Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που...

96
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ Β΄ ΕΤΟΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Δ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, Π. ΛΑΔΑΣ, Γ. ΚΑΡΥΜΠΑΛΗ-ΤΣΙΠΤΣΙΟΥ, ΑΧ. ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΔΗΣ, Δ. ΚΛΑΒΑΝΙΔΟΥ ΘΕΜΑ: Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΑΛΛΑΧΘΕΝΤΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡ. 139 ΑΚ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΒΕΡΓΗΣ ΦΩΤΗΣ

Transcript of Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που...

Page 1: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ

Β΄ ΕΤΟΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Δ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, Π. ΛΑΔΑΣ, Γ. ΚΑΡΥΜΠΑΛΗ-ΤΣΙΠΤΣΙΟΥ, ΑΧ. ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΔΗΣ, Δ. ΚΛΑΒΑΝΙΔΟΥ

ΘΕΜΑ:

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΣΥΝΑΛΛΑΧΘΕΝΤΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡ. 139 ΑΚ

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΒΕΡΓΗΣ ΦΩΤΗΣ

Β΄ - ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2007(ΑΡΧΙΚΗ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2007)

Page 2: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ι. Εισαγωγικά

Α. Γενικά

B. Σχέση των άρ. 138 § 1 και 139 ΑΚ

1. Κρατούσα άποψη – Η έννοια της εικονικότητας και η ακυρότητα της

σχετικής δήλωσης βουλήσεως προσδιορίζονται από το συνδυασμό των αρ. 138

και 139 ΑΚ

α. Παρουσίαση

β. Παρατηρήσεις

2. Μη κρατούσα άποψη – Το αρ. 139 ΑΚ εισάγει περιορισμό της ακυρότητας

ως έννομης συνέπειας του αρ. 138 § 1 ΑΚ

α. Αποσύνδεση της γνώσης του δέκτη της δήλωσης από την έννοια της

εικονικότητας – Προσδιορισμός της έννοιας και των στοιχείων της μόνο από το αρ.

138 § 1 ΑΚ

β. Διαχωρισμός των διατάξεων των αρ. 138 § 1 ΑΚ και 139 ΑΚ, αλλά εμμονή

στη γνώση του δέκτη της δήλωσης ως στοιχείο της εικονικότητας

ΙΙ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 139 ΑΚ

Α. Εικονική δήλωση βουλήσεως ή δικαιοπραξία

1. Αντικειμενικό στοιχείο

α. Δεκτικές εικονικότητας δηλώσεις βουλήσεως και δικαιοπραξίες

β. Ανεπίδεκτες εικονικότητας δηλώσεις βουλήσεως

2. Υποκειμενικά στοιχεία

α. Εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως

β. Γνώση ή συμφωνία του λήπτη της δήλωσης ως προς την εικονικότητά της

(κρατούσα)

2

Page 3: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

γ. Σκοπός παραπλάνησης – Αυτοτελής προϋπόθεση εικονικότητας;

Β. Συναλλαγή και βλάβη

1. Γενικά – Εννοιολογικός προσδιορισμός

2. Έννοια του συναλλαχθέντος

α. Ο λήπτης της δήλωσης (συμβάσεις και μονομερείς απευθυντέες δηλώσεις

βουλήσεως)

β. Ο ωφελούμενος από τη δήλωση (επί μη απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως)

– Το παράδειγμα του τιμώμενου επί εικονικής διαθήκης

γ. Τρίτοι συναλλαχθέντες

Γ. Άγνοια του συναλλαχθέντος

1. Έννοια του όρου «άγνοια»

2. Κρίσιμος χρόνος

3. Επί αντιπροσώπευσης

ΙΙΙ. Έννομη συνέπεια του αρ. 139 ΑΚ

Α. Γενικά

Β. Βάρος απόδειξης

IV . Σύνοψη – Επίλογος

3

Page 4: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε

αγνοώντας την»

Ι. Εισαγωγικά

Α. Γενικά

Η εικονική δήλωση βουλήσεως ή η εικονική δικαιοπραξία, δηλαδή εκείνες

που δεν γίνονται στα σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά, αποτελούν ανωμαλία στο

χώρο των συναλλαγών που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά τους. Ανεξάρτητα από

την τυχόν πρόθεση του εικονικώς δηλούντως να παραπλανήσει το λήπτη της

δήλωσης ή τρίτους, σε κάθε περίπτωση επιθυμεί να μην επέλθει μεταβολή στην

υπάρχουσα νομική κατάσταση, να μην έχει δηλαδή η δήλωσή του έννομες

συνέπειες, αλλά απλώς και μόνο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επέρχεται η

παραπάνω μεταβολή. Έχει συνείδηση της νομικής σημασίας της δήλωσής του, όχι

όμως και βούληση να δεσμευτεί από αυτήν.

Το φαινόμενο που δημιουργείται, ότι η δήλωση είναι έγκυρη και παράγει

πλήρως τις έννομες συνέπειές της, είναι δυνατόν να πλήξει τους τρίτους που

συναλλάχθηκαν προσδίδοντας εμπιστοσύνη στην κατάσταση που φαίνεται να έχει

δημιουργηθεί, αγνοώντας πως είναι αποτέλεσμα εικονικής δήλωσης. Ακριβώς για

την προστασία των καλόπιστων συναλλαχθέντων θεσπίστηκε η ειδική διάταξη

του αρ. 139 ΑΚ που ορίζει πως η εικονικότητα «δεν βλάπτει εκείνον που

συναλλάχθηκε αγνοώντας την», ήτοι πως η ακυρότητα, έννομη συνέπεια της

εικονικότητας κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ, δεν μπορεί να αντιταχθεί έναντι του

καλόπιστου αυτού συναλλαχθέντος.

Το άρθρο 139 ΑΚ αποτελεί ειδική εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης στο

ιδιωτικό δίκαιο και υλοποιεί τις ειδικότερες αρχές του φαινομένου δικαίου και της

απαγόρευσης κατάχρησης δικαιώματος υπό την έννοια του ανεπίτρεπτου της

4

Page 5: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

αντιφατικής συμπεριφοράς1. Αποσκοπεί στην προστασία της εμπιστοσύνης2 που

επέδειξαν οι εν αγνοία της εικονικότητας συναλλαχθέντες στο φαινόμενο

μεταβολής της νομικής κατάστασης που δημιουργεί η συμπεριφορά του εικονικά

δηλώσαντος, η οποία είναι αντιφατική δεδομένου πως συνίσταται στην επιχείρηση

δήλωσης με συνείδηση των εννόμων συνεπειών της, χωρίς να υφίσταται βούληση

νομικής δέσμευσης μέσω της επέλευσης αυτών.

Η θετική προστασία του καλόπιστου συναλλαχθέντος δυνάμει του αρ. 139 ΑΚ

συνίσταται στην εξομοίωση του φαινομένου με την πραγματικότητα με την

επέλευση των αποτελεσμάτων της εικονικής δήλωσης ή κατ’ επέκταση της

εικονικής δικαιοπραξίας υπέρ του άξιου προστασίας σαν να ήταν έγκυρη, καθώς

αποκλείει την έναντι αυτού επίκληση της ακυρότητάς της3. Προϋποθέτει ότι ο

συναλλαχθείς αγνοεί την εικονικότητα, άγνοια που εννοιολογικά ταυτίζεται με

την υποκειμενική καλή πίστη4 , 5. Η «άγνοια» κατά την έννοια του 139 ΑΚ είναι

πραγματικό γεγονός, μια ενδιάθετη γνωσιολογική κατάσταση με περιεχόμενο την

πεποίθηση ότι ορισμένη παράταση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ

αυτό δεν είναι αληθές˙ στην προκείμενη περίπτωση, ότι η εικονική στην

πραγματικότητα δήλωση βουλήσεως ή δικαιοπραξία είναι σοβαρή και έγκυρη6.

Παρά το γεγονός ότι προϋπόθεση της κατά το αρ. 139 ΑΚ προστασίας είναι η

υποκειμενική καλή πίστη του συναλλαχθέντος και σκοπός η αποτροπή βλάβης

του από την αντιφατικότητα της συμπεριφοράς του εικονικώς δηλώσαντος και

1 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας-Συμβολή στην ερμηνεία των αρ. 138 § 1 και 138 ΑΚ, 2004, σελ. 256-257, Καραγιάννης, Η προβληματική της εικονικότητας στο ιδιωτικό δίκαιο, 2002, σελ. 162-169, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 380, Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1988, § 39 αριθ. 708, σελ. 527, σελ. 256-257, Παντελίδου, Η καλή πίστη στο κληρονομικό δίκαιο, ΝοΒ 2003, σελ. 13552 Λιβάνης, Εικονική δήλωση βουλήσεως και άγνοια του συναλλαχθέντος ως προς αυτήν, ΝοΒ, 2002, 1084 επ. (1092)3 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 162-1694 Κουμάντος, Η υποκειμενική καλή πίστις : συμβολή εις τα περί γνώσεως και άγνοιας εν τω αστικώ δικαίω, 1958, σελ. 80 επ., Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 288-289, Λιβάνη, ό.π., σελ. 1084 επ. (1091-1092).5 Η αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη αποτελεί αξιολογικό κριτήριο ορισμένης συμπεριφοράς και αναφέρεται στην αναμενόμενη στις συναλλαγές «ορθή» και «έντιμη» συμπεριφορά, είναι το μέτρο με το οποίο καλείται να κρίνει ο δικαστής σε κάθε περίπτωση. Αντίθετα η υποκειμενική καλή πίστη είναι πραγματικό γεγονός που κρίνεται ad hoc και συνίσταται στην ενδιάθετη κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου που ενεργεί με την πεποίθηση πως ασκεί δικαίωμά του ή αγνοώντας περιστατικά που καθιστούν την πράξη του παράνομη. Βλ. αναλυτικότερα Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, 1957, σελ. 124 επ. και 274 επ., Κουμάντο, ό.π., σελ. 19 επ. και 80 επ. (82-83), Παπαστερίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου Ι/α, 1994, § 7 ΙΙ.3., σελ. 49-50.6 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., 289.

5

Page 6: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

από το φαινόμενο που έχει δημιουργηθεί, εντούτοις μέσω της προστασίας αυτής

εξυπηρετείται και η ασφάλεια και ευρυθμία των συναλλαγών7.

Για να τεθεί σε εφαρμογή το αρ. 139 ΑΚ προϋποτίθεται ότι υφίσταται

εικονική δικαιοπραξία ή δήλωση βουλήσεως κατά την έννοια του αρ. 138 ΑΚ, την

οποία ακολούθησε συναλλαγή που συνδέεται με αυτήν, υπό την έννοια ότι

πραγματοποιήθηκε λόγω της εμπιστοσύνης του αγνοούντος την εικονικότητα

συναλλαχθέντος στο φαινόμενο εγκυρότητάς της δήλωσης ή δικαιοπραξίας.

Αποσκοπεί δε ακριβώς στην προστασία του καλόπιστου αυτού συναλλαχθέντος,

έναντι του οποίου δεν είναι δυνατό να αντιταχθεί η ακυρότητα της εικονικής

δήλωσης ή δικαιοπραξίας στην οποία βασίστηκε προκειμένου να προβεί στην

κρίσιμη και άξια προστασίας συναλλαγή.

Παρά τα ανωτέρω, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία έχουν εκφραστεί

διαφορετικές απόψεις σχετικά με το βαθμό στον οποίο η διάταξη του αρ. 139 ΑΚ

εισφέρει στον εννοιολογικό προσδιορισμό της εικονικότητας, το κατά πόσο

αναφέρεται και αυτή στις προϋποθέσεις της ως συμπλήρωμα του αρ. 138 ΑΚ ή αν

αναφέρεται στις έννομες συνέπειές της και μόνο, εισάγοντας περιορισμό της

ακυρότητας λόγω εικονικότητας. Διχογνωμία περαιτέρω υπάρχει σχετικά με τις

προϋποθέσεις επίκλησης του αρ. 139 ΑΚ, ζήτημα που συναρτάται τόσο με τις

διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της έννοιας της εικονικότητας όσο και με

την ερμηνεία που δίνεται στην έννοια του «συναλλαχθέντος».

Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρηθεί η συνοπτική παρουσίαση της

προβληματικής που άπτεται της εφαρμογής της διάταξης του αρ. 139 ΑΚ.

B. Σχέση των άρ. 138 § 1 και 139 ΑΚ

Η διχογνωμία που επικρατεί σε θεωρία και νομολογία σχετικά με τη σχέση

των διατάξεων των άρθρων 138 § 1 και 139 ΑΚ άπτεται του προσδιορισμού της

έννοιας της εικονικότητας και των στοιχείων της, ωστόσο σκόπιμο είναι να γίνει

αναφορά σε αυτήν στο πλαίσιο της εισαγωγής στην προβληματική του αρ. 139.

Πρακτικά αλλά και ουσιαστικά, η λύση που επιλέγεται από τους εκφραστές

εκάστης των απόψεων που έχουν διατυπωθεί έχει ως συνέπεια να θεωρείται ως

7 Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 270, Σημαντήρας, ό.π., σελ. 527

6

Page 7: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

αναγκαία προϋπόθεση της εικονικότητας ορισμένης δήλωσης ή δικαιοπραξίας η

ως προς αυτήν γνώση του λήπτη της δήλωσης ή αντισυμβαλλομένου. Η

ερμηνευτική οδός που μπορεί να ακολουθήσει κανείς άπτεται επίσης του

ζητήματος εφαρμογής των αρ. 138 και 139 ΑΚ επί μη απευθυντέων δηλώσεων

βουλήσεως.

1. Κρατούσα άποψη – Η έννοια της εικονικότητας και η ακυρότητα της

σχετικής δήλωσης βουλήσεως προσδιορίζονται από το συνδυασμό των αρ. 138

και 139 ΑΚ

α. Παρουσίαση

Κατά την μάλλον κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη, η έννοια και τα

στοιχεία της κατά τον Αστικό Κώδικα εικονικότητας προκύπτουν από το

συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 138 § 1 και 139 ΑΚ. Σύμφωνα με την

ερμηνεία που έδωσε πρώτος ο Μπαλής η διάταξη του αρ. 139 ΑΚ δεν εισάγει

εξαίρεση του αρ. 138 ΑΚ, αλλά είναι προσδιοριστική του άρθρου αυτού,

προσδιορίζοντας την τασσόμενη από αυτό ακυρότητα, της οποίας αποτελεί

αρνητική προϋπόθεση8, ώστε αναγκαία για να επέλθει η ακυρότητα ως έννομη

συνέπεια της εικονικότητας από τον επικαλούμενο αυτήν είναι η επίκληση και

απόδειξη της περί της εικονικότητας γνώσης του συναλλαχθέντος. Η ερμηνεία

αυτή ουσιαστικά διαμόρφωσε τόσο τις μεταγενέστερες μελέτες στη θεωρία9 όσο 8 Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961, σελ. 126.9 Αυτούσια ουσιαστικά την άποψη του Μπαλή επαναλαμβάνουν οι Γαζής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου – Τεύχος Γ΄ Αι δικαιοπραξίαι, 1973, σελ. 43, Ασπρογέρακας-Γρίβας, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1981, σελ. 299, Σημαντήρας, ό.π., § 39 αριθ. 705, σελ. 525, Καρακατσάνης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Αστικό Κώδικα Ι – Γενικές Αρχές, 1997, αρ. 138-139 αριθ. 12, σελ. 205-206, Ψούνη, Αι συνέπειαι της εικονικότητος διαθήκης ως προς τον τετιμημένον, Αρμ. 1970, 1142 επ. (1142), Σωσσίδου, Πώληση ακινήτου με εικονικό τίμημα, Αρμ 1986, σελ. 368 επ. (372).

Εμμέσως, από το γεγονός πως υιοθετούν τη θέση πως η γνώση του αποδέκτη της δήλώσης είναι στοιχείο της εικονικότητας, προκύπτει πως ενστερνίζονται την παραπάνω άποψη και οι Καύκας, Η εικονικότης κατά τον Αστικόν Κώδικα, Αρμ. 1947, σελ. 169 επ. (169-170), Σπυριδάκης-Περάκης, Αστικός Κώδιξ – Α΄ Γενικαί Αρχαί, 1976, άρθρο 139, Βουζίκας, Η εικονικότης περί το πρόσωπο του αγοραστού, ΝοΒ 1966, 785 επ. (78), Γεωργίου, Ι. Εικονικότητα στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου ΙΙ. Εικονική, ως προς το πρόσωπο, δικαιοπραξία και δικαιοπραξία με παρένθετο πρόσωπο (έμμεσο αντιπρόσωπο): Εννοιολογική διαφορά, Αρμ. 1992, σελ. 781 επ.(781), Σπυριδάκης, Καλόπιστη κτήση κυριότητας ακινήτου από μη κύριο, ΝοΒ 2002, 261 επ. (267)

Ο Παπαντωνίου καταλήγει στην ίδια θέση, παρά το γεγονός πως καταρχήν δέχεται ότι η γνώση του αποδέκτη της εικονικής δήλωσης δεν αποτελεί στοιχείο της εικονικότητας, δεδομένου πως αυτό δεν προκύπτει από τη διάταξη του αρ. 138 ΑΚ, που δεν διακρίνει εξάλλου μεταξύ απευθυντέων και μη απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως. Εντούτοις, παρότι δεν θεωρεί τη γνώση του αντισυμβαλλομένου

7

Page 8: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

και την νομολογιακή πρακτική10, παγιώνοντας τη θέση πως «εικονικότης και εξ

αυτής ακυρότης υπάρχει και προτείνεται μόνο κατά του εν γνώσει αυτής

συναλλαχθέντος»11.

Η ως άνω κρατούσα άποψη, όπως διατυπώθηκε αρχικά από τον Μπαλή,

στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, παραθέτοντας τη ρύθμιση του

προϊσχύσαντος ρωμαϊκού δικαίου, όπου ο επικαλούμενος την εικονικότητα όφειλε

να αποδείξει μόνο αυτήν και ο καθ’ ου προτείνεται η εικονικότητα έπρεπε να

επικαλεστεί και αποδείξει κατ’ ένσταση την καλή του πίστη, κατέληγε πως

«τοιαύτη ή άλλη παρόμοια κατασκευή δεν ευρίσκει στήριγμα εις τον κώδικα»,

χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση. Είναι φανερό πάντως, παρά το γεγονός ότι δε

γίνεται καμιά σχετική αναφορά, πως το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η

παραπάνω προσέγγιση είναι αποτέλεσμα προσπάθειας τελολογικής ερμηνείας των

διατάξεων των αρ. 138 § 1 ΑΚ και 139 ΑΚ. Αποσκοπεί στην προσθήκη ενός

ακόμα στοιχείου το οποίο πρέπει να αποδείξει ο επικαλούμενος την εικονικότητα

και άρα την ακυρότητα ορισμένης δικαιοπραξίας, γεγονός που καθιστά

δυσχερέστερη την ανατροπή των αποτελεσμάτων της και επομένως διευρύνει την

ασφάλεια των συναλλαγών. Η διεύρυνση της προστασίας αντανακλάται και σε

δικονομικό επίπεδο καθώς οι συναλλαχθέντες θα πρέπει να αποδείξουν την άγνοιά

τους κατά το αρ. 139 ΑΚ ως άρνηση της αγωγής του επικαλούμενου την

ή λήπτη της δήλωσης ως εννοιολογικό γνώρισμα της εικονικότητας, προκειμένου να επιτευχθεί και ουσιαστικά η προστασία του καλόπιστου συναλλαχθέντος, καταλήγει πως πρέπει να θεωρηθεί ότι το αρ. 139 ΑΚ καθιερώνει αρνητική προϋπόθεση εφαρμογής του αρ. 138 ΑΚ, ώστε ο επικαλούμενος την ακυρότητα να επιβαρύνεται με την απόδειξη της γνώσης του τρίτου. Συνειδητά δηλαδή, προβαίνει στην παραπάνω ερμηνεία χάριν σκοπιμότητας, ώστε να απαλλάξει τον τρίτο από το βάρος απόδειξης της άγνοιάς του κατά την κατ’ ένσταση επίκληση της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ, γεγονός που θα δυσχέραινε τη θέση του υπέρ του εικονικά δηλούντος, που ευθύνεται ουσιαστικά για την ανωμαλία που προκάλεσε στις συναλλαγές το φαινόμενο της εικονικής του δήλωσης. Βλ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 377-379 και 381. 10 ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ, όπου ακολουθείται η άποψη του Μπαλή και χρησιμοποιείται στο διατακτικό η ίδια διατύπωση («…λόγω του εξαιρετικού και προσδιοριστικού της εκτάσεως της ακυρότητας χαρακτήρα της [διάταξης του αρ. 139 ΑΚ]…»).

Τη γνώμη του Μπαλή ενστερνίζεται πάγια η νομολογία, έστω και χωρίς να αναπαράγεται αυτή αυτολεξεί κάθε φορά, με αποτέλεσμα να απαιτείται η επίκληση και απόδειξη της γνώσης του αποδέκτη της δήλωσης ώστε να επέλθει η έννομη συνέπεια του αρ. 138 § 1 ΑΚ, ήτοι η ακυρότητα. Ενδεικτικά, βλ. ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431, ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427 επ. , ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408 επ., ΑΠ 1680/2001, ΕλλΔνη 2004, 101 ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296 επ. , ΑΠ 57/1994, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 517/1980, ΝοΒ 1980, 1946 επ., ΕφΑθ 3034/1998, ΕλλΔνη 2002, 485, ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕΕμπΔ 1999, 526 επ. , ΕφΠειρ 575/1995, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3058/1985, ΕλλΔνη 1985, 729 επ. , ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ 1979, 657 επ., ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524 επ. 11 Μπαλής, ό.π., σελ. 126.

8

Page 9: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

εικονικότητα, και όχι κατ’ ένσταση12, ώστε τυχόν αδυναμία του τελευταίου να

αποδείξει τη γνώση τους να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί έγκυρη η δήλωσή

του και να μην επέρχεται καν η ακυρότητα ως έννομη συνέπεια του αρ. 138 § 1

ΑΚ.

β. Παρατηρήσεις

Η ανωτέρω ερμηνεία δέχεται τα τελευταία χρόνια στη θεωρία έντονη κριτική.

Παρατηρείται καταρχάς πως η άποψη που απορρίπτει ο Μπαλής προκύπτει τόσο

από τη διατύπωση του αρ. 138 § 1 ΑΚ όσο και από τη συστηματική κατανομή

των αρ. 138 και 139 ΑΚ. Τον ορισμό της εικονικότητας παρέχει πλήρη το αρ. 138

§ 1 ΑΚ, ορίζοντας ως εικονική τη δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά

παρά μόνο φαινομενικά και προβλέπει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα της

εικονικής δήλωσης, χωρίς να εξαρτά την επέλευσή της από οποιαδήποτε

πρόσθετη προϋπόθεση, ιδίως τη γνώση του προς ον η εικονική δήλωση ως προς

την ελαττωματικότητά της. Έχοντας προσδιορίσει την κρίσιμη έννοια, στη

δεύτερη παράγραφο του αρ. 138 ο νομοθέτης αναφέρεται στην τύχη της τυχόν

καλυπτόμενης υπό την εικονική δικαιοπραξίας, στο δε αρ. 139 ΑΚ εισάγει

περιορισμό της έννομης συνέπειας της εικονικότητας, ώστε να μην είναι δυνατόν

αυτή να αντιταχθεί έναντι του εν αγνοία της συναλλαχθέντος˙ και στις δύο αυτές

διατάξεις ο νομοθέτης εκλαμβάνει ως δεδομένη την έννοια της εικονικότητας και

προχωρά στη ρύθμιση επιμέρους ζητημάτων που συνδέονται με την εικονική

δικαιοπραξία και την ακυρότητα ως έννομη συνέπειά της. Το αρ. 139 ΑΚ δεν

αποτελεί συμπλήρωμα του αρ. 138 § 1 ΑΚ ως προς τη διαμόρφωση της έννοιας

της εικονικότητας, αλλά, στηριζόμενο στο αρ. 138 § 1 ΑΚ, προϋποθέτει την

ύπαρξη εικονικής δήλωσης ή δικαιοπραξίας που είναι κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ

άκυρη και προβλέπει τον περιορισμό των συνεπειών της ακυρότητας έναντι του

καλόπιστου τρίτου13. Πρόκειται δηλαδή για δύο διατάξεις όπου η μεν πρώτη 12 Για την κατ’ ένσταση προβολή του αρ. 139 ΑΚ υπό την παρακάτω αναλυόμενη αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία η γνώση του λήπτη της δήλωσης δεν είναι στοιχείο της έννοιας της εικονικότητας βλ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 300-301. 13 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 79-80, Λιβάνης, ό.π., σελ. 1088-1089, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 345-346, Παπακωνσταντίνου, Η ερμηνευτική σχέση των διατάξεων των άρθρων 138 και 139 ΑΚ, ΝοΒ 1997, 886 επ. (886-887).

Τη θέση αυτή φαίνεται να ακολουθεί και η ΑΠ 199/2002, ΝΟΜΟΣ, διαχωρίζοντας τις δύο διατάξεις και δεχόμενη πως το μεν αρ. 138 § 1 ΑΚ προσδιορίζει την έννοια της εικονικότητας και καθιερώνει

9

Page 10: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

τυποποιεί τον κανόνα (αρ. 138 § 1 ΑΚ), η δε δεύτερη εισάγει εξαίρεση υπέρ

αποκλειστικά και μόνο του αγνοούντος την εικονικότητα συναλλαχθέντος (αρ.

139 ΑΚ).

Πέραν της στενής γραμματικής ερμηνείας των αρ. 138 και 139 ΑΚ, ούτε από

τις προεργασίες για την κατάρτιση του Αστικού Κώδικα μπορεί να προκύψει

ευσταθές επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η έννοια της εικονικότητας προκύπτει

από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 138 και 139 ΑΚ. Για το ζήτημα της

εικονικότητας, τόσο στο σχετικό προσχέδιο του Εισηγητή όσο και στο σχέδιο της

Συντακτικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα διαμορφώνονται δυο διαφορετικές

διατάξεις, όπου στην μια διατυπώνεται ο κανόνας και στην άλλη η εξαίρεσή του14.

Σε κάθε περίπτωση, είναι επισφαλής η άντληση επιχειρημάτων από την

αιτιολογική έκθεση του Εισηγητή του Προσχεδίου Γενικών Αρχών καθηγητή Γ.

Μαριδάκη, όπου αναφέρεται πως η παρεχόμενη με το αρ. 139 ΑΚ (αρ. 52 του

προσχεδίου) προστασία εμπνέεται από την παρεχόμενη στο γερμανικό δίκαιο

προστασία του καλόπιστου τρίτου, η οποία όμως δεν ερείδεται σε ειδική σχετική

περί εικονικότητας διάταξη αλλά από την γενική αρχή της καλής πίστης, καθώς

και μια σειρά άλλων νομοθετικών κειμένων (Αυστριακό ΑΚ, Κρητικό και

Σαμιακό Κώδικα, Γαλλοϊταλικό Σχέδιο Ενοχών)15. Με δεδομένο πως, κατόπιν των

διεργασιών που ακολούθησαν στη Συντακτική Επιτροπή αλλά και κατά την

ψήφιση του Αστικού Κώδικα επελέγη τελικά η συγκεκριμένη διατύπωση των αρ.

138 και 139, που αποκρυσταλλώνει την έννοια της εικονικής δήλωσης βουλήσεως

στο αρ. 138 § 1 ΑΚ και μόνο, θεσπίζοντας τον κανόνα πως είναι καταρχήν άκυρη,

θα ήταν εσφαλμένο να επιχειρείται ερμηνευτικά η ανάπλαση της έννοιας με τη

χρήση στοιχείων που προέρχονται από το προσχέδιο του Κώδικα, τα οποία δεν

την ακυρότητα ως έννομη συνέπειά της, το δε αρ. 139 ΑΚ περιορίζει τις συνέπειες της εικονικότητας ορίζοντας πως η ακυρότητα δεν ισχύει έναντι εκείνου ο οποίος όταν συναλλάχθηκε αγνοούσε την εικονικότητα της δηλώσεως βουλήσεως. Ομοίως και η ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕπΕμπΔ, 1999, 526.14 Στα αρ. 51 και 52 αντιστοίχως του προσχεδίου του Εισηγητή Γ. Μαριδάκη και 49 και 50 του σχεδίου της Εισηγητικής Επιτροπής οι σχετικές διατάξεις διαμορφώνονται διακριτά ως εξής: Ο μεν κανόνας «Η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρος», η δε εξαίρεση «Η εικονική δικαιοπραξία δεν παραβλάπτει δικαιώματα καλής πίστεως τρίτων» (με το προσχέδιο να διατυπώνει εναλλακτικά την έννομη συνέπεια, ώστε η εικονική δικαιοπραξία «να μην αντιτάσσεται» καλά των καλής πίστης τρίτων. Βλ. σχετικά Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 887.15 Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 887.

Βλ. την αναφορά στο γερμανικό δίκαιο στους Καύκα, ό.π., σελ. 170, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 32-36, Καραγιάννη, ό.π., σελ. 50-52 και το σχετικό σχολιασμό στους Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 378-379, ιδίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989, σελ. 278-279, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 76, 81,

10

Page 11: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

αποτελούν παρά μόνο την αφετηρία για την επεξεργασία και τελική διαμόρφωση

της ρύθμισης16.

Στον γερμανικό αστικό κώδικα εξάλλου, ο ορισμός17 που δίνεται στην

εικονικότητα είναι στενότερος του αρ. 138 § 1 ΑΚ και επακριβώς

προσδιορισμένος ώστε αφενός να περιλαμβάνει μόνο τις απευθυντέες δηλώσεις

βουλήσεως και τις αντίστοιχες δικαιοπραξίες, αφετέρου δε να ανάγει σε ειδική

προϋπόθεση την περί την εικονικότητα συμφωνία (Einverständnis) και επομένως

και γνώση του λήπτη της δικαιοπραξίας. Γίνεται έτσι δεκτό στο γερμανικό δίκαιο

πως δεν υπάρχει εικονική δήλωση κατά μείζονα λόγο αν την εικονικότητα αγνοεί

ο αποδέκτης της ενώ, εφόσον υφίσταται πράγματι κατά τα ανωτέρω εικονική

δικαιοπραξία (λόγω συμφωνίας και του λήπτη της δήλωσης), αυτή αντιτάσσεται

καταρχήν και έναντι του καλόπιστου τρίτου συναλλαχθέντος, ο οποίος, απουσία

ειδικής διάταξης αντίστοιχης του αρ. 139 ΑΚ, μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτού

την καλή του πίστη, ήτοι την άγνοιά του και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του

στο έγκυρο της δήλωσης στην οποία βάσισε τη συναλλαγή του. Πρόκειται πάντως

για διαφορετικό από το ελληνικό νομοθετικό καθεστώς από όπου δεν μπορεί να

αντλήσει κανείς επιχειρήματα για την ανάλυση των αρ. 138 και 139 ΑΚ18˙

οποιαδήποτε άκριτη μεταφορά σχετικών θεωρητικών κατασκευών στο ελληνικό

δίκαιο δεν μπορεί παρά να προκαλέσει σύγχυση. Είναι προφανές άλλωστε πως

παρότι ο Έλληνας νομοθέτης γνώριζε το περιεχόμενο της αντίστοιχης γερμανικής

ρύθμισης συνειδητά επέλεξε να διαμορφώσει την κατά το ελληνικό δίκαιο έννοια

της εικονικότητας αποκλειστικά και μόνο στη διάταξη του αρ. 138 § 1 ΑΚ, χωρίς

να διακρίνει μεταξύ απευθυντέας και μη απευθυντέας δηλώσεως βουλήσεως και

χωρίς να απαιτεί ως προϋπόθεση της εικονικότητας τη γνώση του αποδέκτη της

δήλωσης.

Πέραν των ανωτέρω, η κρατούσα άποψη, όπως διατυπώνεται, εμφανίζεται

μάλλον αντιφατική. Ενώ δηλαδή εκκινεί από την αποδοχή πως η έννοια της

εικονικότητας προκύπτει από το συνδυασμό των αρ. 138 και 139 ΑΚ, εν συνεχεία

16 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 17 § 117 BGB Abs 1 “Wird eine Willenserklärung, die einem anderen gegenüber abzugeben ist, mit dessen Einverständnis nur zum Schein abgegeben, so ist sie nichtig”, που θα μπορούσε να αποδοθεί ως εξής «Δήλωση βουλήσεως που απευθύνεται σε άλλον η οποία, με τη συμφωνία αυτού, γίνεται μόνο φαινομενικά δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα υπέρ αυτών (αυτολεξεί “καμία ωφέλεια”, είναι δηλαδή άκυρη)».18 Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 378

11

Page 12: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

χαρακτηρίζει τη διάταξη του αρ. 139 ΑΚ ως ρύθμιση που εισάγει αρνητική

προϋπόθεση, όχι της εικονικότητας, αλλά της τασσόμενης στο αρ. 138 § 1 ΑΚ

ακυρότητας της σχετικής δήλωσης βουλήσεως. Ταυτόχρονα εκλαμβάνει τη

διάταξη του αρ. 139 ΑΚ ως προσδιοριστική της έννοιας της εικονικότητας, αλλά

και του εύρους της έννομης συνέπειάς της, με αποτέλεσμα τελικά να αλλοιώνει

την έννοια της εικονικότητας όπως προσδίδεται στο αρ. 138 § 1 ΑΚ. Ειδικότερα,

χαρακτηρίζοντας την άγνοια ως αρνητική προϋπόθεση της ακυρότητας, σημαίνει

πως, εφόσον δεν υφίσταται γνώση του λήπτη της δήλωσης βουλήσεως περί της

εικονικότητάς της, η δήλωση αυτή που έγινε όχι σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά

είναι καταρχήν έγκυρη19.

Το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διατυπωθείσα

βούληση του νομοθέτη στο αρ. 138 § 1 ΑΚ20. Η προβληματική κρατούσα άποψη

είναι αποτέλεσμα σκοπιμότητας, που ξεκινά από αγαθά κίνητρα, ήτοι την κατά το

δυνατόν διασφάλιση των καλόπιστων συναλλασσόμενων και τον περιορισμό της

δυνατότητας επίκλησης της ακυρότητας των εικονικών δικαιοπραξιών. Το σκοπό

αυτό επιδιώκει να επιτύχει, όπως προαναφέρθηκε, επιρρίπτοντας πρόσθετο

αποδεικτικό βάρος στον επικαλούμενο την εικονικότητα, παρότι τέτοια

υποχρέωσή του δεν απορρέει ούτε από το γράμμα του νόμου και τον ορισμό της

εικονικότητας στο αρ. 138 § 1 ΑΚ αλλά ούτε και από τη συστηματική υπό την

οποία αντιμετωπίζεται το ζήτημα των εικονικών δηλώσεων βουλήσεως από το

ισχύον δίκαιο. Εντούτοις, η προστασία των καλόπιστων τρίτων μπορεί να

επιτευχθεί και χωρίς την προσφυγή σε contra legem ερμηνεία των περί

εικονικότητας διατάξεων, αλλά με την αποδοχή της ορθότερης άποψης ότι η

έννοια της εικονικής δικαιοπραξίας αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στο αρ.

19 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 7820 Χαρακτηριστική της σύγχυσης που προκάλεσε η προσπάθεια των θεωρητικών να παραμείνουν πιστή στην αρχική θέση του Μπαλή είναι η ανάλυση των άρθρων 138 και 139 ΑΚ από τον Σημαντήρα. Ο συγγραφέας, ενώ αποδέχεται την άποψη πως τα στοιχεία της εικονικότητας προκύπτουν από το συνδυασμό των αρ. 138 και 139 ΑΚ και πως μεταξύ αυτών είναι και η γνώση της εικονικότητας από εκείνον στον οποίο απευθύνεται η δήλωση, στοιχείο που πρέπει να αποδείξει ο επικαλούμενος την εικονικότητα, εν συνεχεία χαρακτηρίζει τη ρύθμιση του αρ. 139 ΑΚ ως «ειδική εφαρμογή της αρχής της κατάχρησης δικαιώματος (281 ΑΚ)». Κατά συνεκδοχή, η επίκληση της προστασίας της 139 ΑΚ αποτελεί ένσταση, ειδικότερη εφαρμογή της ένστασης του αρ. 281 ΑΚ και όχι άρνηση του ισχυρισμού του επικαλούμενου την εικονικότητα. Επομένως, με βάση αυτήν την παραδοχή, δυνάμει και του αρ. 338 ΚΠολΔ, το στοιχείο της άγνοιας, ως θεμελιωτικό της ένστασής του, θα όφειλε να αποδείξει ο εκείνος που επιδιώκει την προστασία του αρ. 139 ΑΚ, χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί απόδειξη της γνώσης του από τον προτείνοντα την εικονικότητα, όπως καταρχήν δέχεται ο συγγραφέας. Βλ. σχετικά Σημαντήρα, ό.π., αριθ. 705, σελ. 525 και αριθ. 707, σελ. 527 και τη σχετική κριτική στον Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 889.

12

Page 13: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

138 § 1 ΑΚ και το αρ. 139 ΑΚ εισάγει απλώς περιορισμό των εννόμων συνεπειών

της εικονικότητας όπως διαγράφονται στο αρ. 138 § 1, ώστε να μην μπορούν να

αντιταχθούν έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν αγνοία της εικονικότητας. Είναι

άλλο ζήτημα το αν η ερμηνευτική προσέγγιση της βασικής ανωτέρω ορθής θέσης

θα καταλήξει στη θεώρηση της γνώσης του τρίτου ως στοιχείου της εικονικότητας

ή όχι.

2. Μη κρατούσα άποψη – Το αρ. 139 ΑΚ εισάγει περιορισμό της ακυρότητας

ως έννομης συνέπειας του αρ. 138 § 1 ΑΚ

Τα τελευταία χρόνια, μετά τις ανωτέρω επιφυλάξεις που εκφράστηκαν

αναφορικά με την κρατούσα γνώμη για τη σχέση των αρ. 138 και 139 ΑΚ,

κερδίζει έδαφος στη θεωρία η άποψη πως οι δύο διατάξεις θα πρέπει να

εξετάζονται ξεχωριστά, καθώς έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική

αποστολή. Το μεν αρ. 138 § 1 ΑΚ προσδιορίζει την έννοια της εικονικής δήλωσης

βουλήσεως και προβλέπει την έννομη συνέπεια της εικονικότητας, δηλαδή την

ακυρότητα της δήλωσης, το δε αρ. 139 ΑΚ εισάγει περιορισμό των εννόμων

συνεπειών της, καθώς ορίζει πως η εικονικότητα ή, ορθότερα, η ακυρότητα ως

συνέπειά της δεν αντιτάσσεται έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε αγνοώντας

την21.

Στη θέση αυτή καταλήγουν οι συγγραφείς, παραθέτοντας την ανωτέρω

εκτεθείσα επιχειρηματολογία, με την οποία επικρίνεται η κρατούσα άποψη. Με

κοινή αφετηρία τη θεώρηση αυτή, οι υποστηρικτές της διακρίνονται ως προς το

αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν σχετικά με την αποδοχή ή μη του στοιχείου

της γνώσης της εικονικότητας εκ μέρους του λήπτη ή αποδέκτη της εικονικής

δήλωσης ως προϋπόθεσης επέλευσης της ακυρότητας.

21 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 79-83, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 345-346 και 392-393, Φίλιος (εμμέσως), Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου Β΄, 2002, σελ. 91, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 2002, σελ. 176, Παπαντωνίου, ό.π., σελ 381, ο ίδιος (εμμέσως), Κληρονομικό Δίκαιο , 1989, σελ. 278-279, Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου – Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σελ. 130, Δεληγιάννης-Παπαζήση (εμμέσως), Πρακτικά θέματα αστικού δικαίου, με τις δικονομικές προεκτάσεις τους: συμβολή στη διδασκαλία του μαθήματος εμβάθυνση στο αστικό και αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, 1988, σελ. 3, Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 558, Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 886-889, Λιβάνης, ό.π., σελ 1086-1089, Κορνηλάκης, Η εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του αγοραστή ακινήτου, Αφιέρωμα εις Κ. Βαβούσκον Β, 1990, σελ. 197 επ. (198-199), Σπυριδάκης, Η εικονική διαθήκη (συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 138 και 139 ΑΚ), ΝοΒ 1978, σελ. 646 επ. (648-649).

13

Page 14: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

α. Αποσύνδεση της γνώσης του δέκτη της δήλωσης από την έννοια της

εικονικότητας – Προσδιορισμός της έννοιας και των στοιχείων της μόνο από το αρ.

138 § 1 ΑΚ

Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει πως οι διατάξεις των αρ. 138 § 1 και 139 ΑΚ

έχουν διαφορετικό ρυθμιστικό περιεχόμενο και διαφορετική αποστολή.

Ειδικότερα, το αρ. 138 § 1 ΑΚ προσδιορίζει την έννοια της εικονικής

δικαιοπραξίας και κηρύσσει την ακυρότητά της, ενώ το αρ. 139 ΑΚ περιορίζει τις

συνέπειες της ακυρότητας και άπτεται αποκλειστικά της προστασίας των

καλόπιστων, αγνοούντων την εικονικότητα, συναλλαχθέντων22. Εφόσον

συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της 139 ΑΚ, η ακυρότητα δεν αίρεται

μεν, αλλά δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του καλόπιστου τρίτου, τα συμφέροντα

του οποίου δεν θίγονται. Τούτο προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση του αρ.

138 § 1 ΑΚ κατά την αποτύπωση της έννοιας της εικονικότητας, που δεν απαιτεί

συμφωνία των μερών ή έστω γνώση του αποδέκτη, ούτε αποκλείει τις μη

απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως από την εφαρμογή του, όντας συνεπής στην

ενιαία αντιμετώπισή τους από το σύστημα του Αστικού Κώδικα23. Η γνώση,

επομένως, συνδέεται μόνο με το αρ. 139 ΑΚ, συνιστώντας αρνητική προϋπόθεση

εφαρμογής του, δηλαδή μόνο με τον περιορισμό των συνεπειών της ακυρότητας.

Εκκινώντας από την αυτή άποψη, περί διαχωρισμού των άρθρων 138 § 1 ΑΚ

και 139 ΑΚ, έχει υποστηριχθεί και η άποψη που δέχεται πως το στοιχείο της

γνώσης δεν απαιτείται να συντρέχει για την κατάφαση της εικονικότητας στην

περίπτωση μονομερών δικαιοπραξιών, απευθυντέων ή μη απευθυντέων24, θα

πρέπει όμως να υπάρχει στην περίπτωση των συμβάσεων25, όπως συνάγεται από

τη φύση τους, που απαιτεί σύμπτωση προτάσεως και αποδοχής ως προς όλα τα

σημεία τους.

22 Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 558, ο ίδιος, Η εικονική διαθήκη (συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 138 και 139 ΑΚ), ΝοΒ 1978, σελ. 646 επ. (648-649). Βλ. και την άποψη του Παπαντωνίου, ανωτ. υποσημ. αρ. 9, ο οποίος παρότι υποστηρίζει καταρχήν ότι η γνώση δν αποτελεί στοιχείο της έννοιας της εικονικότητας, διαχωρίζοντας τις ρυθμίσεις των αρ. 138 και 139 ΑΚ, εντούτοις, για λόγους σκοπιμότητας, τάσσεται υπέρ της επίρριψης του βάρους απόδειξης της γνώσης στον επικαλούμενο την εικονικότητα. 23 Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 378-379, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 94-95.24 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 96-103.25 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 103-107.

14

Page 15: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

β. Διαχωρισμός των διατάξεων των αρ. 138 § 1 ΑΚ και 139 ΑΚ, αλλά εμμονή

στη γνώση του δέκτη της δήλωσης ως στοιχείο της εικονικότητας

Αποκλίνοντας από την παραπάνω άποψη ως προς το αναγκαίο της γνώσης του

λήπτη της δήλωσης, ταυτιζόμενη όμως με αυτήν αναφορικά με το διαχωρισμό των

διατάξεων των αρ. 138 § 1 ΑΚ και 139 ΑΚ, έχει υποστηριχθεί η γνώμη πως ο

ορισμός της εικονικότητας περιλαμβάνεται στο αρ. 138 § 1 ΑΚ και μόνο, ενώ το

αρ. 139 ΑΚ αναφέρεται στην θετική προστασία των καλόπιστων τρίτων

συναλλαχθέντων26. Ασκείται κριτική στην κρατούσα άποψη πως με την αναφορά

σε αμφότερες τις παραπάνω διατάξεις δεν επιχειρεί την ανάλυσή τους ούτε αντλεί

στην πραγματικότητα επιχειρήματα από αυτές, αλλά επιδιώκει ουσιαστικά να

επαναδιατυπώσει, υπό τον μανδύα της ερμηνείας, το περιεχόμενό τους,

προκειμένου να ταιριάζει με τα πορίσματά της, προς εξυπηρέτηση δηλαδή

συγκεκριμένης σκοπιμότητας27.

Ο ορισμός της εικονικότητας στο αρ. 138 § 1 ΑΚ χαρακτηρίζεται πάντως

«ελλιπής». Προκειμένου να συμπληρωθεί, προτείνεται να γίνεται ερμηνευτικά

δεκτό πως απαιτείται για την έννοια της εικονικότητας η συμφωνία ή έστω γνώση

του λήπτη της δήλωσης που γίνεται μόνο φαινομενικά. Για να καταλήξει σε αυτό

το συμπέρασμα, ο υποστηρικτής της άποψης αυτής δεν επικαλείται το αρ. 139

ΑΚ, αλλά υποστηρίζει πως η προϋπόθεση του στοιχείου της συμφωνίας ή έστω

της γνώσης προκύπτει ερμηνευτικά από την ανάλυση της έννοιας της

εικονικότητας, λαμβάνοντας ως δεδομένο πως υπάρχει διάσταση ανάμεσα στα

συμφέροντα του λήπτη της εικονικής δήλωσης ή αντισυμβαλλομένου του

εικονικά δηλούντος και σε εκείνα των τρίτων καλόπιστων συναλλαχθέντων28.

Επιπρόσθετα, θεωρεί πως η παραπάνω κατασκευή είναι και η τελολογικά

26 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 341-344.27 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 34628 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 392-393 και σελ. 118 επ. και 335, Βλ. και ΑΠ 1169/2003, ΕλλΔνη 2005, 425: «η εκ του άρθρου 138 ΑΚ προκύπτουσα έννοια της εικονικότητος είναι ορισμένη αφ΄εαυτής και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του ισχυρισμού περί εικονικότητος ορισμένης δικαιοπραξίας, αντιστοίχως δε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως που καταφάσκει την εικονικότητα, να περιέχεται και το στοιχείο ότι όλοι οι συμβαλλόμενοι ήσαν εν γνώσει της εικονικότητος κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας αφού αυτό, ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητος, θεωρείται αυτονοήτως ως συντρέχον».

15

Page 16: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ορθότερη, ώστε να αποκλείεται η κάλυψη των περιπτώσεων κρυψιβουλίας και

αστεϊσμού από τον ορισμό του αρ. 139 ΑΚ29.

Ουσιαστικά όμως, με τις παραπάνω σκέψεις, επιχειρείται αυτό ακριβώς που

χαρακτηρίζεται προβληματικό στην κρατούσα άποψη. Επιχειρείται δηλαδή να

γίνει στην πραγματικότητα μια extra legem, αν όχι contra legem, ερμηνεία του

ορισμού του αρ. 138 § 1 ΑΚ προκειμένου να προσαρμοστεί στη θέση του

συγγραφέα, παρότι ο νομοθέτης έχει ρητά εκφραστεί, μη διακρίνοντας μεταξύ

καλόπιστου λήπτη της μη σοβαρής δήλωσης και καλόπιστου τρίτου

συναλλασσομένου και χωρίς να αποκλείει την κρυψιβουλία30 από την ένταξη στη

ρύθμιση του αρ. 138 § 1 ΑΚ και το αντίστοιχο προστατευτικό πεδίο του αρ. 139

ΑΚ.

ΙΙ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 139 ΑΚ

Η διατύπωση του αρ. 139 ΑΚ είναι λιτή ως προς τον καθορισμό των

προϋποθέσεων προστασίας του καλόπιστου συναλλαχθέντος. Λόγω ακριβώς της

λιτότητάς της, ανακύπτει η ανάγκη ερμηνείας των επιμέρους στοιχείων του αρ.

139 ΑΚ, που έχουν καταστεί αντικείμενο έντονης επεξεργασίας με αποτέλεσμα τη

διχογνωμία σχετικά με το περιεχόμενό τους. Δεδομένης και της ορθότερης ως άνω

άποψης πως η έννοια της εικονικότητας προσδιορίζεται αποκλειστικά από το αρ.

138 § 1 ΑΚ, προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 139 ΑΚ είναι οι εξής31:

Εικονική δήλωση βουλήσεως ή δικαιοπραξία

Συναλλαγή και βλάβη του συναλλαχθέντος, συνδεόμενη αιτιωδώς με το

φαινόμενο που δημιούργησε η εικονική δήλωση/δικαιοπραξία

Άγνοια του συναλλαχθέντος ως προς τον εικονικό χαρακτήρα της

δήλωσης

Α. Εικονική δήλωση βουλήσεως ή δικαιοπραξία

29 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 393 και 219-23030 Δηλαδή την εικονική δήλωση, της οποίας την εικονικότητα αγνοεί ο λήπτης της (ενδιάθετη επιφύλαξη)31 Βλ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 257-258, Καραγιάννη, ό.π., σελ. 482

16

Page 17: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Κατά τον ορισμό του αρ. 138 § 1 ΑΚ εικονική είναι «η δήλωση βουλήσεως

που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά». Ο δηλών έχει μεν συνείδηση

ότι η δήλωσή του μπορεί να εκληφθεί από τρίτους ως δικαιοπρακτική δήλωση ή

γενικότερα δήλωση που συνεπάγεται μεταβολή της νομικής του κατάστασης,

αλλά δεν επιθυμεί την μεταβολή αυτή και την όποια νομική του δέσμευση˙

επιθυμεί απλώς να δημιουργηθεί στους τρίτους η εντύπωση ότι επήλθε δυνάμει

της δήλωσής του αλλαγή στην νομική του κατάσταση. Η δήλωση δηλαδή στην

οποία προβαίνει συνειδητά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική του βούληση

(εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως)32.

Η νομική κατάσταση που δημιουργεί η συμπεριφορά αυτή του δηλούντος,

ανάλογα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά της, διακρίνεται σε εικονικότητα εν

στενή και εν ευρεία εννοία και στην λεγόμενη κρυψιβουλία ή ενδιάθετη

επιφύλαξη.

Ακολουθώντας την ανωτέρω παραδοσιακή και κρατούσα άποψη που

εκλαμβάνει τη γνώση του λήπτη της εικονικής δήλωσης ως στοιχείο της

εικονικότητας έχουν διαπλαστεί ερμηνευτικά ορισμένες διακρίσεις της έννοιας

της εικονικότητας. Έτσι, εικονικότητα εν ευρεία εννοία υπάρχει όταν ο δηλών έχει

μόνο «συνείδηση δηλώσεως», συνείδηση δηλαδή ότι η δήλωσή του μπορεί να

εκληφθεί από τους τρίτους ως σοβαρή και ισχυρή, όχι όμως «βούληση

δηλώσεως», ήτοι βούληση παραγωγής οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος,

ανεξάρτητα από τη γνώση του λήπτη της δήλωσης σχετικά με το φαινομενικό

αυτής. Εν στενή εννοία εικονικότητα υφίσταται όταν το «φαινομενικό» και «μη

σοβαρό» της δήλωσης τελεί τουλάχιστον σε γνώση του λήπτη της ή αποτελεί

αποτέλεσμα συμφωνία μεταξύ αυτού και του δηλούντος33. Τέλος κρυψιβουλία ή

ενδιάθετος επιφύλαξη υφίσταται στην περίπτωση που ο λήπτης της δήλωσης

αγνοεί την εικονικότητα, καθώς ο δηλών, που προβαίνει στη δήλωση με την

ενδιάθετη επιφύλαξη να μην ισχύσει το δηλωθέν, δεν επιθυμεί να του

γνωστοποιήσει την εικονικότητα της δήλωσής του34.

Υπάρχει διχογνωμία στη θεωρία σχετικά με το ποια από τις παραπάνω

περιπτώσεις εικονικότητας ρυθμίζει η διάταξη του αρ. 138 § 1 ΑΚ. Η διάσταση 32 Καράσης, ό.π., σελ. 126.33 Καρακατσάνης, ό.π., Άρθρα 138-139 ΑΚ, αριθ. 1-6, σελ. 203-204, Καράσης, ό.π., σελ. 126, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 704, σελ. 524, Γαζής, ό.π., σελ. 41-43.34 Καράσης, ό.π., σελ. 130, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 710, σελ. 529.

17

Page 18: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

οφείλεται ακριβώς στις διαφορετικές ερμηνείες που διατυπώνονται σχετικά με τα

στοιχεία και τις προϋποθέσεις της εικονικότητας, ίδια δε σχετικά με τη γνώση του

λήπτη της δήλωσης. Συνοπτικά, μάλλον κρατούσα35 είναι η άποψη πως η έννοια

της εικονικότητας κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ περιλαμβάνει αφενός την εν στενή

εννοία εικονικότητα και αφετέρου μόνο τη διαγνωσθείσα κρυψιβουλία.

Υποστηρίζεται επίσης και η θέση36 πως το αρ. 138 § 1 ΑΚ αναφέρεται μόνο στην

εν στενή εννοία εικονικότητα και απαιτεί πάντα γνώση ή συμφωνία του λήπτη της

δήλωσης σχετικά με την εικονικότητά της. Η κρυψιβουλία δεν εμπίπτει στην

έννοια της εικονικότητας κατά τον αστικό κώδικα, δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν

έχει καμιά συνέπεια, ώστε η σχετική δήλωση να θεωρείται πάντοτε έγκυρη. Κατά

την αντίθετη γνώμη37 τέλος, η οποία κερδίζει σταδιακά έδαφος, στο πεδίο

εφαρμογής της 138 § 1 ΑΚ εμπίπτει η εικονικότητα εν ευρεία εννοία,

συμπεριλαμβανομένης άρα και της κρυψιβουλίας, καθώς για το χαρακτηρισμό

ορισμένης δήλωσης ως εικονικής δεν απαιτείται και γνώση του προς ον

απευθύνεται ότι γίνεται μόνο φαινομενικά.

Ως προς τα επιμέρους στοιχεία της κατά τον Αστικό Δίκαιο εικονικότητας

έχουν επίσης διατυπωθεί διάφορες απόψεις, που αποκλίνουν τόσο αναφορικά με

το αντικείμενο της εικονικότητας, όσο και με τα υποκειμενικά της στοιχεία, ίδια

με το αναγκαίο ή μη της σχετικής γνώσης του λήπτη της δήλωσης.

Γίνεται πάντως δεκτό πως για να είναι δυνατή η ενεργοποίηση του αρ. 139 ΑΚ

υπέρ του καλόπιστου συναλλαχθέντος θα πρέπει τόσο το αντικειμενικό όσο και τα

υποκειμενικά στοιχεία της εικονικότητας να συντρέχουν κατά το χρόνο της

συναλλαγής του. Περαιτέρω, η επίκληση του αρ. 139 § 1 ΑΚ είναι δυνατή για όσο

χρονικό διάστημα είναι δυνατή και η επίκληση του αρ. 138 § 1 ΑΚ, για όσο χρόνο

δηλαδή διατηρείται το φαινόμενο εγκυρότητας της δήλωσης και ο αντίστοιχος

κίνδυνος βλάβης.

35 Καρακώστας, Αστικός Κώδικας (Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία) – Γενικές Αρχές, Τόμος Δεύτερος – Άρθρα 127-276, 2005, Αρ. 138 ΑΚ, αριθ. 237, σελ. 65-66, Καρακατσάνης, ό.π., σελ. 206, Καράσης, ό.π., σελ. 131-132, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 710, σελ. 529, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 301, Γαζής, ό.π., σελ. 43, 36Καραγιάννης, ό.π., σελ. 539-540, Μπαλής, ό.π., σελ. 128, Δεληγιάννης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου α΄, 1989, σελ. 217, Παπαχρήστου, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1979, σελ. 333, Καύκας, ό.π., σελ. 17037 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 84-85 και 157-158, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 2002, σελ. 176, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 385, ο ίδιος, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989, σελ. 278, Λιβάνης, ό.π., σελ. 1086-1087

18

Page 19: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

1. Αντικειμενικό στοιχείο

α. Δεκτικές εικονικότητας δηλώσεις βουλήσεως και δικαιοπραξίες

Στον ορισμό του αρ. 138 § 1 ΑΚ γίνεται λόγος για εικονική δήλωση

βουλήσεως, ωστόσο είναι προφανές ότι δεκτικές εικονικότητας είναι όχι μόνο οι

μεμονωμένες δηλώσεις βουλήσεως αλλά και οι αντίστοιχες δικαιοπραξίες38.

Εντούτοις διαφορετικές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με το είδος των

δηλώσεων βουλήσεως που καλύπτονται από τον παραπάνω ορισμό. Συγκεκριμένα

έχει αμφισβητηθεί η υπαγωγή στη ρύθμιση του αρ 138 ΑΚ των μη απευθυντέων

δηλώσεων.

Κατά την μάλλον κρατούσα πλέον στη θεωρία άποψη εικονική δύναται να

είναι τόσο απευθυντέα όσο και μη απευθυντέα δήλωση βούλησης και κατά

συνεκδοχή, τόσο οι συμβάσεις και απευθυντέες μονομερείς δικαιοπραξίες όσο και

οι μονομερείς μη απευθυντέες39. Δεδομένης της ορθότερης θέσης πως η έννοια της

εικονικής δήλωσης προκύπτει αποκλειστικά από το αρ. 138 § 1 ΑΚ, δεν

δικαιολογείται από τη διατύπωση του άρθρου διάκριση. Η διάταξη αναφέρεται

γενικά σε κάθε δήλωση βουλήσεως, χωρίς περαιτέρω να θέτει ως προϋπόθεση της

εικονικότητας κάποιο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί ο

αποκλεισμός των μη απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως40. Πέραν της

γραμματικής ερμηνείας όμως, ακόμα και υπό την εκδοχή πως από την έννοια της

εικονικότητας προκύπτει ότι απαιτείται και γνώση του λήπτη της δήλωσης

σχετικά με την εικονικότητα, παρότι δεν περιλαμβάνεται αυτή ως στοιχείο της

38 Καράσης, ό.π., σελ. 12639 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 53-56, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 398-400, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 378-379, ο ίδιος, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989, σελ. 278, Σημαντήρας, ό.π., σελ. 523, Καράσης, ό.π., σελ. 126 (Παρά το γεγονός πως δέχεται ότι μη απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως μπορούν να αποτελούν μόνο περίπτωση κρυψιβουλίας και όχι εικονικότητας εν στενή εννοία, προσδιορίζοντας την κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ έννοια της εικονικότητας αναφέρεται γενικά σε «εικονική δήλωση βουλήσεως» και υποστηρίζει ότι το αρ. 138 § 1 ΑΚ καταλαμβάνει και την εν ευρεία εννοία εικονικότητα, θεωρώντας ότι εμπίπτει στη ρύθμιση του αρ. 138 § 1 ΑΚ και η διαγνωσθείσα κρυψιβουλία), Κορνηλάκης, ό.π.., σελ. 176, Καρακώστας, ό.π., σελ. 58, Καύκας, ό.π., σελ. 169 (όπου αναφέρεται γενικά στις μονομερείς δικαιοπραξίες, φέρνοντας ως παράδειγμα τη διαθήκη), Σπυριδάκης, ό.π., σελ. 646 και 648-649, Ψούνη, ό.π., σελ. 1142, Σωσσίδου, ό.π., σελ. 368, Κορνηλάκης, Η εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του αγοραστή ακινήτου, Αφιέρωμα εις Κ. Βαβούσκον Β, 1990, σελ. 197 επ. (198), Λιβάνης, ό.π., σελ. 1085-1086, Παντελίδου, ό.π., σελ. 1355. Βλ. και ΑΠ 235/1986, ΝοΒ 1987, 522 (αναφερόμενη στην εικονικότητα διαθήκης), ΠολΠρΘεσ 2877/1996, Αρμ 1996, 704 (αναφορικά με την εικονικότητα δήλωσης αποποίησης κληρονομιάς) 40 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 53-56, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 378-379, ο ίδιος, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989, σελ. 278, Σπυριδάκης, ό.π., σελ. 646.

19

Page 20: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

έννοιας στο αρ. 138 § 1 ΑΚ, και επομένως δεν θα έπρεπε να είναι δυνατός ο

χαρακτηρισμός της μη απευθυντέας δήλωσης βουλήσεως ως εικονικής, αφού εξ

ορισμού δεν υπάρχει τότε λήπτης της δήλωσης, υποστηρίζεται ότι η ρύθμιση του

αρ. 138 § 1 ΑΚ καταλαμβάνει και τις μη απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως. Στην

περίπτωση αυτή το στοιχείο της γνώσης απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του

ωφελουμένου από την μη απευθυντέα δικαιοπραξία41.

Η αντίθετη άποψη, που εξακολουθεί να είναι κρατούσα στη νομολογία,

αποκλείει από την εφαρμογή των αρ. 138 και 139 ΑΚ τις μη απευθυντέες

δηλώσεις βουλήσεως και δέχεται πως εικονικές δύνανται να είναι μόνο οι

συμβάσεις και οι απευθυντέες μονομερείς δικαιοπραξίες42 , 43. Βασικό επιχείρημα

των υποστηρικτών της θέσης αυτής είναι πως η έννοια της εικονικότητας

διαμορφώνεται από το συνδυασμό των αρ. 138 και 139 ΑΚ, ώστε να απαιτείται

συναλλαγή για να χαρακτηριστεί ως εικονική ορισμένη δήλωση ή δικαιοπραξία,

έστω και αν στη συναλλαγή αυτή η συμμετοχή του λήπτη της πρότασης είναι

παθητική, όπως επί απευθυντέων μονομερών δικαιοπραξιών. Η άποψη αυτή, όπως

παρουσιάστηκε παραπάνω, είναι εσφαλμένη. Φαίνεται να παρακάμπτει το γράμμα

του νόμου και την εκπεφρασμένη βούληση του Έλληνα νομοθέτη να διευρύνει

την κατά τα αρ. 138 και 139 ΑΚ προστασία περικλείοντας το σύνολο των

εικονικών δηλώσεων βουλήσεως και προκρίνει μια ερμηνευτική εκδοχή που

ερείδεται σε αντιλήψεις διαμορφωμένες στο πλαίσιο διαφορετικών από τις

ελληνικές νομοθετικών ρυθμίσεων και συστημάτων. 41 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 398-39942 Μπαλής, ό.π., σελ. 126 (όπου τονίζει πως η έννοια της εικονικότητας προκύπτει από το συνδυασμό των αρ. 138 και 139 ΑΚ, θεωρώντας κρίσιμη την ύπαρξη «συναλλαγής» και το στοιχείο της γνώσης, παρότι παρακάτω, σελ. 128, αναφέρεται γενικά στις μονομερείς δηλώσεις και δικαιοπραξίες ως περιλαμβανόμενες στη ρύθμιση των αρ. 138 και 139 ΑΚ), Γαζής, ό.π., σελ. 44 (αναφέροντας πως, παρότι από ο νόμος στη διατύπωσή του δεν διακρίνει, αν αναγνωριζόταν η δυνατότητα να θεωρηθούν εικονικές, και επομένως άκυρες, και οι μη απευθυντέες («μη ληψιδεείς») δηλώσεις βουλήσεως, θα «ηυνοείτο το ψεύδος και θα εκλονίζετο η ασφάλεια των συναλλαγών». Καταλήγει έτσι πως νοητή είναι η εικονικότητα μόνο επί απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως, αφού το αρ. 139 ΑΚ προϋποθέτει συναλλαγή), Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 331, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 296, Καρακατσάνης, ό.π., σελ. 203-204.43 Έτσι, ρητά οι ΑΠ 829/2005, ΕλλΔνη 2006, 175, ΕφΠατρ 864/2004, ΑχΝομολ 2005, 21, ΕφΑιγ 196/1997, ΑρχΝ 1999, 35, ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524, ΜονΠρΠειρ 3033/1988, ΕπΝαυτΔ 1989, 304, ΜονΠρΠειρ 3032/1988, Δίκη 1989, 239. Εμμέσως, αντλώντας την έννοια της εικονικότητας από το συνδυασμό των αρ. 138 και 139 ΑΚ (ενδεικτικά) οι ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431, ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427 επ. , ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408 επ. , ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296 επ. , ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 517/1980, ΝοΒ 1980, 1946 επ., ΕφΑθ 3034/1998, ΕλλΔνη 2002, 485, ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕΕμπΔ 1999, 526 επ. , ΕφΠειρ 91/1991, ΑρχΝ 1991, 221, ΕφΑθ 3058/1985, ΕλλΔνη 1985, 729 επ. , ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ 1979, 657 επ., ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524 επ.

20

Page 21: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

β. Ανεπίδεκτες εικονικότητας δηλώσεις βουλήσεως

Ο ορισμός του αρ. 138 § 1 ΑΚ, όπως δέχεται η ανωτέρω ορθότερη και

κρατούσα γνώμη, καταλαμβάνει καταρχήν ως δυνάμενες να θεωρηθούν εικονικές

όλες τις δηλώσεις βουλήσεως και δικαιοπραξίες, απευθυντέες και μη απευθυντέες,

ανεξαρτήτως των επιμέρους χαρακτηριστικών τους. Ωστόσο, υφίστανται

ορισμένες που λόγω της φύσης τους ή λόγω ειδικής πρόβλεψης στο νόμο δεν είναι

δυνατόν να θεωρηθούν εικονικές, ώστε να είναι πάντοτε έγκυρες και ισχυρές κι αν

ακόμα τα πρόσωπα που τις επιχειρούν δεν ενεργούν σοβαρά και δεν επιθυμούν

την επέλευση των εννόμων συνεπειών τους.

Από τη φύση τους δεν επιδέχονται εικονικότητας οι οιονεί δικαιοπραξίες,

αφού οι έννομες συνέπειές τους επέρχονται απευθείας εκ του νόμου ανεξάρτητα

αν το επιθυμεί ο δικαιοπρακτών, του οποίου η βούληση, και επομένως και η τυχόν

διάσταση μεταξύ αυτής και της δήλωσης, δεν ενδιαφέρει44.

Περαιτέρω, συνοπτικά, ανεπίδεκτες εικονικότητας45 θεωρούνται οι

δικαιοπραξίες που καταρτίζονται με τη σύμπραξη δημόσιας αρχής46, οι δηλώσεις

ιδιωτικής βούλησης που γίνονται ενώπιον αρχής ή προς αυτήν47, οι πράξεις με τις

οποίες ασκείται δημόσια εξουσία καθώς και εκείνες με τις οποίες η δημόσια αρχή

εκδηλώνει δική της παραγωγική έννομης σχέσης βούληση, ενεργώντας δηλαδή

44 Καράσης, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου – Δικαιοπραξία Ι, 1996, § Β 42, σελ. 95 («ακυρότητα οιονεί δικαιοπραξίας … λόγω εικονικότητας (ΑΚ 138-139) είναι δύσκολα νοητή»). Για τον ορισμό της οιονεί δικαιοπραξίας βλ. στο ίδιο έργο, § Β 24, σελ. 79. 45 Αναλυτικά σε Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 112-126. Βλ. όμως και Καραγιάννη, ό.π., σελ. 363-373, ο οποίος, ισχυριζόμενος ότι προϋπόθεση εικονικότητας είναι η «ένταξη του αντικειμένου της στο χώρο της ιδιωτικής αυτονομίας και η έλλειψη περιοριστικών (της ένταξης αυτής) παραγόντων», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εικονικές οικογενειακές σχέσεις «δεν είναι άξιες προστασίας» και επομένως θα πρέπει να θεωρείται νοητή η εικονικότητα γάμου, μνηστείας και εκούσιας αναγνώρισης τέκνου, αφού η αντίθετη ερμηνεία θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο περιορισμό της ιδιωτικής βούλησης, δεν υπάρχει δε λόγος αποκλεισμού τους από τη ρύθμιση του 138 § 1 ΑΚ.. Όσον αφορά το συναινετικό διαζύγιο και την υιοθεσία, ο συγγραφέας υποστηρίζει πως θα πρέπει καταρχήν να θεωρηθούν ως αντικείμενα εικονικότητας, καθώς η σε αυτά παρέμβαση της δημόσιας αρχής με την έκδοση σχετικών δικαστικών αποφάσεων έχει μόνο χαρακτήρα τύπου. Νοητοί είναι μόνο δικονομικοί περιορισμοί (π.χ. η ανατροπή των εικονικών δηλώσεων που καλύφθηκαν με δικαστική απόφαση είναι δυνατή μόνο εφόσον η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη). 46 Γαζής, ό.π., σελ. 44, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 705, σελ. 526, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 297, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 379, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 332 (συμβάσεις με το Δημόσιο), Καρατσάνης, ό.π., αρ. 138-139 ΑΚ αριθ. 5, σελ. 203-204, Καρακώστας, ό.π., Αρ. 138 αριθ. 218, σελ. 5947 Μπαλής, ό.π. σελ. 127 (π.χ. δικαιοπραξία δημοσία δικαίου, όπως η αίτηση αποχώρησης από δημόσια υπηρεσία, δηλώσεις ενώπιον δικαστηρίου ως μέρος της διαδικασίας), Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 297, Δεληγιάννης, ό.π., σελ. 218

21

Page 22: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

σαν να ήταν πρόσωπο που καταρτίζει δικαιοπραξίες48. Σε όλες τις παραπάνω

περιπτώσεις η επίκληση της εικονικότητας θα προσέκρουε στη δημόσια τάξη49 ˙

δεν αναγνωρίζεται εικονικότητα στο δημόσιο δίκαιο, δεν νοείται δηλαδή η

δημόσια αρχή να ενεργεί εικονικά. Αντίθετα δεκτικές εικονικότητας είναι οι

δικαιοπραξίες εκείνες στις οποίες η δημόσια αρχή δεν προβαίνει σε ίδια αυτοτελή

δήλωση βούλησης, αλλά ενεργεί απλώς για την καταγραφή και βεβαίωση

δηλώσεων βουλήσεως ενώπιόν της50 , 51 ˙ πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες

στις οποίες η εμπλοκή της αρχής έχει μόνο το χαρακτήρα τύπου και όχι

ουσιαστικής προϋπόθεσης της επιμέρους πράξης.

Δεν επιδέχονται επίσης εικονικότητας εκείνες οι νομικές πράξεις με τις οποίες

ιδρύονται σχέσεις οικογενειακού δικαίου52 (γάμος, υιοθεσία, δήλωση εκούσιας

αναγνώρισης πατρότητας και η αντίστοιχη συναίνεση της μητέρας κατά το αρ.

1475 § 1 εδ. α΄ και β΄ ΑΚ).

2. Υποκειμενικά στοιχεία

α. Εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως

Κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ εικονική είναι η δήλωση βουλήσεως που δεν γίνεται

σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά. Όπως προκύπτει από τον ορισμό της έννοιας της

εικονικής δήλωσης βουλήσεως, πρόκειται για δήλωση στην οποία προβαίνει

ορισμένο πρόσωπο χωρίς να επιθυμεί τη νομική, δικαιοπρακτική του δέσμευση

και την οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής του κατάστασης («μη σοβαρή»), αλλά

48 Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 332, Γεωργιάδης, Εικονική μεταβίβασις πλοίου (Γνμδ), Αρμ 1985, 108 επ. (109), ο ίδιος, Εικονική μεταβίβασις πλοίου (2), (Γνμδ), Αρμ 1985, 111 επ. (112)49 Μπαλής, ό.π., σελ. 125 και 127, Σημαντήρας, ό.π..50 Παράδειγμα οι δηλώσεις που γίνονται ενώπιον δημόσιου λειτουργού, όπως ο συμβολαιογράφος, που απλά τις καταγράφει, χωρίς να συμπράττει ουσιαστικά εισφέροντας δική του βούληση στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Έτσι δεκτικές εικονικότητας είναι οι δικαιοπραξίες για τις οποίες ο νόμος προβλέπει να περιβληθούν τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου (π.χ. μεταβίβαση ακινήτου κατά 1033 ΑΚ), 51 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 123 επ., Μπαλής, ό.π., σελ. 128, Γαζής, ό.π., σελ. 44, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 297-298, Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 379, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 331, Καρακατσάνης, ό.π., σελ. 204, Καρακώστας, ό.π., σελ. 59 52 Βλ. αναλυτικά Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 126-133 και εν συντομία σε Μπαλή, ό.π., σελ. 128, Σημαντήρα, ό.π., σελ. 526, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 331, Δεληγιάννη, ό.π., σελ. 218. Βλ. και Γαζή, ό.π., σελ. 44, Ασπρογέρακα-Γρίβα, ό.π., σελ. 297, Σπυριδάκη-Περάκη, ό.π., αρ. 138, Καρακατσάνη, ό.π., σελ. 203-204, Καρακώστα, ό.π., σελ. 59, οι οποίοι αναφέρουν το γάμο, την υιοθεσία και την εκούσια αναγνώριση τέκνου ως περιπτώσεις δικαιοπραξιών που γίνονται με τη σύμπραξη δημόσιας αρχής και επομένως δεν επιδέχονται εικονικότητας.

22

Page 23: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

έχοντας συνείδηση ότι η συμπεριφορά του θα δημιουργήσει την εντύπωση στους

τρίτους ότι συντρέχει βούληση δέσμευσής του («φαινομενική»)53. Κρίσιμη είναι

αυτή ακριβώς η διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως του εικονικώς δηλούντος54,

που συνίσταται, όπως έχει χαρακτηριστικά παρατηρηθεί55 στη βούλησή του να

προκαλέσει φαινόμενο ισχύος της δήλωσής του, παρότι δεν έχει στην

πραγματικότητα θέληση ισχύος αυτής.

β. Γνώση ή συμφωνία του λήπτη της δήλωσης ως προς την εικονικότητά της

(κρατούσα)

Κατά την απολύτως κρατούσα τόσο στη θεωρία56 όσο και στη νομολογία57

άποψη, αναγκαίο στοιχείο της εικονικότητας είναι τουλάχιστον η γνώση εκείνου

53 Κατά τη διατύπωση του Καράση (ό.π., σελ. 126) ο δηλών έχει συνείδηση δηλώσεως, επίγνωση δηλαδή πως η δήλωσή του μπορεί να εκληφθεί από τους τρίτους ως δικαιοπρακτική δήλωση και επιθυμία του να δεσμευτεί δικαιοπρακτικά, πλην όμως δεν έχει δικαιοπρακτική βούληση, ήτοι βούληση κατάρτισης της συγκεκριμένης φαινόμενης δικαιοπραξίας ή ούτε καν βούληση δηλώσεως, δηλαδή τη θέληση να καταρτίσει οποιαδήποτε δικαιοπραξία ή να επιφέρει οιαδήποτε έννομη συνέπεια και την μεταβολή της νομικής του κατάστασης. 54 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 56-64 και 133-137, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 373-390, Μπαλής, ό.π., σελ. 123, Γαζής, ό.π., σελ. 41, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π. ,σελ 295, Σημαντήρας, ό.π., σελ. 523-524, Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 378, Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου – Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σελ. 126, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 330, Καρακώστας, ό.π., αριθ. 216, σελ. 59, Σωσσίδου, ό.π., σελ. 368, Λιβάνης, ό.π., σελ. 1083-1084 (με αναφορά στην ακολουθούμενη στον ΑΚ θεωρία της βουλήσεως, που συνεπάγεται την εικονικότητα της δήλωσης επί διάστασης δηλώσεως και βουλήσεως, εν αντιθέση με τη θεωρία της δηλώσεως, όπου η δήλωση θεωρείται ότι εκφράζει και τη βούληση του δηλούντος και δεν ενδιαφέρει η ενδιάθετη βούλησή του στο βαθμό που δεν αποτυπώνεται στη δήλωση, ώστε εικονικότητα να είναι νοητή μόνο αν από τη δήλωση καθεαυτή καθίσταται αντιληπτή η διάσταση του περιεχομένου της με τη βούληση του δηλούντος) 55 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 37356 Μπαλής, ό.π., σελ. 126, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 299, Σημαντήρας, ό.π., § 39 αριθ. 705, σελ. 525, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 336, Σπυριδάκης-Περάκης, ό.π., άρθρο 139 («…τη γνώση αποδεικνύει ο επικαλούμενος την εκ της εικονικότητος ακυρότητα…»), Καράσης, ό.π. σελ. 126 και 131 (όπου τονίζει πως ο ορισμός της 138 § 1 ΑΚ καλύπτει την εν ευρεία εννοία εικονικότητα, εντάσσοντας στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης και τη διαγνωσθείσα κρυψιβουλία), Καρακατσάνης ό.π., αρ. 138-139 αριθ. 4, σελ. 203, αριθ. 8, σελ. 204 και αριθ. 12, σελ. 205-206 (όπου τονίζεται πως η επιβολή του βάρους απόδειξής στον τρίτο συναλλαχθέντα της άγνοιάς του θα ερχόταν σε αντίθεση με το σκοπό της προστασίας του), Καρακώστας, ό.π., αριθ. 217, σελ. 59 και αριθ. 232, σελ. 63, Καύκας, ό.π., σελ. 169-170, Βουζίκας, ό.π., σελ. 785, Γεωργίου, ό.π. σελ. 781, Ψούνη, ό.π., 1142-1143, Σωσσίδου, ό.π., σελ. 372., Σπυριδάκης, Καλόπιστη κτήση κυριότητας ακινήτου από μη κύριο, ΝοΒ 2002, 261 επ. (267).57 Ενδεικτικά, βλ. ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2005, ΕλλΔνη 2006, 175, ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431, ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427, ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408, ΑΠ 1680/2001, ΕλλΔνη 2004, 101, ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296, ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/1995, ΕλλΔνη 1997, 1083, ΑΠ 57/1994, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/1981, ΝοΒ 1982, 224, ΑΠ 517/1980, ΝοΒ 1980, 1946, ΕφΠατρ 864/2004, ΑχΝομολ 2005, 21, ΕφΑθ 3034/1998, ΕλλΔνη 2002, 485, ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕΕμπΔ 1999, 526, ΕφΑιγ 196/1997, ΑρχΝ 1999, 35, ΕφΑθ 3394/1995, Αρμ. 1995, 1412, ΕφΠειρ 575/1995, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 91/1991, ΑρχΝ 1991, 221, ΕφΘεσ 3467/1989, Αρμ 1989, 1208, ΕφΑθ 3058/1985, ΕλλΔνη 1985, 729, ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ 1979, 657, ΠολΠρΠειρ 5050/2005 Αρμ 2006, 1013, ΠολΠρΑθ 4448/1995, ΔΕΕ 1995, 770, ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524, ΜονΠρΠειρ 3033/1988, ΕπΝαυτΔ 1989, 304, ΜονΠρΠειρ 3032/1988, Δίκη 1989, 239.

23

Page 24: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

στον οποίο απευθύνεται η δήλωση πως αυτή είναι εικονική, δεν ενέχει δηλαδή

θέληση του δηλούντος να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της. Όπως αναλύθηκε

ανωτέρω58, η θέση αυτή είναι αποτέλεσμα της ερμηνευτικής προσέγγισης που

δέχεται πως η διάταξη του αρ. 139 ΑΚ δεν εισάγει εξαίρεση στον κανόνα του αρ.

138 § 1 ΑΚ, αλλά είναι προσδιοριστική της έννοιας της εικονικότητας και της

ακυρότητας που τάσσεται ως έννομη συνέπειά της. Έχει υποστηριχθεί59 πάντως

και η άποψη ότι το στοιχείο της γνώσης του προς ον η δήλωση προκύπτει από την

ίδια την έννοια της εικονικότητας, όπως προσδιορίζεται στο αρ. 138 § 1 ΑΚ,

χωρίς να απαιτείται η προσφυγή και στο αρ. 139 ΑΚ˙ η ερμηνεία αυτή αποσκοπεί

κύρια στον αποκλεισμό της κρυψιβουλίας από το πεδίο εφαρμογής των αρ. 138

και 139 ΑΚ, ώστε αυτή να μη λαμβάνεται υπόψη και η αντίστοιχη δήλωση να

θεωρείται πάντοτε έγκυρη και ισχυρή60. Σε κάθε περίπτωση, είτε δεχόμενες τον

συνδυασμό των αρ. 138 § 1 ΑΚ και 139 ΑΚ είτε την ως άνω τελολογική ερμηνεία

του αρ. 138 § 1 ΑΚ, οι παραπάνω προσεγγίσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα πως

εικονικότητα και ακυρότητα της δήλωσης υπάρχει και προτείνεται μόνο κατά του

εν γνώσει αυτής συναλλαχθέντος, ο επικαλούμενος δε αυτήν φέρει και το σχετικό

βάρος απόδειξης. Η γνώση θα πρέπει να συντρέχει το αργότερο κατά το χρόνο

κατάρτισης της δικαιοπραξίας.

Υποστηρίζεται πάντως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η γνώση

του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση δεν αποτελεί στοιχείο της

έννοιας της εικονικότητας, που διαμορφώνεται αποκλειστικά από τη διάταξη του

αρ. 138 § 1 ΑΚ61. Η διάταξη ορίζει τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ορισμένης

δήλωσης ως εικονικής χωρίς να συγκαταλέγει σε αυτές και το στοιχείο της

γνώσης, παρότι, όπως προκύπτει από τις προεργασίες κατάρτισης του Αστικού

Κώδικα, ήταν γνωστά στον νομοθέτη πρότυπες νομοθετικές ρυθμίσεις άλλων

νομικών συστημάτων και χωρών που αναφέρονταν στο στοιχείο της γνώσης ή 58 Υπό Ι.Β.1., σελ. 3-959 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 345 και 391-39760 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 221-230 όπου αναπτύσσεται η σχετική προβληματική.61 Γαζής, ό.π, σελ. 41-43 (τονίζοντας ότι η κρυψιβουλία καλύπτεται από τη ρύθμιση του αρ. 138 § 1 ΑΚ, καθώς δεν ανάγεται σε ιδιαίτερη προϋπόθεση εικονικότητας η γνώση του λήπτη της πρότασης ως προς αυτήν), Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 557-558, ο ίδιος, Η εικονική διαθήκη (συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 138 και 139 ΑΚ), ΝοΒ 1978, σελ. 646 επ. (648-649), Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 2002, σελ. 176, ο ίδιος, Η εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του αγοραστή ακινήτου, Αφιέρωμα εις Κ. Βαβούσκον - Β, 1990, σελ. 197 επ. (198) Λιβάνης, ό.π., σελ. 1088-1089

24

Page 25: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ρητά απέκλειαν την κρυψιβουλία από την έννοια της εικονικότητας. Από τη

διατύπωση του αρ. 138 § 1 ΑΚ, η οποία άλλωστε δεν διακρίνει μεταξύ

απευθυντέων και μη απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως, ώστε να μην απαιτείται

πάντοτε η έστω παθητική συμμετοχή εκείνου που αφορά η δήλωση στην

επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της, προκύπτει ότι η κατά τον Αστικό

Κώδικα εικονικότητα ταυτίζεται με την εν ευρεία εννοία εικονικότητα. Αρκεί ότι

η δήλωση πραγματοποιείται συνειδητά από τον δηλούντα μη σοβαρά και

φαινομενικά, ανεξάρτητα από την ως προς αυτό γνώση του λήπτη της δήλωσης ή

του ωφελουμένου από αυτήν.

Παραλλαγή της παραπάνω μη κρατούσας άποψης εκκινεί από την παραδοχή

ότι η έννοια της εικονικότητας ορίζεται στο αρ. 138 § 1 ΑΚ και όχι από το

συνδυασμό του με το αρ. 139 ΑΚ, το οποίο γίνεται δεκτό πως εισάγει περιορισμό

της ακυρότητας της εικονικής δήλωσης, καταλήγει όμως στον κατά περίπτωση

έλεγχο αναγκαιότητας του στοιχείου της γνώσης62. Δεχόμενη αφενός πως το

στοιχείο της γνώσης συναρτάται όχι με την έννοια της εικονικότητας της δήλωσης

βουλήσεως αλλά με την προστασία του καλόπιστου τρίτου από την ακυρότητα

που προβλέπεται ως έννομη συνέπειά της, αφετέρου δε πως δεν αποκλείονται από

το ρυθμιστικό πεδίο των αρ. 138 ΑΚ και 139 ΑΚ οι μη απευθυντέες δηλώσεις

βουλήσεως63, διακρίνει μεταξύ μονομερών απευθυντέων δικαιοπραξιών,

μονομερών μη απευθυντέων και συμβάσεων για την αναγωγή της γνώσης σε

προϋπόθεση εικονικότητάς τους

Συγκεκριμένα, επί μονομερούς μη απευθυντέας δικαιοπραξίας υποστηρίζεται

πως η γνώση του προσώπου που αφορά αυτή όχι μόνο δεν είναι αναγκαία, αλλά

δεν είναι καν νοητή. Η μονομερής μη απευθυντέα δικαιοπραξία απαρτίζεται από

μία μόνο δήλωση που δε απαιτείται να απευθυνθεί σε άλλο πρόσωπο και να

περιέλθει σε αυτό, αλλά αποκτά ενέργεια και επιφέρει τις έννομες συνέπειές της

από τη στιγμή της τελείωσής της64. Αφού δεν υπάρχει καμιά συμμετοχή του

προσώπου το οποίο αφορά η δικαιοπραξία στην κατάρτισή της και την επέλευση

των αποτελεσμάτων της δεν είναι δυνατόν να απαιτείται η γνώση του σχετικά με 62 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 94-107.63 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ 53-56. Βλ. και παραπάνω υπό ΙΙ.Α.1.α., σελ. 15-17.64 Καράσης, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου – Δικαιοπραξία Ι,1996, § Γ 172-174 και Γ 176-177, σελ. 375, 376

25

Page 26: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ότι αυτή επιχειρείται εικονικά, πολλώ δε μάλλον η συμφωνία του. Άρα η

δικαιοπραξία είναι εικονική με μόνη τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων

της εικονικότητας στο πρόσωπο του δικαιοπρακτούντος (συνείδηση δηλώσεως

και έλλειψη βουλήσεως δηλώσεως), το δε πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η

δικαιοπραξία ή ο τρίτος που θα συναλλαχθεί με αυτό, εφόσον αγνοούν την

εικονικότητα προστατεύονται με την επίκληση της διάταξης του αρ. 139 ΑΚ.

Η μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία καταρτίζεται επίσης με μία και μόνη

δήλωση βουλήσεως, η οποία όμως πρέπει να απευθυνθεί σε ορισμένο πρόσωπο

και να περιέλθει σε αυτό, να εισέλθει στη σφαίρα επιρροής του ώστε να είναι

δυνατόν να λάβει γνώση του περιεχομένου της, προκειμένου να αποκτήσει

ενέργεια και να θεωρηθεί καταρτισθείσα η δικαιοπραξία65. Σε αντίθεση με την μη

απευθυντέα δικαιοπραξία είναι αναγκαία εν προκειμένω για την κατάρτιση και

ενέργεια της δικαιοπραξίας η παθητική, έστω, συμμετοχή του λήπτη της

πρότασης, συνιστάμενη στην περιέλευση σε αυτόν της δικαιοπρακτικής δήλωσης.

Για να θεωρηθεί όμως πως η δήλωση έχει περιέλθει σε αυτόν, αρκεί η κατά τα

ανωτέρω υπό κανονικές συνθήκες δυνατότητα του λήπτη να λάβει γνώση του

περιεχομένου της και να μπορεί η γνώση αυτή να αναμένεται κατά τις

συναλλακτικές συνήθειες. Δεν απαιτείται όμως και η πραγματική γνώση του

λήπτη˙ αρκεί η αφηρημένη δυνατότητα γνώσης66. Επομένως, τυχόν αποδοχή της

άποψης πως για την κατάφαση της εικονικότητας της μονομερούς απευθυντέας

δικαιοπραξίας πρέπει να αποδεικνύεται η πραγματική γνώση του λήπτη της

σχετικής δήλωσης όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά και για τη βούληση του

δικαιοπρακτούντος να την επιχειρήσει χωρίς βούληση δέσμευσής του θα ήταν

αντιφατική με την ίδια την έννοια και τις προϋποθέσεις της έγκυρης κατάρτισης

της δικαιοπραξίας, αφού θα απαιτούσε μείζονα συμμετοχή του λήπτη67. Σε κάθε

περίπτωση, ο καλόπιστος λήπτης της δήλωσης μπορεί να αποτρέψει την εναντίον

του επίκληση της εικονικότητας και της συνακόλουθης ακυρότητας της

δικαιοπραξίας αποδεικνύοντας την άγνοιά του, κατά το αρ. 139 ΑΚ68. 65 Καράσης, ό.π.., § Γ 171 και Γ 178, Γ 183 επ., σελ. 374 και 377, 381 επ. αντιστοίχως για την έννοια της μονομερούς απευθυντέας δήλωσης βουλήσεως και της περιέλευσής της στον λήπτη της 66 Καράσης, ό.π., § Γ 183, σελ. 381-382 67 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 10368 Παρατηρείται εξάλλου (Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 103) πως η εικονικότητα της μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και απόδειξη γνώσης του λήπτη της

26

Page 27: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Διαφορετική είναι όμως η αντιμετώπιση της έννοιας της εικονικότητας και

των στοιχείων της στην περίπτωση της σύμβασης. Παρά το γεγονός πως η

διατύπωση του αρ. 138 § 1 ΑΚ, που δεν ανάγει τη γνώση σε στοιχείο της

εικονικότητας της δήλωσης βουλήσεως, δεν διακρίνει μεταξύ μονομερών

δικαιοπραξιών, που προϋποθέτουν μία και μόνη δήλωση, και συμβάσεων, όπου

εμπλέκονται οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων (πρόταση και

αποδοχή), υποστηρίζεται πως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση της σύμβασης

και η αυξημένη ουσιαστική συμμετοχή του λήπτη της πρότασης. Προκειμένου να

καταρτιστεί η σύμβαση απαιτείται η αποδοχή, ήτοι η δήλωση βουλήσεως του

λήπτη της πρότασης που εκφράζει τη συμφωνία του με την πρόταση, να

αντιστοιχεί πλήρως και ανεπιφυλάκτως με την πρόταση, ώστε να συμπίπτουν

κατά περιεχόμενο69. Απαιτείται δηλαδή η σύμπτωση των νοημάτων πρότασης και

αποδοχής ως προς όλα τα σημεία τους. Η σύμπτωση όμως αυτή, ως περιεχόμενο

της πλήρους και ανεπιφύλακτης συμφωνίας, προϋποθέτει την εκ μέρους του

λήπτη της πρότασης πλήρη γνώση σχετικά με το περιεχόμενο τόσο της δήλωσης

του προτείνοντος αλλά και της δικαιοπρακτικής του βούλησης. Κατά συνέπεια

δεν είναι νοητή εικονικότητα της σύμβασης αν δεν είναι εικονική τόσο η πρόταση

όσο και η αποδοχή. Είναι δηλαδή απαραίτητη στην περίπτωση αυτή η συμμετοχή

του αποδέκτη της πρότασης στα στοιχεία της εικονικότητας, ήτοι συμφωνία του

για την εικονικότητα της σύμβασης, που ασφαλώς προϋποθέτει τη γνώση του πως

η εκ μέρους του προτείνοντος δήλωση δεν είναι σοβαρή αλλά φαινομενική70.

Σημειωτέον πως ενδιάμεση των παραπάνω άποψη είναι εκείνη που ενώ μεν

δέχεται πως δεν αποτελεί στοιχείο της εικονικότητας η γνώση της εικονικότητας

από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση καταλήγει τελικά να απαιτήσει

σχετικής δήλωσης, είναι δυνατόν να τον ευνοεί, όπως π.χ. επί εικονικής εκ μέρους του εργοδότη καταγγελίας σύμβασης εργασίας, με συνέπεια τη διατήρηση της ισχύος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και τη γέννηση των αντίστοιχων, επί άκυρης καταγγελίας, αξιώσεων του εργαζομένου για πραγματική απασχόλησή του και καταβολή μισθών υπερημερίας για το διάστημα που ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του και να θέσει στη διάθεση του εργαζομένου τα αναγκαία για την προσφορά εκτέλεσή της μέσα (αρ. 351 ΑΚ, 355 επ. ΑΚ, 656 ΑΚ). 69 Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου – Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σελ. 78-80 και 85-86.70 Βλ. Καραγιάννη, ό.π., υποσημ. 1170, σελ. 394, όπου τονίζεται πως απαιτείται συμφωνία μεταξύ των μερών για την μη ισχύ της μεταξύ τους συμβάσεως προκειμένου να χαρακτηριστεί αυτή εικονική και δεν αρκεί η απλή σύμπτωση κρυψίβουλων δηλώσεων πρότασης και αποδοχής, δηλώσεων δηλαδή όπου ο κάθε συμβαλλόμενος αγνοεί την εικονικότητα της δήλωσης του αντισυμβαλλομένου του.

27

Page 28: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

την επίκληση και απόδειξη της γνώσης από τον επικαλούμενο την εικονικότητα,

είτε με αναφορά στο αρ. 139 ΑΚ είτε για λόγους σκοπιμότητας. Ειδικότερα, υπό

την μία εκδοχή της παραπάνω άποψης, αντλώντας προφανώς το σχετικό

επιχείρημα από το αρ. 139 ΑΚ, υποστηρίζεται πως ενώ η εικονικότητα είναι

ανεξάρτητη από την περί αυτής συμφωνία ή απλή γνώση του λήπτη της δήλωσης

εντούτοις άκυρη είναι μόνο η δήλωση που γίνεται εν γνώσει ή υπαίτια άγνοια της

εικονικότητας από το άλλο μέρος71. Η θέση αυτή φαίνεται πως διακρίνει ανάμεσα

στον προσδιορισμό καθεαυτής της έννοιας της εικονικότητας και τις έννομες

συνέπειές της, τις οποίες αντλεί προφανώς από το συνδυασμό των αρ. 138 § 1 και

139 ΑΚ. Έτσι, ενώ θεωρείται πως συνιστά εν ευρεία εννοία εικονική δικαιοπραξία

και εκείνη που επιχειρείται φαινομενικά και μη σοβαρά εν αγνοία του λήπτη της

δήλωσης (κρυψιβουλία), χαρακτηρίζεται τελικά έγκυρη «δυνάμει του αρ. 139»72.

Με βάση το αρ. 139 ΑΚ δηλαδή, κρίνει τελικά πως δεν είναι άκυρη κάθε

δικαιοπραξία που χαρακτηρίζει εικονική, αλλά μόνο εκείνη που επιχειρείται εν

γνώσει ή υπαιτίω αγνοία της εικονικότητας από το λήπτη της δήλωσης73.

Κατά άλλη εκδοχή, γίνεται καταρχήν δεκτό πως δεδομένης της ενιαίας

αντιμετώπισης απευθυντέων και μη απευθυντέων δικαιοπραξιών από τον ΑΚ ως

προς το ζήτημα της εικονικότητας, η γνώση της εικονικότητας από τον λήπτη της

δήλωσης δεν αποτελεί στοιχείο της, αν και είναι συνηθισμένο να υφίσταται, αλλά

είναι κρίσιμη μόνο για τον καθορισμό των προσώπων έναντι των οποίων μπορεί

να προταθεί74. Παρότι όμως η θέση αυτή θα οδηγούσε κανονικά στην επίκληση

της άγνοιας της εικονικότητας κατ’ ένσταση από τον τρίτο συναλλαχθέντα

τονίζεται πως λόγοι σκοπιμότητας που συνίστανται στην αποτελεσματικότερη

προστασία του καλόπιστου τρίτου επιτάσσουν να γίνει δεκτό ότι το αρ. 139 ΑΚ

71 Δεληγιάννης, ό.π., σελ. 215-217, ο ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 130/1956, ΕΕΝ 1956, σελ. 894 επ.. Βλ. όμως και Δεληγιάννη-Παπαζήση, Πρακτικά θέματα αστικού δικαίου, με τις δικονομικές προεκτάσεις τους: συμβολή στη διδασκαλία του μαθήματος εμβάθυνση στο αστικό και αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, 1988, σελ. 3, όπου, σε μια παραλλαγή της αρχικής ανωτέρω θέσης, παρότι επαναλαμβάνεται ο χαρακτηρισμός ως εν ευρεία εννοία εικονικής της μη σοβαρής και φαινομενικής δικαιοπραξίας που επιχειρείται εν αγνοία του λήπτη της εικονικής δήλωσης και σημειώνεται πως κατά τον ΑΚ δεν αποτελούν στοιχεία της εικονικότητας ούτε η περί την εικονικότητα συμφωνία εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση βούλησης ούτε η απλή γνώση του, οι συγγραφείς δεν καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είναι έγκυρη η επιχειρούμενη κατά τα ανωτέρω δήλωση και άρα και η αντίστοιχη δικαιοπραξία. Αντίθετα σημειώνεται πως η δήλωση είναι καταρχήν άκυρη (138 § 1 ΑΚ), αλλά αυτή την εικονικότητα και άρα και την ακυρότητα δεν μπορεί να την επικαλεστεί ο δηλών έναντι του λήπτη της δήλωσης (αρ. 139 ΑΚ). 72 Δεληγιάννης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 130/1956, ΕΕΝ 1956, σελ. 894 επ. (895)73 Δεληγιάννης, ό.π., σελ. 89574 Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 379

28

Page 29: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

καθιερώνει αρνητική προϋπόθεση εφαρμογής του 138 ΑΚ ως προς συγκεκριμένο

πρόσωπο, ώστε τελικά ο επικαλούμενος την εικονικότητα να επιβαρύνεται με την

απόδειξη ότι εκείνος έναντι του οποίου την επικαλείται τελούσε εν γνώσει της75.

γ. Σκοπός παραπλάνησης – Αυτοτελής προϋπόθεση εικονικότητας;

Στο πλαίσιο της προβληματικής για τα υποκειμενικά στοιχεία της

εικονικότητας κρατούσα, οποιαδήποτε από τις παραπάνω ερμηνευτικές εκδοχές κι

αν ακολουθείται τόσο αναφορικά με το τον προσδιορισμό της έννοιας της

εικονικότητας και το αντικείμενό της όσο και ως προς το στοιχείο της γνώσης του

λήπτη της δήλωσης, είναι η θέση πως ο σκοπός του δηλούντος να παραπλανήσει

τους τρίτους με την εικονική του δήλωση συνδέεται μεν με την έννοια της

εικονικότητας αλλά δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του αρ.

138 § 1 ΑΚ και τον συνακόλουθο χαρακτηρισμό της ως εικονικής. Το γεγονός ότι

η συμπεριφορά του εικονικώς δηλούντος ενέχει προφανώς συνείδηση ότι θα

παραπλανηθούν οι αγνοούντες το πραγματικό περιεχόμενο της βούλησής του

τρίτοι όσο και πρόθεση δημιουργίας του φαινομένου εγκυρότητας της δήλωσής

του δεν σημαίνει πως αυτός βαρύνεται απαραίτητα με πρόθεση να τους βλάψει.

Δεν είναι αναγκαίο δηλαδή να κινείται από επιλήψιμα κίνητρα, αλλά ούτε είναι

απαραίτητη η επίκληση και απόδειξη αυτών ή του σκοπού του να παραπλανήσει,

ως πρόσθετης προϋπόθεσης εφαρμογής της διάταξης του αρ. 138 § 1 ΑΚ˙

υποστηρίζεται εξάλλου πως δεν υπάρχει πάντα τέτοια πρόθεση του δηλούντος76.

Αντίθετα, έχει υποστηριχθεί πως, επειδή ακριβώς ο σκοπός του δηλούντος να

προκαλέσει σε τρίτους την πεποίθηση πως η δήλωσή του είναι σοβαρή και όχι

φαινομενική είναι εγγενές στοιχείο της εικονικότητας, θα πρέπει να γίνει δεκτό

75 Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 381.76 Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 704, σελ. 524 («συνηθισμένος σκοπός …-ανεξάρτητα από τα ελατήρια που μπορεί να είναι και αγαθά- είναι η παραπλάνηση των τρίτων»), Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 295, Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 378, Καρακατσάνης, ό.π., Αρ. 138-139, αριθ. 13, σελ. 206, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 331, Καρακώστας, ό.π., σελ. 57, Γαζής, ό.π., σελ. 41. Βλ. και ΑΠ 1247/2003, ΧρΙΔ 2004, 146, όπου τονίζεται πως «για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει άλλη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου».Έτσι και η ΑΠ 1984/1986, ΝοΒ 1987, 1232, ΕφΠειρ 122/1989, ΑρχΝ 1989, 258 Ως εγγενές στοιχείο της έννοιας της εικονικότητας και όχι ως αυτοτελή πρόσθετη προϋπόθεση εφαρμογής του αρ. 138 ΑΚ αντιμετωπίζει την πρόθεση δημιουργίας στους άλλους της εντύπωσης ότι μεταβάλλεται η νομική κατάσταση του δηλούντος και η ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ.

29

Page 30: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

πως αποτελεί κρίσιμο υποκειμενικό στοιχείο που πρέπει να επικαλεστεί και

αποδείξει ο προτείνων την εικονικότητα77. Ασφαλώς δεν ενδιαφέρουν τα απώτατα

κίνητρα του εικονικά δηλούντος, επιλήψιμα ή όχι, αλλά η συνολική τελική

διαγωγή του δηλούντος που δεν συνιστάται απλώς από την επιχείρηση δήλωσης

φαινομενικά μόνο και τη γνώση του πως η δήλωσή του θα εκληφθεί ως σοβαρή

από τους τρίτους, αλλά και από τη βούλησή του να δημιουργήσει αυτή την

εσφαλμένη εντύπωση, δηλαδή το φαινόμενο της σοβαρότητας της. Έτσι, για το

χαρακτηρισμό ορισμένης δήλωσης βουλήσεως ως εικονικής δεν αρκεί απλά και

μόνο η επίκληση και απόδειξη του ελαττώματος της δήλωσης, η εκούσια

διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως, αλλά και η πρόθεση του δηλούντος να

προκαλέσει με τον τρόπο αυτό την εμπιστοσύνη των τρίτων στο δημιουργούμενο

φαινόμενο, χωρίς πάντως να απαιτείται περαιτέρω και πρόθεσή του να

προκαλέσει σε αυτούς και βλάβη.

Ορθότερη και συνεπέστερη τόσο με τον ορισμό της εικονικότητας όσο και με

την αντιμετώπισή της από το σύστημα του αστικού κώδικα ως μια εξαιρετική και

αποδοκιμαστέα κατάσταση είναι η δεύτερη άποψη. Όπως προκύπτει από την ίδια

τη διάταξη του αρ. 138 § 1 που ορίζει πως κρίσιμα στοιχεία της εικονικότητας

είναι το «μη σοβαρό» και «φαινομενικό» της δήλωσης βουλήσεως, τα εν λόγω

χαρακτηριστικά έχουν ταυτόχρονα μια αντικειμενική και μια υποκειμενική όψη.

Προκειμένου να θεωρηθεί η δήλωση εικονική πρέπει να διαπιστώνεται το

ελάττωμά της που έγκειται στην επιχείρησή της χωρίς βούληση δέσμευσης προς

δημιουργία φαινομένου εγκυρότητας και ισχύος της. Η διαπίστωση αυτή όμως,

όταν δεν είναι δυνατή η άμεση απόδειξη της (π.χ. από αντέγγραφο), είναι

προφανές ότι πρέπει να γίνει μέσω της έρευνας της ενδιάθετης κατάστασης του

δηλούντος, των κινήτρων του και του συνόλου των συνθηκών υπό τις οποίες

77 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 64-69, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 373-377 (όπου γίνεται χρήση του πιο δόκιμου όρου «βούληση δημιουργίας φαινομένου» αντί της «πρόθεσης εξαπάτησης/παραπλάνησης τρίτων». O συγγραφέας δεν ανάγει τη βούληση αυτή σε αυτοτελές στοιχείο της εικονικότητας αλλά απαιτεί τη διαπίστωσή της, αναγνωρίζοντάς την ως εγγενές στοιχείο της εικονικής δήλωσης, ένα από τα δύο υποκειμενικά σκέλη της – έλλειψη βούλησης ισχύος και βούληση δημιουργίας φαινομένου. Κρίνει μάλιστα πως η πρόθεση του δηλούντος να προκαλέσει την πίστη των τρίτων για τη σοβαρότητα και εγκυρότητα της δήλωσής του είναι εκείνο το στοιχείο που διαχωρίζει την εικονικότητα από τον αστεϊσμό και τη falsa demonsrtatio ), Δελληγιάνης, Κατάρτιση εικονικών προσυμφώνων πώλησης ακινήτων που υπέκρυπταν προσύμφωνα δωρεάς, διαμέσου αντιπροσώπου εφοδιασμένου με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο που φαινομενικά μεν περιείχε παροχή εξουσίας για πώληση, ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπτε παροχή εξουσίας για σύσταση δωρεάς (Γνμδ), Αρμ. 1986, σελ. 20 επ. (21), Κορνηλάκης, ό.π., σελ. 198.

30

Page 31: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

επιχειρήθηκε η δήλωση, ώστε να προκύψει ότι ο «μη σοβαρώς» δηλών, έχοντας

συνείδηση της σύγχυσης που είναι δυνατόν να προκαλέσει η συμπεριφορά του

στους τρίτους, επιθυμεί τη δημιουργία της εντύπωσης πως επιθυμεί την παραγωγή

εννόμων αποτελεσμάτων και τη νομική του δέσμευση ή πάντως αδιαφορεί αν θα

την προκαλέσει. Από την ερμηνεία της δήλωσής του με τους κανόνες των αρ. 173

και 200 ΑΚ σε συνάρτηση με το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που

περικλείουν την επιχείρησή της θα πρέπει να προκύπτει η πρόθεση του δηλούντος

να προκαλέσει φαινόμενο εγκυρότητας της δήλωσής του και την αντίστοιχη

εμπιστοσύνη των καλόπιστων τρίτων, έστω κι αν η πρόθεση αυτή έχει μόνο τον

χαρακτήρα του, κατά ποινικό δίκαιο «ενδεχόμενου δόλου», ήτοι συνείδησης πως

είναι πιθανή η πρόκληση του ανωτέρω φαινομένου και αδιαφορίας για την

επιρροή του στη διαμόρφωση της με νομική σημασία συμπεριφοράς των τρίτων.

Εξάλλου, παρά το αντίθετο συμπέρασμα που διατυπώνεται και υπό την

ανωτέρω κρατούσα άποψη, προφανώς με σκοπό να ελαφρυνθεί η αποδεικτική

θέση του επικαλούμενου την εικονικότητα, αυτή ταυτίζεται ουσιαστικά με την μη

κρατούσα ως προς την παραδοχή της πρόθεσης δημιουργίας φαινομένου ως

εγγενούς στοιχείου της εικονικότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως, αρκούμενη

στην απόδειξη του «ελαττώματος» της δήλωσης βουλήσεως, προσδιορίζει

εννοιολογικά το ελάττωμα αυτό τονίζοντας πως συνίσταται ακριβώς στο ότι ο

δηλών «δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της

δικαιοπραξίας που καταρτίζεται», χωρίς όμως να το γνωστοποιεί στον προς ον η

δήλωση ή τους τρίτους, αποδεχόμενος έτσι τον κίνδυνο να δημιουργηθούν

εσφαλμένες εντυπώσεις στους τρίτους.

Β. Συναλλαγή και βλάβη

1. Γενικά – Εννοιολογικός προσδιορισμός

Δεύτερη αντικειμενική προϋπόθεση εφαρμογής του αρ. 139 ΑΚ είναι η

συναλλαγή του επικαλούμενου την έναντι της εικονικότητας προστασία με τον

εικονικώς δηλούντα ή με το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνθηκε η εικονική

δήλωση και η βλάβη του από την ανατροπή λόγω ακυρότητας της εικονικής

31

Page 32: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

δικαιοπραξίας. Η βλάβη του συναλλαχθέντος από την επίκληση της ακυρότητας

δεν αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση, αλλά είναι αυτονόητο πως πρέπει να υπάρχει

προκειμένου να δικαιολογείται έννομο συμφέρον προσφυγής στη διάταξη του αρ.

139 ΑΚ. Μόνο εφόσον η εικονικότητα συνεπάγεται την ανατροπή των

αποτελεσμάτων της συναλλαγής που βασίστηκε στη φαινομενική σοβαρότητα και

εγκυρότητα της εικονικής δήλωσης και γενικότερα τη χειροτέρευση της νομικής

κατάστασης του καλόπιστου συναλλαχθέντος δικαιολογεί αυτός συμφέρον να

αποκρούσει την ακυρότητα και να απαιτήσει την επέλευση των εννόμων

συνεπειών σαν να ήταν η κρίσιμη δήλωση έγκυρη.

Ως συναλλαγή νοείται η κατάρτιση δικαιοπραξίας και όχι η οποιαδήποτε

επαφή τρίτου με τον εικονικώς δηλούντα78. Κρίσιμη είναι τόσο η συναλλαγή που

λαμβάνει χώρα με την επιχείρηση της ίδιας της εικονικής δικαιοπραξίας όσο και

εκείνη που συνδέεται με αυτήν και στην οποία μετέχει τρίτο πρόσωπο που

συναλλάσσεται με τον εικονικά συναλλαχθέντα, χωρίς να περιορίζεται η δεύτερη

περίπτωση μόνο σε εκείνη τη δικαιοπραξία της οποίας οι έννομες συνέπειες

εμποδίζονται λόγω της κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ ακυρότητας της δικαιοπραξίας

στην οποία στηρίζεται79.

Συναλλαγή ενέχουν όχι μόνο οι επαχθείς αλλά και οι χαριστικές

δικαιοπραξίες80, αν και έχει υποστηριχθεί και η άποψη που περιορίζει την έννοια

μόνο στις επαχθείς81. Το αρ. 139 ΑΚ δεν αποκλείει την προστασία επί χαριστικών

δικαιοπραξιών ούτε προσδιορίζει την έννοια της συναλλαγής κατά τρόπο ώστε να

απαιτείται η καταβολή ανταλλάγματος από τον συναλλαχθέντα. Εξάλλου η ίδια η

έννοια της συναλλαγής αφορά μόνο την κατάρτιση δικαιοπραξίας που περιέχει

επίδοση (υποσχετικής ή εκποιητικής), περιλαμβάνει δε και εκείνες τις

δικαιοπραξίες που συνεπάγονται περιουσιακή μετακίνηση λόγω ελευθεριότητας.

Πέραν της γραμματικής διατύπωσης του αρ. 139 ΑΚ και από τη ratio της

διάταξης, που συνίσταται στην προστασία του καλόπιστου συναλλαχθέντος μέσω

της έναντι αυτού αποτροπής ανατροπής των αποτελεσμάτων της εικονικής

δήλωσης και στην κατά τον τρόπο αυτό διασφάλιση των συναλλαγών, είναι

78 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 25979 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 485-48680 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 261, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 486, Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, 1957, σελ. 275, Σημαντήρας, ό.π., σελ. 528 (υποσημ. 14), Καύκας, ό.π., σελ. 17481 Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989, σελ. 279

32

Page 33: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

φανερό πως ανάγκη προστασίας υπάρχει ανεξάρτητα από τον αν η υπό κίνδυνο

ωφέλεια του συναλλαχθέντος είναι αποτέλεσμα καταβολής ανταλλάγματος ή όχι.

Βλάβη κατά την ανωτέρω έννοια είναι η επί τα χείρω μεταβολή της νομικής

κατάστασης του συναλλαχθέντος συνεπεία της ακυρότητας της εικονικής

δήλωσης και ανατροπής του φαινομένου εγκυρότητάς της στο οποίο βασίστηκε

προκειμένου να προβεί στη συναλλαγή. Προς επίρρωση δε των όσων

αναφέρθηκαν ανωτέρω για τη διάκριση επαχθών και χαριστικών δικαιοπραξιών

είναι χρήσιμη η επισήμανση στο σημείο αυτό πως βλάβη υφίσταται ο

συναλλαχθείς και με την ανατροπή ή παρεμπόδιση επέλευσης των αποτελεσμάτων

χαριστικής δικαιοπραξίας, αφού ναι μεν δεν μειώνεται η περιουσία του, αλλά δεν

επέρχεται και η σκοπούμενη και κανονικά αναμενόμενη επαύξησή της με τη

γέννηση των σχετικών δικαιωμάτων του.

2. Έννοια του συναλλαχθέντος

Κατά την ορθότερη ερμηνεία της διάταξης του αρ. 139 ΑΚ συναλλαχθείς

πρέπει να θεωρηθεί τόσο ο λήπτης της εικονικής δήλωσης (επί συμβάσεως ή

μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας)82 όσο και κάθε τρίτος που,

επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη στο φαινόμενο εγκυρότητας της εικονικής

δικαιοπραξίας συναλλάχθηκε με εκείνον που εμφανίζεται ως δικαιούχος ή τους

διαδόχους του προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα και κινδυνεύει έτσι να

υποστεί βλάβη, θιγόμενος από την εικονικότητα. Της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ

απολαμβάνουν επίσης οι ειδικοί και καθολικοί διάδοχοι των ανωτέρω,

ανεξάρτητα μάλιστα από το αν γνώριζαν ή όχι την εικονικότητα όταν

συναλλάχθηκαν με τους δικαιοπαρόχους τους.

α. Ο λήπτης της δήλωσης (συμβάσεις και μονομερείς απευθυντέες δηλώσεις

βουλήσεως)

Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς τη συνολική ρύθμιση της

εικονικότητας όπως προκύπτει από τα αρ. 138 και 139 ΑΚ, υπάρχει σύμπτωση

82

33

Page 34: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

απόψεων σχετικά με τη θεώρηση ως συναλλαχθέντος του αντισυμβαλλομένου του

εικονικά δηλούντος ή του λήπτη της δήλωσης, επί μονομερούς απευθυντέας

δικαιοπραξίας. Τόσο οι υποστηρικτές της άποψης πως επιδέχονται εικονικότητας

τόσο οι απευθυντέες όσο και οι μη απευθυντέες δικαιοπραξίες, απαιτώντας όμως

περαιτέρω συμφωνία ή έστω γνώση του λήπτη της δήλωσης σχετικά με την

εικονικότητα όσο και της θέσης πως είναι ανεπίδεκτες εικονικότητας οι μη

απευθυντέες δικαιοπραξίες, δέχονται πως επί μονομερούς απευθυντέας

δικαιοπραξίας και επί συμβάσεως83 ο λήπτης της εικονικής δήλωσης είναι

«συναλλασόμενος» με την έννοια του αρ. 139 ΑΚ.

Προκειμένου περί συμβάσεως84 γίνεται δεκτό πως ο αντισυμβαλλόμενος του

εικονικά δηλούντος θεωρείται συναλλαχθείς με αυτόν και, εφόσον αγνοεί την

εικονικότητα, τυγχάνει της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ. Ανεξάρτητα με το αν

απαιτούν να συντρέχει η γνώση ή συμφωνία του λήπτη για να χαρακτηριστεί

ορισμένη δήλωση ως εικονική85, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής δέχονται πως

πάντως για το χαρακτηρισμό σύμβασης ως εικονικής αρκεί τα στοιχεία της

εικονικότητας να βαρύνουν την πρόταση, ήτοι την μία μόνο εκ των δύο δηλώσεων

βουλήσεως που απαρτίζουν την σύμβαση. Κατά συνέπεια η συναλλαγή που

λαμβάνει χώρα μέσω της συμμετοχής του αντισυμβαλλομένου του εικονικά

δηλούντος στην κατάρτιση της σύμβασης και η έκφραση της αποδοχής του εν

άγνοία του εικονικού χαρακτήρα της δήλωσης είναι τα στοιχεία εκείνα που

καθιστούν τον καλόπιστο αντισυμβαλλόμενο άξιο προστασίας κατά το αρ. 139

ΑΚ.

Αντίθετα, συνεπής με τη θέση της πως επί συμβάσεως απαιτείται η γνώση

και συμφωνία του λήπτη της πρότασης, ήτοι πως η σύμβαση είναι εικονική μόνο

όταν αμφότερες οι δηλώσεις βουλήσεως πρότασης και αποδοχής είναι, κατά τη

συμφωνία των μερών, εικονικές, μέρος της θεωρίας απορρίπτει το χαρακτηρισμό

του αντισυμβαλλομένου ως συναλλαχθέντος κατά την έννοια του αρ. 139 ΑΚ86.

Εντούτοις, επί μη διαγνωσθείσας κρυψιβουλίας ως προς την πρόταση, στην 83 Αντίθ. Καράσης, ό.π., σελ. 12884 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 486, Γαζής, ό.π., σελ. 43, Μπαλής, ό.π., σελ. 125, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 707, σελ. 527, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 298-299 και σελ. 296, Σπυριδάκης-Περάκης, ό.π., αρ. 139 σημείο 3, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 340, Καρακώστας, ό.π., αριθ. 244, σελ. 79, Παντελίδου (εμμέσως), ό.π., σελ. 1355-1356, 85 Υπέρ τουλάχιστον της γνώσης οι Καραγιάννης, Μπαλής, , Ασπρογέρακας-Γρίβας, , Σημαντήρας, ό.π., § 39 αριθ. 705, σελ. 525, Παπαχρήστου, Καρακώστας). Κατά οι Γαζής, Σπυριδάκης.86 Καράσης, ό.π., σελ. 126-127, Καρακατσάνης, ό.π., σελ. 203-204

34

Page 35: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

περίπτωση δηλαδή που αγνοεί ο αποδέκτης την εικονικότητά της, υποστηρίζεται

πως η ενδιάθετη κατάσταση του προτείνοντος δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη και η

πρότασή του να θεωρηθεί ισχυρή, χωρίς να απαιτείται η εμπλοκή των διατάξεων

των αρ. 138 § 1 και 139 ΑΚ. Εφόσον ο αποδέκτης αντιληφθεί την εικονικότητα,

τότε καταρχήν η πρόταση πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, η δε τυχόν γενόμενη

αποδοχή εν γνώσει της εικονικότητας καθιστά αδύνατη την εκ των υστέρων

επίκληση της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ από τον αποδέκτη, αφού αίρει την καλή

του πίστη87.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι αρνείται γενικά τη γνώση του λήπτη της εικονικής

δήλωσης ως στοιχείο της εικονικότητας, με βάση την άποψή της πως η

εικονικότητα της σύμβασης προϋποθέτει την εικονικότητα και των δύο

αντιτιθέμενων δηλώσεων βουλήσεως, την απόλυτη σύμπτωση πρότασης και

αποδοχής τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την πραγματική πρόθεση

των μερών, η Καρύμπαλη-Τσίπτσιου88 αρνείται την εφαρμογή των διατάξεων 138 §

1 και 139 ΑΚ επί συμβάσεως όπου ο αντισυμβαλλόμενος του εικονικά δηλούντος

αγνοεί την εικονικότητα. Θεωρεί πως η μη συμμετοχή του αντισυμβαλλομένου

του εικονικά δηλούντος στα στοιχεία της εικονικότητας «εμποδίζει την

πραγματοποίηση εικονικής και άκυρης δικαιοπραξίας»89, υπό την έννοια πως η εν

λόγω δικαιοπραξία θα πρέπει τελικά να κρίνεται έγκυρη, χωρίς να τίθεται καν

ζήτημα εικονικότητάς της. Αν δηλαδή ο αντισυμβαλλόμενος αγνοεί την

εικονικότητα της δήλωσης (πρότασης ή αποδοχής) του άλλου μέρους και η δική

του δήλωση δε γίνεται εικονικά αλλά σοβαρά, συμπίπτοντας με τη δήλωση του

άλλου μέρους ως προς όλα τα στοιχεία πλην της ενδιάθετης κατάστασης που

άπτεται της εικονικότητας, δεν καταρτίζεται εικονική σύμβαση αλλά έγκυρη και

δεν ενδιαφέρει η εικονικότητα της μιας από τις συνιστώσες αυτήν δηλώσεις

βουλήσεως. Κατά τη συγγραφέα εικονική σύμβαση υπάρχει μόνο όταν οι

εκατέρωθεν δηλώσεις βουλήσεως συμπίπτουν και ως προς το στοιχείο της

εικονικότητας90 , 91. Στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι προφανές πως ο 87 Καράσης, ό.π., σελ. 131-13288 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 262 και 104-10789 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 26290 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 104-106. 91 Προς αντίκρουση της ενδεχόμενα να υποστηριχθεί θέσης πως δεν είναι δυνατή η κατάρτιση έγκυρης σύμβασης όταν μια από τις συνιστώσες αυτή δηλώσεις βουλήσεως είναι εικονική και άρα άκυρη ή περαιτέρω πως δε νοείται η κατάρτιση σύμβασης με τη σύμπτωση εικονικών και επομένως άκυρων δηλώσεων βουλήσεως, ώστε να εξετάζεται στη συνέχεια το κύρος της καταρτισμένης αυτής σύμβασης,

35

Page 36: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

αντισυμβαλλόμενος του εικονικά δηλούντος, όχι απλώς γνωρίζοντας αλλά

μετέχοντας και αυτός στην εικονικότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί άξιος

προστασίας συναλλαχθείς κατά την έννοια του αρ. 139 ΑΚ.

Επί εικονικής μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας υπάρχει απόλυτη

ταύτιση απόψεων ως προς το χαρακτηρισμό ως συναλλαχθέντος του λήπτη της

εικονικής δήλωσης. Υπό οποιαδήποτε υπό τις ερμηνείες του αρ. 138 § 1 ΑΚ

αναγνωρίζεται πως αυτό καλύπτει τις μονομερείς απευθυντέες δικαιοπραξίες. Εν

προκειμένω υπάρχει συναλλαγή στο βαθμό που ο λήπτης της δήλωσης συμμετέχει

έστω και παθητικά στην κατάρτιση της σχετικής δικαιοπραξίας και την επέλευση

των εννόμων συνεπειών της, αφού απαιτείται η περιέλευσή της σε αυτόν, και

κίνδυνος βλάβης του από την ανατροπή λόγω εικονικότητας των ανωτέρω

εννόμων αποτελεσμάτων. Ορθότερη πάντως από τις επιμέρους ερμηνευτικές

απόψεις είναι εκείνη που χαρακτηρίζει εικονική την μονομερή απευθυντέα

δικαιοπραξία ανεξαρτήτως γνώσης του δηλούντος αφού, από τη φύση της

δικαιοπραξίας αυτής, για την κατάρτισή της, δεν χρειάζεται καν η πραγματική

γνώση του περιεχομένου της δήλωσης από τον λήπτη, αλλά απλώς η είσοδός της

δήλωσης στη σφαίρα επιρροής του, ώστε να έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση

αυτής. Κατά συνέπεια, αφού δεν είναι κρίσιμη η γνώση του λήπτη της δήλωσης

για την εικονικότητά της και δεν έχει τρόπο αντίδρασης στην έλλειψη βούλησης

δέσμευσης του δηλούντος θα πρέπει να του αναγνωριστεί η προστασία του

συναλλαχθέντος κατά το αρ. 139 ΑΚ.

β. Ο ωφελούμενος από τη δήλωση (επί μη απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως)

η συγγραφέας εκφράζει την άποψη πως από τη στιγμή που οι δηλώσεις βουλήσεως συγκροτούν διμερή δικαιοπραξία δεν είναι πλέον ορθό να αντιμετωπίζονται ως αυτοτελείς νομικές οντότητες και να εξετάζεται το κύρος καθεμιάς από αυτές ως συνιστωσών την καταρτισμένη δικαιοπραξία Κρίσιμη πλέον είναι η σύμβαση που προέκυψε και αυτής της νέας νομικής οντότητας το κύρος εξετάζεται. Η εκτίμηση εξάλλου της εικονικής δήλωσης ως μη καταρτισμένης θα κατέληγε στο κατά τη συγγραφέα άτοπο αποτέλεσμα να υφίσταται εικονική αλλά πάντως υπαρκτή πρόταση, στην οποία θα μνημονεύονται όλα τα ουσιώδη και αναγκαία στοιχεία της υπό κατάρτιση σύμβασης και αντίστοιχη εικονική αλλά υπαρκτή αποδοχή και άρα απόλυτη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως και παρόλα αυτά να θεωρείται η σύμπτωση αυτή ανύπαρκτη. Αν εξάλλου γινόταν δεκτή η μη κατάρτιση κατά τα ανωτέρω της σύμβασης, λόγω ακυρότητας των εκατέρωθεν δηλώσεων βουλήσεως πρότασης και αποδοχής, θα καθίστατο ανενεργός και η ρύθμιση του αρ. 138 § 2 ΑΚ, αφού δεν είναι νοητή καλυπτόμενη δικαιοπραξία υπό μη καταρτισμένη και άρα ανύπαρκτη. Βλ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 168-169 ΑΚ.

36

Page 37: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Στην περίπτωση της μη απευθυντέας δήλωσης βούλησης γίνεται δεκτό από το

σύνολο σχεδόν των θεωρητικών και τη συντριπτική πλειονότητα των δικαστικών

αποφάσεων πως το πρόσωπο που επηρεάζεται και αντλεί οφέλη από την

αντίστοιχη δικαιοπραξία δεν μπορεί να επικαλεστεί την προστασία του αρ. 139

ΑΚ.

Εκείνη η μερίδα της θεωρίας που θεωρεί κρίσιμο το στοιχείο της γνώσης του

λήπτη της δήλωσης για τον προσδιορισμό της έννοιας της εικονικότητας

αποκλείει εντελώς από το πεδίο εφαρμογής των αρ. 138 και 139 ΑΚ τις μη

απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως, καθώς δεν νοείται σε αυτές συμμετοχή κατά

την κατάρτιση και άρα και η περί της εικονικότητας γνώση του λήπτη της

δήλωσης92. Σύμφωνα με αυτή τη θέση δεν υφίσταται ποτέ εικονική, κατά την

έννοια του αρ. 138 § 1 ΑΚ μονομερής μη απευθυντέα δικαιοπραξία˙ ακόμα κι αν

επιχειρείται χωρίς βούληση δέσμευσης, θεωρείται πάντοτε έγκυρη και ισχυρή,

ώστε δεν κινδυνεύει να απολέσει δικαίωμα που απέκτησε εξ αυτής ο λήπτης της

σχετικής δήλωσης βουλήσεως.

Οι ερμηνευτές των κρίσιμων ως άνω διατάξεων που αρνούνται πως η γνώση

του λήπτη είναι στοιχείο της εικονικότητας, υποστηρίζουν πως, παρότι οι μη

απευθυντέες δηλώσεις βούλησης είναι καταρχήν δεκτικές εικονικότητας, ο λήπτης

τους δεν απολαμβάνει της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ, γιατί η νομική του θέση

επηρεάζεται μεν από την ενέργεια αυτών, χωρίς όμως να απαιτείται προς τούτο η

με οποιοδήποτε τρόπο συμμετοχή του, χωρίς δηλαδή να συντρέχει συναλλαγή,

προϋπόθεση της θετικής προστασίας των καλόπιστων συναλλασσομένων93. Η 92 Βλ. παραπάνω, υπό ΙΙ.Α.1.α., σελ. 16 επ. και υποσημ. 41, 4293 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 267-269, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 380, ο ίδιος, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989, σελ. 279, Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 557-558, ο ίδιος, Η εικονική διαθήκη (συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 138 και 139 ΑΚ), ΝοΒ 1978, σελ. 646 επ. (648-649).

Χαρακτηριστική όμως των προβλημάτων που ενδέχεται να δημιουργήσει η απόλυτη απόρριψη της προστασίας του ωφελούμενου από τη δήλωση δυνάμει του αρ. 139 ΑΚ είναι η περίπτωση των αρ. 1266 ΑΚ που αφορούν την παραχώρηση του δικαιώματος εγγραφής υποθήκης. Το δικαίωμα παραχωρείται με μονομερή μη απευθυντέα δήλωση βουλήσεως υπό τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Παρότι πρόκειται για μονομερή μη απευθυντέα δικαιοπραξία που επιχειρείται προς το συμφέρον συγκεκριμένου προσώπου, του υπέρ ου η εγγραφή δανειστή, επί εικονικότητάς της θα ήταν συνεπές με την ανωτέρω γνώμη να μη γίνει δεκτή δυνατότητα αυτού να επικαλεστεί την προστασία του αρ. 139 ΑΚ, εντούτοις γίνεται δεκτό πως ο εν λόγω δανειστής θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συναλλαχθείς κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Τούτο επιχειρείται να στηριχθεί στο επιχείρημα πως ο υπέρ ου η παραχώρηση υποθήκης δανειστής δεν μετέχει μεν στην κατάρτιση της αντίστοιχης δικαιοπραξίας, αλλά συμπράττει στην επέλευση των εννόμων συνεπειών της, αφού η εγγραφή της υποθήκης γίνεται με δική του πρωτοβουλία – βλ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 269-270

Η παραπάνω ερμηνεία είναι διασταλτική του όρου «συναλλαγή» και αποσκοπεί στην διασφάλιση των συναλλαγών και την αποτροπή ατόπων αποτελεσμάτων, ήτοι της αδυναμίας του δανειστή να

37

Page 38: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

άποψη αυτή δέχεται ως εικονική την μονομερή δήλωση βουλήσεως που γίνεται μη

σοβαρά και φαινομενικά, ανεξάρτητα από τη γνώση του λήπτη της, δεδομένης

όμως της απουσίας «συναλλαγής» αρνείται να επιτρέψει στον ίδιο να επικαλεστεί

την ακυρότητά της και να αποτρέψει τη βλάβη του, εφόσον αγνοεί την

εικονικότητα, κατ’ αρ. 139 ΑΚ, υποστηρίζοντας ότι η προστασία του

εξασφαλίζεται κατά περίπτωση από άλλες διατάξεις. Αντίθετα, δέχεται πως

καλύπτονται από την προστασία του αρ. 139 ΑΚ τρίτοι που συναλλάχθησαν με

τον λήπτη της εικονικής δήλωσης. Θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί πως η παραπάνω θέση που απορρίπτει την

προστασία του λήπτη μη απευθυντέας δήλωσης λόγω απουσίας συναλλαγής του με τον εικονικώς

δηλούντα αντίκειται στη ratio της 139 ΑΚ, που αποσκοπεί στην προστασία του καλόπιστα

συναλλαχθέντος. Με δεδομένη την ορθότερη άποψη πως η έννοια της εικονικότητας προκύπτει

αποκλειστικά από τη διάταξη του αρ. 138 § 1 ΑΚ που δεν διακρίνει μεταξύ απευθυντέων και μη

απευθυντέων δικαιοπραξιών ούτε προβλέπει τη γνώση της εικονικότητας από τον λήπτη ως

προϋπόθεση αυτής, επί μη απευθυντέας δήλωσης βούλησης κατά μείζονα λόγω άξιος προστασίας

είναι εκείνος προς τον οποίο απευθύνθηκε η ελαττωματική δήλωση. Δεν μετέχει βέβαια

ενεργητικά ή παθητικά στην κατάρτιση της μονομερούς μη απευθυντέας δικαιοπραξίας, ώστε δεν

υφίσταται συναλλαγή με τη στενή του όρου έννοια. Μολαταύτα, στην πλειοψηφία των μονομερών

μη απευθυντέων δικαιοπραξιών, όπως π.χ. στην διαθήκη, την αποδοχή ή αποποίηση κληρονομιάς,

τη δήλωση εκούσιας αναγνώρισης τέκνου και την αντίστοιχη συναίνεση της μητέρας, είναι

εύκολα διακριτό συγκεκριμένο πρόσωπο για το συμφέρον του οποίου καταρτίζονται και το οποίο

άμεσα ωφελείται. Στις περιπτώσεις αυτές, τελολογικά και με δεδομένο πως η διάταξη του αρ. 139

ΑΚ αποτελεί εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης και αποσκοπεί στην προστασία της

εμπιστοσύνης των προσώπων που θεώρησαν σοβαρή και έγκυρη την εικονική δήλωσης, ορθότερο

είναι να γίνει δεκτό πως συναλλαχθείς επί μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας πρέπει να

θεωρηθεί και το πρόσωπο εκείνο το οποίο αφορά η δικαιοπραξία και φαίνεται να επηρεάζεται

άμεσα από αυτήν στην νομική του κατάσταση, αποκτώντας συγκεκριμένα δικαιώματα. Σκόπιμο

είναι να αποδοθεί σε αυτό το πρόσωπο, ερμηνευτικά έστω, η ιδιότητα του συναλλαχθέντος, αφού

και γι’ αυτό υπάρχει ουσιαστικά η ίδια ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του όπως επί λήπτη

μονομερούς απευθυντέας δήλωσης βούλησης94. Αντίθετα, δεν είναι αναγκαία η παραπάνω

αποκρούσει την ακυρότητα του τίτλου του προς εγγραφή υποθήκης και επομένως να εξασφαλίσει την απαίτησή του. Η ερμηνευτική αυτή παρέκκλιση δεν θα ήταν αναγκαία αν γινόταν δεκτή η θέση πως επί μη απευθυντέων μονομερών δικαιοπραξιών θα πρέπει να γίνεται διασταλτική, τελολογική ερμηνεία της έννοιας «συναλλαγή», ώστε να θεωρείται συναλλαχθείς το πρόσωπο προς ικανοποίηση συμφερόντων του οποίου καταρτίζεται η δικαιοπραξία και το οποίο ωφελείται άμεσα από τις έννομες συνέπειές της. 94 ? Βλ. Παντελίδου, ό.π., σελ. 1355-1356 αναφορικά με τον εγκατάστατο σε διαθήκη. Η συγγραφέας, δεχόμενη πως είναι νοητή η εικονικότητα διαθήκης, καθώς το αρ. 138 § 1 ΑΚ αφορά όλες τις δικαιοπραξίες και όχι μόνο τις απευθυντέες, τονίζει πως η προστασία του αρ. 139 ΑΚ πρέπει να αναγνωριστεί και υπέρ του εγκατάστατου που αγνοεί την εικονικότητα της διαθήκης. Ο όρος

38

Page 39: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ερμηνεία στην περίπτωση όπου η μονομερής μη απευθυντέα δικαιοπραξία δεν αποσκοπεί στην

εξυπηρέτηση ορισμένου προσώπου, αλλά λ.χ. στην εξυπηρέτηση σκοπού, όπως στην περίπτωση

της ιδρυτικής πράξης ιδρύματος (αρ. 109 ΑΚ), αφού τότε δεν υφίσταται άμεσα ωφελούμενος από

τη δικαιοπραξία και ανάγκη προστασίας του95.

γ. Τρίτοι συναλλαχθέντες

«συναλλαγή» θα πρέπει να ερμηνευτεί διασταλτικά προκειμένου να ικανοποιηθεί ο σκοπός προστασίας του καλόπιστου τιμώμενου, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα προέκυπτε το άτοπο να υπολείπεται σε προστασία εκείνος τον οποίο άμεσα αφορά και επηρεάζει η εικονική δήλωση έναντι του τρίτου που θα συναλλαχθεί στο μέλλον με αυτόν. Ουσιαστικά δηλαδή εξομοιώνεται ο καλόπιστος με τον κακόπιστο εγκατάστατο αναφορικά με την μεταχείρισή τους σε περίπτωση εικονικότητας της διαθήκης.

Η συγγραφέας καταλήγει τελικά σε μια ενδιάμεση ερμηνεία του όρου συναλλαγή, προκειμένου να λύσει το πρόβλημα. Υποστηρίζει πως ο εγκατάστατος πρέπει να θεωρηθεί συναλλαχθείς κατά την έννοια του αρ. 139 ΑΚ εφόσον πράγματι συναλλάχθηκε, εφόσον δηλαδή στηρίχθηκε στη διαθήκη και στο φαινόμενο της εξ αυτής κτήσης δικαιωμάτων προκειμένου να καταρτίσει δικαιοπραξίες από τις οποίες αναλαμβάνει υποχρεώσεις, που πίστεψε πως δύναται να εκπληρώσει χάρη στην εκ της διαθήκης βελτίωση της νομικής του θέσης.

Η άποψη αυτή όμως παραγνωρίζει πως η προστασία του αρ. 139 ΑΚ είναι αποτέλεσμα της αποδοκιμασίας το δικαίου στην μη σοβαρή και φαινομενική επιχείρηση δηλώσεων βουλήσεως και της επιδίωξης να αποτρέψει τέτοια συναλλακτική συμπεριφορά. Κρίσιμη είναι όχι η συναλλαγή με την έννοια της ενεργητικής ή παθητικής συμμετοχής στην κατάρτιση δικαιοπραξίας, αλλά το φαινόμενο κτήσης δικαιωμάτων, γενικότερα δε μεταβολής της νομικής κατάστασης, στο οποίο δίνει εμπιστοσύνη ο καλόπιστος εξ αυτού ωφελούμενος. Αυτό το στοιχείο συντρέχει προφανώς και επί διαθήκης, όπως και σε κάθε περίπτωση μονομερούς μη απυθυντέας δικαιοπραξίας που τείνει στην εξυπηρέτηση συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, παρά το γεγονός ότι για την ενέργειά της δεν απαιτείται η συμμετοχή του. Άλλωστε, την άποψη αυτή φαίνεται να ενστερνίζεται και η ως άνω συγγραφέας, αφού παρατηρεί πως «εφοσον στις μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες τρίτος είναι γενικώς αυτός που απέκτησε δικαίωμα στηριζόμενος στη φαινομενικά διαμορφωθείσα κατάσταση, είναι άδικο να μη θεωρείται τρίτος ο εγκατάστατος» (.ο.π., σελ. 1355-1356)

Αντίθ. η πλειονότητα της θεωρίας, με τα επιχείρηματα πως δεν συντρέχει συναλλαγή επί χαριστικών δικαιοπραξιών, πως, σε κάθε περίπτωση, στη διαθήκη δεν υφίσταται καν συναλλαγή με την έννοια έστω της συμμετοχής σε κατάρτιση δικαιοπραξίας, χαριστικής ή μη (ερμηνεύοντας τον όρο «συναλλαγή» ως «συναλλακτική δικαιοπραξία») και τέλος πως ειδικά στην διαθήκη αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στην αληθή βούληση του διαθέτη, ακόμα κι αν διακρίνεται από την εκπεφρασθείσα και η ασφάλεια των συναλλαγών τίθεται σε δεύτερη μοίρα (Βλ. αναλυτικά σε Ψούνη, ό.π., σελ. 1143, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Προς αντίκρουση των παραπάνω παρατηρείται πως η προτεραιότητα που δίνεται στην αληθή βούληση του διαθέτη δεν αποκλείει την ελαττωματικότητα της βούλησης και δεν θα πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ώστε να δημιουργείται έναντι του καλόπιστου εγκατάστατου ένα επικίνδυνο για τα συμφέροντά του φαινόμενο. Εξάλλου, το ποιος είναι κάθε φορά συναλλαχθείς δεν μπορεί να προκύπτει από μια στενή γραμματική ερμηνεία της έννοιας «συναλλαγή», αλλά είναι ζήτημα αξιολογικών εκτιμήσεων ενόψει και του σκοπού του αρ. 139 ΑΚ (Καραγιάννης, ό.π., σελ. 401-402)

Παρατηρείται μάλιστα πως, ακόμα κι αν ο τετιμημένος με διαθήκη θεωρείτο συναλλαχθείς, δεν θα συνέτρεχε η προϋπόθεση της συνεπεία της εικονικότητας της διαθήκης βλάβης του, δεδομένου πως μετά την ανατροπή λόγω ακυρότητας της εκ της διαθήκης μεταβίβασης ευθύνεται για όσα είχε εικονικά αποκτήσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, κι αν ακόμα συναλλάχθηκε με τρίτο εμπιστευόμενος το φαινόμενο και μεταβιβάζοντας στοιχεία της κληρονομιαίας περιουσίας που στην πραγματικότητα δεν του ανήκαν, και πάλι οφείλει να αποδώσει μόνο την «ωφέλεια» από τον πλουτισμό και μόνο στο βαθμό που αυτή σώζεται (αρ. 909 ΑΚ και 904 σε συνδ. με 908 ΑΚ) οπότε δεν προκύπτει κατ’ ουσίαν βλάβη της ατομικής του περιουσίας (Σπυριδάκης, , ό.π. ,σελ. 648-649). Κριτήριο όμως για τη διαπίστωση της βλάβης δεν είναι η νομική κατάσταση του τρίτου κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η εικονική δικαιοπραξία, αλλά η κατάσταση εκείνη στην οποία είναι

39

Page 40: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Ανεξάρτητα από την ερμηνευτική εκδοχή που γίνεται δεκτή αναφορικά με το

πρόσωπο που μετέχει στην κατάρτιση της εικονικής δικαιοπραξίας ή επηρεάζεται

άμεσα από αυτήν, ως άξιος προστασίας συναλλαχθείς νοείται κάθε τρίτος ο

οποίος μετά την εικονική δικαιοπραξία και εν αγνοία του εικονικού της

χαρακτήρα συμμετείχε στην κατάρτιση σοβαρής και μη φαινομενικής

δικαιοπραξίας με πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται να είναι φορέας δικαιώματος το

οποίο αντλεί από την φαινόμενη ως έγκυρη εικονική δικαιοπραξία, ενώ στην

πραγματικότητα, λόγω της ακυρότητας αυτής, δεν έχει καταστεί δικαιούχος, ήτοι

με τον αντισυμβαλλόμενο του εικονικά δηλώσαντος, τον λήπτη της εικονικής

δήλωσης, τον ωφελούμενο από αυτήν ή τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους

τους96, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η επέλευση των ευνοϊκών για αυτών

εννόμων συνεπειών της σοβαρής δικαιοπραξίας στην όποία μετείχε ο ίδιος97.

Προϋποτίθεται δηλαδή εικονική δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί πριν τη

συναλλαγή του τρίτου98, εν συνεχεία συναλλαγή του με την ανωτέρω έννοια η οποία

πρέπει να συναρτάται με την εικονική δικαιοπραξία, ώστε ανατροπή της εικονικής

πεπεισμένος πως βρέθηκε λόγω της κατάρτισης αυτής. Αυτή ακριβώς που τίθεται σε κίνδυνο και δικαιολογεί την προστασία του αρ. 139 ΑΚ. Κατά συνέπεια, βλάβη υφίσταται ο ωφελούμενος από τη διαθήκη εγκατάστατος κι αν ακόμα δεν έχει συναλλαχθεί περαιτέρω, εκ μόνου του γεγονότος πως θα κληθεί να μεταβιβάσει στους αληθείς κληρονόμους τα αντικείμενα και δικαιώματα της κληρονομιαίας περιουσίας, θα απολέσει δηλαδή δικαίωμα που καλόπιστα πίστευε πως είχε αποκτήσει. 95 Βλ. και Καραγιάννη, ό.π., σελ. 399, που καταλήγει επίσης στην προστασία του καλόπιστου ωφελουμένου εκ της μονομερούς μη απευθυντέας δήλωσης, από άλλη όμως ερμηνευτική οδό. Δεχόμενος πως η γνώση του λήπτη της δήλωσης είναι αναγκαία προϋπόθεση της εικονικότητας και αναγνωρίζοντας πως εξ ορισμού στις μη απευθυντέες δικαιοπραξίες δεν υπάρχει λήπτης, υποστηρίζει πως χάριν της προστασίας της καλής πίστης του ωφελούμενου από τη δικαιοπραξία προσώπου πρέπει να γίνει δεκτό πως εφόσον αυτό το πρόσωπο γνωρίζει την εικονικότητα η δήλωση και η αντίστοιχη δικαιοπραξία πρέπει να χαρακτηριστεί εικονική. Αντίθετα, αν ο ωφελούμενος αγνοεί την εικονικότητα, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι πρόκειται για περίπτωση κρυψιβουλίας, που, όπως έχει σε άλλη θέση δεχθεί, δεν υπάγεται στη ρύθμιση του αρ. 138 § 1 ΑΚ, δεν λαμβάνεται υπόψη και επομένως η δικαιοπραξία θεωρείται έγκυρη και επιφέρει τις έννομες συνέπειές της. 96 Παρατηρείται πως ανάγκη προστασίας του τρίτου συναλλαχθέντος με ειδικό διάδοχο του εικονικά αποκτήσαντος υπάρχει μόνο αν ο ειδικός διάδοχος γνωρίζει την εικονικότητα. Αν την αγνοεί τότε δεν μπορεί να αντιταχθεί εναντίον του η ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας, είναι επομένως ως προς αυτόν έγκυρη, με συνέπεια να αποκτά το σχετικό δικαίωμα και ο τρίτος να συναλλάσσεται πλέον με δικαιούχο και να μην υπάρχει κίνδυνος βλάβης του. Αντίθετα, ο κσθολικός διάδοχος αποκτά χωρίς δική του ενέργεια αλλά εκ του νόμου, ώστε υπεισέρχεται αυτομάτως στην νομική θέση του δικαιοπαρόχου του˙ κατά συνέπεια δεν ενδιαφέρει τυχόν δική του άγνοια σχετικά με την εικονικότητα, δεδομένου ότι τα στοιχεία της τελευταίας κρίνονται από το πρόσωπο του κληρονομουμένου. Βλ. σχετικά Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 274 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές. 97 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 272-273, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 486 επ., Μπαλής, ό.π., σελ. 125, Γαζής, ό.π., σελ. 42-43, Σημαντήρας, ό.π.,αριθ. 707-709, σελ. 527-528, Καράσης, ό.π., σελ. 128, Καρακατσάνης, ό.π., αρ. 138-139, αριθ. 8, σελ. 204, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 340, Καύκας, ό.π., σελ. 174-17598 Χαρακτηριστικά πρβλ. ΑΠ/1079/73, ΝοΒ 22 (1974), 763 σε Παπαχρήστου, ό.π., σημείο 1.β.: «Δεν εφαρμόζεται [το αρ. 139 ΑΚ] επί τρίτων οίτινες στηρίζουν τα δικαιώματά των επί εννόμου σχέσεως προγενεστέρας της εικονικής δικαιοπραξίας».

40

Page 41: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

να παρεμποδίζει την επέλευση των συνεπειών και αυτής και τέλος βλάβη του

τρίτου από την εικονικότητα99.

Της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ περαιτέρω απολαύουν όχι πρωτογενώς αλλά

αντανακλαστικά και οι ειδικοί και καθολικοί διάδοχοι του κατά τα ανωτέρω

τρίτου συναλλαχθέντος, καθώς και οι δανειστές του, ανεξάρτητα αν κατά το χρόνο

που απέκτησαν το δικαίωμά τους γνώριζαν την εικονικότητα της δήλωσης όπου

βασίστηκε η συναλλαγή του δικαιοπαρόχου τους.100 Τούτο οφείλεται στο γεγονός

ότι θεωρείται πλέον πως αποκτούν από δικαιούχο οπότε σε κάθε περίπτωση δεν

τίθεται ζήτημα αναφορικά με τη συναλλαγή στην οποία μετείχαν οι ίδιοι101, από

την άλλη δε υπεισέρχονται στη θέση του δικαιοπαρόχου τους, δυνάμενοι να

επικαλεστούν το αρ. 139 ΑΚ προκείμενου να αποκρούσουν την έναντί τους

ακυρότητα της αρχικής δικαιοπραξίας και, κατά συνεκδοχή, την ματαίωση των

αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από όπου αντλούν το δικαίωμά τους.

Αντίθετα, δεν είναι τρίτοι συναλλαχθέντες με την έννοια του αρ. 139 ΑΚ οι

καθολικοί διάδοχοι του εικονικά δηλώσαντος, η αντιμετώπιση των οποίων

ταυτίζεται με εκείνου ανεξαρτήτως αν τελούν εν γνώσει της εικονικότητας, αφού

με μόνη την καθολική διαδοχή υπεισέρχονται αυτομάτως στο σύνολο των

99 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 273-274100 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 306-307, Γαζής, ό.π., σελ 43, Μπαλής, ό.π., σελ. 125-126, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 709, σελ. 527-528, Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 567, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 299, Σπυριδάκης-Περάκης, ό.π., αρ. 139, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 340-341, Καρακατσάνης, ό.π., σελ 204, Καρακώστας, ό.π., § 246, σελ. 80 (για την προστασία των διαδόχων. Αντίθετα, στην § 247-249 αποκρούει την προστασία των δανειστών του καλόπιστου συναλλαχθέντος), ΑΠ 124/2003, ΝοΒ 2003, 1634, ΕφΑθ 3722/2005, ΔΕΕ 2005, 1304, ΕφΘεσ 1521/1977, Αρμ 1978, 815 (816)

Βλ. και Καύκα, ό.π., σελ. 175, ειδικά για την περίπτωση του καλόπιστου δανειστή εκείνου που απέκτησε δια εικονικής δικαιοπραξίας ορισμένο πράγμα, του οποίου επιλαμβάνεται με κατάσχεση, όπου υποστηρίζεται ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί στην περίπτωση αυτή ο δανειστής ως συναλλαχθείς, αφού δεν προέβη σε συναλλαγή με τον δικαιοπάροχό του, αλλά επελήφθη του πράγματος δυνάμει του νόμου προς εξασφάλιση απαιτήσεώς του, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία και τα μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ομοίως και οι Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 279-285, Καρακώστας, ό.π., § 249, σελ. 80.

Αντιθ. ο Καραγιάννης, ό.π., σελ. 488, όπου τονίζει πως η παραπάνω θέση είναι εσφαλμένη, γιατί περιορίζει αδικαιολόγητα την προστασία θεωρώντας κρίσιμη την ύπαρξη συναλλαγής με αντικείμενο το εικονικά αποκτηθέν. Ορθότερο είναι να δίνεται βαρύτητα όχι στο αντικείμενο της συναλλαγής όπου μετείχαν οι δανειστές του εικονικά αποκτήσαντος αλλά στο αν αυτή είναι αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης που επέδειξαν στην εγκυρότητα της εικονικής δήλωσης και στο φαινόμενο βελτίωσης της νομικής κατάστασης του οφειλέτη τους που αυτή δημιούργησε. Έτσι, η δυνατότητα των δανειστών του καλόπιστου εικονικά αποκτήσαντος να επικαλεστούν την προστασία του αρ. 139 ΑΚ εξαρτάται από το αν αυτοί έχουν στηριχθεί στο φαινόμενο που λόγω της ακυρότητας της εικονικής δικαιοπραξίας κινδυνεύει να ανατραπεί. Εφόσον συντρέχει τέτοια αιτιώδης σχέση, θα πρέπει περαιτέρω να εξετάζεται αν η ανατροπή του φαινομένου και των εννόμων συνεπειών της δικαιοπραξίας που αποδείχθηκε εικονική συνεπάγεται βλάβη τους, υπό την έννοια αδυναμίας να ικανοποιηθούν από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τους. 101 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 306-307

41

Page 42: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του δικαιοπαρόχου τους κληρονομουμένου όπως

ίσχυαν για εκείνον. Οι ειδικοί διάδοχοι του εικονικά δηλώσαντος είναι μεν κατά

την ορθότερη άποψη συναλλαχθέντες τρίτοι κατά την έννοια του αρ. 139 ΑΚ,

αλλά μπορούν να επικαλεστούν την προστασία του αρ. 139 ΑΚ μόνο αν

αγνοούσαν την εικονικότητα κατά το χρόνο συναλλαγής τους102.

Γ. Άγνοια του συναλλαχθέντος

Η άγνοια του συναλλαχθέντος ως προς την εικονικότητα της κρίσιμης

δήλωσης βουλήσεως είναι η υποκειμενική προϋπόθεση του αρ. 139 ΑΚ.

Εννοιολογικά ταυτίζεται με την υποκειμενική καλή πίστη103, ώστε αποδίδει

αφενός την έλλειψη γνώσης του συναλλαχθέντος ως προς το ελάττωμα της

δήλωσης βούλησης, αφετέρου την εσφαλμένη πεποίθησή του πως η δήλωση είναι

σοβαρή και έγκυρη, την πίστη του δηλαδή στο δημιουργηθέν φαινόμενο ισχύος

της. Αν πρόκειται για τρίτο που συναλλάσσεται με εκείνον ο οποίος αγνοώντας

την εικονικότητα μετείχε στην εικονική δικαιοπραξία ή ήταν ο άμεσα εξ αυτής

ωφελούμενος, η άγνοια του τρίτου συνίσταται ειδικότερα στην έλλειψη γνώσης

ότι στην πραγματικότητα το πρόσωπο με το οποίο συναλλάσσεται δεν έχει

αποκτήσει το κρίσιμο δικαίωμα και η πεποίθηση ότι συναλλάσσεται με δικαιούχο.

Διχογνωμία υπάρχει σχετικά με την συνδεόμενη με την άγνοια υπαιτιότητα

του συναλλαχθέντος. Αμφισβητείται αν πρέπει να αρκεί για την εφαρμογή του αρ.

139 ΑΚ η έλλειψη γνώσης ή αν πρέπει να αποδεικνύεται αδυναμία πρόβλεψης ή

διαπίστωσης της εικονικότητας μετά την επίδειξη της αναμενόμενης επιμέλειας.

Κρίσιμο ερώτημα είναι δηλαδή αν η απόδειξη υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας)

του συναλλαχθέντος ως προς το σχηματισμό της πλανεμένης του πεποίθησης

αναφορικά με την εγκυρότητα της δήλωσης ή δικαιοπραξίας είναι καταλυτική της

άγνοιάς του και επομένως αποκλείει την επίκληση του αρ. 139 ΑΚ.

1. Έννοια του όρου «άγνοια»

102 Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 340-341. Βλ. και υποσημ. 86.103 Κουμάντος, Η υποκειμενική καλή πίστις : συμβολή εις τα περί γνώσεως και άγνοιας εν τω αστικώ δικαίω, 1958, σελ. 67 επ. και 80 επ.(83) [βλ. και σελ. 189, όπου υποστηρίζεται πως ο όρος «άγνοια» είναι ισοδύναμος με τους όρους «πλάνη» ή «πεπλανημμένη πεποίθησις»], Καρύμπαλη-Τσίπτισιου, ό.π., σελ. 288-289, Λιβάνης, ό.π., σελ. 1091.

42

Page 43: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως παγιώνεται στη νομολογία104 η ορθότερη

άποψη ότι προϋπόθεση εφαρμογής του αρ. 139 ΑΚ είναι απλώς η άγνοια, η

έλλειψη γνώσης του συναλλαχθέντος, χωρίς να ενδιαφέρει η ως προς αυτήν

υπαιτιότητά του, θέση που ενστερνίζεται και μέρος της θεωρίας105. Κρίσιμη για το

ζήτημα είναι η ΑΠ 197/1999, η πρώτη από τις πρόσφατες αποφάσεις που

παρεξέκλινε από την έως τότε θέση της νομολογίας που εξομοίωνε με γνώση την

άγνοια από βαριά αμέλεια.

Η απόφαση αυτή εξέτασε και ανέλυσε διεξοδικά την κατά το αρ. 139 ΑΚ

έννοια της «άγνοιας». Έκρινε καταρχάς πως με δεδομένο ότι στον Αστικό Κώδικα

γίνεται σαφής διάκριση των εννοιών «άγνοια», «υπαίτια άγνοια», «γνώση»,

«γνώση και βαριά αμέλεια» και χρήση της καθεμιάς όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο

από τον νομοθέτη, ώστε να προσδιορίζονται ειδικά οι περιπτώσεις όπου δεν αρκεί

η απλή άγνοια, από τη γραμματική διατύπωση του αρ. 139 ΑΚ δεν προκύπτει ότι

πρόκειται για μια από αυτές τις περιπτώσεις. Η διάταξη ορίζει απλώς πως η

εικονικότητα δεν αντιτάσσεται έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε χωρίς να τη

γνωρίζει, αντιτάσσεται επομένως μόνο αν ο συναλλαχθείς τη γνώριζε θετικά.

Αλλά και τελολογικά, κατά την κρίση του δικαστηρίου, πρέπει να προστατεύεται

ο οπωσδήποτε αγνοών την εικονικότητα. Σκοπός του αρ. 139 ΑΚ είναι η

προστασία της εμπιστοσύνης του τρίτου στο φαινόμενο εγκυρότητας και κατ’

επέκταση η ασφάλεια και ευρυθμία στις συναλλαγές. Κατά το χαρακτηριστικό

σχετικό επιχείρημα του δικαστηρίου «η εικονικότητα πρέπει να λαμβάνεται ως

κάτι το εξαιρετικό στις συναλλαγές και δεν μπορεί να υποχρεώνεται ο τρίτος σε

έρευνα μήπως οι τίτλοι του μέλλοντος να συναλλαχθεί με αυτόν είναι εικονικοί» .

Τέλος, επιχειρώντας ερμηνεία της βούλησης του ιστορικού νομοθέτη, θεώρησε

κρίσιμο ότι δεν υιοθετήθηκε στο τελικό κείμενο η διατύπωση της πρότασης του

Εισηγητή και του Σχεδίου της Εισηγητικής Επιτροπής («η εικονική δικαιοπραξία

δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα τρίτων καλής πίστεως»106»), η οποία θα επέτρεπε

104 ΑΠ 124/2003, ΝοΒ 2003, 1634 («…δεν αντιτάσσεται κατά του οπωσδήποτε αγνοώντος αυτήν…»), ΑΠ 199/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408, ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3722/2005, ΔΕΕ 2005, 1304, ΠολΠρΠειρ 5050/2005, Αρμ 2006, 1013. Βλ. και την παλαιότερη ΑΠ 262/1967, ΝοΒ 1967, 1038.105 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 291-293, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 170-175, Γαζής, ό.π., σελ. 42, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 299, Καρακώστας, ό.π., § 245, σελ. 79 106 Σχέδιο Αστικού Κώδικα, 1931 σελ. 86, 171, 279

43

Page 44: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

την εξομοίωση της γνώσης της εικονικότητας με την υπαίτια περί αυτήν, αλλά

προτιμήθηκε η γενική αναφορά στην «άγνοια» της εικονικότητας και όχι στην

υπαίτια άγνοια.

Η επιχειρηματολογία της απόφασης έχει επιδοκιμαστεί αλλά έχει δεχθεί και

επικρίσεις τόσο από εκείνους που επιδοκιμάζουν107 το τελικό της συμπέρασμα όσο

και από αυτούς που το απορρίπτουν108. Οι κυριότερες αντιρρήσεις εστιάζονται στη

σημασία που δίνεται στη γραμματική διατύπωση του αρ. 139 ΑΚ και στη σχέση

της με την προταθείσα κατά τις προεργασίες θέσπισης του Αστικού Κώδικα.

Παρατηρείται ειδικότερα πως η άγνοια ταυτίζεται εννοιολογικά με την

υποκειμενική καλή πίστη, ώστε να είναι αδιάφορη η χρήση στην προκείμενη

περίπτωση του πρώτου όρου αντί του δεύτερου. Ακόμα κι αν είχε χρησιμοποιηθεί

η ανωτέρω διατύπωση του Σχεδίου που αναφερόταν σε «τρίτους καλής πίστεως»,

θα έπρεπε και πάλι να αποσαφηνιστεί αν η καλή τους πίστη συνίσταται σε υπαίτια

ή ανυπαίτια άγνοιά τους ως προς την εικονικότητα. Από την άλλη όμως θα πρέπει

να δοθεί σημασία στη συγκεκριμένη διατύπωση, έστω και ως ένδειξη της

πρόθεσης του νομοθέτη με βάση και την τάση του να διακρίνει ρητά τις

περιπτώσεις όπου δεν αρκείται σε απλή άγνοια ή καλή πίστη109.

Σημαντικότερη πάντως και ασφαλέστερη κρίνεται η ερμηνεία του αρ. 139 ΑΚ

με βάση το σκοπό της διάταξης. Η ρύθμιση αποσκοπεί στην προστασία του τρίτου

από το φαινόμενο της σοβαρότητας και εγκυρότητας της εικονικής δήλωσης

βουλήσεως και της αντίστοιχης δικαιοπραξίας. Η προστασία αυτή έχει μεν ως

αντικείμενο τόσο την καλή πίστη στις συναλλαγές, ώστε να επιτυγχάνεται η

ασφάλειά τους, αλλά αποσκοπεί ειδικότερα και στην προστασία από την

αντιφατικότητα της συμπεριφοράς του εικονικά δηλούντος. Σε αυτό το πλαίσιο,

γίνεται δεκτό πως η εικονικότητα αποτελεί εξαιρετική κατάσταση στις

συναλλαγές που συνιστά ανωμαλία, ώστε είναι φυσικό οι συναλλασσόμενοι να

αντιμετωπίζουν κάθε δήλωση βουλήσεως και δικαιοπραξία ως σοβαρή και έγκυρη

και να μην εξετάζουν σε βάθος τις προθέσεις του δηλούντος. Επομένως ορθό είναι

να προστατεύονται ακόμα κι αν βαρύνονται με βαριά αμέλεια ως προς τη

διαπίστωση της εικονικότητας, συνιστάμενη σε «μη διαπίστωση της αλήθειας από

107 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 497-498108 Λιβάνης, ό.π., σελ. 1091-1093109 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 292, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 497.

44

Page 45: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

έλεγχο στοιχείων που υπήρχαν στη διάθεσή τους»110. Άλλωστε οι εικονικά

δικαιοπρακτήσαντες ή γενικότερα εκείνοι που συνειδητά μετέχουν στη

δημιουργία του φαινομένου προκαλώντας τον κίνδυνο που ενέχει για τις

συναλλαγές και τους καλόπιστους τρίτους βαρύνονται με αυξημένη κοινωνική

υπαιτιότητα, ώστε να δικαιολογείται η διεύρυνση της έναντι αυτών προστασίας111.

Υποστηρίζεται πως η διεύρυνση της προστασίας των άξιων προστασίας

καλόπιστων συναλλαχθέντων επιτυγχάνεται με τον νομοθετικό και ερμηνευτικό

περιορισμό των προϋποθέσεων επίκλησης του αρ. 139 ΑΚ από αυτούς112, δηλαδή

με τη λιτότητα της νομοθετικής ρύθμισης ως προς τις προϋποθέσεις του αρ. 139

ΑΚ και εκείνη την ερμηνευτική προσέγγισή της που διευκολύνει για τα πρόσωπα

αυτά την επίκληση των στοιχείων της. Η πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από την

ίδια τη διάταξη του αρ. 139 ΑΚ που δεν απαιτεί την επίκληση και απόδειξη

κάποιου εξωτερικού στοιχείου από το οποίο να προκύπτει η μη σοβαρότητα της

δήλωσης (π.χ. αντεγγράφου113) ή η δημιουργία κατάστασης που πυροδοτεί την

πίστη των τρίτων (π.χ. εγγραφής σε δημόσια βιβλία). Κατά νόμον αρκεί η

επίκληση και με οποιοδήποτε μέσο απόδειξη των στοιχείων της συναλλαγής και

της γνώσης. Από την άλλη προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης

δυνατής προστασίας των καλόπιστων συναλλαχθέντων κινείται και εκείνη η

ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου που δέχεται πως αρκεί η έλλειψη γνώσης ως

προς την εικονικότητα, ανεξάρτητα από το αν οφείλεται ή όχι σε αμέλεια.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, κατά την παλαιότερη ερμηνεία της κατά το αρ.

139 ΑΚ «άγνοιας», κρατούσα στη θεωρία, τυχόν άγνοια από βαριά αμέλεια του

τρίτου συναλλαχθέντος εξομοιώνεται με γνώση του114. Σύμφωνα με μια

αυστηρότερη προσέγγιση, απαιτείται δικαιολογημένη άγνοια115 του τρίτου, υπό την

έννοια ότι δεν υπήρχε κανέναν βάσιμο στοιχείο που να είναι δυνατόν να τον

110 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 293111 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 293, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 174-175112 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 174113 Όπως σε αντίστοιχη ρύθμιση του γαλλικού δικαίου.114 Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, 1957, σελ. 274, ο ίδιος, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 381, Καρακατσάνης, ό.π., σημ. 8, σελ. 204, Ψούνη, ό.π., σελ. 1142, Σπυριδάκης, Καλόπιστη κτήση κυριότητας ακινήτου από μη κύριο, ΝοΒ 2002, 261 επ. (266), Παντελίδου, ό.π., σελ. 1355. Βλ. και ΕφΠατρ 738/1992, ΑρχΝ 1993, 291115 Μπαλής, ό.π., σελ. 126, Σημαντήρας, ό.π., § 708, σελ. 527, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 341, Καύκας, ό.π., σελ. 174. Έτσι και ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ. 1979, 657, ΕφΘεσ 565/1971, Αρμ 1971, 791, ΠολΠρΣύρου, 62/1982, ΕλλΔνη 1982, 438.

45

Page 46: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

πείσει για την εικονικότητα, θέση που φαίνεται να αποκλείει την προστασία σε

κάθε περίπτωση υπαίτιας άγνοιας, άρα και εκεί όπου η έλλειψη γνώσης οφείλεται

σε ελαφρά αμέλεια. Συγγενής με την τελευταία άποψη, αλλά παρεκκλίνουσα από

τη διάκριση μεταξύ ελαφράς και βαριάς αμέλειας, είναι και η γνώμη πως η

συνεπέστερη προς τη ratio ερμηνεία του αρ. 139 ΑΚ αναζητά από τον τρίτο

συναλλαχθέντα να επιδείξει ως προς τη διαπίστωση της εικονικότητας

τουλάχιστον την επιμέλεια που συνήθως καταβάλλεται στις συναλλαγές116. Άξια

προστασίας είναι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Τότε μόνο θεωρείται

δικαιολογημένη η πεποίθηση του τρίτου για την εγκυρότητα της δήλωσης, όταν

προηγουμένως έχει καταβάλει την απαιτούμενη επιμέλεια ώστε να διαπιστώσει

τουλάχιστον ότι το δικαίωμα που επιδιώκει να αποκτήσει ανήκει πράγματι στον

μεταβιβάζοντα. Αν κατά τον σχετικό έλεγχο από αμέλειά του δεν αντιληφθεί την

εικονικότητα, παρότι αυτή προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του,

τότε θα πρέπει να αποκλειστεί από την προστασία του αρ. 139 ΑΚ117.

2. Κρίσιμος χρόνος

Κρίσιμο χρονικό σημείο κατά το οποίο θα πρέπει να συντρέχει η περί την

εικονικότητα άγνοια του συναλλαχθέντος, είναι κατά την ορθότερη άποψη εκείνο

της συναλλαγής του, ήτοι της συμμετοχής του στην κατάρτιση της σχετικής

δικαιοπραξίας118. Για την περίπτωση όπου το χρονικό σημείο της συναλλαγής και

της απόκτησης από τον τρίτο των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν δεν

συμπίπτουν (π.χ. λόγω ανάγκης πλήρωσης αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας),

υποστηρίζεται πως το στοιχείο της άγνοιας θα πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο

116 Λιβάνης, ό.π., σελ. 1094117 Λιβάνης, ό.π., σελ. 1093118 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 296, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 499, Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, 1957, σελ. 275, Κουμάντος, ό.π., σελ. 248, Γαζής, ό.π., σελ. 42-43 (παρότι δεν γίνεται ειδική αναφορά, προκύπτει η θέση του από το συνδυασμό της θεώρησης της «συναλλαγής» ως ταυτόσημης με την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και της αδυναμίας επίκλησης της ακυρότητας έναντι του «ένα αγνοία συναλλαγέντα»), Σημαντήρας, ό.π., § 708, σελ. 527 και § 529 (όπως φαίνεται τουλάχιστον να προκύπτει από τη διατύπωση του «…είναι καλής πίστεως εκείνος που συναλλάχθηκε αγνοώντας την εικονικότητα» και «…κατά το χρόνο που αποκτούσε με εικονική δικαιοπραξία [και όχι «εκ εικονικής δικαιοπραξίας ή «συνεπεία» αυτής] το δικαίωμα…»), Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 298-299, Καύκας, ό.π., σελ. 174, ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431, ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427, ΑΠ 124/2003, ΝοΒ 2003, 1634, ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296 (εξ αντιδιαστολής από το ότι, δεχόμενες τη γνώση του αποδέκτη ως στοιχείο της εικονικότητας της σύμβασης, απαιτούν να υφίσταται κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης), ΑΠ 1079/1973, ΝοΒ 1974, 763, ΕφΑθ 3722/2005, ΔΕΕ 2005, 1304, ΕφΔωδ 260/1998, ΕπΕμπΔ 1999, 526, ΕφΠειρ 91/1991, ΑρχΝ 1991, 221

46

Page 47: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

κτήσης των εκ της συναλλαγής δικαιωμάτων119. Και σε αυτή την περίπτωση όμως,

κρίσιμος είναι ο χρόνος συναλλαγής.

Υπέρ της αποδοχής ως κρίσιμου σημείου εκείνου της κατάρτισης της

συναλλαγής συνηγορεί η ίδια η διατύπωση του αρ. 139 ΑΚ, που αναφέρεται σε

«εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας» την εικονικότητα˙ φαίνεται δηλαδή πως ο

νομοθέτης θεωρεί πως η άγνοια του τρίτου πρέπει να υπάρχει κατά τη συναλλαγή,

χωρίς να ενδιαφέρει μεταγενέστερη και μέχρι την απόκτηση των αντίστοιχων

δικαιωμάτων γνώση του. Πέραν της γραμματικής διατύπωσης όμως, στο

συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η με βάση τη ratio της διάταξης ερμηνεία.

Δεδομένου πως αντικείμενο προστασίας είναι η εμπιστοσύνη του καλόπιστου

συναλλαχθέντος στο φαινόμενο εγκυρότητας που έχει δημιουργηθεί, είναι φανερό

πως η εμπιστοσύνη του αυτή αποκρυσταλλώνεται κατά το χρόνο της συναλλαγής

του, οπότε και επηρεάζεται πλέον άμεσα από αυτό και τις συνέπειές του και

θεμελιώνεται η αντιφατικότητα της συμπεριφοράς του εικονικά δηλούντος120. Από

τη συναλλαγή και εφεξής, πέραν της αφηρημένης εμπιστοσύνης που αποτέλεσε το

έναυσμα για τη συναλλαγή του καλόπιστου τρίτου, αυτός έχει προσδοκία121 ή

έστω ελπίδα δικαιώματος122, ενώ ενεργοποιείται και ο κίνδυνος βλάβης του από

την ενδεχόμενη ανατροπή αυτής του της προσδοκίας ή ελπίδας από λόγω της

εικονικότητας και για όσο διαρκεί αυτή.

3. Επί αντιπροσώπευσης

Αν η κατά το αρ. 139 ΑΚ συναλλαγή του τρίτου έγινε δια αντιπροσώπου ή με

την εκ των υστέρων έγκριση δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε χωρίς εξουσία

αντιπροσώπευσης, η άγνοια της εικονικότητας ως υποκειμενική προϋπόθεση της

διάταξης αυτής θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του αντιπροσώπου123. Τούτο

ορίζει το αρ. 214 ΑΚ που εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το οποίο «τα 119 Μπαλής, ό.π., σελ. 126, Καράσης, ό.π., σελ. 128, Παπαχρήστου, ό.π., σελ. 341, Καρακατσάνης, ό.π., αριθ. 8, σελ 204, Καρακώστας, ό.π., αριθ. 245, σελ. 79, ΑΠ 1606/2003, ΧρΙΔ 2004, 316, ΑΠ 197-1999, ΝΟΜΟΣ («…συναλλαχθείς νοείται το πρόσωπο που κατά το χρόνο κτήσεως δικαιώματος με ειδική διαδοχή από την εικονική πράξη δεν τελούσε εν γνώσει της εικονικότητας»)120 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 499121 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 499122 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σελ. 296 όπου και περαιτέρω παραπομπή (αριθ. 146) σε ιδίας, Έγκριση των δικαιοπραξιών, σελ. 106.123 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 138-139 και 294, Καραγιάννης, ό.π., σελ. 490 και 383 επ., ΑΠ 1606/2003, ΧρΙΔ 2004, 316

47

Page 48: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών,

καθώς και η επίδρασή τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του

αντιπροσώπου», με την επιφύλαξη του αρ. 215 ΑΚ124.

Παρότι το αρ. 214 αναφέρεται σε «γνώση ή υπαίτια άγνοια» γίνεται δεκτό ότι

πρέπει να ερμηνεύεται έτσι ώστε να καλύπτει κάθε νομικά σημαντική

γνωσιολογική κατάσταση, δηλαδή και την απλή άγνοια ή καλή πίστη125.

Αντίστοιχα, υποστηρίζεται και η διασταλτική ερμηνεία του αρ. 215 ΑΚ

προκειμένου να μην αφορά αποκλειστικά και μόνο το στοιχείο της γνώσης αλλά

το σύνολο των αναφερόμενων στο αρ. 214 ΑΚ στοιχείων, άρα, στην περίπτωση

της εικονικότητας, και την πρόθεση δημιουργίας φαινομένου και γενικότερα το

ελάττωμα της δήλωσης. Επομένως, αν αντιπροσωπευόμενος και τρίτος έχουν

βούληση κατάρτισης εικονικής δικαιοπραξίας, αλλά ο αντιπρόσωπος το αγνοεί,

δεν είναι δυνατόν ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεστεί την άγνοια του

αντιπροσώπου κατά το αρ. 215 ΑΚ σε συνδυασμό με το αρ. 139 ΑΚ.

Κατά το αρ. 215 ΑΚ, αν αντιπρόσωπος ενεργεί με βάση οδηγίες του

αντιπροσωπευομένου, τότε κρίσιμη είναι η γνώση του ίδιου του

αντιπροσωπευόμενου, εφόσον είναι δυνατόν να συναχθεί από τα στοιχεία που έχει

στη διάθεσή του και αφορούν τον προτείνοντα. Στην περίπτωση αυτή

αναδεικνύεται η χρησιμότητα της ανωτέρω ερμηνείας πως αρκεί απλά και μόνο να

αποδεικνύεται η άγνοιά του, χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτή οφείλεται σε αμέλειά

του. Υπό κάποια από της παραλλαγές της αντίθετης ερμηνείας, θα έπρεπε

ενδεχομένως να αναπροσαρμοστεί το μέτρο της αναγκαίας επιμέλειας ειδικά για

την συναλλαγή μέσω αντιπροσώπου, λόγω της ιδιαιτερότητας πως ο

αντιπροσωπευόμενος δεν έρχεται σε άμεση προσωπική επαφή με τον

αντισυμβαλλόμενο, ώστε να απαιτείται η επίδειξη αυξημένης επιμέλειας σε βαθμό

που να περιλαμβάνει και τον έλεγχο ενδεχόμενης εικονικότητας της. Θα

συνιστούσε όμως τούτο ανεπίτρεπτη διεύρυνση των προϋποθέσεων του αρ. 139

ΑΚ και περιορισμό της σχετικής προστασίας ενώ μάλιστα σκόπιμη είναι ίσως η

διεύρυνση αυτής εν προκειμένω, ακριβώς γιατί, λόγω του ως άνω ιδιαίτερου

χαρακτήρα της συναλλαγής δια αντιπροσώπου, είναι πιθανότερη η έλλειψη 124 215 ΑΚ: «Αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύμφωνα με ορισμένες οδηγίες του αντιπροσωπευομένου, δεν μπορεί ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεστεί την άγνοια του αντιπροσώπου για περιστατικά που ο ίδιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει».125 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 294.

48

Page 49: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

επαρκών στοιχείων από τα οποία ο αντιπροσωπευόμενος μπορεί να διακρίνει το

ελάττωμα.

Σύμφωνα με τους ορισμούς του αρ. 214 ΑΚ, αν ο αντιπρόσωπος γνωρίζει την

εικονικότητα της δήλωσης του αντισυμβαλλομένου, τότε η γνώση αυτή λογίζεται

ουσιαστικά ως γνώση του αντιπροσωπευομένου, ο οποίος κατά συνέπεια δεν

απολαμβάνει της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ. Εντούτοις, αν η γνώση του

αντιπροσώπου είναι αποτέλεσμα συμπαιγνίας του με τον αντισυμβαλλόμενο με

σκοπό να βλάψει τον αντιπροσωπευόμενο, υποστηρίχθηκε ότι ο τελευταίος, ναι

μεν δεν μπορεί να επικαλεστεί το αρ. 139 ΑΚ προκειμένου να αποκρούσει ως

εικονική τη σχετική δικαιοπραξία, αφού θεωρείται κατά το αρ. 214 ΑΚ πως τελεί

εν γνώσει της εικονικότητας, ωστόσο μπορεί να αντιτάξει έναντι του

αντισυμβαλλομένου που απαιτεί την εκπλήρωση της κατά συμπαιγνία

καταρτισθείσας σύμβασης την ένσταση του αρ. 281 ΑΚ. Η απαίτηση του

αντισυμβαλλομένου αποκρούεται τότε ως καταχρηστική, συνιστώσα αντιφατική

του συμπεριφορά που υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης126.

ΙΙΙ. Έννομη συνέπεια του αρ. 139 ΑΚ

Α. Γενικά

Έννομη συνέπεια του αρ. 139 ΑΚ είναι η μη βλάβη του καλόπιστου

συναλλαχθέντος από την ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας, ώστε αυτή

έναντί του να αναπτύσσει τις έννομες συνέπειές της. Κατά μία άποψη, η

συνδρομή των προϋποθέσεων του αρ. 139 ΑΚ έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται

έγκυρη η εικονική δικαιοπραξία μόνο έναντι του άξιου προστασίας («σχετική

εγκυρότητα» ή «σχετική ισχύς»)127. Ορθότερο όμως είναι να γίνει δεκτό πως η

126 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 139 όπου και περαιτέρω παραπομπή για το ζήτημα αυτό σε Δεληγιάννη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 130/1956, ΕΕΝ 23 (1956), σελ. 896.

Βλ. όμως και Καραγιάννη, ό.π., σελ. 385-386, ο οποίος υποστηρίζει πως σε αυτή την περίπτωση ο αντιπροσωπευόμενος, παρότι είναι συμβαλλόμενος, πρέπει να θεωρηθεί ως τρίτος κατά διασταλτική ερμηνεία του αρ. 139 ΑΚ, αφού βρίσκεται σε ανάλογη θέση με τον καλόπιστο τρίτο συναλλασσόμενο και να έχει κατά συνέπεια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την προστασία του αρ. 139 ΑΚ, χωρίς να χρειάζεται να προσφύγει στην ένσταση του αρ. 281 ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, δύναται να αξιώσει και αποζημίωση από τον αντιπρόσωπο με βάση την εσωτερική σχέση τους ή από αμφότερους αντισυμβαλλόμενο και αντιπρόσωπο με βάσει τις περί αδικοπραξίας διατάξεις.127 Καραγιάννης, ό.π., σελ. 501-502 και 407-410, Γαζής, ό.π., σελ. 42, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 709, σελ. 528, Ασπρογέρακας-Γρίβας, ό.π., σελ. 299, Καρακατσάνης, ό.π.,§ 8, σελ. 204, Καρακώστας, ό.π., αριθ.

49

Page 50: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

εικονική και επομένως άκυρη δικαιοπραξία δεν καθίσταται έγκυρη έναντι

συγκεκριμένων μόνο προσώπων, αλλά πως υπέρ αυτών των προσώπων

περιορίζονται οι συνέπειες της ακυρότητας της εικονικής δικαιοπραξίας, η οποία

όμως διατηρεί το χαρακτήρα της ως άκυρης («σχετική ακυρότητα»)128 , 129. Η

εικονικότητα δηλαδή συνεπάγεται πάντοτε την ακυρότητα της εικονικής

δικαιοπραξίας κατά το αρ. 138 § 1 ΑΚ, η οποία δεν αίρεται με την επίκληση του

αρ. 139 ΑΚ, αλλά απλώς δεν θίγονται τα συμφέροντα των καλόπιστων τρίτων,

καθώς εμποδίζεται η επέλευση των δυσμενών συνεπειών της εις βάρος τους.

Διαφορετική προσέγγιση θα κατέληγε στο άτοπο να θεωρείται ταυτόχρονα η ίδια

δικαιοπραξία ως άκυρη και ως έγκυρη.

Η προστασία που παρέχεται στον καλόπιστο συναλλαχθέντα κατά τα ανωτέρω

δεν είναι υποχρεωτική, υπό την έννοια ότι αυτός, εφόσον συντρέχουν οι

προϋποθέσεις του αρ. 139 ΑΚ, δεν δεσμεύεται να επικαλεστεί την μη επέλευση

των συνεπειών της ακυρότητας εις βάρος του. Πριν την επίκληση και απόδειξη

της άγνοιάς του, οπότε και ενεργοποιείται η ανωτέρω έννομη συνέπεια του αρ.

139 ΑΚ, ο καλόπιστος συναλλαχθείς που πληροφορήθηκε την εικονικότητα μετά

την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και έχει για οποιονδήποτε λόγο συμφέρον στην

μη επέλευση των αποτελεσμάτων της, δικαιούται, με την επιφύλαξη του αρ. 281

ΑΚ130, να μην επικαλεστεί την προστασία του αρ. 139 ΑΚ και να μην αποκρούσει

την ακυρότητα της δικαιοπραξίας131.

Μάλιστα, κατά την ορθότερη άποψη ο καλόπιστος συναλλαχθείς δικαιούται

επιπλέον να επικαλεστεί ο ίδιος την ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας, αλλά

243, σελ. 79, Λιβάνης, ό.π., σελ. 1089 (συνέπεια «η άρση της ακυρότητας») 128 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 298-299,Κουμάντος, ό.π. σελ. 260, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983, σελ. 423 και 380, Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 565-566, ο ίδιος, Η εικονική διαθήκη (συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 138 και 139 ΑΚ), ΝοΒ 1978, σελ. 646 επ. (648)129 Για το δόκιμο του όρου βλ. Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 422-423, όπου αποκρούει τη χρήση του στην περίπτωση του αρ. 139 ΑΚ. Η σχετικότητα της ακυρότητας συναρτάται με το ποιοι έχουν δικαίωμα να την επικαλεστούν, ώστε να χαρακτηρίζεται σχετική όταν μπορούν να την επικαλεστούν μόνο ορισμένα πρόσωπα, υπέρ των οποίων έχει θεσπιστεί η αντίστοιχη απαγόρευση, παράβαση της οποίας συνεπάγεται την ακυρότητα. Αντίθετα, στην περίπτωση του αρ. 139 ΑΚ ορίζει ότι την εκ του αρ. 138 ΑΚ μπορεί μεν να την επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον (και επομένως πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα), αλλά όχι να την αντιτάξει έναντι των συγκεκριμένων προστατευόμενων από το αρ. 139 ΑΚ καλόπιστων συναλλαχθέντων. 130 Καταχρηστική θα ήταν η μη επίκληση της προστασίας του αρ. 139 ΑΚ αν προηγουμένως ο δικαιούμενος να την επικαλεστεί είχε αναγνωρίσει ως σπουδαία τη δικαιοπραξία.131 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 316, Σημαντήρας, ό.π., αριθ. 709, σελ. 528-529, Καρακώστας, ό.π., σελ. 81, Καύκας, ό.π., σελ. 175

50

Page 51: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

μόνο εφόσον συμμετείχε παθητικά στην κατάρτισή της132 , 133, οπότε και δεν

μπορεί να του αποδοθεί προγενέστερη βούληση να επιφέρει τις έννομες συνέπειές

της και συνακόλουθα να απορριφθεί η επίκληση της ακυρότητας ως αντιφατική

(αρ. 281 ΑΚ). Αν αντίθετα συμμετείχε ενεργητικά στην κατάρτισή της (π.χ. επί

συμβάσεως) η επίκληση της ακυρότητας θα συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος,

καθώς θα δινόταν η δυνατότητα σε πρόσωπο που είχε αποβλέψει στην κατάρτιση

έγκυρης δικαιοπραξίας και είχε εκδηλώσει τη βούλησή του να δεσμευτεί, να

αποφύγει αυτή του τη δέσμευση επικαλούμενο την ακυρότητα, με μόνο

ουσιαστικό αιτιολογικό πως δεν κρίνει πλέον συμφέρουσα την ισχύ της

δικαιοπραξίας134 , 135.

Β. Βάρος απόδειξης

Σε κάθε περίπτωση, κατά την ορθότερη άποψη, ο αγνοών την εικονικότητα

τρίτος που επιλέγει να αποκρούσει την ακυρότητα σύμφωνα με το αρ. 139 ΑΚ, για

να πετύχει την προστασία του οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει δύο

αντικειμενικές και μία υποκειμενική προϋπόθεση: α) Την ύπαρξη εικονικής

δήλωσης (και συνακόλουθα δικαιοπραξίας). β) Συναλλαγή του, ήτοι κατάρτιση

δικαιοπραξίας που έπεται της εικονικής (εφόσον πρόκειται για τρίτο) ή ταυτίζεται

με αυτήν (εφόσον πρόκειται για τον λήπτη της εικονικής δήλωσης ή τον

ωφελούμενο από αυτήν) και βλάβη του, που συνδέονται αιτιωδώς με το φαινόμενο

132 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 316Στο πλαίσιο της άποψης πως για την εικονικότητα της σύμβασης αρκεί το ελάττωμα να συντρέχει σε

μία από τις δηλώσεις βουλήσεως, παθητικά συμμετέχει ο καλόπιστος συναλλαχθείς μόνο επί μονομερών απευθυντέων δικαιοπραξιών (πολλώ δε μάλλον επί μη απευθυντέων, αν ακολουθήσουμε την άποψη που τις θεωρεί δεκτικές εικονικότητας).

Αντίθετα, κατά την άποψη πως για την κατάρτιση εικονικής σύμβασης θα πρέπει να μετέρχονται της εικονικότητας αμφότεροι σι συμβαλλόμενοι και οι δηλώσεις τους, δεν υπάρχει καν πεδίο εφαρμογής του αρ. 139 Κ, αφού δε συντρέχει η προϋπόθεση της άγνοιας, ενώ δεν είναι δυνατή και η επίκληση της ακυρότητας, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά και επομένως κατάχρηση δικαιώματος κατά το αρ. 281 ΑΚ.133 Υπέρ της σε κάθε περίπτωση δυνατότητας επίκλησης της ακυρότητας από τον δυνάμενο να την αποκρούσει, αν έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, τάσσονται οι Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 381, Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987, σελ. 568, Σπυριδάκης-Περάκης, ό.π., αρ. 139 ΑΚ, αριθ. 1, Καύκας, ό.π., σελ. 175 (ακριβώς πριν την § ΙΧ). 134 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 316-317135 Υπέρ του σε κάθε περίπτωση αποκλεισμού της δυνατότητας επίκλησης της ακυρότητας από τον δυνάμενο να την αποκρούσει τάσσεται ο Καρακατσάνης, ό.π., αρ. 138-139, αριθ. 8, σελ 204 γιατί ο αγνοών την εικονικότητα τρίτος θέλησε πάντως να καταρτίσει έγκυρη δικαιοπραξία με εκείνον που απέκτησε με εικονική δικαιοπραξία (ή, τον ίδιο τον εικονικώς δηλούντα) και δεν συντρέχει κανένας λόγος να του δοθεί η ευκαιρία να αποδεσμευθεί από τη δικαιοπραξία επικαλούμενος την ακυρότητά της γιατί δεν τη βρίσκει πια συμφέρουσα [με περαιτέρω παραπομπή σε Κεραμέα, ΝοΒ 22, 1243].

51

Page 52: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

εγκυρότητας που δημιούργησε η εικονικότητα. γ) Άγνοιά του κατά το χρόνο της

συναλλαγής περί της εικονικότητας της δήλωσης.

Αντίθετα όμως, όπως προαναφέρθηκε, η νομολογία, κρίνοντας ουσιαστικά

πως το αρ. 139 είναι προσδιοριστικό του αρ. 138 § 1 ΑΚ και μαζί με αυτό παρέχει

τις προϋποθέσεις της εικονικότητας, επιρρίπτει στον επικαλούμενο την

εικονικότητα και την ακυρότητα της δήλωσης το βάρος να αποδείξει: α) Την μη

σοβαρή αλλά μόνο φαινομενική επιχείρηση δηλώσεως, ήτοι την έλλειψη βούλησης

δεσμεύσεως και την βούληση δημιουργίας φαινομένου εγκυρότητας, β) τη

συμφωνία ή τουλάχιστον τη γνώση του αντισυμβαλλομένου του εικονικά

δηλούντος ή λήπτη της δήλωσης βούλησης ή ωφελούμενου από αυτήν και,

εφόσον επικαλείται την εικονικότητα έναντι τρίτου συναλλαχθέντος με τον

αποκτήσαντα με την εικονική δικαιοπραξία, γ) την κατά την συναλλαγή του γνώση

του (με την οποία εξομοιώνεται από μερίδα της νομολογίας άλλοτε η υπαίτια

άγνοια γενικά και άλλοτε η άγνοια από βαριά αμέλεια), ήτοι την έλλειψη άγνοιας.

Η κατά τα ανωτέρω αντιστροφή του βάρους απόδειξης ερείδεται στην

εσφαλμένη θεώρηση της διάταξης του αρ. 139 ΑΚ ως συμπληρωματικής εκείνης

του αρ. 138 § 1 ΑΚ και προσδιοριστικής της έννοιας της εικονικότητας. Ορθότερη

όμως είναι η θέση πως η ρύθμιση του αρ. 139 ΑΚ είναι αυτοτελής, στο βαθμό που

προϋποθέτει την πλήρωση των όρων του αρ. 138 § 1 ΑΚ και την επέλευση της

έννομης συνέπειάς του, αποσκοπεί δε στον περιορισμό των αποτελεσμάτων

αυτής. Ακόμα όμως κι αν γίνει δεκτή η αντίθετη άποψη, θα πρέπει να γίνεται

διάκριση ανάμεσα στη γνώση ή συμφωνία ως στοιχείο της έννοιας της

εικονικότητας και στην έλλειψη γνώσης του τρίτου συναλλαχθέντος κατά το αρ.

139 ΑΚ, αφού αυτός μπορεί να είναι και τρίτος που συναλλάσεται με εκείνον

απέκτησε από τον εικονικά δηλούντα, οπότε η γνώση του δεν έχει καμία σημασία

για το χαρακτηρισμό της αρχικής δικαιοπραξίας ως εικονικής136.

Περαιτέρω, η επιβάρυνση του επικαλούμενου την εικονικότητα με ένα

πρόσθετο δικονομικό βάρος δεν δικαιολογείται από τον νόμο, αφού ομοιάζει με

την καθιέρωση τεκμηρίου καλοπιστίας. Μια τέτοια ερμηνεία έρχεται σε αντίθεση

με την ίδια τη φύση και την αντιμετώπιση του φαινομένου της εικονικότητας, της

οποίας η πρωταρχική συνέπεια, που ταυτίζεται και με τη βούληση των μερών,

136 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, ό.π., σελ. 303

52

Page 53: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

είναι η ανενέργεια της σχετικής δικαιοπραξίας. Δυνατότητα ενέργειάς της

αναγνωρίζεται μόνο στην περίπτωση που το φαινόμενο που δημιούργησε η

εικονικότητα επηρέασε άμεσα τη δικαιοπρακτική συμπεριφορά καλόπιστων

τρίτων, οδηγώντας τους να συναλλαγούν με την πεποίθηση πως δεν υπάρχει

ελάττωμα, και μόνο υπέρ των προσώπων αυτών. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να

είναι καταρχήν αρκετή η απόδειξη των στοιχείων του αρ. 138 § 1 ΑΚ από τον

επικαλούμενο την ακυρότητα, προκειμένου να επιτυγχάνεται η εξαφάνιση της

εικονικής δήλωσης και του φαινομένου που δημιούργησε στις συναλλαγές. Μόνο

αν το φαινόμενο έχει ήδη προκαλέσει κίνδυνο βλάβης, ο καλόπιστος

συναλλαχθείς μπορεί να απαιτήσει την μη επέλευση των συνεπειών της

ακυρότητας ως προς τον ίδιο, επικαλούμενος και αποδεικνύοντας τα στοιχεία του

αρ. 139 ΑΚ.

IV. Σύνοψη – Επίλογος

Η εικονικότητα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου συνιστά εξαίρεση, μια

ανώμαλη κατάσταση που είναι δυνατόν να προκαλέσει αναστάτωση στις

συναλλαγές και βλάβη σε εκείνους που προσέδωσαν πίστη στην εικονική δήλωση,

αγνοώντας πως αυτή έγινε, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «για τα μάτια». Ο

Αστικός Κώδικας επιδιώκει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό και να

αποτρέψει την διάψευση της εμπιστοσύνης των καλόπιστων συναλλαχθέντων με

μια απλή, σύντομη και σαφή ρύθμιση του ζητήματος στα αρ. 138-139 ΑΚ.

Εντούτοις, είναι πραγματικά άξιο θαυμασμού πώς η απλή αυτή ρύθμιση έπεσε

θύμα τόσων διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων, που καταλήγουν σε ένα

μάλλον δαιδαλώδες σύνολο, με περισσότερες ερμηνευτικές εκδοχές σχεδόν για

κάθε έναν από τους όρους που χρησιμοποιούνται στις κρίσιμες διατάξεις,

δημιουργώντας τελικά ανασφάλεια σχετικά με τα ισχύοντα, τόσο αναφορικά με το

ίδιο το αντικείμενο της έννοιας της εικονικότητας, τις δεκτικές εικονικότητας

δηλώσεις βουλήσεως, όσο και με τις επιμέρους προϋποθέσεις χαρακτηρισμού

δήλωσης ως εικονικής και προστασίας του καλόπιστου συναλλαχθέντος.

Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως κάποιες από τις απόψεις που έχουν

διατυπωθεί, ιδίως οι παλαιότερες εξ αυτών, αποτελούν άκριτη μεταφορά θέσεων

53

Page 54: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

που έχουν διαμορφωθεί με βάση εντελώς διαφορετικές ρυθμίσεις αλλοδαπών

πολιτειών για το ζήτημα, παραβλέποντας ουσιαστικά τα προβλεπόμενα στο

ημεδαπό δίκαιο και καταλήγοντας ακόμα και σε extra legem ερμηνεία του. Κι αν

μπορεί ως ένα βαθμό να εξηγηθεί το δέος που αισθάνονταν κάποιοι μεγάλοι

θεωρητικοί του παρελθόντος για τη συστηματική και την μακρά παράδοση

συγκεκριμένων αλλοδαπών δικαιικών συστημάτων και την ανάπτυξη της νομικής

επιστήμης εντός αυτών, η χωρίς αμφισβήτηση υιοθέτηση των θέσεων αυτών των

πρωτοπόρων ερμηνευτών του κάποτε νεαρού Αστικού Κώδικα από τη θεωρία και

τη νομολογία και η πολυετής προσκόλληση σε αυτές φανερώνει τουλάχιστον

έλλειψη εμπιστοσύνης όχι απλώς στις προθέσεις του Έλληνα νομοθέτη, αλλά,

ίσως κυρίως, στην ικανότητά του.

Τα τελευταία χρόνια πάντως, παρατηρείται μια προσπάθεια ανακίνησης των

παραδοσιακών θέσεων, που αργά και σταδιακά επηρεάζει και την νομολογία. Με

βάση αυτές τις νεώτερες προσεγγίσεις, ορθό είναι να θεωρείται πλέον πως

εικονικές δύνανται να χαρακτηριστούν τόσο οι απευθυντέες όσο και οι μη

απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως, χωρίς να χρειάζεται προς τούτο η επίκληση

και απόδειξη της γνώσης της εικονικότητας του λήπτη της δήλωσης. Αρκεί η

απόδειξη των στοιχείων του αρ. 138 § 1 ΑΚ το οποίο, μόνο αυτό, προσδιορίζει

την έννοια της εικονικής δήλωσης. Το αρ. 139 ΑΚ εισάγει περιορισμούς στην

ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της εικονικότητας σύμφωνα με το αρ. 138 § 1

ΑΚ, εμποδίζοντας την επέλευση των συνεπειών της σε βάρος των καλόπιστων

συναλλαχθέντων, είτε πρόκειται για πρόσωπα που μετείχαν στην εικονική

δικαιοπραξία ή ωφελούνταν άμεσα από αυτήν, στο μέτρο που αποσκοπούσε στην

εξυπηρέτηση συμφερόντων τους, είτε πρόκειται για τρίτους που συναλλάχθηκαν

με εκείνους που κατά τα φαινόμενα απέκτησαν δικαίωμα από τον εικονικά

δηλούντα. Προϋπόθεση προστασίας τους είναι η λόγω της εμπιστοσύνης που

έδειξαν στην φαινόμενη ως έγκυρη δικαιοπραξία συναλλαγή τους και η κατά το

χρόνο της συναλλαγής περί την εικονικότητα άγνοιά τους, έστω κι από βαριά

αμέλεια. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές δύνανται να επικαλεστούν

την προστασία του αρ. 139 ΑΚ, αλλά δεν υποχρεούνται προς τούτο, χωρίς να

αποκλείονται αξιώσεις τους με βάση άλλες διατάξεις (π.χ. αποζημίωση λόγω

αδικοπραξίας).

54

Page 55: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, που έχουν ως γνώμονα τη ρύθμιση

καθεαυτή αλλά και το σκοπό της, την εξασφάλιση ευρυθμίας και σοβαρότητας

στις συναλλαγές και την προστασία των καλόπιστων τρίτων, είναι δυνατή η

αντιμετώπιση των επιμέρους ζητημάτων που άπτονται των εικονικών δηλώσεων

βουλήσεως, των εικονικών δικαιοπραξιών γενικότερα, και των επιπτώσεων που

μπορεί αυτές να έχουν.

55

Page 56: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Ασπρογέρακας-Γρίβας, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1981

Βουζίκας, Η εικονικότης περί το πρόσωπο του αγοραστού, ΝοΒ 1966, 785

επ.

Γαζής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου – Τεύχος Γ΄ Αι δικαιοπραξίαι,

1973

Γεωργιάδης, Εικονική μεταβίβασις πλοίου (2), (Γνμδ), Αρμ 1985, 111 επ.

Γεωργιάδης, Εικονική μεταβίβασις πλοίου (Γνμδ), Αρμ 1985, 108 επ.

Γεωργίου, Ι. Εικονικότητα στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου ΙΙ.

Εικονική, ως προς το πρόσωπο, δικαιοπραξία και δικαιοπραξία με

παρένθετο πρόσωπο (έμμεσο αντιπρόσωπο): Εννοιολογική διαφορά, Αρμ.

1992, σελ. 781 επ.

Δεληγιάννης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου α΄, 1989

Δελληγιάνης, Κατάρτιση εικονικών προσυμφώνων πώλησης ακινήτων που

υπέκρυπταν προσύμφωνα δωρεάς, διαμέσου αντιπροσώπου εφοδιασμένου

με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο που φαινομενικά μεν περιείχε παροχή

εξουσίας για πώληση, ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπτε παροχή

εξουσίας για σύσταση δωρεάς (Γνμδ), Αρμ. 1986, σελ. 20 επ.

Δεληγιάννης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 130/1956, ΕΕΝ 1956, σελ. 894 επ.

Δεληγιάννης-Παπαζήση, Πρακτικά θέματα αστικού δικαίου, με τις

δικονομικές προεκτάσεις τους: συμβολή στη διδασκαλία του μαθήματος

εμβάθυνση στο αστικό και αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, 1988

Καραγιάννης, Η προβληματική της εικονικότητας στο ιδιωτικό δίκαιο,

2002

Καρακατσάνης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Αστικό Κώδικα Ι – Γενικές

Αρχές, 1997

Καρακώστας, Αστικός Κώδικας (Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία) – Γενικές

Αρχές, Τόμος Δεύτερος – Άρθρα 127-276, 2005

56

Page 57: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Καράσης, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου – Δικαιοπραξία Ι, 1996

Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου – Δίκαιο της

Δικαιοπραξίας, 1996

Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας-Συμβολή στην

ερμηνεία των αρ. 138 § 1 και 138 ΑΚ, 2004

Καύκας, Η εικονικότης κατά τον Αστικόν Κώδικα, Αρμ. 1947, σελ. 169 επ.

Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 2002

Κορνηλάκης, Η εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του αγοραστή ακινήτου,

Αφιέρωμα εις Κ. Βαβούσκον Β, 1990, σελ. 197 επ.

Κουμάντος, Η υποκειμενική καλή πίστις : συμβολή εις τα περί γνώσεως και

άγνοιας εν τω αστικώ δικαίω, 1958

Λιβάνης, Εικονική δήλωση βουλήσεως και άγνοια του συναλλαχθέντος ως

προς αυτήν, ΝοΒ, 2002

Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961

Παντελίδου, Η καλή πίστη στο κληρονομικό δίκαιο, ΝοΒ 2003, σελ. 1355

Παπακωνσταντίνου, Η ερμηνευτική σχέση των διατάξεων των άρθρων 138

και 139 ΑΚ, ΝοΒ 1997, 886 επ.

Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 1983

Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, 1957

Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 1989

Παπαστερίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου Ι/α, 1994

Παπαχρήστου, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1979

Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1988,

Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές (κατά τον αστικό κώδικα), 1987

Σπυριδάκης, Η εικονική διαθήκη (συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 138

και 139 ΑΚ), ΝοΒ 1978, σελ. 646 επ.

Σπυριδάκης, Καλόπιστη κτήση κυριότητας ακινήτου από μη κύριο, ΝοΒ

2002, 261 επ.

Σπυριδάκης-Περάκης, Αστικός Κώδιξ – Α΄ Γενικαί Αρχαί, 1976

Σωσσίδου, Πώληση ακινήτου με εικονικό τίμημα, Αρμ 1986, σελ. 368 επ.

Τσάκος, Περιπτωσιολογία για την ένσταση της εικονικότητας (άρθρο 138

ΑΚ), Αρμ. 1987, 201 επ.

57

Page 58: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

Φίλιος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου Β΄, 2002

Ψούνη, Αι συνέπειαι της εικονικότητος διαθήκης ως προς τον τετιμημένον,

Αρμ. 1970, 1142 επ.

ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Ι.Α.B. Σχέση των άρ. 138 § 1 και 139 ΑΚ

1. Η 139 ΑΚ προσδιοριστική της 138 § 1 ΑΚ

ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431

ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427

επ.

ΑΠ 1680/2001, ΕλλΔνη 2004, 101

ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296

επ.

ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408 επ.

ΑΠ 57/1994, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ

517/1980, ΝοΒ 1980, 1946 επ.

ΕφΑθ 3034/1998, ΕλλΔνη 2002, 485

ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕΕμπΔ 1999,

526 επ.

ΕφΠειρ 575/1995, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ

3058/1985

ΕλλΔνη 1985, 729 επ.

ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ 1979, 657 επ.,

ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524

επ.

2. Η 139 ΑΚ αυτοτελής – εισάγει περιορισμούς της ακυρότητας λόγω

εικονικότητας

ΑΠ 199/2002, ΝΟΜΟΣ

ΙΙ. Α. Εικονική δήλωση βουλήσεως ή δικαιοπραξία

1. Αντικειμενικό στοιχείο

α. Δεκτικές εικονικότητας οι μη απευθυντέες δικαιοπραξίες

ΑΠ 235/1986, ΝοΒ 1987, 522

ΠολΠρΘεσ 2877/1996, Αρμ 1996, 704

β. Ανεπίδεκτες εικονικότητας οι μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες

Ρητα:

58

Page 59: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ΑΠ 829/2005, ΕλλΔνη 2006, 175

ΕφΠατρ 864/2004, ΑχΝομολ 2005,

21

ΕφΑιγ 196/1997, ΑρχΝ 1999, 35

ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524

ΜονΠρΠειρ 3033/1988, ΕπΝαυτΔ

1989, 304

ΜονΠρΠειρ 3032/1988, Δίκη 1989,

239.

Εμμέσως:

ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431

ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427

ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408

ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296

ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 517/1980, ΝοΒ 1980, 1946

ΕφΑθ 3034/1998, ΕλλΔνη 2002, 485

ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕΕμπΔ 1999,

526

ΕφΠειρ 91/1991, ΑρχΝ 1991, 221

ΕφΑθ 3058/1985, ΕλλΔνη 1985, 729

ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ 1979, 657

ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524

2. Υποκειμενικά στοιχεία

β. Γνώση ή συμφωνία του λήπτη της δήλωσης ως προς την εικονικότητά της

(κρατούσα)

ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 829/2005, ΕλλΔνη 2006, 175

ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431

ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427

ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408

ΑΠ 1680/2001, ΕλλΔνη 2004, 101

ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296

ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 289/1995, ΕλλΔνη 1997, 1083

ΑΠ 57/1994, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 624/1981, ΝοΒ 1982, 224

ΑΠ 517/1980, ΝοΒ 1980, 1946

ΕφΠατρ 864/2004, ΑχΝομολ 2005

21

ΕφΑθ 3034/1998, ΕλλΔνη 2002, 485

ΕφΔωδεκ 260/1998, ΕΕμπΔ 1999

526

ΕφΑιγ 196/1997, ΑρχΝ 1999, 35

ΕφΑθ 3394/1995, Αρμ. 1995, 1412

ΕφΠειρ 575/1995, ΝΟΜΟΣ

Εφ Αθ 6978/1992, ΑρχΝ 1992, 612

ΕφΠειρ 91/1991, ΑρχΝ 1991, 221

ΕφΘεσ 3467/1989, Αρμ 1989, 1208

ΕφΑθ 3058/1985, ΕλλΔνη 1985, 729

ΕφΑθ 1996/1979, Αρμ 1979, 657

59

Page 60: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ΠολΠρΠειρ 5050/2005, Αρμ 2006,

1013

ΠολΠρΑθ 4448/1995, ΔΕΕ 1995,

770

ΠολΠρΘεσ 12/1989, Αρμ 1989, 524

ΠολΠρΚατερ 145/1978, Αρμ 1979,

377

ΜονΠρΠειρ 3033/1988, ΕπΝαυτΔ

1989, 304

ΜονΠρΠειρ 3032/1988, Δίκη 1989,

239

Η γνώση εγγενές στοιχείο της

εικονικότητας:

ΑΠ 1169/2003, ΕλλΔνη 2005, 425

γ. Σκοπός παραπλάνησης

Όχι αυτοτελής προϋπόθεση εικονικότητας

ΑΠ 1247/2003, ΧρΙΔ 2004, 146,.

ΑΠ 1984/1986, ΝοΒ 1987, 1232,

ΕφΠειρ 122/1989, ΑρχΝ 1989, 258

Εγγενές στοιχείο της εικονικότητας, όχι πρόσθετη προϋπόθεση

ΑΠ 633/2006, ΝΟΜΟΣ

Γ. Άγνοια του συναλλαχθέντος

1. Έννοια του όρου «άγνοια»

Αρκεί οποιαδήποτε άγνοια

ΑΠ 124/2003, ΝοΒ 2003, 1634

ΑΠ 199/2002, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 437/2001, ΕλλΔνη 2002, 408

ΑΠ 197/1999, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 262/1967, ΝοΒ 1967, 1038,

ΕφΑθ 3722/2005, ΔΕΕ 2005, 1304

ΠολΠρΠειρ 5050/2005, Αρμ 2006,

1013.

Άγνοια από βαριά αμέλεια εξομοιώνεται με γνώση

ΕφΠατρ 738/1992, ΑρχΝ 1993, 291

2. Κρίσιμος χρόνος

Κρίσιμο χρονικό σημείο για την άγνοια :

Χρόνος συναλλαγής

ΑΠ 483/2005, ΕλλΔνη 2005, 1431 ΑΠ 1191/2003, ΕλλΔνη 2005, 427

60

Page 61: Άρθρο 139 ΑΚ : «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που ...€¦  · Web viewΗ πρώτη διευκόλυνση προκύπτει από

ΑΠ 124/2003, ΝοΒ 2003, 1634

ΑΠ 1162/2000, ΕλλΔνη 2001, 1296

ΑΠ 1079/1973, ΝοΒ 1974, 763

ΕφΑθ 3722/2005, ΔΕΕ 2005, 1304

ΕφΔωδ 260/1998, ΕπΕμπΔ 1999, 526

ΕφΠειρ 91/1991, ΑρχΝ 1991, 221

3. Επί αντιπροσώπευσης

Η άγνοια κρίνεται στο πρόσωπο αντιπροσώπου

ΑΠ 1606/2003, ΧρΙΔ 2004, 316

ΛΟΙΠΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ:

Προστασία δανειστών (η πλειονότητα αφορά εταιρικού δανειστές)

ΑΠ 124/2003, ΝοΒ 2003, 1634

ΑΠ 335/1997, ΝοΒ 1998, 511

ΕφΑθ 3722/2005, ΔΕΕ 2005, 1304

ΕφΘεσ1999/2003, Αρμ 2005, 247

ΕφΘεσ 1521/1977, Αρμ 1978, 815

Επισπεύδων κατάσχεση δανειστής του εικονικά αποκτήσαντος-Ο τελευταίος πρέπει

να αποδείξει γνώση του δανειστή περί της εικονικότητας για να αποτρέψει την

κατάσχεση

ΕφΑθ 1906/1987, ΕλλΔνη 1988, 546

Ζητήματα δεδικασμένου

ΜονΠρΡόδου 160/2003, ΝΟΜΟΣ

ΜονΠρΑθ 12259/1992, Δίκη 1994, 288

61