ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό...

68

description

Ειδική έκδοση του μηνιαίου πολιτικού-πολιτιστικού περιοδικού ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, αφιερωμένη στον Γιώργο Κόρδη με τίτλο "Μικρό εξομολογητικό, κείμενα που λειτούργησαν την κοινωνία στη στενή απεραντοσύνη του διαδικτύου".

Transcript of ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό...

Page 1: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 2: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2

Page 3: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

Οι συναντήσεις μου με τα κείμενα του Γιώργου Κόρδη γίνονταν πάντα μέσα στη νύχτα. Αργά. Σε ώρες περασμένες και αραχνοΰφαντες. Τότε που η απεραντοσύνη του διαδικτύου λοξοδρομούσε στους κήπους των αισθημάτων και μόνιαζε με την αχνή σελήνη και με τη σιωπή των

αισθήσεων.

Λόγια που χαρτογραφούσαν τα εγκόσμια σύνορα. Αέρηδες γιορτινοί που διασάλευαν την τάξη των πραγμάτων και την ησυχία του δέρματος. Μικρές ανάσες ενός τελετουργικού γέννησης. Και λέξεις χορεύτριες. Άλλοτε ντυμένες με τα πέπλα της αποπλάνησης και άλλοτε γυμνές, στο μεγάλο μυστήριο της

εξομολόγησης.

ÇΑνεβασμέναÈ στους οικουμενικούς ÇτοίχουςÈ της ιντερνετικής κοινότητας, τα κείμενα του Γιώργου Κόρδη έμοιαζαν να σκαρφαλώνουν στις σκαλωσιές του ρίγους και να μετεωρίζονται στο ατομικό μας σύμπαν. Ευωδιαστά, θαρρείς, και αχειροποίητα, συνοδευόμενα από δεκάδες εγκάρδια ÒlikeÓ και ένθερμους σχολιασμούς

φίλων πιστών.

Από εκεί είπαμε να τα μεταφέρουμε στα μελάνια και το χαρτί. Προσεκτικά, γιατί είναι εύθραυστα. Με σεβασμό, γιατί είναι ακριβά. Και με αγάπη περίσσια, γιατί τη γλώσσα των ανθρώπων λαλούν και των αγγέλων.

χ.γ.

Αντί προλόγου

Page 4: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4

Η ωραιότητα

H ωραιότηταγραμμή που την τρυφερότητα ανέδειξε των πριν σπασμένων μελώνο καιρός υπόμνημα στις εσοχές του νουγια μια ασπίδα που δεν προστατεύει πιακύματα ο λόγος που φέρνει πάντα στο ίσως και στο σχεδόνκύματα ο άνεμος που ανέξοδος διέρχεται φαιδρός, μέγας των νοτίων θαλασσώνη ωραιότητα στιγμή που όλα αλλάζουν μεμιάς στο πάντοτε και στο ποτέστο πριν και στο μετάμεταίχμιο που πάγωσε στις φλέβες του κενού και τρέμει και ριγάσυχνάσυχνά περνά και πάει κι ολοένα είναι εδώσυγκλονισμένοςήσυχος μικρόςαπό τις μυρουδιές των ώριμων καρπώναπό τις φουσκοθαλασσιές τα ύπατα αξιώματα και τις βουβές κραυγές ερώτων και χωρισμώνέσκυψεσκύβει για πάντα έρωτας λειψόςμισή καρδιά, μισό μυαλόνοήματα και χάδια τρυφερά κόρη εξαίσια παρθένα και υμνείγια να Ôχει πέρασμα ο ποταμόςτων δακρύων ο πυρετόςτης ατόφιας πλεξούδας ο κελαριστός πηγαιμόςταξίδι να ορίσει στο κιννάβαρι της πεθυμιάς...

Page 5: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 6: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6

Τις νύχτες σαν τον Ιούδα και τÕ αηδόνια

Η νύχτα είναι έλλειψη. Εί-ναι λειψή, μισή κενό, μισή ελπίδα και προσμονή. Εί-ναι σαν τα κορίτσια έτοιμα, έτοιμα να... Να θυσιάσουν την καρδιά τους για κάτι ολόκληρο, γεμάτο, πλήρες, αληθινό σαν εκείνα που δεν παίρνουν άλλο ανάπτυξη και γέμισμα. Η νύχτα είναι θηλυκιά, είναι γυναίκα και ζητά την πληρότητα, θέλει να γίνει κάτι οπωσδήποτε, να γεμίσει, να γεννήσει, να ζήσει, να φέρει ζωή, να υπάρξει, να πεθάνει...Η νύχτα είναι λειψή, είναι δυνατή και παλεύει να φτά-σει στο φως ή κάπου εκεί κοντά, να σταματήσει, να φωλιάσει, να αντικρύσει τον έρωτα, το τέλος της ελπίδας και της προσμονής. Την ίδια τη ζωή. Η νύχτα είναι θηλυ-κιά, είναι γυναίκα.Οι άνδρες αλαφιάζονται τη νύχτα. Αγριεύουν και θυσι-άζουν. Αισθήματα, υποσχέ-σεις, όνειρα και σπιτικά. Ακολουθούν την έλλειψη όχι για να την πληρώσουν, αλλά γιατί δεν ξέρουν τι να κάνουν το κενό και την

ελπίδα ούτε την προσμονή. Τη νύχτα οι άνδρες γίνονται Ιούδες ή αηδόνια. Το ίδιο είναι. Προδίδουν και παρα-πονούνται και τραγουδούν. Ωραία. Για να σαγηνεύσουν την καρδιά τους να γοητευ-τεί, μαγεμένη να γυρίσει πάλι στο υπέροχο εκείνο ολόκληρο, στο απέραντο εκείνο ακίνητο, μάταιο τί-ποτα που τους τρέφει και τους σκοτώνει, στη μήτρα του πάθους, σε έρωτα μο-ναδικό. Όμως οι άνδρες δεν μπορούν να ερωτευτούν γιατί δεν είναι νύχτα και δεν ξέρουν τι να κάνουν την έλλειψη και την προσμονή, δεν έχουν τρόπο ούτε λόγο να πληρώσουν το κενό. ΓιÕ αυτό και προτιμούν να γί-νονται αηδόνια ή Ιούδες... το ίδιο είναι, μια ψεύτικη έλλειψη είναι και αυτά, μια ουτοπία, ένα ανώδυνο πέρασμα στη χώρα των λω-τοφάγων, των απέλπιδων εκείνων οραματιστών ενός κόσμου όπου θα βασιλεύ-ει μόνον ένα, το καλό ή το κακό... Το ίδιο είναι, ούτως ή άλλως...

Page 7: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 8: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

8

Είχε δυο ζωές

Είχε δυο ζωές. Η μια, η πιο μεγάλη, ήταν σκυφτή. Σαν κυ-παρίσσι χειμωνιάτικο, καμπυ-λωμένο από αγέρα και χρόνια αδίστακτα. Μαντηλοκαλυμμένο το κεφάλι της, κοιτούσε πάντα μακριά εκεί που δεν έχει τέ-λος και γυρισμό. Τα χέρια της προσφορά και θυσία γεμάτα λαβωματιές και κενό, δώρα και ικεσία και ένα ερωτηματικό. Τα μαλλιά της. Τα μαλλιά της θησαυρός, ποταμός, ρίγος, κά-λεσμα, ανάπαυση, παραμυθία. Τα μαλλιά της τελικά θαυμαστι-κό και έρωτας ανεκπλήρωτος, ολόκληρος, τάφος άδειος κι αυτός. Βάδιζε σκυφτή γιατί δεν την χωρούσε ο ουρανός– Τόσο που χαμήλωσε κι αυτός με τό-σους ευσεβείς πάνω του... Βάδι-ζε; Χόρευε ίσως γιατί δεν ήξερε πώς να περπατήσει στη γη ετού-τη που της κρατήσανε το σώμα και το κάνανε όνειρο φτηνό και ηδονικό. Χόρευε λοιπόν για να περνάει απαρατήρητη όπως οι χαζοί και τα παλιά παιδιά, εκείνα ντε, με τα τραύματα στα πόδια και τα χαλίκια στα χέρια που τα περνούσαν για θησαυ-ρό και τα φουχτώνανε για να αισθάνονται λεβέντες σπαρτιά-

τες... Χόρευε, ακροπατούσε, σε-ληνιαζόταν ανάμεσα σε ραδίκια και αστοιβιές μοσχομύριστες και κάτι άλλα παράξενα φυτά που κανείς δεν έμαθε από πού έφτασαν και θηλύκωσαν εδώ και πιάσανε τόπο και γίνανε ση-μαία. Χόρευε και κρατούσε πά-ντα σαν φαλλό την πλώρη ενός σπασμένου καραβιού για να θυμάται για πού ξεκίνησε κο-πελούδα κι αυτή από το αθώο χαμόγελό της βγαίνοντας. Είχε και μιαν άλλη ζωή. Μικρή, χαρούμενη, τρελαμένη αυτή, που ολημέρα ακροβατούσε στη ράχη της, στην παραζάλη της και στον καημό της κοροϊ-δεύοντας το ουράνιο τόξο, τη φυγή, τη γενναιότητα και όλα τα σοβαρά πράματα ενός κό-σμου στηριγμένου σε δεκανίκια ονείρων και σε ελπίδες αποχε-τευτικές. Είχε δυο ζωές που την παρά-τησαν και έμεινε κατάμονη, ανυπεράσπιστη και τυφλή, να βλέπει πάντα προς τη μεριά των ηδονών και των ευτυχισμένων ανθρώπων, εκείνων με τις ορθά-νοιχτες ομπρέλες καταμεσίς στο σκοτάδι, καταμεσίς στον πόθο, καταμεσίς στη βεβαιότητα.

Page 9: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 10: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 11: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 1

Ζεϊμπέκικος χορός χαμός

Ζεϊμπέκικος Χορός. Δομή αυστηρή, ελεύθερη, τραγικά αυτοσχεδιαστική. Αρχιτεκτονική του κορμιού που ζητά να κλείσει μέσα κι έξω της τον καημό ανδρών που δεν κατόρθωσαν να φτά-σουν στην παλληκαριά όπως την όρισαν άλλοι ή και ο μέσα εαυτός. Ζεϊμπέκικος ρυθμός. Έλλογη, παράφορη δομή που ζητά να χτίσει το χάος που πλουτίζει την αβέβαιη καρδιά αυτών που ξεχάστηκαν στο περίπου, όσων δεν τόλμησαν να φτάσουν στον εαυτό, να ζήσουν σε μια στεριά, να εργαστούν το ψωμί, να γεράσουν, να ριζώσουν απόγο-νους, φύτρα να αναστήσουν σε στέρεα γη και σπιτικό. Ζεϊμπέκικος πόνος για όσους αθεράπευτα ίδρω-σαν την ξενιτεία, γιÕ αυτούς που κράτησαν την ήττα, τη μοναξιά νανούρισαν, την πληγή ευλο-γία μέτρησαν με τις λαβωματιές δανεικού κορ-μιού και νοστάλγησαν και πήραν τις στράτες από ντροπή. Ζεϊμπέκικος χορός χαμός για ένα παράπονο μι-κρό μεγάλο, για ένα ξεστράτισμα αναίτιο, για παραπάτημα άλογο, φαιδρό, για τον βαρύσκιω-το πικρό καημό, για μια καρδιά που δεν καταδέ-χτηκε να ησυχάσει, να ειρηνεύσει, να σταθεί. Ζεϊμπέκικος χορός χαμός για μια νεράιδα της μνήμης παιδική, για τα φαντάσματα της φυγής τα φωτεινά, για το άρωμα νεροποντής το μυστικό, για έναν μακρύ λευκό λαιμό, για δυο στήθια φευ-γαλέα οράματα σε ώριμο σεντόνι δειλινό. Ζεϊμπέκικος κύκλος θάνατος φτερωτός και λίγη ανάσταση μαζί πÕ αλαφρώνει το πένθος που βασί-λεψε στα στήθια ξεχασμένων σε ενέδρα ανδρών.

Ζεϊμπέκικος τριγυριστός ρυθμός. Χέρια που ξα-μώνουν να λεηλατήσουν το κενό, χέρια που δι-πλώνουν να φουχτώσουν το φρικτό της ηδονής θεριό, χέρια που απόκαμαν να ανασταίνουν το μάταιο της επανάληψης πουλί και παραιτήθη-καν σε χρώμα μαβί, στη μελαχροινή ανάσα του caput mortum του στοχαστικού, στην αβάστα-χτη θωρία Κυπραίικης Κιννάβαρης ξακουστής, στο μελαγχολικό χαμόγελο μαλαχίτη ηδονι-κού, στο βαθύ όνειρο του Λάπις Λάζουλι του ξωτικού, σε βασιλικής αρχόντισσας ώχρας το χοϊκό κενό. Ζεϊμπέκικος θάνατος, μια οπτασία μετέωρη πριν από έναν εαυτό που αρνείται να ξαναγίνει θνη-τός τα χαράματα που ξαποσταίνουν οι πεθυμιές και οι λερωμένες κατάδικές μας συνείδησες...Çγεια σου, Αντωνάκη μου, με το βιολί σου...È

Στον Γιοβάν Τσαούς αφιερωμένο που τον ξέχασαν, μάλλον, οι βέβαιοι και οι μετρημένοι, οι σωστοί...

Ξημερώνοντας Κυριακή στη Βηρυτό...

Page 12: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 2

Η ζωή μου όλη. Μικρό εξομολογητικό...

Το συνειδητοποίησε πρώτη φορά κάποιο καλο-καίρι στο χωριό. Από εκείνα τα βαρετά καλο-καίρια που περνούσε λίγες μέρες στο χωριό με τους γονείς, που επέμεναν να τους κρατήσουν εκεί για να δουν τα παιδιά κυρίως αλλά και για να Ôχουν κι εκείνοι παρέα. Τα βράδια μετά το δείπνο είχε συνήθως δροσιά και καθόντου-σαν όλοι στη μικρή στενή βεράντα που βλέ-πει ανατολικά. Η μάνα επέμενε ότι τα βράδια σηκωνόταν ένα απόι, ένα ελαφρύ αεράκι που, κατά πώς θυμότανε, παλιά, τότε που οι άνθρω-ποι δούλευαν μαζί με τη φύση, τους χρησίμευε για το λίχνισμα του αλωνισμένου σταριού στα πέτρινα αλώνια στα μέρη που τώρα ήταν το νεκροταφείο. ΜÕ εκείνο ξεκινούσε τις ιστορίες τις παλιές. Ιστορίες για ανθρώπους και για τις περιπέτειές τους. Τις αφηγιότανε μαζί με τον πατέρα, πότε ο ένας έπαιρνε το λόγο πότε ο άλλος. Τις αφηγιότανε απλά καταγράφοντας μόνο γεγονότα και πράγματα, ποτέ δεν έμεναν σε συναισθήματα ή σε εσωτερικά πράγματα. Λες και οι άνθρωποι, αυτοί οι ίδιοι που συμ-μετείχαν πολλές φορές σε όσα μας έλεγαν, δεν είχαν αισθήματα και καρδιά. Κατέγραφαν

μόνο γεγονότα, το ένα μετά το άλλο. Συνήθως οι ιστορίες αφορούσαν το χωριό και τα γύρω μέρη και τελικώς κατέληγαν στις προσωπικές τους ιστορίες από την κατοχή και τον εμφύ-λιο αλλά και από την μετεμφυλιακή ιστορία˙ τότε που η φτώχεια τούς ανάγκασε κι εκεί-νους να μεταναστεύσουν στην Αθήνα για να ζήσουν σαν άνθρωποι, να 'χουν τα απαραίτητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να αγοράσουν ένα ρούχο της προκοπής.Έλεγαν αυτές τις ιστορίες κάθε φορά με διαφορε-τικό τρόπο, τις ντύνανε με λεπτομέρειες όμορφες και τις περιγράφανε με περηφάνεια αφού έζησαν όλα αυτά και κατάφεραν να επιζήσουν. Ήταν πράγματι περήφανοι που έζησαν όλα τούτα, όσο κι αν μέσα στην αφήγησή τους φορές-φορές στα-ματούσαν και μονολογούσαν για τη σκληρή μοίρα που τους έβαλε να ζήσουν σε χρόνους δίσεκτους και σκληρούς. Κατά βάθος ήταν χαρούμενοι που τα έζησαν και που κατάφεραν να επιβιώσουν και να τα διηγούνται σε μας. Μας τα μολογούσαν, κατά τη δική τους έκφραση, για να μαθαίνουν τα παιδιά και για να εκτιμούν όσα έχουν σήμερα αλλά δεν το καταλαβαίνουν.

Page 13: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 3

Ένα τέτοιο βράδυ το συνειδητοποίησε και από τότε πολλές φορές το φέρνει στο νου του και συγκλονίζεται. Φέρνει με τη φαντασία του το μέλλον, αν τον αξιώσει ο Θεός, να 'χει εγγό-νια και να κάθονται βράδια τέτοια ευλογημένα όλοι μαζί και να πρέπει να πούνε πράγματα, να μολογήσουνε, να αφηγηθούν. Τι θα Ôχει να πει άραγε, τι να αφηγηθεί; Σχεδόν τίποτα!... Σχεδόν τίποτα που να μην είναι ερμηνεία και θεωρία ή προϊόν της φαντασίας και του νου. Πόσο κενή η ζωή του μοιάζει, άμα την συγκρίνει με εκείνη των γονιών του, πόσο ιδεαλιστική. Χωρίς γεγο-νότα, χωρίς πράγματα, χωρίς ουσία. Μια σκέτη περιουσία. Ερμηνείες, απόψεις, εκτιμήσεις, ει-κόνες. Κυρίως εικόνες. Στην καλύτερη περίπτω-ση εικόνες υπαρκτών πραγμάτων, αν κι αυτό σπάνια συμβαίνει αφού προτιμά με τη φαντα-σία του να πλάθει κόσμους και να τους στήνει μπρος στα μάτια τα δικά του και των άλλων. Η ζωή του ένα κενό, δίχως γεγονότα, εκτός από μερικά στοιχειώδη πολύ προσωπικά που μάλλον δεν αφορούν κανέναν αφού δεν είναι δεμένα με την ιστορία του τόπου όπως εκείνα των γονιών του. Πώς γνώρισε τη γυναίκα του

στη Σητεία, πώς και πού πήγε φαντάρος!!! Πώς πήγε στην Αμερική για σπουδές και ύστερα σε ποια πανεπιστήμια πήγε να διδάξει ή σε ποιες πόλεις και χώρες ταξίδεψε για να εκθέσει τη δουλειά του. Ιδιωτικά πράγματα χωρίς ουσία, χωρίς ενδιαφέρον, που αν προσπαθήσεις να τα αφηγηθείς σε παιδιά θα φύγουν στο πρώτο πεντάλεπτο ή θα μείνουν μόνο με το τάξιμο παγωτού η άλλης κάποιας ουσιώδους επικεί-μενης ηδονής. Η ζωή του. Η ζωή του μια ερμηνεία, ένα τί-ποτα, μια υπόθεση, ένα κενό. Και αναλύσεις πολλές και εσωτερικές καταγραφές ατέλειωτες και πάλι τοίχος αδιάβατος και ˙κάτι υπόθεσες ψυχικές’, ιδιωτικές, και πάλι το κενό. Ένα λευ-κό αδιάφορο κενό, μια ιδιωτεία, ένα ψέμα, μια μικρή προσωπική ιστορία που σχεδόν πουθενά δεν αρμόζει στην ιστορία του τόπου, πουθενά δε δένει με την κοινή μοίρα του λαού του. Η ζωή του ένα ανόητο, άλογο παραμύθι για την ηλικία των γιάπις ίσως καλό!

Page 14: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 4

Όλη η ζωή...

Όλη η ζωή μια κίνησηέλειωσε, κατέβηκε, έσκυψετης έδωσε ανθόπου στο παντοτινά λειψό φεγγάρι το χάδι αποζητούσεκλίμαξ τα μαλλιά μετάγουσατων ουρανών το ρίγος στο ώριμο βυζί ποτήριθρόνος το ρούχο το γδυτόκαι ένας καθρέφτηςφάντασμα των ίσκιωντων σκιών των χεριών που απίθωσαν το άνθος του γιαλούτο άλικοστο περβάζι με το βασιλικόστην κυρτή γραμμή των οριζόντωντων ναυτικώντο πένθοςτο μακρύ, το απαρηγόρητο το ένα.

Page 15: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 5

Page 16: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 6

Σχόλιο φτωχό σε μια παλιά ζωγραφιά για τον Έρωτα Αρχάγγελο...

Μόνη ανατέλλουσα Σελήνη κρατά της Γοργούς η ανυπόμονη παλάμητο μυστήριο η άλλη προσκαρτερείαυτή που απέμεινε μανικά να ρωτά για τον έρωταγια τη δόξα για της κτίσης τη ματαιότητατην ωραία και θαμπήΜόνη μετέωρη καρδιά στου πέλαγου τα ανοιχτά τον έρωτα κρατάκαι το κουβαράκι της επιστροφήςΑριάδνη των πληγωμένων καιρώντων πετρωμένων αιώνωντων πολύτιμων αισθημάτωνεκείΜόνη να προσμένειτο διάβα των καραβιών σκιές που ελαττώνουν την απόστασηφτερά που γεμίζουν των αισθήσεων το κενόκαι ένα πανάκι που νωχελικά θλιμένα κρεμάστηκε στο μπαλκόνι των ονείρωνέτσι για να πάρει χαμπέρι ο άνεμος και να σταθείνα ευνοήσεινα ψιθυρίσεινα χαρείΗ Μόνη αυτή που δεν εννοείπου δεν βαλαντώνειαυτή που καρτερείματαίως... αυτή.

Page 17: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 18: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 8

Page 19: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

1 9

Λίγη θάλασσα...

Μετά τη δουλειά περπατούσε ώρα αρκετή για να φτάσει στο κέντρο της πόλης. Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, κατά τις εφτά το απόγευμα, και κοίταζε προς τη μεριά της θάλασσας που λίγο φαινόταν στο βάθος ανάμεσα από τα πολυώρο-φα κτίρια που απλώνονταν κατά μήκος των δρό-μων που ξεκινούσαν από την Place de LÕ Etoile και κατέληγαν στο λιμάνι. Λίγη θάλασσα που όμως ήταν για κείνον ένας κόσμος ολόκληρος, ένα σημείο για όσα έζησε κι όσα δεν έζησε, ένα σύμβολο για τα σπουδαία που ποτέ δεν τόλμη-σε και δεν έφτασε. ÇΗ θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη...È Η θάλασσα, τα μάτια της αγαπημέ-νης του, η θάλασσα του νοτιά εκεί που κάπο-τε θέλησε να ακολουθήσει την πραγματωμένη ουτοπία του Μαγγελάνου, στη γη του Πυρός. Η θάλασσα, η απέραντη ασίγαστη μήτρα της ζωής, η θάλασσα, το κύμα που μετεωρίζεται ολοένα και δεν αποφασίζει ποτέ να σταθεί, να ριζώσει, να ησυχάσει, να βολευτεί. Η θάλασσα τον τραβούσε κι εκείνον, τη ζητού-σε, την ποθούσε, την ήθελε... Όχι για να την κολυμπά. Όχι πια. Την ήθελε να Ôναι εκεί και να του ψιθυρίζει πως το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, πως το ταξίδι δεν ξεκινά ποτέ, πως το ταξίδι δεν υπάρχει καν... Η θάλασσα, ο μεγάλος ερωτικός της γης. Η θάλασσα που πνίγει τους νοσταλγούς και γεννά καράβια για άλλους νιόφερτους ελπι-δοφόρους, ρομαντικούς. Η θάλασσα. Την ήθε-λε να Ôναι εκεί σιωπηλή, να χαμογελά άλλοτε ή να ξεκαρδίζεται στα γέλια, όταν καταφέρνει να μας κοροϊδεύει, να μας ξεγελά. Η θάλασσα είναι χρώμα και όνειρα μαζί ανταμωμένα. Είναι

πόθος και νόστος δεμένα, αγκαλιασμένα δάκρυ και καημός, ανάγκη και κατευόδιο και κλάμα και χρώμα ξανά και ελπίδα και θάνατος αξεχώ-ριστα. Καθόταν πάντα εκεί στο ίδιο τραπέζι μετρώντας την απόσταση που τον χωρίζει από την από-φαση, ζυγιάζοντας τον γκρεμνό που τον καλεί κάθε που βλέπει τη θάλασσα και θυμάται όσα μπόρεσε και όσα δεν μπόρεσε, όσα πόθησε κι όσα έθαψε μέσα στην ανάγκη και στη συγκατά-βαση ή στη θυσία της αγάπης Του μέσα. Απλή η θάλασσα, ρυτιδωμένη, πάντα ώριμη και σκλη-ρή, όψη που θυμωμένα και γελαστά, μυστικά αντροκαλεί στο θάνατο και στον έρωτα, στη ζωή και στο μύθο, στη μοναξιά και στο χαμό. Καθόταν πάντα εκεί με τους έρωτες που δεν έζησε, μιλώντας για ηδονές που δεν θέλησε, αγ-γίζοντας ένοχα με την άκρη του μυαλού επιθυ-μίες που πλήγωσαν και όνειρα που ατμίστηκαν και παρήλθαν. Όλα στη θάλασσα καταλήγουν, σκέφτηκε για μια ακόμη φορά, για πολλοστή φορά... στη μεγάλη ετούτη μήτρα, στη μεγάλη αποδοχή, στο αέναο ταξίδι της ουτοπίας που τέ-λος και αρχή δεν έχει, στην πληγή ετούτη του γαλάζιου πόντου, στο κορίτσι αυτό που δεν θέ-λησε ποτέ να φρονιμέψει, σε αγάπη να στεγα-στεί και στης συνήθειας την αγκαλιά να πετρώ-σει, να ταπεινωθεί και να χαθεί από τη μνήμη, από τον έρωτα και από τα πλανταγμένα στήθια των άδοξων, άγουρων ανδρών...Στην κεντρική πλατεία της Βηρυτού καθόταν κάθε επτά το απόγευμα και μονολογούσε χαμέ-νους έρωτες...

Page 20: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 0

Εκείνο το κόκκινο

ΑπÕ όλα διάλεξες εκείνο το κομμάτι κόκκινο το ξεφτισμένο και παλαιό, εκείνο που όμως στάθη-κε υπομονετικά στο κατώφλι του χρόνου χωρίς παράπονο για να περιμένει κι άλλους χειμώνες κι άλλες συμφορές, κι εκείνες τις κρύες νύχτες του Φλεβάρη για να σταματήσει όλα τα όνειρα που καρτερούν τελεσίδικα να στηλιτεύσουν τους αμαρτωλούς των τελευταίων χαρτα-ετών. ΑπÕ όλα διάλεξες εκείνο το κόκκινο, ίσως γιατί κατά βάθος γνώριζες πως η κίνηση της φθοράς είναι αναπάντεχα δυνατή και ακαταμάχητη και πως τίποτα δεν θα μπορούσε να αντέξει στη ρυθμική ισορροπία που έφερνε στο παρασκή-νιο εκείνος ο λεκές από τσιμέντο που αφέθηκε ανεκμετάλλευτος στο δεξιό πάνω μέρος. Εκείνο, ξέρεις, το πολύτιμο σημείο όπου συναντώνται κρυφά και καθημερινά, ώρες αλλόκοτες τα παι-διά της μάνας και παίζουν το παράξενο παιχνίδι με τους σαλίγκαρους και τις γωνίες. Τις ερωτικές εκείνες γωνίες που δεν αφήνουν το νερό της κα-ταιγίδας να φωλιάσει στον κόρφο μιας Ελπινί-κης γυναίκας. ΑπÕ όλα διάλεξες εκείνο το ξεπατωμένο κόκκινο που παραπαίει ανάμεσα στη σοβαρή και βέβαιη ώχρα και στις αταύτιστες τοιχογραφίες του Λα-σκώ που επιμένουν ανόητα να τις αποδίδουν στον τελευταίο Σαμάνο των πληγωμένων πολυ-κατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκείνο το τελευταίο κόκκινο που είναι όλο υπαινιγμούς και παραπομπές. Σε φθορές, σε επινίκια, σε σημαίες χωρίς κοντάρι, στα στοιβαγμένα καυ-σόξυλα που άλλοτε υπηρετούσαν τον έρωτα και τώρα δεν τα νοιάζει ανέμελα καθώς στέκουν

παιχνιδιάρικα και άτακτα κόντρα στον τοίχο με την κόκκινη κατεβασιά που σιγοψιθυρίζει αενά-ως προς το μπαλκόνι με τους λωποδύτες και τις φθονερές Μαρίες. Εκείνο το κόκκινο, μια παραλλαγή του Τέρρα Ερκολάνο που απίθωσε προσεκτικά μια μέρα λαμπερή ο Βεζούβιος στην ποδιά της μάνας μου. Τότε που θερίζαν ακόμη τα καλαμπόκια με τον ιδρώτα και τρώγανε το στάρι με το στόμα. Εκεί-νο το Ερκολάνο που έμεινε μνημείο και μνη-μόσυνο στην πόλη του Ηρακλή στη νοσταλγική και παράξενη Ιταλία, όπου πάντα θα επιστρέφει εκείνος ο φοβερός γίγαντας για να ξαναλέει το ερωτικό του παράδοξο, αυτό που αντιστρέφει το λόγο και όλα τα θέλει αέναο γίγνεσθαι και ένα ρευστό σχεδόν και ένα μαγευτικό περίπου. Εκεί-νος ντε ο ξάδελφος του έρωτα που γκρεμίστηκε νύχτα στην Αίτνα για να γίνει κι αυτός χρώμα και να επιστρέφει μέσα από τις γραφές ζωγρά-φων ξακουστών πάντα νέος και απαίδευτος στο υπέροχο τίποτα της βεβαιότητας, ο φίλος ποιη-τής, ο Εμπεδοκλής. Απλά τελικά διάλεξες εκείνο το κόκκινο που ποτέ δεν θα αποφασίσει αν είναι κόκκινο ή η άρνησή του...

Page 21: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 22: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 2

Για την ενότητα...

Σκέφτομαι καμιά φορά τον μεγάλο Παύλο Σεζάν. Μόχθησε να βρει τη ζωγραφική και τη βρήκε. Σχεδόν τελείως. Σχεδόν. Γιατί η ζωγραφική βασι-λεύει πάντα στο περίπου και γιατί το ποτάμι που τον ταξίδεψε δεν θα μπορούσε να τον βγάλει σε καλύτερη ακροθαλασσιά... Πάλεψε όμως όσο κανείς στο δυτικό κόσμο να βρει την αληθινή ζωγραφική κι όχι το φάντασμα του αναγεννη-σιακού νατουραλισμού που ζητούσε να φτιάξει υποκατάστατα της φύσης και του φαινομενικού. Εκείνος ήθελε να φτιάξει μια ζωγραφική που με το χρώμα και τη δομή να πραγματώνει το θέμα του, να 'ναι η ζωγραφιά του πράγμα κι όχι φά-ντασμα. Να Ôναι αληθινή νέα φύση δίπλα στην αληθινή. Και το ζήτησε αυτό με τη δομή κατ’ αρχάς και την αναγέννηση της λειτουργίας του χρώματος και του σχεδίου. Και έστησε δικό του σύστημα να συνθέτει τα πράγματα και τη φύση με γνώμονα πλέον όχι την αναπαράσταση όσων το μάτι μπορεί να δει αλλά την είσοδο στη δομή των πραγμάτων και τη διευθέτηση των σχέσεων που κουμαντάρουν τη ζωή. Και έστησε δικό του σύστημα κατανοώντας τη σύνθεση ως οργανι-κή ενότητα ετεροτήτων που συναπαρτίζουν ένα όλον. Ο τρόπος του ωραία φαίνεται στις περίφη-μες Λουόμενές του, όπου όλα τα σώματα είναι έτσι δομημένα, ώστε να χτίζουν έναν κώνο που σημαδεύει προς το βάθος. Εκεί στις πλευρές του είναι στοιχημένα όλα, ακόμη και τα σύν-νεφα του ουρανού και τα δένδρα και όλα. Και κυρίως τα κορμιά που στέκουν σαν κόρες αρ-χαίου χορού και συνάδουν και συγκροτούν και συστήνουν και ζουν μέσα από τη σύσταση αυτή.

Ο μεγάλος Σεζάν κατάλαβε κάτι που για αιώνες πριν από αυτόν η Δύση το είχε ξεχάσει. Πως η ζωγραφική δεν είναι η τέχνη της καλλιέργειας της ψευδαίσθησης, ή τέχνη της εξαπάτησης του ματιού του θεατή, αλλά η τέχνη που κερνά στην αίσθηση του θεατή κάτι από την αλήθεια της ζωής. Ίσως και την ίδια την αλήθεια της εν τω κόσμω ζωής... Κι αυτό που κατάλαβε και επα-νέφερε ο Σεζάν ήταν πως πρώτα απÕ όλα ο ζω-γράφος δεν ζωγραφίζει με κριτήριο τον εαυτό του αλλά το ίδιο το έργο του. Αυτό πρέπει να σεβαστεί και να υπηρετήσει κι όχι τον δικό του εαυτό. Πρέπει να το πραγματώσει, να το κάνει να ζήσει τη δική του ζωή αυτονομημένο απÕ το θεατή. Στηριγμένο σε νόμους και αρχές ζωγρα-φικές κι όχι σε συμβάσεις ψευδαίσθησης... Το έργο να Ôναι πράμα κι όχι ψέμα. Κι όμως ο μεγάλος Παύλος Σεζάν έφτασε ένα βήμα απÕ την αλήθεια της ζωγραφικής... την πά-τησε αλλά δεν εισήλθε τελείως. Κι αυτό γιατί το ποτάμι που τον ταξίδεψε δεν μπορούσε να τον βγάλει σε άλλη ακροθαλασσιά. Αυτό που δεν μπορούσε να υπερβεί ο Σεζάν ήταν η εμμονή του δυτικού κόσμου να ζωγραφίσει τη φύση κα-θεαυτή. Η επιθυμία των ζωγράφων στη Δύση να έχουν απέναντι απÕ το καβαλέτο τους την ίδια τη φύση κι όχι τη μορφή των πραγμάτων που αντι-στοιχεί σε υπόστασες κι όχι στην ουσία. Έτσι δυ-στυχώς έμεινε κι ο Παύλος στην απόπειρα αυτή και δεν χώρησε στη χώρα του αχωρήτου, στη ζω-γραφική την αληθινή και λειτουργική, αυτή που μπορεί να παίζει και να περιπαίζει και να Ôχει το μεγαλύτερο νόημα απÕ όλα. Δεν έφτασε ποτέ

Page 23: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 3

εκεί όπου αιώνες πριν οι έλληνες βυζαντινοί ζωγράφοι κατοίκησαν, όταν κατόρθωσαν να διακρίνουν πως η μορφή αναλογεί στην υπόσταση και όχι στην ουσία και άρα πως ο ζωγράφος ελεύθερα μπορεί να πραγματεύεται τις μορφές χωρίς να περιορίζεται από την απροσπέλαστη και τελεσίδικα αόριστη ου-σία. Κι έτσι έφτιαξαν μια ζωγραφική που ελεύθερα παίζει με τις μορφές χωρίς τη βάσανο της ακρίβειας της αναπαράστασης του φαινόμενου και ζητά μια νέα φύση να χτίσει που συνέχεται από εσωτερική ενότητα, από μια βαθιά όμως ενότητα κι όχι απλά από μια συνύπαρξη και συνάντηση στοιχείων που συν-απαρτίζουν μια εικόνα. Άμα δει κανείς τις Λουόμενες του Σεζάν εύκολα θα διακρίνει πως ενώ οι μορφές είναι δομημένες και συντεθειμένες σε ένα οργανικό σύνολο, η ενότητα σταματά στη δομή και δεν διαπερνά τα σώματα και τα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου που μοιάζουν άπλαστα και ωμά σα να μη μετέχουν στη δομή που τα συγκρατεί... Αυτή μένει εξωτερικά και δε γίνεται εσωτερική δομή που διαπερνά τα πάντα όπως σε μια βυζαντινή ζωγραφιά του μέγιστου Μανουήλ του Πανσέληνου, ζωγράφου του Πρωτάτου των Καρυών του 13ου αι. Εδώ οι μορφές ελευθερωμένες από την επιδίωξη της αναπαράστασης και από το ζυγό της ακριβείας και του νόμου συντάσσονται, συναντώνται, ενώνονται με τον τρόπο που γνώριζε η ορθόδοξη Ανατολή, έρρυθμα και άρα υποστατικά, αδιαίρετα, αδιάσπαστα, ασύγχυτα και άτρεπτα. Έτσι η ενότητα δεν έμεινε απλά στη δομή των στοιχείων αλλά γινόταν παλμός εσωτερικός, των μορφών πνοή ζωής και ήθος τους. Έτσι η ζωγραφική δεν ήταν απλά μια απόπειρα πραγμάτωσης των εικόνων και συνεπώς τέχνη, αλλά ήταν πραγμάτωση της ζωής ως ενότητας των πά-ντων, ως κοινωνίας. Και όμως ο Παύλος Σεζάν έφτασε ώς τα όρια του δικού του πνευματικού κόσμου και γιÕ αυτό είναι και θα είναι μέγιστος.

Βηρυτός, 10.07.2010Μεσάνυχτα περασμένα... Πολύ...

Page 24: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 4

Η Πόλις εάλω

Η Πόλις εάλω...Τι άραγε χάθηκε από την ιστορία με την πτώση αυτή; Απλά και μόνο μία ακόμη αυτοκρατορία ή κάτι περισσότερο; Συνήθως οι άνθρωποι με-τρούν με βάση τη δύναμη, τον πλούτο, τις ηδο-νές και τες απολαύσεις. Ακόμη φορές φορές με αφηρημένες και κενές λέξεις και έννοιες όπως αξίες, πολιτισμός, ωραιότης, και άλλα τέτοια. Η Πόλις εάλω. Τι είναι αυτό που χάθηκε, τι έπεσε και εξέλιπε από το προσκήνιο της ανθρώπινης ιστορίας; Για μας τους Έλληνες πολλές φορές είναι ζή-τημα εθνικό. Χάθηκε η Πόλις του ελληνισμού και μαζί της μια ακόμη αυτοκρατορία ελλη-νική. Για άλλους χάθηκε μια μοναδική αυτο-κρατορία που είχε ως συνεκτικό της ιστό την Ορθοδοξία και μπόρεσε να ενώσει πολλά ετε-ρόκλητα έθνη στα σπλάχνα της. Χάθηκε, λέει, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό του εθνικισμού και έγινε ελληνική από πολυεθνική που ήταν. Όπως κι αν έχει, η Πόλις εάλω... και χρόνους πολλούς μετά εορτάζουμε με σαλότητα, όχι δυ-στυχώς φαιδρώς θρηνητική, την πτώση αυτή, όπως με άκρατη σαλότητα βαφτίσαμε τη σχο-λή ιπταμένων της αεροπορίας μας με το όνομα του ÇυβριστήÈ, παράτολμου Ικάρου κι όχι με το όνομα του σοφού και συνετού Δαίδαλου. Όπως κι αν έχει, η Πόλις εάλω και φοβούμαι πως αλώνεται καθημερινά, όσο δεν κατορθώνουμε να φτάσουμε σε μια σωστή αποτίμηση αυτού που χάθηκε με την πτώση αυτή, όσο συνεχί-ζουμε να βλέπουμε σε αυτήν μονάχα μια ήττα εθνική και θρηνούμε για την απώλεια αυτή κι

όχι για την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τη σημασία της πτώσης αυτής για την ανθρωπότη-τα ολόκληρη και για το γένος των ανθρώπων. Η Πόλις εάλω... και η βυζαντινή αυτοκρατορία μαζί της, όχι γιατί δεν κατόρθωσε να δημιουργή-σει το ανθρωπολογικό μοντέλο του νικητή, τον άνθρωπο που απεγκλωβισμένος από το συναί-σθημα της πίστης μπορεί να παράξει πολιτισμό έλλογο, δομές δηλαδή που θα διαχειριστούν τα ανθρώπινα πράγματα πραγματιστικά. Όποιος έχει δει από μέσα την Αγιά Σοφιά και κατάλαβε πως εκεί συνοψίζεται όλος ο αρχαίος πολιτισμός και η γνώση και πως με απόλυτα έλλογο τρόπο η πέτρα γίνεται δομή πού υμνεί την αδιάσπα-ατη ενότητα κτιστού και άκτιστου μπορεί να καταλάβει πως το Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ θύμα ενός μονοφυσιτισμού πού επιλέγει μονά-χα μια διάσταση για να ζήσει. Το Βυζάντιο, όσο κι αν είχε Θεό, δεν ξέχασε ποτέ τη γη κι ούτε αφέθηκε ποτέ στην έκσταση από τα ανθρώπι-να εγκαταλείποντας τη διαχείρισή τους στην παρόρμηση και στο συναίσθημα. Ο Θεός για τους βυζαντινούς είναι εδώ, είναι παρών στην Ευχαριστιακή Σύναξη και στο ναό που κατά τη δική τους ομολογία είναι χώρος του αχωρήτου, παράδεισος όπου ο Θεός περιπατεί. Κι όταν ο Νικόλαος Μεσαρίτης έρχεται να εκθειάσει τον Παντοκράτορα στους Αγίου Απόστόλους της Πό-λης δεν παραθέτει μεταφυσικές κατηγορίες για την υποτιθέμενη ικανότητα του ζωγράφου να συλλαμβάνει και να αποδίδει τη Θεότητα και τις υπερβατικές ιδιότητες της Θείας Φύσης. Ο Μεσαρίτης, όπως κι ο ι. Φώτιος νωρίτερα τον 9ο

Page 25: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 5

αι., εκθειάζει την ικανότητα του ζωγράφου να αποδώσει την κηδεμονία του Ένσαρκου Λόγου για τον άνθρωπο, τη μέριμνά του για τον κόσμο και θα επαινέσει το γεγονός ότι ο ζωγράφος έκανε το Χριστό Παντοκράτορα, έτσι ώστε να μας βλέπει όλους μαζί και καθέναν χωριστά. Επαινεί δηλαδή το γεγονός ότι η εικόνα κατορθώνει να δείξει ότι ο Χριστός είναι εδώ και μας ενώνει χωρίς να καταργεί του καθε-νός το πρόσωπο και την ανάγκη του. Κι όποιος μπει με σέβας πολύ και βαθύ στη Μονή της Χώρας του αχωρήτου στην Πόλη του 14 ου αι. λίγο πριν την πτώση– τότε που μυστικά στις καρδιές όλων η πτώση ήταν βεβαία αλλά ανομολόγητη– θα καταλάβει πως η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ενσαρκώνοντας και ανακεφαλαιώνοντας όλον τον ελληνικό πολιτισμό διαθέτει το ρεαλισμό που πρέπει να ’χει μια αυτοκρατορία για να μπορεί να διαχειριστεί τα ανθρώπινα έλλογα και με σεβασμό δίχως μανικές μονοφυσιτικές προκρούστειες λύ-σεις για βιαστικά πραγματιστικά αποτελέσματα. Το μαρτυρούν οι ορθομαρμαρώσεις στο καθολικό, το γυμνωμένο πλέον καθολικό με τις ορφανεμένες τρεις εικόνες του σε τρία σημεία του ορίζοντα να δεί-χνουν πως πάντα κάτι θα λείπει από την ανθρωπότητα για να Ôναι ολόκληρη και πλήρης, να δείχνουν πως η έλλειψη είναι η μοίρα που μας ωθεί στη φιλάνθρωπη δυναμική ισορροπία και στο ρυθμό που ενώνει διεστώτα. Οι ορθομαρμαρώσεις στο καθολικό της μονής της Χώρας είναι μάθημα πολιτισμού και δείχνουν, σχε-δόν μαρτυρικά, τι χάθηκε με την πτώση της Πόλης που εάλω. Εδώ λείπει ο ανεξέλεγκτος αυτοσχεδια-σμός και απουσιάζει η ιδιωτική οδός διευθέτησης των πραγμάτων που ακολουθεί συνήθως εσωτερικές παρορμήσεις και δρόμους που καταλούν τον κοινό λόγο. Τα μάρμαρα γίνονται μέσο για να μιλήσουν οι μαΐστορες στις αισθήσεις των ανθρώπων και να ξεσηκώσουν το σώμα, το νου και την καρδιά. Τα μάρμαρα από νεκρά και διακοσμητικά στοιχεία γίνονται χορδές και νότες, όρχηση μουσική που στήνει ρυθμικό βουητό και παρακινεί τους θεατές να ακολουθήσουν σε χορό κυκλωτικό που ενώνει σώματα κι όχι μόνον πνεύματα φαντάσματα. Οι τεχνίτες κόβουν τα μάρμαρα, βλέποντας τες δυνάμεις τους, τις κινήσεις ως πλάσματα που κατοικούν μέσα σÕ αυτά. Αγγίζουν τις ροπές και τις μετακινούν, τις ανασυν-θέτουν και πλάθουν έργο τέχνης ζωντανό που δεν μιμείται της φύσης την πλασματική φαινομενική μορφή αλλά το λόγο της τον εσώτερο και μυστικό, τον φανερό σε όσους μπορούν να διαβάσουν τη σταθερή ροή, τη ρευστή σταθερότητα, την έλλογη τάξη των γήινων που δεν αντιβαίνει στη βουλή του αιώνιου πανάγαθου Θεού. Και τα μάρμαρα μαρτυρούν πώς μπορεί η φύση να χωρέσει σε όλα, ακόμη και σε μια διακόσμηση, σε μια ψυχρή μαρμάρινη πολύχρωμη συγχορδία. Ο λόγος της φύσης μπορεί να αναστηθεί παντού και να γίνει πρόταση που καλεί σε έλλογη διαχείριση των ανθρωπίνων πραγμά-των των τραγικών, των αδιέξοδων και θλιβερών. Οι ορθομαρμαρώσεις στη Μονή της Χώρας του αχωρήτου μαρτυρούν πως οι Βυζαντινοί, οι Ρωμιοί του 14ου αι., γνήσιοι απόγονοι των Ελλήνων και ορθόδοξοι μαζί, άνθρωποι του καιρού τους με

Page 26: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 6

Page 27: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 7

αδυναμίες και φθορές, δημιουργούν, γνωρίζουν να δημιουργούν, να βρίσκουν δηλαδή τον τρόπο να δομήσουν έλλογα ό,τι αγγίξουν για να χωρέσουν των ανθρώπων τες ψυχές. Και το άγγιγμά τους είναι λογικό και προτείνει λύσεις, δεν είναι διακοσμητικό, συναισθηματικά παρηγορητικό, πλάνο και ψευδαισθησιακό. Κι αυτό που προτείνουν τα μάρμαρα της τέχνης τα φαιδρά και μαρτυρούν είναι ο ρυθμός, μια κατάσταση όπου όλα μετακινούνται από το είναι και το έχειν στο γίγνεσθαι. Μια κατάσταση όπου τα σώματα παύουν να είναι στατικά και να υπάρχουν οριοθετημένα στο στενό τους πλαίσιο, ασφαλή μέσα στο έχειν τους. Όλα εδώ χάνουν τα όριά τους και αλληλοπεριχωρούνται, όλα συνέρχονται και γιÕ αυτό και είναι ζωντανά, όλα εγκαταλείπουν το χωρόχρονό τους και γίνονται ολοένα, υπάρχουν ως διαρκές γίγνεσθαι και για τούτο και υπάρχουν σχετικά, υπάρχουν ως προς αυτό που υπάρχει γύρω και δίπλα και παντού. Ώρες πολλές για τα μάρμαρα τα πολύτιμα και ωραία θα μπορούσαμε να μιλάμε, όμως ανώφελο θα Ôταν αφού μοιάζει στις μέρες μας να μην κατανοούμε τη ρυθμική αυτή τάξη που διασώζει τη ρευστότητα και τη σταθερότητα, που διασφαλίζει την ελευθερία και την τραγική συνέχεια της δια-λεκτικής, που διασφαλίζει ότι τα ανθρώπινα ποτέ δεν θα τελειώσουν αλλά πάντα θα υπάρχουν σε αιώνια ζήτηση άλλων κι άλλων τρόπων, που θα ψάχνουν να διαχειριστούν τα ανθρώπινα στο τώρα καλύτερα και όμως ατελώς. Σήμερα μοιάζουμε να μην καταλαβαίνουμε το μάθημα της Πόλης που εάλω. Μοιάζουμε να μην κα-τανοούμε το πολύτιμο που μας κληροδότησε ανακεφαλαιώνοντας τον αρχαίο των Ελλήνων πολιτισμό και της ορθοδοξίας το Πνεύμα το άγιο. Σήμερα ζητάμε αλαζονικά να τελειώσουμε την ιστορία του αν-θρώπου με την ανακάλυψη λύσεων τελείων και τελειωτικών, σωστών και αληθινών. Ζητάμε να βρούμε τη λύση λησμονώντας πως αυτή ίσως είναι η μέγιστη ύβρις, αυτή ίσως να Ôναι η μεγάλη της ιστορίας συμφορά, η μεγάλη της πληγή, αυτή που δεν δέχεται την πολυτροπικότητα και θέλει μονάχα έναν τρόπο να Ôναι σωστός και δεν καταδέχεται άλλον κανένα. Αυτή η πληγή είναι τελικώς που παράγει ολοένα μια προκρούστεια μονοφυσιτική λογική, που θερίζει λαούς κατώτερους, που βαφτίζει έντομα και PIGS, που αρνείται να δει πίσω από το διαφορετικό του δέρματος χρώμα ένα πλούτο και βλέπει άλλο ζώο και άλλη φύση κατώτερη και ταπεινή. Η Πόλις εάλω και αλώνεται καθημερινά όσο δεν καταλαβαίνουμε το μεγάλο της μάθημα, την φιλάν-θρωπη διαχείριση των ανθρωπίνων, την κατάκτηση να βλέπουμε στη διαφορετικότητα πλούτο κι όχι το λάθος. Και κυρίως η Πόλις αλώνεται όταν δεν ζητάμε το ρυθμό, την μετάβαση δηλαδή από την πενία της βεβαιότητας και της σταθερότητας στον πλούτο της σταθερής ρευστότητας και στη δυναμική που οδηγεί στην έξοδο από τη στατικότητα, το άνοιγμα προς την ενότητα που διασώζει αλώβητη την συνθετότητα... όταν δεν ζητάμε το αγαπητικό όλον άλλα το μονοφυσιτικό ένα...

Page 28: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 8

Stata Center, Boston MIT

Φτάσαμε βράδυ... πάντα σχεδόν φτάνου-με βράδυ σε όσα πρόκειται να μας αφήσουν άναυδους για λίγο και μετέωρους ίσως για την υπόλοιπη ζωή μας. Ένα ζωντανό άγαλμα μπρο-στά μας. Ένα κτίσμα που δεν είναι κτιστό αλλά ζωντανό, κάτι που δεν ξέρεις από πού να αρχί-σεις να το κοιτάς. Δεν ξέρεις καν αν μπορείς να μιλήσεις με τέτοιους όρους... Κοιτάς ή μεταλαμ-βάνεις; Βλέπεις με τα μάτια ή απλά αφήνεσαι και σε πάει εκείνο ένα ταξίδι, μια διαδρομή, μια περιπέτεια που εκείνο ορίζει και δρομολο-γεί; Κι ετούτο, δεν είναι αναίτιο, το αίσθημα που έχω. Οφείλεται στο ότι το κτίσμα ετούτο έχει καταργήσει τη λογική της αρχής και του τέλους. Όλα μπορούν να είναι αρχή και τέλος. Από παντού μπορείς να μπεις κι από πουθενά. Όλα μπορούν να είναι σημείο εκκίνησης και τέλος της διαδρομής. Δεν έχεις λοιπόν παρά να αφεθείς και να οδηγηθείς από το ίδιο το κτι-στό και άκτιστο μαζί αυτό πλάσμα του Φρανκ Γκέρυ. Κι ετούτο σε παίρνει μαζί του σε μια δι-αδρομή που ποτέ δεν ξεχνάς. Μοιάζει με το τα-ξίδι σε παιδικό τραινάκι του Λούνα Παρκ όταν ήσουνα παιδί και δεν κάτεχες τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το παραμυθένιο, ανάμεσα στο πραγματικό και στο εικονικό. Έτσι κι εδώ γεύε-σαι ένα ταξίδι παραμυθένιο κι όμως τόσο πραγ-ματικό. Η Ομορφιά του αληθινή εμπειρία των αισθήσεων που δεν σε αφήνει να ξεκουραστείς ούτε να κουραστείς. Μια ολοένα μεταβαλλό-μενη εμπειρία των αισθήσεων κι όχι μόνο του νου. Ο νους απλά ακολουθεί και απολαμβάνει το ότι έρχεται δεύτερος και καταϊδρωμενος.

Ο άρχοντας νους που παραχώρησε τη θέση του, την πρωτοκαθεδρία του, στη βασίλισσα εμπειρία, στην αίσθηση... Όλα ανάκατα, όλα μοιάζουν μπερδεμένα αλλά δεν είναι. Απλά ο νους έχοντας μάθει να ακολουθεί ευθείες γραμμές και να συναντά τις προβλέψιμες σχέ-σεις σαστίζει και αδυνατεί να ακολουθήσει. Μένει πίσω, παραιτείται, σταματά. Όμως η αί-σθηση περνά. Και χαίρεται όταν κατορθώνει να ανακαλύψει ψηλαφητά το λόγο των σχέσε-ων και το παιχνίδι ετούτο των δυνάμεων που κρύβουν και αποκαλύπτουν ταυτόχρονα τα σχήματα και τα χρώματα, τα υλικά, τα δομικά στοιχεία που δεν είναι πλέον κατασκευή αλλά παιχνίδι, ρυθμός, ροή ζωής και όχι κανόνας θανάτου και μνημόσυνο νεκρού. Ο πύργος του ΜΙΤ είναι ζωντανός ναός ελεύθε-ρου πνεύματος που αποφάσισε πως βαρέθηκε τις προβλέψιμες συνθήκες και τις προγραμμα-τισμένες καθορισμένες νόρμες. Εδώ κατοικεί ο άνθρωπος κι όχι το φάντασμα του ορθολογι-σμού. Εδώ μένει ένα πλάσμα που λυτρώθηκε από την αμαρτία του κανόνα και μπόρεσε και βγήκε στο ξέφωτο της διάκρισης, του ήλιου και του παιχνιδιού όπου όλα επιτρέπονται γιατί όλα είναι για να επιτρέπουν τη ζωή να κυκλοφορεί και δεν είναι δέσμια της λογικής που υποτάσ-σει έτσι γιατί το επιτάσσουν οι εξουσίες των κα-νόνων που ξέφυγαν και στασίασαν και πήραν την εξουσία πάνω στη ζωή και στο όνειρο... Ο πύργος του Φρανκ Γκέρυ είναι μνημείο ζωής, γιατί υμνεί το παιχνίδι και κοροϊδεύει την ορθή λογική, την ευθεία γραμμή περιπαίζει, την ορθή

Page 29: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

2 9

γωνία καταργεί, τη συμμετρία αποβάλλει και την πετά. Stata Center. Ένας ύμνος στην ελευ-θερία που τόσο μοιάζει στην αληθινή ζωή. Μια δομή τέχνης που επειδή μοιάζει στη ζωή παύει να Ôναι πλέον τέχνη και γίνεται εκφαντορική ζωής, γίνεται η ίδια ζωή, γίνεται η ίδια σημείο, σύμβολο ζωής. Και ολοένα ταξιδεύεις μέσα της, έξω της και δεν το καταλαβαίνεις, δεν ξέρεις καν πού εί-σαι. Το εξωτερικό και το εσωτερικό αλληλοπε-ριχωρούνται, αλληλοσυμπληρούνται και πάλι ελλείποντα μένουν μέσα στην ερωτική αυτή μανική συνάντηση που δεν μπορεί να αρχί-σει και να τελειώσει. Μια κοσμική λειτουργία, μια έκρηξη συμπαντική, μια γενεσιουργός αποδόμηση και αναδόμηση, μια τεραστία αρμογή, ένας εκρηκτικός ρυθμός που γεννά και αναγεννά χωρίς να έχει σαφή προορισμό άλλον παρά την ίδια τη γέννηση. Η ζωή ως γίγνεσθαι, το γίγνεσθαι ως ζωή. Κι ενώ όλα κυλούν και μας συνεπαίρνουν, φτά-νουμε στην αίθουσα με τα κόκκινα καθίσματα απ’ όπου λείπουν φοιτητές αλλά είναι παρού-σες οι ανάσες τους οι καυτές από την ερωτική συνύπαρξη με το κτίσμα, με τις πτυχές του, με το ερωτικό του κάλεσμα, με τον ερωτικό σπα-σμό του... Να Ôμουν κι εγώ για ένα τουλάχιστον λεπτό στα έδρανα αυτά, στην έδρα αυτή, να κοιτάξω κατάματα τον ουρανό, να δω στα μά-τια των φοιτητών να ζητούν χαρά στη γνώση, να ζητούν ζωή στη γνώση, να θέλουν όλα όσα παίρνουν να τα κάνουν ενότητα και δημιουρ-γία και κίνηση και ζωή...

Page 30: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 0

Η Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη

Δειλά δειλά εισήλθαμε. Κόσμος πολύς, διάφο-ρος. Φωτογραφίες, μουρμουρητά, η επαγγελμα-τική φλυαρία των τσιτσερόνι. Κι ένας κόσμος να προβάλλει έξαφνα από εκεί που δεν το προσμέ-νεις. Ένα φως κι όλα να γίνονται ένα όλον. Εισήλθαμε και αφεθήκαμε με τες αισθήσεις και με το νου να ζήσουμε το θαύμα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, τον επίγειο ουρανό, την Αγιά Σοφιά. Δύσκολο να καταγράψεις επακριβώς. Κι ίσως και άχρηστο και επικίνδυνο. Εξάλλου προς τι; Αυτό που μετρά είναι η αίσθηση που κουβα-λάς με την είσοδο και τη διαμονή στο «ΘαβώρΜ αυτό της χριστιανικής αρχιτεκτονικής της περι-όδου του Ιουστινιανού που οριοθέτησε μια για πάντα το τι ζητάει ο αρχιτέκτονας, ο μάστορας της πέτρας και της κεράμου όταν χτίζει έναν ναό, όταν δομεί μια εκκλησιά. Μετά την Αγιά Σοφιά ποτέ ξανά κανείς δεν σκέ-φτηκε να κάνει κάτι λιγότερο ή και περισσότε-ρο. Το κτίσμα αυτό έγινε μέτρο όχι διότι είναι τέλειο, αλλά γιατί είναι άριστο. Και επειδή Çμέ-τρον άριστονÈ γιÕ αυτό και η Αγία Σοφία έγινε σημείο αναφοράς και κριτήριο για τον χριστια-νικό ναό. Η πρώτη εμπειρία που η αίσθηση παίρνει είναι η κατάργηση της βεβαιότητας με τη ρευστότη-τα να κυριαρχεί παντού. Όλα είναι κινούμένα εδώ μέσα σε αντίθεση με τη βαριά και στατική κατασκευή του εξωτερικού του κτίσματος. Όλα κινούνται, η καμπύλη νικά την ευθεία γραμ-μή και κυριαρχεί στο χώρο δημιουργώντας μια δίνη που ζητά και επιτυγχάνει τελικώς να ενώσει τα πάντα. Να φέρει σε θαυμαστή αλλη-

λοπεριχώρηση και ενότητα το ημισφαίριο του τρούλου και το στιβαρό τετράγωνο του κυρίως ναού. Η δίνη αυτή περιστρέφει τις φόρμες που χάνουν τη στατικότητα και τη μονοσήμαντη αναφορά τους σε κάποιο σημείο και γίνονται πολυαναφορικές. Όλα κινούνται και αναφέρο-νται ταυτόχρονα παντού. Όλα είναι τα πάντα τοις πάσι. Και το άκτιστο του τρούλου ενώνεται θαυμαστά, ανεξήγητα για τα μάτια του αμύη-του, με το στατικό βαρύ του κτιστού, της γης. Αυτή η αλληλοπεριχώρηση που δεν καταλήγει στην κατάργηση της ιδιαιτερότητας των επιμέ-ρους στοιχείων είναι ένα επίτευγμα μοναδικό αν αναλογιστεί κανείς και τις διαστάσεις του κτίσματος. Όλος αυτός ο γιγάντιος κόσμος με την περιδίνηση και τη ρυθμική του αγωγή ενώ-νει τα μέρη του και έτσι ελαφραίνει και γίνεται μέσα στην αέναη κινούμενη σταθερότητά του, μέσα στην αέναη ακίνητη κινητικότητά του ένα φως. Το φως αυτό απομένει, αυτό που εισέρ-χεται ήσυχα από την οροφή από το στεφάνι των παραθύρων του τρούλου και δοξάζει το κτίσμα, δοξάζει την ύλη, και φέρνει τον Ου-ρανό στη γη. Γιατί ετούτο είναι το επίτευγμα μοναδικό και μέγα για τη γνώμη μου. Με τη σοφή διαχείριση του Ανθεμίου και του Ισίδωρου, ο ναός της Αγιά Σοφιάς δε δείχνει στον προσκυνητή– γιατί μό-νον ως προσκυνητής μπορεί κανείς να εισέλθει στο κτίσμα αυτό ακόμη κι άθεος να Ôναι– πως η ύλη απογειώνεται, αλλά πως ο ουρανός γει-ώνεται για να απογειώσει την ύλη με τη σειρά του. Η κίνηση δηλαδή δεν είναι μονής αλλά

Page 31: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 1

διπλής κατεύθυνσης κι αυτό είναι που κάνει το ναό ετού-το αληθινά χριστιανικό και ορθόδοξο. Γιατί αν μονάχα αποτυπωνόταν η απογείωση της ύλης τότε το κτίσμα θα ήταν ύμνος στην έκσταση και στο ασώματο πνεύμα, θα ’ταν ένα κάλεσμα για να καταργη-θεί η ύλη και να εκστασιαστεί ο άνθρωπος προς το χώρο του πνεύματος που έτσι θά μπορούσε να θεωρηθεί αντί-θετο στην ύλη. Όμως η Αγιά Σοφιά διακηρύσσει το πιο με-γάλο και σπουδαίο πράγμα. Πως ο Ουρανός, το άκτιστο, ο Λόγος κατέρχεται ήσυχα, ει-ρηνικά, σεμνά και ανέρχεται πάλι παίρνοντας μαζί του για πάντα το κτιστό, το γήινο, το ανθρώπινο. Ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος δεν ήταν τίποτα μάγοι που έτσι ξαφνικά σε μια νύχτα σκέ-φτηκαν το επίτευγμα αυτό και το πραγματοποίησαν εκ του μη όντος. Ήταν φορείς ενός πολιτισμού, του ελληνικού, που είχε αιώνες ασκηθεί στην απόπειρα να σμίγει τα διεστώ-τα και να επιχειρεί να φτιάξει έργα που να μοιάζουν στην

αληθινή της φύσης ουσία. Έργα που φέρουν πάνω τους τη ρευστότητα του κόσμου και τη σταθερότητα της αιω-νιότητας του κόσμου. Κι αυτό με το ρυθμό το επιχείρησαν οι αρχαίοι και το πέτυχαν, αναγνωρίζοντας πως κάθε έργο πρέπει να φέρνει πάνω του τα χαρακτηριστικά της συνθετότητας, της κίνησης και της σταθερότητας. Έτσι και οι ευλογημένοι αυτοί αρ-χιτέκτονες κατάφεραν αυτήν την παράδοση να συνεχίσουν και να την κάνουν χριστιανι-κό ναό και κατόρθωσαν να ÇεικονίσουνÈ με τον τρόπο αυτό το πώς της ένωσης του κτιστού με το άκτιστο και πώς το κτιστό προσλήφθηκε στο άκτιστο και απαθανατίστηκε προς τη μεριά του φωτός ανα-λαμβανόμενο. Όταν παρατηρεί κανείς από μέσα την Αγιά Σοφιά βλέπει τον τρούλο να κατέρχεται μέσα από ένα σύστημα τόξων και αψίδων μέχρι το έδαφος. Το άκτιστο φτάνει μέχρι κα-τωτάτων της γης. Και ύστε-ρα ανεβαίνει πάλι μέσα από το φως που πλημμυρίζει το χώρο και ενεργοποιεί τα πά-ντα και κάνει τα πάντα φως. Κι αυτό το πετυχαίνει και με τις φόρμες τις αρχιτεκτονικές αλλά και μέσα από το σύστη-μα της ορθομαρμάρωσης που είναι περίτεχνα δομημένο σαν ένα ρίγος που διαπερνά τους τοίχους και δίνει ενέρ-γεια παντού σε κάθε σημείο. Τα μάρμαρα δεν είναι διακό-σμηση εδώ. Είναι δομή χρω-

ματική που κι ο ίδιος ο Σεζάν θα ζήλευε. Αντίστιξη θερμών και ψυχρών χρωμάτων, αντί-στιξη σταθερών και κινούμε-νων επιφανειών. Τα νεύρα των μαρμάρων γίνονται χέρια που κυματίζουν και ανυψώ-νονται και ικετεύουν και χει-ροκροτούν και εκλιπαρούν και δοξάζουν και ενώνουν. Προπάντων ενώνουν τα πριν διεστώτα στοιχεία του κόσμου τούτου, έτσι ώστε τίποτα να μην είναι πια μέσα στην Εκ-κλησία που να μένει ξένο και αλλότριο, που να μην μετέχει στην παραδείσια πανήγυρη, στη Βασιλεία του Θεού, στη λαμπρότητα της Αγιά Σοφιάς. Το επίτευγμα μέγα. Το επίτευγμα πιο μεγάλο γιατί έλλογο και για τούτο και είναι μάθημα και παράδειγμα. Δεν είναι επίτευγμα της στιγμής ατομικό και παραμιλητό. Δεν είναι απλά μια κραυγή, για γλωσσολαλιά. Είναι λόγος για το πώς ο Λόγος έγινε άνθρω-πος. Η Αγιά Σοφιά είναι θεο-λογία, λέει με τη γλώσσα της πέτρας πώς προσελήφθη και σώθηκε ο άνθρωπος, λέει με τα χέρια των μαρμάρων πώς το μέγα ζητούμενο, αυτό που μπορεί να σώσει τον κόσμο δεν είναι η ατομική ευτυχία, η καλοπέραση, το όνειρο της καλοζωίας, αλλά η των πά-ντων ενότης. Αυτό είναι που διακηρύσσει η Αγιά Σοφιά και για τούτο είναι μεγαλείο και θαύμα και λόγος για το Θεό, δηλαδή θεολογία που μιλά στην αίσθηση και στο νου και στο σώμα. Αμήν.

Page 32: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 2

Κι εκείνος...

Θα μπορούσε ίσως κι εκείνοςθα μπορούσε να φτάσει τη σκιά αφηρημένων γαλάζιων πεύκων τσακισμένων στη ζέστη αποκαμωμένου νωχελικού μεσημεριούΘα μπορούσε να διαταράξει τις προσευχές των δοξασμένων ποιητών τις σιωπές ανώριμων εραστών να διακόψεινα αγγίξει το απέναντι εξαίσιο λευκό τοίχων στοιβαρώνφωνακτά να επέμβει στις ηδονές άγουρων κοριτσιών και πάλι μόνος να Ôναιέτσι καθώς κατηφόριζε πάντοτε τον χρόνο καρτερώντας να προσπεράσειτσαλαβουτώντας σε λάσπες άγριων καιρών μόνος με τα χελιδόνια να ψαλιδίζουν το αναίτιο τÕ ουρανούμόνος με τα σπουργίτια να δοκιμάζονται στο φόβο της τροφής.Θα μπορούσε κι εκείνοςθα Ôθελετυχαία όμως τραβήχτηκε στο φως του πρώτου ίσως που συνάντησεστην τροχιά του βέβαιου περίπουστην ωραιότητα του υπέροχου σχεδόν καταργήθηκε κι ύστερα πάεικατά τη μεριά των ηδονών που σκορπίζουν που πλουτίζουν το πλάτος των σκιών.

Page 33: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 34: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 35: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 5

Μα, αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μÕ είχαν συγχωρέσει...

για το Νίκο Καββαδία...

Τι βεβαιότητα κι αυτή! Λες και είνÕ αρκετό να ξέ-ρεις για να συγχωρήσεις. Κι αν ακόμη, κυρ-Νίκο, ήξεραν, κι αν την ιστορία σου τη θλιβερή εγνώ-ριζαν, δεν είναι βέβαιο πως θα σÕ είχαν συγχω-ρήσει. Άνθρωποι κι αυτοί στη μικρή καρδιά τους κλεισμένοι, στους φόβους παραδομένοι, σε ανεκ-πλήρωτα όνειρα αφημένοι και στο παράπονο και στον καημό μαραζωμένοι. Άνθρωποι κι αυτοί του κόσμου τούτου... σε βεβαιότητες ταμπουρωμένοι, στο τελευταίο τους οχυρό καλυμμένοι να σέρνουν όρια και να κλείνουν στεγανά, να αφήνουν απÕ έξω όσους δεν αναγνωρίζουν και δε βαστούν. Ό,τι δεν εννοούν και ό,τι τη μικρή ζωή τους την τακτοποιημένη αναστατώνει το παραμερίζουν και το απομονώνουν και λένε... και λένε... για σένα, για μένα για εκείνους οι ναυτικοί, οι χορτασμέ-νοι, οι εντιμότατοι, οι ατσαλάκωτοι του κόσμου τούτου, της πλάσης οι ξεκούραστοι. Λένε... και τι δε λένε... Λόγια πληγές, λόγια μαχαίρια και φυλα-κές, ταφόπλακες. Κι εσύ εκεί, σÕ αργόσυρτο παρόν αφημένος τη στάση τη νωχελική των μαραμπού χορταίνεις, κι αναστοχάζεσαι σεμνά πως στη μο-ναξιά και στη βλακεία τους μοιάζεις! Κι εσύ στη μακαριότητα αχρωμάτιστου καθαρού παρόντος χωρίς βουλή, χωρίς Θεό, χωρίς δικαιολογίες λο-γικές για να φεύγεις τη ζωή που σε πονεί. Ίδιος βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα. Στο αδυσώπητο παρόν σου, σε προσευχή σεμνή να παραδέχεσαι και να εύχεσαι, να απλώνεις την καρδιά σου, να συγχω-ρείς μες στην άδολη βεβαιότητά σου πως κι εκεί-νοι αν ήξεραν θα σÕ είχαν συγχωρήσει.

Page 36: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 6

Βηρυτός...

Αυγούστου 16 του 2009

...σύννεφα σταματημένα στον πετρωμένο βαρύ ουρανό και μια ατελεύτητη πομπή από τρακα-ρισμένα αυτοκίνητα που σκάλωσαν στον ορίζο-ντα και δεν λένε να μετακινηθούν να δούμε την Κύπρο που πελάγωσε και παρακμάζει μες στο δυτικό προσανατολισμό της. Ανήμπορη να κα-ταλάβει η γυναίκα στάθηκε καταμεσίς στο δρό-μο και ένα ποδήλατο την προσπέρασε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Τα δένδρα λιγοστά και ένα τεράστιο χωριό για πλουσίους στις παρυφές της λύπης μαγκωμένο να χαιρετά την απλότη-τα και τη μοναξιά από μακριά. Από μακριά και οι αντίλαλοι της προσευχής και η μυρωδιά από κέδρο και πισσόχαρτα. Λίγες σταγόνες αίμα και έφυγαν όλα τα πουλιά από τις φωλιές τους. Τα φυγάδευσαν τραυματισμένοι και τουρίστες και αχθοφόροι επίγονων πλούσιων αποικιοκρατών που έφτασαν εδώ για να θηρεύσουν ηδονές και κυρίως το παράδοξο και το απροσδιόριστο. Η Βηρυτός μετά τα μεσάνυχτα. Μνήμες πόλεμων που δεν τολμούν να χαθούν. Ένα πρόσωπο που δεν κατορθώνει ποτέ να φτάσει στο κατώφλι και να φωνάξει βοήθεια. Μια λάμψη κρυμμέ-νη μέσα σε δωμάτια σκοτεινά που βασανίζε-ται ψαύοντας τοίχους υγρούς, κεντημένους με όνειρα απαρχαιωμένα και εξόχως πλέον χλιαρά. Σπίτια που δεν μπόρεσαν να φύγουν και στάθη-καν ανήμπορα μέσα στη βροχή του ήλιου ζη-τώντας να ημερέψουν, να βρουν κάτοικους και παιδιών φωνίτσες αναίτιες, χαρωπές. Η Βηρυτός μετά τα μεσάνυχτα μια ατέλειωτη βουή που δεν

καταλήγει σε κρότο ή σε πυγολαμπίδα ή σε ξέ-φωτο ή σε σημαία. Αρπακτικό των αισθήσεων που βεβηλώνει τα σωθικά με όνειρα και ορά-ματα αναίτια, άλογα, μισοτελειωμένα όπως οι πρωινές προτάσεις του Αντρέα Μπρετόν και τα κατασκευάσματα του Max Ernst τις παγωμένες νύχτες που συναντούσε μυστικά, λέει, τον μεγά-λο υπαίτιο, τον Λόρδο που ίδρυσε το ξενοδοχείο Mayflower στη Βηρυτό, στη συνοικία Hamra, εκεί που αραδιάζω χρόνια τώρα τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον των σπουργιτιών και των ροδάκινων της εξωτικής Εορδαίας. Μεσάνυ-χτα στη Βηρυτό. Λίγες φωνές και μια αναμονή για ένα πρωινό απαράλλακτο, υγρό και συνε-σταλμένο μωβ.

Page 37: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 7

Λόφοι

Λόφοι ανέστησαν όνειρα, πουλιά. Λόφοι κάτασπρα χώματα γκρίζα χελιδόνια διαβατικά,φτωχά ζουζούνια ηδονικά,μια σπιθαμή απόσταση από της νοσταλγίας το σώμα το φτενό.Λόφοι απλώθηκαν νωχελικάστης πληγωμένης ματιάς τη διστακτική αντοχήβέβαιοι ανοίχτηκανκαρτερικά στης χτεσινής μελαγχολίας τη μοναξιά.Λόφοιόμορφοι ως σγουρόμαλλα, ανέμελα, άγουρα παιδιάωραίοι σαν καρποί λωτού σε ξένη χώρα μακρινήεκεί που την ψυχή σου στάθηκες άβουλα να βαλσαμώσεις κρατώντας την ανάσα σου για ώρα πολλή σε πεθαμένα λιμάνιασε σάπια καράβια του χαμούσε τόπους άχρωμουςχαμηλούςδίχως λόφους περήφανους ανθισμένους με χελιδόνια με όνειρα και τρελαμένα του έρωτα μυριστικά.Λόφοι που χάραξαν απουσίαστο σώμα του πιο χλωμού Καλοκαιριού...

Page 38: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

3 8

Ομηρικό ακρογιάλι

Ήταν ωραία τα πανιάόμορφα φύσαγε από την Ανατολήκαι τα μαλλιά σου κυμάτιζαν ίσια στον ουρανό σημαδεύονταςτο νόστο που επέπρωτονα βαλαντώσει την καρδιά μαςτόσους καιρούς στα ξέναμε τρύπιες αγκαλιές και χειμώνες αδέξιους φίλουςκαι κάλτσες μπαλωμένεςριγωτέςζωγραφισμένες.Ήταν ωραία με τα δακρυσμένα βότσαλα παρέακαι μια φωνή να χάνεται στο αβρό κροτάλισμα των κωπώνστο λάδι αγουροξυπνημένης θάλασσας.

Page 39: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 40: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4 0

Γεια σου, Αντωνάκη μου, με το βιολί σου

...στενά σοκάκια, υγρά, σκοτεινά, βρώμικα όπως οι άνθρωποι που περνούσαν καθημε-ρινά από κει. Περνούσαν και στέκονταν για λίγο, κοντοστέκονταν, ύστερα έφευγαν. Πάντα όλοι έφευγαν από εκεί. Από τα στενά σοκάκια της αμαρτίας. Της αμαρτίας που όλοι μισού-σαν και σ’ αυτήν που πάντα όλοι επέστρεφαν. Επέστρεφαν στα κλεφτά, νυχοπατώντας για να μην ακούσουν τα βήματά τους, να μην ακού-σουν τον ήχο της καρδιάς τους, έτσι καθώς χτυπούσε δυνατά όταν έφτανε τόσο κοντά στην πτώση και στα τσαλακωμένα σεντόνια, στη σάρκα που δεν είχε όνομα, στην ηδονή που δεν είχε συνέπειες, που δεν απαιτούσε συνέχεια, ευθύνες, τίποτα. Τα στενά σοκάκια με τους ανθρώπους σκιές, με τα χαμηλοτάβα-να σπιτάκια, με τις ταβέρνες της συμφοράς με το χαμηλό φωτισμό κι άλλους ίσκιους ριγμέ-νους σε γωνιές. Ίσκιους απρόσωπους που και-ροφυλακτούσαν να αρπάξουν κάτι, όχι κάτι συγκεκριμένο αλλά κάτι χειροπιαστό κι όχι από εκείνα τα άθλια που υπόσχονται οι άλλοι, οι άνθρωποι των σαλονιών και των σπουδα-στηρίων. Ελπίδες, ιδέες, ιδανικά, λόγια, λό-για παχιά, αφράτα, απατηλά, ομιχλώδη. Αυ-τοί ήθελαν κάτι χειροπιαστό. Λίγα λεφτά να πιουν για να θυμηθούν ή για να ξεχάσουν. Λίγα λεφτά για να φουχτώσουν λίγη αγκαλιά, να αγοράσουν κανένα φιλί μεθυσμένο έστω και πνιγμένο στο τσιγάρο και στης πίκρας τη μοναξιά....στενά σοκάκια της αμαρτίας που χάθηκαν για πάντα από το χάρτη των καθωσπρέπει πό-λεων. Των πόλεων που ξεπουλιούνται πλέον σε τουρίστες και καμαρώνουν για τα κολλαριστά μουσεία τους, για τους θησαυρούς που προ-σελκύουν βαριεστημένους περιηγητές και τους

ξεκούραστους, κυρίως τους ξεκούραστους του κόσμου τούτου που στέρεψαν και δε βρίσκουν τρόπους να χαλάσουν τον καιρό τους. Οι κα-θαρές πόλεις που δεν έχουν πλέον σοκάκια της αμαρτίας αλλά λεωφόρους φωταγωγημένες πολύχρωμα και ανθρώπους που έμαθαν επι-τέλους να κρύβουν τις διαθέσεις τους και τις προθέσεις τους, τις αγάπες και τους άνομους έρωτές τους. Πόλεις με ταξινομημένους έρωτες και κολλαριστά ήθη. Μονάχα ένα τραγούδι ξεχάστηκε ακόμη να παίζει σε έπιπλο παλιό, σκονισμένο από τη λησμονιά και την ανυπόκριτη αδιαφορία των βέβαιων. Παίζει κάθε νύχτα, αργά, νωχελικά δίχως να βιάζεται. Δεν προσμένει ακροατές, αποδοχή. Απλά ακούγεται μέσα στις νύχτες, μεσάνυχτα περασμένα, μετά που βγαίνουν τα γατιά να ερωτευτούν και να θυμηθούν την αρ-χαία τους φύση στα κεραμίδια ή σε άθλιους φωταγωγούς. ÇΠέντε μάγκες στον Περαία πέρ-ναγαν απÕ τον τεκέ...ÈΈνα τραγούδι, παλιό, ξεχασμένο, ταπεινή και ήπια διαμαρτυρία ή σαρκασμός για τις καθω-σπρέπει πόλεις με τους μαρμάρινους θησαυ-ρούς, τους ανερμήνευτα ωραίους και τους ξεκούραστους τουρίστες που αρνούνται να ακούσουν τα καλέσματα της νύχτας, των σκου-πιδόγατων τα κλαμένα ερωτόλογα και τη λεπτή εκστατική φωνή του Γιουβάν Τσαούς να κρά-ζει επαινετικά Çγεια σου, Αντωνάκη μου, με το βιολί σου...È

Δευτέρα και έγραφα στα Starbucks κυκλωμένος από βαριεστημένα και ευχαριστημένα παιδιά που δεν

επιθυμούν να γνωρίσουν τον πόνο. Το αφιερώνω στη φίλη Δώρα που τώρα περιδιαβάζει,

γιατρός, στα νοσοκομεία της Πράγας και στα καθωσπρέπει τουριστικά σοκάκια της.

Page 41: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 42: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4 2

Θερισμένα, το χρυσάφι της γης...

Ήταν ωραία. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή, εκείνη που η γη φτάνει στη κορύφωσή της και δίνει ό,τι περισσότερο μπορεί. Τότε που ό,τι παίρνεις απÕ αυτήν γίνεται ζωή. Ήταν ωραία μετά την ευλογημένη αυτή προσφορά της γης. Τότε που πήραμε και μεταλάβαμε τον καρπό και ζήσα-με και ζούμε. Και ακόμη και μετά ήταν ωραία, όταν εκείνη έχασε τα πάντα. Όταν απώλεσε το βάρος της περιούσιας. Φτωχή με το χρυσάφι της να κυματίζει με το παραμικρό του άνεμου χάδι. Ευαίσθητη επιδερμίδα, λεπτή επιφάνεια χωρίς να ’χει τίποτα να κρύψει, χωρίς να υπόσχεται πλέον, χωρίς να υπαινίσσεται, χωρίς να Ôχει να δώσει τίποτα. Φτωχή και απέριττη, λιτή σα μνη-μείο πεσόντων, μόνη σα μάνα, χρυσαφένια σαν ουρανός παράδεισου. Πλατειά αγκαλιά γεμάτη ώχρα βασιλική, υπέροχη, στολισμένη με λιγο-στές σκόρπιες αγριοαχλαδιές σκουρόχρωμες, λιοκαμένες και φωνίτσες ερωτικές χωμάτινων κορυδαλλών και νανουρίσματα τριζονιών και καλέσματα επίμονα, υπομονετικά των τζιτζικιών της απέραντης ουτοπίας.Η γη του Ιουλίου. Η μορφή που με μεγάλωσε από τότε που γεννήθηκα μέχρι τα 7 μου χρό-νια, τότε που μετανάστευσα σε άλλους τόπους, σε άλλες μορφές, σε άλλες ωραιότητες. Η θερι-σμένη γη μού έμαθε την ωραιότητα της πενίας, αυτή μού έδειξε τη μορφή του θησαυρού του τίποτα που οδηγεί στη ζωή κι όχι στο θάνατο. Η θερισμένη γη. Αυτή που έδωσε τα πάντα, που απώλεσε, που έρευσε το ίδιο της το σώμα, τη σάρκα της εκέρασε και πάλι στέκει εκεί, υπομο-νετική, έτοιμη πάλι να ξεκινήσει απ την αρχή.

Στέκει νικημένη, χαμένη για τούτο ωραία, στην ώρα της, τη στιγμή που έδωσε ό,τι συντηρεί τη ζωή. Η Γη μου μες στα χρυσάφια της, μες στα χρυσάφια της δόξας που ο Θεός της φόρεσε για να μη ντρέπεται έτσι γυμνούλα να στέκει κατά-μονη και ταπεινωμένη, παρατημένη στην άκρια τώρα αφού δεν έχει να δώσει πια. Χριστέ μου, πόσο χρυσάφι ξοδεύεις για να ντύσεις τους αλη-θινούς πένητες, τους νικημένους του κόσμου τούτου, όσους κι όσα με το ξόδεμά τους συντη-ρούν τη ζωή!!!

26 Ιουνίου 2009

Page 43: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4 3

Σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον...

Τι κι αν ρήμαξαν τα προσφυγικάΤι κι αν όλοι φύγανε κατά την ηδονήΤι κι αν τα πουλιά δεν μας καταδέχτηκαν ξανά.Χέρια απλώνουν από παντούΤώραΞεπροβοδίζουν, καλούν, ξαμώνουνΑφήνουνΧάδια και παρακλήσειςΌνειρα μετέωραΨυχές που ανταμώνουμεκάθε Μεγάλη Παρασκευή μες στο κλάματου νόστου τη θαμπή ματιάτων αναμνήσεωντων άσκοπων περιπλανήσεωνσε δρόμους σιωπηλούςμε λεύκες και αφτιασίδωτους παλιάτσουςμε αγάλματα μάρτυρεςντροπαλούς συντρόφους και δειλούςμετανάστεςυπομονές δηλαδή που δεν έφτασαν ποτέΟι Μεγάλες ΠαρασκευέςΜε τον Επιτάφιο να σκιάζει τη ματαιότηταφόβους να παίρνει κι εμάςστιγμές που ίστανταιένα μήπως πριν την αιωνιότητααλλά δεντο πιστεύουν.

Page 44: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4 4

Περί ρυθμού και άλλων ÇδαιμονίωνÈ...

Ο ρυθμός, η ροή του χρόνου, η διαχείριση της κίνησης, η πρόσληψη του σώματος, η υπέρβαση της διασπασμένης ανθρώπινης ύπαρξης, η συνένωση των πριν διεστώτων. Ο ρυθμός, η πεμπτουσία της ύπαρ-ξης, η εκκλησιολογία της τέχνης. Φως που τρεμοσβήνει στην καντήλα. Φώτα που λιγοστεύουν και πάλι πυκνώνουν μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο δειλινό. Ήχοι που πάλ-λονται, που χαμηλώνουν για να ψηλώσουν και πάλι μέχρι τα ουράνια ή για να κατεβάσουν τα ουράνια στο αδυσώπητο παρόν. Ύμνοι που τρέχουν και όμως είναι πάντα εδώ, στο απροσδιόριστο τώρα, στο νυν και αεί. Χρώματα που πάλλονται πάνω σε τοίχους και σε σανίδια μο-σχομυριστά, σκαμμένα με ίδρωτα και φρύδια σμιχτά της προσευχής. Χρώματα αγριολούλουδα, μίμηση αγρών μαγιάτικων των βουνών. Χρώματα που ανεβοκατεβαίνουν από τα διάφανα ψυχρά στα πυκνά θερμά και πάλι στα ανάλαφρα φωτεινά και στα ιερά σκιερά. Ο ρυθμός που σέβεται, που ενώνει τα σώματα. Άλλοτε γρήγορος κι άλλοτε αργός αλλά βαρύς και επιβλητικός. Άλλοτε ανάλαφρος και παιγνιδιάρικος, όμως πάντα αγαπητικός και ερωτικός. Ο ρυθμός, χέρι που σέρνει στο χορό ψυχές και σώματα, υπάρξεις βαλαντωμένες, μο-ναχικές, ξεχασμένες ή παρατημένες. Ο ρυθμός, πνοή ζωής που φέρ-νει σε εκκλησία, σε κοινωνία αγάπης, σε σώμα συστήνει Χριστού. Σώμα γερό απ’ όπου κανείς και τίποτα δε λείπει. Κι όλοι κι όλα είναι στο εδώ και στο τώρα, στο γλυκόπικρο ποτήρι να μεταλαβαίνουν. Σε ποτήρι που κερνά χαρά για τα μελλούμενα και πίκρες συγκερνά για τα όσα τα μάτια θωρούν κι οι αιστήσεις συναντόυν . Ο ρυθμός, η πνοή του Θεού, το χνώτο του Θεού, το χάδι του Θεού, κίνηση που ακολουθεί τον αιώνιο χορό Του μέσα στη ματωμένη, στην πονεμένη αλλά ωραία κτίση. Ο ρυθμός, νόστος είναι της πα-ντοτινής παραδείσου, της αιώνιας πανήγυρης όπου όλα μες στο φως και στη χαρά της παρουσίας ενώνονται διαρκώς και κάθε φορά ανε-πανάληπτα.

Πρώτη δημοσίευση στο gkordispaintings 1.blogspot.com Τρίτη της Διακαινησίμου του 2009

Page 45: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 46: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4 6

Άνθρωποι περιττοί...

Οι άνθρωποι διαιρούνται όπως και οι αριθμοίσε ÇάρτιουςÈ και ÇπεριττούςÈ

Ν. Καζαντζάκης

Οι άνθρωποι διαιρούνται όπως και οι αριθμοί σε ÇάρτιουςÈ και ÇπεριττούςÈ.Το περιττό εγκλείει την ελλειπτικότητα και ενέχει την ασυμμετρία και επομένως πα-ράγει αυτόματα κίνηση αναζητώντας συνεπώς την ισορροπία μέσα από την αντίρροπη κίνησή του... Αυτή η ασυμμετρία στην οποία απαρχής φαίνεται να βασίστηκε ο έλλην πολιτισμός ήταν που οδήγησε στη σύλληψη του ρυθμού, μιας δυναμικής δηλαδή κατανόησης του κόσμου και των σχέσεων. Σχέσεων προσωπικών και κυρίως κοινωνι-κών, αφού η ισορροπία και άρα η ποθούμενη αρτιότητα δεν μπορεί παρά εν τω δήμω, δηλαδή σε σχέση με τους άλλους να πραγματωθεί. Στη ρυθμική αυτή κατανόηση των σχέσεων δεν υπάρχει αρχή ούτε τέλος, αφού η ασυμμετρία δεν είναι επίκτητη αλλά σύμφυτη στα πράγματα και επομένως δεν ξεκινά αλλά υπάρχει πάντα μέσα τους και φυσικά δεν τελειώνει όσο κι αν αποτελεί το μέγα ζητούμενο. Ο κόσμος στην κατανό-ηση αυτή είναι μια δυναμική παραγωγική διαδικασία που πορεύεται σε μια ατέρμονη ρυθμική, κυκλωτική, βασανιστικά επαναλαμβανόμενη χορευτική συσπείρωση, ένα ερωτικό αγκάλιασμα που καταλήγει πάντα στην ίδια τραγική ασυμμετρία και άρα στην ίδια σταματημένη κίνηση ή στην κινούμενη στάση. Αυτό είναι και το είδος ανθρώπου που περιγράφει και ο Καζαντζάκης παραπάνω. Ένας ασύμμετρος άνθρωπος που δεν σταματά ποτέ να ρωτά, να κινείται, να γυρεύει την απάντηση και ποτέ να μην του φτάνει. Ένας Έλλην, ένα πρόσωπο τραγικό που γυρεύει στην ισότιμη σχέση του με το άλλο να βρει την ισορροπία, τη στάση, το τελείωμα του σισύφειου ταξιδιού του. Ένα πρόσωπο που ξέρει από τα πριν ότι δεν θα φτάσει αλλά όμως ξέρει ότι είναι καταδικασμένο να εκκινήσει και να Ôναι πάντα σε ταξίδι... Και μη με ρωτήσεις πάλι για τα μένα, για την καρδιά μου, για τη θεωρία μου, για του ταξιδιού το νόστο το γλυκό, για παινέματα και του χειμώνα τις παραμυθιές τις τρυφερά μελαγχολικές. Μόνο να γροικώ τα μακρινά ξέμεινα τώρα και να ξεχνιέμαι προτιμώ σε θεωρίες γητεύτικες και σε στορήματα στοχαστικά του νου και της καρδιάς παρηγορητικά. Για όσους με άλλους τρόπους χαίρονται, για όσους η καρδιά τους αλλιώς γλυκαίνεται ας μη μας μαλώσουν και ας μας αφήσουν ήσυχα να πορευτούμε στην περπατησιά δειλινού σεμνού γεμάτου με ίσκιους πονετικούς και μυρουδιές των λουλουδιών μεθυστικές. Κουράστηκα καλοί... κουράστηκα να συζητώ.

Page 47: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 48: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 49: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

4 9

Ευχή

Τι να Ôναι άραγε η πιο καλή στιγμή;Ένας άγγελος που πετά και πληροί τον λεπτό αρα-χνοΰφαντο αιθέρα, ένα φεγγαράκι που απορημέ-νο στάθηκε για χάρη σου πάνω από το μετέωρο της κεφαλής σου μάρμαρο, ή μήπως ένα χέρι που πά-ντα σε συντροφεύει στους πόνους και στης ζωής τα δύσκολα γυρίσματα, ένα χάδι που πάντα σε περιμέ-νει ήσυχο και ζεστό; Μπο-ρεί όμως και αυτή η πα-ρουσία μόνη της να Ôναι η πιο καλή σου στιγμή. Μια παρουσία που γεύτηκες τότε και δεν μπορείς, δε θες να λησμονήσεις...

Page 50: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 0

Δος μοι τούτον τον ξένον...

Δος μοι τούτον τον ξένον...

Οι Επιτάφιοι των Ελλήνων

Και να που η πόλη μας είναι όμορφη μέσα στη ζήτηση τη σιγανή της μοσχοβόλας νύ-χτας. Στρατιές από ήσυχους που δεν απαίτησαν ίσως ποτέ το πολύ και το τελείως. Στρα-τιές από αγγέλους που δεν το ζήτησαν αλλά τους δόθηκε, γιατί έτσι θέλησε ο Θεός. Δια-βαίνουν ήσυχα, ειρηνικά μέσα απÕ τα άχρωμα αλλά τόσο αλη-θινά σοκάκια της πόλης μας. Αυτά που δεν διεκδικούν να είναι όμορφα αλλά για τούτο και είναι. Ταπεινά κι ωραία. Είναι στην ώρα τους, πάντα έτοιμα να δεχτούν τον πόνο των ανθρώπων και τον Επιτά-φιο θρήνο για το Χριστό. Ετούτα το σοκάκια είναι αγκαλιά και πέρασμα, με τα λιγοστά λουλούδια όσων ακόμη σεμνά παλεύουν, με τις ανθισμένες πασχαλιές και τις θεριεμένες λιοφάτες να γε-μίζουν τον κόσμο με μυρου-διές ταπεινές που σε τίποτα δε μοιάζουν στις μνημειακές αλλά στημένες συνθέσεις τόπων ξένων που ζητούν να

εντυπωσιάσουν και να υπο-βάλουν. Τα μικρά σοκάκια που προέκυψαν μέσα από την παρανομία των Ελλήνων να στεγάσουν την φτώχεια τους και την αγάπη τους, μέσα από την άπονη του κράτους βία που πάντα θα ζητά μες στους αιώνες να σταυρώσει τον Προ-μηθέα των ονείρων και της αγάπης. Κι όμως ετούτα τα σοκάκια εί-ναι ωραία κι αληθινά και ίσως τα μόνα έτοιμα από πάντα να δεχτούν ετούτο τον ξένο. Πού αλλού να βρει φωλιά να κουρ-νιάσει ετούτος ο ξένος που τον αρνήθηκαν οι εδικοί του, που τον εγκατέλειψαν οι φίλοι και τον πρόδωσαν ακόμη και οι πιο στενοί; Πού αλλού να βρει τόπο να περάσει ο μεγά-λος ξένος, ο μόνος, ο αληθι-νά πτωχός που δεν κράτησε τίποτα και δεν θέλησε καμία βοήθεια για να προστατεύσει το εγώ; Τα σοκάκια του Επιτάφιου που γίνονται όμορφα με την τα-πεινή των Ελλήνων κατάθεση έτσι καθώς ακολουθούν χωρίς καλά καλά πολλές φορές να ξέρουν το γιατί. Ακολουθούν

Page 51: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 1

σιγομουρμουρίζοντας ύμνους Çη ζωή εν Τάφω...È, σιγοψιθυρίζοντας σχέδια για την ημέρα της Λαμπρής. Αγόρια που χαζεύουν όμορφες και κορίτσια ανά δύο που κρυφογελούν, γονείς που καμαρώνουν κι άλλοι με κεφάλια σκυμμένα απÕ το βάρος μνήμης βαρειάς και νοσταλγίας ανείπωτης. Από τα παράθυρα κεφάλια προβαίνουν και θυμίαμα σκαρφαλώνει αδέσποτο στον λεπτό αιθέρα του αττικού ουρανού. Η κεκραμένη ετούτη θυσία ομορφαίνει τα σοκάκια των νεοελλήνων με την ταπεινή και ανεπιτήδευτη πραγματικό-τητά της. Τι καλά θα Ôταν να είναι όλα τέλεια. Αλλά αυτό δε γίνεται. Έτσι, καλύτερα αυτό το αληθινό περίπου, το καθαρό ακάθαρτο, το μουτζουρωμένο άσπρο των αθέλητων αγγέλων που διαβαίνουν τα σοκάκια του γλυκύτερου Έαρος. Στρατιές που κυλούν μέσα στους δρόμους και σιγά σιγά φθίνουν έτσι καθώς πολλοί διαρρέουν προς τα σπίτια τους κουρασμένοι και ανήμποροι να βαστά-σουν μέχρι τέλους την ακολουθία. Όμως πόσο γεμάτοι θα μένουν πάντα οι δρόμοι ετούτοι από την ευλογημένη θυσία, την αβίαστη και αληθινή όσων το θέλησαν, γιατί η καρδιά τους το ζητούσε κι όσων το θέλησαν γιατί δεν είχαν άλλο να κάνουν, όσων το θέλησαν γιατί δεν ξέρουν το γιατί αλλά αφέθηκαν στου μυστηρίου την ορμή και τη γλυκιά του έαρος ετήσια συνήθεια. Ακόμη κι έτσι το μυστήριο των Επιταφίων είναι εδώ να μυραίνει τις γειτονιές, να ευ-λογεί τα σοκάκια των νεοελλήνων, να ÇεξαγιάζειÈ τον κόσμο με την ταπεινή ετούτη αναίτια πορεία τη μόνη που δε διεκδικεί για τον εαυτό της κάτι αλλά απλά συνοδεύει τη ζωή εν Τάφω, για μιαν αγάπη, για μια συνήθεια, για ένα κάτι που ακόμη ο νους δεν το κατέχει. Ο Επιτάφιος των νεοελλήνων είναι βαθειά στη ζωή υπόκλιση, το πιο μεγάλο, το πιο ευλογημένο ναι που όλα τα καταδέχεται κι όλα τα χωρά, που όλα τα παρασέρνει και τα πριν ενώνει διεστώτα. Και έστω για λίγο, έστω για μια στιγμούλα τόση δα στον κόσμο αναφωνεί πως η ζωή είναι μπορετό να γίνει, να σταθεί, να ανθίσει νÕ αναστηθεί.

Μ. Σάββατο 18.04.2009Αγία Παρασκευή

Page 52: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 2

Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις

Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνειςμέσα στην ομίχληστρίβοντας για το σπίτι με τα γερμένα παραθυρόφυλλατην άδεια πόρτα τα μαραμένα γιασεμιάμε τη αυλή χαμένη σε ίσκιους αγάλματα και τα άγνωστα μαύρα πουλιά που στέκονται πάντα κατά τη Δύσηθαυμάζονταςανέμους που διαβήκανυπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις μόνηαγγίζοντας μνήμεςξεφυλλίζοντας πόνους παλιούς βέβαιωμένους φίλους και έρωτες λιθάριαχωρίς πόνο να βαστάξεις, να κρατήσειςχωρίς στεναγμό βαθύνα δείςυπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις τις νύχτες με ολόγιομο φεγγάρι χρυσόμόνησε δωμάτια που έμειναν κλειστά σε ανάμνηση χαράς και σε αρώματα μεθυστικάραίνοντας τον αέναο πηγαιμό πτηνών αποδημητικών κάθε Φθινόπωρομόνηπρέπει να κάνεις κάτι όταν μουσικές ηδονικές χαράσσουν εξαίσια το δέρμα της απέραντης γοητείας χρωμάτων μυστικών αθέλητα απλωμένων σε τοίχουςπου δεν φυλάσσουν ενοχές όνειρακάλη εξαίσιααθώες ψυχές.

Page 53: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 3

Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνειςμόνηστο μισόφωτο της τελευταίας στιγμήςτότε που έρχεται βέβαιη η κίνηση να πληρωθείτότε που οι ήχοι σταματούν νÕ ακούσουντότε που τÕ άστρα παραμερίζουνγια να περάσει η ψυχή και το χαμένο όνειρο μαζίτότε που όλες οι συγχορδίες της συγνώμης πια δεν ωφελούντότε που τα φύλλα των δένδρων στοιχίζονται λυπητεράσιωπούνυπάρχει κάτι που πρέπει μόνη να κάνειςεκεί στην τελευταία του ονείρου στιγμήκράτησέ μου το χέρι μα μη κοιτάξεις στα μάτια βαθιάμη δεις τον απέραντο πόνο να βασιλεύει στο πρόσωπό μου που έμεινε λειψόκράτα μόνο ένα χαμόγελο μισόγια να Ôχεις κάτι να προσεύχεσαικάτι να δείχνεις για χνάρι μου στον άβουλο ετούτομάταιο ντουνιά...

Page 54: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 4

Page 55: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 5

Επιτύμβιο

Έμαθε από νωρίς να είναι διάφανοςδεν κατάφερε πολλάτη Σελήνη ίσως μια δύο φορές φίλησεόταν γινόταν ολόγιομη και τρυφερά χλωμήλίγα χαλίκια της ακτής πέταξε αδέξια στη θάλασσακατά το μέρος που λένε πως είναι η είσοδος του μεγάλου ειρηνικού ωκεανούκοιτούσε ώρες πολλές τους κορυδαλλούςαναζητώντας το κρυμμένο τους μυστικόστο γήινο πιτσιλωτό τους χρώμακαι στο μακρόσυρτο γλυκόπικρο παιάνα τουςπου καλούσε σε πανήγυρη την πλάση όλη τα σούρουπαδεν κατάφερε πολλάέφυγε με μια ευωδία ώριμου δίκταμου στα χείληδίχως ποτέ να γευτείδίχως να ζήσειακροπατώντας διάβηκεμοναχικός, ντροπαλόςδιστακτικός, μετέωροςλίγο δειλός ίσωςκαι ποτέ δεν έμαθε πώς να κρύψει την αμηχανίατων χεριών τουτο δάκρυ των ματιών του το αναίτιοτην ομορφιά που του Ôφαγε τα σωθικάδεν την άντεξεέφυγεόπως όλοινωρίς.

Page 56: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 6

Πάλι πίσω γυρνούν...

Πάλι πίσω γυρνούνσκυφτοί ηττημένοι

παραδοχές, νύχτες βροχερέςενοχές

ξανθόμαλλα κορίτσιαανάσες οινόπνευμα

τα πράσινα μάτια τηςωκεανοί βαθείς ίδια βλέμματα

μακρινάγητέματα φίλων ακριβώνέρωτες χνώτο των ανέμων

άκαιροιάστοχοι

μάταιοι σαν επανάστασησα μελτέμι κάστρο οχυρό

πίσω γυρνούν πάλιπισωπλατούν

τοίχοιξέφωτα μισόγιομου φεγγαριού

τα μαλλιά τηςσκάλες του Σινά φλόγες

θύρες Παράδεισουωραίες

μια συγνώμηπάλι γυρνούν

να αποθέσουνύμνο ορφικό θαμμένο

φως και σκοτάδιμαΐστρος των νότιων θαλασσών

ένα μονάχα φιλίπροδοσίας

ακριβόκαι μια νύχτα

γυναίκα

Page 57: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 7

Page 58: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 8

Ένα γράμμα

Τελικά το αποφάσισα. Μετά τις επίμονες προτρο-πές σου το αποφάσισα. Έφτασα στην Ανάβυσσο αργά το απόγευμα. Βούτηξα στο χλιαρό νερό και κάθισα ύστερα στην αμμουδιά. Ήταν ήσυχα. Λίγες οικογένειες που δεν μπόρεσαν να φύγουν για πιο μακρινούς προορισμούς. Παιδάκια που έπαιζαν ανέμελα στο σπάσιμο των κυμάτων. Λί-γοι μοναχικοί που κοίταζαν πέρα μακριά κατά τη μεριά της Εύβοιας ή των ονείρων τους. Ο αέρας πάσχιζε φιλότιμα να συγκινήσει τα αρ-μυρίκια. Μάταια. Ήταν λιγοστός και αδύναμος κι εκείνα έκλαιγαν γοερά, αναίτια και αρμυρά.

Ήταν πάντως ήσυχα. Ίσκιοι απλώνονταν μακρό-στενοι, ψιλόλιγνοι ακολουθώντας τις πατημασιές στην άμμο που Ôταν ακόμη ζεστή. Ένα κόκκινο ρούχο, αλιζαρίνη αληθινή, χόρευε μπροστά στο κύμα ανακαλώντας μνήμες και ονόματα γυναι-κών, φρικτά μυστικά. Κοίταξα προς τη μεριά της πρώτης μας συνάντησης. Περπάτησα μέ-χρις εκεί. Στάθηκα για λίγο. Έσκυψα κιόλας και άγγιξα με την παλάμη μου το μέρος που Ôχες τότε καθίσει. Το θυμόμουν καλά. Κι ύστερα στη θέση εκείνη έχει ανθίσει καιρό τώρα ένα κυπα-ρίσσι, λευκό, κατάισιο, μακρύ μέχρι τον ουρα-

Page 59: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

5 9

νό, όμορφο σαν το απέραντο τώρα, ανέμελο σαν την αιωνιότητα, γνώριμο σε όλους για τη βαθιά φωνή του που ανδροκαλεί κάθε βράδυ σε μάχη ή σε φυγή, σε ξενιτεμό και σε θυσία αναίμαχτη αλλά φρικτή, ίσως όμως και σε αγκάλιασμα τρυ-φερό ηδονικό και ατελείωτο. Περίμενα. Περίμε-να για πολύ. Κανείς δε φάνηκε να διαβάζει τις φευγαλέες μορφές των πυρακτωμένων νεφών, τις βιαστικές κινήσεις των νυσταγμένων που-λιών, τις ανεξήγητες σιωπές. Περίμενα. Απλά περίμενα μήπως... Έφυγα μετά μόνος μέσα στην ησυχία των ευτυχισμένων παραθεριστών, μέσα

στη γλυκιά παραδοχή του ηττημένου δειλινού˙ Έφυγα αλλά ήμουνα χαρούμενος. Λιγάκι. Ήσυ-χος, νικημένος, πιο φτωχός από ποτέ. Αυτό που ήθελα όμως να σου πω είναι πως τούτη τη φορά δεν ντράπηκα για την λιγοστή αυτή χαρά. Τη δέχτηκα. Έτσι φανταζομαι θα το ήθελες κι εσύ. ΣÕ ευχαριστώ... Καλό βράδυ.

Page 60: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 0

Σαν ξένος πορεύομαι

Σαν ξένος πορεύομαι. Ξένος διέρχομαι, γλι-στρώντας ανάμεσα απÕ τις ζωές των κανονικών ανθρώπων. Ξένος, φέρνοντας προίκα τη λύπη, τον πόνο, βάρη ασήκωτα, ενοχές, εποχές που μαρμάρωσαν, ησυχίες που απέρριψαν περι-πατητές της ανώφελης ιστορίας. Σαν ξένος πολιτεύομαι τα πρωινά, φεύγοντας αναίτια τα δώρα κροκόπεπλης ηούς, το μακρόσυρτο των κορυδαλλών παιάνα στον ηττημένο ουρανό, της δροσούλας τη σεμνή παρουσία χαιρέκακα αγνοώντας. Ξένος εγώ να μη κοιτώ την ελάχι-στη ακινησία των γαλάζιων ίσκιων θερινών με-σημεριών και τη χαλαρή, ένοχη λιγάκι, τύρβη ευτυχισμένων ανέμελων παιδικών παιχνιδιών παραμελώντας. Τα θεσπέσια των δειλινών έγ-χρωμα μεγαλεία δεν καμαρώνω πια και μήτε προσευχές ικετευτικές τα χείλη μου αναπέ-μπουν στη θεωρία των μεταφυσικών πλατειών και των άδειων λεωφόρων του δεκαπενταύ-γουστου των παραθεριστών. Τα μάτια μου έπαψαν να υγραίνονται, να κλαίνε ξέχασαν, τα σπλάχνα μου να σπαράσσουν λησμόνησαν, τα χέρια μου τρύπησαν και δεν κρατούν ευχές, καραμέλες, νερό, πληγές, μήτε καν ίασπι, αμέ-θυστο και κιννάβαρι πολύτιμο, φλογερό. Τα πόδια μου βάρυναν, σέρνονται, χορεύουν δεν περπατούν πια, δεν έρχονται σε μέρη γνωστά, αλαργεύουν ολοένα και πάνε. Κατά τη μεριά που δύουν τα όνειρα, κατά το νότο που αλώ-νουν έρωτες, κατά το Βορρά που θερίζουν πό-νους πικρούς, κατά της Ανατολής τα μέρη που κοιτάζουν αναίτια τον Ουρανό, με άδολη μα άσκοπη ματιά. Τα πόδια μου στασίασαν, δεν

υπακούουν πια. Μαρμάρωσαν στο βήμα εκεί-νο το βαρύ πριν απο το μεράκι, απÕ το παράπο-νο μετά, γίνανε έρωτας βαλσαμωμένος, άπιστη προσευχή, όνειρο πραγματικό, ίσως και πόντος να Ôγιναν μα δεν το θωρώ πια έτσι που θολά τα μάτια κοιτούν, προσηλωμένα, στο σταματημέ-νο φοβερό σταυρό κι όχι στης Ανάστασης τη λευκή φορεσιά.Ξένος πορεύομαι μέσα σε αλώνια μνήμης παι-δικής, ανάμεσα σε σμήνη πουλιά που έρχονται ολοένα από μακριά και δεν φτάνουν ποτέ. Ξέ-νος πηγαίνω σε ηδονές και προσπερνώ. Ξένος γεύομαι και δεν κρατώ. Ξένος στις παρακλήσεις και στις προσευχές, στις πομπές και σε λιτανείες μεγαλόπρεπες, βουερές.Το σούρουπο μονάχα, φορές φορές, τότε που βα-σιλεύει του ήλιου η γιορτή, τότε που κοιμούνται τα ανέμελα πουλιά και των ίσκιων ανδρώνονται τα δειλά ασταθή κορμιά, τότε που αεράκι φτά-νει, ανάσα και αναστεναγμός της βασανισμένης τερακότας γης, τότε που τα πάθη ησυχάζουν ανεξήγητα μεμιάς και για λίγο δροσούλα κατα-κάθεται η προσευχή στης καρδιάς το πέλαγο το βαθύ. Τότε έρχεται λιγοστή χαρά και απαλύνει, βαλσαμώνει, παρηγορεί και ως ξένος και πάλι εγώ σε τραπέζι κάθομαι να γευτώ σπουργίτης φοβισμένος, δειλός, βέβαιος πως και πάλι της νύχτας η ανοιχτή υπόσχεση αγκαλιά ξένο θα με βρει και πάλι στις στράτες να γυρνώ με τα κουρέλια της ζήσης και την αφόρητη του πόνου πίκρα εγώ...

Αυγούστου 11, Αθήνα

Page 61: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 1

Page 62: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"
Page 63: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 3

Αύγουστος

Αύγουστος. Χώμα αφράτο, ήσυχο, βεβαιωμένο, καλό. Χορταρά-κια ξανθισμένα, σε τρυφερή παρακμή, στωικά λυγίζοντα σε ανέ-μων την πομπή. Φλούδες καρπούζι αφημένες, ριγμένες χρόνια τώρα στις άκριες δρόμων επαρχιακών, αγροτικών, στενών. Χρώ-ματα ψημένης σιέννας και όμπρας ωμής ραντισμένα απλόχερα, τριγύρω, παντού. Τριζόνια, αναίτιοι ακατάπαυστοι ντελάληδες της ματιοδοξίας μωροί, ωραίοι, άφαντοι, ξακουστοί. Αύγουστος η ευωδία της καλαμιάς μετά την ξαφνική, βιαστική, ύπουλη σχεδόν νεροποντή. Χωράφια καψαλισμένα, βουβά, αναμένοντα. Μυρου-διές απο ροδάκινο, πεπόνι αργείτικο, φρεσκοκομμένη ντοματο-σαλάτα, ψωμί που ψήνεται, τυροκουλούρα της μάνας, παιδιά που τρέχουν για κει... Αύγουστος. Ένα σούρουπο που δεν λέει να τελειώσει. Θερινά σινεμά, σε ανάμνηση. Κουβέντες λιγωμέ-νες ερωτικές μέσα στα φλοίσβο κυμάτων γοερών γυναίκας θά-λασσας. Αύγουστος. Εκείνο το χάδι άνεμος στην πίσω μεριά του μπράτσου σου. Μια ματιά που ξεχάστηκε στην καρδιά σου μέσα για πολύ, όσο να τελειώσει το Cinema Paradiso. Tous les matins du Monde... Οι τελευταίες νότες της μικρής Αχιβάδας, του Μάνου το Ιωνικό και η μυστική, ανεξήγητη παρουσία του Nino Rota, έτσι για το πείσμα... Βάδισμα αργό τα απογεύματα που φέρνει σε παρακλήσεις όνειρα και νοσταλγία της γεροντικής ησυχίας αρ-χαίας βελανιδιάς στην Αγία Παρασκευή από κάτω. Δημοσιές που κατηφορίζουν στον Σεπτέμβριο, στην Επίδαυρο, στη Γαύδο, στο Μακρύ Γιαλό, στα Σχινοκάψαλα, στο τελευταίο θυμάρι και στο κλαδάκι του ώριμου, ευωδιάζοντα έρωντα που άφησες επίτηδες στο πρεβάζι του παράθυρο των κλαυθμών. Αύγουστος. Μισή μα-τιά κατά το Λυβικό. Ζέστη ώχρα, terra ercolano, όμπρα Κύπρου, verdaccio, και χλωμό τσαγαλί δροσούλα λιγοστή. Βραδάκια σε συναυλία και ακαθόριστη προσμονή. Αύγουστος. Χώμα, ραστώ-νη, γυναίκα, συγγνώμη, εσύ...Αυγούστου 9. Εδώ... κι ένα μυγάκι που ακόμη ρόλο δε βρήκε στην ποίηση να μπει...

Page 64: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 4

Κάτι δρόμοι είναι, στένεψαν...

...Κάτι δρόμοι είναι και στένε-ψαν απότομα. Κάτι σοκάκια που δεν βγάζουν πια πουθενά. Παλιά θυμάμαι κατηφόριζες και σε λίγες δρασκελιές ήσου-να μέσα στην αγορά μέσα στην κίνηση της πλατείας, στη βουή, στις φρέσκιες μυ-ρουδιές, στις άτακτες χαρού-μενες λαλιές. Τώρα αυτοί οι δρόμοι δεν βγάζουν πουθενά. Ρήμαξαν σαν τα κορμιά των ανθρώπων κι αυτοί. Χορτάρια-σαν. Ξέφτισε και η άσφαλτος. Γέμισε λακούβες, άσχημες, βαθιές και κοφτερές. Δεν τολμάς να περάσεις από κει τα βράδυα. Σκυλιά αλυχτά-νε, σε τρομάζουν. Φεγγάρια σταματημένα στη χάση τους κρεμασμένα στα ξερά κλαδιά δένδρων άγνωστων φερμένων απ’ αλλού. Σκιάχτρα ακόμη παντού. Τα βάζουν οι γριές για να τρομάξουν τα όρνια και τις καλιακούδες. Τα βράδα όμως ζωντανεύουν και χτυπιούνται αναμεταξύ τους και βγάζουν ήχους αλλόκοτους που παγώ-νουν το αίμα των κανονικών ανθρώπων. Αυτών που δεν τολμούν να κοιτάξουν τη Σε-λήνη κατάματα, γιατί σκιάζο-νται το παγωμένο αργυρό φως και τρέμουν τους μύθους που ακούγαν από παιδιά σ’ ατέ-λειωτα καλοκαιριάτικα νυχτέ-ρια... Άμα δεις τη Σελήνη κα-τάματα δεν θα μπορέσεις ποτέ να κοιμηθείς ήσυχα. Κάθε που

πιάνει η νύχτα θα παίρνεις τα βουνά και θα ρωτάς. Δέντρα λευκά, βασανισμένα από ανέ-μους σφροδρούς, αμείλιχτους βοριάδες, σκληρά απότομα κομμένα βράχια, τριζόνια και χελώνες γέρικες, χλωμές. Θα ρωτάς για τον Ενδυμίωνα, έναν βοσκό καταραμένο, τρα-γικό και μόνο, που ποτέ δεν θα γνωρίσεις. Θα ρωτάς έτσι χωρίς λόγο και δεν θα μπορείς να κοιμηθείς ήσυχα ποτέ. Θα γίνεις σαν τον έρωτα και σαν τα κύματα της θάλασσας. Θα γυρνάς χωρίς λόγο και χωρίς τέλος. Θα ψάχνεις νÕ αντα-μώσεις με ανθρώπους, με τις ομορφιές και με στοιχειά και τίποτα δε θα βρίσκεις. Μονά-χα θα πλανιέσαι γυρνώντας μες στις νύχτες, της Σελήνης τις αδελφές...Κι είναι που και οι δρόμοι δε βγάζουν πια πουθενά. Όσο κι αν κατηφορίσεις δεν θα φτάσεις στην πλατεία. Θα μα-κραίνεις ολοένα και θα αγω-νιάς και θα ζωντανεύεις μέσα σου εικόνες μυστικές από ένα παρελθόν που δεν έζησες και που δεν θέλησες. Οι δρόμοι θα σε φτάνουν σε τρίστρατα και σε συμπληγάδες, σε δρά-κους παγερούς, κόκκινους, έρποντες, φθονερούς και σε μύθους με μάγισσες και ξέ-φωτα σκοτεινά, παράξενα λουσμένα από φώτα ξένα, αλλόκοτα φοβιστικά. Όσο κι

αν παίρνεις πια τους δρόμους δε θα φτάνεις ποτέ στη γνώ-ριμη του σπιτιού αυλή, με το γιασεμί και το αγιόκλημα που ξορκίζει τους φόβους και την εξουσία του κενού. Στο σπίτι που περιμένουν πάντα φίλοι κι εδικοί, στο σπίτι που ξεχά-στηκες κι άφησες να γκρεμι-στεί στην κατοχή, τότε που ο τόπος δεν είχε αρχή άλλη και τέλος απ’ την ανάγκη και τη στενή της καρδιάς φυλακή. Το σπίτι όμως, παράξενα, άντεξε και έγινε τώρα δρόμος που μπορείς κάθε που βρα-διάζει να τον παίρνεις και να φτάνεις στη δημοσιά με τις ευωδιές της αγκαλιάς και τη ζεστή χαλαρή ανάσα φίλων καρδιακών. Όταν οι δρόμοι στενεύουν και δεν φτάνουν πουθενά μη φοβηθείς. Πάρε τον δρόμο του σπιτιού με τα μεγάλα ανοιχτά παράθυρα απ’ όπου αγέρηδες έρωτες διαβάτες περνούν και πάνε. Πάνε... κατά του ντουνιά τον πηγαιμό, κατά το μεγάλο της τύχης χαμό...

Γέρακας

Page 65: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 5

Page 66: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

ΠΕΡΙωΔΙΚΟ Τ Η Σ Π Ο Λ Η Σ

Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Κ Δ Ο Σ Η

ΙδιοκτησίαΌμιλος Επιχειρήσεων

Πολιτισμού & ΕπικοινωνίαςALPHA MEDIA GROUP

Βενιζέλου 79 | 654 03 | ΚαβάλαΤ 2510 220 120 | F 2510 221 300 Ε [email protected]

ΕκδότηςΙωάννης Κ. Τσίγκας

ΔιευθυντήςΚωνσταντίνος Ι. Τσίγκας

Σύμβουλος Έκδοσης | Καλλιτεχνική ΔιεύθυνσηΜπάμπης Γαμβρέλης

Δημιουργικό{ Μe˚PĦĨsto }

Νομική ΣύμβουλοςΣουλτάνα Π. Ελευθεριάδου

Καβάλα | Τ 2510 621 200 | F 2510 621 201

Συνδρομές ΕτήσιεςΕσωτερικού �45,00 | Εξωτερικού �90,00 Δήμοι, Ν.Π.Δ.Δ., Επιχειρήσεις �200,00

Δημόσιες & Δημοτικές Βιβλιοθήκες �120,00

Page 67: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 7

Page 68: ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

6 8