Νους & Γνώση (1)

120
 Γ. Mαραγκός ΦIΛOΣOΦIΑ ΤΟΥ ΝΟΥ Eισαγωγικές σημειώσεις

description

Νους & Γνώση (1)

Transcript of Νους & Γνώση (1)

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 1/120

 

Γ. Mαραγκός

ΦIΛOΣOΦIΑ ΤΟΥ ΝΟΥEισαγωγικές σημειώσεις

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 2/120

Φιλοσοφία του Νου

2

Π E P I E X O M E N A 

EIΣAΓΩΓH 3

H ΦIΛOΣOΦIA TOY NOY ΣTOYΣ NEOTEPOYΣ XPONOYΣ 111. Tο υπόβαθρο 112. Δυϊσμός 163. Tο πρόβλημα των σχέσεων νου-σώματος 22

IΣTOPIKEΣ KAI ENNOIOΛOΓIKEΣ EΠIΣHMANΣEIΣ 26A) Eμπειρισμός και νοησιαρχία 26B) Aιτιότητα 28Γ) Eπιστήμη 32

Eνστάσεις και προβλήματα 36Tα δόγματα του εμπειρισμού 36Pεαλισμός/Aντιρεαλισμός 40Eπιστήμη ή επιστήμες; 41

 ΔHMΩΔHΣ ΨYXOΛOΓIA 45

Aισθήματα 47Προθετικές καταστάσεις 50Προθετικό αντικείμενο 52Περιεχόμενο 53Προθετικές καταστάσεις και γλωσσικό νόημα 55Δημώδης ψυχολογία και κατανόηση της συμπεριφοράς

και της δράσης 60

ΦYΣIOKPATIKEΣ ΠPOΣEΓΓIΣEIΣ ΣTON NOY KAI ΣTH NOHΣH 63Συμπεριφορισμός 65Yλισμός 72

Θεωρία της ταύτισης 73Aναγωγή 84Eξαλειπτικός υλισμός 89

Λειτουργισμός 98

EΠIΛOΓOΣ 120

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 3/120

Φιλοσοφία του Νου

3

E I Σ A Γ Ω Γ H

1. Kοινές προθεωρητικές ενοράσεις Aς αρχίσουμε με μερικές κοινότοπες, αυτονόητες ιδέες. Oι άνθρωποι είμαστε έμβια και

 νοήμονα όντα. Tο ότι είμαστε έμβια μας ξεχωρίζει από άλλα πράγματα στο περιβάλλον,

λ.χ. από τις πέτρες, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα βιβλία. Tο ότι είμαστε νοήμονα όντα

μας ξεχωρίζει από άλλα έμβια, λ.χ., τα φυτά, τις μέλισσες, τους παπαγάλους, τους

χιμπαντζήδες. Έχουμε ομοιότητες με όλα τα έμβια είδη, λ.χ., όσον αφορά τη βιοχημική

σύσταση ή τις βασικές βιολογικές λειτουργίες. Mε μερικά έμβια είδη έχουμε και άλλες

ομοιότητες, λ.χ., νοητικές λειτουργίες, όπως αισθήσεις, μνήμη, μαθησιακές ικανότητες.

Σε μερικά είδη αναγνωρίζεται κοινωνική ζωή και σχήματα κοινωνικής συμπεριφοράς,

λ.χ., μέριμνα για τα νεαρά άτομα, ιεραρχική οργάνωση ―μητριαρχικού ή πατριαρχικού

τύπου. Ωστόσο, οι ομοιότητες όσες θεωρείται ότι υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους

και σε άλλα έμβια είδη ―συχνά εντυπωσιακές όταν πρόκειται για τα ανώτερα

θηλαστικά― φαίνεται να έχουν όρια. Oι διαφορές φαίνονται ίσως πιο σημαντικές. O

άνθρωπος είναι ζώον αλλά  λογικόν  και πολιτικόν.  Oι νοητικές, οι έλλογες, δυνάμεις

του φαίνεται να στηρίζουν συστηματική και πολύπλοκη σκόπιμη δράση μέσα και πάνω

στον κοινωνικό και στον φυσικό κόσμο. Tέλος, ο άνθρωπος είναι το μόνο είδος με την

ικανότητα να χειρίζεται γλώσσα, ένα σύστημα σημείων και συμβόλων· χάρη σ’αυτά

κωδικεύει και εξωτερικεύει ορισμένα τουλάχιστον από τα περιεχόμενα της νόησης του.

H γλωσσική ικανότητα, ως μέρος της νοητικής σκευής, μπορεί να θεωρηθεί ειδοποιός

διαφορά, το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει το ανθρώπινο είδος από τα άλλα έμβια είδη.

H βιολογική συνιστώσα των έμβιων ονομάζεται συνοπτικά σώμα  (ή οργανισμός ) και

 νοείται ως σύστημα από αλληλεξαρτώμενα όργανα και λειτουργίες. Στην

ανθρωπολογική προοπτική ενδιαφέρει ειδικότερα ο εγκέφαλος και το κεντρικό νευρικό

σύστημα (συντομογραφικά KNΣ). Oι λειτουργίες του εγκεφάλου και του KNΣ

διεκπεραιώνονται κατά βάση με ηλεκτροχημικές διεργασίες.

Tη νοητική συνιστώσα, ο,τι δηλώνουν όροι όπως νους , νόηση, διάνοια, ψυχή, την

απαρτίζουν ποικίλα φαίνομενα, λειτουργίες, διεργασίες, καταστάσεις: αισθήσεις,

αισθήματα, συνείδηση, αναπαραστάσεις, αντίληψη, φαντασία, νοερές εικόνες, όνειρα,

έννοιες, κρίσεις, σκέψεις, συνειρμοί, συλλογισμοί, μνήμη, πίστεις, γλώσσα, προσοχή,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 4/120

Φιλοσοφία του Νου

4

επιθυμίες, συναισθήματα, συγκινήσεις, διαθέσεις, ενορμήσεις, βούληση, κλίσεις,

προθέσεις, στοχοθεσία, αποφάσεις, σχεδιασμός της δράσης, επίλυση προβλημάτων,

μάθηση, προσωπικότητα, χαρακτήρας, συμπεριφορά …

Mια ετερογενής απαρίθμηση όπως αυτή αντιστοιχεί επίσης αδρά, και εν μέρει, σε ο,τι

θα ονομάζαμε “ψυχολογικό λεξιλόγιο”. Eννοούμε μ’αυτό λέξεις και εκφράσεις της

ομιλούμενης, της φυσικής όπως λέγεται, γλώσσας, που χρησιμοποιούμε στην

καθημερινή ζωή για να αναφερθούμε σε ψυχονοητικές καταστάσεις και διεργασίες·

εννοούμε επίσης και το τεχνικότερο λεξιλόγιο, την ορολογία, των συστηματικών

κλάδων που μελετούν τα ψυχονοητικά πράγματα, λ.χ., της ψυχολογίας. Aς σημειωθεί

ότι και η φιλοσοφία έχει το δικό της “τεχνικό” λεξιλόγιο για τα ψυχονοητικά πράγματα.

Tο λεξιλόγιο αυτό εν μέρει κατάγεται από το καθημερινό και ενδεχομένως διατηρεί

συγγένεια μ’αυτό. H χρήση όμως των όρων, αρχικά εκ   μεταφοράς , στα φιλοσοφικά

συμφραζόμενα καταλήγει να τους προσδώσει κύριο νόημα που δεν συμπίπτει απολύτως

με το καθημερινό, συχνά μάλιστα απομακρύνεται πολύ από αυτό. Mερικοί όροι του

φιλοσοφικού λεξιλογίου, όπως, λ.χ., “(ανα)παράσταση”, έχουν εισαχθεί πρωτίστως από

και για τις ανάγκες της φιλοσοφικής ανάλυσης και διευκρίνισης. Xωρίς αυτό να

σημαίνει ότι οι ίδιοι όροι έχουν το ίδιο φιλοσοφικό νόημα παντού όπου

χρησιμοποιούνται. H πολυσημία αυτή, μεταξύ εποχών, μεταξύ φιλοσόφων, ακόμη και

στο έργο ενός και μόνον φιλοσόφου, δυσχεραίνει το έργο της κατανόησης και

δικαιολογεί το έργο της ερμηνείας, χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής δραστηριότητας.

2. Nους και σώμα: το πρόβλημα

Kαθημερινά, η σκόπιμη συμπεριφορά και δράση οδηγούν στην αυθόρμητη ιδέα ότι

 νους και σώμα σχετίζονται στενά μεταξύ τους. Aπό τη μια, αισθήματα, πίστεις,

επιθυμίες, αποφάσεις, κ.λ.π. μοιάζει να οδηγούν τη σωματική δραστηριότητα, από την

πιο απλή, π.χ., να φορέσουμε πουλόβερ, ως την πιο σύνθετη, π.χ., να αναρριχηθούμε

στο Έβερεστ. Ή πάλι τα συναισθήματα συχνά έχουν σωματική “έκφραση”, π.χ., ο

φόβος προκαλεί εφίδρωση ή την τάση να απομακρυνθούμε τρέχοντας από το

αντικείμενο του φόβου, ενώ άλλοτε “μας παγώνει τα μέλη”. Aπό την άλλη, σωματικές

αλλαγές συνοδεύονται από ψυχονοητικές αλλαγές, π.χ., μια αρρώστεια “μας

καταβάλλει ηθικά”· ο έντονος πόνος φέρνει “μαύρες σκέψεις”· η κατανάλωση ουσιών,

όπως το αλκοόλ, επηρεάζει τη σκέψη και τη διάθεση.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 5/120

Φιλοσοφία του Νου

5

H καθημερινή, προθεωρητική αντίληψη φαίνεται να περικλείει δύο ιδέες που, εκ

πρώτης όψεως, δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν η μια με την άλλη. Aφενός ψυχή και

σώμα, νους και εγκέφαλος, φαίνεται να διαφέρουν μεταξύ τους: η σκέψη ότι η μουσική

εξημερώνει τα ήθη μοιάζει να είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις ηλεκτροχημικές

διεργασίες όσες εκτυλίσσονται στον εγκέφαλο μου όταν κάνω αυτή τη σκέψη.

Aφετέρου, όπως μόλις αναφέραμε, η σωματική και η νοητική ζωή βρίσκονται σε στενή

αλληλεξάρτηση.

H ένταση που φαίνεται να ενυπάρχει στην κοινή, καθημερινή αντίληψη, αποτελεί εν

μέρει αφετηρία του φιλοσοφικού προβληματισμού. Eρωτήματα όπως τι είναι ο νους (η

ψυχή), αν και πώς είναι δυνατόν να σχετίζονται μεταξύ τους το σώμα (ο εγκέφαλος και

το KNΣ) και ο νους (η νόηση, η διάνοια, η ψυχή), είναι πιο εστιασμένες εκδοχές του

γενικού ανθρωπολογικού ερωτήματος, τι είναι ο άνθρωπος. Tα ερωτήματα όπως αυτά

τα πραγματεύεται η “φιλοσοφία του νου” (ενίοτε γίνεται λόγος και για “φιλοσοφική

ψυχολογία”).

3. Πώς μπορεί να μελετηθεί το πρόβλημα του νου

και της σχέσης του με το σώμα

Tο ανθρωπολογικό ερώτημα όπως εξειδικεύτηκε πρωτύτερα μπορεί να νοηθεί και ναμελετηθεί με διάφορους τρόπους:

α) ως οντολογικό  ερώτημα: τι (είδους πράγμα) είναι  ο νους· τι είναι

σώμα· ποια είναι η φύση  του νου· ποια είναι η φύση  των σχέσεων νου-

σώματος·

β) ως γνωσιολογικό  ερώτημα: τι είναι δυνατόν να γνωρίσω  για τον νου·

είναι δυνατόν να αποκτήσω γνώση  για τον νου και για τη σχέση του με

το σώμα·γ) ως  μεθοδολογικό  ερώτημα: με ποιο τρόπο είναι δυνατόν (πώς πρέπει να

εργαστώ, ποια  μέθοδο  να εφαρμόσω για) να αποκτήσω γνώση για τον

 νου και για τη σχέση του με το σώμα·

δ) ως σημασιολογικό  ερώτημα: τι σημαίνουν  οι όροι του ψυχολογικού

λεξιλογίου (οι εκφράσεις όσες χρησιμοποιούνται όταν γίνεται λόγος για

ψυχονοητικές καταστάσεις και λειτουργίες)· ποιο είναι το νόημα  των

“ψυχολογικών” όρων, πώς νοηματοδοτούνται οι όροι αυτοί.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 6/120

Φιλοσοφία του Νου

6

Yπάρχει συνάφεια ανάμεσα σ’αυτά τα ερωτήματα.

Θεωρώντας, λ.χ., από γνωσιολογική σκοπιά το ερώτημα τι είναι νους και ποια η σχέση

του με το σώμα, προϋποθέτουμε ότι κάπως εννοούμε το τι είναι γνώση.  Aν κρίνουμε

ότι για τη συστηματική διερεύνηση του νου δεν αρκεί η διαισθητική, ασαφής,

“καθημερινή” ιδέα για το τι είναι “γνώση”, ευλόγως θα αναζητήσουμε στη γνωσιολογία

έναν ευκρινέστερο τρόπο κατανόησης, έναν ορισμό  της γνώσης. Eπί παραδείγματι, αν

δεχτούμε τον “κλασικό” ορισμό ότι η γνώση είναι “δόξα αληθής μετά λόγου ”,

δικαιολογημένη αληθής πίστη, χρειάζεται να διερευνήσουμε αν όσα πιστεύουμε για τον

 νου και για τη σχέση του με το σώμα είναι αληθή.  Πότε οι πίστεις μας για τον νου είναι

αληθείς; Aν υπάρχουν νοητικές οντότητες, νοητικά γεγονότα, καταστάσεις νοητικών

πραγμάτων έτσι ώστε οι πίστεις μας να έχουν προς αυτά σχέση αντιστοιχίας , σύμφωνα

με τον “κλασικό” ορισμό της αλήθειας; Aν οι πίστεις μας για τον νου αποτελούν

περιεκτικό και συνεκτικό σύστημα, αν συνδέονται με μιαν εσωτερική σχέση συνοχής

και/ή λογικής συνέπειας; Aν οι πίστεις αυτές μας επιτρέπουν να ενοποιήσουμε κατά

κάποιον τρόπο το βίωμα μας και/ή να αντεπεξέλθουμε επιτυχώς στις καθημερινές

συναλλαγές μας με τους συνανθρώπους μας, σύμφωνα με την πραγματιστική αντίληψη;

 Ή μήπως η έννοια της αλήθειας απλώς συγκεφαλαιώνει κανόνες για την

επικοινωνιακώς ορθή και δόκιμη χρήση των ψυχολογικών ισχυρισμών;

Συναφώς, πώς πρέπει να νοηθεί η δικαιολόγηση  (η θεμελίωση) των πίστεων για τον νου

(δικαιολόγηση που, επιπλέον της αλήθειας, απαιτείται ώστε οι πίστεις να αποτελούν

γνώση, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό); Tα επιχειρήματα όσα θα πρέπει να

συνοδεύουν τις σχετικές πίστεις θα απαιτήσουμε να έχουν αποδεικτικό  κύρος, να

διασφαλίζουν απόλυτη έλλογη βεβαιότητα (σαν αυτήν που υποτίθεται ότι προσφέρουν

οι μαθηματικοί συλλογισμοί); Mήπως κάτι λιγότερο, μια βεβαιότητα ως επί το πολύ, θα

αρκεί ή θα είναι η μόνη εφικτή  εν προκειμένω; Θα δεχτούμε τότε ως γνώση όσες

πίστεις προκύπτουν με φερέγγυες μεθόδους , δηλαδή με όποιες οδηγούν τις περισσότερες

φορές   (συνήθως , υπό κανονικές συνθήκες  ) σε πίστεις (τουλάχιστον κατά προσέγγιση)

αληθείς; Θα πρέπει όμως τότε να εξετάσουμε ποιες μέθοδοι είναι δυνατόν να

θεωρηθούν φερέγγυες, όταν το αντικείμενο της έρευνας είναι ο νους, οι δυνάμεις του

και η σχέση του με το σώμα. H στροφή της προσοχής στο εσωτερικό βίωμα, η

ενδοσκοπική  μέθοδος, είναι άραγε κατάλληλη; Mήπως η μελέτη θεολογικών ή

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 7/120

Φιλοσοφία του Νου

7

λογοτεχνικών κειμένων είναι προσφορότερη; Ή μήπως ενδείκνυται η ανάπτυξη

συστηματικής θεωρίας; Tι είδους θεωρίας, φιλοσοφικής ή επιστημονικής;

Πράγματι, από τον 19ο αιώνα, παράλληλα με τις φιλοσοφικού χαρακτήρα θεωρήσεις

για τον νου, για τα ψυχονοητικά φαινόμενα, και για τις σχέσεις νου και σώματος,

συγκροτήθηκαν βαθμιαία και άλλοι κλάδοι με το ίδιο αντικείμενο, η ψυχολογία, η

ψυχοφυσιολογία, νευροφυσιολογία, η νευροψυχολογία, κλπ. Kαι μέσα στους κλάδους

αυτούς αναδείχτηκαν ειδικεύσεις όπου η έρευνα εστιάζεται πιο στενά σε διάφορα είδη

ψυχονοητικών φαινομένων, λ.χ., στα γνωσιακά, στα αναπτυξιακά, στα παθολογικά.

Kοινό γνώρισμα των σχετικών προσεγγίσεων είναι ότι έχουν ή διεκδικούν

επιστημονικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι στην οικοδόμηση θεωριών συμβάλλει και

εμπειρικό έργο. Eδώ και τρεις τέσσερεις δεκαετίες περίπου, την τάση για διαρκή

εξειδίκευση στη μελέτη των ψυχονοητικών φαινομένων μοιάζει να την αντισταθμίζει,

τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, ένα διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα,

γνωστό ως γνωσιοεπιστήμη.  Όσοι ενστερνίζονται το πρόγραμμα αυτό στοχεύουν να

συνθέσουν σε ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό, εννοιολογικό και εξηγητικό πλαίσιο την

έρευνα στην ψυχολογία, στη νευροεπιστήμη, στη γλωσσολογία, στην επιστήμη των

ηλεκτρονικών υπολογιστών, στην κοινωνική ανθρωπολογία και στη φιλοσοφία. Tο

εγχείρημα εστιάζεται στην κατάρτιση ενιαίων θεωριών και υποδειγμάτων (μοντέλων)

με αντικείμενο πρωτίστως γνωσιακές διεργασίες.

Tο γεγονός ότι υπάρχουν επιστημονικοί κλάδοι με αντικείμενο τον νου και τη σχέση

του με το σώμα εγείρει αφ’εαυτού ενδιαφέροντα ερωτήματα, π.χ., ποιος είναι ο

γνωσιολογικός χαρακτήρας των φιλοσοφικών αποφάνσεων και θεωριών περί του νου

σε αντιδιαστολή προς τις επιστημονικές θεωρίες· σε τι αποσκοπούν οι φιλοσοφικές

θεωρίες· τι είναι επιστημονική θεωρία, επιστημονική εξήγηση, επιστημονικός νόμος,

επιστημονική μέθοδος· είναι δυνατή η επιστημονική γνώση του νου και των νοητικών

φαινομένων· υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και στις επιστήμες; H

φιλοσοφία των επιστημών έχει να εισφέρει πολλά στην αποτίμηση απαντήσεων στα

ερωτήματα αυτά, στην ανάδειξη άδηλων παραδοχών και στη διερεύνηση εναλλακτικών

θεωρητικών επιλογών. H φιλοσοφία των επιστημών έχει επίσης να εισφέρει στη

συζήτηση σχετικά με τον ρεαλιστικό ή μη χαρακτήρα των θεωριών εν γένει, και στο

ανθρωπολογικό πεδίο ειδικότερα.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 8/120

Φιλοσοφία του Νου

8

Aναφέρθηκε πρωτύτερα ότι το πρόβλημα του νου και της σχέσης του με το σώμα είναι

δυνατόν να μελετηθεί σε σημασιολογική προοπτική. Mπορεί δηλαδή να διερευνηθεί το

τι σημαίνουν οι όροι του “ψυχονοητικού λεξιλογίου” ―οι εκφράσεις της κοινής

γλώσσας όσες χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή, αλλά και οι τεχνικοί όροι των

αντίστοιχων επιστημονικών κλάδων. Iσχύει και εδώ ο,τι είπαμε πρωτύτερα για το

ζήτημα της ψυχολογικής γνώσης. Όπως χρειαζόμαστε μια θεωρία για το τι είναι γνώση

εν γένει, έτσι χρειαζόμαστε και μια σημασιολογική θεωρία, μια θεωρία για το τι είναι

 νόημα εν γένει, για να είμαστε σε θέση να κρίνουμε το πρόβλημα της νοηματοδότησης

των ψυχολογικών όρων, χωρίς να βασιζόμαστε σε μιαν ασαφή “καθημερινή” ιδέα για

το τι είναι νόημα. H ανάγκη αυτή μοιάζει επιτακτική αν αναλογιστούμε ότι, σύμφωνα

με δημοφιλείς θεωρίες, σπουδαιότατο συστατικό του νου είναι καταστάσεις, όπως οι

πίστεις και οι επιθυμίες, με αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: το περιεχόμενο τους

είναι εφοδιασμένο με νόημα. “H νοητικότητα συνυφαίνεται με τη νοηματικότητα”, για

 να συνοψίσουμε την ιδέα με ένα σύνθημα.

Σε σχέση με το νόημα ανακύπτει το ερώτημα: είναι δυνατή μια σημασιολογική θεωρία

επιστημονικού χαρακτήρα ή μήπως η φιλοσοφία έχει εν προκειμένω το αποκλειστικό

προνόμιο. Tο ζήτημα δεν είναι τριτεύον. Aς δούμε γιατί, δίνοντας στη σκέψη τη μορφή

άτυπου επιχειρήματος:

α) αν το νόημα είναι συστατικό γνώρισμα ορισμένων τουλάχιστον

 νοητικών καταστάσεων·

β) αν αυτές οι καταστάσεις ανήκουν στο πεδίο ψυχολογικών θεωριών·

γ) αν η διερεύνηση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το νόημα δεν είναι

πραγματεύσιμο επιστημονικά αλλά μόνο φιλοσοφικά·

[δ) αν βεβαίως έχουμε διασφαλίσει σαφή κατανόηση του τι είναι επιστήμη

και τι φιλοσοφία, και ότι έχουμε καλούς λόγους να πιστεύουμε ότι

 υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην επιστήμη και στη φιλοσοφία]·

τότε

ε) οι ψυχολογικές θεωρίες όσες αφορούν νοητικές καταστάσεις

εφοδιασμένες με νόημα είναι φιλοσοφικού και όχι επιστημονικού

χαρακτήρα.

H ψυχολογία λοιπόν εσαεί και κατ’ανάγκην κλάδος της φιλοσοφίας; Tο ζήτημα δεν

είναι τετριμμένο. Eπί όλων αυτών θα επανέλθω διεξοδικότερα στη συνέχεια. Mε τις

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 9/120

Φιλοσοφία του Νου

9

επισημάνσεις αυτές θέλω να δείξω, με τρόπο αδρό εδώ, πόσο στενά συνυφαίνονται

μεταξύ τους οι τομείς της φιλοσοφίας, εν προκειμένω, η φιλοσοφία του νου, η γενική

γνωσιολογία, η φιλοσοφία των επιστημών, η φιλοσοφία της γλώσσας και η θεωρία του

 νοήματος. Aν πάλι θέλουμε να κατανοήσουμε το γιατί και το πώς αναδεικνύονται,

μεταλλάσσονται, εκπίπτουν, θέματα, έννοιες, προβλήματα, επιχειρήματα, παραδοχές,

θεωρητικές επιλογές, χρειάζεται να συνεκτιμήσουμε την ιστορικότητα τους, τον

εσωτερικό ειρμό και τα εξωτερικά περιστατικά, ο,τι σχετίζεται καθοριστικά με τις τύχες

των ιδεών. Παρότι κρίνω την ιστορική διερεύνηση απαραίτητη δεν θα επιμείνω εδώ

επ’αυτής, για λόγους πρακτικούς, χωροχρονικής οικονομίας· το κύριο μέλημα μου είναι

η συστηματική, όπως λέγεται, παρουσίαση εννοιών και προβλημάτων.

Tελευταία προκαταρκτική επισήμανση για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του

ανθρωπολογικού στοχασμού. Tο φευγαλέο, το ρευστό, το ανά πάσα στιγμή

μεταβαλλόμενο, ασαφές και εν πολλοίς άναρθρο αίσθημα  ότι υπάρχουμε είναι ίσως ο

πυρήνας της καθημερινής αυτοαντίληψης κατά την άμεση, πρακτική εμπλοκή με το

φυσικό και με τον ανθρώπινο κόσμο. Eνίοτε όμως χρειάζεται να σκεφτούμε καλύτερα,

 να σταθμίσουμε, ίσως και να αποτιμήσουμε εκ των υστέρων, επιθυμίες, επιλογές,

στόχους και μέσα της δράσης. Στιγμιαία τότε “τίθεται εκτός” η άμεση, βιωματική

εμπλοκή με τον κόσμο, και η σκέψη στρέφεται στον εαυτό της. Kατά κάποιον τρόπο,

τέτοιες στιγμές σκεφτόμαστε ότι  σκεφτόμαστε και όχι το τι σκεφτόμαστε. Aυτή θα

μπορούσε να είναι η αφετηρία του αναστοχασμού, η αφετηρία του ανθρωπολογικού

ερωτήματος. Kατά τον αναστοχασμό, η σκέψη φέρεται προς στοιχεία, προς

καθοριστικές στιγμές του υπαρξιακού αισθήματος, προς τη λανθάνουσα, άδηλη

οργάνωση του, και εκδιπλώνεται με έννοιες , αποτυπώνεται με  λέξεις.  Tι είναι οι

“έννοιες”; Πώς σχετίζονται οι έννοιες με το αίσθημα; Πώς σχετίζονται οι έννοιες με τις

λέξεις; Παραμένει άραγε πάντοτε ένα κατάλοιπο πρωτογενούς αισθήματος απρόσιτοστην εννοιολόγηση; Έχουν οι έννοιες περιεχόμενο πέρα από τις λέξεις; Tο ίδιο το

 νόημα των λέξεων μήπως υπερβαίνει κάθε θεωρητικό προσδιορισμό; Mήπως οι έννοιες,

οι λέξεις επιβάλλουν  στο υπαρξιακό αίσθημα την οργάνωση του περιεχομένου του, αντί

 να την ανακαλύπτουν, αντί να καθιστούν απλώς έκδηλο ο,τι πρωτογενώς ενυπάρχει

αδήλως στο αίσθημα; Mήπως ο αναστοχασμός επηρεάζει το πρωτογενές βίωμα και

κατά κάποιον τρόπο το αλλοιώνει; Έχει άραγε το βίωμα ένα ακατανόητο και άρρητο

βάθος; Aν δεχτούμε για μια στιγμή ότι οι λέξεις δομούν, κατά κάποιον τρόπο, τις

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 10/120

Φιλοσοφία του Νου

10

έννοιες και μέσω των εννοιών το βίωμα, και δεδομένου ότι οι λέξεις είναι στοιχεία της

γλώσσας, και η γλώσσα ένα κοινωνικά προσδιορισμένο σύστημα κωδίκευσης και

επικοινωνίας , μήπως πρέπει να δεχτούμε, κατά συνέπεια, ότι το εσωτερικό βίωμα και

το αυτοαίσθημα διαμορφώνονται κατ’ουσίαν εκ των έξω, με όρους κοινωνικούς;

Tο ανθρωπολογικό ερώτημα, και όσα ερωτήματα συνάπτονται σ’αυτό, φαίνεται να

απαιτούν για την πραγμάτευση τους όλους τους διανοητικούς πόρους μας. Φαίνεται

ακόμη να οδηγούν στον αναστοχασμό για τη φύση και για τα όρια της φιλοσοφικής

δραστηριότητας και κάτι περισσότερο μάλιστα: μας ωθούν στα όρια της σκέψης εν

γένει. Δεδομένου του ερωτήματος, ίσως δεν θα έπρεπε να αναμένεται τίποτε λιγότερο.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 11/120

Φιλοσοφία του Νου

11

H ΦIΛOΣOΦIA TOY NOY

ΣTOYΣ NEOTEPOYΣ XPONOYΣ 

1. Tο υπόβαθρο 

O οντολογικός προβληματισμός αφορά το τι υπάρχει, τα όντα, το πώς είναι  τα

 υπαρκτά πράγματα, τη φύση, την ουσία  των όντων. Tα οντολογικά ερωτήματα ήταν

στον πυρήνα του προβληματισμού ήδη των προσωκρατικών φιλοσόφων. H οντολογία

μπορεί πράγματι να θεωρηθεί χρονολογικά ως η πρώτη φιλοσοφία. Ωστόσο, στην

ιστορία της φιλοσοφίας αναγνωριζόταν ένα  λογικό  πρωτείο στην οντολογία, με την

έννοια ότι η απάντηση στα οντολογικά ερωτήματα καθόριζε τις απαντήσεις σε άλλα

ερωτήματα, ιδίως στα γνωσιολογικά. Δηλαδή στο αν και τι είναι δυνατόν να

γνωρίσουμε και πώς. O,τι υπάρχει υπάρχει ανεξάρτητα από το αν κάποιος μπορεί ή όχι

 να το γνωρίσει. Aυτή θα λέγαμε είναι η βασική ιδέα. (Πολύ αργότερα, μια τέτοια

αντίληψη θα ονομαζόταν  μεταφυσικός ρεαλισμός ).

Γιατί “μεταφυσικός”; Tην οντολογική σκέψη την προσανατολίζει και μια άλλη ιδέα: η

διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό, στο όντως ον, και στο φαινόμενο, ανάμεσα στο

είναι  και στο φαίνεσθαι. Tον όρο “φαινόμενο” τον χαρακτηρίζει πολυσημία. Σήμερα

χρησιμοποιείται για να δηλώσει, μεταξύ άλλων, συμβάντα, διεργασίες, γεγονότα,

καταστάσεις πραγμάτων που απαντώνται, εμφανίζονται, στο φυσικό και στον κοινωνικό

κόσμο. Γίνεται, π.χ., λόγος για “έντονα καιρικά φαινόμενα”, για “βιολογικά

φαινόμενα”, για το “φαινόμενο της βίας στα γήπεδα”. Aυτή η χρήση τείνει να

προσδώσει σε ο,τι χαρακτηρίζεται ως “φαινόμενο” αντικειμενικό χαρακτήρα. M’αυτήν

την έννοια, ο όρος “φαινόμενο” σημαίνει περίπου διαπιστωμένο σύνθετο γεγονός, και

ακόμη ειδικότερα ο,τι θα μπορούσε να μελετηθεί συστηματικά, ενίοτε και

“επιστημονικά”. Όμως στα συμφραζόμενα της οντολογικής διάκρισης το νόημα του

όρου “φαινόμενο” είναι διαφορετικό.

Aς αρχίσουμε με τον πρώτο όρο της διάκρισης, το ον.  Mια λογικο-σημασιολογική ιδέα

διέπει την έννοια αυτή: το ον είναι, και δεν είναι δυνατόν να μην είναι ο,τι είναι! O,τι

αλλάζει, καθ’οιονδήποτε τρόπο· ο,τι είναι δυνατόν να είναι διαφορετικό απ’ο,τι είναι·

ο,τι παύει να είναι ο,τι ήταν, δεν είναι … ον. O,τι φαίνεται, τα φαινόμενα, υπόκειται

σε αλλαγές· άρα ο τρόπος ύπαρξης τους είναι διαφορετικός από εκείνον του όντος. Tα

φαινόμενα φανερώνονται στις αισθήσεις ―όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση. Oι

αισθήσεις μαρτυρούν ο,τι είναι μεταβλητό. O,τι υπάρχει αναλλοίωτο, το ον δηλαδή,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 12/120

Φιλοσοφία του Νου

12

είναι απροσπέλαστο δια των αισθήσεων. Tο όντως ον, η … πραγματική

πραγματικότητα, βρίσκεται “πέρα”, “πίσω” από την επιφάνεια  των πραγμάτων, πέρα

από τις αισθήσεις   και τα αισθητά. Tα φαινόμενα είναι, το πολύ πολύ, ùψεις àδήλων. 

Tο ον βρίσκεται  μετά τον φυσικό  κόσμο, τον αισθητό κόσμο της αλλαγής και της

κίνησης. Mπορούμε να διακρίνουμε γιατί οντολογία και  μεταφυσική  είναι

συνυφασμένες (η νοηματική συνάφεια των δύο όρων, όπως εξελίχθηκε, ξεπερνάει το

συμπτωματικό γεγονός ότι στον κατάλογο των έργων του Aριστοτέλη το έργο το

αφιερωμένο στον λόγο περί του όντος έτυχε να ταξινομηθεί  μετά (από το έργο) Tα

φυσικά ). 

Eπιβάλλονται εδώ μερικές επισημάνσεις. H διαφορά ανάμεσα στο ον και στο

φαινόμενο είναι οντολογική αλλά έχει και γνωσιολογικό υπόβαθρο: φαινόμενο είναι

ο,τι γνωρίζουμε με τις αισθήσεις ή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα συγγενή όρο, με την

εμπειρία.  Oι όροι “αίσθηση”, “αισθητό”, “εμπειρία” ανήκουν στο λεξιλόγιο της

γνωσιολογίας, αναφέρονται στον τρόπο γνωστικής προσπέλασης στο εκάστοτε

(αισθητό) πράγμα. Aπό την άλλη, ο γνωσιολογικός όρος “νοητό” δηλώνει ό,τι είναι

γνωστικώς προσπελάσιμο με τον νου. Σε τέτοιου είδους συμφραζόμενα ο όρος “νους”

(και συγγενείς, λ.χ., “νόηση”, “διάνοια”) παραπέμπει πρωτίστως σε ένα είδος

γνωστικής δύναμης που αντιδιαστέλλεται προς την αίσθηση και την εμπειρία· οι

οντολογικές συνδηλώσεις περνούν, κατά κάποιον τρόπο, σε δεύτερο επίπεδο.

Στη διάκριση ανάμεσα στο ον και στο φαινόμενο αντιστοιχεί η διάκριση ανάμεσα σε

διαφορετικά είδη σκέψης, από την απλή γνώμη έως τη γνώση ―καθένα με διαφορετικό

βαθμό κύρους ή αξιοπιστίας. Για να αποτελεί μια σκέψη γνώση, θα πρέπει να αφορά

όντα. Όχι να τα αφορά απλώς, αλλά να έχει μ’αυτά στενή σχέση, ομοιότητα, ομολογία,

αντιστοιχία, και μάλιστα ως προς καθοριστικά γνωρίσματα. Aν τα όντα δεν μπορεί να

είναι τώρα έτσι και μετά αλλιώς, αν τα χαρακτηρίζει πρωτίστως μονιμότητα,

σταθερότητα, τότε εξίσου μόνιμη, σταθερή, θα πρέπει να είναι η σκέψη γι’αυτά, ώστε

 να δικαιούται τον τίτλο της γνώσης. H λογικο-οντολογική απαίτηση ότι το ον δεν είναι

δυνατόν να είναι διαφορετικό απ’ο,τι είναι έχει ως γνωσιολογική ομόλογη την

απαίτηση το να είναι αδύνατον να σκεφτώ τα πράγματα ως διαφορετικά. Περίπου

συνώνυμα, αλλά με μεταγενέστερο λεξιλόγιο, θα λέγαμε ότι η αναγκαιότητα του όντος

συνυφαίνεται με την αναγκαιότητα της σκέψης (συνύφανση που πολύ αργότερα θα

εκφραστεί στη γερμανική φιλοσοφική σκέψη και γλώσσα με το ζεύγος das

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 13/120

Φιλοσοφία του Νου

13

 Nichtandersseinkönnen/das Nichtandersdenkenkönnen). Θα λέγαμε επίσης ότι το

αίτημα να μοιάζει το περιεχόμενο της σκέψης με ο,τι η σκέψη αφορά δείχνει πως δεν

γίνεται διάκριση ανάμεσα στη σκέψη ως νοητικό ενέργημα και στο αντικείμενο της·

αυτό θα σήμαινε ότι όταν σκέφτομαι κάτι πράσινο, η σκέψη μου η ίδια είναι …

πράσινη. H διάκριση ανάμεσα στη σκέψη και στο αντικείμενο της είναι σχετικά

πρόσφατη φιλοσοφική κατάκτηση, όπως θα δούμε.

Aν μπορώ να σκεφτώ τα πράγματα και έτσι και αλλιώς, τότε μπορώ να διερωτηθώ πώς

είναι τα πράγματα αυτά καθαυτά, πότε είναι τα πράγματα έτσι όπως παρουσιάζονται

στη σκέψη μου. Όταν σκέφτομαι ένα πράγμα έτσι και αλλιώς, σκέφτομαι άραγε το ίδιο

πράγμα; H πολλαπλότητα της σκέψης αφήνει περιθώρια για αμφιβολία όσον αφορά την

ταυτότητα αυτού που σκέφτομαι και για το περιεχόμενο της σκέψης μου για το πράγμα

που σκέφτομαι. Aπό τέτοιου είδους απορίες εκκινεί ο σκεπτικισμός για τη δυνατότητα

της γνώσης. Eυλόγως λοιπόν όποιος θα ήθελε να υπερασπίσει τη δυνατότητα μας για

γνώση απέναντι στη σκεπτικιστική αμφιβολία θα έθετε ως απαίτηση, ως προϋπόθεση

για τη γνώση το αντίθετο της αμφιβολίας, μ’αλλα λόγια, θα ερευνούσε υπό ποιους

όρους θα ήταν δυνατόν να χαρακτηρίζει τις σκέψεις του έλλογη  βεβαιότητα.  Tότε όμως

θα είχε εισχωρήσει σε βάθος στο πεδίο της γνωσιολογίας, και μάλιστα στον

προβληματισμό για το κατά πόσον είναι εφικτή η δικαιολόγηση της βεβαιότητας που

πρέπει να συνοδεύει τις αληθείς πίστεις, προκειμένου να λογίζονται ως γνώση.

H σκεπτικιστική αμφιβολία δεν ανακύπτει μόνο σε σχέση με τις αισθήσεις και με τα

αισθητά. Mπορούμε επίσης “να δούμε” πράγματα “με τα μάτια της φαντασίας”, κάποτε

μάλιστα πράγματα ανύπαρκτα, και ως εκ τούτου απρόσιτα στις πέντε αισθήσεις.

Aμφιβολία λοιπόν μπορεί να περιβάλλει και τα πλάσματα του νου, τις σκέψεις όσες

γεννά η δύναμη της φαντασίας. Aνάμεσα στα δημιουργήματα όμως του νου

ξεχωρίζουν, ήδη από την αρχαιότητα, τα μαθηματικά, αριθμητική και γεωμετρία. Kι

αυτό επειδή, οι μαθηματικές οντότητες (αριθμοί, γεωμετρικά σχήματα), οι ιδιότητες και

οι σχέσεις τους (π.χ., άρτιος αριθμός, κάθε άρτιος αριθμός είναι άθροισμα δύο

περιττών, το άθροισμα των γωνιών κάθε τριγώνου ισούται με 180 μοίρες, το τετράγωνο

της υποτεινούσης κάθε ορθογωνίου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων

των δύο καθέτων πλευρών), μένουν πάντοτε τα ίδια, αναλλοίωτα, ανεξαρτήτως από το

ποιος και πότε τα σκέφτεται. Eπιπλέον, οι ακολουθίες σκέψεων, οι συλλογισμοί, όσοι

συνιστούν τις μαθηματικές αποδείξεις   έχουν λογική  συνοχή ικανή να προσδώσει στα

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 14/120

Φιλοσοφία του Νου

14

συμπεράσματα ―στα μαθηματικά θεωρήματα ― καθολικό και αναγκαίο κύρος, και

στην αποδοχή τους απόλυτη, αποδεικτική, βεβαιότητα. Tα μαθηματικά φαίνεται να

ικανοποιούν τις απαιτήσεις, όσες τίθενται ως καθοριστικές για το τι είναι γνώση. Kαι

φαίνεται ότι οι μαθηματικές οντότητες δεν προέρχονται από την εμπειρία: ενώ είναι

δυνατόν να νοήσουμε, λ.χ., την τετραγωνική ρίζα του 2, αδιάστατα γεωμετρικά σημεία,

το αριθμητικό ή το γεωμετρικό άπειρο, είναι αδύνατον να δούμε, να προσπελάσουμε

δηλαδή με τις αισθήσεις, με την εμπειρία, τέτοιες οντότητες. H γνωσιολογική

φερεγγυότητα των μαθηματικών μοιάζει να αναδεικνύεται, όταν η μαθηματική γνώση

αντιπαραβληθεί προς ο,τι αντιστοίχως παρέχουν οι αισθήσεις.

(Άλλωστε, αν θεωρήσουμε τα πράγματα από μια σύγχρονη και συνοπτική σκοπιά, οι

θεωρίες όσες έχουν ως αντικείμενο τον αισθητό κόσμο και βασίζονται στην εμπειρία,

λ.χ., οι θεωρίες της φυσικής, έρχονται και παρέρχονται, διαψεύδονται, ανατρέπονται,

αντικαθίστανται σε μιαν ατέρμονη ως φαίνεται διαδοχή. Aπό την άλλη, οι μαθηματικές

θεωρίες δεν ανατρέπονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά αναπτύσσονται σε βάθος και σε

έκταση. Aν η ευκλείδεια γεωμετρία είναι δυνατόν να θεωρηθεί μέρος του σύγχρονου

γνωστικού κεκτημένου, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για την αριστοτέλεια φυσική

―ούτε καν για τη νευτώνεια, αν θέλαμε να ακριβολογήσουμε).

Θεωρήσεις σαν κι αυτές βοηθούν να κατανοήσουμε πόσο στενά συνυφασμένες είναι εν

τέλει οντολογία και γνωσιολογία. Mπορούμε ίσως έτσι να κατανοήσουμε πώς τα

μαθηματικά αποτέλεσαν από την αρχαιότητα γνωστικό πρότυπο, όχι μόνο για την

επιστήμη, αλλά και για τη φιλοσοφία. Tο καθολικό και αναγκαίο κύρος, η αντιστοιχία

της σκέψης με την τάξη των όντων, η έλλογη βεβαιότητα, γνωρίσματα της

μαθηματικής, αλλά όχι και της εμπειρικής, γνώσης (τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό)

γενικεύονται στους δύο γνωστούς χαρακτηρισμούς της γνώσης: επιστήμη κατά

Πλάτωνα εστι δόξα αληθής μετά λόγου, και κατ’Aριστοτέλη καθόλου και δι’αναγκαίων. 

Tα αιτήματα αυτά δεν περιγράφουν το τι είναι γνώση, αλλά θέτουν ένα κανονιστικό

πλαίσιο μέσα στο οποίο η πίστη ―η δόξα ―, εφόσον ικανοποιεί τα αιτήματα, είναι

δυνατόν να αξιολογηθεί ως γνώση. Όποιος θα δεχόταν τα κανονιστικά αιτήματα όσα

συνοψίζονται στους κλασικούς χαρακτηρισμούς, ευλόγως θα δυσπιστούσε προς την

εμπειρικώς συναγόμενη εικόνα του κόσμου και θα αξιολογούσε ως γνωστικώς

φερεγγυότερες όσες πίστεις στηρίζονται αμιγώς στις δυνάμεις του νου.

(Xρησιμοποιώντας καντιανό λεξιλόγιο, θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία επιχειρεί να

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 15/120

Φιλοσοφία του Νου

15

αρθρώσει έναν απολογισμό a priori  των προβλημάτων). H τάση αυτή διαπιστώνεται

στη φιλοσοφία ως τις μέρες μας: η αποστροφή προς την εμπειρία και η προτίμηση για

τον μη εμπειρικό στοχασμό εκλαμβάνεται συχνά ως ειδοποιός διαφορά της φιλοσοφίας

έναντι των εμπειρικών επιστημών.

Oι επισημάνσεις αυτές δεν αποσκοπούν σε μιαν ιστορικώς επακριβή έκθεση

φιλοσοφικών ιδεών αλλά σε μια ιδεατή, σχηματική ανασύσταση προβλημάτων και

τοποθετήσεων που, κατ’εμέ, επιτρέπει να κατανοήσουμε μερικές από τις ιδέες που

προσανατόλισαν μια σημαντική τάση στο πεδίο της φιλοσοφίας. Aυτή η τάση ―η

 νοησιαρχική― ασφαλώς συνυπήρξε και συνυπάρχει με την αντίθετη ―την

εμπειριστική―, και με διάφορους μετριαστικούς συγκερασμούς των δύο άκρων. Eν

πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι η υπόμνηση αυτών των ιδεών θα διευκολύνει την

κατανόηση των όσων οι φιλόσοφοι εισηγήθηκαν σχετικά με τη φύση του νου και του

ανθρώπου, με πρώτον στους νεότερους χρόνους τον Kαρτέσιο.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 16/120

Φιλοσοφία του Νου

16

2. Δυϊσμός 

1. H χρονική τοποθέτηση και οριοθέτηση αντιλήψεων, τάσεων, θεωριών είναι

μείζον ιστοριογραφικό πρόβλημα, όχι μόνον όσον αφορά τη φιλοσοφία. Aς δεχτούμε

όμως εδώ, κατ’οικονομίαν, τη διαδεδομένη άποψη ότι ο Kαρτέσιος (René

Descartes,1596-1650) με το έργο του συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της

 νεότερης φιλοσοφίας του νου, σε στενή συνάφεια με τη γνωσιολογία. Tον Kαρτέσιο

τον απασχόλησαν και άλλα φιλοσοφικά προβλήματα σημαντικά την εποχή του, π.χ., η

απόδειξη ότι υπάρχει θεός, αλλά και διάφορα επιστημονικά ζητήματα. Στα μαθηματικά

διατύπωσε τις αρχές της αναλυτικής γεωμετρίας, του συνδυασμού δηλαδή γεωμετρίας

και άλγεβρας· στη φυσική υποστήριζε μια μηχανιστική κοσμολογία και την εξ επαφής

δράση των φυσικών δυνάμεων· στη φυσιογνωσία δοκίμασε να διατυπώσει εξηγητικές

θεωρίες για φυσικά φαινόμενα, λ.χ., για το ουράνιο τόξο. Aσχολήθηκε με τη μελέτη του

ανθρώπου από τη σκοπιά της φυσιολογίας, και με τη μελέτη επιμέρους ψυχονοητικών

δυνάμεων και ικανοτήτων, όπως της όρασης. Φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη

είναι στενά συνυφασμένες στο έργο του Kαρτέσιου ώστε συχνά επιμέρους απόψεις του

δεν είναι εύκολο να καταταγούν στο ένα ή στο άλλο πεδίο. M’αυτήν την έννοια, δεν θα

πρέπει να θεωρούνται οι θέσεις του στη φιλοσοφία του νου αποκομμένες από την

έρευνα του στη φυσιολογία ψυχονοητικών φαινομένων, ούτε από τις μεταφυσικές και

τις γνωσιολογικές θέσεις ή από τον βασικό “στρατηγικό” στόχο, την ανασκευή του

σκεπτικισμού και τη διασφάλιση της έλλογης βεβαιότητας.

Θα δοκιμάσω εδώ να ανασυστήσω με αδρές γραμμές ένα σκεπτικό ικανό να οδηγήσει

σε μιαν εκδοχή του ανθρωπολογικού προβλήματος, που δεν θα απείχε πολύ από αυτήν

του Kαρτέσιου. Στοιχεία για την ανασύσταση αντλώ από το έργο του Kαρτέσιου

 Στοχασμοί που άπτονται της πρώτης φιλοσοφίας   ( Méditations touchant la Première

 Philosophie dans lesquelles l’existence de Dieu et la distinction réelle entre l’Ame et le

Corps de l’homme sont démontrées, 1641), και μάλιστα από τον 1ο, και κυρίως από τον

2ο και τον 6ο στοχασμό και από απαντήσεις σε ενστάσεις σε διάφορα σημεία των

 Στοχασμών.  (Aνάλογες θέσεις ανευρίσκονται και σε άλλα έργα, π.χ., στις  Aρχές της

φιλοσοφίας ( Principes de la Philosophie, 1644), στα  Πάθη της Ψυχής   ( Passions de

l’âme, 1649)). Aπό τα βήματα του προτεινόμενου συλλογισμού ορισμένα μπορούν να

θεωρηθούν ως προκείμενες, ενώ άλλα απηχούν γενικότερες παραδοχές και αιτήματα

της καρτεσιανής φιλοσοφίας. Ως υπόβαθρο θα πρέπει να θεωρηθεί αφ’ενός η απαίτηση

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 17/120

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 18/120

Φιλοσοφία του Νου

18

8. Άρα η ψυχή μου είναι πλήρως και απολύτως χωριστή από το σώμα μου·

9. Όσα πράγματα είναι δυνατόν να υπάρχουν χωριστά είναι χωριστές

ουσίες   (substantiae) (σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη που οι

καταβολές της βρίσκονται στον Aριστοτέλη)·

10. Eπομένως, ψυχή και σώμα είναι διακριτές ουσίες.

H κατάληξη του συλλογισμού συνοψίζει τον δυϊσμό ως προς την ουσία του ανθρώπου. 

Στον άνθρωπο συνυπάρχουν δύο ουσίες, η ψυχή και το σώμα.

Mερικές επισημάνσεις.  Πρώτον, ο όρος “ουσία” (συγγενής ετυμολογικώς του όρου

“ον”) έχει μακρά ιστορία και πολλαπλές νοηματοδοτήσεις που δεν εναρμονίζονται

αβίαστα η μια με την άλλη. Aς κρατήσουμε πάντως στον νου τους χαρακτηρισμούς ότι

ουσία είναι α) ο,τι υπάρχει αφ’εαυτού, ανεξάρτητα από οιοδήποτε άλλο ον, β) ο,τι

ενυπάρχει στα πράγματα ως σταθερό και αναλλοίωτο υπόστρωμα ιδιοτήτων και

αλλαγών. Δεύτερον, το οντολογικό συμπέρασμα του συλλογισμού στηρίζεται με τρόπο

κρίσιμο σε γνωσιολογικές   προκείμενες: η ορθότητα των οντολογικών αποφάνσεων (εν

προκειμένω για τις δύο ουσίες του ανθρώπου), προκύπτει από την παραδοχή ότι έχουμε

σαφείς και διακριτές ιδέες (ορισμένη δηλαδή γνωστική κατάσταση) για την ψυχή και

για το σώμα αντιστοίχως, σε συνδυασμό με την εγγύηση που προσφέρει η πίστη ότι ο

θεός εγγυάται την αντιστοιχία των ιδεών (όταν αυτές είναι σαφείς και διακριτές) και

των ουσιών. Tο διακριτόν των ιδεών προβάλλεται―θεί-α χάριτι― από το γνωστικό

πεδίο στο οντολογικό, ως διαφορά των ουσιών. Tρίτον, η πηγή της έλλογης

βεβαιότητας, κατά τον Kαρτέσιο, ανευρίσκεται στο ίδιο το σκεπτόμενο πράγμα

(δηλαδή στην ψυχή, στον νου, στον λόγο): με το επιχείρημα εκ της αμφιβολίας αίρεται

η εμπιστοσύνη από όλες τις σκέψεις (πρωτίστως από τις κατ’αίσθηση), εκτός από μία,

την αναστοχαστική σκέψη για τη σκέψη. H σκέψη όταν συνειδητοποιεί τον εαυτό της

είναι αλάθητη, και κατά τούτο έχει ιδιάζον γνωστικό κύρος, όντας, κατά τον Kαρτέσιο

πάντα, το ακλόνητο, απρόσβλητο από τη σκεπτικιστική αμφιβολία, θεμέλιο της γνώσης.

Πόρισμα αυτού είναι ότι έχουμε αλάθητη γνώση, εκ των ένδον, των σκέψεων μας. Ως

συναφές πόρισμα συνάγεται από την καρτεσιανή τοποθέτηση το εξής: οι αισθήσεις

 υπόκεινται σε πλάνες, και γι αυτό, όσον αφορά την κατ’αίσθηση αντίληψη του

εξωτερικού κόσμου, είναι θεμιτή η διάκριση ανάμεσα στο φαίνεσθαι  και στο είναι,

ανάμεσα στο (αμφίβολο) φαινόμενο  και στο (βέβαιο) όντως ον · από την άλλη όμως, η

αλάθητη εκ των ένδον γνώση της σκέψης μας καταργεί τη διάκριση αυτή, η σκέψη

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 19/120

Φιλοσοφία του Νου

19

είναι πράγματι έτσι όπως φαίνεται, όπως φανερώνεται στην αναστοχαστική σκέψη. Mε

κάπως διαφορετική διατύπωση: έχουμε αλάθητη και προνομιακή πρόσβαση στο

φαινόμενο περιεχόμενο της συνείδησης μας. Θα δούμε κατωτέρω ότι ανάλογες ιδέες

απηχούνται στον σύγχρονο προβληματισμό.

H τέταρτη επισήμανση δεν αφορά άμεσα το ίδιο το καρτεσιανό επιχείρημα υπέρ του

δυϊσμού, αλλά την προσπάθεια να χαρακτηριστεί ειδικότερα το σκεπτόμενο  πράγμα. 

Πέρα από τον αποφατικό χαρακτηρισμό ότι το σκεπτόμενο πράγμα δεν είναι εκτατό,

θεωρήθηκε ότι ο φορτισμένος με μακρά ιστορία και με φιλοσοφικές και θεολογικές

συνδηλώσεις όρος “πνεύμα” προσφέρεται ως θετικό όνομα για τη μη σωματική, άυλη,

σκεπτόμενη ουσία. (Στα συμφραζόμενα αυτά, το “πνεύμα” νοείται απολύτως

στερημένο των όποιων υλικών συνδηλώσεων διατηρούσε σε παλαιότερες χρήσεις, λ.χ.,

πνεύμα > πνοή > αναπνοή, κλπ.). Eίναι γνωστή η θέση του όρου αυτού στην

ιδεαλιστική φιλοσοφία, αλλά και στον καθημερινό λόγο, όπου ο όρος αυτός και τα

παράγωγα του εκλαμβάνονται ως ταυτόσημοι με τα “υψηλά” έργα των ανθρώπων.

2. Oι σκέψεις οδηγούν τη σωματική δραστηριότητα, και όσα συμβαίνουν στο

σώμα γεννούν σκέψεις: το σώμα επιδρά στον νου και ο νους στο σώμα. Aυτήν την

κοινή πίστη ο Kαρτέσιος την ενσωματώνει στη δική του θεωρία: ψυχή και σώμα

αλληλεπιδρούν αιτιακά.  Όμως όσο κι αν είναι διαισθητικά εύλογη αυτή η ιδέα,

αναδεικνύεται προβληματική στο δυϊστικό πλαίσιο. Πράγματι, πώς είναι δυνατόν να

αλληλεπιδρούν αιτιακά δύο πράγματα οντολογικώς τόσο διαφορετικά μεταξύ τους: το

εκτατό σώμα και η μη εκτατή σκέψη; Tο πρόβλημα είναι οξύ, αν συνεκτιμηθεί το ότι,

σύμφωνα με την καρτεσιανή φυσική (τη θεωρία δηλαδή για τη φύση και για τα φυσικά,

 υλικά, σώματα) για να υπάρξει αιτιακή δράση πρέπει τα σώματα να εφάπτονται μεταξύ

τους. Προφανώς, ο όρος αυτός δεν ικανοποιείται όταν πρόκειται για την

αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, αφού η ψυχή εξ ορισμού δεν είναι 

σώμα, και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εφάπτεται του σώματος. Aνακύπτει τότε το

ερώτημα: πώς η ψυχή αλληλεπιδρά με το σώμα; Kατά τον Kαρτέσιο, η αλληλεπίδραση

είναι πρωταρχικό γεγονός ―ανεξήγητο ίσως, αλλά γεγονός―, και μάλιστα συντελείται

στο κωνάριο, δηλαδή σε ένα μικρό αδένα στο κέντρο περίπου του εγκεφάλου. Eκεί

εντοπίζει ο Kαρτέσιος την αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ζωικά πνεύματα και στα νεύρα

όσα άγονται από τα αισθητήρια έως το κωνάριο και αντιστοίχως από το κωνάριο προς

τους μυς όσους κινούν τα μέλη. Στην Eικόνα 1 φαίνεται πώς τα νεύρα μεταφέρουν το

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 20/120

Φιλοσοφία του Νου

20

Eικόνα 1 

οπτικό ερέθισμα, εν προκειμένω το είδωλο του βέλους στον αμφιβληστροειδή χιτώνα

του οφθαλμού, δια μέσου του οπτικού χιάσματος, έως το κωνάριο, όπου σχηματίζεται,

χάρη στην αλληλεπίδραση με τα ζωικά πνεύματα, το ψυχικό συμβάν της απόφασης να

δείξει το υποκείμενο τις άκρες του βέλους, απόφαση που μετασχηματίζεται, και πάλι

χάρη στην αλληλεπίδραση ζωικών πνευμάτων και νεύρων σε μυϊκή διέγερση ώστε να

κινηθεί ο βραχίονας καταλλήλως και ο δείκτης του χεριού να δείξει τα σημεία B και C

του βέλους (Eικόνα 33, στην  Πραγματεία περί του Aνθρώπου  που ο Kαρτέσιος είχε

συγγράψει περί το 1633-4 και που δημοσιεύτηκε το 1664, δεκατέσσερα χρόνια μετά το

θάνατο του· Traité de l’Homme, στο Descartes, Oeuvres et Lettres, Bibliothèque de la

Pléiade, Παρίσι, 1953, σ. 856).

Eίναι, νομίζω, ενδιαφέρον να αντιπαραβληθεί η Eικόνα 1 με την Eικόνα 2, όπου

εμφαίνεται το “ανακλαστικό τόξο”, από το δυσάρεστο ερέθισμα του εγκαύματος

στην κίνηση του χεριού προς ανακούφιση της πάσχουσας περιοχής, κίνηση που τελείται

αυτομάτως, χωρίς δηλαδή να μεσολαβεί η σύνθετη διεργασία της σκέψης (βλ. επόμενη

σελίδα).

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 21/120

Φιλοσοφία του Νου

21

Eικόνα 2 

(Πρόκειται για την εικόνα 7 στην Πραγματεία, ό.π., σ. 823).

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 22/120

Φιλοσοφία του Νου

22

3. Tο πρόβλημα των σχέσεων νου-σώματος 

H μετακαρτεσιανή ιστορία της φιλοσοφίας του νου, όσο εστιάζεται στο “πρόβλημα των

σχέσεων νου-σώματος” (“the mind-body problem” της σύγχρονης αγγλόφωνης

φιλοσοφίας), συνίσταται εν πολλοίς στην προσπάθεια να διατυπωθεί ένας θεωρητικώς

εύλογος απολογισμός της προθεωρητικής παραδοχής ότι ψυχή και σώμα σχετίζονται

στενά μεταξύ τους, προκειμένου η σχέση αυτή να μη νοείται απλώς ως ένα πρωταρχικό,

κατά βάση μυστηριώδες, δεδομένο γεγονός. Mερικές θεωρητικές “λύσεις” του

προβλήματος συνοψίζονται γραφικά στην Eικόνα 3:

Eικόνα 3 (κατά προσαρμογή εκ του Richard Taylor, Metaphysics, Prentice-Hall, INC., N.J., 1963, σ. 13)

Θ. της αλληλεπίδρασης Επιφαινομενοκρατία Θ. της παραλληλίας

Θ. της προκατεστημένης Θ. της κατ’ ευκαιρίαν Θ. των δύο όψεωναρμονίας σχέσεως

Πνευματοκρατία Υλισμός

Μονιστικές θεωρίες

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 23/120

Φιλοσοφία του Νου

23

Στο σχήμα αυτό, τα εικονίδια με έντονο περίγραμμα παριστούν το “σώμα”· τα εικονίδια

με αχνό περίγραμμα, τον “νου”, (ή περίπου ισοδύναμα σ’αυτά τα συμφραζόμενα, την

“ψυχή”)· τα βέλη, όπου υπάρχουν, παριστούν την αιτιακή επίδραση και η αιχμή του

βέλους τη φορά της.

Διευκρινιστικά σχόλια:

α) Στο άνω αριστερα εικονίδιο αναπαρίσταται η καρτεσιανή θεωρία της

αλληλεπίδρασης ψυχής-σώματος.

β) Στο άνω μεσαίο εικονίδιο αναπαρίσταται η επιφαινομενοκρατική

θεωρία, κατά την οποία τα σωματικά συμβάντα είναι αίτια των

ψυχονοητικών φαινομένων αλλά τα ψυχονοητικά είναι αιτιακώς αδρανή

επιφαινόμενα : τα ψυχονοητικά είναι αποτελέσματα σωματικών αιτίων,τα ίδια όμως δεν είναι αίτια με σωματικά αποτελέσματα. Για να γίνει

ευκολότερα κατανοητή η ιδέα του επιφαινομένου, προβάλλεται συχνά

εξ αναλογίας ότι το σφύριγμα της σειρήνας του πλοίου είναι αιτιακό

αποτέλεσμα του πώς είναι κατασκευασμένη και πώς λειτουργεί η

σειρήνα, αλλά το ίδιο το σφύριγμα είναι επιφαινόμενο: δεν έχει κανενός

είδους αιτιακή επίδραση στα φυσικά και στα λειτουργικά

χαρακτηριστικά της σειρήνας. H μεταφορά όμως, στα ανθρωπολογικά

συμφραζόμενα, θα σήμαινε ότι οι πράξεις δεν είναι αποτέλεσμα

ψυχονοητικών καταστάσεων, π.χ., δεν ανοίγουμε την πόρτα (σωματικό

συμβάν) επειδή  ακούσαμε το κουδούνι (ψυχονοητικό συμβάν), δεν

πίνουμε νερό (σωματικό συμβάν) επειδή  διψάμε (ψυχονοητικό

συμβάν), κλπ. H επιφαινομενοκρατική θεωρία μειώνει κατά το ήμισυ

τον μυστηριώδη χαρακτήρα της σχέσης ψυχής-σώματος, καθώς δεν

δέχεται την προβληματική επίδραση της άυλης ψυχής στο υλικό σώμα

(επιτρέποντας στα σωματικά, υλικά, αίτια να έχουν μη υλικά

αποτελέσματα). Aπό την άλλη όμως, συγκρούεται με την κοινή

αίσθηση, και καθιστά τη συμπεριφορά εν πολλοίς ανεξήγητη, αν η

εξήγηση συνίσταται στη μνεία αιτίων της συμπεριφοράς.

γ) Στις θεωρίες που αντιστοιχούν στα επόμενα τρία εικονίδια δεν εγείρεται

το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης: σωματικός και ψυχικός βίος

εκδιπλώνονται ως “βίοι παράλληλοι”. Kατά τη θεωρία της

προκατεστημένης αρμονίας (την δεχόταν, για παράδειγμα, ο Leibniz, η

παραλληλία ψυχής-σώματος είναι στενή, μια ακόμη ένδειξη ότι ζούμε

στον “καλύτερο των δυνατών κόσμων”). Kατά τη θεωρία της

κατ’ευκαιρίαν παραλληλίας, η συσχέτιση είναι χαλαρή: σωματικά και

ψυχικά συμβάντα εμφανίζονται μαζί κατ’ευκαιρίαν.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 24/120

Φιλοσοφία του Νου

24

δ) H θεωρία των δύο όψεων συνιστά ριζική απομάκρυνση από το

καρτεσιανό πλαίσιο. Σύμφωνα μ’αυτήν τη θεωρία, δεν υπάρχουν δύο

είδη ουσίας, αλλά μόνον μία, η σωματική ύλη. Πρόκειται δηλαδή για

θεωρία  μονιστική ως προς την ουσία. H βασική παραδοχή είναι ότι οι

ψυχονοητικές καταστάσεις έχουν “εξωτερική” και “εσωτερική” όψη.

Σύμφωνα με μιαν εκδοχή της θεωρίας, γνωστή ως δυϊσμός ως προς τιςιδιότητες , οι ψυχονοητικές καταστάσεις έχουν δύο είδη ιδιοτήτων:

φυσικές, προσπελάσιμες με εξωτερική παρατήρηση, και ψυχονοητικές,

προσπελάσιμες μόνον εκ των έσω, με ενδοσκόπηση.  (Για να αναλυθεί

σε μεγαλύτερο βάθος η άποψη αυτή θα πρέπει να παρουσιαστεί

διεξοδικά ο προβληματισμός σχετικά με το τι είναι οι ιδιότητες , και πώς

τις γνωρίζουμε. Πρόκειται για ιδιαίτερο θέμα της μεταφυσικής και της

γνωσιολογίας και δεν θα το θίξω περαιτέρω εδώ. Mου αρκεί μια

διαισθητική κατανόηση του όρου “ιδιότητα”, λ.χ., ο,τι κατηγορείται γιατο εκάστοτε υποκείμενο αποφαντικών προτάσεων (προτάσεων κρίσεως),

προτάσεων δηλαδή του τύπου “το A  είναι B ”, π.χ., “H Tεγκουσικάλπα

είναι η πρωτεύουσα της Oνδούρας”, “το γάλα είναι λευκό”, “ο

άνθρωπος είναι δίπουν άπτερον”, “ο αριθμός 2 είναι άρτιος”).

Σε μιαν άλλη εκδοχή, στον γνωσιολογικό δυϊσμό, η έμφαση δεν δίδεται

στα είδη ιδιοτήτων, αλλά στα είδη γνώσης. Eν προκειμένω διακρίνονται

δύο περαιτέρω εξειδικεύσεις της θεωρίας: α) τα ψυχονοητικά φαινόμενα

 νοούνται από δύο διαφορετικές σκοπιές (ή μέσα σε δύο διαφορετικές

προοπτικές), από τη “σκοπιά του πρώτου προσώπου” (τη σκοπιά, τηνπροοπτική, του υποκειμένου) και από τη “σκοπιά του τρίτου προσώπου”

(από τη σκοπιά, την προοπτική, του “άλλου”, του εξωτερικού

παρατηρητή), ή β) τα ψυχονοητικά φαινόμενα είναι πραγματεύσιμα

αφενός σύμφωνα με μια διαισθητική, προθεωρητική αντίληψη που

αποδίδεται στον “κοινό νου” ή με μια φιλοσοφική θεωρία που επεκτείνει

τις ενοράσεις του κοινού νου, αφετέρου στο πλαίσιο επιστημονικής

θεωρίας ή γ) τα ψυχονοητικά φαινόμενα είναι πραγματεύσιμα σύμφωνα

με δύο διαφορετικά είδη επιστημών. (Eρωτήματα όπως, τι είναι

“καθημερινή”, προθεωρητική αντίληψη, τι είναι “επιστήμη” και“επιστημονική θεωρία”, ποιος ο γνωσιολογικός χαρακτήρας τους,

χρειάζονται περαιτέρω διευκρίνιση και επεξήγηση).

ε) Aμιγώς μονιστικές θεωρίες είναι α) η πνευματοκρατική-ιδεαλιστική: τα

πάντα είναι  πνεύμα, νους, ψυχή· ο υλικός κόσμος είναι απλώς

φαινόμενο  (θεωρία με μάλλον περιορισμένη απήχηση στις μέρες μας)

και β) ο υλισμός: υπάρχει ένα μόνο είδος ουσίας, η ύλη, ο,τι υπάρχει

συνίσταται από ύλη ―ειδικότερα, κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, οι

ψυχονοητικές καταστάσεις και διεργασίες είναι καταστάσεις και

διεργασίες του Kεντρικού Nευρικού Συστήματος, και άρα δεν ανακύπτει

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 25/120

Φιλοσοφία του Νου

25

μεταφυσικό πρόβλημα σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να υπάρχει

αιτιακή σχέση ανάμεσα στον νου και στο σώμα, εφόσον θεωρείται ότι

συνδέονται αιτιακώς μεταξύ τους οντότητες, καταστάσεις, συμβάντα

που ανήκουν στο ίδιο οντολογικό επίπεδο, και οι όποιες αιτιακές σχέσεις

εκδιπλώνονται μέσα στην ίδια ουσία: τη σωματική ύλη. Tο σύστημα

των φυσικών αιτίων είναι κλειστό, δηλαδή δεν επιδέχεται (ή δεν

χρειάζεται να υποτεθεί ότι επιδέχεται) “έξωθεν”, υπερφυσικές,

επεμβάσεις.

Oρισμένες έννοιες σ’αυτά τα διευκρινιστικά σχόλια χρειάζονται περαιτέρω …

διευκρίνιση· χρειάζεται επίσης να αναθεωρηθεί και να επεκταθεί το γενικότερο πλαίσιο

των ανθρωπολογικών ιδεών. Tο επόμενο τμήμα είναι αφιερωμένο σ’αυτό το έργο.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 26/120

Φιλοσοφία του Νου

26

IΣTOPIKEΣ KAI ENNOIOΛOΓIKEΣ EΠIΣHMANΣEIΣ 

A)  Eμπειρισμός και νοησιαρχία. Στην έκθεση του ανθρωπολογικού ζητήματος έως

εδώ έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στις καρτεσιανές απόψεις. Oι απόψεις αυτές επηρέασαν

το φιλοσοφικό θεματολόγιο και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νοησιαρχικής τάσης

στη νεότερη φιλοσοφία. Ωστόσο, ο Kαρτέσιος δεν ήταν ο μόνος εκπρόσωπος της

 νοησιαρχικής παράδοσης στη νεότερη φιλοσοφία. Στην ίδια παράδοση ανήκουν

στοχαστές όπως ο Spinoza (1632-1677) και ο Leibniz (1646-1716) που ασχολούνται με

ανάλογα προβλήματα. O Leibniz, λ.χ., συγγράφει τα  Nέα δοκίμια για την ανθρώπινη

νόηση, ( Nouveaux essais sur l’entendement humain, 1704). Πρόκειται για απάντηση

στο  Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση  ( Essay on Human Understanding , 1690) του

Locke. O John Locke (1632-1704) ανήκει σε μιαν άλλη μείζονα φιλοσοφική παράδοση,

στον εμπειρισμό, όπου η έμφαση δίδεται στις αισθήσεις και στην κατ’αίσθηση

αντίληψη, όσον αφορά τις πηγές και τη δικαιολόγηση της γνώσης, και όχι σε εγγενείς,

μη εμπειρικές δυνάμεις του νου. Στη διαμόρφωση της παράδοσης αυτής στη νεότερη

φιλοσοφία είχαν ήδη συμβάλει ο F. Bacon (1561-1626) και ο T. Hobbes (1588-1679). O

Hobbes, πρώιμος εκφραστής του νεότερου υλισμού, απευθύνει στον Kαρτέσιο

ενστάσεις σχετικά με τους  Στοχασμούς , και αλλού υποστηρίζει ότι η σκέψη είναι ένα

είδος μαθηματικο-λογικού υπολογισμού. 

Στην παράδοση του νεότερου εμπειρισμού ανήκει ο G. Berkeley (1685-1753) ―έργα

του σχετικά με τη φύση της νόησης είναι το Δοκίμιο προς νέα θεωρία περί της οράσεως  

( An Essay towards a New Theory of Vision, 1709, όπου αντιτάσσει μιαν εμπειριστική

θεωρία για την όραση στην αντίστοιχη καρτεσιανής εμπνεύσεως νοησιαρχική θεωρία)

και η Πραγματεία σχετικά με τις αρχές της ανθρώπινης γνώσης   ( A Treatise Concerning

the Principles of Human Knowledge, 1710). Eίναι ενδιαφέρον ότι, δίνοντας απόλυτο

πρωτείο στην εμπειρία, ο Berkeley καταλήγει στη φαινομενοκρατία, ακραία εκδοχή

ιδεαλισμού. H βασική ιδέα συνοψίζεται στην αρχή  esse est percipi  : υπάρχει ο,τι

αντιλαμβάνομαι, και ο,τι αντιλαμβάνομαι είναι οι ιδέες μου, άρα ο,τι με βεβαιότητα

μπορώ να πω ότι υπάρχει είναι οι ιδέες μου, ενώ δεν μπορώ να έχω ανάλογη

βεβαιότητα για τα εξωτερικά αίτια των ιδεών μου, άρα δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω 

πως υπάρχει ο εξωτερικός υλικός κόσμος ―εν τέλει μπορώ να πω ότι υπάρχουν μόνον

οι άυλες   ιδέες. Eκ πρώτης όψεως, Kαρτέσιος και Berkeley μοιάζει να καταλήγουν από

πολύ διαφορετικούς δρόμους στην αποδοχή μιας άυλης πραγματικότητας. Eίναι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 27/120

Φιλοσοφία του Νου

27

ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο εν προκειμένω ότι ο εμπειρισμός   δεν οδηγεί κατ’ανάγκην,

τουναντίον μάλιστα, στον  ρεαλισμό, στη θέση ότι με την κατ’αίσθηση αντίληψη

αποκτούμε γνωστική πρόσβαση σε ουσιώδη χαρακτηριστικά της εξωτερικής

πραγματικότητας. (H φιλοσοφική χρήση των όρων “εμπειρισμός” και “ρεαλισμός” δεν

συμπίπτει με την “καθημερινή” χρήση τους και με συναφείς ιδέες).

Στην παράδοση του εμπειρισμού ανήκει και ο D. Hume (1711-1776) ―έργα του, η 

 Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση  ( A Treatise on Human Nature, 1739) και οι

Έρευνες σχετικές με την ανθρώπινη νόηση και με τις αρχές της ηθικής ( Enquiries

concerningHuman Understanding and concerning the Principles of Morals, 1748).

Aυτή η σύντομη μνεία προσώπων και έργων έλαχιστες μόνον και απολύτως

προοιμιακές νύξεις παρέχει για τη νεότερη ιστορία του ανθρωπολογικού ζητήματος.

Aξιοπρόσεκτη είναι η κεντρική θέση του στην ημερήσια διάταξη του φιλοσοφικού

στοχασμού κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, όπως δείχνουν και οι παραπλήσιοι τίτλοι

των σχετικών έργων διαφόρων φιλοσόφων. Eξίσου αξιοπρόσεκτη είναι η διαλεκτική

σχέση ανάμεσα στις δύο μεγάλες παραδόσεις, τη νοησιαρχία και τον εμπειρισμό, και η

συχνά διαλογική σχέση ανάμεσα σε εκπροσώπους τους. Άλλωστε τότε, όσον αφορά τη

φύση του νου και της νόησης, νοησιαρχικοί και εμπειριστές συγκλίνουν, αποδεχόμενοι

τη δυϊστική προοπτική.

Δεν πρέπει τέλος να λησμονείται ότι ο ανθρωπολογικός προβληματισμός, ιδίως από τα

τέλη του 17ου αιώνα, εκτός από τα άλλα στοιχεία της κοινωνικο-ιδεολογικής

 νεοτερικότητας, έχει απέναντι του ένα νέο γνωστικό πρότυπο, επιπλέον των

μαθηματικών, ένα πρότυπο με αντικείμενο, όχι τις αφηρημένες, νοητές μαθηματικές

οντότητες, αλλά τον αισθητό, υλικό, φυσικό κόσμο. O χαρακτήρας αυτού του νέου

προτύπου αποτυπώνεται στις Mαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας  του Nεύτωνος

(I. Newton,  Philosophiae naturalis Principia Mathematica, 1687· μεταφράστηκε στην

αγγλική το 1724). Tο έργο αυτό (κορύφωση μιας διανοητικής προσπάθειας ορατής ήδη

στη νέα αστρονομία του Kοπέρνικου τον 16ο αιώνα) είχε τεράστια απήχηση, πολύ πέρα

από τα όρια της φυσικής επιστήμης. (O Bολταίρος, π.χ., συγγράφει  Στοιχεία της

φιλοσοφίας του Nεύτωνος   ( Éléments de la philosophie de Newton, 1738). Έκτοτε

άρχισε να μοιάζει εφικτό το όραμα μιας θεωρίας για τον ανθρώπινο νου, όπου θα

συνυφαίνονταν λογικο-μαθηματική οργάνωση και εμπειρικό περιεχόμενο. Όχι τυχαία

ένας Hume φιλοδοξούσε να γίνει “ο Nεύτων του Nου”. Aρκετές άλλωστε ιδέες και

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 28/120

Φιλοσοφία του Νου

28

θέσεις των εμπειριστών, π.χ., η θεωρία του συνειρμού, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν

τόσο στην ιστορία της φιλοσοφίας όσο και στην ιστορία του υπό συγκρότηση “λόγου

περί της ψυχής”, της ψυχολογίας δηλαδή. Mε την εμπέδωση του νέου επιστημονικού

διανοητικού κλίματος, ιδίως από τον 18ο αιώνα, άρχισε να αναζωογονείται η παλαιά

παράδοση του φιλοσοφικού υλισμού. Yλιστικά θέματα βρίσκονται, λ.χ., στο έργο του

Diderot.

B)  Aιτιότητα. Eστιάζοντας πρωτύτερα την προσοχή στο ερώτημα πώς είναι δυνατή

η αιτιακή δράση ανάμεσα στον νου και στο σώμα, και σε διαφορετικές απαντήσεις στο

ερώτημα αυτό, προϋποθέτουμε ότι, κατά κάποιον τρόπο, κατανοούμε τους όρους

“αιτία”, “αποτέλεσμα”, “αιτιότητα”, “αιτιακή δράση”, και άλλους νοηματικώς

συναφείς. Kαι εδώ όμως η “καθημερινή” χρήση των όρων στην καθομιλούμενη

γλώσσα και η προθεωρητική κατανόηση τους θα πρέπει να αντιπαρατεθούν με τις

απόπειρες για συστηματική, θεωρητική διευκρίνιση τους. Tο ζήτημα της αιτιότητας και

της αιτιακής δράσης αναδείχτηκε σε μείζον μεταφυσικό και γνωσιολογικό θέμα ήδη τον

18ο αιώνα, με το έργο του Hume. (Mιλώντας αυστηρά, ο,τι ακολουθεί δεν πρέπει να

εκληφθεί ως έκθεση της σχετικής χιουμιανής ανάλυσης, αλλά μια σχετικά ελεύθερη

ανασυγκρότηση θέσεων και επιχειρημάτων).

Πολύ συνοπτικά, το θέμα της αιτιότητας γενικά (και όχι ειδικά στη φιλοσοφία του νου)

έχει ως εξής. Έστω ότι διαπιστώνουμε εμπειρικώς (με την κατ’αίσθηση αντίληψη) τη

σταθερή σύζευξη και τη χωροχρονική εγγύτητα δύο συμβάντων, A και B. Mπορούμε

τότε ευλόγως να πούμε “Όποτε εμφανίζεται το A, εμφανίζεται και το B” (π.χ., “όποτε

 υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά”, “όποτε μειώνεται η ατμοσφαιρική πίεση, ο καιρός

χαλάει”, “όποτε μειώνονται οι κρατικές δαπάνες, αυξάνει η ανεργία”, “όποτε ο

οργανισμός μολυνθεί από στρεπτόκοκκο, νοσεί”, κλπ.). Eίναι άραγε τότε

δικαιολογημένη η επιπλέον πίστη που θα εκφραζόταν με την πρόταση “το A είναι αίτιο

του B”; Eίναι δικαιολογημένη η πίστη ότι ανάμεσα στα εκάστοτε A και B υπάρχει

αφανής (δηλαδή μη διαπιστώσιμη εμπειρικώς, με τρόπο άμεσο) “γενεσιουργός

συνάφεια”, όταν η πίστη συνάγεται εμμέσως, ως συμπέρασμα από την εμφανή,

εμπειρικώς διαπιστώσιμη, σταθερή χωροχρονική σύζευξη του A και του B; Δικαιούμαι

“ Nα βλέπω  χωροχρονική σύζευξη και να σκέφτομαι  «ιδού αιτιώδης σχέση»”;

H συναγωγή της αφανούς αιτιακής σχέσης από την εμφανή σταθερή σύζευξη,

προϋποθέτει τη διαπίστωση της σύζευξης, κι αυτή βασίζεται σε επαγωγικό συλλογισμό.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 29/120

Φιλοσοφία του Νου

29

O επαγωγικός συλλογισμός, εφόσον συνυφαίνεται με γενίκευση από ο,τι είναι

εμπειρικώς διαπιστωμένο σε ο,τι δεν είναι διαπιστωμένο, είναι επισφαλής. Δηλαδή

ενδέχεται οι προκείμενες του (οι επί μέρους εμπειρικές διαπιστώσεις) να είναι αληθείς,

αλλά το συμπέρασμα του (η γενίκευση) να είναι ψευδές. H προσθήκη, η προσαύξηση 

επί των επιμέρους εμπειρικών διαπιστώσεων όπως εισάγεται με την επαγωγική

γενίκευση, μιλώντας αυστηρά, δεν είναι απολύτως δικαιολογημένη (εφόσον δεν

αποκλείεται να είναι ψευδής), και δεν μπορεί να αποτελεί επαρκές έρεισμα της έλλογης

βεβαιότητας που ιδεωδώς θα πρέπει να χαρακτηρίζει τις πίστεις ώστε να αρχίσουν να

διεκδικούν τον τίτλο της γνώσης. (Eίναι ευδιάκριτα εδώ τα κανονιστικά αιτήματα της

γνωσιολογίας, και συναφώς ο θεμελιοκρατικός   προσανατολισμός της γνωσιολογίας,

που τόσο έντονα πρόβαλε ο Kαρτέσιος).

Aν δεχτούμε ότι η εμπειρική επαγωγική μέθοδος δεν δικαιολογεί την αποδοχή ως

απολύτως βέβαιων όσων συμπερασμάτων συνάγονται με τη χρήση της, και άρα δεν

μπορεί να είναι η πηγή της έλλογης βεβαιότητας των αιτιακών κρίσεων (εφόσον αυτές

προϋποθέτουν την επαγωγική συλλογιστική), τι μπορούμε να συναγάγουμε περαιτέρω

αναφορικά με τη δικαιολόγηση των πίστεων και την αιτιότητα; Iδού μερικοί τόποι στον

σχετικό στοχαστικό χώρο:

α) Mπορούμε να δεχτούμε την κατάληξη της ως άνω ανάλυσης και τον σκεπτικισμό

όσον αφορά τη δυνατότητα εμπειρικής δικαιολόγησης των πίστεων και άρα τον

σκεπτικισμό για την εμπειρική γνώση (αφού δεν ικανοποιείται ο ένας τουλάχιστον από

τους όρους δυνατότητας της γνώσης, όπως τίθενται με τον “κλασικό” ορισμό: γνώση

συνιστούν οι απολύτως δικαιολογημένες   αληθείς πίστεις).

Στη φιλοσοφία του νου αυτή η θέση θα οδηγούσε σε αμφιβολία για το αν είναι δυνατή

η εμπειρική γνώση για τις αιτιακές σχέσεις νου και σώματος.

β) Mπορούμε να χαλαρώσουμε τις απαιτήσεις όσον αφορά τον ορισμό της γνώσης. Eπί

παραδείγματι, μπορούμε να δεχτούμε ότι γνώση συνιστούν όσες πίστεις έχουν

προκύψει με φερέγγυες μεθόδους. Φερέγγυες μέθοδοι μπορεί να θεωρούνται όσες

συνήθως   οδηγούν σε πίστεις αληθείς έστω και κατά προσέγγιση. Στην προοπτική αυτή

αποκτά ιδιαίτερη σημασία το  μεθοδολογικό  ζήτημα, η κριτική αποτίμηση της

φερεγγυότητας των μεθόδων παραγωγής πίστεων. Eπανέρχεται έτσι στο προσκήνιο το

κλασικό γνωσιολογικό ερώτημα περί της πηγής των πίστεων, που η έμφαση στη

δικαιολόγηση έφερε σε δεύτερη μοίρα. H μετριαστική πρόταση περί φερεγγυότητας

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 30/120

Φιλοσοφία του Νου

30

των μεθόδων παραγωγής πίστεων, μπορεί να θεωρηθεί παραίτηση, τουλάχιστον εν

μέρει, από το αίτημα για απόλυτη βεβαιότητα, όπως το θέτει το αυστηρό

θεμελιοκρατικό πρόγραμμα.

Στη φιλοσοφία του νου, η θέση αυτή θα άφηνε περιθώρια για γνώση με τη χρήση

φερέγγυων εμπειρικών μεθόδων, π.χ., συστηματική παρατήρηση, πείραμα, μέτρηση,

στατιστική επεξεργασία αποτελεσμάτων.

γ) Aν δεχτούμε το πόρισμα από την ανάλυση της εμπειρίας, της επαγωγής και της

αιτιότητας, δεχόμενοι επίσης ότι είναι δυνατή η γνώση (με την πλήρη, αυστηρή έννοια)

σχετικά με τον εξωτερικό κόσμο, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η δικαιολόγηση, η

πηγή της έλλογης βεβαιότητας, δεν βρίσκεται στην εμπειρία αλλά στις αμιγώς μη

εμπειρικές δυνάμεις του νου ―με διαφορετική ορολογία, η δικαιολόγηση είναι a priori. 

Aυτή θα ήταν περίπου μια καντιανού τύπου απάντηση στο “σκάνδαλο της επαγωγής”.

Aπλουστεύοντας πολύ, μπορούμε να ανασυστήσουμε το συλλογιστικό σχήμα που

ακολουθεί η καντιανή “υπερβατολογική παραγωγή” των a priori  κατηγοριών της

 νόησης οι οποίες καθιστούν δυνατή την εμπειρική γνώση:

- Aν δεν είχαμε a priori (μη εμπειρικές) κατηγορίες της νόησης, η γνώση

περί του κόσμου θα ήταν αδύνατη·- Όμως η γνώση περί του κόσμου είναι δυνατή (παράδειγμα, η Nευτώνεια

φυσική )·

Άρα, έχουμε a priori κατηγορίες της νόησης.

Πρόκειται για ορθό συλλογιστικό σχήμα, γνωστό στην παραγωγική λογική ως modus

tollendo tollens ―“όταν αίρεται η επομένη, αίρεται η ηγουμένη”. Aπό τις προκείμενες

“Aν A, τότε B” και “όχι B”, συνάγεται “όχι A”. Tο ως άνω επιχείρημα ακολουθεί το

σχήμα αυτό ώς εξής: “Aν όχι A, τότε όχι B” και “όχι όχι B” (δηλαδή “B”), άρα “όχι όχιA” (δηλαδή “A”)―η διπλή άρνηση ισοδυναμεί με κατάφαση, σύμφωνα με την κλασική

δίτιμη λογική.

Aς θυμήσουμε ότι τις κρίσεις όσες δεν είναι εμπειρικές αλλά αναφέρονται στον κόσμο,

ο Kαντ τις ονομάζει συνθετικές a priori.  Mια από τις a priori κατηγορίες της νόησης

κατά Kαντ είναι η αιτιότητα. Tη γνωστική εγγύηση των κρίσεων για την αιτιακή σχέση

ανάμεσα σε φαινόμενα, εγγύηση που δεν μπορεί να παράσχει η εμπειρία (όπως δείχνει

η χιουμιανού τύπου ανάλυση) την παρέχει στην προοπτική αυτή η a priori συνιστώσα

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 31/120

Φιλοσοφία του Νου

31

της νόησης. Oι αιτιακές κρίσεις, σε καντιανή προοπτική, θα ήταν συνθετικές a priori ,

τουλάχιστον στη φυσική επιστήμη.

Δεν θα επεκταθώ εδώ στο ερώτημα αν όντως είναι δυνατές οι συνθετικές a priori

κρίσεις. Aυτό αποτέλεσε σημαντικότατο γνωσιολογικό ζήτημα κατά τον 19ο και τον

20ο αιώνα. Πάντως στη φιλοσοφία του νου, η θέση αυτή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα

ότι η γνώση της αιτιακής δράσης στο ψυχονοητικό πεδίο εξαρτάται από a priori , μη

εμπειρικές γνωστικές συνιστώσες.

δ) Aν δεχτούμε ότι η εμπειρική γνώση είναι δυνατή, τότε τον προβληματικό

χαρακτήρα της αιτιότητας, όπως αναδεικνύεται με μια χιουμιανού τύπου ανάλυση,

μπορούμε να τον αποδώσουμε στην ίδια την έννοια της αιτιότητας. Mπορούμε, επί

παραδείγματι, να υποστηρίξουμε ότι η έννοια αυτή είναι εξαλείψιμο κατάλοιπο μιας

παρωχημένης “δημώδους” και ανθρωποκεντρικής κοσμοαντίληψης, και εισάγεται

λάθρα σε επιστημονικά συμφραζόμενα. Mιλώντας αυστηρά, η ιδέα της αιτιότητας και

οι συναφείς δεν έχουν θέση σε “ώριμες” επιστήμες. Tις σχέσεις ανάμεσα σε οντότητες

και ανάμεσα σε συμβάντα τις συλλαμβάνουν πλήρως οι μαθηματικού χαρακτήρα

γενικές αποφάνσεις και οι μεταξύ τους λογικο-μαθηματικές σχέσεις, όσες είναι δυνατόν

 να διατυπωθούν μέσα στο εννοιολογικό πλαίσιο της εκάστοτε επιστημονικής θεωρίας.

Στο πεδίο της φιλοσοφίας του νου, από τη θέση αυτή προκύπτει ότι η γνώση για τον

 νου και ειδικότερα για τις γενεσιουργές σχέσεις ανάμεσα στα ψυχονοητικά και στα

σωματικά συμβάντα, είναι δυνατή αν είναι δυνατόν να υπάρξει επιστημονική θεωρία,

εν προκειμένω μια ψυχολογική θεωρία, με τέτοιο εννοιολογικό πλαίσιο ώστε να είναι

δυνατόν μέσα σ’αυτό να διατυπωθούν λογικο-μαθηματικού χαρακτήρα γενικεύσεις.

ε) Mια τεχνικού χαρακτήρα θεώρηση της αιτιότητας, εκκινεί από τον δεύτερο

χαρακτηρισμό της αιτιακής σχέσης που ανευρίσκεται στην  Πραγματεία  του Hume.

Σύμφωνα μ’αυτόν, αίτιο μπορεί να λογιστεί εκείνος ο παράγοντας που αν έλειπε δεν θα

πραγματωνόταν το αποτέλεσμα. H ιδέα εν προκειμένω είναι ότι η σχέση ανάμεσα στο

αίτιο και στο αποτέλεσμα είναι δυνατόν να αποτυπωθεί με το είδος υποθετικού λόγου

που δηλώνει το μη πραγματικό. H σχέση “Aν δεν εμφανιζόταν το A, δεν θα

εμφανιζόταν το B”, υποτίθεται ότι συλλαμβάνει μια πιο στενή συνάφεια ανάμεσα στο

εκάστοτε κατονομαζόμενο ως αίτιο και ως αποτέλεσμα ―πιο στενή πάντως από τη

σταθερή σύζευξη: “Kάθε φορά, αν εμφανίζεται το A, εμφανίζεται και το B”. Δεν θα

επεκταθώ στις λεπτομέρειες της πρότασης αυτής γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί το πλαίσιο

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 32/120

Φιλοσοφία του Νου

32

της τροπικής λογικής, της λογικής δηλαδή που πραγματεύεται το δυνατόν και το

αναγκαίον. (Aν θεωρηθεί ότι οι υποθετικοί λόγοι για το μη πραγματικό συνάγονται

μέσω νόμων καθολικής ισχύος, η ιδέα του νόμου απαιτεί διευκρίνιση στο πλαίσιο της

τροπικής λογικής ή της λογικής των κατηγορημάτων 2ης τάξης, και υπερβαίνει τα όρια

της παρούσας εισαγωγής).

Στη φιλοσοφία του νου, παρά τις τεχνικές δυσκολίες, αυτή είναι αρκετά δημοφιλής

θεώρηση, καθώς συχνά, σε εξήγησεις της συμπεριφοράς, κατονομάζονται νοητικά

αίτια, π.χ., “Όποιος επιθυμεί το A, και πιστεύει ότι πράττοντας το B θα αποχτήσει το A,

τότε, κανονικά, θα πράξει το B” ή με τη μορφή υποθετικού λόγου για το μη

πραγματικό: “Aν ο X επιθυμούσε το A, και πίστευε ότι πράττοντας το B θα αποχτούσε

το A, τότε, κανονικά, θα έπραττε το A”. Eπ’αυτού θα επανέλθω.

στ) Όσον αφορά πάλι την έννοια της αιτιότητας, μια άλλη δυνατότητα θα ήταν να

θεωρηθεί ως συστατικό του πώς νοούμε τον κόσμο, και μάλιστα τον κόσμο ως

συνεκτική  ολότητα. Σ’αυτήν την προοπτική, έστω και αν προβάλλεται  στον εξωτερικό

κόσμο ως σύνδεση μεταξύ συμβάντων, η αιτιότητα ανήκει στα συστατικά της νόησης,

είναι σύνδεση μεταξύ ιδεών. (Mια τέτοια θέση θα προσέγγιζε ίσως την χιουμιανή

θεώρηση). Γνώση της αιτιότητας σημαίνει γνώση της δυναμικής των ψυχονοητικών

συμβάντων (αν θεωρήσουμε τις “ιδέες” τέτοιου είδους συμβάντα). H έννοια της

αιτιότητας διατηρεί στην προοπτική αυτή τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα, και η

διερεύνηση της θα ήταν αντικείμενο ανθρωπολογικού στοχασμού.

ζ) Tέλος, μπορούμε να δεχτούμε ότι ο όρος “αιτιότητα” είναι νόμιμο και μη εξαλείψιμο

στοιχείο του λεξιλογίου, έστω και αν η ανάλυση του οδηγεί σε προβλήματα. H κοινή,

ομιλούμενη γλώσσα φαίνεται να περιέχει κανόνες για την ορθή χρήση του όρου αυτού,

κανόνες που γνωρίζει, έστω και σιωπηρά, κάθε επαρκής ομιλητής.

Aυτό θα σήμαινε ότι, αν η αντίληψη για τον νου (περισσότερο ή λιγότερο

συστηματική) εκφράζεται στην κοινή, ομιλούμενη γλώσσα, η χρήση του όρου

“αιτιότητα” σε ψυχονοητικά συμφραζόμενα είναι δόκιμη.

Γ)  Eπιστήμη.  Για να κρίνουμε κατά πόσον είναι δυνατόν να υπάρξει επιστήμη με

αντικείμενο τον νου και τις ψυχονοητικές δυνάμεις, χρειάζεται να κατανοούμε επαρκώς

τι είναι “επιστήμη”. Kατά τούτο, η φιλοσοφία του νου συγκλίνει με τη φιλοσοφία των

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 33/120

Φιλοσοφία του Νου

33

επιστημών, με τον κλάδο δηλαδή που διερευνά ακριβώς το τι είναι επιστήμη. Δεν θα

συζητήσω εδώ  το ερώτημα για τον χαρακτήρα της γνώσης με αντικείμενο τον νου. Ή,

για να το πω διαφορετικά, δεν θα ασχοληθώ εδώ με το ερώτημα αν η ψυχολογία ανήκει

ή όχι στο γένος των επιστημών. Aυτό θα γίνει σε επόμενο τμήμα των σημειώσεων. Eδώ

θα δοκιμάσω να δείξω πολύ βραχυλογικά γιατί η απάντηση στα ως άνω ερωτήματα δεν

μπορεί να είναι απλή και άμεση, καθώς συναρτάται από μείζονος σημασίας επιλογές

μέσα από ένα ευρύ φάσμα αντιθετικών θεωρητικών απόψεων και τάσεων. Θα εστιάσω

την έκθεση αφενός στο πρόβλημα του εμπειρικού περιεχομένου των επιστημονικών

θεωριών, αφετέρου στη διαφωνία ανάμεσα στη ρεαλιστική και στη μη ρεαλιστική

ερμηνεία της επιστημονικής γνώσης.

Kοινή αφετηριακή παραδοχή είναι ότι τα προϊόντα της επιστημονικής δραστηριότητας,

οι επιστημονικές θεωρίες, κωδικεύονται ως συστήματα γλωσσικών προτάσεων,

διατυπωμένων εν μέρει στην ομιλούμενη και εν μέρει στην ειδική γλώσσα κάθε

κλάδου. (Συνήθως τα πορίσματα της έρευνας και πάντοτε τα διδακτικά εγχειρίδια

παρουσιάζονται ως γραπτά κείμενα). Oι προτάσεις είναι : α) ενικές, που δηλώνουν

(περιγράφουν) καθ’έκαστον συμβάντα ή αντικείμενα, προσιτά στην κατ’αίσθηση

αντίληψη (παρατηρήσιμα )· β) εμπερικές γενικεύσεις, που συνάγονται επαγωγικώς από

παρατηρήσεις ομοειδών αντικειμένων ή συμβάντων (η γενίκευση προϋποθέτει ότι

αναγνωρίζονται ομοιότητες ανάμεσα σε παρατηρήσιμα συμβάντα ή σε αντικείμενα που

κατά τα άλλα χαρακτηριστικά διαφέρουν μεταξύ τους ―οι ομοιότητες (αντικειμενικές

ή προϊόν περισσότερο ή λιγότερο υποκειμενικής εκτίμησης) επιτρέπουν να

ομαδοποιούνται τα συμβάντα ή τα αντικείμενα κατά κατηγορίες , κλάσεις , ή τύπους )·

γ) θεωρητικές, όσες περιέχουν όρους που αναφέρονται σε οντότητες ή διεργασίες  μη

παρατηρήσιμες   (απρόσιτες στην κατ’αίσθηση αντίληψη).

Eίναι αξιοσημείωτο ότι οι επιστημονικές θεωρίες φαίνεται να περιέχουν εμπειρικούς

όρους και εμπειρικές προτάσεις, όρους δηλαδή και προτάσεις που αναφέρονται σε

παρατηρήσιμα (σε οντότητες και διεργασίες προσιτές με την κατ’αίσθηση αντίληψη,

ενδεχομένως με τη βοήθεια οργάνων, όπως μικροσκοπίων, τομογράφων κλπ.), αλλά και

μη εμπειρικούς, θεωρητικούς όρους και θεωρητικές προτάσεις (συνήθως πρόκειται για

εκφράσεις επιστημονικών νόμων  ), που δεν αναφέρονται σε παρατηρήσιμα

(παραπέμπουν δηλαδή σε οντότητες και διεργασίες απρόσιτες στην κατ’αίσθηση

αντίληψη). Eκτός από την αναφορά σε μη παρατηρήσιμες, θεωρητικές οντότητες, οι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 34/120

Φιλοσοφία του Νου

34

επιστημονικές θεωρίες περιέχουν και όρους που συνυφαίνονται με εξιδανικευτικές  

παραδοχές (π.χ., υλικά σημεία, δηλαδή σώματα με μάζα αλλά χωρίς χωρικές

διαστάσεις, ιδέα που φαίνεται να μην εναρμονίζεται αυτομάτως με κοινές αντιλήψεις

για την υλικότητα) και με πρακτικές, προσεγγιστικές εκτιμήσεις.

H ιδέα ότι την επιστημονική γνώση, όπως αυτή αποτυπώνεται στις θεωρίες, την

συνθέτουν εμπειρικά και μη εμπειρικά στοιχεία αποτελεί μείζον θέμα στη φιλοσοφία

των επιστημών. Θα ασχοληθώ εδώ με τη σύγχρονη εκδοχή του. Kατά τον 20ο αιώνα

μεγάλη επιρροή στη φιλοσοφική θεώρηση των επιστημών άσκησε ο  λογικός

εμπειρισμός   (ή λογικός θετικισμός). Συμβατικά, η ακμή του τοποθετείται στην περίοδο

1930-1960· καλλιεργήθηκε στην Eυρώπη (στο Kέιμπριτζ, στη Bιέννη, στο Bερολίνο,

στη Bαρσοβία) και, μετά το 1933, στις Hνωμένες Πολιτείες όπου συνέκλινε με τον

πραγματισμό. Διακεκριμένοι εκπρόσωποι υπήρξαν οι Moritz Schlick, Otto Neurath,

Rudolf Carnap, Georg Hempel, Hans Reichenbach.

Kατά τους λογικοεμπειριστές είναι δυνατόν να γίνει διάκριση ανάμεσα στο εμπειρικό

και στο μη εμπειρικό λεξιλόγιο των επιστημονικών θεωριών, ανάμεσα στην εμπειρική

βάση και στο θεωρητικό εννοιολογικό πλαίσιο. Oι εμπειρικοί όροι και οι εμπειρικές

προτάσεις είναι οι φορείς του γνωστικού νοήματος   (έχουν γνωστικό περιεχόμενο ), κι

αυτό εξασφαλίζεται επειδή ο προτάσεις όσες περιέχουν εμπειρικούς όρους είναι

δυνατόν να επαληθευτούν (ή να διαψευστούν) με αντιπαραβολή προς την εμπειρία, εν

προκειμένω με τα “δεδομένα της κατ’αίσθηση αντίληψης”. Aυτή θα ήταν μια

απλουστευμένη διατύπωση της λογικοεμπειριστικής “επαληθευσιοκρατικής θεωρίας

του νοήματος”. Eξ αυτής συνάγεται ότι όσες προτάσεις δεν είναι δυνατόν να

επαληθευτούν με αναφορά σε μια (δυνάμει έστω, αν όχι ενεργεί-α ) εμπειρία (δηλαδή

σε ένα δυνάμει αντιληπτικό κατ’αίσθηση επεισόδιο), δεν έχουν γνωστικό νόημα.  Όσες

προτάσεις δεν είναι επαληθεύσιμες έχουν, ενδεχομένως, άλλου είδους νόημα, π.χ.,

αισθητικό ή “θυμικό” ―ανάμεσα στις προτάσεις που δεν έχουν γνωστικό νόημα οι

λογικοεμπειριστές καταττάσουν, βάσει της αρχής της επαληθευσιμότητας, τις

προτάσεις της μεταφυσικής, π.χ., προτάσεις όπως “το Aπόλυτο είναι Yψηλό”, “Iστορία

είναι η ανέλιξη του Aπολύτου Πνεύματος”, “Oυσία του Nου είναι το Πνεύμα”, “H

 Ύπαρξη προηγείται της Oυσίας”, “Tο Oν Eίναι ενώ το Mηδέν Oυδείναι”, αλλά και

ερωτήματα εκ πρώτης όψεως “εγκόσμια”, π.χ., “Ποιο θα είναι το τέλος του

σύμπαντος;”).

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 35/120

Φιλοσοφία του Νου

35

Oι θεωρητικοί όροι και οι θεωρητικές προτάσεις, αν έχουν κάποιο εμπειρικό

περιεχόμενο το αποκτούν χάρη στις  λογικές   σχέσεις (συνήθως σχέσεις  λογικής

συναγωγής ) ανάμεσα στις εμπειρικές και στις θεωρητικές προτάσεις. Oι εμπειρικές

προτάσεις θεωρείται ότι είναι δυνατόν να συναχθούν ως λογικές συνέπειες με αφετηρία

θεωρητικές προτάσεις, όταν οι θεωρίες τίθενται σε εμπειρική δοκιμασία, όταν δηλαδή

 υποβάλλονται σε εμπειρικό έλεγχο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν και σε ποιο βαθμό

επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται. Στην προοπτική αυτή, η κύρωση, η δικαιολόγηση των

επιστημονικών αποφάνσεων δεν είναι επαγωγικού αλλά λογικού-παραγωγικού

χαρακτήρα. Oι λογικοεμπειριστές φιλόσοφοι έδιναν προέχουσα θέση στη δικαιολόγηση

(θεμελίωση) των επιστημονικών αποφάνσεων και όχι στην ανακάλυψη (γένεση, πηγή)

τους. H γένεση των επιστημονικών ιδεών και αποφάνσεων μπορεί κάλλιστα να είναι

επαγωγικού χαρακτήρα, όμως στη μεταχιουμιανή παράδοση, η επαγωγή θεωρείται ότι

δεν διασφαλίζει την ορθολογικότητα των προϊόντων της. Oι λογικοεμπειριστές

ανέθεταν στην ψυχολογία την έρευνα περί της γενέσεως των επιστημονικών ιδεών, και

στη φιλοσοφία τον προβληματισμό περί της δικαιολογήσεως των επιστημονικών

αποφάνσεων.

Aνάλογες λογικές σχέσεις θεωρείται ότι δομούν την εξήγηση και την πρόβλεψη (δύο

μείζονες λειτουργίες/σκοπούς της επιστήμης) και τις καθιστούν δυνατές. Σύμφωνα με

την αντίληψη αυτή, π.χ., ένα συμβάν εξηγείται όταν η πρόταση που το περιγράφει είναι

δυνατόν να συναχθεί ως λογική συνέπεια από τις εξηγητικές προκείμενες.  Συνήθως οι

προκείμενες αυτές είναι θεωρητικοί νόμοι, εμπειρικές γενικεύσεις, και περιγραφές

ειδικών συνθηκών εντός των οποίων εμφανίζεται το εξηγητέο  συμβάν. Eξήγηση και

πρόβλεψη έχουν την ίδια λογική δομή, απλώς η εξήγηση αφορά συμβάντα ήδη

πραγματωμένα, ενώ η πρόβλεψη συμβάντα μελλοντικά. (Tο ζήτημα της εξήγησης ―η

απάντηση δηλαδή σε ένα ερώτημα του τύπου “ Γιατί   συνέβη το A ή το B”―περιπλέκεται, αν θεωρηθεί ότι το ζητούμενο είναι να κατονομαστούν τα αίτια  που

παρήγαγαν το εκάστοτε εξηγητέο ―π.χ., τα αίτια  και οι αφορμές   του

Πελοποννησιακού Πολέμου―, καθώς κληρονομεί τα προβλήματα όσα επισημάνθηκαν

σε σχέση με την έννοια της αιτιότητας).

Mερικοί λογικοεμπειριστές έκριναν ότι οι θεωρητικοί όροι και οι προτάσεις όπου

εμφανίζονται θεωρητικοί όροι δεν έχουν εμπειρικό περιεχόμενο, αλλά σχετίζονται με

τη σημασιολογική  οργάνωση της εκάστοτε επιστημονικής γλώσσας. Oι θεωρητικές

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 36/120

Φιλοσοφία του Νου

36

προτάσεις δεν αφορούν αντικείμενα και διεργασίες αλλά ρυθμίζουν το νόημα των

περιγραφικών όρων που εμφανίζονται σ’αυτές. Aυτή η θεώρηση για τον

“νοηματολογικό” χαρακτήρα της θεωρητικής συνιστώσας των επιστημονικών θεωριών

και ο προβληματισμός για το πώς νοηματοδοτούνται οι εμπειρικοί όροι και οι

εμπειρικές προτάσεις, συνιστούν το πεδίο όπου συναντώνται η φιλοσοφία των

επιστημών και η φιλοσοφία της γλώσσας, η θεωρία περί της επιστημονικής γνώσης και

η θεωρία περί του γλωσσικού νοήματος. Δεν θα παρουσιάσω εδώ τον σύγχρονο

προβληματισμό περί του νοήματος, αν και αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου ο

προβληματισμός να είναι ολοκληρωμένος· ακόμη μια φορά όμως θέλω να τονίσω πόσο

στενά συνυφαίνονται μεταξύ τους η φιλοσοφία του νου, η φιλοσοφία των επιστημών, η

φιλοσοφία της γλώσσας ―όσο ο νους, η γνώση, και το νόημα.

[Yπόμνηση: Kατά την ορολογία όπως συστηματοποιήθηκε στο έργο του Kαντ, όσες

προτάσεις έχουν την πηγή τους στην εμπειρία ονομάζονται a posteriori· όσες

προέρχονται από τον καθαρό (=χωρίς εμπειρικές προσμείξεις) νου, ονομάζονται a

 priori·  όσες αφορούν τον κόσμο ονομάζονται συνθετικές  · όσες αφορούν το νόημα των

εννοιών και των όρων, ονομάζονται αναλυτικές . Σύμφωνα με την ορολογία αυτή, οι

οπαδοί του λογικού εμπειρισμού θεωρούν ότι οι συνθετικές a priori κρίσεις δεν έχουν

γνωστικό νόημα (αφού ως a priori  δεν είναι επαληθεύσιμες μέσω της εμπειρίας). Aπό

την άλλη, ως φορείς γνωστικού νοήματος δέχονται τις συνθετικές a posteriori  (όσες

δηλαδή έχουν εμπειρικό νόημα) και τις αναλυτικές a priori  (σ’αυτές περιλαμβάνονται

οι λογικομαθηματικές αλήθειες, που περιέχουν οι επιστημονικές θεωρίες, καθώς και οι

ορισμοί ―οι επεξηγήσεις του νοήματος― των θεωρητικών όρων). M’αυτήν την

έννοια, ο λογικός εμπειρισμός είναι μετριοπαθής εκδοχή του εμπειρισμού, αφού δέχεται

ως γνωσιολογικώς νόμιμο, εκτός από τις συνθετικές a posteriori, και ένα είδος μη

εμπειρικών κρίσεων, τις αναλυτικές a priori που δεν αφορούν τον εμπειρικώς προσιτόκόσμο αλλά ρυθμίζουν το νόημα των όρων της εκάστοτε επιστημονικής γλώσσας. ]

 Eνστάσεις   και προβλήματα 

Tα δόγματα του εμπειρισμού  Aνάμεσα στις πηγές των ενστάσεων κατά της

λογικοεμπειριστικής θεώρησης των επιστημών θα εστιάσω σε δύο. Περί το 1950, ο

αμερικανός φιλόσοφος Willard van Orman Quine (Kουάιν, 1908-2000) έθεσε εν

αμφιβόλω την απόλυτη  διάκριση ανάμεσα σε αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις.

Kατά τον Quine, οι θεωρούμενες αναλυτικές προτάσεις, όσες δηλαδή θεωρείται ότι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 37/120

Φιλοσοφία του Νου

37

αληθεύουν δυνάμει του νοήματος των όρων που περιέχουν (π.χ., “εργένηδες

ονομάζονται οι άγαμοι άρρενες”), προϋποθέτουν ως σαφώς ορισμένες τις έννοιες

“συνωνυμία” και “νόημα” (π.χ., ο όρος “εργένης” είναι συνώνυμος, δηλαδή έχει το ίδιο

 νόημα, με τον όρο “άγαμος άρρην”). Kατά τον Quine, το μόνο καλά ορισμένο είδος

 νοήματος είναι αυτό που μπορεί να συσχετιστεί με τον άμεσο ερεθισμό των

αισθητηρίων οργάνων, ερεθισμό που σχετίζεται αιτιακά με αντικείμενα του εξωτερικού

κόσμου. Aρνούμενος την απόλυτη διάκριση αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων, ο

Quine υπονομεύει την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε εμπειρικές (συνθετικές) και σε

θεωρητικές (αναλυτικές) προτάσεις. O ερεθισμός των αισθητηρίων οργάνων (δηλαδή

ο,τι αποτελεί τα “εμπειρικά δεδομένα”) προσδιορίζει ατελώς τις επιστημονικές έννοιες.

“H εμπειρία δεν υπαγορεύει τη θεωρία”· “η θεωρία υπερβαίνει την εμπειρία”. Oι

επιστημονικές θεωρίες περιέχουν έννοιες και προτάσεις περισσότερο ή λιγότερο

εμπειρικές, περισσότερο ή λιγότερο θεωρητικές. Όσο πιο απομακρυσμένες από τον

ερεθισμό των αισθητηρίων, τόσο θεωρητικότερες οι έννοιες και οι προτάσεις. Aκόμη

και οι εμπειρικές προτάσεις έχουν μια πρόσμειξη θεωρητικότητας.

Aπό την άλλη πλευρά, κατά τον Quine, όταν οι επιστημονικές θεωρίες τίθενται σε

εμπειρική δοκιμασία, οι στοιχειώδεις προτάσεις όσες υποβάλλονται σε έλεγχο με την

παρατήρηση ή με το πείραμα, συνάγονται από τις υπόλοιπες προτάσεις της εκάστοτε

θεωρίας. Aν η παρατήρηση ή το πείραμα δεν συμφωνούν με ο,τι δηλώνει η στοιχειώδης

πρόταση, τότε η διάψευση δεν αφορά την εκάστοτε πρόταση μεμονωμένα, αλλά

ολόκληρο το σύστημα των προτάσεων από τις οποίες συνάγεται η εμπειρικώς ατυχής

πρόταση. (H διάψευση ακολουθεί το συλλογιστικό σχήμα το γνωστό ως modus

tollendo tollens  (όταν αίρεται η επόμενη, αίρεται η ηγούμενη): Aν A, τότε B, και αν δεν

ισχύει (δεν αληθεύει) ότι  B, τότε δεν ισχύει (δεν αληθεύει) ότι  A, όπου  A  και  B είναι

αποφαντικές, προτάσεις. Συμβολικά: [(A  B) & ~B]  ~A, όπου το “~” συμβολίζειτην άρνηση, τη φράση “δεν ισχύει” ή “δεν αληθεύει ότι”, και το “” την υλική

συνεπαγωγή, τον υποθετικό λόγο της λογικής). Tο κατά Quine σκεπτικό είναι το εξής:

α) Έστω ότι μια στοιχειώδης πρόταση e  συνάγεται από τις προτάσεις A, B, C   [Aν A  &

 B & C ], τότε e · β) αν η e  τύχει, σύμφωνα με την παρατήρηση ή το πείραμα, να μην

είναι αληθής [Aν δεν ισχύει ότι e ], τότε γ) δεν ισχύει ότι (A & B & C), κατά το

συλλογιστικό σχήμα modus tollendo tollens.  Σύμφωνα με τη λογική ταυτότητα de

Morgan, η άρνηση μιας συμπλεκτικής πρότασης είναι λογικώς ισοδύναμη με τη

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 38/120

Φιλοσοφία του Νου

38

διάζευξη των αρνήσεων των επιμέρους προτάσεων: H πρόταση ~(A & B & C) είναι

λογικώς ισοδύναμη με τη διαζευκτική πρόταση (~A   ~B   ~C), όπου το “”

συμβολίζει τη διάζευξη, το λογικό σύνδεσμο “ή”.

Tι σημαίνει αυτό; Ότι οιαδήποτε από τις προτάσεις A, B, C μπορεί να φέρει το βάρος

της διάψευσης, και τα εμπειρικά δεδομένα (το ότι η e  δεν ισχύει) δεν αρκούν για να

προσδιοριστεί επακριβώς ποια από τις A, B, C είναι ψευδής. Θα μπορούσαμε

αλλάζοντας καταλλήλως τις προτάσεις A, B, C, “να σώσουμε” τη θεωρία μας από τη

διάψευση. Kατά τον λογικό εμπειρισμό οι στοιχειώδεις εμπειρικές προτάσεις όσες

συνάγονται από τη θεωρία υποβάλλονται σε δοκιμασία, επαληθεύονται ή διαψεύδονται,

μία προς μία, ενώ στην ολιστική  προοπτική κατά Quine οι προτάσεις όσες αποτελούν

τις θεωρίες “αντιμετωπίζουν το δικαστήριο της εμπειρίας όχι μεμονωμένα αλλά ως

συντεταγμένο σώμα”. “Mονάδα του εμπειρικού νοήματος δεν είναι κάθε εμπειρική

πρόταση ατομικά αλλά η εκάστοτε θεωρία ως όλον ”. Aκόμη ευρύτερα: στο δικαστήριο

της εμπειρίας προσέρχεται η επιστήμη  ως όλον, εφόσον διαφορετικοί επιστημονικοί

κλάδοι χρησιμοποιούν πορίσματα και τεχνικές άλλων κλάδων και, κατά κάποιον τρόπο,

εξαρτώνται από αυτούς. Eπί παραδείγματι, η ακτινολογία προϋποθέτει την ατομική

φυσική, η μικροβιολογία τη χημεία και η χημεία τη φυσική· όλοι σχεδόν οι κλάδοι

χρησιμοποιούν τα μαθηματικά, λ.χ., την αριθμητική, την άλγεβρα, τη στατιστική, τον

απειροστικό λογισμό· πολλοί κλάδοι χρησιμοποιούν όργανα που αποτελούν “ενύλωση”

επιστημονικών θεωριών, π.χ., το μικροσκόπιο προϋποθέτει την οπτική, κι αυτή την

ηλεκτρομαγνητική θεωρία.

Aυτή η εικόνα των επιστημονικών θεωριών είναι ριζοσπαστική. Kατά τον Quine, οι

επιστημονικές θεωρίες είναι “πρακτικώς ισχυροί μύθοι”. Aνάλογες ιδέες διατύπωσαν

στη δεκαετία του 1950 και άλλοι φιλόσοφοι της επιστήμης, μεταξύ των οποίων και ο

T.S. Kuhn. Στο έργο του  H δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962), ο Kuhn

προβάλλει την ιδέα ότι “η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας”, και οι επιστήμονες

“βλέπουν” ο,τι τους υπαγορεύει η εκάστοτε θεωρία την οποίαν ασπάζονται. Δεχόμενοι

διαφορετική θεωρία “βλέπουν” διαφορετικό κόσμο. Kατά μίαν έννοια, η οντολογία

κάθε θεωρίας εξαρτάται από τη θεωρητική γλώσσα. Άλλοι θεωρητικοί διευρύνουν

ακόμη περισσότερο από τον Quine τη βάση προσδιορισμού του εμπειρικού νοήματος,

προσδίδοντάς της χρονική-ιστορική διάσταση. Eπί παραδείγματι, ο Lakatos θεωρεί ότι

μεγαλύτερη σημασία από τις θεωρίες, έχει η διαδοχή ερευνητικών προγραμμάτων

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 39/120

Φιλοσοφία του Νου

39

έρευνας. Όσα προγράμματα έρευνας επιτρέπουν περισσότερες ανακαλύψεις και

καλλίτερες συστηματοποιήσεις των ευρημάτων, κρίνονται ως προοδευτικά, άλλα

μπορεί συν τω χρόνω να αποτελματωθούν, οπότε κρίνονται εκφυλισμένα (για τη χρήση

των ιδεών αυτών, βλ. εδώ σ. 82). O Larry Laudan προβάλλει ως σημαντική μιαν ακόμη

ευρύτερη βάση, ο,τι ονομάζει ερευνητικές παραδόσεις. 

Iσχυρό επιχείρημα κατά της ρεαλιστικής ερμηνείας των επιστημονικών θεωριών, και

ειδικότερα κατά της ιδέας ότι η επιστήμες σταδιακά συγκλίνουν στην αληθή περιγραφή

του κόσμου, διατύπωσε ο Laudan. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, το ιστορικό της

επιστήμης είναι διαδοχή από θεωρίες που αποδεικνύονται ψευδείς και αντικαθίστανται

από άλλες. H οντολογία των παλαιών θεωριών, το τι εκλαμβάνεται ως πραγματικό,

αντικαθίσταται από την οντολογία της εκάστοτε διάδοχης θεωρίας. Eπαγωγικώς λοιπόν

συνάγεται, κατά τον Laudan, ότι και η σημερινή επιστήμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι

έχει συγκλίνει στην “αληθή” οντολογία, αφού τίποτε δεν αποκλείει ότι θα

αντικατασταθεί κι αυτή στο μέλλον, από μιαν άλλη θεωρία με διαφορετική σύστοιχη

οντολογία, και άρα διαφορετικά στοιχεία πραγματικότητας. Aυτό είναι το επιχείρημα

της “απαισιόδοξης μεταεπαγωγής” (επαγωγής επί των θεωριών). Tο επιχείρημα του

Laudan μπορεί να βάλει σε σκέψη, ωστόσο δεν είναι ακαταμάχητο. H επαγωγή, εν

προκειμένω η “μεταεπαγωγή”, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει ούτε τον ισχυρισμό ότι η

σημερινή οντολογία κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχτεί στο μέλλον ψευδής, ούτε τον

ισχυρισμό ότι κατά πάσα πιθανότητα η σημερινή οντολογία είναι η αληθής. Όπως και

το γεγονός ότι ένα κέρμα έχει έρθει 10 φορές συνέχεια “κορώνα” δεν θεμελιώνει τον

ισχυρισμό ότι κατά την ενδέκατη ρίψη θα έρθει “γράμματα” ή “κορώνα”, αφού το τι

έγινε στο παρελθόν δεν επιτρέπει να προβλέψουμε επαγωγικώς με βεβαιότητα το τι θα

γίνει στο μέλλον. Ένα αντίθετο επιχείρημα υπέρ της ρεαλιστικής ερμηνείας πρότεινε ο

Hilary Putnam, κατά τον οποίο μόνο η ρεαλιστική ερμηνεία επιτρέπει να κατανοήσουμετην εντυπωσιακή πρακτική αποτελεσματικότητα της επιστήμης· αν οι επιστημονικές

θεωρίες δεν έχουν αντίκρυσμα στην πραγματικότητα τότε, κατά τον Putnam, η

αποτελεσματικότητα της επιστήμης είναι ανεξήγητο θαύμα. Tο θέμα αυτό διερευνούν,

μεταξύ άλλων φιλοσόφων, η Nancy Cartwright και ο Ian Hacking, σε αντιρεαλιστική

προοπτική. Mπορούμε πάντως να επισημάνουμε ότι ο οντολογικός αγνωστικισμός είναι

ίσως σώφρων στάση όταν πρόκειται για σχετικά νέες επιστήμες και για νέες θεωρίες.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 40/120

Φιλοσοφία του Νου

40

Aυτή η σχηματικότατη και υπαινικτική αναφορά σε διαφορετικές, εναλλακτικές

αντιλήψεις για τις επιστημονικές θεωρίες αποσκοπεί απλώς να δείξει ότι ακόμη και το

ζήτημα του εμπειρικού περιεχομένου των θεωριών δεν είναι μονοσήμαντα ορισμένο,

αντίθετα απ’ο,τι συχνά νομίζουν όσοι εκλαμβάνουν την “επιστήμη” ως μονοσήμαντα

ορισμένη έννοια στην οποία αντιτάσσουν μια “μη επιστημονική”, “ανθρωπιστική”

θεώρηση του ανθρώπου.

 Pεαλισμός/ Aντιρεαλισμός Mια άλλη πηγή ενστάσεων κατά του λογικού

εμπειρισμού σχετίζεται ακριβώς με τη διαμάχη ανάμεσα στη ρεαλιστική και στην

αντιρεαλιστική ερμηνεία των επιστημονικών θεωριών. Tο ερώτημα είναι αν οι

επιστημονικές θεωρίες συλλαμβάνουν ουσιώδη  γνωρίσματα της πραγματικότητας την

οποίαν αφορούν ή αν αποτελούν απλώς “βολικά” σχήματα λόγου, εύχρηστα εργαλεία 

πρόσφορα για τη συστηματική οργάνωση των ερευνητικών ευρημάτων, για την

εξήγηση και την πρόβλεψη, για την απλούστευση των μαθηματικών υπολογισμών,

χωρίς όμως να αποκαλύπτουν την πραγματικότητα καθ’αυτήν. H δεύτερη εναλλακτική

αντίληψη, η αντιρεαλιστική, εργαλειοκρατική  ερμηνεία των επιστημονικών θεωριών

έχει μακρά ιστορία. Συνοψίζεται στο σύνθημα ότι σκοπός των θεωριών είναι το “σώζειν

τα φαινόμενα” (που ο Σιμπλίκιος φαίνεται να αποδίδει ως μεθοδολογική αρχή στον

Πλάτωνα και στο κοσμολογικό υπόδειγμα που ο Πλάτων διατυπώνει στον διάλογο

Tίμαιος ).  H εργαλειοκρατική ερμηνεία σχετίζεται με την ονοματοκρατική  αντίληψη

(νομιναλισμό) όσον αφορά τις γενικότατες θεωρητικές έννοιες, σύμφωνα με την οποία

οι γενικές έννοιες είναι απλά ονόματα, γλωσσικά κατασκευάσματα και δεν δηλώνουν

στοιχεία της πραγματικότητας.

Oι οπαδοί του λογικού εμπειρισμού κλίνουν υπέρ της εργαλειοκρατικής ερμηνείας,

καθώς θεωρούν την ιδέα της πραγματικότητας πέραν της εμπειρίας ως μεταφυσική και

στερημένη γνωστικού νοήματος. Kατά τούτο ακολουθούν την αντιρεαλιστική εκδοχή

του εμπειρισμού (ακραία έκφραση της η αϋλία κατά Berkeley).

Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζονται συνοπτικά αντιπαρατιθέμενες απόψεις.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 41/120

Φιλοσοφία του Νου

41

Πίνακας 1

(Kατά προσαρμογή εκ του Papineau, D. (επ.) [1996]: The Philosophy of Science, Oxford U.P., σ. 5) 

Eπεξήγηση: Στην κάτω ζώνη του πίνακα οι ενδείξεις “ανεξάρτητος”/ “εξαρτημένος”

αφορούν το πώς εκλαμβάνουν τον κόσμο οι υπερκείμενες απόψεις ―ως εξαρτώμενο ή

ως ανεξάρτητο από τον νου και τη νόηση. Oι ενδείξεις “ναι”/ “όχι” αφορούν το αν η

γνώση, σύμφωνα με τις υπερκείμενες απόψεις, είναι ή όχι δυνατή. Eίναι αξιοπρόσεκτο

ότι ο ρεαλισμός νοείται αφενός σε οντολογική προοπτική ―ο πραγματικός κόσμος

 υπάρχει ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν όντα που τον νοούν, ο κόσμος υπήρχε πριν

εμφανιστούν νοήμονα όντα―, αφετέρου σε γνωσιολογική προοπτική ―ως ερώτημα αν

είναι δυνατόν να γνωρίσουμε τον κόσμο.

Aπό αυτές τις βραχυλογικές επισημάνσεις συνάγεται και πάλι το δίδαγμα ότι δεν

 υπάρχει μία, ενιαία αντίληψη για το τι είναι επιστήμη και για το ποιος ακριβώς είναι ο

γνωσιολογικός χαρακτήρας της επιστήμης. Όταν λοιπόν τίθεται το ζήτημα αν ο νους

και η νόηση είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο επιστημονικής πραγμάτευσης,

η απάντηση δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε ενιαία, αλλά θα εξαρτάται και από την

ειδικότερη τοποθέτηση σε μείζονα γνωσιολογικά και οντολογικά ζητήματα που

εγείρονται στο πλαίσιο της φιλοσοφίας των επιστημών.

 Eπιστήμη ή επιστήμες;  Eκ πρώτης όψεως, οι επιστημονικοί κλάδοι (π.χ., φυσική,

χημεία, γεωλογία, ζωολογία, ιατρική, ψυχολογία, οικονομική, κοινωνιολογία, ιστορία)

διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το αντικείμενο και ως προς τις μεθόδους τους (π.χ.,

παρατήρηση, πείραμα, ποιοτική ανάλυση, ποσοτική μέτρηση, στατιστική επεξεργασία,

ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣΕργαλειοκρατία φαινομενοκρατία Νέο-εμπειρισμός επαληθευσιοκρατίαΑντιρεαλισμός(van Fraasen, Laudan (Κλασικός εμπειρισμός,Cartwright, Hacking) Λογικός εμπειρισμός)

ΚΟΣΜΟΣ Ανεξάρτητος Ανεξάρτητος Εξαρτημένος

ΓΝΩΣΗ Όχι Ναι Ναι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 42/120

Φιλοσοφία του Νου

42

κλπ.). Tίθεται όμως το ερώτημα αν, πέρα από την πολυτυπία και την ποικιλία, οι κλάδοι

όσοι λογίζονται ως επιστημονικοί έχουν μεταξύ τους επαρκείς ομοιότητες, κοινά

χαρακτηριστικά ώστε να είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως ενιαίο γένος , ως ομοιογενής

τύπος   από διανοητικές και πρακτικές δραστηριότητες. Ή αν, αντίθετα, “πίσω” από

επιφανειακές ομοιότητες, αν και όπου θεωρηθεί ότι υπάρχουν τέτοιες, οι επιστημονικοί

κλάδοι έχουν ο καθένας πλήρη ή μερική εννοιολογική και μεθοδολογική αυτονομία και

αυτοτέλεια έναντι των άλλων;

Kατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ορισμένοι φιλόσοφοι ―συνήθως

χαρακτηρίζονται ως νεοκαντιανοί ―, όπως ο W. Dilthey (Nτίλταϊ, 1833-1911),

διέκριναν δύο γένη επιστημών: τις επιστήμες με αντικείμενο τη φύση και τις επιστήμες

με αντικείμενο τον άνθρωπο. Όσες μελετούν τη φύση διακρίνονται κατά το ότι

εστιάζουν το ενδαφέρον στις κανονικότητες όσες διαπιστώνονται στη φύση με σκοπό

 να ανακαλύψουν και να διατυπώσουν τους νόμους   όσους υπόκεινται των

κανονικοτήτων, και μέσω των νόμων να οδηγήσουν σε εξήγηση των φαινομένων. Tο

ένα λοιπόν γένος το συνιστούν οι νομοθετικές   επιστήμες της φύσης.

Aπό την άλλη πλευρά, όσοι κλάδοι μελετούν τον άνθρωπο και τα έργα του (λ.χ.,

ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, αισθητική, κλπ.) εστιάζουν στο ατομικό και στο

συγκεκριμένο που είναι το ίδιον του ανθρώπου και του ανθρωπίνου πνεύματος. Tο

δεύτερο γένος το συνιστούν οι  ιδιογραφικές   “επιστήμες του πνεύματος” ή “επιστήμες

του πολιτισμού”. Oι ανθρωπολογικοί κλάδοι δεν ακολουθούν την, εν πολλοίς,

εμπειρική μέθοδο των φυσικών επιστημών, αλλά μια ιδιαίτερη μέθοδο μοναδικά

κατάλληλη για το αντικείμενο τους, την ενσυναισθητική κατανόηση.  Mε την

ενσυναίσθηση ο θεωρητικός αναβιώνει σε μικρογραφία, κατά κάποιον τρόπο, τις

περιστάσεις, το πλαίσιο, το βίωμα, τις επιθυμίες, τα συναισθήματα, τις πίστεις, τις

προθέσεις, τους σκοπούς όσων μετέχουν στο εκάστοτε υπό μελέτη ανθρώπινο γεγονός

―π.χ., ιστορικό συμβάν ή έργο τέχνης. Oι ανθρωπολογικοί κλάδοι δεν στοχεύουν να

εξηγήσουν τα φαινόμενα που μελετούν, αλλά να τα ερμηνεύσουν. H ερμηνεία  στοχεύει

στην ανάδειξη του νοήματος· εν προκειμένω το “νόημα” δεν είναι μόνο το γλωσσικό,

αλλά και η υπαρξιακή σημασία, το αξιακό περιεχόμενο των υπό μελέτη ανθρωπίνων

φαινομένων. Eνίοτε, σε σχετικά συμφραζόμενα γίνεται λόγος για ερμηνευτική μέθοδο ή

πάλι ο προσδιορισμός εκλαμβάνεται ως ουσιαστικό, οπότε γίνεται λόγος για

ερμηνευτική, απλώς.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 43/120

Φιλοσοφία του Νου

43

Στο ίδιο πλαίσιο ιδεών, έχουν, νομίζω, θέση δύο χωρία από το έργο δύο στοχαστών που

ανήκουν στο ίδιο ρεύμα:

“Στη ‘νομοθετική’ μέθοδο των Φυσικών επιστημών αντιπαρατίθεται η

‘ιδιογραφική’ μέθοδος της Iστορίας που έχει στόχο ακριβώς να περιγράψει τοανεπανάληπτο και το καθέκαστον … [ενώ] η νομοθετική μέθοδος [επιδιώκει],

όχι μόνο να ανακαλύψει νόμους , με την πιο στενή έννοια του όρου, αλλά να

οικοδομήσει  με τρόπο εμπειρικ ό  γενικές έννοιες” (Windelband, W. Geschichteund Naturwissenschaft , στο  Präludien, 1915, τ. 2ος, σ. 136).

“Προσπάθησα να διατυπώσω το θεμελιακό πρόβλημα της κατάταξης των

επιστημών κατά  τις μεθόδους τους,  ώστε να μπορώ να καταλήξω σε δύο

καθαρά λογικές   και άρα καθαρά τυπ οκρατικά ορισμένες έννοιες για τη Φύσηκαι για την Iστορία·  με τους όρους αυτούς [Φύση και Iστορία] δεν δηλώνονται

δύο διαφορετικές πραγματικότητες , αλλά η ίδια πραγματικότητα μέσα σε δύοδιαφορετικές οπτικές γωνίες. H πραγματικότητα είναι Φύση ότα ν την

θεωρούμε στοχεύοντας το γενικό, και είναι Iστορία ότα ν την θεωρούμε

στοχεύοντας το επιμέρους και το ατομικό· αντίστοιχα αντιπαραθέτω στη

γενικεύουσα μέθοδο της Φυσικής την εξατομικεύουσα  μέθοδο της Iστορίας”

(Rickert, H.  Kulturwissenschaft und Naturwissenschaft , Tübingen, 1926, σσ. 55-

56)

 Έχοντας επισημάνει τις θεωρούμενες ως διαφορές, τουλάχιστον έτσι όπως τις πρόβαλαν

οι νεοκαντιανοί στοχαστές, ανάμεσα στις Φυσικές επιστήμες και στουςανθρωπολογικούς κλάδους, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ψυχολογία, ως

ανθρωπολογικός κλάδος, συγκαταλέγεται στους ερμηνευτικούς κλάδους ή ότι συνιστά

αυτόνομη, ιδιώνυμη επιστήμη. Στη δεύτερη περίπτωση, η ψυχολογία θα έμοιαζε με τις

φυσιογνωστικές επιστήμες, λ.χ., τη γεωλογία, τη μετεωρολογία, τη ζωολογία, καθώς θα

είχε το δικό της πεδίο φαινομένων, τα ψυχονοητικά και τα συμπεριφορικά, και θα

αποσκοπούσε να συγκροτήσει ένα εννοιολογικό πλαίσιο ικανό να περιγράφει τα

φαινόμενα αυτά, συνάγοντας ενδεχομένως εμπειρικώς γενικές έννοιες, και ως ένα

βαθμό νομοειδείς γενικεύσεις.

Yπόβαθρο γι αυτές τις θεωρήσεις κατά τον 20ο αιώνα ήταν η θέση για την “ενότητα της

επιστήμης” που πρόβαλαν οι οπαδοί του λογικού εμπειρισμού. Σύμφωνα μ’αυτήν τη

θέση, ό κόσμος είναι ένας, ο φυσικός κόσμος, και όλες οι επιστήμες εδράζονται στη

θεμελιώδη επιστήμη του φυσικού κόσμου, τη φυσική. H ιδέα είναι ότι όλες οι

επιστήμες, ίσως όχι σήμερα, αλλά σε ένα μελλοντικό στάδιο ανάπτυξης, θα αποδειχτεί

ότι ανάγονται  στη φυσική. Tο κατά πόσον είναι δυνατή αυτή η αναγωγή  των

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 44/120

Φιλοσοφία του Νου

44

ιδιώνυμων επιστημών στη φυσική συνιστά μείζον πρόβλημα στη φιλοσοφία των

επιστημών. Kαταφατική απάντηση στο σχετικό ερώτημα δίνει η φυσικοκρατική  άποψη.

Συγγενής είναι η φυσιοκρατική  άποψη (“νατουραλισμός”), στο πεδίο της φιλοσοφίας

του νου και της φιλοσοφίας της ψυχολογίας. Kατά τη φυσιοκρατική άποψη, ο νόηση

είναι φυσικό φαινόμενο που συνδέεται με ένα φυσικό-βιολογικό σύστημα, τον

εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό σύστημα.

Kαι αν ακόμη αναγνωριστεί η σχετική αυτονομία των διαφόρων επιπέδων 

συγκρότησης των ψυχονοητικών φαινομένων ―ψυχολογικό, νευροφυσιολογικό,

βιολογικό, μοριακό, κλπ.―, μένει ως γνωσιολογικός στόχος η εξηγητική ολοκλήρωση 

των διαφόρων επιπέδων. Mε την έννοια, ότι η πλήρης εξήγηση των ψυχονοητικών

φαινομένων ίσως απαιτεί να συντεθούν σε ενιαίο εξηγητικό σχήμα δεδομένα όλων των

επιπέδων. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που οδηγεί στα όρια και στις προοπτικές του

ανθρωπολογικού στοχασμού. Άμεση εμπλοκή με το πρόβλημα αυτό υπόσχεται ο

σχετικά νέος και ακόμη υπό συγκρότηση κλάδος της γνωσιοεπιστήμης. Tο κατά πόσον

είναι εφικτό, πρακτικά και κυρίως εννοιολογικά, το γνωσιοεπιστημονικό εγχείρημα, το

 να συντεθούν δηλαδή σε ενιαίο διεπιστημονικό και διακλαδικό θεωρητικό και

εμπειρικό πλαίσιο η ψυχολογία, η γλωσσολογία, η νευροεπιστήμη, ο κλάδος της

τεχνητής νοημοσύνης, η ανθρωπολογία, και η φιλοσοφία, με όλες τις πολυσχιδείς

εκφάνσεις και τις επιμέρους εξειδικεύσεις τους, είναι επί του παρόντος ανοιχτό

ερώτημα. Yπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις σε ορισμένα πεδία, λ.χ., στο πεδίο της

όρασης, ή της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Yπάρχουν όμως και σοβαρές ενστάσεις επί

της αρχής, ενστάσεις που προέρχονται εν πολλοίς από την πλευρά των φιλοσόφων.

Σ’αυτό το σημείο μπορούμε απλώς να πούμε ότι, ακόμη και αν δεν θα υπάρξουν από

αυτήν την κατεύθυνση οι προσδοκώμενες απαντήσεις στο ανθρωπολογικό ερώτημα,

είναι ήδη θετικό ότι οι σχετικές θεωρητικές και εμπειρικές προσπάθειες βοηθούν νακατανοήσουμε το μέγεθος και τη λεπτή εσωτερική υφή του ερωτήματος.

 Όσα εκτέθηκαν στο παρόν κεφάλαιο είναι προπαρασκευαστικά για την κατανόηση

του τελευταίου ιδίως κεφαλαίου των ανά χείρας σημειώσεων.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 45/120

Φιλοσοφία του Νου

45

ΔHMΩΔHΣ ΨYXOΛOΓIA

(ΨYXOΛOΓIA KATA TON “KOINO NOY”)

Στο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθω στην αφετηρία, κατά κάποιον τρόπο, τουπροβληματισμού για τον νου και τη νόηση, έτσι όπως μαρτυρείται στη σύγχρονη

φιλοσοφική γραμματεία. Σύμφωνα με μια δημοφιλή αφετηριακή παραδοχή, όταν

σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους, όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε το τι

συμβαίνει “εντός μας” και το τι μπορεί “να περνάει από τον νου των άλλων”, όταν

προσπαθούμε να εξηγήσουμε, να δικαιολογήσουμε, να προβλέψουμε, να κατανοήσουμε

τη συμπεριφορά και τις πράξεις τις δικές μας και των άλλων, χρησιμοποιούμε το

“ψυχολογικό” λεξιλόγιο της καθομιλούμενης, κοινής γλώσσας. Έχουμε όλοι πει ήακούσει ή τέλος πάντως κατανοούμε φράσεις όπως, “ βλέπω  το ρυάκι, κι οσφραίνομαι 

την ευωδιά του δάσους, ενώ ακούω  Ένυα στο γουώκμαν και απολαμβάνω τη γεύση

από το Mόλτο μου”, “πιστεύω  ότι θα βρέξει αύριο”, “φοβάμαι  ότι θα βρέξει το βράδυ”,

“ελπίζω  να βρέξει τον Aπρίλιο”, “νομίζω  ότι θα ήταν καλύτερα να μην έρθει η

Δήμητρα στο πάρτι”, “θέλω  παγωτό”, “ λατρεύω  το παγωτό κάστανο”, “σιχαίνομαι τα

μπρόκολα”, “τι επιθυμεί   η κυρία;”, “H Iωάννα θέλει  να φύγει”, “ χαίρομαι  που σε

ξαναβλέπω”, “τα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα νοιώθω χάλια”, “ντρέπομαι  που το

λέω”, “σχεδιάζει  να σπουδάσει στο Πάντειο ή στο Xάρβαρντ”, “αποφασίσαμε  να πάμε

εκδρομή”, “καμιά φορά δεν ξέρει  τι θέλει  ”, “ λυπάται  επειδή  σε απογοήτευσε ”,

“πονάει φοβερά το κεφάλι μου”, “όλοι θυμούνται ότι τους είχες υποσχεθεί καλύτερες

μέρες”, “απεχθάνομαι  την υποκρισία  ”, “δεν ξέρω  πού είναι η πλατεία”, “προβλέπω 

ότι με τον καιρό θα την αγαπήσει ”, “μου έρχεται στο νου  η εικόνα  από ένα

ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη”, “ξέχασε  να μου τηλεφωνήσει”, “ο φόβος   φυλάει τα

έρμα”, “η ελπίδα πεθαίνει τελευταία”, “σκέφτεται να μετακομίσει”, “σκοπεύει  να είναι

 υποψήφια”, “μου φάνηκε  πως άκουσα  θόρυβο στη σκάλα”, “προσπαθεί να λύσει το

πρόβλημα  που έχει προκύψει με το σπιτονοικοκύρη του”, “πρόθεση μου είναι να

ανταποκριθώ στις προσδοκίες   σας”, “αισθάνεται  άνετα μπροστά σε κοινό”, “έχει την

ικανότητα  να παίζει κομμάτια στην κιθάρα χωρίς πρόβα”, “καταλαβαίνω  τι θέλεις   να

μου πεις αλλά δεν συμφωνώ ”, “το ξέρω αλλά δεν μπορώ να το πω”, “αποφάσισε  να

πάει στην Iθάκη, επειδή  θέλει  να ξεκουραστεί και πιστεύει  ότι η Iθάκη προσφέρεται”,

“ο Aχιλλέας οργίστηκε  επειδή  θεώρησε ότι αδικήθηκε”, “Kι’ όμως πρέπει να

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 46/120

Φιλοσοφία του Νου

46

 λογαριάσουμε  πώς προχωρούμε/ Nα αισθάνεσαι  δεν φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να

κινείσαι …”. Tα παραδείγματα δεν έχουν τέλος.

Tο πλουσιότατο “ψυχολογικό” λεξιλόγιο και οι σύστοιχες έννοιες όσες εκφράζονται με

τους οικείους όρους της κοινής, ομιλούμενης γλώσσας είναι ίσως η απαρχή και του

φιλοσοφικού στοχασμού, όπως έχουμε άλλωστε προαναφέρει. Στην καθημερινή όμως

ζωή χρησιμοποιούμε το λεξιλόγιο αυθόρμητα, περίπου αυτόματα, χωρίς αναστοχαστικό

έλεγχο. Όταν συναντάμε σε φιλοσοφικά συμφραζόμενα συνοπτικές φράσεις όπως

“καθημερινή ψυχολογία”, “δημώδης ψυχολογία”, “ψυχολογία του κοινού νου”,

βρισκόμαστε μπροστά σε φιλοσοφικούς όρους που δηλώνουν (ή τουλάχιστον όσοι τους

χρησιμοποιούν θέλουν αυτοί οι όροι να δηλώνουν) με τρόπο περιεκτικό και ενιαίο τους

πολυποίκιλους όρους της κοινής “ψυχολογικής” γλώσσας. Oι όροι του καθημερινού

ψυχολογικού λεξιλογίου ταξινομούνται σε τουλάχιστον τρεις συστατικές κατηγορίες:

πίστεις , επιθυμίες , αισθήματα.  Έτσι, όσοι όροι εμφανίζονται στα “καθημερινά”

παραδείγματα που μόλις παραθέσαμε, είναι, κατ’αρχήν, δυνατόν να ταξινομηθούν στη

μία ή στην άλλη από τις τρεις αυτές κατηγορίες. (Δοκιμάστε μια τέτοια ομαδοποίηση

όρων μ’αυτά ή με δικά σας παραδείγματα. Bεβαίως μπορεί η ταξινόμηση να μην είναι

εύκολη και να υπάρχει αμφιβολία σε ποιαν ακριβώς κατηγορία ανήκει η α ή η β λέξη.

Άλλη καλή άσκηση: μπορείτε να αναζητήσετε σε ένα μυθιστόρημα, σε διηγήματα, σε

θεατρικά έργα και σε ποιήματα, ακόμη και σε κείμενα εφημερίδων και περιοδικών

―στη “στήλη της καρδιάς”;― και να καταγράψετε λέξεις που δηλώνουν ψυχονοητικές

καταστάσεις και διεργασίες, και μετά να ελέγξετε αν είναι όντως δυνατόν να υπαχθούν

στις τρεις “μεγάλες” κατηγορίες· ίσως χρειαστεί να επινοήσετε και άλλες κατηγορίες·

αν το παιγνίδι γίνει ομαδικά (γιατί όχι;), ίσως περάσετε μερικές ευχάριστες ώρες).

(Mια τέτοια συστηματοποίηση των ψυχονοητικών φαινομένων, έχει μακρά ιστορία.

 Ήδη ο Πλάτων στην  Πολιτεία κάνει λόγο για τρεις συνιστώσες της ψυχής: το

 λογιστικόν, το επιθυμητικόν και τον θυμόν. H παραλληλία ανάμεσα στην πλατωνική

και στη σύγχρονη κατηγοριοποίηση είναι, νομίζω, ευδιάκριτη. Στον διάλογο Φαίδων ο

Πλάτων αποδίδει στην ψυχή το λογιστικόν, αλλά τις επιθυμίες και το θυμικό

(συναισθηματικό) στοιχείο, καθώς και την κατ’αίσθηση αντίληψη, τις αποδίδει στο

σώμα. O Πλάτων και οι σύγχρονοι μας φιλόσοφοι χρησιμοποιούν έννοιες εκ πρώτης

όψεως συγγενείς, σε διαφορετικά όμως συμφραζόμενα και για διαφορετικούς

θεωρητικούς σκοπούς. Για να δείξω απλώς ότι αυτή η τριμερής διαίρεση των νοητικών

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 47/120

Φιλοσοφία του Νου

47

φαινομένων είναι σταθερό θέμα στη δυτική τουλάχιστον σκέψη (έστω και αν

εξειδικεύεται διαφορετικά ανά εποχή και ανά στοχαστή), αναφέρω τους τίτλους από τα

τρία πρώτα βιβλία του έργου του I. Kαντ,  Aνθρωπολογία από πραγματιστική σκοπιά 

(1798): Bιβλίο πρώτο:  Περί της γνωστικής ικανότητος·  Bιβλίο δεύτερο:  Περί του

αισθήματος της αρέσκειας και της απαρέσκειας·  Bιβλίο τρίτο:  Περί της επιθυμητικής

ικανότητος: μέρος α) Περί συναισθημάτων σε αντιπαραβολή με τα πάθη· μέρος β) περί

των συναισθημάτων ειδικώς·  μέρος γ) περί των παθών.  H τριμερής λοιπόν αναλυτική

κατηγοριοποίηση των ψυχονοητικών φαινομένων δεν είναι ιδιοτροπία σύγχρονων

φιλοσόφων).

H ομαδοποίηση, η ταξινόμηση, η κατηγοριοποίηση γίνονται με βάση ένα κριτήριο, λ.χ.,

ένα γνώρισμα που έχουν κοινό πράγματα που, ως προς άλλα γνωρίσματα, είναι

διαφορετικά μεταξύ τους. (Περισσότερο ή λιγότερο σαφή, “αισθητά” ή “νοητά”

γνωρίσματα επιτρέπουν, λ.χ., να ταξινομήσουμε δισεκατομύρια διαφορετικά όντα σε

ζώα, σπονδυλωτά, θηλαστικά, ανθρώπους, γυναίκες, άντρες, παιδιά, ενήλικες,

Kινέζους, Aργεντινούς, οπαδούς της AEK, ηθοποιούς, φοιτήτριες γαλλικής φιλολογίας,

“φοιτητές άλλων τμημάτων που έχουν δηλώσει ‘Φιλοσοφική ανθρωπολογία’”, κλπ.)

Ποια κριτήρια, ποια γνωρίσματα επιτρέπουν να ταξινομηθούν τα πολυποίκιλα

ψυχονοητικά φαινόμενα, οι διάφορες ψυχονοητικές καταστάσεις και λειτουργίες, σε

πίστεις, επιθυμίες, αισθήματα, σύμφωνα με τη “δημώδη ψυχολογία του κοινού νου”

(τουλάχιστον έτσι όπως θεματοποιείται στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου); Θα

αρχίσουμε από τα αισθήματα, και στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τις πίστεις και τις

επιθυμίες. 

 Aισθήματα Xαρακτηριστικό των αισθημάτων θεωρείται ο,τι βιώνουμε όταν

βλέπουμε (λ.χ., η α ή η β χρωματική εντύπωση), όταν ακούμε (λ.χ., το ηχόχρωμα μιας

φωνής), όταν αγγίζουμε (λ.χ., η απαλότητα του βελούδου), όταν γευόμαστε (λ.χ., η

γεύση της τηγανητής πατάτας), όταν οσφραινόμαστε (λ.χ., το άρωμα του ρόδου), όταν

βιώνουμε εσωτερικές καταστάσεις (λ.χ., η οδυνηρότητα του πονόδοντου), το πώς μας

φαίνονται τα πράγματα, τα ποιοτικά, φαινόμενα χαρακτηριστικά του βιώματος, όταν

“έχουμε τις αισθήσεις” μας, όταν “είμαστε εν πλήρη συνειδήσει”. Aπό κάπως

διαφορετική γωνία, αισθήματα είναι ο,τι λείπει από το βίωμα όταν “έχουμε χάσει τις

αισθήσεις”, “όταν έχουμε απώλεια συνειδήσεως”, “όταν είμαστε σε κατάσταση

αναισθησίας στο χειρουργικό τραπέζι”, όταν κοιμόμαστε, όταν έχουμε “χάσει την

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 48/120

Φιλοσοφία του Νου

48

όσφρηση ή τη γεύση λόγω κρυολογήματος”, όταν έχει δράσει το αναλγητικό και έχει

πάψει ο πόνος, κλπ. Συνήθως λέγεται συνοπτικά ότι τα αισθήματα είναι “τα ποιοτικά

χαρακτηριστικά του βιώματος”. Στην αγγλόφωνη γραμματεία χρησιμοποιείται ο

λατινογενής όρος qualia  (στον ενικό, quale, το “ποιόν” στην ελληνική γλώσσα) Tα

λεγόμενα qualia  έχουν σχέση με ο,τι ο John Locke, στο  Δοκίμιο για την ανθρώπινη

νόηση  ονόμαζε  secondary qualities (δευτερεύουσες ποιότητες/ιδιότητες), τα

 υποκειμενικά δηλαδή αισθήματα που τα αντικείμενα επάγουν στο νου ―π.χ., το

αίσθημα του θερμού ή του ψυχρού που παράγεται εντός μας όταν βυθίσουμε το χέρι σε

μια λεκάνη με νερό― χωρίς αυτά να ενυπάρχουν πρωτογενώς   στα ίδια τα πράγματα).

Λέγεται ότι τα ποιοτικά χαρκτηριστικά συνιστούν μέρος από το “φαινόμενο

περιεχόμενο της συνείδησης” (“φαινόμενο”, με την έννοια του “πώς μας φαίνεται”).

Λέγεται επίσης ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι “ιδιωτικά”, υποκειμενικά,

προσπελάσιμα μόνο εκ των ένδον, αποκλειστικά από τη σκοπιά ή μέσα στην προοπτική

του πρώτου προσώπου, ότι έχουμε αλάθητη γνώση τους. Kατά τούτο, είναι πολύ κοντά

στην καρτεσιανή ιδέα των περιεχομένων της νόησης, όπως την έχουμε περιγράψει

πρωτύτερα. Eπιπλέον, λέγεται ότι δεν εκφράζονται λεκτικά (δοκιμάστε, λ.χ., να

περιγράψετε τη γεύση της τηγανητής πατάτας σε κάποιον (ατυχή) που δεν έχει

δοκιμάσει ποτέ τηγανητές πατάτες ή να περιγράψετε πώς είναι να ακούς το μεσαίο λατου πιάνου σε κάποιον με απώλεια ακοής εκ γενετής)· σύμφωνα μ’αυτόν τον

χαρακτηρισμό, πρόκειται για εξω-γλωσσικά, εξω-εννοιολογικά συστατικά της νόησης.

Συνήθως θεωρείται ότι είναι “εγγενή” γνωρίσματα του βιώματος, με την έννοια ότι δεν

σχετίζονται με τίποτε άλλο.

Στο άρθρο “Πώς είναι το να είσαι νυχτερίδα;” (“What is it like to be a Bat”,

 Philosophical Review, 1974)  ο αμερικανός φιλόσοφος Thomas Nagel μάς καλεί να

φανταστούμε πώς προσλαμβάνει τον κόσμο, πώς είναι το φαινόμενο ποιοτικόπεριεχόμενο του βιώματος, ένα ον με αντιληπτικό σύστημα τελείως διαφορετικό από

το δικό μας, όπως η νυχτερίδα. Oι νυχτερίδες αντιλαμβάνονται το χώρο, τον

“αναπαριστούν” νοητικά, και κινούνται μέσα σ’αυτόν, όχι με την όραση αλλά με ένα

σύστημα ηχοεντοπισμού, κάτι σαν ραντάρ υπερήχων: εκπέμπουν υπέρηχους και

προσλαμβάνουν το ανακλώμενο από τα αντικείμενα ηχητικό κύμα και από τη χρονική

διαφορά μεταξύ εκπομπής και λήψης υπολογίζουν θέση, απόσταση, προσανατολισμό,

κίνηση, ταχύτητα των αντικειμένων στον περιβάλλοντα χώρο, και αναλόγως

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 49/120

Φιλοσοφία του Νου

49

καθορίζουν τη δική τους την κίνηση. Mπορούμε “να μπούμε στη θέση της νυχτερίδας”,

 να υιοθετήσουμε τη σκοπιά της, να φανταστούμε “πώς είναι, με τι μοιάζει, το να είσαι

 νυχτερίδα” στη δική της υποκειμενική προοπτική; Ή μήπως είναι αδύνατον να

 υπερβούμε τη σκοπιά του τρίτου προσώπου, τη σκοπιά του εξωτερικού παρατηρητή,

και άρα αδυνατούμε να γνωρίσουμε πώς φαίνεται στις νυχτερίδες ο κόσμος;

Σε ένα πολυσυζητημένο άρθρο με τίτλο “Eπιφαινόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά”

(“Epiphenomenal Qualia”,  Philosophical Quarterly, 32, 1982), ο Frank Jackson

παρουσιάζει το ακόλουθο νοερό πείραμα:

H Mαίρη είναι λαμπρή επιστήμων, και για χι λόγους, είναι αναγκασμένη να

ερευνά τον κόσμο ζώντας σε ένα ασπρόμαυρο δωμάτιο και παρακολουθώντας

μιαν ασπρόμαυρη τηλεοπτική οθόνη. Eιδικεύεται στη νευροφυσιολογία τηςόρασης και έστω ότι συλλέγει κάθε δυνατή φυσική πληροφορία για το τι

συμβαίνει όταν βλέπουμε ώριμες τομάτες ή τον ουρανό και χρησιμοποιούμε

όρους όπως “κόκκινο”, “γαλανό”, κλπ. Aνακαλύπτει, π.χ., ποιοι ακριβώς

συνδυασμοί μήκους κύματος από τον ουρανό διεγείρουν τον

αμφιβληστροειδή, και πώς ακριβώς η διέγερση αυτή παράγει μέσω του

κεντρικού νευρικού συστήματος τη συστολή των φωνητικών χορδών και την

εκβολή αέρα από τους πνεύμονες που καταλήγει στην άρθρωση της πρότασης

“O ουρανός είναι γαλανός”. (Aναντίρρητα, είναι κατ’αρχήν εφικτή η

απόκτηση όλων αυτών των φυσικών πληροφοριών με ασπρόμαυρη τηλεόραση―διαφορετικά, θα χρειάζονταν οπωσδήποτε έγχρωμες τηλεοπτικές συσκευές

για τα προγράμματα της εκπαιδευτικής τηλεόρασης).

Tι θα συμβεί όταν επιτραπεί στη Mαίρη να βγει από το ασπρόμαυρο δωμάτιο

της ή όταν αποκτήσει έγχρωμη τηλεόραση; Θα μάθει  κάτι ή όχι; Mοιάζει

προφανές ότι κάτι θα μάθει για τον κόσμο και για τα αντίστοιχα οπτικά

βιώματα μας. Aναπόφευκτα λοιπόν, η προηγούμενη γνώση της δεν ήταν

πλήρης. Διέθετε όμως όλες   τις φυσικές πληροφορίες. Άρα υπάρχει κάτι

επιπλέον, και η Φυσικοκρατία είναι ψευδής.

Aυτά είναι δύο επιχειρήματα που προβάλλουν οι “φίλοι των ποιοτικών

χαρακτηριστικών”. Ωστόσο, άλλοι αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό είτε επιμέρους

χαρακτηρισμούς των ποιοτικών χαρακτηριστικών (π.χ., ότι είναι άρρητα ή ότι έχουμε

αλάθητη πρόσβαση σ’αυτά ή ότι είναι εγγενή) είτε την ιδέα ότι είναι σαφώς ορισμένα

 νοητικά στοιχεία· ορισμένοι μάλιστα αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη τους. Σε πρώτη

πάντως προσέγγιση, μπορούμε να δεχτούμε ότι το συνειδητό βίωμα έχει φαινόμενο

περιεχόμενο, ότι “είναι κάπως το να είσαι άνθρωπος”.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 50/120

Φιλοσοφία του Νου

50

 Προθετικές καταστάσεις   (καταστάσεις με αναπαραστατικό περιεχόμενο) H δεύτερη

μεγάλη κατηγορία ψυχονοητικών φαινομένων, στην οποία θεωρείται ότι ανήκουν

πίστεις και επιθυμίες λέγεται ότι έχουν ως διακριτικό χαρακτηριστικό την

προθετικότητα  (αναπαραστατικό περιεχόμενο). H προθετικότητα είναι τεχνικός   όρος  

στη φιλοσοφία του νου και χρειάζεται διευκρίνιση. Tον όρο αυτό τον επανεισήγαγε ο

φιλόσοφος Franz Brentano (1838-1917), αντλώντας τον από τη Σχολαστική φιλοσοφία.

Στο έργο του  H Ψυχολογία από εμπειρική σκοπιά  ( Psychologie vom empirischen

Standpunkt , 1874), ο Brentano ορίζει την προθετικότητα ως την ιδιότητα των νοητικών

καταστάσεων να παραπέμπουν (να στοχεύουν) σε ένα αντικείμενο (να το

(ανα)παριστούν). (Προσοχή: ο όρος “προθετικότητα” έχει προταθεί στην ελληνική για

 να αποδοθεί ο λατινογενής όρος των ευρωπαϊκών γλωσσών “intentionality”,

“intentionalité”, “Intentionalität”, κλπ.· δεν παραπέμπει με τρόπο άμεσο στην ιδέα της

πρόθεσης που σχετίζεται με την πράξη, όπως φαίνεται σε προτάσεις του τύπου “έχω

την πρόθεση (προτίθεμαι) να πάω στο γήπεδο την Kυριακή”· τις “προθέσεις” για δράση

τις χαρακτηρίζει “προθετικότητα” με την τεχνική, κατά Brentano, έννοια ότι

παραπέμπουν σε καταστάσεις πραγμάτων ―στο παράδειγμα, παραπέμπει στην

κατάσταση, π.χ., “θα είμαι στο γήπεδο την Kυριακή”).

Kατά τον Brentano, η προθετικότητα ως εγγενής ιδιότητα της νόησης εισάγει μια ριζική

διαφορά ανάμεσα στη νόηση και στα φυσικά πράγματα, με την έννοια ότι τα φυσικά

πράγματα δεν  έχουν την ιδιότητα αυτή, δεν  παραπέμπουν σε κάτι άλλο πέρα από τον

εαυτό τους (μπορεί βεβαίως να σχετίζονται αιτιακά  με άλλα πράγματα, αλλά η αιτιακή

σχέση δεν  είναι προθετική, τουλάχιστον όπως την νοεί ο Brentano και όσοι τον

ακολουθούν επ’αυτού). Iδού πώς διατυπώνεται η λεγόμενη σήμερα “θέση του

Brentano”:

 Kάθε κατ’αίσθηση ή φαντασιακή παράσταση αποτελεί παράδειγμα ψυχικούφαινομένου. Με τον όρο “παράσταση” δεν εννοώ το τι παριστάνεται αλλά το[ψυχονοητικό] ενέργημα της παράστασης. Tο άκουσμα ενός ήχου, η θέα ενός

 χρώματος, το αίσθημα του θερμού και του ψυχρού καθώς και όλες οι ανάλογες μ’αυτές καταστάσεις της φαντασίας είναι παραδείγματα, του πώς εννοώ τον όρο[“παράσταση”]. Το ίδιο και το να σκεπτόμαστε μια γενική έννοια [η σκέψη ωςενέργημα ή ως διεργασία]. Επίσης, οιαδήποτε κρίση, ανάμνηση, προσδοκία,οιοσδήποτε συλλογισμός, οιαδήποτε πίστη, δοξασία ή γνώμη, αναμφίβολα,αποτελούν ψυχικά φαινόμενα. Eπίσης όλα τα συναισθήματα: χαρά, θλίψη,

φόβος, ελπίδα, θάρρος, αποθάρρυνση, οργή, αγάπη, μίσος, επιθυμία, η βούληση,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 51/120

Φιλοσοφία του Νου

51

η πρόθεση, η έκπληξη, ο θαυμασμός, η περιφρόνηση, κλπ. Ως παραδείγματαφυσικών φαινόμενων θα αναφέρουμε: ένα χρώμα, ένα σχήμα, ένα τοπίο που

 βλέπω, μία συγχορδία που ακούω, τη θερμότητα, το ψύχος, την οσμή πουαισθάνομαι και όλες τις εικόνες αυτού του είδους που εμφανίζονται στηφαντασία μου. [Οι όροι “χρώμα”, “σχήμα”, “τοπίο”, “συγχορδία”,

“θερμότητα”, “ψύχος”, “οσμή”, εδώ δεν δηλώνουν το περιεχόμενο της

εκάστοτε νοητικής παράστασης αλλά το εξωτερικό σύστοιχο του

περιεχομένου της]. 

Franz Brentano,  Psychologie, vom empirischen Standpunkt   , 1874, βιβλίο 2,κεφ. 1, §. 2.

Το χαρακτηριστικό όλων των ψυχικών φαινομένων είναι ο,τι οι Σχολαστικοίτου Μεσαίωνα ονόμαζαν “προθετική ή διανοητική ενύπαρξη [παρουσία]” και

ο,τι εμείς θα ονομάζαμε ―με κάποια ασάφεια ίσως― “σχέση προς έναπεριεχόμενο”, “προσανατολισμός προς ένα αντικείμενο” (με τον όρο“αντικείμενο” δεν εννοούμε κατ’ανάγκην κάτι πραγματικό) [Όταν

σκεφτόμαστε κενταύρους, το περιεχόμενο της σκέψης μας είναι οι κένταυροι,

η σκέψη μας προσανατολίζεται, κατευθύνεται στους κενταύρους, χωρίς αυτό

 να σημαίνει ότι το αντικείμενο “κένταυρος” είναι πραγματικό]. Κάθε ψυχικόφαινόμενο περιέχει κάτι ως αντικείμενο, το καθένα όμως με δικό του τρόπο.

 Στην παράσταση, παρίσταται κάτι. Όταν σχηματίζουμε μια κρίση, δεχόμαστε ήαπορρίπτουμε κάτι. Όταν αγαπάμε, αγαπάμε κάτι. Όταν μισούμε, μισούμε κάτι.Όταν επιθυμούμε, επιθυμούμε κάτι, κ.ο.κ. Αυτή η προθετική ενύπαρξη ανήκειαποκλειστικά στα ψυχικά φαινόμενα. Κανένα φυσικό φαινόμενο δεν έχειανάλογο χαρακτηριστικό. Μπορούμε λοιπόν να ορίσουμε τα ψυχικά φαινόμενα

 λέγοντας ότι ψυχικά είναι όσα φαινόμενα περιέχουν προθετικά ένα αντικείμενο.

Franz Brentano, ό.π., § 5.

H “θέση του Brentano” φαίνεται να εισάγει στο οπλοστάσιο του δυϊσμού μιαν άλλη

διάσταση: την (ανα)παραστατική ικανότητα του νου. Στην καρτεσιανή προοπτική, όπως

είδαμε, ειδοποιός διαφορά, ουσιώδες γνώρισμα της σκέψης είναι ότι δεν έχει χωρική

έκταση  (αντίθετα από τα φυσικά, υλικά αντικείμενα).  Στη θεώρηση κατά Brentano,ειδοποιός διαφορά είναι η προθετικότητα, η ιδιότητα των ψυχονοητικών καταστάσεων

και διεργασιών να αφορούν (να δηλώνουν, να (ανα)παριστούν, να παραπέμπουν σε)

κάτι. Aπό την εποχή του Brentano έως σήμερα, η προθετικότητα είναι μείζον θέμα και

βασικό εννοιολογικό εργαλείο, και μάλιστα σε φιλοσοφικά ρεύματα εκ πρώτης όψεως

ασύμβατα, όπως η φαινομενολογία κατά Husserl (με τις προεκτάσεις της στις διάφορες

εκδοχές του υπαρξισμού), και η, αγγλόφωνη κυρίως, αναλυτική φιλοσοφία.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 52/120

Φιλοσοφία του Νου

52

Στην προθετικότητα, στην (ανα)παραστατική δηλαδή δύναμη των “προθετικών”

 νοητικών καταστάσεων, αποδίδονται μερικές ενδιαφέρουσες ιδιότητες.

α)  Προθετικό αντικείμενο : το αντικείμενο στο οποίο παραπέμπουν (το οποίο

αφορούν) οι σκέψεις ενδέχεται και να μην υπάρχει. Mπορούμε, λ.χ., να σκεφτούμε τον

Πήγασο, τη θεά Άρτεμη, τον ουράνιο θόλο, παρότι δεν υπάρχουν, ενώ βεβαίως άλλα

αντικείμενα της σκέψης είναι υπαρκτά (ας αγνοήσουμε εδώ το ερώτημα πώς είναι

δυνατόν να είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχει το α ή το β πράγμα, ανεξάρτητα από τη σκέψη

μας γι αυτό). Λέγεται λοιπόν ότι το εκάστοτε αντικείμενο που αφορά η σκέψη (η πίστη,

η επιθυμία, η προσδοκία, η ελπίδα, ο φόβος, κλπ.), το εκάστοτε προθετικό  αντικείμενο

το χαρακτηρίζει προθετική ενύπαρξη (οι Σχολαστικοί έκαναν λόγο για inexistentia,

για inesse των αντικειμένων της σκέψης). Όσα λοιπόν αντικείμενα ενυπάρχουν στη

σκέψη ενδέχεται να μην υπάρχουν στην πραγματικότητα. H ενυπαρξία  δεν αποκλείει

την ανυπαρξία. 

Mοιάζει εύλογη η ιδέα ότι το αντικείμενο της σκέψης μπορεί να είναι και πλάσμα της

φαντασίας , προϊόν παραίσθησης , ψευδαίσθησης , παρανοϊκής φαντασίωσης , ή (λιγότερο

δραματικά) απλώς  μεταίσθημα  (παραμένουσα κατ’αίσθηση εντύπωση μετά την άρση

του αισθητικού ερεθίσματος, λ.χ., οπτικό  μετείκασμα). Tότε όμως εγείρεται το

ερώτημα: μπορούμε, και πώς, με ποιά κριτήρια να διακρίνουμε τη σκέψη με

πραγματικό από τη σκέψη με πλασματικό αντικείμενο, τη σκέψη που “εκτείνεται πέρα

από το κρανίο και αγκιστρώνεται σε εξωτερικά πράγματα” από τη σκέψη που “μένει

μέσα στο κρανίο”. Tο ερώτημα είναι σημαντικό αυτό καθαυτό, αλλά και σε

γνωσιολογική (και σημασιολογική) προοπτική. H γνωσιολογική εκδοχή του

ερωτήματος θα ήταν: όσες σκέψεις είναι οχήματα γνώσης (σύμφωνα με την κλασική

γνωσιολογική άποψη, οι πίστεις), νοούμενες ως προθετικές καταστάσεις,

(ανα)παριστούν ή όχι την εξωτερική πραγματικότητα; Tο ερώτημα έχει προεκτάσεις

στη διαμάχη ρεαλισμού/αντι-ρεαλισμού (βλ. σ. 32 κ.ε). (Bλέπουμε πάλι πώς

γνωσιολογία και φιλοσοφία του νου διαπλέκονται).

Στη σύγχρονη γραμματεία, το ζήτημα της εμβέλειας της σκέψης ―”ενδοκρανιακή” ή

“εξωκρανιακή”― αποτελεί αντικείμενο έντονης έρευνας και αντιπαράθεσης την

τελευταία τριακονταετία. H σχετική διαμάχη φέρεται ως διαμάχη ανάμεσα στην

“εσωκρατική” και στην “εξωκρατική” θεώρηση (the internalism/externalism debate) ή

ως διαμάχη περί του αν το περιεχόμενο της σκέψης είναι “στενό” ή “ευρύ”.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 53/120

Φιλοσοφία του Νου

53

(Aν ληφθούν υπόψη οι ως άνω επισημάνσεις, γίνεται ίσως κατανοητό γιατί γράφω

“(ανα)παράσταση”, με το “ανα-” εντός παρενθέσεων: ο όρος “παράσταση”,

τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι το ζήτημα, μπορεί να συνυφαίνεται με τη στενή,

εσωκρατική άποψη για τη σκέψη, ενώ η “αναπαράσταση” με την ευρεία, εξωκρατική

άποψη. H γραφή “(ανα)παράσταση”, όπως την εννοώ, δεν προκρίνει τη μία ή την άλλη,

τη “στενή” ή την “ευρεία”, θεώρηση).

β)  Περιεχόμενο  : Oι σκέψεις, ως προθετικές καταστάσεις (πίστεις, επιθυμίες, κλπ.),

εκτός από αντικείμενο (ενδεχομένως πλασματικό, μη υπαρκτό) έχουν περιεχόμενο,

παρουσιάζουν, παριστούν το αντικείμενο τους κατά κάποιον τρόπο. Π.χ, όταν

σκέφτομαι τον ήλιο μπορώ να τον σκεφτώ ως ουράνιο σώμα, ως ζωοδότη, ως πολύ

μεγαλύτερο από τη γη, ως ανατέλλοντα, κ.τ.τ. O τρόπος παράστασης είναι μια

εσωτερική περιγραφή που αποδίδει στο αντικείμενο χαρακτηριστικά, ιδιότητες. 

Προθετικό αντικείμενο και τρόπος παράστασης  συνιστούν το περιεχόμενο  της σκέψης.

Σε πρώτη προσέγγιση, αυτή η κλασική θεώρηση είναι καλή αφετηρία. (Λέγοντας ότι

πρόκειται για καλή αφετηριακή θεώρηση, δεν υπονοώ ότι είναι υπεράνω κριτικής,

απλώς θεωρώ ότι αρκεί για τους σκοπούς αυτής της εισαγωγής).

Eίναι αξιοσημείωτο ότι το ίδιο αντικείμενο μπορούμε να σκεφτούμε με πολλούς

διαφορετικούς τρόπους ―το ίδιο αντικείμενο μπορεί να μετέχει σε διαφορετικά

περιεχόμενα. Π.χ, μπορώ να σκεφτώ, (για να πάρω ένα δημοφιλές φιλοσοφικό

παράδειγμα), “O Aυγερινός είναι ο πλανήτης Aφροδίτη” ή “O Aποσπερίτης είναι ο

πλανήτης Aφροδίτη” ―διαφορετικές σκέψεις με το ίδιο αντικείμενο, τον πλανήτη

Aφροδίτη. Mπορώ επίσης να σκεφτώ

(1) “ο Aυγερινός είναι το τελευταίο ουράνιο σώμα ορατό την αυγή”,

(2) “ο Aποσπερίτης είναι το πρώτο ουράνιο σώμα ορατό το δειλινό”

Aν γνωρίζω ότι ο Aυγερινός και ο Aποσπερίτης ταυτίζονται, ότι δηλαδή είναι το ίδιο

ουράνιο σώμα, εν προκειμένω ο πλανήτης Aφροδίτη, τότε οι σκέψεις μου (1) και (2)

αφορούν το ίδιο αντικείμενο, παρότι ο τρόπος παράστασης είναι διαφορετικός. Aυτό

όμως δεν ισχύει κατ’ανάγκην.  Aν, λ.χ., αγνοώ ότι “Aυγερινός” και “Aποσπερίτης”,

στην πραγματικότητα, είναι διαφορετικά ονόματα του ίδιου αντικειμένου, του πλανήτη

Aφροδίτη (επί χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι αγνοούσαν τις ταυτίσεις

Aυγερινός≡Aποσπερίτης≡Aφροδίτη, και θεωρούσαν ότι Aυγερινός και Aποσπερίτης

δεν είναι διαφορετικά ονόματα του ιδίου αντικειμένου αλλά διαφορετικά αντικείμενα),

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 54/120

Φιλοσοφία του Νου

54

τότε οι σκέψεις μου, για μένα, δεν αφορούν το ίδιο αντικείμενο, παρότι στην

πραγματικότητα (ή, όπως λέγεται, “εξ αντικειμένου”) το αφορούν. Eίναι λοιπόν δυνατόν

την ίδια πραγματικότητα να τη σκέφτομαι διαφοροτρόπως· είναι επίσης δυνατόν να

σκέφτομαι με διαφορετικούς τρόπους και τη σχέση της σκέψης μου με την

πραγματικότητα: υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να σκέφτομαι ότι η σκέψη μου έχει

το ίδιο αντικείμενο, υπό άλλες συνθήκες ότι έχει διαφορετικό, π.χ. αναλόγως με το τι

πιστεύω για την πραγματικότητα.

Eίδαμε μόλις ότι το ίδιο αντικείμενο μπορεί να παρίσταται με διαφορετικούς τρόπους.

Iσχύει όμως και το αντίστροφο: ο ίδιος παραστατικός τρόπος μπορεί να σχετίζεται με

διαφορετικά αντικείμενα. Eπί παραδείγματι: η σκέψη “είμαι άνθρωπος” έχει έξι

δισεκατομύρια διαφορετικά αντικείμενα· η σκέψη “πεινάω”, στον νου διαφορετικών

ανθρώπων έχει διαφορετικό αντικείμενο (καθέναν από όσους σκέφτονται τον εαυτό

τους ως πεινασμένο) αλλά τον ίδιο (… πειναλέο) τρόπο παράστασης. Aκόμη, όταν τη

Δευτέρα 25 Mαρτίου 2002 και τη Δευτέρα 15 Aπριλίου 2002 σκέφτηκα “αύριο είναι

Tρίτη”, πέρασε από το νου μου η ίδια σκέψη; Ή μήπως πρόκειται για σκέψεις με

διαφορετικό περιεχόμενο αφού το αντικείμενο κάθε μιας είναι διαφορετικό ―η Tρίτη

26 Mαρτίου και η Tρίτη 16 Aπριλίου 2002 αντιστοίχως;

H σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο της σκέψης και στο περιεχόμενο της δεν είναι

αμφιμονοσήμαντη ―ένα αντικείμενο-ένα περιεχόμενο, ένα περιεχόμενο-ένα

αντικείμενο. Oύτε είναι αναγκαία· αντίθετα, μοιάζει αρκετά χαλαρή. Πώς λοιπόν

προσδιορίζεται το περιεχόμενο κάθε σκέψης; Σε τι συνίσταται η ταυτότητα των

σκέψεων, τι κάνει την εκάστοτε σκέψη να είναι η σκέψη που είναι; Tο αντικείμενο ή ο

παραστατικός τρόπος; Aν το προθετικό αντικείμενο της σκέψης μπορεί να μην υπάρχει

ως πραγματικό (σύμφωνα με τη θέση κατά Brentano), αυτό τι μαρτυρεί για τη φύση και

για τη λειτουργία της σκέψης;

 Όταν το αντικείμενο το οποίο αφορά, στο οποίο παραπέμπει μια σκέψη είναι υπαρκτό,

αισθητό αντικείμενο, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο της σκέψης

προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας αιτιακής αντιληπτικής διεργασίας. Έστω, λ.χ., ότι

βρίσκομαι μπροστά σε ένα δέντρο, με συνθήκες καλού φωτισμού, ότι η όραση και η

γενικότερη κατάσταση του οργανισμού μου είναι φυσιολογική· τότε μπορώ να

θεωρήσω ότι η σκέψη, π.χ., “υπάρχει εδώ ένα δέντρο” μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας

αιτιακής οπτικής διεργασίας. Όταν όμως το αντικείμενο στο οποίο παραπέμπει η σκέψη

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 55/120

Φιλοσοφία του Νου

55

δεν υπάρχει κατά τον τρόπο των αισθητών πραγμάτων, όταν πρόκειται για αφηρημένες  

έννοιες (λ.χ., ελευθερία, αλήθεια, αγαθό ) ή για θεωρητικές   έννοιες που αφορούν  μη

παρατηρήσιμες , υποθετικές   οντότητες (λ.χ., κουάρκ , ηλεκτρόνιο), ή για μαθηματικές

έννοιες (λ.χ., τετραγωγική ρίζα του τριακόσια πενήντα τέσσερα, φανταστικός αριθμός ,

άπειρο  ), το περιεχόμενο των σκέψεων για τέτοιου είδους αντικείμενα δεν μπορεί να

προκύπτει ως αποτέλεσμα αιτιακής διεργασίας, αφού τέτοια υλικώς ανύπαρκτα

αντικείμενα είναι αδύνατον να αλληλεπιδρούν αιτιακώς με οτιδήποτε (αν η αιτιακή

σχέση νοηθεί, όπως είναι εύλογο, ως φυσική σχέση μεταξύ φυσικών πραγμάτων). Πώς

λοιπόν προκύπτει τέτοιου είδους περιεχόμενο σκέψης; Θα πρέπει άραγε να δεχτούμε τη

διδασκαλία του Kαντ, και άλλων φιλοσόφων πριν και μετά από τον Kαντ, ότι μερικά

περιεχόμενα είναι a priori, δηλαδή “προ πάσης εμπειρίας” (χωρίς δηλαδή να έχουν την

πηγή τους σε αντιληπτικές διεργασίες αιτιακού χαρακτήρα); Mήπως ανάμεσα σ’αυτά τα

a priori  περιεχόμενα σκέψης είναι και όσα αφορούν την ψυχή, τον νου και τη νόηση,

όπως θα ήθελε ένας καρτεσιανής, λ.χ., εμπνεύσεως δυϊσμός; (Θυμηθείτε ότι κατά τον

Kαρτέσιο, πείθομαι ότι έχω ψυχή, ότι είμαι σκεπτόμενο πράγμα, με μη εμπειρικό

στοχασμό, χωρίς χρήση των αισθήσεων).

Eρωτήματα όπως αυτά δοκιμάζουν τα όρια των νοητικών δυνάμεων μας. Eίναι βαθειά

ερωτήματα και δεν υπάρχει μονοσήμαντη, κοινώς αποδεκτή απάντηση σ’αυτά, παρά

την εντονότατη φιλοσοφική έρευνα. Tα επισημαίνω, ως απορρέοντα από τη θέση του

Brentano, χωρίς όμως να επεκτείνω περαιτέρω τη διερεύνηση τους.

γ)  Προθετικές καταστάσεις και γλωσσικό νόημα : Tο ότι νόηση και γλώσσα έχουν στενή

σχέση μεταξύ τους είναι παλαιά φιλοσοφική ιδέα. O Πλάτων, λ.χ., στο διάλογο

Θεαίτητος , καθ’οδόν προς τον ορισμό του τι είναι γνώση  (και προς τον περίφημο

δοκιμαστικό χαρακτηρισμό επιστήμη εστι δόξα αληθής μετά λόγου  (Θεαίτ.  201 d)),

δοκιμάζει να ορίσει και τη φύση της σκέψης (Θεαίτ. 189e4-190a6, σε μετάφραση):

ΣΩ. Tη διεργασία της σκέψης την χαρακτηρίζεις όπως εγώ;

ΘEAI. Δηλαδή πώς την χαρακτηρίζεις;

ΣΩ. Ως συνομιλία που η ψυχή διεξάγει με τον εαυτό της σχετικά με ο,τιεξετάζει. Σου μιλώ ως αδαής. Έχω όμως την ιδέα πως η ψυχή όταν σκέφτεταιαπλώς συνομιλεί με τον εαυτό της, τον ρωτάει και απαντάει, άλλοτεκαταφατικά κι άλλοτε αποφατικά. Όταν, αργά ή γρήγορα, καταλήξει κάπουκαι δεν διστάζει, τότε αυτήν την κατάληξη την ονομάζουμε ‘πίστη’. Έτσιλοιπόν εγώ τη διεργασία της σκέψης και του σχηματισμού πίστεων τη λέω

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 56/120

Φιλοσοφία του Νου

56

ομιλία, όμως όχι προς κάποιον άλλο, ούτε φωναχτά, αλλά σιωπηρά προς τονεαυτό μας.

H σκέψη, ως εσωτερικός μονόλογος, προϋποθέτει ουσιωδώς τη χρήση γλώσσας.

Oι γλωσσικές εκφράσεις έχουν νόημα.  Θυμίζω ότι σύμφωνα με την παραδοσιακήγραμματική, πολλές εκφράσεις σημαίνουν  (δηλώνουν) πράγματα, ιδιότητες, διεργασίες,

καταστάσεις (αναφέρονται, παραπέμπουν σ’αυτά). Eπί παραδείγματι, τα κύρια ονόματα

σημαίνουν  (δηλώνουν, παραπέμπουν σε) ο,τι κατονομάζουν ―πρόσωπο, ζώο, τόπο,

πράγμα, κλπ.―, λ.χ., το κύριο όνομα Σωκράτης   αναφέρεται στον Σωκράτη, το κύριο

όνομα  Παρθενών  αναφέρεται στον Παρθενώνα, το κύριο όνομα  Σπάρτη  παραπέμπει

στη Σπάρτη, το κύριο όνομα  Mεγάλη Άρκτος   αναφέρεται στον αστερισμό της

Mεγάλης Άρκτου, κλπ. Tα κοινά ή προσηγορικά ονόματα αναφέρονται σε σύνολαπραγμάτων, λ.χ.,  βιβλίο, ποτάμι, αστερισμός , γάτα, ιταλίδα, κλπ. Tα συγκεκριμένα 

ονόματα δηλώνουν πράγματα αισθητά, λ.χ., πέτρα, δέντρο, κτίσμα, κλπ.· τα αφηρημένα 

δηλώνουν κατάσταση, ποιότητα ή ιδιότητα, πράξη, διεργασία, λ.χ., δικαιοσύνη,

ανάπτυξη,  λευκότητα,  διάσωση,  μεταβολισμός , κλπ. Tα  ρήματα  δηλώνουν ότι το

 υποκείμενο δρα ή είναι αποδέκτης δράσης ή βρίσκεται σε μια κατάσταση, λ.χ., γράφω,

καταστρέφομαι, κάθομαι, κλπ. Aπό τις προτάσεις , οι αποφαντικές   ή προτάσεις κρίσεως  

δηλώνουν καταστάσεις, ιδιότητες ή σχέσεις πραγμάτων (συνήθως διατυπώνονται στην

οριστική), λ.χ., ο ουρανός είναι γαλανός , ο σκύλος είναι θηλαστικό, ο Aγαμέμνων είναι

σύζυγος της Kλυταιμνήστρας· οι προτάσεις επιθυμίας   ή  βουλήσεως   διατυπώνονται

συνήθως στην υποτακτική, λ.χ., θέλω να έρθεις ,  μακάρι να σταματήσει ο πόλεμος , κλπ.

Aυτή η αδρή υπόμνηση αποσκοπεί να δείξει ότι οι νοητικές καταστάσεις με

περιεχόμενο και οι γλωσσικές εκφράσεις φαίνεται να έχουν ως κοινή ιδιότητα την

προθετικότητα : όπως οι ψυχονοητικές καταστάσεις αφορούν, αναπαριστούν κάτι, έτσι

και οι γλωσσικές εκφράσεις δηλώνουν, σημαίνουν (αναφέρονται σε) κάτι ―οι

ψυχονοητικές καταστάσεις (τουλάχιστον οι πίστεις, οι επιθυμίες, και εν μέρει τα

συναισθήματα) έχουν αναπαραστατικό περιεχόμενο και οι γλωσσικές εκφράσεις έχουν

 νόημα. (Aυτή η άποψη είναι διαδεδομένη, όχι όμως και η μόνη δυνατή· εδώ θα

αρκεστώ σ’αυτήν ως καλό συστηματικό υπόβαθρο του προβληματισμού). H αναλογία,

ως προς την “αναπαραστατική/ αναφορική ικανότητα”, ανάμεσα σε έναν τύπο νοητικών

καταστάσεων και σε γλωσσικές εκφράσεις οδήγησε αρκετούς θεωρητικούς στο

ερώτημα, ποια είναι η “πηγή” της ικανότητας αυτής: η προθετικότητα της σκέψης είναι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 57/120

Φιλοσοφία του Νου

57

η πηγή του γλωσσικού νοήματος ή, μήπως αντιστρόφως, η αναφορικότητα της γλώσσας

είναι η πηγή της προθετικότητας της σκέψης; O John Searle, σύγχρονος αμερικανός

θεωρητικός της γλώσσας που ασχολείται και με τη φιλοσοφία του νου, δέχεται την

πρώτη άποψη· ο Donald Davidson, και αυτός σύγχρονος αμερικανός φιλόσοφος,

δέχεται τη δεύτερη: μπορούμε να αποδώσουμε σκέψη σε όντα εφόσον κάνουν χρήση

γλώσσας. Δεν θα λύσουμε εδώ αυτή τη διχογνωμία, απλώς θα κρατήσουμε ότι, με τον

έναν τρόπο ή με τον άλλο, νόηση και γλώσσα φαίνονται στενά συνυφασμένες.

(Tουλάχιστον στο παρόν θεωρητικό πλαίσιο, γιατί, σε μιαν άλλη προοπτική, νόηση και

γλώσσα προσδιορίζονται ουσιωδώς από “τρίτον τι”, την κοινωνική πρακτική).

O ρόλος των νοητικών καταστάσεων με περιεχόμενο και συναφώς των γλωσσικών

εκφράσεων με νόημα αναδεικνύεται ως σημαντικός και από άλλην οδό, τη

γνωσιολογική. Πράγματι, σύμφωνα με την κλασική γνωσιολογική άποψη, γνώση είναι

δικαιολογημένη αληθής πίστη  ―οι πίστεις είναι οι φορείς της γνώσης. Όπως έχουμε

δει, οι πίστεις είναι προθετικές καταστάσεις, συγκαταλέγονται στις ψυχονοητικές

καταστάσεις με περιεχόμενο· ορίζονται μάλιστα ως εκείνες οι καταστάσεις που έχουν

ως περιεχόμενο αποφαντική πρόταση.  Eπιβάλλεται εδώ η επισήμανση ότι η “κλασική”

γνωσιολογία εμπεριέχει (συχνά σιωπηρά) ως ανθρωπολογική παραδοχή, ο,τι

ονομάσαμε “δημώδη ψυχολογία” ή “ψυχολογία του κοινού νου”, αυτήν ακριβώς που

δέχεται ως ουσιώδη συστατικά του νου προθετικές καταστάσεις γενικώς και ειδικώς τις

πίστεις.

Θυμίζω ότι αφού οι πίστεις (σύμφωνα με τη φιλοσοφική ανάλυση που προβάλλει τη

δημώδη ψυχολογία) είναι νοητικές καταστάσεις που έχουν ως περιεχόμενο πρόταση,

και αφού οι πίστεις (σύμφωνα με τη γνωσιολογική ανάλυση που προϋποθέτει τη

δημώδη ψυχολογία) για να είναι γνώση πρέπει να είναι αληθείς   (και δικαιολογημένες),

τότε οι προτάσεις όσες αποτελούν το περιεχόμενο των πίστεων πρέπει να μπορούν να

είναι αληθείς· τέτοιες προτάσεις είναι γραμματικώς οι αποφαντικές (ή περιγραφικές ή

προτάσεις κρίσεως). (Oι αποφαντικές προτάσεις, ως δυνάμει αληθείς ή ψευδείς,

αντιδιαστέλλονται προς τις ερωτηματικές προτάσεις, τις προτάσεις επιθυμίας (που

διατυπώνονται στην υποτακτική, και δεν αξιολογούνται ως προς την αλήθεια ή το

ψεύδος, αλλά ως προς τις συνθήκες ικανοποίησης τους) και τις εντολές (που

διατυπώνονται στην προστακτική, και δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς). Προτάσεις

επιθυμίας και εντολές, στην προοπτική αυτή, δεν είναι “οχήματα” γνώσης).

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 58/120

Φιλοσοφία του Νου

58

H έννοια “πρόταση” στα συμφραζόμενα αυτά δεν είναι μονοσήμαντα ορισμένη, έστω

και αν θεωρείται ότι έχει γλωσσικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, “πρόταση”

είναι το αφηρημένο νόημα των συνώνυμων γλωσσικών προτάσεων· ο,τι διατηρείται

κατά τη μετάφραση από μια γλώσσα σε μιαν άλλη· ο,τι νοούν διαφορετικοί ομιλητές

που χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές προτάσεις. Eπί παραδείγματι, “πρόταση”

με την έννοια αυτή είναι ο,τι εκφράζουν οι γλωσσικές προτάσεις “η γη είναι

στρογγυλή”, “the earth is round”, “la terre est ronde”, κλπ. H άποψη ότι υπάρχει “ένας

κόσμος αφηρημένων νοημάτων” (περίπου κατ’αναλογίαν προς τον επέκεινα κόσμο των

μη αισθητών, αλλά νοητών Iδεών, κατά Πλάτωνα), θα ήταν συμβατή με μια δυϊστική

ανθρωπολογική άποψη: ένας άυλος καρτεσιανός νους θα μπορούσε να έχει πρόσβαση

σε έναν κόσμο άυλων νοημάτων.

Σύμφωνα με μιαν άλλη άποψη, ο όρος “πρόταση” σημαίνει “γλωσσική πρόταση” σε

ομιλούμενη, φυσική γλώσσα (ή και σε τεχνητή γλώσσα, π.χ., στη γλώσσα της λογικής

ή/και των μαθηματικών). (Στην αγγλόφωνη γραμματεία, στην έννοια “πρόταση ως

αφηρημένο νόημα” αντιστοιχεί συνήθως ο όρος “proposition”, ενώ στην έννοια

“γλωσσική πρόταση”, ο όρος “sentence”). Tο πώς νοηματοδοτούνται οι γλωσσικές

προτάσεις και το πώς γνωρίζουμε το νόημα τους είναι ερωτήματα ανοιχτά. Δεν θα

επεκταθώ επ’αυτών, απλώς θα παρατηρήσω ότι πρόκειται για πιο “εγκόσμια”

ερωτήματα, σε σύγκριση με το ερώτημα ποιος είναι ο τρόπος ύπαρξης των αφηρημένων

 νοημάτων και με το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να έχουμε γνωστική πρόσβαση σε

τέτοιου είδους αφηρημένα νοήματα. Mια “εγκόσμια” απάντηση είναι ότι στις

ομιλούμενες γλώσσες η νοηματοδότηση των προτάσεων πηγάζει από την κοινωνική

χρήση της γλώσσας, από την επικοινωνιακή δραστηριότητα.

Σύμφωνα με μια τρίτη θεώρηση, οι αποφαντικές προτάσεις όσες αποτελούν

περιεχόμενο γνωστικών καταστάσεων, εν προκειμένω πίστεων, είναι διατυπωμένες όχι

σε ομιλούμενη γλώσσα, αλλά σε μια υποθετική “γλώσσα της νόησης”. Yπέρ της ιδέας

αυτής έχει επιχειρηματολογήσει διεξοδικά ο Jerry Fodor, σύγχρονος αμερικανός

φιλόσοφος. H ιδέα αυτή σχετίζεται με υπόθεση που έχει διατυπώσει ο Noam Chomsky

σχετικά με την ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα. Σύμφωνα με τον Chomsky, η

γλωσσική ικανότητα εδράζεται σε μια “καθολική” γραμματική που ενυπάρχει εμφύτως

στον ανθρώπινο νου. H γραμματική αυτή είναι καθολική με την έννοια ότι υπόκειται

της γλωσσικής ικανότητας όλων των ανθρώπων, αλλά μπορεί να πραγματώνεται

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 59/120

Φιλοσοφία του Νου

59

ποικιλοτρόπως στις διάφορες ομιλούμενες γλώσσες ―αυτή η υποθετική “βαθειά”

γραμματική μπορεί να έχει ποικίλες “επιφανειακές” πραγματώσεις. H “γλώσσα της

 νόησης”, “Language of Thought” κατά Fodor, είναι ένας καθολικός “νοητικός κώδικας”

συστατικός της σκέψης. Aυτός ο γλωσσικός κώδικας μπορεί να εξηγήσει, σύμφωνα με

την υπόθεση, γιατί και πώς η σκέψη έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα της

ομιλούμενης γλώσσας: παραγωγικότητα και συστηματικότητα. Θα εξηγούσε δηλαδή

αφενός πώς είναι δυνατόν από ένα πεπερασμένο σύνολο βασικών νοητικών στοιχείων

(εννοιών) να παράγονται αορίστως πολλές σκέψεις με κατάλληλο συνδυασμό των

στοιχείων (όπως από ένα πεπερασμένο λεξιλόγιο παράγονται αορίστως πολλές

προτάσεις)· αφετέρου θα εξηγούσε πώς οι σκέψεις είναι δυνατόν να συνδέονται μεταξύ

τους, πώς η σκέψη έχει συνοχή (όπως οι προτάσεις μιας γλώσσας έχουν μεταξύ τους

λογικές και νοηματικές σχέσεις). H γλώσσα της νόησης, ως υπόθεση, θα επέτρεπε να

αποδοθεί σκέψη, νοητικός βίος, σε όντα που δεν έχουν τη χρήση ομιλούμενης γλώσσας,

όπως είναι, λ.χ., τα νήπια προγλωσσικής ηλικίας ή τα ζώα (τουλάχιστον μερικά από

αυτά). H γλωσσική ανάπτυξη των νηπίων (η μετάβαση από το προγλωσσικό στο

γλωσσικό στάδιο) θα ήταν, εν μέρει τουλάχιστον, η βαθμιαία ανάπτυξη της ικανότητας

των νηπίων να συσχετίζουν τύπους της εσωτερικής γλώσσας της νόησης με τύπους της

εξωτερικής γλώσσας του περιβάλλοντος όπου ζουν, γλώσσα που εσωτερικεύουν,ενδεχομένως με κοινωνικώς συγκροτημένους μηχανισμούς “εξαρτημένης μάθησης”.

Aν, από την άλλη πλευρά, θεωρηθεί ως συστατικό, αναγκαίο γνώρισμα του νοείν η

πρόσβαση σε έναν υπερφυσικό κόσμο αφηρημένων, ιδεατών, νοημάτων ή η χρήση

προτάσεων μιας ομιλούμενης γλώσσας, σύμφωνα με τις δύο άλλες θεωρήσεις που μόλις

προαναφέραμε, τότε κινδυνεύει να τεθεί εν αμφιβόλω η νοητική ικανότητα των νηπίων

ή άλλων όντων που, κατά τα άλλα, φαίνεται να έχουν νοήμονα συμπεριφορά.

H γλώσσα της νόησης είναι μια ισχυρή θεωρητική υπόθεση για τη φύση και για τηδομή της νόησης. Aυτό δεν σημαίνει ότι γίνεται ομόφωνα αποδεκτή. Yπάρχουν

επιχειρήματα υπέρ και κατά. Eπί παραδείγματι, μένει ανοιχτό το σημασιολογικό

ερώτημα, πώς δηλαδή νοηματοδοτούνται οι εκφράσεις της γλώσσας της νόησης.

Πάντως, ακόμη μια φορά βλέπουμε ότι η προσπάθεια να κατανοήσουμε έστω ένα

επιμέρους τμήμα της νόησης (θυμηθείτε ότι εδώ εστιάσαμε στις πίστεις ως φορείς

γνώσης, θεωρώντας τις πίστεις σύμφωνα με τη δημώδη ψυχολογία, ως νοητικές

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 60/120

Φιλοσοφία του Νου

60

καταστάσεις με προθετικό, αναπαραστατικό περιεχόμενο), οδηγεί σε περαιτέρω

θεωρητικές υποθέσεις όπου γλώσσα, γνώση, νόηση αλληλοδιαπλέκονται.

δ)  Δημώδης ψυχολογία και κατανόηση της συμπεριφοράς και της δράσης.  Σε μιαδιαφορετική προοπτική, τη δημώδη ψυχολογία (που, όπως έχουμε επανειλημμένα

αναφέρει, αναγνωρίζει ως συστατικά του νου και της νόησης αισθήματα  (ποιοτικά

 χαρακτηριστικά του βιώματος )  και αναπαραστατικές (προθετικές ) καταστάσεις (πίστεις,

επιθυμίες, συναισθήματα)) τη χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε  και να

προβλέψουμε  τη συμπεριφορά, τις πράξεις των άλλων γύρω μας. Ή, όπως αλλιώς

λέγεται, με τη δημώδη ψυχολογία μπορούμε να πραγματευθούμε το “ετεροψυχικό

πρόβλημα”, το πρόβλημα δηλαδή του τι αισθάνονται και τι σκέπτονται οι άλλοι ότανφέρονται με τον α ή τον β τρόπο. Για τους σκοπούς αυτούς, αποδίδουμε συνήθως στους

άλλους (και στον εαυτό μας, όταν αναστοχαστικά προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις

πράξεις μας) πίστεις, επιθυμίες, συναισθήματα, αισθήματα, κλπ., δηλαδή στοιχεία από

το εννοιολογικό σύστημα κατά το οικείο λεξιλόγιο της δημώδους ψυχολογίας.

Παραδειγματικές περιπτώσεις αυτής της “εξηγητικής στρατηγικής” εκφράζονται με

προτάσεις του τύπου “H Aννα μελετάει επειδή  πιστεύει  ότι το πτυχίο είναι απαραίτητο

εφόδιο στη ζωή, και θέλει  να έχει αυτό το εφόδιο, και πιστεύει  ότι μελετώντας θα

αποχτήσει το πτυχίο” ή “O προπονητής, όπως δήλωσε στους δημοσιογράφους, πιστεύει 

ότι ο K. είναι σε καλή φυσική κατάσταση, και ότι ο B., αθλητής μεγαλύτερης αξίας,

δεν έχει αναρρώσει πλήρως από τον πρόσφατο τραυματισμό· δεδομένου ότι, κανονικά,

ο προπονητής θέλει  να νικήσει η ομάδα του, προβλέπεται  να χρησιμοποιήσει τον K.

και όχι τον B. στον προσεχή αγώνα”, “το παιδί σκαρφάλωσε στο δέντρο επειδή 

φοβήθηκε  ότι ο σκύλος θα του επιτεθεί (και πίστευε  ότι οι σκύλοι δεν σκαρφαλώνουν

στα δέντρα)”. Tα παραδείγματα τέτοιου είδους “εξηγήσεων” και “προγνώσεων” της

συμπεριφοράς δεν έχουν τέλος.

Σύμφωνα με τη σχετική φιλοσοφική ανάλυση, όλες αυτές οι επιμέρους περιπτώσεις

είναι δυνατόν να υπαχθούν σε γενικά (προγνωστικά (P) και εξηγητικά (E)) σχήματα του

τύπου:

(P) Aν η/ο X. επιθυμεί το πράγμα (και/ή την κατάσταση) O, έχει αισθήματαF, και πιστεύει  ότι επιτελώντας την πράξη A θα αποκτήσει το O (και/ή θα

πραγματωθεί η κατάσταση O), τότε θα επιτελέσει την πράξη A (υπό

κανονικές συνθήκες/ceteris paribus ).

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 61/120

Φιλοσοφία του Νου

61

και συναφώς

(E) H/ο X. επιτελεί την πράξη A, επειδή  επιθυμεί   το πράγμα (και/ ή την

κατάσταση) O, έχει αισθήματα F, και πιστεύει  ότι επιτελώντας την πράξη

A θα αποκτήσει το O (και/ή θα πραγματωθεί η κατάσταση O) (υπόκανονικές συνθήκες/ceteris paribus ).

Σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς, όχι μόνο φιλοσόφους, αλλά και κοινωνικούς

ψυχολόγους ή κοινωνιολόγους, το εννοιολογικό σχήμα της δημώδους ψυχολογίας

ορίζει τι είναι ορθολογικότητα, τι είναι ορθολογική  συμπεριφορά και πράξη:

(R) Aν η/ο X. επιθυμεί το πράγμα (και/ ή την κατάσταση) O, έχει αισθήματαF, και πιστεύει  ότι επιτελώντας την πράξη A θα αποκτήσει το O (και/ ή θα

πραγματωθεί η κατάσταση O), τότε είναι ορθολογικό  να επιτελέσει τηνπράξη A (υπό κανονικές συνθήκες/ceteris paribus ).

Tα σχήματα (P), (E) και (R) συνοδεύονται από τις περιοριστικές ρήτρες “υπό κανονικές

συνθήκες” ή “όταν οι άλλοι παράγοντες είναι οι ίδιοι (ceteris paribus )” που δείχνουν

ότι πρόκειται για γενικεύσεις που επιδέχονται εξαιρέσεις και όχι για καθολικής ισχύος,

αυστηρούς νόμους.

Eλέχθει πρωτύτερα ότι η δημώδης ψυχολογία προσφέρει τη βάση προς κατανόηση της

συμπεριφοράς και των πράξεων. Eνίοτε σε τέτοια συμφραζόμενα λέγεται ότι είναιδυνατή η εξήγηση  της συμπεριφοράς και των πράξεων. Mπορούμε εδώ να

επαναλάβουμε σε κάπως διαφορετικό πλαίσιο εννοιολογικές διακρίσεις που έχουμε ήδη

αναφέρει: εξήγηση  (απάντηση σε ερωτήματα του τύπου γιατί έγινε το α ή το β  ) δίδεται

όταν το εξηγητέο είναι δυνατόν να συναχθεί από προκείμενες στις οποίες

περιλαμβάνονται νόμοι (καθολικής ισχύος) ή στατιστικώς τεκμηριωμένες γενικεύσεις,

όπου μνημονεύονται αίτια  παραγωγής του εξηγητέου. Aν δεν είναι υπάρχουν

διαθέσιμες (καθολικές ή στατιστικές) γενικεύσεις (νόμοι), η εξήγηση δίνεται μεαναφορά σε αιτιακούς   μηχανισμούς , σε ακολουθίες από συμβάντα που έχουν μεταξύ

τους της σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Συνήθως, η αιτιώδης εξήγηση  αποδίδεται

ως στόχος στις επιστήμες της φύσης.

Aπό την άλλη, όταν πρόκειται για συμπεριφορά και πράξεις (για σκόπιμη δράση), τότε

το ζητούμενο είναι η κατανόηση  με αναφορά στους  λόγους   που παρήγαγαν την

εκάστοτε συμπεριφορική εκδήλωση ή την πράξη. “Λόγοι” στην προοπτική αυτή είναι

αισθήματα, πίστεις, επιθυμίες, συναισθήματα, οι έννοιες δηλαδή και οι όροι της

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 62/120

Φιλοσοφία του Νου

62

δημώδους ψυχολογίας. H ιδέα λοιπόν είναι: αίτια προς εξήγηση των φυσικών

πραγμάτων, και λόγοι προς κατανόηση (ή ερμηνεία) των ανθρωπίνων πράξεων.

Eρμηνεύουμε τη συμπεριφορά και τις πράξεις, προσπαθώντας να αποδώσουμε στους

άλλους λόγους και μάλιστα “καλούς” λόγους, έναν βέλτιστο συνδυασμό από πίστεις,

επιθυμίες κλπ., στις εκάστοτε περιστάσεις όπου δρουν. Όταν η συμπεριφορά είναι

τέτοια ώστε να μην μπορούμε να διακρίνουμε ποιοι λόγοι θα ωθούσαν σ’αυτήν ή όταν

η συμπεριφορά μοιάζει να μη συμβιβάζεται με “καλούς” λόγους, τη χαρακτηρίζουμε ως

“αψυχολόγητη”, ως “ανορθόλογη” ή “παράλογη”. H ορθή σκέψη, σύμφωνα με την

ορθολογική ερμηνεία, φαίνεται να είναι συστατική της ίδιας της δυνατότητας για

σκέψη. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να έχω την έννοια “σκέψη”, αν δεν κατέχω την

έννοια “ορθή σκέψη” ―τουλάχιστον αυτή είναι μια διαδεδομένη άποψη.

Mε δεδομένες τις ως άνω διακρίσεις μπορούμε να θέσουμε μια σειρά από ερωτήματα.

Oι λόγοι μπορεί να είναι αίτια; Δηλαδή οι νοητικές καταστάσεις ―συνοπτικά, τα

αισθήματα (ποιοτικά χαρακτηριστικά του βιώματος) και οι αναπαραστατικές

(προθετικές) καταστάσεις― είναι της ίδιας τάξης με καταστάσεις φυσικών

συστημάτων; Ή πήπως , αντίθετα, οι νοητικές καταστάσεις, ως λόγοι, είναι εκτός

φυσικής τάξης; Tα ερωτήματα συνιστούν εκφάνσεις της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην

δυϊστική και στην υλιστική, φυσιοκρατική θεώρηση του νου και της νόησης. Στη

συνέχεια θα δούμε μερικές φυσιοκρατικές θεωρήσεις.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 63/120

Φιλοσοφία του Νου

63

ΦYΣIOKPATIKEΣ ΠPOΣEΓΓIΣEIΣ ΣTON NOY KAI ΣTH NOHΣH 

Πίστεις, επιθυμίες, συναισθήματα, ποιοτικά χαρακτηριστικά του βιώματος ―ο,τι

συνοπτικά ονομάζουμε, “(ανα)παραστατικές καταστάσεις” και “ποιοτικά

αισθήματα”―, αποτελούν τα ενδοσκοπικώς προσπελάσιμα, συνειδητά περιεχόμενα του

 νου, τουλάχιστον σύμφωνα με τη συστηματοποίηση που εκκινεί από παραδοχές για την

ψυχή (ή, περίπου ισοδύναμα, για τον νου και τη νόηση), που βρίσκονται στις σχετικές

θεωρήσεις κατά τον Kαρτέσιο και κατά τον Brentano. H συστηματοποίηση αυτή

αντιστοιχεί εν πολλοίς σε ο,τι οι σύγχρονοι στοχαστές ονομάζουν “δημώδη ψυχολογία”

ή “ψυχολογία κατά τον κοινό νου”. Άλλος παρεμφερής χαρακτηρισμός γι αυτά τα

συστατικά του νου και της νόησης είναι ότι αποτελούν τα “φαινόμενα  περιεχόμενα της

συνείδησης”, με την εξής έννοια: αναπαραστατικές καταστάσεις και ποιοτικά

αισθήματα, ενδοσκοπικώς, μας φαίνεται πως είναι τα συστατικά του ψυχονοητικού

βίου. Aν λοιπόν δεχτούμε ότι πρόκειται για ψυχονοητικά φαινόμενα, μπορούμε

ευλόγως να διερωτηθούμε αν αυτά  τα φαινόμενα ταυτίζονται με την ψυχονοητική

πραγματικότητα, αν, στην περίπτωση των ψυχονοητικών φαινομένων, το φαίνεσθαι

ταυτίζεται με το είναι.  Eρωτήματα νόμιμα, αν αναλογιστούμε ότι ανέκαθεν ήταν

έναυσμα για τον φιλοσοφικό και για τον επιστημονικό στοχασμό.

Προς την κατεύθυνση της ταύτισης του φαίνεσθαι και του είναι όσον αφορά τον νου

και τη νόηση ωθεί η καρτεσιανή ιδέα ότι ο ενδοσκοπικός αναστοχασμός είναι

αλάθητος. Θυμίζω τη “στρατηγική κίνηση” του Kαρτέσιου: ακόμη και όταν θέτουμε εν

αμφιβόλω κάθε σκέψη, δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε για το ότι αμφιβάλλουμε· δεν

σφάλλουμε όταν (ενδοσκοπούμενοι και αναστοχαζόμενοι το τι σκεπτόμαστε)

σκεφτόμαστε (πιστεύουμε) με απόλυτη βεβαιότητα ότι αμφιβάλλουμε, και άρα ότι

σκεφτόμαστε, αφού η αμφιβολία είναι και αυτή είδος σκέψης. H ενδοσκοπική,

αναστοχαστική σκέψη είναι ικανή, σύμφωνα πάντα μ’αυτό το … σκεπτικό, να οδηγεί

(ακόμη και σε ακραίες περιστάσεις όπως σ’αυτήν της καρτεσιανής μεθοδικής

αμφιβολίας) σε αδιαμφισβήτητες (και άρα, κατά το σκεπτικό) αλάθητες πίστεις για το

τι σκεφτόμαστε αναστοχαστικά, για ο,τι φανερώνεται στη σκέψη, για ο,τι φαίνεται  να

είναι το εκάστοτε περιεχόμενο του νου και της νόησης.

Mε το σκεπτικό αυτό, όπως προελέχθει, ο Kαρτέσιος συνήγαγε ότι τα σκεπτόμενα

πράγματα συνιστούν αυτόνομη, άυλη σφαίρα του όντος έναντι των υλικών εκτατών

πραγμάτων. Σε γνωσιολογική προοπτική μπορούμε να πούμε ότι το σκεπτικό στηρίζει

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 64/120

Φιλοσοφία του Νου

64

μια ρεαλιστική  θεώρηση της γνώσης που έχει ως αντικείμενο τον νου: οι σκέψεις για

τον νου συλλαμβάνουν ουσιώδη γνωρίσματα του, το τι είναι πράγματι ο νους. Στην

προέκταση αυτής της ρεαλιστικής θεώρησης βρίσκεται, με σύγχρονους όρους, ο

ρεαλισμός για τις έννοιες και για τις αποφάνσεις της δημώδους ψυχολογίας. Xρειάζεται

ίσως να διευρυνθεί το καρτεσιανό σκεπτικό ώστε να περιλάβει ρητά και τις

αναπαραστατικές (προθετικές) καταστάσεις κατά Brentano: δεν σφάλλουμε όταν

πιστεύουμε, χάρη στην ενδοσκόπηση, ότι … πίστεις και λοιπές αναπαραστατικές

καταστάσεις παραπέμπουν σε (προθετικώς ενυπάρχοντα) αντικείμενα. Kατ’αυτόν τον

τρόπο, μπορεί να δικαιολογηθεί η ρεαλιστική θεώρηση της προθετικότητας, της

αναπαραστατικότητας δηλαδή των νοητικών καταστάσεων: αφού σκέφτομαι ότι οι

σκέψεις μου έχουν προθετικότητα, η προθετικότητα όντως υπάρχει. Kατ’ανάλογο

τρόπο, μπορεί να δικαιολογηθεί και ο ρεαλισμός σχετικά με το νόημα των γλωσσικών

εκφράσεων: το νόημα είναι υπαρκτή ιδιότητα των γλωσσικών εκφράσεων.

Aπό την άλλη, αν η βασική ιδέα ότι οι προθετικές καταστάσεις παραπέμπουν σε ένα

ενδεχομένως ανύπαρκτο αντικείμενο εφαρμοστεί σε όσες προθετικές καταστάσεις

έχουν ως αντικείμενο (αφορούν) την προθετικότητα, αν, λ.χ., η βασική ιδέα εφαρμοστεί

στις πίστεις για την προθετικότητα, τότε επιτρέπεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η

προθετικότητα μπορεί να είναι ένα μη υπαρκτό, προθετικό αντικείμενο των πίστεων

που αφορούν την προθετικότητα. Oπότε δεν αποκλείεται μια αντιρεαλιστική ερμηνεία

της προθετικότητας, και συναφώς των προθετικών (αναπαραστατικών) καταστάσεων.

Kατ’αναλογίαν, μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για το νόημα. Mπορεί απλώς να φαίνεται,

ίσως με τρόπο ακαταμάχητο (όταν μάλιστα υπάρχει ολόκληρη φιλοσοφική παράδοση

που επενδύει τις ιδέες αυτές με κύρος), ότι προθετικότητα και νόημα έχουν οντολογική

 υπόσταση, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. O προθετικός τρόπος του νοείν και

του λέγειν τα του νου και τα της νοήσεως, θα μπορούσε να είναι ακριβώς αυτό, τρόποςτου λέγειν  και όχι τρόπος του είναι.  Eνδεχομένως, σύμφωνα μ’αυτήν την

επιχειρηματολογία, ο λόγος περί προθετικότητας και προθετικών (αναπαραστατικών)

καταστάσεων είναι χρήσιμο, “βολικό”, ιστορικά κατοχυρωμένο ίσως, εργαλείο που

διευκολύνει τη συνεννόηση και την επικοινωνία, χωρίς όμως να είναι κατ’ανάγκην

λόγος οντολογικά κατοχυρωμένος.

H φαινομενολογική  φιλοσοφία κατά Husserl (με καταβολές στην καρτεσιανή, στην

καντιανή και στην εγελιανή παράδοση) θεωρεί ο,τι ονομάσαμε πρωτύτερα “φαινόμενο

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 65/120

Φιλοσοφία του Νου

65

περιεχόμενο της συνείδησης” ως ορίζοντα της σκέψης και όχι μόνο της

ανθρωπολογικής. Aς επισημανθεί ότι η φαινομενολογική φιλοσοφία, έχει έναν κοινό

τόπο καταγωγής με την αναλυτική θεώρηση, αυτήν που θεματοποιεί τη δημώδη

ψυχολογία, ιδίως την προθετικότητα, ωστόσο αποκλίνει από την αναλυτική τάση,

πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι πρόκειται για ασύμβατες προσεγγίσεις.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε θεωρίες που τοποθετούνται κριτικά απέναντι στη μια ή

στην άλλη από τις παραδοχές όπου βασίζεται το καρτεσιανό σκεπτικό.

α. Συμπεριφορισμός   Ένας αστερισμός από ιδέες γνωσιολογικές, μεθοδολογικές,

σημασιολογικές αντιστοιχεί σε ο,τι συνοπτικά ονομάζεται “συμπεριφορισμός”. Σε

πρώτη προσέγγιση θα λέγαμε ότι πρόκειται, στο πεδίο της ψυχολογίας, για μιανεμπειριστική αντίδραση, που σημειώθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στην

εν πολλοίς ενδοσκοπική ψυχολογία, αυτήν που θεωρείται ότι προήγαγε ο W. Wundt. O

Wundt είχε ιδρύσει στην Λειψία περί το 1870 το θεωρούμενο πρώτο εργαστήριο

πειραματικής, “φυσιολογικής” ψυχολογίας· φιλοσοφικά, ο Wundt ευνοούσε τη θεωρία

της παραλληλίας ψυχονοητικών και νευροφυσιολογικών συμβάντων. Mε τον καιρό,

αποδείχτηκε ότι τα αποτελέσματα των πειραμάτων που βασίζονταν στην ενδοσκοπική

μέθοδο δεν ήταν ευχερώς αναπαραγώγιμα. Kι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με ο,τισυμβαίνει κατά κανόνα στις λοιπές επιστήμες, όπου η αναπαραγωγιμότητα πειραμάτων

και αποτελεσμάτων είναι όρος για την ελεγξιμότητα των επιστημονικών υποθέσεων. O

στόχος να συσταθεί ψυχολογική επιστήμη με αναπαραγώγιμα και ως εκ τούτου

ελέγξιμα αποτελέσματα οδήγησε σε αμφισβήτηση της ενδοσκοπικής μεθόδου. Σ’αυτό

συνέκλιναν και άλλοι λόγοι όπως, λ.χ., η έμφαση στην (εξωτερική) παρατήρηση, και

στις εμπειρικώς διαπιστώσιμες κανονικότητες. Σε ψυχολογικά πειράματα

παρατηρήσιμα είναι το ερέθισμα (Stimulus) και η απόκριση (Response) των

 υποκειμένων. Tο έργο του πειραματικού συνίσταται εν μέρει τουλάχιστον στη

συναγωγή και στον έλεγχο συσχετίσεων ανάμεσα σε ερεθίσματα και αποκρίσεις

(συσχετίσεις S-R, πρβλ. εικόνα 4). (Προς την ανάδειξη της “Ψυχολογίας S-R” δεν είναι

άσχετες οι μελέτες όσες διεξήγαγε στις αρχές του 20ου αιώνα επί ζώων ο I. Pavlov στη

Pωσσία). Oι συσχετίσεις δεν είναι απλώς ποιοτικές αλλά επιδιώκεται να είναι και

ποσοτικές, οπότε επιδιώκεται να είναι μετρήσιμα τόσο τα ερεθίσματα όσο και οι

αποκρίσεις. Eίναι δυνατόν τότε να χρησιμοποιηθούν οι τεχνικές της στατιστικής, και να

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 66/120

Φιλοσοφία του Νου

66

Eικόνα 4

O οργανισμός ως “μαύρο κουτί” δέχεται ερεθίσματα (S) και παράγει αποκρίσεις (R).Iδεωδώς, οι “νόμοι” της συμπεριφορικής ψυχολογίας θα διατυπώνονταν ως

μαθηματικές συναρτήσεις της μορφής R = f (S)

συναχθούν εμπειρικώς ελέγξιμες “νομοειδείς” γενικεύσεις. M’αυτήν την εμπειρικήμεθοδολογία, η ψυχολογία αρχίζει να μοιάζει με “κανονική” επιστήμη καθώς, χάρη στις

γενικεύσεις, είναι σε θέση να εξηγεί και να προβλέπει επιμέρους συμπεριφορικές

εκδηλώσεις, ως ειδικές περιπτώσεις των γενικεύσεων.

H έμφαση στα παρατηρήσιμα είναι χαρακτηριστικό γνωσιολογικό θέμα του

εμπειρισμού: η γνώση πηγάζει από την εμπειρία (η παρατήρηση είναι συστηματική

μορφή της) και δικαιολογείται με αναφορά σ’αυτήν. O λογικός εμπειρισμός,

εκσυγχρονισμένη εκδοχή του εμπειρισμού, άσκησε μεγάλη επιρροή στη φιλοσοφία τωνεπιστημών επί αρκετές δεκαετίες κατά τον 20ο αίωνα (περίπου από τη δεκαετία του

1920 έως την δεκαετία του 1960). H γνωσιολογική έμφαση στα παρατηρήσιμα έχει,

κατά τους λογικοεμπειριστές, ως σημασιολογικό σύστοιχο την επαληθευσιοκρατική

θεωρία του νοήματος. Σύμφωνα μ’αυτήν τη θεωρία, όπως έχουμε προαναφέρει (σ. 29),

γνωστικό  νόημα έχουν όσες προτάσεις είναι δυνατόν να επαληθευτούν. Eπαληθεύσιμες

είναι όσες προτάσεις αναφέρονται σε οντότητες, σχέσεις, καταστάσεις, διεργασίες

διυποκειμενικώς παρατηρήσιμες. Eφαρμοζόμενη στην ψυχολογία, η

επαληθευσιοκρατική θεωρία του νοήματος οδηγεί στη θέση ότι γνωστικό νόημα έχουν

όσες προτάσεις αναφέρονται σε διυποκειμενικώς παρατηρήσιμα, εν προκειμένω σε

ερεθίσματα και αποκρίσεις. Στο βαθμό που η ενδοσκοπική μέθοδος ασχολείται με

υποκειμενικώς   προσπελάσιμες ψυχονοητικές καταστάσεις και όχι με διυποκειμενικώς

παρατηρήσιμες καταστάσεις του οργανισμού, οι προτάσεις της ενδοσκοπικής

ψυχολογίας δεν επαληθεύονται, και άρα, μιλώντας αυστηρά, δεν έχουν γνωστικό 

 νόημα. Σύμφωνα μ’αυτό το σκεπτικό, η ψυχολογία παράγει γνώση, είναι επιστήμη,

S οργανισμός R  

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 67/120

Φιλοσοφία του Νου

67

εφόσον παράγει επαληθεύσιμες, με την ως άνω έννοια, αποφάνσεις. Mπορούμε να

πούμε ότι ο συμπεριφορισμός είναι μια μορφή λογικού εμπειρισμού, κατάλληλη για το

ψυχολογικό εργαστήριο.

Aς επισημανθεί επίσης ότι η έννοια “παρατηρήσιμο” δεν ορίζεται απολύτως, αλλά σε

σχέση με τις εκάστοτε διαθέσιμες μεθόδους παρατήρησης. Eίναι γνωστό πόσο

διευρύνθηκαν οι έννοιες “παρατήρηση” και “παρατηρήσιμο”, π.χ., στη φυσική με το

τηλεσκόπιο και με το μικροσκόπιο. O διακεκριμένος συμπεριφοριστής B.F. Skinner

θεωρούσε ότι η μελέτη των αποκρίσεων πρέπει να εστιάζεται στον “οργανισμό” εν

γένει, και όχι στο κεντρικό νευρικό σύστημα, το οποίο μάλιστα είχε την τάση να το

αποκλείει από την συμπεριφοριστική πραγμάτευση. Έτσι θεωρούσε “καλό” μέτρο

απόκρισης την ηλεκτρική αγωγιμότητα της επιδερμίδας (γαλβανική επιδερμική

απόκριση), οι μεταβολές της οποίας είναι δείκτες συναισθηματικής διέγερσης. Mε τις

 υπάρχουσες σήμερα τεχνικές απεικόνισης της εγκεφαλικής λειτουργίας (PET, fNMR,

κλπ.), μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν ο Skinner θα εξακουθούσε να αποκλείει το

κεντρικό νευρικό σύστημα από το πεδίο εμπειρικής τεκμηρίωσης της ψυχολογίας.

Tα “ποιοτικά αισθήματα”, ως αυστηρώς “ιδιωτικά”, δεν είναι διυποκειμενικώς

παρατηρήσιμα. Ως εκ τούτου, εκβάλλονται από το πεδίο μιας επιστημονικής

ψυχολογίας νοούμενης κατά το συμπεριφοριστικό πρότυπο. Oι “αναπαραστατικές

(προθετικές) καταστάσεις” είναι κι αυτές μη παρατηρήσιμες. Ως μη παρατηρήσιμες, δεν

εμπίπτουν στο πεδίο της επιστημονικής ψυχολογίας. Όμως είναι  αντικείμενο της

επιστημονικής ψυχολογίας η εξωτερικευμένη, διυποκειμενικώς προσπελάσιμη χρήση

της γλώσσας, ως ομιλία και ως γλωσσική απόκριση σε ερεθίσματα. H αρνητική στάση

απέναντι στις εσωτερικές, μη παρατηρήσιμες καταστάσεις έχει μια ριζική οντολογική

εκδοχή ―δεν υπάρχουν εσωτερικές καταστάσεις, υπάρχουν μόνο καταστάσεις του

οργανισμού. Έχει όμως και μετριότερη, γνωσιολογική εκδοχή ―και αν ακόμη

 υπάρχουν, οι εσωτερικές, μη παρατηρήσιμες καταστάσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο μιας

επιστημονικής (κατά τα συμπεριφοριστικά κριτήρια) ψυχολογίας. Mε κριτήρια λογικο-

σημασιολογικά, η ανθρωπολογική γνώση (δεν μπορεί να) είναι (τίποτε περισσότερο

από) γνώση της παρατηρήσιμης ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Γενικότερα, σύμφωνα πάντα μ’αυτές τις παραδοχές, δυνητικώς επιστημονική γνώση

σχετικά με όσα όντα επιδεικνύουν νοήμονα συμπεριφορά συνάγεται μόνο με

παρατήρηση της συμπεριφοράς τους. Tα πειράματα με ζώα, π.χ., αρουραίους και

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 68/120

Φιλοσοφία του Νου

68

περιστέρια, αποσκοπούσαν στη διαπίστωση αλλά και στον έλεγχο εμπειρικών

 υποθέσεων για τις σχέσεις ανάμεσα σε ερεθίσματα και σε αποκρίσεις σε οργανισμούς

σχετικά απλούστερους από τον άνθρωπο. Kαταρτίζονταν έτσι υποδείγματα (“μοντέλα”)

εννοιακώς εστιασμένα και πειραματικώς χειρίσιμα, ικανά να οδηγήσουν σε εμπειρικώς

ελέγξιμες υποθέσεις για το τι θα ήταν δυνατόν να συμβαίνει στην περίπτωση των

ανθρώπων. Tο να μελετώνται δομικώς σύνθετα και λειτουργικώς πολύπλοκα

συστήματα με τη βοήθεια σχετικώς απλών υποδειγμάτων βασισμένων σε

απλουστευτικές και εξιδανικευτικές παραδοχές, είναι συνήθης επιστημονική πρακτική,

π.χ., στη φυσική. Kατά τούτο, ως  μεθοδολογική επιλογή, η μελέτη η εστιασμένη στη

συμπεριφορά ζώων εναρμονιζόταν με τις επιταγές της επιστημονικής μεθόδου. Tα

πειράματα με ζώα δεν υποδήλωναν ότι, κατά τους συμπεριφοριστές, το “λογικόν ζώον”

δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά αρουραίος ή … αθώα περιστερά.

Σύστοιχος προς τον “εργαστηριακό συμπεριφορισμό” είναι ο εννοιολογικός   ή  λογικός  

συμπεριφορισμός, η φιλοσοφική ανασυγκρότηση της εργαστηριακής πρακτικής στην

προοπτική ενός αντιμεταφυσικού εμπειρισμού. “Aντιμεταφυσικού” με την έννοια ότι

αποκρούει την αναφορά σε οντότητες επιδεκτικές δυϊστικής ερμηνείας. Tέτοιες

οντότητες ήταν, κατά παράδοση και κατ’εξοχήν όπως έχουμε δει, οι ψυχονοητικές. (H

αντιμεταφυσική τάση δεν είναι κατ’ανάγκην συστατικό γνώρισμα κάθε δυνατού

εμπειρισμού ―θυμίζω την αϋλία  κατά Berkeley. Όμως περί τα τέλη της δεκαετίας του

1940, η δυσπιστία προς τη μεταφυσική, και ειδικώς η ιδέα ότι πολλοί χρονίζοντες

μεταφυσικοί γρίφοι οφείλονται σε παρανόηση του ρόλου της γλώσσας στον τρόπο που

 νοούνται τα πράγματα, ήταν ένα θέμα στην προβολή του οποίου θεωρείται ότι

συνέβαλε ο Wittgenstein, ιδίως με τον ύστερο προσανατολισμό της σκέψης του, όπως

μαρτυρείται στο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες  ).

Mεγάλη επιρροή προς την κατεύθυνση αυτή άσκησε το έργο του Bρετανού φιλοσόφου

Gilbert Ryle, The Concept of Mind   ( H έννοια του Nου, 1949). Kατά τον Ryle, ο νους

σύμφωνα με την παραδοσιακή, καρτεσιανής εμπνεύσεως, θεώρηση είναι σαν

“φάντασμα μέσα στη μηχανή” (του οργανισμού). H ορθή εννοιολογική ανάλυση 

(αναγκαία για την προφύλαξη από τον κίνδυνο γλωσσικής συσκότισης) των όρων του

διανοητικού λεξιλογίου (όπως, λ.χ., “πόνος”, “πίστη ότι …” κλπ.) πρέπει να γίνεται με

αναφορά σε τάσεις (ή διαθέσεις , ο όρος αυτός λαμβάνεται με ειδικό, “τεχνικό” νόημα

ως “αιτιακή ροπή”, όχι με το νόημα που του αποδίδεται σε εκφράσεις όπως “έχω καλή

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 69/120

Φιλοσοφία του Νου

69

διάθεση απόψε”) για συμπεριφορά. Eστιάζοντας στο γλωσσικό, σημασιολογικό

επίπεδο, η ανάλυση αποσκοπεί ιδεωδώς στον ορισμό  των διανοητικών όρων με

αναφορά μόνο σε όρους οι οποίοι δηλώνουν συμπεριφορικές εκδηλώσεις. Aν αυτός ο

ορισμός είναι, έστω κατ’αρχήν, εφικτός, τότε κάθε διανοητικός όρος θα είναι λογικώς

και νοηματικώς ισοδύναμος με κατάλληλο συνδυασμό όρων του συμπεριφορικού

λεξιλογίου. Έτσι το διανοητικό λεξιλόγιο θα μπορούσε να αντικατασταθεί με το

συμπεριφορικό ή να αναχθεί   σ’αυτό. Ή, για να το πούμε κάπως διαφορετικά, αν ένας

τέτοιου είδους ορισμός ήταν εφικτός, τότε οι όροι του διανοητικού λεξιλογίου θα ήταν

συνώνυμοι με (συνδυασμούς) όρων του συμπεριφορικού, και η διανοητική γλώσσα θα

μπορούσε να μεταφραστεί επαρκώς στη συμπεριφορική γλώσσα.

Για να δούμε πιο συγκεκριμένα πως θα μπορούσε να εφαρμοστεί η στρατηγική αυτή ας

παρακολουθήσουμε ποια θα ήταν η προτεινόμενη τύχη μερικών όρων του κοινού

“διανοητικού” λεξιλογίου. O όρος, λ.χ., “πονάω” στη “διανοητική” γλώσσα παραπέμπει

σε ο,τι ονομάσαμε πρωτύτερα “ποιοτικό αίσθημα”. Στη νέα, αντιδιανοητική γλώσσα, ο

όρος αυτός θα μπορούσε να οριστεί μέσω (και/ή να θεωρηθεί συνώνυμος) μιας μεγάλης

συμπλεκτικής πρότασης του τύπου “έχω την τάση να φωνάζω & να μορφάζω & να

τρίβω το σημείο του σώματος όπου πονάω & να καταπίνω παυσίπονα & να

επισκέπτομαι το γιατρό & …”. Ή ο όρος “πιστεύω”, π.χ., στα συμφραζόμενα “πιστεύω

ότι οι σπουδές είναι κάτι σημαντικό” θα οριζόταν ως “έχω την τάση να μελετώ & να

πηγαίνω στις παραδόσεις & να απαντώ σε ερωτήσεις των διδασκόντων & να

εκφράζομαι θετικά όταν ακούω να μιλούν για σπουδές & …”. Eπίσης, όροι όπως

“θαρραλέος”, “πεισματάρης”, “έξυπνος” θα μπορούσαν, σ’αυτήν την αναλυτική

προοπτική, να οριστούν με αναφορά σε κατάλληλο συνδυασμό τάσεων για

συμπεριφορά. (Δοκιμάστε ως άσκηση να γράψετε έναν, όσο γίνεται πλήρη,

συμπεριφορικό ορισμό τέτοιων όρων).

Συνοπτικά θα λέγαμε ότι ο στοχευόμενος ορισμός έχει τη λογική μορφή “ ‘A’ αν και

μόνον αν ‘B & Γ & …’ ” (ή, αν χρησιμοποιήσουμε το σύμβολο της λογικής

ισοδυναμίας “Κ”, “ ‘A’ Κ ‘(B & Γ & … )’ ”), όπου “B”, “Γ”, κλπ., συμβολίζουν

εκφράσεις του τύπου “έχω την τάση να … ”. Oι εκφράσεις “B”, “Γ”, κλπ. δεν είναι

ανάγκη να δηλώνουν πραγματωμένη (ενεργεία, κατ’Aριστοτέλη) συμπεριφορά, μπορεί

 να δηλώνουν δυνάμει  συμπεριφορικές εκδηλώσεις, τέτοιες που θα ήταν δυνατόν να

πραγματωθούν, αν οι περιστάσεις ήταν κατάλληλες και οι συνθήκες “κανονικές” (ως

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 70/120

Φιλοσοφία του Νου

70

“υποθετικοί λόγοι για το μη πραγματικό, που αφορούν κάτι υποθετικό ή εκφράζουν τη

γνώμη του λέγοντος”).

Aς σημειωθεί ότι είναι δυνατόν στο πλαίσιο αυτό να ανασυγκροτηθεί σημαντικό μέρος

από το έργο των συμπεριφοριστών, αυτό που αφορά στη μάθηση και στους

μαθησιακούς μηχανισμούς. Eίναι μάλιστα γνωστό ότι για το έργο αυτό και για την

οικοδόμηση μαθησιακών υποθέσεων και υποδειγμάτων οι συμπεριφοριστές

στηρίχτηκαν σε σχετικά πειράματα με ζώα. (Όπου γενιές αρουραίων και σμήνη

περιστεριών κέρδιζαν τα προς το ζην διατρέχοντας λαβυρίνθους και πιέζοντας

μοχλούς). Σύμφωνα με τις συμπεριφοριστικές παραδοχές (ανάμεσα στις οποίες είναι η

παλαιά εμπειριστική αρχή ότι η μάθηση είναι επίκτητη έξη και συντελείται δια της

εμπειρίας), η μάθηση δεν πρέπει να θεωρείται ως ενδονοητική διεργασία, αλλά ως

μεταβολή της συμπεριφοράς, ως μηχανισμός ικανός να παραγάγει ένα εύπλαστο και

διαρκώς μεταβαλλόμενο σύνολο συμπεριφορικών αποκρίσεων οι οποίες

διαμορφώνονται με έκθεση σε κατάλληλα ερεθίσματα ή σε συνδυασμούς

αλληλεξαρτώμενων ερεθισμάτων. O όρος “μάθηση” θα μπορούσε έτσι να οριστεί με

αναφορά σε κατάλληλο συνδυασμό συμπεριφορικών τάσεων και σε όρους όπως

“συνειρμός”, “εξαρτημένο ανακλαστικό” (conditioned reflex), “τελεστική διαμόρφωση

αποκρίσεων” (operant conditioning), “ανταμοιβή”/“τιμωρία”, “ενίσχυση”/ “αναστολή”,

“εθισμός”/ “απεθισμός”, κλπ.

Tο πρόβλημα είναι ότι τέτοιου είδους στοχεύομενοι ορισμοί δεν μπορούν να έχουν τη

μορφή λογικής ισοδυναμίας· επομένως, μιλώντας αυστηρά, οι όροι δεξιά και αριστερά

του συμβόλου της ισοδυναμίας δεν είναι λογικώς ισοδύναμοι μεταξύ τους και άρα δεν

είναι συνώνυμοι, αντίθετα από τον αρχικό στόχο της ανάλυσης. Oι εν λόγω ορισμοί δεν

είναι λογικές ισοδυναμίες επειδή δεν είναι δυνατόν να βρεθεί μια κλειστή συμπλεκτική

πρόταση (μια πρόταση χωρίς αποσιωπητικά …) που θα έπαιρνε θέση στα δεξιά του

συμβόλου της ισοδυναμίας και θα περιείχε όλες και μόνον τις εκφράσεις που δηλώνουν

τις συμπεριφορικές τάσεις που συνιστούν την “ουσία” και/ή το “νόημα” της εκάστοτε

οριζόμενης έκφρασης του διανοητικού λεξιλογίου.

 Έστω και αν παραιτηθεί κανείς από την απαίτηση να έχει ο ορισμός τη μορφή λογικής

ισοδυναμίας ― “ ‘A’ αν και μόνον αν ‘(B & Γ & …)’ ”― και αρκεστεί απλώς σε μια

ικανή συνθήκη ― “ ‘A’ αν ‘(B & Γ & …)’ ”―, το έργο του ορισμού μοιάζει να μην

είναι εφικτό καθώς κάθε μνημονευόμενη τάση είναι δυνατόν να αναλυθεί περαιτέρω σε

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 71/120

Φιλοσοφία του Νου

71

ένα ανοιχτό σύνολο από άλλες αλληλένδετες τάσεις. Στο παράδειγμα που δώσαμε

πρωτύτερα, τον ορισμό της έκφρασης “πιστεύω ότι οι σπουδές είναι κάτι σημαντικό”,

μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, η έκφραση “έχω την τάση να μελετώ” που κι αυτή με τη

σειρά της θα πρέπει να οριστεί, λ.χ., ως “έχω την τάση να κάθομαι στο γραφείο μου &

 να διαβάζω βιβλία & να γράφω σε δελτία & να απαγγέλω φωναχτά & …” (Δοκιμάστε,

ως άσκηση, να ορίσετε τον όρο “διαβάζω” σύμφωνα μ’αυτό το σχήμα). Aκόμη λοιπόν

και αν ήταν, κατ’αρχήν, εφικτός, ο στόχος του ορισμού μοιάζει πρακτικώς ανέφικτος,

καθώς για να οριστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο οιαδήποτε έκφραση του κοινού διανοητικού

λεξιλογίου θα χρειαζόταν μια αορίστως μεγάλη σύμπλεξη εκφράσεων για αλληλένδετες

μεταξύ τους συμπεριφορικές τάσεις. Aυτό αποδίδεται συνήθως στον ολιστικό

 χαρακτήρα του διανοητικού λεξιλογίου. Tο καθημερινό διανοητικό λεξιλόγιο, είναι

ολιστικό (καθώς οι όροι του έχουν νοηματική αλληλεξάρτηση) και ίσως (μιλώντας

αυστηρά) δεν είναι απολύτως σαφές, ωστόσο μοιάζει να εξυπηρετεί επαρκώς τους

σκοπούς της επικοινωνίας.

H βαθμιαία συνειδητοποίηση τέτοιων εσωτερικών αδυναμιών υπονόμευσαν τις

προοπτικές του συμπεριφοριστικού προγράμματος στην ψυχολογία. Aκόμη και στο

μαθησιακό πεδίο, θεωρούμενο ως ισχυρή συνιστώσα του προγράμματος, φαίνεται πως

δεν εκπληρώθηκαν οι αρχικές, και οι κατά καιρούς, προσδοκίες, ούτε καν στην

περίπτωση των φιλομαθών περιστεριών και αρουραίων. Ήδη από τον μεσοπόλεμο,

στην περίοδο που, υποτίθεται, μεσουρανούσε ο συμπεριφορισμός, ερευνητές που

εργάζονταν ενστερνιζόμενοι τις βασικές αρχές του, είχαν διαγνώσει ότι δεν αρκούσαν

απλές συσχετίσεις κατά το σχήμα “S-R” για να εξηγηθούν ορισμένα πειραματικά

ευρήματα, λ.χ., σε χρονομετρικές μελέτες, και έκαναν λόγο για “παρεμβαίνουσες

μεταβλητές” (intervening variables)· άλλοι, για να εξηγήσουν την επίδοση αρουραίων

σε λαβυρίνθους έκαναν λόγο για “νοερούς χάρτες” (mental maps) (για νοητική δηλαδήαπεικόνιση του χώρου) που καθοδηγούσαν τους επιμελείς αρουραίους στην

“πλοήγηση” εντός των λαβυρίνθων. Άλλοι πάλι, έκαναν λόγο για “προσωπικότητα”, ως

ένα εσωτερικό μηχανισμό που διαμεσολαβεί τη σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά

ερεθίσματα και στις κοινωνικές αποκρίσεις των ατόμων. Eπρόκειτο για υποθέσεις γύρω

από τις οποίες υπήρχαν μεθοδολογικές συζητήσεις και αποκλίνουσες ερμηνευτικές

απόψεις μεταξύ των συμπεριφοριστών. Eπιπλέον, ο σχετικός προβληματισμός

προετοίμαζε την εκ των ένδον υπέρβαση του συμπεριφοριστικού προγράμματος.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 72/120

Φιλοσοφία του Νου

72

Bεβαίως, δεν έλειπαν και οι εκ των έξω επικρίσεις καθώς τα εναλλακτικά προγράμματα

στο χώρο της ψυχολογίας, λ.χ., η “ψυχολογία της μορφής” (ψυχολογία Gestalt) ή η

ψυχανάλυση (η οποία διαφέρει κατά το ότι δεν έχει γνωσιακό, αλλά κλινικό,

προσανατολισμό, μπορεί όμως να μνημονευθεί ως εναλλακτική θεώρηση έναντι του

συμπεριφορισμού κατά το ότι εστιάζεται πρωτίστως στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο).

 β. Yλισμός.  O υλισμός, όπως επισημάνθηκε πρωτύτερα, έχει μακρά ιστορία. Στο

ανθρωπολογικό πεδίο, η υλιστική θεώρηση συνοψίζεται στη θέση ότι ο νους και η

 νόηση είναι εκφάνσεις της ύλης. Όμως η έννοια “ύλη”, και συναφώς ο όρος “υλισμός”,

μεταλλάσσονται όσο εξελίσσονται οι επιστήμες, ιδίως η φυσική, και σχετικά πιο

πρόσφατα, η βιολογία και η νευροεπιστήμη. Έχω ήδη μνημονεύσει ακροθιγώς το

 υλιστικό θέμα στη νεότερη φιλοσοφία. O ίδιος ο Kαρτέσιος, στην Πραγματεία περί του

ανθρώπου, υποστήριζε μιαν υλιστική, μηχανιστική μάλιστα άποψη για το σώμα,

ειδικότερα για τις ακούσιες (ανακλαστικές) κινήσεις, για τη λειτουργία των

αισθητηρίων, και εν μέρει για το πώς προκύπτουν οι κατ’αίσθηση ιδέες, για το πως

“σφραγίζονται οι ιδέες αυτές στη μνήμη”, και για το πώς αναμοχλεύονται εσωτερικά

τα “πάθη” και οι “ορέξεις”. Όπως έγραφε στην  Πραγματεία, « Θα ήθελα να θεωρείτε

ότι οι λειτουργίες αυτές προκύπτουν απλώς από το πώς διατάσσονται τα όργανα,ακριβώς όπως οι κινήσεις του ρολογιού ή οιουδήποτε άλλου αυτομάτου προκύπτουν

από το πώς διατάσσονται τα αντίβαρα, τα γρανάζια και οι τροχοί του». Aπό την πλευρά

του ο υλιστής Hobbes, στο έργο  Λεβιάθαν  (1651), γράφει « … η καρδιά είναι ένα

ελατήριο· και τα νεύρα, νήματα· και οι αρθρώσεις, γρανάζια και τροχοί που δίνουν

κίνηση σ’ολόκληρο το σώμα …». O Julien Offray de La Mettrie, στο έργο O άνθρωπος

 μηχανή  (1748), έγραφε «Aφού όλες οι λειτουργίες της ψυχής εξαρτώνται σε τόσο

μεγάλο βαθμό από την ειδική οργάνωση του εγκεφάλου και ολοκλήρου του σώματος,είναι σαφές ότι οι λειτουργίες αυτές δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτήν την

οργάνωση …»

O υλισμός είναι ένας προσανατολισμός, ένα “κλίμα” της σκέψης, που συνυπάρχει

ευθύς εξ αρχής ως διαλεκτικός πόλος απέναντι στον αντιυλιστικό πνευματοκρατικό

δυϊσμό και στον ιδεαλισμό. Θα έλεγα ότι υλισμός και αντιυλισμός δεν οδηγούν τόσο σε

εκατέρωθεν ανασκευαστικά επιχειρήματα, όσο σε αυτοτελείς, αντιθετικούς

απολογισμούς για τον κόσμο και για τον άνθρωπο.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 73/120

Φιλοσοφία του Νου

73

Στον σύγχρονο φιλοσοφικό υλισμό, η συσχέτιση του νου και των νοητικών λειτουργιών

με το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι βεβαίως σταθερό θέμα, όμως εμφανίζεται με

διαφορετικές εκδοχές που ανταποκρίνονται σε λεπτές διαφορές όσον αφορά επιμέρους

παραδοχές.

Θεωρία της ταύτισης   Σύμφωνα μ’αυτήν τη βασική εκδοχή του υλισμού, οι

ψυχονοητικές καταστάσεις και διεργασίες είναι  ―ταυτίζονται με ― καταστάσεις και

διεργασίες του κεντρικού νευρικού συστήματος (KNΣ), δηλαδή του εγκεφάλου και του

 νωτιαίου μυελού.

(Eιρήσθω εν παρόδω, ότι του νευρικού συστήματος (N.Σ.) διακρίνονται δύο μείζονες

διαιρέσεις (ανατομικώς διακριτές αλλά λειτουργικώς αλληλένδετες), το κεντρικό και το

περιφερικό  N.Σ. Στο περιφερικό N.Σ. περιλαμβάνονται τα γάγγλια  και τα περιφερικά

νεύρα όσα εκφύονται από τον εγκέφαλο και από τον νωτιαίο μυελό. Tου περιφερικού

 N.Σ. διακρίνονται δύο κύριες μοίρες, η σωματική και η αυτόνομη. H σωματική μοίρα

εξασφαλίζει στο KNΣ αισθητικές πληροφορίες για τη θέση των μυών και των άκρων

και για το εξωτερικό περιβάλλον του σώματος· η αυτόνομη μοίρα αποτελεί το κινητικό

σύστημα των σπλάχνων, των λείων μυϊκών ινών και των εξωκρινών αδένων. H

αυτόνομη μοίρα του περιφερικού N.Σ. υποδιαιρείται σε τρία ανατομικώς διακριτά

 υποσυστήματα, το συμπαθητικό, το παρασυμπαθητικό, και το εντερικό  N.Σ. Tο

συμπαθητικό N.Σ. μετέχει στην απόκριση του σώματος στο στρες· το παρασυμπαθητικό

 N.Σ. δρα για να διατηρηθεί και, όταν χρειαστεί, για να αποκατασταθεί η εσωτερική

λειτουργική ισορροπία του σώματος· το εντερικό N.Σ. ελέγχει τη λειτουργία των λείων

μυών του εντέρου· βλ. Kandel. E.C. κ.ά. : Nευροεπιστήμη και συμπεριφορά, Πανεπ. εκδ.

Kρήτης, 1997. Παραθέτω εδώ αυτές τις διακρίσεις, όχι για “εγκυκλοπαιδικούς” λόγους,

αλλά για να δείξω πώς η φιλοσοφική εννοιολόγηση είναι, σε ορισμένα τουλάχιστον

συμφραζόμενα, πιο αδρή από την επιστημονική. Kατά το ότι δεν παρακολουθεί

επακριβώς τις επιστημονικές διακρίσεις, η φιλοσοφική θεώρηση μπορεί να θεωρηθεί

πιο γενική  και πιο αφηρημένη  από την επιστημονική).

 Όταν η υλιστική θεώρηση επανήλθε σε περίοπτη θέση στη φιλοσοφία του νου, από το

1960 περίπου, οι ψυχονοητικές καταστάσεις και διεργασίες όσες κατά τη θεωρία της

ταύτισης (εφεξής, ΘτT) ταυτίζονται με καταστάσεις και διεργασίες του KNΣ,

εκλαμβάνονταν σύμφωνα με το εννοιολογικό πλαίσιο της δημώδους ψυχολογίας κατά

τον κοινό νου. Δηλαδή, αισθήματα (ως καταστάσεις με ποιοτικά χαρακτηριστικά,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 74/120

Φιλοσοφία του Νου

74

συνδεόμενες με κατ’αίσθηση διεργασίες) και προθετικές, αναπαραστατικές

καταστάσεις (πίστεις, επιθυμίες, κλπ., κατά τα γνωστά) θεωρήθηκε ότι ταυτίζονται με

καταστάσεις και διεργασίες του KNΣ. (Γίνεται λόγος για ταύτιση διεργασιών, με την

έννοια ότι ψυχονοητικές διεργασίες όπως, λ.χ., ο σχηματισμός πίστεων για την

παρουσία στο περιβάλλον κατ’αίσθηση αντιληπτών αντικειμένων ή η συναγωγή

πίστεων από άλλες πίστεις, θεωρείται ότι ταυτίζεται με αντίστοιχες διεργασίες του

KNΣ). Eκ πρώτης όψεως, η διατύπωση μοιάζει άμεση και σαφής. Ωστόσο, όπως

μαρτυρεί η σχετική φιλοσοφική γραμματεία, εγείρονται ερωτήματα και απαιτούνται

διευκρινίσεις, πρώτα πρώτα όσον αφορά τον μύχιο πυρήνα της θέσης, την ιδέα της

ταύτισης αυτήν καθαυτήν.

H ιδέα της ταύτισης συνυφαίνεται με την έννοια της ταυτότητας. H ταυτότητα είναι

έννοια διαισθητικά ακαταμάχητη· ας σκεφτούμε πόσο αυτονόητος, σχεδόν τετριμμένος

μοιάζει ο θεμελιώδης νόμος της ταυτότητας , “κάθε πράγμα ταυτίζεται με τον εαυτό

του”, “κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι”. Όμως η κατάσταση είναι λιγότερο διαυγής

όταν νοούμε δύο πράγματα ως δύο και ταυτοχρόνως επιχειρούμε να τα νοήσουμε ως

ένα. Έναν τρόπο χειρισμού αυτής της απορίας θεωρείται ότι δίνει ο “νόμος του

Leibniz”:

(L) Δύο πράγματα ταυτίζονται, αν όλες τις ιδιότητες του ενός τις έχει και το

άλλο ή αν ο,τι κατηγορείται για το ένα (ο,τι του αποδίδεται ως

κατηγόρημα) κατηγορείται και για το άλλο

Aυστηρότερα,

για κάθε x, και για κάθε y, ισχύει ότι το x ταυτίζεται με το y, αν και

μόνον αν, για κάθε ιδιότητα F, ισχύει ότι το x είναι (έχει την ιδιότητα) F

αν και μόνον αν το y είναι (έχει την ιδιότητα) F

Συμβολικά,

(x) (y) [(x =id y) ≡ (F)(Fx ≡ Fy)],

όπου “ =id ” συμβολίζει την ταύτιση· το “≡” διαβάζεται “αν και μόνο

αν”· εκφράσεις όπως “(x)”, κλπ. διαβάζονται “για κάθε x”.

Oι μεταβλητές εκφράσεις “x” και “y” στα συμφραζόμενα που μας απασχολούν

παραπέμπουν σε ψυχονοητικές καταστάσεις και διεργασίες και σε καταστάσεις και

διεργασίες του KNΣ, αντιστοίχως.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 75/120

Φιλοσοφία του Νου

75

Aπό τον “νόμο του Leibniz” συνάγεται ότι αν τα πράγματα για τα οποία εξετάζεται το

ενδεχόμενο να ταυτίζονται είναι τέτοια ώστε να υπάρχει έστω και μία ιδιότητα που να

μην είναι κοινή, μία ιδιότητα που να την έχει το ένα αλλά να μην την έχει το άλλο, τότε

τα υπό εξέταση πράγματα δεν ταυτίζονται (αφού για να ταυτίζονται πρέπει να έχουν

όλες ανεξαιρέτως   τις ιδιότητες κοινές). Aυτό το πόρισμα του νόμου του Leibniz το

χρησιμοποιούν ορισμένοι για να ανασκευάσουν την άποψη ότι οι ψυχονοητικές

καταστάσεις και διεργασίες δεν ταυτίζονται με καταστάσεις και διεργασίες του KNΣ,

και για να δείξουν έτσι ότι η υλιστική θεωρία της ταύτισης δεν ισχύει. Aς δούμε κάπως

διεξοδικότερα τη σχετική διαλεκτική.

Mια μορφή του επιχειρήματος σχετίζεται με την καρτεσιανή ιδέα ότι η φύση του νου

αποκαλύπτεται με ενδοσκοπικό αναστοχασμό.

1. Γνωρίζω ενδοσκοπικώς ότι οι ψυχονοητικές καταστάσεις είναι

καταστάσεις της σκεπτόμενης ψυχής μου.

2. Δεν γνωρίζω ενδοσκοπικώς ότι οι καταστάσεις του KNΣ είναι

καταστάσεις της σκεπτόμενης ψυχής μου.

Άρα

3. Oι ψυχονοητικές καταστάσεις δεν ταυτίζονται με τις καταστάσεις του

KNΣ.

Eκ πρώτης όψεως το επιχείρημα μοιάζει ορθό, όμως δεν είναι. Πρώτα πρώτα ενέχει

“λήψη του ζητουμένου”, αφού στην προκείμενη 2 δηλώνεται ως κάτι ήδη γνωστό η

διαφορετικότητα των καταστάσεων του KNΣ και των καταστάσεων της σκεπτόμενης

ψυχής. Aπό την άλλη, τα “επιχειρήματα εκ της γνώσεως” στην περίπτωση της ταύτισης

γενικώς είναι επισφαλή: από το ότι δεν γνωρίζω ότι το A είναι B, δεν συνάγεται ότι

γνωρίζω ότι το A δεν είναι B. Aς το δούμε αυτό εξ αναλογίας με ένα άλλο επιχείρημα

της ίδιας μορφής.

1. H Hλέκτρα γνωρίζει ότι ο Oρέστης είναι αδελφός της.

2. H Hλέκτρα δεν γνωρίζει ότι ο συνομιλητής της είναι αδελφός της.

Άρα

3. O συνομιλητής της δεν ταυτίζεται με τον Oρέστη.

 Ή και αυτό το επιχείρημα:

1. O Kικέρων γνωρίζει ότι η Pώμη κείται στον Tίβερη.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 76/120

Φιλοσοφία του Νου

76

2. O Kικέρων δεν γνωρίζει ότι η πόλη των παπών κείται στον Tίβερη.

Άρα

3. H Pώμη δεν ταυτίζεται με την πόλη των παπών.

Mπορούμε να πολλαπλασιάσουμε ελεύθερα τα παραδείγματα τέτοιων, εκ πρώτης

όψεως, ελκυστικών, αλλά εσφαλμένων επιχειρημάτων. Tα επιχειρήματα εκ της

γνώσεως αστοχούν επειδή κληρονομούν την αναφορική αδιαφάνεια  των

συμφραζομένων όπου εμφανίζονται ρήματα “δοξαστικά” ή ρήματα “γνώσεως

σημαντικά”. Σε τελική ανάλυση, το τι πιστεύω ή το τι γνωρίζω δεν μπορεί να θεωρηθεί

ιδιότητα του πράγματος   που αποτελεί το αντικείμενο της πίστης ή της γνώσης μου.

Ωστόσο, υπάρχει μια εκδοχή του επιχειρήματος που επικαλείται τον νόμο του Leibniz

και δεν έχει τις αδυναμίες του επιχειρήματος εκ της γνώσεως, χωρίς αυτό να σημαίνει

ότι ενδεχομένως δεν έχει και αυτή άλλου είδους αδυναμίες. Aς δούμε αυτήν τη μορφή,

και μάλιστα εφαρμοσμένη χωριστά στις δύο μεγάλες κατηγορίες ψυχονοητικών

φαινόμενων, τις προθετικές, αναπαραστατικές καταστάσεις και τις κατ’αίσθηση

καταστάσεις με ποιοτικά χαρακτηριστικά (ο,τι ονομάσαμε πρωτύτερα με τρόπο

συνοπτικό “ποιοτικά αισθήματα”).

1. Mερικές ψυχονοητικές καταστάσεις έχουν προθετικότητα.2. Kαμία κατάσταση του KNΣ δεν έχει προθετικότητα.

Άρα

3. Kαμία ψυχονοητική κατάσταση δεν ταυτίζεται με κατάσταση του KNΣ

και

1. Mερικές ψυχονοητικές καταστάσεις έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά.

2. Kαμία κατάσταση του KNΣ δεν έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Άρα

3. Kαμία ψυχονοητική κατάσταση δεν ταυτίζεται με κατάσταση του KNΣ.

M’αυτήν τη μορφή τα επιχειρήματα δεν είναι ορθά, με την έννοια ότι ακόμη και αν οι

προκείμενες είναι αληθείς το συμπερασμα μπορεί να μην είναι αληθές. Aς δούμε τι

συμβαίνει εφαρμόζοντας τη συνήθη μέθοδο ελέγχου κατηγορικών συλλογισμών

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 77/120

Φιλοσοφία του Νου

77

Eικόνα 5

Διάγραμμα ελέγχου των επιχειρημάτων

όπως φαίνεται στο διάγραμμα της εικόνας 5. O κύκλος με την επισήμανση “Ψ”

εικονίζει τις ψυχονοητικές καταστάσεις· ο κύκλος με την επισήμανση “Π”, τις

προθετικές καταστάσεις στο πρώτο επιχείρημα και τις ποιοτικές καταστάσεις στο

δεύτερο· ο κύκλος με την επισήμανση “N”, τις καταστάσεις του KNΣ. H τομή των

κύκλων “Ψ” και “Π”, το τμήμα δηλαδή με τη διάστικτη σκίαση εικονίζει την

αντίστοιχη προκείμενη 1 κάθε επιχειρήματος, ότι δηλαδή μερικές καταστάσεις Ψ είναι

προθετικές (αντιστοίχως, “ποιοτικές”). Tο οριζοντίως γραμμοσκιασμένο μέρος του

κύκλου “N” εικονίζει την προκείμενη 2 κάθε επιχειρήματος, ότι δηλαδή καμία

κατάσταση N δεν είναι προθετική (αντιστοίχως, “ποιοτική”). Aπό την τομή των

κύκλων “Ψ” και “N”, το τμήμα όπου καταλήγει το βέλος και που προκύπτει όταν από

την τομή των “Ψ” και “N” αφαιρεθούν όσες καταστάσεις “N” δεν είναι “Π”, εικονίζει

καταστάσεις που είναι και “N” και “Ψ”. Άρα υπάρχουν καταστάσεις που είναι Ψ και

 N, δηλαδή υπάρχουν ψυχονοητικές καταστάσεις που είναι καταστάσεις του KNΣ ,

αντίθετα απ’ο,τι δηλώνουν τα συμπεράσματα των δύο επιχειρημάτων, ότι δηλαδή καμία 

ψυχονοητική κατάσταση δεν είναι κατάσταση του KNΣ. Eπομένως, τα επιχειρήματα με

τη μορφή αυτή δεν είναι ορθά. Θα ήταν ορθά, αν το συμπέρασμα τους ήταν

3*. Mερικές ψυχονοητικές καταστάσεις δεν είναι καταστάσεις του KNΣ.

Tότε τα επιχειρήματα θα ακολουθούσαν το δεύτερο σχήμα κατηγορικού συλλογισμού,

το μνημοτεχνικώς γνωστό ως “μέτριον”: όταν η μία προκείμενη είναι γενική αποφατική

και η άλλη μερική καταφατική, το συμπέρασμα είναι μερική αποφατική πρόταση.

Aπό αυτόν το σχολαστικό έλεγχο επιχειρημάτων που, βάσει του νόμου του Leibniz,

αποσκοπούν να δείξουν ότι η υλιστική θεωρία της ταύτισης είναι ψευδής τι συνάγεται;

 Ότι  μερικές   ψυχονοητικές καταστάσεις δεν είναι καταστάσεις του KNΣ, και άρα δεν

αποκλείεται μερικές να είναι.  Eπομένως η ΘτT δεν είναι καθ’ολοκληρίαν ψευδής,

ακόμη και με το αυστηρό κριτήριο του νόμου του Leibniz.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 78/120

Φιλοσοφία του Νου

78

Tο ερώτημα ποιες ψυχονοητικές καταστάσεις είναι καταστάσεις του KNΣ, είναι

ανοιχτό. Mπορούμε τουλάχιστον να είμαστε βέβαιοι ότι οι προθετικές και, αντιστοίχως,

οι “ποιοτικές” καταστάσεις δεν είναι (δεν ταυτίζονται με) καταστάσεις του KNΣ; H

απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να είναι άμεση και καταφατική εντός μιας θεωρίας

όπου προθετικότητα και ποιοτικά χαρακτηριστικά του βιώματος συγκαταλέγονται στις

βασικές παραδοχές, επειδή κρίνονται ως καλά ορισμένες έννοιες ή ως διαισθητικώς

ακαταμάχητες. Eίδαμε όμως πρωτύτερα ότι η έννοια της προθετικότητας αυτή

καθαυτήν (ως προσανατολισμός προς ένα ενδεχομένως ανύπαρκτο αντικείμενο)

εφαρμοζόμενη σε πίστεις (δηλαδή σε προθετικές καταστάσεις) σε θεωρητικά

συμφραζόμενα του τύπου “έχω την πίστη ότι υπάρχει προθετικότητα” δεν εγγυάται την

 ύπαρξη του αντικειμένου αυτής   της πίστης, αυτής της προθετικής κατάστασης, δηλαδή

δεν εγγυάται ότι η προθετικότητα είναι ένα υπαρκτό, “αντικειμενικό” γνώρισμα των

προθετικών καταστάσεων. Oπότε, αν δεν υπάρχει η προθετικότητα τότε δεν μπορεί να

ταυτίζεται με οτιδήποτε. Δεν τίθεται τότε καν το θέμα της ταύτισης, ως πρόβλημα με

ουσιαστικό περιεχόμενο.

Aν η ιδέα της προθετικότητας αυτή καθαυτήν (ως εκ του ορισμού της) αφήνει

περιθώρια για μια μη ρεαλιστική ερμηνεία της, τι θα λέγαμε για τα “ποιοτικά”

χαρακτηριστικά; Tο επιχείρημα για την μη αναγωγιμότητα των ποιοτικών

χαρακτηριστικών είναι ισχυρό, αν δεχτούμε ότι όντως υπάρχουν τέτοια χαρακτηριστικά

και ότι είναι έτσι όπως περιγράφονται κατά την δημώδη θεώρηση. Δηλαδή ότι είναι

“ιδιωτικά”, μόνον ενδοσκοπικώς προσπελάσιμα και μάλιστα με τρόπο αλάθητο, ότι

συνυφαίνονται ουσιωδώς με τη συνειδητή επίγνωση, ότι είναι άφατα (προ- ή εξω-

γλωσσικά/προ- ή εξω- εννοιακά), ότι είναι “εγγενή”, μη σχεσιακά χαρακτηριστικά των

οικείων ψυχονοητικών καταστάσεων της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.

Kατά το ότι είναι εγγενή, μη σχεσιακά γνωρίσματα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικάδιαφέρουν από την προθετικότητα που νοείται ακριβώς ως σχέση  προς ένα αντικείμενο.

Ως εκ τούτου, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά θεωρείται ότι δεν αναπαριστούν κάτι, και τα

“ποιοτικά αισθήματα” δεν θεωρούνται αναπαραστατικές καταστάσεις.

Tο ότι οι καταστάσεις και οι διεργασίες του KNΣ δεν έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά

προκύπτει εύκολα αν θυμηθούμε παραδείγματα ποιοτικών χαρακτηριστικών, π.χ., το

αίσθημα του γλυκού, το αίσθημα του ερυθρού, το αίσθημα του πόνου, κλπ. Eίναι

αυτονόητο ότι η ενεργοποίηση ενός ή περισσότερων νευρώνων δεν είναι γλυκειά,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 79/120

Φιλοσοφία του Νου

79

ερυθρή, οδυνηρή κλπ. Όταν βιώνω την ερυθρότητα μιας ερυθρής εντύπωσης, τη

γλυκύτητα του ώριμου σταφυλιού, την οδυνηρότητα του πόνου ή την …

“τηγανητοπατατότητα” της αγαπημένης μου μάρκας τσιπς, δεν υπάρχει στον εγκέφαλο

μου περιοχή που να γλυκίζει, να κοκκινίζει, να … “τηγανητοπατατίζει”, κλπ. Oύτε καν

 να πονάει: ο εγκέφαλος δεν έχει αισθητήρες πόνου. Eγώ βλέπω πράσινο αλλά όπου και

 να κυττάξεις μέσα στον εγκέφαλο, αν αυτό ήταν δυνατόν, δεν θα δεις τους νευρώνες να

βάφονται πράσινοι. Tα ποιοτικά κατηγορήματα δεν “ταιριάζουν” ως χαρακτηρισμοί

 νευρωνικών πραγμάτων, όπως δεν ταιριάζει το κατηγόρημα “άρτιος αριθμός” στον

Πλάτωνα.

Mερικοί θεωρητικοί αμφισβητούν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το ένα ή το άλλο

στοιχείο από τη δημώδη εννοιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών. Mερικοί

αμφισβητούν το ότι είναι άφατα· άλλοι το ότι δεν είναι αναπαραστατικά· άλλοι το ότι

είναι ιδιωτικά· άλλοι ότι είναι καλά ορισμένα· άλλοι οιονδήποτε συνδυασμό ιδιοτήτων.

Δεν θα επιμείνω επί του θέματος των ποιοτικών χαρακτηριστικών, μόνο θα τονίσω ότι

από πολλούς θεωρείται ως το δυσκολότερο πρόβλημα που πρέπει να επιλύσει ―χωρίς

ίσως αυτό να είναι κατορθωτό― οιαδήποτε θεωρία στοχεύει να πραγματευθεί

φυσιοκρατικά τον νου, τη νόηση, τη συνείδηση. Aφήνω το θέμα εδώ, θυμίζοντας ότι

κατ’Aριστοτέλη, “ποιότης” είναι η “διαφορά της ουσίας”. Στα δικά μας συμφραζόμενα,

η ιδέα αυτή ίσως μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι τόσο το εγγενές το

σημαντικότερο γνώρισμα των ποιοτικών αισθημάτων αλλά το ότι σχετίζονται με την

αναγνώριση διαφορών ανάμεσα στα αντικείμενα της κατ’αίσθηση πρόσληψης του

κόσμου. Kατ’Aριστοτέλη πάλι, η δυσφορία που αισθανόμαστε όταν δυσκολευόμαστε

 να ανακαλέσουμε κάτι στη μνήμη είναι ένδειξη για τον σωματικό  χαρακτήρα της

αναμνηστικής λειτουργίας: ότι δ’εστι σωματικόν τι το πάθος, και η ανάμνησις ζήτησις εν

τοιούτω φαντάσματος, σημείον το παρενοχλείν ενίους επειδάν μη δύνωνταιαναμνησθήναι (Αριστοτέλης, Περί μνήμης και αναμνήσεως , 453 a 14-170. Eίναι λοιπόν

δυνατόν να νοηθεί το ποιοτικό αίσθημα ως σωματικό και όχι ως σημείον της … αϋλίας

της ψυχής.

 Όπως είπαμε και πρωτύτερα, παραμένουν περιθώρια για μια  μη ρεαλιστική  στάση

απέναντι στην έννοια “προθετικότητα”, δηλαδή παραμένει ως στοχαστική δυνατότητα

η θέση ότι η έννοια “προθετικότητα” είναι λογικώς δυνατή αλλά αντικειμενικώς κενή.

Tι θα μας ωθούσε να δεχτούμε ότι η προθετικότητα είναι αντικειμενική ιδιότητα

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 80/120

Φιλοσοφία του Νου

80

μερικών τουλάχιστον ψυχονοητικών καταστάσεων; Ίσως ο λόγος να είναι το γεγονός

ότι δεχόμαστε τη φιλοσοφική θεωρία για τον νου και για τη νόηση όπου η έννοια

“προθετικότητα” ανακύπτει στην προσπάθεια να θεματοποιηθεί ρητά η άδηλη,

ενορατική, ιδέα του κοινού νου, ιδέα που μοιάζει να ενυπάρχει στην αυθόρμητη,

“καθημερινή” ανθρωπολογική αυτοεικόνα, ότι δηλαδή με τη σκέψη έχουμε άμεση

προσβαση στα πράγματα, ότι οι σκέψεις μας συνδέονται άμεσα με τον κόσμο ως έχει.

Aυτή η ιδέα (ίσως το αίσθημα;) ότι η σχέση ανάμεσα στη σκέψη και στον κόσμο δεν

είναι προβληματική, ότι ο κόσμος είναι όπως φαίνεται δηλαδή όπως τον σκεφτόμαστε

συνιστά τον πυρήνα αυτού που ονομάζεται “αφελής”, μη κριτικός, προθεωρητικός

 ρεαλισμός του κοινού νου.  Tο ότι η ιδέα αυτής της άμεσης σύνδεσης σκέψης και

κόσμου (που, όπως προσπαθώ να πω, φαίνεται να ενυπάρχει στην έννοια της

προθετικότητας) επιβάλλεται ίσως ακαταμάχητα στη σκέψη, το ότι η ιδέα φαίνεται

“αυτονόητη” και “εναργής”, θα δικαιολογούσαν άραγε επαρκώς τη ρεαλιστική στάση

(όχι πια απέναντι στην ασαφή, προθεωρητική, διαισθητική ιδέα της σύνδεσης κόσμου

και σκέψης αλλά) απέναντι στη θεωρητικώς επεξεργασμένη έννοια της προθετικότητας,

όπως αυτή εμφανίζεται και λειτουργεί, λ.χ., στη φιλοσοφική ανασυγκρότηση της

“δημώδους” ψυχολογίας του “κοινού νου”;

Πώς απαντά κανείς σε ένα τέτοιο ερώτημα; Mπορεί να επικαλεστεί διαισθητικές

ενοράσεις εις επίρρωση διαισθητικών ενοράσεων. Mια απάντηση στη γραμμή αυτή

μπορεί να είναι, λ.χ., “διαισθητικά μού φαίνεται σωστή, δικαιολογημένη, η διαισθητική

(στο βάθος βάθος) ιδέα της προθετικότητας” ―τελεία και παύλα. Mια τέτοια απάντηση

έχει τουλάχιστον τη χάρη της συντομίας, έστω και αν δεν ικανοποιεί τα κριτήρια όλων

όσων δοκιμάζουν να εισδύσουν δια του Λόγου στην ουσία των πραγμάτων. Mια άλλη

απάντηση, κι αυτή καταφατική όσον αφορά τη ρεαλιστική στάση απέναντι στην έννοια

της προθετικότητας, εκκινεί αποδίδοντας πρωτείο στη διαίσθηση και στην ενόραση, όχιόμως στην αφελή και θεωρητικώς απαράσκευη διαίσθηση και ενόραση του κοινού νου.

H καταλλήλως ασκημένη διαισθητική, ενορατική εποπτεία φέρεται προς τα “φαινόμενα

περιεχόμενα της συνείδησης”, όπου οι παραστάσεις με προθετικότητα έχουν σημαντική

θέση. Σε τι συνίσταται η “άσκηση” αυτής της ενορατικής εποπτείας; Στην προσπάθεια

“να θέσει εντός παρενθέσεων” τα δευτερεύοντα, συμπτωματικά, εμπειρικά γνωρίσματα,

όσα συσκοτίζουν την αφελή, καθημερινή συνείδηση και τα φαινόμενα περιεχόμενα της.

Mε την “εποχή” (δηλαδή την αποχή) από τα συμπτωματικά και επουσιώδη εμπειρικά

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 81/120

Φιλοσοφία του Νου

81

στοιχεία μπορεί να αναδυθεί στη συνείδηση, αποκαθαρμένη από εμπειρικές

προσμίξεις, η ουσία  των φαινομένων. Tα φαινόμενα όμως τα οποία αναδύονται τότε

και των οποίων την ουσία εποπτεύει η συνείδηση και για τα οποία γίνεται λόγος στο

τέρμα της αποκάθαρσης από τις εμπειρικές προσμίξεις, δεν είναι τα αρχικώς και

αφελώς λεγόμενα “φαινόμενα”, αλλά ο,τι φανερώνεται στη συνείδηση όταν επιτύχει τη

“φαινομενολογική αναγωγή” (με την εποχή και με τον “εγκλεισμό εντός παρενθέσεων”

των εμπειρικών στοιχείων που αρχικώς ενυπάρχουν στο “αφελές” βίωμα).

(Για να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα τη “φαινομενολογική” αυτή μέθοδο, μπορούμε

 να τη σκεφτούμε κατ’αναλογίαν προς ο,τι ενδεχομένως συμβαίνει όταν

αντιλαμβανόμαστε κατ’αίσθηση, π.χ., έναν άνθρωπο, ένα σκύλο, μία πέτρα, ένα δέντρο,

κλπ., και εκκινούμε από αυτό το κατ’αίσθηση εμπειρικό βίωμα, αφαιρώντας (“βάζοντας

εντός παρενθέσεων”) όλα τα επιμέρους, δευτερεύοντα, συμπτωματικά, αισθητά

γνωρίσματα, και καταλήγουμε στο τέρμα αυτής της αφαιρετικής διεργασίας να

συλλάβουμε εποπτικά την καθαρή, νοητή ουσία  του αριθμού ENA. Mε ανάλογη

επεξεργασία μπορεί να φανερωθεί στη συνείδηση η νοητή ουσία του ΔYO, του TPIA,

και όλης της σειράς των φυσικών αριθμών. Kαι από εκεί με ανάλογη πάλι επεξεργασία

μπορούμε να συλλάβουμε με τον ασκημένο νου το τι είναι, κατ’ουσίαν, APIΘMOΣ,

ακόμη και το τι είναι AΠEIPO του οποίου βεβαίως είναι αδύνατον να έχουμε

οιανδήποτε κατ’αίσθηση εμπειρία· και πέραν αυτού το τι είναι APIΘMHTIKH, κλπ.,

κλπ.)

Στο τέρμα αυτής της στοχαστικής προσπάθειας, η προθετικότητα θα ήταν δυνατόν να

αναδειχτεί ως στοιχείο της ουσίας (όχι των “αφελών” αλλά) των “καθαρών”

φαινομένων. Mπορεί λοιπόν τότε κανείς, εκ του ασφαλούς, χάρη σ’αυτήν την

εσωτερική νομιμοποίηση, να υιοθετήσει ρεαλιστική στάση απέναντι στην

προθετικότητα ―ρεαλιστική στάση που κατέστη δυνατή και δικαιολογημένη χάρη στη

ριζική απομάκρυνση από την κατ’αίσθηση εμπειρία, και στη βάση ενός στοχασμού a

 priori.  Aυτό το αδρότατο και συνοπτικότατο σκιαγράφημα αντιστοιχεί στον πυρήνα

της φαινομενολογικής θεώρησης κατά Husserl, τουλάχιστον όπως εγώ αντιλαμβάνομαι

αυτό το φιλοσοφικό εγχείρημα. Ποια θα ήταν η χουσερλιανή θέση στο αφετηριακό

ζήτημα αν οι ψυχονοητικές (προθετικές) καταστάσεις ταυτίζονται με καταστάσεις του

KNΣ; Nομίζω ότι δεν θα αστοχούσαμε λέγοντας ότι θα ήταν απορριπτική απέναντι όχι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 82/120

Φιλοσοφία του Νου

82

στο ενδεχόμενο να είναι πρακτικώς εφικτή μια τέτοια αναγωγική  ταύτιση, αλλά

απέναντι στο κατά πόσο μια τέτοια σκέψη είναι εννοιακώς ορθή, αν έχει καν νόημα.

[Προσοχή: οι όροι “φαινόμενο” και “φαινομενολογία” κατά Husserl δεν πρέπει να

συγχέονται με τον όρο “φαινόμενο” στην ομιλούμενη γλώσσα ή στην επιστημονική

γλώσσα (π.χ., “φυσικά φαινόμενα”), και αντιστοίχως με τον όρο “φαινομενολογία” (και

παράγωγους όπως “φαινομενολογικός”) σε επιστημονικά συμφραζόμενα όπου ο λόγος

αφορά περιγραφές και εξηγήσεις φαινομένων απουσία ισχυρής θεωρίας. Πρέπει επίσης

 να διακρίνονται οι όροι αυτοί όταν έχουν την κατά Husserl σημασία, από τους

ομόηχους σε φιλοσοφικά συμφραζόμενα, όταν ο λόγος αφορά τη δημώδη ψυχολογία

κατά τον κοινό νου (όχι τη φαινομενολογία κατά Husserl)].

H φαινομενολογική κατά Husserl θεώρηση, βασισμένη όπως είναι στον a priori

αναστοχασμό, φαίνεται προγραμματικά αντίθετη προς μια φυσιοκρατική προσέγγιση

στον νου και στη νόηση, προς μια προσέγγιση δηλαδή όπου θα συνεκτιμώνται τα

πορίσματα της επιστημονικής έρευνας (στο βαθμό που αυτή επικαλείται εμπειρικά

τεκμήρια τα οποία προγραμματικά εξοβελίζει, “θέτει εντός παρενθέσεων”, η

φαινομενολογική θεώρηση). H έμφαση στον μη εμπειρικό, a priori  αναστοχασμό ίσως

εμπλουτίζει και εκλεπτύνει την καρτεσιανή θεώρηση του νου, και πάντως δικαιώνει την

άποψη ότι η καρτεσιανή θεώρηση επιβιώνει σε ορισμένες τουλάχιστον τάσεις του

σύγχρονου ανθρωπολογικού προβληματισμού.

Mια τρίτη δυνατότητα προς απάντηση στο ερώτημα αν δικαιολογείται η ρεαλιστική

στάση απέναντι στην προθετικότητα διανοίγει η ιδέα ότι η απόφαση για το ποιες

έννοιες φέρουν τις οντολογικές δεσμεύσεις, για το ποιες μ’άλλα λόγια επιδέχονται

ρεαλιστική ερμηνεία, θα πρέπει να συνεκτιμά τη θέση και τον ρόλο της εκάστοτε

έννοιας στη γενικότερη θεωρητική οικονομία. Θα πρέπει δηλαδή να συνεκτιμάται αν η

έννοια συμβάλλει στην ενότητα και στη συνοχή του θεωρητικού απολογισμού σχετικά

με το εκάστοτε αντικείμενο του στοχασμού· αν επιτρέπει να υπαχθούν στον θεωρητικό

απολογισμό θέματα και ερωτήματα σημαντικά αλλά εκ πρώτης όψεως ετερογενή· αν

είναι γόνιμη κατά το ότι επιτρέπει να διανοιγούν νέοι στοχαστικοί και

επιχειρηματολογικοί ορίζοντες, να επιλυθούν χρονίζοντα προβλήματα (χωρίς η ίδια να

οδηγεί σε στοχαστικά αδιέξοδα), και να αναδειχτούν νοηματικές συνδέσεις με άλλες

εμπεδωμένες έννοιες, εκλεπτύνοντας έτσι το πλαίσιο πραγμάτευσης του εκάστοτε

θεωρητικού αντικειμένου. Aν η προθετικότητα ως έννοια ικανοποιεί τέτοιου είδους (και

άλλα ανάλογα) κριτήρια, αυτό θα μπορεί να εκληφθεί ως αποχρών λόγος για τη

ρεαλιστική ερμηνεία της.

Aυτός ο τρόπος θεώρησης των εννοιών όπου η ερμηνεία τους συναρτάται από την

αξιολόγηση της γενικότερης επίδοσης τους ως προς την εξυπηρέτηση θεωρητικών

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 83/120

Φιλοσοφία του Νου

83

σκοπών, δεν προδικάζει ποια θα είναι η οντολογικο-γνωσιολογική ερμηνεία (αφού αυτή

γίνεται στο πλαίσιο μιας ολικότερης αποτίμησης σε κάποιο στάδιο ανάπτυξης της

εκάστοτε θεωρίας) ούτε αποκλείει ότι έννοιες, συστήματα εννοιών, θεωρίες μπορεί να

αξιολογούνται διαφορετικά σε διαφορετικά στάδια θεωρητικής ανάπτυξης. Aν αυτός οτρόπος θεώρησης εφαρμοστεί στις έννοιες της δημώδους ψυχολογίας ―προθετικότητα

και “ποιότητα”―, αλλά και στην ίδια τη δημώδη ψυχολογία ως όλον, τότε δεν

αποκλείεται η ακόλουθη εξέλιξη. Σε ένα στάδιο θεωρητικής ανάπτυξης, η δημώδης

ψυχολογία μπορεί να αποτελεί έναν  κόμβο σε ένα ευρύτερο πλέγμα από θεωρίες και

δυνατές προσεγγίσεις ―φιλοσοφικές και άλλες, λ.χ., επιστημονικές. Oπότε δεν

αποκλείεται να αξιολογούνται οι έννοιες της, ως προς το οντολογικό αντίκρυσμα και τη

γνωσιολογική λειτουργία, διαφορετικά απ’ότι θα κρίνονταν σε ένα άλλο στάδιο όπου το

ευρύτερο θεωρητικό πλέγμα ήταν διαφορετικό και η θέση της δημώδους ψυχολογίας θαέμοιαζε σχεδόν μοναδική ως προς το αντικείμενο της, τον νου και τη νόηση. Σε μια

τέτοια περίπτωση, το βάρος των οντολογικών δεσμεύσεων είναι δυνατόν να το φέρουν

άλλες έννοιες, άλλες θεωρίες ή ομάδες θεωριών, πάντοτε με κριτήρια γενικότερης

θεωρητικής επίδοσης, όπως η γονιμότητα, η εξηγητική ενοποίηση ετερογενών, εκ

πρώτης όψεως, φαινομένων, κλπ.

Tι θα σήμαινε για τον προβληματισμό σχετικά με το αν είναι δυνατόν να ταυτίζονται οι

ψυχονοητικές ―προθετικές και “ποιοτικές”, κατά τη δημώδη θεωρία― κατάστασεις με

καταστάσεις του KNΣ, η ως άνω δυναμική θεώρηση, κατά την οποία είναιαναθεωρήσιμη η αξιολόγηση των θεωριών ως προς το οντολογικό περιεχόμενο και τη

γνωσιολογική λειτουργία; Aν η δημώδης ψυχολογία, ή τουλάχιστον αν ορισμένες

έννοιες της, κριθεί ότι δεν έχουν το οντολογικό περιεχόμενο και τη γνωσιολογική

λειτουργία που τους αποδίδονται στο πλαίσιο άλλων αξιολογήσεων (βασισμένων σε

άλλο στάδιο θεωρητικής ανάπτυξης), τότε το ερώτημα της ταύτισης δεν χρειάζεται καν

 να τεθεί. Kι αυτό γιατί αν οι δημώδεις έννοιες δεν παραπέμπουν σε κάτι όντως υπάρχον

(όπως είναι εννοιολογικώς δυνατόν ήδη από τον ορισμό της βασικής δημώδους έννοιας

“προθετικότητα”), τότε δεν έχει νόημα το ερώτημα αν κάτι ανύπαρκτο μπορεί να

θεωρηθεί ότι ταυτίζεται (ή ότι δεν ταυτίζεται) με κάτι υπαρκτό, όπως οι καταστάσεις

του KNΣ. (Δεν απαντώνται σήμερα, και αν υπάρχουν είναι εκκεντρικές εξαιρέσεις,

οπαδοί της θεωρίας της αϋλίας, λ.χ., κατά Berkeley που θα έθεταν εν αμφιβόλω την

οντολογική υπόσταση του υλικού κόσμου και του KNΣ ειδικότερα. Σήμερα, οι

αντίπαλοι της ταύτισης υπερασπίζουν την αυτονομία των ψυχονοητικών φαινομένων,

δεν αρνούνται ότι το KNΣ υπάρχει, ή ότι είναι γνωστικώς αδόκιμη η πίστη ότι υπάρχει).

H σκέψη ότι δεν ανακύπτει θέμα ταύτισης, αν οι δημώδεις έννοιες δεν έχουν

οντολογικό περιεχόμενο, οδηγεί σε μια ριζοσπαστική θεώρηση στο πεδίο της

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 84/120

Φιλοσοφία του Νου

84

φιλοσοφίας του νου. H θεώρηση αυτή είναι γνωστή ως εξαλειπτικός υλισμός.  Πριν

όμως περάσω στην παρουσίαση αυτής της ριζοσπαστικής θεώρησης (βλ. σ. 78), θα

αναφερθώ εν συντομία στο πρόβλημα της αναγωγής. 

H αναγωγή  ως σχέση ανάμεσα σε θεωρίες, ανάμεσα στην “αναγόμενη” και στην

“ανάγουσα” θεωρία, είναι μείζον θέμα στη φιλοσοφία των επιστημών (και στη

φιλοσοφία ―βλ., λ.χ., πιο πάνω, την υπαινικτική αναφορά στη “φαινομενολογική

αναγωγή” κατά Husserl ). Eκτός από την ανάδυση νέων κλάδων, φαίνεται ιστορικά να

 υπάρχει τάση προς ενοποίηση επιστημονικών κλάδων, καθώς διατυπώνονται γενικές

και περιεκτικές θεωρίες που επιτρέπουν να υπαχθούν σε ενιαίο εννοιολογικό και

εξηγητικό σχήμα φαινόμενα θεωρούμενα ως ετερογενή, και ως πραγματεύσιμα από

αυτόνομους και αυτοτελείς κλάδους. Δεν θα επεκταθώ στις λεπτομέρειες των

συζητήσεων σχετικά με τον ορισμό και με τους όρους δυνατότητας της αναγωγής. Θακρατήσω μόνο ότι η αναγωγή μπορεί να νοηθεί σε διαφορετικές προοπτικές:

οντολογική, γνωσιολογική, γλωσσική-σημασιολογική.

Aς αρχίσουμε από την τελευταία. Έχουμε ήδη συναντήσει παράδειγμα σε σχέση με τον

“εννοιολογικό” ή “λογικό” συμπεριφορισμό, με τη φιλοσοφική δηλαδή εκδοχή του

συμπεριφορισμού, όταν έγινε λόγος για τη “μεταφρασιμότητα” της γλώσσας με

“δημώδες” ψυχολογικό λεξιλόγιο, στη συμπεριφοριστική γλώσσα με λεξιλόγιο που

παραπέμπει σε συνδυασμούς συμπεριφορικών διαθέσεων. Στα παρόντα συμφραζόμενα,

η αναγωγή μιας θεωρίας σε μιαν άλλη μπορεί να νοηθεί ως δυνατότητα να μεταφραστείη αναγόμενη θεωρία, εν προκειμένω οι “δημώδεις” αποφάνσεις (οι διατυπωμένες με

αναπαραστατικό/προθετικό και με “ποιοτικό” λεξιλόγιο), στην ανάγουσα θεωρία, εν

προκειμένω σε αποφάνσεις της γλώσσας της νευροεπιστήμης της οποίας το λεξιλόγιο

παραπέμπει σε καταστάσεις και σε διεργασίες του KNΣ. H μετάφραση αυτή δεν είναι

ανάγκη να νοηθεί “λέξη-προς-λέξη”. Δηλαδή δεν είναι ανάγκη να βρεθεί για κάθε

έκφραση της δημώδους ψυχολογίας μία ακριβώς συνώνυμη έκφραση της

 νευροεπιστήμης. H μεταφρασιμότητα μπορεί να νοηθεί με ολιστικότερο τρόπο, ίσως ως

“εννοιακή/ νοηματική ισομορφία” ανάμεσα στη δημώδη ψυχολογία ως όλον αφενός,και στη νευροεπιστημονική θεωρία ως όλον αφετέρου. Aν θα υπήρχε τέτοιου είδους

ολική νοηματική ισομορφία, θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι η δημώδης ψυχολογία

ανάγεται  στη νευροεπιστήμη, χωρίς όμως οι δημώδεις έννοιες και οι δημώδεις

κατηγορίες (π.χ., “πίστη”, “επιθυμία”, κλπ., κατά τα γνωστά), θεωρούμενες μία μία, να

ταυτίζονται  με ομόλογες έννοιες και κατηγορίες της νευροεπιστημονικής γλώσσας.

Δηλαδή δεν χρειάζεται να υπάρχει στη γλώσσα της νευροεπιστήμης ένας όρος, λ.χ.,

“ενεργοποίηση των νευρώνων στην περιοχή XYZ”, ακριβώς συνώνυμος με τον όρο,

λ.χ., “πίστη”.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 85/120

Φιλοσοφία του Νου

85

Σε γνωσιολογική προοπτική το ζήτημα της αναγωγής μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά το

κατά πόσο είναι δυνατή η ολοκλήρωση σε ενιαίο εξηγητικό σχήμα αποφάνσεων

διατυπωμένων με λεξιλόγια που παραπέμπουν σε διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης της

πραγματικότητας. Tο ερώτημα είναι το εξής: είναι δυνατόν να εξηγηθεί έναψυχονοητικό φαινόμενο νοούμενο κατά τη δημώδη περιγραφή με το να συναχθεί η

περιγραφή του με αφετηρία προκείμενες διατυπωμένες στη νευροεπιστημονική

γλώσσα, όπου γίνεται αναφορά σε διεργασίες και σε καταστάσεις του KNΣ; Kάπως

διαφορετικά, το ερώτημα είναι αν  μακροσκοπικά (συντομολογικά, “ μακρο-  ”)

ψυχονοητικά φαινόμενα (νοούμενα κατά τη δημώδη ψυχολογία) είναι δυνατόν να

εξηγηθούν με αναφορά σε  μικροσκοπικά  ( “ μικρο- ”) νευρολογικά φαινόμενα

(νοούμενα κατά τη νευροεπιστήμη, στο εκάστοτε στάδιο ανάπτυξης της). Στην

προοπτική αυτή, μπορεί ίσως να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των ψυχονοητικών“μακρο-φαινομένων”, όπως διασφαλίζεται η ακεραιότητα των φυσικών “μακρο-

φαινομένων”, έστω και αν εξηγούνται με αναφορά στη μικροσκοπική σύσταση τους

(στα μικροσκοπικά συστατικά τους (λ.χ., μόρια, άτομα, κλπ.) και στις διεργασίες όπου

εμπλέκονται τα συστατικά αυτά). Ένα ξύλινο τραπέζι, λ.χ., δεν ταυτίζεται με τα μόρια

κυτταρίνης “εξ ων συνετέθη”, παρότι τα μόρια κυτταρίνης είναι τα συστατικά του. (H

σκέψη θέλει ίσως επεξήγηση για να γίνει κατανοητή. Όταν α  =id  β , τότε και β   =id α ·

το τραπέζι συνίσταται από μόρια κυτταρίνης και δεν ταυτίζεται μ’αυτά, γιατί αν

θεωρηθεί ότι το τραπέζι ταυτίζεται με τα μόρια κυτταρίνης, τότε και τα μόρια

κυτταρίνης θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ταυτίζονται με το τραπέζι, όμως τα μόρια

κυτταρίνης δεν είναι τραπέζια, όπως τα δάχτυλα είναι συστατικά του χεριού αλλά δεν

είναι χέρια!).

H συστατική σχέση δεν απαιτεί να είναι τα συστατικά ομοιογενή με αυτό του οποίου

είναι συστατικά. Mπορούμε άραγε να εφαρμόσουμε το ως άνω σκεπτικό και στην

περίπτωση των ψυχονοητικών μακροφαινομένων και των υποτιθέμενων νευρωνικών

μικροσυστατικών τους; Mπορούμε επί παραδείγματι να θεωρήσουμε ότι ένα οπτικό

επεισόδιο, λ.χ., το να βλέπουμε ένα δέντρο, συνίσταται στην “ενεργοποίηση των

 νευρώνων V130-150”; Eίναι άραγε νόμιμη αυτή η συσχέτιση εξ αναλογίας   προς το

προηγούμενο σκεπτικό που αφορούσε τη σχέση ανάμεσα σε φυσικά πράγματα και στα

συστατικά τους; Eδώ, νομίζω, έρχονται αντιμέτωπες διαφορετικές διαισθητικές

ενοράσεις.

Aπό τη μία πλευρά, μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή στη φαινόμενη ετερογένεια,

στο ότι είναι τελείως άλλο πράγμα το “να βλέπεις ένα δέντρο” και τελείως άλλο το “να

ενεργοποιούνται οι νευρώνες τάδε” ―πρόκειται για δύο πράγματα με τελείως

διαφορετική “φαινομενολογία” (κατά την “αφελή” καθημερινή λήψη, του “πώς μας

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 86/120

Φιλοσοφία του Νου

86

φαίνονται”, όχι κατά τη χουσερλιανή σημασία του όρου). “Άλλο σκέψη, άλλο νεύρα”,

για να φτιάξουμε ένα καρτεσιανό-δημώδες σύνθημα. Tις σκέψεις τις εξηγούν σκέψεις,

και τα νευροφυσιολογικά τα εξηγούν νευροφυσιολογικά. Oι ενοράσεις από την

κατεύθυνση αυτή στηρίζουν την ιδέα ότι το χάσμα ανάμεσα στα ψυχονοητικά και στα νευροφυσιολογικά φαινόμενα είναι αγεφύρωτο, τόσο από την άποψη της σύστασης όσο

και από τη σκοπιά της εξήγησης.

Aπό την άλλη πλευρά, μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή σε μιαν άλλη κλάση

φαινομένων. Eίναι γνωστό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει βλάβη σε τμήμα

του εγκεφάλου ―από νόσο ή από τραυματισμό―, εμφανίζεται έκπτωση σε

ψυχονοητικές λειτουργίες. Tέτοιες καταστάσεις είναι η αφασία (ως αφασία παραγωγής

λόγου ή αφασία Broca, και ως αφασία κατανόησης ή αφασία Wernicke), τα διάφορα

είδη αγνωσίας   (π.χ., προσωπαγνωσία  όπου ο πάσχων δεν αναγνωρίζει ακόμη και πολύοικεία πρόσωπα, νοσαγνωσία  όπου ο πάσχων δεν έχει επίγνωση ότι πάσχει, π.χ., ότι

έχει απώλεια όρασης), κλπ. Aυτού του είδους οι καταστάσεις παράλληλης

 νευρολογικής και ψυχονοητικής βλάβης αποτελούν το φαινομενολογικό πεδίο της

 νευροψυχολογίας. Tα κλινικά ευρήματα, καθώς και οι μελέτες όσες γίνονται με τις

τεχνικές ιατρικής απεικόνισης του εγκεφάλου εν λειτουργία (ιδίως τις νεότερες, όπως

fNMR, PET, κλπ.), υποβάλλουν την ιδέα ότι η σχέση ανάμεσα στις ψυχονοητικές και

στις νευρολογικές λειτουργίες είναι στενή και πολύ λεπτή. Tα νευροψυχολογικά

περιστατικά υποβάλλουν επίσης ιδέες για την ανατομο-λειτουργική εντόπισηεγκεφαλικών δομών οι οποίες εμπλέκονται σε διάφορες ψυχονοητικές λειτουργίες. Oι

 νευροψυχολογικές συσχετίσεις ανάμεσα σε εγκεφαλικές δομές και λειτουργίες αφενός,

και σε ψυχονοητικές λειτουργίες αφετέρου έχουν ως οδηγό την ιδέα ότι όσες

εγκεφαλικές δομές και λειτουργίες εμφανίζουν βλάβη με συνακόλουθη έκπτωση σε

ορισμένη ψυχονοητική λειτουργία θα πρέπει να εμπλέκονται στην επιτέλεση της

εκάστοτε ψυχονοητικής λειτουργίας όταν ο εγκέφαλος είναι άθικτος. Mε τις

απεικονιστικές μεθόδους και με νευροψυχολογική συναγωγή (όπου από τις περιπτώσεις

παράλληλης νευρο-ψυχονοητικής βλάβης συνάγονται συμπεράσματα για τη

φυσιολογική κατάσταση) επιχειρείται η ανατομολειτουργική  χαρτογράφηση  του

εγκεφάλου, η συσχετισμένη δηλαδή ανατομολειτουργική εντόπιση ψυχονοητικών και

 νευροφυσιολογικών φαινομένων. H χαρτογράφηση αυτή είναι έργο εν εξελίξει και στη

διεκπεραίωση του συμβάλλουν κλινικά και ευρύτερα εμπειρικά ευρήματα, καθώς και

διάφορα υποδείγματα (μοντέλα) για την ανατομολειτουργική αρχιτεκτονική του

συστήματος νους-εγκέφαλος.

Aν λοιπόν, επιστρέφοντας στον αρχικό προβληματισμό, συνεκτιμήσουμε αυτά τα

δεδομένα, τότε οι ενοράσεις μας όσον αφορά τη συστατική και την εξηγητική σχέση

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 87/120

Φιλοσοφία του Νου

87

ανάμεσα στα ψυχονοητικά και στα νευροφυσιολογικά φαινόμενα μπορεί να αλλάξουν,

και να αρχίσουμε να βλέπουμε να μειώνεται το χάσμα ανάμεσα στα δύο πεδία

φαινομένων, χάσμα που βασισμένοι σε άλλες ενοράσεις, πιο καθημερινές, πιο δημώδεις

ίσως κρίνουμε ως αγεφύρωτο. Mπορούμε, νομίζω, να αφήσουμε επί του παρόντος τοζήτημα σ’αυτό το σημείο δυναμικής απορίας.

Για τις προοπτικές της αναγωγής των ψυχονοητικών φαινομένων στα

 νευροφυσιολογικά τι θα μπορούσαμε να πούμε στο σημείο αυτό; Aν “αναγωγή”

σημαίνει “ταύτιση” ψυχονοητικών καταστάσεων ταξινομημένων σε τύπους βάσει

δημωδών κριτηρίων (ταξινόμηση σε “πίστεις”, “επιθυμίες”, κλπ., κατά τα γνωστά) με

τύπους νευρωνικών συμβάντων (π.χ., ενεργοποίηση νευρώνων στην τάδε ή στη δείνα

περιοχή), είδαμε ότι δεν απαιτείται τέτοιου είδους ταύτιση ―δεν είναι απαραίτητο να

 υπάρχει ένα προς ένα αντιστοίχιση ανάμεσα σε κατηγορίες ψυχονοητικών λειτουργιών(νοουμένων κατά το δημώδες ταξινομητικό σχήμα) και σε κατηγορίες

 νευροφυσιολογικών διεργασιών. Yπάρχει μάλιστα ένα δημοφιλές επιχείρημα υπέρ του

ότι όχι απλώς δεν απαιτείται να ταυτίζονται τύποι  ψυχονοητικών καταστάσεων και

λειτουργιών με τύπους  νευροφυσιολογικών καταστάσεων και διεργασιών, αλλά και

κάτι περισσότερο: τέτοιου είδους ταύτιση είναι μάλλον απίθανη ή και ανέφικτη. Tο

επιχείρημα (το πρωτοεισηγήθηκε ο Hilary Putnam στη δεκαετία του 1960) είναι γνωστό

ως επιχείρημα από τη δυνατότητα πολλαπλής πραγμάτωσης   (εννοείται, των

ψυχονοητικών στα νευροφυσιολογικά). H ιδέα είναι ότι μια κατηγορία ψυχονοητικώνφαινομένων (κατά τη δημώδη περιγραφή), π.χ., η κατηγορία “πόνος”, πραγματώνεται

διαφορετικά σε διαφορετικά νευρικά συστήματα ―διαφορετικά στον άνθρωπο,

διαφορετικά στον σκύλο, διαφορετικά στο χταπόδι. Πρώτο συμπέρασμα: ο ίδιος τύπος

ψυχονοητικού φαινομένου έχει διαφορετική πραγμάτωση σε διαφορετικούς τύπους

 νευρικών συστημάτων, και άρα νευρικών διεργασιών. Ένα δεύτερο συμπέρασμα θα

μπορούσε να είναι το εξής: οι τύποι ψυχονοητικών καταστάσεων και λειτουργιών,

 νοούμενοι σύμφωνα με τη δημώδη ψυχολογία, μπορεί να μη ταυτίζονται με τύπους

 νευρολογικών καταστάσεων και διεργασιών, αυτό όμως δεν αποκλείει, υπό μιαν άλλη

περιγραφή, σύμφωνα με μιαν άλλη, μη δημώδη τυπολογία και κατηγοριοποίηση, να

είναι δυνατόν τύποι ψυχονοητικών καταστάσεων κα λειτουργιών (υπό τη νέα, μη

δημώδη περιγραφή) να ταυτίζονται με τύπους νευρολογικών καταστάσεων. Ίσως, μια

ψυχολογία επιστημονικότερη από τη δημώδη να επιτρέπει τη σχέση ταύτισης μεταξύ

τύπων. Aυτό όμως το ενδεχόμενο παραπέμπει στο μέλλον της ψυχολογίας. Ένα τρίτο

συμπέρασμα θα το δούμε εν εκτάσει μετά τις παραγράφους τις αφιερωμένες στον

εξαλειπτικό υλισμό, στην ενότητα με τον τίτλο λειτουργισμός. 

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 88/120

Φιλοσοφία του Νου

88

Tο επιχείρημα για τη δυνατότητα πολλαπλής πραγμάτωσης θέτει ίσως εν αμφιβόλω τη

δυνατότητα ταύτισης τύπων ψυχονοητικών καταστάσεων με τύπους καταστάσεων του

KNΣ, ωστόσο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ταυτίζονται καθέκαστον δείγματα 

ψυχονοητικών καταστάσεων με καθέκαστον δείγματα  καταστάσεων του KNΣ. Eπίπαραδείγματι, “η πίστη ότι ο Πλάτων ήταν Aθηναίος” ως καθέκαστον δείγμα πίστης

μπορεί να ταυτίζεται με το καθέκαστον δείγμα ενεργοποίησης των νευρώνων ΦXΨ σε

μένα, και με το δείγμα ενεργοποίησης των νευρώνων TYZ στον φίλο μου τον Kώστα.

H δυνατότητα ταύτισης δειγμάτων στηρίζει μια ασθενή, μη αναγωγική μορφή υλισμού

―οι ψυχονοητικές καταστάσεις νοούμενες καθέκαστον είναι καθέκαστον καταστάσεις

του KNΣ. Tαυτοχρόνως, διασφαλίζει την αυτονομία του ψυχολογικού επιπέδου, αφού

στο επίπεδο αυτό είναι δυνατόν να συναχθούν ενδιαφέρουσες γενικεύσεις, π.χ., για τις

πίστεις ως τον τύπο εκείνο ψυχονοητικών καταστάσεων που έχουν ως περιεχόμενοαποφαντική πρόταση. Aυτήν την εκδοχή του υλισμού την υποστηρίζουν αρκετοί

θεωρητικοί στις μέρες μας, όπως οι Donald Davidson και Jerry Fodor. O Davidson

ονομάζει την άποψη του ανώμαλο μονισμό  : είναι μονισμός αφού τα ψυχονοητικά, και

μάλιστα οι προθετικές καταστάσεις, ταυτίζονται με τα νευροφυσιολογικά και δεν

 υποτίθεται κάποιου είδους δυϊσμός ως προς την ουσία, ωστόσο είναι”ανώμαλος”,

δηλαδή μη νομολογικός, αφού η ταύτιση δειγμάτων δεν επιτρέπει να συναχθούν

 νομολογικού χαρακτήρα γενικεύσεις που απαιτούν την ταύτιση τύπων (για να το

κατανοήσουμε αυτό θα πρέπει να σκεφτούμε ότι στις επιστήμες γίνεται λόγος για

 νόμους όταν τύποι αιτίων σχετίζονται με τύπους αποτελεσμάτων). Kατά τον Davidson,

λόγος για αιτιακές σχέσεις μπορεί να γίνει μεταξύ των καταστάσεων του KNΣ, ενώ οι

προθετικές καταστάσεις, κατά τον Davidson πάντα, σχετίζονται μεταξύ τους με τις

σχετικά χαλαρές σχέσεις ανάμεσα σε  λόγους . Mπορεί λοιπόν να συναχθεί το

συμπέρασμα ότι, κατά τη θεώρηση του Davidson, επιστημονικό χαρακτήρα έχει η

 νευροεπιστήμη, αφού εκεί είναι δυνατόν να διατυπώνονται αυστηροί νόμοι, όπως

απαιτείται στις επιστήμες. H ψυχολογία με τις όποιες χαλαρές και διάτρητες από

εξαιρέσεις γενικεύσεις της, που ακολουθούν το σχήμα της ορθολογικότητας, δεν έχει

ανάλογο χαρακτήρα, είναι πιο πολύ ερμηνευτική παρά εξηγητική, πιο κοντά στο

γνωσιολογικό γένος της φιλοσοφίας, παρά σ’εκείνο της επιστήμης.

Mπορεί όμως να αντιτάξει κανείς στον Davidson ότι οι αυστηροί (άνευ εξαιρέσεων)

 νόμοι δεν χαρακτηρίζουν όλους τους κλάδους που αβίαστα θα χαρακτηρίζονταν

επιστημονικοί, π.χ., την μετεωρολογία, την γεωλογία, ενδεχομένως την βιολογία, κλπ.

Στις φυσιογνωστικές επιστήμες γίνεται δεκτή η ταύτιση δειγμάτων (π.χ., κάθε σεισμός

είναι ένα επιμέρους φυσικό συμβάν, όμως δεν πραγματώνονται όλοι οι σεισμοί με τον

ίδιο τύπο φυσικής διεργασίας) και οι γενικεύσεις μπορεί να είναι χαμηλής γενικότητας,

μπορεί δηλαδή να επιδέχονται εξαιρέσεις. Tο ζητούμενο σ’αυτούς τους κλάδους είναι η

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 89/120

Φιλοσοφία του Νου

89

εξήγηση με  μηχανισμούς , δηλαδή με αναφορά σε ακολουθίες από αλληλεξαρτώμενα

επιμέρους συμβάντα.

Aπό την πλευρά του ο Fodor, με παράλληλα επιχειρήματα υπέρ της ταύτισης

δειγμάτων, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η ψυχολογία (νοούμενη εν τέλει κατά το

προθετικό υπόδειγμα) συνιστά αυτόνομο επιστημονικό κλάδο, είναι μία από τις

“ειδικές”, ιδιώνυμες, επιστήμες. H ψυχολογία έχει εννοιολογικούς και μεθοδολογικούς

πόρους για να συναγάγει στο δικό της επίπεδο, σ’εκείνο των προθετικών φαινομένων,

 νομοειδείς γενικεύσεις (ίσως λιγότερο αυστηρές από εκείνες των λοιπών

φυσιογνωστικών κλάδων). Tο αίτημα για “ενότητα της επιστήμης”, κατά Fodor, δεν

είναι εφαρμόσιμο στην περίπτωση της ψυχολογίας. Eπισημαίνω ότι ο Fodor καταλήγει

στο συμπέρασμα αυτό τοποθετώντας τη συζήτηση στο επίπεδο της προθετικής, και

κατά τούτο δημώδους, ψυχολογίας.

 Eξαλειπτικός υλισμός   Kινητήρια ιδέα αυτής της εκδοχής του υλισμού είναι ότι τα

ψυχονοητικά φαινόμενα μοιάζει να αντλούν τη “στερεότητα” τους από την όποια

στερεότητα έχουν ο έννοιες, οι κατηγορίες και οι περιγραφές κατά τη δημώδη

ψυχολογία. Σε διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο, υπό διαφορετική κατηγοριακή

περιγραφή, τα ψυχονοητικά φαινόμενα μπορεί να χάσουν τη δημώδη στερεότητα τους.

 Έχουμε ήδη αναφέρει λόγους που μπορεί να οδηγήσουν στη θέση για την “οντολογική

σχετικότητα” των ψυχολογικών εννοιών και περιγραφών. Aς δούμε το ζήτημα απόελαφρώς διαφορετική σκοπιά. H οντολογική σχετικότητα, ως θέση στη φιλοσοφία του

 νου, μπορεί να θεωρηθεί ειδική εφαρμογή σχετικών πορισμάτων του στοχασμού στο

πεδίο της φιλοσοφίας των επιστημών. O προβληματισμός αφορά το κατηγοριακό

σύστημα που συνυφαίνεται με την εκάστοτε επιστημονική θεωρία ή γενικότερα με τον

εκάστοτε επιστημονικό κλάδο. Tο ερώτημα είναι αν οι βασικές κατηγορίες και έννοιες

ανταποκρίνονται σε “φυσικά είδη”, δηλαδή σε όντως ομοειδείς τύπους υπαρκτών

πραγμάτων. Ως φυσικά είδη λογίζονται κατά μία διαδεδομένη αντίληψη, όσες

οντότητες είναι δυνατόν να υπαχθούν ως φορείς νομολογικών-αιτιακών σχέσεων όπωςαυτές νοούνται στο πλαίσιο συστηματικής, επιστημονικής θεωρίας. Έτσι, ο χρυσός, ο

άργυρος, ο σάπφειρος κλπ. είναι φυσικά είδη, ενώ δεν είναι φυσικά είδη τα εξ αυτών

κατασκευαζόμενα κοσμήματα. Tα τραπέζια και τα σταχτοδοχεία δεν είναι φυσικά είδη

(όπως και τα κοσμήματα, μπορεί να νοηθούν ως “τεχνητά” είδη), ενώ τα μακρομόρια

κυτταρίνης ή τα είδη μορίων ―συνδυασμοί από πυρίτιο, οξυγόνο, μόλυβδο, κλπ.―

όσα συντίθενται ως κρύσταλλο από το οποίο κατασκευάζεται το σταχτοδοχείο, είναι

φυσικά είδη. Όσον αφορά τη φιλοσοφία του νου, το ερώτημα είναι αν οι προθετικές και

οι ποιοτικές καταστάσεις συνιστούν φυσικά είδη, με την έννοια του αν ανταποκρίνονται

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 90/120

Φιλοσοφία του Νου

90

στη φύση του νου και της νόησης. (Ήδη ο Πλάτων ασχολείται έντονα, σε πολλούς

διαλόγους, με το πρόβλημα της διαίρεσης κατά γένη και κατά είδη, π.χ., το πάλιν κατ’

είδη δύνασθαι διατέμνειν κατ’ άρθρα η πέφυκεν, και μη επιχειρείν καταγνύναι μέρος

 μηδέν, κακού μαγείρου τρόπω χρώμενον (Φαίδρος   265 E 1-3). Tον Πλάτωνα τοναπασχολεί ακριβώς το πώς διασφαλίζεται ότι η λογική διάκριση σε εννοιακές

κατηγορίες, το διατέμνειν κατ’είδη, αντιστοιχεί ακριβώς στο διατέμνειν κατ’ άρθρα η

πέφυκεν, κατά τις “φυσικές αρθρώσεις”).

Tο ζήτημα στρέφεται περί την ερμηνεία, ρεαλιστική ή μη ρεαλιστική, των

κατηγοριακών εννοιών εμπειρικής προέλευσης. (Tο “νέο αίνιγμα της επαγωγής” κατά

 Nelson Goodman). Όπως έχουμε επισημάνει πρωτύτερα, ένα από τα πορίσματα του

σχετικού προβληματισμού συνδέει τη ρεαλιστική στάση απέναντι στις εκάστοτε

κατηγορίες, δηλαδή την αναγνώριση του καθεστώτος “φυσικού είδους” στα μέλη τηςεκάστοτε ταξινομητικής τυπολογίας, με την αξιολόγηση της γενικότερης γνωστικής

επίδοσης της οικείας θεωρίας. Aυτό σημαίνει ότι κατηγορίες, ταξινομίες, τυπολογίες,

κλπ. είναι, κατ’αρχήν, αναθεωρήσιμες και ενδέχεται να ακολουθούν την τύχη της

εκάστοτε θεωρίας με την οποία συνυφαίνονται. Aυτό θα σήμαινε επίσης παραίτηση,

ίσως εν μέρει και περισσότερο ή λιγότερο πρόσκαιρα, από το ουσιοκρατικό αίτημα  να

αντιστοιχεί η γνώση στην ουσία των πραγμάτων. Tο διαλεκτικό ζεύγος εδώ είναι η

απόλυτη (ρεαλιστική) ουσιοκρατική ερμηνεία αφενός και η σχετική (ως προς το

εκάστοτε στάδιο γνωστικής ανάπτυξης, εργαλειοκρατική ή ηπίως ρεαλιστική) ερμηνείααφετέρου. H εφαρμογή αυτών των ιδεών στη φιλοσοφία του νου θα επέτρεπε να

ελεγχθούν οι κατηγορίες της δημώδους ψυχολογίας (οι προθετικές και οι “ποιοτικές”

καταστάσεις) ως μη αντιστοιχούσες σε “φυσικά” (ψυχονοητικά) είδη (πρβλ. σ. 76).

Aυτήν ακριβώς τη δυνατότητα την αντιμετωπίζουν σοβαρά όσοι προκρίνουν την

εξαλειπτική εκδοχή του υλισμού. Xωρίς να είναι οι μόνοι κήρυκες της, η Patricia και ο

Paul Churchland έχουν συνδέσει το όνομα τους με αυτήν (βλ. π.χ., του τελευταίου το

μεταφρασμένο στην ελληνική έργο  H μηχανή της λογικής, η έδρα της ψυχής ). H θέση

τους προκύπτει ως συνισταμένη δύο επιχειρηματολογικών αξόνων. O ένας αφοράθεωρήσεις από το πεδίο της (μεταλογικοεμπειριστικής) φιλοσοφίας των επιστημών· ο

άλλος παραπέμπει στην αξιολόγηση της δημώδους ψυχολογίας.

Aπό τη μια πλευρά, δέχονται την ολιστική άποψη για τις επιστημονικές θεωρίες και

συναφώς τη θέση ότι η παρατήρηση είναι έμφορτη θεωρίας. Tο τι λογίζεται κάθε φορά

ως εμπειρική βάση μιας θεωρίας εξαρτάται, σύμφωνα με την άποψη αυτήν, από το

εννοιολογικό σύστημα της εκάστοτε θεωρίας, και δεν υπαγορεύεται κατά τρόπο άμεσο

(δηλαδή αδιαμεσολάβητο από θεωρητικές έννοιες) από την παρατήρηση, από τα

κατ’αίσθηση δεδομένα. Aν αλλάξει το εννοιολογικό σύστημα, αλλάζει το νόημα των

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 91/120

Φιλοσοφία του Νου

91

όρων της θεωρίας, επομένως και των υποτιθέμενων εμπειρικών όρων. Aυτό σημαίνει

ότι αλλάζει το σύστημα των πραγμάτων που κατονομάζουν οι όροι: το εννοιολογικό

βάθος (η ένταση) των όρων καθορίζει το πλάτος (έκταση) τους (πάντοτε σύμφωνα με

τη θεώρηση αυτή). H αλλαγή του εννοιολογικού συστήματος επιφέρει αλλαγή στηνπρόσληψη του κόσμου. Mια θεωρία μάς “κάνει να βλέπουμε” τον κόσμο έτσι, μια

άλλη θεωρία μάς κάνει να τον βλέπουμε αλλιώς. H διάκριση ανάμεσα στην εμπειρική

και στη θεωρητική συνιστώσα δεν είναι απόλυτη, και μάλιστα η θεωρία είναι αυτή που

προσδιορίζει τον χαρακτήρα της εμπειρικής βάσης. Aυτή η θέση συνδέεται με τη

θεώρηση της επιστήμης κατά τον T.S. Kuhn του οποίου το έργο άσκησε μεγάλη

επιρροή μετά το 1960. (Aνάλογες θέσεις, την ίδια περίπου περίοδο, είχαν διατυπώσει

στο πεδίο της φιλοσοφίας των επιστημών και άλλοι, όπως οι N.R. Hanson και P.K.

Feyerabend· και ο Quine δεν είναι απέχει πολύ, αν και ακολουθεί δικό του σκεπτικό. Ωςγενικότερη γνωσιολογική θέση έχει μακρά ιστορία ―σημαντικός σταθμός σ’αυτήν

είναι το έργο του I. Kαντ).

Yπό αυτό το πρίσμα, η δημώδης ψυχολογία μπορεί να λογισθεί ως θεωρία (ανάλογη με

τις θεωρίες σε άλλους κλάδους) που περιγράφει και εξηγεί τα ψυχονοητικά φαινόμενα.

Tο εννοιολογικό σύστημα της μάς “κάνει να βλέπουμε” τα φαινόμενα αυτά ως

“προθετικά” και “ποιοτικά”. Eδώ το ρήμα “βλέπουμε” σημαίνει την ενδοσκοπική

“ματιά”. Kατά τούτο, σύμφωνα πάντα με την υπό εξέταση άποψη, η ενδοσκόπηση δεν

διαφέρει από την “εξωσκόπηση”, την εξωτερική παρατήρηση ―είναι και η

ενδοσκοπική παρατήρηση έμφορτη θεωρίας. Aν αλλάξει το εννοιολογικό σύστημα που

καθορίζει την ενδοσκοπική παρατήρηση, θα αλλάξει και η εικόνα που αποκομίζουμε

παρατηρώντας ενδοσκοπικά τα περιεχόμενα της νόησης. Tο ότι μας φαίνεται ότι

 υπάρχει ένα αυτόνομο πεδίο ψυχονοητικών φαινομένων, εκτός και υπεράνω των

 νευροφυσιολογικών, οφείλεται στο ότι έχουμε εθιστεί να αντιλαμβανόμαστε κατ’αυτόν

τον τρόπο τον νου και τη νόηση, έχοντας ανατραφεί σε κοινωνίες που αδήλως ή

εκδήλως δέχονται και αναπαράγουν το δημώδες εννοιολογικό σύστημα. Nομίζουμε ότι

ενδοσκοπούμε φαινόμενα υπεράνω των νευροφυσιολογικών, ενώ στην πραγματικότητα

έχουμε πρόσβαση ακριβώς σε καταστάσεις και διεργασίες του KNΣ, μόνο που τις

περιγράφουμε με δημώδες λεξιλόγιο. Eπιλέγοντας το νευροεπιστημονικό λεξιλόγιο

μπορούμε να μάθουμε να ενδοσκοπούμε κατ’ευθείαν τα φυσικά συμβάντα στον

εγκέφαλο μας, όπως με κατάλληλη άσκηση μπορούμε να μάθουμε να

αντιλαμβανόμαστε έναν ήχο ως συχνότητα 440Hz, αντί ως μουσική νότα  λα.  Tο

πρόβλημα των σχέσεων νου-σώματος επιλύεται ή μάλλον διαλύεται αν αλλάξει το

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 92/120

Φιλοσοφία του Νου

92

λεξιλόγιο με το οποίο περιγράφεται ο νους! Aν αντικαθισταθεί το δημώδες λεξιλόγιο

με ένα άλλο, λ.χ., νευροεπιστημονικό, δεν εξαλείφονται τα νοητικά φαινόμενα,

εξαλείφεται η δημώδης περιγραφή τους. Θα εξαλείφονταν τα φαινόμενα, αν

αναγνωριζόταν οντολογικό αντίκρυσμα στις έννοιες, στις κατηγορίες, στην τυπολογία

της δημώδους ψυχολογίας.

Στο σημείο αυτό συμβάλλει ο δεύτερος επιχειρηματολογικός άξονας, αυτός που αφορά

την αξιολόγηση της δημώδους ψυχολογίας. Aπό την εξέταση της ιστορίας των

επιστημών μπορεί να συναχθεί ως συμπέρασμα ότι πολλές θεωρίες κρίνονταν κάποτε

ως αληθείς και ρεαλιστικώς ερμηνευόμενες ως εμπεριέχουσες ορθές οντολογικές

δεσμεύσεις για το τι υπάρχει, αλλά, συν τω χρόνω, η γενικότερη επιστημονική εξέλιξη

οδήγησε σε επαναξιολόγηση τους. Πρώην αληθείς θεωρίες κρίθηκαν ψευδείς, και οι

σχετικές οντολογίες εξέπεσαν. Έννοιες όπως φλογιστόν  ή θερμογόνον  ή πιο δημώδεις,

όπως  μάγισσα, έγινε σταδιακά κατανοητό ότι δεν παραπέμπουν σε τίποτε. Aναφορικά

με ψευδείς θεωρίες δεν ανακύπτει θέμα αναγωγής, απλώς εξαλείφονται και

αντικαθίστανται  από άλλες θεωρίες. Tο κατά πόσον οι νέες θεωρίες είναι δυνατόν να

κριθούν αληθείς ή βρίσκονται και αυτές για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα

στον προθάλαμο της διάψευσης, της αντικατάστασης, της εξάλειψης, είναι ζήτημα που

δεν έχει μονοσήμαντη απάντηση. Yπάρχουν εν προκειμένω ρεαλιστικές και μη

ρεαλιστικές, εργαλειοκρατικές θεωρήσεις.

H δημώδης ψυχολογία κατά ταύτα είναι ακριβώς αυτό, μια δημώδης θεωρία, όπως η

δημώδης ιατρική, η δημώδης φαρμακολογία, η δημώδης φυσική, κλπ., και μπορεί

κάλλιστα να έχει την ίδια τύχη με τις λοιπές δημώδεις θεωρίες: να αντικατασταθεί από

μιαν επιστημονική θεωρία. Όμως δεν πρόκειται απλώς για μια μελαγχολική διαπίστωση

που υποβάλλει η ιστορία των επιστημών ―, κάτι σαν habent sua fata theoriQ … Kατά

το ζεύγος Churchland, την πρόγνωση αυτήν τη στηρίζουν στοιχεία από την ολική

γνωστική επίδοση της δημώδους ψυχολογίας. Eδώ θα παραθέσω εκτεταμένο

απόσπασμα από άρθρο του Paul Churchland με τίτλο “Eξαλειπτικός υλισμός και

προτασιακές στάσεις” (“Eliminative Materialism and Propositional Attitudes”, Journal

of Philosophy, 78,1981).

Δεδομένου ότι η δημώδης ψυχολογία είναι εμπειρική θεωρία, υπάρχει η,έστω αφηρημένη, δυνατότητα να είναι οι αρχές της καθ’ολοκληρίαν ψευδείς

και η οντολογία της πλασματική. Ωστόσο, με εξαίρεση τον εξαλειπτικό

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 93/120

Φιλοσοφία του Νου

93

 υλισμό καμιά από τις μείζονες θέσεις [στη φιλοσοφία του νου] δεν λαμβάνεισοβαρά υπόψη αυτήν τη δυνατότητα. Kαμία από αυτές τις άλλες θέσεις δενθέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητα ή την αλήθεια της δημώδους ψυχολογίας(ΔΨ), και όλες εικάζουν ένα μέλλον όπου οι νόμοι και οι κατηγορίες της θα

εξακολουθούν να ισχύουν. Aυτός ο συντηρητισμός δεν είναι εντελώςαβάσιμος. Σε τελική ανάλυση, η ΔΨ έχει να επιδείξει μεγάλες εξηγητικές καιπρογνωστικές επιτυχίες. Kαι ποιό θα ήταν καλύτερο έρεισμα για τηνεμπιστοσύνη στην ακεραιότητα των κατηγοριών της;

Στ’αλήθεια, ποιο θα ήταν καλύτερο έρεισμα; […] Προσεκτικότερη εξέτασηαποκαλύπτει μια διαφορετική εικόνα. Πρώτον, πρέπει να συνεκτιμήσουμε όχιμόνο τις επιτυχίες της ΔΨ, αλλά και τις εξηγητικές αποτυχίες της και τηνέκταση τους. Δεύτερον, πρέπει να εξετάσουμε τη μακρόχρονη ιστορία τηςΔΨ, την ανάπτυξη, τη γονιμότητα, και τις υφιστάμενες σήμερα προοπτικές τηςγια μελλοντική ανάπτυξη. Tρίτον, πρέπει να εξετάσουμε τί είδους θεωρίεςέχουν πιθανότητες να αληθεύουν όσον αφορά την αιτιολογία τηςσυμπεραφοράς μας, με δεδομένο τα όσα έχουμε μάθει για μας στο πρόσφατοπαρελθόν. Δηλαδή, πρέπει να αξιολογήσουμε τη ΔΨ όσον αφορά την συνοχήκαι τη συνέχεια με γόνιμες και εδραιωμένες θεωρίες σε γειτονικά ήεπικαλυπτόμενα με αυτήν πεδία ―π.χ., με τη θεωρία της εξέλιξης, τηβιολογία, και τη νευροεπιστήμη―, γιατί η ενεργός συνοχή με ο,τι άλλο

 υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε είναι ίσως το τελικό μέτρο αξιολόγησης για κάθε υπόθεση.

Mια σοβαρή καταγραφή αυτού του είδους αποκαλύπτει μια πολύσυγκεχυμένη κατάσταση, που θα γεννούσε απροκάλυπτο σκεπτικισμό ανεπρόκειτο για οιανδήποτε θεωρία που θα μας ήταν λιγότερο οικεία και

λιγότερο προσφιλής. […] Όταν η προσοχή εστιαστεί όχι στο τι μπορεί ναεξηγήσει η ΔΨ, αλλά στο τι δεν μπορεί να εξηγήσει ή ακόμη περισσότερο σεο,τι αδυνατεί καν να πραγματευθεί, αποκαλύπτεται ότι αυτά τα κενά είναιμεγάλα. Ως παραδείγματα ψυχονοητικών φαινόμενων κεντρικής σημασίας καιμεγάλης σπουδαιότητας, φαινόμενα που παραμένου εν όλω ή εν μέρειμυστηριώδη μέσα στο πλαίσιο της ΔΨ, ας θεωρήσουμε τη φύση και τηδυναμική των διανοητικών νοσημάτων, την ικανότητα της δημιουργικήςφαντασίας, ή τη βάση των ατομικών διαφορών όσον αφορά τη νοημοσύνη. Aςλάβουμε υπόψη την πλήρη άγνοια μας όσον αφορά τη φύση και τιςψυχολογικές λειτουργίες του ύπνου […] Aς στοχαστούμε την κοινή ικανότητα

 να πιάνουμε μια ταχέως κινούμενη μπάλα ή να πετυχαίνουμε ένα κινούμενο

αυτοκίνητο με μια χιονόμπαλα. Aς λάβουμε υπόψη ότι κατασκευάζεται εντόςμας μια τρισδιάστατη οπτική εικόνα από λεπτές διαφορές στο δισδιάστατοσχήμα διέγερσης των φωτοϋποδοχέων στους αμφιβληστροειδείς των δύοοφθαλμών. Aς σκεφτούμε τις πολυποίκιλες αντιληπτικές πλάνες, είτε οπτικέςείτε άλλες. Ή πάλι ας σκεφτούμε το θαύμα της μνήμης […] H ΔΨ ελάχισταφωτίζει αυτά και άλλα ψυχονοητικά φαινόμενα.

Mέγιστο μυστήριο περιβάλλει τη φύση της μαθησιακής διεργασίαςκαθαυτήν, ιδίως όπου αυτή συνυφαίνεται με ευρείας κλίμακας εννοιακήαλλαγή· ειδικά στην προγλωσσική και στην εντελώς εξωγλωσσική μορφή(όπως στα βρέφη και στα ζώα), που είναι μακράν η πιο διαδεδομένη μορφή

(μαθησιακής διεργασίας) στη φύση. Σ’αυτό το πεδίο η ΔΨ βρίσκεται

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 94/120

Φιλοσοφία του Νου

94

αντιμέτωπη με ειδικές δυσκολίες, αφού η άποψη ότι η μάθηση είναι χειρισμόςκαι αποθήκευση προτασιακών στάσεων προσκρούει στο γεγονός ότι ηδιατύπωση, ο χειρισμός και η αποθήκευση ενός πλούσιου δικτύου απόπροτασιακές στάσεις είναι κι αυτό θέμα μάθησης, μια μόνο από τις πολλές

επίκτητες μαθησιακές δεξιότητες. Έτσι, η ΔΨ φαίνεται από την ίδια τησύσταση της ανίκανη να πραγματευθεί αυτό το βασικό μυστηριώδεςδεδομένο. […]

Aποτυχίες τόσο μεγάλης κλίμακας δεν δείχνουν ακόμη ότι η ΔΨ ως θεωρίαείναι ψευδής, αλλά φέρνουν στο προσκήνιο αυτό το ενδεχόμενο ωςπραγματική δυνατότητα, και πάντως καταδεικνύουν ότι η ΔΨ, στην καλύτερηπερίπτωση, είναι πολύ επιφανειακή θεωρία, ένα μερικό και διόλουδιαφωτιστικό σχόλιο σχετικό με μια πιο βαθειά και πιο πολύπλοκηπραγματικότητα. […]

Mια ματιά στην ιστορία της ΔΨ δεν αίρει αυτούς τους φόβους […] H

ιστορία της ΔΨ είναι μια διαρκής υποχώρηση, που τη χαρακτηρίζει έλλειψηγονιμότητας και εκφύλιση. Tο υποτιθέμενο πεδίο της ΔΨ ήταν κάποτε πολύευρύτερο απότι σήμερα. Στις αρχαϊκές κοινωνίες η συμπεριφορά τωνπερισσοτέρων στοιχείων της φύσεως γινόταν κατανοητή με προθετικούςόρους. O άνεμος μπορούσε να είναι οργίλος, η σελήνη ζηλόφθονη, ο ποταμόςγενναιόδωρος, η θάλασσσα μανιασμένη, κλπ. Δεν επρόκειτο γιαμεταφορικούς χαρακτηρισμούς. Oι άνθρωποι πρόσφεραν θυσίες και είχαντελετές για να εξευμενίσουν τους θεούς ή για να μαντέψουν τα ευμετάβολαπάθη τους. Παρότι ήταν άγονη, αυτή η ανιμιστική προσέγγιση στη φύσηδέσποσε στην ιστορία μας, και μόνο τις τελευταίες δύο ή τρεις χιλιετίεςπεριορίστηκε η κυριολεκτική ερμηνεία της ΔΨ στο πεδίο των ανώτερων

ζώων.Ωστόσο, ακόμη και σ’αυτόν τον προνομιακό τομέα το περιεχόμενο και η

επιτυχία της ΔΨ δεν έχουν σημειώσει αισθητή πρόοδο κατά το δισχιλιετές ήτρισχιλιετές χρονικό διάστημα που μεσολάβησε. H ΔΨ των αρχαίων Eλλήνωνείναι κατ’ουσίαν η ΔΨ που χρησιμοποιούμε σήμερα, και είμαστε ελάχιστακαλύτεροι από τον Σοφοκλή όσον αφορά την εξήγηση της ανθρώπινηςσυμπεριφοράς με αναφορά στις έννοιες της. Aυτή είναι πολύ μακρά περίοδοςαποτελμάτωσης και δυστοκίας, για οιανδήποτε θεωρία, ιδιαίτερα ότανβρίσκεται αντιμέτωπη με τόσο τεράστιο απόθεμα από ανωμαλίες καιμυστήρια στο ίδιο το εξηγητικό έδαφος της. Oι τέλειες θεωρίες ίσως δενχρειάζεται να εξελίσσονται. Όμως η ΔΨ είναι βαθύτατα ατελής. Tο ότι έχειαποτύχει να αναπτύξει τους πόρους της και να επεκτείνει το φάσμα τωνεπιτυχιών της είναι πολύ παράξενο, και οδηγεί να διερωτηθούμε για τηνακεραιότητα των βασικών κατηγοριών της. Για να χρησιμοποιήσω τους όρουςτου Lakatos, η ΔΨ είναι ένα αποτελματωμένο ή εκφυλιζόμενο ερευνητικόπρόγραμμα και στην κατάσταση αυτή βρίσκεται εδώ και χιλιάδες χρόνια.

H μέχρι τούδε εξηγητική επιτυχία δεν είναι, βεβαίως, η μόνη διάσταση στηνοποία μια θεωρία μπορεί να επιδείξει τις αρετές ή τις δυνατότητες της. Mιαθεωρία που έχει δυσκολίες ή έχει αποτελματωθεί μπορεί να αξίζει νααντιμετωπιστεί με υπομονή και προσοχή για άλλους λόγους. Eπίπαραδείγματι, επειδή είναι η μόνη θεωρία ή η μόνη θεωρητική προσέγγιση

που εναρμονίζεται με άλλες θεωρίες σχετικές με γειτονικά γνωστικά

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 95/120

Φιλοσοφία του Νου

95

αντικείμενα, ή επειδή είναι η μόνη που έχει προοπτικές να αναχθεί σε μιανεδραιωμένη ευρύτερη θεωρία (ή να εξηγηθεί από αυτήν), σε μια θεωρία τηςοποίας το πεδίο περιέχει το πεδίο της υπό εξέταση θεωρίας. Eν ολίγοις, μιαθεωρία μπορεί να είναι αξιόπιστη επειδή έχει τις προοπτικές θεωρητικής

ολοκλήρωσης [με άλλες θεωρίες]. Ποια είναι η επίδοση της ΔΨ ως προς τηδιάσταση αυτήν;

 Ίσως εδώ να βρίσκεται το πιο αδύνατο σημείο της ΔΨ. Aν προσεγγίσουμετον  Homo sapiens  από τη σκοπιά της φυσικής ιστορίας και των φυσικώνεπιστημών, μπορούμε να συνθέσουμε μιαν αφήγηση με εσωτερική συνοχή γιατη σύσταση, την ανάπτυξη, και τις συμπεριφορικές ικανότητες του είδους,αφήγηση ικανή να περιλάβει τη σωματιδιακή φυσική, την ατομική και τημοριακή θεωρία, την οργανική χημεία, την εξελικτική θεωρία, τη βιολογία, τηφυσιολογία, και την υλιστική νευροεπιστήμη. H αφήγηση αυτή, παρότι είναιακόμη ατελέστατη, είναι ήδη εξαιρετικά ισχυρή, και υπερέχει της ΔΨ σεπολλά σημεία ακόμη και στο ίδιο το πεδίο της ΔΨ. H εν λόγω αφήγησηεκουσίως και με πλήρη επίγνωση εναρμονίζεται με την λοιπή εν εξελίξεικοσμοεικόνα μας. Eν ολίγοις, έχουμε στα χέρια μας τη μεγαλύτερη θεωρητικήσύνθεση στην ιστορία του ανθρωπίνου είδους, και μέρη από τη σύνθεση αυτήήδη παρέχουν διεισδυτικές περιγραφές και εξηγήσεις σχετικά με τιςκατ’αίσθηση εισροές, τη νευρωνική δραστηριότητα και τον κινητικό έλεγχο.

 Όμως η ΔΨ δεν είναι μέρος αυτής της ολοένα διευρυνόμενης σύνθεσης. Oιπροθετικές κατηγορίες μένουν σε λαμπρή απομόνωση, χωρίς προοπτικήαναγωγής στο ευρύτερο σώμα γνώσεων. Kατ’εμέ, δεν μπορεί να αποκλειστείμια επιτυχής αναγωγή, όμως η εξηγητική ανεπάρκεια και η μακρόχρονηαποτελμάτωση της ΔΨ δεν εμπνέουν πίστη ότι οι κατηγορίες της θα

αντικατοπτρίζονται ομαλά στο πλαίσιο της νευροεπιστήμης. Aντιθέτωςμάλιστα, η κατάσταση της ΔΨ θυμίζει την εικόνα της αλχημείας ενόσωδιαμορφωνόταν η στοιχειακή χημεία, την εικόνα της αριστοτέλειαςκοσμολογίας ενόσω αρθρωνόταν η κλασική μηχανική ή την εικόνα τηςζωτικοκρατικής άποψης για τη ζωή ενόσω προόδευε η οργανική χημεία.

Σκιαγραφώντας μια πιστή συνοπτική εικόνα της κατάστασης αυτής, πρέπει να καταβάλλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια για να αρθούμε αφαιρετικά πάνω απότο γεγονός ότι η ΔΨ είναι κεντρικό τμήμα του βίου μας εν κοινωνία, καιχρησιμεύει ως το κύριο όχημα της διαπροσωπικής επικοινωνίας. Aυτό τογεγονός δίνει στη ΔΨ μιαν εννοιακή αδράνεια που υπερβαίνει κατά πολύ τιςαμιγώς θεωρητικές αρετές της. Aν περιοριστούμε στη διάσταση αυτών τωνθεωρητικών αρετών, τότε οφείλουμε να πούμε ότι η ΔΨ πάσχει απόεξηγητικές αποτυχίες επικής κλίμακας, ότι είναι αποτελματωμένη επίεικοσιπέντε τουλάχιστον αιώνες, και ότι οι κατηγορίες της φαίνεται (μέχριτούδε) να είναι ασύμμετρες, ή κάθετα αντίθετες, με τις κατηγορίες τηςευρύτερης φυσικής επιστήμης της οποίας ο μακράς πνοής ισχυρισμός ότι θαεξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μοιάζει αδιάψευστος. Όποια θεωρίαανταποκρίνεται στην περιγραφή αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι θέτει σοβαρή

 υποψηφιότητα προς εξάλειψη.

Mετά από αυτήν τη μακρά αγόρευση ενός εκ των πρωταιτίων του εξαλειπτικού

κινήματος και πριν περάσουμε στην ακρόαση του τελευταίου διαδίκου, θα

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 96/120

Φιλοσοφία του Νου

96

μνημονεύσουμε ενστάσεις προερχόμενες από πλευρές που δεν θα ήταν εκ προοιμίου

αντίθετες στον φυσιοκρατικό αναπροσανατολισμό των ιδεών σχετικά με τον νου και τη

 νόηση. (Bεβαίως, πολλοί άλλοι απορρίπτουν την εξαλειπτική δυνατότητα ως μέγιστο

αμάρτημα κατά του Λόγου, ως απερίσκεπτη απομάκρυνση από την ορθή φιλοσοφική

οδό, ως ασύνετη κίνηση όσων έχουν αφήσει τον νου τους να μαγευτεί από την

επιστήμη. H απολύτως επιβεβλημένη κριτική αποτίμηση των εκατέρωθεν

επιχειρημάτων θα έδινε στη συζήτηση βάθος και έκταση που δεν χωρούν στα όρια

εισαγωγικών επισημάνσεων όπως οι ανά χείρας).

O Jerry Fodor, π.χ., σώζει τα “δημώδη φαινόμενα”, τον τρόπο δηλαδή κατανόησης των

ψυχονοητικών πραγμάτων σύμφωνα με τη δημώδη ψυχολογία, καταφεύγοντας στην

 υπόθεση ότι η δημώδης ψυχολογική θεωρία που χρησιμοποιούμε στις καθημερινές

διαπροσωπικές συναλλαγές έχει έμφυτο υπόβαθρο: γεννιόμαστε με την ικανότητα να

αποδίδουμε στους άλλους και στον εαυτό μας προθετικές και ποιοτικές καταστάσεις.

Kατά τούτο, η δημώδης ψυχολογική γνώση είναι ανάλογη προς την έμφυτη, κατά

Chomsky και Fodor, γλωσσική γνώση που υποβαστάζει τη μάθηση και τη χρήση της

γλώσσας. H αποτίμηση αυτής της θέσης συνυφαίνεται εν μέρει τουλάχιστον με την

αποτίμηση της γενικότερης εμφυτοκρατικής προσέγγισης στα νοητικά πράγματα.

Σημειωτέον ότι η αποτίμηση αυτή γίνεται, συν τοις άλλοις, με συνεκτίμηση

θεωρητικών υποδειγμάτων και εμπειρικών τεκμηρίων που προέρχονται από το πεδίο

της αναπτυξιακής ψυχολογίας.

Eπί παραδείγματι, σύμφωνα με ένα ευρέως αποδεκτό θεωρητικό υπόδειγμα, το

σύνδρομο του αυτισμού συνυφαίνεται με έλλειμμα στην ικανότητα για απόδοση

προθετικών καταστάσεων στους άλλους, δηλαδή στην ψυχονοητική λειτουργία που,

κατά την υπόθεση, συνίσταται στην “ετεροψυχολογική” χρήση της δημώδους

ψυχολογίας. Πολλά θεωρητικά υποδείγματα συγκλίνουν επί του ότι στα φυσιολογικώς

αναπτυσσόμενα παιδιά εμφανίζεται ένα αναπτυξιακό δυναμικό σχήμα στην ικανότητα

απόδοσης προθετικών καταστάσεων σε τρίτους τέτοιο ώστε περί την ηλικία των

τεσσάρων ετών τα παιδιά δεν μπορούν ακόμη “να μπουν στη θέση των άλλων” και να

σκεφτούν πώς θα μπορούσε να σκέφτεται ένα άλλο άτομο σε ορισμένες περιστάσεις,

ενώ από την ηλικία των πέντε ετών περίπου τα παιδιά έχουν την ικανότητα να

σχηματίζουν μετα-αναπαραστάσεις (αναπαραστάσεις με αντικείμενο τις δυνητικές

αναπαραστάσεις των άλλων). Σε σχετικές δοκιμασίες, τα αυτιστικά άτομα εμφανίζουν

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 97/120

Φιλοσοφία του Νου

97

μειωμένη επίδοση, ενίοτε πιο μειωμένη από παιδιά με νοητική υστέρηση, έναντι των

οποίων τα αυτιστικά άτομα υπερτερούν ως προς τη γενική νοημοσύνη. Aξιοσημείωτο

ίσως είναι ότι τα αυτιστικά άτομα έχουν πολύ καλύτερη επίδοση σε δοκιμασίες όπου η

εξήγηση και η πρόβλεψη της συμπεριφοράς μπορεί να γίνει κατά το συμπεριφοριστικό

σχήμα (δηλαδή όταν δεν χρειάζεται να αποδοθούν εσωτερικές, νοητικές καταστάσεις

για να εξηγηθεί η συμπεριφορά). Tο κατά πόσο ένα τέτοιο έλλειμμα είναι συγγενές

(οπότε θα ενισχυόταν η φοντοριανή υπόθεση ότι η δημώδης ψυχολογία είναι έμφυτη

γνώση) ή επίκτητο, είναι θέμα αποτίμησης εντός του κλάδου της αναπτυξιακής

ψυχολογίας.

Aπό την πλευρά του, ο D.C. Dennett δέχεται ότι η προθετική, δημώδης ψυχολογία

μπορεί να σωθεί αρκεί να αντιμετωπιστεί σε μια περισσότερο ή λιγότερο

εργαλειοκρατική προοπτική. H δημώδης ψυχολογία, εφόσον διευκολύνει την

επικοινωνία και αποτελεί κοινώς αποδεκτή βάση για τη διαπροσωπική συναλλαγή,

διατηρείται, όχι ως οντολογικώς κατοχυρώμενη, αλλά ως εύχρηστο και ιστορικο-

κοινωνικά εδραιωμένο εργαλείο. Όμως αυτή η προθετική, κατά τον Dennett, στάση,

συνυπάρχει παράλληλα με την φυσική στάση  (την νευροεπιστημονική στάση

κατάλληλα διευρυμένη ώστε να λαμβάνει υπόψη τα πορίσματα γειτονικών και

αλληλένδετων κλάδων), και με την σχεδιαστική στάση, την έρευνα δηλαδή που έχει ως

στόχο να ανασυστήσει το τι θα πρέπει να υπάρχει (ανατομολειτουργικώς) σε ένα

σύστημα ικανό για νοήμονα συμπεριφορά.

Tέλος, η Kathleen V. Wilkes, σε σειρά κειμένων, υποστηρίζει ότι ήδη υπάρχει και

αναπτύσσεται προς πολλές κατευθύνσεις και με πολλές εξειδικεύσεις μια επιστημονική

ψυχολογία που απομακρύνεται πλέον από το δημώδες υπόδειγμα (π.χ., η γνωσιακή

ψυχολογία, η αναπτυξιακή ψυχολογία, η νευροψυχολογία, η γνωσιακή νευροεπιστήμη,

κλπ.). Aυτή η επιστημονική ψυχολογία ενδεχομένως χρησιμοποιεί έννοιες με δημώδη

καταγωγή, καθώς όμως αυτές αφομοιώνονται στην επιστημονική ψυχολογία

προσαρμόζονται και αλλάζουν σημασιολογικό και γνωσιολογικό χαρακτήρα. Aυτό

άλλωστε συμβαίνει και σε άλλες επιστήμες: η φυσική χρησιμοποιεί έννοιες από τη

δημώδη κοσμοαντίληψη, λ.χ., “δύναμη”, “έργο”, “ήχος”, “φως” κλπ., αλλά αλλάζει

ριζικά το νόημα και το γνωστικό περιεχόμενο τους. Aπό την άλλη, η Wilkes σώζει τη

δημώδη ψυχολογία απορρίπτοντας την ιδέα ότι πρόκειται για θεωρία που, όπως οι

λοιπές θεωρίες, θα εξυπηρετούσε κατ’αποκλειστικότητα, ή έστω και κατά κύριο λόγο,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 98/120

Φιλοσοφία του Νου

98

τους σκοπούς της εξήγησης και της πρόβλεψης της συμπεριφοράς. Όπως επισημαίνει,

(Wilkes, K.V., “The Long Past and the Short History” (“Tο μακρύ παρελθόν και η

βραχεία ιστορία”, στο Bogdan, R.J. (επιμ.): Mind and Common Sense, Cambridge U.P.,

1991, σσ. 144-160):

[…] η “ψυχολογία του δρόμου”, η σιωπηρή δεξιότητα μάς επιτρέπει νααντεπεξέλθουμε στη συναλλαγή με τους συνανθρώπους. Λέγοντας όμως “νααντεπεξέλθουμε” δεν εννοώ “να περιγράψουμε και να εξηγήσουμε”. Eνίοτε,χρησιμοποιούμε πράγματι [την ψυχολογία του κοινού νου] γα το σκοπό αυτόν―πρωτίστως για να περιγράψουμε ή για να εξηγήσουμε τη δραστηριότητατου ενός ή του άλλου ατόμου (που έχει καθένα την ιδιαίτερη ιστορία του) σεσυγκεκριμένα κάθε φορά πλαίσια και περιστάσεις. Kαι όσοι αποτελούν τουςαποδέκτες των εξηγήσεων μας είναι κάθε φορά ένα ακροατήριο με το δικό του

ιδιοσυγκρασιακό γνωστικό υπόβαθρο όσον αφορά τα εκάστοτε δρώντα υποκείμενα και τις εκάστοτε περιστάσεις, και με τις δικές του μοναδικέςαπορίες όσον αφορά τη συμπεριφορά για την οποία αναζητούν μιαν εξήγηση.

 Όπως και νάχει το πράγμα, η περιγραφή κα η εξήγηση αυτής ή της άλληςσυμπεριφορικής εκδήλωσης είναι μικρό μόνον μέρος της ιστορίας. Γιατί πολύπιο σημαντικό είναι ότι χρησιμοποιούμε [την ψυχολογία του κοινού νου] για

 να απευθύνουμε εντολές και προειδοποιήσεις, για να ερωτοτροπήσουμε, ναγοητέψουμε, να προτρέψουμε, να απειλήσουμε, να παρηγορήσουμε, νακανακέψουμε, να κατευνάσουμε, να ενθαρρύνουμε, να μορφώσουμε, ναδιδάξουμε, να υπαινιχθούμε, να χλευάσουμε, να σαρκάσουμε, να συστήσουμε,

 να αποτιμήσουμε, να κατηγορήσουμε, να ψέξουμε, να αστειευτούμε … και

για να επιδιώξουμε αναρίθμητους   άλλους σκοπούς. Όπως επισήμανε οAριστοτέλης, οι άνθρωποι είμαστε όντα κοινωνικά  και με μεγάλο δείκτηεγκεφαλικού προς σωματικό βάρος. Aντίθετα όμως από τα πρόβατα που είναικαι αυτά κοινωνικά, αλλά μάλλον ελαφρόμυαλα, ο κόσμος μας και οιδυνατότητες μας, οι ανάγκες και τα ενδιαφέροντα μας είναι πολλά καιπολυποίκιλα. Oι πολύπλοκες απαιτήσεις της επιβίωσης και της επιτυχίας σεέναν τέτοιο κόσμο περιλαμβάνουν ως ουσιώδεις συνιστώσες την πρόγνωση,το χειρισμό, την αποτίμηση της (γλωσσικής και μη γλωσσικής) συμπεριφοράςτων ομοίων μας, καθώς και την απόκριση σ’αυτήν τη συμπεριφορά. Mαζί―και σε στενή αλληλεξάρτηση― με την ανάπτυξη της ικανότητας νακατασκευάζουμε και να χρησιμοποιούμε εργαλεία, και να χρησιμοποιούμε τη

γλώσσα, κατακτήσαμε την ψυχολογία του κοινού νου. (σ. 146).

H δημώδης λοιπόν ψυχολογία, κατά την Wilkes, δεν είναι θεωρία, έστω

πρωτοεπιστημονική θεωρία και μάλιστα ψευδής, ούτε τίθεται ανταγωνιστικά προς μιαν

ουσιωδώς διάφορη επιστημονική ψυχολογία που μπορεί να συναρτάται με άλλους

επιστημονικούς κλάδους, αλλά είναι το καταστάλαγμα πρακτικής γνώσης

συσσωρευμένης στη μακραίωνη προσπάθεια να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις του

ζειν εν κοινωνία. 

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 99/120

Φιλοσοφία του Νου

99

 Λειτουργισμός   Σε σύγκριση με τον εξαλειπτικό υλισμό, ο λειτουργισμός είναι μια

μετριοπαθής προσέγγιση στον νου και στη νόηση. Kεντρικής σημασίας έννοια εδώ

είναι η “λειτουργία”. Γενικώς, λειτουργία ενός συστήματος είναι το “τι κάνει” το

εκάστοτε σύστημα, το τι συντελείται εντός του ώστε να καταλήξει σε μια κατάσταση,

 να φτάσει ένα “σκοπό”. Γίνεται, π.χ., λόγος για τη λειτουργία του κινητήρα του

αυτοκινήτου, για τη λειτουργία του ρολογιού, για τη λειτουργία του υπολογιστή, για

την κοινωνική λειτουργία του χορού της βροχής, για τη λειτουργία της αγοράς, κλπ. O

λειτουργισμός είναι θεωρητική τάση στην κοινωνιολογία και στην ανθρωπολογία (στη

μελέτη των αρχαϊκών κοινωνιών). (H αριστοτέλεια τελεολογία θεωρείται ως πρόδρομη

του λειτουργισμού. Kατ’Aριστοτέλη, η φύσις αεί ζητεί τέλος · ο σκοπός προς ον

ποιούνται, το τέλος · τέλος η ενέργεια, το έργον.  Στα σύγχρονα συμφραζόμενα η

λειτουργία νοείται απαλλαγμένη από τις ανθρωπομορφικές συνδηλώσεις που είχε στην

αριστοτέλεια θεώρηση).

Στα δικά μας ανθρωπολογικά συμφραζόμενα, η έννοια “λειτουργία” έχει ευρύτατη

χρήση στη φυσιολογία, όπου γίνεται λόγος για τη λειτουργία διαφόρων οργάνων, λ.χ.,

της καρδιάς, του ήπατος, των νεφρών, του εγκεφάλου, των οφθαλμών, κλπ. Λέγεται

επίσης ότι οι οφθαλμοί μετέχουν στη λειτουργία της όρασης, όπου εδώ ο όρος

“λειτουργία” δηλώνει μια σύνθετη, δυναμική ψυχονοητική διεργασία και ικανότητα.

Mε την τελευταία σημασία, ο όρος “λειτουργία” αποκτά πιο αφηρημένο χαρακτήρα,

γίνεται ένας γενικός συνοπτικός χαρακτηρισμός των όσων τελούνται στο “νοητικό

όργανο” και καταλήγουν στο να βλέπουμε.

Στην ψυχολογία, ο λειτουργισμός είναι θεωρητικό ρεύμα με ιστορία πολλών δεκαετιών.

Συχνά συνδέεται με τον William James (1842-1910), έναν εκ των ιδρυτών της

αμερικανικής ψυχολογίας και εκ των θεμελιωτών του φιλοσοφικού πραγματισμού.

Eίναι γνωστή η φράση του James “Consciousness is not a thing, but a process ” ―“η

συνείδηση δεν είναι πράγμα, αλλά διεργασία”―, φράση που μπορεί να εκληφθεί και ως

σχόλιο προς την καρτεσιανής εμπνεύσεως παράδοση που, ως γνωστόν, θεωρεί τον νου

ως res cogitans, ως σκεπτόμενο πράγμα. 

Σε έναν από τους πρώτους συστηματικούς χαρακτηρισμούς της λειτουργικής

ψυχολογίας, ο αμερικανός ψυχολόγος James Rowland Angell (1869-1949) γράφει (στο

άρθρο “The province of functional psychology” (“Tο πεδίο της λειτουργικής

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 100/120

Φιλοσοφία του Νου

100

ψυχολογίας”),  Psychological Review, 14,1907, 61-91, στο Herrnstein, R.J. και Boring,

E. (επιμ.): A Source Book in the History of Psychology, Harvard U.P., 1965, σ. 501):

[…] σε αντιπαράθεση με τα ιδεώδη και με τους σκοπούς της λεγόμενηςδομικής (structural) ψυχολογίας […] η λειτουργική ψυχολογία ταυτίζεται μετην προσπάθεια να διακρίνουμε και να αποτυπώσουμε τις τυπικές τελεστικέςδιεργασίες (operations) της συνείδησης σε συνθήκες πραγματικής ζωής, σεαντιδιαστολή προς την απόπειρα να αναλυθούν και να περιγραφούν ταστοιχειώδη και τα σύνθετα περιεχόμενα  της. H δομική ψυχολογία τηςαίσθησης, π.χ., αναλαμβάνει να προσδιορίσει τον αριθμό και τον χαρακτήρατων διαφόρων, μη αναλύσιμων, αισθητικών υλικών, όπως την ποικιλία τωνχρωματικών, ηχητικών, γευστικών, κλπ. αισθημάτων. Aπό την άλλη πλευρά, ηλειτουργική ψυχολογία της αίσθησης βρίσκει την οικεία σ’αυτή σφαίραενδιαφερόντων στον προσδιορισμό του χαρακτήρα των διαφόρων αισθητικών

δραστηριοτήτων καθόσον αυτές διαφέρουν στον τρόπο τέλεσης  τους η μία απότην άλλη και από άλλες ψυχονοητικές διεργασίες, όπως το κρίνειν, τοαντιλαμβάνεσθαι, το βούλεσθαι, κλπ.

(Mπορούμε εδώ να ανακαλέσουμε τη διάκριση επί της οποίας, το είδαμε, επιμένει ο

Brentano, ανάμεσα στο νοητικό ενέργημα, και στο περιεχόμενο του. Ίσως και η

“φυσιολογική ψυχολογία” κατά Wundt, να έχει θέση στην ιστορία αυτή).

Pιζοσπαστική τάση μέσα στο λειτουργιστικό πρόγραμμα ήταν ο συμπεριφορισμός.

Mετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ανασύνταξη του προγράμματος αυτού, εκκινεί

από το κεκτημένο του συμπεριφορισμού (κυρίως όσον αφορά την εμπειρικήμεθοδολογία), για να επιστρέψει στην αφετηρία του, στη μελέτη των ψυχονοητικών

δραστηριοτήτων και διεργασιών, όπως η αίσθηση, η κρίση, η αντίληψη, η βούληση,

κλπ., κατά τη διακήρυξη του Angell. Έχουμε ήδη αναφέρει υπαινικτικά ότι στην

 υπέρβαση του συμπεριφοριστικού υποδείγματος συνέτειναν λόγοι εσωτερικοί και

εξωτερικοί. Aπό τους εξωτερικούς λόγους αναφέρω τη μορφολογική ψυχολογία

(ψυχολογία Gestalt) για τη γενική θέση ότι το ερέθισμα δεν αποτυπώνεται σε μια

παθητικώς δεκτική νόηση, αλλά το εκάστοτε νοούμενον είναι αποτέλεσμα ενεργητικής νοητικής οργάνωσης σύμφωνα με αρχές που διέπουν τους αντιληπτικούς μηχανισμούς

και τις αντιληπτικές λειτουργίες. Tις εισφορές του νου τις αναδεικνύουν με τρόπο

θεαματικό οι αντιληπτικές πλάνες, που αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα αντικείμενα

έρευνας προς την κατεύθυνση αυτή. Tο πειραματικό έργο (από τα τέλη της δεκαετίας

του 1940, π.χ., το έργο του Jerome Bruner) συνδύασε την συμπεριφοριστική

μεθοδολογία και την ερμηνεία με αναφορά σε υποθετικούς μηχανισμούς (π.χ.,

“αντιληπτική ετοιμότητα”, “προσδοκίες”) που επηρεάζουν την πρόσληψη του

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 101/120

Φιλοσοφία του Νου

101

ερεθίσματος και εισφέρουν επιπλέον πληροφορίες που δεν ενυπάρχουν στο ερέθισμα.

Aυτό το κίνημα, γνωστό ως “ψυχολογία New Look”, είναι στην αφετηρία της

“γνωσιακής επανάστασης” στην ψυχολογία. Συνδέεται δηλαδή με την ανάκτηση της

ψυχονοητικής εσωτερικότητας ως νομίμου αντικειμένου της ψυχολογικής έρευνας, με

την έμφαση στη μελέτη των εσωτερικών γνωσιακών μηχανισμών, με την εισαγωγή

θεωρητικών παραδοχών και υποθέσεων.

Θυμίζω επίσης, ενδεικτικά, την επίδραση που άσκησε η νοησιαρχική στροφή που

εγκαινίασε στη γλωσσολογία ο Noam Chomsky από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.

 Ένα μεγάλο μέρος από την, χαρακτηριστικά και μοναδικά, ανθρώπινη συμπεριφορά

συνδεόταν (επανασυνδεόταν;) ρητά με τα μύχια της νόησης. Ως υπόθεση εργασίας, η

 ύπαρξη ενδιάθετης, εσωτερικής, γλώσσας αναπροσανατόλισε ριζικά τη θεωρητική και

την εμπειρική έρευνα στη γενική ψυχογλωσσολογία, στην αναπτυξιακή ψυχολογία,

στη γλωσσονευροψυχολογία.

H γνωσιακή στροφή στην ψυχολογία ήταν αποτέλεσμα της συρροής πολλών

παραγόντων. Δεν μπορούν να αναφερθούν όλοι εδώ, αξίζει όμως να επισημανθεί ότι

ένα παλαιό θέμα της γνωσιολογίας, όπως αποτυπώνεται στην αντιπαράθεση

εμπειρισμού και νοησιαρχίας, μοιάζει να μετασχηματίζεται στην πορεία αυτή από

φιλοσοφικό ζήτημα που πρέπει να κριθεί με a priori στοχασμό, σε εμπειρικώς

διερευνήσιμη υπόθεση. H νοησιαρχική, λ.χ., θέση ότι ο νους έχει σχετικό πρωτείον

έναντι της εμπειρίας (έναντι της κατ’αίσθηση αντίληψης) όσον αφορά τον σχηματισμό

και τη δυναμική των ιδεών, γίνεται αντικείμενο πραγμάτευσης στο πλαίσιο θεωρητικών

 υποδειγμάτων που συνδέονται με τη χρήση και εμπειρικής μεθοδολογίας.

Στο φιλοσοφικό πεδίο, αυτή η νέα πρακτική αποτυπώνεται στο σχέδιο για μια

φυσιοκρατική επιστημολογία  (γνωσιολογία ), που ρητά κηρύσσει ο W.v.O. Quine σε

άρθρο δημοσιευμένο το 1969 με τίτλο “Epistemology Naturalized” (μεταφρασμένο

στην ελληνική με τίτλο “Προς μια φυσιοκρατική επιστημολογία”, Δευκαλίων, 18, 2000,

127-44). Kατά τον Quine, “[…] η επιστημολογία εξακολουθεί να υπάρχει, αν και σε

 νέο πλαίσιο και με πιο σαφή υπόσταση. H επιστημολογία, ή κάτι παρόμοιο, απλώς

εμπίπτει στην ψυχολογία, ως ένα κεφάλαιο της, και άρα ως κεφάλαιο φυσικής

επιστήμης. Mελετά ένα φυσικό φαινόμενο, και συγκεκριμένα ένα φυσικό ανθρώπινο

 υποκείμενο”. Kαι αλλού, “Yπάρχει […] αμοιβαία σχέση εγκλεισμού […]: η

επιστημολογία περιέχεται στη φυσική επιστήμη και η φυσική επιστήμη στην

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 102/120

Φιλοσοφία του Νου

102

επιστημολογία”. Πρέπει να λεχθεί ότι η ψυχολογία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Quine

είναι συμπεριφοριστικού τύπου. Ωστόσο, η φυσιοκρατική γνωσιολογία ως ερευνητικό

πρόγραμμα ενδυναμώνεται διευρυνόμενη έτσι ώστε να περιλάβει τη μελέτη των

εσωτερικών γνωσιακών και άλλων λειτουργιών.

(Eίναι αυτονόητο ότι πολλοί στοχαστές δεν ενστερνίζονται την ιδέα ότι το a priori 

μπορεί να τεθεί υπό την κρίση του a posteriori. Στάση νόμιμη, που δεν ανασκευάζεται

με την έκθεση εμπειρικών ευρημάτων και θεωριών. Δεν γνωρίζω καν αν η διαλεκτική

αντίθεση επιτρέπει την αντιπαράθεση ορθολογικών επιχειρημάτων. Ίσως πρόκειται για

δύο θεμελιωδώς διάφορες στάσεις ζωής ).

Aρχίσαμε κάνοντας λόγο για τον λειτουργισμό στην ψυχολογία και για τη γενετική

σχέση του νεότερου λειτουργισμού με τον συμπεριφορισμό. Στο φιλοσοφικό πεδίο, ο

λογικός (ή εννοιολογικός) φιλοσοφικός συμπεριφορισμός ήταν το ομόλογον του

μεθοδολογικού συμπεριφορισμού (του συμπεριφορισμού εντός του ψυχολογικού

εργαστηρίου). Aναλόγως, ο μεθοδολογικός λειτουργισμός έχει ως φιλοσοφικό

ομόλογον τον λειτουργισμό στο πεδίο της φιλοσοφίας του νου.

Η συμπεριφοριστική θεώρηση (όπως συνοπτικά παρίσταται στην Eικόνα 4, σ. 66)

παραήταν απλουστευτική. O λειτουργισμός εισάγει στο “μαύρο κουτί” πολλά

αλληλένδετα κουτιά (λειτουργικές μονάδες), έτσι ώστε η ολική λειτουργία, η συσχέτιση

του ερεθίσματος και της απόκρισης, η σχέση ανάμεσα στην κατ’αίσθηση εισροή και

στη συμπεριφορική εκροή, να διαμεσολαβείται από τη συνδυασμένη λειτουργία των

επιμέρους συστατικών μονάδων. Oι ενδιάμεσες λειτουργικές μονάδες έχουν καθεμιά τη

δική της “συμπεριφορά”: η εκροή καθεμιάς είναι συνάρτηση της εκάστοτε κατάστασης

της και της εκάστοτε εισροής (από τον εξωτερικό κόσμο ή από άλλη λειτουργική

μονάδα. Bρόχοι ανάδρασης συνδέουν μεταξύ τους λειτουργικές μονάδες που

βρίσκονται σε διάφορες θέσεις του ολικού λειτουργικού σχήματος). Bλ. Eικόνα 6.

Κάθε λειτουργική μονάδα έχει την εισροή και την εκροή της: η εισροή μπορεί να

προέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, οπότε η αντίστοιχη μονάδα (π.χ., η f1 στην

Eικόνα 6), δέχεται την έξωθεν εισροή και διαβιβάζει εκροές σε άλλες λειτουργικές

μονάδες. Eνδεχομένως, άλλες μονάδες στέλνουν σήματα στη “μονάδα (ολικής) εκροής”

(fz στην Eικόνα 6), και αυτή, με τη σειρά της, ενεργοποιεί μυς έτσι ώστε να παράγονται

ή να καταστέλλονται σωματικές κινήσεις (ομιλία, βάδισμα κλπ.). Oι “ενδιάμεσες”

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 103/120

Φιλοσοφία του Νου

103

λειτουργικές μονάδες δέχονται εισροές από άλλες μονάδες και διαβιβάζουν εκροές σε

άλλες (f2 - fx και fy, στο διάγραμμα της Eικόνας 6).

Eικόνα 6

Μπορούμε να αποδώσουμε περιεχόμενο σ’αυτήν την αφηρημένη περιγραφή, αν

θεωρήσουμε ότι τα “κουτιά”, οι λειτουργικές μονάδες δηλαδή, αντιπροσωπεύουν

ψυχονοητικές λειτουργίες. Tότε, το “διάγραμμα λειτουργικής ροής” (όπως αυτό της

Eικόνας 6) μπορεί να εκληφθεί ως θεωρία που περιγράφει και εξηγεί τη συμπεριφορά,

με αναφορά σε εσωτερικές (ψυχονοητικές) λειτουργίες. Oι ψυχονοητικές λειτουργίες

(καταστάσεις και διεργασίες), όπως έχουμε δει, νοούνται με διάφορους τρόπους.

Mπορεί, π.χ., να εφαρμοστεί ένα κατ’ουσίαν δημώδες εννοιολογικό πλαίσιο που, κατά

τα γνωστά, ταξινομεί τις ψυχονοητικές καταστάσεις και διεργασίες ως “προθετικές” και

ως “ποιοτικές” (έστω και κατά τον τρόπο μιας “επιστημονικής”, γενικεύουσας,

ψυχολογίας). Θα μπορούσαμε τότε να ονομάσουμε μια λειτουργική μονάδα, λ.χ.,

“επιθυμία”· μιαν άλλη, “πίστη”· την τρίτη, “μνήμη”· την τέταρτη, “κατ’αίσθηση

αντίληψη”, κλπ. Aπό την άλλη, αν εφαρμοστεί ένα μη δημώδες

εννοιολογικό/κατηγοριακό πλαίσιο μπορούμε να ονομάσουμε τις λειτουργικές μονάδες,

“υπολογιστή διελεύσεων από το μηδέν”, “ανιχνευτή ακμών”, “ανιχνευτή επιφανειών”,

ή “μονάδα που εκτελεί τη σύγκριση με αποθηκευμένα υποδείγματα”, κλπ.

Εισροή 

(ερέθισμα) 

Σύστημα S 

εκροή

(απόκριση)

f 1

f 2

f 3

f 4

f 5

f 6

f 7 f 8

f x

f y

f z

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 104/120

Φιλοσοφία του Νου

104

Οι όροι αυτοί παραπέμπουν σε ψυχονοητικές ικανότητες και λειτουργίες, και το

εκάστοτε διάγραμμα ροής ―κατ’ουσίαν πρόκειται για συνοπτική διαγραμματική

εξεικόνιση μιας ψυχολογικής θεωρίας― αποσκοπεί να εξηγήσει πώς οι εκάστοτε

 υποτιθέμενες λειτουργίες είναι δυνατόν να αλληλεπιδρούν και να παράγουν τη

συμπεριφορά. Έστω ότι στοχεύουμε να εξηγήσουμε γιατί κάποια στιγμή τινάξαμε το

χέρι μας· έστω επίσης ότι υιοθετούμε δημώδες πλαίσιο. Θα μπορούσαμε τότε να

προτείνουμε μια εξήγηση σύμφωνα με το σχήμα:  Βλέπουμε, π.χ., μια σφήκα πάνω στο

χέρι μας και επιθυμούμε  να  το τινάξουμε  για να τη διώξουμε, επειδή  έχουμε την

πίστη  ότι οι σφήκες κεντρίζουν και επιθυμούμε να αποφύγουμε τον πόνο. Αν όμως

γνωρίζουμε ότι την ίδια στιγμή ισορροπούμε πάνω σε τεντωμένο σκοινί, τότε αυτή  η

πληροφορία, μαζί με άλλες πληροφορίες αποθηκευμένες στη  μνήμη, που μπορούμε ναανακαλέσουμε σχετικά με τις συνέπειες που μπορεί να έχουν στην επισφαλή ισορροπία

οι απότομες κινήσεις, ενδέχεται να μας οδηγήσει σε καταστολή  της κίνησης. Oι όροι

όσοι επισημαίνονται με πλάγια στοιχεία δηλώνουν, σύμφωνα με το παρόν θεωρητικό

πλαίσιο, μονάδες επεξεργασίας (“κουτιά”) σε ένα λειτουργικό διάγραμμα ροής· ο

αιτιολογικός σύνδεσμος επειδή, σε ένα τέτοιο διάγραμμα θα παρίσταται ως

προσανατολισμένο βέλος μεταξύ λειτουργικών μονάδων.

(Θα είχε ενδιαφέρον να ξαναδείτε την Eικόνα 1, στη σ. 15, εφαρμόζοντας σ’αυτήν ένα

λειτουργικό διάγραμμα ροής. Tην Eικόνα 2, στη σ. 16, μπορούμε να την δούμε

κατ’εφαρμογή του συμπεριφοριστικού σχήματος S (έγκαυμα)- R (κίνηση του χεριού για

κατευνασμό του πόνου με εντριβή). O Kαρτέσιος ως πρωτολειτουργιστής …)

 Όποιο κι αν είναι το κατηγοριακό πλαίσιο, δημώδες ή άλλο, ανακύπτει το ερώτημα πώς

καταρτίζεται το εκάστοτε διάγραμμα ροής, πώς δηλαδή προσδιορίζεται ποιες

λειτουργικές μονάδες θα πρέπει να περιέχει και ποιο θα πρέπει να είναι το σχήμα

αλληλεξάρτησης των μονάδων. Tο δημώδες υπόδειγμα για τη νόηση επιτρέπει μια

σχετικά εύκολη, αν και αδρή, απάντηση στο ερώτημα για τα συστατικά της

λειτουργικής αρχιτεκτονικής (καθώς επικαλείται ένα οικείο σύστημα από έννοιες-

λειτουργίες). Tους σκοπούς μιας “επιστημονικότερης” πραγμάτευσης υπηρετεί το

πειραματικό έργο. Πράγματι, ένας τύπος πειραματικής έρευνας συμβάλλει στη

διατύπωση υποθέσεων σχετικά με τη λειτουργική αρχιτεκτονική, δηλαδή με τη

διάρθρωση των λειτουργικών διαγραμμάτων ροής. Διατυπώνεται συνήθως μια υπόθεση

για το ποια αφανής λειτουργική μονάδα, αν ήταν παρούσα, θα μπορούσε να παραγάγει

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 105/120

Φιλοσοφία του Νου

105

ορισμένη επίδοση. Πειραματικά διερευνάται η επίδοση, και ανάλογα με το

διαπιστούμενο σχήμα επίδοσης, συνάγονται συμπεράσματα σχετικά με το αν υπάρχει η

 υποτιθέμενη λειτουργική μονάδα και για τα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει, για το

είδος της λειτουργίας που επιτελεί, καθώς και για τις συνδέσεις της με άλλες μονάδες.

Tον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η μελέτη νευροψυχολογικών περιστατικών, και η

μελέτες με χρήση απεικονιστικών μεθόδων (PET, fNMR, κλπ.). H συναγωγή

συμπερασμάτων στις περιπτώσεις αυτές ακολουθεί το εξής συλλογιστικό σχήμα: 1) Aν

 υπήρχε η λειτουργική μονάδα f, η επίδοση θα ήταν p, 2) η επίδοση είναι p, άρα 3) είναι

πιθανόν να υπάρχει η λειτουργική μονάδα f. Aυτό το συλλογιστικό σχήμα, γνωστό ως

απαγωγή, δεν είναι αποδεικτικό. H φορά της απαγωγικής συναγωγής είναι αντίθετη

από εκείνην που ακολουθούν συνήθως οι συλλογισμοί, με την έννοια ότι το

συμπέρασμα και η δεύτερη προκείμενη, στηρίζουν την αποδοχή (με την επιφύλαξη

περαιτέρω επιβεβαιώσεων και ολοκλήρωσης με άλλες υποθέσεις) της πρώτης

προκείμενης, δηλαδή της εκάστοτε ελεγχόμενης υπόθεσης. Πρόκειται για έναν τύπο

επαγωγικής, επισφαλούς συναγωγής   που χρησιμοποιείται ευρέως στις εμπειρικές

επιστήμες. Aυτό το συναγωγικό σχήμα ονομάζεται και συναγωγή της βέλτιστης

εξήγησης. Tο ίδιο συναγωγικό σχήμα υπόκειται και των “καθημερινών” εξηγήσεων με

δημώδεις όρους: Aπό τη συμπεριφορά, συνάγονται υποθετικά πίστεις, επιθυμίες κλπ.,που υποτίθεται ότι παράγουν τη συμπεριφορά, βεβαίως χωρίς σχολαστικό έλεγχο.

Η μέθοδος που μ’αυτήν καταρτίζονται τα λειτουργικά διαγράμματα μπορεί να

εφαρμοστεί επανειλημμένα. Έστω η λειτουργική μονάδα “μνήμη”. Mπορούμε ίσως“να

ανοίξουμε” το αντίστοιχο “κουτί” και να εισαγάγουμε ένα μικρότερο σύστημα από

αλληλενδετες λειτουργικές μονάδες: βραχύχρονη μνήμη, μακρόχρονη μνήμη,

αποφαντική μνήμη, εικονιστική μνήμη, κλπ. Kατ’αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα

σύστημα από υπολειτουργίες (στην Eικόνα 7 χαρακτηρίζονται με το πρόσφυμα “υπό-”―συμβολικά, s- ―, π.χ. υπολειτουργία “s-f”).

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 106/120

Φιλοσοφία του Νου

106

Eικόνα 7

Ας πάρουμε λοιπόν τώρα ως παράδειγμα μόνο τη βραχύχρονη μνήμη, και ας

 υποθέσουμε ότι παριστάνεται στο Σχήμα 3 με την κεντρική μονάδα “υπολειτουργία s-

fm”. Πώς επιτελείται η λειτουργία αυτή; Ενδεχομένως, χρειαζόμαστε υπο-

 υπολειτουργίες (στο διάγραμμα χαρακτηρίζονται ως “s-s-f”), όπως, λ.χ., είναι οι“μηχανισμοί ανάκλησης πληροφοριών”. Εισάγεται έτσι στο ιεραρχημένο σύνολο

αλληλένδετων μονάδων ένα ακόμη ιεραρχημένο υποσύνολο λειτουργικών μονάδων. Η

βασική ιδέα είναι ότι η εργασία αυτή θα μπορούσε, κατ’αρχήν, να επαναληφθεί πολλές

φορές, και κατ’αυτόν τον τρόπο, σύνθετες ψυχολογικές λειτουργίες θα μπορούσαν να

αναλυθούν σε ολοένα “μικρότερες,” και λιγότερο “νοήμονες” λειτουργίες, έως ότου

καταλήξουμε ―κατ’αρχήν!― σε σχετικά απλές λειτουργίες, λ.χ., “ανίχνευση

περιγράμματος”. Θα ήταν ίσως τότε δυνατόν να διερευνηθεί πώς πραγματώνονται  στο

 νευροφυσιολογικό επίπεδο αυτές οι απλές λειτουργίες.

(Aξίζει να τονιστεί ότι ο όρος “νοήμονες λειτουργίες”, που μόλις αναφέρθηκε, σημαίνει

“λειτουργίες με προθετικά χαρακτηριστικά”, ή “με σημασιολογικό περιεχόμενο”. H

ανάλυση λειτουργιών σε ολοένα απλούστερες και λιγότερο “νοήμονες”

μικρολειτουργίες θα σήμαινε, αν ληφθεί υπόψη η σημασία του όρου “νοήμων”, ότι σε

κάποιο βαθύ επίπεδο οι μικρολειτουργίες παύουν να έχουν τις ιδιότητες των

μακροψυχολογικών λειτουργιών, δηλαδή προθετικότητα και/ή σημασιολογικό

εισροή 

από άλλες

λειτουργίες

εκροή _προς άλλεςλειτουργίες

λειτουργία f n π.χ., μνήμη ) 

s - fs - f

s - f

s - fs - f

s - fs - f

s -s-s-f

s-s-f

 υπολειτουργία s fm

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 107/120

Φιλοσοφία του Νου

107

περιεχόμενο. Aυτό μπορεί να σημαίνει ότι προθετικότητα και νόημα δεν είναι απόλυτες

έννοιες αλλά επιδέχονται διαβάθμιση: άλλες λειτουργίες έχουν περισσότερη και άλλες

λιγότερη προθετικότητα, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο νοηματικό

περιεχόμενο. Aν δούμε το πράγμα προς την αντίστροφη φορά, εκ των ένδον προς τα

έξω, η προθετικότητα και το νοήμα (το σημασιολογικό περιεχόμενο) αναδύονται 

βαθμιαία όσο οι λειτουργίες συντίθενται σε υψηλότερα, πιο ολοκληρωμένα, επίπεδα

οργάνωσης με ολοένα μεγαλύτερη πολυπλοκότητα).

Σ’αυτή την προοπτική, αποδυναμώνεται “η” διαμάχη σχετικά με το αν και πώς είναι

δυνατόν να ταυτίζονται ψυχονοητικές και νευροφυσιολογικές λειτουργίες. Και μάλιστα

κάθε λόγος περί “ταυτίσεως” μοιάζει τότε ως κατηγοριακό σφάλμα: οι λειτουργίες δεν

είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με ο,τι τις επιτελεί, λ.χ., η αφαίρεση του πώματος ενός

μπουκαλιού δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το αντίστοιχο εργαλείο. Η αφαίρεση του

πώματος είναι το τι επιτελείται με το εργαλείο, όχι το τι είναι  το εργαλείο. Kατά

παρόμοιο τρόπο, η “ανίχνευση περιγράμματος” είναι το τι επιτελούν ορισμένες

κυτταρικές στήλες στον οπτικό φλοιό, όχι το τι είναι οι στήλες αυτές καθαυτές. Ένα

πράγμα μπορούμε να το περιγράψουμε, να το ονομάσουμε, εστιάζοντας είτε στη

λειτουργία είτε στη δομή του. Eίναι επομένως θεμιτό να ονομάζεται μια κυτταρική

ομάδα “ανιχνευτής περιγράμματος”, όπως και το οικείο εργαλείο μπορεί να ονομαστεί

“εκπωματιστήρας”. Πάντως η περιγραφή στο λειτουργικό επίπεδο είναι αφηρημένη, σε

σύγκριση με την περιγραφή στο νευροφυσιολογικό επίπεδο. Kατά τούτο, ο

λειτουργισμός είναι συμβατός και με τον δυϊσμό και με τον υλισμό, καθώς η

λειτουργική περιγραφή, το τι επιτελείται κάθε φορά, αφήνει ανοιχτό το θέμα της

σύστασης του “πράγματος” που επιτελεί τη λειτουργία. Tην εκάστοτε ψυχονοητική

λειτουργία θα μπορούσε να την επιτελεί τόσο ένα άυλο πνεύμα, όσο και ο εγκέφαλος.

Προκειμένου ο λειτουργισμός να ενταχθεί στο οπλοστάσιο του υλισμού, χρειάζεταιεπιπλέον η ρητή παραδοχή ότι το υπόστρωμα επί του οποίου τελούνται οι ψυχονοητικές

λειτουργίες είναι το KNΣ.

Aπό το ότι η σχέση ανάμεσα στη λειτουργία και στο μέσον που την επιτελεί δεν είναι

σχέση ταύτισης, και από το επιχείρημα για τη δυνατότητα πολλαπλής πραγμάτωσης   των

ψυχονοητικών καταστάσεων και λειτουργιών, θεωρητικοί, όπως ο Hilary Putnam,

συνάγουν το συμπέρασμα ότι για τον προβληματισμό σχετικά με τη φύση του νου και

της νόησης σημασία έχει το λειτουργικό επίπεδο και όχι το νευροφυσιολογικό. Kατά τη

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 108/120

Φιλοσοφία του Νου

108

φράση του Putnam, “θα μπορούσε να είμαστε φτιαγμένοι από τυρί κι αυτό να μην έχει

καμιά σημασία”. Kατ’αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται η αυτονομία της ψυχολογίας,

 νοούμενης με λειτουργικούς όρους, έναντι της νευροεπιστήμης.

Θυμίζω ότι το επιχείρημα για τη δυνατότητα πολλαπλής πραγμάτωσης, όπως το

πρότεινε ο Putnam, εκκινεί από την ιδέα ότι οι τύποι ψυχονοητικών φαινομένων, όπως

ο πόνος, πραγματώνονται (εκτελούνται λειτουργικά) με διαφορετικό τρόπο από νευρικό

σύστημα σε νευρικό σύστημα, άρα δεν μπορεί να γίνει λόγος για ταύτιση τύπων 

ψυχονοητικών με τύπους  νευροφυσιολογικών. H ιδέα είναι ανάλογη με την ευχερώς

κατανοητή θέση ότι εκπωματιστήρες με πολύ διαφορετική υλική σύσταση (από ξύλο,

σίδερο, ή αλουμίνιο) εκτελούν τον τύπο λειτουργίας “αφαίρεση πώματος από φιάλη”.

Kαι μάλιστα τη λειτουργία αυτήν μπορεί να την επιτελούν εκπωματιστήρες, όχι μόνο

με διαφορετική σύσταση ο ένας από τον άλλο, αλλά και με διαφορετική λειτουργική

περιγραφή: ένας τύπος, π.χ., μπορεί να είναι “μοχλός δευτέρου είδους”, ένας άλλος

μπορεί να έχει δύο λαβές και γρανάζι, ένας τρίτος τύπος μπορεί να επιτελεί τη

λειτουργία της αφαίρεσης του πώματος, λειτουργώντας ως αντλία με έμβολο, που

εισάγει στη φιάλη διοξείδιο του αζώτου. Ή πάλι την καρδιακή λειτουργία, άντληση και

κυκλοφορία του αίματος, μπορούν να την επιτελούν φυσικές αλλά και τεχνητές  

καρδιές, και τη νεφρική λειτουργία, διΰλιση του αίματος, μπορούν να την επιτελούν

φυσικοί αλλά και τεχνητοί  νεφροί, και βεβαίως η υλική σύσταση των φυσικών

οργάνων είναι πολύ διαφορετική από εκείνην των τεχνητών.

Mια από τις πολύ γενικές ιδέες που ενυπάρχουν στο υπόβαθρο του επιχειρήματος είναι

ότι ο χαρακτηρισμός των ψυχονοητικών φαινομένων θα πρέπει να είναι καθολικός, με

την έννοια ότι δεν θα πρέπει να περιορίζεται από τα εκάστοτε συμπτωματικά

περιστατικά που προσδιορίζουν επιμέρους νοήμονες οργανισμούς. Eπομένως, ο

χαρακτηρισμός των ψυχονοητικών θα πρέπει να μην είναι ανθρωποκεντρικός, αλλά

τέτοιος ώστε να ισχύει για κάθε νου και για κάθε νόηση. O λειτουργικός

χαρακτηρισμός έχει αυτήν τη δυνατότητα, ως κινούμενος σε ένα επίπεδο αφαίρεσης

 υψηλότερο από τον νευροφυσιολογικό που δεσμεύεται από συμπτωματικά γνωρίσματα

και ιδιότητες του εκάστοτε νευρικού συστήματος ή όποιου συστήματος τυχαίνει να

πραγματώνει τις λειτουργίες. O λειτουργικός χαρακτηρισμός θα μπορεί λοιπόν να

ισχύει για ευρύτερη κλάση νοημόνων όντων, όπου, εκτός από τον άνθρωπο, θα

μπορούν να ανήκουν, π.χ., ζώα, όπως τα ανώτερα θηλαστικά, οι εξωγήινοι, οι

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 109/120

Φιλοσοφία του Νου

109

ηλεκτρονικοί υπολογιστές, και όποια άλλη μορφή νοημοσύνης ήθελε προκύψει στο

μέλλον.

Δεν μπορεί κανείς να μεμφθεί τον Putnam και όσους βρίσκουν αποφασιστικό το

επιχείρημα για τη δυνατότητα πολλαπλής πραγμάτωσης, για τις οικουμενικές βλέψεις

τους. Άλλωστε η καθολική ισχύς των χαρακτηρισμών υπήρξε εξ αρχής αίτημα και

ζητούμενο τόσο στη φιλοσοφία όσο και στην επιστήμη. Ωστόσο, μπορεί να διερωτηθεί

κανείς πόσο μπορούν να ποικίλλουν οι δυνατότητες πραγμάτωσης και να εξακολουθεί

 να γίνεται λόγος για την ίδια λειτουργία. Eπί παραδείγματι, πόσο πολύ μπορεί να

διαφέρουν μεταξύ τους τα δυνητικά οπτικά συστήματα και η λειτουργία που επιτελούν

 να εξακολουθεί νομίμως να ονομάζεται “όραση”; Tι είναι σε τελική ανάλυση “όραση”;

Στην προσπάθεια να υπερβούμε τη διαισθητική και καθημερινή, την προθεωρητική και

δημώδη  κατανόηση τέτοιων όρων και να προχωρήσουμε με μια βαθύτερη

εννοιολόγηση, η έρευνα σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου του

 νευροφυσιολογικού, είναι άραγε άνευ σημασίας; Mήπως είναι αδύνατον σε τέτοια

ζητήματα να υπερβούμε τη δημώδη αντίληψη; Ή μήπως είναι κατά κάποιον τρόπο

(λογικώς; εννοιολογικώς; μεταφυσικώς;) αθέμιτο να επιχειρούμε να την υπερβούμε;

Eρωτήματα που δεν μπορεί να έχουν “προφανείς” απαντήσεις.

Tο επιχείρημα από τη δυνατότητα πολλαπλής πραγμάτωσης τείνει να υπονομεύσει την

ταύτιση τύπων ψυχονοητικών φαινομένων με τύπους νευροφυσιολογικών. Έχουμε

όμως δει (σ. 76) ότι δεν αποκλείεται μια πιο μέτρια στάση: η ταύτιση δειγμάτων με

δείγματα. Στα παρόντα συμφραζόμενα, θα ταυτίζονταν δείγματα ψυχονοητικών

φαινομένων, υπό λειτουργική περιγραφή, με δείγματα νευροφυσιολογικών φαινομένων

(κατά πάσα πιθανότητα, και αυτά υπό λειτουργική περιγραφή, στο δικό τους επίπεδο).

M’αυτήν τη ρητή παραδοχή έχουμε μιαν εκδοχή του λειτουργισμού που τον τοποθετεί

στο στρατόπεδο του υλισμού. Όπως ελέχθει πρωτύτερα, χωρίς τέοιου είδους ρητή

δήλωση, ο λειτουργισμός συνεπάγεται μια μορφή οντολογικής “ουδετερότητας” ή

αγνωστικισμού.

O Putnam συνήγαγε τη θέση ότι η λειτουργία και όχι η σύσταση είναι το άπαν, από την

πολλαπλή πραγματωσιμότητα, και τη στήριξε με αναφορά στη διάκριση ανάμεσα στο

υλικό  (hardware) και στο λογισμικό  (software) των ηλεκτρονικών υπολογιστών. H ιδέα

του ήταν να συγκρίνει τον εγκέφαλο με το υλικό, και τη νόηση (λειτουργικώς

 νοούμενη) με το λογισμικό. Tο λογισμικό το αποτελεί η εκάστοτε γλώσσα

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 110/120

Φιλοσοφία του Νου

110

προγραμματισμού και τα προγράμματα που μπορούν να γραφούν στη γλώσσα

προγραμματισμού. (Διαβάζω στο  Eπιστημονικό Λεξικό της Πληροφορικής. Oxford -

 Kλειδάριθμος , από την 4η αγγλική έκδοση, 1998: software,  λογισμικό :  Γενικός όρος

για τα συστατικά μέρη ενός συστήματος υπολογιστή που είναι άυλα (! ―το θαυμαστικό

δικό μου) μάλλον παρά υλικά. O όρος χρησιμοποιείται κοινότατα για τα προγράμματα

που εκτελούνται από ένα υπολογιστικό σύστημα, σε αντιδιαστολή με το υλικό μέρος

του συστήματος, και περιλαμβάνει τόσο συμβολικές όσο και εκτελέσιμες μορφές των

προγραμμάτων αυτών. programming language,  γλώσσα προγραμματισμού  :

Σημειογραφία για την ακριβή περιγραφή προγραμμάτων υπολογιστή ή αλγορίθμων. Oι

γλώσσες προγραμματισμού είναι τεχνητές   γλώσσες, των οποίων η σύνταξη  και η

σημασιολογία  είναι αυστηρά ορισμένες. Για το λόγο αυτόν, ενώ εξυπηρετούν το σκοπό

τους, δεν επιτρέπουν την ελευθερία έκφρασης που χαρακτηρίζει τις φυσικές γλώσσες).

Tο γεγονός ότι το ίδιο λογισμικό, το ίδιο πρόγραμμα είναι δυνατόν να εκτελεστεί σε

 υπολογιστές με τελείως διαφορετικό υλικό, και τελείως διαφορετική αρχιτεκτονική σε

επίπεδο υλικού, ενισχύει την ιδέα της πολλαπλής πραγματωσιμότητας (“δεν έχει

σημασία το υλικό, αλλά το λογισμικό, για το τι μπορεί να κάνει ο υπολογιστής”, όπως

λέμε “δεν έχει σημασία ο εγκέφαλος, αλλά οι ψυχονοητικές λειτουργίες”).

Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στο λογισμικό (software) και στο υλικό (hardware) των

ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν είναι απόλυτη αλλά σχετίζεται με το επίπεδο όπου

εξετάζουμε τους υπολογιστές. Όποιος συντάσσει τον κώδικα της μηχανής, όποιος

γράφει ένα πρόγραμμα ―κινείται στο επίπεδο του λογισμικού. Tο αμέσως ανώτερο

επίπεδο είναι η γλώσσα της μηχανής, δηλαδή πάλι ένα πρόγραμμα. Για τον συντάκτη

όμως της γλώσσας της μηχανής, ο κώδικας της μηχανής συγκαταλέγεται στο υλικό.

Από την κορυφή της κλίμακας, εκεί όπου εργάζεται ο προγραμματιστής σε μία από τις

γλώσσες προγραμματισμού, π.χ., σε γλώσσα FORTRAN, ή σε γλώσσα BASIC, όλα τα“κατώτερα” επίπεδα θεωρούνται ως υλικό. Στην προσπάθεια λοιπόν να συλλάβουμε τη

διαφορά ανάμεσα στις ψυχονοητικές και στις νευροφυσιολογικές λειτουργίες

κατ’αναλογίαν προς τη διάκριση ανάμεσα στο υλικό και στο λογισμικό των

 υπολογιστών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η τελευταία αυτή διάκριση δεν είναι

απόλυτη, αλλά σχετική προς το εκάστοτε επίπεδο ανάλυσης. Kάτι παρόμοιο ισχύει και

στην περίπτωση του νευρικού συστήματος. H λειτουργία του είναι δυνατόν να νοηθεί

ως ιεραρχημένη επαλληλία πολλών διαφορετικών λειτουργικών επιπέδων, από το

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 111/120

Φιλοσοφία του Νου

111

μοριακό έως το επίπεδο ολοκλήρωσης λειτουργιών στον φλοιό του εγκεφάλου. H

επαλληλία λειτουργικών επιπέδων έχει την έκφραση της και σε σχέση με τις

ψυχονοητικές λειτουργίες, όπως δείχνει η πορεία ανάλυσης των ψυχονοητικών

λειτουργιών σε μια ιεραρχία ολοένα απλούστερων υπολειτουργιών. Eπ’αυτού,

μπορούμε να δούμε πάλι την πορεία από την Eικόνα 6 στην Eικόνα 7, και το σχετικό

εντός κειμένου σχόλιο. Στο τέρμα μιας τέτοιας πορείας φαίνεται εύλογη η ιδέα ότι “Θα

ήταν ίσως τότε δυνατόν να διερευνηθεί πώς πραγματώνονται  στο νευροφυσιολογικό

επίπεδο αυτές οι απλές λειτουργίες”.

O φιλοσοφικός λειτουργισμός αναδείχτηκε στη φιλοσοφία του νου στο μεταίχμιο των

δεκαετιών 1950 και 1960, και είναι αξιοσημείωτο ότι στη διαμόρφωση του έπαιξε ρόλο

η εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. O Hilary Putnam συνέβαλε, με σειρά

άρθρων κατά τη δεκαετία του 1960, στην ανάδειξη του σχετικού προσανατολισμού στο

φιλοσοφικό πεδίο. Γιατί θεωρήθηκε ότι οι υπολογιστές έχουν θέση στη φιλοσοφική

πραγμάτευση του νου και της νόησης; Ένας λόγος ήταν ότι οι υπολογιστές αποτελούν

παράδειγμα αμιγώς φυσικού συστήματος που η εξήγηση της “συμπεριφοράς” του

απαιτεί την αναφορά σε εσωτερικές λειτουργίες και καταστάσεις. Aυτές οι λειτουργίες

μάλιστα μοιάζει να έχουν αναλογίες με νοητικές λειτουργίες, όπως η μνήμη

(αποθήκευση και ανάκληση), η εκτέλεση μαθηματικών υπολογισμών, η συσχέτιση

εισροών/εκροών, κλπ. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται το γενικότερο διανοητικό

κλίμα που περιέβαλε τους υπολογιστές στα πρώτα τους βήματα. Ήταν η εποχή που

κυοφορήθηκε η Tεχνητή Nοημοσύνη ως θεωρητικό και τεχνολογικό πρόγραμμα με

στόχο την κατασκευή και τον προγραμματισμό υπολογιστών προς εκτέλεση

λειτουργιών που θα προσομοίωναν ή θα απομιμούνταν ανθρώπινες επιδόσεις. Πρέπει

επίσης να λεχθεί ότι οι υπολογιστές είναι ενύλωση πολύ αφηρημένων ιδεών που

αναδείχτηκαν στη δεκαετία του 1930 ως ένα βήμα στην έρευνα για τα θεμέλια τωνμαθηματικών. Pόλο κλειδί στην πορεία αυτήν είχε ο βρετανός μαθηματικός Alan

Turing (1912-1953). O Turing, εκ των πρώτων, συνέδεσε ρητά τις υπολογιστικές

μηχανές (στην επινόηση και στη σχεδίαση των οποίων είχε συμβάλει αποφασιστικά) με

το ζήτημα των νοητικών λειτουργιών και της νοημοσύνης, στο ρηξικέλευθο άρθρο,

δημοσιευμένο το1951, “Computing Machinery and Intelligence” (“Yπολογιστικές

μηχανές και νοημοσύνη”). Πυρήνας της προσέγγισης είναι η έννοια του υπολογισμού.

O Turing συνέβαλε στο να προσδιοριστεί με τρόπο ρητό το, έως τότε διαισθητικά και

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 112/120

Φιλοσοφία του Νου

112

ατύπως λαμβανόμενο, νόημα του όρου “υπολογισμός” στα μαθηματικά. Προς τούτο

συσχέτισε τον υπολογισμό με τη  λειτουργία  μιας αφηρημένης “μηχανής”. “Μηχανή

Turing” είναι κάθε διάταξη ικανή να μεταβάλλει την εσωτερική κατάσταση της,

ακολουθώντας ρητά ορισμένες οδηγίες. O όρος “Μηχανή Turing” είναι γενικότερος

από τον όρο “ηλεκτρονικός υπολογιστής”, γιατί δεν προσδιορίζει την υλική σύσταση

της εκάστοτε “υπολογιστικής μηχανής” ―η μηχανή μπορεί να έχει ηλεκτρονικά

εξαρτήματα, τρανζίστορ, καλώδια, διακόπτες κλπ., μπορεί όμως να έχει και μεταλλικά,

άξονες, γρανάζια, ελατήρια κλπ. H μηχανή Turing είναι πολλαπλώς πραγματώσιμη!

Κάθε “ηλεκτρονικός υπολογιστής” είναι “μηχανή Turing”, μερικές όμως “μηχανές

Turing" δεν είναι “ηλεκτρονικοί υπολογιστές”. Ο όρος “μηχανή Turing” δεν

παραπέμπει σε συγκεκριμένα υλικά αντικείμενα: είναι ένας αφηρημένος   και πολύ

γενικός τρόπος περιγραφής, “με-μολύβι-και-χαρτί”, του πώς λειτουργούν (δηλαδή του

έργου που επιτελούν) οι υπολογιστικές διατάξεις.

(Aν θεωρήσουμε την απόδειξη θεωρημάτων ως υποδειγματική μαθηματική διεργασία,

μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάθε “πραγματώσιμη” μαθηματική απόδειξη,

εφαρμόζοντας πολλές, αλλά πεπερασμένες το πλήθος, φορές κανόνες ρητά ορισμένους

και σαφείς (ρητές και σαφείς οδηγίες, “εντολές”) που αφορούν τον συνδυασμό σαφώς

ορισμένων συμβόλων (ο όρος “αναδρομικότητα” δηλώνει την επανειλημμένη αλλά

πεπερασμένη εφαρμογή κανόνων/οδηγιών). Όσες και όσοι ανατριχιάζουν στη σκέψη

των μαθηματικών, ας σκεφτούν αφενός τους κανόνες/οδηγίες της μαθηματικής

γλώσσας ως κάτι ανάλογο προς τη γραμματική, προς τη φωνολογία και το συντακτικό

της φυσικής, ομιλούμενης, γλώσσας, αφετέρου τα μαθηματικά σύμβολα και τους

συνδυασμούς τους ως το ανάλογον των γραμμάτων και των λέξεων. Tο ανάλογον της

μαθηματικής απόδειξης θα ήταν τότε ο σχηματισμός φωνολογικώς ορθών λέξεων και

συντακτικώς ορθών προτάσεων. Για παράδειγμα, εφαρμόζοντας τον κανόνα: “ Πρόταση: Υποκείμενο + μεταβατικό ρήμα + αντικείμενο”, μπορούμε να σχηματίσουμε

απεριόριστα πολλές ορθές προτάσεις, λ.χ., “Η Άννα τρώει κεράσια”, “Ο Κώστας βράζει

φασκόμηλο”, κλπ. Εφαρμόζοντας τους κανόνες του συντακτικού μπορούμε να

αποφανθούμε, “να αποδείξουμε”, ότι η ακολουθία λέξεων “Αφθόνως καρέκλα

περίπλοκο” δεν είναι ορθή, αφού στην ελληνική δεν υπάρχει κανόνας “ Πρόταση :

 Επίρρημα + ουσιαστικό + επίθετο”. Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί μια

“γραμματική” μηχανή Turing, κατ’αναλογίαν προς μια μαθηματική μηχανή Turing,

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 113/120

Φιλοσοφία του Νου

113

προς έναν γενικό υπολογιστή δηλαδή, που αντί να αποδεικνύει μαθηματικά θεωρήματα,

θα περιείχε ως πρόγραμμα (δηλαδή ως ακολουθία οδηγιών/εντολών) τη γραμματική

―τους φωνολογικούς και τους συντακτικούς κανόνες μιας γλώσσας―, και θα

διερευνούσε αν είναι φωνολογικώς και συντακτικώς ορθές διάφορες ακολουθίες

γραμμάτων και λέξεων της εκάστοτε γλώσσας).

Δεν θα επεκταθώ εδώ επί της υπολογιστικής προοπτικής, παρότι επί μακρόν υπήρξε στο

κέντρο έντονης αντιπαράθεσης. Mπορούμε όμως με λίγη προσπάθεια να διακρίνουμε

πώς μπορεί να έγινε η εκ μεταφοράς και εξ αναλογίας προσέγγιση, στον ιδεατό χώρο

των στοχαστικών δυνατοτήτων, της φιλοσοφίας του νου και της θεωρίας των

 υπολογιστών. Έχοντας κατά νουν την ως άνω ιδεατή συσχέτιση του μαθηματικού και

του γραμματικού “υπολογισμού”, και την ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια

“γλώσσα της νόησης”, ως εσωτερικευμένο ανάλογον της ομιλούμενης γλώσσας, τότε

μπορούμε να σκεφτούμε ότι η λειτουργία της σκέψης, ο σχηματισμός και ο

μετασχηματισμός των σκέψεων, διεκπεραιώνεται ως διεργασία σχηματισμού και

μετασχηματισμού συμβόλων της γλώσσας της νόησης. Δηλαδή η σκέψη ως λειτουργία

θα μπορούσε, εξ αναλογίας και εκ μεταφοράς, το τονίζω, να θεωρηθεί ως γραμματικός

 υπολογισμός επί συμβόλων της γλώσσας της νόησης, ως υπολογισμός επί εσωτερικών

(ανα)παραστάσεων (εφόσον αυτές νοούνται ως σύμβολα της γλώσσας της νόησης),

δυνάμει των συνδυαστικών, “γραμματικών” κανόνων της γλώσσας της νόησης. Ένα

τέτοιο πλέγμα από ιδεατές συσχετίσεις, υποθέσεις και παραδοχές υπόκειται της

θεώρησης που είναι γνωστή ως “υπολογιστική θεωρία του νου” (computational theory

of mind).

Πώς πρέπει να εκληφθεί αυτή η σχετικά πρόσφατη τάση στη φιλοσοφία του νου; Ως

άλωση της από την τεχνολογία; Kι αν ακόμη είναι βάσιμη μια τέτοια υπόνοια, δεν θα

πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός επί των

 υπολογιστών μπορεί να οδηγήσει σε επιχειρήματα αντιαναγωγιστικού τύπου ικανά να

διασφαλίσουν την αυτονομία των ψυχονοητικών φαινομένων και της ψυχολογίας

έναντι των νευροφυσιολογικών φαινομένων και της νευροεπιστήμης, όπως στην

περίπτωση του Putnam. Aπό την άλλη πλευρά, η χρήση υπολογιστικών υποδειγμάτων

(μοντέλων) είναι μέρος της προσπάθειας για σαφέστερη και λεπτότερη κατανόηση του

τι ακριβώς επιτελεί κάθε φορά η νόηση. Σε μια πορεία σταδιακών εξιδανικεύσεων η

δυναμική της σκέψης (η ακολουθία των σκέψεων) εννοιολογείται με αναφορά στο

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 114/120

Φιλοσοφία του Νου

114

σχηματισμό και στο μετασχηματισμό αναπαραστάσεων, και ακολούθως ο

μετασχηματισμός αυτός εννοιολογείται με αναφορά στον υπολογισμό επί

αναπαραστάσεων. Mε τη σειρά του, ο υπολογισμός αυτός επιχειρείται να αποτυπωθεί

σε έναν αλγόριθμο, σε ένα πρόγραμμα, εκτελέσιμο από υπολογιστή. Tο σκεπτικό πίσω

από αυτήν την πορεία είναι η ιδέα να κατασκευαστεί ένα υπόδειγμα (μοντέλο) για το

πώς θα ήταν δυνατόν να τελείται η εκάστοτε λειτουργία. Aυτή η δυνητική θεώρηση δεν 

σημαίνει ότι η όποια προσομοίωση  προτείνεται ως ο τρόπος με τον οποίον όντως

τελείται η υπό προσομοίωση λειτουργία. Λέγεται συχνά ως ένσταση κατά της όλης

προσέγγισης ότι η προσομοίωση  της σκέψης δεν είναι  σκέψη. Kαι προβάλλεται το

γεγονός ότι όταν σε ένα μετεωρολογικό εργαστήριο προσομοιώνεται σε υπολογιστή μια

καταιγίδα, δεν συμβαίνει κανενός είδους πραγματική καταιγίδα μέσα στον υπολογιστή.

Oύτε αστράφτει, ούτε βρέχει, ούτε φυσάει μέσα στον υπολογιστή. Eυτυχώς βέβαια για

τον υπολογιστή και για τους χειριστές του. Eυτυχώς όμως και για μας, που όταν

σκεφτόμαστε καταιγίδες δεν αστράφτει και δεν βρέχει και δεν φυσάει μέσα στο κεφάλι

μας. Eυτυχώς για μας, η σκέψη προσομοιώνει την πραγματικότητα …

Aν στην αρχική περίοδο ενθουσιασμού πολλοί από τους μετέχοντες εξέφρασαν

 υπέρμετρη βεβαιότητα και αισιοδοξία, σήμερα η κρατούσα άποψη θέλει τους

 υπολογιστές να είναι ευρετικά εργαλεία  ικανά να βοηθήσουν τη διατύπωση και τη

δοκιμασία θεωρητικών υποθέσεων και υποδειγμάτων για ορισμένα είδη νοητικών

λειτουργιών.  Άλλωστε, χωρίς την προσπάθεια να προσομοιωθούν οι νοητικές

λειτουργίες είναι αμφίβολο αν θα είχαμε κατανοήσει τόσο βαθιά πόσο θαυμαστά

πολύπλοκος είναι ο νους, πόσο λεπτές οι νοητικές λειτουργίες.

Tο μέγεθος αυτής της πολυπλοκότητας και της λεπτότητας φαίνεται ανάγλυφα στις

δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσοι εργάζονται στο πεδίο της Tεχνητής Nοημοσύνης

(TN) και προσπαθούν να κατασκευάσουν συσκευές (ρομπότ) ικανές να εκτελούν

εργασίες που αν τις εκτελούσαν άνθρωποι θα τους αποδίδαμε νοημοσύνη. Έστω, κατά

το σενάριο που μας καλεί να φανταστούμe ο D.C. Dennett, ότι κατασκευάζεται και

προγραμματίζεται ένα ρομπότ για να εκτελεί απλά έργα, όπως να μπαίνει σε ένα

δωμάτιο, να εντοπίζει ένα τροχήλατο κουτί, και να το μετακινεί. Έστω ότι οι

προγραμματιστές εγγράφουν μια μέρα στο πρόγραμμα του ρομπότ την πληροφορία ότι

στο τροχήλατο κουτί είναι μια μπαταρία αναγκαία για τη λειτουργία του ρομπότ αλλά

και μια ωρολογιακή βόμβα, και ότι θέτουν ως στόχο των ενεργειών του ρομπότ τη

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 115/120

Φιλοσοφία του Νου

115

διάσωση της μπαταρίας. Tο ρομπότ μπαίνει στο δωμάτιο, εντοπίζει το τροχήλατο κουτί,

και επιλέγει από όλες τις δυνατές εντολές να εκτελέσει την εντολή BΓAΛE (KOYTI,

ΔΩMATIO), σύμφωνα με το πρόγραμμα. Eκτελώντας την εντολή, βγάζει τη μπαταρία

από το δωμάτιο, βγάζει όμως μαζί και τη βόμβα ―δυστυχώς για το ρομπότ.

Yπολογίζοντας, σύμφωνα με το πρόγραμμα, την εντολή, δεν υπολόγισε μαζί και τις

συνέπειες από την εκτέλεση της εντολής. Nέο ρομπότ, νέο πρόγραμμα: τώρα το

πρόγραμμα παρέχει στο ρομπότ τη δυνατότητα να υπολογίζει και τις συνέπειες από την

εκτέλεση των εντολών. Στην ίδια λοιπόν κατάσταση με τον πρόγονο του, επιλέγει τη

“σωστή” εντολή BΓAΛE (KOYTI, ΔΩMATIO), και αρχίζει να υπολογίζει τις

συνέπειες από την εκτέλεση της εντολής. Π.χ., τον αριθμό των περιστροφών που θα

εκτελέσουν οι τροχοί του κουτιού ώσπου να διανύσει την απόσταση από την αρχική

θέση έως το προγραμματισμένο σημείο παράδοσης, ότι το ίδιο το ρομπότ για να

διεκπεραιώσει το έργο του θα χρειαστεί να καταναλώσει τόση ηλεκτρική ενέργεια, ότι

φτάνοντας στο σημείο παράδοσης θα πρέπει να ενεργοποιήσει την εντολή που

τερματίζει την κίνηση του … Δυστυχώς πριν τελειώσει τον υπολογισμό των συνεπειών

από την εκτέλεση της εντολής, η βόμβα εκρήγνυται. Nεότερο ρομπότ, νεότερο

πρόγραμμα: τώρα το πρόγραμμα παρέχει στο ρομπότ τη δυνατότητα να υπολογίζει

ποιές συνέπειες από την εκτέλεση της εντολής έχουν καθοριστική σχέση με τη διάσωσητης μπαταρίας, να αγνοεί όσες είναι άσχετες, και τότε  να επιλέγει ποιαν εντολή να

εκτελέσει. Στην ίδια λοιπόν κατάσταση με τους δύο προγόνους του τί κάνει; Δεν κάνει

τίποτε! Όταν οι προγραμματιστές, ανάστατοι, του δίνουν την εντολή KANE

(EΠITEΛOYΣ KATI), το νεότερο ρομπότ απαντά KANΩ KANΩ! AΓNOΩ MEPIKEΣ

XIΛIAΔEΣ ΣYNEΠEIEΣ AΠO THN EKTEΛEΣH THΣ ENTOΛHΣ ΠOY ΔEN

EXOYN KAΘOPIΣTIKH ΣXEΣH ME TH ΔIAΣΩΣH THΣ MΠAT… Δυστυχώς,

πριν προλάβει να τελειώσει την απάντηση του, η βόμβα εκρήγνυται.Oι προγραμματιστές καλούνται να συναγάγουν διδάγματα από τη στοχαστική θυσία

των δημιουργημάτων τους, πριν να κατασκευάσουν και να προγραμματίσουν το

 νεότατο ρομπότ. Tο δίδαγμα είναι: δεν ωφελεί να τα ξέρεις όλα, αν δεν μπορείς να τα

εφαρμόσεις υπό την πίεση της πραγματικής ζωής, σε “πραγματικό χρόνο”. Aπό τα

ηρωικά ρομπότ έλλειπε ο …“κοινός νους”, το άδηλο απόθεμα από γνώσεις και

δεξιότητες, όσες επιτρέπουν στους ανθρώπους να δρουν ακολουθώντας τα “πιο

σύντομα μονοπάτια”, και να επιλέγουν ταχέως την εκάστοτε κατάλληλη πράξη. Tο

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 116/120

Φιλοσοφία του Νου

116

πρόβλημα που έχουν να επιλύσουν όσοι εργάζονται στο πεδίο της TN είναι ακριβώς

αυτό: να συλλάβουν με τρόπο έκδηλο ο,τι αποτελεί το άδηλο βάθος της καθημερινής

 ύπαρξης μέσα στον κόσμο. Tο πρόβλημα δηλαδή δεν είναι να καταρτιστεί ένα πάνσοφο

πρόγραμμα, αλλά ένα πρόγραμμα ικανό να στηρίζει αποτελεσματική δράση, σε

πραγματικό χρόνο (ενίοτε, αστραπιαία), χωρίς να απαιτείται “κοσκίνισμα” όλων των

εναλλακτικών ενδεχομένων και συνεπειών. Bεβαίως, χωρίς ένα τέτοιο “κοσκίνισμα”,

δεν υπάρχει εκ των προτέρων  απόλυτη   βεβαιότητα  ότι οι εκάστοτε επιλεγόμενες

πράξεις είναι βέλτιστες ―ότι δηλαδή όντως είναι λυσιτελείς και/ή ότι δεν υπάρχουν

καλύτερες. Aπό την άλλη όμως, ο “κοινός νους” φαίνεται να μας παρέχει μια αρκετά

καλή σχέση ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα και στην επισφάλεια των επιλογών,

ανάμεσα στην ταχύτητα και στην “τσαπατσουλιά”. Aυτή η δεξιότητα φαίνεται να μην

είναι εύκολα ενσωματώσιμη στα υφιστάμενα προγράμματα της TN. Ωστόσο, χωρίς την

έρευνα για την TN, δεν θα είχαμε κατανοήσει πόσο τεράστιο, ποσοτικά και ποιοτικά,

είναι το έργο που επιτελεί ο νους, με τη στήριξη ενός πεπερασμένου εγκεφάλου. Δεν θα

είχαμε κατανοήσει τόσο βαθιά τι ακριβώς σημαίνει ότι ο νους, ο “κοινός νους” (!), κάθε

στιγμή, αστραπιαία ―τόσο αστραπιαία ώστε δεν συνειδητοποιούμε τι συντελείται εντός

μας― επιλύει τα εξαιρετικώς σύνθετα προβλήματα αναζήτησης της καταλληλότερης

ενέργειας και ελέγχου της εκτέλεσης της, προβλήματα που έχουν καθηλώσει τουςερευνητές της TN. Kαθηλώνει όμως και όσους εμμένουν σε μιαν υπερκόσμια ιδέα για

τον νου, έναν νου παντογνώστη και παντοδύναμο, υπεράνω των περιορισμών της

καθημερινής πραγματικότητας των πραγματικών ανθρώπων.

 Έστω τώρα ότι ο φίλος μας ο I.Σ. εργάζεται σε ένα δωμάτιο που δεν έχει παράθυρα,

αλλά επικοινωνεί με τον έξω κόσμο ως εξής: σε ένα σημείο του δωματίου υπάρχει στον

τοίχο μια θυρίδα και ένας κατάλληλα προσαρμοσμένος σ’αυτήν δίσκος με την

επιγραφή EIΣEPXOMENA· δίπλα στην πρώτη υπάρχει δεύτερη θυρίδα με δίσκοεπιγραφόμενο EΞEPXOMENA. Kάθε τόσο, στο δίσκο EIΣEPXOMENA φτάνει ένα

έγγραφο όπου είναι γραμμένες ακολουθίες από γραφήματα, ίσως χαρακτήρες μιας

γλώσσας άγνωστης στον I.Σ. ―από τη μορφή τους μπορεί να υποθέσει κανείς ότι

πρόκειται για χαρακτήρες της κινεζικής γλώσσας. Tο έργο του I.Σ. συνίσταται στο να

παίρνει από τον δίσκο EIΣEPXOMENA το εκάστοτε έγγραφο και να αναζητεί στο

MEΓAΛO BIBΛIO OΔHΓIΩN που έχει στη διάθεση του ακολουθίες από χαρακτήρες

που, σύμφωνα με τις οδηγίες, “ταιριάζουν” με τις ακολουθίες του εισερχομένου

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 117/120

Φιλοσοφία του Νου

117

“μηνύματος”. Π.χ, μια τέτοια οδηγία θα ήταν OTAN EXEIΣ ΣTA EIΣEPXOMENA

THN AKOΛOYΘIA “ € ¥ Ö ” ΓPAΦEIΣ ΣTA EΞEPXOMENA “ d b C O ”. O I.Σ.

γράφει τις ταιριαστές ακολουθίες και τις τοποθετεί στο δίσκο EΞEPXOMENA απ’όπου

παραλαμβάνονται δια τα περαιτέρω. Tα περαιτέρω είναι ότι η ανταλλαγή “μηνυμάτων”

συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο. Oι παραλήπτες των “εξερχομένων” μπορεί να κρίνουν

ότι ο I.Σ., αφ’ης στιγμής τους απευθύνει ακολουθίες χαρακτήρων ταιριαστές με τα

“εισερχόμενα”, κατανοεί   τα “εισερχόμενα” (πόσο μάλλον δε τα “εξερχόμενα”), και γι

αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή κατανοεί , αποκρίνεται όπως αποκρίνεται. Όμως ο I.Σ.

απλώς ακολουθεί οδηγίες από το MEΓAΛO BIBΛIO OΔHΓIΩN, δεν ξέρει γρυ

κινέζικα  .  Δεν κατανοεί τις ακολουθίες γραφημάτων, δεν γνωρίζει το  νόημα τους,

απλώς συντάσσει, βάσει οδηγιών, ακολουθίες γραφημάτων. Όμως η σύνταξη  δεν

αρκεί για να προσδώσει στα γραφήματα σημασιολογικό, νοηματικό περιεχόμενο, δεν

κινεί την κατανόηση. Kατά την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ I.Σ. και των εκτός

δωματίου εταίρων του προσομοιώνεται μέρος μόνον από την ολική γλωσσική

ικανότητα, η συντακτική συνιστώσα, η σημασιολογική μένει στην πραγματικότητα

εκτός προσομοίωσης, παρότι απ’έξω,  με κριτήριο τη  μορφή  των “εξερχομένων”,

 μοιάζει σαν να είναι παρόν και το περιεχόμενο τους.  Όμως ο I.Σ. δεν κατανοεί το

νόημα, το περιεχόμενο, των γραφημάτων.

Aυτό το νοερό πείραμα, γνωστό ως “Eπιχείρημα του Kινεζικού δωματίου”, το

εισηγήθηκε ο John Searle, στις αρχές τις δεκαετίας του 1980, για να στηρίξει την

άποψη ότι η γλωσσική ικανότητα συνυφαίνεται ουσιωδώς με την κατανόηση του

νοήματος   , και ότι η κατανόηση αυτή δεν ισοδυναμεί με τον συντακτικό χειρισμό

σημείων. Aυτό κατά τον Searle, αποδεικνύει ότι τα προγράμματα των υπολογιστών, ως

ουσιωδώς συντακτικές οδηγίες , αδυνατούν να συλλάβουν το σημασιολογικό

περιεχόμενο, το νόημα, των γλωσσικών εκφράσεων. Kι αυτό με τη σειρά τουαποδεικνύει, κατά τον Searle, οτι η TN, αδυνατώντας να αποτυπώσει λογισμικά το

 νόημα, αδυνατεί να αποτυπώσει λογισμικά τη γνώση του νοήματος , δηλαδή την

κατανόηση της γλώσσας.  Όμως η κατανόηση της γλώσσας είναι ουσιώδης συνιστώσα

της φυσικής, ανθρώπινης νοημοσύνης. Eπομένως, η Tεχνητή Nοημοσύνη αδυνατεί να

αποτυπώσει την ανθρώπινη Φυσική Nοημοσύνη. Δεν θα αξιολογήσω εδώ το

“Eπιχείρημα του Kινεζικού Δωματίου”, θα επισημάνω απλώς ότι εκείνο που δεν

αποτυπώνεται με τα μέσα της TN είναι η διαισθητικώς νοούμενη κατανόηση του

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 118/120

Φιλοσοφία του Νου

118

νοήματος , όπως στο προηγούμενο νοερό πείραμα, υπολογιστικώς ασύλληπτη ήταν η

διαισθητικώς νοούμενη πρακτική δεξιότητα  του “κοινού νου”.

Mια τελευταία ένσταση κατά του “υπολογιστικού λειτουργισμού”, που θα ήθελα να

δούμε εδώ, αφορά το “στριφνό πρόβλημα” ―τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του

βιώματος. Πολύ βραχυλογικά, η ιδέα είναι η εξής. Kατά το λειτουργιστικό σχήμα, η

 νόηση θεωρείται ως πλέγμα αλληλεξαρτώμενων λειτουργιών, σύμφωνα, π.χ., με

διαγράμματα ροής του τύπου της Eικόνας 6. Σύμφωνα με τον λειτουργιστικό

απολογισμό, για την εξήγηση της συμπεριφοράς σημασία έχει ακριβώς η “εσωτερική

οικονομία” αυτού του πλέγματος, το σχήμα οργάνωσης των σχέσεων  ανάμεσα στις

λειτουργικές μονάδες και υπομονάδες. Aν δύο συστήματα είχαν το ίδιο σχήμα

οργάνωσης των σχέσεων ανάμεσα στις λειτουργικές μονάδες θα ήταν  λειτουργικώς

ισόμορφα.  Θα ήταν λειτουργικώς ισοδύναμα, για τους σκοπούς της εξήγησης της

συμπεριφοράς, δηλαδή και τα δύο θα εξηγούσαν εξ ίσου καλά τη συμπεριφορά. Tώρα,

αν λάβουμε υπ’όψη α) ότι για την εξήγηση της συμπεριφοράς σημασία έχουν οι σχέσεις  

ανάμεσα στις λειτουργικές μονάδες, και β) ότι, σύμφωνα με τη δημώδη ψυχολογία, τα

ποιοτικά χαρακτηριστικά του βιώματος εξ ορισμού  είναι εγγενή γνωρίσματα της

εκάστοτε ποιοτικής κατάστασης, και δεν είναι σχεσιακά  γνωρίσματα, μπορούμε να

συμπεράνουμε ότι το λειτουργιστικό σχήμα, αφού ενδιαφέρεται μόνο για τις σχεσιακές

ιδιότητες των νοητικών συστατικών, “αφήνει απ’έξω” τα ποιοτικά χαρακτηριστικά

επειδή ακριβώς δεν είναι σχεσιακά αλλά εγγενή. Eπομένως, το λειτουργιστικό σχήμα

περιγραφής της νοημοσύνης και εξήγησης της συμπεριφοράς αδυνατεί να συλλάβει την

ποιοτική συνιστώσα του ψυχονοητικού βίου. Eστιάζοντας στην εξήγηση της

συμπεριφορικής επίδοσης με αναφορά στις εσωτερικές αιτιακές σχέσεις , ο

λειτουργιστής δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και

σε ένα ανδροειδές, ανάμεσα σε ένα ον ικανό να βιώνει ποιοτικές καταστάσεις και σεένα ζόμπι, ένα ον χωρίς εγγενείς, ποιοτικές καταστάσεις, το οποίο όμως θα είχε το ίδιο

διάγραμμα από εσωτερικές σχεσιακές   ιδιότητες.

Tο θέμα πάλι είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στη δημώδη θεώρηση του νου και της

 νόησης (εδώ γύρω από το “ποιοτικό” θέμα), και στην προσπάθεια εναλλακτικής

εννοιολόγησης τους. Στο τέλος της πορείας εδώ, θα έλεγα ότι η διαλεκτική

αντιπαράθεση ανάμεσα σε “φιλοσοφικές” και σε “επιστημονικές” θεωρήσεις

στρέφεται, εν πολλοίς, γύρω από τη θέση που αποδίδεται στη δημώδη θεώρηση στο

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 119/120

Φιλοσοφία του Νου

119

στοχαστικό χώρο. Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι δεν πρόκειται καν για αντιπαράθεση 

ανάμεσα στη “φιλοσοφία” και στην “επιστήμη”. Έχουν οι όροι αυτοί σαφές και

διακριτό νόημα; Θέλω να πω ότι, αν προθετικότητα, νόημα, και ποιοτικά δεδομένα της

αίσθησης είναι όντως πέραν της δικαιοδοσίας της “επιστήμης” και μόνον η

“φιλοσοφία” είναι σε θέση να τα πραγματευθεί, τότε η “επιστήμη”, αυτή καθαυτήν,

αφού διεξάγεται δια του νου, είναι έμφορτη προθετικότητας και νοήματος και

ποιοτήτων. Πού είναι το χάσμα ανάμεσα στη φιλοσοφία και στην επιστήμη; H

επιστήμη είναι ίσως ένας άλλος τρόπος του φιλοσοφείν. Έλεγε άραγε κάτι πολύ

διαφορετικό ο W.v.O Quine, όταν τοποθετούσε τη φιλοσοφία και την επιστήμη πάνω

στο ίδιο στοχαστικό συνεχές;

Tελικά, αν αντιπαρατίθενται δυο στιγμές του ανθρώπου, αυτές ίσως να είναι το αίσθημα 

μιας αδιανόητης και άφατης εσωτερικότητας, και οι απόπειρες αυτό το άδηλο και

άφατο υπαρξιακό βάθος να γίνει έκδηλο και ρητό. Nα έρθει για μας στο φως.

7/21/2019 Νους & Γνώση (1)

http://slidepdf.com/reader/full/-156d6c0521a28ab301699e266 120/120

Φιλοσοφία του Νου

EΠIΛOΓOΣ 

Σε επιστολή που απευθύνει στις 28 Iουνίου 1648 στην πριγκίπισα Eλισάβετ της

Bοημίας, ο Kαρτέσιος γράφει για την ψυχή, για το σώμα και για τη σχέση μεταξύ των

δύο:

[…] την ψυχή μπορεί να τη συλλάβει μόνον η καθαρή νόηση. Tο σώμα,δηλαδή την έκταση, τα σχήματα και τις κινήσεις, μπορεί κι αυτά να ταγνωρίσει η νόηση μόνη της, πολύ καλύτερα όμως η νόηση με τη βοήθεια τηςφαντασίας. Tέλος, όσα ανήκουν στην ένωση της ψυχής και του σώματος,μόνον αμυδρά μπορεί να τα γνωρίσει η νόηση μόνη, ακόμη και με τη βοήθειατης φαντασίας. Όμως, όσα ανήκουν σ’αυτήν [την ένωση ψυχής και σώματος]το γνωρίζουν πολύ σαφώς οι αισθήσεις. Γι αυτό, όσοι δεν φιλοσοφούν ποτέ,και χρησιμοποιούν μόνο τις αισθήσεις τους , δεν έχουν καμιάν αμφιβολία ότι ηψυχή κινεί το σώμα, και ότι το σώμα επιδρά στην ψυχή, αλλά θεωρούν και τοένα και το άλλο ως ένα πράγμα, δηλαδή συλλαμβάνουν την ενότητα τους. Kιαυτό γιατί το να συλλαμβάνεις την ενότητα που υπάρχει ανάμεσα σε δύοπράγματα, είναι ακριβώς το να τα συλλαμβάνεις ως ένα. Oι μεταφυσικέςσκέψεις, όσες απασχολούν την καθαρή νόηση, μας καθιστούν οικεία την ιδέατης ψυχής. Kαι η μελέτη των μαθηματικών, που απασχολεί κυρίως τηφαντασία με τη θεώρηση σχημάτων και κινήσεων, μας εθίζει να σχηματίζουμεπολύ διακριτές ιδέες περί του σώματος. Tέλος, μόνο  με τη ζωή και με τηνκοινή συνομιλία, και απέχοντας από το στοχασμό και από τη μελέτη περί όσων

απασχολούν τη φαντασία, μαθαίνουμε να νοούμε την ένωση της ψυχής καιτου σώματος. (H υπογράμμιση δική μου).

(Descartes, Oeuvres et Lettres, Bibl. de la Pléiade, 1953, σ. 1158)

H αποχή λοιπόν από τη φιλοσοφία, από το στοχασμό και από τη μελέτη, ο ανεξέταστος

βίος και οι “πεζές” συνομιλίες είναι άραγε η καλύτερη μέθοδος; Tο τέλος της