Κφάλαιο 1 Ειαγωγή - repository.kallipos.gr”Α_Κεφ. 1.νέο.pdfΕπίσης,...

46
29 Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή Σύνοψη Στo παρόν, εισαγωγικό κεφάλαιο, προσδιορίζονται βασικές έννοιες όπως «Παλαιογραφία», «Παλαιογραφία Βυζαντινής Μουσικής» και «Νευματική Επιστήμη». Επίσης, σκιαγραφείται η εξελικτική πορεία της ελληνικής γραφής και παρουσιάζονται διάφορες παράμετροι για την περιγραφή και ταξινόμηση μουσικών γραφών. Ακολουθεί μια πρώτη περίληψη αναφορικά με τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής (αριθμός, τυπολογία). Το κεφάλαιο τελειώνει με έναν πίνακα όπου συγκεντρώνονται τα διάφορα είδη και εξελικτικά στάδια ελληνικών μουσικών γραφών, πίνακας ο οποίος αποτελεί τρόπον τινά τη ραχοκοκκαλιά της μουσικολογικής ανάπτυξης του παρόντος εγχειριδίου. 1. Γενικοί Προσδιορισμοί 1.1. Παλαιογραφία Ο όρος Παλαιογραφία είναι γνωστός πρωτίστως από τη Φιλολογία, όπου προσδιορίζει τον κλάδο, ο οποίος «έχει ως αντικείμενο την ανάγνωση, τη χρονολόγηση και τον προσδιορισμό της προελεύσεως των γραπτών κειμένων παλαιότερων εποχών, τα οποία σώζονται σε παπύρους, περγαμηνές ή χαρτί.» i 1.2. Βυζαντινή μουσική ii Ο όρος Βυζαντινή Μουσική (Β.Μ.) χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως και μπορεί να προσδιοριστεί υπό διάφορα πρίσματα: Γενικά, ως η μουσική του Βυζαντίου (από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 ή τα εγκαίνιά της το 330, μέχρι την Άλωσή της, το 1453), iii σε όλες τις εκφάνσεις της: εκκλησιαστική και κοσμική, λόγια και δημοτική. Ειδικά, ως η Ψαλτική Τέχνη ή ως η εκκλησιαστική μουσική, η οποία διαμορφώθηκε μαζί με το βυζαντινό τυπικό στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μεταλαμπαδεύτηκε κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια, συνεχίζοντας την ιστορική της πορεία μέχρι σήμερα. Στα κύρια γνωρίσματά της ανήκουν τα εξής: φωνητική μουσική, μονοφωνική, βασισμένη στο τροπικό σύστημα που ονομάζεται οκτώηχος, και γραμμένη με ειδική μουσική γραφή, γνωστή ως βυζαντινή παρασημαντική iv ή βυζαντινά νεύματα. v Αρχικά, η βυζαντινή παρασημαντική διαμορφώθηκε σε συνάφεια με την ελληνική γλώσσα, αργότερα προσαρμόστηκε σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως την παλαιοσλαβική, τη συριακή, τη ρουμανική κ.ά. Στο παρόν σύγγραμμα ο όρος “βυζαντινή μουσική” χρησιμοποιείται κυρίως με την ειδική του έννοια, δεδομένου ότι οι περισσότεροες γραπτές πηγές αφορούν την εκκλησιαστική μουσική. 1.3. Παλαιογραφία Βυζαντινής Μουσικής (Ι) και μια χρυσή συμβουλή Η Παλαιογραφία της Βυζαντινής Μουσικής αποτελεί βασικό κλάδο των Βυζαντινών Μουσικών Σπουδών. Ασχολείται με τα χειρόγραφα της βυζαντινής μουσικής και μελετά τις διάφορες παλαιές μορφές της βυζαντινής παρασημαντικής και την εξελικτική τους πορεία, από την πρώτη χιλιετία μ.Χ., μέχρι το α΄ μισό του 19 ου αιώνα, όταν εισήχθη (1814/1815) και διαδόθηκε μέσω μουσικής τυπογραφίας (από το 1820 και μετά) η λεγόμενη Νέα Μέθοδος αναλυτικής μουσικής γραφής, η οποία είναι εν χρήσει μέχρι σήμερα. Ο διάσημος μουσικολόγος Κωνσταντίνος Φλώρος συνιστούσε στους φοιτητές τα εξής τρία για τη μελέτη της Παλαιογραφίας Β.Μ.: υπομονή επιμονή ενθουσιασμό.

Transcript of Κφάλαιο 1 Ειαγωγή - repository.kallipos.gr”Α_Κεφ. 1.νέο.pdfΕπίσης,...

  • 29

    Κεφάλαιο 1 – Εισαγωγή

    Σύνοψη

    Στo παρόν, εισαγωγικό κεφάλαιο, προσδιορίζονται βασικές έννοιες όπως «Παλαιογραφία», «Παλαιογραφία

    Βυζαντινής Μουσικής» και «Νευματική Επιστήμη». Επίσης, σκιαγραφείται η εξελικτική πορεία της ελληνικής

    γραφής και παρουσιάζονται διάφορες παράμετροι για την περιγραφή και ταξινόμηση μουσικών γραφών.

    Ακολουθεί μια πρώτη περίληψη αναφορικά με τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής (αριθμός, τυπολογία). Το

    κεφάλαιο τελειώνει με έναν πίνακα όπου συγκεντρώνονται τα διάφορα είδη και εξελικτικά στάδια ελληνικών

    μουσικών γραφών, πίνακας ο οποίος αποτελεί τρόπον τινά τη ραχοκοκκαλιά της μουσικολογικής ανάπτυξης του

    παρόντος εγχειριδίου.

    1. Γενικοί Προσδιορισμοί

    1.1. Παλαιογραφία

    Ο όρος Παλαιογραφία είναι γνωστός πρωτίστως από τη Φιλολογία, όπου προσδιορίζει τον κλάδο, ο οποίος

    «έχει ως αντικείμενο την ανάγνωση, τη χρονολόγηση και τον προσδιορισμό της προελεύσεως των γραπτών

    κειμένων παλαιότερων εποχών, τα οποία σώζονται σε παπύρους, περγαμηνές ή χαρτί.»i

    1.2. Βυζαντινή μουσικήii

    Ο όρος Βυζαντινή Μουσική (Β.Μ.) χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως και μπορεί να προσδιοριστεί υπό διάφορα

    πρίσματα:

    Γενικά, ως η μουσική του Βυζαντίου (από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 ή τα εγκαίνιά της το 330, μέχρι την Άλωσή της, το 1453),

    iii σε όλες τις εκφάνσεις της:

    εκκλησιαστική και κοσμική, λόγια και δημοτική.

    Ειδικά, ως η Ψαλτική Τέχνη ή ως η εκκλησιαστική μουσική, η οποία διαμορφώθηκε μαζί με το βυζαντινό τυπικό στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μεταλαμπαδεύτηκε κατά τα

    μεταβυζαντινά χρόνια, συνεχίζοντας την ιστορική της πορεία μέχρι σήμερα. Στα κύρια

    γνωρίσματά της ανήκουν τα εξής: φωνητική μουσική, μονοφωνική, βασισμένη στο τροπικό

    σύστημα που ονομάζεται οκτώηχος, και γραμμένη με ειδική μουσική γραφή, γνωστή ως

    βυζαντινή παρασημαντικήiv ή βυζαντινά νεύματα.v Αρχικά, η βυζαντινή παρασημαντική

    διαμορφώθηκε σε συνάφεια με την ελληνική γλώσσα, αργότερα προσαρμόστηκε σε διάφορες

    άλλες γλώσσες όπως την παλαιοσλαβική, τη συριακή, τη ρουμανική κ.ά.

    Στο παρόν σύγγραμμα ο όρος “βυζαντινή μουσική” χρησιμοποιείται κυρίως με την ειδική του έννοια,

    δεδομένου ότι οι περισσότεροες γραπτές πηγές αφορούν την εκκλησιαστική μουσική.

    1.3. Παλαιογραφία Βυζαντινής Μουσικής (Ι) και μια χρυσή συμβουλή

    Η Παλαιογραφία της Βυζαντινής Μουσικής αποτελεί βασικό κλάδο των Βυζαντινών Μουσικών Σπουδών.

    Ασχολείται με τα χειρόγραφα της βυζαντινής μουσικής και μελετά τις διάφορες παλαιές μορφές της

    βυζαντινής παρασημαντικής και την εξελικτική τους πορεία, από την πρώτη χιλιετία μ.Χ., μέχρι το α΄ μισό

    του 19ου

    αιώνα, όταν εισήχθη (1814/1815) και διαδόθηκε μέσω μουσικής τυπογραφίας (από το 1820 και μετά)

    η λεγόμενη Νέα Μέθοδος αναλυτικής μουσικής γραφής, η οποία είναι εν χρήσει μέχρι σήμερα.

    Ο διάσημος μουσικολόγος Κωνσταντίνος Φλώρος συνιστούσε στους φοιτητές τα εξής τρία για τη

    μελέτη της Παλαιογραφίας Β.Μ.:

    υπομονή

    επιμονή

    ενθουσιασμό.

  • 30

    Πράγματι, το συναρπαστικό εγχείρημα της μελέτης των παλαιών κωδίκων της Β.Μ. απαιτεί ποικίλες

    γνώσεις, οι οποίες να επιτρέπουν:

    την ανάγνωση ποιητικών κειμένων και βιβλιογραφικών σημειωμάτων σε παλαιές γραφές της ελληνικής γλώσσας. Με άλλα λόγια, χρειάζονται γνώσεις παλαιογραφίας της ελληνικής

    γλώσσας. Στην περίπτωση που η μελέτη διευρύνεται με συγκρίσεις ανάμεσα σε ελληνικές,

    παλαιοσλαβικές, συριακές, ρουμανικές ή άλλες πηγές, απαιτούνται γνώσεις παλαιογραφίας

    των αντίστοιχων γλωσσών,

    την ταύτιση των διάφορων μορφών της βυζαντινής παρασημαντικής και - όπου αυτό είναι δυνατόν - το ψάλσιμο των αντίστοιχων κομματιών,

    τη χρονολόγηση και γενικότερα την περιγραφή των βυζαντινών μουσικών χειρογράφων. Με «την ιστορία των κωδίκων, δηλ. τον χώρο, τον χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες

    αντιγράφηκε ο κάθε κώδικας» ασχολείται ο κλάδος της Παλαιογραφίας ο οποίος ονομάζεται

    Κωδικολογία.

    Με τη σειρά της, η Παλαιογραφία Β.Μ. αναδεικνύεται σε χρυσό κλειδί όχι μόνο για την

    επιστημονική έρευνα της ιστορίας, μορφολογίας και ανάλυσης Β.Μ. και βυζαντινής υμνογραφίας, αλλά και

    για την πρακτική μελέτη της Ψαλτικής Τέχνης, δίνοντας πρόσβαση σε μουσικούς θησαυρούς οι οποίοι

    φυλάσσονται σε πάνω από 7300 (ίσως μέχρι και δέκα χιλιάδες) βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα, και

    αποκαλύπτοντας γύρω στα χίλια πρόσωπα και χιλιάδες έργα μελωδών, υμνογράφων και μελουργών

    (συνθετών) της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής: ένα ολόκληρο “ωκεανό” ποίησης και μουσικής!vi

    Τα τρία πρώτα κεφάλαια του παρόντος συγγράμματος επικεντρώνονται σε εισαγωγικά στοιχεία περί

    του φαινομένου της γραφής, της θέσης του βιβλίου στο Βυζάντιο, της Παλαιογραφίας της ελληνικής γλώσσας

    και της Κωδικολογίας, καθώς και σε βασικές πληροφορίες σχετικά με την Νευματική Επιστήμη, την

    τυπολογία των βυζαντινών μουσικών χειρογράφων και τις φάσεις εξέλιξης της βυζαντινής παρασημαντικής.

    Όλα αυτά αποτελούν αρωγούς για την αποτελεσματική μελέτη των καθαυτό βυζαντινών μουσικών

    σημειογραφιών, η οποία επιχειρείται από το κεφάλαιο 4 και μετά.

    2. Στοχασμοί περί της γραφής. Εξέλιξη και ποικιλία γραφών

    «Ἀληθὲς· Τὸ μὴ λήθῃ ὑποπῖπτον τοῦ δικαίου»vii

    Η γραφή θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της ανθρωπότητας. Εκφράζει τον πόθο του

    ανθρώπου να υπερβαίνει το χρόνο και το χώρο, να ξεφύγει από τη λήθη, να στραφεί προς την αλήθεια.viii

    Όπως τονίζει ο Peter Daniels, «Η γραφή κάνει δυνατές τις ιστορικές καταγραφές, και η γραφή ήταν η

    βάση για τις αστικές κοινωνίες του Αρχαίου Κόσμου.»ix

    Τι είναι όμως η γραφή; Kατά τον προαναφερθέντα ερευνητή, η γραφή αποτελεί «σύστημα

    περισσότερο ή λιγότερο σταθερών σημείων που χρησιμοποιούνται για την παράσταση μιας έκφρασης, με

    έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσει να αποκρυπτογραφηθεί χωρίς τη βοήθεια του εκφραστή.»x O John

    DeFrancis προτιμά έναν ευρύτερο προσδιορισμό, σύμφωνα με τον οποίο ένα ολοκληρωμένο σύστημα γραφής

    ισοδυναμεί με «σύστημα γραφικών συμβόλων ικανό να μεταβιβάσει οποιαδήποτε σκέψη.»xi

    Με τις γραφές του κοσμού ασχολούνται πολλές επιστήμες σήμερα: η φιλολογία, η γλωσσολογία, η

    ιστορία, η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία κ.ά.

    Όπως είδαμε παραπάνω, η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και των επιμέρους παλαιών μορφών μιας

    γραφής συνήθως αποτελεί γνωστικό αντικείμενο της φιλολογίας της αντίστοιχης γλώσσας και ονομάζεται

    Παλαιογραφία: π.χ. Ελληνική παλαιογραφία, Λατινική παλαιογραφία κτλ.

    Επιπλέον, στη Γλωσσολογία αναπτύχτηκε ένας ιδιαίτερος κλάδος, συμπληρωματικός προς τη

    Φωνολογίαxii

    και γνωστός στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία ως Grammatology, ο οποίος αποτελεί μια επιστήμη

    των γραφών και εστιάζει στην ιστορική, συστηματική και συγκριτική μελέτη των ποικίλων γραφικών

    συστημάτων που παριστούν τις διάφορες γλώσσες του κόσμου.xiii

    Προστάδια γραφής ή λεγόμενες πρωτογραφές συνδυάζονται με διάφορα μέρη της Δυτικο-Ανατολικής

    Ευρώπης κατά τη νεολιθική εποχή, π.χ. με την κουλτούρα Turdaş-Vinča (περ. 5700-4200 π.Χ., με εστίες στη

    Σερβία, Τρανσιλβανία της Ρουμανίας, Βουλγαρία, Ελλάδα κ.ά.) και την κουλτούρα Cucuteni-Trypillia (περ.

    5500-2750 π.Χ., στη ζώνη της σημερινής Ρουμανίας, Μολδαβίας και Ουκρανίας), φημισμένη και για την

    χρωματισμένη κεραμική της.xiv

  • 31

    Τα παλαιότερα συστήματα γραφής όμως που μπορούμε να ανιχνεύσουμε σήμερα σε διάφορα στάδια

    ανάπτυξής τους ανάγονται στο τέλος της τετάρτης χιλιετίας π.Χ., και προέρχονται από την Ανατολή, και πιο

    συγκεκριμένα, από τον πολιτισμό των Σουμερίων (Μεσοποταμία: σφηνοειδής γραφή, περ. 3300/3200 π.Χ.)

    και των Αιγυπτίων (ιερογλυφικά, περ. 3000 π.Χ.):

    “Prehistory isn’t like a ‘veil’ or a ‘curtain’ that ‘lifts’ to reveal the pre-set ‘stage’ of history.

    Rather, prehistory is an absence of something: an absence of writing. So a better image of the

    ‘dawn of history might be an AM radio in the pre-dawn hours: you recognize wisps of words or

    music across the dial, interblending, and noise obscures even the few clear-channel stations.

    With the coming of the daylight, the static fades away, and signals emerge. Τhe first ones we

    find, when we switch on the radio of history about 3200 B.C.E., come from Mesopotamia, and

    those from Egypt soon emerge…”xv

    (βλ. Χάρτη 1.1 και Εικόνες 1.1-3).

    Χάρτης 1.1. Από τα προϊστορικά χρόνια προς τις απαρχές γραφικών συστημάτων: κουλτούρες της Δυτικο-Ανατολικής

    Ευρώπης, η Mεσοποταμία (Ουρ, Ουρούκ: σφηνοειδής γραφή) και η Αίγυπτος (ιερογλυφικά).© Google earth. Πηγές: Google earth & μέρη σημειωμένα από το Δημοσθένη Σπανουδάκη. http://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culture https://www.youtube.com/watch?v=xDEVDCCj74M

    http://ro.wikipedia.org/wiki/Cultura_Cucuteni

    http://en.wikipedia.org/wiki/Cucuteni-Trypillian_culture (5.3.2015).

    Εικόνες 1.1-2. Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, βασιλιά της Βαβυλώνας, σε σφηνοειδή γραφή, περ. 1792-1750 π.Χ.,

    Μεσοποταμία. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Louvre, Παρίσι. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γραπτά νομικά μνημεία

    της Αρχαιότητας. Αριστερά: ολόκληρη η στήλη. Δεξιά: Απόσπασμα του νομοθετικού κειμένου. Πηγές εικόνων: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/86/Code_of_Hammurabi_IMG_1932.JPG και

    https://commons.wikimedia.org/wiki/File:CodeOfHammurabi.jpg (7.8.2016).xvi Για περαιτέρω στοιχεία σχετικά με τη σφηνοειδή

    γραφή, βλ.: https://vimeo.com/119967608 (1.9.2016), με ντοκιμαντέρ των Christine Proust και Cécile Michel, “Cuneiform script: writing and calculating”.

    http://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttp://www.academia.edu/Documents/in/Cucuteni-Tripolye_culturehttps://www.youtube.com/watch?v=xDEVDCCj74Mhttp://ro.wikipedia.org/wiki/Cultura_Cucutenihttp://en.wikipedia.org/wiki/Cucuteni-Trypillian_culturehttps://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/86/Code_of_Hammurabi_IMG_1932.JPGhttps://commons.wikimedia.org/wiki/File:CodeOfHammurabi.jpg

  • 32

    Εικόνα 1.3. Η περίφημη «Στήλη της Ροζέτας» (196 π.Χ.), η οποία ανακαλύφτηκε το 1799 ως απόσπασμα στην πόλη

    Ρασίντ (Rozetta) της Αιγύπτου, και αναδείχθηκε το βασικότερο εργαλείο για την αποκρυπτογράφηση της αιγυπτιακής

    ιερογλυφικής γραφής, καθώς παρουσιάζει το ίδιο κείμενο γραμμένο τρεις φορές, σε διαφορετικά γραφικά συστήματα και

    γλώσσες: 1. αιγυπτιακά ιερογλυφικά, 2. αιγυπτιακή δημοτική, 3. αρχαία ελληνική. Σήμερα η στήλη βρίσκεται στο British

    Museum, Λονδίνο.xvii

    Πηγή: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/c/ca/Rosetta_Stone_BW.jpeg (7.8.2016).

    Άλλες σημαντικές γραφές της Αρχαιότητας είναι η γραφή η οποία αναπτύχθηκε στην Κοιλάδα του

    Ινδού (περ. 2500 π.Χ.), οι παλαιότερες αιγαιακές γραφές (Γραμμική Α, 18ος

    αι. π.Χ., Γραμμική Β, περ. 1450

    π.Χ.), τα χιττιτικά ιερογλυφικά (περ. 1450 π.Χ.), οι κινέζικοι χαρακτήρες (περ. 1200 π.Χ.), η φοινικική γραφή

    (περ. 1000 π.Χ.), το ελληνικό αλφάβητο (8ος

    αι. π.Χ.), το ετρουσκικό αλφάβητο (περ. 700 π.Χ.) κ.ά.xviii

    Η συγκριτική μελέτη γραφικών συστημάτων οδήγησε στη διαπίστωση ότι υπάρχουν τουλάχιστον

    τρεις ανεξάρτητες απαρχές συστημάτων γραφής στον αρχαίο κόσμο, βάσει των οποίων δημιουργήθηκαν

    πολλές άλλες γραφές:

    1. η σφηνοειδής γραφή, η οποία μάλλον αποτέλεσε μια αφετηρία για τη δημιουργία των αιγυπτιακών ιερογλυφικών, τα οποία με τη σειρά τους οδήγησαν στην καναανιτική γραφή. Η

    τελευταία αποτελεί μακρινή πρόγονο της ελληνικής αλφαβήτου, στην οποία στηρίζονται τα

    ευρωπαϊκά γραφικά συστήματα.xix

    2. H κινέζικη γραφή (περ. 1200 π.Χ.), 3. η γραφή των Μάγια (Μεσοαμερική, περ. 250 π.Χ.).xx

    O Πίνακας 1.1 παρουσιάζει κάποιους από τους γνωστότερους τύπους γραφής, σύμφωνα με τον P.

    Daniels:

    Τύποι γραφής Τι δείχνουν οι χαρακτήρες της γραφής Παραδείγματα γραφής 1. Λογο-συλλαβογραφική συγκεκριμένα λόγια ή συλλαβές Αιγυπτιακά ιερογλυφικά

    2. Συλλαβογραφική συλλαβές (χωρίς γραφική ομοιότητα για συλλαβές

    που μοιάζουν φωνητικά) Ελληνική γραμμική Β

    3. Συμφωνογραφική

    (abjad)xxi

    μόνο σύμφωνα

    Σημιτικές γραφές (φοινικική,

    εβραϊκή, αραβική)

    4. Αλφάβητος σύμφωνα και φωνήεντα Ελληνική αλφάβητος

    Πίνακας 1.1. Τυπολογία γραφών (επιλογή).

    xxii

    https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/c/ca/Rosetta_Stone_BW.jpeg

  • 33

    Δεκάδες χιλιάδες διασωθέντα κείμενα της Αρχαιότητας, γραμμένα σε διάφορα υλικά όπως πηλό,

    πέτρα, δέρματα, οστά και πάπυρο, τα οποία μπορούν να ενταχτούν σε μια ευρεία γκάμμα θεμάτων, από

    επίσημα γραπτά τεκμήρια με ιερατικό χαρακτήρα, θρησκευτικά και νομικά, διπλωματικά τεκμήρια, κείμενα

    λογοτεχνίας και επιστημών, μέχρι και πρόχειρες καταγραφές που αφορούν ζητήματα καθημερινότητας,

    τεκμηριώνουν τους ποικίλους ρόλους της γραφής στην Αρχαιότητα: γραφή ως μέσο επικοινωνίας με το θεϊκό,

    ως τεκμηριωτικό στοιχείο οικονομικών συναλλαγών, ως κατ’ εξοχήν όργανο παιδείας, ως έκφραση δύναμης

    και κύρους, ως στοιχείο διοίκησης και τάξης, ως προέκταση συλλογικής και προσωπικής μνήμης και μέσο

    διακίνησης ιδεών κ.ά.xxiii

    Μια καινούργια, συγκριτική και διεπιστημονική προσέγγιση διάφορων χειρόγραφων παραδόσεων, οι

    οποίες επεκτείνονται χρονικά από την Αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή και γεωγραφικά σε όλες τις

    ηπείρους, προτάθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου

    αιώνα, με τις ονομασίες Σπουδές Χειρογράφων ή

    Χειρογραφολογία (Manuscript Studies / Manuscriptology). Στα νέα αυτά πλαίσια, οι κλασικές μορφές

    παλαιογραφίας συνδιαλέγονται τόσο με ανθρωπιστικές επιστήμες όπως η φιλολογία, κωδικολογία, ιστορία

    της τέχνης, όσο και με τις επιστήμες των υλικών, την τεχνολογία της πληροφορίας, την πληροφορική κ.ά., με

    σκοπό τη μελέτη της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.xxiv

    3. Γραφές του Ελληνισμού

    Σήμερα, αρχές 21ου

    αιώνα, διανύουμε γύρω στους 36 αιώνες από τα πρώτα δείγματα γραφής στην ελληνική, η

    οποία ανήκει στην οικογένεια των ινδο-ευρωπαϊκών γλωσσών.xxv

    Το χρονικό διάστημα μπορεί όμως να είναι

    και μεγαλύτερο, δεδομένου ότι οι αρχαιότερες γραφές του Αιγαίου, οι οποίες χρονολογούνται από τον 18ο αι.

    π.Χ., ακόμα δεν αποκρυπτογραφήθηκαν. Η παλαιότερη ελληνική και ταυτόχρονα και η αρχαιότερη

    ευρωπαϊκή γραφή που μπορεί σήμερα να διαβαστεί είναι η λεγόμενη Γραμμική Β, η οποία αποτελεί σύστημα

    συλλαβογραφικού τύπου και χρονολογείται ανάμεσα στα 1550-1200 π.Χ. (βλ. Πίνακα 1.2 και Χάρτη 1.2).

    Όνομα γραφής Χρόνος, τόπος Σχόλια

    Γραμμική Α 18

    ος αι. π.Χ., Κρήτη και

    νησιά Αιγαίου

    Δεν αποκρυπτογραφήθηκαν ακόμα.

    Κρητικά

    ιερογλυφικά περ. 1750-1600 π.Χ.

    Ο δίσκος της

    Φαιστού

    περ. 1700 π.Χ., βρέθηκε

    στην Κρήτη

    Γραμμική Β

    περ. 1550-1200 π.Χ.,

    Κρήτη και ηπειρωτική

    Ελλάδα

    Συλλαβογραφική γραφή για αρχαϊκή μορφή ελληνικής γλώσσας,

    που διασώθηκε σε πήλινες πινακίδες. Στην αποκρυπτογράφησή της

    συνέβαλαν οι Sir Arthour Evans (από το 1900 και μετά), Alice

    Kober (1945) και ιδίως ο Michael Ventris (1951-2).

    Κυπριακές γραφές

    περ. 1500-1200 π.Χ. Κυπρο-μινωικές επιγραφές που θυμίζουν τη Γραμμική Α. Δεν

    αποκρυπτογραφήθηκαν ακόμα.

    περ. 800-200 π.Χ.

    Κυπριακή συλλαβογραφική γραφή, συγγενής με τη Γραμμική Β,

    για μια διάλεκτο των ελληνικών. Βοήθησε στην

    αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β.

    Ελληνική

    αλφαβητική γραφή 8

    ος αι. π.Χ.-σήμερα Βλ. παρακάτω.

    Πίνακας 1.2. Αιγαιακές γραφές.

    xxvi

  • 34

    Χάρτης 1.2. Περιοχές διαμόρφωσης των αιγαιακών γραφών. © Google earth.

    Πηγές: Google earth & μέρη σημειωμένα από το Δημοσθένη Σπανουδάκη.

    Η ελληνική αλφάβητος διαμορφώθηκε με βάση το γραφικό σύστημα των Φοινίκων, το οποίο ανήκει

    στον τύπο συμφωνογραφικών γραφών (abjad). Αυτό το τεκμηριώνουν: η μορφή και η σειρά των γραμμάτων,

    τα ονόματά τους, τα οποία έχουν εννοιολογικές σημασίες μόνο στην φοινικική και στις σημιτικές γλώσσες

    γενικότερα, όχι στην ελληνική και στις ινδο-ευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. ελληνικό ἄλφα, από τη σημητική

    λέξη ἄλεφ = βόδι, βῆτα, από μπεθ = σπίτι κτλ.xxvii), η αριθμητική αξία των γραμμάτων, το υλικό γραφής που χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή των κειμένων (δέρμα, πέτρα, πάπυρος, αλλά όχι πηλός).

    xxviii

    Η διαμόρφωση της ελληνικής αλφαβητικής γραφής, ενός γραφικού συστήματος δηλαδή που

    κωδικοποιεί αναλυτικά τη γλώσσα, με ξεχωριστούς χαρακτήρες τόσο για τα σύμφωνα όσο και για τα

    φωνήεντα, αποτελεί ένα «μείζον βήμα στην ιστορία της γραφής», καθώς επέτρεψε την ευθεία ανάγνωση των

    κειμένων.xxix

    Αυτό το στοιχείο, με τη σειρά του, συνέβαλε στην ευρύτατη διάδοση-αποδοχή της ελληνικής

    γλώσσας και γραφής στον αρχαίο κόσμο.

    Πότε και πού άρχισε να διαμορφωθεί η ελληνική αλφάβητος; Πρόκειται για πολυσυζητημένες

    ερωτήσεις, σχετικά με τις οποίες o Swiggers (1996, σ. 268) συμπεράνει: μεταξύ 800-775 π.Χ., στην Ελλάδα,

    πιο συγκεκριμένα στις ζώνες έντονης εναλλαγής Ελλήνων και Φοινίκων όπως «η Κρήτη (ή η Θήρα, λιγότερο

    πιθανό η Μήλος) ή η Ρόδος».

    Η ελληνική αλφάβητος διαδόθηκε ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, με διάφορες παραλλαγές, για τις

    οποίες ο Πίνακας 1.3 δίνει μια σύντομη αναφορά.

    Μορφές της ελληνικής αλφαβήτου Ζώνες διάδοσης

    1. Αρχαϊκές

    φάσεις Δώριες αλφάβητοι Θήρα, Μήλος, Κρήτη

    2. Τοπικές

    αλφάβητοι

    Ανατολικές αλφάβητοι

    Μικρά Ασία & γειτονικά νησιά, Κυκλάδες, Αττική, Μέγαρα,

    Κόρινθος, Ιόνιες αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) κ.ά.

    Δυτικές αλφάβητοι Χαλκίδα, Βοιοτία, Φωκίδα, Θεσσαλία, Πελοπόννησος, μη-Ιονικές

    αποικίες της Κάτω Ιταλίας κ.ά.

    Πίνακας 1.3. Μορφές της ελληνικής αλφαβήτου.

    xxx

  • 35

    Απ’ αυτές τις διάφορες παραλλαγές της ελληνικής αλφαβήτου, η πληρέστερη ήταν εκείνη της πόλης

    Μίλητος στην Ιονία της Μικράς Ασίας (βλ. Χάρτη 1.3). Το γραφικό σύστημα της Μιλήτου υιοθετήθηκε το

    403/402 επίσημα από την Αθήνα και έγινε η κλασική ελληνική αλφάβητος, την οποία χρησιμοποιούμε μέχρι

    σήμερα.xxxi

    Χάρτης 1.3. Μερικές περιοχές διάδοσης των αρχαϊκών μορφών της ελληνικής αλφαβήτου και η Μίλητος, το γραφικό

    σύστημα της οποίας έγινε η κλασική ελλληνική αλφάβητος στα τέλη του 5ου

    αιώνα π.Χ. © Google earth.

    Πηγές: Google earth & μέρη σημειωμένα από το Δημοσθένη Σπανουδάκη.

    Θεωρούμε αυτονόητο ότι η ελληνική γράφεται και διαβάζεται από αριστερά προς τα δεξιά. Αυτή η

    κατεύθυνση γραφής όμως επικράτησε περίπου από το έτ. 500 π.Χ. και μετά, ενώ παλαιότερα τα ελληνικά

    κείμενα μπορούσαν να γραφούν και από δεξιά προς αριστερά (όπως οι σημητικές γλώσσες), ή και

    “βουστροφηδόν” (“όπως στρέφουν τα βόδια όταν οργώνουν”, δηλαδή εναλλάξ οι σειρές από δεξιά προς

    αριστέρα και από αριστερά προς δεξιά).xxxii

    Η ελληνική αλφάβητος διαδραμάτισε, στα πάνω από 2700 χρόνια χρήσης της, μια εξαιρετικά

    ενδιαφέρουσα εξελικτική πορεία, σταθμοί της οποίας αναφέρονται επιγραμματικά στον Πίνακα 1.4.

    Χρονολογία Γεγονότα

    800-775 π.Χ. Υιοθέτηση φοινικικής γραφής και αρχή διαμόρφωσης ελληνικής αλφαβήτου, στην Κρήτη ή Ρόδο.

    περ. 740 π.Χ. Πρώτο διασωθέν δείγμα ελληνικής αλφαβητικής γραφής.

    περ. 500 π.Χ. Επικρατεί η κατεύθυνση της γραφής από αριστερά προς δεξιά.

    περ. 450-350

    π.Χ.

    √ Ιόνιο αλφάβητο αντικαθιστά σταδιακά τις διάφορες άλλες τοπικές μορφές ελληνικών αλφαβήτων

    √ Μερικά παλαιά γράμματα επιβιώνουν ως αριθμογράμματα (δίγαμμα, κόππα, σανπεί).

    403/402 π.Χ. Αλφάβητος της Μιλήτου υιοθετείται από την Αθήνα.

    περ. 350 π.Χ.

    √ Διαμόρφωση της Κοινής (διαλέκτου), η οποία εξελίσσεται ραγδαίως κατά την Ελληνιστική

    περίοδο (323-31 π.Χ.)xxxiii

    και εκτοπίζει σταδιακά τις παλαιές διαλέκτους (μερικές απ’ αυτές, όπως

    π.χ. η δωρική, διατηρούνται στη λογοτεχνία).

    √ Αποκρυστάλλωση της ΜΕΓΑΛΟΓΡΑΜΜΑΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, με χαρακτήρες που σε γενικές

    γραμμές μοιάζουν με τα σήμερα γνωστά κεφαλαία ελληνικά γράμματα.

    3ος

    αι. (περ. έτ.

    200) π.Χ.

    Επινόηση των προσωδιακών σημείων (οξεία, βαρεία, περισπωμένη, δασεία, ψιλή κ.ά.

    Χρησιμοποιούνται σπάνια, ειδικά σε παπύρους, ελάχιστα σε επιγραφές) και των σημείων στίξης:

    αποδίδεται στον Αριστοφάνη το Βυζάντιο.xxxiv

  • 36

    από την

    Ελληνιστική

    εποχή μέχρι περ.

    3ο αι. μ.Χ.

    √ Φωνολογικές αλλαγές της ελληνικής γλώσσας (σταδιακή μετάβαση προφοράς από την αρχαία,

    όπου η αλφαβητική γραφή ήταν φωνητική, προς τη νέα, μέχρι σήμερα γνωστή στην Ελλάδα, όπου

    η γραφή μετατράπηκε σε ιστορικο-παραδοσιακή).xxxv

    √ Αλλαγές στον τονισμό και τη μετρική: μετάβαση από το αρχαίο προσωδιακό σύστημα

    (διαφοροποίηση των συλλαβών με βάση τη διάρκειά τους [μακρά-βραχεία] και το ύψος τους

    [οξεία: ψηλότερα, βαρεία: χαμηλότερα, περισπωμένη: ανιούσα-κατιούσα κίνηση, πάντα σε μακρά

    συλλαβή]) στην τονική μετρική (στηρίζεται στην αλληλουχία τονούμενων-άτονων συλλαβών και ο

    τόνος έχει κυρίως δυναμική υπόσταση).xxxvi

    περ. 400 μ.Χ. Επικράτηση της βιβλικής μεγαλογράμματης γραφής.

    9ος

    αι. μ.X.

    √ Χρήση μικρογράμματης γραφής για φιλολογικά κείμενα. To παλαιότερο χρονολογημένο χφο με

    αμιγή μικρογράμματη γραφή: Τετραευαγγέλιο Uspensky (Petropolitanus graecus 219), έτ. 835, από

    την Ι.Μ. Στουδίου, Κ/πολη, γραφέας: Όσιος Νικόλαος Στουδίτης.xxxvii

    √ Συστηματική χρήση προσωδιών και σημείων στίξης.

    12ος

    -13ος

    αι. Εμφάνιση υπογεγραμμένου ιότα (π.χ. ᾳ, ῳ κτλ.). δεκαετία του

    1470 Κυκλοφορία των πρώτων τυπωμένων ελληνικών βιβλίων, από τυπογραφεία της Ιταλίας.

    1528

    Ο Ολλανδός ουμανιστής Erasmus Roterdamus, στο έργο του De recta Latini et Graeci sermonis

    pronuntiatione, προτείνει μια αποκατάσταση της κλασικής αττικής προφοράς για τη διδασκαλία της

    αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Χρησιμοποιείται, με μερικές τροποποιήσεις, σε πολλές χώρες του

    εξωτερικού και είναι γνωστή ως “ερασμιακή προφορά”.xxxviii

    18ος

    αι. Κατάργηση συμπλεγμάτων (συνένωσης γραμμάτων, ιδιαίτερα διαδεδομένης στη μικρογράμματη

    γραφή) και συστηματική χρήση κενού ανάμεσα στις λέξεις.

    1982 Προεδρικό διάταγμα για την επίσημη χρήση του μονοτονικού συστήματος (αποκλειστική χρήση

    οξείας για τους τονισμούς των συλλαβών και κατάργηση δασείας και ψιλής).

    Πίνακας 1.4. Η εξέλιξη της ελληνικής αλφαβήτου: ένα χρονολόγιο

    xxxix

    Η μελέτη των παλαιών βυζαντινών μουσικών γραφικών συστημάτων ξεκινάει με τη μελέτη παλαιογραφίας

    της ελληνικής γλώσσας, καθώς πρόκειται, στη συντριπτική πλειοψηφία, για καταγραφές φωνητικής μουσικής,

    όπου το ποιητικό κείμενο αποτελεί τη βάση των μελοποιήσεων. Στις επόμενες ενότητες γίνεται η προσπάθεια

    σκιαγράφησης των ευρύτερων πολιτιστικών και επιστημονικών πλαισίων όπου μπορεί να κινείται η έρευνα

    της παλαιογραφίας βυζαντινής μουσικής.

    4. Aναζητώντας τη θέση της γραφής και του βιβλίου στο Βυζάντιο και στο

    Μεταβυζάντιο

    Ο διάσημος βυζαντινολόγος Herbert Hunger, εκδότης – μεταξύ άλλων – του γνωστού εγχειριδίου Βυζαντινὴ

    Λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν (1987-1994), παρατηρεί σε ένα άλλο σύγραμμά του (1995), ότι «H σπουδαιότερη πλευρά της γραφής, όταν αυτή αντιμετωπίζεται ως πολιτισμικό

    φαινόμενο, βρίσκεται ασφαλώς στο θρησκευτικό τομέα. Τόσο ο Ιουδαϊσμός, όσο και ο Χριστιανισμός είναι

    ως γνωστό θρησκείες του Βιβλίου. Η ιουδαϊκή και η χριστιανική παράδοση έχει τις αρχές της στα βιβλία της

    Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ασκεί τεράστια επίδραση εδώ και πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια (…).

    Πρέπει να σημειωθεί εκ των προτέρων ότι ολόκληρος ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου θα περιοριζόταν στο

    ελάχιστο, αν δεν διαθέταμε τους κώδικες με κείμενα της Αγίας Γραφής ή αν δεν τους λαμβάναμε υπόψη.»xl

    Για την τεκμηρίωση της ξεχωριστής θέσης του Βιβλίου στο βυζαντινό πολιτισμό, ο ίδιος συγγραφέας

    παραπέμπει στη βυζαντινή εικαστική παράδοση, σε ψηφιδωτά, εικόνες και νωπογραφίες με τον

    Παντοκράτορα, τη Θεοτόκο, προφήτες, αποστόλους, ευαγγελιστές κ.ά., οι οποίοι απεικονίζονται κρατώντας

    βιβλίο ή ειλητάριο (βλ. Εικόνες 1.4.-7).

  • 37

    Εικόνα 1.4. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, Κωνσταντινούπολη 381. Ο βασιλιάς Θεοδόσιος ο Μέγας κάθεται δεξιά, δίπλα

    στον θρόνο, στο οποίο βρίσκεται το Ευαγγέλιο, σύμβολο της παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μικρογραφία από

    τον κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας Parisinus gr. 510, γραμμένο στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ έτ. 879-

    882, περιέχοντας Ομιλίες του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, φ. 355α. Ο κώδικας αυτός, ο οποίος δημιουργήθηκε στην

    αρχή της Μακεδόνειας Αναγέννησης για την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Βασιλεύουσας, θεωρείται ένα από τα

    σημαντικότερα μνημεία της βυζαντινής τέχνης (Förstel, 2001, σ. 13).

    Πηγή εικόνας: Förstel, Christian. (2001). Trésors de Byzance. Manuscrits grecs de la Bibliothèque nationale de France.

    Cahiers d’une exposition, 37. Paris: Bibliothèque nationale de France, σ. 5, εικ. 15. © Bibliothèque nationale de France.

  • 38

    Εικόνες 1.5-6. Ο γραπτός λόγος ως θεϊκό δώρο: Ο Προφήτης Μωυσής λαμβάνοντας τις πλάκες του Νόμου από

    το χέρι του Θεού (manus Dei). Ο Πρωτοψάλτης Ιωάννης ο Γλυκύς (13ος αι.) γράφοντας μουσική με την

    ευλογία του Θεού: αγιογραφικά σκίτσα Γεωργίου Τζημόπουλου και Αικατερίνης Ιωαννίδου, σύμφωνα με

    βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοντέλα.xli

  • 39

    Εικόνα 1.7. “Maiestas Domini” (H Δόξα Κυρίου): αγιογραφικό σκίτσο των Γ. Τζημόπουλου & Αικ. Ιωαννίδου (2016),

    βασισμένο σε αντίστοιχη νωπογραφία από τον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Σπανού, Ιωάννινα, 17ος αι. Στην εικογραφική αυτή

    σύνθεση παρατηρούνται τέσσερα ανοιχτά βιβλία: 1. το Ευαγγέλιο στα γόνατα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, 2. το ένα -

    μάλλον μουσικό - βιβλίο για τους ψάλτες (αναγνωρίσιμοι από τα τριγωνικά τους καπέλλα, τα λεγόμενα σκιάδια, και από τις

    χειρονομίες τους), 3.-4. δύο λειτουργικά βιβλία στα χέρια των μικρών κανοναρχών. «Τρεις κορυφαίοι του συστήματος

    αδόντων» (Σπυράκου, 2008, σ. 479) κάνουν σχήματα χειρονομίας, για το συντονισμό του ψαλτικού γίγνεσθαι.

    Πηγές: Το σκίτσο βασίστηκε σε φωτογραφία από εξώφυλλο του CD των Μαϊστόρων τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης,

    Ψάλατε συνετῶς τῷ Θεῷ - Δ΄ (Χαλδαιάκης, 2011). Βλ. και Φλώρος (1998, σ. 321, εικ. 9), καθώς και Σπυράκου (2008, σ. 479, 446).

  • 40

    Για τη “«γραφειοκρατική επικοινωνία» μεταξύ ουρανού και γης” μιλάει ο Herbert Hunger (1995, σ.

    18), βάσει ποικίλων εικαστικών και γραμματειακών πηγών της βυζαντινής περιόδου. Η χρήση της γραφής για

    την επικοινωνία με τους Αγίους είναι ένα φαινόμενο διαδεδομένο μέχρι και σήμερα (βλ. Εικόνα 1.8).

    Εικόνα 1.8. Η γραφή ως μέσο επικοινωνίας με το θείο σε ένα σύγχρονο παράδειγμα: χαρτάκια με αιτήματα προς τον Άγιο

    Δημήτριο το Μυροβλύτη στη λειψανοθήκη του (Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Πολιούχου Θεσσαλονίκης [φωτογραφία έτ. 2013

    περ.]). © Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου του Πολιούχου Θεσσαλονίκης.

    Στις εικονογραφικές πηγές οφείλουμε και σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις μορφές του

    μεσαιωνικού βιβλίου και τα όργανα γραφής, στα οποία θα σταθούμε, μεταξύ άλλων, στο κεφ. 2.

  • 41

    5. Moυσικές γραφές

    Η μελέτη των ποικίλων μουσικών γραφών του κόσμου, όπως π.χ. της αρχαιοελληνικής, της βυζαντινής, των

    λατινικών νευμάτων, των διάφορων μορφών δυτικοευρωπαϊκών σημειογραφιών (τροπικής, μετρικής, του

    17ου

    -19ου

    αιώνα, ταμπουλατουρών για έγχορδα), των γραφών της σύγχρονης μουσικής, των διάφορων

    γραφικών συστημάτων της Ανατολής, όπως π.χ. της Οθωμανικής μουσικής, της Ινδίας, της Κίνας, Ιαπωνίας,

    Κορέας, του Τιβέθ ή της Ινδονησίας, αλλά και ειδικών μουσικών γραφών (π.χ. της σημειογραφίας για τους

    τυφλούς), εμπίπτει σε διάφορους τομείς της Μουσικολογίας (Ιστορικής Μουσικολογίας, Εθνομουσικολογίας

    κ.ά.) από τη μια μεριά,xlii

    από την άλλη στην επιστήμη της Σημειολογίας, η οποία εξετάζει «τους τρόπους

    παραγωγής, λειτουργίας και προσλήψεως των διαφόρων σημειακών συστημάτων, που επιτρέπουν την

    επικοινωνία ανάμεσα σε άτομα ή/και σε ομάδες.»xliii

    Οι περισσότερες μουσικές γραφές μεταβάλλουν τη μουσική ως τέχνη που ρέει μέσα στο χρόνο, σε

    στατικό οπτικό χώρο. Διάφορες μουσικές γραφές μπορούν να εμπεριέχουν, δίπλα σε πληροφορίες που

    αφορούν την ηχητική διάσταση της μουσικής, και άλλες ενδείξεις (π.χ. κινησιολογικά στοιχεία, όπως τη

    χειρονομία). Μια μουσική γραφή πάντα αποτελεί μια αναγωγή της μουσικής, η οποία φιλτράρεται μέσα από

    διάφορα μοντέλα μουσικής αντίληψης. Εξαιτίας αυτού δημιουργείται μια απόσταση ή και ένα χάσμα ανάμεσα

    στην ίδια τη μουσική και την καταγραφή της. Ως εκ τούτου, καμία σημειογραφία δεν μπορεί να παριστάνει

    πλήρως τη μουσική που καταγράφει.xliv

    Για την κατανόηση και επιστημονική περιγραφή των γραφικών μουσικών συστημάτων και του

    τρόπου λειτουργίας τους από ιστορικής και συστηματικής σκοπιάς, δημιουργήθηκαν κατά καιρούς ποικίλα

    κριτήρια ταξινόμησης και διάφορες μουσικολογικές έννοιες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους τρεις τρόπους

    παράστασης σύμφωνα με τον Charles Pierce, οι οποίοι αφορούν τη σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο και το

    σημάδι, το οποίο χρησιμοποιείται για την παράστασή του:

    παράσταση μέσα από σύμβολα (symbols),

    μέσα από εικόνες (icons),

    μέσα από ενδείξεις (indexes).xlv

    Για μια πρώτη περιγραφή μερικών βασικών χαρακτηριστικών της βυζαντινής παρασημαντικής σε

    σύγκριση με δυτικοευρωπαϊκές σημειογραφίες κυρίως του 17ου

    -19ου

    αι., βλ. τον Πίνακα 1.5, όπου

    αξιοποιείται ορολογία προερχόμενη από τους χώρους της Συστηματικής Μουσικολογίας, της

    Εθνομουσικολογίας (Charles Seeger και Ter Ellingson) και της Βυζαντινής Μουσικολογίας. Σε επόμενα

    κεφάλαια θα επανέρθουμε στις κατηγορίες αυτές.

  • 42

    Παρά-

    μετρος

    Είδος μουσικής γραφής,

    βάσει αντιθετικών

    εννοιολογικών ζευγών

    Μερικά παραδείγματα, σχόλια

    Δυτική μουσική Βυζαντινή και ελληνική παραδοσιακή μουσική

    Τρόπος

    λειτουρ-

    γίας

    (function)

    ή χρήσης

    (use)

    ρυθμιστική (prescriptive)

    παρτιτούρα του Ludwig van Beethoven, όπου

    εκφράζεται άμεσα και αναλυτικά το

    καλλιτεχνικό θέλημα του συνθέτη, το οποίο

    είναι δεσμευτικό για τον ερμηνευτή της

    παρτιτούρας

    περιγραφική (descriptive)

    καταγραφή ενός δημοτικού τραγουδιού ή ενός ύμνου από την προφορική

    παράδοση, η οποία παριστάνει ένα πρωτόκολλο μιας συγκεκριμένης

    περίπτωσης εκτέλεσης του συγκεκριμένου τραγουδιού ή ύμνου. Σχετικά

    με τη βυζαντινή σημειογραφία, ο Christian Troelsgård πρότεινε τον όρο

    παραδειγματική (paradigmatic), για να δηλώσει τη χρήση της

    σημειογραφίας ειδικά στο παλαιό βυζαντινό ρεπερτόριο, όπου

    καταγράφονται μεγάλα στρώματα ρεπερτορίου με βάση την προφορική

    παράδοση, με σκοπό να λειτουργήσουν ως αντιπροσωπευτικά και

    αξιομιμητέα δείγματα των συγκεκριμένων κομματιών.xlvi

    Τρόπος

    αναφοράς

    (reference)

    προτρεπτική (articulatory)

    δαχτυλισμοί σε παρτιτούρα ενός

    οργανοπαίχτη, ταμπουλατούρες

    τα βυζαντινά σημαδόφωνα, τα οποία δείχνουν μια αλυσίδα από διάφορες

    ενέργειες τις οποίες έχει να κάνει ο εκτελεστής για φτάσει στο επιθυμητό

    ηχητικό αποτέλεσμα

    η σημειογραφία εστιάζει στην εκτελεστική διαδικασία

    ακουστική (acoustic)

    επισήμανση υψών και διαρκειών στην

    ευρωπαϊκή πενταγραμμική γραφή, όπου το

    μουσικό αποτέλεσμα απεικονίζεται άμεσα

    στην παρτιτούρα. Η σημειογραφία εστιάζει

    στο μουσικό αποτέλεσμα.

    Τρόπος

    συμβολι-

    σμού

    (symbolic

    mode)

    εικονική (iconic)

    η αναπαράσταση των υψών στο πεντάγραμμο:

    ψηλές νότες προς τα πάνω, χαμηλές προς τα

    κάτω

    μερικά βυζαντινά μουσικά σημάδια, τα οποία απεικονίζουν την αντίστοιχη

    κίνηση του χεριού του χοράρχη (χειρονομία) ή/και την κίνηση της φωνής

    των εκτελεστών

    αφηρημένη (abstract) τα σύμβολα για τη δίεση και την ύφεση στην

    ευρωπαϊκή πενταγραμμική γραφή

    πολλά από τα σημαδόφωνα της βυζαντινής παρασημαντικής, π.χ. το

    ολίγον, η απόστροφος κ.ά.

    Tρόπος

    κωδικο-

    ποίησης

    (encoding

    form)

    Αναλογικός

    (analog) ή συνοπτικός

    (synoptic) ή στενογραφικός

    (stenographic)

    οι αμπρεβιατούρες της ευρωπαϊκής

    πενταγραμμικής γραφής (π.χ. το tremolo,

    arpeggio) και τα σύμβολα για ποικίλματα

    όπως οι τρίλλιες, τα mordants, gruppetti κτλ.

    η βυζαντινή παρασημαντική κατά την Παλαιά Μέθοδο

    αναλυτικός (digital) ή

    εξηγητικός (exegetic)

    τα προαναφερθέντα ποικίλματα της

    ευρωπαϊκής, όταν γράφονται με όλες τις νότες η βυζαντινή παρασημαντική κατά τη Νέα Μέθοδο

    Πίνακας 1.5. Μερικές κατηγορίες για την περιγραφή και ταξινόμηση μουσικών γραφών, με έμφαση στη βυζαντινή παρασημαντική και την δυτικοευρωπαϊκή σημειογραφία του

    17ου

    -19ου

    αιώνα.xlvii

  • 43

    6. Παλαιογραφία Βυζαντινής Μουσικής (ΙΙ) ως τομέας της Νευματικής

    Επιστήμης

    Ο όρος νεύματαxlviii συσχετίζεται γενικώς στη Μουσικολογία με συγκεκριμένες κινήσεις του χεριού

    (χειρονομία)xlix

    και με τα σύμβολα που αναπτύχθηκαν κατά το Μεσαίωνα για τη διεύθυνση και την

    καταγραφή του χριστιανικού λειτουργικού άσματος.

    Ο όρος neuma (μεσαιωνικό λατινικό δάνειο από την ελληνική γλώσσα) εφαρμόστηκε πρώτα για τη

    σημειογραφία του γρηγοριανού χορικού. Αντίθετα, στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μουσικοθεωρητικά και

    μουσικά χειρόγραφα, βασικοί αντίστοιχοι όροι είναι τόνος και σημάδιον.l

    Κατά τον 20ό αιώνα η λέξη νεῦμα εμφανίζεται ως ελληνικός μουσικολογικός όρος, αυτή τη φορά ως

    αντιδάνειο από τη Δύση, για να προσδιορίσει, δίπλα στις λατινικές μουσικές γραφές, και εκείνες των

    λειτουργικών μονοφωνικών μουσικών της Ανατολής.li

    Όπως τονίζει ο Κ. Φλώρος, «τα νέυματα έχουν γνωρίσει, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες παλαιότερες

    σημειογραφίες που είναι δυνατό να γνωρίζουμε, τη μεγαλύτερη γεωγραφική διάδοση. Το μέγεθος της

    διάδοσης αυτής δεν περιορίζεται στην Ευρώπη, αλλά περιλαμβάνει επίσης τη Μέση Ανατολή (Παλαιστίνη,

    Λίβανο, Συρία) και τις περιοχές του Καυκάσου (Αρμενία, Γεωργία). Αυτή η ευρύτατη διάδοση συνθέτει μια

    πολυδαίδαλη «νευματοσυγγένεια» με πάρα πολλούς αρμούς. Μαζί με τα λατινικά (δηλ. δυτικά και

    κεντροευρωπαϊκά) νεύματα υπάρχουν τα βυζαντινά, τα σλαβικά, τα αρμενικά και τα γεωργιανά νεύματα.

    Μεταξύ των ανατολικών νευμάτων, τα βυζαντινά νεύματα αποσπούν ιστορικά τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα.

    Αρχικά οι σλαβικές σημειογαφίες εξαρτώνται από τις βυζαντινές. Εκτός απ’ αυτό νεότερες έρευνες έχουν

    αποδείξει ότι η βυζαντινή σημειογραφία ήταν διαδεδομένη ακόμα και στον κύκλο των διανοουμένων της

    Συρίας.»lii

    Ο ίδιος ερευνητής καθιέρωσε την ενδελεχή συγκριτική μελέτη βυζαντινών, λατινικών και

    παλαιοσλαβικών μουσικών σημειογραφιών υπό το όνομα Universale Neumenkunde –

    Καθολική/Ολιστική/Παγκόσμια Νευματολογία.liii

    Προτού προχωράμε στη γνωριμία των διάφορων βυζαντινών μουσικών γραφικών συστημάτων,

    χρειάζεται να παρουσιάζουμε εν πάση συντομία, βασικά στοιχεία που αφορούν τα βυζαντινά μουσικά

    χειρόγραφα.

    7. Ο κόσμος των χειρογράφων βυζαντινής μουσικής

    7.1. Αριθμός μουσικών χειρογράφων και περιγραφικοί κατάλογοι (Ι)

    Ο αριθμός των διασωθέντων χειρογράφων βυζαντινής μουσικής υπολογίζεται σήμερα ανάμεσα στα 7300 και

    10.000.liv

    Από αυτά, περίπου τα 1200-1500 προέρχονται από τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και

    πιο συγκεκριμένα από το 10ο αι. μέχρι την Άλωση, ενώ τα υπόλοιπα είναι μεταβυζαντινά (1453-19

    ος αι.).

    Μεγάλος αριθμός χειρογράφων είναι του 18ου

    -19ου

    αιώνα. Στην αρίθμηση των βυζαντινών μουσικών

    χειρογράφων προστίθενται επιπλέον και εκατοντάδες χειρόγραφα με εκφωνητική σημειογραφία, τα οποία

    χρονολογούνται, με λίγες εξαιρέσεις, ανάμεσα στον 9ο-15

    ο αιώνα.

    lv

    Γύρω στα 3500 χειρόγραφα φυλάσσονται στις βιβλιοθήκες των ιερών μονών του Αγίου Όρους. Στη

    Μεγίστη Λαύρα διασώζεται και ένας από τους παλαιότερους κώδικες (χειρόγραφο βιβλίο) της βυζαντινής

    μουσικής, το οποίο είναι το Ειρμολόγιο Λαύρα Β 32, από τα μέσα ή το β΄ μισό του 10ου

    αιώνα.lvi

    Άλλες σημαντικές συλλογές βυζαντινών μουσικών χειρογράφων βρίσκονται στην Ι.Μ. Αγίας

    Αικατερίνης στο Σινά,lvii

    στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, σε βιβλιοθήκες της Ρωσίας (St. Petersburg

    και Μόσχα), στα Μετέωρα, στις Βιβλιοθήκες της Ιταλίας (Ι.Μ. Κρυπτοφέρρης – Grottaferrata, Messina,

    Bατικανό κ.ά.), σε βιβλιοθήκες της Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Αγγλίας, Γαλλίας κ.ά.

    Ο μελετητής βυζαντινής μουσικής μπορεί να πληροφορηθεί για αυτούς τους κώδικες μέσα από

    γενικούς ή ειδικούς καταλόγους χειρογράφων και με τη βοήθεια της βιβλιογραφίας της Βυζαντινής

    Μουσικολογίας. Οι περισσότεροι παλαιοί κατάλογοι περιέχοντας πληροφορίες για βυζαντινά μουσικά

    χειρόγραφα είναι συνοπτικοί (αριθμός κώδικα, τίτλος, χρονολογία, διαστάσεις, μερικά σχόλια).lviii

    Νέα

    στάνταρ για την αναλυτική περιγραφή βυζαντινών μουσικών χειρογράφων έφερε η ραγδαία εξέλιξη της

    Παλαιογραφίας Βυζαντινής Μουσικής κατά τον 20ό αιώνα. Αναφέρονται, ενδεικτικά, τα εξής έργα

    καταλογογράφησης και έκδοσης βυζαντινών μουσικών χειρογράφων:

  • 44

    Η κεντρική σειρά «Série principale (Facsimilés)» του εκδοτικού οργανισμού Monumenta Musicae Byzantinae της Κοπεγχάγης (ΜΜΒ, ιδρυθέντος το 1931 από τους Carsten Høeg,

    Egon Wellesz και Henry W. Tillyard), η οποία περιέχει πανομοιότυπες εκδόσεις επιλεγμένων

    μουσικών κωδίκων με πλήρη κωδικολογική περιγραφή και αναλυτική αναφορά των

    περιεχομένων τους (βλ. εκδόσεις των ιδρυτών των ΜΜΒ και των συνεργατών τους, πατρός

    Lorenzo Tardo, Oliver Strunk, Enrica Follieri, Jørgen Raasted, Lidia Perria, Gerda Wolfram

    κ.ά.).lix

    Η σειρά «Κατάλογοι» του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας (ιδρυθέντος το 1970 από τον Μητροπολίτη Διονύσιο Ψαριανό και το Γρηγόριο Στάθη), η οποία παρουσιάζει το

    κολοσσιαίο καταλογογραφικό έργο του Γρ. Στάθη (χειρόγραφα Αγίου Όρους, Μετεώρων,

    καθώς και των πρωτογράφων εξηγήσεων των Τριών Διδασκάλων), το οποίο συνεχίζεται και

    από τους μαθητές του, Εμμανουήλ Γιαννόπουλο, Δημήτριο Μπαλαγεώργο και Φλώρα

    Κρητικού, Αχιλλέα Χαλδαιάκη κ.ά.lx

    Άλλοι σημαντικοί κατάλογοι, όπως π.χ. τα Χειρόγραφα Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς

    1453-1820. Συμβολὴ στὴν ἔρευνα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, του Μανόλη Χατζηγιακουμή (1980), ο οποίος συνδυάζει το έργο της καταλογογράφησης με την ιστοριογραφική

    αξιοποίηση πληροφοριών από τα εξετασθέντα χειρόγραφα, ή ο κατάλογος της Donatella

    Bucca, για τα μουσικά χειρόγραφα της Ι.Μ. Santissimo Salvatore di Messina στην Κάτω

    Ιταλία, ο οποίος παρουσιάζει δίπλα στην αναλυτική καταλογογράφηση του περιεχομένου των

    κωδίκων και μια λεπτομερή παλαιογραφική ανάλυση της γραφής των κειμένων.lxi

    Οι κατάλογοι που περιγράφουν αναλυτικά τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής αποτελούν

    σημαντικότατα instrumenta studiorum (εργαλεία μελέτης) της Bυζαντινής Μουσικολογίας. Με τη σειρά της,

    η ανεύρεση των διάφορων καταλόγων βυζαντινής μουσικής διευκολύνεται με το εξαιρετικά χρήσιμο άρθρο

    του Εμμανουήλ Γιαννόπουλου, «Bασική βιβλιογραφία για τους χειρόγραφους κώδικες της Ψαλτικής» (2016).

    7.2. Τυπολογία μουσικών κωδίκων

    Ο τεράστιος πλούτος της βυζαντινής υμνογραφίαςlxii

    και της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μουσικής, μαζί

    με το μουσικοθεωρητικό στοχασμό που συνόδευε και ρύθμιζε σε μακρόπνοη πορεία τις μελουργικές

    (συνθετικές) και διδακτικές διεργασίες, κωδικοποιήθηκε μέσα σε ποικίλους τύπους χειρογράφων. Αυτοί, με

    τη σειρά τους, διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα στην υπερχιλιετή γραπτή παράδοση της βυζαντινής

    μουσικής. Σε σχέση με τους διάφορους τύπους κωδίκων προσδιορίστηκαν και τα γένη βυζαντινής

    μελουργίας, τα οποία γνωρίζουμε μέχρι σήμερα από την ζωντανή πράξη της Ψαλτικής Τέχνης: το λεγόμενο

    ειρμολογικό γένος (από τον τύπο μουσικού χειρογράφου που ονομάζεται Ειρμολόγιον), το στιχηραρικό (από

    το Στιχηράριο) και το παπαδικό (από την Παπαδική). Περισσότερα στοιχεία για αυτούς και άλλους τύπους

    κωδίκων προσφέρει ο Πίνακας 1.6, ο οποίος βασίζεται στο καταλογογραφικό-εκδοτικό έργο του Γρ. Στάθη

    και των ΜΜΒ, σε συνδυασμό με διάφορες άλλες μελέτες της διεθνούς βιβλιογραφίας.

  • 45

    Τύπος χειρογράφου (βασικές

    συλλογές) Περιεχόμενα των χειρογράφων και Σχόλια

    Τροπολόγιον

    Τροπολόγιον ονομάζεται η παλαιότερη συλλογή χριστιανικών ύμνων και αγιογραφικών αναγνωσμάτων, η οποία συσχετίζεται

    πρωταρχικά με την υμνογραφική και μουσική παράδοση των Ιεροσολύμων από τον 4ο αιώνα και μετά (κυρίως με τον Ι.Ν.

    Αναστάσεως). Διασώζεται, πολλές φορές αποσπασματικά, σε διάφορες εκδοχές στην ελληνική γλώσσα (9ος

    αι. και αργότερα) και σε

    μεταφράσεις στα παλαιά γεωργιανά (Iadgari), συριακά (Tropligin) και αρμενικά (Šaraknoc). Σποραδικά, στα ελληνικά Τροπολόγια

    παρουσιάζοεται μουσική παρασημαντική πρωτογενών μορφών.lxiii

    Στιχηράριον. Το όνομα

    προέρχεται από τη λέξη

    στιχηρόν (ενν. τροπάριον),

    υποκοριστικό της λέξης στίχος.

    Το όνομα συσχετίζεται με το

    γεγονός ότι τα στιχηρά

    ψέλνονται μαζί με στίχους από

    τους Ψαλμούς της Παλαιάς

    Διαθήκης στις ακολουθίες του

    Εσπερινού και του Όρθρου κ.ά.

    Το Στιχηράριο διαμορφώθηκε

    το 10ο αι. και παραδίδεται

    μέχρι το 17ο αι. περ., όταν

    αρχίζει να κατακερματίζεται σε

    επιμέρους συλλογές.

    Τα παλαιότερα Στιχηράρια που διασώθηκαν παρουσιάζουν αρκετές αποκλίσεις μεταξύ τους, όσον αφορά το ρεπερτόριο που περιέχουν.

    Από τα μέσα του 11ου

    αι. περ. και μετά, το περιεχόμενο του Στιχηραρίου σταθεροποιείται σε μεγάλο βαθμό.lxiv

    Ένα πλήρες Στιχηράριο

    του 12ο- 16

    ου αιώνα περιέχει τα εξής:

    lxv

    Α. Στιχηρά ιδιόμελα (δηλ. με δική τους, μοναδική μελωδία) του ενιαυτού ή του Μηνολογίου, δηλ. του σταθερού κύκλου εορτών του

    εκκλησιαστικού έτους (από 1η Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Αυγούστου), η υμνογραφία του οποίου βρίσκεται στα λεγόμενα Μηναία.

    lxvi

    Β. Στιχηρά ιδιόμελα και επιλογή στιχηρών προσομοίων (δηλ. με μελωδία που δανείζεται από τα λεγόμενα αυτόμελα, τα οποία

    αποτελούν μετρικά και μελωδικά μοντέλα για τα προσόμοια) του Τριωδίου, δηλ. για τις κινητές γιορτές του εκκλησιαστικού έτους, οι

    οποίες συσχετίζονται με τον κύκλο του Πάσχα, από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, μέχρι το Μέγα Σάββατο.

    Γ. Στιχηρά ιδιόμελα του Πεντηκοσταρίου,lxvii δηλ. για τις κινητές γιορτές από το Πάσχα μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων, η οποία είναι την επόμενη Κυριακή της Πεντηκοστής.

    Δ. Στιχηρά ιδιόμελα και αναβαθμοί της Οκτωήχου,lxviii για τις αναστάσιμες ακολουθίες του Εσπερινού και Όρθρου Κυριακών (τελούνται Σάββατο βράδυ και Κυριακή πρωί, αντίστοιχα) και για τον Εσπερινό που τελείται Κυριακή το βράδυ. Αυτό το μέρος του

    Στιχηραρίου μπορεί να είναι διαρθρωμένο είτε ανά γένος και οκταηχική σειρά (λεγόμενη συστηματική σειρά, που επικράτησε μέχρι τα

    μέσα 13ου

    αι.), είτε ανά οκταηχική σειρά μόνο (λεγόμενη κυκλική ή λειτουργική σειρά, που ακολουθήκηκε σε μερικά χφα του 13ου

    αι.

    και επικράτησε από τον 14ο αι. και μετά). Στην οργάνωσή του κατά τη λειτουργική σειρά, το μέρος της Οκτωήχου ενός Στιχηραρίου

    του 14ου

    αι. μπορεί να περιλαμβάνει τα εξής (δίνεται η πλήρης σειρά): Για τον Εσπερινό Σάββατο βράδυ:

    - στιχηρά αναστάσιμα (Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού), - στιχηρά ανατολικά, - στιχηρά δογματικά Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, - στιχηρά απόστιχα αναστάσιμα, - στιχηρά κατ’ αλφάβητον, - στιχηρά θεοτοκία Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού.

    Για την Κυριακή πρωί:

    - αναβαθμοί των οκτώ ήχων (Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου), - στιχηρά αναστάσιμα, - στιχηρά ανατολικά, - τα ένδεκα Εωθινά του Λέοντος του Σοφού (σε ειδική ενότητα).

    Για την Κυριακή βράδυ:

    - στιχηρά ανατολικά.lxix

  • 46

    Eπιπλέον μπορούν να συμπεριληφθούν:

    - άλλα δογματικά στιχηρά, - σταυροθεοτοκία στιχηρά Λέοντος του Σοφού (για Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), - διάφορα άλλα στιχηρά (για τοπικές γιορτές κ.ά.).lxx

    Παρατηρήσεις:

    • Πολλά Στιχηράρια, ειδικά από τον 17ο αι. και μετά, παρουσιάζουν μόνο το Α΄ ή μόνο το Β΄(₊Γ) μέρος του Στιχηραρίου, γεγονός που

    μπορεί να αντανακλάται και στην ονομασία του κώδικα (π.χ. Τριῳδιον, Πεντηκοστάριον).

    • Τα Στιχηράρια του 10ου-15ου αιώνα αντιπροσωπεύουν το λεγόμενο παλαιό, κλασικό, βυζαντινό στιχηραρικό μέλος. Μερικά από τα πολύ γνωστά Στιχηράρια αυτού του στυλ είναι το Λαύρας Γ 67 (Τριώδιο, Πεντηκοστάριο και Οκτώηχος, αρχές 11

    ου αι. [Floros]), το

    Vindobonense theologicum graecum 136 (α΄ μισό 12ου

    αι. [Wolfram]), το Ambrosianum A 139 sup. (του έτους 1341), το χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (ΕΒΕ) 884 (έτ. 1430/1), το οποίο αντιγράφηκε με βάση ένα πρότυπο διορθωμένο από τον Άγιο

    Ιωάννη Κουκουζέλη.lxxi

    Παράλληλα, κατά το 15ο αιώνα δημιουργείται το Καλοφωνικὸν Στιχηράριον, το οποίο περιέχει πολύ μελισματικότερα μέλη, τα

    οποία όμως, αν και στηρίζονται στα ίδια ποιητικά στιχηραρικά κείμενα, συγκαταλέγονται - λόγω της διαφορετικής τους μουσικής υφής

    - στο παπαδικό μέλος. Το παλαιό στιχηραρικό μέλος συνεχίζεται να αντιγράφεται μέσα στα Παλαιά Στιχηράρια και μετά την Άλωση

    της Κωνσταντινούπολης, εποχή κατά την οποία όμως αλλάζει σταδιακά μέχρι τα μέσα του 17ου

    αι., όταν εμφανίζονται, πλέον

    επώνυμα, τα Στιχηράρια του νέου καλλωπισμού. Τα πιο γνωστά Στιχηράρια αυτού του στυλ είναι εκείνα του Παναγιώτη Χρυσάφη

    του Νέου (ακμή περ. 1650-1685) και του Γερμανού Νέων Πατρών (ακμή περ. 1660-1685).lxxii

    Δοξαστάριον

    ή Δοξαστικάριον.

    Από τον 17ο αι. και μετά.

    Περιέχει τα λεγόμενα δοξαστικά στιχηρά ιδιόμελα του Στιχηραρίου, δηλαδή τα στιχηρά των οποίων προηγείται το Δόξα Πατρὶ καὶ

    Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι ή το Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν. Τα πιο γνωστά Δοξαστάρια είναι τα εξής:

    • του Γερμανού Νέων Πατρών (περιέχει επιλογή των δοξαστικών στιχηρών από το Στιχηράριό του),

    • του Ιακώβου Πρωτοψάλτου (1794/5), μελοποίηση βασισμένη στο Δοξαστάριο του Γερμανού Νέων Πατρών, συντομότερη όμως, η οποία σήμερα συγκαταλέγεται στο παλαιό και αργό στιχηραρικό μέλος,

    lxxiii

    • του Πέτρου Πελοποννησίου, μελοποίηση σε νέο, σύντομο μέλος (συντέθηκε περ. τη δεκαετία 1765-1775, μεταγράφηκε στη Νέα Μέθοδο αρχές του 19

    ου αι. και εγκαίνιασε το μουσικό τυπογραφείο, στο Βουκουρέστι, το 1820).

    lxxiv

    Κατά το 19ο αι. εμφανίζεται και μια άλλη συλλογή με τίτλο Δοξαστάριον τῶν ἀποστίχων, η οποία περιέχει μόνο τα δοξαστικά που

    ψέλνονται προς το τέλος του Εσπερινού και ενίοτε και στο τέλος του Όρθρου και ανήκουν στην ομάδα των απόστιχων στιχηρών.lxxv

    Μεταβυζαντινές συλλογές είναι επίσης το Ἀνθολόγιον Στιχηραρίου (= Δοξαστάριον για τις μεγαλύτερες γιορτές [δεσποτικές,

    θεομητορικές και των πιο γνωστών αγίων] ₊ μερικά ιδιόμελα στιχηρά των ίδιων γιορτών), η παρεμφερής Ἀνθολογία Στιχηραρίου

    (περιέχει τα στιχηρά ιδιόμελα και τα δοξαστικά των προαναφερθέντων γιορτών και συνήθως και το πλήρες Τριώδιο ₊ Πεντηκοστάριο),

    η Ἐκλογὴ Στιχηραρίου (νεότερη συλλογή που περιέχει τις Μεγάλες Ώρες των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων και της Μεγάλης Παρασκευής, τα Δογματικά και τα Εωθινά του Αναστασιματαρίου και άλλα ιδιόμελα στιχηρά ανώτερου επιπέδου δυσκολίας), και οι

    Μεγάλαι Ὧραι (αυτή η συλλογή περιέχει τα στιχηρά των Μεγάλων Ωρών που προαναφέρθηκαν).

  • 47

    Ἀναστασιματάριον. Διαδίδεται κυρίως από το 17

    ο

    αι. και μετά ως αυτοτελής

    κώδικας.

    Αυτός ο τύπος μουσικού χειρογράφου εξελίχθηκε από το τελευταίο μέρος του Στιχηραρίου (Οκτώηχος). Περιέχει τα εξής (σε

    παρένθεση τα στοιχεία που δεν εμφανίζονται πάντα):

    • (Σύντομη Προθεωρία της Παπαδικής: μουσικοθεωρητικά στοιχεία),

    • (Κεκραγάρια ανά ήχο, συνήθως σε συνδυασμό με τα επόμενα στιχηρά, μερικές φορές και ως ξεχωριστή ενότητα πριν απ’ αυτά),

    • τα στιχηρά ιδιόμελα αναστάσιμα ₊ ανατολικά της Οκτωήχου/Παρακλητικής,

    • τα 11 Εωθινά (σχεδόν πάντα).

    Μορφές μεικτών κωδίκων είναι: το Ἀναστασιματάριον-Ἀνθολογία (= Αναστασιματάριο ₊ συλλογή διάφορων άλλων μελών) ή, με

    την αντίστροφη σειρά, η Ἀνθολογία-Ἀναστασιματάριον.lxxvi Ανάμεσα στα πιο γνωστά επώνυμα Αναστασιματάρια της μεταβυζαντινής εποχής ανάγονται τα εξής:

    • του Παναγιώτου Χρυσάφου του Νέου: βλ. π.χ. το αυτόγραφό του Αναστασιματάριον-Ανθολογία στην Ι.Μ. Ξενοφώντος, αρ. 128,

    έτ. 1671, με τη διευκρίνιση: «ἐγράφη δὲ καὶ παρ’ ἐμοῦ (…) οὐ μέντοι κατὰ τὸ κείμενον τῶν παλαιῶν ἐκτονισθεῖσα

    (βίβλος)· ἀλλ’ ἐν καινῶ τινι καλλωπισμῶ, καὶ μελιρρυτοφθόγγοις νεοφανέσι θέσεσι, καθάπερ τὰ νῦν

    ἀσματολογεῖται τοῖς μελωδοῦσιν ἐν Κωνσταντίνου πόλει»),lxxvii

    • του Πέτρου Πελοποννησίου (ανάμεσα στα έτη 1765-1775), σε διπλή μορφή: αργόν και σύντομον.lxxviii

    Εἱρμολόγιον. Από τις παλαιότερες μουσικές

    συλλογές (8ος

    αι.: πρώτες,

    αποσπασματικές μαρτυρίες /

    10ος

    αι. πρώτη μαρτυρία

    ολοκληρωμένου κώδικα).

    Διαδίδεται, με διάφορες

    μορφές, αδιάκοπα μέχρι

    σήμερα. Ο χαρακτήρας του

    είναι κυρίως διδακτικός.lxxix

    Στα περιεχόμενά του συγκαταλέγονται τα εξής:

    • ειρμοί, δηλ. τα μετρικά και μουσικά πρότυπα (αυτόμελα) των οκτώ ή εννέα ωδών, οι οποίες αποτελούν ένα κανόνα.lxxx Οι ειρμοί κατατάσσονται κατ’ ήχον, δηλαδή σε οκτώ μεγάλες ενότητες, μία για κάθε ήχο. Στο εσωτερικό αυτών των οκτώ μεγάλων ομάδων, οι

    ειρμοί μπορούν να παρουσιάζουν διάφορες διατάξεις:

    - ανά ακολουθίαlxxxi (δηλαδή όλοι οι ειρμοί ενός κανόνα, μετά έπεται ο επόμενος κανόνας, πάλι με όλους τους ειρμούς του κτλ.),

    - ανά ωδή (δηλαδή πρώτα όλοι οι ειρμοί των πρώτων ωδών όλων των κανόνων, μετά οι ειρμοί των δεύτερων ωδών όλων των κανόνων, μετά οι ειρμοί των τρίτων ωδών κτλ.),

    • αυτόμελα ή πρόλογοι, δηλ. τα μουσικά πρότυπα για τα προσόμοια καθίσματα, στιχηρά, εξαποστειλάρια, αντίφωνα, αναβαθμούς και κοντάκια, κατ’ ήχον. Η ενότητα αυτή, για την οποία ο Γρ. Στάθης προτείνει το όνομα Προλογάριον,

    lxxxii σπανίζει στα παλαιά

    Ειρμολόγια. Αυτόμελα τροπάρια μπορούν να βρεθούν ενσωματωμένα και σε διάφορους άλλους κώδικες, π.χ. σε Στιχηράρια.lxxxiii

    Kατά τη μακρόχρονή του πορεία, το Ειρμολόγιο γνώρισε διάφορες επεξεργασίες. Στις πιο γνωστές μορφές του συγκαταλέγονται οι

    εξής:

    • Το παλαιό, κλασικό, βυζαντινό Ειρμολόγιο (10ος-16ος αι.), με αντιπροσωπευτικούς κώδικες το αγιορείτικο χφο Λαύρα Β 32 (ένα από τα αρχαιότερα διασωθέντα χειρόγραφα της βυζαντινής μουσικής, περ. μέσα 10

    ου αι. [Strunk]), ο κώδικας της Εθνικής Βιβλιοθήκης

    της Γαλλίας Parisinus graecus της Συλλογής Coislin, αρ. 220 (αρχές 12ου

    αι. [Floros]), το Heirmologium Cryptense από την Ι.Μ. Κρυπτοφέρρης (Grottaferrata) με αρ. ΕγΙΙ (έτ. 1281), τα Ειρμολόγια του Αγ. Ιωάννου του Κουκουζέλη: Σινά 1256 (έτ. 1309) και Αγ.

    Πετρουπόλεως 121 (έτ. 1302) κ.ά.lxxxiv

    • Τα επώνυμα καλλωπισμένα Ειρμολόγια του β΄ μισού 16ου - β΄ μισού 17ου αι., των Θεοφάνους Καρύκη, πρώτου γνωστού πρωτοψάλτου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας μετά την Άλωση (1578), Ιωάσαφ νέου Κουκουζέλη (προς τις αρχές 17

    ου αι.) και

    ιδιαίτερα του Μπαλασίου Ιερέως (ακμή περ. 1670-1700).lxxxv

    • Το Εἱρμολόγιον καταβασιῶν του Πέτρου Πελοποννησίου (συντεθέν περ. 1765-1775), το οποίο περιέχει τις αργές καταβασίες (δηλ. τις επαναλήψεις των ειρμών στο �