Post on 29-Dec-2015
description
Η Μπίνι Αντάμτσακ, γεννημένη το 1979, εργάζεται -κατά προτίμηση
λ ίγο - ως συγγραφέας, περφόρμερ, εικαστική καλλιτέχνιδα και υποψήφια
διδάκτορας. Σπούδασε φιλοσοφία
στη Φραγκφούρτη και τώρα ζει στο Βερολίνο, όπου η νύχτα είναι μεν με
γάλη αλλά ο ήλιος όχι ιδιαίτερα καυ
τός.
BINI ADAMCZAK
κομμουνισμός
Ε κ δ ο ςεις νήσος - Π. Κ απολα
Σαρρή 14. 105 53 Αθήνα τηλ./φαξ: 210 3250058 email: info@nissos.gr www.nissos.gr
Διεύθυνση εκδόσεων: Πόλα Καπόλα Επιστημονική διεύθυνση: Γεράσιμος Κουζέλης
Τίτλος πρωτοτύπου: Bini Adamczak, Kommunismus. Kleine Geschichte, wie endlich alles anders wird
© Bini Adamczak 2013© για την ελληνική γλώσσα 2013, Εκδόσεις νήσος
Διόρθωση: Αρετή Μπουκάλα Εκτύπωση: Κέντρο Γρήγορης Εκτύπωσης
ISBN: 978-960-9535-65-6
BINI ADAMCZAK
Κομμουνισμός
Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα
Μετάφραση: Σοφία Κουσιάντζα Εικονογράφηση: Bini Adamczak
νή σος ΑΘΗΝΑ 2013
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Τι είναι ο κομμουνισμός; ......................................9
Τι είναι ο καπιταλισμός; ......................................11
Πώς γεννηθηκε ο καπιταλισμός; ........................16
Τι είναι η εργασία; .............................................21
Τι είναι η αγορά; ..................................................27
Τι είναι η κρίση; ..................................................34
Τι να κάνουμε;.......................................................381η προσπάθεια ................................................382η προσπάθεια ................................................413η προσπάθεια ................................................464η προσπάθεια ................................................525η προσπάθεια ................................................556η προσπάθεια ................................................58
ΕπίλογοςΓια τη συγκρότηση μιας κομμουνιστικής επιθυμίας2004/2006/2010/2013 ........................................... 63
Τι είναι ο κομμουνισμός;
0 κομμουνισμός είναι η κοινωνία που εξαλείφει όλα τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι άνθρωποι στη σημερινή κοινωνία, στον καπιταλισμό. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις για το πώς θα έπρεπε να είναι αυτή η κομμουνιστική κοινωνία. Αν όμως ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία που εξαλείφει όλα τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι άνθρωποι στον καπιταλισμό. τότε ο καλύτερος κομμουνισμός είναι εκείνος που μπορεί να εξαλείψει τα περισσότερα από αυτά τα δεινά. Είναι όπως με τις αρρώστιες: αν ο καπιταλισμός ήταν αρρώστια -πράγμα που φυσικά δεν είναι-, τότε το καλύτερο φάρμακο θα ήταν εκείνος ο κομμουνισμός που γιατρεύει εντελώς τους ανθρώπους. και όχι μόνο λίγο ή αρκετά. Βέβαια, ο άνθρωπος κανονικά προτού αρρωστήσει είναι υγιής, και το φάρμακο απλώς τον ξανακάνει υγιή, δηλαδή τον επαναφέρει στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν προτού αρρωστήσει. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με την περίπτωση που συζητάμε εδώ. Διότι και πριν από τον καπιταλισμό υπέφεραν οι άνθρωποι, αλλά από διαφορετικά δεινά. ΓΥ αυτό και το παράδειγμα με το φάρμακο δεν μας βοηθάει και πολύ. Εκτός τούτου, μπορεί μεν ο κομμουνισμός να είναι καλό γιατρικό, αλλά δεν είναι και πανάκεια, παρά γιατρεύει μόνο
τα δεινά του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, αν ένας άνθρωπος έχει και βήχα και συνάχι, και παίρνει φάρμακο για τον βήχα. τότε του περνάει ο βήχας αλλά του μένει το συνάχι. Έτσι κι ο κομμουνισμός δεν γιατρεύει όλα τα δεινά, παρά μόνο εκείνα που προκαλεί ο καπιταλισμός.
Επομένως, για να καταλάβουμε τι είναι ο κομμουνισμός και να αποφασίσουμε ποιος κομμουνισμός είναι ο καλύτερος, πρέπει να καταλάβουμε πρώτα τι είναι ο καπιταλισμός και πώς προκαλεί δεινά στους ανθρώπους.
ΒΗΧΑΣ ΣΊΓΝΑΧΙ
10
Τι είναι ο καπιταλισμός;
0 καπιταλισμός υπάρχει πια σε όλο τον πλανήτη, και το άλλο του όνομα είναι κεφαλαιοκρατικό σύστημα επειδή είναι η εξουσία του κεφαλαίου. Αυτό δεν είναι το ίδιο με την εξουσία των κεφαλαιοκρατών ή με την εξουσία της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Γιατί μπορεί βέβαια στον καπιταλισμό να έχουμε κάποιους που αποφασίζουν πιο συχνά από τους άλλους, αλλά δεν έχουμε πια βασίλισσα που να βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνίας και να διατάζει όλον τον κόσμο. Αν όμως δεν εξουσιάζουν οι άνθρωποι τους άλλους ανθρώπους, τότε ποιος τους εξουσιάζει; Τα πράγματα. Φυσικά αυτό δεν το εννοούμε κυριολεκτικά, διότι προφανώς τα πράγματα δεν μπορούν να κάνουν απο- λύτως τίποτα, πόσο μάλλον να εξουσιάσουν έναν άνθρωπο, αφού, είπαμε, είναι σκέτα πράγματα και τίποτα παραπάνω. Κι ακόμα, δεν εξουσιάζουν τους ανθρώπους όλα τα πράγματα παρά μόνο ορισμένα, ή μάλλον μια ορισμένη μορφή πραγμάτων. Αυτά τα πράγματα δεν πέσαν απ’ τον ουρανό ούτε κατέβηκαν στη γη με διαστημόπλοια για να επιτεθούν στους ανθρώπους με ακτίνες λέιζερ. Αντιθέτως, είναι πράγματα που τα κατασκεύασαν οι ίδιοι οι άνθρωποι για να τους διευκολύνουν τη ζωή. για να τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, δηλαδή για να τους υπηρε
11
τούν. Με τον καιρό όμως οι άνθρωποι ξέχασαν ότι μόνοι τους τα κατασκεύασαν αυτά τα πράγματα και άρχισαν εκείνοι να τα υπηρετούν. Μπορούμε να το φανταστούμε κάπως έτσι: ένας άνθρωπος κάθεται στο γραφείο του και γράφει σε ένα φύλλο χαρτί «Πιες ένα ποτήρι νερό!». Μετά από κάνα-δυο ώρες ο άνθρωπος ξανακάθεται στο γραφείο του και βρίσκει αυτό το χαρτί. Διαβάζει την πρόταση αλλά δεν θυμάται πια ότι την έγραψε ο ίδιος και νομίζει ότι πρέπει να κάνει αυτό που λέει το χαρτί. Στην αρχη μπορεί και να ’ναι λίγο δύσπιστος και να πάει σε καμιά φίλη του να τη ρωτήσει: «Μα τώρα πρέπει να πιω στ’ αλήθεια ένα ποτήρι νερό; Αφού δεν διψάω καθόλου!». Η φίλη του τού απαντά: «Σάμπως εγώ ξέρω; Μια στιγμή, θα το κοιτάξω». Μετά πάει και διαβάζει κι αυτή το χαρτί, και γυρνάει και του λέει: «Ναι, αυτό γράφει. Πρέπει να πιεις ένα ποτήρι νερό». Αν τώρα ο άνθρωπός μας περνάει κάθε τόσο δίπλα απ’ αυτό το χαρτί, πολύ γρήγορα η κοιλιά του θα φουσκώσει απ’ το πολύ νερό και θ’ αρχίσει να τον πονάει. Ε τότε λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο τον έχουν εξουσιάσει τα πράγματα και τον κάνουν να υποφέρει.
Βέβαια αυτό ακούγεται κάπως περίεργο, γιατί από πού κι ώς πού ο άνθρωπός μας να ξεχάσει ότι αυτός έγραψε την πρόταση; Και πώς γίνεται να μην αναγνωρίζει τα ίδια του τα γράμματα; Στην πραγματικότητα όλα είναι λίγο πιο περίπλοκα απ’ ό,τι στο παράδειγμά μας, διότι οι άνθρωποι δεν ζουν ούτε δουλεύουν ο καθένας μόνος του αλλά σε κοινωνίες. Δηλαδή στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν πάει να γράψει μόνος του την πρόταση στο χαρτί αλλά μαζί με πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό την εξουσία των πραγμάτων μάλλον την εξηγεί καλύτερα ένα άλλο παράδειγμα (πάντως και σ’ αυτό το
12
παράδειγμα εμφανίζεται ένα ποτήρι), το παράδειγμα των μαγικών ποτηριών. Στα μαγικά ποτήρια έχουμε μια ομάδα ανθρώπων που κάθεται γύρω γύρω σ’ έναν κύκλο από γράμματα, και στη μέση του κύκλου υπάρχει ένα ποτήρι. Όλοι ακουμπούν το χέρι τους ή ένα δάχτυλο επάνω στο ποτήρι, κι επειδή όλοι τους τρέμουν λιγάκι, το ποτήρι αρχίζει να κινείται αργά από το ένα γράμμα στο άλλο. λες και το κουνάει κάποιο αόρατο χέρι. Οι άνθρωποι, που δεν τους περνάει καν από τον νου ότι μόνοι τους το κούνησαν το ποτήρι -επειδή ο καθένας από μόνος του δεν μπορεί να κουνήσει ένα ποτήρι μοναχά με το τρεμούλιασμα του χεριού του-, νομίζουν ότι έχουν να κάνουν με κάποιο φάντασμα που τους γράφει και τους στέλνει μηνύματα απ’ το υπερπέραν.
Αυτό το παράδειγμα είναι πολύ καλό για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η ζωή των ανθρώπων στον καπιταλισμό. Διότι, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι κουνάνε το ποτήρι, αλλά δεν θα μπορούσαν να το κάνουν ο καθένας μόνος του παρά μόνο όλοι μαζί. Το ποτήρι κουνιέται μόνο όταν οι άνθρωποι παίζουν ομαδικά, μόνο όταν σχετίζονται κάπως μεταξύ τους. Κι αυτό το ομαδικό παιχνίδι είναι έτσι φτιαγμένο ώστε οι άνθρωποι να μη συνειδητοποιούν καν ότι παίζουν. Δηλαδή παίζεται, σαν να λέμε. μυστικά ή πίσω από την πλάτη των ανθρώπων. Διότι βέβαια αν οι άνθρωποι μαζεύονταν και σκέφτονταν από κοινού τι θέλουν να γράψουν, τότε κατά πάσα πιθανότητα όχι μόνο θα γραφόταν εντελώς διαφορετικό μήνυμα αλλά δεν θα υπήρχε κι η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος το έγραψε. Ενώ τώρα το κείμενο γράφεται σαν από κάποιο αόρατο χέρι. κι επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν να το εξηγήσουν, το αποδίδουν σε μια ανώ
13
τερη δύναμη, σε κάποιο φάντασμα ή σε κανένα ξωτικό.
Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι τα πράγματα δεν αποκτούν μια ιδιαίτερη εξουσία επάνω στους ανθρώπους σε όλα τα ομαδικά παιχνίδια, σε όλες τις σχέσεις ή σε όλες τις εργασίες, παρά μόνο σε μια συγκεκριμένη μορφή ομαδικών παιχνιδιών ή σχέσεων, π.χ. στα μαγικά ποτήρια, αλλά όχι όταν γράφουμε όλες μαζί ένα κείμενο. Παρομοίως, δεν χαρακτηρίζονται όλες οι κοινωνίες από την εξουσία των πραγμάτων παρά μόνο η καπιταλιστική κοινωνία. Μονάχα η μορφή που παίρνουν οι σχέσεις ή η εργασία στον καπιταλισμό δίνει στα πράγματα τέτοια μορφή ώστε αυτά να μπορούν να εξουσιάσουν τους ανθρώπους. Αρα πρέπει να αναρωτηθούμε τι το ιδιαίτερο έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις στον καπιταλισμό και σε τι διαφέρουν από τις ανθρώπινες σχέσεις στις άλλες κοινωνίες.
Προκειμένου να το καταλάβουμε αυτό, αλλά και για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο καπιταλισμός δεν υπήρχε από πάντα -που κι από μόνο του είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα-, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε πώς αναπτύχθηκε αρχικά ο καπιταλισμός.
14
15
Πώς γεννήθηκε ο καπιταλισμός;
0 καπιταλισμός υπάρχει ήδη εδώ και διακόσια με πεντακόσια χρόνια, και αρχικά αναπτύχθηκε στην Αγγλία. Εκεί είχαν τότε φεουδαρχία, υπήρχαν δηλαδή βασίλισσες, πριγκίπισσες και διάφορες κυρίες των τιμών. Αλλά οι περισσότεροι ήταν αγρότες και κάθε κοινότητα ή κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα δικά της χωράφια. Όμως, επειδή οι άνθρωποι τότε ούτε μηχανήματα είχαν ούτε έκαναν πολλές εφευρέσεις, παρέμεναν φτωχοί μολονότι σκοτώνονταν στη δουλειά. Εκτός τούτου, η Εκκλησία, που τότε ακόμα ήταν πανίσχυρη, τους έπαιρνε το ένα πέμπτο απ’ το ψωμί που ζύμωναν, για να μη μιλήσουμε για τις πριγκί- πισσες που τους έπαιρναν ακόμα περισσότερα. Καμιά φορά μάλιστα οι άνθρωποι έπρεπε να πάνε να δουλέψουν για ώρες ή ακόμα και για μέρες στην αυλή της πριγκίπισσας. Αλλά έτσι τουλάχιστον οι άνθρωποι ήξεραν πάντα πόσα ακριβώς καρβέλια ψωμί τούς έπαιρναν οι κυρίες τους, κι επιπλέον αυτές κατά τ’ άλλα τους άφηναν στην ησυχία τους, διότι, ως γνω- στόν, οι πριγκίπισσες δεν σκαμπάζουν και πολλά από δουλειά κι έτσι δεν μπορούσαν να κάνουν κουμάντο στις αγρότισσες και να τους λένε πώς να δουλεύουν.
Την ίδια εποχή η Αγγλία ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη και είχε πυκνές εμπορικές συναλλαγές με όλον
τον κόσμο. Κάθε μέρα έφευγαν από τα αγγλικά λιμάνια πολλά εμπορικά πλοία για την Αφρική, την Ευρώπη. ακόμα και για την Ασία και την Αμερική. Κι επειδή τότε εκτός από τις Αγγλίδες δεν υπήρχαν πολλές άλλες εμπόρισσες με αρκετά μεγάλα πλοία και αρκετά καλά όπλα, οι Αγγλίδες έκαναν χρυσές δουλειές. Πήγαιναν, παραδείγματος χάρη, στην Αμερική, έκλεβαν από τους ντόπιους τα χρυσαφικά τους και μετά τα πουλούσαν στην Ευρώπη. Κατόπιν πήγαιναν στην Αφρική, απήγαν τους ανθρώπους και τους πουλούσαν στην Αμερική. Έτσι οι Αγγλίδες εμπόρισσες έγιναν ζάπλουτες και σύντομα ήταν σε θέση να απολαμβάνουν τέτοιες πολυτέλειες που οι πριγκίπισσες ούτε στον ύπνο τους δεν τις είχαν δει.
Όταν όμως οι πριγκίπισσες είδαν πόσο πλούσιες είχαν γίνει οι εμπόρισσες και τι πανάκριβα χρυσαφικά και χρυσοποίκιλτα σπαθιά είχαν αποκτήσει, έσκασαν από τη ζήλια τους. Κι επιπλέον άρχισαν να φοβούνται ότι σιγά σιγά οι εμπόρισσες θα τους ζητούσαν να έχουν λόγο και στις πολιτικές αποφάσεις, τώρα που είχαν αποκτήσει τόση οικονομική δύναμη, και ότι θα έριχναν τις πριγκίπισσες από τον θρόνο τους, το οποίο αργότερα όντως έγινε.
Οι πριγκίπισσες λοιπόν άρχισαν να σκέφτονται πυρετωδώς με ποιον τρόπο θα γίνονταν κι αυτές εμπόρισσες. Αλλά το μόνο που είχαν στην κατοχή τους ήταν η γη όπου ζούσαν οι αγρότισσες, και με τα ζαρζαβατικά που αυτές καλλιεργούσαν δεν έβγαινε και πολύ χρήμα. Αντιθέτως όμως, το μαλλί από τα πρόβατα τύχαινε τότε να είναι περιζήτητο στην Ευρώπη. Γι’ αυτό οι πριγκίπισσες κάλεσαν τις υποτακτικές τους και τις διέταξαν, αντί να καλλιεργούν ζαρζαβατικά, να εκτρέφουν παντού πρόβατα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι με τα πρόβατα δεν μπορείς να
17
θρέψεις και πολλούς ανθρώπους, άσε δε που για τη φύλαξη των προβάτων χρειάζονται πολύ λιγότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι για την καλλιέργεια των ζαρζαβατικών. Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη, πάρα πολλές αγρότισσες βρέθηκαν να μην έχουν πια τι να κάνουν και πώς να ζήσουν. Αλλά αυτό καθόλου δεν ενδιέφερε τις πριγκίπισσες, γιατί είχαν ξελογιαστεί με τα πανάκριβα χρυσαφικά και τα χρυσοποίκιλτα σπαθιά που είχαν οι εμπόρισσες, και γι’ αυτό έστειλαν τις στρα- τιωτίνες τους να διώξουν άρον άρον τις αγρότισσες από τη γη όπου ζούσαν αυτές και δούλευαν πάππου προς πάππου. Οι στρατιωτίνες αντιμετώπισαν τις αγρότισσες πολύ βίαια και χωρίς κανένα έλεος, με λίγα λόγια τις στενοχώρησαν πάρα μα πάρα πολύ. Αλλά ακόμα πιο πολύ στενοχωρήθηκαν οι αγρότισσες όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να ξανα- γυρίσουν στη γη τους και ότι όλα όσα είχαν μάθει να κάνουν, τώρα τους ήταν παντελώς άχρηστα. Προπαντός όμως δεν είχαν ιδέα πού θα βρίσκαν να φάνε. Κι επειδή δεν ήξεραν πού αλλού να πάνε, τράβηξαν για τις μεγάλες πόλεις, όπου στο μεταξύ κατοικούσαν ήδη πολλές άλλες πρώην αγρότισσες, που επίσης είχαν εκ- διωχθεί από τη γη τους. Αφού δεν είχαν πια χωράφια, δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τίποτα, αλλά ούτε και να πουλήσουν τίποτα μπορούσαν, αφού απλούστατα δεν διέθεταν τίποτα. Και βέβαια ούτε να κλέψουν επιτρεπόταν, γιατί τις έπιαναν οι αστυνομικίνες και τις έκλειναν φυλακή. Το μόνο που τους είχε απο- μείνει ήταν ο εαυτός τους. Έτσι λοιπόν, όσες δεν είχαν καμιά όρεξη να πάνε φυλακή, πήγαιναν στα εργοστάσια -που χτίζονταν εκείνον τον καιρό- και πούλαγαν, τι άλλο; τον εαυτό τους.
Από τότε, στον καπιταλισμό, όποιος δεν έχει την τύχη να διαθέτει κανένα εργοστασιάκι, είναι υποχρε-
18
ωμένος να πουλά τον εαυτό του. Γιατί αλλιώς δεν μπορεί να βρει χρήματα και άρα δεν μπορεί να αγοράσει φαγητό για να φάει. Όλοι όμως θέλουν πότε πότε να τρώνε κάτι και γ ι’ αυτό πρέπει να πηγαίνουν να δουλεύουν, είτε τους αρέσει είτε όχι. Και πρέπει να κατασκευάζουν διάφορα πράγματα, όπως, για παράδειγμα, πιστόλια, είτε αυτό τους φαίνεται σωστό είτε όχι. Έτσι τα πράγματα εξουσιάζουν τους ανθρώπους, χωρίς όμως να χρειάζεται τώρα πια να επέμβει ο στρατός ή η αστυνομία για να γίνει αυτό.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η εργασία έχει τεράστια σημασία στον καπιταλισμό. Όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτήν. Όποιος δεν έχει εργασία, δεν μπορεί να βρει φαγητό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι άλλοι τον θεωρούν και παράσιτο επειδή νομίζουν ότι τους τρώει αυτά που παράγουν εκείνοι. Άρα, προκειμένου να καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός, πρέπει να δούμε λίγο πιο προσεκτικά τι πράγμα είναι αυτή η εργασία.
20
Τι είναι η εργασία;
Κάθε πρωί, προτού καν αρχίσει το σχολείο, οι άνθρωποι πηγαίνουν στο εργοστάσιο ή στο γραφείο. Κάποιοι άλλοι πάνε το μεσημέρι ή ακόμα και τη νύχτα, μάλιστα τώρα πια κάποιοι αποφασίζουν μόνοι τους πότε θα πάνε για δουλειά. Άλλοι πάλι δουλεύουν στο σπίτι, μαζεύουν το τραπέζι μετά το φαγητό και σιδερώνουν τα ρούχα. Ωστόσο όλα ετούτα δεν έχουν και πολλή σημασία, το βασικό είναι ότι όλοι πρέπει να δουλέψουν. Συνήθως, μόλις οι άνθρωποι περάσουν την πύλη του εργοστασίου ή του γραφείου, συναντούν τη θυρωρίνα, που τους ρωτά: «Μήπως θες να δουλέψεις στο εργοστάσιό μας ή στο γραφείο μας;». Ε τι να απαντήσουν τότε οι άνθρωποι; Εδώ που τα λέμε, μπορεί να μην έχουν καμιά όρεξη να δουλέψουν αλλά να προτιμούν να κοιμηθούν λίγο παραπάνω και μετά να πάνε για φαγητό με τις φιλενάδες τους. Αλλά βέβαια αυτό δεν το λένε στη θυρωρίνα, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι φαγητό μπορούν να φάνε μόνο εάν και εφόσον δουλέψουν. Οπότε της απαντάνε «Ναι. θέλω». «Ωραιότατα», τους λέει η θυρωρίνα με την ευγενική της φωνή και συνεχίζει: «Το εργοστάσιο θα σου δίνει αρκετά χρήματα ώστε να έχεις να τρως, να πίνεις, να πληρώνεις το νοίκι και να πηγαίνεις σινεμά δυο φορές τη βδομάδα. Ως
21
αντάλλαγμα όμως, όσο είσαι εδώ, θα πρέπει να κάνεις ό,τι σου λέει το εργοστάσιο». «Μ’ αρέσει να πηγαίνω δυο φορές τη βδομάδα σινεμά», σκέφτονται οι άνθρωποι, «αλλά να κάνω ό,τι μου λέει το εργοστάσιο όση ώρα είμαι εδώ;... Μιλάμε για οκτώ ώρες τη μέρα, που είναι το ένα τρίτο της μέρας, και, αν θέλω να κοιμάμαι άλλες οκτώ ώρες, τότε μιλάμε για τον μισό χρόνο απ’ όσον περνάω ξύπνια. Σαν πολύ μου φαίνεται για δυο φορές τη βδομάδα σινεμά». Μα τι να λένε τώρα, που έχουν δώσει ήδη τη συγκατάθεσή τους κι εκτός αυτού βρίσκονται κιόλας μες στο εργοστάσιο ή στο γραφείο; Καλά καλά δεν προλαβαίνει να κλείσει πίσω τους η πύλη, και το εργοστάσιο αρχίζει να τους μιλά: «Προχώρα σ’ αυτόν τον διάδρομο», λέει το εργοστάσιο με τη βροντερή του φωνή, «κατόπιν άνοιξε την πόρτα στα δεξιά σου και μπες μέσα. Εκεί βλέπεις μια καρέκλα. Κάτσε γρήγορα στην καρέκλα». Ύστερα το εργοστάσιο σκέφτεται για λίγο και λέει: «Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Σήμερα πρέπει να κατασκευαστούν χίλια διακόσια είκοσι τρία ατμοσίδερα. Γι’ αυτό πρέπει να καρφώσεις εκατό τέτοιες πρόκες την ώρα». «Τιιι; Να καρφώνω αυτή τη χαζοπρόκα;» ρωτάει ο άνθρωπος αγανακτισμένος, «μα γιατί, σε τι χρησιμεύει αυτό; Τι σχέση έχει αυτό με τα ατμοσίδερα; Κι επιτέλους ποιος μπορεί να θέλει χίλια διακόσια είκοσι τρία ατμοσίδερα; Τι θα τα κάνει τόσο πολλά ατμοσίδερα;». Όμως το εργοστάσιο δεν μιλάει άλλο, έχει πιο σοβαρά πράγματα να κάνει απ’ το να κάθεται ν’ απαντά στις ερωτήσεις των εργατριών. Άσε που μάλλον δεν ξέρει ούτε το ίδιο τι να τους απαντήσει.
Φυσικά το εργοστάσιο δεν μιλά με κανονική φωνή, αφού δεν είναι παρά ένα εργοστάσιο, από τούβλα.
22
μηχανές και πλαστικό, και άρα δεν έχει στόμα. Κι όμως. το εργοστάσιο μιλάει με μια πολύ ιδιαίτερη φωνή. Για να το καταλάβουμε αυτό, ας πάρουμε το παράδειγμα της καρέκλας: ένας άνθρωπος που δεν έχει ξαναδεί καρέκλα στη ζωή του και δεν ξέρει τι είναι αυτό, δεν ξέρει και τι να την κάνει, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να τη χρησιμοποιήσει σαν καυσόξυλα. Αλλά άπαξ και μάθει τι είναι η καρέκλα, επειδή, ας πούμε, του το εξήγησε κάποιος, τότε αμέσως καταλαβαίνει και τη γλώσσα της καρέκλας. Η καρέκλα λέει πράγματα όπως: «Γιά κάτσε εδώ. Όχι. μην ξαπλώνεις, θα πέσεις κάτω. Σταμάτα να κάνεις κούνια, θα μου σπάσεις το πίσω πόδι». Αν πάλι η καρέκλα είναι άβολη, λέει κακίες του στιλ: «Χι χι. σε πονάω. Σου πονάω τη μέση και τον πισινό». Συνήθως στο εργοστάσιο και στο σχολείο οι καρέκλες είναι κακές. Γίνονται επίτηδες σκληρές, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να κάθονται μόνο σε μια ορισμένη στάση, γιατί οι καρέκλες δεν θέλουν οι άνθρωποι να χαλαρώνουν και να τους παίρνει ο ύπνος καθιστούς.
Οι άνθρωποι λοιπόν χτίσαν πολλά και πολύ μεγάλα εργοστάσια, και τώρα είναι υποχρεωμένοι να κάθονται να τα ακούν όλη την ώρα. Τα εργοστάσια και τα γραφεία άλλη δουλειά δεν κάνουν απ’ το να μιλάνε για τρία πράγματα. Λένε στους ανθρώπους, πρώτον, πώς· δεύτερον, τι· και. τρίτον, πόσο πρέπει να παράγουν. Για παράδειγμα, το εργοστάσιο λέει στις εργάτριες να κάθονται κάθε απόγευμα σε ομάδες γύρω από ένα τραπέζι και να συζητάνε ή να μεταφέρουν ορισμένα πράγματα. Σε άλλες εργάτριες πάλι τους λέει ότι πρέπει να κάθονται όλη μέρα μόνες τους στο σπίτι και να σιδερώνουν. Ή. για παράδειγμα, σε μια άλλη λέει να καρφώνει κάτι πρόκες. Και σε μια άλλη
23
εργάτρια της λέει να αναβοσβήνει τον υπολογιστή και να γράφει κείμενα πάνω σ’ ένα θέμα, που βέβαια της το ορίζει το εργοστάσιο. Και μια τρίτη εργάτρια πρέπει να κατασκευάζει πιστόλια. Κι επιπλέον το εργοστάσιο σου ορίζει και την ποσότητα. Φέρ’ ειπείν πρέπει να καρφώνεις εκατό πρόκες την ώρα ή να σιδερώσεις τα ρούχα μιας ολόκληρης οικογένειας ή να γράφεις στον υπολογιστή πέντε σελίδες τη μέρα. Κι από πάνω, το εργοστάσιο σου λέει και πόσα θα κερδίζεις για την κάθε δουλειά. Π.χ. παίρνεις ένα εισιτήριο για το σινεμά αν καρφώσεις τα καρφιά, κανένα εισιτήριο για το σιδέρωμα και εκατό εισιτήρια αν κάνεις την αφεντικίνα.
Μια εργάτρια, λοιπόν, δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη να κάθεται όλη μέρα να καρφώνει πρόκες, και προτιμά να γράφει κείμενα, όμως όχι πέντε σελίδες τη μέρα παρά μόνο τέσσερις. Και μια άλλη εργάτρια δεν θέλει όλη την ώρα μόνο να σιδερώνει, παρά προτιμά να κάθεται πότε πότε με άλλες εργάτριες γύρω από ένα τραπέζι ή, ακόμα καλύτερα, να κάνει λίγο απ’ όλα: καμιά φορά να κάθεται σπίτι και να σιδερώνει, άλλοτε να κάθεται γύρω από ένα τραπέζι και τα βραδάκια να γράφει κείμενα. Άσε δε που μια άλλη εργάτρια τα πιστόλια ούτε ζωγραφιστά δεν θέλει να τα δει.
Όποτε πάνε όμως οι εργάτριές μας στο εργοστάσιο και του κάνουν τις παραπάνω προτάσεις, το εργοστάσιο ξαφνικά βουβαίνεται και κάνει σαν να μην καταλαβαίνει τι του λένε. Δεν είναι άλλωστε παρά ένα εργοστάσιο, από τούβλα, μηχανές και πλαστικό, από πού κι ώς πού να μπορεί να τις ακούσει και να τις καταλάβει; Οι άνθρωποι τότε βαριαναστενάζουν και γυρνούν στις θέσεις εργασίας τους, έχοντας καταλάβει ότι μπορεί μεν το εργοστάσιο να το ’φτιαξαν άνθρωποι, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρεται καθόλου για
24
25
τους ανθρώπους. Δεν ενδιαφέρεται για το αν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, αν γνωρίζουν τι παράγουν και γιατί το παράγουν. Το εργοστάσιο ενδιαφέρεται μονάχα να αυξάνει η παραγωγή και να πληθαίνουν οι πωλήσεις. Γι’ αυτό και θέλει οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι μόνο εάν έτσι αυξάνονται οι πωλήσεις. Βέβαια τότε οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να είναι ευτυχισμένοι, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν είναι. Υποχρέωση η οποία, φυσικά, δεν σε κάνει και πολύ ευτυχισμένο. Όμως έτσι πουλιούνται περισσότερα προϊόντα κι αυτό, όπως είπαμε, είναι το μόνο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρεται το εργοστάσιο. Διότι, αν το εργοστάσιο πουλάει πολλά προϊόντα, τότε είναι σε θέση να αγοράσει ακόμα περισσότερες εργάτριες κι ακόμα περισσότερες μηχανές. Κι αυτές μπορούν τότε να παράγουν ακόμα περισσότερα ατμοσίδερα ή κείμενα ή πιστόλια. Κι έτσι το εργοστάσιο έχει ακόμα περισσότερα να πουλήσει.
Τώρα, αν το εργοστάσιο δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι οφείλουν να εν- διαφέρονται για ό,τι ενδιαφέρει το εργοστάσιο, και αν το εργοστάσιο ενδιαφέρεται μόνο για αγορές και πωλήσεις, ε τότε μάλλον οι αγορές και οι πωλήσεις θα είναι ζητήματα εξαιρετικής σημασίας.
Επομένως, για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί το εργοστάσιο, πρέπει να δούμε τι ακριβώς κάνει το εργοστάσιο όταν πουλά για να αγοράσει, με σκοπό να ξαναπουλήσει και πάει λέγοντας. Για να πουλήσει, ώστε μετά να αγοράσει, πρέπει το εργοστάσιο να πάει στην αγορά. Αλλά βέβαια όχι σε καμιά μικρή λαϊκή αγορά της γειτονιάς. Για τα εργοστάσια υπάρχουν ειδικές, τεράστιες αγορές. Ας πάμε λοιπόν να δούμε τι συμβαίνει εκεί πέρα.
26
Τι είναι η αγορά;
Για να μπορεί το εργοστάσιο να πουλήσει οτιδήποτε στην αγορά, πρέπει πρώτα να το παραγάγει. Για να μπορεί όμως να παράγει, χρειάζεται διάφορα υλικά. Είναι όπως όταν φτιάχνεις κέικ: για να φτιάξεις ένα κέικ χρειάζεσαι πρώτον, αυγά κι αλεύρι· δεύτερον, έναν φούρνο· και. τρίτον, μια ζαχαροπλάστισσα. Το εργοστάσιό μας βέβαια δεν θέλει να φτιάξει κέικ αλλά ατμοσίδερα. Γι’ αυτό αγοράζει πρώτα απ’ όλα μια μεγάλη ποσότητα από φύλλα μετάλλου κι ένα τεράστιο σακί με πρόκες. Αλλά για να φτιάξει ατμοσίδερα από τα μεταλλικά φύλλα και τις πρόκες, χρειάζεται και μηχανές που τους βάζεις τα υλικά και σου βγάζουν ατμοσίδερα. Γι’ αυτό αγοράζει τρεις τεράστιες μηχανές. Τώρα στο εργοστάσιο έχουμε αυτές τις τρεις τεράστιες μηχανές παραγωγής ατμοσίδερων, ένα πελώριο σακί πρόκες κι ένα βουνό μεταλλικά φύλλα. Ατμοσίδερα όμως δεν βλέπουμε να φτιάχνονται... Τότε το εργοστάσιο έχει μια φαεινή ιδέα: «Μα χρειαζόμαστε και κάναν άνθρωπο!». καμιά εργάτρια δηλαδή. Αυτές τις βρίσκεις σε μια ειδική αγορά, την αγορά εργασίας. Οι άνθρωποι που μπορείς να αγοράσεις εκεί έχουν κατασκευαστεί σε ειδικά εργοστάσια, στα εργοστάσια του σχολείου, του πανεπιστημίου και της οικογένειας. Γι’ αυτό και το εργοστάσιό
27
μας μπορεί να πάει στην αγορά εργασίας και. να δώσει την παραγγελία του: «Καλημέρα! Θα ήθελα δώδεκα ανθρώπους που να καρφώνουν τις πρόκες, έξι ανθρώπους που να λυγίζουν τα μεταλλικά φύλλα κι έναν που να κοιτάει αν λειτουργούν τα ατμοσίδερα στην εντέλεια». Εκτός από αυτούς χρειάζεται και δύο σκεπτόμενους ανθρώπους, για να σκεφτούν μια συνταγή ώστε από τις μηχανές, τα μεταλλικά φύλλα, τις πρόκες και τους ανθρώπους να βγάζει κανείς ατμοσίδερα. Τέλος, χρειάζεται κι έναν άνθρωπο-αφεντι- κίνα, που να κοιτάει αν οι υπόλοιποι κάνουν ό,τι λέει το εργοστάσιο. Το εργοστάσιο ρωτά λοιπόν αυτούς τους ανθρώπους: «Μήπως θέλετε να δουλέψετε σε μένα;». Κι αυτοί του απαντούν: «Ναι, θέλουμε». Ας μη λέμε όμως πάλι τα ίδια.
Στη συνέχεια, το εργοστάσιο γυρνά σπίτι του και κλειδώνει εκεί μέσα, για οκτώ ώρες τη μέρα. τους φρεσκοαγορασμένους ανθρώπους μαζί με τα μεταλλικά φύλλα, τις μηχανές και τις πρόκες. Και πράγματι, μετά από λίγο αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα ατμοσίδερα, αχνιστά και λαχταριστά. Με τα ατμοσίδερα λοιπόν το εργοστάσιό μας μπορεί να ξαναπάει στην αγορά, αυτή τη φορά για να τα πουλήσει. Τώρα όμως δεν πάει στην αγορά εργασίας, αλλά στην αγορά ατμοσίδερων ή τέλος πάντων στην αγορά ατμοσίδερων και λοιπών πραγμάτων. 'Οταν το εργοστάσιο πουλάει τα ατμοσίδερά του, πληρώνεται γ ι’ αυτά σε χρήμα. Και μ’ αυτό το χρήμα μπορεί να ξα- ναγοράσει καινούριες μηχανές, κι άλλα μεταλλικά φύλλα, κι άλλες πρόκες, κι άλλους ανθρώπους, και μ’ όλα αυτά ξαναφτιάχνει καινούρια, δηλαδή ακόμα περισσότερα ατμοσίδερα, τα οποία φυσικά μετά πηγαίνει ξανά και τα πουλάει.
28
Εκεί λοιπόν που το εργοστάσιο βρίσκεται στην αγορά ατμοσίδερων και λοιπών πραγμάτων και ονειρεύεται ό,τι ονειρεύονται γενικώς τα εργοστάσια - δηλαδή καινούριες μηχανές, κι άλλα μεταλλικά φύλλα, κι άλλες πρόκες, κι άλλους ανθρώπους-, βλέπει ξαφνικά κάτι που του κινεί αμέσως την περιέργεια. Ακριβώς απέναντι του, και μάλιστα όχι πολύ μακριά, είναι ένα άλλο εργοστάσιο που πουλάει κι αυτό ατμοσίδερα! «Χμ, η υπόθεσις απαιτεί την προσοχή μας!» σκέφτεται το εργοστάσιο και αρχίζει να παρατηρεί με τα κιάλια του τι γίνεται εκεί απέναντι. Κι έτσι όπως κοιτάζει, το μάτι του πέφτει πάνω στο ταμπελάκι με την τιμή που κρέμεται στα ατμοσίδερα του άλλου εργοστασίου. Και τότε τι να δει; Το άλλο εργοστάσιο πουλάει τα ατμοσίδερά του φθηνότερα! Όχι πολύ φθηνότερα, αλλά αρκετά ώστε οι άνθρωποι να αγοράζουν πιο πολλά ατμοσίδερα από το άλλο εργοστάσιο. «Αμάν αμάν αμάν!» σκέφτεται με κακε- ντρέχεια το εργοστάσιό μας, γιατί, ως γνωστόν, τα εργοστάσια είναι πολύ ζηλιάρικα. Αμέσως το κυριεύει τρομερός φθόνος για το άλλο εργοστάσιο και δεν μπορεί να χωνέψει με τίποτα το γεγονός ότι εκείνο πουλάει φθηνότερα και άρα περισσότερα ατμοσίδερα. Εδώ που τα λέμε, τα εργοστάσια έτσι κι αλλιώς δεν χωνεύουν κανέναν, ούτε τις εργάτριες ούτε τ ’ άλλα εργοστάσια. Το μόνο που αγαπούν είναι οι αγορές και οι πωλήσεις, και δώσ’ του αγορές και δώσ’ του πωλήσεις και πάει λέγοντας. Και το μόνο που ονειρεύονται είναι μηχανές, μεταλλικά φύλλα, πρόκες και ανθρώπους που φτιάχνουν ατμοσίδερα. Βέβαια, θεωρητικά το εργοστάσιό μας θα μπορούσε να πάει στο άλλο εργοστάσιο και να του πει: «Σε παρακαλώ, πες μου πώς φτιάχνεις τόσο φθηνά ατμοσίδερα. Θέλω να κάνω κι εγώ το ίδιο». Ή θα μπορούσε να του πει:
«Καλέ κοίτα σύμπτωση! Φτιάχνεις κι εσύ ατμοσίδερα! Έλα να τα φτιάχνουμε παρέα, σίγουρα θα είναι καλύτερα έτσι!». Αλλά τα εργοστάσια δεν έχουν ποτέ τέτοιες ιδέες, κι αν καμιά φορά τους έρθει μια τέτοια ιδέα, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο για να εκνευρίσουν ένα τρίτο εργοστάσιο.
Για να μην τα πολυλογούμε, το εργοστάσιό μας γίνεται έξω φρενών. Σηκώνεται λοιπόν και γυρίζει σπίτι και φωνάζει ένας από τους δύο σκεπτόμενους για να τον ρωτήσει τι πρέπει να κάνει. «Να παράγεις περισσότερα ατμοσίδερα, και μάλιστα φθηνότερα και γρηγορότερα. Να κάνεις λιγότερα έξοδα όταν παράγεις, για να μπορείς να πουλάς κι εσύ φθηνότερα. Για παράδειγμα», λέει ο ένας σκεπτόμενος, «δεν χρειάζεται να έχεις δύο σκεπτόμενους, μόνο έναν χρειάζεσαι!». «Τέλεια ιδέα», λέει το εργοστάσιο και αμέσως απολύει τον σκεπτόμενο που του έδωσε αυτή τη λαμπρή ιδέα. Την επόμενη μέρα το εργοστάσιο πηγαίνει στους ανθρώπους που φτιάχνουν ατμοσίδερα και τους λέει: «Από σήμερα θα σας δίνω τόσα χρήματα ώστε να μπορείτε να πηγαίνετε σινεμά μόνο μία φορά τη βδομάδα. Α! Εκτός αυτού, από δω και στο εξής θα πρέπει να δουλεύετε κάθε μέρα μία ώρα παραπάνω». Όπως είναι φυσικό, τούτο δω δεν αρέσει και πολύ στους ανθρώπους, αλλά έχουν μάθει πια ότι το εργοστάσιο κουφαίνεται όταν θέλουν αυτοί να του μιλήσουν, και γ ι’ αυτό επιστρέφουν στις θέσεις εργασίας τους.
Αφού περάσει κάμποσος καιρός, το εργοστάσιο ξαναπηγαίνει στην αγορά και δείχνει περήφανο τα φθηνά του ατμοσίδερα. «Γιά ρίξτε μια ματιά, αγαπητοί μου», λέει, «τα δικά μου ατμοσίδερα είναι πολύ φθηνότερα από εκείνα εκεί πέρα», και με το σιδερένιο του δάχτυλο δείχνει με περιφρόνηση το άλλο
εργοστάσιο. Και πράγματι, οι δουλειές ανοίγουν κι όλοι οι άνθρωποι έρχονται τώρα στο εργοστάσιό μας για να αγοράσουν ατμοσίδερα, με αποτέλεσμα το άλλο εργοστάσιο να πουλά όλο και λιγότερο. Όπως μπορούμε να φανταστούμε, το εργοστάσιό μας χαίρεται τρομερά. Μάλιστα εκεί που πουλάει ατμοσίδερα. κλείνει πότε πότε τα μεγάλα βλεφαροπαράθυρά του κι ονειρεύεται τις καινούριες μηχανές, τα επιπλέον μεταλλικά φύλλα, τις επιπλέον πρόκες και τους επιπλέον ανθρώπους που θα αγοράσει με τα λεφτά που βγάζει. Μα... τι είν’ πάλι ετούτο; Το άλλο εργοστάσιο κάθεται ζαρωμένο πάνω στα ατμοσίδερα που δεν μπορεί πια να πουλήσει και, αν κοιτάξουμε προσεκτικά, θα δούμε ένα χοντρό δάκρυ καπνού να τρέχει απ’ το φουγάρο του. Δυστυχώς αυτό το εργοστάσιο είχε ήδη συσσωρευμένα χρέη και γενικώς δεν τα πήγαινε και τόσο καλά. Και τώρα φυσικά, που το εργοστάσιό μας φτιάχνει φθηνότερα ατμοσίδερα, αυτό δεν μπορεί πια να πουλήσει τα δικά του. Κι αν δεν μπορεί να τα πουλήσει, δεν μπορεί ν’ αγοράσει καινούριες μηχανές ούτε άλλα μεταλλικά φύλλα ούτε άλλες πρόκες ούτε άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό είναι πάρα μα πάρα πολύ λυπημένο - κι ώσπου να πεις κύμινο, κηρύσσει πτώχευση! Αφού πτωχεύει όμως. απολύει όλες τις εργάτριες που του έφτιαχναν τα ατμοσίδερα, οι οποίες έτσι βρίσκονται άνεργες από τη μια μέρα στην άλλη. Και βέβαια μπορεί να μην τους άρεσε καθόλου η δουλειά που τις είχε βάλει το εργοστάσιο να κάνουν, αλλά τώρα δεν μπορείς να πεις ότι χαίρονται που τη χάσανε, διότι τώρα δεν έχουν καθόλου λεφτά και άρα δεν μπορούν να πάνε σινεμά ούτε μία φορά τη βδομάδα.
31
Ενώ λοιπόν στην αρχή οι εργάτριες και των δύο εργοστασίων μπορούσαν να πηγαίνουν σινεμά δυο φορές τη βδομάδα, τώρα οι μεν μπορούν να πηγαίνουν σινεμά μόνο μία φορά και οι δε καθόλου. Βέβαια, αν δεν μπορείς καθόλου να πας σινεμά, μάλλον ούτε ατμοσίδερα θα μπορείς να αγοράσεις, γεγονός που, όπως θα δούμε, είναι κι αυτό ένα πρόβλημα.
Για να καταλάβουμε όμως πώς γίνεται να έχουμε όλο και περισσότερα πράγματα, όπως ατμοσίδερα, τα οποία ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αγοράσει, πρέπει να μελετήσουμε αυτή την προβληματική κατάσταση που λέγεται «κρίση».
32
Τι είναι η κρίση;
Την άλλη μέρα το εργοστάσιό μας πηγαίνει στην αγορά έχοντας πάρει μαζί του τα διπλάσια ατμοσίδερα. «Το άλλο εργοστάσιο πτώχευσε. Τέλεια!» σκέφτεται. «Τώρα όλοι οι άνθρωποι που ώς τότε αγόραζαν τα ατμοσίδερά τους απ’ αυτό θα έρχονται σε μένα, και άρα θα έχω τις διπλάσιες πελάτισσες. Γι’ αυτό και χρειάζομαι διπλάσια ατμοσίδερα». Ωστόσο το εργοστάσιό μας, με το που φτάνει στην αγορά ατμοσίδερων και λοιπών πραγμάτων, διαπιστώνει έντρομο ότι οι άνθρωποι έχουν σχεδόν πάψει να αγοράζουν ατμοσίδερα, διότι αυτό που συνέβη στο εργοστάσιό μας και στο άλλο εργοστάσιο, συνέβη επίσης και σε πάρα πολλά από τα υπόλοιπα εργοστάσια. Γιατί, εννοείται, υπάρχουν πολλά και διάφορα εργοστάσια, που βέβαια δεν κατασκευάζουν όλα τους ατμοσίδερα αλλά διάφορα πράγματα, όπως π.χ. πιστόλια. Κι επειδή τώρα πια οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να πηγαίνουν σινεμά είτε μόνο μία φορά τη βδομάδα είτε καμία, δεν ενδιαφέρονται πια να αγοράσουν ατμοσίδερα, διότι προτιμούν να αγοράσουν τηλεοράσεις και ντιβιντί πλέιερ για να βλέπουν ταινίες στο σπίτι - που δεν είναι βέβαια το ίδιο με το σινεμά αλλά απ’ το ολότελα, ή τέλος πάντων αυτή τη γνώμη έχουν οι άνθρωποι. Αλλοι μάλιστα όχι μόνο
34
δεν μπορούν καθόλου πια να πάνε σινεμά, αλλά ούτε το φαγητό δεν τους φτάνει για να χορτάσουν. Οπότε αγοράζουν ντομάτες κι αυγά και τα πετάνε στο εργοστάσιο, διότι το κρίνουν απαραίτητο. Όμως τι να τις κάνει τις ντομάτες το εργοστάσιο; Δεν είναι εργοστάσιο ντοματοπολτού αλλά ατμοσίδερων. Και τα ατμοσίδερά του δεν μπορεί πια να τα πουλήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό. είχε πάρει και τη διπλάσια ποσότητα μαζί του στην αγορά, και τώρα του μένουν απούλητα τα διπλάσια ατμοσίδερα. Με τα πολλά, τα χρέη του εργοστασίου μας διπλασιάζονται κι αυτά. κι έρχεται τώρα η σειρά του να πτωχεύσει! Κι απολύει μεμιάς όλους τους ανθρώπους που είχε για να του φτιάχνουν ατμοσίδερα.
Τώρα πια δεν υπάρχει απολύτως τίποτα: ούτε εργοστάσια ούτε μηχανές ούτε μεταλλικά φύλλα ούτε πρόκες ούτε άνθρωποι που φτιάχνουν ατμοσίδερα. Το μόνο που υπάρχει είναι χιλιάδες ατμοσίδερα που δεν τα χρειάζεται πια κανείς. Και μολονότι δεν τους έχει βρει και καμιά συμφορά -σεισμός, λιμός, καταποντισμός ούτε κανένας πόλεμος-, οι άνθρωποι κάθονται άπραγοι, πεινάνε και βαριούνται τη ζωή τους. Μερικοί μάλιστα προσπαθούν να κάνουν τα ατμοσίδερα κομπόστα αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. «Μπράβο μας! Πολύ ωραία τα καταφέραμε!» λένε οι άνθρωποι. «Δεν έπρεπε να κάνουμε ό,τι θέλουν τα εργοστάσια». Και μια άλλη λέει: «Αμάν πια αυτά τα παλιοπράματα! Πρώτα καθόμαστε και τα παράγουμε για να μας υπηρετούν, και μετά αυτά παίρνουν τόσο θάρρος, που μας βάζουν εμάς να τα υπηρετούμε! Ασε που τώρα μας ξέμειναν κι όλα αυτά τα ατμοσίδερα!». Και μια τρίτη προσθέτει εξοργισμένη: «Αμάν πια αυτά τα παλιοπράγματα. αμάν πια αυτή η άθλια η
35
πραγμ... πραγμοποίηση! Το είχα καταλάβει εγώ από την πρώτη στιγμή!».
Τώρα οι άνθρωποι κάθονται περιτριγυρισμένοι από απούλητα ατμοσίδερα και σκέφτονται τον καπιταλισμό. Διότι τουλάχιστον ότι αυτός φταίει για όλα το κατάλαβαν επιτέλους. «Ρόιδο μας τα ’κανε αυτός ο καπιταλισμός!» σκέφτονται. «Πρώτα μας έκανε καλά καλά να δυστυχήσουμε, και μετά όλο χάλαγε κι από πάνω». Και μια άλλη λέει: «Κι εν πάση περι- πτώσει, αυτόν τον καπιταλισμό τον έχουμε ήδη πάρα πολύ καιρό -κάπου διακόσια με πεντακόσια χρόνισε και τέλος πάντων φτάνει πια! Ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε και τίποτα καινούριο. Καμιά αλλαγή πότε πότε δεν βλάπτει!». «Ναι, αλλά τι να δοκιμάσουμε;» ρωτά μια άλλη κι αμέσως όλες βουβαίνονται για κάμποση ώρα, καθώς σπάνε το κεφάλι τους να βρουν την απάντηση σε αυτό το καυτό ερώτημα.
Τότε ξαφνικά τους έρχεται μια ιδέα: «Κομμουνισμός! 0 κομμουνισμός είναι, βρε παιδιά, η κοινωνία που εξαλείφει όλα τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι άνθρωποι στον καπιταλισμό. Κομμουνισμό πρέπει να κάνουμε!». «Μα ναι, φυσικά!» φωνάζουν οι άλλες και χτυπάνε το μέτωπό τους με την παλάμη, τσαντισμένες που δεν το είχαν σκεφτεί νωρίτερα. «Μα πώς δεν το σκεφτήκαμε νωρίτερα;» αναρωτιούνται.
Τώρα οι άνθρωποι είναι σίγουροι για δύο πράγματα τουλάχιστον. Πρώτον, ξέρουν ότι ο καπιταλισμός δεν τους κάνει ευτυχισμένους· και δεύτερον, ότι ο κομμουνισμός τους κάνει ευτυχισμένους. Παίρνουν λοιπόν την απόφαση να εφαρμόσουν τον κομμουνισμό. Όμως αυτό δεν είναι και πολύ εύκολο. Διότι, καθώς δεν υπήρξε ποτέ κανονικός κομμουνισμός στην ιστορία της ανθρωπότητας, κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς
36
είναι τέλος πάντων αυτός ο κομμουνισμός. Οι άνθρωποι έχουν απλώς διάφορες ιδέες για το πώς θα έπρεπε να είναι η κομμουνιστική κοινωνία. Αν όμως ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία που εξαλείφει όλα τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι άνθρωποι στον καπιταλισμό, τότε ο καλύτερος κομμουνισμός είναι εκείνος που μπορεί να εξαλείψει τα περισσότερα απ’ αυτά τα δεινά. Για να βρούμε επομένως ποιος κομμουνισμός είναι ο καλύτερος, πρέπει να δούμε ποιος από τους διάφορους κομμουνισμούς εξαλείφει όλα τα δεινά του καπιταλισμού - κι όχι μόνο λίγα ή αρκετά. Μια δοκιμή θα μας πείσει. «Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να δοκιμάσουμε τις ιδέες μας με τη σειρά. Μόνο έτσι θα βρούμε άκρη», λένε οι άνθρωποι και πιάνουν αμέσως δουλειά.
37
Τι να κάνουμε;
1η προσπάθεια:«Κατ’ αρχάς», λένε οι άνθρωποι, «πρέπει να κάτσουμε και να δούμε τι ακριβώς πήγε στραβά. Γιατί, αν το καταλάβουμε, την επόμενη φορά θα τα πάμε καλύτερα. Δεν χρειάζεται δα να τ ’ αλλάξουμε όλα μονομιάς». Κι έτσι όπως κάθονται περιτριγυρισμένοι από τα απούλητα ατμοσίδερα, σκέφτονται ότι, τέλος πάντων, είναι κρίμα που, ενώ η κοινωνία είναι τόσο πλούσια, κανείς δεν μπορεί να απολαύσει αυτόν τον πλούτο. Υπάρχουν τόσα ατμοσίδερα και κανείς δεν μπορεί να τα αγοράσει, γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν καν αρκετά λεφτά για να πηγαίνουν δυο φορές τη βδομάδα σινεμά. «Αυτό είναι!» λένε. «Αν είχαμε περισσότερα λεφτά, θα μπορούσαμε να αγοράσουμε τα ατμοσίδερα! Κι αν αγοράζαμε τα ατμοσίδερα, θα έβγαζαν λεφτά και τα εργοστάσια, και θα μπορούσαν να φτιάξουν καινούρια ατμοσίδερα. Και τότε τα εργοστάσια θα χρειάζονταν καινούριες μηχανές, επιπλέον μεταλλικά φύλλα, επιπλέον πρόκες, επιπλέον ανθρώπους που φτιάχνουν ατμοσίδερα, κι έτσι εμείς δεν θα χάναμε τη δουλειά μας». Ωστόσο οι άνθρωποι τώρα είχαν μόνο λίγα χρήματα επειδή τους τα είχαν πάρει τα εργοστάσια. Πώς να βγάλουν λοιπόν περισσότερα χρήματα; «Αν τα εργοστάσια πήραν τα λεφτά
από τους ανθρώπους, ε τότε. παρακαλώ, να τους τα επιστρέφουν!» προτείνει μία. «Καλή ιδέα», λένε οι άλλες. «Μα πώς θα το καταφέρουμε αυτό;» «Εγώ λέω καλύτερα να βάλουμε στη μέση μια μεγάλη κατσαρόλα και να ρίχνουν όλες εκεί μέσα λίγα από τα λεφτά τους. Όποια έχει όμως πολλά λεφτά να ρίχνει στην κατσαρόλα περισσότερα από τις άλλες, κι όποια έχει λίγα να ρίχνει απλώς λιγότερα. Και μετά να ξαναμοιράσουμε τα χρήματα μεταξύ μας, αλλά αυτή τη φορά ανάποδα: όποια έχει λίγα θα πάρει πολλά από την κατσαρόλα, κι όποια έχει ήδη πολλά θα πάρει λίγα». «Μπορούμε να κάνουμε κάτι ακόμα πιο απλό», λέει μια άλλη, «να αγοράσουμε κατευθείαν με τα λεφτά της κατσαρόλας τα περισσευούμενα ατμοσίδερα. Αυτή είναι η πιο πρακτική λύση».
Το ’παν και το ’καναν. Βάζουν όλες λεφτά στην κατσαρόλα, μόνο που τώρα πια δεν τη λένε «κατσαρόλα» αλλά «κράτος», γιατί απλούστατα ακούγεται καλύτερα. Και τώρα μπορούν ξανά να πηγαίνουν δυο φορές τη βδομάδα σινεμά. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, μερικές συνεχίζουν να μπορούν μόνο μία ή και καμία φορά τη βδομάδα, αλλά αυτό δεν πειράζει και τόσο. διότι τα υπόλοιπα εισιτήρια για το σινεμά τα αγοράζει η κατσαρόλα, δηλαδή το κράτος. Το ίδιο γίνεται και με τα ατμοσίδερα. Υπάρχουν ακόμα κάποιες που δεν έχουν κανένα ατμοσίδερο, αλλά αντ’ αυτών έχει αγοράσει τα ατμοσίδερα η κατσαρόλα. Κι επειδή η κατσαρόλα, δηλαδή το κράτος, αγοράζει ό.τι δεν μπορούν να αγοράσουν οι άνθρωποι, τα εργοστάσια βγάζουν αρκετά λεφτά ώστε να δίνουν δουλειά σε πάρα πολλούς ανθρώπους που τυπώνουν εισιτήρια του σινεμά και σε πάρα πολλούς ανθρώπους που φτιάχνουν ατμοσίδερα. Τώρα λοιπόν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, αφού μπορούν πάλι να πηγαίνουν για δουλειά
σ το ερ γοσ τά σ ιο κά θε μέρα . « Γ ιά μισό λ επ τό» , λέει μ ια, «αν θυ μάμα ι καλά. η δουλειά στο εργοσ τάσ ιο δεν μ ας αρέσει ιδ ια ίτερα . Κ αι τώ ρα κάνουμε ακριβώ ς την ίδ ια χαζή δουλειά ό πω ς π α λ ιά » . Κ αι π ρ ά γμ α τ ι, οι ά νθρω π ο ι συνεχίζουν να δουλεύουν ακριβώ ς ό πω ς κα ι όσο του ς λέει το εργοσ τάσ ιο . Δηλαδή, γ ια να λέμε την π ά σ α αλήθεια, δεν έγ ινε κα ι κ α μ ιά τρομερή αλλαγή. «Δεν είναι ακριβώ ς αυ τό που είχαμε ονειρευτεί!» λένε κα ι κουνάνε το κεφ άλι με αποδοκιμασία : «Ε όχι. αυτό δεν είνα ι κομμουνισμός!».
40
2η προσπάθεια:Οι άνθρωποί μας λοιπόν κάθονται πάλι να σκεφτούν. Τα ατμοσίδερα πουλήθηκαν, αλλά τα μεταλλικά φύλλα και οι πρόκες, οι μηχανές και τα εργοστάσια είναι ακόμα εδώ. Οι άνθρωποι σπάνε το κεφάλι τους για να δουν τι θα κάνουν. Ξαφνικά λέει μια: «Το ζήτημα δεν είναι το να φτιάχνουμε απλώς ατμοσίδερα, αλλά το πώς τα φτιάχνουμε. Το σημαντικό δεν είναι να δουλεύουμε, αλλά τι είδους δουλειά κάνουμε». «Έτσι είναι», λέει μία άλλη, «τι τη θέλω τη δουλειά, αν δεν μου αρέσει καθόλου να την κάνω; Εγώ, για παράδειγμα, πρέπει να τρέχω όλη μέρα μόνη μου γύρω γύρω. Και η γειτόνισσά μου πρέπει να κάθεται όλη νύχτα μπροστά σε ένα τραπέζι μαζί με κάτι άλλες. Κάποιες άλλες μάλιστα πρέπει να σκέφτονται διαρκώς ή να κάνουν την αφεντικίνα». «Ώς εδώ και μη παρέκει», φωνάζουν οι υπόλοιπες, «δεν γίνεται να μας λένε τα εργοστάσια πώς, πότε και πόσο θα δουλεύουμε. Από σήμερα θα το αποφασίζουμε μόνες μας».
Το ’παν και το ’καναν. Οι άνθρωποι πηγαίνουν μεν πάλι στο εργοστάσιο, αλλά τώρα δεν κάνουν ό,τι θέλει αυτό μα ό,τι θέλουν εκείνοι. Και για να δείξουν ότι τώρα το εργοστάσιο ανήκει σε αυτές που το δουλεύουν. κρεμάνε κάτι μαυροκόκκινες σημαιούλες στα παράθυρά του. Κάθε πρωί λοιπόν οι άνθρωποι κά
41
θονται. σε κύκλο και σκέφτονται πώς θέλουν να δουλέψουν. Καθεμιά μπορεί να αποφασίσει τι έχει όρεξη να κάνει, και όλοι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν όλες τις δουλειές. Το μόνο που δεν έχουμε πια είναι ανθρώπους που κάνουν τα αφεντικά. Όπως είναι επόμενο, χρειάζεται να περάσει κάμποσος καιρός μέχρι να μπορούν όλοι οι άνθρωποι να κάνουν όλες τις δουλειές: να λυγίζουν μεταλλικά φύλλα, να καρφώνουν πρόκες, να σκέφτονται, γιατί βέβαια είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις το ίδιο πράγμα όλη την ώρα. Σιγά σιγά όμως οι άνθρωποι τα μαθαίνουν όλα, κι έτσι σε λίγο βγαίνουν τα πρώτα ατμοσίδερα από το εργοστάσιο. Είναι φτιαγμένα με πολλή αγάπη και το καθένα τους είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Σε μερικά μάλιστα έχουν ζωγραφίσει καρδούλες κι αστεράκια.
Μετά από κάμποσον καιρό, κι αφού έχουν φτιάξει αρκετά ατμοσίδερα, οι άνθρωποι αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να τα πάνε στην αγορά, γιατί βέβαια έχουν κατασκευάσει τόσο πολλά που δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν όλα μόνοι τους. Κι επειδή πλέον δεν υπάρχουν ειδικές πωλήτριες να πουλάνε τα πράγματα στην αγορά, οι άνθρωποι που φτιάχνουν ατμοσίδερα εκλέγουν δύο από την ομάδα τους για να πάνε στην αγορά. Υπόσχονται όμως μεταξύ τους ότι την επόμενη φορά θα πάνε δυο άλλες στην αγορά, ώστε σταδιακά να περάσουν όλες από το πόστο της πωλήτριας.
Το επόμενο πρωί οι δυο εκλεγμένες παραγωγοί ατμοσίδερων, που σήμερα ειδικά είναι πωλήτριες ατμοσίδερων, παίρνουν την πραμάτεια τους και πάνε στην αγορά. Αλλά μόλις φτάνουν, βλέπουν ότι και το άλλο εργοστάσιο έχει στείλει δυο ανθρώπους, οι οποίοι μάλιστα πουλάνε τα ατμοσίδερά τους φθηνό
42
τερα! «Αν είναι ποτέ δυνατόν! Μα τι αδικία!» λένε και πάνε στις άλλες δυο πωλήτριες ατμοσίδερων για να κουβεντιάσουν το θέμα μαζί τους και να τους ζητήσουν να πουλάνε τα ατμοσίδερά τους πιο ακριβά. Όμως οι άλλες πωλήτριες δεν φαίνονται ιδιαίτερα πρόθυμες να το συζητήσουν. «Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε, και γ ι’ αυτό στο εργοστάσιό μας αποφασίζουμε εμείς και μόνο εμείς πόσο φθηνά ή πόσο ακριβά θα πουλάμε τα ατμοσίδερά μας. Εκτός αυτού εμείς κάνουμε πιο πολύ δρόμο για να ’ρθουμε ως εδώ, και πρέπει επομένως να βγάλουμε τα ναύλα μας!»
Οι πωλήτριές μας λοιπόν γυρίζουν σπίτι πολύ λυπημένες και κάθονται κι αφηγούνται στις υπόλοιπες τι τους συνέβη. Αυτές, μόλις το ακούνε. αποκαρδιώνονται: «Δηλαδή, αν θέλουμε να κρατήσουμε το εργοστάσιό μας, πρέπει κι εμείς να παράγουμε φθηνά, γιατί διαφορετικά κανείς δεν θα αγοράζει πια από εμάς». Ώς τώρα οι άνθρωποί μας ρίχνανε σε ένα κα- τσαρολάκι όσα λεφτά έβγαζαν, κι από εκεί έδιναν στην καθεμιά το μερίδιό της, που ήταν ίσο για όλες. Αν όμως θέλουν να πουλάνε φθηνότερα τα ατμοσίδερά τους, δεν θα μπορούν να δίνουν τόσα χρήματα. Αποφασίζουν λοιπόν να διώξουν δύο από τις συνα- δέλφισσές τους. «Άσε που τελικά ίσως να είναι καλύτερα να εκλέξουμε μια αφεντικίνα, που θα μας λέει κάθε φορά τι να κάνουμε», λένε. «και βέβαια δεν χρειάζεται να είναι πάντα το ίδιο άτομο». Κι έτσι εκλέγουν από τις παραγωγούς ατμοσίδερων μια αφεντικίνα και ψάχνουν γι’ άλλες δύο που θα πρέπει να φύγουν από το εργοστάσιο. Φυσικά γι’ αυτό τραβάνε κλήρο, γιατί δεν θέλουν να αδικηθεί κανείς.
Την επομένη, οι δυο άτυχες πρώην παραγωγοί ατμοσίδερων, που τώρα μένουν άνεργες, φεύγουν από
43
το εργοστάσιο. Οι υπόλοιπες έχουν μαζευτεί για να τις αποχαιρετήσουν και να τους κουνήσουν το μαντίλι, μερικές μάλιστα κλαίνε. Και γενικώς όλες είναι συντετριμμένες, όμως δεν έχουν άλλη επιλογή: οι δύο άτυχες πρέπει να φύγουν παρ’ όλα αυτά. Και συγκεκριμένα, πρέπει να πάνε στο εργοστάσιο που φτιάχνει πιστόλια, γιατί εκεί, λέει, ζητείται προσωπικό.
Οι άνθρωποι τότε μαζεύονται ξανά και λένε: «Πάντως εμείς αλλιώς το είχαμε φανταστεί. Στο εργοστάσιο είμαστε βέβαια ελεύθεροι και μπορούμε να αποφασίζουμε από κοινού τι θέλουμε να φτιάξουμε. Αλλά στην αγορά συνεχίζουμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, και είμαστε υποχρεωμένοι να πουλάμε τα προϊόντα μας ακόμα κι αν αυτό βλάπτει τους υπόλοιπους. Κ ι επιπλέον, μπορούμε μεν να αποφασίζουμε πώς θέλουμε να δουλέψουμε, αλλά εξακολουθούμε να μην μπορούμε να αποφασίσουμε μόνοι μας η θέλουμε να παραγάγουμε και πόσο χρειαζόμαστε απ’ το καθετί». Τότε οι άνθρωποι κουνάνε το κεφάλι με αποδοκιμασία και λένε: «Ε όχι, αυτό δεν είναι κομμουνισμός!».
44
45
3η π ροσπάθεια :Οι άνθρωποι ξαναμαζεύονται λοιπόν για να συσκε- φθούν. Τώρα όμως έχουν έρθει πολύ περισσότεροι από πριν, δεν είναι μόνο οι άνθρωποι από το γνωστό μας εργοστάσιο ατμοσίδερων αλλά κι από τα άλλα εργοστάσια ατμοσίδερων, καθώς κι από το εργοστάσιο που φτιάχνει τα εισιτήρια του κινηματογράφου. Ώς κι οι άνθρωποι από το εργοστάσιο πιστολιών έχουν έρθει! Κοντολογίς, έχουν μαζευτεί τόσο πολλοί που αν θες να σε ακούσουν, πρέπει να φωνάζεις πολύ δυνατά. Και οι άνθρωποι δεν είναι απλώς πολλοί, είναι και διαφορετικοί. Για να το πούμε κι αλλιώς: οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Επειδή τόσον καιρό που δεν είχαν αφεντικίνες έπρεπε να τα κάνουν όλα μόνοι τους, έγιναν σαΐνια. Κ ι επειδή έπρεπε κάθε πρωί να αποφασίζουν όλοι μαζί τι θέλουν να κάνουν, έμαθαν να ακούνε με προσοχή ο ένας τον άλλον όταν συζητάνε. Κι αν κάτι δεν αρέσει σε κάποιον, αυτός απλούστατα το λέει. Και κανείς πια δεν μπορεί να σκεφτεί για λογαριασμό των άλλων, αλλά ο καθένας σκέφτεται πολύ πιο σωστά από μόνος του. Ακριβώς γ ι’ αυτόν τον λόγο δεν αργούν να τους έρθουν οι πρώτες ιδέες για το πώς θα κάνουν επιτέλους κομμουνισμό. «Στο εργοστάσιο τα πήγαμε μια χαρά», λένε, «γιατί εκεί συζητούσαμε πολύ μεταξύ μας και αποφασίζαμε τα πάντα από κοινού. Και σταματήσαμε να κάνουμε
46
ό,τι θέλει το εργοστάσιο. Αντιθέτως. το εργοστάσιο έκανε ό,τι θέλαμε εμείς». «Ναι. αλλά στην αγορά», προσθέτουν κάποιες άλλες, «τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκεί οι άνθρωποι συνέχιζαν να λένε πράγματα όπως “ Μου δίνετε, σας παρακαλώ, ένα ατμοσίδερο;” ή “ Πόσο κοστίζει ένα ατμοσίδερο;” ή “Δεν έχετε ένα ατμοσίδερο που να κάνει το τάδε και το δείνα;” . Κ ι εμείς απαντούσαμε: “Ορίστε, παρακαλώ, το ατμοσίδερό σας” ή “Το ατμοσίδερο κοστίζει τόσο” ή “Δυστυχώς όχι, δεν έχουμε τέτοια ατμοσίδερα εμείς” . Όλα εξακολουθούσαν να περιστρέφονται γύρω απ’ αυτά τα πράγματα». Κ ι ετούτο, φυσικά, τους εκνευρίζει τους ανθρώπους μας, γιατί αυτοί δεν θέλουν να αφήνουν κανέναν και τίποτα να τους εξουσιάζει, πόσο μάλλον να τους εξουσιάζουν τα πράγματα! «Εκτός τούτου, δεν ξέραμε πόσα ατμοσίδερα ή πόσα εισιτήρια για το σινεμά έπρεπε να φτιάξουμε, γιατί δεν γνωρίζαμε πόσα θα χρειάζονταν οι άνθρωποι». «Έτσι ακριβώς είναι», λένε κάποιες άλλες, «και ορισμένα εργοστάσια ήταν τυχερά και παρήγαν τόσα όσα χρειάζονταν οι άνθρωποι, ενώ άλλα ήταν άτυχα και κανείς δεν ήθελε να αγοράσει τα προϊόντα τους. Κ ι έτσι οι μεν γίνονταν πλούσιοι και οι δε φτωχοί». Ετούτο φυσικά είναι άδικο και τους εξοργίζει τους ανθρώπους, γιατί ακριβώς γ ι’ αυτόν τον λόγο είχαν βάλει από ένα κατσαρολάκι σε κάθε εργοστάσιο, δηλαδή για να παίρνουν όλοι ίσο μερίδιο από τα χρήματα. Με το που λένε όμως τη λέξη «κατσαρολάκι», θυμούνται ότι έχουν ακόμα εκείνη τη μεγάλη κατσαρόλα. το κράτος, που τον τελευταίο καιρό δεν το χρησιμοποιούσε κανείς. «Μα έχουμε και τη μεγάλη κατσαρόλα», λένε, «γιατί λοιπόν να μη βάζουμε όλα μας τα λεφτά εκεί. και στο τέλος να παίρνουν από εκεί όλες ίσο μερίδιο;». «Καλή ιδέα», φωνάζουν κάτι
47
άλλες. «Αυτό θα ήταν όντως δίκαιο». «Ναι, αλλά θα πρέπει να συνεννοούμαστε και κάπως καλύτερα. Είναι ήδη πολύ αργά το να διαπιστώνουμε στην αγορά εάν χρειάζονται οι άνθρωποι τα πράγματα που κατασκευάσαμε. Το καλύτερο θα ήταν, εκείνες που θα μαζεύουν τα χρήματα για τη μεγάλη κατσαρόλα και θα τα ξαναμοιράζουν μετά, αυτές να κοιτάνε τι πράγματα χρειαζόμαστε. Έτσι θα μπορούν να λένε στους ανθρώπους που είναι στα εργοστάσια πόσα πράγματα να παραγάγουν».
Το ’παν και το ’καναν. Το επόμενο μεσημέρι, όταν οι άνθρωποι φτάνουν στο εργοστάσιο, βρίσκουν εκεί να τους περιμένουν κάτι μεγάλα σημειώματα που τους τα έχουν αφήσει οι υπεύθυνες κατσαρόλας. Σε αυτά τα σημειώματα μπορεί τώρα η καθεμιά να γράψει τι πράγματα θέλει ή τέλος πάντων τι πράγματα χρειάζεται. Στη συνέχεια, οι υπεύθυνες κατσαρόλας μαζεύουν τα σημειώματα, κάνουν τους απαιτούμε- νους υπολογισμούς και λένε στα εργοστάσια τι είδους πράγματα χρειάζονται οι άνθρωποι και σε τι ποσότητα πρέπει να τα παραγάγουν. Και στο τέλος του μήνα, παίρνει καθεμιά ίσο μερίδιο χρημάτων από την κατσαρόλα, την οποία τώρα προτιμούν να τη λένε «κατσαρόλα» αντί «κράτος», ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται να είναι τίποτα περισσότερο από μια απλή κατσαρόλα. Κ ι έτσι μπορούν όλες να αγοράσουν εξίσου πολλά πράγματα. Τώρα λοιπόν δεν υπάρχει καμία που να μπορεί να πηγαίνει σινεμά οκτώ μέρες τη βδομάδα, αλλά δεν υπάρχει και καμία που να μπορεί να πηγαίνει μόνο μία φορά τη βδομάδα. Αντι- θέτως, όλες τώρα μπορούν, αν τους κάνει κέφι, να πηγαίνουν σινεμά πέντε μέρες τη βδομάδα, πράγμα γενικώς πολύ ευχάριστο, καθότι οι άνθρωποι λατρεύουν το σινεμά. Το πρωί παράγουν τα πράγματα που κα
48
ταναλώνουν το βράδυ. Οι υπεύθυνες κατσαρόλας χρειάζεται απλώς και μόνο να κάνουν τους απαραίτητους υπολογισμούς. Έτσι τα περνάνε ζάχαρη για αρκετό διάστημα. Όμως με τον καιρό, οι υπεύθυνες κατσαρόλας αρχίζουν να δυσανασχετούν όποτε έρχονται στο εργοστάσιο να μαζέψουν τα σημειώματα, επειδή σιγά σιγά αδυνατούν να δώσουν όλα αυτά που ζητούν οι άνθρωποι με τα σημειώματά τους. Διότι απλούστατα δεν παράγονται τόσο πολλά πράγματα. Τότε οι υπεύθυνες κατσαρόλας λένε στους ανθρώπους στα εργοστάσια ότι βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να τους ανακοινώσουν πως θα πρέπει να δουλεύουν περισσότερο για να παράγουν περισσότερο και να μπορούν αυτές, με τη σειρά τους, να αντεπεξέλθουν στα σημειώματα. Και καθώς τα σημειώματα, αντί να μικραίνουν, γίνονται όλο και πιο μακροσκελή -αφού βέβαια οι άνθρωποι έχουν ένα σωρό επιθυμίες-, πρέπει κανείς να δουλεύει ολοένα και περισσότερο. Κ ι όχι μόνο περισσότερο, αλλά και πιο γρήγορα. Οι άνθρωποί μας λοιπόν δυσανασχετούν, γιατί ούτε ένα πέτρα-ψαλίδι-μολύβι-χαρτί δεν προλαβαίνουν πια να παίξουν στη δουλειά, πόσο μάλλον να πάρουν έναν υπνάκο. Παρ’ όλα αυτά, οι υπεύθυνες κατσαρόλας τους λένε ότι πρέπει να προσπαθήσουν ακόμα πιο σκληρά, και με τον καιρό η δουλειά γίνεται ακριβώς όσο κουραστική και βαρετή ήταν προηγουμένως (δηλαδή στον καπιταλισμό). Κανονικά βέβαια οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μαζευτούν και να πουν: «Μα δεν θέλουμε να δουλεύουμε τόσο πολύ. Γιατί λοιπόν να μην επιθυμούμε απλώς λιγότερα πράγματα; Έτσι δεν θα χρειάζεται να κοπιάζουμε τόσο πολύ». Τώρα πια όμως, όποτε μαζεύονται οι άνθρωποι. είναι ή στο εργοστάσιο ή στο σινεμά. όπου φυσικά προτιμούν να μιλάνε για άλλα θέματα. Για
49
τις επιθυμίες τους μιλάνε μόνο με τις υπεύθυνες κατσαρόλας. Κ ι έτσι δεν αποφασίζουν από κοινού τι χρειάζονται και πόσα από κάθε είδος πρέπει να παραγάγουν, αλλά αποφασίζει καθεμιά μόνη της. Και για τον ίδιο λόγο καμιάς δεν της έρχεται η ιδέα να επιθυμεί απλώς λιγότερα πράγματα, γιατί σκέφτεται ότι οι υπόλοιπες θα συνεχίσουν να ζητάνε εξίσου πολλά πράγματα όπως προηγουμένως, κι επομένως αυτή θα πρέπει έτσι κι αλλιώς να δουλεύει πολύ. Οι μόνες που έχουν μια κάποια εικόνα πόσα πράγματα ζητάνε οι άνθρωποι και πόσα πρέπει να παραχθούν είναι οι υπεύθυνες κατσαρόλας. Κ ι επειδή κι αυτές άνθρωποι είναι κι έχουν κι αυτές τις επιθυμίες τους, αρχίζουν να βάζουν τα δικά τους σημειώματα πάνω πάνω στον σωρό των σημειωμάτων. Στην αρχή βέβαια το κάνουν στη χάση και στη φέξη κι εντελώς μυστικά, σιγά σιγά όμως το κάνουν όλο και πιο συχνά, ώσπου στο τέλος το κάνουν σύστημα! Ως αποτέλεσμα, οι επιθυμίες των υπεύθυνων κατσαρόλας ικανοποιούνται πρώτες. Και καθώς οι υπεύθυνες κατσαρόλας είναι οι μόνες που έχουν μια εικόνα για τις ανάγκες και τις επιθυμίες, μπορούν να καθορίσουν τι θα παραχθεί και πόσο από κάθε είδος. Έτσι όμως γίνονται ολοένα και πιο ισχυρές, ολοένα και πιο πλούσιες, ενώ οι άνθρωποι των εργοστασίων δουλεύουν όλο και περισσότερο και οι επιθυμίες τους ικανοποιούνται όλο και πιο σπάνια. Τότε λένε οι άνθρωποι: «Δεν είναι όπως το είχαμε φανταστεί! Εμείς θέλαμε να τα αποφασίζουμε όλα μόνοι μας, αλλά τώρα οι μόνοι που αποφασίζουν είναι οι υπεύθυνες κατσαρόλας! Κ ι αντί να συζητάμε μεταξύ μας, μιλάμε μόνο με σημειώματα». «Πες τα, χρυσόστομε!» φωνάζουν οι άλλοι εξοργισμένοι και κρατάνε τη μέση τους, που τους πονάει από την πολλή δουλειά: «Μπορεί μεν
50
τώρα να μη μας εξουσιάζουν τα πράγματα, αλλά μας εξουσιάζουν πάλι οι άνθρωποι, που δεν είναι και πολύ καλύτερο!». Τότε οι άνθρωποι κουνάνε το κεφάλι με αποδοκιμασία και λένε: «Ε όχι. αυτό δεν είναι κομμουνισμός!».
51
4η προσπάθεια :Τώρα οι άνθρωποι είναι ξανά μαζεμένοι στο σινεμά, όπου σήμερα όμως δεν παίζεται κανένα έργο, ακριβώς για να μπορέσουν οι άνθρωποι να συσκεφθούν και να συζητήσουν, πράγμα άκρως απαραίτητο, διότι αποδεικνύεται ότι δεν είναι και πολύ απλό να κάνεις κομμουνισμό. «Δεν είναι καθόλου απλό», σκέφτονται οι άνθρωποι, «αν καταργήσουμε την κυριαρχία των πραγμάτων, πρέπει να προσέξουμε ώστε να μην ξα- ναφέρουμε την κυριαρχία των ανθρώπων επί των συνανθρώπων τους!» «Γιατί βέβαια», λένε κάποιες άλλες, «μπορεί ο κομμουνισμός να είναι η κοινωνία που εξαλείφει όλα τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι άνθρωποι στον καπιταλισμό, αλλά πρέπει επίσης να προσέξουμε να μην ξαναφέρουμε τα δεινά από τα οποία υπέφεραν οι άνθρωποι σε ακόμα παλιότερες κοινωνίες! Διότι βέβαια οι υπεύθυνες κατσαρόλας συ- μπεριφέρονταν σαν τις πριγκίπισσες!». Οι άνθρωποι αποφασίζουν λοιπόν επιτόπου να μην αφήσουν πια ποτέ και κανέναν να τους εξουσιάσει, ούτε υπεύθυνες κατσαρόλας ούτε αφεντικίνες ούτε πριγκίπισσες. «Από την άλλη βέβαια, μας καλάρεσε που παρήγαμε τόσο πολλά πράγματα και που ικανοποιούσαμε τόσο πολλές επιθυμίες μας», λένε, «αλλά αυτή η παλιο- δουλειά συνεχίζει να μας τη σπάει!». «Ε τότε», λέει μια. «το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να
52
καταργήσουμε τη δουλειά!» «Πολύ καλή ιδέα, εξαιρετική!» φωνάζουν οι υπόλοιπες, «μα πώς δεν το είχαμε σκεφτεί; Να κάνουν τη δουλειά οι μηχανές αντί για εμάς!»
Το ’παν και το ’καναν. Αντί για τους ανθρώπους, τώρα δουλεύουν οι μηχανές, γεγονός που δεν αποτε- λεί πια πρόβλημα, γιατί τώρα οι άνθρωποι δεν φοβούνται μη μείνουν άνεργοι. Αντιθέτως, χαίρονται γ ι’ αυτό, γιατί έτσι έχουν περισσότερο χρόνο να απολαύσουν τη ζωή. Λένε λοιπόν: «Όλη μας τη ζωή ήμασταν άνθρωποι του εργοστασίου, αλλά από εδώ και στο εξής είμαστε άνθρωποι της απόλαυσης». Τώρα πια είναι όλες ζάπλουτες. Άσε που τώρα παράγονται όλο και περισσότερα πράγματα, τέτοια που προηγουμένως τα είχαν μόνο οι πάμπλουτες, και άλλα που στον καπιταλισμό ούτε που μπορούσες να τα φανταστείς. Όλες ειδικεύονται στην απόλαυση, αλλά πάντως αρχίζουν να γίνονται και κάπως τεμπέλες. Για παράδειγμα, δεν συναντιούνται πλέον και τόσο συχνά μεταξύ τους ούτε συζητάνε πολύ. Όμως, από την άλλη, δεν τους χρειάζεται κιόλας, αφού οι μηχανές φροντίζουν για όλα. Οι άνθρωποι προτιμούν να κάθονται όλη μέρα ξάπλα και να είναι αραχτοί. Όταν ανοίγουν το στόμα τους, εμφανίζεται ένα καλαμάκι που τους διοχετεύει χυμό εξωτικών φρούτων απευθείας στη γλώσσα, ενώ από τον ουρανό πέφτουν ζε- λεδάκια σε όλες τις γεύσεις. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικά ευτυχισμένοι.
Κ ι όπως είναι ξαπλωμένες, συνειδητοποιούν ότι και πάλι τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τα πράγματα. Το μόνο που τους απασχολεί είναι να έχουν αρκετά πράγματα. Άσε δε που έχουν χάσει όλες εκείνες τις καταπληκτικές νέες δεξιότητες που είχαν αναπτύξει στο εργοστάσιο τον καιρό που τα
53
έκαναν όλα μόνες τους. « Εμείς θέλαμε να τα κάνουμε όλα μόνες μας και να μην αφήνουμε κανέναν να μας εξουσιάζει», λένε. «Και τώρα δεν κάνουμε τίποτα όλες μαζί. Μόνο με τα πράγματα μιλάμε!» λένε και κουνάνε το κεφάλι με αποδοκιμασία: «Ε όχι...» πάνε να πούνε αλλά δεν προλαβαίνουν να τελειώσουν τη φράση τους. γιατί με το που ανοίγουν το στόμα, ένα ζελεδάκι κεράσι προσγειώνεται στη γλώσσα τους.
54
5η προσπάθεια :Τώρα οι άνθρωποί μας βρίσκονται ξαπλωμένοι ανάμεσα σε ζελεδάκια και σε εισιτήρια του σινεμά, πιτσιλισμένα όλα με χυμό εξωτικών φρούτων. Σιγά σιγά όμως αρχίζουν να ξυπνάνε από τον λήθαργο και προσπαθούν να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει, πράγμα το οποίο δεν πετυχαίνει αμέσως. Λίγο ακόμα και θα ξαναγίνονταν τόσο χαζοί όσο ήταν στον καπιταλισμό! Γ ι’ αυτό και τώρα τις ιδέες που κατεβάζουν δεν θα τις έλεγες και καταπληκτικές... «Αυτό έφταιγε», λένε φέρ’ ειπείν κάποιες, «το ότι παίρναμε όλες τα ίδια. Γ ι’ αυτό καμιά δεν είχε πια όρεξη να δουλέψει και γίναμε τόσο τεμπέλες. Το καλύτερο θα ήταν να παίρνει η καθεμιά όσα πράγματα έχει παραγάγει η ίδια».
Το ’παν και το ’καναν. Ευτυχώς οι άνθρωποι έρχονται σιγά σιγά στα συγκαλά τους και αρχίζουν να θυμούνται ότι είχαν μάθει να το λένε αμέσως άμα κάτι δεν τους αρέσει. «Μα γιά σταθείτε! Δεν είναι και πολύ έξυπνη αυτή η ιδέα», φωνάζει ένας απ’ αυτούς, «διότι απλούστατα υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να δουλεύουν ούτε τόσο πολύ ούτε τόσο γρήγορα όσο οι άλλοι! Άσε δε που μερικοί δεν χρειάζονται καν τόσο πολλά πράγματα, αφού δεν έχουν τόσες ανάγκες. Είναι άδικο λοιπόν να παίρνουν περισσότερα πράγματα εκείνοι που απλώς μπορούν και
55
θέλουν να δουλεύουν πάρα πολύ γρήγορα!». «'Οντως», λένε οι υπόλοιποι, «κι άσε που όλα περιστρέφονται ξανά γύρω απ’ αυτά τα παλιοπράματα. Πόσα πράγματα παράγει η καθεμιά και πόσα πράγματα θα πάρει, και φτου κι απ’ την αρχή! Καμιά μας δεν εν- διαφέρεται για το πώς θέλουμε τέλος πάντων να ζή- σουμε!». Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, οι άνθρωποι γίνονται πυρ και μανία με τα παλιοπράματα, αρπάζουν από ένα σφυρί και αρχίζουν να τα κοπανάνε και να τα σπάνε. Και βέβαια, επειδή τα πράγματα είναι πλέον πάρα μα πάρα πολλά, τους παίρνει κάμποση ώρα μέχρι να τελειώσουν. Στο τέλος, λοιπόν, όλοι είναι εξαντλημένοι και πρέπει να κάτσουν λιγάκι να ξεκουραστούν. Τώρα πια όμως δεν κάθονται πάνω σε ατμοσίδερα, σε ζελεδάκια και σε εισιτήρια κινηματογράφου αλλά σε ξεχαρβαλωμένα ατμοσίδερα, σε λιωμένα ζελεδάκια και σε σκισμένα εισιτήρια, που, όπως και να το δεις, δεν αποτελεί και καμιά πρόοδο σε σχέση με πριν. Πάντως τώρα οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν γίνει πολύ πιο ευγενικοί καθώς υποκλίνονται όλη την ώρα. Όμως τα φαινόμενα απατούν: οι άνθρωποι σκύβουν απλώς και μόνο επειδή μαζεύουν χόρτα. Διότι τώρα πια που δεν έχουν όλα αυτά τα πράγματα, είναι πάμφτωχοι, και το μόνο που μπορούν να κάνουν για να χορτάσουν την πείνα τους είναι να μαζεύουν χόρτα στο δάσος. Και φυσικά πάλι κρατάνε τη μέση τους, που τους πονάει. «Ε όχι», λένε και κουνάνε το κεφάλι με αποδοκιμασία, «αυτό δεν είναι κομμουνισμός!».
56
57
6η προσπάθεια :Με τα πολλά, οι άνθρωποι έχουν χάσει την υπομονή τους: «Ώς εδώ και μη παρέκει!» λένε και κάθονται ξανά αρκετή ώρα για να σκεφτούν με την ησυχία τους. Αμέσως όμως κάποιες σηκώνονται κι επισκευάζουν τη γραμμή για το τηλέφωνο και το ίντερνετ ώστε αυτή τη φορά να μπορέσουν να αποφασίσουν από κοινού όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο. Έπειτα από κάμποσες μέρες εντατικών διαβουλεύσεων λένε: «Λοιπόν, ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία που εξαλείφει όλα τα δεινά του καπιταλισμού. Πρέπει επομένως να εξαλείψουμε όλα τα δεινά που προκαλεί ο καπιταλισμός, κι όχι μόνο λίγα ή αρκετά. Ε δεν μπορεί να ’ναι πια και τόσο δύσκολο!». «Πολύ σωστά!» ακούγονται οι φωνές των άλλων μέσα από το ακουστικό του τηλεφώνου. «Κ ι εδώ που τα λέμε, λίγο ακόμα και θα τα καταφέρναμε! Πρέπει μόνο να προσέχουμε να μην αφήσουμε να μας εξουσιάσουν άλλοι άνθρωποι, και προπαντός να μη μας εξουσιάσουν τα πράγματα! Να μη μας εξουσιάσει ούτε το εργοστάσιο ούτε τα ατμοσίδερα ούτε η αγορά ούτε τα εισιτήρια του σινεμά». «Ναι, αλλά πώς θα το πετύχουμε αυτό;» ρωτάνε κάτι άλλοι, διότι βέβαια πάνω στη γη ζουν πάρα πολλοί άνθρωποι, και τώρα όλοι έχουν κάτι να πουν. «Αφότου καταστρέψαμε τα πράγματα, βρεθήκαμε σε ακόμα χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι
58
πριν», λένε και αμέσως πέφτει ησυχία για αρκετή ώρα, διότι το ζήτημα δεν είναι παίξε γέλασε. Ξαφνικά τους έρχεται μια ιδέα: «Βρε σεις, είναι όπως με τα μαγικά ποτήρια! Μα φυσικά! Αν έλειπε βέβαια το ποτήρι, δεν θα υπήρχαν τα μαγικά ποτήρια, αλλά αν λείπαμε εμείς, οι άνθρωποι, θα υπήρχαν ακόμη λιγό- τερα. Γιατί φυσικά το ποτήρι δεν το κουνάει κανένα αόρατο χέρι αλλά η δική μας η συνεργασία!». «Μα ναι!» φωνάζουν οι υπόλοιποι με ανακούφιση, «αυτό είναι. Εμείς τα φτιάξαμε όλα αυτά τα πράγματα, και τα εργοστάσια και τα ατμοσίδερα και τα εισιτήρια του σινεμά. Όλα τούτα δεν είναι παρά ένα κομμάτι από εμάς, όπως κι εμείς είμαστε ένα κομμάτι απ’ αυτά. Αρα μπορούμε ανά πάσα στιγμή να τα αλλάξουμε, και μάλιστα να τα αλλάζουμε όσο συχνά θέλουμε». «Όντως έτσι είναι», φωνάζουν οι άνθρωποι. «Αφού λοιπόν είναι ακριβώς έτσι, καταργούμε εδώ και τώρα τους ανθρώπους που φτιάχνουν ατμοσίδερα και τους ανθρώπους που φτιάχνουν εισιτήρια κινηματογράφου και, εννοείται, τους ανθρώπους που φτιάχνουν πιστόλια. Κ ι αντί γ ι’ ανθρώπους των εργοστασίων από δω και στο εξής θα υπάρχουν άν- θρωποι-εργοστάσια, κι αντί γ ι’ ανθρώπους των μηχανών θα υπάρχουν άνθρωποι-μηχανές. Και κανείς δεν θα δουλεύει πια σε ένα και μόνο εργοστάσιο, γιατί όλοι θα μπορούν να τα κάνουν όλα και θα μπορούν να κατοικούν όπου τους αρέσει».
Το ’παν και το ’καναν. Οι άνθρωποι τώρα έχουν άπειρα πράγματα να δοκιμάσουν, και να παίξουν και να μάθουν, γιατί θέλουν να κατανοήσουν ό.τι συμβαίνει πάνω στη γη. και να το αλλάξουν άμα κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Δεν είναι κι εύκολη η απόφαση που πήραν, όμως ούτε και πανδύσκολη. Το βασικό είναι ότι τώρα οι άνθρωποι συναντιούνται όλη
59
την ώρα, γιατί πρέπει να συζητήσουν τα πάντα και δεν έχουν καμιά όρεξη να αφήσουν να παίρνουν μόνες τους τις αποφάσεις τίποτα υπεύθυνες κατσαρόλας, οι οποίες κι αυτές, παρεμπιπτόντως, κα- ταργήθηκαν. Κάθε άλλο, τώρα οι άνθρωποι τα αλλάζουν όλα μόνοι τους, και μάλιστα όσο συχνά θέλουν. «Και αποφασίζουμε όλες μαζί τι χρειαζόμαστε και κοιτάμε ποια θέλει να κάνει τι», λένε κάποιες. «Όχι! Το ακριβώς ανάποδο! Πρώτα κοιτάμε πόσο πολύ και πόσο γρήγορα έχουμε όρεξη να δουλεύουμε -κι αν δηλαδή θέλουμε καν να δουλεύουμε- και μετά κοιτάμε ποιες ανάγκες μπορούμε να ικανοποιήσουμε με αυτόν τον ρυθμό δουλειάς». Πράγματι, οι άνθρωποι δεν συμφωνούν σε όλα. Καθένας τους είναι λίγο διαφορετικός από τον άλλον, και πάντως πολύ πιο διαφορετικός απ’ ό,τι προηγουμένως. Αλλά αυτό όχι μόνο δεν τους ενοχλεί, αλλά τους ευχαριστεί κιόλας, γιατί, αν δεν διέφεραν μεταξύ τους, σίγουρα θα βαριούνταν
πολύ σύντομα. Έτσι οι άνθρωποι δεν κουνάνε πια το κεφάλι με αποδοκιμασία, και τώρα αντί για « Ε όχι», λένε...
— Καλησπέρα!
— Ε. εσύ εκεί! Καλησπέρα, λέμε!— Τι; Ποιος; Εγώ;
Και πράγματι, κάποιοι άνθρωποι στέκονται κάτω κάτω στη σελίδα του βιβλίου και άλλοι με κοιτάνε μέσα από την οθόνη και κάνουν χειρονομίες και μου φωνάζουν, μερικοί μάλιστα μου φαίνονται πολύ τσαντισμένοι.
— Ναι. ναι. καλέ εσύ. σε σένα μιλάμε! Σταμάτα αυτή τη στιγμή να μας γράφεις την ιστορία μας! Μόνες μας θα αποφασίσουμε πώς θα τη συνεχί- σουμε. Γιατί φυσικά πρόκειται για τη δική μας ιστορία - και αυτήν τη γράφουμε εμείς!
ΕπίλογοςΓια τη συγκρότηση μιας κομμουνιστικής επιθυμίας
2004/2006/2010/2013
Το τέλος της ιστορίας έφτασε στο τέλος του. Οταν το 1992 ο Φράνσις Φουκουγιάμα κήρυξε το τέλος της ιστορίας, εννοούσε απλώς ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να αμφισβητηθεί ως αστική ιδεολογία αυτή η αφήγηση -το 1994 από τους Ζαπστίστας στην Τσιάπας, το 1999 από το κίνημα κστά της παγκοσμιοποίησης στο Σηάτλ, το 2001 στη Γένοβα-, ωστόσο κανείς ποτέ δεν αμφέβαλλε ότι όντως περιέγραφε μια πραγματικότητα. Κι αυτό το επιβεβαίωνε η ίδια η κρπική, διότι πότε άλλοτε θα μπορούσε να βγάλει τους ανθρώπους στο δρόμο το σύνθημα «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός»; Ενώ σε άλλες εποχές το κρίσιμο ερώτημα ήταν ποιος από τους εφικτούς κόσμους είναι ο επιθυμητός και πότε επιτέλους αυτός θα γίνει πραγματικότητα, τώρα το ερώτημα ήταν αν μπορεί καν να υπάρξει ένας διαφορετικός κόσμος. Έτσι, το τέλος της ιστορίας αποτύπωνε μια παγκόσμια ιστορική πραγματικότητα, η οποία διαμορφώθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και επιβεβαιώθηκε ξανά την 11 η Σεπτεμβρίου του 2001. Αυτή η πραγματικότητα μετέβαλε τα μοτίβα τα οποία οι ανταγωνιστικές πολιτικές πλατφόρμες χρησιμοποιούσαν στην προσπάθειά τους να νομιμοποιηθούν: στη θέση της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον εμφανίστηκε ο φόβος για
63
την επιδείνωση του παρόντος. Κι αυτό το παρόν, που επιδείνωνε σταθερά τη ζωή της πλειονότητας, έμοιαζε να διαρ- κεί για πάντα.
Πώς να γράψεις λοιπόν σε αυτό το παρόν, του τέλους της ιστορίας, για το τέλος της προϊστορίας, δηλαδή για τον κομμουνισμό; Και είναι καταρχήν, δυνατόν να γράψεις για τον κομμουνισμό σε μια μετακομμουνιστική εποχή χωρίς να πέσεις θύμα ενός ανάρμοστου και ξεθυμασμένου πάθους; Στη σκιά αυτού του ερωτήματος εκδόθηκε για πρώτη φορά, το 2004, ετούτο το βιβλιαράκι. Η ιστορία φαινόταν να μην είναι πια -και, για την ακρίβεια, να μην είναι προ πολ- λού- με το μέρος των κομμουνιστριών. Ο δήθεν αντικειμενικός τόνος τον οποίο εξέπεμπε η βεβαιότητα των νικητών, και ο οποίος αντιλαμβανόταν τους νόμους της φύσης και της ιστορίας σαν φυσικούς του συμμάχους, είχε ήδη γίνει τόσο αναχρονιστικός όσο θλιβερό ήταν πια και το ηθικό δίδαγμα από τα πύρινα μανιφέστα και τις επαναστατικές μπαλάντες. Ο αντικειμενικός ρους της ιστορίας, η εμπειρία της ήττας, είχε φροντίσει ώστε κανείς πια να μην έχει διάθεση να παρασυρθεί από μεγάλα λόγια, και δικαίως. Αυτή ήταν η αλήθεια σχετικά με το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων.
Μετά το 1990, το κρίσιμο δοχείο εντός του οποίου κάθε κομμουνιστικό κείμενο ήταν υποχρεωμένο να χωρέσει δεν ήταν πλέον η αντικομμουνιστική ιδεολογία. Με άλλα λόγια, ένα τέτοιο κείμενο δεν μπορούσε πια, αλλά και δεν χρειαζόταν, να πάρει μέρος στην ταξική πάλη χρησιμοποιώντας τα όπλα της διανόησης, σε μια πάλη που πλέον είχε μετα- τραπεί σε πάλη μεταξύ δύο παγκόσμιων συστημάτων. Οι ερωτήσεις για το αν ο κομμουνισμός είναι η καλύτερη, η πιο σωστή, η πιο λειτουργική και λογική κοινωνία δεν έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη - επειδή εν γένει ο κομμουνισμός δεν ήταν πια στην ημερήσια διάταξη. Πολύ προτού απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα και προτού ο κομμουνισμός
64
αποδειχθεί εφικτός, έπρεπε να παρουσιαστεί καταρχήν ως δυνατός, κι ακόμα περισσότερο ως νοητός: ειδάλλως πώς θα μπορούσε κανείς να τον επιθυμήσει;
Η ιστορική συγκυρία προηγούνταν κάθε σκέψης περί διδακτικών και παιδαγωγικών στρατηγημάτων, και υποχρέωνε τη γλώσσα να γίνει απλή, καθημερινή και απτή μέχρι κοινοτοπίας. Αν η κομμουνιστική κριτική δεν ήθελε να περιοριστεί στον -δικαιολογημένα- βαρύθυμο αρνητισμό ή στα άσαρκα δόγματα της θεολογικής ερμηνείας των μαρξικών κειμένων -χωρίς όνειρο, χωρίς επιθυμίες ή σεξαπίλ-, έπρεπε να εμπλουτίσει την εργαλειοθήκη της, προσθέτοντας στα αναλυτικά νυστέρια και στα βέλη της κριτικής τα δομικά υλικά της κομμουνιστικής επιθυμίας.
Όμως ένα τέτοιο γραπτό δεν πέφτει αναγκαία στην παγίδα της ουτοπίας; Η επιθυμία για μια καλύτερη ζωή δεν είναι πάντα μολυσμένη από το παρόν, από τις συνθήκες υπό τις οποίες συγκροτείται; Μπορεί μεν οι επιθυμίες, τα όνειρα, οι ανάγκες (όπως και οι ιδέες, οι ιδεολογίες, τα θεωρήματα) να γεννιούνται από τις κοινωνικές αντιφάσεις, να αναπτύσσουν ένα προοδευτικό περίσσευμα, αλλά δεν μπορούν ποτέ να χειραφετηθούν, να αρθούν πάνω από τις υλικές συνθήκες που τα γέννησαν, δεν μπορούν να αποτελέσουν τις σκέψεις, τις ιδέες, τις εικόνες μιας άλλης πραγματικότητας, μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Γι’ αυτό, το ερώτημα τι είναι ο κομμουνισμός και τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει συνοδεύεται πάντα από τη δικαιολογημένη καχυποψία ότι επεκτείνει το υπάρχον (το κεφάλαιο, την πολιτική, το υποκείμενο) πέρα από τα όρια της ύπαρξής του. Η ουτοπική φαντασία φέρει πάντα εντός της τον κίνδυνο να καταστρώσει ένα σχέδιο το οποίο, για να υλοποιηθεί, χρειάζεται να θέσουμε ως απώτερο στόχο ένα κανονιστικό ιδανικό. 'Ετσι όμως, η εικόνα του μέλλοντος μπορεί να μετα- τραπεί σε πρότυπο του μέλλοντος, και το να περιγράψεις το
65
μέλλον μπορεί να σημαίνει ότι το υπαγορεύεις. Αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας.
Ο συσχετισμός δυνάμεων στην ιστορία μάς υποχρεώνει να συγκροτήσουμε μια επιθυμία που θα μπορεί να αγκυ- ρώνει σε κάθε σχισμή της καθημερινής ζωής το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, μια επιθυμία που σε κάθε στιγμή κοινωνικής οδύνης θα αξιώνει μια διαφορετική ζωή. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να ρωτάμε, επιστρατεύοντας την ευρύτερη δυνατή ιστορική γνώση και την πλέον διεισδυτική θεωρητική κριτική, κατά πόσο αυτή η επιθυμία οδηγεί σε αδιέξοδα που θα μπορούσαμε ίσως να τα αποφύγουμε. Ωστόσο, κι αν ακόμα είναι απαραίτητη μια προφητική τεχνητή προσθήκη προκειμένου να μεταμορφώσουμε την επιθυμία για κομμουνισμό σε κομμουνιστική επιθυμία, εντούτοις αυτή η επιθυμία δεν θα μπορεί παρά να είναι κομμουνιστική εάν σε κάθε ιστορική συνθήκη δείχνει, εκ νέου και ενάντια στον εκφυλισμό και τον περιορισμό των αναγκών, ότι μπορείς από τώρα κιόλας να θελήσεις περισσότερα (βλ. sinistra!, 2003).
Αγώνες του μέλλοντος - αγώνας για το μέλλον
Τι είναι ο κομμουνισμός; Είναι μήπως η κοινωνία όπου όλοι παίρνουν τον ίδιο μισθό, όπου γίνεται πραγματικότητα η αστική υπόσχεση της ισότητας; Μια κοινωνία η οποία, όπως λένε οι επικριτές της, τους κάνει όλους ίδιους, το ίδιο φτωχούς και το ίδιο διεφθαρμένους, μια κοινωνία που επιβραβεύει τους «τεμπέληδες» και αποθαρρύνει τους «εργατικούς», επειδή καταργεί το κίνητρο για αποδοτικότητα ( I η προσπάθεια); Ή μήπως είναι η κοινωνία στην οποία τα μέσα παραγωγής είναι δίκαια κατανεμημένα, βρίσκονται δηλαδή στην ιδιοκτησία εκείνων που τα χρησιμοποιούν, είναι η κοινωνία όπου όλοι παράγουν αυτόνομα και ανταλλάσσουν δί
66
καια, επειδή έχει καταργηθεί το χρήμα (2η προσπάθεια); Ή μήπως ο κομμουνισμός ε(ναι η κοινωνία χωρίς ταξικές ανισότητες, καθώς έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η κοινωνία όπου καθένας παίρνει από τον κοινωνικό πλούτο τόσο όσο έχει συμβάλει στην παραγωγή του, δηλαδή όλο τον μόχθο μιας εργάσιμης ημέρας - χωρίς μειώσεις, χωρίς εκμετάλλευση; Μια κοινωνία όπου τα πάντα ανήκουν στις εργαζόμενες, μια κοινωνία εργατριών (3η προσπάθεια); Είναι μήπως ο κομμουνισμός η κοινωνία η οποία έχει αφήσει πίσω της όλα τα περιττά και αλλοτριωμένα καταναλωτικά αγαθά, που εξουσιάζουν τη ζωή των ανθρώπων στον καπιταλισμό, που διεγείρουν την απληστία τους και τους αποπροσανατολίζουν από τα ουσιώδη; Είναι δηλαδή η κοινωνία που θέτει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων πάνω από την ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας (5η προσπάθεια); Ή μήπως ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία στην οποία δεν διεξάγεται πια μάχη για την κατανομή του πλούτου και στην οποία η πολιτική έχει μετατραπεί σε απλή διαχείριση των πραγμάτων, επειδή η φτώχεια έχει εξαλει- φθεί και ο πλούτος ρέει άφθονος από παντού; Η κοινωνία που σχολάει ιστορικά την εργασία και κάνει την πολυτέλεια προσιτή σε όλους, η κοινωνία όπου η σαμπάνια ρέει ποτάμι και τα (μετα)μοριακά γεύματα (πρβ. Dollase, 2009) προσγειώνονται σε ανοιχτά στόματα (4η προσπάθεια); Είναι ο κομμουνισμός η κοινωνία στην οποία δεν υπάρχουν πια συγκρούσεις, η κοινωνία της αρμονίας και της στασιμότητας; Ή μήπως είναι ο κομμουνισμός η κοινωνία με την οποία τελειώνει η προϊστορία και αρχίζει η ιστορία των ανθρώπων, η κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι αρχίζουν να διαμορφώνουν συνειδητά την ιστορία τους; Η κοινωνία που σημαίνει επιτέλους την έναρξη της πολιτικής, διότι μόλις σε αυτή την κοινωνία οι άνθρωποι, απελευθερωμένοι από ανε- ξαρτητοποιημένες δομές, από την εξουσία της νεκρής εργασίας και των «αντικειμενικών συνθηκών», μπορούν να
67
αποφασίσουν για τη μοίρα τους (6η προσπάθεια); Με λίγα λόγια, είναι άραγε μια κοινωνία ριζοσπαστικής δημοκρατίας; Είναι ο κομμουνισμός η κοινωνία που διαλύει τη μονάδα την οποία συνιστά το άτομο, η κοινωνία όπου η απομόνωση παίρνει τέλος; Πρόκειται για την κοινωνία που υποτάσσει το ειδικό στο γενικό; Ή μήπως γι’ αυτήν που απελευθερώνει το μη ταυτόσημο, γιατί ακυρώνει την εξουσία του μέσου όρου και εξουδετερώνει την ανάγκη για ταυτότητα; Μήπως στον κομμουνισμό βρίσκει επιτέλους τον εαυτό του το συλλογικό υποκείμενο «ανθρωπότητα», καθώς οικειοποιείται έναν κόσμο που εντέλει της ανήκει, αφού αυτή τον έφτιαξε; Ή μήπως η κομμουνιστική κοινότητα είναι εκείνη που δεν συγκροτείται ούτε παρουσιάζεται μέσω κάποιας κοινής εργασίας (πρβ. Nancy, 1988), που σε καμία περίπτωση δεν οφείλει να πραγματώσει ή να αναπαραστήσει το ανθρώπινο ον; Μια κομμουνιστική κοινότητα ή κοινωνία που μάλλον μαθαίνει να χαιρετίζει παρά να ελέγχει το ανεξέλεγκτο περίσσευμα του κοινωνικού; Δηλαδή ένας κομμουνισμός λι- γότερο της ιδιοποίησης και περισσότερο της «εξ-ιδιοποίη- σης» (Derrida, 1994), δίχως κέντρο και ενότητα -community without unity- στον οποίο οι άνθρωποι, τα ζώα και τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους με νέους και διαφορετικούς τρόπους (πβλ. Haraway, 1995);
Χωρίς να το αντιληφθούμε, η έννοια του κομμουνισμού πολλαπλασιάστηκε. Από τον κομμουνισμό φτάσαμε στους κομμουνισμούς, οι οποίοι, πέρα από έναν πραγματικό κομμουνιστικό πλουραλισμό, υποδηλώνουν ότι η έννοια του κομμουνισμού είναι αμφιλεγόμενη, ότι συνιστά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Όλες αυτές οι αντιφατικές έννοιες του κομμουνισμού εκφράστηκαν ή εκφράζονται από φιλελεύθερες ή αυταρχικές κομμουνίστριες, από σοσιαλίστριες, από εχθρούς του συστήματος. Ετσι ο κομμουνισμός σή- μαινε ανέκαθεν πολύ περισσότερα από μόνη την άρνηση του καπιταλισμού, καθώς εμπλέκεται ευθύς εξαρχής στην
68
κριτική στους άλλους κομμουνισμούς και τις σοσιαλιστικές ουτοπίες, στη σύγκρουση για το μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, και εξαιτίας τους, μπορούμε να εννοήσουμε τον κομμουνισμό ως την προσπάθεια να αρνηθούμε τουλάχιστον όλα τα δεινά που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία και όχι μόνο ένα τμήμα τους. Αν όμως εννοήσουμε έτσι τον κομμουνισμό, τότε ο λόγος των αντικαπιταλιστι- κών ουτοπιών συνοδεύεται από το ερώτημα σε ποιον βαθμό τα εκάστοτε αντιπαραδείγματα παραμένουν εγκλωβισμένα στο καπιταλιστικό πρότυπο. Η ουτοπία αποδει- κνύεται συνεχιστής ανεπιθύμητων στοιχείων του υπάρχο- ντος όταν η κριτική στον καππαλισμό, η οποία αποτελεί τη βάση της, μπορεί να αναλυθεί ως κριτική στον καπιταλισμό από την οπτική γωνία του καπιταλισμού, ως μια κριτική επομένως που εξιδανικεύει μια ορισμένη στιγμή του καπιταλισμού αποσιωπώντας τον οδυνηρό χαρακτήρα της, προκει- μένου να τη στρέψει ενάντια στις υπόλοιπες στιγμές του καππαλισμού. 'Ετσι μπορούμε να συστηματοποιήσουμε χοντρικά τις αντικαπιταλιστικές ουτοπίες με βάση την ερώτηση ποιο είναι το πρόταγμά τους και ποια σφαίρα της καπιταλιστικής οικονομίας έχουν ως παράδειγμα γι’ αυτό.
Κριτική στους κριτικούς, άρνηση της άρνησης- Κυκλοφορία
Η κριτική στον καπιταλισμό, η οποία αντλεί το κριτήριό της από το ιδανικό της απλής εμπορευματικής παραγωγής, λειτουργεί κατά το κλασικό μοτίβο της εμμενούς κριτικής. Εξισώνει τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης, την ελευθερία και την ισότητα, με την ανεπαρκή τους υλοποίηση. Με ετούτο ασκεί κριτική στην αστική οικονομία από τη βάση της αστικής οικονομίας. Όπως έδειξε η Νάντια Ράκοβιτς (πρβ. Rakowitz, 2000), η έννοια της ελευθερίας που υποβα
στάζει αυτή την κριτική είναι η φιλελεύθερη, αστική, αρνητική ελευθερία των μεμονωμένων ατόμων, η ελευθερία από τον συλλογικό καταναγκασμό, από τη συνεργασία. Όπου η ελευθερία ορίζεται με θετικό τρόπο, πρόκειται για την ελευθερία της κατανάλωσης (ή των παραγωγικών κυττάρων). Καθεμιά πρέπει να μπορεί να αποφασίζει τι προϊόντα θα αγοράζει, πώς θα επηρεάζει ως άτομο και δίχως κοινωνικές συμφωνίες τα σχέδια που καταστρώνονται, πρέπει να μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα πώς θα παράγει. Κατ' αναλογία, η ισότητα ερμηνεύεται ως ισοδυναμία, η οποία στο οικονομικό πεδίο μεταφράζεται στα μοντέλα ισορροπίας. Πρόκειται για την ισότητα μεταξύ ανώνυμων κατόχων εμπορευμάτων, των οποίων η προσφορά και η ζήτηση εξισορροπούνται ιδανικά. Για την κριτική στον καπιταλισμό που εκκινεί από τη σφαίρα της κυκλοφορίας, το πρόβλημα εμφανίζεται τη στιγμή που η πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας αποκλίνει από τα ίδια της τα ιδανικά. Εφόσον η κριτική που εστιάζει στην κυκλοφορία μένει προσκολλημένη στην ανταλλαγή, στην αξία, κι επομένως στην παραγωγή με σκοπό την πώληση (ιδιωτική παραγωγή του μη καταναλω- θέντος - ιδιωτική κατανάλωση του μη παραχθέντος), και άρα αντιλαμβάνεται την αγορά και την πώληση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» ως ανταλλαγή ισοδυνάμων, ως μια σχέση μεταξύ ίσων, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί τη δημιουργία της υπεραξίας ως παραβίαση του νόμου περί ισοδυνάμων - ως απάτη. Υπεύθυνο γι’ αυτή την απάτη θεωρείται συνήθως το χρήμα, που ταυτίζεται, αντιστοίχως, με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και του οποίου η ιδιαίτερη δυναμική παράγει ένα διαρκώς αυξανόμενο χάσμα μεταξύ φτώχειας και πλούτου.
Αυτή η θέση δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν στο οικονομικό επίπεδο. Επειδή η κριτική από την οπτική γωνία της κυκλοφορίας μένει προσκολλημένη στην αγορά, διατηρεί ακέραιη τη δυνατότητα εμφάνισης της κρίσης ακόμα και
70
χωρίς το χρήμα, καθώς η αξία ενός προϊόντος υλοποιείται εκ των υστέρων, δηλαδή κατά την πώληση. Υπό τις συνθήκες της παραγωγής της προσανατολισμένης στην αγορά, μόνο εντός της αγοράς αποδεικνύεται πόση ζήτηση υπάρχει για τα παραχθέντα εμπορεύματα, και αν υπάρχει καν ζήτηση. Αυτό όμως δεν συνοδεύεται μονάχα από το ενδεχόμενο της πτώχευσης, της χρεοκοπίας των μεμονωμένων ιδιωτικών παραγωγών που έπεσαν έξω στους επιχειρηματικούς και οικονομικούς υπολογισμούς τους, αλλά και από εκείνο της ύφεσης, της υπερπαραγωγής, της υπερσυσσώ- ρευσης, εν ολίγοις απ' όλο το ρεπερτόριο των καπιταλιστικών κρίσεων. Πέρα από το ζήτημα της παραγωγής υπεραξίας και της αναπαραγωγής των τάξεων -που εδώ ούτε καν τα θίγουμε-, μαζί με την ιδιωτική παραγωγή εξακολουθεί να υπάρχει ο ανταγωνισμός και με αυτόν όχι απλώς το κίνητρο αλλά και η ανάγκη να παράγεις όσο το δυνστόν φθηνότερα, να υποσκελίζεις τις ανταγωνίστριές σου, να ρίχνεις τους μισθούς, να θέτεις σε κίνηση τον φαύλο κύκλο της συσσώρευσης. Με ετούτα επανέρχονται στο προσκήνιο όλα εκείνα που η κριτική στην κυκλοφορία ήθελε να εξαλείψει διά της κατάργησης ή διά του ελέγχου του χρήματος.
Αν το εξετάσουμε από θετική σκοπιά, η κατάφαση στην αγορά, που υποβαστάζει την κριτική στην κυκλοφορία, τροφοδοτείται από την έντονη δυσπιστία απέναντι στις υποχρεωτικές κοινωνικοποιήσεις, τη δυσπιστία απέναντι στον σχεδιαζόμενο έλεγχο του ατόμου από τη συλλογικότητα. Η σφαίρα της κυκλοφορίας, στην οποία οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον ως ελεύθεροι και ίσοι, θεωρείται εγγυητής μιας υψηλής ατομικής ελευθερίας. Εκεί επιδρά και ο φετιχιστικός χαρακτήρας των εμπορευμστικών σχέσεων, ο οποίος αποσιωπά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της αναπαραγωγής, και επιτρέπει να εκλη- φθούν αυτές ως αμιγώς τεχνικοοικονομικές αναγκαιότητες.
71
Από μια τέτοια φετιχιστική σκοπιά μπορεί να μας διαφύγει το γεγονός ότι η αγορά καθαιρεί μια προσωπική και συγκεκριμένη εξουσία απλώς και μόνο για να την αντικαταστήσει με μια αφηρημένη. Εντέλει, η αλληλεξάρτηση των ατόμων δεν περιορίζεται διά της εμπορευμστικής παραγωγής. Κάθε άλλο: παίρνει τεράστιες, πλανητικές διαστάσεις. Εντούτοις αυτή η εξάρτηση, ως πραγμοποιημένη, δεν μπορεί ποτέ να γίνει αντικείμενο της παρέμβασης διά της οποίας οι άνθρωποι προσπαθούν να κατανοήσουν και να διαμορφώσουν τη ζωή τους. Παρ’ όλα αυτά, οι φιλελεύθερες θεωρητικοί της κοινωνίας των πολιτών αντιμετωπίζουν με την υποψία του ολοκληρωτισμού τη συνολική αλλαγή της γενικής κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή τη δημοκρατική αναδιάρθρωση, υποψία ιστορικά βάσιμη ώς ένα σημείο. Καθώς όμως αρ- νούνται να δουν ως αστικές και καπιταλιστικές τις φαντασιώσεις τους περί ισότητας και ελευθερίας, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν το γεγονός ότι η σφαίρα της κυκλοφορίας διαμεσολαβείται από τις άλλες σφαίρες της καπιταλιστικής οικονομίας, και ως εκ τούτου αναπαράγουν αναπόφευκτα όλες εκείνες τις σχέσεις κυριαρχίας που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της σφαίρας της κυκλοφορίας.
- Παραγωγή
Η κριτική στον καπιταλισμό από την οπτική γωνία της παραγωγικής σφαίρας είναι σίγουρα η επικρατέστερη στρατηγική αντικαπιταλιστικής κριτικής. Σε αντίθεση με τους εκφραστές των θεωριών περί κυκλοφορίας, οι οποίοι ανήκουν κυρίως στο φιλελεύθερο αριστερό στρατόπεδο και άρα είναι συχνά αντικομμουνιστές, η φετιχοποίηση της παραγωγής χαρακτηρίζει παραδοσιακά τον κρατικό σοσιαλισμό. Στην κλασική της εκδοχή λειτουργεί ως κριτική στον καπιταλισμό προσανατολισμένη στην παραγωγή και στη δυϊ-
72
στική, αδιαμεσολάβητη αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Με αφαίρεση από την καπιταλιστικά επικαθορισμένη μορφή της. «η» εργασία τίθεται ως υπεριστορική-ανθρω- πολογική σταθερά, και της αποδίδεται ταυτόχρονα ένας χαρακτήρας φυσικής αναγκαιότητας και νοηματοδότησης, της αποδίδεται η ιδιότητα να κινεί την ιστορία με την αισιοδοξία της προόδου. Σε αντίθεση με αυτήν, το κεφάλαιο θεωρείται μη παραγωγικό, μη εργασία, η οποία το μόνο που κάνει είναι να οικειοποιείται αδίκως την απλήρωτη υπερερ- γασία των δυνάμεων της εργασίας. Όπως είναι επόμενο, βασική κατηγορία τής εν λόγω κριτικής είναι η έννοια της εκμετάλλευσης όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο πεδίο της κατανομής του πλούτου. Η υπέρβαση του καπιταλισμού γίνεται νοητή ως η απαλλοτρίωση της τάξης των καππαλιστριών με τη βοήθεια του νόμου και του κράτους, κατά την οποία τα μη παραγωγικά στοιχεία της κοινωνίας θα απομακρυνθούν και όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν εργάτες.
Αυτή η οπτική καθιστά αδύνατο να συλλάβουμε την ίδια την εργασία ως καπιταλιστικά επικαθορισμένη και να σκε- φτούμε την απαλλοτρίωση εκτός νομικών ή ηθικών κατηγοριών. Η σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, η οποία θεωρείται ταυτόσημη με τη σχέση εργα- σίας-κεφαλαίου, εκλαμβάνεται απλώς ως σχέση ιδιοκτησίας. 'Ετσι όμως δεν επερωτά κανείς ούτε το ιδιαίτερο είδος της καπιταλιστικής εργασίας ούτε την υποταγή της κοινωνίας στις επιταγές της παραγωγής και της υπερπαραγωγής, δηλαδή στις επιταγές της ανάπτυξης. Ο Μόισε Ποστόουν (πβλ Postone, 1993) έδειξε πώς με αυτόν τον παραδοσιακό κομματικό κομμουνισμό εξακολουθούν να κυριαρχούν και να διευρύνονται κεντρικές καπιταλιστικές κατηγορίες. Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι η εργασία καθαυτήν, ως αφηρημένη έννοια, δεν αναφέρεται σε κάποια υπεριστορική πράξη, αλλά ότι ως τέτοια καθίσταται γενικευμένη κοινωνική πραγματικότητα με την εμφάνιση του καππαλιστικού
73
τρόπου παραγωγής. Οι σφαίρες της ζωής και της εργασίας χωρίζουν με το που εμφανίζεται το εργοστάσιο, δηλαδή όταν επιβάλλονται οι θέσεις και οι ώρες εργασίας. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτόν τον χωρισμό είναι η κατασκευή ενός αφηρημένου χρόνου, ανεξάρτητου από τις εποχές του έτους, τον καιρό, τις παραδοσιακές συνήθειες και τις ανάγκες του αντικειμένου της εργασίας. Η ιστορία της επιβολής του συνδέεται στενά με την ιστορία της πειθαρχίας. Προπαντός όμως η αφηρημένη εργασία δεν βασίζεται μόνο στη διάκρισή της από τον ελεύθερο χρόνο, αλλά είναι γι’ αυτήν επιπλέον απαραίτητη η διάκριση μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής. Η καπιταλιστική κατασκευή της εργασίας συνοδεύεται από τη διαμόρφωση δύο διακριτών σφαιρών, της παραγωγής και της αναπαραγωγής, διαμόρφωση που καθιστά αναγκαία δύο διαφορετικά συμπλέγματα γνώσης-δρα- στηριότητας-συναισθήματος και μαζί με αυτά αξιώνει δύο διαφορετικές υποκειμενικότητες, που εμφυλοποιούνται και διχοτομούνται.
Επομένως η αποϊστορικοποίηση της εργασίας σημαίνει ότι μια ειδική ιστορική μορφή της εργασίας, η καπιταλιστική έννοια της εργασίας, αποκτά οντολογικά χαρακτηριστικά, καθότι μόνο με την εμφάνιση του καπιταλισμού γίνεται κα- ταρχήν εφικτό να μιλάμε για <σην εργασία». Αυτή η αφηρημένη εργασία είναι αφηρημένη τόσο καθότι διακριτή από τις άλλες σφαίρες, από τις άλλες στιγμές, π.χ. ως αποκα- θαρμένη από την αναπαραγωγή, όσο και ως υποκείμενη στον αφηρημένο χρόνο, ως ποσοτικοποιήσιμη, ως επακριβώς μετρήσιμη. Μαζί με τον αφηρημένο χρόνο πηγαίνει και η λογική της αξίας και του ισοδυνάμου, και μαζί με ετούτα οι αστικές έννοιες της ισότητας και της δικαιοσύνης. Η εργασία εμφανίζεται στην ιστορία ως αφηρημένη, αλλά και με την έννοια ότι είναι εκκενωμένη από κάθε μη αξιοποιήσιμη στιγμή, με την έννοια ότι πρέπει να αφαιρεθεί από αυτήν οτιδήποτε δεν εξυπηρετεί την παραγωγή υπεραξίας. Οταν
74
λοιπόν ο παραδοσιακός μαρξισμός θέτει «την εργασία» ως τον θετικό όρο, τον αντίθετο του κεφαλαίου, παίρνει μια στιγμή της καπιταλιστικής κοινωνίας και τη στρέφει εναντίον της, μια στιγμή που γεννήθηκε από το ίδιο το κεφάλαιο και που υπακούει στους νόμους του.
- Κατανάλωση
Σε αντίθεση με τον αντικαπιταλισμό που αναφέρεται στην παραγωγή, η κριτική στον καπιταλισμό από την οπτική γωνία της κατανάλωσης αποτελεί νεότερη στρατηγική, διότι η κατανάλωση αποκτά ειδικό βάρος το νωρίτερο με τους Παρι- ζιάνους μποέμ του δεκάτου ενάτου αιώνα, κι έπεπα με τους κριτικούς της κουλτούρας της δεκαετίας του 1920, ενώ μόνο με τον ανεπτυγμένο φορντισμό γίνεται μαζικό φαινόμενο, που αφορά και το προλεταριάτο. Με την κρίση του φορντισμού τις δεκαετίες του '60 και του '70 θα μπορέσει το εμπόρευμα να εξελιχθεί σε φορέα μιας επαναστατικής υπόσχεσης ευτυχίας, που υπερβαίνει το μικροαστικό ιδανικό του αυτοκινήτου, του σπιτιού και της τηλεόρασης, ιδανικό το οποίο συμβάλλει στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης. Όταν ο μεταπολεμικός καπιταλισμός της επανακμά- ζουσας συσσώρευσης περιέρχεται σε κρίση, και μαζί με αυτόν κι ο κοινωνικός χαρακτήρας της πρωσικής-προτε- σταντικής ηθικής της αποταμίευσης, η πολιτιστική επανάσταση ανοίγει νέα πεδία επέκτασης για το κεφάλαιο και τους κριτικούς του. Η σεξουαλικότητα και το κυνήγι της ηδονής παύουν να αποτελούν ταμπού, γεγονός που δημιουργεί νέες αγορές, νέες στρατηγικές μάρκετινγκ, θέτοντας σε κίνηση νέους κύκλους συσσώρευσης. Η εστίαση στην αναπαραγωγή διανοίγει νέα πολιτικά πεδία μάχης (κατοικία, νοικοκυριό, πάρτι) και ταυτόχρονα αποτελεί ιστορικό αποτέλεσμα της ήττας μέσα στο εργοστάσιο. Όπως έδειξε η Κάτια Ντήφενμπαχ (Diefenbach, 2003), η κριτική στον κα
75
πιταλισμό η προσανατολισμένη στην κατανάλωση τοποθετείται ακριβώς μέσα σε αυτή την κίνηση μεταξύ εξέγερσης και ενσωμάτωσης.
Η κριτική στον καπιταλισμό από τη σκοπιά της καταναλωτικής σφαίρας υποστηρίζει ότι η κριτική δεν θα έπρεπε να υπαναχωρήσει από τα επιτεύγματα του καπιταλισμού και γι’ αυτό στρέφεται ενάντια σε όλα τα πουριτανικά, ασκητικά και οικολογικά ιδανικά. Το σοσιαλδημοκρατικό σύνθημα «Δικαίωμα στην εργασία» μετασχηματίζεται σε «Δικαίωμα στην τεμπελιά», σύμφωνα με τη διατύπωση του Πολ Λα- φάργκ, γαμπρού του Μαρξ. Αντιστοίχως, η κριτική χαιρετίζει την προελαύνουσα εκμηχάνιση και τον αυτοματισμό της παραγωγής, επειδή αυξάνουν τις καταναλωτικές δυνατότητες, τόσο διά της επέκτασης της παραγωγής όσο και διά της συμπίεσης του εργάσιμου χρόνου. Το κυρίαρχο μοτίβο αυτής της κριτικής είναι η μομφή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εκπληρώσει -και σίγουρα όχι σε μαζική κλίμακα- την υπόσχεση ευτυχίας που δίνει.
Μπορεί μεν με το σύνθημα «Πολυτέλεια για όλους» να ασκείται κριτική στον αποκλεισμό της πλειονότητας του πληθυσμού της γης από τον κοινωνικό πλούτο, ωστόσο ο ίδιος ο επικαθορισμός της μορφής αυτού του πλούτου δεν λαμβάνεται υπόψη. Με ετούτο όμως όχι μόνο παραβλέπο- νται υγειονομικά, οικολογικά κ.λπ. ερωτήματα, αλλά προπαντός υιοθετούνται η καταναλωτική μονάδα, ο ατομικισμός της κατανάλωσης και η διάκριση μεταξύ καταναλωτικής και παραγωγικής σφαίρας. Αν όμως δεχτούμε αυτή τη διάκριση, τότε η εκμηχάνιση χάνει τον διακηρυγμένο, χειραφετικό της στόχο, διότι αποσιωπάται το ερώτημα περί του ελέγχου των μηχανών, το ερώτημα για την κατασκευή και τον προγραμματισμό τους (πβλ. Baumeister και Negator, 2005: 97-98). Επομένως η καταναλωτική σφαίρα είναι κι αυτή προϊόν του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως ακριβώς οι σφαίρες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η συγκρότησή της είναι αφε
76
νός μεν αντικειμενικά αναγκαία, προκειμένου τα παραχθέ- ντα εμπορεύματα να αποκτήσουν ζήτηση και άρα να συνεχιστεί η συσσώρευση, αφετέρου δε είναι υποκειμενικά αναγκαία ως αντίβαρο και υποκατάστατο της αλλοτριωμένης εργασίας. Τη στιγμή που η εργασία γίνεται αντιληπτή κυρίως ως ξόδεμα δυνάμεων, ως κόπος και υποχρέωση, η πελάτισσα εγκαλείται ως βασίλισσα, της οποίας η ελευθερία επιλογής μοιάζει να περιορίζεται μόνο ποσοτικά (βλ. ύψος λογαριασμού), ενώ στην πραγματικότητα περιορίζεται και ποιοτικά μεταξύ των επιλογών αγοράζω/δεν αγοράζω/ κλέβω. Τη στιγμή που η εργασία διαμορφώνεται από τις ιεραρχίες και την υποταγή στις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας, το εμπόρευμα χρήμα δίνει στην ιδιοκτήτριά του τον έλεγχο επί του εργάσιμου χρόνο των άλλων, κι έτσι είναι πάντα φορέας του φετίχ της αρρενωπής αυτονομίας. Πέρα από το γεγονός ότι τα προϊόντα, τα εμπορεύματα, είναι εκ των έσω καπιταλιστικά διαμορφωμένα, π.χ. ως προς την ποιότητα, την αντοχή, την ιδιαιτερότητά τους, αλλά και ως φορείς συμβολικού κεφαλαίου (μάρκες, διάκριση, συμμόρφωση με τη νόρμα), η ίδια η εμμονή στην κατανάλωση ως μια σφαίρα διακριτή από την παραγωγή, στέκεται εμπόδιο στη συνολική χειραφέτηση της κοινωνίας. Η κριτική στον καπιταλισμό από την οπτική γωνία της κατανάλωσης συνιστά επέκταση της ιδεολογικής λειτουργίας που επιτελεί η υπόσχεση ευτυχίας την οποία φέρουν τα εμπορεύματα σε συνθήκες καπιταλισμού, δηλαδή της λειτουργίας να μας αποπροσανατολίζει από την προσπάθεια να διαμορφώσουμε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται η ανάγκη μας για φυγή (φυγή στον ελεύθερο χρόνο, στις βιτρίνες των καταστημάτων, στην τηλεόραση).
77
Και τώρα; «Θα ήθελα μια εκτύπωση του αρνητικού, σας παρακαλώ!»Οπτικές γωνίες και θέσεις παρκαρίσμστος
Αρκετά είπαμε όμως για την κριτική/τις κριτικές. Αν μπορούμε να συστηματοποιήσουμε από κομμουνιστική οπτική γωνία τις διαφορετικές κριτικές στον καπιταλισμό, καθώς και τις (κομμουνιστικές) ουτοπίες που συνδέονται με αυτές, με βάση τις ποικίλες ανεπάρκειές τους, αν μπορούμε να τις επικρίνουμε από κομμουνιστική οπτική γωνία επειδή η κριτική που ασκούν στον καπιταλισμό εκκινεί από μια καπιταλιστική οπτική γωνία (κυκλοφορία, παραγωγή, κατανάλωση), τότε θα πρέπει να θέσουμε και το ερώτημα ποια είναι εντέ- λει η οπτική γωνία αυτής της συστηματοποίησης και αυτής της κριτικής, κι αν μπορεί κανείς να την υιοθετήσει, ποιος είναι ο τόπος του κομμουνιστικού μη τόπου, α-τόπου. Όμως η κομμουνιστική οπτική γωνία μπορεί να συνιστά κα- ταρχήν οπτική γωνία ή μήπως τελικά η στατικότητα τέτοιων τοπικών προσδιορισμών είναι εντελώς αταίριαστη με την κίνηση της κομμουνιστικής κριτικής, μήπως δηλαδή αντί για οπτικές γωνίες και σημεία θέασης θα έπρεπε να μιλάμε για τα ίχνη μιας πορείας, για μονοπάτια και ακτίνες βολής;
Ο Αντόρνο, στο έργο του Minima Moralia, δίνει μια παράδοξη απάντηση στο ζήτημα της κανονιστικότητας, δηλαδή στο ζήτημα της οπτικής γωνίας. Γράφει: «Η μόνη φιλοσοφία, για την οποία, μπροστά στην απόγνωση, μπορεί ακόμη να αναληφθεί η ευθύνη, θα ήταν η απόπειρα να θεωρεί κανείς τα πράγματα έτσι, όπως θα παρουσιάζονταν από τη σκοπιά της λύτρωσης» (Adorno, 1990 [ 1970]). Κι αυτό είναι «όμως και το εντελώς αδύνατο, αφού προϋποθέτει μια σκοπιά απομακρυσμένη, έστω κατά ένα ελάχιστο, από τον μαγικό κύκλο της ύπαρξης [...].» (στο ίδιο). Αυτή η προοπτική δεν εγκαταλείπει εντελώς την έννοια της οπτικής γωνίας ως μοτίβο σκέψης, αλλά τη μεταφέρει από το παρελθόν
78
(της καταγωγικής αρχής, του πρώιμου κομμουνισμού, της μητριαρχίας) ή από τη διιστορικότητα (της φύσης, της ανθρωπολογίας) στο μέλλον. Η ελπίδα έγκειται στο ότι οι επόμενες γενιές ανθρώπων θα βλέπουν τόσο καθαρά τον πα- ραλογισμό και την περιττή βαρβαρότητα της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης όσο φαίνεται σ’ εμάς σήμερα εξωπραγματικό και αλλόκοτο το γεγονός ότι υπήρχαν κάποτε άνθρωποι που πίστευαν στη θεωρία των δύο φύλων ή στο ότι η Γη είναι επίπεδη. Και ακριβώς αυτή η αδυναμία κατάληψης του μελλοντικού σημείου θέασης συνιστά κατά τον Αντόρνο τη χειραφετική στιγμή του αιτήματος να υιοθετήσουμε το εν λόγω σημείο. Αυτή η αδυναμία κατάληψής του οφείλει να προφυλάξει τη σκέψη από τον κίνδυνο να παραδοθεί στην ψευδαίσθηση ότι είναι μια σκέψη υπεράνω κοινωνικών καθορισμών, επειδή ακριβώς η φαντασίωση της ελευθερίας της σκέψης προετοιμάζει το έδαφος επί του οποίου επεκτείνονται τα όρια της αστικής κοινωνίας χωρίς οι επικριτές της να το αντιληφθούν. «Πρέπει η ίδια [η σκέψη] να κατανοήσει ακόμη και την αδυνατότητά της στο όνομα της δυνατότητας» (στο ίδιο). Το παράδοξο να μην μπορεί η εξωτερική γωνία θέασης να καταληφθεί κι όμως να πρέπει να καταληφθεί οφείλει να προφυλάξει τους κριτικούς από τη φετιχοποίηση των ίδιων τους των προϊόντων, από την ψευδαίσθηση που γεννά ο ουτοπισμός ότι θα μπορούσαμε σήμερα κιόλας να πούμε πώς θα έπρεπε να είναι μια απελευθερωμένη κοινωνία. Η σύλληψη της κομμουνιστικής γωνίας θέασης ως α-κατάληπτης πρέπει να την προστατεύσει από τον κίνδυνο να παρα μείνει αυτή στο έδαφος του καπιταλισμού. Αλλά πόσο σίγουρη είναι αυτή η προστασία; Είναι πράγματι το μέλλον τόσο ανέγγιχτο από το παρόν όσο διακηρύσσει, και είναι υποχρεωμένος να διακηρύξει, ο Αντόρνο; Μήπως το παρόν δεν προσπαθεί διαρ- κώς να αγγίξει το μέλλον, όπως ακριβώς προσπαθεί και το παρελθόν να αγγίξει το παρόν; Δεν αλλάζει άραγε η ιδέα
79
που έχουμε για το μέλλον όπως ακριβώς αλλάζει το πραγματικό μέλλον με κάθε αλλαγή που συμβαίνει στο παρόν (αλλαγή = παραγωγή μέλλοντος, υλοποίηση μιας δυνατότητας και άρα δημιουργία και αποκλεισμός δυνατοτήτων); Κι επομένως δεν πρέπει να αλλάζει διαρκώς το μέλλον και η ιδέα μας γι’ αυτό, αν το λυτρωτικό μέλλον είναι η άρνηση της εκάστοτε υπάρχουσας οδύνης; Μπορεί ποτέ αυτή η άρνηση να μένει η ίδια όταν αλλάζει αυτό το οποίο αρνούμα- στε; Αν το εκτός, δηλαδή ο κομμουνισμός, δεν μπορεί καν να μείνει ανέγγιχτο από την ιστορία -κι αν, προπαντός, δεν πρέπει να μείνει ανέγγιχτο-, τότε είναι ακριβώς η απαγόρευση της εξεικόνισης εκείνη που δουλεύει προς όφελος του φετιχισμού, γιατί ορίζει τον κομμουνισμό ως ανέγγιχτο, αδιάσπαστο, αμόλυντο, υπεριστορικό. Άραγε ο λόγος του Αντόρνο περί «του μέλλοντος», «της απελευθέρωσης», «της λύτρωσης» δεν εμποδίζει ακριβώς τη γνώση ότι καμιά από αυτές τις έννοιες δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της, ότι σήμερα κομμουνισμός σημαίνει κάτι άλλο απ’ ό,τι σήμαινε εκατό χρόνια πριν, και ότι αύριο θα πρέπει να σημαίνει κάτι άλλο απ’ ό,τι σημαίνει σήμερα; «Η κομμουνιστική κριτική δεν μπορεί να μένει αδιάφορη απέναντι στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Ο πυρήνας της είναι έγχρονος. Η σημασία του κομμουνισμού πρέπει να ορίζεται εκ νέου σε κάθε ιστορική συγκυρία» (diskus 1/03: 3).
Ο παράδοξος καθορισμός του εκτός σημαίνει για τον Αντόρνο ότι είναι αφενός απολύτως αδύνατο να υιοθετήσουμε εκείνη τη μελλοντική οπτική γωνία, αλλά και αφετέρου «το πιο απλό από όλα, αφού η κατάσταση αποζητά επιτακτικά μια τέτοια γνώση, αφού μάλιστα η πλήρης αρνητι- κότητα, μόλις την αντικρίσει κανείς κατάματα, κρυσταλλώνεται σε εναντιόμορφη γραφή του αντιθέτου της» (Adorno, 1990 [1970]). Όμως αυτή η κρυστάλλωση δεν συμβαίνει ποτέ από μόνη της. Η θεωρητική άρνηση της άρνησης δεν
μετατρέπεται αυτομάτως σε κατάφαση, από την κριτική στον καπιταλισμό και την κριτική στις περιορισμένες κριτικές στον καπιταλισμό δεν προκύπτει διά της επαγωγής το αντίθετό τους, το αντιρεαλιστικό μοντέλο. Ακόμα κι από το πιο ακριβές αρνητικό μπορούμε να πάρουμε διαφορετικές εκτυπώσεις, μπορούν να προκύψουν εκατοντάδες διαφορετικές φωτογραφίες ανάλογα με τον φωτισμό, την οπτική και τη χρησιμοποιούμενη τεχνική. Αυτή η κριτική άρση της απαγόρευσης της εξεικόνισης απολαμβάνει ξαφνικά την υποστήριξη ακόμη και του ίδιου του Αντόρνο, ο οποίος λέει σε μια συνομιλία του με τον Ερνστ Μπλοχ: «Διότι, με το να μας απαγορεύεται να φτιάξουμε μια εικόνα, συμβαίνει ταυτόχρονα κάτι πολύ κακό. Δηλαδή το ότι όσο περισσότερο το δέον μπορεί να διατυπωθεί μόνο ως αρνητικό, τόσο λι- γότερο μπορούμε να το φανταστούμε. Τότε όμως, κι αυτό είναι μάλλον ακόμα πιο ανησυχητικό, αυτή η απαγόρευση συγκεκριμένης αναφοράς στην ουτοπία τείνει να αμαυρώνει την ίδια την ουτοπική συνείδηση και να καταπίνει εκείνο που είναι πράγματι κρίσιμο, δηλαδή την επιθυμία να είναι αλλιώς τα πράγματα» (Adorno, 1978: 364· η υπογράμμιση δική μου). Εδώ ο Αντόρνο συναντά τον Φουκώ, ο οποίος ισχυρίζεται, σε μια άλλη συνομιλία: «Κατά τη γνώμη μου, ο ρόλος του διανοουμένου σήμερα συνίσταται στο να καταστήσει την εικόνα της επανάστασης τόσο επιθυμητή όσο ήταν τον δέκατο ένατο αιώνα [...]. Γι’ αυτόν τον σκοπό είναι αναγκαίο να εφευρεθούν νέοι τρόποι διαπροσωπικής επαφής, δηλαδή νέοι τρόποι γνώσης, νέοι τρόποι επιθυμίας και σεξουαλικής ζωής» (Foucault, 2003: 114). Χρειάζεται επομένως κάποιο θάρρος για να αρθρώσεις, να σκιαγραφήσεις και να δώσεις στην κομμουνιστική επιθυμία ένα προσωρινό τεχνητό αντικείμενο, που με τη σειρά του θα γεννά μια κομμουνιστική επιθυμία. Εδώ παίζονται πολλά, διότι όσο λιγό- τερο οι άνθρωποι είναι σε θέση να κάνουν ό,τι θέλουν, τόσο λιγότερο θέλουν να θέλουν (να επιθυμούν κάτι σφόδρα).
Και πώς θα κάνουν οι άνθρωποι ό,τι θέλουν, αν δεν (θέλουν να) ξέρουν καν τι θέλουν; Εάν τα όρια του εφικτού ορίζουν κι αυτό που μπορείς να επιθυμήσεις, τότε ήδη αξίζει να επιθυμείς το επιθυμείν. Πρέπει να εφευρεθεί, πρέπει να γίνει αντικείμενο επιθυμίας. Να επιθυμείς την επιθυμία. Αυτή είναι η κομμουνιστική επιθυμία: επιτέλους η αθλιότητα να λάβει ένα τέλος.
Ωστόσο τη δυνατότητα μιας κομμουνιστικής επιθυμίας δεν τη βαραίνει μόνο το τέλος της ιστορίας αλλά προπαντός το τέλος της επανάστασης. Όχι μόνο το 1989 αλλά ακόμα περισσότερο το 1939, το 1938, και τα επόμενα χρόνια ώς το 1924 και το 1917. Άραγε, ύστερα από τις αποτυχημένες προσπάθειες του εικοστού αιώνα να γίνει πραγματικότητα η κομμουνιστική κοινωνία, μπορούμε ακόμα να απαντάμε διά της σιωπής στο ερώτημα πώς θα έπρεπε τέλος πάντων να είναι και πώς θα είναι ο κομμουνισμός; Μπορούμε να μιλάμε για τον κομμουνισμό εκκινώντας από την ψευδαίσθηση μιας άμεσης, αμόλυντης και αδιάφορης απέναντι στην ιστορία του μαρξισμού πρόσβασης σε κάποιο πρωταρχικό μαρξικό κείμενο, να μιλάμε γι’ αυτόν αγνοώντας την ιστορία και τις γενιές που μας χωρίζουν από το κείμενο του Μαρξ; Μπορεί να λέγεται σήμερα κομμουνί- στρια όποια αρνείται από ντροπή να αναλάβει την ευθύνη για την κληρονομιά του σταλινισμού και για τα θύματά του; Αλλά στο ερώτημα για την εξασφάλιση απέναντι στους κινδύνους της επανάστασης, η εύκολη υπόσχεση ότι την επόμενη φορά τα πράγματα θα γίνουν πιο δημοκρατικά είναι εξίσου επιπόλαιη όσο και η δήθεν ριζοσπαστική απάντηση ότι δεν μπορούμε, και μάλιστα ότι δεν επιτρέπεται, να κάνουμε δηλώσεις για το πώς θα είναι ο κομμουνισμός. Η απαγόρευση της εξεικόνισης, η οποία θέλει να εξαλείψει τη δυνατότητα να επαναληφθεί το παρόν μέσα στο όνειρο, με- τατρέπεται σε ψέμα που συγκαλύπτει τη δυνατότητα να επαναληφθεί το παρελθόν στο όνειρο. Το αξίωμα ότι η
82
ωραία εικόνα του πραγματικού κομμουνισμού δεν είναι ορατή γίνεται η νομιμοποίηση που χρειαζόμαστε για να μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις άσχημες εικόνες του λάθος κομμουνισμού. Λες κι η απάντηση στο ερώτημα γιατί ο κομμουνισμός του μέλλοντος δεν θα μοιάζει με τον κομμουνισμό του παρελθόντος εναπόκειται σε ένα βέβαιο ή αβέβαιο μέλλον και όχι στις ίδιες τις κομμου- νίστριες.
Αυτό το βιβλίο γράφτηκε υπό τις συνθήκες του τέλους της ιστορίας. Τώρα πια όμως το ίδιο το τέλος της ιστορίας έχει περάσει στην ιστορία. Από τη σκοπιά του μέλλοντος, που έχει ήδη αρχίσει, αυτή η ιστορική εποχή διήρκεσε ακριβώς είκοσι χρόνια, αρχίζοντας το 1991 και τελειώνοντας με την Αραβική Άνοιξη το 2011. Όπως συνέβαινε με τους μεγάλους κύκλους των επαναστάσεων του εικοστού αιώνα - 1917, 1968 και εν μέρει 1989-, έτσι και οι σύγχρονες επαναστάσεις μεταφέρονται από τη μια πόλη στην άλλη, από τη μια περιοχή στην άλλη, διασχίζοντας τα εθνικά σύνορα. Κι όπως συνέβη και με τους προηγούμενους κύκλους, έτσι κι αυτός ξεκίνησε στην περιφέρεια της παγκόσμιας τάξης, για να φτάσει από εκεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ώς το κέντρο, στην καρδιά του κτήνους: από το Σίντι Μπουζίντ ώς το Κάιρο, κι από εκεί στη Βεγγάζη, την Ντάρα, την Αλ-Μανάμα και τη Σαναά, περνώντας από την Αθήνα, τη Μαδρίτη, το Τελ Αβίβ, το Λονδίνο, το Σαντιάγκο, το Γουι- σκόνσιν και φτάνοντας ώς τη Νέα Υόρκη, τη Φραγκφούρτη, το Όκλαντ και τη Μόσχα, το Ρίο ντε Τζανέιρο και την Ισταν- μπούλ. Πολλές από τις Ρωσίδες επαναστάτριες του 1917 είχαν την πεποίθηση ότι θα πετύχαιναν μόνο εφόσον η επανάσταση απλωνόταν σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο, στηρίζοντας μάλιστα όλες τους τις ελπίδες στη Γερμανία - και, ως γνωστόν, απογοητεύτηκαν. Και σήμερα παίζει η Γερμανία έναν ιδιαίτερο ρόλο, προπαντός στο εσωτερικό της Ευ
83
ρώπης: τον ρόλο του αντεπαναστατικού κέντρου, που από ιστορικής απόψεως τής πάει πολύ. Η Γερμανία είναι συνυ- πεύθυνη για την κρίση στην Ευρώπη, με την πολιτική της του αποπληθωρισμού και των χαμηλών μισθών, με το σκληρό νόμισμα και τις φτηνές εξαγωγές της, ενώ με την επιβολή της λιτότητας επιδεινώνει τις επιπτώσεις της κρίσης από τις οποίες είναι η πρώτη που επωφελείται. Και σήμερα η επιτυχία των επαναστάσεων εξαρτάται εν μέρει από την ικανότητά τους να δώσουν ώθηση η μια στην άλλη, να ριζοσπαστικοποιηθούν, να παγκοσμιοποιηθούν. Όσο διαφορετικές κι αν είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες ξεπηδούν τα κινήματα, είναι αδύνατο να παραβλέψουμε τις αναφορές του ενός στο άλλο. Βασικά τους χαρακτηριστικά η ψηφιακή κινητοποίηση και οι καταλήψεις δημόσιων χώρων -πλατεία Ταχρίρ, Πουέρτα ντελ Σολ, πλατεία Συντάγματος, Λίμπερτυ Σκουαίρ, πλατεία Ταξίμ- σε μεγάλο βαθμό και κατά το δυ- νατόν μη βίαιες, στρεφόμενες εναντίον του κράτους και προπαντός με ριζοσπαστική δημοκρατική οργάνωση, η οποία αφενός μεν αποκλείει συχνά συγκεντρωτικούς θεσμούς, όπως τα κόμματα, αφετέρου δε περιλαμβάνει το αίτημα για εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, δηλαδή της πολιτικής και της οικονομίας. Η διεθνοποίηση των επαναστατικών κινημάτων φάνηκε ανάγλυφα με το που εμφανίστηκαν στις διαδηλώσεις στην Αίγυπτο πλακάτ που εξέφραζαν αλληλεγγύη στις απεργούς του Γουισκόνσιν. Κι ενώ με αυτόν τον τρόπο οι μεν δίδασκαν στον κόσμο νέες μορφές διαμαρτυρίας και οργάνωσης, ταυτόχρονα διδάσκονταν από τους δε, και ακριβώς επειδή αυτοί ακολουθούσαν το παράδειγμα των πρώτων, ότι ούτε η πτώση ενός δικτάτορα ούτε η παραίτηση ενός στρατιωτικού συμβουλίου δεν οδηγεί αυτομάτως σε μια δημοκρατία άξια του ονόμστός της. Την ίδια στιγμή που στην Αίγυπτο κατακτούσαν την πολιτική ελευθερία του Τύπου, στην Ελλάδα έκλειναν εφημερίδες -αργότερα μάλιστα και η δημόσια ραδιοτηλεόραση- επειδή η
84
έκδοσή τους δεν είχε πλέον οικονομική απόδοση. Ωστόσο και προηγούμενοι κύκλοι επαναστάσεων είχαν δώσει τα δικά τους μαθήματα, όπως η Αργεντινή το 2001, η οποία δίδαξε ότι το τέλος της αποδοτικότητας δεν σημαίνει αναγκαία και το τέλος της παραγωγής, αλλά ότι μπορεί, αντιθέ- τως, vc σημαίνει μια διαφορετική αρχή. Γιατί τι άλλο είναι το κατειλημμένο εργοστάσιο, η συλλογική κουζίνα και το αυ- τοδιαχειριζόμενο νοσοκομείο, αν όχι προσπάθειες να ανι- χνευθεί ένα διαφορετικό μέλλον υπό συνθήκες κρίσης, προσπάθειες που χρειάζεται οπωσδήποτε να συνδεθούν μεταξύ τους;
Ο περιορισμός που επιβάλλει ο καπιταλισμός στη δημοκρατία έγινε ολοφάνερος όταν λίγους μήνες πριν από τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 2012 γερμανίδες πολιτικοί συνιστούσαν στις Ελληνίδες να αναβάλουν τις εκλογές ή ζητούσαν ευθέως να αποσταλεί ένας «επίτροπος υπεύθυνος για τον προϋπολογισμό», που θα ήταν υπεράνω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Το δίδαγμα που έβγαινε από αυτή την επίδειξη ισχύος ήταν ότι υπό συνθήκες καπιταλισμού η δημοκρατία παραμένει εντός ορίων, ότι τελειώνει εκεί όπου θα μπορούσε να αρχίσει να γεννά προβλήματα. Γι’ αυτό άλλωστε στη θέση των εκλεγμένων πολιτικών μπορούν να μπουν τεχνοκράτες, που ειδικεύονται ακριβώς στο να εκτε- λούν αποτελεσματικά τις «επιταγές της οικονομίας». Γιστί να κάνεις εκλογές αν όλοι είναι ίδιοι;
Την ίδια στιγμή που τα επαναστατικά κινήματα, όπως και όλοι οι προκάτοχοί τους, διατρέχουν τον κίνδυνο να εκφυλιστούν και να αποκτήσουν ενίοτε αντισημιτικά χαρακτηριστικά, σε όλον τον κόσμο βρίσκονται ήδη σε ετοιμότητα φασιστικά, αντιδραστικά και φανατικά ισλαμικά κινήματα. Στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, έχουν ήδη αποκτήσει μεγάλη δύναμη με την κυβέρνηση Φίντες και το κίνημα Τζο- μπίκ. Στην Ελλάδα οι φασίστες έγιναν μέσα σε δυο χρόνια τρίτη δύναμη, ως συνέπεια της κρίσης, σαν να θέλει η ιστο-
ρΐα να επαναληφθεί. Η αντιδραστική στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης σημαίνει σεξουαλικές διακρίσεις, ρατσιστικό αποκλεισμό και ιστορικά επιτυχημένο κεϋνσια- νισμό όσον αφορά τους πολεμικούς εξοπλισμούς, ισοπέ- δωση των ανταγωνιστών και «παραγωγική» καταστροφή κεφαλαίου: με άλλα λόγια, πόλεμο. 'Ετσι, οι δημοκρατικές επαναστάσεις πρέπει να τερματίσουν το κακό και την ίδια στιγμή να προλάβουν τα χειρότερα. Σε αυτή την ιστορική συγκυρία μοιάζει να ξαναγίνεται επίκαιρο το διάσημο ρητό της Ρόζας Λούξεμπουργκ «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Βέβαια, ο ίδιος ο ιστορικός σοσιαλισμός οδήγησε σε νέες μορφές βαρβαρότητας. Στην κοσμοϊστορική του προσπάθεια να καταργήσει την κυριαρχία, αμαυρώθηκε επώδυνα και για καιρό. Όμως σήμερα, με τη διεθνή οικονομική κρίση και τις εξεγέρσεις σε όλον τον κόσμο, το μοντέλο του καπιταλισμού με φιλελεύθερη δημοκρατία χάνει κι αυτό τη γοητεία που ακόμα διέθετε είκοσι χρόνια πριν έναντι των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Σε πρώτη φάση το «αιώνιο παρόν» του καπιταλισμού φτάνει στο τέλος του και για πρώτη φορά μετά από καιρό η ιστορία είναι πάλι ανοιχτή - σε προτάσεις.
Τεκμηρίωση
Adorno, Theodor (1990 [1970]), Minima Moralia, πρόλογος Δ. Μαρκής, εισ.-μτφρ.-οημ. Λ . Αναγνώστου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σ. 358-359.
Adorno, Theodor, και Bloch, Ernst (1978), «Etwas fehlt... Ober die Widerspriiche der utopischen Sehnsucht. Ein Rundfunkge- sprach mit Theodor W . Adorno, 1964», στο Ernst Bloch. Erganzungsband zur Gesamtausgabe: Tendenz - Latenz - Ucopie, Φραγκφούρτη.
86
Baumeister, Biene, και Negator, Zwi (2005), Situationistische Re- volutionstheorie. Eine Aneignung, τόμ. 2: Kleines organon, Στουτγάρδη.
Derrida, Jacques (1996 [1994]), Πολίτική και φιλία. Ο Ζακ Ντερι- ντά για τον Λου( Αλτουσέρ, μτφρ. Δ. Παπαγιαννάκος και Α. Μπαλτάς, Εκκρεμές, Αθήνα.
Diefenbach, Katja (2003), «Alles ist gut Warum eine Politik des Wunsches nichts damit zu tun hat, sich etwas zu wiin- schen», στο diskus 2/03, σ. I .
Diskus, Studentjnnen Zeitschrift 1/03: «Sozialstattstaat», www. copyriot.com/diskus.
— , 2/03: «Simulate Communism».Dollase, Jiirgen (2009), «Dekonstruiert euch! Die Neuerungen, die
Ferran A d rii in die Haute Cuisine eingebracht hat, sind heute iiberall sichtbar. Doch die wahre Revolution des Ge- schmacks steht noch bevor». Frankfurter Allgemeine Zei- tung (3 .1.2009), op. 2, σ. 32.
Foucault, Michel (2003), «Das Wissen als Verbrechen, Gesprach mit s. Terajama», στο Dits et frcrit, τόμ. 3, Φραγκφούρτη.
Haraway, Donna (1995), Die Neuerfmdung der Natur. Primaten, Cyborgs und Frauen, Φραγκφούρτη/Νέα Υόρκη.
Μαρξ, Καρλ, και Έγκελς, Φρ. (2003), Η γερμανική ιδεολογία, επιμ.- μτφρ. Κ. ΦιλΙνης, Gutenberg, Αθήνα.
Nancy, Jean-Luc (1988), Die undarstellbare Gemeinschaft, Στουτγάρδη.
Postone, Moishe ( 1993), Time, Labor and Social Domination, Σικάγο.
Rakowitz, Nadja (2000), Einfache Warenproduktion. Ideal und ideologic. Φράιμπουργκ.
sinistra! Radikale Linke (2003), «Ein W ort zur Radikalitat», www. copyriot.com/sinistra/reading/studi6.html.
87
λήμμα το, ουσ. I . η λέξη ή το άρθρο που βρίσκεται ταξινομημένο σε δημοσίευμα ή σε αρχείο- (λεξικογραφία) ο τύπος λέξης με τον οποίο αυτή εξετάζεται και που προτιμάται επειδή θεωρείται αρχικός ή επικρατέστερος σε σχέση με τους άλλους που υπάγονται σ’ αυτόν. 2. (φιλολ.) λέξη παρμένη από φραστική διατύπωση και που επισημαίνει το σημείο κειμένου που απαιτεί σχολιασμό: -ατα του κριτικού
υπομνήματος. 3. (μαθημ.) πρόταση που έχει ήδη αποδειχτεί και θεωρείται ως αλήθεια για την απόδειξη άλλης.
Εμμ. Κριαρά Ν έο Ελληνικό Λ εξικό
της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας
« “Ρόιδο μας τα ’κανε αυτός ο καπιταλισμός!” σκέφτονται οι άνθρωποι. “Πρώτα μας έκανε καλά καλά να δυστυχήσουμε, και μετά όλο χάλαγε κι από πάνω” . Και μια άλλη λέει: “Κι εν πάση περιπτώσει, αυτόν τον καπιταλισμό τον έχουμε ήδη πάρα πολύ καιρό -κάπου διακόσια με πεντακόσια χρόνια-, ε και τέλος πάντων φτάνει πια! Ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε και τίποτα καινούριο. Καμιά αλλαγή πότε πότε δεν βλάπτει!” » .
«Χ ω ρ ίς να το αντιληφθούμε, η έννοια του κομμουνισμού πολλαπλασιάστηκε. Από τον κομμουνισμό φτάσαμε στους κομμουνισμούς, οι οποίοι, πέρα από έναν πραγματικό κομμουνιστικό πλουραλισμό, υποδηλώνουν ότι η έννοια του κομμουνισμού είναι αμφιλεγόμενη, ότι συνιστά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Όλες αυτές οι αντιφατικές έννοιες του κομμουνισμού εκφράστηκαν ή εκφράζονται από φιλελεύθερες ή αυταρχικές κομμουνίστριες, από σοσιαλίστριες, από εχθρούς του συστήματος. Έτσι ο κομμουνισμός σή- μαινε ανέκαθεν πολύ περισσότερα από μόνη την άρνηση του καπιταλισμού, καθώς εμπλέκεται ευθύς εξαρχής στην κριτική στους άλλους κομμουνισμούς και τις σοσιαλιστικές ουτοπίες, στη σύγκρουση για το μέλλον » .