Κφάλαιο 1. ùνακρεόντεια · 2016-07-04 · 33 μαρτυρείται...

6
32 Κεφάλαιο 1. Ανακρεόντεια Σύνοψη Μετά από μία γενική εισαγωγή για τα Ανακρεόντεια, παρουσιάζεται το κείμενο του 33ου Ανακρεόντειου (η μεσονύκτια επίσκεψη του Έρωτα στον ποιητή), το οποίο σχολιάζεται κατά στίχο. Προαπαιτούμενη γνώση Βασική γνώση της ΑΕ. Ο λυρικός ποιητής Ανακρέων 71 καταγόταν από την Τέω της Μικράς Ασίας κι έζησε κυρίως στη Σάμο, όσο τύραννος ήταν ο Πολυκράτης (540–522 π.Χ.), και μετά την πτώση αυτού στην Αθήνα υπό τους Πεισιστρατίδες. Τιμήθηκε ιδιαιτέρως εν ζωή και ένα χάλκινο άγαλμά του είδε ο Παυσανίας (Ελλ. περιηγ. 1.25.1) στην Ακρόπολη των Αθηνών τον 2 ο αι. μ.Χ. Η αλεξανδρινή έκδοση των έργων του αποτελούνταν από πέντε βιβλία: ελεγείες, ίαμβοι, ύμνοι, παρθένια και σκόλια. Κι ενώ ο Ανακρέων καταπιάστηκε με όλα αυτά τα είδη, αργότερα θεωρήθηκε απλώς «ο άρχων της απόλαυσης» 72 και η επιβίωσή του εξαρτήθηκε κυρίως από αυτή τη στρέβλωση. Έτσι ο Ανακρέων βρήκε τη θέση του κυρίως στο συμπόσιο, όπου κυριαρχούσαν τα θέματα τα σχετικά με τον έρωτα και το κρασί (amor et vinum). Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια αναπτύχθηκε μια τάση μίμησης της αυθεντικής ποίησης του Ανακρέοντα, στην οποία οφείλει τη γένεσή της η λεγόμενη «ανακρεόντεια» ποίηση. Αυτό που σήμερα εννοούμε ως «ανακρεόντεια» ποίηση είναι κυρίως μία συλλογή εξήντα ποιημάτων, τα οποία ακριβώς μιμούνται —καλύτερα: διαλέγονται με— την ποίηση του Ανακρέοντα, όπως αυτή έγινε αντιληπτή στην ανακρεόντεια παράδοση. Η συλλογή αυτή είναι έργο συμπίλησης και σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το ίδιο που διασώζει την περίφημη Παλατινή Ανθολογία, χειρόγραφο που αντιγράφηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 930–950 μ.Χ. Το δεύτερο μέρος του χειρογράφου αυτού, μετά από περιπέτειες, κατέληξε να φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού ως Parisinus Supplementus graecus 384. Μετά τα τεχνοπαίγνια στο δέκατο πέμπτο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας ακολουθούν τα Ανακρεόντεια υπό τον τίτλο Ἀνακρέοντος Τηΐου συμποτικὰ ἡμιάμβια (φύλλα 675–690). Η συλλογή εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Ερρίκο Στέφανο (Henri Étienne) στη Βενετία το 1554 ως αυθεντική του Ανακρέοντα και γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή στη Δυτική Ευρώπη, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τη σύγχρονη ανακρεόντεια ποίηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Εξάλλου, αναγνώστες και φιλόλογοι φάνηκαν επί μακρού απρόθυμοι να εγκαταλείψουν την απόδοση στον Ανακρέοντα, απόδοση γοητευτική αλλά εντελώς φανταστική. Τα ποιήματα αυτά αποκηρύσσουν την καθημερινή έγνοια (π.χ. το ποίημα 45) και προβάλλουν τις ανακρεόντειες αξίες του carpe diem. Από τον ίδιο τον αρχαϊκό ποιητή υπάρχουν απευθείας απηχήσεις (π.χ. στα ποιήματα 47.610, 52a.2–3), ενώ το τελευταίο ποίημα της συλλογής, στη μεσαία λέξη του μεσαίου στίχου διακηρύσσει: 60b.78 τὸν Ἀνακρέοντα μιμοῦ, / τὸν ἀοίδιμον μελιστήν «να μιμείσαι τον Ανακρέοντα, τον ξακουστό μελικό ποιητή». Με τις αρχές αυτές τα ανακρεόντεια ποίημα κατασκευάζουν μια πολυφωνική αλλά πλαστή αναίρεση της πραγματικότητας, έναν κόσμο κλειστό προς τη σύγχρονή τους πραγματικότητα, για την οποία δεν έχουν τίποτε να μας πουν. Το χρονολογικό βεληνεκές των ανώνυμων αυτών ποιημάτων εκτείνεται από τον 2 ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 6 ο αι. μ.Χ. Τα κριτήρια χρονολόγησης είναι μετρικά και γλωσσικά. Γενικά πιστεύεται ότι τα ποιήματα 1–20 είναι αρχαιότερα (της ύστερης ελληνιστικής περιόδου), τα 21–34 είναι επίσης παλαιά καθώς τηρούν αυστηρά τους μετρικούς κανόνες κι έχουν ως θέμα τους τον έρωτα αν και απουσιάζει η μορφή του Ανακρέοντα, τα 35–53 είναι μια συλλογή μεταγενέστερων ποιημάτων με χαλαρή μετρική και στοιχεία από τη γλώσσα της εποχής, ενώ τα 54–60 είναι επίσης μεταγενέστερα, εκτενέστερα ως προς την έκταση και εκτός συμποτικού περιβάλλοντος αλλά με ειδολογική αυτοσυνειδησία. 73 Η ρευστότητα των κειμένων καταδεικνύεται ευκρινώς από τις αναπλάσεις του τέταρτου ανακρεόντειου: αυτό 71 Πλήρεις σύγχρονες εκδόσεις: Campbell 1988, 22–161· Α. Ροζοκόκη, Ανακρέων, Αθήνα 2006. 72 “Μaître de plaisir”: H. Fränkel, Dichtung und Philosophie des frühen Griechentums, Μόναχο 2 1962, 340. 73 Ακολουθώ την ομαδοποίηση στον λατινικό πρόλογο της έκδοσης West (1993). Άλλες δυνατές κατηγοριοποιήσεις αναφέρει και συζητά ο Campbell 1988, 1618.

Transcript of Κφάλαιο 1. ùνακρεόντεια · 2016-07-04 · 33 μαρτυρείται...

  • 32

    Κεφάλαιο 1. Ανακρεόντεια

    Σύνοψη

    Μετά από μία γενική εισαγωγή για τα Ανακρεόντεια, παρουσιάζεται το κείμενο του 33ου Ανακρεόντειου (η

    μεσονύκτια επίσκεψη του Έρωτα στον ποιητή), το οποίο σχολιάζεται κατά στίχο.

    Προαπαιτούμενη γνώση

    Βασική γνώση της ΑΕ.

    Ο λυρικός ποιητής Ανακρέων71 καταγόταν από την Τέω της Μικράς Ασίας κι έζησε κυρίως στη Σάμο, όσο

    τύραννος ήταν ο Πολυκράτης (540–522 π.Χ.), και μετά την πτώση αυτού στην Αθήνα υπό τους

    Πεισιστρατίδες. Τιμήθηκε ιδιαιτέρως εν ζωή και ένα χάλκινο άγαλμά του είδε ο Παυσανίας (Ελλ. περιηγ.

    1.25.1) στην Ακρόπολη των Αθηνών τον 2ο αι. μ.Χ. Η αλεξανδρινή έκδοση των έργων του αποτελούνταν από

    πέντε βιβλία: ελεγείες, ίαμβοι, ύμνοι, παρθένια και σκόλια. Κι ενώ ο Ανακρέων καταπιάστηκε με όλα αυτά τα

    είδη, αργότερα θεωρήθηκε απλώς «ο άρχων της απόλαυσης»72 και η επιβίωσή του εξαρτήθηκε κυρίως από

    αυτή τη στρέβλωση. Έτσι ο Ανακρέων βρήκε τη θέση του κυρίως στο συμπόσιο, όπου κυριαρχούσαν τα

    θέματα τα σχετικά με τον έρωτα και το κρασί (amor et vinum).

    Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια αναπτύχθηκε μια τάση μίμησης της αυθεντικής ποίησης του

    Ανακρέοντα, στην οποία οφείλει τη γένεσή της η λεγόμενη «ανακρεόντεια» ποίηση. Αυτό που σήμερα

    εννοούμε ως «ανακρεόντεια» ποίηση είναι κυρίως μία συλλογή εξήντα ποιημάτων, τα οποία ακριβώς

    μιμούνται —καλύτερα: διαλέγονται με— την ποίηση του Ανακρέοντα, όπως αυτή έγινε αντιληπτή στην

    ανακρεόντεια παράδοση. Η συλλογή αυτή είναι έργο συμπίλησης και σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το

    ίδιο που διασώζει την περίφημη Παλατινή Ανθολογία, χειρόγραφο που αντιγράφηκε στην Κωνσταντινούπολη

    γύρω στο 930–950 μ.Χ. Το δεύτερο μέρος του χειρογράφου αυτού, μετά από περιπέτειες, κατέληξε να

    φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού ως Parisinus Supplementus graecus 384. Μετά τα

    τεχνοπαίγνια στο δέκατο πέμπτο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας ακολουθούν τα Ανακρεόντεια υπό τον

    τίτλο Ἀνακρέοντος Τηΐου συμποτικὰ ἡμιάμβια (φύλλα 675–690). Η συλλογή εκδόθηκε για πρώτη φορά από

    τον Ερρίκο Στέφανο (Henri Étienne) στη Βενετία το 1554 ως αυθεντική του Ανακρέοντα και γνώρισε

    ενθουσιώδη υποδοχή στη Δυτική Ευρώπη, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τη σύγχρονη ανακρεόντεια

    ποίηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Εξάλλου, αναγνώστες και φιλόλογοι φάνηκαν επί μακρού απρόθυμοι να

    εγκαταλείψουν την απόδοση στον Ανακρέοντα, απόδοση γοητευτική αλλά εντελώς φανταστική.

    Τα ποιήματα αυτά αποκηρύσσουν την καθημερινή έγνοια (π.χ. το ποίημα 45) και προβάλλουν τις

    ανακρεόντειες αξίες του carpe diem. Από τον ίδιο τον αρχαϊκό ποιητή υπάρχουν απευθείας απηχήσεις (π.χ.

    στα ποιήματα 47.6–10, 52a.2–3), ενώ το τελευταίο ποίημα της συλλογής, στη μεσαία λέξη του μεσαίου

    στίχου διακηρύσσει: 60b.7–8 τὸν Ἀνακρέοντα μιμοῦ, / τὸν ἀοίδιμον μελιστήν «να μιμείσαι τον Ανακρέοντα,

    τον ξακουστό μελικό ποιητή». Με τις αρχές αυτές τα ανακρεόντεια ποίημα κατασκευάζουν μια πολυφωνική

    αλλά πλαστή αναίρεση της πραγματικότητας, έναν κόσμο κλειστό προς τη σύγχρονή τους πραγματικότητα,

    για την οποία δεν έχουν τίποτε να μας πουν. Το χρονολογικό βεληνεκές των ανώνυμων αυτών ποιημάτων

    εκτείνεται από τον 2ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 6ο αι. μ.Χ. Τα κριτήρια χρονολόγησης είναι μετρικά και

    γλωσσικά. Γενικά πιστεύεται ότι τα ποιήματα 1–20 είναι αρχαιότερα (της ύστερης ελληνιστικής περιόδου), τα

    21–34 είναι επίσης παλαιά καθώς τηρούν αυστηρά τους μετρικούς κανόνες κι έχουν ως θέμα τους τον έρωτα

    αν και απουσιάζει η μορφή του Ανακρέοντα, τα 35–53 είναι μια συλλογή μεταγενέστερων ποιημάτων με

    χαλαρή μετρική και στοιχεία από τη γλώσσα της εποχής, ενώ τα 54–60 είναι επίσης μεταγενέστερα,

    εκτενέστερα ως προς την έκταση και εκτός συμποτικού περιβάλλοντος αλλά με ειδολογική αυτοσυνειδησία.73

    Η ρευστότητα των κειμένων καταδεικνύεται ευκρινώς από τις αναπλάσεις του τέταρτου ανακρεόντειου: αυτό

    71 Πλήρεις σύγχρονες εκδόσεις: Campbell 1988, 22–161· Α. Ροζοκόκη, Ανακρέων, Αθήνα 2006. 72 “Μaître de plaisir”: H. Fränkel, Dichtung und Philosophie des frühen Griechentums, Μόναχο 21962, 340. 73 Ακολουθώ την ομαδοποίηση στον λατινικό πρόλογο της έκδοσης West (1993). Άλλες δυνατές

    κατηγοριοποιήσεις αναφέρει και συζητά ο Campbell 1988, 16–18.

  • 33

    μαρτυρείται πιθανώς στην αρχική του μορφή στην ΠΑ 11.48 σε 11 στίχους, μετά στον Αύλο Γέλλιο (Noct.

    Att. 19.9: περίπου 180 μ.Χ.) σε 16 στίχους και τέλος στην ανακρεόντεια συλλογή εκταμένο σε 21 στίχους.

    Ο Κλήμης Αλεξανδρείας και ο Ιππόλυτος Ρώμης μαρτυρούν γύρω στο 200 μ.Χ. ανακρεόντεια που

    δεν περιλαμβάνονται στη συλλογή (Ανακρέων απ. 505d, Ανακρεόντεια 60–62b), είτε από σκοπού είτε κι από

    άγνοια. Σε κάθε περίπτωση χριστιανικά ανακρεόντεια ποιήματα σώζονται στον κώδικα Barberinianus graecus

    310 (13ος αι. μ.Χ.), από τον Σωφρόνιο επίσκοπο Ιεροσολύμων (7ος αι. μ.Χ.) και άλλους ποιητές.74

    Το τριακοστό τρίτο ποίημα που παρουσιάζεται εδώ, ένα από τα πρώιμα της συλλογής, «αναπαριστά

    μία πλασματική συνάντηση ανάμεσα στο λυρικό Εγώ και τη μορφή του Έρωτα» (Zotou 2014). Το επεισόδιο

    αφηγείται πώς ο ανυποψίαστος ποιητής χτυπήθηκε από τον έρωτα μυούμενος έτσι στον ανακρεόντειο τρόπο

    ζωής. Στο ποίημα υπάρχουν απηχήσεις από τη λόγια ποίηση, ενώ η διαβολική αθωότητα και η χαιρεκακία του

    Έρωτα αποτελούν κληρονομιά από την ελληνιστική ποίηση.

    Ο στίχος είναι ανακρεόντειος, το λεγόμενο ανακλαστικό ιωνικό δίμετρο, που έχει την μορφή: ∪∪ – ∪ – ∪ – –. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ιωνικά δίμετρα (∪∪ – – ∪∪ – –) με ανάκλαση (δηλαδή αντιστροφή) της τέταρτης και πέμπτης συλλαβής.75

    Εικ. 1.1. Φτερωτός Έρωτας με τόξο. Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Λύσιππου, 2ος αι. μ.Χ., Μουσείο Καπιτωλίου. Πηγή:

    Wikimedia Commons. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Eros_bow_Musei_Capitolini_MC410_n2.jpg

    74 Τα Aνακρεόντεια του Σωφρόνιου εκδόθηκαν από τον M. Gigante, Sophronii Anacreontica, Ρώμη 1957, αλλά

    οι παρεμβάσεις στο κείμενο καθιστούν αναγκαία μία νέα έκδοση. Τα υπόλοιπα «ανακρεόντεια» του Barberinianus

    graecus 310 εκδόθηκαν υποδειγματικά από την F. Ciccolella, Cinque poeti bizantini, Αλεσάντρια (Ιταλία) 2000. 75 Για τα ανακρεόντεια μέτρα βλ. M. L. West, Greek Metre, Οξφόρδη 1982, 168–9 και την εισαγωγή στην

    έκδοση του ίδιου (xiv–xvi: “De metris”).

    https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Eros_bow_Musei_Capitolini_MC410_n2.jpg

  • 34

    Ανακρεόντεια 33 (Η επίσκεψη του Έρωτα)

    Μεσονυκτίοις ποτ’ ὥραις,

    στρέφετ’ ἦμος Ἄρκτος ἤδη

    κατὰ χεῖρα τὴν Βοώτου,

    μερόπων δὲ φῦλα πάντα

    5 κέαται κόπωι δαμέντα,

    τότ’ Ἔρως ἐπισταθείς μευ

    θυρέων ἔκοπτ’ ὀχῆας.

    «τίς» ἔφην «θύρας ἀράσσει,

    κατά μευ σχίσας ὀνείρους;»

    10 ὁ δ’ Ἔρως «ἄνοιγε,» φησίν,

    «βρέφος εἰμί, μὴ φόβησαι·

    βρέχομαι δὲ κἀσέληνον

    κατὰ νύκτα πεπλάνημαι.»

    ἐλέησα ταῦτ’ ἀκούσας,

    15 ἀνὰ δ’ εὐθὺ λύχνον ἅψας

    ἀνέῳξα, καὶ βρέφος μέν

    ἐσορῶ φέροντα τόξον

    πτέρυγάς τε καὶ φαρέτρην·

    παρὰ δ’ ἱστίην καθίξας

    20 παλάμαις τε χεῖρας αὐτοῦ

    ἀνέθαλπον, ἐκ δὲ χαίτης

    ἀπέθλιβον ὑγρὸν ὕδωρ.

    ὃ δ’ ἐπεὶ κρύος μεθῆκε

    «φέρε» φησὶ «πειράσωμεν

    25 τόδε τόξον, εἴ τί μοι νῦν

    βλάβεται βραχεῖσα νευρή.»

    τανύει δέ, καί με τύπτει

    μέσον ἧπαρ ὥσπερ οἶστρος·

    ἀνὰ δ’ ἅλλεται καχάζων·

    30 «ξένε» δ’ εἶπε «συγχάρηθι·

    κέρας ἀβλαβὲς μένει μοι·

    σὺ δὲ καρδίαν πονήσεις.»

    2 στρέφετ’ ἦμος Rose : στρεφέτην ὅτ’ Μ 9 σχίσας Stephanus : σχίζεις Μ

    25 εἴ τι Stephanus : ἔστι Μ 31 μένοι μοι Michelangeli : μὲν ἐμοὶ Μ

    1. Μεσονυκτίοις ποτ’ ὥραις: Τα μεσάνυχτα, όπως και το καταμεσήμερο, είναι η ώρα που εμφανίζονται τα

    κακοποιά πνεύματα.

    2. στρέφετ’ ἦμος Ἄρκτος: Ο στίχος μιμείται τον Θεόκριτο (Ηρακλίσκος) 24.11 ἆμος δὲ στρέφεται μεσονύκτιον

    ἐς δύσιν Ἄρκτος «όταν η Άρκτος γυρίζει τα μεσάνυκτα προς τη δύση», ως προς τη διατύπωση και τα απαίσια

    συμφραζόμενα: στον Θεόκριτο είναι η στιγμή που η Ήρα στέλνει δύο φίδια για να σκοτώσουν το βρέφος

    Ηρακλή.

    3. Βοώτου: Ο αστερισμός της Άρκτου (Αρκούδας) ακολουθείται από τον Βοώτη, ο οποίος λέγεται και

    Αρκτούρος (Φρουρός της Άρκτου). Ο Βοώτης πιστευόταν ότι απλώνει το χέρι του προς την Άρκτο. Η

    εμφάνισή τους στον ουρανό συχνά συνδέεται με επιδείνωση του καιρού.

    5. κέαται: = κεῖνται (ιωνικός και επικός τύπος). Ο χαιρέκακος Έρωτας διακόπτει την ξεκούραση που

    δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι του μόχθου. Αλλά είναι ακριβώς αυτός ο κόσμος, ο κόσμος του μόχθου, που

    αποστρέφεται ο ανακρεόντειος βίος.

  • 35

    6. ἐπισταθείς: Το ἐφίσταμαι είναι η vox propria για την εμφάνιση μορφών μέσα στον ύπνο αλλά και για τη

    θεϊκή επιφάνεια.

    μευ: Γενική κτητική στο θυρέων: «χτυπούσε το μάνταλο της πόρτας μου». Η πόρτα είναι σφαλισμένη

    εσωτερικά με σύρτη.

    7. ἔκοπτ’: Ο Έρωτας διακόπτει βίαια, όπως ταιριάζει στον χαρακτήρα του, τη σιγαλιά της νύκτας, πβ. 7

    ἀράσσει, 9 κατὰ μευ σχίσας ὀνείρους.

    9. κατὰ … σχίσας «τσακίζοντας τα όνειρά μου»: Τμήση, χαρακτηριστικό της επικής ποίησης.

    11. βρέφος εἰμί, μὴ φόβησαι: Πβ. Σκόλια 848.18–19 Page ἄνοιγ’ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι· / οὐ γὰρ γέροντές

    ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία (West).

    12. κἀσέληνον: = καὶ ἀσέληνον (κράση), δηλ. μέσα στη σκοτεινιά.

    14. ἐλέησα: Η αφέλεια του ποιητή εντείνεται από την παγίδα που στήνει ο κατεργάρης Έρωτας. Οι

    ισορροπίες που απορρέουν από τη διαφορά στην ηλικία και τις σχέσεις ξενιστή και φιλοξενούμενου

    αντιστρέφονται.

    15. ἀνὰ ... ἅψας: Tμήση.

    16–18. Το τόξο, τα φτερά και η φαρέτρα είναι τυπικά εξαρτήματα του ελληνιστικού Έρωτα.

    19. ἱστίην: = ἐστίαν «τζάκι»· καθίξας «αφού τον έβαλα να κάτσει» (< καθίζω).

    20. παλάμαις τε χεῖρας αὐτοῦ / ἀνέθαλπον «με τις παλάμες μου ζέσταινα τα χέρια του»: Ο Έρωτας, χωρίς να

    καταβάλει ιδιαίτερο κόπο, δέχεται τις περιποιήσεις του καλού οικοδεσπότη του. Η σκηνή προσαρμόζει το

    μοτίβο της ταπεινής φιλοξενίας, αγαπητό στα ελληνιστικά χρόνια (βλ. Β. Φυντίκογλου, Ταπεινή φιλοξενία.

    Μορφή και λειτουργία του μοτίβου στον καλλιμαχικό και ρωμαϊκό νεωτερισμό, Θεσσαλονίκη 1997), στην

    εκδοχή του servitium amoris (υπηρεσία του έρωτα) στην κυριολεξία.

    22. ὑγρὸν ὕδωρ: Επικός πλεονασμός, πβ. Οδ. δ 458.

    24–9: Η σκηνή υπαινίσσεται τις ενέργειες του Οδυσσέα στην τόξου θέσιν πριν από τη μνηστηροφονία στην

    Οδ. φ 393–5 ὁ δ’ ἤδη τόξον ἐνώμα / ... πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα, / μὴ κέρα ἶπες ἕδοιεν «κι εκείνος δοκίμαζε

    το τόξο / ... σκοπεύοντας εδώ κι εκεί, / μήπως τα σαράκια φάγανε το κέρας», 21.407 ἐτάνυσσε … χορδήν,

    22.2–4 (πριν ο Οδυσσέας τοξεύσει τον Αντίνοο) ἇλτο δ’ ἐπὶ μέγα οὐδόν. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται την

    οδυσσειακή σκηνή ως μια ερωτική αριστεία, με έπαθλο την Πηνελόπη. Παράλληλα δίνει προκαταβολικά και

    άρρητα στον εαυτό του τη θέση ενός μνηστήρα. – Η σκανδαλιάρικη διάθεση του Έρωτα αποδίδεται με

    εμφατικές ομοηχίες: «φέρε» φησί, «τόδε τόξον, εἴ τί μοι νῦν, βλάβεται βραχεῖσα νευρή, μέσον ἧπαρ ὥσπερ

    οἶστρος.»

    26. βλάβεται: = βλάπτεται: «αν η χορδή μου ’χει πάθει καμιά ζημιά από τη βροχή.»

    28. μέσον ἧπαρ «καταμεσής στο συκώτι»: Σε ερωτικά συμφραζόμενα το συκώτι συχνά παίρνει τη θέση της

    καρδιάς, πβ. Θεόκρ. Ειδ. 11.15–16 ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος, / Κύπριδος ἐκ μεγάλας τό οἱ ἥπατι πᾶξε

    βέλεμνον «έχοντας βαθιά στην καρδιά του κακή πληγή / από τη μεγάλη Κύπριδα, σαΐτα που του την κάρφωσε

    στο συκώτι» (Hopkinson 1994).

    ὥσπερ οἷστρος: Η αλογόμυγα είναι κοινή μεταφορά για τη φρενίτιδα που προκαλεί το ερωτικό πάθος.

    29. ἀνὰ δ’ ἅλλεται καχάζων: Το άλμα του Έρωτα είναι θριαμβευτικό. Για το καχάζων «καγχάζοντας» πβ.

    Απολλ. Ρόδ. Αργ. 3.124 (ο Έρωτας ξεγελά τον ανυποψίαστο συμπαίκτη του στο παιχνίδι των αστραγάλων)

    καγχαλόωντι.

  • 36

    30. συγχάρηθι «να χαρείς και συ»: Εξόχως ειρωνικό.

    31. κέρας: Το τόξο, συνεκδοχικά.

    32. καρδίαν: Αιτιατική της αναφοράς.

  • 37

    Βιβλιογραφία

    Εκδόσεις

    West, M. L. 21993 (11984). Carmina Anacreontea. Λιψία (Teubner).

    Campbell, D. A. 1988. Greek Lyric, τόμ. ΙΙ: Anacreon, Anacreontea, Choral Lyric from Olympus to Alcman,

    Κέμπριτζ Μασσ. (Loeb), 162–257.

    Μεταφράσεις

    D. A. Campbell, ό.π.

    Λεντάκης, Α. 1974. Ανακρέων και Ανακρεόντεια. Αθήνα.

    Τσοχλής, Θ. 2001. Ανακρεόντεια, με έμμετρη απόδοση στη ΝΕ. Αθήνα.

    Υπομνήματα

    Hopkinson, N. 1994. Greek Poetry of the Imperial Period. Κέμπριτζ, 73–6.

    Zotou, A. 2014. Carmina Anacreontea 1–34: Ein Kommentar. Βερολίνο.

    Μελέτες

    Baumbach, M. – N. Dümmler (επιμ.) 2014. Imitate Anacreon! Mimesis, Poiesis and the Poetic Inspiration in

    the Carmina Anacreontea. Βερολίνο – Βοστόνη.

    Ladianou, K. 2005. The poetics of choreia. Imitation and Dance in the Anacreontea, Quaderni Urbinati di

    Cultura Classica 80: 47–58.

    Rosenmeyer, P. A. 1992. The Poetics of Imitation: Anacreon and the Anacreontic Tradition, Cambridge.

    Ερωτήσεις

    1. Τι εννοούμε σήμερα με τον όρο «ανακρεόντεια ποίηση»; Να περιγράψετε την περιπέτεια της χειρόγραφης

    παράδοσής της.

    2. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ανακρεόντειας ποίησης;

    3. Ποια είναι η μετρική μορφή του «ανακρεόντειου» στίχου;

    4. Να συζητήσετε τον ποιητικό διάλογο ανάμεσα στον ποιητή του Ανακρεόντειου 33 (στ. 24–9) και το

    ομηρικό κείμενο (Οδ. φ 393–5). Πώς αντιλαμβάνεται ο ποιητής την οδυσσειακή σκηνή;