση ετοιμάζει την ψήφιση των προϋπολογισμών των ετών 1874 και 1875.120

Ενότητα ΤρίτηΟι εξελέγξεις και η συζήτηση για τον προϋπολογισμό

Τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν οι κοινοβουλευτικές σύνοδοι θέτοντας ως πρώτο στόχο τη διαδικασία των εξελέγξεων. Η εφημ. Εξέγερσις θέτει ως αναγκαιότητα «σήμερον η Ελληνική Βουλή, πριν ή επιληφθή των σπουδαιοτάτων αυτής καθηκόντων, ..., οφείλει όπως καταρτίσει αυτή εαυτήν, ήτοι όπως εξελέγξη και κυρώση τας εκλογάς, ... . Οι πατέρες του Έθνους κέκληνται ν’ αποφανθώσιν επί ζητήματος ακροσφαλούς, δικάζοντες, αν, κατά την εαυτών εκλογήν, ετηρήθησαν οι νόμοι του Κράτους, ήτοι αν άπαντες οι κατέχοντες σήμερον τα βάθρα, εφ’ ων εθέσπισε το Σύνταγμα να κάθηνται του Έθνους οι αντιπρόσωποι, ώσι πράγματι τοιούτοι.» Και προειδοποιεί πως θα πρέπει να προσέξουνε «οι απαρτίζοντες την σημερινήν Βουλήν» διότι «εκ των πράξεων αυτών ταύτης εξήρτηται του παρόντος κοινοβουλίου η τύχη!». Κατά την άποψη της εφημερίδας δε θα πρέπει μεταξύ τους οι Πατέρες του Έθνους να αλληλοκαλύψουν τις ανομίες τους, ενώ εκτιμά ότι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που μάλλον θα απασχολήσει τη βουλή είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος, αναθεώρηση που «ο Ελληνικός λαός καταδικάση εκ των πρώτων αυτής». Με ένα πολύ έξυπνο τρόπο τοποθετείται έμμεσα το ζήτημα της εκλογικής νοθείας χωρίς να κατηγορεί ευθέως την κυβέρνηση: Διερωτάται, λοιπόν, ο αρθρογράφος πως «εκλεκτοί και

116 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 496, 13 Ιουλίου 1874117 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 498, 27 Ιουλίου 1874118 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 503, 31 Αυγούστου 1874119 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 504, 7 Σεπτεμβρίου 1874120 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 506, 21 Σεπτεμβρίου 1874

57

Page 58: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

διεκεκριμμένοι πολίται, άνδρες πολλούς καταβάλλοντες μόχθους, έκαστος κατά τας εαυτού πολιτικάς πεποιθήσεις, εργασθέντες, υπέρ των κοινή συμφερόντων, πρώτην ήδη φοράν από της ενάρξεως του πολιτικού αυτών σταδίου μένουσιν έξω του κοινοβουλίου!» Για να θίξει την ουσία «Το όλως απροσδόκητον τούτο φαινόμενον όπερ μ’ όλας τας διεξοδικάς εξηγήσεις του κυβερνητικού τύπου διατελεί μέχρι του νυν πάντη ανεξήγητον, ενέβαλε δικαίως τον Ελληνικόν λαόν εις σκέψεις ζοφεράς, οι πάντες δε σήμερον πιστεύουσιν ότι οι νυν της τάξεως καταγίνονται να εκσφενδονίσωσι κατά της ηρεμούσης Ελληνικής κοινωνίας» Και να καταλήξει εμμέσως πλην σαφώς στην αντικυβερνητική κριτική: «Ουδόλως διατελεί σήμερον άγνωστος η πηγή της καταχρυσούσης ημάς πολιτικής κρίσεως, χείριστοι δε ιατροί θ’ αποβώσιν εκείνοι, οίτινες μετά πεισμονής εξακολουθούσιν αναζητούντες την θεραπείαν εν ταις καθημεριναίς του Πολιτεύματος μεταβολαίς». Τέλος καλεί τους πάντες να θεραπεύσουν την Πολιτεία η οποία νοσεί.121

Ήδη όμως από την πλευρά της αντιπολίτευσης οι αντιδράσεις έχουν αρχίσει απέναντι στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης καθώς άλλα πρόσωπα κάθονται στη θέση εκείνων που η αντιπολίτευση θεωρεί ότι έχουν εκλεχτεί. Στις 15 Οκτωβρίου άρχισε η κοινοβουλευτική διαδικασία των εξελέγξεων. Σύμπασα η αντιπολίτευση θα αποφασίσει την αποχή από τις συνόδους της βουλής διαμαρτυρόμενη για τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, αλλά και ως μη αναγνώριση του εκλογικού αποτελέσματος. Η αποχώρηση της αντιπολίτευσης από την βουλή βρίσκει πλήρως αντίθετη την εφημ. Εξέγερσις, όχι όμως και την Πανόπη, η οποία πια ανοιχτά υποστηρίζει την αντιπολίτευση. Γράφει: «Ανήκοντες εις την τάξιν της αντιπολιτεύσεως, ικετεύομεν τους φίλους της Πατρίδος ίνα μη Παύσωσιν εμφρόνως και όπως συμφέρει τω Έθνει και τη βασιλεία πολιτευόμενοι»122. Η Εξέγερσις, σε μια κρίσημη φάση και για την αντιπολίτευση, διατηρεί αποστάσεις από αυτή ασκώντας, θα λέγαμε, εποικοδομητική κριτική για τη στάση της καταδεικνύοντας τη σημασία του ρόλου της μέσα στο κοινοβούλιο. Κατά τη σύνταξη της εφημ Εξέγερσις, όπως οφείλει η κυβέρνηση να συμβαδίζει με τους νόμους και να εξουσιάζει με βάση το σύνταγμα εξίσου και η αντιπολίτευση θα πρέπει να συμμετέχει στη βουλή, γιατί ο ρόλος της ως ελεγκτής της εξουσίας είναι πολύ σημαντικός. Τέλος, εκτιμούν ότι καμία πολιτική μερίδα δεν στέκεται επάξια στο ύψος της και ότι η αποχή από το κοινοβούλιο γίνεται σκόπιμα από την αντιπολίτευση όχι για το καλό του κράτους, αλλά για το δικό τους συμφέρον να χτυπήσουν την κυβέρνηση ώστε να έρθουν εκείνη στην εξουσία. Έτσι με αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι δεν πείθεται από την αντιπολίτευση και ότι συνεχίζει παρά την ιδεολογική ταύτιση να διαφοροποιείται ως προς τις πολιτικές επιλογές της.123 Αντίθετα, η εφημ. Πανόπη δεν αναφέρεται πουθενά αρνητικά για την αντιπολίτευση. Καταλογίζει μεγάλη ευθύνη στους αυλικούς και διερωτάται για το «τέρμα» αυτής της κατάστασης.124

Ένα μήνα σχεδόν μετά θα ολοκληρωθεί η διαδικασία των εξελέγξεων για το νομό Αττικής ακυρώνοντας την εκλογή όλων των βουλευτών της αντιπολίτευσης. Την εξέλιξη αυτή έχει ήδη προαναγγείλει η φιλοκυβερνητική εφημ. Ερμούπολις θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή την ακύρωση συνολικά των εκλογών της Αττικής η κυβέρνηση δε θα κατηγορηθεί για μεροληψία, ότι δηλαδή συνηγόρησε υπέρ κάποιου βουλευτή εναντίον κάποιου άλλου κόμματος, εφόσον για όλους τους βουλευτές θα ακυρωθεί η εκλογή τους. Για την εφημ. Ερμούπολις αυτές οι διαδικασίες πρέπει να ολοκληρωθούν σύντομα χωρίς χρονοτριβή για να ξεκινήσει το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης.125 Η αναγγελία της κατάληξης των εξελέγξεων φαίνεται μέσα από τις δύο αντιπολιτευτικές εφημερίδες ότι προκάλεσε αρνητική εντύπωση στην Ερμούπολη και δημιούργησε ευνοϊκά συναισθήματα προς την αντιπολίτευση. Ενδεικτικά η εφημ. Ερμούπολις πιαθνόν εξαιτίας της κατακραυγής δε σχολιάζει τα γεγονότα, αλλά απλώς μεταφέρει τους διαλόγους από τα πρακτικά της βουλής. Μόνο στις 9 Νοεμβρίου πιεσμένη φαίνεται θα λάβει θέση. Ο αρθρογράφος θα παρουσιαστεί ως εκφραστής της σκέψης του πολίτη που δεν είναι ούτε με το μέρος της μιας μερίδας ούτε με το μέρος της άλλης μερίδας αλλά αδιαφορεί για τους μικροκομματικούς φρατριασμούς των κομμάτων και περιμένει έργα, έχει κουραστεί από τις

121 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 9, 30 Σεπτεμβρίου 1874122 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 190, 17 Οκτωβρίου 1874123 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, 11, 15 Οκτωβρίου 1874124 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 190, 17 Οκτωβρίου 1874125 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 507, 28 Σεπτεμβρίου 1874

58

Page 59: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις που ζημιώνουν οικονομικά την χώρα και την κοινωνία. Αυτός, λοιπόν, ο πολίτης ακούει με απάθεια τους ρητορισμούς της αντιπολίτευσης για νέες εκλογές. Εξάλλου, ξέρουν πολύ καλά οι πολίτες ποιά είναι η πρότερος διαγωγή των αντιπολιτευομένων πορωμένων με τη φιλαρχία και την ιδιοτέλεια και ξέρουν πολύ καλά ποιές είναι οι πολιτκές πράξεις της αντιπολίτευσης τόσο απέναντι στην προηγούμενη κυβέρνηση Βούλγαρη όσο και ως κυβέρνηση προηγουμένως.126 Είναι φανερό ότι με τέτοια λογικά τεχνάσματα και με σκοπό τον αποπροσανατολισμό του πολίτη από τις αναμφισβήτητες παρανομίες της κυβέρνησης, η εφημ. Ερμούπολις επιχειρεί προβάλλοντας την ανάγκη ύπαρξης σταθερής κυβέρνησης και πολιτικής να εκβιάσει την υποστήριξη ή έστω την ανοχή προς τον Βούλγαρη και δια της επαγωγής, δηλαδή αναδεικνύοντας τα αρνητικά της αντιπολίτευσης, να υποστηρίξει αυτόν. Στα επόμενα φύλλα του Νοεμβρίου η φιλοκυβερνητική εφημερίδα ως απάντηση στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης προβάλλει το κυβερνητικό έργο, νομοσχέδια που έρχονται στη βουλή για ψήφιση τα οποία αφορούν όλο το φάσμα της πολιτικής από την παιδεία και την εκκλησία έως την οικονομία και την εξωτερική πολιτική.127

Ενδιαφέρον έχει η αντίδραση της εφημ. Εξέγερσις. Στο φύλλο της 5ης Νοεμβρίου καταδικάζει και κρατάει αποστάσεις από το υπό διαμόρφωση ευνοϊκό για την αντιπολίτευση κλίμα. Σε αυτό το άρθρο ο λόγος της γίνεται έντονα τοπικιστικός. Κατά την εφημ. Εξέγερσις, λοιπόν, το ζήτημα της ακύρωσης της εκλογής των αντιπολιτευόμενων βουλευτών στο νομό Αττικής είναι κάτι που αφορά αυστηρά μόνο τους κατοίκους της Αττικής και την αντιπολίτευση και όχι φυσικά την Ερμούπολη που δεν έχει καμία σχέση με κανέναν από τους δύο. Στη συνέχεια αντί να πάρει θετική στάση σε αυτό που και η ίδια παραδέχεται ότι πράγματι συμβαίνει, την παραβίαση δηλαδή των νόμων, όταν σε προηγούμενα φύλλα μιλούσε για υπεράσπιση του συντάγματος, αφύπνιση των πολιτών και τα λοιπά, απομακρύνεται από τα γεγονότα τονίζοντας την αντίθεση Αθήνας και Ερμούπολης. «Η μεν Αττική και ιδίως η πόλις του Κέκροπος, κέκτηται το δικαίωμα να συμπαθή προς τους εκλεκτούς και προσφιλείς αυτή συμπολίτας, η δ’ Αντιπολίτευσις να οδυνάται και να θρηνεί επί τη απωλεία πέντε αποκλειστικώς αυτή ανηκουσών ψήφων, αλλ’ η ημετέρα πόλις ήν τις ούτε Αθήναι εστίν, ούτε Αντιπολίτευσις αδιαφορεί και περί των ατόμων και περί των ψήφων.» Για τον αρθρογράφο καλό θα ήταν να μην είχε γίνει αυτή η ακύρωση διότι προμηνύει εκρήξεις και από πατριωτισμό εύχεται να μη μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση. «Ηκροάσατο μόνον της ειδήσεως ως ακροαταί τις υπόκωφον κρότον, σεισμό και καταστροφάς προμηνύοντα. Θα ηυχόμεθα όπως μη ηκυρούτο η εκλογή ταύτη, ουχί όπως μη στερηθή το Κοινοβούλιον των φώτων και του πατριωτισμού των αποπευθέντων, αλλ’ όπως μη πλατυνθεί η χαίνουσα άβυσσος, ήτις διαχωρίζει την σημερινήν Κυβέρνησιν από τις Αντιπολιτεύσεως. Αν δε τοιαύτη τις εστίν η γεννηθείσα εν τη ανεξαρτήτω και πάντη αμερολήπτω ημετέρα κοινωνία εντύπωσις επί τω ακούσματι της ακυρώσεως της εκλογής Αττικής, οποία τις, έστιν αυτής η γνώμη επί της σημερινής καταστάσεως της πολιτείας, ήτοι, τι φρονούσιν οι μακράν της ανοσίου των φατριών πάλης νυχθημερόν εργαζόμενοι και μοχθούντες ημέτεροι συμπολίται περί της προ δεκαετίας και επέκεινα παιζομένης πολιτικής κωμωδίας, αναλώμασι των δημοσίων συμφερόντων, εν Αθήναις;»Από τη στιγμή που αυτό είναι αναπόφευκτο η εργατική για το έθνος Ερμούπολη η οποία δεν περιμένει τίποτα από την εξουσία και τους κηφήνες, αλλά βασίζεται στα δικά της χέρια και από τη στιγμή που λόγω της απόστασης και της θέσης της μέσα στο κράτος εκ των πραγμάτων πρέπει να έχει άποψη, η άποψη αυτή θα πρέπει να ειδωθεί μέσα από αυτή τη μοναδικότητα της Ερμούπολης. «Η ημετέρα πόλις παρίστησι κυψέλιν φίλεργον, εν η οι κηφήνες πολέμιοι αυτής φυσικοί υπολαμβάνονται. Εργαζόμενη δ’ εαυτήν και δια το Έθνος, αναμένει τα πάντα εκ των χειρών της, ουδέν παρά της εξουσίας αξιούσα ή ό,τι οι νόμοι του κράτους επιβάλλουσι τοις κυβερνώσι υπέρ των αποτελούντων το Ελληνικόν Βασίλειον. Εκ των λαφύρων της εξουσίας η Ερμούπολις, ούτε απολαμβάνει, ούτε ποθεί ουδέν, αν δ’ ένιοι των εαυτής αντιπροσώπων, αν και πολλώ μετριώτεροι των λοιπών του Έθνους πατέρων εν τοις εαυτών απαιτήσωσιν, επεδείξεντο διάθεσις αλλοίας εν τη πρωτευούση, χάριν ατομικής αυτών πολιτικής ωφελείας, τας πράξεις ταύτας η Ερμούπολις κατεδίκασε πάντοτε και σήμερον μετά παρησσίας αποκηρύσσει!»Στο σημείο αυτό τονίζει την αντίθεση καπιταλιστικής ανάπτυξης της Σύρου με την 126 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 513, 9 Νοεμβρίου 1874127 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 515, 23 Νοεμβρίου 1874

59

Page 60: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

καπιταλιστική υπανάπτυξη της υπόλοιπης Ελλάδας συνδέοντας την περιορισμένη σε εύρος αστικοποίηση της οικονομίας η οποία ταυτίζεται με την γενική έννοια οικονομικής ανάπτυξης και προόδου με τα πολιτικά πάθη της Αθήνας. Ποια είναι όμως η μοναδικότητα της Ερμούπολης υπόψη της οποίας η κοινή γνώμη θα πρέπει να είναι προσεχτική. «Εν τη ημετέρα όμως πόλει ήτις τρις της εβδομάδος συγκοινωνεί μετά της πρωτευούσης τοιάυτη τις άγνοια, μέλλουσα της ευτής κρίσιν να επιρρεάση, διατελεί ανέφικτος και τούτου ένεκεν μετά πεποιθήσεως ανωτέρω απεφάνθημεν, ότι μόνη η Ερμούπολις εξ ολοκλήρου της ελληνικής ολομελείας δύναται να εκφέρη αμερόληπτιν γνώμην περί των εν τη πρωτευούσι του κράτους διαδραμτιζομένων. Η Ερμούπολις, άλλοτε, μετά τριακονταετή εργατικόν, ήρεμον και σιγηλήν βίον, ύψωσε της εαυτής φωνήν κατά του πιέζοντος την Ελλάδα πολιτικού συστήματος, η δ’ ευρώπη ολόκληρος ανεγνώρισε τότε ότι η ελλάς κακώς διοικείται, αφού η φιλήσυχος και αφατρίαστη Ερμούπολις τοσούτον επισήμως τούτο διεκήρυξεν.» Η μοναδικότητα αυτή στο γεγονός ότι επειδή οι κάτοικοι της Ερμούπολης γενικώς εργάζονται και παράγουν σε αντίθεση με τους υπόλοιπους έλληνες οι οποίοι συνεχώς μαλώνουν, και επειδή η Ερμούπολη αποτελεί σημαντικής αξίας πόλη και δύναμη όταν οι ερμουπολίτες πάρουν συγκεκριμένη πολιτική θέση, η κίνηση αυτή θα έχει σημαντικό βάρος στα πολιτικά πράγματα. Φέρνει μάλιστα ένα παράδειγμα ότι ο Όθωνας έφυγε μόλις κινητοποιήθηκαν και οι ερμουπολίτες εναντίον του. Συνεπώς, η άποψη των ερμουπολιτών είναι πολύ σημαντική και συνίσταται στο να θεωρεί εξίσου τα κόμματα υπεύθυνα για αυτήν την κατάσταση διότι όλοι είχαν προβεί σε νοθεύσεις και παρανομίες κατά το παρελθόν και ότι το μόνο που πρέπει να γίνει είναι να συμμορφωθούν όλοι οι πολιτικοί ανεξαιρέτως. Ενδιαφέρον έχει και η αποστασιοποίηση από τους ντόπιους πολιτευτές που ταυτίζονται με κάποια από τα κόμματα. Θεωρεί ότι η στάση τους αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις αντιλήψεις της συριανής κοινωνίας που είναι η φίλεργη ουδετερότητα και ότι η ένταξή τους σε κόμματα γίνεται λόγω ατομικών συμφερόντων.128 Αυτό το τελευταίο παράθεμα θα μπορούσε να είναι ενδεικτικό των λόγων που η εφημ. Εξέγερσις κρατά αυτήν την αντιφατική στάση. Όταν αναφέρεται σε πολιτικούς που ταυτίζονται με την αντιπολίτευση σε αντίθεση με τα συναισθήματα των Ερμουπολιτών, όταν σε άλλο φύλλο η ίδια με στεναχώρια παραδεχόταν ότι όλη η Ερμούπολη τρέφει συμπάθεια για την αντιπολίτευση.

Αντίθετα, από την εφημ. Εξέγερσις η εφημ. Πανόπη δεδηλωμένα αντιπολιτευτική, αφού κατηγορούσε συνεχώς για διάφορους λόγους την κυβέρνηση Βούλγαρη, για παράδειγμα ότι είχε αφήσει την επαρχία της Σύρου ακυβέρνητη, ξέσπασε εναντίον της όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα των εξελέγξεων στο νομό Αττικής. Κατά την άποψη του συντάκτη επρόκειτο για καταπόμπευση του Συντάγματος, ενώ εκτιμούσε πως η λύση για τους υπόλοιπους νομούς θα ήταν χειρότερη. 129 Όταν μάλιστα στις 14 Νοεμβρίου οι βουλευτές της αντιπολίτευσης που έχουν απολυθεί από τις εξελέγξεις φτάνουν τους δεκαεπτά, ο αρθρογράφος της εφημερίδας αναρωτιέται μήπως είχε δίκιο η αντιπολίτευση όταν καταλόγιζε στην κυβέρνηση προθέσεις για συνταγματική εκτροπή και τάσσεται ονομαστικά πια με τους Δεληγιώργη, Κουμουνδούρο και Ζαΐμη.130

Στα μέσα του Νοέμβρη του 1874 με το τέλος των εξελέγξεων εκλέχτηκε νέος πρόεδρος της βουλής ο εκλεχτός της κυβέρνησης με 95 ψήφους υπέρ και 47 λευκά, αφού η αντιπολίτευση δεν κατέβασε αντίπαλο υποψήφιο διαμαρτυρόμενη για τη στάση της συμπολίτευσης. Αμέσως, μετά ξεκίνησε ο διάλογος για τον προϋπολογισμό του νέου έτους από τον οποίο η Αντιπολίτευση θα απουσιάσει διαμαρτυρόμενη για την κατάληξη των εξελέγξεων και τη γενικότερη συμπεριφορά της κυβέρνησης. Η εφημερίδα Εξέγερσις θα κρατήσει την ίδια ουδέτερη στάση και απέναντι στο ζήτημα της ψήφισης του προϋπολογισμού, καταγγέλλοντας όχι μόνο τη κυβέρνηση που την ψήφισε χωρίς απαρτία, αλλά και την αντιπολίτευση που δε συμμετείχε ώστε να έχει απαρτία η βουλή. Το γεγονός ότι η στάση της απέναντι στην κυβέρνηση είναι σταθερά καταγγελτική, ενώ η κριτική προς την αντιπολίτευση γίνεται μέσα από ένα πρίσμα ότι δεν πράττει εκείνο το οποίο η ίδια η εφημερίδα θα περίμενε από αυτή, ίσως μας προϊδεάζει για την αλλαγή της άνοιξης. Γενικώς, πάντως η εφημ. Εξέγερσις θεωρεί ότι η παρατεταμένη αυτή κρίση βλάπτει συνολικά τους θεσμούς

128 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, «Το φρόνημα του λαού της Ερμουπόλεως περί της σημερινής πολιτικής καταστάσεως», αρ. 12, 5 Νοεμβρίου 1874129 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 192, 7 Νοεμβρίου 1874130 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 193, 14 Νοεμβρίου 1874

60

Page 61: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

και το κοινοβούλιο και αυτό την ενοχλεί, σε αυτό το σημείο κατακρίνει και την αντιπολίτευση. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση αποτελεί η απουσία κάθε νύξης ως προς τον βασιλιά.

Εντωμεταξύ αναθερμαίνεται στον τύπο η συζήτηση περί αναθεωρήσεως του συντάγματος. Η εφημ. Εξέγερσις προειδοποιεί την κυβέρνηση ότι ο λαός θα αντιδράσει και την καλεί να ασχοληθεί με πιο σοβαρά ζητήματα και να αφήσει «τα περί μεταρρυθμίσεως του πολιτεύματος».131

Κατά την Πανόπη, Ο Λάκκος άνοιξε και τώρα επιζητείται το θύμα. «Ο μεν Βούλγαρης μέλλει να καταστή ο δήμιος των ελευθεριών ημών ...», «Αλλ’ ο Βασιλεύς εις όλα ταύτα τι κάμνει ή τι θα κάμη; Τίποτε άλλο, απολύτως τίποτε, παρά θα βασιλεύει και δεν θα κυβερνά. Μάλιστα, κύριοι, αυτά εφωνάζαττε πέρυσιν, ότε τα του Έθνους διώκει ο κ. Δεληγιώργης. Αυτά λοιπόν ο Βασιλεύς θα τηρή απαραβάτως κατά την επιθυμίαν πάντων των εκτός εξουσίας ευρισκομένων, δηλ. θα βασιλεύη και δεν θα κυβερνά». 132 Η Πανόπη εθελοτυφλεί. Ο βασιλιάς που άλλοτε παρενέβαινε τώρα δεν παρεμβαίνει γιατί σέβεται τον συνταγματικό του ρόλο να βασιλεύει και όχι να κυβερνά. Δεν είναι πια οι κακοί σύμβουλοι, αλλά ο σεβασμός στους θεσμούς!

Στις αρχές Δεκεμβρίου η κρίση οξύνεται. Εντωμεταξύ, η αποχή της μειοψηφίας από τη διαδικασία της ψήφισης του μεγαλύτερου μέρους του προϋπολογισμού, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο πρόβλημα απαρτίας λύθηκε από μέρους της πλειοψηφίας με αναγνώριση ύπαρξης απαρτίας στις 30 Νοεμβρίου προκαλώντας νέες αντιδράσεις και συγκρούσεις. Η αντιπολίτευση όχι μόνο συνέχιζε να απέχει από τη συζήτηση του προϋπολογισμού, αλλά διαβίβασε έγγραφη έκθεση στον Γεώργιο στο οποίο αναφερόταν η αντισυνταγματική συμπεριφορά της πλειοψηφίας στο ζήτημα της απαρτίας και τον καλούσε να βάλει τέρμα σε αυτήν την πολιτική κατάσταση. Η απάντηση του βασιλιά δεν ήταν ικανοποιητική για την αντιπολίτευση.

Η εφημ. Ερμούπολις αναλαμβάνει στη Σύρο να προβάλλει την κυβερνητική άποψη επί του θέματος. Έτσι, αφού κατηγορήσει ακόμη μια φορά τους πολιτικούς για έλλειψη πατριωτισμού και υπερβολική δόση φιλαρχίας φωτογραφίζοντας πάντοτε την αντιπολίτευση, θα ισχυριστεί ότι υπήρχε απαρτία στη βουλή κατά τη διάρκεια της ψήφισης του προϋπολογισμού και ότι η αντιπολίτευση γυρεύει αφορμές. Στο, τέλος όμως του άρθρου κρατά αποστάσεις από την κυβέρνηση υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε λόγος η κυβέρνηση να βιαστεί να ψηφίσει τον προϋπολογισμό ώστε να προκύψει θέμα, αφού θα μπορούσε να το πετύχει σε μια άλλη συνεδρίαση με απαρτία. Παράλληλα, κατηγορούσε το ίδιο την αντιπολίτευση για την αποχώρηση δημιουργώντας ζήτημα μη απαρτίας αφού ούτως ή αλλιώς η κυβέρνηση θα ψήφιζε τον προϋπολοφισμό μια άλλη φορά με απαρτία.133 Στο επόμενο φύλλο η εφημερίδα όμως θα αναγκαστεί να δηλώσει: «ημείς δεν είμεθα φίλοι της κυβερνήσεως ούτε των πράξεων αυής συνήγοροι εκηρύχθημεν και εν όσω οι πολιτευόμενοι οι κατέχοντες δημοσίας θέσεις ως μέχρι τούδε θα κλίνωμεν πάντοτε εις την αντιπολίτευσιν, διότι αείποτε πάσης κυβερνήσεως θα έχωμεν πράξεις να κατακρίνωμεν». Είναι φανερό πως απαντάει σε κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί δημόσια στη Σύρο εναντίον της περί κυβερνητικού συνηγορου. Η ανάγκη να προβεί σε αυτήν την δήλωση «αμυντισμού» δείχνει τους συσχετισμούς στην πόλη, οι οποίοι είναι αρνητικοί προς την κυβέρνηση και δυσκολεύει την προσπάθεια υποστήριξής της από την πλευράς της εφημ. Ερμούπολις. Εξαναγκάζεται να υποχωρήσει, ώστε να μπορέσει να ο λόγος της εναντίον της αντιπολίτευσης να φανεί πιο πειστικός και πιο αντικειμενικός. Έτσι, στην αμέσως επόμενη πρόταση του ίδιου άρθρου δηλώνει ότι « η αποχώρησις της μειοψηφίας εκ της βουλής είναι γεγονός ανατίρρητον. Εάν τούτο δεν παραδέχονται οι αποχωρήσαντες, ας προκαλέσωσι των εκλογέων την γνώμην περί της αποχωρήσεως, ίνα ίδωσι πόσον καταδικάζουσιν αυτούς.»134

Η εφημ. Εξέγερσις δείχνει να υιοθετεί τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης χωρίς να ταυτίζεται όμως με αυτή. Δηλώνει απερίφραστα, λοιπόν, για την κατηγορία περί μη απαρτίας πως είναι «άξια να επισύρη την καταδίκην και το ανάθεμα του ελληνικού λαού κατά της κεφαλής των σημερινών κυβερνώντων». Στη συνέχεια, όμως, μεταφέρει και την άποψη της κυβερνητικής πλειοψηφίας πως δεν μπορούσε διαφορετικά αφού η αντιπολίτευση απουσίαζε. Και η εφημερίδα καταλήγει πως δική της άποψη είναι η από κοινού υπαιτιότητα και

131 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 16, 26 Νοεμβρίου 1874132 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 192, 7 Νοεμβρίου 1874133 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 517, 7 Δεκεμβρίου 1874134 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 518, 14 Δεκεμβρίου 1874

61

Page 62: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

συνυπευθυνότητα και των δύο πλευρών. Εάν η αντιπολίτευση δεν απουσίαζε από τη συνέλευση δε θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να διαπράξει αυτό το αδίκημα, ενώ η κυβέρνηση εάν δεν ψήφιζε τον προϋπολογισμό δε θα οδηγούσε στην κρίση.135 Στο πρωτοσέλιδο του επόμενου φύλλου περιγράφει αρνητικά την κινητικότητα της κυβέρνησης για να επιλύσει το ζήτημα της απαρτίας με νόμιμα μέσα, ενώ διερωτάται εάν τελικά η αντιπολίτευση θα υποχωρήσει. Ενδιαφέρουσα σε αυτό το άρθρο είναι η νύξη απέναντι στο πρόσωπο του βασιλιά. Καταλήγει, λοιπόν, ως εξής «... η ζοφερά κρίσις, ουχί μόνον δεν αποχαιρετά την των Αθηνών πολιτικήν ατμόσφαιραν αλλά και έτι ζοφεροτέρα καθίσταται, μόνον δε ο απαθώς εφορεύων τα της πολιτείας Ηγεμών κέκληται, όπως αυτήν αποσοβήσει.»136 Η έμμεση νύξη των ευθυνών του βασιλιά είναι σαφής.

Σε πλήρη αντίθεση η εφημ. Πανόπη ανατρέχει και εξιστορεί την πορεία των γεγονότων από την πτώση του Δεληγιώργη με σκοπό να καταδείξει τον αρνητικό ρόλο του Βούλγαρη. Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζεται να έχει ξεχάσει τη δική της στάση και να βλέπει το παρελθόν όπως τη βολεύει στο παρόν.137 Το ενδιαφέρον σε αυτήν την εφημερίδα εστιάζεται όμως στην ερμηνεία απέναντι στην ξώφθαλμη από μέρους του βασιλιά πια ανοχή των συνταγματικών παρανομιών του Βούλγαρη. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί το λιγότερο θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε άστοχα: «Αλλά διατί δεν αφηρέθη την εξουσίαν, ίσως ήθελεν ερωτήση τις, αφού δεν χαίρει την εμπιστοσύνην του Βασιλέως [η εφημερίδα είναι βέβαιη ότι δε χαίρει της εμπιστοσύνης του βασιλιά] και του Έθνους, και αφού εφωράθη χείρας βεβήλους κατά του Συντάγματος θέμενος και ούτω ανέδην τους νόμους κολαφίσας και την πολιτείαν όλην υβρίζων; Εις τούτον αποκρινόμεθα ότι δεν αφηρέθη την εξουσίαν διότι ο Ηγεμών αναμένει να εννοήση μόνος την θέσιν του και αποθέση την εξουσίαν οίκοθεν, καθόσον άνθρωποι ευγενείς και άνθρωποι έχοντες πέντε μόνον λεπτών διάκρισιν, ποτέ δεν επιμένουσι καθήμενοι εκεί όπου δεν αρμόζει πλέον εις αυτούς να κάθωνται, μηδέ μετά πεισμωνής κρατούσιν ό,τι είναι ανάξιοι να κρατώσιν. Δεν αφηρέθη την εξουσίαν , διότι ο ηγεμών δεν θέλει να μεταχειρισθή ένα άνθρωπον αδιάκριτον, όπως οι τυχαίοι των ανθρώπων μεταχειρίζονται τους αδιακρίτους, αλλ’ επέτρεψεν αυτώ να εξευτελισθή όπως νυν εξευτελίζεται απέναντι και του χυδαιότατου των βουλευτών του, απέναντι και του ιδιοτελεστάτου των ακολούθων του,...» Στη συνέχεια θα υποστηρίξει ότι ο βασιλιάς έχει καταλάβει ότι ο Βούλγαρης του έλεγε ψέματα ότι στις 30 Νοεμβρίου υπήρχε πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της εκλογής Προέδρου της Βουλής και απλώς διστάζει να ρίξει την κυβέρνηση.138 Προφανώς, η ανάγκη της εφημερίδας να προστατέψει το πρόσωπο του βασιλιά προέρχεται από κριτικές εναντίον του. Αλλά μπροστά σε αυτόν το στόχο οι αρθρογράφοι της εφημ. Πανόπη φτάνουν σε σημείο όχι μόνο να αρνούνται να δουν την αλήθεια, αλλά να κατασκευάζουν μια δική τους αλήθεια στηριγμένη σε αστεία επιχειρήματα με την οποία όμως οι ίδιοι αισθάνονται ότι είναι συνεπείς με τα φιλομοναρχικά τους συναισθήματα και πεποιθήσεις. Δεν είναι δυνατόν ο Γεώργιος να μην παύει ένα πρωθυπουργό επειδή θέλει να τον αφήσει να τον ξεφτιλίσει. Ο λόγος της εφημερίδας ο οποίος είναι γενικά πολύ ποιοτικός φτάνει από ανάγκη σε ένα επίπεδο «επιχειρηματολογίας καφενείου», και απογειώνεται εντελώς από την πραγματικότητα. Σε επόμενο φύλλο η ίδια εφημερίδα κατηγορεί την κυβέρνηση Βούλγαρη για σκάνδαλα και υπεξαιρέσεις και συνεχίζει αποκαλώντας τον Βούλγαρη νέο δικτάτορα της Ελλάδας. Σε αυτό το εδάφιο όμως φαίνεται να συνεχίζει να προσπαθεί να δικαιολογήσει το βασιλιά: «η κυβέρνηση του νέου δικτάτορος της Ελλάδος Βούλγαρη εκ της προς το Προεδρείον της Βουλής υποβολιμιαίας αντιφωνήσεως της Α.Μ. του Βασιλέως και πιστεύσασα ότι η αβροσύνη του ηγεμόνος ή επεδείξατο προς τον Πρόεδρον της Βουλής ήτο και είναι μια επιδοκιμασία των κυβερνητικών αυτής οργίων προχώρησε και σε άλλες έκνομες πράξεις»139.

Η παρατεταμένη αδυναμία της βουλής να συνεδριάσει λόγω έλλειψης απαρτίας προκαλεί ακυβερνησία η οποία αγγίζει όλη την επικράτεια της χώρας διευρύνοντας και γενικεύοντας την κρίση. Η ανικανότητα της νομοθετικής εξουσία να ψηφίσει τον προϋπολογισμό και να νομοθετήσει παραλύει την εκτελεστική εξουσία σε όλα τα επίπεδα. Το Πολιτικό Δελτίο της εφημ.

135 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 18, 10 Δεκεμβρίου 1874136 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 19, 17 Δεκεμβρίου 1874137 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 198, 19 Δεκεμβρίου 1874138 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 199, 27 Δεκεμβρίου 1874139 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 194, 21 Νοεμβρίου 1874

62

Page 63: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Εξέγερσις του φύλλου της 24ης Δεκεμβρίου 1874 περιγράφει με εύστοχα τα αδιέξοδα της περιόδου: «Όσω γνωστή υπάρχει η προκειμένη συνταγματική ανωμαλία τόσω άγνωστος είναι η άρσις αυτής. Απαρτία δεν εγένετο και δεν γίγνεται όλα δε τα κόμματα, εις α ενόμισεν ότι δύναται να προσφύγη η εκτελεστική Εξουσία μετά της πλειοψηφίας της απεδίχθησαν τόσω έκρυθμα και τερατώδη ώστε [;]είχθησαν κατά μέρος. Επί τέλους φαίνεται ότι έχει επέλθη η φυσική λήξις της βουλευτικής συνόδου, οία επέρχεται περί τα τέλη του ελευσόμενου μη[νός] Ιανουαρίου. Είναι αληθές ότι ο πρόεδρος της [Κυβ]ερνήσεως παρακαλεί τους βουλευτές να [επανέλθ]ωσιν εις την πρωτεύουσαν περί την 10η ιανουαρίου όπως γίνη και νεωτέρα προς απαρτίαν δο[κιμα]σία× αλλά και αυτή θα αποτύχη κατά μείζονα [λόγο]ν, επειδή είναι αδύνατον ν’ αναχωρήσωσιν οι [βουλ]ευταί εις τα τέλη του ενεστώτος μηνός και ε[πανέ]λθωσιν εις τας αρχάς του επιόντος. Ώστε [υπάρ]χει πλέον ή βέβαιον, ότι κατά την ενεστώσαν [περίοδ]ον απαρτίαν και συνεδρίασις δεν γίνονται. Δεν [υπάρ]χει όμως ούτε προϋπολογισμός ούτε φορολογικοί νόμοι του 1875, ήτοι δεν υπάρχουσι τα μέσα διοικήσεως της Επικρατείας. Τούτου ενεκα, [έπε]ται ότι η Κυβέρνησις προτίθεται να καλέση την βουλήν εις νέαν σύνοδον, είτε τακτικήν είτε έκτα[κτη] περί τον φεβρουάριον, και κατ’ αυτήν να ευ[] και δοθή λύσις εις το πολιτικόν ζήτημα. Κατά την νέαν ταύτην Σύνοδον θέλει επανέλθει εις ανασύ[στα(;)]σιν και αυτός ο προϋπολογισμός του 1874, [επειδ(;)]ή τα πρακτικά της 30 Νοεμβρίου καταλειφθήσαν άνευ εγκρίσεως και κυρώσεως, ούτω δ’αίρεται [;] αιτία της αποχωρήσεως των βουλευτών της αντιπολιτεύσεως. Η τακτική αυτή, ως βλέπομεν, [οδηγεί] είς μιαν λύσιν. Αλλ’ ερωτώμεν× μέχρι της [;]ς εκείνης, μέχρι δηλαδή του Μαρτίου ή Απριλίου, είναι εύκολος και ακίνδυνος η παράτασις της ενεστώσης καταστάσεως: θα υπάρχη διοίκησις, οικονομία, υπαλληλία, ισχύς και εκτέλεσις έργ[ων] – Το ευχόμεθα, αλλά το αμφιβάλλομεν, εάν αποβλέψωμεν εις το πνεύμα της κοινωνίας και εάν εκτιμήσωμεν συνεπώς και πρεπόντως τα συνεπείας καταστάσεως εκρύθμου και παρακτεινομένης επί τοσούτον χρόνον. Αλλ’ υπάρχει και άλλη δυσχέρεια, ήτις δέον από του νυν να ληφθή υπόψιν, η εξής: Μεταξύ υπουργείου και συμπολιτεύσεως αφ’ ενός και αντιπολιτεύσεως αφ’ ετέρου, ένεκα των γνωστών συμβάντων, εσχηματίσθη χάσμα μέγα διάστασις εντελής. Είναι λοιπόν πιθανή η συνάντησις και σύμπραξις των δύο τούτων στοιχείων και κατά την νεωτέραν βουλευτικήν σύνοδον; – Και αύθις επαναλέγομεν ότι τοιούτον και τόσω κακόν είναι το σημείον εις ο εξώθησαν τα πράγματα το σφάλμα και τόλμημα της 30 Νοεμβρίου. Καθ’ ημάς ή ορθότερον ειεπίν , εν τω συμφέροντι του τόπυ, το παραχθέν πολιτικόν ζήτημα, το υφιστάμενον και τανύν, πρέπει λυθή εγκαίρως όπως ήθελε συμβεί εις πάσαν άλλην ορθώς συνταγματισμένην πολιτείαν. Ή θα έπιπτε το υπουργείον ή θα διελύετο η Βουλή. Εκατέρα των οδών έχει τας δυσκολίας και τους οπισθολογισμούς της, αλλ’ όταν επέρχονται κρίσεις η θεραπεία αυτών προτιμάται ουχί εις την αναβολήν, αλλ’ εις την λύσιν αυτών. Μέσεος τις όρος ήθελε θεωρηθή, ως έχουσι τα πράγματα, η σύστασις ουδετέροου τινός υπουργείου και τοιαύτη ιδέα σήμερον παρά ποτέ επεδοκιμάσθη υπό πολλών, αλλά και η ιδέα αύτη εγκατελείφθη.»140

Ενότητα ΤέταρτηΗ όξυνση και η λήξη της πολιτικής κρίσης: Τα στηλιτικά

Οι διακοπές των Χριστουγέννων φέρνουν ηρεμία στα πολιτικά πράγματα, αλλά αφήνουν εκκρεμή τεράστια ζητήματα, τα οποία μάλλον θα λυθούν αργά, δηλαδή τον Μάρτιο ή Απρίλιο. Με το νέο έτος δε φαίνεται ούτε να έχει αλλάξει κάτι στο πολιτικό τοπίο. Ανάλογα, δε βλέπουμε να έχει αλλάξει στάση και η εφημ. Εξέγερσις, η οποία στο φύλλο της 14ης Ιανουαρίου 1875, επιμένει να κατηγορεί ναι μεν την Κυβέρνηση και να συντάσσεται αρνητικά με αυτόν τον τρόπο στην αντιπολίτευση, αλλά να κατηγορεί και την αντιπολίτευση για τις επιλογές της θεωρώντας ότι υπονομεύει το πολιτικό σύστημα μόνο και μόνο για να ανέλθει στην εξουσία.141 Η εφημ. Ερμούπολις με τη σειρά της κατηγορεί μόνο την αντιπολίτευση εκτιμώντας πως η στάση της οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε νέες εκλογές, γεγονός που οι πολίτες της επαρχίας το

140 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 20, 24 Δεκεμβρίου 1874141 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 23, 14 Ιανουαρίου 1875

63

Page 64: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

απεύχονται.142 Άξιο παρατήρησης είναι η ρητή από μέρους της εφημερίδας προσωρινής ενασχόλησης μόνο με τα ζητήματα του δήμου καθ’ όλη τη διάρκεια του Φεβρουαρίου. Είναι προφανές ότι τα δημοτικά αποτελεί ένα περισσότερο πρόσφορο πεδίο άσκησης κριτικής, παρά η ενασχόληση με τα αθηναϊκά κοινά.

Ενδιαφέρουσα τροπή λαμβάνει και η στάση της εφημ. Πανόπης απέναντι στο ζήτημα του βασιλιά. Είναι πια αδύνατον να συνεχίσει να υποστηρίζει ότι ο βασιλιάς θέλει, αλλά για κάποιους λόγους καθυστερεί να παρέμβει. Παραδέχεται, επομένως, την ευμένειά του προς το πρόσωπο του Βούλγαρη, αλλά θεωρεί υπαίτιους τους «κακούς συμβούλους» και ο αρθρογράφος υπερβαίνοντας τον εαυτό του μετατρέπεται σε ακραίο αντιμοναρχικό όχι μόνο στο πρόσωπο, αλλά και στον ίδιο τον θεσμό καταλήγοντας ότι «Θα φθάσωμεν ημέραν τινά εις τον συνταγματικόν εκείνον βίον καθ’ όν ο Λαός143 και ο Λαός θα Βασιλεύη». Όποιος έχει διαβάσει τα προηγούμενα άρθρα πραγματικά εντυπωσιάζεται από την προκλητικά αντιμοναρχική αυτή έκφραση. Παρόλαυτά δείχνουν να θλίβονται οι συντάκτες της Πανόπης για τη στάση του μονάρχη.144 Τη μεγαλύτερη μεταστροφή όμως την κάνει η εφημερίδα το Φλεβάρη του 1875 όταν αφήνει τον ορθολογισμό και την προσπάθεια λογικής ερμηνείας της κατάστασης και συγκεκριμένα της συμπεριφοράς του μονάρχη και στρέφεται σε ιδεαλιστικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του ανθρώπινου πάθους, ακόμη και του βασιλικού. Με τον Βούλγαρη η θεία Πρόνοια τιμωρεί την Ελλάδα για τις αμαρτίες της. Έτσι, εξηγείται το γεγονός ότι ο Βασιλιάς υποστηρίζει τον Βούλγαρη! Δεν μπορεί να κάνει λάθος ο άνακτας.145

Στις 7 Μαρτίου 1874 η εφημ. Εξέγερσις προβλέποντας την περαιτέρω όξυνση της κρίσης και συνέχεια της ακυβερνησίας, εφόσον η βουλή και στη νέα περίοδο δεν μπορεί να συνεδριάσει χωρίς απαρτία, καλεί την κυβέρνηση να παραιτηθεί υποστηρίζοντας την ανάγκη νέων εκλογών αν και εκτιμά ότι και οι νέες εκλογές πάλι «δεν θα ενεργηθώσι, βεβαίως, νομιμώτερον των προ αυτών». Για τις ευθύνες του βασιλιά η εφημερίδα είναι βέβαιη: «Δεν θέλει ευλόγως υποτεθεί, ότι το Υπουργείον, μεθ’ όσα διεπράξατο, ευρίσκει μέτι χάριν παρά τω Βασιλεί...».146 Στο φύλλο όμως της 13ης Μαρτίου 1875 βλέπουμε να εντείνει την επίθεση εναντίον της κυβέρνησης. Ακόμα στην Ερμούπολη μόνο φήμες έχουν φτάσει για τη «λύση» του προβλήματος που πρόκειται να επιλέξει ο Βούλγαρης. Η εφημερίδα πιστεύει τις φήμες αυτές και κατηγορεί την κυβέρνηση για συνταγματική εκτροπή και την καλεί σε παραίτηση. Για πρώτη φορά δε χρεώνει ευθύνες και στην αντιπολίτευση.147 Την Τετάρτη 19 Μαρτίου 1874 η κυβέρνηση κάνει πράξη τις φήμες. Η εφημ. Ερμούπολις περιγράφει τα γεγονότα από την κυβερνητική σκοπιά: «Ηνέωξαν αι πύλαι του βουλευτηρίου την παρελθούσαν τετάρτην και προσήλθον οι συμπολιτευόμενοι βουλευταί, ων ο αριθμός ανέβη μόνον εις 92. Μεθ’ όλας τας προσπαθείας η κυβέρνησις δεν ηδυνήθη να συγκεντρώσεη 96 βουλευτάς, της αντιπολιτεύσεως μη προσελθούσης και ενεργούσης, όπως μη κατορθωθή απαρτία εξ 96 βουλευτών. Οι συνελθόντες 92 βουλευταί απεφάσισαν να προβώσιν εις βουλευτικάς εργασίας, λαμβανομένης υπόψιν της σχετικής απαρτίας επί του αριθμού των ωρκισμένων βουλευτών και ούτω η βουλή εργάζεται και το κράτος αποφεύγει νέας εκλογάς και νέους περισπασμούς εις ούς η αντιπολίτευσις ωθεί τα πράγματα και προς αποφυγήν των οποίων το κοινόν στέργει εις τα παρόντα και επεύχεται τα βελτίω.»148 Ο κυβερνητικός συνασπισμός επιχειρεί με όπλο την κινδυνολογία περί νέων εκλογών και ελπίζοντας στην απάθεια των πολιτών να υπερπηδήσει το πολιτικό πρόβλημα και να επιβεβαιώσει την κυβερνητική του δύναμη χωρίς να έχει ανάγκη την ανιπολιτευτική μειονοψηφία. Ο Βούλγαρης σε μια προσπάθεια να προλάβει τις αντιδράσεις και να είναι έτοιμοι οι δικοί του να απαντήσουν στις κατηγορίες απέστειλε αμέσως κείμενο στου νομάρχες που περιγράφει τα γεγονότα και εξηγεί το σκοπό των πράξεών του. Η εφημ. Εξέγερσις αντιλαμβάνεται την ανακοίνωση αυτή ως εντολή ετοιμότητας προς τους

142 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 523, 25 Ιανουαρίου 1875143 Έχει σημασία η λέξη Λαός και όχι η λέξη Έθνος που χρησιμοποιεί, καθώς συνήθως σε τέτοιες εκφράσεις χρησιμοποιεί τη δεύτερη 144 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 203, 30 Ιανουαρίου 1875145 Βλ. εφημ. Πανόπη, αρ. 207, 27 Φεβρουαρίου 1875146 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 29, 7 Μαρτίου 1875147 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 30, 13 Μαρτίου 1875148 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 531, 22 Μα;ρτίου 1874

64

Page 65: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

νομάρχες για τυχόν ξέσπασμα ταραχών Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αρθρογράφοι της εφημ. Ερμούπολις έχουν στα χέρια τους αυτό το κείμενο και το δημοσιεύουν.

Η απάντηση έρχεται όμως από τις αντιπολιτευτικές εφημερίδες της πόλης. Στο επόμενο φύλλο της εφημ. Εξέγερσις ο τίτλος του άρθρου στο εξώφυλλο είναι «Ανακάλυψις νέας συνταγματικής αληθείας». Η ερμηνεία που έδωσε η πλειοψηφία της βουλής στη συνταγματική διάταξη περί απαρτίας (απαρτία δε συνίσταται με την παρουσία των ημίσεων και ενός των μελών της, δηλαδή 96 παρόντες, αλλά συνίσταται με το μισό συν ένα του συνόλου των τυχαίως παρόντων βουλευτών) προκαλεί την εφημερίδα η οποία ξεσπαθώνει εναντίον της κυβέρνησης και προσωπικά του Βούλγαρη και για απόδειξη του «εγκλήματος» δημοσιεύει τους διαλόγους από τα πρακτικά της βουλής.149 Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι πραγματικά η παρούσα έκρυθμη κατάσταση μπορούσε να εξελιχθεί σε γενικευμένη σύγκρουση μέχρι και σε εμφύλιο πόλεμο. Στις 27 Μαρτίου η εφημ. Πανόπη αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει «Σύνταγμα». Οι αλλαγές αυτές στη στάση των δύο εφημερίδων τις φέρνει για πρώτη φορά να συγκλίνουν ιδεολογικά, πολιτικά και στρατηγικά έχοντας ως κοινή βάση την αντιπολίτευση στον Βούλγαρη. Το γεγονός της αλλαγής στρατοπέδου της εφημ. Πανόπης δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Από την άλλη η εφημ. Ερμούπολις κατηγορεί τις αντιπολιτευόμενες αφημερίδες ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτά που γράφουν και στην πραγματικότητα και επαναλαμβάνει τα περί ανάγκης σταθεράς κυβέρνησης και κινδυνολογεί ως προς το ζήτημα νέων εκλογών κατηγορώντας την αντιπολίτευση. Στη συνέχεια προβάλλει το έργο της κυβέρνησης η οποία ψηφίζει στη βουλή μια σειρά νομοσχεδίων ώστε εμμέσως να δικαιολογεί τις πρακτικές που επέλεξε η κυβέρνηση ώστε να κυβερνηθεί επιτέλους ο τόπος.150

Ο λαός της Ερμούπολης, που είχε πρωτοπορήσει παλιότερα στους αγώνες ενάντια στο Οθωνικό καθεστώς, με το πλευρό του Βούλγαρη τότε, είχε έντονα θορυβηθεί και κινητοποιηθεί από τις εξελίξεις. Ο Βούλγαρης για αυτό το λόγο απέστειλε με πολεμικό πλοίο στρατιωτική φρουρά έτοιμη να παρέμβει. Η εφημ. Εξέγερσις στο επόμενο φύλο εκφράζει τους φόβους της για την πορεία της κρίσης και ξεσπαθώνει εναντίον της κυβέρνησης προβάλλοντας τη δυναμική της Ερμούπολης, που ως πιο φίλεργη πόλη της Ελλάδας είναι και η πιο φιλελεύθερη και επομένως έτοιμη να υπερασπιστεί το Σύνταγμα. Στο φύλλο αυτό για πρώτη φορά η εφημ. Εξέγερσις υπερασπίζεται την αντιπολίτευση και πρωθύστερα επανακαθορίζει τη στάση της απέναντι στη γραμμή που ακολούθησε η κοινοβουλευτική μειοψηφία. Δικαιολογεί κάθε πράξη της αντιπολίτευσης, χωρίς να κάνει καμιά νύξη για τη δική της προηγούμενη αντιμετώπιση. Έτσι, η απόφαση να μη συμμετάσχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες ύστερα δεν είναι πια συνυπευθυνότητα στην κρίση, αλλά απόπειρα «ν’ αναχαιτίσει τον μέλλοντα να κατακλύση τα του κράτους συμφέροντα ορμητικόν τούτο χείμαρρον της ακηδείας, εξεπλάγη ατενίσασα την υπουργικήν πλειοψηφίαν, ευθύ προς τον σκοπόν της βαδίζουσα και άνευ της νομίμου απαρτίας. Ο προϋπολογισμός ψηφίζεται παρ’ ομάδος τινός μόνον βουλευτών, η Αντιπολίτευσις διαμαρτύρεται και ζητεί, εν τη επομένη συνεδριάσει να επαναγάγη δια της λογικής συζητήσεως, τον ποταμόν εν τη παρ’ αυτού εγκαταλειφθείση κοίτη του, αλλ’ οι απόφασιν έχοντες όπως κυβερνήσωσι την Ελλάδα κατά την εαυτών μόνον θέλησιν, κλείουσι τους οφθαλμούς αυτών προς το φως της αληθείας, βύουσι τα ώτα προς τη φωνήν της λογικής και προχωρούσι θρασείς προς την παρανομίαν. Επικυρούσι τα πρακτικά της μη εν απαρτία συνεδριάσεως. Τότε μόνον η Αντιπολίτευσις απεχώρησε του βουλευτηρίου, ως όφειλε να πράξη, θα ησέβει δε καθ΄ημάς, προς τον διπλούν όρκον του βουλευτού και του πολίτου Έλληνος δια παρουσίας της, παρείχεν επί πλέον τα προς λειτουργείαν μέσα εις πλειοψηφίαν ούτω αναφανδόν κηρυχθείσαν κατά των θεσμών της χώρας». Και συνεχίζει υπερασπιζόμενη την αντιπολίτευση απέναντι στις ίδιες κατηγορίες που μέχρι από λίγες ημέρες τις καταλόγιζε: «Οι δε ψελλίζοντες σήμερον, ότι η Αντιπολίτευσις θ’ απεχώρει και αν η Κυβέρνησις τον περί απαρτίαν θεσμόν, παραλογιζόμενοι υπό της μισαλλοδοξίας, εκφέρουσιν απόφασιν εναντίον μη διαπραχθέντες εγκλήματος, αλλ’ όπερ υποθέτουσιν, ότι ηδύνατο να συμβή! Η Αντιπολίτευσις, λέγουσι, θ’ εγκατέλειπε το βουλευτήριον, όπως ματαιώση τας εν αυτώ συνεδριάσεις εν πάση περιπτώσει, όπως φέρει εις αμηχανίαν τους κυβερνώντας, μόνον δε πρόφασις τυγχάνει η σήμερον προβαλλομένη παρ’ αυτής παρανομία της 149 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 31, 20 Μαρτίου 1875150 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 532, 29 Μα;ρτίου 1874

65

Page 66: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Κυβερνήσεως. Αλλ’ η Κυβέρνησις, απαντώμεν ημείς, όφειλε σεβασθή τον καταστατικόν του Κράτους νόμον, αν δε, αυτής μη παρανομούσης, η Αντιπολίτευσι εγκατέλειπε, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χάριν φιλαρχίας το Βουλευτήριον, επ’ αυτής και μόνης, εν στιγμή μια, θα εξερρήγνυτο η ομόφωνος καταδίκη του Έθνους, η δε Κυβέρνησις, εντός της νομιμότητος κεχαρακωμένη, θα περιεφρόνει δικαίως τας κενάς απειλάς των έξω του νυμφώνος φωνασκούντων, απολαμβάνουσα κατά τύπους τουλάχιστον, της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του Κράτους...» Στη συνέχεια καταλογίζει πρόθεση απολυταρχισμού στην κυβέρνηση.151

Για πρώτη φορά, λοιπόν, στις αρχές Απριλίου η εφημ. Εξέγερσις τίθεται στρατηγικά με το μέρος της αντιπολίτευσης και επιτίθεται στην κυβέρνηση Βούλγαρη υπερασπιζόμενη τη στάση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, καθόλη τη διάρκεια της κρίσης από τον Ιούλιο του 1874 μέχρι τον Απρίλιο του 1875. Πραγματικά πρόκειται σα να είδε ξαφνικά την αλήθεια. Κατηγορεί, λοιπόν, τώρα την κυβέρνηση για νοθεία, όταν πριν από μήνες υποστήριζε ότι δεν αφορούσε την τοπική κοινωνία και ότι γενικώς η κρίση αυτή δεν αγγίζει τους φίλεργους ερμουπολίτες. Κατηγορεί τώρα την κυβέρνηση ότι αδυνατεί να κυβερνήση με ένα τέτοιο «σαθρό στήριγμα». Κατά τη γνώμη μου η «περίεργη» συμπεριφορά της εφημ. Εξέγερσις ναι μεν θα πρέπει να συσχετισθεί με τα συμβάντα στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά στην ουσία η ιδιαιτερότητά της αντανακλά στους διαφορετικούς συσχετισμούς συμμαχιών ανάμεσα στις τοπικές πολιτικές μερίδες και τα αθηναϊκά κόμματα. Η προσεκτική ανάγνωση της παράλληλης πορείας των τοπικών πολιτικών συμμαχιών κατά την περίοδο της κρίσης θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε και να ανασυγκροτήσουμε τις πραγματικές σχέσεις και να ερμηνεύσουμε τις αντιφατικές συμπεριφορές.

Την έντονη εσωτερική αντιπαράθεση που έλαβε η συνταγματική κρίση του 1875 στην Ερμούπολη μπορούμε να διαπιστώσουμε σε όλα τα έντυπα που έχουμε στη διάθεσή μας. Στις 28 Μαρτίου 1875 οι δικηγόροι της Ερμούπολης υπέγραψαν ένα κείμενο που καταγγέλει την πρακτική της συμπολίτευσης. Η εφημ. Ερμούπολις υποβαθμίζει το γεγονός και κατηγορεί την πρωτοβουλία αυτή ως υποκεινούμενη από την Αθήνα (η χρησιμοποίηση της θεωρίας περί «υποκίνησης» και «υποκινητών» απέναντι σε μαζικές αυθόρμητες αντιδράσεις από τη μεριά των εξουσιών φαίνεται ότι έχει διαχρονική αξία και χρησιμότητα ως ιδεολογικό και προπαγανδιστικό όπλο για τη σπίλωση κάθε κινήματος). Επίσης, θεωρεί ότι μόνο οι μισοί δικηγόροι της πόλης το υπέγραψαν. Τους κατηγορεί για έλλειψη αντικειμενικότητας και ότι λανθασμένα δίνουν βάση στα λόγια του Ποσιδώνα συντάκτη της αντιπολιτευόμενης εφημ. Πατρίς ο οποίος είναι γνωστός κατά την εφημερίδα για την ανυποληψία του. Τέλος, καλεί τους υπόλοιπους δικηγόρους να αντιδράσουν. Αμέσως, μετά δημοσιεύει ένα κείμενο δύο δικηγόρων που υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι πρώτοι οι αντιπολιτευόμενοι παραβίασαν το σύνταγμα με την αποχώρησή τους από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.152 Στο ίδιο φύλλο βλέπουμε ότι η κυβέρνηση αντικαθιστά το μοίραρχο Κυκλαδων προφανώς με ένα πιστότερο λόγω της έντονης αμφισβήτησης στις πρακτικές της στην περιοχή, ενώ στέλνει ευζώνους με τη δικαιολογία της προστασίας εναντίον της ληστείας! Στην Αθήνα εν τω μεταξύ οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες δημοσίευσαν τα ονόματα των βουλευτών που υποστήριξαν το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα του Βούλγαρη. Τα στηλιτικά είναι πλέον γεγονός.

Η απάντηση από τη μεριά των φιλοκυβερνητικών της Σύρου στην κίνηση των δικηγόρων δεν άργησε να έρθει. Σημαίνοντα πρόσωπα της Ερμούπολης υπέγραψαν ως εκπρόσωποι της πόλης ένα κείμενο εναντίον των δικηγόρων και των δημοσιογράφων που κατηγορούν την κυβέρνηση. Σε αυτό το κείμενο υπερασπίζουν το καθεστώς και τη νομιμότητα απέναντι σε εκείνους που εξεγείρουν τα πνεύματα και υπονομεύουν την τάξη. Το κείμενο αυτό θα δημοσιεύσει η εφημ. Ερμούπολις στις 19 Απριλίου 1875. Η εφημ. Εξέγερσις προσπαθεί να υποβαθμίσει την αξία του κειμένου καταρχήν ως αντιπροσωπευτικό της Ερμούπολης και κατά δεύτερον να αμφισβητήσει τις πραγματικές προθέσεις υποστήριξης της κυβέρνησης όλων όσων υπέγραψαν.153 Στο επόμενο φύλλο επιτίθεται εναντίον του αυλικού κύκλου χρεώνοντας σε αυτόν και όχι στο βασιλιά τη στάση του, ενώ αναφέρεται και σε λογοκρισία του αντιπολιτευόμενου τύπου μέσα στα Ανάκτορα. Η αντιπολιτευτική Εξέγερσις ανακηρύσσει μόνη πολιτική δύναμη που δύναται «να σώση το κλυδωνιζόμενον της πολιτείας σκάφος» είναι «οι πρωτοστάται της σήμερον ηνωμένης Εθνικής

151 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 32, 2 Απριλίου 1875152 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 532, 29 Μαρτίου 1874153 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 33, 8 Απριλίου 1875

66

Page 67: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Αντιπολιτεύσεως». Η πρώην μετριοπαθής εφημερίδα μετατρέπεται σε απόλυτη «οιαδήποτε δε παραχώρησις, όσον και αν ή ασήμαντος αυτή, δύναται να ριψοκινφυνεύση την αισίαν της γιγαντιαίας ταύτης πάλης έκβασιν ...».154

Η εφημ. Ερμούπολις στο φύλλο της 12ης Απριλίου καταγγέλει δριμύτατα την αντιπολίτευση για τον τρόπο που ασκεί το αντιπολιτευτικό της έργο και ρητά και ανοιχτά δηλώνει την ανεπιφύλκατη υποστήριξή της στην κυβέρνηση, εξαιτίας της συμπεριφοράς της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Στο ίδιο φύλλο διαψεύδει ως ψευδείς ειδήσεις τις διαδόσεις ότι η κοινή γνώμη της Ερμούπολης υποστηρίζει την αντιπολίτευση και τους καταγγέλει όλους.155 Την Πέμπτη 17 Απριλίου ένα κείμενο από την πλευρά των αντιπολιτευόμενων της Ερμούπολης υπογράφεται από 700 ερμουπολίτες και κυκλοφορεί από τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Ο αριθμός των υπογεγραμμένων, είναι ενδεικτικός ως προς ποιά πλευρά ρέπει η κοινωή γνώμη της πόλης. Η εφημ. Ερμούπολις μιλάει για «εφημεριδικόν άγος εν Ερμουπόλει». Υποβαθμίζει το γεγονός υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μειοψηφία στην Ερμούπολη και εάν δημοσιευτούν οι δημοτικοί κατάλογοι θα φανεί πως πρόκειται για ένα πολύ μικρό ποσοστό. Το κείμενο αυτό επιτίθεται ευθέως στην εφημερίδα Ερμούπολις, πράγμα που εξοργίζει το συντάκτη της. Εκτοξεύει προσβολές κατηγορώντας τον συντάκτη της εφημ. Εξέγερσιςως έμμισθο παράσιτο της δημαρχίας ο οποίος εκδίδει δύο ως τρεις εφημερίδες το χρόνο, το συντάκτη της εφημ. Μάστιξ ως πεπαυσμένο κλητήρα, της εφημ Πανόπη ως πεπαυσμένο γραμματοδιδάσκαλο άνευ διπλώματος, ενώ για το συντάκτη της εφημ. Πατρίς υποδεικνύει όσα έγραψε σε προηγούμενο φύλο. Αλλού διαψεύδει τις φήμες για παραίτηση του Βούλγαρη και του σχηματισμού ουδέτερου, άχρωμου υπουργείου με πρωθυπουργό τον Κουμουνδούρο. Αντιδιαστέλλει στις αναλύσεις των δικηγόρων, δικαστικών και πολιτικών το συμφέρον του ελληνικού λαού που δε θέλει συνεχείς εκλογές, καταγγέλει τους πανεπιστημιακούς νομικούς που απέστειλαν στο βασιλιά γνωμοδότηση πάνω στο ζήτημα ως υποκινούμενους. Υποτιμά την αξία τους και θεωρεί ότι δεν υπάρχει από μέρους τους σοβαρή επιστημονική επιχειρηματολογία. Το φύλλο αυτό της εφημ. Ερμούπολις είναι το πιο βίαιο και πιο επιθετικό της περιόδου και θυμίζει το φύλλο μετά τις δημοτικές εκλογές. Το φύλλο αυτό είναι ενδεικτικό της μειονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκονται οι υποστητικτές της κυβέρνησης Βούλγαρη τόσο στην Ερμούπολη όσο και γενικά στην Ελλάδα. Στο ίδιο φύλλο η εφημερίδα δημοσιεύει το κείμενο που κυκλοφόρησε στις 29 Μαρτίου με τα ονόματα εκείνων που κατήγγειλαν την κίνηση των δικηγόρων στις 28 Μαρτίου να διαμαρτυρηθούν για την συνταγματική εκτροπή.156

Την Κυριακή 20 Απριλίου ο Βούλγαρης παραιτήθηκε. Η εφημ. Εξέγερσις αναφέρει το γεγονός με τον τίτλο «Το θηρίον εκπνέει» και μεταφέρει τα γεγονότα. Ο Κουντουριώτης που κλήθηκε να σχηματίσει ουδέτερη κυβέρνηση αρνήθηκε. Η επόμενη πρόσκληση θα είναι ο Χαρίλαος Τρικούπης.157 Η εφημερίδα στα επόμενα φύλλα υποστηρίζει τον Τρικούπη και το πρόγραμμά του.

Η εφημ. Ερμούπολις δεν αναφέρει το γεγονός στο φύλλο της 26ης Απριλίου. Δημοσιεύει μόνο τη θέση του καθηγητή Σαρίπολου, ο οποίος υποστήριξε τον Βούλγαρη και ήταν ο μόνος από τους συνταγματολόγους που δεν υπέγραψε το κείμενο των πανεπιστημιακών νομικών. Στη συνέχεια αναφέρεται στην εκδήλωση – δοξολογία για τη γιορτή του βασιλιά Γεωργίου στην κεντρική πλατεία της πόλης, χωρίς να αναφέρει τοαντισύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα» που φωνάχτηκε μετά την προσφώνηση «Ζήτω ο βασιλεύς!» από μερίδα των συγκετρωμένων.158 Μόνο στο επόμενο φύλλο της 3ης Μαϊου η εφημ. Ερμούπολις θα αναφερθεί στη νέα κυβέρνηση «Από οκτώ ημερών η Ελλάς έχει νέαν κυβέρνησιν». Σίγουρα στο προηγούμενο φύλλο γνώριζε την αλλαγή, αλλά δεν αναφέρθηκε σε αυτή είτε γιατί ήθελε να σιγουρευτεί πρώτα είτε διότι δεν είχε αποφασίσει ακόμα ποιά στάση θα κρατήσει. Σε αυτό το φύλλο, λοιπόν, γράφει. «Ο σχηματισμός τοιαύτης κυβερνήσεως, απαρτιζομένης εξ ανδρών της άκρας και μη ενεργού και εκτός βουλής ούσης αντιπολτεύσεως μαρτυρεί πολιτικήν φρόνησιν και πείνοιαν ού την τυχούσαν. Ο βασιλεύς

154 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 34, 15 Απριλίου 1875155 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 534, 12 Απριλίου 1874156 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 535, 19 Απριλίου 1874157 Βλ. εφημ. Εξέγερσις, αρ. 35, 21 Απριλίου 1875158 Βλ. εφημ. Ερμούπολις, αρ. 537, 3 Μαϊου 1874

67

Page 68: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

βλέπων την αντιπολίτευσηιν αποχωρούσαν εκ της βουλής, και εκ παντός τρόπου θεμιστού και αθέμιτου καταγινομένην ν’ αναρπάση την εξουσίαν και αγρίως πολεμούσαν την κυβέρνησίν του, έχουσαν την πλειονοψηφίαν εν τη βουλή και την εμπιστοσύνην αυτού, ηθέλησε να δώση πέρας εις την κατάστασιν ταύτην οσημέραι ανησυχούσαν τα πνεύματα και να διαψεύση διαρρήδην αυτήν λέγουσαν, ότι ο ηγεμών και η κυβέρνησίς του σκέπτονται περί καταργήσεως του συντάγματος, συνάμα δε και να διδάξη την αντιπολίτευσιν, ότι θέλουσα να καταλάβει\η την εξουσίαν οφείλει να επιδιώκη αυτήν ουχί αποχωρούσα της βουλής, αλλά κοινοβουλευτικώς συζητούσα και υπερισχύουσα δια της προσελκύσεως φίλων και οπαδών.» Δεν απδέχεται με κανένα τρόπο τα λάθη του Βούλγαρη ούτε φαίνεται να αποκηρύσσει αυτόν, απλώς υποτάσσεται στην κατάσταση ως ηττημένη και για αυτό γράφει: «Η εφημερίς ημών χαιρετά τον νέον πρωυπουργόν της Ελλάδος και τους συνυπουργούς αυτού επευχομένη αυτοίς, όπως διαχαράξωσι πράγματι νέαν πολιτική εν Ελλάδι προς την πρόοδον τξης πατρίδος και το μεγαλείον του έθνους και κηρύττουσα ότι συνειδυία τας περιστάσεις, εν αίς αι ελληνικαί κυβερνήσεις ευρίσκονται απέναντι των πολλών και αδιακόπων απαιτήσεων, και την ανάγκην υποστηρίξεως κυβερνήσεως, έσεται επιηκής εις τας κρίσεις της και θα υποστηρίζη αυτήν, εφ’ όσον καλώς πράττει και πολιτεύεται.» Στη συνέχεια διαμαρτύρεται για τις κατηγορίες εναντίον της περί απολυτοφροσύνης και δηλώνει ότι περισσότερο από τον καθένα ελευθερόφρονας. Αμέσως μετά περιέχει ολόκληρη τη δήλωση της νέας κυβέρνησης.

Στην πραγματικότητα η ήττα της εφημ. Ερμούπολις και κατ’ επέκταση της ντόπιας πολιτικής μερίδας που εκπροσωπούσε και τα συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από αυτή ήταν μεγάλη. Ήταν μεγάλη διότι η μάχη που έδωσε τελικά δεν αφορούσε μόνο το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αλλά κυρίως θα λέγαμε το τοπικό. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει με τις βουλευτικές εκλογές του 1874 η μερίδα αυτή πήρε τη ρεβάνς έναντι της μερίδας του Βαφιαδάκη και έτσι η πολιτική κατάσταση εξισορροπήθηκε, επομένως η ήττα στις επερχόμενες εκλογές θα σημάνει την ολκληρωτική ήττα της παλιάς άρχουσας τάξης της πόλης. Η ηγεμονία θα ασκείται καθ’ ολοκληρίαν από τους εκπροσώπους της νέας αστικής τάξης. Η μάχη επομένως δεν δόθηκε για το Βούλγαρη, αλλά αφορούσε τους ίδιους. Η μάχη δόθηκε μέσα στην Ερμούπολη και η έκβασή της έκρινε τους συσχετισμούς μέσα στην ίδια την πόλη παρά το γεγονός ότι το παιχνίδι κρίθηκε στο επίπεδο της επικρατείας. Ούτως ή αλλιώς τα πράγματα για τη μερίδα της εφημ. Ερμούπολις ήταν πολύ δύσκολα.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι με την ήττα του Βούλγαρη και του κόσμου που εκπροσωπούσε αυτός έκλεισε για την μετοκτωβριανή Ελλάδα ο μεταπολιτετικός κύκλος. Το πολιτικό σύστημα θα εξισορροπηθεί και μέχρι το 1897 η πολιτική ζωή θα ομαλοποιηθεί καθώς θα υπάρξει ένα διπολικό πλιτικό σύστημα με δύο κόμματα ένα του Δηληγιάννη και ένα του Τρικούπη. Τα δύο αυτά κόμματα θα εναλλάσσονται με ηρεμία και θα κυβερνούν προγραμματικά τη χώρα.

68

Page 69: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Κεφάλαιο ΠέμπτοΣυμπεράσματα

Ας συνοψίσουμε και ας ανακεφαλαιώσουμε συμπερασματικά όλα όσα καταφέραμε να αναδείξουμε από τη μελέτη και το προβληματισμό των πολιτικών πραγμάτων της πόλης της Ερμούπολης του 1874. Η Ερμούπολη μέσα από τον τύπο της αναδύεται ως μια κοινωνία πολιτών με συγκροτημένη κοινή γνώμη η οποία μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες να κατευθυνθεί προς τη μια ή την άλλη άποψη. Είναι μια κοινωνία η οποία μπορεί να παράξει αυτόνομο καινοτόμο πολιτικό λόγο και να παρουσιάσει μια δικιά της πολιτική κουλτούρα η οποία πηγάζει από τις ιδιαίτερες συνθήκες κοινωνικής συγκρότησης του ερμουπολίτικου κοινωνικού σχηματισμού. Είναι μια σύγχρονη πόλη του 19ου αιώνα, όπως ακριβώς παρουσιάζει την πόλη του 19ου αιώνα ο Jean – Luc Pinol στο βιβλίο του Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα. Μια πιο προσεκτική μελέτη νομίζω πως θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει με ακρίβεια, καθώς εμείς εδώ δεν μπορούμε να συσχετίσουμε τα δικά μας ενδιαφέροντα άμεσα με κάποια κεφάλαια του βιβλίου. Το μόνο το οποίο μπορούμε να συνδέσουμε είναι η εντύπωση του κοινού χαρακτήρα των κόσμων ποτ περιγράφει ο συγγραφέας και του κόσμου που είδαμε εμείς συνολικά μέσα από τον τύπο και τις άλλες πηγές.

Στην παρούσα μελέτη, καταρχήν, η Ερμούπολη είναι μια πόλη άρρηκτα δεμένη με την υπόλοιπη χώρα σε όλα τα επίπεδα. Σε φαντασιακό καθώς βλέπουμε να ασχολείται όχι μόνο με τα κοινά της Αθήνας άλλα με τα κοινά όλων των μεγάλων πόλεων της ελληνικής επικράτειας από την Κέρκυρα και την Ζάκυνθο έως την Πάτρα. Οι πολίτες της Ερμούπολης αισθάνονται έλληνες πολίτες και ως τέτοιοι δρούν συμμετέχοντας ενεργά στα θέματα που αφορούν τη χώρα από την εξωτερική έως την εσωτερική πολιτική. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν ανεξαιρέτως όλες οι εφημερίδες τους. Στην πραγματικότητα βέβαια η κοινή γνώμη της Ερμούπολης και οι ενεργοί πολίτες της Ερμούπλης είναι τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτοί είναι που κυβερνούν και εκφράζουν την πόλη, αυτοί είναι που ελέγχουν την οικονομία αυτοί είναι που ηγεμονεύουν στην κοινωνία και κυριαρχούν μέσα από τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Ο Ερμουπολίτικος κοινωνικός σχηματισμός είναι ένας αμιγώς καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός που παρουσιάζει τα τυπικά «συμπτώματα» ενός τέτοιου. Η παραγωγική βάση της πόλης την δεκαετία του 1870 είναι ο βιομηχανικός καπιταλισμός, κατάσταση που στιγματίζει τα πολιτικά πράγματα. Στην πραγματικότητα η δεκαετία του 1870 και συγκεκριμένα οι χρονιές του 1874 και 1875, δηλαδή τα μέσα της δεκαετίας είναι η φάση κατά την πορεία ολολκηρώνεται μια διαδικασία μετάβασης και περάσματος από μια παραγωγική βάση εμπορικού μεταπρατικού οικονομικού συστήματος σε ένα βιομηχανικό σύστημα παραγωγής. Αυτό το τέλος αναδεικνύεται με τις εκλογικές μάχες και τις πολιτικές συγκρούσεις είτε έχουν ως βάση τα δημοτικά ζητήματα όσο είτε τα γενικά πολιτικά ζητήματα.

Συγκεκριμένα, η νέα βιομηχανική αστική τάξη καλύπτοντας με την ανάπτυξη της βιομηχανίας το «κενό» που δημιούργησε στον οικονομικό χώρο η υποχώρηση των εμπορικών δραστηριοτήτων με την κρίση του συριανού εμπορίου και διευρύνοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις πάνω σε μια νέα παραγωγική βάση επιβεβαιώνοντας και αναπαράγοντας τις αστικές δομές στον ερμουπολίτικο κοινωνικό σχηματισμό θέλησε στο πρόσωπο του Δημητρίου Βαφιαδάκη να κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία στο πολιτικό και θεσμικό εποικοδόμημα. Η επικράτηση του Βαφιαδάκη θα αποτελούσε τη βάση για μια περαιτέρω διεύρυνση της κυριαρχίας στην οικονομία και στις παραγωγικές σχέσεις των βιομηχανικών δομών. Η παλιά εμπορική αστική τάξη, που είχε τα χαρακτηριστικά «αριστοκρατίας» λόγω της μακράς στο χρόνο ηγεμονίας των συγκεκριμένων οικογενειών στον εμπορικό χώρο ακόμη και πριν από την ίδρυση της Ερμούπολης, αισθανόμενη την υποχώρηση στο οικονομικό επίπεδο της ισχύος τους και της κυριαρχίας τους ήλπιζαν είχαν δύο διεξόδους είτε να μεταμορφωθούν σε βιομηχάνους μεταφέροντας τα κεφάλαιά τους στην βιομηχανική παραγωγή είτε να επιχειρήσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση. Και στις δύο περιπτώσεις θα έπρεπε να

69

Page 70: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ανταγωνιστούν τη νέα αστική τάξη. Στην πρώτη περίπτωση διότι η βιομηχανία ήταν ένα πεδίο ξένο προς αυτούς και στη δεύτερη περίπτωση γιατί θα έπρεπε να κατευθύνουν τους κρατικούς θεσμούς προς υποστήριξη του εμπορίου και όχι προς την υποστήριξη της βιομηχανίας. Η επιλογή της πρώτης περίπτωσης συνεπαγόταν και απώλεια του κύρους τους, εφόσον θα ασχολούνταν με κατώτερες μορφές επένδυσης. Η δεύτερη επιλογή είχε το χαρακτηριστικό της συλλογικής προσπάθειας και έκανε πιο πιθανή μια επικράτηση. Η ήττα στις δημοτικές εκλογές του 1874 αποτέλεσε και την πρώτη μεγάλη ήττα του παλιού παραγωγικού μοντέλου που κυριάρχησε στην Ερμούπολη επί μισό αιώνα.

Σε αυτήν την προσπάθεια η παλιά αστική μερίδα επιχείρησε να προσεταιριστεί τα κομμάτια της εργατικής τάξης που δέχονταν τις συνέπειες τόσο της οικονομικής εμπορικής κρίσης όσο της βιομηχανικής ανάπτυξης. Διότι η ανάπτυξη ως διαδικασία εξόδου από την κρίση είναι συνυφασμένη με τη διάλυση του μικρού κεφαλαίου και την ανάδειξη ενός συγκεντροποιημένου μεγάλου ισχυρού κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει απώλεια θέσεων εργασίας. Επίσης, είναι συνυφασμένη με τη διάλυση των παλαιών μηχανισμών κοινωνικής ισορροπίας και των παλαιών καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής δημιουργώντας, πρώτον, μεγάλα ποσοστά ανεργίας, αλλά και δεύτερον καταστρέφοντας το κοινωνικά πλαίσια μέσα στα οποία τα εργατικά στρώματα είχαν συνηθίσει να ζουν, αλλά και είχαν καταφέρει να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση. Η διαδικασία της ανάπτυξης είναι συνυφασμένη με την οικοδόμηση νέων μηχανισμών συναίνεσης και νέων παραγωγικών μοντέλων εκμετάλλευσης που θα αντιπροσωπεύουν τις νέες «σύγχρονες» ανάγκες του κεφαλαίου. Όλη αυτή η διαδικασία προκαλεί όχι μόνο αντίδραση των παλαιών μερίδων της αστικής τάξης, αλλά και μιας πολύ μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης και συνήθως μάλιστα εκείνης που εργαζόταν στις επιχειρήσεις της παλαιάς αστικής τάξης.

Αυτή η διαδικασία, δηλαδή η μετάβαση από παλαιότερες μορφές καπιταλιστικών δομών που παρακμάζουν σε νέες καπιταλιστικές δομές με στόχο βέβαια πάντα την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και της οικονομικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, ονομάζεται εκσυγχρονισμός. Δηλαδή η νέα αστική τάξη ταυτίζεται πολιτικά με τον καπιταλισμό ως σύστημα, καθώς αυτή είναι που πλουτίζει πια, ενώ η παλαιά αστική τάξη η οποία χάνει ισχύ και πλούτο μπορεί να αναπτύσσει αντιπλουτοκρατικές τάσεις. Σε αυτή την περίπτωση και εφόσον τα εργατικά στρώματα δεν τείνουν να αναπτύσσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα μια δική τους πολιτική στάση, μια σοσιαλιστική γραμμή που από τη φύση της είναι αντιπλουτοκρατική - αντικαπιταλιστική, η παλαιά αστική τάξη μπορεί να συμμαχήσει μαζί της. Σε αυτήν την περίπτωση η εργατική πολιτική χάνει την αυτονομία της και υποτάσσεται στα αστικά συμφέροντα ακυρώνοντας συνολικά για το αστικό σύστημα τον οποιοδήποτε πολιτικό κίνδυνο. Συγκροτείται ένας νέος συνασπισμός συμφερόντων με διαταξικό χαρακτήρα που αποτελεί την πεμπτουσία και την πραγμάτωση σε αντικειμενικό πλαίσιο του εθνικισμού. Αυτό το είδος εθνικισμού που έχει χαρακτηριστικά «κρισιακά» γιατί αντανακλά στη συμπεριφορά κομματιών της κοινωνίας που βιώνουν κρίση, εξαιτίας αυτού του χαρακτήρα ρέπει προς ανορθολογικές ιδεολογικές και συμπεριφορικές τάσεις. Αυτό το είδος πολιτικής-ταξικής συμμαχίας στα χρόνια του μεσοπολέμου γενικά στην Ευρώπη έλαβε το χαρακτήρα του φασισμού. Στην Ελλάδα εκτός από τα μέσα της δεκαετίας του 30 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 40, την έναρξη δηλαδή του μεταξικού καθεστώτος και την πτώση του ναζιστικού κατοχικού καθεστώτος, πάντοτε λάμβανε έναν χαρακτήρα ναι μεν δεξιό πολιτικά, αλλά «λαϊκό». Δηλαδή ενείχε στοιχεία της εργατικής πολιτικής μέσα στη στρατηγική της άρχουσας τάξης χωρίς να προτείνει μια μοντέρνα δομή λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, που είναι ο φασισμός, αλλά να υπερασπίζεται την παλιά δομή, που στην Ελλάδα ταυτίστηκε γενικά με τη μοναρχία. Επίσης, η εντόπιση μιας πρωίμης σοσιλαδμοκρτικής πολιτικής στρατηγικής δείχνει μια δομή σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης.

Παράλληλα, λοιπόν, βλέπουμε πως οι τοπικοί συνασπισμοί εξουσίας διαπλέκονται άμεσα με τους κεντρικούς και αλληλοεπιδρούνται διαλεκτικά. Παρατηρήσαμε πως η παγίωση

70

Page 71: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

μιας νέας πολιτικής κατάστασης στην Αθήνα επέδρασε καταλυτικά στους πολιτικούς συσχετισμούς της Ερμούπολης. Επίσης, οι αντιδράσεις των πολιτών της Ερμούπολης, η όξυνση των οποίων προκάλεσε τη στρατιωτική ετοιμότητα της κυβέρνησης είναι ενδεικτική αυτής της σχέσης. Η σχέση αυτή φαίνεται πως οικοδομήθηκε με την εξέγερση του 1862 στην Ερμούπολη εναντίον του Όθωνα. Συγκεκριμένα, η πολιτική σχέση των κοινωνικών ομάδων της τοπικής άρχουσας τάξης με τον Βούλγαρη που αποτέλεσε τον ηγέτη της έξωσης του Όθωνα ηττήθηκαν μαζί με αυτόν ακριβώς μια δεκαετία αργότερα. Μια νέα σχέση διαδέχεται την παλαιά. Η συριανή βιομηχανική αστική τάξη αναζητεί συμμάχους στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό σε μια φάση βιομηχανικής απογείωσης της χώρας. Το γεγονός ότι μια μερίδα αυτού του μπλοκ με εκφραστή την εφημ. Πανόπη ενώ αρχικά στις δημοτικές εκλογές είχε συμπαραταχθεί με τον αντιβαφιαδικό συνασπισμό και φαινόταν να κρατά φιλική στάση απέναντι στον Βούλγαρη, αργότερα συμπαρατάχθηκε με τον αντιβουλγαρικό συνασπισμό, πιθανόν εκφράζοντας τη γραμμή του κόμματος του Κουμουνδούρου, και συμπορεύτηκε με το βαφιαδικό κόμμα δε θα πρέπει απλώς να εκτιμηθεί ως φαινόμενο της συγκυρίας, αλλά ως φαινόμενο της γενικευμένης ήττας στο πολιτικό και οιονομικό επίπεδο που είχε υποστεί το κοινωνικοοικονομικό αστικό μπλοκ που εξέφραζε στις δημοτικές εκλογές η αντιβαφιαδική συμμαχία. Επομένως, το τέλος των μεταπολιτευτικών κομμάτων στη χώρα με τις βουλευτικές εκλογές του 1875 κατά την οποία καταποντίστηκε ο Βούλγαρης και ο παλαιός πολιτικός κόσμος, ακόμη και εάν κερδίθηκαν από τον Κουμουνδούρο σηματοδοτούν ακριβώς το αντίστοιχο πέρασμα που είδαμε στην Ερμούπολη σε νέες μορφές κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που αντανακλούν σε νέες μορφές παραγωγικών σχέσεων ευρύτερα στην ελληνική επικράτεια και ελληνική πολιτική σκηνική. Ο καλύτερος σύμμαχος δεν είναι άλλος από τον Τρικούπη.

Ταυτόχρονα όμως σήμανε αυτή η εκλογική μάχη (την οποία εμείς δεν είδαμε, αλλά είδαμε τις διαδικασίες προς αυτήν με την πτώση του Βούλγαρη και την αναίρεση των σχεδίων του βασιλιά) και το οριστικό τέλος και την οριστική ήττα των κοινωνικών ομάδων της Ερμοπουλίτικης κοινωνίας που στηρίζονταν στο παλιό παραγωγικό μοντέλο.

Η πολιτική σκηνή της Ερμούπολης αναμφισβήτητα αποτελεί μια επιμέρους μορφή της κεντρικής πολιτικής σκηνής και όχι μια διαφορετική όπως ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1860. Αντίστοιχα, η κεντρική πολιτική σκηνή αποτελεί τη φυσική προέκταση της ερμουπολίτικης και όχι μια ξένη υπόθεση. Βέβαια, ακόμη υπάρχει και είναι ορατή μια θολάδα και ένας σχετικισμός στις πολιτικές αναγωγές προσώπων και κομμάτων, αλλά αυτό που εμείς υποστηρίζουμε είναι ότι αυτό το φαινόμενο της πολιτικής σύνδεση τοπικού – κεντρικού είναι μια κυρίαρχο, απλώς στον επόμενο αιώνα θα επικρατήσει ολοκληρωτικά για να επανασχετικοποιηθεί στον 21ο αιώνα.

Σε ένα άλλο επίπεδο βλέπουμε μέσα από τη μελέτη των κοινών της Ερμούπολης τη λειτουργία της πόλης – δήμου – τοπικό κράτος. Η συγκρότηση και η ομογενοποίηση του ελληνικού κράτους ως μιας ενιαίας επικράτειας όπου υπάρχει μια ενιαιά από τα κεντρικά καθοριζόμενη ιστορική πορεία του κοινωνικού σχηματισμού με την απευθείας εφαρμογή των νόμων ισότιμα από την κυβέρνηση παντού είναι ακόμα ένα ζήτημα. έκφανση αυτού του φαινομένου είναι μια σχετική αυτονομία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτή η έλλειψη αντανακλά προφανώς τόσο στην έλλειψη μιας ενιαίας οικονομικής - εμπορικής αγοράς, αλλά και στην έλλειψη μιας ενοποιημένης παραγωγικά αστικής τάξης, καθώς η «ιδιότυπη κρατική» αστική τάξη δεν είναι ικανή να ενοποιήσει τους παραγωγικούς ιστούς της χώρας. Αυτό θα επιτυγχανθεί μέσα από την εκβιομηχάνιση και την σταδιακή καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, καθώς θα συγκροτηθεί μια εναιά αγορά και μια αστική τάξη. Η δεκαετία του 1870 αποτελεί την ιστορική έναρξη αυτής της διαδικασίας για την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που εκείνη την περίοδο η «βιομηχανοποιημένη» Ερμούπολη αισθάνεται συνδεμένη πολιτικά με την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.

71

Page 72: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Ο θεσμός της πόλης – δήμου – τοπικού κράτους, ο οποίος εγκαταλείφθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1900 στο όνμα της εναιοποίσης της πολιτικής επικράτειας και της συγκεντροποίησης του πολιτικού συστήματος για να επανέλθει την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, δίνει τη δυνατότητα στις τοπικές άρχουσες τάξεις να κατευθύνουν αυτόνομα τις τοπικές κοινωνίες και να εφαρμόζουν την ηγεμονία τους επί των κατωτέρων τάξεων χωρίς να έχουν ανάγκη το κεντρικό κράτος, αφού στην πράξη δεν ενατιώνονται σε αυτό, αλλά ασκούν αντί αυτού τις δικές του λειτουργίες με καλύτερο τρόπο και μικρότερο κόστος. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε και ακόμη περισσότερο ιδιαίτερα για την άρχουσα τάξη της Ερμούπολης πως η δυνατότητα να ελέγχει ως ένα βαθμό η ίδια την κοινωνία στην οποία ασκεί την κυριαρχία της της δίνει την δυνατότητα να υπερβαίνει προς όφελός της την ταξική ισορροπία που είχε διαμορφωθεί μετεπαναστατικά στην Ελλάδα και αποτελούσε εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στην ολοκληρωτική ηγεμονία της άρχουσας τάξης. Της δίνεται η δυνατότητα να συγκροτήσει ένα δικό της κράτος με μια ιδιαίτερη δική του ιστορική ταξική ισορροπία που θα αντανακλά στις συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις μεταξύ εξουσιαζόμενων και εξουσιαστών στην Ερμούπολη. Βέβαια, δεν είναι δυνατόν να γίνει οριστική υπέρβαση των κοινωνικών σχέσεων της Ελλάδας διότι η Ερμούπολη ως ανεξάρτητη χώρα δεν είναι ένας βιώσιμος κοινωνικός σχηματισμός. Από πολύ νωρίς βιώνει την κρίση και αυτή η κρίση καθιστά αναγκαία τη συμμετοχή στο ελληνικό κράτος.

Η πόλη – δήμος – τοπικό κράτος αποτελεί την θεσμική και πολιτική έκφραση της εξουσίας της τοπικής ελίτ και όχι φυσικά μια κοινωνία ισότιμων πολιτών, αφού διαμεσολαβεί το στοιχείο της εκμετάλλευσης μέσα από τις παραγωγικές, αλλά και πολιτικές σχέσεις. Η πόλη – δήμος – τοπικό κράτος έχει τα χαρακτηριστικά μιας επιχείρησης με πελάτες τους πολίτες και ιδιοκτήτες συλλογικά την άρχουσα τάξη. Προσφέρει μια σειρά από κοινωνικά προϊόντα, που είναι τα προϊόντα της κοινωνικής πολιτικής τα οποία οι πολίτες θα πρέπει να πληρώνουν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσα από τους βαριούς δημοτικούς φόρους. Η αντίσταση στους δημοτικούς φόρους και στην εφαρμογή με έξοδα του δήμου δημόσιων έργων όπως διαφάνηκε από τους αντιπάλους του Βαφιαδάκη είναι ενδεικτική αυτής της τάσης. Είναι προφανές πως μόνο κάποιος από την ελίτ θα μπορούσε να γίνει μέλος του δημοτικού συμβουλίου ή δήμαρχος. Το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται 100 χρόνια μετά ξανά αντανακλώντας όμως σε μια διαφορετική φάση της εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού κατά την οποία οι καπιταλιστικές σχέσεις βρίσκονται σε μια φάση ωρίμανσης. Οι δυνατότητες συγκρότησης ενός ταξικού κόμματος βλέπουμε ότι είναι ορατές και υπαρκτές στην Ερμούπολη του 1874, αλλά δεν είναι ώριμες να συγκροτήσουν στρατηγικά ένα πρόγραμμα ταξικής πάλης.

Η μελέτη σίγουρα των δημοτικών θεσμών και των τοπικών κοινωνιών του 19ου αιώνα μάλλον έχουν μας πουν πολλά όχι μόνο για την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας, αλλά και μπορούν να μας δείξουν πολλές πλευρές της σημερινής κατάστασης λόγω ακριβώς αυτής της συγκυριακής ομοιότητας.

72

Page 73: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Παράρτημα

Πίνακες159

ΠΙΝΑΚΑΣ 1α160

159 Όλα τα στοιχεία προέρχονται από Μπίστη Λ, «Ανάλεκτα από την νεωτέραν πολιτικήν ιστορίαν των Κυκλάδων», 160 α = βαθμός εκλογιμότητας βουλευτών πάνω από μία φορά β = βαθμός εκλογιμότητας βουλευτών μία φοράγ = αριθμός βουλευτών που εκλέχτηκαν πάνω από μια φοράδ= αριθμός βουλευτών που εκλέχτηκαν μια φοράε=σύνολο εκλεγμένων βουλευτώνοι τύποι με βάση τους οποίους θα υπολογήσουμε τους βαθμούς εκλογιμότητας σε κάθε εκλογική περιφέρεια είναι:α=γ/ε και β=δ/ε40&50 Σύρος α=4/12= 0,3333 β=8/12= 0,6666 Ανδρος α=5/12=0,4166 β=7/12=0,583360&70 α=8/26= 0,3076 β=18/26=0,6923 α=7/13=0,538 β=6/13=0,461580&90 α=10/18=0,5555 β=8/18= 0,4444 α=3/8 =0,375 β=5/8= 0,625

73

Page 74: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ΠΙΝΑΚΑΣ 1β

Εκλεξιμότητα των βουλευτών των επαρχιών Σύρου και Άνδρου ανά περίοδο

Σύρος Άνδροςπερίοδοι φορές

που έχει εκλεγεί

αριθμός βουλευτών

αριθμός βουλευτών

40&50 1 4 72 4 4

3 2

4 1 1

5 1σύνολο 12 12

60&70 1 15 72 4 1 3 2 3

4 1

5 16 1 17 1σύνολο 24 13

80&90 1 8 3

2 8 33 2 15 1σύνολο 18 8

ΠΙΝΑΚΑΣ 2αΕπάγγελμα βουλευτών των επαρχιών Σύρου και Άνδρου

δεκ. 40&50 δεκ. 60&70 δεκ.80&90Σύρος Άνδρος Σύρος Άνδρος Σύρος Άνδρος

% % % % % %Αξιωματικοί 2 8,3 2 11,11Έμποροι 3 25 1 8,33 2 8,3Τραπεζίτες 1 4,16 2 11,11Κτηματίες 9 75 1 4,16 10 76,9 2 25Γιατροί 1 8,33 1 8,33 1 4,16 1 5,55 2 25Δικηγόροι/ νομικοί/ Δικαστικοί

2 16,6 4 16,6 1 7,69 5 27,77 3 37,5

Άγνωστο 6 50 10 41,6 6 33,33Διπλωματικός 1 4,16 1 7,69 1 5,55Μηχανικός 1 4,16Εφοπλιστής/ Πλοιοκτήτης

1 8,33 1 4,16 1 7,69 1 12,5

ΒιομήχανοςΛογοτέχνης 1 5,55

74

Page 75: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

σύνολο 12 100 12 100 24 100 13 100 18 100 8 100

ΠΙΝΑΚΑΣ 3αΚαταγωγή βουλευτών των επαρχιών Σύρου και Άνδρου

δεκ. 40&50 δεκ. 60&70Σύρου Άνδρου Σύρου Άνδρου

περιοχή αρ. βουλ.

% αρ. βουλ.

% αρ. βουλ.

% αρ. βουλ.

%

Περιοχή εκλογής 5 41,66 12 100 13 54,16 12 92,3Λοιπές Κυκλάδες 2 16,66 2 8,33Λοιπή Ελλάδα 1 4,17Οθωμ. Αυτοκ. 1 8,33 1 4,17 1 7,7Άγνωστη 4 33,33 7 29,17Σύνολο βουλευτών με καταγωγή εκτός περιοχής εκλογής

7 58,33 0 0 11 45,83 1 7,7

Σύνολο καθολικό 12 100 12 100 24 100,00 13 100,00

ΠΙΝΑΚΑΣ 3β

75

Page 76: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ΠΙΝΑΚΑΣ 4αεπάγγελμα αριθμός επί %

κτηματίας 4 17τραπεζίτης 1 4έμπορος 5 23βιομήχανος 5 22δικηγόρος 2 9φαρμακοποιός 1 4άγνωστο 4 17ασχολούμενος με τα δημοτικά επί χρόνια 1 4

σύνολο 18 100

76

Page 77: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

ΠΙΝΑΚΑΣ 4β

77

Page 78: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

Βιβλιογραφία

Μονογραφίες 1. Αγριαντώνη Χ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, ΙΑΕΤΕ

Αθήνα 19862. Αμπελάς Τ., Ιστορία της Νήσου Σύρου, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’

ημάς, Ερμούπολη 1874× φωτομηχανική επανέκδοση: Ερμούπολη 19983. Dakin D., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, Μ.Ι.Ε.Τ. 19984. Η Δημοτική Εκλογή του Δήμου Ερμουπόλως του 1874, Ερμούπολη 16 Ιανουαρίου 18745. Καρδάσης Β., Σύρος Σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου (1832 – 1857), ΜΙΕΤ

Αθήνα 19996. Μηλιός Γ., Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, από τον επεκτατισμό στην

καπιταλιστική ανάπτυξη, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2000,7. Πετρόπουλος Τ., Πολιτική συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833 – 1843),

Αθήνα, ΜΙΕΤ 8. Σωτηρέλης Γ., Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα 1864 – 1909, Θεμέλιο Αθήνα 1991

Άρθρα1. Τρικούπης Χ., «Τις Πταίει;», Καιροί, 29 Ιουνίου 18742. Κριτσίνης Κώστας, «Το Κίνημα του 1862 στη Σύρο εναντίον του Όθωνα»,3. Αγριαντώνη Χ., «Η Ελληνική Βιομηχανία τον 19ο αιώνα. Περιοδολόγηση.

Προβλήματα ολοκλήρωσης.», Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, σσ. 397 – 4044. Μπίστη Λ, «Ανάλεκτα από την νεωτέραν πολιτικήν ιστορίαν των Κυκλάδων»,

Εφημερίδες1. Ερμούπολις, 1874 - 18752. Εξέγερσις, 1874- 18753. Καιροί, 18744. Πανόπη, 1874 - 1875

78

Page 79: Η Ερμούπολη ως κοινωνία πολιτών: Στοιχεία αντανάκλασης του πολιτικού κλίματος των μέσων της δεκαετίας

79