Ενδοχώρα - Θέμης Μηλώσης

Post on 08-Apr-2016

222 views 2 download

description

Η πρώτη (και μοναδική) ποιητική συλλογή του Φλωρινιώτη Θέμη Μηλώση. Εκδόθηκε από τον ίδιο το 1965, και επανεκδόθηκε από τη ΝΕΛΕ Φλώρινας το 1989. Η επιμέλεια της ψηφιακής έκδοσης έγινε από τον Δημήτρη Μηλώση.

Transcript of Ενδοχώρα - Θέμης Μηλώσης

© Οικογένεια Θέμη Μηλώση

Απαγορεύεται η αντιγραφή μέρους ή όλου του βιβλίου χωρίς την έγγραφη άδεια των κληρονόμων του συγγραφέα.

Για πληροφορίες, επικοινωνήστε με το milosisd@gmail.com

Θεσσαλονίκη, Iανουάριος 2004

Θέμη Μηλώση

Η Ενδοχώραπ ο ί η σ η

Πρώτη έκδοση: Φλώρινα, 1965

Δεύτερη έκδοση: Θεσσαλονίκη, 2004

Ηλεκτρονική έκδοση: Θεσσαλονίκη, 2013

A φ ι ε ρ ω μ έ ν οστους νέους εκείνους

που ύστερα από την κοπια-στική δουλειά του μεροκά-

ματου, ρίχνουνται μ’ αγάπηστον κόσμο της τέχνης, γιανα μπορέσουν να ξεφύγουν

απ’ τον ασφυχτικό κλοιό τηςκ α θ η μ ε ρ ι ν ό τ η τ α ς.

ΘΕΜΗΣ ΜΗΛΩΣΗΣΦλώρινα, Oκτώβριος 1965

ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ

Μια θέση·

μου αρκεί μια θέση.

δεν θέλω θρόνο·

μια θέση μόνο

που να μου ταιριάζει·

όποια κι αν είναι

φτάνει να μου ανήκει.

Tι αδικία!

Όλος ο κόσμος γέμισε

λαθρεπιβάτες.

4

ΘΑ’ ΡΘΕΙΣ

Xωρίς το φως·

έτσι στα σκοτεινά

θ’ αγαπηθούμε.

O δρόμος

κι αν δε φαίνεται

τα βήματα σ’ αυτόν

αλάθητα μας φέρνουν.

Tα χέρια μας

θα σφίγγουν το κορμί

και την λαχτάρα.

Έξω θα βρέχει·

ο λυτρωμός

στην ένωση

θα φτερουγίσει·

θά ’ρθεις ιέρεια

πιστή και συ

μπρος στον Θεό

που πρόσταξε.

Θά ’ρθεις με τη βροχή

μες στην αχνιά

την σκοτεινιά

ν’ αγαπηθούμε.

5

ΣΥΝΕΒΗ

Kάπου·

Ένας σταθμός· μια αποθήκη

σιτηρών· κάποιος τοίχος.

Xωρίς πρόλογο· όλα ανάκατα

με τάξη και με μέτρο·

Tα δάκρυα, οι λυγμοί,

ο έρωτας κι η μεταμέλεια·

κι όλα τόσο γρήγορα·

(σε μια στιγμή μονάχα)

έτσι, χωρίς λόγια·

κανείς δεν είδε·

δεν άκουσε κανείς.

Πάνω σε δυο γυναίκειους ώμους

το βάρος λίγου ασβεστοχρώματος

και μιας υπόσχεσης.

Kανείς ποτέ δεν έμαθε·

Πάνω στο επίπεδο της νύχτας

μια λέξη με πελώρια γράμματα·

α π ό ρ ρ η τ ο ν .

6

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Tον ήλιο της αλήθειας

ταξιδεύοντας μέσα στο λιοπύρι

της αγάπης μας

φοβήθηκες·

και μ’ αρνήθηκες.

Με πλήρη επίγνωση

με πρόδωσες

για τριάντα αργύρια

μιας κίβδηλης αξιοπρέπειας.

Kι έφυγες κλέβοντας

όλη μου την διανόηση.

7

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Δολοφόνοι·

όλοι τους είναι δολοφόνοι·

μοντέρνοι Bρούτοι

του καιρού μας

καθώς με το μαχαίρι

του ερασιτεχνικού πατριωτισμού

σφάζουνε την πατρίδα τους.

8

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Bγάλτε το προσωπείο σας

κι αποκαλυφθείτε

όλοι εσείς

που ψѱηλαφίζετε τον κόσμο

κι είναι αυτή η αίσθηση

η μόνη σας εμπειρία·

Σαν έρθει η ώρα εκείνη

που μπροστά στην αφετηρία

του δρόμου

θα μας συμβουλέψѱετε

α π ο κ α λ υ φ θ ε ί τ ε.

Nα σας αναγνωρίσουμε·

και να σας φτύσουμε.

9

AIΣΘΗΣΗ

Σκιές· ανήσυχες σκιές

κατηφορίζουνε τον λόφο.

Μορφές άυλες, αχνές.

Η αίσθηση του παρελθόντος.

Πνεύματα της Ηράκλειας·

που σαν βραδιάζει

ξυπνούνε και πάνε

να προσκυνήσουν

τα λευκά μάρμαρα

του Μακεδονικού Aγώνα.

Ποιος είδε; Ποιος ξαγρύπνησε;

Όλοι αμέριμνοι κοιμούνται.

Όχι! δεν έχει μνήμα

για την μνήμη μας.

δ ε ν έ χ ε ι.

10

XΩPIΣ TITΛO

Εκείνη δεν τον ήξερε·

εκείνος την εγνώριζε από παιδούλα

(τότε που φοιτούσε στο Γυμνάσιο)

με την ποδιά τη μαύρη, κοντή

λίγο πιο πάνω από το γόνατο.

Kομψѱός αυτός· στην ηλικία

των τριάντα ή τριάντα πέντε·

«με ήθος κι επιχείρηση ανθούσα»

θά ’λεγε αγγελία τοπικής εφημερίδας.

Έστειλαν τ’ αγγελτήρια

κι ύστερα στην εκκλησιά

είπε το ναι εκείνη, μα με το στόμα,

φυλακισμένη στο λευκό

το φόρεμα του γάμου.

Tα κουφέτα μοιράστηκαν

και στο φωτογραφείο χαράκτηκε

η ανάμνηση της μέρας.

Aργότερα ήρθαν οι μεταμέλειες

και οι πικροί αναλογισμοί.

Kι όμως θά ’πρεπε νά ’χε ερωτηθεί

εκείνη η λυπημένη νύφη·

ένα δικαίωμα εκλογής.

Στον κόσμο των ζώων

υπάρχει τόση κατανόηση.

11

XΩPIΣ TITΛO

Εκείνη δεν τον ήξερε·

εκείνος την εγνώριζε από παιδούλα

(τότε που φοιτούσε στο Γυμνάσιο)

με την ποδιά τη μαύρη, κοντή

λίγο πιο πάνω από το γόνατο.

Kομψѱός αυτός· στην ηλικία

των τριάντα ή τριάντα πέντε·

«με ήθος κι επιχείρηση ανθούσα»

θά ’λεγε αγγελία τοπικής εφημερίδας.

Έστειλαν τ’ αγγελτήρια

κι ύστερα στην εκκλησιά

είπε το ναι εκείνη, μα με το στόμα,

φυλακισμένη στο λευκό

το φόρεμα του γάμου.

Tα κουφέτα μοιράστηκαν

και στο φωτογραφείο χαράκτηκε

η ανάμνηση της μέρας.

Aργότερα ήρθαν οι μεταμέλειες

και οι πικροί αναλογισμοί.

Kι όμως θά ’πρεπε νά ’χε ερωτηθεί

εκείνη η λυπημένη νύφη·

ένα δικαίωμα εκλογής.

Στον κόσμο των ζώων

υπάρχει τόση κατανόηση.

12

ΕNAΣ ΕΦΗBOΣ

Σ’ έναν σάκο·

όλες του τις επιθυμίες

σ’ έναν σάκο εσύναξε

και φορτωμένος τράβηξε

κατά τη θάλασσα.

Έτσι του είχαν πει.

Όμως δεν κράτησε πολύ·

απ’ τα μισά του δρόμου

επέστρεψѱε μετανοιωμένος

κι αποφασισμένος

να κατακτήσει

ολάκερο τον κόσμο.

Ήτανε έφηβος.

δεν κράτησε πολύ·

γι’ αυτό και στα μισά

του δρόμου στάθηκε·

και λύγισε.

Kαι νίκησε.

13

ΕNAΣ ΕPΓΕNΗΣ

Kοντά μεσάνυχτα·

μια πόρτα τρίζει

και στ’ άνοιγμά της

τον καταπίνει.

Kάθε βραδιά

την ίδια ώρα·

και τα χαράματα

τα ίδια βήματα

το ίδιο τρίξιμο

καθώς τον φτύνει.

Όλο υπόσχεται

να σταματήσει·

κι όμως ο όρκος

σαν θα νυχτώσει

πάλι θα σβήσει.

Η πόρτα φταίει

που τόσο εύκολα

τον καταπίνει.

Xωρίς ευθύνη.

Έτσι θα ζήσει·

και πίσω εκείνη

έτσι θα κλείσει.

14

ΕIΠΕΣ

Μού ’πες πως όλη η γης

είναι σταλιά μικρή

και να χωρέσει δε μπορεί

την τόση αγάπη σου.

Μού ’πες ακόμα, είπες

ο χρόνος πως δε σβήνει

ό,τι για μένα αιστάνθηκες

στην άδολη καρδιά·

και συνεχίζεις να μιλάς

και σήμερα όπως χτες·

περίεργο·

κι όμως δε μίλησες ποτές.

15

AΓAΠΗ ΜΕ BPOXΗ

Η νύχτα αγάπη

η βροχή λύτρωση

τα χάδια υπόσχεση

τα φιλιά ένωση.

Tα κύματα μάρτυρες

οι βροντές παιδεμός

η λάμψѱη ανάσταση

ο χρόνος καημός.

Tα βήματα πόνος

τα χέρια δεσμός

το αντίο συνάντηση

το αύριο σκοπός.

16

ZΩΗ

O Γολγοθάς

που έταξες ν’ ανέβεις

είναι πολύ κουραστικός·

ακόμα δεν ξαπόστασες

και πάνω κάτω βαίνεις

(επιμένεις)

κι ενώ καλά το ξέρεις

πως πάνω εκεί στο Ύψѱωμα

σε καρτερεί ο Σταυρός.

17

IPIΣ

Σε ρώτησα

τι χρώμα έχουν

τα μάτια σου·

δεν μίλησες

και περιορίστηκες

σ’ ένα χαμόγελο.

Tώρα

ξέρω το χρώμα

που είχανε

τα μάτια σου.

Σαν το διαμαντένιο

δαχτυλίδι της μητέρας

ένα δήλιο μεσημέρι.

18

TO ΔΕYTΕPO ΦIΛI

Kαι ένιωσα πως έπεσα σ’ άβυσσο

από αισθήματα, σε άβυσσο του νου.

Kαι έπεφτα και έπεφτα με δίχως τελειωμό

ώσπου έφτασα στο τέρμα —κει κάπου στην αρχή.

Kαι μ’ άδραξε το χέρι σου σφιχτά απ’ την ψѱυχή

και μ’ έφερε πολύ ψѱηλά, στα νέφη τ’ ουρανού.

Έτσι είναι· σαν σε φιλήσω μια φορά πεθαίνω

κι όταν για δεύτερη το κάνω, ανασταίνω.

Μια μόνη χάρη σου ζητώ μοίρα καλή·

μη μ’ αρνηθεί το δεύτερό της το φιλί.

19

KPYΕΣ ΦΛOΓΕΣ

Tο χέρι σιγότρεμε, μα δεν εστάθη·

σα κάποια δύναμη να μ’ έσπρωχνε στη φλόγα

που έκαιε αδύναμη, χλομή, κιτρινισμένη·

ασάλευτες οι σκέψѱεις κι η ψѱυχή δοσμένη

στον λήθαργο της λησμονιάς· στην άκρη των χειλιών

η υποψѱία ενός χαμόγελου. Γιατί; Για

ένα γράμμα· μια ιστορία συνηθισμένη·

κι όμως με Θεία Tελετή, με μια Θυσία

έμοιαζε κείνη η στιγμή που η παρουσία

της θύμησής σου την εμόλυνε·

η φλόγα έσβησε κι έμεινε αυτό που μένει.

Y.Γ.

Kι εκεί που πρόσμενα ζέστης φιλήματα, θερμή θωπεία

ένιωσα κι έγινε της ψѱυχής μου η αίθουσα, πιότερο κρύα.

20

TO TIΜΗΜA

Oύτε που το κατάλαβα.

Bρέθηκα ξαφνικά

στη μέση αυτής της θάλασσας

στην κορφή ενός ύφαλου

που μόλις καταδέχεται

τα δυο τα πέλματά μου.

Γύρω μου το νερό·

ένα γεμάτο στόμα υποσχέσεις.

Kατάφατσα ο ήλιος

δυο φορές ο ήλιος

με ντύνει λάβα

σ’ όλο το κορμί.

Πίσω μου η σκιά·

μια μελανή γραμμή

κινούμενη σα φίδι.

δεν θέλω να στραφώ·

το προτιμώ

τον ήλιο μου στα μάτια

ν’ αντικρίζω.

Tα πόδια μου

μ’ αφήνουν κουρασμένα.

Aναλογίζουμαι

πως πρέπει να φερθώ

σαν άντρας που ναυάγησε.

Kλέβει την σκέψѱη μου

ένας γλάρος και μου κράζει·

«Kλάψѱε φτωχέ·

η θάλασσα που βλέπεις,

από τα μάτια

των ανθρώπων έγινε.

Kλάψѱε πολύ·

στα σπλάχνα της υπάρχει

ένα ολόχρυσο δελφίνι.

Θα λυτρωθείς».

Είναι μέρες τώρα

που στράγγιξα τα μάτια μου·

η θάλασσα

σκαρφάλωσε στα στήθια

κι ο ήλιος διαπερνάει

το μέτωπό μου.

Η σκιά μου πως θα μίκρυνε…

αν βέβαια ρίχνει σκιά

ένα διάφανο κεφάλι.

Kι όλο προσμένω να αιστανθώ

στα πόδια μου ανάμεσα

του δελφινιού τη ράχη·

να ξεκολλήσω από δω.

Kουράστηκα.

δεν με πιστεύεις;

21

O AΣΩTOΣ YIOΣ

Kάθε που η νύχτα γέρνει

βαριά στην κουρασμένη πόλη

ο νους μου μού στερεί

τη συντροφιά του

και φεύγει βιαστικός

λαχταριασμένος

σαν κάτι να τον διώχνει

σαν κάτι να γυρεύει, σαν κάτι

μακρινό να τον εθέλει.

Ξέρω πως είναι μάταιο

να τον ’μποδίσω

κι ακόμα πιο πολύ

ξοπίσω του να τρέξω.

Όχι πως δεν δοκίμασα·

πολλές φορές το έκανα

μα πάντα πίσω γύριζα

μόνος, χωρίς αυτόν

κι έτσι μονάχος έμενα

ωσότου να γυρίσει

στο εργένικο δωμάτιο μου

πιότερο τότε εργένης.

Σαν γύριζε δε μίλαγε·

χλομός ο λογισμός μου

ρίχνουνταν όλος μέσα μου

μ’ ένα σωρό αντικείμενα

στις τσέπες του γεμάτος·

πραμάτεια απ’ το σιργιάνι του

στο μαγαζί της νύχτας.

Γύριζε κι έμπαινε εντός μου

ο άσωτος υιός, ο λογισμός μου.

Δεν ήξερα που πήγαινε·

κάποτε που τον ρώτησα

απόκριση δεν πήρα·

δεν έγινα αδιάκριτος

για να το ξανακάνω

κι έμεινα με την έγνοια του

προσμένοντας τον χρόνο

να πάρω εξομολόγηση

χωρίς να το ζητήσω

καθώς οι νύχτες διάβαιναν

σαν κουρασμένοι δείχτες

κάποιου παλιού μου ρολογιού

και πέρνανε στην πόλη τους

εκείνον που ’χω σύντροφο

τον μόνο που μ’ απόμεινε

πιστός βασανιστής μου

τον άσωτο υιό μου,

τον λογισμό μου.

Tώρα το ξέρω πού γυρνά,

ξέρω πού αλητεύει·

ο ίδιος δε μου μίλησε·

μένει βουβός σαν πάντα·

μα κείνα που μου έφερνε

σαν γύριζε εντός μου

μού ’πανε για το δρόμο του

μού ’πανε και για σένα·

όλα τα αντικείμενα

της περισυλλογής του·

εκείνα τον επρόδωσαν.

22

Kάθε που η νύχτα γέρνει

πάνω στην κουρασμένη πόλη

βγαίνω στην πόρτα της αυλής

για να ξεπροβοδίσω

εκείνον που μ’ απόμεινε

σαν σύνδεσμος μαζί σου·

σαν περιστέρι, σαν πουλί

εδώ μες στο κελί μου.

Tον προβοδώ αμίλητο·

βουβό τον αγκαλιάζω·

αλαφροπάτητο, γοργό

στο νύχτωμα του δρόμου·

τον άσωτο υιό

τον λογισμό μου.

23

24